You are on page 1of 71

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΚΓ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέμα:

Η αρχή της χρηστής διοίκησης στο έργο του Πλάτωνα

Επιβλέπουσα: Χριστίνα Φλώρου

Σπουδάστρια: Δανάη Σουφρίλα

ΑΘΗΝΑ - 2015
1

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κα Χριστίνα Φλώρου, επιβλέπουσα καθηγήτρια της


παρούσας εργασίας και Ειδική Επιστήμονα στο Συνήγορο του Πολίτη για την
υποστήριξη και την καθοδήγηση που μου παρείχε καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης
της εργασίας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην κα Γερασιμούλα
Χαραλάμπους, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Τμήματος Τεκμηρίωσης και
Βιβλιοθήκης του Συνηγόρου του Πολίτη και την κα Ελένη Αδαμαντίδου, βιβλιοθηκονόμο
του Τμήματος Τεκμηρίωσης και Βιβλιοθήκης του Συνηγόρου του Πολίτη για τη βοήθεια
που μου προσέφεραν στον εντοπισμό του αναγκαίου βιβλιογραφικού υλικού για τη
συγγραφή της εργασίας.
2

Περίληψη

Η αρχή της χρηστής διοίκησης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού
δικαίου, που διέπει τη δράση της Διοίκησης λειτουργώντας ως δικλείδα ασφαλείας υπέρ
των διοικουμένων από τις άκαμπτες διοικητικές πρακτικές. Η αρχή αυτή επιβάλλει στα
διοικητικά όργανα να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα
που επικρατεί και να αποφεύγουν τις ανεπιεικείς και δογματικές λύσεις διαφυλάσσοντας
τα δικαιώματα των πολιτών.

Σε συνδυασμό με άλλες θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου και κυρίως με τις
αρχές της νομιμότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του
διοικουμένου, της αμεροληψίας, της αξιοκρατίας, της ισότητας, της επιείκειας, της
φανερής δράσης της Διοίκησης, της αναλογικότητας και της συνέχειας και ενότητας των
δημοσίων υπηρεσιών συγκροτείται εκείνη η Δημόσια Διοίκηση που προάγει τα
συμφέροντα του πολίτη σύμφωνα με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου. Η σημασία της
αρχής της χρηστής διοίκησης αντανακλάται τόσο στην ευρωπαϊκή της διάσταση όσο και
στη διάσταση του φορολογικού δικαίου που τυγχάνει όλο και ευρύτερης εφαρμογής.

Αν και πρόκειται για αρχή του Κράτους Δικαίου, ψήγματα της αρχής της χρηστής
διοίκησης εντοπίζονται στο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα, ο οποίος, παρά τις
αριστοκρατικές του πεποιθήσεις, εντυπωσιάζει με τις ριζοσπαστικές του θέσεις. Η
ιδανική πολιτεία που σχεδίασε βασίζεται στην κυριαρχία των φιλοσόφων που έχουν
λάβει την απαιτούμενη παιδεία και μέσα από την κατάκτηση της απόλυτης γνώσης,
κυβερνούν την πόλη με άξονα τη δικαιοσύνη και την ευδαιμονία των πολιτών. Η
δικαιοσύνη πρωτοστατεί σε όλο το πλατωνικό έργο και ο ίδιος ο Πλάτων αποδίδει
ιδιαίτερη έμφαση στην κυριαρχία των νόμων στο πλαίσιο μιας πιο μετριοπαθούς
θεώρησης της πολιτείας.

Οι αρχές της αξιοκρατίας και της επιείκειας απορρέουν από τη διακυβέρνηση των
άριστων φιλοσόφων ως αποδεδειγμένα ικανών να κυβερνήσουν την πόλη και να την
οδηγήσουν στην ευημερία. Συγχρόνως η αρχή της νομιμότητας απορρέει από την
κυριαρχία των νόμων και υποστηρίζεται μαζί με τις άλλες αρχές ως αναπόσπαστα μέρη
της χρηστής διοίκησης και σε έργα άλλων διανοητών, όπως του Αριστοτέλη και του
Ισοκράτη. Τα δύο μέρη της εργασίας, το νομικό και το φιλοσοφικό, καταδεικνύουν τη
σπουδαιότητα της αρχής της χρηστής διοίκησης καθώς και τη διαχρονική αξία και ισχύ
του πλατωνικού έργου.
3

Λέξεις – κλειδιά: αρχή της χρηστής διοίκησης, θεμελιώδεις αρχές, Κράτος Δικαίου,
πνεύμα επιείκειας, δικαιώματα των διοικουμένων, πλατωνική φιλοσοφία, δικαιοσύνη,
παιδεία, θεωρία των Ιδεών, κυριαρχία των φιλοσόφων, νομιμότητα, ευδαιμονία των
πολιτών.
4

Résumé

Le principe de bonne administration est un principe fondamental du droit administratif


qui doit régir l’action administrative en tant que soupape de sûreté des administrés contre
les pratiques administratives rigides. Les organes administratifs sont infligés par ce
principe d’exercer leurs devoirs selon le sens de la justice et d’éviter les solutions
inéquitables en protégeant les droits des administrés.

Le principe de bonne administration est combiné avec des autres principes fondamentaux
du droit administratif et surtout avec le principe de légalité, de protection de la confiance
justifiée de l’administré, d’impartialité, de méritocratie, d’égalité, d’équité, de
transparence de l’action administrative, de proportionnalité et de continuité et d’unité des
services publiques. Tous ensembles composent cette Administration Publique qui
promeut les droits du citoyen selon les exigences de l’État de Droit. L’importance du
principe de bonne administration se reflète dans le champ européen et dans le champ du
droit fiscal qui s’applique de plus en plus.

Quoique le principe de bonne administration soit intégré dans l’État de Droit, on peut
trouver ses échantillons dans l’ouvrage philosophique de Platon, qui nous captive avec
ses idées radicaux malgré ses racines aristocratiques. Son république idéale est fondée sur
la prééminence des philosophes qui, ayant reçu l’éducation exigée, peuvent gouverner
selon la valeur de la justice et aboutir les citoyens à la prospérité. La justice occupe une
place primordiale dans l’ouvrage de Platon puisqu’il souligne la suprématie des lois dans
la république en adoptant un point de vue plus rationalisé.

Les principes de méritocratie et d’équité se dérivent de la gouvernance des philosophes


qui sont capables de gouverner la république et garantir le bien-être des citoyens. Le
principe de légalité se découle de la primauté des lois. De surcroît, tous ces principes
fondamentaux sont étroitement liés avec le principe de bonne administration selon les
ouvrages des autres philosophes comme Aristote et Isocrate. Les deux parties de cette
thèse – la partie juridique et la partie philosophique – démontrent l’importance du principe
de bonne administration et la valeur éternelle de l’ouvrage platonique.
5

Mots – clés: principe de bonne administration, principes fondamentaux, État de Droit,


esprit d’équité, droits des administrés, philosophie platonique, justice, éducation, théorie
des Idées, suprématie des philosophes, légalité, bien-être des citoyens.
6

Πίνακας περιεχομένων

Ευχαριστίες ............................................................................................................................... 1
Περίληψη .................................................................................................................................. 2
Résumé ...................................................................................................................................... 4
Πίνακας Εικονογράφησης ......................................................................................................... 8
Πίνακας Συντμήσεων και Συντομογραφιών ............................................................................. 9

Εισαγωγή ................................................................................................................................. 10

ΜΕΡΟΣ Α’: Η αρχή της χρηστής διοίκησης ως θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου .. 13

Α.1. Έννοια και περιεχόμενο της αρχής της χρηστής διοίκησης ............................................ 13

Α.2. Η σχέση της αρχής της χρηστής διοίκησης με τις άλλες αρχές του διοικητικού δικαίου 17
α) Αρχή της νομιμότητας ........................................................................................................ 17
β) Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ................... 18
γ) Αρχή της αμεροληψίας........................................................................................................ 19
δ) Αρχή της αξιοκρατίας ......................................................................................................... 20
ε) Αρχή της ισότητας............................................................................................................... 21
στ) Αρχή της επιείκειας ........................................................................................................... 22
ζ) Αρχή της φανερής δράσης της Διοίκησης........................................................................... 23
η) Αρχή της αναλογικότητας................................................................................................... 24
θ) Αρχή της συνέχειας και της ενότητας των δημοσίων υπηρεσιών ....................................... 24

Α.3. Η ευρωπαϊκή διάσταση της αρχής της χρηστής διοίκησης ............................................. 26

Α.4. Η αρχή της χρηστής διοίκησης στο πεδίο του φορολογικού δικαίου.............................. 30

ΜΕΡΟΣ Β’: Η αρχή της χρηστής διοίκησης στο έργο του Πλάτωνα ..................................... 31

Β.1. Το έργο του Πλάτωνα και οι ιδιαιτερότητες της πλατωνικής σκέψης ............................ 31

Β.2. Η φιλολογική διάσταση: Ανάλυση των κυριότερων πολιτικών έργων του Πλάτωνα ..... 34
α) Πολιτεία .............................................................................................................................. 34
β) Πολιτικός ............................................................................................................................ 37
γ) Νόμοι................................................................................................................................... 40
7

Β.3. Η θεωρία των Ιδεών και η εφαρμογή της στη Δημόσια Διοίκηση .................................. 45

Β.4. Διακειμενική προσέγγιση: Η πλατωνική σκέψη σε σύγκριση με τη σκέψη του


Αριστοτέλη, του Ισοκράτη και του Μακιαβέλλι ..................................................................... 49
α) Αριστοτέλης ........................................................................................................................ 49
β) Ισοκράτης............................................................................................................................ 51
γ) Μακιαβέλλι ......................................................................................................................... 53
δ) Διακειμενική προσέγγιση.................................................................................................... 55

Συμπεράσματα – Προτάσεις ................................................................................................... 58

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................... 60

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ........................................................................................................................ 63
8

Πίνακας Εικονογράφησης

Εικόνα 1: Σχέση της αρχής της χρηστής διοίκησης με τις επιμέρους έννοιες ................................... 25
Εικόνα 2: Ταξινόμηση των χωρών ανάλογα με την παράδοση που ακολουθούν ............................... 27
Εικόνα 3: Αντιστοιχία τριμερούς διαίρεσης ψυχής και πολιτείας ..................................................... 35
Εικόνα 4: Διαστάσεις της αρχής της χρηστής διοίκησης στον «Πολιτικό» ....................................... 40
Εικόνα 5: Αντιστοιχία θεσμών του πλατωνικού έργου και της σημερινής έννομης τάξης ................ 43
Εικόνα 6: Αντιστοιχία εμπειρικού κόσμου και κόσμου των Ιδεών .................................................... 45
Εικόνα 7: Ο μύθος του σπηλαίου ....................................................................................................... 47
Εικόνα 8: Πλάτων και Αριστοτέλης – Πίνακας του Ραφαήλ Σάντι στη Σχολή των Αθηνών............ 51
Εικόνα 9: Συγκριτική προσέγγιση των πολιτικών θεωριών που εξετάστηκαν ................................. 57
9

Πίνακας Συντμήσεων και Συντομογραφιών

Σύντμηση/Αρκτικόλεξο Ανάλυση
Α.Π. Άρειος Πάγος
αρ. άρθρο
Δελτίο Νομολογιακής και
Δ.Ν.Β.Ε.
Βιβλιογραφικής Ενημέρωσης
Ε.Ε. Ευρωπαϊκή Ένωση
Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και
Ε.Σ.Δ.Δ.Α.
Αυτοδιοίκησης
Κ.Δ.Δ. Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας
Ν. Νόμος
Ολομέλεια του Συμβουλίου της
ΟλΣτΕ
Επικρατείας
Π.Κ. Ποινικός Κώδικας
Σ. Σύνταγμα
Σ.Δ.Ο.Ε. Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος
Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας
Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.
Διοίκησης
Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής
Σ.Λ.Ε.Ε.
Ένωσης
ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας
Τεχνολογίες Πληροφορικής και
Τ.Π.Ε.
Επικοινωνιών
Υ.Κ. Υπαλληλικός Κώδικας
Φ.Π.Α. Φόρος Προστιθέμενης Αξίας
Χ.Θ.Δ. Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
10

Εισαγωγή

Η εμπέδωση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές διαμορφώνονται
και εξελίσσονται γύρω από την αρχή της χρηστής διοίκησης, αποτελεί σημαντικό
προαπαιτούμενο για τον εξορθολογισμό της Δημόσιας Διοίκησης και τη βελτίωση των
σχέσεων Κράτους και πολιτών. Η αρχή της χρηστής διοίκησης σε συνδυασμό με την
αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης αποτελούν το θεσμικό και νομικό δίπολο
του σύγχρονου Κράτους Δικαίου, που θέτει φραγμούς στη διοικητική δράση και στις
ενδεχόμενες αυθαιρεσίες της και συγχρόνως προασπίζει τα δικαιώματα των
διοικουμένων. Αν και δεν αποτυπώνεται ρητά σε κάποια συνταγματική διάταξη, αλλά
συνάγεται ερμηνευτικά από το πνεύμα του νόμου και έχει διαπλαστεί από τη νομολογία
του ΣτΕ, η αρχή της χρηστής διοίκησης διαπνέει όλο το δικαιικό σύστημα και λειτουργεί
ως δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση νομικών κενών.

Οι καταβολές αυτής της αρχής μπορούν να εντοπιστούν στην εποχή του Διαφωτισμού
και κυρίως στη Γαλλική επανάσταση. Ωστόσο, μέσα από νομικές και ιστορικές
εμβαθύνσεις μπορούν να εντοπιστούν δείγματα για την ύπαρξη και την αναγκαιότητα της
χρηστής διοίκησης ήδη από την εποχή της αρχαιότητας. Αν και βαθύτατα
αριστοκρατικός, ο Πλάτων εντυπωσιάζει με τις ρηξικέλευθες τοποθετήσεις του και τον
απαράμιλλο ιδεαλισμό του επιτρέποντάς μας να εντοπίσουμε στο έργο του την αρχή της
χρηστής διοίκησης μαζί με άλλες θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου, όπως τις
αρχές της νομιμότητας, της αξιοκρατίας και της επιείκειας. Η αναγκαιότητα εμβάθυνσης
στην πλατωνική φιλοσοφική σκέψη, προκειμένου να εντοπιστούν ψήγματα αυτής της
δημοκρατικής αρχής στο έργο ενός βαθύτατα αριστοκρατικού φιλοσόφου, αποτέλεσε
μεγάλη πνευματική πρόκληση και καταλυτικό κίνητρο για την επιλογή του
συγκεκριμένου θέματος εργασίας.

Ο σκοπός της παρούσας εργασίας, που εκπονήθηκε στα πλαίσια της ΚΓ’ Εκπαιδευτικής
Σειράς της Ε.Σ.Δ.Δ.Α., είναι διττός: αφενός η προσέγγιση των σημαντικότερων έργων
του Πλάτωνα («Πολιτεία», «Πολιτικός» και «Νόμοι») υπό το πρίσμα της αρχής της
χρηστής διοίκησης, όπως εντοπίζεται στο ιδανικό πολιτειακό καθεστώς και αφετέρου η
αξιοποίηση των ιδεών που περιλαμβάνονται στο έργο του με σκοπό την αναβάθμιση και
βελτίωση της σύγχρονης Δημόσιας Διοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύονται η
διαχρονική σημασία του φιλοσοφικού πολιτισμού και η πρακτική χρησιμότητά του στη
σημερινή εποχή ως ένα αιώνιο και ακατάλυτο σημείο αναφοράς.
11

Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την ανάλυση των επιμέρους θεμάτων της
εργασίας έγκειται στη βιβλιογραφική αναζήτηση σε εγχειρίδια διοικητικού δικαίου και
σε φιλολογικές αναλύσεις πολιτειολόγων και πλατωνικών μελετητών. Επίσης,
αξιοποιήθηκαν νομικά άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε αντίστοιχα νομικά περιοδικά, η
εφαρμοστέα νομοθεσία, καθώς και η σχετική νομολογία των Δικαστηρίων.
Ακολουθήθηκε παραγωγική συλλογιστική με σημείο εκκίνησης την αρχή της χρηστής
διοίκησης, όπως ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα και ακολούθως, η αρχή αυτή
εξειδικεύτηκε στο πλαίσιο του πλατωνικού έργου, αλλά και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης
διακειμενικής συγκριτικής προσέγγισης με έργα άλλων μεγάλων διανοητών.

Η διάρθρωση της παρούσας εργασίας περιλαμβάνει την εισαγωγή, δύο μέρη, που
συγκροτούν το βασικό κορμό της και τα συμπεράσματα μαζί με τις αντίστοιχες
προτάσεις. Το πρώτο μέρος είναι νομικό και αναφέρεται στην αρχή της χρηστής
διοίκησης ως θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου και το δεύτερο μέρος διαθέτει
μια φιλολογική-φιλοσοφική διάσταση με πολιτειολογικές αναφορές για την εφαρμογή
της αρχής της χρηστής διοίκησης στο έργο του Πλάτωνα. Ειδικότερα:

Α. Το πρώτο (νομικό) μέρος περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια:


1. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην έννοια και στο περιεχόμενο της αρχής
της χρηστής διοίκησης, όπως αυτή ορίζεται και εφαρμόζεται στο σύγχρονο
Κράτος Δικαίου.
2. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στη σύνδεση ανάμεσα στην αρχή της
χρηστής διοίκησης και στις άλλες θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού
δικαίου. Η δομή αυτού του κεφαλαίου διαρθρώνεται σε εννέα επιμέρους
ενότητες: α) Αρχή της νομιμότητας, β) Αρχή της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, γ) Αρχή της αμεροληψίας,
δ) Αρχή της αξιοκρατίας, ε) Αρχή της ισότητας, στ) Αρχή της επιείκειας, ζ)
Αρχή της φανερής δράσης της Διοίκησης, η) Αρχή της αναλογικότητας και
θ) Αρχή της συνέχειας και της ενότητας των δημοσίων υπηρεσιών.
3. Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται την ευρωπαϊκή διάσταση της αρχής της
χρηστής διοίκησης. Το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού δικαιώματος της
χρηστής διοίκησης ορίζεται πιο συγκεκριμένα σε σχέση με το περιεχόμενο
που διαθέτει η γενική αρχή της χρηστής διοίκησης στην ελληνική έννομη
τάξη.
4. Το τέταρτο κεφάλαιο προσεγγίζει την ιδιαίτερη οπτική του φορολογικού
δικαίου ως σημείου αναφοράς της αρχής της χρηστής διοίκησης. Αποτελεί
12

έναν κλάδο με μεγάλη πρακτική χρησιμότητα και διευρυνόμενη αξία στο


πεδίο της δημοσιονομικής και ευρύτερης οικονομικής πολιτικής.

Β. Το δεύτερο (φιλολογικό - φιλοσοφικό) μέρος περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια:


1. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται σε μια γενικότερη προσέγγιση της
πλατωνικής θεωρίας προσπαθώντας να ανιχνεύσει τα κύρια
χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της πλατωνικής σκέψης, έτσι όπως
αυτή διαμορφώθηκε από τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις της εποχής.
2. Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει τα σημαντικότερα έργα του Πλάτωνα στο
πλαίσιο της σύνδεσης της πλατωνικής φιλοσοφίας με την αρχή της
χρηστής διοίκησης. Τα εξετασθέντα έργα του Πλάτωνα αποτελούν και τις
τρεις επιμέρους ενότητες του κεφαλαίου: α) Πολιτεία, β) Πολιτικός και
γ) Νόμοι.
3. Το τρίτο κεφάλαιο περιλαμβάνει εμβάθυνση στη θεωρία των Ιδεών που
αποτελεί το αξιακό υπόβαθρο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Επιχειρείται η
σύνδεση της θεωρίας των Ιδεών με τη σημερινή Δημόσια Διοίκηση με την
εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής της στη σημερινή εποχή.
4. Το τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί μια διακειμενική συγκριτική επισκόπηση
μεταξύ της σκέψης του Πλάτωνα και της σκέψης άλλων φιλοσόφων
σχετικά με τη θέση που κατέχει η αρχή της χρηστής διοίκησης στο
εκάστοτε πολιτικό-φιλοσοφικό πρίσμα. Το κεφάλαιο διαρθρώνεται σε
τέσσερις ενότητες: α) Αριστοτέλης, β) Ισοκράτης, γ) Μακιαβέλλι και δ)
Διακειμενική προσέγγιση.

Η εργασία ολοκληρώνεται με το κεφάλαιο των συμπερασμάτων, όπου επιχειρείται μια


εποπτική θεώρηση όσων προηγήθηκαν και καταγράφονται οι διαπιστώσεις που
προκύπτουν από την προσέγγιση της αρχής της χρηστής διοίκησης στο έργο του
Πλάτωνα. Τέλος, καταγράφονται οι προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν για
τη βελτίωση και τον εξορθολογισμό του Δημοσίου μέσα από την ενίσχυση της αρχής της
χρηστής διοίκησης και των λοιπών γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές
εντοπίστηκαν στο πλατωνικό πολιτειακό σχεδίασμα και εξελίσσονται μέχρι τη σημερινή
εποχή.
13

ΜΕΡΟΣ Α’: Η αρχή της χρηστής διοίκησης ως θεμελιώδης αρχή


του διοικητικού δικαίου

Α.1. Έννοια και περιεχόμενο της αρχής της χρηστής διοίκησης

Στα πλαίσια του Κράτους Δικαίου αναπτύχθηκαν οι γενικές αρχές του διοικητικού
δικαίου, εν είδει γενικών ρητρών, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ηθικές επιταγές και
οι αξίες που θα διέπουν τη διοικητική νομιμότητα. Η αρχή της χρηστής διοίκησης (ή
των χρηστών διοικητικών ηθών) αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές γενικές αρχές του
διοικητικού δικαίου και συνιστά μαζί με τις αρχές της καλής πίστης, της επιείκειας και
της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου τον πυρήνα της λεγόμενης
«διοικητικής ηθικής». Η νομολογία του ΣτΕ λειτούργησε δικαιοπλαστικά, εφόσον
ανέδειξε την ύπαρξη και διαμόρφωσε το περιεχόμενο της αρχής της χρηστής διοίκησης,
προσδίδοντας νομική διάσταση στη διοικητική ηθική.

Η καταγωγή της αρχής αυτής τοποθετείται στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους του
ανθρώπινου πολιτισμού. Ήδη στα πλαίσια μοναρχικών καθεστώτων, όπου κυριαρχούσε
η αντίληψη της πατριαρχικής εξουσίας, μπορούσαν να εντοπιστούν ίχνη της χρηστής
διοίκησης, ως μιας ανώτερης ηθικοπολιτικής επιταγής, στον τρόπο άσκησης της εξουσίας
του μονάρχη. Ως φορέας της εξουσίας όφειλε να είναι δίκαιος και συνετός ηγέτης και να
λειτουργεί με φρόνηση και επιείκεια εξυπηρετώντας το όφελος των διοικουμένων. Κατά
την περίοδο του Διαφωτισμού και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση η αρχή της
χρηστής διοίκησης έλαβε πιο απτή μορφή με την αποπροσωποποίηση του Κράτους και
τη μετάβαση από την κυριαρχία του ηγεμόνα, όπως είχε διατυπωθεί από το Λουδοβίκο
IV («L’ État c’est moi»), στη χρηστή διακυβέρνηση του Κράτους Δικαίου.

Ειδικότερα, στο Σύνταγμα του 1791 εισάγονται τα πρώτα δείγματα της αρχής της
χρηστής διοίκησης με την εγκαθίδρυση της νομιμότητας, κατά την οποία «δεν υφίσταται
ανώτερη εξουσία από εκείνη των νόμων και ο βασιλιάς ασκεί την εξουσία του μόνο
σύμφωνα με τις επιταγές τους». Συγχρόνως, θεσπίζεται η αρχή της διάκρισης των
λειτουργιών, γεγονός που καταδεικνύει την επίδραση της σκέψης του Montesquieu,
όπως αποτυπώνεται στο έργο του, «Το Πνεύμα των Νόμων» (L’ Esprit des lois). Το Σ.
του 1791 (Κεφάλαιο IV, Τμήμα 2ο, αρ. 3) απαγορεύει ρητά την παρεμβολή της
εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας
(http://www.conseil-constitutionnel.fr – τελευταία επίσκεψη στις 28/08/2015). Στο ίδιο
14

πνεύμα κινήθηκαν και τα ακόλουθα Συντάγματα του 1793 και του 1795 μέχρι την
οριστική μορφή του ισχύοντος γαλλικού συνταγματικού κώδικα του 1958, όπου
καθιερώνεται το σύγχρονο Κράτος Δικαίου και συνάγεται ευκρινέστερα η αρχή της
χρηστής διοίκησης στη γαλλική έννομη τάξη.

Μετά την ανωτέρω σύντομη ιστορική αναδρομή ακολουθεί μια εννοιολογική προσέγγιση
της εξεταζόμενης αρχής. Η αρχή της χρηστής διοίκησης προσδιορίζεται περιγραφικά,
εφόσον δεν αποτυπώνεται ρητά σε συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, αλλά
λειτουργεί ως ένας ευρύτερος νομικός πυλώνας που προασπίζει τα δικαιώματα των
διοικουμένων. Το εννοιολογικό της υπόβαθρο επιτάσσει τη σύννομη δράση της
Διοίκησης και την προσαρμοστικότητά της στις εκάστοτε κοινωνικο – οικονομικές
συνθήκες. Η εφαρμογή της εντοπίζεται σε δύο επίπεδα: α) σε επιτελική βάση με
αποτέλεσμα να ταυτίζεται με την αρχή της χρηστής διακυβέρνησης και β) σε επίπεδο
συνεχούς τριβής και επικοινωνίας των δημοσίων υπηρεσιών με τους πολίτες (street-level
bureaucracy).

Από την ως άνω οριοθέτηση του ευρύτερου πλαισίου προκύπτει ότι η αρχή της χρηστής
διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα
με το περί δικαίου αίσθημα που επικρατεί και να εφαρμόζουν τις νομοθετικές διατάξεις,
ώστε να αποφεύγονται ανεπιεικείς και δογματικές λύσεις και να διαφυλάσσονται τα
έννομα συμφέροντα των διοικουμένων (Γέροντας, 2014). Η προσαρμογή των κανόνων
δικαίου στις επικρατούσες πολιτικο – κοινωνικές συνθήκες και η ευελιξία του
διοικητικού μηχανισμού ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις αποτελούν αναπόσπαστα
στοιχεία της αρχής της χρηστής διοίκησης. Συνεπώς, η Διοίκηση οφείλει να αποφεύγει
την άτεγκτη γραμματολογική ερμηνεία των κανόνων δικαίου και να ακολουθεί εκείνες
τις ερμηνευτικές λύσεις, που αίρουν τα νομικά αδιέξοδα προς όφελος του διοικουμένου.
Ως εκ τούτου, η τυπική νομιμότητα κάμπτεται μπροστά στην ουσιαστική νομιμότητα
(«δικαιότητα») και το κράτος του νόμου υποχωρεί μπροστά στο Κράτος Δικαίου.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης διαθέτει αντικειμενικά – εξωτερικά και υποκειμενικά


– εσωτερικά στοιχεία.

α. Τα αντικειμενικά – εξωτερικά στοιχεία εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία


της Δημόσιας Διοίκησης και τη συνεργασία των εμπλεκομένων διοικητικών
υπηρεσιών για τη διεκπεραίωση μιας διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο
εντάσσονται αρχές, όπως η συνέχεια των δημοσίων υπηρεσιών, η ίση
μεταχείριση όσων τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, καθώς και η αναλογικότητα.
15

Οι προαναφερόμενες αρχές συνδέονται ευθέως με τη λειτουργία μιας δημόσιας


υπηρεσίας, η οποία, προκειμένου να εκπληρώσει το σκοπό της, πρέπει να
λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά.
β. Τα υποκειμενικά – εσωτερικά στοιχεία αγγίζουν την ηθική της Διοίκησης και
ιδιαίτερα τη συμπεριφορά της προς τους διοικουμένους. Ειδικότερα, τεκμαίρεται
ότι η Διοίκηση είναι καλόπιστη στις ενέργειές της και διαθέτει τις αναγκαίες
προϋποθέσεις για την καλή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Υπό αυτήν την
οπτική ο ρόλος της καλής πίστης και των χρηστών ηθών έγκειται στη διαφύλαξη
των εννόμων συμφερόντων του διοικουμένου και στην αποφυγή καταχρηστικών
ενεργειών τόσο εκ μέρους της Διοίκησης όσο και εκ μέρους των πολιτών.

Η Διοίκηση οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια στις συναλλαγές της με τους πολίτες και
να τους παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες δρώντας με ευθύτητα, δηλαδή πρέπει να
αποφεύγει πράξεις ή παραλείψεις που βασίζονται σε παράνομα ή νομιμοφανή
τεχνάσματα και σε επιπόλαιες ή αντιφατικές πρακτικές (Τάχος, 2003). Ειδικά, η αρχή της
χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους
εντός των προβλεπομένων προθεσμιών και η βραδύτητα της δράσης της να μην
προκαλεί ζημία στους διοικουμένους. Η έγκαιρη δράση της Διοίκησης απαιτείται σε
περιπτώσεις στις οποίες η σύμπραξη της Διοίκησης είναι αναγκαία για την έκδοση
διοικητικών πράξεων που ενδιαφέρουν τους πολίτες και ικανοποιούν τα συμφέροντά
τους (ΣτΕ 1378/2008). Ορίζεται στο οικείο Δ.Ν.Β.Ε. του ΣτΕ ότι «από την αρχή της
χρηστής διοίκησης απορρέει η υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί επικαίρως την
ανατεθείσα σε αυτήν αρμοδιότητα και να συμπράττει επικαίρως σε ενέργειες από τις
οποίες εξαρτάται η έκδοση διοικητικής πράξης που ενδιαφέρει το διοικούμενο»
(http://www.ste.gr/councilofstate/index_gr.jsp – τελευταία επίσκεψη στις 28/08/2015).

Παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης νοείται σε περιπτώσεις, όπου η Διοίκηση
ενεργεί κατά διακριτική ευχέρεια (pouvoir discrétionnaire). Ειδικότερα,
αποδοκιμάζεται η τακτική της Διοίκησης, κατά την οποία εκδίδει διοικητικές πράξεις με
περιορισμένη χρονική ισχύ και στη συνέχεια προβαίνει σε ανανέωσή τους επιτείνοντας
την ανασφάλεια του διοικουμένου και την εξάρτησή του από τη Διοίκηση. Σε
νομολογιακό επίπεδο η αρχή της χρηστής διοίκησης εφαρμόζεται στο πεδίο της
κοινωνικής ασφάλισης ιδίως στην περίπτωση αναζήτησης από τον ασφαλιστικό
οργανισμό αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, οι οποίες είχαν εισπραχθεί καλόπιστα
από τον ασφαλισμένο και η επιστροφή τους θα του δημιουργήσει απρόβλεπτες δυσμενείς
οικονομικές συνέπειες (ΣτΕ 3974/2011).
16

Η αρχή της χρηστής διοίκησης παρουσιάζεται ως ένα κράμα εννοιών και κυρίως της
νομιμότητας, της αποτελεσματικότητας, της ορθότητας, της επιείκειας και της ποιότητας
των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια κατά τη
σχέση της αρχής της χρηστής διοίκησης με τις άλλες γενικές αρχές του διοικητικού
δικαίου. Οι επιμέρους παράμετροι που συγκροτούν την έννοια της χρηστής διοίκησης
συνίστανται στις ακόλουθες υποχρεώσεις της Διοίκησης:

 τήρηση της αρχής της νομιμότητας και υποχρέωση αιτιολόγησης των


διοικητικών πράξεων,
 σεβασμός προς τους πολίτες κατά τις συναλλαγές της μαζί τους,
 η συνεργασία της Διοίκησης με τους διοικουμένους να μην προσκόπτει σε
φαινόμενα τυπολατρίας και υπέρμετρης καθυστέρησης που οδηγούν σε
υπέρβαση της απαιτούμενης εύλογης προθεσμίας για τη διεκπεραίωση των
υποθέσεων των πολιτών,
 διαφάνεια στη δράση της Διοίκησης.
17

Α.2. Η σχέση της αρχής της χρηστής διοίκησης με τις άλλες αρχές του
διοικητικού δικαίου

α) Αρχή της νομιμότητας

Θεμέλιο του Κράτους Δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η οποία συνίσταται
στην υποχρέωση της Διοίκησης να σέβεται και να εφαρμόζει τις νομοθετικές διατάξεις
που της επιβάλλουν ενέργειες ή παραλείψεις, καθώς και στον έλεγχο που της ασκεί η
διοικητική δικαιοσύνη για την τήρηση των νόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων της.
Οι δύο διαστάσεις που εμφανίζει η αρχή της νομιμότητας είναι:

 Η υπεροχή του νόμου, κατά την οποία η νομοθετική βούληση προηγείται κάθε
άλλης εξωτερίκευσης της κρατικής ισχύος.
 Η επιφύλαξη του νόμου, η οποία επιτρέπει στη διοίκηση να δραστηριοποιηθεί
μόνο όταν η σχετική νομοθετική ρύθμιση της παρέχει την απαιτούμενη
εξουσιοδότηση.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της νομιμότητας,
εφόσον η Διοίκηση οφείλει όχι απλώς να εφαρμόζει το γράμμα του νόμου, αλλά και να
λαμβάνει υπόψιν τις ιδιαίτερες συνθήκες της εκάστοτε περίπτωσης των διοικουμένων
κρίνοντας την υπόθεσή τους με πνεύμα επιείκειας. Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί το
συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχή της χρηστής διοίκησης και στην αρχή της
νομιμότητας και λειτουργεί ως κατευθυντήρια αρχή, όταν ο νόμος καταλείπει στη
Διοίκηση δυνατότητα ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων υπέρ του διοικουμένου.

Η σύνδεση της αρχής της χρηστής διοίκησης με την αρχή της νομιμότητας διασφαλίζεται
με τη συνταγματική υποχρέωση της συμμόρφωσης της Διοίκησης με τις αποφάσεις των
Δικαστηρίων (αρ. 95§5 Σ.). Με αυτόν τον τρόπο η Διοίκηση υποχρεούται να λαμβάνει
υπόψιν της το δεδικασμένο των αποφάσεων που έχουν επιλύσει αδιέξοδα που
δημιουργούνται λόγω των νομικών κενών (vacatio legis). Συνεπώς, τα διοικητικά όργανα
οφείλουν να σέβονται τις δικαστικές αποφάσεις και να αξιοποιούν τις νομολογιακές
λύσεις, για να αποφαίνονται με γνώμονα τα συμφέροντα του πολίτη, όταν οι νομικές
διατάξεις δεν περιέχουν σχετική πρόβλεψη.

Μια άλλη διάσταση της σύνδεσης της αρχής της χρηστής διοίκησης με την αρχή της
νομιμότητας, είναι η υποχρέωση αιτιολογίας όλων των διοικητικών πράξεων (αρ. 16
18

ΚΔΔ), προκειμένου να υπάρχει πλήρες νομικό έρεισμα για οποιαδήποτε μεταβολή στα
έννομα συμφέροντα των διοικουμένων. Με αυτόν τον τρόπο η Διοίκηση συνεκτιμά όλες
τις νομικές και πραγματικές παραμέτρους της υπόθεσης του διοικουμένου και παρέχει
επαρκή αιτιολογία με κριτήριο το συμφέρον του πολίτη.

Η αρχή της νομιμότητας είναι αναγκαίο, αλλά όχι επαρκές εννοιολογικό στοιχείο της
αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως προκύπτει από το σύνολο των επιμέρους εννοιών
που την απαρτίζουν. Η Διοίκηση οφείλει να ενεργεί όχι μόνο σύμφωνα με το γράμμα του
νόμου, αλλά και με το πνεύμα των διατάξεων και των γενικών ρητρών του δικαίου. Η
διοικητική νομιμότητα και η χρηστή διοίκηση αποτελούν εκφάνσεις της πολιτειακής
νομιμότητας (Τάχος, 2003, σελ. 81) αντανακλώντας την ποιότητα της Διοίκησης, αλλά
και της δημοκρατίας.

β) Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του


διοικουμένου

Η αρχή αυτή προστατεύει την εύλογη πεποίθηση του διοικουμένου ότι το νομοθετικό
καθεστώς ή μια παγιωμένη διοικητική πρακτική δε θα μεταβληθεί με απρόοπτες
διοικητικές ρυθμίσεις εκτός αν επιβάλλεται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Συνδέεται
με την αναγκαιότητα για ασφάλεια δικαίου και με τη σταθερότητα των νομικών και
πραγματικών καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί διαθέτοντας μια έντονη ηθική
χροιά, που αποκλείει την απρόβλεπτη μεταβολή των παγιωμένων συνθηκών. Η
νομιμοφάνεια της διοικητικής δράσης, το εύλογο χρονικό διάστημα, που καθιστά
παγιωμένη μια έννομη κατάσταση, η ομοιόμορφη και συνεχής συμπεριφορά της
Διοίκησης και η εξωτερίκευση της εμπιστοσύνης του διοικουμένου αποτελούν τα
σωρευτικώς συντρέχοντα στοιχεία για την προστασία της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης του διοικουμένου.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης συναρτάται με την αρχή της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθώς εντάσσονται και οι δύο στον
πυρήνα της λεγόμενης «διοικητικής ηθικής». Η εμπιστοσύνη των διοικουμένων προς τις
παγιωμένες πρακτικές της Διοίκησης υποχρεώνει τα διοικητικά όργανα να αποφαίνονται
για την επίλυση μιας υπόθεσης με άξονα το συμφέρον του διοικουμένου, όπως αυτό έχει
διαμορφωθεί από την προγενέστερη διοικητική πρακτική. Τα διοικητικά δικαστήρια
αρκετές φορές ταυτίζουν την αρχή της χρηστής διοίκησης με την αρχή της προστασίας
19

της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, ιδίως στο πεδίο του φορολογικού
δικαίου, με την απαγόρευση της αναδρομικής επιβολής φόρου, όπως αναλύεται στο
σχετικό κεφάλαιο.

Στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοίκησης ο νομοθέτης ενισχύει την
προσαρμοστικότητα της Διοίκησης σε νέες πρακτικές με τη θέσπιση μεταβατικών
διατάξεων, προκειμένου να δοθεί στους διοικουμένους εύλογος χρόνος προσαρμογής
μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι νέες διατάξεις. Σε περίπτωση που η αρχή της νομιμότητας
επιτάσσει την ανάκληση ή την ακύρωση παράνομων επωφελών διοικητικών πράξεων,
η Διοίκηση οφείλει να αποζημιώσει το διοικούμενο.

Η σχέση μεταξύ των δύο αρχών είναι αμφίδρομη, εφόσον η αρχή της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου τροφοδοτεί την αρχή της χρηστής
διοίκησης υποχρεώνοντας τη Διοίκηση να λαμβάνει υπόψιν της τα έννομα συμφέροντα
των καλόπιστων διοικουμένων που έχουν παγιωθεί λόγω της προηγούμενης διοικητικής
πρακτικής. Συγχρόνως η αρχή της χρηστής διοίκησης ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη των
διοικουμένων προς το διοικητικό μηχανισμό και διασφαλίζει την προστασία της μέσω
της σταθερής διοικητικής πρακτικής στη λήψη αποφάσεων χωρίς αλληλοαναιρούμενες
και αντιφατικές συμπεριφορές θωρακίζοντας τα δικαιώματα του πολίτη και
ικανοποιώντας τις απαιτήσεις για ασφάλεια δικαίου.

γ) Αρχή της αμεροληψίας

Η αρχή της αμεροληψίας επιβάλλει στη Διοίκηση να είναι απροκατάληπτη και


ανεξάρτητη από παρεμβάσεις ατομικών συμφερόντων και από επιρροές που
υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον. Η αρχή αυτή κατοχυρώθηκε στο αρ. 7 ΚΔΔ, κατά
το οποίο τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις
αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Το πεδίο εφαρμογής της
έγκειται στα διοικητικά ασυμβίβαστα, στα κωλύματα διενέργειας ορισμένων πράξεων
ή συμμετοχής σε συλλογικά όργανα και στην πολιτική και κομματική ουδετερότητα των
δημοσίων υπαλλήλων. Η αρχή αυτή αποτελεί μία από τις διαστάσεις της αρχής της
χρηστής διοίκησης και εγγυάται την εύρυθμη και αξιοκρατική δράση της Διοίκησης
καταπολεμώντας το πελατειακό κράτος.

Η αντικειμενικότητα, η ουδετερότητα και η δικαιοσύνη είναι έννοιες που συγκροτούν


την αρχή της αμεροληψίας καθιστώντας την ένα από τα βασικά στοιχεία της
20

πολυδιάστατης έννοιας της χρηστής διοίκησης. Το περί δικαίου αίσθημα, το οποίο πρέπει
να καθοδηγεί την κρίση των διοικητικών οργάνων, επιτάσσει να κρίνονται οι υποθέσεις
των διοικουμένων κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεπηρέαστο από προσωπικούς
δεσμούς του κρίνοντος οργάνου με την εκάστοτε υπόθεση. Με αυτόν τον τρόπο
διασφαλίζεται η αμερόληπτη και δίκαιη κρίση της Διοίκησης αποδεσμευμένη από
κίνητρα ιδιοτέλειας και από προσωπικούς δεσμούς φιλίας ή έχθρας με το διοικούμενο.

Η «ανάγκη χρηστότητας» στη δημόσια σφαίρα είναι συνυφασμένη τόσο με το


επαγγελματικό ήθος των δημοσίων λειτουργών όσο και με την ποιότητα των
παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και προϋποθέτει την ορθολογική σύννομη και
αντικειμενική κρίση των διοικητικών οργάνων. Συνεπώς, η αμερόληπτη κρίση της
Διοίκησης προσθέτει ακόμα ένα στοιχείο στο μωσαϊκό των εννοιών που απαρτίζουν την
αρχή της χρηστής διοίκησης προσδίδοντάς της έναν πιο ισχυρό ανθρωπολογικό
προσανατολισμό.

δ) Αρχή της αξιοκρατίας

Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία είναι αλληλένδετη με την αρχή της αμεροληψίας,
υποδηλώνει την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις με αντικειμενικά κριτήρια που συνδέονται
με την προσωπική αξία και την ικανότητα των ενδιαφερομένων. Τα Συντάγματα της
επαναστατικής περιόδου (1822, 1823, 1827) προέβλεπαν την αξιοκρατική επιλογή του
προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών ορίζοντας για τους δημοσίους λειτουργούς ότι
«Δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου». Μετά την αναθεώρηση του 2001 το
Σύνταγμα όρισε ότι «η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και
αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής» (αρ. 103§7 Σ.).

Η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί επιμέρους διάσταση της χρηστής διοίκησης και
διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού, καθώς
παρέχονται ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες χάρη στους αποδεδειγμένα ικανούς
υπαλλήλους που στελεχώνουν τις δημόσιες θέσεις. Η πρόσληψη άξιων υπαλλήλων
σημαίνει ότι διαθέτουν την απαιτούμενη κατάρτιση και την απαραίτητη γνώση του
εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με ευθυκρισία
την εκάστοτε υπόθεση των διοικουμένων. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν τα αδιέξοδα που
21

δημιουργούνται κρίνοντας την κάθε περίπτωση με βάση το περί δικαίου αίσθημα και με
πνεύμα επιείκειας ενισχύοντας το συμφέρον του πολίτη.

Στα πλαίσια της αρχής της χρηστής διοίκησης η αξιοκρατική επιλογή προσωπικού στις
δημόσιες θέσεις διαφυλάσσει τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών και αναβαθμίζει
τη λειτουργία των υπηρεσιών. Συγχρόνως, επιτυγχάνονται συγκεκριμένοι στόχοι με
επαληθεύσιμα αποτελέσματα στη διοικητική πρακτική (benchmarking), τα οποία
προάγουν το δημόσιο συμφέρον και εξορθολογίζουν την άσκηση δημόσιας πολιτικής
προς όφελος των διοικουμένων. Συνεπώς, οι υπάλληλοι που έχουν επιλεγεί με βάση τα
προσόντα τους και τις ικανότητές τους αποδεικνύονται θεματοφύλακες της χρηστής
διοίκησης, οι οποίοι μπορούν να άρουν τις διοικητικές αγκυλώσεις και να προαγάγουν
τα συμφέροντα των πολιτών.

ε) Αρχή της ισότητας

Η αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο αρ. 4§1 Σ., επιβάλλει την ομοιόμορφη
μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και τη
διαφορετική μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Εμφανίζεται με τη μορφή της ίσης μεταχείρισης (θετική διάσταση) και της μη
διάκρισης (αρνητική διάσταση), η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις που βασίζονται σε
ορισμένα κριτήρια (εθνικότητα, φυλή, γλώσσα, θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις –
αρ. 5§2 Σ.). Η αρχή της χρηστής διοίκησης προαπαιτεί την αρχή της ισότητας ως
κεντρικό άξονα για την άρση αντινομιών και την επίλυση προβλημάτων, προκειμένου να
αποφεύγονται οι άδικες λύσεις για τους διοικουμένους.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοίκησης, τα διοικητικά
όργανα δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν μια παράνομη πρακτική και σε ομάδες ατόμων
που αποστερήθηκαν τα προνόμια αυτής της πρακτικής, διότι δεν υφίσταται ισότητα στην
παρανομία («ουκ ισότης εν τη παρανομία»). Σε επίπεδο νομολογίας η ΑΠ 304/2011 ορίζει
ότι η επεκτατική διάσταση της αρχής της ισότητας δεν εφαρμόζεται για την
αποκατάσταση ενδεχόμενης αδικίας όσων εξαιρέθηκαν από μία παρανόμως χορηγηθείσα
παροχή.

Η δημοκρατική αρχή και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας συλλειτουργούν με


την αρχή της ισότητας σε ένα σύνολο αρχών που διασφαλίζει την αρμονική διοικητική
22

δράση και τη χρηστή διοίκηση. Η ισότητα, χωρίς να μεταπίπτει σε ισοπεδωτική και


άκριτη αντιμετώπιση όλων των περιπτώσεων, αποτελεί ένα επιπρόσθετο εχέγγυο για τη
χρηστή διοίκηση και για την αποσαφήνιση του περί δικαίου αισθήματος, το οποίο πρέπει
να διέπει τις διοικητικές αποφάσεις. Η αναλογική ισότητα συμπληρώνει την έννοια της
χρηστής διοίκησης επιβάλλοντας στα αρμόδια διοικητικά όργανα να εφαρμόζουν ισότιμη
αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων των πολιτών ενισχύοντας συγχρόνως και τη
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη συνέπεια που δείχνει η Διοίκηση σε
προγενέστερες πρακτικές.

στ) Αρχή της επιείκειας

Η αρχή της επιείκειας συνιστά συνακόλουθη έκφραση της αρχής της χρηστής
διοίκησης και έγκειται στην πραγμάτωση της δικαιοσύνης και στην αποφυγή άτεγκτων
λύσεων. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της επιείκειας περιλαμβάνεται στην αρχή της χρηστής
διοίκησης προσδιορίζοντας τη φυσικού δικαίου διάσταση της δικαιοσύνης και
διαμορφώνοντας εργαλεία ήπιου δικαίου (soft law) που είναι απαραίτητα για την κάμψη
του νομικού φορμαλισμού. Η κάλυψη των νομοθετικών κενών και η επίλυση των
διαφορών βασίζεται στην ηθική και όχι στην αυστηρά νομική διάσταση της διοικητικής
πράξης.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της επιείκειας
αναφορικά με ποικίλες διαστάσεις της διοικητικής λειτουργίας, όπως η ερμηνεία και η
εφαρμογή του νομικού πλαισίου και οι σχέσεις της Διοίκησης με τους πολίτες.
Παράλληλα, το πνεύμα επιείκειας (équité) επιβάλλει την αναστολή (ή και την άρση) των
δυσμενών συνεπειών μιας διοικητικής πράξης ή ενέργειας, όσο διαρκεί η κατάσταση
ανωτέρας βίας (vis major) για το διοικούμενο (Τάχος, 2003, σελ. 78). Η αρχή της χρηστής
διοίκησης ταυτίζεται σε αρκετές περιπτώσεις με την αρχή της επιείκειας και προσπαθεί
να καλύψει τα κενά του νόμου λειτουργώντας υπέρ του διοικουμένου.

Δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις περιπτώσεις που υπάγονται
σε μια κανονιστική ρύθμιση, η αρχή της χρηστής διοίκησης διευρύνει το νομοθετικό
πεδίο δράσης οδηγώντας σε διασταλτική ερμηνεία των ισχυουσών διατάξεων με σημείο
αναφοράς τα έννομα συμφέροντα και τα δικαιώματα του διοικουμένου. Συνεπώς, τα
διοικητικά όργανα υποχρεούνται να δράσουν με πνεύμα επιείκειας και να αποφύγουν τις
δογματικές λύσεις που δημιουργεί η αυστηρή προσκόλληση στο γράμμα του νόμου. Το
23

περιεχόμενο της αρχής της χρηστής διοίκησης ενισχύεται με την υιοθέτηση


ανθρωποκεντρικών λύσεων που απορρέουν από την αρχή της επιείκειας και οδηγούν
στην κρίση των υποθέσεων των πολιτών κατά τρόπο ελαστικό και πρόσφορο για την
προάσπιση των δικαιωμάτων τους.

ζ) Αρχή της φανερής δράσης της Διοίκησης

Η αρχή της χρηστής διοίκησης προαπαιτεί τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα της


διοικητικής δράσης. Αυτός ο εξωστρεφής ρόλος των διοικητικών οργάνων αποτυπώνεται
στα αρ. 5Α Σ. και 10§3 Σ., που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πληροφόρησης και
συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας, καθώς και στο αρ. 5 ΚΔΔ που προβλέπει
το δικαίωμα πρόσβασης των διοικουμένων στα έγγραφα. Επίσης, στα πλαίσια της
ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δημιουργήθηκε το πρόγραμμα «Διαύγεια» (Ν.
3861/2010), το οποίο κατέστησε υποχρεωτική την ανάρτηση των διοικητικών πράξεων
στο Διαδίκτυο και προήγαγε την υπευθυνότητα και τη λογοδοσία της Διοίκησης απέναντι
στους πολίτες.

Η αρχή της φανερής δράσης της Διοίκησης ερείδεται στη δημοκρατική αρχή και στην
αρχή του Κράτους Δικαίου και είναι προϋπόθεση για την εφαρμογή της χρηστής
διοίκησης. Η κοινοποίηση των απαραίτητων εγγράφων στους διοικουμένους είναι
επιβεβλημένη, προκειμένου οι διαδικασίες να μην είναι πλημμελείς και να προάγουν την
καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του πολίτη. Άλλωστε, τα χρηστά διοικητικά ήθη
υποχρεώνουν τη Διοίκηση να λαμβάνει υπόψιν της τη γνώμη των ενδιαφερομένων πριν
εκδώσει μια απόφαση, διευρύνοντας το συνταγματικό δικαίωμα της προηγούμενης
ακροάσεως των διοικουμένων (αρ. 20§2 Σ και αρ. 6 ΚΔΔ).

Η φανερή δράση της Διοίκησης προάγει τον κοινωνικό έλεγχο μέσω της πρόσβασης των
πολιτών στη διοικητική πληροφορία και συναρτάται με την προβλεψιμότητα των
διοικητικών ενεργειών και κατ’ επέκτασιν με την αρχή της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Η χρηστή διοίκηση συμπληρώνεται
από τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα της διοικητικής δράσης, ούτως ώστε ο πολίτης να
έχει γνώση όλων των απαιτούμενων διοικητικών στοιχείων, όταν τα διοικητικά όργανα
κρίνουν την υπόθεση που τον ενδιαφέρει. Με αυτόν τον τρόπο η θέση του διοικουμένου
αναβαθμίζεται και το περί δικαίου αίσθημα που διέπει την κρίση των δημοσίων
υπηρεσιών πραγματώνεται πληρέστερα.
24

η) Αρχή της αναλογικότητας

Η αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο αρ. 25§1 εδ. δ’ Σ. θέτει όρια στους
περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων δεδομένου ότι οι σχετικοί περιορισμοί πρέπει
να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο. Η αρχή της χρηστής διοίκησης
επιτάσσει οι περιορισμοί να είναι απολύτως αναγκαίοι και να υπάρχει συνάφεια μεταξύ
του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Προς αυτήν την
κατεύθυνση κινούνται οι αρχές που διέπουν την αρχή της αναλογικότητας.

Ειδικότερα, η αρχή της καταλληλότητας/προσφορότητας ορίζει ότι τα διοικητικά


μέτρα πρέπει να είναι κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού. Η
αρχή της αναγκαιότητας σημαίνει ότι το διοικητικό μέτρο θα πρέπει να είναι το λιγότερο
επαχθές για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Τέλος, η αρχή της αναλογικότητας
εν στενή εννοία επιβάλλει τα διοικητικά μέτρα να τελούν σε συνάφεια με τον
επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπερακοντίζεται από τη
βλάβη που προκαλούν τα μέτρα.

Η αρχή της αναλογικότητας συνδέεται με την αρχή της χρηστής διοίκησης


αποσκοπώντας στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και στην άμβλυνση των
ανεπιεικών αποφάσεων. Συγχρόνως, η αρχή αυτή αποτελεί μέτρο ελέγχου της
διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης θέτοντας φραγμούς σε αποφάσεις που θίγουν τον
πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Συνεπώς, η αναλογικότητα
αποτελεί καταλυτικό στοιχείο της αρχής της χρηστής διοίκησης, που οφείλει να διέπει το
συλλογισμό των διοικητικών οργάνων, όταν αποφαίνονται για την υπόθεση του
διοικουμένου.

θ) Αρχή της συνέχειας και της ενότητας των δημοσίων υπηρεσιών

Ως επιστέγασμα της αρχής της χρηστής διοίκησης, η αρχή της συνέχειας των δημοσίων
υπηρεσιών καλύπτει την ανάγκη για την αδιάκοπη και ακώλυτη λειτουργία των
υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Η αρχή αυτή
σημαίνει την κανονική και ανεμπόδιστη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών που
ανεξαρτητοποιεί τη διοικητική δραστηριότητα από τις εναλλαγές των κυβερνήσεων,
καθώς και από τις μεταβολές του πολιτεύματος ή του πολιτειακού καθεστώτος. Η
25

«συνέχιση της λειτουργίας του Κράτους» ρυθμίζεται και στον Ποινικό Κώδικα (αρ. 134Β
ΠΚ), που προβλέπει τη συνέχιση της λειτουργίας του διοικητικού μηχανισμού σε
περιπτώσεις πολιτειακής μεταβολής.

Η αρχή της συνέχειας συμπληρώνεται από την αρχή της ενότητας των δημοσίων
υπηρεσιών (ή του «ενιαίου της διοίκησης»). Όλες οι κρατικές υπηρεσίες θεωρούνται
αναπόσπαστα τμήματα του ενιαίου κράτους και οι πρακτικές ασυνέχειας και διάσπασης
της ενότητας των υπηρεσιών καταστρατηγούν τα δικαιώματα των πολιτών. Η ενότητα
και η λειτουργική συνάφεια των δημοσίων υπηρεσιών εντάσσονται σε ένα ευνομούμενο
κράτος που εναρμονίζεται με τις επιταγές της χρηστής διοίκησης.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης ευδοκιμεί σε ένα διοικητικό περιβάλλον, όπου οι δημόσιοι
φορείς λειτουργούν αδιαλείπτως, χωρίς να διακόπτουν ή να αναστέλλουν την άσκηση
των αρμοδιοτήτων τους. Ως εκ τούτου, τίθενται οι προϋποθέσεις σε τεχνικό επίπεδο, για
να αντιμετωπίσουν οι δημόσιες υπηρεσίες τις εκάστοτε προκλήσεις σε συνθήκες
λειτουργικής και οργανικής αλληλουχίας. Η αρχή της χρηστής διοίκησης και όλες οι
προαναφερθείσες αρχές συγκροτούν τον πυρήνα ενός εύρυθμου διοικητικού συστήματος
που εγγυάται μια εύλογη ισορροπία (juste équilibre) μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος
και των δικαιωμάτων του διοικουμένου.

Νομιμότητα,
διαφάνεια, ισότητα,
αναλογικότητα,
συνέχεια και ενότητα
των δημοσίων
υπηρεσιών
Προστατευόμενη Ποιότητα
εμπιστοσύνη του παρεχομένων
διοικουμένου, καλή υπηρεσιών, δημόσιες
πίστη, επιείκεια, πολιτικές, σχέσεις
αμεροληψία, Κράτους - πολίτη,
αξιοκρατία οργανωτικές επιλογές

Αρχή της
χρηστής
διοίκησης

Εικόνα 1: Σχέση της αρχής της χρηστής διοίκησης με τις επιμέρους έννοιες
26

Α.3. Η ευρωπαϊκή διάσταση της αρχής της χρηστής διοίκησης

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης κατοχυρώνεται στο αρ. 41


του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Χ.Θ.Δ.) της Ε.Ε. και η κατοχύρωση αυτή
αποτελεί απόρροια της κοινότητας των συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών
και των διεθνών υποχρεώσεων που υπέχουν. Συγχρόνως, η αναγωγή της αρχής της
χρηστής διοίκησης σε θεμελιώδες ευρωπαϊκό δικαίωμα αποτελεί νεωτερισμό για τα
ευρωπαϊκά δεδομένα και ένδειξη βελτίωσης του ενωσιακού επιπέδου θεμελιωδών
δικαιωμάτων.

Ήδη από τον τίτλο του αρ. 41 Χ.Θ.Δ. επισημαίνεται η ονομασία που αποδίδεται στο
προστατευόμενο δικαίωμα ως δικαίωμα «καλής διοίκησης» και όχι «χρηστής
διοίκησης». Η έννοια της καλής διοίκησης ή καλής διοικητικής πρακτικής (“bonne
administration”, “bonne conduite administrative”) κατοχυρώνεται σε ένα πλέγμα
νομοθετικών διατάξεων, υπουργικών εγκυκλίων και κωδικοποιημένων κανόνων ορθής
διοικητικής συμπεριφοράς και δεοντολογίας. Αντίθετα, η έννοια της «χρηστής
διοίκησης» είναι άγνωστη σε αρκετές χώρες και συνάγεται ερμηνευτικά από τις επιταγές
του Κράτους Δικαίου.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας για εξορθολογισμό της Διοίκησης, ώστε να λειτουργεί
αποτελεσματικά, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. υιοθετεί άλλοτε τη ρωμανο-
αγγλική παράδοση και άλλοτε τη σκανδιναβική παράδοση. Η ρωμανο-αγγλική
παράδοση προσδίδει τεχνοκρατική διάσταση στην αρχή της χρηστής διοίκησης
επιβάλλοντας στους δημοσίους υπαλλήλους ένα σύνολο υποχρεωτικών ενεργειών και
συμπεριφορών προς το κοινό, οι οποίες κατοχυρώνονται σε υπηρεσιακές εγκυκλίους και
σε κώδικες δεοντολογίας και ορθής διοικητικής συμπεριφοράς. Οι εκδηλώσεις του
αγγλικού μοντέλου στην ελληνική έννομη τάξη εντοπίζονται στον ΚΔΔ, που προβλέπει
την κατάρτιση «χαρτών υποχρεώσεων» των δημοσίων υπαλλήλων (αρ. 2§1 ΚΔΔ),
καθώς και στον Ποινικό Κώδικα, που περιλαμβάνει διατάξεις για «εγκλήματα σχετικά
με την υπηρεσία» (αρ. 235 έως 263 ΠΚ).

Αντίθετα, η σκανδιναβική παράδοση εγγράφεται σε ένα περισσότερο θεωρητικό πλαίσιο


γενικών αρχών, όπου η καλή διοικητική πρακτική συνδέεται με τη θεμελιώδη αρχή της
νομιμότητας της Διοίκησης. Η αρχή της «επιμελούς διοικήσεως» περιλαμβάνει
επιμέρους αρχές, όπως την αρχή της ίσης μεταχείρισης, την αρχή προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, την αρχή της αναλογικότητας και
27

την αρχή της αμεροληψίας. Ο Χ.Θ.Δ. υιοθετεί το σκανδιναβικό μοντέλο


ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις του Φινλανδού Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, Jacob
Söderman, ο οποίος είχε εισηγηθεί να συμπεριληφθεί στο Χ.Θ.Δ. ένα δικαίωμα που να
εγγυάται τη διαφανή και αποτελεσματική διοίκηση που θέτει τις υπηρεσίες της στον
πολίτη (Ευστρατίου, 2004).

Ρωμανο-αγγλική παράδοση Σκανδιναβική παράδοση


Αγγλία («Χάρτες πολιτών», η παραβίαση
των οποίων επιτρέπει την άσκηση Σκανδιναβικές χώρες (Νορβηγία, Σουηδία,
διοικητικής προσφυγής και όχι δικαστικής Φινλανδία)
προσβολής)
Γαλλία (Κώδικας Δεοντολογίας της Εθνικής
Δανία
Αστυνομίας)
Ιταλία Ολλανδία
Πορτογαλία Γερμανία
Ισπανία Αυστρία
Εικόνα 2: Ταξινόμηση των χωρών ανάλογα με την παράδοση που ακολουθούν

Ειδικότερα, το αρ. 41§1 Χ.Θ.Δ. ορίζει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη,
δίκαιη και εντός εύλογης προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και
τους φορείς της Ε.Ε. παραθέτοντας μια δικονομική διάσταση του δικαιώματος χρηστής
διοίκησης. Στην ουσία πρόκειται για το δικαίωμα μιας οιονεί δικαστικής διαμόρφωσης
της διοικητικής διαδικασίας κατά τη λήψη αποφάσεων από τους διοικητικούς φορείς.
Στα πλαίσια που ορίζει το αρ. 41§1 Χ.Θ.Δ. τα ενωσιακά όργανα έχουν υποχρέωση, στις
περιπτώσεις επιβολής ενός επαχθούς διοικητικού μέτρου, να διεκπεραιώσουν με
ταχύτητα τη διαδικασία, ώστε να μην έχει υπέρμετρα μεγάλη διάρκεια.

Η δεύτερη παράγραφος του αρ. 41 Χ.Θ.Δ. εξειδικεύει το περιεχόμενο του δικαιώματος


χρηστής διοίκησης σε τρεις άξονες: α) δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του
διοικουμένου πριν τη λήψη δυσμενούς μέτρου εις βάρος του, β) δικαίωμα πρόσβασης
του διοικουμένου στο φάκελο που τον ενδιαφέρει εντός των ορίων που θέτουν η
εμπιστευτικότητα και το επαγγελματικό και επιχειρηματικό απόρρητο και γ) υποχρέωση
αιτιολογίας των αποφάσεων της Διοίκησης. Ειδικότερα:

α. Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης περιλαμβάνει την υποχρέωση


προηγούμενης πληροφόρησης του πολίτη από τη Διοίκηση σχετικά με τα
πραγματικά και νομικά περιστατικά στα οποία θα στηριχτεί το δυσμενές μέτρο,
28

καθώς και για το περιεχόμενο του επαχθούς μέτρου. Συγχρόνως, κατοχυρώνονται


τόσο το δικαίωμα του πολίτη να καταθέσει την άποψή του σχετικά με το μέτρο
αυτό όσο και η υποχρέωση της Διοίκησης να λάβει υπόψιν της τις απόψεις του
πολίτη πριν την τελική της απόφαση.
β. Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα δεν καταλαμβάνει το σύνολο των
εγγράφων που συγκροτούν το φάκελο της υπόθεσης. Αναφέρεται μόνο σε εκείνα
τα έγγραφα τα οποία συνιστούν τη βάση της απόφασης, έχουν άμεση σχέση με
την υπόθεση του πολίτη και είναι αναγκαία για τη διατύπωση της υπεράσπισής
του ενώπιον της αναμενόμενης απόφασης. Το δικαίωμα αυτό περιορίζεται, όταν
έρχεται σε αντίθεση με το νόμιμα προστατευμένο συμφέρον της
εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού ή επιχειρηματικού απορρήτου,
προκειμένου να διαφυλαχθεί η εσωτερική ασφάλεια των κρατών-μελών ή να
διασφαλιστούν τα προσωπικά δεδομένα.
γ. Η υποχρέωση αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων διαφυλάσσει τα δικαιώματα
του διοικουμένου τόσο σε επίπεδο διοικητικής προστασίας όσο και σε επίπεδο
μεταγενέστερου δικαστικού ελέγχου. Η αιτιολογία της απόφασης πρέπει να είναι
ρητή, σαφής και πλήρης και να παραθέτει αναλυτικά τους πραγματικούς και
νομικούς λόγους που οδήγησαν στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Η
υποχρέωση αιτιολογίας των νομικών πράξεων της Ε.Ε. θεσπίζεται στο αρ. 296
εδ. β’ ΣΛΕΕ ως αναπόσπαστο μέρος της νομοθετικής διαδικασίας της Ε.Ε.
(Χριστιανός και Περάκης, 2010), ενώ και το Δικαστήριο της Ε.Ε. αναγνωρίζει
την υποχρέωση αιτιολογίας ως θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου.

Το αρ. 41§3 Χ.Θ.Δ. κατοχυρώνει το δικαίωμα αποζημίωσης του διοικουμένου για τη


ζημία που υπέστη από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της Ε.Ε. κατά την άσκηση
των καθηκόντων τους. Το δικαίωμα αποζημίωσης προβλέπεται στο αρ. 340 εδ. β’ ΣΛΕΕ,
που ορίζει ότι στα πλαίσια της εξωσυμβατικής – αδικοπρακτικής ευθύνης η Ε.Ε.
υποχρεούται να αποκαθιστά τη ζημία που προκάλεσαν τα θεσμικά της όργανα σε
διοικούμενο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις γενικές αρχές του
δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών-μελών (Χριστιανός και Περάκης,
2010, σελ. 290).

Τέλος, το αρ. 41§4 Χ.Θ.Δ. προβλέπει το δικαίωμα κάθε υπηκόου της Ε.Ε. να απευθύνεται
στα όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών και να λαμβάνει
απάντηση στην ίδια γλώσσα. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται σε επίπεδο πρωτογενούς
δικαίου στο αρ. 24 εδ. δ’ ΣΛΕΕ (Χριστιανός και Περάκης, 2010, σελ. 87). Πρόκειται
29

για το «δικαίωμα επικοινωνίας», το οποίο συνδέεται με την αρχή της διαφάνειας και της
αμεσότητας στις σχέσεις μεταξύ ενωσιακών οργάνων και διοικουμένων. Ο γλωσσικός
πλουραλισμός στην Ε.Ε. εισήχθη αρχικώς με τον Κανονισμό 1/1958 της 15ης Απριλίου
1958, ο οποίος ενίσχυσε το διοικητικό εκδημοκρατισμό εντός της Ε.Ε.. Ο Κανονισμός
καθιερώνει την πρόσβαση του διοικουμένου στις διοικητικές πράξεις και στα έγγραφα
της Ε.Ε. ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσής του και της γλώσσας σύνταξης της σχετικής
αίτησης.

Οι φορείς του δικαιώματος της χρηστής διοίκησης είναι οποιαδήποτε φυσικά ή νομικά
πρόσωπα και όχι μόνο οι πολίτες της Ε.Ε., διότι ο απώτερος σκοπός της ευρωπαϊκής
κατοχύρωσης του δικαιώματος χρηστής διοίκησης είναι η διαφύλαξη του πυρήνα
θεμελιωδών δικαιωμάτων των διοικουμένων, που θα μπορούσε να θιγεί από μια
κυριαρχική πράξη της Ε.Ε.. Στο πεδίο εφαρμογής του αρ. 41 Χ.Θ.Δ. εντάσσεται ο
τομέας της άμεσης εκτελέσεως του δικαίου της Ένωσης, εφόσον αποδέκτες του
δικαιώματος είναι μόνο τα όργανα και οι φορείς της Ε.Ε. που εφαρμόζουν το ενωσιακό
δίκαιο. Αποκλείεται έτσι από το πεδίο εφαρμογής του αρ. 41 Χ.Θ.Δ. ο τομέας της
έμμεσης εκτέλεσης του δικαίου της Ένωσης, διότι δε θεωρούνται αποδέκτες του
δικαιώματος τα όργανα κρατών – μελών, τα οποία εκτελούν είτε άμεσα εφαρμοστέους
ευρωπαϊκούς κανόνες είτε εθνικό δίκαιο που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του ενωσιακού
δικαίου.

Συνάγεται ότι το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης, όπως καθιερώνεται σε επίπεδο Ε.Ε.
από το Χ.Θ.Δ. έχει πολύ πιο συγκεκριμένο και οριοθετημένο περιεχόμενο συγκριτικά με
την αρχή της χρηστής διοίκησης εντός της ελληνικής έννομης τάξης, που διαθέτει πιο
γενικό και αόριστο περιεχόμενο. Το δικαίωμα για μια αποτελεσματική, διαφανή και
ευέλικτη Διοίκηση συνιστά δικαιικό νεωτερισμό και ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των
Ευρωπαίων πολιτών με τους θεσμούς και τα όργανα της Ένωσης. Άλλωστε, στα πλαίσια
της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών – μελών με την Ε.Ε., τα κράτη υποχρεούνται
να εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο προασπίζοντας τα δικαιώματα των πολιτών της
Ένωσης και ακολουθώντας τις επιταγές της καλής διοικητικής πρακτικής.
30

Α.4. Η αρχή της χρηστής διοίκησης στο πεδίο του φορολογικού δικαίου

Ειδική περίπτωση εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοίκησης αποτελεί το πεδίο του
φορολογικού δικαίου. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο επιτρέπεται ο
αναδρομικός καταλογισμός φόρων, όταν έχει τροποποιηθεί η ερμηνεία του ισχύοντος
νομοθετικού πλαισίου, ενώ η Διοίκηση ακολουθούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα
διαφορετική ερμηνεία (Φινοκαλιώτης, 2014). Αρχικά, η φορολογούσα αρχή, ενεργώντας
στα πλαίσια της δέσμιας αρμοδιότητας, οφείλει να εκδώσει σχετική καταλογιστή
πράξη, εφόσον η νεότερη ερμηνεία του νόμου επιτάσσει ορισμένη φορολογική
υποχρέωση στο διοικούμενο. Ωστόσο, η άκαμπτη εφαρμογή της αναδρομικής επιβολής
του φόρου θα αντιστρατευόταν την αρχή της χρηστής διοίκησης και της
προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, δεδομένου ότι πρέπει να
διασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο σταθερότητας και εμπιστοσύνης.

Οι προϋποθέσεις απαγόρευσης αναδρομικής επιβολής φόρου, που πρέπει να


συντρέχουν σωρευτικά είναι:

 Ο αναδρομικός καταλογισμός φόρου κατανάλωσης και κυρίως του Φ.Π.Α.. Η


απαγόρευση αυτή αφορά μόνο στους μετακυλιόμενους στην κατανάλωση φόρους
επί της δαπάνης.
 Η καλή πίστη των φορολογουμένων ότι δε θα επιβαρύνονταν τόσο πολύ ή και
καθόλου, η οποία απορρέει από τη μακροχρόνια και ομοιόμορφη συμπεριφορά
της Διοίκησης.
 Η μη μετακύλιση του φόρου στην κατανάλωση λόγω της πεποίθησης του
φορολογουμένου ότι δεν υπόκειται στο φόρο αυτό.
 Η ύπαρξη κινδύνου για την οικονομική σταθερότητα της επιχείρησης του
διοικουμένου (ΣτΕ 427/2007).

Η εθνική και ενωσιακή νομολογία επεκτείνουν την εφαρμογή της αρχής της χρηστής
διοίκησης και στους άμεσους φόρους, στα πρόστιμα, καθώς και στο Τελωνειακό
Δίκαιο. Η απόλυτη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας από τη φορολογική διοίκηση
θα οδηγούσε σε ανεπιεικείς λύσεις για τους φορολογουμένους δημιουργώντας τους
οικονομικά προβλήματα και προκαλώντας αβεβαιότητα στις συναλλαγές. Οι αρχές της
χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης λειτουργούν ως αντίβαρο στη δογματική
εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων, η οποία κλυδωνίζει την εμπιστοσύνη που έδειξε
καλόπιστα ο διοικούμενος στην προϊσχύσασα διοικητική πρακτική.
31

ΜΕΡΟΣ Β’: Η αρχή της χρηστής διοίκησης στο έργο του Πλάτωνα

Β.1. Το έργο του Πλάτωνα και οι ιδιαιτερότητες της πλατωνικής σκέψης

Το πλατωνικό φιλοσοφικό οικοδόμημα είναι προσανατολισμένο στη διαμόρφωση ενός


«ιδεώδους» πολιτειακού σχεδιάσματος, το οποίο θα μπορέσει να οδηγήσει όλους
ανεξαιρέτως τους πολίτες στην ευδαιμονία μέσα από την ενότητα και την ομόνοια. Ο
ιδεαλισμός είναι διάχυτος σε όλα τα έργα του Πλάτωνα και αποτυπώνεται με τον πλέον
κατάδηλο τρόπο στο σπουδαιότερο έργο του, την «Πολιτεία» (ή «Περί δικαιοσύνης»), το
οποίο έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και αντίστοιχες κριτικές. Ο Πλάτων υπήρξε
υπέρμαχος μιας ιδιότυπης άρχουσας αριστοκρατίας, την οποία και υποστήριζε μέσα από
τον ιδεαλισμό και το δογματισμό των ηθικο-πολιτικών συμπερασμάτων του. Ωστόσο,
ολόκληρη η σκέψη του, παρά το αριστοκρατικό της υπόβαθρο, συνέτεινε στη θεμελίωση
της ιδέας του έννομου Κράτους, το οποίο και λειτουργεί με απόλυτη συμμετρία και
«γεωμετρική αναλογία» μεταξύ των διαφόρων τάξεων που το απαρτίζουν (Cassirer,
1991). Συνεπώς, μέσα στον πλατωνικό κόσμο εντοπίζονται ψήγματα θεμελιωδών αρχών
του Κράτους Δικαίου, όπως της αρχής της χρηστής διοίκησης, τα οποία καταδεικνύουν
την απαράμιλλη συνεισφορά της πλατωνικής φιλοσοφίας στη σύγχρονη επιστήμη και τη
διοικητική πρακτική.

Ο Πλάτων (427 π.Χ. – 347 π.Χ.) είχε όλες τις προοπτικές για μια αξιόλογη πολιτική
σταδιοδρομία λόγω των καταβολών του, αλλά οι ιστορικές συνθήκες που βίωσε, τον
οδήγησαν στην πλήρη απομυθοποίηση έως και την απροκάλυπτη καταδίκη της
αθηναϊκής δημοκρατίας. Ειδικότερα, έζησε το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου
(431 π.Χ. – 404 π.Χ.), τη συντριβή της Αθήνας και τη φθορά της δημοκρατίας.
Ακολούθησε η επιβολή της τυραννίας των Τριάκοντα, η οποία με τις αυθαιρεσίες της
και την καταχρηστική άσκηση εξουσίας λειτούργησε πλήρως ανασταλτικά για τη
συμμετοχή του Πλάτωνα στην πολιτική. Παράλληλα, καταλυτικό ρόλο για την
αποστασιοποίηση του Πλάτωνα από την πολιτική ζωή διαδραμάτισαν η γνωριμία του με
το Σωκράτη και η ένταξή του στον κύκλο των μαθητών του. Ο θαυμασμός που ανέπτυξε
για το δάσκαλό του και η ανάπτυξη της διαλεκτικής οδήγησαν τον Πλάτωνα στην
καλλιέργεια της φιλοσοφικής του θεώρησης, ενώ η καταδίκη του Σωκράτη και ο θάνατός
του τον απομάκρυναν πλήρως από την πολιτική.
32

Ο Πλάτων υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που διατύπωσε ένα ολοκληρωμένο και συμπαγές
φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την ανεύρεση της
αλήθειας στην απολυτότητά της. Εξέλιξε τη σκέψη του μεγάλου του δασκάλου,
Σωκράτη, προς δύο άξονες: α) έκρινε ότι η ηθική και πολιτική αλήθεια πρέπει να διδαχθεί
όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ενάργεια και να εφαρμοστεί πιστά στην πράξη και β)
επέμεινε ότι η πλήρης φιλοσοφική θεμελίωση της ηθικής και πολιτικής αλήθειας είναι
εφικτή μόνο αν συλληφθεί στην καθολικότητά της. Συνεπώς, αναγορεύεται συγχρόνως
σε ηθικό και σε πολιτικό φιλόσοφο· είναι ηθικός φιλόσοφος, γιατί ενδιαφέρεται για την
αρετή και την ευδαιμονία κάθε ατόμου ως χωριστού δρώντος υποκειμένου και είναι
πολιτικός φιλόσοφος, διότι υποστηρίζει τη διάλληλη σχέση ανάμεσα στην ατομική
δικαιοσύνη («δίκαιος ανήρ») και στη δίκαιη πολιτεία («δικαία πολιτεία») χωρίς να
διακρίνει την ηθική από την πολιτική.

Η διαμόρφωση της πλατωνικής φιλοσοφίας εκπηγάζει από το βασικό ερώτημα του πώς
πρέπει να ζει κανείς («πώς βιωτέον;»). Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα ο Πλάτων
αποδεικνύεται μέγας διδάσκαλος της αρετής, η οποία εδράζεται στο θεμελιώδες αξιακό
έρεισμα της δικαιοσύνης και της παιδείας. Ο προσδιορισμός της δικαιοσύνης
διαποτίζει όλο το έργο της «Πολιτείας», ενώ συγχρόνως η οργάνωση και η μετάδοση της
ορθής παιδείας αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό κριτήριο για τη διάπλαση ενάρετων
πολιτών. Ειδικότερα, ο Πλάτων ορίζει τη δικαιοσύνη ως την αρετή εκείνη που συνίσταται
στο να πράττει ο καθένας το έργο που του αρμόζει και να μην ασχολείται με άλλα έργα,
ως προς τα οποία είναι άσχετος. Η έννοια της δικαιοσύνης παραπέμπει στην αρχή της
εξειδίκευσης («οικειοπραγία») που διέπει το ιδανικό καθεστώς και συνακόλουθα
προλειαίνει το έδαφος για την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ως συνταγματικής
αρχής του σύγχρονου Κράτους Δικαίου.

Η παιδεία συμπληρώνει το ιδανικό πολιτειακό όραμα του Πλάτωνα, ο οποίος για την
ευόδωσή της προτείνει ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα κυρίως για τους
κυβερνήτες (φιλοσόφους-βασιλείς), προκειμένου να καλλιεργηθεί στο μέγιστο βαθμό η
φιλοσοφική τους σκέψη και να οδηγήσουν τους κυβερνωμένους στην ευημερία και τη
«θέαση του Αγαθού». Άλλωστε, η άριστη πολιτεία είναι απαραίτητη για το
ολοκληρωμένο ξεδίπλωμα των ενδιάθετων τάσεων της φιλοσοφικής φύσης
(Σκουτερόπουλος, 2002), η οποία ενυπάρχει σε άτομα που έχουν αποδειχθεί άξια και
ικανά να κυβερνήσουν λόγω της πνευματικής τριβής με τα γνωσιολογικά αντικείμενα
που προτείνει ο Πλάτων. Διαφαίνεται η προαγωγή της ικανότητας και της αξιοσύνης των
αρχόντων και επιτυγχάνεται η σύνδεση με την αρχή της αξιοκρατίας, ως αρχής που
33

διέπει το σύγχρονο διοικητικό δίκαιο. Παράλληλα, διαπιστώνεται η συσχέτιση με την


αρχή της χρηστής διοίκησης, εφόσον οι φιλόσοφοι-βασιλείς ως κάτοχοι της ύψιστης
γνώσης, διαθέτουν προσαρμοστικότητα, ευελιξία, αγχίνοια και ευθυκρισία, ώστε να
λαμβάνουν αποφάσεις που θα αποφεύγουν τις δογματικές και ανεπιεικείς λύσεις για τους
διοικουμένους, προάγοντας τα έννομα συμφέροντά τους.

Στους «Νόμους», το τελευταίο έργο του, ο Πλάτων εμφανίζεται πιο διαλλακτικός και
ρεαλιστής αποδεχόμενος έμμεσα το ουτοπικό στοιχείο που κυριαρχούσε στην
«Πολιτεία», χωρίς να σημαίνει ότι ανακαλεί τις απόψεις που διατύπωσε. Πλέον αναφέρει
ρητώς στους «Νόμους» ότι προεξάρχουσα θέση στην πόλη καταλαμβάνει η νομοθεσία,
η οποία προάγει την ηθική ανάπτυξη και την ενότητα των πολιτών, καθώς και την
προκοπή και την ευημερία της πόλεως. Ουσιαστικά ο Πλάτων απομακρύνεται από την
ιδανική λύση της άριστης πολιτείας και καταφεύγει στην αμέσως επόμενη και
υλοποιήσιμη λύση, που συνίσταται στην αντικατάσταση των φιλοσόφων ως κυβερνητών
της πόλεως από την απρόσωπη εξουσία των νόμων. Η θέση αυτή αποτελεί προάγγελο
της αρχής της νομιμότητας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη έννομη τάξη, εφόσον ο
νόμος πρέπει να διέπει τις ενέργειες της Διοίκησης, καθώς και τις σχέσεις της με τους
πολίτες. Καμία διοικητική ενέργεια ή παράλειψη δεν επιτρέπεται παρά μόνο αν
προβλέπεται από τις ισχύουσες νομικές διατάξεις.

Μετριοπαθής εμφανίζεται ο Πλάτων και στον «Πολιτικό», όπου το θέμα που


πραγματεύεται, έγκειται στον ορισμό της ίδιας της τέχνης του πολιτικού. Η επιστήμη
όχι μόνο δεν υπονομεύτηκε στο ελάχιστο, αλλά αποτέλεσε κριτήριο ποιότητας του
καθεστώτος, εφόσον «η επιστήμη θεμελιώνει την τέχνη και η τέχνη είναι εφαρμογή της
επιστήμης» (Romilly, 1992, σελ. 107). Το σημαντικό είναι να ασκείται η εξουσία από
τους άρχοντες σύμφωνα με κάποια ικανότητα («κατά τέχνην») και αυτή η ικανότητα και
η επιστήμη να έχουν πάντοτε ηθικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα. Ο Πλάτων παρουσιάζει
ένα πρότυπο διακυβέρνησης και το πρόκριμα είναι η σύμπραξη όλων των αρετών για την
επίτευξη της πολιτικής δράσης μέσα σε κλίμα ενότητας. Η προσπάθεια να ενωθούν τα
στοιχεία και οι διαφορετικές αρετές της πόλης σε ένα αδιάσπαστο και αρραγές όλο,
ενωμένο με την «ομόνοια και τη φιλία», συνείρει τον πλουραλισμό και την πολυφωνία
που κυριαρχούν στις σύγχρονες δημοκρατίες, προάγουν το διάλογο και αποτελούν
σημαντικό προαπαιτούμενο, για να ευδοκιμήσει η αρχή της χρηστής διοίκησης.
34

Β.2. Η φιλολογική διάσταση: Ανάλυση των κυριότερων πολιτικών έργων


του Πλάτωνα

α) Πολιτεία

Η κεντρική ιδέα στην «Πολιτεία», την κορωνίδα της πλατωνικής βιοσοφίας, είναι η
θεμελιώδης αρχή της δικαιοσύνης, την οποία ο Πλάτων προσπαθεί να προσδιορίσει
μέσα από τη σωκρατική μέθοδο της ελεγκτικής διαλεκτικής και τελικώς να αποφανθεί
αν η ζωή του δίκαιου ανθρώπου είναι προτιμότερη από τη ζωή του άδικου. Υποστηρίζει
ότι η δικαιοσύνη είναι αγαθό, το οποίο είναι προτιμητέο όχι μόνο για τα αποτελέσματα
που παράγει, αλλά και γιατί αποτελεί αυταξία («δι’ αυτό και δια τα γινόμενα υπ’ αυτού
αγαπητέον»). Ως εκ τούτου, απορρίπτει την προσέγγιση του Πολέμαρχου, κατά τον οποίο
η δικαιοσύνη έγκειται στο να ωφελούμε τους φίλους και να βλάπτουμε τους εχθρούς,
εφόσον η δικαιοσύνη δε θα μπορούσε ποτέ να επιτρέπει την πρόκληση βλάβης σε άλλους
ανθρώπους, ακόμα κι αν πρόκειται για εχθρούς. Ακολούθως, ανασκευάζει το επιχείρημα
του σοφιστή Θρασύμαχου, κατά το οποίο η δικαιοσύνη έγκειται στην εκπλήρωση των
συμφερόντων του ισχυρότερου και αποκαλύπτει τον έντονο ηθικό σκεπτικισμό του. Ο
Θρασύμαχος εξαίρει την ορθολογική υπεροχή της αδικίας, γεγονός που τον εντάσσει
στους υποστηρικτές του αμοραλισμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας
(Σκουτερόπουλος, 2002, σελ. 787).

Ήδη οι προσεγγίσεις αυτές προοιωνίζονται την ύπαρξη ενδείξεων της χρηστής


διοίκησης, έτσι όπως απαντώνται στο ιδεατό πολιτειακό μόρφωμα που επιχειρεί να
δομήσει ο Πλάτων και που εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία του. Ως έναυσμα για να
διατυπώσει το δικό του ορισμό περί δικαιοσύνης, χρησιμοποιεί τον ορισμό του Σιμωνίδη
του Κείου, σύμφωνα με τον οποίο δικαιοσύνη σημαίνει να αποδίδεται στον καθένα αυτό
που του αρμόζει («το προσήκον εκάστω αποδιδόναι»). Με βάση τον ορισμό του Σιμωνίδη
ο Πλάτων καταλήγει ότι η δικαιοσύνη αντιδιαστέλλεται από την πολυπραγμοσύνη και
έγκειται στο να ασχολείται ο καθένας με το έργο που του αρμόζει και να μην ασχολείται
με άλλα έργα, για τα οποία έχει άγνοια («το τα αυτού πράττειν και μη πολυπραγμονείν»).

Με αφορμή αυτόν τον ορισμό της δικαιοσύνης εισάγεται η αρχή της εξειδίκευσης που
διατρέχει όλο το έργο του Πλάτωνα και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ιδανικής του
πολιτείας. Ειδικότερα, προτείνει ως δίκαιο πολίτευμα εκείνο όπου συντελείται ένα ορθός
καταμερισμός των εργασιών της πόλεως με κριτήριο τις ικανότητές που διαθέτει ο
35

καθένας από τη φύση του («ένα έκαστον εν δέοι επιτηδεύειν των περί την πόλιν, εις ο
αυτού η φύσις επιτηδειοτάτη πεφυκυία είη»). Σύμφωνα με την ιδέα της ικανότητας η πόλη
διαιρείται σε τρεις τάξεις:

 τους δημιουργούς, οι οποίοι ασχολούνται με τις χειρωνακτικές εργασίες και το


εμπόριο και κατέχουν απλώς την τέχνη που αποτελεί το αντικείμενο ενασχόλησής
τους («την των τεκτόνων επιστήμην»)
 τους φύλακες – επίκουρους, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη φύλαξη της πόλης από
εξωτερικούς εχθρούς και την εκτέλεση εντολών από τους ανωτέρους τους για την
προάσπιση της εσωτερικής τάξης και
 τους φιλοσόφους – βασιλείς, οι οποίοι ως κάτοχοι της απόλυτης γνώσης και
φορείς της μέγιστης αρετής κυβερνούν την πόλη, ώστε να οδηγήσουν το σύνολο
των πολιτών στην ευδαιμονία.

Η ως άνω διαίρεση της πόλης σε τάξεις αντιστοιχεί στην τριμερή διαίρεση της ψυχής στα
ακόλουθα μέρη:

 το επιθυμητικόν, στο οποίο κυριαρχούν τα κατώτερα και πλέον ταπεινά


ένστικτα, οι επιθυμίες και τα πάθη, τα οποία διέπουν τους δημιουργούς
 το θυμοειδές, στο οποίο κυριαρχούν η ανδρεία, το θάρρος και η ευψυχία κατά τις
μάχες και υπερισχύει στους φύλακες – επίκουρους και
 το λογιστικόν, το οποίο είναι διαποτισμένο με την ανώτατη γνώση, την απόλυτη
αλήθεια και την ηθική και ποιοτική ανωτερότητα των φιλοσόφων και τιθασεύει
το θυμοειδές και το επιθυμητικόν.

Αντιστοιχία τριμερούς διαίρεσης ψυχής και πολιτείας


Τάξεις της πολιτείας Μέρη της ψυχής
Δημιουργοί Επιθυμητικόν
Φύλακες – επίκουροι Θυμοειδές
Φιλόσοφοι – βασιλείς Λογιστικόν
Εικόνα 3: Αντιστοιχία τριμερούς διαίρεσης ψυχής και πολιτείας

Για την ευόδωση αυτής της κοινωνικο – πολιτικής διάρθρωσης της πολιτείας,
πρωταρχική θέση καταλαμβάνουν η παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα που εισήγαγε
ο Πλάτων, χάρη στο οποίο ο Rousseau χαρακτήρισε την «Πολιτεία» ως την πρώτη
πραγματεία που έχει ως θέμα την παιδεία. Οι δύο ανώτερες τάξεις διδάσκονται από την
36

παιδική τους ηλικία μουσική και γυμναστική, ενώ μετά την ενηλικίωσή τους διδάσκονται
αριθμητική, γεωμετρία, στερεομετρία και αστρονομία. Ως επιστέγασμα όλων αυτών
έρχεται η διαλεκτική, προκειμένου να καλλιεργηθούν ο ορθολογισμός και οι ηθικές
ποιότητες που έχουν στην ψυχή τους οι φύλακες. Το εκπαιδευτικό σύστημα της
Πολιτείας αποτελεί ρηξικέλευθο νεωτερισμό, που κατέτεινε στο να αναλάβουν την
εξουσία οι πλέον άξιοι και ικανοί να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της πόλης. Άλλωστε,
θα ήταν όχι μόνο σκανδαλώδης, αλλά και καταστροφική η ανάληψη κυβερνητικών
αξιωμάτων από όσους είναι «άλογοι» («μη λόγον έχοντες διδόναι»).

Η αρχή της αξιοκρατίας ως βασική παράμετρος της αρχής της χρηστής διοίκησης
εντοπίζεται σε όλη τη δομή της ιδανικής πολιτείας, αφού μόνο οι ικανοί και οι
πεφωτισμένοι φιλόσοφοι, οι οποίοι κατέχουν την αληθινή γνώση, το «όντως ον»,
μπορούν να κυβερνήσουν. Ο Πλάτων απαντά στις αιτιάσεις περί αποκλεισμού
οποιουδήποτε άλλου πολίτη από τη διακυβέρνηση της πόλης επικαλούμενος την
κινητικότητα μεταξύ των τάξεων και προτάσσοντας με αυτόν τον τρόπο την ικανότητα
εις βάρος της κληρονομικότητας. Ειδικότερα αν κάποιο από τα παιδιά της κατώτερης
τάξης των δημιουργών ήταν προικισμένο με ξεχωριστές ικανότητες και διέθετε αγχίνοια,
ισχυρή μνήμη και ικανότητα να φτάσει στη «θέαση του Αγαθού», τότε θα μπορούσε να
κυβερνήσει μαζί με τους φιλοσόφους – βασιλείς. Αντίστροφα, αν κάποιο από τα παιδιά
της τάξης των φυλάκων – επικούρων ή των φιλοσόφων – βασιλέων αποδεικνυόταν
κατώτερο των περιστάσεων και δρούσε σύμφωνα με το κατώτερο μέρος της ψυχής του
(επιθυμητικόν), τότε θα υποβιβαζόταν στην τάξη των δημιουργών χωρίς να συνδέεται
καθόλου με τα δημόσια αξιώματα.

Συνεπώς, η δικαιοσύνη είναι μια ικανότητα κοινωνικού περιεχομένου, που συνίσταται


στην ισόρροπη συνύπαρξη των τριών τάξεων της πολιτείας και διασφαλίζει με αυτόν τον
τρόπο την κοινωνική συνοχή και την ενότητα. Συγχρόνως αποτελεί και μία πνευματική
ενδιάθετη κατάσταση της ψυχής που έγκειται στην αρμονική συνύπαρξη των μερών της
και αντανακλά την ευταξία στο εσωτερικό του ανθρώπου. Αποδεικνύεται η
αλληλενέργεια μεταξύ ψυχής και πολιτείας, εφόσον ο Πλάτων αναλύει τη διάρθρωση
της πολιτείας με ηθικο – ψυχολογικούς όρους και αντίστοιχα τη δομή της ψυχής με
κοινωνικο – πολιτικούς όρους.

Η αγαστή συνύπαρξη όλων των τάξεων της ιδανικής πολιτείας δεν επιβάλλεται
δικαιοκρατικά από γενικές και αφηρημένες νομικές ρυθμίσεις, αλλά απορρέει από την
πλήρη εμπιστοσύνη των άλλων τάξεων στους φιλοσόφους – βασιλείς και στην ορθότητα
των αποφάσεών τους. Έτσι, διαμορφώνεται η εύτακτη κοινωνία, ενώ προκειμένου να
37

προαχθεί η ευημερία της πόλεως, ο ριζοσπαστισμός του Πλάτωνα ξεδιπλώνεται στην


ισότητα ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην εκπαίδευση που θα λάβουν,
προκειμένου να ενταχθούν στην τάξη των φυλάκων – επικούρων. Δεν πρόκειται για
πρώιμες φεμινιστικές τάσεις του Πλάτωνα, απλώς το κοινό καλό της πόλεως επιτάσσει
την τοποθέτηση κάθε πολίτη στην τάξη που του προσιδιάζει ανάλογα με τις ικανότητές
του.

Διαπιστώνεται ότι παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκαλούν ο ελιτισμός και η
ανισότητα μεταξύ των πολιτών που υποστηρίζει ο Πλάτων («ανισοτισμός»)
καταδεικνύοντας την αριστοκρατική του φύση (Seyers, 2015), διακρίνονται κάποια
ψήγματα της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως η αρχή της αξιοκρατίας και της
ισότητας, έστω και υπό το πρίσμα που παρουσιάστηκαν. Παράλληλα, η ηθική ποιοτική
στάθμη των φιλοσόφων μας παραπέμπει σε έναν – αδιαμόρφωτο ακόμα – Κώδικα
Διοικητικής Ηθικής, εφόσον σκιαγραφείται η καταλληλότητα των φιλοσόφων να
κυβερνούν, ως απόρροια της ηθικής σφαίρας και των ηθικών αξιών που έχουν
ενστερνιστεί. Όπως θα καταδειχθεί και στο σχετικό κεφάλαιο για τη θεωρία των Ιδεών,
η συνάφεια της ιδέας του Αγαθού με το πολιτικό περιεχόμενο του διαλόγου είναι φυσικό
επακόλουθο του γεγονότος ότι το άγγιγμα του Αγαθού αποτελεί για την ψυχή την
κατάληξη μιας μακρόπνοης γνωστικής διαδικασίας που την παρακινεί να ενεργοποιήσει
μέσα της ό,τι ανώτερο υπάρχει.

β) Πολιτικός

Στον «Πολιτικό» ο Πλάτων εμφανίζεται πιο μετριοπαθής, καθώς αρχίζει να


αποστασιοποιείται από την ουτοπία της ιδανικής πολιτείας επιχειρώντας να ορίσει την
ίδια την τέχνη του πολιτικού και όχι να αναγάγει το φιλόσοφο σε ηγεμόνα, όπως
επιχειρούσε στην «Πολιτεία». Στο προοίμιο του διαλόγου προσδιορίζεται το αντικείμενο
έρευνας, το οποίο είναι ο ορισμός του πολιτικού άνδρα («τον πολιτικόν άνδρα διαζητείν»),
χωρίς η έρευνα αυτού του αντικειμένου να αποτελεί σκοπό του διαλόγου, αλλά ένα μέσο
εξάσκησης της διαλεκτικής σε όλα τα γνωσιολογικά πεδία. Ο βασιλιάς – πολιτικός
παρουσιάζεται ως ο ποιμένας της ανθρώπινης αγέλης, ενώ ο Πλάτων αφιερώνει ένα
ολόκληρο κεφάλαιο στην ανάλυση της τέχνης της υφαντικής και στην παρομοίωση της
με την τέχνη του πολιτικού, ο οποίος προσπαθεί να συνυφάνει όλες τις αρετές σε ένα
ιδεώδες κράμα γνώσης και επιστήμης. Καταλήγει στη θεμελίωση της οριστικής γνώσης
38

του πολιτικού, τοποθετώντας τον πολιτικό άνδρα πάνω από τους νόμους και εισάγοντας
ένα είδος θεμιτού εξαναγκασμού («ιδεώδους παρανομίας») ως δύναμης που επιβάλλει το
καλό, το ορθό και το δίκαιο ανεξαρτήτως της βούλησης των πολιτών.

Οι αρχές της ικανότητας και της αξιοκρατίας, ως εκφάνσεις της αρχής της χρηστής
διοίκησης προβάλλονται και στον «Πολιτικό», εφόσον θεωρείται ότι οι πολιτικοί άνδρες
κυβερνούν σύμφωνα με κάποια ικανότητα («κατά τέχνην»), η οποία έχει και στον εν λόγω
διάλογο του Πλάτωνα ηθικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η «επιστήμη» όχι
μόνο δε χάνει την αξία της, αλλά αναγορεύεται στο μοναδικό και πρωταρχικό κριτήριο
ποιότητας των πολιτευμάτων. Το πρότυπο του κυβερνάν καθορίζει τη «βασιλική τέχνη»
του πολιτικού και συνδέεται με τις αναγκαίες αρετές που πρέπει να διαθέτει για την
επίτευξη της αρμονίας, της ενότητας και της ομόνοιας μέσα στην πόλη. Σε αυτό το σημείο
ο Πλάτων παρεμβάλλει την παρέκβαση περί υφαντικής τέχνης, προκειμένου να
παραλληλιστεί με την τέχνη του βασιλιά – πολιτικού. Στην υφαντική το «μέτριο» είναι
το σημείο της αδιαίρετης τελειότητας, το σωστό μέσο ποιότητας, το οποίο ισαπέχει από
τα δύο άκρα της υπερβολής και της έλλειψης. Το ιδεώδες ορθό μέτρο ταυτίζεται με το
προσήκον, το τέλειο και το δέον.

Η σύσταση της πολιτείας παραλληλίζεται με τη συνύφανση της υφαντικής. Όπως η


υφαντική τέχνη χρησιμοποιεί όλα τα επιμέρους εργαλεία και τις επιμέρους (βοηθητικές)
τέχνες (ξαντική, γναφευτική, σύνθεσης ή διαχωρισμού των μαλλιών), έτσι και η βασιλική
τέχνη του πολιτικού αποτελεί τέχνη αρμονικής συναρμογής των επιμέρους αρετών της
πόλης με σκοπό να επιτύχει τη γόνιμη σύνθεση και την ισόρροπη ενότητα τους.
Ειδικότερα, δεν πρέπει ποτέ να διαχωρίζεται η ανδρεία από τη σωφροσύνη, αλλά ο
άριστος πολιτικός άνδρας πρέπει να τις συνενώνει σε ένα ενιαίο όλο μέσα από κοινές
γνώμες, τιμές, ποινές, δόξες και αμοιβαίες ανταλλαγές εγγυήσεων, ώστε να διαμορφώσει
«ένα ύφασμα ομαλό στην αφή και, όπως λένε, καλοϋφασμένο» (Romilly, 1992, σελ.
241). Διακρίνεται συνεπώς η αρχή του πλουραλισμού, που είναι συνδεδεμένη με το
δημοκρατικό κράτος Δικαίου και την αρχή της χρηστής διοίκησης και παρατηρείται μια
αισθητή κάμψη της ακραιφνούς αριστοκρατίας που προάγει ο Πλάτων στην ιδανική
πολιτεία.

Στον «Πολιτικό» εισάγεται μια υποτυπώδης έννοια νομιμότητας, η οποία λειτουργεί ως


επικουρικό και αναπληρωματικό κριτήριο της ορθότητας των πολιτευμάτων (μετά από
το απόλυτο κριτήριο της επιστήμης). Ο βασιλιάς – πολιτικός τοποθετείται πάνω από τους
νόμους, διότι ο νόμος δεν μπορεί ποτέ να συμπεριλάβει ό,τι είναι άριστο και δικαιότερο
για όλους λόγω της διαφορετικότητας των ανθρώπων, την οποία είναι ανέφικτο να
39

λάβουν υπόψιν οι γενικές και αφηρημένες νομοθετικές ρυθμίσεις. Αντιθέτως,


παραπέμποντας στη σύγχρονη αρχή της επιείκειας, ο συνετός πολιτικός απονέμει σε
κάθε ευκαιρία την «τελειοτάτην δικαιοσύνην», κρίνοντας την υπόθεση που άγεται
ενώπιον του με «νου και τέχνην», ώστε να σώζει τους πολίτες και να τους καθιστά όσο
το δυνατόν καλύτερους. Μόνο όταν απουσιάζει ένας τέτοιος πολιτικός άνδρας, που να
λειτουργεί «κατά τέχνην», τότε θα πρέπει να υπάρχουν νόμοι, οι οποίοι θα ορίζουν τους
άρχοντες με κλήρωση, για να ασκήσουν εξουσία σύμφωνα με το υπάρχον θετικό δίκαιο.
Σε μία τέτοια περίπτωση κανείς δεν είναι πιο σοφός από τους νόμους· ωστόσο, όταν
κυβερνά ένας άριστος πολιτικός, μόνο αυτός κατέχει την απόλυτη γνώση και ο νόμος
είναι μια απλή απομίμηση.

Διαπιστώνεται ότι ο Πλάτων, έχοντας πάντα στο μυαλό του την ιδανική πολιτεία και τον
κόσμο των Ιδεών, εξορθολογίζει λίγο τη συλλογιστική του σχετικά με την πολιτική τέχνη
και προσεγγίζει περισσότερο έννοιες του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα κάποιες
διαστάσεις της χρηστής διοίκησης. Η αξιοσύνη και η ικανότητα του βασιλιά –
πολιτικού, η ποικιλία των αρετών και ο συγκερασμός τους σε μία τέλεια ολότητα, η
«αναγκαία» νομιμότητα, που αναπληρώνει το κενό που προκαλεί η έλλειψη ενός
άριστου πολιτικού, καθώς και οι αρχές της επιείκειας, της αμεροληψίας και της
αντικειμενικότητας συνάγονται από την πλατωνική περιγραφή στον «Πολιτικό» και
συνάδουν περισσότερο σε μια δημοκρατική πολιτεία παρά σε ένα σκληροπυρηνικό
καθεστώς αριστοκρατίας. Με αυτές τις δημοκρατικές αρχές που προκύπτουν από τον
πλατωνικό διάλογο, διαπιστώνεται ότι ο «Πολιτικός» αποτελεί το μεταβατικό έργο του
Πλάτωνα ανάμεσα στην «Πολιτεία» και στους «Νόμους», στο οποίο προβάλλεται με
έμφαση η αξία της έννομης τάξης και της νομιμότητας εν γένει.
40

Αρχή της επιείκειας, της αμεροληψίας και


της αντικειμενικότητας ως απόρροια της
Ικανότητα και αξιοσύνη του πολιτικού
ευθυκρισίας και της άριστης σκέψης του
άνδρα που τον καθιστούν τον πλέον
βασιλιά - πολιτικού που τον καθιστούν ικανό
κατάλληλο να ασκήσει τη διακυβέρνηση της
να αποδίδει τέλεια δικαιοσύνη με "νου και
πόλης.
τέχνη" και να καθιστά και τους ίδιους τους
πολίτες καλύτερους.

Διαστάσεις της αρχής


της χρηστής διοίκησης
στον "Πολιτικό"

Πλουραλισμός, πολυφωνία και εναρμόνια


Αρχή της νομιμότητας, έστω και σε πρώιμο
σύνθεση των διαφορετικών αρετών
στάδιο, στην περίπτωση που δεν υπάρχει
(ανδρείας και σωφροσύνης) στην πόλη,
ένας ικανός πολιτικός άνδρας. Τότε ο νόμος
προκειμένου να συνενωθούν σε ένα
ρυθμίζει όλα τα θέματα σχετικά με τη
αδιάσπαστο σύνολο και να ασκήσει ο
διοίκηση της πόλεως, ορίζει τους άρχοντες
βασιλιάς - πολιτικός την ιδανική
με κλήρωση και ανάγεται σε υπέρτατη αρχή.
διακυβέρνηση.

Εικόνα 4: Διαστάσεις της αρχής της χρηστής διοίκησης στον «Πολιτικό»

γ) Νόμοι

Στο τελευταίο του έργο ο Πλάτων αποδέχεται το δυσεπίτευκτο της ιδανικής του
πολιτείας, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να την εγκαταλείπει. Επισημαίνει ότι ο ουτοπικός
χαρακτήρας του πολιτειακού ιδεώδους καθιστά αναγκαία σε δεύτερο επίπεδο την
επεξεργασία ενός πρόσθετου προγράμματος που θα την οδηγήσει πιο κοντά στον κόσμο
του εφικτού. Η πόλη – κράτος που εισηγείται πρέπει να υπόκειται εξ ολοκλήρου στην
κυβέρνηση των νόμων και όχι σε μια προσωπική κυβέρνηση ενός ηγεμόνα. Υποστηρίζει
πλήρως την αρχή της νομιμότητας, την οποία αναγορεύει σε ύψιστη αρχή λειτουργίας
της πολιτείας και την ενισχύει πλήρως σε σύγκριση με τον επικουρικό χαρακτήρα που
διέθεταν οι νόμοι στον «Πολιτικό». Ο Πλάτων εισάγει αρκετές νομικές καινοτομίες, οι
οποίες κατέτειναν στην ευημερία και την ευδαιμονία των πολιτών μέσα σε καθεστώς
ειρηνικής συνύπαρξης.

Η οικοδόμηση του έννομου Κράτους στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές:

 Οι μόνοι αληθινοί νόμοι είναι εκείνοι που έχουν θεσπιστεί για το κοινό καλό.
 Οι νόμοι είναι θεϊκής προελεύσεως και το Κράτος είναι συνεπώς θεμελιωμένο
στη θρησκεία.
41

 Οι πολίτες δεν πρέπει να γνωρίζουν μόνο τους νόμους, αλλά θα πρέπει να


κατανοούν τους λόγους, για τους οποίους έχουν θεσπιστεί.

Η πρώτη αρχή, η οποία ανατρέχει στο Σόλωνα, απηχεί ολόκληρη την πλατωνική
φιλοσοφία, όπως έχει αποτυπωθεί και στην «Πολιτεία» και στον «Πολιτικό» και
συνδέεται με την πρωταρχική αρχή του Πλάτωνα περί ομόνοιας και ενότητας στην πόλη.
Η διάσπαση και ο εμφύλιος σπαραγμός αποτελούν το μεγαλύτερο δεινό που μπορεί να
υποστεί μία πολιτεία, ενώ η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη, όπως προάγονται από
την πραγμάτωση του κοινού καλού, αποτελούν το σπουδαιότερο αγαθό.

Η δεύτερη αρχή αποκρυσταλλώνει μια δογματική θρησκεία, καθώς η θεολογία των


«Νόμων» αποσκοπεί στο να είναι καθολική και παντού παραδεκτή. Ο Πλάτων
αποδεσμεύει τις θρησκευτικές υποχρεώσεις των πολιτών από την υλοποίηση κάποιων
εξωτερικών εθιμοτυπιών και από την εκτέλεση των απαιτούμενων τελετών· διευρύνει τις
θεολογικές υποχρεώσεις τους απαιτώντας να κατέχουν ένα σύνολο από δοξασίες σχετικά
με την ύπαρξη και τη φύση των θεών, προκειμένου να κατανοήσουν την προέλευση των
νόμων.

Η τρίτη αρχή διαφοροποιεί πλήρως το κράτος των νόμων από την ιδανική πολιτεία. Ενώ
στην ιδανική πολιτεία οι πολίτες απλώς επιδεικνύουν τυφλή εμπιστοσύνη στους άρχοντες
και υπακοή στην εκτέλεση των εντολών τους, στο κράτος των νόμων δεν ισχύει κανενός
είδους δικαιικός εξαναγκασμός, αλλά η νομοθεσία συνοδεύεται από πειθώ. Οι πολίτες
πρέπει να κατανοήσουν τους λόγους θέσπισης του εκάστοτε νόμου και πειθόμενοι για
την ορθότητα και την αναγκαιότητα της κανονιστικής διάταξης να την εφαρμόσουν
(«εξόν δυοίν χρήσθαι προς τας νομοθεσίας, πειθοί και βία»).

Στηριζόμενος στην αρχή αυτή, ο Πλάτων προάγει ήδη την καλή νομοθέτηση, καθώς
πρεσβεύει ότι ένας νόμος που έχει διατυπωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελείται
μόνο από το πραγματικό και την έννομη συνέπεια χωρίς καμία αιτιολογία, προσιδιάζει
σε ανελεύθερα καθεστώτα. Ο νεωτερισμός των «Νόμων» έγκειται στην απόδοση
ιδιαίτερης έμφασης στη συλλογιστική των νομοθετικών διατάξεων. Ο αληθινός
νομοθέτης θα συνοδεύει τον εκάστοτε νόμο από μία «δήλωσιν», όπου θα εκθέτει τα
θετικά και τα αρνητικά του νόμου και ο πολίτης θα είναι δεσμευμένος τόσο από την εν
λόγω δήλωση όσο και από τις ίδιες τις νομοθετικές διατάξεις. Εισάγεται έτσι η ύπαρξη
πρώιμων αιτιολογικών εκθέσεων των νόμων (εν είδει προοιμίου στο σώμα του νόμου),
οι οποίες αναλύουν το συλλογισμό του νομοθέτη και εξηγούν στους πολίτες τους λόγους
θέσπισης των νόμων.
42

Η χρηστή διοίκηση, που προάγει ο Πλάτων, διασφαλίζεται και με μία άλλη σημαντική
καινοτομία που αφορά στην ισότητα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στην
εκπαίδευση, καθώς θα λαμβάνουν την ίδια αγωγή από τα πρώτα παιδικά χρόνια μέχρι
την ενηλικίωσή τους. Οι πολίτες πρέπει να έχουν πολιτική συνείδηση και να είναι πλήρως
κατατοπισμένοι επί των νόμων της πόλης τους. Το ήθος του παιδιού διαπλάθεται από
τους νόμους και η αγωγή που λαμβάνει καθορίζεται από τα πρότυπα της πόλεως
(«πρότυπα των νομίμων και δικαίων»). Η προσωπική παιδεία περιλαμβάνει τη μελέτη
των νόμων και των γενικών αρχών του δικαίου, καθώς οι πολίτες προετοιμάζονται για
μία δημόσια σταδιοδρομία, που περιλαμβάνει συμμετοχή στη διακυβέρνηση και στα
δημόσια αξιώματα.

Ακολούθως, ο Πλάτων δομεί το κράτος των νόμων προχωρώντας στη θέσπιση θεσμών,
οι οποίοι κατέχουν περίοπτη θέση στο σημερινό Κράτος Δικαίου. Ειδικότερα, αναθέτει
την επίβλεψη εφαρμογής και σεβασμού των νόμων στους νομοφύλακες (ή φύλακες των
νόμων) και στα πλαίσια της βασικής τους αρμοδιότητας διατηρούν και έναν κατάλογο
των εισοδημάτων και των αγαθών των πολιτών. Το σκεπτικό της άσκησης αυτής της
αρμοδιότητας είναι ότι το πεδίο των εισοδημάτων των πολιτών είναι ευεπίφορο σε
παραβάσεις νόμου λόγω ενδεχόμενης απόκρυψης ή παραποίησης του πραγματικού
εισοδήματος με στόχο την αποφυγή των υποχρεώσεών τους και τον πορισμό οικονομικού
οφέλους. Εντυπωσιάζει η διορατικότητα του Πλάτωνα κυρίως αν διαπιστωθεί η
αντιστοιχία του θεσμού των νομοφυλάκων με τις σημερινές αστυνομικές –
σωφρονιστικές αρχές (Αστυνομία, Ειδική Γραμματεία του Σ.Δ.Ο.Ε., Οικονομική
Αστυνομία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), που είναι επιφορτισμένες με
ανάλογα καθήκοντα.

Ένας άλλος σημαντικός θεσμός είναι ένα σώμα επιθεωρητών – ελεγκτών που ασκούν
αυστηρό έλεγχο («εύθυνα») στους δημόσιους λειτουργούς κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους. Σε περίπτωση που κάποιος δημόσιος λειτουργός θεωρεί άδικη την
κύρωση που του επέβαλαν οι επιθεωρητές, νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση κατά της
πρωτοβάθμιας απόφασης των επιθεωρητών και η υπόθεση θα επανεξετάζεται από άλλο
σώμα επιθεωρητών διαφορετικής σύνθεσης. Διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας αρχικής
μορφής πειθαρχικής διαδικασίας των δημοσίων λειτουργών, προκειμένου να ελέγχεται
η εξουσία τους και να ασκείται εντός των πλαισίων της νομιμότητας, ενώ οι ανωτέρω
επιθεωρητές και οι αρμοδιότητές τους αντιστοιχούν στο σημερινό Σώμα Επιθεωρητών –
Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.).
43

Διακρίνεται επίσης και μία μορφή δικαστικής εξουσίας, εφόσον η ερμηνεία και η
εφαρμογή του νόμου ανατίθενται σε πρόσωπα εγνωσμένου κύρους που γνωρίζουν τους
νόμους και τη θεϊκή τους προέλευση. Οι θρησκευτικοί ερμηνευτές («εξηγηταί»)
διορίζονται σύμφωνα με το νόμο και η αρμοδιότητά τους έγκειται στην παροχή
γνωμοδοτήσεων επί θεμάτων διαδικασίας. Γνωρίζουν τα «θεία νόμιμα» και με τη
σύσταση και λειτουργία αυτού του φορέα επιτυγχάνεται η ένωση γνώσης και εξουσίας.
Τέλος, προτείνεται η συγκρότηση του Νυκτερινού Συλλόγου, μιας επιτροπής που
αποτελείται από γνώστες της νομοθεσίας που επιχειρούν να αναπτύξουν ένα σύνδεσμο
μεταξύ θείου και ανθρώπινου νόμου, ο οποίος ανιχνεύεται μόνο στην ψυχή. Ο ρόλος
αυτής της επιτροπής ορίζεται και ως ρόλος προστασίας των νόμων, εφόσον οι νόμοι
πρέπει να εφαρμόζονται και να γίνονται αποδεκτοί με ειλικρίνεια (Sinclair, 1969).

Από πλευράς νομοθετημάτων, ο Πλάτων προτείνει τη σύνταξη ενός πλήρους Ποινικού


Κώδικα, ο οποίος θα περιελάμβανε τους τύπους των αδικημάτων, τα κίνητρα που τα
προκάλεσαν και τις αντίστοιχες ποινές. Επίσης, η περιγραφή της διαδικασίας διορισμού
των δημοσίων λειτουργών (νομοφυλάκων, επιθεωρητών, εξηγητών) και της σύνθεσης
του Νυκτερινού Συλλόγου καθώς και η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται από τους
επιθεωρητές, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος ενός δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα
της εποχής.

Πλατωνική έννομη τάξη («Νόμοι») Σύγχρονη έννομη τάξη


Νομοφύλακες Αστυνομία εν ευρεία εννοία: Αστυνομία,
Ειδική Γραμματεία του Σ.Δ.Ο.Ε.,
Οικονομική Αστυνομία
Εξηγηταί Δικαστές
Επιθεωρητές Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.
Νυκτερινός Σύλλογος Ανώτατο δικαστικό συμβούλιο
θεοκρατικής φύσεως (ίσως θα μπορούσε
να αποτελέσει ειδικό τμήμα του Αρείου
Πάγου)
Εικόνα 5: Αντιστοιχία θεσμών του πλατωνικού έργου και της σημερινής έννομης τάξης

Ο Πλάτων στο κύκνειο άσμα του κατανόησε πλήρως τη σημασία της νομοθεσίας ως
τμήματος του κυβερνητικού εξοπλισμού για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Ο
σκοπός του νόμου είναι η δημιουργία ενός αληθινού πολίτη, που να είναι «εν ήθεσι
νόμων», εμποτισμένος από τις νομοθετικές επιταγές που αποτελούν το αντικείμενο της
44

προσωπικής του παιδείας. Η αρχή της χρηστής διοίκησης πραγματώνεται πληρέστερα


στους «Νόμους», όπου περιγράφεται ένα συγκροτημένο έννομο καθεστώς, στο οποίο
κυριαρχεί η αρχή της νομιμότητας, όπως εκδηλώνεται στη δράση των θεσμών του
κράτους. Παράλληλα, εισάγεται ένα έντονα θεολογικό στοιχείο, το οποίο διαπνέει όλη
τη νομοθεσία και καθιστά επιτακτική την εφαρμογή των νόμων. Το κράτος των νόμων
απέχει από την ουτοπία της ιδανικής πολιτείας, αφού οι γενικές και αφηρημένες
νομοθετικές διατάξεις εγγυώνται την ευταξία της πόλης και κάμπτουν την αυστηρότητα
της μετατροπής της ηθικής σε πολιτικό σύστημα προσαρμοζόμενες στην ίδια τη φύση
του ανθρώπου.
45

Β.3. Η θεωρία των Ιδεών και η εφαρμογή της στη Δημόσια Διοίκηση

Η θεωρία των Ιδεών (ή των Μορφών) προσφέρει μια υπερβατική θεμελίωση της ιδανικής
πολιτείας και αποτελεί τον ιδεατό κόσμο της απόλυτης γνώσης και σοφίας, που είναι
προσβάσιμος μόνο στους άρχοντες – φιλοσόφους. Η πλατωνική ουτοπία παρουσιάζει τις
Ιδέες, τα «όντως όντα», ως ιδανικά πρότυπα που βρίσκονται στον ουρανό, είναι αιώνια
και αμετάβλητα και ενσαρκώνουν την απόλυτη γνώση. Ο κόσμος των Ιδεών
περιλαμβάνει γενικές και αφηρημένες έννοιες και κυρίως, το Ωραίο, τη Δικαιοσύνη και
το Καλό (που αποτελούν τον πυρήνα της πολιτείας), αλλά και επιμέρους έννοιες φυσικών
ειδών και αντικειμένων που παράγονται από τον άνθρωπο. Δεν πρόκειται για μια
αφηρημένη λογική θεωρία του Πλάτωνα, που αφορά στη σημασία των γενικών όρων,
αλλά για μια οντολογική μεταφυσική θεωρία αναφορικά με τη φύση της
πραγματικότητας.

Ο νοητός κόσμος των Ιδεών διαχωρίζεται πλήρως από τον εμπειρικό αισθητό κόσμο,
που γίνεται αντιληπτός μέσω των ανθρώπινων αισθήσεων και περιλαμβάνει αντικείμενα
που είναι απλώς απομιμήσεις («απεικάσματα») βασισμένες στις Ιδέες. Αξιοσημείωτος
είναι ο παραλληλισμός του Πλάτωνα μεταξύ αισθητών και υπεραισθητών σωμάτων και
συγκεκριμένα μεταξύ του Ήλιου και του Αγαθού. Όπως ο Ήλιος δεν ταυτίζεται με την
όραση, αλλά αποτελεί την κινητήρια δύναμη, για να καθίστανται ορατά τα αντικείμενα
και να μπορεί το μάτι να τα διακρίνει, έτσι και το Αγαθό δεν ταυτίζεται με τη γνώση και
την αλήθεια, αλλά είναι κάτι ανώτερο αποτελώντας το εφαλτήριο, για να κατακτώνται
γνωστικά τα αντικείμενα και να μπορεί ο νους να αφομοιώσει τη σχετική γνώση.

Αισθητός τόπος Νοητός τόπος


Ήλιος Αγαθό
Φως Αλήθεια
Μάτι Νους
Όψις (αντιληπτική δύναμη του «οράν») Νους (γνωστική δύναμη του «νοείν»)
Χρώματα Ιδέες
Εικόνα 6: Αντιστοιχία εμπειρικού κόσμου και κόσμου των Ιδεών

Οι φιλόσοφοι, οι οποίοι έχουν καλλιεργήσει την οξύνοια, το μνημονικό και την


ευθυκρισία τους με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που έχουν ακολουθήσει σε όλη τη
διάρκεια της ζωής τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να φτάσουν στη θέαση του Αγαθού
46

και να κατακτήσουν την απόλυτη αλήθεια. Ως εκ τούτου, οι φιλόσοφοι διαθέτουν μέγιστη


διανοητική δύναμη, είναι αφιερωμένοι στην αναζήτηση της αλήθειας και η εστία τους
είναι η ουράνια πολιτεία των Ιδεών («civitas divina») και όχι η επίγεια («civitas terrena»)
(Cassirer, 1991, σελ. 93). Μόλις επιτύχουν τη θέαση του Αγαθού, υποχρεούνται να
ανακληθούν στη γη και να συμμετάσχουν στη διοίκηση της πολιτείας οδηγώντας το
σύνολο των πολιτών στην ευδαιμονία. Η διαδικασία θέασης του Αγαθού και καθόδου
των φιλοσόφων στον εμπειρικό κόσμο αποτυπώνεται με την αλληγορία του σπηλαίου,
που περιγράφεται ως μια μετάβαση από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της γνώσης.

 Αλληγορία του σπηλαίου

Η αδιαφώτιστη κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής παρομοιάζεται με εκείνη των


φυλακισμένων που έχουν περιοριστεί από την παιδική τους ηλικία σε μια σκοτεινή
σπηλιά. Οι φυλακισμένοι είναι έτσι δεμένοι, ώστε το βλέμμα τους να είναι μονίμως
καθηλωμένο στον τοίχο που βρίσκεται μπροστά τους. Πίσω από αυτούς βρίσκεται μια
μεγάλη φωτιά και μερικοί άνθρωποι χειρίζονται μαριονέτες και άλλες φιγούρες μπροστά
από τη φωτιά, έτσι ώστε το μόνο που μπορούν να δουν οι φυλακισμένοι είναι οι σκιές
από αυτές τις φιγούρες πάνω στον τοίχο που βρίσκεται μπροστά τους. Συνεπώς, οι
φυλακισμένοι εκλαμβάνουν αυτές τις σκιές ως πραγματικότητα έχοντας μια τελείως
διαστρεβλωμένη εικόνα.

Όταν κάποιοι από τους φυλακισμένους απελευθερώνονται, βλέπουν τη φωτιά


βρίσκοντας το φως που εκπέμπει ενοχλητικό και έντονο, δεδομένου ότι είχαν συνηθίσει
να κοιτάζουν μόνο τις σκιές. Όταν μερικοί μάλιστα βγουν έξω από τη σπηλιά κοιτάζοντας
το φως του Ήλιου, αρχικώς τυφλώνονται. Όταν, ωστόσο, αργότερα προσαρμόζονται στο
φως, μπορούν να κοιτάζουν τα ίδια τα αντικείμενα και μετά και το ίδιο το φως. Τελικά,
συνειδητοποιούν ότι αυτή είναι η μόνη αλήθεια και τόσα χρόνια που ήταν έγκλειστοι στο
σπήλαιο, έβλεπαν μόνο ψευδείς απεικονίσεις της πραγματικότητας εκλαμβάνοντάς τες
πεπλανημένα ως αληθινές.

Όσοι αντίκρισαν το φως, μόλις αναλογίζονται την κατάσταση της άγνοιας, στην οποία
διατελούν οι υπόλοιποι δεσμώτες που παρέμειναν στο σπήλαιο, έχουν κοινωνική και
ηθική υποχρέωση να επιστρέψουν στο σπήλαιο και να δείξουν στους φυλακισμένους
την αλήθεια. Οι φυλακισμένοι θα τους κοροϊδεύουν, θα τους θεωρούν ανεπαρκείς και θα
τους λένε ότι ο ήλιος κατέστρεψε την όρασή τους, χωρίς να διστάζουν να σκοτώσουν
47

όποιον προσπαθούσε να τους απελευθερώσει, όπως αναφέρει ο Πλάτων σε ένα χωρίο


γεμάτο τραγικότητα σχετικά με την καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο.

Εικόνα 7: Ο μύθος του σπηλαίου

 Η εφαρμογή της θεωρίας των Ιδεών στη Δημόσια Διοίκηση

Με την αλληγορία του σπηλαίου προβάλλεται συγχρόνως η πνευματική κατάσταση του


απαίδευτου και αδαούς ανθρώπου, αλλά και η αδήριτη ανάγκη για έναν πεφωτισμένο
φιλόσοφο – ηγέτη που θα μπορεί να διοικήσει την πολιτεία με απώτερο σκοπό την
προαγωγή του κοινού καλού, της ενότητας και της ευδαιμονίας του συνόλου. Ο μύθος
του σπηλαίου έχει ιδιαίτερη αξία όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής μεταρρύθμισης, αλλά
και σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης. Η αρχή της χρηστής διοίκησης προϋποθέτει
δημοσίους λειτουργούς που να είναι γνώστες των συνταγματικών επιταγών, της
εφαρμοστέας νομοθεσίας, αλλά και της διοικητικής ηθικής και δεοντολογίας. Με αυτά
τα εφόδια μπορούν να καταλήξουν σε εύλογες αποφάσεις για το διοικούμενο, που να
διέπονται από πνεύμα επιείκειας και να εναρμονίζονται προς το περί δικαίου αίσθημα
και τις επιταγές του Κράτους Δικαίου.

Συγχρόνως, η ύπαρξη πεφωτισμένων φιλοσόφων που μπόρεσαν να βγουν από το σπήλαιο


και να κατακτήσουν την αληθινή γνώση των Ιδεών παραπέμπει στην αρχή της
αξιοκρατίας, εφόσον μέσα από τη διενέργεια διαγωνισμών για την πλήρωση θέσεων, με
εχέγγυα αξιοπιστίας και διαφάνειας, προωθούνται η ικανότητα και η εξειδίκευση των
δημοσίων λειτουργών. Δεν πρόκειται για ακραιφνή ελιτισμό, αλλά για αποδεδειγμένη
ικανότητα, άριστη γνώση των διοικητικών μηχανισμών και των νομοθετικών
48

κανονισμών, ευστροφία και συναίσθηση του επαγγελματικού και ηθικού καθήκοντος


των ατόμων που στελεχώνουν τις θέσεις του Δημοσίου. Βασικό στοιχείο του πλατωνικού
ιδεαλισμού ήταν η συνένωση της ανώτατης εξουσίας και της ανώτατης σοφίας καθώς
και η ύπαρξη φυσικής συγγένειας μεταξύ τους («Πέφυκε συνιέναι εις ταυτόν φρόνησις
τε και δύναμις μεγάλη»). Εμφανίζεται επίκαιρη η ανάγκη πραγμάτωσης αυτού του
πλατωνικού ιδεώδους, προκειμένου να ευδοκιμήσει η προσπάθεια εξορθολογισμού της
Δημόσιας Διοίκησης και η ενισχυθεί η ποιότητα των διοικητικών αποφάσεων με
γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και τις αρχές του Κράτους Δικαίου.
49

Β.4. Διακειμενική προσέγγιση: Η πλατωνική σκέψη σε σύγκριση με τη


σκέψη του Αριστοτέλη, του Ισοκράτη και του Μακιαβέλλι

α) Αριστοτέλης

Η αριστοτέλεια σκέψη διακρίνεται από ορθολογισμό και από μια στέρεη μεθοδολογία
για την ανεύρεση εκείνου του τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας της πόλης, ώστε να
επιτευχθεί η ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Σημείο εκκίνησης της σκέψης του
Αριστοτέλη, αποτελεί το πώς πρέπει να ζει κανείς και ο βασικός άξονας είναι η επιδίωξη
του Αγαθού. Το «υπέρτατο» αυτό Αγαθό είναι αυτοσκοπός, γιατί συνιστά αυταξία και
όχι γιατί συμβάλλει στην επίτευξη άλλων σκοπών. Ο Αριστοτέλης ονομάζει αυτό το
αγαθό «πολιτική» (Sinclair, 1969, σελ. 301) και διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα που
προσέδιδε στο Αγαθό μια υπερβατική διάσταση.

Η πολιτική θεωρία και η ηθική φιλοσοφία συνδέονται σε ένα αλληλεξαρτώμενο όλο και
μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αριστοτέλης εστιάζει στην αρετή ως την ιδιότητα εκείνου
του ανθρώπου που αποζητά την επίτευξη του Αγαθού και καθιστά τη ζωή του πρότυπο
μίμησης για τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Για τον Αριστοτέλη ήταν αδιανόητο να
είναι κάποιος άνθρωπος ευτυχισμένος αν οι πράξεις του δεν περιείχαν μια αρετή και
προσδιορίζει την ευδαιμονία ως «ενέργεια κατ’ αρετήν». Η αρετή ορίζεται ως συνήθεια
την οποία ο ενάρετος έχει αποκτήσει με τη θέλησή του και όχι τυχαία («Έστιν άρα η αρετή
έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ως αν φρόνιμος
ορίσειεν»).

Η δικαιοσύνη αποτελεί την ανώτατη αρετή, η οποία δεν αφορά στις σχέσεις του ατόμου
με τον εαυτό του, αλλά στις σχέσεις του με τους συμπολίτες του («πολιτικόν και προς
έτερον») καθιστώντας τον Αριστοτέλη υπέρμαχο της ύπαρξης μιας καθολικής
δικαιοσύνης εντός της πόλης. Υπάρχει εμφανής διαφοροποίηση από την πλατωνική
σκέψη, κατά την οποία η δικαιοσύνη είναι μια εσωτερική πνευματική κατάσταση που
έγκειται στην ισορροπία μεταξύ των τριών μερών της ψυχής και διαθέτει μια ηθική –
φιλοσοφική χροιά. Ωστόσο, ήταν κοινή παραδοχή και των δύο μεγάλων διανοητών ότι η
δίκαιη ζωή πρέπει να επιδιωχθεί εντός της πόλεως και συνεπώς κύριος σκοπός είναι η
ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών και όχι μιας πλειοψηφίας.
50

Παραμένοντας πιστός στη μεθοδολογία της διαίρεσης που χρησιμοποιεί, ο ορθολογιστής


Αριστοτέλης διέκρινε τη δικαιοσύνη σε διορθωτική και διανεμητική. Ειδικότερα:

 Η διορθωτική δικαιοσύνη έγκειται στην ισότητα της αξίας της παροχής και της
αντιπαροχής μεταξύ δύο συναλλασσομένων («Το δε διορθωτικόν δίκαιον γίνεται
εν τοις συναλλάγμασι και τοις εκουσίοις και τοις ακουσίοις»). Δεν αφορά μόνο στις
συμβατικές σχέσεις, αλλά και στις ακούσιες, δηλαδή στα παντός είδους
αδικήματα, αστικά και ποινικά. Η αριθμητική αναλογία, ως ενιαία μορφή
ισότητας που καταλαμβάνει τα διάφορα αγαθά, επιτάσσει την ύπαρξη μιας
αντικειμενικής μονάδας ηθικής αξίας, προκειμένου να καταστεί μετρήσιμη η αξία
άυλων αγαθών που προσβάλλονται και δεν αποτιμώνται σε χρήμα.
 Η διανεμητική δικαιοσύνη («δίκαιον εν ταις διανομαίς») αφορά στις
περιπτώσεις, όπου μεταξύ των πολιτών διανέμονται αγαθά ή οφέλη. Η ισότητα
σε αυτήν την περίπτωση δεν έγκειται στο να λάβει ο κάθε πολίτης ίσα μερίδια,
(κάτι το οποίο μάλιστα μπορεί να αποτελούσε αδικία), αλλά στην εξεύρεση ενός
κριτηρίου αξίας, σύμφωνα με το οποίο η διαφοροποίηση των μεριδίων για τους
πολίτες θα είναι εύλογη και συμμετρική (γεωμετρική αναλογία).

Συνεπώς, η δικαιοσύνη παρουσιάζεται περισσότερο ως προϊόν ανθρώπινης σύμβασης


παρά ως φυσικής επιταγής («φύσει ή νόμω») και ως εκ τούτου, ο Αριστοτέλης αποδίδει
μεγάλη σημασία στους νόμους. Βασικό καθήκον του κράτους είναι να εκπαιδεύσει τους
πολίτες του σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, αλλά και να τιμωρεί, σε δεύτερο
επίπεδο, όσους ενεργούν κατά παράβαση της νομοθεσίας. Καταδεικνύεται η έντονη
επιρροή που άσκησαν οι «Νόμοι» του Πλάτωνα στη σκέψη του Αριστοτέλη
αναγορεύοντας την αρχή της νομιμότητας σε θεμελιώδη αρχή της πολιτικά
συγκροτημένης κοινωνίας και σε βασική προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της αρχής της
χρηστής διοίκησης.

Ο Αριστοτέλης αμφιβάλλει για το εφικτό της πλατωνικής επουράνιας πολιτείας, καθώς


και για τη δυνατότητα εξεύρεσης ενός εξαιρετικού φιλοσόφου – ηγέτη, ο οποίος μέσω
της γνώσης του Αγαθού θα καθοδηγούσε τους υπόλοιπους πολίτες. Συνεπώς, υποστηρίζει
ότι ο νόμος πρέπει να κυβερνά («ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον, αλλά τον νόμον») και ότι
η δικαιοσύνη μπορεί να πραγματωθεί μέσω δίκαιων νόμων, που ρυθμίζουν τις
ανταμοιβές, τις ποινές και τη διανομή των αξιωμάτων και θεσπίζουν συγκεκριμένα
πρότυπα συμπεριφοράς. Κριτήριο για την ανάδειξη του καλού ηγέτη είναι η ικανότητά
του να κυβερνά, αλλά και να κυβερνάται υπακούοντας στους νόμους, όπως είχε
διατυπωθεί από τον Πλάτωνα στο κύκνειο άσμα του («άρχειν και άρχεσθαι»).
51

Χωρίς να υιοθετεί το δογματισμό του Πλάτωνα για την ιδανική πολιτεία, ο Αριστοτέλης
εξαίρει τη σημασία των νόμων και υποστηρίζει ότι η ισορροπία της πόλεως πρέπει να
διατηρηθεί υπέρ του πλήθους. Προβάλλει με αυτόν τον τρόπο την αξία της συλλογικής
ανωτερότητας και της κοινής γνώμης, την οποία ο πλατωνικός ελιτισμός αποκηρύσσει.
Προβάλλει ένα είδος δημοκρατίας, που βρίσκεται εγγύτερα στη σημερινή εποχή και
βασίζεται στις αρχές του Κράτους Δικαίου έχοντας δύο βασικά χαρακτηριστικά: α) την
υπακοή στους νόμους και β) την τελειότητά τους. Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να
συμφιλιώσει την πλατωνική φιλοσοφία με την υπεράσπιση της υγιούς δημοκρατίας,
υιοθετώντας πιο φιλελεύθερες λύσεις σε σύγκριση με την κοινωνιοκρατική
αριστοκρατική θεώρηση του Πλάτωνα (Romilly, 1992, σελ. 178).

Εικόνα 8: Πλάτων και Αριστοτέλης – Πίνακας του Ραφαήλ Σάντι στη Σχολή των Αθηνών

β) Ισοκράτης

Ο Ισοκράτης έχοντας βιώσει τα δεινά ενός εξοντωτικού πολέμου μεταξύ των ελληνικών
βασιλείων είναι γνωστός για τον Πανελληνισμό του, που απέβλεπε στη συνένωση όλων
των επιμέρους ελληνικών κρατών, έχοντας κοινό σημείο αναφοράς με το Μακιαβέλλι,
που απέβλεπε στη συνένωση όλης της Ιταλίας. Αποτελεί κοινή παραδοχή με τον
Πλάτωνα ότι η προσωπική αρετή των ανθρώπων επηρεάζει καταλυτικά κάθε μορφή
κυβερνήσεως και υποστήριζε την ανάπτυξή της με ένα συγκεκριμένο σύστημα
διαπαιδαγώγησης, το οποίο στόχευε στην ενίσχυση της διανοητικής πειθαρχίας και
52

στην καλλιέργεια της πολιτικής ισχύος και της φιλοσοφικής παιδείας. Το εκπαιδευτικό
σύστημα αποτελεί θεμέλιο κάθε πολιτικού διανοητή, όπως προκύπτει και από την
πλατωνική και την αριστοτέλεια φιλοσοφία.

Σε ό,τι αφορά στη διοίκηση της πόλης ο Πλάτων διαχωρίζει πλήρως τους φιλοσόφους
από τους ρήτορες – πολιτικούς απομυθοποιώντας τη ρητορική, διότι ο ρήτορας
χρησιμοποιεί τεχνηέντως τις λέξεις, για να ψυχαγωγήσει τους άλλους ή και να τους πείσει
(«πειστικός μόνον»), χωρίς να τους διδάξει κάτι αξιόλογο. Ο πολιτικός άνδρας οφείλει
να διδάσκει και να διαπαιδαγωγεί χρησιμοποιώντας τους καλλιτέχνες ως φορείς της
αλήθειας. Αντίθετα, ο Ισοκράτης δεν αποδέχεται την ύπαρξη αντίθεσης μεταξύ
φιλοσόφων και ρητόρων – πολιτικών υποστηρίζοντας με μεγαλύτερη μετριοπάθεια ότι η
ρητορική ως τέχνη της ομιλίας, της γραφής και της σύνθεσης έχει αυτή καθ’ εαυτή
παιδαγωγική αξία. Κατέληγε ότι είναι άδικο να θεωρείται ως τεχνική της προπαγάνδας
και της διαστρέβλωσης της αλήθειας, διότι, αν και δε διδάσκει απευθείας την αρετή, η
χρήση της οδηγεί σε μια καλή συμπεριφορά. Άλλωστε, ο Ισοκράτης ήθελε να διδάξει όχι
μόνο τη σωστή χρήση των λέξεων, αλλά τον ορθό λόγο, δηλαδή πώς μπορεί κανείς να
πράττει ορθά και να καταλήγει στη σωστή επιλογή.

Θεωρώντας ότι «λόγος ηγεμών πάντων» ο Ισοκράτης προάγει την ικανότητα του
πεπαιδευμένου πολιτικού να ξέρει να προετοιμάσει την ανάπτυξη ενός θέματος και να
είναι ετοιμόλογος στην παρουσίαση και στην ανάλυσή του. Γι’ αυτό και αναζητούσε
στους μαθητές του κάποιον εργατικό άνθρωπο με παρρησία, ο οποίος να μπορεί να
υποστηρίξει τη θέση του με λογικά επιχειρήματα και όχι με φληναφήματα. Η αποστολή
του Ισοκράτη είναι η παροχή μιας καλύτερης παιδείας στους πολιτικούς άνδρες
συνδέοντας τη φιλοσοφία με την πολιτική πράξη, απομακρυνόμενος από την παιδεία
που προτείνει ο Αριστοτέλης, η οποία βασίζεται στους νόμους.

Όσον αφορά στη συγκρότηση της πολιτείας ο Ισοκράτης είναι υπέρμαχος της
διακυβέρνησης από ένα μόνο άνδρα (μοναρχία), ο οποίος ήταν παιδαγωγός του λαού και
αποτελούσε πρότυπο για τις ικανότητες και τη συμπεριφορά του. Η κυβέρνησή του
στηρίζεται στο σεβασμό και το θαυμασμό και όχι στο φόβο και τις τυραννικές πρακτικές.
Η σύνεση, η μετριοπάθεια, η δικαιοσύνη και ιδιαιτέρως η ευγένεια («πραότης») ήταν τα
κυρίαρχα χαρακτηριστικά του μονάρχη, παραπέμποντας έστω και έμμεσα στον
«Πολιτικό» του Πλάτωνα. Συγχρόνως, ο Ισοκράτης προβάλλει την ικανότητα του ενός
πολιτικού άνδρα ως ποιοτικό στοιχείο, που διαφοροποιεί τη μοναρχία από τα άλλα
πολιτεύματα και το οποίο συνυπάρχει με την ταχύτητα και την ευελιξία στη λήψη
αποφάσεων, καθώς και με την αποτελεσματικότητα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
53

Η ισότητα δεν είναι απόλυτη και ο Ισοκράτης υποστηρίζει την αρχή της αναλογικής
ισότητας «στον καθένα ανάλογα με την αξία του». Εντοπίζεται η ομοιότητα με τον
Πλάτωνα όσον αφορά στην προσωπική αξία του πολιτικού άνδρα που τον αναδεικνύει
στα δημόσια αξιώματα προβάλλοντας την αρχή της αξιοκρατίας, ως βασικό συστατικό
της χρηστής διοίκησης της πόλης. Η καλή διακυβέρνηση θα στηριχθεί στην υψηλή ηθική
αξία και την πρακτική ικανότητα του κυβερνήτη.

Ο Ισοκράτης καταδίκαζε απερίφραστα την ηθική αναρχία και ο απώτερος σκοπός της
σκέψης του ήταν μια ηθική μεταρρύθμιση. Η πολιτεία του δεν αποτελεί μια ουράνια
χίμαιρα, όπως την περιγράφει ο Πλάτων, αλλά αναζητείται στο ρομαντικό παρελθόν του
Σόλωνα και του Κλεισθένη υπό την επωφελή επιρροή του Αρείου Πάγου. Χωρίς να
διαμορφώνει μια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία, ο Ισοκράτης συνεισφέρει μέσω της
ρητορικής του τέχνης στη βελτίωση της λειτουργίας της πόλεως με την ανάπτυξη της
κατάλληλης διαπαιδαγώγησης των πολιτικών ανδρών. Η εκπαίδευση που υποστηρίζει
βασίζεται στο συγκερασμό της πολιτικής και της φιλοσοφίας και υπό αυτό το πρίσμα ο
Ισοκράτης εμφανίζεται ως «μισο-πολιτικός» και ως «μισο-φιλόσοφος». (Sinclair, 1969,
σελ. 198).

γ) Μακιαβέλλι

Ο Niccolò Machiavelli υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, καθώς το όνομά του


υπήρξε ταυτόσημο της πανουργίας και της υποκρισίας κατά το 17ο αιώνα εξαιτίας του
έργου του, «Ο Ηγεμόνας». Το έργο του περιείχε τα πιο επικίνδυνα αξιώματα της
τυραννίας, δεδομένου ότι παρουσίαζε τον ηγεμόνα ως έναν αυταρχικό και αδίστακτο
εξουσιαστή, που είχε ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας του και την αύξηση της
δύναμής του. Ο ηγεμόνας, όπως περιγράφεται, ήταν απορροφημένος από την προσπάθεια
να μεγιστοποιήσει την εξουσία του αποκρούοντας τις σκευωρίες και τις μηχανορραφίες
εναντίον του με αποτέλεσμα να ολιγωρεί για την ευημερία του λαού του. Αντίθετα, ο
Πλάτων αναφέρει στην «Πολιτεία» ότι ο κύριος σκοπός της διακυβέρνησης των
φιλοσόφων είναι η ευδαιμονία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών και ότι η χειρότερη μορφή
αδικίας είναι να φαίνεται κάποιος δίκαιος, ενώ στην πραγματικότητα είναι άδικος. Αυτό
το πλατωνικό χωρίο αποτελεί ευθεία παραπομπή στον «Ηγεμόνα», όπου παρατίθεται ότι
ο ηγεμόνας δε χρειάζεται να έχει όλες τις αρετές, αλλά είναι απόλυτη ανάγκη να φαίνεται
ότι τις έχει, διότι οι άνθρωποι κρίνουν από τα φαινόμενα και όχι από την πραγματικότητα.
54

Ωστόσο, κατά το 18ο και το 19ο αιώνα ο Μακιαβέλλι απενοχοποιείται και προσεγγίζεται
υπό ένα πολύ ευνοϊκότερο πρίσμα λαμβανομένων υπόψιν των ιστορικών συνθηκών, στις
οποίες έγραψε τον «Ηγεμόνα» (1513). Η Ιταλία, η γενέτειρα του Μακιαβέλλι, ήταν ένα
διαλυμένο κράτος, το οποίο είχε καταστεί πεδίο μάχης. Συγχρόνως, η Γερμανία, η
Ισπανία, η Γαλλία και η Ελβετία τη λεηλατούσαν και οι ξένες κυβερνήσεις αποφάσιζαν
για τη μοίρα του ιταλικού έθνους. Μέσα σε αυτό το κλίμα κατάρρευσης ο Μακιαβέλλι
συνέλαβε την ιδέα ενός αποφασιστικού και δυναμικού ηγεμόνα, ο οποίος θα κάνει τα
πάντα, προκειμένου να ενώσει την Ιταλία και να την ανασυγκροτήσει με αποτέλεσμα να
αναδειχθεί σε ένθερμο πατριώτη και δυναμικό αγωνιστή για την ανασύσταση του
ιταλικού κράτους.

Η ομοιότητα του «Ηγεμόνα» με την πλατωνική φιλοσοφία εντοπίζεται ως προς την


απόλυτη κυριαρχία του ηγέτη και την τυφλή εμπιστοσύνη που του έδειχναν οι υπόλοιποι
πολίτες στην κοινωνική ιεραρχία. Ωστόσο, ο πλατωνικός ιδεαλισμός αναφερόταν στην
κυρίαρχη τάξη των φιλοσόφων – βασιλέων, οι οποίοι έχοντας κατακτήσει την απόλυτη
γνώση και την ύψιστη αρετή μέσω της θέασης του Αγαθού, θα κυβερνούσαν τις άλλες
δύο τάξεις της πολιτείας. Ο κύριος σκοπός της διακυβέρνησης των φιλοσόφων ήταν η
δικαιοσύνη, η ενότητα μέσα στην πόλη και η ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών.
Αντίθετα, ο Μακιαβέλλι ισχυριζόταν ότι το κράτος που είχε δημιουργηθεί με ισχύ
έπρεπε και να συντηρηθεί με ισχύ (Cassirer, 1991, σελ. 191), γεγονός που διεύρυνε
εκτενέστατα το πεδίο ενεργειών του ηγεμόνα και υποβίβαζε την ανάγκη για την
ευδαιμονία και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.

Επίσης, ο Μακιαβέλλι αποκήρυττε τη θεϊκή προέλευση της εξουσίας, η οποία


αποτελούσε κυρίαρχη αντίληψη κατά το Μεσαίωνα. Ως πολιτικός ρεαλιστής κατέρριψε
τη θεοκρατική αυτή θεώρηση της εξουσίας προσπαθώντας να αποδομήσει το ιεραρχικό
σύστημα, που αποτελούσε τη βάση του μεσαιωνικού πολιτικού συστήματος. Για εκείνον
τα μόνα έγκυρα επιχειρήματα είναι τα γεγονότα της πολιτικής ζωής και η υποτιθέμενη
θεϊκή προέλευση της εξουσίας των βασιλέων αποτελούσε προϊόν φαντασίας και όχι
πολιτικής σκέψης. Η αφοριστική αυτή θέση του Μακιαβέλλι αντιτίθεται στην ύστερη
πλατωνική σκέψη, η οποία προσέδιδε θεϊκή φύση στους ισχύοντες νόμους μιας εύτακτης
πολιτείας, όπως περιέγραφε διεξοδικά ο Πλάτων στους «Νόμους».

Συγχρόνως, η νέα πολιτική δομή που προτείνει απέχει από την αρχή της νομιμότητας
και από την παράδοση. Ο Μακιαβέλλι δε διστάζει να αντιμετωπίσει με ειρωνεία και με
περιφρόνηση τα κράτη, τα οποία στηρίζονται σε αυτές τις αρχές. Στον αντίποδα αυτής
της μακιαβελλικής προσέγγισης βρίσκεται ο Πλάτων, ο οποίος στους «Νόμους»
55

αναγορεύει τη νομοθεσία στην ύψιστη αρχή που αναλαμβάνει τη διοίκηση της πολιτείας
σε περίπτωση που δεν μπορεί να εξευρεθεί ένας εξαιρετικός πολιτικός άνδρας που θα
μπορέσει να κυβερνήσει. Παράλληλα, ο Μακιαβέλλι έρχεται σε σύγκρουση και με την
αριστοτέλεια σκέψη, κατά την οποία οι νόμοι αποτελούν τον πυρήνα της εύρυθμης
λειτουργίας μιας πόλης και η διαπαιδαγώγηση των πολιτών θα πρέπει να εδράζεται στο
σεβασμό και στην εφαρμογή των νόμων.

Συνεπώς, ο μακιαβελλισμός απέχει πολύ από την αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως
έχει οριοθετηθεί στα πλαίσια του Κράτους Δικαίου. Στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του
βρίσκεται ένας πανίσχυρος και αδίστακτος ηγεμόνας, ο οποίος μπορεί να μετέλθει
οποιουδήποτε μέσου, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία και να ενδυναμώσει τη
θέση του. Η νομιμότητα, η ισότητα και η δικαιοσύνη, που αποτέλεσαν κεντρικές έννοιες
στην πλατωνική και στην αριστοτέλεια θεώρηση, υπονομεύονται χάριν ενός
σκληροπυρηνικού πολιτικού εξουσιαστή. Ωστόσο, ο ριζοσπαστισμός της σκέψης του
Πλάτωνα και του Μακιαβέλλι είναι το κοινό τους σημείο, δεδομένου ότι ο
μακιαβελλισμός έπληξε καίρια το θρησκευτικό σύστημα αναδεικνύοντας το συμφέρον
του εγκόσμιου κράτους και καταπολεμώντας στον πυρήνα του το σκοταδισμό της
εποχής.

δ) Διακειμενική προσέγγιση

Ο Πλάτων άσκησε μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους και
η φιλοσοφία του αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη πολιτικών θεωριών.

 Η επιρροή που άσκησε στον Αριστοτέλη συμπυκνώνεται στη μεγάλη σημασία


που ο μαθητής του απέδωσε στη νομιμότητα και τη δικαιοσύνη για την εύρυθμη
λειτουργία της πολιτείας. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης με τον πολιτικό ρεαλισμό του
ενδιαφέρθηκε κυρίως να αναλύσει τους μηχανισμούς των πραγματικών
καθεστώτων και όχι να φιλοτεχνήσει μια ιδεατή πολιτεία.
 Ο Ισοκράτης αξιοποιώντας τη δύναμη της ρητορικής εστίασε στην κατάλληλη
διαπαιδαγώγηση των πολιτικών ανδρών, όπως αντίστοιχα και ο Πλάτων
διαμόρφωσε το εκπαιδευτικό σύστημα για τη διαπαιδαγώγηση των φυλάκων και
των φιλοσόφων. Το περιεχόμενο των δύο συστημάτων εκπαίδευσης ήταν
διαφορετικό, αλλά κατέτεινε σε μια ευρύτερη ηθική μεταρρύθμιση για την
ευημερία του συνόλου της πόλεως.
56

 Τέλος, ο Μακιαβέλλι υποστήριξε την ύπαρξη ενός δυναμικού ηγεμόνα, ο οποίος


απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης του λαού, όπως (για εντελώς
διαφορετικούς λόγους) και οι φιλόσοφοι της ιδανικής πλατωνικής πολιτείας
απολάμβαναν της εμπιστοσύνης όλων των πολιτών. Το κίνητρο των ενεργειών
του εντοπίζεται στην ενίσχυση της εξουσίας του και όχι στην ευημερία των
κυβερνωμένων.
57

Πλάτων Αριστοτέλης Ισοκράτης Μακιαβέλλι


Υπέρτατη
αξία, ηθική
ψυχολογική
Σημαντική Ό,τι προάγει την
και κοινωνικο
Καθολικότητα αρετή, ουσιώδης ενίσχυση της
– πολιτική
δικαιοσύνης, για την ευτυχία εξουσίας του
Δικαιοσύνη διάσταση
μαθηματική της πόλεως, ηγεμόνα,
(τριμερής
διαίρεση των προτιμότερο να αδιαφορία για
διαίρεση της
ειδών της αδικηθεί κάποιος τους
ψυχής και
παρά να αδικήσει κυβερνωμένους
διάκριση των
πολιτών σε
τρεις τάξεις)
Ευνομία,
τελειότητα των
Θεϊκή Χαρακτηριστικό
νόμων,
προέλευση της υγιούς
θεμελιώδης αρχή Περιφρόνηση
των νόμων, διακυβέρνησης
λειτουργίας της και ειρωνεία
ύψιστη του ιδανικού
Νομιμότητα πόλης, απέναντι στο
κυβερνητική μονάρχη,
διαπαιδαγώγηση νόμο, κυριαρχεί
αρχή ισότητα των
των πολιτών με η βούληση του
(τελευταίο πολιτών ενώπιον
άξονα το ηγεμόνα
έργο του του νόμου
σεβασμό των
Πλάτωνα) (ισονομία)
νόμων, Κράτος
Δικαίου
Ιδεαλισμός, Αρετή, μεσότητα,
Ικανότητα και
θέαση του θέση των Απαγόρευση
παντοδυναμία
Αγαθού, προσωπικών κατάχρησης
του ηγεμόνα, η
κυριαρχία της ικανοτήτων στην δύναμης,
ηθική
φιλοσοφίας υπηρεσία του σημασία της
υπαγορεύεται
Ηθική στη διοίκηση συλλογικού παράδοσης,
από τον ίδιο και
της πολιτείας, περιβάλλοντος, αναγκαιότητα
τίθεται στην
ισορροπία ορθολογισμός, αληθινής
εξυπηρέτηση
μεταξύ των συλλογική διαπαιδαγώγησης
των σκοπών του,
τριών τάξεων, ανωτερότητα, των πολιτικών
«ο σκοπός
ευδαιμονία ευδαιμονία του ανδρών
αγιάζει τα μέσα»
του συνόλου συνόλου
Απολυταρχία,
ολοκληρωτικό
Πεφωτισμένη
Μοναρχία που καθεστώς
Προτεινόμενο δεσποτεία των Δημοκρατία που
βασίζεται στην (προσεγγίζει την
πολιτειακό φιλοσόφων, βασίζεται στους
ικανότητα του τυραννία),
καθεστώς κυριαρχία του νόμους
μονάρχη απόλυτη
πνεύματος
ηγεμονία του
ενός
Εικόνα 9: Συγκριτική προσέγγιση των πολιτικών θεωριών που εξετάστηκαν
58

Συμπεράσματα – Προτάσεις

Η αρχή της χρηστής διοίκησης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές που συγκροτούν
το Κράτος Δικαίου. Η εμπέδωση και η ενδυνάμωση των θεμελιωδών γενικών αρχών του
διοικητικού δικαίου αποτελεί μία conditio sine qua non προϋπόθεση για την εύρυθμη
λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού, την προάσπιση των δικαιωμάτων των
διοικουμένων και την καταπολέμηση των υφιστάμενων αγκυλώσεων της διοικητικής
λειτουργίας. Αξιοσημείωτη παραμένει η εύρεση ψηγμάτων μιας αρχής της σύγχρονης
δημοκρατίας στο έργο του Πλάτωνα, ο οποίος υπήρξε ένθερμος θιασώτης της
αριστοκρατίας, γεγονός που αποδεικνύει τη διαχρονική και αναντίρρητη αξία του έργου
του.

Οι έντονες αριστοκρατικές του τοποθετήσεις, ως απόρροια της προϊούσας αποδόμησης


της αθηναϊκής δημοκρατίας, ηχούν εκκωφαντικά σε αρκετά σημεία της ιδανικής του
πολιτείας. Ο αποκλεισμός από την πολιτική ζωή ενός τεράστιου αριθμού πολιτών, η
απόλυτη και απαρασάλευτη κυριαρχία των φιλοσόφων – βασιλέων και η απόλυτη
διαίρεση των πολιτών σε τάξεις με δυνατότητα αναπαραγωγής μόνο μεταξύ των πολιτών
της ίδιας τάξης (ευγονική) είναι τα σημαντικότερα δείγματα του ακραιφνούς ελιτισμού
και της πρόδηλης αριστοκρατικής σκέψης του Πλάτωνα, που προκαλούν ακόμα και
σήμερα έντονες αντιδράσεις και οξύτατες κριτικές.

Ωστόσο, παρά τον αριστοκρατικό δογματισμό του, είναι ευδιάκριτα κάποια στοιχεία της
αρχής της χρηστής διοίκησης σε συνδυασμό με άλλες αρχές του Κράτους Δικαίου, που
καταδεικνύουν τη διορατικότητα και την πολιτική αγχίνοια του Πλάτωνα και συγχρόνως
μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την αναμόρφωση της σύγχρονης Δημόσιας
Διοίκησης. Η αρχή της νομιμότητας δεσπόζει στους «Νόμους» προσδίδοντας γενική και
καθολική ισχύ στις διατάξεις θεϊκής προέλευσης. Ο σεβασμός των νόμων συναρτάται
αλληλένδετα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, δεδομένου ότι η γνώση των νόμων
συμβάλλει στην κατάκτηση ενός γενικού πνεύματος δικαιοκρατίας, που επιτρέπει στους
δημοσίους λειτουργούς να αποφαίνονται με γνώμονα την προστασία των δικαιωμάτων
των διοικουμένων.

Μια τεράστιας σημασίας γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που προκύπτει από το
πλατωνικό έργο είναι η αρχή της αξιοκρατίας, όπως συνάγεται από την ιδιαίτερη
έμφαση που απέδιδε ο Πλάτων στην ικανότητα, την αξιοσύνη, τα προσόντα και τις αρετές
που διαθέτουν οι κυβερνήτες («Πολιτεία», «Πολιτικός»). Στα πλαίσια της σύγχρονης
59

Δημόσιας Διοίκησης παρουσιάζεται η αναγκαιότητα στελέχωσης των δημοσίων θέσεων


και αξιωμάτων από άτομα ικανά, που διαθέτουν κατάρτιση, μόρφωση και ηθικά
ερείσματα και θα επιλεγούν μέσα από αδιάβλητες διαγωνιστικές διαδικασίες. Απώτερος
σκοπός είναι να βελτιωθεί η λειτουργία του διοικητικού οικοδομήματος και να
ενισχυθούν η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των δημοσίων φορέων.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης εντοπίζεται και σε φιλοσοφικά έργα άλλων διανοητών,
σύγχρονων και μεταγενέστερων του Πλάτωνα. Ο ορθολογισμός και η φιλελεύθερη
σκέψη του Αριστοτέλη τοποθέτησαν τη δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής του
θεωρίας οδηγώντας στην παγίωση της αναγκαιότητας σεβασμού και εφαρμογής των
νόμων. Η νομιμότητα που εισηγείται ο Αριστοτέλης προασπίζει τη συνοχή και την
αρμονία της πόλης από δημαγωγούς και φίλαρχους οπορτουνιστές που αποβλέπουν στην
κατάληψη της εξουσίας. Αντίστοιχα ο Ισοκράτης υπερασπίζεται την αρμονία της
πολιτείας και αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηθική μεταρρύθμιση που πρέπει να
ακολουθηθεί. Το έργο του μας παραπέμπει στη σύνταξη και εφαρμογή ενός πλήρους
κώδικα διοικητικής ηθικής που θα μπορούσε να αποτελέσει το επιστέγασμα των γενικών
αρχών στο σύγχρονο Κράτος Δίκαιου.

Ο Πλάτων υπήρξε ένας διορατικός παρατηρητής των πολιτικών φαινομένων, που είχε
αναγορεύσει τη δικαιοσύνη σε κεντρική αξία του πολιτειακού του εγχειρήματος. Η
δικαιοσύνη είναι η πολιτική τέχνη (Romilly, 1992, σελ. 100), η οποία είναι
προαπαιτούμενο τόσο για την ισορροπία της ψυχής και των πολιτών όσο και για την
προστασία της πόλης από τους δημαγωγούς και από τα υφέρποντα πολιτικά πάθη. Στο
έργο του κυριαρχούν έννοιες όπως αρετή, δικαιοσύνη, παιδεία, ηθική, νόμος, ευημερία
και ευδαιμονία των πολιτών, οι οποίες συνιστούν δομικά στοιχεία της αρχής της χρηστής
διοίκησης και αποτελούν παράδειγμα και για τη σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση. Το έργο
του Πλάτωνα, όπως και όλων των αρχαίων πολιτικών φιλοσόφων, απεδείχθη πολύτιμη
πηγή άντλησης στοιχείων για τη χρηστή διοίκηση και για την πραγμάτωσή της. Η ηθική
συνυφαίνεται με την πολιτική, η ατομική συνείδηση συμπληρώνεται από τη συλλογική
και η αρχή της χρηστής διοίκησης μαζί με τις άλλες αρχές του διοικητικού δικαίου
επικουρούν την εφαρμογή του νόμου και συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία
της Δημόσιας Διοίκησης σύμφωνα με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου.
60

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

Α) ΝΟΜΟΙ

1. Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45Α’/09-03-1999) «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής


Διαδικασίας και άλλες διατάξεις».
2. Ν. 3861/2010 (ΦΕΚ 112A’/13-07-2010), «Ενίσχυση της διαφάνειας με την
υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και
αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο “Πρόγραμμα Διαύγεια” και άλλες
διατάξεις».

Β) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

1. ΣτΕ 427/2007
2. ΣτΕ 1378/2008
3. ΣτΕ 3974/2011
4. ΑΠ 304/2011

ΙΙ) ΒΙΒΛΙΑ

1. Απόστολος Γέροντας (2014) Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα –


Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
2. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος (2002) Πλάτων Πολιτεία: Εισ. Σημείωμα – Μετάφραση –
Ερμ. Σημειώματα, Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
3. Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος (Νοέμβριος 2010) Εγχειρίδιο Διοικητικού
Δικαίου, Τ. 1 και 2, ΙΓ’ Έκδοση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
4. Αναστάσιος Ι. Τάχος (2003) Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη:
Εκδόσεις Σάκκουλα.
5. Κωνσταντίνος Δ. Φινοκαλιώτης (2014) Φορολογικό Δίκαιο, Ε’ Έκδοση, Αθήνα
– Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
6. Β. Χριστιανός και Μ. Περάκης (2010) Νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
7. Ernst Cassirer (1991) Ο μύθος του Κράτους, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση.
61

8. Jacqueline de Romilly (1992) Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας,


Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.
9. Sean Seyers (2015) Πλάτωνος Πολιτεία – Μια εισαγωγή, Μετάφραση: Χ.
Κεφαλής, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.
10. T.A. Sinclair (1969) Ιστορία της ελληνικής πολιτικής σκέψεως, Αθήναι: Εκδόσεις
Παπαζήση.

ΙΙΙ) ΑΡΘΡΑ

1. Παύλος – Μιχαήλ Ε. Ευστρατίου (2004). «Το θεμελιώδες ευρωπαϊκό δικαίωμα


χρηστής διοικήσεως», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας – 75
χρόνια, σελ. 1275-1291.

IV) ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

1. Συμβούλιο της Επικρατείας, http://www.ste.gr/councilofstate/index_gr.jsp –


τελευταία επίσκεψη στις 28/08/2015).
2. Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, http://www.conseil-constitutionnel.fr/ –
τελευταία επίσκεψη στις 28/08/2015).

ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι) ΒΙΒΛΙΑ

1. Δημήτριος Σ. Βεζάνης (1963) Γενική Πολιτειολογία, Μέρος Γ’ - Η θετική


θεωρία του Κράτους, Τεύχος Στ’, Αθήνα.
2. Π.Δ. Δαγτόγλου (1985) Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο I, Β’ Έκδοση, Αθήνα:
Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
3. Ανδρέας Μήλιος (2007) Πόλις και πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα:
Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη.
62

4. Παναγιώτης Ε. Πούλης (2003) Εισαγωγή στο Δημόσιο Δίκαιο, Β’ έκδοση,


Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
5. Αθανάσιος Γ. Ράικος (2008) Γενική Πολιτειολογία, Γ’ Έκδοση, Αθήνα –
Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
6. Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος (2005) Το Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο – Οι
βασικοί κανόνες, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
7. Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1957) Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Αθήνα:
Εκδόσεις Ανατύπωσις.
8. Julia Annas (2006) Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, Αθήνα: Εκδόσεις
Καλέντης.

ΙΙ) ΑΡΘΡΑ

1. Αντ. Ν. Μανιτάκης (1978). «Η Συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια


του γενικού συμφέροντος», Το Σύνταγμα, τ. Δ’, σελ. 440-441.
63

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κρίθηκε σκόπιμο να συμπυκνωθεί η πλατωνική σκέψη, όπως προεξετέθη στα έργα που
παρουσιάστηκαν («Πολιτεία», «Πολιτικός» και «Νόμοι»), σε ένα ενιαίο κωδικοποιημένο
κείμενο. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας καταστατικός χάρτης
συγκρότησης και λειτουργίας της πλατωνικής πολιτείας, έτσι όπως αναλύθηκε ανωτέρω
και ονομάζεται «Πλατωνικός Κώδικας Διοικητικής Λειτουργίας». Οι διατάξεις του
είναι ένας συγκερασμός συνταγματικών διατάξεων και διατάξεων ενός άτυπου Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας της εποχής.

Αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο εκτίθεται η ιδεαλιστική διοικητική ηθική του
Πλάτωνα, ενώ στο δεύτερο παρουσιάζεται η μετριοπαθής διοικητική οργάνωση με βάση
τους νόμους. Με τον παρόντα κώδικα επιχειρείται μια ευσύνοπτη παρουσίαση της
πλατωνικής φιλοσοφίας και της σύνδεσής της με την αρχή της χρηστής διοίκησης, όπως
αναπτύχθηκε ανωτέρω.

Ο Πλατωνικός Κώδικας Διοικητικής Λειτουργίας

ΜΕΡΟΣ Α’ – Η ιδανική πολιτεία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – Βασικές διατάξεις

Άρθρο 1:

1. Το πολίτευμα της Πολιτείας είναι η πεφωτισμένη δεσποτεία των φιλοσόφων.


2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η δύναμη των αιώνιων και αμετάβλητων Ιδεών,
οι οποίες ενσαρκώνουν την απόλυτη γνώση και αλήθεια.

Άρθρο 2:

1. Η ευδαιμονία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών και η ευημερία της πόλεως


αποτελούν τον πρωταρχικό και θεμελιώδη σκοπό της διακυβέρνησης των
φιλοσόφων.
64

2. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη διακυβέρνηση της πόλης με


βάση τη δικαιοσύνη, που αποτελεί την υπέρτατη αξία και αρετή.
3. Δικαιοσύνη είναι η πλήρης ευταξία και αρμονία στην πόλη, όπου ο κάθε πολίτης
πράττει το έργο που του αρμόζει και δεν αναμειγνύεται σε αλλότρια έργα που δεν
κατέχει. Αντίστοιχη ισορροπία πρέπει να επικρατεί και στην ψυχή του ανθρώπου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – Η δομή της πολιτείας και το εκπαιδευτικό σύστημα


των ανώτερων τάξεων

Άρθρο 3:

1. Η διάρθρωση των πολιτών σε τάξεις τελεί σε πλήρη συστοιχία με την τριμερή


διαίρεση της ψυχής.
2. Οι πολίτες διαιρούνται σε τρεις τάξεις: τους δημιουργούς, τους φύλακες –
επίκουρους και τους φιλοσόφους – βασιλείς.
3. Η ανθρώπινη ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη: το επιθυμητικόν, το θυμοειδές και το
λογιστικόν.

Άρθρο 4:

1. Οι δημιουργοί αποτελούν την κατώτατη βαθμίδα των πολιτών, ασχολούνται με


χειρωνακτικές εργασίες, είναι ιδίως γεωργοί, έμποροι και τεχνίτες και δεν έχουν
λάβει κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση.
2. Οι φύλακες προστατεύουν την πόλη από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ συγχρόνως
διασφαλίζουν την εσωτερική τάξη και ασφάλεια και έχουν λάβει ένα
συγκεκριμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης από την παιδική τους ηλικία.
3. Οι φιλόσοφοι αποτελούν την ύψιστη βαθμίδα πολιτών, οι οποίοι αναλαμβάνουν
τη διακυβέρνηση της πολιτείας έχοντας επιτύχει το ύψιστο επίπεδο γνώσης.

Ερμηνευτική δήλωση:

Οι φύλακες και οι φιλόσοφοι απαγορεύεται να διαθέτουν προσωπική περιουσία. Η


διαβίωσή τους στην πόλη αποτελεί μέρος των κρατικών εσόδων. Τα δημόσια αξιώματα
που κατέχουν αποσκοπούν στην ευημερία της πολιτείας και την ευδαιμονία των πολιτών.
65

Άρθρο 5:

1. Το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής περικλείει τα κατώτερα και τα πιο ταπεινά


ένστικτα, τα πάθη και τις επιθυμίες. Πρόκειται για το μέρος της ψυχής που
κατευθύνει τις πράξεις και τη συμπεριφορά των δημιουργών.
2. Το θυμοειδές μέρος της ψυχής περιλαμβάνει το θάρρος, την ανδρεία και τη
γενναιότητα. Καθοδηγεί τις πράξεις των φυλάκων – επικούρων στις μάχες για την
προάσπιση της πόλης.
3. Το λογιστικόν μέρος της ψυχής περιλαμβάνει την ανώτατη γνώση και το «λόγο».
Διέπει τη δράση των φιλοσόφων – βασιλέων και κυριαρχεί πάνω στα άλλα δύο
μέρη της ψυχής.

Άρθρο 6:

1. Οι φύλακες – επίκουροι από την παιδική τους ηλικία μέχρι την ηλικία των
δεκαοκτώ ετών διδάσκονται γυμναστική και μουσική, για να αναπτύξουν
αντίστοιχα το σώμα και την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας.
2. Ακολουθεί διετής στρατιωτική θητεία. Στη συνέχεια, για μια δεκαετία (από είκοσι
έως τριάντα ετών) διδάσκονται αριθμητική και υπολογισμό, γεωμετρία,
στερεομετρία και αστρονομία.
3. Στην ηλικία των τριάντα ετών αρχίζει η διδασκαλία της διαλεκτικής, της ύψιστης
γνώσης που οδηγεί στην κατάκτηση της φιλοσοφίας. Το τμήμα αυτό της
εκπαιδευτικής διαδικασίας διαχωρίζει τους φιλοσόφους – βασιλείς από αυτούς
που θα παραμείνουν στην τάξη των φυλάκων – επικούρων.
4. Στην ηλικία των πενήντα ετών μετά από την κατάκτηση της φιλοσοφίας και τη
θέαση του Αγαθού, οι άριστοι φιλόσοφοι μπορούν πλέον να αναλάβουν τη
διακυβέρνηση της πολιτείας.
5. Στην εκπαίδευση των φυλάκων συμμετέχουν εξίσου και οι γυναίκες – φύλακες,
προκειμένου να συμβάλλουν με όλες τους τις δυνάμεις στην υπεράσπιση της
πόλης και στην εύρυθμη λειτουργία της.
66

Άρθρο 7:

1. Η κινητικότητα μεταξύ των τάξεων επιτρέπεται, εφόσον προκύπτει από την


ικανότητα κάθε πολίτη και υπαγορεύεται από την αναγκαιότητα ευημερίας και
συνοχής της πόλης.
2. Όσα παιδιά από την τάξη των δημιουργών έχουν καλλιεργήσει το πνεύμα τους
και το θυμοειδές ή το λογιστικόν μέρος της ψυχής τους έχει κυριαρχήσει στο
επιθυμητικόν μπορούν να μεταβούν σε ανώτερη τάξη και να συνεισφέρουν στη
λειτουργία της πόλεως.
3. Αντίστοιχα, όσα παιδιά της τάξης των φυλάκων διαθέτουν κατώτερο πνεύμα από
τους γεννήτορές τους και το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής τους έχει κυριαρχήσει
επί των άλλων δύο, του θυμοειδούς και του λογιστικού, υποβιβάζονται στην τάξη
των δημιουργών.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ – Η κυριαρχία των νόμων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – Γενικές Αρχές

Άρθρο 8:

1. Σε περίπτωση που δεν υπάρξουν οι πεφωτισμένοι εκείνοι φιλόσοφοι που θα


αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας μέσω της απόλυτης γνώσης των
Ιδεών, οι Νόμοι αναλαμβάνουν τη διοίκηση της πόλεως.
2. Ο σεβασμός και η εφαρμογή της νομοθεσίας αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση
όλων των πολιτών. Η παραβίασή τους επάγεται την επιβολή κυρώσεων, όπως
νόμος ορίζει.

Άρθρο 9:

1. Οι μόνοι αληθινοί νόμοι είναι εκείνοι που έχουν θεσπισθεί για το κοινό καλό.
2. Οι νόμοι διαθέτουν θεϊκή προέλευση.
3. Οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν τους νόμους, καθώς και τους λόγους για τους
οποίους έχουν θεσπισθεί οι νόμοι. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται η ύπαρξη
προοιμίου στο σώμα του νόμου εν είδει αιτιολογικής εκθέσεως, όπου εκτίθενται
οι λόγοι θέσπισης του νόμου.
67

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – Συγκρότηση και αρμοδιότητες ειδικών διοικητικών


οργάνων

Άρθρο 10:

1. Συνιστάται ειδικό σώμα δημοσίων λειτουργών, που ονομάζεται σώμα


νομοφυλάκων.
2. Το σώμα των νομοφυλάκων συγκροτείται από τριάντα επτά νομοφύλακες ηλικίας
από πενήντα έως εξήντα ετών. Μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούν τα
καθήκοντά τους μέχρι το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους.
3. Οι νομοφύλακες μεριμνούν για τη συμμόρφωση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών
με τους νόμους και επιβλέπουν την εφαρμογή τους.
4. Οι νομοφύλακες υποχρεούνται επίσης να συντάσσουν και να ενημερώνουν
κατάλογο των εισοδημάτων και των αγαθών των πολιτών. Ο σκοπός κατάρτισης
αυτού του καταλόγου είναι η αποφυγή απόκρυψης των αληθινών εισοδημάτων
εκ μέρους των πολιτών με απώτερο σκοπό τον πορισμό κέρδους. Η
αισχροκέρδεια αποτελεί ιδιώνυμο αδίκημα και τιμωρείται όπως νόμος ορίζει.
5. Ανώτερη κατηγορία νομοφυλάκων είναι όσοι ασχολούνται με την παιδεία.
Εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τους κατόχους των άλλων δημοσίων
λειτουργημάτων και η θητεία τους είναι πενταετής και μη ανανεώσιμη.

Άρθρο 11:

1. Συνιστάται ειδικό σώμα επιθεωρητών – ελεγκτών των δημοσίων λειτουργών, οι


οποίοι θα ελέγχουν τους κατόχους των δημοσίων αξιωμάτων κατά την άσκηση
των καθηκόντων τους.
2. Το σώμα επιθεωρητών – ελεγκτών συγκροτείται από δώδεκα επιθεωρητές ηλικίας
μεταξύ πενήντα και εβδομήντα πέντε ετών.
3. Οι επιθεωρητές είναι άτομα εγνωσμένου κύρους, άριστοι γνώστες της νομοθεσίας
και πρόσωπα με υψηλές ηθικές αξίες, που διαθέτουν τα εχέγγυα για τον εντοπισμό
και την αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων
των δημοσίων λειτουργών.
68

Άρθρο 11Α:

1. Οι επιθεωρητές που εντοπίζουν κρούσματα διαφθοράς, κακοδιοίκησης ή


οιασδήποτε παράβασης νόμου από τους δημοσίους λειτουργούς στο πλαίσιο
άσκησης των καθηκόντων τους κινούν εναντίον τους πειθαρχική δίωξη και τους
επιβάλλουν την πειθαρχική κύρωση που ορίζει ο νόμος.
2. Σε περίπτωση που κάποιος δημόσιος λειτουργός θεωρεί ότι επιτιμήθηκε αδίκως,
νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης του
σώματος επιθεωρητών. Η έφεση θα υποβληθεί ενώπιον σώματος επιθεωρητών
διαφορετικής σύνθεσης και μεγαλύτερης αρχαιότητας συγκριτικά με το εκδόν την
προσβαλλόμενη απόφαση σώμα και θα ελέγξει τόσο την ουσία της όσο και τις
νομικές της πλημμέλειες. Η απόφαση του δευτεροβάθμιου αυτού σώματος είναι
τελεσίδικη.

Άρθρο 12:

1. Συνιστάται ειδικό σώμα δικαστών, που ονομάζονται εξηγηταί και διορίζονται


όπως νόμος ορίζει.
2. Οι εξηγηταί είναι θρησκευτικοί ερμηνευτές επιφορτισμένοι με την ερμηνεία των
νόμων και την παροχή γνωμοδοτήσεων επί δικονομικών θεμάτων.

Ερμηνευτική δήλωση: Οι εξηγηταί είναι άτομα με βαθύτερη σοφία και ειδικές ευθύνες, οι
οποίοι μέσω της ερμηνείας που αποδίδουν στους θείους νόμους συμβάλλουν στην ένωση
της γνώσης και της εξουσίας.

Άρθρο 13:

1. Συνιστάται ειδική Επιτροπή, που ονομάζεται Νυκτερινός Σύλλογος και τα μέλη


του διορίζονται, όπως νόμος ορίζει. Συνέρχεται τη νύχτα και διεκπεραιώνει το
έργο του πριν ξημερώσει.
2. Τα μέλη του κατέχουν θρησκευτική γνώση και ασκούν δικαστικές εξουσίες.
Οφείλουν να διαθέτουν ικανότητες, αφοσίωση, γνώση και σοφία, προκειμένου να
γνωρίζουν το αντικείμενο του κράτους και τα μέσα για την επίτευξή του.
3. Η αρμοδιότητα των μελών του Νυκτερινού Συλλόγου έγκειται στη δημιουργία
συνδέσμου ανάμεσα στο θείο και τον ανθρώπινο νόμο. Τα μέλη του οφείλουν να
69

μεριμνούν για την προστασία των νόμων, την πιστή τήρησή τους και την
ειλικρινή αποδοχή τους από το σύνολο των πολιτών.

Ακροτελεύτια διάταξη:

Άρθρο 14:

Όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως τάξεως και κοινωνικών καταβολών οφείλουν να αξιοποιούν


την παιδεία και την καλλιέργεια που έχουν λάβει, καθώς και την ηθική τους υποδομή,
προκειμένου να συνδράμουν με όλες τους τις δυνάμεις στη συνοχή της πόλης, την
ενότητά της και την ευημερία όλων των πολιτών.
70

Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ)


Πειραιώς 211, ΤΚ 177 78, Ταύρος
τηλ: 2131306349 , fax: 2131306479
www.ekdd.gr

You might also like