Professional Documents
Culture Documents
ΘΕΜΑ: ΠΟΙΑ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ
ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΠΑΣΣΑΣ
ΛΑΠΙΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΑΜ:01217Μ041
ΑΘΗΝΑ 2018
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………ΣΕΛ 1-2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ………………..ΣΕΛ 3-7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ…………………ΣΕΛ 8-13
ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ……………..ΣΕΛ 14
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………….ΣΕΛ 15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ευρωπαική ολοκλήρωση είναι µία διαδικασία σύνθετη, ιδιαίτερη και πολύπλευρη η οποία
προσσεγγίζεται µέσα απο διάφορες θεωρίες που προέρχονται κατα κύριο λόγο απο θεωρητικά
συστήµατα των διεθνών σχέσεων και των πολιτικών επιστηµών. Ως φαινόµενο η Ευρωπαική
ολοκλήρωση δεν δύναται να γίνει κατανοητό µέσα απο µία µόνο θεωρία αλλα µέσα απο ένα
σύνολο προσεγγίσεων που θα καλύπτουν κάθε πλευρά του φαινοµένου. Οι κυριότερες θεωρίες
ολοκλήρωσης εκφράζονται απο τους
Διακυβερνητικούς ή πλουραλιστές
εµείς στην συγκεκριµένη µελέτη θα προσεγγίσουµε το θέµα της Ευρωπαικής Ολοκλήρωσης υπο το
πρίσµα της θεωρίας της αλληλεξάρτησης και των διεθνών καθεστώτων.
Σε επίπεδο Ευρωπαικής ολοκλήρωσης το κράτος παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο καθώς ο τρόπος
µε τον οποίο διαλέγουν τα κράτη να πορευτούν στο παγκόσµιο σύστηµα δηµιουργεί µορφές
συνεργασίας και διεθνών συστηµάτων εντός των οποίων αναπτύσσονται δυναµικές που βασίζονται
σε µία ισορροπία µεταξύ αυτονοµίας και αλληλεξάρτησης1 . Τα κράτη για να πετύχουν τους
στόχους τους φεύγουν απο την έννοια της κυριαρχίας µε βασικό κέντρο την κρατική οντότητα και
προχωρούν σε πιό ευέλικτες µορφές κυριαρχίας στην βάση των οποίων υπάρχει το στοιχείο της
συνδιάθεσης και της συνεργασίας. Με άλλα λόγια οι κρατοκεντρικές θεωρίες ενσωµατώνονται σε
επίπεδο Ευρωπαικής Ενωσης µέσα απο τον διακυβερνητισµό που στόχο έχει την εξασφάλιση των
κρατών µέσα απο συνθήκες εξελικτικής αλληλεξάρτησης.
1 Επιμέλεια Δ.Κ. ΞΕΝΑΚΗΣ-Μ.Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, Ενότητα 1η Διεθνής Θεωρία και Ευρωπαική Ενωση. Μ. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ-Δ.Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ σελ 49 επ.
Τόσο η θεωρία των διεθνών καθεστώτων όσο και η θεωρία της αλληλεξάρτησης προσεγγίζουν
την Ένωση µε βάση το στοιχείο της συνεργασίας για την επίτευξη κοινών στόχων, η κρατική
οντότητα διατηρείται, σε αντίθεση µε την θεωρία περί οµοσπονδίας όπου κράτος κυρίαρχο όπως το
γνωρίζουµε δεν µπορεί να υπάρξει. Ειδικότερα για τα διεθνή καθεστώτα ο Taylor2 τονίζει ότι τα
κράτη δεν παύουν να είναι κράτη επειδή συµµετέχουν ως µέλη σε ένα καθεστώς, αλλα
εντάσσονται σε ένα πλαίσιο κοινών κανόνων διαδικασιών και συµπεριφορών το οποίο όµως
καθορίζεται απο τα ίδια. Χαρακτηριστική είναι η νεοφιλελεύθερη θεσµική θεωρία κατα την οποία
τα διεθνή καθεστώτα είναι µία προσπάθεια µεµονωµένων δρώντων να καλύψουν και να ελέγξουν
την ανεπάρκεια των πόρων, να επιλύσουν προβλήµατα και να πετύχουν τους στόχους τους. Όπως
πολύ εύστοχα αναφέρει ο Krasner, για να κατανοήσουµε ένα µοντέλο διεθνούς συνεργασίας πρέπει
να δούµε πρώτα την σχέση ανάµεσα στην συµπεριφορά και τις προσδοκίες καθώς η σχέση αυτή
είναι που δηµιουργεί τις προυποθέσεις για ένα περιβάλλον όπου θα υπάρχει αλληλεξάρτηση και
αναγνωρισµένες νόρµες που θα είναι σε θέση να ξεπερνούν τα κρατικά σύνορα καλλιεργώντας ένα
ευρύτερο κοινό χώρο που θα αποτελεί ένα διεθνές καθεστώς. Υπο την έννοια αυτή του διεθνούς
καθεστώτως τα κράτη για να πετύχουν τα συµφέροντα και τους στόχους τους θα ακολουθούν τους
κανόνες του διεθνούς καθεστώτως εντός ενός πλαισίου αλληλεξάρτησης µεταξύ τους. Σε επίπεδο
Ευρωπαικής Ενωσης η θεωρία της αλληλεξάρτησης έστρεψε το ενδιαφέρον απο το ερώτηµα
διακυβερνητισµός ή οµοσπονδιακό πρότυπο στο κοµµάτι του συντονισµού πολιτικής για την
αποτελεσµατικότητα του κοινού συστήµατος. Σαν θεωρία η αλληλεξάρτηση θα µπορούσε να
εξηγήσει κάποιες πτυχές µεταξύ εθνικών δρώντων και ευρωπαικών θεσµών.
Στην παρούσα µελέτη θα εµβαθύνουµε στο κεφάλαιο 1 στην θεωρία των διεθνών καθεστώτων
υπο το πρίσµα της Ευρωπαικής Ενωσης, στο κεφάλαιο 2 θα αναλύσουµε την θεωρία της
αλληλεξάρτησης σε µια προσπάθεια να κατανοήσουµε τις σχέσεις εντός Ε.Ε και συµπερασµατικά
θα αναφερθούµε στην συµβολή της θεωρίας των διεθνών καθεστώτων και της σχολής της
αλληλεξάρτησης στη µελέτη της ευρωπαικής ενοποίησης.
2 P.Taylor, international Organization in the Modern World:the regional and the Global process, London: Pinter, 1993, σελ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ
Η έννοια των διεθνών καθεστώτων ή διεθνών θεσµών όπως αναφέρεται κάποιες φορές στην
βιβλιογραφία αποτελεί µία έννοια που δηµιουργήθηκε µε βάση την πλουραλιστική θεωρία, έχει
πολλές οµοιότητες µε τις διεθνείς συµφωνίες και τους διεθνείς οργανισµούς χωρίς όµως σε καµία
περίπτωση να ταυτίζεται όντας το ίδιο πράγµα. Ένας διεθνής οργανισµός που στηρίζεται σε µία
διεθνή συµφωνία πράγµατι αποτελεί ένα διεθνές καθεστώς, το αντίθετο όµως δεν ισχύει καθώς
υπάρχουν και συνεργασίες οι οποίες δεν βασίζονται σε τυπική συµφωνία. Συγκεκριµένα θα λέγαµε
ότι το διεθνές καθεστώς3 αποτελεί ένα σύνολο που δηµιουργείται απο γενικές αρχές ρητές και
άρρητες καθώς και απο διαδικασίες λήψης αποφάσεων και απο κανόνες, επι του οποίου συγκλίνουν
οι προσδοκίες των συµβεβληµένων παραγόντων. Με τον όρο γενικές αρχές αναφερόµαστε στις
πεποιθήσεις, στα γεγονότα και τις αιτίες στην κατεύθυνση του τι είναι σωστό και τι όχι. Με την
αναφορά σε κανόνες καθορίζονται τα δικαιώµατα, οι υποχρεώσεις και οι περιορισµοί βάση των
οποίων πρέπει να δρά το κάθε κράτος εντός του κοινού πλαισίου συνεργασίας-διεθνές καθεστώς.
Αποδεκτός είναι ο ορισµός των διεθνών συστηµάτων του Krasner κατα τον οποίο τα καθεστώτα
είναι δέσµες απο εµφανείς ή υπονοούµενες αρχές, κανόνες, κανονισµούς και διαδικασίες λήψης
αποφάσεων γύρω απο τις οποίες συγκλίνουν οι προσδοκίες των δρώντων σε δεδοµένο πεδίο των
διεθνών σχέσεων. Ως αρχές νοούνται η πίστη στα γεγονότα, τις αιτίες και την εντιµότητα, ως νόµοι
ορίζονται τα δεδοµένα συµπεριφοράς σε επίπεδο δικαιοσύνης και υποχρέωσης, οι κανονισµοί είναι
εντολές ή απαγορεύσεις για δράση, τέλος οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι οι κύριες
πρακτικές για την δηµιουργία και εκτέλεση συλλογικών επιλογών.
Τα διεθνή καθεστώτα ως όρος και θεωρία έγινε αποδεκτή και αναγνωρίσιµη καθώς εστιάζει στο
ερώτηµα, γιατί τα κράτη επιλέγουν να συµµετέχουν σε συστήµατα συλλογικά παρά το γεγονός ότι
υφίστανται περιορισµούς ως προς την αυτονοµία τους. Τα καθεστώτα υπο όρους Keohane και Nye
δηλαδή ως δίκτυα απο κανόνες, νόρµες και διαδικασίες που εξοµαλύνουν τη συµπεριφορά και
ελέγχουν τα αποτελέσµατα τους, θα λέγαµε ότι οδηγούν σε ένα πλαίσιο αµοιβαίας προσαρµογής
Ορθολογική-Ρεαλιστική
Νεορεαλιστική
Θεσµικός Διακυβερνητισµός
Το κράτος αποτελεί τον πυρήνα του διεθνούς καθεστώτος καθώς σύµφωνα µε τον Stein τα
διεθνή καθεστώτα είναι αποτέλεσµα αλληλεπιδράσεων µεταξύ των κρατών. Τα ίδια τα κράτη στην
προσπάθεια τους να αντιµετωπίσουν την έλλειψη βέλτιστων επιλογών λόγω της ανταγωνιστικής
συµπεριφοράς τους ή ενόψει του διλήµµατος των κοινών συµφερόντων ή στην προσπάθεια τους να
δηµιουργήσουν εθνικά ή διεθνή συλλογικά αγαθά όπως η ασφάλεια, δηµιούργησαν τα διεθνή
καθεστώτα. Κατα Telo6 απο την στιγµή που η θεσµοποίηση των διεθνών καθεστώτων7 υπερβαίνει
τα πλαίσια απλής συζήτησης και πρόσκαιρων συµφωνιών τότε επιτυγχάνεται µείωση της
αβεβαιότητας και του κινδύνου εφόσον τα κράτη πληροφορούν τα υπόλοιπα για την επιλογή τους
υπέρ της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισµού καθιερώνοντας ένα κοινό πλαίσιο αµοιβαίων
προσδοκιών και λήψης αποφάσεων σε πλαίσια σταθερής συνεργασίας και συντονισµού σε πεδία
όπου είναι δυνατή πλέον η παροχή διεθνών δηµόσιων αγαθών.
Η θεωρία των διεθνών καθεστώτων επικρίθηκε για διάφορους λόγους ως ασύντακτη,
προκατειληµµένη και ιδεοληπτική. Συγκεκριµένα η Strange8 τονίζει ότι η θεωρία των διεθνών
καθεστώτων όπως διατυπώνεται είναι προκατειληµµένη και ιδεοληπτική καθώς µελετά και αναλύει
το διεθνές σύστηµα και την διεθνής πολιτική δίνοντας έµφαση στην καθεστηκύια κατάσταση
(status quo) και όχι σε πιθανές κρυφές ατζέντες και ηµερήσιες διατάξεις γεγονός που καθιστά
αδύνατη την οποιαδήποτε απάντηση απέναντι σε ειδικά ερωτήµατα που άπτονται της λειτουργίας
του συστήµατος. Επίσης είναι εµφανής η προσπάθεια απο την θεωρία των διεθνών καθεστώτων για
την διατύπωση µιάς γενικής θεωρίας που θα εξηγεί µε απλό τρόπο τα γεγονότα, τις διαδικασίες και
τις πράξεις δηλαδή ένα γενικευµένο µοντέλο πολιτικής συµπεριφοράς. Ο Stein9 απο την πλευρά
του εκλαµβάνει την θεωρία των διεθνών καθεστώτων ως ασύντακτη προσσέγγιση θεµατικών
πεδίων στην µελέτη των διεθνών σχέσεων. Το καίριο σηµείο επι του οποίου πρέπει να απαντήσει η
6 M. Telo, Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, μετάφραση Ν. Ζαρταμόπουλος, Αθήνα Παπαζήσης, 2012, σελ
198-199
7ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ 138
8 S.Strange, Cave! Hic Dragones: A Critique of Regimes Analysis, to Krasner, international regimes σελ 337
Εαν λάβουµε υπόψην µας αυστηρά τον όρο αλληλεξάρτηση θα λέγαµε ότι είναι η αµοιβαία
εξάρτηση, σε επίπεδο παγκόσµιας πολιτικής η θεωρία της αλληλεξάρτησης είναι σε θέση να
περιγράψει καταστάσεις αµοιβαίων συνεπειών που παράγονται µετά απο ενέργειες µεταξυ κρατών
ή διάφορων παραγόντων. Οι ενέργειες αυτές µπορεί να είναι διεθνής συναλλαγές µε διακίνηση
χρηµάτων, αγαθών, ατόµων και µηνυµάτων εκτός των κρατικών ορίων. Βασικό στοιχείο της
αλληλεξάρτησης είναι η αµοιβαία δέσµευση, ο περιορισµός και το κόστος και όχι απλά η
διασύνδεση. Ο βαθµός και η ένταση της αλληλεξάρτησης είναι κάτι που καθορίζεται απο το εύρος
των συναλλαγών, των δεσµεύσεων και του κόστους που µπορεί να επιφέρει η οποιδήποτε αθέτηση
(complex interdependence11). Η αλληλεξάρτηση για να γίνει απόλυτα κατανοήτη πρέπει να
εξεταστεί σε συνάρτηση µε την αυτονοµία και το κόστος. Σαν κατάσταση η αλληλεξάρτηση δεν
καταλήγει πάντα σε αµοιβαίο κέρδος, αντίθετα προυποθέτει κάποιο κόστος αφού περιορίζει την
αυτονοµία εκ των πραγµάτων. Οι συγκρούσεις είναι κάτι το οποίο η αλληλεξάρτηση δεν έχει
εξαλείψει καθώς δεν µιλάµε σε καµία περίπτωση για ένα ιδανικό καθεστώς. Η αλληλεξάρτηση σαν
έννοια δεν παραπέµπει απαραίτητα ούτε σε µία πλήρως εξισορροπηµένη αµοιβαία εξάρτηση ούτε
σε µία πλήρη εξάρτηση του ενός απο τον άλλο, το γεγόνος αυτό δεν αποκλείει, στα πλαίσια της
αλληλεξάρτησης όπως την περιγράφουµε, σχέσεις ανταγωνισµού και ισχύος. Η ίδια η
αλληλεξάρτηση µπόρει να αποτελέσει πηγή ισχύος απο τους λιγότερο εξάρτηµένους πάντα βέβαια
σε πλαίσια µη συµµετρικής αλληλεξάρτησης. Σε επίπεδο οικονοµίας και όχι µόνο, εξελίξεις στην
τεχνολογία, στις µεταφορές και στην επικοινωνία καθιστούν τις αµιγώς κρατικές δοµές λιγότερο
αποτελεσµατικές στο να διαχειριστούν καταστάσεις και να ικανοποιήσουν ανάγκες µε αποτέλεσµα
να παραχωρούν αρµοδιότητες σε διεθνής οργανισµούς ή θεσµούς που είναι σε θέση να
εξυπηρετήσουν αποτελεσµατικότερα τέτοιες σκοπιµότητες.
12 Robert Jackson-Georg Sorensen, Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων,Gutenberg, Αθήνα
διαπραγµατεύσεων σε επίπεδο Ευρωπαικής Ένωσης αλλα και γιατί οι διαφωνίες δεν οδηγούν σε
σύγκρουση και διάσπαση αλλα σε συµβιβασµό. Επίσης µπορεί να διαπιστωθεί ποιός διαθέτει
συντελεστές ισχύος που πηγάζουν απο την αλληλεξάρτηση. Ειδικότερα ο όρος αλληλεξάρτηση
έγινε γνωστώς στις ευρωπαικές σπουδές ως ο όρος που εξηγεί την ένταση των διεθνών
αλληλεπιδράσεων, την πολυπλοκότητα της παγκόσµιας οικονοµίας, την πολλαπλότητα των
διεθνικών δρώντων13 αλλα και την αδυναµία να εκληφθεί η κοινότητα ως αυτοτελές αντικείµενο
κατα Rosamond. Με τους όρους αυτούς η ενοποίηση µπορεί να γίνει κατανοητή ώς ενας τρόπος
όπου οι δρώντες ανακατασκευάζουν στοιχεία του διεθνούς συστήµατος και εντάσσονται σε ένα
πλαίσιο αυξανόµενης διεθνούς αλληλεξάρτησης14 εντός του οποίου οι δρώντες
αλληλοεπηρεάζονται απο τις συµπεριφορές τους και οι όποιες αλλαγές αποτελούν αλλαγές και
αλλού κατα Ferguson και Manshbach15 .
Γεγονότα όπως η κατάρρευση του Bretton Woods και η πετρελαική κρίση της δεκαετίας του
70΄ οδήγησαν τα κράτη στην προσπάθεια ανάκτησης µέρους της αυτονοµίας τους, πρακτικές
εξωθεσµικών διευθετήσεων και πρότυπα συλλογικής διαχείρησης που υπήρξαν είχαν ως βάση το
κράτος. Τη περίοδο αυτή η αλληλεξάρτηση ως θεωρία εµπεριείχε ένα σύνολο µεταβλητών και
σχέσεων που καθόριζαν τις εξελίξεις τόσο σε επίπεδο διεθνούς οργάνωσης όσο και σε επίπεδο
κοινότητας. Ο Β΄Παγκόσµιος Πόλεµος, τα αυξηµένα επίπεδα πλούτου,η ανάπτυξη του παγκόσµιου
εµπορίου και η τεχνολογική ανάπτυξη είχαν ως αποτέλεσµα να δηµιουργουθούν διαφόρων µορφών
αλληλεξαρτήσεις (κοινωνικές-πολιτικές-οικονοµικές κ.α.). Αυτή η πληθώρα εξελίξεων και
αντίστοιχη αλληλεξάρτηση δηµιούργησαν διάφορα σηµεία επαφής µεταξύ των κρατών και όχι
µόνο, χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρξε ανάδειξη διεθνών φορέων µε αντίστοιχη αποδυνάµωση της
κρατικής εξουσίας.
Θέλοντας να ορίσουµε σε βάθος και πιο συγκεκριµένα τη θεωρία της αλληλεξάρτησης,
φεύγοντας από το προφανή ορισµό που δώσαµε στην αρχή του κεφαλαίου, θα λέγαµε ότι
αλληλεξάρτηση είναι µία συνθήκη έντονης οικονοµικής ανταλλαγής που επηρεάζει τις πολιτικές
σχέσεις χωρίς απαραίτητα να προκαλεί ενοποιητικά αντανακλαστικά σε όσους επηρεάζονται
περισσότερο (Webb)16. Oι Rosecrance από την άλλη όρισαν την αλληλεξάρτηση ως τον άµεσο και
θετικό δεσµό µεταξύ των κρατικών συµφερόντων µε τέτοιο τρόπο όπου όταν ένα κράτος αλλάζει
13 Οι διεθνής σχέσεις των κρατών συμπληρώνονται απο σχέσεις μεταξυ ατόμων, ομάδων και κοινωνιών που έχουν σημαντικές
συνέπειες στη ροή των γεγονότων.(Rosenau)
14 N.Nugent, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαική Ένωση, Αθήνα, Σαββάλας, 2009, σελ 707
17 Μέτρα τα οποία συνίστανται στην κατάργηση ενός αριθμού εμποδίων για την ορθή λειτουργία μιάς ενοποιημένης περιοχής,
αντίστοιχα θετική ολοκλήρωση έχουμε κατα την δημιουργία νέων θεσμών και εργαλείων ή την τροποποίηση υφιστάμενων εργαλείων.
(Tinbergen)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
N.Nugent, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαική Ένωση, Αθήνα, Σαββάλας, 2009