You are on page 1of 17

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΘΕΜΑ: ΠΟΙΑ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ
ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΠΑΣΣΑΣ

ΛΑΠΙΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΑΜ:01217Μ041

ΑΘΗΝΑ 2018

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………ΣΕΛ 1-2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ………………..ΣΕΛ 3-7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ…………………ΣΕΛ 8-13

ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ……………..ΣΕΛ 14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………….ΣΕΛ 15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ευρωπαική ολοκλήρωση είναι µία διαδικασία σύνθετη, ιδιαίτερη και πολύπλευρη η οποία
προσσεγγίζεται µέσα απο διάφορες θεωρίες που προέρχονται κατα κύριο λόγο απο θεωρητικά
συστήµατα των διεθνών σχέσεων και των πολιτικών επιστηµών. Ως φαινόµενο η Ευρωπαική
ολοκλήρωση δεν δύναται να γίνει κατανοητό µέσα απο µία µόνο θεωρία αλλα µέσα απο ένα
σύνολο προσεγγίσεων που θα καλύπτουν κάθε πλευρά του φαινοµένου. Οι κυριότερες θεωρίες
ολοκλήρωσης εκφράζονται απο τους

Φεντεραλιστές µε εκπροσώπους όπως ο Amitai Etzioni, Henry Brugman, Carl J. Friedrich

Νεοφιλελεύθερους µε εκπροσώπους τον Joseph Nye και Robert Keohane

Διακυβερνητικούς ή πλουραλιστές

Λειτουργιστές µε εκροσώπους όπως ο David Mitrany

Νεολειτουργιστές µε εκπροσώπους όπως ο Ernst Haas, Leon Lindberg, Philip Schmitter

εµείς στην συγκεκριµένη µελέτη θα προσεγγίσουµε το θέµα της Ευρωπαικής Ολοκλήρωσης υπο το
πρίσµα της θεωρίας της αλληλεξάρτησης και των διεθνών καθεστώτων.
Σε επίπεδο Ευρωπαικής ολοκλήρωσης το κράτος παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο καθώς ο τρόπος
µε τον οποίο διαλέγουν τα κράτη να πορευτούν στο παγκόσµιο σύστηµα δηµιουργεί µορφές
συνεργασίας και διεθνών συστηµάτων εντός των οποίων αναπτύσσονται δυναµικές που βασίζονται
σε µία ισορροπία µεταξύ αυτονοµίας και αλληλεξάρτησης1 . Τα κράτη για να πετύχουν τους
στόχους τους φεύγουν απο την έννοια της κυριαρχίας µε βασικό κέντρο την κρατική οντότητα και
προχωρούν σε πιό ευέλικτες µορφές κυριαρχίας στην βάση των οποίων υπάρχει το στοιχείο της
συνδιάθεσης και της συνεργασίας. Με άλλα λόγια οι κρατοκεντρικές θεωρίες ενσωµατώνονται σε
επίπεδο Ευρωπαικής Ενωσης µέσα απο τον διακυβερνητισµό που στόχο έχει την εξασφάλιση των
κρατών µέσα απο συνθήκες εξελικτικής αλληλεξάρτησης.

1 Επιμέλεια Δ.Κ. ΞΕΝΑΚΗΣ-Μ.Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, Ενότητα 1η Διεθνής Θεωρία και Ευρωπαική Ενωση. Μ. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ-Δ.Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ σελ 49 επ.
Τόσο η θεωρία των διεθνών καθεστώτων όσο και η θεωρία της αλληλεξάρτησης προσεγγίζουν
την Ένωση µε βάση το στοιχείο της συνεργασίας για την επίτευξη κοινών στόχων, η κρατική
οντότητα διατηρείται, σε αντίθεση µε την θεωρία περί οµοσπονδίας όπου κράτος κυρίαρχο όπως το
γνωρίζουµε δεν µπορεί να υπάρξει. Ειδικότερα για τα διεθνή καθεστώτα ο Taylor2 τονίζει ότι τα
κράτη δεν παύουν να είναι κράτη επειδή συµµετέχουν ως µέλη σε ένα καθεστώς, αλλα
εντάσσονται σε ένα πλαίσιο κοινών κανόνων διαδικασιών και συµπεριφορών το οποίο όµως
καθορίζεται απο τα ίδια. Χαρακτηριστική είναι η νεοφιλελεύθερη θεσµική θεωρία κατα την οποία
τα διεθνή καθεστώτα είναι µία προσπάθεια µεµονωµένων δρώντων να καλύψουν και να ελέγξουν
την ανεπάρκεια των πόρων, να επιλύσουν προβλήµατα και να πετύχουν τους στόχους τους. Όπως
πολύ εύστοχα αναφέρει ο Krasner, για να κατανοήσουµε ένα µοντέλο διεθνούς συνεργασίας πρέπει
να δούµε πρώτα την σχέση ανάµεσα στην συµπεριφορά και τις προσδοκίες καθώς η σχέση αυτή
είναι που δηµιουργεί τις προυποθέσεις για ένα περιβάλλον όπου θα υπάρχει αλληλεξάρτηση και
αναγνωρισµένες νόρµες που θα είναι σε θέση να ξεπερνούν τα κρατικά σύνορα καλλιεργώντας ένα
ευρύτερο κοινό χώρο που θα αποτελεί ένα διεθνές καθεστώς. Υπο την έννοια αυτή του διεθνούς
καθεστώτως τα κράτη για να πετύχουν τα συµφέροντα και τους στόχους τους θα ακολουθούν τους
κανόνες του διεθνούς καθεστώτως εντός ενός πλαισίου αλληλεξάρτησης µεταξύ τους. Σε επίπεδο
Ευρωπαικής Ενωσης η θεωρία της αλληλεξάρτησης έστρεψε το ενδιαφέρον απο το ερώτηµα
διακυβερνητισµός ή οµοσπονδιακό πρότυπο στο κοµµάτι του συντονισµού πολιτικής για την
αποτελεσµατικότητα του κοινού συστήµατος. Σαν θεωρία η αλληλεξάρτηση θα µπορούσε να
εξηγήσει κάποιες πτυχές µεταξύ εθνικών δρώντων και ευρωπαικών θεσµών.
Στην παρούσα µελέτη θα εµβαθύνουµε στο κεφάλαιο 1 στην θεωρία των διεθνών καθεστώτων
υπο το πρίσµα της Ευρωπαικής Ενωσης, στο κεφάλαιο 2 θα αναλύσουµε την θεωρία της
αλληλεξάρτησης σε µια προσπάθεια να κατανοήσουµε τις σχέσεις εντός Ε.Ε και συµπερασµατικά
θα αναφερθούµε στην συµβολή της θεωρίας των διεθνών καθεστώτων και της σχολής της
αλληλεξάρτησης στη µελέτη της ευρωπαικής ενοποίησης.

2 P.Taylor, international Organization in the Modern World:the regional and the Global process, London: Pinter, 1993, σελ 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ

Η έννοια των διεθνών καθεστώτων ή διεθνών θεσµών όπως αναφέρεται κάποιες φορές στην
βιβλιογραφία αποτελεί µία έννοια που δηµιουργήθηκε µε βάση την πλουραλιστική θεωρία, έχει
πολλές οµοιότητες µε τις διεθνείς συµφωνίες και τους διεθνείς οργανισµούς χωρίς όµως σε καµία
περίπτωση να ταυτίζεται όντας το ίδιο πράγµα. Ένας διεθνής οργανισµός που στηρίζεται σε µία
διεθνή συµφωνία πράγµατι αποτελεί ένα διεθνές καθεστώς, το αντίθετο όµως δεν ισχύει καθώς
υπάρχουν και συνεργασίες οι οποίες δεν βασίζονται σε τυπική συµφωνία. Συγκεκριµένα θα λέγαµε
ότι το διεθνές καθεστώς3 αποτελεί ένα σύνολο που δηµιουργείται απο γενικές αρχές ρητές και
άρρητες καθώς και απο διαδικασίες λήψης αποφάσεων και απο κανόνες, επι του οποίου συγκλίνουν
οι προσδοκίες των συµβεβληµένων παραγόντων. Με τον όρο γενικές αρχές αναφερόµαστε στις
πεποιθήσεις, στα γεγονότα και τις αιτίες στην κατεύθυνση του τι είναι σωστό και τι όχι. Με την
αναφορά σε κανόνες καθορίζονται τα δικαιώµατα, οι υποχρεώσεις και οι περιορισµοί βάση των
οποίων πρέπει να δρά το κάθε κράτος εντός του κοινού πλαισίου συνεργασίας-διεθνές καθεστώς.
Αποδεκτός είναι ο ορισµός των διεθνών συστηµάτων του Krasner κατα τον οποίο τα καθεστώτα
είναι δέσµες απο εµφανείς ή υπονοούµενες αρχές, κανόνες, κανονισµούς και διαδικασίες λήψης
αποφάσεων γύρω απο τις οποίες συγκλίνουν οι προσδοκίες των δρώντων σε δεδοµένο πεδίο των
διεθνών σχέσεων. Ως αρχές νοούνται η πίστη στα γεγονότα, τις αιτίες και την εντιµότητα, ως νόµοι
ορίζονται τα δεδοµένα συµπεριφοράς σε επίπεδο δικαιοσύνης και υποχρέωσης, οι κανονισµοί είναι
εντολές ή απαγορεύσεις για δράση, τέλος οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι οι κύριες
πρακτικές για την δηµιουργία και εκτέλεση συλλογικών επιλογών.
Τα διεθνή καθεστώτα ως όρος και θεωρία έγινε αποδεκτή και αναγνωρίσιµη καθώς εστιάζει στο
ερώτηµα, γιατί τα κράτη επιλέγουν να συµµετέχουν σε συστήµατα συλλογικά παρά το γεγονός ότι
υφίστανται περιορισµούς ως προς την αυτονοµία τους. Τα καθεστώτα υπο όρους Keohane και Nye
δηλαδή ως δίκτυα απο κανόνες, νόρµες και διαδικασίες που εξοµαλύνουν τη συµπεριφορά και
ελέγχουν τα αποτελέσµατα τους, θα λέγαµε ότι οδηγούν σε ένα πλαίσιο αµοιβαίας προσαρµογής

3 ΗΛΙΑΣ Ι.ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ,ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ σελ 454 επ.


κατα Keohane. Κατα Hasenclever et. al.4 γίνεται διάκριση των θεωριών των καθεστώτων βάσει
της ισχύος, των συµφερόντων και της γνώσης, συγκεκριµένα σε επίπεδο ισχύος έχουµε τις
ρεαλιστικές οπτικές περί ισσοροπίας δυνάµεων, σε επίπεδο συµφερόντων έχουµε αυτό που θα
λέγαµε ως συνείδηση των κοινών συµφερόντων, τέλος σε επίπεδο γνώσης έχουµε τις απόψεις και
πεποιθήσεις περι την ύπαρξη και αντιµετώπιση των διεθνών προβληµάτων πράγµα που οδηγεί στην
ανάγκη δηµιουργίας διεθνούς καθεστώτως ως µοχλού εύρεσης λύσεων και επιδίωξης σκοπών.
Τα διεθνή καθεστώτα, επειδή δεν υπάρχει στο διεθνές σύστηµα µία υπερεθνική εξουσία, λόγω
της φύσης τους είναι σε θέση να διευκολύνουν την σύναψη συµφωνιών επι θεµάτων πρωταρχικής
σηµασίας εντός του κοινού πλαισίου συνεργασίας, όπως είναι γνωστό η θεωρία των διεθνών
σχέσεων αναγνωρίζει το διεθνές σύστηµα σε µία βάση αναρχίας υπο την έννοια έλλειψης µιάς
κοινής βάσης µιάς grand norm, η θεωρία των διεθνών καθεστώτων µέσα απο την θέση των
Archibugi et. al.αναγνωρίζει ότι η παγκόσµια κοινωνία δεν είναι άναρχη αλλα διέπεται απο δίκτυα
και αντισταθµιστικές εξουσίες είναι δηλαδή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, ένα διεθνές
σύστηµα διακυβέρνησης χωρίς κυβέρνηση. Όπως καταλαβαίνουµε στα πλαίσια ενός διεθνούς
καθεστώτως όπως τα ορίσαµε παραπάνω, θα είναι δυνατό να υπάρξουν αµοιβαία ωφέλιµες
συµφωνίες οι οποίες υπο άλλες συνθήκες θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθούν.
Σηµαντικό είναι το γεγονός ότι επιδίωξη ενός διεθνούς καθεστώτως δεν είναι η σύναψη µιάς
συµφωνίας σε ένα πλαίσιο ευκαιριακό αλλα η εγκαθίδρυση σταθερών αµοιβαίων προσδοκιών πάνω
σε συγκεκριµένα µοντέλα συµπεριφοράς µε παράλληλη ανάπτυξη σχέσεων εργασίας που θα
επιτρέπουν στα µέλη την προσαρµογή των πρακτικών τους σε καινούργιες καταστάσεις, αυτό που ο
Jervis5 ορίζει ως υπέρβαση της επιδίωξης βραχυπρόθεσµων συµφερόντων. Τα διεθνή καθεστώτα
δεν αποτελούν µία φυσική κατάσταση ούτε απορρέουν απο αυτή, δηµιουργούνται στα πλαίσια
συσχετισµών ισχύος, αξιών και προσδοκιών που προυπάρχουν ως αποτέλεσµα των παραγώντων
του διεθνούς συστήµατος. Οπως αναλύσαµε παραπάνω τα διεθνή καθεστώτα διακρίνονται βάσει
της ισχύος, των συµφερόντων και της γνώσης οι θεωρίες που ενσωµατώνουν και αναλύουν τα
διεθνή καθεστώτα υπο το πρίσµα αυτών των εννοιών είναι:

Ορθολογική-Ρεαλιστική

Νεορεαλιστική

4 A. Hasenclever et al. , Theories of international regimes, Cambridge University Press, 1997.

5 Jervis, Security Regimes, Krasner, International Regimes, σελ 173


Δοµικός Ρεαλισµός

Θεσµικός Διακυβερνητισµός

Το κράτος αποτελεί τον πυρήνα του διεθνούς καθεστώτος καθώς σύµφωνα µε τον Stein τα
διεθνή καθεστώτα είναι αποτέλεσµα αλληλεπιδράσεων µεταξύ των κρατών. Τα ίδια τα κράτη στην
προσπάθεια τους να αντιµετωπίσουν την έλλειψη βέλτιστων επιλογών λόγω της ανταγωνιστικής
συµπεριφοράς τους ή ενόψει του διλήµµατος των κοινών συµφερόντων ή στην προσπάθεια τους να
δηµιουργήσουν εθνικά ή διεθνή συλλογικά αγαθά όπως η ασφάλεια, δηµιούργησαν τα διεθνή
καθεστώτα. Κατα Telo6 απο την στιγµή που η θεσµοποίηση των διεθνών καθεστώτων7 υπερβαίνει
τα πλαίσια απλής συζήτησης και πρόσκαιρων συµφωνιών τότε επιτυγχάνεται µείωση της
αβεβαιότητας και του κινδύνου εφόσον τα κράτη πληροφορούν τα υπόλοιπα για την επιλογή τους
υπέρ της συνεργασίας και όχι του ανταγωνισµού καθιερώνοντας ένα κοινό πλαίσιο αµοιβαίων
προσδοκιών και λήψης αποφάσεων σε πλαίσια σταθερής συνεργασίας και συντονισµού σε πεδία
όπου είναι δυνατή πλέον η παροχή διεθνών δηµόσιων αγαθών.
Η θεωρία των διεθνών καθεστώτων επικρίθηκε για διάφορους λόγους ως ασύντακτη,
προκατειληµµένη και ιδεοληπτική. Συγκεκριµένα η Strange8 τονίζει ότι η θεωρία των διεθνών
καθεστώτων όπως διατυπώνεται είναι προκατειληµµένη και ιδεοληπτική καθώς µελετά και αναλύει
το διεθνές σύστηµα και την διεθνής πολιτική δίνοντας έµφαση στην καθεστηκύια κατάσταση
(status quo) και όχι σε πιθανές κρυφές ατζέντες και ηµερήσιες διατάξεις γεγονός που καθιστά
αδύνατη την οποιαδήποτε απάντηση απέναντι σε ειδικά ερωτήµατα που άπτονται της λειτουργίας
του συστήµατος. Επίσης είναι εµφανής η προσπάθεια απο την θεωρία των διεθνών καθεστώτων για
την διατύπωση µιάς γενικής θεωρίας που θα εξηγεί µε απλό τρόπο τα γεγονότα, τις διαδικασίες και
τις πράξεις δηλαδή ένα γενικευµένο µοντέλο πολιτικής συµπεριφοράς. Ο Stein9 απο την πλευρά
του εκλαµβάνει την θεωρία των διεθνών καθεστώτων ως ασύντακτη προσσέγγιση θεµατικών
πεδίων στην µελέτη των διεθνών σχέσεων. Το καίριο σηµείο επι του οποίου πρέπει να απαντήσει η

6 M. Telo, Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, μετάφραση Ν. Ζαρταμόπουλος, Αθήνα Παπαζήσης, 2012, σελ
198-199

7ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, σελ 138

8 S.Strange, Cave! Hic Dragones: A Critique of Regimes Analysis, to Krasner, international regimes σελ 337

9 Stein, Coordination and Collaboration, σελ 299


θεωρία είναι το πώς θα γίνει η υπέρβαση του εθνικού στοιχείου και των δοµών του µε παράλληλη
σύσφιξη των δεσµών και των επιδράσεων σε επίπεδο συλλογικών διευθετήσεων.
Σε Ευρωπαικό επίπεδο ο Hoffman10 µε βάση τον ορισµό των διεθνών καθεστώτων όπως
διατυπώθηκε απο τους Nye και Keohane αναλύει την κοινότητα ως ένα σύνολο κανόνων,
πολιτικών και νορµών που ρυθµίζουν µεγάλο µέρος ζητηµάτων και διαδικασιών διευκολύνοντας τις
συµφωνίες µεταξύ των µελών. Εντός ενός τέτοιου καθεστώτως τα µέλη του βιώνουν περιορισµούς
αλλά και ευκαιρίες, περιορισµούς ως πρός την ελεύθερη µονοµερή δράση και ευκαιρίες ως προς
την αντιµετώπιση ζητηµάτων απο κοινού µε διαµοιρασµό των βαρών και µε εξωτερική υποστήριξη
µέσα απο συνασπισµούς απο χρόνο σε χρόνο και απο ζήτηµα σε ζήτηµα. Παραπάνω στην αναλυσή
µας είχαµε τονίσει ότι τα διεθνή καθεστώτα δεν προτάσσουν µία ευκαιριακή συνεργασία αλλα µια
µακροχρόνια αµοιβαιότητα στοιχείο που εντοπίζεται σε επίπεδο Ευρώπης, έρχεται όµως σε αυτό το
σηµείο να προσθέσει ο Hoffman ότι η ίδια η ύπαρξη του καθεστώτως τίθεται σε κίνδυνο όχι τόσο
λόγω της κατανοµής ισχύος ανάµεσα στα µέλη αλλά λόγω της δυναµικής που µπορεί να
παρουσιάζει ανα περίπτωση µιά µονοµερής δράση-παρέµβαση έναντι σε µία συλλογική δράση
ιδίως όταν η συλλογική δράση παρουσιάζει µικρότερη δυναµική. Τέτοια καθεστώτα όπως αυτό που
µελετάµε ακριβώς επειδή έχουν ως κέντρο τους το κράτος ως οντότητα παρουσιάζουν το εξής
παράδοξο, ενώ βλέπουµε τα κράτη να παραχωρούν αρµοδιότητες και να δέχονται περιορισµούς ως
προς την δυνατότητα µονοµερούς δράσης τους παραταύτα καταφέρνουν να εκπληρώνουν τους
στόχους τους και να επιβιώνουν ως κρατικές οντότητες. Με άλλα λόγια το εθνικό κράτος παρά το
γεγονός ότι παραχωρεί κάποιες εξουσίες ή µοιράζεται κάποιες απο αυτές µε άλλα κράτη, ως προς
την επίτευξη των στόχων του και την διατήρηση του δεν αποδυναµώνεται. Υπάρχουν κάποια
στοιχειώδη οφέλη και µία προβλεψιµότητα που βοηθούν το κράτος σαν οντότητα να επιβιώσει στα
πλαίσια ενός διεθνούς καθεστώτως.
Ως προς την κατεύθυνση της ενοποίησης η θεωρία των διεθνών καθεστώτων συναρτάται µε
τον συνεργατικό διακυβερνητισµό κατα τον οποίο πρέπει να υπάρξει συντονισµός πολιτικών ώστε
να διασφαλιστεί ότι η όποια αλληλεξάρτηση (οικονοµική,κοινωνική,πολιτική) υπάρχει µεταξύ των
κρατών δεν θα εµποδίσει ούτε θα δηµιουργήσει εντάσεις πρός την κατεύθυνση της ενοποίησης.
Απο µόνη της η ύπαρξη ενός καθεστώτως, ενός νέου επιπέδου κυβέρνησης µε ότι όρια και αν έχει
και µε τις όποιες προβληµατικές του και αντιθέσεις δεν παύει να υπηρετεί συµφέροντα, σκοπούς
και δοµές κοινωνικές, πολιτικές και οικονοµικές που χωρίς αυτό θα καταρρεύσουν δηµιουργώντας
αβεβαιότητα και ρίσκα και γενικά την αντίληψη ότι το κράτος σαν αυτόνοµη οντότητα θα απειλείτο

10 Hoffman, Reflaction on the Nation-State in Western Europe Today, σελ 33


απο οποιαδήποτε προσπάθεια ενοποίησης, χαρακτηριστική είναι η άποψη του Wallace κατα τον
οποίο υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι τα κράτη δεν έχουν ιδιαίτερη πρόθεση να αµφισβητήσουν το
κοινοτικό πλαίσιο παρά το γεγονός ότι µπορεί να προσπάθησαν να εµποδίσουν την διαδικασία
εκπόνησης κοινής πολιτικής ή να κάµψουν τους κανόνες. Σύµφωνα µε τον Hoffman τα διεθνή
καθεστώτα είναι πιο πιθανό να υπάρξουν σε περιπτώσεις όπου οι εθνικές δράσεις των κρατών δεν
είναι σε θέση να αντιµετωπίσουν ζητήµατα και να δώσουν λύσεις ή να επιδιώξουν επαρκεί αγαθά
αντίθετα ο Krasner τονίζει ότι ανεξάρτητα απο τους λόγους για τους οποίους επιλέγουν τα κράτη
να συνεργαστούν, δρούν καλύτερα οργανώνοντας τις εξωτερικές τους δράσεις και επιδιώκοντας
τους στόχους τους, συµµετέχοντας σε ευρύτερες συνεργασίες οι οποίες µπορεί να τα περιορίζουν
αλλα αυξάνουν τις προσδοκίες για κοινά οφέλη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΘΕΩΡΙΑ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

Εαν λάβουµε υπόψην µας αυστηρά τον όρο αλληλεξάρτηση θα λέγαµε ότι είναι η αµοιβαία
εξάρτηση, σε επίπεδο παγκόσµιας πολιτικής η θεωρία της αλληλεξάρτησης είναι σε θέση να
περιγράψει καταστάσεις αµοιβαίων συνεπειών που παράγονται µετά απο ενέργειες µεταξυ κρατών
ή διάφορων παραγόντων. Οι ενέργειες αυτές µπορεί να είναι διεθνής συναλλαγές µε διακίνηση
χρηµάτων, αγαθών, ατόµων και µηνυµάτων εκτός των κρατικών ορίων. Βασικό στοιχείο της
αλληλεξάρτησης είναι η αµοιβαία δέσµευση, ο περιορισµός και το κόστος και όχι απλά η
διασύνδεση. Ο βαθµός και η ένταση της αλληλεξάρτησης είναι κάτι που καθορίζεται απο το εύρος
των συναλλαγών, των δεσµεύσεων και του κόστους που µπορεί να επιφέρει η οποιδήποτε αθέτηση
(complex interdependence11). Η αλληλεξάρτηση για να γίνει απόλυτα κατανοήτη πρέπει να
εξεταστεί σε συνάρτηση µε την αυτονοµία και το κόστος. Σαν κατάσταση η αλληλεξάρτηση δεν
καταλήγει πάντα σε αµοιβαίο κέρδος, αντίθετα προυποθέτει κάποιο κόστος αφού περιορίζει την
αυτονοµία εκ των πραγµάτων. Οι συγκρούσεις είναι κάτι το οποίο η αλληλεξάρτηση δεν έχει
εξαλείψει καθώς δεν µιλάµε σε καµία περίπτωση για ένα ιδανικό καθεστώς. Η αλληλεξάρτηση σαν
έννοια δεν παραπέµπει απαραίτητα ούτε σε µία πλήρως εξισορροπηµένη αµοιβαία εξάρτηση ούτε
σε µία πλήρη εξάρτηση του ενός απο τον άλλο, το γεγόνος αυτό δεν αποκλείει, στα πλαίσια της
αλληλεξάρτησης όπως την περιγράφουµε, σχέσεις ανταγωνισµού και ισχύος. Η ίδια η
αλληλεξάρτηση µπόρει να αποτελέσει πηγή ισχύος απο τους λιγότερο εξάρτηµένους πάντα βέβαια
σε πλαίσια µη συµµετρικής αλληλεξάρτησης. Σε επίπεδο οικονοµίας και όχι µόνο, εξελίξεις στην
τεχνολογία, στις µεταφορές και στην επικοινωνία καθιστούν τις αµιγώς κρατικές δοµές λιγότερο
αποτελεσµατικές στο να διαχειριστούν καταστάσεις και να ικανοποιήσουν ανάγκες µε αποτέλεσµα
να παραχωρούν αρµοδιότητες σε διεθνής οργανισµούς ή θεσµούς που είναι σε θέση να
εξυπηρετήσουν αποτελεσµατικότερα τέτοιες σκοπιµότητες.

11ΗΛΙΑΣ Ι.ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ,ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ σελ 450


Όπως γίνεται κατανοητό απο την παραπάνω ανάλυση τα κράτη έχουν παγιδευτεί σε µία
κατάσταση αναγκαίας γι αυτά οικονοµικής αλληλεξάρτησης µε βάση το εµπόριο, τις επενδύσεις και
τις νοµισµατικές σχέσεις, κατάσταση απο την οποία ναι µέν αντλούν οφέλη αλλα είναι δύσκολο να
ξεφύγουν, όσο περισσότερα είναι τα οφέλη αυτά τόσο µεγαλύτερη είναι η αλλήλεξάρτηση γεγονός
που καθιστά την οποιαδήποτε αυτονόµηση δύσκολη και µε µεγάλο κόστος. Επίσης η θεωρία της
αλληλεξάρτησης όπως την παρουσιάζουµε, έχει δηµιουργήσει µία ιεράρχηση σε επίπεδο εθνικών
συµφερόντων, µε την ευηµερία να αποτελεί βασική προτεραιότητα. Στη βάση αυτή η οποιαδήποτε
προσπάθεια µείωσης της αλληλεξάρτησης θα έχει συνέπειες αρνητικές σε επίπεδο αγοράς
εργασίας, ανάπτυξης, πρόνοιας κ.α γεγονός που θα δηµιουργήσει µεγάλο πολιτικό κόστος καθώς οι
πολίτες δεν είναι έτοιµοι να δεχθούν τέτοια µείωση του επιπέδου διαβίωσης τους. Αποτέλεσµα µιάς
όλο και πιο αλληλοεξαρτούµενης συνεργασίας είναι ότι οι πιο ανίσχυροι παράγοντες µπορούν να
πετύχουν ευνοικά αποτελέσµατα και οι µεγάλες δυνάµεις υποχρεούνται να χρησιµοποίουν την
πειθώ και όχι πολιτικές εξαναγκασµού. Σε µία πιο σύνθετη µορφή αλληλεξάρτησης όπου έχουµε
και µη κρατικούς φορείς, ο ρόλος τους ενισχύεται και παράλληλα µειώνεται η στρατιωτική ισχή ως
µέσο επίτευξης στόχων, σε αυτό το σηµείο έρχεται η θεωρία της περίπλοκης ή σύνθετης
αλληλεξάρτησης του Robert Keohane και του Joseph Nye κατα την οποία οι διακρατικές σχέσεις
σήµερα δεν εξαρτώνται τόσο απο τις διαπροσωπικές σχέσεις των ηγετών αλλα αναπτύσσονται σε
διάφορα επίπεδα και ανάµεσα σε διάφορους παράγοντες και όργανα µε παράλληλη εξέλιξη
υπερεθνικών σχέσεων ανάµεσα σε ανθρώπους και οµάδες τόσο εντός όσο και εκτός κράτους. Σε
ένα τέτοιο πλαίσιο σύνθετης αλληλεξάρτησης12 κατα Keohane και Nye, οι υπερεθνικοί δρώντες
αποκτούν µεγάλη σηµασία, η στρατιωτική ισχύ δεν είναι πια τόσο χρήσιµη συγκριτικά µε θεσµικά
και οικονοµικά µέσα και τα θέµατα ασφάλειας δεν έχουν τόσο σηµασία όσο τα θέµατα ευηµερίας.
Τα κράτη σε µία προσπάθεια να ελέγξουν την αλληλεξάρτηση τους αυτή οδηγούνται στην
δηµιουργία των διεθνών καθεστώτων που αναλύσαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο. Η
αλληλεξάρτηση ως θεωρία µπορεί να εξηγήσει κάποιες προοπτικές ή τους όρους δηµιουργίας τους
όπως επίσης και γιατί κάποια παραδοσιακά µέσα συµπεριφοράς δεν είναι σε θέση να φέρουν τα
αναµενόµενα αποτελέσµατα σε συγκεκριµένους τοµείς.
Σε επίπεδο Ευρωπαικής Ένωσης και συγκεκριµένα ως προς την ενοποίηση η θεωρία της
αλληλεξάρτησης είναι σε θέση να δώσει εξηγήσεις για γεγονότα και πράξεις όπως το γιατί έχουµε
συνεργασία σε τοµείς όπως αυτός των γεωργικών προιόντων και όχι σε τέτοιο βαθµό σε τοµείς
όπως η άµυνα. Επίσης µέσα απο την αλληλεξάρτηση µπορεί να εξηγηθεί όλο το πλαίσιο των

12 Robert Jackson-Georg Sorensen, Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων,Gutenberg, Αθήνα
διαπραγµατεύσεων σε επίπεδο Ευρωπαικής Ένωσης αλλα και γιατί οι διαφωνίες δεν οδηγούν σε
σύγκρουση και διάσπαση αλλα σε συµβιβασµό. Επίσης µπορεί να διαπιστωθεί ποιός διαθέτει
συντελεστές ισχύος που πηγάζουν απο την αλληλεξάρτηση. Ειδικότερα ο όρος αλληλεξάρτηση
έγινε γνωστώς στις ευρωπαικές σπουδές ως ο όρος που εξηγεί την ένταση των διεθνών
αλληλεπιδράσεων, την πολυπλοκότητα της παγκόσµιας οικονοµίας, την πολλαπλότητα των
διεθνικών δρώντων13 αλλα και την αδυναµία να εκληφθεί η κοινότητα ως αυτοτελές αντικείµενο
κατα Rosamond. Με τους όρους αυτούς η ενοποίηση µπορεί να γίνει κατανοητή ώς ενας τρόπος
όπου οι δρώντες ανακατασκευάζουν στοιχεία του διεθνούς συστήµατος και εντάσσονται σε ένα
πλαίσιο αυξανόµενης διεθνούς αλληλεξάρτησης14 εντός του οποίου οι δρώντες
αλληλοεπηρεάζονται απο τις συµπεριφορές τους και οι όποιες αλλαγές αποτελούν αλλαγές και
αλλού κατα Ferguson και Manshbach15 .
Γεγονότα όπως η κατάρρευση του Bretton Woods και η πετρελαική κρίση της δεκαετίας του
70΄ οδήγησαν τα κράτη στην προσπάθεια ανάκτησης µέρους της αυτονοµίας τους, πρακτικές
εξωθεσµικών διευθετήσεων και πρότυπα συλλογικής διαχείρησης που υπήρξαν είχαν ως βάση το
κράτος. Τη περίοδο αυτή η αλληλεξάρτηση ως θεωρία εµπεριείχε ένα σύνολο µεταβλητών και
σχέσεων που καθόριζαν τις εξελίξεις τόσο σε επίπεδο διεθνούς οργάνωσης όσο και σε επίπεδο
κοινότητας. Ο Β΄Παγκόσµιος Πόλεµος, τα αυξηµένα επίπεδα πλούτου,η ανάπτυξη του παγκόσµιου
εµπορίου και η τεχνολογική ανάπτυξη είχαν ως αποτέλεσµα να δηµιουργουθούν διαφόρων µορφών
αλληλεξαρτήσεις (κοινωνικές-πολιτικές-οικονοµικές κ.α.). Αυτή η πληθώρα εξελίξεων και
αντίστοιχη αλληλεξάρτηση δηµιούργησαν διάφορα σηµεία επαφής µεταξύ των κρατών και όχι
µόνο, χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρξε ανάδειξη διεθνών φορέων µε αντίστοιχη αποδυνάµωση της
κρατικής εξουσίας.
Θέλοντας να ορίσουµε σε βάθος και πιο συγκεκριµένα τη θεωρία της αλληλεξάρτησης,
φεύγοντας από το προφανή ορισµό που δώσαµε στην αρχή του κεφαλαίου, θα λέγαµε ότι
αλληλεξάρτηση είναι µία συνθήκη έντονης οικονοµικής ανταλλαγής που επηρεάζει τις πολιτικές
σχέσεις χωρίς απαραίτητα να προκαλεί ενοποιητικά αντανακλαστικά σε όσους επηρεάζονται
περισσότερο (Webb)16. Oι Rosecrance από την άλλη όρισαν την αλληλεξάρτηση ως τον άµεσο και
θετικό δεσµό µεταξύ των κρατικών συµφερόντων µε τέτοιο τρόπο όπου όταν ένα κράτος αλλάζει

13 Οι διεθνής σχέσεις των κρατών συμπληρώνονται απο σχέσεις μεταξυ ατόμων, ομάδων και κοινωνιών που έχουν σημαντικές
συνέπειες στη ροή των γεγονότων.(Rosenau)

14 N.Nugent, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαική Ένωση, Αθήνα, Σαββάλας, 2009, σελ 707

15 Ferguson and Manshbach, η αναζήτηση της ουτοπίας.

16 Webb, Theoretical Perspectives and Problems.


προς µία κατεύθυνση να επηρεάζει και τη θέση των άλλων κρατών ως προς αυτή τη κατεύθυνση.
Θα λέγαµε, δηλαδή ότι τα κράτη σε επίπεδο οικονοµικής ισχύος, εξουσίας, ευηµερίας, τεχνολογίας
και πληροφορίας κινούνται σε παράλληλη τροχιά ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας κατά αναλογία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσµα ότι όπου εντοπίζεται αλληλεξάρτηση σε υψηλό βαθµό θα πρέπει να
υπάρχει και αντίστοιχα υψηλή συνεργασία. Σε προηγούµενο επίπεδο της αναλυσή µας έγινε
αναφορά στη σύνθετη αλληλεξάρτηση όπου οι επιδράσεις µεταξύ των κρατών και µεταξύ µη
κρατικών υποκειµένων είναι πολλές και αµφίπλευρες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι
Keohane και Nye, κάθε σχέση αλληλεξάρτησης περιλαµβάνει και δαπάνες χωρίς να είναι δυνατόν
να προκαθοριστεί εάν τα κέρδη από αυτή την αλληλεξάρτηση θα είναι µεγαλύτερα από τις δαπάνες.
Αυτή η άποψη µας οδηγεί στο γεγονός, που όπως ο Telo ορίζει, ότι δεν υπάρχει συγκεκριµένος
προσανατολισµός στην αλληλεξάρτηση ούτε συγκεκριµένος κανόνας αµοιβαίου οφέλους.
Ειδικότερα, µπορεί να συµβαίνει το αντίθετο και να έχουµε για παράδειγµα αναταραχές σε µία
χώρα που να επηρεάζουν και µία άλλη. Έτσι, τονίζονται µεταξύ άλλων και τα σηµεία στα οποία
είναι ευάλωτα τα κράτη σε σχέση µε γεγονότα που συντελούνται αλλού, το γεγονός αυτό αποτελεί
καθαρά στοιχείο αλληλεπίδρασης.
Η θεωρία της αλληλεξάρτησης σε αντίθεση µε τη θεωρία της ενοποίησης έρχεται να εξηγήσει
τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι κυβερνήσεις και οι δρώντες είναι σε θέση να πετύχουν ένα
βαθµό συνεργασίας και όχι σε τι θα καταλήξει µία πιθανή ενοποιητική διάθεση. Με άλλα λόγια θα
λέγαµε, ότι η αλληλεξάρτηση σαν θεωρία έρχεται να εξηγήσει και να συµβάλει στην εξέλιξη της
κοινότητας και όχι τόσο στο τελικό αποτέλεσµα της ενοποίησης. Ο Nugent τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή
Ένωση όσον αφορά τα συστηµικά χαρακτηριστικά της προσιδιάζει και σε άλλα διεθνή συστήµατα.
Η Webb εκλαµβάνει τη θεωρία της αλληλεξάρτησης ως εργαλείο που βοηθά στην ανάγνωση της
κοινότητας ως παράδειγµα ιδιαίτερης έντασης που επιδρά στο σύνολο των κυβερνήσεων και των
κοινωνιών. Όσον αφορά την ανάλυση σε επίπεδο ευρωπαϊκής ενοποίησης η αλληλεξάρτηση ως
θεωρία έρχεται να εστιάσει σε ζητήµατα πολιτικής και όχι τόσο σε θεσµικά ζητήµατα, επίσης
τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα µπορεί να µην αποτελεί τη καλύτερη δυνατή ελπίδα ανάκτησης
µιάς αίσθησης ελέγχου ή ενός στοχευµένου αποτελέσµατος σε ένα πλαίσιο όπου τα συµφέρονται
και η αλληλεξάρτηση ξεπερνούν τα σύνορα της Κοινότητας. Αναλογιζόµενοι τα ανταποδοτικά
αποτελέσµατα και την απουσία Κεντρικής Αρχής κατά Keohane-Nye και Ferguson και Mansbach
θα λέγαµε ότι η διάκριση µεταξύ εσωτερικής και διεθνούς σφαίρας φαίνεται να φθήνει καθώς οι
δεσµοί µεταξύ των δύο σφαιρών είναι υπαρκτοί και εµφανείς και η οποιαδήποτε εκτίµηση µε
αποµόνωση της µίας σφαίρας καθίσταται αδύνατη. Ο Taylor αντιλαµβάνεται την αλληλεξάρτηση
µέσα από την εκµετάλλευση του ευαίσθητου και ευάλωτου χαρακτήρα των εταίρων. Σε αυτό το
σηµείο θα λέγαµε ότι κατά Taylor οι θεωρητικοί της αλληλεξάρτησης συνδέονται µε τους
κληρονόµους της σκέψης του Thomas Hobbes µόνο που σήµερα αντί για το λεγόµενο Λεβιάθαν
έχουµε το καθεστώς υπό την έννοια που το ορίσαµε στο κεφάλαιο 1ο, το οποίο γίνεται αποδεκτό
στη βάση της επιδίωξης και επίτευξης κοινών συµφερόντων και στόχων, οι οποίοι θα ήταν
εξαιρετικά δύσκολο ως αδύνατον να υλοποιηθούν εκτός του καθεστώτος, γεγονός το οποίο γίνεται
κατανοητό και από το λόγο για τον οποίο έγινε αποδεκτός ο Λεβιάνθαν που δεν ήταν άλλος από την
εγκαθίδρυση µιάς τάξης που θα ήταν ανεύφυκτη κάτω από άλλες συνθήκες.
Η θεσµοποίηση ως στοιχείο µελέτης υπό το πρίσµα της αλληλεξάρτησης δεν προϋποθέτει
απαραίτητα ένα πλαίσιο υπερεθνικά ελεύθερο ακόµη και όταν γίνεται περιορισµός της αυτονοµίας
του κράτους. Επίσης, η άναρχη φύση του διεθνούς συστήµατος σε επίπεδο δοµικό και λειτουργικό
δεν είναι απαραίτητο να επιδρά στην έκταση και στην ένταση των δεσµών µεταξύ των δρώντων.
Από την άλλη οι οπαδοί της ενοποίησης υπό το πρίσµα µιάς ολιστικής εικόνας βλέπουν µία
συντεταγµένη πορεία προς ένα κοινό προορισµό, επίσης για αυτούς η άναρχη δόµηση του διεθνούς
συστήµατος έρχεται να επηρεάσει τη προοπτική µιάς ενοποιηµένης µονάδας. Οι µελετητές της
αλληλεξάρτησης συγκεντρώνονται γύρω από τη λογική της διάχυτης αµοιβαιότητας,
υπερβαίνοντας το δίληµµα του τελικού προϊόντος της ενοποίησης. Το γεγονός ότι η σχολή της
αλληλεξάρτησης εστίασε κατά τη Webb στο καθορισµό µε όρους ισχύος και διάχυσης αυτής εντός
της Κοινότητας είναι αποτέλεσµα διάβρωσης της εθνικής κυβερνητικής εξουσίας και αντίστοιχα
της ανικανότητας της Επιτροπής να αναπτύξει αντισταθµιστική δύναµη. Το γεγονός της διάχυσης
της ισχύος δηµιουργεί την ανάγκη για διαρκή εποπτεία των δεσµών µεταξύ των κρατών και
παράλληλη επίβλεψη και εναρµόνιση των πολιτικών για την αποφυγή τάσεων διάσπασης.
Η κριτική που ασκήθηκε στη θεωρία της αλληλεξάρτησης άπτεται στο γεγονός
παράβλεψης των πολιτικοσυστηµικών ιδιοτήτων της Κοινότητας και της επιρροή των υπερεθνικών
θεσµών στις εγχώριες εθνικές τάξεις. Ως εκ τούτου θα λέγαµε ότι παράγεται ένα πλαίσιο
ισορροπιών που καθορίζουν τη κρατική συµµετοχή στο κοινό σύστηµα, σε επίπεδο
αλληλεξάρτησης θα λέγαµε υπάρχουν καταστάσεις όπου οι δρώντες µπορεί να αντισταθούν σε
οποιαδήποτε προσπάθεια συντονισµού καθώς κάτι τέτοιο µπορεί να οδηγήσει σε απώλεια αξιών,
µία τέτοια στάση µπορεί να οδηγήσει στο πάγωµα κοινών κανόνων και δεσµευτικών δράσεων.
Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η αλληλεξάρτηση δεν συνάδει µε την ανεξαρτησία αυτό που πρέπει
να γίνει είναι να ορίσουµε την αλληλεξάρτηση σε πολύ πιο δυνατές βάσεις και όχι απλά σε ένα
πλαίσιο χαλαρής διασύνδεσης. Σίγουρα µπορούµε να κατανοήσουµε στα πλαίσια της
αλληλεξάρτησης και την οποιανδήποτε πίεση για αρνητική ολοκλήρωση17, αυτό που δεν είναι
κατανοητό µε όρους αλληλεξάρτησης είναι ο συσχετισµός µεταξύ εθνικών και διεθνικών δρώντων.
Εν κατακλείδι, όσον αφορά την ενοποίηση θα λέγαµε ότι δεν είναι κάτι διαφορετικό που προβάλει
ανεξάρτητη δυναµική αλλά εντάσσεται στην εύρυτερη προσπάθεια µετάβασης σε δοµές
συνδιάθεσης που θα χαρακτηρίζονται από ευελιξία.

17 Μέτρα τα οποία συνίστανται στην κατάργηση ενός αριθμού εμποδίων για την ορθή λειτουργία μιάς ενοποιημένης περιοχής,
αντίστοιχα θετική ολοκλήρωση έχουμε κατα την δημιουργία νέων θεσμών και εργαλείων ή την τροποποίηση υφιστάμενων εργαλείων.
(Tinbergen)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

H θεωρία της αλληλεξάρτησης χρησιµοποιήθηκε περισσότερο για να καταστεί δυνατή η


ένταξη της ολοκλήρωσης στο ευρύτερο πλαίσιο του διεθνούς συστήµατος αλληλεξάρτησης και
λιγότερο στο να παρέχουν απαντήσεις για το µοντέλο ενοποίησης σε επίπεδο Ε.Ε. Σε αυτή την
κατεύθυνση η αλληλεξάρτηση βοηθά την Ευρωπαική Ολοκλήρωση να σταθεί εντός ενός πλαισίου
ταχέων αλλαγών σε επίπεδο διεθνούς συστήµατος το οποίο γίνεται ολοένα και πιο πολυεπίπεδο και
διασυνδεδεµένο. Τα κράτη ανεξάρτητα απο τον σκοπό που θέλουν να πετύχουν συνεργάζονται
πλέον µε πολλούς και διαφορετικούς συνδυασµούς. Αυτό που τονίζεται απο την θεωρία της
αλληλεξάρτησης είναι ότι σε µεγάλο βαθµό η Ευρωπαική ολοκλήρωση εξηγείται απο παράγοντες
που είναι παγκόσµιοι απο την φύση τους. Ως κεντρικό ζήτηµα άρα ανδεικνύεται, το πως οι
διακρατικής φύσεως παράγοντες επηρεάζουν τα έθνη-κράτη, γι αυτό το λόγω η αλληλεξάρτηση
πρέπει στα πλαίσια της ολοκλήρωσης να ληφθεί ως οπτική παρά ως θεωρία.
Η θεωρία των διεθνών καθεστώτων µας εξηγεί τις προυποθέσεις συνεργασίας µε όρους
κοινού συµφέροντως που µπορεί να οδηγήσει στην δηµιουργία ενός κοινού χώρου συνεργασίας
όπου θα είναι δυνατή η παραγωγή αγαθών και η σύναψη συµφωνιών που δεν θα ήταν δυνατές
εκτός ενός τέτοιου πλαισίου. Η σύνδεση που υπάρχει µε την θεωρία της αλληλεξάρτησης είναι
δοµικής φύσεων καθώς πάνω σε πλαίσια αλληλοεξαρτούµενων κρατών ή παραγώντων είναι δυνατό
να δηµιουργηθεί το διεθνές καθεστώς. Σε επίπεδο ενοποίησης τα διεθνή καθεστώτα ως θεωρία
καλούνται να διαχειριστούν την διαδικασία εναρµόνισης των πολιτικών µε σκοπό να µην
επηρεαστεί η ενοποίηση απο την οποιαδήποτε πιθανή διατάραξη (Συνεργατικός
Διακυβερνητισµός).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Επιμέλεια Δ.Κ. ΞΕΝΑΚΗΣ-Μ.Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ

ΗΛΙΑΣ Ι.ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ,ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

N.Nugent, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαική Ένωση, Αθήνα, Σαββάλας, 2009

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ


ΠΑΠΑΖΗΣΗ

Robert Jackson-Georg Sorensen, Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών


Σχέσεων,Gutenberg, Αθήνα

You might also like