You are on page 1of 187

PAPASPYROU COVER FINAL:Layout 1 11/2/11 3:57 PM Page 1

ΣΠΥΡΟΣ Ν. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ


Δρ. Πολιτικός Μηχανικός

ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
ΚΑΙ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΣΠΥΡΟΣ Ν. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

ISBN: 978-960-93-3447-1 ΑΘΗΝΑ 2011


ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ
Τίτλος: ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Πρώτη έκδοση: 2011


Copyright ©: Σπυρίδων Ν. Παπασπύρου
Τηλ.: 210 297 78 28
Fax: 210 279 16 63
e-mail: papaspyrouspyros@yahoo.com

ISBN: 978-960-93-3447-1

Στοιχειοθεσία – Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες Λύχνος ΕΠΕ

Απγορεύεται η ανατύπωση μέρους ή όλου του βιβλίου με οποιονδήποτε


τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του συγραφέα
ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ν. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Δρ. Πολιτικός Μηχανικός

ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΑΘΗΝΑ 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ.
1. ΟΡΙΣΜΟΙ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ............................................................... 10

2. ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ................................................................... 13


2.1. Υλικά κατασκευής ............................................................................. 13
2.1.1. Προέλευση.............................................................................. 13
2.1.2. Ορυκτολογική σύσταση.......................................................... 18
2.1.3. Κοκκομετρική διαβάθμιση ..................................................... 19
2.1.4. Αποφυγή μόλυνσης – Φίλτρα ................................................. 29
2.1.5. Ισχνό σκυρόδεμα .................................................................... 38
2.1.6. Σταθεροποιημένο έδαφος ....................................................... 40
2.2. Τρόπος κατασκευής ........................................................................... 51
2.2.1. Προετοιμασία του εδάφους .................................................... 52
2.2.2. Διάστρωση .............................................................................. 53
2.2.3. Ανάγκη συμπύκνωσης ............................................................ 58
2.2.4. Τρόπος συμπύκνωσης............................................................. 59
2.2.5. Εγκιβωτισμός και συμπύκνωση στα άκρα.............................. 65
2.2.6. Διάστρωση μέσα σε νερό........................................................ 67
2.2.7. Έλεγχοι ποιότητας .................................................................. 80
2.2.8. Κριτήρια αποδοχής ................................................................. 88
2.3. Βελτίωση της φέρουσας ικανότητας ................................................. 91
2.3.1. Υπολογισμός της φέρουσας ικανότητας................................. 91
2.3.2. Βάθος της επιφάνειας θραύσεως ............................................ 94
2.3.3. Αλληλεπίδραση των θεμελίων................................................ 96
2.3.4. Το πάχος της στρώσης εξυγίανσης ......................................... 97
2.4. Περιορισμός των καθιζήσεων............................................................ 97
2.4.1. Συμπιεστό στρώμα μεγάλου πάχους..................................... 100
2.4.2. Συμπιεστό στρώμα μικρού πάχους ....................................... 105
2.4.3. Συγκρίσεις και συμπεράσματα ............................................. 110
2.4.4. Βέλτιστο πάχος της στρώσης εξυγίανσης............................. 111
8 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

3. ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ...........................................................113


3.1. Στρώση καθαριότητας από κοκκώδη υλικά .....................................114
3.2. Στρώση καθαριότητας από σκυρόδεμα ............................................116

4. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ......................................................118
4.1. Σε οικοδομικά και τεχνικά έργα.......................................................119
4.2. Σε έργα οδοποιίας.............................................................................120

5. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ...................................................................122
5.1. Στρώση στράγγισης σε έργα οδοποιίας............................................122
5.2. Στρώση στράγγισης σε οικοδομικά έργα .........................................124
5.3. Υλικά κατασκευής............................................................................127
5.4. Παροχετευτική ικανότητα ................................................................130
5.5 Στραγγιστήρια σε δομικά έργα.........................................................137
5.6. Στραγγιστήρια σε έργα οδοποιίας ....................................................140

6. ΕΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ...........................................141


6.1 Επιχώματα σάντουιτς .......................................................................141
6.2 Αντικραδασμική στρώση .................................................................143
6.3 Στρώση αντισεισμικής προστασίας.................................................144
6.4 Στρώση γεωεναλλάκτη θερμότητας .................................................144
6.5 Συνδυασμός με θεμελιακή γείωση ...................................................147

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ .......................................................................................151
Α ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ................................................................151
Α1. Κατανομή τάσεων έδρασης..............................................................151
Α2. Διανομή τάσεων σε ομογενές έδαφος ..............................................156
Α3. Πλαστικοποιημένες περιοχές ...........................................................161
Α4. Αστοχία από θραύση ομογενούς εδάφους........................................167
Α5. Φέρουσα ικανότητα σε διστρωματικό έδαφος .................................176

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :..................................................................................185
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η επιτυχία των έργων μας τόσο από τεχνική όσο και από οικονομική ά-
ποψη εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες.
Όμως η προσοχή μας στη λεπτομέρεια έρχεται σε αντίθεση με την ταχύτητα
με την οποία διεξάγεται σήμερα όλη η επαγγελματική μας δραστηριότητα.
Ο χρόνος πιέζει πάντα και οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται γρήγορα.
Έτσι θυσιάζονται στην ταχύτητα μερικά δευτερεύοντα στοιχεία της κατα-
σκευής και κυρίως εκείνα που εκ πρώτης όψεως δεν διακυβεύουν την ασφά-
λεια ή την αισθητική του έργου. Ένα από τα θύματα της έλλειψης χρόνου
είναι και η στρώση εξυγίανσης. Μια φτηνή κατασκευή κάτω από τα θεμέλια,
τελείως αφανής, είναι φυσιολογικό να έχει μικρότερο μερίδιο της προσοχής
μας. Αυτό όμως μπορεί να γίνει αιτία για κατασκευαστικά σφάλματα ή για
σπατάλη χρημάτων.
Υπάρχουν πολλά είδη στρώσεων: εξυγίανσης, αποστράγγισης, καθαριότη-
τας, κλπ. με διαφορετικούς στόχους και υλικά κατασκευής, ενώ επικρατεί
κάποια σύγχυση όσον αφορά τον ορισμό της.
Στο βιβλίο αυτό προσπάθησα να ταξινομήσω τις κύριες και τις βοηθητι-
κές χρήσεις των στρώσεων αυτών, να εξηγήσω τους σκοπούς που επιδιώ-
κουν ανάλογα με το έργο και μέσα από θεωρητικά στοιχεία να αναδείξω τη
σημασία τους, την ωφελιμότητά τους και τον σωστό τρόπο κατασκευής τους.
Επισημαίνονται επίσης οι υπερβολές στη χρήση και οι καταχρηστικές εφαρ-
μογές των στρώσεων.
Παρ’ όλον ότι θεωρώ, ότι αυτά που περιλαμβάνονται στις επόμενες σε-
λίδες είναι πολύ απλά και αυτονόητα, πιστεύω ότι θα επιστήσουν την προσο-
χή των συναδέλφων σ’ αυτά τα απλά πράγματα που ενδεχομένως δεν είχαν
καν σκεφτεί και θα τους βοηθήσουν να τελειοποιήσουν τις κατασκευές τους.
Θα ήθελα πρώτα να ευχαριστήσω στους συναδέλφους κκ Νικοδώρα Κό-
τα, Α. Ρίτσο, Χ. Λάμαρη, Ν. Γάκη, Π. Πουρνάρα, Χ. Τσατσανίφο για τις
εύστοχες υποδείξεις και παρατηρήσεις τους που πράγματι βελτίωσαν την
ποιότητα του κειμένου. Θερμές ευχαριστίες ανήκουν επίσης στις συνεργάτι-
δές μου κυρίες Α. Ασμανίδου και Π. Γιάνναρη που με βοήθησαν στο γράψι-
μο και στη σχεδίαση. Για το εξώφυλλο και την όλη εμφάνιση του βιβλίου
μόχθησαν η κα Λία Μακρή και ο κ. Γιάννης Κελεφούρας των Εκδοτικών
επιχειρήσεων ΛΥΧΝΟΣ ΕΠΕ.

Αθήνα, Οκτώβριος 2011


1. ΟΡΙΣΜΟΙ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

Στρώσεις από επιλεγμένα γεωυλικά διαστρώνονται κάτω από οδοστρώμα-


τα, από οικοδομικά ή από τεχνικά έργα γενικότερα σε αντικατάσταση φυ-
σικού εδάφους με χαμηλά ή ανεπιθύμητα φυσικά ή μηχανικά χαρακτηρι-
στικά. Αποβλέπουν στην αύξηση της αντοχής του υπεδάφους, σε εξομά-
λυνση ή ομογενοποίηση της επιφάνειας, σε αποστράγγιση, σε αντιπαγετική
προστασία ή ακόμη και σε βοηθητικές χρήσεις. Η σύνθεση, η κατασκευή
καθώς και η ονομασία της στρώσης διαμορφώνονται ανάλογα με το σκοπό
που επιδιώκεται.

Πιο αναλυτικά η εφαρμογή στρώσης από επιλεγμένα γεωυλικά απο-


βλέπει στους εξής στόχους:
− Αντικατάσταση στρώσης ασθενούς εδάφους (τεχνητές επιχώσεις,
σκουπίδια, πολύ χαλαρό ή πολύ μαλακό έδαφος, Φωτογραφία 1.1) για
την αποφυγή φαινομένων θραύσης του εδάφους ή υπερβολικών καθι-
ζήσεων κατά την έδραση.
− Δημιουργία μιας στρώσης με αυξημένα μηχανικά χαρακτηριστικά για
καλύτερη διανομή τάσεων, για αύξηση της ακαμψίας, για αύξηση της
αντοχής κλπ. Εφαρμόζονται είτε πάνω σε ένα συνηθισμένο μέτριας α-
ντοχής έδαφος, είτε πάνω σε ασθενές έδαφος και αποσκοπούν σε οικο-
νομικότερη επιδομή, δηλαδή μικρότερες διαστάσεις πεδίλων, μικρότε-
ρο πάχος οδοστρώματος, ελάφρυνση των σεισμικών δυνάμεων κλπ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΟΡΙΣΜΟΙ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ 11

Φωτογραφία 1.1. Υλικά κατεδάφισης, ξύλα, σίδερα, πλαστικά, ακόμα και σκουπίδια
είναι δυνατόν να συναντηθούν κατά την εκσκαφή.

− Επικάλυψη της ανώμαλης φυσικής επιφάνειας βράχου για τη διαμόρ-


φωση επιπέδου έδρασης με ομογενή ελαστική συμπεριφορά.
− Δημιουργία μιας ελαστικής και ομοιογενούς στρώσης έδρασης (Σχήμα
1.2), όταν στην κάτοψη της θεμελίωσης συναντηθεί ανομοιογενές έδα-
φος (π.χ. ογκόλιθοι, βράχος σε τμήμα της θεμελίωσης κλπ.). Θα πρέπει
να έχει ικανό πάχος για να αμβλύνει τις μεγάλες διαφορές δυσκαμψίας
και να εξασφαλίσει περισσότερο ομογενή έδραση για την υπερκείμενη
κατασκευή.

Εκτός από τις παραπάνω χρήσεις υπάρχουν ακόμη διάφορες άλλες


στρώσεις που αποβλέπουν σε άλλους στόχους:
− Στρώση στράγγισης για την απομάκρυνση υπογείων ή άλλων νερών
που συγκεντρώνονται κάτω από την θεμελίωση κτιρίων, κάτω από ο-
δοστρώματα, επιχώματα κλπ.
− Στρώση σταθεροποίησης χαλαρού ή λασπώδους υπεδάφους
− Στρώση αντιπαγετικής προστασίας του οδοστρώματος
− Στρώση καθαριότητας για τη διαμόρφωση δαπέδου εργασίας επάνω σε
υγρό, συνεκτικό έδαφος (βοηθητική χρήση).
12 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

− Ισοπεδωτική στρώση επάνω στην επιφάνεια βραχώδους επιχώματος


(βοηθητική χρήση).
− Στρώση γεωθερμίας (εγκιβωτισμού του εναλλάκτη θερμότητας).
− Στρώση απόσβεσης κραδασμών.

Σχήμα 1.2. Ένα μικρό τμήμα της θεμελίωσης, στο άκρο εδράζεται σε βραχώδες
έδαφος, ενώ το μεγαλύτερο στις επιφανειακές προσχώσεις.
Είναι προφανές ότι η διαφορική καθίζηση μεταξύ των δύο στοιχείων θεμελίω-
σης δεξιά και αριστερά του Α θα καταπονήσει πολύ το κτίριο στην περιοχή Α και
εκεί θα εκδηλωθούν ρηγματώσεις. Μια στρώση εξυγίανσης αμβλύνει τις διαφο-
ρικές καθιζήσεις.
2. ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Οι στρώσεις εξυγίανσης εφαρμόζονται συχνά στις κατασκευές, όταν το


έργο πρόκειται να εδραστεί σε ασθενές ή ανομοιογενές έδαφος. Τότε μια
στρώση εδάφους αντικαθίσταται από φυσικά ή θραυστά γεωυλικά με υψη-
λές τιμές μηχανικών χαρακτηριστικών ή ακόμη από ισχνό σκυρόδεμα.
Μπορούν να εφαρμοστούν σε όλα τα είδη των έργων για την ενίσχυση
της θεμελίωσης: Στην Οδοποιία κατασκευάζονται κάτω από το οδόστρωμα
ή κάτω από το επίχωμα. Στις θεμελιώσεις τοποθετούνται κάτω από τα πέ-
διλα των υποστυλωμάτων ή των βάθρων. Στα λιμενικά έργα ενισχύουν την
έδραση των κρηπιδοτοίχων πάνω σε μαλακό θαλάσσιο πυθμένα ή διαμορ-
φώνουν επίπεδη έδραση στον βραχώδη πυθμένα. Χρησιμοποιούνται ακόμη
και για βοηθητικές χρήσεις.

2.1. ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

Τα υλικά κατασκευής εξαρτώνται άμεσα από τον σκοπό που επιδιώκει η


στρώση. Στην παράγραφο αυτή εξετάζονται μόνον τα υλικά της στρώσεως
εξυγίανσης σε θεμελιώσεις και σε έργα οδοποιίας. Τα υλικά που απαιτού-
νται σε στρώσεις για άλλους σκοπούς εξειδικεύονται στα αντίστοιχα κε-
φάλαια.

2.1.1. Προέλευση των γεωυλικών


Θεωρητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε εδαφικό υλικό για τη στρώση
εξυγίανσης, αρκεί να έχει καλύτερα μηχανικά χαρακτηριστικά από το υπο-
κείμενο έδαφος. Στην πράξη όμως προτιμώνται τα κοκκώδη, στραγγιζόμε-
να γεωυλικά, αφενός μεν διότι η συμπύκνωσή τους είναι ευκολότερη και
αφετέρου διότι σχηματίζουν πυκνές και ανθεκτικές στρώσεις. Χρησιμο-
14 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ποιούνται φυσικά ή θραυστά γεωυλικά είτε με πλήρη κοκκομετρική δια-


βάθμιση είτε μόνο το χοντρόκοκκο κλάσμα (Φωτογραφία 2.1).

Υλικά με πλήρη κοκκομετρική διαβάθμιση είναι:


(α) Φυσικά αμμοχάλικα προερχόμενα από κοίτες χειμάρρων, από κώνους
κορημάτων κ.α. Συνήθως στερούνται λεπτόκοκκου κλάσματος
(d<0,074 mm) και κοσκινίζονται για την αφαίρεση κροκαλών μεγάλης
διαμέτρου. Αποστραγγίζονται και συμπυκνώνονται εύκολα με δονητι-
κούς συμπυκνωτές.

Φωτογραφία 2.1. Κροκάλες χειμάρρου.

(β) Θραυστά αμμοχάλικα από δανειοθαλάμους. Προέρχονται από περιοχές


με αδρομερή εδαφικά υλικά, όπως είναι οι κώνοι κορημάτων, οι παλιές
κοίτες χειμάρρων κλπ και αποτελούνται από φυσικά εδαφικά υλικά
που έχουν περάσει από σπαστήρα. Είναι πλούσια σε άμμο και περιέ-
χουν κάποιο ποσοστό λεπτόκοκκου κλάσματος. Επειδή όμως περιέ-
χουν λίθους, λατύπες και κροκάλες μεγέθους μεγαλύτερου από το προ-
βλεπόμενο στις προδιαγραφές, περνούν από σπαστήρα και κατόπιν από
κόσκινα, σχηματίζοντας έτσι ένα μίγμα φυσικού αμμοχάλικου και
σκύρων. Η ύπαρξη θραυστών επιφανειών και γωνιωδών κόκκων αυξά-
νει αισθητά τη γωνία εσωτερικής τριβής του συμπυκνωμένου υλικού.
Τέτοιο υλικό ήταν το γνωστό αμμοχάλικο ως «Σούρμενα» από την ο-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 15

μώνυμη περιοχή της Αττικής, προερχόμενο από αμμοχαλικώδη κορή-


ματα των νοτίων υπωρειών του Υμηττού. Το υλικό αυτό έμεινε γνωστό
και ως 3Α από παλαιά σχετική προδιαγραφή.
(γ) Θραυστά υλικά, προϊόντα λατομείου (Φωτογραφία 2.2). Συνήθως απο-
τελούνται από θραυστά υλικά ασβεστολίθου, μαργαϊκού ασβεστολίθου
και από γαιώδη υλικά σε μικρό ποσοστό. Περνούν από σπαστήρα και
κόσκινο ώστε να αφαιρεθούν οι μεγάλες πέτρες. Εφόσον το λατομείο
διαθέτει εγκαταστάσεις με πλήρη σειρά κοσκίνων, τότε το υλικό του
σπαστήρα κοσκινίζεται και συλλέγεται χωριστά κάθε περιοχή διαμέ-
τρων. Στη συνέχεια ανασυντίθεται το μίγμα με σωστές αναλογίες από
κάθε περιοχή διαμέτρων, ώστε να σχηματίζεται η κοκκομετρική κα-
μπύλη που προβλέπει η σχετική προδιαγραφή (βλ. παράγρ. 2.3.).

Τα χονδρόκοκκα υλικά αποτελούνται από:


(δ) Σκύρα σκυροδέματος. Είναι καθαρό προϊόν λατομείου, απαλλαγμένο
από προσμίξεις και διαβαθμισμένο μεταξύ 16 και 28 έως 32 mm. Συ-
νήθως είναι ασβεστολιθικά σκύρα χωρίς να αποκλείονται και άλλα πε-
τρώματα. Επειδή ακολουθούν τους αυστηρούς κανονισμούς του Οπλι-
σμένου Σκυροδέματος, όσον αφορά την διαβάθμιση και την καθαρότη-
τα, αποτελούν εγγυημένο προϊόν.

Φωτογραφία 2.2. Θραυστό αμμοχάλικο πλήρους κοκκομετρικής διαβάθμισης.

(ε) Σκύρα οδοστρωσίας. Αδρομερή υλικά, συνήθως ασβεστολιθικά, δια-


βαθμισμένα σύμφωνα με τις προδιαγραφές (π.χ. ΠΤΠ 0-150) έχουν μέ-
γιστη διάμετρο κόκκου 76,2 mm (ή 80 έως 90 mm) και περιεκτικότητα
σε λεπτόκοκκο κλάσμα 3 έως 15%. Στη φωτογραφία 2.3 φαίνονται
16 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.3. Ασβεστολιθικά σκύρα διαμέτρου 50 έως 200 mm. Χονδρό-


κοκκο υλικό χωρίς καλή διαβάθμιση με πολλά κενά μεταξύ των κόκκων. Είναι
κατάλληλο για επιχώσεις μέσα σε νερό

χονδρόκοκκα ασβεστολιθικά σκύρα μεγάλης διαμέτρου, κατάλληλα


για επιχώσεις μέσα στο νερό.
(στ) Λιθοσύντριμμα. Προϊόντα εκβραχισμού (Φωτογραφία 2.4) ή λατο-
μείου, τα οποία φέρονται στο εμπόριο σε διάφορους βαθμούς επεξερ-
γασίας. Όταν τα υλικά δεν έχουν περάσει από σπαστήρα περιέχουν πέ-
τρες μεγάλης διαμέτρου (Φωτογραφία 2.5), οι οποίες απομακρύνονται
με το grader ή χειρονακτικά. Επειδή όμως η συγκεκριμένη χειρονακτι-
κή εργασία είναι κοπιώδης, η πράξη έχει αποδείξει ότι η εργασία αυτή
δεν γίνεται όπως πρέπει και δεν απομακρύνονται όλοι οι μεγάλοι λίθοι.
Γι’ αυτό είναι προτιμότερο τα υλικά αυτά να περνούν υποχρεωτικά
από κόσκινο κατά τη φόρτωσή τους στο αυτοκίνητο, ώστε να ελέγχε-
ται η μέγιστη διάμετρος. Η επίβλεψη, όσο αυστηρά και αν ασκείται,
έχει περισσότερες πιθανότητες να αποτύχει, όταν η απομάκρυνση γίνε-
ται χειρονακτικά, ενώ αντίθετα αν η αφαίρεση γίνεται μηχανικά με κο-
σκίνισμα, είναι σίγουρο ότι θα πραγματοποιηθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 17

.
Φωτογραφία 2.4. Εργασίες εκβραχισμού σε ασβεστολιθικό πέτρωμα.

Φωτογραφία 2.5. Προϊόντα εκβραχισμού χωρίς επεξεργασία. Μεγάλη αναλογία


λίθων και λιθοσυντρίμματος και έλλειψη ενδιάμεσου υλικού.
18 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

2.1.2. Ορυκτολογική σύσταση


Η ορυκτολογική σύσταση των γεωυλικών ενδιαφέρει από την άποψη της
διατήρησης της αντοχής του πετρώματος τόσο κατά την επεξεργασία όσο
και κατά τη διάρκεια της ζωής του έργου. Προτιμούνται σκληρά πετρωμα-
τικά υλικά με αυξημένη αντοχή σε θλίψη και ανθεκτικά σε αποσάθρωση,
ενώ αποκλείονται πετρώματα που μαλακώνουν ή διαλύονται στο νερό,
πετρώματα που αποσαθρούνται, αποσυντίθενται ή κονιοποιούνται, όταν
εκτεθούν σε καιρικές συνθήκες, μαλακές μάργες, διογκούμενα πετρώματα
όπως π.χ. σερπεντίνης, ανυδρίτης, γύψος, φυλλίτης, κ.λπ.
Στα φυσικά αμμοχάλικα που προέρχονται από κοίτες χειμάρρου, η ροή
του νερού και γενικά οι κλιματολογικές συνθήκες και οι φυσικές διεργασί-
ες έχουν αποσαθρώσει και αποπλύνει τα ευπαθή υλικά και έτσι έχουν πα-
ραμείνει στην κοίτη μόνον τα ανθεκτικά. Ανεξάρτητα όμως η ορυκτολογι-
κή σύσταση πρέπει να εξετάζεται σε όλα τα γεωυλικά πριν χρησιμοποιη-
θούν. Ειδικότερα για τα θραυστά πετρωματικά υλικά οι προδιαγραφές 1
επιβάλλουν:
(α) Απώλεια κατά τη δοκιμή σε «τριβή
και κρούση κατά Los Angeles» ≤ 0% ή 50%
(β) Απώλεια κατά τη δοκιμή «υγείας» ≤ 2%
(γ) Ελάχιστη ξηρά πυκνότητα ρd ≥ ,7 Mg/m3
(δ) Περιεκτικότητα σε οργανικά ≤ ÷2% ή 1÷3%
Μεταξύ των σκληρών πετρωμάτων και εκείνων που αποσαθρούνται ή
αποσυντίθενται παραμένει ακόμη μια ενδιάμεση κατηγορία υλικών: Eίναι
τα υλικά που δεν περιλαμβάνονται σε καμία από τις δύο προηγούμενες
κατηγορίες όπως π.χ. περιδοτίτες, τραχίτες, φωνόλιθοι, ηφαιστειακά λατυ-
ποπαγή και κροκαλοπαγή, γνεύσιοι, ασβεστόμαργες, σαθρές μάργες, σχι-
στόλιθοι, υλικά του φλύσχη κλπ. Τα υλικά αυτά πρέπει να ελέγχονται επί
πλέον και με τις ακόλουθες δοκιμές:
(ε) Διαβρωσιμότητα (dispersivity)
(στ) Διογκωσιμότητα
(ζ) Υδροαπορροφητικότητα

1
Προδιαγραφές ειδικά για τη στρώση εξυγίανσης δεν υπάρχουν και γι’ αυτό
εφαρμόζονται εκείνες που αναφέρονται σε παραπλήσιες κατασκευές, όπως π.χ.
η στρώση έδρασης στην οδοποιία. Γενικά προδιαγραφές που διέπουν τα επι-
χώματα είναι η παλιά Ε-150 (1956) και οι νεώτερες ΠΕΤΕΠ 02-07-01 (επιχώ-
ματα), ΠΕΤΕΠ 02-07-03 (οδοστρωσία) και άλλες όπως αναφέρονται στα ειδι-
κά κεφάλαια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 19

(η) Περιεκτικότητα σε γύψο

Οι προδιαγραφές επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή τους σε επιχώματα ο-


δοποιίας υπό όρους, δηλαδή αφού προηγηθεί ειδική μελέτη η οποία θα κα-
θορίσει αν και πώς το συγκεκριμένο υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Εν τούτοις για την περίπτωση της στρώσης εξυγίανσης, η οποία ως εκ
της φύσεώς της προορίζεται να έχει υψηλά μηχανικά χαρακτηριστικά, η
χρησιμοποίηση υλικών που θέλουν ειδική μεταχείριση δεν κρίνεται σκόπι-
μη. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις θεμελιώσεων κτιριακών ή τεχνικών έργων,
όπου οι απαιτούμενες ποσότητες είναι σχετικά περιορισμένες, είναι σκόπι-
μο να χρησιμοποιούνται θραυστά υλικά, προϊόντα σκληρών βραχωδών
πετρωμάτων. Εξαίρεση μπορεί να γίνει μόνον σε περιοχές, όπου δεν μπο-
ρούν να εξευρεθούν υγιή υλικά, και τότε θα χρησιμοποιούνται τα τοπικά
υλικά ύστερα από λεπτομερή εργαστηριακή έρευνα.

2.1.3. Κοκκομετρική διαβάθμιση


Η κοκκομετρική διαβάθμιση του υλικού της στρώσεως παίζει σπουδαιότα-
το ρόλο στη συμπύκνωση της στρώσεως και κατά συνέπεια στη σταθερό-
τητα του όγκου. Ρυθμίζει άμεσα τις καθιζήσεις, το μέτρο ελαστικότητας,
τη γωνία εσωτερικής τριβής κλπ. Για τον λόγο αυτό η κοκκομετρική δια-
βάθμιση πρέπει πάντοτε να καθορίζεται από προδιαγραφές, οι οποίες να
ορίζουν λεπτομερώς την ποσότητα του διερχομένου από κάθε κόσκινο. Αν
και κατά γενική αρχή η στρώση εξυγίανσης αρκεί να είναι ένα εδαφικό
υλικό με καλύτερες μηχανικές ιδιότητες από το υποκείμενο έδαφος, εν
τούτοις προτιμούνται πάντοτε κοκκώδη υλικά με υψηλά μηχανικά χαρα-
κτηριστικά. Καλό είναι να ακολουθούνται οι κανονισμοί που αναφέρονται
σε επιχώματα ή σε οδοστρωσία καθώς η στρώση εξυγίανσης μπορεί να
εξομοιωθεί με τη «στρώση έδρασης οδοστρώματος», με το μεταβατικό
επίχωμα 2 , με τη βάση ή την υπόβαση.
Χαρακτηριστικό όλων των προδιαγραφών είναι ο περιορισμός της με-
γίστης διαμέτρου (maxD) και της περιεκτικότητας σε λεπτόκοκκο κλάσμα
(d < 0,074 mm).
Οι περιορισμοί της maxD έχουν τεθεί στις προδιαγραφές για να διευ-
κολύνουν τη συμπύκνωση. Η maxD πρέπει να είναι μικρότερη των 2/3
του πάχους της στρώσης, άλλως κατά τη δόνηση η πέτρα κινείται και χα-
λαρώνει την περιοχή της. Αφ’ ετέρου οι μεγάλες πέτρες και τα βραχώδη

2
ΠΕΤΕΠ 02-07-03 «Μεταβατικά επιχώματα».
20 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

προϊόντα απαιτούν ισχυρούς συμπυκνωτές. Ο περιορισμός maxD < 80 mm


ανταποκρίνεται σε μικρούς έως μεσαίους συμπυκνωτές, βάρους μέχρι 40
KN/m.

2.1.3.1. Υλικά της ΠΤΠ Ο-150


Οι παλαιότερες προδιαγραφές (ΠΤΠ 0-150 και 0-155) όριζαν πέντε πε-
ριοχές (Α, Β, Γ, Δ και Ε) που φαίνονται στο σχήμα 2.6 και στον πίνακα
2.1, μέσα στις οποίες πρέπει να κείται η κοκκομετρική καμπύλη του
υλικού.
Ανάλογα με την κατηγορία προβλέπουν:
Μέγιστη διάμετρο maxD = 2,54 έως 76,2 mm
Λεπτόκοκκο κλάσμα G0,074 = 3 έως 15%
Δείκτη πλαστικότητας ΡI < 7%

2.1.3.2. Υλικά της ΠΕΤΕΠ 02-07-01


Οι νεώτερες προδιαγραφές δεν ορίζουν περιοχές για τη κοκκομετρική δια-
βάθμιση αλλά γενικότερα καθορίζουν όρια στις φυσικές και μηχανικές
ιδιότητες που πρέπει να πληρούν τα «κατάλληλα» γεωυλικά.
Σύμφωνα με την προδιαγραφή ΠΕΤΕΠ 02-07-01 «Κατασκευή επιχω-
μάτων με κατάλληλα προϊόντα εκσκαφών ή δανειοθαλάμων» τα γαιώδη
υλικά, ορυκτά ή θραυστά κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες με χαρα-

Σχήμα 2.6. Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης υλικών επίχωσης σύμφωνα


με την ΠΤΠ 0-150 για τις διαβαθμίσεις Α, Γ και Ε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 21

κτηριστική ονομασία Ε4, Ε3, Ε2, Ε1 και Ε0. Στον πίνακα 2.2 φαίνονται οι
ιδιότητες που πρέπει να πληρούν τα «κατάλληλα» υλικά (Ε4 έως Ε1) και
οι οποίες συνοπτικά αναφέρονται σε περιορισμό της μέγιστης διαμέτρου
και στον καθορισμό ορίων στην πλαστικότητα, στον δείκτη C.B.R., την
πυκνότητα και στην περιεκτικότητα σε οργανικές ουσίες.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.1: ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ


ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΤΠ 0-150 ΚΑΙ 0-155.

Συνοπτικά πρέπει να ισχύουν:


Μέγιστη διάμετρος maxD ≤ 80 mm ή 100 mm ή 150 mm
Όριο υδαρότητας LL < 30 ή 40% ή 65%
Δείκτης πλαστικότητας PI < 10%
Μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα
κατά την τροποποιημένη δοκιμή Proctor: γP > 19,4 ή 16,0 ΚΝ/m3
Περιεκτικότητα σε οργανικά 0 ή 1,0 ή 3,0%

Από τα γαιώδη υλικά της προδιαγραφής αυτής συνιστάται να χρησιμο-


ποιούνται για στρώσεις εξυγίανσης οι κατηγορίες Ε4 (Επίλεκτο ΙΙ) και Ε3
(Επίλεκτο Ι).
Τα βραχώδη προϊόντα της ίδιας προδιαγραφής ακολουθούν τους εξής
περιορισμούς:

Μέγιστη διάμετρος maxD ≤ 2/3 του πάχους της στρώσεως


22 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Περιεκτικότητα G22,4 ≤ 25%


Περιεκτικότητα G0,063 ≤ 7%
όπου Gα είναι το ποσοστό διερχομένων από το κόσκινο διαμέτρου α mm.
Μέγιστη διάσταση κόκκου για υλικά μη ευαίσθητα σε νερό 800 mm
Μέγιστη διάσταση κόκκου για υλικά ευαίσθητα σε νερό 500 mm

Οι παραπάνω μέγιστες διαστάσεις νοούνται ως οι μέγιστες δυνατές και


έχουν εφαρμογή μόνον εφόσον διατίθενται μηχανήματα συμπύκνωσης ι-
κανότητας άνω των 40 ΚΝ/m (γραμμικού φορτίου κυλίνδρου).
Η περιοχή μέσα στην οποία πρέπει να περιέχεται η κοκκομετρική κα-
μπύλη καθώς και η κλίση ορίζονται έτσι ώστε για κάθε μέγιστη διάμετρο
D να ισχύουν τα παρακάτω ποσοστά διερχομένων:
D 90÷100 %
D/4 45÷60 %
D/16 25÷45 %
D/64 15÷35 %

Στο σχήμα 2.7 φαίνεται η περιοχή μέσα στην οποία μπορούν να ανα-
πτύσσονται οι κοκκομετρικές καμπύλες, σαν παράδειγμα, για δύο συγκε-
κριμένες διαμέτρους.

Σχήμα 2.7. Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης υλικών επίχωσης για μέγιστες


διαμέτρους maxD ≤ 80 mm και maxD ≤ 10 mm σύμφωνα
με την προδιαγραφή ΠΕΤΕΠ 02-07-01.
Η επιλογή των χαρακτηριστικών διαμέτρων με εκθετική αναλογία οδηγεί σε πα-
ράλληλη μετατόπιση του ιδίου σχήματος μέσα στο ημιλογαριθμικό διάγραμμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 23

Ελέγχεται ακόμη το σχήμα των κόκκων και προτιμώνται κόκκοι με


σχετικά μικρές αποκλίσεις στις διαστάσεις τους. Κόκκοι πολύ πεπλατυ-
σμένοι ή ραβδόμορφοι σχηματίζουν μεγάλα κενά όταν συσσωρεύονται σε
αντίθεση με εκείνους που έχουν σχήμα κύβου ή ορθογωνίου παραλληλεπι-
πέδου.

Ακατάλληλος θεωρείται ο κόκκος όταν ο λόγος των διαστάσεών του


πληροί τη σχέση :
L+G
≥3
2E
Όπου α)
L = η μέγιστη απόσταση μεταξύ δύο παραλλήλων επιπέδων που εφά-
πτονται στον κόκκο. γ)

G = η ελάχιστη διάμετρος κυκλικής οπής από την οποία διέρχεται ο


β)
κόκκος. δ)
Ε = η ελάχιστη απόσταση μεταξύ δύο παραλλήλων επιπέδων που ε-
φάπτονται στον κόκκο.
Το ποσοστό των ακατάλληλων κόκκων μπορεί να φθάνει μέχρι το
30%.
Σκοπός του ελέγχου του σχήματος των κόκκων είναι η διευκόλυνση
της συμπύκνωσης. Όσο περισσότερο το σχήμα τους πλησιάζει προς τη
σφαίρα ή τον κύβο, τόσο πιο ευσταθής είναι η δομή του εδάφους.

2.1.3.3. Υλικά της ΠΕΤΕΠ 02-07-03


Η πλησιέστερη προδιαγραφή προς τους στόχους της στρώσης εξυγί-
ανσης οικοδομικού έργου θα μπορούσε να θεωρηθεί η ΠΕΤΕΠ 02-07-03
«Μεταβατικά επιχώματα» που αναφέρεται στην επίχωση πίσω από ακρό-
βαθρο γεφύρας, ένα σημείο πολύ ευαίσθητο σε υποχωρήσεις.
Η προδιαγραφή προβλέπει κοκκώδη υλικά από φυσικά ή θραυστά αμ-
μοχάλικα, με δείκτη πλαστικότητας ΡI ≤ 4%. Το υλικό Ε4 (Επίλεκτο ΙΙ)
του πίνακα 2.2 θεωρείται κατάλληλο με μικρές τροποποιήσεις :
Μέγιστη διάμετρος κόκκου maxD ≤ 80 mm
Λεπτόκοκκο κλάσμα G0,063 < 20%
Όριο υδαρότητας LL < 30%
Δείκτης πλαστικότητας PI ≤ 4%
Πλήρης απουσία οργανικών 0%
Διόγκωση 0%
24 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.2 : ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΕΔΑΦΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΧΩΜΑΤΑ


ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ (Κατά το προσχέδιο ΠΕΤΕΠ 02-07-01).

Όπου :
(1) CBR = Τιμή του Καλιφορνιακού Λόγου Φέρουσας Ικανότητας (Ε 105-86 Μέθοδος 12)
(2) Κατά τη δοκιμή CBR.
(3) Θα προσδιορισθεί με τη μέθοδο της “υγρής οξείδωσης” (AASHTO T-194).
LL = Όριο Υδαρότητας (Ε 105-86 Μέθοδος 5)
PI = Δείκτης Πλαστικότητας (Ε 105-86 Μέθοδος 6)
Κόσκινο ISO 565 ανοίγματος 0,063 mm (το πλησιέστερο προς το κόσκινο Νο 200 κατά
AASHTO ανοίγματος βροχίδας 0,074 mm.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 25

α)

δ)

β)

γ)

Σχήμα 2.8. Κοκκομετρικές καμπύλες σκύρων.


α) Γαρμπίλι 8 έως 16 mm
β) σκύρα σκυροδέματος 16 έως 31mm
γ) σκύρα οδοστρωσίας 31 έως 80 mm
δ) σύνθεση σκύρων οδοστρωσίας με αναλογίες:
8 έως 16 mm =40%, 16 έως 31mm=30%, 31 έως 80 mm=30%

Είναι γεωυλικά πλήρους κοκκομετρικής διαβάθμισης που διαστρώνο-


νται σε στρώσεις 15 έως 30 cm. Η προδιαγραφή αυτή προβλέπει χαμηλό
βαθμό συμπύκνωσης (92% της τροποποιημένης μεθόδου Proctor) για να
μην αναπτύσσονται πρόσθετες ωθήσεις στα ακρόβαθρα. Αυτό όμως δεν
ισχύει στην στρώση εξυγίανσης, η οποία συμπυκνώνεται σε 98% έως
100% (βλ. παράγρ. 2.2.7).

2.1.3.4. Υλικά περιορισμένης διαβάθμισης


Τα υλικά των προδιαγραφών ΠΤΠ Ο-150, ΠΕΤΕΠ 02-07-01 και 02-
07-03 έχουν πλήρη κοκκομετρική διαβάθμιση. Περιέχουν δηλαδή κόκκους
όλων των διαμέτρων σε αναλογίες που ορίζουν οι προδιαγραφές, με στόχο
όταν συμπυκνωθούν να σχηματίσουν ένα συμπαγές σώμα.
26 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Υλικό
από τον σπαστήρα
Διάμετρος
κοσκίνου

70 ή 80
ή 90 mm αδρομερή υλικά,
υπολείματα λατομείου

28 ή 31 mm

σκύρα οδοστρωσίας

16 mm

σκύρα σκυροδέματος

10 mm

γαρμπίλι

ψηφίδα, ρυζάκι,
άμμος και παιπάλη

Σχήμα 2.9. Σχηματική διάταξη κοσκίνων για την παραγωγή διαφόρων κατηγοριών
σκύρων.

Εκτός όμως από τα διαβαθμισμένα γεωυλικά μπορούν να χρησιμοποι-


ηθούν και άλλα θραυστά υλικά, ισόκοκκα ή με περιορισμένη διαβάθμιση,
όπως είναι:
− τα σκύρα οδοστρωσίας, διαμέτρου 31 έως 80 mm
− τα σκύρα σκυροδέματος, διαμέτρου 16 έως 28 ή 31 mm
− το γαρμπίλι, διαμέτρου 8 ή 12 έως 16 mm

Οι κοκκομετρικές καμπύλες των διαφόρων κατηγοριών σκύρων φαίνο-


νται στο σχήμα 2.8.
Συνήθως τα λατομεία ασβεστολιθικών πετρωμάτων χρησιμοποιούν
μόνον τα απαραίτητα κόσκινα με τις χαρακτηριστικές διαμέτρους για το
διαχωρισμό του υλικού που βγαίνει από τον σπαστήρα στις κατηγορίες των
σκύρων που αναφέρθηκαν πιο πάνω (Σχήμα 2.9).
Η κοκκομετρική διαβάθμιση του υλικού του σπαστήρα εξαρτάται αφ’
ενός μεν από το άνοιγμα των σιαγώνων του και αφ’ ετέρου από τη σκλη-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 27

ρότητα, τον κερματισμό και την αποσάθρωση του πετρώματος. Η κοκκο-


μετρία δεν είναι σταθερή, διότι από τη χρήση οι σιαγώνες ανοίγουν ή
φθείρονται και διότι το πέτρωμα αλλάζει ιδιότητες από θέση σε θέση. Έτσι
τα σκύρα μιας ορισμένης περιοχής δεν έχουν πάντοτε σταθερή κατανομή.
Λατομεία με καλύτερο εξοπλισμό (Φωτογραφία 2.10) παρεμβάλλουν
μεταξύ των βασικών διαμέτρων ενδιάμεσα κόσκινα και διαχωρίζουν το
υλικό σε περισσότερες διαβαθμίσεις. Στη φωτογραφία 2.11 φαίνονται οι
σωροί δια βαθμισμένου υλικού. Κατόπιν παίρνοντας τις κατάλληλες ποσό-
τητες από κάθε σωρό ανασυνθέτουν ένα μίγμα με την επιθυμητή καμπύλη
κοκκομετρικής διαβάθμισης.
Στο σχήμα 2.12 φαίνεται η κοκκομετρική καμπύλη ενός καλά διαβαθ-
μισμένου θραυστού αμμοχάλικου, το οποίο προέκυψε από ανάμιξη σε κα-
τάλληλες αναλογίες υλικών που πρώτα είχαν διαχωριστεί.

Φωτογραφία 2.10. Συγκρότημα σπαστήρα και κοσκίνων για την παραγωγή διαβαθ-
μισμένων θραυστών γεωυλικών.
28 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.11. Μεταφορά με ταινιόδρομους και απόθεση σε σωρούς υλικών


ορισμένης διαβάθμισης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 29

Σχήμα 2.12. Καλά διαβαθμισμένο θραυστό αμμοχάλικο.

2.1.4. Αποφυγή μόλυνσης – Φίλτρα


Με τον όρο «μόλυνση της στρώσης εξυγίανσης» εννοούμε την εισχώ-
ρηση λεπτόκοκκου υλικού από το υπέδαφος μέσα στους πόρους της στρώ-
σης. Αυτό γίνεται όταν το υπέδαφος κορεσθεί και καταστεί πολύ μαλακό,
τότε υπό την επίδραση των φορτίων οι αιχμηροί κόκκοι της στρώσης εισ-
δύουν στο υπέδαφος. Δονήσεις, κραδασμοί και υπόγεια ροή διευκολύνουν
το φαινόμενο. Η διείσδυση αυτή δεν είναι επιθυμητή για πολλούς λόγους:
Η βύθιση του χονδρόκοκκου υλικού συνεπάγεται ισόποση καθίζηση της
επιφάνειας. Η παρεμβολή υγρού αργιλικού εδάφους μειώνει την υψηλή
γωνία εσωτερικής τριβής μεταξύ των σκύρων.
Η ανάμιξη των εδαφών αποφεύγεται, όταν παρεμβάλλεται μεταξύ τους
ένα υλικό που δεν επιτρέπει τη διέλευση των λεπτών κόκκων του εδάφους
προς τους μεγάλους πόρους της υπερκείμενης στρώσης. Τα υλικά αυτά
ονομάζονται «φίλτρα» και αποτελούνται είτε από εδαφικά υλικά (ορυκτά
φίλτρα) είτε από γεωσυνθετικά (γεωύφασμα).

2.1.4.1. Ορυκτά φίλτρα


Η ανάμιξη των υλικών και η μόλυνση αποφεύγονται όταν ισχύει μια α-
ναλογία μεταξύ των διαμέτρων των κόκκων των δύο υλικών, η οποία συντε-
λεί στη «γεφύρωση των μεγάλων πόρων από τους κόκκους του λεπτόκοκκου
30 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

υλικού». Όταν οι πόροι του χονδροκόκκου υλικού έχουν το κατάλληλο μέ-


γεθος, οι λεπτοί κόκκοι σχηματίζουν «αψίδα» (arching) μπροστά στον πόρο
και δεν επιτρέπουν στους λεπτούς κόκκους να εισχωρήσουν.
Η κοκκομετρική διαβάθμιση των υλικών του φίλτρου προκύπτει από
σύγκριση των διαμέτρων της ως προς εκείνες του λεπτοκόκκου εδάφους
αφ’ ενός και του χονδροκόκκου υλικού αφ’ ετέρου. Σήμερα σπάνια χρη-
σιμοποιούνται ορυκτά φίλτρα σε οριζόντιες στρώσεις. Γι’ αυτό αναλυτικό-
τερα στοιχεία αναπτύσσονται στην παράγραφο 5.3 «Στρώση στράγγισης»,
όπου χρησιμοποιούνται ακόμη.
Παλιότερα τοποθετούσαν μια στρώση άμμου ή αμμοχάλικου ως δια-
χωριστικό μέσον. Η διαβάθμισή της ορίζεται στην παράγραφο 5.3. Το πά-
χος της δεν προκύπτει από κάποιου είδους υπολογισμό, αλλά μόνο από
κατασκευαστικούς λόγους. Στις άμμους είναι 10 έως 20 cm και στα αμμο-
χάλικα μεγαλύτερο.

2.1.4.2. Φίλτρα από γεωσυνθετικά


Ως διαχωριστικό μέσον χρησιμοποιούνται μη υφαντά γεωυφάσματα
από ατέρμονες ίνες που συγκρατούνται μεταξύ τους με διάφορες τεχνικές
συγκόλλησης ή εμπλοκής. Έχουν πάχος 0,4 έως 3,0 mm και βάρος 70 έως
350 gr/m2.
Το γεωύφασμα ως διαχωριστικό μέσο σε αντικατάσταση του ορυκτού
φίλτρου πρέπει αφ' ενός μεν να αποτρέπει τη διείσδυση του λεπτόκοκκου
υλικού του εδάφους χωρίς να εμποδίζει τη ροή του νερού και αφ' ετέρου
να έχει την απαιτούμενη μηχανική αντοχή. Πρέπει δηλαδή να ικανοποιεί
δύο απαιτήσεις:
i. Υδραυλικό κριτήριο: κατάλληλο άνοιγμα των πόρων Οw έτσι
ώστε να παρακρατεί τα σωματίδια του εδάφους, ενώ παράλληλα
υψηλή διαπερατότητα για να επιτρέπει την απρόσκοπτη ροή του
νερού.
ii. Μηχανικό κριτήριο: επαρκή μηχανική αντοχή ώστε να μην κατα-
στρέφεται κατά την διαδικασία τοποθέτησής του (κυκλοφορία μη-
χανημάτων, γωνιώδη χαλίκια κλπ).

Τα κριτήρια αυτά περιγράφονται από τις βασικές ιδιότητες του γεωυ-


φάσματος (ASTM “Standards on geosynthetics” 1993, J. P. Giroud 1981,
K. M. Korner 1990).

Υδραυλικές ιδιότητες: Διαπερατότητα (permeability) kn


Mέγιστη ενεργός διάμετρος πόρου Οw
Παροχετευτική ικανότητα (permitivity) Ψ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 31

Μηχανικές ιδιότητες: Αντοχή σε εφελκυσμό r


Αντοχή σε σκίσιμο Rp
Αντοχή σε διάτρηση Od
Ελάχιστη ειδική επιμήκυνση εrmin
Πάχος γεωυφάσματος TG

Οι τιμές των παραμέτρων που οριοθετούν τις υδραυλικές και μηχανι-


κές ιδιότητες έχουν καθοριστεί εμπειρικά και δίνονται από κανονισμούς
και από την σχετική βιβλιογραφία.

Υδραυλικό κριτήριο
Επειδή το γεωύφασμα είναι πολύ συμπιεστό υλικό, η διαπερατότητα
kn κάθετα προς το επίπεδό του καθώς και η παροχευτική ικανότητα Ψ,
παράλληλα προς το επίπεδό του εξαρτώνται από την πίεση που επιβάλλε-
ται στις επιφάνειές του. Όταν οι πιέσεις των υπερκειμένων είναι σημαντι-
κές, λαμβάνεται υπόψη μείωση της διαπερατότητας.
Για τη διαστασιολόγηση πρέπει να είναι γνωστή η κοκκομετρική δια-
βάθμιση του εδάφους και ο δείκτης διαπερατότητας k. Η διαπερατότητα
του γεωυφάσματος kn καθορίζεται από τον πίνακα 2.3 ανάλογα με το είδος
της φόρτισης και την παροχή. Η μέγιστη ενεργός διάμετρος πόρων του
γεωυφάσματος προσδιορίζεται με την βοήθεια ορισμένων χαρακτηριστι-
κών διαμέτρων του εδάφους όπως φαίνεται στον πίνακα 2.4.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.3 : ΥΔΡΑΥΛΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΓΕΩΥΦΑΣΜΑΤΟΣ

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑΤΙΚΗ ΦΟΡΤΙΣΗ ΛΕΠΤΟΚΟΚΚΑ ΕΔΑΦΗ


ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΡΟΗΣ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΟΧΗ ΡΟΗΣ
Διαπερατότητα kn ≥ 10 k kn ≥ 100 k
Παροχετευτική Ψ ≥ 10 k/ΤG Ψ ≥ 100 k/ΤG
ικανότητα
32 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.4 : ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΟΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΥΦΑΣΜΑ-


ΤΟΣ

Μηχανικό κριτήριο
Η μηχανική αντοχή του γεωυφάσματος καθορίζεται με βάση τη μέγι-
στη διάμετρο dmax και τη μορφή των κόκκων των υλικών που έρχονται
σε επαφή με αυτό αφ' ενός και αφ' ετέρου από την μηχανική καταπόνηση
που θα υποστεί το γεωύφασμα μετά την τοποθέτησή του. Δηλαδή το ύψος
πτώσεως λίθων κατά την πλήρωση του στραγγιστηρίου ή την επίχωση, το
αξονικό φορτίο κατά την διάστρωση και συμπύκνωση κλπ.
Έτσι με την βοήθεια των πινάκων 2.5 και 2.6 καθορίζονται οι μηχανι-
κές ιδιότητες του γεωϋφάσματος ανάλογα με την διαβάθμιση του υλικού
πληρώσεως και την ενδεχόμενη καταπόνηση που θα υποστεί το γεωύφα-
σμα κατά την τοποθέτησή του.
Eάν η παραμορφωσιμότητα σε θραύση του επιλεγέντος γεωϋφάσματος
εr δεν είναι επαρκής (εr ≤ εrmin), τότε απαιτείται αύξηση της απαιτούμε-
νης εφελκυστικής δύναμης r.
εrmin
r*= r⋅
εr
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 33

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.5: ΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΓΕΩΥΦΑΣΜΑΤΟΣ

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΝΤΟΧΗ ΣΕ AΝΤΟΧΗ ΣΕ AΝΤΟΧΗ ΣΕ


ΕΦΕΛΚΥΜΟ ΣΚΙΣΙΜΟ ΔΙΑΤΡΗΣΗ
r (kN . m-1) Rp (N) Od (mm)
Υλικό επαφής διαβαθμισμένο 4,0 750 45
στρογγυλοί κόκκοι,
dmax ≤ 60 mm
Xωρίς ουσιώδη μηχανική κατα-
πόνηση κατά την τοποθέτηση
(κατασκευή)
Υλικό επαφής διαβαθμισμένο, 6,0 1000 35
στρογγυλό dmax ≤ 60 mm θραυ-
στό υλικό με dmax ≤ 32 mm.
Ελαφρά μηχανική καταπόνηση
κατά την τοποθέτηση
Υλικό επαφής με περιεκτικότητα 8,0 1400 30
σε λίθους.
Υψηλή μηχανική καταπόνηση
κατά την τοποθέτηση

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.6 : ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΣΕ ΘΡΑΥΣΗ ΓΕΩΥΦΑΣΜΑΤΟΣ

ΕΔΑΦΗ ΜΕ d85 > 30 mm ΕΔΑΦΗ ΜΕ d85 < 30 mm


Χαλαρά διάστρωση εrmin ≥ 40%
Συνεκτικό εrmin ≥ 30% εrmin >15%
Στερεό εrmin ≥ 20%

Πρακτικά, το ελάχιστο ανηγμένο βάρος μη υφασμένου γεωυφάσματος


από ατέρμονες ίνες πολυπροπυλενίου μπορεί εμπειρικά να εκτιμηθεί ανά-
λογα με το μέγεθος των κόκκων του εδαφικού υλικού πληρώσεως ή επι-
χώσεως και με το ύψος πτώσεως. Στον πίνακα 2.7 αναφέρονται τα ελάχι-
στα απαιτούμενα πάχη γεωυφάσματος με επίχωση που περιλαμβάνει
στρογγυλευμένα χαλίκια 3 .) .

3
Διάφορες εταιρείες παραγωγής γεωυφασμάτων δίνουν αντίστοιχους πίνακες ή
προγράμματα Η/Υ για τον υπολογισμό του απαιτούμενου βάρους του γεωυφά-
34 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.7 : ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΑΝΗΓΜΕΝΟ ΒΑΡΟΣ ΓΕΩΥ-


ΦΑΣΜΑΤΟΣ (gr/m2)

MΕΓΙΣΤΗ ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΩΝ


< 100 mm 100 - 200 mm 200 - 300 mm > 300 mm
ΥΨΟΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
0 - 1,00 m 110 110 130 140
1,00 - 2,00 m 110 130 140 180
2,00 - 3,00 m 130 140 180 200
3,00 - 4,00 m 140 180 200 235

Στις προδιαγραφές για τη μελέτη και κατασκευή του οδικού άξονα Κε-
ντρικής Ελλάδος (ΥΠΕΧΩΔΕ 2004) δίνεται ο πίνακας 2.8 με τις απαιτού-
μενες ιδιότητες διαχωριστικού γεωυφάσματος σε στρώσεις αποτελούμενες
από κοκκώδη υλικά, βραχώδη προϊόντα εκσκαφών με μέγιστη διάμετρο
κόκκου D <= 300 mm.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.8 : ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΟΥ ΓΕΩΥΦΑΣΜΑΤΟΣ ΣΕ


ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΜΕ ΒΡΑΧΩΔΗ ΥΛΙΚΑ (D <= 300 mm).

ΕΙΔΟΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΤΙΜΗ ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ


(Ι) Βάρος υφάσματος ανά μο- >= 190 gr/m2 EN 965
νάδα επιφανείας
(ΙΙ) Αντοχή σε διάτρηση >= 1900 N ISO/EN 12236
(ΙΙΙ) Αντοχή εφελκυσμού σε επί-
πεδη παραμόρφωση.
>= 12 ΚΝ ISO/EN 10319
(Ελάχιστη αντοχή ως προς οποια-
δήποτε από τις δύο κατευθύνσεις)
(IV) Επιμήκυνση θραύσης 40 – 70 % ISO/EN 10319
(V) Αντοχή εφελκυσμού με αρ-
παγή
>=1000 N ASTM D 4632
(Ελάχιστη αντοχή ως προς οποια-
δήποτε από τις δύο κατευθύνσεις)

σματος σε συνάρτηση με το ύψος πτώσεως και τη διάμετρο των κόκκων. Η


χρήση των πινάκων αυτών περιορίζεται στα προϊόντα κάθε συγκεκριμένης ε-
ταιρείας, εφόσον ο πίνακας έχει συνταχθεί με βάση τις μηχανικές ιδιότητες
των προϊόντων της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 35

ΕΙΔΟΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΤΙΜΗ ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ


(VI) Αντοχή σε πτώση κώνου <= 25 mm EN 918
(VII) Αντοχή σε σχίσιμο >= 450 Ν ASTM D 4533
(VIII) Υδατοπερατότητα >= 3*10-4
α. Υπό πίεση 20 KN/m2 m/sec
SN 640550
β. Υπό πίεση 200 KN/m2 >= 2.5*10-4
m/sec
(IX) Ικανότητα διέλευσης νερού
κάθετα στο επίπεδο του γεωυφά-
σματος SN 640550
α. Υπό πίεση 20 KN/m2 >= 0,6 sec-1
2
β. Υπό πίεση 200 KN/m >= 0,5 sec-1
(X) Ενεργός διάμετρος πόρων
<= 120 μm DIN 60500/6
γεωυφάσματος Ο90w

Από κατασκευαστική άποψη το γεωύφασμα απαιτεί προσεκτική και


λεπτομερή εφαρμογή των σχετικών πρακτικών κανόνων και των προδια-
γραφών (βλ. και ΠΕΤΕΠ 05-03-04). Διαστρώνεται σε καλά προετοιμασμέ-
νη επιφάνεια, η οποία δεν πρέπει να έχει αιχμηρές προεξοχές, πέτρες, ξύλα
ή άλλα αντικείμενα που θα μπορούσαν σχίσουν το ύφασμα, όταν θα πιε-
στεί (Φωτογραφίες 2.13 και 2.14).
Τα ξένα υλικά ή προεξέχοντα στοιχεία αφαιρούνται και η επιφάνεια
ισοπεδώνεται και κυλινδρώνεται. Για διευκόλυνση της εργασίας αντλού-
νται τα νερά και καθαρίζονται οι λάσπες. Η διάστρωση προχωρεί σε δια-
δοχικές ζώνες, ξετυλίγοντας τους ρόλους επιτόπου επάνω στην επιφάνεια.
Η επικάλυψη των διαδοχικών φύλλων πρέπει να είναι τουλάχιστον 300
mm και κατά τις δύο διευθύνσεις.
Η κυκλοφορία οχημάτων επάνω στο γεωύφασμα απαγορεύεται γενικά,
μολονότι οι προμηθευτές διατείνονται ότι το γεωύφασμα αντέχει στα φορ-
τία, εφόσον η επιφάνεια είναι λεία. Η απαγόρευση δικαιολογείται, διότι
προφανώς θα υποστεί κάποια φθορά ή μετατόπιση από τους ελιγμούς των
οχημάτων, από το στρίψιμο του τιμονιού επί τόπου, κλπ. Γι’ αυτό το ελά-
χιστο πάχος της εδαφικής στρώσης που καλύπτει το γεωύφασμα ορίζεται
σε 20 cm (ΠΕΤΕΠ 08-03-03, «γεωυφάσματα στραγγιστηρίων»).
Τα γεωυφάσματα δεν πρέπει να μένουν εκτεθειμένα στην ηλιακή ακτι-
νοβολία για μακρύ χρονικό διάστημα, είτε απλωμένα, είτε σε ρολά. Η επι-
κάλυψή τους με το υλικό της στρώσης πρέπει να ακολουθεί σε σύντομο
χρονικό διάστημα.
36 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.13. Πέτρες, εξογκώματα, λακκούβες καθιστούν την επιφάνεια ακα-


τάλληλη για διάστρωση του γεωυφάσματος.

Φωτογραφία 2.14. Οι ρίζες δένδρων προκαλούν συχνά προβλήματα κατά τη διά-


στρωση ιδίως σε έργα οδοποιίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 37

Φωτογραφία 2.15. Εκφόρτωση των γεωυλικών επάνω στη συμπυκνωμένη


στρώση, πίσω από το μέτωπο και προώθηση με φορτωτή.

Φωτογραφία 2.16. Διάστρωση αμμοχάλικου πάνω στο γεωύφασμα χειρονακτικά.


38 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στις φωτογραφίες 2.15 και 2.16 φαίνεται η κατασκευαστική διαδικασί-


α: το γεωύφασμα στρώνεται πάνω από συμπυκνωμένο φυσικό έδαφος και
ο φορτωτής πατώντας στο στρωμένο τμήμα, μεταφέρει το υλικό πάνω στο
γεωύφασμα κοντά στο όριο, αλλά χωρίς να το πατήσει. Η διάστρωση γίνε-
ται κατόπιν χειρονακτικά ή με προώθηση από τον φορτωτή, ο οποίος όμως
κινείται πάντα επάνω σε διαστρωμένο υλικό. Στη συνέχεια ο φορτωτής
πατώντας πάνω στο νέο διαστρωμένο τμήμα θα μεταφέρει το υλικό πιο
μέσα. Με τον τρόπο αυτό θα ολοκληρωθεί η πρώτη στρώση, χωρίς να δια-
κινδυνεύσει το γεωύφασμα.
Η χρήση των γεωυφασμάτων παρουσιάζει σοβαρά πλεονεκτήματα έ-
ναντι των ορυκτών φίλτρων όπως είναι η σταθερότητα των ιδιοτήτων, η
ευκολία και ταχύτητα κατασκευής, η οικονομία, κ.α. με αποτέλεσμα η χρη-
σιμοποίησή τους να γενικεύεται με την πάροδο του χρόνου.

2.1.5. Ισχνό σκυρόδεμα


Χρησιμοποιούνται αδρανή με κατάλληλη κοκκομετρική διαβάθμιση
σύμφωνα με τις προδιαγραφές του σκυροδέματος. Η ποσότητα του τσιμέ-
ντου είναι μειωμένη σε 150 έως 200 kg/m3, και ο λόγος νερού προς τσιμέ-
ντο είναι αυξημένος. Επειδή η λειτουργία της στρώσης είναι βοηθητική
και επειδή δεν προκύπτουν από στατικό υπολογισμό συγκεκριμένες απαι-
τήσεις αντοχής, δεν προκαθορίζεται ορισμένη αντοχή κύβου, ούτε η όλη
κατασκευή διέπεται από προδιαγραφή. Συνήθως τα ισχνά σκυροδέματα
έχουν αντοχές έως 8,0 MPa.
Χρησιμοποιήθηκε πολύ τα προηγούμενα χρόνια, σε βάθρα γεφυρών
και σε θεμελιώσεις οικοδομικών έργων, μικρής μάλλον κλίμακας, οι ο-
ποίες κατασκευάζονταν με μεμονωμένα πέδιλα. Η στρώση περιοριζόταν
μόνον κάτω από τα πέδιλα με επέκταση περιμετρικά ίση προς το πάχος της
(Σχήμα 2.17). Επάνω στη στρώση ήταν δεκτή μια «επιτρεπόμενη τάση»
της τάξεως των 300 έως 400 KPa – ανάλογα και με την αντοχή του υπο-
κειμένου εδάφους - και μέσα της μια γωνία διασποράς του φορτίου κατά
45° και προς τις δύο κατευθύνσεις (βλ. και παράγρ. 2.3).
Με τις παραδοχές αυτές μια στρώση κάτω από το πέδιλο πάχους 20
έως 40 cm σε οικοδομικό έργο ή 1,00 έως 2,00 m σε βάθρο υποβιβάζει
ραγδαία τις τάσεις έδρασης καθώς και τις διαστάσεις του πεδίλου. Σε πα-
λαιότερες εποχές μάλιστα κατά τις οποίες η τιμή του οπλισμένου σκυρο-
δέματος ήταν συγκριτικά υψηλή, η μείωση των διαστάσεων του πεδίλου
κατέληγε σε σοβαρό οικονομικό όφελος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 39

Σχήμα 2.17. Πέδιλο εδραζόμενο σε υπόβαση ισχνού σκυροδέματος.

Και σήμερα όμως για διαφορετικούς λόγους μπορεί να έχει εφαρμογή


η προσθήκη τσιμέντου στα αμμοχάλικα και η ανάμιξή τους με νερό, διότι
δίνουν στο μίγμα σημαντικά πλεονεκτήματα:
• Το υδαρές μίγμα μεταφέρεται εύκολα με σωλήνες και πρέσα σκυ-
ροδέματος και διαστρώνεται σε κάθε σημείο της κάτοψης.
• Ισοπεδώνεται και συμπυκνώνεται με τον πήχη, χωρίς να χρειάζε-
ται συμπύκνωση με οδοστρωτήρα, χωρίς να προκαλεί δονήσεις ή
ισχυρές πλευρικές ωθήσεις.
• Επιτυγχάνει πολύ σύντομα (σε 24 έως 48 ώρες) επαρκή σκλήρυν-
ση της επιφάνειας, ώστε να μπορούν να συνεχιστούν οι εργασίες.
• Παρέχει λεία και ανθεκτική επιφάνεια η οποία επιτρέπει τη χάραξη
των θεμελίων, τη στερέωση ξυλοτύπων κ.λ.π.

Σε σύγκριση με τις στρώσεις αμμοχάλικου, θεωρείται περισσότερο ε-


λεγχόμενη και αξιόπιστη κατασκευή, η οποία δεν αφήνει πολλά περιθώρια
σφάλματος. Η σύνθεση των αδρανών ελέγχεται εργαστηριακά από την ε-
ταιρεία παραγωγής του σκυροδέματος και οι αναλογίες όλων των υλικών
40 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

εξασφαλίζονται με ζύγιση. Δεν χρειάζεται συμπύκνωση, η οποία αποτελεί


το ασθενές σημείο των στρώσεων με γεωυλικά.
Από οικονομική άποψη – και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτε-
ρότητες κάθε εργοταξίου – το τελικό κόστος στρώσεως από ισχνό σκυρό-
δεμα δεν διαφέρει αισθητά από το κόστος ισοδυνάμου στρώσεως από αμ-
μοχάλικο, διότι αφενός μεν το πάχος της είναι μικρότερο και αφετέρου δεν
χρειάζεται διαβροχή και συμπύκνωση. Δεν επιβαρύνεται επίσης με έξοδα
για εργαστηριακούς και επί τόπου ελέγχους της παραγωγής.

2.1.6. Σταθεροποιημένο έδαφος

2.1.6.1. Γενικά
H σταθεροποίηση του εδάφους εφαρμόζεται κυρίως στην Οδοποιία και
αποβλέπει στη δημιουργία εκτεταμένων στρώσεων βελτιωμένου εδαφικού
υλικού με μικρό κόστος. Αρχή της σταθεροποίησης είναι η χρησιμοποίηση
γεωυλικών χαμηλής αντοχής που υπάρχουν επί τόπου του έργου. Τα γεωυ-
λικά βελτιώνονται όταν αναμιχθούν είτε με αδρομερή υλικά (μηχανική
σταθεροποίηση), είτε με κατάλληλα πρόσμικτα (χημική σταθεροποίηση).
Η μηχανική σταθεροποίηση με χονδρόκοκκα γεωυλικά αναπτύσσεται
στο κεφάλαιο 4 «Στρώση σταθεροποίησης», ενώ στην παράγραφο αυτή
εξετάζονται πρόσμικτα που έχουν κυρίως χημική δράση όπως το τσιμέντο,
ο ασβέστης κ.λ.π. Τα πρόσμικτα μετέχουν σε πολύ μικρές ποσότητες και
αποτελούνται κυρίως από υδράσβεστο, τσιμέντο, ιπταμένη τέφρα ή σκωρί-
ες υψικαμίνων και εν γένει υλικά που περιέχουν ασβέστη ή υδραυλικές
κονίες. Χρησιμοποιούνται επίσης χημικά προϊόντα χαμηλού κόστους, ό-
πως χλωριούχα άλατα, ασφαλτικά, ακρυλικά κλπ. Με εξαίρεση τον επιφα-
νειακό εμποτισμό με ασφαλτικό γαλάκτωμα, τα χημικά πρόσμικτα δεν έ-
χουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα.
Με την παρουσία του νερού οι χημικές αντιδράσεις που ακολουθούν
την ανάμιξη του εδάφους με το πρόσμικτο είναι πολύπλοκες και καμιά
φορά απρόβλεπτες εξ’ αιτίας των μεταβολών του εδάφους. Τελικά η αντο-
χή εξαρτάται κατά πολύ από τη χημική σύσταση του εδάφους με αποτέλε-
σμα να είναι δύσκολο να εξαχθούν γενικά συμπεράσματα και έτσι για κάθε
περίπτωση να απαιτείται ξεχωριστή εργαστηριακή μελέτη. Η ανάπτυξη της
μεθοδολογίας της σταθεροποίησης εδαφών δεν αποτελεί αντικείμενο του
βιβλίου τούτου. Αναφέρονται μόνον πολύ συνοπτικά λίγα θεωρητικά και
κατασκευαστικά στοιχεία.
Η σωστή επιλογή του κατάλληλου προσμίκτου είναι δύσκολη και απαιτεί
εμπειρία. Στον πίνακα 2.9 δίνεται ένας «Οδηγός για την επιλογή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 41

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.9 : ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΡΟΣΜΙΚΤΟΥ ΣΤΑ-


ΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ (Κατά την FM 5-410, Chap.9)
Περι- Κατηγορία εδαφι- Προτεινόμενο είδος Περιορισμοί στα όρια Περιορισμοί στο Παρατηρήσεις
οχή κού υλικού προσμίκτου Atterberg διερχόμενο Νο
σταθεροποίησης 200
1Α SW ή SP (1) Ασφαλτικό γαλά-
κτωμα
(2) Τσιμέντο Portland - -
(3) Ασβέστης-
τσιμέντο-τέφρα PI < 25
1B SW-SM ή (1) Ασφαλτικό γαλά- PI < 10 PI ≤ 30
SP-SM ή κτωμα PI < 30 PI ≥ 12
SW-SC ή (2) Τσιμέντο Portland PI < 12
-
SP-SC (3) Ασβέστης PI < 25
(4) Ασβέστης-
τσιμέντο-τέφρα
1C SM ή SC (1) Ασφαλτικό γαλά- PI < 10 < 30% < κατά
ή SM-SC κτωμα 50 − G βάρος
(2) Τσιμέντο Portland PI ≤ 20 + 0, 074
-
(3) Ασβέστης 4
(4) Ασβέστης- PI > 12
τσιμέντο-τέφρα PI < 25
2A (1) Ασφαλτικό γαλά- Μόνο καλά δια-
κτωμα βαθμισμένα υλι-
(2) Τσιμέντο Portland κά Υλικά με
GW ή GP PI < 25 - τουλάχιστον 45%
(3) Ασβέστης- κ.β. περιεκτικό-
τσιμέντο-τέφρα τητα διερχόμενου
από Νο 4
2B (1) Ασφαλτικό γαλά- PI < 10 Μόνο καλά
κτωμα PI < 30 διαβαθμισμένα
GW-GM ή (2) Τσιμέντο Portland PI > 12 υλικά Υλικά με
GP-GM ή (3) Ασβέστης PI < 25 τουλάχιστον 45%
GW-GC ή (4) Ασβέστης- κ.β. περιεκτικό-
CP-GC τσιμέντο-τέφρα τητα διε-
ρχόμενου από Νο
4
2C (1) Ασφαλτικό γαλά- PI < 10 < 30%< κατά Μόνο καλά δια-
κτωμα 50 − G βάρος βαθμισμένα υλι-
(2) Τσιμέντο Portland PI ≤ 20 + 0, 074 κά. Υλικά με
GH-GC ή (3) Ασβέστης 4 τουλάχιστον 45%
GM-GC (4) Ασβέστης- PI > 12 κ.β. περιεκτικό-
τσιμέντο-τέφρα PI < 25 τητα διε-
ρχόμενου από Νο
4
3 CH ή CL ή MH (1) Ασφαλτικό γαλά- LL < 40 και Οργανικά και ι-
ML ή OH ή OL κτωμα PI < 20 σχυρά όξινα ε-
(3) Ασβέστης PI > 12 δάφη που ανή-
L-CL κουν σε αυτήν
- την κατηγορία
δεν υπόκεινται σε
σταθεροποίηση
με τα συνηθισμέ-
να μέσα.
42 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

σταθεροποίησης» που υποδεικνύεται από αμερικανικές στρατιωτικές υπη-


ρεσίες (FM 5-410, Chap. 9).
Η κατασκευή διέπεται από κανονισμούς, όπως οι ΠΕΤΕΠ 05-03-02-
01 «Στρώσεις έδρασης οδοστρωμάτων και επιχωμάτων από σταθεροποιη-
μένα εδαφικά υλικά με υδράσβεστο» και 05-03-02-02 «Στρώσεις έδρασης
οδοστρωμάτων από σταθεροποιημένα εδαφικά υλικά με τσιμέντο και τσι-
μεντόδετα κοκκώδη υλικά».
Ο έλεγχος των σταθεροποιημένων εδαφών γίνεται με δοκιμές ανεμπό-
διστης θλίψης σε τυποποιημένα δοκίμια, τα οποία διατηρούνται για ωρί-
μανση σε υγρό θάλαμο ή εμποτίζονται για τρεις ημέρες σε νερό.

2.1.6.2. Τρόπος κατασκευής


Ο τρόπος κατασκευής εξαρτάται κατά πολύ από το χρησιμοποιούμενο
πρόσμικτο και σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει τον καθαρισμό της επιφά-
νειας του φυσικού εδάφους από φυτικά, το όργωμα μέχρι το απαιτούμενο
βάθος ή τη διάστρωση φερτού υλικού από εκσκαφές. Αν υπάρχουν πέτρες
μεγαλύτερες των 50 mm, αφαιρούνται και οι σβώλοι του συνεκτικού υλι
κού θραύονται με φρεζάρισμα. Κατόπιν διασκορπίζεται το πρόσμικτο στην
επιφάνεια και αναμοχλεύεται με φρέζα ή με άροση με δίσκους. Τέλος δια-
βρέχεται με ορισμένη ποσότητα νερού και συμπυκνώνεται σε πάχος όχι
μεγαλύτερο των 25 cm με οδοστρωτήρα κατάλληλο για το είδος του γεωυ-
λικού.
Επειδή τα πρόσμικτα φέρονται σε πολύ μικρές ποσότητες, η τέλεια α-
νάμιξη και η δημιουργία ομογενούς μίγματος είναι δύσκολη, πράγμα που
επηρεάζει την αντοχή και την ομοιομορφία της στρώσης.
Όλες οι διαδικασίες μπορούν να γίνουν με ειδικά συγκροτήματα μηχα-
νημάτων τα οποία είναι είτε σταθερές εγκαταστάσεις είτε κινητά. Έχουν το
προσόν ότι τηρούν με αυστηρότητα τις αναλογίες των υλικών και τις δια-
δικασίες καλής ανάμιξης και ομοιόμορφης διάστρωσης. Η συμπύκνωση
συνήθως γίνεται χωριστά με δονητικούς οδοστρωτήρες που ακολουθούν το
συγκρότημα.
Τα σταθερά συγκροτήματα ανάμιξης ταυτίζονται με εκείνα παραγωγής
σκυροδέματος. Το μίγμα μεταφέρεται επιτόπου, συνήθως σε ξερή κατά-
σταση, διαστρώνεται, διαβρέχεται και συμπυκνώνεται.
Τα κινητά συγκροτήματα ανασκάπτουν το έδαφος (Φωτογραφία 2.18),
αφαιρούν λίθους, τρίβουν σβώλους, διασκορπίζουν το πρόσμικτο και το
ανακατεύουν καλά με το έδαφος, ώστε να γίνει ένα ομογενές μίγμα. Η δυ-
νατότητα καλής ανάμιξης αποτελεί σοβαρό πλεονέκτημα. Τελικά αποδί-
δουν μια ισοπαχή και ομοιόμορφα διαστρωμένη στρώση. Η συμπύκνωση
ακολουθεί συνήθως με οδοστρωτήρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 43

Φωτογραφία 2.18. Κινητό συγκρότημα αναμίξεως υλικών.

2.1.6.3. Υδράσβεστος
Ο ασβέστης χρησιμοποιείται ως πρόσμικτο με τρεις μορφές: άσβεστος
ασβέστης (CaO) κονιοποιημένος, σβυσμένος ασβέστης (Υδράσβεστος,
Ca(OH)2) κονιοποιημένος και τυποποιημένος σε σάκους ή διαλυμένος σε
νερό (γαλάκτωμα).
Η προθήκη μιας ισχυρής βάσης μέσα στο έδαφος οδηγεί σε μια σειρά
χημικών αντιδράσεων από τις οποίες διακρίνονται τρείς:
α) Η δημιουργία αλκαλικού περιβάλλοντος στο νερό των πόρων προ-
καλεί έντονο ιονισμό, με εναλλαγή ή προσθήκη κατιόντων στα δι-
αλυμένα άλατα και συντελεί σε αύξηση των ηλεκτροστατικών
φορτίων στις επιφάνειες των κόκκων, γεγονός που οδηγεί σε αύ-
ξηση των ελκτικών δυνάμεων μεταξύ των λεπτών κόκκων της αρ-
γίλου και μείωση του πάχους της στιβάδος του νερού που τους πε-
ριβάλλει.
Οι κόκκοι τείνουν να συνενώνονται. Αυτό προκαλεί θρόμβωση
δηλαδή συσπείρωση και σύσφιξη των λεπτών κόκκων σε μεγαλύ-
τερους, οι οποίοι πλέον λειτουργούν ως νέοι ενιαίοι κόκκοι, ως
αδρανή. Η άργιλος συμπεριφέρεται τότε σαν ιλύς και ακόμη:
• μειώνεται η πλαστικότητα
44 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

• μειώνεται η χωρητικότητα σε νερό


• μειώνονται οι μεταβολές του όγκου του εδάφους
• μειώνεται η συνοχή
• μειώνεται η μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα και η βέλτι-
στη υγρασία
• αυξάνεται η αντοχή
Η θρόμβωση επιτυγχάνεται σε βραχύ χρονικό διάστημα και απαι-
τεί μικρή ποσότητα ασβέστη (αρκεί ποσότητα οξειδίου του ασβε-
στίου CaO, 1 έως 2% κατά βάρος). Η κυριότερη και συνηθέστερη
χρήση του CaO ως σταθεροποιητή στηρίζεται σ’ αυτή την ηλε-
κτρολυτική δράση και απευθύνεται κυρίως σε αργιλικά εδάφη με-
γάλης πλαστικότητας.
β) Κατά την ενανθράκωση της υδρασβέστου το διοξείδιο του άνθρα-
κα της ατμοσφαίρας αφού διαλυθεί στο νερό για να σχηματίσει
ανθρακικό οξύ (H2CO), ενώνεται με τη βάση, το υδροξύλιο του
ασβεστίου (Ca(OH)2 ). Σχηματίζονται τότε άλατα του ανθρακικού
ασβεστίου ή μαγνησίου (CaCO3, MgCO3) τα οποία αποτίθενται
επάνω στις επιφάνειες των κόκκων και συντελούν στη συγκόλλη-
σή τους. Αυτή ακριβώς είναι η χημική αντίδραση που οδηγεί στη
σκλήρυνση του ασβεστοκονιάματος και χρειάζεται χρονικό διά-
στημα δύο-τριών ημερών μέχρις ότου το CO2 της ατμοσφαίρας δι-
εισδύσει και ενσωματωθεί. Για τον λόγο αυτό μετά την ανάμιξη
και την προσθήκη του νερού το μίγμα πρέπει να παραμείνει του-
λάχιστον 72 ώρες για ωρίμανση, κατά τη διάρκεια των οποίων η
υγρασία διατηρείται σταθερή (κάλυψη με ασφαλτικό γαλάκτωμα).
Η συγκόλληση αυτή δεν οδηγεί σε μεγάλη αύξηση της αντοχής
του εδάφους, διότι η ποσότητα της ασβέστου είναι πολύ μικρή.
(Για σύγκριση το ασβεστοκονίαμα περιέχει 25~ 30% κατ’ όγκον).
γ) Τέλος η υδράσβεστος προκαλεί περιορισμένες αντιδράσεις υδραυ-
λικής κονίας οι οποίες αυξάνουν την αντοχή του σταθεροποιημέ-
νου εδάφους. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της Ca(OH)2 και των πυ-
ριτικών και αργιλικών αλάτων είναι μακροχρόνια διαδικασία η
οποία οδηγεί στον σχηματισμό συμπλόκων κρυστάλλων που συ-
γκολλούν τους κόκκους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 45

Φωτογραφία 2.19. Διάστρωση της υδρασβέστου με διαβροχή γαλακτώματος.

Φωτογραφία 2.20. Όργωμα και φρεζάρισμα για την καλή ανάμιξη της υδρασβέστου
46 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στις φωτογραφίες 2.19 και 2.20 φαίνεται η κατασκευαστική διαδικασία


4
διασποράς της ασβέστου και ανάμιξης με το έδαφος .
Ο ασβέστης είναι κατάλληλος για αργιλικά εδάφη, διότι έχει την ιδιό-
τητα να μειώνει τον δείκτη πλαστικότητας. Εφαρμόζεται σε μικρές ποσό-
τητες μόνος ή σε συνδυασμό με τσιμέντο. Τα εδάφη πρέπει να έχουν περι-
εκτικότητα σε άργιλο τουλάχιστον 7% και δείκτη πλαστικότητας μεγαλύ-
τερο του 10%. Μετά τη συμπύκνωση το έδαφος μετατρέπεται από ένα
κοκκώδες, ασύνδετο υλικό σε σκληρό σχεδόν αδιαπέρατο στρώμα με ση-
μαντική φέρουσα ικανότητα. Η διαδικασία της σκλήρυνσης αρχίζει σε με-
ρικές ώρες και μπορεί να διαρκέσει για χρόνια. Οι δεσμοί που σχηματίζο-
νται είναι μόνιμοι, αναλλοίωτοι, πυκνοί και δημιουργούν μια δομική
στρώση ισχυρή αλλά εύκαμπτη.
Όταν χρησιμοποιείται άσβεστος ασβέστης (CaO), αυτός έχει την ιδιό-
τητα να ενυδατώνεται αμέσως, αφαιρώντας νερό από το έδαφος και εκλύ-
οντας θερμότητα. Το έδαφος στεγνώνει και γίνεται κοκκώδες και εύθρυ-
πτο.

2.1.6.4. Τσιμέντο
Το τσιμέντο είναι το συνηθέστερο σταθεροποιητικό πρόσμικτο. Η δρά-
ση του είναι ανάλογη με εκείνη της ασβέστου, δηλαδή ως ηλεκτρολύτης,
ως κονίαμα και ως υδραυλική κονία.
Η δράση ως κονίαμα προέρχεται από την περιεκτικότητα του τσιμέντου
σε οξείδια του ασβεστίου (CaO), του πυριτίου (Si2O3), του σιδήρου
(Fe2O3) και του αργιλίου (Al2O3). Κατά την ενυδάτωση σχηματίζονται σύ-
μπλοκα άλατα τα οποία κρυσταλλούνται και συγκολλούν τους κόκκους.
Ο τρόπος δράσεως εξαρτάται κατά πολύ από το είδος του εδάφους.
Σε αργιλικά εδάφη επενεργεί κυρίως με το CaO, όπως η υδράσβεστος,
και δευτερευόντως ως κονίαμα ή ως υδραυλική κονία. Τα αργιλικά εδάφη
δείχνουν σχετικά μικρή βελτίωση της αντοχής και η αύξηση της ποσότη-
τας του τσιμέντου δεν προκαλεί ανάλογη αύξηση της αντοχής. Στο διά-
γραμμα 2.21 φαίνεται θεαματική μείωση του δείκτη πλαστικότητας για
πρόσμιξη 6% (A. W. Johnson, 1960).

4
Περισσότερα στοιχεία για τη χρήση του ασβέστη ο αναγνώστης μπορεί να βρεί
στην ιστοσελίδα της Nat. Lime Association (2004), από όπου προέρχονται με-
ρικές απόψεις που διατυπώνονται πιο κάτω και οι φωτογραφίες 2.18, 2,19 και
2,20, βλ. επίσης British Lime Association, Ελληνική Ένωση Ασβέστου κ.α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 47

Διάγραμμα 2.21. Μεταβολή των ορίων Atterberg σε αργιλώδες αμμοχάλικο με την


προσθήκη τσιμέντου 6%.
Περιεκτικότητα σε αμμοχάλικο/ ιλύ/ άργιλο 68 / 16 / 18%
Πλαστικότητα LL = 28%, PL = 13% και PI = 15%

Στα κοκκώδη εδάφη επενεργεί ως κονίαμα με το σχηματισμό συμπλό-


κων κρυστάλλων οι οποίοι συγκολλούν τους κόκκους, όπως ακριβώς στο
σκυρόδεμα. Η αύξηση της αντοχής είναι εμφανής και συμβαδίζει με την
αύξηση της ποσότητας του τσιμέντου. Η αντοχή εξαρτάται από την κοκ-
κομετρική διαβάθμιση του γεωυλικού. Τα χαλικώδη υλικά δίνουν τις υψη-
λότερες αντοχές, ενώ σε άμμους η αύξηση της αντοχής είναι μικρή. Είναι
προφανές ότι όσο περισσότερο η κοκκομετρική καμπύλη του γεωυλικού
πλησιάζει προς την περιοχή διαβαθμίσεων των αδρανών του σκυροδέμα-
τος, τόσο βελτιώνεται η αναπτυσσόμενη αντοχή.
Επειδή όμως τα συνήθη εδάφη περιέχουν αρκετές ποσότητες λεπτο-
κόκκου υλικού, η δράση του τσιμέντου είναι συνδυασμένη. Αφ’ ενός μεν
μειώνει την πλαστικότητα και αφ΄ ετέρου σχηματίζει δεσμούς μεταξύ των
κόκκων, αποθέτοντας στα σημεία επαφής τους τα κρυσταλλικά άλατα που
αναπτύσσονται κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου. Οι συγκολλημένοι
κόκκοι σχηματίζουν ένα πλέγμα από σταθερά πλαίσια σε κυψελώδη δομή
48 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

και από τον σχηματισμό αυτό εξαρτάται η αντοχή του μίγματος. Οι κόκκοι
της αργίλου που εγκλωβίζονται μέσα στις κυψέλες έχουν μικρή συμμετοχή
στην αντοχή του συστήματος. Η ποσότητα του τσιμέντου είναι πολύ λίγη
και δεν αρκεί για να συγκολληθούν όλοι οι κόκκοι. Άλλωστε σκοπός δεν
είναι η παρασκευή σκυροδέματος, ούτε η διαβάθμιση κάθε εδάφους είναι
κατάλληλη γι’ αυτό.
Οι ποσότητες τσιμέντου κυμαίνονται μεταξύ 3 και 7% κατά βάρος ξη-
ρού εδάφους. (Για σύγκριση σημειώνεται ότι τα σκυροδέματα των 300 έως
400 kg/m3 τσιμέντου έχουν αντίστοιχη περιεκτικότητα 14 έως 20%).
Η αναμενόμενη αύξηση της αντοχής είναι δύσκολο να προεκτιμηθεί
εξαιτίας της απροσδιοριστίας των χημικών ιδιοτήτων του εδάφους. Οι τι-
μές που προτείνει η βιβλιογραφία είναι πολύ συντηρητικές, ενώ τα πειρα-
ματικά στοιχεία που δημοσιεύονται έχουν περιορισμένη ισχύ για το συ-
γκεκριμένο είδος εδάφους στο οποίο προσδιορίστηκαν.
Κατά τον A. W. Johnson, (1960) οι αναμενόμενες αντοχές φαίνονται
στον πίνακα 2.10. Δεν προσδιορίζεται η ποσότητα του τσιμέντου, αλλά
αφήνεται ένα αρκετά ευρύ περιθώριο διακύμανσης της αντοχής που καλύ-
πτει την επιρροή της ποσότητας του τσιμέντου.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.10 ΑΝΤΟΧΗ ΕΔΑΦΟΥΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΜΕ


ΤΣΙΜΕΝΤΟ.

Αντοχή σε MN/m2
Είδος εδάφους 7 ημερών 28 ημερών
Αμμοι και αμμοχάλικα 2,1 έως 4,2 2,8 έως 7,0
(GW, GP, GC, SW, SP, SC)
Ιλυώδη εδάφη (ML, CL) 1,75 έως 3,5 2,1 έως 6,3
Αργιλικά εδάφη (MH, CH) 1,4 έως 2,8 1,75 έως 4,2

Νεώτερες έρευνες καταδεικνύουν πόσο άμεσα εξαρτάται η αντοχή από


το είδος του εδάφους και από τη διαβάθμιση του γεωυλικού. Από τα δια-
γράμματα 2.22 (Χ. Σαρόγλου, 2008), φαίνεται περισσότερη αύξηση της
αντοχής στα χαλικώδη εδάφη ενώ στα αργιλικά είναι περιορισμένη.
Για να θεωρείται επιτυχημένη η βελτίωση πρέπει η αναμενόμενη αντο-
χή 28 ημερών να φτάνει μέχρι 7,0 MN/m2, όταν η περιεκτικότητα σε τσι-
μέντο είναι 3,5% (κατά την ΠΕΤΕΠ 05-07-02).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 49

Διάγραμμα 2.22. Αύξηση της αντοχής 28 ημερών σε διάφορα εδάφη, ενισχυμένα με τσιμέντο
(κατά Χ. Σαρόγλου, 2008). Τα χαρακτηριστικά των εδαφών είναι:

Είδος εδάφους Χάλικες Άμμος Ιλύς και Δείκτης


άργιλος πλαστικότητας
SM (1) Ιλυώδης άμμος με χαλίκια 41 41 18 NP
SM (2) Ιλυώδης άμμος 3 81 16 NP
ML Ιλύς, μη πλαστική 0,7 69,7 29,6 NP
CL Αμμώδης άργιλος 10,1 18,4 71,5 22
GC Αργιλώδες αμμοχάλικο 51 34 15 15
GP-GM (1) Ιλυώδες αμμοχάλικο 66 28 6 NP
GP-GM (2) Ιλυώδες αμμοχάλικο 50 42 8 NP
50 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

35
30
ΑΝΤΟΧΗ σε MPa

25
20
15
10
5
0
0 20 40 60 80 100
HΛΙΚΙΑ σε ημέρες

Σχήμα 2.22α. Ανάπτυξη αντοχής ιπταμένης τέφρας Μεγαλουπόλεως(κατά Μαρ-


σέλο κα 1986).
Δοκίμιο (1) Άργιλος 59,2%, τέφρα 35%, ασβέστης 5,2%
Δοκίμιο (2) Άργιλος 58,3%, τέφρα 35%, ασβέστης 6,7%

2.1.6.5. Ιπταμένη τέφρα και ποζολάνες


Η ιπτάμενη τέφρα και οι σκωρίες υψικαμίνων παράγονται ως υπο-
προϊόντα καύσεως σε υψηλές θερμοκρασίες και περιέχουν οξείδια ανά-
λογα με εκείνα του τσιμέντου, όπως άμορφο και κρυσταλλικό SiO2,
CaO, οξείδια του σιδήρου και του αργιλίου και ενδεχομένως σε μικρές
ποσότητες αλκάλια, SO2++ ή ακόμη και τοξικά στοιχεία.
Η ιπτάμενη τέφρα συλλέγεται από τα φίλτρα ως άνυδρη, αποτελού-
μενη από λεπτούς σφαιρικούς κόκκους, υπό μορφή σκόνης και αποτίθε-
ται σε ανοιχτούς χώρους, όπου ενυδατώνεται με την πάροδο του χρό-
νου. Ως ένυδρη έχει μορφή σβώλων (clinker) ή λίθων και μερικές φορές
για να χρησιμοποιηθεί χρειάζεται λειοτρίβηση.
Κατά τους Ν. Μαρσέλο, Κόλλια και Σ. Χριστούλα (1986) η ιπταμέ-
νη τέφρα που παράγεται στους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς της Πτολε-
μαϊδας από καύση λιγνίτη περιέχει CaO σε ποσοστό 36 έως 46%, και
έχει ειδική επιφάνεια 4450 cm2/gr. Η τέφρα της Μεγαλόπολης έχει μι-
κρότερη περιεκτικότητα σε CaO (13,6%) αλλά πολύ μεγαλύτερη σε
SiO2 (53%) και γι’ αυτό έχει έντονες ποζολανικές ιδιότητες, στερεοποι-
είται παρουσία νερού και η αντοχή της αυξάνει με την πάροδο του χρό-
νου (Σχήμα 2.22α). Έχει φαινόμενο βάρος 11,5 KN/m3 και ειδική επι-
φάνεια 1450 cm2/gr.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 51

Οι αντοχές εδάφους βελτιωμένου με τέφρα είναι μικρότερες από τις


αντίστοιχες αντοχές του ίδιου εδάφους βελτιωμένου με τις ίδιες περιε-
κτικότητες σε τσιμέντο. Επειδή όμως η τέφρα(1) είναι φτηνό υλικό προ-
στίθεται σε μεγάλες ποσότητες (15 έως και 50%), οπότε επιτυγχάνονται
(2)
βελτιωμένες αντοχές.. Για να θεωρείται εκμεταλλεύσιμη η ανάμιξη
πρέπει η επιτυγχανομένη αντοχή να είναι τουλάχιστον 0,70 MN/m2.
Η τέφρα συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τσιμέντο, με α-
σβέστη ή και με τα δύο.
Ως σταθεροποιητικό πρόσμικτο έχει ερευνηθεί αρκετά αλλά εφαρ-
μόστηκε ελάχιστα στη χώρα μας. Οι δυσκολίες για την απόφαση εφαρ-
μογής της προέρχονται από το γεγονός ότι οι τέφρες δεν αποτελούν τυ-
ποποιημένα προϊόντα, η σύνθεσή τους μεταβάλλεται και κάθε φορά οι
απαιτούμενες αναλογίες πρέπει να ρυθμίζονται από σχετική εργαστηρι-
ακή μελέτη.
Παρά τις δυσκολίες η τέφρα παραμένει πάντα στην επικαιρότητα,
διότι η χρησιμοποίηση υποπροϊόντων τα οποία επιβαρύνονται με κό-
στος απομάκρυνσης και υγειονομικής απόθεσης έχει ιδιαίτερη περιβαλ-
λοντική σημασία και επί πλέον έχει οικονομικές προϋποθέσεις που ανα-
τρέπουν τον συνήθη τρόπο κοστολόγησης.

2.2. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ


Ο τρόπος κατασκευής της στρώσης εξυγίανσης εξαρτάται από το υλικό
που θα χρησιμοποιηθεί και από τις συνθήκες του εργοταξίου. Η ταχύτητα
εκτελέσεως και η οικονομικότητα της κατασκευής αποτελούν καθοριστι-
κούς παράγοντες για την επιλογή του υλικού, π.χ. σε έργα οδοποιίας ή σε
μια μεγάλη εκσκαφή με εύκολη πρόσβαση είναι οικονομικότερο ένα αμ-
μοχάλικο που διαστρώνεται και συμπυκνώνεται εύκολα. Αντίθετα σε ένα
μικρό οικοδομικό έργο είναι προτιμότερα τα σκύρα. Δεν παραβλέπονται
βέβαια και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες οι οποίοι επιβάλλουν συγκεκρι-
μένες λύσεις, όπως π.χ. να μην υπάρχουν διαθέσιμα υλικά στις ποσότητες,
στο χρόνο ή στις προδιαγραφές που προβλέπονται.
Όσον αφορά το υλικό διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες. Η μια πε-
ριλαμβάνει εκείνα που δεν χρειάζονται συμπύκνωση και η άλλη εκείνα
που πρέπει να συμπυκνωθούν.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα σκύρα σκυροδέματος και
οδοστρωσίας και γενικότερα αδρομερή, ισόκοκκα υλικά και στη δεύτερη
τα στραγγιζόμενα κοκκώδη γεωυλικά με μικρό ή χωρίς ποσοστό λεπτό-
κοκκου κλάσματος.
52 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

2.2.1. Προετοιμασία του εδάφους


Μετά τη γενική εκσκαφή και πριν από τη διάστρωση του υλικού της
στρώσης εξυγίανσης καθαρίζεται η επιφάνεια έδρασης από χαλαρά εδαφι-
κά υλικά, λάσπες, νερά και από ξένα σώματα που μπορεί να έχουν πέσει
στο σκάμμα. Τα χαλαρά εδαφικά υλικά μπορεί να προέρχονται από διάφο-
ρες αιτίες:
Πχ. όταν η εκσκαφή γίνεται με τσάπα, ο κουβάς της εισχωρεί μέσα στο
έδαφος και κινείται προς τα πίσω. Καθώς σύρεται στο έδαφος τα δόντια
του χαράσσουν, οργώνουν και χαλαρώνουν την επιφάνεια του πυθμένα σε
βάθος μέχρι 15 cm. Αντίθετα εάν η εκσκαφή και η φόρτωση των γαιών
γίνεται με φορτωτή, ο κάδος του φορτωτή σύρεται οριζόντια, ξύνει τον
πυθμένα και αφαιρεί όλα τα χαλαρά υλικά από την επιφάνεια.
Επίσης η κυκλοφορία ερπυστριοφόρων ή ελαστικοφόρων οχημάτων
καταστρέφει τον ιστό του επιφανειακού εδάφους και σχηματίζει ένα
στρώμα λάσπης αν είναι υγρό το έδαφος ή παιπάλης αν είναι ξερό. Ακόμη
εάν το σκάμμα έχει παραμείνει πολύ χρόνο ανοιχτό, ένα εδαφικό στρώμα
στιφρής αργιλικής μάργας χάνει τη συνοχή του από τις διαδοχικές βροχές
και αποξηράνσεις και αποσαθρώνεται.
Ύστερα από τα παραπάνω είναι απαραίτητος ο έλεγχος της επιφάνειας
της εκσκαφής πριν από τη διάστρωση για να διαπιστωθεί ότι είναι καθαρή,
ότι έχει φτάσει στο υγιές στρώμα ή αν δεν υπάρχει, στο προβλεπόμενο βά-
θος. Εάν η στάθμη της εκσκαφής βρεθεί υψηλότερα από την προβλεπόμε-
νη, συνεχίζεται η εκσκαφή του επιπλέον τμήματος. Εάν όμως βρεθεί βαθύ-
τερα από την προβλεπόμενη στάθμη, δεν επιτρέπεται να συμπληρωθεί
πρόχειρα με τα υπάρχοντα γαιώδη υλικά και να πατηθεί με τον φορτωτή ή
τη μπουλντόζα, διότι θα σχηματιστεί έτσι μια χαλαρή στρώση συμπιεστού
εδάφους, έδρα καθιζήσεων. Η διαφορά στάθμης αντιμετωπίζεται μόνον με
αύξηση του πάχους της στρώσης εξυγίανσης στην συγκεκριμένη περιοχή.
Η επιφάνεια έδρασης συμπυκνώνεται με κύλινδρο ή δονητική πλάκα,
μόνον όταν και οι επόμενες στρώσεις θα αποτελούνται από συμπυκνούμε-
να υλικά.
Εάν έχουν συναντηθεί νερά, τα οποία είτε αναβλύζουν από το υπέδα-
φος, είτε προέρχονται από βροχές πρέπει να απομακρύνονται αμέσως με
άντληση, διότι μαλακώνουν και χαλαρώνουν την επιφάνεια έδρασης. Κατά
τη διαμόρφωση της επιφάνειας έδρασης δίνεται κλίση 2 έως 4% προς ένα
ή περισσότερα σημεία, όπου κατασκευάζεται λάκκος για τη συλλογή και
άντληση. (Η περίπτωση διάστρωσης μέσα στο νερό εξετάζεται ιδιαιτέρως
στην παράγραφο 2.2.6).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 53

2.2.2. Διάστρωση
Όταν η πρόσβαση στο χώρο είναι δυνατή, τα αυτοκίνητα που μεταφέ-
ρουν τα γεωυλικά της στρώσης αδειάζουν σε προκαθορισμένες αποστά-
σεις. Οι αποστάσεις ορίζονται έτσι ώστε ο όγκος των γαιών ενός αυτοκινή-
του μειωμένος κατά ένα ποσοστό λόγω συμπύκνωσης να ισούται προς τον
όγκο του αντίστοιχου τμήματος της στρώσης.
Πιο ασφαλής είναι ο υπολογισμός της αποστάσεως με βάση το βάρος
του υλικού που μεταφέρει το αυτοκίνητο, όταν είναι γνωστό το απαιτούμε-
νο φαινόμενο βάρος της συμπυκνωμένης στρώσης.

Παράδειγμα 1: Αποστάσεις σω-


ρών για δεδομένο πάχος στρώσης
Ωφέλιμο φορτίο αυτοκινήτου
W = 18,0 Mg =180 KN
Πάχος συμπυκνωμένης στρώσης
D = 0,30 m
Πλάτος διάστρωσης d = 4,50 m
Απαιτούμενος βαθμός συμπύ-
κνωσης B = 92%
Μέγιστο φαινόμενο βάρος κατά
Proctor γpr = 22,4 KN/m3
Το μήκος διάστρωσης του σωρού θεωρείται ίσο προς την απόσταση των σω-
ρών.
Το βάρος W του χαλαρού υλικού που θα καλύψει την περιοχή της
διάστρωσης ισούται προς το βάρος της συμπυκνωμένης στρώσης.
Εάν x είναι οι αποστάσεις των σωρών πρέπει να ισχύει η ισότητα:
W=D.d.B.x.γpr
180 = 0,30 · 4,50 · 22,4 · 0,92 · x
x = 6,47 m

Παράδειγμα 2: Πάχος χαλα-


ρής στρώσης
Εκτιμάται το πάχος της χαλα-
ρής στρώσης ώστε να επιτευ-
χθεί το προκαθορισμένο πάχος
συμπυκνωμένης στρώσης.
Προβλεπόμενο πάχος συμπυ-
κνωμένης στρώσης Dσ = 0,30 m
Μέγιστο φαινόμενο βάρος κατά Proctor γpr = 22,0 KN/m3
Απαιτούμενος βαθμός συμπύκνωσης B = 95%
54 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φαινόμενο βάρος χαλαρού υλικού


κατ’ εκτίμηση μετά τη διάστρωση γ΄ = 13,0 έως 16,0 ΚΝ/m3

Το βάρος του υλικού ανά m2 προ και μετά τη συμπύκνωση παραμένει σταθε-
ρό. Άρα το πάχος της χαλαρής στρώσης Dx είναι :
Dx . γ΄ = B. Dσ . γpr
Dx = 30 · 0,95 · 22,0 / 16,0 = 39,2 cm
έως Dx = 30 · 0,95 · 22,0 / 13,0 = 48.2 cm

Υπερβολική ακρίβεια για χωματουργικά έργα. Ο υπολογισμός συνήθως


υποκαθίσταται από την εμπειρία του εργοδηγού. Εκτιμώνται γενικά μικρό-
τερες αποστάσεις και ο ισοπεδωτής προεκτείνει αναλόγως το μήκος ή το
πλάτος της διάστρωσης.
Εφόσον πρόκειται για υλικά ισόκοκκα ή με πλήρη κοκκομετρική δια-
βάθμιση (εκτός από βραχώδη υλικά) τα αυτοκίνητα αδειάζουν στην προε-
τοιμασμένη επιφάνεια (Φωτογραφία 2.23) μπροστά από το μέτωπο προώ-
θησης και ο ισοπεδωτής έρχεται από την αντίθετη διεύθυνση, διασκορπίζει
τα υλικά και διαμορφώνει την ασυμπύκνωτη στρώση στο προβλεπόμενο
πάχος (Φωτογραφία 2.24).

Φωτογραφία 2.23. Εκφόρτωση θραυστού αμμοχάλικου σε σωρούς μπροστά από το


μέτωπο προώθησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 55

Φωτογραφία 2.24. Διάστρωση με grader. Μετά την εκφόρτωση μπροστά από το


μέτωπο οι σωροί διασκορπίζονται και διαστρώνονται στο προβλεπόμενο ασυμπύ-
κνωτο πάχος.

Φωτογραφία 2.25. Συγκέντρωση των μεγάλων λίθων μεταξύ δύο σωρών κατά την
εκφόρτωση αδιαβάθμητων προϊόντων λατομείου
56 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.26. Απόμιξη του υλικού και συγκεντρώσεις χαλίκων σε στρώση πά-
χους 25 εκατοστών. Μετά τη συμπύκνωση η στρώση δεν είναι ομοιογενής και εμφανί-
ζονται θέσεις αποτελούμενες μόνο από χονδρόκοκκο υλικό.

Στην περίπτωση βαθειάς εκσκαφής τα αυτοκίνητα αδειάζουν σε χώρο


έξω από αυτή και κατόπιν τα υλικά προωθούνται με φορτωτή. Δεν πρέπει
όμως να πέφτουν στην εκσκαφή από μεγάλο ύψος. Κατακόρυφη πτώση
από μεγάλο ύψος δεν συνιστάται, διότι εκτός από την απόμιξη του υλικού,
μπορεί να δημιουργήσει άλλα προβλήματα (εκτινάξεις λίθων, σκόνη
κ.λ.π.). Χρησιμοποιείται κεκλιμένη επιφάνεια που διαμορφώνεται είτε από
το ίδιο το υλικό ή από ειδική κατασκευή (χοάνη με σωλήνες, σέσουλα
κ.λ.π.). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί γερανός που μεταφέρει τα υλικά
(συνήθως σκύρα) σε σάκους. Στο βάθος της εκσκαφής τα υλικά ανακατεύ-
ονται και διασκορπίζονται με ένα μικρό φορτωτή που μεταφέρθηκε εκεί με
γερανό.
Κατά το άδειασμα των αυτοκινήτων οι μεγαλύτεροι κόκκοι έχουν την
τάση να κυλούν προς τα άκρα του σωρού και να σχηματίζουν εκεί συγκε-
ντρώσεις αδρομερούς υλικού. Αυτή η απόμιξη, η οποία δεν είναι καθόλου
επιθυμητή, γίνεται εντονότερη σε βραχώδη υλικά και σε αδιαβάθμητα προ-
ϊόντα λατομείου με μεγάλες διαφορές στις διαμέτρους των κόκκων (Φωτο-
γραφία 2.25). Μετά τη συμπύκνωση θα εμφανιστεί ανομοιόμορφη επιφά-
νεια (Φωτογραφία 2.26).
Οι συγκεντρώσεις χοντρόκοκκου υλικού είναι γενικά αναπόφευκτες
ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται διαβαθμισμένα θραυστά γεωυλικά, αλ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 57

Φωτογραφία 2.27. Σειράδιασμα και αναμόχλευση του γεωυλικού με το μαχαίρι του


ισοπεδωτή.

υπάρχουσα στρώση φυσικό έδαφος

Σχήμα 2.28. Σχηματική παράσταση σωστού τρόπου διάστρωσης βραχωδών γεωυλι-


κών. Εκφόρτωση πίσω από το μέτωπο επάνω σε διαστρωμένη επιφάνεια και προώ-
θηση.
58 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

υπάρχουσα στρώση

φυσικό έδαφος

Σχήμα 2.29. Σχηματική παράσταση σωστού τρόπου διάστρωσης διαβαθμισμέ-


νου υλικού με λεπτόκοκκο κλάσμα και όριο μεγίστης διαμέτρου: Εκφόρτωση
μπροστά από το μέτωπο και διάστρωση.

λά η ομοιογένεια της στρώσης αποκαθίσταται με αναμόχλευση κατά τη


διάστρωση. Το grader έχει την ικανότητα να σειραδιάζει το υλικό και να
το ανακατεύει πριν από την τελική ισοπέδωση (Φωτογραφία 2.27). Η δια-
δικασία της αναμόχλευσης διευκολύνεται, όταν το πάχος της στρώσης εί-
ναι μεγάλο, τουλάχιστον πενταπλάσιο της μεγίστης διαμέτρου.
Τα βραχώδη υλικά, τα οποία δεν μπορούν να αναμοχλευθούν, μεταφέ-
ρονται πίσω από το μέτωπο προώθησης και εκφορτώνονται πάνω στη δια-
στρωμένη επιφάνεια και κοντά στο άκρο της (Σχήμα 2.28). Κατόπιν προω-
θούνται με μπουλντόζα ή φορτωτή και επεκτείνουν την στρώση.
Στο σχήμα 2.29 φαίνεται σχηματικά ο σωστός τρόπος διάστρωσης δια-
βαθμισμένου υλικού με λεπτόκοκκο κλάσμα και όριο μεγίστης διαμέτρου.

2.2.3. Ανάγκη συμπύκνωσης


Η στρώση εξυγίανσης αποσκοπεί στο σχηματισμό μιας περιοχής με αυ-
ξημένες μηχανικές ιδιότητες και γι’ αυτό συνδυάζεται με συμπύκνωση, η
οποία συμβάλλει στη δημιουργία πυκνού και συμπαγούς στρώματος εδά-
φους.
Η συμπύκνωση είναι απαραίτητη σε γεωυλικά με πλήρη κοκκομετρική
διαβάθμιση, τα οποία περιέχουν και λεπτόκοκκο κλάσμα, όπως είναι τα
υλικά Ε1 έως Ε4, τα προϊόντα εκβραχισμών ή λατομείου, εφόσον περιέ-
χουν αυξημένα ποσοστά λεπτόκοκκων κ.ο.κ.
Τα σκύρα σκυροδέματος ή οδοστρωσίας δεν χρειάζονται συμπύκνωση,
διότι κατά τη διαδικασία της εκφόρτωσης και διάστρωσης και με τη δια-
βροχή οι κόκκοι παίρνουν θέση ευσταθούς ισορροπίας. Όταν δεχτούν φορ-
τία δεν μεταβάλλουν θέση, δεν υποχωρούν. Οι καθιζήσεις που θα προκλη-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 59

θούν από τα φορτία της ανωδομής στο πάχος της στρώσης εξυγίανσης εί-
ναι αμελητέες για δύο λόγους. Πρώτον διότι είναι εξαιρετικά μικρές λόγω
του μικρού πάχους της στρώσης και δεύτερον διότι είναι άμεσες, δηλαδή
θα πραγματοποιηθούν αμέσως μετά την επιβολή κάθε φορτίου και σταδια-
κά κατά τη διάρκεια της κατασκευαστικής διαδικασίας. Η συμπεριφορά
αυτή είναι ικανοποιητική για τις ανάγκες οικοδομικού έργου και γι’ αυτό
δεν είναι απαραίτητο να συμπυκνώνονται τα σκύρα.
Η περίπτωση της βάσεως και υποβάσεως στην Οδοποιία είναι διαφορε-
τική, διότι εκεί οι φορτίσεις έχουν δυναμικό και επαναλαμβανόμενο χαρα-
κτήρα, έχουν ισχυρές οριζόντιες δυνάμεις και απαιτούνται υψηλές αντοχές.
Οι στρώσεις είναι πολύ λεπτές και κατά την κυλίνδρωση των σκύρων συ-
ντρίβονται οι ακμές των κόκκων και οι κόκκοι στρέφονται, μετακινούνται,
θραύονται έτσι ώστε να συμπληρώσουν όσο το δυνατόν τα κενά.

2.2.4. Τρόπος συμπύκνωσης


Τα γεωυλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή της στρώσης
εξυγίανσης (Ε1 έως Ε4, βραχώδη προϊόντα, σκύρα κ.ο.κ.) είναι κατά κα-
νόνα στραγγιζόμενα υλικά τα οποία συμπυκνώνονται εύκολα με δονητικό
συμπυκνωτή με λείους τροχούς και διαβροχή (150 έως 300 lt/m3). Εάν τα
προϊόντα αυτά βρίσκονται σε ξερή κατάσταση, δηλαδή με περιεκτικότητα
σε νερό μικρότερη του 2%, τότε μπορούν να συμπυκνωθούν με τη φυσική
τους υγρασία χωρίς διαβροχή. Σημειώνεται όμως ότι στις ελληνικές κλιμα-
τολογικές συνθήκες κατά την θερινή περίοδο η φυσική υγρασία του επιφα-
νειακού εδάφους είναι 3 έως 6 %.
Η διαβροχή γίνεται με ομοιόμορφη διασπορά του νερού πάνω στην ε-
πιφάνεια της χαλαρής στρώσης (Φωτογραφία 2.30). Σε στραγγιζόμενα υ-
λικά η διαβροχή είναι άφθονη και δεν χρειάζεται εργαστηριακό έλεγχο,
αρκεί να μη λιμνάζουν νερά στην επιφάνεια. Αν η χαλαρή στρώση δεν α-
πορροφά το νερό, θα πρέπει να ελεγχθεί εργαστηριακά (κοκκομετρική δι-
αβάθμιση κ.λ.π.) για να διαπιστωθεί ότι ανήκει στις κατηγορίες Ε3 έως Ε4.
Για διόρθωση υπερβολικής υγρασίας ή διαβροχής η στρώση αναμοχλεύε-
ται, σειραδιάζεται και αφήνεται για μια μέρα, ώστε να εξατμιστεί το νερό.
Σε εδάφη πλουσιότερα σε λεπτόκοκκο κλάσμα (π.χ. Ε1, Ε2) η διαβροχή
καλό είναι να ακολουθείται από αναμόχλευση. Είναι χρήσιμο επίσης να
μεσολαβεί χρονικό διάστημα μισής έως μιας ώρας μεταξύ διαβροχής και
συμπύκνωσης για να απορροφηθεί το νερό και να κατανεμηθεί καλύτερα
στη στρώση.
Εάν τα υλικά δεν είναι στραγγιζόμενα τότε η βέλτιστη υγρασία προσδι-
ορίζεται εργαστηριακά και η ποσότητα του νερού υπολογίζεται επακριβώς.
Αλλά τέτοια υλικά σπάνια θα χρησιμοποιηθούν σε στρώση εξυγίανσης.
60 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.30. Διαβροχή με βυτιοφόρο.


Στραγγιζόμενα, κοκκώδη υλικά: Άφθονη διαβροχή (150 έως 300 kg/m3)
Μη στραγγιζόμενα, συνεκτικά εδάφη: Βέλτιστη υγρασία wopt κατά Mod. Proctor
Και στις δυο περιπτώσεις η ποσότητα του νερού πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον
όγκο της συμπυκνωμένης στρώσης και να ελέγχεται με υδρομετρητή κατά την εκροή.

Ανάλογα με το είδος του έργου, το πάχος και την έκταση της στρώσης
εξυγίανσης χρησιμοποιούνται δονητικοί οδοστρωτήρες διαφόρων μεγε-
θών. Όταν οι διαστάσεις της κάτοψης το επιτρέπουν εφαρμόζεται βαρύς
οδοστρωτήρας με στόχο τη συμπύκνωση όλου του πάχους σε μία στρώση.
Ο βαρύς μονοκύλινδρος οδοστρωτήρας (των 10 tn στατικού φορτίου) μπο-
ρεί να συμπυκνώσει στρώση πάχους μέχρις 1,00 m. Στην πράξη όμως όταν
η στρώση εξυγίανσης έχει πάχος μεγαλύτερο των 0,75 m περίπου συνηθί-
ζεται να υποδιαιρείται σε περισσότερες στρώσεις των 0,25 έως 0,50 m,
κάθε μια από τις οποίες συμπυκνώνεται χωριστά. (Φωτογραφία 2.31). Στον
πίνακα 2.11 δίνεται το μέγιστο πάχος συμπυκνωμένης στρώσης, το οποίο
μπορεί να επιτύχει συμπυκνωτής με αντίστοιχα χαρακτηριστικά (σύμφωνα
με τις προδιαγραφές μηχανημάτων της εταιρείας DYNAPAC, L. Forssblat,
1981). Για στρώσεις εξυγίανσης κάτω από θεμελιώσεις τεχνικών και οικο-
δομικών έργων συνιστάται να εφαρμόζονται οι τιμές του πίνακα που αφο-
ρούν βάση ή υπόβαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 61

Φωτογραφία 2.31. Στρώση εξυγίανσης μεγάλου πάχους. Κατασκευάζεται διαδοχικά


με διάστρωση και συμπύκνωση λεπτοτέρων στρώσεων.

Φωτογραφία 2.32. Συμπύκνωση με δονητικό οδοστρωτήρα˙ η επιτυχία της εξαρτάται


από την καλή διαβροχή και την σωστή κοκκομετρική διαβάθμιση.
62 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.11:ΜΕΓΙΣΤΟ ΠΑΧΟΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩΜΕΝΗΣ ΣΤΡΩΣΗΣ (σε m)


ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΟΥ ΔΟΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΠΥΚΝΩΤΗ
ΤΥΠΟΣ
ΕΠΙΧΩΜΑ
ΣΥΜΠΥΚΝΩΤΗ
(ΒΑΡΟΣ ΥΠΟΒΑΣΗ ΒΑΣΗ
ΒΡΑΧΩΔΗ ΑΜΜΟΣ -
ΚΥΛΙΝΔΡΟΥ ΙΛΥΣ ΑΡΓΙΛΟΣ
ΥΛΙΚΑ (1) ΧΑΛΙΚΕΣ
ΣΕ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ)
Ελκόμενος
6 τόννοι 0,75 • 0,60 (2) • 0,45 0,25 • 0,40 • 0,30
10 τόννοι • 1,50 • 1,00 • 0,70 • 0,35 • 0,60 • 0,40
15 τόννοι • 2,00 • 1,50 • 1,00 • 0,50 • 0,80 ⎯
Αυτοκινούμενος μο-
νοκύλινδρος
7 (3) τόννοι - • 0,40 • 0,30 0,15 • 0,30 • 0,25
10 (5) τόννοι 0,75 • 0,50 • 0,40 0,20 • 0,40 • 0,30
15 (10) τόννοι • 1,50 • 1,00 • 0,70 • 0,35 • 0,60 • 0,40
Δίδυμοι
οδοστρωτήρες
2 τόννοι - 0,30 0,20 0,10 0,20 • 0,15
7 τόννοι - • 0,40 0,30 0,15 • 0,30 • 0,25
10 τόννοι - • 0,50 • 0,35 0,20 • 0,40 • 0,30
13 τόννοι - • 0,60 • 0,45 0,25 • 0,45 • 0,35
(1)
Στα βραχώδη υλικά χρησιμοποιούνται μόνον οδοστρωτήρες ειδικά σχεδι-
ασμένοι για το σκοπό αυτό.
(2)
Το σημείο • υποδεικνύει την ενδεδειγμένη εφαρμογή.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή συμπύκνωση κάθε στρώσης


είναι η καλή διαβροχή και η σωστή κοκκομετρική διαβάθμιση του γεωυ-
λικού (Φωτογραφία 2.32). Ο αριθμός των διελεύσεων για στρώσεις πά-
χους 0,30 έως 0,50 m συνήθως είναι 4 έως 8. Η μεγαλύτερη μείωση του
όγκου επιτυγχάνεται στις πρώτες 2-3 διελεύσεις του συμπυκνωτή, ενώ
πολύ μεγάλοι αριθμοί διελεύσεων (πάνω από 10) δεν ωφελούν. Αν το
υλικό δεν έχει συμπυκνωθεί μέχρι τις 8-10 διελεύσεις, τότε δεν είναι συ-
μπυκνώσιμο. Η ακαταλληλότητα μπορεί να οφείλεται σε κακή κοκκομε-
τρική διαβάθμιση, σε έλλειψη ή περίσσεια νερού ή ακόμη σε ακατάλλη-
λο οδοστρωτήρα.
Σε οικοδομικά έργα με περιορισμένες διαστάσεις κατόψεως και εκ-
σκαφή σε αρκετό βάθος εφαρμόζονται ελαφροί δονητικοί οδοστρωτήρες,
οι οποίοι μεταφέρονται στο σκάμμα με γερανό (Φωτογραφία 2.33). Εάν η
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 63

Εικόνα 2.33. Μικρός δίδυμος δονητικός οδοστρωτήρας.

στρώση έχει μεγάλο πάχος, υποδιαιρείται σε περισσότερες ενδιάμεσες


στρώσεις πάχους 0,15 έως 0,20 m. Ο αριθμός των διελεύσεων του συ-
μπυκνωτή καθορίζεται από τον τύπο του μηχανήματος (βλ. πίνακα 2.11).
Για τον απαιτούμενο βαθμό συμπύκνωσης βλ. παράγρ. 2.2.7.4.
Οι δονητικοί συμπυκνωτές λόγω των υψηλών οριζοντίων, διατμητι-
κών δυνάμεων που εξασκούν στο έδαφος προκαλούν χαλάρωση των
κόκκων στην επιφάνεια, η οποία τελικά δεν φαίνεται καλά συμπυκνωμέ-
νη. Χαλαροί κόκκοι μεγάλης διαμέτρου στην επιφάνεια δίνουν την ψευδή
εντύπωση ασυμπύκνωτης στρώσης. Σε ενδιάμεσες διαστρώσεις το φαι-
νόμενο αυτό αγνοείται τελείως, διότι η ανώμαλη άνω επιφάνεια ευνοεί
την καλύτερη εμπλοκή και σύνδεση των στρώσεων μεταξύ τους. Στην
τελευταία όμως στρώση και ιδίως όταν πρόκειται να ακολουθήσουν ερ-
γασίες σκυροδέτησης είναι επιθυμητή μια λεία επιφάνεια. Για το σκοπό
αυτό, αν το γεωυλικό είναι πλήρους κοκκομετρικής διαβάθμισης, η επι-
φάνεια κυλινδρώνεται πάλι με δυο - τρεις διελεύσεις χωρίς δόνηση (σι-
δέρωμα). Εάν όμως το υλικό είναι αδρομερές ή ισόκοκκο, τότε διαστρώ-
νεται μια πολύ λεπτή στρώση (2-5 cm) χοντρής άμμου ή αμμοχάλικου
πλήρους διαβάθμισης (3Α) η οποία εισχωρεί στα κενά και κυλινδρώνεται
με δύο διελεύσεις χωρίς δόνηση, δημιουργώντας έτσι μια συμπαγή και
λεία επιφάνεια.
Εάν χρησιμοποιηθούν σύμμικτα ή συνεκτικά υλικά τότε η συμπύκνω-
ση της στρώσεως πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις απαιτήσεις των υλικών
αυτών, οι οποίες θα προσδιοριστούν εργαστηριακά, δηλαδή η διαβροχή
64 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

θα φτάνει μέχρι τη «βέλτιστη υγρασία» και η πυκνότητα θα ελέγχεται με


εργαστηριακές και επί τόπου δοκιμές.

2.2.5. Εγκιβωτισμός και συμπύκνωση στα άκρα


Τα πέρατα της στρώσης εξυγίανσης είναι πολύ ευαίσθητα σημεία στη
συμπύκνωση, διότι πολλές φορές εκεί η συμπύκνωση εμποδίζεται από
διάφορες αιτίες. Διακρίνονται δύο ακραίες περιπτώσεις οριακών συνθη-
κών: (α) η στρώση τελειώνει ελεύθερα πάνω από τη στάθμη της γενικής
εκσκαφής και (β) η στρώση κατασκευάζεται στον πυθμένα βαθειάς εκ-
σκαφής με αντιστηρίξεις.

2.2.5.1. Στην πρώτη περίπτωση η στρώση τελειώνει ελεύθερα πάνω σε


προετοιμασμένη επιφάνεια χωρίς εγκιβωτισμό στο άκρο.
Είναι αυτονόητο ότι συμπύκνωση δεν γίνεται κοντά σε ελεύθερη πα-
ρειά, διότι οι κατακόρυφες δυνάμεις που προέρχονται από την πίεση και τη
δόνηση προκαλούν οριζόντιες δυνάμεις, οι οποίες μετακινούν την ελεύθε-
ρη επιφάνεια της παρειάς προς τα έξω (Σχήμα 2.34). Η συμπύκνωση θα
πραγματοποιηθεί, μόνον όταν εμποδιστεί η μετατόπιση της παρειάς με κά-
ποιου είδους εγκιβωτισμό.
Το αδιατάρακτο φυσικό έδαφος που περιβάλλει την εκσκαφή, θεωρεί-
ται για την περίπτωση αυτή ανυποχώρητο, αντιστηρίζει την ακραία επιφά-

Σχήμα 2.34. Εκτόνωση των οριζοντίων τάσεων στην ελεύθερη παρειά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 65

Σχήμα 2.35. Προέκταση της στρώσης εξυγίανσης έξω από το όριο του θεμελίου.

νεια και επιτρέπει τη συμπύκνωση στα άκρα. Αν δεν υπάρχει στο άκρο
φυσικό έδαφος, πρέπει να κατασκευαστεί εκεί κάποιο έρεισμα από σκυρό-
δεμα, από λιθοδομή ή ακόμη από το ίδιο το υλικό της στρώσης. Το σκυρό-
δεμα ή η λιθοδομή θα παίζουν το ρόλο ενός μικρού τοίχου αντιστήριξης
και αν δεν έχουν υπολογιστεί αναλυτικά, θα πρέπει να έχουν θεμελίωση
και πάχος μεγαλύτερο του 0,6*D.
Άλλος τρόπος εγκιβωτισμού είναι η προέκταση της στρώσης έξω από
την ακμή του θεμελίου (Σχήμα 2.35) σε απόσταση ίση τουλάχιστον προς
2*D ή αλλιώς ίση προς 2,0 μέτρα

(δηλ. μια τροχιά του οδοστρωτήρα). Έτσι εξασφαλίζεται ότι η χρησιμοποι-


ούμενη επιφάνεια της στρώσης καθώς και η εξωτερική περιοχή διανομής
των τάσεων είναι καλά συμπυκνωμένες.

2.2.5.2. Μία άλλη περίπτωση είναι η παρουσία εμπόδιων στην περίμετρο


της εκσκαφής. Ο οδοστρωτήρας δεν μπορεί να πλησιάσει και να συμπυ-
κνώσει καλά τα άκρα της στρώσης, όταν εκεί υπάρχουν κατακόρυφες επι-
φάνειες γαιών, πετάσματα αντιστήριξης, μεσοτοιχίες ή άλλα εμπόδια. Η
συμπύκνωση εκεί πρέπει να γίνεται με μικρό δονητικό συμπυκνωτή (Φω-
τογραφία 2.33) ή με δονητική πλάκα (Φωτογραφία 2.36), η οποία είναι
χειροκίνητη, αρκετά ευέλικτη και μπορεί να πλησιάσει εσοχές, γωνίες και
γενικά όλες τις δύσκολες θέσεις. Οι πλάκες, όμως, έχουν μικρότερο βάθος
επιρροής από τον οδοστρωτήρα και μάλιστα οι ελαφρές πλάκες που χρη
66 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Βάτραχος (τυπάς) βάρους 50 έως 80 kg.


Ελαφρά δονητική πλάκα μιας κατεύ-
θυνσης, βάρους 40 έως 150 kg.

Βαριά δονητική πλάκα διπλής κατεύθυνσης βάρους 120 έως 800 kg.

Φωτογραφία 2.36. Ευέλικτα μηχανήματα συμπύκνωσης


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 67

σιμοποιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις συμπυκνώνουν σε βάθη 15 έως 20


cm μόνον. Εάν η στρώση έχει μεγαλύτερο πάχος, διαστρώνεται στα άκρα
της σε δύο ή περισσότερες φάσεις που συμπυκνώνονται διαδοχικά. Οι διε-
λεύσεις της δονητικής πλάκας είναι πάντοτε περισσότερες από εκείνες του
οδοστρωτήρα, καθώς και ο χρόνος είναι αισθητά μακρύτερος.

2.2.5.3. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου η ισχυρή συμπύκνωση στο άκρο


δεν είναι επιθυμητή, διότι ως γνωστόν η συμπύκνωση προκαλεί οριζόντιες
ωθήσεις. Όταν εκεί υπάρχει κατασκευή που δεν αντέχει τα πρόσθετα οριζό-
ντια φορτία, όπως π.χ. μεσότοιχος με υπόγειο στο γειτονικό, παλιός τοίχος
αντιστήριξης, ανεπαρκές έρεισμα κλπ., είναι ενδεχόμενο να προκληθεί διό-
γκωση και ρηγμάτωση της παρειάς. Το πρόσκομμα αυτό αντιμετωπίζεται είτε
με μείωση της συμπύκνωσης, είτε με αντικατάσταση του υλικού. Η μειωμένη
συμπύκνωση συνεπάγεται μικρότερο μέτρο παραμορφωσιμότητας Εs γεγονός
που υπονοεί αύξηση των καθιζήσεων. Συνήθως όμως στα άκρα επικρατούν
μικρότερες τάσεις και φορτία σε σύγκριση με τα εσωτερικά υποστυλώματα
και συνεπώς η μικρή αύξηση της καθίζησης συντελεί μάλλον σε εξομοίωση
όλων των υποχωρήσεων. Γι’ αυτό δεν θεωρείται παρακινδυνευμένη λύση,
αρκεί να προβλεφθεί ένα ενδιάμεσο μεταβατικό διάστημα πλάτους 3D.
Καλύτερη λύση αποτελεί η χρησιμοποίηση γεωυλικών που δεν χρειάζο-
νται συμπύκνωση (π.χ. σκύρα), είτε στις θέσεις αυτές τοπικά, είτε σε όλη την
έκταση.

2.2.6. Διάστρωση μέσα σε νερό


Η ανάγκη διάστρωσης της στρώσης εξυγίανσης μέσα σε νερό παρουσιάζε-
ται, όταν η άντληση του νερού από το σκάμμα δεν είναι δυνατή ή κρίνεται
επικίνδυνη (Φωτογραφία 2.37). Συνεχής και έντονη άντληση μπορεί να προ-
καλέσει υδραυλική θραύση του πυθμένα ή υποσκαφή στα περιμετρικά πρανή.
Προϋποθέσεις για να συμβούν αυτά είναι:
• Πολύ διαπερατό έδαφος (χονδρόκοκκος άμμος με λίγη ιλύ, καθα-
ρή λεπτόκοκκος άμμος, αμμοχάλικα, κλπ.).
• Υψηλός και σταθερός φρεάτιος ορίζοντας, τροφοδοτούμενος συ-
νεχώς από γειτονική θάλασσα ή ποτάμι.
• Ικανό βάθος εκσκαφής κάτω από τη στάθμη του νερού.

2.2.6.1. Η στρώση εξυγίανσης ως αντίβαρο.


Με την έντονη άντληση και τον γρήγορο καταβιβασμό της στάθμης ανα-
πτύσσεται μεγάλη κλίση της πιεζομετρικής γραμμής. Η ροή ασκεί υδραυλική
ώθηση στους κόκκους και όταν η δύναμη διήθησης υπερβεί κάποιο όριο, κα-
68 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.37. Εκσκαφή σε αμμώδες έδαφος με υψηλό φρεάτιο ορίζοντα


(Παραλία Λευκάδας).

ταλύει την ισορροπία του πυθμένα. Υπό την ώθηση του νερού οι κόκκοι
5
της άμμου ανυψώνονται δίνοντας την εικόνα αναβρασμού .
Αν η ροή έρχεται από την παρειά, τότε οι κόκκοι αποσπώνται και συ-
μπαρασύρονται από το νερό, αφήνοντας πίσω τους κενό. Χαρακτηριστικό
είναι ότι το αντλούμενο νερό είναι θολό και συμπαρασύρει λεπτούς κόκ-
κους άμμου και ιλύος. Δημιουργείται υποσκαφή ή σπηλαίωση, φαινόμενο
που μπορεί να επεκταθεί μέσα στο έδαφος σε μεγάλη απόσταση.
Όταν εκδηλωθεί φαινόμενο υδραυλικής θραύσης είτε σαν αναβρασμός
του πυθμένα, είτε σαν υποσκαφή, τότε η άντληση πρέπει να σταματήσει
αμέσως.
Το φαινόμενο της υδραυλικής θραύσης του εδάφους του πυθμένα έχει
πολύ σοβαρές συνέπειες, διότι χαλαρώνει τον εδαφικό ιστό, μειώνει την
αντοχή και αυξάνει τις καθιζήσεις.

5
βλ. K. Terzaghi – R. Peck [1969, σελ. Α194], M. J. Tomlinson [2001, σελ. 450
και 481], Γ. Γκαζέτας [2007, σελ. 293].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 69

Σχήμα 2.38. Σχηματική διάταξη εδάφους με ροή προς τα άνω

Στο σχήμα 2.38 φαίνεται σχηματικά ένα αμμώδες στρώμα πάχους L


που διαρρέεται με σταθερή υψομετρική διαφορά Δh. Η υδραυλική κλίση
είναι:
Δh
i= (1)
L

Το ενεργό βάρος του εδάφους υπό άνωση γ είναι:

γ = (γs – γw) (1 – n)
όπου γs : ειδικό βάρος εδάφους
n : πορώδες εδάφους
γw : ειδικό βάρος νερού

Εξετάζεται η ισορροπία του εδάφους σε μοναδιαία επιφάνεια της δια-


τομής ΑΒ.
Κάτω από την ΑΒ ασκείται η δύναμη (ΑΒ).σu λόγω της ολικής τάσεως
σu, η οποία οφείλεται στις υδροστατικές πιέσεις που φαίνονται στο αριστε-
ρό διάγραμμα του σχήματος 2.38:

σu = γw.h1 + γw .Δh (2)


70 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Πάνω από την ΑΒ ασκείται η ολική δύναμη (ΑΒ).σα λόγω της ολικής
τάσεως σα η οποία οφείλεται στις υδροστατικές πιέσεις αυξημένες κατά το
ενεργό βάρος του εδάφους, όπως φαίνονται στο δεξιό διάγραμμα του σχή-
ματος 2.38:

σα = γw.h1 + γ .L (3)
Για να υπάρχει ισορροπία σε αμμώδες έδαφος πρέπει να ισχύει:

(ΑΒ).σα ≥ (ΑΒ).σu ή σα ≥ σu

και με αντικατάσταση των (2) και (3)

Δh γ γ
γ L ≥ γw .Δh ή ≤ ή i≤ (4)
L γw γw

Διατυπώνεται έτσι η γενική αρχή ότι για να υπάρχει ισορροπία σε αμ-


γ
μώδες έδαφος πρέπει η υδραυλική κλίση i να είναι μικρότερη του λόγου .
γw
Σε περίπτωση οριακής ισορροπίας η σχέση (4) ορίζει την κρίσιμη κλίση icr.
γ
icr = (5)
γw
Όταν το έδαφος έχει συνοχή, αυτή δρα ευεργετικά και μειώνει τον κίν-
δυνο θραύσεως. Η βιβλιογραφία όμως δεν παρέχει τρόπο υπολογισμού που
να λαμβάνει υπόψη του τη συνοχή.
Όταν η υδραυλική κλίση i (από τη σχέση 1) είναι μεγαλύτερη από την
κρίσιμη icr (από τη σχέση 5), τότε πρέπει να φορτιστεί ο πυθμένας με έρμα.
Ο συνήθης τρόπος επεμβάσεως για εξασφάλιση της ισορροπίας είναι η
επιφόρτιση του πυθμένα, είτε με το βάρος του έργου, είτε με την προσθήκη
έρματος. Ο τρόπος υπολογισμού της βελτίωσης της ισορροπίας εξαρτάται
από το υλικό του έρματος και μάλιστα από τη διαπερατότητά του. Το υλι-
κό επιφόρτισης μπορεί να είναι τελείως διαπερατό, πχ., έρμα από σκύρα
οδοστρωσίας πολύ μεγάλης διαπερατότητας, πρακτικά k0 = ∞. Μπορεί να
είναι τελείως αδιαπέρατο, π.χ., η στεγανολεκάνη κτιρίου ή μια στρώση
σκυροδέματος καθαριότητας, όπου πρακτικά k0 = 0. Μπορεί ακόμη να α-
ποτελείται από ένα διαπερατό υλικό, π.χ. αμμοχάλικο με συγκεκριμένο k0 .
Στο σχήμα 2.39 δίνεται ένα απλό παράδειγμα εισροής μέσα σε βαθειά
εκσκαφή, η οποία προστατεύεται από το διάφραγμα ΟΑ. Η πιο επικίνδυνη
περιοχή (κατά K. Terzaghi και R. Peck, 1969, σελ. 194) είναι εκείνη που
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 71

βρίσκεται πολύ πλησίον του διαφράγματος. Στο σχήμα 2.39a έχει σχεδια-
στεί γραμμή ροής πολύ κοντά στο διάφραγμα. Στο σχήμα 2.39b φαίνεται
το διάγραμμα των υδροδυναμικών πιέσεων (οι οποίες ταυτίζονται με δυ-
νάμεις διηθήσεως σε μοναδιαία επιφάνεια) κατά μήκος του άξονα Οx. Στο
σημείο Ο η πίεση είναι:
h ⋅γ w ⋅t
pO = (6)
h + 2t

Η πίεση αυτή μειώνεται κατά μήκος του άξονα Οx, όσο απομακρύνεται
από το Ο προς το κέντρο της εκσκαφής.
Στο σχήμα 2.39c έχουν χαραχθεί οι πιεζομετρικές γραμμές κατά μήκος
της διαδρομής ΑΟ και ΟΒC για διάφορες τιμές του k0. Πιο κάτω αναλύο-
νται οι τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις και στο τέλος δίνονται τα αντί-
στοιχα αριθμητικά παραδείγματα.

(α) Πολύ διαπερατό έρμα


Εάν k0 = ∞ η πιεζομετρική γραμμή της ροής μειώνεται γραμμικά
κατά τη διαδρομή μέσα στο έδαφος, Α′ Ο′ Β, και μηδενίζεται στο σημείο Β
όπου γίνεται η άντληση.
Η υδροδυναμική πίεση στο σημείο Ο (Σχήμα 2.39c) δίνεται από τη
σχέση (6) :
t
pO = Δh·γw
Δh + 2t

Θέτοντας ακόμη:
FS : τον συντελεστή ασφαλείας
γ ερμ : το ενεργό βάρος του έρματος
D: το πάχος του έρματος

Η ισορροπία των κατακόρυφων δυνάμεων στην μοναδιαία επιφάνεια


(ΟΕ) του οριζόντιου επιπέδου Ox εκφράζεται από τη σχέση:

FS · pO ·(OE) =(OE) γ · t +(OE) γ ερμ ·D (7)

Από την τελευταία σχέση προκύπτουν:


72 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

⎛ γ γ ερμ D ⎞⎟ Δh + 2t
FS = ⎜ + ⋅ ⋅ (8)
⎜γw γ w t ⎟ Δh
⎝ ⎠
και
⎛ Δh γ γ ⎞⎟
D = t · ⎜ FS ⋅ ⋅ w − (9)
⎜ Δh + 2t γ ερμ γ ερμ ⎟⎠

(β) Αδιαπέρατη στρώση
Εάν το k0 είναι πρακτικά μηδέν, τότε δεν υπάρχει εκροή νερού στον
πυθμένα και η πίεση στο επίπεδο Β είναι:

pB = h.γw (10)

Η ισορροπία των κατακόρυφων δυνάμεων στο επίπεδο Β απαιτεί η


πίεση που ασκείται εκεί να εξισορροπείται από το βάρος της υπερκείμενης
κατασκευής.

(γ) Έρμα μέσης διαπερατότητας


Όταν το έρμα έχει κάποια διαπερατότητα, η ροή του νερού συνεχί-
ζεται μέσα σ’ αυτό και εκβάλλει στην επιφάνειά του. Διαμορφώνεται η
πιεζομετρική γραμμή Α′ Β′′ C που φαίνεται στο σχήμα 2.39c. Η ισορροπία
του συστήματος υπολογίζεται στο επίπεδο ΟΕ (όπως και προηγουμένως,
σχήμα 2.39c) παίρνοντας υπόψη ότι η άντληση τώρα γίνεται στη στάθμη
C.

Η διαφορά στάθμης είναι Δh = h – D

FS · p΄O · (OE) = (OE) ·γw· t +(OE) γ ερμ ·D (11)

⎡ Δh + t ⎤
p΄O = γw · Δh · ⎢1 − (1 − a ) ⋅
⎣ 2Δ h + t ⎥⎦

Με αντικατάσταση στη σχέση (9) βρίσκεται τελικά :

γ w ⋅ t + γ ερμ ⋅ D
FS =
⎡ Δh + t ⎤
γ w ⋅ Δh ⎢1 − (1 − a ) ⋅
⎣ Δh + 2t ⎥⎦
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 73

Όπως φαίνεται και από το σχήμα 2.39c ο συντελεστής a είναι 0 για


πολύ διαπερατά εδάφη. Αυτό μειώνει τον παρανομαστή της σχέσης (12)
και άρα αυξάνει του συντελεστή ασφαλείας. Αντίθετα για αδιαπέρατο υλι-
κό a = 1 και η πίεση προς τα άνω γίνεται ίση προς εκείνη της σχέσης (10).
Σε μια εκσκαφή μικρού βάθους, η οποία γίνεται με πρανή, οι γραμμές
ροής έχουν τη μορφή που φαίνεται στο σχήμα 2.40.
Παρατηρείται συγκέντρωση των γραμμών ροής στο πόδι του πρανούς
και υψηλές κλίσεις. Η περιοχή του ποδός χρειάζεται προστασία, όταν το
ύψος καταβιβασμού της στάθμης είναι σημαντικό.
Οι μεγάλες κλίσεις της πιεζομετρικής γραμμής επισημαίνουν τον κίν-
δυνο αστοχίας της παρειάς. Εντούτοις υπάρχει μεγάλη διαφορά στις κλί-
σεις της πιεζομετρικής γραμμής μεταξύ της προσωρινής ροής, αμέσως με-
τά την εκσκαφή (t = 0), και της μόνιμης ροής μετά από κάποιο χρονικό
διάστημα. Θεωρητικά ο χρόνος αποκατάστασης μονίμου ροής είναι άπει-
ρος. Στην πράξη όμως ένας ικανοποιητικός βαθμός σύγκλισης επιτυγχάνε-
ται σε λίγες ώρες ή λίγες μέρες, σε χρονικό διάστημα που είναι τόσο μι-
κρότερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαπερατότητα του εδαφικού στρώματος.
Μόλις η εκσκαφή κατέβει κάτω από τη στάθμη του υπογείου ορίζοντα,
στην ελεύθερη παρειά εμφανίζεται εκεί ολόκληρη η υδροστατική πίεση
και η κλίση είναι, θεωρητικά, άπειρη. Γι’ αυτό μόλις βγει ο κουβάς της
τσάπας από το σκάμμα αρχίζουν οι καταπτώσεις χωμάτινων όγκων από
την περιοχή της στάθμης του νερού και κάτω (Σχήμα 2.41).
Παρατηρείται συγκέντρωση των γραμμών ροής στο πόδι του πρανούς
και υψηλές κλίσεις. Η περιοχή του ποδός χρειάζεται προστασία, όταν το
ύψος καταβιβασμού της στάθμης είναι σημαντικό.
Οι μεγάλες κλίσεις της πιεζομετρικής γραμμής επισημαίνουν τον κίν-
δυνο αστοχίας της παρειάς. Εντούτοις υπάρχει μεγάλη διαφορά στις κλί-
σεις της πιεζομετρικής γραμμής μεταξύ της προσωρινής ροής, αμέσως με-
τά την εκσκαφή (t = 0), και της μόνιμης ροής μετά από κάποιο χρονικό
διάστημα. Θεωρητικά ο χρόνος αποκατάστασης μονίμου ροής είναι άπει-
ρος. Στην πράξη όμως ένας ικανοποιητικός βαθμός σύγκλισης επιτυγχάνε-
ται σε λίγες ώρες ή λίγες μέρες, σε χρονικό διάστημα που είναι τόσο μι-
κρότερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαπερατότητα του εδαφικού στρώματος.
Μόλις η εκσκαφή κατέβει κάτω από τη στάθμη του υπογείου ορίζοντα,
στην ελεύθερη παρειά εμφανίζεται εκεί ολόκληρη η υδροστατική πίεση
και η κλίση είναι, θεωρητικά, άπειρη. Γι’ αυτό μόλις βγει ο κουβάς της
τσάπας από το σκάμμα αρχίζουν οι καταπτώσεις χωμάτινων όγκων από
την περιοχή της στάθμης του νερού και κάτω (Σχήμα 2.41).
Οι αστοχίες αυτές αποφεύγονται αν η εκσκαφή και η άντληση γίνονται
συγχρόνως και με αρκετά βραδύ ρυθμό, ώστε να προλαβαίνει το νερό να
74 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

(α) Εκσκαφή με διάφραγμα


και έρμα στον πυθμένα

(b) Πιέσεις κατά μήκος του άξονα Ox.

(c) Μεταβολή της πιεζομετρικής γραμμής κατά μήκος της διαδρομής ΑΟ και ΟΒ.
Όταν ko = ∞ η πίεση μηδενίζεται στην επιφάνεια του εδάφους.
Όσο μειώνεται η ko τόσο αυξάνει η πίεση στο σημείο Β.
k
PB = a · h · γw με α= h + 2t
k k
+ o
h + 2t D
Όταν ko << k, η πίεση στην επιφάνεια τους εδάφους αυξάνεται σε pB = h·γw

Σχήμα 2.39. Υπόγεια ροή και πιέσεις νερού σε προστατευόμενο σκάμμa (a), (b), (c).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 75

Σχήμα 2.40. Γραμμές ροής σε πρανές εκσκαφής

Σχήμα 2.41. Κατάπτωση παρειάς στην περιοχή του φρεατίου ορίζοντα.


(α) Αμέσως μετά την εκσκαφή εκδηλώνονται υδροστατικές πιέσεις και η παρειά
καταρρέει.
(β) Όταν ο φρεάτιος ορίζοντας κατεβαίνει σιγά – σιγά παράλληλα με την εκσκαφή,
τότε στην παρειά πάνω από την ελεύθερη επιφάνεια του νερού αναπτύσσεται φαινό-
μενη συνοχή λόγω μύζησης.
76 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

εκρέει από τους πόρους του εδάφους, να εκτονώνεται η πίεση και η επιφά-
νεια του φρεατίου ορίζοντα να κατεβαίνει σταδιακά, χωρίς να αναπτύσσει
μεγάλη κλίση. Στο χώρο που εγκαταλείπει ο φρεάτιος ορίζοντας αναπτύσ-
σεται μύζηση (υποπίεση) και οι μηνίσκοι του νερού των πόρων, με επιφα-
νειακές τάσεις συγκρατούν τους κόκκους, δίνοντας στο έδαφος φαινόμενη
συνοχή
Πρακτικά συμπεράσματα από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι:
• Όταν το αντλούμενο νερό είναι θολό και περιέχει κόκκους ιλύος ή
λεπτής άμμου, έχει εκδηλωθεί αστοχία από υδραυλική θραύση του
πυθμένα ή των παρειών και η άντληση πρέπει να διακοπεί αμέσως.

• Εάν στον πυθμένα της εκσκαφής διαστρωθεί αδιαπέρατο υλικό,


π.χ. gros beton καθαριότητας, θα αναπτυχθεί κάτω από αυτό πίεση
ίση προς Δh · γw , η οποία θα ανυψώσει τοπικά το beton και θα το
σπάσει για να εκτονωθεί.

• Εάν στον πυθμένα διαστρωθεί πολύ διαπερατό υλικό, π.χ. σκύρα,


λόγω της μεγάλης διαπερατότητας η πίεση εκτονώνεται στο ση-
μείο Β (Σχήμα 2.39a). Το χαλίκι ενεργεί ως αντίβαρο, εξισορροπεί
την ώθηση της ροής και έτσι η άντληση μπορεί να πραγματοποιη-
θεί. Άρα για τη διασφάλιση του πυθμένα μπορεί να χρησιμοποιη-
θεί ως αντίβαρο μια διαπερατή στρώση, το πάχος της οποίας υπο-
λογίζεται από την ισορροπία στον άξονα Ox.

• Η διαπερατή στρώση δεν είναι απαραίτητο να καλύπτει ολόκληρο


τον πυθμένα. Αρκεί ένα πλάτος ίσο προς το ήμισυ του βάθους του
διαφράγματος, διότι προς το κέντρο οι πιέσεις είναι μικρότερες
(Σχήμα 2.39b).

• Όταν η εκσκαφή κάτω από τη στάθμη του φρεατίου ορίζοντα γίνε-


ται με βραδύ ρυθμό και με σύγχρονη άντληση του νερού που εισ-
ρέει, τότε ο κίνδυνος υποσκαφών και καταπτώσεων περιορίζεται.

Παράδειγμα 1 Αστοχία πυθμένα εκσκαφής

Διαστάσεις εκσκαφής (περίπου) 12,0 * 25,0


Στάθμη υπογείου νερού -1,50 m
Βάθος εκσκαφής 3,00 m
Διαφορά στάθμης νερού Δh = 1.50
Ειδικό βάρος σκυροδέματος γ = 22,0 KN/m3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 77

Μέσο πάχος στρώσης καθαριότητας D = 18,0 cm


Ειδικό βάρος νερού γw = 10,0 KN/m3

Για να μειωθεί η πολύ μεγάλη πα-


ροχή και να καταστεί δυνατή η ά-
ντληση διαστρώθηκε στον πυθμένα
μέσα στο νερό μια στρώση καθα-
ριότητας από ισχνό σκυρόδεμα
πάχους 15 έως 20 cm. Μετά τη
σκλήρυνση του σκυροδέματος άρ-
χισαν να αντλούνται τα νερά. Η
παροχή ήταν τώρα μειωμένη. Όταν όμως η στάθμη κατέβηκε χαμηλά εκδηλώθηκε
η αστοχία: η πλάκα έσπασε στο μέσον περίπου της μεγάλης διάστασης και το ένα
τμήμα της ανυψώθηκε κατά 40 cm περίπου ως προς το άλλο. Από το άνοιγμα α-
νάβλυζε πολύ νερό με άμμο!
Με τα δεδομένα και τις διαστάσεις που δίνονται πιο πάνω η ισορροπία των κατα-
κόρυφων δυνάμεων στο επίπεδο έδρασης του σκυροδέματος διατυπώνεται ως ε-
ξής:

σ = 22·0,18 – 1,50.10 = -11,04 KN/m2 < 0

Με το κατέβασμα της στάθμης του νερού στο εσωτερικό καταλύθηκε η ισορροπία


και η άοπλη πλάκα αστόχησε. Γενικά το σκυρόδεμα ως αντίβαρο αντέχει σε μια
διαφορά στάθμης ίση προς το διπλάσιο του πάχους του.

Παράδειγμα 2 Στεγανολεκάνη
Σε περίπτωση βαθιάς εκσκαφής κατασκευάζεται στεγανολεκάνη για την προστα-
σία του κτιρίου, ενώ προσωρινά καταβιβάζεται η στάθμη του νερού με αντλήσεις.

Βάθος εκσκαφής 8,00 m


Στάθμη υπογείου νερού στο -3,50 m
Διαφορά στάθμης νερού Δh = 4.50 m
Πάχος σκυροδέματος πλάκας έδρασης D = 80 cm
Ειδικό βάρος σκυροδέματος γ = 25,0 KN/m3
Ειδικό βάρος νερού γw = 10,0 KN/m3
Μέση τάση έδρασης της εδαφόπλακας σ = 100 KPa
Μέσο ισοδύναμο πάχος πλάκας 30 cm
78 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Αμέσως μετά τη σκυροδέτηση της εδαφόπλακας η ισορροπία των κατακόρυφων


δυνάμεων στο επίπεδο έδρασης έχει ως εξής:
σ = 25·0,80 – 4,50.10 = -25,0 KPa < 0

Η εδαφόπλακα δεν έχει το απαιτούμενο βάρος ώστε να αντέχει στην υποπίεση και
η άντληση για προσωρινό καταβιβασμό της στάθμης είναι απαραίτητη. Η ισορρο-
πία αποκαθίσταται, όταν θα σκυροδετηθούν τέσσερις πλάκες ακόμη. Τότε η ισορ-
ροπία στην έδραση γίνεται:

σ = 25·( 0,80 + 4·0,30) -4,50·10 = 5,0 KPa > 0

Στο τελειωμένο κτίριο ισχύει:

σ = 100,0 – 4,50·10 = 55,0 KPa > 0

Μετά από κάθε νέα σκυροδέτηση ο στατικός μελετητής με ακριβέστερο υπολογι-


σμό πρέπει να ελέγχει πότε μπορεί να διακοπεί η άντληση των υπογείων νερών.

2.2.6.2. Υλικά κατασκευής


Η διάστρωση μέσα σε νερό προϋποθέτει κατ’ αρχήν κοκκώδη υλικά,
ανθεκτικά στο νερό.
Δεν υπάρχει ειδική προδιαγραφή και πλησιέστερη θεωρείται η ΠΕΤΕΠ
09-04-01 (Ύφαλες επιχώσεις) η οποία αναφέρεται σε λιμενικά έργα. Σύμ-
φωνα με αυτήν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κοκκώδη υλικά δανειοθαλά-
μων ή υπολείμματα λατομείου.

Οι περιορισμοί στην κοκκομετρική σύνθεση είναι:


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 79

Μέγιστη διάμετρος κόκκου Dmax ≤ 50 cm


Ποσοστό λεπτοκόκκου υλικού (d < 0,063mm) ≤ 15%

Σε οικοδομικά έργα, όπου οι ποσότητες είναι σχετικά μικρές, μπορούν


να χρησιμοποιηθούν πιο καθαρά υλικά, όπως σκύρα οδοστρωσίας ή σκυ-
ροδέματος ή υπολείμματα λατομείου, περιορίζοντας όμως τη μέγιστη διά-
μετρο σε 80 mm ή μεγαλύτερο ανάλογα με το πάχος της στρώσης.
Η ορυκτολογική σύσταση των γεωυλικών πρέπει να είναι τέτοια, ώστε
να μην επηρεάζεται η αντοχή τους μέσα στο νερό από διάλυση ή αποσά-
θρωση. Ακατάλληλα υλικά (και απαγορευμένα κατά την ΠΕΤΕΠ 09-04-
01-00) είναι:

• Οργανικά εδάφη με ποσοστό οργανικών προσμίξεων ≥ 10%


• Θιξοτροπικά υλικά
• Υδατοδιαλυτά πετρώματα (με υψηλή περιεκτικότητα σε θειι-
κά ή χλωριούχα άλατα)
• Στερεά απόβλητα βιομηχανικής προέλευσης
• Υλικά προερχόμενα από θραύση πετρωμάτων που είναι σα-
θρά, εύθρυπτα ή ευπαθή σε καιρικές συνθήκες (π.χ. σερπεντί-
νης, φυλλίτης, ανυδρίτης γύψου κλπ).

Οι παραπάνω περιορισμοί ισχύουν με μεγάλη αυστηρότητα σε στρώ-


σεις εξυγίανσης οικοδομικών έργων ή έργων οδοποιίας, όπου χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή του υλικού. Υλικά διογκούμενα ή αποσα-
θρούμενα μέσα στο νερό δεν είναι αποδεκτά. Σημειώνεται ακόμη ότι δεν
είναι εύκολη η διάκριση των ακατάλληλων υλικών, π.χ. μεταξύ μαργαϊκού
ασβεστολίθου (δεκτού) και σκληρής ασβεστολιθικής μάργας (μη αποδε-
κτής) ή αν ένα πέτρωμα περιέχει γύψο.

2.2.6.3. Τρόπος κατασκευής


Σε οικοδομικά έργα δεν νοείται η διαμόρφωση του πυθμένα κάτω από
νερό, συνήθως θολό. Λιθορριπή δεν έχει νόημα να διαστρωθεί (βλ. και
παράγραφο 4.2). Θα γίνει δεκτός ο πυθμένας όπως έχει, δηλαδή με ανωμα-
λίες από την τσάπα, με εξογκώματα, με κάποια στρώση ιλύος που καθιζά-
νει. Ο πυθμένας θα στερεοποιηθεί σύντομα μόλις επιβληθούν τα φορτία,
επειδή η εν λόγω χαλαρή στρώση είναι λεπτή και διαπερατή.
Πρώτα ποντίζεται ένα γεωύφασμα στον πυθμένα και στερεώνεται εκεί
με μεγάλες πέτρες. Κατόπιν χρησιμοποιούνται σκύρα σκυροδέματος ή ο-
δοστρωσίας, τα οποία ρίπτονται στο σκάμμα και καλύπτουν μια περιμετρι-
80 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

κή λωρίδα ή όλο τον πυθμένα μέχρι το προβλεπόμενο πάχος. Τότε μόνο


μπορεί να επιτραπεί η άντληση χωρίς τον φόβο αστοχίας του εδάφους.
Στα ύφαλα επιχώματα δεν εκτελούνται εργασίες συμπύκνωσης.
Ειδικότερα το απαιτούμενο συνολικό πάχος της εξυγίανσης σε λιμενικά
έργα διαμορφώνεται κατά οριζόντιες στρώσεις παράλληλες προς τον πυθ-
μένα, ομοιομόρφου πάχους σε όλη την επιφάνεια. Το πάχος της κάθε
στρώσης εξαρτάται από τη μέγιστη διάμετρο κόκκου, αλλά δεν μπορεί να
υπερβαίνει τα 2,00 m. Επίσης τα υλικά όλων των στρώσεων πρέπει να έ-
χουν κοινά χαρακτηριστικά και σε περίπτωση που αυτά διαφέρουν θα α-
ναμιγνύονται με κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό.
Οι ύφαλες επιχώσεις εκτελούνται με μεταφορά από τη θάλασσα ή από
τη ξηρά. Όταν τα υλικά έρχονται από την ξηρά, αποτίθενται στο άκρον του
μετώπου και προωθούνται με πρανές προς τη θάλασσα. Το μέτωπο προω-
θείται συνεχώς προς τη θάλασσα.
Όταν η μεταφορά γίνεται από τη θάλασσα οι φορτηγίδες είναι ημιέμ-
φορτες ώστε να επιτυγχάνεται το προβλεπόμενο πάχος των επί μέρους
στρώσεων.

2.2.7. Έλεγχοι ποιότητας


Οι στρώσεις εξυγίανσης ανήκουν στα χωματουργικά έργα που εκτε-
λούνται από βαριά μηχανήματα και είναι κατασκευές χαμηλού κόστους.
Αντίθετα οι έλεγχοι ποιότητας τόσο στο εργαστήριο, όσο και στο εργοτά-
ξιο απαιτούν χειρονακτική εργασία από εξειδικευμένο προσωπικό και έ-
χουν μεγάλο κόστος. Μόνον οι επί τόπου έλεγχοι που απαιτούνται από τις
προδιαγραφές, κοστίζουν όσο το 25 με 30% του κόστους των εργασιών
διάστρωσης και συμπύκνωσης, ενώ παράλληλα καθυστερούν τις εργασίες,
είτε για την εκτέλεσή τους, είτε περιμένοντας την εξαγωγή των αποτελε-
σμάτων. Γι’ αυτό σήμερα οι προσπάθειες στρέφονται προς τη χρησιμοποί-
ηση δοκιμών χαμηλού κόστους που δίνουν αμέσως το αποτέλεσμα.
Ο έλεγχος ποιότητας αναφέρεται τόσο στα υλικά όσο και στην κατα-
σκευή (συμπύκνωση). Ελέγχεται πρώτα η ορυκτολογική σύσταση και η
κοκκομετρική διαβάθμιση των υλικών και κατόπιν η διάστρωση και η συ-
μπύκνωσή τους.
Η σύσταση και η διαβάθμιση των υλικών ορίζονται από τη μελέτη του
έργου σύμφωνα με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στις παραγράφους
2.1.1, 2.1.2, 2.1.3, και 2.2.6.2. Η διάστρωση και η διαβροχή ακολουθούν
ορισμένους κανόνες της τέχνης, που αναφέρονται στις παραγρ. 2.2.3 και
2.2.5. Η συμπύκνωση χρειάζεται προσοχή, αν και τα συνήθως χρησιμοποι-
ούμενα κοκκώδη γεωυλικά συμπυκνώνονται γενικά εύκολα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 81

Στις απλές κατασκευές ο έλεγχος γίνεται οπτικά και στηρίζεται στην


εμπειρία του επιβλέποντος, π.χ. τα σκύρα οδοστρωσίας ή σκυροδέματος
παραδίδονται με γνωστή και, ως ένα βαθμό, εγγυημένη κοκκομετρία από
το λατομείο. Το ίδιο ισχύει και για τα διαβαθμισμένα θραυστά αμμοχάλι-
κα, εφόσον ζητηθεί να έχουν ορισμένη διαβάθμιση. Η συμπύκνωση κοκ-
κώδους υλικού σε στρώση 20 έως 30 cm που έχει διαβραχεί καλά θεωρεί-
ται ολοκληρωμένη ύστερα από 8 διελεύσεις του οδοστρωτήρα.
Όταν όμως πρόκειται για έργο σημαντικό σε μέγεθος ή σπουδαιότητα,
επιβάλλεται ο εργαστηριακός έλεγχος.
Πριν από την προμήθεια και διάστρωση ελέγχεται η καταλληλότητα
του υλικού με τους εργαστηριακούς ελέγχους που αναφέρονται στην επό-
μενη παράγραφο 2.2.7.1.
Μετά τη διάστρωση και συμπύκνωση ακολουθούν οι έλεγχοι με δοκι-
μές πεδίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2.2.7.2.
Ως μέτρο συγκρίσεως χρησιμοποιείται γενικά ο βαθμός συμπύκνωσης,
ο οποίος είναι ο λόγος της πυκνότητας της συμπυκνωμένης στρώσης δια
της μεγίστης εργαστηριακής πυκνότητας.

Β = γd / γpr

Όπου γd είναι το ξερό φαινόμενο βάρος της συμπυκνωμένης στρώσης

και
γpr η «μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα κατά Mod. Proctor»

Ο βαθμός συμπύκνωσης αποτελεί ένα σταθερό μέτρο σύγκρισης και


προκαθορισμού των μηχανικών ιδιοτήτων και γενικότερα της συμπεριφο-
ράς της στρώσης, πράγμα που διευκολύνει τόσο την μελέτη, όσο και την
επίβλεψη.
Ο βαθμός συμπύκνωσης ισχύει όμως μόνον για τα γεωυλικά, στα οποία
η μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα μπορεί να προσδιοριστεί εργαστηρια-
κά με τη μέθοδο Mod. Proctor. Βραχώδη προϊόντα, ή εδαφικά υλικά που
περιέχουν αδρομερή στοιχεία ελέγχονται με άλλες μεθόδους. Στην επόμε-
νη παράγραφο 2.2.8. δίνονται οι επικρατούντες συσχετισμοί των διαφόρων
μεθόδων.
Οι έλεγχοι πεδίου είναι σκόπιμο να προσαρμόζονται προς τον σκοπό
του έργου. Το μετρούμενο μέγεθος πρέπει να ανταποκρίνεται άμεσα προς
τις παραδοχές της μελέτης. Αν πχ. πρόκειται για έργο οδοποιίας εκτελού-
νται δοκιμές CBR ή φορτίσεις πλάκας, στατικής ή δυναμικής, εφόσον οι
υπολογισμοί του οδοστρώματος στηρίζονται στις τιμές του CBR ή του Εv2.
82 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Ομοίως και για τις θεμελιώσεις, οι οποίες υπολογίζονται βάσει των E και
ks, είναι προτιμότερες οι δοκιμές φόρτισης πλάκας στατικής ή δυναμικής.

2.2.7.1. Εργαστηριακοί έλεγχοι


Ο έλεγχος καταλληλότητας του υλικού γίνεται πριν από τη μεταφορά
του στο έργο και τη συμπύκνωση. Περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του
υλικού και τη σπουδαιότητα του έργου μερικές από τις παρακάτω δοκιμές:
Ορυκτολογική σύσταση
Δοκιμή υγείας
Δοκιμή Los Angeles ή δοκιμή microduval
Κοκκομετρική ανάλυση με κόσκινα
Δοκιμή ισοδυνάμου άμμου ή μπλέ του μεθυλενίου
Πλαστικότητα
Ειδικό βάρος
Υδροαπορροφητικότητα
Δοκιμή Proctor ή δοκιμή δονητικής τράπεζας
Δοκιμή CBR
Δοκιμή μεγίστης και ελαχίστης πυκνότητας

Σε δείγμα εδάφους που παίρνεται κατά τους ελέγχους μετά τη συμπύ-


κνωση προσδιορίζονται πάλι η κοκκομετρική διαβάθμιση και η πλαστικό-
τητα για την ταυτοποίηση του υλικού, καθώς και η μέγιστη εργαστηριακή
πυκνότητα για πιο ακριβή διαπίστωση του βαθμού συμπύκνωσης.

2.2.7.2. Δοκιμές πεδίου


Οι επί τόπου δοκιμές αποβλέπουν στη μέτρηση της πυκνότητας της
στρώσης με αμέσους ή εμμέσους τρόπους για τον υπολογισμό του βαθμού
συμπύκνωσης.
Οι άμεσοι έλεγχοι προσδιορίζουν την πυκνότητα της στρώσης με τη
μέθοδο της άμμου (Φωτογραφία 2.42), του μπαλονιού ή του δοκιμαστικού
σκάμματος (Φωτογραφία 2.43).
Οι έμμεσοι έλεγχοι βρίσκουν την πυκνότητα συγκριτικά από τη μέτρη-
ση ενός άλλου μεγέθους, όπως π.χ, η μέθοδος ραδιοϊσοτόπων (Troxler,
φωτογραφία 2.44). Με μια άλλη κατηγορία δοκιμών προσδιορίζεται το
μέτρο ελαστικότητας Ε ή ο αριθμός CBR, κατι που ανταποκρίνεται καλύ-
τερα στις απαιτήσεις του υπολογισμού της θεμελίωσης ή του πάχους του
οδοστρώματος. Τέτοιες δοκιμές είναι η δοκιμαστική φόρτιση πλάκας (Φω-
τογραφίες 2.45) και η δοκιμή επί τόπου CBR.
Η δυναμική φόρτιση πλάκας είναι ταχεία και οικονομική μέθοδος (Φω-
τογραφία 2.46). Ως φόρτιση χρησιμοποιείται παλμός που προκαλείται από
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 83

Φωτογραφία 2.42. Μέτρηση της πυκνότητας με τη μέθοδο της άμμου.

την πτώση μιας μάζας 10 kg από ύψος 500 mm επάνω σε ένα σύστημα που
τον μεταφέρει στο έδαφος μέσω μιας σιδερένιας πλάκας διαμέτρου 200
mm.
Ένα είδος συνεχούς ελέγχου της συμπύκνωσης, που εφαρμόζεται σε
μεγάλα εργοτάξια, αναφέρεται στη μέτρηση της αναπήδησης του τυμπά-
νου του δονητικού συμπυκνωτή καθ’ όλη τη διαδρομή. Η αναπήδηση είναι
συνάρτηση του μέτρου ελαστικότητας της στρώσης. Ο οδοστρωτήρας εί-
ναι εφοδιασμένος με κατάλληλα όργανα τα οποία δίνουν ένα συνεχές διά-
γραμμα του βαθμού συμπύκνωσης για όλες τις διαδρομές.

Παράλληλα παίρνονται δείγματα για εργαστηριακό έλεγχο κοκκομε-


τρίας, πλαστικότητας, κ.λ.π. για να διαπιστωθεί ότι το υλικό είναι ομογενές
και ίδιο με τα αρχικά δείγματα που εξετάστηκαν.

Κάθε μέθοδος ελέγχου είναι κατάλληλη για ορισμένα είδη εδαφών. Γι’
αυτό πρέπει κάθε φορά να επιλέγεται εκείνη που προσαρμόζεται καλύτερα
στην κοκκομετρική διαβάθμιση του συγκεκριμένου γεωυλικού.
Στον πίνακα 2.12 δίνονται συνοπτικά οι έλεγχοι που μπορούν να εφαρ-
μόζονται στα τα αντίστοιχα είδη εδαφών.
84 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.43. Μέτρηση της πυκνότητας της στρώσης με δοκιμαστικό σκάμμα.

Φωτογραφία 2.44. Έλεγχος της συμπύκνωσης με συσκευή Troxler.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 85

Προετοιμασία του εδάφους και πλάκα φόρτισης

Ως αντίβαρο χρησιμοποιείται ο άξονας του φορτηγού.

Φωτογραφία 2.45. Έλεγχος της συμπύκνωσης με δοκιμαστική φόρτιση πλάκας.


86 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 2.46. Δυναμική φόρτιση πλάκας. Σχηματική διάταξη και τερματικό.

1. Χειρολαβή 5. Μάζα 10 kg 9. Σφαίρα επικέντρωσης


2. Σκανδάλη 6. Διακόπτης 10. Χειρολαβές της πλάκας
3. Ράβδος – οδηγός πτώσεως 7. Προσκρουστήρας 11. Πλάκα φόρτισης
4. Λαβές ανάσυρσης βάρους 8. Σταθεροποιητής 12. Καλώδιο αισθητήρων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 87

ΠINAKAΣ 2.12: ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ

Εργαστηριακές και επιτόπου δοκιμές


Είδος εδάφους
Προ της κατασκευής Μετά τη συμπύκνωση
Αργιλοαμμώδη εδάφη Δοκιμή Modified Proc- Πυκνότητα επί τόπου:
αργιλώδη αμμοχάλικα tor Μέθοδος Α, Β, C, D • Μέθοδος σκάμματος -
dmax<50mm (με διόρθωση) • Μέθοδος μπαλονιού -
• Μέθοδος άμμου
• Μέθοδος Troxler

50 < dmax < 200 mm Δοκιμαστικό επίχωμα Δοκιμαστική φόρτιση πλάκας


(D = 300 mm, DIN 18134)
Δυναμική φόρτιση πλάκας
Κοκκώδη εδάφη - Δονητική συμπύκνωση Πυκνότητα επί τόπου:
διαπερατά • Μέθοδος άμμου
Ισόκοκκος άμμος • Μέθοδος μπαλονιού
Αμμοχάλικα • Μέθοδος Troxler
dmax <50mm Δοκιμαστικό επίχωμα Δοκιμαστική φόρτιση πλάκας
d0,074<10% (DIN 18134,D = 300 ÷ 600 mm )
Δυναμική φόρτιση πλάκας
Πετρωματικά υλικά Δοκιμαστικό επίχωμα Πυκνότητα επί τόπου:
Βραχώδη προϊόντα • Μέθοδος σκάμματος
Δοκιμαστική φόρτιση πλάκας
(DIN 18134, D = 600 mm)

2.2.7.3. Πλήθος ελέγχων


Πριν από την κατασκευή ο έλεγχος περιορίζεται σε 1 έως 3 δείγματα σε
κάθε υλικό για να διαπιστωθεί η καταλληλότητά του.
Μετά τη διάστρωση και συμπύκνωση ελέγχεται ο βαθμός συμπύκνω-
σης σε κάθε στρώση, ανάλογα με το έργο.
• Σε οικοδομικά έργα, για κάθε στρώση:
1 δοκιμή ανά 200 m2 επιφανείας
ή 1 δοκιμή ανά 50 m3 επιχώματος
• Σε έργα οδοποιίας, για κάθε στρώση:
(ΠΕΤΕΠ 02-07-01, παράγρ. 4.1.2.2)
1 δοκιμή ανά 50 m και ανά λωρίδα κυκλοφορίας με την
μέθοδο άμμου (Ε106-86/2)
ή
1 δοκιμή ανά 25 m και ανά λωρίδα κυκλοφορίας
με πυρηνικές μεθόδους.
88 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

2.2.8. Κριτήρια αποδοχής


Η ορυκτολογική σύσταση, η κοκκομετρία και η πλαστικότητα πρέπει
να είναι σύμφωνες προς αυτά που προβλέπει η μελέτη του έργου και αν
δεν ορίζονται εκεί, προς τις γενικές προδιαγραφές ( ΠΤΠ 150, ΠΕΤΕΠ 02-
07-01).

Ορυκτολογική σύσταση ως παράγρ. 2.2 και 3.6.2


Απώλεια κατά τη δοκιμή υγείας ≤ 12%
Απώλεια κατά τη δοκιμή Los Angeles ≤ 40 ή 50%
Περιεκτικότητα σε οργανικά 0 ή < 1% ή < 3%
Ειδικό βάρος γs ≥ 26.5 ΚN/m3
Κοκκομετρική ανάλυση με κόσκινα ως παράγρ. 2.3 και 3.6.2
Μέγιστη διάμετρος κόκκου maxD ≤ 80 mm ή 150 mm ή 2/3*D
Όριο υδαρότητας WL ≤ 30 ή 40%
Δείκτης πλαστικότητας IP ≤ 4 ή 7 ή 10%
Μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα
(κατά Mod. Proctor) ≥ 19,4 ΚΝ/m3
Δοκιμή CBR ≥ 10 ή 20% ή η τιμή
σχεδιασμού της οδοποιίας

Βαθμός συμπύκνωσης ΒΣ
Για θεμελίωση οικοδομικών έργων, γενικά ΒΣ ≥ 100 %
σε ευαίσθητα άκρα ΒΣ ≥ 92 έως 95%

Για τεχνικά έργα οδοποιίας ΒΣ ≥ 100%


Για οδοστρώματα ΒΣ ίσος με τον βαθμό
συμπύκνωσης της
υπερκείμενης στρώσης

Οι κανονισμοί αλλά και οι περισσότερες προδιαγραφές μελετών ορί-


ζουν τον βαθμό συμπύκνωσης (ΒΣ) με βάση τη δοκιμή Mod. Proctor. Ε-
πειδή όμως στα κοκκώδη υλικά, στα βραχώδη προϊόντα και γενικά σε υλι-
κά με αδρομερείς κόκκους (d > 50 mm), τόσο η μέγιστη εργαστηριακή
πυκνότητα, όσο και η επί τόπου μετρώνται με άλλου είδους μεθόδους, ά-
μεσες ή έμμεσες, δίνονται πιο κάτω οι αντιστοιχίες των τιμών μετρήσεως
των συνηθέστερων μεθόδων προς τον βαθμό συμπύκνωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 89

ΠINAKAΣ 2.13: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩ-


ΣΗΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΣΕ ΚΟΚΚΩΔΗ ΚΑΙ ΠΕΤΡΩΜΑΤΙ-
ΚΑ ΥΛΙΚΑ

Σχετική Υποχώρηση Δοκιμαστική φόρτιση


πυκνότητα κατά τη πλάκας Ev2
ΒΣ Dr διέλευση Δείκτης CBR
οδοστρωτήρα
% mm MN/m2 %
Κοκκώδη Βραχώδη Άμμος Αμμοχάλικο Συνεκτικά Κοκκώδη
προϊόντα προϊόντα >34% <34%
90 0,65 10,0 - - - -
95 0,70 5,0 45 - >20 -
98 0,76 - - 80 - -
100 0,80-0,82 2,0 60 - - >20
103 - - - 120 - -

ΠΗΓΗ
ΠΕΤΕΠ §3.3.4 §3.3.5 §7.3.2 §3.3.2
02-07-01 §3.3.5 §3.3.5

ΠΤΠ ΧΙ - - - §2.10.4
Schultze - - σελ. 252 -
(1967)

Διάγραμμα 2.47. Συσχέτιση βαθμού συμπύκνωσης και σχετικής πυκνότητας.


90 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

20

18

16
Συνεκτικά
14
CRB %

12

10

6
Κοκκώδη

0
0 10 20 30 40 50 60
EV2 (MN/m²)

Διάγραμμα 2.48. Συσχετισμός του βαθμού CBR προς το μέτρο παραμορφωσιμότητας Ev2

Στο διάγραμμα 2.47 αποτυπώνεται ο συσχετισμός της σχετικής πυκνό-


τητας με τον βαθμό βαθμό συμπύκνωσης. Στον πίνακα 2.13 δίνεται η αντι-
στοιχία των μετρήσεων ορισμένων μεγεθών που χαρακτηρίζουν τη συμπύ-
κνωση σε κοκκώδη και βραχώδη υλικά ως προς τον βαθμό συμπύκνωσης
ιδεατού συνεκτικού εδάφους, βάσει των προδιαγραφών. Τέλος στο διά-
γραμμα 2.48 φαίνεται ο συσχετισμός μεταξύ του δείκτη C.B.R. (%) και
του ελαχίστου απαιτουμένου μέτρου παραμορφωσιμότητας Ev2 (MN/m2)
κατά την ΠΕΤΕΠ 05-03-01 παράγρ. 4.1.2.

Οι αντιστοιχίσεις που αναφέρονται στον πίνακα 2.13 έχουν σαφώς κα-


νονιστικό χαρακτήρα. Πρόκειται για συγκρίσεις μετρήσεων διαφορετικών
δοκιμών, που εκτελέστηκαν σε διαφορετικά εδαφικά υλικά. Σε συνεκτικό
έδαφος, το οποίο είναι μη στραγγιζόμενο, δεν είναι δυνατόν να γίνουν οι
δοκιμές προσδιορισμού μεγίστης και ελαχίστης πυκνότητας. Αντίστοιχα σε
βραχώδη προϊόντα δεν μπορεί να βρεθεί η μέγιστη πυκνότητα κατά
Proctor. Ως μέτρο σύγκρισης χρησιμοποιείται το «ικανοποιητικό αποτέλε-
σμα», ενδεχομένως με ποιοτικό προσδιορισμό.
Επομένως η σύγκριση του βαθμού συμπύκνωσης προς τις άλλες μεθό-
δους ανάγεται σε σύγκριση της αποτελεσματικότητας της συμπύκνωσης
όσον αφορά την λειτουργικότητα του έργου. Δηλαδή όταν από το συνεκτι-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 91

κό έδαφος απαιτείται 100% Mod. Proctor για να υπάρχει σταθερότητα της


έδρασης, από το αμμοχάλικο απαιτείται σχετική πυκνότητα 0,82 και από
το βραχώδες υλικό απαιτείται 2,0 mm υποχώρηση της επιφάνειας κατά τη
διέλευση του οδοστρωτήρα.
Η μεθόδευση αυτή χρειάζεται ακόμη πολύ ερευνητική εργασία ώστε να
βρεθούν συγκεκριμένες και ουσιαστικές βάσεις και τρόποι σύγκρισης.

2.3. ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΦΕΡΟΥΣΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

2.3.1 Ο υπολογισμός της φέρουσας ικανότητας


Με τον όρο φέρουσα ικανότητα του εδάφους νοείται η οριακή τάση έ-
δρασης του θεμελίου κατά την οποία επέρχεται αστοχία από θραύση του
υποκειμένου εδάφους.
6
Όπως είναι γνωστό η οριακή τάση έδρασης είναι συνάρτηση αφ’ ενός
μεν των γεωμετρικών στοιχείων της θεμελίωσης και αφ’ ετέρου των ιδιο-
τήτων του υπεδάφους (φ, c, γ). Με την παραδοχή ομογενούς εδάφους και
κατακόρυφου φορτίου, στην απλή περίπτωση της πεδιλοδοκού (λωρίδα)
η οριακή τάση qu δίνεται από τη σχέση:

qu = cNc + q.Nq + ½.γ1.B.Nγ (1)

όπου:
c : η συνοχή του εδάφους
φ : η γωνία εσωτερικής τριβής
γ1 : το φαινόμενο βάρος του εδάφους πάνω από τη στάθμη θεμελίωσης
Β = 2b : το πλάτος του θεμελίου
t : το βάθος θεμελίωσης
q = γ1.t
⎛ φ⎞
Nq = e π ⋅tan φ ⋅ tan 2 ⎜ 45 + ⎟
⎝ 2⎠
Nq −1
Nc = (2)
tan φ
Nγ = ( Nq -1) · tan2(45 – φ/2)

6
Πιο αναλυτικά στοιχεία υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας βλ. Παράρτη-
μα.
92 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 2.50. Θραύση ομογενούς εδάφους κάτω από λωρίδα με λεία επιφάνεια
έδρασης (κατά L. Prandtl 1920).

Ο πρώτος όρος του τριωνύμου (c.Nc) εκφράζει την επιρροή της συνο-
χής, ο δεύτερος (q.Nq) την επιρροή του βάθους θεμελίωσης και ο τρίτος
την επιρροή του πλάτους του θεμελίου.
Στο σχήμα 2.50 φαίνονται οι γραμμές ολίσθησης κατά Rankine που α-
ναπτύσσονται κάτω από πεδιλοδοκό με λεία επιφάνεια έδρασης.
Το επιφανειακό τμήμα του εδάφους με τα πτωχά μηχανικά χαρακτηρι-
στικά θα αφαιρεθεί ως κάποιο βάθος και θα αντικατασταθεί από την ανθε-
κτικότερη στρώση εξυγίανσης. Το σχήμα 2.51 δείχνει μια απλουστευμένη
θεώρηση της νέας επιφάνειας θραύσεως που αναπτύσσεται τώρα.
Με την απλουστευτική παραδοχή ότι η στρώση, πάχους D, ενσωμα-
τώνεται με το θεμέλιο επιτυγχάνονται συγχρόνως πολλές βελτιώσεις, όπως
φαίνεται από την εφαρμογή της σχέσης (1) στο σχήμα 2.51:

• Το βάθος θεμελίωσης αυξάνει από t σε t + D


• Η τάση έδρασης της πεδιλοδοκού μειώνεται σε
2b
p1 = p ·
2b + D
• Το βάρος του εδάφους που φορτίζει και σταθεροποιεί την επι-
φάνεια έξω από το πέδιλο αυξάνεται από
q = γ · t1 σε q2 = q + D · γ2
(όπου γ2 το ενεργό βάρος της συμπυκνωμένης στρώσης).
• Το πλάτος του πεδίλου αυξάνεται από 2b σε 2b + D
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 93

Σχήμα 2.51. Επιφάνεια θραύσεως κάτω από πεδιλοδοκό σε διστρωματικό έδαφος


(Απλουστευμένη λύση).

Η αύξηση του πλάτους και του φορτίου q2 έχουν σαν αποτέλεσμα


την αύξηση της qu, η οποία τώρα συγκρίνεται προς τη μειωμένη τάση p1.
Η ανάπτυξη των επιφανειών ολίσθησης αναφέρεται σε ομογενές έδα-
φος. Με την παρεμβολή της στρώσης εξυγίανσης διαμορφώνονται δύο δι-
ακεκριμένα στρώματα και η εικόνα των τάσεων αλλάζει τελείως. Η αλλα-
γή είναι εντονότερη, όσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος των μέτρων ελαστικό-
τητας των δύο γεωυλικών.
Στο σχήμα 2.52 έχουν αποτυπωθεί οι ισοτασικές καμπύλες (βολβοί τά-
σεων) χαλαρού πεδίλου με ομοιόμορφο κατακόρυφο φορτίο πρώτα σε ο-
μογενές έδαφος και κατόπιν με στρώση εξυγίανσης. (Η επίλυση έγινε για
ελαστικό έδαφος με μέθοδο πεπερασμένων στοιχείων). Εύκολα παρατη-
ρείται ότι:
• Οι ισοτασικές καμπύλες επεκτείνονται σε πλάτος και περιορίζο-
νται σε βάθος.
• Ο χώρος κάτω από τη στρώση δέχεται μικρότερες καταπονήσεις.
• Η συνέχεια των καμπυλών διακόπτεται στη διεπιφάνεια των δύο
γεωυλικών.
94 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

60

60
50
50

40 40

30 30

20
20 3

Σχήμα 2.52. Ισοτασικές καμπύλες (βολβοί τάσεων)


2 κάτω από λωρίδα α) σε ομογε-
νές έδαφος και β) με στρώση εξυγίανσης.
Πλάτος λωρίδας 2b = 2,0 m, φορτίο p = 150 KPa,
Eo
πάχος στρώσης D = 2,0 m, = 8,4.
E

• Όταν ο λόγος των μέτρων ελαστικότητας είναι μεγάλος


⎛ EO ⎞
⎜⎜ > 10 ⎟⎟ η στρώση δείχνει να συμπεριφέρεται σαν ένα νέο
⎝ E ⎠
πέδιλο (με κωδωνοειδές φορτίο) εδραζόμενο σε βάθος D.

2.3.2. Βάθος της επιφάνειας θραύσεως


Οι αντιστάσεις του εδάφους που καθορίζουν τη φέρουσα ικανότητα α-
ναπτύσσονται κατά μήκος της επιφάνειας θραύσεως. Άρα η μέγιστη αντί-
σταση θα αναπτυχθεί, όταν ολόκληρη η επιφάνεια περιλαμβάνεται μέσα
στο βελτιωμένο στρώμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 95

Στο σχήμα 2.50 η καμπύλη CD είναι λογαριθμική έλικα και το μέγιστο


βάθος ds μέχρι το οποίο φθάνει ευρίσκεται εύκολα (βλ. παράρτημα παρά-
γραφος A.2, A.3 και A.4). Ανάλογα με τις θεωρητικές παραδοχές το βάθος
ds δίνεται από τις σχέσεις (3), (4) και (5) για τις αντίστοιχες περιπτώσεις:

Κατά Rankine ds = b · tan (45 + φ/2 3)


⎛π φ ⎞
⎛π φ ⎞ ⎜ + ⎟⋅ tan φ
Για λεία επιφάνεια έδρασης d s = 2b ⋅ sin ⎜ + ⎟ ⋅ e ⎝ 4 2⎠
(4)
⎝ 4 2⎠
π
⋅tan φ
Για τραχεία επιφάνεια έδρασης ds = b ⋅e 2 (5)

Όπως φαίνεται από τις σχέσεις 3, 4, και 5 το βάθος ds είναι συνάρτη-


ση του πλάτους του θεμελίου και της γωνίας εσωτερικής τριβής. Εξαρτά-
ται ακόμη από τις παραδοχές για τον τρόπο που αναπτύσσεται η επιφάνεια
θραύσεως. Στο διάγραμμα 2.53 δίνεται η μεταβολή του λόγου ds/2b σε
συνάρτηση με τη γωνία φ .
2
,
5

Λ
ε
ί
α

2,0
Τ
ρ
α
χ
ε
ί
α
1
,
5
ds 2b

1,0
R
a
n
k
i
n
e
0
,
5

0 5 10 15 20 25 30 35 40

Γωνία εσωτερικής τριβής (°)

Διάγραμμα 2.53. Μεταβολή του λόγου ds/2b συναρτήσει της γωνίας φ


Από θεωρητικές επιλύσεις και από πειραματικά στοιχεία
(A. Myslivec και Z. Kysela, 1978).
96 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Η καμπύλη που προκύπτει από πειράματα βρίσκεται μεταξύ της πρώτης


θεωρητικής έκφρασης κατά Rankine και των θεωρητικών διατυπώσεων
κατά Prandtl-Terzaghi κλπ. Αν θεωρηθεί ότι η πειραματική καμπύλη πλη-
σιάζει περισσότερο προς την πραγματικότητα, παρατηρείται ότι στην πε-
ριοχή των γωνιών 20 έως 27ο ο λόγος ds/2b πλησιάζει πολύ προς τη μονά-
δα, δηλαδή πρακτικά, για τα συνήθη εδάφη το βάθος της επιφάνειας θραύ-
σεως ισούται προς το πλάτος του θεμελίου.

2.3.3. Αλληλεπίδραση των πεδίλων


Μέχρι τώρα εξετάστηκε η ιδεατή περίπτωση μιας μόνης πεδιλοδοκού η
οποία εδράζεται σε απεριόριστο χώρο. Όταν όμως οι αποστάσεις των στοι-
χείων θεμελίωσης βρίσκονται σε μικρές αποστάσεις, όπως συμβαίνει συ-
νήθως, οι περιοχές των τάσεων επικαλύπτονται τόσο περισσότερο όσο αυ-
ξάνει το βάθος. Απλουστευτικά θεωρείται γραμμική διασπορά των τάσεων
υπό γωνία 45ο (1:1), ενώ ακριβέστερος υπολογισμός δίνεται στην παρά-
γραφο A.2 του παραρτήματος.
Στο σχήμα 2.54 έχει σχεδιαστεί η τομή τριών παραλλήλων πεδιλοδο-
κών πλάτους 1,50 m, σε αξονικές αποστάσεις 4,00 m. Με διακεκομμένες
γραμμές φαίνεται η διασπορά των τάσεων. Από βάθος ίσο προς το μισό
της μεταξύ τους αποστάσεως (t = 1,25) οι τάσεις αρχίζουν να επικαλύ-
πτονται και σε μεγαλύτερο βάθος εμφανίζονται ως ενιαίο ομοιόμορφο
φορτίο. Η παρατήρηση αυτή έχει σημασία για το ρόλο που θα κληθεί να
παίξει η στρώση εξυγίανσης.

Σχήμα 2.54. Διασπορά των τάσεων μέσα στο έδαφος και επικάλυψη μετά από βάθος t.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 97

2.3.4. Το πάχος της στρώσης εξυγίανσης


Αν ληφθούν υπόψη μόνον τα κριτήρια της φέρουσας ικανότητας, το
πάχος της στρώσης εξυγίανσης συγκρίνεται αφ’ ενός μεν με το πλάτος του
θεμελίου και αφ’ ετέρου με τις αποστάσεις μεταξύ των πεδίλων.
• Για λόγους οικονομικούς το πάχος της στρώσης πρέπει να
τηρείται όσο το δυνατόν λεπτότερο, αρκεί να οδηγεί σε ε-
παρκή τιμή της qu.
• Η μέγιστη τιμή της qu επιτυγχάνεται όταν D = 2b και είναι
αυτή που αντιστοιχεί στο γεωυλικό της στρώσης. Μεγαλύ-
τερη δεν μπορεί να υπάρξει. Εάν το υποκείμενο στρώμα δεν
αντέχει στις νέες μειωμένες πιέσεις (βλ. σχήμα 2.51), τότε
θα πρέπει να αυξηθεί το πάχος D, ώστε οι νέες τάσεις να
μειωθούν ακόμη περισσότερο και φτάσουν στις ανεκτές από
το στρώμα τούτο.
• Εάν επιδιώκεται ομοιόμορφη φόρτιση στην επιφάνεια του
φυσικού εδάφους, τότε το πάχος D μπορεί να φθάνει το μι-
σό της απόστασης μεταξύ των πεδίλων ή των πεδιλοδοκών
(βλ. σχήμα 2.54).

Σε περίπτωση θεμελίου μεγάλου πλάτους, π.χ. γενική κοιτόστρωση, η


στρώση εξυγίανσης δεν εξυπηρετεί στην αύξηση της φέρουσας ικανότη-
τας, η οποία ούτως ή άλλως είναι πολύ μεγάλη. Ενδεχομένως εξ αιτίας δι-
αφόρων άλλων παραγόντων μπορεί να χρειάζεται στρώση άλλου είδους,
π.χ. καθαριότητας, σταθεροποίησης, κ.λ.π., το πάχος της οποίας ορίζεται
με διαφορετικά κριτήρια.

2.4. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΘΙΖΗΣΕΩΝ

Η απομάκρυνση ασθενούς εδάφους από την περιοχή έδρασης και η αντικα-


τάστασή του από ανθεκτικό υλικό αναμένεται ότι θα βελτιώσει τις συνθήκες
θεμελίωσης και θα μειώσει τις υποχωρήσεις. Μια στρώση κοκκώδους εδά-
φους, καλά συμπυκνωμένου, έχει μεγαλύτερη δυσκαμψία από το υποκείμενο
έδαφος και διανέμει τις τάσεις σε ευρύτερη έκταση. Παράλληλα λέγεται ότι η
στρώση εξυγίανσης δεν ωφελεί στην περίπτωση υψηλών καθιζήσεων.
Ο ευεργετικός ρόλος της στρώσης εξυγίανσης συμπεραίνεται από παρατή-
ρηση του τρόπου διανομής των τάσεων μέσα στο έδαφος. Στο σχήμα 2.55 έχει
σχεδιαστεί η κατανομή των κατακορύφων τάσεων σz κατά μήκος του άξονα Oz
98 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 2.55. Η θέση της στρώσης εξυγίανσης σε σχέση με την κατανομή των
κατακορύφων τάσεων σε ομογενές έδαφος απείρου πάχους.

που αναπτύσσονται κάτω από πεδιλοδοκό, πλάτους 2b, η οποία φορτίζεται με


ομοιόμορφο κατακόρυφο φορτίο p. Παρατηρείται ότι η καμπύλη 0,5*p διέρ-
χεται σε βάθος λίγο μεγαλύτερο του 2b.
Πρακτικά σε βάθος ίσο προς το πλάτος της πεδιλοδοκού η τάση έχει μειω-
θεί σχεδόν στο μισό. Άρα με αφαίρεση και αντικατάσταση του τμήματος αυ-
τού του ασθενούς εδάφους οι καθιζήσεις θα μειωθούν. Η μείωση δεν θα είναι
κατ’ ανάγκην ανάλογη, διότι οι καθιζήσεις εξαρτώνται κυρίως από το πάχος
του συμπιεστού στρώματος και όταν αυτό είναι μεγάλο σε σύγκριση με το α-
φαιρούμενο τμήμα, η μείωση των καθιζήσεων είναι μικρή.

Ένα παράδειγμα υπολογισμού που αναπτύσσεται στο σχήμα 2.56 δείχνει


χαρακτηριστικά την επιρροή του βάθους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 99

Σχήμα 2.56. Προσεγγιστικοί υπολογισμοί καθιζήσεων θεωρώντας ομογενές έδαφος


απείρου πάχους.

4 pbf
α) Χωρίς στρώση έχει καθίζηση s=
E
β) Με στρώση πάχους D και διανομή υπό γωνία θ
νέο πλάτος 2b΄ = 2.(b+Dtanθ)
pb
νέα τάση p1 =
b + Dtanθ
4 p1 (b + Dtanθf΄ )
καθίζηση s1 =
Ε
4 pbf΄
και με αντικατάσταση s1 =
E
Εάν z = άπειρον, f = f΄΄ και τότε s1 = s
Εάν z = περιορισμένο f < f’΄ και τότε s1 < s

Στο σχήμα 2.56 η στρώση εξυγίανσης θεωρείται ως τμήμα του θεμελί-


ου που οδηγεί σε μείωση των τάσεων έδρασης (βλ. Παράρτημα Α). Υπο-
λογίζοντας τις καθιζήσεις με την κλασική σχέση του Steinbrenner, αφ’ ε-
νός μεν χωρίς στρώση και αφ’ ετέρου μετά τη διανομή των τάσεων απο-
δεικνύεται ότι, όταν το στρώμα έχει άπειρο πάχος η καθίζηση παραμένει η
αυτή.
Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Και οι δύο υπολογισμοί είναι προσεγγι-
στικοί και εν μέρει ανακριβείς, επειδή στηρίζονται στην παραδοχή ομογε-
100 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

νούς ημιχώρου και παραβλέπουν την επιρροή της δυσκαμψίας της στρώ-
σης εξυγίανσης. Στις επόμενες παραγράφους ακριβέστεροι υπολογισμοί με
πεπερασμένα στοιχεία που λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη διαφορά των ιδιο-
τήτων των δύο στρωμάτων, δίνουν τις σωστές διαστάσεις της επιρροής της
στρώσης εξυγίανσης.

2.4.1. Συμπιεστό στρώμα μεγάλου πάχους


Στο σχήμα 2.57 δίνονται τα διαγράμματα μεταβολής της καθίζησης σε
συνάρτηση με το πάχος της στρώσεως D. Σαν παράδειγμα εξετάστηκε η
περίπτωση μεμονωμένης λωρίδας πλάτους 2,00 m που εδράζεται σε συ-
μπιεστό στρώμα πολύ μεγάλου πάχους. Μεταβλητές ήταν το πάχος της
στρώσεως D και το μέτρο ελαστικότητας του εδάφους Ε. Χρησιμοποιήθη-
καν τρία εδάφη, ένα πολύ ασθενές (με Ε = 3.000 KPa), ένα ασθενές (με Ε
= 6.000 KPa) και ένα συνηθισμένο μέτριο έδαφος (με Ε = 12.000 KPa). Οι
καθιζήσεις υπολογίστηκαν σε όλα με τον ίδιο τρόπο (μέθοδος ελαστικότη-
τας με πεπερασμένα στοιχεία) και αναφέρονται στο μέσον της λωρίδος,
χωρίς διορθώσεις λόγω ακαμψίας, πιέσεως πόρων κλπ.

(α)

(β)

(γ)

Σχήμα 2.57. Μείωση της καθίζησης με το πάχος της στρώσης σε λωρίδα εδραζομένη
σε συμπιεστό στρώμα πολύ μεγάλου πάχους.
Φορτίο p = 150 α) πολύ ασθενές έδαφος Ε = 3.000 KPa
Πλάτος λωρίδος 2b = 2.00 m β) ασθενές έδαφος Ε = 6.000 KPa
Στρώση εξυγίανσης E0 = 50.000 KPa γ) μέτριο έδαφος Ε = 12.000 KPa
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 101

Από το σχήμα 2.57 φαίνεται ότι η ευεργετική δράση της στρώσης είναι
εντονότερη όσο χαλαρότερο είναι το υπέδαφος. Για σταθερό D το ποσοστό
μείωσης της καθίζησης είναι ανάλογο του μέτρου ελαστικότητας του εδά-
φους. Η μείωση είναι μεγαλύτερη σε πολύ ασθενές έδαφος.
Στο σχήμα 2.58 φαίνεται πεδιλοδοκός πλάτους 2b = 2.00 m εδραζομέ-
νη σε ασθενές έδαφος (με Ε = 6 000 KPa). Υπολογίζονται οι υποχωρήσεις
της επιφάνειας του εδάφους γύρω από το θεμέλιο χωρίς στρώση εξυγίαν-
σης και με στρώσεις πάχους 0,70 και 2,00 μέτρων. Ο υπολογισμός έγινε με
μέθοδο πεπερασμένων στοιχείων (πρόγραμμα PHASE) με εφαρμογή θεω-
ρίας ελαστικότητας.
Με την εισαγωγή στρώσης πάχους 0,70 m η καθίζηση στο μέσον υπο-
χωρεί. Το ίδιο συμβαίνει όταν η στρώση αυξηθεί σε 2,00 m. Όσο αυξάνει
το πάχος D, τόσο διευρύνεται η χοάνη καθιζήσεων και τόσο μειώνεται η
καθίζηση στο μέσον. Οι κλίσεις των δύο κλάδων της καμπύλης μειώνο-
νται επίσης όσο αυξάνει το πάχος D.

Σχήμα 2.58. Χοάνη καθιζήσεων λωρίδας εδραζόμενης σε συμπιεστό στρώμα πολύ


μεγάλου πάχους σε συνάρτηση με το πάχος D της στρώσης εξυγίανσης.
Φορτίο p = 150 KPa α) χωρίς στρώση D = 0
Πλάτος λωρίδος 2b = 2.00 m β) με στρώση D = 0,70 m
Ασθενές έδαφος Ε = 6 000 KPa γ) με στρώση D = 2,00 m
Στρώση εξυγίανσης E0 = 50 000 KPa
102 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στο σχήμα 2.59 φαίνονται οι καθιζήσεις στο μέσον πλάκας γενικής κοι-
τόστρωσης (εδαφόπλακας), η οποία εδώ εξομοιώνεται με λωρίδα μεγάλου
πλάτους που εδράζεται σε συμπιεστό στρώμα απείρου πάχους. Οι καθιζή-
σεις υπολογίστηκαν κατά Steinbrenner για έδαφος πολύ ασθενές (με Ε =
3.000 KPa), ασθενές (με Ε = 6.000 KPa) και συνηθισμένο μέτριο έδαφος
(με Ε = 12.000 KPa). Όταν το πλάτος της λωρίδας είναι 20,00 m, η μείωση
των καθιζήσεων για πάχος στρώσης 4,00 m είναι εξαιρετικά μικρή.

Σχήμα 2.59. Καθιζήσεις στο μέσον εδαφόπλακας εδραζομένης σε συμπιεστό στρώμα


πολύ μεγάλου πάχους σε συνάρτηση με το πάχος D της στρώσης εξυγίανσης.
Φορτίο p = 60 KPa α) πολύ ασθενές έδαφος Ε = 3 000 KPa
Πλάτος λωρίδος 2b = 20.00 m β) ασθενές έδαφος Ε = 6 000 KPa
Στρώση εξυγίανσης E0 = 50 000 KPa γ) μέτριο έδαφος Ε = 12 000 KPa

Το πάχος της στρώσης D πρακτικά περιορίζεται σε 1,00 έως 2,00 μέ-


τρα, διότι το κόστος αυξάνει σε τέτοιο βαθμό, που άλλες μέθοδοι θεμελίω-
σης καθίστανται οικονομικότερες και ασφαλέστερες (πχ. πασσάλωση).
Σε σύγκριση με την περίπτωση του σχήματος 2.57, οι καθιζήσεις μειώ-
νονται με πολύ βραδύ ρυθμό, διότι το πάχος της στρώσης D είναι πολύ
μικρότερο του πλάτους του θεμελίου (D<<2b), και έτσι x η μείωση που
επιφέρει είναι ασήμαντη. Ακόμη και σε πολύ ασθενές έδαφος η ελάττωση
της καθίζησης είναι συγκριτικά μικρή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μορφή της χοάνης καθιζήσεων, η οποία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 103

σχηματίζεται κάτω από χαλαρό φορτίο μεγάλων διαστάσεων, όταν πα-


ρεμβάλλεται στρώση εξυγίανσης.
Στο σχήμα 2.60 η γενική κοιτόστρωση εξομοιώνεται με λωρίδα απεί-
ρου μήκους, η οποία εδράζεται σε ασθενές έδαφος (με Ε = 6.000 KPa).
Υπολογίζονται οι καθιζήσεις με μέθοδο πεπερασμένων στοιχείων σε μια
εγκάρσια τομή για τις περιπτώσεις: χωρίς εξυγίανση και με πάχος στρώσης
0,70 και 2,00 m. Οι υποχωρήσεις της επιφανείας σχηματίζουν τρεις επάλ-
ληλες καμπύλες σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους. Η αύξηση του πά-
χους D δεν βελτιώνει αισθητά τις καθιζήσεις. Γι’ αυτό στην περίπτωση
γενικής κοιτόστρωσης και συμπιεστού στρώματος μεγάλου πάχους η εξυ-
γίανση θεωρείται περιττή.

Σχήμα 2.60. Χοάνη καθιζήσεων γενικής κοιτόστρωσης εδραζομένης σε συμπιεστό


στρώμα μεγάλου πάχους.
Φορτίο p = 60 KPa α) χωρίς στρώση D = 0
Πλάτος λωρίδος 2b = 20,00 m β) με στρώση D = 0,70 m
Ασθενές έδαφος Ε = 6 000 KPa ν=0,30 γ) με στρώση D = 2,00 m
Στρώση εξυγίανσης E0 = 50 000 KPa

Τέλος εξετάζεται η περίπτωση τεσσάρων παραλλήλων πεδιλοδοκών


που εδράζονται σε ασθενές έδαφος (με Ε = 6.000 KPa). Οι πεδιλοδοκοί
104 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

έχουν το αυτό πλάτος 2b = 2,00 m το ίδιο ομοιόμορφο φορτίο p = 150


KPa και απέχουν μεταξύ τους αξονικά 6,00 m. Οι καθιζήσεις υπολογίζο-
νται με μέθοδο πεπερασμένων στοιχείων, ώστε να λαμβάνεται υπ’ όψιν η
επίδραση των γειτονικών στοιχείων και της δυσκαμψίας της στρώσης. Ευ-
ρίσκονται οι υποχωρήσεις στα άκρα και τα μέσα των φορτιζομένων επιφα-
νειών και σε αλλά σημεία έξω από αυτές. Στο σχήμα 2.61 έχουν σχεδια-
στεί οι υποχωρήσεις της επιφάνειας του εδάφους (χοάνη καθιζήσεων) χω-
ρίς στρώση εξυγίανσης και με στρώσεις πάχους 0,70 και 2,00 μέτρων.
Σε όλες τις περιπτώσεις είναι προφανής η επιρροή των γειτονικών στοι-
χείων, η οποία προκαλεί αύξηση της υποχώρησης και στροφή της πεδιλο-
δοκού. Χωρίς εξυγίανση διαμορφώνεται μια οδοντωτή γραμμή, της οποίας
οι κάτω αιχμές δείχνουν την καθίζηση στο μέσον κάθε χαλαρού φορτίου,
ενώ οι επάνω αιχμές τις υποχωρήσεις της επιφάνειας στο μέσον της από-
στασης μεταξύ των πεδιλοδοκών.
Κάτω από ίδιες ακριβώς συνθήκες φόρτισης και εδάφους η μεμονωμέ-
νη πεδιλοδοκός (Σχήμα 2.58) έχει καθίζηση 115 mm, ενώ με την αλληλε-
πίδραση της ομάδας οι καθιζήσεις αυξάνουν σε 287 έως 317 mm, οι οποίες
είναι συγκρίσιμες με τις υποχωρήσεις γενικής κοιτόστρωσης που έχει το
ίδιο πλάτος και ίσο συνολικό φορτίο (236 έως 317 mm).

Σχήμα 2.61. Χοάνη καθιζήσεων σε ομάδα τεσσάρων παραλλήλων πεδιλοδοκών


δραζομένων σε συμπιεστό στρώμα πολύ μεγάλου πάχους σε συνάρτηση ε το πάχος D
της στρώσης εξυγίανσης.
Φορτίο p = 150 KPa α) χωρίς στρώση D = 0
Πλάτος λωρίδος 2b = 2.00 m β) με στρώση D = 0,70 m
Ασθενές έδαφος Ε = 6 000 KPa ν=0,30 γ) με στρώση D = 2,00 m
Στρώση εξυγίανσης E0 = 50 000 KPa
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 105

Η προσθήκη μιας στρώσης εξυγίανσης πάχους 0,70 m διανέμει τα φορ-


τία, εξαφανίζει τις ακρότατες τιμές και οδηγεί σε ομαλή καμπύλη. Η αύ-
ξηση του πάχους σε 2,00 m βελτιώνει λίγο τις καθιζήσεις. Σε σύγκριση με
τη γενική κοιτόστρωση (Σχήμα 2.60) παρατηρείται ότι η στρώση εξυγίαν-
σης πάχους 2,00 m, (που είναι ίσο προς το ήμισυ της αποστάσεως μεταξύ
των πεδιλοδοκών), οδηγεί σε ίσα περίπου μεγέθη καθιζήσεων:

4 πεδιλοδοκοί Γενική κοιτόστρωση


Άθροισμα φορτίων Ρ = 1 200 ΚΝ Ολικό φορτίο Ρ = 1 200 ΚΝ
Εξωτερική διάσταση 20,00 m πλάτος 20,00 m
Καθίζηση στο άκρον 234 mm Καθίζηση στο άκρον 230 mm
Καθίζηση στο μέσον 277 mm Καθίζηση στο μέσον 290 mm

Γενικά συμπεραίνεται ότι σε συμπιεστό στρώμα μεγάλου πάχους η αυ-


ξημένη στρώση εξυγίανσης συμβάλλει, ώστε τα φορτία των πολλών μεμο-
νωμένων στοιχείων να διαχέονται πλευρικά, να επικαλύπτονται και τελικά
να συμπεριφέρονται σαν ενιαίο χαλαρό φορτίο.

2.4.2. Συμπιεστό στρώμα μικρού πάχους


Η περίπτωση συμπιεστού στρώματος περιορισμένου πάχους απαντάται
συχνά στην πράξη. Τα επιφανειακά εδαφικά στρώματα προέρχονται συνή-
θως από αλλουβιακές προσχώσεις και είναι πιο χαλαρά, ενώ τα υποκείμε-
να είναι γεωλογικά παλαιότερα και έχουν υποστεί τουλάχιστον τη συμπίε-
ση του βάρους των υπερκειμένων, αν όχι πλήρη διαγέννεση. (Φωτογραφία
2.62).
Τα σκληρά, βραχώδη πετρώματα πολλές φορές καλύπτονται από ένα
«αποσαθρωμένο κάλυμμα». Αποτελείται από υλικά του ιδίου πετρώματος
τα οποία αποσαθρώθηκαν, αλλοιώθηκαν χημικά και ένα μέρος ή όλα τα
προϊόντα της αποσάθρωσης παρέμειναν στην επιφάνειά του με τη μορφή
χαλαρού εδάφους. Για παράδειγμα ο Αθηναϊκός Σχιστόλιθος πολύ συχνά
παρουσιάζεται τελείως αποσαθρωμένος στην επιφάνεια σε μορφή εδάφους
(βαθμός αποσάθρωσης V - αργιλώδες αμμοχάλικο), ενώ λίγα μέτρα πιο
βαθιά γίνεται συμπαγής και σκληρός (μεταψαμμίτης).
Ανάλογη είναι και η περίπτωση πρόχειρων και ανεξέλεγκτων τεχνητών
επιχώσεων (μπάζα), όπως εκείνες που γίνονται πχ. σε οικόπεδα που είναι
χαμηλότερα της εθνικής οδού, σε παλιούς δανειοθαλάμους, ή σε αχρη-
στευμένα λατομεία κλπ. Όταν έρθει η ώρα να οικοδομηθεί το οικόπεδο, οι
τεχνητές επιχώσεις αφαιρούνται ολοκληρωτικά και αντικαθίστανται από
στρώση εξυγίανσης καλά συμπυκνωμένη. Εάν το πάχος τους υπερβαίνει
ορισμένα όρια (πχ. 3÷4 m), εξετάζεται η οικονομικότητα της εξυγίανσης
106 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 2.62. Ανθεκτικότερο στρώμα σε βάθος 1,70 m περίπου.

έναντι άλλων μεθόδων, όπως της πασσάλωσης ή της θεμελίωσης στο στε-
ρεό υπόβαθρο αφήνοντας ένα – δυο υπόγεια ως κλειστούς χώρους, κενούς
ή πρόχειρα επιχωμένους.
Στο σχήμα 2.63 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα υπολογισμού των
καθιζήσεων πεδιλοδοκού, πλάτους 2b = 2,00 m, που εδράζεται σε συμπι-
εστό στρώμα πάχους z =5 m.
Εξετάζεται πάλι η περίπτωση τριών εδαφών: πολύ ασθενές (Ε = 3.000
KPa), ασθενές (Ε = 6.000 KPa) και μέτριο (Ε = 1.200 KPa).
Παρατηρείται η ραγδαία μείωση των καθιζήσεων με όριο την ελαστική
υποχώρηση του συμπυκνωμένου υλικού της στρώσης. Η μείωση είναι με-
γαλύτερη στο πολύ ασθενές έδαφος σε σύγκριση με ένα μέτριο έδαφος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 107

Σχήμα 2.63. Μείωση της καθίζησης πεδιλοδοκού εδραζόμενης σε συμπιεστό στρώ-


μα μικρού πάχους, σε συνάρτηση με το πάχος D της στρώσης εξυγίανσης.

Μέτρα ελαστικότητας
Πάχος συμπιεστού στρώματος z = 5,00 m α) Πολύ ασθενές έδαφος Ε = 3.000 KPa
Φορτίο p = 150 ΚPa β) Ασθενές έδαφος Ε = 6.000 KPa
Πλάτος λωρίδας 2b = 2,00 m γ) Μέτριο έδαφος Ε = 12.000 KPa
Στρώση εξυγίανσης Εο = 50.000 ΚPa

Παρόμοια εικόνα καθιζήσεων παρουσιάζεται και στην περίπτωση εκτε-


ταμένου θεμελίου, εδαφόπλακας. στο σχήμα 2.64 φαίνονται οι καθιζήσεις
του μέσου εδαφόπλακας, η οποία εδράζεται σε συμπιεστό στρώμα πάχους
5,0 m σε συνάρτηση με το πάχος της στρώσης εξυγίανσης. Η εδαφόπλακα
θεωρείται λωρίδα απείρου μήκους και χωρίς δυσκαμψία (χαλαρό φορτίο).
Οι καθιζήσεις μειώνονται γραμμικά, όσο αυξάνει το πάχος της στρώσης,
μέχρι να αντικαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του συμπιεστού στρώματος.
Η μείωση οφείλεται ακριβώς στην αντικατάσταση του ασθενούς εδάφους.
108 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 2.64. Καθιζήσεις γενικής κοιτόστρωσης εδραζόμενης σε συμπιεστό στρώμα


πάχους 500 m σε συνάρτηση με το πάχος D της στρώσης εξυγίανσης.

Μέτρα ελαστικότητας
Πάχος συμπιεστού στρώματος z = 5,00 m α) Πολύ ασθενές έδαφος Ε = 3.000 KPa
Φορτίο p = 60 ΚPa β) Ασθενές έδαφος Ε = 6.000 KPa
Πλάτος λωρίδας 2b = 20 m γ) Μέτριο έδαφος Ε = 12.000 KPa
Στρώση εξυγίανσης Εο = 50.000 ΚPa

Σχήμα 2.65. Χοάνη καθιζήσεων εδαφόπλακας εδραζόμενης σε συμπιεστό στρώμα


πάχους 5,0 m σε συνάρτηση με το πάχος της στρώσης εξυγίανσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 109

Η χοάνη καθιζήσεων που σχηματίζεται στην περίπτωση εδαφόπλακας


και λεπτού συμπιεστού στρώματος έχει πεπλατυσμένη μορφή, όπως φαίνε-
ται στο σχήμα 2.65. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στο κεντρικό τμήμα
δεν γίνεται πλευρική διασπορά των τάσεων λόγω του μικρού βάθους (συν-
θήκες μονοδιάστατης συμπίεσης).
Με την αύξηση όμως του πάχους της στρώσης εξυγίανσης διευκολύνε-
ται η διασπορά των τάσεων λόγω της δυσκαμψίας του κοκκώδους υλικού
με αποτέλεσμα η χοάνη να παίρνει καμπύλη μορφή.
Τέλος στο σχήμα 2.66 παρουσιάζεται η περίπτωση τεσσάρων παράλλη-
λων πεδιλοδοκών που εδράζονται σε συμπιεστό στρώμα πάχους 5,0 m.
Χωρίς στρώση εξυγίανσης η καμπύλη των καθιζήσεων της επιφάνειας
παρουσιάζει μέγιστη τιμή στη θέση κάθε φορτίου και ελάχιστη στα ενδιά-
μεσα. Με την παρεμβολή μιας στρώσης εξυγίανσης τα ακρότατα αμβλύνο-
νται και όσο αυξάνει το πάχος της στρώσης η μορφή της χοάνης ομαλο-
ποιείται και οι κλίσεις απαλύνονται.

Σχήμα 2.66. Χοάνη καθιζήσεων σε ομάδα τεσσάρων παράλληλων πεδιλοδοκών


εδραζόμενων σε συμπιεστό στρώμα μικρού πάχους.

Πάχος στρώματος z = 5,00 m α) χωρίς στρώση D=0


Φορτίο πεδιλοδοκού p = 150 ΚPa β) με στρώση D = 0,70 m
Πλάτος πεδιλοδοκών 2b = 2,00 m γ) με στρώση D = 2,00 m
Αξονικές αποστάσεις πεδιλοδοκών 6,00 m
110 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

2.4.3. Συγκρίσεις και συμπεράσματα


Στις προηγούμενες παραγράφους εξετάστηκε η επιρροή της στρώσης
εξυγίανσης στις καθιζήσεις μεμονωμένης πεδιλοδοκού και εκτεταμένης
θεμελίωσης (ομάδα παράλληλων πεδιλοδοκών ή γενική κοιτόστρωση) που
εδράζονται σε συμπιεστό στρώμα μικρού ή μεγάλου πάχους. Από τη σύ-
γκριση των αποτελεσμάτων συνοψίζονται τα ακόλουθα:

Μεμονωμένο στοιχείο θεμελίωσης


Σαν προϋπόθεση σημειώνεται ότι το μεμονωμένο στοιχείο θεμελίωσης
πρέπει να απέχει αρκετά από γειτονικά στοιχεία ώστε να μην επηρεάζεται
από αυτά, διότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων μεταβάλλει ριζικά
την εικόνα των καθιζήσεων. Μόνον στην περίπτωση που το πάχος του συ-
μπιεστού στρώματος είναι πολύ μικρό, της τάξεως του πλάτους του μεμο-
νωμένου θεμελίου, δεν υφίσταται αλληλεπίδραση μεταξύ πεδίλων για τις
συνήθεις αποστάσεις φερόντων στοιχείων.
• Σε συμπιεστό στρώμα μικρού πάχους οι απόλυτες καθιζήσεις μει-
ώνονται ραγδαία όσο αυξάνει το πάχος της στρώσης εξυγίανσης με
όριο την καθίζηση του υλικού της στρώσης, όταν αυτή αντικατα-
στήσει όλο το συμπιεστό στρώμα.
• Σε συμπιεστό στρώμα μεγάλου πάχους η στρώση εξυγίανσης οδη-
γεί σε μικρή μείωση της απόλυτης καθίζησης. Η μείωση αυτή αυ-
ξάνει όσο αυξάνεται το πάχος της στρώσης.
• Η μείωση της καθίζησης είναι πάντοτε εντονότερη στα πολύ συ-
μπιεστά εδάφη και μικρότερη σε μέτριας συμπιεστότητας.

Θεμελίωση από μεμονωμένα στοιχεία


Σε περίπτωση που τα μεμονωμένα στοιχεία θεμελίωσης αλληλοεπηρεά-
ζονται, είτε διότι οι μεταξύ τους αποστάσεις είναι μικρές, είτε διότι το πά-
χος του συμπιεστού στρώματος είναι μεγάλο, ο ρόλος της στρώσης εξυγί-
ανσης είναι σημαντικός, διότι αμβλύνει τις διαφορικές καθιζήσεις. Συγκε-
κριμένα :
• Λόγω της δυσκαμψίας της συμβάλλει στην ευρύτερη διανομή των
φορτίων, έτσι ώστε από κάποιο βάθος και κάτω τα μεμονωμένα
φορτία να συμπεριφέρονται σαν ενιαίο κατανεμημένο φορτίο. Οι
αυξομειώσεις αμβλύνονται όσο αυξάνει το πάχος της στρώσης.
• Σχηματίζεται μια χοάνη καθιζήσεων η οποία έχει τόσο πιο απαλές
κλίσεις όσο το πάχος της στρώσης είναι αυξημένο.
• Η στρώση εξυγίανσης μειώνει τις διαφορικές καθιζήσεις μεταξύ
γειτονικών στοιχείων θεμελίωσης, τόσο περισσότερο όσο αυξάνει
το πάχος της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΡΩΣΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ 111

Θεμελίωση με εδαφόπλακα
• Σε συμπιεστό στρώμα μεγάλου πάχους η εδαφόπλακα δεν μειώνει
ουσιαστικά τις απόλυτες καθιζήσεις. Αυξάνει όμως τη δυσκαμψία
της θεμελίωσης και περιορίζει τις διαφορικές καθιζήσεις μεταξύ
των φερόντων στοιχείων.
• Σε συμπιεστό στρώμα μικρού πάχους η μείωση των καθιζήσεων
είναι συνάρτηση του λόγου του πάχους της στρώσεως προς το πά-
χος του συμπιεστού στρώματος.
• Γενικά όμως στην περίπτωση της εδαφόπλακας ο ρόλος της στρώ-
σης εξυγίανσης στο μέγεθος των καθιζήσεων είναι περιορισμένος.

2.4.4. Το βέλτιστο πάχος της στρώσης εξυγίανσης


ƒ Το πάχος της στρώσης εξυγίανσης είναι δεδομένο σε περιπτώσεις
που η ασθενής στρώση, η ακατάλληλη για έδραση, έχει περιορι-
σμένο πάχος. Τότε γίνεται αφαίρεση και αντικατάσταση των ακα-
τάλληλων γεωυλικών.
Το πάχος όμως της τεχνητής επίχωσης πάνω στην οποία θα εδρα-
στεί οικοδομικό έργο δεν μπορεί να είναι απεριόριστο, όσο καλά
7
και αν γίνει η συμπύκνωση . Σε πάχος επίχωσης μεγαλύτερο των
2,5 ÷ 3,0 m, εκτός από τον φόβο ανεξέλεγκτων διαφορικών καθι-
ζήσεων λόγω απρόβλεπτων κακοτεχνιών και λοιπών αστάθμητων
παραγόντων υπεισέρχεται και ο οικονομικός παράγων. Όταν το
πάχος της επίχωσης είναι μεγάλο, η κατασκευή μιας πλάκας σκυ-
ροδέματος μπορεί να είναι οικονομικότερη από την επίχωση με ε-
πίλεκτα υλικά και τη συμπύκνωση κατά στρώσεις σε περιορισμένο
χώρο.
ƒ Εάν η στρώση εξυγίανσης εξυπηρετεί τη βελτίωση της φέρουσας
ικανότητας, τότε το πάχος της πρέπει να είναι το πολύ ίσο προς το
πλάτος του θεμελίου.
ƒ Οι πολύ λεπτές στρώσεις των 10 ή 20 cm δεν έχουν σοβαρή επί-
πτωση ούτε στις καθιζήσεις, ούτε στην φέρουσα ικανότητα. Απο-
τελούν απλώς στρώσεις καθαριότητας, πολύ χρήσιμες για την καλή
εκτέλεση του έργου.
ƒ Όταν το πλάτος του θεμελίου είναι πολύ μεγάλο, π.χ. γενική κοιτό-
στρωση, η στρώση εξυγίανσης δεν έχει ενεργό ρόλο. Δεν περιορί-

7
Βλ. Σ. Παπασπύρου «Συμπυκνώσεις», Πίνακας 3.1 Καταλληλότητα βραχώ-
δους επιχώματος.
112 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ζει τις ολικές καθιζήσεις, δεν χρειάζεται για αύξηση της φέρουσας
ικανότητας. Η χρήση της δικαιολογείται μόνον για την αντικατά-
σταση ακατάλληλου εδάφους ή για τη δημιουργία αποστραγγιστι-
κής στρώσεως. Στην περίπτωση αυτή κατασκευάζεται μόνον μια
στρώση καθαριότητας ή αναλόγως μια στρώση στράγγισης.
ƒ Σε μεμονωμένα πέδιλα ή πεδιλοδοκούς, όπου η στρώση εξυγίαν-
σης έχει τα καλύτερα στατικά και οικονομικά αποτελέσματα, το
ενδεδειγμένο πάχος κυμαίνεται από b έως 3b (όπου 2b το πλάτος
του στοιχείου θεμελίωσης). Όμως η επιλογή του πάχους D σε κάθε
περίπτωση πρέπει να προέρχεται από τη σύγκριση αναλυτικών υ-
πολογισμών των διαφορικών καθιζήσεων δοκιμάζοντας προοδευ-
τικά διάφορα πάχη στρώσεως.
3. ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ

Συχνά στον πυθμένα της εκσκαφής δημιουργούνται συνθήκες που δυσκο-


λεύουν την εργασία, εμποδίζουν τη χάραξη των πεδίλων, την τοποθέτηση
του οπλισμού κ.λ.π. Οι δυσμενείς συνθήκες προκαλούνται κυρίως από τα
νερά, όμβρια ή αναβλύζοντα στον πυθμένα της εκσκαφής. Η επιφάνεια
των συνεκτικών εδαφών είναι ευαίσθητη στο νερό, λασπώνει, πλαστικο-
ποιείται και σχηματίζει βαθιές ροδιές εξ’ αιτίας της κυκλοφορίας των οχη-
μάτων (Φωτογραφία 3.1). Κατά τη θερινή περίοδο το ξηρό έδαφος τρίβε-
ται από την κυκλοφορία και σχηματίζει ένα στρώμα παιπάλης πάχους αρ-
κετών εκατοστών.
Στα κοκκώδη εδάφη τα προβλήματα είναι μικρότερα, δεν παύουν όμως
να υπάρχουν.
Κατά τον ίδιο τρόπο όπως τα συνεκτικά εδάφη συμπεριφέρονται και
πολλά άλλα πετρώματα μικρής διαπερατότητας και πλούσια σε λεπτόκοκ-
κο κλάσμα.
Ο αργιλικός σχιστόλιθος π.χ. αν και θεωρείται μαλακός βράχος, όταν
πατηθεί από τις ερπύστριες των εκσκαπτικών μηχανημάτων και από τα
κυκλοφορούντα αυτοκίνητα μετατρέπεται σε λάσπη. Το ίδιο συμβαίνει
επίσης με τους ιλυολίθους και τις μάργες.
114 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 3.1. Νερά και λάσπες στον πυθμένα εκσκαφής

3.1. ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΚΟΚΚΩΔΗ ΥΛΙΚΑ

Η εξυγίανση της επιφάνειας επιτυγχάνεται εύκολα με μια λεπτή στρώ-


ση ξερού κοκκώδους εδάφους η οποία απορροφάει την υγρασία χωρίς να
πλαστικοποιείται και δημιουργεί λεία επιφάνεια.
Οι στρώσεις καθαριότητας είναι λεπτές στρώσεις άμμου ή αμμοχάλικου
που διαστρώνονται στον πυθμένα της εκσκαφής για να δημιουργήσουν
δάπεδο εργασίας με λεία επιφάνεια, ελεύθερο από κάθε είδους εμπόδια.

Υλικά κατασκευής
Το υλικό το οποίο διαστρώνεται, πρέπει να έχει τις εξής ιδιότητες :
• Να είναι χαμηλού κόστους
• Να απορροφά το νερό χωρίς να δημιουργεί λάσπη (IP < 6 %)
• Να σχηματίζει λεία επιφάνεια μετά την κυλίνδρωση
Κατάλληλα υλικά είναι γενικά τα αμμοχάλικα, ορυκτά ή θραυστά, με πλήρη
κοκκομετρική διαβάθμιση και μέγιστη διάμετρο όχι μεγαλύτερη των 32 mm.
Τέτοια γεωυλικά περιγράφονται στις παραγράφους 2.1.2 και 2.1.3. Η
εξασφάλιση καλών υλικών είναι πάντα επιθυμητή. Δεν απαιτείται όμως η
αυστηρή τήρηση κανόνων και προδιαγραφών, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ 115

αυστηρές απαιτήσεις ποιότητας. Αρκεί τελικά να παρουσιάζει καθαρή,


λεία επιφάνεια και ικανοποιητική βατότητα.
Η χρήση άμμου, ίσως σε λεπτότερες στρώσεις, δεν αποκλείεται αλλά
δεν συνηθίζεται για λόγους οικονομικούς, διότι στην επιλογή του υλικού
προέχει η οικονομικότητα.

Προετοιμασία της επιφάνειας


Ο πυθμένας της εκσκαφής καθαρίζεται όσο είναι δυνατόν από χαλαρά
υλικά και αντλούνται τα νερά. Προϋπόθεση είναι ότι δεν αναβλύζουν συ-
νεχώς υπόγεια νερά από τον πυθμένα ή τις παρειές, γιατί τότε χρειάζεται
στρώση στράγγισης και όχι καθαριότητας. Η επιφάνεια του πυθμένα δεν
κυλινδρώνεται.

Συμπύκνωση
Τα αμμοχάλικα διαστρώνονται σε χαλαρές στρώσεις των 10 έως 25 cm
έτσι ώστε μετά τη συμπύκνωση να προκύψει στρώση 7 έως 20 cm. Εάν τα
υλικά είναι τελείως στεγνά, πρέπει να διαβραχούν με άφθονο νερό και στη
συνέχεια να κυλινδρωθούν (Φωτογραφία 3.2).

Φωτογραφία 3.2. Διάστρωση αμμοχάλικου στον πυθμένα βαθειάς εκσκαφής


116 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Συμπυκνώνονται στο 100% της δοκιμής Μod. Proctor, επειδή πρόκειται


να ακολουθήσει θεμελίωση. H συμπύκνωση με την κυκλοφορία των αυτο-
κινήτων δεν επιτρέπεται, όχι μόνον επειδή δεν αποδίδει λεία επιφάνεια,
αλλά επειδή δεν εξασφαλίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης , όπως απαιτεί-
ται για τη θεμελίωση.

3.2. ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ

Έχει συνήθως μικρό πάχος 7 έως 15 cm και αποτελείται από ισχνό


σκυρόδεμα ή αμμόδεμα με μικρή αντοχή κύβου (βλ. παράγρ. 2.1.5).
Συνηθίζεται διότι είναι εύκολη και γρήγορη στην κατασκευή και ήδη
από την επόμενη ημέρα μπορεί να δώσει λεία και αρκετά σκληρή επιφά-
νεια, ώστε να συνεχιστούν οι εργασίες της θεμελιώσεως.
Η προετοιμασία της επιφάνειας του εδάφους περιλαμβάνει καλό καθα-
ρισμό από χαλαρά γεωυλικά ή νερά, όπως περιγράφεται πιο πάνω.
Το υλικό μεταφέρεται και διαστρώνεται με πρέσα σκυροδέματος (Φω-
τογραφίες 3.3 και 3.4). Η επιφάνειά του ισοπεδώνεται με πήχυ μέχρι την
προβλεπόμενη στάθμη.

Φωτογραφία 3.3. Στρώση καθαριότητας από σκυρόδεμα σε οικοδομικό έργο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΣΤΡΩΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ 117

Φωτογραφία 3.4. Στρώση καθαριότητας πριν από τη σκυροδέτηση διώρυγας.

Σε μικρά πάχη δεν χρειάζεται δόνηση, διότι αρκεί το χτύπημα με τον


πήχυ. Επειδή δεν υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις αντοχής, το σκυρό-
δεμα της στρώσης δεν ελέγχεται με λήψη δοκιμίων.
4. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Όταν ο πυθμένας της εκσκαφής είναι λασπώδης, με νερά και χαλαρά εδα-
φικά υλικά εφαρμόζεται πολλές φορές στην πράξη μια στρώση χονδρο-
κόκκου υλικού, η οποία ανακατεύεται με τα υπόλοιπα υπάρχοντα εδάφη
και βελτιώνει τη βατότητα. Αυτός ο τρόπος σταθεροποίησης ονομάζεται
«μηχανική σταθεροποίηση», επειδή χρησιμοποιεί αδρανή υλικά, σε αντι-
διαστολή προς τις μεθόδους σταθεροποίησης που περιγράφονται στην πα-
ράγραφο 2.1.6, οι οποίες προβλέπουν τη βελτίωση των ιδιοτήτων του εδά-
φους με χημικές διεργασίες. Τα πρόσμικτα, όπως αναφέρθηκε εκεί, προ-
στίθενται σε πολύ μικρές ποσότητες και μεταβάλλουν τις ηλεκτροχημικές
ιδιότητες του νερού των πόρων, είτε τον τρόπο κρυστάλλωσης των σχημα-
τιζόμενων αλάτων. Σε αντίθεση τα αδρανή πρόσμικτα αποτελούνται από
κοκκώδη έως αδρομερή γεωυλικά που αναμιγνύονται σε μεγάλες ποσότη-
τες και αλλοιώνουν μόνον την κοκκομετρική διαβάθμιση. Η κατασκευα-
στική διαδικασία παραμένει η αυτή: Αναμόχλευση του αυτόχθονος υλικού,
καλή ανάμιξη με τα αδρομερή και συμπύκνωση. Ο τρόπος με τον οποίον
εφαρμόζεται στα οικοδομικά έργα είναι διαφορετικός από ότι στην οδοποι-
ία και γι’ αυτό θα αναπτυχθεί χωριστά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ 119

4.1. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΕΡΓΑ ΟΔΟΠΟΙΪΑΣ

Στα έργα οδοποιίας η στρώση σταθεροποίησης κατασκευάζεται με τη


μεθοδολογία του σταθεροποιημένου εδάφους (βλ. παράγρ. 2.1.6) με μόνη
διαφορά, ότι εδώ το σταθεροποιητικό πρόσμικτο είναι ένα κοκκώδες ή α-
δρομερές γεωυλικό (μηχανική σταθεροποίηση).
Μετά τον καθαρισμό της επιφάνειας του εδάφους ακολουθεί αναμό-
χλευση μέχρι το προβλεπόμενο βάθος. Το πρόσμικτο γεωυλικό διαστρώνε-
ται επάνω στην προετοιμασμένη επιφάνεια του εδάφους, αναμοχλεύεται
πάλι και αναμιγνύεται καλά με το φυσικό έδαφος. Η ανάμιξη πρέπει να
φτάνει σε τέτοιο βάθος, ώστε να τηρούνται οι αναλογίες της σύνθεσης.
Ακολουθεί διαβροχή μέχρι τη βέλτιστη υγρασία και συμπύκνωση με οδο-
στρωτήρα. Το πάχος των στρώσεων αυτών δεν υπερβαίνει τα 40 cm, δηλ.
όσο μπορούν να φτάσουν τα μηχανήματα αναμόχλευσης.
Η πλησιέστερη προδιαγραφή είναι η ΠΕΤΕΠ 05-03-01 «Στρώση έδρα-
σης οδοστρώματος από ασύνδετα υλικά» σε συνδυασμό με τις παραγρά-
φους 2.1.2 και 2.2.6.

Όλα τα κοκκώδη γεωυλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εφόσον δεν


μαλακώνουν ή δεν διαλύονται στο νερό και δεν τρίβονται εύκολα. Οπωσ-
δήποτε όμως καλύτερα είναι εκείνα που αποτελούνται από σκληρούς και
γωνιώδεις κόκκους (βλ. παραγρ. 2.1.2 και 2.2.6). Ικανοποιητικά υλικά για
τον σκοπό αυτό είναι:

• Το λιθοσύντριμμα
• Τα θραυστά ή φυσικά χαλίκια
• Η θραυστή ή φυσική άμμος

Πολλά άλλα φυσικά ή τεχνητά υλικά που μπορεί να βρεθούν κοντά στο
τόπο του έργου έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία, όπως κορύματα κλιτύ-
ος, αποσαθρωμένος γνεύσιος, κατακερματισμένος ασβεστόλιθος, υπολείμ-
ματα ορυχείων, κλπ. Ο στόχος είναι το τελικό μίγμα να έχει τέτοια δια-
βάθμιση, ώστε να μπορεί να συμπυκνωθεί εύκολα και καλά.
Για το λόγο αυτό παίρνονται υπόψη οι κοκκομετρικές διαβαθμίσεις του
φυσικού εδάφους και του διαθέσιμου γεωυλικού και σχηματίζεται μια
σύνθεση με κατάλληλες αναλογίες από τα δύο υλικά, τέτοια ώστε η κοκ-
κομετρική καμπύλη του μίγματος να περιλαμβάνεται στα όρια των προδια-
γραφών για υλικά επιχωμάτων (βλ. παράγρ. 2.1.3).
120 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

4.2. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑ ΚΑΙ


ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ

Στα οικοδομικά έργα η επιφάνεια της κάτοψης είναι μικρή και δεν δι-
ευκολύνει την εργασία βαρέων μηχανημάτων για αναμόχλευση, ανάμιξη
και συμπύκνωση. Έτσι έχει αναπτυχθεί εμπειρικά μια ιδιόμορφη κατα-
σκευή: διαστρώνεται μια στρώση λιθορριπής επάνω στο λασπώδη πυθμέ-
να.
Η μέθοδος αυτή είναι ορθή και αποτελεσματική μόνον σε δύο περιπτώ-
σεις:
• Όταν το υδαρές συνεκτικό υλικό έχει πολύ μικρό πάχος και πιο
κάτω ακολουθεί ανθεκτικό στρώμα. Τότε οι ακμές και οι γωνίες
των λίθων εκτοπίζουν το υδαρές υλικό χωρίς να το συμπυκνώνουν
και φθάνουν μέχρι το ανθεκτικό υπόβαθρο, σχηματίζοντας έτσι
έναν ιστό, ο οποίος θα μεταβιβάζει τα φορτία στο ανθεκτικό υπέ-
δαφος.
• Όταν το χαλαρό στρώμα είναι αμμώδες, μικρού πάχους. Τότε με
τη διείσδυση των λίθων το στρώμα τούτο συμπυκνώνεται σε όσο
βάθος φθάνουν οι αιχμές τις και διαμορφώνεται έτσι μια στρώση
εξυγίανσης. Το υποκείμενο αμμώδες έδαφος επηρεάζεται ευνοϊκά
λόγω του βάρους των λίθων και των δονήσεων της συμπύκνωσης.
Η λιθορριπή δεν είναι κατάλληλη σε συμπιεστά στρώματα μεγάλου πά-
χους.
Όταν το υπέδαφος αποτελείται από χαλαρά κοκκώδη γεωυλικά σε με-
γάλο πάχος, η διείσδυση θα προχωρήσει μέχρις ενός βάθους, συμπυκνώνο-
ντας συγχρόνως τα υλικά που έρχονται σε επαφή. Θα σταματήσει όταν
αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ του βάρους της σφήνας που κατεισδύει
και της αντίδρασης των κόκκων που συμπυκνώνονται. Σχηματίζεται έτσι
μια στρώση εξυγίανσης. Η ισορροπία των λίθων μέσα στη στρώση αυτή
δεν είναι σταθερή, διότι επηρεάζεται από δονήσεις, από αύξηση ή επανά-
ληψη της φόρτισης και από νερά που μειώνουν τη γωνία εσωτερικής τρι-
βής.
Ανάλογος μηχανισμός με το ίδιο αποτέλεσμα ισχύει, όταν η υδαρής αρ-
γιλική στρώση έχει μεγάλο πάχος. Η μόνη διαφορά είναι ότι το υδαρές υ-
λικό δεν συμπυκνώνεται, αλλά εκτοπίζεται, υπερχειλίζει και βγαίνει πάνω
από τις πέτρες στην επιφάνεια. Η διείσδυση του αδρομερούς υλικού δεν θα
σταματήσει ποτέ. Κάθε φορά που θα αυξάνεται η υγρασία ή θα επαναλαμ-
βάνεται η φόρτιση, οι γωνιώδεις λίθοι θα βυθίζονται στη μαλακή στρώση
προκαλώντας την καθίζηση της ανωδομής. Εδώ η λιθορριπή δεν μπορεί να
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ 121

αποτελέσει στρώση εξυγίανσης, διότι μολύνεται από το αργιλικό υλικό και


χάνει τη μεγάλη γωνία εσωτερικής τριβής και την δυσκαμψία της.
Θα μπορούσαν ίσως να αναφερθούν παραδείγματα από την πράξη, ό-
που εφαρμόστηκε η λιθορριπή σε λασπώδες έδαφος χωρίς να παρατηρη-
θούν υπερβολικές καθιζήσεις στην ανωδομή. Αυτό όμως δεν αναιρεί τις
παραπάνω θεωρητικές θέσεις, διότι στην ανεξέλεγκτη εμπειρική εφαρμογή
δεν είναι εξακριβωμένες οι γεωτεχνικές συνθήκες. Με τον γενικό όρο λα-
σπώδες έδαφος περιγράφεται επίσης μια ιλύς ή μια αμμοϊλύς. Η συμπερι-
φορά των γεωυλικών αυτών προσεγγίζει εκείνη του κοκκώδους εδάφους
όσον αφορά τη διαπερατότητα, την ικανότητα για συμπύκνωση και τον
χρόνο καθιζήσεως. Αφ’ ετέρου η διαμόρφωση μιας υποτυπώδους στρώσης
εξυγίανσης, έστω και με μειωμένη δυσκαμψία, αμβλύνει τις διαφορικές
καθιζήσεις.
Συμπερασματικά η λιθορριπή κάτω από τη θεμελίωση έχει καλά αποτε-
λέσματα μόνον στην περίπτωση λεπτών ασθενών στρώσεων, οπότε σχημα-
τίζει ιστό ο οποίος μεταβιβάζει τα φορτία σε σταθερό υπέδαφος. Σε χαλα-
ρά εδάφη μεγάλου πάχους, απλώς, δημιουργείται επιφανειακά μια στρώση
εξυγίανσης μειωμένης δυσκαμψίας.
Η χρησιμοποίηση κοκκώδους υλικού, διαβαθμισμένου ή όχι, αποτελεί
σωστή εφαρμογή της μεθόδου, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να
αναμιχθεί με το υπέδαφος και να συμπυκνωθεί. Άλλως η μέθοδος δεν έχει
εφαρμογή σε οικοδομικά έργα.
5. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ

Η στρώση στράγγισης αποτελεί στρώση εξυγίανσης, διότι βελτιώνει τη


διαπερατότητα. Χρησιμοποιείται στα οικοδομικά έργα, κάτω από τη θεμε-
λίωση για την εκτόνωση και διαχείριση των υπογείων νερών που αναβλύ-
ζουν από το υπέδαφος. Στην Οδοποιία χρησιμοποιείται κάτω από τα επι-
χώματα ή αμέσως κάτω από το οδόστρωμα για να εμποδίσει τα νερά, υπό-
γεια ή επιφανειακά, να επηρεάσουν το οδόστρωμα ή το επίχωμα.

5.1. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ ΣΕ ΕΡΓΑ ΟΔΟΠΟΙΪΑΣ

Στα έργα οδοποιίας η στρώση στράγγισης τοποθετείται είτε αμέσως κά-


τω από την υπόβαση του οδοστρώματος, είτε κάτω από το θεμέλιο του
επιχώματος.
Στην πρώτη περίπτωση κάτω από την υπόβαση έχει σκοπό να συγκε-
ντρώσει και να απομακρύνει όσα υπόγεια ή επιφανειακά νερά κατεισδύ-
σουν μέχρις εκεί και επίσης να ανακόψει την τριχοειδή ανύψωση του νε-
ρού προς το οδόστρωμα. Συνδυάζεται με την αντιπαγετική στρώση και
αποτελεί μέρος της στρώσης έδρασης (ΣΕΟ) του οδοστρώματος (Σχήμα
5.1).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 123

Σχήμα 5.1. Στρώση στράγγισης κάτω από οδόστρωμα.

Στη δεύτερη περίπτωση τοποθετείται στο θεμέλιο του επιχώματος από


την επιφάνεια έδρασης μέχρις ενός ύψους 30 cm πάνω από το φυσικό έδα-
φος (Σχήμα 5.2). Αποβλέπει πάλι στην προστασία του επιχώματος από τα
επιφανειακά νερά της ανάντη περιοχής και από την τριχοειδή υγρασία του
υπεδάφους.

Σχήμα 5.2. Στρώση στράγγισης κάτω από επίχωμα.


124 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Η εφαρμογή της διέπεται από την γενική προδιαγραφή ΠΕΤΕΠ 02-07-


01 σε συνδυασμό και με τις προδιαγραφές ΠΕΤΕΠ 08-03-01 «Κατασκευή
στραγγιστηρίων με διάτρητους σωλήνες», 08-03-02 «Διαβαθμισμένο υλικό
στραγγιστηρίων», 08-03-03 «Γεωυφάσματα στραγγιστηρίων», για την ε-
ξασφάλιση μεγάλης διαπερατότητας.

5.2. ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ ΣΕ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑ ΕΡΓΑ

Στα οικοδομικά έργα η στρώση στράγγισης είναι απαραίτητη όταν η


θεμελίωση γίνεται κάτω από τη στάθμη του φρεατίου ορίζοντα και έχει
σκοπό να συγκεντρώνει και να απομακρύνει τα νερά που αναβλύζουν από
τον πυθμένα, κατά τη διάρκεια τόσο της κατασκευής όσο και της λειτουρ-
γίας του έργου. Τοποθετείται αμέσως κάτω από την εδαφόπλακα (Σχήμα
5.3 και Φωτογραφία 5.4) ή αν προβλέπεται στεγανολεκάνη κάτω από τη
στεγανοποίηση (Σχήμα 5.5).

Σχήμα 5.3. Στρώση στράγγισης σε οικοδομικό έργο χωρίς στεγανολεκάνη.

Προστατεύεται από τη διείσδυση του λεπτόκοκκου υπεδάφους με δια-


χωριστικό γεωύφασμα, βάρους τουλάχιστον 180 gr/m2.
Για κατασκευαστικούς λόγους το πάχος της στρώσης στράγγισης είναι
τουλάχιστον 30 cm, εφόσον προστατεύεται καλά από μολύνσεις, στον
πυθμένα με γεωύφασμα και στο επάνω μέρος με λεπτό πλαστικό φύλλο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 125

Φωτογραφία 5.4. Η στρώση στράγγισης από σκύρα καλυμμένη με πλαστικό φύλλο.

Σχήμα 5.5. Στρώση στράγγισης κάτω από στεγανολεκάνη

(βλ. σχήμα 5.3). Αν δεν προβλεφθεί γεωύφασμα, το πάχος της στρώσης


πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 40 cm.
Η επιφάνεια έδρασης πρέπει να έχει ελαφρά κλίση (1 έως 2%) προς μία
ή περισσότερες περιμετρικές τάφρους, οι οποίες θα οδηγούν τα νερά στα
φρεάτια άντλησης. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία 5.6. ένα απλό φρεάτιο
άντλησης διαμορφώνεται εύκολα με τσιμεντοσωλήνες διαμέτρου 80 ή 100
126 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 5.6. Φρεάτιο άντλησης.

cm. Η θέση του είναι εκτός του περιγράμματος της κάτοψης της θεμελίω-
σης και έχει βάθος 50 cm κάτω από τη στάθμη έδρασης. Στις τσιμεντοσω-
λήνες ανοίγονται μερικές τρύπες και στη βάση του φρέατος τοποθετείται
15-30 cm χαλίκι. Μια αυτόματη βυθιζόμενη αντλία (με φλοτέρ) απάγει τα
νερά προς το δημοτικό δίκτυο ομβρίων.
Τα φρεάτια θα χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της κατασκευής για
προσωρινό καταβιβασμό της στάθμης του φρεατίου ορίζοντα μέχρις ότου
η ανωδομή αποκτήσει βάρος μεγαλύτερο από την άνωση (βλ. παράγρ.
2.2.6.1).
Για προληπτικούς λόγους θεωρείται σκόπιμο να διατηρούνται τα φρεά-
τια αυτά και μετά το πέρας της κατασκευής του κτιρίου. Σε περίπτωση
βλάβης της στεγανολεκάνης αντλούνται από εκεί τα νερά κατεβάζοντας
τον ορίζοντα, μέχρις ότου αποκατασταθεί η βλάβη.
Στο σχήμα 5.7 φαίνεται η κατασκευή μόνιμου φρεατίου άντλησης έξω
από την κάτοψη, το οποίο περιβάλλεται με γεωύφασμα.
Για τα συνήθη οικοδομικά έργα με διαστάσεις μικρότερες των 20 μέ-
τρων δεν χρειάζεται να παρεμβάλλονται στη στρώση διάτρητοι σωλήνες.
Η παροχετευτική ικανότητα των σκύρων είναι επαρκής για την απομά-
κρυνση των νερών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 127

Σχήμα 5.7. Μόνιμο φρεάτιο άντλησης στην πρασιά έξω από τη στεγανολεκάνη
και την αντιστήριξη.

5.3. ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

Η στρώση στράγγισης πρέπει να διασφαλίζει αφ’ ενός μεν σταθερότητα


όγκου κατά τη φόρτιση και αφ’ ετέρου μεγάλη διαπερατότητα για την α-
πομάκρυνση των νερών. Γι’ αυτό κατασκευάζεται από σκληρά και ανθε-
κτικά αδρανή χωρίς αργιλικές προσμίξεις.
Η προσοχή εστιάζεται στην καταλληλότητα του πετρώματος όσον αφο-
ρά την ανθεκτικότητά του στο νερό (όπως αναφέρεται στην παράγραφο
2.2.6.2), στην καλή κοκκομετρική διαβάθμιση (παράγρ. 2.1.3), και ακόμη
στην πλήρη έλλειψη λεπτοκόκκου υλικού, ιδιότητες που εξασφαλίζουν τη
σταθερότητα του όγκου και τη μεγάλη διαπερατότητα.
Κατά την προδιαγραφή ΠΕΤΕΠ 08-03-02 η ανθεκτικότητα του πετρώ-
ματος ελέγχεται με τις ακόλουθες δοκιμές:
(α) Απομείωση σε απότριψη κατά Los Angeles ≤ 40%
(Κατά ΕΝ 1097-2 : 1998. Δοκιμές για τον προσδιορισμό των μη-
χανικών και φυσικών ιδιοτήτων των αδρανών – Μέρος 2 : Μέ-
θοδος προσδιορισμού αντίστασης σε απότριψη).
128 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

(β) Απώλεια βάρους κατά τη δοκιμή υγείας ≤ 10%


(Κατά ΕΝ 1367-2 : 1998. Δοκιμές για τον προσδιορισμό των ιδι-
οτήτων των αδρανών σε θερμικές και καιρικές μεταβολές – Μέ-
ρος 2 : Δοκιμή θειικού μαγνησίου).

Η ίδια προδιαγραφή προβλέπει την χρησιμοποίηση διαβαθμισμένου


θραυστού υλικού πληρώσεως, μη πλαστικού (το οποίο ονομάζει φίλτρο,
επειδή παίζει ρόλο φίλτρου μεταξύ εδάφους και σχισμών του σωλήνα απα-
γωγής) και ορίζει την κοκκομετρική διαβάθμιση που φαίνεται στον πίνακα
5.1 και στο διάγραμμα 5.8.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.1. ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΥΛΙΚΟΥ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ


(Κατά την ΠΕΤΕΠ 08-03-02)

Διάμετρος κοσκίνου [mm] Ποσοστό διερχομένων [%]


25,4 (1΄΄) 100
19,10 (3/4 ΄΄) 80 – 100
9,52 (3/8 ΄΄) 10 – 40
4,76 (Νο 4) 0–4
0,074 (Νο 200) 0–2

Η διαβάθμιση αυτή δεν είναι δεσμευτική και ο μελετητής έχει την ευ-
χέρεια επιλογής άλλου υλικού που θα ικανοποιεί καλύτερα τις ανάγκες του
έργου.
Άλλα κατάλληλα υλικά, που δεν περιέχουν καθόλου λεπτόκοκκο κλά-
σμα, είναι τα διάφορα σκύρα, όπως:
• Σκύρα σκυροδέματος διαμέτρου 16 έως 28 ή 31 mm
• Σκύρα οδοστρωσίας διαμέτρου 31 έως 80 mm
• Σκύρα οδοστρωσίας με διευρυμένη διαβάθμιση σε διάφορες α-
ναλογίες 16 έως 90 mm
Οι κοκκομετρικές καμπύλες των υλικών αυτών έχουν χαραχθεί στο
διάγραμμα 5.8. Όπως φαίνεται η διαβάθμισή τους είναι πολύ περιορισμέ-
νη, σχεδόν ισόκοκκα υλικά, τα οποία δεν συμβαδίζουν με το πνεύμα της
παραγράφου 2.1.3, δηλαδή όταν συμπυκνωθούν δεν σχηματίζουν συμπαγή
μάζα με λίγα κενά. Αντίθετα εδώ επιδιώκονται μεγάλα κενά για υψηλή
διαπερατότητα, ενώ το ανυποχώρητο της στρώσης εξασφαλίζεται από την
μεγάλη αντοχή του πετρωματικού υλικού και από την ευκολία που έχει το
σχεδόν ισόκοκκο υλικό να παίρνει θέση ευσταθούς ισορροπίας αμέσως με
τη διάστρωση, με τη διαβροχή και ενδεχομένως με λίγη δόνηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 129

Διάγραμμα 5.8. Κοκκομετρικές διαβαθμίσεις υλικών στράγγισης.

Η στρώση στράγγισης όπως και τα στραγγιστήρια διατρέχουν τον κίν-


δυνο να μολυνθούν, όταν βρίσκονται σε επαφή με ιλυώδη ή αργιλικά εδά-
φη (βλ. παράγρ. 2.1.4). Γι’ αυτό κάτω από τη στρώση διαστρώνεται πάντο-
τε ένα διαχωριστικό γεωύφασμα. Τα γεωυφάσματα των στραγγιστηρίων
προβλέπονται από την προδιαγραφή ΠΕΤΕΠ 08-03-03.
Βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία για τον υπολογισμό του γεωυφάσμα-
τος είναι η μέγιστη ενεργός διάμετρος πόρου Ow και η αντοχή σε διάτρηση
Od. Η πρώτη χαρακτηρίζει τη διαπερατότητα του γεωυφάσματος και προσ-
διορίζεται ανάλογα με το είδος και τη διαπερατότητα του εδάφους αφενός
και αφετέρου από τις συνθήκες ροής και εξωτερικής φόρτισης. Η δεύτερη
εξαρτάται από την καταπόνηση που θα υποστεί το γεωύφασμα κατά τη
διάστρωση και το γέμισμα με σκύρα (μέγεθος κόκκου, ύψος πτώσεως 8 .

8
Αναλυτικά για τον τρόπο υπολογισμού του γεωύφασματος βλ. J. P. Giroud
(1982), R. M. Koerner (1990), Παπασπύρου (2006).
130 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Τα γεωυφάσματα ενώνονται με επικάλυψη κατά 30-50 cm. Λεπτομέ-


ρειες της τοποθέτησης δίνονται στις παραγράφους 2.1.4 και 5.4. Αν χρησι-
μοποιηθούν ορυκτά φίλτρα, τότε η καμπύλη της κοκκομετρικής διαβάθμι-
σης του φίλτρου πρέπει να ανταποκρίνεται στα όρια του πίνακα 5.2 (βλ.
και διάγραμμα 5.8).
Το διαβαθμισμένο υλικό του φίλτρου πρέπει να είναι πιο χοντρόκοκκο
από το περιβάλλον έδαφος ούτως ώστε τα λεπτομερή εδαφικά υλικά να
μην αποχωρίζονται από το έδαφος και προκαλούν απόπλυση ή διασωλή-
νωση και να μην εισχωρούν στο φίλτρο και προκαλούν έμφραξη.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.2. ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΛΕΠΤΟΚΟΚΚΟΥ


ΥΛΙΚΟΥ ΦΙΛΤΡΟΥ (Κατά την ΠΕΤΕΠ 08-03-02)

Διάμετρος κοσκίνου [mm] Ποσοστό διερχομένων [%]


12,7 (1/2’’) 90 – 100
6,35 (Νο 4) 65 – 100
2,00 (Νο 10) 40 – 100
0,30 3 – 30
0,15 0–4
0,074 (Νο 200) 0–3

Ο λόγος των συντελεστών διαπερατότητας μεταξύ δύο διαδοχικών


στρώσεων από λεπτότερο προς χοντρότερο δεν πρέπει να είναι μεγαλύτε-
ρος από 1 προς 100.
Οι σχέσεις μεταξύ των διαμέτρων των κόκκων του εδάφους (dXX) και
του υλικού του φίλτρου (DYY) πρέπει κατά την ανωτέρω προδιαγραφή να
έχουν τα ακόλουθα όρια :
D15 D50 ⎫
≤5 ≤ 25⎪
d 85 d 50

⎬ (5.1)
D15 D60 ⎪
>5 < 20⎪
d15 d10 ⎭

5.4. ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Η ικανότητα της στρώσης στράγγισης να απομακρύνει τα εισρέοντα νερά ε-


ξαρτάται από τον συντελεστή διαπερατότητας k του συμπυκνωμένου υλικού της.
Παίρνοντας υπόψη ότι οι στρώσεις αποτελούνται συνήθως από αδρομερή, θραυ-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 131

στά γεωυλικά ο συντελεστής k εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: την περι-
εκτικότητα σε λεπτόκοκκα υλικά, τη διαβάθμιση και τον βαθμό συμπύκνωσης.
Η περιεκτικότητα σε λεπτόκοκκα υλικά, όπως φαίνεται από τις προδιαγραφές
και τα διαγράμματα κοκκομετρικών διαβαθμίσεων που αναφέρονται στην προη-
γούμενη παράγραφο, τηρείται όσο το δυνατόν χαμηλότερη. Μερικές φορές εφαρ-
μόζεται ακόμη και πλύσιμο με άφθονο νερό για την απομάκρυνση της παιπάλης
και του λεπτόκοκκου υλικού.
Οι προδιαγραφές υλικού στραγγιστηρίου δέχονται γενικά ένα ποσοστό μέχρι
5-7% λεπτόκοκκου (d ≤ 0,074 mm), το οποίο δεν παραβλάπτει τη διαπερατότητα,
εφόσον το υπόλοιπο υλικό είναι αδρομερές και σχεδόν ισόκοκκο.
Η συμπύκνωση είναι γνωστό ότι μειώνει τα κενά και άρα επηρεάζει τη διαπε-
ρατότητα. Τα θραυστά γεωυλικά πλήρους κοκκομετρικής διαβάθμισης, όταν συ-
μπυκνωθούν, δίνουν μεγάλο φαινόμενο βάρος και μικρή διαπερατότητα. Οι πα-
λιοί εργοδηγοί χρησιμοποιούσαν μια τελείως πρόχειρη δοκιμή για να διαπιστώ-
νουν την καλή συμπύκνωση: άδειαζαν έναν κουβά νερό επάνω στην επιφάνεια.
Εάν το νερό απορροφηθεί και διηθηθεί αμέσως η στρώση δεν έχει συμπυκνωθεί.
Εάν το νερό λιμνάσει για λίγο στην επιφάνεια, τότε η στρώση είναι ικανοποιητικά
πυκνή.
Η δοκιμή αυτή είναι τελείως εμπειρική και η εγκυρότητά της εξαρτάται από
πολλές προϋποθέσεις. Δείχνει όμως, χαρακτηριστικά τη σημασία της κοκκομε-
τρικής διαβάθμισης, δηλαδή πότε τα κενά έχουν γεμίσει, και αποδεικνύει το ρόλο
της συμπύκνωσης στη μείωση της διαπερατότητας.
Η συμπύκνωση είναι απαραίτητη, διότι η στρώση στράγγισης βρίσκεται στην
έδραση οδοστρωμάτων, επιχωμάτων ή οικοδομικών έργων και πρέπει να παρου-
σιάζει σταθερότητα όγκου. Αποφεύγεται ή περιορίζεται μόνο όταν χρησιμοποιού-
νται ισόκοκκα υλικά και βραχώδη προϊόντα. Το κλείσιμο των πόρων κατά τη συ-
μπύκνωση αποφεύγεται μόνο με κατάλληλη κοκκομετρική διαβάθμηση και με
περιορισμό ή πλήρη έλλειψη του λεπτόκοκκου υλικού.
Ενδεικτικά δίνεται πιο κάτω ο πίνακας 5.3 με τους συντελεστές k και τις δια-
βαθμίσεις της διαπερατότητας, όπως αναφέρονται στη βιβλιογραφία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑΣ

Χαρακτηρισμός k σε m/sec Γεωυλικό


Μεγάλη > 10-3 Χοντρά χαλίκια
Μέση 10 έως 10-5
-1
Καθαρή άμμος
Μικρή 10-3 έως 10-7 Ιλυώδης άμμος
Πολύ μικρή 10-5 έως 10-9 Ιλύς
Πρακτικά αδιαπέρατο < 10-9 Άργιλος
132 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Περισσότερο εξειδικευμένα, στον πίνακα 5.4 δίνονται οι συντελεστές


διαπερατότητας k (σε m/sec) υλικών που χρησιμοποιούνται σε έργα Οδο-
ποιίας [M. Carter & St. Bentley, 1991, σελ. 53].

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.4. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑΣ ΥΛΙΚΩΝ


ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ
Υλικά k (σε m/sec)
Χονδρόκοκκα αδρανή, καλά διαβαθμισμένα 4·10-1 έως 4·10-3
Αδρανή, καλά διαβαθμισμένα χωρίς λεπτόκοκκα 4·10-3 έως 4·10-5
Άμμος σκυροδέματος με χαμηλή περιεκτικότητα
7·10-4 έως 7·10-6
παιπάλης
Άμμος σκυροδέματος με υψηλή περιεκτικότητα
7·10-6 έως 7·10-8
παιπάλης
Άμμος, ιλυώδης και αργιλώδης 10-7 έως 10-9
Συμπυκνωμένη ιλύς 7·10-8 έως 7·10-10
Συμπυκνωμένη άργιλος < 10-9
Ασφαλτικά σκυροδέματα +) 4·10-5 έως 4·10-8
Σκυρόδεμα με τσιμέντο Portland < 10-10
+)
Σε πρόσφατα ασφαλτικά σκυροδέματα κλειστού τύπου, κυκλοφοριόπηκτα,
έχουν καταγραφεί τιμές k < 10-10 m/sec.

Στον πίνακα 5.5 φαίνονται παραστατικά οι χαρακτηρισμοί της διαπερα-


τότητας, οι διαπερατότητες διαφόρων γεωυλικών και οι συνθήκες απο-
στράγγισης σε εξάρτηση από την κλίμακα των συντελεστών διαπερατότη-
τας [M. Carter & St. Bentley, 1991].
Τα όρια του k που δίνει η βιβλιογραφία δεν ικανοποιούν τις πρακτικές
εφαρμογές, διότι η απόκλιση μεταξύ των ακραίων τιμών φτάνει το εκατοντα-
πλάσιο. Η διακύμανση δικαιολογείται, επειδή δεν προσδιορίζεται η κοκκομε-
τρική διαβάθμιση ούτε η πυκνότητα των υλικών. Καλύτερη προσέγγιση δίνε-
ται από εμπειρικούς τύπους και διαγράμματα που αναφέρονται πιο κάτω.
Η επέκταση, όμως, των εμπειρικών τύπων και διαγραμμάτων στα αδρο-
μερή υλικά των στραγγιστηρίων δεν είναι απλή για τους ακόλουθους λόγους:
• Τα στραγγιστήρια αποτελούνται από χονδρόκοκκα υλικά με μεγάλους
πόρους, όπου η ροή του νερού, είναι στροβιλώδης. Δεν ισχύει ο νόμος
του Darcy, ούτε υπάρχουν σαφείς συνθήκες ροής, σταθερή διατομή
κ.λ.π., ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν αντίστοιχες σχέσεις της Υ-
δραυλικής.
• Οι πειραματικές εργασίες χρησιμοποιούν λεπτόκοκκα ή αμμώδη εδάφη,
και συνήθως καθαρή άμμο (φίλτρα διυλιστηρίων) όπου επικρατεί α-
στρόβιλος ροή. Οι συντελεστές διαπερατότητας και κατ’ επέκταση οι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 133

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.5. ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ ΕΔΑΦΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟ-


ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ
134 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

εμπειρικοί τύποι που συνάγονται από πειράματα με αστρόβιλη ροή, δύ-


σκολα μπορούν να επεκταθούν σε χονδρόκοκκα υλικά.
• Ο συντελεστής διαπερατότητας k, λόγω του ιξώδους του νερού, μετα-
βάλλεται σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία. «Αν υποτεθεί το k ως
100% σε θερμοκρασία 20°C, λέγει ο R. F. Craig (2002, σελ. 39), τότε
στις θερμοκρασίες 10°C και 0°C αντιστοιχούν τιμές 77% και 56%».
• Ο συντελεστής k δείχνει μεγάλη ευαισθησία στον δείκτη των πόρων e,
δηλαδή στην πυκνότητα που προκύπτει από τη διαβάθμιση και τη συ-
μπύκνωση του υλικού.
Ένας παλιός εμπειρικός τύπος συσχετισμού έχει τη μορφή:
ν o n − 0,13
k = (600 ÷ 800) · ⋅ ⋅ d 2 (σε cm/sec) 5.2)
ν t 3 1 − n 10
όπου v0, vt : συντελεστής ιξώδους σε θερμοκρασία 10 και t 0C
d10 : η ενεργός διαμετρος 9 σε cm
n : ο λόγος των κενών

Ο τύπος του Allen Hazen (1892) τροποποιημένος κατά Schleiher /


Chardabela (1940), έχει τη γενική μορφή:
k = A . eB (σε cm/sec) (5.3)
όπου Α =1102 . d102
B = 2 έως 5 (χάλικες 2, άργιλος 5)
e = ο δείκτης των πόρων e = n / (1 – n)
d10 = η ενεργός διαμετρος σε cm

Απλούστερη μορφή του ίδιου τύπου είναι :


k = C1 . d102 (σε m/sec) (5.4)
γw e3
όπου C1 = ⋅ ⋅c
μ (1 + e )
d10 = η ενεργός διάμετρος σε mm
γw = το ειδικό βάρος του νερού

9
Στις εμπειρικές εκτιμήσεις της διαπερατότητας ως ενεργός διάμετρος χαρα-
κτηρίζεται η διάμετρος εκείνη η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά του υλικού.
Συνήθως λαμβάνεται η διάμετρος που αντιστοιχεί σε ποσοστό διερχομένων
10%.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 135

Σχήμα 5.9. Συντελεστές διαπερατότητας k σε συνάρτηση με την πυκνότητα, την ενεργό διά-
μετρο d50, και τον συντελεστή ομοιομορφίας. (κατά M. Preene et al, 1997)
136 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

e = ο δείκτης των πόρων e = n / (1 – n)


μ = συντελεστής ιξώδους
c = συντελεστής μορφής (κόκκων)

Ο A. Hazen στηριζόμενος σε πειράματα με καθαρή άμμο προσδιόρισε


τον συντελεστή C1 μεταξύ των τιμών 0,01 και 0,015.
Σε πιο απλή μορφή ο ίδιος τύπος φέρεται ως:
k = C1 . d102 (σε m/sec) (5.5)
όπου C1 =0,01 ÷ 0,015
d10 = η ενεργός διάμετρος σε mm

Νεώτερες πειραματικές έρευνες του M. Preene (Preene et al, 1997) κα-


ταλήγουν στα διαγράμματα που φαίνονται στο σχήμα 5.9. Η διαπερατότη-
τα k προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ενεργό διάμετρο, με τον συντε-
λεστή ομοιομορφίας του υλικού και με τρεις καταστάσεις πυκνότητας (χα-
λαρή, μέση, πυκνή διάστρωση). Ως ενεργός διάμετρος λαμβάνεται η διά-
μετρος που αντιστοιχεί σε ποσοστό διερχομένων 50% (d50). Συντελεστής
ομοιομορφίας C είναι ο λόγος των διαμέτρων για ποσοστά διερχομένων 60
και 10% (C = d60/d10).
Ακολουθούν δύο αριθμητικά παραδείγματα από τα οποία διαφαίνεται η
μεγάλη παροχετευτική ικανότητα στρώσης που αποτελείται από σκύρα
σκυροδέματος και η σημαντική μείωση της παροχής, όταν στρώση του
αυτού πάχους αποτελείται από ιλυώδες αμμοχάλικο.

Παράδειγμα 1: Στρώση πάχους 0,30 m από σκύρα σκυροδέματος


(8 – 23 mm)

Τα εργαστηριακά στοιχεία της στρώσης είναι:


v0 / vt =1,0
d10 = 1,0 cm
n = 0,30
και
e = 0,30 / (1 – 0,30) = 0,43

Σύμφωνα με τον τύπο (5.2) είναι:


0,30 − 0,13 2
k= (600 έως 800) · 1,0 · ⋅ 1,0 = 115 έως 153 cm/sec
3
1 − 0,30
Σύμφωνα με τον τύπο (5.3) του A. Hazen είναι:

A = 1102*1.02=1102
B = 2.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 137

k=1102*0,432.5= 134 cm/sec


Στρώση πάχους 0,30 m, πλάτους 1,00 m και με υδραυλική κλίση i = 1% δίνει
παροχή Q :
Q = 0,30*1,00*1,34*3600/100 = 14,4 m3/h

Όπως φαίνεται η παροχετευτική ικανότητα είναι πολύ μεγάλη και οπωσδήποτε


επαρκεί για να παραλάβει τη διήθηση του υπεδάφους η οποία κινείται το πολύ με
k=10-2.

Παράδειγμα 2: Στρώση ιλυώδους αμμοχάλικου, πάχους 0,30 m

Τα εργαστηριακά στοιχεία της στρώσης είναι:


v0 / vt =1,0
d10 = 0,04 cm
n = 0,28
και
e = 0,28 / (1 – 0,28) = 0,39
Σύμφωνα με τον τύπο (5.2) είναι:
0,30 − 0,13
k= (600 έως 800) · 1,0 · =0,16 έως 0,21 cm/sec
3
1 − 0,30
Σύμφωνα με τον τύπο (5.3) του A. Hazen είναι:
A = 1102*0,042=1,763
B = 2,5
k = 1,763 * 0.392.5 = 0,17 cm/sec

Στρώση πάχους 0,30 m, πλάτους 1,00 m και με υδραυλική κλίση i = 1% δίνει


παροχή Q :
Q = 0,30*1,00*0,17*0,01*3600 = 0,018 m3/h = 18 Lit/h
Η παροχετευτική ικανότητα είναι τώρα μικρή εξ αιτίας της ύπαρξης του λεπτο-
κόκκου υλικού.

5.5. ΣΤΡΑΓΓΙΣΤΗΡΙΑ ΣΕ ΔΟΜΙΚΑ ΕΡΓΑ

Όταν η επιφάνεια της στρώσης στράγγισης είναι πολύ μεγάλη κατα-


σκευάζονται είτε μέσα στη στρώση είτε κάτω από αυτή σωληνωτά στραγ-
γιστήρια (Φωτογραφία 5.10) για να διευκολύνουν την απομάκρυνση των
νερών. Είναι τάφροι μικρών διαστάσεων, (π.χ., 40*40 ή 50*60), περιβάλ-
λονται με διαχωριστικό γεωύφασμα, έχουν στον πυθμένα τους διάτρητους
τσιμεντοσωλήνες ή πλαστικούς σωλήνες και γεμίζονται με σκύρα όμοια με
εκείνα της στρώσης (Διάγραμμα 5.8 και σχήμα 5.11).
Οριζοντιογραφικά διατάσσονται είτε ακτινωτά, είτε σε ορθογωνικό
κάνναβο και οδηγούν τα νερά σε φρεάτια άντλησης (Φωτογραφία 5.12) με
κλίσεις 1 έως 2% .
138 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Φωτογραφία 5.10. Κατασκευή στραγγιστηρίου κάτω από τη στρώση εξυγίανσης.

Γενικά συνιστάται οι κλίσεις των στραγγιστηρίων να μην είναι μικρό-


τερες του 0,33% και η μέγιστη κλίση να μην οδηγεί σε ταχύτητες ροής με-
γαλύτερες από 3,0 m/sec υπό οποιοδήποτε υδραυλικό φορτίο.
Οι διατρήσεις των σωλήνων πρέπει να γίνονται στο εργοστάσιο κατά τη
διαδικασία της παραγωγής τους· η διάτρηση στο εργοτάξιο με δράπανα ή
τροχούς είναι ανεξέλεγκτη και εγκυμονεί τον κίνδυνο να μειώσει την α-
ντοχή του σωλήνα ή να μην τον κάνει όσο πρέπει διαπερατό.
Η διαπερατότητα του σωλήνα θεωρείται επαρκής όταν η επιφάνεια των
οπών ή εγκοπών είναι τουλάχιστον 1500 mm2 ανά τρέχον μέτρο σωλήνα.
Εάν το υλικό πληρώσεως του στραγγιστηρίου είναι αμμοχάλικο πλού-
σιο σε λεπτόκοκκα (>5÷7%) τότε καλό είναι ο σωλήνας να περιβάλλεται
από γεωύφασμα («κάλτσα»).
Οι σωλήνες των στραγγιστηρίων πρέπει να αντέχουν στις πιέσεις και
λοιπές καταπονήσεις εξαιτίας της υπερκειμένης θεμελίωσης ή της κυκλο-
φορίας. Στα οικοδομικά έργα η φόρτιση είναι στατική, τα μόνιμα φορτία
αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα της, τα κινητά (ωφέλιμο φορτίο, άνεμος,
σεισμός) ασκούν μικρή επίδραση, ενώ η απόσταση του σωλήνα από τη
φορτίζουσα επιφάνεια είναι μικρή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΤΡΩΣΗ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗΣ 139

Σχήμα 5.11. Στραγγιστήριο κάτω από στρώση εξυγίανσης.

Φωτογραφία 5.12. Τα στραγγιστήρια απορρέουν σε φρεάτια άντλησης τα οποία


συνδέονται μεταξύ τους με αγωγό.
140 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Επιλέγονται σωλήνες από ανθεκτικά υλικά, κυρίως τσιμεντοσωλήνες


και πλαστικοί βαρέως τύπου. Δεν χρησιμοποιούνται πηλοσωλήνες ή σιδη-
ροσωλήνες που δεν αντέχουν σε διάβρωση. Δεν υπάρχει σχετική προδια-
γραφή.
Οι σωλήνες δεν πρέπει να εφάπτονται στην πλάκα θεμελίωσης, αλλά να
απέχουν τουλάχιστον μερικά εκατοστά. Η επαφή δημιουργεί συγκεντρω-
μένο φορτίο, το οποίο επιβαρύνει πολύ τη διατομή του σωλήνα.
Δεν συνηθίζεται έλεγχος των τάσεων στο σωλήνα. Εξάλλου οι τάσεις
που αναπτύσσονται είναι πολύ μικρές για τα χρησιμοποιούμενα υλικά (βλ.
Παράρτημα).

5.6. ΣΤΡΑΓΓΙΣΤΗΡΙΑ ΣΕ ΕΡΓΑ ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ

Όταν το έδαφος κάτω από το οδόστρωμα ή το επίχωμα έχει νερά εφαρμόζε-


ται κάτω από αυτό η στρώση στράγγισης όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Εάν τα νερά είναι πολλά κατασκευάζονται κάτω από τη στρώση στράγγισης
εγκάρσια στραγγιστήρια, μικρού βάθους, όπως αυτά που αναφέρθηκαν στην
προηγούμενη παράγραφο.
Η στρώση στράγγισης με μικρές κλίσεις (1%) απορρέει προς τα εγκάρσια
στραγγιστήρια και αυτά με την ίδια κλίση προς τα παράπλευρα. Με τον τρόπο
αυτό αποφεύγεται η υπερβολική αύξηση του πάχους της στρώσης για διαμόρ-
φωση κλίσεων.
Ανάλογα με το πλάτος του δρόμου τα παράπλευρα (διαμήκη) στραγγιστήρια
διατάσσονται κάτω από το ανάντι ρείθρο, ή κάτω από τα δύο ρείθρα. Στους αυ-
τοκινητοδρόμους τοποθετείται ένα επιπλέον στην κεντρική νησίδα. Έχουν βά-
θος μεγαλύτερο του 1,00 m, κλίση 1 έως 2% και οδηγούν τα νερά προς φυσι-
κούς αποδέκτες.
Εάν τα υπόγεια νερά δεν είναι πολλά και η σύσταση των υλικών των υπερ-
κειμένων στρώσεων δεν απαιτεί συνεχή στρώση αντιπαγετικής προστασίας,
μπορούν να εφαρμοστούν μόνον εγκάρσια στραγγιστήρια μικρού βάθους, χωρίς
διάτρητο σωλήνα.
6. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ

6.1. ΕΠΙΧΩΜΑΤΑ ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ

Η ιδέα επάλληλων στρώσεων από διαφορετικά υλικά προέκυψε από


την ανάγκη αύξησης της αντοχής ή βελτίωσης των ιδιοτήτων ασθενούς
φυσικού εδάφους με τη μέθοδο της μηχανικής σταθεροποίησης στην περί-
πτωση που η ανάμιξη δεν είναι εφικτή. Η διαδοχική σειρά στρώσεων από
ανθεκτικά και μη υλικά έχει στόχο να συνδυάσει τις ιδιότητες και των δύο
επ’ ωφελεία της οικονομίας του έργου.
Το σταθεροποιημένο έδαφος με προσθήκη χονδροκόκκου υλικού που
αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 4 αποτελεί δόκιμη μέθοδο βελτίωσης εδάφους,
αλλά προϋποθέτει την καλή ανάμιξη των υλικών, η οποία δεν είναι εύκολη
εργασία, ιδίως όταν το συνεκτικό έδαφος είναι υγρό, όταν έχει σβώλους
κλπ. Συχνά κατά την κατασκευή έργων οδοποιίας είναι διαθέσιμα από εκ-
σκαφές ορυγμάτων προϊόντα εκβραχισμού και αργιλικά υλικά. Τα τελευ-
ταία εάν πρέπει να απορριφθούν, επιβαρύνονται με δαπάνες για μεταφορά
και για αποθεσιοθάλαμο. Κανονική ανάμιξή τους προϋποθέτει εγκαταστά-
σεις για ξήρανση, λειοτρίβηση και ανάμιξη, κάτι που μεταφράζεται σε κό-
στος.
Δυνατότητα αποφυγής της ανάμιξης μπορεί να υπάρξει, αν τα υλικά
αυτά διαταχθούν σε λεπτές διαδοχικές στρώσεις. Οι λεπτές στρώσεις σε
μακροκλίμακα υποκαθιστούν την ομοιογένεια της ολικής μάζας.
142 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Η χρησιμοποίηση υλικών κατωτέρας ποιότητας σε ενδιάμεσες στρώσεις


αναμένεται φυσικά ότι θα οδηγήσει σε μείωση του αποτελέσματος σε σύ-
γκριση με την κατασκευή εξ ολοκλήρου από κατάλληλο υλικό (αυξημένες
καθιζήσεις, μειωμένη ευστάθεια, κλπ.) αλλά συγχρόνως σε μείωση του
κόστους και σε σημαντική βελτίωση των ιδιοτήτων σε σύγκριση με την
κατασκευή από ασθενές έδαφος. Αν, όμως, το τελικό αποτέλεσμα ικανο-
ποιεί τις απαιτήσεις του έργου, τότε έχει προκύψει οικονομία, επειδή δεν
σπαταλήθηκε καλό υλικό, ή επειδή χρησιμοποιήθηκε το επί τόπου φτηνό
υλικό.
Προϋπόθεση για την καλή συμπεριφορά του σύνθετου σώματος είναι
να αποκλείεται η μόλυνση του αδρομερούς υλικού από το λεπτόκοκκο.
Μεταξύ των διαβαθμίσεων των δύο εδαφών πρέπει να ισχύει η σχέση του
ορυκτού φίλτρου (βλ. παράγραφο 2.1.4.). Σε αντίθετη περίπτωση όταν η
υγρασία του λεπτοκόκκου υλικού αυξηθεί πάνω από το όριο πλαστικότη-
τας, αρχίζει η διείσδυση και μόλυνση των υλικών.
Η μελλοντική συμπεριφορά του επιχώματος θα εξαρτηθεί κυρίως από
δυνατότητά του να αποφύγει τη μόλυνση. Εάν δεν διαβρέχεται, πχ διότι
προστατεύεται από το οδόστρωμα και από φυτικές γαίες, είναι περισσότε-
ρο εξασφαλισμένο και η αντοχή του παραμένει σταθερή.
Ένα απλό παράδειγμα επιχώματος οδοποιίας φαίνεται στο σχήμα 6.1.
Εάν το επίχωμα κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από αργιλοαμμώδες έδαφος
ή από πετρωματικό υλικό, οι συντελεστές ασφαλείας είναι αντιστοίχως Fs
= 0,83 και Fs = 1,18. Εάν όμως κατασκευασθεί από ισοπαχείς στρώσεις
και των δύο υλικών, ο νέος συντελεστής είναι Fs = 1,02. Θεωρητικά ο
νέος συντελεστής ακολουθεί την αναλογία του πάχους των στρώσεων.

Σχήμα 6.1. Επίχωμα από ισοπαχείς στρώσεις αργιλοαμμώδους και πετρωματικού


υλικού.
Αργιλοαμμώδες έδαφος: φ= 20ο, c=5,0 KPa, γ=18 KN/m3
Πετρωματικό υλικό: φ=43ο, c=2,0 KPa, γ=22,0 KN/m3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΙΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ 143

6.2. ΑΝΤΙΚΡΑΔΑΣΜΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Οι αντικραδασμικές στρώσεις είναι λεπτές συνήθως στρώσεις από ελα-


φρά, ελαστικά υλικά οι οποίες τοποθετούνται κάτω από την έδραση μηχα-
νημάτων με σκοπό την απορρόφηση και απόσβεση των δονήσεων, κραδα-
σμών ή κρούσεων που προκαλεί η λειτουργία του μηχανήματος. Τα υλικά
που χρησιμοποιούνται επιλέγονται συνήθως από τους κατασκευαστές των
μηχανημάτων, οι οποίοι έχουν και τη σχετική εμπειρία.
Τέτοια υλικά είναι ο φελλός, το φυσικό ελαστικό κόμμι, τα ελαστομε-
ρή ή πολυμερή υλικά, η τσόχα, κετσές ή στουπί, εμποτισμένα με ασφαλτι-
κό γαλάκτωμα ή κατεργασμένα και εμποτισμένα, τα ανακυκλωμένα προ-
10
ϊόντα ελαστικών αυτοκινήτων , οι σκωρείες υψικαμίνου, το κωκ και άλλα
ανόργανα ελαφρά υλικά. Όλα τα χρησιμοποιούμενα υλικά έχουν μικρό
ειδικό βάρος και μεγάλη ελαστικότητα, ιδιότητες που συμβάλλουν στην
απόσβεση των κραδασμών και προέρχονται κυρίως από τη δομή τους.
Τα ακριβά υλικά (πχ φελλός) εφαρμόζονται ως επί το πλείστον σημεια-
κά σαν εφέδρανα και όχι σαν στρώσεις. Οι τελευταίες κατασκευάζονται
κυρίως από σκωρείες υψικαμίνου, από ανακυκλωμένα ελαστικά αυτοκινή-
των κλπ.
Από κατασκευαστική άποψη η στρώση με τα ελαφρά υλικά έχει ανάγκη
από καλό εγκιβωτισμό ο οποίος πρέπει να εξασφαλίζει ότι δεν θα εκτονω-
θεί πλευρικά, δεν θα διασκορπιστεί αλλά και δεν θα διαβραχεί το υλικό.
Επειδή έχουν ελαστικότητα και χαμηλά μηχανικά χαρακτηριστικά, δια-
στρώνονται κάτω από τη βάση έδρασης του μηχανήματος και συχνά προ-
στατεύονται από στρώσεις άμμου.
Ιδιαίτερα σε κρουστικές σφύρες, όπου οι κραδασμοί προκαλούνται από
πτώση βάρους με αυξημένη ενέργεια, το μηχάνημα εδράζεται με μεταλλι-
κά εφέδρανα πάνω σε ολόσωμο πέδιλο από οπλισμένο σκυρόδεμα και κά-
τω από αυτό συνιστάται (Αl. Major, 1961, σελ. 511) η κατασκευή στρώσης
από σκωρείες υψικαμίνου, η οποία περιβάλλεται από δύο στρώσεις άμμου
(Σχήμα 6.2).

10
Το προϊόν από ανακύκλωση ελαστικών προέρχεται από μηχανική είτε από
κρυογενή κοκκοποίηση εφθαρμένων ελαστικών αυτοκινήτων με ταυτόχρονη, ή
χωρίς απομάκρυνση των μεταλλικών και υφασμάτινων ινών που περιέχονται σ’
αυτά.
144 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 6.2. Σκάφη έδρασης κρουστικής σφύρας (κατά A. Major1961)

6.3. ΣΤΡΩΣΗ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Μεταξύ των μεθόδων που εφαρμόζονται για την αντισεισμική προστα-


σία ενός κτιρίου περιλαμβάνεται και η μείωση της σεισμικής απαίτησης,
δηλαδή μείωση των σεισμικών δυνάμεων και παραμορφώσεων που κατα-
πονούν το κτίριο. Κατασκευαστικά αυτό επιτυγχάνεται με την εγκατάστα-
ση συστημάτων σεισμικής μόνωσης για την αποφυγή ή για την απορρόφη-
ση της ενέργειας του σεισμού. Τα συνηθέστερα συστήματα είναι ειδικά
εφέδρανα τα οποία τοποθετούνται αμέσως πάνω από τη θεμελίωση και
απομονώνουν το κτίριο.
Πρόσφατα γίνονται προσπάθειες εφαρμογής μιας στρώσης εξυγίανσης
για το σκοπό αυτό. Η στρώση εξυγίανσης συνδέει την ανωδομή με το υπέ-
δαφος και μέσω αυτής μεταβιβάζονται οι σεισμικές δυνάμεις. Επομένως
στρώση με κατάλληλες ιδιότητες θα μπορούσε να μονώσει το κτίριο ή να
περιορίσει τις σεισμικές δυνάμεις. Οι ερευνητικές προσπάθειες σήμερα
στρέφονται κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: αφ’ ενός μεν στην απορρόφη-
ση της ενέργειας και στην μείωση των οριζοντίων επιταχύνσεων και αφ’
ετέρου στην προστασία κτιρίου που βρίσκεται πάνω σε σεισμικό ρήγμα.

6.4. ΣΤΡΩΣΗ ΜΕ ΓΕΩΕΝΑΛΛΑΚΤΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ


11
Στα πλαίσια του γεωθερμικού κλιματισμού η κλιματιστική εγκατά-
σταση εκμεταλλεύεται τη σταθερή θερμοκρασία που έχει το υπέδαφος,

11
Ο εμπορικός όρος «γεωθερμικός κλιματισμός» δεν κρίνεται δόκιμος από γεω-
λογική άποψη, διότι ως γεωθερμία νοείται η αυξημένη θερμοκρασία του εδά-
φους πάνω από τη μέση ετήσια που απαντάται σε μεγάλα βάθη ή σε ειδικές
περιοχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΙΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ 145

Φωτογραφία 6.3. Τοποθέτηση σωληνώσεων οριζόντιου γεωεναλλάκτη σε προε-


τοιμασμένη επιφάνεια.

αντί της ατμοσφαιρικής. Ενώ το επιφανειακό έδαφος ακολουθεί τις ημε-


ρήσιες και τις εποχιακές μεταβολές της θερμοκρασίας, το υπέδαφος από
ένα βάθος 1,50 έως 2,00 μέτρων και κάτω διατηρεί σταθερή θερμοκρασία,
ίση προς τη μέση ετήσια θερμοκρασία του τόπου. Στη Χώρα μας η θερμο-
κρασία αυτή κυμαίνεται γύρω στους 17 0C.
Τοποθετώντας τον εναλλάκτη θερμότητας σε σταθερό θερμοκρασιακό
περιβάλλον η εγκατάσταση αποκτά σοβαρά τεχνολογικά και οικονομικά
πλεονεκτήματα κατά τη μεταφορά της ενέργειας. Τον χειμώνα αντλεί θερ-
μότητα από περιβάλλον 17 0C, ενώ η ατμοσφαιρική θερμοκρασία κυμαίνε-
ται από –5 έως +15 0C και συγχρόνως σε θερμοκρασίες κάτω από 4 0C
δημιουργούνται πολλά προβλήματα από τον σχηματισμό πάγου στον ε-
ναλλάκτη. Το καλοκαίρι πάλι αποδίδει θερμότητα σε περιβάλλον 17 0C,
ενώ η ατμοσφαιρική θερμοκρασία είναι +25 έως +42 0C.
Ο εναλλάκτης θερμότητας τοποθετείται είτε κατακορύφως μέσα σε γε-
ωτρήσεις, είτε οριζοντίως και αποτελείται από πλαστικό σωλήνα πολυαι-
θυλενίου (HDPE), μέσα στον οποίο κυκλοφορεί μίγμα νερού με κάποιο
αντιψυκτικό.
146 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Οι θερμοκρασίες του νερού που χρησιμοποιούνται από το σύστημα για


θέρμανση είναι 35 έως 45 0C και για την ψύξη 7 έως 12 0C.
Κατά εμπειρική εκτίμηση ο γεωεναλλάκτης στο κλειστό οριζόντιο σύ-
στημα απαιτεί επιφάνεια διπλάσια από την επιφάνεια του χώρου που πρό-
κειται να κλιματιστεί, η οποία βρίσκεται συνήθως κάτω από κήπο, από
χώρο στάθμευσης, από αυλή κ.λ.π. σε βάθος 1,0 έως 2,0 μέτρα. Για οικο-
νομία χώρου μπορεί να διαταχθεί σε δύο στρώσεις που απέχουν μεταξύ
τους τουλάχιστον 1,0 m.
Η μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει ο οριζόντιος γεωεναλλάκτης απο-
τελεί μειονέκτημα της μεθόδου, διότι μόνο σε εξοχική κατοικία ή σε εργο-
στάσιο με μεγάλο υπαίθριο χώρο είναι δυνατόν να εξευρεθεί τόση έκταση.
Η δυσκολία αυτή οδήγησε στον κατακόρυφο γεωεναλλάκτη, ο οποίος το-
ποθετείται σε γεώτρηση βάθους 80-100 μέτρων. Τόσο οι εκτεταμένες εκ-
σκαφές και επανεπιχώσεις, όσο και οι βαθιές γεωτρήσεις έχουν σημαντικό
κόστος, που επιβαρύνει την κατασκευή.
Μια σχετικά ανέξοδη λύση, είναι η τοποθέτηση του γεωεναλλάκτη μέ-
σα στη στρώση εξυγίανσης. Η έκταση της στρώσης εξυγίανσης είναι ίση
με την κάτοψη του κτιρίου και με αύξηση του πάχους της μπορεί να δεχτεί
στο επάνω και στο κάτω μέρος της τα δύο επίπεδα του οριζόντιου γεωε-
ναλλάκτη (Φωτογραφία 6.3).
Ανάλογα με την τεχνολογία που ακολουθεί η κάθε κατασκευάστρια ε-
ταιρεία οι πλαστικοί σωλήνες στερεώνονται στην προετοιμασμένη επιφά-
νεια του εδάφους, σε αποστάσεις 30÷40 cm μεταξύ τους και καλύπτονται
με άμμο, πάχους 10 cm για προστασία. Κατόπιν επιχώνεται η επιφάνεια ή
κατασκευάζεται η στρώση εξυγίανσης σε πάχος 1,00 m περίπου και τοπο-
θετείται η δεύτερη σειρά του γεωεναλλάκτη κατά τον ίδιο τρόπο. Στη συ-
νέχεια κατασκευάζεται η θεμελίωση.
Οι λεπτές στρώσεις της άμμου που παρεμβάλλονται για προστασία των
πλαστικών σωλήνων κατά τη διάρκεια της κατασκευής αντικαθιστούν τα
διαχωριστικά γεωυφάσματα στις αντίστοιχες θέσεις.
Εάν τα δύο επίπεδα του εναλλάκτη βρίσκονται κάτω από τη στάθμη του
υπογείου ορίζοντα, συνδυάζονται με τη στρώση στράγγισης. Η παρουσία
του νερού αυξάνει τη θερμοχωρητικότητα του εδάφους που περιβάλλει
τους σωλήνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΙΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ 147

Φωτογραφία 6.4. Ηλεκτρόδιο γείωσης ανάμεσα στα σίδερα του οπλισμού

6.5. ΣΥΝΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΓΕΙΩΣΗ

Η γείωση ενός κτιρίου έχει σκοπό να μεταβιβάζει στο έδαφος τις τυχόν
διαρροές ρεύματος των διαφόρων οικιακών συσκευών, χωρίς να παρεμβάλ-
λει αντιστάσεις, διότι άλλως μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη λειτουργία
ευαίσθητων συσκευών (όπως αυτοματισμοί, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
κλπ.). Ακόμη πρέπει να μπορεί να μεταβιβάσει τα μεγάλα κεραυνικά
φορτία στη γη. Ο ρόλος της, λοιπόν, είναι σημαντικός και γι’ αυτό πρέπει
να εξασφαλίζεται κατασκευαστικά η καλή λειτουργία της. 12 Η συνήθης
κατασκευή προβλέπει τη σύνδεση του ηλεκτροδίου γειώσεως απευθείας με
τον οπλισμό της θεμελίωσης (Φωτογραφία 6.4). Το ηλεκτρόδιο αποτελεί-

12
Η κατασκευή της θεμελιακής γείωσης διέπεται από αυστηρούς κανονισμούς,
διότι λόγω της παρουσίας του ηλεκτρικού ρεύματος οι διαβρώσεις των μεταλ-
λικών στοιχείων είναι πολύ έντονες.
Σχετικοί κανονισμοί: Πρότυπα ΕΛΟΤ HD 384, ΕΛΟΤ HD 60364-5-54: 2007,
ΕΛΟΤ ΕΝ 62305-3 έως 6: 2006 κοκ.
148 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα 6.5. Τοποθέτηση του ηλεκτροδίου γείωσης εκτός της ηλεκτρικά μονωμένης
περιοχής (α) κάτω από στεγανολεκάνη, (β) πλευρικά της θεμελίωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΙΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΡΩΣΕΩΝ 149

Φωτογραφία 6.6. Θέση γείωσης στην κάτοψη των θεμελίων

Φωτογραφία 6.7. Θέση γείωσης στην κάτοψη των θεμελίων


150 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

ται συνήθως από χάλκινη ή χαλύβδινη γαλβανισμένη ταινία, η οποία συν-


δέεται με τον κεντρικό πίνακα διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος και με
την αντικεραυνική προστασία. Το ηλεκτρικό ρεύμα διαχέεται μέσω των
οπλισμών προς το έδαφος, ενώ όλο το σύστημα προστατεύεται από οξει-
δώσεις, διότι καλύπτεται από σκυρόδεμα.
Το υγρό έδαφος με τη φυσική του υγρασία (5÷10%) σε βάθος μεγαλύ-
τερο από 3,0 m θεωρείται ότι έχει επαρκή αγωγιμότητα.
Η καλή λειτουργία της γείωσης εξαρτάται από την αγωγιμότητα των
υλικών μεταξύ ηλεκτροδίου και φυσικού εδάφους. Το υγρό φυσικό έδαφος
κάτω από τα θεμέλια θεωρείται καλός αγωγός. Όταν όμως προστεθεί μια
στρώση σκύρων ή ένα γεωύφασμα η αγωγιμότητα μειώνεται και διακόπτε-
ται τελείως με την παρεμβολή πλαστικών υλικών, όπως είναι τα πλαστικά
φύλλα, τα γεωυφάσματα ή η στεγανωτική μεμβράνη (πολυπροπυλαίνιο
HDPE).
Όταν το κτίριο έχει στεγανολεκάνη η γείωση πρέπει να τοποθετηθεί
έξω από αυτή.Ακόμη και μια στρώση σκύρων χωρίς υγρασία ή ένα στεγνό
γεωύφασμα μονώνουν το κτίριο και δεν επιτρέπουν τη διάχυση του ρεύμα-
τος προς τη γη. Η αγωγιμότητα έχει ανεκτές τιμές μόνον στην περίπτωση
που η στρώση των σκύρων ή το γεωύφασμα βρίσκονται μόνιμα κάτω από
τον φρεάτιο ορίζοντα.
Στις περιπτώσεις που αναμένεται διακοπή ή σημαντική μείωση της α-
γωγιμότητας το ηλεκτρόδιο της γείωσης τοποθετείται στο φυσικό έδαφος,
έξω από τις μονωτικές στρώσεις, είτε παραπλεύρως της θεμελίωσης αν
υπάρχει χώρος, είτε κάτω από αυτήν (Σχήμα 6.5 και Φωτογραφία 6.6).
Σκάβεται ένα μικρό χαντάκι, διαστάσεων 30*30 cm, μέσα στο οποίο καρ-
φώνονται τα στηρίγματα και στερεώνεται το ηλεκτρόδιο γείωσης (Φωτο-
γραφία 6.7).
Στη συνέχεια το χαντάκι γεμίζεται με χώμα, με θραυστή άμμο ή με
σκυρόδεμα. Για βελτίωση της αγωγιμότητας είναι δυνατόν να προστεθούν
στο σκυρόδεμα ή στην άμμο πρόσμικτα (π.χ. TERRAFILTM), τα οποία πα-
ρέχουν επίσης και αντιδιαβρωτική προστασία. Το ηλεκτρόδιο, οι αγωγοί
και οι σύνδεσμοι μέσα σε έδαφος πρέπει να είναι χάλκινοι, όταν δεν προ-
στατεύονται από σκυρόδεμα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 151

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

A. ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ

Το Παράρτημα Α περιέχει θεωρητικά στοιχεία με σκοπό να αιτιολογήσει


και να αναδείξει το ρόλο της στρώσης εξυγίανσης στην αύξηση της φέ-
ρουσας ικανότητας. Ο προσδιορισμός της φέρουσας ικανότητας ενός θε-
μελίου απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί ακόμη τους επιστήμο-
νες. Αυτό οφείλεται στις δυσκολίες που προέρχονται κυρίως από τη μετα-
βαλλόμενη και συχνά απροσδιόριστη συμπεριφορά του εδάφους.
Από τις γενικές θεωρητικές αρχές αναφέρονται οι επικρατέστερες από-
ψεις, χωρίς αποδείξεις ή θεωρητικές αναλύσεις. Λεπτομερέστερες αναπτύ-
ξεις περιλαμβάνονται μόνον εκεί, όπου χρειάζεται να αναδειχθεί η αλήθεια
των ισχυρισμών, όταν μια γενική θεωρητική αρχή εφαρμόζεται στην περί-
πτωση της στρώσης εξυγίανσης. Ειδικότερα περιγράφεται πώς κατανέμο-
νται οι τάσεις έδρασης κάτω από το πέδιλο και πώς διανέμονται μέσα στο
έδαφος. Αναλύεται η σταδιακή πλαστικοποίηση του εδάφους μέχρι την
οριακή κατάσταση της αστοχίας και τέλος η θεωρητική ανάπτυξη ολοκλη-
ρώνεται με την περίπτωση του διστρωματικού εδάφους που διατυπώνει
ακριβώς το ρόλο της προστιθέμενης στρώσης.

A.1. Κατανομή τάσεων έδρασης

Η κατανομή των τάσεων έδρασης ενός πεδίλου εξαρτάται αφενός μεν


από τη δυσκαμψία του πεδίλου και αφετέρου από τις ελαστοπλαστικές ι-
διότητες του στρώματος όπου εδράζεται.
152 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Η θεωρητική επίλυση συνδυάζει διάφορες περιπτώσεις φόρτισης, δυ-


σκαμψίας πεδίλου και εδαφικού υλικού. Παράλληλα με πειραματικά στοι-
χεία επιβεβαιώνονται ή αναπροσαρμόζονται οι παραδοχές κυρίως όσον
αφορά το έδαφος.
Έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις όσον αφορά το σχήμα της καμπύλης
κατανομής των τάσεων έδρασης (ορθογωνικό, παραβολικό, κωδωνοειδές,
κλπ) και τελικά για άκαμπτα στοιχεία θεμελίωσης επικράτησε το παραβο-
λικό σχήμα. Στο σχήμα A.1 φαίνεται η παραβολική κατανομή τάσεων κά-
τω από άκαμπτη πεδιλοδοκό εδραζομένη σε σκληρό ή σε συνεκτικό έδα-
φος. Παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση τάσεων στις ακμές.

Σχήμα A.1. Παραβολική κατανομή τάσεων έδρασης ακάμπτου λωρίδος σε συνε-


κτικό έδαφος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 153

Σχήμα A.2. Παραβολική κατανομή τάσεων έδρασης ακάμπτου λωρίδος σε αμ-


μώδες (μη συνεκτικό) έδαφος.

Το σχήμα A.2 δείχνει την αντίστοιχη περίπτωση λωρίδας που εδράζεται


σε χαλαρό, κοκκώδες έδαφος. Η μέγιστη τάση εμφανίζεται τώρα στο μέ-
σον, ενώ στα δύο άκρα οι τάσεις μηδενίζονται. Η παραβολή είναι ανε-
στραμμένη σε σχέση με την προηγούμενη περίπτωση.
Εκτός από τις παραπάνω απλές περιπτώσεις η γενική περίπτωση πεδι-
λοδοκού εδραζομένης σε σκληρό, ελαστικό ή σε συνεκτικό έδαφος με με-
ταβλητό βαθμό σχετικής δυσκαμψίας θεμελίου-εδάφους, ως δισδιάστατο
πρόβλημα, έχει επιλυθεί θεωρητικά από τον H. Borowicka (1938). Χρησι-
μοποίησε έναν δείκτη δυσκαμψίας Κ που λαμβάνει υπόψη του τις διαστά-
σεις της πεδιλοδοκού, τα μέτρα ελαστικότητας και τους αριθμούς Poisson
εδάφους και θεμελίου. Κατέληξε σε πολύπλοκες συναρτήσεις που δίνουν
τις τιμές των τάσεων έδρασης. Πολύ συνοπτικά στο σχήμα A.3 δίνονται
μόνον οι καμπύλες κατανομής των τάσεων για διάφορες τιμές του λόγου
Κ. Οι καμπύλες αρχίζουν από παραβολή για Κ = ∞, αμβλύνονται προο-
δευτικά όσο μειώνεται το Κ και καταλήγουν σε ορθογωνική κατανομή,
154 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα A.3. Κατανομή τάσεων έδρασης ακάμπτου λωρίδος σε συνάρτηση με τη


σχετική δυσκαμψία πεδίλου και εδάφους (κατά Borowicka, 1938).

όταν Κ = 0, δηλαδή όταν το πέδιλο μεταβληθεί σε χαλαρό φορτίο. Οι υ-


περβολικές συγκεντρώσεις τάσεων στις ακμές διατηρούνται σε όλες τις
επιλύσεις.
Παράλληλα προς τη θεωρητική προχώρησε και η πειραματική διερεύ-
νηση.
Στο σχήμα A.4 παρουσιάζονται σχηματικά τα αποτελέσματα πειραμά-
των (Press, 1940) που έγιναν με πεδιλοδοκό εδραζομένη σε κοκκώδες ή σε
συνεκτικό έδαφος. Και στις δύο περιπτώσεις οι μετρήσεις έδειξαν πολύ
καλή σύγκλιση με τις υποθέσεις παραβολικής κατανομής, επιβεβαιώνο-
ντας τις αντίστοιχες θεωρίες. Το δύσκαμπτο θεμέλιο σε σκληρό ή σε συνε-
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 155

Σχήμα A.4. Κατανομή τάσεων έδρασης ακάμπτου λωρίδος σε συνάρτηση με το


είδος του εδάφους.

κτικό έδαφος (Σχήμα A.4β) παρουσιάζει παραβολική κατανομή όμοια με


την καμπύλη του σχήματος A.1, με μειωμένη τάση στο μέσον και πολύ
αυξημένη κοντά στις ακμές. Η υπερβολική συγκέντρωση τάσεων στα ά-
κρα, θεωρητικά άπειρη, οδηγεί στην πλαστικοποίηση του εδάφους στα
σημεία αυτά, με συνέπεια την απότομη μείωση της τάσεως μέχρι μηδενι-
σμού της στην ακμή. Σχηματίζονται έτσι δύο ύβοι στα άκρα, οι οποίοι εί-
ναι τόσο εντονότεροι, όσο μεγαλύτερη η συνοχή του εδάφους.
Αντίθετα σε χαλαρό, αμμώδες έδαφος τα πειράματα έδειξαν τη μέγιστη
τάση στο μέσον και μηδενισμό των τάσεων στις ακμές. Δεν σχηματίζοντα
ύβοι αλλά η παραβολή έχει τα κοίλα εστραμμένα προς τα άνω. Το σχήμα
A.4γ ανταποκρίνεται προς τη θεωρητική καμπύλη του σχήματος A.2. Η
έλλειψη συνοχής στερεί το επιφανειακό έδαφος που είναι δίπλα στην ακμή
κάποιας οριζόντιας αντίδρασης ή παθητικής ώθησης, γεγονός που επιτρέ-
156 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

πει την μετακίνηση από το σημείο αυτό, δηλαδή την έναρξη πλαστικών
παραμορφώσεων.
Όπως είναι φυσικό σε ορισμένες πειραματικές μετρήσεις παρατηρήθη-
καν αποκλίσεις από τη θεωρητική καμπύλη, αλλά αυτό είναι αποδεκτό και
αποδίδεται σε ανομοιογένειες του εδαφικού υλικού είτε σε πειραματικές
ατέλειες.
Η ορθογωνική κατανομή που φαίνεται στο σχήμα A.4α αποτελεί απλο-
ποιητική προσέγγιση αυτής της πολύπλοκης θεωρητικής διαδικασίας, η
οποία δεν είναι πάντοτε γνωστό σε ποιό βαθμό αναπαριστά την πραγματι-
κότητα. Είναι όμως χρήσιμη, διότι διευκολύνει πολύ τους υπολογισμούς.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι σήμερα στη πράξη κατασκευάζονται δύ-
σκαμπτα επιφανειακά θεμέλια (πέδιλα, πεδιλοδοκοί, θεμελιολωρίδες κτλ),
ότι τα συνήθη εδάφη δεν στερούνται συνοχής και ακόμη ότι οι θεμελιώ-
σεις εδράζονται πάντοτε σε κάποιο βάθος από την επιφάνεια, τότε γίνεται
εύκολα κατανοητό, γιατί οι εξάρσεις των ύβων αμβλύνονται, η τάση στην
ακμή μειώνεται και έτσι η πραγματική καμπύλη πλησιάζει προς την ορθο-
γωνική κατανομή.

A.2. Διανομή τάσεων σε ομογενές έδαφος

A.2.1. Ο απλούστερος τρόπος διανομής των τάσεων μέσα στο έδαφος


είναι η παραδοχή μιας ακτινωτής διασποράς, η οποία όμως περιορίζεται
μέσα σε κάποια γωνία.
Στο σχήμα A.5 δίνεται ένα παράδειγμα διανομής με κλίσεις 1:1 και
2:1 σε πεδιλοδοκό (λωρίδα), απείρου μήκους, με ομοιόμορφα κατανεμη-
μένο φορτίο. Η διανομή γίνεται μόνον κατά την εγκάρσια έννοια (δισδιά-
στατο πρόβλημα). Υπολογίζονται οι κατακόρυφες τάσεις σε
οριζόντια επίπεδα, σε βάθη που αυξάνουν κατά b. Γίνεται δεκτή ομοιό-
μορφη κατανομή των τάσεων στα διάφορα βάθη. Παράλληλα έχουν σχεδι-
αστεί τα διαγράμματα των κατακορύφων τάσεων σε συνάρτηση με το βά-
θος. Όπως φαίνεται, όσο μεγαλύτερη είναι η γωνία διασποράς, τόσο ταχύ-
τερα αποσβένυνται οι τάσεις.
Για τον υπολογισμό θεμελιώσεων χρησιμοποιείται συνήθως συντηρητι-
κά η γωνία των 30ο (ή 2:1) όταν πρόκειται για έλεγχο τάσεων, και η γωνία
των 45ο (ή 1:1) για έλεγχο της επηρεαζόμενης περιοχής, με αποτελέσματα
υπέρ της ασφαλείας.
Ο Kögler πρότεινε γωνία διασποράς 55ο και τραπεζοειδή κατανομή των
τάσεων (βλ. σχήμα A.6), η οποία πολύ λίγο απέχει από την ακριβή θεωρη-
τική καμπύλη (F. Kögler & A.Scheidig, 1927 & 1929).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 157

Σχήμα A.5. Γραμμική κατανομή των κατακορύφων τάσεων μέσα στο έδαφος,
κάτω από απειρομήκη πεδιλοδοκό.

Σχήμα A.6. Απλοποιημένο διάγραμμα τάσεων σε βάθος z


(κατά Kögler & Scheidig, 1927).
p
σ2 =
1 + 1,43 ⋅ z / b
158 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Στα μεμονωμένα πέδιλα η διασπορά κατευθύνεται και προς τις δύο δι-
ευθύνσεις και η απομείωση των τάσεων με το βάθος είναι πολύ ταχύτερη.

A.2.2. Θεωρητικά τον ακριβέστερο τρόπο υπολογισμού τάσεων μέσα


στο έδαφος παρέχει η εφαρμογή της θεωρίας της ελαστικότητας, η οποία
αναπτύχτηκε ήδη από τον προπερασμένο αιώνα (M. J. Boussinesq, 1885, J.
K. Mitchell, 1900) με περιορισμένες μεταγενέστερες συμπληρώσεις (O. K.
Fröhlich, 1934). Το έδαφος θεωρείται αβαρές και εξομοιώνεται προς ομο-
γενή και ισότροπο ελαστικό ημίχωρο.
Έχουν επιλυθεί θεωρητικά πολλές περιπτώσεις φορτίσεως όπως συ-
γκεντρωμένο, γραμμικό ή κατανεμημένο φορτίο, κατακόρυφη, οριζόντια
ή λοξή φόρτιση καθώς και θεμέλια με διάφορα σχήματα, τετράγωνο, ορ-
θογωνικό, λωρίδα, κύκλος, και με διάφορη κατανομή των τάσεων έδρα-
σης, ομοιόμορφη, τριγωνική, κωδωνοειδή κλπ. Με σκοπό τη διερεύνηση
του ρόλου της στρώσης εξυγίανσης αναπτύσσεται εδώ μόνο η απλή περί-
πτωση της πεδιλοδοκού με ομοιόμορφο κατακόρυφο φορτίο, η οποία άλ-
λωστε αποτελεί τη συνηθέστερη εφαρμογή και παρέχει αντιπροσωπευτι-
13
κή εικόνα .
Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, απειρομήκης λωρίδα που φορτίζεται με ο-
μοιόμορφο φορτίο όπως φαίνεται στο σχήμα A.7, δίνει σε οποιοδήποτε
σημείο Α του ημιχώρου την κατακόρυφη τάση σz, η οποία ελαττώνεται,
όσο το σημείο Α απομακρύνεται από το θεμέλιο. Στο σχήμα A.8 δίνονται
τα διαγράμματα των κατακορύφων τάσεων σz κατά μήκος κατακορύφων
αξόνων κάτω ή έξω από την πεδιλοδοκό.
Στον κατακόρυφο άξονα Oz η αρχική τιμή είναι σz=p λόγω της πα-
ραδοχής ομοιομόρφου φορτίσεως, αλλά στη συνέχεια μειώνεται ασυμπτω-
τικά προς τον άξονα Oz. Παρατηρείται η ομοιότητα της καμπύλης με την
τεθλασμένη γραμμή του σχήματος A.5.
Σε κατακόρυφους άξονες έξω από το θεμέλιο η τάση στην επιφάνεια
είναι μηδενική, αυξάνεται αρχικά αλλά και πάλι μειώνεται με ασύμπτωτο
τον αντίστοιχο κατακόρυφο άξονα.

13
Η βιβλιογραφία σχετικά με τη διανομή των τάσεων μέσα στο έδαφος είναι
πλουσιοτάτη. Αναφέρονται εδώ ενδεικτικά μερικά βασικά συγκεντρωτικά βι-
βλία και μερικά χαρακτηριστικά άρθρα.
Ελληνικά: Α. Αναγνωστόπουλος - Β.Π. Παπαδόπουλος (1989, σελ. 137 ÷
155), Α. Λοΐζος (1985), Μ. Καββαδάς, (2004, σελ. 217), Γ. Γκαζέτας (2007,
σελ. 203 ÷ 207).
Αγγλικά: R. Scott, 1965, K. Terzaghi, 1943, G.G. Meyerhof, 1951.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 159

σz =
p
[a + sinα ⋅ cos(α + 2δ )]
π

Σχήμα A.7. Κατακόρυφη τάση σz μέσα στο έδαφος λόγω του επιφανειακού φορτίου p.

Σχήμα A.8. Μείωση της τάσης σz σε συνάρτηση με το βάθος z και την απόσταση
x από το θεμέλιο.
160 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

A.2.3. Οι τάσεις μέσα στο έδαφος υπολογίζονται επίσης με την μέθοδο των
πεπερασμένων στοιχείων. Το έδαφος υποκαθίσταται από ένα σύνολο τριγωνι-
κών ή ορθογωνικών στοιχείων, στα οποία δίνονται οι ελαστικές ιδιότητες του
εδάφους και το κριτήριο θραύσεως για κάθε ένα στρώμα χωριστά. Με αγνώ-
στους τις μετακινήσεις των κόμβων καταρτίζονται οι εξισώσεις σύμφωνα τη
θεωρία της ελαστικότητας και προστίθενται εξισώσεις που καλύπτουν τις ορι-
ακές συνθήκες και το κριτήριο θραύσεως. Σχηματίζεται έτσι ένα τεράστιο
σύστημα εξισώσεων με ισάριθμους αγνώστους για την επίλυση του οποίου
απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επιλύεται προσεγγιστικά αλλά
η ακρίβεια της προσέγγισης είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Σε σύγκριση με τις συμβατικές θεωρητικές επιλύσεις ο τρόπος αυτός επι-
τρέπει καλύτερη προσομοίωση του εδάφους και των οριακών συνθηκών. Τα
σχετικά προγράμματα εύκολα μπορούν να λάβουν υπόψη τους συγκεκριμένη
στρωματογραφία εδάφους με τα αντίστοιχα κριτήρια θραύσεως και τις πραγ-
ματικές οριακές συνθήκες.
Το σχήμα A.9 δείχνει τις ισοτασικές καμπύλες (βολβοί τάσεων) για το
20%, 30%,... έως 60% της τάσης έδρασης. Παράλληλλα προς τα διαγράμματα

60%

50%

40%

30%

20%

Σχήμα A.9. Ισοτασικές καμπύλες της κατακορύφου τάσεως σz (Βολβοί τάσεων)


για ποσοστά 20%, 30%, 40%, 50% και 60% , ( με μέθοδο πεπερα-
σμένων στοιχείων, p=150 Kpa, E=6 000 Kpa και ν=0,3).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 161

των τάσεων στο ίδιο σχήμα έχουν σχεδιαστεί δύο στρώσεις εξυγίανσης πά-
χους D=b και D=2b. Φαίνεται καθαρά ότι σε βάθος D=b παραμένει τo
82% της p, ενώ σε βάθος D=2b έχει παραμείνει μόνον το 55% της τάσης
έδρασης. Σε βάθος 6b, δηλαδή τριπλάσιο του πλάτους του θεμελίου η σz έχει
μειωθεί στο 21% της αρχικής p.

A.3. Πλαστικοποιημένες περιοχές

Η συγκέντρωση τάσεων σε εσωτερικές γωνίες ή στα άκρα μικρορηγμά-


των αποτελεί ένα γενικότερο φαινόμενο που εξετάζει η μηχανική των στε-
ρεών. Εάν το σύστημα θεμελίου-εδάφους θεωρηθεί ενιαίο σώμα, τότε το
άκρο του θεμελίου και η επιφάνεια έδρασης σχηματίζουν επίσης ένα είδος
εσωτερικής γωνίας και επομένως εκεί εμφανίζονται πολύ υψηλές τάσεις. Η
θεωρητική διερεύνηση δέχεται ότι στα δύο άκρα της πεδιλοδοκού οι τάσεις
τείνουν στο άπειρο (βλ. σχήμα A.1). Επειδή όμως τα γεωυλικά έχουν πε-
περασμένη αντοχή, οι πολύ υψηλές τάσεις οδηγούν σε πλαστική διαρροή
του εδάφους, η οποία έχει ως συνέπεια αφ’ ενός μεν την εκτόνωση της τά-
σεως στα όρια αντοχής του υλικού και αφ’ ετέρου κάποια μετακίνηση του
πεδίλου, δημιουργώντας έτσι μια νέα κατάσταση ισορροπίας. Εάν αυξηθεί
το φορτίο της πεδιλοδοκού, τότε η αύξηση της τάσεως στην ακμή θα προ-
καλέσει νέα πλαστικοποίηση στην περιοχή και μια πρόσθετη υποχώρηση
του θεμελίου μέχρι την επόμενη θέση ισορροπίας.
Στο σχήμα A.10 φαίνεται η δημιουργία της πλαστικής περιοχής στις ακμές
της πεδιλοδοκού και η ανάπτυξή της σε βάθος, όταν αυξάνεται το φορτίο.

Σχήμα A.10. Ανάπτυξη και εξέλιξη πλαστικών περιοχών στις ακμές της πεδιλο-
δοκού συναρτήσει του φορτίου.
162 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Εάν συνεχιστούν οι αυξήσεις του φορτίου μέχρι την οριακή τάση, η


πλαστικοποίηση της ζώνης στην περιοχή της ακμής του θεμελίου επε-
κτείνεται προς τα κάτω και διαμορφώνοντας σε τριγωνική σφήνα θα
εξελιχθεί στο φαινόμενο της γενικής θραύσεως του υπεδάφους που πε-
ριγράφεται στην επόμενη παράγραφο.
Στηριζόμενος στη θεωρία της ελαστικότητας ο Ο. Κ. Fröhlich (1934)
αναζήτησε τα όρια της πλαστικής περιοχής που αναπτύσσεται για την
συγκεκριμένη τάση p.

Με τις παραδοχές ότι :


• Το έδαφος είναι ομογενές και ισότροπο υλικό.
• Η πεδιλοδοκός είναι απειρομήκης (δισδιάστατο πρόβλημα).
• Η επιφάνεια έδρασης είναι λεία (δεν αναπτύσσονται τριβές με-
ταξύ θεμελίου και εδάφους).
• Το έδαφος συμπεριφέρεται ελαστικά, όσο το ζεύγος των τάσεων
σ, τ παριστάνει σημείο κάτω από τη γραμμή θραύσεως του
Coulomb (Κριτήριο Mohr – Coulomb).

Προσδιορίζονται πρώτα οι κύριες τάσεις σ1 και σ3 που αναπτύσσο-


νται στο σημείο Μ μέσα στο έδαφος (Σχήμα A.11).

σ1 =
p ⎫
(α + sinα) + γ (t + z)
π ⎪
⎪ (1)
p

σ3 = (α - sinα) + γ (t + z) ⎪
π ⎪⎭
Το κριτήριο Mohr – Coulomb (βλ. σχήμα A.12) ορίζει ότι η αστοχία
συμβαίνει, όταν ο κύκλος Mohr, που σχηματίζεται από το ζεύγος των κυ-
ρίων τάσεων σ1 , σ3 εφάπτεται της γραμμής που ορίζεται από τα φ και c
(γραμμή θραύσεως κατά Coulomb).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 163

Σχήμα A.11. Υπολογισμός των κυρίων τάσεων σ1 και σ3 στο σημείο M(x,z) εξ’
αιτίας του φορτίου p.

Σχήμα A.12. Κριτήριο θραύσεως του εδάφους κατά Mohr-Coulomb.


164 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Από το σχήμα A.12 ευρίσκονται :

c c
tanφ = → ΟΓ = (2)
ΟΓ tanφ
(ΑΚ)=(σ1-σ3) /2 (30
(ΟΚ)=(σ1+σ3)/2 (4)
(ΑΚ) = (ΚΓ) · sinφ → (ΚΓ)=(ΑΚ)/sinφ (5)
και

ΚΓ) = (ΟΓ) + (ΟΚ) (6)

και εάν εισαχθούν οι σ1 και σ3 από τις σχέσεις (2),(3),(4) και (5) στην
σχέση (6), αυτή τελικά παίρνει τη μορφή:
⎛ c σ + σ3 ⎞
σ1 - σ3 = 2sinφ⎜⎜ + 1 ⎟⎟ (7)
⎝ tanφ 2 ⎠
Απαλείφοντας τα σ1 και σ3 από τις σχέσεις (1) και (7) ευρίσκεται μετά
την εκτέλεση των πράξεων :
c p p sinα
+ γ (t + z) + ·α= ·
tanφ π π sinφ
και λύνοντας ως προς z :
p ⎛ sinα ⎞ c
z= · ⎜⎜ − α ⎟⎟ - -t (8)
γ⋅π ⎝ sinφ ⎠ γtanφ
Για σταθερό κατακόρυφο φορτίο p η σχέση (8) δίνει το βάθος του ορί-
ου πλαστικοποίησης σε συνάρτηση με τη γωνία 2α και παριστά μια κα-
μπύλη η οποία περικλείει την πλαστική περιοχή (Σχήμα Α.10). Όταν αυξη-
θεί το φορτίο p , η καμπύλη αναπτύσσεται βαθύτερα.
Το μέγιστο βάθος, maxz, για κάθε καμπύλη θα υπολογιστεί από τη συν-
dz
θήκη =0 :

dz p ⎛ cosα ⎞
= ⎜ − 1⎟ = 0
dα γ ⋅ π ⎜⎝ sinφ ⎟⎠
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 165

cosα π
= 1 → cosα = sinφ → α = -φ
sinφ 2
και με αντικατάσταση του α στη σχέση (8) βρίσκεται :
p ⎛ 1 π ⎞ c
maxz = ⎜⎜ − + φ ⎟⎟ - -t (9)
γ ⋅ π ⎝ tanφ 2 ⎠ γ ⋅ tanφ
Το μέγιστο βάθος πλαστικοποίησης είναι ανάλογο του φορτίου p.

Εφαρμόζοντας τη σχέση (9) στο επίπεδο έδρασης, όπου maxz = 0 υ-


πολογίζεται το κρίσιμο φορτίο pκρ για το οποίο αρχίζει να αναπτύσσεται
πλαστική περιοχή στην ακμή της πεδιλοδοκού.

c
+t
γtanφ
pκρ = γ·π ·
1 π
− +φ
tanφ 2
και ύστερα από μετασχηματισμό :
π π ⋅ tanφ
pκρ = ·c+ ·γt
1 - ( π 2 - φ) tanφ 1 - ( π 2 − φ) tanφ
και θέτοντας :
π π ⋅ tanφ
K΄ = , K= (10)
1 - ( π 2 - φ) tanφ 1 - ( π 2 − φ) tanφ
pκρ = K΄ · c + K · γt (11)

Οι τιμές των K και K΄ είναι συναρτήσεις μόνον της γωνίας φ και δίνονται
στον Πίνακα A.1.

ΠΙΝΑΚΑΣ A.1 : ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ Κ, Κ΄ ΓΙΑ ΘΕΜΕΛΙΟΛΩΡΙΔΑ


(κατά FRÖHLICH).

φº 0 10 20 25 30 35 40 45
Κ 0 0,8 2,1 3,1 4,6 6,8 9,9 14,6
Κ΄ π 4,2 5,6 6,6 8,0 9,6 11,8 14,6
166 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Από τη σχέση (11) συνάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά


με την ανάπτυξη της pκρ σε σχέση με τις συνθήκες στράγγισης του εδά-
φους:

Α) Αστράγγιστες συνθήκες
Είναι η περίπτωση πολύ αργιλικού εδάφους ή ταχείας επιβολής
φορτίου
Ισχύουν
φ = 0 , c = Cu και ακόμη Κ = 0, Κ΄ = π
Η σχέση (11) γίνεται
pκρ = π · Cu = 3,14 Cu (12)

Η κρίσιμη τάση είναι τώρα συνάρτηση μόνον της συνοχής και


ανεξάρτητη από το βάθος θεμελίωσης t. Είναι επίσης μικρότερη
από την αντίστοιχη οριακή τάση θραύσεως

q = 5,7 Cu

Β) Στραγγιζόμενες συνθήκες
Αναφέρονται σε κοκκώδη εδάφη, σε συνήθη αργιλοαμμώδη και
ακόμη σε αργιλικά εδάφη με βραδεία επιβολή του φορτίου, οπό-
τε υπάρχουν πάντα φ > 0 και c > 0.
Τότε
Κ > 0 και Κ΄ > 0
Η κρίσιμη τάση δίνεται από τη σχέση (11) :
pκρ = Κ΄ · c + Κ · γt
Σε περίπτωση έδρασης στην επιφάνεια του εδάφους (t = 0) η
κρίσιμη τάση
pκρ = Κ΄. c
εξαρτάται όχι μόνον από τη συνοχή c, όπως στη προηγούμενη
περίπτωση, αλλά και από τη γωνία εσωτερικής τριβής φ. Τώρα
είναι Κ΄ > π.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 167

A.4. Αστοχία από θραύση ομογενούς εδάφους

A.4.1. Επιλεγμένα θεωρητικά στοιχεία του υπολογισμού της φέρουσας


ικανότητας αναφέρονται συνοπτικά εδώ, επειδή με τη βοήθειά τους βρί-
σκεται το βάθος κάτω από το θεμέλιο μέχρι το οποίο αναπτύσσονται οι
επιφάνειες θραύσεως.
Η πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού της αντοχής του εδάφους έγινε
από τον Rankine (1857) και στηρίζεται στην υπόθεση ότι η θραύση ακο-
λουθεί τις γραμμές ολίσθησης, όπως φαίνεται στο σχήμα A.13. Κάτω από
την επιφάνεια έδρασης του πεδίλου σχηματίζονται γραμμές ολίσθησης για
ενεργό κατάσταση με κλίση 45 + φ/2 ως προς τον οριζόντιο άξονα, ενώ
έξω από το πέδιλο οι γραμμές ολίσθησης για παθητική κατάσταση έχουν
κλίση 45 + φ/2 (Σχήμα Α.13). Δυσμενέστερες επιφάνειες για αστοχία
είναι η ΟD και DE (και αντίστοιχα οι συμμετρικές ΟD΄ και D΄E΄). Από
την ισορροπία δυνάμεων και αντιδράσεων που αναπτύσσονται κατά μήκος
των γραμμών ολίσθησης υπολογίζεται η οριακή αντοχή qu :
qu = c · cos(45+φ/2) (tan4(45+φ/2) – 1) + γ · D·tan4(45+φ/2)

Σχήμα A.13. Γραμμές ολίσθησης ενεργού και παθητικής κατάστασης (κατά


Rankine) κάτω από πεδιλοδοκό.
168 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Ακόμη από το σχήμα A.13 υπολογίζεται το μέγιστο βάθος επιρροής ds


ds = b · tan (45 + φ/2)
και
ds /2 b = 0,5· tan (45 + φ/2) (13)

A.4.2. Η λύση με βάση τις γραμμές ολίσθησης Rankine δεν ικανοποι-


ούσε όλες τις περιπτώσεις και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε στις αρχές του
περασμένου αιώνα.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο όταν φορτίζεται μια
λωρίδα θεμελίου, π.χ. μια πεδιλοδοκός πλάτους 2b, (βλ. σχήμα A.10) σχη-
ματίζονται στα άκρα της δύο πλαστικές περιοχές οι οποίες επεκτείνονται
σε βάθος όσο αυξάνει το φορτίο και συγκλίνουν τείνοντας να σχηματίσουν
ένα τρίγωνο, μια σφήνα. Όταν το φορτίο πλησιάζει προς το οριακό, μέσα
στις πλαστικοποιημένες περιοχές αναπτύσσονται οι επιφάνειες θραύσεως.
Ο L. Prandtl (1920) πρότεινε ένα βελτιωμένο μηχανισμό θραύσεως που
στηρίζεται στις παραπάνω παρατηρήσεις και σε έρευνες που έκανε σχετικά
με τη χάραξη των μετάλλων. Συνοψίζεται στη διατύπωση ότι «καθώς η
πεδιλοδοκός τείνει να εισχωρήσει μέσα στο έδαφος, σχηματίζεται κάτω
από αυτήν μια σφήνα εγκλωβισμένου εδάφους», (βλ σχήμα A.14). Ο μη-
χανισμός αυτός έχει επαληθευτεί πειραματικά σε δοκιμές με ομοιώματα
πεδιλοδοκών αλλά και έμμεσα σε δοκιμές φωτοελαστικότητας. Στο ίδιο
σχήμα καταλήγουν επίσης οι υπολογισμοί κυρίων τάσεων με πεπερασμένα
στοιχεία. Για τους λόγους αυτούς η έννοια της σφήνας διατηρήθηκε από
όλους τους μεταγενέστερους ερευνητές με μικρή μόνο παραλλαγή.
Θεωρείται ότι δεν υπάρχει τριβή μεταξύ εδάφους και θεμελίου, οπότε
το εδαφικό υλικό μέσα στη σφήνα ABC (Σχήμα A.14) τείνει να μετακινη-
θεί σύμφωνα με την ενεργό κατάσταση ισορροπίας (κατά Rankine). Οι
γραμμές ολισθήσεως είναι ευθείες και έχουν κλίση με την οριζοντία BAC
= ABC = 45 + φ/2, ενώ τέμνονται μεταξύ τους κατά γωνία θ = 90 – φ
(Περιοχή Ι ).
Η ώθηση του εδάφους προς τα πλάγια προκαλεί την μετακίνηση και
ανύψωση μιας περιοχής (ΙΙΙ) έξω από το πέδιλο. Η περιοχή (ΙΙΙ) δέχεται
πλευρικές ωθήσεις λόγω διείσδυσης της σφήνας και βρίσκεται σε κατά-
σταση παθητικής ισορροπίας. Οι γραμμές ολίσθησης σχηματίζουν με την
οριζοντία γωνίες ίσες με EBD = BED = 45 – φ/2 και τέμνονται μεταξύ
τους υπό γωνία 90 + φ .
Στον χώρο μεταξύ της σφήνας (Ι) που ωθεί και του πρίσματος (ΙΙΙ) που
μετακινείται προς τα επάνω υπάρχει μια περιοχή (ΙΙ) η οποία βρίσκεται σε
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 169

Σχήμα A.14. Θραύση ομογενούς εδάφους κάτω από λωρίδα με λεία επιφάνεια
έδρασης (κατά L. Prandtl, 1920).

ενδιάμεση κατάσταση πλαστικής ισορροπίας. Ορίζεται από τις δύο ακραίες


γραμμές ενεργού και παθητικής ολίσθησης BC και BD και περικλείεται
στο κάτω μέρος από μια καμπύλη (λογαριθμική έλικα).
Η ακτίνα της έλικας r ακολουθεί την εξίσωση:
r = r0*eω.tanφ
όπου r0 = BC και ω η γωνία που σχηματίζουν οι r και r0

Οι γραμμές ολίσθησης, οι αντίστοιχες των ευθειών Rankine, σχηματί-


ζονται τώρα από λογαριθμικές έλικες ομοιόθετες με την εξωτερική γραμμή
ολίσθησης CD, οι οποίες τέμνονται υπό γωνία 90 – φ από μια δέσμη α-
κτίνων που διέρχονται από το σημείο Β.
Η αστοχία επέρχεται όταν η διατμητική τάση κατά μήκος της επιφάνει-
ας ολισθήσεως υπερβεί τη διατμητική αντοχή του εδάφους (κριτήριο
Mohr-Coulomb). Τότε το κατακόρυφο εξωτερικό φορτίο Ρ εξασκεί επάνω
στις ευθείες AC και BC πίεση που υπερβαίνει την παθητική ώθηση των
γαιών και έτσι προκαλείται η μετακίνηση του πρίσματος (ΙΙΙ).
Η κατακόρυφη δύναμη του θεμελίου (δράση) εξισορροπείται από τις
αντιδράσεις που αναπτύσσονται κατά μήκος της επιφάνειας ολίσθησης.
Όταν το σύστημα των δυνάμεων βρίσκεται σε ισορροπία, η οριακή τάση
θραύσεως qu δίνεται από τη σχέση (14) σε μορφή τριωνύμου :
qu = cNc + q.Nq + ½.γ1.B.Nγ (14)
όπου:
170 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

c : η συνοχή του εδάφους


φ : η γωνία εσωτερικής τριβής
γ1, : το φαινόμενο βάρος του εδάφους πάνω από τη στάθμη θεμε-
λίωσης
Β = 2b : το πλάτος του θεμελίου
t : το βάθος θεμελίωσης
q = γ1.t
π ⋅tan φ ⋅ tan 2 ⎛ 45 + φ ⎞
Nq = e ⎜ ⎟
⎝ 2⎠
Nq − 1
Nc = (15)
tan φ
Nγ = ( Nq -1) · tan2(45 – φ/2)

Ο πρώτος όρος του τριωνύμου (c.Nc) εκφράζει την επιρροή της συνο-
χής, ο δεύτερος (q.Nq) την επιρροή του βάθους θεμελίωσης και ο τρίτος
την επιρροή του πλάτους του θεμελίου.
Το μέγιστο βάθος στο οποίο εκτείνεται η ζώνη ολίσθησης έχει ιδιαίτερη
σημασία, διότι συγκρίνεται άμεσα με το πάχος της στρώσης. Για το λόγο
αυτό υπολογίζεται αναλυτικά.
Με τους συμβολισμούς του σχήματος A.14 και με τις παραδοχές ελικο-
ειδούς επιφάνειας ολίσθησης και αμμώδους εδάφους η ακτίνα της έλικος
είναι:
b
r = ro · eω·tanφ = ⋅ eω⋅tanφ
⎛π φ⎞
cos⎜ + ⎟
⎝4 2⎠
Η γωνία που σχηματίζει η r με τον άξονα των y είναι:
⎡ π ⎛ π φ ⎞⎤ φ π
δ = ω - ⎢ − ⎜ + ⎟⎥ = ω + −
⎣ 2 ⎝ 4 2 ⎠⎦ 2 4

⎛ φ π⎞
cos⎜ ω + − ⎟
z = r ·cosδ = b ⋅ ⎝ 2 4 ⎠ ω⋅tanφ
⋅e
⎛ π φ⎞
cos⎜ + ⎟
⎝4 2⎠
dz
Το μέγιστο βάθος ds συμβαίνει, όταν = 0.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 171

dz b ⎡ ⎛ φ π ⎞ ωtanφ ⎛ φ π⎞ ⎤
= ⋅ ⎢− sin⎜ ω + − ⎟⋅e + cos⎜ ω + − ⎟ ⋅ tanφ ⋅ eωtanφ ⎥
dω ⎛π φ⎞ ⎣ ⎝ 2 4⎠ ⎝ 2 4⎠ ⎦
cos⎜ + ⎟
⎝4 2⎠
dz b ⎡ ⎛ φ π⎞ ⎛ φ π⎞ ⎤
= ⋅ ⎢− sin⎜ ω + − ⎟ + cos⎜ ω + − ⎟ ⋅ tanφ⎥ ⋅ e ωtanφ = 0
⎛ π φ ⎞ ⎝ 2 4⎠ ⎝ 2 4⎠
cos⎜ + ⎟ ⎣ ⎦

⎝ 4 2 ⎠

⎛ φ π⎞ ⎛ φ π⎞
sin⎜ ω + − ⎟ = cos⎜ ω + − ⎟ ⋅ tanφ
⎝ 2 4 ⎠ ⎝ 2 4⎠

⎛ φ π⎞ π φ
tan⎜ ω + − ⎟ = tanφ και τότε : ω = +
⎝ 2 4⎠ 4 2
Με αντικατάσταση της τιμής του ω και μετά την εκτέλεση των πράξεων
βρίσκεται τελικά :
⎛π φ⎞
⎛ π φ ⎞ ⎜ + ⎟⋅tanφ
d s = 2b ⋅ sin⎜ + ⎟ ⋅ e ⎝ 4 2 ⎠
⎝4 2⎠
⎛π φ⎞
ds ⎛ π φ ⎞ ⎜ + ⎟⋅tanφ
= sin⎜ + ⎟ ⋅ e ⎝ 4 2 ⎠ (16)
2b ⎝4 2⎠

A.4.3. Η επόμενη τροποποίηση της σχέσης (14) έγινε από τον K. Ter-
zaghi, (1941), επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούσε σε υπερβολικές
τιμές της qu. Ο Terzaghi μεταβάλλει τον μηχανισμό θραύσεως δεχόμενος
ότι αναπτύσσεται τριβή μεταξύ πεδίλου και εδάφους, η οποία περιορίζει τη
γωνία της σφήνας σε φ. Αυτό έχει ως συνέπεια μικρότερο όγκο σφήνας,
μικρότερο μήκος της επιφάνειας ολισθήσεως και άρα μικρότερη qu .
Στο σχήμα A.15 φαίνονται οι διαδοχικοί μηχανισμοί θραύσεως όπως
εξελίχτηκαν με την πρόοδο της επιστήμης.
Όταν το φορτίο μεταβιβάζεται στο έδαφος μέσω ενός θεμελίου από
σκυρόδεμα με τραχεία επιφάνεια έδρασης, το έδαφος της ζώνης Ι εμποδί-
ζεται να επεκταθεί πλευρικά λόγω της τριβής και της πρόσφυσης στην επι-
φάνεια του θεμελίου (βλ. σχήμα A.16). Εξ αιτίας της αντίδρασης αυτής το
έδαφος που βρίσκεται αμέσως κάτω από το πέδιλο παραμένει σε ελαστική
κατάσταση και εκείνο της μεσαίας ζώνης ΙΙ συμπεριφέρεται σαν να ήταν
τμήμα του βυθιζόμενου θεμελίου.
172 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Rankine, 1857

Prandtl, 1920

Terzaghi, 1941

Meyerhof, 1951

Σχήμα A.15. Εξέλιξη των μηχανισμών θραύσεως ομογενούς εδάφους


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 173

Σχήμα A.16. Θραύση ομογενούς εδάφους κάτω από λωρίδα με τραχεία επιφάνεια
έδρασης.

Η διαδικασία αυτή είναι δυνατή μόνον όταν το έδαφος που βρίσκεται


αμέσως κάτω από την κορυφή C κινείται κατακορύφως. Τότε οι καμπύλες
γραμμές ολίσθησης εφάπτονται της κατακορύφου στο σημείο αυτό και η
γωνία κλίσης της ακτίνας με την οριζοντία είναι φ , έτσι ώστε γραμμές και
ακτίνες να τέμνονται υπό γωνία 90 – φ (Σχήμα A.16). Αυτό συμβαίνει
ακριβώς επειδή η τριβή και η πρόσφυση στην τραχεία επιφάνεια του θεμε-
λίου δεν επιτρέπουν μετακίνηση στην επιφάνεια. Θεωρητικοί υπολογισμοί
έχουν αποδείξει, γράφει ο Terzaghi, ότι η δύναμη τριβής που απαιτείται
για την ανάπτυξη της πλαστικής κατάστασης του σχήματος A.16 είναι πο-
λύ μικρότερη από τη διατμητική αντοχή εδάφους με γωνία τριβής φ .
Η εξίσωση έχει πάντα την ίδια μορφή όπως στην παράγραφο A.4.3.,

qu = cNc + q.Nq + ½.γ1.B.Nγ (14)

αλλάζει μόνον ο συντελεστής Nγ , ο οποίος τώρα έχει ημιεμπειρική έκ-


φραση

Nγ =1,8 . Nc . tan2φ (17)

Το μέγιστο βάθος ds στο οποίο εκτείνεται η ζώνη ολίσθησης στην πε-


ρίπτωση τραχείας επιφάνειας έδρασης υπολογίζεται αναλυτικά πιο κάτω
κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στην προηγούμενη παράγραφο:
174 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

b
ro =
cosφ

ri = ro ⋅ eω ⋅tan φ

z= ri · cosδ

π
δ=φ+ω-
2

b ⎛ π⎞
z= ⋅ cos⎜ φ + ω − ⎟ ⋅ e ωtanφ
cosφ ⎝ 2⎠

dz
ds = maxz όταν =0

dz b ⎡ ⎛ π ⎞ ωtanφ ⎛ π⎞ ⎤
= ⎢− sin⎜ φ + ω − ⎟ ⋅ e + cos⎜ φ + ω − ⎟ ⋅ tanφ ⋅ eωtanφ ⎥
dω cosφ ⎣ ⎝ 2⎠ ⎝ 2⎠ ⎦

dz b ⎡ ⎛ π⎞ ⎛ π⎞ ⎤ ωtanφ
= ⎢− sin⎜ φ + ω − ⎟ + cos⎜ φ + ω − ⎟ ⋅ tanφ⎥ ⋅ e =0
dω cosφ ⎣ ⎝ 2⎠ ⎝ 2⎠ ⎦

⎛ π⎞ ⎛ π⎞
sin⎜ φ + ω − ⎟ = cos⎜ φ + ω − ⎟ ⋅ tanφ
⎝ 2⎠ ⎝ 2⎠

⎛ π⎞ π
tan⎜ φ + ω − ⎟ = tanφ και τελικά ω=
⎝ 2⎠ 2

Με αντικατάσταση της τιμής του ω βρίσκεται :


π
b ⎛ π π ⎞ ⋅tanφ
ds = ⋅ cos⎜ φ + − ⎟ ⋅ e 2
cosφ ⎝ 2 2⎠
π
⋅tan φ
ds = b ⋅e 2
π
ds tanφ
= 0,5 ⋅ e 2 (18)
2b
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 175

A.4.4. Με την πάροδο του χρόνου και με την προσπάθεια πολλών ερευ-
νητών εξίσωση (15) βελτιώθηκε και εμπλουτίστηκε, ώστε να καλύπτει τις
συνηθέστερες περιπτώσεις. Στις διάφορες επιλύσεις η μορφή του τριωνύ-
μου διατηρείται πάντοτε σταθερή, αλλάζουν όμως οι συντελεστές Νc, Nq,
Nγ, και προστίθενται νέοι διορθωτικοί συντελεστές.
Αναφέρεται η συμβολή του H. Meyerhof (1951 και 1961) ο οποίος δια-
τηρεί την λεία επιφάνεια έδρασης και τη γωνία κλίσης 45+φ/2 της σφή-
νας, αλλά επεκτείνει τη γραμμή θραύσεως πάνω από την επιφάνεια έδρα-
σης (βλ. σχήμα A.15δ). Λόγω των διαφορετικών συνθηκών ισορροπίας οι
συντελεστές Νc, Nq, Nγ δεν συμπίπτουν με εκείνους του Terzaghi.
Τέλος ο J. Brinch Hansen (1961) αξιοποιώντας και προγενέστερες ερ-
γασίες έδωσε μια ολοκληρωμένη επίλυση, η οποία περιλαμβάνει την επιρ-
ροή της λοξής φόρτισης, του βάθους θεμελίωσης, του σχήματος του θεμε-
λίου κ.λ.π. Διατηρεί την τραχεία επιφάνεια έδρασης, τον μηχανισμό θραύ-
σεως του Terzaghi και τους συντελεστές Νc, Nq,. Επιπλέον εισάγει νέους
συντελεστές για τις επιλύσεις των προσθέτων περιπτώσεων.

Η εξίσωση έχει τώρα τη μορφή :

qu = cN scdcic+ q.Nq sqdqiq + ½.γ1.B.Nγ sγdγiγ ( 19 )

όπου:
sc , sq , sγ συντελεστές διορθώσεως λόγω σχήματος θεμελίου
dc , dq , dγ συντελεστές διορθώσεως λόγω βάθους θεμελίωσης
ic , iq, iγ συντελεστές διορθώσεως λόγω κλίσεως της συνιστα-
μένης δυνάμεως φόρτισης ως προς την κατακόρυφο
και
Nγ = 1.5. Νc.tan2φ ημιεμπειρικός συντελεστής

A.4.5. Η μεταβολή του λόγου ds/2b του μέγιστου βάθους επιρροής ds


προς το πλάτος 2b έχει σχεδιαστεί στο διάγραμμα A.17 συναρτήσει της
γωνίας φ τόσο για την περίπτωση λείας, όσο και για την περίπτωση τρα-
χείας επιφάνειας έδρασης (σχέσεις 16 και 18).
Παρατηρείται κατ’ αρχήν ότι οι δύο καμπύλες αναπτύσσονται παράλ-
ληλα. Για όλες τις γωνίες φ η τραχεία επιφάνεια οδηγεί σε μικρότερα βά-
θη κατά 30 έως 45%. Και στις δύο περιπτώσεις για μεγάλες γωνίες τριβής
(φ > 30ο) η επιφάνεια ολίσθησης επηρεάζει σε πολύ μεγάλα βάθη.
176 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Διάγραμμα A.17. Μεταβολή του λόγου ds/2b συναρτήσει της γωνίας φ για λεία
και τραχεία επιφάνεια έδρασης.

A.5. Φέρουσα ικανότητα σε διαστρωματικό έδαφος

Όλες οι θεωρητικές διερευνήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω έχουν γί-


νει με την παραδοχή ομογενούς ημιχώρου. Όμως με την παρεμβολή στρώ-
σης εξυγίανσης δημιουργούνται δύο διακεκριμένα στρώματα με σαφώς
διαφορετικά μηχανικά χαρακτηριστικά.
Εκτός από την εντελώς εμπειρική και προσεγγιστική λύση που αναφέ-
ρεται πιο κάτω θεωρητικές λύσεις έχουν δοθεί μόνον για ορισμένες περι-
πτώσεις. Η επίλυση με πεπερασμένα στοιχεία αποτελεί την καλύτερη θεω-
ρητική προσέγγιση, ενώ σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πειραματι-
κή διερεύνηση.

A.5.1. Η συνήθης συντηρητική επίλυση, που φαίνεται στο σχήμα A.18,


δέχεται ότι η τάση έδρασης του θεμελίου κατανέμεται μέσα στη στρώση
εξυγίανσης με κλίση 2:1, μέχρι το φυσικό έδαφος, και ότι οι επιφάνειες
ολίσθησης αναπτύσσονται μόνον στο φυσικό έδαφος, όπως στην προηγού-
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 177

Σχήμα A.18 Απλουστευμένη λύση για διστρωματικό έδαφος,

2b
p1 = p · , p2 = γ · t1 + D · γ2.
2b + D

μενη παράγραφο, ενώ τα υπερκείμενα εδαφικά υλικά προστίθενται ως επι-


φανειακή φόρτιση.
Όταν η στρώση D ενσωματώνεται με το θεμέλιο, αυξάνει το βάθος και
το πλάτος της θεμελίωσης και μειώνεται η τάση έδρασης. Η αύξηση του
περιμετρικού φορτίου q2 και του πλάτους του θεμελίου (2b + D) συνεπά-
γονται μεγαλύτερη οριακή τάση qu σύμφωνα με τη σχέση (14). Αυτό σε
συνδυασμό και με τη μείωση της τάσης έδρασης p1 οδηγεί σε σημαντική
14
αύξηση του συντελεστή ασφαλείας.

14
Η δυνατότητα να εξομοιωθεί ένα πολυστρωματικό έδαφος προς ένα ενιαίο
στρώμα με φm και cm ίσα προς τον μέσον όρο των αντιστοίχων τιμών των επί
μέρους στρώσεων δίνεται από τη βιβλιογραφία (βλ DIN 4017/I παρ. 9.3 και
Επεξηγήσεις), όταν η διαφορά του αριθμητικού μέσου της γωνίας φm, από το φ
κάθε στρώσεως είναι μικρότερη των 5ο . Αυτό όμως σπάνια ισχύει για την πε-
ρίπτωση στρώσεως εξυγίανσης και αργιλικού υπεδάφους.
Για ακριβέστερο υπολογισμό το μέσο φαινόμενο βάρος λαμβάνεται ανάλογα
με το πάχος κάθε στρώσεως μέχρι το μέγιστο βάθος επιρροής. Η μέση συνοχή
178 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

A.5.2. Ακριβής θεωρητική επίλυση για διστρωματικό έδαφος έγινε από


τον Button (1953) και αναφέρεται σε δύο στρώματα συνεκτικού εδάφους
με φ1=φ2=0 και c1,c2 > 0. Και τα δύο συνεκτικά στρώματα θεωρούνται
ότι έχουν στερεοποιηθεί στον ίδιο βαθμό.
Η πεδιλοδοκός πλάτους Β εδράζεται στην επιφάνεια της πρώτης
στρώσης (Διάγραμμα A.17 ). Επειδή φ = 0, η επιφάνεια ολίσθησης είναι
κυκλική και η οριακή τάση έδρασης δίνεται από τη σχέση:

qm = c1* N c

όπου ο νέος συντελεστής N c δίνεται στο διάγραμμα A.19 ως συνάρτηση


του λόγου Η/Β και του λόγου c2/c1.
Ο Button υπολόγισε τον συντελεστή N c ως συνάρτηση του λόγου των
συνοχών c2/c1 και του λόγου Η/Β του πάχους του επιφανειακού στρώματος
προς το πλάτος του θεμελίου. Στην περίπτωση ανθεκτικού επιφανειακού
στρώματος, c1 > c2, οι καμπύλες στα αριστερά του διαγράμματος δίνουν
μεγαλύτερο συντελεστή N c όσο αυξάνει το πάχος Η της πρώτης στρώ-
σεως.
Η επίλυση αυτή δεν καλύπτει την περίπτωση της στρώσης εξυγίανσης,
η οποία αντιθέτως έχει μεγάλο φ και πολύ μικρή ή καθόλου συνοχή. Ση-
μειώνεται ότι δεν υπάρχουν θεωρητικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις.

A.5.3. Η επίλυση διστρωματικού εδάφους με μέθοδο πεπερασμένων


στοιχείων δίνει ακριβή εικόνα του πεδίου των τάσεων. Κάθε στρώση ορί-
ζεται από το μέτρο ελαστικότητας Ε και από τον αριθμό Poisson ν και η
επίλυση γίνεται με βάση τη θεωρία της ελαστικότητας.

είναι ανάλογη προς τα μήκη των τμημάτων ΔL της επιφάνειας ολίσθησης που
περιλαμβάνονται ανάμεσα στις στρώσεις. Η μέση γωνία τριβής λαμβάνεται
ανάλογη προς τις επιφάνειες των ορθών τάσεων ( σ*ΔL, όπου σ = γ.z.cos2θ )
μεταξύ των στρώσεων, ενώ τα τμήματα ΔL της επιφάνειας ολίσθησης θεω-
ρούνται ευθείες ή τεθλασμένες με κλίση θ ως προς την οριζοντία (βλ. E.
Schultze, 1968).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 179

Διάγραμμα A.19. Φέρουσα ικανότητα σε συνεκτικό διστρωματικό έδαφος (Button,


1953).

Σε ομογενές έδαφος οι ισοτασικές καμπύλες (για Ε0/Ε = 1 και ν = 3 )


έχουν σχεδόν κυκλική μορφή και ομαλή διάταξη (βλ. σχήμα 2.52). Όταν
παρεμβληθεί μια δύσκαμπτη στρώση απείρου μήκους με Ε0/Ε = 2 και ν =
3, οι ισοτασικές καμπύλες διακόπτονται. Όσο αυξάνεται ο λόγος Ε0/Ε,
τόσο μεγενθύνεται η διατάραξη των γραμμών (Σχήμα Α.20). Η δύσκαμπτη
επιφανειακή στρώση συμπεριφέρεται σαν «πλάκα» που διαμοιράζει τα
φορτία σε ευρύτερη επιφάνεια (βλ. και Γ. Γκαζέτα 2007, σελ. 206).

A.5.4. Η πειραματική διερεύνηση αποτελεί πολλές φορές διέξοδο σε


δύσκολες θεωρητικές περιπτώσεις. Οι A. Myslivec και Z. Kysela (1978,
σελ. 135) μέτρησαν εργαστηριακά το οριακό φορτίο λωρίδος εδραζομένης
σε δύο διαφορετικά στρώματα εδάφους. Τα εδαφικά είδη ήταν είτε αμμώ-
δη, είτε συνεκτικά υλικά και ως ένα βαθμό συμπυκνωμένα ή στερεοποιη-
μένα.
180 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Σχήμα Α.20. Μεταβολή της διάταξης των ισοτασικών καμπυλών για τιμές του
λόγου Ε0/Ε = 2 - 4,16 – 8,32 – 16,6.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 181

Διάγραμμα A.21. Μεταβολή του λόγου ds/2b συναρτήσει της γωνίας φ για τρα-
χεία επιφάνεια έδρασης από πειραματικά στοιχεία (A. Myslivec
και Z. Kysela, 1978).

Εκτός από τους συνδυασμούς των εδαφών μεταβλητές ήταν επίσης το


πάχος της πρώτης στρώσης Η και η γωνία κλίσης του φορτίου. Aπό τη συ-
νολική εργασία επιλέγεται και δίνεται πιο κάτω μόνο το τμήμα εκείνο
που αφορά τη στρώση εξυγίανσης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι μετρήσεις του βάθους ds κάτω από τη
θεμελίωση, μέχρι το οποίο έφθαναν οι γραμμές θραύσεως σε ομογενή υ-
λικά με διάφορες γωνίες εσωτερικής τριβής.
Ο λόγος ds/2b σε σύγκριση προς τη γωνία φ βρέθηκε ότι έχει τις ακό-
λουθες τιμές:

φ = 0 10 20 30 40

ds/2b = 0,70 0,80 0,95 1,10 1,25


182 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Οι τιμές του λόγου ds/2b παρεμβάλλονται στο διάγραμμα A.17 και


σχηματίζεται το ολοκληρωμένο διάγραμμα A.21. Σε σύγκριση με τις θεω-
ρητικά υπολογισμένες τιμές του λόγου ds/2b (σχέσεις 13, 16 και 18) παρα-
τηρούνται τα εξής:
• Για μικρές γωνίες τριβής (φ < 22ο) οι πειραματικές τιμές του λό-
γου ds/2b περιλαμβάνονται μεταξύ των δύο θεωρητικών καμπυ-
λών.
• Για πολύ μεγάλες γωνίες τριβής (φ > 30ο) οι θεωρητικές τιμές του
βάθους επιρροής αποκλίνουν υπερβολικά. Τούτο είναι σύμφωνο
με την εμπειρία, διότι και οι συντελεστές Nq, Nc, Nγ οδηγούν σε
αυξημένη φέρουσα ικανότητα στην περίπτωση αυτή.
• Στο διάστημα 20ο < φ < 25ο οι πειραματικές τιμές του λόγου
ds/2b απέχουν πολύ λίγο από το 1,00, ενώ πλησιάζουν αισθητά
και προς τις αντίστοιχες θεωρητικές τιμές για τραχεία επιφάνεια.
• Για αργιλοαμμώδη εδάφη που έχουν 20ο<φ<25ο μπορεί να γίνει
δεκτό, με ικανοποιητική προσέγγιση, ds/2b = 1,00. Τούτο σημαίνει
ότι πρακτικά για τα συνήθη αργιλοαμμώδη εδάφη το βάθος επιρ-
ροής μπορεί να ληφθεί ίσο προς το πλάτος του θεμελίου.
Σχετικά με τη φέρουσα ικανότητα του συστήματος qm τα πειράματα έ-
δειξαν ότι υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ αυτής και του πάχους D της
στρώσης. Η μεταβολή είναι συνεχής και μπορεί να παρασταθεί από τεθλα-
σμένη γραμμή.
Εάν qm1 και qm2 είναι οι τιμές της φέρουσας ικανότητας της στρώσης
εξυγίανσης και του υποκειμένου φυσικού εδάφους αντίστοιχα, τα πειράμα-
τα έδειξαν ότι για πολύ μικρά πάχη στρώσεως η φέρουσα ικανότητα του
συστήματος qm συμπίπτει προς εκείνη του εδάφους (qm2), ενώ για μεγάλα
πάχη επικρατεί η αντοχή της στρώσης εξυγίανσης (qm1). Ρυθμιστής είναι ο
λόγος του βάθους ds προς το πάχος της στρώσης D.
Στο σχήμα A.22 φαίνεται η μεταβολή της φέρουσας ικανότητας σε συ-
νάρτηση με το πάχος του στρώματος D. Όταν το υπερκείμενο στρώμα με
τη μεγάλη φέρουσα ικανότητα έχει πάχος μικρότερο του 0,2*D, η φέρουσα
ικανότητα του συστήματος qm δεν αυξάνει και ισχύει εκείνη του υποκειμέ-
νου στρώματος.
Εάν

ds/2b < 0,2*D/2b,

τότε
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 183

Διάγραμμα A.22. Μεταβολή της φέρουσας ικανότητας qm διστρωματικού συστή-


ματος συναρτήσει του πάχους του πρώτου στρώματος, όταν τού-
το είναι ανθεκτικότερο(A. Myslivec και Z. Kysela, 1978).

qm = qm2

Όταν το υπερκείμενο στρώμα με τη μεγάλη φέρουσα ικανότητα έχει


πάχος μεγαλύτερο του D, η φέρουσα ικανότητα του συστήματος qm ι-
σούται προς qm1.
Εάν
ds/2b > D/2b,
τότε
qm = qm1
Στο ενδιάμεσο διάστημα η αύξηση θεωρείται γραμμική.
Εάν
0,2*D/2b < ds/2b < 1,0*D/2b,
τότε
184 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

⎛ D ⎞
qm = qm2+ (qm1 - qm2)* ⎜⎜ ⎟⎟
⎝ 1,6(b − 0,1) ⎠
Το υπερκείμενο στρώμα με τη μεγάλη qm1 συμβάλλει στην αύξηση της
qm μόνον όταν το πάχος του είναι μεγαλύτερο του 0,2*D. Κατά τους A.
Myslivec και Z. Kysela (1978) ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι αμέσως κάτω από
το πέδιλο η επιφάνεια ολίσθησης έχει μεγάλη κλίση (βλ. σχήμα A.14.) και
οι ορθές τάσεις που εξασκούνται επάνω σε αυτή είναι πολύ μικρές. Επομέ-
νως η αναπτυσσομένη τριβή μέσα στη λεπτή στρώση εξυγίανσης είναι πο-
λύ μικρή και γι’ αυτό στην πειραματική διαδικασία η συμβολή της απεδεί-
χθη αμελητέα.
Όταν το υπερκείμενο στρώμα έχει πάχος τουλάχιστον ίσο προς πλάτος
του θεμελίου, τότε και το μέγιστο βάθος επιρροής ds είναι τουλάχιστον ίσο
προς D και ακόμη η επιφάνεια ολίσθησης περιλαμβάνεται ολόκληρη μέσα
στο στρώμα τούτο. Υπερισχύουν επομένως οι ιδιότητες του πρώτου στρώ-
ματος, ενώ το υποκείμενο, θεωρητικά, δεν παρεμβαίνει καθόλου.
Τα πειράματα που αναφέρονται πιο πάνω είναι μόνο η αρχή και ο δρό-
μος της έρευνας είναι ακόμη μακρύς. Το ενδιαφέρον για την φέρουσα ικα-
νότητα φαίνεται ότι έχει αρχίσει να εξασθενίζει, διότι ο έλεγχος της θεμε-
λίωσης στηρίζεται περισσότερο στον περιορισμό των καθιζήσεων. Εν τού-
τοις φαινόμενα θραύσεως του εδάφους έχουν παρατηρηθεί στην πράξη
ακόμη και για μεγάλες επιφάνειες έδρασης. Οι εμπειρίες αυτές δεν οδη-
γούν σε κατάργηση της έννοιας της οριακής τάσης, η οποία πρέπει πάντοτε
να υπολογίζεται και να ελέγχεται ότι η εφαρμοζόμενη τάση έδρασης δεν
μπορεί να προκαλέσει θραύση του εδάφους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναγνωστόπουλος, Α., Παπαδόπουλος Β. Π. (1989) “Επιφανειακές Θε-


μελιώσεις”, Αθήνα, 1989.
ASTM (1991) “Standards on Geosynthetics”. P.A. 19103 PCN Q 03-
435091-38.
Borowicka, H. (1938) “The distribution of pressure under a uniformly
loaded strip resting on elastic – isotopic ground”. 2nd Cong. Int.
Assoc. Bridge and Stud. Eng. Final Report 8, 3, 1938.
Boussinesq, M. J. (1885) “Application des potentiels à l’ étude de l’ équi-
libre et du mouvement des solides élastiques”. Paris, 1885
Brinch Hansen, J. (1961) “A general formula for bearing capacity”. Geo-
teknisk Institut Akademiet für de Tekniske Videnskaber, Bull.
No 11, Copenhagen.
Button, S. J. (1953) “The bearing capacity of footings on a two – layer
cohesive subsoil”. Proc. 3rd ICSMFE, Vol. 1, p. 332-335.
Γκαζέτας (2007) “Σημειώσεις Εδαφομηχανικής”. Έκδοση ΕΜΠ, 2.7, Α-
θήνα.
Caquot, A. and Kérisel, J. (1967) “Grundlagen der Bodenmechanik”.
Springerverlag Berlin.
Carter M. and Bentley St. (1991) “Correlation of soil properties“. Pen-
tech Press Publisher, London, 1991.
186 ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΣΤΡΩΣΕΙΣ

Cernica, J. N. (1995) “Foundation Design”. J. Willey & Sohn, N. York.


Chardabellas (1940) “Durchfluβwinderstände in Sand und ihre Abhängig
Keit von Flüssigkeits – und Bodenkennziffern”. Mitt. Preuss,
Versuchsanstalt Wasser-, Erd-, und Schiffbau, Gesundheits –
Jng. 55, S. 391.
Craig, R. F. (2002) “Soil Mechanics”. London & New York.
FM 5-410, Chap. 9.
Forssblad, L. (1981) “Vibratory soil and rockfill compaction”. Stockholm,
1981.
Fröhlich, O. K. (1934) “Druckverteilung im Baugrunde”. Springer, Wien,
1934, p. 142.
Giroud, J. P. (1987) “Filter Criteria for Geotextiles“. Proc. 2nd Int. Conf.
Geotextiles, Las Vegas N.V, Aug. 1982, Vol. 1, p. 103-109.
Hansen, J. Brinch (1970) “A revised and extended formula for bearing
capacity”. Danish Geot. Inst. Bull. No 28, p. 43, Copenhagen.
Hazen, Allen (1892) “Physical properties of sand and gravels with refer-
ence to their use in filtration”, Rept. Mass State Board of
Health, p. 539.
Johnson, A. W. (1960) “Cement treated soil mixtures”. Highway Engi-
neering Handbook, New York, 1960, p. 5-81.
Καββαδάς, Μ. (2004) “Στοιχεία Εδαφομηχανικής”. Έκδοση ΕΜΠ, Αθή-
να, σελ. 217.
Koegler, F & A. Scheidig (1927, 1929) “Druckverteilung im Baugrunde”.
Die Bautechnik, 1927, 1929.
Körner, R. M. (1990) “Designing with geosynthetics”. Englewood Cliffs,
N.J., 1990.
Little, Dallas N. (2001) “Evaluation of structural properties of lime sta-
bilezed soils and aggregates”. Vol 1 ÷ 4.
Λοΐζος Αντ. (1987) “Εδαφομηχανική – Θεμελειώσεις”. Αθήνα.
Μαρσέλος, Ν. Κόλλιας, Χριστούλας, Στ. (1986) “Χρήση της ιπτάμενης
τέφρας στην Οδοποιία”, Δελτίον ΚΕΔΕ, έτος 25ο τεύχος 3-4
σελ. 113-129.
Mayor, A. (1961) “Berechnung und Planung von Maschinen – und Tur-
binenfundamenten”. Berlin, 1961.
Meyerhof, G.G. (1951) “The ultimate bearing capacity of foundations”.
Geotechnique, Vol. II, No 4, p. 301-332.
Michell (1900) “Elementary distribution of plan stresses”. Mathem. Soc.
Proceedings. Vol. XXXII and XXXIII, London, 1900.
Myslivec and Kysela (1978) “The bearing capacity of building founda-
tion”. Esevier scientific publication, Amsterdam.
National Lime Association(2004). “ Lime-treated soil Construction Man-
ual” Bul. 326
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 187

National Lime Association (2004). “Mixture design and Testing Proce-


dures for lime stabilezed soil”
N. S. BR. (1970) “Earth Manual” MS of Interior, Bureau of Reclamation,
3rd reprint, Denver, 1990.
Παπασπύρου Σ. (2006) “Συμπυκνώσεις επιχωμάτων”. Αθήνα.
Parson, A. W. (1992) “Compaction of soils and granular materials”. A
review of research preformatted at the Transport Research
Laboratory”, London.
Poulos and Davis (1974) “Elastic solutions for Soil and Rock Mechanics”,
J. Willey & Sohn, 1974.
Prandtl, L. (1920) “Über die Härte plastisher Körber”. Nachr. Ges. Wiss.
Göttingen, Math. Phys. Klasse.
Preene, M., Roberts, T.O.L., Powrie, W., and Dyer, M.R. (1997)
“Groundwater control, Design and Practice”. Construction In-
dustry Research and Information Association, Founders Report
FR/CP/50.
Sariosseiri F., Muhunthan B., (2008). “Effect of cement treatment on
geotechnical properties of some Washington State soils”. En-
gineering Geology (2008), Vol. 104, 1-2, p. 119-125 (doi:
10.1016 / j. eng geo 2008.09.003).
Σαρόγλου, Χ. (2008) “Compressive Strength of Soil Improved with Ce-
ment”. Contemporary Topics in Ground Modification, Prob-
lem Soil and Geo Support, M. Iskander, D. Laefer, M. Hussein
(eds) ASCE Geothechnical Special Plublication 187, 682 pp.
Scott, R. (1965) “Principles of Soil Mechanics”. Addison – Wesley Pub-
lishing Company, Inc. Massachusetts, London, 1965, p. 491.
Schultze, E., Muhs, H. (1967) “Bodenuntersuchungen für Ingenieurbau-
ten”. Springer Verlag, Berlin, New York, 1967, p. 252.
Terzaghi K.- Peck R. (1969) “Εφαρμοσμένη Εδαφομηχανική”, Αθήνα,
1969.
Terzaghi K., Peck R. (1967) “Εφαρμοσμένη Εδαφομηχανική”, Αθήνα,
1967, τόμος Α, σελ. 194.
Terzaghi, K. (1943) “Theoretical Soil Mechanics”. Wiley and Sons, N.
York, p.127.
Tomlinson, M.J. (2001) “Foundation Design and Construction”. 7th ed.,
London, p. 436, 488.

You might also like