You are on page 1of 17

Gilles Deleuze, Πως αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό;

Γεωργακούδης Βασίλης

Προοίμιο

Το παρόν εγχείρημα δεν αποτελεί μια εισαγωγή στο κείμενο του Ντελέζ,
αλλά ούτε και μια παρουσίασή του. Εφορμώμενοι περισσότερο από μία
επιβεβλημένη ανάγκη εξαιτίας της κομβικής σημασίας του ντελεζιανού κειμένου
στο πλαίσιο της γενικότερης ενασχόλησής μας με το θεωρητικό ρεύμα του
δομισμού, κρίθηκε σκόπιμο μια κριτική ανάγνωσή του, προκειμένου να
διερευνηθεί το κατά πόσο στέκουν οι κλασικές αφηγήσεις για τον
στρουκτουραλισμό, σύμφωνα με τις οποίες αποτελεί ένα ρεύμα κραταιού
φορμαλισμού και γραμμικού ντετερμινισμού. Προϋποτίθεται η προηγούμενη
ανάγνωση του κειμένου του Ντελέζ και περαιτέρω η αντιπαραβολή των δύο
κειμένων ώστε να μπορεί να εκπληρωθεί ο σκοπός μας, αποδεχόμενοι το
γεγονός της έλλειψης αυτονομίας και αυτοτέλειας της δικής μας προσπάθειας.
Εύλογο θεωρείται επίσης ότι υπάρχουν θεματικές αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ
των δύο κειμένων. Το κείμενό μας θα ακολουθήσει την ελληνική μετάφραση
όπως παρατίθεται στο βιβλίο Η Φιλοσοφία, τόμος Β - επιμέλεια Φρανσουά
Σατελέ, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 2006, σελ 269 και
επ.
1ο κριτήριο: Το συμβολικό

Όλη η φιλοσοφική παράδοση εντάσσεται στη διαρχία του πραγματικού


και του φανταστικού με τις περίπλοκες σχέσεις ή αλληλοδιεισδύσεις τους. Η
συμβολή του δομισμού είναι η εισαγωγή μιας τρίτης τάξης, του συμβολικού. Ως
συμβολικό στοιχείο εννοείται το δομικό αντικείμενο που βρίσκεται πέραν της
λέξης και της έννοιας και το οποίο «σαν στοιχείο της δομής βρίσκεται στην αρχή
μιας γένεσης». Το συμβολικό, μάς ενημερώνει ο Ντελέζ, είναι υπέδαφος για το
πραγματικό και το φανταστικό, μια μήτρα η οποία είναι υπεύθυνη για τις
εμφανίσεις στις δύο άλλες τάξεις, αλλά που ωστόσο δεν αποτελείται από αυτές
τις εμφανίσεις.

Η δομή είναι τουλάχιστον τριαδική, πραγματικό-φανταστικό-συμβολικό,


ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο μέσα στο
συμβολικό που είναι μη-πραγματικό και μη-φανταστικό συνάμα. Θα λέγαμε ότι
το συμβολικό αλληλοδιαπλέκεται με τους άλλους δύο όρους και έχει σχέσεις
συνάφειας και ομωνυμίας, αλλά επίσης εισάγει όρους ή αποτελείται και από
στοιχεία τα οποία είναι ποιοτικά έταιρα ως προς τις δύο άλλες τάξεις. Η
αυτονόμηση του συμβολικού, η οποία εννοείται εδώ, είναι αναγκαίος όρος
προκειμένου να περιγραφεί ο μείζων ρόλος του και η πρωτοκαθεδρία που
φέρει. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από έναν
απλό αναδιπλασιασμό της τάξης του φανταστικού αρθρωμένης σύμφωνα με
μία διαφορετική αρχή οργάνωσης. Όμως, το συμβολικό δεν πρέπει να
συγχέεται και με μια μορφή, διότι η δομή δεν «ορίζεται με βάση μια αυτονομία
του όλου, μια κυριαρχία του όλου πάνω στα μέρη», αλλά αντίθετα ορίζεται «από
τη φύση ορισμένων στοιχείων ατόμων που αξιώνουν να εξηγήσουν τον
σχηματισμό των όλων και την παραλλαγή των μερών τους». Η ύπαρξη των μη-
πραγματικών, μη-φανταστικών στοιχείων καθιστά τη συμβολική τάξη στο
σύνολό της μη-αναγώγιμη στο πραγματικό και το φανταστικό, καθώς το
«συμβολικό πρέπει να εννοηθεί ως η παραγωγή του αρχέτυπου και του
ειδοποιού θεωρητικού αντικειμένου».
2ο κριτήριο: Τοπικό ή θέσει

Τα συμβολικά στοιχεία της δομής έχουν μόνο ένα νόημα θέσης, μάς
ενημερώνει ο Ντελέζ. Το δομικό είναι ο χώρος, ένας καθαρός χώρος μη εκτατός
που παραδειγματοποιείται διαφωτιστικά με τον καθαρό χώρο του σκακιού, ο
οποίος αποτελείται από όλες τις πιθανές συνδυαστικές κινήσεις. Ένα σύνολο
από κάθε πιθανή παραλλαγή των κινήσεων, το οποίο αρθρώνεται πριν από την
τοποθέτηση των ίδιων των πιονιών. Συνίσταται, τρόπον τινά, ως η
υπερβατολογική συνθήκη της ίδιας της οντολογίας, η οποία δεν είναι τίποτε
άλλο παρά η αυτοθέσμιση του είναι κατά τη διαδικασία κατάληψης της θέσης.

Η τοπολογία που καθιδρύει ο δομισμός προηγείται των υποκειμένων,


καθώς και των ρόλων τους ή των σχέσεών τους. Ακριβώς αυτή η τοπολογία
αποτελεί το sine qua non για να οριστούν και να εντοπιστούν οι σχέσεις αυτές.
Τα «αληθινά υποκείμενα» είναι αυτές οι θέσεις που προϋπάρχουν. Τα
πράγματα έρχονται δευτερογενώς να καλύψουν αυτές τις θέσεις, αυτήν τη
δυνατότητα που δεν είναι όμως προδιαγεγραμμένη και δεν εντάσσεται σ’ ένα
είδος ντετερμινισμού, αλλά πολύ περισσότερο αυτή η ίδια η δυνατότητα
προσφέρεται με όλες τις δυνατές παραλλαγές της, καθώς οι θέσεις δεν είναι
αυστηρά και λογικά παρατεταγμένες ως προς την κατάληψή τους. Υπεισέρχεται
εδώ η έννοια ενός είδους παιγνίου που καλείται να διασπάσει τον κραταιό
φορμαλισμό για τον οποίο έχουν κατηγορήσει τον δομισμό διάφοροι επικριτές
του. Η τάξη της γειτνίασης ως η τάξη της ίδιας της δομής δεν φαίνεται να
καταδυναστεύει την ελευθερία του υποκειμένου, αλλά ούτε και αποτελεί μια
αυστηρή αλληλουχία προκαθορισμού ως προς τα πράγματα και τις θέσεις που
καλούνται να καταλάβουν. Η έννοια της γειτνίασης, μάς διαβεβαιώνει ο Ντελέζ,
έχει νόημα ταξιθετικό και όχι μια σημασία μέσα στην έκταση.

Η προβληματική που διανοίγεται σ’ αυτό το σημείο είναι κομβικής


σημασίας, μιας κι αυτή η αφαιρετική απεικόνιση της δομής τίθεται ως η
υπερβατολογική, θα λέγαμε, συνθήκη των πραγμάτων και των σχέσεων τους
ενώ από την άλλη η τοπολογική τάξη γειτνίασης ίσως να παραπέμπει κατά τα
φαινόμενα και σ’ έναν αυστηρό καθορισμό των θέσεων που τα υποκείμενα
καλούνται να καταλάβουν. Ο Ντελέζ αναφέρει συγκεκριμένα, αφενός ότι ο
τόπος είναι ορισμένος μέσα στη δομή βάσει αυτής της τοπολογικής τάξης
γειτνίασης, αλλά αφετέρου ότι ακόμη και όταν δεν τηρείται η σειρά στη
διαδικασία κατάληψης των θέσεων, αυτή η «ανωμαλία», αυτή η απειθαρχία ως
προς τους δομικούς επικαθορισμούς τρόπον τινά εγγράφεται στην ίδια τη δομή.
Κατ’ ομολογία του Ντελέζ και σύμφωνα με τον Λακάν, η υπερβατολογική
τοπολογία καθορίζει την εμπειρική ψυχολογία μιας και η μετάθεση του
σημαίνοντος προσδιορίζει τα υποκείμενα στις πράξεις τους μη λαμβάνοντας
υπόψη τον έμφυτο προικισμό τους. Πρόκειται, εν προκειμένω, για μια
ανορθόδοξη συνδυαστική νομοτέλειας και απροσδιοριστίας, καθώς τα
υποκείμενα «ιδωμένα στην διυποκειμενικότητα τους» καλούνται να
αυτοθεσμιστούν καταλαμβάνοντας τη θέση, τον τόπο που είναι ορισμένος μέσα
στη δομή, αλλά ταυτόχρονα είναι ασαφές το αν τηρείται μια καταναγκαστικότητα
στην σειρά κατάληψης.

Η υπερβατολογική συνεισφορά του δομισμού έγκειται ακριβώς σε τούτο,


δηλαδή ότι καθιδρύει μια προτεραιότητα των θέσεων έναντι εκείνων που τις
κατέχουν. Όμως, προκύπτει από τα λεγόμενα του Ντελέζ ότι υπάρχει μια
ιδιάζουσα συνθήκη για την κατάληψη των θέσεων από τα υποκείμενα που δεν
μπορεί να περιγραφεί με το απλό σχήμα της ύπαρξης του υπερβατολογικού
τόπου και της μετέπειτα κατάληψής του. Σε αυτό το θέμα θα επανέλθουμε
αρκετές φορές κι αργότερα.

Το θεσιακό κριτήριο, δηλαδή η υπερβατολογική τοπολογία για την οποία


έγινε λόγος, έχει τρείς συνέπειες:

1. Το νόημα προκύπτει από τον συνδυασμό των θέσεων μέσα στη δομή.
Δηλαδή από τον συνδυασμό στοιχείων που τα ίδια δεν είναι σημαίνοντα,
καθώς δεν έχουν εξωτερική υποδήλωση ούτε εσωτερικό νόημα, αλλά
έχουν μόνο ένα νόημα θέσης. Αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ένα μη-
νόημα του νοήματος από το οποίο προκύπτει το νόημα χωρίς όμως κάτι
τέτοιο να μας οδηγεί σε μια φιλοσοφία του παραλόγου, όπου λείπει το
νόημα. Ακριβώς το αντίθετο γίνεται εδώ αφού υπάρχει πάντα μια
περίσσεια νοήματος, ένας «υπερκαθορισμός» του.
2. Αρέσκεια του δομισμού για ένα είδος παιχνιδιών και θεάτρου, π.χ. το
σκάκι ως συνδυαστική θέσεων σ’ έναν καθαρό, μη-εκτατό χώρο ή το
καθαρό θέατρο θέσεων που πρώτος εκπροσώπησε ο Μπρεχτ, επειδή
παραπέμπουν άμεσα σ’ αυτήν την τοπολογία.
3. Τέλος, υπάρχει μια συνάφεια του δομισμού μ’ ένα νέο υλισμό, μία νέα
αθεΐα και ένα νέο αντι-ανθρωπισμό, λόγω της διαφαίνουσας
προτεραιότητας της θέσης έναντι αυτού που θα την καταλάβει. Αυτή είναι
και η διάσημη μομφή του Σαρτρ προς τον Λεβί-Στρως, όταν
συγκεκριμένα τον κατηγόρησε για υπερβατικό υλισμό λόγω της άρνησης
του να δεχθεί την υπεροχή του διαλεκτικού λόγου.

3ο κριτήριο: Το διαφορικό και το μοναδικό


Μείζων μέλημα στο σημείο αυτό είναι να εξηγηθεί το τι είναι τα συμβολικά
στοιχεία ή αλλιώς οι θεσιακές ενότητες. Ο Ντελέζ επιστρέφει στο γλωσσολογικό
μοντέλο και στην έννοια του φωνήματος ώστε να το καταφέρει. Φώνημα,
λοιπόν, είναι η μικρότερη γλωσσολογική μονάδα που επιφέρει τη διαφορά στη
σημασία δύο λέξεων και είναι ανεξάρτητο από τα επιμέρους γράμματα, τις
συλλαβές και τους ήχους στα οποία ενσαρκώνεται. Το φώνημα χαρακτηρίζεται
ουσιωδώς και αξεδιάλυτα από τη σχέση του με τ’άλλα φωνήματα, διαμέσου της
οποίας τίθενται τα ίδια τα φωνήματα, αλλά και προσδιορίζονται. Οι σχέσεις των
φωνημάτων που τα θέτουν και τα ορίζουν, δηλαδή οι συμβολικές σχέσεις,
συλλαμβάνονται ως ένα είδος σχέσης όπου τα φωνήματα δεν έχουν
καθορισμένη αξία, ή αλλιώς προσδιορισμό, κι είναι εξαιτίας της σχέσης τους
αυτής που καθίσταται δυνατό το γεγονός να προσδιοριστούν αμοιβαία.
Διατυπώνεται ρητά η οφειλή του δομισμού στη θεωρία του διαφορικού
λογισμού διαλευκαίνοντας ταυτόχρονα τις διαφορές με την αξιωματική.

Οι αξιωματικές σχέσεις είναι σχέσεις ανάμεσα σε στοιχεία που η αξία


τους δεν είναι στην πραγματικότητα προσδιορισμένη, όπως π.χ. ο όρος x2,
αλλά είναι επιβεβλημένο σε κάθε περίπτωση να έχουν μια καθορισμένη αξία,
όπως όταν δίνονται οι εκάστοτε τιμές μια εξίσωσης. Αυτή η σχέση, που ο Ντελέζ
ονομάζει φανταστική, είναι έγκυρη λογικά μόνο για κάθε τιμή των όρων που την
επιβεβαιώνουν. Απεναντίας, αν οι τιμές αυτού του είδους σχέσης είναι
απροσδιόριστες εν τέλει, τότε αυτή σχέση δεν μπορεί να υπάρξει. Με λίγα λόγια,
αν το x ή το y συλλαμβάνεται εξαρχής ως κενή θέση είναι στην ουσία ακριβώς
διότι αυτή η θέση μπορεί να καλυφθεί από διάφορες τιμές οι οποίες
επιβεβαιώνουν κάθε φορά την ίδια τη σχέση. Όμως, ο δομισμός απέχει από
αυτό το είδος σχέσεων. Οι δομικές σχέσεις είναι συμβολικές, στις οποίες ο
προσδιορισμός των όρων τελείται στο πλαίσιο της ίδιας της σχέσης και είναι
αυτό που καθορίζει την εν γένει συμβολική υφή. Πρόκειται, δηλαδή, για μια
«ερμηνεία στατική και ταξιθετική», για μια καθαρή λογική σχέσεων.

Αναλυτικότερα, ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι ο «αμοιβαίος


προσδιορισμός των συμβολικών στοιχείων προεκτείνεται στον πλήρη
προσδιορισμό των μοναδικών σημείων που συγκροτούν έναν χώρο αντίστοιχο
σ’ αυτά τα στοιχεία». Αναφύεται, λοιπόν, η εννοιολόγηση των μοναδικοτήτων
ως καθορισμών των διαφορικών σχέσεων που εν προκειμένω οριοθετούν το
ίδιο το δομικό, πραγματώνουν την ίδια τη δομή. Οπότε, όταν αναφερόμαστε
στον δομικό χώρο ουσιαστικά αναφερόμαστε στα συμβολικά στοιχεία που
«ενσαρκώνονται» σε πραγματικά υποκείμενα/αντικείμενα του εν θεωρήσει
τομέα, στις διαφορικές σχέσεις αυτών των στοιχείων ως ενεργοποιημένες στις
πραγματικές σχέσεις υποκειμένων/αντικειμένων και σ’ένα σύστημα
μοναδικοτήτων ως αποτέλεσμα του αμοιβαίου προσδιορισμού των συμβολικών
στοιχείων εξαιτίας της διαφορικής σχέσης τους, οι οποίες μοναδικότητες
κατανέμουν «ρόλους ή φανταστικές στάσεις» των υποκειμένων/αντικειμένων
που κλήθηκαν να τις καταλάβουν. Η απορροή της κατανομής των
μοναδικοτήτων από τον προσδιορισμό που επιφέρουν οι διαφορικές σχέσεις
των συμβολικών στοιχείων είναι εύλογη κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν, αλλά
πρόκειται για μια ιδιάζουσα απορροή καθώς οι μοναδικότητες δεν ομοιάζουν
στα συμβολικά στοιχεία και στις σχέσεις τους αν και αντιστοιχούν σ’ αυτά. Κατά
λέξη, ο Ντελέζ αναφέρει ότι «συμβολίζουν μαζί τους». Αυτό είναι ένα σημείο στο
οποίο θα επανέλθουμε αργότερα προκειμένου να διευκρινιστεί περαιτέρω.

Αυτό το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε προς στιγμήν, είναι ότι οι


μοναδικότητες έχουν μια ποιοτική διαφορά τάξεως, καθώς αποτελούν μέρος
του είδους ενώ οι διαφορικές σχέσεις των συμβολικών στοιχείων συνάμα με τα
τελευταία συγκροτούν το είδος. Υπεισερχόμαστε, μ’ αυτόν τον τρόπο, σ’ έναν
προσδιορισμό του δομικού χώρου ως μια θεωρία των στάσεων, όπου οι
μοναδικότητες συγκροτούν το πεδίο των ονομασιών ενώ οι διαφορικές σχέσεις
συγκροτούν το πεδίο των στάσεων. Με άλλα λόγια, οι μοναδικότητες
αντιστοιχούν στις αξίες των σχέσεων σύμφωνα με το πρότυπο των μεταβλητών
και των συναρτήσεων. Σε τελική ανάλυση, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Ντελέζ,
το αληθινό υποκείμενο είναι η ίδια η δομή.

Η αφαιρετική στοιχειοθέτηση του καθορισμού του δομικού χώρου που


παρακολουθήσαμε μάς έφερε αντιμέτωπους με ένα προ-υποκειμενικό επίπεδο
ανάλυσης, καθώς οι διαφορικές σχέσεις συνάπτονται ανάμεσα σε στοιχεία με
συμβολική αξία και όχι ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους.

4ο κριτήριο: Το διαφοροποιητικό, η διαφοροποίηση


Ο Ντελέζ αναφέρεται στη δομή ως ένα είδος ασύνειδης δύναμης των
στοιχείων, των σχέσεων και των σημείων. Η «δυνητικότητα» είναι η έννοια που
διασαφηνίζει την τροπικότητα της δομής καθιστώντας έτσι δυνατό τον ορισμό
της ιδιάζουσας μορφής ύπαρξής της. Οι δομές δεν είναι πραγματικές, αλλά ούτε
και ιδεατές. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ότι όλα αυτά που τις απαρτίζουν,
ήτοι τα στοιχεία, οι σχέσεις τους και τα σημεία, συνυπάρχουν δυνητικά και
ενεργοποιούνται σύμφωνα με ασύνειδες επιταγές που προσιδιάζουν στις ίδιες
τις δομές κατ’ αποκλειστικό τρόπο στην κάθε μία. Η δυνητική ύπαρξη όλων
αυτών εντός της δομής δεν μας οδηγεί αναγκαστικά στη θεώρηση ενός
συνονθυλεύματος όπου άρχει η απροσδιοριστία. Η εκάστοτε δομή είναι
εντελώς καθορισμένη, και η ιδιοτυπία της έγκειται στ’ότι οι σχέσεις και τα
στοιχεία είναι διαφορικά. Συνεπώς, η ενεργοποίηση της δομής δεν μπορεί να
συντελεστεί ολικά, διότι αυτό θα οδηγούσε σ’ένα χαοτικό αποτέλεσμα όπου θα
ευρίσκονταν ταυτόχρονα στοιχεία και σχέσεις που θα ήταν αντιφατικά. Αρκεί να
φανταστούμε, προκειμένου να διαφωτίσουμε αυτήν την αδυνατότητα, την
ύπαρξη ενός στοιχείου διάφορου του εαυτού του. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο
δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πλήρης κατάργηση του νόμου της ταυτότητας,
οπότε καταδεικνύεται ότι η ενεργοποίηση της δομής μπορεί να λάβει χώρα
μόνον εν μέρει και σύμφωνα μ’ έναν ίδιο εσωτερικό κανονισμό, σύμφωνα με
τον οποίο ενεργοποιούνται τα τάδε ή τα δείνα στοιχεία, με τις τάδε ή τις δείνα
σχέσεις που οδηγούν στην τάδε η την δείνα κατανομή μοναδικοτήτων.
Κοντολογίς, η δομή εν τη πλήρει προσδιοριστία της, λόγω των διαφορικών
περιεχομένων της, είναι ικανή να παράγει ή καλύτερα να ενσαρκωθεί στην
οποιαδήποτε διάρθρωση την οδηγήσουν οι εσωτερικές της συνάφειες.

Η δομή αποκρυσταλλώνεται σε μια μικροδομή. Οφείλουμε να νοήσουμε


την ολική δομή ως «σύνολο δυνητικής συνύπαρξης» και τις υποδομές, ή
μικροδομές, ως διάφορες ενεργοποιήσεις της. Η ολική δομή είναι
αδιαφοροποίητη παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία, οι σχέσεις και τα σημεία που
την αποτελούν είναι διαφορικά. ‘Η μάλλον, εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτά είναι
διαφορικά μπορούμε να πούμε ότι η δομή είναι αδιαφοροποίητη. Αυτό μπορεί
να ακούγεται οξύμωρο, όμως λύεται αυτή η ένσταση από το δεδομένο της
συνολικότητας της δομής. Ως συνολικότητα της δομής εννοούμε το
χαρακτηριστικό εκείνο που την καθιστά ικανή να εμπεριέχει όλους εκείνους τους
δυνατούς προσδιορισμούς των στοιχείων, των σχέσεων και των σημείων που
την απαρτίζουν κι άρα γι’ αυτόν τον λόγο είναι αδιαφοροποίητη. Η κάθε
ενεργοποίησή της είναι μια διαφοροποίηση ή αλλιώς μια συγκεκριμενοποίηση.
Αυτό ονομάζει ο Ντελέζ διπλή όψη της δομής, δηλαδή η δομή είναι
αδιαφοροποίητη λόγω των διαφορικών στοιχείων, σχέσεων και σημείων της και
ενεργοποιείται διαμέσου της διαφοροποίησής τους.

Η σημαντική λειτουργία της διαφοροποίησης συντελείται, όπως μας


ενημερώνει ο συγγραφέας, με δύο τρόπους. Οι διαφοροποιημένες σχέσεις
ενσαρκώνονται σε ποιοτικά προσδιορισμένα και διακριτά είδη, ενώ οι
αντιστοιχούσες μοναδικότητες ενσαρκώνονται στα μέρη των ειδών όπως αυτά
γειτνιάζουν στις μοναδικότητες της γλωσσολογικής δομής. Ο χρόνος όμως της
διαφοροποίησης είναι μια εσωτερική χρονικότητα βάσει της οποίας συντελείται
με ποικίλους ρυθμούς η ενεργοποίηση της δομής. Δεν παραπέμπει σε κάτι το
αντικειμενικό ούτε μπορεί να προσμετρηθεί τακτικά, αλλά πολλώ μάλλον
χαρακτηρίζεται από τους διαφορετικούς ρυθμούς ενεργοποίησης των στοιχείων
της δυνητικής συνύπαρξης. Η κίνηση του χρόνου συντελείται από το δυνητικό
στο παροντικό, δηλαδή από την αδιαφοροποίητη δομή στην διαφοροποιημένη
ενεργοποίησή της και όχι από μια παροντική μορφή της δομής σε μια άλλη,
από μια ενεργοποίηση στην επόμενη.

Ο χρόνος ως εξωτερικός της δομής, ως χρόνος μετάβασης από μια


παροντική μορφή σε μια άλλη, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να παραπέμπει,
έστω κι αφηρημένα, σ’ αυτήν την εσωτερική χρονικότητα ενεργοποίησης της
δομής. Εφόσον αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικές ενεργοποιήσεις της δομής,
αφού μιλάμε μάλλον καταχρηστικά για μετάβαση από μία παροντική μορφή σε
μία άλλη, είναι λογικό ότι αναφερόμαστε και σε δύο διαφορετικές εσωτερικές
χρονικότητες. Ταυτόχρονα μ’ αυτήν την «πολλαπλή εσωτερική χρονικότητα»
συντελείται αξεδιάλυτα η «στατική ταξιθετική γένεση», βαίνουσες και οι δύο από
το δυνητικό στο ενεργό.

Συνοψίζοντας, η εσωτερική χρονικότητα και η γένεση που συντελούν και


συντελούνται αδιαχώριστα με το παιχνίδι της δομής καθώς κινούμαστε από τον
χώρο της δυνητικής συνύπαρξης στην διαφοροποιημένη ενεργοποίηση της
δομής, επηρεάζουν τα είδη και τα μέρη και άρα τη σφαίρα του πραγματικού
μέσα στην οποία ενεργοποιείται η δομή. Η δομή υπάρχει εντός της σφαίρας του
πραγματικού και όχι εντός μιας ιδεατής ή υπερβατικής σφαίρας. Η δομιστική
ανάλυση είναι μια ανάλυση γένους και είδους, η οποία αναδεικνύει τους
υφέρποντες μηχανισμούς της αλλαγής. Η δομή είναι «διαφορική αφ’ εαυτής και
διαφοροποιητική ως προς το αποτέλεσμά της». Είναι εμφανές ότι
παραμένουμε εντός του έγκοσμου παρόντος, προσπαθώντας ωστόσο να
εξηγήσουμε τις «ασύνειδες δυνάμεις» που το διαμορφώνουν. Αναδεικνύεται μ’
αυτόν τον τρόπο η δομική αιτιότητα, η οποία αποκαλύπτει την ίδια τη δομή
εντός των αποτελεσμάτων της. Η δομή επικαλύπτεται από τα προϊόντα της και
ο πιο πρόσφορος δρόμος που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι ο δρόμος
που εκκινά από τα αποτελέσματα και οδηγεί στην ανακάλυψη της δομικής
αιτιότητας, καθώς τα αποτελέσματα της δομής αποτελούν εκφράσεις της. Είναι
εύλογο και θεμιτό να θεωρήσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι βρισκόμαστε εν μέσω
μιας θεώρησης κραταιού υποκειμενισμού. Όμως ο Ντελέζ μάς διαβεβαιώνει ότι
πρόκειται για πλήρεις αντικειμενικότητες που ανήκουν στη δομή. Ας τον
ακολουθήσουμε λοιπόν παρακάτω.

5ο κριτήριο : Η σειρά
Η παρουσίαση της δομής, η οποία προηγήθηκε, είναι ωστόσο ημιτελής,
αν όχι μισή όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, διότι δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί
ο ιδιαίτερος μηχανισμός της δομής ή καλύτερα ο μηχανισμός συγκρότησης των
συμβολικών στοιχείων, των διαφορικών τους σχέσεων και του ορισμού ή
ιδιάζουσας απορροής των μοναδικοτήτων. Τα συμβολικά στοιχεία
«οργανώνονται αναγκαία σε σειρά» με τρόπο όμως που παραπέμπουν σε μια
άλλη σειρά στοιχείων που έχουν άλλες σχέσεις μεταξύ τους. Αυτή η δεύτερη
σειρά συγκροτείται από τις μοναδικότητες, οι οποίες αν και απορρέουν
ιδιαζόντως από τα συμβολικά στοιχεία και τις σχέσεις τους, ωστόσο
οργανώνονται σε μια σχετικά αυτόνομη σειρά που έχει άμεσες σχέσεις
παραπομπής με την πρώτη σειρά. Ο διαφορικός αναδιπλασιασμός της σειράς
είχε ήδη υπαινιχθεί όταν ο Ντελέζ ανέφερε προηγουμένως ότι οι μοναδικότητες
δεν απορρέουν απλώς από τις διαφορικές σχέσεις των συμβολικών στοιχείων,
αλλά «συμβολίζουν μαζί τους». Βλέπουμε τώρα να αποσαφηνίζεται αυτή τους
η διάσταση. Άρα, κάθε δομή έχει «υφή πολλαπλής σειράς» ως απαραίτητη
προϋπόθεση της λειτουργίας της κι αυτή η πολλαπλότητα είναι αναγκαία ώστε
να μην υπάρχει φανταστική ταύτιση των σημείων, δηλαδή των μοναδικοτήτων,
με τα συμβολικά στοιχεία.

Τα πράγματα είναι περιπλοκότερα, καθώς οι σειρές αντιστοιχούν,


παραπέμπουν ή έστω σχετίζονται μεταξύ τους. Οπότε μιλάμε για τουλάχιστον
δύο σειρές σχετιζόμενων στοιχείων, οι οποίες σειρές σχετίζονται και μεταξύ
τους. Χάριν σαφήνειας οφείλουμε να πούμε ότι από τη μία μεριά έχουμε τα
συμβολικά στοιχεία με τις διαφορικές τους σχέσεις και από την άλλη τις
μοναδικότητες με τις δικές τους σχέσεις. Αυτά τα δύο σύνολα σχετίζονται και
μεταξύ τους, χωρίς όμως ο Ντελέζ να διευκρινίζει ότι εφόσον οι μοναδικότητες
παράγονται τρόπον τινά από τα συμβολικά στοιχεία και τις σχέσεις τους αν τότε,
συνεπώς, το πρώτο σύνολο επικαθορίζει επαρκώς το δεύτερο, αν δηλαδή η
πρώτη σειρά είναι σημαίνουσα ενώ η δεύτερη ή οι υπόλοιπες είναι
σημαινόμενες. Δεν διαυγάζεται στο παρόν σημείο η καταγωγή του νοήματος, κι
έτσι βρισκόμαστε, ας ελπίσουμε προσωρινά, ανάμεσα σε δύο συστήματα
διαφορών. Ο συγγραφέας, αφήνοντας ανοιχτό το παραπάνω ερώτημα, αρκείται
στη γενική περιγραφή του δομισμού ως οργάνωση σε σειρές, γεγονός που
προϋποθέτει «μιαν αληθινή σκηνοθεσία και σε κάθε περίπτωση απαιτεί
εκτιμήσεις και ερμηνείες σαφείς». Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κάθε σειρά έχει
περίπλοκες σχέσεις με την άλλη ή τις άλλες σειρές, οι οποίες σχέσεις δεν
μπορούν να εξαντληθούν απλώς στο σχήμα της αντιστοιχίας. Πρόκειται, πολύ
περισσότερο, για σχέσεις εξάρτησης και ετεροεπικαθορισμού που
συμπεριλαμβάνουν ακόμη και τις μεταθέσεις που υφίστανται οι όροι της μιας
σειράς σε σχέση με τους όρους της άλλης ή των άλλων. Εν προκειμένω,
αναφερόμαστε σε μια σειρά συμβολικών στοιχείων και σε τουλάχιστον άλλη μία
σειρά μοναδικοτήτων. Αυτές οι δύο σειρές «συνομιλούν» μ’ένα είδος σχέσης
μουσικής αρμονίας, έτσι ώστε η μετατόπιση των όρων της μίας συνεπάγεται
αναγκαστικά μια κίνηση και στους όρους της άλλης. Όμως, οφείλουμε να
επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για ένα είδος
ανάλογου και πανομοιότυπου μετασχηματισμού, αλλά για δομικές ή
συμβολικές μετατοπίσεις που επηρεάζουν τις θέσεις μέσα στον χώρο της δομής
και συνεπώς καθορίζουν μ’ αυτόν τον τρόπο όλες «τις φανταστικές
μεταμφιέσεις των όντων και των αντικειμένων που έρχονται δευτερευόντως να
καταλάβουν αυτές τις θέσεις».

Αναδεικνύονται, ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, οι έννοιες της μεταφοράς


και της μετωνυμίας ως δομικοί παράγοντες που εκφράζουν τις δύο μορφές
ελευθερίας της μετάθεσης εντός της μια σειράς ή από τη μια σειρά στην άλλη.
Με άλλα λόγια, η μεταφορά και η μετωνυμία αποτρέπουν τον φανταστικό
αναδιπλασιασμό των σειρών ή τη σύγχυση των όρων τους, καθώς μέσω αυτών
παραμένουμε στον χώρο του συμβολικού. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αναφερόμαστε
στην παραγωγή του αρχέτυπου και του ειδοποιού θεωρητικού αντικειμένου,
όπως λέει ο Αλτουσέρ, και όχι στην φανταστική ταύτιση των όρων.

Οι δύο βαθμοί ελευθερίας, για τους οποίους μόλις έγινε λόγος, έχουν
βαρύνουσα σημασία, σύμφωνα με την άποψη μας, επειδή αυτοί μάς
προσφέρουν τον απαραίτητο εννοιολογικό εξοπλισμό ώστε να
στοιχειοθετήσουμε συνολικά την άποψη ότι ο δομισμός δεν είναι ένα
φορμαλιστικό θεωρητικό μοντέλο. Η μετάθεση και η μετωνυμία απομακρύνουν
τον δομισμό από θεωρήσεις του ως αυστηρού ντετερμινισμού, μιας και οι
σχετικές μετατοπίσεις που επιφέρουν «αποτελούν μέρος των θέσεων της
δομής» και άρουν τον προκαθορισμό ως τυφλή δύναμη.
6ο κριτήριο: Το άδειο κουτί

Το έκτο κριτήριο, που εισάγει ο Ντελέζ, επιρρώνει ακόμη περισσότερο


την άποψή μας ότι ο δομισμός δεν αποτελεί έναν αυστηρό ντετερμινισμό. Αυτό
που ονομάζεται «εξόχως συμβολικό» και το οποίο φαίνεται εκ πρώτης
παράδοξο είναι ένα συμβολικό στοιχείο που είναι παρόν και στις δύο σειρές, τις
διατρέχει και μεταβαίνει από τη μία στην άλλη με μία «εξαιρετική ευκινησία».
Δεν πρόκειται όμως απλά για ένα συμβολικό στοιχείο όμορο με τα υπόλοιπα,
τα οποία αποτελούν τη δομή και εμπερικλείονται σ’ αυτήν. Πολλώ μάλλον
πρόκειται για ένα συμβολικό στοιχείο άλλης φύσης ή τάξεως. Αυτό μαρτυρείται
από την ιδιάζουσα θέση που μαρτυρεί ο Ντελέζ ότι κατέχει, δηλαδή ότι αποτελεί
«το σημείο σύγκλισης των αποκλινουσών σειρών ως τέτοιων», αλλά κι
επιπλέον ότι ταυτόχρονα ενυπάρχει και στις δύο σειρές. Το ονομάζει, λοιπόν,
Αντικείμενο=x ή εναλλακτικά μέγα Κίνητρο αποδίδοντας μέσω αυτού του
ονόματος τον ρόλο που διαδραματίζει στη δομή. Διαμέσου ενός έξοχου
μουσικού παραδείγματος που δίνεται, αναφέρεται ότι η επωδός ενός
τραγουδιού αφορά ένα αντικείμενο=x ενώ οι στροφές, ή αλλιώς το κουπλέ,
αποτελούν τις αποκλίνουσες σειρές όπου το αντικείμενο=x κυκλοφορεί. Η
κυκλοφορία του αντικειμένου=x καθιστά δυνατή τη μετάβαση από τη μία σειρά
στην άλλη εντός της δομής, χωρίς όμως να προκύπτει φανταστική ταύτιση των
όρων των δύο σειρών. Κοντολογίς, το αντικείμενο=x είναι ο αναγκαίος όρος
που «παρεμβαίνει ουσιαστικά μέσα στο συμβολικό σύστημα, διανέμει τις
σειρές, τις μετατοπίζει σχετικά, τις κάνει να επικοινωνούν, παρότι εμποδίζει τη
μία να επικαθήσει φανταστικά πάνω στην άλλη».

Το γεγονός ότι το αντικείμενο=x αποτελεί «το διαφοροποιητικό στοιχείο


της ίδιας της διαφοράς» οφείλεται στο status του, καθώς δεν είναι εικόνα αλλά
ούτε και έννοια. Επίσης, δεν είναι καν κάτι το πραγματικό. Κατανέμει τις
διαφορές μέσα στη δομή, επηρεάζει μέσω των μεταθέσεων τις διαφορικές
σχέσεις και άρα κινεί την ίδια τη δομή. Αν όμως, όπως διατυπώνει ο Ντελέζ,
αυτό το στοιχείο λείπει από την ίδια του την καταγωγή, τότε πώς μπορεί να δρα
εν τη απουσία του; Είναι εξαιτίας αυτής του της διαρκής μετάθεσης που
καθίσταται δυνατή η ενεργοποίηση του «παιχνιδιού» των σειρών της δομής. Σ’
αυτό το σημείο δεν μπορούμε φυσικά να μην αναλογιστούμε ό,τι αναφέρει ο
Αλτουσέρ στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Στρουκτουραλισμός των Στοιχείων
Αυτοκριτικής (1974). Προσπαθώντας κι αυτός με τη σειρά του να
διαφοροποιηθεί από μια περιτμημένη και αφελή αφήγηση του δομισμού,
συντάσσεται με μια σπινοζική γραμμή σκέψης όταν διατυπώνει την άποψη ότι
η δομική αιτιότητα και κυρίως η κατηγορία της «απούσας αιτίας» συναντώνται
ήδη στον Σπινόζα και τον Μαρξ. Είναι ακριβώς η εξάλειψη της μηχανιστικής,
προεγελιανής κατηγορίας της αιτίας από την φιλοσοφική διαλεκτική, η οποία
οφείλει πολλά στον Σπινόζα, η οποία διαλεκτική κατέστησε μ’ αυτόν τον τρόπο
απούσα την αιτία. Έτσι και το αντικείμενο=x, στο εξής το άδειο κουτί, αποτελεί
την αιτία η οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί στην ταυτότητά της. Πάντα διαφεύγει
μέσω των διαρκών μεταθέσεών της.

Οι διαρκείς μεταθέσεις του άδειου κουτιού, η κίνησή του μέσα στις


σειρές, αλλά και κάθετα μ’ αυτές είναι το γεγονός που παράγει το νόημα. Το
άδειο κουτί διατρέχει τη σειρά του σημαίνοντος και του σημαινομένου,
καθιστώντας τες ως τέτοιες. Εξαιτίας της εξόχου συμβολικότητάς του μπορεί να
κινείται εντός και των δύο σειρών με αποτέλεσμα να επιφέρει το νόημα που
προϋποτίθεται ώστε να υπάρχουν εν γένει οι σειρές ως σημαίνουσα η μία και
σημαινόμενη η άλλη. Η επιτελεστικότητα του άδειου κουτιού, η οποία εννοείται
εδώ, καθιστά δυνατό το όλο δομιστικό σχήμα, χωρίς όμως το άδειο κουτί να
μπορεί να ταυτοποιηθεί επακριβώς ή να συλληφθεί σε μια μεμονωμένη θέση.
Ο μη-απόλυτος ή ο ατελής προσδιορισμός του άδειου κουτιού είναι η
απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να μπορεί να υπάρξει η διαφοροποίηση των
συμβολικών στοιχείων και ο προσδιορισμός των διαφορικών τους σχέσεων. Η
φύση του άδειου κουτιού δεν συνάδει με τον ορισμό της ταυτότητάς του, στην
πραγματικότητα τον αντιμάχεται, ή ακόμη καλύτερα οι δύο αυτοί όροι
αλληλοεξουδετερώνονται.

Περαιτέρω στο κείμενο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το τελικό ερώτημα


σχετικά με τον δομισμό, η απάντηση του οποίου θα επιφέρει την επιτελεύτια
απόφανση αν τελικά υπάρχει μια δομή που καθορίζει όλες τις άλλες.
Αναπλάθοντας το ερώτημα, τελικά πρόκειται για το εξής: είναι αναγώγιμες οι
δομές σε μια ολική δομή έτσι ώστε η δομική αιτιότητα να μπορεί να οριστεί ως
μια τελική κι ομοειδής αιτιότητα, η οποία καθιστά αφενός τις υπο-δομές κι
αφετέρου την ολική-τελική δομή ένα ντετερμινιστικό σύστημα; Ο Ντελέζ
αποφαίνεται πως όχι. Δεν υπάρχει νόημα, ισχυρίζεται, σε τέτοιες ερωτήσεις,
διότι όλες οι δομές είναι υπο-δομές. Μόνο μέσω της απόδοσης της ταυτότητας
του αντικειμένου=x, την οποία ταυτότητα εξάλλου αποστρέφεται, μπορεί να
υπάρξει ένα είδος γραμμικής αιτιότητας ανάμεσα στις δομές. Αποτελεί
παραβίαση του δομιστικού μοντέλου μια τέτοια διερώτηση, καθώς αποδίδεται
στο μέγα Κίνητρο, στο άδειο κουτί, κάτι που εξ ορισμού αποκλείεται.
Διευκρινίζεται από τον Ντελέζ στο παρόν σημείο ότι στην εκάστοτε δομή το
άδειο κουτί δεν είναι απόλυτα απροσδιόριστο, αλλά απλά είναι μη-εντοπίσιμο.
Προσδιορίζεται κάθε φορά στη φευγαλεότητά του μέσα στις μεταθέσεις του και
σύμφωνα με τον τρόπο μετάθεσής του. Αυτό που είναι αδύνατο να συμβεί είναι
η πάγια καθήλωσή του σε μία και μόνο θέση. Είναι ακριβώς αυτό το
χαρακτηριστικό του, το οποίο καθιστά δυνατή τη συνάρθρωση των διάφορων
δομών, όπως π.χ. της γλωσσολογικής, της οικονομικής κτλ., όχι όμως σε έναν
τόπο, αλλά πολλώ μάλλον σε έναν καθαρό χώρο που «περιλαμβάνει τόσες
κατευθύνσεις όσες και τάξεις». Συνεπώς, η επικοινωνία είναι δυνατή μεταξύ των
τάξεων των δομών μόνο μέσω του άδειου κουτιού, αυτής της κενής θέσης. Το
άδειο κουτί, λέει ο Ντελέζ, αποτελεί αυτόν τον «διάτρητο χώρο που επιτρέπει
σε μια (δομική) τάξη να συναρθρωθεί με τις άλλες». Συνοψίζοντας, δεν υπάρχει
μια υπερ-δομή που περιλαμβάνει και επικαθορίζει τις υπο-δομές, αλλά ούτε και
μεταξύ των υπο-δομών υπάρχει μια δεσπόζουσα, όπως π.χ. η γλωσσολογική
δομή, που να μπορεί να παρουσιαστεί ως ύστατα σημαίνουσα. Οι δομές
τέμνονται χωρίς να μπορούν να υπαχθούν σ’ ένα γραμμικό σχήμα αιτιότητας
και ο ιδιαίτερος ρόλος του άδειου κουτιού μάς επιτρέπει να διαλευκάνουμε τους
τρόπους συνάρθρωσης των δομών, τις αλληλουχίες, αλλά και τις συνάφειές
τους.

7. Τελευταία κριτήρια: Από το υποκείμενο στην πρακτική

Μια δομή μπορεί να βρίσκεται σε δύο πιθανές καταστάσεις. Σε


αντιστοιχία με όσα ήδη ειπώθηκαν, η δομή μπορεί να βρίσκεται σε μία
κατάσταση δυνητικότητας ή να είναι ενεργοποιημένη. Κατά την πρώτη
περίπτωση, η δομή είναι αδιαφοροποίητη και τα στοιχεία της διαφορικά, ενώ
για να περιέλθει στη δεύτερη κατάσταση είναι απαραίτητο αυτό να συμβεί μέσω
της διαφοροποίησης των στοιχείων της δομής. Η διαφοροποίηση είναι
ενεργοποίηση και τανάπαλιν. Οι θέσεις, όμως, της δομής υφίστανται και στις
δύο περιπτώσεις. Η διαφορά που επισυμβαίνει ως προς την κατάληψη των
θέσεων συνίσταται στην κατάληψη των θέσεων από τα συμβολικά στοιχεία
στην πρότερη κατάσταση, ενώ στην ενεργοποιημένη δομή οι θέσεις
καταλαμβάνονται από πραγματικά όντα. Ωστόσο, παρά την πρωταρχική
συμβολική πλήρωση των θέσεων όσο και την δευτερογενή πλήρωσή τους από
πραγματικά όντα, η μόνη θέση που δεν μπορεί εξάπαντος να καλυφθεί είναι
αυτή του άδειου κουτιού. Η «τελειότητα του κενού» που το χαρακτηρίζει είναι η
αναγκαία και επαρκής συνθήκη της μεταθετικής του ικανότητας και της
διαρκούς κίνησής του εντός των σειρών. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για
ό,τι ειπώθηκε νωρίτερα, δηλαδή ότι το άδειο κουτί αποστρέφεται την ταυτότητα
και ο λόγος που «υπολείπεται αιωνίως απέναντι στο ίδιο του το ήμισυ που θα
μπορούσε να έρθει να το καταλάβει». Ας μην ξεχνάμε ότι το άδειο κουτί δεν
είναι απλά συμβολικό, αλλά είναι εξόχως συμβολικό. Αυτό το χαρακτηριστικό
του το καθιστά, εν αντιθέσει με τα άλλα συμβολικά στοιχεία, μη δεκτικό στην
κατάληψή του από πραγματικά όντα. Όπως είδαμε, το άδειο κουτί διατρέχει και
τις δύο σειρές, δηλαδή τη σημαίνουσα και τη σημαινόμενη σειρά, αλλά
συμπεριφέρεται ως κάτι υπέρτατα σημαίνον που δεν μπορεί να πληρωθεί. Εξού
και ο χαρακτηρισμός του ως εξόχως συμβολικό. Είναι το κενό, διατείνεται ο
Ντελέζ, το οποίο δεν σκάβει μια έλλειψη, αλλά αποτελεί το αντικειμενικό είναι
ενός προβλήματος και μιας ερώτησης. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε
ότι θέτει χωρίς να θέτεται, χωρίς να καταλαμβάνεται από έναν όρο που αποτελεί
απάντηση στην ερώτησή του.

Το άδειο κουτί αποτελεί τη θέση και ο όρος ή το στοιχείο που δεν μπορεί
να καταλάβει τη θέση αυτή, αλλά το συνοδεύει πάντοτε, είναι το υποκείμενο,
αποφαίνεται ο Ντελέζ. Η θέση και το στοιχείο «δεν παύουν να υπολείπονται το
ένα ως προς το άλλο» σε μια αέναη μετατόπιση, ή καλύτερα σε διαρκείς
μετατοπίσεις, εγκαθιδρύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την προβληματική του
υποκειμένου ως διυποκειμενικό, καθώς το υποκείμενο συλλαμβάνεται στην
συνάφειά του με τα άλλα υποκείμενα ως εν δυνάμει πληρωτές της θέσης.
Κρίνουμε πως είναι μείζουσας σημασίας αυτή η εκατέρωθεν υπολειματικότητα
μεταξύ θέσης και υποκειμένου, διότι απαντά στις επικρίσεις για «θάνατο του
δρώντος υποκειμένου», οι οποίες εκτοξεύθηκαν κατά καιρούς εναντίον του
δομισμού. Οι μομφές αυτές μπορούν να αφορούν αποκλειστικά και μόνο αυτό
που ο Ντελέζ ονομάζει τα δύο μεγάλα συμβεβηκότα της δομής. Συγκεκριμένα,
ο «θάνατος του δρώντος υποκειμένου» μπορεί να παρατηρηθεί ως
παρελκόμενο της δομιστικής γραμμής σκέψης μόνο όταν το άδειο κουτί
πληρείται από εκείνον τον όρο που το συνοδεύει, ήτοι το υποκείμενο, οπότε «η
κινητικότητά του χάνεται μέσα στο αποτέλεσμα μιας πληρότητας ασάλευτης ή
παγιωμένης» ή όταν το άδειο κουτί δεν συνοδεύεται από ένα υποκείμενο,
καθιστώντας έτσι την τελειότητα του κενού του μια έλλειψη. Πρόκειται, λοιπόν,
περισσότερο για δύο αποκλίσεις από τη δομική «κανονικότητα», οι οποίες
φυσικά οδηγούν μέσω των αντιφάσεων που προκύπτουν στον εκτροχιασμό και
την κατάργηση της δομής.

Οι αντιφάσεις είναι παράγωγες της δομής και ιδιαίτερα του γίγνεσθαι του
άδειου κουτιού εντός της δομής, καθιστώντας τες έτσι μια «εμμενή τάση». Η
εμμένεια των αντιφάσεων δεικνύει με ανάγλυφο τρόπο ότι οι δομικές
μετατροπές, ή οι μεταβάσεις από μία δομή σε μία άλλη, είναι εσωτερικά
γεγονότα της δομής και προκύπτουν από τη λειτουργία της.

Σε αντίστιξη με τα προαναφερθέντα και τη βαρύνουσα σημασία του


άδειου κουτιού ως προς τη λειτουργία της δομής, ο Ντελέζ τοποθετεί τον
στρουκτουραλιστικό ήρωα. Ο ήρωας αυτός, λοιπόν, εξασφαλίζει σε κομβικές
στιγμές διάσπασης μιας δομής το εναρκτήριο θέτειν του «δικού του ιδεατού
συμβάντος» σε σχέση με τα ιδεατά συμβάντα της δομής όπως περιγράφηκαν
παραπάνω. Είναι ένας ήρωας χωρίς ταυτότητα, «καμωμένος από μη
προσωπικές εξατομικεύσεις και από προ-ατομικές μοναδικότητες». Η δική του
δύναμη αντίστασης και δημιουργίας αντιβαίνει τις δομικές αντιφάσεις
διασώζοντας τις μεταθέσεις και τις ανακατανομές των μοναδικοτήτων.
Εναπόκειται, συνεπώς, και στη δική του ευχέρεια η εύρυθμη λειτουργία της
δομής ή η μετάβασή της σε κάποια άλλη. Η ικανότητα του στρουκτουραλιστικού
ήρωα να διασώζει τις μεταθέσεις, καθιστώντας μ’ αυτόν τον τρόπο βιώσιμη την
ίδια τη δομή αποτελεί τη συμβολή του πράττειν του στη δομιστική σύλληψη που
παρουσιάστηκε παραπάνω. Εν κατακλείδι, τα σκήπτρα της πρωτοκαθεδρίας
της δομής μπορεί να ανήκουν στο άδειο κουτί, αλλά η συνεργία του
στρουκτουραλιστικού ήρωα είναι αυτή που καθιστά δυνατή τη διαρκή μετάθεση,
δηλαδή τον απαραίτητο όρο για τη λειτουργία του άδειου κουτιού και άρα της
δομής ολόκληρης.

Θεωρούμε ότι παρά την σαφήνεια όλου του κειμένου που προηγήθηκε,
η αναφορά και η διαπραγμάτευση περί του στρουκτουραλιστικού ήρωα είναι
βεβιασμένη και προβληματική. Εξ αυτού απορρέει μια μη επαρκής σύνδεση του
υποκειμενικού πράττειν με την καταστατική λειτουργία της δομής. Η πρακτική
του υποκειμένου, ισχυρίζεται ο Ντελέζ, υποδηλώνει ένα σημείο διαρκούς
επανάστασης ή διαρκούς μεταβίβασης. Δεν καταδεικνύεται, όμως, παρά μόνο
επιγραμματικά, το πώς η ικανότητα του ήρωα μπορεί να ορίσει τον τόπο όπου
η πράξη οφείλει να εγκατασταθεί και να συμβάλλει τρόπον τινά στη λειτουργία
ή την ανατροπή της δομής. Επίσης, παραμένει ασαφές και σκοτεινό τι εννοείται
με την αντίθεση του ιδεατού συμβάντος του ήρωα ως προς τα ιδεώδη συμβάντα
της δομής, καθιστώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη του ήρωα μάλλον
θεωρητική επιταγή. Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά ως προς μια πιο
ενδελεχή έρευνα, καθώς θεωρούμε πως δεν μπορούν να απαντηθούν στο
πλαίσιο του κειμένου που μας απασχόλησε.

You might also like