Professional Documents
Culture Documents
Τριανταφύλλου, Πιτσιμπούργκο
(α) Να συγκρίνετε τις εμπειρίες της Μαρίτσας ως μετανάστριας στην Αγγλία του
1951 με τις αντίστοιχες των Κορδοπάτη, Τσερκεζή και Δημοστένη στις Η.Π.Α. των
αρχών του 20ού αιώνα. Πού βρίσκετε ομοιότητες και πού διαφορές; (β) Πόσο
χειραφετεί τη Μαρίτσα ως γυναίκα η μετανάστευσή της στην Αγγλία; Να το
αιτιολογήσετε με βάση και στοιχεία από το κείμενο.
12. Ένα βασικό στοιχείο των μεταναστευτικών κειμένων είναι η αλληλεγγύη μεταξύ
των συμπατριωτών: να το αποδείξετε με στοιχεία από όλα τα παραπάνω κείμενα.
Πώς αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα «σπάει» (παρουσιάζει ρωγμές) στο γράμμα του
Δημοστένη;
14. Ο Δημοστένης παρομοιάζει τους εργοστασιάρχες της Αμερικής, αλλά και τον
ιδιοκτήτη εστιατορίου Παπαζήτο, με τους Τούρκους στη Χίο. Γιατί γι’ αυτόν και τη
γυναίκα του η παρομοίωση έχει μια ιδιαίτερη αρνητική σημασία; Αναζητήστε
ιστορικά στοιχεία για το τι προκάλεσαν οι Τούρκοι στο νησί της Χίου στα χρόνια της
ελληνικής Επανάστασης. Επιβεβαιώστε, ακόμη, την αναφορά της Ελέγκως «οι
Τούρκοι φύγανε» στο γράμμα της του 1913, ελέγχοντας από ιστορικά βιβλία ή
πηγές πότε η Χίος απελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
18. Να εντοπίσετε τους γλωσσικούς τύπους στο Συναξάρι του Βαλτινού, στην
αλληλογραφία Δημοστένη – Ελέγκως στο Πιτσιμπούργκο, αλλά και στην αφήγηση
της Μαρίτσας, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν το λαϊκό προφορικό ιδίωμα των
περιοχών από τις οποίες κατάγονται τα πρόσωπα αυτών των αφηγήσεων.
19. Πώς εξηγείτε τη γλώσσα στην οποία γράφει το ημερολόγιό του ο Τσερκεζής,
άνθρωπος απ’ ό,τι φαίνεται επίσης φτωχός, προερχόμενος από χαμηλά κοινωνικά
στρώματα; Τι υποδηλώνει αυτή η επιλογή για το πώς (επιθυμεί να) βλέπει τον
εαυτό του; Για να απαντήσετε, λάβετε υπόψη την κυρίαρχη αντίληψη εκείνης της
εποχής για την «επίσημη» γραπτή γλώσσα.
20. Θα μπορούσαν κατά τη γνώμη σας να γραφτούν στη γλώσσα του Τσερκεζή οι
επιστολές του Πιτσιμπούργκο ή η μαρτυρία της Μαρίτσας; Να αιτιολογήσετε την
απάντησή σας.
21. Μελετήστε τους τίτλους των μεταναστευτικών κειμένων που είδατε και
συσχετίστε τους με το περιεχόμενο και το ύφος των αντίστοιχων αποσπασμάτων.
Ο υπνόσακκος
Πήγαμε και στην Αμοργό. Από πλήξη. Κι επειδή πήγαιναν όλοι. Θα μείνεις μόνη σου
με τους διαρρήκτες, μου λέγανε. Έτσι, πήγαμε στην Αμοργό. Ήδη, στο πλοίο το
μετάνιωσα. Έλεγα, που πάω τώρα εγώ. Στα βράχια πάω. Φτάσαμε, ψάξαμε ένα
μέρος σκιερό για τους υπνόσακκους. Δεν υπήρχε μέρος σκιερό. Υπήρχε ένας τόπος
άσπρος και βάναυσος, τόπος όπου εφορμούν τα όρνεα. Στην παραλία, ανάμεσα σε
μπουκάλια και τσιγαρόκουτα ξάπλωναν οι ταξιδιώτες. Απ’ αυτούς που όλο το χρόνο
σκέφτονται που θα πάνε τον Αύγουστο. Έλαμπαν στον ήλιο, ξεραμένοι,
ρυτιδιασμένοι σαν γριές μάγισσες. Ήταν ο ένας δίπλα στον άλλο, ίδια πτώματα στο
νεκροτομείο. Οι ντόπιοι μας κοιτούσαν με το ίδιο βλέμμα. Διαφθείραμε τα ήθη.
Πλην όμως, ολόκληρο το νησί ήταν σερβιτόροι. Τη μέρα τριγυρνούσα – δεν έβρισκα
τίποτα να κάνω. Κι όλα άστραφταν κάτω απ’ τον ήλιο, άστραφταν, σαν ψεύτικα
μπιχλιμπίδια. Αναρωτιόμουν πού έβρισκα παλιότερα τη γοητεία, όταν πηδούσαμε
από νησί σε νησί ξυπόλητοι και πασαλειβόμαστε με λάδι και ιώδιο, το καλύτερο για
το μαύρισμα. Ήθελα να μείνω άσπρη σαν χειμωνιάτικη. Κι ήθελα να μείνω μοναχή
μου γιατί έκανα μακάβριους συνδυασμούς. Έβλεπα τα βατόμουρα
δηλητηριασμένα, τα μούσμουλα λεπρογόνα. Ευχόμουν ύπνο σα νά ’ταν η
συντέλεια, τη νύχτα φορούσα πουλόβερ και τυλιγόμουν στον υπνόσακκο: κοιτούσα
τ’ αστέρια. Μερικές φορές φυσούσε και στροβιλιζόμουν μέσα σ’ ένα εργοστάσιο
σκόνης. Έλεγα, να, έφτασε το θειάφι της κόλασης. Θυμόμουν παράξενα πράγματα
για ν’ αποκοιμηθώ: τη μις Αλαμπάμα που φορούσε σιδεράκια στα δόντια. Τον
Χρουτσόφ που ήθελε να δει τη Ντίσνεϊλαντ. Μια ερημιά στην Αριζόνα που τη
λέγανε Δεισιδαιμονία. Ένα διαγωνισμό φτυσίματος που δε μπορούσα να θυμηθώ
που τον είχα δει. Δεν ήθελα να κοιμηθώ: ενδόμυχα δεν ήθελα. Είχα εκείνη την
παράλογη άποψη ότι χάνεται ο χρόνος. Κι ακόμα, ήθελα ν’ αποφύγω τον ήλιο και τα
σημάδια των διακοπών. Τις πατημασιές πάνω στην άμμο. Τη νύχτα, ο άνεμος
έφτιαχνε καινούργια σχήματα κι ήμουν εκεί μπροστά όταν κατασκευάζονταν. Με το
πρώτο φως, σηκωνόμουν, πήγαινα στο καφενείο, έβλεπα τον άνθρωπο να σκουπίζει
αγουροξυπνημένος. Μετά, η μέρα ήταν ατέλειωτη. Τέλος, ήρθε ένα καράβι που δεν
το περίμενε κανείς. Ήταν πέντε το πρωί και το νησί κοιμόταν. Θε μου είπα, το πλοίο-
φάντασμα. Έκανα ρολό τον υπνόσακκο και πήρα το σακκίδιό μου στον ώμο. Το
τελευταίο που θυμάμαι απ’ τον Αύγουστο στην Αμοργό είναι το θέαμα του εαυτού
μου να τρέχει προς την προκυμαία. Όταν μπήκα κι η πόρτα έκλεινε πίσω μου ήμουν
σίγουρη πως αυτό ήταν το τελευταίο καλοκαίρι στη θάλασσα. Προς το τέλος του
μήνα, ξέχασα τον υπνόσακκό μου στο πορτ παγκάζ ενός αυτοκινήτου, αλλά δεν τον
αναζήτησα. Στις επόμενες διακοπές, έψαχνα στο χάρτη για μια βόρεια πόλη.