Professional Documents
Culture Documents
Νίκος Μαθιουδάκης
Διδάκτορας Υφογλωσσολογίας,
Επιστημονικός Σύμβουλος
Εκδόσεων Καζαντζάκη
nikosmathious@gmail.com
Cambridge 30.7.1946
Αγαπημένη Lenotschka και Συντρόφισσα,
...Προσπαθώ να επιστρατέψω τις δυνάμες μου, να μη με κυριέψει
πανικός· γιατί πρέπει να μείνω... και να γράψω το βιβλίο. Αν δεν
υπήρχε η πίπα μου, θα μ’ έπαιρναν τα κλάματα. Γι’ αυτό συλλογίζουμαι
την Αίγινα, τα σύκα που ωρίμασαν, τα σταφύλια που γυάλισαν και μια
γυναίκα που αγαπώ όσο κανένα στον κόσμο, που κάθεται στην αυλή
και κοιτάζει τη θάλασσα και περιμένει γράμμα.
Έχω το σχέδιο του βιβλίου. Θα ’ναι μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ
διανοoύμενοι δε μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη: Κρήτη, Αγγλία,
Μοναξιά. Και θ’ απαντήσω στα ερωτήματα που έθεσα. Δεν ξέρω αν θα
βρω εδώ, στο σπίτι τούτο, το κλίμα που θέλω. Ευτυχώς το παραθυράκι
του γραφείου βλέπει σε ωραίο κήπο... και μια τεράστια μηλιά είναι
μπροστά μου...
Το έργο
Χώρος
Ο Χώρος που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα Ο Ανήφορος χωρίζεται σε δυο
συγκεκριμένους τόπους, σε αναλογία με τη διαίρεση του έργου από τον
συγγραφέα. Στο πρώτο μέρος –που φέρει τον υπότιτλο «Κρήτη»– βρισκόμαστε
στο νησί της Κρήτης, που είναι και ο τόπος καταγωγής του Νίκου
Καζαντζάκη. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται η πόλη του Ηρακλείου, που
αναφέρεται ως «Μεγάλο Κάστρο», και τα άγρια βουνά του νησιού. Στο δεύτερο
και τρίτο μέρος –που φέρουν τους υπότιτλους «Αγγλία» και «Μοναξιά»
αντίστοιχα– βρισκόμαστε πλέον στην Αγγλία: στο Λονδίνο, στις ψυχρές και
σκοτεινές πόλεις του αγγλικού Βορρά, στην ειδυλλιακή γενέτειρα του
Σαίξπηρ, το Στράτφορντ-απόν-Αίιβον.
Χρόνος
Ο Χρόνος του μυθιστορήματος τοποθετείται μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο,
καθώς ο πρωταγωνιστής Κοσμάς είχε υπηρετήσει ως πιλότος αεροπλάνων
κατά την περίοδο του πολέμου. Οι σκηνές του πρώτου μέρους στην Κρήτη
διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της εποχής του καλοκαιριού, ενώ οι
σκηνές του δεύτερου και τρίτου μέρους, όταν ο Κοσμάς πηγαίνει πλέον στην
Αγγλία, εκτυλίσσονται την εποχή του φθινοπώρου.
2.3 Χαρακτήρες
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Κοσμάς από το Μεγάλο Κάστρο
της Κρήτης (σημερινό Ηράκλειο). Ένας συγγραφέας τριάντα με σαράντα
χρόνων περίπου, που έφυγε νέος από το νησί, στο οποίο όμως τον βλέπουμε
να επιστρέφει ύστερα από αρκετά χρόνια απουσίας. Ανήσυχο πνεύμα, έλαβε
μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αεροπόρος, υπηρετώντας στην Αφρική.
Με την επιστροφή του στο νησί αποφασίζει να ταξιδέψει ως το Λονδίνο και
να αποπειραθεί να ιδρύσει μια «Πνευματική Διεθνή», σε μια προσπάθεια να
αποκατασταθεί η παγκόσμια ειρήνη. Άνδρας ιδιαίτερα τρυφερός, τόσο
απέναντι στη μητέρα του όσο και στη γυναίκα του, της μένει πιστός ακόμα
και μετά τον θάνατό της, αλλά κυρίως παραμένει ταγμένος απέναντι στο
χρέος προς την ανθρωπότητα και τις μελλούμενες γενιές.
Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η Νοεμή, η πολωνο-εβραία
σύζυγος του Κοσμά. Μια θλιμμένη φιγούρα που έζησε όλη τη φρίκη του
πολέμου και του ολοκαυτώματος, βιώνοντας μια οικογενειακή τραγωδία,
καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς της χάθηκαν στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Κατόπιν η Νοεμή φυγαδεύτηκε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κοσμάς
τη γνώρισε εκεί ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει· αφού
τη μετέπεισε να μην το κάνει, την παρότρυνε να βαφτιστεί χριστιανή με το
όνομα «Χρυσούλα» και στη συνέχεια παντρεύτηκαν. Πιστή σύντροφος,
ακολουθεί τον Κοσμά ως την πατρίδα του την Κρήτη και μένει μόνη με τη
μητέρα και την αδερφή του αλλά και με τους δαίμονές της, αφού πρώτα τον
ενθαρρύνει στην απόφασή του να φύγει για το Λονδίνο.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα που περιγράφονται στο έργο ενισχύουν την προαγωγή
της πλοκής και προωθούν με έναν ξεχωριστό τρόπο τον μύθο αναδεικνύοντας
γεγονότα και περιστατικά που φανερώνουν άγνωστες πτυχές της
προσωπικότητας των βασικών ηρώων και ταυτόχρονα σκιαγραφούν περίτεχνα
τον χαρακτήρα τους.
Πλοκή
Στο μυθιστόρημα Ο Ανήφορος περιγράφεται η προσωπική περιπέτεια ενός
συγγραφέα, ο οποίος ταλανίζεται μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μετά την
επιστροφή του Κοσμά στον τόπο γέννησής του, το Ηράκλειο της Κρήτης
(μυθιστορηματικά αναφέρεται ως Μεγάλο Κάστρο), και κατά τη μετέπειτα
περιπλάνησή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο, παρακολουθούμε την
προσωπική του αγωνία και την εσωτερική του πάλη γύρω από το χρέος του
σύγχρονού του πνευματικού ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα του κόσμου
και την παγκόσμια δεινή κατάσταση.
Η δράση του μυθιστορήματος μοιράζεται ανάμεσα στο Μεγάλο Κάστρο και το
Λονδίνο λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία
είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο ως αεροπόρος,
επιστρέφει με πλοίο στην πατρίδα του το Μεγάλο Κάστρο μαζί με τη γυναίκα
του, τη Νοεμή, Εβραία στην καταγωγή που έχει βαφτιστεί χριστιανή
ορθόδοξη με το όνομα Χρυσούλα. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον
θάνατο του πατέρα του Κοσμά, καπετάν Μιχάλη, και στο πατρικό του σπίτι
βρίσκει τη χήρα πια μητέρα του και την ανύπανδρη αδερφή του. Το σπίτι
δονείται από την παρουσία του νεκρού πατέρα, το πνεύμα του οποίου
κατατρέχει την οικογένεια, σαν να είναι ακόμη ζωντανός. Ύστερα από
μερικές μέρες στο Μεγάλο Κάστρο, όπου ο Κοσμάς συναντά παλιούς
συμμαθητές και αναπολεί τα νεανικά του χρόνια, δέχεται κάλεσμα από τον
ετοιμοθάνατο παππού του να τον επισκεφθεί στο χωριό του, στην ενδοχώρα
του νησιού. Στον δρόμο για το χωριό του παππού, στον οποίο τον συνοδεύει η
γυναίκα του, διέρχεται από χωριά που καταστράφηκαν κατά τη Γερμανική
Κατοχή και έρχεται σε επαφή με τον πόνο και την εξαθλίωση όσων επιβίωσαν.
Στο σπίτι του παππού στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί τα παιδιά και τα εγγόνια
του, ενώ ο ίδιος, στο κατώφλι του θανάτου, έχει προσκαλέσει παλιούς φίλους
του καπεταναίους για να περάσει τις τελευταίες του ώρες και να συζητήσει
μαζί τους για το νόημα της ζωής. Με την έλευση του Κοσμά, δίνει την ευχή
του σ’ αυτόν και τη γυναίκα του, ενώ λίγες ώρες μετά αφήνει την τελευταία
του πνοή.
Επιστρέφοντας στο Μεγάλο Κάστρο από το χωριό του παππού, ο Κοσμάς
πληροφορείται από τη γυναίκα του ότι είναι έγκυος, ενώ ταυτόχρονα παίρνει
την απόφαση –μετά και από δική της παρότρυνση– να ταξιδέψει μόνος του ως
το Λονδίνο σε μια προσπάθεια συστράτευσης των πνευματικών ανθρώπων για
το κοινό καλό και την παγκόσμια ειρήνη. Κατά την παραμονή του στην
Αγγλία παρακολουθούμε την περιπλάνησή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο,
τους δρόμους, τα μουσεία, τα θέατρα. Ύστερα από την αποτυχημένη
προσπάθειά του να εισακουστεί το κάλεσμά του από ανθρώπους του
πνεύματος για την ίδρυση μιας «Πνευματικής Διεθνούς», μια Ιρλανδέζα
κοπέλα, την οποία συναντά σε μια παρέα φίλων, τον προσκαλεί να του δείξει
την πραγματική εικόνα της Αγγλίας και έτσι ταξιδεύουν μαζί ως τις
βιομηχανικές πόλεις Μπέρμιγχαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ και Σέφιλντ.
Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αγγλία, ο Κοσμάς αλληλογραφεί
με τη γυναίκα του στην Κρήτη και έτσι πληροφορείται και αυτός τα δικά της
νέα. Καθώς η αλληλογραφία τους πυκνώνει, ο Κοσμάς διαισθάνεται από τα
λόγια της αγαπημένης του πως κάτι κακό θα συμβεί, μολονότι προσπαθεί να
ξορκίσει τους φόβους του. Πράγματι, πληροφορείται από τη μητέρα του πως
η Νοεμή αυτοκτόνησε, καθώς ύστερα από τη φρίκη του πολέμου που έζησε,
δεν μπορούσε να δει προοπτική στον κόσμο ούτε για την ίδια ούτε για το
αγέννητο παιδί της. Μετά το τραγικό νέο της αυτοκτονίας της Νοεμή, ο
Κοσμάς απομονώνεται πια στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, φιλοξενούμενος στο
σπίτι της Μακ Λάουντ, το οποίο αρχικά ήταν το σπίτι της κόρης του Σαίξπηρ.
Προσπαθεί να αντέξει τον χαμό της γυναίκας του και προσποιούμενος ότι
εκείνη ζει ακόμη, την ονειρεύεται και συνομιλεί με το πορτρέτο της.
Ταυτόχρονα με την περιπλάνησή του στην περιοχή, παρακολουθούμε τη
σκέψη του γύρω από τον Σαίξπηρ και το έργο του, τον Μπέρναρντ Σω αλλά
και το πνεύμα της Αγγλίας διαμέσου των αιώνων. Τέλος, μετά τη γνωριμία
του με μια νεαρή κοπέλα σε μια παράσταση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ και
την κοινή τους ερωτική επιθυμία, αρρωσταίνει ξαφνικά καθώς πρήζεται το
πρόσωπό του. Επισκέπτεται έναν γιατρό, ο οποίος κάνει τη διάγνωση πως ο
Κοσμάς πάσχει από την «Αρρώστια των Ασκητών» και πως η συγγραφή
ενδέχεται να τον βοηθήσει. Έπειτα από μέρες, αφού έχει γαληνέψει η ψυχή
του, ξεκινά να γράφει μια πνευματική εξομολόγηση, το μετακομμουνιστικό
του Πιστεύω, την Ασκητική.
Κατάλοιπα του Ανήφορου σε έργα του Νίκου Καζαντζάκη
Με μια πρώτη ανάγνωση του καζαντζακικού μυθιστορήματος,
αναδεικνύονται εμφανώς σημεία –φράσεις ή και εικόνες που ομοιάζουν ή
ταυτίζονται– τα οποία συναντώνται και σε άλλα έργα του Νίκου Καζαντζάκη.
Μετά την πλήρη μεταγραφή και τεκμηρίωση του χειρογράφου, επιχειρήθηκε
μια διακειμενική προσέγγιση του κειμένου με την καζαντζακική εργογραφία,
αναδεικνύοντας στοιχεία που φαίνεται να διαπλέκονται στενά με άλλα έργα
του κρητικού συγγραφέα, και κυριότατα με το μυθιστόρημα Ο καπετάν
Μιχάλης, το ταξιδογράφημα Ταξιδεύοντας: Αγγλία και την αυτοβιογραφική
μυθιστορία Αναφορά στον Γκρέκο.
Σχετικά με το μεταγενέστερο έργο Ο καπετάν Μιχάλης, το οποίο συγγράφεται
τη χρονική περίοδο 1949-1950 και εκδίδεται για πρώτη φορά το 1953, έχουν
κατά καιρούς επισημανθεί διάφοροι συσχετισμοί από μελετητές, κυρίως όμως
ανασκευάζοντας και χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που σημείωναν η
Ελένη Καζαντζάκη και ο Παντελής Πρεβελάκης, καθώς κανένας από τους
μελετητές δεν πρέπει να είχε διαβάσει και μελετήσει το χειρόγραφο του
ανέκδοτου μυθιστορήματος. Όσοι αναφέρθηκαν, λοιπόν, στο έργο Ο
Ανήφορος, περιορίστηκαν κατά κύριο λόγο σε ένα και μόνο σημείο: να
θεωρήσουν το έργο αυτό ως έναν από τους προδρόμους του Καπετάν Μιχάλη,
γεγονός που πιθανόν να είναι και ο βασικότερος λόγος που το καζαντζακικό
μυθιστόρημα έμεινε στην αφάνεια, μαζί με τη σκέψη πως επρόκειτο για ένα
έργο «αποκηρυγμένο» από τον συγγραφέα. Και πράγματι, υπάρχουν στοιχεία
και αφηγηματικό υλικό του Ανήφορου που αξιοποιούνται και μεταφέρονται
αυτούσια ή μεταπλάθονται μέσα στον Καπετάν Μιχάλη, μικρές ή μεγαλύτερες
ιστορίες και σκηνές. Ωστόσο, τα συστατικά που χρησιμοποιήθηκαν ως μαγιά
για τη δημιουργία του Καπετάν Μιχάλη προκύπτουν κυρίως από το πρώτο
μέρος του Ανήφορου που επιγράφεται «Κρήτη».
Σχετικά με το προγενέστερο έργο Ταξιδεύοντας: Αγγλία, το οποίο συγγράφεται
τη χρονική περίοδο 1939-1940 και εκδίδεται για πρώτη φορά ως βιβλίο το
1941, προκύπτει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επισήμανση, που φυσικά μέχρι
σήμερα δεν έχει καθόλου υπογραμμιστεί: σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο μέρος
του Ανήφορου με τίτλο «Αγγλία» αναπαράγει κατά κάποιον τρόπο αυτούσιο
υλικό από το ομώνυμο Ταξιδεύοντας. Παρά το γεγονός ότι αποσπάσματα
ανάμεσα στα δύο καζαντζακικά έργα φαίνονται πανομοιότυπα, με μια πιο
προσεχτική ματιά διαπιστώνει κανείς πως παρουσιάζουν τροποποιήσεις και
αλλαγές –ειδικότερα όπως μεταφέρονται στον Ανήφορο–, που σίγουρα
χρήζουν περαιτέρω έρευνας προκειμένου να εντοπιστούν οι τυχόν
υφολογικές και πραγματολογικές διαφοροποιήσεις στις οποίες οδηγείται ο
Καζαντζάκης στην εκ νέου αξιοποίηση του υλικού του, το οποίο στην ουσία
μεταπλάθει. Σημαντική παρατήρηση όμως που παρουσιάζει ακόμα ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως οι εντυπώσεις του Καζαντζάκη από το ταξίδι
του στην Αγγλία μεταφέρονται στον Ανήφορο σε δεύτερο πρόσωπο διαμέσου
επιστολών από τον Κοσμά προς τη Νοεμή, πράγμα που μας νομιμοποιεί να
ισχυριστούμε με σαφήνεια πως έχουμε μια «αναδημιουργία» του κειμένου,
αφού πλέον το ταξίδι αυτό αναπροσαρμόζεται σε νέα συμφραζόμενα με
αποτέλεσμα να εντάσσεται πια σε μια μυθιστορηματική πλοκή.
Σχετικά με το επίσης μεταγενέστερο έργο Αναφορά στον Γκρέκο, το οποίο
συγγράφεται τη χρονική περίοδο 1954-1957 και εκδίδεται για πρώτη φορά
μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 1961, δεν έχει καθόλου επισημανθεί η
σχέση του Ανήφορου με τη μυθιστορική αυτοβιογραφία του Νίκου
Καζαντζάκη. Πέρα από μια ιδιότυπη ομοηχία που παρατηρείται στους
τίτλους των δύο έργων (ανάμεσα στις λέξεις «ανήφορος» και «αναφορά»),
εντοπίζονται σημαντικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε αποσπάσματα του
Ανήφορου και σε κεφάλαια της Αναφοράς –ενδεικτικά σημειώνονται ορισμένα
από τα πρώτα κεφάλαια, όπως «Οι πρόγονοι», «Ο κύρης», «Η μάνα», «Ο
θάνατος του παππού», «Πάλη Κρήτης και Τουρκιάς», αλλά και σε άλλα όπως
«Βιέννη-Η αρρώστια» και «Βερολίνο-Μια Οβραία». Χαρακτηριστικό
παράδειγμα με το οποίο καταδεικνύεται ο εις βάθος συσχετισμός των δύο
έργων είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζονται μεταξύ του κεφαλαίου
«Βιέννη-Η αρρώστια» της Αναφοράς και του τελευταίου μέρους με τον τίτλο
«Μοναξιά» του Ανήφορου, στο οποίο ο ήρωας παρουσιάζει μία ιδιαίτερα
σπάνια δερματοπάθεια, ενώ η εμφάνιση της αρρώστιας και η διάγνωση του
«βιεννέζου οβραίου γιατρού» παρουσιάζεται και στην Αναφορά.
Τέλος, στην απόπειρα αναζήτησης κατάλοιπων του Ανήφορου στην
καζαντζακική εργογραφία, αναδεικνύεται το πλήθος των αυτοβιογραφικών
στοιχείων και πραγματικών περιστατικών του κρητικού λογοτέχνη που
εντάσσονται μέσα στο αδημοσίευτο μυθιστόρημα, δημιουργώντας την αίσθηση
πως για κάποιο λόγο ο Καζαντζάκης ήθελε με κάποιον τόπο να τα διασώσει
τοποθετώντας τα μέσα στην αφήγηση του έργου του. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν (α) η τοποθέτησή του στον ραδιοφωνικό σταθμό του
BBC για τον Bernard Shaw, (β) η έκκλησή του στους διανοούμενους του
κόσμου για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος» και (γ) η εμπειρία του
από την καταγραφή των γερμανικών ωμοτήτων –έναν χρόνο πριν τη
συγγραφή του Ανήφορου· ειδικότερα, η πορεία του Κοσμά και της Νοεμή μέσα
από τα κατεστραμμένα χωριά της Κρήτης, αλλά και η αφήγηση του Μανολιού
γύρω από την απαγωγή του γερμανού στρατηγού Κράιπε.
Επίσης, υπερθεματίζοντας στην υπόθεση πως στο έργο Ο Ανήφορος
ενσωματώνονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του
Καζαντζάκη, πρέπει να προστεθεί και ένα άλλο σημαντικό σημείο: στο
μεγαλύτερο μέρος του έργου ο πρωταγωνιστής Κοσμάς επικοινωνεί με τη
γυναίκα του στην Κρήτη μέσα από μακροσκελή γράμματα στα οποία της
αφηγείται τις εμπειρίες του από το ταξίδι και τις σκέψεις του γύρω από την
παγκόσμια κατάσταση, πράγμα που αφενός ανακαλεί στη μνήμη την
αλληλογραφία που διατηρούσε και με τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε,
τόσο τη Γαλάτεια όσο και την Ελένη, αφετέρου ξαναφέρνει στο προσκήνιο την
επιθυμία του να γράψει την αυτοβιογραφία του με τη μορφή επιστολών στη
γυναίκα του με τίτλο «Γράμματα στη γυναίκα μου».