You are on page 1of 13

ΑΝΗΦΟΡΟΣ:

ένα «χαμένο» έργο


του Νίκου Καζαντζάκη

Νίκος Μαθιουδάκης
Διδάκτορας Υφογλωσσολογίας,
Επιστημονικός Σύμβουλος
Εκδόσεων Καζαντζάκη
nikosmathious@gmail.com

— Έχε εμπιστοσύνη σε μένα· είμαι Κρητικός.


— Τι θα πει Κρητικός;
— Άνθρωπος ζεστός, που αγαπάει τη ζωή
και δε φοβάται το θάνατο.

Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το μυθιστόρημα Ο Ανήφορος πιθανότατα στα


μέσα της δεκαετίας του 1940, καθώς βρισκόταν στην Αγγλία προσκεκλημένος
από το Βρετανικό Συμβούλιο. Σε επιστολή του από το Παρίσι στις 15
Φεβρουαρίου 1947 γράφει στον Παντελή Πρεβελάκη: «Ωστόσο έστειλα στο
Χάρη, χτες που έφυγε ο Θεοτοκάς, ένα κεφάλαιο από το βιβλίο που έγραψα
στο Cambridge, κι ελπίζω να Σας αρέσει· πάλι για την Κρήτη». Το «βιβλίο»
που αναφέρει ο κρητικός συγγραφέας στον φίλο του είναι ένα αδημοσίευτο
μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο Ανήφορος».
Το έργο, όμως, παρέμεινε μέχρι και σήμερα ανέκδοτο και σχεδόν άγνωστο
τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, παρά
το γεγονός ότι είχε δημοσιευθεί ένα απόσπασμά του από τον ίδιο τον
συγγραφέα με τον τίτλο «Ο θάνατος του παπού» με τον χαρακτηρισμό
«πεζογράφημα» στο περιοδικό Νέα Εστία, αφιερωμένο στην Τέα Ανεμογιάννη.
Στην αρχή της δημοσίευσης σημειώνεται: «Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο
βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridge: “Ο Ανήφορος”».
Οι πηγές μας για το συγκεκριμένο έργο είναι ελάχιστες, γιατί σχεδόν κανείς
δεν γνώριζε την ύπαρξη αυτού του χειρογράφου ή ακόμα γιατί ελάχιστη
σημασία είχε δοθεί καθώς πιθανότατα υποτιμήθηκε η σημασία του.
Σημαντικές πληροφορίες δίδονται, ωστόσο, τόσο από τον Παντελή Πρεβελάκη
όσο και από την Ελένη Καζαντζάκη.
Αφενός, ο Πρεβελάκης καταγράφει στη χρονοβιογραφία του κρητικού
λογοτέχνη πως ο Νίκος Καζαντζάκης, στις 30 Ιουλίου 1946, εγκαθίσταται στο
Cambridge και καταπιάνεται με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, που δεν
είναι άλλο από τον «Ανήφορο».
Αφετέρου, στο βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, η Ελένη Καζαντζάκη
μνημονεύει και εκείνη με τη σειρά της το μυθιστόρημα αυτό το οποίο, όπως
δηλώνει, παραμένει αδημοσίευτο. Ακόμη, σημειώνει για το έργο πως: «Τα
γεγονότα είναι αυθεντικά. Τα πρόσωπα, που συνοδεύουν τον Κοσμά-
Καζαντζάκη, φανταστικά». Επίσης, στο ίδιο βιβλίο, διαβάζουμε μια ιδιαίτερα
σημαντική επιστολή από τον Νίκο Καζαντζάκη προς τη σύζυγό του, Ελένη,
στην οποία περιγράφει τη σημασία του έργου Ο Ανήφορος, κάνοντας για
πρώτη φορά αναφορά στα τρία μέρη του:

Cambridge 30.7.1946
Αγαπημένη Lenotschka και Συντρόφισσα,
...Προσπαθώ να επιστρατέψω τις δυνάμες μου, να μη με κυριέψει
πανικός· γιατί πρέπει να μείνω... και να γράψω το βιβλίο. Αν δεν
υπήρχε η πίπα μου, θα μ’ έπαιρναν τα κλάματα. Γι’ αυτό συλλογίζουμαι
την Αίγινα, τα σύκα που ωρίμασαν, τα σταφύλια που γυάλισαν και μια
γυναίκα που αγαπώ όσο κανένα στον κόσμο, που κάθεται στην αυλή
και κοιτάζει τη θάλασσα και περιμένει γράμμα.
Έχω το σχέδιο του βιβλίου. Θα ’ναι μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ
διανοoύμενοι δε μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη: Κρήτη, Αγγλία,
Μοναξιά. Και θ’ απαντήσω στα ερωτήματα που έθεσα. Δεν ξέρω αν θα
βρω εδώ, στο σπίτι τούτο, το κλίμα που θέλω. Ευτυχώς το παραθυράκι
του γραφείου βλέπει σε ωραίο κήπο... και μια τεράστια μηλιά είναι
μπροστά μου...

Στη συνέχεια, διάφοροι μελετητές ασχολούνται επιγραμματικά με το


καζαντζακικό μυθιστόρημα, όπως ο Γιώργος Ανεμογιάννης, ο Peter Bien, o
Κωνσταντίνος Δημάδης, η Αφροδίτη Αθανασοπούλου και ο David Holton οι
οποίοι όμως κάνουν απλώς αναφορά στο αδημοσίευτο έργο, αντλώντας
πιθανότατα τις πληροφορίες τους από τα γραφόμενα της Ελένης Καζαντζάκη
και του Παντελή Πρεβελάκη.
Μονάχα ο Holton στην εμπεριστατωμένη μελέτη του σχετικά με τη διαμονή
του Καζαντζάκη στο Cambridge σημειώνει ανάμεσα σε άλλα –μετά από
παράθεση ορισμένων επιστολών του κρητικού συγγραφέα– πως: «Το νέο έργο
είχε τον ανυπόκριτο σκοπό να έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπου η
“Μοναξιά” αντιπροσωπεύει την ελπίδα του για επιστροφή στην Αίγινα», ενώ
παραδέχεται πως μετά τη συγγραφή του Ανήφορου ένιωσε ευχαρίστηση και
βρήκε την ηρεμία του. Επίσης, προβαίνει σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο πως
ο Νίκος Καζαντζάκης στο ταξίδι του στην αγγλική επικράτεια άρχισε να
αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μυθιστοριογράφο.
Μετά από εβδομήντα και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, το αδημοσίευτο
μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη βρίσκει μια θέση στην καζαντζακική
εργογραφία, καθώς μεταγράφεται, τεκμηριώνεται και εκδίδεται για πρώτη
φορά –από την πρώτη ως την τελευταία του σελίδα–, προσφέροντας τη
δυνατότητα πλέον στην ακαδημαϊκή κοινότητα να το μελετήσει εις βάθος και
στο αναγνωστικό κοινό να απολαύσει άλλο ένα μυθιστόρημα του έλληνα
λογοτέχνη.
Σημαντικό γεγονός παραμένει πως το ανέκδοτο ολόγραφο του Νίκου
Καζαντζάκη εντάχθηκε στα τεκμήρια της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου
Νίκου Καζαντζάκη (στη Μυρτιά της Κρήτης) από την ανακαίνιση του κτιρίου
το 2009, ενώ η περιγραφή του στον κατάλογο του αρχείου του Μουσείου είναι:
Χειρόγραφες, λυτές σελίδες με ενιαία αρίθμηση 1-169 και τρία μέρη με τους
τίτλους: Κρήτη-Αγγλία-Μοναξιά. Στον φάκελο σημειώνονται, επίσης, οι
παρακάτω πληροφορίες: «Χειρόγραφο Νίκου Καζαντζάκη που δεν
δημοσιεύθηκε. Γράφτηκε στο Oxford (1945;). Ορισμένα κομμάτια
μεταχειρίστηκε σε άλλα έργα».

Το έργο
Χώρος
Ο Χώρος που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα Ο Ανήφορος χωρίζεται σε δυο
συγκεκριμένους τόπους, σε αναλογία με τη διαίρεση του έργου από τον
συγγραφέα. Στο πρώτο μέρος –που φέρει τον υπότιτλο «Κρήτη»– βρισκόμαστε
στο νησί της Κρήτης, που είναι και ο τόπος καταγωγής του Νίκου
Καζαντζάκη. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζονται η πόλη του Ηρακλείου, που
αναφέρεται ως «Μεγάλο Κάστρο», και τα άγρια βουνά του νησιού. Στο δεύτερο
και τρίτο μέρος –που φέρουν τους υπότιτλους «Αγγλία» και «Μοναξιά»
αντίστοιχα– βρισκόμαστε πλέον στην Αγγλία: στο Λονδίνο, στις ψυχρές και
σκοτεινές πόλεις του αγγλικού Βορρά, στην ειδυλλιακή γενέτειρα του
Σαίξπηρ, το Στράτφορντ-απόν-Αίιβον.
Χρόνος
Ο Χρόνος του μυθιστορήματος τοποθετείται μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο,
καθώς ο πρωταγωνιστής Κοσμάς είχε υπηρετήσει ως πιλότος αεροπλάνων
κατά την περίοδο του πολέμου. Οι σκηνές του πρώτου μέρους στην Κρήτη
διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της εποχής του καλοκαιριού, ενώ οι
σκηνές του δεύτερου και τρίτου μέρους, όταν ο Κοσμάς πηγαίνει πλέον στην
Αγγλία, εκτυλίσσονται την εποχή του φθινοπώρου.
2.3 Χαρακτήρες
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Κοσμάς από το Μεγάλο Κάστρο
της Κρήτης (σημερινό Ηράκλειο). Ένας συγγραφέας τριάντα με σαράντα
χρόνων περίπου, που έφυγε νέος από το νησί, στο οποίο όμως τον βλέπουμε
να επιστρέφει ύστερα από αρκετά χρόνια απουσίας. Ανήσυχο πνεύμα, έλαβε
μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αεροπόρος, υπηρετώντας στην Αφρική.
Με την επιστροφή του στο νησί αποφασίζει να ταξιδέψει ως το Λονδίνο και
να αποπειραθεί να ιδρύσει μια «Πνευματική Διεθνή», σε μια προσπάθεια να
αποκατασταθεί η παγκόσμια ειρήνη. Άνδρας ιδιαίτερα τρυφερός, τόσο
απέναντι στη μητέρα του όσο και στη γυναίκα του, της μένει πιστός ακόμα
και μετά τον θάνατό της, αλλά κυρίως παραμένει ταγμένος απέναντι στο
χρέος προς την ανθρωπότητα και τις μελλούμενες γενιές.
Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η Νοεμή, η πολωνο-εβραία
σύζυγος του Κοσμά. Μια θλιμμένη φιγούρα που έζησε όλη τη φρίκη του
πολέμου και του ολοκαυτώματος, βιώνοντας μια οικογενειακή τραγωδία,
καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς της χάθηκαν στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Κατόπιν η Νοεμή φυγαδεύτηκε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κοσμάς
τη γνώρισε εκεί ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει· αφού
τη μετέπεισε να μην το κάνει, την παρότρυνε να βαφτιστεί χριστιανή με το
όνομα «Χρυσούλα» και στη συνέχεια παντρεύτηκαν. Πιστή σύντροφος,
ακολουθεί τον Κοσμά ως την πατρίδα του την Κρήτη και μένει μόνη με τη
μητέρα και την αδερφή του αλλά και με τους δαίμονές της, αφού πρώτα τον
ενθαρρύνει στην απόφασή του να φύγει για το Λονδίνο.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα που περιγράφονται στο έργο ενισχύουν την προαγωγή
της πλοκής και προωθούν με έναν ξεχωριστό τρόπο τον μύθο αναδεικνύοντας
γεγονότα και περιστατικά που φανερώνουν άγνωστες πτυχές της
προσωπικότητας των βασικών ηρώων και ταυτόχρονα σκιαγραφούν περίτεχνα
τον χαρακτήρα τους.
Πλοκή
Στο μυθιστόρημα Ο Ανήφορος περιγράφεται η προσωπική περιπέτεια ενός
συγγραφέα, ο οποίος ταλανίζεται μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μετά την
επιστροφή του Κοσμά στον τόπο γέννησής του, το Ηράκλειο της Κρήτης
(μυθιστορηματικά αναφέρεται ως Μεγάλο Κάστρο), και κατά τη μετέπειτα
περιπλάνησή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο, παρακολουθούμε την
προσωπική του αγωνία και την εσωτερική του πάλη γύρω από το χρέος του
σύγχρονού του πνευματικού ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα του κόσμου
και την παγκόσμια δεινή κατάσταση.
Η δράση του μυθιστορήματος μοιράζεται ανάμεσα στο Μεγάλο Κάστρο και το
Λονδίνο λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία
είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο ως αεροπόρος,
επιστρέφει με πλοίο στην πατρίδα του το Μεγάλο Κάστρο μαζί με τη γυναίκα
του, τη Νοεμή, Εβραία στην καταγωγή που έχει βαφτιστεί χριστιανή
ορθόδοξη με το όνομα Χρυσούλα. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον
θάνατο του πατέρα του Κοσμά, καπετάν Μιχάλη, και στο πατρικό του σπίτι
βρίσκει τη χήρα πια μητέρα του και την ανύπανδρη αδερφή του. Το σπίτι
δονείται από την παρουσία του νεκρού πατέρα, το πνεύμα του οποίου
κατατρέχει την οικογένεια, σαν να είναι ακόμη ζωντανός. Ύστερα από
μερικές μέρες στο Μεγάλο Κάστρο, όπου ο Κοσμάς συναντά παλιούς
συμμαθητές και αναπολεί τα νεανικά του χρόνια, δέχεται κάλεσμα από τον
ετοιμοθάνατο παππού του να τον επισκεφθεί στο χωριό του, στην ενδοχώρα
του νησιού. Στον δρόμο για το χωριό του παππού, στον οποίο τον συνοδεύει η
γυναίκα του, διέρχεται από χωριά που καταστράφηκαν κατά τη Γερμανική
Κατοχή και έρχεται σε επαφή με τον πόνο και την εξαθλίωση όσων επιβίωσαν.
Στο σπίτι του παππού στο χωριό έχουν συγκεντρωθεί τα παιδιά και τα εγγόνια
του, ενώ ο ίδιος, στο κατώφλι του θανάτου, έχει προσκαλέσει παλιούς φίλους
του καπεταναίους για να περάσει τις τελευταίες του ώρες και να συζητήσει
μαζί τους για το νόημα της ζωής. Με την έλευση του Κοσμά, δίνει την ευχή
του σ’ αυτόν και τη γυναίκα του, ενώ λίγες ώρες μετά αφήνει την τελευταία
του πνοή.
Επιστρέφοντας στο Μεγάλο Κάστρο από το χωριό του παππού, ο Κοσμάς
πληροφορείται από τη γυναίκα του ότι είναι έγκυος, ενώ ταυτόχρονα παίρνει
την απόφαση –μετά και από δική της παρότρυνση– να ταξιδέψει μόνος του ως
το Λονδίνο σε μια προσπάθεια συστράτευσης των πνευματικών ανθρώπων για
το κοινό καλό και την παγκόσμια ειρήνη. Κατά την παραμονή του στην
Αγγλία παρακολουθούμε την περιπλάνησή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο,
τους δρόμους, τα μουσεία, τα θέατρα. Ύστερα από την αποτυχημένη
προσπάθειά του να εισακουστεί το κάλεσμά του από ανθρώπους του
πνεύματος για την ίδρυση μιας «Πνευματικής Διεθνούς», μια Ιρλανδέζα
κοπέλα, την οποία συναντά σε μια παρέα φίλων, τον προσκαλεί να του δείξει
την πραγματική εικόνα της Αγγλίας και έτσι ταξιδεύουν μαζί ως τις
βιομηχανικές πόλεις Μπέρμιγχαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ και Σέφιλντ.
Καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αγγλία, ο Κοσμάς αλληλογραφεί
με τη γυναίκα του στην Κρήτη και έτσι πληροφορείται και αυτός τα δικά της
νέα. Καθώς η αλληλογραφία τους πυκνώνει, ο Κοσμάς διαισθάνεται από τα
λόγια της αγαπημένης του πως κάτι κακό θα συμβεί, μολονότι προσπαθεί να
ξορκίσει τους φόβους του. Πράγματι, πληροφορείται από τη μητέρα του πως
η Νοεμή αυτοκτόνησε, καθώς ύστερα από τη φρίκη του πολέμου που έζησε,
δεν μπορούσε να δει προοπτική στον κόσμο ούτε για την ίδια ούτε για το
αγέννητο παιδί της. Μετά το τραγικό νέο της αυτοκτονίας της Νοεμή, ο
Κοσμάς απομονώνεται πια στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, φιλοξενούμενος στο
σπίτι της Μακ Λάουντ, το οποίο αρχικά ήταν το σπίτι της κόρης του Σαίξπηρ.
Προσπαθεί να αντέξει τον χαμό της γυναίκας του και προσποιούμενος ότι
εκείνη ζει ακόμη, την ονειρεύεται και συνομιλεί με το πορτρέτο της.
Ταυτόχρονα με την περιπλάνησή του στην περιοχή, παρακολουθούμε τη
σκέψη του γύρω από τον Σαίξπηρ και το έργο του, τον Μπέρναρντ Σω αλλά
και το πνεύμα της Αγγλίας διαμέσου των αιώνων. Τέλος, μετά τη γνωριμία
του με μια νεαρή κοπέλα σε μια παράσταση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ και
την κοινή τους ερωτική επιθυμία, αρρωσταίνει ξαφνικά καθώς πρήζεται το
πρόσωπό του. Επισκέπτεται έναν γιατρό, ο οποίος κάνει τη διάγνωση πως ο
Κοσμάς πάσχει από την «Αρρώστια των Ασκητών» και πως η συγγραφή
ενδέχεται να τον βοηθήσει. Έπειτα από μέρες, αφού έχει γαληνέψει η ψυχή
του, ξεκινά να γράφει μια πνευματική εξομολόγηση, το μετακομμουνιστικό
του Πιστεύω, την Ασκητική.
Κατάλοιπα του Ανήφορου σε έργα του Νίκου Καζαντζάκη
Με μια πρώτη ανάγνωση του καζαντζακικού μυθιστορήματος,
αναδεικνύονται εμφανώς σημεία –φράσεις ή και εικόνες που ομοιάζουν ή
ταυτίζονται– τα οποία συναντώνται και σε άλλα έργα του Νίκου Καζαντζάκη.
Μετά την πλήρη μεταγραφή και τεκμηρίωση του χειρογράφου, επιχειρήθηκε
μια διακειμενική προσέγγιση του κειμένου με την καζαντζακική εργογραφία,
αναδεικνύοντας στοιχεία που φαίνεται να διαπλέκονται στενά με άλλα έργα
του κρητικού συγγραφέα, και κυριότατα με το μυθιστόρημα Ο καπετάν
Μιχάλης, το ταξιδογράφημα Ταξιδεύοντας: Αγγλία και την αυτοβιογραφική
μυθιστορία Αναφορά στον Γκρέκο.
Σχετικά με το μεταγενέστερο έργο Ο καπετάν Μιχάλης, το οποίο συγγράφεται
τη χρονική περίοδο 1949-1950 και εκδίδεται για πρώτη φορά το 1953, έχουν
κατά καιρούς επισημανθεί διάφοροι συσχετισμοί από μελετητές, κυρίως όμως
ανασκευάζοντας και χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που σημείωναν η
Ελένη Καζαντζάκη και ο Παντελής Πρεβελάκης, καθώς κανένας από τους
μελετητές δεν πρέπει να είχε διαβάσει και μελετήσει το χειρόγραφο του
ανέκδοτου μυθιστορήματος. Όσοι αναφέρθηκαν, λοιπόν, στο έργο Ο
Ανήφορος, περιορίστηκαν κατά κύριο λόγο σε ένα και μόνο σημείο: να
θεωρήσουν το έργο αυτό ως έναν από τους προδρόμους του Καπετάν Μιχάλη,
γεγονός που πιθανόν να είναι και ο βασικότερος λόγος που το καζαντζακικό
μυθιστόρημα έμεινε στην αφάνεια, μαζί με τη σκέψη πως επρόκειτο για ένα
έργο «αποκηρυγμένο» από τον συγγραφέα. Και πράγματι, υπάρχουν στοιχεία
και αφηγηματικό υλικό του Ανήφορου που αξιοποιούνται και μεταφέρονται
αυτούσια ή μεταπλάθονται μέσα στον Καπετάν Μιχάλη, μικρές ή μεγαλύτερες
ιστορίες και σκηνές. Ωστόσο, τα συστατικά που χρησιμοποιήθηκαν ως μαγιά
για τη δημιουργία του Καπετάν Μιχάλη προκύπτουν κυρίως από το πρώτο
μέρος του Ανήφορου που επιγράφεται «Κρήτη».
Σχετικά με το προγενέστερο έργο Ταξιδεύοντας: Αγγλία, το οποίο συγγράφεται
τη χρονική περίοδο 1939-1940 και εκδίδεται για πρώτη φορά ως βιβλίο το
1941, προκύπτει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επισήμανση, που φυσικά μέχρι
σήμερα δεν έχει καθόλου υπογραμμιστεί: σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο μέρος
του Ανήφορου με τίτλο «Αγγλία» αναπαράγει κατά κάποιον τρόπο αυτούσιο
υλικό από το ομώνυμο Ταξιδεύοντας. Παρά το γεγονός ότι αποσπάσματα
ανάμεσα στα δύο καζαντζακικά έργα φαίνονται πανομοιότυπα, με μια πιο
προσεχτική ματιά διαπιστώνει κανείς πως παρουσιάζουν τροποποιήσεις και
αλλαγές –ειδικότερα όπως μεταφέρονται στον Ανήφορο–, που σίγουρα
χρήζουν περαιτέρω έρευνας προκειμένου να εντοπιστούν οι τυχόν
υφολογικές και πραγματολογικές διαφοροποιήσεις στις οποίες οδηγείται ο
Καζαντζάκης στην εκ νέου αξιοποίηση του υλικού του, το οποίο στην ουσία
μεταπλάθει. Σημαντική παρατήρηση όμως που παρουσιάζει ακόμα ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως οι εντυπώσεις του Καζαντζάκη από το ταξίδι
του στην Αγγλία μεταφέρονται στον Ανήφορο σε δεύτερο πρόσωπο διαμέσου
επιστολών από τον Κοσμά προς τη Νοεμή, πράγμα που μας νομιμοποιεί να
ισχυριστούμε με σαφήνεια πως έχουμε μια «αναδημιουργία» του κειμένου,
αφού πλέον το ταξίδι αυτό αναπροσαρμόζεται σε νέα συμφραζόμενα με
αποτέλεσμα να εντάσσεται πια σε μια μυθιστορηματική πλοκή.
Σχετικά με το επίσης μεταγενέστερο έργο Αναφορά στον Γκρέκο, το οποίο
συγγράφεται τη χρονική περίοδο 1954-1957 και εκδίδεται για πρώτη φορά
μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 1961, δεν έχει καθόλου επισημανθεί η
σχέση του Ανήφορου με τη μυθιστορική αυτοβιογραφία του Νίκου
Καζαντζάκη. Πέρα από μια ιδιότυπη ομοηχία που παρατηρείται στους
τίτλους των δύο έργων (ανάμεσα στις λέξεις «ανήφορος» και «αναφορά»),
εντοπίζονται σημαντικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε αποσπάσματα του
Ανήφορου και σε κεφάλαια της Αναφοράς –ενδεικτικά σημειώνονται ορισμένα
από τα πρώτα κεφάλαια, όπως «Οι πρόγονοι», «Ο κύρης», «Η μάνα», «Ο
θάνατος του παππού», «Πάλη Κρήτης και Τουρκιάς», αλλά και σε άλλα όπως
«Βιέννη-Η αρρώστια» και «Βερολίνο-Μια Οβραία». Χαρακτηριστικό
παράδειγμα με το οποίο καταδεικνύεται ο εις βάθος συσχετισμός των δύο
έργων είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζονται μεταξύ του κεφαλαίου
«Βιέννη-Η αρρώστια» της Αναφοράς και του τελευταίου μέρους με τον τίτλο
«Μοναξιά» του Ανήφορου, στο οποίο ο ήρωας παρουσιάζει μία ιδιαίτερα
σπάνια δερματοπάθεια, ενώ η εμφάνιση της αρρώστιας και η διάγνωση του
«βιεννέζου οβραίου γιατρού» παρουσιάζεται και στην Αναφορά.
Τέλος, στην απόπειρα αναζήτησης κατάλοιπων του Ανήφορου στην
καζαντζακική εργογραφία, αναδεικνύεται το πλήθος των αυτοβιογραφικών
στοιχείων και πραγματικών περιστατικών του κρητικού λογοτέχνη που
εντάσσονται μέσα στο αδημοσίευτο μυθιστόρημα, δημιουργώντας την αίσθηση
πως για κάποιο λόγο ο Καζαντζάκης ήθελε με κάποιον τόπο να τα διασώσει
τοποθετώντας τα μέσα στην αφήγηση του έργου του. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν (α) η τοποθέτησή του στον ραδιοφωνικό σταθμό του
BBC για τον Bernard Shaw, (β) η έκκλησή του στους διανοούμενους του
κόσμου για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος» και (γ) η εμπειρία του
από την καταγραφή των γερμανικών ωμοτήτων –έναν χρόνο πριν τη
συγγραφή του Ανήφορου· ειδικότερα, η πορεία του Κοσμά και της Νοεμή μέσα
από τα κατεστραμμένα χωριά της Κρήτης, αλλά και η αφήγηση του Μανολιού
γύρω από την απαγωγή του γερμανού στρατηγού Κράιπε.
Επίσης, υπερθεματίζοντας στην υπόθεση πως στο έργο Ο Ανήφορος
ενσωματώνονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του
Καζαντζάκη, πρέπει να προστεθεί και ένα άλλο σημαντικό σημείο: στο
μεγαλύτερο μέρος του έργου ο πρωταγωνιστής Κοσμάς επικοινωνεί με τη
γυναίκα του στην Κρήτη μέσα από μακροσκελή γράμματα στα οποία της
αφηγείται τις εμπειρίες του από το ταξίδι και τις σκέψεις του γύρω από την
παγκόσμια κατάσταση, πράγμα που αφενός ανακαλεί στη μνήμη την
αλληλογραφία που διατηρούσε και με τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε,
τόσο τη Γαλάτεια όσο και την Ελένη, αφετέρου ξαναφέρνει στο προσκήνιο την
επιθυμία του να γράψει την αυτοβιογραφία του με τη μορφή επιστολών στη
γυναίκα του με τίτλο «Γράμματα στη γυναίκα μου».

Η θέση του μυθιστορήματος στο σύνολο


της καζαντζακικής εργογραφίας
Ο Ανήφορος αποτελεί ένα πεζογράφημα που γράφεται κατά την περίοδο της
«εξόδου» του Νίκου Καζαντζάκη στην Ευρώπη –που η αναχώρησή του στο
εξωτερικό έμελλε να αποτελέσει την αρχή του οριστικού εκπατρισμού του–
και μάλιστα ταυτίζεται με τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης του κρητικού
λογοτέχνη με το μυθιστόρημα, εντείνοντας τις προσπάθειές του να επιβληθεί
ως παγκόσμιος συγγραφέας.
Οι λόγοι συγγραφής του μεταπολεμικού μυθιστορήματος κατά την παραμονή
του στην αγγλική επικράτεια διαφαίνεται κατά κάποιον τρόπο από ένα σχόλιο
που σημειώνει η Ελένη Καζαντζάκη πως «ο Νίκος θεωρούσε τον εαυτό του
υποχρεωμένο να γράψει ένα βιβλίο για τη μεταπολεμική Αγγλία. Ζήτησε
λοιπόν ν’ απομονωθεί στο Καίμπριτζ. Η ψυχή και το μυαλό του όμως έμεναν
καρφωμένα στην Ελλάδα, που τη σπάραζε ο αδερφοχτόνος πόλεμος. Απ’ ό,τι
έγραψε ο Νίκος στο Cambridge, δε θέλησε να σώσει παρά μερικές σελίδες,
που τις μεταχειρίστηκε σε κατοπινά του έργα». Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει
στην Ελένη πως προσπαθεί να επιστρατεύσει τις δυνάμεις του και να μην τον
κυριεύσει πανικός, προκειμένου να παραμείνει στην Αγγλία και να γράψει
το βιβλίο, εννοώντας τον Ανήφορο: «Έχω το σχέδιο τον βιβλίου. Θα ’ναι
μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ διανοoύμενοι δε μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη:
Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά» · γράφει με σκοπό να απαντήσει τα ερωτήματα που
έθεσε και φυσικά που τον απασχολούσαν. Και σε επόμενη επιστολή του στις
19 Αυγούστου 1946 σημειώνει: «...Οι μέρες περνούν όμοιες, απαράλλαχτες,
κι όλες μαζί είναι σα μια μέρα: ξυπνώ το πρωί στις 5 1/2,κατεβαίνω στο
δωμάτιο-γραφείο· ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία και χερόγραφα, ένα καναπέ
Louis XV παλιό, ένα... ραδιόφωνο! Και δυο καρέκλες... Κάθουμαι λοιπόν κι
αρχίζει το μαρτύριο, γράφω. Είμαι πια στα 2/3, ως το τέλος Αυγούστου
τελειώνω· στο γ΄ μέρος θα μπει όλη η «Ασκητική»...».
Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, συγγράφει το νέο του βιβλίο με σκοπό να εκφράσει
τις ανησυχίες του τόσο για την ελληνική όσο και για την παγκόσμια
πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, πράγμα που διαφαίνεται και από το
επιστολή του στις 17 Σεπτεμβρίου 1946 προς τον ελληνιστή σουηδό φίλο του
Börje Knös: «Αγαπητέ Κύριε Knös... Είμαι όλο και πιο ανήσυχος για την
ηθική κρίση, που περνά η εποχή μας. Το βιβλίο που μόλις τώρα τέλειωσα –
ένα μυθιστόρημα– πραγματεύεται τούτη την ανησυχαστική κατάσταση...
Αισθάνουμαι πως η ανθρώπινη μοίρα περνά μιαν κρίσιμη κατάσταση και γι’
αυτό νιώθω μεγάλη αγωνία. Σα να εφεύρε ο γορίλλας τη φωτιά, πριχού
προλάβει να γίνει άνθρωπος...»
Ο κρητικός λογοτέχνης, παράλληλα με την επιστολική επικοινωνία του με
τη γυναίκα του Ελένη, γράφει μανιωδώς και στην Έλλη Λαμπρίδη σχετικά
με το έργο του Ο Ανήφορος, πράγμα το οποίο φανερώνεται καταφανέστατα από
τη σχετική τους αλληλογραφία, καθώς ο Καζαντζάκης, ολοκληρώνοντας το
νέο του έργο, σκοπεύει να μεταφραστεί απευθείας στα αγγλικά προκειμένου
να εκδοθεί στην Αμερική και να προωθηθεί σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο κοινό.
Η επαφή Καζαντζάκη-Λαμπρίδη αφορά τη μετάφραση στα αγγλικά τόσο της
καζαντζακικής Ασκητικής –για την εγκιβωτίσει ολόκληρη στο τέλος του
Ανηφόρου– όσο και ολόκληρου του νέου του μεταπολεμικού μυθιστορήματος.
Γράφει σε επιστολή του στις 19 Αυγούστου 1946: «Σε παρακαλω κοίταξε
αμέσως την “Ασκητικη” γιατι σκοπέβω να την τοποθετήσω όλη στο γ΄ μέρος
του βιβλίου. Κι αν πρόκειται, καθως βλέπω στο φάκελο, να φύγεις για την
Αμερικη, τί θα γίνει με τη μετάφραση; Θα προλάβεις; Ίσως, γιατι οι formalités
είναι τόσο πολες, που σίγουρα θα βαστάξουν πάνω απο ένα μήνα. Γι’ αφτο,
θαρω, είναι ανάγκη να τελειώσεις την “Ασκ[ητικη]” και την Πέμτη παίρνεις
το Ι μέρος. Ίσως, αν έχεις τη μετάφραση, να μπορέσεις να βρεις εκδότη και
στην Αμερικη».
Και μετά από μερικές μέρες: «Αφου ανέλαβες τη μετάφραση του βιβλίου, είμαι
ήσυχος, γιατι ξέρω τη δαιμονικήΣου εργατικότητα κ’ ευσυνειδησία. Μα δεν
πρέπει καθόλου να χάνεις καιρο. Να τελιόσεις την “Ασκητικη” που θα μπει
όλη κι ωστόσο θα Σου στείλω το Ι μέρος· αφτες τις μέρες τελιόνω και το ΙΙ. Το
βιβλίο ελπίζω νάχει τελειόσει στην 1 Σμβρη. Όταν έχουμε μεταφρασμένο το Ι
μέρος, μπορούμε ν’ αποταθούμε σ’ εκδότη».
Και σε επόμενες επιστολές του Καζαντζάκη προς τη Λαμπρίδη φαίνεται η
αγωνία του για τη μετάφραση αλλά και την έκδοση του Ανήφορου: «Άβριο
τελιόνω και το β΄ μέρος· το γ΄ πια, αφου θάχει την Ασκητικη (δεν είναι ανάγκη
να μπουν οι αριθμοι· να τηρηθει μόνο η ρυθμικη διάταξη των γραμων) θα
τελιόσει γρήγορα· κ’ έτσι τέλη Αβγούστου το βιβλίο θάναι έτοιμο. Είναι
ανάγκη να μεταφραστει όσο μπορετο πιο γρήγορα το α’ μέρος, για να δοθει σε
τρεις εκδότες μαζι».
Με την Έλλη Λαμπρίδη ο Νίκος Καζαντζάκης ανοίγει το ζήτημα και του
τίτλου του έργου, ζήτημα που τον απασχολεί ιδιαίτερα: «Σε παρακαλω πολυ
να μου στείλεις την αγγλικη συνέχεια της μετάφρασης, γιατι ελπίζω να βρω
εδω μεταφραστη γάλο κ’ εκδότη. […] Και στείλεμου συστημένα μετάφραση
και κείμενο και σκέψου τί τίτλο να του δόσουμε». Και σε άλλη του επιστολή:
«Τί τίτλο να δώσουμε στο βιβλίο δεν ξέρω ακόμα. Προχτες σκέφτηκα: “Le
coeur atomique”. Αν τον εγκρίνεις, τότε ανάγκη κάπου να προσθέσουμε δυο
τρεις φράσεις, εδω κ’ εκει, που να δικαιολογουν έναν τέτοιο τίτλο. Σκέψου
και Συ».
Βασική όμως μέριμνα του Καζαντζάκη είναι να γίνει η μετάφραση όσο το
δυνατόν πιο γρήγορα –και φυσικά άρτια– για να χτυπήσουν «πόρτες» στην
Αμερική και να βρουν εκδότη να αναλάβει την έκδοση: «Οι μέρες περνουν
γρήγορα και τί θα κάνουμε με το βιβλίο; Έχεις τόσες δουλιες που δεν τολμω
να παραπονεθω. Όμως πρέπει κάτι να γίνει γρήγορα». Και φυσικά αυτό
επιβεβαιώνεται και από την ίδια την Λαμπρίδη μέσα από μια επιστολή της
προς τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό: «ανέλαβα να μεταφράσω ένα βιβλίο που
έγραψε ο Καζαντζάκης άψε σβήσε όσο ήταν εδώ· το κοντεύω τώρα, αλλά –δεν
θέλω να πω περισσότερα».
Ο Ανήφορος είναι ένα μεταπολεμικό έργο που διαδέχεται την έκδοση του
βιβλίου Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενώ προηγείται της συγγραφής
των ωριμότερων μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη, όπως Ο καπετάν
Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. και Ο τελευταίος πειρασμός.
Μέσα από τα τεκμήρια, διαπιστώνει κανείς πως το νέο έργο φέρει την αγωνία
και την ελπίδα του Καζαντζάκη να επικοινωνήσει με ένα κοινό έξω από τα
σύνορα της Ελλάδας και να φτάσει η φωνή του σε κάθε μεριά της γης,
χρησιμοποιώντας μια γλώσσα διεθνή και ευρέως διαδιδομένη, όπως η
αγγλική, προκειμένου να μετουσιώσει τις ανησυχίες του και τις σκέψεις του,
προβάλλοντας την οικουμενική ιδέα της μεταρσίωσης της ύλης σε πνεύμα.

Κοιμήθηκε. Πρωι πρωι ξύπνησε κι άρχισε να γράφει. Όλα πια είταν


ολοφάνερα, χεροπιαστα, έτοιμα μέσατου. Έγραφε απο το πρωι ως το βράδι· κι
όσο έγραφε ταχτοποιούνταν η σκέψητου, ταχτοποιούνταν ο κόσμος. αποχτούσαν
νόημα οι λεπτομέρειες, έπαιρναν τη θέσητους στο σύνολο και δικαιόνουνταν.
Αποχτούσε ο κόσμος ενότητα, έβλεπε ο αγώνας γιατι αγωνίζουνταν κι όλα,
ζωντανοι και πεθαμένοι, περασμένα, τορινα και μελούμενα, χιμούσαν τορα
αδερφομένα στην προαιώνια έφοδο.
Έγραφε σε βαθια ηρεμία κι έξταση, γρήγορα, σημαδέβοντας μoνάχα λίγες
συλαβες απο την κάθε λέξη, για να προφταίνει. Ο νους έτρεχε γοργότερα απο το
χέρι και το χέρι κουράζουνταν.
Κάποτε, νύχτα, έβγαινε περίπατο. Χαίρουνταν τόρα μιαν πολιτεία αδιανη,
πεντακάθαρη, τα βήματά του αντιλαλούσαν στους έρημους δρόμους και κάπου
κάπου μονάχα ένας μεθυσμένος ή ένας ερωτεμένος ξαγρυπνούσαν μαζίτου. Όταν
περνούσε ο ένας πλάι στον άλον κοιτάζουνταν σα συνωμότες και χαιρετιούνταν
εγκάρδια. Κρασι, έρωτας, στοχασμος – κι οι τρεις διαβάτες εξτατικοι, νικώντας
τις μικρες καθημερινες έγνιες περπατούσαν αδερφομένοι μέσα στη νυχτερινη
ερημία.
Πήρε ο Κοσμας ένα κόκινο μολύβι, έγραψε απάνω σ’ ένα καινούριο τετράδιο
με μεγάλα κεφαλαία γράματα: ΑΣΚΗΤΙΚΗ
κι άρχισε καθαρα, αναπαμένα, ν’ αντιγράφει τ’ όραμάτου:

[ Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο·


καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο·
το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. ]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1) Τα κύρια πρόσωπα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα Ο Ανήφορος είναι:


ο Κοσμάς, ο πρωταγωνιστής του έργου, η γυναίκα του Νοεμή-Χρυσούλα, ο
πατέρας του καπετάν Μιχάλης, ο οποίος, παρόλο που είναι νεκρός, κάνει την
παρουσία του αισθητή και επηρεάζει τους πάντες μέσα στο σπίτι, η μητέρα
του Χρυσούλα, η αδερφή του Μαρία, ο παππούς του καπετάν Σήφακας, ο
Μανολιός, αντάρτης κατά τη Γερμανική Κατοχή, που τους οδηγεί στο χωριό
του παππού, ο άγγλος φίλος του Κοσμά και παλιός συμπολεμιστής του στην
Αφρική, Λιούης, η Ιρλανδέζα Έλσα, την οποία γνωρίζει στη συντροφιά του
Λιούης στο Λονδίνο, η Ενριέτα Νόρτον ή Ρίτα, νοσοκόμα στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, την οποία γνωρίζει σε παράσταση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ και
με την οποία νιώθει αμοιβαία ερωτική έλξη, ο βιεννέζος γιατρός που κάνει
την διάγνωση της δερματοπάθειάς του, καθώς και άλλα ως βοηθητικά
πρόσωπα για την προαγωγή της πλοκής και της ιστορίας.
Ένα άλλο πρόσωπο της καζαντζακικής ιστορίας είναι ο πατέρας του Κοσμά,
καπετάν Μιχάλης, ο οποίος αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση
χαρακτήρα στο μυθιστόρημα, καθώς φαίνεται να είναι πρόσωπο διαρκώς
παρόν, παρόλο που από την αρχή πληροφορούμαστε πως μόλις έχει πεθάνει.
Όχι μόνο γίνονται διαρκώς αναφορές σε αυτόν μέσα από αναδρομικές
αφηγήσεις, αλλά και δίνεται η εντύπωση πως εξακολουθεί να κυκλοφορεί
μέσα στο πατρικό σπίτι του Κοσμά σαν μια απόκοσμη παρουσία που
κυριολεκτικά και μεταφορικά στοιχειώνει το σπίτι αλλά και τα μέλη της
οικογένειάς του, ακόμα και τη Νοεμή.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα που περιγράφονται στο έργο ενισχύουν την προαγωγή
της πλοκής και προωθούν με έναν ξεχωριστό τρόπο τον μύθο αναδεικνύοντας
γεγονότα και περιστατικά που φανερώνουν άγνωστες πτυχές της
προσωπικότητας των βασικών ηρώων και ταυτόχρονα σκιαγραφούν περίτεχνα
τον χαρακτήρα τους. Ενδεικτικά αναφέρονται: η γριά Σουρμελίνα, οι
γειτόνισσες της μητέρας του Κοσμά στο Μεγάλο Κάστρο, οι γέροι καπεταναίοι
στο σπίτι του παππού του Κοσμά στο χωριό του στην Κρήτη, καθώς και άλλα
πρόσωπα που συναντά ο Κοσμάς στο Λονδίνο, όπως ένας γέρος άγγλος
καθηγητής, ένας νέος συμπατριώτης του ποιητής, θαυμαστής του Κοσμά, που
έρχεται να τον συναντήσει, οι φίλοι του Λιούης, άνθρωποι του πνεύματος που
τους προτείνει την ίδρυση μιας «Πνευματικής Διεθνούς».
2) Ενδεικτικά αναφέρονται η γνωριμία του Κοσμά με τη Νοεμή, η υποδοχή
της Νοεμής στην Κρήτη από τη μάνα και αδερφή του Κοσμά, η ιστορία με την
αδερφή του Κοσμά και τον πατέρα της που την κλείδωνε στην κάμαρά της, η
πρόσκληση του πατέρα του Κοσμά στους τζουτζέδες, η ανακοίνωση του
Μανολιού στον Κοσμά για το ψυχομαχητό του γερο-Σήφακα, η ανάβαση των
ηρώων και η άφιξη στο σπίτι του γερο-Σήφακα κ.ά.
Καζαντζάκης και Σαίξπηρ: διακειμενικές αναφορές
Ο Σαίξπηρ αποτέλεσε για τον Καζαντζάκη μια πραγματική ποιητική
αποκάλυψη, καθώς στο πρόσωπο του άγγλου ποιητή ο κρητικός λογοτέχνης
αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά ενός ολόκληρου έθνους: «Η Αγγλία κοιτάζει
το πρόσωπό της στον Σαίξπηρ και χαίρεται, γιατί βλέπει πως ο γιος τούτος
έχει, μέσα στο μικρό χώρο του προσώπου του, τέλεια συμπυκνώσει κι
αποτυπώσει όλα τα χαραχτηριστικά της: το σαξονικό πραχτικό νου, την
κελτική ονειροπόληση, την κουρσάρικη παλικαριά του Βίκιγκ και την
πειθαρχία του Νορμανδού. Κι απάνω από όλα, μέσα σε όλα, τον έρωτα της
Ελευτερίας».
Ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ ως «τον πιο αθάνατο
θνητό που πλάστηκε από εγγλέζικο χώμα». Ο έλληνας συγγραφέας μελετά τη
σαιξπηρική λογοτεχνία, επηρεάζεται από τις έμμετρες τραγωδίες του και
θαμπώνεται από τη χρήση της γλώσσας του. Η σχέση ανάμεσα στον Ουίλιαμ
Σαίξπηρ και τον Νίκο Καζαντζάκη διαφαίνεται αφενός από μια γνωστή
πληροφορία πως ο Καζαντζάκης συγγράφει ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο «Ο
Οθέλλος ξαναγυρίζει», εμπνευσμένο από τους χαρακτήρες του ομώνυμου
σαιξπηρικού έργου, και αφετέρου από μια άγνωστη πτυχή: στο Αρχείο του
Μουσείου Καζαντζάκη φυλάσσονται εβδομήντα πέντε λυτές χειρόγραφες
σελίδες του Νίκου Καζαντζάκη, που με μια πρώτη ματιά διαπιστώνει κανείς
πως πρόκειται για «μικρά κείμενα» με τους τίτλους των σαιξπηρικών έργων
«Ο Έμπορος της Βενετίας», «Η στρίγγλα που γίνεται αρνάκι», «Μάκβεθ»,
«Αμλέτος», «Ο Βασιλιάς Ληρ» και «Οθέλος», τα οποία, πιθανότατα, πρέπει να
είναι διασκευασμένα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη, βασισμένα στις
ομώνυμες τραγωδίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Οι λογοτεχνικοί δεσμοί των δυο ποιητών εκτείνονται, όμως, ακόμα βαθύτερα:
Ο Καζαντζάκης γοητεύεται από το έργο του Σαίξπηρ χωρίς καμία αμφιβολία
και εκφράζει τον θαυμασμό του στο Ταξιδεύοντας-Αγγλία: «Αν εξαφανίζουνταν
οι άνθρωποι που έπλασε ο Θεός και ξαμολύνουνταν από τις πυκνοτυπωμένες
τούτες σελίδες τα πλάσματα του Σαιξπήρου, ο κόσμος θα ’βγαινε, θαρρώ,
κερδεμένος». Και συνεχίζει γράφοντας: «…λόγια, που ποτέ του δεν μπόρεσε
να βάλει ο Θεός στα χείλια των ανθρώπων του. Ποιος ερωτεμένος, πλάσμα του
Θεού, κελάδησε ποτέ σαν τον Ρωμαίο, ποιος, από τους υπηκόους του Θεού,
βλαστήμησε σαν τον Ληρ, ποιος αναστέναξε ποτέ σαν τον Άμλετ;» Και τον
χαρακτηρίζει ως: «Απέραντη, από τον πάτο της Κόλασης ως την κορυφή του
Παράδεισου, ψυχή. Αν ήταν αλάκερη η ανθρωπότητα να ’στελνε έναν
αντιπρόσωπο να υποστηρίξει τα δίκαιά της στο Θεό, αυτόν θα ’στελνε.
Κανένας σαν τον Σαίξπηρ δε χρησιμοποίησε με τόση δύναμη συνάμα και
γλύκα, με τόση τραχύτητα συνάμα και μελωδία, με τόσο μαγικό περίσωμα τις
ανθρώπινες λέξες».
Αντίστοιχα, στον Ανήφορο, ο Καζαντζάκης κάνει ιδιαίτερη μνεία στον εθνικό
ποιητή της Αγγλίας Σαίξπηρ, ονομάζοντάς τον «αγαπημένο θεό» –μαζί με τον
Όμηρο και τον Ντάντε– που θα εμφανιστεί για να δώσει «νόημα κι ομορφιά
στη ζωή μας». Συνάμα ο κρητικός συγγραφέας μιλά για τη ζωή του άγγλου
ποιητή και σχολιάζει με οξυδέρκεια και σεβασμό το έργο του.
Μέσα στο «άγνωστο» καζαντζακικό έργο, συναντάμε αρκετά αποσπάσματα από
τη σαιξπηρική ποίηση, δείγμα της δημιουργικής επίδρασης του άγγλου
λογοτέχνη στον έλληνα συγγραφέα. Ειδικότερα, ο Καζαντζάκης εγκιβωτίζει
στίχους του Σαίξπηρ από τα έργα Άμλετ, Η Τρικυμία, Όπως σας αρέσει, καθώς
και από τα Σονέτα.
Εν κατακλείδι, πρέπει να σημειωθεί εμφατικά ότι τόσο από τις διακειμενικές
νύξεις όσο και από τις κειμενικές περιγραφές διαφαίνεται πως η μορφή του
άγγλου ποιητή Ουίλιαμ Σαίξπηρ αποτελεί ένα πρόσωπο σημαίνουσας
σημασίας για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ειδικότερα, στα κεφάλαια της «Αγγλίας»
και της «Μοναξιάς», ο κρητικός ποιητής σκιαγραφεί τον άγγλο ποιητή με έναν
τρόπο ιδιαίτερο και ξεχωριστό, πράγμα που οδηγεί αυθόρμητα στο σχόλιο
μήπως το πρόσωπο του Καζαντζάκη καθρεπτίζεται στο πρόσωπο του Σαίξπηρ,
καθώς ταυτίζει την έμπνευση και τη συγγραφή ενός έργου με μια εσώτερη
πάλη του συγγραφέα γεμάτη αγωνία και πάθος:
«Τρομαχτικιά θά ’ταν η ψυχική κρίση που περνάει τα χρόνια τούτα ο
Σαίξπηρ. Χοχλάζει η ψυχή του, το πάθος παίρνει μαύρη αποτρόπαιη μάσκα,
δεν ελπίζει πια τίποτα, σα να τον είχαν όλοι κι όλα προδώσει ‒άντρες,
γυναίκες, ιδέες. Σκουντουφλάει η καταπληγωμένη ψυχή του Ποιητή από
γκρεμό σε γκρεμό, παίρνει πλήθος πρόσωπα, αλλάζει μάσκες, πληγές και
μαρτύρια, μάχεται, ζώντας όλα τα πάθη, να γλιτώσει απ’ όλα τα πάθη.
Υπεράνθρωπα ανθρώπινα πάθη που ξεπερνούν τη λογική και το μέτρο και
σπρώχνουν τους ήρωες στην άβυσσο, όπου πέφτουν πότε αμίλητοι σα γιγάντια
σύννεφα, πότε μουγκρίζοντας σα βουβάλια».

You might also like