You are on page 1of 14

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΘΕΑΤΗ

ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΕΑΜΑ


Διδακτορικὴ διατριβὴ
τοῦ Κωνσταντίνου Λούκου – Γεωργοπουλάκη
ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τῶν καθηγητριῶν
κυρίας Μαρίας Ἀθανασοπούλου
καὶ κυρίας Ἑλένης Παπάζογλου
καὶ τοῦ κυρίου καθηγητῆ
Μιχαὴλ Μαρμαρινοῦ
κατατεθείσα
στὸ τμῆμα Θεάτρου
τῆς Ἀνωτάτης Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης
τὸ ἕτος 2019
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

-1-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ παροῦσα διδακτορικὴ διατριβὴ γράφτηκε σὰν ἐπαγγελματικὴ
διέξοδος, ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα, χάρη στὴν εὐγενικὴ πρωτοβουλία
τοῦ κυρίου Μιχαὴλ Μαρμαρινοῦ νὰ προσφέρῃ τὴν βοήθειά του σὲ
μιὰν ἐσωτερικὴ ἐκκρεμότητα τοῦ καταθέτοντός την. Τὸ κρίσιμο
σημεῖο, στὴν συγγραφή της, ἦταν νὰ δοθῇ διέξοδος μέσῳ τῆς
διατριβῆς αὐτῆς στὸ μουσικὸ ἔνστικτο τοῦ ὑποψηφίου. Ἡ συνθήκη
αὐτὴ ἐκαλύφθη, πλήρως, ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη ὑποδοχὴ στὸ μουσικὸ
αὐτὸ ἔνστικτο ἐκ μέρους τῶν ἐπιβλεπόντων καθηγητοῦ καὶ
καθηγητριῶν, ἐν μέσῳ ἀνυποχωρήτων ἐπιστημονικῶν ἀπαιτήσεων,
ποὺ κάθε διδακτορικὴ διατριβὴ ὀφείλει νὰ ἔχει σὲ πανεπιστήμιο. Ο
πρῶτες μεγάλες μου εὐχαριστίες ἀνήκουν λοιπὸν στὸ ἀδιάβλητο ἦθος
καὶ τὴν ὑπεύθυνη, ἄνευ οἱουδήποτε ἐξωτερικοῦ καταναγκασμοῦ,
πρόθυμη ἀνταπόκριση καὶ τῶν τριῶν ἐπιβλεπόντων καθηγητοῦ καὶ
καθηγητριῶν στὸ δύσκολο ἔργο τοῦ ξεπεράσματος τῶν
ἀντικαλλιτεχνικῶν ἐμποδίων ποὺ ἔβρισκε ὁ παρὼν ὑποψήφιος στὴν
ζωή του μέχρι νὰ τοῦ κάνουν τὴν τιμὴ νὰ τὸν δεχτοῦν στὸν
Παρνασσό. Σὲ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς, λοιπόν, ἐλλογιμώτατες
καθηγήτριες καὶ μουσοτραφῆ καθηγητή, ἀνήκει ἡ ὅποια ἐπιτυχία
στὴν κατάθεση αὐτῆς τῆς διατριβῆς πρὸς κρίσιν καὶ χρῆσιν, καὶ
στὸν καταθέτοντά την ἀνήκει ἡ ὅποια ἀπόρριψή της. Ὁ τελευταῖος
δράττεται, ἁπλῶς, τῆς εὐκαιρίας νὰ ἐκφράσῃ, σὲ αὐτὸν τὸν
πρόλογο, τὴν ἄπειρη ἀγάπη του στὴν μητέρα του, τὸν πατέρα
του καὶ τὴν ἀδελφή του, καὶ τὴν αἰώνια ἀφοσίωσή του στὴν ἀγάπη
τῆς ζωῆς του, τῆν Ἄρτεμι Γαλάνη, καὶ στὰ παιδιὰ ποὺ περιμένει
ἀπὸ αὐτήν. Θεσσαλονίκη 5/4/2019 Κωσταντῆς Λοῦκος-
Γεωργοπουλάκης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ὅποιος δὲν ἠμπόρεσε ποτέ του νὰ νιώσῃ τὴν δύναμη τῆς μουσικῆς
εἶναι ἱκανὸς γιὰ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα
Διὰ παντὸς πάντα περῶντα (Παρμενίδης. Μετάφραση τοῦ
ὑποψηφίου “Πρέπει νὰ περάσῃ τὸ πᾶν ἀπὸ τὸ πᾶν”.

Τὸ θέατρο εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ παρόντος ὑποψηφίου ταῖς


θεατρικαῖς σπουδαῖς, ἀπαγορευμένο. Ὁ λόγος εἶναι πὼς δὲν
ἐξαρτᾶται ἡ ἀνάπτυξή του ἀπὸ ἱκανότητες, φιλοπονία, θέληση τοῦ
διψῶντος ἠθοποιοῦ, σκηνοθέτη, χορευτῆ ἐν θεάτρῷ, καλλιτέχνου
τῶν φώτων καὶ τῆς σκηνῆς, τοῦ δαπέδου τῆς ὀρχήστρας, τῆς
ὕφανσης τοῦ πέπλου τῆς αὐλαίας. Ἐξαρτᾶται τὸ θέατρο μονάχα
ἀπὸ τὴν ἀποδοχή του, ὡς παράσταση, ἀπὸ ἕναν τουλάχιστον θεατή,
ἴσως ἕναν μονάχα θεατή. Θὰ μπορούσαμε, μάλιστα, νὰ ποῦμε,
ἀπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς τουλάχιστον, ἤ καὶ μοναδικοῦ θεατή – ὁ
ἠθοποιὸς προσπαθεῖ νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχή του. Τὸ ἴδιο ἐπιχειροῦν
οἱ ὑπόλοιποι τοῦ θεάτρου, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Ποιητή. Ἄν
ὑπαρχει ποιητῆς.
Ποιός εἶναι, ὅμως, αὐτὸς ὁ θεατής; Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο, σὲ
αὐτὴν τὴν διατριβή. Ποὺ δὲν κρύβει τὴν φιλοδοξία της νὰ ἀπαντήσῃ.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι τόσο περίπλοκο, ἤ τόσο ἁπλό, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν
μπορεῖ νὰ καλυφθῇ μὲ ἐπιστημονική, φιλοσοφική, βιολογικὴ ἤ
θεολογικὴ μέθοδο, μέθοδο ποὺ νὰ εἶναι τουλάχιστον ἀνεκτὴ ἀπὸ
τοὺς ὤμους τοῦ ὑποψηφίου. Τὸ μόνο ἴσως ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει
αὐτὴ ἡ διατριβὴ εἶναι νὰ μὴν προδώσῃ τὴν ἀναζήτηση τοῦ θεατῆ. Ἡ
ἀναζήτηση αὐτὴ καθορίζεται, στὴν περίπτωσή μας, ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ
θέση που διατυπώθηκε, καὶ ποὺ ἔχει ἴσως ἤδη θεωρηθῇ μὴ
ἀρκούντως ἐπιστημονική: ὅτι τὸ θέατρο εἶναι ἀπηγορευμένο. Αὐτό,
δὲν σημαίνει, βέβαια, πὼς τὸ θέατρο δὲν ὑπάρχει ποτὲ καὶ πουθενά.
Σημαίνει, πολὺ ἁπλά, ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις, ἄν δὲν σοῦ
ἐπιτραπῇ νὰ τὸ κάνεις, ἤ ἄν δὲν σπάσῃς, ὁ ἴδιος, μὲ κάποιον τρόπο,
τὰ δεσμὰ τῆς ἀπαγόρευσης.
Στόχος αὐτῆς τῆς διατριβῆς εἶναι τὸ πρῶτο, καὶ γιὰ αὐτὸ εἶναι
διατριβή, καὶ ὄχι τὸ δεύτερο. Ἄς ποῦμε πὼς τὸ θέατρο, ὅπως τὸ
διατυπώσαμε, εἶναι τὸ δέντρο τῆς γνώσης στὸν κῆπο τοῦ
Παραδείσου. Ὁ δικός μας ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ δική μας ἡ Εὔα θέλουν νὰ
τοὺς ἐπιτρέψῃ ὁ Κηπουρὸς νὰ γευτοῦν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Τὸ
φίδι τοὺς λέει πῶς δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψῃ ποτὲ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ
ἀγροκτήματος. Τὸ πρῶτο ἐμπόδιο πρὸς τὴν γεύση τοῦ Θεάτρου (ἄς
μᾶς ἐπιτραπῇ ἡ παρομοίωση τοῦ θεάτρου μὲ ἕναν γευστικὸ καρπὸ)
εἶναι λοιπὸν ὁ χρόνος.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ
Προτοῦ, ὅμως, ἐπεκταθοῦμε στὴν ἱστορικὴ διάσταση τῆς ἀντι-
θεατρικῆς στάσης, ποὺ ἔχει μελετηθῇ ἀπὸ τοὺς δόκιμους ἱστορικοῦς
τοῦ θεάτρου καὶ τῶν πολιτισμῶν, ἄς ἐξετάσουμε καταρχὴν τὴν
ἔννοια τῆς ἀπαγόρευσης, ἀπὸ τὰ μέσα, ὅμως, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔξω.
Ἡ ἀπαγόρευση εἶναι ἕνα παράξενο, δυαδικὸ σχῆμα. Κάποιος ἤ κάτι
κάτι ἀπαγορεύουν. Κάποιος, ἤ κάποια συμμορφώνονται, θέλοντας
καὶ μή. Ἀκόμα καὶ στὸ μανιφέστο τοῦ μονισμοῦ, τὸ Ποίημα τοῦ
Παρμενίδη, ποὺ ἄλλο δὲν κάνει ἐκεῖ,ὁ Ποιητὴς ἀπὸ τὸ νὰ
ἀναπτύσσει διεξοδικὰ τὴν μοναδικὴ ὕπαρξη τῆς ὕπαρξης, τὴν
ἄφθαρτη οὐσία τοῦ μοναδικοῦ Ὄντος, ὑπάρχει καὶ ἐκεῖ κάτι σὰν
ἀπαγόρευση, ποὺ κινδυνεύει νὰ σπάσῃ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ στὰ δύο,
ἀπαγορεύειν τε καὶ ἀπαγορεύεσθαι. Δὲν καθυστεροῦμε, δίνουμε
ἀμέσως τὸν λόγο στὸν Ποιητή – ἤ, μᾶλλον ἀναπαράγουμε τὸ
Ποίημά του.

Τῷ ξυνεχὲς πᾶν ἐστιν· ἐὸν γὰρ ἐόντι πελάζει.


Εἶναι τὸ εἶναι συνεχές, σὲ ὅλα του τα σημεῖα, εἶναι μὲ εἶναι συνορεύει
καὶ γειτνιάζει
Αὐτὰρ ἀκίνητον μεγάλων ἐν πείρασι δεσμῶν
Γιατὶ ἀκίνητο, μὲ ἀλυσίδες ἀδιάσπαστες εἶναι φυλακισμένο.
ἔστιν ἄναρχον ἄπαυστον, ἐπεὶ γένεσις καὶ ὄλεθρος Οὔτε ἀρχὴ
ἔχει, οὔτε τέλος, γιατὶ ἔναρξη καὶ παύση...
τῆλε μάλ΄ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής. ...δὲν ἔγιναν
ποτὲ γιὰ αὐτό, μακριὰ στέκουν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ταὐτόν τ΄ ἐν ταὐτῷ τε μένον καθ΄ ἑαυτό τε κεῖται Μένοντας
πάντοτε ὅμοιο στὸν ἑαυτό του, μένει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται….
χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει· κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη ….καὶ δὲν
πηγαίνει πάνω κάτω, γιατὶ ἡ Ἀνάγκη, πανίσχυρη
πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶς ἐέργει ,
τὸ κρατᾷ σὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, δὲν τὸ ἀφήνει νὰ πάει πουθενά...
οὕνεκεν οὐκ ἀτελεύτητον τὸ ἐὸν θέμις εἶναι· ….ἄρα τὸ εἶναι δὲν εἶναι
ἄπειρο. Ἀλλὰ εἶναι ἐντὸς ὁρίων.
ἔστι γὰρ οὐκ ἐπιδεές· μὴ ἐὸν δ΄ ἂν παντὸς ἐδεῖτο. Καὶ δὲν τοῦ
λείπει τίποτε, διότι ἀλλιῶς θὰ τοῦ ’λειπαν ὅλα.
Ταὐτὸν δ΄ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκεν ἔστι νόημα. Γιατὶ εἶναι τὸ ἴδιο ὁ
νοῦς καὶ αὐτὸ ποὺ σκέφτεται.
Λέει, λοιπόν, ὁ Παρμενίδης στὸ Ποίημά του πὼς εἶναι στὸ εἶναι
κάτι ἀπαγορευμένο, καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπαγορεύεται εἶναι τὸ ἴδιο τὸ
ἄπειρο. Ἡ μόνη ἐξήγηση ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε στὸ Ποίημα ἄν
θέλουμε νὰ τὸ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ μιὰν ἀντίφαση, ποὺ θὰ ἦταν ὅτι
ἄλλο εἶναι τὸ εἶναι, καὶ ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀπαγορεύει νὰ
κινηθῇ, ἄλλο τὸ Ὅν, ἄλλο ἡ ἀνάγκη, εἶναι πὼς τὸ εἶναι εἶναι τὰ
ὅρια. Καὶ καθὼς τὰ ὅρια εἶναι καὶ αὐτά, εἶναι ἀδιάσπαστα,
καθὼς εἶναι εἶναι. Ἡ ἀλυσίδα τοῦ καταδίκου εἶναι ὁ κατάδικος.
Τέτοια εἶναι, μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε πὼς ὁ Παρμενίδης τὸ
πέτυχε, τέτοια εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ φύση τῆς ἀπαγόρευσης. Ὅταν κάτι
μᾶς εἶναι ἀπαγορευμένο, ἡ ἀπαγόρευσή του μᾶς παρουσιάζεται σὰν
ἀνυπέρβλητη, ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἦταν ἀπαγόρευση.
Πίσω στὸ θέμα μας, τώρα. Ὅταν τὸ θέατρο εἶναι λοιπὸν
ἀπαγορευμένο, ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς ἀπαγόρευσής του δὲν εἶναι,
σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια λογική, γιὰ τὸν ἐπίδοξο καλλιτέχνη τοῦ
θεάτρου μιὰ ἐλαστικὴ συνθήκη, μιὰ κοινωνικὴ προκατάληψη, ἤ ἕνα
ὅριο ἡλικίας, ἤ οἰκονομικὲς καὶ ἄλλες οἰκογενειακὲς δυσκολίες.
Πρόκειται, μᾶλλον, γιὰ ἕνα ὑλικὸ καὶ συνάμα πνευματικὸ γεγονός,
τὴν ἀπαγόρευση. Δὲν εἶναι μιὰ πέτρα, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μετακινηθῇ
μὲ μικρὸ ἤ μὲ μεγάλο κόπο. Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ θεάτρου μοιάζει
περισσότερο μὲ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἴδιο του τὸ
κορμί. Πρόκειται γιὰ μιὰν ἀπαγόρευση ὑπαρξιακῆς τάξης, καὶ ὄχι
μονάχα κοινωνικὴ ἤ βιολογικὴ συγκυρία.
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ
Στὴν διατριβὴ αὐτή, θὰ ἐξετάσουμε, λοιπόν, τὴν ἔννοια τοῦ θεάτρου
ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸ τῆς ἀπαγόρευσής του, εἴτε γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ
θέλει νὰ παίξῃ, εἴτε γιὰ μιὰ κοινωνία ποὺ θέλει νὰ τὸν ἐμποδίσῃ νὰ
παίξῃ, εἴτε, τέλος, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ παίξῃ, χωρὶς νὰ
παίζουν οἱ ἄλλοι. Τὸ θέατρο, σὲ αὐτὴν τὴν διατριβή, εἶναι ἕνας
τόπος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ ἕναν ἀστερισμό. Ἔτσι καλύπτουμε
τὴν ἐγγενῆ στὴν λέξη θέατρο σημασία τοῦ τόπου.
Στὸ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ αὐτῆς τῆς διατριβῆς θὰ ἐξετάσουμε τὶς
τάσεις ἐκεῖνες στὸ σύγχρονο θέατρο ποὺ ἔχουν, ῥητὰ ἤ ὑπόρρητα,
τάσεις ἀντιαπαγορευτικὲς Ἀφοῦ τὶς παρουσιάσουμε συνοπτικά, θὰ
ἐπιχειρήσουμε στὴν συνέχεια νὰ τὶς διαρθρώσουμε ἱστορικά.
Στὸ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ θὰ ἐξετάσουμε τὴν φύση τῆς ἀπαγόρευσης
τοῦ παιξίματος ὡς πρόβλημα τοῦ θεατῆ, καὶ ὄχι τοῦ καλλιτέχνη.
Στὸ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ θὰ δώσουμε τὸν λόγο στὸν μουσικό, ἐκεῖνον,
δηλαδή, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τοῦ ἠθοποιοῦ καὶ τοῦ θεατῆ1.
Τέλος, στὸν ΕΠΙΛΟΓΟ, θὰ προβοῦμε σὲ συμπεράσματα ὡς πρὸς
τὴν σκηνικὴ πράξη.

Αὐτὴ εἶναι ἡ διάρθρωση τῆς διδακτορικῆς μας διατριβῆς.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ


Ἡ θεματολογία αὐτῆς τῆς διατριβῆς προέκυψε ἀπὸ μιὰ σειρὰ
ἀναγνώσεις καὶ ἐμπειρίες, ποὺ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ συνοψίσουμε. Θὰ
ξεκινήσουμε ἀπὸ μιὰ πολὺ γνωστὴ καὶ ἀρκετὰ μελετημένη
περίπτωση, τὴν ἔκδοση τῆς Γέννησης τῆς Τραγῳδίας ἀπὸ τὸν τότε
1 Ἵσως δὲν ἔχει προσεχθῇ ἀρκετὰ (ἤ δὲν τὸ ἔχει ἀντιληφθῇ ὀ ὑποψήφιος μὲ τὰ πενιχρά του διαβάσματα) πὼς ἡ θέση
τοῦ Χοροῦ στὴν ἀρχαία τραγῳδία εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς μὲ αὐτὴν τῶν μουσικῶν σὲ πάμπολλες μορφὲς θεάτρου,
μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ δυτικὴ ὄπερα καὶ ὁ Καραγκιόζης. Ὁ αὐλητὴς παίζει ἐπὶ τῆς ὀρχήστρας.
καθηγητὴ φιλολογίας στὸ πανεπιστήμιο τῆς Βασιλείας στὴν
Γερμανία, τὸν Φρειδερῖκο Νῖτσε. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἴσως δὲν θὰ
ὑπερέβαλλε κανεὶς ἄν ἰσχυριζόταν πὼς καταδικάστηκε2.
Ἡ καταδίκη τοῦ πρωτολείου τοῦ Νῖτσε, ποὺ δὲν ἀμφισβητοῦμε ἐδῷ
τὸ σκεπτικό της, μᾶς ἐνδιαφέρει πρωτίστως ὡς καταδίκη. Ἕνας
πρόχειρος λόγος γιὰ τὴν καταδίκη του ἦταν ἡ ἀντιεπιστημονικότητά
του. Στὰ Ἀπομνημονεύματά του, ὁ πρῶτος ἐντύπως τὸν λίθον
βεβληκὼς ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ του συμμαθητῆ στὸ σχολεῖο
SCHULPFORTA (Σούλπφόρτα), ὁ νεαρός, τότε, φιλόλογος Οὔλριχ
φὸν Βιλαμόβιτς-Μέλλεντορφ, ἐπιμένει σὲ αὐτό, καὶ ἄς ἀπολογεῖται
κάπως κατόπιν ἐορτῆς γιὰ τὴν τότε πράξη του.
-Ἤμουν ἕνας ἀνόητος νεαρός. Δὲν εἶχα ἀντιληφθῇ πὼς ὁ Νῖτσε
προσπαθοῦσε τότε νὰ ὑπερασπιστῇ τὸ βαγνερικό δρᾶμα, πού,
ὁμολογῶ, ποτέ του δὲν μὲ τράβηξε ... Δὲν μποροῦσα ὡστόσο νὰ
δεχτῶ ἐκ μέρους του τὸν βιασμὸ τῆς ἱστορικο-κριτικῆς μεθόδου...
Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Βιλαμόβιτς θέλει νὰ ἐλπίζει ὅτι βοήθησε τὸν
Νῖτσε. Ὁ Νῖτσε εἶχε μιὰ σύζυγο, τὴν φιλολογία, ποὺ δὲν τοῦ ἄρεσε.
Γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν παρουσίαζε στὸν κόσμο ἀλλοιωμένη, γυμνή, τὴν
ἐδιαπόμπευε, τὴν φιλολογία, μὲ ἄλλα λόγια, τὴν παραμόρφωνε στὸ
βιβλίο του ἠθικά, προκειμένου νὰ τὴν πάρῃ μαζί του ἔξω στὸν
δρόμο. Ὁ Βιλαμόβιτς τὸν βοήθησε νὰ πάρει διαζύγιο ἀπὸ τὴν
φιλολογία καὶ νὰ προσεγγίσῃ τὴν πραγματικὴ γυναῖκα τῶν ὀνείρων
του, τὴν ποίηση, ἄλλο ἄν κατάφερε, τελικά, νὰ τὴν κερδίσῃ ὁ
Νῖτσε. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἀπολογίας τοῦ Βιλαμόβιτς.
Ὁ Νῖτσε ἦταν ποιητής, σύμφωνα μὲ τὸν Βιλαμόβιτς, καὶ ὄχι
φιλόλογος – καὶ ὁ Βιλαμόβιτς παραδέχτηκε τὸ ἐντυπωσιακὸ τῆς
ποίησής του, στὰ ἴδια Ἀπομνημονεύματα, ὁ Νῖτσε ἦταν γιὰ τὸν
Βιλαμόβιτς ἕνας ποιητὴς ποὺ χρειαζόταν κάποια μαμμή, τὸν
Βιλαμόβιτς, νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μιὰ
θρησκεία χωρὶς Θεὸ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ μωροῦ, πάντα σύμφωνα μὲ
τὸν ἴδιο τὸν Βιλαμόβιτς. Πίσω ἀπὸ τὶς γραμμὲς, ἴσως ὁ ἀναγνώστης
νὰ μυρίζεται τὸν καταπιεσμένο καλλιτέχνη. Τὸ συναίσθημα εἶναι
ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ νιώθει ὁ ἐγκλωβισμένος ἐραστής. Καὶ στὴν
περίπτωση τοῦ ἐραστῆ, καὶ σὲ ἐκείνην τοῦ καλλιτέχνη, τὸ ἐμπόδιο,
ἡ ἀπαγόρευση μοιάζουν μοιραία. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ
ἀπομακρύνῃ ἐγκαίρως τὰ ἐμπόδια δὲν ὁλοκληρώθηκε σὰν
καλλιτέχνης, δὲν ὁλοκληρώθηκε σὰν ἐραστής, εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια,
καταδικασμένος. Ἄρα, ὑπάρχει καταδίκη, διότι ἄν δὲν ὑπῆρχε καμία
2 Βλ. Monique Dixsaut
καταδίκη στὸ σύμπαν, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ καταδικαστῇ;
Ὑπάρχει ὅμως καταδίκη; Ἤ μήπως δὲν ὑπάρχει καταδίκη;

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 8

Ιω. 8,1 Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν·


ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν,
Ιω. 8,1 Ο δε Ιησούς επήγεν στο όρος των
ελαιών.
Ιω. 8,2 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας
ἐδίδασκεν αὐτούς.
Ιω. 8,2 Ενώ δε ακόμη ήτο πρωϊ, ήλθεν πάλιν
στον ναόν και όλος ο λαός ήρχετο προς αυτόν. Και
αφού εκάθισε, τους εδίδασκε.
Ιω. 8,3 ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες
αὐτὴν ἐν μέσῳ
Ιω. 8,3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρουν
τότε μίαν γυναίκα, η οποία είχε συλληφθή επ'
αυτοφώρω καταπατούσα την συζυγικήν πίστιν. Και
αφού την έβαλαν ορθίαν στο μέσον του
συγκεντρωμένου πλήθους,
Ιω. 8,4 λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ
κατείληπται ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη·
Ιω. 8,4 του λέγουν· “Διδάσκαλε, αυτή η
γυναίκα έχει συληφθή επ' αυτοφώρω να καταπατή
την συζυγικήν πίστιν·
Ιω. 8,5 καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς
τοιαύτας λιθάζειν.
Ιω. 8,5 και στον νόμον μας ο Μωϋσής διέταξε
να λιθοβολούνται αυταί αι γυναίκες.
Ιω. 8,6 σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες
αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ᾿ αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς
κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
Ιω. 8,6 Συ, λοιπόν, τι λέγεις;” Αυτό δε είπαν,
δια να τον θέσουν εις πειρασμόν και να έχουν
εναντίον του κατηγορίαν. (Διότι εάν ημπόδιζε τον
λιθοβολισμόν, θα εφαίνετο καταλύων τον μωσαϊκόν
νόμον, εάν τον επέτρεπε, θα παρέβαινε τον ρωμαϊκόν
νόμον). Ο δε Ιησούς έσκυψε κάτω και με το δάκτυλόν
του έγραφεν στο έδαφος.
Ιω. 8,7 ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω
λίθον ἐπ᾿ αὐτήν.
Ιω. 8,7 Επειδή δε εκείνοι επέμενον να τον
ερωτούν, εσήκωσε την κεφαλήν και τους είπεν· “ο
αναμάρτητος από σας ας ρίψη πρώτος λίθον επάνω
της”.
Ιω. 8,8 καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
Ιω. 8,8 Και αφού έσκυψε πάλιν κάτω, δια να
τους δώση καιρόν να συναισθανθούν την ιδικήν των
αμαρτωλότητα έγραφεν εις την γην.
Ιω. 8,9 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ᾿ εἷς,
ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ
Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα.
Ιω. 8,9 Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν το λόγια του,
ήρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να φεύγουν, αρχής
γενομένης από τους γεροντοτέρους (διότι όλοι ήρχισαν
να δοκιμάζουν ελέγχους της συνειδήσεως δια τα ιδικά
των αμαρτήματα). Και απέμεινεν ο Ιησούς και η
γυναίκα, η οποία εστέκετο ορθία στο μέσον των
άλλων.
Ιω. 8,10 ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ποῦ
εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν;
Ιω. 8,10 Εσήκωσε τότε ο Ιησούς την κεφαλήν και
της είπε· “γυναίκα, που είναι αυτοί που σε
κατηγόρησαν; Κανείς δεν σε κατέκρινε αξίαν
λιθοβολισμού;”
Ιω. 8,11 ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ
ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι
ἁμάρτανε.

Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε, σὲ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγή, μὲ τὰ περὶ μελλούσης


Κρίσεως. Θὰ μείνουμε πρὸς τὸ παρὸν στὴν πασίγνωστη ἀυτὴ
περικοπὴ ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννου Εὐαγγελίου, ποὺ ἀφορᾷ τὴν ἔννοια
τῆς καταδίκης, στὸ πρόσωπο μιᾶς μοιχαλίδας. Ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν καταδικάζει τὴν μοιχαλίδα, τῆς λέει, ὅμως,
ἔχοντάς την πρῶτα σώσῃ μὲ τὴν στάση Του ἀπὸ τὴν καταδίκη τῶν
ἀνθρώπων, νὰ μὴν ἁμαρτάνει πλέον. Τὸ ἄν ἡ μοιχεία εἶναι
ἁμάρτημα σήμερα, ἄν ἦταν τότε, τὸ τί σήμαινε μοιχεία τότε, εἶναι
θέματα ἱστορικοῦ καὶ γενικώτερου ἐνδιαφέροντος. Ἐμᾶς ἄλλο μᾶς
ἐνδιαφέρει, μᾶς ἐνδιαφέρει σὲ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ ἡ ἠθικὴ διερεύνηση
τῆς καταδίκης. Ἡ παραίνεση τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν γυναῖκα εἶναι νὰ
μὴν ἁμαρτάνει πλέον.
Ἡ γυναῖκα λοιπὸν πράγματι ἔκανε κάποιο λάθος. Ποιὸ ἦταν αὐτό;
Τὸ ὅτι ἐμοίχευσε; Ὅ,τι καὶ ἄν σημαίνει ἡ λέξη μοιχεύω, ἤ σήμαινε.
Μήπως ἦταν αὐτὸ ποὺ οἱ Γάλλοι ὀνομάζουν considération, οἱ
Ἄγγλοι considerέϊσion, καὶ ἑμεῖς τὸ λέμε “ἔτσι νόμιζε”; Ἡ
γυναῖκα ἔκανε κάποιο λάθος, ποιό ἦταν ὅμως τὸ ὑπόβαθρο τοῦ
λάθους της, τί τῆς ἐπέτρεψε νὰ κάνει λάθος, νὰ ἁμαρτήσῃ; Ἡ ἴδια
ἡ περικοπὴ μᾶς προσφέρει μιὰν ἔνδειξη. “Ἄρχισαν νὰ ἀναχωροῦν οἱ
παρεστῶτες, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς πρεσβύτερους”. Πρῶτοι οἱ
γεροντότεροι ἔφυγαν, ἀναγνωρίζοντας λοιπὸν πὼς εἶχαν ἁμαρτήσῃ,
πὼς εἶχαν κάνει δηλαδὴ τὸ ἴδιο λάθος ποὺ εἶχε κάνει ἡ γυναῖκα, καὶ
ποὺ ὁ Ἰησοῦς τὴν παραινεῖ νὰ μὴν τὸ ξανακάνει. Γιατὶ πρῶτα οἱ
γεροντότεροι, γιὰ νὰ προστεθῇ μιὰ εἰκονογραφικὴ πινελιὰ στὴν
ἀπέριττη, κατὰ τὰ ἄλλα, περικοπή; Ἤ, μήπως, πρόκειται,
σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ μιὰ σημαντικὴ
λεπτομέρεια; Αὐθαίρετα, μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν σημασία
της ὄχι μὲ τὴν ψυχραιμία καὶ τὴν αὐτεπίγνωση ποὺ φέρνουν τὰ
γηρατειά, ἀλλὰ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὴν σταδιακὴ ἀπονομιμοποίηση
τῆς καταδίκης στὸ πνεῦμα τῶν γηραιοτέρων. Κάποιος, ποὺ
σκέφτεται ὅλην του τὴν ζωή, ὅτι ἡ γῆ πρέπει νὰ εἶναι στρογγυλή,
βρίσκει τὴν λύτρωσή του στὸν Τζιορντάνο Μπροῦνο. Δὲν εἶναι λοιπὸν
κατὰ αὐτὴν τὴν ἔννοια τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο
νὰ μὴν κάνει λάθος. Εἶναι μᾶλλον τὸ ἀντίθετο, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ
τὴν ὑποχρέωση τοῦ λάθους. Μὴν ἀμαρτάνεις πλέον διότι δύνασαι
νὰ μὴν ἁμαρτάνεις. Ἀλλιῶς ἡ παραίνεση δὲν θὰ εἶχε νόημα. Ο
παρεστῶτες φεύγουν σὰν κάποιον ποὺ ἀφήνει τὸ παλτό του γιατὶ ἔξω
εἶναι καλοκαίρι.
Φυσικά, μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ ἐπιστημονικὴ
ἐγκυρότητα σὲ μιὰν ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση. Δὲν εἶναι ὅμως ἐπιστήμη
τὸ θέατρο. Οὔτε εἶναι ἀκριβῶς ἐπιστήμη ἡ φιλολογία. Ἡ ἀναγνώρισή
της σὰν ἐπιστήμης ἄργησε, καὶ ἀκόμα καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς
ἱστορικοκριτικῆς μεθόδου ἀπὸ τὸν Βιλαμόβιτς, ἡ παιδαγωγική,
δηλαδὴ ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς φιλολογίας εἶναι βαρύνουσα. Τὰ
παιδιὰ τῆς Γερμανίας πρέπει νὰ ἔχουν κορμὶ γερὸ καὶ πνεῦμα καλῶς
σχηματισμένο!! ἔγραφε ὁ νεαρὸς Βιλαμόβιτς. Δύσκολο νὰ μὴν
ὑποπτευθῇ κανεὶς ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴν φιλολογικὴ ἀξία ἤ ἀπαξία τοῦ
πρωτολείου τοῦ Νῖτσε, οἱ ἀντιδράσεις ἐναντίον του δὲν ἦταν μονάχα
ἐπιστημονικές, ἀλλὰ καὶ γονεϊκές. Τὸ βιβλίο τοῦ Νῖτσε κινδύνευε νὰ
διαφθείρῃ τοὺς νέους. Πρὸς ποιὰ κατεύθυνση; Ἐνδεχομένως, πρὸς
τὴν ἅλωση τῆς κρίσεως τους. Τί εἶδους κρίσης, ὅμως; Γράφει, ὁ ἴδιος
Βιλαμόβιτς, στὴν δική του Γέννηση τῆς Τραγῳδίας, στὸ δικό του,
διάσημο, στὸν κόσμο τῶν φιλολόγων, κείμενο, στὴν εἰσαγωγή του,
δηλαδή, στὸν Ἡρακλέα τοῦ Εὐριπίδη. Τὸ καθῆκον αὐτό, τὴν
κατανόηση σὰν θεμέλιο τῆς κρίσεως, μέχρι τώρα, ἡ φιλολογία τὸ
ἔχει ἀμελήσῃ σκανδαλωδῶς [σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν κατανόηση τῆς
ἀττικῆς τραγῳδίας]. […] Δὲν θέλουμε νὰ γράψουμε τραγῳδία,
θέλουμε νὰ κατανοήσουμε αὐτὲς ποὺ ἔχουμε.

Γιατὶ νὰ θέλει κανεὶς νὰ κατανοήσῃ τὶς τραγῳδίες; Ἐπειδὴ εἶναι


φιλόλογος, ἤ ἐπειδὴ ἔχει κάποιον ἄλλον πνευματικὸ ἤ ἐπαγγελματικὸ
σκοπό, ποὺ τοῦ εἶναι χρήσιμη ἡ κατανόησή τους; Σὲ τὶ θὰ
βοηθοῦσε, γιὰ παράδειγμα, σήμερα, τὸν ἀναγνώστη αὐτῆς τῆς
διατριβῆς ἡ κατανόηση κάποιας ἀρχαίας τραγῳδίας; Δὲν ἔχει τίποτα
καλύτερο νὰ κάνει στὴν ζωή του; Λὲς καὶ ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα σπάσιμο
καρυδιῶν, γράφει ὁ Νῖτσε στὴν Γενεαλογία τῆς Ἠθικῆς, μετὰ τὴν
παραίτησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο. Ἅς δεχτοῦμε ὅτι δὲν
χρειάζεται νὰ καταλάβουμε οὔτε τὶς τραγῳδίες, οὔτε ὁ,τιδήποτε
σχετικὸ μὲ σπαζοκεφαλιά, ἔστω καὶ ἄν μᾶς ἔλαχε νὰ μπλέξουμε
ἐπαγγελματικὰ μὲ σπαζοκεφαλιές. Τί μένει; Δὲν ἀπέχουμε πολὺ ἀπὸ
τὸ νὰ ἔχουμε μόλις διατυπώσῃ τὸν κεντρικὸ προβληματισμὸ τοῦ
Νῖτσε στὸ πρῶτο του βιβλίο.
Ποιὸς εἶναι ὁ κεντρικὸς προβληματισμὸς τοῦ Νῖτσε; Τὸ ὅτι ἡ σκέψη,
ἤ μᾶλλον ἕνας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης εἶναι σύμπτωμα.

You might also like