Professional Documents
Culture Documents
ΘΕΑΤΡΟ
ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ
διδακτορικὴ διατριβὴ
ὑποβαλλόμενη
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ διατριβὴ αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπόπειρα ἐξακρίβωσης τῆς θεατρικῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς
σχέσης τοῦ μιμεῖσθαι μὲ τὴν μουσική. Ἀποτελεῖ δε τρόπον τινὰ μιὰ ἐκ τῶν ὑστέρων
δικαίωση καὶ εἰρηνικὴ συνέχιση τῆς διαμάχης ποὺ εἶχε ξεσπάσῃ τὸ 1871 1 μεταξὺ
τοῦ Γερμανοῦ φιλολόγου καὶ κατόπιν ῥητὰ φιλοσόφου Φρειδερίκου Νῖτσε, ἀφενός,
καὶ τοῦ φιλολογικοῦ κόσμου τῆς τότε Γερμανίας, ἀφετέρου. Ὅταν ὁ σχετικὰ νεαρὸς
τότε καθηγητὴς Φρειδερῖκος Νῖτσε τόλμησε νὰ δημοσιεύσῃ τὴν Γέννηση τῆς
Τραγῳδίας: ἔργο ποὺ ἦταν μιὰ ἐπίθεση, καί, ταυτόχρονα, μιὰ παράκληση ἀποδοχῆς
τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου τοῦ συντάκτη της ἀπὸ τὸ σοφὸ τότε γερμανικὸ κοινό.
Ὁ λόγος δὲ ποὺ τὸ βιβλίο τοῦ Νῖτσε ἀποῤῥίφθηκε τότε εἶναι ὅτι στρεφόταν στὴν
πράξη, καθὼς δὲν περιεῖχε οὔτε μία αὐστηρὰ φιλολογικὴ παραπομπή, κατὰ τοῦ
ἀκαδημαϊκοῦ κόσμου καὶ τῆς ἐπιστήμης ἐν γένει. Κάτι παραπλήσιο, μὰ σὲ καμία
περίπτωση ταυτόσημο, συμβαίνει καὶ στὴν παροῦσα διατριβή. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι
ὑπάρχει πλέον τὸ προηγούμενο καὶ ὅτι ἔκτοτε ἔχουν ἀναπτυχθῇ πολλὰ τμήματα
θεάτρου σὲ πολλὰ πανεπιστήμια τοῦ κόσμου, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων καὶ τὸ παρόν.
Ἐπίσης, πολλοὶ δόκιμοι φιλόλογοι, ὄχι μόνον φιλόσοφοι, ἔχουν ἀναγνωρίσῃ πλέον
τὴν συμβολὴ τόσο τοῦ Φρειδερίκου Νῖτσε σὰν στοχαστοῦ, ὅσο καὶ τοῦ
συγκεκριμένου του βιβλίου ποὺ βρίσκεται ἀκόμα μὲ τὸ ἔνα πόδι νὰ ἀκουμπᾷ τὸ
ἀκροδάκτυλό του στὴν ἐπιστήμη, στὴν αὐστηρὰ πλέον γνωσιακὴ καὶ ἐντελῶς
1
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἱστορικὴ ἀρχαιογνωσία, καὶ αὐτό, παρὰ τὶς εἰκονοκλαστικές, ἀντιεπιστημονικὲς ἤ
καὶ συντηρητικὲς καὶ κοινότοπες ἀκόμα προθέσεις του. Δὲν σημαίνει αὐτὸ βέβαια
ὅτι ἡ παροῦσα διατριβὴ θὰ τύχῃ καλύτερης ὑποδοχῆς. Στὸ κάτω κάτω, θέατρο,
μουσικὴ καὶ ζωγραφικὴ ὑπῆρχαν ἤδη στὰ μοναστήρια τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα, ἤ,
μάλλον, γιὰ τὸ θέατρο, σχετικὰ κοντὰ σὲ αὐτά – μιλᾶμε γιὰ τὰ λεγόμενα μυστήρια,
τὸ δυτικὸ θρησκευτικὸ χριστιανικὸ θέατρο. Καὶ τὰ σημερινὰ πανεπιστήμια
κατάγονται, ἐν μέρει τουλάχιστον, ἀπὸ τὰ μοναστήρια, καὶ παρόλο ποὺ ὑπάρχουν,
πλέον, καὶ στὰ σύγχρονα αὐτὰ μοναστήρια καλλιτεχνικὰ τμήματα, τὸ πνεῦμα ποὺ
τὰ διέπει δύναται, παρόλα αὐτά, νὰ παραμένει ἀντικαλλιτεχνικό. Διότι τὸ θέατρο
καὶ ἡ τέχνη παραμένουν ταυτισμένα στὴν συνείδηση τῶν πολλῶν ὄχι τελείως
αὐθαίρετα μὲ τὸ ἀπείθαρχο καὶ τὸ ἀπρόβλεπτο, ἴσως καὶ τὸ γελοῖο. Καὶ
κινδυνεύουν νὰ υπονομεύσουν τὴν λειτουργία τῶν πανεπιστημίων ἤ νὰ ἀλλοιώσουν
τὸ δόγμα ποὺ αὐτὰ ὑπηρετοῦν ἤ καὶ τὰ δύο, ἐὰν δὲν συμβαδίζουν μὲ τὴν
παραδεδομένη γνώση. Δὲν φαίνεται πάντως θέατρο νὰ ὑπῆρχε πολὺ κοντὰ στὰ
μοναστήρια τοῦ Ἀνατολικοῦ μεσαίωνα. Καὶ μάλιστα τὸ θέατρο δὲν εἶναι μιὰ τέχνη
τελείως ἀναγνωρισμένη οὔτε κἄν στὴν σύγχρονη Ἑλλάδα, εἴτε ὡς τέχνη, εἴτε ὡς
θέατρο. Πρᾶγμα ποὺ φαἰνεται, γιὰ ὅποιον ἔχει μάτια καὶ βλέπει, στὴν ἔλλειψη ἑνὸς
σαφῶς ἐπεξεργασμένου νεοελληνικοῦ ὑποκριτικοῦ κώδικα – καὶ αὐτό, παρὰ τὰ
διακόσια χρόνια ἀνεξάρτησίας τοῦ νεολληνικοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς Ὁθωμανούς. Ἢ
ἴσως πάλι χάρη σὲ αὐτά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ποὺ οἱ σωματικὲς παραδόσεις
ἀποδεικνύονται πολλὲς φορὲς – πόσῳ μᾶλλον στὸ θέατρο, τὴν τέχνη τοῦ ὁρᾷν -
ἰσχυρότερες τῶν διανοητικῶν παραδοχῶν, καὶ κρατοῦν τὸν Ἕλληνα, ἄν καὶ
φραγκοφορεμένο, ἀνατολίτη ἀκόμα κάτω ἀπὸ τὰ φράγκικα ῥοῦχα καὶ τὸν
ἐμφανίζουν σὰν ἄγαρμπο σκηνικὸ πλάσμα μέσα στὸ ξένο κουστοῦμι καὶ τὸν
μεταφρασμένο σκηνικὸ διάλογο. Δὲν εἶναι πού, εἴτε ἀπὸ ἀνωτερότητα, εἴτε ἀπὸ
κατωτερότητα, εἴτε ἀπὸ τὰ δύο, ταυτόχρονα, ὁ σύγχρονος Ἕλλην δείχνει νὰ
δυσκολεύεται ἐπάνω στὸ σανίδι. Δὲν εἶναι πὼς μουσικὴ παράδοση (ἐνδεχομένως,
καὶ ποιητικὴ) παραμένουν στὴν Ἑλλάδα, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ διακόσια χρόνια
ἀνεξαρτησιας, τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι, ἡ ἀνατολίζουσα λαϊκὴ μουσικὴ καὶ ἡ
ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ στιχουργία, στιχουργία καὶ μουσικὴ ἰδιαίτερες μέν, μὰ
μὴ τελείως δυτικότροπες γιὰ τὸ καθε ἕνα ἀπὸ τὰ τρία διακριτὰ προαναφερθέντα
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
παραδοσιακὰ εἴδη. Εἶναι μᾶλλον τὸ θεμελιῶδες γεγονὸς πὼς ἡ νεώτερη Ἑλλὰς
παραμένει στὸ ἐσώτερο εἶναι της ἀντιθεατρικὴ χώρα. Καὶ παραμένει τέτοια ἀπὸ
βαθύτερη πεποίθηση, ἔστω καὶ ἐσφαλμένη: κάτι ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀναγνωρίζεται
πλέον καὶ στὴν ἐπιστημονικὴ θεατρολογικὴ βιβλιογραφία. Φυσικά, αὐτὴ εἶναι μιὰ
ἐκτίμηση ποὺ ἅπτεται ἐπίσης τοῦ αἰσθητικοῦ, τοῦ ψυχολογικοῦ, ἀκόμα καὶ τοῦ
θρησκευτικοῦ, καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τεκμηριωθῇ αὐστηρὰ ἐπιστημονικά, οὔτε νὰ
περιοριστῇ ὅπως καὶ δήποτε στὸν νεοελληνικὸ βίο. Θὰ μποροῦσε, γιὰ παράδειγμα,
νὰ συγκεντρώσῃ κανεὶς ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ κριτικῶν καὶ δοκιμίων νεοελληνικῶν,
στὰ ὁποῖα οἱ συγγραφείς τους πότε νὰ οἰκτίρουν, πότε νὰ ἐπαινοῦν
ἀναλυτικώτατα αὐτὴν τὴν μικρὴ πλέον χώρα, ἀπόληξη πλέον τῆς βαλκανικῆς
χρεσοννήσου, γιὰ παντελῆ ἔλλειψη θεατρικῆς παιδείας. Καὶ ἄλλα τόσα τεκμήρια
ποὺ νὰ ἀναδεικνύουν, ἀντίθετα, τὴν ὕπαρξη πλούσιας θεατρικῆς καὶ παραθεατρικῆς
ζωῆς. Τὸ ἁπλό, ὅμως, γεγονὸς ὅτι τὸ νεοελληνικὸ ῥεπερτόριο παραμένει δευτερεῦον
στὶς παραστάσεις κάθε ἔτους σὲ σχέση μὲ ξένα ἔργα, κλασσικὰ καὶ μή, παιγμένα
ὁλόκληρα ἤ ἀκρωτηριασμένα, εἶναι μιὰ ἔνδειξη τουλάχιστον ἀνάμεσα στὶς ὑπολοιπες
ὅτι τὸ θέατρο παραμένει ξένη γλῶσσα στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἄς εἶναι συνηθισμένη ἡ
ἐκμάθησή της, ὅπως ἦταν κάποτε τὰ γαλλικὰ καὶ σήμερα τὰ ἐγγλέζικα. Καὶ ἄν ὄχι
ξένη, πάντως ξενόφερτη. Ἐννοοῦμε βέβαια τὸ θέατρο σὰν θεσμό... ὡστόσο, στόχος
τῆς διατριβῆς αὐτῆς δὲν εἶναι νὰ μελετήσῃ εἰδικὰ τὴν νεοελληνικὴ περίπτωση.
Στόχος τῆς διατριβῆς αὐτῆς εἶναι νὰ ἀναδείξῃ μὲ αἰσθητικὴ γλῶσσα τὸ ποιό εἶναι
τὸ ἐπίδικο, κάθε φορά, στὴν θεατρικὴ δημιουργία, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ
θεάτρου σκιῶν, ποὺ εἶναι κατὰ κοινὴ ὁμολογία τὸ πιὸ ἑλληνικὸ θεατρικὸ εἶδος, ἄν
καὶ εἶναι, ἤ διότι εἶναι, ἀναμφισβήτητα, ἄμεσης ὀθωμανικῆς ἱστορικῆς προέλευσης.
Εἶναι λοιπὸν ἡ διατριβὴ αὐτὴ μιὰ μᾶλλον φιλόδοξη θεατρικὴ διατριβὴ, καὶ δὲν
περιορίζεται στὴν μελέτη μιᾶς ὑποπερίπτωσης, ἀλλὰ στὸ σπρώξιμο μεγάλων
θεμάτων στὴν πλατεία τοῦ θεάτρου, μὲ ἐμπόδιό της, καταρχήν, τὸ πηγάδι τῆς
ὀρχήστρας, ποὺ ἀναχαιτίζει προσωρινὰ τὸν ὑποψήφιο διδάκτορα κουβαλητή. Δὲν
εἶναι οὔτε ἱστορικὴ διατριβή, οὔτε καλλιτεχνικὴ διατριβή, οὔτε θεατρολογικὴ
διατριβή: εἶναι στὸ σύνολό της φιλοσοφικὴ διατριβή, μὲ θεολογίζουσες τάσεις,
ἀκριβῶς ὅπως τὸ πρωτόλειο τοῦ Νῖτσε, ἠ Γέννηση τῆς Τραγῳδίας. Ἀναμένει, λοιπόν,
παρόμοια τύχη, ἤ καὶ χειρότερη, ἄν γίνεται χειρότερη, δίχως, ὅμως, νὰ τρέφει τὴν
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
αὐταπάτη ὅτι φτάνει τὸ ὕψος ἤ τὸ βάθος τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου, τῶν
ὑποστηρικτῶν του καὶ τῶν πολεμίων του. Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ κάνει, πάντως, εἶναι
νὰ φανῇ κάπως χρήσιμη στὸν ἀναγνώστη της καὶ τὴν ἀναγνώστριά της. Πρέπει νὰ
καταστῇ βέβαια σαφὲς εὐθὺς ἐξαρχῆς ὅτι ἀναγνώστη της καὶ ἀναγνώστριά της
θεωρεῖ ἐκεῖνον καὶ ἐκείνην ποὺ τὴν ἔχουν διαβάσῃ καὶ ὄχι ἐκεῖνον καὶ ἐκείνην ποὺ
τὴν ἔχουν διατρέξῃ μονάχα γιὰ νὰ τὴν βαθμολογήσουν. Σὲ αὐτὸ μιμεῖται καὶ πάλι
τὸν Νῖτσε, ποὺ ἔγραφε γιὰ τὸν κατοπινό του Ζαρατούστρα: “δὲν θεωρῶ ὅτι τὸν
ἔχει διαβάσῃ ὅποιος δὲν ἔχει ἐνθουσιαστῇ βαθειὰ ἤ πληγωθῇ βαθειὰ ἀπὸ κάθε του
σελίδα”. Μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνεται, στὴν περίπτωσή μας, ὅ,τι ἦταν τραγῳδία
σὰν φάρσα. Ὅμως, ἡ Γέννηση τῆς Τραγῳδίας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς μουσικῆς
φιλοδοξεῖ, παρόλα αὐτά, νὰ γίνῃ, στὴν διατριβὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, γέννηση τῆς
μουσικῆς ἀπὸ τὴν κομμέντια ντελλ’ ἄρτε, ἤ μᾶλλον γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸν
αὐτοσχεδιασμό. Ὅπως θὰ δοῦμε, ὁ ἀπόλυτος αὐτοσχεδιασμὸς εἶναι το μόνο θέατρο
ποὺ δείχνει συμβατὸ μὲ τὶς ἀντιθεατρικὲς παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Καὶ ἡ
διατριβὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι γραμμένη αὐτοσχεδιαστικά.
Κ. Λ. Ἀθήνα 18 9 2020
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Α. 1. 1. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (ἤ ἀλλιῶς θεατρικῆς
μεθόδου)
Ἅρα λοιπὸν καὶ μιὰ πρόταση, ἕνα συμπέρασμα, ἔχουν ἔνα σχῆμα μὲς στὸ μυαλὸ
τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, παράλληλα μὲ τὸ θεατρικὸ ἔργο ποὺ
παρακολουθοῦμε εἴτε σὰν θεατές του εἴτε σὰν πρωταγωνιστές του ἀναπτύσσεται
ἕνα δεύτερο ἔργο, στὴν δεύτερη σκηνὴ τῆς φαντασίας μας καὶ τῶν συλλογισμῶν
μας, ποὺ δὲν εἶναι δίχως καμία ἐπικοινωνία μὲ τὴν σκηνὴ τοῦ θεατρίνου. Λέμε,
γιὰ παράδειγμα: (ἄ,) αὐτὸ εἶναι. Καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι εἶναι μιὰ φράση, ἕνα σχῆμα
λεκτικό, ποὺ ἔχει κάποια ἐμφανιση μέσα στὸ μυαλό. Ἰδού, λοιπόν, ὁ τρόπος σκέψης
καὶ ἀντίδρασης στὰ ἐρεθίσματα ποὺ ὀνομάσαμε μόλις συνοπτικό, καλλιτεχνικό,
συμπερασματικό... Εἶναι ὁ τρόπος σκέψης τοῦ θεατρίνου, ποὺ θαυμάζει, ἤ ποὺ
καμώνεται πὼς θαυμάζει ἕνα ἐσωτερικὸ τελεσίδικο πόρισμα. Εἶναι ἕνας πάρα πολὺ
συνηθισμένος τρόπος σκέψης, καὶ ἀφορᾷ, πάνω ἀπὸ ὅλα, τὸν χειρισμὸ τοῦ τί μέλλει
γενέσθαι. Αὐτὸς ὁ τρόπος σκέψης λέει, λοιπόν: "τώρα, τελείωσε... ἐς αὔριον τὰ
σπουδαῖα3". Μποροῦμε νὰ τὸν ποῦμε, ἐπίσης, προσωρινὸ ἤ τεχνικὸ ἤ ἀναβλητικὸ
ἤ, ὅπως καὶ νὰ τὸν ποῦμε, ὅπως θὰ δοῦμε ἀμέσως παρακάτω, αὐτὸς ὁ τρόπος
σκέψης εἶναι ὄχι τὸ θέατρο, ἀλλὰ ἕνας τρόπος ἀντιμετώπισης καὶ τοῦ θεατρικοῦ
θεσμοῦ, τοῦ θεάτρου, μὲ τὰ πολλά, ποὺ θεωρεῖ τὸ θέατρο μίμηση καὶ τὸ θέατρο
τόπο τῆς μιμήσεως, ἕνα εἶδος οἴκου ἀνοχῆς. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη λοιπὸν ἔχει
3
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
τελείως διαφορετικὴ στάση ζωῆς. Διότι βλέπει στὸ θέατρο - ὅπως καὶ στὰ πάντα,
στὴν τελικὴ – διάφορα πράγματα, τελείως διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν περιγραφή τους.
Εἶναι, ἄς ποῦμε, ἕνας ῥολος συμπληρωματικὸς στὸν θίασο τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τῶν
φιλοσόφων, συμπληρωματικός, μὲ αὐτὸν τοῦ ἑαυτοῦ μας, σὰν ἠθοποιοῦ. Ἡ δική της
προτεραιότητα εἶναι, τῆς θεατρικῆς ἐπιστήμης, ὄχι στὸ νὰ πῇ Αὐτὸ εῑναι! ἤ δὲν
εἶναι αὐτό! ἀλλά, νὰ προσέχει νὰ μὴν τὸ πἦ κανεὶς πρόωρα. Ἂν τὸ πῇ, δίχως νὰ
εἶναι ἡ ὥρα του, ὁποιοσδήποτε, ἴσως γίνουν τότε ὅλα μαζί, χύτρα ταχύτητας,
καπάκι, νερὸ ποὺ βράζει, βόμβα νετρονίων! καὶ ἐκτοξευθῇ τὸ ἔργο, ἡ παράσταση,
τὸ δρώμενο, ὁ κόσμος εἰς τὸν αἔρα. Ἁπὸ τὴν ἄλλη, ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη δέν
διώχνει τὰ προηγούμενα συμπεράσματα χάριν ἑνὸς καινούργιου. Καὶ ὄχι μόνον δὲν
τὰ διώχνει: θεωρεῖ τὸν δήθεν ἐπιστήμονα ποὺ τὸ κάνει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σκιτζή,
δηλαδή, κακὸ τεχνίτη. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι μιὰ δραστηριότητα τοῦ νοῦ καὶ
τῆς ψυχῆς ποὺ δὲν ὑποκρίνεται πὼς ὅλα βαίνουν καλῶς. Δὲν πάει πουθενά! ἐκείνη,
ἂν δὲν σιγουρευτῇ, πρῶτα, πὼς ὅλα πράγματι πᾶνε καλά. Εἶναι αὐστηρὴ ἐπιστήμη,
καὶ ἔχει σὰν ἀντικείμενό της τὸν κίνδυνο. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ ἐπιστήμη τῶν
βιβλίων: εἶναι ἡ ἐπιστήμη τοῦ κινδύνου. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν κλείνει κανένα θέμα. Ἡ
θεατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἔγνοια τοῦ ἀνθρώπου νὰ νιώσῃ ἀσφάλεια. Τὴν ἔχουμε
ἀνθρωποποιήσῃ, λοιπόν, καὶ τὴν ἔχουμε βάλῃ νὰ στέκεται ὄρθια, ἐπὶ τῆς σκηνῆς
αὐτῆς. Καὶ ἑπομένως δὲν γίνεται ἡ ἐπιστήμη αὐτὴ νὰ μὴν ἀφορᾷ τὸ παρόν.
Φαίνεται δὲ νὰ μοιάζει ἀρκετά, ἕως πολύ, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγεται θρησκευτικὴ ζωή.
Διότι σὲ ἕναν τρόπο σκέψης θρησκευτικό, ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς σκέψης τῆς
θρησκευτικῆς κοιτάει γύρω του. Καὶ ἀρχίζει νὰ ψάχνει νὰ βρῇ μιὰ διέξοδο ἀπὸ τὴν
ἀπελπισία. Ἢ, ἐναλλακτικά, κοιτάει πῶς νὰ προφυλάξῃ τὸν κλῆρο γῆς ποὺ ὁ Θεὸς
τοῦ ἐνεπιστεύθη ἀπὸ τὸν Ὀξαποδῶ. Ὁ κύριος λοιπὸν αὐτὸς αὐταπατᾶται, ἴσως,
ἄν νομίζει πὼς ἡ κόλαση διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν δική μας παρουσία, στὸ πλάι του.
Ὅπως καὶ νἄχει, ὅμως, ὁ τρόπος σκέψης ὁ θρησκευτικὸς εἶναι, ἀκριβῶς, ἡ ἔγνοια
αὐτοῦ τοῦ κυρίου, ἀπὸ τὴν ἄποψη πὼς θεωρεῖ ὁ κύριος αὐτὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο
σὰν κάτι τὸ ἀδιαίρετο, τὸ συνεχές, καὶ πὼς πιστεύει πὼς δὲν γίνεται νὰ ὑπάρξῃ
τίποτε στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ νὰ μὴν δύναται νὰ καταλήξῃ κάπως σὲ κάτι σὰν
πανδαισία, ἤ εὐτυχία, ἤ αἰώνια ζωὴ ἤ κάτι παρεμφερές. Εἶναι λοιπὸν μιὰ σκέψη
βαθειὰ αἰσιόδοξη. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἔτσι, εἶναι ἐπίμονη. Δὲν θέλει νὰ ἔχει παρηγοριά.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Ἀποζητᾷ μονάχα πλήρη ἀσφάλεια, ὑγεία, ἄνεση. Θέλει κάθε σκέψη νὰ ἦταν μονάχα
σκαλί, σκαλοπάτι, γιὰ κάτι ἄλλο, δίχως νὰ ἀποκλείει τελείως τὴν πιθανότητα τὸ
τελευταῖο αὐτὸ σκαλοπάτι νὰ ἦταν τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Μιὰ λογοτεχνικὴ παραβολή, ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ βιβλίο τοῦ Φρὰντς Κάφκα Ἡ
δίκη, ἔβαζε τὸν Ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει μόνος του, μπροστὰ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀπὸ μιὰ
σειρὰ ἀναρίθμητες πύλες, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὶς διασχίσῃ. Μὰ αὐτὴ ἡ
παραβολή, τοῦ ἐπιστήμονα τοῦ θεάτρου αὐτοῦ τοῦ εἶναι δεκτὴ μονάχα ὡς μορφή -
τίποτα ἄλλο! Γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μορφῆς, εἴδαμε πιὸ πρὶν καὶ θὰ δοῦμε παραπέρα –
καὶ ἡ σκέψη ἔχει μορφή, εἴπαμε. Γιὰ τὴν θεατρικὴ ἐπιστήμη, ὅμως, ὑπαρχει
περιεχόμενο, ὑπάρχει κάτι σταθερό, ὑπάρχει συμπέρασμα ἐκ τῶν προτέρων, ἕνα καὶ
μόνο ἔνα ἀνεκτὸ συμπέρασμα ὑπάρχει: ζῆσαν αὐτοὶ καλὰ καὶ μεῖς καλύτερα! Ἅρα,
τὰ ὑπόλοιπα συμπεράσματα εἶναι γιὰ αὐτὴν μονάχα μορφές, δηλαδή, σχήματα. Δὲν
ἀποκτοῦν περιεχόμενο, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δὲν ἔχουν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ
ἐπιστήμη τοῦ θεάτρου αὐτοῦ εἶναι ἡ πίστη. Ἔτσι ἴσως γίνεται κατανοητὸ στὸ
κοινὸ τοῦ θεάτρου μας πρὶν κἄν ἀρχίσῃ ἡ καθεαυτό μας παράσταση γιατὶ ἡ
ἐπιστήμη τοῦ θεάτρου αὐτοῦ δὲν εἶναι ἐπιστήμη τοῦ ἐπιστήμονα. Δὲν ἀφορᾷ τὴν
γνώση αὐτὴν καθ᾿ ἑαυτήν, οὔτε τὴν διάρθρωση τοῦ κόσμου σὲ διδάσκαλους καὶ
μαθητές. Πηγαίνει κατευθείαν στὸν στόχο της. Ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τῆς κούνιας της,
αἵρεται καὶ παρίσταται σὰν χερουβεὶμ στὴν ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Δὲν τὴν
ἐνδιαφέρουν ἄμεσα τελετουργικὰ δρώμενα. Οὔτε τὴν ἐνδιαφέρουν χρήματα, οὔτε
δάφνινα στέφανα, πού ’ναι ἀπὸ μέσα χρυσά, καὶ ἀπέξω πρασινισμένα ἀπὸ
δαφνόφυλλα, κολλημένα μεταξύ τους μὲ σελοτέιπ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπολογίζει μὲν
ἀλλὰ μονάχα σὰν βότσαλα, σὲ ἕνα ψηφιδωτὸ δαπέδου, ποὺ ἀποπειρᾶται ἡ ἴδια νὰ
προφυλάξῃ ἀπὸ ὅσους δὲν βλέπουν ποῦ πατοῦν. Ἕνας θεατρῖνος, λοιπόν, δὲν εἶναι
κατανάγκην ἐπιστήμων, στὸ θέατρο. Ἐπιστήμονας στὸ θεάτρου εἶναι ὁ φιλόσοφος.
Γιὰ αὐτό, ἡ διατριβή μας πλησιάζει τὸν ἐπιστήμονα τοῦ θεάτρου μὲ κάποια
ἐπιφύλαξη. Ὁ συμπαίκτης μας δὲν παίζει θέατρο.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Α1.2. ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΜΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗ
Ἕνας καλλιτέχνης, ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὰν καὶ μᾶς, ἤ, μᾶλλον, ἕνας ἀοιδός, ποὺ
ἀνήκουμε στὴν κατηγορία τοῦ θαυματοποιοῦ, τοῦ ἀρκουδιάρη, τοῦ παλαιστῆ, τοῦ
περιπλανώμενου ὀργανοπαίκτη.... ὅλοι αὐτοί δὲν εἶναι ἐπιστήμονες. Οὔτε καὶ μείς.
Αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα ἀνήκουν ὅλα μαζὶ στὸν χῶρο τῶν Αὐτοκρατοριῶν. Μὲ ἄλλα
λόγια, τοῦ χρήματος4. Μά - δὲν ὀνομάζουμε τὰ ἐπαγγέλματα αὐτὰ ἐπιστήμη.
Θεατρικὴ ἐπιστήμη ὀνομάζουμε ἕναν τρόπο σκέψης, μιὰ στάση ζωῆς· διότι ἡ
ἐπιστήμη αὐτὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα. Πρὸς τὸ παρόν, δὲν θὰ ἀναλύσουμε πιὸ
λεπτομερειακὰ τὴν ἔννοια τῆς ἐργασίας. Οὔτε τὴν ἔννοια τῆς Αὐτοκρατορίας.
Κρατᾶμε μόνον ὅτι ἄν σκεφτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὸν "Σαμψών", πού ᾿βαζε καὶ
τού ’σπαγαν ἕναν τσιμεντόλιθο ἐπάνω στὸ κεφάλι· τὸν Σωτήρη Σπαθάρη, τὸν
καραγκιοζοπαίκτη· ἤ τὸν Μολιέρο, ὅταν ἔκανε περιοδεία στὴν γαλλικὴ ἐπαρχία, σὰν
μέλος τοῦ θιάσου τῆς Ἀρμάντ Μπεζάρ, τότε, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν καταλογίσουμε
στὸ ἐνεργητικό τους ὅτι πρόσφεραν - ὑποτίθεται - θέαμα ἐπ᾿ ἀμοιβῇ. Τώρα, ἄν
αὐτὸ ποὺ σκεφτήκαμε εἶναι, ἤ ὄχι, σωστό – μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα αὐτῆς τῆς
διατριβῆς. Ἐδῷ, θὰ διερευνήσουμε, οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, ἄν ὑπάρχει ἤ ὄχι
ἐργασία. Καὶ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε, εὐθὺς ἐξαρχῆς, ὅτι τείνουμε στὸ νὰ
ἀποδείξουμε πὼς δὲν ὑπάρχει τέτοιο πρᾶγμα. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη, ὅπως τὴν
βλέπουμε ἐμεῖς, δὲν εἶναι ἐργασία. Οὔτε βλέπει στὴν ἐργασία τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα
σύστημα σκέψης. Δὲν κάνει γιὰ παράδειγμα ὅπως ὁ μαρξισμός, ἤ τὸ μάνατζμεντ,
ποὺ δέχονται τὴν ἐργασία. Σὲ αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ μόνη... ἀλλὰ ἰδιαιτερότητά της
εἶναι γιατί, λοιπὸν, δὲν τὴν βλέπει. Καὶ δὲν τὴν δέχεται.
Δὲν τὴν βλέπει, λοιπόν, καὶ δὲν τὴν δέχεται, διότι ἡ ἐργασία ὁρίζεται ἀπὸ τὸ ἔργο.
Τὸ δὲ ἔργο εἶναι κάτι ποὺ γίνεται σὲ σχέση μὲ τὸ ὑλικό, ἤ μᾶλλον τὸ ἐνεργειακὸ
πεδίο. Καί, προσοχή! ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι ἰδεαλιστική. Δὲν ἀποδέχεται τὴν
ὕπαρξη ἔργου, ὅπως αὐτὸ μελετᾶται ἀπὸ τὴν φυσικὴ καὶ ἀπὸ τὴν μηχανική. Ἡ
θεατρικὴ ἐπιστήμη δὲν συγκαταλέγεται στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες. Βρίσκεται δὲ ὅσον
ἀφορᾷ τὴν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος στὸ ἴδιο κεφάλαιο μὲ τοὺς Ἴωνες
4 Θεωροῦμε Αὐτοκρατορία ἕνα καθεστὼς ποὺ ειναι ἰκανὸ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὀ Μάρκο Πόλο στο
Ἑκατομμύριο, ὅταν περιγράφει τὰ χαρτονομίσματα που ἐξέδιδε ὁ Κουμπλάι Χάν. Συγκεκριμένα, νὰ παράγει
ἀνταλλακτικὴ ἀξία ποὺ μένει σταθερὴ σὲ βάθος πολλῶν γενεῶν.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
φιλοσόφους. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη αὐτή, δὲν ὑπάρχει ὕλη. Δὲν ὑπάρχει ἐνέργεια ὅπως
αὐτὴ ὁρίζεται ἀπὸ τὴν ἐξίσωση τοῦ Ἀλβέρτου Ἀϊνστάιν E=mc2, ἐκείνη δηλαδὴ ποὺ
δίνει τὴν ἰσοτιμία ὕλης καὶ ἐνεργείας. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη δὲν καταλαβαίνει, καὶ
δὲν θέλει κἄν νὰ καταλάβῃ τὴν ἔννοια τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος. Τὴν ἀμοιβή, τὸ κάτι
τίς, τὸ χρῆμα, τὰ ὑποψιάζεται γιὰ πνεῦμα, ἤ, μᾶλλον, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν
ἀποδέχεται κανένα χρῆμα.
Ἂς δώσουμε ἕνα παράδειγμα. Στὸ θέατρο ὅλων τῶν ἐποχῶν γίνονται ἀνεκτὲς μετὰ
βίας ἡ σωματικὴ ἐπαφή, ἡ βρώση καὶ ἡ πόση ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Γιατὶ ὅμως συμβαίνει
αὐτό; Διότι τὸ θέατρο ἀνάγεται στὸν χορό. Τὴν ὥρα ποὺ χορεύει κανεὶς δὲν τρώει,
δὲν πίνει, δὲν ἀκουμπάει τὸν συγχορευτή του παρὰ σὲ αὐτόματη ἐφαρμογὴ ἐξίσου
αὐτομάτων ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ πάρα πολὺ αὐστηρῶν κανόνων, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ
τὴν πηγὴ τοῦ χοροῦ. Δύσκολα ἐντοπίσιμη, αὐτὴ ἡ πηγή· ὅμως, κανεὶς δὲν παίζει
σαξόφωνο τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγάει, παρὰ κατ᾿ ἐξαίρεσιν - καὶ ἔτσι ὁποιοσδήποτε,
ὅταν χορεύει, δὲν τρώει, δὲν πίνει, δὲν ἀκουμπάει τὸν συγχορευτή του παρὰ σὲ
αὐτόματη ἐφαρμογὴ αὐθαιρέτων μὲν ἀλλὰ ἀκαταμάχητων παραινέσεων τοῦ
συγκεκριμένου χοροῦ ἢ τῆς συγκεκριμένης ἀφορμῆς γιὰ χορό. Ἡ παραίνεση δείχνει
μάλιστα κάποιες φορές νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν καλόπιστη ἀνταπόκριση. Καὶ στὸν
χορὸ νὰ ὑπάρχει μιὰ εἰδικὰ ἀποδεκτὴ σχέση μεταξὺ τοῦ ἱδιότροπου ἀφεντικοῦ (τοῦ
ἐνστικτώδους νομοθέτη ῥυθμοῦ) καὶ τοῦ χαρούμενου ἐργαζόμενου (τοῦ κολίγα
χορευτοῦ). Ὁ χορὸς εἶναι φαίνεται μιὰ τάση τοῦ σώματος πρὸς τὴν ἔλλειψη
βάρους. Γιὰ νὰ χορέψῃ κανεὶς πρέπει νὰ ἀκούει τὴν σφυρίχτρα τῆς φάμπρικας σὰν
νὰ ἦταν ἀγγελική. Καὶ ἡ σκέψη του, αὐτὴ ποὺ ἀπολαμβάνει τὸ παίξιμο - νὰ μὴν
καθηλώνει τὸ σῶμα στὸ χῶμα. Ὁ χορὸς εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς
ὀκνηρίας. Καὶ ὅσο καὶ ἄν χίλιες μύριες οἰκονομικὲς δοσοληψιες βαραίνουν τὸ ταγάρι
τοῦ χορευτῆ, γιὰ νὰ χορέψῃ αὐτὸς πρέπει νὰ σηκώνει τὸ ταγάρι αὐτὸ στὸν ἀέρα
σὰν νὰ ἦταν χαρταετός.
Στὸ θέατρο, πάλι, ἡ μουσικὴ εἶναι ὄχι πλέον τὰ ὄργανα, ὄχι τὸ κάλεσμα σὲ κόπο
καὶ ἀγῶνα, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ λογιστοῦ. Τὸ θέατρο εἶναι ἕνα εἶδος χοροῦ
μετὰ τῆς μουσικῆς τῶν λεφτῶν. Εἶναι ὁ χορὸς τοῦ λαοῦ, καὶ διακόπτουμε τὸν εἰρμό
τοῦ κειμένου γιὰ μιὰν ἀπότιση φόρου τιμῆς - πρόκειται γιὰ κάτι ἱερό. Οἱ ἠθοποιοὶ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
χορεύουν στὸν ῥυθμὸ τῆς ἀμοιβῆς τους. Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ ἰδεαλισμό, τότε, ὁ
χορὸς εἶναι κακὸς χορὸς καὶ ἀνθυγιεινός. Μποροῦμε νὰ τὸ θέσουμε ἀκόμα πιὸ
λαϊκά. Ο ἄνθρωπος ὑπερηφανεύεται, καὶ αὐτοτραυματίζεται. Ἐπὶ σκηνῆς, τὸν βλέπει
κανεὶς ὑπὸ μεγεθυντικὸ φακὸ (Μάγερχολντ)· καὶ ἡ βρώση, ἡ πόση, ἀλλὰ καὶ τὸ
ἄγγιγμα ὑπὸ καθεστὼς δουλείας εἶναι δύσκολο νὰ μὴν εἶναι ἀνθυγιεινὰ γιὰ τὸ
πειραματόζῳο, τὸν δικό μας τὸν ἠθοποιό. Εἶναι ἀκόμα πιὸ δύσκολο δὲ νὰ βρεθῇ
κανεὶς ἐπὶ μίας σκηνῆς θεάτρου δίχως νὰ ἔχει δεχθῇ πρὸ πολλοῦ κάποια πίεση,
δίχως νὰ ἔχει νιώσῃ, δηλαδή, τὴν μουσικὴ τοῦ θεάτρου νὰ κουδουνίζει στὸν μῦλο
τῶν ῥεβόλβερ τῶν θεατῶν. Ἄρα, τὸ νὰ φάῃ, τὸ νὰ πιῇ, τὸ νὰ ἀγγίξῃ τὸν
συνάδελφο, σὰν συνάδελφο, ὅμως, στὸν χορό, καὶ ὄχι σὰν συνάδελφο ἀνταγωνιστὴ
ζήτουλα, ὅπως ὁ μεταμφιεσμένος Ὀδυσσέας μπροστὰ στὰ ψητὰ τῶν μνηστήρων
ἀντιμετώπισε τὸν ἀληθινὸ ἐπαίτη, δὲν εἶναι τελείως προφανές... οὔτε ἀναμενόμενο,
οὔτε εὐκταῖο ἀπὸ τὰ πρίν. Καὶ γιατί, νᾆναι ὑπὸ πίεση, κάποιος ποὺ βρίσκεται ἐπὶ
τῆς σκηνῆς; εἶναι ἁπλό. Τὸ βλέμμα ἔχει βάρος. Ἡ σκηνὴ τοῦ θεάτρου ἔχει τὴν τάση
νὰ λιώσῃ τὸν ἀπερίσκεπτο τζίτζικα, ποὺ κάνει τὸν Ὀρφέα.
Γιὰ νὰ ἀντέξῃ τὸν τζίτζικα, μιὰ σκηνὴ θεάτρου, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ τζίτζικας
μεταμφιεσμένος σὲ πάνοπλο φορτωμένο καὶ συνειδητοποιημένο ἐργατικὸ μέρμηγκα.
Πρέπει νὰ τακτοποιοῦνται στὴν διατροφή του, ὅλα, κατόπιν ἐξονυχιστικῆς
προετοιμασίας γιὰ τὸν σκληρὸ δικαστὴ τοῦ ἀσιατικοῦ τρόπου παραγωγῆς 5. Μέχρις
ὅτου ἀποκτήσουμε ὅμως ἕνα τελεσίδικο ναὶ ἤ ἕνα τελεσίδικο ὄχι στὴν ὑπόσταση ἤ
μὴ ὑπόσταση τῆς ἐργασίας ἐκτὸς τῆς σκηνῆς, γερὰ θεμελιωμένο ἐμπειρικά, καὶ
φιλοσοφικά, ποὺ νὰ μπορέσουν νὰ γίνουν κοινωνικῶς ἀποδεκτά, παραμένουμε
ἀναγκαστικοὶ θεατὲς τῆς θεατρικῆς ἐπιστήμης, τὴν ὁποῖα ἔχουμε ἀκόμα ἐμπρός μας
νὰ στέκεται ζωντανὴ καὶ τὰ πᾶντα, πάντοτε, ὁρῶσα. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη δὲν
φαίνεται οὔτε ἐκείνη νὰ θέλει νὰ γράψῃ, σώνει και ντέ, τὴν ἱστορία τοῦ Σαμψών, ἤ
τοῦ Σπαθάρη, ἤ τοῦ Ποκελέν.
Αὐτὸ θἆταν μιὰ ἱστορικὴ μελέτη, ἤ ἀλλιῶς χρονογραφία. Καὶ αὐτὴ ἐνέχει
5 Κατηγορία ὁργάνωσης τῆς κοινωνίας ποὺ ἀνάγεται στὸν Μὰρξ καὶ ποὺ ὁ διανοούμενος..... ἀπέδωσε στὶς μεγάλες
ἀγροτικὲς κοινωνίες τῆς Ἁσίας, τῆς τότε ΕΣΣΔ περιλαμβανομένης. Σὲ αὐτὸν τὸν τῦπο παραγωγῆς, τὸ σημεὶο
ἀναφορᾶς δὲν ειναι ὑποτίθεται ὁ ἀτομικὸς πλοῦτος ἀλλὰ μεγάλα τεχνικὰ ἔργα ποὺ χρειάζονται πολὺἐκτεταμένη
συλλογικὴ ἐργασία, ὅπως των μυρμηγκιῶν γιὰ τὴν φωλιά τους, καὶ ἀναπτύσσουν τὴν νοοτροπία ποὺ ἀπαιτεῖται
προκειμένου νὰ μέινὴ τὸἐργοτάξιο πιστὸ στὸν σκοπό του.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
κινδύνους... Ὅπως εἴπαμε, ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη θέλει νὰ ἐξαλείψῃ τὸν κίνδυνο, μιὰ
γιὰ πάντα, καὶ δὲν θέλει κἄν νὰ τὸν ῥισκάρῃ. Ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη ἀφορᾷ τὸ
παρόν, ἀφορᾷ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν κινδύνων ποὺ ἀπειλοῦν τὸ παρόν. Καὶ ἄν
ὑποθέταμε πὼς διαπιστώναμε πὼς δὲν ὑπῆρχε πλέον κανένας κίνδυνος - τότε, ἡ
ἐπιστήμη αὐτὴ θἄταν ἄχρηστη. Πρᾶγμα ποὺ δυσκολεύει, λοιπον, σἠμερα, ἕναν
ὑποψήφιο διδάκτορα στὶς θεατρικὲς σπουδές. Γιὰ νὰ ἔχει αὐτὸς διδακτικὴ ἐπάρκεια
δὲν γίνεται ἡ ζωὴ τῶν μαθητῶν του νὰ γίνεται πείραμα. Ἐφόσον μάλιστα τὸ
ἀρχαῖο ὄνομα γιὰ τὴν σκηνοθεσία ἦταν διδασκαλία πρέπει νὰ βρεθῇ μιὰ μέθοδος
ποὺ νὰ ἀποκλείει τὸν διδάσκαλο ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ λάθους. Ἐὰν ὑπάρχει μία
πιθανότης στὸ ἑκατομμύριο νὰ γίνῃ ἐπιστήμων μὲ λάθος, τότε ἡ ἀναγνώρισή του
σὰν διδασκάλου θὰ θέσῃ σὲ κίνδυνο τοὺς μαθητές του. Καὶ ἄν ἀποκτήσῃ δίπλωμα
μὲ λανθασμένη ἀναδειξη, τότε, θὰ ἀναγνωριστῇ ὁ κίνδυνος κρατικά· καὶ ὁ κίνδυνος
αὐτὸς θὰ ὑπάρξῃ φόβος μετὰ νὰ μεταλαμπαδευτῇ στὶς ἑπόμενες γενεές, καθὼς ἡ
ἐπιστήμη τοῦ θεάτρου θὰ ἔχει γίνῃ πλέον λαοκρατικὸ πολίτευμα. Ἄν ἐκλεγῇ ἀπὸ
μᾶς, τοὺς ταπεινοὺς λεγεωναρίους, ὁ ἀξιωματικός μας, μᾶς ἀναγνωρίζεται μιὰ
κάποια προϋπηρεσία εἰς τὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Καλοῦ. Ἄν τοῦ παραχωρήσουμε
ὅμως καὶ πτυχίο ἐκπαιδευτῆ ἐπανοπλίσαμε ἤδη τὸ Κράτος μας στὸ νὰ ὑπάρξουν
ἐχθροὶ καὶ στὸ μέλλον. Ἄν θέλεις πόλεμο, προετοιμάσου γιὰ πόλεμο! Δὲν εἶναι στὶς
προθέσεις αὐτοῦ τοῦ κειμένου νὰ ὁρίσῃ ἀξιωματούχους. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχει
προετοιμαστῇ γιὰ χρήση ἐς αεί. Καὶ ὁ δάσκαλος τῆς θεατρικῆς ἐπιστήμης ὀφείλει νὰ
μετατραπῇ σὲ ἄλλον διδάσκαλο, μιᾶς ἐπιστήμης ἄλλης. Συνεπῶς, ἡ θεατρικότητα
(γιατὶ θὰ δοῦμε αὐτὴν τὴν λέξη) αὐτῆς τῆς διατριβῆς δὲν ἔγκειται στὸ ὅτι
γράφτηκε γιὰ νὰ φτιάξῃ τὸν χρυσὸ μόσχο, λυώνοντας τοὺς κινδύνους σὰν
ἀσπιρίνες, ἀλλὰ γιὰ νὰ γλιτώσῃ την ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς
Αἰγύπτου. Εἶναι σὰν νὰ ζητάει κανεὶς ἀπὸ ἕναν ὑποψήφιο βάρδο νὰ παίξῃ τὴν
ἅρπα του, μὲ τρόπο, ὅμως, ποὺ νὰ δείξῃ πὼς ξέρει ἀπὸ βούκινο. Ἤ ἄλλως πῶς ὁ
ὑποψήφιος διδάκτωρ στὸ θέατρο νὰ βαπτισθῇ καὶ νὰ λάβῃ νέο ὄνομα ποὺ νὰ τοῦ
ἦταν γραμμένο ἐξαρχῆς σὲ δέλτο συννεφένια. Ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ κειμένου εἶναι νὰ
πείσῃ τοὺς ἐξεταστὲς ὅτι ὁ ὑποψήφιος διδάκτωρ δὲν ξέρει θέατρο. Μπορεῖ νὰ
φτάσῃ νὰ ἱκανοποιεῖ κάποιο γοῦστο, ἐφόσον ὅμως εἶναι θέατρο, ὀφείλει νὰ φέρει
τὴν διαφορὰ τῆς ἐπιστήμης τοῦ θεάτρου ἀπὸ τὶς ἄλλες. Γιὰ αὐτὸ καὶ ξεκινοῦμε,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ὅλοι μαζί, ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ἀποκρύπτουμε πὼς πρόκειται γιὰ διατριβὴ–
ὅπως καὶ ὁ Μπρὲχτ καὶ ἄλλοι θεατράνθρωποι τῆς ὑποτιθέμενης πρωτοπορίας δὲν
ἔκρυβαν πὼς παίζουν θέατρο. Μιὰ διατριβὴ στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες ἔχει γλῶσσα
μαθηματική. Μιὰ διατριβὴ στὴν θεατρικὴ ἐπιστήμη ἔχει καὶ αὐτὴ μιὰ γλῶσσα, τὴν
κυριολεξία. Ἡ μουσικὴ ΔΕΝ εἶναι θέατρο, δὲν εἶναι κυριολεξία, καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ
πρὸς ἀπόδειξιν θέση σὲ αὐτὴν τὴν διατριβή – καὶ ἄν ὅλες οἱ τέχνες ἀνάγονταν
στὴν μουσική, αὐτὸ θἆταν ψέμα. Ἡ μουσικὴ θἆταν ἄλλοθι, τότε, γιὰ τὴν ἡδονή. Ἡ
μουσικὴ τοῦ θεάτρου εἶναι κάτι ποὺ θὰ ψάξουμε νὰ ἐπιτύχουμε, ἀλλὰ μόνον μετὰ
τὴν παύση τῆς ἐπιστήμης μας, τότε, μόνον, μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ τραγουδήσουμε. Καὶ
ἔτσι, ἡ ἐπιστήμη μας ἔχει γιὰ μέθοδο τὴν δίχως λεκτικὴ ἀγκύλωση γιατρειά, καὶ ὄχι
ἀποκάλυψη τοῦ κινδύνου. Γιὰ αὐτό εἶναι γραμμένη ἡ διατριβὴ αὐτὴ δοκιμιακά... τὸ
δὲ πρόβλημά της εἶναι πῶς νὰ λάβῃ ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη τὸν λόγο...
Κακούρη γιὰ τὴν Προϊστορία τοῦ θεάτρου3. Ἐκεῖ, παίζει μόνη της, στὸ δωμάτιό της,
ἕνα μικρὸ κουκλοθέατρο μὲ τὰ πέντε της δάχτυλα, ἐπειδὴ οἱ γονείς της τὴν ἔβαλαν
τιμωρία... Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι ἠθοποιός. Ἄν θέλουμε νὰ μεταμορφωθῇ σὲ μιὰ μικρὴ
θεατρίνα, πρέπει νὰ προσθέσουμε στὸ δωμάτιό της κάποιους κακούς... τότε μόνο
ὑπάρχει ἡ δυνατότητα γιὰ παράσταση. Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ προστεθῇ πὼς
ἠθοποιοὶ δὲν ὑφίστανται. Πὼς ὁποιοσδήποτε, μουσικός, ἀκροβάτης, ὑδραυλικός,
διανοούμενος, θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἀνέβῃ ἐκεῖνοι στὴν σκηνὴ ποὺ στέκεται τώρα
αὐτὸ τὸ κορίτσι. Μάλιστα, προτάθηκε σχετικὰ πρόσφατα σὲ ἕναν ἐπαγγελματία
τυπογράφο νὰ κάνει τὴν δουλειὰ ποὺ ἤξερε νὰ κάνει κάποτε καλὰ στὸ
τυπογραφεῖο· ἀλλὰ στὴν αἴθουσα, πλέον, ἑνὸς βιομηχανικοῦ μουσείου: γιὰ νὰ γίνῃ
καὶ μουσεῖο παλαιῶν ἐπαγγελμάτων. Καὶ νὰ ἔρχονται ἐκεῖ νὰ τὸν βλέπουν νὰ
παλεύει μὲ τὰ μολύβδινα στοιχεῖα, μὲ τὶς κάσες, μὲ τὶς πρέσες, μὲ τὰ μελάνια, γιὰ
χάρη τους καὶ μόνον… ἄν εἶχε δεχτῇ λοιπὸν τότε θὰ εἶχε γίνῃ ὁ τυπογράφος μας
πρώην τυπογράφος, καὶ σὰν νῦν ἠθοποιὸς, ἤ, τέλος πάντων, πειραματόζῳο. Ὅταν
χαζεύει ὅμως κανεὶς ἕναν τσαγκάρη τὴν ὥρα ποὺ κάνει τὴν δουλειά του στὸ
τσαγκαράδικο, αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ὁ τσαγκάρης εἶναι ἠθοποιός... ἐξάλλου, στὸ
θέατρο ὁ τσαγκάρης δὲν καρφώνει ἁπλῶς τὶς σόλες στὰ παπούτσια. Καρφώνει τὶς
σόλες στὰ παπούτσια γιὰ τὸν γδοῦπο ποὺ παράγει τὸ κάρφωμα. Ὁ τυπογράφος
στὸ μουσεῖο φτιάχνει πλέον τὶς μῆτρες καὶ ἁπλώνει τὸ μελάνι γιὰ νὰ βλέπουν οἱ
ἄλλοι πὼς εἶναι προλετάριος. Ὁ ἠθοποιός μας, δηλαδή, τουλάχιστον ὁ ἐρασιτέχνης,
εἶναι κάποιος ποὺ βλέπει κανεὶς ἀπέξω, καί, μετά - σὰν νὰ μὴν τὸν βλέπει πιά.
Δημιούργησε, ὅμως, ὁ ἠθοποιός μας, καθὼς ἔτυχε νὰ γίνῃ τὸ ἀντικείμενο τῆς
προσοχῆς τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ μουσείου, ἕνα σύνολο πραγμάτων. Ποὺ μοιάζουν μὲ
κάτι σὰν φωτοστέφανο. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα λέγεται θεατρικότητα. Νὰ σημειωθῇ δε
πὼς τὰ ὅρια ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μοιάζει μὲ φωτοστέφανο, καὶ
αὐτὸ ποὺ τόσο πολὺ μοιάζει μὲ φωτοστέφανο ποὺ ἐνδέχεται νὰ εἶναι κιόλας εἶναι
ἐξαιρετικὰ λεπτά, καὶ πὼς ἐλλοχεύει πάντοτε ὁ κίνδυνος ὁ ἠθοποιός μας νὰ εἶναι
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
τελικὰ ἅγιος.
Ὅπως φάνηκε, μετὰ ἀπὸ πολλὰ πειράματα, αὐτὸς ὁ τρόπος, ποὺ ὁ ἠθοποιὸς
μεταμόρφωσε τὸν γύρω του χῶρο, ὀφείλεται στὸ ἑξῆς: ὁ ἠθοποιὸς ἔχει συναίσθηση
ὅτι τὸν παρακολουθοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεατρικότητα. Σὲ αὐτὸ διαφέρει ὁ ἠθοποιὸς
ἀπὸ τὸ κοινό. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση εἶναι ταυτόχρονα κίνηση· καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ
σωματικότητα του θεάτρου, ἤ, ἀλλιῶς, θεατρικὴ σωματικότητα. Καὶ τὸ γεγονὸς
πὼς αὐτοὶ ποὺ τὸν παρακολουθοῦν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν ἠθοποιό, καί,
ἐπίσης, ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸν παρατηροῦν ἀντιλαμβάνονται κάποια στιγμὴ ὅτι ὁ
ἠθοποιός μας γνωρίζει, καὶ πολὺ καλά, μάλιστα, πὼς τὸν παρατηροῦν, εἶναι τὸ
μυστήριο τοῦ θεάτρου. Τὸ λέμε δὲ μυστήριο διότι δὲν εἶναι πάντοτε προφανές, ἄν
τὸ καλοσκεφτῇ κανεὶς, ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς συνειδήσεις... καὶ ἅρα, πολλοὶ θεατές...
καὶ ἄρα, τὸ ζεῦγος ἠθοποιοῦ καὶ θεατῆ. Καὶ ἄρα, πολλὲς σκηνές. Ὅπως θὰ δοῦμε,
σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο, ποὺ μοιάζει μὲ ἀλυσιδωτὴ ἀντίδραση συνειδητοποιήσεων, δὲν
φωλιάζει μόνη ἡ θεατρικὴ αἰσθητική· συγκεντρώνονται ἐπίσης ἄλλα μείζονα
θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ θέματα. Πρόκειται μὲ λίγα λόγια γιὰ τὸ μυστήριο τῆς
κοινωνίας. Προτρέχουμε, λέγοντας ὅτι τὸ καλλιτεχνικὸ θέατρο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ
ἐμπορικό, προσπαθεῖ νὰ οἰκειοποιηθῇ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Πρὸς τὸ παρόν, θὰ
μαζευτοῦμε σὲ κάτι δευτερεῦον μὲν ἀλλὰ καίριο. Ἡ θεατρικότητα δὲν εἶναι ὁ
θεατρινισμός. Θεατρινισμὸς εἶναι νὰ κάνει κανεὶς ἐξωτερικὲς κινήσεις, ποὺ θυμίζουν
καμποτῖνο, παλιάτσο. Ἢ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο παιξίματος, τὸν ἐκφραστικό ἤ
ὑπερβολικό. Ὁ θεατρινισμὸς ὀφείλεται στὴν ἔντονη δραστηριότητα τοῦ ἠθοποιοῦ,
καὶ σημαίνει αὐτεπίδειξη, διαφήμιση, ἀπόσπαση τῆς προσοχῆς τοῦ πλησίον.
Θεατρινισμὸς σημαίνει ὅτι ὁ ἠθοποιός μας λέει, μὲ τὸν τρόπο ἑνὸς παιδιοῦ: – ἔι!
Κοίτα ’δῷ! Ἡ θεατρικότητα, ὅμως σχετίζεται μὲ τὸ τί θὰ κάνει μετά. Καὶ τί θὰ κάνει
ὁ ἄλλος καὶ τὶ θὰ κάνω ἐγώ. Σχετίζεται, δηλαδή, μὲ μιὰ ἀπροσδιοριστία τοῦ
ὑποκειμένου. Ἡ θεατρικότητα, λοιπόν, δὲν ὀφείλεται στὸν θεατρῖνο. Ὀφείλεται στὸ
παρόν. Θεατρικότητα ὑπάρχει ὅταν οἱ ἐπίδοξοι καὶ ὄχι σίγουροι ἠθοποιοὶ ἔχουν
ἀντιληφθῇ πὼς ὁ θεατής τους εἶναι δικός τους θεατής. Καὶ ὁ θεατὴς μὲ τὴν σειρά
του ἀντελήφθη ὅτι οἱ ἠθοποιοὶ τὸν πρόσεξαν... τότε, ἕνας ἠθοποιὸς ποὺ ἔκανε
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
τοῦμπες ἐπὶ σκηνῆς, μετά, πῆρε ἕνα ξύλο, βάρεσε ἕνα ταψί, μετὰ πῆρε τὸ ξύλο ποὺ
βάρεσε τὸ ταψί, γιατὶ εἶχε πέσῃ κάτω, στὸ μεταξύ, ἔπιασε ἕνα κομπρεσέρ, ἀφοῦ
παράτησε τὸ ξύλο, καὶ ἄρχισε νὰ τρυπάει τὸ πάτωμα τῆς σκηνῆς μὲ τὸ κομπρεσὲρ
γιὰ νὰ φυτέψῃ τὸ δέντρο τῆς Ἐλευθερίας δὲν ἔχει ἀποκτήσῃ στὸ μεταξὺ κατ᾿
ἀνάγκην περισσότερη θεατρικότητα ἀπὸ ἕναν τεχνικό, ποὺ ἔβγαλε στὸ μεταξὺ τὸ
κομπρεσὲρ ἀπὸ τὴν πρίζα, ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὸν φοῦρνο, καὶ ἀντελήφθη
ξαφνικὰ ὅτι τὸ κοινὸ τὸν πρόσεξε! καὶ αὐτὸ τοῦ προκάλεσε μιὰ κάποια ἀμηχανια.
Ἡ θεατρικότητα, λοιπόν, ἀναπτύσσεται ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἄσχετα, ἤ, μᾶλλον, παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁ ἠθοποιὸς μας παίζει ἤ ὄχι καλὰ τὸν ῥόλο του. Ἐμφανίζεται ἐπειδὴ ὁ
ἠθοποιὸς ἔχει ὑποστῇ τὴν ἐπίδραση τοῦ κοινοῦ. Ἡ θεατρικότητα σχετίζεται μὲ τὴν
δύναμη τῆς συμπαρουσίας. Συμπεραίνουμε λοιπὸν πὼς ὁ ἠθοποιός μας δὲν εἶναι
αὐτὸς ποὺ ἔχει θεατρικότητα. Δὲν εἶναι, ἁπλῶς, ἕνας τίτλος ποὺ ἔτυχε νὰ ἔχει
ἀποδοθῇ σὲ κάθε κορμὶ ποὺ ἔτυχε νὰ βρεθῇ ἐπάνω σὲ μιὰ σκηνὴ θεάτρου τὴν ὥρα
καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔτυχε νὰ τὸ παρατηροῦν, ἀλλὰ μιὰ ἀπασχόληση, νόμιμη, ἤ
παράνομη. Ἡ ἔκθεση μπροστὰ στὸ κοινὸ δείχνει νὰ εἶναι γιὰ τὴν θεατρικότητα ἡ
ἀφετηρία, ἐνῷ γιὰ τὸν θεατρίνο εἶναι ψωμοτύρι. Ἡ θεατρικότητα εἶναι ἕνα
φαινόμενο, ἐνῷ ὁ ἠθοποιὸς εἶναι, ὑποτίθεται, ἕνα λειτούργημα, μιὰ ἀπασχόληση.
Ἄρα, ἠθοποιὸς δὲν ἔγινε φαίνεται ποτὲ κανεὶς ἐπειδὴ ἔτσι ἁπλὰ ἔτυχε οἱ ἄλλοι νὰ
βρεθοῦν σὲ κάποια ἀπόσταση ἀσφαλείας καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ γκαρίζει. Qu’est-ce qui
leur chausse le socque ou le cothurne ? ῥωτοῦσε ὁ μακαρίτης διαφωτιστὴς φιλόσοφος
Ντιντερό. Le défaut d’éducation, la misère et le libertinage. Le théâtre est une
ressource, jamais un choix. Ἔτσι ἰσχυριζόταν ὁ Ντενὶ Ντιντερό. Μᾶς δείχνει, δηλαδή,
ὁ Νιντερὸ καὶ μᾶς φωνάζει πὼς ὁ ἠθοποιὸς δὲν εἶναι ἕνας τύπος ποὺ ἔκατσε νὰ τὶς
φάῃ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τοῦ ἄρεσε νὰ τοῦ τὶς βρέχουν. Ὁ ἠθοποιὸς τοῦ
Ντιντερὸ ἔχει, φαίνεται, μιὰ τάση νὰ πάῃ νὰ προϋπαντήσῃ τὸ κοινό του μὲ ἕναν
συγκεκριμένο τρόπο, ποὺ ὁρίζει τὸ ἐπάγγελμά του, ἕναν τρόπο δηλαδὴ ποὺ κάνει
τὸν ἠθοποιό μας ἐπαγγελματία καὶ ὄχι ἐρασιτέχνη. Ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ ἄγχος τοῦ
νὰ φύγῃ ἡ ῥετσινιὰ τοῦ ἐπαγγέλματος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ θεατρίνου εἶναι ἀκριβῶς
αὐτὸ ποὺ καθοδηγεῖ τὶς πρωτοπορίες, καὶ ὑπάρχει καὶ λόγος. Ὡστόσο, πρέπει νὰ
προλάβουμε μιὰ πιθανὴ παρεξήγηση. Ἄν ὁ ἠθοποιός μας δὲν ἔχει θεατρικότητα,
διότι ἡ θεατρικότητα εἶναι μόνον τοῦ ἀθελήτου ἠθοποιοῦ, εἶναι λοιπὸν
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἀναγκασμένος ὁ ἐπαγγελματίας ἠθοποιὸς νὰ μιμεῖται τὸν ἐρασιτέχνη; Ἴσως. Ἴσως,
μάλιστα, αὐτὸς ὁ τίτλος τοῦ ἠθοποιοῦ νὰ κρύβει ἀπὸ πίσω του μιὰ ἀπάτη,
σύμφυτη μὲ τὸ ἐπάγγελμα αὐτό. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε ἐπίσης ἡ θεατρικότητα νὰ
εἶναι παντελῶς ἄσχετη μὲ τὸν ἠθοποιό. Μποροῦμε, πάντως, νὰ ἐπιβεβαιώσουμε πὼς
τὸ κορίτσι μας ποὺ ἄνοιξε τὸ μικρό του κουκλοθέατρο στὰ πέντε του δάχτυλα
μοιάζει ὄντως ἕνα πιθανὸ προστάδιο τῆς ἠθοποιοῦ-ἐπιχειρηματία. Διότι τὸ
ἀγγελικὸ αὐτὸ στεναχωρημένο πλάσμα θὰ μποροῦσε νὰ μοιάσῃ μὲ μιὰ μικρὴν Εὔα
στὸν παράδεισο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἀκατανόμαστος τὴν βάζει σὲ πειρασμό. Ὁ
Ἀϊζενστάιν, ποὺ σχετιζόταν μὲ τὸ θέατρο, ἀνέφερε σὲ ἕνα δοκίμιό του γιὰ τὸν
κινηματογραφιστὴ Τσάρλι Τσάπλιν μιὰ φωτογραφία ὅπου ἕνα παιδὶ διασχίζει μιὰ
μεγάλη λεωφόρο στὴν Νέα Ὑόρκη - ἀνέμελο. Τὰ αὐτοκίνητα ἔχουν φρενάρῃ. Καὶ
ἔχουμε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἀμερικάνικα μπαλέτα αὐτοκινήτων. Ἡ λεζάντα, στὴν
φωτογραφία, ἔγραφε "Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ" Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀνήκει
τοῦ παιδιοῦ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιατὶ νὰ μὴν στεφθῇ βασιλεὺς καὶ στὴν Νέα
Ὑόρκη[4]; Μόνο στὴν Παλαιὰ στέφονται οἱ βασιλεῖς; Παίζει, ὅμως, θέατρο ἕνα παιδί;
Εὐκαιρία νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ βιβλίο τῆς Κακούρη.
Α. 1. 5. ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ὅταν τὸ κορίτσι βρέθηκε μόνο του, ἴσως τότε μόνον ξεπήδησαν οἱ κακοί... ἤ ἴσως
τότε τοὺς πρόσεξε. Γιὰ παράδειγμα, ὁ θυμὸς γιὰ τὸν ὑπερβολικὰ ἀπρόσιτο πατέρα
καὶ τὴν ἀνορθόδοξη μητέρα. Ἥ γιὰ τὸν ἀλλόκοτο ἀδελφό. Ὁ φόβος, ὅμως, ὁ θυμός,
ἐκφράζονται μὲ εἰκόνες, ἤ κάτι τέτοιο. Αὐτὲς οἱ εἰκόνες λοιπὸν εἶναι οἱ θεατρικὲς
εἰκόνες. Δηλαδὴ:
θεατρικὲς εἰκόνες εἶναι οἱ εἰκόνες ἐκεῖνες ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ πρώτη φωτογραφία
τοῦ ἀμφορέα ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα βγῇ στὸ φῶς τοῦ ἤλιου, ἀπὸ τὴν ἀνασκαφή, καὶ
κινδυνεύει νὰ μαυριστῇ μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ φλάς. Μιὰ πρόβα τζενεράλε τοῦ
Κατακλυσμοῦ, ποὺ δύναται νὰ εἶναι κεραυνοὶ πολλοί. Καὶ μυριζόμαστε τὸ ἑξῆς: πὼς
αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ὁ Ντιντερὸ παραπάνω γιὰ τοὺς θεατρίνους καὶ ἀναπαραγάγαμε
ἐμεῖς εἶναι κάτι πού, ἄν τὸ ξύση κανείς, θὰ ἀποκαλυφθῇ ἡ ὑπογραφὴ τοῦ
ζωγράφου, πάνω στὸ ἀγγεῖο.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Μήπως, ἠθοποιὸς γίνεται λοιπὸν κανεὶς ὄταν ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῶν ἄλλων, ποὺ τὴν
παίρνει πολὺ στὰ σοβαρά, μονοπωλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον του ἐπικίνδυνα; Μήπως,
ἀντίθετα μὲ τὸ ἀνέμελο παιδί, ποὺ διασχίζει τὸν δρόμο, γιατὶ τὸν περνάει μὲ τὸ
πράσινο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐνστίκτου του δηλαδή, τῆς μοίρας του, ὁ ἠθοποιός μας ἔχει
συναίσθηση τοῦ πορτοκαλί; Μήπως ἔχει ξεκινήσῃ μιὰ κάποια Σταυροφορία κατὰ
τῶν ἀτυχημάτων; Τὸ δὲ συμβόλαιό του, μὲ τὸν θεατρώνη – μηπως εἶναι ἕνας
ὅρκος δέσμευσης σὲ ἕνα συλλαλητήριο. J’ai beau examiner ces hommes-là. Je n’y
vois rien qui les distingue du reste des citoyens, si ce n’est une vanité qu’on pourrait
appeler insolence, une jalousie qui remplit de troubles et de haines leur comité. Entre
toutes les associations, il n’y en a peut-être aucune où l’intérêt commun de tous et
celui du public soient plus constamment et plus évidemment sacrifiés à de misérables
petites prétentions. L’envie est encore pire entre eux qu’entre les auteurs [κ.ο.κ., ὅ. π.].
Μήπως δὲν μᾶς ἀφοροῦν ὅλα αὐτά... διότι, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐμείς, γιὰ
παράδειγμα, γιὰ τὴν πρόβα τοῦ Κακοῦ (καὶ περὶ Κακοῦ πρόκειται, καὶ περὶ Κακοῦ
εἶναι ὁ λόγος); Ὑπάρχουν δύο λύσεις: νὰ τὸ πολεμήσουμε, ἢ ὄχι. Πρέπει νὰ
διαλέξουμε. Αὐτὸ τὸ πρέπει ὅμως δὲν εἶναι κακό; Μήπως τὸ πρέπει σημαίνει ὅτι
κάτι πρέπει νὰ γίνῃ; Γιὰ παράδειγμα, ἡ θεατρικὴ ἐπιστήμη νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν
ὀρθοστασία της, καὶ νὰ ἀρχίσῃ νὰ παίζει. Μήπως αὐτὸ τὸ πρέπει εἶναι ἡ μετάβαση
στὴν ἑπόμενη κίνηση; Ὁ ἠθοποιός μας, μήπως, τελικά, δὲν πρέπει νὰ κάνει
τίποτε... μήπως τὸ πρέπει θὰ τὰ κάνει Αὐτὸ ὅλα μόνο του;
Αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ στὴν θεατρικὴ πράξη ἦταν ἡ ἔναρξη τῆς παράστασής μας. Καὶ
τὸ θέμα αὐτῆς τῆς διατριβῆς!
Στὶς πολεμικὲς τέχνες, ὑπάρχει μιὰ ἀστραπιαῖα κίνηση ποὺ κάνει κανείς, ἕνα κλίκ! μὲ
τὰ δάχτυλα, ποὺ γίνεται προκειμένου νὰ ἀποσπαστῆ ἡ προσοχὴ τοῦ πλησίον
ἡμῶν αὐτοματικά, ὥστε ὁ σαμουράι νὰ χτυπήσῃ τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ σώματος ποὺ
εἶχε μείνῃ ἀκάλυπτο στὸν συντονισμὸ τοῦ ἀντιπάλου νευρικοῦ συστήματος πρὸς
ψεύτικο συναγερμό. Ὁ ἠθοποιός μας φέρει, δυστυχῶς, μιὰ βαρειὰ κατηγόρια. Ὅτι
ἀνήκει στὰ ἐπαγγέλματα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι δολοφονικά, ἤ αὐτοκτονικά, ἤ καὶ τὰ
δύο, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, μάλιστα, πὼς μοιάζει μὲ καμικάζι. Ἐνῷ θὰ μπορούσαμε,
ὑποτίθεται, νὰ κάνουμε δίχως βία. Ὁ ἠθοποιός μας κατηγορεῖται ὅτι ἔχει μία μόνο
δουλειά, τὸ νὰ ἀποσπᾷ τὴν προσοχὴ τοῦ πλησίον του διὰ μέσου τῆς παράστασης,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
καὶ τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης διὰ μέσου τῆς ἀναγνωρίσεως ἤ ἀνοχῆς τοῦ
ἐπαγγέλματος αὐτοῦ, τοῦ ὑποκρίνεσθαι. Πρέπει τότε φυσικὰ νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι
αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἠθοποιὸς ἀποτρέπει, ὑποκρινόμενος, τὴν προσοχὴ τοῦ κοινοῦ
του. Ἀλλιῶς, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ στοιχειοθετήσουμε ἕνα ἀξιοπρεπὲς
κατηγορητήριο κατὰ τῶν ἠθοποιῶν; Ἀρχίζουμε, λοιπόν, ἀπὸ τὰ προφανή.
Ὁ ἠθοποιὸς, γιὰ νὰ εἶναι ἐπαγγελματίας ἠθοποιὸς σημαίνει ὅτι ἔχει κατακτήσῃ ἕνα
μίνιμουμ ἀποδοχῆς ἀπὸ τὸ κοινό του, ἀφενός, καὶ ἀπὸ τὸν θεατρώνη ἤ ὅποιον
κατέχει θέσιν θεατρώνη, ἀφετέρου. Εἶναι λοιπόν ἀνεγνωρισμένος ἤδη γιὰ τὴν μὴ
ἐργασία του. Ἄρα ὁ ἠθοποιός μας πληρώνεται γιὰ κάτι ἄλλο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ
εἶναι τὸ περιβόητο χάρισμα. Ὅμως, τὸ χάρισμα ὑποτίθεται ὅτι χαρίζεται μόνον
ἅπαξ... εἶναι δυνατὸν νὰ πληρώνει κανεὶς κανέναν γιὰ τὸ δῶρο ποὺ τοῦ ἔγινε, καὶ
πού, ἐπιπλέον, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δώσῃ ἀλλοῦ, καθὼς τὸ μὲν ταλέντο δὲν
μεταδίδεται, τὸ δὲ δῶρο δὲν δωρίζεται; Κάτι ἄλλο συμβαίνει λοιπόν. Διότι ὅσο
ὄμορφος καὶ ὅμορφη ἄν εἶναι κάποιος ἤ κάποια δὲν εἶναι λογικὸ νὰ τὸν πληρώνουν
ἤ νὰ τὴν πληρώνουν γιὰ τὴν ὀμορφιά του ἤ τὴν ὀμορφιά της καὶ μόνον. Αὐτὴ ἡ
ὑποψία ἔχει, βέβαια, μακρότατο παρελθὸν ἀληθινῆς ἤ ψεύτικης ἐπιβεβαίωσης στὰ
χαλαρὰ ἤθη καὶ συγκεκριμένα τὶς σχέσεις πορνείας ποὺ ἀναπτύσσονται ὑποτίθεται
σὲ τέτοια περιβάλλοντα, δίχως ὅμως νὰ μὴν ἀναπτύσσονται σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ
πλάτη τῆς γῆς. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν πείθει ἀπόλυτα αὐτὴ ἡ ἐξήγηση. Ὅπως θὰ
δοῦμε, ὁ ἠθοποιός μας μᾶς ἐνοχλεῖ λιγότερο γιὰ τὰ ἐρωτικά του προσοντα καὶ
πολὺ περισσότερο γιὰ τὴν φήμη ποὺ τὸν φέρει νὰ κατέχει τὸ χάρισμα τῆς μίμησης.
Τὸ θέμα τῆς μίμησης, ὅπως ἐπίσης θὰ δοῦμε, δὲν σχετίζεται ἁπλῶς, ΕΙΝΑΙ τὸ θέμα
τῆς ἐργασίας. Καὶ κλείνουμε αὐτὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο μὲ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ
Ἀριστοτέλη. Διὰ τί οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πονηροί εἰσιν; Η ὅτι
ἥκιστα λόγου σοφίας κοινωνοῦσι διὰ τὸ περὶ τὰς ἀναγκαίας τέχνας τὸ πολὺ μέρος
τοῦ βίου εἶναι, καὶ ὅτι ἐν ἀκρασίαις τὸ πολὺ τοῦ βίου εἰσίν, τὰ δὲ καὶ ἐν ἀπορίαις;
Αμφότερα δὲ φαυλότητος παρασκευαστικά. (Προβλήματα, 30). Ἀπόδοση – Γιατὶ οἱ
θεατρῖνοι εἶναι κατὰ κανόνα ἐξώλης καὶ προώλης; Μήπως ἐπειδὴ εἶναι ἀμόρφωτοι,
ἐξαιτίας τῶν αὐξημένων ἀπαιτήσεων τοῦ ἐπαγγέλματος αὐτοῦ, ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
χρόνο γιὰ καλλιέργεια, ἤ μήπως ἐπειδὴ περνοῦν τὴν ζωή τους σὲ περιβάλλοντα
φτώχειας καὶ σπατάλης, ποὺ εἶναι, καὶ τὰ δύο, καὶ ἡ φτώχεια, καὶ ἡ σπατάλη,
φυτώρια ἔκλυτου βίου;
Ἡ λέξη διδασκαλία ἀπὸ τὸν διδάσκαλο, ποὺ λεγόταν ἔτσι, ἀκριβῶς ὅπως ὁ
σημερινὸς διευθυντὴς ὀρχήστρας λέγεται μαέστρος, μαίτρ, καὶ ἐν μέρει μαέστρος,
μαίτρ, λέγεται ὁ σκηνοθέτης. Φαίνεται (βλ. IG ) ὅτι ἀναγραφόταν στὰ ἐπινίκια
μνημεῖα τῶν δραματικῶν ἀγώνων τῆς ἀρχαιότητας: ΣΟΦΟΚΛΗΣ (ἤ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ)
ΕΔΙΔΑΣΚΕΝ ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀντιστοίχου ποιητῆ 6· διότι ἡ λέξη
διδασκαλία περιελάμβανε τότε καὶ τὴν καθαυτὸ μουσικὴ σύνθεση, ὅπως σήμερα
ἀναγράφεται τὸ ὄνομα Μότσαρτ (Mozart) στὰ προγράμματα τῶν συναυλιῶν. Εἶναι
πιθανὸν ὅμως νὰ μὴν κρατοῦσε ὁ ποιητὴς ἤ, τουλάχιστον, νὰ μὴν παρέδιδε σὲ
τρίτους μουσικὴ σημειογραφία, τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνα π.Χ., εἴτε
ἐπειδὴ μεγάλο μέρος τῆς ἔμμετρης τότε σύνθεσης ἐμπεριείχετο ἤδη στὸν ἔμμετρο
λόγο, ποὺ ὄντως παρέδιδε, μὲ τὴν παράσταση και τὴν διδασκαλία,, εἴτε ἐπειδὴ ἡ
πρόβα, μέχρι τὴν πρεμιέρα, ἦταν προφορική, εἴτε ἐπειδὴ ἡ καθαυτὸ σύνθεση ἦταν
κυρίως ἀφημένη στὸν αὐλητή του, εἴτε, τέλος, ἐπειδὴ τίποτα δὲν σώθηκε ἀπὸ τὴν
μουσικὴ καὶ μᾶς ἀπομένει μονάχα τὸ λιμπρέτο. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, ἡ θέση τοῦ
σημερινοῦ μαέστρου πλάτη στὸ κοινὸ τῆς συναυλίας ἐξηγεῖ ἴσως μὲ τὸν καλύτερο
δυνατὸ τρόπο καὶ τὸν πιὸ εὔληπτο γιατὶ στὸ ἀρχαῖο θέατρο, τὸ κλασσικό, ἔχουμε
καὶ σκηνή, καὶ ὀρχήστρα. Διότι στὴν σημερινὴ ὀρχήστρα, τὴν εὐρωπαϊκή, τὴν
συμφωνική, ἔχουμε καὶ πάλι ἐκεῖ τριμερῆ διαχωρισμὸ μεταξὺ τοῦ κοινοῦ, τῶν
ὀργανοπαικτῶν, καὶ τοῦ μαέστρου, δίχως αὐτὸ νὰ ξενίζει. Δὲν ὑπάρχει λόγος
λοιπὸν νὰ μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀρχαῖο κλασσικὸ θέατρο ἔχει τρία ἐπίπεδα
συνύπαρξης τῶν σωμάτων, τὴν σκηνή, τὴν ὀρχῆστρα καὶ τὸν χῶρο τῶν θεατῶν. Ἡ
ὁμοιότητα εἶναι ὁ μαέστρος-ἐκτελεστής, ποὺ ἀντικαθίσταται κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὸν
πρῶτο ἤ μᾶλλον δεύτερο ὑποκριτή (βλ. παρακάτω), καὶ χρησιμεύει σὰν μεσάζων
ἀνάμεσα στὸν ποιητὴ καὶ τὸ κοινὸ μὲ τοὺς ἐκτελεστὲς μαζί, σὰν μέρος τοῦ κοινοῦ.
Ὁ μαέστρος Ῥοζεντβένστκυ το εἶχε πῆι μὲ σαφήνεια: ὁ μαέστρος μεταδίδει τὸ
μήνυμα τοῦ συνθέτη στὸν λαό, καὶ λαὸς εἶναι ἡ ὀρχήστρα καὶ τὸ κοινό. Τ}ο ἴδιο
6
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
συμβαίνει στὴν τραγῳδία καὶ τὴν κωμῳδία τὴν κλασσική, ἡ διαφορά τους εἶναι
ἀλλοῦ: πὼς σὲ μᾶς, ὁ μαέστρος ἔχει πλάτη στὸ κοινὸ (κάτι πού ἀπαγορεύεται,
παραδοσιακά, στοὺς ἠθοποιοὺς τῆς ἰταλικῆς σκηνῆς) καὶ πὼς οἱ μουσικοὶ τῆς
ὀρχήστρας βρίσκονται ἀνφάς, κατὰ μέτωπο, μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ πιανίστα ποὺ,
ὄταν εἶναι σολίστας, βρισκεται στὸ πλάι ἤ ἄ τρουὰ κάρ (κατὰ τρία τέταρτα)
στραμμένος πρὸς τὸ κοινό.
Ὁ χορός, βέβαια, ὁ ἀττικὸς κινεῖται, καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἀλλὰ ὁ χορὸς εἰδικὰ τῆς
τραγῳδίας, καὶ τοῦ σατυρικοῦ δράματος, νοεῖται, ὑπὸ κρατικὴ χορηγία καὶ
προστασία κατηρτισμένος, σὰν προέκταση ἤ μᾶλλον σὰν πρωτοπορία, ἀφρόκρεμα
τοῦ μετακινοὔμενου ἤ μετακινηθέντος κοινοῦ, καὶ ἅρα ἡ σκηνὴ ἀπὸ τὴν ὁποία
βγαίνουν καὶ στὴν ὁποία ἀλλαζουν ῥούχα οἱ ἠθοποιοὶ εἶναι ἕνα εἶδος προχώματος,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
για τὴν ἀκρίβεια, ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικοῦ νάρθηκα, ποὺ καθυστερεῖ καὶ φράζει τὴν
λήξη τῆς συλλογικῆς διαδρομῆς, ἕνα ἐμπόδιο ποὺ εἶναι τόσο προσωρινό, ὅσο
προσωρινὴ εἶναι μιὰ σκηνὴ ἐκστρατείας. Εἶναι κοινότοπο ἀλλὰ σημαντικὸ νὰ
παρατηρήσουμε ὅτι ὁ χορὸς μπαίνει καὶ βγαίνει ἀπὸ τὰ πλάγια, ἐνῶι ὁ ἠθοποιὸς
μπαίνει καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ κηνικὸ οἴκημα. Μιὰ σύγχρονη ἐκδοχὴ μιᾶς τέτοιας
συλλογικῆς κίνησης θὰ ἦταν ἕνα πάνδημο προσκύνημα, ποὺ κρατάει πολλὲς μέρες,
καὶ λοιπὸν οἱ προσκυνητὲς κοιμοῦνται σὲ σκηνές ποὺ ἔχουν φέρει μαζί τους ἤ ποὺ
ἔχουν προμηθευθῆι ἤ κατασκευάσῃ κοντὰ στὸ ἀντικείμενο τῆς λατρείας τους καὶ τῆς
προσδοκίας τους. Εἶναι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ αυτοὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχονται
ἀντιμέτωποι. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ξενίζει ὅμως στὴν ἀρχαία τραγῳδία, ἰδωμένη σὰν
συλλογικὴ πομπή, εἶναι εἰδικὰ ὁ μαέστρος της (ὁ (δι)δάσκαλος) ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα
τῆς παράστασης δὲν χειρονομεῖ μονάχα ὅπως ὁ σημερινός, ἀλλὰ ἐπισης ἀπαγγέλλει
καὶ ἐπίσης τραγουδάει, ἄν δὲν χορέυει κιόλας... ἐπίσης, φοράει μάσκα! Μιὰ μακρινὴ
ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ μασκοφόρου μαέστρου, ποὺ ὑποκρινόταν, πρὶν τὸν Αἰσχύλο,
καὶ αὐτός, ὅ,τι καὶ ἄν σήμαινε αὑτὸ τὸ ῥῆμα, βρίσκεται σήμερα στὴν χαίτη, ἴσως
κάποτε περρούκα, ποὺ ἀφήνουν ἀκόμα οἱ μαέστροι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ἑαυτὸν
μαέστρο, καὶ πρέπει κατὰ παράδοση νὰ εἶναι ἐκκεντρικοὶ καὶ ἐμπνευσμένοι. Ὁ
Λέοπολντ Στοκόφσκι, ὁ Χέρμπερτ φὸν Κάραγιαν στὰ νιάτα του, ὁ Σεργκίου
Τελιμπιντάτσε, ὁ Γκυστάβο Ντυνταμὲλ κατσαρομάλλης λατινοαμερικάνος,
προσφέρουν καὶ θέαμα ὅταν διευθύνουν, τὸ κούνημα τῆς χαίτης τους εἶναι ὁ
μετρονόμος ποὺ κουνιέται μπροστὰ στὸ κοινό. Ἡ μπαγκέτα τοῦ μαέστρου μας
ἦταν κάποτε μπαστούνι ποὺ ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε καὶ χτυποῦσε τὸ πάτωμα,
κάποτε καὶ τὸ πόδι τοῦ μαέστρου ποὺ βρέθηκε μὲ τὸ ὄνομα Λυλλὺ στὸν τάφο ἀπὸ
γάγγραινα τοῦ ποδιοῦ. Ἴσως τὸ μπαστοῦνι εἶχε καὶ φτερὰ κάποτε. Τὸ τίναγμα τῆς
χαίτης τοῦ σχετικὰ συγχρόνου μαέστρου στὸ πόντιουμ ἐνῷ διευθύνει μὲ τὸ
ῥαβδάκι ἤ ἀλλιῶς μᾶς κάνει νὰ κάνουμε μιὰ διιστορικὴ σύνδεση μὲ τὸν Φρύνιχο τῆς
Μιλήτου Ἀλώσεως, ἄν ὁ Φρύνιχος ὑποκρινόταν ὁ ἴδιος, ὅπως λέει ὁ ἀρχαῖος
σχολιαστὴς γιὰ τοὺς ποιητὲς ἐν γένει, σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ποὺ ὀ Βιλαμόβιτς, εἴτε
σωστὰ εἴτε ὄχι, ὑποθέτει σὰν ἕνα εἶδος ὀρατορίου. Ἀκολουθεῖ τὶς ὑπάρχουσες γιὰ
αὐτὸν πηγές – πρῶτος ὀ Αἰσχύλος, λένε αὐτές, ἔπαψε νὰ πρωταγωνιστεῖ.... Ἄρα ὁ
προκάτοχός του Φρύνιχος ἦταν πρωταγωνιστὴς στὰ ἴδια του τὰ ἔργα, εἶναι τὸ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
συμπέρασμα... προσωρινά.
Διότι στὸ θέατρο τότε καὶ σήμερα ἱστορία καὶ μῦθος συγκλίνουν. Σύμφωνα μὲ τὸν
Ἀριστοτέλη μιὰ τραγῳδία ἦταν πάντα ἱστορικὴ μέχρι τὸν καιρὸ τοῦ Ἀγάθωνα,
δηλαδὴ πραγματευόταν ἀληθινά, ἱστορικὰ σχεδὸν γιὰ τοὺς ἀρχαίους γεγονότα καὶ
πάντοτε ταυτόχρονα μυθική, δίχως ἐπιστημονικὴ ἔγνοια δηλαδὴ γιὰ μή-
ἀναχρονισμό. Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε: ὁ μαέστρος μας μὲ τὸν χορό του, ὅλοι
μασκοφόροι, καὶ ὁ πρῶτος ὑποκριτής, καὶ ὁ δεύτερος, καὶ ὁ τρίτος, μποροῦν νὰ
λάβουν τὸ νόημά τους σὰν σημερινὸς θίασος ἄν τοὺς φανταστοῦμε ἀντὶ νὰ φεύγουν
ἀπὸ τὸν ἱερὸ χῶρο, νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτὸν ἀργὰ καὶ συντεταγμένα, ἀφοῦ ὅμως
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἀπεκδυθοῦν τῆς δαιμονικῆς τους ἐμφάνισης. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ εἴσοδος στὸν ἱερὸ
χῶρο νὰ εἶναι ἡ ἔξοδος. Οἱ ἄνδρες ἠθοποιοὶ τῆς κομμέντια ντελλ ἄρτε ἦταν καὶ
αὐτοὶ ἐν πολλοῖς μασκοφόροι. Ἄν τοὺς φανταστοῦμε, μετὰ τὴν παράσταση, νὰ
μπαίνουν, κεκανονισμένα, πλέον, στὴν ἐκκλησία, καὶ ἡ παράστασή τους νὰ εἶναι μιὰ
προετοιμασία γιὰ τὴν εἴσοδό τους στὴν ἐκκλησία σὰν χριστιανῶν, πλέον,
άποκεκαθαρμένων, δίχως μάσκα, ἔχουμε τὸ κλειδὶ τοῦ ἀρχαίου θεάτρου. Διαφέρει
ἀπὸ μιὰ φάρσα στὸ ἑξῆς - ὅτι ἡ φάρσα, ὅπου ὑπάρχει ἕνας παροξυσμὸς τῶν
ἐλαττωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἀδυναμιῶν του ἀλλὰ καὶ τῶν ἄγαρμπων ἀρετῶν
του, ἀπολήγει σὲ ἕνα εὐχάριστο τέλος ποὺ ἀφορᾷ τὸ σύνολο τῆς κοινότητας –
πόσες καὶ πόσες φορὲς οἱ κωμῳδίες δὲν καταλήγουν σὲ γάμο. Μὲ τὴν τραγῳδία
ὄμως ἔχουμε ἕνα θεατρικὸ εἶδος ποὺ ἀφορᾷ καταρχὴν τοὺς ἠθοποιοὺς σὰν
πρόσωπα. Πίσω ἀπὸ τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν τύχη τοῦ δραματικοῦ προσώπου
κρύβεται ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἴδιου τοῦ ἠθοποιοῦ. Γιὰ αὐτὸ ἡ τραγωιδία
τείνει στὸ νὰ ἀπευθύνεται καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἐκτελεστές της, σὰν πρῶτο κοινό,
ὅπως καὶ τὸ κουαρτέτο ἐγχόρδων ἀπευθύνεται καταρχήν, σύμφωνα μὲ τὸν
μουσικολόγο Χὰνς Κέλλερ, στοὺς ὀργανοπαῖκτες. Ἕτσι ἡ τραγωιδία κρατάει κάτι
ἀπὸ τελετὴ μύησης στὴν ὁποία παρευρίσκονται οἱ θεατές, καὶ ἀφορᾷ καταρχὴν
τοὺς ἴδιους τοὺς ἠθοποιοὺς καὶ χορευτές, ἐνῷ στὴν κωμῳδία οἱ κωμῳδοὶ παίζουν
γιὰ τὸ χατῆρι τῶν ἐρωτευμένων καὶ ὄχι γιὰ τὸ δικό τους. Σὲ ἕναν γάμο, οἱ
κωμῳδοὶ εἶναι οἱ μουσικοί, ἐνῷ οι τραγῳδοὶ εἶναι οἱ νιόπαντροι.
Μά, καὶ ποῦ εἶναι ἡ ἐκκλησία; θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσῃ κανείς. Μά, δὲν ἔχει, στὴν
περίπτωσή μας κανένα νόημα, αὑτὴ ἡ ἐρώτηση – θὰ ἦταν σὰν νὰ ῥωτάει κανεὶς
ποῦ βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανῶν... Θὰ μποροῦσε νὰ προστεθῇ
ὅτι διάφορα σημερινὰ στοιχεῖα τοῦ σημερινοῦ γιὰ μᾶς ἱεροῦ βρίσκονταν τότε
ἀναλελυμένα σὲ κεῖνον καὶ τὸν ἄλλον ἀρχαῖο ναὸ καὶ τοῦτο ἤ τὸ ἄλλο ἀρχαῖο
ἔθιμο. Ἐδῶ μετράει κάτι δύσκολο νὰ καταλάβουμε – ὅτι ὅπως ἀναγκαστικὰ
στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἀντιστοιχοῦν σὲ μιὰ δική μας ἀναπαράσταση τῆς
ἀρχαιότητας, ἔτσι καὶ τὰ δικά μας δεδομένα στὸν φαντασιακὸ ἤ μὴ ἐσωτερικό μας
κόσμο συμμετέχουν στὸ παρελθόν, καὶ ἔτσι τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς
ἀρχαίους Ἕλληνες μποροῦμε νὰ τοὺς τὴν δώσουμε.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Ἑξάλλου, αὐτὸ καὶ κάνουμε, οὕτως ἥ ἄλλως!!!! ὅταν τοὺς φανταζόμαστε. Λέμε, πρὸ
Χριστοῦ, ἄρα Χριστὸς ὑπάρχει καὶ πρὸ Χριστοῦ, στὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουμε γιὰ την
ἀρχαιότητα. Ἡ ἐκκλησία τους ἦταν, καὶ παραμένει νοητή – εἶναι αὐτὴ τοῦ
Ἀγνώστου Θεοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Σημασία ἔχει ὅτι ἡ ἀνύπαρκτη αὐτὴ
ἀρχαία ἐκκλησία δίνει γιὰ μᾶς τὸ νόημα τῆς τελετῆς λήξης τοῦ τότε καρναβαλιοῦ,
ποὺ ἦταν οἱ διονυσιακοὶ ἀγῶνες. Τὸ ἐπαναλαμβάνουμε. Εἶναι θέατρο, γιατὶ εἶναι
γδύσιμο. Ἡ πόλη ἀπεκδύεται τὸ καρναβάλι της δηλαδὴ τὶς διακοπὲς γιὰ νὰ εἰσέλθῃ
σὲ μιὰ νέα ἐποχή. Ὁ καθένας ἀπεκδύεται τῆς ἀτομικότητάς του γιὰ νὰ ξεκινήσῃ
ξανά. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ θεάτρου καὶ σήμερα, καὶ τὸ ἱερὸ ἀντίστοιχό του
εἶναι ἡ βάπτιση. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν κολυμβήθρα, ἡ ἀπέκδυση
κατεῖχε τρόπον τινὰ θέσιν βαπτίσεως καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν τόσο σημαντικὸς ὁ τόπος
τῆς ἀφαίρεσης τῆς μάσκας. Κατὰ τὸ ἥμισυ ἡ σημερινὴ γραμμὴ ποὺ χωρίζει θεατὲς
ἀπὸ ἠθοποιοὺς εἶναι ὁ Ἰορδάνης ποταμός ἤ, μᾶλλον, αὐτὸς ἦταν γιὰ τοὺς ἀρχαίους.
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν μαέστρο μας - καὶ σήμερα, ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄνθρωποι
τραγουδοῦν, ὑπάρχει ἀρχηγός, δηλαδὴ κάποιος με πρωτοβουλία καὶ γνώση, ποὺ
δίνει τὸν τόνο καὶ τὴ μία στροφή, οἱ ὑπόλοιποι ἀπαντοῦν, καὶ ἐνδεχομένως δίνουν
τὴν δεύτερη στροφή. Καὶ σήμερα, ἔχουμε χορῳδίες μὲ χοροδιδασκάλους ποὺ
διευθύνουν τοὺς μαθητές τους στὶς συναυλίες, πλάτη στὸ κοινό, αὐτοὶ οἱ μαέστροι.
Αὐτὸ ποὺ εἶναι σπάνιο, εἶναι νὰ εἶναι ντυμένοι οἱ μαέστροι μας μὲ μάσκες σατύρων,
ὁλόσωμα κολλάν, φουστίτσα ἀπὸ κάτι ἴσως σὰν τραγοτόμαρο, οὐρίτσα, καὶ νὰ
βλέπουμε, μὲ τὰ πολλά, σὲ σοβαρὲς συναυλίες ὄχι τὸν Τοσκανίνι, ἀλλὰ τὸν Μίκυ
Μάους νὰ διευθύνει τὴν συμφωνικὴ ὀρχήστρα τῆς Ντίσνεϋλαντ. Μὰ αὐτὸ ὅμως
συνέβαινε στὴν πρώτη τραγῳδία ἤ μᾶλλον πρωτοτραγῳδία, ἄν ἔχει δίκιο ὀ
Ἁριστοτέλης. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ περιβόητο σατυρικὸν τοῦ Ἀριστοτέλη: μιὰ
μεταμφιεσμένη ὀρχήστρα, καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ λέξις ἦταν γελοῖα καὶ ὀψὲ
ἀπεσεμνύθη. Τὰ δὲ σεξουαλικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν σατύρων ξυπνοῦσαν ἴσως ἕναν
γέλωτα, μὰ ὄχι τελείως σαδιστικό, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαγορευμένος στὰ τότε παιδιά
– δὲν κρυβόταν ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὸ γυμνὸ στὸν βαθμὸ ποὺ τὸ κάνει ἡ δική μας
κοινωνία. Καὶ λιγότερο μιὰ σεξουαλικὴ ἔγερση. Βρισκόμαστε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ
ἀνακαλύπτουν καμιὰ φορὰ καὶ σήμερα οἱ ἀστοὶ στὴν ἐπαρχία, ὅπου τὸ γυμνὸ καὶ
οἱ σωματικὲς λειτουργίες δὲν σοκάρουν. Ἦταν, λοιπόν, μιὰ χορῳδία μεταμφιεσμένων.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Αὐτὸ βέβαια σήμαινε ὅτι ὁ χορὸς ὁ σατυρικὸς δὲν θὰ καθόταν τότε ἔχοντας τέτοιο
παρελθὸν χορικῆς δραστηριότητας καὶ τέτοια ἀμφίεση σὰν τὰ «ἀγαλματάκια τὰ
ἀκούνητα», ὅπως κάνει στὶς σύγχρονες ἀναβιώσεις, στὰ μέρη ποὺ τραγουδοῦσε ὁ
ἀρχισάτυρος, δηλαδὴ ὁ ποιητής, ὁ Φρύνιχος καὶ ὀ νεαρὸς Αἰσχύλος. Αὐτὴ ἡ σκέψη
δείχνει πὼς ὁ μέγας αἰσθητικὸς τοῦ θεάτρου Ἀντὸλφ Ἀππιά, καί, ὡς ἕνα βαθμό, ὁ
συνεργάτης του καὶ οἰκοδεσπότης του Ἐμὶλ Νταλκρὸζ μὲ τὴν κιναισθητική του,
βρίσκονταν ἴσως ὄχι σὲ τελείως λάθος κατεύθυνση. Ἡ ἀρχαία αἰσθητικὴ δὲν ηθελε
νεοκλασσική, ἁπλὴ παράταξη πραγμάτων – τότε, τὰ πράγματα ἔπρεπε νὰ
βρίσκονται σὲ κάποια σχέση ἀναμεταξύ των. Καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἔχει δίκιο
λοιπὸν ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης νὰ τὸν ξενίζει ἡ δομὴ τῆς τραγῳδίας πρώτα
ἐπεισόδιο, μετὰ χορός, μετὰ πάλι ἐπεισόδιο, κ.ο.κ.. Διότι ἡ ἁπλὴ ἐναλλαγὴ σιωπῆς
καὶ λόγου, κίνησης καὶ ἀκινησίας εἶναι παρατακτική. Καὶ αὐτὸ κάνει νὰ δείχνει
λογικὴ ἡ ὑπόθεση τοῦ Βιλαμόβιτς ὅτι ἡ παράταξη χορῶν ἔφερε, ἀναγκαστικὰ τὴν
ἀνάγκη γιὰ τὴν ἀνάπτυξη πλοκῆς ποὺ θὰ ἀποζημίωνε γιὰ τὸ κομμάτιασμα τοῦ
χρόνου. Αὐτὸ ποὺ λείπει, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἐξήγηση τοῦ Βιλαμόβιτς καὶ τὴν ἀφήνει
λειψὴ εἶναι ἕνας τελετουργικὸς πυρῆνας, ποὺ θὰ ἐξηγοῦσε τὸ θέατρο ἐν γένει. Καὶ
αὐτὸ τὸ θέμα ἐπιχειροῦμε νὰ λύσουμε...
Ἐπιστρέφουμε λοιπον στὸ θέμα τοῦ μαέστρου. Ὅπως εἴπαμε, αὐτὸς διηύθυνε
παίζοντας, σὰν νὰ συνδύαζε στὸ πρόσωπό του τὸν Παβαρότι, τὸν Τοσκανίνι, τὸν
Ἀλέξη Μινωτὴ καὶ τὸν πατέρα τοῦ Ποπάυ. Ὁ Μίκης Θεοδωράκης τῆς δεκαετίας
τοῦ ’70 προσφέρει μιὰν ἀχνὴ ἀντιστοιχία καθὼς συχνὰ τραγουδοῦσε κιόλας ὅταν
διηύθυνε, πάντοτε μὲ μαλλὶ κατσαρό. Τὸ κείμενο ποὺ σώζεται ἀπὸ τὶς τραγῳδίες,
κωμῳδίες καὶ σατυρικὰ δράματα δηλώνει ἁπλῶς τὴν σειρὰ τῶν λόγων. Ὁ χορὸς
πρέπει νὰ ἦταν κάπως ἀπασχολημένος καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐπεισοδίων, ὅχι
μονάχα στοὺς κομμούς, καὶ ἔτσι νὰ αἰτιολογεῖται τὸ ὅτι πάντοτε κρατήθηκε ἕνα
σφιχτὸ μέτρο στοὺς διαλόγους. Τόσες καινοτομίες ποὺ κάναν ἀνὰ δευτερόλεπτο, θὰ
μποροῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι νὰ ἔχουν ἐφεύρῃ καὶ τὸν πεζὸ διάλογο ἐπὶ τῆς
σκηνῆς. Ἴσως κρατήσαν τὸ μέτρο ὄχι μόνον λόγῳ τῆς προέλευσης τοῦ διαλόγου
ἀπὸ τὴν ποίηση (ἴσως μάλιστα καὶ κάποια λαϊκὴ ποίηση), οὔτε ἐπίσης μόνον γιὰ
λόγους ποὺ καὶ σήμερα ἰσχύουν, θεατροῤῥυθμικούς, ἀλλά, καταρχήν, ἐπειδὴ ὁ
ῥυθμὸς τοῦ διαλόγου τῶν ἠθοποιῶν κουνοῦσε... καὶ τὸν χορό, τοῦ ἔδινε τὴν
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἀπαραίτητη ῥυθμικη ἀγωγή.
Ἡ πληροφορία τοῦ Ἀριστοτέλη ὅτι τὸν τρίτο ὑποκριτή, δηλαδὴ ἕνα ἀκόμη
πρόσωπο. τὸν εἰσήγαγε κατόπιν ὁ Σοφοκλῆς (λόγωι τῆς μικροφωνίας του,
διαβάζουμε ἀλλοῦ, ποὺ ἐμπόδιζε δηλαδὴ τὸν Σοφοκλῆ ὄχι μόνο σὰν κορυφαῖος νὰ
παίξηι ἀλλὰ καὶ σὰν συνομιλητὴς τοῦ κορυφαίου) μοιάζει ἀσφαλής, μιὰ καὶ στὴν
Ὀρέστεια, πρὶν τὴν καινοτομία αὐτή, ὁ χορὸς εἶναι ἀκόμα δωδεκαμελής, Ὀ
Σοφοκλῆς τὸν ἔκαμε 15μελή. Συνεπῶς, ὁ τρίτος ὑποκριτὴς τοῦ Σοφοκλέους εἶναι
αὐτὸς ποὺ διώχνει πιὰ τελείως τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὸν θίασο, τὸν στέλνει στὸν
πάγκο, ὄπως καὶ ὀ μαέστρος τὸν 19 ο αἰῶνα περιώρισετὸν συνθέτη στὰ καθήκοντά
του μὲ τὴν πένα καὶ τὴν παρτιτούρα. Καὶ τότε μόνο παύει ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς νὰ
εἶναι συγχρόνως μαέστρος – ξέρουμε, ἐξάλλου, μέχρι καὶ σήμερα τὸ πόσοι μαέστροι
εἶναι ταυτόχρονα συνθέτες καὶ ἀντίστροφα.
Μὲ τὴν ἀποχώρηση πλέον τοῦ Σοφοκλῆ ἀπὸ τὴν σκηνή, ἔχουμε πλέον ἕναν
πρωταγωνιστή, τὸν πρῶτο ὑποκριτή, καὶ δύο ἀκόμα ὑποκριτές, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ
δεύτερος εἶναι ἀντικαταστάτης τοῦ παλῃοῦ κορυφαίου. Σύνολο, τρεῖς! Σὺν τὸν
κορυφαῖο στὸν 15μελὴ χορὸ στὴν ὀρχήστρα, τέσσερις! Συνεπῶς, ὁ Αἰσχύλος δὲν
ἐφηῦρε τὸ θέατρο, σε καμία περίπτωση. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐξάλλου δὲν λέει πουθενὰ
κάτι τέτοιο, καὶ αὐτὸς ποὺ λέμε σήμερα ἠθοποιὸ ἦταν παρὼν πρὶν τὸν Αἰσχύλο,
καὶ ἄρα οἱ ἠθοποιοὶ ἦταν δύο, πρὶν τὸν Αἰσχύλο. Οἱ μικροὶ μύθοι καὶ ἡ λέξις
γελοῖα ἀφοροῦν τὸν διάλογο μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο πρωτο-θεατρίνων. Αὐτὸς ὁ
διάλογος ὑπάρχει μεταξὺ Σιληνοῦ καὶ Ὀδυσσέα στὸν Κύκλωπα τοῦ Εὐριπίδη.
Πρόκειται γιὰ τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ χοροῦ τῶν σατύρων, τοῦ
μαέστρου μας, δηλαδή, καὶ ἑνὸς ἄλλου προσώπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ μικρὸς μῦθος (δηλαδή, ὁ σύντομος διάλογος) καὶ ὁ γελοῖος μῦθος
(ἀστεῖος διάλογος δηλαδὴ) τοῦ Ἀριστοτέλη. Τὸ πότε μπῆκε λοιπὸν κάποιος πρῶτος
ὑποκριτής, δίπλα στὸν μαέστρο μας, εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα στὴν ἱστορία τῆς
τραγῳδίας, καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι, σὲ καμία περίπτωση, ὁ δεύτερος ὑποκριτής τοῦ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Αἰσχύλου, μιὰ καὶ ἡ λέξη ὑποκριτὴς δύσκολο νὰ σήμαινε ἐκεῖνον ποὺ ἀπαντᾷ, ποὺ
κουβεντιάζει. Καὶ φυσικὰ δὲν ἀπαντοῦσε στὸν χορό, ἀφοῦ στὸν ἀντιφωνικὸ τρόπο
τραγουδιοῦ ἐκεῖνος ποὺ ἀπαντάει ΕΙΝΑΙ ὁ χορός. Μᾶλλον σημαινει ἐκεῖνον ποὺ
μιλάει,κρένει, κάτω ἀπὸ μάσκα καὶ κουστοῦμι. Ὁ Αἰσχύλος λοιπὸν δὲν ἐφηῦρε τὸ
θέατρο, δηλ. τὸ δρᾶμα. Πάντως ἡ εἰκόνα γίνεται τώρα κάπως πιὸ ζωντανή- ἡ ὅλη
τραγῳδία γίνεται ἕνας συνεχὴς χορός, ὄχι διακεκομμένος ἀπὸ πλήξη.
Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὴν φοβερὰ ἔντονη δράση, καὶ ἐξηγεῖ ἐπίσης τὸ γιατὶ δὲν βαριόντουσαν
οἱ τότε θεατὲς νὰ ἀκοῦν τόσο σχοινοτενεῖς μονολόγους. Πολὺ ἁπλά, οἱ μονόλογοι
συνοδεύονταν ἀπὸ κάποια χορευτικὴ κίνηση. Ὅποιος δὲν ἄκουγε, μποροῦσε νὰ δῇ.
Μποροῦμε νὰ τὸ πᾶμε ἀκόμα παραπέρα. Ἡ κίνηση τοῦ χοροῦ δὲν εἶναι μόνο
ἀριστερά-δεξιά, εἶναι καὶ μπρός- πίσω, καί, τὸ κυριώτερο, ἡ ἀπεύθυνση εἶναι καὶ
πρὸς τὸ θεῖον, καὶ περιμένουμε κάπως σὰν ἐπιβεβαίωση στὴν σκέψη μας νὰ εἶναι
πλάτη πρὸς τὸ κοινό, πρὸς τὸν θεό, μὲ ἀντιγύρισμα, πρὸς τὸ κοινὸ ὅταν ἡ
ἀπεύθυνση εἶναι πρὸς τὸ κοινό.
Γιὰ αὐτὸ ἴσως ἡ ὀρχήστρα κατέληξε κυκλική, ἐκμεταλλευόταν ὅλες τὶς κινήσεις, ἐνῷ
ἔχουμε τὸ ἀντιπαράδειγμα ἀπὸ τὸ παλαιότερο λίθινο θέατρο τοῦ Θορικοῦ, ὅπου ἡ
σκηνὴ ἦταν ὀρθογώνια στρογγυλεμένη, ἴσως καὶ ἀπὸ κάποια τεχνικὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ
τὸ θέμα δὲν τὸ γνωρίζει ὁ ὑποψήφιος. Τέλος, ὅτι οἱ μασκοφόροι μαέστρος,
ὑποκριτὲς πρῶτος καὶ τρίτος, καὶ χορὸς 12μελὴς 15μελὴς ἤ ἄλλος εἶναι μασκαράδες,
εἶναι τὸ ἕτερο σκέλος τῆς ἀριστοτελικῆς πληροφορίας ὅτι ἡ τραγῳδία προῆλθε ἐκ
τοῦ σατυρικοῦ.
Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ διάλογος ὑπάρχει στὸν Κύκλωπα τοῦ Εὐριπίδη μεταξὺ Σιληνοῦ
καὶ Ὀδυσσέα, καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πρῶτο δρᾶμα ποὺ ἀναζητοῦσαν οἱ
ἀνθρωπολόγοι τοῦ Καίμπριτζ στὰ ἔθιμα ἀνάστασης τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ
πρᾶγμα ἐξηγεῖται, μιὰ χαρὰ μάλιστα, ἄν λάβουμε ὑπόψιν προσεκτικὰ καὶ με
ἐπιφύλαξη τὸ ἔργο τοῦ Μπαχτὶν γιὰ τὸ καρναβάλι. Ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Μπαχτίν, στὸ καρναβάλι ὅλοι ἀνεξαιρέτως μετέχουν, ἤ μᾶλλον πρέπει νὰ
μετάσχουν, καὶ αὐτὸ μᾶς δίνει καὶ τὸ νόημα τῶν Βακχῶν τοῦ Εὐριπίδη - αὐτὸ ποὺ
ζητάει ὁ Διόνυσος ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Θήβας στὶς Βάκχες εἶναι νὰ συμμετάσχουν στὸ
ἀρχαῖο ἀντίστοιχο τοῦ καρναβαλιοῦ.
Τώρα, τί δουλειὰ ἔχουν οἱ Σάτυροι στὸ θέατρο; Καί, γιατὶ ὀ Ἀριστοτέλης βάζει τὴν
τραγικὴ ποίηση νὰ ἔχει βγῇ ἀπὸ τὸ σατυρικόν;
Ἡ ἀπάντηση δίδεται ἀπὸ τὴν ἔμφαση ποὺ ἔδωσε ὀ Ἔρικ Σάπο στὸν ῥόλο τῶν
Διονυσίων σὰν δηλωτικῶν τῆς ἀρχῆς τῆς παραγωγικῆς περιόδου. Στὰ Ἀνθεστήρια,
ποὺ ἴσως κάποτε ἦταν λαμπρότερη γιορτὴ ἀπὸ τὰ Διονύσια, ὁ ἄρχων βασιλεὺς τοῦ
ἔχει παραχωρήσῃ τὴν γυναίκα του, τὴν βασίλιννα, δηλαδὴ τὴν ἐξουσία. Κάποια
στιγμή, ὅμως, πρέπει τὸ πανηγύρι νὰ τελειώσῃ καὶ ὁ Διόνυσος νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν
Ἀθήνα, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἄγαλμα νὰ ἐπιστραφῇ στὸν ναό. Νά, τὸ κρίσιμο σημεῖο,
ποὺ ἀκόμα ἐπηρεάζει τὴν κάθε θεατρικὴ παράσταση, ὄχι κατανάγκην γενεαλογικὰ
ἀλλὰ λόγῳ ὁμοίας κοινωνικῆς δυναμικῆς.
Ὅπως κατάλαβε ὀ Μπαχτίν, τὸ καρναβάλι δὲν εἶναι μόνο μιὰ Ντίσνεϋλαντ. Εἶναι
καὶ μιὰ δυναμικὴ κοινωνικὴ κίνηση, ποὺ δύναται νὰ ἐπηρεαστῇ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ
ἐξουσία, νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, νὰ ταυτισθῇ μὲ δυνάμεις ποὺ κεῖνται
ἐκτὸς πολιτικῆς καὶ κοινωνίας, καί, τέλος, νὰ ἔλθῃ σὲ συναλλαγὴ μὲ τὴν ἐξουσία.
Μιὰ μεσοβέζικη κατάσταση... Αὐτὸ τὸ τελευταῖο, εἶναι τὸ θέατρο. Ἀνὰ πᾶσα
στιγμή, ἡ πάνδημη πομπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ μπορεῖ θεωρητικῶς
νὰ ἀρνηθῇ νὰ τὸ παραδώσῃ. Μπορεῖ τὸ ἄγαλμα νὰ τὴν ὁδηγήσῃ ἐκτὸς πόλεως.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι πάνδημο, τὸ καρναβάλι εἶναι καὶ μιὰ εἰκόνα τῆς levée en
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
masse, τῆς γενικῆς ἐπιστράτευσης τοῦ πληθυσμοῦ. Παράδοση τοῦ ἀγάλματος
σημαίνει ἐπιστροφὴ στὴν κανονικὴ ἐργασιακὴ (καὶ πολεμικὴ γιὰ τοὺς ἀρχαίους)
ζωή.
Στὴν οὐσία, κάτι παρόμοιο συμβαίνει στὸν Κύκλωπα τοῦ Εὐριπίδη ἀνάμεσα στον
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Ὀδυσσέα καὶ τὸν χορὸ τῶν Σατύρων. Ὅπως καὶ στὴν τελετὴ τοῦ γάμου, ποὺ ἄν
τὴν δῇ καὶ σήμερα, κανείς, εἶναι, σὲ πολλὲς χῶρες τοῦ κόσμου, μιὰ τελετουργία
μεταξὺ δύο σογιῶν, γίνεται καὶ ἐκεῖ μιὰ τελετὴ λήξης τοῦ καρναβαλιοῦ ποὺ εἶναι...
ἀπόσπαση ἐχεγγύων γιὰ τὴν ἐπανάληψή τοῦ καρναβαλιοῦ τοῦ χρόνου. Διορίζεται,
μάλιστα, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς πομπῆς γιὰ τὸ ἑπόμενο καρναβάλι, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ
νικητὴς δραματικὸς ποιητής, ποὺ στεφανώνεται (ἕπονται ἱστορικὰ ὁ χορηγὸς καὶ ὁ
πρωταγωνιστὴς). Γιὰ αὐτὸ καὶ στὴν ἱστορία τῶν βραβεύσεων πρῶτος εἶναι ὁ
τραγικὸς ποιητής, δεύτερος ὁ χορηγός, τρίτος ὁ ὑποκριτής. Ὁ δραματικὸς ποιητὴς
εἶναι ὁ συμβολαιογράφος ἤ μᾶλλον ὁ ἐργατολόγος (ἄν ὄχι ἐργατοπατέρας) ποὺ
συντάσσει τὴν νέα ἐτήσια καθολικὴ σύμβαση ἐργασίας. Ἐπὶ δημοκρατίας, τὸκοινὸ
διαλέγει ποιά σύμβαση τοῦ ταιριάζει καλύτερα ἀνάμεσα σὲ τρία δικηγορικὰ
γραφεῖα.
Ἡ σύμβση ἐργσίας εἶναι γραμμένη στὴν ἐπίσημη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς, δηλαδὴ τὴν
γλῶσσα τοῦ μύθου, ποὺ εἶναι μὲ τὴν σειρά της ἡ νομοθεολογία ἑνὸς παραγωγικοῦ
συστήματος ποὺ δὲν ἔχει δόγμα. Τὰ συμβόλαια δὲ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν
χορευτικότητα εἶναι μυθολογικά. Γιὰ ὅσον καιρὸ γίνεται τὸ παζάρι, ὁ Διόνυσος
παραμένει κατασκηνωμένος ἀνάμεσα στοὺς θεατὲς καὶ τὸν ναό, δηλαδὴ τὴν πόλη.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σκηνή, καὶ μπροστά της ἀναπτύσσεται τὸ θέατρο, ποὺ φιλοξενεῖ καὶ
αὐτὸ προσωρινὰ τοὺς φύλακες τοῦ ἀγάλματος Ἄν κλείσῃ τὸ παζάρι, οἱ ἀκόλουθοι
τοῦ Διονύσου, ὁλόκληρη ἡ πομπή, πετοῦν μονομιᾶς (ποὺλέει ὁ λόγος) μάσκες,
κουστούμια, πρόσθετουε φαλλούς, καὶ ἐπιστρέφουν στὶς εργασίες τους. Αὐτὸ τὸ
γδύσιμο τῶν ἀκολούθων τοῦ καρναβαλιοῦ εἶναι λοιπὸν τὸ θέατρο, τὸ δρᾶμα, ἡ
παράσταση, σὲ ὅλα τὰ θέατρα τοῦ κόσμου : μιὰ τελετὴ λήξης τοῦ καρναβαλιοῦ,
ἕνα ἐκούσιο τέρμα τῶν διακοπῶν. Ὅπου, δέ, καθυστερεῖ ἡ ὁλικὴ ἀφαίρεση τοῦ
ῥούχου (ἐν τῷ προκειμένῳ, τοῦ προσωπείου), τόσο περισσότερη τέχνη ἔχει τὸ
στριπτήζ. Μπορεῖ ὅμως νὰ παρακαθυστερήσῃ· καὶ μάλιστα τὸ μεγαλύτερο μέρος
τῆς Ποιητικῆς συζητάει τὸ πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ πετύχῃ τὸν σωστὸ χρόνο.
Στὴν τραγῳδία, πάλι, ὄχι στὸ σατυρικόν, δὲν εἶναι ὁ Πολύφημος, πλέον, ἀλλὰ ὀ
Ὀδυσσέας ποὺ ἔχει τραγικὸ τέλος, ὅπως στὸν φόνο τοῦ Ὀδυσσέα ἀπὸ τὸν
Τηλέγονο ποὺ δραματοποίησε ὁΣοφοκλῆς Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, πάντως, ὁ πρῶτος
ὑποκριτὴς προερχόταν - ὑποτίθεται - καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ τὸ καρναβάλι, καὶ γιὰ
αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι μεταμφιεσμένος. Ὁ Διόνυσος θέλει νὰ συμμετάσχουν ὅλοι στὴν
πομπή του, ἀνεξαιρέτως, δίχως διάκριση καὶ ἠ μόνη διάκριση φαίνεται νὰ εἶναι πὼς
οἱ ἄνδρες μεταμφιέζονταν μὲ μάσκα ἐνῶι οἱ γυναῖκες ὄχι. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν
ὑπάρχουν γυναῖκες ἠθοποιοὶ στὴν κλασσικὴ τραγῳδία καὶ τὴν κλασσικὴ κωμῳδία.
Πολὺ πιὸ πιθανὸ ὅμως εἶναι ὅτι τὴν δυνατότητα ποὺ περιέχει τὸ καρναβάλι νὰ
μεταμφιέζεται κανεὶς ὅπως θέλει τὴν ἐκμεταλλεύτηκε τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς πολιτικῆς
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἐξουσίας ποὺ παρουσίαζε ἑαυτὸν σὰν φίλο καὶ μάλιστα γέννημα-θρέμμα τοῦ λαοῦ.
Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἀντὶ νὰ μεταμφιεστῇ στὸ καρναβάλι στὸ ἀντίθετό του πρὸς τὰ
κάτω, ὁ ὑπονομευτὴς τοῦ ἐξισωτικοῦ καρναβαλιοῦ μεταμφιέζεται σὲ κάτι ποὺ θέλει
νὰ γίνηι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Καὶ ἀντὶ ὁ Λὴρ νὰ μεταμφιεστῇ σὲ τρελλό, ὁ
Πεισίστρατος μεταμφιέζεται σὲ Θησέα.
Αὐτὸ ἐξηγεῖ, ἐπιτέλους, τὴν κακὴ φήμη ποὺ ἔχουν οἱ ἠθοποιοὶ ἤ μᾶλλον οἱ
ἐπιτυχημένοι ἠθοποιοὶ καὶ καλλιτέχνες ἐν γένει. Μποροῦν νὰ λειτουργήσουν σὰν
ὑπονομευτές, σὰν πράκτορες, στὴν κοινὴ λαϊκὴ γλῶσσα, χαφιέδες, ῥουφιάνοι,
ὑπονομευτὲς ἑνὸς ἐξισωτικοῦ ἐθίμου. Δὲν χρειάζεται νὰ πᾶμε μακριὰ ἀπὸ τὰ
χωράφια μας: γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς κατασπαράζεται ὁ Πενθέας στὶς Βάκχες. Θέλησε νὰ
ἐκμεταλλευτῇ τὴν μετααμφίεσή του σὲ γυναίκα γιὰ νὰ τὰ κερδίσηι ὅλα. Μιὰ
ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς ὑπονόμευσης τοῦ καρναβαλιοῦ ὑπάρχει στὴν ἱστορία τῆς
ἐμφάνισης τοῦ Ἀλκιβιάδη στὸ κατάμεστο θέατρο τῶν Ἀθηνῶν, μέσα σὲ λαμπρὸ
χιτῶνα: ἦταν μιὰ πολιτικὴ πράξη.
Ὅπως καὶ νὰ ἔχει, ἡ παραπάνω θεωρία ἔχει ἕνα προσόν. Ἐξηγεῖ αὐτὸ ποὺ μᾶς
ἐνοχλεῖ στὸ θέατρο μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν μᾶς ἐνοχλεῖ πιά -καὶ τί μᾶς ἐνοχλεῖ - μᾶς
ἐνοχλεῖ ἠ συνύπαρξη μίμησης καὶ ἔκφρασης, ἀπόκρυψης καὶ φανέρωσης, ποὺ
ἔγκειται στὸ νὰ μιλᾷ κανεὶς σὲ κάποιον, προκειμένου νὰ τὸν ἀκούσῃ κάποιος
τρίτος. Αὐτὴ ἡ ἀπόπειρα οἱκονομικοῦ ὁρισμοῦ τοῦ θεάτρου χωρὶς τὴν ἀνάλυσή μας
ἤ κάποιαν, ἔστω, ἱστορική, ὄχι τελείως φανταστική, ἀνάλυση, μιὰ μυθικὴ ἀνάλυση,
τέλος πάντων, ποὺ νὰ διαλύει τὸ θεατρικὸ φαινόμενο σὲ μιὰ μὴ μιμητικὴ πράξη,
εἶναι ἀκατανόητη. Δέν γίνεται μιὰ κοινωνία ὁλόκληρη νὰ θεσμοθετεῖ τὴν ἔκφραση
"τὰ λέω τῆς νύφης γιὰ νὰ τὰ ἀκούσῃ ἡ πεθερά" καὶ νὰ προσφέρει δωρεὰν ἐργατικὸ
εἰσιτήριο (τὰ θεωρικὰ), γιὰ νὰ βλέπει ὁ κόσμος τὴν μίμηση τοῦ... Ἀριστοτέλη.
Ὁ Εὐριπίδης συζητάει στὶς Βάκχες, ἐνδεχομένως, ὅλες τὶς δυνατὲς ἐκδοχές. Καὶ
πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἔχουμε τὴν τάση νὰ θεωροῦμε πὼς ὁ χριστιανισμὸς
θέλει μὲ τρόπο πνευματικὸ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ἐργασίας. Γιὰ αὐτὸ καὶ θεωροῦμε τὸ
θέατρο δυνάμει ἐκκλησία.
Ἡ ἐκκλησία γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι μιὰ σύγκριση τῆς καθημερινότητάς του μὲ τὶς
βαθύτερες ἐπιθυμίες του καὶ τὰ ὁράματά του, ἴσως καὶ μὲ μιὰ Ἀνώτερη Δύναμη ποὺ
ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ αὐτὸν καὶ μέσα του. Καὶ ἔτσι ἡ ἐκκλησία εἶναι καὶ αὐτὴ δυνάμει
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ἕνα θέατρο, ἕνα σταυροδρόμι, μεταξὺ ἐργασίας καὶ θείας Προνοίας. Θὰ
διερευνήσουμε σὲ αὐτὴν τὴν διατριβὴ ἄν γίνεται τὸ ἀντίστροφο. Προλέγουμε ὅτι ἡ
ἀπάντηση δείχνει ἀρνητική.
γεγράφθαι. [10.9] " καὶ ὁ Ἀρχίας μειδιάσας "οὐκοῦν εἰς αὔριον" ἔφη "τὰ σπουδαῖα,"
καὶ τὴν ἐπιστολὴν δεξάμενος ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον ὑπέθηκεν, αὐτὸς δὲ πάλιν τῷ
Ὅπως καὶ νἄχει, ὁ θρησκευτικὸς τρόπος σκέψης εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἔγνοια
αὐτοῦ τοῦ κυρίου· ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι θεωρεῖ τὸν κόσμο ἑνιαῖο, ἀδιαίρετο, καὶ
θεωρεῖ πὼς δὲν γίνεται νὰ ὑπάρξῃ τίποτε στὸν κόσμο αὐτὸν ποὺ νὰ μὴν καταλήξῃ
σὲ κάτι σὰν ἀθανασία, ἤ πανδαισία, ἤ κάτι παρόμοιο.
%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9%CE%B1_%CF
%84%CE%BF%CF%85_%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%8D_%CE%BC%CE%B1%CF%82
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Ἵσως νὰ μὴν νεωτερίζουμε, λέγοντας καὶ θέτοντας σὰν ἀξίωμα τὸ ἑξης, Ὅτι ὁ
στοχασμὸς γύρω ἀπὸ τὴν μίμηση εἶναι κομβικὸς στὴν σκέψη τοῦ ἀνθρώπου καὶ
πάντοτε συναντᾷ ἕνα σταυροδρόμι. Δεξιά, δὲν λέει ἡ ταμπέλα ΠΡΟΣ ΘΗΒΑ καὶ
ἀριστερά, δὲν λέει ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟ, ἀλλὰ λέει ἀντιθέτως ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΜΗΣΗ καὶ ἡ
ἄλλη ταμπέλα ἔλεγε Η ΜΙΜΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΗ.
Τὸ πρόβλημα τῆς μίμησης τῶν ἄλλων ἔχει δύο στρώματα. Στὸ πρῶτο στρῶμα,
ἄλλος πολὺ καὶ ἄλλος λίγο, ἔχει τὴν ἰκανότητα νὰ μιμεῖται. Στὸ δεύτερο, ἄλλος
πολὺ καὶ ἄλλος λίγο ἔχει τὴν ἰκανότητα νὰ ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του. Εἶναι ἤδη
προφανὲς ὅτι τὸ πρῶτο στρῶμα προϋποθέτει τὸ δεύτερο, καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ξέρει
νὰ μιμεῖται τὴν φωνὴ τοῦ πουλιοῦ ἔχει σὲ σχέση μὲ τὴν φωνὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει
ἄλλος γιὰ ἄλλους τομεῖς τοῦ μυϊκοῦ καὶ τοῦ νευρικοῦ συστήματος.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
κεφάλαιο δεύτερο
Ξενοφάνης, ἀπόσπασμα.
ὸ πρόβλημα τοῦ θεατρικοῦ κειμένου, ποὺ εἶναι, στὴν ἱστορία τῆς σκηνοθεσίας, τὸ
πρῶτο στὴν σειρά[5], ἔχει δύο ὅψεις. Ἡ μία, εἶναι τὸ θέμα τῶν κοινωνικῶν τάξεων,
καὶ ἡ ἄλλη, τοῦ κοσμικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ. Θὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν δεύτερη. Ἡ
γραφή, ἐκεῖ, ἐμφανίζεται σὰν κάτι δοτό. Μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τελείως
ἀναλφάβητος. Ὅμως, καὶ πάλι, εἶναι δυνατὸν νὰ πέσῃ σὲ ὀρνιθοσκαλίσματα. Κάπου
- κάπου, ὅλοι θυμοῦνται τὶς προσπάθειες ποὺ κατέβαλαν μικροί – ἄν τὶς
κατέβαλαν, βέβαια - στὸ νὰ ἀποκωδικοποιήσουν τὸ νόημα τῆς προφορικῆς
γλώσσας... μπορεῖ μιὰ γραπτὴ γλῶσσα νὰ εἶναι ὅπως ὁ κώδικας τῶν κωφαλάλων,
ποὺ δὲν τὸν ξέρουν ὅλοι. Καὶ ἡ προφορικὴ γλῶσσα, ὅμως, εἶναι καὶ αὐτὴ κάποιος
κώδικας. Ἡ προσπάθεια ἀποκωδικοποίησής της εἶναι ἡ ἴδια, καὶ στὶς δύο
περιπτώσεις. Ὅτι ἡ γραφὴ εἶναι δοτή, δὲν σημαίνει αὐτὸ κατ’ ανάγκην ὅτι ὁ Θεὸς
κατέβηκε στὴ γῆ - καὶ μετέδωσε τὴν γραφὴ στὸν ἄνθρωπο, χέρι μὲ χέρι, πάνω
στὸ ὅρος Σινᾶ. Ὅπως ἔφτασαν νὰ πιστέυσουν πολλοί, στὴν ἀρχαιότητα· δηλαδὴ
τὴν προχριστιανικὴ ἐποχή. Καὶ ὅμως... καὶ σήμερα, πολλοὶ τὸ πιστεύουν άκόμη· ἤ,
ἐν πάσῃ περιπτώσει, πολλοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν γνωρίζει μόνον ἀνάγνωση,
ἀλλὰ καὶ γραφή. Γιὰ παράδειγμα, μέγα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ποὺ ἀποτελεῖ τοὺς
ἔτι ζῶντας τὴν στιγμὴ ποὺ συντάσσεται αὐτὸ τὸ κείμενο δηλώνει, ἤ δὲν δηλώνει
εὐθέως, ἀλλὰ κάπου, τὸ παραδέχεται, ὅτι εἶναι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, καθολικός,
προτεστάντης ἤ κάποια ἄλλη ὑποδιαίρεση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Καὶ ἐπίσης
θεωρεῖ πὼς ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι κυριολεκτική, δηλαδὴ ἀπολύτως πιστὸ ἱστορικὸ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
κείμενο, ἴσως, δε, καὶ ἀπὸ τὰ λίγα ἀπόλυτα πιστευτὰ μαζὶ μὲ τὴν Καινή. Στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη δὲ δύο φορὲς ὁ Θεὸς δίνει στὸν Μωυσῆ γραπτοὺς νόμους. Ὁ
Μωυσῆς ἐμφανίζεται καὶ στὴν Καινὴ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἰησοῦ δίπλα στὸν Ἠσαΐα,
τὸν προφήτη. Τέλος, ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται καὶ ὁ ἴδιος στὴν Καινὴ Διαθήκη νὰ
γράφει κάτι, ἀλλὰ μόνο μία φορά: στὸ ἀπόσπασμα τοῦ κατὰ Ἰωάννην. Δὲν
μποροῦμε νὰ μὴν παραθέσουμε ὁλόκληρη τὴν περικοπή.(ή).
[…] ’Iησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς
τὸ ἱερόν, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.
Ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην· καὶ
στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ, λέγουσιν αὐτῷ «διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται
ἐπ' αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας
λιθάζειν. Σὺ οὖν τί λέγεις»; Τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι
κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, κάτω κύψας, τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν
γῆν. Ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς: «ὁ ἀναμάρτητος
ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ' αὐτὴν». Καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν
γῆν. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ' εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ
κατελείφθη ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα. Ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ:
«γύναι, ποῦ εἰσιν; Οὐδείς σε κατέκρινεν;» Ἡ δὲ εἶπεν «οὐδείς, Κύριε». Εἶπε δὲ ὁ
Ἰησοῦς «οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω. Πορεύου, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε».
Καὶ στὸν Ὅμηρο, ὅμως, κατὰ ἀναλογία, καὶ ἐκεῖ, μόνο μία φορὰ ἐμφανίζεται ἡ
γραφή. Πρόκειται γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Βελλερεφόντη (Ἰλιάδος Ζ στ. 160-170).
Στὸν Ὅμηρο, πάλι, τὰ σύμβολα ποὺ κουβαλοῦσε μαζί του ὁ Ἕλληνας - Προέλληνας
Ἅμλετ Βελλερεφόντης δὲν ξέρουμε ἄν ἦταν γραφὴ ἤ πρωτογραφή. Ὅμως τὰ
σύμβολα στὸν Ὅμηρο ἔχουν μήνυμα σαφές, καὶ ἄς μὴν εἶναι γραφή, μὲ τὴν σημερινή
της ἔννοια, δηλαδὴ ὁλοκληρωμένο καὶ ὄχι στιγμιαῖο σύστημα ἀποτύπωσης τῆς
σκέψης. Στὸ δικαστήριο τῆς μοιχαλίδας, ὅμως, ἡ γραφὴ τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὸ χῶμα
δὲν δείχνει νὰ ἔχει κάποιο νόημα· ἤ, ἴσως, θὰ προτιμούσαμε καταρχὴν νὰ μὴν ἔχει
κανένα, καὶ νὰ εἶναι τελείως ἀφηρημένη τέχνη. Τί σημαίνει ὅμως μιὰ ὁποιαδήποτε
γραφή, εἴτε μὲ νόημα, εἴτε χωρίς, εἴτε φονική, εἴτε ἀπαγορευμένη, εἴτε ἀνεξακρίβωτη,
ὅπως θὰ θέλαμε μᾶλλον πολλοὶ νὰ εἶναι τὰ σχήματα ποὺ χάραξε ὀ Ἰησοῦς;
Σημαίνει, κατ’ ἀρχήν, κάτι πρωταρχικό. Ὅτι τυγχάνει κάποιος νὰ τὴν ἔχει
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
μπροστά του - ὅπως δηλαδὴ συμβαίνει τώρα καλὴ ὥρα καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν
στιγμὴ στὸν ἀναγνώστη ἤ ἀναγνώστρια. Αὐτὸ ποὺ ἔχει μπροστά του, ἤ της - ἡ
γραφή, δηλαδή - εἶναι ἕνα συμβάν τυχαῖο, ἤ μή – πάντως, ἀνεξέλεγκτο. Μπορεῖ ὁ
ἀναγνώστης νὰ θεωρεῖ ὅτι ἦταν δική του ἐπιλογὴ τὸ νὰ πάρῃ τὸ κείμενο αὐτὸ στὰ
χέρια του. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ὅμως, ὑποθέτουμε πὼς δὲν τὸ ἔχει γράψῃ αὐτός·
χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι τὸ ἔχουμε γράψῃ ἐμεῖς. Τὸ ἴδιο θὰ μπορούσαμε
νὰ ἰσχυριστοῦμε γιὰ ἕνα ποτήρι φυσικὸ χυμὸ πορτοκάλι, γιὰ ἕνα κρεββάτι, ἤ γιὰ
μιὰ ἀνθρώπινη ἐμφάνιση. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐρεθίσματα ἀνεξέλεγκτα. Ἡ γραφὴ ὅμως
ἔχει καὶ κάποια ἰδιαιτερότητα, ἄν ὄχι ἀποκλειστική, πάντως, χαρακτηριστική. Εἶναι
συντεθειμένη ἀπὸ πνεῦμα ἀνθρώπινο, ἤ, τέλος πάντων, ἀπὸ πνεῦμα ποὺ ἐμπεριέχει
τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἄν ὑποθέταμε – παραφράζοντας τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο
Ξενοφάνη - ὅτι τὰ ἄλογα καὶ τὰ βόδια εἶχαν γυαλιά, καὶ ξέραν ἀνάγνωση, τότε θὰ
διάβαζαν στὸ κείμενο αὐτὸ κάτι βοϊδίσιο ἤ ἀλογίσιο. Ἀνεξάρτητα, ὅμως, τῆς
ποιότητας τῆς πνευματικῆς τροφῆς ποὺ θὰ προσφέραμε τότε στὰ πανίσχυρα
μηρυκαστικά, ποὺ μᾶς ἀνέχονται ἐδῷ καὶ τόσους αἰῶνες, ἡ γραφή, ποὺ εἶναι, μὲ
τὴν σειρά της, τὸ παχνὶ τῆς ἀνθρώπινης πνευματικῆς τροφῆς θὰ γινόταν τότε
σκεῦος τῆς ἀλογίσιας καὶ τῆς βοϊδίσιας κοινωνίας. Καὶ ὅμως... Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
δὲν τὴν ξέρουν τὴν γραφή, καὶ τὴν ἀνάγνωσή της. Ἀμέσως λοιπὸν ἡ γραφὴ
διαχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κατέχοντες τὸν κώδικά της, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν
τὸν κατέχουν, σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦνε σὲ σταύλους, καὶ ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνται
κάτω ἀπὸ τὰ ἀστέρια. Καὶ ἔτσι κάθε γραφὴ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση της σχεδὸν
συνωμοτική. Βέβαια μποροῦμε τουλάχιστον νὰ διαμαρτυρηθοῦμε:
“Γιατί, ὦ ἄνδρες ζῷα, δὲν μᾶς κληρονομήσατε τὰ μυστικὰ τοῦ μουγκανητοῦ, τοῦ
κελαηδίσματος καὶ τοῦ χλιμιντρίσματος; Καὶ μᾶς ἔχετε, τόσους αἰῶνες, τώρα, νὰ
γεννιόμαστε καὶ νὰ πεθαίνουμε ἀγράμματοι; Γιατὶ δὲν μᾶς κάνετε φροντιστήρια;
Φταῖμε ἐμεῖς, ὕστερα, ποὺ σᾶς σφάζουμε, σᾶς σᾶς τρῶμε καὶ σᾶς πεθαίνουμε στὴν
δουλειά; Ὅταν ἐσεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ δάσκαλοί μας, δηλαδή, τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῷα,
ἀρνεῖστε πεισματικὰ καὶ μέχρι θανάτου νὰ μᾶς ἀποκαλύψετε τὴν ἀλφάβητο;
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
4Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς πρόκειται. Συμβαίνει καὶ σὲ μέρη ὅπου κάθονται ἤ μᾶλλον
κάθονταν νεκροί.
4 <#sdfootnote4anc>Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς πρόκειται. Συμβαίνει καὶ σὲ μέρη ὅπου
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
κάθονται ἤ μᾶλλον κάθονταν νεκροί.
------------------------------
[5] <#_ftnref5>* γενομένη δ᾽ οὖν ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτοσχεδιαστικῆς —καὶ αὐτὴ καὶ ἡ
κωμῳδία, καὶ ἡ μὲν ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τὰ
φαλλικὰ ἃ ἔτι καὶ νῦν ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων διαμένει νομιζόμενα— κατὰ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
μικρὸν ηὐξήθη προαγόντων ὅσον ἐγίγνετο φανερὸν αὐτῆς· καὶ πολλὰς μεταβολὰς
μεταβαλοῦσα ἡ τραγῳδία ἐπαύσατο, ἐπεὶ ἔσχε τὴν αὑτῆς φύσιν. καὶ τό τε τῶν
ὑποκριτῶν πλῆθος ἐξ ἑνὸς εἰς δύο πρῶτος Αἰσχύλος ἤγαγε καὶ τὰ τοῦ χοροῦ
Τ
ἕνας
ἀναπάντεχη διαπίστωση: στὶς πινακίδες σφηνοειδοῦς γραφῆς, ποὺ εἶχαν
βρεθῇ στὴν ἀνεσκαμμένη ἀρχαία Μεσοποτάμια πόλη Λάρσα, ἐμφανιζόταν
ἔμπορος, ὀνόματι Ταμκάρουμ. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔκανε ἐκτεταμένες
ἀγοραπωλησίες, τόσο ἐκτεταμένες, μαλιστα, ποὺ κάποιοι διανοούμενοι εἶχαν χαρῇ,
ἄγνωστο, τώρα, γιατί, νὰ ἔχουν βρῇ στὰ κατάλοιπά του τὴν ὕπαρξη μιᾶς πρώτης
μορφῆς καπιταλισμοῦ7: σὲ μιὰ περιοχὴ τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας ποὺ φαινόταν
κατάλληλη γιὰ τέτοιου εἴδους ὑποθέσεις, τὴν Μέση Ἀνατολή. Ταμκάρουμ ἦταν ἡ
λέξη ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὸν τυπικὸ ἔμπορο τῆς ἐποχῆς, αὐτοῦ ποὺ λέγαμε
κάποτε πραματευτή. Ὁ Κόσακερ, λοιπόν, ἀποκάλυψε ὅτι στὶς πινακίδες αὐτές, ὁ ἐν
λόγῳ πραματευτὴς ἦταν… φάντασμα8. Οἱ προηγούμενοί του μελετητὲς εἶχαν,
φαίνεται, γελαστῇ. Ὁ Ταμκάρουμ αὐτῶν τῶν πινακίδων ἦταν πλαστὸ πρόσωπο,
εἰκονικό, ποὺ ἔκανε πλαστὲς δοσοληψίες, ὅπως γίνεται σήμερα στὰ ἡλεκτρονικὰ
παιχνίδια, ἀλλὰ καὶ σὲ ἡλεκτρονικὲς ἐφαρμογὲς ποὺ ἔχουν τὴν ὄψη παιχνιδιῶν στὸν
ὑπολογιστή. “Σήμερα, ἡ κυρία Παπαδοπούλου ἀγόρασε, ξόδεψε, κράτησε τόσα καὶ
τόσα”: καὶ στὴν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ ἐμφανίζεται μιὰ ψηφιακὴ νοικοκυρά, ποὺ
7 Ὁ καπιταλισμὸς εἶναι ἕνα ὲργασιακὸ σύστημα ποὺ βασίζεται στὴν ἐπένδυση κεφαλαίου. Τὸ κεφάλαιο εἶναι ἕνα
ἀπόθεμα ἁνταλλακτικῆς ἁξίας. Ἡ ἁνταλλακτικὴ ἀξία εἶναι μιὰ ἀξία ἀνταλλάξιμη. Ἡ ἀνταλλάξιμη ἀξία εἶναι μιὰ
ἀξία χρήσης, ποὺ δὲν προορίζεται νὰ καταναλωθῇ ἀλλὰ νὰ ἀνταλλαχθῇ μὲ μιὰν ἄλλη. Ἁξία χρήσης ἤ ἀξία, χωρὶς
προσδιορισμό, εἶναι κάτι ποὺ δὲν καταναλώνεται ἁλλὰ φυλάσσεται σὰν κάτι ποὺ πρέπει νὰ προστατευτῇ ἀπὸ τὴν
ἄμεση κατανάλωση. Ἠ ἁνταλλακτικὴ ἀξία εἶναι μιὰ ἁξία χρήσης ἀνταλλάξιμη, λ.χ. ὁ χρυσὸς ἤ τὸ χαρτονόμισμα,
γιὰ τὴν ὁποία ὐπάρχει κοινὴ συμφωνία νὰ μὴν καταναλώνεται σὰν ἀξία χρήσης ἁλλὰ μόνο νὰ ἁνταλλάσσεται. Ἡ
ὲπένδυσή της στὸν καπιταλισμὸ εἶναι μιὰ οἱκονομικὴ δραστηριότητα ποὺ μοιάζει σὲ πολλὰ μὲ τὸν κύκλο τῆς
σπορᾶς καὶ τῆς συγκομιδῆς. Οἱ οἱκονομικοὶ κύκλοι ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν καπιταλισμὸ ἔχουν μελετηθῇ ἁπὸ τὸν
Σοβιετικὸ οἱκονομολόγο Κοντράτιεβ.
8 https://www.jstor.org/stable/2116276?seq=1
https://www.jstor.org/stable/2600068?seq=1#metadata_info_tab_contents
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
βάζει καὶ βγάζει εἰκονικὰ ψώνια ἀπὸ τὸ εἰκονικό της καλάθι καὶ εἰκονικὰ χρήματα
ἀπὸ τὸ εἰκονικό της πορτοφόλι. Μιὰ κάποια παιδικότητα συνυπάρχει, ὄχι σπάνια,
μὲ σοβαρὲς ἀσχολίες ὅπως ἡ ἀποταμίευση: ὁ κουμπαρᾶς εἶναι συχνὰ πήλινο
γουρουνάκι. Ὁ ταμκάρουμ ἦταν, λοιπόν, φαίνεται, ἡ κυρία Παπαδοπούλου τοῦ
παλατιοῦ. Δὲν ἦταν λογιστικὰ κατάστιχα, οἱ πράξεις τοῦ Ταμκάρουμ, ἀλλὰ
ἀφηρημένες διοικητικὲς πράξεις, ὅπως σὲ ἕνα σημερινὸ ὑπουργεῖο. Οἱ συναλλαγές
του ἦταν εἰκονικές, καὶ περιέγραφαν μεταφορὲς δημοσίων ἀγαθῶν ἀπὸ ἕνα
διοικητικὸ παράρτημα σὲ ἕνα ἄλλο.
Αὐτὸς ὁ Ταμκάρουμ, ὅμως, δὲν ἦταν τελείως πλαστὸ πρόσωπο, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ
μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῷ. Οἱ τιμὲς μὲ τὶς ὁποῖες τὸ παλάτι τῆς Λάρσα ἀγόραζε τὰ
προϊόντα, ψάρια κυρίως, ἦταν ὄντως πλαστές, καὶ ἐξίσου πλαστὲς ἦταν οἱ τιμὲς
στὶς ὁποῖες τὰ πουλοῦσε. Ὅμως αὐτὸς ὁ Ταμκάρουμ ἴσως νὰ μὴν ἦταν τελείως
ἀνύπαρκτος, καὶ νὰ ἀντιστοιχοῦσε, κάποτε, τουλάχιστον, σὲ ἕνα ὑπαρκτὸ
πρόσωπο. Ὁ γραφέας κατέγραφε, πράγματι, σὲ σφηνοειδὴ γραφὴ τὶς πράξεις ἑνὸς
πλαστοῦ ἐμπόρου, ἀλλὰ καὶ ἑνὸς κάποτε ἔστω ὑπαρκτοῦ ἀξιωματούχου, μὲ σάρκα
καὶ ὁστά, ντυμένα ὅμως, ἡ σάρκα καὶ τὰ ὀστά, μὲ τὰ ῥοῦχα τοῦ ταμκάρουμ,
δηλαδὴ τοῦ ἐμπόρου.
Γιὰ νὰ καλεῖται ἔμπορας, ὁ ῥόλος τοῦ ἐμπόρου ὑπῆρχε ἀκόμα. Καὶ ἐφόσον ὑπῆρχε
ῥόλος, κάποιος ἔκανε τὸν ἠθοποιό. Καὶ ἄς ἦταν ὁ ῥόλος του ταμκάρουμ αὐτὸς ἑνὸς
ἄχαρου μεταφορέα πραγμάτων ἀπὸ ἕνα διαμέρισμα τοῦ παλατιοῦ στὸ ἄλλο,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
δηλαδὴ οὐσιαστικὰ ἑνὸς ἀποθηκαρίου. Ἴσως ἦταν κάποτε ἕνας ἀξιωματοῦχος τοῦ
παλατιοῦ ντυμέος ἔμπορος ποὺ ἀγόραζε ψάρια στὴν ἀγορὰ μὲ χρήματα τοῦ
παλατιοῦ – μὲ ἄλλα λόγια, ἕνας κρατικὸς ὑπάλληλος ποὺ παρενέβαινε στὴν
ἐλεύθερη ἀγορά μὲ ὅρους ἐλευθέρου ἐμπορίου, μὲ σκοπὸ ὅμως νὰ τὸ ῥυθμίσῃ ὑπὲρ
τοῦ κράτους - καὶ κατὰ τῶν συμφερόντων τῶν κερδοσκόπων. Νὰ ἦταν δηλαδὴ
τὸ ἀντίστοιχο τοῦ κλέφτη ποὺ ἔγινε ἀρματολός, στὴν Τουρκοκρατία τῆς
βαβυλωνιακῆς ἀγορᾶς ψαριῶν. Ἡ συνύπαρξη γραφειοκρατικῶν λειτουργιῶν μὲ
ῥούχα φανταιζὶ δὲν εἶναι καθόλου σπάνια στὴν ἱστορία. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ
οἰκονομικὲς ἤ στρατιωτικὲς ἁρμοδιότητες - ἐδῷ, ὅμως, μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ πιθανότητα
κρατικῶν ὑπαλλήλων ποὺ νὰ εἶναι μεταμφιεσμένοι ἔκδηλα σὲ μή-κρατικούς, δηλαδὴ
σὲ ἰδιῶτες. Συνήθως, αὐτὸ τὸ βλέπουμε, ὄχι τυχαῖα, σὲ στρατιωτικὰ περιβάλλοντα.
Οἱ τσολιάδες τῶν μέχρι σχετικὰ πρόσφατα ἑλληνικῶν Ἀνακτόρων εἶναι, γιὰ
παράδειγμα, μιὰ ἀναπαραγωγὴ τῆς ἀλβανικῆς καὶ μάλιστα εἰδικὰ σουλιώτικης
φουστανέλας ποὺ φοροῦσαν οἱ πρὸ τοῦ 1821 ὁπλαρχηγοὶ τῶν ὀρέων. Ἐδῷ, ὅμως,
ἔχουμε μιὰ πιὸ περίπλοκη καὶ πιὸ ἐξευγενισμένη μεταμφίεση. Ὁ ἰδιώτης, ἐδῷ,
ὁρίζεται σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ κράτος καὶ τὸ δημόσιο, καὶ ὄχι σὰν προγενέστερο
στάδιο, ὄχι σὰν φυσικὸ θεμέλιο κάποιου πολυώροφου ἐθνικοῦ οἰκοδομήματος. Δὲν
ἔχουμε ἕναν στρατιωτικὸ ἱερέα, ποὺ τὸ εἰδικό του ῥάσο νὰ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ
ἄμφια τοῦ φιλήσυχου παπᾶ τῆς ἐνορίας - ἀλλὰ μιὰ ἐπιθετικὴ μεταμφίεση, ποὺ εἶναι
κρατικὴ καὶ ἀντικρατικὴ μαζί: σὰν ἕναν ἀστυνομικὸ ὄχι μυστικό, ἀλλὰ τῆς
περιπολίας, ποὺ ἡ γαλάζια του στολὴ νὰ περιλαμβάνει ὅμως τὸ μαντῆλι τῶν
ἀδελφῶν Ντάλτον. Τὸ μυαλό μας πηγαίνει στὰ ἄτακτα ἐπικουρικὰ στρατεύματα,
καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης, στὸ λεγόμενο παρακράτος. Γιὰ νὰ καταλάβουμε πῶς θὰ
μποροῦσε νὰ ἔχει συμβῇ αὐτὸ στὴν οἰκονομικὴ σφαῖρα, πρέπει νὰ πᾶμε ἀκόμα πιὸ
πίσω στὸν χρόνο: πίσω ἀπὸ τὴν λεγόμενη παλατιανὴ οἱκονομία, στὴν ὁποῖα
ἀνήκουν, ἀναντίῤῥητα, σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Μόουζες Φίνλεϋ, καὶ τὰ μυκηναϊκὰ
ἀνάκτορα: ὅπως αὐτὰ ἑμφανίζονται νὰ λειτουργοῦν στὶς πινακίδες τῆς Γραμμικῆς Β,
στὴν Πῦλο, τὶς Μυκῆνες, τὴν Κνωσσὸ 9 καὶ ἀλλοῦ. Ὅταν ἕνα στράτευμα διενεργεῖ
στρατολογία, προτοῦ ξεκινήσῃ γιὰ ἐκστρατεία, περνᾷ ἀπὸ τὶς ἀγροτικὲς κοινότητες,
καὶ παρασέρνει ὅ,τι τοῦ εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸν πόλεμο καὶ γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του:
9 Κνωσσὸς ἡ γνέστρα, Φαιστὸς ἡ ὑφάντρα: εὔλογες ὑποθέσεις. Εἶναι ὁ Κάρολυ Κερένυι ποὺ μᾶς πάει στὴν Κρήτη γιὰ
νὰ βροῦμε τὴν καταγωγὴ τοῦ Διονύσου, στὸ τελευταῖο του βιβλίο, Διόνυσος, ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ἄφθαρτης ζωῆς,.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
μὲ πρώτη του ἀνάγκη τοὺς ἀξιόμαχους νέους ἄνδρες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνδρες
αὐτοὶ θὰ λείψουν ἀπὸ τὶς θερινὲς ἀγροτικὲς ἐργασίες καὶ ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
θὰ ἐπιστρέψουν ποτὲ στὰ χωράφια τῶν πατεράδων τους γιὰ νὰ γεράσουν. Ἀπὸ
τὴν ἄλλη, τὸ στράτευμα, ὅταν δὲν κάνει πλιάτσικο, εἶναι καὶ προστάτης τῆς
παραγωγῆς τῶν χωρικῶν ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, πλὴν τοῦ
ἰδίου, καὶ ἐπίσης ὁ κύριος ἀγοραστὴς τοῦ πλεονάσματος τῆς παραγωγῆς τῶν
κοινοτήτων.
Ἀπὸ τὰ πολὺ παλιὰ χρόνια, λοιπόν, ἴσως τὰ πρῶτα στάδια τοῦ νεολιθικοῦ
πολιτισμοῦ, ἄν δεχτοῦμε τὴν γραμμικότητα τοῦ πολιτισμοῦ ἐν γένει, ὑπάρχει ἕνα
συμβόλαιο αἵματος, μεταξὺ τοῦ στρατεύματος ποὺ διενεργεῖ τὴν στρατολόγηση καὶ
τῶν χωρικῶν ποὺ τὴν ὑφίστανται10. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διέλευσης του στρατοῦ,
ἡ πλειοψηφία τῶν χωρικῶν δὲν τοῦ ἀποκρύπτει τελείως τοὺς στρατευσίμους του,
οὔτε τὸ πλῆρες ἀπόθεμα τῆς παραγωγῆς του, μὲ ἀντάλλαγμα, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίση,
ὑπὸ τὴν προστασία ἤ ἔστω τὴν ἀνοχὴ τοῦ στρατοῦ, κάποιους λογαριασμοὺς ποὺ
ἔχει μὲ τὴν μειοψηφία τῆς κοινότητας. Εἶναι, τρόπον τινά, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ῥήσης
χέρι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ δαγκώσῃς φίλησέ το ἤ κάποιας ἄλλης παροιμίας ποὺ νὰ
σημαίνει προσπάθησε τουλάχιστον νὰ ἐκμεταλλευτῇς τὴν συμφορὰ ποὺ σοὔτυχε.
Ἡ μεταμφίεση τοῦ σώματος βίαιων ντόπιων βοηθάει σὲ ὄχι λίγα. Ἀφενός μεν δείχνει
νὰ μετριάζει προσωρινὰ τὴν ἴδια τὴν βία τῶν βιαιοπραγούντων, ἀφετέρου δὲ εἶναι
φοβιστικὴ γιατὶ προκαλεῖ μιὰ μερικὴ ἔστω ἀνωνυμία μαζὶ μὲ ἀποτροπιασμό: καὶ
τελικὰ ἀντὶ νὰ μετριάσῃ τὴν βία μὲ τὴν γελοιότητά της, δύναται νὰ ἐνισχύσῃ
κλιμακωτὰ τὴν ἐπιθετικότητα, γιατὶ καταργεῖ τὴν πρότερη οἰκειότητα μεταξὺ θύτη
καὶ θύματος: τόσο γιὰ τὸν μεταμφιεσμένο, ὅσο καὶ γιὰ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀνέχεται.
Προσθέτει ἐπίσης μιὰ γελοία μὲν μὰ συνάμα φρικιαστικὴ ἐπισημότητα στὴν
ἀπονομὴ τῆς δικαιοσύνης ἤ τὴν ἐπίπληξη. Καὶ κάτι τελευταῖο, ἀλλὰ ὄχι ὅμως
τελείως ἀμελητέο – σὲ μιὰ ὁμάδα ντόπιων μεταμφιεσμένων μπορεῖ νὰ ἔχουν
παρεισφρύσῃ ἕνας ἤ περισσότεροι ἐξωτερικοὶ πράκτορες, δηλαδὴ τὸ μεταμφιεσμένο
ἀπόσπασμα νὰ εἶναι μεικτό. Μὲ λίγα λόγια – ἡ ἀμερικανικὴ Κού-Κλοὺξ-Κλάν εἶναι,
εὐτυχῶς ἤ δυστυχῶς, ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τοῦ λεγομένου νεολιθικοῦ, δηλαδὴ
ἀγροτικοῦ ἐργασιακοῦ κύκλου. Καὶ περιμένουμε ἡ μεταμφίεση νὰ ἔχει διαφορετικὸ
νόημα στὶς πολύπλοκες ἀγροτικὲς κοινωνίες ἀπὸ ὅ,τι ἔχει στὶς πολύπλοκες
κυνηγετικὲς καὶ ποιμενικὲς κοινωνίες: νόημα κάπως λιγότερο σαμανιστικὸ καὶ κάπως
περισσότερο κοινωνικό, δίχως νὰ εἶναι εὔκολο νὰ διακρίνουμε τί εἶναι τί, καὶ ποῦ
σταματάει.
[...]
...τὸ συμπέρασμα τοῦ Κόσακερ πρέπει νὰ τροποιηθῇ, καὶ τὰ συμπεράσματα τοῦ
Φίνλευ νὰ ἀναποδογυριστοῦν. Ὁ Ταμκάρουμ δὲν εἶναι ἕνας κρατικὸς ἀξιωματοῦχος
ποὺ ἀναλαμβάνει τὸν ῥόλο ἑνὸς ὑπερ-ἔμπορα ἀλλὰ ἕνας ἔμπορας ποὺ ἀναλαμβάνει
κρατικὲς ἁρμοδιότητες: κάτι πολὺ γνωστὸ στὸν 20ὸ πλέον αἰῶνα. Ὁ Ἕλληνας
11 Πάντοτε ἡ ἑργοδοσία προσπαθεῖ ὄχι μόνο νὰ ἁπειλήσῃ ἀλλὰ καὶ νὰ δελεάσῃ τὸ ἑργατικὸ δυναμικό, εἴτε ἄνθρωποι
εἶναι εἴτε ζῶα. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ἕνα ἁδιευκρίνιστο ὄριο πέρα ἁπὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἑργάτης, εἴτε ζῶο
εἶτε ἄνρωπος, ἁρνεῖται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐργαστῇ. Εἶναι εὐφάνταστη ὑπόθεση ἁλλὰ δελεαστικὴ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι
κάτι τέτοιο συνέβη σὲ μαζικὴ κλίμακα στὸ τέλος τῆς παλατιανῆς περιόδου καὶ ὁδήγησε στὴν καταστροφή της, μιὰ
κρίση ὑπερπαραγωγῆς. Εἶναι ἑπίσης δελεαστικὴ ὑπόθεση νὰ ταυτίσουμε τὸ τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου μὲ τὸ τέλος
τῆς δουλείας σὰν κυρίου παραγωγικοῦ συστήματος. Τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ τέλος εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ τὴν ἑξάπλωση
τοῦ χριστιανισμοῦ σὰν θρησκεία ποὺ δὲν κάνει διακρίσεις κοινωνικὲς εἶναι μιὰ παλιά, παμπάλαια ἁλλὰ ὄχι γιὰ
αὐτὸν τὸν λόγο μὴ προφανὴς ἑξήγηση. Οὑσιαστικὰ ὄταν λέμε ἁρχαιότητα ἑννοοῦμε πρὸ Χριστοῦ.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Ταμκάρουμ, μὲ κρητομινωϊκὴ καταγωγή, εἶναι ὁ Διόνυσος12.
...
Δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ παλατιανὴ οἰκονομία μιὰ ἀντίθεση στὴν ἐμπορευματοποίηση,
ἀλλὰ μιὰ ἐξέλιξη. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐμπορικὴ κοινότητα ποὺ ἐξελίσσεται σὲ κράτος,
καὶ ὄχι μιὰ κρατικὴ ὀργάνωση ποὺ προστατεύει τοὺς παραγωγοὺς καὶ τοὺς
καταναλωτὲς ἀπὸ τὸ ἐμπόριο. Δὲν εἶναι ἕνα ἱερατικὸ κράτος ποὺ δομεῖται
μεταφυσικὰ σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸ κοσμικὸ σύμπαν τῶν συναλλαγῶν καὶ τοῦ
κέρδους, ἀλλὰ μιὰ ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση ποὺ ἐπεκτείνεται σὲ διάφορους τομεῖς
δραστηριοτήτων. Ἔτσι δομεῖται αὐτὸ ποὺ λέμε μοναρχία – ὄχι, δηλαδή, σὲ
ἀντιπαράθεση, ἀλλὰ μὲ ἐκθετικὴ ἀνάπτυξη τῶν οἰκονομικῶν συναλλαγῶν. Ὁ
ταμκάρουμ τοῦ παλατιοῦ δὲν εἶναι ἕνας γραφειοκράτης ποὺ τὸ παίζει ἔμπορος,
ἀλλὰ ἕνας ἔμπορος ποὺ ἔχει φτιάξῃ τὸ δικό του βασίλειο, μέσα στὸ μαγαζί του. Ὁ
καπιταλισμὸς λοιπὸν δὲν εἶναι – στοὺς νεώτερους χρόνους – ἕνα παρασιτικὸ
σύστημα ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν Ἀπολυταρχία καὶ τὴν φεουδαρχία, ἀλλὰ μιὰ ἐξέλιξη
τοῦ ἐκχρηματισμοῦ τῆς οἰκονομίας, ὅπως τέτοια ἦταν καὶ ἡ συγκεντρωτικὴ
ἀπολυταρχία ἔναντι τοῦ φεουδαλισμοῦ. Δὲν εἶναι διακριτὸς ὁ Καῖσαρ ἀπὸ τὸ
σηστέρσιο, οὔτε διακριτὴ ἡ ὑπεραξία ἀπὸ τὴν ἀξία. Ἡ μαρξιστικὴ ὑπεραξία δὲν
εἶναι παρὰ ἡ ἐκθετικὴ ἀνάπτυξη τῆς ἀξίας, καὶ ἡ ἐκθετικὴ πρόοδος ἐνυπάρχει στὴν
ἴδια τὴν ἀξία, δὲν προστίθεται σὲ αὐτὴν μὲ ἐμφύτευση σὲ κάποιο μεταγενέστερο
ἱστορικὸ στάδιο, σὰν ξένο σῶμα.
12 Ὁμόρριζος τοῦ ὤνυμι – Διώνυσος, ἐναλλακτικὴ γραφή, αὐτὸς ποὺ τὰ ἁγοράζει ὅλα. Εἶναι ὁ κατεξοχὴν ἑμπορικὸς
θεός, διότι ἡ ἁμπελουργία δὲν νοεῖται δίχως ἑμπόριο, πολὺ παραπάνω ἁπὸ τὰ δημητριακὰ καὶ τὴν ἐλιά.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
Παρόμοια, καὶ ἡ μάσκα: δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀφαιρεῖ, ἀλλὰ κάτι ποὺ προσθέτει.
Ὅταν ὁ σαμάνος φοράει τὴν δαιμονική του μάσκα, γίνεται μιὰ στρατιὰ δαιμόνων,
ἱκανὴ νὰ τὰ βάλει μὲ τὴν ἀντίπαλη στρατιὰ ποὺ ἀρρώστησε τὸν ἀσθενῆ. Ἡ μάσκα
τοῦ ἀρχαίου ὑποκριτὴ κάνει τὸν βασιλιᾶ νὰ εἶναι ὅλοι οἱ βασιλεῖς, τὸν γέροντα νὰ
εἶναι ὅλοι οἱ γέροντες, τὴν πριγκηπέσσα νὰ εἶναι ὅλες οἱ πριγκήπισσες καὶ τὴν
Μήδεια πανίσχυρη. Τὸ θέατρο προκαλεῖ τὴν μάσκα, σὰν ἐνισχυτικὸ τῆς ὅποιας
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
δήλωσης13 καὶ ὄχι ἡ μάσκα τὸ θέατρο. Καὶ τὸ θέατρο ἐδῷ εἶναι ἡ δημιουργία
κράτους μὲ τὴν ἴδια τὴν συναλλαγὴ καὶ ὄχι πρὶν τὴν συναλλαγή.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐργασία γιὰ τὸν ἐργαζόμενο σημαίνει σωματικὴ κίνηση, καὶ
πνευματικὴ ἐργασία λέγεται ἑκείνη ὅπου τὸ πνεῦμα ἑργάζεται σὰν τὸ σῶμα. Ἡ
σωματικὴ κίνηση ποὺ δὲν εἶναι ἐργασία εἶναι ἐκείνη ποὺ δὲν ἔχει συγκεκριμένο
στόχο – καὶ ἔτσι κάποιος ποὺ χορεύει ἀπρογραμμάτιστα δὲν ἐργάζεται. Ὁ
Ἀριστοτέλης τὸν λέει αὐτοσχέδιο.
Ἑπομένως ἡ ἀναγκαία, ἄν ὄχι ἱκανὴ συνθήκη γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι ἡ στοχευμένη
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
σωματικὴ κίνηση, ἡ κίνηση ἑκείνη ὅπου τὸ πνεῦμα δίνει διαταγὲς στὸ σῶμα.
Σπεύδουμε νὰ προσθέσουμε ὅτι ὁ ἁπώτερος στόχος τοῦ πρωτοποριακοῦ ἤ
καλλιτεχνικοῦ θεάτρου ὅλων τῶν ἑποχῶν εἶναι νὰ προκύψῃ ἡ παράσταση χωρὶς νὰ
δοθῇ τέτοια διαταγή. Τὸ πόνημα αὐτὸ εἶναι μιὰ τέτοια παράσταση.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Thucydidis Historie 6.27.1 Ἐν δὲ τούτῳ, ὅσοι Ἑρμαῖ ἦσαν λίθινοι ἐν τῇ πόλει τῇ
Ἀθηναίων (εἰσὶ δὲ κατὰ τὸ ἐπιχώριον, ἡ τετράγωνος ἐργασία, πολλοὶ καὶ ἐν ἰδίοις
προθύροις καὶ ἐν ἱεροῖς), μιᾷ νυκτὶ οἱ πλεῖστοι περιεκόπησαν <τὰ πρόσωπα> [τὰ
αἰδοῖα corr. Loukos]. Comentum αἰδοῖα sicut 1.6.5: ἐγυμνώθησάν τε πρῶτοι [οἱ
Λακεδαιμόνιοι] καὶ ἐς τὸ φανερὸν ἀποδύντες λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο·
τὸ δὲ πάλαι καὶ ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ ἀγῶνι διαζώματα ἔχοντες περὶ τὰ αἰδοῖα οἱ
ἀθληταὶ ἠγωνίζοντο, καὶ οὐ πολλὰ ἔτη ἐπειδὴ πέπαυται. ἔτι δὲ καὶ ἐν τοῖς
βαρβάροις ἔστιν οἷς νῦν, καὶ μάλιστα τοῖς Ἀσιανοῖς, πυγμῆς καὶ πάλης ἆθλα τίθεται,
καὶ διεζωμένοι τοῦτο δρῶσιν. Aristotelis Arte Poetica 1449a γενομένη δ᾽ οὖν ἀπ᾽
ἀρχῆς [10] αὐτοσχεδιαστικῆς—καὶ αὐτὴ καὶ ἡ κωμῳδία, καὶ ἡ μὲν [κωμῳδία add.
Loukos] ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον, ἡ δὲ [τραγῳδία add. Loukos] ἀπὸ
τῶν τὰ φαλλικὰ ἃ ἔτι καὶ νῦν ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων διαμένει νομιζόμενα—κατὰ
μικρὸν ηὐξήθη προαγόντων ὅσον ἐγίγνετο φανερὸν αὐτῆς: καὶ πολλὰς μεταβολὰς
μεταβαλοῦσα ἡ [15] τραγῳδία ἐπαύσατο, ἐπεὶ ἔσχε τὴν αὑτῆς φύσιν. Καὶ τό τε
τῶν ὑποκριτῶν πλῆθος ἐξ ἑνὸς εἰς δύο πρῶτος Αἰσχύλος ἤγαγε καὶ τὰ τοῦ χοροῦ
ἠλάττωσε καὶ τὸν λόγον πρωταγωνιστεῖν παρεσκεύασεν: τρεῖς δὲ καὶ σκηνογραφίαν
Σοφοκλῆς. ἔτι δὲ τὸ μέγεθος: ἐκ μικρῶν μύθων καὶ [20] λέξεως γελοίας διὰ τὸ ἐκ
σατυρικοῦ μεταβαλεῖν ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη, τό τε μέτρον ἐκ τετραμέτρου ἰαμβεῖον
ἐγένετο. τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ
ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν, λέξεως δὲ γενομένης αὐτὴ ἡ φύσις τὸ οἰκεῖον
μέτρον εὗρε. Comentum: [10] sicut [20]. Di- praefixum in Dithyrambo Divinum dixet
significare Wilamowitz, in sus editionis Herculi Euripidei (1891); sed Thyrambus
Thorybus est, sicut in expressionem graecae novae Vox Populi, Vox Dei (Atacta
Adamantii Corayi Didoto Parisienso 1829, vol.2, p.419 ).
Τὰ φαλλικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶναι τὰ γνωστὰ φαλλικὰ ποὺ καὶ
σήμερα ἀκόμα τελοῦνται στὴν ὕπαιθρο, καὶ σημαίνουν σεξουαλικὴ ἀπελευθέρωση,
ἀλλὰ ἀντιθέτως μιὰ στρατιωτικὴ παρέλαση, ποὺ δηλώνει τὴν ἔναρξη τῆς πολεμικῆς
περιόδου. Ὁ φαλλὸς ἐδῷ εἶναι σύμβολο ἰσχύος. Μάλιστα τὰ σημερινὰ κωμικὰ καὶ
σεξουαλικὰ φαλλικὰ τῆς ὑπαίθρου εἶναι καὶ μιὰ καρναβαλικὴ παραφθορὰ τῆς
στρατιωτικῆς χρήσης τοῦ φαλλοῦ. Ἄν ἀκολουθήσουμε τὸν Βιλαμόβιτς, δεχόμαστε
ὅτι ὅταν ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο μεταβάλλεται, ἡ προβαθμίδα του χάνεται. Μπορεῖ
ὅμως ἡ καρναβαλικὴ ἀντιστροφή του να παραμείνῃ γιὰ πολὺν καιρὸ ἀκόμη, διότι
ἀνταποκρίνεται στὸ παιδικὸ ὁπλοστάσιο, τὸ ὁποῖο ἀντιδρᾶ στὰ θεμέλια, καὶ ἴσως
στὴν στέγη, ὄχι ὅμως στὸ μαγειρίο τοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος ὅταν παίζει.
Ετσι το παιδί – και ισως καθε ηλικια σε κατασταση κρισης η εθιμικης εκτονωσης
της κρισης αντιδρα σε πραγματα που για τους μεγαλους εχουν γινει υποσυνειδητα.
Και ετσι ἄν ἡ τραγωδία ἀντικαθιστᾶι στη Ἀθήνα τῃν στρατιωτικὴ φαλλικὴ πομπή,
ἤ μᾶλλον τὴν κεφαλή της, ἡ ἁντικατάσταση αὑτὴ δὲν ἀντικατοπτρίζεται ἁμέσως
στὸν καθρέφτη τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ φτωχοῦ. Δεν μπορει ομως η τραγωδια να
προερχεται απο τον διθυραμβο που παιζεται στο προγραμμα των Διονυσιων, για
τον απλουστατο λογο οτι ειναι η πρωτη που καθιερωνεται, και ο διθυραμβος
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
δευτερος. Η κωμωδια ειναι εκεινη που προερχεται απο τον διθυραμβο νοουμενο σαν
πομπη, και η καθιερωση της συμπιπτει ακριβως με την αλλαγη που γινεται στον
τελευταιο, οταν η μουσικη αρχιζει να παιζει τον πρωτο ρολο. Με αλλα λογια η
κωμωδια ειναι το ενα μισο του αρχικου διθυραμβου και ο νεος διθυραμβος το αλλο
μισο. ὁ διθύραμβος τοῦ Άριστοτέλη, ποὺ θεωροῦμε ὅτι αὑτὸν ἔγραψε νὰ βγάζει τὴν
κωμὡδία, δὲν εἶναι μόνο ἕνα χορικὸ ἅσμα παραστατικὸ ποὺ δὲν εἶναι ποτὲ
ἀπαλλαγμένο τελείως ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ Διονύσου. Καὶ τὸν καιρὸ τοῦ Πινδάρου
ἕναν αἱῶνα πρὶν εἶναι ἀμφίβολο ἄν οἱ διθύραμβοί του λέγονταν ἔτσι καὶ εἶναι
ἀμφίβολο καὶ ἄν ὁ Ἀριστοτέλης ἀκόμα θὰ τοὺς ἔλεγε διθυράμβους.
Εἶναι χαρακτηριστικό δε, ὅτι ὁ Εὐριπίδης στὶς Βάκχες βάζει τὸν Τειρεσία νὰ κάνει
κήρυγμα στὸν Πενθέα, λέγοντας ὅτι ὁ Διόνυσος ἔχει καὶ κάποια συμμετοχὴ στὰ
πολεμικά. Μιὰ σχετικὴ ἀμηχανία ποὺ διαφαίνεται στὸ κήρυγμα αὐτὸ δὲν μπορεῖ
νὰ μὴν ἀπηχεῖ τὴν πρώτη μνεία τοῦ ἐπιθέτου τραγικὸς στὴν γραμματεία:
Κλεισθένης τοὺς μὲν τραγικούς χοροὺς τῶι Διονύσωι ἀπέδωκεν, τὴν δὲ ἄλλην θυσίαν
Μελανίππω… Ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι ὅτι ἡ τραγὠδία γεννιέται σὲ μιὰ λαϊκιστικοῦ
τύπου θεσμικὴ ἔνωση τῆς διονυσιακῆς πομπῆς, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τους φτωχούς,
ἔστω ἰδεατά, σὲ πολεμικὴ παρέλαση, ποὺ δὲν γίνεται βέβαια νὰ εἶναι ἰδεατή, ἀφοῦ
εἶναι ἐπίδειξη τῆς ὑλικῆς ἰσχύος. Ὁ ἔξυπνος παραλληλισμὸς ποὺ κάνει ὁ Γρηγόρης
Σηφάκης μεταξὺ Αίσχύλου καὶ Σπαθάρη, τραγωδοῦ καὶ καραγκιοζοπαίκτη, ἔχει ἕνα
ἀδύναμο σημεῖο. Ἡ τραγωιδία δὲν εἶναι ἀκριβῶς καλλιτεχνικὸ θέατρο, καὶ αὐτὸ
ὰνεξαρτήτως τοῦ ἄν προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἄγνωστη σε μᾶς ἀρχαία ἐπαγγελματικῃ
παράδοση ἤ ὄχι. Ἡ τραγωιδία, καὶ σὲ αὐτὸ ἀκολουθοῦμε, θέλουμε δὲν θέλουμε, τὸν
Βιλαμόβιτς, εἶναι χορὸς πολιτῶν. Δὲν ἀνήκει στὸν τῦπο τοῦ ἀγερμοῦ, ἀλλὰ τῆς
πομπῆς, τῆς στρατιωτικῆς πομπῆς, προσθέτουμε, καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ
Περικλῆς θεσπίζει τὰ θεωρικά. Ὁ Καραγκιόζης ἀνήκει βεβαίως στὸ λαϊκὸ θέατρο,
εἶναι ἕνας τύπος ἀγερμοῦ, θεσπίζεται μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἡρωικοῦ ῥεπερτορίου
ἀπὸ τὸν Μίμαρο τὸν Πατρινό, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση - ὅμως εἶναι σχεδὸν
ἀδιανόητο γιὰ ἕναν διανοούμενο καὶ δύσκολο γιὰ ἕναν ἀξιωματικὸ νὰ εἶναι
Καραγκιοζοπαῖκτες, διότι ἡ κωμὠδία εἶναι τοῦ λαοῦ, καὶ ἡ τραγωδία εἶναι τῶν
ἐλίτ. Τόσο ἁπλὰ εἶναι τὰ πράγματα. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ κωμῳδία, ὄχι ἡ τραγωδία,
εἶναι τὸ καθαυτὸ διονυσιακὸ στοιχεῖο, καὶ γιὰ αὐτὸ ὑπάρχει τέτοια δυσκολία νὰ
ἐντοπιστοῦν στὸν Διόνυσο Πάθη ποὺ νὰ ἀντιστοιχοῦν στὰ τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πάθεα
τοῦ Ἁδράστου εἶναι πολεμικά, ὅμοια μὲ τὰ πάθη τοῦ Ἀχιλλέα, τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα,
τοῦ Ἀθανασίου Διάκου καὶ τοῦ Λῶρενς τῆς Ἀραβίας. Ὁ λαὸς τραβάει τῶν παθῶν
του τὸν τάραχο καθημερινά, καὶ χρειάζεται διασκέδαση. Εἶναι ὁ φιλόδοξος
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
στρατιωτικὸς ποὺ χρειάζεται τὴν τραγῳδία σὰν ἐμβόλιο γιὰ τὸν φόβο του,
μπροστὰ στοὺς κινδύνους ποὺ θὰ ἁντιμετωπίσῃ ὀσονούπω.
Τὸ τί ἔγινε λοιπὸν εἶναι πλέον πιὸ καθαρό. Ἡ διονυσιακὴ πομπὴ κατάπιε τὴν
χαμένη γιὰ μᾶς πολεμικὴ φαλλικὴ πομπή, ἤ μᾶλλον τὴν ἐνσωμάτωσε. Γιὰ αὐτὸν τὸν
λόγο ὁ διαλογικὸς στῖχος τῆς τραγῳδίας εἶναι ἰαμβικός. Καὶ τότε ὅπως καὶ σήμερα
ὁ προχειρότερος στῖχος γιὰ νὰ ῥιμάρει κανεὶς μιὰ σάτιρα κατὰ προσώπων εἶναι ὁ
ἴαμβος, διότι μιμεῖται κοροἰδευτικὰ τὸν ἡρωικὸ ἴαμβο. Μὲ τὴν σειρά του ὁ
τελευταῖος εἶναι ἡρωικός μεν, ἀπείθαρχος δέ. Γιὰ αὐτὸ τετραμέτρω ὲχρῶντο, καὶ ὄχι
ἴαμβο στην αρχικη τραγωιδια– τὸ τετράμετρο ἦταν βῆμα παρελάσεως ἤ
πειθαρχημένης κίνησης στρατιωτικοῦ σώματος. Ὁ Βιλαμόβιτς βιάζεται νὰ ἑνώσηι
τὴν φαλλαγωγία μὲ τὴν αἰσχρολογία, αυτη ομως φαινεται δεν ηταν δεδομενη. Η
αισχρολογια ειναι καρνιβαλικη και λαικη.
Ἡ τραγῳδία ἔχει λοιπὸν στρατιωτικὴ προέλευση, ὅπως καὶ τὸ ἔπος, καὶ σὲ ὅλους
τοὺς λαοὺς καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὁ στρατὸς εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν ἀνωτέρων
τάξεων. Στὰ Διονύσια ὅμως τὸ κράτος δίνει στοὺς πολῖτες, ἔστω θεωρητικά – δὲν
τοὺς παίρνει κάτι, δὲν τοὺς στρατολογεῖ – θεωρητικὰ καὶ πάλι. Τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ
σήμερα ἀκόμα ἀποτελεῖ δραματικὸ πρότυπο ἡ τότε τραγωιδία γιὰ τὰ ἐπιμέρους
θέατρα ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ ἐπιβεβαιώνει. Ἡ προσφορὰ εἶναι καὶ μιὰ δωροδοκία. Ἡ
διονυσιακὴ πομπὴ ποὺ ἀπολήγει στοὺς τραγικοὺς ἀγῶνες εἶναι κρασὶ νερωμένο,
διότι τὸ κοινωνικό της νόημα εἶναι μὲν στὴν ἀφετηρία της ἡ ἀμφισβήτηση τῆς
κοινωνικῆς ἱεραρχίας, ἀλλὰ μὲ ἐκ τῶν προτέρων συμφιλιωτικὴ ἔκβαση ὑπέρ της
ἱεραρχίας καὶ πάλι, διὰ τῆς πολεμικῆς δράσης. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ Β ῥαψωδία τῆς
Ἰλιάδας – ἄσχετα τοῦ πότε καὶ ἀπὸ ποιὸν γράφτηκε, ὅπου τὸ στράτευμα τρέχει
πρὸς τὰ καράβια τῆς ἐπιστροφῆς καὶ ἐπανέρχεται στὸ πεδίο τῆς μάχης μὲ τὸν
παραδειγματικὸ ξυλοδαρμὸ τοῦ Θερσίτη εἶναι τὸ ἀναμενόμενο πρότυπο. Αὐτὴ ἡ
νόθευση εἶναι καὶ τὸ καλλιτεχνικὸ κίνητρο, ἡ ἠθικὴ ἐνόχληση ποὺ ἀναγκάζει κάθε
χρόνο τὸ συμβόλαιο νὰ ξαναγράφεται. Ὁ κάθε ποιητὴς ἔχει νὰ ἀντιμετωπίση δύο
ἀδιέξοδα, ἀφενός τὸν πόνο τῆς ἀκύρωσης τοῦ μεσσιανικοῦ αἰτήματος, ποὺ μποροῦμε
μὲ κάποια ἐπιφύλαξη ἤ χίλιες ἐπιφυλάξεις νὰ πιστώσουμε στὸ Διονυσιακὸ στοιχεῖο,
καὶ ἀφετέρου τὴν ἀνάγκη ἤ μᾶλλον τὴν ἀνάθεση ἐκ μέρους τῆς πολιτείας σὲ αὐτὸν,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
τὸν ποιητή, νὰ παρουσιάσῃ τὴν πολεμικὴ διέξοδο σὰν παλλαϊκὸ καὶ ὄχι
ὀλιγαρχικὸ αἴτημα. Δὲν μπορεῖ νὰ κρύψη τὴν ζωτικότητα τοῦ αἱτήματος, οὔτε καὶ
ὅτι ἀναμένεται ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ αὐτὸν νὰ τὸ θάψη ζωντανό, ὅπως σχεδὸν
κυριολεκτικὰ ἔκανε ὁ Σοφοκλῆς στὴν Ἀντιγόνη.
Epilogos
Pos egine kai mia perithoriaki ioudaiki airesi, tis opoias I opoia
grammateia anike apokleistika stin paradosi tou evraikou laou, I en
pasei periptosei kai an eiche alles epirroes den itan elliniki, na
kataktisei ton kosmo kai akoma perissotero ton esoteriko kosmo ton
anthropon – se tetoio vathmo pou na epiviosi dipla stous dioktes tis
kai na aggaliastei apo tous dioktes tis se tetoion aspasmo, pou mono
tou Iouda rou Iskarioti to fili na parameinei san tin moni dynati
amartia; Dyo ermhneies echoun protathei. I proti einai oti I nea
airesi itan mia ekklisia, mia psychokoinoniki organosi pou itan I moni
ikani na stirixei tin Romaiki Aytokratoria, kai as itan I vasileia ton
Romaion o Ioydas kai ekeini to soma tou idryti tis. Oso gia ton oino,
itan kati gnosto apo ta prin.
Kata synepeian to theatro einai mia ekklisia pou kalei ton pisto na
dechtei tin ensarkosi tou Theou sto idio tou to kormi. Epeidi ayto
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
einai parakindyneymeno, dioti einai poly dyskolo anthropos na pei se
anthropo pos einai agios aytos, o allos anthropos, o plision, choris
taytochrona na ton paradidei sro ierateio gia na ton analavei katopin
ayton ton allon, ton plision diladi, to Kratos kai na Ton stayrosei, I
ekklisia ekrine skopimo na ntysei tin ekklisi tis me glossa mythiki,
glossa diladi pou den xereis mechri na sigoureyteis an einai poiisi I
alitheia, psema I pragmatikotita. Apo tote pou I ekklisia ntythike,
einai san ton Adam kai tin Eya tria deyterolepta prin akoustoun ta
vimata tou Theou pano sto choma pou xekourazei ta pelmata tou morou
pou epicheirei gia proti fora na stathei sta podia tou.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Κεντρικὴ θέση
Τὸ θέατρο δὲν ἔχει καμία ὰπολύτως σχέση μὲ τὴν μίμηση. Γιὰ τὴν ὰκρίβεια, δὲν
ἔχει ἄμεση σχέση, ὅπως θεωρεῖ, ὲνδεχομένως κάπως βιαστικά, ὁ περισσότερος
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
κόσμος1. Δὲν εἶναι μιὰ δραστηριότητα, οὔτε εἶναι μιὰ τέχνη, οὔτε ἕνα παιχνίδι – τὸ
τελευταῖο δε, λιγότερο ὰπο ὅλα.
Τὸ θέατρο εἶναι ἕνας πάρα πολὺ σημαντικὸς θεσμός, ποὺ ὲμφανίζεται σὲ κοινωνίες
ποὺ νοηματοδοτοῦν τὴν παραγωγὴ σὰν ὲργασία, δηλαδή, τὴν ὰντιλαμβάνονται
σὰν ἱεραρχία2. Τὸ θέατρο, λοιπὸν τί εἶναι – εἶναι ἡ σύναψη ἑνὸς ὲτήσίου
συμβολαίου. Αὺστηρὰ ὲτησίου, δηλαδὴ οὔτε ἑξαμηνιαίου, οὔτε διετοῦς, οὔτε
τριετοῦς, οὔτε τετραετοῦς3), μεταξὺ δύο μερῶν: τοὺς ὲργάτες (ἤ στρατιῶτες) ὰφενὸς,
καὶ τοὺς ὲργοδότες (ἤ βασιλεῖς, μὲ τὴν στρατιωτικὴ ἓννοια τοῦ ὅρου, στὸν
πληθυντικό) ὰφετέρου.
Ἑγγυητὴς αὺτοῦ τοῦ συμβολαίου, ἄνευ τοῦ ὁποίου, τοῦ ὲγγυητῆ δηλαδή, θέατρο
δὲν δύναται νᾳ ὑπάρξηι,μπαίνει, αὑστηρᾳ καὶ πάντοτε, δίχως καμια ὰπολύτως
ὲξαίρεση,ἕνας ὲκπρόσωπος τῶν ὲργατῶν4.
Τοῦ ὲργάτη αὑτοῦ ἡ ὲργασία περιγράφεται πρώτη, κατὰ σειράν, στὸν καταμερισμὸ
ὲργασίας ποὺ περιγράφει τὸ συμβόλαιο, δηλαδή, τὸ θέατρο, σὰν ὲπαγρύπνηση γιὰ
τὴν τηρησή τοῦ συμβολαίου: ὁ πρῶτος στρατιώτης εἶναι ὁ φρουρός – τήρηση καὶ
ὰπὸ τὰ δύο μέρη. Ὁ φρουρὸς ζητάει σύνθημα καὶ παρασύνθημα καὶ στὸν, ὰπέξω
καὶ στὸν ὰπὸ μέσα. Ἡ σκοπιά του κρατάει ἕναν χρόνο, αὑστηρὰ καὶ πάντοτε, οὔτε
παραπάνω, οὔτε παρακάτω. Στῃν ὰκραία ὲκείνη περίπτωση ποὺ συμβῆι κάτι
ἔκτακτο, τότε, κρατάει τουλάχιστον μέχρι τὴν σύναψη ἑνὸς νέου συμβολαίου.
Ἡ ὰκραία αὑτὴ περίπτωση εἶναι τόσο ὰκραῖα ὅσο καὶ ἡ περίπτωση γιὰ μιὰ
κυψέλη νὰ πεθάνὴ ἡ βασίλισσα δίχως νὰ ὰφήσἡ διάδοχο. Ἁλλὰ καὶ στὴν ὰκραία
αὑτὴ περίπτωση καὶ πάλι γίνεται τὸ θαῦμα, καὶ οἱ στεῖρες ὲργάτριες γεννοῦν
βασίλισσες. Τὸσο αὑστηρὸ εἶναι τὸ θέατρο. Κοινωνίες, ὰπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν
νοηματοδοτοῦν τὴν παραγωγὴ σὰν ὲργασία, δηλαδὴ σὰν ἱεραρχία5, ἤ ποὺ
νοηματοδοτοῦν μεν τὴν παραγωγὴ σὰν ἑργασία ὰλλὰ ὄχι σὲ ἑτήσια βάση6, αὺτὲς
οἱ κοινωνίες ὰρνοῦνται τὸ θέατρο, τὸ διαγράφουν, καὶ τὸ ὰπορρίπτουν τελείως,
συχνὰ μὲ τεράστο φανατισμό. Ἤ, καὶ ἄν τὸ ὰνέχονται σὰν θεσμό, τότε, ὅμως τὸ
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ὰλλοιώνουν, μὲ τέτοιον τρόπο μάλιστα ὥστε ἡ τριμερὴς αὑτὴ σχέση συμβολαίου νᾳ
γίνή διμερῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὲργασιακὴ σχέση νὰ μὴν ἔχει ἑγγυητή. Ὰπὸ ὲκεῖ
προέρχεται τὸ μῖσος ποὺ ὲκδηλώνεται σχεδὸν διαχρονικὰ γιὰ τοὺς ἡθοποιοὺς ἤ
μᾶλλον τοὺς θεατρίνους. Στὴν τελευταῖα ὅμως αὑτὴ περίπτωση, δηλαδὴ τὴν ὰνοχὴ
τοῦ θεάτρου, ἑφόσον εἶναι ὰλλοιωμένο, η ὅποια ὰλλοίωση ὲπὶ τοῦ αρχικοῦ
συμβολαίου δὲν φτὰνει ὅμως στὸ σημεῖο νὰ μὴν ὰναγνωρίζονται καὶ ἡ τριμερῆς
φόρμα, μὲ τὶς τεῖς ὑπογραφές, ὰλλὰ καὶ ἡ ὲτήσια διάρκεια τοῦ συμβολαίου, κάτω
ὰπὸ τὴν ὰλλοίωση. Ὅπως ἕνας ψεύτικος τίτλος ὶδιοκτησίας πρέπει νὰ μοιάζει μὲ
τίτλο ἄν θέλει νὰ εἶναι ψεύτικος7.
Ἡ κεντρικῃ αὺτὴ θέση ὲπὶ τῆς οὺσίας τοῦ θεατρικοῦ φαινομένου (ποὺ ὰνάγεται
λοιπὸν σὲ θεσμό, καὶ ὄχι σὲ ἔκφραση αὑθόρμητη, πιὸ αυθόρμητη τουλάχιστον ὰπὸ
ἕναν θεσμὸ) ἔχει ὰξίωσεις καθολικές. Δηλαδὴ ὶσχυρίζεται ὅτι τὰ παραπάνω δὲν
ἔχουν καμία ὰπολύτως ὲξαίρεση, διότι δὲν εἶναι κανονιστικὴ θέση ἁλλὰ περιγραφικὴ:
ὅπως ἕνα χέρι,ποὺ εἶναι χέρι, ἑπειδὴ εἶναι χέρι, ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο - ἔτσι
καὶ τὸ θέάτρο λοιπὸν εἶναι αὑτὸ τὸ πρᾶγμα, ἕνα τριμερὲς συμβόλαιο, ὲτήσιο,
μάλιστα, γιᾳ τὸν λόγο ὅτι αὺτὸ εἶναι τὸ θέατρο, τίποτα ἄλλο. Αὑτὴ εἶναι ἡ θὲση
πρὸς ὑποστήριξιν, σὲ αὑτὴν τὴν διατριβή.
Τὸ δὲ ὰξιοπρόσεκτο δὲν εἶναι, μᾶλλον, ἡ ὰντιμετώπιση τοῦ θεάτρου σὰν
συμβολαίου, κάτι ὄχι τόσο παράξενο, ὰλλὰ ἡ ὲπιμονὴ στὴν ὲτήσια διάρκεια.
2o Kefalaio
TO PROVLIMA TIS SKINOTHESIAS.
a1. I skinothesia, stin paragogi enos theatrikou ergou, einai apo polles apopseis
progenesteri tis ypokrisis, ascheta, an o skinothetis einai, i ochi, enas choristos ithopoios.
2. Endeiktika: stin istoria tis tragodias, o agonas metaxy ton synteleston aytis einai,
thesmothetimenos - petaxy poiiton to 534 p. Ch, metaxy xorigon gia ton dithyrambo to
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
507 p.ch., kai metaxy ypokriton molis to 465 p.ch (Wilamowitz). Ta stoicheia ayta einai
mallon ypopta.
3. Apo polles apopseis, ena theatriko ergo den einai para mia seira skinikon odigion, kai
se ayto diaferei
ena theatriko ergo apo ena pezo afigimatiko ergo, opos oi Histories tou Hrodotou, i ena
poiitiko ergo se stichous, san tis odes tou Pindarou. 4. Malista, mia tragodia moiazei me
to programma enos rhapsodou, i isos akoma kalytera enos agona metaxy rhapsodon,
opou prota o enas apaggelei ena apospasma tou tade poiiti, meta, o allos ena allo
apospasma, enos allou poihth, ende-
chomenos malista xana o protos, enos tritou poihth, kai paei legontas.… mia meixi
synagonismou kai antagonismou.
5. Kai stin archaia tragodia, loipon, kata kapoion tropo o skinothetis einai enas regisseur,
dila-
di o anthropos pou kanonize tis eisodous kai tis exodous ton ithopoion sta theatra tou
19ou aiona. 6. Ayto pou kanei omos tin skinothesia na diaferei apo tin poiisi en genei
einai oti se kathe morfi poiisis echoume diataxi kai epanadiataxi enos ylikou, stin
skinothesia omos echoume diataxi zonton anthropon.7. To pos ginetai ayti i diataxi
anthropon einai kai o paragon pou kathorizei ta diafora eidi skinothesias.
b1. I skinothesia anthropon chorizetai se dyo vasikes katigories, ekeini stin opoia o
skinothetis emfanizetai stin parastasi san ithopoios kai ekeini stin opoia den emfanizetai
san ithopoios. 2. Stin periptosi tou kouklotheatrou, i tou theatrou skion, o
andreikelopaiktis i o karaghiozopaichtis den
einai skinothetes, oute kai ithopoioi, alla kai ta dyo ayta mazi, se ena amalgama pou
thymizei tin frasi tou Aristotelous Aytoschedioi Isan...kai ara anikoun mmazi me ton
omhriko aoido, ton nordiko afigiti tis sagas, ton Kelti Vardo kai ton paramytha stin
katigoria tou aytoschediou poiti, pou syggeneyei para poly me ton mousiko. 3. I diafora
de enos aytoschediou poiiti apo enan profiti, opos toulachiston ennoume ton profiti, me
tin apaitisi mas na katechetai o profitis apo theikes dynameis, gia na bei9 stin ekklisia I
eikona tou, einai oti o aytoschedios poiitis
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
echei anaggeilei sto koino tou to ennoiologiko plaisio sto opoio anikei to poiima tou,
protou. to dimiourgisei brosta sto koino. Echei pei dhladh Mhnin Aeide Thea I Andra
moi Eneppe Mousa I archi tou paramythiou kalispera tis afentias sas h ecchei chtypisei o
voithos tou to kabanaki pou dilonei tin enarxi tis parastasis. Borei na ginei paichnidi me
tin enarxi tis parastasis, diladi na emfanistei I enarxi argotera, opos kanei megalofyos o
Molieros stin proti skini tou Kata Fantasian Asthenous tou, otan chtypouse to kabanaki
gia na ferei mesa sto spi ti tou pou itan I skini tin yphretria, ontas o idios arrostos apo
fymatiosi. 4. Vevaia, o protos stichos tis Apokalypseos tou Ioanni einai titlos, Apokalypsis
Ihsou Christou,
in edoke theos.... k.lp. k.lp. kai sto kata Markon Eyaggelio, Archi Eyaggeliou Ihsou
Christou...5. Omos o profitis stis parapano periptoseis echei proigouenos apoktisei mian
enorasi, tin opoia metaferei os kektimeno, katopin, stous pistous i aytous pou prepei na
pistepsoun. 5. Eno apo tin alli o aytoschedios poiitis den zita apo to koino tou na
pistepsei oti vlepei orama i oti
eide orama. 6.O aytoschedios poitis zitaei aplos apo to koino tou na sopasei.
7. Me alla logia i aytoschedia poiisi chorizei tous anthropous se koino kai poihth, eno h
profhteia enonei tous anthropous os anthropous enopion tou theiou.
8. Vevaia ston dialogo tou Platona Ion to koino tou rhapsodou den einai pleon pistoi
alla apeytheias energoumena mias theas, tis Mousas. 9. Ston platoniko ayton dialogo
loipon i emfasi dinetai ston theio paragonta, o opoios einai kai o skinothetis. 10. I
apopsi tou Platona einai akraia, kai thelei terastia prosochi dioti borei na odigisei se
pagosmious polemous.
c1. Stin periptosi pou o skinothetis einai kai ithopoios, stin idia parastasi, den borei na
paixei protagonistiko rolo. 2. Martyreitai oti o Sofoklis aposyrthike apo tin ypokritiki kai
perioristike mono stous rolous tis Naysikas
kai tou Thamyridos, logo tis ejairetikis tou mousikotitas kai choreytikotitas kai charis, se
syndyasmo me mikrofonia.3. Paromoia perimenoume otan o Aischylos ayxanei ton
arithmo ton ypokriton apo enan se dyo o idios na
analambanei tous deyterous rolous kai na paraiteitai ton proton.4. Antistoicha,
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
perimenoume apo ton proto ypokriti na min einai pleon aytoschedios poiitis, opos [panta
einai kouklopaikti o karagiozopaiktis, alla ermineytis.
5. An omos o protos ypokritis den einai poiitis, kei einai ermineytis, tote einai meros
toulachipo to diko tou koinoston tou koinou sto opoio o poiitis apeythynetai. 6. O
ithopoios einai, loipon, ena eidos reporter, pou diigeitai mia parastasi pou eiiron de
protos ekeinos. d1. Ayto mas exigei pos einai dynaton na yparchoun polles parastaseis
tou idiou ergou. 2. Se kathe kainourgia parastasi tou idiou ergou oi ithopoioi afigountai
tin parastasi pou eidan oi idioi.3. Ayto einai kai to noima tis paraxenis analysis pou
kanei o Denis Diderot gia tin proetoimasia pou ekane i Clairon gia ton rolo tis. 4. I
Clairon evlepe prota tin parastasi me to myalo tis, kai epeita tin anaparistane sto koino
tis Comedie Francaise. 5. Kai ayto einai pou prosedide stin ermhneia ths Clairon thn
egefalikothta pou arese ston Diderot kai pou tis epetrepe na klotsaei mia parapetameni
andriki perouka pou eiche ektoxeysei kapoios ekstasiasmenos varonettos me to podi, apo
to proskinio, tin ora pou analyotan kata ta alla, se lygmous kai kopetous kallitechnikous
gia ton thanato tou tade I tou deina iroos tis gallikis neoklassikis lailapas. 7. Ayti einai
peripou kai i periboiti an ochi diavoiti apostasiopoiisi tou Brecht, efoson o Brecht fernei
gia ypodeigma paiximatos sto mikro Organum gia to theatro ton martyra enos odikou
atychimatos, pou perigrafei sto koino, me to kormi tou, kathoti ergatis pros sosialistikin
anamorfosin, to pos egine to kako.
e1. Stin tragodia omos ayti I egefaliki apostasiopoiisi ginetai akoma pio periploki I poly
pio apli epeidi o ithopoios foraei maska. 2. Dio ti apo tin alli omos i maska tou
prosdidei tou ithopoiou tin dynatotita na einai akoma pio apostasipoiimenos stin
perigrafi tis parastasis pou eide, kathos afenos ton kanei na moiazei me kapoion apo ton
archiko thiaso, afeterou de kathos emfanos i maska tou periorizei tin oratotita, kai ton
kanei na moiazei me anthropo pou tou echei erthei katakefala enas kouvas,ton voithaei
na anakalesei kalytera to ti eide, san kapoion pou zoulaei ta matia tou me ta dachtyla
tou gia na sygentrothei kai na thymithei. 3. I maska loipon voithaei ton ithopoio na
min thysiazei ypervolika megalo meros tis egefalikis tou drastiriotitas stin
aytosygentrosi.4. O de antagonismos metaxy sygentrosis kai ekfrasis einai to monadiko
provlima tis skinothesias. 5. Opos tha doume, I sygentrosi einai I skinothesia, I de
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
sygentrosi einai o echthros tou anthropou apo katavolis kosmou kai I moni filiki pros ton
anthropo skinothesia einai I pliris eleyheria, diladi elleipsi sygentrosis ek merous tou
skinotheti.
f1. O skinothetis pou paizei kai skinothetei taytochrona, an yparchei tetoios, grafei, kai
svinei me to idio cheri. 2. Stin pragmatikotita loipon, diladi tin psychiki pragmatikotita,
yparchoun mono dyo tropoi na skinothethei kaneis.
3. Einai na paizei, o protos tropos, kai na min afinei na paizoun, o deyteros.
Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, καταδείξαμε ὅτι ὁ ἠθοποιός μας ειναι ἕνα πλάσμα, ἤ,
γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἕνα ἐπάγγελμα, ἤ λειτούργημα, ποὺ δείχνει νὰ μὴν ἀνήκει οὔτε
στὸν κόσμο τῆς ἐργασίας, οὔτε στὸν κόσμο τῆς σχόλης· ἀλλά σὲ μιὰ ζώνη
μεθοριακή, ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους (βλ. Ντιέγκο Γκαμπέττα, Ἡ Σικελικὴ μαφία
καὶ ἡ ἰδιωτικὴ προστασία τῶν συναλλαγῶν). Ἐπειδὴ ὅμως ἐργασία καὶ σχόλη δὲν
ειναι μονάχα κοινωνικὲς κατηγορίες ἀλλὰ
ἴσως ειναι κυρίως διεργασίες ψυχικὲς θὰ ἐπιχειρήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ
κεφάλαιο μιὰ ἀνάλυση τοῦ τί ειναι ἐργασία καὶ τί σχόλη - καὶ τί τὸ άνάμεσό
τους, ποὺ λέει καὶ ὁ ποιητής (Γιῶργος Σεφέρης, ). Σὰν ψυχικὰ φαινόμενα,
καταρχὴν.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ
Μετὰ ἀπὸ τὸ αἰσθητικὸ πρῶτο μέρος τῆς διατριβῆς μας, προχωροῦμε συντεταγμένα
στὴν διατύπωση τῆς κεντρικῆς θέσης ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν λόγο τῆς συγγραφῆς
αὐτῆς τῆς διατριβῆς.
Αὐτὴ διαρθρώνεται σὲ τρεῖς πραγματολογικὲς ὑποθέσεις. Πρῶτη ὑπόθεση. Ὅταν οἱ
Ἐλεᾶτες Παρμενίδης καὶ Ζήνων μιλοῦν ἤ γράφουν, στὰ σῳζόμενα ἀποσπάσματα
ποὺ τοὺς ἀποδίδονται, γιὰ κίνηση, ἐννοοῦν προσπάθεια. Δεύτερη ὑπόθεση ἄμεσα
σχετιζόμενη μὲ τὴν πρώτη. Στὸ ἀρχικὸ κείμενο τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ἀριστοτέλη,
ἐκείνου τοῦ κειμένου ποὺ εἴτε συνετάχθη εἴτε ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
φιλόσοφο, ἡ τραγῳδία καταγόταν ἀπὸ τὰ φαλλικὰ ἔθιμα καὶ ἡ κωμῳδία
καταγόταν ἀπὸ τὸν διθύραμβο. Τὸ ἀπόσπασμα ἀλλοιώθηκε σὲ μεταγενέστερη
ἐποχὴ καὶ κατὰ πασα πιθανότητα στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὑπὸ τὴν ἐπιῤῥοὴ τῆς
ἐμφάνισης τοῦ ἡγεμόνος ὡς Διονύσου. Τρίτη πραγματολογικὴ ὑπόθεση. Ὅταν ὁ
Χριστὸς στὰ Εὐαγγέλια καταδικάζει τοὺς γραμματεὶς καὶ τοὺς Φαρισαίους σὰν
ὑποκριτές, ἡ ἀκριβέστερη δυνατὴ ἀπόδοση τοῦ τί εἶπε στὴν πράξη, σὰν ἄμεση
πηγὴ τῶν λόγων ποὺ μεταφέρουν οἱ Εὐαγγελιστές, εἶναι ἀλίμονό σας,
Καραγκιόζηδες! δηλαδὴ γελοῖοι. Πρᾶγμα ποὺ ὑπονοεῖ ὅτι, ἄν ὑποτεθῇ ὄτι ἡ
γλῶσσα τοῦ Ϊησοῦ ἦταν τὰ ἀραμαϊκά, στὴν ἑλληνικὴ ἀπόδοση τῶν εὐαγγελιστῶν
ἠ λέξη ὑποκριτὴς σήμαινε γιὰ τὸν ἑλληνόφωνοἤ ἡμιελληνόφωνο συντάκτη καὶ
ἀκροατὴ τῶν Εὐαγγελίων τὸν περιπλανώμενο θεατρῖνο, καὶ ὄχι τὸν ὑποκριτὴ σὰν
ἀποκρισάρη, πράγμα ποὺ ἐνισχύει τὴν ἐτυμολόγηση τῆς λέξης ὑποκριτὴς σὰν
κάποιον ποὺ μιλάει κάτω ἀπὸ τὸ κοστοῦμι, καὶ ὄχι σὰν κάποιον ποὺ ἀποκρίνεται
στὸν χορό. Ἡ μίμηση λοιπὸν τοῦ θεάτρου, μὲ βάση αὐτὴν τὴν ἑρμηνευτικὴ
γραμμή, ἀποδίδεται στὶς καθαρὰ ἐξωτερικὲς καὶ σωματικὲς συνθῆκες ποὺ
χαρακτηρίζουν τὴν θεατρικὴ σύμβαση καὶ ὄχι στὶς ψυχικὲς διεργασίες ἤ τὶς
δεξιότητες τοῦ σκηνικῶς ἐμφανιζομένου. Καὶ ἀκριβῶς ὅπως στὴν σημερινὴ λέξη
comédien, ὑπονοοῦν τὴν ταύτιση τοῦ θεάτρου μὲ τὴν κωμῳδία καὶ ὄχι τὴν
τραγῳδία.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ. Ἡ διδακτορικὴ αὐτὴ δατριβὴ ἐπιχείρησε νὰ καταδείξηι ὅτι τὸ θέατρο εἶναι ἡ ἀνάδειξη
ἑνὸς θεμελιώδους προβλήματος ποὺ ἐνυπάρχει στὸν κοινωνικὸ λόγο, δηλαδὴ τὸν λόγο ποὺ
συγκροτεῖ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα καὶ τὴν πολιτική. Ὁ κοινωνικὸς αὐτὸς λόγος παραδέχεται μὲ
τρόπο μυθικό, δηλαδὴ ταυτόχρονα ἐπεξηγηματικὸ καὶ ἀφηγηματικό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας
δυνάμει κατασκευαστής. Ὁ Homo Faber μπορεῖ νὰ φτιάξηι, λέει ὁ κοινωνικὸς λόγος, ἕνα τσεκοῦρι,
ἔνα μαχαῖρι, ἔνα τάνκ. Ὅμως αὐτὴ εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ διαπίστωση. Στὸν ψυχολογικὸ κόσμο,
ὁποιαδήποτε κατασκευὴ ἀναλύεται σὲ παραστάσεις ποὺ διατρέχουν ἐγκέφαλο, νεῦρα καὶ ψυχὴ
ἀπὸ ἄλλη ἀνατομικὴ σκοπιά, οἱ ὀποῖες παραστάσεις συνοδεύουν τὴν ἀνθρώπινη δημιουργία καὶ
τὴν κάνουν, καὶ αὐτήν, μιὰ παθητικὴ πράξη. Ὅλοι οἱ πλατωνικοὶ διάλογοι σπρώχνουν στὸ
προσκήνιο τῆς ἀνάγνωσής τους αὐτὴν τὴν ἀντίφαση μεταξὺ παθητικῆς ἀνθρώπινης συνείδησης
καὶ ἐξωτερικῆς ἀνθρώπινης δράσης. Ἡ ἐξωτερικὴ δράση εἶναι κάτι ποὺ διαπιστώνει ὀ ἄνθρωπος
ὅταν παρατηρεῖ τὸν ὅμοιό του. Ὅταν, ὅμως, ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ τὸ κορμί
του, νὰ μοιάσηι στὸν πλησίον του ὠς πρὸς τὴν δράση, περιπίπτει σὲ ἐσωτερικὴ ἀντίφαση, διότι
τὸ παθητικὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαφανίζεται ποτέ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ μὴν εἶναι
θεατής. Δύναται ὅμως νὰ μὴν εἶναι δράστης. Ὁ Ἀριστοτέλης ξεκινάει τὸν λόγο του περὶ ποιητικῆς
παρακάμπτοντας μὲ τρόπο ἐξοργιστικὸ αὐτὸ τὸ πρόβλημα. Ἡ παράκαμψη ποὺ κάνει ὀ
Ἀριστοτέλης εἶναι συνεπέστατη ὡς πρὸς τὴν μὴ κατανόησή του τοῦ τί ἔλεγαν ὀ Ζήνωνας καὶ οἰ
Ἑλεᾶτες. Ἁκόμα καὶ ὀ Βιλαμόβιτς, ποὺ παρασύρθηκε σὲ πάμπολλα σημεῖα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη,
παραδέχεται ὅτι ὁ Σταγειρίτης εἶναι ἐξοπλισμένος μὲ ἕναν πρακτικὸ νοῦ κάπως ἐπαρχιακό, καὶ
δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ κάνει αὐτὴν τὴν διαπίστωση. Ὅταν ὁ Ἁριστοτέλης γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος
εἶναι μιμητικώτατος καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν φύση του χαίρεται νὰ μιμεῖται καὶ νὰ βλέπει μιμήσεις, καὶ
ὅτι τὶς πρῶτες μαθήσεις του τὶς κάνει μιμούμενος, διαπράττει χοντροκοπιά. Στὴν πραγματικότητα
ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μιμηθῇ. Ἡ μίμηση δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ὁμοιότητα συμπεριφορᾶς μεταξὺ
τοῦ παιδιοῦ, λόγου χάριν, ποὺ ἀκολουθεῖ ἔνα στρατιωτικὸ ἄγημα ποὺ παρελαύνει μπροστά του,
μιμούμενο τὶς κινήσεις του, καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀγήματος. Ἡ ὁμοιότητα μεταξὺ τοῦ παιδιοῦ ποὺ
κάνει πὼς παρελαύνει καὶ τῶν φαντάρων ποὺ προπορεύονται ὀδηγεῖ βέβαια τὸν Ἀριστοτέλη καὶ
τὸν κάθε Ἀριστοτέλη νὰ συμπεράνουν ὅτι τὸ μὲν μιμεῖται τοὺς δέ, τὸ παιδὶ τοὺς φαντάρους. Δὲν
ἐξετάζει ὅμως ὁ Ἀριστοτέλης τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παρέλαση τῶν φαντάρων ἐμπεριέχει ἰνφαντιλισμό.
Κάτι ποὺ ἀντιθέτως ὁ δάσκαλός του ὁ Πλάτωνας τὸ εἶχε προσέξῃ πάρα πολύ - διότι ὁ Πλάτων,
ἀντίθετα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, εἶχε ἀσχοληθῆι πάρα πολὺ καὶ ἐπίμονα μὲ τὴν ἔνσταση ὅτι ἡ
κοινωνικὴ συμπεριφορὰ εἶναι μιὰ μίμηση, ὄχι κατ’ἐξαίρεσιν ἀλλὰ κατ ἐξακολούθησιν. Ὁ Πλάτωνας
ἐπίμονα καὶ μὲ συνέπεια στοὺς σωκρατικοὺς διαλόγους, ποὺ ὀρθῶς καὶ αὐτοὺς ὁ Ἁριστοτέλης
τοὺς λέει μιμήσεις, ξεχωρίζει σὰν ἀληθινὸ κάτι σπάνιο καὶ δυσεύρετο καὶ ὄχι κάτι οἰκεῖο καὶ
προφανές. Στὴν ὀλιγαρχικὴ σκέψη τοῦ Πλάτωνα, ὁ κοινωνικὸς βίος εἶναι μιὰ σκηνὴ θεάτρου ἀπὸ
τὴν ὁποία ὁ φιλόσοφος ψάχνει νὰ βρῆι τρόπο νὰ ἀποδράσῃ - καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι σύμφωνα μὲ
τὴν παράδοση ὁ Πλάτων ξεκίνησε τὴν καριέρα του σὰν φιλόσοφος καίγοντας τὰ θεατρικὰ ἔργα
ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΧΩΣ ΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗ ΔΙΧΩΣ ΚΙΝΗΣΗ
ποὺ εἶχε γράψῃ ὁ ἴδιος.
Ἡ παράκαμψη τοῦ προβλήματος ποὺ κάνει ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἡ ἴδια ποὺ κάνει στὶς πολιτικές
του ἀπόψεις. Ὅταν γράφει ὅτι οἱ γυναῖκες καὶ οἱ δοῦλοι εἶναι οἱ μὲν κατώτερες ἀπὸ τοὺς ἄνδρες,
οἱ δὲ τελείως ἀσήμαντοι ἐν σχέσει μὲ τοὺς πολῖτες, καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν τὸ λέει πρὸς
ὑπεράσπισίν τους ὡς πρὸς τὸ ἦθος, τὴν ψυχική τους ὑπόσταση, ἤ ὄχι, ἀναδεικνύει ὀ ἴδιος καὶ μὲ
τὸ ἴδιο του τὸ χέρι τὸν λόγο ποὺ τὸν κάνει νὰ προστρέξηι στὴν κοινότοπη θεωρία τῆς μίμησης,
προκειμένου νὰ ἐξηγήσηι τὴν τέχνη καὶ τὸν κοινωνικό της ῥόλο. Ἁντίθετα μὲ τὸν Πλάτωνα, ὀ
Ἁριστοτέλης εἶναι ὀλιγαρχικὸς τοῦ σώματος, καὶ ὄχι τοῦ πνεύματος. Ἡ σκέψη τοῦ Πλάτωνα εἶναι
ἀδιαμφισβήτητα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς μετεμψύχωσης, ποὺ καὶ στὶς μέρες μας κάνει
θραύση στὴν μὲν Ἰνδία ἔκδηλα, στὶς ἄλλες χῶρες ὑπόδηλα. Γιὰ τὸν Πλάτωνα ὑπάρχει
ἀριστοκρατία μεταξὺ τῶν ψυχῶν. Γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη ὑπάρχει ἀριστοκρατία μεταξὺ τῶν
σωμάτων, καὶ ἔτσι ὀ μὲν Πλάτωνας ῥέπει πρὸς τὸν ἐκλεκτικὸ μυστικισμό, ὁ δὲ Ἀριστοτέλης πρὸς
τὸν ῥατσισμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Ἁριστοτέλης δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλύσηι τὴν τραγῳδία καὶ τὴν
κωμῳδία μὲ ὄρους ταξικῆς σύγκρουσης. Δὲν μπορεῖ νὰ παρακάμψηι τὸ θέμα τελείως, ἐφόσον ὅμως
δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ γυναίκα σὰν κορμὶ μπορεῖ νὰ γίνηι ἄνδρας σὲ σημασία καὶ ὀ
δοῦλος σὰν κορμὶ ἀφέντης σὲ σημασία, τοῦ διαφεύγει ἡ δυναμικὴ τοῦ θεάτρου. Παρόλο ποὺ δὲν
μπορεῖ παρὰ νὰ ἀναφέρει ὅτι ἡ τραγωιδία ἀνάγεται σὲ μιὰ σωματικὴ ἐκδήλωση, ἀναφέρεται στὴν
ἱστορία της ἐν τάχει, καὶ βάζει τὸ κάρο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἄλογο. Ἡ τραγωιδία, γράφει ὀ
Ἁριστοτέλης, εἶναι ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ὐπῆρχαν τα προκαταρτικά της στάδια. Ὅταν βρῆκε
τὴν οἰκεῖα της μορφή, ἡ ἐξέλιξή της σταμάτησε. Καὶ ὅμως ὁ Ἀριστοτέλης διαβάζει τὴν τραγῳδία
ταξικά, ὅπως καὶ ὅλην τὴν λογοτεχνία. Μὲ τὴν διόρθωση ποὺ κάναμε στὴν παράδοση τοῦ
χειρογράφου τῆς Ποιητικῆς, ὀ Ἁριστοτέλης, διαβάζουμε πλέον σωστά, θεωρεῖ πὼς ἡ μὲν κωμωιδία
εἶναι τοῦ λαοῦ, ἠ δὲ τραγωιδία τῶν ἐναρέτων, μὲ ἄλλα λόγια τῶν πολιτικὰ ἰσχυρῶν, καὶ γιὰ νὰ
χρησιμοποιήσουμε μιὰ ἐξήγηση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν πλουσίων.