Professional Documents
Culture Documents
Γ ΙΩ ΡΓ ΟΣ Σ Α Μ ΠΑ Τ Α Κ Α Κ Η Σ
ΟΛΟΣΧΕΡΩΣ ΠΑΣΧΕΙΝ:
ΤΟ ΜΕΤΑΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗ∗
∗
Ευχαριστώ θερμά την Χαρά Μπακονικόλα, τον Σταύρο Τσιτσιρίδη και τον Δημήτρη Τσατσούλη για τις
πολύτιμες παρατηρήσεις. Εννοείται πως την ευθύνη για το κείμενο φέρει αποκλειστικά ο γράφων.
1
Γ. Βελουδής, Γιάννης Ρίτσος. Προβλήματα μελέτης του έργου του, Κέδρος: Αθήνα 1982, 33. Βλ. επίσης
Χ. Προκοπάκη, «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», Θεατρικά Τετράδια 2 (Ιαν.
1980) 3-11.
[2]
βεβαιότητα ότι, ακόμη κι αν ο συγγραφέας είναι πάντα νεκρός, «το “εγώ” που
εκτελεί την πράξη εισέρχεται […] κατ’ ουσίαν εντός της εικόνας».2
2
J. L. Austin, Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις; μτφρ. Α. Μπίστης, Εστία: Αθήνα 2003, 60-1.
3
Είναι πλέον ευρέως αποδεκτή η θέση του Jean François Lyotard για το τέλος των ‘μεγάλων αφηγήσεων’
της Δύσης στο βιβλίο του The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, μτφρ. G. Bennington – B.
Massumi, University of Minnesota Press: Minneapolis 1984, 31-40, στο οποίο διατυπώνεται δυσπιστία
απέναντι στα θολά δυτικά παραδείγματα νομιμοποίησης κάποιας αλήθειας, που αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Βλ.
και V. E. Taylor – G. Lambert (επιμ.), Jean-François Lyotard. Critical Εvaluations in Cultural Theory,
Routledge: Oxford – N. York 2006.
4
Βλ. J. Baudrillard, «The Horizon of Disappearance» [1995], στου ιδίου Τhe Perfect Crime, transl. C.
Turner, Verso: London – New York 2008, 37-46.
5
H.-Th. Lehmann, Postdramatic Theatre, μτφρ. K. Jürs-Munby, Routledge: Oxford – N. York 2006, 47.
6
Ο όρος του Lehmann, ό.π. (σημ. 5), 46. Ο όρος βέβαια αφορά όχι τόσο τις αλλαγές στις
δραματουργικές φόρμες, αλλά κυρίως τους νέους παραστασιακούς τρόπους έκφρασης (την performance, το
θέατρο της επινόησης, το documentary theatre, κ.ά.) που δεν είναι προσκολλημένοι στην παρουσίαση ενός
πλαστού κειμενικού κόσμου ως κυρίαρχου: «[…] το βήμα προς το μεταδραματικό θέατρο επιτεύχθηκε μόνο
όταν τα θεατρικά μέσα πέρα από τη γλώσσα τοποθετούνται ισάξια δίπλα στο κείμενο και είναι συστηματικώς
κατανοητά χωρίς αυτό» ( 55).
7
Ό.π., 54.
[3]
την ‘ασύδοτη’ γραφή, εφόσον μάλιστα ενισχύθηκε η πεποίθηση ότι κάθε
νοηματικό σύστημα σχηματίζεται τυχαία και ως εκ τούτου είναι απίθανο να
εμφανιστούν δυο πανομοιότυπα συστήματα νοημάτων.8 Ακολούθως, τα
μεταδραματικά κείμενα δεν χρησιμοποιούν ούτε αναπραγματεύονται μεγάλες
δομές ή ακλόνητα μοντέλα, αν και συνεπικυρώνουν κάποιους κοινούς
‘δραματουργικούς’ μηχανισμούς.9 Οι πιο αναγνωρίσιμοι είναι οι εξής:
— η ασυνέχεια και η αποσπασματοποίηση του λόγου ή και του νοήματος
(που θα μπορούσε ειδικώς να χαρακτηριστεί “ποιητικότητα”),
— η λογική ανακολουθία ή η σύγχυση της αφήγησης,
— το λεκτικό κολάζ και το αφηγηματικό μοντάζ (με μια διάθεση δομικής
ασυνέπειας τις πιο πολλές φορές),
— η απουσία δραματικών χαρακτήρων στη θέση των οποίων εμφανίζονται
απλώς ομιλούντα ή και δρώντα υποκείμενα.
— η αποσιώπηση της φωνής που μιλάει,
— η υποχώρηση ή και αναστολή του νοήματος,
— η αποσπασματικότητα (της αφήγησης, του λόγου, του νοήματος, της
φωνής, κ.ο.κ.).
8
Πβ. S. Kvale, «Themes of Postmodernity», στο W. T. Anderson (επιμ.), The Fontana Postmodernism
Reader, Fontana Press: London 1996, 21.
9
Περιγραμματικά στο Lehmann, ό.π. (σημ. 5), 54.
10
Ο Lehmann, ό.π. (σημ. 5), 54 αναφέρει πως το θέατρο του παραλόγου «ανήκει στη γενεαλογία (και όχι
στον τύπο) του μεταδραματικού θεάτρου», επειδή ακριβώς, εάν το θέατρο του παραλόγου αναδεικνύει το
μεταφυσικό άγχος από τον παραλογισμό του κόσμου, το μεταδραματικό θέατρο αντιπροσωπεύει ένα
«πολιτισμικό δεδομένο».
11
Στίχος από το έργο της Σάρα Κέιν, 4.48 Ψύχωση, μτφρ. Ρ. Πατεράκη – Α. Γαλέος, ΚΟΑΝ: Αθήνα 2001,
41.
[4]
γνώση από τον κόσμο των υποψήφιων νεκρών με τόση λογική ευφράδεια, που
ουσιαστικά αυτο-ακυρώνεται κάθε απόπειρα υπονόμευσης του λόγου:
Πρόκειται για ένα ψυχωτικό επεισόδιο και για το τι συμβαίνει στο μυαλό ενός
ανθρώπου, όταν τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας και των διαφορετικών
μορφών φαντασίας εξαφανίζονται εντελώς, έτσι ώστε να μην μπορείς να
ξεχωρίσεις τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της ονειρικής σου ζωής. Και
επίσης δεν γνωρίζεις πού να σταματήσεις και πού αρχίζει ο κόσμος. Έτσι, για
παράδειγμα, εάν ήμουν ψυχωτική, στην κυριολεξία δεν θα γνώριζα τη διαφορά
μεταξύ του εαυτού μου, του τραπεζιού και του προσώπου που κάθεται δίπλα μου.
Θα ήταν όλα με κάποιο τρόπο μέρος ενός συνεχούς, και έτσι πολλά διαχωριστικά
12
όρια αρχίζουν να καταρρέουν.
12
Παράθεμα στο βιβλίο του G. Saunders, ‘Love Me or Kill Me’: Sarah Kane and the Theatre of
Extremes, Manchester University Press: Manchester 2002, 111-12.
13
Δύο πρόσφατα παραδείγματα είναι: Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς (2006) του Μάριου
Ποντίκα και Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας (2009) του Δημήτρη Δημητριάδη, τα κείμενα του οποίου
εγκαινιάζουν τη μεταδραματική γραφή στο νεοελληνικό θέατρο (π.χ. το τρίπτυχο Ομηριάδα: Οδυσσέας,
Ιθάκη, Όμηρος, 2006, η “όπερα” (χωρίς μουσική) Insenso, 2007, και το έργο διαδικασίες διακανονισμού
διαφορών, 2008). Για το αντικομφορμιστικό θέατρο του Δημητριάδη βλ. Δ. Τσατσούλης, «Το θέατρο της
στέρησης και της καταστροφής», στο Δ. Δημητριάδης, Ομηριάδα: Τρίπτυχο, Ίνδικτος: Αθήνα 2007, 101-24
(με περαιτέρω βιβλιογραφία). Ένα ενδεικτικό μεταδραματικό κείμενο με προφανείς επιδράσεις από τον
Heiner Müller είναι το έργο των Α. Καραζήση – Μ. Μαρμαρινού, Στάλιν: Μια συζήτηση για το ελληνικό
θέατρο, εκδ. Αιγόκερως: Αθήνα 2008. Το τελευταίο έργο του Σάκη Σερέφα, Θα σε πάρει ο δρόμος, Κέδρος:
Αθήνα 2009 είναι γραμμένο με τον μεταδραματικό τρόπο των Αποπειρών του Martin Crimp, σε επάλληλους
αφηγηματικούς μονολόγους, όπου δεν εμφανίζονται θεατρικοί χαρακτήρες, αλλά ανώνυμες ομιλούσες φωνές.
[5]
οποία μπορεί να αναδυθεί ένας κόσμος» νέος.14 Ακολούθως, η σύγκρουση με
όλους γενικά τους άτεγκτους νόμους μοιραία τον οδήγησε σε λιγότερο ή
περισσότερο χαοτικές δομές, χαρακτηρολογικές συσκοτίσεις, γλωσσικές
αποσιωπήσεις, αλλά και αστοχίες. Μολοντούτο, η ουσιαστική επιτυχία του έργου
του Κοντραφούρη έγκειται στο γεγονός ότι εγκαινίασε τη μεταδραματική γραφή
στην ελληνική σκηνή σχεδόν παράλληλα με την κορύφωση του ίδιου φαινομένου
στην Ευρώπη. Και αν, τέλος, το Χάος και ο Έρως είναι η «άριστη ερμηνεία του
Ρομαντικού»,15 ο Κοντραφούρης ήταν ένας ρομαντικός αντιρρησίας της
κανονικότητας.
Ποια όμως ήταν τα λογοτεχνικά πρότυπα του Κοντραφούρη; Πέρα από
την παραδοσιακή θεατρική λογοτεχνία που γνώριζε και λόγω των σπουδών του
στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης (1989-91), ο Κοντραφούρης σίγουρα
διάβαζε ποίηση και ήταν εξοικειωμένος με τις σύγχρονες ποιητικές φόρμες. Τα
κείμενά του θυμίζουν πολύ τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου (ιδίως τη συλλογή
Τρία κλικ αριστερά, 1978), όπου πάνω σε μια ποιητική φόρμα προβάλλονται οι
σχεδόν πεζολογικοί διάλογοι σε μια περιθωριακή σκληρή αργκό. Κυρίως όμως,
όπως και στους ποιητές της Beat Generation16, η μορφή των κειμένων του
ακολουθεί με κάποιον τρόπο το περιεχόμενο (μοναξιά, κομμένη ανάσα,
εκκρεμότητα, αποσιώπηση, βιασμός), ανασυνθέτοντάς το δομικά μέσω της
διάλυσης της τάξης (και περισσότερο μέσω της εγκατάστασης μιας εναλλακτικής
ποιητικής αντι-δομής). Και όπως ακριβώς η ποίηση της Γώγου «παρουσιάζει το
απεχθές της καταπίεσης από μια απρόσωπη κρατική μηχανή»,17 έτσι και τα
κείμενα του Κοντραφούρη αναπαράγουν τη διάβρωση των αντικανονικών
πλασμάτων από τη δυσκολία προσαρμογής τους στην κανονικότητα.
Η πιο εμφανής και γνωστή επίδραση στο έργο του Κοντραφούρη υπήρξε
η δουλειά του Θόδωρου Τερζόπουλου, ο οποίος σκηνοθέτησε το έργο του Το
στεφάνι το 2000. Ασκούμενος στην θεατρική αφαίρεση του Τερζόπουλου και
14
Friedrich von Schlegel, Dialogue on Poetry and Literary Aphorisms, μτφρ. E. Behler – R. Struc,
Pennsylvania State University Press: University Park-PA 1968, 82.
15
W. Preisendanz, Ρομαντισμός – Ρεαλισμός – Μοντερνισμός: Σκιαγράφηση μιας εξελικτικής
πορείας, μτφρ. Α. Χρυσογέλου-Κατσή, β’ έκδοση, εκδ. Καρδαμίτσα: Αθήνα 1998, 49.
16
Το αριστούργημα του Allen Ginsberg, Ουρλιαχτό (στου ιδίου, Ουρλιαχτό, Κάντις και άλλα
ποιήματα, μτφρ. Άρη Μπερλή, Άγρα: Αθήνα, 2008, 24-53) είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας
Γενιάς που ήθελε μέσα από ακραίες γλωσσικές εμπειρίες να κινείται μεταξύ του «εκπεπτωκότος» και του
«αγγελικού» (του «beaten down» και του «beatific»: βλ. George Perkins – Barbara Perkins, Contemporary
American Literature, McGraw-Hill: New York 1987, 10).
17
Α.-Β. Σπυράτου, Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, Βιβλιοπέλαγος: Αθήνα 2007, 50.
[6]
στην απόσταξη του πυρήνα των σχημάτων και των νοημάτων, γνώρισε και τον
Heiner Müller και κυρίως τα αρχαιόθεμα έργα του. Ωστόσο, πέρα από τους
αφηγηματικούς τρόπους, τις ελεύθερες δραματουργικές φόρμες, και τον
αποσπασματικό λόγο, ο Κοντραφούρης δεν ενδιαφέρθηκε για την μυλλερική
“αφηρωοποίηση” των μυθικών προσώπων, αν και αυτό που σίγουρα διδάχτηκε
από τον Müller και τον Τερζόπουλο ήταν η χρήση των μυθολογικών αφηγήσεων
ως υλικού για αναπραγμάτευση.
18
Πρβ. A. Sierz,, The Τheatre of Martin Crimp, Methuen: London 2006, 49-50: «Το έργο είναι η
ολοκλήρωση μιας μακρόχρονης προσπάθειας του Κριμπ να παντρέψει τη φόρμα με το περιεχόμενο. Με
κολοσσιαία επινοητική κλίση, το κείμενο υποδεικνύει πότε ο λόγος ξεκινά και πότε σταματά, χωρίς όμως να
αποδίδει το λόγο αυτό σε κάποιον επώνυμο χαρακτήρα […]».
19
M. Sugiera, «Beyond Drama: Writing for Postdramatic Theatre», Theatre Research International 29
(2004) 26 (μτφρ. του γράφοντος).
[7]
Ομοίως, στα μεταδραματικά κείμενα του Κοντραφούρη το “πρόσωπο”, στην
προσπάθεια του να επικοινωνήσει με σπαράγματα (λογικού) λόγου, πληροί μια
(συνήθως αυτοκαταστροφική) δράση μέσα σ’ έναν κόσμο ανοίκειο, όπου μόνον
το κακό ευοδώνεται και τίποτε δεν καταφάσκει την προσωπική τελεσφόρηση. H
σταθερή αυτή υπαρξιακή συνθήκη απαγορεύει την εξέλιξη του “προσώπου”,
υπαγορεύοντας ταυτόχρονα τη μεγέθυνση του πάσχειν ή τη συγκάλυψή του πίσω
από προσωρινές ανακουφίσεις.
Ω γλυκιά μου!
Πόσο δύσκολο είναι, να ’ξερες, πόσο δύσκολο είναι να ζεις
μαζί με τους άλλους.
Να αρέσεις στους άλλους ανθρώπους εννοώ.
Πόσο πικρή είναι η γεύση των φρούτων μαζί τους!
(Τα παιδιά πενθούν)
20
Ζ. Ντεριντά, «Ο Φρόυντ και η σκηνή της γραφής», στου ιδίου Η γραφή και η διαφορά, μτφρ. Κ.
Παπαγιώργης, Καστανιώτης: Αθήνα 2003, 344.
21
Παρουσιάστηκε στο Κτήριο Καλλιτεχνών τον χειμώνα του 1997 σε σκηνοθεσία του ιδίου του
συγγραφέα, αποσπώντας κάποια πολύ θετικά σχόλια (βλ. Γ[ιώργος] Δ. Σ[αρηγιάννης], «Το ξεγύμνωμα...», Τα
Νέα 11.12.1997). Το κοινό που παρακολουθούσε τους καλλιτέχνες του Κτηρίου στην Γ’ Σεπτεμβρίου ήταν
[8]
δύο αυτά δραματικά κείμενα δεν είναι συγγενικά μόνον ως προς τη
μεταδραματικότητα, αλλά έχουν και μεγάλες θεματικές συγγένειες (αυτοκτονία,
ανεκπλήρωτος έρωτας, οδυνηρές μνήμες από την παιδική ηλικία, σεξουαλική
κακοποίηση). Το έργο είναι γραμμένο με τη “μέθοδο” του δραματουργικού
συμφυρμού (contaminatio) σε επάλληλους μονολόγους, αυτών των μη
αναγνωρίσιμων και αναρίθμητων φωνών που συχνά εισβάλλουν στην ανθρώπινη
σκέψη.
Οι φωνές που ακούγονται παράλληλα στο κείμενο αυτό είναι μια γυναικεία
και μια ανδρική. Δεν υπάρχει καμία σκηνική οδηγία, μόνο μια παύλα χωρίζει τους
μονόλογους μεταξύ τους, ενώ το φύλο των φωνών αναγνωρίζεται από το γένος
που χρησιμοποιούν για να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Ο κάθε μονόλογος
συνιστά μια διολίσθηση (lapsus) της σκέψης, πράγμα που συσκοτίζει την εικόνα
των δραματικών φωνών και τις περιστέλλει σε ημιτελώς πρωτογενείς δραματικές
μορφές. Θεματικά όμως η θολότητα εξασθενεί: το κείμενο πραγματεύεται σε
επάλληλες νεκρολογίες τη διάψευση των παλαιών προσδοκιών μέσα από τις
εφιαλτικές ήττες της ενηλικίωσης.
Η πρώτη φωνή που ακούγεται είναι γυναικεία. Η γυναίκα μιλάει για τον
θάνατο του αγαπημένου, που μεταμορφώνει τον κόσμο της σε εφιάλτη, καθώς η
ίδια εισέρχεται στη δίνη των αναμνήσεων, διαγράφοντας έναν κύκλο από το
παρόν πίσω στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό η φωνή διανύει μια περίεργη
ανακολουθία χρονικών συνεπαγωγών, οι οποίες οδηγούν από το ύστερον στο
πρώτο και μόνο αργότερα στο πρότερον. Αρχικά εγκαθιδρύεται μια πένθιμη
νοσταλγία για όσα χάθηκαν, η οποία αποκαθηλώνεται μετά την παλιννόστηση
στις αναμνήσεις και την επούλωση των πληγών. Πιο συγκεκριμένα, το παρόν
τρέπει τη γυναίκα στις φωτεινές αποθήκες της μνήμης, όταν νόμιζε πως ήταν
δυνατή να αποκεφαλίσει τον άντρα Άη Γιώργη, και μέσα από την περιδίνηση στις
αναμνήσεις επιβεβαιώνεται πως από μικρή έφερε μονίμως τον πόνο μέσα της σαν
σκουριασμένο μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά. Σε αυτόν τον πρώτο μονόλογο
της γυναίκας οι αναμνήσεις της ευτυχίας σκιάζονται από προανακρούσεις της
έκπτωσης που μεταμόρφωσε τις νυφικές κρεβατοκάμαρες σε βούρκους από
σεντόνια, στους οποίους πρόκειται να βουλιάξει. Για πρώτη φορά στη
δραματουργία του Κοντραφούρη έχουμε εδώ την εμφάνιση ενός μόνιμου
χαρακτηριστικού μοτίβου, αυτού της πάσχουσας γυναίκας που σκοτοδινιά πάνω
περιορισμένο, ενώ για τους νεότερους οι παραστάσεις εκεί ήταν μια διαβατήρια τελετή μύησης σε πράγματα
αντικανονικά για το νεοελληνικό θέατρο.
[9]
από την οριστική πτώση λουσμένη στο εξιλαστήριο φως της τελευταίας
διαύγειας:
[ 10 ]
αγοράζεται. Το continuum της γραφής αποδεικνύει την αλγοφιλική αυτή εξίσωση
εκεί όπου συναντώνται οι πνικτικές τιμωρίες της μητέρας με τις μνήμες από τα
πορνοσινεμά, τις βόλτες στα πάρκα με τους όμορφους άντρες, τον πατέρα λύκο
με την καρδιά μάντρα, την αγοραπωλησία των σωμάτων, και το καλό με το
βρόμικο αίμα (θέμα το οποίο επανέρχεται έμμονα στα κείμενα του Κοντραφούρη):
Θυμάμαι μικρός που έχανα τα σταφύλια, τα κόκκινα σταφύλια που μ’ έστελνε
να αγοράσω η μαμά.
Τα έχανα κι έμεινα ξάγρυπνος όλη τη νύχτα να ζητάω συγγνώμη και να την
παρακαλάω πως δε θα το ξανακάνω.
Μ’ έχτιζε η μαμά μου μες στις χαρτοσακούλες.
Ω γλυκιά μου!
Οι πορνό ταινίες, η μυρωδιά τους μού ‘ρχεται ίσαμε εδώ, το ημίφως τους, οι
σκιές τους.
Ω, οι βόλτες στα πάρκα με τα αυτοκίνητα να περνάνε από δίπλα σου και τα
δέντρα δίπλα σου κι αυτά από την άλλη μεριά
Τι χαρά να τα βλέπεις!
Μ’ έβλεπε κι ο πατέρας μου, ο λύκος χρόνια κόντρα στον ήλιο και τι μ’ έκανε;
Μια μέρα που ανέβαινε τη σκάλα […] έπαψε να βλέπει, οι αναπνοές του
κόντεψαν να χάσουν κι αυτές το φως τους και να μην ξέρουν από πού να
βγουν. […]
Μια μέρα συνάντησα κάποιον που πουλιότανε, μ’ ένα καλό σώμα, μ’ ένα καλό
αίμα, με κάτι καλά ιμάτια, με κάτι καλά ξύλα και με κάτι καλά καρφιά.
«Συγγνώμη, κύριε, πουλιέστε;», τον ρώτησα.
«Πόσα δίνετε;», μου είπε αυτός.
«Όσα θέλετε, τα πάντα», του είπα εγώ.
«Ναι, πουλιέμαι», μου είπε.
Πολύ ωραία, θα σας αγοράσω με τα όλα σας μαζί.
Τον έριξα επάνω μου και μου πήγαινε μια χαρά.
Από τότε δεν βρήκα κανέναν να μου πηγαίνει καλύτερα.
Όλον αυτόν φοράω.
Όχι τίποτ’ άλλο, θα με περάσουν για κανά φτωχό.
Πλύνε-βάλε τον έχω.
Τώρα που είπα πλύνε θυμήθηκα το νερό.
22
Στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στους πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη, στις ταινίες του
Κωνσταντίνου Γιάνναρη υπάρχουν ομοειδή θεματικά πεδία που εδραιώνουν ένα έρεισμα αυτοκαθορισμού της
[ 11 ]
υποτακτικότητα, το πληρωμένο σεξ). Σύμφωνα με ένα περίεργο ομοιοπαθητικό
σχήμα ο όλεθρος γίνεται δύναμη, η συντριβή κραυγή και ο πόνος λόγος
κατάφωρος, δυνάμει ικανός να συνθλίψει το σύστημα της εκκαθολίκευσης του
πάσχειν. Ομοίως, τα όργανα της επικίνδυνης αυτομόλυνσης των φωνών είναι
απειλητικώς προτεταμένα και αιχμηρά: την ώρα που υποδέχονται την αγάπη, η
γυναίκα έχει πάντα ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά και ο άνδρας ένα ψαλίδι
σφιγμένο στο χέρι.
Το πένθος για το θάνατο της αγάπης (που δεν ήρθε ποτέ, αλλά πέταξε σαν
άγγελος) αναπτύσσεται μεγεθυντικά στους επόμενους δύο μονολόγους της
ανδρικής φωνής, στους οποίους η φωνή συναντά το προφητικό παραλήρημα.
Όμως οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ (Κατά Λουκάν, 4.24),
και οι διακειμενικές συμπτώσεις του “προφητικού” λόγου είναι συστηματικές τόσο
από την άποψη της μεταδραματικής φόρμας, όσο και από την άποψη μιας
“τραγικής” κοσμοθέασης που εξισώνει το ζην με το πάσχειν (όπως συμβαίνει στις
τραγωδίες του Σενέκα)23:
- Είμαστε το ανάθεμα
οι παρίες του λογικού.
Γιατί επλήγην;
Είδα οράσεις Θεού
και έσται […]
Φοβού Τον Θεό
Και την ανίερη σύνοδό του
- Ο ήλιος τρέλανε μια κατσαρίδα εκεί στην άκρη του κόσμου, […]
Είδα πτώματα εντόμων λιωμένα πάνω στους τοίχους κι ήταν ακόμα τόσο
νωρίς κι είχα τόσο θάνατο μπροστά στα μάτια μου.
- Ένα τραγούδι για την αγάπη μου, χαϊδεύει την απουσία της […]
πάει
τελείωσε
γαμώτο μου
και πρέπει να το αντέξεις μόνη
Αγάπη μου, αγάπη μου, ίνα τι με εγκατέλειψες;
[ 12 ]
4.48 Ψύχωση25
(Όμως το ίδιο το μαζοχιστικό υποκείμενο θεωρεί πως ο πόνος και η τιμωρία τού
άξιζαν την ώρα της υποτακτικής αυταπάρνησης.)
25
Ό.π., 30-1.
[ 13 ]
αναπραγμάτευση του κόσμου της μέσα από το πρίσμα του τρέχοντος τρόμου. Κι
έτσι η φωνή, ήδη μολυσμένη, αναστήνει τον κόσμο της πάνω στα λύματα των
αναμνήσεων χωρίς καμιά απολύτως ελπίδα λύτρωσης από αυτόν:
Πώς να σωθούμε;
Πώς να μείνουμε για πάντα μαζί;
Πώς να ζήσουμε;
Έτσι όπως είμαστε φτιαγμένοι για κατανάλωση.
Σε ποια κρυψώνα;
Σε ποια κατάψυξη;
Κι από τότε ο πόνος που επιδόθηκε εν αγάπη έγινε επιθυμία, γιατί τους άντρες
που τον κρατούσαν τη νύχτα στα χέρια τους, τους είχε στείλει ο Θεός και ως εκ
τούτου το σχέδιο ήταν θεοπόνητο, για να θάβεται το υποκείμενο βαθύτερα στον
τάφο του από σώμα σε σώμα:
Έτσι δεν είναι θείε, ξάδερφε;
Στο αίμα μου χώσατε τον έρωτά σας, τον θάψατε μέσα μου.
Παλιοπούστηδες.
[…]
Τι σημασία μπορεί να έχει η ποίηση για σας, όταν Σάββατο βράδυ στην ταράτσα
του σπιτιού στρώνανε τα ντιβάνια, για να κοιμηθούμε στη δροσιά, τότε που
απλώνατε τα χέρια σας, αγαπημένοι μου, και τα’ αστέρια πέφτανε και μου
καρφωνόντουσαν στο λαιμό.
[…]
Έκανα πως τα ξέχασα, πως δεν τα θυμόμουνα πια κι εγώ τα αγγίγματά σας.
Έτσι έκανα, γιατί είχα βρει άλλα καινούργια, πιο καινούργια απ’ τα δικά σας.
Φρέσκα σαν αυγά έτοιμα για τηγάνισμα που ’χαν με κακαρίσματα ξεγεννήσει οι
πόνοι της καρδιάς μου.
[ 14 ]
τη σχέση μεταξύ πραγματικού και δραματικού κόσμου, μεταγλωττίζοντας την
τρέχουσα ηθική σε τελεολογική Ηθική της Καταστροφής. Με τον τρόπο αυτό το
κείμενο μεγεθύνει τη θυματοποίηση του ομοφυλόφιλου άνδρα (όπως και της
γυναίκας προηγουμένως) μέσα σε έναν κόσμο νομοτελειακά κακό, όπου η
“τιμωρία” επιβάλλεται από αγάπη σε επαναλαμβανόμενους κύκλους. Ομοίως και ο
βίος του θύματος δεν είναι επιλεγμένος, αλλά επιβεβλημένος από τις ανάγκες μιας
διεστραμμένης κανονικότητας, όπως μαρτυρεί και η γυναίκα στη δεύτερη
“εμφάνισή” της καθώς ατενίζει την θέα του ακάλυπτου με την τρύπα του νιπτήρα
στην καρδιά της:
Τι σκοτάδια ζω!
[…]
Σωστό είναι το θέλημα του Θεού.
Παιδί ο Θεός που Τον στέλνουμε να μας κάνει τα θελήματα.
Όχι δεν το λέω σωστά.
Ο Θεός στέλνει εμάς.
Ο Θεός στέλνει σε μας.
Τώρα το λέω σωστά. Έτσι νομίζω.
Νομίζω πως πρέπει να λέω και να κάνω το σωστό.
Έτσι νομίζω.
Έτσι νομίζω τώρα όπως κάθομαι στον ακάλυπτο και κοιτάζω τη θέα που έχει
το ύψος.
Να πέσω θα ’λεγα.
Θα το ‘λεγα αν ήταν σωστό.
Αλλά δεν είναι.
Έτσι νομίζω.
26
Πβ. R. Jakobson, Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, μτφρ. Ά. Μπερλής, Εστία: Αθήνα 1998, 66-
68. Βλ. και την ανάλυση του J. Culler, Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics and the Study of
Literature, Routledge: London – New York 2000, 64-86.
[ 15 ]
των αρνιών Αθανάσιος Διάκος, ο θεός της ταπείνωσης ο Χριστός που πέρασε
πάθη για να μας διδάξει, κάτι παπάκια με καρφωμένα τα πετσάκια στα πόδια
τους, κι ένα μικρό αθώο εντομάκι. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για υπερρεαλιστικά
παραδείγματα εκούσιας ή ακούσιας προσ-ήλωσης, αλλά για υπαρκτά θύματα του
εγγενούς στον κόσμο μας και θεοπόνητου Κακού. Η θυσία τους δεν λαμπρύνεται
μόνον από την αθωότητά τους, αλλά και από την αδυνατότητά τους να την
αποφύγουν (όπως και την κατανυκτική διαθεσιμότητά τους να την υποστούν).
Το αίμα των αθώων πρέπει να χυθεί:
Μαμά, στο σπίτι μας ένα βράδυ που κοιμόσαστε εσύ κι ο μπαμπάς, μια σφιγγίτσα
έμεινε χωρίς φτερά. Της τα ’καψε η λάμπα.
Φύσαγε έξω και η καρδιά της νύχτας είχε αγριέψει.
Πού θα προλάβαινε να κρυφτεί.
Όλο το κεφαλάκι της έτριβε με τα δυο μπροστινά της ποδαράκια.
Το κακόμοιρο το σφιγγάκι θα πέθαινε τζάμπα και βερεσέ.
Πώς να ζούσε περπατώντας;
Αυτό δεν ήξερε έτσι, δεν μπορούσε.
Άμα ένα μικρό εντομάκι πάθει ατύχημα, δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα.
Ποιος θα νοιαστεί για τη ζωή μιας σφιγγούλας;
Όλο το κεφαλάκι της έτριβε.
Κρύωνε και φοβόταν.
Κι εγώ προσευχήθηκα στο Θεό για να τη σώσει.
Θεέ μου σε παρακαλώ, του είπα, κάνε το μικρό σφιγγάκι να μπορέσει να πετάξει
ξανά.
Φοβάται, Θεούλη μου, γι’ αυτό.
Του καήκανε λίγο τα φτεράκια του.
Τι είναι για σένα μια σταλιά φτερό να του το δώσεις;27
27
Έντονη γραφή στο πρωτότυπο.
[ 16 ]
Κοντραφούρης είχε ήδη αρχίσει να καθιερώνεται ως νέος θεατρικός συγγραφέας
και σκηνοθέτης (τα υπερθετικά σχόλια28 περίσσευαν για τη σκηνοθεσία του έργου
του Γ. Θεοτοκά Το Γεφύρι της Άρτας, Κτίριο Καλλιτεχνών, Μάιος 1998, για την
οποία πήρε το βραβείο “Μελίνα Μερκούρη” ως πρωτοεμφανιζόμενος
σκηνοθέτης), αλλά είχε μόλις προκαλέσει ένα θεατρικό σκάνδαλο με την
παράσταση Ξαφνικά το περασμένο καλοκαίρι (Θέατρο Θησείον, 1999). Η
θεσμοθετημένη κριτική, όταν πείστηκε ότι ο Κοντραφούρης δεν ακολουθούσε
κάποιον νεοελληνικό κανόνα, τον καταδίκασε σε απομόνωση με το γνωστό
κριτικό αξίωμα ότι «ανασκολοπίζει»29 τα κλασικά κείμενα και ασελγεί πάνω στο
εντελές σώμα τους. Ενώ δηλαδή για τις πρώτες του παραστάσεις (και ιδιαίτερα
για Το γεφύρι της Άρτας) επευφημήθηκε ως υπερταλαντούχος που διαγράφει
«ανοδική πορεία»30 και ο οποίος αν και ακολουθεί «μια δημιουργικά ανορθόδοξη
αισθητική […], στηρίζεται στο κείμενο»31, την υπέρτατη δηλαδή αξία για τη
νεοελληνική κριτική, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο μετατράπηκε από τους
κριτικούς σε ατάλαντο μιμητή ταλαντούχων ανασκολοπιστών32 της εποχής
εκείνης (έναν Χουβαρδά και έναν Μαρμαρινό).
Το Στεφάνι αποτελεί την Bildbeschreibung33 (περιγραφή εικόνας) της
ζωής μιας κωφής γυναίκας. Με τον μεταδραματικό τρόπο του Heiner Müller
κατά τον οποίο ο ομιλητής είναι η παγωμένη εικόνα που περιγράφεται
πεζολογικά,34 στο έργο αυτό του Κοντραφούρη αναλύεται η αυτο-θέαση της
κωφότητας. Όπως δήλωνε ο συγγραφέας, το έργο
[γ]ράφτηκε πριν από επτά χρόνια, την ίδια περίπου εποχή που τελείωνα το
Τα παιδιά πενθούν, το είχα όμως αφήσει στην άκρη. Ήθελα να αποκτήσω μια
απόσταση από το κείμενο, ώστε να μπορέσω κάποια στιγμή να το κοιτάξω
μέσα από μια άλλη οπτική. […] Το εύρημα δε της κωφαλαλίας οδήγησε το
έργο σε ένα άλλο επίπεδο. Λείπουν, βλέπετε, τα περιττά από αυτή τη
28
Βλ. Γ.Δ.Σ. [Γιώργος Σαρηγιάννης], Το «Γεφύρι»…, Τα Νέα 5.6.1998· Ελ. Πετάση, «Παράσταση…
Υψηλού Κινδύνου», Δίφωνο (Ιούν. 1998)· Κ. Ραπανάκη· «Το Γεφύρι της Άρτας», Νίκη 7.5.1998.
29
Κ. Γεωργουσόπουλος, «Χουβαρνταλίκια», Τα Νέα 7.6.1999.
30
Ελ. Πετάση, ό.π. (σημ. 28).
31
Κ. Ραπανάκη, «Το Γεφύρι της Άρτας», Νίκη 7.5.1998.
32
Κ. Γεωργουσόπουλος, «Χουβαρνταλίκια», Τα Νέα 7.5.1999. Ο Δ. Τσατσούλης, «Προσβάλλοντας
βάναυσα την αισθητική», Ημερησία, 22/23-05-1999, μιλούσε για αισθητική ασυνέπεια «της σκηνικής
πραγμάτωσης με τον δεδηλωμένο στόχο», για «σκηνοθετική πρόταση που […] όχι μόνον έδειχνε το μέγεθος
παρανόησης του κειμένου που αναπαριστούσε, αλλά και προσέβαλε την αισθητική του κοινού».
33
Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του Heiner Müller, «Περιγραφή Εικόνας», στου ιδίου, Δύστηνος
Άγγελος: Επιλογή από κείμενα για το θέατρο, ποιήματα και πεζά, μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, Άγρα: Αθήνα
2001, 83-90.
34
Πβ. J. Kalb, The Τheater of Heiner Müller, Cambridge University Press, Cambridge 1998, 170.
[ 17 ]
συνθήκη της σιωπής και ό,τι συμβαίνει “πέφτει” αναπόφευκτα πάντα στο
κέντρο, στον πυρήνα των λέξεων. Η σιωπή σού μαθαίνει την αλήθεια.35
Κι επομένως το κείμενο που βλέπει, αλλά δεν πρέπει να ακούει, διαθέτει οξεία
περιφερειακή όραση36, καθώς περιγράφει τις εικόνες από μακριά και μάλιστα
πυκνωμένες στις λεπτομέρειες που παράγουν τους απρόσληπτους ήχους. Το έργο
είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο σαν να έχει περιέλθει το υποκείμενο σε μια
κατάσταση επώδυνης αυτοαξιολόγησης: η σιωπή ήταν η ζωή της και η ζωή της
ήταν σιωπή. Όμως στο πλαίσιο αυτό, το κείμενο παράγει αυτοαναφορικά ένα
“μετασχόλιο”, για να δηλώσει ότι η σιωπή είναι μια ποινή την οποία κάθε γυναίκα
εκτίει ισόβια:
[…] κάθε έργο που έχει υποστεί μοντάζ […] είναι μια δεδομένη, συγκεκριμένη
αναπαράσταση ενός γενικού θέματος, το οποίο εισδύει εξίσου σε όλα τα
επιμέρους πλάνα. Σε ένα δεδομένο κατασκεύασμα μοντάζ η αντιπαράθεση
35
Κ. Αρφαρά, «Με τη γλώσσα της σιωπής», Το Βήμα 23.1.2000.
36
Για την περιφερειακή όραση στους κωφούς βλ. D. Bavelier κ.ά., «Visual Attention to the Periphery Is
Enhanced in Congenitally Deaf Individuals», Journal of Neuroscience 20 (2000) 1-6.
[ 18 ]
αυτών των μερικών λεπτομερειών φέρνει στη ζωή και εξωθεί στο φως αυτήν
τη γενική ιδιότητα στην οποία έχει συμμετάσχει κάθε επιμέρους λεπτομέρεια
και που επιδένει όλες τις λεπτομέρειες σε ένα σύνολο, και συγκεκριμένα σε
αυτήν την γενικευτική εικόνα, μέσα στην οποία […] ο θεατής βιώνει το
θέμα.37
37
S. M. Eisenstein, The Film Sense, ed.-transl. J. Leyda, Faber & Faber: London 1986, 19.
38
Οι αριθμοί αναφέρονται στην αντίστοιχη σελίδα του δακτυλόγραφου πρωτοτύπου.
[ 19 ]
γονυκλισία, την οποία η γυναίκα ανέπτυξε κατά τη διάρκεια της εξοικείωσής της
με ένα αυταρχικό περιβάλλον. Δεύτερον, η γυναίκα οδηγείται στην αλγολαγνεία
και προοδευτικά σε μια πρόδηλη ψυχοσωματική διάβρωση με αποτέλεσμα κάθε
καλή πρόθεση να επικάθεται απλώς πάνω στον πόνο. Και τέλος, το υποκείμενο
επιχειρεί το μοναδικό επιτυχημένο προσωπικό του διάβημα την έξοδο-απόδραση
από τον κόσμο του (όπως η Μέριλιν, η Μήδεια, η Ιοκάστη και η γυναίκα από Τα
παιδιά πενθούν, που χάσκει πάνω από τη θέα του ακάλυπτου):
27. “Προσκυνήματα”. Σκέφτηκε.
Σκεφτότανε, δεν σκεφτότανε.
Σκέψη, η φλεγόμενη Βάτος.
Κοίταξε το μάρμαρο, απέναντι
στον τάφο του ήλιου.
Μια μέρα, όχι νύχτα, πήγε να βολευτεί
σε μια γραμμή της παλάμης του,
προσπαθώντας να μην τον ενοχλήσει.
Αλλά αυτός δεν είχε έρθει.
Η εμμονή του Κοντραφούρη στην αρρώστια και στον θάνατο είναι απόλυτη. Αν
και η ιστορία είναι αυτή που θα αποφασίσει αν πρόκειται για έναν poète maudit39,
ο Κοντραφούρης σίγουρα αρνήθηκε να μπει στο παιχνίδι των δραματουργικών
συμβάσεων και, όντας αιρετικός στους εκφραστικούς του τρόπους αλλά και στην
ίδια τη ζωή του, επέλεξε το περιθώριο.
Στο ίδιο περιθώριο του λόγου, η γυναίκα του Στεφανιού δυσκολεύεται να
εξηγήσει λογικά τον κανιβαλισμό των ανδρών που την έχουν καταστήσει έρμαιο
της επιθυμίας της να αγαπηθεί. Όμως στο ίδιο το κείμενο η ηθογραφία (τα
κίνητρα των “προσώπων”, οι αιτίες των πραγμάτων) συσκοτίζεται μέσω κάποιων
περίεργων συνεκδοχικών συμβόλων που ανάγουν το γενικό σε κάτι μερικώς
ειδικότερο, και δηλαδή σε μια πρωτογενή καταστασιακή συνθήκη. Για
39
Ο περιβόητος όρος του Πολ Βερλέν, Οι καταραμένοι ποιητές: Κομπιέρ, Ρεμπό, Μαλαρμέ, μτφρ.
Αλέξης Ζήρας, Αιγόκερως: Αθήνα 2009.
[ 20 ]
παράδειγμα, η κόκκινη μαργαρίτα πάνω στο σεντόνι γίνεται συνεκδοχικά το αίμα
της παρθενίας και γενικά το αίμα της γυναίκας που χύνεται μετά τη σαρκοβόρο
ανδρική εισβολή:
11. Κάτω…
Κάτι τρέμει αγιάτρευτα σαν φιλί.
Κάτω στο δρόμο. Το ακούει, πάει προς τα ‘κει.
Βλέπει πως είναι δύο, ένα σχοινί
και ένα φλούδι μήλο.
Το σχοινί σάπιο, το φλούδι ορφανό.
“Ιούδα!” Γονατίζει να κλάψει.
“Μας λαθέψανε”, ψιθυρίζει, “μας λαθέψανε”.41
40
Μόνο το μήλο του Αδάμ δεν στραγγαλίστηκε.
41
Το σχοινί είναι σάπιο, δε θα πεθάνουμε Ιούδα, είναι μια πιθανή ερμηνεία.
[ 21 ]
13. […]
“Χριστός”. Βγήκε από το στόμα της,
περνώντας πάνω από τα χείλη,
που τα ‘χανε ματώσει
περνώντας πάνω από τις δαγκωματιές. […]
Και αντί να μεταλάβει κρασί με ψωμί, έτρεξε στη θάλασσα να πιεί αλμύρα
(δάκρυα;) και στο τέλος να μείνει μόνη χωρίς κανέναν.
Η λεγόμενη «κυβιστική»42 γλώσσα του Κοντραφούρη, αν και με
υπερβολική βεβαιότητα για το λεκτικό αποτέλεσμα, εξυπηρετεί τις ανάγκες του
νοήματος για άλματα από το συγκεκριμένο (στο οποίο αν επέμενε ο συγγραφέας
θα ηθογραφούσε) στο γενικό, “αφηρημενοποιώντας” το, όπως συμβαίνει και στο
φινάλε.
Στο τέλος του έργου, επιστρέφουμε στο αρχικό πλάνο του απούλητου
οικοπέδου στο χείλος ενός γκρεμού, όπου στέκεται η γυναίκα μόνη και
ανακουφισμένη από την επώδυνη παρουσία των άλλων, λίγο πριν πεθάνει. Ο
επιθανάτιος ρόγχος της εσταυρωμένης είναι μια επίκληση στην τρυφερότητα του
σύμπαντος, που τόσο πολύ στερήθηκε όσο ζούσε δοσμένη ολοκληρωτικά στο
πάσχειν. Όπως σε όλα τα έργα του Κοντραφούρη, έτσι και στο Στεφάνι ο
θάνατος ισοδυναμεί με ανακούφιση από την προσάρτηση σε έναν μαρτυρικό βίο
επιβεβλημένο από αγάπη. Η απόπειρα, ωστόσο, της γυναίκας να προσβάλει την
εγγενή ωμότητα του κόσμου, δεν εγγράφεται ως παράλογη απόπειρα υπέρβασής
της, αλλά ως πλήγμα που μπορεί να καταφέρει ο θάνατος ενός ακόμη αθώου,
διαταράσσοντας στιγμιαία την ομοιογένεια του κακού.
Ό τ α ν η Μ έ ρ ι λ ι ν Μ ο ν ρ ό ε μ έ ν ε ι μ ό ν η τ η ς . Η Μέριλιν έκανε
πρεμιέρα στις 10 Μαΐου 2000 στο Θέατρο «Δημήτρης Χόρν» σε σκηνοθεσία του
ίδιου του συγγραφέα. Όπως και η Μήδεια αργότερα, προκάλεσε πολλές
αντιδράσεις σχετικά με το ότι το κείμενο δεν είναι θεατρικό έργο με την
παραδοσιακή έννοια. Για τους κριτικούς ο σκηνοθέτης Κοντραφούρης
ανασκολόπιζε τα “μεγάλα” κείμενα και ο συγγραφέας Κοντραφούρης δεν
υπηρετούσε τις παραδοσιακές δραματουργικές φόρμες. Τι μπορεί να σημαίνει
όμως αυτό για τον μελετητή του έργου του Κοντραφούρη σήμερα που μετα-
42
Σ. Ματζίρη, «Μια περιήγηση στο νεοελληνικό θέατρο», Ελευθεροτυπία 11.5.2000.
[ 22 ]
μοντέρνοι σκηνοθέτες, όπως ο Thomas Ostermeier, γίνονται δεκτοί με αρκετή
συμπάθεια43, και μετα-δραματικοί συγγραφείς, όπως η Σάρα Κέην, έχουν γίνει
αναπόσπαστο κομμάτι του νεοελληνικού ρεπερτορίου; Μήπως ότι τελικά ο
Κοντραφούρης ήταν ανέκαθεν κάπου στο “μετά”;
Είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς ότι μια ιδέα της στιγμής, ανυποστήρικτη
από κείμενο, δράση, πλοκή, χαρακτήρες και κυρίως χωρίς θέμα, μπορεί να
αποτελέσει θεατρικό έργο. […] Δεν ξέρω πώς σκέφτηκε ο κος Κοντραφούρης
όταν συνέλαβε την ατεχνέσταση ιδέα στο Όταν η Μέριλιν Μονρόε μένει μόνη
της, αλλά όχι αυτό να το ονομάζει «θέατρο». Ένα μίγμα επαναλαμβανόμενων
44
φράσεων, μερικής βωμολοχίας, άνευ συνοχής και περιεχομένου.
43
Βλ. για παράδειγμα: Ματίνα Καλτάκη, «Γάτα σε καυτή, τσίγκινη στέγη», Lifo, 26.06.2008.
44
Καλλιόπη Ραπανάκη, «Όταν η Μέριλιν Μονρόε μένει μόνη της», Νίκη, 21.05.2000.
45
Βλ. εισαγωγικό κεφάλαιο.
46
Για τη σχέση που συνδέει την έννοια του μύθου με την παραμόρφωση βλ. Ρολάν Μπάρτ,
Μυθολογίες, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου – Ι. Ράλλη, εκδ. Ράππα: Αθήνα 1979, 218 κ.εξ.
47
Ο εκφραστής του μποέμικου beat βίου Θωμάς Γκόρπας μας άφησε μια υπέροχη Μαίριλυν (1957)
εκτεθειμένο σώμα «στην παγκόσμια θέα» (στου ιδίου, Τα Ποιήματα [1957-1983], Κέδρος: Αθήνα 2006, 59).
48
Η «Ωδή στην Μαίριλυν Μονρόε» (1973) του Γιώργου Χρονά, Τα ποιήματα (1973-2008), εκδ.
«Οδός Πανός»: Αθήνα 2009, 40, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η Μέριλιν παρουσιάζεται ως
θύμα της βιομηχανίας θεάματος.
[ 23 ]
Κοντραφούρης υπεξαιρεί το μυθικό σώμα της Μέριλιν για να το παρουσιάσει ως
βιασμένο από την έκθεση στο φως και τις μεγεθύνσεις του σινεμασκόπ.
Το έργο μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: ένα αφηγηματικό εισαγωγικό
κομμάτι, όπου η αφήγηση διεξάγεται σε τρίτο πρόσωπο, όπως στο Στεφάνι, και
έναν εξομολογητικό μονόλογο σε πρώτο πρόσωπο με τον τρόπο του έργου Τα
παιδιά πενθούν. Σύμφωνα με μια γενική θεώρηση49, αυτές οι εναλλαγές του
υποκειμένου της ομιλίας εκτείνουν το βάθος και το εύρος του κειμένου, καθόσον
μάλιστα η χρήση του πρώτου προσώπου ισχυροποιεί την εσωτερική εστίαση, ενώ
τα αφηγηματικά μέρη διευρύνουν την εικόνα με τη γνώση ενός τριτοπρόσωπου
παντογνώστη. Γενικότερα όμως, το σχήμα αυτό εξυπηρετεί τον ευρύτερο
επιμερισμό του κειμένου σε 1. ιστορική εισαγωγή για την εγκατάσταση της
δραματουργικής συνθήκης, και 2. εσωτερική κλιμάκωση που θα οδηγήσει στο
καταληκτικό συμπέρασμα. Αυτή η εσωτερική διαρρύθμιση και η περίεργη
δραματουργική εξηγητικότητα του κειμένου δεν πλήττουν ουσιαστικά τη
μεταδραματικότητα του έργου, εφόσον το πρόσωπο παρουσιάζεται ανακόλουθα
με σοβαρές ρωγμές στην επιφάνειά του, τις οποίες, αν δεν γνωρίζαμε την ιστορία
της Merilyn Monroe, θα ήταν αδύνατο να επικαλύψουμε.
Κατ’ αρχάς, το σοβαρότερο ερώτημα θα ήταν “ποιος είναι ο ομιλών
αφηγητής;”, εφόσον πρόκειται για θεατρικό κείμενο γραμμένο για μία ηθοποιό.
Γνωρίζοντας το Στεφάνι και τους μεταδραματικούς τρόπους της σύγχυσης της
αφήγησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η μεταλλαγή του ομιλούντος
υποκειμένου είναι μια τροποποιητική στροφή του ίδιου προσώπου με σκοπό τη
συσκότιση της ομιλίας, καθώς η φωνή εγκλωβίζεται στις συμπληγάδες του
αφηγημένου και ήδη βιωμένου λόγου. Κι ωστόσο, οι χαρακτηρολογικές κρίσεις
διευκολύνονται βεβαιότερα απ’ όσο στο Στεφάνι, καθώς στην αφήγηση
αντικατοπτρίζεται ένα γνωστό πολιτισμικό αφήγημα, η βιογραφία του
ινδάλματος Marilyn Monroe. Ακολούθως, τα επίπεδα πληροφόρησης διατηρούν
φαινομενικά το τυπικό εκθετικό μοντέλο εκτύλιξης των αναγκαίων για την
κατανόηση του δράματος πληροφοριών50, αν και ταυτοχρόνως οι λεκτικές
πράξεις των υποκειμένων εγγράφονται ελλειπτικά πάνω στην αχρονία της
απουσίας των άλλων, που απελευθερώνει τον λόγο. Όταν η Μέριλιν Μονρόε
μένει μόνη της, μιλάει για την Μέριλιν, παίζει τους ρόλους που δεν έπαιξε ποτέ,
49
Πβ. Τσβετάν Τοντόροφ, Ποιητική, μτφρ.: Αγγέλα Καστρινάκη, εκδ. Γνώση: Αθήνα 1989, 73-6.
50
Για αυτούς τους παλιούς ή κλασικούς δραματικούς τρόπους βλ. το εξίσου παλιό ή κλασικό Elaine
Aston – George Savona, Theatre as Sign-System: A Semiotics of Text and Performance, Routledge: London –
New York 1991, 25-31, 44-46, και 125-31.
[ 24 ]
μιλάει στο τηλέφωνο, τραβάει τα μαλλιά της, παίρνει τα χάπια της, βρίζει την
υπηρέτριά της και κοιμάται. Με εξομολογητικό τρόπο, πρόκειται για μια μετά
θάνατον απολογία μιας σούπερ σταρ που δεν ήθελε ποτέ να γίνει αστέρας.
Αν και το κείμενο σίγουρα ενδιαφέρεται περισσότερο για την Μέριλιν ως
πολιτισμικό icon, η εικόνα λειτουργεί ουσιαστικά ως προσωπείο μιας
οποιασδήποτε λεηλατημένης γυναίκας εκτεθειμένης στην κατανάλωση και το
αδηφάγο βλέμμα των ανδρών, όπως ακριβώς και η Merilyn Monroe ήταν το
κινηματογραφικό alter Ego της Norma Jeane Mortenson. Η Μέριλιν του
Κοντραφούρη, όταν μένει μόνη της, στρέφει το ίδιο διαβρωτικό βλέμμα στον
εαυτό της, ψάχνοντας να βρει μέσα στο σπίτι της το ταλέντο που λένε πως ακόμη
και τώρα που πέθανε δεν υπάρχει:
Αγκαλιάζει τον εαυτό της να τον μεγαλώσει
έτσι όπως της τον μεγαλώνει η οθόνη,
να τον προφυλάξει από τα γουρούνια
που θέλουν να τον φάνε να τον εξαφανίσουνε
έτσι όπως τον προφυλάσσει ο συμπρωταγωνιστής της.
Όταν η MARILYN MONROE μένει μόνη της
και δεν έχει τον συμπρωταγωνιστή της
και σκέφτεται τα γουρούνια που θέλουν
να κατασπαράξουν τον χρυσό της εαυτό,
τσαντίζεται.
51 η
Πβ. Χαρά Μπακονικόλα, Το τραγικό, η τραγωδία και ο φιλόσοφος, 2 έκδοση, Εκδόσεις
Αρσενίδη: Αθήνα 1990, 39-41.
[ 25 ]
Όταν η Μέριλιν του Κοντραφούρη μένει μόνη της, παίζει τον περίφημο
αποχαιρετιστήριο μονόλογο της Αντιγόνης (στ. 891-96), επιστεγάζοντας εν
κρυπτώ την αναποτελεσματικότητα της αντίστασης σε μια έξωθεν επιβεβλημένη
εικόνα σούπερ σταρ. Κι όταν ατενίζει τον δικό της τάφο, ανατέμνει τη ζωή της
ομολογώντας:
Δεν την ήθελα την έρημο.
Ποτέ δεν την ήθελα.
ούτε την καρδιά της ήθελα.
Την HOLLYWOOD.
Τέτοια καρδιά τι να την κάνεις;
Τάφο;
Δεν τον ήθελα τον τάφο.
Ποτέ δεν τον ήθελα.
Ούτε σκέτο χώμα.
Ούτε με άσπρο μάρμαρο.
Προτιμούσα τους καφέδες.
Με πολλή-πολλή ζάχαρη και αφράτη σαντιγί.
Τους ιταλούς δεν τους προτιμούσα.
Δοκίμασα έναν μια φορά.
Ήταν πολύ πικρός.
Σκέτος.
Όπως το χώμα.
Δεν το ήθελα το χώμα.
Ούτε το άσπρο μάρμαρο ήθελα.
Ποτέ δεν το ήθελα.
Μου θύμιζε το φουστάνι μου.
Τρομακτικά πολύ.
Έχω μια κλασική σκηνή
που προσπαθώ να το κατεβάσω, ενώ αυτό σηκώνεται,
όχι το μάρμαρο.
Το φουστάνι.
Απ’ τον αέρα.
Δεν τον ήθελα τον αέρα.
Ποτέ δεν τον ήθελα.
Όλο κόντευε να με πάρει.
Το κείμενο επιμένει μανικά στο γκρέμισμα του καθρέπτη της Μέριλιν, μιας
δηλαδή έξωθεν επιβεβλημένης ωραιότητας52 που διαβάλλει τη φυσική εικόνα στο
βαθμό του βιασμού από την έκθεση στο φως («Να γίνω θέμα δεν ήθελα./Ποτέ δεν
το ήθελα./ Δεν ήθελα να με πονάνε./ […]/ Μπροστά στα σκοτάδια λουσμένη στο
φως.»). Δεν είναι τόσο το όποιο φεμινιστικό μήνυμα που ενδιαφέρει περισσότερο
εδώ, όσο η γνωστή στα έργα του Κοντραφούρη συνθήκη μιας κοινωνικά και
πολιτισμικά αδήριτης τιμωρίας. Όπως όλες οι γυναίκες του Κοντραφούρη
πληρούν μια απολύτως αυτοκαταστροφική δράση ως μόνιμη αντίσταση στις
52
Για τη φεμινιστική κριτική στην επιβεβλημένη κοινωνικά και πολιτισμικά συνθήκη της γυναικείας
ομορφιάς βλ. (με εξαντλητική βιβλιογραφία) Sheila Jeffreys, Beauty and Misogyny: Harmful Cultural
Practices in the West, Routledge: Hove – New York 2005, 6-10.
[ 26 ]
κατασταλτικές δυνάμεις του κόσμου τους, έτσι και η Μέριλιν παίρνει χάπια για να
μην ξανάρθει στη ζωή της καμία επόμενη μέρα, καμιά επόμενη μοίρα που θα
εξακολουθεί να την καθηλώνει στο φωτεινό κελί της. Εκεί θα την καταβροχθίζει
καθημερινά ο ζοφερός λέων της Metro-Goldwin-Mayer που της απαγορεύει να
τρώει και να έχει μυαλό και την πληρώνει αδρά για να σκοτώνει τον εαυτό της.
Αλλά όταν η Μέριλιν πληρώνεται, πληρώνει με μια ακόμη οδύνη:
βάζει το χέρι στην τσάντα της
και τραβάει με δύναμη τα λεφτά
έξω.
Βάζει το χέρι της
στην καρδιά της και κάνει
ακριβώς την ίδια κίνηση.
[ 27 ]
κατασκευαστικό πνεύμα (Baugeist) των κειμένων χρησιμοποιεί έναν αντίστροφο
δρόμο αταξίας, ελλειπτικότητας και ασυνέχειας, για να υποδείξει και την
αδυνατότητα των υποκειμένων να αντιμετωπίσουν με θραύσματα λόγου και βίου
το ακλόνητο σύστημα εξίσωσης του ζην με το πάσχειν. Η είσοδος του κάθε
δρώντος υποκειμένου στην παγίδα αυτής της μόνιμης δραματουργικής συνθήκης
δεν είναι η a priori αποδοχή μιας ματαιοπονίας53, αλλά μια ρητή απολογία της
καθήλωσης σε έναν μαρτυρικό βίο τον οποίο ποτέ όμως δεν ήθελε. Ἕκαστος ἐφ’
ᾧ ἐτάχθη.
53
Η Ελένη Πετάση, «Μια Μέριλιν μόνη και αδικαίωτη», περ. Δίφωνο, Ιούνιος 2000, σημείωνε
προσεκτικά: «Η ενδεχόμενη πρόθεση να συνδυάσει τη διακωμώδηση του αμερικανικού star system με τις
προσωπικές αγωνίες ενός ειδώλου και να κινηθεί στο μεταίχμιο της γελοιότητας και της τραγικότητας
απαιτεί λόγο αστραφτερό και διεισδυτικό. Η δική του Μέριλιν [ενν. του Κοντραφούρη] […] μένει πραγματικά
μόνη και απροστάτευτη», όπως όλες οι γυναίκες του. Το κωμικό στοιχείο παρεισέφρησε στην παράσταση
από την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, Σοφίας Φιλιππίδου, που γι’ αυτήν ήταν σίγουρα ο ασφαλέστερος
τρόπος να προσεγγίσει ένα ελάχιστα κωμικό κείμενο.
54
Σύμφωνα με την μπρεχτική θεωρία τα αρχαιοελληνικά δράματα συνιστούν ανοιχτά μοντέλα προς
χρήση (δομικά ιδεολογήματα που συνομιλούν διαλεκτικά με τον σύγχρονο κόσμο). Πιο συγκεκριμένα, ο
Brecht δεν θεωρούσε τα αρχαιοελληνικά μοντέλα παρτιτούρες ή «προσχέδια» μιας πρόθεσης, αλλά «υλικό»
υπό διαμόρφωση (πβ. Bertolt Brecht, «Last Stage: Oedipus», στου ιδίου Brecht on Theatre: The Development
of an Aesthetics, ed. and transl. by J. Willett, Methuen: London 1974, 24-6). Αυτό που ενδιέφερε
περισσότερο τον Brecht, και σε σχέση με τη χρήση των έργων-μοντέλων, ήταν η «ιστορικοποίηση» του
θέματος (η προσαρμογή δηλαδή των κλασικών έργων στη σύγχρονη πραγματικότητα), εφόσον τα σημερινά
θέματα δεν είναι δυνατό να εκφράζονται με την παλιά «μεγάλη» φόρμα (πβ. B. Brecht, «Masterful Treatment
of a Model», στο προαναφερθέν βιβλίο, 209-15).
[ 28 ]
συνεχές, όπου η αρχή και το τέλος της “ιστορίας’’ απλώς επιβεβαιώνουν μια
νομοτέλεια:
ΘΑΝΑΤΕ ΓΕΛΑΩ
[…]
εγώ η γυναίκα της συμφοράς
που όνομα δεν έχω και ας με λένε ΜΗΔΕΙΑ
ΜΗΔΕΙΑ δεν είμαι
λαιμός αφύλαχτος είμαι ΚΡΕΒΑΤΙ ΑΔΕΙΟ
και ούτε μία σύμπτωση καμία σύμπτωση
με κανέναν ΘΕΟ
όλες με τον άνθρωπο
αυτόν που μου έφερε στα μάτια τη λιποθυμία
στα χέρια μου την ίδια τη ζωή μαχαιρωμένη
ΝΑ ΛΕΙΠΑΝΕ ΟΙ ΩΡΕΣ
ΚΑΝΕΝΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ.
Εξάλλου, πολύ σπάνια στις νεοελληνικές μεταγραφές του ευριπίδειου μοντέλου55
επιχειρήθηκε ιστορικοποίηση της Μήδειας, κάτι που συνέβη αρκετά συχνά στο
παγκόσμιο θέατρο (π.χ. στο By the Bog of Cats της Marina Carr και στη Μήδεια
στον Καθρέφτη του Χοσέ Τριάνα), αν και ο Κοντραφούρης δια της αχρονίας
έγραψε ένα πολύ σύγχρονο έργο.
Τα κείμενα του Κοντραφούρη είναι κατασκευασμένα σύμφωνα με μια
αυστηρά μελετημένη ποιητική, κατά την οποία η μετρική ευταξία της
αρχαιοελληνικής τραγωδίας μετατίθεται από τον συγγραφέα στη δομή. Στα
άστικτα δραματικά ποιήματα του Κοντραφούρη οι νοηματικές περίοδοι είναι
συνταγματικά ανοικτές να συνταχθούν και να ανασυνταχθούν και ο κάθε στίχος
(που αποτελείται από μία έως δέκα λέξεις ο μακρύτερος) σχεδόν τελεί εν απουσία,
αφού μόνον οι γλωσσικοί συνδυασμοί με άλλους στίχους δίνουν σε αυτόν
νοηματική αξία. Για παράδειγμα, ένας μονολεκτικός στίχος που αποτελείται από
ένα αρνητικό μόριο (ΔΕΝ) σε ένα κείμενο προορισμένο να αποδοθεί από
ηθοποιούς είναι, αν μη τι άλλο, εκκρεμής, αφού πρέπει να ληφθούν αποφάσεις όχι
απλώς για τον επιτονισμό, αλλά και για τη διάταξη του νοήματος. Ωστόσο, η
δομή του δράματος συνέχεται από μια ισοχρονική (στο επίπεδο της εκφώνησης)
55
Ιστορικοποίηση του θέματος επιχειρείται στο έργο της Μαρίας Κέκκου, Μήδεια η οφιοπλόκαμη
ερινύα των πόθων, Υπατία: Αθήνα 1990 και στο Παρασκήνιο (2007) της Άννας Μαρίας Μαργαρίτη. Για τις
νεοελληνικές Μήδειες βλ. Ε. Χασάπη-Χριστοδούλου, Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα (από την
εποχή του Κρητικού Θεάτρου έως το τέλος του 20ού αιώνα), University Studio Pres: Θεσσαλονίκη 2002, τ.
Α΄, 405-7, 583-86, τ. Β, 871-75, 962-69, 1132-34, και το υπό δημοσίευση άρθρο της Κ. Διαμαντάκου, «Τραγικοί
ήρωες μόνοι επί σκηνής στην αρχαία και σύγχρονη ελληνική δραματουργία: Η αυτονόμηση της
μονολογικότητας», Παράβαση 10 (2010), την οποία και ευχαριστώ θερμά για τις πληροφορίες και κυρίως για
την παρατήρηση ότι το έργο του Κοντραφούρη είναι περιέργως η μοναδική (ανάμεσα σε περίπου δεκάξι)
μονολογική Μήδεια.
[ 29 ]
ακολουθία ρυθμικών ενοτήτων. Ακολούθως, για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ της
ελλεκτικής56 πρόθεσης του κειμένου και της λεκτικής του πραγμάτωσης, ο
αναγνώστης πρέπει να παίξει σοβαρά το παιχνίδι των ανταλλάξιμων προθέσεων
(το κείμενο προβάλλει πολλές πιθανότητες λεκτικών συνδυασμών, αλλά ο
αναγνώστης –και ειδικότερα ο ηθοποιός- πρέπει να επιλέξει μία).
Σε ό,τι αφορά την υβριδική γλώσσα του έργου θα πρέπει να υπογραμμισθεί
ότι ο Κοντραφούρης δεν ήταν ένας γραφικός αναμεταδότης της γλώσσας των
λαϊκών γειτονιών. Αντίθετα, η λαϊκή κουλτούρα είναι μόνο το υπόστρωμα πάνω
στο οποίο είναι χτισμένη η αισθητική του. Από εκεί παρεισφρέει σε όλα τα έργα
του, τοποθετούμενη σε ένα ποιητικά ελεγχόμενο συγκείμενο. Κι αν συχνά
πλειοδοτούσε υπέρ της λαϊκής αισθητικής, αυτή δεν τον παρέπεμπε σε έναν
κόσμο μικροαστικής διασκέδασης, αλλά σε μια λυρική ανάμνηση πόνου και
μόχθου (όπως υμνήθηκε για παράδειγμα από τον Τάσο Λειβαδίτη), και όπως την
έβλεπε στη γειτονιά που μεγάλωσε και τάφηκε, το Κερατσίνι («Σαράντα χρονών
μαντράχαλος ολόκληρη μάντρα είχε γίνει η καρδιά του», γράφει στα Παιδιά
πενθούν). Αυτή την αληθινή μνήμη φέρει η γλώσσα του Κοντραφούρη και την
μετουσιώνει σε σκιά που εγκύπτει δημιουργικά πάνω στον ποιητικό κόσμο του.
Επιπλέον, η ποιητική πυκνότητα και η αποσπασματικότητα της γλώσσας
υιοθετούν μια στάση απέναντι στο παλιό μυθολογικό πλαίσιο: αποστάζουν την
ουσία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια τρίτη έννοια. Ταυτόχρονα, η
διασάλευση της συντακτικής τάξης συνηγορεί και αυτή στη βεβαιότητα της
καταστροφής που πάντα επίκειται στα έργα του Κοντραφούρη:
56
Η πρόθεση να ειπωθεί κάτι με την κανονική τρέχουσα σημασία, βλ. Peter J. Rabinowitz, «Η θεωρία των
γλωσσικών πράξεων και οι γραμματολογικές σπουδές», στο Roman Selden (επιμ.), Από τον φορμαλισμό
στον μεταδομισμό, μτφρ. Μ. Πεχλιβάνιος – Μ. Χρυσανθακόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2005,
485-6 [483-521].
[ 30 ]
ΚΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑΚΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΥ
ΠΑΩ ΦΩΤΙΑ
ΚΑΙ ΠΑΩ.
[ 31 ]
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΝΩ / ΙΔΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ (η Μήδεια γνώρισε την
αγάπη μόνο ως επιδότη πόνου). Αυτή η ηθοποιητική νομοτέλεια (αγαπώ άρα
σκοτώνω) επιβάλλει στο κείμενο τους όρους μιας τόσο παθολογικής εκδήλωσης
των συναισθημάτων, που θα λέγαμε ότι πρόκειται για ανάλυση συγκεκριμένης
συμπτωματολογίας, ή έστω της αποδρομής της, αφού η Μήδεια αυτή βρίσκεται
στο δρόμο της οριστικής Εξόδου από το πάσχειν. Πέρα από τις διαταραχές του
συναισθήματος (ΘΑΝΑΤΕ ΓΕΛΑΩ), τις τύψεις που έρχονται με τη μορφή
ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΕΝΩΝ ΑΝΑΣΩΝ ΓΕΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΑ ΣΦΑΓΜΕΝΑ, τη
θανατολαγνεία και τις εμμονές (16: ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα), η
ψυχοκινητική διέγερση εκδηλώνεται με τη μορφή καταληψίας. Πιο συγκεκριμένα,
σε αυτή τη Μήδεια η trance έχει μετατεθεί στη δομή του κειμένου ως
προαναγγελία της πτώσης μιας γυναίκας έκθετης σ’ έναν ανοίκειο κόσμο:
ΘΑΝΑΤΕ ΓΕΛΑΩ
ΧΑΪΔΕΥΩ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΔΩΣΑ
ΤΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑ
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΙ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΩ
[…]
ΚΛΕΙΝΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΚΛΕΙΝΩ
ΝΑ ΔΕΙΤΕ
ΝΑ ΚΟΙΤΑΤΕ
ΠΛΑΤΗ
ΓΥΡΝΑ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ
ΤΡΑΒΑ
ΑΡΓΑ
ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΕΣ
ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ
ΜΟΝΗ
ΑΡΓΑ
ΓΥΡΝΑ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ
ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
ΛΑΧΤΑΡΑ ΜΟΥ
ΔΕΝ
ΘΑ
ΤΟ
ΚΑΝΩ
ΞΕΚΙΝΑΩ ΠΑΛΙ
ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΠΑΩ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΑΛΛΟΥ
ΠΑΡΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΗ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ.
Ο διαλυόμενος γύρω από την πάσχουσα γυναίκα κόσμος (που αποκαλύπτει την
άβυσσο κάτω από τα βασιλικά μωσαϊκά) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά
μοτίβα της αρχαιόθεμης δραματουργίας του Κοντραφούρη, στην οποία οι δρώσες
δυνάμεις είναι μόνο καταστροφικές και τα όνειρα είναι μόνον εφιάλτες. Κι
[ 32 ]
ωστόσο, αν και το κακό κατισχύει, η δραματική πράξη της υπέρβασης δεν
εγγράφεται στο ποιητικό σύμπαν του Κοντραφούρη ως ματαιότητα, αλλά ως
απόπειρα ατελέσφορη στο πλαίσιο μιας απροσπέλαστης τάξης.
Η πεσιμιστική γοητεία του έργου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι η Μήδεια
δε σκοτώνει τα παιδιά της απλώς για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, αλλά για να
ανταποδώσει σε αυτά ΣΑΝ ΑΝΤΡΑΣ μια αφύσικη εγκατάλειψη ίση με αυτή του
πατέρα τους, και τούτο χωρίς να αυτοακυρώνεται ως γυναίκα, όσο κι αν
παραμένει ΣΚΛΑΒΑ της μυθολογικής νομοτέλειας. Και σε αντίθεση με την
αποθεωμένη Μήδεια του Ευριπίδη, η Μήδεια αυτή επιστρέφει στη γη σαν άγονο
άνθος του πόνου φωτισμένο από ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΗΝ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΚΤΙΔΑ, όπως
όλες οι γυναίκες του Κοντραφούρη έρχονται αντιμέτωπες με το οριστικό σκότος
λουσμένες οι ίδιες στο φως:
ΠΑΙΔΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
ΠΑΙΔΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΑΤΕ ΚΟΝΤΑ
ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ […]
ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΕΣΕΤΕ […]
ΕΛΑΤΕ
ΝΑ Μ’ ΑΦΗΣΕΤΕ
ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ
ΖΩΕΣ ΜΟΥ ΗΡΘΑΤΕ
ΖΩΕΣ ΜΟΥ
ΗΡΘΑΤΕ ΕΤΣΙ
ΜΕ ΠΕΤΥΧΑΤΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΛΥΜΕΝΑ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΛΕΡΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
ΣΚΛΑΒΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
ΣΧΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ
ΣΤΑ ΔΥΟ
ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ Μ’ ΑΦΗΣΕ
Ο
ΕΡΩΤΑΣ
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο
ΧΡΟΝΟΣ
ΑΝΘΙΖΩ
ΔΕΝ
ΨΥΧΟΡΡΑΓΩ
ΜΙΑ
ΜΕΛΙΣΣΑ ΜΕ ΠΕΡΙΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ
ΓΥΡΗ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ
Η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ Η ΓΥΡΗ
ΙΔΙΑ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ
ΜΕ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΗΝ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΚΤΙΔΑ
ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΑΦΗΝΩ
ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ
[ 33 ]
ΣΑΝ ΑΝΤΡΑΣ
60
Την Ιοκάστη θα πραγματευτούμε εκτενώς στο πλαίσιο αναλυτικού δοκιμίου στο μέλλον. Εδώ θα
αρκεστούμε σε μια γενική παρουσίαση. Γενικά, θα ήταν ευχής έργο η παρούσα έκδοση να συμβάλει στη
βαθύτερη μελέτη και ανάλυση του έργου του Κοντραφούρη.
61
Όπως με πληροφορεί και πάλι η Καίτη Διαμαντάκου, η Ιοκάστη δεν είναι μόνο το μοναδικό
μονολογικό έργο με θέμα τη μητέρα του Οιδίποδα, αλλά και το μόνο που ασχολείται αποκλειστικά με αυτό
το μυθολογικό πρόσωπο. Βλ. Κ. Διαμαντάκου, ό.π. (σημ. 55).
62
Βλ. Ε. Βαροπούλου, «Ο Χάινερ Μύλλερ και οι ελληνικοί μύθοι», στο Heiner Müller, Μορφές από τον
Ευριπίδη: Ρημαγμένη Όχθη – Μήδειας Υλικό – Τοπίο με Αργοναύτες, Ηρακλής 5 – Ηρακλής 2 ή Η Ύδρα –
Ηρακλής 13, μτφρ. Ε. Βαροπούλου, Άγρα: Αθήνα 1997, 9-32. Περαιτέρω βλ. W. Emmerich, “Griechische
Antike”, στο H.-Th. Lehmann – P. Primavesi – O. Schmitt (Hsg.), Heiner Müller Handbuch: Leben – Werk
– Wirkung, Verlag J.B. Metzler: Stuttgart – Weimar 2003, 171-78.
63
Βλ. G. Saunders, ό.π. (σημ. 12), 71-85.
[ 34 ]
Από τα ίχνη των αναμνήσεων γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μια
διαλυόμενη Ιοκάστη που βγαίνει διστακτικά στο φως για να ξεδιπλώσει
ανεπίδοτη τη συντέλεια της δυστυχισμένης αίγλης της. Γνωρίζει όμως καλά ότι,
αποτινάσσοντας τα χρυσά βασιλικά βάρη, βυθίζεται οριστικά στον βούρκο μιας
ήδη καταβροχθισμένης ζωής. Την ώρα εκείνη της πτώσης, ακόμη και οι φυσικές
δυνάμεις συνεπικουρούν στην καταστροφή του ηρωικού κόσμου και την οριστική
απόθεσή του σε μιαν άδυτη άβυσσο, τον λάκκο που έσκαψε με την κοιλιά της.
Το ύστατο αυτό διάβημα της Ιοκάστης είναι ένας παρελκυστικός επίλογος
στον ἔλεον της τραγωδίας, η οποία απουσιάζει όχι μόνο ως κλασικό αφήγημα,
αλλά και ως ποιητική δικαιοσύνη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποτε δεν
συντελέστηκε. Αυτή τη φορά, όμως, ο απόηχός της δεν διολισθαίνει σε κραυγή,
αλλά κατασιγάζεται κάτω από τα εγκλήματα ενός καταρρέοντος οριστικά οίκου.
Εξάλλου, η οριστικότητα, άρα και τελειότητα, του γεγονότος προοικονομεί και
το τέλος των μεγάλων πράξεων, τώρα που η Ιστορία έχει ήδη επαναξιολογηθεί.
Η ποιητική πυκνότητα και η αποσπασματικότητα της γλώσσας του
Κοντραφούρη υιοθετούν μια στάση απέναντι στο παλιό μυθολογικό πλαίσιο:
αποστάζουν την ουσία αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια τρίτη έννοια.
Ταυτόχρονα, η διασάλευση της συντακτικής τάξης συνηγορεί και αυτή στη
βεβαιότητα μιας καταστροφής:
ΝΕΟΣ
ΓΥΜΝΟΣ ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΣ ΦΑΒΟΡΙΤΕΣ ΑΝΤΡΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ
ΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΔΙΑΤΑΖΕΙ
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΣΤΕΡΝΟ
ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ ΦΟΡΑΩ
ΠΑΤΕΡΑΣ
[ 35 ]
κόσμου. Ωστόσο, η δραματική πράξη της υπέρβασης δεν εγγράφεται στο
ποιητικό του σύμπαν ως ματαιότητα, αλλά ως απόπειρα ατελέσφορη στο πλαίσιο
μιας απροσπέλαστης τάξης. Μόνον κάποιες αναπνοές από λεμονιές, από αέρα
αμόλυντο, διαταράσσουν τη δυσωδία των υπονόμων, όπου πρόκειται να
καταλήξουν ανεπίδοτα τα κοσμήματα των αναμνήσεων.
«Εγώ πιστεύω στην αλήθεια μου», δήλωνε σε συνέντευξη του στα Νέα
(24.04.1999) και μέσα από τη βεβαιότητα αυτή ο Κοντραφούρης υιοθετεί μια
στάση απέναντι στο μυθολογικό υλικό, αποστάζοντας από αυτό ένα αρχέτυπο
πάσχοντος θήλεος. Ακολούθως, δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι
σε όλα τα έργα του είναι πιθανό να παρελαύνει η ίδια ρημαγμένη από τον κόσμο
της και ξένη προς αυτόν γυναίκα που (όπως ακούγεται στο πρώτο του έργο, Τα
παιδιά πενθούν) από μικρή πίστευε πως είχε ένα σκουριασμένο μαχαίρι
καρφωμένο στην καρδιά της και που στο τελευταίο παραλήρημά της
παρακαλούσε ως ηττημένη πια Ιοκάστη:
ΜΕ ΤΑ
ΠΕΛΑΓΑ
ΠΑΡΕ ΜΕ ΦΥΣΑ ΜΕ ΑΦΡΟΥΣ θηλυκούς
Χυμούς ερείπια Βασίλισσες
ΠΡΟΚΕΣ
ΠΡΟΙΚΕΣ
ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΠΑΓΩΝΙΕΣ ΑΝΑΣΤΑΙΝΩ ΔΕΣΤΕ ΜΕ
Πάρτε ΦΑΤΕ ΠΙΕΣΤΕ
64
Κ. Γεωργουσόπουλος, «Από την πουτίγκα στην μπουγάτσα», Τα Νέα 8.5.2000.
65
Κ. Γεωργουσόπουλος, «Χουβαρνταλίκια», Τα Νέα 7.6.1999.
[ 36 ]
δεκαετής διαδρομή του συγγραφέα από Τα παιδιά πενθούν (1997) στην Ιοκάστη
(2007) είναι μια πορεία προς την απόλυτη απελευθέρωση του θεατρικού κειμένου,
η οποία είχε τρεις διαβατήριους σταθμούς:
1. Στα τρία πρώτα έργα, η αφηγηματικότητα του λόγου επιβοηθεί
την εξηγητική/διερμηνευτική λειτουργία του κειμένου, αν και τα
πρόσωπα-φωνές παρουσιάζονται συχνά με νοηματικές ρωγμές ή
ποιητικές ανακολουθίες.
2 . Στην άστικτη Μήδεια, με τις ολιγόλογες και τις σχεδόν
μονολεκτικές προτάσεις γραμμένες με κεφαλαία γράμματα, οι λέξεις
χρησιμοποιούνται ως ζωντανοί οργανισμοί σε ελεύθερη διάδραση
μεταξύ τους με μια υποψία μόνο ελλεκτικής πρόθεσης.
3 . Η αυθαιρεσία αυτή “επιδεινώνεται” στην Ιοκάστη, όπου το κείμενο
λειτουργεί σωρευτικά ως συλλογή έκπτωτων λέξεων.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για κείμενα-υλικά στη διάθεση του αναγνώστη, του
σκηνοθέτη και του ηθοποιού να τα πραγματευτούν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως
δεν αναγνωρίζονται θεματικές έννοιες και δια-νοήματα.
Οι βασικοί θεματικοί άξονες της δραματουργίας του Κοτνραφούρη είναι η
διάβρωση του ανθρώπου από τη συνύπαρξη με τους άλλους και η κατίσχυση του
πάσχειν σε έναν νομοτελειακά κακό κόσμο. Αυτό που συμπλέκει τους παραπάνω
άξονες είναι η θεματική μιας αδήριτης τιμωρίας που συχνά επιβάλλεται στο
υποκείμενο εν αγάπη ως αποτέλεσμα της προσαρμογής του στην κανονικότητα.
Μέσα σε αυτή τη δραματουργική συνθήκη μόνιμη παρουσία έχει η πάσχουσα,
λεηλατημένη και ηττημένη γυναίκα, αυτό το παρελκυστικό alter Ego του
συγγραφέα.
Ο Κοντραφούρης τάχθηκε να εκφράσει ένα μικρό κομμάτι κόσμου, που
του αναλογούσε, όπως ο Λαπαθιώτης, ο Χριστιανόπουλος, ο Ταχτσής, ο
Ginsberg και πολλοί άλλοι. Κάθε τέτοιος λόγος που πραγματώνεται στο πεδίο
ισχύος του Άλλου, αρνείται a priori ένα συνεκτικό νήμα με το κανονικό. Την
άρνηση αυτή να επιδοκιμάσει τις εγνωσμένες δομές αναπαράγει και ο
Κοντραφούρης στα κείμενά του ως καταστροφή των κάθε είδους κατεστημένων.
Λουσμένος στο φως, μπροστά στο σκοτάδι, ο νεκρός συγγραφέας δε μας
επέτρεψε να δούμε βαθύτερα τους ελιγμούς της σκέψης του. Ας ελπίσουμε
τουλάχιστον πως ο “θεϊκός” ιστορικός του μέλλοντος θα επιτρέψει μια μελανή
καταχώρηση με το όνομα του Γιάννη Κοντραφούρη στην ιστορία του
νεοελληνικού θεάτρου, όχι βέβαια στο πάνθεον των μεγάλων, αλλά κάπου
ανάμεσα στα σιωπηλά μαύρα πρόβατα.
[ 37 ]