Professional Documents
Culture Documents
2. Αναλύστε τους βασικούς παράγοντες που επέτρεψαν την προώθηση του Ουμανισμού, τις
βασικές αρχές της Ουμανιστικής Παιδείας και το ρόλο που έπαιξε η θρησκεία στη διαμόρφωση
των θέσεών της.
Το 15ο και 16ο αιώνα ανθίζει στη Δυτική Ευρώπη ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα, η
Αναγέννηση, με βασικό χαρακτηριστικό της την απολύτρωση του πνεύματος από το Μεσαιωνικό
θεοκρατισμό και την αναβίωση των αξιών της κλασικής αρχαιότητας. Η Αναγέννηση εκφράζεται σε
όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ειδικότερα στον τομέα των Γραμμάτων με το
διανοητικό κίνημα του Ουμανισμού, τη στροφή, δηλαδή, προς τη βαθύτερη γνώση της αρχαιότητας με
τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.
Στην ανάπτυξη του ουμανισμού συνέβαλαν πολλοί παράγοντες με σημαντικότερους τις ανακαλύψεις,
την εξάπλωση του εμπορίου και τον πλουτισμό της μεσαίας τάξης , την εφεύρεση της τυπογραφίας, τον
ατομικισμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων.
Οι ανακαλύψεις του 15ου αιώνα (π.χ. Αμερική) επαναπροσδιορίζουν τα όρια και τα μεγέθη του κόσμου
και ανοίγουν νέους δρόμους οικονομικής και πολιτισμικής επέκτασης. Η εξάπλωση του εμπορίου απαιτεί
τη βελτίωση των μέσων στις χερσαίες και θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας και οδηγεί στην ανάγκη για
νέες τεχνικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως η πυξίδα, το ρολόι, τα πυροβόλα όπλα, που
κατέστησαν εφικτή την πραγματοποίηση μεγάλων ταξιδιών.
Ο σημαντικότερος, ίσως, παράγοντας διάδοσης του Ουμανισμού ήταν η εφεύρεση της τυπογραφίας, η
οποία επέτρεψε τη μεγάλη παραγωγή των βιβλίων σε χαμηλές τιμές, την εξέλιξη των εθνικών γλωσσών
και, επομένως, την άνετη έκφραση των ιδεών, καθώς και την ανάπτυξη του εμπορίου και του τραπεζικού
συστήματος.
Η ανάπτυξη του εμπορίου και του τραπεζικού συστήματος οδήγησαν στη δημιουργία ανεξάρτητων, από
το οικουμενικό κράτος και την οικουμενική Εκκλησία, πόλεων, οι οποίες αποτελούνταν από διάφορες
κοινωνικές τάξεις, και ανεξάρτητων ηγεμόνων. Οι ηγεμόνες και οι πλούσιοι αστοί χρηματοδοτούν, ως
μαικήνες, διανοούμενους και καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα να ευνοείται μεταξύ των πόλεων η ανάπτυξη
του ατομικισμού και να αναδειχθούν πολλές ιταλικές πόλεις σε σημαντικά πνευματικά και καλλιτεχνικά
κέντρα.
Στόχος των ουμανιστών διανοούμενων και παιδαγωγών είναι, μέσα από την εκπαίδευση, να αναπτύξει
ο άνθρωπος την κριτική του ικανότητα, ώστε, ελεύθερος από προκαταλήψεις, να προσεγγίσει την
αλήθεια και να προοδεύσει, να καταστεί ένας "καθολικός άνθρωπος", μια πολυδιάστατη
προσωπικότητα, με ευρύτητα γνώσεων που θα έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να καθορίζει ο ίδιος
την τύχη του.
Σύμφωνα με τους ουμανιστές ο άνθρωπος δε γεννιέται αλλά γίνεται, δηλαδή διαμορφώνει μια
συγκροτημένη προσωπικότητα, μέσω της εκπαίδευσης. Για τη διαμόρφωση αυτή του νέου, "καθολικού"
ανθρώπου υπάρχει η ανάγκη νέων προτύπων. Ήθος, αρετή, πειθαρχία και σφαιρική γνώση είναι τα
ιδεώδη πρότυπα, τα οποία αντλούνται από τα κλασικά γράμματα και τα πατερικά κείμενα και καθορίζουν
την ιδανική εκπαίδευση των ουμανιστών.
Πάνω σε αυτά τα πρότυπα ο Έρασμος, ο κυριότερος εκπρόσωπος του πνευματικού αυτού κινήματος,
υποστηρίζει πως ηθική των κλασικών και των πατερικών κειμένων πρέπει να μελετηθεί με πειθαρχία,
το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη μάθηση και τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα, και να είναι
συνεχής, ώστε οι μαθητές να διδαχθούν από αυτά και να αναπτύξουν ενάρετες συνήθειες.
της παιδείας, δεν υποτάσσονται σε αυτήν και δεν διστάζουν να «εξερευνήσουν» και άλλα κείμενα,
προκειμένου να τα επιλέξουν ως κατάλληλα για τη διαπαιδαγώγηση των νεαρών χριστιανών,
αποκλείοντας μερικούς συγγραφείς, ή δίνοντας μια αλληγορική ερμηνεία των έργων τους, ώστε να μην
προσβάλλεται η χριστιανική ηθική.
3. Η τεχνική εκπαίδευση στην Ευρώπη του 20ου αιώνα. Να αναφέρετε ποιες χώρες έδωσαν
έμφαση σ’ αυτήν, με ποιους σκοπούς και ποια αποτελέσματα.
(σε αναμονή)
ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2009
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Με ποιο τρόπο συνδέθηκε η μεταρρύθμιση στη θρησκεία από το Λούθηρο με τη μεταρρύθμιση στην
παιδεία? Πώς οργανώνουν, την ίδια εποχή, οι καθολικοί παιδαγωγοί τις δικές τους εκπαιδευτικές θέσεις?
Το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα εκδηλώνεται στην Ευρώπη μία θρησκευτική εξέγερση ως
αντίδραση στη θρησκευτική μισαλλοδοξία και στον προκλητικά διεφθαρμένο τρόπο ζωής των ανώτερων
κληρικών, η θρησκευτική μεταρρύθμιση, η οποία επηρέασε και την εκπαίδευση. Ο Λούθηρος,
αναλαμβάνοντας την εκστρατεία διαφωτισμού των πιστών, αντιλαμβάνεται την ανάγκη για εκπαίδευση
και μόρφωση του λαού, αφού έτσι ο Λόγος του Θεού, μέσα από τη μελέτη της Αγίας Γραφής, θα γίνει
προσιτός και κατανοητός, διαμορφώνοντας, κατ' επέκταση, ευσεβείς χριστιανούς, αλλά και το έθνος θα
αποκτήσει μορφωμένους υπηκόους. Καθώς αυτοί οι δύο εκπαιδευτικοί στόχοι υπηρετούν τη θρησκεία
και το έθνος, υποστήριξε την άποψη πως "η εκπαίδευση πρέπει να είναι καθήκον της πολιτείας και να
οργανώνεται από αυτήν" ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτήν όλες οι κοινωνικές τάξεις και πρότεινε ένα
εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μεταρρύθμισης. Μερίμνησε για τη
χρήση της καθομιλουμένης στα σχολεία, ώστε να γίνεται κατανοητό, μέσα από την κατήχηση, το νέο
δόγμα στους απλούς ανθρώπους, και για τη διεύρυνση των προγραμμάτων των λατινικών
δευτεροβάθμιων σχολίων ώστε να προσφέρουν επαγγελματικές σπουδές, ενώ έδωσε έμφαση στη
διδασκαλία των αρχαίων γλωσσών, απαραίτητες για τη μελέτη της Βίβλου, καθώς και στη θεολογία και
ρητορική, για να διαμορφώνονται κήρυκες καταρτισμένοι και ικανοί να διαδώσουν το δόγμα του
προτεσταντισμού.
Ως απάντηση στη Μεταρρύθμιση, το θρησκευτικό κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης, χρησιμοποιεί, μεταξύ
άλλων, και την παιδεία. Η βαρύτητα που δίνουν στην εκπαίδευση οι Ιησουίτες είναι ιδιαίτερα εμφανής,
καθώς ιδρύουν κολέγια και ιεροσπουδαστήρια σε ολόκληρη την Ευρώπη, στα οποία εισάγουν νέες
μεθόδους διδασκαλίας και καταρτίζουν σταθερά ακαδημαϊκά προγράμματα που επηρέασαν τη
διαμόρφωση αρκετών σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων. Με προσεκτική επιλογή και οργάνωση
συνταιριάζουν τα κείμενα της κλασικής γραμματείας με αυτά της θεολογικής, τα οποία στη συνέχεια
διδάσκονται, από άρτια καταρτισμένους και χαρισματικούς δασκάλους, με σκοπό την αφοσίωση των
διδασκόντων στον καθολικισμό και την υπεράσπιση και διάδοση της ρωμαιοκαθολικής πίστης. Στα
δευτεροβάθμια κολέγια διδάσκονται, εκτός από την κλασική και θεολογική γραμματεία, τα αρχαία
ελληνικά, τα εβραϊκά και με ιδιαίτερη έμφαση (ως γλώσσα διδασκαλίας) τα λατινικά, η λατινική
γραμματική, η λογοτεχνία, η ρητορική και η λογική και στα ανώτερα κολέγια τα μαθηματικά, η λογική, η
φιλοσοφία, και η θεολογία. Ακολουθώντας, προοδευτικά, τα χνάρια του Έρασμου και του Λούθηρου
μεριμνούν ώστε η διδασκαλία να προσφέρεται δωρεάν. Φροντίζουν τα κολέγια να συντηρούνται από
πλούσιους χορηγούς, καθιστώντας έτσι τη γνώση προσβάσιμη από όλες τις κοινωνικές τάξεις,
αποκλείουν όμως το γυναικείο φύλο. Η πειθαρχία είναι αυστηρή, αλλά χωρίς να ασκείται σωματική βία,
ενώ προωθείται ο ανταγωνισμός των μαθητών , σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, με τη θεσμοθέτηση
οργανωμένων γραπτών εξετάσεων
2. Συγκρίνετε τις εκπαιδευτικές θέσεις του Ρεαλισμού και του Ευσεβισμού. Ποια τα κοινά τους
στοιχεία και οι βασικές τους διαφορές?
Το κίνημα του ρεαλισμού διακηρύττει ότι η γνώση σχηματοποιείται μέσα από την εμπειρία. Προτείνει
νέες αρχές για την παιδεία, βασισμένες στην επιστημονική τεκμηρίωση και στη συστηματική έρευνα και
υποστηρίζει την πρακτική αξία της επιστήμης και την εφαρμογή της στο στρατό, τη χειρουργική και την
ιατρική. Ιδρύονται ακαδημίες που παρέχουν πρακτική εκπαίδευση και τεχνικές γνώσεις και
απευθύνονται κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι αισθησιοκράτες ρεαλιστές αμφισβητούν την
αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών μεθόδων του ανθρωπισμού, δίνουν έμφαση σε ό,τι είναι απτό
και χρήσιμο, Res non verba (το πράγμα και όχι η λέξη), και όχι μόνο στα διδάγματα των θεωριών, αλλά
στην αξία της άμεσης εμπειρίας, θεωρώντας την προϋπόθεση κάθε γνώσης. Στόχος της παιδείας για το
ρεαλισμό είναι η αξιοποίηση και εφαρμογή της εμπειρικής γνώσης στην καθημερινή ζωή. Το
εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Ρεαλιστών περιλάμβανε μεγάλο φάσμα μαθημάτων με καινοτόμες
μεθόδους διδασκαλίας, ταξίδια, παρατήρηση, απόδειξη και πειράματα καθώς και εποπτικά μέσα (τα
οποία χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά) χάρτες, υδρόγειοι, εικόνες, σχέδια, σπάνια μέταλλα και
επισκέψεις σε βοτανικούς κήπους. Υποστηρίζουν πως τα πειράματα και η επιστημονική μελέτη του
φυσικού κόσμου δεν αντιτίθεται στη θρησκευτική πίστη, αλλά οδηγεί στην πληρέστερη αποδοχή του
Θεού. Ο Κομένιος που υπήρξε από τους σπουδαιότερους Ρεαλιστές, πίστευε στην παιδεία μέσω των
αισθήσεων και εισήγαγε στην παιδεία του Ρεαλισμού τη διάσταση της ηθικής διαπαιδαγώγησης.
Οι Ευσεβιστές υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση προστατεύει τη θρησκευτική ευσέβεια. Η πίστη πρέπει
να προηγείται της νόησης, καθώς κάποια πράγματα βρίσκονται κρυμμένα από το νου μέσα στην ψυχή
του ανθρώπου. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι πρέπει να κατανοούν το θεϊκό σχέδιο και εφόσον όλοι οι
άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν, οφείλουν να έχουν και την κατάλληλη γνώση. Σύμφωνα με αυτή την
ερμηνεία οι Ευσεβιστές προωθούν τη μαζική παιδεία, εστιάζοντας στην προετοιμασία των δασκάλων
του λαού και σε διδακτικές μεθόδους που υπηρετούν στόχους των θρησκευόμενων ανθρώπων.
Με βάση αυτές τις εκπαιδευτικές αρχές ιδρύθηκαν παιδαγωγικά ιδρύματα, οι ακαδημίες, επιμόρφωσης
δασκάλων και ιεραποστόλων στη Γερμανία, την Πρωσία , αλλά και στην Αγγλία. Σε αυτά διδασκόταν
ένα ευρύ φάσμα μαθημάτων και επαγγελματικών τεχνών με τη συνεπικουρία εποπτικών μέσων
διδασκαλίας, κατασκευών, πειραμάτων, διαλέξεων, δημοσίων συζητήσεων και έρευνας.
Ο Ευσεβισμός συνέβαλε στην ενοποίηση του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος , όπου το δικαίωμα
του λαού για χριστιανική αγωγή και συστηματική γενική εκπαίδευση αναγνωρίστηκε πλήρως.
Οι Ρεαλιστές, δεν αμφισβητούν την χριστιανική πίστη, αλλά υποστηρίζουν πως η γνώση και η
επιστημονική μελέτη οδηγούν στην αποδοχή του Θεού. Οι Ευσεβιστές υποστηρίζουν πως η πίστη
προηγείται της νόησης και επομένως η γνώση είναι καθοριστική για την κατανόηση από τον άνθρωπο
του θεϊκού σχεδίου. Καθήκον, επομένως, κάθε πιστού χριστιανού για τους Ευσεβιστές είναι η απόκτηση
γνώσης προκειμένου να κατανοήσει τη δημιουργία του Θεού.
Οι αισθησιοκράτες Ρεαλιστές δίνουν έμφαση στη χρηστικότητα της γνώσης και παρέχουν μια πρακτική
και επιστημονική εκπαίδευση που απευθύνεται στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η μέριμνα για
καθολική εκπαίδευση είναι συγκρατημένη και περιορίζεται μέχρι και το δεύτερο σχολικό στάδιο. Στοχεύει
στην απόκτηση πρακτικών και λειτουργικών δεξιοτήτων και στην αξιοποίηση και εφαρμογή της
εμπειρικής γνώσης στην καθημερινή ζωή. Οι Ευσεβιστές θέτουν την παιδεία στην υπηρεσία της
θρησκείας, αποσκοπούν μέσω της παιδείας στην καλλιέργεια της θεοσέβειας των μαθητών και γι αυτό
το λόγο προωθούν τη γενική παιδεία. Ρεαλιστές και Ευσεβιστές θεωρούν πως στόχος της εκπαίδευσης
είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση, αναγνωρίζουν όμως και την χρηστικότητα της γνώσης και γι αυτό
παρέχουν στα παιδιά τα απαραίτητα εφόδια που χρειάζονται για την πραγματική ζωή με τη χρήση
πολλών εκπαιδευτικών μέσων και δραστηριοτήτων.
3. Να αναφέρετε τα κοινά χαρακτηριστικά των πανεπιστημίων του 19ου αιώνα, καθώς και τα
ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά γεγονότα που συντέλεσαν στη διαμόρφωσή τους.
Το 19ο αιώνα ιδρύθηκαν νέα πανεπιστήμια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με συνεχώς αυξανόμενο
αριθμό φοιτητών. Χωρίς ειδικό σχεδιασμό και με πολλά ειδικά προβλήματα, τα πανεπιστήμια συνέβαλαν
στη διαμόρφωση της νέας τάξης των εξειδικευμένων επιστημόνων ή διανοούμενων επαγγελματιών.
Τα νέα πανεπιστήμια, αλλά και πολλά από τα παλιά, έδωσαν έμφαση στον κοσμικό χαρακτήρα τους
αποποιούμενα κάθε σχέση με την Εκκλησία. Η οργάνωση, η ακαδημαϊκή ύλη, ακόμη και η γλώσσα των
πανεπιστημίων άλλαξαν, ώστε να απευθύνονται σε ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το
πρόγραμμά τους είχε χρηστικούς στόχους και οι διδάσκοντες ήταν πλέον ειδικευμένοι στα θέματα που
δίδασκαν, καταργώντας την παράδοση του ενός δασκάλου που δίδασκε όλα τα θέματα.
Πολλά καινούρια κολέγια και πανεπιστήμια, (κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο) χρηματοδοτούνταν από
τους βιομηχάνους, καθώς τα θεωρούσαν απαραίτητα προκειμένου να επανδρώσουν τις βιομηχανίες
τους με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κοινωνικής
σύστασης των πανεπιστημίων, καθώς αυξανόταν ο αριθμός των φοιτητών που προέρχονταν από
οικογένειες εμπόρων, βιοτεχνών και επαγγελματιών έναντι των φοιτητών από αριστοκρατικές
οικογένειες.
Στον αιώνα αυτό τα πανεπιστήμια λειτούργησαν και ως φυτώρια επαναστατικών κινημάτων, ιδιαίτερα
στη Ρωσία, αλλά και ως κέντρα συντηρητισμού και εθνικισμού . Οι αντιλήψεις περί ανωτερότητας του
γερμανικού έθνους, ιδιαίτερα απέναντι σε όσους ξένους (ειδικά τους Εβραίους) τους αντιμετώπιζαν ως
ανταγωνιστές , αναδύθηκαν , καλλιεργήθηκαν και ρίζωσαν στα πανεπιστήμια της Γερμανίας εκείνη την
εποχή.