You are on page 1of 17

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩ ΕΤΩΝ (ΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ)

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010


Β’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Περιγράψτε τις βασικές αλλαγές που προέκυψαν στα πανεπιστήμια του 18ου αιώνα στην
Ευρώπη ως αποτέλεσμα της διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού
Ο Διαφωτισμός έφερε το 18ο αιώνα νέες ιδέες και μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς. Τα
πανεπιστήμια δεν έμειναν ανεπηρέαστα από αυτή την πνευματική κίνηση. Ο ορθός λόγος και το κριτικό
πνεύμα που στόχευε στην καλυτέρευση της επίγειας ζωής, έθεσε σε δοκιμασία την πρακτική πολλών
πανεπιστημίων σε όλη την Ευρώπη, τα οποία προσάρμοσαν το περιεχόμενο των προγραμμάτων τους
με βάση τις νέες ιδέες και απαιτήσεις.
Οι διδαχές του Διαφωτισμού απαιτούσαν τη χρήσιμη γνώση και όχι τη θεωρία. Έτσι εισάγονται στα
προγράμματα των σπουδών των πανεπιστημίων νέες επιστήμες, όπως τα οικονομικά και η τεχνολογία,
καθώς οι ακαδημίες και τα κολέγια που είχαν αναπτυχθεί έξω από αυτά και παρείχαν εξειδικευμένες
γνώσεις αποτέλεσαν απειλή για την υποβάθμισή τους. Οι νέες αυτές επιστήμες (οικονομικά, τεχνολογία)
μαζί με την ιατρική, τις φυσικές επιστήμες και τα νομικά καταλαμβάνουν πλέον σπουδαιότερη θέση
έναντι της θεολογίας και της μεταφυσικής, καθώς έχουν άμεση πρακτική εφαρμογή.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εκτός από την εκκοσμίκευσή τους και την
ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση της θεολογίας, ήταν πως έγιναν εθνικοί θεσμοί και έχασαν τον
διεθνή χαρακτήρα τους που είχαν κατά το Μεσαίωνα. Όμως επειδή μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις
νέες ιδέες και αναγκαιότητες της εποχής, κατάφεραν να διατηρηθούν και να ακμάσουν και πάλι.
2. Ποιες ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν στην αποδέσμευση της εκπαίδευσης από τα μοναστήρια
στα τέλη του Μεσαίωνα?
Μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα η εκπαίδευση στο μεσαιωνικό κόσμο της Δύσης βρίσκεται υπό τον σφικτό
εναγκαλισμό της εκκλησίας. Από το 10ο αιώνα παρατηρούνται στην Ευρώπη κοσμογονικές αλλαγές με
επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής, οι οποίες οδήγησαν στη σταδιακή απεξάρτηση της
εκπαίδευσης από την εποπτεία της εκκλησιαστικής εξουσίας και στον προσανατολισμό της παιδείας
από τη θρησκευτική αναζήτηση στην πρακτική αναγκαιότητα.
Κατ’ αρχάς οι μικροανακαλύψεις νέων τεχνικών αγροκαλλιέργειας, όπως η τριζωνική καλλιέργεια και η
επέκταση της αρόσιμης γης με εκχερσώσεις και αποξηράνσεις, καθώς και οι τεχνολογικές καινοτομίες
του αγροτικού εξοπλισμού, είχαν ως αποτέλεσμα την ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής,
την εξασφάλιση περισσότερης και καλύτερης ποιότητας τροφής, τη δημιουργία αποθεμάτων τροφίμων
, καθώς και τη δημογραφική αύξηση, με επακόλουθο ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού να μην
εξαρτάται πλέον από τις καλλιέργειες και να μετακινείται από την ύπαιθρο στις πόλεις.
Η δημιουργία και η ανάπτυξη των πόλεων οδηγεί σε μια σειρά νέων επισιτιστικών, ενδυματολογικών,
στεγαστικών και πνευματικών αναγκών με απότοκο την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας και
την αντικατάσταση της ανταλλακτικής οικονομίας με τη χρηματική. Παράλληλα, οι σταυροφορίες
ενισχύουν τις εμπορικές συναλλαγές και αυξάνουν τη διαθεσιμότητα του χρήματος, λόγω των θησαυρών
που λεηλατήθηκαν, ενισχύουν το εμπόριο και φέρνουν στο προσκήνιο τις πρώτες εκδηλώσεις του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσω του οποίου διευκολύνεται η εμπορική δραστηριότητα και οι
επενδύσεις κερδών, τονώνοντας τους εμπόρους και κυρίως τους βιοτέχνες που αυξάνουν, ποσοτικά και
ποιοτικά την παραγωγή τους.
Η εδραίωση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας γεννά ένα πλήθος νέων αναγκών που απαιτεί τη
διδασκαλία νέων μαθημάτων, της λογιστικής, της αριθμητικής και της εμπορικής αλληλογραφίας και
δημιουργεί νέα επαγγέλματα. Καθίσταται πλέον αναγκαίο οι σπουδές να ανταποκρίνονται σε ένα νέο
είδος γνώσης, αυτό των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών.
Τέλος, η εξέλιξη των πόλεων οδηγεί στην πολιτική χειραφέτηση, αυτονόμηση και αυτοδιαχείρησή τους,
εγείροντας την ανάγκη για την οργάνωση της διοίκησής τους σε ορθολογιστική βάση με υπαλλήλους, οι
οποίοι καλούνται να στελεχώσουν πολιτικά και δικαστικά αξιώματα και άρα θα πρέπει να διαθέτουν την
ανάλογη παιδεία.
Αυτές οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη μεσαιωνική κοινωνία
στα τέλη του Μεσαίωνα, οδήγησαν την εκπαίδευση στο να αποτινάξει το θεοκρατικό μανδύα της και να
αποκτήσει ανθρωποκεντρική πρακτική και χρηστική χροιά.
3. Να παρουσιάσετε τους εκπροσώπους και το περιεχόμενο δύο σημαντικών παιδαγωγικών
θεωριών του 20ου αιώνα.
Από τις πιο αξιόλογες παιδαγωγούς του 20ου αι. στην Ευρώπη υπήρξε η Μαρία Μοντεσσόρι, η Ιταλίδα
γιατρός και παιδαγωγός που ταυτίστηκε με τη μέθοδο που φέρει το όνομα της και προσέφερε στα 40
χρόνια της αδιάκοπης δράσης της κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Άλλαξε την κουλτούρα και την αντίληψη
της εκπαίδευσης. Με την ολοκλήρωση των σπουδών της (το 1896) στην Ιατρική με τις ειδικότητες της
παιδιάτρου και της ψυχιάτρου, διορίστηκε βοηθός στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου της
Ρώμης, όπου της κίνησαν το ενδιαφέρον τα εκπαιδευτικά προβλήματα των παιδιών με νοητική
καθυστέρηση. Διαπίστωσε ότι η Παιδαγωγική πρέπει να συνεργαστεί με την Ιατρική για την θεραπεία
αυτών των παιδιών. «Ακόμα και αυτά τα άτυχα παιδιά, όταν ενθαρρύνονται κατάλληλα, αποκτούν ένα
αυθόρμητο ενδιαφέρον στη μάθηση και μία αυθόρμητη αυτοπειθαρχία», είχε πει χαρακτηριστικά.
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα προσκλήθηκε να αναλάβει την εκπαίδευση μιας ομάδας φτωχών και
εγκαταλειμμένων παιδιών σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης. Η Μοντεσσόρι το θεώρησε ως χρυσή
ευκαιρία για την εφαρμογή των εκπαιδευτικών της μεθόδων σε παιδιά με φυσιολογική ανάπτυξη και
νοημοσύνη. Σύμφωνα με τη μέθοδο Μοντεσσόρι, το παιδί συμμετέχει στη γνώση και με τις πέντε
αισθήσεις του και μπορεί να εκεπαιδευτεί χωρίς σχολικούς καταναγκασμούς. Τα κατάλληλα αντικείμενα
το βοηθούν να κατανοήσει τις έννοιες του βάρους, τα χρώματα, τα ποσοτικά μεγέθη και τα σχήματα,
ενώ διάφορες κατασκευές αξιοποιούν τη δημιουργική και καλλιτεχνική του έφεση. Η παιδαγωγός δεν
επιβάλλεται ποτέ με τον φόβο ή με την ένταση της φωνής της. Ένα «μάθημα σιωπής» ασκεί στον
αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση τα παιδιά.
Η Μοντεσόρι ανέδειξε μια παιδοκεντρική παιδαγωγική. Υποστήριξε τη σπουδαιότητα της αυτενέργειας
των μικρών παιδιών ως μέσου για την απόκτηση αυτονομίας και αυτοπεποίθησης. Έδωσε έμφαση στην
άσκηση των αισθήσεων και δημιούργησε υλικά που θα διεγείρουν τις αισθήσεις τους και θα τα
βοηθήσουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες και την αντίληψή τους ώστε να επικεντρώνονται ακόμη και
στην πιο μικρή λεπτομέρεια.
Η θεωρίας της εδράζεται στη βαθιά εμπιστοσύνη που πρέπει να δείχνουμε στο παιδί και ο απεριόριστος
σεβασμός στις ικανότητές του να αναπτυχθεί από μόνο του, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά του και τις
ανάγκες του. Η εκπαίδευση, σύμφωνα με την παιδαγωγική της Μοντεσσόρι, είναι εξατομικευμένη.
Πιστεύει πως η ελεύθερη απασχόληση με ό,τι κεντρίζει το ενδιαφέρον του παιδιού και η πρωτοβουλία
του να κινείται μέσα στην τάξη και να συγκεντρώνεται, από ένα σύνολο πραγμάτων σε ό,τι το ενδιαφέρει
πραγματικά, το προετοιμάζουν για τη σχολική γνώση. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να παρατηρεί, να
συμβουλεύει και να στηρίζει τις πρωτοβουλίες του παιδιού, χωρίς να επεμβαίνει κατασταλτικά. Έτσι η
εκπαίδευση του παιδιού γίνεται με τις δικές του αυθόρμητες προσπάθειες, χωρίς να διακόπτεται η
εσωτερική του παρόρμηση να εκφραστεί και να αναπτυχθεί ψυχικά και πνευματικά σύμφωνα με τις δικές
του δυνατότητες και επιλογές.
Ένας άλλος μεγάλος στοχαστής του 20ου αιώνα που επηρέασε με τις θεωρίες του την εκπαίδευση είναι
ο Αμερικανός Ντιούι (Dewey). Το ότι μεγάλωσε σε μια μικρή αμερικανική πόλη με το ήθος και τις αρχές
του 19ου αιώνα, επηρέασε τη σκέψη του με δύο τρόπους. Από τη μια πείστηκε από νωρίς πως η
παραδοσιακή, παλιομοδίτικη, στατική και παθητική εκπαίδευση, που ίσχυε στην πόλη του, ήταν κενή
περιεχομένου. Ήταν ακατάλληλη για να στηρίξει μια αμερικανική κοινωνία που μεταμορφωνόταν
ραγδαία με την εκβιομηχάνιση, τη μετανάστευση, την αύξηση του πληθυσμού και την κοινωνική αλλαγή
που όλα αυτά συνεπάγονταν. Από την άλλη η άμεση καθημερινή επαφή του μέσα στη μικρή κοινωνία
που ζούσε σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, διαμόρφωσαν στον Ντιούι την πεποίθηση
πως τα παιδιά πρέπει από νωρίς να συμμετέχουν ενεργά στα δρώμενα της κοινότητας και συνεπώς το
σχολείο δεν είναι ένα μέσο προετοιμασίας για τη μελλοντική ζωή, αλλά αποτελεί μια διαδικασία της ίδιας
της ζωής.
Ο Ντιούι ανήκει στους Αγγλοαμερικανούς Πραγματιστές διανοούμενους που είναι πεπεισμένοι ότι η
αλήθεια κρίνεται στην πράξη. Μέσα από την Πραγματιστική αυτή προσέγγιση διακήρυξε πως η αληθινή
εκπαίδευση στηρίζεται στην εμπειρία και εκπορεύεται από αυτήν. Στο σχολείο αυτό μεταφράζεται ως
συμμετοχή των μαθητών σε δραστηριότητες (έρευνα, παρατήρηση, projects κ.λ.π.) και ό,τι άλλο απαιτεί
την ενεργοποίηση των μαθητών, με σκοπό τη δημιουργία βιωμάτων που θα παράγουν γνώση. Η
εμπειρική αυτή προσέγγιση πρέπει να γίνει στη βάση ενός σχεδίου που θα περιλαμβάνει την διδακτέα
ύλη, τη μέθοδο διδασκαλίας και τα απαιτούμενα υλικά, διαφορετικά η εμπειρία που θα διαμορφωθεί θα
είναι κενή ουσίας και παιδευτικής αξίας. Κατά τον Ντιούι οι εμπειρίες που διαμορφώνονται πρέπει να
αντλούν στοιχεία από τις προηγούμενες, να επιζούν παραγωγικά και να επιδρούν στις επόμενες.
Η μάθηση για τον Ντιούι είναι μια σύνθετη διαδικασία που συνδέει την εμπειρία με τις παρορμήσεις και
τους σκοπούς μας. Η μετατροπή των παρορμήσεων, των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας σε
σκόπιμη πράξη που μας «ξυπνά» μια εμπειρία, είναι ένας μηχανισμός μάθησης. Η μάθηση έχει
εκπαιδευτική αξία όταν συνδέει διαφορετικές εμπειρίες και όχι όταν δρα αποσπασματικά. Η παρόρμηση,
το συναίσθημα ή η επιθυμία αποτελούν το ερέθισμα που ενεργοποιεί την κρίση μας , πριν την απόφαση,
για την αξία ή όχι μιας εμπειρίας.
Ο Ντιούι εννοεί την εκπαίδευση ως άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της ανάπτυξης. Εφόσον ο
άνθρωπος εξελίσσεται πνευματικά σε όλη του τη ζωή άρα και η εκπαίδευση πρέπει να είναι διά βίου.
Το σχολείο είναι μεν το αρχικό στάδιο της εκπαίδευσης, αλλά το τέλος του δεν πρέπει να σηματοδοτεί
το τέλος της εκπαίδευσης, καθώς η ικανότητα προσωπικής ανάπτυξης για κάθε άνθρωπο είναι έμφυτη
και παραμένει ζωντανή σε όλη τη ζωή του.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2012


Α΄ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Η εκπαιδευτική πολιτική του Καρλομάγνου και η εκπαίδευση στο Βυζάντιο: Αναπτύξτε τη
σχέση της εκπαίδευσης με το κράτος και την εκκλησία και στις δύο αυτές περιπτώσεις.
Πριν από την εποχή του Καρλομάγνου επικρατούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα μη οργανωμένο
σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο παρεχόταν από την εκκλησία. Ο Καρλομάγνος, όταν ανέλαβε την
ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης, εγκαθίδρυσε, για πρώτη φορά, ένα είδος κεντρικής διοίκησης που
απαιτούσε επάνδρωση της κρατικής μηχανής με εγγράμματους και καταρτισμένους υπαλλήλους. Γι
αυτό το λόγο επιδίωξε την ανάπτυξη της παιδείας «ανοίγοντας» την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο
Καρλομάγνος ίδρυσε, στην αυλή του παλατιού του, ανακτορική σχολή, συστηματοποίησε τη λατινική
γλώσσα, μεταφράζοντας τη Βίβλο, αποκατέστησε το πρόγραμμα σπουδών των ελευθερίων τεχνών.
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την εκπαίδευση των διδασκόντων- κληρικών. Γι αυτό το λόγο ανακατένειμε
την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε να τους ενισχύσει οικονομικά και προσέλαβε κορυφαίους λογίους
για τη μόρφωσή τους, ώστε να κατανοούν και να διδάσκουν σωστά τη Βίβλο. Όρισε με διάταγμα ως
υποχρεωτικά διδασκόμενα μαθήματα για την προπαρασκευή τους τη γραφή, την ανάγνωση και το
ψαλτήρι. Οι κληρικοί έπρεπε να εξεταστούν σε αυτά , καθώς και στο Σύμβολο της Πίστεως, και αν
αποτύγχαναν αποβάλλονταν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η πιο σημαντική του μεταρρύθμιση ήταν η υποχρέωση που επέβαλλε, με διάταγμά του, στους κληρικούς
να οργανώσουν σχολεία στις επισκοπές και στις ενορίες και να ανοίξουν τις πύλες των μοναστηριών για
όλους, δίνοντας την ευκαιρία για γνώση και στα φτωχά παιδιά που δεν είχαν σκοπό, μετά το πέρας των
σπουδών τους, να παραμείνουν στο μοναστήρι, καθορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με αυτό το διάταγμα τα
διδασκόμενα μαθήματα (ψαλτήρι, υμνωδία, γραμματική), ενώ παράλληλα οργάνωσε ενοριακά σχολεία
που παρείχαν τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, επιβάλλοντας έτσι, για πρώτη φορά στη Δυτική
Ευρώπη, ένα οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης.
Στο Βυζάντιο τα γράμματα και η εκπαίδευση δεν ήταν αποκλειστικότητα της εκκλησίας, αλλά μια
δραστηριότητα της σφύζουσας πρωτεύουσας μιας οικουμένης. Από τους πρώτους αιώνες της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν ιδιωτικά και δημόσια σχολεία υπό την προστασία των δήμων,
τα οποία παρείχαν την εγκύκλιο παιδεία (στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση), ενώ πολλοί αυτοκράτορες
παρείχαν την οικονομική στήριξή τους για τη δημιουργία και λειτουργία ανώτατων σχολών, ανεξάρτητων
από την εκκλησία, καθιστώντας την Κωνσταντινούπολη μια πνευματική πρωτεύουσα.
Πολλά μοναστήρια στο Βυζάντιο έγιναν κέντρα φιλοσοφίας και θεολογίας και συνέβαλλαν στην
παραγωγή της κλασικής γραμματείας, όμως δεν ανέλαβαν την εκπαίδευση, όπως γινόταν στη Δύση,
παρ’ όλο που εκπλήρωναν πολλές πνευματικές εργασίες (π.χ. μεταφράσεις αρχαίων κειμένων κ.ά) με
εξαίρεση τη μονή του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία διέπρεψε ως κέντρο γραμμάτων.
Εκτός από τα μοναστήρια πολλές συντεχνίες, όπως των ταμπουλάριων (γραφιάδων) υπήρξαν
σημαντικό στοιχείο για την παραγωγή βιβλίων.
2. Να αναλύσετε την επίδραση του Ουμανισμού στην εκπαίδευση.
Λέγοντας Ουμανισμό, εννοούμε την πνευματική κίνηση που έθεσε τον άνθρωπο στο κέντρο του
ενδιαφέροντος με την οργανωμένη προσπάθεια εξύψωσης του πνεύματός του. Στόχευε στην
πολιτιστική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του θεοφοβικού μοντέλου που επικρατούσε έως τότε, και
είχε ως στόχο να ολοκληρώσει τις φυσικές ιδιότητες του ανθρώπου ώστε να τον κάνει άξιο του ονόματός
του, ικανό να κατανοήσει και να αλλάξει τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο και να βρει ορθολογικές
και όχι θρησκευτικές απαντήσεις.
Οι ουμανιστές, οι διανοούμενοι αυτοί που υπήρξαν προστάτες των πλούσιων και ισχυρών,
ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την παιδεία και την εκπαίδευση αυτών που τους χρηματοδοτούσαν και δεν
είχαν ως στόχο την εξύψωση του εκπαιδευτικού συστήματος και της παιδείας των πολλών. Δεν είχαν
ως σκοπό τους να συμβάλουν στην βελτίωση της μαζικής εκπαίδευσης η οποία θα μπορούσε να
απευθύνεται και στο ευρύ κοινό, σε πλούσιους και σε φτωχούς, στους ευγενείς αλλά και στον λαό, αλλά
ενδιαφέρονταν περισσότερο να δημιουργήσουν μία ηγετική προσωπικότητα, ηθικά και πνευματική
ολοκληρωμένη.
Οι ουμανιστές προσπάθησαν να τονίσουν τις αρετές του τρόπου ζωής στην κλασική εποχή, αλλά και
της κλασικής παιδείας, οι οποίες ήταν μεν άσχετες από την θρησκευτική πίστη, αλλά παρόλα αυτά δεν
αντιτάσσονταν σε αυτή. Οι ουμανιστές στην πλειοψηφία τους ήταν θρησκευόμενοι και βαθιά
αφοσιωμένοι στην αλήθεια της πίστης τους.
Στόχος των ουμανιστών διανοούμενων και παιδαγωγών είναι, μέσα από την εκπαίδευση, να αναπτύξει
ο άνθρωπος την κριτική του ικανότητα, ώστε, ελεύθερος από προκαταλήψεις, να προσεγγίσει την
αλήθεια και να προοδεύσει, να καταστεί ένας "καθολικός άνθρωπος", μια πολυδιάστατη
προσωπικότητα, με ευρύτητα γνώσεων που θα έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να καθορίζει ο ίδιος
την τύχη του.
Παρά όμως το ενδιαφέρον τους και τη θετική συνεισφορά των ουμανιστών στα εκπαιδευτικά πράγματα
της εποχής, οι απόψεις τους δεν βρήκαν εφαρμογή στα σχολεία της εποχής, μιας και συνέχιζαν το
εκπαιδευτικό σύστημα του Μεσαίωνα, με τη διδασκαλία της τριωδίας και της τετρωδίας. Οι ουμανιστές
μελετούσαν τα φιλοσοφικά έργα, γιατί μέσω αυτών τους δίνονταν η δυνατότητα να επιβεβαιώσουν τις
ιδέες που είχαν ήδη σχηματίσει περί αρετής. Αντιμετώπιζαν τα νομικά ως απαραίτητη γνώση για κάθε
πολίτη και συχνά τη συσχέτιζαν με τη ρητορική, καθώς και εκτιμούσαν την ιατρική και προσπαθούσαν
όσο το δυνατόν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους πάνω στην επιστήμη αυτή, παρόλα αυτά όμως οι
νέες ιδέες που εισήγαγαν οι ουμανιστές δεν καθιερώθηκαν στην εκπαίδευση.
Οι ουμανιστές θεωρούσαν πως από τα σημαντικότερα χρόνια για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών,
αποτελούν τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής τους, καθώς στα χρόνια αυτά διαμορφώνονταν οι ηθικές
τάσεις της νεανικής ηλικίας. Υποστήριζαν πως η ευεργετική επίδραση μιας καλής οικογένειας δεν
σταματά ποτέ, παρόλα αυτά όμως τα οικοτροφεία απολάμβαναν συνεχώς και μεγαλύτερης
δημοτικότητας. Στα οικοτροφεία αυτά, οι δάσκαλοι λάμβαναν τη θέση των γονέων, και συνήθως τους
εκχωρούνταν κάθε απαραίτητη δικαιοδοσία ώστε να ελέγχουν τους μαθητές.
Συνεχιστές της ουμανιστικής παράδοσης κατά το 17ο αιώνα θεωρούνται οι Ιησουίτες, καθολικοί
παιδαγωγοί δηλαδή, που είχαν ασπαστεί πολλές από τις ιδέες του ουμανισμού.
3.Η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης στη Βρετανία. Αίτια και κοινωνικοί στόχοι.
Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η Ευρώπη αποδυναμώνεται από δυο καταστρεπτικούς παγκόσμιους
πολέμους, αποκλείοντας οποιεσδήποτε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Στο δεύτερο μισό του αιώνα
γίνεται επιτακτική η ανάγκη ανοικοδόμησης της Ευρώπης και μαζικοποίησης της εκπαίδευσης καθώς
τα κράτη προσπαθούν να παρέχουν ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε όλους.
Μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βρετανία επικρατούσε ένα αριστοκρατικό πνεύμα
στην εκπαίδευση, το οποίο υπαγόρευε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ευνοούσε μόνο τους λίγους. Ο
εκπαιδευτικός νόμος του 1918 που είχε σκοπό την εξασφάλιση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για όλα τα
παιδιά , ανεξαρτήτως κοινωνικής καταγωγής, μέχρι την ηλικία των 15 ετών δεν είχε τελικά θετική
ανταπόκριση στις μάζες, αλλά ούτε και ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν οι προτάσεις του, λόγω της
οικονομικής ύφεσης την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ιδιωτικά, πρότυπα και Δημόσια σχολεία,
λειτουργούσαν αποκλειστικά με τις μεσαίες και τις ανώτερες τάξεις, δίνονταν υποτροφίες στους
εξαιρετικά ευφυείς μαθητές της εργατικής τάξης, αλλά αυτό δεν άλλαζε τη γενική εικόνα της παιδείας.
Ένα χρόνο πριν από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1944, ψηφίστηκε ο νόμος του Butler, ο
οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική-δωρεάν δευτεροβάθμια εκπαίδευση για όλα τα παιδιά,
ανεξαρτήτως καταγωγής και ικανοτήτων, θεσπίζοντας τα γενικά, τεχνικά και πρότυπα σχολεία. Όμως
παρέπεμπε στον παλιό κοινωνικό διαχωρισμό διότι, τα γενικά ήταν αναξιόπιστα, τα τεχνικά
εξειδικευμένα και τα πρότυπα με αυστηρές εξετάσεις. Υποτίθεται πως αυτά τα σχολεία αντιστοιχούσαν
στις διαφορετικές ικανότητες των μαθητών αλλά τελικά αναπαρήγαγαν την άνιση κοινωνική δομή, καθώς
τα πρώτα μόνον απευθύνονταν στις κατώτερες κοινωνικές , ενώ τα άλλα στις μεσαίες και στις ανώτερες.
Επιπλέον τα παιδιά που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις είχαν πάντα την ευχέρεια να φοιτήσουν και σε
ιδιωτικές σχολές.
Οι μεγάλες αλλαγές στην παιδεία της Βρετανίας επήλθαν κατά τη δεκαετία 1964-1974, με την καθιέρωση
και εξάπλωση των πολυκλαδικών δευτεροβάθμιων σχολείων. Επειδή μεγάλωνε επιτακτικά η ζήτηση για
περισσότερη και πιο ποιοτική δευτεροβάθμια παιδεία που να οδηγεί στα πανεπιστήμια ή σε κάποια
επαγγελματική αποκατάσταση, και καθώς τα γενικά σχολεία δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτές
τις απαιτήσεις, γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί του Εργατικού Κόμματος , κυρίως, πρότειναν τη δημιουργία
δευτεροβάθμιων σχολείων που θα ανταποκρίνονταν στους μαθητές όλων των ικανοτήτων. Παράλληλα
διατηρήθηκαν τα πρότυπα και τα ιδιωτικά σχολεία. Τα πολυκλαδικά σχολεία δεν παρείχαν πάντα την
αναμενόμενη ποιοτική εκπαίδευση, η δημιουργία τους και διάδοσή τους όμως βελτίωσε σημαντικά το
επίπεδο της εκπαίδευσης της Βρετανίας.
ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2011
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Η έριδα της περιβολής
Η «έριδα περί της περιβολής» είναι μια πολιτική-εκκλησιαστική σύγκρουσης μεταξύ του πάπα της
Ρώμης και του Γερμανού αυτοκράτορα, η οποία σημάδεψε μια μεγάλη περίοδο (δύο αιώνες) του
δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Ξεκίνησε στα μέσα του 11ου αιώνα με αφορμή την απόπειρα του
Γερμανού αυτοκράτορα να αποσπάσει από την Αγία Έδρα το δικαίωμα να απονέμει, «περιβάλλει», τα
εκκλησιαστικά αξιώματα των επισκόπων και των ηγουμένων των μοναστηριών της επικράτειάς του. Το
δικαίωμα αυτό του αυτοκράτορα χαρακτηρίστηκε ως σιμωνία και καταδικάστηκε επανειλημμένα από την
Εκκλησία της Ρώμης.
Ωστόσο η βαθύτερη αιτία αυτής της σύγκρουσης πρέπει να αναζητηθεί στον πολιτικό ανταγωνισμό
μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας και συγκεκριμένα στην προσπάθεια απεξάρτησης της
εκκλησιαστικής από την κοσμική εξουσία. Μετά το πέρας αυτής της διαμάχης ενισχύθηκε η εξουσία της
Εκκλησίας, όμως ο θεσμός του αυτοκράτορα υπέστη ανεπανόρθωτη φθορά καθώς οι πόλεις, οι οποίες
ελίσσοντο ανάμεσα στην εξουσία του πάπα και του αυτοκράτορα, τελικά, εξαιτίας και άλλων συγκυριών
(οικονομικών, κοινωνικών) , απέκτησαν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.
Η αυτοδιοίκηση αυτή των πόλεων δημιούργησε την ανάγκη για πολιτικά και δικαστικά αστικά αξιώματα
και οδήγησε στην καλλιέργεια νομικών σπουδών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία ανάπτυξη των σχολώ
Δικαίου στην Παβία, στη Μπολόνια και στη Ραβέννα.
2. Ρουσσώ
Το 18ο αιώνα, ή αιώνα των Φώτων, «siècle des lumieres», διαμορφώνεται στον ευρωπαϊκό χώρο, με
κέντρο ανάπτυξης τη Γαλλία, το ιδεολογικό και πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού. Οι διανοούμενοι
του Διαφωτισμού διακηρύσσουν με τόλμη τις θέσεις του για ελευθερία του στοχασμού και της κριτικής
σκέψης, με βάση τον ορθό λόγο, και αμφισβητούν κάθε λογής αυθεντία. Στη θέση των δεισιδαιμονιών
και των προκαταλήψεων των μεσαιωνικών χρόνων δίνεται ώθηση στην επιστήμη και στην πρόοδο και
το πνεύμα του Ορθού Λόγου εναντιώνεται στον αυταρχισμό της απολυταρχίας της Εκκλησίας,
διακηρύσσοντας την ανεξιθρησκεία αντί του δογματισμού. Η εκπαίδευση θεωρείται για τους Διαφωτιστές
το μέσο για την πρόοδο του ανθρώπου, αφού αυτή διασφαλίζει τη συνεχή πρόοδό του και παίζει
αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία μιας υγιούς κοινωνίας. Κυρίαρχη θέση ανάμεσά τους κατέχει ο
πλέον γνωστός φιλόσοφος του κινήματος του Διαφωτισμού, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ.
Η παιδαγωγική σκέψη του Ρουσσώ ήταν ριζοσπαστική και πρωτοπόρα για την εποχή του. Στηρίζεται
στη βιωματική και εμπειρική μάθηση και υποστηρίζει πως ο δάσκαλος δεν πρέπει να λειτουργεί απέναντι
στο μαθητή του ως αυθεντία, αλλά να ενεργοποιεί τη σκέψη του, θέτοντάς του ερωτήματα και δείχνοντάς
του την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να ερευνά και να βρίσκει τις απαντήσεις του.
Ο «Αιμίλιος», λογοτεχνικό έργο ως προς τη μορφή, είναι μια παιδαγωγική πραγματεία, που κηρύσσει
μια πραγματική παιδαγωγική επανάσταση. Ο Ρουσσώ με τον «Αιμίλιο» καταφέρνει ένα βαρύ πλήγμα
στην κατεστημένη μόρφωση, θεωρώντας αποστολή της εκπαίδευσης το να μαθαίνουν οι νέοι να
σκέπτονται και όχι να υπακούουν τυφλά. Η αυταρχική σχέση μεταξύ γονιού ή δασκάλου και παιδιού
πρέπει κατά τον Ρουσσώ να καταργηθεί, ώστε το παιδί να μπορέσει, ελεύθερο από κάθε καταπίεση, να
εκπαιδευτεί με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες. Ο Αιμίλιος, ο φανταστικός μαθητής του Ρουσσώ, θα
πρέπει να ανατραφεί σύμφωνα με τους αέναους νόμους της Φύσης, κι όχι σύμφωνα με τους ψευδο-
κανόνες των κοινωνιών. Θα πρέπει, αρχικά, να διδαχθεί μόνον όσα τον ενδιαφέρουν και του είναι
πραγματικά χρήσιμα, κι όχι χρονολογίες και ονόματα βασιλιάδων και πολέμων! Θα πρέπει να μάθει για
το δάσος μελετώντας το δάσος, για τα ζώα κοιτώντας τα ίδια τα ζώα, κι όχι τις εικόνες τους. Θα μάθει
Γεωγραφία και Κοσμογραφία παρατηρώντας τον ήλιο, τ αστέρια και τη γεωμορφολογία της περιοχής
του. Θ αρχίσει τη σπουδή της Φυσικής από πειράματα μοχλών στο σπίτι του, κι όχι παρατηρώντας τα
άψυχα σχήματα με τα βελάκια στο σχολικό εγχειρίδιο. Δεν χρειάζεται να απομνημονεύσει σύμβολα και
ξερά ονόματα μες από βιβλία, αλλά να γνωρίσει τα πράγματα καθεαυτά. Γιατί δεν ενδιαφέρει το
ακόνισμα της μνήμης, όσο της κρίσης του και η γνωστική αυτενέργεια. Το κύριο βάρος της
διαπαιδαγώγησής του πρέπει να πέσει στην αφύπνιση της έ φ ε σ ης για περαιτέρω μάθηση και για τις
επιμέρους επιστήμες, ώστε ώριμος πλέον, να στραφεί αυτοβούλως, όπου έχει κλίση.
Επιπλέον, κατά τον Ρουσσώ, η μόρφωση δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει σωστούς ανθρώπους
και πολίτες παρά μόνο αν συνοδεύεται και από ηθική διαπαιδαγώγηση που θα έχει οπωσδήποτε κάποια
θρησκευτική βάση, αλλά δεν απορρέει υποχρεωτικά από κάποιο θρησκευτικό δόγμα ή μορφή λατρείας.
Ιδεαλιστικές αφέλειες κι ουτοπικές θεωρίες, ανεφάρμοστες για μια ρεαλιστική λογική? Σίγουρα η
προτροπή του να μεγαλώσει το παιδί μέσα στη φύση ως τροφοσυλλέκτης είναι μια ιδέα ουτοπιστική και
ανεφάρμοστη, αλλά, ας μην ξεχνάμε πως, είναι πραγματικά ταιριαστή στην ανθρώπινη φύση η
ανάπτυξη του ανθρώπου μέσα στη φύση. Η εκπαίδευση που οραματίζεται ο Ρουσσώ για τον «Αιμίλιο»
πρέπει να είναι « ταιριαχτή στον άνθρωπο και καλά προσαρμοσμένη στην ανθρώπινη καρδιά». Αναζητεί
μια εκπαίδευση που θα τον βοηθήσει να αναπτύξει ομαλά τη σκέψη του και την κριτική του ικανότητα,
ώστε να ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό, το ωραίο απ’ το άσχημο, και θα τον οδηγήσει να αυτενεργεί και
να δρα, ζώντας αρμονικά, μέσα σε ένα πνεύμα ελευθερίας και ισότητας, με τον εαυτό του και την
κοινωνία. Ασκεί με κοφτερό λεπίδι οξύτατη κοινωνική κριτική, και την ίδια στιγμή χαράζει τις θεμελιώδεις
Αρχές της Παιδαγωγικής. Με λόγια απλά διατυπώνει αλήθειες που καίνε, τεκμηριώνοντας κάθε του
πρόταση με παραδειγματικές διδασκαλίες, εκπαιδευτικά παιγνίδια, και πρωτότυπες φάρσες που
ψυχαγωγούν μορφώνοντας.
3. Η τεχνική εκπαίδευση στα πανεπιστήμια της Ευρώπης τον 20ο αιώνα.
(σε αναμονή η απάντηση)

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩ ΕΤΩΝ (ΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ)


ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010
Β’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Περιγράψτε τις βασικές αλλαγές που προέκυψαν στα πανεπιστήμια του 18ου αιώνα στην
Ευρώπη ως αποτέλεσμα της διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού
Ο Διαφωτισμός έφερε το 18ο αιώνα νέες ιδέες και μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς. Τα
πανεπιστήμια δεν έμειναν ανεπηρέαστα από αυτή την πνευματική κίνηση. Ο ορθός λόγος και το κριτικό
πνεύμα που στόχευε στην καλυτέρευση της επίγειας ζωής, έθεσε σε δοκιμασία την πρακτική πολλών
πανεπιστημίων σε όλη την Ευρώπη, τα οποία προσάρμοσαν το περιεχόμενο των προγραμμάτων τους
με βάση τις νέες ιδέες και απαιτήσεις.
Οι διδαχές του Διαφωτισμού απαιτούσαν τη χρήσιμη γνώση και όχι τη θεωρία. Έτσι εισάγονται στα
προγράμματα των σπουδών των πανεπιστημίων νέες επιστήμες, όπως τα οικονομικά και η τεχνολογία,
καθώς οι ακαδημίες και τα κολέγια που είχαν αναπτυχθεί έξω από αυτά και παρείχαν εξειδικευμένες
γνώσεις αποτέλεσαν απειλή για την υποβάθμισή τους. Οι νέες αυτές επιστήμες (οικονομικά, τεχνολογία)
μαζί με την ιατρική, τις φυσικές επιστήμες και τα νομικά καταλαμβάνουν πλέον σπουδαιότερη θέση
έναντι της θεολογίας και της μεταφυσικής, καθώς έχουν άμεση πρακτική εφαρμογή.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εκτός από την εκκοσμίκευσή τους και την
ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση της θεολογίας, ήταν πως έγιναν εθνικοί θεσμοί και έχασαν τον
διεθνή χαρακτήρα τους που είχαν κατά το Μεσαίωνα. Όμως επειδή μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις
νέες ιδέες και αναγκαιότητες της εποχής, κατάφεραν να διατηρηθούν και να ακμάσουν και πάλι.
2. Ποιες ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν στην αποδέσμευση της εκπαίδευσης από τα μοναστήρια
στα τέλη του Μεσαίωνα?
Μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα η εκπαίδευση στο μεσαιωνικό κόσμο της Δύσης βρίσκεται υπό τον σφικτό
εναγκαλισμό της εκκλησίας. Από το 10ο αιώνα παρατηρούνται στην Ευρώπη κοσμογονικές αλλαγές με
επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής, οι οποίες οδήγησαν στη σταδιακή απεξάρτηση της
εκπαίδευσης από την εποπτεία της εκκλησιαστικής εξουσίας και στον προσανατολισμό της παιδείας
από τη θρησκευτική αναζήτηση στην πρακτική αναγκαιότητα.
Κατ’ αρχάς οι μικροανακαλύψεις νέων τεχνικών αγροκαλλιέργειας, όπως η τριζωνική καλλιέργεια και η
επέκταση της αρόσιμης γης με εκχερσώσεις και αποξηράνσεις, καθώς και οι τεχνολογικές καινοτομίες
του αγροτικού εξοπλισμού, είχαν ως αποτέλεσμα την ποιοτική και ποσοτική αύξηση της παραγωγής,
την εξασφάλιση περισσότερης και καλύτερης ποιότητας τροφής, τη δημιουργία αποθεμάτων τροφίμων
, καθώς και τη δημογραφική αύξηση, με επακόλουθο ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού να μην
εξαρτάται πλέον από τις καλλιέργειες και να μετακινείται από την ύπαιθρο στις πόλεις.
Η δημιουργία και η ανάπτυξη των πόλεων οδηγεί σε μια σειρά νέων επισιτιστικών, ενδυματολογικών,
στεγαστικών και πνευματικών αναγκών με απότοκο την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας και
την αντικατάσταση της ανταλλακτικής οικονομίας με τη χρηματική. Παράλληλα, οι σταυροφορίες
ενισχύουν τις εμπορικές συναλλαγές και αυξάνουν τη διαθεσιμότητα του χρήματος, λόγω των θησαυρών
που λεηλατήθηκαν, ενισχύουν το εμπόριο και φέρνουν στο προσκήνιο τις πρώτες εκδηλώσεις του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσω του οποίου διευκολύνεται η εμπορική δραστηριότητα και οι
επενδύσεις κερδών, τονώνοντας τους εμπόρους και κυρίως τους βιοτέχνες που αυξάνουν, ποσοτικά και
ποιοτικά την παραγωγή τους.
Η εδραίωση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας γεννά ένα πλήθος νέων αναγκών που απαιτεί τη
διδασκαλία νέων μαθημάτων, της λογιστικής, της αριθμητικής και της εμπορικής αλληλογραφίας και
δημιουργεί νέα επαγγέλματα. Καθίσταται πλέον αναγκαίο οι σπουδές να ανταποκρίνονται σε ένα νέο
είδος γνώσης, αυτό των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών.
Τέλος, η εξέλιξη των πόλεων οδηγεί στην πολιτική χειραφέτηση, αυτονόμηση και αυτοδιαχείρησή τους,
εγείροντας την ανάγκη για την οργάνωση της διοίκησής τους σε ορθολογιστική βάση με υπαλλήλους, οι
οποίοι καλούνται να στελεχώσουν πολιτικά και δικαστικά αξιώματα και άρα θα πρέπει να διαθέτουν την
ανάλογη παιδεία.
Αυτές οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη μεσαιωνική κοινωνία
στα τέλη του Μεσαίωνα, οδήγησαν την εκπαίδευση στο να αποτινάξει το θεοκρατικό μανδύα της και να
αποκτήσει ανθρωποκεντρική πρακτική και χρηστική χροιά.
3. Να παρουσιάσετε τους εκπροσώπους και το περιεχόμενο δύο σημαντικών παιδαγωγικών
θεωριών του 20ου αιώνα.
Από τις πιο αξιόλογες παιδαγωγούς του 20ου αι. στην Ευρώπη υπήρξε η Μαρία Μοντεσσόρι, η Ιταλίδα
γιατρός και παιδαγωγός που ταυτίστηκε με τη μέθοδο που φέρει το όνομα της και προσέφερε στα 40
χρόνια της αδιάκοπης δράσης της κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Άλλαξε την κουλτούρα και την αντίληψη
της εκπαίδευσης. Με την ολοκλήρωση των σπουδών της (το 1896) στην Ιατρική με τις ειδικότητες της
παιδιάτρου και της ψυχιάτρου, διορίστηκε βοηθός στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου της
Ρώμης, όπου της κίνησαν το ενδιαφέρον τα εκπαιδευτικά προβλήματα των παιδιών με νοητική
καθυστέρηση. Διαπίστωσε ότι η Παιδαγωγική πρέπει να συνεργαστεί με την Ιατρική για την θεραπεία
αυτών των παιδιών. «Ακόμα και αυτά τα άτυχα παιδιά, όταν ενθαρρύνονται κατάλληλα, αποκτούν ένα
αυθόρμητο ενδιαφέρον στη μάθηση και μία αυθόρμητη αυτοπειθαρχία», είχε πει χαρακτηριστικά.
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα προσκλήθηκε να αναλάβει την εκπαίδευση μιας ομάδας φτωχών και
εγκαταλειμμένων παιδιών σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης. Η Μοντεσσόρι το θεώρησε ως χρυσή
ευκαιρία για την εφαρμογή των εκπαιδευτικών της μεθόδων σε παιδιά με φυσιολογική ανάπτυξη και
νοημοσύνη. Σύμφωνα με τη μέθοδο Μοντεσσόρι, το παιδί συμμετέχει στη γνώση και με τις πέντε
αισθήσεις του και μπορεί να εκεπαιδευτεί χωρίς σχολικούς καταναγκασμούς. Τα κατάλληλα αντικείμενα
το βοηθούν να κατανοήσει τις έννοιες του βάρους, τα χρώματα, τα ποσοτικά μεγέθη και τα σχήματα,
ενώ διάφορες κατασκευές αξιοποιούν τη δημιουργική και καλλιτεχνική του έφεση. Η παιδαγωγός δεν
επιβάλλεται ποτέ με τον φόβο ή με την ένταση της φωνής της. Ένα «μάθημα σιωπής» ασκεί στον
αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση τα παιδιά.
Η Μοντεσόρι ανέδειξε μια παιδοκεντρική παιδαγωγική. Υποστήριξε τη σπουδαιότητα της αυτενέργειας
των μικρών παιδιών ως μέσου για την απόκτηση αυτονομίας και αυτοπεποίθησης. Έδωσε έμφαση στην
άσκηση των αισθήσεων και δημιούργησε υλικά που θα διεγείρουν τις αισθήσεις τους και θα τα
βοηθήσουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες και την αντίληψή τους ώστε να επικεντρώνονται ακόμη και
στην πιο μικρή λεπτομέρεια.
Η θεωρίας της εδράζεται στη βαθιά εμπιστοσύνη που πρέπει να δείχνουμε στο παιδί και ο απεριόριστος
σεβασμός στις ικανότητές του να αναπτυχθεί από μόνο του, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά του και τις
ανάγκες του. Η εκπαίδευση, σύμφωνα με την παιδαγωγική της Μοντεσσόρι, είναι εξατομικευμένη.
Πιστεύει πως η ελεύθερη απασχόληση με ό,τι κεντρίζει το ενδιαφέρον του παιδιού και η πρωτοβουλία
του να κινείται μέσα στην τάξη και να συγκεντρώνεται, από ένα σύνολο πραγμάτων σε ό,τι το ενδιαφέρει
πραγματικά, το προετοιμάζουν για τη σχολική γνώση. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να παρατηρεί, να
συμβουλεύει και να στηρίζει τις πρωτοβουλίες του παιδιού, χωρίς να επεμβαίνει κατασταλτικά. Έτσι η
εκπαίδευση του παιδιού γίνεται με τις δικές του αυθόρμητες προσπάθειες, χωρίς να διακόπτεται η
εσωτερική του παρόρμηση να εκφραστεί και να αναπτυχθεί ψυχικά και πνευματικά σύμφωνα με τις δικές
του δυνατότητες και επιλογές.
Ένας άλλος μεγάλος στοχαστής του 20ου αιώνα που επηρέασε με τις θεωρίες του την εκπαίδευση είναι
ο Αμερικανός Ντιούι (Dewey). Το ότι μεγάλωσε σε μια μικρή αμερικανική πόλη με το ήθος και τις αρχές
του 19ου αιώνα, επηρέασε τη σκέψη του με δύο τρόπους. Από τη μια πείστηκε από νωρίς πως η
παραδοσιακή, παλιομοδίτικη, στατική και παθητική εκπαίδευση, που ίσχυε στην πόλη του, ήταν κενή
περιεχομένου. Ήταν ακατάλληλη για να στηρίξει μια αμερικανική κοινωνία που μεταμορφωνόταν
ραγδαία με την εκβιομηχάνιση, τη μετανάστευση, την αύξηση του πληθυσμού και την κοινωνική αλλαγή
που όλα αυτά συνεπάγονταν. Από την άλλη η άμεση καθημερινή επαφή του μέσα στη μικρή κοινωνία
που ζούσε σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, διαμόρφωσαν στον Ντιούι την πεποίθηση
πως τα παιδιά πρέπει από νωρίς να συμμετέχουν ενεργά στα δρώμενα της κοινότητας και συνεπώς το
σχολείο δεν είναι ένα μέσο προετοιμασίας για τη μελλοντική ζωή, αλλά αποτελεί μια διαδικασία της ίδιας
της ζωής.
Ο Ντιούι ανήκει στους Αγγλοαμερικανούς Πραγματιστές διανοούμενους που είναι πεπεισμένοι ότι η
αλήθεια κρίνεται στην πράξη. Μέσα από την Πραγματιστική αυτή προσέγγιση διακήρυξε πως η αληθινή
εκπαίδευση στηρίζεται στην εμπειρία και εκπορεύεται από αυτήν. Στο σχολείο αυτό μεταφράζεται ως
συμμετοχή των μαθητών σε δραστηριότητες (έρευνα, παρατήρηση, projects κ.λ.π.) και ό,τι άλλο απαιτεί
την ενεργοποίηση των μαθητών, με σκοπό τη δημιουργία βιωμάτων που θα παράγουν γνώση. Η
εμπειρική αυτή προσέγγιση πρέπει να γίνει στη βάση ενός σχεδίου που θα περιλαμβάνει την διδακτέα
ύλη, τη μέθοδο διδασκαλίας και τα απαιτούμενα υλικά, διαφορετικά η εμπειρία που θα διαμορφωθεί θα
είναι κενή ουσίας και παιδευτικής αξίας. Κατά τον Ντιούι οι εμπειρίες που διαμορφώνονται πρέπει να
αντλούν στοιχεία από τις προηγούμενες, να επιζούν παραγωγικά και να επιδρούν στις επόμενες.
Η μάθηση για τον Ντιούι είναι μια σύνθετη διαδικασία που συνδέει την εμπειρία με τις παρορμήσεις και
τους σκοπούς μας. Η μετατροπή των παρορμήσεων, των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας σε
σκόπιμη πράξη που μας «ξυπνά» μια εμπειρία, είναι ένας μηχανισμός μάθησης. Η μάθηση έχει
εκπαιδευτική αξία όταν συνδέει διαφορετικές εμπειρίες και όχι όταν δρα αποσπασματικά. Η παρόρμηση,
το συναίσθημα ή η επιθυμία αποτελούν το ερέθισμα που ενεργοποιεί την κρίση μας , πριν την απόφαση,
για την αξία ή όχι μιας εμπειρίας.
Ο Ντιούι εννοεί την εκπαίδευση ως άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της ανάπτυξης. Εφόσον ο
άνθρωπος εξελίσσεται πνευματικά σε όλη του τη ζωή άρα και η εκπαίδευση πρέπει να είναι διά βίου.
Το σχολείο είναι μεν το αρχικό στάδιο της εκπαίδευσης, αλλά το τέλος του δεν πρέπει να σηματοδοτεί
το τέλος της εκπαίδευσης, καθώς η ικανότητα προσωπικής ανάπτυξης για κάθε άνθρωπο είναι έμφυτη
και παραμένει ζωντανή σε όλη τη ζωή του.

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Αναφέρετε τους κυριότερους λόγους για τους οποίους τα πανεπιστήμια κατάφεραν να
εδραιώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο (10ος-14ος
αιώνας).
Η σημασία των πανεπιστημίων είναι τεράστια και σηματοδοτεί την εξέλιξη στο χώρο της παιδείας. Αυτή
την περίοδο συντελείται μια ανανέωση σκέψης γύρω από αυτά και επικρατεί, πλέον, η αντίληψη πως η
πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, έναντι του οποίου υποχωρεί το
ιδιωτικό συμφέρον των επαγγελματιών. Από την αρχή της ίδρυσής τους τα πανεπιστήμια απολάμβαναν
την εύνοια της εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας, γεγονός που φανερώνει την ύψιστη αξιολόγηση
της γνώσης. Εκτός από τα ειδικά και τυπικά προνόμια που απολάμβαναν διδάσκοντες και σπουδαστές,
οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι περιβάλλονταν από υψηλό γόητρο. Καθώς θεωρούνταν αμερόληπτοι και
αντικειμενικοί, καλούνταν ως κριτές, από θέση πνευματικής ισχύος, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα
του επαγγέλματός τους, σε θέματα κρατικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας.
Σκοπός της λειτουργίας των πανεπιστημίων ήταν η αναζήτηση γενικών γνώσεων με στόχο την
ικανοποίηση της δίψας για μάθηση και την πνευματική καλλιέργεια και όχι αποκλειστικά η εκπαίδευση
για την εκπλήρωση πρακτικών αναγκών. Από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του είναι η τελειοποίηση της
τυπικής λογικής με τον ερμηνευτικό σχολιασμό και την ανάλυση των κειμένων από τους λογίους και την
διαλεκτική αντιπαράθεση αντίθετων πηγών, καθώς και η εμφάνιση της εμπειρικής σκέψης, επιτεύγματα
που παρήγαγαν έναν ενιαίο πολιτισμό της υψηλής και εξειδικευμένης γνώσης και υπηρετούν μέχρι
σήμερα τη λειτουργία πολλών επιστημών.
Βασικός συντελεστής στην επιτυχία των πανεπιστημίων ήταν η γλωσσική ενότητα διδασκαλίας και
συγγραφικής παραγωγής, καθώς η διακίνηση ιδεών και προσώπων από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο
ήταν μια εύκολη υπόθεση, αφού πουθενά δεν υπήρχαν γλωσσικοί φραγμοί.
Η μεσαιωνική κοινωνία είναι, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, μια αυστηρά διαβαθμισμένη ταξικά κοινωνία.
Το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο ήταν χώρος ζύμωσης των ιδεών περί κοινωνικής ισότητας, καθώς οι πύλες
του , για διδάσκοντες ή σπουδαστές, ήταν ανοιχτές προς όλες τις κοινωνικές τάξεις, ιδέες που έγιναν
πρωταρχικός σκοπός της διανόησης των νέων χρόνων και συνιστά το μοναδικό ευρωπαϊκό θεσμό που
κατόρθωσε από την αρχή της ίδρυσής του να διατηρήσει τον πρωταρχικό του ρόλο, να είναι, δηλαδή,
κοινό και προσιτό σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Τέλος, η αυτονομία του πανεπιστημίου από τη στιγμή που αυτό θεμελιώθηκε είχε καθοριστική σημασία,
καθώς ελάχιστοι θεσμοί στην ιστορία απέδειξαν τέτοια μακροβιότητα και τέτοια συνέχεια δομής των
στόχων τους.
2. Γενική «λαϊκή μόρφωση» ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα που έθεσε η πνευματική ελίτ της
ανερχόμενης μεσαίας τάξης την περίοδο του Διαφωτισμού. Να περιγράψετε τη διαδικασία
ανάδυσης αυτής της αντίληψης για την εκπαίδευση(ιδίως μετά από το έργο «΄Εκθεση για τη
Δημόσια Διδασκαλία» του Nicolas de Condorcet)
Ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως «ο αιώνας του Διαφωτισμού». Ο Διαφωτισμός εκφράστηκε ως
πνευματικό κίνημα και επηρέασε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η επίδρασή του
είναι αισθητή στην εκπαίδευση, καθώς οι ιδέες των Διαφωτιστών, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και
πολιτικές εξελίξεις της περιόδου αυτής, έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης.
Η ανερχόμενη μεσαία τάξη αποκτούσε ολοένα και περισσότερη οικονομική ισχύ, όμως η ιεραρχικά
δομημένη κοινωνία των επικρατούντων απολυταρχικών πολιτικών συστημάτων περιόριζε τα κοινωνικά
και πολιτικά της δικαιώματα. Οι θέσεις και τα συμφέροντά της βρίσκουν την έκφρασή τους στις ιδέες του
Διαφωτισμού. Το αίτημα για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη έχει ως άμεση συνέπεια το αίτημα της
πνευματικής ελίτ της μεσαίας τάξης για καθολική εκπαίδευση, «λαϊκή μόρφωση».
Η πιο άμεση επίδραση του Διαφωτισμού στο αίτημα για καθολική εκπαίδευση παρουσιάζεται στη Γαλλία.
Η Γαλλική Επανάσταση με τα αιτήματά της για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, συνέβαλε στη
σύσταση της εκπαίδευσης σε εθνικό επίπεδο ως αγαθό για όλους τους πολίτες ενός κράτους. Ο
μαρκήσιος ντε Κοντορσέ, αριστοκράτης με δημοκρατικές πεποιθήσεις, συντάσσει, ως μέλος της
εθνοσυνέλευσης, ένα σχέδιο για ένα ολοκληρωμένο εθνικό σύστημα παιδείας. Θέτοντας ως σκοπό της
εκπαίδευσης τη γενική και σταδιακή βελτίωση της ανθρώπινης φύσης, ο Κοντορσέ ζητά με το έργο του
«΄Εκθεση για τη Δημόσια Διδασκαλία», καθολική εκπαίδευση που να εγγυάται σε όλους ίσες ευκαιρίες.
Η επίδραση του Διαφωτισμού συνεχίζεται και κατά τον 19ο αιώνα καθώς γίνεται φανερή η αναγκαιότητα
της εκπαίδευσης για την εδραίωση των νεοσχηματιζόμενων εθνικών κρατών. Οι πολίτες πρέπει να
εκπαιδεύονται ώστε να μπορούν να ανταπεξέρχονται στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις της
πολιτείας. Γίνεται έτσι φανερό ότι δεν είναι αρκετή η εκπαίδευση μόνο των ανώτερων τάξεων. Η παιδεία
πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες. Οι θεωρητικοί του Διαφωτισμού συνέβαλαν στην επικράτηση της
ιδέας ότι σκοπός των σχολείων θα πρέπει να είναι η προώθηση των συμφερόντων της κοινωνίας και
του κράτους και όχι της Εκκλησίας, θέτοντας έτσι τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης.
3. Η εκπαιδευτική πολιτική του Καρλομάγνου και η εκπαίδευση στο Βυζάντιο: Αναπτύξτε τη
σχέση της εκπαίδευσης με το κράτος και την εκκλησία και στις δύο αυτές περιπτώσεις.
Πριν από την εποχή του Καρλομάγνου επικρατούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα μη οργανωμένο
σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο παρεχόταν από την εκκλησία. Ο Καρλομάγνος, όταν ανέλαβε την
ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης, εγκαθίδρυσε, για πρώτη φορά, ένα είδος κεντρικής διοίκησης που
απαιτούσε επάνδρωση της κρατικής μηχανής με εγγράμματους και καταρτισμένους υπαλλήλους. Γι
αυτό το λόγο επιδίωξε την ανάπτυξη της παιδείας «ανοίγοντας» την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο
Καρλομάγνος ίδρυσε, στην αυλή του παλατιού του, ανακτορική σχολή, συστηματοποίησε τη λατινική
γλώσσα, μεταφράζοντας τη Βίβλο, αποκατέστησε το πρόγραμμα σπουδών των ελευθερίων τεχνών.
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την εκπαίδευση των διδασκόντων- κληρικών. Γι αυτό το λόγο ανακατένειμε
την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε να τους ενισχύσει οικονομικά και προσέλαβε κορυφαίους λογίους
για τη μόρφωσή τους, ώστε να κατανοούν και να διδάσκουν σωστά τη Βίβλο. Όρισε με διάταγμα ως
υποχρεωτικά διδασκόμενα μαθήματα για την προπαρασκευή τους τη γραφή, την ανάγνωση και το
ψαλτήρι. Οι κληρικοί έπρεπε να εξεταστούν σε αυτά , καθώς και στο Σύμβολο της Πίστεως, και αν
αποτύγχαναν αποβάλλονταν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η πιο σημαντική του μεταρρύθμιση ήταν η υποχρέωση που επέβαλλε, με διάταγμά του, στους κληρικούς
να οργανώσουν σχολεία στις επισκοπές και στις ενορίες και να ανοίξουν τις πύλες των μοναστηριών για
όλους, δίνοντας την ευκαιρία για γνώση και στα φτωχά παιδιά που δεν είχαν σκοπό, μετά το πέρας των
σπουδών τους, να παραμείνουν στο μοναστήρι, καθορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με αυτό το διάταγμα τα
διδασκόμενα μαθήματα (ψαλτήρι, υμνωδία, γραμματική), ενώ παράλληλα οργάνωσε ενοριακά σχολεία
που παρείχαν τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, επιβάλλοντας έτσι, για πρώτη φορά στη Δυτική
Ευρώπη, ένα οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης.
Στο Βυζάντιο τα γράμματα και η εκπαίδευση δεν ήταν αποκλειστικότητα της εκκλησίας, αλλά μια
δραστηριότητα της σφύζουσας πρωτεύουσας μιας οικουμένης. Από τους πρώτους αιώνες της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν ιδιωτικά και δημόσια σχολεία υπό την προστασία των δήμων,
τα οποία παρείχαν την εγκύκλιο παιδεία (στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση), ενώ πολλοί αυτοκράτορες
παρείχαν την οικονομική στήριξή τους για τη δημιουργία και λειτουργία ανώτατων σχολών, ανεξάρτητων
από την εκκλησία, καθιστώντας την Κωνσταντινούπολη μια πνευματική πρωτεύουσα.
Πολλά μοναστήρια στο Βυζάντιο έγιναν κέντρα φιλοσοφίας και θεολογίας και συνέβαλλαν στην
παραγωγή της κλασικής γραμματείας, όμως δεν ανέλαβαν την εκπαίδευση, όπως γινόταν στη Δύση,
παρ’ όλο που εκπλήρωναν πολλές πνευματικές εργασίες (π.χ. μεταφράσεις αρχαίων κειμένων κ.ά) με
εξαίρεση τη μονή του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία διέπρεψε ως κέντρο γραμμάτων.
Εκτός από τα μοναστήρια πολλές συντεχνίες, όπως των ταμπουλάριων (γραφιάδων) υπήρξαν
σημαντικό στοιχείο για την παραγωγή βιβλίων.

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Αναφέρετε τους κυριότερους λόγους για τους οποίους τα πανεπιστήμια κατάφεραν να
εδραιώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο (10ος-14ος
αιώνας).
Η σημασία των πανεπιστημίων είναι τεράστια και σηματοδοτεί την εξέλιξη στο χώρο της παιδείας. Αυτή
την περίοδο συντελείται μια ανανέωση σκέψης γύρω από αυτά και επικρατεί, πλέον, η αντίληψη πως η
πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, έναντι του οποίου υποχωρεί το
ιδιωτικό συμφέρον των επαγγελματιών. Από την αρχή της ίδρυσής τους τα πανεπιστήμια απολάμβαναν
την εύνοια της εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας, γεγονός που φανερώνει την ύψιστη αξιολόγηση
της γνώσης. Εκτός από τα ειδικά και τυπικά προνόμια που απολάμβαναν διδάσκοντες και σπουδαστές,
οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι περιβάλλονταν από υψηλό γόητρο. Καθώς θεωρούνταν αμερόληπτοι και
αντικειμενικοί, καλούνταν ως κριτές, από θέση πνευματικής ισχύος, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα
του επαγγέλματός τους, σε θέματα κρατικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας.
Σκοπός της λειτουργίας των πανεπιστημίων ήταν η αναζήτηση γενικών γνώσεων με στόχο την
ικανοποίηση της δίψας για μάθηση και την πνευματική καλλιέργεια και όχι αποκλειστικά η εκπαίδευση
για την εκπλήρωση πρακτικών αναγκών. Από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του είναι η τελειοποίηση της
τυπικής λογικής με τον ερμηνευτικό σχολιασμό και την ανάλυση των κειμένων από τους λογίους και την
διαλεκτική αντιπαράθεση αντίθετων πηγών, καθώς και η εμφάνιση της εμπειρικής σκέψης, επιτεύγματα
που παρήγαγαν έναν ενιαίο πολιτισμό της υψηλής και εξειδικευμένης γνώσης και υπηρετούν μέχρι
σήμερα τη λειτουργία πολλών επιστημών.
Βασικός συντελεστής στην επιτυχία των πανεπιστημίων ήταν η γλωσσική ενότητα διδασκαλίας και
συγγραφικής παραγωγής, καθώς η διακίνηση ιδεών και προσώπων από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο
ήταν μια εύκολη υπόθεση, αφού πουθενά δεν υπήρχαν γλωσσικοί φραγμοί.
Η μεσαιωνική κοινωνία είναι, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, μια αυστηρά διαβαθμισμένη ταξικά κοινωνία.
Το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο ήταν χώρος ζύμωσης των ιδεών περί κοινωνικής ισότητας, καθώς οι πύλες
του , για διδάσκοντες ή σπουδαστές, ήταν ανοιχτές προς όλες τις κοινωνικές τάξεις, ιδέες που έγιναν
πρωταρχικός σκοπός της διανόησης των νέων χρόνων και συνιστά το μοναδικό ευρωπαϊκό θεσμό που
κατόρθωσε από την αρχή της ίδρυσής του να διατηρήσει τον πρωταρχικό του ρόλο, να είναι, δηλαδή,
κοινό και προσιτό σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Τέλος, η αυτονομία του πανεπιστημίου από τη στιγμή που αυτό θεμελιώθηκε είχε καθοριστική σημασία,
καθώς ελάχιστοι θεσμοί στην ιστορία απέδειξαν τέτοια μακροβιότητα και τέτοια συνέχεια δομής των
στόχων τους.
2. Γενική «λαϊκή μόρφωση» ήταν ένα από τα κύρια αιτήματα που έθεσε η πνευματική ελίτ της
ανερχόμενης μεσαίας τάξης την περίοδο του Διαφωτισμού. Να περιγράψετε τη διαδικασία ανάδυσης
αυτής της αντίληψης για την εκπαίδευση(ιδίως μετά από το έργο «΄Εκθεση για τη Δημόσια Διδασκαλία»
του Nicolas de Condorcet)
Ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως «ο αιώνας του Διαφωτισμού». Ο Διαφωτισμός εκφράστηκε ως
πνευματικό κίνημα και επηρέασε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η επίδρασή του
είναι αισθητή στην εκπαίδευση, καθώς οι ιδέες των Διαφωτιστών, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και
πολιτικές εξελίξεις της περιόδου αυτής, έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης.
Η ανερχόμενη μεσαία τάξη αποκτούσε ολοένα και περισσότερη οικονομική ισχύ, όμως η ιεραρχικά
δομημένη κοινωνία των επικρατούντων απολυταρχικών πολιτικών συστημάτων περιόριζε τα κοινωνικά
και πολιτικά της δικαιώματα. Οι θέσεις και τα συμφέροντά της βρίσκουν την έκφρασή τους στις ιδέες του
Διαφωτισμού. Το αίτημα για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη έχει ως άμεση συνέπεια το αίτημα της
πνευματικής ελίτ της μεσαίας τάξης για καθολική εκπαίδευση, «λαϊκή μόρφωση».
Η πιο άμεση επίδραση του Διαφωτισμού στο αίτημα για καθολική εκπαίδευση παρουσιάζεται στη Γαλλία.
Η Γαλλική Επανάσταση με τα αιτήματά της για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, συνέβαλε στη
σύσταση της εκπαίδευσης σε εθνικό επίπεδο ως αγαθό για όλους τους πολίτες ενός κράτους. Ο
μαρκήσιος ντε Κοντορσέ, αριστοκράτης με δημοκρατικές πεποιθήσεις, συντάσσει, ως μέλος της
εθνοσυνέλευσης, ένα σχέδιο για ένα ολοκληρωμένο εθνικό σύστημα παιδείας. Θέτοντας ως σκοπό της
εκπαίδευσης τη γενική και σταδιακή βελτίωση της ανθρώπινης φύσης, ο Κοντορσέ ζητά με το έργο του
«΄Εκθεση για τη Δημόσια Διδασκαλία», καθολική εκπαίδευση που να εγγυάται σε όλους ίσες ευκαιρίες.
Η επίδραση του Διαφωτισμού συνεχίζεται και κατά τον 19ο αιώνα καθώς γίνεται φανερή η αναγκαιότητα
της εκπαίδευσης για την εδραίωση των νεοσχηματιζόμενων εθνικών κρατών. Οι πολίτες πρέπει να
εκπαιδεύονται ώστε να μπορούν να ανταπεξέρχονται στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις της
πολιτείας. Γίνεται έτσι φανερό ότι δεν είναι αρκετή η εκπαίδευση μόνο των ανώτερων τάξεων. Η παιδεία
πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες. Οι θεωρητικοί του Διαφωτισμού συνέβαλαν στην επικράτηση της
ιδέας ότι σκοπός των σχολείων θα πρέπει να είναι η προώθηση των συμφερόντων της κοινωνίας και
του κράτους και όχι της Εκκλησίας, θέτοντας έτσι τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης.
3. Η εκπαιδευτική πολιτική του Καρλομάγνου και η εκπαίδευση στο Βυζάντιο: Αναπτύξτε τη
σχέση της εκπαίδευσης με το κράτος και την εκκλησία και στις δύο αυτές περιπτώσεις.
Πριν από την εποχή του Καρλομάγνου επικρατούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα μη οργανωμένο
σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο παρεχόταν από την εκκλησία. Ο Καρλομάγνος, όταν ανέλαβε την
ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης, εγκαθίδρυσε, για πρώτη φορά, ένα είδος κεντρικής διοίκησης που
απαιτούσε επάνδρωση της κρατικής μηχανής με εγγράμματους και καταρτισμένους υπαλλήλους. Γι
αυτό το λόγο επιδίωξε την ανάπτυξη της παιδείας «ανοίγοντας» την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο
Καρλομάγνος ίδρυσε, στην αυλή του παλατιού του, ανακτορική σχολή, συστηματοποίησε τη λατινική
γλώσσα, μεταφράζοντας τη Βίβλο, αποκατέστησε το πρόγραμμα σπουδών των ελευθερίων τεχνών.
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την εκπαίδευση των διδασκόντων- κληρικών. Γι αυτό το λόγο ανακατένειμε
την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε να τους ενισχύσει οικονομικά και προσέλαβε κορυφαίους λογίους
για τη μόρφωσή τους, ώστε να κατανοούν και να διδάσκουν σωστά τη Βίβλο. Όρισε με διάταγμα ως
υποχρεωτικά διδασκόμενα μαθήματα για την προπαρασκευή τους τη γραφή, την ανάγνωση και το
ψαλτήρι. Οι κληρικοί έπρεπε να εξεταστούν σε αυτά , καθώς και στο Σύμβολο της Πίστεως, και αν
αποτύγχαναν αποβάλλονταν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η πιο σημαντική του μεταρρύθμιση ήταν η υποχρέωση που επέβαλλε, με διάταγμά του, στους κληρικούς
να οργανώσουν σχολεία στις επισκοπές και στις ενορίες και να ανοίξουν τις πύλες των μοναστηριών για
όλους, δίνοντας την ευκαιρία για γνώση και στα φτωχά παιδιά που δεν είχαν σκοπό, μετά το πέρας των
σπουδών τους, να παραμείνουν στο μοναστήρι, καθορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με αυτό το διάταγμα τα
διδασκόμενα μαθήματα (ψαλτήρι, υμνωδία, γραμματική), ενώ παράλληλα οργάνωσε ενοριακά σχολεία
που παρείχαν τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, επιβάλλοντας έτσι, για πρώτη φορά στη Δυτική
Ευρώπη, ένα οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης.
Στο Βυζάντιο τα γράμματα και η εκπαίδευση δεν ήταν αποκλειστικότητα της εκκλησίας, αλλά μια
δραστηριότητα της σφύζουσας πρωτεύουσας μιας οικουμένης. Από τους πρώτους αιώνες της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν ιδιωτικά και δημόσια σχολεία υπό την προστασία των δήμων,
τα οποία παρείχαν την εγκύκλιο παιδεία (στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση), ενώ πολλοί αυτοκράτορες
παρείχαν την οικονομική στήριξή τους για τη δημιουργία και λειτουργία ανώτατων σχολών, ανεξάρτητων
από την εκκλησία, καθιστώντας την Κωνσταντινούπολη μια πνευματική πρωτεύουσα.
Πολλά μοναστήρια στο Βυζάντιο έγιναν κέντρα φιλοσοφίας και θεολογίας και συνέβαλλαν στην
παραγωγή της κλασικής γραμματείας, όμως δεν ανέλαβαν την εκπαίδευση, όπως γινόταν στη Δύση,
παρ’ όλο που εκπλήρωναν πολλές πνευματικές εργασίες (π.χ. μεταφράσεις αρχαίων κειμένων κ.ά) με
εξαίρεση τη μονή του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία διέπρεψε ως κέντρο γραμμάτων.
Εκτός από τα μοναστήρια πολλές συντεχνίες, όπως των ταμπουλάριων (γραφιάδων) υπήρξαν
σημαντικό στοιχείο για την παραγωγή βιβλίων.

ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩν ΕΤΩΝ, ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ


ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ 2008
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Τα πανεπιστήμια συνέβαλαν σημαντικά στην αλλαγή του μεσαιωνικού τρόπου σκέψης και
συνεισέφεραν ιδιαίτερα στους μετασχηματισμούς που εισήλθαν στη δομή των ευρωπαϊκών
κοινωνιών. Περιγράψτε και εξηγήστε τις εξελίξεις αυτές.
(σε αναμονή)

2. Αναλύστε τους βασικούς παράγοντες που επέτρεψαν την προώθηση του Ουμανισμού, τις
βασικές αρχές της Ουμανιστικής Παιδείας και το ρόλο που έπαιξε η θρησκεία στη διαμόρφωση
των θέσεών της.
Το 15ο και 16ο αιώνα ανθίζει στη Δυτική Ευρώπη ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα, η
Αναγέννηση, με βασικό χαρακτηριστικό της την απολύτρωση του πνεύματος από το Μεσαιωνικό
θεοκρατισμό και την αναβίωση των αξιών της κλασικής αρχαιότητας. Η Αναγέννηση εκφράζεται σε
όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ειδικότερα στον τομέα των Γραμμάτων με το
διανοητικό κίνημα του Ουμανισμού, τη στροφή, δηλαδή, προς τη βαθύτερη γνώση της αρχαιότητας με
τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.
Στην ανάπτυξη του ουμανισμού συνέβαλαν πολλοί παράγοντες με σημαντικότερους τις ανακαλύψεις,
την εξάπλωση του εμπορίου και τον πλουτισμό της μεσαίας τάξης , την εφεύρεση της τυπογραφίας, τον
ατομικισμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων.
Οι ανακαλύψεις του 15ου αιώνα (π.χ. Αμερική) επαναπροσδιορίζουν τα όρια και τα μεγέθη του κόσμου
και ανοίγουν νέους δρόμους οικονομικής και πολιτισμικής επέκτασης. Η εξάπλωση του εμπορίου απαιτεί
τη βελτίωση των μέσων στις χερσαίες και θαλάσσιες οδούς επικοινωνίας και οδηγεί στην ανάγκη για
νέες τεχνικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως η πυξίδα, το ρολόι, τα πυροβόλα όπλα, που
κατέστησαν εφικτή την πραγματοποίηση μεγάλων ταξιδιών.
Ο σημαντικότερος, ίσως, παράγοντας διάδοσης του Ουμανισμού ήταν η εφεύρεση της τυπογραφίας, η
οποία επέτρεψε τη μεγάλη παραγωγή των βιβλίων σε χαμηλές τιμές, την εξέλιξη των εθνικών γλωσσών
και, επομένως, την άνετη έκφραση των ιδεών, καθώς και την ανάπτυξη του εμπορίου και του τραπεζικού
συστήματος.
Η ανάπτυξη του εμπορίου και του τραπεζικού συστήματος οδήγησαν στη δημιουργία ανεξάρτητων, από
το οικουμενικό κράτος και την οικουμενική Εκκλησία, πόλεων, οι οποίες αποτελούνταν από διάφορες
κοινωνικές τάξεις, και ανεξάρτητων ηγεμόνων. Οι ηγεμόνες και οι πλούσιοι αστοί χρηματοδοτούν, ως
μαικήνες, διανοούμενους και καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα να ευνοείται μεταξύ των πόλεων η ανάπτυξη
του ατομικισμού και να αναδειχθούν πολλές ιταλικές πόλεις σε σημαντικά πνευματικά και καλλιτεχνικά
κέντρα.
Στόχος των ουμανιστών διανοούμενων και παιδαγωγών είναι, μέσα από την εκπαίδευση, να αναπτύξει
ο άνθρωπος την κριτική του ικανότητα, ώστε, ελεύθερος από προκαταλήψεις, να προσεγγίσει την
αλήθεια και να προοδεύσει, να καταστεί ένας "καθολικός άνθρωπος", μια πολυδιάστατη
προσωπικότητα, με ευρύτητα γνώσεων που θα έχει τη δυνατότητα και την ικανότητα να καθορίζει ο ίδιος
την τύχη του.
Σύμφωνα με τους ουμανιστές ο άνθρωπος δε γεννιέται αλλά γίνεται, δηλαδή διαμορφώνει μια
συγκροτημένη προσωπικότητα, μέσω της εκπαίδευσης. Για τη διαμόρφωση αυτή του νέου, "καθολικού"
ανθρώπου υπάρχει η ανάγκη νέων προτύπων. Ήθος, αρετή, πειθαρχία και σφαιρική γνώση είναι τα
ιδεώδη πρότυπα, τα οποία αντλούνται από τα κλασικά γράμματα και τα πατερικά κείμενα και καθορίζουν
την ιδανική εκπαίδευση των ουμανιστών.
Πάνω σε αυτά τα πρότυπα ο Έρασμος, ο κυριότερος εκπρόσωπος του πνευματικού αυτού κινήματος,
υποστηρίζει πως ηθική των κλασικών και των πατερικών κειμένων πρέπει να μελετηθεί με πειθαρχία,
το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη μάθηση και τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα, και να είναι
συνεχής, ώστε οι μαθητές να διδαχθούν από αυτά και να αναπτύξουν ενάρετες συνήθειες.
της παιδείας, δεν υποτάσσονται σε αυτήν και δεν διστάζουν να «εξερευνήσουν» και άλλα κείμενα,
προκειμένου να τα επιλέξουν ως κατάλληλα για τη διαπαιδαγώγηση των νεαρών χριστιανών,
αποκλείοντας μερικούς συγγραφείς, ή δίνοντας μια αλληγορική ερμηνεία των έργων τους, ώστε να μην
προσβάλλεται η χριστιανική ηθική.

3. Η τεχνική εκπαίδευση στην Ευρώπη του 20ου αιώνα. Να αναφέρετε ποιες χώρες έδωσαν
έμφαση σ’ αυτήν, με ποιους σκοπούς και ποια αποτελέσματα.
(σε αναμονή)
ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2009
Α’ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ
1. Με ποιο τρόπο συνδέθηκε η μεταρρύθμιση στη θρησκεία από το Λούθηρο με τη μεταρρύθμιση στην
παιδεία? Πώς οργανώνουν, την ίδια εποχή, οι καθολικοί παιδαγωγοί τις δικές τους εκπαιδευτικές θέσεις?
Το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα εκδηλώνεται στην Ευρώπη μία θρησκευτική εξέγερση ως
αντίδραση στη θρησκευτική μισαλλοδοξία και στον προκλητικά διεφθαρμένο τρόπο ζωής των ανώτερων
κληρικών, η θρησκευτική μεταρρύθμιση, η οποία επηρέασε και την εκπαίδευση. Ο Λούθηρος,
αναλαμβάνοντας την εκστρατεία διαφωτισμού των πιστών, αντιλαμβάνεται την ανάγκη για εκπαίδευση
και μόρφωση του λαού, αφού έτσι ο Λόγος του Θεού, μέσα από τη μελέτη της Αγίας Γραφής, θα γίνει
προσιτός και κατανοητός, διαμορφώνοντας, κατ' επέκταση, ευσεβείς χριστιανούς, αλλά και το έθνος θα
αποκτήσει μορφωμένους υπηκόους. Καθώς αυτοί οι δύο εκπαιδευτικοί στόχοι υπηρετούν τη θρησκεία
και το έθνος, υποστήριξε την άποψη πως "η εκπαίδευση πρέπει να είναι καθήκον της πολιτείας και να
οργανώνεται από αυτήν" ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτήν όλες οι κοινωνικές τάξεις και πρότεινε ένα
εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μεταρρύθμισης. Μερίμνησε για τη
χρήση της καθομιλουμένης στα σχολεία, ώστε να γίνεται κατανοητό, μέσα από την κατήχηση, το νέο
δόγμα στους απλούς ανθρώπους, και για τη διεύρυνση των προγραμμάτων των λατινικών
δευτεροβάθμιων σχολίων ώστε να προσφέρουν επαγγελματικές σπουδές, ενώ έδωσε έμφαση στη
διδασκαλία των αρχαίων γλωσσών, απαραίτητες για τη μελέτη της Βίβλου, καθώς και στη θεολογία και
ρητορική, για να διαμορφώνονται κήρυκες καταρτισμένοι και ικανοί να διαδώσουν το δόγμα του
προτεσταντισμού.
Ως απάντηση στη Μεταρρύθμιση, το θρησκευτικό κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης, χρησιμοποιεί, μεταξύ
άλλων, και την παιδεία. Η βαρύτητα που δίνουν στην εκπαίδευση οι Ιησουίτες είναι ιδιαίτερα εμφανής,
καθώς ιδρύουν κολέγια και ιεροσπουδαστήρια σε ολόκληρη την Ευρώπη, στα οποία εισάγουν νέες
μεθόδους διδασκαλίας και καταρτίζουν σταθερά ακαδημαϊκά προγράμματα που επηρέασαν τη
διαμόρφωση αρκετών σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων. Με προσεκτική επιλογή και οργάνωση
συνταιριάζουν τα κείμενα της κλασικής γραμματείας με αυτά της θεολογικής, τα οποία στη συνέχεια
διδάσκονται, από άρτια καταρτισμένους και χαρισματικούς δασκάλους, με σκοπό την αφοσίωση των
διδασκόντων στον καθολικισμό και την υπεράσπιση και διάδοση της ρωμαιοκαθολικής πίστης. Στα
δευτεροβάθμια κολέγια διδάσκονται, εκτός από την κλασική και θεολογική γραμματεία, τα αρχαία
ελληνικά, τα εβραϊκά και με ιδιαίτερη έμφαση (ως γλώσσα διδασκαλίας) τα λατινικά, η λατινική
γραμματική, η λογοτεχνία, η ρητορική και η λογική και στα ανώτερα κολέγια τα μαθηματικά, η λογική, η
φιλοσοφία, και η θεολογία. Ακολουθώντας, προοδευτικά, τα χνάρια του Έρασμου και του Λούθηρου
μεριμνούν ώστε η διδασκαλία να προσφέρεται δωρεάν. Φροντίζουν τα κολέγια να συντηρούνται από
πλούσιους χορηγούς, καθιστώντας έτσι τη γνώση προσβάσιμη από όλες τις κοινωνικές τάξεις,
αποκλείουν όμως το γυναικείο φύλο. Η πειθαρχία είναι αυστηρή, αλλά χωρίς να ασκείται σωματική βία,
ενώ προωθείται ο ανταγωνισμός των μαθητών , σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, με τη θεσμοθέτηση
οργανωμένων γραπτών εξετάσεων
2. Συγκρίνετε τις εκπαιδευτικές θέσεις του Ρεαλισμού και του Ευσεβισμού. Ποια τα κοινά τους
στοιχεία και οι βασικές τους διαφορές?
Το κίνημα του ρεαλισμού διακηρύττει ότι η γνώση σχηματοποιείται μέσα από την εμπειρία. Προτείνει
νέες αρχές για την παιδεία, βασισμένες στην επιστημονική τεκμηρίωση και στη συστηματική έρευνα και
υποστηρίζει την πρακτική αξία της επιστήμης και την εφαρμογή της στο στρατό, τη χειρουργική και την
ιατρική. Ιδρύονται ακαδημίες που παρέχουν πρακτική εκπαίδευση και τεχνικές γνώσεις και
απευθύνονται κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι αισθησιοκράτες ρεαλιστές αμφισβητούν την
αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών μεθόδων του ανθρωπισμού, δίνουν έμφαση σε ό,τι είναι απτό
και χρήσιμο, Res non verba (το πράγμα και όχι η λέξη), και όχι μόνο στα διδάγματα των θεωριών, αλλά
στην αξία της άμεσης εμπειρίας, θεωρώντας την προϋπόθεση κάθε γνώσης. Στόχος της παιδείας για το
ρεαλισμό είναι η αξιοποίηση και εφαρμογή της εμπειρικής γνώσης στην καθημερινή ζωή. Το
εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Ρεαλιστών περιλάμβανε μεγάλο φάσμα μαθημάτων με καινοτόμες
μεθόδους διδασκαλίας, ταξίδια, παρατήρηση, απόδειξη και πειράματα καθώς και εποπτικά μέσα (τα
οποία χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά) χάρτες, υδρόγειοι, εικόνες, σχέδια, σπάνια μέταλλα και
επισκέψεις σε βοτανικούς κήπους. Υποστηρίζουν πως τα πειράματα και η επιστημονική μελέτη του
φυσικού κόσμου δεν αντιτίθεται στη θρησκευτική πίστη, αλλά οδηγεί στην πληρέστερη αποδοχή του
Θεού. Ο Κομένιος που υπήρξε από τους σπουδαιότερους Ρεαλιστές, πίστευε στην παιδεία μέσω των
αισθήσεων και εισήγαγε στην παιδεία του Ρεαλισμού τη διάσταση της ηθικής διαπαιδαγώγησης.
Οι Ευσεβιστές υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση προστατεύει τη θρησκευτική ευσέβεια. Η πίστη πρέπει
να προηγείται της νόησης, καθώς κάποια πράγματα βρίσκονται κρυμμένα από το νου μέσα στην ψυχή
του ανθρώπου. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι πρέπει να κατανοούν το θεϊκό σχέδιο και εφόσον όλοι οι
άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν, οφείλουν να έχουν και την κατάλληλη γνώση. Σύμφωνα με αυτή την
ερμηνεία οι Ευσεβιστές προωθούν τη μαζική παιδεία, εστιάζοντας στην προετοιμασία των δασκάλων
του λαού και σε διδακτικές μεθόδους που υπηρετούν στόχους των θρησκευόμενων ανθρώπων.
Με βάση αυτές τις εκπαιδευτικές αρχές ιδρύθηκαν παιδαγωγικά ιδρύματα, οι ακαδημίες, επιμόρφωσης
δασκάλων και ιεραποστόλων στη Γερμανία, την Πρωσία , αλλά και στην Αγγλία. Σε αυτά διδασκόταν
ένα ευρύ φάσμα μαθημάτων και επαγγελματικών τεχνών με τη συνεπικουρία εποπτικών μέσων
διδασκαλίας, κατασκευών, πειραμάτων, διαλέξεων, δημοσίων συζητήσεων και έρευνας.
Ο Ευσεβισμός συνέβαλε στην ενοποίηση του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος , όπου το δικαίωμα
του λαού για χριστιανική αγωγή και συστηματική γενική εκπαίδευση αναγνωρίστηκε πλήρως.
Οι Ρεαλιστές, δεν αμφισβητούν την χριστιανική πίστη, αλλά υποστηρίζουν πως η γνώση και η
επιστημονική μελέτη οδηγούν στην αποδοχή του Θεού. Οι Ευσεβιστές υποστηρίζουν πως η πίστη
προηγείται της νόησης και επομένως η γνώση είναι καθοριστική για την κατανόηση από τον άνθρωπο
του θεϊκού σχεδίου. Καθήκον, επομένως, κάθε πιστού χριστιανού για τους Ευσεβιστές είναι η απόκτηση
γνώσης προκειμένου να κατανοήσει τη δημιουργία του Θεού.
Οι αισθησιοκράτες Ρεαλιστές δίνουν έμφαση στη χρηστικότητα της γνώσης και παρέχουν μια πρακτική
και επιστημονική εκπαίδευση που απευθύνεται στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η μέριμνα για
καθολική εκπαίδευση είναι συγκρατημένη και περιορίζεται μέχρι και το δεύτερο σχολικό στάδιο. Στοχεύει
στην απόκτηση πρακτικών και λειτουργικών δεξιοτήτων και στην αξιοποίηση και εφαρμογή της
εμπειρικής γνώσης στην καθημερινή ζωή. Οι Ευσεβιστές θέτουν την παιδεία στην υπηρεσία της
θρησκείας, αποσκοπούν μέσω της παιδείας στην καλλιέργεια της θεοσέβειας των μαθητών και γι αυτό
το λόγο προωθούν τη γενική παιδεία. Ρεαλιστές και Ευσεβιστές θεωρούν πως στόχος της εκπαίδευσης
είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση, αναγνωρίζουν όμως και την χρηστικότητα της γνώσης και γι αυτό
παρέχουν στα παιδιά τα απαραίτητα εφόδια που χρειάζονται για την πραγματική ζωή με τη χρήση
πολλών εκπαιδευτικών μέσων και δραστηριοτήτων.
3. Να αναφέρετε τα κοινά χαρακτηριστικά των πανεπιστημίων του 19ου αιώνα, καθώς και τα
ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά γεγονότα που συντέλεσαν στη διαμόρφωσή τους.
Το 19ο αιώνα ιδρύθηκαν νέα πανεπιστήμια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με συνεχώς αυξανόμενο
αριθμό φοιτητών. Χωρίς ειδικό σχεδιασμό και με πολλά ειδικά προβλήματα, τα πανεπιστήμια συνέβαλαν
στη διαμόρφωση της νέας τάξης των εξειδικευμένων επιστημόνων ή διανοούμενων επαγγελματιών.
Τα νέα πανεπιστήμια, αλλά και πολλά από τα παλιά, έδωσαν έμφαση στον κοσμικό χαρακτήρα τους
αποποιούμενα κάθε σχέση με την Εκκλησία. Η οργάνωση, η ακαδημαϊκή ύλη, ακόμη και η γλώσσα των
πανεπιστημίων άλλαξαν, ώστε να απευθύνονται σε ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το
πρόγραμμά τους είχε χρηστικούς στόχους και οι διδάσκοντες ήταν πλέον ειδικευμένοι στα θέματα που
δίδασκαν, καταργώντας την παράδοση του ενός δασκάλου που δίδασκε όλα τα θέματα.
Πολλά καινούρια κολέγια και πανεπιστήμια, (κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο) χρηματοδοτούνταν από
τους βιομηχάνους, καθώς τα θεωρούσαν απαραίτητα προκειμένου να επανδρώσουν τις βιομηχανίες
τους με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κοινωνικής
σύστασης των πανεπιστημίων, καθώς αυξανόταν ο αριθμός των φοιτητών που προέρχονταν από
οικογένειες εμπόρων, βιοτεχνών και επαγγελματιών έναντι των φοιτητών από αριστοκρατικές
οικογένειες.
Στον αιώνα αυτό τα πανεπιστήμια λειτούργησαν και ως φυτώρια επαναστατικών κινημάτων, ιδιαίτερα
στη Ρωσία, αλλά και ως κέντρα συντηρητισμού και εθνικισμού . Οι αντιλήψεις περί ανωτερότητας του
γερμανικού έθνους, ιδιαίτερα απέναντι σε όσους ξένους (ειδικά τους Εβραίους) τους αντιμετώπιζαν ως
ανταγωνιστές , αναδύθηκαν , καλλιεργήθηκαν και ρίζωσαν στα πανεπιστήμια της Γερμανίας εκείνη την
εποχή.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΤΩΝ (συνέχεια από την προηγούμενη δημοσίευση...)


Β’ Εξεταστική 2005
1). Η επέκταση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα οδήγησε στη
διάχυση της γνώσης σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Ποιοι ήσαν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή
την εξέλιξη και ποιες οι κοινωνικές και οικονομικές της συνέπειες?
(αναπάντητο, προς το παρόν)
2). Η εκπαιδευτική πολιτική του Καρλομάγνου και η εκπαίδευση στο Βυζάντιο: Αναπτύξτε τη
σχέση της εκπαίδευσης με το κράτος και την εκκλησία και στις δύο αυτές περιπτώσεις.
Πριν από την εποχή του Καρλομάγνου επικρατούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη ένα μη οργανωμένο
σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο παρεχόταν από την εκκλησία. Ο Καρλομάγνος, όταν ανέλαβε την
ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης, εγκαθίδρυσε, για πρώτη φορά, ένα είδος κεντρικής διοίκησης που
απαιτούσε επάνδρωση της κρατικής μηχανής με εγγράμματους και καταρτισμένους υπαλλήλους. Γι
αυτό το λόγο επιδίωξε την ανάπτυξη της παιδείας «ανοίγοντας» την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο
Καρλομάγνος ίδρυσε, στην αυλή του παλατιού του, ανακτορική σχολή, συστηματοποίησε τη λατινική
γλώσσα, μεταφράζοντας τη Βίβλο, αποκατέστησε το πρόγραμμα σπουδών των ελευθερίων τεχνών.
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειξε για την εκπαίδευση των διδασκόντων- κληρικών. Γι αυτό το λόγο ανακατένειμε
την εκκλησιαστική περιουσία, ώστε να τους ενισχύσει οικονομικά και προσέλαβε κορυφαίους λογίους
για τη μόρφωσή τους, ώστε να κατανοούν και να διδάσκουν σωστά τη Βίβλο. Όρισε με διάταγμα ως
υποχρεωτικά διδασκόμενα μαθήματα για την προπαρασκευή τους τη γραφή, την ανάγνωση και το
ψαλτήρι. Οι κληρικοί έπρεπε να εξεταστούν σε αυτά , καθώς και στο Σύμβολο της Πίστεως, και αν
αποτύγχαναν αποβάλλονταν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η πιο σημαντική του μεταρρύθμιση ήταν η υποχρέωση που επέβαλλε, με διάταγμά του, στους κληρικούς
να οργανώσουν σχολεία στις επισκοπές και στις ενορίες και να ανοίξουν τις πύλες των μοναστηριών για
όλους, δίνοντας την ευκαιρία για γνώση και στα φτωχά παιδιά που δεν είχαν σκοπό, μετά το πέρας των
σπουδών τους, να παραμείνουν στο μοναστήρι, καθορίζοντας μάλιστα ο ίδιος, με αυτό το διάταγμα τα
διδασκόμενα μαθήματα (ψαλτήρι, υμνωδία, γραμματική), ενώ παράλληλα οργάνωσε ενοριακά σχολεία
που παρείχαν τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, επιβάλλοντας έτσι, για πρώτη φορά στη Δυτική
Ευρώπη, ένα οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης.
Στο Βυζάντιο τα γράμματα και η εκπαίδευση δεν ήταν αποκλειστικότητα της εκκλησίας, αλλά μια
δραστηριότητα της σφύζουσας πρωτεύουσας μιας οικουμένης. Από τους πρώτους αιώνες της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν ιδιωτικά και δημόσια σχολεία υπό την προστασία των δήμων,
τα οποία παρείχαν την εγκύκλιο παιδεία (στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση), ενώ πολλοί αυτοκράτορες
παρείχαν την οικονομική στήριξή τους για τη δημιουργία και λειτουργία ανώτατων σχολών, ανεξάρτητων
από την εκκλησία, καθιστώντας την Κωνσταντινούπολη μια πνευματική πρωτεύουσα.
Πολλά μοναστήρια στο Βυζάντιο έγιναν κέντρα φιλοσοφίας και θεολογίας και συνέβαλλαν στην
παραγωγή της κλασικής γραμματείας, όμως δεν ανέλαβαν την εκπαίδευση, όπως γινόταν στη Δύση,
παρ’ όλο που εκπλήρωναν πολλές πνευματικές εργασίες (π.χ. μεταφράσεις αρχαίων κειμένων κ.ά) με
εξαίρεση τη μονή του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, η οποία διέπρεψε ως κέντρο γραμμάτων.
Εκτός από τα μοναστήρια πολλές συντεχνίες, όπως των ταμπουλάριων (γραφιάδων) υπήρξαν
σημαντικό στοιχείο για την παραγωγή βιβλίων.
3). Αναφέρετε τρεις τουλάχιστον παιδαγωγικές ιδέες του 19ου ή του 20ου αιώνα σχετικές με την
αυτενέργεια του παιδιού. Ποιο το περιεχόμενο και ποιες οι μεταξύ τους διαφορές?
19ος αι.
Οι παιδαγωγοί του 19ου αι. στηρίχτηκαν στις ιδέες των διανοητών του Διαφωτισμού, οι οποίοι
απέβλεπαν στη χειραφέτηση και ολοκλήρωση του ανθρώπου. Οι Διαφωτιστές έσπασαν τα δεσμά με τη
θεοκρατούμενη Ευρώπη, έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης και υποστήριξαν πως τα
σχολεία είναι υπόθεση του κράτους και όχι της Εκκλησίας, καθώς ο σκοπός τους θα πρέπει να είναι η
προώθηση της κοινωνίας και του κράτους και να προετοιμάζουν πολίτες για την επίγεια και όχι τη
μεταθανάτια ζωή.
Οι διανοητές της εκπαίδευσης του 19ου αιώνα επηρεασμένοι από αυτές τις ιδέες, έστρεψαν την
προσοχή τους στη διαμόρφωση πολιτών ενταγμένων στις νέες ευρωπαϊκές κοινωνίες και πρότειναν τη
δημιουργία εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων, τα οποία θα μεριμνούν για το κάθε στάδιο εκπαίδευσης
των παιδιών.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό των εκπαιδευτικών αυτής της εποχής είναι η εστίασή τους στα στάδια της
διανοητικής εξέλιξης του παιδιού και οι διδακτικές μέθοδοι και το διδακτικό υλικό που θα έπρεπε να
αντιστοιχεί σε κάθε στάδιο, παιδαγωγικές αρχές πάνω στις οποίες εργάστηκαν για την καλύτερη
εφαρμογή τους στα σχολεία.
Ο Χέρμπαρτ, ο θεμελιωτής της νεότερης εκπαιδευτικής ψυχολογίας, επεξεργάστηκε το θέμα της
μάθησης και της ανάπτυξης των μαθητών στηριζόμενος στην αρχή του συνειρμισμού. Βάση της
μεθόδου αυτής αποτέλεσε η πεποίθηση του Χέρμπαρτ ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει ούτε γνώσεις,
ούτε βούληση, ούτε συναισθήματα, αλλά μέσα του υπάρχουν παραστάσεις, (οι συνειρμοί) οι οποίες
ποτέ δεν χάνονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ο ανθρώπινος νους, επομένως λειτουργεί βάσει
συνειρμών τους οποίους αναζητεί και επιλέγει από τη μνήμη του. Οι παραστάσεις αυτές, γεγονότα ή
ιδέες, αλληλοσυνδέονται συνειρμικά στον ανθρώπινο νου και καταλήγουν να γίνονται γνώση. Ένας
συνειρμός μπορεί να δημιουργηθεί: 1) λόγω συνάφειας (συνειρμική σύνδεση γεγονότων ή ιδεών που
γίνονται ταυτόχρονα), 2) λόγω ομοιότητας ( συνειρμική σύνδεση γεγονότων ή ιδεών με παρόμοια
χαρακτηριστικά ή ιδιότητες), ή 3) λόγω αντίθεσης (συνειρμικήσύνδεση γεγονότων ή ιδεών που
εμφανίζουν πόλωση, όπως π.χ. τα δίπολα: κρύο/ζεστό, φως/σκοτάδι, ημέρα/νύχτα. Οι ιδέες αυτές
εντυπώνονται στο μυαλό και ενεργοποιούν τα άτομα, οδηγώντας στην πράξη. Γι αυτό η μάθηση πρέπει
να στηρίζεται στον ενεργό και επιλεκτικό συνειρμό ιδεών, ώστε να μπορέσει το παιδί με τη βοήθεια του
εκπαιδευτικού να αποκτήσει νέα γνώση Το παιδί, ισχυριζόταν, μπορεί να μορφωθεί μόνον αν
δραστηριοποιηθεί και αποκτήσει ενδιαφέροντα μέσα από τη μάθηση. Ο Χέρμπαρτ πίστευε πως η
διδασκαλία είναι μια μορφή τέχνης και δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί. Το κριτήριο βάσει του οποίου
πρέπει να διαμορφώνεται το σχολικό πρόγραμμα είναι η επιλογή των ενδιαφερόντων από τον εξωτερικό
κόσμο και τη φύση και από τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης φύσης και την κοινωνική συμμετοχή.
Κατά τον Herbart σκοπός της αγωγής είναι η διάπλαση του παιδιού σε ηθικό χαρακτήρα. Η ανάδειξή
του σε ηθική προσωπικότητα είναι δυνατή, όταν το άτομο καταστεί ελεύθερο ον, ικανό να υποτάσσει τη
βούληση του στη ηθική του συνείδηση,. Η καλλιέργεια της ηθικής συνείδησης, πιστεύει ο Herbart,
συντελείται κυρίως με τη διδασκαλία. Η διδασκαλία φροντίζει με την παροχή κατάλληλων γνώσεων να
σχηματίζει ένα καλά οργανωμένο κύκλο παραστάσεων. Να προσανατολίζει πάντοτε τον άνθρωπο προς
τις πέντε ηθικές άξιες (ελευθερία, τελειότητα, καλή θέληση, δίκαιο και ανταπόδοση).
Τέλος, ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός (δασκαλοκεντρικό σύστημα), καθώς το αντικείμενο
της μάθησης, ο τρόπος παρουσίασης, εμπέδωσης και πρακτικής εφαρμογής του, εξαρτώνται
αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό .
Το νηπιαγωγείο είναι ένα ειδικό εκπαιδευτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο εμφανίζεται η αυτοέκφραση
του παιδιού, διεγείρεται η φαντασία του και έτσι αναπτύσσει τις σωματικές και κινητικές του
δραστηριότητες. Με βάση αυτήν την αρχή ο θεμελιωτής της προσχολικής παιδείας Φρέμπελ προσπαθεί
να καθιερώσει το νηπιαγωγείο, τον «κήπο των παιδιών», στο οποίο το παιχνίδι, οι δραστηριότητες και
η μουσική είχαν τον κύριο λόγο ως εκπαιδευτικές μέθοδοι. Με αυτές τις διαδικασίες τα παιδιά εκφράζουν
με φυσικό τρόπο τις ενδόμυχες σκέψεις τους, τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους και αναπτύσσονται
σωματικά, συναισθηματικά, διανοητικά και κοινωνικά. Μέσα σε αυτό το ειδικό εκπαιδευτικό περιβάλλον,
με το παιχνίδι και τις δραστηριότητες, το παιδί αυτενεργεί δημιουργικά και αυτοπραγματώνεται. Μέσα
από αυτή την αυτοπραγμάτωση μαθαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Με το παιχνίδι,
σύμφωνα με τον Φρέμπελ, τα παιδιά θα κοινωνικοποιηθούν και θα μιμηθούν κοινωνικές και οικονομικές
δραστηριότητες των ενηλίκων και θα οδηγηθούν με αυτή τη φυσική διαδικασία στην απόκτηση γνώσης.
Στο νηπιαγωγείο το περιβάλλον ενθαρρύνει τα παιδιά να αλληλεπιδρούν με άλλα παιδιά υπό την
καθοδήγηση ενός δασκάλου, ο οποίος με αγάπη θα τονώνει την αυτοδραστηριότητά τους, να ενεργούν
δηλαδή αυθόρμητα, με τη δική τους παρόρμηση και τα δικά τους κίνητρα, ώστε να εξωτερικεύσουν την
εσωτερική τους φύση και να αναπτύξουν τα προτερήματά τους και τις δεξιότητές τους. Το παιχνίδι είναι
μια πνευματική δραστηριότητα που δίνει χαρά και ευχαρίστηση και κάνει τη μάθηση ενδιαφέρουσα και
διασκεδαστική με την πλήρη συμμετοχή του παιδιού. Τα παιδιά, άτυπα και ελεύθερα, μπορούν να
μάθουν τις έννοιες, τις ιδέες, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία ή και τη γλώσσα, παίζοντας παιχνίδια με
μεθοδολογία ή με «δομικά στοιχεία», π.χ. παζλ, κύβους, μαγικά τετράγωνα κ.ά. , να αναπτύξουν την
σκέψη τους, το ένστικτό τους και να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Με τη συμμετοχή τους
σε δραστηριότητες και παιχνίδια συνεργασίας, τα παιδιά εκτός από τη σωματική άσκηση θα
προσλάβουν πνευματική, κοινωνική και ηθική εκπαίδευση.
Η σχέση παιδαγωγού-παιδιού πρέπει να είναι τέτοια ώστε το νήπιο να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον
εαυτό του και στις δραστηριότητές του, να αναπτυχθεί η κοινωνικότητά του και η αυτονομία του, να
διευρύνει τις γνώσεις του για το περιβάλλον, να αποκτήσει αισθητικές εμπειρίες και να αναπτύξει τις
διανοητικές ικανότητές του μέσα από την έρευνα, την παρατήρηση και τη δημιουργία.
20ος αι.
Από τις πιο αξιόλογες παιδαγωγούς του 20ου αι. στην Ευρώπη υπήρξε η Μαρία Μοντεσσόρι, η οποία
ανέδειξε μια παιδοκεντρική παιδαγωγική. Όπως και ο Φρέμπελ στην αρχή του 19ου αι, έτσι και η
Μοντεσσόρι υποστήριξε τη σπουδαιότητα της αυτενέργειας των μικρών παιδιών ως μέσου για την
απόκτηση αυτονομίας και αυτοπεποίθησης. Έδωσε έμφαση στην άσκηση των αισθήσεων και
δημιούργησε υλικά που θα διεγείρουν τις αισθήσεις των παιδιών και θα τα βοηθήσουν να αναπτύξουν
τις δεξιότητες και την αντίληψή τους και να επικεντρώνονται ακόμη και στην πιο μικρή λεπτομέρεια.
Η θεωρίας της εδράζεται στη βαθιά εμπιστοσύνη που πρέπει να δείχνουμε στο παιδί και ο απεριόριστος
σεβασμός στις ικανότητές του να αναπτυχθεί από μόνο του, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά του και τις
ανάγκες του. Η εκπαίδευση, σύμφωνα με την παιδαγωγική της Μοντεσσόρι, είναι εξατομικευμένη καθώς
πιστεύει πως η ελεύθερη απασχόληση με ό,τι κεντρίζει το ενδιαφέρον του παιδιού και η πρωτοβουλία
του να κινείται μέσα στην τάξη και να συγκεντρώνεται, από ένα σύνολο πραγμάτων, σε ό,τι το ενδιαφέρει
πραγματικά το προετοιμάζουν για τη σχολική γνώση. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να παρατηρεί, να
συμβουλεύει και να στηρίζει τις πρωτοβουλίες του παιδιού, χωρίς να επεμβαίνει κατασταλτικά. Έτσι η
εκπαίδευση του παιδιού γίνεται με τις δικές του αυθόρμητες προσπάθειες, χωρίς να διακόπτεται η
εσωτερική του παρόρμηση να εκφραστεί και να αναπτυχθεί ψυχικά και πνευματικά σύμφωνα με τις δικές
του δυνατότητες και επιλογές.
Κύριο χαρακτηριστικό των τριών αυτών παιδαγωγικών θεωριών είναι πως η εκπαίδευση πρέπει να
μεριμνά για την επίτευξη της εσωτερικής ελευθερίας του υπό διαμόρφωση παιδικού χαρακτήρα και να
στοχεύει στην αγωγή του ατόμου ώστε αυτό να μπορεί να αξιοποιεί τις ικανότητές του για το καλό της
κοινωνίας της οποίας είναι πολίτης. Ωστόσο παρατηρούμε μεταξύ τους σημαντικές διαφορές. Τόσο ο
Φρέμπελ, όσο και η Μοντεσσόρι ασχολήθηκαν πρωτίστως με την προσχολική ηλικία, θεωρώντας την
πολύ σημαντική για την αναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού, γι αυτό και δημιούργησαν ένα πλήρες
εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ξεκινούσε από την προσχολική ηλικία και κάλυπτε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης μέχρι και την εφηβεία. Σε αντίθεση ο Χέρμπαρτ ανέπτυξε μια μέθοδο διδασκαλίας που
αφορά όλες τις βαθμίδες της εκαπαίδευσης, ακόμη και την πανεπιστημιακή, ξεκινώντας από τη σχολική
ηλικία. Επίσης τόσο η μέθοδος του Φρέμπελ, όσο και της Μοντεσσόρι εδράζονται στην παιδοκεντρική
παιδαγωγική, ενώ το μοντέλο διδασκαλίας του Χέρμπαρτ είναι δασκαλοκεντρικό. Τέλος ο Χέρμπαρτ
στοχεύει σε μια μονομερή ανάπτυξη του ατόμου, αυτή της ηθικής προσωπικότητας , ενώ Ο Φρέμπελ
και η Μοντεσσόρι επιδιώκουν, παράλληλα με την ηθική, την ψυχική και σωματική ανάπτυξη του ατόμου.
Διαφορές, όμως, παρατηρούμε και μεταξύ του Φρέμπελ και της Μοντεσσόρι. Αν και οι δύο ξεκινούν από
τη βάση πως κάθε παιδί προσλαμβάνει τη γνώση για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του μέσα από
την αυτενέργειά του, πως ενεργώντας και εξερευνώντας αναπτύσσει τη δική του γνώση, ωστόσο οι
θεωρίες τους διαφέρουν. Ο Φρέμπελ είναι ένθερμος υποστηρικτής των ομαδικών δραστηριοτήτων και
του παιχνιδιού, θεωρώντας πως η χαρά και η ευχαρίστηση κάνουν μάθηση ενδιαφέρουσα και
διασκεδαστική. Στη φιλοσοφία της Μοντεσσσόρι το κάθε παιδί αντιμετωπίζεται ξεχωριστά. Έτσι, με βάση
τις δικές του ανάγκες και ιδιαιτερότητες, μπορεί το ίδιο να επιλέξει ό,τι κεντρίζει το ενδιαφέρον του,
ανάμεσα όμως σε ασκήσεις και δραστηριότητες που έχουν σχεδιαστεί και επιλεχθεί ειδικά γι’ αυτό και
δεν υπάρχει σε αυτές η έννοια του παιχνιδιού ,της ευχαρίστησης, της χαράς και της διασκέδασης.

You might also like