You are on page 1of 9

«Βασιζόμενοι στο υλικό της Προτεσταντικής Ηθικής να συζητήσετε τους παράγοντες που

διαμόρφωσαν σύμφωνα με τον Βέμπερ το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη του
καπιταλισμού. Επίσης να δείξετε τον ρόλο των ιδεών στην διαδικασία αυτή»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θεμέλιο της επιστήμης της κοινωνιολογίας θεωρείται το έργο του Μαξ Βέμπερ η
“Προτεσταντική Ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού”. Το ερευνητικό έργο του
εστιάζει στο πρόβλημα καταγωγής του Δυτικού καπιταλισμού στα πλαίσια μιας μακρο-
οικονομικής ανάλυσης. Με οδηγό του την ιστορική συγκριτική ανάλυση ανάμεσα σε
διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά μορφώματα, αναπτύσσει το ερώτημα του
πώς και του γιατί στα πλαίσια του Δυτικού πολιτισμού αναπτύχθηκε ο έλλογος
καπιταλισμός (Κονιόρδος 2002: 13). Ο προβληματισμός του έχει ως σημείο εκκίνησης το
γεγονός ότι ορισμένα κοινωνικά φαινόμενα αναπτύχθηκαν μόνο στους κόλπους του
δυτικού πολιτισμού και απέκτησαν καθολική ισχύ και σημασία (Weber 2006 σ.11)

Το σύνολο των έργων του γράφτηκε ως κριτική στις κυρίαρχες θεωρήσεις της
εποχής του. Οι θέσεις του διατυπώθηκαν σταδιακά έτσι όπως διαμορφώθηκαν μέσα από
την κριτική αντιπαράθεση και διερεύνηση, δίχως όμως να διατυπώνονται με σαφήνεια. Δεν
ενσωμάτωσε τα κοινωνικά δρώμενα μέσα στο πλαίσιο των ντετερμινιστικών και
τελεολογικών φιλοσοφικών πρακτικών. Στον αντίποδα των μεταφυσικών παραδόσεων,
συγκρότησε ένα πλαίσιο εννοιών που περιελάμβανε το σύνολο των ανθρωπίνων δράσεων
τοποθετώντας τες παράλληλα σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο(Αντωνοπούλου
2008:σ.277-278)..

Μέσω αυτής της εργασίας, με βάσει την πραγματεία του Βέμπερ - Προτεσταντική Ηθική
και το πνεύμα του Καπιταλισμού- θα πάρει μορφή μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης
τόσο των παραγόντων όσο και των συνθηκών που συντέλεσαν στην ανάπτυξη αυτής της
ιστορικά μοναδικής μορφής καπιταλιστικού συστήματος στη Δυτική Ευρώπη. Στη συνέχεια
θα αναδειχθεί ο ρόλος και η δυναμική των ιδεών καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτές
συνέβαλαν στην πρόοδο του καπιταλιστικού συστήματος.

Στο Δυτικό κόσμο, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού, και η βασική διαφορά του
από άλλα κοινωνικό-πολιτισμικά-οικονομικά μορφώματα είναι η «ορθολογική, καπιταλιστική
οργάνωση της ελεύθερης για την εποχή εργασίας» (Weber, 2006: 18) Εκτός όμως από την
ελεύθερη εργασία, ο ορθολογικός καπιταλισμός έχει και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα
οποία είναι ο προβλέψιμος νόμος, και η οργάνωση του κεφαλαίου μέσα από την
επιχειρηματική λογική. Επίσης χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φαινομένου που χρήζουν
περαιτέρω μελέτης είναι η ορθολογική τεχνολογία αλλά και οι ανεμπόδιστες αγορές. (Collins
2006:49)

ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΜΠΕΡ ΣΤΗΝ ΠΗ


Ο Βέμπερ στο έργο του ΠΗ προέβαλε μια εναλλακτική θεώρηση για την ιστορική
εξέλιξη των κοινωνιών. Απορρίπτοντας τον ιστορικό υλισμό του Μαρξ και την
μονοδιάστατη, μονο-παραγοντική του προσέγγιση ακολούθησε τη μελέτη πολλαπλών
παραγόντων που συντέλεσαν στη δημιουργία κοινωνικών φαινομένων, διαπιστώνοντας
έτσι μια διαφορετική σχέση μεταξύ ιδεολογικής και υλικής πραγματικότητας. Το έργο αυτό
αποτέλεσε μια θρησκευτική κοινωνιολογία προκειμένου να αναδειχθούν η επίδραση του
προτεσταντικού πνεύματος στο συνειδησιακό περιεχόμενο των κοινωνικά δρώντων και
στην καθημερινή τους πρακτική, που εν τέλει οδήγησε στην εμφάνιση του καπιταλισμού
αποκλειστικά στη Δυτική Ευρώπη (Κονιόρδος 2002: 13, Lallement 2004:257).

Ο θεωρητικός θέτοντας ως στόχο να συνδεθεί και να εντρυφήσει στη σύνθετη


κοινωνική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή συνυφαίνεται από πλήθος παραγόντων,
χρησιμοποίησε μεθοδολογικά εργαλεία και έννοιες. Για τον θεωρητικό, το ζήτημα της
πολυπλοκότητας της ιστορίας και της απροσδιοριστίας της αντιμετωπίστηκε μέσω
συγκρίσεων οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στον ερευνητή να αξιοποιήσει την ιδιοτυπία
των κοινωνικών, θρησκευτικών και ιστορικών μορφωμάτων.
Προκειμένου να στηρίξει την κοινωνιολογική έρευνα, για τη σχέση μεταξύ του
Προτεσταντισμού και της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον δυτικό πολιτισμό, ο Βέμπερ έκανε
χρήση τριών μεθοδολογικών και αναλυτικών εργαλείων:: του ιδεότυπου, της εκλεκτικής
συγγένειας και του παράδοξου των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής
δράσης.
Κύριο μεθοδολογικό του εργαλείο είναι ο ιδεότυπος. Με τη βοήθειά αυτής της
νοητής κατασκευής η πραγματικότητα απλοποιείται και ανιχνεύονται οι εξωτερικές αιτίες
των κοινωνικών φαινομένων. Παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τα κεντρικά
χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός κοινωνικού φαινομένου με εσωτερική συνοχή. Η
διανοητική αυτή κατασκευή όμως δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα καθώς δεν
αντιπροσωπεύει ένα εμπειρικό εύρημα. Διευκολύνει στη διατύπωση και στην επεξεργασία
πιθανολογήσεων αναφορικά με την ύπαρξη σχέσεων αιτιότητας ανάμεσα σε στοιχεία που
αποτελούν την πραγματικότητα, δεν αξιώνει απολυτότητας, γενίκευσης και δεν διατυπώνει
κρίση για την ηθική ή μη διάστασής τους (Κονιόρδος 2002:32-33, Lallement 2004:234). Στην
ΠΗ ο Βέμπερ παρουσιάζει τον ιδεότυπο του καπιταλιστή επιχειρηματία μέσα από τα
αυτοβιογραφικά κείμενα του Βενιαμίν Φρακλίνου. Σε αυτά παρατίθενται όλα τα
χαρακτηριστικά του καπιταλιστή, η ηθική υποχρέωση της αύξησης του κέρδους, η
επένδυση του χρήματος, η εργασία ως αυτοσκοπός και ως ηθικό χρέος, η ακρίβεια, η
εγκράτεια, η τιμιότητα και η φιλοπονία. (Weber, 2006: 42-44).
H εκλεκτική συγγένεια, αποτελεί εργαλείο-έννοια, το οποίο δύναται να αποτυπώσει
μια σχέση ώσμωσης καθώς και την αμφίδρομη ενίσχυση δυο κοινωνικών φαινομένων. Στο
έργο ΠΗ, ο Βέμπερ παρουσιάζει τη σχέση της «προτεσταντικής ηθικής» και του «πνεύματος
του καπιταλισμού» ως μια σχέση «εκλεκτικής συγγένειας», αναγνωρίζοντας ότι υφίστανται
τόσο συσχετισμοί όσο και αμοιβαίες επιδράσεις ανάμεσα στα δυο αυτά φαινόμενα που
επηρέασαν τους δρώντες και προσδιόρισαν τη συμπεριφορά τους, τη συγκεκριμένη
ιστορική συγκυρία στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη. Αποτέλεσμα αυτής της
ώσμωσης -και όχι αιτιακής σχέσης- σύμφωνα με τον Βέμπερ, υπήρξε η δημιουργία της
σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας (Κονιόρδος 2002: 35-36, Αντωνοπούλου 2008:σ.375).
Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας της κοινωνίας καθώς και η επενέργεια πλείστων
παραγόντων, δύνανται να ανατρέψουν κάθε επιδιωκόμενο και αναμενόμενο αποτέλεσμα
της δράσης των ατόμων στη μεταβολή καταστάσεων. Το παράδοξο των μη αναμενόμενων
αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης, αποτελεί μια έννοια που χρησιμοποιήθηκε από τον
Βέμπερ στην ΠΗ και συγκεκριμένα στη διατύπωση της υπόθεσης, ότι εάν στην ιστορική
πορεία του καπιταλισμού βασικό σημείο εκκίνησής του θεωρηθεί η Προτεσταντική ηθική, η
σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία αποτέλεσε ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα της δράσης
των κοινωνικών υποκειμένων (Κονιόρδος 2002: 37).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ


Ibid, σ. 23

Ο Βέμπερ στην εισαγωγή της ΠΗ εξετάζει κοινωνικά φαινόμενα που συντέλεσαν


στη διάκριση και στη διαφοροποίηση του ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού από τους
λοιπούς πολιτισμούς σε περιόδους πριν και μετά τα τέλη του 18 ου αιώνα (Κονιόρδος 2002:
23). Με άξονα την ανάλυση εκείνων των στοιχείων που συντέλεσαν στην ιδιοτυπία του
δυτικού πολιτισμού, συγκρίνει τους δυτικοευρωπαϊκούς τύπους οργάνωσης με άλλων
πολιτισμών που προηγήθηκαν. Η έρευνα του Βέμπερ ξεδιπλώνεται σε μια σειρά μελετών
οικονομικής, θρησκευτικής και νομικής κοινωνιολογίας που στην κάθε μια δίνεται το ίδιο
βάρος στα πλαίσια της συγκριτικής του μεθοδολογίας (Lallement 2004:234).
Η επιστήμη, οι τέχνες, η αρχιτεκτονική, η ανώτερη κα ανώτατη εκπαίδευση, η
συγκρότηση και η οργάνωση του κράτους, αν και στοιχεία αυτών εμφανίστηκαν και σε μη
δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, στη Δυτική Ευρώπη είχαν διαφορετικό εύρος, μορφή και βάρος.
Συνάγει πως βασικός συντελεστής διαφοροποίησης αυτών αποτέλεσε η ανάδυση του
πρακτικού πνεύματος της επιστήμης μέσω του ορθολογισμού, της λογικής τεκμηρίωσης της
παρατήρησης και των μαθηματικών διαπερνώντας όλες τις πλευρές και πτυχές της
ευρωπαϊκής κοινωνικής ζωής (Weber 2006: 12-13, Κονιόρδος 2002: 23). Στη Δυτική
Ευρώπη αναδύθηκε η συστηματική σκέψη, η μεθοδικότητα στην πραγμάτευση
πολιτισμικών ιδεών αλλά και αξιών ως κοινωνική πρακτική (Αντωνοπούλου 2008:σ.357).
Η βασική επιχειρηματολογία του Βέμπερ, περί τεκμηρίωσης για τη διαφοροποίηση
της Δύσης έναντι του υπόλοιπου κόσμου, εδράζεται και στην ανάπτυξη του σύγχρονου
καπιταλιστικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι η αναγωγή του κέρδους σε σκοπό της
οικονομικής δράσης διαπερνά διάφορες ιστορικές μορφές οργάνωσης, αντίθετα με την
κερδοσκοπία και τον τυχοδιωκτισμό (αποικιακή εκμετάλλευση, πόλεμοι), ο σύγχρονος
δυτικός καπιταλισμός δρα με τη λογική της επανεπένδυσης των κερδών όπως αυτή
λειτουργεί σε μια ορθολογικά οργανωμένη επιχείρηση (Weber 2006: 15).
.
Και αυτό γιατί ο δυτικός ορθολογισμός και οι διάφορες πτυχές του (τεχνικός, δικαϊικός,
οικονομικός) εξαρτώνται «από την ικανότητα και τη διάθεση των ανθρώπων να
προσαρμοσθούν σε ορισμένους τύπους έλλογης πρακτικής Αντικείμενο είναι ο ειδικά
σύγχρονος δυτικός ορθολογισμός, διότι υπάρχουν και άλλες μορφές ορθολογισμού, η
πραγμάτευση των οποίων δεν είναι απαραίτητη για το υπό εξέταση αντικείμενο:
συμπεριφοράς.». Το κοινωνικό πράττειν, όμως, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις
(θρησκευτικές, ηθικές, πολιτικές κλπ) αντιλήψεις των ανθρώπων, οι οποίες είναι δυνατό να
τo διαμορφώσουν με τέτοιον τρόπο που να συνιστά εμπόδιο στην διαδικασία του
εξορθολογισμού. Και αυτό συμβαίνει ιδίως με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες από
την σκοπιά του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν άλογο χαρακτήρα. Αποτελούν, δηλαδή,
τροχοπέδη για την «ανάπτυξη της έλλογης οικονομικής συμπεριφοράς», η οποία για να
κυριαρχήσει είναι αναγκαίο οι μορφές αυτές σκέψης και συνείδησης να μετασχηματιστούν
ή να παραμεριστούν 209

Παράγοντες ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού


Η ειδικευμένη υπαλληλία, η οποία υποστηρίζει το κράτος και την σύγχρονη
οικονομία, είναι άλλη μια ιδιαιτερότητα της Δύσης. Έτσι και στον οικονομικό τομέα
υπάρχει διαφοροποίηση. Δηλαδή, παρότι «το κίνητρο της απόκτησης» και το κυνήγι
του χρήματος είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις εποχές, αυτό
σύμφωνα με τον Βέμπερ, δεν είναι ίδιον του καπιταλισμού και επιπλέον δεν έχει
καμιά σχέση με το «πνεύμα» του σύγχρονου δυτικού καπιταλισμού (Weber 2006:
15). Σε αντίθεση με τον τυχοδιωκτικό καπιταλισμό, που βασιζόταν σε κερδοσκοπικές
δραστηριότητες, όπως η χρηματοδότηση πολέμων, η ενοικίαση φόρων ή η αποικιακή
εκμετάλλευση, ο σύγχρονος καπιταλισμός, χαρακτηρίζεται από «την επιδίωξη του
συνεχώς ανανεωμένου κέρδους, στο πλαίσιο μιας ορθολογικά οργανωμένης
καπιταλιστικής επιχείρησης, μέσα από την αξιοποίηση ευκαιριών ανταλλαγής με
ειρηνικές διαδικασίες» (Weber 2006: 15). Αυτό που κυρίως διαφοροποιεί τον
καπιταλισμό των άλλων περιοχών ή εποχών από τον σύγχρονο δυτικό καπιταλισμό,
είναι ότι η συσσώρευση πλέον γίνεται με ορθολογικό τρόπο, δηλαδή με
την επανεπένδυση των κερδών.
Κατά τον Βέμπερ, ο σύγχρονος δυτικός καπιταλισμός, στηρίζεται στην «ορθολογική
καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας» και την έλλογη
βιομηχανική οργάνωση, που είναι προσανατολισμένη στην αγορά (Weber 2006: 18-
19). Επίσης, απαραίτητοι για την εμφάνισή του ήταν, «ο χωρισμός της επιχείρησης
από τον οίκο», δηλαδή ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική
ιδιοκτησία και η ορθολογική λογιστική (Weber 2006: 19). Σε αυτούς όμως, μπορούμε
να προσθέσουμε και τους παρακάτω εξίσου σημαντικούς παράγοντες.
Την ειδικευμένη γραφειοκρατία, τη συγκυρία και τη σύμπτωση (όχι όμως το «τυχαίο»
(Κονιόρδος 2002: 26)), το τέλος του φεουδαλισμού (που απελευθέρωσε γη και
κεφάλαιο) και τις «ιδέες» (π.χ. θρησκευτική πίστη).
Οι παράγοντες όμως αυτοί (ίσως κι άλλοι που δεν αναφέρονται εδώ), εμφανίστηκαν
στη Δύση εξαιτίας κάποιων συντελεστών και απαραίτητων συνθηκών, που πάλι ήταν
μοναδικοί στη Δύση και όχι αλλού. Έτσι, για την εμφάνιση της ελεύθερης εργασίας
ήταν απαραίτητη η ύπαρξη της δυτικού τύπου πόλης. Μόνο στις δυτικές πόλεις έγινε
δυνατή η ορθολογική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας, γιατί αναπτύχθηκαν με
μοναδικό τρόπο τα κοινωνικά μορφώματα του «πολίτη» και του «αστού» (Κονιόρδος
2002: 26). Η αυτονομία της πόλης οδήγησε στην μετατροπή των bourgeois σε
αστούς, την συγκρότηση της κοινωνίας στη βάση της σύμβασης των μελών της και
την σταδιακή απομάγευση του κόσμου (Κονιόρδος 2002: 28). Η έδραση εκεί της
βιοτεχνίας και βιομηχανίας, προσέλκυσε μεγάλα τμημάτων πληθυσμού από την
ύπαιθρο, που απελευθερώθηκαν από την ρήξη των φεουδαλικών δεσμών και πλέον
«εμπορεύονταν» την εργασία τους. Έτσι έγινε δυνατή η «ορθολογική οργάνωση
της ελεύθερης εργασίας».
Στους συντελεστές που σχετίζονται με τους προαναφερθέντες παράγοντες της
εμφάνισης και ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού, συγκαταλέγονται, η διάρθρωση
του δικαίου και της διοίκησης (γραφειοκρατεία) (Weber 2006: 22). Η καπιταλιστική
επιχείρηση απαιτεί ειδικό νομικό περιβάλλον, τέτοιο που να προστατεύει την κατοχή
αγαθών και την διάθεσή τους ελεύθερα, από τους νόμιμους κατόχους τους
(Κονιόρδος 2002: 29). Μόνο στη Δύση υπήρξε αυτή η δομή του δικαίου που
διευκόλυνε την ανάδυση του καπιταλισμού, αφού επέτρεπε τον υπολογισμό και
την προβλεψιμότητα στις οικονομικές πράξεις, πράγμα απαραίτητο για τον
ορθολογισμό που απαιτεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Στο πλαίσιο του
εξορθολογισμού, το δυτικό δίκαιο «συστηματοποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με
τρόπο έλλογο και ρητό, δηλαδή τυπικό» που επέτρεπε την απρόσωπη νομική
πρακτική. Αυτό ενθάρρυνε την επιχειρηματικότητα, γιατί δημιουργούσε το σταθερό
περιβάλλον που απαιτούν οι παραγωγικές επενδύσεις στην μεταποίηση, οι οποίες
έχουν μεγάλο χρόνο αναμονής κερδών. Επίσης η ειδικευμένη γραφειοκρατεία στη
Δύση, που συνδέεται άμεσα με τις διαδικασίες του εξορθολογισμού, εξασφαλίζει
σταθερό περιβάλλον, «φιλικό» στην ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Άλλος
τέτοιος συντελεστής ήταν η ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων, οι οποίες βρήκαν
την εφαρμογή τους στην οικονομική διαδικασία όπως π.χ. στην ανάπτυξη της
ορθολογικής λογιστικής, πράγμα που επέδρασε στην εκλογίκευση του καπιταλιστικού
συστήματος.
Τέλος, και οι ιδέες συγκαταλέγονται στους παράγοντες που επέτρεψαν την εμφάνιση
και ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού, γιατί η κοινωνική συμπεριφορά έχει άμεση
σχέση με τον οικονομικό ρασιοναλισμό. Οι θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις που
δημιουργούν συγκεκριμένες ψυχικές αναστολές, π.χ. για το χρέος, μπορούν να
επηρεάσουν την έλλογη οικονομική συμπεριφορά (Weber 2006: 23). Αυτές οι
δυνάμεις είναι διαμορφωτικά στοιχεία της συμπεριφοράς.
«Ιδέες» και ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη
Ο Βέμπερ διακρίνει τέσσερις τύπους κοινωνικών συμπεριφορών και δράσης:
τη συναισθηματική, την παραδοσιακή, την ορθολογική ως προς το σκοπό και
την ορθολογική ως προς την αξία (Κονιόρδος 2002: 39). Η «ορθολογική ως προς το
σκοπό» δράση, διακρίνεται για την ορθολογική επιλογή των κατάλληλων για την
επίτευξη του σκοπού μέσων. Αποκορύφωση αυτού του τύπου δράσης είναι η
οικονομικού χαρακτήρα δοσοληψίες (Κονιόρδος 2002: 40). Ο Βέμπερ θεωρεί
οποιονδήποτε ντετερμινισμό ή μονοπαραγοντισμό στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη,
«ανόητη και δογματική» θέση (Weber 2006: 80). Υποστηρίζει πως την εξέλιξη ενός
φαινομένου θα μπορούσε να καθορίσει κι ένας οποιοσδήποτε παράγοντας, όπως οι
ιδέες. Πίστευε ότι, «ορισμένες θρησκευτικές ιδέες μπορεί να επιδράσουν στην
ανάπτυξη ενός οικονομικού πνεύματος» (Weber 2006: 24). Έτσι, δημιούργησε τον
ιδεότυπο της ΠΗ της εργασίας, προκειμένου να μελετήσει την ένταξη των ιδεών στο
ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι και προσπάθησε να βρει μια αιτιώδη σχέση, δηλαδή
την εκλεκτική συγγένεια που αναπτύχθηκε ανάμεσα προτεσταντική θρησκευτική πίστη
και το «πνεύμα» του καπιταλισμού και το πως «από τις εκλεκτικές αυτές συγγένειες,
τα θρησκευτικά κινήματα επέδρασαν στην εξέλιξη του υλικού πολιτισμού» (Weber
2006: 80).
Ο Βέμπερ, δεν θεωρεί ότι αιτιακά, η προτεσταντική πίστη προηγείται της
καπιταλιστικής δραστηριότητας (Κονιόρδος 2002: 55). Αντίθετα, είναι οι “αστοί”,
κυρίως, καπιταλιστές που προσχωρούν στον προτεσταντισμό. Στη διαδικασία
ανάπτυξης του καπιταλισμού, ο Βέμπερ αποκλείει την εθνοτική παράμετρο, αφού οι
ίδιες εθνοτικές ομάδες μόνο ως προτεστάντες, είτε ως πλειοψηφία είτε ως
μειονότητες, “έδειξαν μια ειδική τάση προς τον οικονομικό ρασιοναλισμό” και
θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στον “συμφυή χαρακτήρα της θρησκευτικής τους πίστης”
(Weber 2006: 35). Μάλιστα ορισμένα προτεσταντικά δόγματα και ιδιαίτερα αυτό του
καλβινισμού, προώθησαν ιδιαίτερα το “πνεύμα” του καπιταλισμού (Weber 2006: 39),
γιατί θεωρούσαν ότι η συσσώρευση σχετιζόταν με την σωτηρία τους. Όμως, δεν
συσχετίζει την οικονομική πρόοδο που επετεύχθη τους 16ο, 17ο αιώνες με την
απελευθερωτική αμφισβήτηση των ιδεών της Καθολικής Εκκλησίας, αφού ο
καθολικισμός ήταν μάλλον επιεικής απέναντι στους “αμαρτωλούς”, ενώ αντίθετα ο
προτεσταντισμός αντιπροσώπευε μια “ολοκληρωτικά αφόρητη μορφή
εκκλησιαστικού ελέγχου του ατόμου” (Weber 2006: 33).

Ο Βέμπερ θεωρεί ότι το “ζωτικό στοιχείο” στον σύγχρονο καπιταλισμό, είναι αυτό
που χαρακτηρίζει ως “πνεύμα” του καπιταλισμού, με βάση το οποίο “η εργασία
αντιμετωπίζεται ως θεϊκό κάλεσμα σε ένα επάγγελμα και ως αυτοσκοπός”
(Κονιόρδος 2002: 57). Το περιεχόμενο αυτού του πνεύματος εκφράζεται καλύτερα
από τον Benzamin Franklin, (Weber 2006: 42-43). Όσα εξασφαλίζουν πίστη είναι
αρετές, έχουμε δηλαδή μια ωφελιμιστική ηθική. Όμως στο πλαίσιο αυτής της ηθικής,
η συσσώρευση δεν γίνεται για ικανοποίηση υλικών αναγκών, αλλά ως αυτοσκοπός. Ο
λόγος που γίνεται αυτό, είναι γιατί το λέει η Βίβλος. Η απόκτηση χρήματος είναι
έκφραση της αρετής και προκοπής σε ένα επάγγελμα και αποτελούν το κέντρο της
ηθική αυτής, ενώ η ιδέα του επαγγελματικού καθήκοντος ως χρέους αναδεικνύεται σε
χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλιστικού πολιτισμού (Weber 2006: 47). Η
εργασία αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση του χρέους. Το νέο πλαίσιο επιβάλει
την επιλογή των υποκειμένων της οικονομίας (επιρροή από τον Δαρβινισμό(;)) και οι
άνθρωποι πλέον αναγκάζονται να προσαρμοσθούν στους καπιταλιστικούς κανόνες
συμπεριφοράς για να επιβιώσουν. Αυτή η ολοκληρωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής,
κατά τον Βέμπερ, μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια κοσμοθεωρία (“ιδέα”)
οπότε, ο ιστορικός υλισμός φαντάζει αφελής (Weber 2006: 48).
Ο νέος καπιταλισμός, είχε να αντιπαλέψει με αυτό που ο Βέμπερ
αποκαλεί παραδοσιοκρατία. Δηλαδή την άποψη των εργαζομένων ότι εργαζόμαστε
τόσο όσο να ζήσουμε όπως έχουμε συνηθίσει και των “παραδοσιακών” εργοδοτών
του κερδοσκοπικού καπιταλισμού ή του τραντισιοναλιστικού πνεύματος. Απέναντι σε
αυτούς, εμφανίσθηκαν οι νέες μορφές εργαζομένων και εργοδοτών. Η θρησκευτική
εκπαίδευση (πιετιστές, προτεστάντες), οδηγούσε στην ανάπτυξη στους μισθωτούς
εργάτες, του αισθήματος εργατικού καθήκοντος και σε συνδυασμό με τον αυτοέλεγχο
και τη λιτότητα, στην σύλληψη της εργασίας σαν επάγγελμα-κάλεσμα και σαν
αυτοσκοπό (Weber 2006: 55). Εδώ λοιπόν παρατηρείται μια εκλεκτική
συγγένεια κοινωνικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η εργασία σαν κοινωνική δράση,
μετατρέπεται μέσω της καλβινιστικής ηθικής, από συναισθηματική
(παραδοσιοκρατία) σε αυτοσκοπό, δηλαδή σε ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη.
Αντίστοιχα, ο νέος τύπος καπιταλιστή, δεν προέρχεται από την παραδοσιακή
εμπορική ή χρηματιστηριακή αριστοκρατία, αλλά από τα χαμηλά στρώματα των
πόλεων, με αυστηρά αστικές απόψεις και “αρχές”, «βιοτέχνης και μικρέμπορος, που
επιδιώκει συστηματικά και έλλογα το κέρδος» (Κονιόρδος 2002: 60). Ο νέος
επιχειρηματίας δεν πληρώνει χρήματα συνείδησης όπως οι «παραδοσιακοί»
καπιταλιστές που θεωρούσαν ότι έκαναν κάτι έξω από την ηθική (Weber 2006: 65),
αφού γι’ αυτόν η επιδίωξη του κέρδους και η δέσμευση στο επάγγελμα, αποτελούσαν
ηθική συμπεριφορά και θρησκευτικό καθήκον. Λόγω του εγκόσμιου ασκητισμού που
επέβαλε ο προτεσταντισμός, οι εργοδότες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα
κέρδη τους για υλικές απολαύσεις ή κερδοσκοπία και αναγκαστικά τα αυτά
επανεπενδύονταν, εισάγοντας έτσι τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό αποτέλεσε
ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα της προτεσταντικής ηθικής. Αυτή η θρησκευτικής
προέλευσης συμπεριφορά, της εμμονής στην εργασία και της επαγγελματικής
ευθύνης, σε πείσμα της ανθρώπινης τάσης για ευδαιμονισμό, είναι κατά τον
Βέμπερ άλογη (Weber 2006: 62). Όμως, λειτουργεί προς την «εκλογίκευση της
εργασιακής-οικονομικής δραστηριότητας» (Κονιόρδος 2002: 60).
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία αναπτύχθηκε αυτή η ιδιαίτερη σημασία
του επαγγέλματος, με την έννοια του έργου ζωής (Weber 2006: 69). Ο Λούθηρος
ανέπτυξε αυτή την ιδέα σύμφωνα με την οποία, το επάγγελμα αποτελεί κάλεσμα από
το Θεό προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο προορισμός του ανθρώπου. Άρα είναι και
χρέος απέναντι στον Θεό. Η εκπλήρωση αυτού του χρέους αποτελεί ύψιστη ηθική
υποχρέωση και προκύπτει από τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, είναι ο
“προορισμός” του (Weber 2006: 70). Συνεπώς η θέση του σε ένα επάγγελμα
αποτελεί θέλημα θεού. Έτσι επιτελείται και μια ηθική δικαιολόγηση της εγκόσμιας
επαγγελματικής ζωής. Όμως για τον Λούθηρο, “το άτομο όφειλε να μένει για πάντα
στη θέση του και να μην υπερβαίνει τα όρια” που του έχουν τεθεί (Weber 2006: 74)
και έτσι ενισχύει τον τραντισιοναλισμό, αφού επιβάλει την αποδοχή της υφιστάμενη
τάξης πραγμάτων. Αυτό που άλλαξε ριζικά τα πράγματα για το επάγγελμα και την
εργασία, ήταν η θέση του καλβινισμού και άλλων προτεσταντικών αιρέσεων. Σε αυτές
παρατηρείται μια στροφή στο να αξιολογείται η εγκόσμια ζωή ως καθήκον (Weber
2006: 77). Οι θεμελιωτές αυτών των εκκλησιών όμως, δεν είχαν σαν σκοπό να
ξυπνήσουν το “καπιταλιστικό πνεύμα”. Δεν στόχευαν σε κανενός είδους
ηθικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις παρά μόνο στην σωτηρία της ψυχής. Όλα τα
“ιδεώδη και τα πρακτικά αποτελέσματα των δογμάτων τους ήταν συνέπειες
θρησκευτικών ελατηρίων” (Weber 2006: 78). Συνεπώς οι πολιτιστικές συνέπειες της
Μεταρρύθμισης (δηλαδή η ανάδυση του σύγχρονου καπιταλισμού), ήταν ένα μη
αναμενόμενο αποτέλεσμα του έργου των μεταρρυθμιστών (Weber 2006: 79).
Επίλογος
Ο Βέμπερ, μέσα από την ΠΗ θέλησε να δείξει πως οι «ιδέες» εντάσσονται στην
ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη και επηρεάζουν κοινωνικά φαινόμενα, όπως για
παράδειγμα την οικονομική εξέλιξη. Για να το δείξει αυτό, επέλεξε μια «ιδέα» που
έχει θρησκευτικές ρίζες, την Προτεσταντική ηθική της εργασίας και προσπάθησε να
δείξει ότι, ήταν μία από τις αιτίες (παράγοντες) για την εμφάνιση και ανάπτυξη του
σύγχρονου καπιταλισμού. Δηλαδή κάτι από το “εποικοδόμημα” (η ιδέα), σύμφωνα με
την μαρξιστική θεωρία, ήταν η αιτία για τη “βάση” (σύγχρονη οικονομία). Γι’ αυτό
η ΠΗ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως παράδειγμα (ιδεότυπος) και όχι σαν μελέτη-
αυτοσκοπός.
Ο σκοπός του, ήταν να αντικρούσει τις μονο-παραγοντικές ερμηνείες της ιστορίας και
των κοινωνικών εξελίξεων. Ο Μαρξισμός θεωρούσε ότι ο οικονομικός παράγων,
ήταν η βάση για όλα τα υπόλοιπα, τις σχέσεις, τις εξελίξεις, ακόμη και τις «ιδέες» και
τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο «εποικοδόμημα». Ο Βέμπερ αντέτεινε ότι, οι
ιστορικο-κοινωνικές εξελίξεις είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων διαδικασιών στις οποίες
εμπλέκονται, με μοναδικό για το αποτέλεσμα τρόπο, πολλοί παράγοντες, ανάμεσά
τους και οι ιδέες. Έτσι χρησιμοποίησε την ΠΗ για να συμβάλει στην κατανόηση
αυτής της θεώρησης.
Βιβλιογραφία
1. M. Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφ.
Μιχ. Κυπραίου, GUTENBERG, ΑΘΗΝΑ 2006
2. Σ. Κονιόρδος, Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τομ. Α, Η Θέση
του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ, 2002
Share this:

Για να ενδυναμώσει το επιχείρημά του ο Βέμπερ επικαλείται αποσπάσματα από


την αυτοβιογραφία του Φραγκλίνου στα οποία ως ηθικό χρέος νοείται η ακατάπαυστη
επιδίωξη για πλουτισμό, και ως αρετές θεωρούνται η συσσώρευση κεφαλαίων και η
αδιάκοπη εργασία. Ο Γερμανός ερευνητής στο πλαίσιο αυτό επικεντρώνεται στη νέα
ηθική διάσταση που παίρνει η οικονομική δραστηριότητα και αρχίζει να μιλάει για το
πνεύμα του καπιταλισμού (Κονιόρδος, 2002: 57-59).

Υποστηρίζει ότι η συναισθηματική εξάρτηση των ατόμων από ένα συγκεκριμένο


σύστημα θρησκευτικών ιδεών και αξιών, ωθεί στη διαμόρφωση ενός αυστηρού
πλαισίου ψυχολογικών κινήτρων που οδηγεί εν τέλει στην υιοθέτηση ενός ορθολογικού
τρόπου κοινωνικής δράσης και συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο της ΠΗ το εργασιακό ήθος
με την έννοια της ψυχολογικής του εξάρτησης σε συγκεκριμένες αξίες σε προσωπικό
επίπεδο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την κυρίαρχη αξία του Προτεσταντισμού ο οποίος
το ορίζει ως θεϊκό κάλεσμα (Κονιόρδος,2002:62, Weber, 2006:74-75)..

Για τον Βέμπερ όμως η ψυχολογική προσκόλληση στις αξίες του


Προτεσταντισμού δεν μπορούσε να είναι αυτονόητη αφού οι άνθρωποι που είναι
διαποτισμένοι από το πνεύμα του καπιταλισμού τείνουν να επιδεικνύουν μια
αδιάφορη στάση προς την εκκλησία (Weber,2006:61). Συνεπώς, το νέο σύστημα
αντιλήψεων για την οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν εύκολο να αναδειχθεί σε
κυρίαρχο αφού ερχόταν αντιμέτωπο με την αντίδραση της παραδοσιοκρατίας
(Weber,2006:51) την οποία ο Βέμπερ απέδωσε στην έμφυτη τάση του ανθρώπου να
«να ζει έτσι, όπως συνηθίζει να ζει και να κερδίζει τόσα, όσα χρειάζονται για τον σκοπό
αυτό» (Weber,2006:52 - Κονιόρδος,2002:59).

Αυτή ακριβώς την κατεστημένη αντίληψη ήταν που έπρεπε το σύστημα του
σύγχρονου καπιταλισμού να αντιμετωπίσει και εν τέλει να απορρίψει και το πέτυχε
μέσω του Προτεσταντικού ασκητισμού ο οποίος επέφερε ραγδαίες εξελίξεις στην
εργασιακή νοοτροπία και στην ατομική συμπεριφορά στον προηγμένο δυτικό κόσμο.
Κάθε παθητική στάση, κάθε έμφυτη τάση για εξοικονόμηση σωματικών και
πνευματικών δυνάμεων αλλά και κάθε καιροσκοπική προσπάθεια αντικρούστηκε από
το νέο πνεύμα του καπιταλισμού. Μέσα σε αυτό, η συσσώρευση κεφαλαίου και η
αδιάκοπη εργασία έγιναν ύψιστες αρετές ενώ η εργασία έγινε αυτοσκοπός και πήρε το
νόημα ενός θεϊκού καλέσματος προς ένα επάγγελμα (Κονιόρδος,2002:59).

Παράλληλα, ο Βέμπερ υποστήριξε μια προσέγγιση αποκλίνουσας


συμπεριφοράς κάνοντας μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τη σημασία του
επαγγέλματος, ως μια λέξη που παίρνει την έννοια του έργου ζωής. Η άποψη του ήταν
ότι αν και η λέξη επάγγελμα προϋπήρχε της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, με τον
Λούθηρο η λέξη απέκτησε νέο νόημα και καθίσταται ως η εγκόσμια έκφραση του
προορισμού (Beruf) του ανθρώπου και θείο θέλημα. Μέσα στο πλαίσιο του
Προτεσταντισμού, το επάγγελμα έγινε κάλεσμα Θεού και άρχισε να αποτελεί το
περιεχόμενο μιας αποστολής που οδηγεί τον άνθρωπο στον προορισμό του που είναι
ταυτόχρονα και χρέος του απέναντι στον Δημιουργό του (Κονιόρδος,2002:62, Weber,
2006:74-75).

You might also like