You are on page 1of 8

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΠΟ 42

Β’ Μέρος

Ακαδ. Έτος 2016-2017


Απαντούμε σε 3 από τα 5
Θέμα 1ο

«Να περιγράψετε διεξοδικά τον ιδεότυπο του καπιταλισμού σύμφωνα με τον Βέμπερ και να
διατυπώσετε όποιες κριτικές παρατηρήσεις μπορεί να έχετε»

Η κοινωνική πραγματικότητα είναι, για τον Βέμπερ, πολυσύνθετη και περίπλοκη,


διαμορφώνεται από πληθώρα κοινωνικών πρακτικών και δράσεων και παρουσιάζει μεγάλη
ιστορική πολυμορφία, καθώς οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται από τα δικά τους ιδιαίτερα και
ξεχωριστά κοινωνικο-ιστορικο-πολιτιστικά συμβάντα και δρώμενα.

Κάθε κοινωνία αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο σκέψης, ο οποίος την
χαρακτηρίζει και την διαφοροποιεί από τις άλλες, προσδιορίζοντας «παράγοντες» που έδρασαν
λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά στην εξέλιξη του πολιτισμού της. Στο δυτικό πολιτισμό για
παράδειγμα η «οικονομία» ως κοινωνική δράση είναι από τις πιο σημαντικές, καθώς σε αυτήν
κυριαρχεί η «αγορά», και της έχει προσδώσει χαρακτηριστικά που δεν συναντώνται σε άλλες,
προγενέστερες ή συγχρονές της, κοινωνίες.

Ο Βέμπερ, προκειμένου να μελετήσει αυτή την πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα,


χρησιμοποιεί ένα «οπλοστάσιο» μεθοδολογικών εργαλείων: «ιδεότυπος» ή «ιδεατός τύπος»,
«εκλεκτική συγγένεια», «παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων»

Ο «ιδεότυπος» ή «ιδεατός τύπος» είναι μια διανοητική υποθετική κατασκευή, ένα αναλυτικό
εργαλείο, μια πνευματική εικόνα, που κατασκευάζεται από τα πλέον ουσιώδη
χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης. Αυτή την κατασκευή συνέλαβε ο Βέμπερ,
προκειμένου να απλοποιήσει την πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, ώστε αυτή να καταστεί
προσεγγίσιμη, να μελετηθεί εξαντλητικά για να αποκρυσταλλωθεί η ουσία των ιδεών. Δεν
συναντάται, εμπειρικά στην πραγματικότητα, αλλά χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης και
μέτρησής της.

Οι ιδεότυποι δεν κατασκευάζονται άπαξ δια παντός, αλλά, καθώς η κοινωνία μεταβάλλεται,
είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται νέες τυπολογίες. Ο Βέμπερ απορρίπτει την ιδέα των θεωρητικών
νόμων. Αντ' αυτών, χρησιμοποιεί ιδεότυπους με ποικίλους τρόπους για να δημιουργήσει θεωρητικά
μοντέλα, όπως την εκλογίκευση της κοινωνίας, τη χαρισματική εξουσία, κτλ., προκειμένου για την
ανάλυση ορισμένων ιστορικών εξελίξεων.

Ο Βέμπερ θεώρησε το βιομηχανικό καπιταλισμό ορθολογικό σύστημα, με δεδομένο ότι οι


καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος με ορθολογικούς τρόπους, προσανατολίζονται δηλαδή στην
επιλογή προσφορότερων μέσων (εξοικονόμηση μέσων και ενεργειών, κτλ.) Στο έργο του
H Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού , συνέδεσε το ασκητικό πνεύμα του
προτεσταντισμού, ειδικά του καλβινισμού, με το πνεύμα του καπιταλισμού. Συμφωνά με το
ασκητικό πνεύμα, οι άνθρωποι ελέγχουν τις παρορμήσεις τους, είναι φιλόπονοι, συσσωρεύουν
αγαθά για το μέλλον. Αυτές οι αρχές συμφωνούν με τον καπιταλισμό ως σύστημα, που εκτός των
άλλων τονίζει την οικονομική επιτυχία. Ο προτεσταντισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην
ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύματος. Ο Βέμπερ θέλησε να δείξει ότι η θρησκεία μπορεί να έχει
ορθολογικά στοιχεία και να αποτελεί παράγοντα που ευνοεί κοινωνικές αλλαγές. Εντούτοις, δε
θεωρούσε ότι είναι αναγκαίος παράγοντας για τη συνέχιση αυτού του οικονομικού συστήματος, το
οποίο υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από το άτομο. Αν και στο έργο του αυτό ο Βέμπερ τόνισε την
επίδραση του καλβινισμού στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος, είχε επίγνωση του ότι
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επίσης επιδρούν στη θρησκεία. Εξάλλου, το βεμπεριανό
μοντέλο είναι σύνθετο, διότι αποβλέπει στην κατανόηση των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στους
πολιτικούς, οικονομικούς και δικαιϊκούς θεσμούς που αλληλεπιδρώντας διαμορφώνουν την πράξη.

Θέμα 2ο «Ποια τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης των Μαρξ και Βέμπερ όσον αφορά στο δυτικό
καπιταλισμό?»

(ίδιο με το 1ο ζήτημα, ομάδας Α’,ακαδ. Έτος 2010-2011)

Θέμα 3ο «Να περιγράψετε τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής


εμπειρίας μετά τη μεταπολίτευση, χρησιμοποιώντας ως έναυσμα τα κείμενα των Τσουκαλά,
Παναγιωτοπούλου, Αλεξάκη»

(παρόμοιο με το 2ο ζήτημα , ομάδας Β’ , έτους 2010-2011)

Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να καταφέρει, από τη μεταπολίτευση και μετά, να προβεί
στις απαραίτητες μεταρρυθμιστικές διαδικασίες που θα το καταστήσουν αληθινά ευνομούμενο και
λειτουργικό, έτσι ώστε να συγκλίνει στους βασικούς άξονες με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωπαϊκής
οικογένειας, τα κύρια αίτια που το οδηγούν σε επανειλημμένα αποτυχημένες ή καχεκτικές
εκσυγχρονιστικές προσπάθειες καθώς και τα εμπόδια που δυσχεραίνουν το έργο της εκάστοτε
κυβέρνησης, είναι το πεδίο αρθρογραφίας των Παναγιωτοπούλου, Αλεξάκη, καθώς και του
Τσουκαλά.

Με τη μελέτη των κειμένων των Τσουκαλά, Παναγιωτοπούλου, Αλεξάκη, παρατηρούμε πως και οι
τρεις συγγραφείς αναφέρουν στα κείμενά τους ως κοινό και κομβικό σημείο αποτυχίας των
εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, την ανυπαρξία ενός κοινωνικού συμβολαίου
μεταξύ κράτους και πολιτών που να διαχωρίζει την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα και να
καθορίζει με απρόσωπο τρόπο ένα σύνολο ορθολογικών κανόνων και ηθικών επιταγών. Έτσι δεν
κατέστη δυνατό να εσωτερικευθεί το αξιακό πλαίσιο της φιλελεύθερης ηθικής, το οποίο θέτει σε
προτεραιότητα το συλλογικό συμφέρον έναντι του ατομικού. Χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι
μπορετό να καταστεί βιώσιμο ένα μακρόχρονο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, καθώς κάτι τέτοιο απαιτεί
από τον καθένα μια μορφή απώλειας των προσωπικών-ατομικών προνομίων χωρίς μάλιστα την
απαίτηση ενός άμεσου αντισταθμίσματος.

Και οι τρεις αρθρογράφοι συγκλίνουν πως η ανυπαρξία ενός τέτοιου συμβολαίου


συνεπικουρείται από τα κομματικά δίκτυα πελατειακών σχέσεων που κατέστησαν την πολιτική
συμμετοχή ως μια μορφή συναλλαγής. Το αποτέλεσμα αυτών των καθαρά προσωπικών
«πατρονικών» σχέσεων είναι να εκμηδενίζεται η αλληλεγγύη και να αναπτύσσεται ένας άκρατος
ατομικισμός που αποβλέπει στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη πρόσβαση στο κομματικό σύστημα
διανομής προνομίων. Είναι η «τζαμπατζήδικη» συμπεριφορά που αναλύει ο Τσουκαλάς και που
εκφράζεται με την καταπάτηση των θεσμοθετημένων κανόνων για ατομικό όφελος και που οι άλλοι
δύο αρθρογράφοι «υποστηρίζουν» με το δικό τους «προσωπικό» (γραπτό) τρόπο ο καθένας.

Θέμα 4ο «Να συζητήσετε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική τάξη μεσολαβεί και καθορίζει τις
καταναλωτικές πρακτικές στο σύγχρονο καπιταλισμό»

Στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο
συνιστούν βασικούς παράγοντες της οικονομικής λειτουργίας, η συνεχής επιθυμία αγοράς και
κατανάλωσης αγαθών αποτελεί βασικό ζητούμενο, προκειμένου να είναι εφικτή η οικονομική
ανάπτυξη και η κερδοφορία των εταιρειών. Η επιθυμία αυτή υποδαυλίζεται έντεχνα μέσω των
διαφημίσεων, ώστε αφενός να είναι ακατάπαυστη και αφετέρου να κατακτά ολοένα και πιο
κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων, καθορίζοντας επί της ουσίας τις περισσότερες από τις
επιλογές τους.

Ο καταναλωτισμός, αν και βασίζεται στην εύλογη επιθυμία του ανθρώπου να κατέχει υλικά
αγαθά, προωθείται συστηματικά με έμμεσους τρόπους επηρεασμού της καταναλωτικής
συμπεριφοράς των πολιτών. Απώτερος στόχος των έμμεσων αυτών τρόπων επηρεασμού της
καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών δεν είναι απλώς η επιλογή του ενός ή του άλλου
προϊόντος ή αγαθού, αλλά η εδραίωση μιας αντίληψης που να επιτρέπει τον προσδιορισμό του
ίδιου του ατόμου με βάση το πλήθος και την ποιότητα των υλικών αγαθών που κατέχει και
καταναλώνει. Ο πολίτης παύει, έτσι, να κρίνεται ως προς το ποιος είναι, και αξιολογείται πλέον με
βάση το πόσα έχει και τι είδους είναι αυτά που κατέχει. Ως εκ τούτου η καταναλωτική πρακτική στις
σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο καθοριστικής σημασίας και έχει
αποτελέσει σημείο έλξης των κοινωνικών στοχαστών.

Ένας από τους άξονες που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους κοινωνικούς στοχαστές και τους
κοινωνιολόγους γενικότερα είναι η σχέση της κοινωνικής τάξης με το βιοτικό ύφος. Πάνω σε αυτόν
τον άξονα μελέτης και διερεύνησης των κοινωνιολόγων έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Κοινή
συνιστώσα τους είναι πως η κατανάλωση δεν αφορά μόνο στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών
μέσα από την απόκτηση υλικών αγαθών, αλλά, αφορά, κυρίως στην ικανοποίηση των κοινωνικών
υποκειμένων.

Οι επιθυμίες, τα «γούστα» των υποκειμένων διαμορφώνονται μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο στο
οποίο εντάσσονται, ενώ τα υλικά αγαθά αποκτούν ένα συμβολικό χαρακτήρα, καθώς μέσα από τα
ΜΜΕ και τη διαφήμιση δημιουργούν συγκεκριμένο πρότυπο ζωής. Πρόκειται για το πρότυπο της
κυρίαρχης τάξης, το οποίο διαχέεται στα κατώτερα στρώματα. Τα άτομα, μέσα από την
καταναλωτική τους δραστηριότητα (μετακίνηση, ένδυση, διατροφή, οικιακός εξοπλισμός,
ψυχαγωγία κλπ), προσπαθούν να δημιουργήσουν μια εικόνα και μέσα από αυτήν να υποδηλώσουν
την ατομική και κοινωνική τους ταυτότητα, καθώς θεωρούν, (αλλά και θεωρείται – απρόσωπα),
πως η καταναλωτική τους συμπεριφορά και το life style που ακολουθούν συνιστά κριτήριο ένταξής
τους ή όχι στην εκάστοτε κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Η καταναλωτική συμπεριφορά αποτελεί,
επομένως, τον παράγοντα που καθορίζει την κοινωνική διαφοροποίηση των κοινωνικών
υποκειμένων.

Θέμα 5ο «Να συζητήσετε με ποιον τρόπο η δράση/ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και
των φορέων της μπορεί να αμβλύνει ή και να οξύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις στις σύγχρονες
κοινωνίες».

(παρόμοιο με το 1/β 2010-2011)

Ακαδ. Έτος 2017-2018


Απαντούμε σε 3 από τα 5
Θέμα 1ο «Να συζητήσετε την έννοια της εκλεκτικής συγγένειας του Βέμπερ και να περιγράψετε
το παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης»

Ο Βέμπερ, προκειμένου να μελετήσει την πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα


χρησιμοποιεί ένα «οπλοστάσιο» μεθοδολογικών εργαλείων: Τον «ιδεότυπο», την «εκλεκτική
συγγένεια» και το «παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων»

Ο «ιδεότυπος» ή «ιδεατός τύπος» είναι μια διανοητική υποθετική κατασκευή, ένα «αναλυτικό
εργαλείο» που συνέλαβε ο Βέμπερ, προκειμένου να απλοποιήσει την πολυσύνθετη κοινωνική
πραγματικότητα, ώστε αυτή να καταστεί προσεγγίσιμη, να μελετηθεί εξαντλητικά για να
αποκρυσταλλωθεί η ουσία των ιδεών. Δεν συναντάται, εμπειρικά, στην πραγματικότητα αλλά
χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης και μέτρησής της.

Η «εκλεκτική συγγένεια» είναι μια έννοια εργαλείο που υποδηλώνει την αντιστοίχιση, τη συνάφεια,
το συγχρονισμό και την αλληλεπίδραση μεταξύ δύο κοινωνικών φαινομένων, η οποία τα οδηγεί να
επηρεάζουν το ένα το άλλο, χωρίς η σύνδεσή τους και η σχέση αιτιότητας μεταξύ τους να έχει
εξακριβωθεί ή αποσαφηνισθεί.

Το «παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων» της κοινωνικής δράσης, είναι το


διαφορετικό αποτέλεσμα από το αναμενόμενο, καθώς μια μεταβολή που επιχειρούν οι δρώντες
καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, εν μέρει ή στην ολότητά της, εξαιτίας πληθώρας
αστάθμητων παραγόντων.

Ο Βέμπερ δημιουργεί τον ιδεότυπο της ΠΗ της εργασίας, προκειμένου να εξετάσει τη σχέση του
καπιταλισμού με τον προτεσταντισμό, σύμφωνα με την έννοια του εξορθολογισμού και της
«εκλογίκευσης της μυστικιστικής ενατένισης». Παρατηρεί μια εκλεκτική συγγένεια και
αλληλεπίδραση μεταξύ του ιδεότυπου της προτεσταντιστικής ηθικής της εργασίας και του
ιδεότυπου της κοινωνικής ηθικής του καπιταλισμού, παρά τις φαινομενικές διαφορές τους, και
διαπιστώνει την ύπαρξη ενός συσχετισμού των προτεσταντικών διδαχών και αξιών με τα
καπιταλιστικά συμφέροντα. Εντοπίζει, επίσης, το παράδοξο του μη αναμενόμενου αποτελέσματος,
διαπιστώνοντας πως η Μεταρρύθμιση ενδυνάμωσε τη θρησκευτική πίστη και δημιούργησε ένα
θρησκευτικό κλίμα, μέσα στο οποίο η επαγγελματική δραστηριότητα θεωρείται αυτοσκοπός και
θεϊκή επιλογή, ενισχύοντας έτσι τον καπιταλισμό. Το άλλο παράδοξο που εντοπίζει ο Βέρμπερ είναι
πως ο προτεσταντισμός βρήκε το πλέον εύφορο έδαφος στις πλουσιότερες πόλεις, διαπιστώνοντας
πως οι πλούσιοι αστοί μεταπήδησαν με ευκολία από την ανεκτική τυπική εξουσία της καθολικής
εκκλησίας στον αυστηρό καλβινισμό. Τέλος, διαπιστώνει μια «εσωτερική συγγένεια» ανάμεσα στον
καλβινικό ασκητισμό και την εκκλησιαστική ευσέβεια με το ενδιαφέρον για συμμετοχή στην
καπιταλιστική κερδοσκοπία.

Θέμα 2ο «Να συγκρίνετε τις απόψεις των Μαρξ και Βέμπερ σχετικά με την εργασία στον
καπιταλισμό»

(ίδιο με το 2ο ζήτημα, ομ. Α, έτους 2013-2014)

Θέμα 3ο «Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι βασικές θέσεις της τροποποιημένης θεωρίας του
εκσυγχρονισμού του Kim, όσον αφορά στη δυνατότητα καπιταλιστικής ανάπτυξης στις μη δυτικές
κοινωνίες»

(παρόμοιο με το 2ο ζήτημα, ομ. Α, έτους 2010-2011)

Θέμα 4ο «Συσχετίστε-συζητείστε τον κοινωνικό αποκλεισμό με τις κοινωνικές συγκρούσεις, έτσι


όπως εκδηλώνονται στην κοινωνία των πολιτών»

(παρόμοιο με το 1/β, 2010-2011)

Θέμα 5ο «Ποιες είναι οι βασικές κριτικές προσεγγίσεις απέναντι στην καταναλωτική


κοινωνία»

Για τον Karl Marx, η κατανάλωση προσεγγίζεται ως το τελευταίο στάδιο του οικονομικού κύκλου
(παραγωγή- διανομή και ανταλλαγή- κατανάλωση) και συνδέεται με την αναπαραγωγή του
εργατικού δυναμικού. Το πέρασμα από το φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
σήμανε και το πέρασμα από την άμεση κατανάλωση στο πλαίσιο της φυσικής οικονομίας της
οικιακής μονάδας στην κατανάλωση προϊόντων μέσω της χρηματικής ανταλλαγής. Τα προϊόντα που
παράγονται δεν προορίζονται για την άμεση κατανάλωση από τους παραγωγούς ή/και από τις
κυρίαρχες τάξεις, αλλά παράγονται για να πουληθούν στην αγορά των εμπορευμάτων. Στην αγορά
τα προϊόντα, κατά τον Μαρξ, αποκτούν μια διπλή υπόσταση. Τα προϊόντα φέρουν δύο αντιφατικές
μεταξύ τους μορφές αξίας, την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Η αξία χρήσης είναι αυτή
που επιτρέπει, για τον Μαρξ, την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην εμπορευματική σφαίρα,
καθώς αυτή είναι που διασφαλίζει την κάλυψη των αναγκών των καταναλωτών.
Η κριτική του Μαρξ επικεντρώνεται στην ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων και στο φετιχισμό
του εμπορεύματος και όχι στην αξία χρήσης. Η αξία χρήσης των εμπορευμάτων εκλαμβάνεται από
τον Μαρξ ως δεδομένη. Το πρόβλημα που εντοπίζει ο Μαρξ είναι το ότι τα παραγόμενα προϊόντα
φεύγουν από τον έλεγχο των ίδιων των παραγωγών-εργατών και εισάγονται ως ανεξάρτητα από
αυτούς πράγματα στην εμπορευματική σφαίρα. Το προϊόν εμφανίζεται στην αγορά ως ένα πράγμα
αυτόνομο, ανεξάρτητο από τον παραγωγό του και συνάμα αποκτά μια αξία (ανταλλακτική αξία,
τιμή ανταλλαγής του) η οποία δεν προκύπτει από την αξία χρήσης του.

Ο Βέμπερ επισημαίνει τον κοινωνικό και ταξικό διαχωρισμό. Αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της
κοινωνικής δύναμης με την οποία επιβάλλεται η θέση ενός ατόμου σε μια «κλειστή ομάδα», καθώς
και της ταξικής δύναμης που καθορίζεται από την άνιση πρόσβαση των κοινωνικών τάξεων στα
υλικά αγαθά, και τον διακριτό τρόπο ζωής. Ο διακριτός αυτός τρόπος ζωής των κλειστών ομάδων
εκφράζεται όχι μόνο από την καταναλωτική τους δύναμη, ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά και από τη
δυνατότητα της επαγγελματικής τους επιλογής, τη διαπαιδαγώγηση, την παιδεία και μόρφωσή τους
και εν γένει τον τρόπο διαβίωσής τους. Σε αντίθεση με την καταναλωτική πρακτική της αργόσχολης
τάξης του Βέμπλεν, για ον Βέμπερ ο Προτεστάντης επιχειρηματίας ζει λιτά και ασκητικά, καθώς
αυτός ο ασκητικός τρόπος ζωής τού επέτρεψε την αποταμίευση και την παραγωγική του επένδυση.

Η ριζοσπαστική, κριτική θεωρία της Σχολής της Φραγκφούρτης ανανέωσε τη μαρξιστική σκέψη
καθώς εμπλούτισε την οικονομική με την πολιτισμική ανάλυση. Η κατανάλωση δεν περιορίζεται
μόνο στην ανάλωση αξιών χρήσης με τη μεσολάβηση της εμπορευματικής ανταλλαγής (χρήμα-
εμπόρευμα), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν συνίσταται μόνο στην παραγωγή
εμπορευμάτων και η κατανάλωσή τους δεν έχει ως συνέπεια μόνο την ανακύκλωση του κεφαλαίου
μέσω της πραγματοποίησης της δυνάμει υπεραξίας που φέρουν τα προϊόντα-εμπορεύματα. Η
βιομηχανία του θεάματος ή με τους όρους των T. Adorno και M. Horkheimer η «πολιτιστική
βιομηχανία» παράγει και προωθεί στην αγορά όχι μόνο υπηρεσίες και συμβολικά εμπορεύματα
αλλά και μια συνολική πολιτισμική λογική. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση των υλικών και των
συμβολικών εμπορευμάτων συνίσταται στην αποδοχή και επικύρωση συγκεκριμένων ιδεών,
νοοτροπιών, αξιών και τρόπων ζωής. Σε αυτή την οικονομική και πολιτισμική συνθήκη του
καπιταλισμού, η κατανάλωση συνίσταται σε μια χειραγώγηση της ανθρώπινης σκέψης, γλώσσας,
της φαντασίας και του αυθορμητισμού. Η «πολιτιστική βιομηχανία» και η βιομηχανική παραγωγή
προϊόντων-εμπορευμάτων προσδιορίζουν τις ανάγκες, παράγουν και προωθούν συγκεκριμένα
εμπορεύματα ως μέσα κάλυψης των αναγκών και διαχέουν τις κοινωνικές σημασίες μέσω των
οποίων τα άτομα καλούνται να ορίσουν τον εαυτό τους, τις ανάγκες και επιθυμίες τους, τους
άλλους και τον κοινωνικό τους κόσμο συνολικά. Ο καταναλωτής είναι ένα παθητικό υποκείμενο, το
οποίο με την κατανάλωση των εμπορευμάτων και των σημασιοδοτήσεών τους, επικυρώνει και
αναπαράγει τους πολιτισμικούς προσδιορισμούς των αναγκών του, όπως αυτοί δίδονται από την
πολιτισμική βιομηχανία. Το άτομο, έτσι, χάνει τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης, χωρίς να
υποψιάζεται ούτε μια στιγμή ότι είναι δυνατή η αντίσταση. Η βασική αρχή επιβάλλει να του
παρουσιάζονται μεν όλες οι ανάγκες του ως ικανοποιήσιμες από την πολιτιστική βιομηχανία αλλά
από την άλλη μεριά αυτές οι ανάγκες να ρυθμίζονται εκ των προτέρων έτσι ώστε αυτός να βιώνει
πια τον εαυτό του μόνο ως αιώνιο καταναλωτή, ως αντικείμενο πολιτιστικής βιομηχανίας».

Ο Th. Veblen στο έργο του Η θεωρία της αργόσχολης τάξης άσκησε κριτική στην αμερικανική
κοινωνία της εποχής του, η οποία ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε δραστηριότητες παραγωγικές,
ωφέλιμες και εράσμιεςαπ τη μια και απ την άλλη σε περίοπτες και επιδεικτικές. Κατά τον Veblen, το
πέρασμα από τη φεουδαρχική στην νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία σήμανε και μια αλλαγή στις
πρακτικές κοινωνικής διάκρισης. Στη φεουδαρχική κοινωνία, η τάξη των ευγενών καταδείκνυε την
κοινωνική της ανωτερότητα μέσω της «περίοπτης σχόλης». Η υποτίμηση της εργασίας ως μη
ευγενούς δραστηριότητας υποστήριζε την πρακτική της επίδειξης της σχόλης, μέσω της αεργίας,
των γιορτών και άλλων δραστηριοτήτων σχόλης, ως μέσο κοινωνικής διάκρισης και ευπρέπειας. Η
ανατίμηση της εργασίας και η αναγνώρισή της ως μέσο κοινωνικής επιτυχίας και καταξίωσης στην
καπιταλιστική κοινωνία αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους αντικατάστασης της πρακτικής
της «περίοπτης σχόλης» από την πρακτική της «περίοπτης κατανάλωσης» ως μέσο κοινωνικής
διαφοροποίησης. Ένας άλλος σημαντικός λόγος ήταν ότι οι οριοθετήσεις μεταξύ των κοινωνικών
τάξεων στην νεωτερική κοινωνία είναι πολλές φορές θολές και ρευστές. Επομένως, η κατανάλωση
και μάλιστα η επιδεικτική κατανάλωση συνιστά ένα κατάλληλο μέσο κοινωνικής διάκρισης και
εκτίμησης του βαθμού κοινωνικής ευϋποληψίας, κατά τον Veblen. Η επιδεικτική κατανάλωση
αποτελεί μια διαρκή διαδικασία διατήρησης του κοινωνικού στάτους και αυτό επιτυγχάνεται, κατά
τον Veblen, με αναπαραγωγική κατανάλωση πολυτελών αγαθών που προϋποθέτει την καλλιέργεια
του αρμόζοντος γούστου και του τρόπου κατανάλωσης.

Ο Pierre Bourdieu στο έργο του Η Διάκριση πραγματεύτηκε την κατανάλωση ως μια κοινωνική
πρακτική κοινωνικής διάκρισης μέσα από τη χρήση σημαντικών όρων, όπως το ταξικό habitus, το
ταξικό lifestyle και το γούστο.

Το habitus ορίζεται από τον Bourdieu ως το σύνολο των δομημένων προδιαθέσεων του ατόμου,
βάσει των οποίων το άτομο προσλαμβάνει, αποτιμά και νοηματοδοτεί τα εμπειρικά δεδομένα και
προσανατολίζει και οργανώνει την κοινωνική του πράξη. Οι δομημένες αυτές προδιαθέσεις
εξαρτώνται από τη θέση των ατόμων στην κοινωνική και παραγωγική δομή. Αυτές οι προδιαθέσεις
είναι, κατά τον Bourdieu, καθοριστικές του τρόπου με τον οποίο το άτομο προσλαμβάνει, αποτιμά
τον κοινωνικό του κόσμο. Συνεπώς οργανώνει τη δράση του σε σχέση πάντα με τις κοινωνικές
συνθήκες ύπαρξής του. Όπως υποστηρίζει συγκεκριμένα ο Bourdieu «οι εξωτερικοί καθορισμοί που
συνδέονται με μια συγκεκριμένη τάξη συνθηκών ύπαρξης παράγουν έξεις (habitus) οι οποίες
μπορεί να προσαρμόζονται αντικειμενικά στον σκοπό τους δίχως να χρειάζεται να στοχεύουν
συνειδητά σε αυτούς και να ελέγχουν ρητά τις αναγκαίες για την επίτευξή τους ενέργειες».

Το γούστο για τον Bourdieu συνίσταται στην ικανότητα της κοινωνικής διάκρισης. Συγκεκριμένα, ο
Bourdieu κάνει λόγο για την «ροπή και ικανότητα προς την (υλική και/ή συμβολική) ιδιοποίηση
μιας καθορισμένης τάξης ταξινομημένων αντικειμένων ή πρακτικών».

Το ταξικό, λοιπόν, γούστο, είναι η ικανότητα ιδιοποίησης συγκεκριμένων αντικειμένων και


κοινωνικών πρακτικών, η οποία επισημαίνει τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις και αποτελεί το
ταξικό βιοτικό ύφος (lifestyle). Το ταξικό γούστο βασίζεται στη χρήση των διαφορετικών μορφών
κεφαλαίου (οικονομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, συμβολικό). Με απλά λόγια, από την επιλογή
διατροφικής κατανάλωσης, κατοικίας, αυτοκινήτου μέχρι τους ταξιδιωτικούς προορισμούς και τα
έργα τέχνης και την ψυχαγωγία, το ταξικό γούστο βασίζεται στην οικονομική δυνατότητα των
ατόμων (οικονομικό κεφάλαιο), στο πολιτισμικό κεφάλαιο (εκπαίδευση, γνώση, τέχνες), στο
κοινωνικό (κύκλος κοινωνικών επαφών) και στο συμβολικό (γόητρο, αναγνώριση, τιμή, υπόληψη).

Ο Ζίμελ θεωρεί πως η «μόδα» αποτελεί μορφή μίμησης που συσπειρώνει και διαφοροποιεί την
αστική από την εργατική τάξη. Η μόδα ικανοποιεί την τάση για αλλαγή και διαφορετικότητα. Τη
θεωρεί υποκειμενική καθώς επηρεάζεται από το εκάστοτε ιστορικο-πολιτισμικό πλαίσιο.
Υποστηρίζει πως η μόδα είναι ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων και της απελευθέρωσης της
αστικής τάξης, η οποία αδιαφορεί για το αριστοκρατικό στυλ, αλλά παράλληλα επιδιώκει να
διακριθεί από την εργατική τάξη, προβάλλοντα ένα ιδιαίτερο ύφος.

Ο J. Baudrillard ασκεί κριτική στη μαρξι(-στι)κή διάκριση μεταξύ της αξίας χρήσης και της
ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων. Για τον Baudrillard, ο φετιχισμός του εμπορεύματος δεν
έγκειται μόνο στην ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, αλλά αφορά και την αξία χρήσης τους.
Κατά τον Baudrillard, στην αστική κοινωνία οι ανάγκες, η επιθυμία, οι συμβολικές σχέσεις μεταξύ
των ανθρώπων, τα ένστικτα, αφαιρούνται και ανάγονται σε συγκεκριμένες ανάγκες και
χρησιμότητες. Ο πλούτος, η ποικιλία των επιθυμιών, οι διαφορετικοί ορισμοί και οι μορφές με τις
οποίες μπορούν να εκφραστούν οι ανάγκες του ανθρώπου, η αμφισημία και η δυνητικότητα των
περιεχομένων που χαρακτηρίζουν τις συμβολικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όλα αυτά
περιορίζονται και ανάγονται σε συγκεκριμένες, τελικά προσδιορισμένες ανάγκες, έτσι όπως αυτές
ορίζονται από τη βιομηχανική τεχνοδομή και τους μηχανισμούς της διαφημιστικής προώθησης. Η
επικράτηση της έννοιας της χρησιμότητας στην αστική κοινωνία βασίζεται στο φιλελεύθερο
φαντασιακό πρότυπο του ανθρώπου ως μεγιστοποιητικού, ωφελιμιστικού, ορθολογικού όντος. Οι
σχέσεις, τα αγαθά, τα προϊόντα, οι πόροι, όλα εντάσσονται στο σχήμα μέσων και σκοπών. Όλα
εξετάζονται υπό το πρίσμα της χρησιμότητάς τους για την επίτευξη των σκοπών, δηλαδή της
μεγιστοποίησης του οφέλους. Η αμφισημία, το ξόδεμα, η προσφορά άνευ προσδοκίας
ανταπόδοσης κρίνονται ως γνωρίσματα του ανορθολογικού, καθώς δεν εξυπηρετούν
συγκεκριμένους σκοπούς. Οι ανάγκες, λοιπόν, θα πρέπει να «εξορθολογιστούν» και να
προσδιοριστούν με ένα τελικό και συγκεκριμένο τρόπο έτσι ώστε τα εμπορεύματα να απαντούν σε
αυτές τις συγκεκριμένες ανάγκες, με άλλα λόγια να έχουν μια αξία χρήσης, να είναι χρήσιμα.

Ο Βauman…

You might also like