You are on page 1of 9

ΕΠΟ 42

ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΩΤΗ

ΠΕΡΓΑΝΤΗ ΑΡΓΥΡΩ

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΑΧΟΥ


AΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 3
i. Ο δυτικός καπιταλισμός και η εξέλιξή του 3
ii. Ο ρόλος των ιδεών στην εξέλιξη του δυτικού
καπιταλισμού 4
iii. Η ηθική του Προτεσταντισμού και ο καπιταλισμός 6
Συμπεράσματα 7
Πηγές 9
Βιβλιογραφία 9

2
Εισαγωγή
Στο έργο του «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» ο Μαξ
Βέμπερ καθορίζει με σαφήνεια τί εννοεί όταν χρησιμοποιεί τον όρο «καπιταλισμός».
Θεωρεί ότι ο καπιταλισμός δεν είναι η συνεχής επιθυμία απόκτησης κέρδους, άλλωστε
σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες κοινό στοιχείο των ανθρώπων ήταν ο
πλουτισμός (Βέμπερ, 2006: 15-17). Ωστόσο στις δυτικές κοινωνίες παρουσιάστηκε ένας
τύπος καπιταλισμού εντελώς διαφορετικός, ο οποίος στηρίχτηκε τόσο στην ορθολογική
οργάνωση της ελεύθερης εργασίας όσο και στην έλλογη βιομηχανική οργάνωση, η
οποία δεν απαντάται σε άλλες μορφές του καπιταλισμού (Βέμπερ, 2006: 18).
Στην εργασία αυτή, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τους παράγοντες οι
οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτέλεσαν το βασικό πλαίσιο ανάπτυξης του
καπιταλισμού στη δύση καθώς και τον ρόλο των ιδεών σε αυτή την εξέλιξη.

i. Ο δυτικός καπιταλισμός και η εξέλιξή του

Η καπιταλιστική εξέλιξη στο δυτικό κόσμο δεν στηρίχτηκε σε τυχαία γεγονότα,


αφού στη Δύση αναπτύχθηκαν διαφορετικές πρακτικές και συνθήκες από ότι στον
υπόλοιπο κόσμο. Συγκεκριμένα ο Βέμπερ αναφέρει ότι μόνο στη Δύση υπάρχει η
επιστήμη η οποία αναπτύχθηκε με «αντικειμενικό» τρόπο, χωρίς «μεταφυσικές»
πρακτικές, στηριζόμενη στο πείραμα και στην παρατήρηση. Σαφώς και σε άλλες χώρες
αναπτύχθηκε η γνώση ωστόσο μόνο στη Δύση επιδιώχθηκε η επιστήμη με έλλογο,
συστηματικό τρόπο μέσω εξειδικευμένου προσωπικού ενώ η ύπαρξη ειδικευμένης
υπαλληλίας υπήρξε ειδοποιός διαφορά μεταξύ του δυτικού πολιτισμού και των άλλων
πολιτισμών. Βασικά παραδείγματα του δυτικού επιστημονικού τρόπου ο Βέμπερ θεωρεί
την μαθηματική θεμελίωση της αστρονομίας, την ορθολογική ανάπτυξη της μουσικής,
την κωδικοποίηση του νομικού δικαίου, τη δημιουργία της προοπτικής στην ζωγραφική
και την αρχιτεκτονική καθώς και την κωδικοποίηση το νομικού δικαίου (Βέμπερ,
2006:11-14). Η ιδιαιτερότητα του δυτικού καπιταλισμού στηρίζεται στην «οικονομική»
αυτή πράξη που χρησιμοποιεί ως εργαλείο της την ορθολογικότητα, όπου ως
ορθολογικότητα ο Βέμπερ εννοεί την διαχείριση των διαθέσιμων μέσων με τέτοιο τρόπο
ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Αυτή η ορθολογικότητα συνιστά την ιστορική «ουσία»
του σύγχρονου καπιταλισμού (Αντωνοπούλου,2011:313-314).
Σύμφωνα με τον Βέμπερ η καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα βασίζεται
στην αξιοποίηση ευκαιριών ανταλλαγής, δηλαδή σε ειρηνικές ευκαιρίες για κέρδος ενώ η
κερδοφορία με βίαιους τρόπους δεν έχει θέση στον καπιταλισμό. Επιπλέον μόνο στη
Δύση απαντάται η ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας καθώς
3
και η έλλογη βιομηχανική οργάνωση η οποία απευθύνεται σε μία αγορά. Τα παραπάνω
επετεύχθησαν στη Δύση λόγω του διαχωρισμού της επιχείρησης από τον οίκο και λόγω
της υιοθέτησης της ορθολογικής λογιστικής (Βέμπερ, 2006:18-19).
Ένας ακόμη παράγοντας που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη του μοντέρνου
καπιταλισμού υπήρξε η δημιουργία μίας νέας κοινωνικής τάξης, των ονομαζόμενων
«αστών». Σαφώς και σε άλλους πολιτισμούς παρατηρήθηκαν αστικά στρώματα με
ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά ωστόσο μόνο στη Δύση διαμορφώθηκε ο
«πολίτης», ο κάτοικος της πόλης. Ως πολίτης είναι ενεργός οικονομικά (έμπορος,
τεχνίτης, επιχειρηματίας κ.α.) ενώ συμμετέχει στους πολιτικούς θεσμούς της πόλης του
(Αντωνοπούλου, 2011:372) Οι δυτικές πόλεις αποτέλεσαν ισχυρούς πόλους έλξης τόσο
για την βιοτεχνική όσο και για την εμπορική δραστηριότητα δημιουργώντας μία
κοινωνία «εταιρική» που διέφερε αρκετά από την «κοινοτική» κοινωνία της υπαίθρου
Αυτή την διαδικασία ακολούθησε η «απομάγευση» του κόσμου, δηλαδή η αποχώρηση
των μαγικοθρησκευτικών εκείνων παραδοχών που επικρατούσαν στις κοινωνίες και στο
προσκήνιο εμφανίστηκε το έλλογο στοιχείο. Προκειμένου να ενισχυθεί η διοίκηση της
πόλης δημιουργήθηκε η διοικητική γραφειοκρατία, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με
το νόμο. Αν και ο ίδιος ο Βέμπερ δεν θεωρεί την πόλη «φορέα» του μοντέρνου
καπιταλισμού ωστόσο αναγνωρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο η δυτική κοινωνία είχε
διαρθρωθεί υπήρξε καθοριστικός για την εξέλιξη του (Κονιόρδος, 2002:27-29).
Ο καπιταλισμός δεν θα είχε την ίδια εξέλιξη εάν δεν υποστηριζόταν από ένα
νομικό σύστημα το οποίο κυριάρχησε στη Δύση. Σαφώς ο Βέμπερ δέχεται ότι
συγκροτημένα δικαιακά συστήματα αναπτύχθηκαν σε όλο τον κόσμο, ωστόσο στην
Δύση το νομικό σύστημα στηρίχτηκε στον υπολογισμό και την προβλεψιμότητα
(Κονιόρδος, 2002:29) Το συστηματικό, τυπικό και καθολικό δίκαιο ενίσχυσε την
απρόσωπη και τυπική σχέση μεταξύ του κεφαλαιούχου επιχειρηματία και του εργάτη,
κατοχύρωσε τη νομική ισχύ των εμπορικών συμβάσεων, εξασφάλισε τη νομική
υπόσταση της επιχείρησης (Lallement, 2004:244, Κονιόρδος, 2002:29-31). Μόνο στη
Δύση λοιπόν κυριάρχησε το έλλογο δίκαιο, η εμπορικοποίηση της οικονομίας και ο
μηχανοποιημένος υπολογισμός των συναλλαγών και της παραγωγής με αποτέλεσμα
έναν συσχετισμό κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων που ενίσχυσαν τον καπιταλισμό
(Αντωνοπούλου, 2011:374).

ii. Ο ρόλος των ιδεών στην εξέλιξη του δυτικού καπιταλισμού

Ο Βέμπερ συνδέει τους όρους αξία και ιδέα τις οποίες χρησιμοποιεί προκειμένου
να αποδώσει οτιδήποτε θεωρείται στην κοινωνία ως ηθικό (ιερό) ή επιβεβλημένο. Γι’

4
αυτόν οι ιδέες αποτελούν «αξιώματα» της κοινωνικής ζωής, που σε συνδυασμό με άλλα
στοιχεία συγκροτούν τον εμπειρικό ανθρώπινο κόσμο, ενώ διαμορφώνονται ιστορικά,
δηλαδή διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Προκειμένου να μελετήσει την
κοινωνική πρακτική που διαμορφώνεται από την μοναδικότητα των ιστορικών
φαινομένων, ο Βέμπερ χρησιμοποίησε ως εργαλεία τη μέθοδο του «ιδεατού τύπου» και
της «ιστορικής ατομικότητας» (Αντωνοπούλου,2011:304-305).
Η γέννηση του οικονομικού ρασιοναλισμού, κύριο χαρακτηριστικό του
καπιταλισμού, για τον Βέμπερ εξαρτάται απόλυτα και από το γεγονός ότι οι άνθρωποι
είχαν τόσο την ικανότητα όσο και την διάθεση να υιοθετήσουν μία έλλογη
συμπεριφορά. Εκτός των οικονομικών συμπεριφορών, οι ηθικές και θρησκευτικές
αντιλήψεις για το χρέος διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του καπιταλισμού
(Βέμπερ, 2006:23).
Προσπαθώντας να αποδώσει το καπιταλιστικό «πνεύμα» χρησιμοποίησε
αποσπάσματα από το έργο του Benjamin Franklin, οι οποίες ενισχύουν την άποψη ότι ο
έντιμος άνθρωπος πρέπει να εργάζεται ακατάπαυστα και να συσσωρεύει όλο και
περισσότερο χρήμα όχι για να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες αλλά ως «ηθική»
υποχρέωση ενώ η τιμιότητα, η λιτότητα και η φιλοπονία αποτελούν ανθρώπινες
«αρετές». Δημιουργήθηκε ένα «ήθος» στον σύγχρονο καπιταλισμό, το οποίο
μετουσιώνεται μέσα από την απόκτηση όλο και περισσοτέρων αγαθών και ελαχίστων
απολαύσεων! Ο άνθρωπος δεν επιδιώκει τη συσσώρευση χρημάτων για την προσωπική
του ευημερία αλλά για να γίνει ενάρετος. Η αρετή και η προκοπή εξασφαλίζεται μέσα
από το επαγγελματικό καθήκον που το άτομο αισθάνεται (Βέμπερ, 2006:45-47). Αυτές
οι πρακτικές έρχονταν σε αντίθεση με την «παραδοσιοκρατία», δηλαδή με την
παραδοσιακή αντίληψη για την εργασία, την οποία ο Βέμπερ περιγράφει ως αντίληψη να
θέλει το άτομο όσα ακριβώς χρειάζεται, να καλύπτει κανείς τις «παραδοσιακές» του
ανάγκες και να εργάζεται όσο και όπως είχε συνηθίσει (Κονιόρδος, 2002:59).
Ενώ σήμερα το άτομο αντιλαμβάνεται την εργασία ως χρέος και αυτοσκοπό, σε
παλιότερες ιστορικές περιόδους υπήρξε άλογη ως «ιδέα». Για παράδειγμα στην
αρχαιότητα ή στο Μεσαίωνα προείχε το ατομικό ευδαιμονικό συμφέρον. Αυτό το νέο
«ήθος» επικράτησε και δημιούργησε δεσμευτικά αισθήματα συνεχούς αυτοελέγχου,
εργασιακής πειθαρχίας και συνέπειας στους εργαζόμενους με αποτέλεσμα την αύξηση
της αποδοτικότητάς τους και φυσικά της παραγωγικότητας. Τα νέα αυτά δεδομένα
είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας αυτόνομης δυναμικής τόσο στην ίδια την
επιχείρηση όσο και στην αγορά, κυριαρχώντας έτσι το «καπιταλιστικό πνεύμα», το
οποίο επιβλήθηκε με την ίδια σφοδρότητα τόσο στους καπιταλιστές-επιχειρηματίες όσο
και στους εργαζόμενους (Αντωνοπούλου, 2011:376-377). Στο ερώτημα από πού

5
προκύπτει η τάση να αντιμετωπίζει κανείς την εργασία και το επάγγελμά του ως
αυτοσκοπό και ως καθήκον ο Βέμπερ απαντά ότι οφείλεται στις θρησκευτικές
πεποιθήσεις του ατόμου. (Κονιόρδος, 2002:59).

iii. Η ηθική του Προτεσταντισμού και ο καπιταλισμός


Μία νέα «ιδέα» που διαπίστωσε ο Βέμπερ ήταν αυτή του επαγγέλματος με την
έννοια της «κλήσης», του «καλέσματος» από τον Θεό. Η γερμανική λέξη «beruf» και η
αγγλική «calling» αποτυπώνουν την παραπάνω ιδέα, η οποία χρησιμοποιήθηκε με αυτό
τον τρόπο για πρώτη φορά στη λουθηρανική μετάφραση της Βίβλου (Βέμπερ, 2006:69)
Το επάγγελμα, σύμφωνα με τον Λούθηρο, αποτελεί μία δραστηριότητα που μέσω αυτής
το άτομο θα εκπληρώσει τον προορισμό του ενώ και η επαγγελματική θέση του
καθενός είναι στην ουσία μία θεϊκή προσταγή. Η καθοριζόμενη εκ Θεού επαγγελματική
θέση του κάθε ατόμου είναι ένα είδος «πεπρωμένου», μια «αποστολή» που πρέπει να
ακολουθηθεί αναντίρρητα, οπότε η ιδέα του μοναχισμού (απομάκρυνση από τα
εγκόσμια) είναι απαγορευτική (Κονιόρδος, 2002:62). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Βέμπερ,
θα ήταν άδικο να θεωρηθεί ότι ο στόχος της Μεταρρύθμισης ήταν άλλος από την
«σωτηρία της ψυχής» των ανθρώπων. Η συσσώρευση υλικών αγαθών ως αυτοσκοπός
δεν συγκαταλεγόταν στους στόχους των κινημάτων της Μεταρρύθμισης και σε καμία
περίπτωση δεν θα μπορούσε να ισχύει ως ηθική τους αξία (Βέμπερ, 2006:78). Στη
συγκεκριμένη περίπτωση αποτυπώνεται αυτό που ο Βέμπερ ονομάζει «παράδοξο των
μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης» (Κονιόρδος, 2002:63).
Επιπλέον ο Βέμπερ διαπίστωσε και τον ιδιαίτερο ρόλο του καλβινισμού καθώς
και άλλων προτεσταντικών δογμάτων στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Ο καλβινιστής μη
γνωρίζοντας αν θα καταδικαστεί ή αν θα σωθεί (δόγμα προκαθορισμού), αν ανήκει
στους εκλεκτούς του Θεού που θα γευθούν την αιώνια ζωή ή όχι, θεωρεί ηθικό χρέος
του την εργασία. Είναι ο τρόπος του να «δοξάσει» τον Θεό στη γη και να ξεπεράσει την
αγωνία της αβεβαιότητας της σωτηρίας του (Αντωνοπούλου, 2011:378, Αρόν, …:739).
Προσπαθώντας να «κερδίσει» τη Θεία Χάρη ο καλβινιστής ζει υπό το πρίσμα αυστηρού
αυτοελέγχου, θέτοντας το κόσμο του σε μία ιδιαίτερα πουριτανική βάση (Βέμπερ,
2002:103-104). Ο εγκόσμιος ασκητισμός της καλβινιστικής θεώρησης επέβαλε το
γεγονός ότι ο πιστός πρέπει να αποδείξει την πίστη του μέσω της επαγγελματικής ζωής
του, οργανώνοντας την καθημερινότητα του με έλλογο τρόπο (Βέμπερ, 2006:106,
Κονιόρδος, 2002:70) Η οικονομική δραστηριότητα των προτεσταντών βασίζεται σε μία
συγκεκριμένη θρησκευτική θεώρηση του κόσμου και σε ένα ιδιαίτερο αξιακό σύστημα
(Αρόν, 1990:743).
Ο Βέμπερ, μελετώντας τα κείμενα του Άγγλου πουριτανού Ρ. Μπάξτερ, εντοπίζει
ξεκάθαρα την πουριτανική ηθική. Σύμφωνα με αυτά η συνεχής και αδιάκοπη εργασία
6
λειτουργεί ως άσκηση προς τη δόξα του Θεού και όχι ως επιδίωξη κέρδους και πλούτου.
Άλλωστε ο πλούτος θεωρείται επικίνδυνος για τον άνθρωπο αφού όταν κανείς τον
κατέχει μπορεί να υποπέσει στα «αμαρτήματα» της τεμπελιάς και της απόλαυσης
(Κονιόρδος, 2002:71). Επιπλέον, παρατηρεί ο Βέμπερ, η εργασία θεωρείται σκοπός της
ζωής των προτεσταντών ενώ χρησιμοποιείται ως ένα μέσο που βοηθά τον άνθρωπο να
μην υποκύπτει στους επίγειους πειρασμούς (Βεμπερ, 2006:138). Άπαντες λοιπόν, ακόμη
και οι πλούσιοι, πρέπει να εργάζονται και να ακολουθούν το επάγγελμά τους απέναντι
στο οποίο φέρουν ηθική δέσμευση. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι καθορισμένος
από τον Θεό, οπότε ο καθένας πρέπει απλά να αποδεχτεί τη θέση του και να
βελτιώνεται τεχνικά με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εργασιακή του απόδοση
Αποδεχόμενοι ότι όλα τα γεγονότα βασίζονται σε θεϊκές επιταγές, η δημιουργία κέρδους
και η αυξανόμενη συσσώρευση πλούτου αποτελεί για τους προτεστάντες μία ηθικά
αποδεκτή πρακτική. Επιπλέον, τα μεσαία προτεσταντικά λαϊκά στρώματα, δεν
συμμετείχαν σε διαδικασίες αναψυχής αφού τις θεωρούσαν άσκοπες, άνευ
ωφελιμιστικού σκοπού, υιοθέτησαν μία αντιξοδευτική πρακτική, ξοδεύοντας μόνο για τα
απολύτως απαραίτητα αποταμιεύοντας το πλεόνασμά τους, το οποίο χρησιμοποιούσαν
μόνο για περαιτέρω επενδύσεις. Οι παραπάνω πρακτικές ενίσχυσαν την καπιταλιστική
ανέλιξη (Κονιόρδος, 2002:72-74). Ακόμη ο Βέμπερ θεωρεί ότι ο εκκοσμικευμένος
ασκητισμός λειτουργούσε πλέον ως ιδεολογία. Δηλαδή οι πρακτικές της αδιάκοπης
εργασίας των πιστών, είτε πρόκειται για απλούς εργάτες είτε για τους καπιταλιστές-
επιχειρηματίες και η ηθική δέσμευση του ατόμου απέναντι στο επάγγελμά του,
τοποθετημένα μέσα στο πλαίσιο της εξασφάλισης της Θείας Χάρης, εξάλειψαν
οποιαδήποτε έννοια ή υπόνοια εκμετάλλευσης θα μπορούσε να υπάρχει και να
εκφραστεί. Ωστόσο ο ίδιος στην ΠΗ υποστηρίζει ότι η εκκοσμίκευση οδήγησε στην
ακραία ενασχόληση με τα υλικά αγαθά εγκλωβίζοντας το άτομο σε ένα «σιδερένιο
κλουβί» (Κονιόρδος, 2002:75). Στο τέλος της ΠΗ ο Βέμπερ τονίζει ότι θα ήταν λάθος να
αντικαταστήσει τη «μονοσήμαντη» οικονομική εξήγηση της ιστορικής αιτιότητας του
φαινομένου του καπιταλισμού, με μία εξίσου «μονοσήμαντη» ιδεαλιστική ανάλυση.
Θεωρεί ότι και οι δύο φέρουν την ίδια ισχύ (Βέμπερ, 2006:160).

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι ο Βέμπερ στο έργο του «Η


Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού » προσπαθεί να αναλύσει τις
ειδικές συνθήκες που βοήθησαν στη γέννηση και επηρέασαν την εξέλιξη του
καπιταλιστικού πνεύματος στη Δύση. Παρά το γεγονός ότι και σε άλλους πολιτισμούς
και σε άλλες χώρες εμφανίστηκαν οι συνθήκες που θα μπορούσε να αναπτυχθεί η
7
καπιταλιστική δυναμική, πουθενά αλλού τελικά εξελίχθηκε η μορφή του δυτικού
καπιταλισμού. Κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού κόσμου υπήρξε η ανάπτυξη της
επιστήμης, της γνώσης και της ορθολογικής σκέψης. Πάνω σε αυτή την ορθολογική
βάση στηρίχτηκε η έλλογη οργάνωση της ελεύθερης εργασίας, του νομικού δικαίου και
της βιομηχανικής οργάνωσης.
Επιπλέον η δυτική πόλη και η εμφάνιση της αστικής τάξης υπήρξαν καθοριστικοί
παράγοντες για την ανέλιξη του δυτικού καπιταλισμού καθώς επίσης και η εμφάνιση της
διοικητικής γραφειοκρατίας. Ακόμη υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός δεν επηρεάστηκε
μόνο από κοινωνικές και πολιτικές ιδεολογίες αλλά και από θρησκευτικές απόψεις και
συμπεριφορές, συγκεκριμένα από το «ήθος» του Προτεσταντισμού. Προσπάθησε να
ερευνήσει λοιπόν την «εκλεκτική συγγένεια» μεταξύ του καπιταλισμού και του
Προτεσταντισμού. Η αναγωγή της εργασίας και του επαγγέλματος σε κύριο μέλημα της
ζωής των ανθρώπων, η αντιξοδευτική συμπεριφορά, ο πουριτανισμός και η συνεχόμενη
συσσώρευση πλούτου, πλαισιωμένα από την θρησκευτική αντίληψη της εξασφάλισης
της Θεϊκής Χάρης, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του καπιταλισμού με έναν τρόπο
μοναδικό και συγκεκριμένο, που δεν απαντάται πουθενά αλλού παρά μόνο στη Δύση.

8
Πηγές

Βιβλιογραφία

1. Lallement, M., Ιστορία των Κοινωνιολογικών Ιδεών , μτφρ. Μ. Λυκούδης,


Εκδόσεις Μεταίχμιο Επιστήμες, Αθήνα, 2004
2. Αντωνοπούλου, Μ., Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας, Κοινωνική Θεωρία και
Νεότερη Κοινωνία, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα,2011.
3. Αρόν, Ρ., Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης , μτφρ. Μ. Λυκούδης, Εκδόσεις
Γνώση, Αθήνα,1990.
4. Βεμπερ, Μ., Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού , μτφρ Μ.
Κυπραίου, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2006.
5. Κονιόρδος, Σ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού-Η θέση του Βέμπερ
για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας , τόμος Α΄, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα,
2002.

You might also like