You are on page 1of 9

ΕΑΠ - ΕΠΟ 22

Θεός και φύση


κατά Ντεκάρτ
και Σπινόζα.

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΖΩΗ ΠΑΛΛΙΓΚΙΝΗ
Α.Μ. 94351
Θ.Ε. ΕΠΟ 22
ΤΜΗΜΑ: ΑΘΗ-5
ΣΕΠ: ΑΘΗΝΑ ΜΙΡΑΣΓΕΖΗ
ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ : 2016-17
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………………………………….. σ. 2

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΚΑΡΤΕΣΙΟ…………………………………………………………………. σ. 2

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΣΠΙΝΟΖΑ………………………………………………………………….. σ. 4

ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………………………………………………. σ. 7

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………………………………….. σ. 8

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στον πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης, ως θεμέλιο συγκρότησης των φιλοσοφικών


συστημάτων, βρίσκεται ο τρόπος σύλληψης του Θεού - «πρώτης αρχής των πάντων»,
ο οποίος διαμορφώνεται σε συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο και την κοσμοθεωρία
κάθε εποχής. Στην εργασία αυτή θα επιδιωχθεί η ανάπτυξη της σύλληψης του Θεού,
στο πλαίσιο των φιλοσοφικών συστημάτων των Καρτέσιου και Σπινόζα. Παρότι και
οι δύο κινούνται στο πλαίσιο του νεωτερικού ορθολογισμού, με τον Καρτέσιο να
θεωρείται ο πατέρας του, θα εντοπίσουμε διαφορετικές προσεγγίσεις τους σε
ζητήματα όπως η υπερβατικότητα του Θεού, η σχέση ύλης-πνεύματος και η
απόδοση ή όχι ανθρωπομορφικών χαρακτηριστικών στον Θεό. Καθώς στόχος της
μεταφυσικής είναι να διερευνήσει φιλοσοφικά την φύση, την δομή και την
συγκρότηση της πραγματικότητας, (Μολύβας,31) θα εξετάσουμε, επίσης, πώς οι
διαφορετικοί τρόποι σύλληψης του Θεού τους οδηγούν σε διαφορετικές ερμηνείες
του χαρακτήρα της ύλης, και συνεπώς διαφορετικούς τρόπους σύλληψης της
Φύσης συνολικά.

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΚΑΡΤΕΣΙΟ.

Ο Καρτέσιος (Rene Descartes,1596-1650) έχοντας συλλάβει μέσω της μεθόδου της


καθολικής αμφιβολίας την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας του, το «Cogito ergo sum»,
δηλαδή «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», (Μολύβας,35) επιδιώκει να αποδείξει την
αντικειμενική ύπαρξη του Θεού, μόνης εγγύησης για την γνησιότητα των αντιλήψεών
μας για τον κόσμο. (Μολύβας,36) Στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων του για την
ορθολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο Ντεκάρτ προβάλλει μια σύλληψη της
φύσης του Θεού, που συνάδει με την μεσαιωνική χριστιανική παράδοση. Ο Θεός
είναι η μόνη υπόσταση με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, δηλαδή ένα ον που δεν
εξαρτάται παρά μόνο από την ύπαρξή του.(Cottingham,135) Επιπλέον, ως υπόσταση
είναι αιώνια, άπειρη, υπέρτατα νοήμων και ισχυρή αλλά και δημιουργός των πάντων.
(Στοχασμοί,112) Έφτιαξε τον άνθρωπο «κατ’εικόνα και ομοίωσίν του», ως ολικό
αίτιο που δημιούργησε εκ του μηδενός το ίδιο το είναι. (Στοχασμοί,125) Συνεπώς,
πρόκειται για έναν Θεό με άπειρη δύναμη και γνώση που ενεργεί κατά βούληση ως
δημιουργός, φέρει δηλαδή ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Είναι η ύψιστη των
υποστάσεων καθώς εμπεριέχει αντικειμενική αλήθεια σε βαθμό υψηλότερο από
αυτόν των πεπερασμένων υποστάσεων. (Στοχασμοί,99) Είναι τέλειος.

Σύμφωνα με το πρώτο επιχείρημα, η ιδέα του άπειρου Θεού προηγείται της


αντίληψης του εαυτού μας, «κατά την τάξη της πραγματικότητας» και θέτει τους
όρους σύγκρισης βάσει των οποίων αντιλαμβάνεται κάποιος πού μειονεκτεί σε σχέση
με το τέλειο. (Στοχασμοί,115) Έτσι ο στοχαστής, έχοντας επίγνωση της ατελούς
υπόστασής του, αντιλαμβάνεται ότι δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος η αιτία της ιδέας
μιας άπειρης υπόστασης. Η ιδέα μπορεί να πηγάζει μόνο από την ίδια την άπειρη

3
υπόσταση. Επομένως, αυτή η υπόσταση υπάρχει κατ’ ανάγκη (Cottingham,129) και η
ιδέα της είναι έμφυτη στον άνθρωπο. (Μολύβας,36)

Το δεύτερο επιχείρημα βασίζεται στην διερεύνηση της αιτίας της ύπαρξης του
στοχαστή. Εγώ, το πράγμα που σκέπτεται και έχει μέσα του την ιδέα του Θεού,
υπάρχω. Αν ο Θεός δεν υπήρχε, η αιτία της δημιουργίας μου θα έπρεπε να
αναζητηθεί είτε σε εμένα είτε σε άλλα πεπερασμένα και ατελή όντα. (Στοχασμοί,118-
119) Απαιτείται όμως το αίτιο να είναι σκεπτόμενο πράγμα και να κατέχει τις
τελειότητες που προσδίδω στο Θεό. Εγώ ή άλλα πεπερασμένα αίτια δεν κατέχουμε
αυτές τις τελειότητες . (Στοχασμοί,122) Έσχατο αίτιο της δημιουργίας μου όπως και
της συντήρησής μου είναι ο Θεός, που εμπεριέχει όλες τις τελειότητες ενωμένες.
(Στοχασμοί,123) Από το γεγονός ότι εγώ που έχω την ιδέα του Θεού-τέλειου όντος
μέσα μου υπάρχω συνεπάγεται ότι ο Θεός υπάρχει. (Στοχασμοί,124) Η δε ιδέα του
τοποθετήθηκε από αυτόν στον νου μου, όπως το αποτύπωμα του τεχνίτη στο έργο
του. (Στοχασμοί,125) Τέλος, στο τρίτο επιχείρημα θεωρεί αδύνατο τον διαχωρισμό
της ύπαρξης του Θεού από την ουσία του, (Cottingham,154) και υποστηρίζει ότι ένα
τέλειο ον δεν μπορεί να στερείται ύπαρξης, καθώς έτσι θα ήταν ατελές.
(Cottingham,155)

Ο Καρτέσιος εκκινώντας από την σχολαστική αντίληψη του όρου υπόσταση, ως


έννοια που ορίζει ένα ον που δεν εξαρτάται παρά μόνον από την ύπαρξή του, θεωρεί
ότι, κατά κυριολεξία, ο όρος ταιριάζει μόνο στο Θεό. Όμως περιορίζοντας την
αυστηρότητα της έννοιας μπορούμε να θεωρήσουμε ως υποστάσεις κατώτερου
βαθμού τα δημιουργημένα όντα, καθώς σε αντίθεση με κατηγορήματα ή ποιότητες
που ενέχονται σε άλλα πράγματα, αυτά υπάρχουν από μόνα τους εξαρτώμενα μόνο
από την θεία δράση για την διατήρησή τους. (Cottingham,135) Οι δημιουργημένες
υποστάσεις, διακρίνονται σε δύο διακριτές κατηγορίες -Δυϊσμός Καρτέσιου- βάσει
της κύριας ιδιότητάς τους, της ουσίας ή φύσης τους. Η έκταση σε μήκος, βάθος και
πλάτος αποτελεί την ουσία-φύση των σωματιδιακών-εκτατών υποστάσεων, res
extensa και η σκέψη συνιστά την ουσία-φύση των σκεπτόμενων υποστάσεων res
cogitans. Άλλα κατηγορήματα που αποδίδονται σε κάποιο res extensa ή res cogitans
συνιστούν απλά τρόπους τους και προϋποθέτουν την έκταση ή την σκέψη αντίστοιχα.
(Cottingham,136) Η ύλη και το πνεύμα διαχωρίζονται απόλυτα και είναι
ανομοιογενή. Το res cogitans-σκέψη-πνεύμα είναι άυλο, ενεργό και αδιαίρετο ενώ το
res extensa-ύλη είναι υλικό, αδρανές και διαιρετό. Το πνεύμα ιεραρχείται ως ανώτερο
καθώς είναι αυθύπαρκτο. (Γουδέλη,2008,56)

Ο Θεός συνίσταται μόνο από πνεύμα, είναι επομένως ομοούσια και ομοιογενής
υπόσταση. Συνεπώς, βάσει του δυϊσμού, η φύση και ο ορατός κόσμος, είναι εξωγενή
δημιουργήματά του, βρίσκονται πέρα από αυτόν, δεν ενέχονται στην υπόστασή του.
(Γουδέλη,2008,57) Ο Θεός μετά την δημιουργία αποσύρεται. (Μολύβας,33) Η
αντίληψη του Θεού, κατά Καρτέσιο, ως το απολύτως άλλο, που δεν μπορεί να
συλληφθεί ολοκληρωτικά από την πεπερασμένη ανθρώπινη νόηση αλλά και ως
«υπεροχική και απόμακρη πρωταρχική πηγή των πάντων» συνιστά την
υπερβατικότητά του. (Γουδέλη,2015,9)

4
Ο άνθρωπος είναι η μόνη υπόσταση στην οποία συνυπάρχουν ύλη και πνεύμα, σώμα
και ψυχή. Η δυνατότητα επικοινωνίας δύο ασύμβατων φύσεων στον άνθρωπο
αποδίδεται στην λειτουργία του κωνάριου, κοιλότητας του εγκεφάλου, με την αρωγή
των ζωικών πνευμάτων. Αυτό προκαλεί αντιρρήσεις. Αν είναι ανομοιογενείς οι
φύσεις δεν μπορούν να επικοινωνούν. Το δε κωνάριο, βάσει του δυϊσμού πρέπει να
είναι ή σώμα ή ψυχή. Οι μετακαρτεσιανοί φιλόσοφοι Γκέλινγκς και Μαλμπράνς
αποδίδουν την επικοινωνία στην παρέμβαση του Θεού. (Μολύβας,37)

Η δυϊστική θεωρία του Καρτέσιου, σε μια εποχή που η ερμηνεία της φύσης εστιάζει
στην μελέτη της κίνησης και την αναζήτηση των αιτίων της (Μολύβας,31) και όχι
του τέλους-σκοπού, τον οδηγεί σε μια αντίληψη «του υλικού κόσμου ως επαρκούς
και αυτόνομου αντικειμένου μελέτης», (Μολύβας,33) απαλλαγμένου από κάθε
πνευματικότητα, που λειτουργεί βάσει αδήριτων φυσικών νόμων με μηχανιστικό
τρόπο. (Μολύβας,38) Ανάγοντας τον εξωτερικό κόσμο σε μαθηματικές σχέσεις,
βάσει της γεωμετρικής μεθόδου μπορεί κάποιος ξεκινώντας από γενικές αρχές να
φθάσει απαγωγικά στην ερμηνεία της φύσης. (Μολύβας,38-39) Η φύση είναι πλήρης,
δεν υπάρχει κενό, και οι δυνάμεις επιδρούν μόνο εξ’ επαφής. Αποκλείονται
απόκρυφες δυνάμεις όπως αυτή της έλξης από απόσταση. (Crombie,302)

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΣΠΙΝΟΖΑ.

Ο Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677), σημαντική μορφή του ρασιοναλιστικού ρεύματος


του 17ου αιώνα, επηρεάζεται από τον Καρτέσιο αλλά και καινοτομεί με το πρωτότυπο
φιλοσοφικό του σύστημα. (Μολύβας,40) Στο έργο του ΗΘΙΚΗ ακολουθεί
συστηματικά την γεωμετρική μέθοδο. Εξάγει όλα τα στοιχεία της φιλοσοφίας του
μέσω παραγωγικών συλλογισμών, που εκκινούν από θεμελιώδεις ορισμούς.
(Γουδέλη,2008,57 )

Στον πυρήνα της μεταφυσικής του Σπινόζα βρίσκεται η κυριολεκτική έννοια της
υπόστασης ως ανεξάρτητης ύπαρξης. Πρόκειται για «αυτό που είναι στον εαυτό του
και συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του», χωρίς να απαιτείται το εννόημά του να
προσδιοριστεί από άλλο εννόημα. (Ηθική,79) Ο Σπινόζα απορρίπτει την καρτεσιανή
συμπερίληψη των δημιουργημένων όντων στον όρο υπόσταση, έστω και
δευτερογενώς. (Cottingham,142) Η υπόσταση είναι αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη,
causa sui- αυταίτιο- επομένως η ύπαρξη είναι μέρος της ουσίας της.
(Cottingham,146)

Οι άνθρωποι ως πεπερασμένα όντα δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια του


άπειρου Θεού, γνωρίζουμε μόνο πεπερασμένα πράγματα, αποκτούμε γνώση του
τρόπου των κατηγορημάτων της ουσίας. (Μολύβας,40)Ο Σπινόζα αντικαθιστά την
διάκριση μεταξύ υπόστασης-ουσίας και ιδιότητας-κατηγορήματος με αυτήν μεταξύ
ουσίας και τρόπου με το κατηγόρημα σε ενδιάμεσο ρόλο. (Μολύβας,41) Ως
κατηγόρημα ορίζεται αυτό που γίνεται αντιληπτό από την διάνοια ως ουσία ή

5
ποιότητα της υπόστασης. Τα κατηγορήματα νοούνται ως διαφορετικές οπτικές γωνίες
θέασης ενός ενιαίου πράγματος. (Γουδέλη,2015,12) Οι δε τρόποι είναι διαθέσεις-
εκφράσεις της υπόστασης μέσα από πεπερασμένα πράγματα που παράγονται από την
άπειρη παραγωγική δύναμη της υπόστασης. (Γουδέλη,2015,13). Είναι μορφές του
Θεού αντιληπτές από εμάς. Ο άνθρωπος π.χ. είναι ένας τρόπος του Θεού που
ταυτόχρονα ενυπάρχει στο Θεό ως τρόπος σκέψης και τρόπος έκτασης. (Μολύβας,41)
Ο ανθρώπινος νους μπορεί να γνωρίσει μόνο δύο κατηγορήματα από τα άπειρα της
υπόστασης αυτά της σκέψης και της έκτασης. (Γουδέλη,2015,12) Η υπόσταση
ενέχοντας άπειρη πραγματικότητα συνίσταται σε άπειρα κατηγορήματα, ωστόσο
διαθέτει εσωτερική ενότητα. Ένα κατηγόρημα δηλώνει την αντίληψη της όλης
υπόστασης υπό το πρίσμα όμως μιας μόνης οπτικής.(Γουδέλη,2015,14)

Σε αντίθεση με τις αντιλήψεις των κυρίαρχων δογμάτων, που καλλιέργησαν


δεισιδαιμονίες, εμμονές και φανατισμούς ο Σπινόζα συλλαμβάνει τον Θεό ως
απαλλαγμένο από κάθε ανθρωπομορφικό χαρακτηριστικό. Δεν τιμωρεί, δεν
συγχωρεί, δεν διαθέτει βούληση, δεν παρέχει στον άνθρωπο εξέχοντα ρόλο στο
Σύμπαν, δεν θέτει απαράβατους κανόνες δεοντολογίας. Η Δύναμη του Θεού δεν
παραπέμπει στην αυθαίρετη ανθρωπομορφική βούληση. Ακόμη και η σύλληψή του
ως μόνου απολύτως ελεύθερου αιτίου, εξηγείται όχι βάσει βούλησής του αλλά ως
επιταγή της αναγκαιότητας της φύσης του. (Γουδέλη,2015,8)

Ο Θεός του Σπινόζα είναι επιπλέον μοναδικός, άπειρος και αδιαίρετος, αναγκαίος και
καθολικός όπως εξάγεται από τις 15 πρώτες προτάσεις της Ηθικής. Καθώς «δεν
υπάρχουν δύο υποστάσεις της ίδιας φύσης» έπεται ότι πρώτον, μια υπόσταση δεν
δύναται να παράξει μια άλλη, εφόσον ως αίτιο θα έπρεπε να έχει κάτι κοινό με το
αποτέλεσμα (Cottingham, 147) και δεύτερον, δεν μπορεί να είναι πεπερασμένη,
αφού ως πεπερασμένο ορίζεται αυτό που δύναται «να περιοριστεί από κάτι άλλο της
ίδιας φύσης». Συνεπώς υπάρχει μόνο μια αναγκαία άπειρη υπόσταση και είναι ο
Θεός. (Cottingham,148-149) Αποτελεί την αιτία της ύπαρξής του και αυτής όλων
των πραγμάτων. (Μολύβας,41) Επίσης είναι αδιαίρετη .(Γουδέλη,2015,15) Στην
πρόταση 11 διατυπώνει την άποψη περί αναγκαιότητας της ύπαρξης του Θεού, μιας
υπόστασης που σύγκειται από άπειρα κατηγορούμενα που το κάθε ένα εκφράζει μια
άπειρη και αιώνια ουσία. Αποσαφηνίζοντας την έννοια της αναγκαιότητας ως
αιτιότητας, αποδεικνύει την απουσία αιτίων, εσωτερικών ή εξωτερικών ως προς την
υπόσταση, που να εμποδίζουν την ύπαρξη του Θεού. (Γουδέλη,2015,15)Ταυτίζοντας
την Δύναμη με την ύπαρξη, καθώς είναι αδυναμία το να μην υπάρχει κάτι , ενώ είναι
δύναμη το να υπάρχει, παρατηρεί ότι η ύπαρξη πεπερασμένων μόνο πραγμάτων θα
συνεπάγονταν ότι είναι πιο δυνατά από το απόλυτα άπειρο ον, πράγμα άτοπο. Στο
απόλυτα άπειρο ον, που στη φύση του ταιριάζει περισσότερη πραγματικότητα-
τελειότητα, άρα και περισσότερη ισχύς για να υπάρχει, υπάρχει αναγκαία.
(Ηθική,92-94) Στην πρόταση 15 «Ό,τι είναι, είναι στο Θεό και τίποτα δεν μπορεί να
είναι ή να συλληφθεί χωρίς το Θεό», προβάλλει την καθολική περίκλειση των
πάντων στον Θεό, καθώς είναι η μία και μόνη υπόσταση που «είναι εν εαυτώ και

6
νοείται δι’εαυτού» και οι τρόποι δεν μπορούν να είναι ή να συλλαμβάνονται χωρίς
αυτήν. (Γουδέλη,2015,16)

Η άποψη του Σπινόζα ότι υπάρχει μια και μόνη άπειρη ουσία-υπόσταση, ο Θεός που
ταυτίζεται με τον κόσμο καθώς ο κόσμος είναι «Deus cive Naturae», Θεός ή Φύση,
μια μονιστική δηλαδή θέση, τον κατατάσσει στους πανθεϊστές. (Μολύβας,41) Ο Θεός
είναι η άπειρη, ανεξάντλητη, αιώνια δημιουργική δύναμη της φύσης, η φύουσα
Φύση- natura naturans, που συλλαμβάνεται μόνο ως συνδεδεμένη με τα άπειρα
πεπερασμένα προϊόντα της, την φυόμενη Φύση-natura naturata, η οποία δεν μπορεί
να είναι ή να συλλαμβάνεται χωρίς την φύουσα Φύση. Ο Θεός ή Φύση είναι
ταυτόχρονα φύουσα και φυόμενη Φύση, με τρόπο αδιαχώριστο. Η φυόμενη Φύση
ενυπάρχει στην φύουσα καθώς «όλα τα πράγματα είναι εν Θεώ» και η φύουσα Φύση
εκφράζεται ως φυόμενη καθώς ο Θεός ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα. Η έκφραση
της φύουσας Φύσης ως φυόμενη ανάγεται στην ουσία της, την Δύναμη. Η Δύναμη-
ουσία του Θεού ή Φύσης είναι απόλυτα ενεργητική, παραγωγική και «συνίσταται
στην αέναη αναγκαία αιτιακή αυτοδημιουργία του», ταυτιζόμενη με την απειρία των
προϊόντων της. (Γουδέλη,2015,8) Ο Θεός είναι αιτία του εαυτού του και των πάντων.
Οι αιτιακές σχέσεις που διέπουν την λειτουργία της Φύσης είναι άμεσες και
αναγκαίες εκφράσεις της αυτοπαραγωγής του. Η αιτιακή ενέργεια του Θεού δεν
παράγει εξωτερικά αποτελέσματα, έναν αυτόνομο δημιουργημένο κόσμο, αλλά
αποτελέσματα που εμπεριέχονται στην αιτία, δηλαδή «η αιτία εμμένει στο
αποτέλεσμά της». Ο Θεός, κατά την σπινοζική σύλληψη είναι απρόσωπος, ταυτίζεται
με την άπειρη δημιουργική δύναμη της Φύσης, τα δε παράγωγά του δεν είναι πέραν
αυτού ή υποδεέστερα σε τελειότητα, αλλά αποτελούν εσωτερικά προϊόντα της
παραγωγικής του δύναμης, «εμμενείς εκφράσεις της ενεργού ουσίας του». Επομένως,
ο Θεός δεν είναι υπερβατικός αλλά εμμενής. (Γουδέλη,2015,10)

Η αντίληψη περί καθολικότητας τον οδηγεί στην ανάγκη ανάδειξης της ύλης-
σωματικότητας ως «άξιας» να συμπεριληφθεί στην θεϊκή φύση. Οι θεωρίες
δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός δεν στοιχειοθετούν επαρκώς ποια θεϊκή
δύναμη παρήγαγε ύλη από καθαρό πνεύμα. Συνεπώς η θεϊκή φύση πρέπει να
εμπεριέχει και ύλη. Το να αποκλείσουμε την σωματικότητα-υλικότητα από την
υπόσταση του Θεού, αντιφάσκει με την απειρία και την τελειότητά του καθώς
αποτελεί μορφή «πάσχειν». Η ύλη έχει αποκλεισθεί από τη φύση του Θεού από τον
Καρτέσιο ως διαιρετή άρα ατελής και υποδεέστερη του πνεύματος. Ο Σπινόζα,
βασιζόμενος στην καρτεσιανή θέση περί μη ύπαρξης κενού θεωρεί την αισθητηριακά
προσλαμβανόμενη διαίρεση των πραγμάτων ως φαινομενική και προτείνει την
νοητική σύλληψη της σωματικότητας που αναδεικνύει το αδιαίρετο και την απειρία
της. (Γουδέλη,2015,16) Συμπεραίνει ότι η μη διαιρέσιμη σωματικότητα ή έκταση,
είναι άπειρη, ενεργός και τέλεια, αντάξια της θεϊκής φύσης. Αποτελεί ένα από τα
άπειρα κατηγορήματα του Θεού ή της Φύσης αιώνιο, άπειρο και αμετάβλητο. Το
σύμπαν, υπαρκτό και πολλαπλά μεταβαλλόμενο ως Όλον, αποτελεί έναν τρόπο του
κατηγορήματος της έκτασης. (Γουδέλη,2015,17) Η τελολογική αντίληψη για τη Φύση

7
βασίζεται σε προκατάληψη. Ο κόσμος του Σπινόζα καθορίζεται απόλυτα αιτιακά.
(Μολύβας,42)

Για τον Σπινόζα, η καρτεσιανή ριζική διάκριση πνεύματος-ψυχής δεν εξηγεί την
αλληλεπίδρασή τους. Καθώς ψυχή και σώμα ανήκουν σε κάποιον, το εγώ προηγείται
λογικά των εννοιών ψυχής και σώματος. Παρομοιάζει το εγώ με κάτοπτρο στο οποίο
ένα σημείο της κυρτής επιφάνειας αντιστοιχεί σε κάποιο της κοίλης χωρίς να
συνδέονται. Ψυχή και σώμα δεν συνδέονται αλλά εμφανίζουν την ίδια αντιστοιχία. Η
ψυχή δεν κινεί το σώμα. Το σώμα δεν κινεί την ψυχή. Ψυχή και σώμα, πνεύμα και
ύλη είναι ένα και το αυτό πράγμα, νοούμενο υπό το κατηγόρημα της σκέψης ή αυτό
της έκτασης αντίστοιχα. (Μολύβας,40)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην καρτεσιανή σύλληψη του Θεού, η φύση του λαμβάνεται ως δεδομένη από την
χριστιανική παράδοση και το ενδιαφέρον στρέφεται στην απόδειξη της ύπαρξής του.
Στόχος είναι η θεμελίωση της γνωσιμότητας του σύμπαντος που μόνο η ύπαρξη του
Θεού μπορεί να εγγυηθεί. Ο υπερβατικός δημιουργός, ως πνευματική υπόσταση,
διακρίνεται πλήρως από τον υλικό κόσμο βάσει του θεμελιώδους δυϊσμού του
στοχαστή. Το δε σύμπαν προσεγγίζεται μηχανιστικά, με στόχο την εξακρίβωση των
αιτίων που προξενούν τα φαινόμενα, των νόμων δηλαδή που διέπουν την φύση. Στην
καινοτόμο σπινοζική σύλληψη του Θεού ή Φύσης, ο Θεός, μόνη και καθολική ουσία,
απαλλάσσεται από ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά, ταυτίζεται με την δημιουργική
Δύναμη της Φύσης, εμμένοντας ως αιτία ταυτόχρονα στον εαυτό της και στα
αποτελέσματα-δημιουργήματά της. Το σύμπαν συνιστά μια υλική πνευματικότητα.

8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cottingham, J., Φιλοσοφία της Επιστήμης: οι Ορθολογιστές, μτφρ. Σ. Τσούρτης,


Αθήνα: Πολύτροπον, 2003.

Γουδέλη.Κ., «Μετακαρτεσιανισμός μονισμός στον 17ο αιώνα: Περί της σχέσεως


σώματος-νου στον Spinoza και στον Leibnitz», στο Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Κείμενα
Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, Πάτρα 2008, σσ. 55-61.

Γουδέλη Κυριακή, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία του Spinoza, Αθήνα: Σύνδεσμος


Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών (www.kallipos.gr), 2015.

Crombie, A.C., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τόμος Β΄, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1992.

Μολύβας, Γ., Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας),τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

Ντεκάρτ Ρενέ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ε. Βανταράκης, Αθήνα:
Εκκρεμές, 2003.

Σπινόζα Μπαρούχ, Ηθική, μτφρ. Ε. Βανταράκης, Αθήνα: Εκκρεμές, 2009.

You might also like