You are on page 1of 5

Κτιστό και άκτιστο : Πρόκειται για πολύ σημαντική διάκριση που θα αναλυθεί αργότερα.

Στους πατέρες της εκκλησίας απαντάται μόνο αυτή η διάκριση και όχι αυτή του φυσικού και
του υπερφυσικού. Το υπερφυσικό δεν υφίσταται γιατί ξεφεύγει από τα αντιληπτικά όρια
του ανθρώπου. Ο Θεός αποκαλύπτεται φυσικά, δηλαδή εντός της κτίσης ( sos).

Κείμενο α) Γρηγορίου Νύσσης κατά Ευνομίου :

Η ανώτατη και βασική διάκριση είναι αυτή του κτιστού με το άκτιστο (sos). Όσο
διαφορετικά είναι μεταξύ τους, τόσο απόλυτη είναι η ταύτιση τους. Η μεταξύ τους σχέση
είναι η εξής :

Το άκτιστο (Θεός) είναι το αίτιο γεννήσεως του κτιστού(sos). Το κτιστό γεννάται εξαιτίας
του ακτίστου. Ως προς την ουσία είναι διηρημένα μεταξύ τους (έχουν δηλαδή διαφορετική
ουσία). Δεν έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους.

Στην κτιστή φύση υπάρχει ο χρόνος ο οποίος έχει τρία χαρακτηριστικά : 1) Αρχή, 2) Τέλος,
3) Μεσότητα. Όλα τα κτιστά, από την αρχή κάποτε ξεκίνησα και κάποτε θα τελειώσουν.

Άκτιστο (Θεία φύσις) : Σε κανένα σημείο δεν τελειώνει και δεν περιορίζεται. Είναι αόριστο
και ξεπερνά όλα τα κτιστά όρια. Η Θεία φύσις εμπεριέχει όλη την κτιστή πραγματικότητα,
χωρίς όμως να περιορίζεται από αυτήν.

Το ¨άρχειν¨ είναι χαρακτηριστικό μόνο του Θεού και κανενός άλλου. Η πολιτική εξουσία
έρχεται και παρέρχεται, η φυσικη εξουσία όμως, είναι προνόμιο μόνο του Θεού. Το κτιστό
εξαρτάται από το άκτιστο όχι όμως και το αντίθετο.

Σχέση Θεού και κτιστής πραγματικότητας : (sos) Η σχέση αυτή είναι οντολογική και
φυσική. Πρόκειται για σχέση κυριότητας και εξάρτησης. Όσο κοινωνούμε με το Θεό, δεν
φθειρόμαστε. Η έννοια της κυριότητας και της εξάρτησης (στη σχέση αυτή) είναι πολύ
διαφορετική από την κυριότητα του ανθρώπου έναντι της αλόγου κτίσεως, διότι οπου
εξουσιάζει ο άνθρωπος δύναται να οδηγηθεί στο κακό και στο μηδενισμό. Αντιθέτως, η
βούληση του Θεού είναι πάντοτε προς το αγαθό.

Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί πως η «δουλεία» του ανθρώπου συνεπάγεται την
απόλυτη ελευθερία του και δεν έχει καμία σχέση με τη δουλεία όπως την εννοούμε στα
ανθρώπινα δεδομένα.

Αναφορικότητα του κτιστού όντος : Ο άνθρωπος είναι αναφορικός, έχει την ανάγκη δηλαδή
να αναφέρεται κάπου. Αυτό προέρχεται εξαιτίας του γεγονότος ότι (ο άνθρωπος) είναι
δημιούργημα εκ του μη όντος, από την ανυπαρξία δηλαδή(δεν εξαρτάται από τον ίδιο η
ύπαρξη του, δεν είναι αυθύπαρκτος). Επιπλέον, αισθάνεται καθημερινά τη φθορά του και
γι αυτό αναζητά την αναγέννηση και έχει την ανάγκη να πιστεύει κάπου( στον Θεό, σε μια
πολιτική ιδεολογία, στα χρήματα κ.α). Η αναφορικότητα είναι μετοχή και από τη στιγμή που
ο άνθρωπος τη στερείται, οδηγείται σε υπαρξιακή αυτοκτονία( ο άνθρωπος, έπαψε προ
πολλού να εμπιστεύεται το συνάνθρωπο του και κυρίως το Θεό). Ο άνθρωπος που δεν
πιστεύει, χάνει την αναφορικότητα του, γιατί η πίστη είναι κοινωνία και εμπιστοσύνη,
εμπιστοσύνη στη σχέση εξάρτησης Θεού και ανθρώπου.

Κείμενο Γρ. Νύσσης για ουσία και υπόσταση :

Κάποια ονόματα έχουν καθολικότερη σημασία πχ ο άνθρωπος. Το όνομα αυτό δεν


περιγράφει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, όταν όμως αναφέρουμε κάτι ιδιαίτερο, για
παράδειγμα, ανόητος άνθρωπος, τότε αναφερόμαστε στην υπόσταση και όχι στην ουσία.
Sos- Υπόσταση είναι η ουσία στην οποία αποδίδονται ορισμένα χαρακτηριστικά. Η
απόδοση αυτών των χαρακτηριστικών δεν είναι πλέον ουσία αλλα ιδιώματα, δηλαδή
χαρακτηριστικά.

Ιδιότητες Τα γνωρίσματα που αποδίδονται στην υπόσταση που φέρει την ουσία. Δεν
χαρακτηρίζουν το ον αλλά τα περί του όντος, αναφέρονται στις ενέργειες του όντος, όπως
δηλαδή η ουσία ενεργεί μέσω του συγκεκριμένου όντος. Αυτό που μπορούμε να
προσδιορίσούμε είναι μόνο ο τρόπος ύπαρξης της ουσίας.

Sos- Οι πατέρες κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ ουσίας και υποστάσεως. Η ουσία
γνωρίζεται μέσω των υποστάσεων, χαρακτηριστικά όμως αποδίδονται στην υπόσταση
και όχι στην ουσία. Γι αυτό η ουσία δεν ορίζεται. Συνώνυμο(κατά κάποιο τρόπο) της
ουσίας, είναι η φύση. Η φύση διακρίνεται ως μερικότερη της ουσίας και αναφέρεται στην
ουσία ενός είδους, πχ φύση των ανθρώπων, των ζώων κτλ. ( σημ. στον Θεό δεν μιλάμε για
φύση αλλά για ουσία). Η κτιστή ουσία μερίζεται ενώ η άκτιστη όχι. Η ουσία της κτίσης
μερίζεται , γι αυτό μιλάμε για φύση(βλ. παραπάνω). Στον Θεό όμως δεν μερίζεται η ουσία.
Sos- Ουσία και φύση ταυτίζονται μόνο στο Θεό. Άρα, Θεός = άκτιστη Θεία ουσία και
φύση.

Γρηγόριος Νύσσης(κείμενο) : Ο Πατήρ είναι το ποιητικό-δημιουργικό αίτιο της κτίσης. Η


σχέση Πατρός και ανθρώπου είναι αιτιατή και όχι πατρική, είναι, με άλλα λόγια οντολογική.
Ο Πατήρ είναι το μόνο αίτιο των πάντων και γι αυτό δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο πριν
από αυτόν.

Sos- Δεν έχει κανένα αίτιο ύπαρξης, είναι αγέννητος(sos τα δύο ν). 

Μέγας Βασίλειος κατά Ευνομίου : Το όνομα του πατρός σημαίνει δύο πράγματα. 1) Είναι
αγέννητος (δύο ν), δηλαδή δεν έχει αιτία ύπαρξης και 2) έχει Υιό κατά φύσιν.

Sos- Ο Πατήρ είναι αίτιο υποστατικό του Υιού και ουσιαστικό αίτιο όλης της κτίσης. Σημ.
έχει μπει ερώτηση από το κείμενο αυτό.
Ως προς το άκτιστο, δεν υπάρχει διάκριση στα τρία πρόσωπα. Έχουν όμως και ιδιώματα που
δεν κοινωνούν, τα υποστατικά ιδιώματα(αγέννητος, γεννητός και εκπορευτό). 

Στο όνομα του πατρός έχουμε δύο ιδιότητες : Άκτιστος και αγέννητος. Το άκτιστο, παρόλο
ότι αποδίδεται στον Πατέρα, είναι κοινό και στα άλλα δύο πρόσωπα. Ως προς το
«αγέννητος» όμως δεν υπάρχει κοινωνία (χαρακτηρίζει μόνο τον Πατέρα). 

Το όνομα του Πατρός είναι όνομα προσώπου και αφορά τους πάντες. Σ΄εμάς είναι Πατήρ
εξ υιοθεσίας, στον Υιό είναι Πατήρ εκ φύσεως. 

Sos Το «αγέννητος» πηγαίνει στην υπόσταση, το Πατήρ στο πρόσωπο. Αγέννητος και
Πατήρ είναι ίδιο και ακοινώνητο και δεν αποδίδεται στα άλλα πρόσωπα. 

Ο Υιός κατά το άκτιστο δεν διαφοροποιείται από τα άλλα πρόσωπα. Κατά το γεννητός
(μονογενής) διαφοροποιείται διότι αφορά την υπόσταση. Το γεννητός- μονογενής
αποδίδεται μόνο στον Υιό.

Περί αγίου πνεύματος(sos) : Το πνεύμα το άγιο δεν είναι ούτε γεννητό ούτε αγέννητο. Είναι
εκπορευτό. Διακρίνεται του πατρός κατά το ότι δεν είναι πατήρ. Με τον Υιό κοινωνεί και ως
προς την αιτία (είναι και τα δύο πρόσωπα αυτά αιτιατά). Μοναδικός αναίτιος είναι ο
Πατήρ. Το πνεύμα φανερώνεται δια του Υιού, δεν είναι κτιστό είναι φύσι αγαθό και
αναλλοίωτο. Οι πατέρες της ορθοδοξίας απορρίπτουν την δια του πατρός γέννηση του
πνεύματος.

Οι δυτικοί δεν μπορούν να κατανοήσουν την έννοια της εκπορεύσεως και γι αυτό
αναφέρουν το πνευμα ως γεννητό ή ως αγέννητο δυτικοί. Όπως όμως εύστοχα αναφέρει ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος, αν το πνεύμα είναι αγέννητο τότε έχουμε δύο αναίτια πρόσωπα. Ο Ι.
Δαμασκηνός αναφέρει πως το πνεύμα το άγιο είναι εκπορευτό εκ της ουσίας του πατρός
(sos). Οι ρωμαιοκαθολικοί- δυτικοί αποδίδουν στο πνεύμα ένα ρόλο
μεσάζοντος(ενδιάμεσου) μεταξύ του Πατρός και του Υιού, κάτι που εμείς οι Ορθόδοξοι
απορρίπτουμε. Επιλέον, για τους δυτικούς, η κοινωνία των προσώπων της τριάδος είναι
αγαπητική. Αγάπη ίσον ενέργεια όμως και όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, κατά την
ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει ενέργεια μεταξύ των προσώπων της τριάδος. Υπάρχει
μόνο οντολογική σχέση και όχι ενεργειακή. Η αγαπητική κοινωνία είναι καθαρά
ρωμαιοκαθολικό δόγμα.

Γρηγόριος Νύσσης :

Υπάρχουν τέσσερις μορφές υποταγής :

1) Δούλος στον κύριο του

2) έλλογο στο άλογο

3) ο νικητής στη μάχη μεταξύ δύο

4) Υποταγή όλων των ανθρώπων στο μονογενή Υιό του Θεού.


Ανάλυση τους :

1) Ο θεσμός της δουλείας είναι κοινωνικός θεσμός και δεν είναι κατά φύσιν αλλά παρά
φύσιν.

2) Στην σχέση ελλόγου-αλόγου υπάρχει ποιοτική διαφορά, διαφορά ουσίας. Το έλλογο


είναι φύσι ανώτερο του αλόγου. Ο Θεός όμως παρόλο ότι είναι φύσι ανώτερος, δεν οδηγεί
τη φύση στην εξουθένωση, αντίθετα δίνει στον άνθρωπο τέτοια δύναμη ώστε να μπορεί
ακόμη και να τον απορρίψει. Αντίθετα, ο άνθρωπος εξουθενώνει τους άλλους γιατί στην
κτιστή πραγματικότητα η εξουσία έχει στόχο την εξουθένωση των άλλων.

3) Εδώ υπάρχει η βία και είναι κάτι το παρά φύσιν.

4) Δεν πρόκειται για υποταγή που βρίσκεται στη δύναμη, αλλά κατά φύσιν υποταγή και
φυσική κατάσταση. Ο Λόγος είναι ο δημιουργός του κόσμου. Πρόκειται για ελέυθερη
υποταγή, ελέυθερη επιλογή του ανθρώπου. Όλες αυτές οι μορφές υποταγής δεν
ευσταθούν στην περίπτωση του Αγίου Πνεύματος καθώς αυτό διακρίνεται από τα κτιστά
όντα και είναι ομοούσιο του Πατρός

Στη Δυτική Θεολογία το Άγιο Πνεύμα παίζει μεσιτικό ρόλο και μεταξύ κτιστού και ακτίστου
και μεταξύ Πατρός και Υιού. Κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς, η μεσιτεία είναι υποστατική
ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Επιπλέον, οι δυτικοί θεωρούν πως ο Υιός είναι η δύναμις
και σοφία του Πατρός(δυνάμεις=ιδιότητες, δυναμις= η δημιουργός αιτία).

Ο άνθρωπος καθίσταται πρόσωπο γιατί γεννήθηκε από αγάπη. Αν η υπόσταση του Υιού
οφείλεται στην ελεύθερη αγαπητική σχέση του Πατρός και του Υιού, τότε ο Υιός είναι
κτίσμα, διότι εισάγεται η ενεργειακή σχέση. Σημ. η αγάπη , το έλεος και τα σχετικά έχουν
σχέση με την βούληση και δεν είναι εκ της ουσίας. Ό,τι προέρχεται εκ της βουλήσεως είναι
κτίσμα και η αγάπη δεν είναι αίτιο γέννησης.

Sos- Η σχέση Πατήρ- Υιός-Άγιο Πνεύμα είναι οντολογική, σχέση ουσίας. Εκ της ουσίας
γεννάται ο Υιός και εκ της ουσίας εκπορεύεται το Άγιο πνεύμα.

Πασκάλ : Ο Θεός αποκαλύπτεται τόσο, ώστε όποιος τον αναζητά με όλη του την καρδιά να
τον βρει και όποιος δεν τον αναζητεί, να μη τον βρει καθόλου.

Γρ. Νύσσης : Η προαίρεση του ανθρώπου είναι αυτό που γνωρίζει το Θεό. Ό,τι θέλει ο
Θεός, το θέλει ενιαίως, άπαξ και αιωνίως.

Ενδοτριαδικές ενέργειες : Μόνο για τους δυτικόυς υπάρχουν ενέργειες εντός της Αγίας
Τριάδος. Για τους ορθόδοξους, υπάρχουν μόνο στη σχέση Θεόυ και κτιστής
πραγματικότητας.
ς. Ο Θεός ως άκτιστος εκπίπτει από κάθε αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου. Ο
ανθρώπινος λόγος αναφέρεται στην κτιστή πραγματικότητα η οποία συνεχώς αλλοιώνεται
και μεταβάλλεται. Η θεολογία όμως δεν στηρίζεται στα δεδομένα της κτιστής
πραγματικότητας αλλά την ερμηνεύει και την υπερβαίνει. Αναζητά την αλήθεια και τη
διαχρονικότητα και στηρίζεται στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια που δεν μεταβάλλεται.

+56 Γρ. Νύσσης περί δημιουργίας : Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με τρόπο σπερματικό.
Υπήρχαν οι δυνάμεις ώστε να δημιουργηθούν τα όντα, άρα, ο Θεός δημιουργεί τις
συνθήκες ώστε να γεννηθούν αυτά. Με τη βούληση του, βάζει τις προϋποθέσεις για να
γεννηθούν και να εξελιχθούν.

You might also like