Professional Documents
Culture Documents
ΜΑΤΣΟΥΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος» (Απ. Πέτρος). –
Μεστή δογματική διδασκαλία.
Βαπτιστήρια σύμβολα (Υιός του Θεού, Μεσσίας) και λειτουργικοί ύμνοι εξιστορούν με
σύντομο τρόπο όλη την ιστορία του Χριστού, όπως αυτή συντελέστηκε με την ενανθρώπηση
και το κοσμοσωτήριο έργο.
Η Χριστολογία προσδιορίζεται από μια ιστορική και ερμηνευτική εμπειρία, που ξεκινά από
μακρινές ρίζες, και «σαρκώνεται» και ανδρώνεται μέσα στο χώρο της πρώτης χριστιανικής
κοινότητας ως βίωση του μυστηρίου της φανέρωσης του Λόγου, της δόξας, της
μεταμόρφωσης, δηλαδή της σωτηρίας.
Ο σαρκωμένος Λόγος είναι μια αληθινή ιστορική παρουσία, και συνάμα κατέχει το
«αληθινόν ζην». Ο δεσμός του «αληθινού ζην» με την ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι
το μοναδικό εχέγγυο για μια πραγματική σωτηρία.
Η Χριστολογία ευθύς εξαρχής ήταν μια ιστορική συνείδηση ζωντανή και έντονη.
Δοκητισμός – καθαρή ελληνική αντίληψη για τη διαρχία αισθητού και νοητού κόσμου, δεν ανέχεται
προσέγγιση πνευματικού και υλικού. Η σωτηρία δεν έχει καμία σχέση ούτε με το σώμα ούτε με τη
ψυχή, αλλά η ψυχή σώζεται μόνο με τη γνώση.
Αν ένα οποιοδήποτε κακό οδηγεί στη γνώση τότε αυτό επιβάλλεται να γίνει (ακόρεστη απολαύση
κάθε υλικής ηδονής). Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε άκρα ασκητική ζωή και αποφυγή κάθε
επαφής με την ύλη και το ανθρώπινο σώμα.
Ουαλεντίνος (γνωστικός) – θεωρεί τη Μαρία σαν ένα σωλήνα αυτής της φανέρωσης.
Βασιλείδης (γνωστικός) – υποστηρίζει ότι ο Χριστός δεν πήρε σάρκα, αλλά φάνηκε στη φαντασία.
Τελικά σταυρώθηκε ο Σίμων ο Κυρηναίος.
α) η συρρίκνωση του Νόμου και η σύγκλιση σ’ αυτόν (Εβιωνίτες – ξερός ιουδαϊκός νομικισμός)
β) η αντινομική τάση (Νικολαϊτες)
2. Ελληνική και γενικότερα ανατολική – ακόμη και η μαγεία και θεοσοφία απαντούν σ’ αυτούς τους κύκλους
Κατά τον Επιφάνειο, η πρώτη αίρεση μετά την έλευση του Χριστού είναι του Σίμωνα του Μάγου.
- Μαρκίων – στο έπακρο αντιιουδαϊκός. Απέρριπτε την ανάσταση και ασπαζόταν την διαρχία.
- Παύλος Σαμοσατεύς – ο Λόγος είναι απρόσωπη δύναμη που ενοίκει στον Θεό Πατέρα.
Επομένων ο άνθρωπος Ιησούς γίνεται δέκτης αυτής της δύναμης που τον επισκέπτεται κατά
την «ενανθρώπηση».
Ο Άρειος ήθελε την υπόλοιπη κτίση να είναι εξαρτημένη από το πρώτο δημιούργημα του
Θεού που ήταν ο κτιστός Λόγος. Ο Λόγος, το τελειότατο τούτο ον, είχε φτάσει στην
ακρότατη ηθική προκοπή, με την υπακοή, την προκοπή και τη βουλητική του συμμόρφωση
προς το θέλημα του Θεού Πατέρα. (άκρατος ηθικισμός και μια ισχυρή ηθικολογία).
Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα φαίνεται ότι οι αιρετικοί δέχονται την αλήθεια της σάρκωσης,
αλλά το πρόβλημα παραμένει το «πως» έγινε.
ΑΠΟΛΙΝΑΡΙΟΣ
Η αιρετική διδασκαλία του Απολιναρίου είχε πρόδρομο τον Άρειο. Ο Απολινάριος
ισχυρίστηκε ότι ο Λόγος προσέλαβε άψυχο σώμα.
Κατά τον Πλάτωνα η ψυχή διαιρείται σε ΛΟΓΙΚΟ (ΝΟΥΣ), ΘΥΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΙΤΙΚΟ (ΑΛΟΓΗ
ΨΥΧΗ).
Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: Λέει ότι η άποψη του Απολινάριου καταργεί την ίδια της
προϋπόθεση της σωτηρίας, ως θεραπείας του ανθρώπου. Αν ο Λόγος δεν προσέλαβε τη
λογική ψυχή, και επομένως κατά βάση δεν προσέλαβε τον άνθρωπο, δεν είναι δυνατή η
σωτηρία της.
ΝΕΣΤΟΡΙΟΣ
Δεν μπορεί να δεχτεί την πραγματική και ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού.
Επιμένει στη σαφή διάκρισή του και αντιπαραθέτει την ανθρώπινη φύση προς τη θεία φύση
έτσι που αυτές οι δύο φύσεις ή δύο υποστάσεις ή δύο υιοί να είναι πράγματα εντελώς
διακεκριμένα και ενωμένα κατά συνάφεια ή κατά ηθική και βουλητική ένωση.
Για το Νεστόριο ο Ιησούς δεν ήταν Θεός, αλλά Θεοφόρος. Παρομοιάζεται σαν δύο σανίδες
παράλληλες.
Ο Νεστόριος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Παναγία γέννησε κοινό άνθρωπο που ήταν
προορισμένος να γίνει όχημα ή κατοικητήριο της θεότητας. Πρόκειται για ενοίκιση της
θεότητας στην ανθρωπότητα και όχι ένωση αυτών των δύο πραγμάτων. Υπάρχει δηλαδή η
άποψη κατά το Νεστόριο ότι πρώτα γεννήθηκε ο κοινός άνθρωπος από τη Μαρία, και
έπειτα εγκαταστήθηκε ο Λόγος. Αν και φαίνεται ότι δεχόταν αυτή την ΣΥΝΑΦΕΙΑ των δύο
φύσεων ήδη στη μήτρα της Μαρίας, εντούτοις δεν δεχόταν το Χριστό ως θεάνθρωπο.
Για τους ορθοδόξους η τέλεια και ακέραιη ανθρώπινη φύση αποτελεί το μεταπλαστικό
φύραμα για τη θεραπεία όλης της ανθρωπότητας. Για να είναι εφικτό προϋποθέτει την
πραγματική και ουσιαστική ένωση της ανθρώπινης και θείας φύσης.
ΕΥΤΥΧΗΣ (Μονοφυσιτισμός)
Κατά τον Ευτυχή η ένωση των δύο φύσεων είναι γεγονός, αλλά η θεία απορροφά την
ανθρώπινη που η τελευταία παύει να υπάρχει και εξαφανίζεται. Έτσι έχουμε μία φύση.
Η απορρόφηση τη ανθρώπινης φύσης από τη θεία σημαίνει την απώλεια της εταιρότητας
που έχει η κτίση απέναντι στον Θεό, μια ετερότητα που την καταξιώνει να μετέχει στη θεία
ζωή και να καρπώνεται τα αγαθά της.
«ένα και τον αυτόν», «τον αυτόν» - σαφώς αντινεστοριανική και αντιμονοφυσιτική
θέλοντας να τονιστεί το ένα πρόσωπο και η μία υπόσταση του Χριστού.
Σύνθετη υπόσταση - κάθε υπόσταση είναι φορέας μιας φύσης. Η υπόσταση στην
περίπτωση της ενανθρώπησης του Λόγου είναι φορέας δύο φύσεων (θεότητας και
ανθρωπότητας). Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σύνθετη φύση.
Ο Λόγος, φορέας της θεότητας, δεν ενώθηκε με ιδιαίτερη ή «ιδιοσύστατη» υπόσταση, αλλά
με την τέλεια ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε από την Παναγία, δίνοντας σ’ αυτή την
(ανυπόστατη) φύση ως υπόσταση τη δική του υπόσταση. Επομένως η ανθρώπινη φύση
είναι ενυπόστατη. Έτσι οι δύο φύσεις δεν κάνουν δύο πρόσωπα ή δύο υιούς. Ένας είναι ο
Υιός, του Πατέρα που είναι γέννημα αίδιο, και ο ίδιος γίνεται με την πρόσληψη της
ανθρώπινης φύσης υιός της Παναγίας. Υπάρχει μια υπόσταση που είναι φορέας δύο
φύσεων. Η ένωση αυτών των φύσεων έγινε πραγματικά, ουσιαστικά και υποστατικά. Γι’
αυτό η ένωση τούτη καλείται υποστατική σε αντίθεση με προς την ένωση των δύο
υποστάσεων κατά τον Νεστόριο, η οποία έγινε σε μια σχέση συνάφειας, ηθικής και
βουλητικής.
Κατά την ορθόδοξη θεολογία, ο Χριστός είναι συνάμα όλος τέλειος Θεός και όλος τέλειος
άνθρωπος. Θεότητα και ανθρωπότητα αναφέρονται στη μια υπόσταση του Λόγου. Το όλον
όμως δεν είναι Θεός, γιατί ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος. Το όλον δεν είναι άνθρωπος,
γιατί ο Χριστός είναι άνθρωπος και Θεός. Με άλλα λόγια, το «όλος» αναφέρεται στην
υπόσταση, ενώ το «όλον» στη φύση. Δεν έχουμε άλλος και άλλος (υποστάσεις της Αγίας
Τριάδος). Έχουμε άλλο και άλλο που σημαίνει τις δύο φύσεις (θεότητας και ανθρωπότητας)
τούτο το όλον. Κατά τη νεστοριανική άποψη υπάρχει η διάκριση δύο φύσεων ή
υποστάσεων ή υιών, οπότε έχουμε άλλος και άλλος, που καταλήγουν σε μια συνάφεια
ενότητα, ηθικής και βουλητικής σχέσης. Άλλος είναι ο Λόγος και άλλος ο Ιησούς Χριστός.
Η φανέρωση του Λόγου είναι κάτι το συγκεκριμένο και ιστορικό. Είναι μεταμορφωμένο
χωρίς όμως να χάσει τη φύση του.
Η ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και η διατήρηση της ετερότητας τους
σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη
φύση.
Το δόγμα δέχεται την προσκύνηση της πραγματικότητας του Θεού Λόγου που ενώνει την
κτίση και την κάνει άφθαρτη.
Ο Πελάγιος ήταν βρεττανός μοναχός και είχε γερή ελληνική παιδεία και μιλούσε ελληνικά.
Το θέμα που απασχόλησε τον Πελάγιο ήταν το προπατορικό αμάρτημα.
- Το βάπτισμα είναι μια πιστοποίηση της διόρθωσης των προσωπικών σφαλμάτων του
καθενός. Πρωταρχικό ρόλο παίζει η βούληση και διαμέσου αυτής η μίμηση του ηθικού
προτύπου που είναι ο Χριστός. Έτσι ο νηπιοβαπτισμός δεν έχει κανένα νόημα.
Η σύνοδος της Καρχηδόνας το 411 καταδίκασε τις πιο κάτω θέσεις του Πελαγιανισμού:
1. Ο Αδάμ γεννήθηκε θνητός, επομένως ο θάνατος θα συνέβαινε και δίχως το
προπατορικό αμάρτημα.
2. Η αμαρτία του Αδάμ δεν επιδρά καθόλου στους απογόνους του. Είναι αμαρτία καθαρά
προσωπική.
3. Τα νήπια είναι στην ίδια κατάσταση αθωότητας, στην οποία βρισκόταν ο Αδάμ.
4. Η ανθρωπότητα δεν συμπαρασύρεται από το θάνατο του Αδάμ, ούτε από την
ανάσταση του Χριστού.
5. Ο νόμος οδηγεί στη βασιλεία του Θεού, όπως και το Ευαγγέλιο.
6. Και πριν από το Χριστό υπήρχαν άνθρωποι αναμάρτητοι.
Η θεολογία του Πελαγιανισμού απορρίπτεται μόνο και μόνο, γιατί αγνοεί τη σχέση μετοχής
κτιστού και ακτίστου, μετοχής του μη όντος στο ον.
Επειδή υπάρχει ταυτότητα της μιας υπόστασης και η περιχώρηση των δύο φύσεων, ο
Χριστός δεν ενεργεί μεμονωμένα πότε ανθρώπινα ως άνθρωπος και πότε θεία ως Θεός.
Έτσι ο Χριστός τα ανθρώπινα ενεργεί ως άνθρωπος και Θεός και τα θεία ως Θεός και
άνθρωπος. Έτσι, η μια φύση «αντιδίδει» στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα. Όπως και να
ενεργεί ο Χριστός, ενεργεί ως Θεός και άνθρωπος, άκτιστος και κτιστός, απαθής και
παθητός.
Ποτέ δεν πρέπει να λέμε πως στο σταυρό έπαθε η ανθρώπινη φύση, αλλά ο Λογος ή ο
Χριστός κατά την ανθρωπότητα. Δεν λέμε ότι η φύση του Λόγου έπαθε κατά τη σάρκα, αλλά
ο Χριστός έπαθε κατά τη σάρκα.
Ο Χριστός ο σαρκωμένος Λόγος είναι εκείνος που κρεμάστηκε πάνω στο σταυρό και έπαθε
κατά την ανθρωπότητα. Ούτε η θεότητα έπαθε (γιατί είναι απαθής) ούτε η ανθρωπότητα
μόνη (γιατί είναι ενωμένη υποστατικά με τη θεότητα του Λόγου), αλλά έπαθε ο ίδιος ο
Λόγος, κατά την ανθρωπότητα, δηλαδή σαρκί.
Η θεότητα περιχωρεί πλήρως και τελείως την ανθρωπότητα, και διαμέσου της περιχώρησης
και της υποστατικής ένωσης αναδεικνύεται και τελειώνεται η ανθρωπότητα. Αλλά η
ανθρωπότητα παραμένει στα όρια της κτιστότητας, ποτέ καθεαυτή δεν νοείται με τις
ιδιότητες της θεότητας. Ο σαρκωμένος Λόγος πράττει και πάσχει ο ίδιος τα ανθρώπινα και
τα θεία. Έτσι, ο σαρκωμένος Λόγος πάσχει και θαυματουργεί. Ταπεινώνεται και δοξάζεται.
Θανατώνεται και ζωοποιείται.
Η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού έχει ως άμεση συνέπεια την
αναμαρτησία του. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είναι άφθαρτος και άγιος και κατά την
ανθρωπότητα. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν υπόκειται σε αμαρτητικές κλίσεις. Όχι μόνο είναι
αναμάρτητος, αλλά δεν μπορούσε και να αμαρτήσει. Η αναμαρτησία είναι η ίδια η αγιότητα
και όχι οποιαδήποτε ηθική τελειότητα.
Η θυσία του Χριστού εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων και αυτή η ίδια τους θεράπευσε.
Μόνο ένα αναμάρτητο ον μπορούσε να έχει τέτοιες ζωογόνες δυνάμεις και ιδιότητες.
Αφθαρσία, αγιότητα και αναμαρτησία είναι συνώνυμα πράγματα. Ο Χριστός και κατά την
ανθρωπότητα είναι άφθαρτος, άγιος και αναμάρτητος.
Οι Αρειανοί, Νεστοριανοί και Πελαγιανοί κάνουν λόγο για την ηθική αναμαρτησία του
Χριστού. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, αλλά δεν αμάρτησε κάνοντας
ορθή χρήση του αυτεξουσίου του, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ο Αδάμ. Ισχυρίζονται ότι η
αναμαρτησία του απλώς αποτελεί για εμάς ένα ηθικό παράδειγμα.
Ο Χριστός είχε τα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, πόνος, δάκρυ, φθορά, αποφυγή του
θανάτου, δειλία, αγωνία, κ.α.) επειδή είχε προσλάβει όλο τον άνθρωπο εκτός από την
αμαρτία, η οποία δεν είναι φυσική και ούτε πλάστηκε από το δημιουργό, αλλά προέρχεται
από διαβολική σπορά στην ανθρώπινη προαίρεση. Τα αδιάβλητα πάθη δεν εξαρτώνται από
τη βούληση του ανθρώπου, αλλά είναι αποτέλεσμα της κτιστότητας και φθαρτότητας του
ανθρώπου. Η παράδοση σ’ αυτά έγινε ύστερα από την αποτυχία του ανθρώπου να κερδίσει
την αθανασία.
Επομένως η ανθρώπινη φύση του Χριστού, λόγω της υποστατικής ένωσης, δεν υπόκεινται
ούτε σ’ αυτά τα πάθη ως άφθαρτη. Αυτό συμβαίνει μόνο μετά την ανάσταση. Πριν την
ανάσταση τα αδιάβλητα φυσικά πάθη εκδηλώνονταν για να πραγματοποιηθεί το σχέδιο της
θείας οικονομίας. Επομένως η ανθρώπινη φύση του Χριτού, λόγω της υποστατικής ένωσης,
δεν υπόκειται ούτε σ’ αυτά τα πάθη ως άφθαρτη. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο μετά την
ανάσταση. Πριν απ’ αυτήν κατά παραχώρηση εκδηλώνονταν τα αδιάβλητα φυσικά πάθη
μόνο και μόνο για να πραγματοποιηθεί το σχέδιο της θείας οικονομίας.
Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό τα φυσικά αδιάβλητα πάθη ήταν στον Χριστό κατά φύσιν και
υπέρ φύσιν. Γιατί μόνο με την παραχώρηση εκδηλώνονταν κατά φυσικό τρόπο, αλλά
πάντοτε εκούσια. Τα φυσικά πάθη δηλαδή δεν ήταν κάτι που ανάγκαζε εκ των προτέρων τη
βούληση του Χριστού. Τα καρφιά πάνω στο Χριστό, αλλά και ο χωρισμός της ψυχής από το
σώμα του είναι και αυτά κατά παραχώρηση και εκούσια. Το ίδιο συμβαίνει και με τη
«δειλία» και την «παραίτηση του θανάτου» στον κήπο της Γεσθημανής. Μετά την ανάσταση
ο Χριστός είναι απαλλαγμένος από τα αδιάβλητα φυσικά πάθη επειδή αρχίζει μια νέα φάση
του σωτηρίου δράματος, όπου δεν γίνεται κατά παραχώρηση καμιά εκδήλωση αδιάβλητου
φυσικού πάθους.
Η επίγεια δράση του Χριστού, η σταύρωση και η ανάσταση δεν απομονώνονται από το
μυστήριο της υποστατικής ένωσης του Χριστού. Δηλαδή, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά
μεταξύ του Χριστού πριν από τη σταύρωση, κατά τη σταύρωση και το θάνατο του και μετά
την ανάσταση. Ο Χριστός πριν την σταύρωση είναι ο ίδιος Κύριος της δόξας, ο θριαμβευτής
επί του θανάτου και επί των δαιμόνων, αφού εκβάλλει δαιμόνια, αναστήνει νεκρούς,
μεταμορφώνεται, κ.λπ.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι η ανθρώπινη φύση ούτε και κατά το σταυρικό θάνατο –
όταν διαιρέθηκαν η ψυχή από το σώμα – έχασε την ένωσή της με το Θεό Λόγο. Η
υποστατική ένωση των δύο φύσεων και η υποστατική ταυτότητα μένουν αλώβητες.
Δεν ήταν δυνατόν η διαφθορά ως αφανισμός στο σώμα του Εσταυρωμένου, λόγω της
παντοτινής ισχύος της υποστατικής ένωσης και της υποστατικής ταυτότητας.
Δεν προσκυνείται χωριστά ο Ιησούς, υιός της Μαρίας, υιός Δαβίδ, και χωριστά ο Λόγος, Υιός
του Θεού Πατέρα (νεστοριανική αίρεση). Ο Νεστόριος χώριζε μόνο τις φύσεις, αλλά δεν
χώριζε τους δύο υιούς κατά την τιμή και την προσκύνηση, αλλά τους θεωρούσε ως προς το
σημείο αυτό αχώριστους. Η διαφορά μεταξύ της ορθόδοξης αντίληψης βρίσκεται στην
υποστατική ένωση.
Η εξαφάνιση της ανθρώπινης φύσης, από το μονοφυσιτισμό, οδηγεί σ’ έναν ανυπόστατο και
άκρατο μυστικισμό, στην κατάργηση της άμεσης επικοινωνίας κτιστού και ακτίστου.
Ο Νεστόριος υποστήριξε ότι η Μαρία ως άνθρωπος δεν ήταν δυνατόν να γεννήσει Θεο.
«εξ άκρας συλλήψεως» - η ανθρώπινη φύση, που προσλήφθηκε από τον Λόγο, δεν είχε
«ιδιοσύστατη υπόσταση», γι’ αυτό και η ένωση της θεότητας και ανθρωπότητας έγινε
απαρχής, εξ άκρας συλλήψεως. Αφού οι δύο φύσεις ενώνονται υποστατικά, δηλαδή
πραγματικά και κατ’ ουσία, υπάρχει μόνο μια υπόσταση, επομένως η ένωση των δύο
φύσεων έπρεπε να γίνει εξ άκρας συλλήψεως. Όμως κατά το Νεστόριο, εφόσον οι δύο
υποστάσεις χωρίζονται, δεν υπήρχε κανένας λόγος η ένωση να γίνει απαρχής στη μήτρα της
Μαρίας.
Η Μαρία κατ’ ανάγκη είναι Χριστοτόκος και Θεοτόκος, εξαιτίας της υποστατικής ένωσης των
δύο φύσεων και της υποστατικής ταυτότητας του Λόγου. Ο ίδιος ο Λόγος είναι που χρίει την
ανθρωπότητα, και συνάμα είναι ο χριόμενος. Έτσι η Παναγία γίνεται Θεοτόκος, γιατί γεννά
τον σαρκωμένο Θεό και όχι θεοφόρο άνθρωπο ή ένα προφήτη που παίρνει το χρίσμα κατ’
ενέργεια και κατά χάρη.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού γίνεται «δημιουργικώς» και όχι «σπερματικώς».
Αυτή η δημιουργία είναι μια αναδημιουργία της κτίσης.
Προφητική – η δύναμη του λόγου. Ο λόγος ως διδαχή φυλάει τον «ορθό λόγο» των όντων
στα όριά τους, για να μπορούν να είναι όντα εξαρτημένα κατά χάρη από τον Θεό.
Ιερατική – η δύναμη που συνέχει τα λογικά όντα με τον Θεό, ώστε ν’ αναφέρονται προς
αυτόν και να ευδοκιμούν στην τελειωτική τους πορεία. Η αναφορά αυτή είναι η θυσία των
ίδιων των κτιστών όντων στο βωμό της θείας αγάπης και την τελείωσή της.
Επειδή ο Χριστός έχει συνενωμένα αυτά τα τρία αξιώματα, κάθε φορά που ενεργεί ένα έργο
ως βασιλιάς δεν απουσιάζει ο προφήτης και ο ιερέας. Στο πρόσωπό του δεν υπάρχει καμιά
διαμάχη των χαρισματικών αυτών εξουσιών.
Η μεσιτική ιουδαϊκή ιεροσύνη αντικαταστάθηκε από την ιεροσύνη του Χριστού. Η ιεροσύνη
είναι λειτουργία που συμφιλιώνει ξανά το Θεό και κτίση. Τα λογικά όντα γίνονται φίλοι του
Θεού. Τα αποτελέσματα της ιεροσύνης είναι αγιαστικά.
Οι βασιλιάδες, οι προφήτες και οι ιερείς του Ισραήλ έχουν μια και μοναδική αναφορά, αυτή
του αληθινού Χριστού. (Μελχισεδέκ).
Αφθαρτοδοκητές – υποστήριζαν ότι το σώμα του Κυρίου εξαρχής, μετά την ενανθρώπηση, ήταν
άφθαρτο κατά πάντα, μη υποκείμενο ούτε στα αδιάβλητα πάθη. Έτσι, με την απουσία των
αδιάβλητων φυσικών παθών από το Χριστό δεν υπήρχε ακέραιη κτιστή ανθρώπινη φύση. Η
ορθόδοξη άποψη αποδέχεται ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού παραμένει πάντοτε κτιστή, πριν
και μετά την ανάσταση. Εξαιτίας της υποστατικής ένωσης μετέχει η ίδια στη θέωση και στην
αφθαρσία, μη υποκείμενη σε οποιαδήποτε φθορά. Πριν από την ανάσταση όμως εκούσια υπόκειται
στα πραγματικά αδιάβλητα φυσικά πάθη κατά παραχώρηση, για να πραγματωθεί το σχέδιο της
θείας οικονομίας. Την ορθόδοξη άποψη την ασπάζετουν ο Πατριάρχης Αντιόχειας Σεβήρος. Οι
αφθαρτοδοκητές αποκαλούσαν του οπαδούς του Σεβήρου φθαρτολάτρες.
Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος – Έγινε στην Κ/πολη το 553. Συγκλήθηκε από τον Ιουστίνιανό λόγω της
απόπειρας για την προσέγγιση μονοφυσιτών και ορθοδόξων. Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι με μια νέα
καταδίκη των νεστοριανών αποφάσεων θα ικανοποιούσε τους μονοφυσίτες. Έτσι στη σύνοδο
καταδικάστηκαν ο Θεόδωρος Μοψουεστίας και τα συγγράμματά του, και τα συγγράμματα του
Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης.
Στην Παλαιστίνη δημιουργούνται δύο σκληροί πυρήνες μονοφυσιτών:
- Ισόχριστοι – δέχονταν ότι η ψυχή του Χριστού ήταν η ίδια με τις προϋπάρχουσες ψυχές των ανθρώπων.
- Πρωτοκτίστες – θεωρούσαν ότι η ψυχή του Χριστού είναι πρώτη και ανώτερες από άλλες.
Ύστατη προσπάθεια προσέγγισης των μονοφυσιτών και τη διάσωση του ανατολικού τμήματος της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγινε από τους αυτοκράτορες Ηράκλειο (610 – 641) και Κώνστα Β΄(641 – 668).
Αναδύεται ο μονοθελητισμός και ακολούθως ο μονοενεργητισμός.
- Μονοθελητισμός / μονοενεργητισμός – έκαναν λόγο για μια θέληση και μια ενέργεια του
Χριστού. Μετά την ένωση των δύο φύσεων, θεότητας και ανθρωπότητας, υποστατικά και
στη μια υπόσταση του Θεού Λόγου, το ένα πρόσωπο σ’ αυτή την ένωση είχε μια θέληση και
μια ενέργεια. Υποστηρικτές του μ/σμου ήταν οι Πατριάρχες Κπολεως Σέργιος και
Αλεξανδρείας Κύρος. Ενάντια στο μ/σμο αντιδρά ο μοναχός Σωφρόνιος από τη Δαμασκό
(μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων). Υποστηρικτής στον αγώνα του Σωφρόνιου είναι και
Μάξιμος Ομολογητής.
Η έκθεση του Ηρακλείου έλεγε ότι ένας είναι ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, που ενεργεί τα θεία και τα
ανθρώπινα, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχει ο ίδιος δύο θελήματα. Με τον τύπο που επέβαλε ο
Κώνστας Β΄ φαίνεται η πρόθεση του καισαροπαπισμού ο οποίος πολεμήθηκε από τον Μάξιμο
Ομολογητή.
Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος – Έγινε στην Κ/πολη το 681. Θίγεται το άμεσο πρόβλημα του
μονοθελισμού και καταδικάζονται οι πρωτεργάτες.
Τα δύο φυσικά θελήματα του Χριστού, που αντιστοιχούν στις δύο καθ’ υπόσταση ενωμένες φύσεις,
τη θεότητα και την ανθρωπότητα, είναι και αυτά ενωμένα και συνταιριασμένα «αδιαιρέτως,
ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως». Οι φύσεις και θελήματα είναι οργανικά συνυφασμένα και
εξαρτημένα. Η θέληση είναι ιδιότητα της φύσης. Αν αναιρεθεί η θέληση, αναιρείται και η φύση, και
το αντίστροφο.
Δύο είναι τα θελήματα, αλώβητα και ακέραια, όπως ακριβώς και οι δύο φύσεις είναι αλώβητες και
ακέραιες. Η ίδια αντίδοση των ιδιωμάτων που ισχύει για τις δύο φύσεις, ισχύει και για τα δύο
φυσικά θελήματα. Εξαιτίας της υποστατικής ένωσης και της υποστατικής ταυτότητας ο ίδιος ο Λόγος
θέλει τα θεία και τα ανθρώπινα. Αλλά, παρ’ όλη την ανομοιότητα των δύο φυσικών θελημάτων, δεν
παρατηρείται καμιά εναντιότητα μεταξύ τους. Το ανθρώπινο θέλημα, πάλι εξαιτίας των παραπάνω
προϋποθέσεων, δεν αντιμάχεται στο θείο, δεν εναντιώνεται, αλλά απεναντίας υποτάσσεται προς
αυτό. Είναι η ίδια η συνέπεια της «συμμόρφωσης» της ανθρώπινης φύσης προς τη θεία.
Ο ίδιος ο Χριστός δρα και τα δύο, ως Θεός και άνθρωπος, έτσι κατανοούνται σωστά τα θαύματα και
τα παθήματα. Δεν γίνονται «κατά φαντασία, αλλά αληθώς».
Γνωμικό θέλημα
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Η Εκκλησία αρχίζει με τη δημιουργία, και επομένως έχει καταρχήν ένα πολύ συγκεκριμένο
απτό, αισθητό και ιστορικό χαρακτήρα. Ολόκληρη η κτίση δεν θα ήταν τίποτε ή καλύτερα
δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση γνωριμίας και συνειδητής μετοχής στις ενέργειες του
Θεού, αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, αυτή η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων.
Ο Θεός με τη δημιουργία έκτισε την Εκκλησία που είναι σύμβολο, τύπος και εικόνα δική
του.
Ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δημιούργημα, γιατί ανήκει στην Εκκλησία
που και η ίδια είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.
Η Εκκλησία διαπερνά και συγκροτεί όλο τον κόσμο, αισθητό και νοητό, όπως και τον
άνθρωπο, κατά το σώμα και την ψυχή. Έτσι η Εκκλησία είναι σύμβολο, τύπος και εικόνα του
Θεού, του σύμπαντος κόσμου (ορατών και αοράτων), μόνου του αισθητού κόσμου, του
ανθρώπου, της ψυχής.
Εκκλησία και κόσμος αποτελούν μια ενότητα οργανική. Ο κόσμος και Εκκλησία, Εκκλησία
και κόσμος.
Η Εκκλησία έχει την ίδια τη διάσταση όλης της δημιουργίας, και επομένως εκδηλώνεται μ’
ένα εξελικτικό δυναμισμό, με μια εσχατολογική προοπτική. Υπάρχει το Α της πρωτολογίας,
ως αρχικής δημιουργίας, και το Ω της εσχατολογικής κατάληξης.
1. Η Εκκλησία «των πρωτοτόκων», δηλαδή του πρώτου νοητού κόσμου των αιώνων.
2. Η Εκκλησία της αισθητής και νοητής παραδείσιας κοινωνίας, της μικτής κατάστασης.
Πρόκειται για την Εκκλησία των πρωτοπλάστων, όπως την περιγράφει η διήγηση της Γένεσης.
Η εικόνα του σώματος εισάγει τρία βασικά και εσωτερικά γνωρίσματα αυτής της κοινότητας
και οικοδομής: τη λειτουργική ενότητα των μελών, την ποικιλία των χαρισμάτων, την
αγαπητική σχέση. Τα μέλη της Εκκλησίας έχουν δεσμό λειτουργικό, όπως τα μέλη του
σώματος: μάτια, αυτιά, χέρια, πόδια και άλλα. Το ένα δεν είναι ανεξάρτητο από το άλλο, και
συνάμα υπηρετεί το σύνολο. Αυτή είναι η παράσταση και για την λειτουργική ενότητα του
εκκλησιαστικού σώματος. Τα μέλη κινδυνεύουν κάθε στιγμή και φτιάχνονται σε μια
λειτουργική συγκρότηση. Το ότι οι πιστοί είναι μέλη, αυτό συνεπάγει αυτόματα την
ιδιαιτερότητα κάθε μέλους και το αναντικατάστατο. Έτσι στο σώμα της Εκκλησίας υπάρχουν
«διαιρέσεις χαρισμάτων», ενώ η πνευματική δύναμη της συνοχής είναι μία, του Αγίου
Πνεύματος.
Λαός και κλήρος διακρίνονται ως μέλη, ως διαφορετικές χαρισματικές λειτουργίες, και όχι
ως ανώτερα εξουσιαστικά όργανα και υποτελείς. Η διαφοροποίηση μεταξύ λαού και κλήρου
αναφέρεται μόνο στις χαρισματικές λειτουργίες. Το σώμα Χριστού είναι σώμα λαού, σύναξη
με χαρισματικές λειτουργίες.
Επειδή ζούμε σωστά, έχουμε σωστή διδασκαλία, και όχι επειδή έχουμε σωστή διδασκαλία,
ζούμε σωστά. Επομένως η αλάθητη εμπειρία της Εκκλησίας καταρχήν εντοπίζεται στις
διαστάσεις του χαρισματικού σώματος, της ίδιας της ζωής της. Η κοινότητα στο σύνολό της,
με όλους τους χαρισματικούς φορείς, αποφαίνεται τελικά για τον σωστό η εσφαλμένο
δρόμο, για την ίδια τη στάθμη των σχέσεών της.
Βάση για μια σωστή θεώρηση του αλάθητου είναι η Πνευματολογία. Το αλάθητο είναι η
ζωή η ίδια του σώματος της κοινότητας, και πιο συγκεκριμένα τα ποικίλα χαρίσματα ως
λειτουργίες του ενός σώματος. Εξέταση όμως όλων αυτών των χαρισματικών λειτουργιών
κανείς δεν μπορεί να κάνει, αν δεν αποδέχεται τη ζωή αυτού του σώματος, η οποία
στηρίζεται στις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Οι ενέργειες αυτές στην εκδήλωση των
χαρισμάτων συνέχουν και συγκροτούν το ζωντανό σώμα, ώστε η ιεραρχική του δομή να
είναι για το σώμα, δηλαδή χαρισματική, και όχι για την κυριαρχία πάνω στο σώμα. Απ’ αυτό
το σημείο ξεκινά μια σωστή και κατά βάση ορθόδοξη Πνευματολογία.
Το αλήθητο είναι αυτή η ίδια η ζωή, η πάντοτε παρούσα και αποφαινόμενη, του κοινού
σώματος, του ενός, του αγίου, του καθολικού και του αποστολικού. Αν η ζωή αυτή δεν είναι
παρούσα, δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς λόγο για αλάθητο, για αυθεντία και για
συγκεκριμένο φορέα που διατυπώνει τη δογματική διδασκαλία. Όλα απορρέουν από τη
μετοχή αυτού του ζωντανού σώματος στη δόξα της βασιλείας του Θεού. Η βασιλεία του
Θεού είναι μείζον της Εκκλησίας, γιατί είναι η άκτιστη δόξα. Μετέχεται και δεν μετέχει. Εδώ
βρίσκεται και το πιο κρίσιμο σημείο της θεολογίας, η οποία επιχειρεί διερεύνηση του
περιεχόμενου και των φορέων του αλάθητου.
Το χαρισματικό σώμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς οργανική σύνδεση λαού
και ιεραρχίας. Χωρίς λαό δεν έχουμε ιεραρχία, και χωρίς ιεραρχία οδηγούμαστε σε μια
ακραία πνευματοκρατική θεώρηση της Εκκλησίας, την οποία θα μπορούσε ν’ αποδεχθεί
εύκολα κάθε γνωστικός ή με γνωστικίζουσες αντιλήψεις φιλόσοφος.
Από την ορθόδοξη θεολογική άποψη, η σύνοδος στην Εκκλησία νοείται ως μια σύναξη όλου
του σώματος για να εκδηλώσει δοξολογικά, λατρευτικά και διδακτικά την αλήθεια και την
αγαθότητα του περιεχομένου του. Με αυτό το νόημα έγιναν η Αποστολική Σύνοδος και οι
λοιπές τοπικές σύνοδοι.
Μια οικουμενική σύνοδος είναι αποτέλεσμα τριών διαδικασιών ή φάσεων μέσα στην ίδια
την εκκλησιαστική ζωή του σώματος.
- Β΄ Φάση – Περιλαμβάνει τον τρόπο σύγκλησης και τις αποφάσεις της συνόδου. Η
σύνοδος εκπροσωπεί το σώμα, και αποφασίζει σύμφωνα με τη ζωή όλου του
σώματος και της συνολικής παράδοσης. Την παράδοση του σώματος την
εκφράζουν οι αγίοι πατέρες.
Στην απαίτηση του πάπα όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιστρέψουν στην Δυτική
Εκκλησία απαντούν πως τούτο είναι ανέφικτο, γιατί η Εκκλησία στον ορθόδοξο χώρο είναι ο
ίδιος ο λαός. Και αυτός δεν εγκρίνει καμία καινοτομία.
Η Εκκλησία κατ’ ανάγκη έχει σχέσεις προς όλα τα ιστορικά σχήματα. Έτσι, δεν
αποκλείεται η σχέση της προς τις πολιτικές εξουσίες. Θέλει δε θέλει θα έχει μια
τέτοια σχέση.
σ. 451
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Η «θέση» της Εκκλησιολογίας στο σύνολο της Δογματικής της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας
Δεν μπορεί να υπάρξει ορθόδοξη διδασκαλία περί Εκκλησίας χωρίς τη Χριστολογία, αλλά και
Χριστολογία κατανοείται καλύτερα μέσω της Εκκλησιολογίας. Χριστολογία και Εκκλησιολογία
σχετίζονται οργανικά. Η Εκκλησία είναι ο τόπος και ο τρόπος βίωσης των προτάσεων της αληθινής
ζωής και πίστης, δηλαδή των δογμάτων.
Ολόκληρη η δημιουργία συνδέεται οργανικά με την Εκκλησία, για την οποία δημιουργήθηκε
όλος ο κόσμος. Σύμπασα η κτιστή πραγματικότητα δημιουργήθηκε χάριν της ήδη
υπάρχουσας Εκκλησίας, η οποία αποτελεί το κέντρο του δημιουργικού σχεδίου του Θεού.
Όλα δημιουργήθηκαν με σκοπό να γίνουν «ένα σώμα» με «κεφαλή» τον Χριστό. Όχι μόνο η
κτίση, αλλά και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε εξαρχής για τον Χριστό.
Όταν ο Κύριος πέθανε πάνω στο σταυρό, ένας από τους στρατιώτες λόγχισε την αγία του
πλευρά από την οποία εξήλθε «αίμα και ύδωρ». Από αυτές τις «πηγές» του αίματος και του
ύδατος «η Εκκλησία άπασα συνέστηκε».
Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, η Εκκλησία φανερώνεται, σηματοδοτείται και εκφράζει
την ταυτότητά της πραγματικά στα ιερά μυστήρια. Ο Απόστολος Παύλος ερμηνεύει την
Εκκλησία «σώμα Χριστού». Έχει δηλαδή «συσταθεί» από το μοναδικό γεγονός της
ενανθρώπησης. Είναι δηλαδή το σώμα του σαρκωμένου Λόγου. Είναι το σώμα της Κεφαλής
και σε αυτήν οφείλεται η φανέρωσή της.
Ο Χριστός είναι η «απαρχή» και η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας. Η κεφαλή
αναφέρεται για να δηλωθεί η οργανική και αδιάσπαστη συνένωση Χριστού και Εκκλησίας. Ο
Χριστός με την Εκκλησία είναι τόσο στενά και άρρηκτα συνδεδεμένοι.
Η Εκκλησία είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός στον οποίο τα μέλη είναι ταυτόχρονα και
μέλη του σώματος και μέλη μεταξύ τους. Όταν οι πιστοί ενώνονται εν τοις μυστηρίοις και δι’
αυτών με τον Χριστό, πρώτα απ’ όλα γίνονται «μέλη της μακαρίας εκείνης κεφαλής», μετά δε
και μέλη ο ένας με τον άλλον στο ένα σώμα του.
Στο ανθρώπινο σώμα τα διάφορα μέλη ουδέποτε χάνουν την οντότητα και ιδιαιτερότητα
τους, ούτε βεβαίως το σώμα διασπάται σε τμήματα επειδή αποτελείται από πολλά μέρη,
αλλά διατηρεί την ενότητά του. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην Εκκλησία ως σώμα
Χριστού.
Η έννοια του σώματος, για την περιγραφή της Εκκλησίας, εισάγει και προσδιορίζει τρία
βασικά εσωτερικά γνωρίσματα της εκκλησιαστικής κοινότητας:
o Αγαπητική σχέση μεταξύ Χριστού και των μελών, αλλά και των μελών αναμεταξύ τους.
Όπως στο σώμα υπάρχει πνεύμα, το οποίο συνέχει τα πάντα, παρότι διαχέεται στα διάφορα
μέλη, έτσι ακριβώς συμβαίνει και στην Εκκλησία. Γι’ αυτό, δόθηκε το Άγιο Πνεύμα στην
Εκκλησία, με σκοπό να συνενώσει όλους εκείνους οι οποίοι είναι χωρισμένοι κατά τα γένη
και κατά τους τρόπους.
Η μία κεφαλή της, ο Χριστός, δεν είναι «πλήρης» χωρίς την Εκκλησία, το σώμα του, όπως
επίσης και η Εκκλησία είναι «ελλιπής» χωρίς τον Χριστό. Ο ι. Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας
αυτούς τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, υπογραμμίζει ότι, αφού το σώμα αποτελείται
απ’ όλα τα μέρη του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Χριστός ως κεφαλή έχει ανάγκη όλων των
μελών του εν συνόλω, αλλά και κάθε ένα μέλος του χωριστά. Μπορούμε, συνεπώς, να
πούμε ότι ο Χριστός «συμπληρώνει», τρόπον τινά, με τον εαυτό του την Εκκλησία, η οποία
αναδεικνύεται ως ο χώρος του «πληρώματος» του Χριστού, το πλήρωμα των πνευματικών
δωρεών.
Και ενώ το έργο του Χριστού τελείωσε («επληρώθη»), η Εκκλησία συνεχίζει ακόμη να
«πληρούται» μέχρι του σημείου να περιλάβει εν εαυτή όλο το σώμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄- ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ιστορική πραγματοποίηση του προαιώνιου θελήματος του εν τριάδι Θεού, για τη σωτηρία
του κόσμου και του ανθρώπου, συντελείται δια της Εκκλησίας. Η τελευταία, ως «οικονομία
της χάριτος» του τριαδικού Θεού, είναι η πλέον θαυμαστή και ακατάπαυστη Θεοφάνεια.
Στη φιλάνθρωπη Οικονομία του τριαδικού Θεού το δεύτερο πρόσωπο, ο Υιός, κατέχει όλως
εξαιρετική και κεντρική θέση, γιατί ανέλαβε ως «αυτουργός» την αποκάλυψη και φανέρωση
αυτής της θείας Οικονομίας. Ο Πατήρ «ηθέλησε» και ο Υιός «ενήργησε», χωρίς όμως αυτό να
σημαίνει ότι ο Υιός είναι έξω από τη θέληση και ο Πατήρ έξω από την ενέργεια, δεδομένου
ότι η ενέργεια και η βούληση των προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι κοινά.
Η παρουσία και το έργο του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας.
Το έργο του Χριστού δεν είναι απομονωμένο και ανεξάρτητο από το έργο του Αγίου
Πνεύματος, το οποίο με τη σειρά του είναι αχώριστο από τον Χριστό, και συνάμα αχώριστο
και από τη ζωή της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού συγκροτείται με το έργο του Αγίου Πνεύματος και συνέχεται
από αυτό. Εντός της ζωής της ο Χριστός αποκαλύπτει στα μέλη του σώματός του την αλήθεια
για τον εν τριάδι Θεό «πνευματικώς», με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Δια του Αγίου Πνεύματος ο Χριστός ως κεφαλή της Εκκλησίας δημιουργεί και εγγυάται την
ενότητα του σώματός του . Στη θεία Ευχαριστία, που είναι ο κεντρικός άξονας της
εκκλησιαστικής ζωής, ο πιστός μετέχει «πνευματικώς» ή «εν Πνεύματι Αγίω» στη κοινωνία
του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε την ημέρα της Πεντηκοστής στην Εκκλησία και μέσα στη ζωή της
επιτελεί το θείο του έργο, όπως αυτό σχεδιάστηκε στην προαιώνια βουλή του τριαδικού
Θεού. Το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι έργο του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος. Στην
Πεντηκοστή ο Χριστός, έχοντας συμφιλιώσει τον Πατέρα του με την ανθρώπινη φύση μας,
μας έστειλε ως «δώρον» αυτής «της καταλλαγής» το Άγιο Πνεύμα. Αυτό στη συνέχεια
διαμοιράζει τα «δώρα», που είναι τα χαρίσματά του, για όλους τους ανθρώπους.
Η επιδημία του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιεί και μεταδίδει τις σωτηριώδεις συνέπειες της
Οικονομίας του Χριστού στην κτίση και τον άνθρωπο με τη συγκρότηση και οικοδομή της
Εκκλησίας. Το ανακαινιστικό έργο του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος διέρχεται στην
Εκκλησία.
Η Καθολική Εκκλησία δεν είναι μόνο οικουμενική αλλά συνάμα και διαχρονική, διότι μόνο
αυτή έχει τη δυνατότητα και γνωρίζει να μένει «εις το διηνεκές», δεδομένου ότι είναι σώμα
Χριστού.
Τα όρια της Εκκλησίας, προφανώς, δεν είναι τοπικώς και χρονικώς καθορισμένα και
αμετάβλητα, αλλά διαρκώς απλώνονται και επεκτείνονται σε οικουμενικές διαστάσεις, σε
ολόκληρη την κτίση και στην ιστορία. Εξάλλου, και απλό την ίδια τη φύση της η Εκκλησία
υφίσταται ως μία πραγματικότητα χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς ή άλλου
είδους αποκλεισμούς και διακρίσεις. Αυτό γίνεται συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Πρωτίστως και κατ’ εξοχή, στη λειτουργική της πράξη.
Κατά του Πατέρες, δεν υπάρχει το απαιτούμενο πλαίσιο σωτηρίας στις αιρετικές και
σχισματικές «εκκλησιαστικές κοινότητες».
Η σχέση ανάμεσα στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και την αγιοπνευματική χάρη είναι «σχέση
συνεργασίας». Η θέληση του ανθρώπου θεωρείται πρωταρχικός και αναντικατάστατος
παράγοντας για τη θέση του όχι μόνο στην παρούσα, αλλά και στη μέλλουσα ζωή.
Έργο του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία είναι να διαμοιράζει τα ποικίλα χαρίσματα και
λειτουργήματα στα μέλη του σώματος, τα οποία λειτουργούν ως εκφάνσεις του
συγκροτούμενου από το Άγιο Πνεύμα «θεσμού της Εκκλησίας». Όμως πρόκειται για θεσμό
κυρίως και πρωτίστως χαρισματικό. Τα εκκλησιαστικά χαρίσματα και διακονήματα και
λειτουργήματα αποτελούν θεσμούς, που καθιερώθηκαν με την ενέργεια του Αγίου
Πνεύματος.
Στην πραγματικότητα, οι θεσμοί και χαρίσματα «περιχωρούνται», κατά κάποιο τρόπο, στη
ζωή της Εκκλησίας, σύμφωνα με το πρότυπο των δύο φύσεων του Χριστού του δόγματος της
Συνόδου της Χαλκηδόνος.
Όλα τα χαρίσματα της Εκκλησίας είναι λειτουργικά, καθώς συνδέονται με το μυστήριο της
θείας Ευχαριστίας.
Σύμφωνα με το χάρισμα που έχει λάβει κάθε μέλος και αναλόγως με την ιδιαιτερότητα και
τη δεκτικότητά του, λαμβάνει αντιστοίχως και διαφορετική θέση μέσα στο σώμα.
Πολυποικιλότητα και «συλλειτουργία» των χαρισμάτων και λειτουργημάτων της Εκκλησίας και ο
σκοπός της
Στο χαρισματικό σώμα της Εκκλησίας τα μέλη διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο ως προς το είδος
των χαρισμάτων και την ποικιλία των λειτουργημάτων. Η πλήρης ισότητα και η ισοτιμία όλων των
μελών του σώματος είναι δεδομένη και αδιαφικλονίκητη και δεν αντιτίθεται στο γεγονος της
διαφοροποισησης των χαριστμάτων τους ή στη δεκτικοτητα και ενηλικίωση κάθε ενός μέλους. Αυτή
ακριβώς η διαφορετικότητα και πολυποικιλότητα των χαρισμάτων και λειτουργημάτων στη ζωή της
Εκκλησίας με κανένα τρόπο και πουθενά δεν καταστρέφει και δεν καταλύει την ισότητα και ισοτιμία
των μελών, αλλά αντιθέτως ενισχύει, σφυρηλατεί και αναδεικνύει την ενότητα και πληρότητα του
σώματος. Η προτερεότητα δίδεται στη διακονία των άλλων και στο πλαίσιο ζωής του σώματος
υπάρχει «αρχή πνευματική». σ. 123 - 136
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄- Η ΤΡΙΑΔΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΘΕΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΣ
Η διαλεκτική «σύγκρουση» θεσμού και χαρίσματος στη Δυτική θεολογία και η αιτία της