You are on page 1of 7

Spinoza

Γιώργος Αντωνίου (5168)-ΦΚΣ

Αντί Εισαγωγής
Αρχίζοντας, θα ήθελα να παρουσιάσω διάφορες πτυχές που αφορούν
την αντίληψη του Σπινόζα για την έννοια του Θεού, σε ποια βάση
διαμορφώθηκαν, βασιζόμενος και στην ιστορική συζήτηση γύρω απ’ το
επίμαχο θέμα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να διασαφηνιστεί
καλύτερα το αινιγματικό «Deus sive Natura».
Ο ολλανδός φιλόσοφος έζησε σε μια εποχή θυελλωδών
κοσμοϊστορικών αναστατώσεων και αλλαγών, στα μέσα του 17ου αιώνα,
περίοδο αυγής του πρώιμου Διαφωτισμού και παράλληλα σφοδρών
θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και αψιμαχιών, ανάμεσα κυρίως σε
καθολικούς και προτεστάντες.i
Σαν ένας πρωτοπόρος διανοούμενος ασχολήθηκε και σημαδεύτηκε απ’
τις ακμάζουσες φυσικές επιστήμες, την επανάσταση της νευτώνειας
μηχανικής και ιδίως τα μαθηματικά και την ευκλείδεια γεωμετρία που
ήρθαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος των φιλόσοφων-επιστημόνων, και
ειδικά υπό την επιρροή του Rene Descartesii. Έτσι, επιδίωξε μια νέα
μέθοδο θεμελίωσης της ύπαρξης και ουσίας του Θεού, πηγαίνοντας
κόντρα στις παραδοσιακές θρησκείες που ήταν μέχρι τότε κυρίαρχες,
καθώς ήταν πλήρως εμποτισμένες με προκαταλήψεις και συγκεχυμένες
ιδέες. Ένας απ’ τους πρώτους υποστηρικτές του, ο Pierre Bayle (1647-
1706) τον παρουσίασε ως “ενάρετο άθεο” στο φιλοσοφικό σύστημα του
οποίου «ο θεός συνδέεται με το αγαθό της γνώσης και την αγάπη για το
αντικείμενο της.»iii Όλη αυτή η τιτάνια του απόπειρα επαναθεμελίωσης,
δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει τις λυσσαλέες αντιδράσεις των
παραδοσιακών θρησκειών. Από την διπλή επίθεση που δέχτηκε τα
τελευταία χρόνια της ζωής του από καθολικούς και ιησουΐτες, τις
απειλές για απέλαση και κάψιμο των γραπτών του από τις πολιτικές
αρχές της Ουτρέχτης το 1643iv , μέχρι και την απέλαση του από την
εβραϊκή κοινότητα και την απαγόρευση στα μέλη της να επικοινωνούν
μαζί του και να διαβάζουν τα γραπτά του, λόγω της «αιρετικότητας»
του τον Ιούλιο του 1656v. Και όλα αυτά διότι, όπως, υποστηρίζει ο
Stuart Hampshire: « Όταν είχε απορρίψει οριστικά πλέον το ενδεχόμενο
της υπερβατικότητας του χριστιανικού και ιουδαϊκού θεού,
οραματίστηκε έναν εμμενή δημιουργό, πράγμα που είχε ως συνέπεια
την ώθηση της φυσιοκρατίας στα έσχατα όρια της.»vi Επίσης σε σχέση
με τα παραπάνω «ο Σπινόζα απέκτησε πολλά πρόσωπα στο πέρασμα
του χρόνου μετά το θάνατο του: ο παρμενίδειος Σπινόζα, ο καρτεσιανός
Σπινόζα, ο υλιστής-αθεϊστής-ντετερμινιστής Σπινόζα, ο μυστικιστής
πανθεϊστής Σπινόζα.»vii Ο Σπινόζα, λοιπόν, θεώρησε προβληματική την
χριστιανική σύλληψη του Θεού, ενός ex nihilo δημιουργού του
Σύμπαντος Θεού, που είναι μεταβατικό αίτιο σε σχέση με αυτό. Αυτή
είναι λογικά άτοπη, καθώς ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους δεν
μπορεί να κάνει μια τέτοια ανακάλυψη με όρους αρχής και τέλους. Ο
Θεός ή Φύση είναι άπειρος, αιώνιος και άχρονος, δεν έχει εναρκτήριο
χωρικό και χρονικό σημείο. Επιπλέον, μια άλλη ένσταση του αφορούσε
την ανθρωπομορφική του σύλληψη. Η προβληματικότητα της, έγκειται
στο ότι αυτή είναι εμποτισμένη με τις ανθρώπινες εικόνες ή
πνευματικές παραστάσεις της συγκεχυμένης αισθητηριακής
εμπειρίαςviii, ενώ αυτή αντίθετα, πρέπει να είναι προϊόν της καθαρής
νόησης, της τέχνης του σκέπτεσθαι καθώς αυτός πάντοτε ξεπερνά την
πεπερασμένη μας αντίληψηix. Κλείνοντας, θα υποστηρίξω ότι το μόνο
παραδοσιακό θεολογικό στοιχείο που διατηρεί σε ανηρημένη μορφή ο
Σπινόζα στο επίκεντρο του φιλοσοφικού του συστήματος είναι η
πρόταση του περί μιας υπόστασης, και αντίστοιχα ενός άπειρου και
αιώνιου Θεού.

Deus sive Natura


Εδώ, θα αποπειραθώ να αναλύσω εκτενέστερα ποιος είναι ο Θεός του
Σπινόζα, όπως αυτός παρουσιάζεται στο Πρώτο Μέρος (Περί Θεού) της
Ηθικής (1677), το opus magnum του.
Κατ’ αρχάς, ο Θεός είναι μια υπόσταση, η οποία πρέπει να υπάρχει
αναγκαία. Ως εκ τούτου, «δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ενδεχόμενο
πράγμαx.» Αυτό υποστηρίζεται στην Πρόταση 11 και βάσει της
Απόδειξης αυτό έπεται από το αδιαχώριστο ουσίας και ύπαρξηςxi.
Επιπλέον, δίνει το επιχείρημα ότι αφού έξω απ’ τον θεό είναι αδύνατο
να υπάρξει άλλη υπόσταση, συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να ανευρεθεί
κάποιο άλλο αίτιο που να καθιστά την ανυπαρξία του δυνατήxii. Για να
στηρίξει περισσότερο τα λεγόμενα του περί της αναγκαίας ύπαρξης του
Θεού χρησιμοποιεί και τους όρους κλειδιά για την φιλοσοφία του
γενικά, τις Potentia και Vis. Ο Θεός ως απόλυτη δύναμηxiii και ισχύς δεν
μπορεί παρά να υπάρχει.xiv Κατόπιν, στην Πρόταση 14 (ο.π. σ.96)
υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι η μία και μοναδική υπαρκτή και
συλλαμβάνουσα υπόστασηxv, και ότι κατά την Πρόταση 15 και την
Απόδειξη της, ότι είναι, είναι εμμενές στον ίδιο. Ο Θεός είναι ακόμη
«ποιητικό αίτιο όλων των πραγμάτων»xvi, «καθ’ αυτό αίτιο και όχι
κατά συμβεβηκός αίτιοxvii» και «απολύτως πρώτο αίτιο»xviii, γι’ αυτό και
από την αναγκαία φύση του «έπονται άπειρα με άπειρους τρόπους»
(Προτ.16 ο.π. σ.104). Έτσι, προκύπτει ο Θεός να είναι αυτόνομοςxix και
«ελεύθερο αίτιοxx» ή φύουσα Φύση ( Natura naturans) xxi. Αμέσως
μετά, στο εκτενές Σχόλιο του, θα μας διαφωτίσει ακόμη καλύτερα,
ασκώντας αμείλικτη κριτική στους πιστούς των παλαιών θρησκειών που
αποδίδουν στο Θεό νου και βούληση που δεν διαφέρει πολύ από τον
αντίστοιχο νου και την αντίστοιχη βούληση των ανθρώπων. Στην
περίπτωση του Θεού, όμως, νουςxxiiκαι βούλησηxxiii πρέπει να
συλλαμβάνονται διαφορετικά. Με αυτό τον τρόπο, καθιστούν τον Θεό
παθητικό πλάστη, όταν ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι απ’ την
παντοδυναμία του εκφεύγουν πράγματα ή ότι δεν δημιουργεί όλα όσα
θα μπορούσε κλπ. Για τον Baruch, όμως, αντίθετα, η παντοδυναμία
είναι πάντα εν ενεργεία καθ’ εαυτή και (βρίσκεται) σε όλα τα πράγματα
( είναι δηλαδή «εμμενές αίτιοxxiv»), διαφορετικά δεν θα υφίστατο ως
τέτοιαxxv. Στις επόμενες γραμμές, μας λέει ότι ο Θεός είναι «αιώνιος»
( Προτ.19 ο.π. σ.110) και «η ύπαρξη του αιώνια αλήθεια, όπως και η
ουσία του» (Σχόλιο και Πορ. 1 της Πρότασης 20 ο.π. σ.111), και ότι μαζί
του κάθε κατηγόρημα του «ενέχει την αιωνιότητα» (Απόδειξη ο.π.). Ότι
«η ύπαρξη και η ουσία του Θεού είναι ένα και το αυτό» ( Προτ.20 ο.π.
σ.111) και ότι είναι αμετάβλητος μαζί με όλα του τα κατηγορήματα (
Πορ.2 ο.π. σ.111). Ότι «ο Θεός είναι αίτιο της ουσίας (causa essendi)
των πραγμάτωνxxvi», «αυταίτιο» δηλαδή «η φύση του ενέχει την
ύπαρξη του» και αυτή η ύπαρξη υπάρχει «απ’ την αναγκαιότητα και
μόνο της ίδιας της φύσης»xxvii,«ποιητικό αίτιο» της ουσίας και της
ύπαρξης των πραγμάτων (Πρόταση 25 ο.π. σ.116), «εγγύτατο» και
«απώτερο αίτιοxxviii». Τέλος, ότι βρίσκεται στην Θεϊκή εξουσία
(potestas) ανήκει ταυτόχρονα και στην ουσία του κατ’
αναγκαιότηταxxix( βλ. Προτ.35 και Αποδ. ο.π. σ.131).
i
*Τα bold και italic δικές μου εμφάσεις

Βλ. Σπινόζα, Ηθική εκδ.Εκκρεμές σ.12-13


ii
«Η νέα επιστήμη παρέχει μια νέα φιλοσοφία της φύσης, διατυπώνοντας με όρους γεωμετρίας και
φυσικής τη σχέση Θεού, κόσμου και ανθρώπου» Ο.π σ.13
iii
Ο.π. σ.10
iv
Ο.π. σ.11
v
Ο.π. σ.18
vi
Stuart Hampshire, Σπινόζα: Μια εισαγωγή στον φιλοσοφικό στοχασμό του| σ.18
vii
Ο.π. σ.25. Και αλλού: «Η φιλοσοφία του Σπινόζα δεν είχε ευνοϊκή απήχηση τον 18 ο αιώνα, καθώς η
σημαντική a priori μέθοδος του επιχειρήματος απωθούσε τον σκεπτικιστή, όπως η υπονόμευση της
χριστιανικής θεολογίας απωθούσε τον ευσεβή πιστό. […] ¨σε ορισμένους, ο Σπινόζα έδωσε την εντύπωση
ότι είχε εμμονές με τον θεό, ένας πανθεϊστής, ο οποίος ερμηνεύει κάθε φυσικό φαινόμενο ως αποκάλυψη
ενός εμμενούς αλλά απρόσωπου θεού¨ κατ’ άλλους, φαινόταν σαν ένας σκληρός υλιστής κι αιτιοκράτης,
που αρνείται κάθε αξία στην ηθική και τη θρησκεία.» ο.π σ.61
viii
Ο.π. σ.58
ix
«Αν η χρήση των κοινών όρων είναι ουσιώδης για την κατανόηση, η αντίληψη μας περί Θεού πρέπει να
είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ανθρωπομορφική. Αν όμως όλες οι παραστάσεις και συνεπώς ο
ανθρωπομορφισμός στο σύνολο του αφανιστούν, η λέξη “θεός” θα απωλέσει πολλές από τις
παραδοσιακές χριστιανικές συνδηλώσεις της κι ο πιστός μένει, όπως έδειξε ο Σπινόζα, με μια εντελώς
αφηρημένη κι απρόσωπη θεότητα.» ο.π. σ.57-8
x
Απόδειξη της Πρότασης 29
xi
«[…] ο λόγος που υπάρχει η υπόσταση έπεται επίσης από μόνη τη φύση της¨ δηλαδή, επειδή ενέχει την
ύπαρξη.» Σπινόζα, Ηθική εκδ.Εκκρεμές σ.91
xii
«Αφού λοιπόν έξω από τη θεϊκή φύση δεν μπορεί να δοθεί λόγος ήτοι αίτιο που να αίρει τη θεϊκή
ύπαρξη, θα πρέπει αναγκαία, αν μεν δεν υπάρχει, να δίδεται στην ίδια τη φύση του, η οποία για το λόγο
αυτό θα ενείχε αντίφαση. Μα το να βεβαιώσουμε κάτι τέτοιο για το απολύτως άπειρο και ύψιστα τέλειο
Ον είναι άτοπ層 ο.π. σ.91-2 | Επιπρόσθετα « […] ό,τι τελειότητα έχει η υπόσταση δεν οφείλεται σε
κανένα εξωτερικό αίτιο¨ οπότε και η ύπαρξη της πρέπει να έπεται από μόνη τη φύση της που επομένως
δεν είναι τίποτε άλλο από την ουσία της. […] Διότι, εφόσον η ουσία του αποκλείει κάθε ατέλεια και ενέχει
την απόλυτη τελειότητα, αυτόχρημα αίρει κάθε αιτία αμφιβολίας για την ύπαρξη του και παρέχει την
ύψιστη βεβαιότητα για αυτήν, κάτι που, πιστεύω, θα γίνει διαυγές με μέτρια προσοχή.» ο.π. σ.94
xiii
Κατά την Πρόταση 34, η δύναμη και η ουσία του Θεού ταυτίζονται. Ο.π. σ.130| Και κατά την Απόδειξη: «
[…] Η δύναμη του Θεού, με την οποία ο ίδιος και όλα είναι και ενεργούν, είναι η ίδια η ουσία του.» ο.π
σ.130| Και παράλληλα, αυτή αποβαίνει αίτιο όλων των πραγμάτων και από αυτήν χρειάζεται, έτσι, να
βγαίνει κάποιο αποτέλεσμα. [βλ. Προτ.36 και Αποδ.] ο.π. σ.131
xiv
«Το να μπορεί κάτι να μην υπάρχει είναι αδυναμία (σ.σ. impotentia) και αντιθέτως το να μπορεί να
υπάρχει είναι δύναμη (σ.σ. potentia) (όπως είναι αυτονόητο). […] Διότι αφού το να μπορεί κάτι να
υπάρχει είναι δύναμη, έπεται ότι όσο περισσότερη πραγματικότητα αρμόζει στη φύση κάποιου
πράγματος, τόσο περισσότερη ισχύ (σ.σ. vis) θα έχει από τον εαυτό του για να υπάρχει¨ ως εκ τούτου το
απολύτως άπειρο Όν, ήτοι ο Θεός, έχει από τον εαυτό του απολύτως άπειρη δύναμη ύπαρξης και γι’ αυτό
υπάρχει απόλυτα. » ο.π. σ.92-3
xv
Κατά την Απόδειξη: «[…] αν υπήρχε κάποια υπόσταση πέρα από τον Θεό, θα έπρεπε να εξηγείται μέσω
κάποιου κατηγορήματος του Θεού, και έτσι θα υπήρχαν δύο υποστάσεις του ίδιου κατηγορήματος,
πράγμα που […] είναι άτοπο¨ ως εκ τούτου καμιά υπόσταση δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τον Θεό, και
συνεπώς ούτε να συλληφθεί.»
xvi
Πόρισμα 1 της Πρότασης 16 ο.π. σ.104
xvii
Πόρισμα 2 ο.π. σ.104
xviii
Πόρισμα 3 ο.π. σ.105
xix
Πρόταση 17: «Ο Θεός ενεργεί από μόνους τους νόμους της φύσης του και χωρίς να αναγκάζεται από
κανέναν» ο.π. σ.105
xx
Πόρισμα 2: «[…] Μόνο ο Θεός, πράγματι, υπάρχει από μόνη την αναγκαιότητα της φύσης του […] και
ενεργεί από μόνη την αναγκαιότητα της φύσης του.» ο.π. σ.105-6
xxi
Σχόλιο Πρότασης 29: « […[ με τον όρο φύουσα φύση πρέπει να εννοούμε αυτό που είναι στον εαυτό
του και συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του, ήτοι τα κατηγορήματα της υπόστασης που εκφράζουν μια
αιώνια και άπειρη ουσία, τουτέστιν […] τον Θεό καθόσον θεωρείται ως ελεύθερο αίτιο.» ο.π. σ.121
xxii
«[…] η αλήθεια και η μορφική ουσία των πραγμάτων είναι τέτοια επειδή υπάρχει ως τέτοια
αντικειμενικά στο νου του Θεού. Οπότε ο νους του Θεού, καθόσον συλλαμβάνεται σαν συνιστών την
ουσία του Θεού, είναι όντως το αίτιο των πραγμάτων, τόσο της ουσίας τους όσο και της ύπαρξης τους¨
κάτι που φαίνεται να διαπιστώθηκε επίσης από όσους αποφάνθηκαν ότι ο νους, η βούληση και η δύναμη
του Θεού είναι ένα και το αυτό. Έτσι, αφού ο νους του Θεού είναι το μοναδικό αίτιο των πραγμάτων,
δηλαδή (όπως δείξαμε) τόσο της ουσίας τους όσο και της ύπαρξης τους, πρέπει αναγκαία να διαφέρει από
τα πράγματα τόσο από την άποψη της ουσίας όσο και από την άποψη της ύπαρξης. Ακόμη,« […] ο νους
του Θεού είναι αίτιο και της ουσίας και της ύπαρξης του νου μας: άρα ο νους του Θεού, καθόσον
συλλαμβάνεται σαν συνιστών τη θεϊκή ουσία, διαφέρει από το νου μας τόσο από την άποψη της
ύπαρξης, και δεν μπορεί να συμφωνεί με αυτόν σε τίποτα πέρα από το όνομα, όπως θέλαμε. Όσον
αφορά τη βούληση, η απόδειξη βαίνει με τον ίδιο τρόπο, όπως μπορεί να δει εύκολα ο καθένας.» ο.π.
σ.108-9
xxiii
Κατά την Πρόταση 32 και την Απόδειξη της η ελεύθερη βούληση είναι μονάχα αναγκαίο ή
αναγκασμένο αίτιο και όχι ελεύθερο. Ο.π. σ.123-4| Από εδώ προκύπτει με βάση το Πόρισμα 1 ότι «ο
Θεός δεν πράττει από ελευθερία βούλησης» και με βάση το Πόρισμα 2 ότι «η βούληση δεν ανήκει στη
φύση του Θεού περισσότερο από τα υπόλοιπα φυσικά πράγματα¨ αλλά σχετίζεται με αυτήν όπως η
κίνηση και η στάση και όλα τα υπόλοιπα που δείξαμε ότι έπονται από την αναγκαιότητα της θεϊκής
φύσης και καθορίζονται από αυτήν να υπάρχουν και να πράττουν με συγκεκριμένο τρόπο.» ο.π. σ.124-5
xxiv
Κατά την Πρόταση 18: «Ο Θεός είναι εμμενές αίτιο και όχι μεταβατικό αίτιο όλων των πραγμάτων.» Και
κατά την Απόδειξη: «Όλα όσα είναι, είναι στον Θεό και πρέπει να συλλαμβάνονται μέσω του Θεού […],
ως εκ τούτου […[ ο Θεός είναι αίτιο των πραγμάτων που είναι σε αυτόν» ο.π. σ.109-10
xxv
«[…] η παντοδυναμία του Θεού ήταν ανέκαθεν εν ενεργεία και θα μείνει εσαεί στην ίδια
ενεργητικότητα. Και με αυτό τον τρόπο, κατά την κρίση μου έστω, η παντοδυναμία του Θεού τίθεται ως
μακράν τελειότερη.» ο.π. σ.107
xxvi
Πόρισμα της Πρότασης 24: «Από εδώ έπεται ο Θεός είναι αίτιο όχι μονάχα του ότι τα πράγματα
αρχίζουν να υπάρχουν΄ αλλά και του ότι εμμένουν στην ύπαρξη […] Διότι είτε υπάρχουν τα πράγματα,
όποτε προσέχουμε την ουσία τους βρίσκουμε ότι δεν ενέχει ούτε την ύπαρξη ούτε την διάρκεια¨ ως εκ
τούτου η ουσία τους δεν μπορεί να είναι αίτιο ούτε της ύπαρξης τους ούτε της διάρκειάς τους, αλλά
μονάχα ο Θεός, που μόνο στη δική του φύση ανήκει το υπάρχειν» ο.π. σ. 115-6
xxvii
Απόδειξη της Πρότασης 24 ο.π. σ.115 | βλ. και τον Ορισμό 1 σ.79
xxviii
Σχόλιο της Πρότασης 28: «[…] έπεται, 1ο ότι ο Θεός είναι απολύτως εγγύτατο αίτιο των άμεσα
παραχθέντων από τον ίδιο πραγμάτων¨ απολύτως, και όχι στο γένος του, όπως λένε. Διότι τα
αποτελέσματα του Θεού δεν μπορούν ούτε να είναι ούτε να συλληφθούν χωρίς το αίτιο τους […].
Έπεται, 2ο ότι δεν μπορούμε να πούμε κυριολεκτικά ότι ο Θεός είναι απώτερο αίτιο των ενικών
πραγμάτων, εκτός ίσως προκειμένου να τα διακρίνουμε από όσα παρήγαγε άμεσα ή μάλλον από όσα
έπονται από την απόλυτη φύση του. Διότι με τον όρο απώτερο αίτιο εννοούμε εκείνο που δεν είναι
συζευγμένο με το αποτέλεσμα με κανέναν τρόπο. Μα όλα όσα είναι, είναι στον Θεό και εξαρτώνται από
τον Θεό έτσι ώστε να μην μπορούν ούτε να είναι ούτε να συλληφθούν χωρίς αυτόν.» ο.π. σ.119-20
xxix
Αναφορικά με την εξουσία (potestas) του Θεού, μας δίνει πιο καθαρή εικόνα στο Σχόλιο 2 της Πρότασης
33: « […] όλες οι αποφάσεις του Θεού κυρώθηκαν ανέκαθεν από τον ίδιο τον Θεό. Διότι αλλιώς θα
πρόδιδαν ατέλεια και αστάθεια σε αυτόν. Μα αφού στο αιώνιο δεν υπάρχει πότε, πριν, ή μετά: από εδώ,
δηλαδή από μόνη την τελειότητα του Θεού, έπεται ότι ο Θεός δεν μπορεί ποτέ, ούτε θα μπορούσε ποτέ,
να αποφασίσει κάτι άλλο¨ ήτοι ο Θεός δεν ήταν πριν από τις αποφάσεις του ούτε μπορεί να είναι χωρίς
αυτές. […] Έτσι αφού τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να παραχθούν από τον Θεό με κανέναν άλλο τρόπο
και με καμιά άλλη τάξη, και η αλήθεια τούτου έπεται από την ύψιστη τελειότητα του Θεού, σίγουρα,
κανένας υγιής λόγος δεν μπορεί να μας πείσει ώστε να πιστέψουμε ότι ο Θεός δεν θέλησε να
δημιουργήσει όλα όσα είναι στο νου του με την ίδια εκείνη τελειότητα με την οποία τα νοεί. […] Τα πάντα
εξαρτώνται από την εξουσία του Θεού. […] Ομολογώ ότι αυτή η γνώμη, που υποτάσσει τα πάντα σε μια
ορισμένη αδιάφορη βούληση του Θεού και υποστηρίζει ότι τα πάντα εξαρτώνται από την ευαρέσκεια
του, απέχει λιγότερο από την αλήθεια από ό,τι η γνώμη εκείνων που υποστηρίζουν ότι ο Θεός κάνει τα
πάντα υπό το γνώμονα του αγαθού. Διότι οι τελευταίοι φαίνεται να θέτουν έξω από τον Θεό κάτι που δεν
εξαρτάται από αυτόν, κάτι που πράττοντας ο Θεός το προσέχει σαν πρότυπο ή στοχεύει σε αυτό σαν σε
συγκεκριμένο σκοπό. Πράγμα που, σίγουρα, δεν είναι τίποτε άλλο από υποταγή του Θεού στη μοίρα,
δηλαδή ό,τι πιο άτοπο μπορεί να υποστηριχθεί για τον Θεό, για τον οποίο δείξαμε ότι είναι το πρώτο και
μοναδικό ελεύθερο αίτιο τόσο της ουσίας όλων των πραγμάτων όσο και της ύπαρξης τους. Ο.π. σ.126-30

You might also like