You are on page 1of 21

Οι θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του,[3] και είναι:

1. Η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο Θεός είναι «ένας και μοναδικός». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του
Αρείου, ο μόνος Θεός και Πατέρας είναι «μόνος»,«μονάς» και μάλιστα «ἄναρχος μονώτατος».
[4]

2. Ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω»
δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική
Θειότητα.[5]
3. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό
και o Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα
Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του
Πατρός.
4. Ο Υιός είναι «κτίσμα μὲν λέγομεν, ἀλλ' ούχ ὡς ἓν τῶν κτισμάτων, καί ποίημα, καί οὐχ ὡς ἓν
τῶν ποιημάτων, καί γέννημα, καί ούχ ἓν τῶν γεννημάτων» [6]. Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι Υιός
γεννήθηκε «άμεσα» από τη θέληση του Πατρός, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα δια του Υιού.
5. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν «τρεπτός» και «αλλοιωτός» κατά τη φύση του, αλλά
κατέστη «άτρεπτος» και «αναλλοίωτος», «θελήσει» του Θεού, αφού η κατά πρόγνωσιν
δωρεά από το Θεό, τον κατέστησε «ιδίω θελήματι άτρεπτον και αναλλοίωτον», χωρίς όμως να
μετέχει της ουσίας του Θεού.
6. Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνδέθηκε με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού-Πατρός για την
δημιουργία των πάντων δι' αυτού, δημιουργώντας το υποταγμένο σε αυτόν Άγιο Πνεύμα.
Παρόλα αυτά παρέμεινε ασαφής η πλήρης σχέση Υιού και Λόγου, με τις ανυπόστατες
δυνάμεις του Λόγου και της Σοφίας, που ήταν αχώριστες της «Θείας ουσίας». Γι'αυτό το
λόγο, ο «απερινόητος» Θεός ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα υλικό κόσμο από την άμεση
δημιουργική του ενέργεια, εξού και έθεσε τον Υιό και Λόγο Του, μέσο της θέλησής Του.
7. Ο κτιστός Υιός του Θεού προσέλαβε ως Χριστός «εν χρόνω», όχι όλη την ανθρώπινη φύση
του, αλλά μόνο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ψυχή, αφού τη θέση της ψυχής την κατέλαβε ο
κτιστός Λόγος. Άρα με βάση αυτή τη διδασκαλία ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός κατά το
Μέγα Αθανάσιο και τους ακολούθους της εν Νικαία συνόδου και δεν ήταν Σωτήρας του
ανθρωπίνου γένους, αλλά ένας χαρισματικός διδάσκαλος.
8. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν μια μέση ύπαρξη μεταξύ του «άναρχου» Θεού και του
κόσμου. Ο Άρειος συνέδεε τον Υιό και Λόγο ως έκφραση των «απρόσωπων» και
«ανυπόστατων» δυνάμεων του Θεού, χωρίς να δέχεται και την ταύτιση με τη «Θεία Ουσία».
Βέβαια η συσχέτιση «απρόσωπης» δυνάμεως της «Σοφίας» προς τη δημιουργία του Λόγου,
είναι δυσχερής στον «Αρειανισμό».
9. Όσον αφορά το άγιο Πνεύμα, ο Άρειος πίστευε ότι ήταν πρόσωπο αλλά κατώτερο και από
τον Πατέρα και από τον Υιό.
10. Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε
σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν
γεννήθηκε ο Γιος και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του
Θεού.

Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με την θειότητα του
Υιού και τη σχέση με το Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον 2ο και 3ο αιώνα.
Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της αντιοχειανής θεολογίας, με βάση την
Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από το Λόγο του Θεού,
με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την
υποταγή του Υιού προς το Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή
θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντιοχειανή θεολογία επέμενε σε μια
διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο
θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός
αποτέλεσε μια σύνθεση της αντιοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με
έμφαση στην ερμηνευτική του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε
υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες
θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της
ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του
Λουκιανού και του Ωριγένη.

https://www.slideshare.net/dora222/palia-ktismata
Πηγές τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας

Ἀπό ποῦ ἀντλοῦμε στοιχεῖα γιά τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας;

Πηγές γιά τήν πρώτη περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι κυρίως τά Πρακτικά
τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, τά διασωθέντα Βαπτιστήρια Σύμβολα τῶν
κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἡ πατερική γραμματεία, οἱ λειτουργικοί
τύποι, ἡ ὑμνογραφία, τά Τυπικά τῶν μοναστηρίων, ἡ περί τά ἐκκλησιαστικά πολιτειακή
νομοθεσία, ἡ πλούσια συνοδική καί ἐπισκοπική ἐπιστολογραφία, οἱ εἰδικές
ἐκκλησιαστικές ἱστορίες, οἱ χρονογραφίες, τά χρονικά, οἱ πραγματεῖες ἱστορικοῦ
χαρακτήρα, οἱ Βίοι τῶν ἁγίων, τά Μαρτύρια, τά μαρτυρολόγια, ἡ σύγχρονη πρός τά
γεγονότα ἐκκλησιαστική γραμματεία, τά ἀρχαιολογικά μνημεῖα χριστιανικῆς τέχνης, οἱ
ἐπιγραφές, τά νομίσματα καί κάθε τι πού μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει στοιχεῖα γιά τήν
ἀξιολόγηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων.

Σημαντικές ἐκδόσεις

Τά περισσότερα ἀπό τά διασωθέντα ἔργα ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων


ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπό τόν J.P. Migne στήν Σειρά Patrologiae cursus completus, series
Graeca (σύντμηση PG ἤ ΜPG), τ. 161, 1857-1866.
Οἱ μέχρι τό τέλος τοῦ Δ´ αἰ. ἐκκλ. συγγραφεῖς περιλαμβάνονται καί στό ἔργο τῆς
Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων
καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων» (σύντμηση ΒΕΠΕΣ).
Τά διασωθέντα ἔργα τῶν λατίνων ἐκκλ. συγγραφέων περιελήφθησαν στήν ἔκδοση
τοῦ J.P. Migne, Patrologiae cursus completus, series Latina (PL ἤ MPL), τ. 221, 1844-
1864.
Οἱ ἀνατολικοί ἐκκλ. συγγραφεῖς περιλαμβάνοντα στήν ἔκδοση τῶν R. Graffin-F. Nau,
Patrologia Orientalis (PO), Paris 1903 ἑξ.
Τά διασωθέντα πρακτικά καί ἔγγραφα τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν τοπικῶν συνόδων
περιελήφθησαν στήν ἔκδοση J.D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima
collectio (MANSI), 1859 ἑξ.
Τά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Γ´ τῆς Ἐφέσου καί Δ´ τῆς Χαλκηδόνας
ἐκδόθηκαν ἀπό τόν E. Schwartz, Acta Consiliorum Oecumenicorum (ACO), 1914 ἑξ.
Τά Μαρτυρολόγια καί οἱ Βίοι ἁγίων περιλαμβάνονται στήν ἔκδοση τῶν
Βολλανδιστῶν, Acta Sanctorum 1643-1931.
Κατάλογο τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων πού ἐκδόθηκαν μέχρι τό 1957 βλ. στήν ἔκδοση
τοῦ F. HALKIN, Biblioteca hagiografica graeca, τ. 3, 1957.
Οἱ ἑλληνικές καί λατινικές ἐπιγραφές ἐκδόθηκαν σέ εἰδικά Corpus τῆς Ἀκαδημίας τοῦ
Βερολίνου (Corpus inscriptionum graecorum, τ. 4, 1828-1877 καί Corpus inscriptionum
latinorum, 1863 ἑξ.)
Οἱ κυριότερες νομικές πηγές ἐκδόθηκαν ἀπό τούς Th. MOMMSEN-P. MEYER
(Codex Theodosianus, τ. 2, 1904-1905), ἀπό τόν P. KRUEGER (Codex Justinianus,
1888) καί ἀπό τούς K. SCHOELL-G. KROLL (Novellae, 1895).
Οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων ἐκδόθηκαν μέ τά σχόλια τῶν
ὀρθοδόξων κανονολόγων ἀπό τούς Γ. ΡΑΛΛΗ - Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καί
ἱερῶν κανόνων, τ. 6, 1954.

Ἀρχαῖοι ἱστορικοί

Ἐπίσης στήν Ἐκκλησία μας ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰ. ξεκίνησε μία προσπάθεια ἀνάπτυξης
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριογραφίας. Πατέρας τῆς ἐκκλ. ἱστοριογραφίας θεωρεῖται ὁ
ΕΥΣΕΒΙΟΣ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ 10
βιβλία, ἡ ὁποία καλύπτει τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες.
Τό ἔργο τοῦ Εὐσεβίου μεταφράστηκε στήν Λατινική ἀπό τόν ΡΟΥΦΙΝΟ (403). Τό
ἔργο τοῦ Εὐσεβίου τό συνέχισαν οἱ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Σιδίτης, ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΟΣ (ἀρειανόφρων), ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΣΩΖΟΜΕΝΟΣ καί
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ Κύρου, ΗΣΥΧΙΟΣ ὁ Ἱεροσολυμίτης, ΣΟΥΛΠΙΚΙΟΣ ΣΕΒΗΡΟΣ,
ΠΑΥΛΟΣ ΟΡΩΣΙΟΣ, ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, κ.ἄ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ ΦΕΙΔΑΣ Α

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι
υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένου)
 
Α. Η περί των ιερών εικόνων παράδοση της εκκλησίας
Ο Χριστιανισμός υπό την επίδραση του Ιουδαϊσμού και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης,
οι οποίες απαγορεύουν την εξεικόνιση του θείου, δεν θεώρησε κατ’ αρχάς αναγκαία τη
δημιουργία εικονικής ή γλυπτικής χριστιανικής τέχνης. Περιορίσθηκε μόνο σε απλά σύμβολα
και συμβολικές παραστάσεις, τα οποία συνεδέοντο αναγωγικά με θεμελιώδεις διδασκαλίες της
χριστιανικής πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτές ακόμη οι απλές παραστάσεις από την
Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη είχαν διδακτικό και οπωσδήποτε συμβολικό χαρακτήρα. Οι
πρώτοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Χριστού, ήσαν οι Γνωστικοί και ειδικότερα
οι Καρποκρατιανοί (Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων,I,25,6).Τη μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνει και
ο Επιφάνιος Κωνσταντίας,ο οποίος τις χαρακτηρίζει «εικόνας ενζωγράφους δια
χρωμάτων»,αλλά και «εκ χρυσού και αργύρου και λοιπής ύλης». Οι γνωστικοί προέβαλλαν τις
εικόνες αυτές ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων
Πυθαγόρα,Πλάτωνα,Αριστοτέλη κ.α.(PG 41,373).

Eν τούτοις και παρά την πολεμική, η οποία ασκήθηκε από τους μοντανιστές εναντίον των
γνωστικών εικόνων, η Εκκλησία είχε ήδη αρχίσει από τον Γ’ αιώνα να υιοθετεί την ιδέα της
εξεικονίσεως του προσώπου του Χριστού. Η χριστιανική όμως εικονογραφία συνδέθηκε κατ’
αρχάς μόνο με τις ακμάζουσες μεγάλες τοπικές εκκλησίες και δεν επεκτάθηκε στις
επαρχίες. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται προφανώς και η απαγόρευση της εισαγωγής εικόνων
στους ναούς από τη σύνοδο της Ελβίρας (305). Κατά τον Δ΄ αιώνα διαδόθηκε ευρέως η
διακόσμηση των ναών με εικόνες, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις.

Ο εκκλ. ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού
Χριστού και των αποστόλων «εθνική συνηθεία» (Εκκλ. Ιστορία,VII,18). Ο Καισαρείας
Ευσέβιος υπήρξε βεβαίως πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, γιατί
θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα σώματα,
αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική
παράδοση (PG 20,1545-1548). H θέση του Ευσεβίου είναι σπουδαιότατη, αφού
χρησιμοποιήθηκε από τους εικονομάχους για την ιστορική θεμελίωση της εχθρικής του
διαθέσεως έναντι των εικόνων, γι’ αυτό και πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους εικονοφίλους.

Είναι όμως χαρακτηριστικό οτι ο πατριάρχης Κπόλεως Νικηφόρος προσπάθησε να


εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του
Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως (PG
100,848). Άλλωστε, παρεμφερείς τάσεις αποδόθηκαν και στον Επιφάνιο Κωνσταντίας της
Κύπρου.

Κατά τον Δ’ αιώνα οι ι. εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες
πολλών χριστιανών, επιβλήθηκαν δε τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση.

Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363) ότι
τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και
προσκυνώ, κατ’ εξαίρετων τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ούκ
απηγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημών τούτων ανιστορουμένων» (PG 32,1100).
Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδιδόταν ιδιαίτερη
τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε΄ αιώνα από
τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνιση σκηνών από την Π. Και την Κ.
Διαθήκη στους ναούς, «όπως άν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας
αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω
αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλέων και
αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ών της γής τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη
ορώμενα προτιμήσαντες» (PG 79,577).Την έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε
και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του «Υπέρ της χριστιανών
απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων» (PG 94,1597-1609).O Λεόντιος
αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την
Αγ.Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στη ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου
αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχθηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων.

Με την επίλυση του δογματικού ζητήματος της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων
θεμελιώθηκε σαφέστερα η θεολογία των ι. εικόνων και η προβολή της δυνατότητας
ακτινοβολίας του θείου επι των δημιουργημάτων.

Η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού καθιστούσε δυνατή τη θεώρηση καθιερωμένων


υλικών αντικειμένων ως συμβόλων, τα οποία ανακλούσαν τη θεία δύναμη. Τόσο η
θεολογική, όσο και η παιδαγωγική ερμηνεία της ι. εικόνας ευνόησαν την πλήρη σύνδεση τους
με τη χριστιανική ευσέβεια, παρά την εναντίον τους πολεμική των αιρετικών Παυλικιανών, των
Ιουδαίων και των Αράβων. Η ευσέβεια αυτή των πιστών ενισχύετο συνήθως από τους
μοναχούς, οι δε ι. εικόνες δεν περιορίσθηκαν μόνο στη διακόσμηση των ναών, αλλά
συνδέθηκαν και με διάφορα μικρά φορητά αντικείμενα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, μεταλλικά,
ξύλινα κ.α. Τα χρησιμοποιούσαν οι πιστοί ώς φυλακτά, καίτοι πολλές φορές οδηγούντο σε
απαράδεκτες υπερβολές.

Στη Δύση ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας (590-604) επέπληξε τον επίσκοπο Μασσαλίας
Σηρήνο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή εικόνων ένεκα της κακοτεχνίας ή και της
αποδιδόμενης σε αυτές υπερβολικής τιμής από τους πιστούς. Υπήρχαν λοιπόν και στη Ν.
Γαλλία εικονομαχικές τάσεις ήδη κατά τον ΣΤ’ αιώνα, οι οποίες δεν πρέπει να θεωρηθούν
άσχετες και προς την απήχηση της αρειανικής αιρέσεως των Βησιγότθων της Ισπανίας. Ο πάπας
Γρηγόριος υπεραμύνθηκε της τιμής των ι. εικόνων για παιδαγωγικούς κυρίως λόγους.

Η ορθή αξιολόγηση των προδρομικών αυτών εικονομαχικών τάσεων οδηγεί στο γενικότερο
συμπέρασμα, ότι η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου
της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δέ στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την
αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή εικονομάχοι
υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού,Απολιναρισμού,Νεστοριανισμού
και Μονοφυσιτισμού).

Πράγματι, ο Αρειανισμός δεν δεχόταν την πληρότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού
(«άψυχον σώμα») και απέρριπτε τη δυνατότητα εξεικονίσεως του, όπως άλλωστε και ο
Απολιναρισμός. Ο Νεστοριανισμός απέρριπτε την πραγματική ένωση των δύο φύσεων του
Χριστού και απέκλειε την εξεικόνιση του, ενώ ο Μονοφυσιτισμός δεχόταν την απορρόφηση της
ανθρώπινης από τη θεία φύση και αποσυνδέθηκε από την ισχυρή εικονογραφική παράδοση της
εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τις εικονομαχικές ιδέες και των
μετριοπαθών ακόμη εκπροσώπων του Μονοφυσιτισμού (Φιλόξενος Ιεραπόλεως, Σεβήρος
Αντιοχείας κ.α).
 
Β΄. Αίτια της εικονομαχίας

Τα αίτια των εικονομαχικών ερίδων, οι οποίες συντάραξαν την εκκλησία και την
αυτοκρατορία επί ένα και πλέον αιώνα (727-843), δεν είναι σαφή, γι’ αυτό και διατυπώθηκαν
ποικίλες υποθέσεις, οι οποίες υποπίπτουν πολλές φορές σε μία σύγχυση αιτίων και συνεπειών.
Η σύγχυση αυτή οφείλεται σαφώς στην πενιχρότητα των εικονομαχικών πηγών.

Ορισμένοι είδαν στην εικονομαχία τάσεις κοινωνικής μεταρρυθμίσεως και αποκάλεσαν τον
εισηγητή της αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο (717-741) φιλελεύθερο και τολμηρό
οραματιστή μιας θρησκευτικής και πολιτικής αναμορφώσεως ή και Λούθηρο του Η’ αιώνα.

Άλλοι υποστήριξαν τη γνώμη ότι η εικονομαχία αποτελούσε μία απλή αναζήτηση


πνευματικότερης εκφράσεως της λατρευτικής ζωής των χριστιανών με την καταπολέμηση κάθε
παγανιστικής τάσεως.

Άλλοι υποστήριξαν με προφανή ιδεολογικά κριτήρια ότι η εικονομαχία υποκρύπτει ταξικό


αγώνα, ένεκα των τάσεων των ισχυρών της εποχής να σφετερισθούν την εκκλησιαστική
περιουσία.

Άλλοι συνέδεσαν την εικονομαχία προς την τάση μιας ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων
Εκκλησίας και Πολιτείας με κριτήριο τις θεοκρατικές αντιλήψεις του Λέοντα Γ’, οι οποίες
διακηρύχθηκαν με την επίσημη δήλωση του προς τον πάπα Γρηγόριο Β’ ότι ήταν φορέας τόσο
της βασιλικής, όσο και της ιερατικής εξουσίας («Βασιλεύς ειμί και ιερεύς»). Άλλοι περιορίζουν
τις τάσεις αυτές σε μια απλή αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία έπληττε κυρίως τη μοναστηριακή
περιουσία, χαρακτηρίζουν δε την εικονομαχία ώς μια μορφή «Μοναχομαχίας».

Άλλοι υποστήριξαν την άποψη ότι η σταθερή απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ για την
αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε απλώς και στην Εκκλησία.

Άλλοι διείδαν στην εικονομαχία  μια προσπάθεια περιορισμού των θρησκειακών αντιθέσεων ή
μια τάση συνδιαλλαγής μεταξύ των τριών μεγάλων βιβλικών θρησκειών, ήτοι του
Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού.

Άλλοι θεώρησαν την εικονομαχία ως μια προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού του


ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου με την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η οποία
είχε διαμορφωθεί κυρίως επί τη βάσει του ελληνικού πνεύματος.

Τέλος, άλλοι, για να περιορισθούμε στις κυριότερες μόνο απόψεις, τόνισαν τον ακραιφνή
θεολογικό χαρακτήρα της εικονομαχικής ερίδας.

Όλες όμως οι υποθέσεις αυτές δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς την αιφνίδια κήρυξη της
εικονομαχίας από τον Λέοντα Γ’, ούτε να ερμηνεύσουν μεμονωμένως τους επιθυμητούς
στόχους, αφού όλες οι ανωτέρω τάσεις συνδέθηκαν πράγματι με την εικονομαχία, αλλά δεν
υπήρξαν και τα πρωταρχικά ή τα γενεσιουργά αίτια της αιφνίδιας εκρήξεως της.

Νομίζουμε ότι στην αναζήτηση των αιτίων της εικονομαχίας πρέπει να απομονωθεί η
προσωπικότητα του εισηγητή της εικονομαχίας αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ και να
αναζητηθούν μόνο τα αίτια των πρώτων αποφάσεων του εναντίον των ι. εικόνων. Μετά τις
διακρίσεις αυτές είναι δυνατόν να αναζητηθούν και τα αίτια, ένεκα των οποίων οι
εικονομαχικές ιδέες βρήκαν ταχεία απήχηση σε σημαντικές εκκλησιαστικές και κοινωνικές
ομάδες.
Ο Λέων Γ΄ γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της Συρίας, αλλά καταγόταν από την Ισαυρία και είχε
χρηματίσει στρατηγός του θέματος των Ανατολικών. Τα σχετικά γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο
Λέων Γ΄ ήταν οπωσδήποτε γνώστης των οξυτάτων αντιπαραθέσεων μεταξύ της εκκλησίας και
των αιρετικών Παυλικιανών στη Σύρια και στη Μ. Ασία για το ζήτημα  της τιμής των ι.
εικόνων. Οι Παυλικιανοί, διασκορπισμένοι από την Αρμενία μέχρι την Αλβανία του Καυκάσου,
όχι μόνο δεν απέκρυπταν τις εικονομαχικές ιδέες τους, αλλά και επιδίωκαν τις δημόσιες
συζητήσεις. Η διαλεκτική αυτή για τις ι. εικόνες δεν προσέκρουε στην εκκλησιαστική
παράδοση, οι δέ Παυλικιανοί θα χρησιμοποιούσαν αναμφιβόλως υπέρ των θέσεων τους και τις
καινοτομίες, οι οποίες είχαν εισαχθή στην τιμή των ι. εικόνων. Θα επικαλούντο πιθανότατα και
τις γνωστές μαρτυρίες της πράξεως των πρώτων αιώνων ,όπως του Ευσεβίου Καισαρείας, του
Επιφανίου Κωνσταντίας κ.α. Βεβαίως, οι Παυλικιανοί δεν ήσαν κατ’ εξοχήν εικονομάχοι, αλλά
οπωσδήποτε ηρνούντο την τιμή των ι. εικόνων και των αγίων. Παραλλήλως είχαν ταχθεί
εναντίον των ι. εικόνων στις ανατολικές επαρχίες και οι πολυπληθείς αιρετικοί Νεστοριανοί και
Μονοφυσίτες, οι οποίοι οπωσδήποτε θεμελίωναν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα στοιχεία της
σχετικής εκκλησιαστικής παραδόσεως του Δ’ αιώνα.

Οι βυζαντινοί χρονογράφοι είχαν σαφή συνείδηση της αφετηριακής συνδέσεως της


εικονομαχίας προς τα κηρύγματα των Παυλικιανών και των άλλων αιρετικών
παραφυάδων των ανατολικών επαρχιών.

Ο Λέων Γ’ γνώριζε τις εικονομαχικές αυτές ιδέες από την περίοδο της διαμονής του στις
επαρχίες της Ανατολής, όταν αγωνιζόταν με εξαιρετική επιτυχία εναντίον των Αράβων.
Άλλωστε, δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματικό το γεγονός, ότι όλοι οι εικονομάχοι
αυτοκράτορες προήρχοντο από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ οι αυτοκράτειρες, οι οποίες
αποκατέστησαν την τιμή των ι. εικόνων, κατήγοντο αντίστοιχα από την Αθήνα και την
Παφλαγονία της Μ. Ασίας.
Η θέση όμως του Λέοντα Γ΄ είναι ιδιάζουσα έναντι των άλλων εικονομάχων αυτοκρατόρων,
αφού αυτός υπήρξε ο πρώτος εισηγητής και ο θεμελιωτής της εικονομαχίας. Ο χρονογράφος
Θεοφάνης κατηγόρησε τον Λέοντα Γ΄ ως «σαρακηνόφρονα»,υποστηρίζοντας την εξάρτηση του
από την κατά των χριστιανικών εικόνων πολεμική του χαλίφη Ιζίδ (Υazid B’ 720-724). Οι
μουσουλμάνοι υπό την επίδραση του Κορανίου θεωρούσαν τις εικόνες σατανική βδελυγμία και
ειδωλολατρία, αλλά η θέση του Λέοντα έναντι των εικόνων δεν είναι δυνατόν να συνδεθή
άμεσα ή έμμεσα προς τη θέση των άσπονδων εχθρών της αυτοκρατορίας.

Άλλωστε, ο ίδιος ο Λέων Γ’ κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ήταν εικονόφιλος
και οπωσδήποτε δεν υπήρξε πολέμιος των ι. εικόνων. Στην Κπολη όμως του δόθηκε η
ευκαιρία να αξιολογήσει με διαφορετικά κριτήρια τις γνωστές αντιθέσεις μεταξύ των αιρετικών
και των ορθοδόξων των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Η τιμή των ι. εικόνων είχε
εκτραπεί σε υπερβολές, οι οποίες εφαίνοντο πλέον οξύτερες στον γνώστη των αντιθέσεων
της Ανατολής. Την κριτική αυτή διάθεση είχαν ή δέχθηκαν και οι συνεργάτες του στρατιωτικοί
αξιωματούχοι, πολλοί από τους οποίους συνεδέοντο με τον Λέοντα Γ΄πρίν από την άνοδο του
στον αυτοκρατορικό θρόνο και είχαν συνυπηρετήσει μαζί του στις ανατολικές επαρχίες. Αυτό
προφανώς απηχεί και η πολεμική εναντίον των ι. εικόνων του πατρικίου Βίσηρα κ.α.

Πράγματι, οι υπερβολές των πιστών της Κπόλεως δημιουργούσαν ιδιαίτερη και


αναμφιβόλως όχι θετική εντύπωση στον κύκλο αυτό των ισχυρών της αυτοκρατορίας, οι
οποίοι είχαν αποκτήσει μια εντελώς άλλη εμπειρία στις ανατολικές επαρχίες, όπου η
εκκλησία θα πρέπει να ήταν περισσότερο εφεκτική ή τουλάχιστον περισσότερο προσεκτική
έναντι των τυχόν υπερβολικών εκδηλώσεων της λαϊκής ευσέβειας. Είναι προφανές στις πηγές
ότι πολλές φορές η τιμή των ι. εικόνων από τους πιστούς δεν διέβαινε «επί το
πρωτότυπον», αλλά γινόταν προσκύνηση ή και λατρεία της ίδιας εικόνας, ιδιαίτερα μάλιστα
εκείνων των εικόνων, οι οποίες εθεωρούντο από τη λαϊκή ευσέβεια ή την παράδοση ώς
«αχειροποίητες». Είναι γνωστό ότι πολλοί πιστοί χρησιμοποιούσαν τις εικόνες ακόμη και ως
αναδόχους κατά τη βάπτιση των τέκνων τους, ενώ άλλοι μετεχειρίζοντο τα χρώματα των
εικόνων ως φάρμακα. Ορισμένοι μάλιστα τοποθετούσαν τον άρτο της θ. Ευχαριστίας στις
ι. εικόνες και κοινωνούσαν, ενώ ακόμη και ορισμένοι πρεσβύτεροι αναμίγνυαν τα χρώματα
της εικόνας με τα τίμια δώρα για να ενισχύσουν τη δύναμη της θ. ευχαριστίας.

Έτσι εξηγούνται οι συνήθεις υπερβολικές κατηγορίες των εικονομάχων εναντίον των


εικονοφίλων για ειδωλολατρία.

Πράγματι, ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β΄ (715-731) στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα
Λέοντα Γ αποκρούει τις επίσημες κατηγορίες του βυζαντινού αυτοκράτορα, ότι δηλαδή οι ι.
εικόνες «ειδώλων τύπον αναπληρούσι και οτι οι προσκυνούντες αυτάς ειδωλολάτραι»
(Μansi,XII,959)
Εν τούτοις, ο Λέων Γ΄ δεν αποφάσισε να επέμβη στο ζήτημα των ι. εικόνων χωρίς προηγούμενη
ενημέρωση, διεπίστωσε δέ ότι τις αντιρρήσεις του συνεμερίζοντο όχι μόνο οι έμπιστοι του
αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αλλά και ορισμένοι αρχιερείς και κληρικοί. Τρείς επίσκοποι
της Μ. Ασίας, οι Νακωλείας της Φρυγίας Κωνσταντίνος, Εφέσου Θεοδόσιος και
Κλαυδιουπόλεως Θωμάς, εκδηλώθηκαν ανεπιφυλάκτως υπέρ των εικονομαχικών θέσεων του
Λέοντα Γ΄, τις ενίσχυσαν δε προφανώς και με θεολογικά επιχειρήματα. Οι τρείς αυτοί αρχιερείς
εκπροσωπούσαν αναμφιβόλως μια μετριοπαθέστατη, αλλά οπωσδήποτε ευρύτερη
εκκλησιαστική τάση.

Η ανάμιξη όμως πολιτειακών και εκκλησιαστικών κινήτρων καθιστά δυσχερή τη σαφή


διάκριση των αντιστοίχων στόχων, γιατί ήταν πράγματι δυνατόν στο ζήτημα των καταχρήσεων
των μοναχών να συνέπιπταν ορισμένες ετερογενείς δυσφορίες, επιφυλάξεις και ανησυχίες του
Λέοντα Γ’ και πολλών των επισκόπων έναντι των υπερβολών του μοναχισμού, αλλά όχι και στη
γενικότερη καταδίκη της τιμής των ι. εικόνων. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή η
ανάπτυξη της συνειδήσεως της αυτοτέλειας των διαφόρων μοναστικών κέντρων, ένεκα κυρίως
της αυξήσεως του αριθμού των μοναχών και της μεγάλης επιρροής τους στη λαική ευσέβεια,
συνοδευόταν από μία συνεχώς αύξουσα οικονομική ανθηρότητα ή και από μία προοδευτική
χαλάρωση του μοναχικού ιδεώδους. Πολλοί επίσκοποι θεωρούσαν προκλητική την οικονομική
δραστηριότητα των μοναχών, ο δέ αυτοκράτορας, ο οποίος αγωνιζόταν να διευθετήση την
οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας με αντιδημοτικά φορολογικά μέτρα («δικέρατον»), δεν
μπορούσε να παραθεωρήση το φαινόμενο αυτό.

Οπωσδήποτε όμως τα πολιτικά και τα κοινωνικά κίνητρα αναφάνηκαν μετά την κήρυξη
της εικονομαχίας, η οποία κατ’ αρχήν υπήρξες μια απλή θρησκευτική έριδα, καίτοι
εξελίχθηκε αργότερα σε θεολογική διαμάχη και τελικά συνδέθηκε με πολιτικές,
κοινωνικές και γενικότερες εκκλησιαστικές τάσεις, ώστε να μεταβληθεί σε προσπάθεια
ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πνεύματος της Ανατολής στην ελληνοχριστιανική παράδοση
της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Είναι γεγονός ότι όλες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των αιτιών της εικονομαχίας έχουν
ορισμένα ισχυρά επιχειρήματα για τη θεμελίωση τους.

Τα κίνητρα όμως αυτά δεν υπήρχαν βεβαίως στη μονοσήμαντη αφετηριακή σκέψη του
στρατιωτικού αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.

Νομίζουμε ότι ο αυτοκράτορας επιθυμούσε αρχικώς να περιορίση τις ακραίες εκδηλώσεις


της λαϊκής ευσεβείας, η οποία μετέθετε τη λύση όλων των προβλημάτων στη
θαυματουργική επέμβαση των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή ο Λέων επιχείρησε κατ’
αρχήν να απομακρύνει τους πιστούς από τις εικόνες και όχι να επιβάλλει μια γενική
απαγόρευση της τιμής των ι. εικόνων. Η απογοήτευση από τη μαζική αντίδραση του λαού
ερέθισε τη στρατιωτική του ευαισθησία και τον οδήγησε στην απόφαση να απομακρύνει πλέον
τις εικόνες από τους πιστούς, δηλαδή να αφαιρέση τις εικόνες από τους ναούς.

Η πρώτη επιλογή του είχε πρακτικό κυρίως χαρακτήρα και ήταν κατά βάση ορθή, αλλά η
δεύτερη επιλογή του ήταν θεολογικά εσφαλμένη, γιατί αφαιρούσε ουσιαστικό στοιχείο του
λατρευτικού βίου της Εκκλησίας. Ο Λέων δεν κατανοούσε βεβαίως με την πρακτική σκέψη του
την τεράστια διαφορά των δύο διαδοχικών επιλογών του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να
ερμηνεύσει του λόγους της εκρηκτικής αντιδράσεως της Εκκλησίας ή του λαού. Η διαφορά
όμως ήταν περισσότερο κατανοητή στην εκλησιαστική συνείδηση, η οποία ομόφωνα
απέκρουσε τα εικονομαχικά μέτρα του Λέοντα. Υπό το πνεύμα αυτό χαρακτηρίσαμε ήδη την
έκρηξη της εικονομαχίας ως ένα «ιστορικό ατύχημα», οι συνέπειες του οποίου δεν είχαν
προβλεφθεί από τους εισηγητές της και οπωσδήποτε διαπιστώθηκαν στις ανεξέλεγκτες
συνέπειες της έριδας. Πράγματι, κατά την εξέλιξη της ήταν αναπόφευκτες ορισμένες ευνόητες
πολιτικές,κοινωνικές,θεσμικές,εκκλησιαστικές,θεολογικές και άλλες συνέπειες της
εικονομαχίας, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και ως αίτια για την κήρυξη της.

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι
υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένο
Καλησπέρα σας,

Με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς θα ήθελα να σας διαβιβάσω το αίτημα:

·         της Γ΄ τάξης Γυμνασίου Άνω Ραπτόπουλου του ορεινού νομού της Ευρυτανίας 
που αποτελείται από 6 μαθητές για τη χορηγία 1 αντιτύπου για καθένα από τους
ακολύθους τίτλους βιβλίων:

Α. Μαρία Κάλλας, το κορίτσι με τα χίλια ονόματα της


Κατερίνας Λαγού

Β. Η Πυξίδα δε δείχνει πάντα τον Βορρά του Αντώνη


Σέργη
·         Και  της Α΄ τάξης Λυκείου Άνω Ραπτόπουλου που αποτελείται από 7 μαθητές για τη
χορηγία 1 αντιτύπου για καθένα από τους ακολούθους τίτλους βιβλίων:

Α. Κώδικας 99, της Γιώτας Φώτου

Β. Τα τρύπια τείχη, του Κυριάκου Μαργαρίτη .


 

Σας αποστέλλω τα στοιχεία του σχολείου μας για την αποστολή των βιβλίων, αν αποφανθείτε
θετικά στο αίτημα μας.

Γυμνάσιο Λ / Τ Άνω Ραπτόπουλο Ευρυτανίας

mail@gym-raptop.eyr.sch.gr

τηλ 2237097247

Τ.Κ.36070

Α.Φ.Μ.099701303

Διευθυντής σχολικής μονάδας: Πασσιάς Κωνσταντίνος

Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Τσάρα Μαρία ΠΕ02 (6978419045)

 
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΑΣ 

Ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, γνωστός και ως Ιουστίνος Καισαρείας ήταν


χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής. Ο Ιουστίνος  αποτελεί μία από τις
σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής ιστορίας, ο οποίος πριν
μεταστραφεί στον Χριστιανισμό ήταν ειδωλολάτρης.

Ο Ιουστίνος προσέφερε σημαντικό απολογητικό και ποιμαντικό έργο μέσα στη


χριστιανική Εκκλησία. Οι απολογίες του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες
και σημαντικότερες  Χριστιανικές απολογίες.

Το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της
χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η
πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο
Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον
φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να υποστεί το μαρτύριο μαζί
με μια ομάδα μαθητών του.

Η πηγή των βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του, αλλά και
συγγραφείς όπως ο Τατιανός, ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος, ο Τερτυλλιανός και ο Ευσέβιος
Καισαρείας. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο Ιουστίνος δεν απείχε πολύ από
την αρετή των Αποστόλων.  

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστινιακής Σαμάρειας, μιας
πόλης κτισμένη πάνω στα ερείπια της πόλης Συχέμ (σήμερα Ναμπλούς), περί το 100 με
110 μ.Χ.. Ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου και παρά το λατινικό του
όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες, όπως και ο ίδιος
πριν μεταστραφεί στο Χριστιανισμό. Φρόντισαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική
θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να
δώσει απάντηση στα ερωτήματα που έθετε η ανήσυχη ψυχή του.

Κατά τα νεανικά του χρόνια προσελκύστηκε στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο,
περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε
πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να
παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη
έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα κάτι
που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον
πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής,
αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα
κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός
από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών. Τα
μαθήματα αυτά τα παρακολούθησε πιθανό στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται και η
Καισάρεια της Παλαιστίνης.

Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή, πιθανώς στην
Αίγυπτο. Ο Θεός βλέποντας την αγνότητα και την ειλικρινή πρόθεση των αναζητήσεών
του, ανταποκρίθηκε θαυμαστά. Κάποια ημέρα, περίπου το 135 μ.Χ., πού ο Ιουστίνος
βάδιζε κοντά στη θάλασσα, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος ήταν βαθύτατα
καταρτισμένος στις αλήθειες των Θείων Γραφών, ο οποίος μετά από διάλογο δίδαξε
στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία. Ο γέροντας χρησιμοποιώντας τη μαιευτική
σωκρατική μέθοδο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής
και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που
είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν
επανεμφανίστηκε ποτέ.

Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το Χριστιανισμό,
από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του
μαρτυρίου και του θανάτου. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος Ιουστίνος συνάντησε τον
Τρύφωνα.

Περί το 136 μ.Χ. ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό
διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το
μαρτύριό του. Στη Ρώμη άνοιξε φιλοσοφική σχολή, πιθανότατα στο σπίτι κάποιου
Μαρτίνου και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της
μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας του Χριστιανισμού. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα
και ναός όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη
διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασιανοί
και Φρύγες, μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.

Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος, ο Ιουστίνος παρέδωσε στον αυτοκράτορα


απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού και αναιρούσε
όλες τις εναντίον των Χριστιανών κατηγορίες και αποδείκνυε την πλάνη των ειδώλων,
χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή. Δια την ενέργειά του αυτή, εκλήθη
και Απολογητής.

Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών
αρχών, ιδίως από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών, ενώ η στάση της
Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 μ.Χ. και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε
αρκετά σκληρότερη. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου
Κρήσκεντος, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος του Αυρήλιου, ο οποίος έβλεπε τους μαθητές
του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε. Κατά την
επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου
Ρούστικου (163-167 μ.Χ.), συνελήφθη και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια,
αποκεφαλίστηκε το 165 μ.Χ. μαζί με ομάδα μαθητών του, γεγονός που διασώζεται και
σε επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής. Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία την 1η Ιουνίου. Θεωρείται και εορτάζεται ως άγιος και από την Καθολική αλλά
και από τη Λουθηρανική Εκκλησία.

 Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο
αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, όσο στην πρωτοτυπία του έργου
του. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος υπήρξε γνήσιος διδάσκαλος
της Εκκλησίας. Θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη
της ελληνικής φιλοσοφίας για τη σύγκραση Χριστιανισμού και Ελληνισμού.

Η φιλοσοφική του κατάρτιση αποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη
χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας. Δε μεταστοιχείωσε την ευαγγελική αλήθεια σε
φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της
εποχής του. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία
αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό
περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο,
χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια
αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν
ικανοποιητικές απαντήσεις (π.χ. σπερματικός λόγος). Η θεολογία του τελικά δεν
εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου.

Το έργο του συγγραφέα κινήθηκε σε δύο άξονες. Τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου
να προσεγγίσει την αλήθεια και την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπό του
Ιησού Χριστού. Γενικότερα θα λέγαμε πως ο Ιουστίνος είναι πρώτος ο οποίος
χρησιμοποίησε τη βαθύτερη ανάλυση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης,
χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των Ιουδαίων. Το έργο του
δεν είναι συστηματικό και καθολικό της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κάτι τέτοιο είναι
λογικό διότι μέρος του έργου του χάθηκε, ενώ η γραμματεία του καθορίστηκε από το
περιβάλλον και το κλίμα της εποχής. Η επιστημονική κατανόηση του έργου του καθώς
και του προσώπου χαρακτηρίζεται ως δυσχερής καθότι υπήρξε φύση απλή και θερμή.
Παρόλα αυτά είναι ο πρώτος, που έστω και δίχως μεγάλη επιτυχία, αλλά με
σοβαρότητα, τόλμη και σύνεση επιχείρησε να αντιπαραβάλει τη χριστιανική αλήθεια με
τη φιλοσοφική σκέψη και κυρίως την Πλατωνική.

Η σημαντικότητα του Ιουστίνου, ως προς την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και
Χριστιανισμού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Από όλους τους χριστιανούς θεολόγους
της εποχής ο Ιουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε ο πλέον θετικός ως προς μία
κατεύθυνση εναρμονισμού της φιλοσοφίας και του Χριστιανισμού. Δε δέχεται βέβαια την
ειδωλολατρική λατρεία και τη θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά μόνο τη
φιλοσοφία τους. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως εκλεκτικός, περνώντας τη φιλοσοφία από
κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τα ωφέλιμα σημεία της, αλλά και τα αποβλητέα. Σε
πολλά σημεία για παράδειγμα επικροτεί την ηθική φιλοσοφία των στωικών, δεν
αρνείται όμως και να επιτιμήσει τις μοιρολατρικές και υλιστικές τους αντιλήψεις. Ο ίδιος
μάλιστα βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ Πλατωνισμού και Χριστιανισμού, ώστε να
θεωρεί πως η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο δεν έχει ανάγκη από μία
επαναστατική αλλαγή, συνάμα όμως δεν ξεχνά να αντιτεθεί στη θεωρία του Πλάτωνος
περί ψυχών ή περί δημιουργίας, αναζητώντας παρόλα αυτά και σε αυτές τις
περιπτώσεις κοινά σημεία.

Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις
ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση, όπως δανεισμός αληθειών
από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι
προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία του Λόγου των στωικών. Γι' αυτό
Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός, με αποτέλεσμα
και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο
Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια
από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο.

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ 

Πολλά από τα έργα του Ιουστίνου έχουν χαθεί. Τα έργα που φέρουν το όνομά του και
έχουν διασωθεί ως τις ημέρες μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

α) Εκείνα που είναι αδιαμφισβήτητης γνησιότητας.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δύο Απολογίες του και ο Προς Τρύφωνα Ιουδαίον
Διάλογος. Οι διασωθέντες κώδικές τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση.

Ο Διάλογος προς Τρύφωνα διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα περί το 136, αναφέρεται
στις σχέσεις χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του απαντούν στις
κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο
Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού,
παρουσιάζοντας τη θέση των Χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο
ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού και παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου
ανεπτύσσετο.
β) Τα απολεσθέντα ή εκείνα που είναι αμφίβολης γνησιότητας.

Σημαντικός αριθμός συγγραμμάτων του Ιoυστίνου έχει απολεσθεί. Το συγγράμματα


αυτά μαρτυρούνται είτε από τον ίδιο, είτε από μεταγενέστερους συγγραφείς Για κάποια
από τα έργα αυτά υπάρχει αντιλογία μεταξύ των ερευνητών όσον αφορά το αν είναι
συγγραφέας τους ο Ιουστίνος. Εντούτοις, υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τον χρόνο
συγγραφής τους, ο οποίος πιστεύεται ότι δεν ξεπερνά τον 3ο αιώνα.

Τέτοια έργα είναι τα εξής: Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων, Κατά Μαρκίωνος, Περί
ψυχής, Προς Έλληνας, Λόγος Παραινετικός Προς Έλληνας, Περί μοναρχίας Θεού, Προς
Διόγνητον, Περί Αναστάσεως, Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν, Ψάλτης, Προς σοφιστήν
Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως, Διάλογος προς Κρήσκεντα, Προς Ιουδαίους.

γ) Τα έργα που αναμφίβολα δεν γράφτηκαν από τον Ιουστίνο και θεωρούνται νόθα. Σε
αυτή την κατηγορία ανήκουν τα εξής: Έκθεσις της Ορθής Πίστεως (αποδίδεται στον
Θεοδώρητο), Αποκρίσεις Προς τους Ορθοδόξους Περί Τινων Αναγκαίων Ζητημάτων,
Ερωτήσεις Χριστιανικαί Προς τους Έλληνας, Ερωτήσεις Ελληνικαί Προς τους
Χριστιανούς, Προς Ζήνα και Σερήνο και Ανατροπή Δογμάτων Τινων Αριστοτελικών. Για
τα δύο τελευταία δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το χρόνο συγγραφής τους, ενώ τα
υπόλοιπα είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν μετά την Σύνοδο της Νίκαιας.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Στη θεολογία του ο Ιουστίνος δεν επεδίωξε να διατυπώσει προσωπικές απόψεις, αλλά
να μεταδώσει ότι διδάχτηκε. Έτσι η θεολογία του γενικά προσδιορίζεται από τα
εξωτερικά ερεθίσματα της εποχής. Επειδή ακριβώς δεν αμφισβητείται στην εποχή του
τόσο το ενιαίο του Θεού, όσο η θέση του προσώπου του Χριστού, η θεολογία του
περιστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της γύρω από το ζήτημα αυτό. Ο Λόγος λοιπόν
είναι το κέντρο του κηρύγματος του. Ο Λόγος στον Ιουστίνο αποτελεί συγκεκριμένη
προσωπικότητα, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι δηλαδή όχι απλώς μια ακαθόριστη
δύναμη, αλλά πρόσωπο και μάλιστα υπόσταση ξεχωριστή και συναριθμούμενη και προ
της ενανθρωπήσεώς της. Έτσι βάση της θεολογίας του γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και
κυρίως οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου, χωρίς τις οποίες δε μπορεί να υπάρξει
κατανόηση των πεπραγμένων της Καινής Διαθήκης.

Ο Θεός κατά τον Ιουστίνο θεωρείται ανώνυμος, είναι δημιουργός και διακοσμητής. Ο
Θεός λοιπόν είναι ποιητής του παντός, στον οποίο μόνο ανήκει η πίστη και η λατρεία.
Είναι η μοναδική αιτία της υπάρξεως και βρίσκεται έξω από κάθε αναγκαιότητα
γεννήσεως. Ο Θεός αυτός όμως δεν είναι μονάς, αλλά τριάς.

Ο Ιουστίνος τα μυστήρια τα τοποθετεί στη βάση του τριαδολογικού τύπου. Γι' αυτό και
συνδέει σαφώς την τριαδική κοινωνία με το βάπτισμα και τη λειτουργία της ευχαριστίας.
Οι βαπτισμένοι λοιπόν αναγεννιούνται στο τριαδικό όνομα των υποστάσεων, ενώ στη
θεία ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μεταλαμβάνονται είς δόξα του Πατρός, του Υιού και
του Πνεύματος. Στο σημείο αυτό ο Ιουστίνος αναφέρει πως ο Υιός λαμβάνει δεύτερη
χώρα, ενώ το πνεύμα είναι τρίτο τη τάξη, με στόχο να καταδείξει την ενότητα και τη
μοναδικότητα του Θεού, εξαίροντας πάντοτε την υπερβατικότητά του.

Ο Θεός ως ιδιότητες έχει την υπερβατικότητα και την παντοδυναμία, που αποτελούν
αφετηρία της δημιουργίας προς χάριν της ανθρωπότητος. Γι' αυτό τελικά είναι
ανωνόμαστος, η αιτία δε αυτού του γεγονότος βρίσκεται στο αγέννητο Αυτού. Οι
προσηγορίες Θεός, Πατήρ, Κτίστης δεν αποτελούν πραγματικά ονόματα αλλά επίθετα
Αυτού.
Ο ισχυρισμός περί μεταποιήσεως της Πλατωνικής ιδέας περί Θεού στον Ιουστίνο
κρίνεται αβάσιμη. Παρόλα αυτά στη σκέψη του ενυπάρχουν πολλές ασάφειες και κενά
καθώς και φιλοσοφικές επιδράσεις. Αυτές όμως είναι μάλλον εξωτερικές και
μορφολογικές, προσαρμοσμένες στον απολογητικό σκοπό του συγγραφέα. Σε ότι
αφορά την έννοια της υπερβατικότητας του Θεού, αυτή λαμβάνεται από τον
πλατωνισμό, με στόχο να μιλήσει σαφέστερα στο περιβάλλον της εποχής του. Γι' αυτό
και η περί Θεού ιδέα στον Ιουστίνο παραμένει στην ουσία της βιβλική.

Η ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Ο Ιουστίνος είναι ο κατεξοχήν απολογητής που αναφέρεται στην περί Υιού και Λόγου
θεολογία. Τα κατεξοχήν συγγράμματά του όμως περί της θεολογίας του Υιού δεν έχουν
διασωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ημιτελή εικόνα. Πάντως η διδασκαλία του Ιουστίνου
περί του Λόγου κινείται στη γραμμή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, προβάλλοντας
ουσιαστικά τη διδασκαλία που ήταν οικεία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της εποχής.

Προσπαθεί μέσω των κειμένων της Αγίας Γραφής να αναπτύξει και να θεμελιώσει το
λόγο του, προτάσσοντας με εμμονή την έννοια του Λόγου-Υιού. Έτσι για τον Ιουστίνο, ο
Λόγος του Θεού είναι ο Υιός Αυτού. Αυτή είναι μία αλήθεια η οποία διακηρύσσεται στην
Παλαιά Διαθήκη, έγινε όμως γνωστή με την Ενανθρώπησή Του. Ο Ιησούς Χριστός, είναι
ο Υιός και Λόγος του θεού, το ένα και αυτό πρόσωπο. Οι Ιουδαίοι δεν έγιναν μέτοχοι
αυτής της αλήθειας. Αυτό το στοιχείο είναι που κατά βάση αποτελεί ανυπέρβλητο
εμπόδιο στην κατανόηση της νέας πίστεως, αφού η γνώση του Πατρός επιτυγχάνεται
μόνο μέσω του Υιού.

Ο Υιός λοιπόν προήλθε από τον Πατέρα και είναι Υιός του όντος Θεού. Η έννοια Υιός
μάλιστα δε μπορεί να παραβληθεί προς την ανθρώπινη υιότητα και να κατανοηθεί με
βάση την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Υιός και Λόγος υπήρχε προαιωνίως μέσα στον
Πατέρα και βρίσκεται σε σχέση μετά από Αυτόν. Η γέννηση Αυτού έγινε με τη βουλή του
Πατρός, χωρίς όμως να έχουμε αποτομή ή μερισμό της ουσίας, αφού αυτή παρέμεινε
αναλλοίωτη. Ο Λόγος τελικά είναι μεσίτης και ενδιάμεσος ακτίστου και κτιστού και έχει
σαφώς δική του υπόσταση. Είναι Θεός και εξαγγέλθηκε από την Παλαιά Διαθήκη
επανειλημμένως από τους Προφήτες. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης
εμφανίζεται άτμητος και αχώριστος του Πατρός.

Ο Λόγος είναι τέλειος και πλήρης Θεός αφού καλείται Θεός και Κύριος. Καλείται Υιός
του Θεού, Θεός και Χριστός. Επειδή είναι αληθινός Θεός, αυτό συνεπάγεται και την
αληθινή λατρεία Του.

Η υποταγή του Λόγου

Η θεολογία του Ιουστίνου περιέχει και προβληματικά σημεία. Αυτά κυρίως εκκινούν από
τη φιλοσοφική θεώρηση ορισμένων θεολογικών προεκτάσεων κυρίως κοσμολογικής
προελεύσεως. Το βασικό αυτό πρόβλημα, είναι η γνωστή στην απολογητική
γραμματεία υποταγή του Λόγου.

Οι λόγοι που οδήγησαν τον Ιουστίνο σε μία τέτοια θεολογία είναι κατά βάση τρεις: α) η
θεωρία περί απολύτου υπερβατικότητος του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να έχει
ανάγκη από ενδιάμεσο όργανο για να έλθει σε επαφή με τον κόσμο, β) η γέννηση του
Λόγου, που γίνεται με βουλή του Πατρός και γ) η ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητος της
Τριάδος η οποία στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής με βάση την ετερότητα των
υποστάσεων θα οδηγούσε σε διάσπαση.

Η υποταγή όμως θα αποδείκνυε μία γνώμη και όχι έτερες. Γενικώς η έννοια της
υποταγής του Ιουστίνου κινείται σε δύο πεδία: το κοσμολογικό και το αποκαλυπτικό.
Στην πρώτη περίπτωση εντοπίζεται η κοσμική ενέργεια του Λόγου, στην οποία κατά
τον Ιουστίνο ο Λόγος δεν είναι η κύρια ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το
όργανο. Στη δεύτερη μέσω των θεοφανειών, όπου ο Θεός-Λόγος είναι η εικόνα του
Θεού Πατρός και αγγελιαφόρος. Γενικά θα λέγαμε πως μία τέτοια θεολογία θέτει σε
κίνδυνο την προσωπική αυτοτέλεια του Λόγου.

Παρόλα αυτά γενικώς η προοπτική της θεολογίας του θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται


προς το περιβάλλον το οποίο απευθύνεται ο απολογητής. Αφενός μεν στην
προσπάθειά του να μιλήσει στη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, όπου η ενότητα της
θεότητας θα είχε διασπαστεί αν δεν προτασσόταν η υποταγή της γνώμης, αφετέτρου η
αδυναμία των απολογητών να θέσουν το ζήτημα της λατρείας του Υιού, ειδικά από τη
στιγμή που οι Αυτοκράτορες που επιζητούσαν την Αυτοκρατορική λατρεία, τον είχαν
σταυρώσει σαν ένα κοινό επαναστάτη.

Η Ανθρωπολογία του Ιουστίνου

 Η ανθρωπολογία του είναι θα λέγαμε βιβλική. Ο κόσμος είναι αγαθός και το υλικό
στοιχείο δεν είναι κακό. Σημαντική θεολογική σκοπιά, συνεπής με τη πατερική
θεολογική σκέψη, είναι το αναπόσπαστο της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου.

Στο σημείο όμως το οποίο διαφοροποιείται είναι ότι η ψυχή είναι μεν ανωτέρα της
αισθητής ύλης, αλλά όχι θεία. Καθώς και ότι ο Ιουστίνος φαίνεται να χρησιμοποιεί
τριπλό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέραν δηλαδή της ψυχής και του σώματος,
το πνεύμα. Αυτό αποτελεί πρόσθετο στοιχείο, δώρο του Θεού προς τους αγαθούς,
καθότι η ψυχή δεν έχει εγγενή και φυσική αθανασία.

Η έννοια του πνεύματος στον Ιουστίνο λαμβάνει την έννοια της χάριτος του Θεού. Σε ότι
αφορά την αμαρτία και το προπατορικό αμάρτημα τη θεωρεί περισσότερο ως
πρωτότυπη παρά ως προπατορική, ενώ τέλος η θεογνωσία αποκτάται δια της
αποκαλύψεως και σε στάδια. Πριν την ενανθρώπηση ο Λόγος αποκαλυπτόταν στους
Προφήτες και τους Πατριάρχες δι' εμφανίσεως του Λόγου, ενώ οι φιλόσοφοι τη
δέχτηκαν ατελέστερα μέσω του σπερματικού λόγου, δηλαδή των σπερμάτων αληθείας
που βρίσκονται μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Η χάρη τελικώς μεταδίδεται στα μέλη
της ανθρωπότητας μέσω της Εκκλησίας και της μυστηριακής ζωής αυτής.

Χριστιανοί απολογητές
Χριστιανοί απολογητές ονομάστηκαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την
απολογητική της χριστιανικής θρησκείας, δηλαδή με την υπεράσπιση των χριστιανικών
δοξασιών και της αξίας των ιερών γραφών. Οι απολογητές έγραψαν υπερασπίζοντας τον
Χριστιανισμό απευθυνόμενοι τόσο προς Εθνικούς όσο και προς Ιουδαίους.

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συγκεκριμένα για τους χριστιανούς συγγραφείς του 2ου αιώνα αν
και αυτός ο χρονικός προσδιορισμός αμφισβητείται λόγω μη επαρκών ιστορικών στοιχείων,
αλλά και με μια ευρύτερη έννοια συνεχίζει να περιλαμβάνει ομοίως και συγγραφείς κατά τον
Μεσαίωνα, τη Μεταρρύθμιση έως και σήμερα.
Κατηγοριοποίηση
Όσον αφορά τους Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων μ.Χ., όλοι έγραψαν απολογίες
για να αποκρούσουν τις διάφορες κατηγορίες και συκοφαντίες των Εθνικών κατά των
Χριστιανών, όμως συνήθως γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που έγραψαν απολογίες στην
ελληνική γλώσσα και αυτούς που έγραψαν στη λατινική.

Απολογητές που έγραψαν στην ελληνική

Επιφανέστεροι στον 2ο μ.Χ. αιώνα ήταν οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης ο Αθηναίος και
Αθηναγόρας, οι Παλαιστίνιοι Αρίστων από την Πέλλα και Ιουστίνος ο Μάρτυρας, οι Σύροι
Τατιανός και Θεόφιλος Αντιοχείας, οι Μικρασιάτες Κλαύδιος Απολινάριος Ιεραπόλεως και
Μελίτων ο Σάρδεων, αλλά και ο Ερμείας, που έγραψε το έργο "Διασυρμός των έξω
φιλοσόφων". Επίσης, οι Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ευσέβιος ο
Καισαρείας, Αθανάσιος Αλεξανδρείας (ο Μέγας), και Ωριγένης, του οποίου το έργο Κατά
Κέλσου αποτελεί την εγκυρότερη και πληρέστερη υπεράσπιση του Χριστιανισμού, με
αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη.

Απολογητές που έγραψαν στη λατινική

Κυριότερος εκπρόσωπός τους υπήρξε στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα ο Μινούκιος Φήλιξ, με το
έργο του Οκτάβιος. Τον 3ο αιώνα διακρίθηκε ο Τερτυλλιανός, με τα έργα του Απολογητικόν
(Apologeticum) και Προς τα Έθνη (Ad Nationes). Την ίδια εποχή έδρασε ο Κυπριανός ο
Καρχηδόνιος. Τον 4ο αιώνα αναδείχθηκε ο Αρνόβιος, με το έργο του Κατά των Εθνών, και ο
μαθητής του Λακτάντιος, με κύριο έργο το Περί Θείων Θεσμών.

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΩΝ

(Αριστείδης, Ιουστίνος, Τατιανός, Αθηναγόρας, Θεόφιλος Αντιοχείας, επιστολή προς


Διόγνητον, Μινούκιος Φήλιξ, Octavius, Τερτυλλιανός, Μελίτων Σάρδεων, Κοδράτος, Αρίστων,
Μιλτιάδης, Απολλινάριος)

Όλοι οι Απολογητές Πατέρες, ως οι πρώτοι γνήσιοι Θεολόγοι της Εκκλησίας, ανέλαβαν το


βαρύ και δυσχερές έργο να παρουσιάσουν και εκθέσουν συστηματικά ενώπιον των πολιτικών
και πνευματικών ιθυνόντων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την αλήθεια του Χριστιανισμού
έναντι του ψεύδους των παλαιών θρησκειών, και συνάμα να αποκρούσουν τις εκ μέρους των
Εθνικών και Ιουδαίων ποικίλες κατηγορίες κατά των Χριστιανών για αθεΐα, ασέβεια, Θυέστεια
δείπνα, Οιδιπόδειες μίξεις και πολιτική συνωμοσία. Στα έργα των Απολογητών παρουσιάζεται
εκλογικευμένος (εκφιλοσοφημένος) ο Χριστιανισμός ως η μόνη εξ υπερφυσικής Αποκαλύψεως
θρησκεία του πνεύματος, της ελευθερίας και της απόλυτης ηθικής. Ως τοιαύτη δε
αποκαλυμμένη και απόλυτη θρησκεία βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με όλες τις προηγούμενες
πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες, στις οποίες αναμειγνύονταν ψέμα, πλάνη,
μυθοπλασία και μαγεία. Έτσι, οι Απολογητές, με μια αισιόδοξη αντίληψη για τον κόσμο,
συμβίβασαν Χριστιανισμό και πνευματικό πολιτισμό, υψώνοντας το Χριστιανισμό σε
παγκόσμια και διαχρονική θρησκεία.

Οι Απολογητές δέχτηκαν επιρροές από τη σύγχρονή τους φιλοσοφία, του Στωικισμού. «Όσα
ουν παρά πάσι καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστιν» (Ιουστίνος Μάρτυς και Φιλόσοφος)
[1], αφού οι αρχαίοι Έλληνες Ποιητές και Φιλόσοφοι είτε παρέλαβαν πολλά εκ των Εβραίων
Προφητών (Ιουστίνος, Τατιανός, Θεόφιλος, Τερτυλλιανός), είτε φωτίστηκαν δια του
<Σπερματικού Λόγου>: «οι μετά Λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εισιν, καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον
εν Έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και οι όμοιοι αυτοίς, εν Βαρβάροις δε Αβραάμ και
Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ και Ηλίας και άλλοι πολλοί» (Ιουστίνος). Κατά τον
Τερτυλλιανό “anima naturaliter Christiana” [πρώτη χριστιανική Ψυχολογία ιατρού Σωρανού
(αρχές 2ου αι.) από την Έφεσο]. Κατά τον Τατιανό και οι (Χριστιανές) γυναίκες μπορούν να
ονομάζονται φιλόσοφοι, όπως, άλλωστε, και κάθε αληθής Χριστιανός, που αποτελεί το φως και
το άλας του κόσμου (Αριστείδης). Αντίθετα, όμως, ο Θεόφιλος Αντιοχείας παρουσιάζει τη
σοφία των Φιλοσόφων ως δαιμονική. Ως αρνητικό, ομοίως, της θεολογίας των Απολογητών
μπορεί να καταλογισθεί το δόγμα περί υποταγής (subordinatio) του Υιού στο Θ. Πατέρα. Κατά
τον Αθηναγόρα και την προς Διόγνητον επιστολή, η ψυχή του ανθρώπου είναι «φύσει»
αθάνατη, ενώ, κατά τον Ιουστίνο και Τατιανό, «χάριτι». Οι Απολογητές εξαίρουν την ελευθερία
βουλήσεως του ανθρώπου σε αντίθεση με τούς Γνωστικούς και τους Στωικούς. Ως προς τα
Μυστήρια το μεν Βάπτισμα ονομάζεται «αναγέννησις» (Ιουστίνος) και «λουτρόν παλιγγενεσίας»
(Θεόφιλος), ενώ η Θ. Ευχαριστία εκλαμβάνεται κυρίως ως θυσία (Ιουστίνος, Ειρηναίος).

[1] Πρβλ. Α. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Η Θεολογία του Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος και αι σχέσεις
αυτής προς την ελληνικήν φιλοσοφίαν, εν Αθήναις 1960.

Επιχειρηματολογία
Οι χριστιανοί απολογητές του 2ου αιώνα υπερασπίστηκαν την Χριστιανοσύνη μέσω τεσσάρων
θεμελιωδών επιχειρημάτων:

1. Η επίδραση που ασκεί η Χριστιανοσύνη στην ηθική των ακολούθων της. Η χριστιανική
ελεημοσύνη, η κοινοκτημοσύνη, η αυτάρκεια, η απομάκρυνση από το μίσος ήταν
ορισμένα από τα ηθικά οφέλη που τονίζονταν.
2. Οι προφητικές προβλέψεις που προέρχονται από τον Ιησού Χριστό και τους Προφήτες.
3. Οι αποδείξεις από την αρχαιότητα. Δινόταν έμφαση στην συνοχή και την ενότητα της
Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθιστώντας φανερό ότι ο Χριστιανισμός δεν ήταν
μια νέα ή πρόσφατη θρησκεία αλλά μια θρησκεία που έφτανε ως τον Μωυσή, ο οποίος
προηγήθηκε από τους Έλληνες ποιητές και σοφούς[εκκρεμεί  παραπομπή].
4. Τα θαύματα του Ιησού Χριστού. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε λιγότερο καθώς
εκείνη την εποχή υπήρχε πληθώρα περιφερόμενων μάγων και ψευδόχριστων
(ψευδομεσσίες), οι οποίοι εμφανίζονταν να εκτελούν θαύματα.

Αξιολόγηση του έργου των Απολογητών


Οι απολογητές, που χαρακτηρίζονται «φιλοσοφούντες θεολόγοι», [1] θεωρείται ότι έπαιξαν
μεγάλο ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού. Κατά κύριο λόγο ασχολήθηκαν με τους
διανοούμενους εθνικούς της εποχής τους, καθώς και οι ίδιοι ήταν διανοούμενοι. Η θεολογία που
εκφράζουν δεν είναι πλήρης, καθώς «ενδιαφέρθησαν δι' όσα στοιχεία ήτο εύλογον ότι θα
εγένοντο αποδεκτά από τους συνομιλητάς των, τα στοιχεία εκείνα τα οποία σήμερον θεωρούμεν
ως περιεχόμενον της λεγομένης φυσικής θεολογίας». [2] Παρουσιάζουν μια «σύνθεση της
ελληνικής φιλοσοφίας με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού» [3] καθώς χρησιμοποιούν την
ελληνική φιλοσοφία για να υπερασπίσουν τη νέα θρησκεία.

You might also like