Professional Documents
Culture Documents
Ο Πουλαντζά PDF
Ο Πουλαντζά PDF
Στάθης Κουβελάκης
1
Palmiro Togliatti, La formazione del gruppo dirigente del Partito comunista italiano nel 1923-1924. Ρώμη,
Editori Riuniti, 1984.
Αυτά είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να μελετηθεί με συγκεκριμένο, και ας προθέσουμε:
με ιστορικό και υλιστικό τρόπο πώς λειτούργησε σε μία δεδομένη ιστορική συγκυρία, και
στο σημείο τομής διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, ο Νίκος
Πουλαντζάς.
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν ούτε κατά διάνοια δε στοχεύουν να υποκαταστήσουν
αυτήν την έρευνα, η πραγματοποίησή της οποίας είναι νομίζω ένα από τα βασικά αιτήματα
αυτού του συνέδριου. Θα αρκεστώ σε ορισμένες σύντομες και αποσπασματικές
επισημάνσεις, με κύριο στόχο τη διατύπωση υποθέσεων εργασίας. Από τη βιογραφική του
πορεία, προκύπτει κατ’αρχήν ότι οι Πουλαντζάς στρατεύθηκε στην αριστερά κύρια για
λόγους θεωρητικού ενδιαφέροντος και κεντρίσματος. Οπως εξήγησε ο ίδιος σε
συνεντεύξεις του, αυτό που τον έφερε κοντά στον μαρξισμό είναι η επαφή του με τη
γαλλική κουλτούρα και ειδικότερα με τα έργα του Σαρτρ και του Γκολντμάν. Από τον
τύπο σπουδών που ακολούθησε (Πειραματικό Λύκειο, Νομική Σχολή Αθήνας,
μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό σε Γερμανία και Γαλλία), και τέλος από την
επαγγελματική του σταδιοδρομία, ο Πουλαντζάς έχει έντονα τα χαρακτηριστικά ενός
παραδοσιακού διανοούμενου. Τα έργα του, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι προσιτά σε ένα
ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, απαιτούν μια παιδεία πανεπιστημιακού θα έλεγα τύπου. Αν
όχι όλα, τα βασικά του πάντως κείμενα δεν είναι προσιτά σε έναν οποιονδήποτε αγωνιστή
ή ακόμη και στέλεχος του κινήματος. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη εικόνα του Πουλαντζά:
ένας παραδοσιακός πανεπιστημιακός διανοούμενος με αριστερούς προσανατολισμούς.
Υπάρχει όμως ένα δεύτερο, εξ’ίσου ισχυρό στοιχείο, που τροποποιεί την προηγούμενη
εικόνα και οδηγεί σε μια άλλη κατεύθυνση: η έντονη απεύθυνση του έργου σε έναν
πολιτικό χώρο, και, πιο συγκεκριμένα, σε ένα κοινό, που είναι πρώτα και κύρια ένα κοινό
με κατ’εξοχήν πολιτικά κίνητρα και ενδιαφέροντα. Για να το πούμε λίγο διαφορετικά, με
την εξαίρεση της διδακτορικής του διατριβής και, ως ένα σημείο, του πρώτου του έργου,
Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, που διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά
«μαρξιστικής πραγματείας πολιτικής επιστήμης», όλα τα υπόλοιπα έργα του κινούνται
εκτός ακαδημαϊκών πλαισίων. Εγγράφονται εξ’ολοκλήρου στην πολιτικο-θεωρητική
συζήτηση του αριστερού κινήματος, με άμεσα και κρίσιμα διακυβεύματα στρατηγικής
φύσης, χωρίς τα οποία είναι ακατάληπτα. Αυτό εξηγεί και γιατί έχουν ξεχασθεί εκεί όπου
το νήμα με ότι σηματοδοτεί για την αριστερά η δεκαετία του 1970 έχει κοπεί.
Σ’αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι αυτός ο «ζωτικός χώρος» όπου διαμορφώθηκε και,
κατόπιν, κυκλοφόρησε και συζητήθηκε το έργο του Πουλαντζά είναι καταστατικά ένας
χώρος διεθνής. Ο συγγραφέας του ήταν ένας Έλληνας που έζησε το πιο καθοριστικό
κομμάτι της ζωής του στη Γαλλία, όπου είχε μία ισχυρή, αλλά έκκεντρη παρουσία, τόσο
στο πολιτικό όσο και στο διανοητικό επίπεδο: τα βιβλία του για παράδειγμα εκδόθηκαν
από εκδοτικούς οίκους με κύρος (Μασπερό, Σεϊγ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της
Γαλλίας), αλλά το Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις δεν έγινε δεκτό στη περίφημη
σειρά «Θεωρία» που διηύθυνε ο Αλτουσέρ. Ξέρουμε ότι αυτή η απόρριψη του στοίχισε
και σηματοδότησε την σχετική απόσταση στην οποία τον κράτησε ο «στενός πυρήνας»
γύρω από τον Αλτουσέρ, κι αυτό σε μια στιγμή όπου ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του
μέρος του ρεύματος.
Κάτι το αντίστοιχα αμφίσημο ισχύει και για την θεσμική του θέση, πανεπιστημιακού
τύπου αλλά στο περιθώριο του θεσμού (καθ’ότι ενταγμένη στο «αντι-πανεπιστήμιο» του
Βενσέν, δημιούργημα του Μάη του 68), η για τη σχέση του με το περιοδικό Dialectiques
(Διαλεκτικές), ένα εκδοτικό εγχείρημα που γνώρισε στιγμές δόξας στη δεκαετία του ‘70,
με κυκλοφορία που έφθασε κατά διαστήματα τα 10 χιλιάδες τεύχη, και που έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στις διάδοση των θέσεων του Πουλαντζά για το κράτος, το
δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό, τον Γκράμσι κλπ. Το περιοδικό αυτό, που ήταν η πιο
σοβαρή αυτού που θα λέγαμε «αριστερός ευρωκομμουνισμός» στη Γαλλία, παρέμεινε,
ακριβώς γι’αυτό το λόγο, σε απόσταση ασφαλείας από κάθε οργανωμένο φορέα της
αριστεράς, και κυρίως από το γαλλικό ΚΚ, στο οποίο ανήκαν και τα περισσότερα μέλη της
συντακτικής ομάδας. Ας αναφέρουμε επίσης και τη σχέση του με το συνδικάτο CFDT,
που πρέσβευε τότε τον αυτοδιαχειριστικό σοσιαλισμό, και για λογαριασμό του οποίου
έγιναν οι αρχικές έρευνες που ενσωματώθηκαν ύστερα στις Κοινωνικές τάξεις στο
σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά που ποτέ δε χρησιμοποίησε, ή ασπάστηκε, το παραμικρό
στοιχείο αυτής της δουλειάς.
Αυτή η ιδιόμορφη, ισχυρή αλλά πάντα έκκεντρη, και εν τέλει εύθραυστη παρουσία στη
χώρα που απετέλεσε τη μόνιμη βάση του καθ’όλη σχεδόν τη διάρκεια της διανοητικής
παραγωγικής του πορείας, εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, γιατί σήμερα στη Γαλλία ο
Πουλαντζάς έχει ξεχαστεί, ακόμη και σαν όνομα, περίπου απ’ όλους, και γιατί, εδώ και
πολλά χρόνια, τα βιβλία του είναι ανεύρετα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Με αυτήν την
έννοια μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά Ελλήνων
διανοούμενων που μετανάστευσαν στη Γαλλία αμέσως μετά τον πόλεμο, τη γενιά του
Ματαρόα, των Σβορώνου, Αξελού, Καστοριάδη, Παπαϊωάννου και Ξενάκη, ο Πουλαντζάς
δεν ξεπέρασε εντελώς το στάτους (και ίσως και τον τρόπο σκέψης) του «εμιγκρέ»: η
«γαλλοποίησή» του ήταν αναμφισβήτητη αλλά παρέμεινε ημιτελής.
Αυτό είναι που εξηγεί επίσης γιατί, αντίθετα απ’ότι ο ίδιος θα περίμενε, η παρουσία του
αποδείχθηκε πιό στέρεη, με μεγαλύτερη διάρκεια, αγκύρωση και μαζική απήχηση στην
αριστερά, εκτός Γαλλίας, στην Ελλάδα βέβαια, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης,
όπως στη Γερμανία, στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου αρκετά από τα βιβλία είναι διαθέσιμα ή
επανεκδίδονται, και βέβαια στη Λατινική Αμερική.
2
Βλέπε το σημαντικό βιβλίο του Gregory Elliott, Althusser : The Detour of Theory, επανέκδοση Brill, 2006.
τελικά ως η κυρίαρχη επιλογή της ηγετικής ομάδας που διαμορφώθηκε από τις περιβόητες
«διαδικασίες του 1972-73». Η γραμμή του Πουλαντζά, που τη συμμεριζόταν το
μεγαλύτερο μέρος των οργανώσεων εξωτερικού και της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού,
υποστήριζε τη δυνατότητα μιας λαϊκής εξέγερσης που θα εκμεταλλευόταν τις εσωτερικές
αντιθέσεις του δικτατορικού καθεστώτος, ενός καθεστώτος του οποίου είχε αναλύσει τα
ειδικά χαρακτηριστικά ως καπιταλιστικής μορφής κράτους εξαίρεσης. Είναι προφανές ότι
η αποτυχία του φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
επιβεβαίωσαν αυτήν την ανάλυση, σε μια σπάνια, αν και ιδιόμορφη λόγω χωρο-χρονικής
απόστασης, πρακτική επικύρωση ενός θεωρητικού στοιχήματος από την απρόβλεπτη
ανάταση της δυναμικής των μαζών.
Η δεύτερη στιγμή είναι φυσικά η στιγμή του ευρωκομμουνισμού, για την ακρίβεια του
«αριστερού ευρωκομμουνισμού». Θα είμαι εδώ πιο σύντομος γιατί αυτή η ιστορία είναι
πολύ πιο γνωστή από την προηγούμενη. Σ’αυτή την τελευταία φάση της ζωής του, ο
Πουλαντζάς επεξεργάζεται εκ νέου τις θέσεις του σειρά για τα θέματα του κράτους, των
κοινωνικών τάξεων και καταλήγει στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για το
σοσιαλισμό. Η ήττα αυτού του πολιτικού στοιχήματος, τις συνέπειες της οποίας
πληρώνουμε ακόμη, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο η παρέμβαση του Πουλαντζά έθεσε το
πλαίσιο της στρατηγικής συζήτησης για την αριστερά, της τελευταίας συζήτησης αυτού
του είδους που γνώρισε το επαναστατικό κίνημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμα κι
όσοι διαφώνησαν μαζί του σ’ αυτή τη δεκαετία του ’70, π.χ. ο Αλτουσέρ, ο Μπαλιμπάρ, ο
Μαντέλ, διάφοροι Ιταλοί μαρξιστές από την τάση του Ινγκράο, έπρεπε όλοι να
τοποθετηθούν σ’αυτό το πλαίσιο που είχε ορίσει. Και αυτό ισχύει νομίζω ακόμα
περισσότερο έξω από τη Γαλλία, έξω από τα ευρωπαϊκά πλαίσια, ειδικά στη Λατινική
Αμερική.
Τελειώνοντας με μια ματιά στο σήμερα, θα έλεγα ότι το τοπίο έχει σίγουρα αλλάξει
δραματικά. Οι όροι που έκαναν δυνατή μία μορφή σαν αυτή του Νίκου Πουλαντζά έχουν
γίνει προβληματικοί. Φαίνεται μάλιστα ότι σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία, τείνουν να
εκλείψουν. Βλέπουμε να παρουσιάζονται νέα φαινόμενα, ειδικότερα στο χώρο της
διανόησης, που ο Πουλαντζάς ούτε καν μπορούσε να φανταστεί, παρόλη τη διορατικότητα
που επιδεικνύει στο τελευταίο του βιβλίο, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός, απέναντι στους
«νέους φιλοσόφους», αυτό το αντιδραστικό καρκίνωμα, που τότε μόλις πρωτοεμφανιζόταν
στη Γαλλία και που διέλυσε κυριολεκτικά τα πάντα στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Πολύ απείχε όμως θαρρώ ο Νίκος Πουλαντζάς από το να καταλάβει σε ποιο βαθμό ένα
ολόκληρο τμήμα της διανόησης, και μάλιστα με αριστερή προέλευση, ένα θα
ενσωματωνότανε πλήρως στα πλαίσια του αυταρχικού κρατισμού, έτσι όπως τον ανέλυσε,
και θα πρωτοστατούσε στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και του
νεοφιλελευθερισμού. Όπως δεν μπορούσε να φανταστεί βεβαίως το ρόλο που θα έπαιζε σε
μια τέτοια περίοδο η διαπλοκή αυτού του τμήματος της διανόησης με τα Μαζικά Μέσα
Ενημέρωσης, το σημερινό κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό. Μ’ αυτή την έννοια ίσως ο
Πουλαντζάς να φαντάζει σήμερα ανεπίκαιρος. Είναι όμως ανεπίκαιρος κυρίως γιατί ο
στρατηγικός του στόχος παρέμεινε ανεκπλήρωτος. Αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο
παραμένει υπόθεση των ανθρώπων που επιμένουν στο εγχείρημα της αλλαγής του κόσμου.
Αυτοί τουλάχιστον έχουν κάθε λόγο να διαβάζουν και να χρησιμοποιούν τον Πουλαντζά.
Γι αυτούς, και ίσως γι’αυτούς και μόνο, παραμένει μία κεντρική αναφορά, στη μοναδική
άξια λόγου, σήμερα όπως και όταν ζούσε, πρόκληση για την δράση και τη σκέψη: τη νίκη
της επανάστασης και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του
πανεπιστημίου του Λονδίνου. Από τις πρόσφατες δημοσιεύσεις του: Philosophy and
Revolution. From Kant to Marx, Λονδίνο, Verso, 2003, La France en révolte. Luttes
sociales et cycles politiques, Textuel, Παρίσι, 2007, Y a-t-il une vie après le capitalisme ?
(επιμ.), Παρίσι, Le temps des cerises, 2008.