You are on page 1of 12

Ο Πουλαντζάς ως οργανικός διανοούμενος

Στάθης Κουβελάκης

Κεφάλαιο από τον συλλογικό τόμο Ο Πουλαντζάς σήμερα, σε επιμέλεια Ηρακλή


Οικονόμου και Χάρη Γολέμη, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2012

Τι σημαίνει «οργανικός διανοούμενος»;


Ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν ένας μαρξιστής και ένας κομμουνιστής διανοούμενος: η
διατύπωση αυτή σίγουρα στερείται οποιασδήποτε πρωτοτυπίας, θέτει όμως το εξής βασικό
ερώτημα: τι σημαίνουν όμως αυτοί οι όροι, ή μάλλον: σε τι μπορεί ο Πουλαντζάς να
συμβάλει στην εκ νέου κατανόηση και νοηματοδότηση αυτών των όρων;
Ας αρχίσουμε από κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με τον μαρξισμό,
επισημαίνοντας ότι αυτός ο προσδιορισμός δε νοείται έξω από συγκεκριμένη στράτευση
στο επαναστατικό κίνημα όπως αυτό εκφράζεται σε κάθε ιστορική συγκυρία. Με άλλα
λόγια, ο μαρξισμός δεν είναι ένα corpus ιδεών, ή ένα corpus εννοιών, δεν είναι αυτό που
έλεγε ο Αλτουσέρ, δηλαδή ότι με δύο, τρεις, πέντε βασικές έννοιες μπορούμε να
ανακατασκευάσουμε κατά κάποιο τρόπο στο εργαστήριο τον ιστορικό υλισμό. Αυτό
μπορεί να είναι ο πλατωνισμός, μπορεί να είναι ο σπινοζισμός, μπορεί να είναι άλλα
συστήματα, σκέψης, που, όπως ο μαρξισμός, είναι συγκροτημένα, έχουν το δικό τους
πλούτο και επιδέχονται ποικίλες έως και αντιφατικές ερμηνείες. Ο μαρξισμός είναι όμως
κάτι διαφορετικό. Είναι βέβαια και αυτός ένα σύνολο εννοιών αρθρωμένων με έναν ειδικό
τρόπο, αλλά είναι, πρώτα και κύρια, ένα μίγμα θεωρίας και πράξης. Είναι κάτι υβριδιακό,
που δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την πολιτική του στράτευση και τοποθέτηση. Ο
μαρξισμός είναι αυτός που πάντα μας θυμίζει ότι η αλήθεια προϋποθέτει τη στράτευση και
τη μερικότητα. Οτι δεν είναι ποτέ υπεράνω του ανταγωνισμού και των συγκυριών στις
οποίες καλείται να παρέμβει. Γι αυτό και αποτελεί ο ίδιος ένα πεδίο συγκρούσεων και
διαπάλης τάσεων και όχι ένας τρόπος ειρήνευσης του θεωρητικού πεδίου, όπως
φιλοδοξούσε ο Καντ να είναι η δική του φιλοσοφία.
Σ’αυτό το σημείο θα ήθελα, πολύ σύντομα και σχηματικά, να υπενθυμίσω ορισμένους
προσδιορισμούς της έννοιας «οργανικός διανοούμενος», που χρησιμοποιείται κατά κόρον,
αλλά είναι συνήθως απολύτως παρεξηγημένη, ακόμα κι από ειδικούς. Θα αναφέρω ένα
μόνο παράδειγμα. Ο Πιέρ Μπουρντιέ, που δεν είναι ο οποιοσδήποτε αλλά ένας από τους
μεγάλους θεωρητικούς της κοινωνιολογίας, είναι προφανές ότι ποτέ δεν κατάλαβε τι είναι
ο οργανικός διανοούμενος, γιατί δε θεώρησε ότι ο Γκράμσι θα μπορούσε να του
χρησιμεύσει σε κάτι. Για τον Μπουρντιέ ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ο
διανοούμενος που έχει συγκεκριμένη κομματική στράτευση, και, έχοντας ήδη επιτύχει μια
αναγώριση στην «ειδική» διανοητική του δραστηριότητα (ως λογοτέχνης, ως επιστήμονας
ως φιλόσοφος κ.ο.κ), φιλοδοξεί μια επιπλέον καταξίωση στο πεδίο που ανοίγεται με την
κόμματική του ένταξη. Επιδιώκοντας κάτι τέτοιο όμως προδίδει την αυτονομία που είναι
ίδιον της επιστημονικής δραστηριότητας, και ειδικότερα της κοινωνιολογίας ως επιστήμης
της κοινωνία. Και τούτο γιατί η αυτονομία είναι που επιτρέπει στην επιστήμη να
υπερβαίνει τις επιμέρους κοινωνικές ορίζουσες εντός των οποίων συγκροτείται και να
προβάλλει μια αξίωση οικουμενικότητας. Από γκραμσιανή τουλάχιστον σκοπιά, πρόκειται
για σαφή παρεξήγηση, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Οπως και να έχουν τα πράγματα, η έννοια «οργανικός διανοούμενος» παραπέμπει στην
ορολογία του ιταλού επαναστάτη, γι’ αυτό και θα διευκρινίσω ορισμένα σημεία που είναι
βέβαια αυτονόητα σε όσους είναι ήδη εξοικειωμένοι με το έργο του. Αυτό που ο Γκράμσι
ονομάζει «οργανικός διανοούμενος» δεν μπορεί κατ’αρχήν να υπάρξει παρά μόνο
αντιπαραθετικά, σε σχέση με μια μορφή διανοούμενου που δεν είναι οργανικός, δηλαδή με
τον «παραδοσιακό διανοούμενο». Αυτό που ο Γκράμσι ορίζει ως «διανοούμενος» είναι
λοιπόν κάτι αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό που οι περισσότεροι εννοούμε όταν
χρησιμοποιούμε στο καθημερινό λεξιλόγιο αυτή τη λέξη. Για μας, ο διανοούμενος είναι
είτε γενικά ο μορφωμένος, ο λόγιος, είτε, πιο συγκεκριμένα, ο λόγιος που παρεμβαίνει στο
δημόσιο χώρο, που στρατεύεται και παρεμβαίνει στον ιδεολογικο-πολιτικό στίβο, στο
πρότυπο του Ζολά όταν υπερασπίζεται τον Ντρέϋφους. Είναι γνωστό εξ’άλλου ότι ο όρος
«διανοούμενος» (που αντιστοιχεί στον γαλλικό intellectuel) αρχίζει να εμφανίζεται με τη
σημασία που του δίνουμε σήμερα σ’εκείνη ακριβώς την στιγμή, στη Γαλλία, με την
υπόθεση Ντρέϋφους. Για τον Γκράμσι όμως η έννοια του διανοούμενου είναι κάτι άλλο,
που έχει ταυτόχρονα μία μεγαλύτερη ευρύτητα και μία μεγαλύτερη εξειδίκευση σε σχέση
μ’αυτή την έννοια.
Πολύ συνοπτικά, για τον Γκράμσι οι διανοούμενοι έχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά:
πρώτον, δεν είναι ένα ομοιογενές, ξεχωριστό στρώμα μέσα στην κοινωνία, αλλά το
σύνολο των «στελεχών» που με έναν οργανωτικό, πολιτικό και πολιτισμικό τρόπο
βοηθούν και συμμετέχουν στη συγκρότηση των κοινωνικών ομάδων, των συλλογικοτήτων
και, εν τέλει, των κοινωνικών τάξεων ως υποκείμενα στο ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Δεν είναι, με άλλα λόγια, άτομα που ζουν εν κενώ, στον αφηρημένο κόσμο των καθαρών
ιδεών, αλλά κοινωνικά ενεργά στελέχη που επιτελούν οργανωτικές, ιδεολογικές και
πολιτισμικές, ή «ηθικο-πολιτικές» όπως τις αποκαλεί συχνά, λειτουργίες. Δεύτερο
χαρακτηριστικό, που απορρέει βέβαια από το πρώτο, είναι ότι δεν πρόκειται για
μεμονωμένα άτομα, αλλά για ομάδες διανοούμενων, για συλλογικότητες. Ακόμα κι όταν
ξεχωρίζουμε ιδιαίτερες περιπτώσεις πολύ σημαντικών διανοούμενων, αυτό που ο Γκράμσι
ονομάζει οι «μεγάλοι διανοούμενοι», μεγάλοι με την έννοια ότι παράγουν μία καινούρια
κοσμοθεωρία που δεν προϋπήρχε της δουλειάς τους, όπως στην περίπτωση του Μαρξ, του
Ένγκελς, ή των μεγάλων διανοητών του Διαφωτισμού, και αυτούς ακόμη τους μεγάλους
διανοητές, για να κατανοήσουμε την πορεία τους και το έργο τους, πρέπει να τους
εντάξουμε σ’αυτές τις συλλογικότητες τις οποίες εκφράζουν. Πρέπει να εξετάσουμε τον
Διαφωτισμό, για παράδειγμα, ως ένα συλλογικό ρεύμα ιδεών και πρακτικών, μία «ηθικο-
πολιτική μεταρρύθμιση», όπως λέει ο Γκράμσι, της ανερχόμενης αστικής τάξης, ή τους
Μαρξ και Ένγκελς στα πλαίσια του αναδυόμενου εργατικού κίνηματος της εποχής τους,
άρα το πώς η κλασική γερμανική φιλοσοφία, ένα κομμάτι της τουλάχιστον, συναντήθηκε
με το εργατικό κίνημα και μετασχηματίσθηκε σε κάτι διαφορετικό.
Το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό των διανοούμενων είναι ότι ακριβώς επειδή
αποτελούνται από συλλογικότητες, από ομάδες, χαρακτηρίζονται από μία έντονη
διαστρωμάτωση, ανάλογα με τις τάξεις και ταξικές μερίδες με τις οποίες διαμορφώνουν
προνομιακούς δεσμούς, καθώς και από μια εξ’ίσου σαφή εσωτερική ιεραρχία. Στην
κορυφή αυτής της διαστρωματωμένης πυραμίδας έχουμε τους «μεγάλους διανοούμενους»,
στους οποίους αναφέρθηκα προηγουμένως, αυτούς που παράγουν μια καινούρια
κοσμοθεωρία. Κατόπιν έχουμε τους «ενδιάμεσους» διανοούμενους, που με διάφορους
τρόπους εκλαϊκεύουν, τροποποιούν και επανεπεξεργάζονται το υλικό των μεγάλων,
καινοτόμων κοσμοθεωριών που έχουν διατυπώσει οι μεγάλοι διανοούμενοι. Τέλος υπάρχει
η «βάση» των διανοουμένων, δηλαδή αυτοί που έρχονται σε άμεση επαφή με τον κοινό
νου και με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες μέσα
στο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η λειτουργία των
εκπαιδευτικών, ειδικότερα των κατώτερων βαθμίδων, στις νεωτερικές κοινωνίες, αυτή
ακριβώς ήταν η λειτουργία του κατώτερου κλήρου σε μια προηγούμενη ιστορική εποχή.
Ο «οργανικός» διανοούμενος είναι λοιπόν ο διανοούμενος που δένεται, που έχει
εσωτερικούς δεσμούς με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και ομάδα, αυτός που συμμετέχει
μ’ έναν ενεργό και συνειδητό τρόπο στη στελέχωσή της. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει φυσικά
μια ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική υποδομή, που έχει μια έντονη ιστορική
διάσταση. Γι αυτό και το προφίλ των διανοούμενων αλλάζει ριζικά ανάλογα με την
ιστορική φάση στην οποία βρίσκεται ο κάθε κοινωνικός σχηματισμός. Είναι προφανές ότι
στην πρώιμη περίοδο της αστικής κοινωνίας, το κίνημα του Διαφωτισμού και ο τύπος του
διανοητή που ανέδειξε, με τη μορφή του «φιλόσοφου», αντιστοιχούσε στους «οργανικούς
διανοούμενους» της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Στην πιο ανεπτυγμένη όμως φάση
της καπιταλιστικής κοινωνίας συντελείται, σύμφωνα με τον Γκράμσι, μία μεγάλη
διεύρυνση και μία εντεινόμενη διαφοροποίηση των στρωμάτων των διανοουμένων. Στις
ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες, οι κατεξοχήν διανοούμενοι δεν είναι πλέον οι «λόγιοι»,
οι μορφωμένοι με τον παραδοσιακό τρόπο, οι πανεπιστημιακοί ή οι φιλόσοφοι. Αυτοί
αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τους παραδοσιακούς διανοούμενους, τα κατάλοιπα μίας
προηγούμενης ιστορικής στιγμής των αστικών κοινωνιών. Οι καινούργιες, οι κατεξοχήν
νέες μορφές διανοουμένων είναι, για τον Γκράμσι, οι δημοσιογράφοι και όσοι δουλεύουνε
στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας που αναπτύσσονται, οι μηχανικοί και τα τεχνικά
στελέχη που παίζουν έναν επιτελικό ρόλο στους χώρους δουλειάς, στα πλαίσια της
φορντικής αναδιοργάνωσης της εργασίας. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο Γκράμσι είναι από
τους πρώτους που ανέλυσαν το φορντισμό ως ένα διακριτό πολιτικοκοινωνικό και
πολιτισμικό φαινόμενο, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν οι μάνατζερς και τα
διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, τα νέου τύπου στελέχη που παράγει ένας
ανεπτυγμένος πλέον καπιταλισμός. Αυτή η διαδικασία συνοδεύεται από μία
διαφοροποίηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων στις σφαίρες της κουλτούρας, του
πολιτισμού, των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης.
Γι’ αυτό το λόγο, και το σημείο αυτό έχει καθοριστική σημασία, ο οργανικός
διανοούμενος του εργατικού κινήματος, για τον Γκράμσι, δεν είναι καθόλου ο πολιτικά
στρατευμένος, κλασικός, παραδοσιακός διανοούμενος, σε αντίθεση με όσα πιστεύει ο
Μπουρντιέ. Δεν είναι, για να το πούμε διαφορετικά, ένας πανεπιστημιακός με μία
κομματική ταυτότητα που προδίδει την υποτιθέμενη ειδική, «επιστημονική» του
αποστολή. Αυτή η αντίληψη απλά δείχνει πόσο αδιανόητη παραμένει ακόμη και για έναν
στοχαστή με μεγάλη θεωρητική εμβέλεια, ριζοσπαστικό πνεύμα, αλλά και, στα ύστερα
τουλάχιστον χρόνια του, ενεργό στράτευση, όπως ο Μπουρντιέ, κάθε ρήξη με τα βασικά
χαρακτηριστικά του παραδοσιακού διανοούμενου. Για τον Γκράμσι, αντίθετα, ο
πραγματικός οργανικός διανοούμενος μιας ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας είναι
το πολιτικό στέλεχος, το νέο είδος, ο κοινωνικά και ανθρωπολογικά νέος τύπος ανθρώπου
που παρήγαγε το εργατικό κίνημα στην πορεία της συγκρότησής του: μέσα από τα
συνδικάτα, μέσα από τις κοινωνικές οργανώσεις, τις πολιτιστικές ενώσεις, μέσα από τα
πολιτικά κόμματα, με τις εφημερίδες τους και τα διάφορα οργανωτικά μέσα τους. Αυτοί
είναι οι οργανικοί διανοούμενοι του εργατικού κινήματος, της εποχής των μαζών και των
κομμάτων τους. Και βέβαια, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που ορίζει το πολιτικό κόμμα ως
νεωτερικός Πρίγκηπας και οργανωτής της ηγεμονίας των υποτελών τάξεων, κεντρική θέση
κατέχει αυτό το οποίο ο Γκράμσι συνέλαβε και ο Τολιάτι κατόπιν θεωρητικοποίησε, η
«ηγετική ομάδα». Ένα απ’ τα σημαντικότερα κείμενα του Τολιάτι είναι η Συγκρότηση της
ηγετικής ομάδας του ιταλικού ΚΚ στα έτη 1923-19241, δηλαδή η ομάδα του Όρντινε
Νουόβο, η ομάδα του Γκράμσι, του Τερρατσίνι και του Τολιάτι.

Ο Πουλαντζάς στα πεδία της διανόησης και της πολιτικής


Αφού ορίσαμε γκραμσιανά τον οργανικό διανοούμενο, μπορούμε να θέσουμε πλέον
κατ’ευθείαν το ερώτημα: ήταν ο Πουλαντζάς ένας τέτοιος τύπος διανοούμενου; Η
απάντηση όμως σ’αυτό δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Ο Πουλαντζάς, όπως και οι όλοι
σχεδόν οι διανοούμενοι στο αριστερό και το κομμουνιστικό κίνημα, υπήρξε βέβαια μέλος
ενός συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος, τμήμα του κομμουνιστικού κίνηματος. Ποτέ
όμως δεν υπήρξε στέλεχος, ποτέ δεν κατέλαβε μία υπεύθυνη οργανωτική θέση. Αυτός ο
συνδυασμός ένταξης, με την οργανωμένη έννοια του όρου, και σχετικής απόστασης, ή
αυτονομίας όπως ίσως θα έλεγε, θα πρέπει να μας απασχολήσει γιατί υπερβαίνει κατά
πολύ την ατομική περίπτωση που εξετάζουμε. Στην πραγματικότητα είναι μια τάση που
χαρακτηρίζει μία ολόκληρη περίοδο της σχέσης της πολιτικής με τη θεωρία, και που
ξεκινάει για την ακρίβεια με την επικράτηση του σταλινισμού. Θα επανέλθω παρακάτω σ’
αυτό το σημείο.
Για να απαντηθεί πάντως με ουσιαστικό τρόπο το ερώτημα του τι είδους διανοούμενος
ήτανε ο Πουλαντζάς απαιτείται μία σοβαρή κοινωνιολογική μελέτη, που δεν έχει ακόμη
γίνει, και που θα τοποθετούσε την ατομική του τροχιά στο ευρύτερο πεδίο, η μάλλον στη
διασταύρωση των πεδίων εντός των οποίων κινήθηκε: πεδίο της πανεπιστημιακής
διανόησης, της πολιτικής, της ειδικής ομάδας ελλήνων διανοούμενων και πολιτικών
στελεχών που συγκροτήθηκε στο Παρίσι εκείνο το διάστημα, των ατομικών και
συλλογικών σχέσεων με αντίστοιχες ομάδες της γαλλικής διανόησης και του αριστερού
κινήματος, της διεθνούς διάδοσης και κυκλοφορίας του έργου του. Θα πρέπει επίσης να
εξεταστεί σε τι είδους γλώσσα έγραφε και πότε, που δημοσίευσε το έργο του, σε τι είδους
περιοδικά, σε ποιούς εκδοτικούς οίκους, και πως όλα αυτά αλλάζουν ανάλογα με την
συγκυρία, άρα ποιό ήτανε το κοινό του, ή μάλλον ποιά ήτανε τα πολλαπλά του κοινά.

1
Palmiro Togliatti, La formazione del gruppo dirigente del Partito comunista italiano nel 1923-1924. Ρώμη,
Editori Riuniti, 1984.
Αυτά είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να μελετηθεί με συγκεκριμένο, και ας προθέσουμε:
με ιστορικό και υλιστικό τρόπο πώς λειτούργησε σε μία δεδομένη ιστορική συγκυρία, και
στο σημείο τομής διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, ο Νίκος
Πουλαντζάς.
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν ούτε κατά διάνοια δε στοχεύουν να υποκαταστήσουν
αυτήν την έρευνα, η πραγματοποίησή της οποίας είναι νομίζω ένα από τα βασικά αιτήματα
αυτού του συνέδριου. Θα αρκεστώ σε ορισμένες σύντομες και αποσπασματικές
επισημάνσεις, με κύριο στόχο τη διατύπωση υποθέσεων εργασίας. Από τη βιογραφική του
πορεία, προκύπτει κατ’αρχήν ότι οι Πουλαντζάς στρατεύθηκε στην αριστερά κύρια για
λόγους θεωρητικού ενδιαφέροντος και κεντρίσματος. Οπως εξήγησε ο ίδιος σε
συνεντεύξεις του, αυτό που τον έφερε κοντά στον μαρξισμό είναι η επαφή του με τη
γαλλική κουλτούρα και ειδικότερα με τα έργα του Σαρτρ και του Γκολντμάν. Από τον
τύπο σπουδών που ακολούθησε (Πειραματικό Λύκειο, Νομική Σχολή Αθήνας,
μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό σε Γερμανία και Γαλλία), και τέλος από την
επαγγελματική του σταδιοδρομία, ο Πουλαντζάς έχει έντονα τα χαρακτηριστικά ενός
παραδοσιακού διανοούμενου. Τα έργα του, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι προσιτά σε ένα
ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, απαιτούν μια παιδεία πανεπιστημιακού θα έλεγα τύπου. Αν
όχι όλα, τα βασικά του πάντως κείμενα δεν είναι προσιτά σε έναν οποιονδήποτε αγωνιστή
ή ακόμη και στέλεχος του κινήματος. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη εικόνα του Πουλαντζά:
ένας παραδοσιακός πανεπιστημιακός διανοούμενος με αριστερούς προσανατολισμούς.
Υπάρχει όμως ένα δεύτερο, εξ’ίσου ισχυρό στοιχείο, που τροποποιεί την προηγούμενη
εικόνα και οδηγεί σε μια άλλη κατεύθυνση: η έντονη απεύθυνση του έργου σε έναν
πολιτικό χώρο, και, πιο συγκεκριμένα, σε ένα κοινό, που είναι πρώτα και κύρια ένα κοινό
με κατ’εξοχήν πολιτικά κίνητρα και ενδιαφέροντα. Για να το πούμε λίγο διαφορετικά, με
την εξαίρεση της διδακτορικής του διατριβής και, ως ένα σημείο, του πρώτου του έργου,
Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, που διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά
«μαρξιστικής πραγματείας πολιτικής επιστήμης», όλα τα υπόλοιπα έργα του κινούνται
εκτός ακαδημαϊκών πλαισίων. Εγγράφονται εξ’ολοκλήρου στην πολιτικο-θεωρητική
συζήτηση του αριστερού κινήματος, με άμεσα και κρίσιμα διακυβεύματα στρατηγικής
φύσης, χωρίς τα οποία είναι ακατάληπτα. Αυτό εξηγεί και γιατί έχουν ξεχασθεί εκεί όπου
το νήμα με ότι σηματοδοτεί για την αριστερά η δεκαετία του 1970 έχει κοπεί.
Σ’αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι αυτός ο «ζωτικός χώρος» όπου διαμορφώθηκε και,
κατόπιν, κυκλοφόρησε και συζητήθηκε το έργο του Πουλαντζά είναι καταστατικά ένας
χώρος διεθνής. Ο συγγραφέας του ήταν ένας Έλληνας που έζησε το πιο καθοριστικό
κομμάτι της ζωής του στη Γαλλία, όπου είχε μία ισχυρή, αλλά έκκεντρη παρουσία, τόσο
στο πολιτικό όσο και στο διανοητικό επίπεδο: τα βιβλία του για παράδειγμα εκδόθηκαν
από εκδοτικούς οίκους με κύρος (Μασπερό, Σεϊγ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της
Γαλλίας), αλλά το Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις δεν έγινε δεκτό στη περίφημη
σειρά «Θεωρία» που διηύθυνε ο Αλτουσέρ. Ξέρουμε ότι αυτή η απόρριψη του στοίχισε
και σηματοδότησε την σχετική απόσταση στην οποία τον κράτησε ο «στενός πυρήνας»
γύρω από τον Αλτουσέρ, κι αυτό σε μια στιγμή όπου ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του
μέρος του ρεύματος.
Κάτι το αντίστοιχα αμφίσημο ισχύει και για την θεσμική του θέση, πανεπιστημιακού
τύπου αλλά στο περιθώριο του θεσμού (καθ’ότι ενταγμένη στο «αντι-πανεπιστήμιο» του
Βενσέν, δημιούργημα του Μάη του 68), η για τη σχέση του με το περιοδικό Dialectiques
(Διαλεκτικές), ένα εκδοτικό εγχείρημα που γνώρισε στιγμές δόξας στη δεκαετία του ‘70,
με κυκλοφορία που έφθασε κατά διαστήματα τα 10 χιλιάδες τεύχη, και που έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στις διάδοση των θέσεων του Πουλαντζά για το κράτος, το
δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό, τον Γκράμσι κλπ. Το περιοδικό αυτό, που ήταν η πιο
σοβαρή αυτού που θα λέγαμε «αριστερός ευρωκομμουνισμός» στη Γαλλία, παρέμεινε,
ακριβώς γι’αυτό το λόγο, σε απόσταση ασφαλείας από κάθε οργανωμένο φορέα της
αριστεράς, και κυρίως από το γαλλικό ΚΚ, στο οποίο ανήκαν και τα περισσότερα μέλη της
συντακτικής ομάδας. Ας αναφέρουμε επίσης και τη σχέση του με το συνδικάτο CFDT,
που πρέσβευε τότε τον αυτοδιαχειριστικό σοσιαλισμό, και για λογαριασμό του οποίου
έγιναν οι αρχικές έρευνες που ενσωματώθηκαν ύστερα στις Κοινωνικές τάξεις στο
σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά που ποτέ δε χρησιμοποίησε, ή ασπάστηκε, το παραμικρό
στοιχείο αυτής της δουλειάς.
Αυτή η ιδιόμορφη, ισχυρή αλλά πάντα έκκεντρη, και εν τέλει εύθραυστη παρουσία στη
χώρα που απετέλεσε τη μόνιμη βάση του καθ’όλη σχεδόν τη διάρκεια της διανοητικής
παραγωγικής του πορείας, εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, γιατί σήμερα στη Γαλλία ο
Πουλαντζάς έχει ξεχαστεί, ακόμη και σαν όνομα, περίπου απ’ όλους, και γιατί, εδώ και
πολλά χρόνια, τα βιβλία του είναι ανεύρετα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Με αυτήν την
έννοια μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά Ελλήνων
διανοούμενων που μετανάστευσαν στη Γαλλία αμέσως μετά τον πόλεμο, τη γενιά του
Ματαρόα, των Σβορώνου, Αξελού, Καστοριάδη, Παπαϊωάννου και Ξενάκη, ο Πουλαντζάς
δεν ξεπέρασε εντελώς το στάτους (και ίσως και τον τρόπο σκέψης) του «εμιγκρέ»: η
«γαλλοποίησή» του ήταν αναμφισβήτητη αλλά παρέμεινε ημιτελής.
Αυτό είναι που εξηγεί επίσης γιατί, αντίθετα απ’ότι ο ίδιος θα περίμενε, η παρουσία του
αποδείχθηκε πιό στέρεη, με μεγαλύτερη διάρκεια, αγκύρωση και μαζική απήχηση στην
αριστερά, εκτός Γαλλίας, στην Ελλάδα βέβαια, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης,
όπως στη Γερμανία, στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου αρκετά από τα βιβλία είναι διαθέσιμα ή
επανεκδίδονται, και βέβαια στη Λατινική Αμερική.

Ο οργανικός διανοούμενος της πολιτικής θεωρίας του σύγχρονου μαρξισμού


Αυτές οι όψεις συγκροτούν την πρώτη πλευρά του ζητήματος. Υπάρχει, όμως, και μία
άλλη, στην οποία ο Πουλαντζάς παρουσίαζει ισχυρά στοιχεία οργανικού διανοούμενου.
Για να γίνω πιο κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω μια συζητήσιμη κατά τα άλλα έννοια που
έχει επεξεργαστεί ο Άγγλος μαρξιστής ιστορικός Πέρυ Άντερσον, αυτήν του «δυτικού
μαρξισμού». Ο Άντερσον, όπως είναι γνωστό, αντιπαραθέτει τον «δυτικό μαρξισμό»
σ’αυτό που ονομάζει «κλασικό μαρξισμό». Ο «κλασικός μαρξισμός» δεν είναι άλλος από
τον μαρξισμό του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν, του Γκράμσι, του Τρότσκι, της Ρόζας
Λούξεμπουργκ, είναι δηλαδή ένας μαρξισμός όπου η ενότητα θεωρίας και πράξης βρίσκει
την κορυφαία της έκφραση ακριβώς στα ονόματα που μόλις ανέφερα. Αυτές οι
προσωπικότητες ήταν ταυτόχρονα παραγωγοί θεωρίας στον υψηλότερο δυνατό βαθμό
αφαίρεσης και ταυτόχρονα ηγετικά πολιτικά στελέχη του επαναστατικού και του
εργατικού κινήματος της εποχής τους. Αυτή η υπέρτατη, η σπάνια ίσως στην ιστορία της
ανθρωπότητας στιγμή της ενότητας θεωρίας και πράξης σπάει σε μία συγκεκριμένη
στιγμή, με την άνοδο και την κυριαρχία του σταλινισμού. Από τότε, μέσα στο ίδιο το
αριστερό και το επαναστατικό κίνημα, βλέπουμε να εγκαθιδρύεται και πάλι ο κλασικός
καταμερισμός εργασίας που γνωρίσαμε στη συνέχεια: από τη μια πλευρά έχουμε τους
κλασικούς διανοούμενους, που ασχολούνται με τα δικά τους, πάντοτε υπό τη στενή
επιτήρηση των κομματικών ηγεσιών, με μεγαλύτερο ή μικρότερο περιθώριο έκφρασης
ανάλογα με την συγκυρία και, από την άλλη, τα πολιτικά στελέχη, ξεκομμένα βεβαίως απ’
αυτές τις θεωρητικές αναζητήσεις τις οποίες δικαιούνται (εντός πλαισίων πάντα) μόνο οι
διανοούμενοι. Οι οποίοι, για να μπορούν να ασχολούνται με τα δικά τους, έχουν πάντοτε
στη διάθεσή τους ένα μικρό γκέτο, κατά κανόνα γύρω από ινστιτούτα, κέντρα ερευνών,
κάποια υψηλού επιπέδου περιοδικά κτλ, όταν οι άλλοι, τα πραγματικά στελέχη,
ασχολούνται με την πεζή πραγματικότητα, δηλαδή με τη γραμμή. Οι μεν μπορούν λοιπόν
να συζητούν για τη διαλεκτική, για τον επικαθορισμό, για τη σχέση του Χέγκελ με τον
Μαρξ, κτλ, αλλά τα σοβαρά πράγματα, βεβαίως, κρίνονται αλλού.
Το αποτέλεσμα αυτής της διάρρηξης της ενότητας θεωρίας και πράξης είναι ότι, στο
επίπεδο των θεωρητικών αναφορών, επικράτησε κάτι το τελείως διαφορετικό απ’αυτό που
λεγόταν μέχρι τότε μαρξισμός. Κάτι που συνέχιζε βεβαίως να αυτο-αποκαλείται
μαρξισμός, και μάλιστα «ορθόδοξος», αλλά που δεν ήταν παρά ο εκχυδαϊσμένος, ο
εγχειριδιακός μαρξισμός, έτσι όπως κατασκευάστηκε και κωδικοποιήθηκε στη Σοβιετική
Ένωση και κυρίαρχησε για πολλές δεκαετίες, στην πιό κρίσιμη ιστορική στιγμή του
επαναστατικού κινήματος. Σ’αυτά τα πλαίσια, ο «δυτικός μαρξισμός» ήταν η σκέψη που
αναπτύχθηκε στο περιθώριο της προαναφερθείσας «ορθοδοξίας», και τα ονόματα που
παραθέτει ο Άντερσον είναι τα ονόματα που όλοι μας ξέρουμε, οι συνήθεις ύποπτοι: ο
Λούκατς καταρχήν, η ιδρυτική μορφή αυτού του φαινομένου, ο Αλτουσέρ ως τελική, και,
ανάμεσα στους δύο, μορφές όπως ο Ντέλλα Βόλπε, ο Κολέτι, ο Σαρτρ, ο Λεβέβρ, και
φυσικά, σ’ έναν υπέρτατο βαθμό, η σχολή της Φρανκφούρτης.
Παρά τις αβυσσαλέες πολιτικο-θεωρητικές τους διαφορές, αυτά τα ρεύματα, και οι
διανοητές που τα αποτελούν, έχουνε μερικά κοινά χαρακτηριστικά, που απορρέουν από
τον ίδιο το διαχωρισμό θεωρίας και πολιτικής πρακτικής στον οποίο οφείλουν την ύπαρξή
τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι, σύμφωνα πάντα με τον Άντερσον, μια έντονη
μετάθεση του θεωρητικού προβληματισμού σε καθαρά φιλοσοφικά και επιστημολογικά
ζητήματα, η εξέχουσα θέση που κατέχουν τα θέματα του πολιτισμού και της κουλτούρας,
μερικές φορές μάλιστα και της αισθητικής θεωρίας, και ο συνακόλουθος παραμερισμός
της πολιτικής οικονομίας καθώς και της πολιτικής θεωρίας και στρατηγικής, ο
συνδυασμός των οποίων αποτελούσε την πεμπτουσία του κλασικού μαρξισμού. Ο ίδιος ο
Άντερσον εξαιρεί στο δοκίμιό του δύο μορφές από αυτήν την τάση: η πρώτη είναι του
Ερνέστ Μαντέλ, στο βαθμό που συνεχίζει τον κλασικό μαρξισμό τόσο στο έργο του όσο
και στην ενότητα θεωρίας και πολιτικής που ενσαρκώνει ο ίδιος, και η δεύτερη, πιό όψιμη
και οριακή είναι αλήθεια, είναι αυτή του Νίκου Πουλαντζά.
Τι μας επιτρέπει όμως να ισχυρισθούμε βάσιμο κάτι τέτοιο, στο βαθμό μάλιστα που
παίρνουμε υπ’όψη μας τα όσα αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τις όψεις
παραδοσιακού διανοούμενου που χαρακτηρίζουν τον Πουλαντζά; Σε όλους όσους το
όνομά του σημαίνει κάτι, είναι σαφές ότι ο Πουλαντζάς είναι ο κατ’εξοχήν θεωρητικός
του κράτους στο μεταπολεμικό μαρξισμό. Το κρίσιμο σημείο είναι όμως ότι δεν σκέφτηκε
μόνο το κράτος ως στρατηγικό πεδίο αλλά και την ίδια τη θεωρία. Ενα στρατηγικό πεδίο
με όλη τη σημασία αυτής της λέξης, όχι με την αδύναμη, την έννοια του Αλτουσέρ,
σύμφωνα με την οποία πρέπει να κάνουμε την «παράκαμψη μέσω της θεωρίας»2, ώστε
χάρη στην παραγωγή σωστής θεωρίας να καταλήξουμε επιτέλους στο θεμιτό πολιτικό
αποτέλεσμα, για το οποίο, όμως, δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε με καθ’αυτό
πολιτικούς όρους. Αρα θα συζητάμε για το αν ο Χέγκελ ή ο Σπινόζα είναι οι κατάλληλοι,
ας πούμε, προπάτορες του Μαρξ, για το τάδε επιστημολογικό ζήτημα, για τη διαλεκτική,
αλλά, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν θα μιλήσουμε για τα θέματα πολιτικής γραμμής,
γιατί κάτι τέτοιο θα μας βγάλει αυτομάτως εκτός κομματικού πλαισίου. Μπορεί σήμερα να
φαίνονται αστεία τέτοια διλήμματα, αλλά τότε δεν είχαν τίποτε το αστείο γιατί δεν
υπήρχαν πολλές άλλες επιλογές για όσους ήθελαν να παραμείνουν και να παίξουν ένα
ρόλο μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα.
Σ’αυτό το σημείο είναι που υπεισέρχεται η έκκεντρη θέση του Πουλαντζά, η θέση του
insider-outsider, μέσα και έξω από την κοινωνία και τη χώρα που ζούσε και αυτήν που
είχε αφήσει πίσω του. Η υπόθεση εργασίας που θα διατυπώσουμε είναι η εξής: σε μια
καθορισμένη ιστορική στιγμή, αυτή η πολλαπλότητα των πεδίων εντός των οποίων
κινήθηκε, χωρίς να ενταχθεί πλήρως σε κανένα, άνοιξε μία νέα ιστορική δυνατότητα: τη
δυνατότητα μιας θεωρητικής δουλειάς με την πλήρη στρατηγική της σημασία, μιας
παρέμβασης που, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη θεωρητική της εμβέλεια, να μπορεί να
θέσει «μετωπικά» τα ζητήματα πολιτικής θεωρίας και στρατηγικής του μαρξισμού και του
εργατικού κινήματος, αυτά που είχαν παραμεριστεί, ή μάλλον απωθηθεί, για πολλές
δεκαετίες.
Για λόγους χώρου, θα σταθώ σε δύο μόνο στιγμές αυτής της πορείας, γιατί πιστεύω πως
σ’αυτές κορυφώνεται η πολιτικοθεωρητική παρέμβαση εντός της θεωρίας που σημαδεύει,
και σημαδεύεται, από το έργο του Πουλαντζά.
Η πρώτη σχετίζεται με τη δουλειά του για το φασισμό, τις δικτατορίες και τη
συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία της αντιδικτατορικής πάλης. Είναι ίσως μία στιγμή, που
στην πολλαπλότητα των διαστάσεών της, δεν είναι επαρκώς γνωστή. Και θα πρέπει
βέβαια, κάποτε, να δούμε γιατί δεν είναι αρκετά γνωστή, γιατί αυτή η ιστορία, αυτή η
στιγμή του κομμουνιστικού μας κινήματος που σφραγίζεται από τη διάσπαση του 1968 και
τη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού στις συνθήκες της παρανομίας και της εξορίας, δεν
είναι αρκετά γνωστή. Αυτή είναι πάντως η στιγμή που ο Πουλαντζάς παρεμβαίνει για
πρώτη φορά με όρους πολιτικής γραμμής στην αντιπαράθεση που γινότανε τότε στο
εσωτερικό του κόμματός του, με συγκεκριμένη άποψη ενάντια σ’ αυτό που επιβλήθηκε

2
Βλέπε το σημαντικό βιβλίο του Gregory Elliott, Althusser : The Detour of Theory, επανέκδοση Brill, 2006.
τελικά ως η κυρίαρχη επιλογή της ηγετικής ομάδας που διαμορφώθηκε από τις περιβόητες
«διαδικασίες του 1972-73». Η γραμμή του Πουλαντζά, που τη συμμεριζόταν το
μεγαλύτερο μέρος των οργανώσεων εξωτερικού και της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού,
υποστήριζε τη δυνατότητα μιας λαϊκής εξέγερσης που θα εκμεταλλευόταν τις εσωτερικές
αντιθέσεις του δικτατορικού καθεστώτος, ενός καθεστώτος του οποίου είχε αναλύσει τα
ειδικά χαρακτηριστικά ως καπιταλιστικής μορφής κράτους εξαίρεσης. Είναι προφανές ότι
η αποτυχία του φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
επιβεβαίωσαν αυτήν την ανάλυση, σε μια σπάνια, αν και ιδιόμορφη λόγω χωρο-χρονικής
απόστασης, πρακτική επικύρωση ενός θεωρητικού στοιχήματος από την απρόβλεπτη
ανάταση της δυναμικής των μαζών.
Η δεύτερη στιγμή είναι φυσικά η στιγμή του ευρωκομμουνισμού, για την ακρίβεια του
«αριστερού ευρωκομμουνισμού». Θα είμαι εδώ πιο σύντομος γιατί αυτή η ιστορία είναι
πολύ πιο γνωστή από την προηγούμενη. Σ’αυτή την τελευταία φάση της ζωής του, ο
Πουλαντζάς επεξεργάζεται εκ νέου τις θέσεις του σειρά για τα θέματα του κράτους, των
κοινωνικών τάξεων και καταλήγει στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για το
σοσιαλισμό. Η ήττα αυτού του πολιτικού στοιχήματος, τις συνέπειες της οποίας
πληρώνουμε ακόμη, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο η παρέμβαση του Πουλαντζά έθεσε το
πλαίσιο της στρατηγικής συζήτησης για την αριστερά, της τελευταίας συζήτησης αυτού
του είδους που γνώρισε το επαναστατικό κίνημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμα κι
όσοι διαφώνησαν μαζί του σ’ αυτή τη δεκαετία του ’70, π.χ. ο Αλτουσέρ, ο Μπαλιμπάρ, ο
Μαντέλ, διάφοροι Ιταλοί μαρξιστές από την τάση του Ινγκράο, έπρεπε όλοι να
τοποθετηθούν σ’αυτό το πλαίσιο που είχε ορίσει. Και αυτό ισχύει νομίζω ακόμα
περισσότερο έξω από τη Γαλλία, έξω από τα ευρωπαϊκά πλαίσια, ειδικά στη Λατινική
Αμερική.

Τελειώνοντας με μια ματιά στο σήμερα, θα έλεγα ότι το τοπίο έχει σίγουρα αλλάξει
δραματικά. Οι όροι που έκαναν δυνατή μία μορφή σαν αυτή του Νίκου Πουλαντζά έχουν
γίνει προβληματικοί. Φαίνεται μάλιστα ότι σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία, τείνουν να
εκλείψουν. Βλέπουμε να παρουσιάζονται νέα φαινόμενα, ειδικότερα στο χώρο της
διανόησης, που ο Πουλαντζάς ούτε καν μπορούσε να φανταστεί, παρόλη τη διορατικότητα
που επιδεικνύει στο τελευταίο του βιβλίο, Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός, απέναντι στους
«νέους φιλοσόφους», αυτό το αντιδραστικό καρκίνωμα, που τότε μόλις πρωτοεμφανιζόταν
στη Γαλλία και που διέλυσε κυριολεκτικά τα πάντα στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Πολύ απείχε όμως θαρρώ ο Νίκος Πουλαντζάς από το να καταλάβει σε ποιο βαθμό ένα
ολόκληρο τμήμα της διανόησης, και μάλιστα με αριστερή προέλευση, ένα θα
ενσωματωνότανε πλήρως στα πλαίσια του αυταρχικού κρατισμού, έτσι όπως τον ανέλυσε,
και θα πρωτοστατούσε στην προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και του
νεοφιλελευθερισμού. Όπως δεν μπορούσε να φανταστεί βεβαίως το ρόλο που θα έπαιζε σε
μια τέτοια περίοδο η διαπλοκή αυτού του τμήματος της διανόησης με τα Μαζικά Μέσα
Ενημέρωσης, το σημερινό κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό. Μ’ αυτή την έννοια ίσως ο
Πουλαντζάς να φαντάζει σήμερα ανεπίκαιρος. Είναι όμως ανεπίκαιρος κυρίως γιατί ο
στρατηγικός του στόχος παρέμεινε ανεκπλήρωτος. Αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο
παραμένει υπόθεση των ανθρώπων που επιμένουν στο εγχείρημα της αλλαγής του κόσμου.
Αυτοί τουλάχιστον έχουν κάθε λόγο να διαβάζουν και να χρησιμοποιούν τον Πουλαντζά.
Γι αυτούς, και ίσως γι’αυτούς και μόνο, παραμένει μία κεντρική αναφορά, στη μοναδική
άξια λόγου, σήμερα όπως και όταν ζούσε, πρόκληση για την δράση και τη σκέψη: τη νίκη
της επανάστασης και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του
πανεπιστημίου του Λονδίνου. Από τις πρόσφατες δημοσιεύσεις του: Philosophy and
Revolution. From Kant to Marx, Λονδίνο, Verso, 2003, La France en révolte. Luttes
sociales et cycles politiques, Textuel, Παρίσι, 2007, Y a-t-il une vie après le capitalisme ?
(επιμ.), Παρίσι, Le temps des cerises, 2008.

You might also like