You are on page 1of 4

«Πώς είναι δυνατόν να ξέρω, όταν παίζω με τη γάτα μου, ότι δεν παίζει εκείνη μαζί

μου;» αναρωτιόταν προς το τέλος της ζωής του ο Μονταίνιος (1533-92). Ο


Αμερικανός Ρίτσαρντ Σένετ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της
Νέας Υόρκης και του LSE (London School of Economics), υποστηρίζει ότι αυτή η
διερώτηση του γάλλου φιλοσόφου συνοψίζει κατά κάποιον τρόπο και την ουσία της
φιλοσοφίας του, ότι δηλαδή «δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις εσώτερες ζωές των
άλλων, είτε πρόκειται για γάτες είτε για ανθρώπους».

«Η γάτα του Μονταίνιου», έγραφε τις προάλλες στη βρετανική εφημερίδα «Guardian»
(http://www.guardian.co.uk/books/2012/feb/10/richard-sennett-montaigne-
cooperation) ο Ρίτσαρντ Σένετ, «μπορεί να μας εξυπηρετήσει και ως ένα έμβλημα για
τη συνεργασία».

Μολονότι οι προσεγγίσεις του γάλλου στοχαστή του Μεσαίωνα δεν ενδείκνυνται,


όπως παραδέχεται ο Σένετ, ως υποδείγματα για την κοινωνική οργάνωση σύμφωνα με
τους κυρίαρχους όρους της σύγχρονης πολιτικής, ο ίδιος τον τοποθετεί στην καρδιά
του τελευταίου του βιβλίου «Together: The Rituals, Pleasures and Politics of
Cooperation» («Μαζί: οι τελετουργίες, οι απολαύσεις και η πολιτική της
συνεργασίας», Yale University Press, 2012).

«Η πρότασή μου σχετικά με τη συνεργασία (co-operation) είναι ότι συνήθως δεν


καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στην καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων με τους
οποίους πρέπει να δουλέψουμε από κοινού. Ωστόσο, ακριβώς όπως ο Μονταίνιος
εξακολουθούσε να παίζει με την αινιγματική του γάτα, έτσι ακριβώς και εμείς δεν
πρέπει σταματήσουμε να συναναστρεφόμαστε με τους άλλους εξαιτίας μιας έλλειψης
αλληλοκατανόησης μεταξύ μας, χρειάζεται να πετύχουμε και κάτι μαζί» γράφει ο Σένετ
εμπνεόμενος από τον φιλόσοφο της «μετριοπάθειας» και της «ευγένειας» που έκανε
τη «συμπάθεια» (από τα αρχαία ελληνικά συν + πάσχω) το κέντρο της σκέψης του.

Εν προκειμένω, την έννοια της συμπάθειας δεν πρέπει να τη δούμε μέσα από το
πρίσμα του φιλοσόφου Νόρμπερτ Ελίας και του έργου του «Η εξέλιξη του
πολιτισμού» (Νεφέλη, 1997). Κοντολογίς, για να καταλάβουμε τον εαυτό μας πρέπει
να εκτεθούμε στον «Αλλο», στους άλλους, και να βάζουμε τον εαυτό μας ει δυνατόν
στη θέση του άλλου.

Ο Μονταίνιος προτιμούσε στα γραπτά του τη διαλογική ανάπτυξη των ζητημάτων


του και όχι τη διαλεκτική επιχειρηματολογία επειδή θεωρούσε ότι η απώτατη
κατάληξη της δεύτερης ήταν η βία. «Το να ενδιαφερόμαστε για τους άλλους, με τους
δικούς τους όμως όρους, είναι πιθανότατα η πιο ριζοσπαστική πλευρά των γραπτών του
Μονταίνιου» επισημαίνει ο Σένετ.

Στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι η ίδια η συνύπαρξη των ανθρώπων που διαφέρουν -
ως προς τη φυλή, το έθνος, τη θρησκεία ή την οικονομική κατάσταση - είναι η πιο
επείγουσα πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η κοινωνία των πολιτών. Η
σύγχρονη πολιτική ενθαρρύνει τη σύσταση «φυλών» (tribe) από τους ανθρώπους
παρά τη δράση τους στο πλαίσιο «της πόλεως» (με την αρχαιοελληνική έννοια του
όρου).

Η συνεργασία, ισχυρίζεται ο Ρίτσαρντ Σένετ, είναι μια τέχνη (κατά τον Αριστοτέλη)
και «τα θεμέλια μιας πετυχημένης συνεργασίας είναι να μάθουμε να ακούμε καλά και
να συζητάμε (discuss) και όχι τόσο να διαξιφιζόμαστε (debate)».

Στο βιβλίο του, που έχει τον σημαδιακό τίτλο «Μαζί», διερευνά τη «φύση» της
συνεργασίας, το πώς οι άνθρωποι συνεργάζονται στο διαδίκτυο, έξω στους δρόμους,
στα σχολεία, στους χώρους εργασίας αλλά και στην πολιτική σε τοπικό επίπεδο.
Καταπιάνεται με την εξέλιξη των τελετουργιών της συνεργασίας από τη μεσαιωνική
εποχή ως σήμερα και εξετάζει επιμέρους ιδιάζουσες περιπτδσεις, όπως των δούλων,
των σοσιαλιστικών ομάδων του Παρισιού αλλά και των εργαζομένων στη Γουόλ
Στριτ.

Ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί η συνεργασία έχει ατονήσει και προσπαθεί να βρει


τρόπους που θα μπορούσαν να την ενδυναμώσουν. Το πιο ισχυρό του επιχείρημα
είναι ότι πρέπει αναγκαστικά να μάθουμε, να εξασκηθούμε στην τέχνη της
συνεργασίας αν θέλουμε οι πολύπλοκες κοινωνίες μας να ευημερήσουν.

Πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει επειδή ακριβώς η δυνατότητα της συνεργασίας
ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση. «Ο 20ος αιώνας διαστρέβλωσε την έννοια της
συνεργασίας στο όνομα της "αλληλεγγύης" (solidarity). Τα καθεστώτα που
εκμεταλλεύθηκαν την έννοια της ενότητας δεν ήταν μόνο οι τυραννίες. Η ίδια η
επιθυμία για "αλληλεγγύη" εγκαλεί τη διαχείριση και τη χειραγώγηση από τα πάνω. Η
διεστραμμένη δύναμη της αλληλεγγύης, υπό τη μορφή "εμείς-και-αυτοί", παραμένει
ζωντανή στις κοινωνίες των πολιτών στις φιλελεύθερες δημοκρατίες».

Το παρατηρούμε, συμπληρώνει ο Σένετ, στους τρόπους με τους οποίους η Ευρώπη


αντιμετωπίζει τους μετανάστες και η Αμερική επιζητά μια επιστροφή στις
«οικογενειακές αξίες». «Η αλληλεγγύη υπήρξε ανέκαθεν η παραδοσιακή απάντηση της
αριστεράς στα κακά του καπιταλισμού. Η συνεργασία δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς ως
μια στρατηγική αντίστασης. Παρ' ότι από τη μία πλευρά αυτό είναι εν μέρει ρεαλιστικό,
από την άλλη έχει υπονομεύσει και τη δύναμη της αριστεράς. Οι νέες μορφές του
καπιταλιστικού συστήματος δίνουν έμφαση στη μερική απασχόληση και στον θεσμικό
κατακερματισμό∙ η αλλαγή που έχει επιφέρει αυτό το οικονομικό σύστημα είναι ότι
πλέον οι εργάτες δεν μπορούν να συντηρήσουν κοινωνικές σχέσεις
αλληλοϋποστήριξης».

«Στη Δύση το χάσμα ανάμεσα στις άρχουσες ελίτ και τις μάζες μεγαλώνει, όπως
εξόφθαλμα μεγαλώνουν οι ανισότητες σε νεοφιλελεύθερα καθεστώτα όπως η Μ.
Βρετανία και οι ΗΠΑ. Τα μέλη αυτών των κοινωνιών έχουν όλο και λιγότερα πράγματα
να μοιραστούν από κοινού (δεν έχουν κοινή μοίρα). Ο νέος καπιταλισμός επιτρέπει
στην εξουσία να αποστασιοποιείται από την έννοια της "αρχής", οι άρχουσες ελίτ
παγκοσμίως ζουν αποκομμένες από τις ευθύνες που έχουν απέναντι στους άλλους από
κάτω, ειδικότερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθώς οι
απλοί άνθρωποι βλέπουν ότι μπορούν να στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους, δεν
προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι λαχταρούν ένα είδος αλληλεγγύης» γράφει ο ίδιος
αποκηρύσσοντας το έτοιμο δίπολο «εμείς-και-αυτοί» που εύκολα μπορεί να δώσει
χώρο σε μια αλληλεγγύη η οποία μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.

Ο Ρίτσαρντ Σένετ είναι αισιόδοξος: «Ως κοινωνικά ζώα που είμαστε μπορούμε να
συνεργαστούμε ακόμα πιο ουσιαστικά από όσο φαντάζεται η κυρίαρχη εξουσία, γιατί η
εμβληματική, αινιγματική γάτα του Μονταίνιου βρίσκεται μέσα μας».
Βαθύς γνώστης της λατινικής γραμματείας ο Μονταίν είχε ως πρότυπά του τον
Σενέκα, τον Κάτωνα και γνώριζε πολύ καλά τις μεταφράσεις του Σέξτου Εμπειρικού.
Εμπνεύστηκε από αυτά τα πρότυπα και έγινε ιδιότυπος σκεπτικιστής.

Ο σκεπτικισμός του Μονταίν ωστόσο, δε χαρακτηρίζεται από την άρνηση κάθε


θεμελιακής γνώσης όπως συμβαίνει με τον σκεπτικισμό του Ρενέ Ντεκάρτ αργότερα,
αλλά πηγάζει από ένα ζωντανό, διαρκώς εν εγρηγόρσει, ερευνητικό πνεύμα, το οποίο
προσπαθεί να φωτίσει όλες τις παραμέτρους που καθορίζουν τη φύση και τη
συμπεριφορά του ανθρώπου, όλα τα βιώματα που προέρχονται από την καθημερινή
ζωή, από τις προσωπικές εμπειρίες και τα επακόλουθα «υποκειμενικά»
συμπεράσματα. Ο Μονταίν δεν έχει αμφιβολίες μόνο για τις βάσεις των διαφόρων
απόψεων. Αμφιβάλλει και για τα δικά του συμπεράσματα, γεγονός που τον ώθησε
στην πορεία της ζωής του να αλλάζει τις προγενέστερες απόψεις του. Αμφιβάλλοντας
και αλλάζοντας πρωτεϊκά[ασαφές] τις διαμορφωμένες αντιλήψεις του αποφεύγει τον
δογματισμό και ωθείται στην ελευθερία της σκέψης.

Επηρεασμένος από τις αρχές του ορθολογισμού ο Μονταίν κατέγραψε τις κριτικές
παρατηρήσεις του και δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό ύφος, ένα κράμα
επιστημονικού και δημιουργικού πνεύματος, το δοκίμιο. Τα δοκίμια που συνέγραψε
σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μεταβάλλονταν και εμπλουτίζονταν διαρκώς με
νέες ιδέες και απόψεις, θεμέλιο των οποίων υπήρξε η κριτική του κόσμου στον οποίο
έζησε. Βέβαια, αντικείμενο της κριτικής του δεν είναι μόνο οι σύγχρονοί του, ή οι
τάσεις της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ο εαυτός του, «[..] ἐπανέρχομαι στις ἀτέλειές
μου καί σταματάω σε αὐτές συχνότερα».

Ο Μονταίν αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας. Παρόλο που
εμπνεύστηκε από τα πρότυπα του ουμανισμού, ωστόσο, μίλησε σαφώς για την
ατέλεια του ανθρώπινου νου, κάτι που οι προκάτοχοί του ουμανιστές απέφυγαν να
πράξουν. Το ουμανιστικό ιδανικό μιας πλήρους παιδείας στη συγκεκριμένη περίοδο
φαινόταν ανέφικτο πλέον, ενώ παράλληλα είχε ατονήσει πλέον η ιδέα μιας αυστηρής
και λόγιας προσήλωσης στην εξειδικευμένη γνώση. Ο Μονταίν διασαφήνισε ότι η
γνώση για τον κόσμο δε μπορεί να πηγάζει από καμιά εκ των προτέρων διδασκαλία,
αλλά πρέπει να στηρίζεται στην προσωπική εμπειρία και κρίση. Αυτή είναι κατά τον
φιλόσοφο και η μόνη εγγύηση για την εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων. Η
αναζήτηση της αλήθειας γινόταν για τον Μονταίν μέσω της διαλογικής συζήτησης,
άλλοτε με τον εαυτό του και άλλοτε με τους άλλους.

Στο έργο του Μονταίν υπάρχουν αναφορές στην κλασική γραμματεία, μέσω των
οποίων διακρίνονται και οι επιρροές του. Επίσης, χρησιμοποίησε τα έργα των
Σωκράτη, Αντισθένη, Πλάτωνα, Κικέρωνα και άλλων, προκειμένου να
τεκμηριώσει τις θέσεις του. Εν τούτοις ο Μονταίν δεν ταυτίζεται με τον
κλασικισμό. Αντίθετα καυτηριάζει και επικρίνει ξεκάθαρα τόσο το ρεύμα του
κλασικισμού όσο και του μπαρόκ. Θεωρεί ότι η χρήση της γλώσσας όσο
επιτηδευμένη και αν είναι, αν δεν οδηγεί σε νέα συμπεράσματα, είναι χωρίς
περιεχόμενο και λόγο ύπαρξης.
Ξεκινούσε από το πρώτο, μια και είχε παρατηρήσει ότι «η δυσκολία είναι ένα
νόμισμα που χρησιμοποιούν οι μορφωμένοι, όπως οι παπατζήδες, για να μην
αποκαλύπτεται η ματαιότητα των τεχνασμάτων τους, και αυτό το νόμισμα το
αποδέχεται εύκολα η ανθρώπινη βλακεία». Το να γράφεις απλά απαιτεί θάρρος, κατά
τον Μονταίνιο. Κοιτάζοντας γύρω του τα όπως και σήμερα ακαταλαβίστικα
ακαδημαϊκά έργα, αναρωτιέται αν η πλειονότητα των πανεπιστημιακών λογίων θα
είχε εκτιμήσει τον Σωκράτη με τον καθαρό και απόλυτα κατανοητό λόγο του. Το
σημαντικό σε ένα βιβλίο είναι η χρησιμότητά του και η καταλληλότητά του. Δεν έχει
σημασία τόσο πολύ να μεταφέρεις με ακρίβεια τι έγραψε ο Πλάτωνας όσο το να
κρίνεις αν αυτά που είπε έχουν ενδιαφέρον και μπορούν μέσα στη νύχτα να μας
βοηθήσουν με τις αγωνίες και τη μοναξιά μας. Και μια εντελώς επίκαιρη παρατήρηση
του Μονταίνιου: «Περισσότερα είναι τα βιβλία για τα βιβλία, παρά για όποιο άλλο
θέμα: δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να αλληλο-υπομνηματιζόμαστε. Ολα είναι ένα
σμάρι από σχόλια: από συγγραφείς όμως υπάρχει μεγάλη έλλειψη».

You might also like