You are on page 1of 16

Philosophia, 48, 2018, pp.

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ 179-194
ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 179

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ
ΤῶΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ (ΤΟῦ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ)
ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚῆΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ

1. Εἰσαγωγικά

Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστὸ ὅτι ἡ ἀρχαιότητα μᾶς παρέδωσε ὡς δημιουργήμα-


τα τοῦ Ἀριστοτέλη τρεῖς μεγάλες συνθέσεις ἠθικῆς διδασκαλίας: τὰ Ἠθικὰ
Εὐδήμια (ΗΕ), τὰ Ἠθικὰ Νικομάχεια (ΗΝ) καὶ τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα (ΗΜ).
Δὲν γνωρίζουμε γιατί ὁ Ἀριστοτέλης συνέγραψε περισσότερες τῆς μιᾶς
ἠθικὲς πραγματεῖες, μποροῦμε ὅμως εὔλογα νὰ ὑποθέσουμε ὅτι θέμα-
τα ἠθικῆς πραγματεύτηκε κατὰ τὴ διδασκαλία του στὴν Ἀκαδημία καὶ τὸ
Λύκειο περισσότερες ἀπὸ μία διδακτικὲς περιόδους. Ἔτσι ἀνάγουμε τὶς
συγκεκριμένες πραγματεῖες σὲ διαδοχικές ἀναπτύξεις τῆς ἠθικῆς διδα-
σκαλίας σὲ διαφορετικὲς ἐποχές.
Κάτι τέτοιο, ἐξάλλου, προκύπτει καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαγιγνώ-
σκουμε κάποια σχέση γενετικῆς ἐξάρτησης ἀνάμεσα στὶς τρεῖς συγκεκρι-
μένες πραγματεῖες. Καμία τους δὲν ἀποτελεῖ εὐρύτερη ἀνάπτυξη κάποιας
ἄλλης, πχ. τὰ ΗΝ, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη σὲ ἔκταση πραγματεία, δὲν μπο-
ροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐπέκταση τῶν ΗΜ, ποὺ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὄνομά τους,
εἶναι ἡ μικρότερη ἀπὸ τὶς τρεῖς. Τὰ ΗΜ, ἐπίσης, δὲν ἀποτελοῦν περίληψη ἢ
σύμπτυξη τῶν ἄλλων δύο, μολονότι εἶναι προφανεῖς ἡ κατὰ λέξη ὁμοιότη-
τα ἀρκετῶν παραγράφων τους μὲ ἀντίστοιχες τῶν δύο ἄλλων ἠθικῶν
πραγματειῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄμεσες θεματικές τους συγγένειες (ἢ ὀφειλές, σὲ
περίπτωση ποὺ τὰ ΗΜ εἶναι νεότερο ἔργο).
Ὄντως, τὰ πράγματα θὰ ἦταν γιὰ ἐμᾶς εὐκολότερα, ἐὰν ἤμασταν σὲ
θέση νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα τῆς ἀπόλυτης ἢ συσχετικῆς χρονολό-
γησης τῶν τριῶν ἔργων. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ σχετικὲς μαρτυρίες τῆς ἀρχαι-
ότητας δὲν ἐπιτρέπουν κάτι τέτοιο. Στὸ ἀριστοτελικὸ corpus συναντῶνται
ἐσωτερικὲς παραπομπὲς σὲ βιβλία ἠθικῆς, οἱ διατυπώσεις τους ὅμως εἶ-
ναι τέτοιες ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ διαγνώσουμε ποιὰ πραγματεία ἐν-
180 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

νοεῖται κάθε φορά1. Ἔτσι, ἡ ἔρευνα τῆς χρονολόγησης καὶ τῆς γνησιότη-
τας τῶν συγκεκριμένων ἔργων θὰ πρέπει νὰ βασιστεῖ ἀφενὸς σὲ ἐξωτερικὲς
μαρτυρίες τῆς ἀρχαιότητας, ἀφετέρου σὲ γλωσσική, ὑφολογικὴ καὶ ἑρμη-
νευτικὴ μελέτη τῶν ἴδιων τῶν κειμένων καὶ τοῦ περιεχομένου τους.
Οἱ ἀρχαῖοι κατάλογοι ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη ἀναφέρονται στὶς ἠθικές
του πραγματεῖες χωρὶς νὰ τὶς διακρίνουν, καὶ ἔτσι δὲν μᾶς δίνουν κάποια
σίγουρη συγκεκριμένη πληροφορία. Ἡ μελέτη, ὅμως, τῶν ἴδιων τῶν κει-
μένων μᾶς ἐπιτρέπει σήμερα νὰ θεωροῦμε μὲ βεβαιότητα τὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ
γνήσια ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἀλλὰ γιὰ τήν ἄλλη πραγματεία τὸ ἐρώτημα
εἶναι ἀνοικτὸ: Εἶναι τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη;
Τὸ ἐρώτημα ἂν τὰ ΗΜ εἶναι ἔργο τοῦ Σταγειρίτη συναρτᾶται καταρ-
χὴν μὲ τὸ πρόβλημα τῆς χρονολογικῆς ἔνταξης τῆς πραγματείας σὲ κάποια
ἀπὸ τὶς περιόδους συγγραφικῆς δημιουργίας τοῦ Ἀριστοτέλη. Καὶ ὁ προ-
βληματισμὸς γιὰ τὴ χρονολόγηση τῶν ΗΜ θέτει ἄμεσα τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ
σχέση τους μὲ τὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ (γιὰ τὰ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει
ἀσφαλὴς χρονολόγηση). Ἀσφαλῶς, ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία τίθενται αὐτὰ τὰ
ἐρωτήματα δὲν εἶναι δεσμευτική, καὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ τὴν ἀναδιατά-
ξει κατὰ τὸ δοκοῦν. Εἶναι σίγουρο, πάντως, ὅτι βρισκόμαστε ἐνώπιον τριῶν
ἀλληλεξαρτώμενων μεταβλητῶν, ἐνώπιον ἑνὸς –ἂς ποῦμε– στερεομετρικοῦ
προβλήματος. Ὁπωσδήποτε, ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς μεταβλητές (α. γνησι-
ότητα, β. ἀπόλυτη χρονολόγηση, γ. συσχετική, ὡς πρὸς τὰ ΗΕ καὶ ΗΝ, χρο-
νολόγηση) ἔχει καθ’ ἑαυτὴν ἐρευνηθεῖ ἐξονυχιστικὰ ἀπὸ τοὺς φιλολόγους
χωρὶς νὰ ἔχουν προκύψει ἀμάχητα δεδομένα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπο-
τελέσουν ἔστω τὸ θεμέλιο κάποιων ἰσχυρῶν ἐπιστημονικῶν ὑποθέσεων.
Ἡ ἀρχαιότερη σίγουρη μαρτυρία γιὰ τὴν πραγματεία ἀνάγεται στὸν 1ο
αἰ. π.Χ. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ μαρτυροῦνται ἐμμέσως ὁρισμένα χωρία προ-
ερχόμενα ἀπὸ τὰ ΗΜ. Ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος (5ος αἰ. μ.Χ.) περιλαμβάνει στὸ
Ἀνθολόγιον μία παρουσίαση τῆς ἀριστοτελικῆς καὶ περιπατητικῆς ἠθικῆς
τὴν ὁποία συνέταξε ὁ στωικὸς Ἄρειος Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς, δάσκαλος
τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου. Στὸ κείμενο τοῦ Ἀρείου ἀναγνωρίζονται φρά-
σεις τῶν ΗΜ (ὅπως καὶ ἀντίστοιχες τῶν ΗΕ καὶ τῶν ΗΝ)2. Δέν εἴμαστε,
ὅμως, σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε ἂν ὁ Ἄρειος δούλεψε βασισμένος στὰ ἴδια τὰ
πρωτότυπα κείμενα ἢ σὲ προγενέστερες ἀνθολογίες καὶ περιλήψεις. Ὁπωσ-
δήποτε, σημασία ἔχει ὅτι τὰ ΗΜ ὑφίστανται καὶ χρησιμοποιοῦνται τὸν
1ο αἰ. π.Χ., καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ἕνας terminus ante quem γιὰ τὴν
πραγματεία. Ἔτσι δικαιολογεῖται καὶ ἡ ἔνταξη τῆς πραγματείας στὴν ἔκδο-
ση τῶν ἀριστοτελικῶν κειμένων ποὺ ἔγινε τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ ἀπὸ τὸν

1. Ἐνδεικτικὰ: Μετὰ τὰ Φυσικά, 981b 25-27: εἴρηται μὲν οὖν ἐν τοῖς ἠθικοῖς τίς διαφορὰ
τέχνης καὶ ἐπιστήμης καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὁμογενῶν.
2. Τὰ σχετικὰ χωρία καταγράφει καὶ μελετᾶ ὁ F. Dirlmeier, Magna Moralia, στὴ σει-
ρὰ τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βερολίνου Aristoteles Werke in Deutscher Übersetzung (hrsg. v. H.
Flashar), τ. 8, Berlin 19581, 19794, σσ. 100-102. Βλ. ἐπίσης, Α. Kenny, The Aristotelian Ethics
in Antiquity, The Aristotelian Ethics. A study of the relationship between the Euthemian and
Nicomachean Ethics of Aristotle, Oxford 1978, σσ. 19-22.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 181

Ἀνδρόνικο τὸν Ρόδιο· ὡς γνωστόν, στὴν ἔκδοση αὐτὴ ἀνάγεται τὸ ἀριστο-


τελικὸ corpus στὴ μορφὴ περίπου ποὺ τὸ ἔχουμε σήμερα.
Ἡ ἀρχαιότερη ὀνομαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὰ ΗΜ ἔρχεται πολὺ ἀργότε-
ρα, σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Ἀττικοῦ (2ος αἰ. μ.Χ.): Αἱ γοῦν Ἀριστοτέλους περὶ
ταῦτα πραγματεῖαι, Εὐδήμιοί τε καὶ Νικομάχειοι καὶ Μεγάλων Ἠθικῶν
ἐπιγραφόμεναι, μικρόν τι καὶ ταπεινὸν καὶ δημῶδες περὶ τῆς ἀρετῆς φρο-
νοῦσι, καὶ τοσοῦτον ὅσον ἄν τις καὶ ἰδιώτης καὶ ἀπαίδευτος καὶ μειράκιον
καὶ γυνή3. Τὴν ἴδια φράση παραθέτει καὶ ὁ Εὐσέβιος (4ος αἰ.), ἐνῶ ἡ ἀμέ-
σως ἑπόμενη μαρτυρία συναντᾶται στὸν Σιμπλίκιο4.
Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ μαρτυρία τοῦ νεοπλατωνικοῦ ὑπομνηματιστὴ Ἠλία
(6ος αἰ. μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὶς ἠθικὲς πραγματεῖες τοῦ Ἀριστο-
τέλη ὡς ἐξής5: Ἀριστοτέλους τοίνυν ἡ εἰς τρία διαίρεσις διὰ τὰς γεγραμμέ-
νας αὑτῷ τοιαύτας πραγματείας· διὰ μὲν γὰρ τὸ ἠθικὸν γεγραμμένα αὐτῷ
εἰσι τὰ Ἠθικὰ πρὸς Εὔδημον μαθητὴν καὶ ἄλλα πρὸς Νικόμαχον τὸν πα-
τέρα, τὰ Μεγάλα Νικομάχεια, καὶ πρὸς Νικόμαχον τὸν υἱόν, τὰ Μικρὰ Νι-
κομάχεια. Ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, ὁ ὑπομνηματιστής γνωρίζει (ἐκτός τῶν Εὐδη-
μίων) καὶ δύο ἠθικὲς πραγματεῖες στόν «τίτλο» τῶν ὁποίων συναντᾶται τὸ
ὄνομα Νικόμαχος. Ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο πρέπει νὰ εἶναι ἡ σωζόμενη σήμερα
μὲ τὸ ὄνομα Ἠθικὰ Μεγάλα, πιθανότατα ἡ ἐπονομαζόμενη στὴν ἐποχὴ τοῦ
Ἠλία Μεγάλα Νικομάχεια.
Αὐτὴ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ πιὸ πειστικὴ δικαιολόγηση τοῦ
ὀνόματος τῶν HM: ὀνομάζονται Μεγάλα, διότι ἀφιερώνονται στὸν πα-
τέρα τοῦ Ἀριστοτέλη Νικόμαχο καὶ ὄχι στὸν μικρὸ Νικόμαχο, τὸν γιὸ τοῦ
φιλοσόφου. Σύμφωνα, βέβαια, μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη (ἢ θεωρούμενη
ὡς ἀληθοφανέστερη ὑπόθεση), ἡ πατρότητα τῆς ὁποίας ἀνάγεται στὸν P.
Moraux6, τὸ ἐπίθετο μέγας δὲν χαρακτηρίζει τὴ συνολικὴ ἔκταση τῆς πραγ-
ματείας, ἀλλὰ τὴν ἔκταση τοῦ καθενὸς ἐπιμέρους βιβλίου· πράγματι, τὸ κα-
θένα ἀπὸ τὰ δύο βιβλία τῶν ΗΜ εἶναι μεγαλύτερο σὲ ἔκταση ἀπὸ τὰ ἐπι-
μέρους βιβλία τῶν ἄλλων ἠθικῶν πραγματειῶν.

2. Ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητας τῶν Ἠθικῶν Μεγάλων

Τὰ ΗΜ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοεντοπίζονται σὲ πηγὲς τῆς ἀρχαιότητας


μέχρι καὶ τὸν 19ο αἰ., δὲν εἶχαν ποτὲ ἀμφισβητηθεῖ ὡς πρὸς τὴ γνησιότη-
τά τους· θεωροῦνταν αὐτονοήτως ἔργο του Ἀριστοτέλη7. Ἀλλὰ τὸ 1799 ὁ

3. Αττικος, Ἀποσπάσματα, 4.9.1-5 (ἐκδ. J. Baudry, Atticos. Fragments de son oeuvre. Paris:
Les Belles Lettres, 1931).
4. Σιμπλικιος, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Κατηγορίας, 8.4.27.
5. Ηλιας, Εἰς τὴν Εἰσαγωγὴν τοῦ Πορφυρίου, 32.33-33.2.
6. P. Moraux, Les listes anciennes des ouvrages d’ Aristote, Louvain 1951, σ. 87.
7. Δὲν μᾶς σώζεται κάποιο ἀρχαῖο ἢ βυζαντινὸ ὑπόμνημα στὰ ΗΜ τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ἔδι-
νε καὶ περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴν πραγματεία.
182 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας W. G. Tennemann8 διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ


ἔργο ἀποτελεῖ περιληπτικὴ ἔκθεση τοῦ περιεχομένου τῶν ΗΝ.
Ἡ ἀμφισβήτηση γενικεύτηκε κατὰ τρόπο μᾶλλον παράδοξο· ὁ γερ-
μανὸς λόγιος F. Schleiermacher ὑποστήριξε9 ὅτι τὰ ΗΜ εἶναι ἡ μόνη γνήσια
ἀπὸ τὶς ἠθικὲς πραγματεῖες ποὺ μᾶς παραδόθηκαν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρι-
στοτέλη. Στὴ μεγάλη συζήτηση ποὺ ξεκίνησε ἐντάχθηκαν οἱ πρῶτες –λι-
γότερο ἢ περισσότερο– ἐπιστημονικὲς προτάσεις ἀμφισβήτησης τῆς πραγ-
ματείας, καὶ δόθηκαν στὸ ἐρώτημα τῆς πατρότητάς της οἱ πιὸ ἀντιφατικὲς
καὶ εὐφάνταστες ἀπαντήσεις.

Ποιοί, ὅμως εἶναι οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὴν ὄψιμη τούτη ἀμφισβήτη-
ση τῆς γνησιότητας τῶν ΗΜ;
Α) Καὶ μὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση ὁ μελετητὴς διαπιστώνει ὅτι τὸ κείμε-
νο τῶν ΗΜ παρουσιάζει ἐξόφθαλμη (σὲ κάποιες παραγράφους ἐπακριβὴ)
ὁμοιότητα μὲ τὸ κείμενο τῶν ΗΕ (κατὰ πρῶτο λόγο) καὶ τῶν ΗΝ (κατὰ
δεύτερο)10. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κάνει εὔλογη τὴν ὑπόθεση ὅτι ἡ πραγματεία
συστάθηκε ἀπὸ κάποιον τρίτο ἐν εἴδει συρραφῆς καὶ ὡς ἐγχειρίδιο ἀνα-
φορᾶς στὴν ἀριστοτελικὴ ἠθικὴ φιλοσοφία.
Β) Εἶναι προφανεῖς οἱ λεξιλογικὲς καὶ ὑφολογικὲς ἰδιαιτερότητες τῶν
ΗΜ ἔναντι τῶν ἀναμφισβήτητα γνησίων πραγματειῶν τοῦ Ἀριστοτέλη,
τόσο τῶν ἠθικῶν ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων. Πράγματι, στὰ ΗΜ συναντῶνται
ἀσυνήθιστα πολλές «ἅπαξ» λέξεις ἀλλὰ καὶ ἐκφραστικοὶ τρόποι ποὺ δὲν
ἐντοπίζονται σὲ ἄλλα ἔργα τοῦ corpus.
i. Λέξεις ἅπαξ στὸ corpus (ἐνδεικτικά):
• κατέμιξεν11. Ὁ Ἀριστοτέλης δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα (βλ. μόνο Περὶ
ζῴων γενέσεως, 735 b 19: ἐγκαταμίγνυται, σὲ ἄλλα συμφραζόμενα).
• ἐπάνω12. Τυπικὸ γιὰ τὰ HM. Μοναδικὸ παράλληλο στὸ corpus τὸ Μετὰ
τὰ Φυσικά, 1012b 5-6: καθάπερ ἐλέχθη καὶ ἐν τοῖς ἐπάνω λόγοις.
• λυπητικός13. Ἡ λέξη πρωτοεμφανίζεται στὰ HM, καὶ σημαίνει «αὐτὸς
ποὺ λυπᾶται».
• προτρεπτικός14. Λέξη ποὺ δὲν ἀπαντᾶ σὲ ἄλλο κείμενο τοῦ ἀριστοτε-
λικοῦ corpus.

8. W. G. Tennemann, Bemerkungen über die sogenannte grosse Ethik des Aristoteles, Abh.
der Kurfürstlich-Mainzischen Akademie 1, 1799, pp. 209-232 (αὐτόνομη ἔκδοση Erfurt 1798).
9. F. Schleiermacher, Über die ethischen Werke des Aristoteles (ἐκφωνήθηκε στὶς
4.12.1817), Sämtliche Werke III 3 Berlin 1835, pp. 306-333.
10. Τὴν καταγραφὴ τῶν ἀντίστοιχων χωρίων μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ στὶς στερεότυπες ἐκ-
δόσεις.
11. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.8.
12. Passim. Ἐνδεικτικὰ: Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.20.12.: ἔτι δὲ καὶ ὥσπερ ἐπάνω διειλόμεθα...
13. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.27.1.3-7: ἔστι δ’ ἡ νέμεσις περὶ ἀγαθά, ἃ τυγχάνει ὑπάρχοντα ἀνα-
ξίῳ ὄντι, λυπή τις. νεμεσητικὸς οὖν ὁ ἐπὶ τοῖς τοιούτοις λυπητικός. καὶ ὁ αὐτός γε πάλιν
οὗτος λυπήσεται, ἄν τινα ἴδῃ κακῶς πράττοντα ἀνάξιον ὄντα.
14. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.7.25: οὐ μόνον ἄρα οὐκ ἐμπόδιόν ἐστιν ἡ ἡδονή͵ ἀλλὰ καὶ προτρεπτι-
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 183

• φιλάγαθος15. Ἅπαξ στὸ corpus16, ἀνάλογο τῶν φιλάρετος, φιλόφιλος,


φιλοδίκαιος, φιλόκαλος.
• κατασκοπῶμαι17. Δὲν συναντᾶται στὸ corpus. Μόνο δύο φορὲς χρησιμο-
ποιεῖται τὸ κατάσκοπος ἀλλὰ μὲ τὴ συνηθισμένη του σημασία (ἐντελῶς
ἄλλη ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸ ρῆμα στὰ ΗΜ). Μετὰ τὰ ΗΜ ἡ λέξη (στὸν
μέσο τύπο) φαίνεται ὅτι δὲν ξαναχρησιμοποιεῖται γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες.
• ἐξίσταμαι18. Τὸ ρῆμα σημαίνει ὅτι κάποιος παραιτεῖται ἀπὸ κάτι καλό
(συντ. μὲ γενική), κάτι τὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως δικαιοῦται ἢ τοῦ ἀνήκει,
καὶ ἀφήνει νὰ τὸ πάρει κάποιος ἄλλος (συντ. μὲ δοτική). Συναντᾶται
συχνὰ στὰ κεφ. Β13-14.
Στὰ ΗΕ καὶ ΗΝ χρησιμοποιεῖται μόνο τὸ ἐπίθετο ἐκστατικὸς καὶ μὲ
τελείως ἄλλη σημασία (ὁ ἄνθρωπος ποὺ χάνει τὰ λογικά του).
• Τὸ ρῆμα διαφθείρω19 χρησιμοποιεῖται στὰ ΗM μὲ τὴ σημασία τῆς σε-
ξουαλικῆς πράξης (ἢ καὶ ἐπίθεσης), σημασία ποὺ δὲν συναντᾶται
(ὅσο γνωρίζω) πουθενὰ ἀλλοῦ στὸ corpus.
• Ἐπίσης ἅπαξ: τροχάζω, μεγαλείως, ἄλλαξις, ἀπρονόητος, συμμεταπί-
πτω, ἐκτενῶς κ.ἄ.

ii. Συντακτικὴ ἰδιαιτερότητα:


• ὑπὲρ ἀρετῆς. Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι στὰ ΗΜ συναντᾶται συχνὰ ἡ σύντα-
ξη τῶν λεκτικῶν ρημάτων μὲ τὴν πρόθεση ὑπὲρ καὶ ὄχι μὲ τὴν πρόθεση
περί. H τελευταία προτιμᾶται ἀναμφισβήτητα στὸ ἀριστοτελικὸ corpus·
ὁ Dirlmeier καταμέτρησε 2355 χρήσεις τῆς πρόθεσης περὶ ἔναντι μόλις
123 τῆς ὑπέρ. Τὸ στατιστικὸ αὐτὸ δεδομένο ἀποτιμήθηκε ἀπὸ ἀρκετοὺς
μελετητὲς ὡς ἰσχυρὴ ἔνδειξη κατὰ τῆς γνησιότητας τῶν ΗΜ20.

κὸν πρὸς τὸ πράττειν͵ καὶ τὸ ὅλον δὲ οὐκ ἐνδέχεται ἄνευ ἡδονῆς εἶναι τῆς ἀπ’ αὐτῆς γινομένης.
15. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.14.3: ἔστι μὲν οὖν καὶ φιλάγαθος͵ οὐ φίλαυτος· μόνον γάρ͵ εἴπερ
φιλεῖ αὐτὸς ἑαυτόν͵ ὅτι ἀγαθός. ὁ δὲ φαῦλος φίλαυτος.
16. Μετά (;) τὰ ΗΜ συναντᾶται στὸν Πολύβιο, VI.53.9 καὶ στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀριστέα
στὸν Φιλοκράτη (3ος αἰ. π.Χ.), 124.1-5: Καὶ ἡμῶν ἐπαγγελλομένων εὖ φροντίσειν περὶ τού-
των͵ ἔφη καὶ λίαν διαγωνιᾶν· εἰδέναι γάρ͵ ὅτι φιλάγαθος ὢν ὁ βασιλεὺς πάντων μέγιστον
ἡγεῖται τὸ μεταπέμπεσθαι͵ καθ΄ ὃν ἂν τόπον ὀνομασθῇ τις ἄνθρωπος διαφέρων ἀγωγῇ καὶ
φρονήσει παρ΄ ἑτέρους.
17. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.15.4: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος [ὃς] ἂν αὐτὸς ἑαυτὸν κατασκοπῆται͵
ὡς ἀναισθήτῳ ἐπιτιμῶμεν.
18. Ἐνδεικτικὰ: Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.13.3-4: ὁ δὲ σπουδαῖος οὐδέτερον τούτων πείσεται·
διὸ οὐδὲ φίλαυτος κατά γε τὰ τοιαῦτα ἀγαθά. ἀλλ΄ εἰ ἄρα͵ κατὰ τὸ καλόν. τούτου γὰρ μό-
νον ἄλλῳ οὐκ ἂν ἐκσταίη͵ τὰ δὲ συμφέροντα καὶ ἡδέα ἐκστήσεται. τὴν μὲν οὖν κατὰ τὸ
καλὸν αἵρεσιν φίλαυτος ἔσται.
19. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.15.1-2: εἰ γάρ τις λέγοι ὅτι ἠναγκάσθην τὴν τοῦ φίλου γυναῖκα δι-
αφθεῖραι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς͵ ἄτοπος ἂν εἴη. Ἐπίσης, 1.8.3.1-4: Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πάθη͵ ὡς δόξει-
εν ἄν τινι͵ ἐφ΄ ὧν ἡ κακία οὐκ ἔστιν ἐν ὑπερβολῇ καὶ ἐλλείψει τινί͵ οἷον μοιχεία καὶ ὁ μοιχός·
οὐκ ἔστιν οὗτος ὁ μᾶλλον τὰς ἐλευθέρας διαφθείρων.
20. Γιὰ τὰ πορίσματα τῆς ἔρευνας σχετικὰ μὲ τὴ χρήση τοῦ περὶ καὶ τοῦ ὑπὲρ στὸ ἀρι-
στοτελικὸ corpus βλ. M. Pakaluk, Friendship and the Comparison of Goods, Phronesis 37/1
(1992), pp. 111-130 (κεφ. Linguistic arguments, σσ. 112-117).
184 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

• κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον. Ἡ συνηθισμένη ἀριστοτελικὴ διατύπωση εἶναι


μετὰ + γεν.: μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου.
iii. Ἀσυνήθιστες ἐκφράσεις:
• ἢ οὐ;. Ἡ πολὺ χαρακτηριστικὴ αὐτὴ ἐρώτηση ἰσοδυναμεῖ μὲ ἐμφατικὴ
ἄρνηση. Συναντᾶται γύρω στὶς εἴκοσι φορὲς στὴν πραγματεία καὶ συ-
νιστᾶ ἰδιάζον καὶ τυπικὸ γνώρισμα τῶν ΗΜ21.
Τὸ διαλογικὸ ὕφος ἀποτελεῖ τυπικὸ γνώρισμα τῶν ΗΜ, καθὼς μὲ ποι-
κίλες μορφὲς συναντᾶται καθ’ ὅλο τὸ μῆκος τῆς πραγματείας. Ὁ Dirlmeier,
ποὺ εἶναι ἔνθερμος ὑπέρμαχος τῆς πρώιμης χρονολόγησής της, ἐξηγεῖ τὸ
διαλογικὸ ὕφος ὡς πλατωνικὴ ἐπίδραση στὸν νεαρὸ Ἀριστοτέλη.
Ἡ χρήση τοῦ δευτέρου προσώπου δὲν εἶναι συνηθισμένη στὶς πραγμα-
τεῖες τοῦ Ἀριστοτέλη· συναντᾶται σπάνια καὶ μόνο σὲ ἔργα ποὺ θεωροῦνται
νεανικά, ὅπως οἱ Κατηγορίαι καὶ τὰ Τοπικά. Εἶναι ὅμως τυπικὴ γιὰ τὰ ΗΜ.
• ἐκ τούτου προβάς22. Μὴ ἀριστοτελικὴ διατύπωση. Δὲν συναντᾶται
οὔτε στὸν Θεόφραστο.
• Χρήση τοῦ παρενθετικοῦ φησίν. Τυπικὴ στὰ ΗΜ, ἐνῶ ἀπουσιάζει ἀπὸ
τὶς δύο ἄλλες ἠθικὲς πραγματεῖες23.
• ἐπίδοσις μεγέθους24. Ἅπαξ.

iv. Διαφοροποίηση στὴν τεχνικὴ ὁρολογία:


• ἄριστον ἀγαθόν25. Ἡ ἔκφραση δὲν συναντᾶται στὸ corpus, παρὰ μόνο
τέσσερις φορὲς στὰ ΗΜ. Ὑπονοεῖται τὸ ἡμῖν ἀγαθόν, δηλαδὴ ἡ ἀν-
θρώπινη εὐτυχία. Μετὰ τὰ ΗΜ δὲν ἐντόπισα τὴν ἔκφραση παρὰ ἀρκε-
τοὺς αἰῶνες ἀργότερα, στὸν Πλωτίνο.
• πολιτικὸν ἀγαθόν26. Ἅπαξ.
• κοινὸν ἀγαθόν27. Πρόκειται γιὰ μετααριστοτελικὴ ἰδέα.
• μεσότης παθῶν28. Ἔκφραση χαρακτηριστικὴ γιὰ τὰ ΗΜ, ἀφοῦ δὲν συ-
ναντᾶται στὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ29. Ἡ θεώρηση τῶν κακιῶν (τῆς ὑπερβολῆς
καὶ τῆς ἐλλείψεως) ὡς παθῶν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικότητα τῶν HM.

21. K. O. Brink, Stil und Form der pseudaristotlelischen Magna Moralia, Ohlau 1933, σσ. 48-54.
22. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.24.
23. D. J. Allan, Magna Moralia and Nicomachean Ethics, The Journal of Hellenic Studies
77/1, 1957, σσ. 7-11.
24. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.15: ἀλλ΄ ἀπὸ μὲν τῆς ἀρετῆς τιμὴ γίνεται͵ ἡ δὲ τιμὴ μεγάλη γινο-
μένη χείρους ποιεῖ· ὥστε δῆλον ὅτι͵ φησίν͵ ἀρετὴ εἰς ἐπίδοσιν βαδίζουσα μεγέθους χείρους
ποιήσει.
25. Passim. Ἐνδ. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.2.11.
26. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.10: ὑπὲρ τοῦ πολιτικοῦ ἄρα ἡμῖν λεκτέον ἀγαθοῦ.
27. Βλ. τὶς παραγράφους 1.1.12-20.
28. Ἐνδεικτικά, Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.8.2.
29. Ὁ J. M. Cooper, (The Magna Moralia and Aristotle’s Moral Philosophy, The American
Journal of Philology, 94/4, 1973, σσ. 327-349) ὑποστηρίζει (σελ. 345) ὅτι μὲ τὴ λογικὴ τῶν Ἠθι-
κῶν Μεγάλων ἀκόμα καὶ ἡ δικαιοσύνη, δηλ. ἡ μεσότητα ἀνάμεσα στὸ νὰ πάρει κανεὶς πε-
ρισσότερα ἢ λιγότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ ἀνήκουν, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σωστὴ ποσότητα πάθους
(καὶ ὄχι ἀρετὴ ὅπως στὰ ἄλλα δύο ἠθικὰ ἔργα). Ὁ Dirlmeier (ὅ.π., σ. 216) ἐκτιμᾶ ὅτι ὁ ἔπαι-
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 185

• μετὰ διανοίας30. Δὲν συναντᾶται σὲ ἄλλα ἀριστοτελικὰ ἔργα. Ἀποδίδω


τὴν ἔκφραση μὲ τὴ λέξη «συνειδητά», ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑποσημαίνει ἕναν
διάλογο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια του τὴ διανοητικὴ ἱκανότητα31.
• ἀνὰ μέσον32. Τυπικὴ καὶ ἰδιάζουσα διατύπωση τῶν HM γιὰ τὴ μεσότη-
τα. Ὡς ἔκφραση ἀπουσιάζει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἠθικὲς πραγματεῖες ἀλλὰ
συναντᾶται δεκάδες φορές στὸ corpus.
• ὑπερβολή-ἔνδεια33. Ὡς γνωστόν, στὰ ἄλλα ἠθικὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη
ἡ κυρίαρχη ἔννοια ποὺ ἀντιτίθεται στὴν ὑπερβολὴ εἶναι ἡ ἔλλειψις.
Γ) Ὁρισμένες ἐκφράσεις τῶν ΗΜ ἐλέγχονται ὡς στωικὲς ἐπιρροές. Ἐν-
δεικτικὰ:
• ἀμετάπτωτος. Ὁ Ἀριστοτέλης δὲν συνηθίζει τὸ ἐπίθετο αὐτό34. Ὁ Ζήνων
χρησιμοποιεῖ μᾶλλον συχνὰ τὴ λέξη (συναντᾶται τέσσερις φορὲς στὰ
ἀποσπάσματά του35. Ὁ Χρύσιππος κάνει το ἐπίθετο ἀμετάπτωτος τεχνι-
κὸ ὅρο τῆς φιλοσοφίας του, καὶ τὸ χρησιμοποιεῖ ἰδιαίτερα συχνά (ἡ λέξη
συναντᾶται 11 φορὲς στὰ ἀποσπάσματά του)36.
• προθετικός37.

νος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ συγγραφέας ἀποδίδεται σὲ μεσότητα πάθους, καὶ θεωρεῖ ὅτι
αὐτὸ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Νικομαχείων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κανεὶς
δὲν ἐπαινεῖται γιὰ τὰ πάθη του. Δὲν νομίζω ὅτι ἡ ἔκφραση μεσότης παθῶν μᾶς ὑποχρεώνει
νὰ δεχτοῦμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία (αὐτὲς ἐπαινοῦνται ἢ ψέγονται) ὡς ποσότητες πάθους.
Στὴ γενικὴ τῆς προαναφερθείσας ἔκφρασης δὲν εἶναι κυρίαρχη ἡ κτητικὴ οὔτε ἡ διαιρετικὴ
λειτουργία, ἀλλὰ μᾶλλον τονίζεται ἡ ἰδιότητα ἢ ἡ ἀναφορά. Μεσότης παθῶν: μεσότητα ποὺ
ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ πάθη, μεσότητα ὅσον ἀφορᾶ τὰ πάθη.
30. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.16.1.
31. Βασίζομαι καὶ στὸ ἀκόλουθο χωρίο τῆς Ῥητορικῆς, 1368b 9-10: ἑκόντες δὲ ποιοῦσιν
ὅσα εἰδότες καὶ μὴ ἀναγκαζόμενοι.
32. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.22.1.
33. Passim. Ἐνδεικτικά, Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.17.
34. Συναντᾶται μόνο μία φορὰ στὰ Τοπικά, 139b 32-33: ἐπιστήμην ἀμετάπτωτον. Ὁ
Dirlmeier ἀποδίδει τὴ χρήση του σὲ πλατωνικὴ ἐπιρροή (παρ’ ὅλο –ἐπισημαίνω– ποὺ ἡ λέξη
συναντᾶται μόνο μία φορὰ στὸν Πλάτωνα, στὸν Τίμαιον).
35. Βλ. ἐνδεικτικὰ Ζηνων, Testimonia et fragmenta 68.7-9: αὐτήν τε τὴν ἐπιστήμην φασὶν
ἢ κατάληψιν ἀσφαλῆ͵ ἢ ἕξιν ἐν φαντασιῶν προσδέξει ἀμετάπτωτον ὑπὸ λόγου.
36. Βλ. ἐνδεικτικὰ Χρυσιππος, Fragmenta moralia 111.5-7: ἐν ἕξει δὲ οὐ μόνας εἶναι τὰς
ἀρετάς͵ ἀλλὰ καὶ τὰς τέχνας τὰς ἐν τῷ σπουδαίῳ ἀνδρὶ ἀλλοιωθείσας ὑπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ
γενομένας ἀμεταπτώτους. Σὲ ἕνα, μάλιστα, χωρίο συνδέει τὸ ἀμετάπτωτος μὲ τὸ βέβαιος,
ὅπως συμβαίνει καὶ στὸ χωρίο τῶν ΗΜ· βλ. Fragmenta moralia 542.1-2: ἔτι παρὰ τὴν ἔννοιάν
ἐστιν ἀγαθῶν μὲν εἶναι μέγιστον τὸ ἀμετάπτωτον ἐν ταῖς κρίσεσι καὶ βέβαιον.
37. Ὁ F. Dirlmeier (Zeit der Grossen Ethik, Rheinisches Museum 88, 1939, σσ. 214-243)
σημειώνει ὅτι ὁ ὅρος προθετικὸς –μὲ τὴν ἐξαίρεση τῶν ΗΜ– δὲν συναντᾶται στὸ ἀριστοτε-
λικὸ corpus· συναντᾶται ἀπὸ τὸν Χρύσιππο καὶ μετά, καὶ ἀποτελεῖ, μαζὶ μὲ ἄλλους ὅρους
(ἐπιτευκτικός, κατόρθωμα, ἀποκατάστασις) ποὺ ἐπίσης ἀνάγονται στὴν ἴδια ἐποχή, ἔν-
δειξη γιὰ τὴν ὕστερη –γύρω στὸν 1ο π.Χ. αἰ.– χρονολόγηση τῶν Ἠθικῶν Μεγάλων. Αὐτή,
βεβαίως, ἦταν ἡ θέση τοῦ Dirlmeier τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγραψε τὸ συγκεκριμένο ἄρθρο. Ἀρ-
γότερα θεώρησε τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα πρώιμο ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη, τὸ ὁποῖο ὅμως δέχτηκε
σοβαρὲς τροποποιήσεις ἀπὸ μεταγενέστερο ἐκδότη του.
186 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

• ἐπιτευκτικός38. Ἅπαξ στὸ corpus. Συναντᾶται στὸν Χρύσιππο39. ἐπίτευ-


ξις: ἐπίσης ἅπαξ.
• ὁρμή. Τεχνικὸς ὅρος τῶν Στωικών40.
• φθονερία41. Τεχνικὸς ὅρος τῶν Στωικών42.
• Ἡ διάκριση κατὰ φύσιν-παρὰ φύσιν43.
Οἱ προαναφερθεῖσες λεξιλογικὲς καὶ ὑφολογικὲς ἰδιαιτερότητες, καθὼς
καὶ ἕνας προβληματισμὸς ἐν σχέσει μὲ τὴ χρονολογικὴ ἔνταξη διαφόρων προ-
σώπων ποὺ ἀναφέρονται στὴν πραγματεία44 ἔχουν ὁδηγήσει τοὺς περισσότε-
ρους μελετητὲς στὴν ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητας τῶν Ἠθικῶν Μεγάλων.

3. Ἑλληνιστικὲς ἀποχρώσεις στὰ Ἠθικὰ Μεγάλα

Στὴ συνέχεια θὰ παρουσιάσω χαρακτηριστικὲς ἰδιαιτερότητες τῆς διδα-


σκαλίας τῶν ΗΜ καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ δείξω ὅτι σηματοδοτοῦν τὴν ὑπο-
χώρηση τοῦ πολιτικοῦ πλαισίου τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πόλεως ὡς πηγῆς
ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ τὴ συνακόλουθη ἐνίσχυση τοῦ ἀτόμου ὡς θεμελίου κα-
νονιστικῶν ἀρχῶν. Μία αὔρα ἑλληνιστικῆς ἀτμόσφαιρας, κυρίως στὶς ἀν-
θρωπολογικὲς διδαχὲς τοῦ ἔργου, φαίνεται νὰ τὴν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ
πνεῦμα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο ἐπιμόνως ἀπηχεῖται στὰ γνήσια ἀρι-
στοτελικὰ ἔργα. Τὰ ΗΜ ἴσως ἀπηχοῦν τὸ πνεῦμα μιᾶς ἠθικῆς ποὺ προσιδι-
άζει στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή.

38. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.1: ἡ μὲν γὰρ φρόνησις πρακτικὴ τούτων ἐστί͵ ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις ἢ
διάθεσις ἤ τι τοιοῦτον ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων καὶ συμφορωτάτων.
39. Χρύσιππος, Fragmenta moralia 268.13: εὐστοχία ἐστὶν ἐπιστήμη ἐπιτευκτικὴ τοῦ ἐν
ἑκάστῳ σκοποῦ.
40. Βλ. π.χ. Ζηνων Κιτιευς, Testimonia et fragmenta 178.1-7 (Διογένης Λαέρτιος ΙΙ 84):
τὸ δὲ ἠθικὸν μέρος τῆς φιλοσοφίας διαιροῦσιν εἴς τε τὸν περὶ ὁρμῆς καὶ εἰς τὸν περὶ ἀγα-
θῶν καὶ κακῶν τόπον καὶ εἰς τὸν περὶ παθῶν καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ τέλους περί τε τῆς
πρώτης ἀξίας καὶ τῶν πράξεων καὶ περὶ τῶν καθηκόντων προτροπῶν τε καὶ ἀποτροπῶν·
[καὶ] οὕτω δ΄ ὑποδιαιροῦσιν οἱ περὶ Χρύσιππον κ.τ.λ. ὁ μὲν γὰρ Κιτιεὺς Ζήνων καὶ ὁ Κλεάν-
θης ὡς ἂν ἀρχαιότεροι ἀφελέστερον περὶ τῶν πραγμάτων διέλαβον.
Στὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ Χρυσίππου ὁ ὅρος ὁρμὴ συναντᾶται δεκάδες φορές.
41. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.27.1: Νέμεσις δέ ἐστιν μεσότης φθονερίας καὶ ἐπιχαιρεκακίας.
42. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ M. J. Mills (Φθόνος and Its Related πάθη in Plato and Aristotle,
Phronesis, 30/1, 1985, σσ. 1-12, σημ. 19), ἡ λέξη φθονερία δὲν συναντᾶται ἀλλοῦ, παρὰ μόνο
σὲ κείμενα τῶν Στωικῶν. Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος ἀναφέρεται σὲ ἔργο τοῦ Κλεάνθους μὲ τίτ-
λο Περὶ φθονερίας. Ὁ Στοβαῖος ἀνθολογεῖ τρία κείμενα τοῦ Χρυσίππου μὲ ἀναφορὰ στὴν
φθονερίαν· βλ. ἐνδεικτικά (ΙΙ 93.1): «εὐεμπτωσίαν» δ΄ εἶναι εὐκαταφορίαν εἰς πάθος ἤ τι τῶν
παρὰ φύσιν ἔργων͵ οἷον ἐπιλυπίαν͵ ὀργιλότητα͵ φθονερίαν͵ ἀκροχολίαν καὶ τὰ ὅμοια.
43. Π.χ. Χρυσιππος, Fragmenta moralia 759.14-15: Εἰκότως δέ͵ φησὶ Χρύσιππος· οὐ γὰρ
ἀγαθοῖς καὶ κακοῖς δεῖ παραμετρεῖσθαι τὸν βίον͵ ἀλλὰ τοῖς κατὰ φύσιν καὶ παρὰ φύσιν.
44. Β. Μπετσακος, Ἀριστοτέλης. Ἠθικὰ Μεγάλα. Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, ἐκδ.
Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2010, βλ. ἐνδεικτικὰ σχόλια στὶς παραγράφους ποὺ ἀναφέρονται στὰ
ἑξῆς πρόσωπα: Δαρεῖος Β12 (σχόλια 723, 724, 725), Ἰλεύς/Νηλεύς Β7 (σχ. 760), Μέντωρ Α34
(σχ. 391) καὶ Β6 (σχ. 515), Διονύσιος Β6 (σχ. 490), Κλέαρχος Β6 (σχ. 491, 492).
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 187

Ἀρχικὰ θὰ παραθέσω ὁρισμένα βασικὰ καὶ γνωστὰ γνωρίσματα τοῦ


εὐρύτερου κοινωνικοπολιτικοῦ κλίματος τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς ἀλλὰ καί
της ἐν γένει ἑλληνιστικῆς ἀνθρωπολογίας (χωρὶς εἰδικὲς ἀναφορὲς στὴ δι-
δασκαλία τῶν ἐπιμέρους φιλοσοφικῶν σχολῶν: Στωικῶν, Ἐπικουρείων,
Σκεπτικῶν κ.ἄ.).

• Ἀπὸ τὸν πολίτη στὸ ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πιὰ στὸ πλαίσιο τῆς
αὐστηρὰ ὁριοθετημένης πόλης-κράτους, ἀλλὰ ἀνήκει πολιτειακὰ στὰ
ἀχανῆ καὶ ἀσταθῆ ἑλληνιστικὰ βασίλεια. Ὅσο πιὸ ἐκτεταμένα εἶναι
τὰ καινούργια πολιτειακὰ ὅρια, τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀνάγκη τοῦ
ἀτόμου νὰ στραφεῖ στὸν ἑαυτό του, στὴ μοναδικότητά του καὶ μοναχι-
κότητά του.
• Ἀπὸ τὴ συλλογικὴ εὐτυχία στὴν ἀτομικὴ ἐπιδίωξή της. Ἡ ἀπόστα-
ση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας καὶ λήψης ἀποφάσεων εἶ-
ναι ἀπολύτως ἀγεφύρωτη. Ὁ ἑλληνιστικός ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον
ὁ κλασικὸς Ἕλληνας πολίτης ποὺ εἶχε λόγο στὴ ρύθμιση κεντρι-
κῶν πλευρῶν τῆς κοινῆς ζωῆς του μὲ τοὺς συμπολίτες του. Ἡ προ-
σωπικὴ τοῦ εὐτυχία δὲν συναρτᾶται πιὰ σχεδὸν μονοσήμαντα μὲ τὴν
τύχη τῆς πόλης του, ἀλλὰ ἡ ἐπίτευξή της μοιάζει νὰ ἐπαφίεται στὸν
ἴδιο ἀποκλειστικά. Ἔτσι, μόνο «οἱ ἐσωτερικὲς δυνάμεις ἑνὸς ἀνθρώ-
που, ἡ λογική του, μποροῦν νὰ δώσουν τὴ μόνη σταθερὴ βάση γιὰ μιὰ
εὐτυχισμένη καὶ ἥσυχη ζωή»45. Μάλιστα, ἡ ἀτομικὴ εὐδαιμονία, πραγ-
ματώνεται σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἰς πεῖσμα τῆς ἀντίρροπης τά-
σης στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς εὐρύτερης πολιτειακῆς δομῆς μέσα στὴν
ὁποία ἐντάσσεται τὸ μεμονωμένο ἄτομο.
• Ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς κοινότητας στὴν ἀνασφάλεια τῆς ἀνωνυμίας.
Ὁ ἑλληνιστικὸς ἄνθρωπος δὲν ἀπολαμβάνει τὴ σταθερότητα καὶ τὴν
ἀσφάλεια ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ συνοχὴ τῆς οἰκείας πολιτικῆς κοι-
νότητας, ἀλλὰ βιώνει τὴν ἀνασφάλεια μιᾶς μὴ ἀφομοιώσιμης πολιτι-
κῆς ἑνότητας46. Κατὰ συνέπεια, «ἡ φιλοσοφία ἀνταποκρίθηκε στὴν τα-
ραγμένη ἐποχὴ τῶν μοναρχῶν τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων μὲ τὴ στροφὴ
ἀπὸ τὸν ἀνιδιοτελῆ στοχασμὸ στὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ
ἀτόμου»47.
• Ἀπὸ τὴν ὁλότητα τῆς κοινότητας στίς «νησίδες» ὁμάδων. Τὸ ψυχο-
λογικὸ κενὸ τῆς πόλης-κράτους ἔρχονται νὰ καλύψουν ὅμιλοι καὶ λέ-
σχες ποὺ προσφέρουν στὰ μέλη τους τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ
ἀδελφότητα. Ἡ ἀδελφότητα αὐτὴ τοὺς δίνει μιὰ διακριτὴ ταυτότητα
καὶ αὐτοσυνειδησία, καὶ τοὺς διαχωρίζει ἀπὸ τὰ ἀνώνυμα πλήθη.

45. A. A. Long, Ἡ ἑλληνιστικὴ φιλοσοφία (Hellenistic Philosophy, Duckworth 1974), μετ.


Μ. Δραγώνα-Μονάχου καὶ Στ. Δημόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 22.
46. Βλ. τὸ κεφάλαιο Κοινωνία καὶ ὀργάνωση τοῦ πολιτισμοῦ στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο,
στὸ M. Vegetti, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Φιλοσοφίας (Filosofia Antica), μετ.-ἐπιμ. Γ. Δημητρα-
κόπουλος, Ἀθήνα 2000, σσ. 260-266.
47. A. A. Long, ὅ.π., σ. 20.
188 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

• Ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἠθικὴ στὴν ἀτομικὴ διάκριση. Κατὰ τὴν ἑλληνι-
στικὴ ἐποχή «ἀναπτύσσεται ἔντονα ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία, καὶ ὁ ἄν-
θρωπος ἐνδιαφέρεται συχνὰ γιὰ τὸ ἀτομικὸ κέρδος καὶ τὴν προσωπι-
κὴ προβολή του»48.
• Ἀπὸ τὶς νόρμες τῆς πόλης στοὺς νόμους τοῦ σύμπαντος. Ἡ εὐδαιμο-
νία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωση τῶν ἄγραφων κοινωνικῶν ἀξι-
ῶν, ἀπὸ τὸν ἔπαινο καὶ τόν ψόγο τῶν συμπολιτῶν, ἀλλὰ συναρτᾶται
μὲ τὴν κατανόηση τοῦ σύμπαντος καὶ τοῦ τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς
ἄνθρωπος μέσα σὲ αὐτό. Οἱ ἠθικὲς ἀξίες συσχετίζονται μὲ καλὰ ὀργα-
νωμένες θεωρήσεις τοῦ κόσμου· ἡ ἠθικὴ ἀποκτᾶ κοσμοθεωρητικὲς δι-
αστάσεις.
• Ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο στὸ φόβο τοῦ πάθους. Ἐφόσον ὁ ἄν-
θρωπος παύει νὰ αὐτοσυνειδητοποιεῖται ὡς πολίτης μέσα σὲ ἕνα ἔλ-
λογο πλέγμα σχέσεων μὲ τούς συμπολίτες του καὶ βιώνει τὴ μοναχι-
κότητά του μέσα στὰ χαοτικὰ ἑλληνιστικὰ βασίλεια τῆς ἀνωνυμίας,
ἀμβλύνεται ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν λόγο καὶ ἐνισχύεται ὁ φόβος του
γιὰ τὶς ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, γιὰ τὰ πάθη.
• Ἀπὸ τὰ πάθη ὡς σχέσεις στὰ πάθη ὡς ἀτομικὰ συναισθήματα. Στὴν
κλασικὴ ἐποχὴ τὰ πάθη λειτουργοῦν ὡς ψυχο-βιολογικὲς ἐκφράσεις
καὶ ἐξωστρεφεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν περιβάλλοντα κόσμο
καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους (ἀνθρωπογενὲς περιβάλλον)49. Στὴν ἑλλη-
νιστικὴ ἐποχή, ὅμως, λειτουργοῦν πιὰ καὶ νοηματοδοτοῦνται ὡς ἀτο-
μικὰ συναισθήματα ποὺ θάλλουν ἐντὸς ἑνὸς κόσμου ἐσωτερικοῦ.
• Ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῶν παθῶν στὴν ἀνάγκη λογικοῦ ἐλέγχου ἢ καὶ
καταστολή τους. Ὁ ἕλληνας τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ἀποδέχεται ὅτι τὰ
πάθη ἀποτελοῦν μιὰ πραγματικότητα σύμφωνη μὲ τὴν ἀνθρώπινη
φύση. Οἱ ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς συνυπάρχουν μὲ τὴ λογική. Ἀλλὰ
ὁ ἄνθρωπος τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων δυσπιστεῖ ἀπέναντι στὰ πάθη.
Διαβλέπει κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἀνεξέλεγκτη λειτουργία τους, καὶ θέλει νὰ
τὰ ἐλέγξει λογικά, ἀκόμη καὶ νὰ τὰ ἀκυρώσει παντελῶς.

Ὁπωσδήποτε, στὰ Ἠθικὰ Μεγάλα (ὅπως καὶ στὶς δύο ἄλλες ἀριστοτελι-
κὲς ἠθικὲς πραγματεῖες) προτείνεται μία ἠθικὴ ἀνθρωπολογική, ἀπαλλαγ-
μένη ἀπὸ κάθε ὑπερβατικὸ στοιχεῖο τόσο στὴν πηγὴ καὶ θεμελίωσή της ὅσο
καὶ στὴ δόμηση καὶ προοπτική της. Πρόκειται γιὰ ἠθικὴ ἐγγενῶς πολιτική,
προσανατολισμένη ἀπαρέγκλιτα σὲ ἕνα κορυφαῖο ἀγαθό, τὴν εὐτυχία τοῦ
ἀνθρώπου ὡς ἐλεύθερου ὑποκειμένου ποὺ ζεῖ στὸ πλαίσιο μιᾶς κοινωνίας
συγκεκριμένου τύπου: τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πόλεως.

48. Β. Φυντικογλου, «Γενικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς» στὸ Ἑλληνιστικὴ


καὶ Αὐτοκρατορικὴ Περίοδος, ἐκδ. τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστήμιου, Πάτρα 2001,
σ. 27. Βλ. καὶ τὸ κεφάλαιο Τὸ τέλος τῆς ἑλληνικῆς πόλης, στὸ G. Glotz, Ἡ ἑλληνικὴ πόλις
(La cité grecque), μετ. Α. Σακελλαρίου, Ἀθήνα 1981, σσ. 391-402.
49. Β. Μπετσακος, Ἀριστοτέλης. Ἠθικὰ Μεγάλα. Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Θεσ-
σαλονίκη, Ζῆτρος, 2010, σσ. 407, 415.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 189

Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μία εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πραγματεία στὸ σύνολό της ἀπη-
χεῖ τὴν καθοριστικὰ πολιτικὴ ἠθικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη, τὴν ἠθικὴ τῆς ἀρχαι-
οελληνικῆς πόλεως κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς της. Ὁ πολίτης καλεῖται νὰ
λειτουργήσει ὡς ὑποκείμενο ἠθικῆς, ὡς συνειδητοποιημένος πρωταγω-
νιστὴς τῶν σχέσεών του ἐν μέσω κάποιου περιβάλλοντος οἰκείου, προσι-
τοῦ, ἔλλογα δομημένου καὶ εὐχείριστου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν λείπουν στὰ
ΗΜ (ἀκριβέστερα σὲ ἐπιμέρους ἰδέες καὶ θέσεις τῆς πραγματείας) ἐκεῖ-
νοι οἱ διάσπαρτοι τόνοι ποὺ μαρτυροῦν ὅτι οἱ πνευματικὲς συνέπειες ἀπὸ
τὴν κατάρρευση τῆς πόλεως ἔχουν ἤδη ἐμπεδωθεῖ. Καὶ αὐτὲς οἱ συνέπει-
ες ἀρχίζουν νὰ κρυσταλλώνονται σὲ μία ἀνθρωπολογία πολὺ περισσότε-
ρο ἀτομοκεντρική, ἀλλὰ καὶ ἀμφίθυμη ἀπέναντι στὶς λογικὲς δυνατότητες
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὀργανώσει ἀποτελεσματικὰ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλ-
λους. Πρόκειται, ἐπίσης, γιὰ μιὰ ἠθικὴ δύσπιστη ἢ καὶ φοβισμένη ἀπένα-
ντι στὶς ἄλογες δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, μιὰ ἠθικὴ ποὺ θὰ ἐξέφρα-
ζε τὰ ἄτομα μιᾶς κοινωνίας σχετικὰ ἀνασφαλοῦς καὶ ἀβοήθητης ἀπέναντι
στὶς καινούργιες ἀξίες ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔρχεται.
Μὲ ἕνα λόγο, ἡ ἠθικὴ ποὺ προτείνουν τὰ ΗΜ δὲν παύει νὰ εἶναι μιὰ
ἠθικὴ πολιτική. Ὅμως ἡ πόλις δὲν εἶναι πιὰ αὐτὴ ποὺ ἦταν στοὺς κλασι-
κοὺς χρόνους· ὁ ἑλληνιστικός κόσμος ἔχει ἔρθει, καὶ μαζί του ἀναπτύσσε-
ται μιὰ ἠθικὴ τόσο περισσότερο στραμμένη πρὸς τὰ ἔσω, ὅσο πλατύτερα
γίνονται τὰ ὅρια τοῦ ἔξω.

Προχωροῦμε τώρα στὴ διερεύνηση χαρακτηριστικῶν ἰδιαιτεροτήτων


τῆς διδασκαλίας τῶν Ἠθικῶν Μεγάλων οἱ ὁποῖες ἀπηχοῦν τὸ πνεῦμα τῆς
ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.
1. Ὁ συγγραφέας τῶν ΗΜ δείχνει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ πάθη50.
Γιὰ παράδειγμα, ἐπικρίνει τὸν Σωκράτη ὅτι ἀγνόησε τὴν ὕπαρξή τους καὶ
τὸν καθοριστικὸ ρόλο ποὺ ἔχουν στὴ διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπινου χαρα-
κτήρα. Σχετικὰ μὲ τὶς ἀρετὲς ὁ Σωκράτης πρέσβευε, ὡς γνωστόν, ὅτι ὅλες
συνιστοῦν τύπους γνώσεων καὶ εἶναι ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ διδακτές. Ἀλλὰ στὰ
ΗΜ ἀντικρούεται ἐμφατικὰ ἡ σωκρατικὴ διδασκαλία· θεωρεῖται ὅτι τὸ ἠθι-
κὸ πεδίο διαπερνᾶται καὶ ὁρίζεται καὶ ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς, ὅπως εἶναι τὰ πάθη, οἱ ὁρμὲς καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Γιὰ τὸν συγγραφέα
τῶν ΗΜ ὁ Σωκράτης δὲν ἀποτιμοῦσε ἱκανοποιητικὰ τὴ βαρύτητα αὐτῶν
τῶν παραγόντων καὶ ἔβλεπε τὴν ἀνθρώπινη πράξη ὡς εὐθεία συνάρτηση
καθαρὰ γνωστικῶν προϋποθέσεων· ἀλλὰ ἡ ὑποτίμηση τῶν ψυχικῶν καὶ
κοινωνικῶν συνιστωσῶν τῆς πράξεως συνιστᾶ καθοριστικὸ ἀνθρωπολογι-
κὸ ἔλλειμμα.
Ἐπίσης, τὰ ΗΜ ὁρίζουν τὴν ἀρετὴ ὡς μεσότητα παθῶν (1186a 33-34).
Πρόκειται γιὰ διατύπωση χαρακτηριστικὴ γιὰ τὰ ΗΜ, ἀφοῦ δὲν συναντᾶται

50. Βλ. W. W. Fortenbaugh, Aristotle and the Questionable Mean-Dispositions, Trans-


actions and Proceedings of the American Philological Association 99, 1968, σσ. 203-231, εἰδ. σ.
215, σημ. 16.
190 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

στὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ. Ἔχει ὑποστηριχτεῖ51 ὅτι μὲ τὴ λογικὴ τῶν ΗΜ ἀκόμα


καὶ ἡ δικαιοσύνη, δηλ. ἡ μεσότητα ἀνάμεσα στὸ νὰ πάρει κανεὶς περισσότε-
ρα ἢ λιγότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ ἀνήκουν, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σωστὴ ποσότητα
πάθους (καὶ ὄχι ἀρετὴ ὅπως στὰ ἄλλα δύο ἠθικὰ ἔργα). Ἀξιοσημείωτη καὶ ἡ
ἔκφραση (ἐπίσης ἀποκλειστικότητα τῶν ΗΜ) ἀρετὴ ἐν πάθει.
2. Γενικότερα στὰ ΗΜ εἶναι ἀναβαθμισμένος ὁ ρόλος τοῦ ἀλόγου
μέρους τῆς ψυχῆς. Δὲν ἀναγνωρίζεται ἁπλὰ ἡ ὕπαρξή του καὶ ἡ ἐπίδρασή
του στὴν ἠθικὴ διαμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τονίζεται ἡ οὐσιαστικὴ
καὶ θεμελιακὴ συμβολή του στὴν οἰκοδόμηση ἑνὸς σπουδαίου χαρακτήρα.
Ἐπίσης, ἀναγνωρίζεται ἡ δυσκολία ὁλοσχεροῦς καὶ σφαιρικοῦ ἐλέγχου τῶν
ἀλόγων λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχή τους στὴ διαμόρφω-
ση τῆς προαιρέσεως, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ στὸν πυρήνα της μία δι-
ανοητικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ ἐμπεριέχει κάποιου εἴδους ὄρεξη ἢ
ὁρμή.
Ἑρμηνεύω, ἴσως ὑποκειμενικά, τὴν ἀναβαθμισμένη ἀξία τοῦ ἀλόγου
μέρους τῆς ψυχῆς ὡς ἀπώλεια τῆς ἐμπιστοσύνης στὴν ἀνθρώπινη λογική,
ἐμπιστοσύνη ποὺ χαρακτηρίζει τὴν κλασικὴ ἀρχαιοελληνικὴ σκέψη. Ἀλλὰ
μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς πόλεως, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ τοῦ Ἀριστοτέλη
καὶ μετά, οἱ ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν καλύτερα πόσο καθοριστικὴ εἶναι
ἡ ἐπιρροὴ τῶν ἀτομικῶν ὁρμῶν, ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν στὴν ἐπιλογὴ καὶ δι-
αμόρφωση τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων.
3. Τὰ ΗΜ ἀναφέρονται σὲ εἰδικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τὸ ὁποῖο βιώνει τὴν
ἡδονή52. Πρόκειται γιὰ πρωτότυπη53 διδασκαλία τῶν ΗΜ, ἡ ὁποία συνιστᾶ
σημαντικὴ ἀναβάθμιση τῆς ἡδονῆς. Ἡ ἀξιακὴ ἀναβάθμιση τῆς ἀτομικῆς
ἡδονῆς χαρακτηρίζει ἐν γένει τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ σὲ πολλὰ ἐπίπεδα.
4. Ἀξιοσημείωτη στὴν πραγματεία εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ προσώ-
που ποὺ ἐμπλέκεται σὲ ἠθικὰ ζητήματα καὶ παλεύει μὲ αὐτά. Τὰ ΗΜ, ἀπὸ
ὅποιο χέρι καὶ ἄν γράφτηκαν, ἀνήκουν σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία τὸ
ἀνθρώπινο πρόσωπο αὐτοπαρατηρεῖται54 προσεκτικά, παρακολουθεῖ τὶς
ἐνέργειές του, ἐλέγχει τὶς συνέπειές τους, καὶ τείνει νὰ θέσει τὸν ἑαυτό του
στὸ κέντρο τοῦ κόσμου (του). Μολονότι οἱ ἀξίες τῆς κοινότητας ἐξακολου-
θοῦν νὰ λειτουργοῦν καὶ ἡ προτεινόμενη ἠθικὴ νὰ εἶναι κατὰ βάση πολιτι-
κή, γίνεται σαφὲς πὼς ὁ ἀτομοκεντρισμὸς τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων δὲν θὰ
ἀργήσει νὰ ἔρθει.

51. J. M. Cooper, The Magna Moralia and Aristotle’s Moral Philosophy, The American
Journal of Philology, 94/4, 1973, p. 345.
52. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.7.8: ἐπειδὴ γάρ ἐστι τῆς ψυχῆς τι μέρος ᾧ ἡδόμεθα ἅμα τῇ προ-
σφορᾷ ὧν ἐσμεν ἐνδεεῖς͵ τοῦτο τὸ μόριον τῆς ψυχῆς ἐνεργεῖ καὶ κινεῖται͵ ἡ δὲ κίνησις αὐτοῦ
καὶ ἡ ἐνέργειά ἐστιν ἡδονή.
53. Δὲν γνωρίζω κάποια παράλληλη διδασκαλία σὲ ἄλλη πραγματεία τοῦ ἀριστοτελι-
κοῦ corpus σχετικὰ μὲ τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ βιώνει τὴν ἡδονὴ· ἡ συγκεκριμένη παράγρα-
φος φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἰδιαιτερότητα τῶν ΗΜ.
54. Βλ. ἐνδεικτικὰ Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.15.4: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος [ὃς] ἂν αὐτὸς ἑαυτὸν
κατασκοπῆται͵ ὡς ἀναισθήτῳ ἐπιτιμῶμεν.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 191

Πολὺ χαρακτηριστικὴ γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν ΗΜ εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι κανεὶς ἄλ-
λος δὲν μετέχει στὰ συναισθήματά μας περισσότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν
ἑαυτὸ καὶ ὅτι ἡ καλύτερη παρέα εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός55. Αὐτὰ μάλιστα
λέγονται στὸ κεφάλαιο ποὺ ἀφιερώνεται στὴ φιλία καὶ τὴ μεγάλη συμβο-
λή της στὴν ἀτομικὴ εὐδαιμονία. Μπορεῖ καὶ ἀνάμεσα στοὺς φίλους νὰ συ-
ναντᾶται ἡ ὁμοιοπάθεια56, δηλαδὴ ἡ μετοχὴ τοῦ ἑνὸς φίλου στὴν αἰσθήμα-
τα -χαρᾶς ἢ λύπης- τοῦ ἄλλου, ὅμως αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν συγγραφέα
τῆς πραγματείας οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς φιλίας! Διότι μπορεῖ νὰ
ἀπουσιάζει ἡ διάθεση νὰ ζεῖ κανεὶς μαζὶ μὲ τὸν συγκεκριμένο φίλο του.
Μὲ βάση τὰ παραπάνω, εὔκολα διαπιστώνει κανεὶς τὴν ἐνίσχυση ἑνὸς
βαθύτερου ἀτομισμοῦ. Ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου ἀνάγεται στὴν ἴδια του
τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ ὄχι στὴν κοινότητα στὴν ὁποία ἀνήκει οὔτε καὶ
στὶς σχέσεις ποὺ χτίζουν διαλεκτικὰ τὴν ταυτότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς
πολίτη.
5. Ἡ παράγραφος ποὺ ἀναφέρεται στὴν ὁμόνοιαν57 εἶναι πολὺ χαρα-
κτηριστικὴ γιὰ τὸ συνολικὸ πνεῦμα τῆς πραγματείας πάνω στὸ ζήτημα
ἀτομικό-κοινωνικό. Ἡ ὁμόνοια περιγράφεται ὡς ἐσωτερικὴ ἁρμονία, ὡς
αὐτοέλεγχος. Μιὰ ἔννοια ποὺ κατὰ τὴν κλασικὴ ἐποχὴ ἔχει αὐτονόητο πε-
δίο ἀναφορᾶς τὴν κοινωνία ἢ τὴ συλλογικότητα, καὶ ἡ ὁποία φορτίζεται
μὲ σαφέστατο πολιτικὸ περιεχόμενο στοὺς συγγραφεῖς τῆς περιόδου αὐτῆς
(ἐνδεικτικὰ στὸν Ἰσοκράτη), ὁρίζεται στὰ ΗΜ ἀποκλειστικὰ στὸ πλαίσιο
τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Εἶναι προφανὲς ὅτι βρισκόμαστε στὰ πρόθυρα τῆς ἑλ-
ληνιστικῆς ἐποχῆς, τῆς κατάρρευσης τῆς πόλεως καὶ τῶν συνεκτικῶν θε-
σμῶν της, καθὼς καὶ τῆς συνακόλουθης ἀνάπτυξης μιᾶς ἐσωστρεφοῦς ἀτο-
μικότητας.
6. Ἡ ἀναφορὰ στὴν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρώπινης φύσης (στὸ πλαίσιο τοῦ
θέματος «φιλία») ἀποτελεῖ τυπικὸ διανόημα τῶν HΜ58. Τὸ ἀποτιμῶ ὡς κα-

55. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.11.43: ἔτι ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν αὐτοῖς μάλιστα ἐσμέν· καὶ 2.11.47:
ὁμοιοπαθέστατοι δ΄ αὐτοῖς ἡμῖν ἐσμέν· καὶ συζῆν δὲ μεθ΄ ἑαυτῶν μάλιστα βουλόμεθα.
56. Ὁ ὅρος ὁμοιοπάθεια δὲν συναντᾶται σὲ κάποια ἀριστοτελικὴ πραγματεία. Στὰ ΗΝ
χρησιμοποιεῖται ὁ ρηματικὸς τύπος ὁμοιοπαθεῖν μὲ τὴ σημασία «πάσχω ὅμοια», 1095b 19-
22: οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶς ἀνδραποδώδεις φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμε-
νοι͵ τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐξουσίαις ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλ-
λῳ· ἐνῶ στὰ Προβλήματα ἀνευρίσκεται τὸ ἐπίθετο μὲ ἀντίστοιχη σημασία, 953a 26: πολλοὶ
τῶν ἡρώων ὁμοιοπαθεῖς φαίνονται τούτοις. Τὸ ἰσοδύναμο ἐπίθετο ὁμοπαθὴς συναντᾶται
στὰ ΗΝ, 1161a 26-27: ἴσοι γὰρ καὶ ἡλικιῶται͵ οἱ τοιοῦτοι δ΄ ὁμοπαθεῖς καὶ ὁμοήθεις ὡς ἐπὶ
τὸ πολύ. Στὸ τελευταῖο χωρίο τὰ δύο ἐπίθετα (ὁμοπαθεῖς καὶ ὁμοήθεις), ποὺ κατασκευάζο-
νται μὲ τὴν ἴδια λογική, φανερώνουν μὲ τὰ δεύτερα συνθετικά τους ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἤθε-
λε νὰ μιλήσει γιὰ κοινὰ πάθη καὶ ἤθη. Ἀντίστοιχη σημασία ἔχει καὶ τὸ ἀφηρημένο οὐσια-
στικὸ ὁμοιοπάθεια στὸ πλαίσιο μιᾶς φιλικῆς σχέσης: εἶναι ἐκείνη ἡ ψυχικὴ κατάσταση τὴν
ὁποία μοιράζονται οἱ φίλοι καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία βιώνουν τὰ ἴδια αἰσθήματα χαρᾶς
καὶ λύπης.
57. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.12.
58. Τὸ ἐπίθετο ἀσθενικὸς χρησιμοποιεῖται στὰ ΗΜ παραγόμενο ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν
στὴν ΝΕ της σημασία. Βλ. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.6.35: καὶ ἀπὸ τοῦ πάθους ὁρμὴ ἐγένετο πρὸς τὸ
πρᾶξαί τι ὧν ἴσως οὐ δεῖ͵ ἡ δ΄ ἑτέρα οἷον ἀσθενική τις͵ ἡ μετὰ τοῦ λόγου οὖσα τοῦ ἀποτρέ-
ποντος. Σχεδὸν τὴ ΝΕ σημασία ἔχει στὰ ΗΜ καὶ ἡ λέξη πόνος.
192 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

θαρὰ ψυχολογικὸ ἐπιχείρημα (ὄχι ψυχο-βιολογικὸ κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ


Περὶ ψυχῆς). Θεωρῶ ὅτι ἀντανακλᾶ τὸ πνεῦμα τῆς μετακλασικῆς ἐποχῆς,
ἀφενὸς τὴν ἀμβλυμένη ἐμπιστοσύνη στὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὸ συνειδητοποι-
ημένο πιὰ βίωμα τῆς ἰσχύος τῶν παθῶν-συναισθημάτων, ἀφετέρου τὴν κα-
τάλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ. Μέσα στὴν κλασικὴ πόλη τὸ ἐρώτημα γιὰ
τόν «σωστὸ» ἀριθμὸ τῶν φίλων δύσκολα –νομίζω– θὰ ἀπαντιόταν μὲ ἀνα-
φορὰ στὴν ἀνεπάρκεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Μπορεῖ, βέβαια, ἡ ἀσθένεια
τῆς ἀνθρώπινης φύσης59 νὰ ἀποτελεῖ τυπικὸ διανόημα τῆς ἀρχαιοελληνι-
κῆς γραμματείας, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο τῆς πόλεως ἡ δυνατότητα νὰ ἔχει κα-
νεὶς πολλοὺς φίλους δὲν θὰ ἀναιροῦνταν μὲ ὅρους ψυχολογίας ἀλλὰ πο-
λιτικῆς (στὴν εὐρύτερη ἔννοια τῆς λέξης). Τὸ θέμα ἀπουσιάζει στὰ ΗΕ καὶ
ΗΝ.
7. Τὰ ΗΜ παρουσιάζουν μία σύνθετη δομὴ τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας,
καὶ δὲν τὴ συνδέουν ἀποκλειστικὰ καὶ μονοσήμαντα μὲ τὴν πολιτικὴ ἀρε-
τή. Μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη ἀπαρτίζεται ἀπὸ πολλὰ ἀγαθὰ μαζί. Γιὰ τὸ ἂν
στὰ ἀγαθὰ αὐτὰ περιλαμβάνονται καὶ τὰ λεγόμενα ἐκτὸς ἀγαθὰ (πλοῦτος,
ἐξουσία, ὀμορφιά, φιλικὲς σχέσεις...) οἱ μελετητὲς τείνουν νὰ ἀπαντήσουν
ἀρνητικά60, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῶν ΗΜ παραμένει ἐπ’ αὐτοῦ μᾶλλον
ἀμφίθυμο.
8. Στὰ ΗΜ εἶναι ἰδιαίτερα ἀναβαθμισμένος ὁ ρόλος τῆς φυσικῆς προ-
διάθεσης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Χρησιμοποιεῖται
μάλιστα ἡ ἔκφραση φυσικὴ ὁρμὴ καὶ τὸ ρῆμα συνεργεῖν61 γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ
ἡ συγκεκριμένη λειτουργία, ὅροι ποὺ δὲν συναντῶνται στὶς ἄλλες δύο ἠθι-
κὲς πραγματεῖες.
9. Ὁ συγγραφέας τῶν ΗΜ τονίζει ἐμφατικὰ τὸν ἡγεμονικὸ ρόλο τῆς
λογικῆς καὶ τὴν ἀνάγκη σωφρονισμοῦ τῶν παθῶν. Ἡ χρήση τοῦ ρήματος
σωφρονίζω62 γιὰ νὰ περιγραφεῖ ἡ ἐπενέργεια τῆς φρονήσεως ἐπὶ τῶν πα-
θῶν-συναισθημάτων δὲν συναντᾶται σὲ κάποιο ἄλλο ἔργο τοῦ corpus.
Τὰ πάθη πειθαρχοῦν μὲ ἕνα λογικὸ τρόπο στὸ λογιστικὸν μέρος τῆς
ψυχῆς, γίνονται σύμμετρα μὲ αὐτό, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄλο-
γα συναισθήματα· περιέχουν ἀξιολογικὲς κρίσεις καὶ ἔχουν ἕνα σαφέστατο

59. Βλ. καὶ N. Sherman, Aristotle on Friendship and the Shared Life, Philosophy and
Phenomenological Research, 47/4, 1987, pp. 589-613, εἰδικ. σ. 605.
60. Ὁ J. M. Cooper θεωρεῖ ὅτι ἡ πραγματεία δὲν συμπεριλαμβάνει στὴ σύνθετη ἐκδοχὴ
τῆς εὐτυχίας καὶ τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά (Aristotle on the Goods of Fortune, The Philosophical
Review, XCIV, 2, 1985, σ. 177, σημ. 5). Ἔτσι καὶ ὁ R. Kraut, Aristotle on the Human Good:
An Overview, Aristotle’s Ethics. Critical Essays, N. Sherman (ed.), New York-Oxford 1999, σ.
103, σημ. 11.
61. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.34.24-25: ἔστιν οὖν ἡ φυσικὴ ἀρετὴ αὕτη ἡ ἄνευ λόγου χωριζο-
μένη μὲν τοῦ λόγου μικρὰ καὶ ἀπολειπομένη τοῦ ἐπαινεῖσθαι͵ πρὸς δὲ τὸν λόγον καὶ τὴν
προαίρεσιν προστιθεμένη τελείαν ποιεῖ τὴν ἀρετήν. διὸ καὶ συνεργεῖ τῷ λόγῳ καὶ οὐκ ἔστιν
ἄνευ τοῦ λόγου ἡ φυσικὴ ὁρμὴ πρὸς ἀρετήν. οὐδ΄ αὖ ὁ λόγος καὶ ἡ προαίρεσις οὐ πάνυ τε-
λειοῦται τῷ εἶναι ἀρετὴ ἄνευ τῆς φυσικῆς ὁρμῆς.
62. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.34.32: ἡ φρόνησις ὥσπερ ἐπίτροπός τίς ἐστι τῆς σοφίας͵ καὶ πα-
ρασκευάζει ταύτῃ σχολὴν καὶ τὸ ποιεῖν τὸ αὑτῆς ἔργον͵ κατέχουσα τὰ πάθη καὶ ταῦτα σω-
φρονίζουσα.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 193

λογικὸ περιεχόμενο63. Αὐτή, βέβαια, εἶναι μιὰ ἰδέα τὴν ὁποία ἔχουν ἐπεξερ-
γαστεῖ ἰδιαίτερα οἱ στωικοί64.
Ἡ ἀρετή (ὡς προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας) δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ ἁρμονικὴ συνεργασία τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν. Ὁ λόγος καὶ
οἱ ἐπιθυμίες συμβιώνουν ἁρμονικά, καθὼς τὸ κάθε στοιχεῖο διατηρεῖ ἕνα
εἶδος προτεραιότητας: οἱ ἐπιθυμίες (ὡς κατεξοχὴν σωματικὲς λειτουργίες)
προηγοῦνται χρονικά, ἐνῶ ὁ λόγος (ὡς κατεξοχὴν διανοητικὴ λειτουργία)
ἡγεῖται τῶν ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου διατηρώντας ἔτσι τὸν τελευταῖο
καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο.
10. Ὁ συγγραφέας τῶν ΗΜ ἀποδίδει ἰδιαίτερη ἔμφαση καὶ ἀφιερώνει
ἀπρόσμενα μεγάλη ἔκταση στὴν ἀνάλυση καὶ διαύγαση τῆς ἀκρασίας65, τῆς
κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀδυναμία θέλησης.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκρατὴς πράττει τὸ κακὸ ἐν πλήρει συνειδήσει ὅτι αὐτὸ
εἶναι κακό66· ἡ λογική του τὸν προειδοποιεῖ ὀρθά, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν μπορεῖ
νὰ ἀντισταθεῖ στὶς ὁρμές του. Στὴν περίπτωσή του ὁ λόγος ὑποκύπτει στὸ
πάθος, ἡ γνώση στὴν ἐπιθυμία. Ἡ σύγκρουση λόγου καὶ παθῶν67, ἡ ὁποία
χαρακτηρίζει τὴν ἀκρασίαν, συνιστᾶ ἀναίρεση τῆς θεμελιώδους συνθήκης:
εὐδαιμονία σημαίνει ψυχικὴ ἑνότητα καὶ ἰσορροπία.
Μολονότι, ἡ ἀκρασία συζητεῖται καὶ στὶς δύο ἀναμφισβήτητα γνήσι-
ες ἀριστοτελικὲς πραγματεῖες, ἀποκτᾶ πολὺ μεγάλη σημασία στὰ ΗΜ. Συ-
μπεραίνω ὅτι ὁ μετα-ἀριστοτελικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἑλληνιστι-
κῆς ἐποχῆς, βιώνει πιὸ ἔντονα (καὶ συνειδητοποιεῖ) τὴν ἰσχὺ τῶν παθῶν,
ὡς ἀτομικῶν (προβληματικῶν) συναισθημάτων. Ζεῖ σὲ ἕνα ἀνασφαλὲς πε-
ριβάλλον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει συρρικνωθεῖ ἡ ἰσχὺς τοῦ λόγου καὶ τῆς
γνώσης, ποὺ κάποτε ἦταν ἐγγυημένη ἀπὸ τὴ συνεκτικὴ λειτουργία τῆς κοι-
νότητας καὶ τὶς ἀφομοιωμένες ἠθικὲς της νόρμες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι
(σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη) ὁ Σωκράτης ἀρνοῦνταν ὄχι ἁπλὰ τὴν ἰσχὺ
ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῆς ἀκρασίας.

63. Βλ. καὶ F. M. Stawell, The Practical Reason in Aristotle, International Journal of
Ethics, 14/4, 1904, σσ. 469-480, ἰδιαίτερα σ. 479.
64. Βλ. R. W. Sharples, Σκεπτικοί, Ἐπικούρειοι καὶ Σκεπτικοί. Μιὰ Eισαγωγὴ στὴν
Eλληνιστικὴ Φιλοσοφία (Stoics, Epicureans and Sceptics. An Introduction to Hellenistic
Philosophy), μετ. Μ. Λυπουρλὴ καὶ Γ. Ἀβραμίδης, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 123 κ.ἑξ.
65. Ἀπὸ τὴν τεράστια βιβλιογραφία γιὰ τὴν ἀκρασίαν ἰδιαίτερα χρήσιμα μοῦ φάνηκαν
δύο ἐξαιρετικὰ ἄρθρα: A. Kenny, The Practical Syllogism and Incontinence, Phronesis, 11/2,
1966, σσ. 163-184 καὶ G. Santas, Aristotle on Practical Inference, the Explanation of Action,
and Akrasia, Phronesis, 14/2, 1969, σσ. 162-189.
66. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.6.2: ὁ δὲ ἀκρατὴς δοκεῖ͵ εἰδὼς ὅτι φαῦλα εἰσίν͵ αἱρεῖσθαι ὅμως͵ἀ-
γόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους.
67. Ὁ Santas (ὅ.π., σσ. 179 κ.ἑξ.) ἀναπτύσσει μιὰ ἑρμηνευτικὴ πρόταση τῆς ἀριστοτε-
λικῆς ἀκρασίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἐγκρατὴς ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στίς πράξεις του
ἀπὸ τὸ ζεῦγος φρόνησις-βούλησις, ἐνῶ ὁ ἀκρατὴς ἀπὸ τὸ ζεῦγος δόξα-ἐπιθυμία. Σύμφω-
να μὲ τὸν μελετητὴ ἡ ἀνθρώπινη πράξη κινητοποιεῖται (χρησιμοποιεῖται ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ὅρος
motivation) ἀπὸ τὴ συνέργεια ἑνὸς διανοητικοῦ καὶ ἑνὸς ἐπιθυμητικοῦ παράγοντα· ἔτσι,
στὴν περίπτωση τῶν δύο προηγουμένων ζευγῶν τὸ πρῶτο μέλος ἐκπροσωπεῖ τὸν διανοητι-
κό, ἐνῷ τὸ δεύτερο τὸν ἐπιθυμητικὸ παράγοντα.
194 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ

4. Συμπερασματικά

Ὁπωσδήποτε, πέρα ἀπὸ τὶς διαφωνίες τῶν φιλολόγων γιὰ τὴ γνησιότητα


καὶ τὴ χρονολόγηση τῶν ΗΜ, εἶναι τελικὰ ἐλάχιστοι αὐτοὶ ποὺ ἀμφισβήτη-
σαν τεκμηριωμένα καὶ πειστικὰ τὴν ἀριστοτελικότητα τῆς ἠθικῆς διδα-
σκαλίας ποὺ ἐκτίθεται στὴν πραγματεία.
Πρέπει ὅμως νὰ τὸ τονίσουμε: Τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα ἀποδίδουν μὲ μεγάλη
πιστότητα τὶς θέσεις τοῦ Ἀριστοτέλη ἢ τοῦ Περιπάτου πάνω σὲ καίρια ζη-
τήματα κοινωνικῆς φιλοσοφίας· δὲν διαφοροποιοῦνται οὔτε ὡς πρὸς τοὺς
κεντρικοὺς ἄξονες τῆς ἠθικῆς τους πρότασης οὔτε σὲ ἐλάσσονες ἀξιο-
λογήσεις ἠθικῶν ἐννοιῶν. Παρόλα αὐτά, ἡ πραγματεία χαρακτηρίζεται
ἀσφαλῶς καὶ ἀπὸ τὶς δικές της ἐμφάσεις καὶ ἐμμονές, ἀντικατοπτρίζει ἐπί-
σης τὸ πνεῦμα τῆς δικῆς της ἐποχῆς, μᾶλλον τῆς ἑλληνιστικῆς. Αὐτὸ δὲν
σημαίνει βέβαια ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ συγγραφέα της (πιθανῶς ἑνὸς ἱκα-
νοῦ ἄμεσου ἢ ἔμμεσου μαθητῆ τοῦ Ἀριστοτέλη, ἑνὸς στελέχους τοῦ Περι-
πάτου) ἔρχεται σὲ κάποια μείζονος σημασίας ἀντίφαση μὲ τὴ διδασκαλία
τῶν γνησίων ἠθικῶν πραγματειῶν τοῦ Ἀριστοτέλη.

Βασίλειος Μπετσακος
(Θεσσαλονίκη)

THE CONTROVERSIAL AUTHENTICITY


OF (ARISTOTLE’S) MAGNA MORALIA AND INDICATIONS
OF HELLENISTIC ANTHROPOLOGY IN THEIR TEACHING

Abstract

Antiquity never questioned the authenticity of Magna Moralia (MM). From the 18th
century till now, however, many Aristotle scholars have pondered whether the trea-
tise was written by Aristotle himself. This is so because, compared to Aristotle’s un-
doubtedly genuine works, in MM there are numerous and obvious lexical and stylistic
peculiarities. Many words are found exclusively in MM, others are used conveying
unusual meanings. There are also differences in syntax, as well as in the technical ter-
minology of ethics. What is more, beyond the level of form, MM differ –to some ex-
tent– in their teaching about man. This pertains more to the Hellenistic times than to
the Classical era. In MM man is more of a person and less of a citizen. He is no longer
guided by the norms of the community, and seeks answers by discussing with himself.
Confidence in logic gives way to the fear of passion. Ἀρετὴ is defined as the middle of
passions, while ἀκρασία, the weakness of logical self-control, attracts the writer’s ex-
traordinary interest. Ultimately, the whole atmosphere of MM, especially with respect
to their teaching about man, leads us to the conclusion that they were written by a
Peripatetic philosopher during the Hellenistic period.

Vasileios Betsakos

You might also like