Professional Documents
Culture Documents
Ηθικά Μεγάλα αμφισβήτηση γνησιότητας PDF
Ηθικά Μεγάλα αμφισβήτηση γνησιότητας PDF
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ 179-194
ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 179
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ
ΤῶΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ (ΤΟῦ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ)
ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚῆΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ
1. Εἰσαγωγικά
νοεῖται κάθε φορά1. Ἔτσι, ἡ ἔρευνα τῆς χρονολόγησης καὶ τῆς γνησιότη-
τας τῶν συγκεκριμένων ἔργων θὰ πρέπει νὰ βασιστεῖ ἀφενὸς σὲ ἐξωτερικὲς
μαρτυρίες τῆς ἀρχαιότητας, ἀφετέρου σὲ γλωσσική, ὑφολογικὴ καὶ ἑρμη-
νευτικὴ μελέτη τῶν ἴδιων τῶν κειμένων καὶ τοῦ περιεχομένου τους.
Οἱ ἀρχαῖοι κατάλογοι ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη ἀναφέρονται στὶς ἠθικές
του πραγματεῖες χωρὶς νὰ τὶς διακρίνουν, καὶ ἔτσι δὲν μᾶς δίνουν κάποια
σίγουρη συγκεκριμένη πληροφορία. Ἡ μελέτη, ὅμως, τῶν ἴδιων τῶν κει-
μένων μᾶς ἐπιτρέπει σήμερα νὰ θεωροῦμε μὲ βεβαιότητα τὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ
γνήσια ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἀλλὰ γιὰ τήν ἄλλη πραγματεία τὸ ἐρώτημα
εἶναι ἀνοικτὸ: Εἶναι τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη;
Τὸ ἐρώτημα ἂν τὰ ΗΜ εἶναι ἔργο τοῦ Σταγειρίτη συναρτᾶται καταρ-
χὴν μὲ τὸ πρόβλημα τῆς χρονολογικῆς ἔνταξης τῆς πραγματείας σὲ κάποια
ἀπὸ τὶς περιόδους συγγραφικῆς δημιουργίας τοῦ Ἀριστοτέλη. Καὶ ὁ προ-
βληματισμὸς γιὰ τὴ χρονολόγηση τῶν ΗΜ θέτει ἄμεσα τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ
σχέση τους μὲ τὰ ΗΝ καὶ τὰ ΗΕ (γιὰ τὰ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει
ἀσφαλὴς χρονολόγηση). Ἀσφαλῶς, ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία τίθενται αὐτὰ τὰ
ἐρωτήματα δὲν εἶναι δεσμευτική, καὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ τὴν ἀναδιατά-
ξει κατὰ τὸ δοκοῦν. Εἶναι σίγουρο, πάντως, ὅτι βρισκόμαστε ἐνώπιον τριῶν
ἀλληλεξαρτώμενων μεταβλητῶν, ἐνώπιον ἑνὸς –ἂς ποῦμε– στερεομετρικοῦ
προβλήματος. Ὁπωσδήποτε, ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς μεταβλητές (α. γνησι-
ότητα, β. ἀπόλυτη χρονολόγηση, γ. συσχετική, ὡς πρὸς τὰ ΗΕ καὶ ΗΝ, χρο-
νολόγηση) ἔχει καθ’ ἑαυτὴν ἐρευνηθεῖ ἐξονυχιστικὰ ἀπὸ τοὺς φιλολόγους
χωρὶς νὰ ἔχουν προκύψει ἀμάχητα δεδομένα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπο-
τελέσουν ἔστω τὸ θεμέλιο κάποιων ἰσχυρῶν ἐπιστημονικῶν ὑποθέσεων.
Ἡ ἀρχαιότερη σίγουρη μαρτυρία γιὰ τὴν πραγματεία ἀνάγεται στὸν 1ο
αἰ. π.Χ. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ μαρτυροῦνται ἐμμέσως ὁρισμένα χωρία προ-
ερχόμενα ἀπὸ τὰ ΗΜ. Ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος (5ος αἰ. μ.Χ.) περιλαμβάνει στὸ
Ἀνθολόγιον μία παρουσίαση τῆς ἀριστοτελικῆς καὶ περιπατητικῆς ἠθικῆς
τὴν ὁποία συνέταξε ὁ στωικὸς Ἄρειος Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς, δάσκαλος
τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου. Στὸ κείμενο τοῦ Ἀρείου ἀναγνωρίζονται φρά-
σεις τῶν ΗΜ (ὅπως καὶ ἀντίστοιχες τῶν ΗΕ καὶ τῶν ΗΝ)2. Δέν εἴμαστε,
ὅμως, σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε ἂν ὁ Ἄρειος δούλεψε βασισμένος στὰ ἴδια τὰ
πρωτότυπα κείμενα ἢ σὲ προγενέστερες ἀνθολογίες καὶ περιλήψεις. Ὁπωσ-
δήποτε, σημασία ἔχει ὅτι τὰ ΗΜ ὑφίστανται καὶ χρησιμοποιοῦνται τὸν
1ο αἰ. π.Χ., καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ἕνας terminus ante quem γιὰ τὴν
πραγματεία. Ἔτσι δικαιολογεῖται καὶ ἡ ἔνταξη τῆς πραγματείας στὴν ἔκδο-
ση τῶν ἀριστοτελικῶν κειμένων ποὺ ἔγινε τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ ἀπὸ τὸν
1. Ἐνδεικτικὰ: Μετὰ τὰ Φυσικά, 981b 25-27: εἴρηται μὲν οὖν ἐν τοῖς ἠθικοῖς τίς διαφορὰ
τέχνης καὶ ἐπιστήμης καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὁμογενῶν.
2. Τὰ σχετικὰ χωρία καταγράφει καὶ μελετᾶ ὁ F. Dirlmeier, Magna Moralia, στὴ σει-
ρὰ τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βερολίνου Aristoteles Werke in Deutscher Übersetzung (hrsg. v. H.
Flashar), τ. 8, Berlin 19581, 19794, σσ. 100-102. Βλ. ἐπίσης, Α. Kenny, The Aristotelian Ethics
in Antiquity, The Aristotelian Ethics. A study of the relationship between the Euthemian and
Nicomachean Ethics of Aristotle, Oxford 1978, σσ. 19-22.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 181
3. Αττικος, Ἀποσπάσματα, 4.9.1-5 (ἐκδ. J. Baudry, Atticos. Fragments de son oeuvre. Paris:
Les Belles Lettres, 1931).
4. Σιμπλικιος, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Κατηγορίας, 8.4.27.
5. Ηλιας, Εἰς τὴν Εἰσαγωγὴν τοῦ Πορφυρίου, 32.33-33.2.
6. P. Moraux, Les listes anciennes des ouvrages d’ Aristote, Louvain 1951, σ. 87.
7. Δὲν μᾶς σώζεται κάποιο ἀρχαῖο ἢ βυζαντινὸ ὑπόμνημα στὰ ΗΜ τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ἔδι-
νε καὶ περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴν πραγματεία.
182 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ
Ποιοί, ὅμως εἶναι οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὴν ὄψιμη τούτη ἀμφισβήτη-
ση τῆς γνησιότητας τῶν ΗΜ;
Α) Καὶ μὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση ὁ μελετητὴς διαπιστώνει ὅτι τὸ κείμε-
νο τῶν ΗΜ παρουσιάζει ἐξόφθαλμη (σὲ κάποιες παραγράφους ἐπακριβὴ)
ὁμοιότητα μὲ τὸ κείμενο τῶν ΗΕ (κατὰ πρῶτο λόγο) καὶ τῶν ΗΝ (κατὰ
δεύτερο)10. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κάνει εὔλογη τὴν ὑπόθεση ὅτι ἡ πραγματεία
συστάθηκε ἀπὸ κάποιον τρίτο ἐν εἴδει συρραφῆς καὶ ὡς ἐγχειρίδιο ἀνα-
φορᾶς στὴν ἀριστοτελικὴ ἠθικὴ φιλοσοφία.
Β) Εἶναι προφανεῖς οἱ λεξιλογικὲς καὶ ὑφολογικὲς ἰδιαιτερότητες τῶν
ΗΜ ἔναντι τῶν ἀναμφισβήτητα γνησίων πραγματειῶν τοῦ Ἀριστοτέλη,
τόσο τῶν ἠθικῶν ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων. Πράγματι, στὰ ΗΜ συναντῶνται
ἀσυνήθιστα πολλές «ἅπαξ» λέξεις ἀλλὰ καὶ ἐκφραστικοὶ τρόποι ποὺ δὲν
ἐντοπίζονται σὲ ἄλλα ἔργα τοῦ corpus.
i. Λέξεις ἅπαξ στὸ corpus (ἐνδεικτικά):
• κατέμιξεν11. Ὁ Ἀριστοτέλης δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα (βλ. μόνο Περὶ
ζῴων γενέσεως, 735 b 19: ἐγκαταμίγνυται, σὲ ἄλλα συμφραζόμενα).
• ἐπάνω12. Τυπικὸ γιὰ τὰ HM. Μοναδικὸ παράλληλο στὸ corpus τὸ Μετὰ
τὰ Φυσικά, 1012b 5-6: καθάπερ ἐλέχθη καὶ ἐν τοῖς ἐπάνω λόγοις.
• λυπητικός13. Ἡ λέξη πρωτοεμφανίζεται στὰ HM, καὶ σημαίνει «αὐτὸς
ποὺ λυπᾶται».
• προτρεπτικός14. Λέξη ποὺ δὲν ἀπαντᾶ σὲ ἄλλο κείμενο τοῦ ἀριστοτε-
λικοῦ corpus.
8. W. G. Tennemann, Bemerkungen über die sogenannte grosse Ethik des Aristoteles, Abh.
der Kurfürstlich-Mainzischen Akademie 1, 1799, pp. 209-232 (αὐτόνομη ἔκδοση Erfurt 1798).
9. F. Schleiermacher, Über die ethischen Werke des Aristoteles (ἐκφωνήθηκε στὶς
4.12.1817), Sämtliche Werke III 3 Berlin 1835, pp. 306-333.
10. Τὴν καταγραφὴ τῶν ἀντίστοιχων χωρίων μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ στὶς στερεότυπες ἐκ-
δόσεις.
11. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.8.
12. Passim. Ἐνδεικτικὰ: Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.20.12.: ἔτι δὲ καὶ ὥσπερ ἐπάνω διειλόμεθα...
13. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.27.1.3-7: ἔστι δ’ ἡ νέμεσις περὶ ἀγαθά, ἃ τυγχάνει ὑπάρχοντα ἀνα-
ξίῳ ὄντι, λυπή τις. νεμεσητικὸς οὖν ὁ ἐπὶ τοῖς τοιούτοις λυπητικός. καὶ ὁ αὐτός γε πάλιν
οὗτος λυπήσεται, ἄν τινα ἴδῃ κακῶς πράττοντα ἀνάξιον ὄντα.
14. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.7.25: οὐ μόνον ἄρα οὐκ ἐμπόδιόν ἐστιν ἡ ἡδονή͵ ἀλλὰ καὶ προτρεπτι-
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 183
κὸν πρὸς τὸ πράττειν͵ καὶ τὸ ὅλον δὲ οὐκ ἐνδέχεται ἄνευ ἡδονῆς εἶναι τῆς ἀπ’ αὐτῆς γινομένης.
15. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.14.3: ἔστι μὲν οὖν καὶ φιλάγαθος͵ οὐ φίλαυτος· μόνον γάρ͵ εἴπερ
φιλεῖ αὐτὸς ἑαυτόν͵ ὅτι ἀγαθός. ὁ δὲ φαῦλος φίλαυτος.
16. Μετά (;) τὰ ΗΜ συναντᾶται στὸν Πολύβιο, VI.53.9 καὶ στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀριστέα
στὸν Φιλοκράτη (3ος αἰ. π.Χ.), 124.1-5: Καὶ ἡμῶν ἐπαγγελλομένων εὖ φροντίσειν περὶ τού-
των͵ ἔφη καὶ λίαν διαγωνιᾶν· εἰδέναι γάρ͵ ὅτι φιλάγαθος ὢν ὁ βασιλεὺς πάντων μέγιστον
ἡγεῖται τὸ μεταπέμπεσθαι͵ καθ΄ ὃν ἂν τόπον ὀνομασθῇ τις ἄνθρωπος διαφέρων ἀγωγῇ καὶ
φρονήσει παρ΄ ἑτέρους.
17. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.15.4: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος [ὃς] ἂν αὐτὸς ἑαυτὸν κατασκοπῆται͵
ὡς ἀναισθήτῳ ἐπιτιμῶμεν.
18. Ἐνδεικτικὰ: Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.13.3-4: ὁ δὲ σπουδαῖος οὐδέτερον τούτων πείσεται·
διὸ οὐδὲ φίλαυτος κατά γε τὰ τοιαῦτα ἀγαθά. ἀλλ΄ εἰ ἄρα͵ κατὰ τὸ καλόν. τούτου γὰρ μό-
νον ἄλλῳ οὐκ ἂν ἐκσταίη͵ τὰ δὲ συμφέροντα καὶ ἡδέα ἐκστήσεται. τὴν μὲν οὖν κατὰ τὸ
καλὸν αἵρεσιν φίλαυτος ἔσται.
19. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.15.1-2: εἰ γάρ τις λέγοι ὅτι ἠναγκάσθην τὴν τοῦ φίλου γυναῖκα δι-
αφθεῖραι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς͵ ἄτοπος ἂν εἴη. Ἐπίσης, 1.8.3.1-4: Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πάθη͵ ὡς δόξει-
εν ἄν τινι͵ ἐφ΄ ὧν ἡ κακία οὐκ ἔστιν ἐν ὑπερβολῇ καὶ ἐλλείψει τινί͵ οἷον μοιχεία καὶ ὁ μοιχός·
οὐκ ἔστιν οὗτος ὁ μᾶλλον τὰς ἐλευθέρας διαφθείρων.
20. Γιὰ τὰ πορίσματα τῆς ἔρευνας σχετικὰ μὲ τὴ χρήση τοῦ περὶ καὶ τοῦ ὑπὲρ στὸ ἀρι-
στοτελικὸ corpus βλ. M. Pakaluk, Friendship and the Comparison of Goods, Phronesis 37/1
(1992), pp. 111-130 (κεφ. Linguistic arguments, σσ. 112-117).
184 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ
21. K. O. Brink, Stil und Form der pseudaristotlelischen Magna Moralia, Ohlau 1933, σσ. 48-54.
22. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.24.
23. D. J. Allan, Magna Moralia and Nicomachean Ethics, The Journal of Hellenic Studies
77/1, 1957, σσ. 7-11.
24. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.15: ἀλλ΄ ἀπὸ μὲν τῆς ἀρετῆς τιμὴ γίνεται͵ ἡ δὲ τιμὴ μεγάλη γινο-
μένη χείρους ποιεῖ· ὥστε δῆλον ὅτι͵ φησίν͵ ἀρετὴ εἰς ἐπίδοσιν βαδίζουσα μεγέθους χείρους
ποιήσει.
25. Passim. Ἐνδ. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.2.11.
26. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.1.10: ὑπὲρ τοῦ πολιτικοῦ ἄρα ἡμῖν λεκτέον ἀγαθοῦ.
27. Βλ. τὶς παραγράφους 1.1.12-20.
28. Ἐνδεικτικά, Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.8.2.
29. Ὁ J. M. Cooper, (The Magna Moralia and Aristotle’s Moral Philosophy, The American
Journal of Philology, 94/4, 1973, σσ. 327-349) ὑποστηρίζει (σελ. 345) ὅτι μὲ τὴ λογικὴ τῶν Ἠθι-
κῶν Μεγάλων ἀκόμα καὶ ἡ δικαιοσύνη, δηλ. ἡ μεσότητα ἀνάμεσα στὸ νὰ πάρει κανεὶς πε-
ρισσότερα ἢ λιγότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ ἀνήκουν, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σωστὴ ποσότητα πάθους
(καὶ ὄχι ἀρετὴ ὅπως στὰ ἄλλα δύο ἠθικὰ ἔργα). Ὁ Dirlmeier (ὅ.π., σ. 216) ἐκτιμᾶ ὅτι ὁ ἔπαι-
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 185
νος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ συγγραφέας ἀποδίδεται σὲ μεσότητα πάθους, καὶ θεωρεῖ ὅτι
αὐτὸ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Νικομαχείων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κανεὶς
δὲν ἐπαινεῖται γιὰ τὰ πάθη του. Δὲν νομίζω ὅτι ἡ ἔκφραση μεσότης παθῶν μᾶς ὑποχρεώνει
νὰ δεχτοῦμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία (αὐτὲς ἐπαινοῦνται ἢ ψέγονται) ὡς ποσότητες πάθους.
Στὴ γενικὴ τῆς προαναφερθείσας ἔκφρασης δὲν εἶναι κυρίαρχη ἡ κτητικὴ οὔτε ἡ διαιρετικὴ
λειτουργία, ἀλλὰ μᾶλλον τονίζεται ἡ ἰδιότητα ἢ ἡ ἀναφορά. Μεσότης παθῶν: μεσότητα ποὺ
ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ πάθη, μεσότητα ὅσον ἀφορᾶ τὰ πάθη.
30. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.16.1.
31. Βασίζομαι καὶ στὸ ἀκόλουθο χωρίο τῆς Ῥητορικῆς, 1368b 9-10: ἑκόντες δὲ ποιοῦσιν
ὅσα εἰδότες καὶ μὴ ἀναγκαζόμενοι.
32. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.22.1.
33. Passim. Ἐνδεικτικά, Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.17.
34. Συναντᾶται μόνο μία φορὰ στὰ Τοπικά, 139b 32-33: ἐπιστήμην ἀμετάπτωτον. Ὁ
Dirlmeier ἀποδίδει τὴ χρήση του σὲ πλατωνικὴ ἐπιρροή (παρ’ ὅλο –ἐπισημαίνω– ποὺ ἡ λέξη
συναντᾶται μόνο μία φορὰ στὸν Πλάτωνα, στὸν Τίμαιον).
35. Βλ. ἐνδεικτικὰ Ζηνων, Testimonia et fragmenta 68.7-9: αὐτήν τε τὴν ἐπιστήμην φασὶν
ἢ κατάληψιν ἀσφαλῆ͵ ἢ ἕξιν ἐν φαντασιῶν προσδέξει ἀμετάπτωτον ὑπὸ λόγου.
36. Βλ. ἐνδεικτικὰ Χρυσιππος, Fragmenta moralia 111.5-7: ἐν ἕξει δὲ οὐ μόνας εἶναι τὰς
ἀρετάς͵ ἀλλὰ καὶ τὰς τέχνας τὰς ἐν τῷ σπουδαίῳ ἀνδρὶ ἀλλοιωθείσας ὑπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ
γενομένας ἀμεταπτώτους. Σὲ ἕνα, μάλιστα, χωρίο συνδέει τὸ ἀμετάπτωτος μὲ τὸ βέβαιος,
ὅπως συμβαίνει καὶ στὸ χωρίο τῶν ΗΜ· βλ. Fragmenta moralia 542.1-2: ἔτι παρὰ τὴν ἔννοιάν
ἐστιν ἀγαθῶν μὲν εἶναι μέγιστον τὸ ἀμετάπτωτον ἐν ταῖς κρίσεσι καὶ βέβαιον.
37. Ὁ F. Dirlmeier (Zeit der Grossen Ethik, Rheinisches Museum 88, 1939, σσ. 214-243)
σημειώνει ὅτι ὁ ὅρος προθετικὸς –μὲ τὴν ἐξαίρεση τῶν ΗΜ– δὲν συναντᾶται στὸ ἀριστοτε-
λικὸ corpus· συναντᾶται ἀπὸ τὸν Χρύσιππο καὶ μετά, καὶ ἀποτελεῖ, μαζὶ μὲ ἄλλους ὅρους
(ἐπιτευκτικός, κατόρθωμα, ἀποκατάστασις) ποὺ ἐπίσης ἀνάγονται στὴν ἴδια ἐποχή, ἔν-
δειξη γιὰ τὴν ὕστερη –γύρω στὸν 1ο π.Χ. αἰ.– χρονολόγηση τῶν Ἠθικῶν Μεγάλων. Αὐτή,
βεβαίως, ἦταν ἡ θέση τοῦ Dirlmeier τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγραψε τὸ συγκεκριμένο ἄρθρο. Ἀρ-
γότερα θεώρησε τὰ Ἠθικὰ Μεγάλα πρώιμο ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη, τὸ ὁποῖο ὅμως δέχτηκε
σοβαρὲς τροποποιήσεις ἀπὸ μεταγενέστερο ἐκδότη του.
186 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ
38. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.3.1: ἡ μὲν γὰρ φρόνησις πρακτικὴ τούτων ἐστί͵ ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις ἢ
διάθεσις ἤ τι τοιοῦτον ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῖς πρακτοῖς βελτίστων καὶ συμφορωτάτων.
39. Χρύσιππος, Fragmenta moralia 268.13: εὐστοχία ἐστὶν ἐπιστήμη ἐπιτευκτικὴ τοῦ ἐν
ἑκάστῳ σκοποῦ.
40. Βλ. π.χ. Ζηνων Κιτιευς, Testimonia et fragmenta 178.1-7 (Διογένης Λαέρτιος ΙΙ 84):
τὸ δὲ ἠθικὸν μέρος τῆς φιλοσοφίας διαιροῦσιν εἴς τε τὸν περὶ ὁρμῆς καὶ εἰς τὸν περὶ ἀγα-
θῶν καὶ κακῶν τόπον καὶ εἰς τὸν περὶ παθῶν καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ τέλους περί τε τῆς
πρώτης ἀξίας καὶ τῶν πράξεων καὶ περὶ τῶν καθηκόντων προτροπῶν τε καὶ ἀποτροπῶν·
[καὶ] οὕτω δ΄ ὑποδιαιροῦσιν οἱ περὶ Χρύσιππον κ.τ.λ. ὁ μὲν γὰρ Κιτιεὺς Ζήνων καὶ ὁ Κλεάν-
θης ὡς ἂν ἀρχαιότεροι ἀφελέστερον περὶ τῶν πραγμάτων διέλαβον.
Στὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ Χρυσίππου ὁ ὅρος ὁρμὴ συναντᾶται δεκάδες φορές.
41. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.27.1: Νέμεσις δέ ἐστιν μεσότης φθονερίας καὶ ἐπιχαιρεκακίας.
42. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ M. J. Mills (Φθόνος and Its Related πάθη in Plato and Aristotle,
Phronesis, 30/1, 1985, σσ. 1-12, σημ. 19), ἡ λέξη φθονερία δὲν συναντᾶται ἀλλοῦ, παρὰ μόνο
σὲ κείμενα τῶν Στωικῶν. Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος ἀναφέρεται σὲ ἔργο τοῦ Κλεάνθους μὲ τίτ-
λο Περὶ φθονερίας. Ὁ Στοβαῖος ἀνθολογεῖ τρία κείμενα τοῦ Χρυσίππου μὲ ἀναφορὰ στὴν
φθονερίαν· βλ. ἐνδεικτικά (ΙΙ 93.1): «εὐεμπτωσίαν» δ΄ εἶναι εὐκαταφορίαν εἰς πάθος ἤ τι τῶν
παρὰ φύσιν ἔργων͵ οἷον ἐπιλυπίαν͵ ὀργιλότητα͵ φθονερίαν͵ ἀκροχολίαν καὶ τὰ ὅμοια.
43. Π.χ. Χρυσιππος, Fragmenta moralia 759.14-15: Εἰκότως δέ͵ φησὶ Χρύσιππος· οὐ γὰρ
ἀγαθοῖς καὶ κακοῖς δεῖ παραμετρεῖσθαι τὸν βίον͵ ἀλλὰ τοῖς κατὰ φύσιν καὶ παρὰ φύσιν.
44. Β. Μπετσακος, Ἀριστοτέλης. Ἠθικὰ Μεγάλα. Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, ἐκδ.
Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2010, βλ. ἐνδεικτικὰ σχόλια στὶς παραγράφους ποὺ ἀναφέρονται στὰ
ἑξῆς πρόσωπα: Δαρεῖος Β12 (σχόλια 723, 724, 725), Ἰλεύς/Νηλεύς Β7 (σχ. 760), Μέντωρ Α34
(σχ. 391) καὶ Β6 (σχ. 515), Διονύσιος Β6 (σχ. 490), Κλέαρχος Β6 (σχ. 491, 492).
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 187
• Ἀπὸ τὸν πολίτη στὸ ἄτομο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πιὰ στὸ πλαίσιο τῆς
αὐστηρὰ ὁριοθετημένης πόλης-κράτους, ἀλλὰ ἀνήκει πολιτειακὰ στὰ
ἀχανῆ καὶ ἀσταθῆ ἑλληνιστικὰ βασίλεια. Ὅσο πιὸ ἐκτεταμένα εἶναι
τὰ καινούργια πολιτειακὰ ὅρια, τόσο πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀνάγκη τοῦ
ἀτόμου νὰ στραφεῖ στὸν ἑαυτό του, στὴ μοναδικότητά του καὶ μοναχι-
κότητά του.
• Ἀπὸ τὴ συλλογικὴ εὐτυχία στὴν ἀτομικὴ ἐπιδίωξή της. Ἡ ἀπόστα-
ση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ κέντρα ἐξουσίας καὶ λήψης ἀποφάσεων εἶ-
ναι ἀπολύτως ἀγεφύρωτη. Ὁ ἑλληνιστικός ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον
ὁ κλασικὸς Ἕλληνας πολίτης ποὺ εἶχε λόγο στὴ ρύθμιση κεντρι-
κῶν πλευρῶν τῆς κοινῆς ζωῆς του μὲ τοὺς συμπολίτες του. Ἡ προ-
σωπικὴ τοῦ εὐτυχία δὲν συναρτᾶται πιὰ σχεδὸν μονοσήμαντα μὲ τὴν
τύχη τῆς πόλης του, ἀλλὰ ἡ ἐπίτευξή της μοιάζει νὰ ἐπαφίεται στὸν
ἴδιο ἀποκλειστικά. Ἔτσι, μόνο «οἱ ἐσωτερικὲς δυνάμεις ἑνὸς ἀνθρώ-
που, ἡ λογική του, μποροῦν νὰ δώσουν τὴ μόνη σταθερὴ βάση γιὰ μιὰ
εὐτυχισμένη καὶ ἥσυχη ζωή»45. Μάλιστα, ἡ ἀτομικὴ εὐδαιμονία, πραγ-
ματώνεται σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἰς πεῖσμα τῆς ἀντίρροπης τά-
σης στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς εὐρύτερης πολιτειακῆς δομῆς μέσα στὴν
ὁποία ἐντάσσεται τὸ μεμονωμένο ἄτομο.
• Ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς κοινότητας στὴν ἀνασφάλεια τῆς ἀνωνυμίας.
Ὁ ἑλληνιστικὸς ἄνθρωπος δὲν ἀπολαμβάνει τὴ σταθερότητα καὶ τὴν
ἀσφάλεια ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ συνοχὴ τῆς οἰκείας πολιτικῆς κοι-
νότητας, ἀλλὰ βιώνει τὴν ἀνασφάλεια μιᾶς μὴ ἀφομοιώσιμης πολιτι-
κῆς ἑνότητας46. Κατὰ συνέπεια, «ἡ φιλοσοφία ἀνταποκρίθηκε στὴν τα-
ραγμένη ἐποχὴ τῶν μοναρχῶν τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων μὲ τὴ στροφὴ
ἀπὸ τὸν ἀνιδιοτελῆ στοχασμὸ στὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ
ἀτόμου»47.
• Ἀπὸ τὴν ὁλότητα τῆς κοινότητας στίς «νησίδες» ὁμάδων. Τὸ ψυχο-
λογικὸ κενὸ τῆς πόλης-κράτους ἔρχονται νὰ καλύψουν ὅμιλοι καὶ λέ-
σχες ποὺ προσφέρουν στὰ μέλη τους τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ
ἀδελφότητα. Ἡ ἀδελφότητα αὐτὴ τοὺς δίνει μιὰ διακριτὴ ταυτότητα
καὶ αὐτοσυνειδησία, καὶ τοὺς διαχωρίζει ἀπὸ τὰ ἀνώνυμα πλήθη.
• Ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἠθικὴ στὴν ἀτομικὴ διάκριση. Κατὰ τὴν ἑλληνι-
στικὴ ἐποχή «ἀναπτύσσεται ἔντονα ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία, καὶ ὁ ἄν-
θρωπος ἐνδιαφέρεται συχνὰ γιὰ τὸ ἀτομικὸ κέρδος καὶ τὴν προσωπι-
κὴ προβολή του»48.
• Ἀπὸ τὶς νόρμες τῆς πόλης στοὺς νόμους τοῦ σύμπαντος. Ἡ εὐδαιμο-
νία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωση τῶν ἄγραφων κοινωνικῶν ἀξι-
ῶν, ἀπὸ τὸν ἔπαινο καὶ τόν ψόγο τῶν συμπολιτῶν, ἀλλὰ συναρτᾶται
μὲ τὴν κατανόηση τοῦ σύμπαντος καὶ τοῦ τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς
ἄνθρωπος μέσα σὲ αὐτό. Οἱ ἠθικὲς ἀξίες συσχετίζονται μὲ καλὰ ὀργα-
νωμένες θεωρήσεις τοῦ κόσμου· ἡ ἠθικὴ ἀποκτᾶ κοσμοθεωρητικὲς δι-
αστάσεις.
• Ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο στὸ φόβο τοῦ πάθους. Ἐφόσον ὁ ἄν-
θρωπος παύει νὰ αὐτοσυνειδητοποιεῖται ὡς πολίτης μέσα σὲ ἕνα ἔλ-
λογο πλέγμα σχέσεων μὲ τούς συμπολίτες του καὶ βιώνει τὴ μοναχι-
κότητά του μέσα στὰ χαοτικὰ ἑλληνιστικὰ βασίλεια τῆς ἀνωνυμίας,
ἀμβλύνεται ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν λόγο καὶ ἐνισχύεται ὁ φόβος του
γιὰ τὶς ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, γιὰ τὰ πάθη.
• Ἀπὸ τὰ πάθη ὡς σχέσεις στὰ πάθη ὡς ἀτομικὰ συναισθήματα. Στὴν
κλασικὴ ἐποχὴ τὰ πάθη λειτουργοῦν ὡς ψυχο-βιολογικὲς ἐκφράσεις
καὶ ἐξωστρεφεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν περιβάλλοντα κόσμο
καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους (ἀνθρωπογενὲς περιβάλλον)49. Στὴν ἑλλη-
νιστικὴ ἐποχή, ὅμως, λειτουργοῦν πιὰ καὶ νοηματοδοτοῦνται ὡς ἀτο-
μικὰ συναισθήματα ποὺ θάλλουν ἐντὸς ἑνὸς κόσμου ἐσωτερικοῦ.
• Ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῶν παθῶν στὴν ἀνάγκη λογικοῦ ἐλέγχου ἢ καὶ
καταστολή τους. Ὁ ἕλληνας τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ἀποδέχεται ὅτι τὰ
πάθη ἀποτελοῦν μιὰ πραγματικότητα σύμφωνη μὲ τὴν ἀνθρώπινη
φύση. Οἱ ἄλογες δυνάμεις τῆς ψυχῆς συνυπάρχουν μὲ τὴ λογική. Ἀλλὰ
ὁ ἄνθρωπος τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων δυσπιστεῖ ἀπέναντι στὰ πάθη.
Διαβλέπει κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἀνεξέλεγκτη λειτουργία τους, καὶ θέλει νὰ
τὰ ἐλέγξει λογικά, ἀκόμη καὶ νὰ τὰ ἀκυρώσει παντελῶς.
Ὁπωσδήποτε, στὰ Ἠθικὰ Μεγάλα (ὅπως καὶ στὶς δύο ἄλλες ἀριστοτελι-
κὲς ἠθικὲς πραγματεῖες) προτείνεται μία ἠθικὴ ἀνθρωπολογική, ἀπαλλαγ-
μένη ἀπὸ κάθε ὑπερβατικὸ στοιχεῖο τόσο στὴν πηγὴ καὶ θεμελίωσή της ὅσο
καὶ στὴ δόμηση καὶ προοπτική της. Πρόκειται γιὰ ἠθικὴ ἐγγενῶς πολιτική,
προσανατολισμένη ἀπαρέγκλιτα σὲ ἕνα κορυφαῖο ἀγαθό, τὴν εὐτυχία τοῦ
ἀνθρώπου ὡς ἐλεύθερου ὑποκειμένου ποὺ ζεῖ στὸ πλαίσιο μιᾶς κοινωνίας
συγκεκριμένου τύπου: τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πόλεως.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μία εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πραγματεία στὸ σύνολό της ἀπη-
χεῖ τὴν καθοριστικὰ πολιτικὴ ἠθικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη, τὴν ἠθικὴ τῆς ἀρχαι-
οελληνικῆς πόλεως κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς της. Ὁ πολίτης καλεῖται νὰ
λειτουργήσει ὡς ὑποκείμενο ἠθικῆς, ὡς συνειδητοποιημένος πρωταγω-
νιστὴς τῶν σχέσεών του ἐν μέσω κάποιου περιβάλλοντος οἰκείου, προσι-
τοῦ, ἔλλογα δομημένου καὶ εὐχείριστου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν λείπουν στὰ
ΗΜ (ἀκριβέστερα σὲ ἐπιμέρους ἰδέες καὶ θέσεις τῆς πραγματείας) ἐκεῖ-
νοι οἱ διάσπαρτοι τόνοι ποὺ μαρτυροῦν ὅτι οἱ πνευματικὲς συνέπειες ἀπὸ
τὴν κατάρρευση τῆς πόλεως ἔχουν ἤδη ἐμπεδωθεῖ. Καὶ αὐτὲς οἱ συνέπει-
ες ἀρχίζουν νὰ κρυσταλλώνονται σὲ μία ἀνθρωπολογία πολὺ περισσότε-
ρο ἀτομοκεντρική, ἀλλὰ καὶ ἀμφίθυμη ἀπέναντι στὶς λογικὲς δυνατότητες
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὀργανώσει ἀποτελεσματικὰ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλ-
λους. Πρόκειται, ἐπίσης, γιὰ μιὰ ἠθικὴ δύσπιστη ἢ καὶ φοβισμένη ἀπένα-
ντι στὶς ἄλογες δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, μιὰ ἠθικὴ ποὺ θὰ ἐξέφρα-
ζε τὰ ἄτομα μιᾶς κοινωνίας σχετικὰ ἀνασφαλοῦς καὶ ἀβοήθητης ἀπέναντι
στὶς καινούργιες ἀξίες ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔρχεται.
Μὲ ἕνα λόγο, ἡ ἠθικὴ ποὺ προτείνουν τὰ ΗΜ δὲν παύει νὰ εἶναι μιὰ
ἠθικὴ πολιτική. Ὅμως ἡ πόλις δὲν εἶναι πιὰ αὐτὴ ποὺ ἦταν στοὺς κλασι-
κοὺς χρόνους· ὁ ἑλληνιστικός κόσμος ἔχει ἔρθει, καὶ μαζί του ἀναπτύσσε-
ται μιὰ ἠθικὴ τόσο περισσότερο στραμμένη πρὸς τὰ ἔσω, ὅσο πλατύτερα
γίνονται τὰ ὅρια τοῦ ἔξω.
51. J. M. Cooper, The Magna Moralia and Aristotle’s Moral Philosophy, The American
Journal of Philology, 94/4, 1973, p. 345.
52. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.7.8: ἐπειδὴ γάρ ἐστι τῆς ψυχῆς τι μέρος ᾧ ἡδόμεθα ἅμα τῇ προ-
σφορᾷ ὧν ἐσμεν ἐνδεεῖς͵ τοῦτο τὸ μόριον τῆς ψυχῆς ἐνεργεῖ καὶ κινεῖται͵ ἡ δὲ κίνησις αὐτοῦ
καὶ ἡ ἐνέργειά ἐστιν ἡδονή.
53. Δὲν γνωρίζω κάποια παράλληλη διδασκαλία σὲ ἄλλη πραγματεία τοῦ ἀριστοτελι-
κοῦ corpus σχετικὰ μὲ τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ βιώνει τὴν ἡδονὴ· ἡ συγκεκριμένη παράγρα-
φος φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἰδιαιτερότητα τῶν ΗΜ.
54. Βλ. ἐνδεικτικὰ Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.15.4: καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος [ὃς] ἂν αὐτὸς ἑαυτὸν
κατασκοπῆται͵ ὡς ἀναισθήτῳ ἐπιτιμῶμεν.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 191
Πολὺ χαρακτηριστικὴ γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν ΗΜ εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι κανεὶς ἄλ-
λος δὲν μετέχει στὰ συναισθήματά μας περισσότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν
ἑαυτὸ καὶ ὅτι ἡ καλύτερη παρέα εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός55. Αὐτὰ μάλιστα
λέγονται στὸ κεφάλαιο ποὺ ἀφιερώνεται στὴ φιλία καὶ τὴ μεγάλη συμβο-
λή της στὴν ἀτομικὴ εὐδαιμονία. Μπορεῖ καὶ ἀνάμεσα στοὺς φίλους νὰ συ-
ναντᾶται ἡ ὁμοιοπάθεια56, δηλαδὴ ἡ μετοχὴ τοῦ ἑνὸς φίλου στὴν αἰσθήμα-
τα -χαρᾶς ἢ λύπης- τοῦ ἄλλου, ὅμως αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν συγγραφέα
τῆς πραγματείας οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς φιλίας! Διότι μπορεῖ νὰ
ἀπουσιάζει ἡ διάθεση νὰ ζεῖ κανεὶς μαζὶ μὲ τὸν συγκεκριμένο φίλο του.
Μὲ βάση τὰ παραπάνω, εὔκολα διαπιστώνει κανεὶς τὴν ἐνίσχυση ἑνὸς
βαθύτερου ἀτομισμοῦ. Ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου ἀνάγεται στὴν ἴδια του
τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ ὄχι στὴν κοινότητα στὴν ὁποία ἀνήκει οὔτε καὶ
στὶς σχέσεις ποὺ χτίζουν διαλεκτικὰ τὴν ταυτότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς
πολίτη.
5. Ἡ παράγραφος ποὺ ἀναφέρεται στὴν ὁμόνοιαν57 εἶναι πολὺ χαρα-
κτηριστικὴ γιὰ τὸ συνολικὸ πνεῦμα τῆς πραγματείας πάνω στὸ ζήτημα
ἀτομικό-κοινωνικό. Ἡ ὁμόνοια περιγράφεται ὡς ἐσωτερικὴ ἁρμονία, ὡς
αὐτοέλεγχος. Μιὰ ἔννοια ποὺ κατὰ τὴν κλασικὴ ἐποχὴ ἔχει αὐτονόητο πε-
δίο ἀναφορᾶς τὴν κοινωνία ἢ τὴ συλλογικότητα, καὶ ἡ ὁποία φορτίζεται
μὲ σαφέστατο πολιτικὸ περιεχόμενο στοὺς συγγραφεῖς τῆς περιόδου αὐτῆς
(ἐνδεικτικὰ στὸν Ἰσοκράτη), ὁρίζεται στὰ ΗΜ ἀποκλειστικὰ στὸ πλαίσιο
τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Εἶναι προφανὲς ὅτι βρισκόμαστε στὰ πρόθυρα τῆς ἑλ-
ληνιστικῆς ἐποχῆς, τῆς κατάρρευσης τῆς πόλεως καὶ τῶν συνεκτικῶν θε-
σμῶν της, καθὼς καὶ τῆς συνακόλουθης ἀνάπτυξης μιᾶς ἐσωστρεφοῦς ἀτο-
μικότητας.
6. Ἡ ἀναφορὰ στὴν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρώπινης φύσης (στὸ πλαίσιο τοῦ
θέματος «φιλία») ἀποτελεῖ τυπικὸ διανόημα τῶν HΜ58. Τὸ ἀποτιμῶ ὡς κα-
55. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.11.43: ἔτι ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν αὐτοῖς μάλιστα ἐσμέν· καὶ 2.11.47:
ὁμοιοπαθέστατοι δ΄ αὐτοῖς ἡμῖν ἐσμέν· καὶ συζῆν δὲ μεθ΄ ἑαυτῶν μάλιστα βουλόμεθα.
56. Ὁ ὅρος ὁμοιοπάθεια δὲν συναντᾶται σὲ κάποια ἀριστοτελικὴ πραγματεία. Στὰ ΗΝ
χρησιμοποιεῖται ὁ ρηματικὸς τύπος ὁμοιοπαθεῖν μὲ τὴ σημασία «πάσχω ὅμοια», 1095b 19-
22: οἱ μὲν οὖν πολλοὶ παντελῶς ἀνδραποδώδεις φαίνονται βοσκημάτων βίον προαιρούμε-
νοι͵ τυγχάνουσι δὲ λόγου διὰ τὸ πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐξουσίαις ὁμοιοπαθεῖν Σαρδαναπάλ-
λῳ· ἐνῶ στὰ Προβλήματα ἀνευρίσκεται τὸ ἐπίθετο μὲ ἀντίστοιχη σημασία, 953a 26: πολλοὶ
τῶν ἡρώων ὁμοιοπαθεῖς φαίνονται τούτοις. Τὸ ἰσοδύναμο ἐπίθετο ὁμοπαθὴς συναντᾶται
στὰ ΗΝ, 1161a 26-27: ἴσοι γὰρ καὶ ἡλικιῶται͵ οἱ τοιοῦτοι δ΄ ὁμοπαθεῖς καὶ ὁμοήθεις ὡς ἐπὶ
τὸ πολύ. Στὸ τελευταῖο χωρίο τὰ δύο ἐπίθετα (ὁμοπαθεῖς καὶ ὁμοήθεις), ποὺ κατασκευάζο-
νται μὲ τὴν ἴδια λογική, φανερώνουν μὲ τὰ δεύτερα συνθετικά τους ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἤθε-
λε νὰ μιλήσει γιὰ κοινὰ πάθη καὶ ἤθη. Ἀντίστοιχη σημασία ἔχει καὶ τὸ ἀφηρημένο οὐσια-
στικὸ ὁμοιοπάθεια στὸ πλαίσιο μιᾶς φιλικῆς σχέσης: εἶναι ἐκείνη ἡ ψυχικὴ κατάσταση τὴν
ὁποία μοιράζονται οἱ φίλοι καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία βιώνουν τὰ ἴδια αἰσθήματα χαρᾶς
καὶ λύπης.
57. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.12.
58. Τὸ ἐπίθετο ἀσθενικὸς χρησιμοποιεῖται στὰ ΗΜ παραγόμενο ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν
στὴν ΝΕ της σημασία. Βλ. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.6.35: καὶ ἀπὸ τοῦ πάθους ὁρμὴ ἐγένετο πρὸς τὸ
πρᾶξαί τι ὧν ἴσως οὐ δεῖ͵ ἡ δ΄ ἑτέρα οἷον ἀσθενική τις͵ ἡ μετὰ τοῦ λόγου οὖσα τοῦ ἀποτρέ-
ποντος. Σχεδὸν τὴ ΝΕ σημασία ἔχει στὰ ΗΜ καὶ ἡ λέξη πόνος.
192 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ
59. Βλ. καὶ N. Sherman, Aristotle on Friendship and the Shared Life, Philosophy and
Phenomenological Research, 47/4, 1987, pp. 589-613, εἰδικ. σ. 605.
60. Ὁ J. M. Cooper θεωρεῖ ὅτι ἡ πραγματεία δὲν συμπεριλαμβάνει στὴ σύνθετη ἐκδοχὴ
τῆς εὐτυχίας καὶ τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά (Aristotle on the Goods of Fortune, The Philosophical
Review, XCIV, 2, 1985, σ. 177, σημ. 5). Ἔτσι καὶ ὁ R. Kraut, Aristotle on the Human Good:
An Overview, Aristotle’s Ethics. Critical Essays, N. Sherman (ed.), New York-Oxford 1999, σ.
103, σημ. 11.
61. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.34.24-25: ἔστιν οὖν ἡ φυσικὴ ἀρετὴ αὕτη ἡ ἄνευ λόγου χωριζο-
μένη μὲν τοῦ λόγου μικρὰ καὶ ἀπολειπομένη τοῦ ἐπαινεῖσθαι͵ πρὸς δὲ τὸν λόγον καὶ τὴν
προαίρεσιν προστιθεμένη τελείαν ποιεῖ τὴν ἀρετήν. διὸ καὶ συνεργεῖ τῷ λόγῳ καὶ οὐκ ἔστιν
ἄνευ τοῦ λόγου ἡ φυσικὴ ὁρμὴ πρὸς ἀρετήν. οὐδ΄ αὖ ὁ λόγος καὶ ἡ προαίρεσις οὐ πάνυ τε-
λειοῦται τῷ εἶναι ἀρετὴ ἄνευ τῆς φυσικῆς ὁρμῆς.
62. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.34.32: ἡ φρόνησις ὥσπερ ἐπίτροπός τίς ἐστι τῆς σοφίας͵ καὶ πα-
ρασκευάζει ταύτῃ σχολὴν καὶ τὸ ποιεῖν τὸ αὑτῆς ἔργον͵ κατέχουσα τὰ πάθη καὶ ταῦτα σω-
φρονίζουσα.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ 193
λογικὸ περιεχόμενο63. Αὐτή, βέβαια, εἶναι μιὰ ἰδέα τὴν ὁποία ἔχουν ἐπεξερ-
γαστεῖ ἰδιαίτερα οἱ στωικοί64.
Ἡ ἀρετή (ὡς προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας) δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ ἁρμονικὴ συνεργασία τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν. Ὁ λόγος καὶ
οἱ ἐπιθυμίες συμβιώνουν ἁρμονικά, καθὼς τὸ κάθε στοιχεῖο διατηρεῖ ἕνα
εἶδος προτεραιότητας: οἱ ἐπιθυμίες (ὡς κατεξοχὴν σωματικὲς λειτουργίες)
προηγοῦνται χρονικά, ἐνῶ ὁ λόγος (ὡς κατεξοχὴν διανοητικὴ λειτουργία)
ἡγεῖται τῶν ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου διατηρώντας ἔτσι τὸν τελευταῖο
καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο.
10. Ὁ συγγραφέας τῶν ΗΜ ἀποδίδει ἰδιαίτερη ἔμφαση καὶ ἀφιερώνει
ἀπρόσμενα μεγάλη ἔκταση στὴν ἀνάλυση καὶ διαύγαση τῆς ἀκρασίας65, τῆς
κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀδυναμία θέλησης.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκρατὴς πράττει τὸ κακὸ ἐν πλήρει συνειδήσει ὅτι αὐτὸ
εἶναι κακό66· ἡ λογική του τὸν προειδοποιεῖ ὀρθά, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν μπορεῖ
νὰ ἀντισταθεῖ στὶς ὁρμές του. Στὴν περίπτωσή του ὁ λόγος ὑποκύπτει στὸ
πάθος, ἡ γνώση στὴν ἐπιθυμία. Ἡ σύγκρουση λόγου καὶ παθῶν67, ἡ ὁποία
χαρακτηρίζει τὴν ἀκρασίαν, συνιστᾶ ἀναίρεση τῆς θεμελιώδους συνθήκης:
εὐδαιμονία σημαίνει ψυχικὴ ἑνότητα καὶ ἰσορροπία.
Μολονότι, ἡ ἀκρασία συζητεῖται καὶ στὶς δύο ἀναμφισβήτητα γνήσι-
ες ἀριστοτελικὲς πραγματεῖες, ἀποκτᾶ πολὺ μεγάλη σημασία στὰ ΗΜ. Συ-
μπεραίνω ὅτι ὁ μετα-ἀριστοτελικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἑλληνιστι-
κῆς ἐποχῆς, βιώνει πιὸ ἔντονα (καὶ συνειδητοποιεῖ) τὴν ἰσχὺ τῶν παθῶν,
ὡς ἀτομικῶν (προβληματικῶν) συναισθημάτων. Ζεῖ σὲ ἕνα ἀνασφαλὲς πε-
ριβάλλον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει συρρικνωθεῖ ἡ ἰσχὺς τοῦ λόγου καὶ τῆς
γνώσης, ποὺ κάποτε ἦταν ἐγγυημένη ἀπὸ τὴ συνεκτικὴ λειτουργία τῆς κοι-
νότητας καὶ τὶς ἀφομοιωμένες ἠθικὲς της νόρμες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι
(σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη) ὁ Σωκράτης ἀρνοῦνταν ὄχι ἁπλὰ τὴν ἰσχὺ
ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῆς ἀκρασίας.
63. Βλ. καὶ F. M. Stawell, The Practical Reason in Aristotle, International Journal of
Ethics, 14/4, 1904, σσ. 469-480, ἰδιαίτερα σ. 479.
64. Βλ. R. W. Sharples, Σκεπτικοί, Ἐπικούρειοι καὶ Σκεπτικοί. Μιὰ Eισαγωγὴ στὴν
Eλληνιστικὴ Φιλοσοφία (Stoics, Epicureans and Sceptics. An Introduction to Hellenistic
Philosophy), μετ. Μ. Λυπουρλὴ καὶ Γ. Ἀβραμίδης, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 123 κ.ἑξ.
65. Ἀπὸ τὴν τεράστια βιβλιογραφία γιὰ τὴν ἀκρασίαν ἰδιαίτερα χρήσιμα μοῦ φάνηκαν
δύο ἐξαιρετικὰ ἄρθρα: A. Kenny, The Practical Syllogism and Incontinence, Phronesis, 11/2,
1966, σσ. 163-184 καὶ G. Santas, Aristotle on Practical Inference, the Explanation of Action,
and Akrasia, Phronesis, 14/2, 1969, σσ. 162-189.
66. Ἠθικὰ Μεγάλα, 2.6.2: ὁ δὲ ἀκρατὴς δοκεῖ͵ εἰδὼς ὅτι φαῦλα εἰσίν͵ αἱρεῖσθαι ὅμως͵ἀ-
γόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους.
67. Ὁ Santas (ὅ.π., σσ. 179 κ.ἑξ.) ἀναπτύσσει μιὰ ἑρμηνευτικὴ πρόταση τῆς ἀριστοτε-
λικῆς ἀκρασίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἐγκρατὴς ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στίς πράξεις του
ἀπὸ τὸ ζεῦγος φρόνησις-βούλησις, ἐνῶ ὁ ἀκρατὴς ἀπὸ τὸ ζεῦγος δόξα-ἐπιθυμία. Σύμφω-
να μὲ τὸν μελετητὴ ἡ ἀνθρώπινη πράξη κινητοποιεῖται (χρησιμοποιεῖται ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ὅρος
motivation) ἀπὸ τὴ συνέργεια ἑνὸς διανοητικοῦ καὶ ἑνὸς ἐπιθυμητικοῦ παράγοντα· ἔτσι,
στὴν περίπτωση τῶν δύο προηγουμένων ζευγῶν τὸ πρῶτο μέλος ἐκπροσωπεῖ τὸν διανοητι-
κό, ἐνῷ τὸ δεύτερο τὸν ἐπιθυμητικὸ παράγοντα.
194 Β. ΜΠΕΤΣΑΚΟΣ
4. Συμπερασματικά
Βασίλειος Μπετσακος
(Θεσσαλονίκη)
Abstract
Antiquity never questioned the authenticity of Magna Moralia (MM). From the 18th
century till now, however, many Aristotle scholars have pondered whether the trea-
tise was written by Aristotle himself. This is so because, compared to Aristotle’s un-
doubtedly genuine works, in MM there are numerous and obvious lexical and stylistic
peculiarities. Many words are found exclusively in MM, others are used conveying
unusual meanings. There are also differences in syntax, as well as in the technical ter-
minology of ethics. What is more, beyond the level of form, MM differ –to some ex-
tent– in their teaching about man. This pertains more to the Hellenistic times than to
the Classical era. In MM man is more of a person and less of a citizen. He is no longer
guided by the norms of the community, and seeks answers by discussing with himself.
Confidence in logic gives way to the fear of passion. Ἀρετὴ is defined as the middle of
passions, while ἀκρασία, the weakness of logical self-control, attracts the writer’s ex-
traordinary interest. Ultimately, the whole atmosphere of MM, especially with respect
to their teaching about man, leads us to the conclusion that they were written by a
Peripatetic philosopher during the Hellenistic period.
Vasileios Betsakos