Professional Documents
Culture Documents
Δέκα αιώνες καλύπτει η παρουσία των Τσιγγάνων στη χώρα μας που
υπήρξε κομβικό σημείο για την εξάπλωσή τους στην Ευρώπη. Ήδη σ’ ένα
αγιογραφικό κείμενο του 1068 μαρτυρείται η παρουσία των
«Αθίγγανων», στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1346 αναφέρεται σε
κείμενα η ύπαρξη «φέουδου Τσιγγάνων» (feudum acinganorum) στην
Κέρκυρα όπου διατηρήθηκε ως τον 19ο αιώνα. Σε βυζαντινούς κανόνες,
κείμενα βυζαντινών λογίων αλλά και σε πολλά δημοτικά μας τραγούδια
συναντάμε πλήθος αναφορές στους Τσιγγάνους.
Στο πέρασμα των αιώνων η πορεία των Ρόμ της Ελλάδας και των Ρωμιών
υπήρξε κοινή, έτσι ώστε «τσιγγάνικη και ελληνική συνείδηση να
συνυπάρχουν στην ψυχή του Έλληνα Τσιγγάνου». Όπως σημειώνει ο
κοινωνιολόγος Γιάννης Γεωργίου, αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι
στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι δεν υπέστησαν διωγμούς και θανατώσεις ούτε
ποτέ απαγορεύτηκε η χρήση της γλώσσας τους και της κουλτούρας τους.
Αντιθέτως, στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη γνώρισαν συχνά, έως και
προσφάτως, μαζικές διώξεις με αποκορύφωμα τη γενοκτονία από τους
Ναζί. Για τους λόγους αυτούς οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης ζήτησαν από
πολύ νωρίς ν’ αναγνωρισθούν ως εθνική μειονότητα, σε αντίθεση με τους
Τσιγγάνους της Ελλάδας που δηλώνουν Ρόμ αλλά και Ρωμιοί. Δεν είναι
τυχαία η λαϊκή φράση ότι ένα χωριό αναγνωριζόταν ως σημαντικό αν
«είχε δικό του παπά και γύφτο!»
Ικανότατοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, οι Τσιγγάνοι υπήρξαν -και σε
ορισμένες περιπτώσεις παραμένουν ακόμα- από τους κυριότερους φορείς
της δημοτικής μας μουσικής. Σιδεράδες και μουσικοί οι παραδοσιακές
ασχολίες τους (συνδυάζοντας κάποιες φορές και τις δύο τέχνες),
κατέληξαν σε κάποιες περιοχές τ’ όνομά τους να είναι συνώνυμο του
οργανοπαίχτη. «Ήρθαν οι γύφτοι» σημαίνει ήρθαν τα όργανα!..
Όπως σημειώνει η Δέσποινα Μαζαράκη στο βιβλίο της «Το λαϊκό
κλαρίνο στην Ελλάδα»: Σε περιοχές ολόκληρες η οργανική μουσική του
τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των γύφτων. Οι ντόπιοι δεν
καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη. Σ’ ολόκληρη την Ήπειρο,
στο Δομοκό, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, στην περιοχή του
Ασπροποτάμου, της Λειβαδιάς και αλλού η λέξη «γύφτος» σημαίνει
οργανοπαίχτης.
Ο Αναστάσιος Τσιάρας διηγείται για τους μουσικούς του χωριού του, στα
Γραμμενοχώρια της Ηπείρου:
Το επάγγελμα του λαϊκού οργανοπαίχτη το εξασκούσαν μονάχα οι
ακτήμονες χωριανοί μας, οι λεγόμενοι «γύφτοι», που η οικονομική τους
κατάσταση βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και οι συνθήκες διαβίωσής
τους ήταν πανάθλιες. Γι’ αυτό και το επάγγελμα του οργανοπαίχτη δεν
ήταν τότε κοινωνικά αποδεχτό και εθεωρείτο, χωρίς υπερβολή,
αναξιόπρεπο και καταφρονεμένο.