You are on page 1of 260

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΒΟΥΡΑΝΑΚΗΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εικόνα και αρχαιολογία


Η περίπτωση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Μέρος Α΄
Εικόνα και αρχαιολογία
Η περίπτωση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Μέρος Α΄

Συγγραφή
Γιώργος Βαβουρανάκης

Κριτικός αναγνώστης
Κλαίρη Παλυβού

Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Γιώργος Διαμάντης
Γραφιστική Επιμέλεια: Γιώργος Βαβουρανάκης
Τεχνική Επεξεργασία: Μιχάλης Ζωιτόπουλος

Εξώφυλλο: Λεπτομέρεια της κάτοψης του ανακτόρου της Τίρυνθας από τον Wilhelm Dörpfeld

ISBN: 978-960-603-420-6

Copyright © ΣΕΑΒ, 2015

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική
Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ


Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
www.kallipos.gr
Στη Μαριλίζα, τη Δανάη και τη Μελίνα
Πίνακας Περιεχομένων

Ευρετήριο 7

Πίνακας συντομεύσεων - Ακρωνύμια 15

Πρόλογος 16

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή 18

Βιβλιογραφία 25

Κεφάλαιο 2. Η εικόνα στην αρχαιολογική έρευνα 27


1. Εισαγωγή 27
2. Από τον Stuart Piggott στη νέα αρχαιολογία 28
3. Η μεταδιαδικαστική κριτική 32
4. Η ψηφιακή αρχαιολογία 35
5. Εικόνες και αρχαιολογικός λόγος: κενά και πιθανές κατευθύνσεις της έρευνας 43
6. Η συνεξέταση συμβατικών και ψηφιακών εικόνων 45

Βιβλιογραφία 47

Κριτήρια αξιολόγησης 50

Κεφάλαιο 3. Εικόνα και Λόγος 52


1. Εισαγωγή 52
2. Εικόνα και ανθρώπινη αντίληψη 52
3. Εικόνα και γλώσσα 60
4. Οι αρχαιολογικές εικόνες 64

Βιβλιογραφία 69

Κριτήρια αξιολόγησης 73

Κεφάλαιο 4. Η εξέταση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων 74


1. Εισαγωγή 74
2. Εικόνα και κοινό: η σημασία των τελικών δημοσιεύσεων 75
3. Οι κυριότεροι τύποι σχεδίων και η κωδικοποίηση της πληροφορίας 75
4. Η θέση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων στην τελική δημοσίευση 86
5. Προς μια «γενεαλογία» της έρευνας για την προϊστορική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο 89
6. Η περιοδοποίηση των δημοσιεύσεων της αιγαιακής προϊστορίας 90

Βιβλιογραφία 91

Κριτήρια αξιολόγησης 92

Κεφάλαιο 5. Η προδρομική περίοδος της προϊστορικής αρχαιολογίας στο Αιγαίο: Οι περιηγητές του
19ου αιώνα 94

5
1. Εισαγωγή 94
2. Η ενασχόληση με τα προϊστορικά μνημεία κατά την ύστερη Οθωμανοκρατία 95
3. Η «αποστολή του Μοριά» 110
4. Άλλες πρώιμες ερευνητικές ενασχολήσεις με τα προϊστορικά μνημεία 114
5. Η αρχαιολογική δραστηριότητα μετά την Επανάσταση του 1821: οι όψιμοι περιηγητές 117
6. Η αυγή της προϊστορικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα: οι ανασκαφές στη Θηρασία 119
7. Η μελέτη και η απεικόνιση των προϊστορικών μνημείων στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα 120

Βιβλιογραφία 122

Κριτήρια αξιολόγησης 125

Κεφάλαιο 6. Οι πρωτοπόροι της αιγαιακής προϊστορίας 126


1. Εισαγωγή 126
2. Heinrich Schliemann 127
3. Wilhelm Dörpfeld 131
4. Χρήστος Τσούντας 138
5. Sir Arthur Evans 144
6. Η απεικόνιση της αρχιτεκτονικής κατά τη συγκρότηση της αιγαιακής προϊστορίας σε επιστημονικό πεδίο της
αρχαιολογίας 165

Βιβλιογραφία 166

Κριτήρια αξιολόγησης 169

Κεφάλαιο 7. Η αιγαιακή έρευνα από τα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του 20ού αιώνα: εμπειρισμός,
λιτότητα και σχηματικότητα 171
1. Εισαγωγή 171
2. Οι προϊστορικές έρευνες των Ελλήνων αρχαιολόγων: εμπειρισμός και εθνοκεντρισμός 174
3. Η γερμανική προϊστορική έρευνα μεταξύ νεωτερικότητας και ομηρισμού 183
4. Αμερικανικός κλασικισμός και εμπειρισμός 189
5. Στη σκιά των Δελφών και της Δήλου: η γαλλική προϊστορική έρευνα 201
6. Η ιταλική έμφαση στη στρωματογραφία και τις οικοδομικές φάσεις 216
7. Οι πρώτες σουηδικές προϊστορικές έρευνες: από την αρχαιογνωσία του γραφείου στη σκανδιναβική μέθοδο πεδίου
226
8. Στους αντίποδες του Evans: η βρετανική αντικλασική αρχαιολογική έρευνα πεδίου 233
9. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια των προϊστορικών ανασκαφών στο α΄ μισό του 20 αιώνα: η επικράτηση του λιτού
ού

εμπειρισμού 250

Βιβλιογραφία 253

Κριτήρια αξιολόγησης 259

6
Ευρετήριο
A
Adler 131, 132, 134, 189
Åkerström 227
Alberti 20
Altertumswissenschaft (επιστήμη του παρελθόντος) 94
André 120, 201, 211
Anschauung 131
antiquarianism (αρχαιοφιλία) 95
Atkinson 235, 236, 252, 253
augmented reality (επαυξημένη πραγματικότητα) 36, 38, 68, 85

B
Bagge 144
Banti 171, 217, 219, 220, 221, 222, 253
Bartholdy 98, 99, 122
Bauhaus 22
Bergson 58, 70
Bernabò Brea 171, 223, 225, 253
Blegen 171, 190, 192, 193, 194, 233, 239, 249, 251, 253, 259
Blouet 111, 112, 113, 115, 121, 122, 202
Boni 217, 225, 254
born-digital data (εξαρχής ψηφιακά δεδομένα) 46
Bory de Saint-Vincent 111, 119, 122
Bosanquet 25, 171, 235, 236, 253
Boyd-Hawes 171, 185, 189, 190, 191, 192, 200, 251, 254
Breton 116, 122
Brøndsted 106, 125
Brunn 131
Bulle 171, 184, 188, 254
Burnouf 129
Byron 109

C
Casson 247, 254
Champollion 104
Chapouthier 171, 204, 205, 207, 211, 212, 254
Charbonneaux 171, 204, 254
Charles 106
Charléty 212
Choiseul-Gouffier 96, 97, 122
Choisy 21, 22, 26
Clark 235
Cockerell 96, 103, 104, 109, 110, 111, 120, 122
Comparetti 216
Comyn 237, 238
context 79, 81
Coupel 212
Cox 195, 196, 197, 199
Currelly 236, 238, 254
Curtius 115, 116, 119, 121, 122, 131, 136

D
Dawkins 25, 171, 236, 238, 240, 254
de Jong 24, 34, 49, 65, 67, 71, 144, 149, 162, 167, 199, 241, 255
Deleuze 58, 59, 70, 71
Della Seta 217, 223, 225
Demargne 201, 208, 211, 212, 254
de Saussure 54, 55, 63, 72
Deshayes 211, 254
Dinsmoor 190, 193
7
dispositio 52, 64, 68, 69
Dodwell 101, 102, 103, 104, 109, 114, 122
Dörpfeld 24, 90, 126, 127, 130, 131, 147, 150, 161, 164, 171, 183, 201, 226, 236, 239, 244, 249, 260
Doesbourg (van) 22
Doll 24, 144, 147, 149, 157, 162
Donaldson 107, 108, 109, 111, 113, 114, 120, 121
Droop 147, 166, 171, 234, 255
Dubuisson 210
Duckworth 236, 238, 254
Ducoux 207, 210, 215
Du Moncel 118, 123
Dupry 205

E
Easteren (van) 22
Edgar 235, 236, 253
Effenterre (van) 171, 214, 255
Elgin 96, 98, 123
Evans 18, 19, 23, 25, 34, 90, 126, 127, 144, 172, 182, 190, 192, 202, 213, 216, 219, 221, 222, 233, 239, 242, 250, 253, 260

F
Fabricius 216
Faith-Ell 229
Fauvel 96, 97, 98
Finlay 116
Finsen 231, 255
Fiorelli 216, 217, 225
Fomine 179, 183, 202, 246
Foucherot 96
Fouqué 120, 123, 125
Frödin 228, 255
Furtwängler 131, 136, 147, 168, 184, 185
Fyfe 24, 144, 147, 149, 152, 154, 160, 162, 168

G
Gell 55, 71, 94, 95, 111, 114, 118, 121, 123, 125, 130, 253
Giaccone 225
Gilliéron 129, 140, 142, 144, 150
Gjerstad 227
Goekoop 136
Goldman 171, 190, 198, 199, 251, 255
Gombrich 28, 48, 63, 71
Gorceix 120
Gordon Childe 234, 249
Göttling 115, 116, 123
Graham 75, 91, 223, 255
Gropius 98, 99, 106
Grosvenor 118, 123

H
Halbherr 171, 216, 217, 222, 255
Hallerstein 104, 106
Hamilton 96, 98
Hawkins 97
Haygarth 109, 123
Heurtley 247, 248, 249, 255, 257
Hilaire 96
Hoare 235
Hodge-Hill 192
Hogarth 171, 235, 239, 253
Holland 188, 195, 199, 241, 243, 244
Holmberg 227
8
Hope 96, 98, 124
Hoppin 197
Hughes 110, 123
hyper-realism (υπερβολικός ρεαλισμός) 56

I
Ittar 98

K
Kant 131
Karo 171
Kawerau 132, 140, 141, 174, 175, 182, 185, 189, 192, 201, 250, 256
Kenyon 193
Kjellberg 226
Knackenfuss 177
Knackfuss 189
Koes 106
Konze 127
Kunze 171

L
Lacan 53, 58, 61, 71
Lamb 171, 233, 245, 246, 248, 256
Lambert 144
Larsen 229
Lattry 202
Leake 96, 98, 102, 109, 111, 113, 120, 121, 123, 125, 130, 253
Lear 118, 119, 124
Lenormant 111, 112, 120, 123, 201
Levi 171
Levi-Strauss 54, 55
Lindros 229
Lissitzki 22
Ljungner 229
Lloyd 30, 31, 43, 48
Loeschke 131

M
Mackenzie 144, 147, 170, 171, 233, 234, 235, 253
Mallwitz 189
Mamet 120, 123, 201
Martin 211
Mezger 114
Millberg 229
Monge 22
Müller 171, 186, 188, 249, 257
Mure 116, 119, 124
Myres 171, 238, 254

N
Newton 144, 149, 163, 168
Nilsson 227

P
Pernier 171, 217, 219, 220, 221, 257
Persson 171, 226, 227, 228, 231, 253, 255
photorealism 56
Picard 204
Piggott 28, 29, 45, 48
Pitt-Rivers 29, 32
Pomardi 101
Préault 98
9
Prokesch-Osten 110, 125
Puillon-Boblaye 111, 112, 124
punctum 55, 66

Q
Quinet 111, 112, 113, 124

R
Ralegh Radford 248, 255
Renaudin 171, 204
Revett 96, 99, 105, 107, 111, 120, 123
Rey 203, 204, 254, 257
Ridgeway 234
Riezler 184
Robinson 179
Rodenwaldt 106, 124, 171
Roës 208
Ross 114, 116, 121, 123
Rossi 225
Roversi Monaco 225

S
Säflund 227, 231, 232, 233, 258
Schinkel 131
Schliemann 18, 24, 25, 90, 94, 95, 120, 126, 136, 144, 146, 161, 164, 171, 173, 186, 190, 201, 239, 241, 243, 249, 251
Schmid 24
Seager 171, 189, 190, 254
Second Life 42, 49
Seyk 191, 192, 238, 258
Shanks 32, 42, 45, 49, 67, 72, 94, 124
Shaw 24
simulacra 56, 68
single context recording 32, 81
Smith 235, 236, 253
Squire 98
Stackelberg 106, 107, 109, 111, 124
Stefani 219, 222, 223, 226, 251, 255
Streichert 134
Stuart 96, 99, 105, 107, 111, 120, 122
studium 54, 66
Stukeley 27, 29, 49
Sulze 186, 187, 188

T
Thiersch 114, 121, 124
Thompson 171, 194, 233, 239, 241, 244, 247, 249, 258
Tod 236, 238
Tousloukof 202, 211, 212
Trant 117, 125

U
Uhde 136

V
Valmin 227, 229, 231, 233, 258
Vassas 212
Villaggio (Αγία Τριάδα) 222
Vischer 119, 125

W
Wace 163, 171, 188, 190, 192, 193, 196, 233, 239, 247, 249, 252, 258, 260
10
Waldstein 197
Walker Kosmopoulos 198, 199, 200, 258
Walston 197
Welch 235, 236, 253
Westholm 228, 255
Wheeler 29, 30, 32, 50, 55, 80, 193, 216, 234
Wide 226
Winckelmann 131

Α
Αγία Τριάδα 173, 190, 208, 217, 222, 237
Άγιος Ανδρέας Σύρου 142
Άγιος Κοσμάς Αττικής 178, 181, 182
Άγιος Μάμας 247, 248
Άγιος Νικόλαος 238
Άγιος Φλώρος 230
αίθουσα του θρόνου (Κνωσός) 158, 160, 164
Ακρόπολη Αθηνών 103, 105, 127, 174, 175, 182, 185, 189, 192, 250
Ακρωτήρι Θήρας 23, 24, 40, 75, 83, 90, 120
Αλαφούζος 120
Αναβάθρα (Μυκήνες) 243
απεικόνιση (Icon) 55, 59, 62, 63, 66
αποστολή του Μοριά 94, 110, 111, 117, 121, 130
απόφανση/αποφαντικότητα 86
Αργύρης 142
αρχαιογνωσία 95, 102, 107, 113, 114, 116, 120, 121, 130, 143, 165, 172, 173, 183, 217, 226, 229, 234, 239, 251
αρχαιοδιφία 95, 96, 102, 113, 121, 130, 165
Αρχάνες 150
Ασέα 227
Ασίνη 226, 227, 228, 229, 233

Β
Βαρδαρόφτσα 248
βασιλικά διαμερίσματα Κνωσού 153, 156
Βασιλική 189
Βασιλική ´Επαυλη Κνωσού 222
Βιτρούβιος 20

Γ
Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφόρησης (ΓΣΠ) 35, 36, 40, 81, 87
Γιαννακόπουλος 210
Γιούχτας 117, 118
Γόνα 204
Γόρτυνα 97, 105, 106, 110, 216
Γουρνιά 19, 185, 189, 190, 191, 238, 251, 259
Γουστάβος Αδόλφος 228

Δ
δείξη (Index) 55, 63
Δεκιγάλλας 120
Δενδρά 226, 253
διαγράμματα Harris 32, 81
διαδικαστική αρχαιολογία (βλ. και νέα αρχαιολογία) 44
Διμήνι 138, 139, 142, 143, 169, 240, 241
δομισμός 54, 55
Δροσινός 129, 130, 169
δυνητική αρχαιολογία (virtual archaeology) 27, 36, 38, 39, 41, 44, 46, 68, 88
δυνητική πραγματικότητα 38, 57

Ε
εθνοκεντρισμός 138, 174, 182, 250
11
Ελευσίνα 178, 179, 181
Ελληνικά 236, 238
Ελληνική Αναβίωση (Greek Revival) 98
επαυξημένη πραγματικότητα (augmented reality) 36, 38, 68, 85
επιστήμη του παρελθόντος (Alterumswissenschaft) 94
επιστημονική αρχιτεκτονική έρευνα (bauwissenschaftliche Forschung) 137, 188, 189, 249
ερμηνεύον σημείο (interpretant sign) 55
Εταιρεία των Dilettanti 96, 101, 106
Εύτρηση 189, 190, 198, 199

Ζ
Ζερέλια 240
Ζυγουριές 171, 189, 190, 192, 195

Θ
Θεσσαλία 138, 142, 143, 174, 233, 239, 240, 241, 244, 249
Θηρασία 121, 124, 125, 201
Θησαυρός του Ατρέα 97, 101, 102, 103, 104, 107, 108, 111, 113, 115, 118
Θησαυρός του Μινύα 96, 102

Ι
Ιθάκη 94, 99, 100, 107, 116, 131, 135, 137

Κ
Καββαδίας 178, 182, 183, 192, 250, 253, 256
Κακκόβατος 127, 131
Καλαθιανά 150
Καλαύρεια Πόρου 226
Καραβάν Σεράι (Κνωσός) 148, 150
Κεραμόπουλος 171
Κίρρα 202, 214, 215
Κνωσός 18, 19, 23, 24, 34, 46, 65, 67, 90, 118, 126, 144, 153, 176, 182, 190, 201, 211, 213, 221, 233, 235, 242, 244, 250, 255
Κολοφώνα 190, 198, 199
Κομμός 24
Κοράκου 171, 189, 190, 192, 193
Κόρινθος 189
Κουμάσα 150
κυβερνοαρχαιολογία (cyber-archaeology) 41, 42, 44, 46, 68
Κυκλάδες 90, 94, 116, 126, 138, 139, 141, 142, 166, 171

Λ
Λεμπέσης 127, 169
Λευκάδα 90, 127, 131, 132, 135, 199
Λιανοκλάδι 240
λουτρό της βασίλισσας (Κνωσός) 156

Μ
Μαγκασάς 20, 236, 238
Μακεδονία 192, 201, 203, 204, 233, 247, 252
Μάλθη 227, 230, 231, 233
Μάλια 19, 24, 83, 148, 150, 153, 171, 177, 204, 205, 206, 250, 251
Μαρινάτος 19, 171, 256
Μεγάλη Περιήγηση (Grand Tour) 96, 104
Μεγάλο Κλιμακοστάσιο Κνωσού 153
Μεσαρά 216, 221, 222
Μεσσηνία 201, 227, 229, 230
μεταδιαδικαστική αρχαιολογία 23, 27, 32, 34, 35, 44, 88, 90
Μιδέα 112, 226
Μικρό Ανάκτορο Κνωσού 151, 152
Μινόρκα 153
Μόχλος 19, 37, 79, 189
Μπαρμπούνα 228, 229
12
Μπερμπάτι 173, 226, 227, 231, 232, 233, 252
Μπουμπούστι 247
Μυκήνες 23, 24, 34, 46, 90, 94, 109, 128, 138, 140, 146, 165, 169, 171, 178, 188, 195, 239, 241, 249, 256
Μυλωνάς 171, 178, 179, 192, 250, 256
Μωσαϊκό της Πόλης (Κνωσός) 176

Ν
νέα αρχαιολογία (βλ. και διαδικαστική αρχαιολογία) 28, 32, 44, 50, 62, 90
Νίρου Χάνι 148
Νότια Οικία Κνωσού 150
Νότια Οικία Μυκηνών 242
Νότιο Πρόπυλο Κνώσου 153
Ντία 150

Ξ
Ξανθουδίδης 19, 171

Ο
Οικία Αναβάθρας (Μυκήνες) 242
Οικία Β (Μάλια) 210
Οικία Δα (Μάλια) 209, 210
Οικία Δβ (Μάλια) 209
Οικία Δγ (Μάλια) 209
Οικία Ε (Μάλια) 211
Οικία Ζα (Μάλια) 209, 210
Οικία Τσούντα (Μυκήνες) 140
οιωνεί αντικείμενο ή τυπείκελο (objectile) 59, 68
Ολυμπία 90, 115, 127, 131, 132, 133, 183, 189, 237
Όλυνθος 178, 179, 189
ομηρισμός 137, 183, 189
Ορχομενός 94, 96, 98, 101, 127, 131, 133, 184, 197, 201, 250, 251

Π
Παλαίκαστρο 191, 211, 236, 237, 238, 249, 251
παραδοσιακή αρχαιολογία 27, 31, 43, 88, 126, 127, 130, 171, 173, 198, 215, 217, 234, 236, 250
Παυσανίας 94, 96, 100, 107, 111, 112, 116, 120, 230
Πελόπιο 131, 133, 134
Πετσοφάς 236, 238
Πικέρμι 116
Πολιόχνη 79, 173, 217, 223, 224, 251
Πράσινος 142
«προβολή του ιππέα» (cavalier) 20, 21
Προμαχώνας (Bastione) 222
πρόσθεσις (prosthesis) 42
Πρόσυμνα 171, 189, 190, 192, 196, 197
Προφήτης Ηλίας (Μυκήνες) 208, 209
Πύλη των Λεόντων 23, 97, 99, 102, 106, 109, 118, 129, 243
Πύλος 19, 24, 34, 67, 190, 192
Πύργος Πάρου 129, 142

Ρ
Ραφαήλ 20
Ρίζος Ραγκαβής 114
Ρίνη 240
Ρουσσόλακκος (Παλαίκαστρο) 237, 238

Σ
Σαραντάρι 238
Σαρδηνία 185
Σέρβια 247
Σέσκλο 138, 139, 142, 143, 169, 240, 241
σημαινόμενο 54, 55, 64, 73, 74
13
σημαίνον 54, 55, 64, 73
σημείο 54, 55, 56, 59, 63, 73, 74
Σιτοβολώνας (Μυκήνες) 242
Σουηδική Αποστολή Μεσσηνίας (Swedish Messenia Expedition) 227, 229
Σούρσος 136, 137, 169, 177, 183, 184, 186
Σπάρτη 191, 238, 239
Στάης 142
Σταματάκης 129, 197
Στρατιά της Ανατολής 202, 203, 215, 247
σύμβολο (Symbol) 63, 66, 71, 157
συνοικία Γ (Μάλια) 209, 211
συνοικία Δ (Μάλια) 209

Τ
Ταρσός 190, 199
τάφος-ιερό (Κνωσός) 158, 159, 160, 164
τάφος του αρχηγού (Κνωσός) 159, 160
τάφος των Ισοπάτων (Κνωσός) 159
τεχνοεικόνες 56, 68, 69
Τζαφέρ Παπούρα 151, 159
Τίρυνθα 19, 35, 90, 94, 98, 109, 127, 129, 137, 140, 146, 150, 153, 161, 164, 169, 171, 173, 183, 201, 215, 244, 249
Τούμπα Θεσσαλονίκης 23, 38
Τουντόπουλος 129
Τραυλός 179, 183
Τριμερές Ιερό Κνωσού 152
Τροία 90, 96, 99, 127, 128, 136, 146, 189, 191, 192
Τσαγγλί 240
Τσατάλ Χουγιούκ 33, 39, 42, 68
Τσούντας 25, 90, 126, 138, 165, 169, 171, 174, 178, 182, 183, 190, 239, 240, 251, 253
Τύλισσος 176, 177, 182, 183, 250

Υ
υπερ-ρεαλιστική ζωγραφική (hyper-realist painting) 56

Φ
Φαιστός 19, 161, 176, 190, 213, 216, 217, 250, 251
Φουκώ 20, 25, 48, 62, 70, 71, 91
Φρόυντ 61, 70, 71
Φυλακωπή 19, 144, 147, 235, 236, 249, 252
φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις 36, 37, 38, 57, 67, 85
φωτορεαλιστική ζωγραφική (photorealist painting) 56

Χ
Χαλανδριανή 138, 142
Χαμαίζι 185
Χάρτης του Λονδίνου 39
Χατζηδάκις 19, 171, 176, 177, 182, 183, 204, 216, 250, 258
«χθόνια» οπτική ή «οπτική του βατράχου» 21
Χοιροσπηλιά 199
Χριστομάνος 119
Χρυσάφης 142

Ψ
ψηφιακή αρχαιολογία 35
Ψύρα 19, 189

14
Πίνακας συντομεύσεων - Ακρωνύμια

ΝΛ νεολιθική εποχή
ΥΝΛ ύστερη νεολιθική περίοδος
ΤΝΛ τελική νεολιθική περίοδος
ΠΕΧ πρώιμη εποχή του χαλκού
ΠΕ πρωτοελλαδική περίοδος
ΠΚ πρωτοκυκλαδική περίοδος
ΠΜ πρωτομινωική περίοδος
ΜΕΧ μέση εποχή του χαλκού
ΜΕ μεσοελλαδική περίοδος
ΜΚ μεσοκυκλαδική περίοδος
ΜΜ μεσομινωική περίοδος
ΥΕΧ ύστερη εποχή του χαλκού
ΥΕ υστεροελλαδική περίοδος
ΥΚ υστεροκυκλαδική περίοδος
ΥΜ υστερομινωική περίοδος

Οι συντομεύσεις των ξενόγλωσσων περιοδικών και σειρών στη βιβλιογραφία ακολουθούν το σύστημα του
American Journal of Archaeology. Για τα ελληνικά περιοδικά χρησιμοποιούνται οι συνήθεις συντομεύσεις, π.χ. ΑΔ για
το Αρχαιολογικό Δελτίο και ΠΑΕ για τα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

15
Πρόλογος

«Οι αναπαραστάσεις βλάπτουν σοβαρά την υγεία» μου είπε πριν από τρία χρόνια χαριτολογώντας αρχιτέκτονας διεθνούς
κύρους με ειδίκευση στο προϊστορικό Αιγαίο. Συζητούσαμε ένα κείμενό μου σχετικά με φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις
προϊστορικών κτηρίων στην Κρήτη. Το σχόλιο αυτό με έβαλε σε σκέψεις, καθώς προερχόταν από άνθρωπο με μεγάλη
πείρα στην αποτύπωση, μελέτη και αποκατάσταση των μνημείων: Άραγε αφορούσε μόνο τις ψηφιακές αναπαραστάσεις
ή και τα συμβατικά γραμμικά σχέδια; Υπαινισσόταν κάποιον κίνδυνο εθισμού ή υποσυνείδητης δύναμης πειθούς
που έχουν οι αναπαραστάσεις; Στη συζήτησή μας ανέφερα ένα άλλο επεισόδιο: την αντίδραση με την οποία ήρθα
αντιμέτωπος κατά την παρουσίαση μίας φωτορεαλιστικής αναπαράστασης του υστερομινωικού κτηρίου στο ιερό του
Πετσοφά στην ανατολική Κρήτη. Η εικόνα σόκαρε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού
Συνεδρίου, διότι «ποτέ δεν θα μπορούσαν να το έχουν φανταστεί έτσι». Και όμως η αναπαράσταση είχε ακολουθήσει
με απόλυτη πιστότητα τις μετρήσεις που παραθέτει η ανασκαφική έκθεση. Επιπλέον το κοινό αποτελούνταν από
τους πιο σημαντικούς και άρα έμπειρους ερευνητές της μινωικής αρχαιολογίας, δηλαδή ανθρώπους που γνώριζαν με
λεπτομέρεια τα ανασκαφικά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η αναπαράσταση. Επομένως το κοινό ήταν απόλυτα
πεπεισμένο από τις περιγραφές της ανασκαφικής έκθεσης, αλλά καθόλου προετοιμασμένο για την οπτικοποίηση των
περιγραφών αυτών.
Τα δύο αυτά επεισόδια δεν αποτέλεσαν την απαρχή του προβληματισμού μου σχετικά με το ρόλο κειμένου και
εικόνας στο λόγο της αρχαιολογικής επιστήμης. Πάντοτε μου άρεσαν οι εικόνες, ίσως πιο πολύ από τα κείμενα. Όπως οι
περισσότεροι της γενιάς μου, μεγάλωσα μέσα σε υπερπροσφορά εικόνων, κυρίως εντύπων και τηλεοπτικών. Ομολογώ
ότι από τις πρώτες επαφές μου με αρχαιολογικές δημοσιεύσεις ξεκινώ χαζεύοντας τις εικόνες που συνοδεύουν το
κείμενο. Από τις εικόνες προτιμώ περισσότερο τα σχέδια παρά τις φωτογραφίες. Τα πρώτα μου φαίνονταν ανέκαθεν πιο
κατανοητά και μου εντυπώνονται στο μυαλό πολύ πιο εύκολα από τις δεύτερες. Ωστόσο τα δύο επεισόδια που προανέφερα
αποτέλεσαν την αφορμή για να εξελιχθεί η προτίμηση αυτή για τα σχέδια σε μια πιο συστηματική ενασχόληση με τη
σημασία των αρχαιολογικών εικόνων, ειδικότερα μάλιστα των σχεδίων, μέσα από ερευνητικά ερωτήματα όπως: Ποιος
είναι ο ρόλος των ανασκαφικών και αρχιτεκτονικών σχεδίων στην ανάπτυξη του επιστημονικού λόγου της αρχαιολογίας
του προϊστορικού Αιγαίου; Αυτός ο ρόλος ήταν πάντοτε ο ίδιος ή άλλαξε από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα
και για ποιους λόγους; Αν η αρχαιολογική επιστήμη χρησιμοποιεί δύο κώδικες εκφοράς του λόγου της, δηλαδή τη
γλώσσα και τις εικόνες, πώς εξελίχθηκε η σχέση γλώσσας και εικόνων, δηλαδή των δύο κύριων μέσων επικοινωνίας της
αρχαιολογικής έρευνας ή, με άλλα λόγια, των δύο κύριων κωδίκων εκφοράς του επιστημονικού λόγου της αρχαιολογίας
κατά τον τελευταίο ενάμιση σχεδόν αιώνα έρευνας, ανασκαφικής και άλλης;
Η διερεύνηση των ερωτημάτων αυτών οδήγησε και στο παρόν βιβλίο, το οποίο εξετάζει την παρουσία των
αρχιτεκτονικών απεικονίσεων στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις προϊστορικών θέσεων στο Αιγαίο από την εποχή των
πρωτοπόρων της έρευνας, όπως ο Heinrich Schliemann, ο Χρήστος Τσούντας και ο Arthur Evans, όταν τα σχέδια εν
μέρει υποκαθιστούσαν και τις φωτογραφίες στις δημοσιεύσεις ανασκαφών, μέχρι και τις σύγχρονες ανασκαφές, οι
οποίες διεξάγονται με την εκτενή χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, με αποτέλεσμα την εύκολη και γρήγορη παραγωγή
πολλών εικόνων. Αυτή η ιστορική αναδρομή στοχεύει στην ανάδειξη της συμβολής των αρχιτεκτονικών απεικονίσεων
στον τρόπο που κατανοούνται τα προϊστορικά μνημεία του Αιγαίου σήμερα. Θα υποστηριχθεί ότι οι απεικονίσεις αυτές
είναι κάτι παραπάνω από απλές οπτικοποιήσεις των αποτελεσμάτων των ανασκαφικών ερευνών. Αντίθετα αποτελούν
μεθοδολογικά εργαλεία στα χέρια των αρχαιολόγων και επηρεάζουν τον τρόπο μελέτης της προϊστορικής αρχιτεκτονικής,
διότι αποτελούν προϊόντα του ευρύτερου επιστημολογικού, δηλαδή θεωρητικού, μεθοδολογικού, ερμηνευτικού,
τεχνικού, αλλά και ιστορικοκοινωνικού πλαισίου των αρχαιολόγων που τα έχουν συμπεριλάβει στα δημοσιεύματά τους.
Επομένως η ιστορική αναδρομή στη χρήση εικόνων δεν έχει καταγραφικό χαρακτήρα μόνο. Ουσιαστικά αποτελεί μια
γενεαλογία της προϊστορικής αρχαιολογικής έρευνας στο Αιγαίο, διότι προσπαθεί να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο
εξελίχθηκε ο τρόπος εργασίας των αρχαιολόγων μέσα από τη χρήση των εικόνων.
Προτού ξεκινήσει η πραγμάτευση των παραπάνω θεμάτων, θα ήθελα να ευχαριστήσω το επιστημονικό και
λοιπό προσωπικό της δράσης «Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα – Κάλλιπος» για
τη δυνατότητα που μου έδωσαν να συγγράψω το παρόν βιβλίο, ιδίως τους ανώνυμους αξιολογητές για τα εύστοχα
και εξαιρετικά χρήσιμα σχόλιά τους, τους τρεις κύριους συνεργάτες της προσπάθειας, την κριτική αναγνώστρια
Κλαίρη Παλυβού, τον γλωσσικό επιμελητή Γιώργο Διαμάντη και το διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών και κυρίως συνεργάτη και φίλο Μ. Ζωιτόπουλο ο οποίος βοήθησε στη γραφιστική επιμέλεια
και ανέλαβε την τεχνική επεξεργασία του βιβλίου, τους Βλαδίμηρο Βαβουρανάκη, Αλεξάνδρα Βούζα, Μαριλίζα
Γιαρλέλη, Κατερίνα-Σοφία Κατσικοπούλου, Μαρία Κονιώτη, Γιώργη Μαγγίνη, Μαρία Μηνά, Ράνια Μπαλλή, Ελπίδα
Μπογράκου, Λία Οικονομοπούλου, Λυγερή Παπαγιαννάκη, Βάλια Τσικριτέα και Χρύσα Σαχανά, για τα σχόλιά τους
16
πάνω στο αρχικό δοκίμιο μεγάλου μέρους του βιβλίου τη Μαριλίζα Γιαρλέλη, τον Δημήτρη Κρανιώτη και τον Δημήτρη
Κωτσάκη, με τους οποίους συζήτησα διάφορα θέματα αρχιτεκτονικής απεικόνισης και θεωρίας, τους μεταπτυχιακούς
φοιτητές προϊστορικής αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που παρακολούθησαν
το σεμινάριό μου με τίτλο «Εικόνα και επιστημονικός λόγος στην αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου» κατά τα
έτη 2012–2016: Α. Βεργάκη, Τ. Γεωργοτά, Π. Δέλλιο, Γ. Κολιτσόπουλο, Ι. Κωστοπούλου, Γ. Λαζούρα, Ε. Μανιάτη, Κ.
Νάκα, Λ. Νούτσο, Γ. Παναγοπούλου, Γ. Παπαδοπούλου, Θ. Παππά, Γ. Πέτρου, Α. Πιπέρη, Ε. Σκλάβου, Γ. Σοφιανό, Β.
Σχίζα, Στ. Φουρίκη, Μ. Χελιώτη, Α. Ψύχα, Αικ. Ψωμά, τη φωτογράφο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Μπάκα για τη βοήθειά της με τις εικόνες του βιβλίου, τους
φορείς αλλά και τους επιμέρους καθηγητές και άλλους ερευνητές που παραχώρησαν τις άδειες δημοσίευσης εικόνων
από τα αρχεία και τις εκδόσεις τους και που αναφέρονται ονομαστικά στις λεζάντες των εικόνων. Ένα διαφορετικό,
αλλά εξίσου –αν όχι μεγαλύτερο– ευχαριστώ οφείλω στην οικογένειά μου για την αμέριστη αγάπη, κατανόηση και
στήριξη σε όλο το δύσκολο και εργασιακά βεβαρυμένο διάστημα συγγραφής. Εξυπακούεται ότι όλα τα λάθη και οι
παραλείψεις του παρόντος βιβλίου βαρύνουν αποκλειστικά εμένα.

17
Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή

Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να φανταστούμε ένα αρχαιολογικό βιβλίο χωρίς εικόνες. Αρκεί μια πρόχειρη
ματιά στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις για να γίνει κατανοητή η σημασία των εικόνων στον επιστημονικό λόγο. Κατά
τις πρώτες ανασκαφές τα σχέδια κατ’ αρχάς, αλλά και οι φωτογραφίες στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν από τον Schlie-
mann ως τεκμήρια της επιτυχίας του στην προσπάθεια εντοπισμού της ιστορικής αλήθειας των μύθων του τρωικού
επικού κύκλου. Αντίστοιχα είναι πολύ δύσκολο να σκεφτούμε την Κνωσό χωρίς να φέρουμε στο νου μας τις αναπα-
ραστάσεις που χρησιμοποίησε ο Evans στη δημοσίευση του λεγόμενου «ανακτόρου του Μίνωα». Τέλος οι σύγχρονες
δημοσιεύσεις αρχαιολογικών θέσεων συχνά συνοδεύονται και από αναπαραστάσεις, είτε αρχιτεκτονικές (αξονομετρικά
σχέδια), είτε ελεύθερες αποδόσεις των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου τους. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει διευ-
κολύνει ιδιαίτερα την παραγωγή και δημοσίευση τέτοιων εικόνων.
Αναμφίβολα ο επιστημονικός λόγος της αρχαιολογίας είναι στενά συνδεδεμένος με την εικόνα, διότι το ίδιο
το αντικείμενο της αρχαιολογικής επιστήμης επιβάλλει τη χρήση της. Αρχαιολογία σημαίνει προσπάθεια κατανόησης
του παρελθόντος μέσα από τα υλικά του κατάλοιπα. Η προσπάθεια αυτή αναπόφευκτα βασίζεται στις απεικονίσεις των
υλικών καταλοίπων για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς η αρχαιολογική έρευνα συλλέγει πρωτογενή δεδομένα στο πεδίο
καταστρέφοντας το περιβάλλον τους. Μια ανασκαφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ανατομικός διαμελισμός μιας
αρχαίας θέσης, ο οποίος ούτε αντιστρέφεται ούτε επαναλαμβάνεται, εφόσον το χώμα των επιχώσεων που περιείχαν τα
υλικά κατάλοιπα απομακρύνεται. Αντίστοιχα οι έρευνες επιφανείας που γίνονται για τον εντοπισμό θέσεων και για την
κατανόηση της ανθρώπινης δράσης σε ευρεία χωρική κλίμακα επίσης συνεπάγονται τη συλλογή τεχνέργων και άρα
την οριστική τους απόσπαση από το ταφονομικό τους πλαίσιο. Στη συνέχεια η φύλαξη και η απόδοση των μνημείων
στο κοινό σημαίνουν συχνά την ανεπιστρεπτί απώλεια της όποιας συνάφειας με την ανασκαφική ή εν γένει ερευνητική
εικόνα τους, εξαιτίας της συνεχούς τους χρήσης από τους επισκέπτες. Πόσο εύκολη είναι π.χ. μια νέα ανασκαφική τομή
στην κεντρική αυλή του ανακτόρου της Κνωσού ή στην οδό των Παναθηναίων στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας; Πόσο
εύκολη είναι μια εμπειρική συνεξέταση υλικών καταλοίπων που φυλάσσονται σε διαφορετικές αποθήκες διαφορετικών
μουσείων; Επομένως η υλικότητα των αρχαιολογικών δεδομένων δεν επιτρέπει πάντοτε την άμεση εμπειρική πρόσβα-
ση σε αυτά. Το χαρακτηριστικό αυτό γίνεται σαφές με την ανάγκη για δημοσίευση της αρχαιολογικής έρευνας, η οποία
προφανώς δεν μπορεί να παράσχει τα ίδια τα ευρήματα στο κοινό, επιστημονικό και ευρύ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η αρχαιολογική επιστήμη στηρίζεται στις απεικονίσεις ευρημάτων, οι οποίες
δεν εξαντλούνται στις εικόνες που συνοδεύουν τις έντυπες και ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις, αλλά ξεκινούν ήδη από την
έρευνα πεδίου. Εκεί τηρείται αρχείο δεδομένων και πεπραγμένων, το οποίο αποτελείται από περιγραφικά ημερολόγια,
δελτία δεδομένων και εικόνες οι οποίες αναπαριστούν την κατάσταση του πεδίου (π.χ. φωτογραφίες, σχεδιαστικές
στρωματογραφικές τομές, αρχιτεκτονικές κατόψεις και τομές). Αν δούμε το αρχείο μιας ανασκαφής από τη σκοπιά της
πληροφορικής επιστήμης, θα λέγαμε ότι ο αρχαιολόγος χάνει ένα μέρος των δεδομένων του (π.χ. τη στρωματογραφία
καθαυτήν) και αναγκάζεται να στηριχθεί σε υποκατάστατά τους. Η κατάσταση αυτή μάλιστα επεκτείνεται και στο στά-
διο της ανάλυσης των δεδομένων, είτε γιατί τα τελευταία είναι δυσπρόσιτα, είτε γιατί πρέπει να συγκριθούν με άλλα
δεδομένα, τα οποία είναι συχνά και πάλι δυσπρόσιτα. Λόγου χάρη, αν ο αρχαιολόγος θέλει να ερμηνεύσει μια στρώση
λίθων που παρατήρησε σε ανασκαφική τομή ως αποτέλεσμα σεισμού, θα τεκμηριώσει την άποψή του μέσα από τη
σύγκριση με άλλες φωτογραφίες από άλλες ανασκαφές όπου έχουν παρατηρηθεί παρόμοια φαινόμενα στρώσεων λί-
θων. Επιπρόσθετα, ακόμη και όταν τα υλικά κατάλοιπα είναι προσβάσιμα, βρίσκονται συχνά σε τόσο αποσπασματική
κατάσταση ώστε επιβάλλεται κάποια εικονιστική αποκατάσταση της μορφής τους για να καταστεί αυτή εύληπτη από
το αρχαιολογικό κοινό. Για παράδειγμα, η τυπολογική κατηγοριοποίηση των κεραμικών αγγείων ή άλλων τεχνέργων
μιας ανασκαφής διεξάγεται πιο εύκολα με σχέδια που αποκαθιστούν το σχήμα των αγγείων, συμπληρώνοντας την απο-
σπασματική εικόνα που προσφέρουν τα κεραμικά όστρακα και επιτρέποντας συγκρίσεις με αντίστοιχες δημοσιευμένες
απεικονίσεις άλλων ευρημάτων. Τέλος η εικόνα παίζει σημαντικό ρόλο και στο στάδιο της σύνθεσης των δεδομένων
και της ερμηνείας. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι αναπαραστάσεις της Κνωσού, οι οποίες αποδίδουν με σαφή-
νεια το ερμηνευτικό όραμα του ανασκαφέα της Evans, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με αυτό. Η οπτικοποίηση της
έρευνας μάλιστα δεν αποτελεί μόνο την ολοκλήρωσή της, αλλά ενδεχομένως και αφορμή για περαιτέρω προβληματι-
σμό, ακριβώς επειδή την παρουσιάζει εύληπτα.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητή η στενή σχέση της αρχαιολογικής επιστήμης με τις μεθόδους και
τεχνικές απεικόνισης, όπως το σχέδιο, η φωτογραφία ή οι σημερινές ψηφιακές εικόνες και αναπαραστάσεις μνημείων.
Είναι επίσης κατανοητή η συχνή επιστράτευση ειδικών, μη αρχαιολόγων, π.χ. αρχιτεκτόνων ή επιστημόνων πληροφορι-
κής, αλλά και σχεδιαστών, γραφιστών, φωτογράφων και καλλιτεχνών, για την εκπόνηση αρχαιολογικών απεικονίσεων.
Τέλος η ύπαρξη ειδικών εγχειριδίων αρχαιολογικού σχεδίου και φωτογραφίας φανερώνει την ανάγκη του αρχαιολόγου
18
για εξοικείωση με τις τεχνικές απεικόνισης, είτε γιατί πρέπει ο ίδιος να παραγάγει εικόνες για την τεκμηρίωση της έρευ-
νας πεδίου, είτε επειδή πρέπει να συνεργαστεί με τους ειδικούς για την εκπόνησή τους.
Η σχέση αρχαιολογίας και εικόνας είναι στενή, αλλά όχι τυποποιημένη. Αν ανοίξουμε διάφορα αρχαιολογικά
βιβλία, θα διαπιστώσουμε ποικίλες τακτικές απεικόνισης και συνεπώς και διαφορές στον αριθμό και τον τύπο των ει-
κόνων που χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ού αιώνα δρούσαν διάφορες αρχαιολογικές αποστολές
στην Κρήτη. Εκτός του Evans στην Κνωσό, ανέσκαπταν οι Γάλλοι στα Μάλια, οι Ιταλοί στη Φαιστό, οι Αμερικανοί
στην ανατολική Κρήτη (Γουρνιά, Ψύρα, Μόχλο), αλλά και οι Έλληνες Χατζηδάκις, Ξανθουδίδης και, λίγο αργότερα,
Μαρινάτος. Αν παραβάλουμε μεταξύ τους τις δημοσιεύσεις της εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι, σε σύγκριση με το The
Palace of Minos του Evans, η χρήση εικόνων στις υπόλοιπες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις ήταν φειδωλή. Αντίστοιχα την
ίδια περίπου περίοδο διενεργήθηκαν ανασκαφές σημαντικών θέσεων στην Ελλάδα, όπως στη Φυλακωπή της Μήλου,
στην Τίρυνθα και την Πύλο. Αλλού εκπονήθηκαν περισσότερα και αλλού λιγότερα αρχιτεκτονικά σχέδια και αναπα-
ραστάσεις, μολονότι σε όλες τις θέσεις αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα και πολύ σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Αν συγκρίνουμε τις δημοσιεύσεις αυτές με σημερινές δημοσιεύσεις, θα διακρίνουμε επίσης πολλές και αντίστοιχες
διαφορές στις εικόνες που χρησιμοποιούνται όσον αφορά τη λεπτομέρεια της πληροφορίας που μεταφέρουν ή ακόμη
και την αισθητική τους. Κάποιες διαφορές μπορεί να οφείλονται στην τεχνολογική πρόοδο και στα καλύτερα μέσα
που διαθέτουμε σήμερα. Σήμερα χρησιμοποιούμε πλέον ψηφιακές εικόνες, είτε αυτές είναι φωτογραφίες είτε σχέδια.
Ωστόσο, και ειδικά όσον αφορά τα τελευταία, δεν έχουμε σταματήσει να χρησιμοποιούμε κατόψεις, τομές και τα άλλα
είδη σχεδίων που χρησιμοποιούνταν και στις παλαιότερες ανασκαφές. Επομένως παλαιότερη και σύγχρονη έρευνα
μοιράζονται ακόμη πολλά κοινά στοιχεία.
Οι παραπάνω σκέψεις και διαπιστώσεις οδηγούν σε μια σειρά από επιμέρους συμπεράσματα. Αν παρόμοια
προγράμματα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου καταλήγουν σε διαφορετικές στρατηγικές εικονογράφησης των δημοσιεύ-
σεων των τελικών τους αποτελεσμάτων, τότε η εκπόνηση και χρήση εικόνων μπορεί να μην οφείλεται τόσο στις ανά-
γκες που προκύπτουν από το ίδιο το αρχαιολογικό υλικό, αλλά –κυρίως– σε μεθοδολογικές επιλογές των ανασκαφέων.
Άρα οι εικόνες δεν συνοδεύουν απλώς την αρχαιολογική έρευνα, ούτε αποτελούν απλή απεικόνιση των αποτελεσμάτων
της έρευνας, αλλά συνιστούν οργανικό της μέρος. Οι εικόνες εκπονήθηκαν και εκπονούνται, χρησιμοποιήθηκαν και
χρησιμοποιούνται με βάση το επιστημολογικό υπόβαθρο του επικεφαλής της εκάστοτε αρχαιολογικής έρευνας, είτε το
υπόβαθρο αυτό ήταν/είναι συνειδητό είτε υποσυνείδητο. Το υπόβαθρο αυτό δεν είναι ίδιο για όλους τους αρχαιολόγους,
ούτε καν γι’ αυτούς που έζησαν και έδρασαν στο ίδιο χρονικό διάστημα. Άρα υπάρχει επίσης μια προσωπική, αλλά και
μια ιστορική διάσταση στις αλλαγές της εικονογράφησης των αρχαιολογικών δημοσιεύσεων.
Η ιδέα ότι είναι δυνατή η παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης ενός επιστημολογικού υποβάθρου μέσα
από τη χρήση των εικόνων δεν είναι αποκλειστικότητα της αρχαιολογικής επιστήμης. Αντίθετα η ανάδειξη των (ανα)
παραστάσεων σε κύρια δομικά στοιχεία του επιστημονικού λόγου αποτέλεσε κεντρικό άξονα της συγκρότησης των
περισσοτέρων επιστημών στον νεότερο και σύγχρονο δυτικό κόσμο (Ρουσόπουλος, 2009). Για το λόγο αυτό, και για
να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο του ρόλου των εικόνων στην αρχαιολογία μέσα στο ευρύτερο πνευματικό
πλαίσιο όπου αναδύθηκε και λειτούργησε αυτή, είναι χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στη χρήση των εικόνων σε άλλες
επιστήμες. Σημείο εκκίνησης αυτής της αναφοράς δεν μπορεί να είναι άλλο από την εισαγωγή του τηλεσκοπίου και
του μικροσκοπίου στις φυσικές επιστήμες κατά τον 17ο αιώνα. Τα όργανα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα της έμμεσης
παρατήρησης μέσα από μεθοδολογικά αξιόπιστες και επομένως ακριβείς αναπαραστάσεις της πραγματικότητας. Έτσι
οι φυσικές επιστήμες απελευθερώθηκαν από τους περιορισμούς της άμεσης παρατήρησης, της παρατήρησης δηλαδή
με το φυσικό μάτι, όπως ο βαθμός εστίασης, η ανακρίβεια της γωνίας παρατήρησης, οι διακυμάνσεις στη συγκέντρωση
του παρατηρητή κλπ. Για τους λόγους αυτούς οι απεικονίσεις της πραγματικότητας έφτασαν να θεωρούνται συχνά πιο
ακριβείς και άρα πιο ενδεδειγμένες για την επιστημονική ανάλυση από την πραγματικότητα καθαυτήν.
Κατά τον 18ο αιώνα οι επιστημονικές απεικονίσεις επεκτάθηκαν στα φυτά, τα ζώα, το φυσικό ανάγλυφο, τα
γεωλογικά στρώματα, αλλά και το ανθρώπινο σώμα (Ford, 2008. Klonk, 2008). Οι αιτίες αυτής της τάσης μπορούν να
αναζητηθούν στην ανάγκη τεκμηρίωσης των πορισμάτων της έρευνας και στην ευρύτερη πρόθεση του δυτικού πολι-
τισμού να ξεπεράσει τη βιβλική εκδοχή για την καταγωγή του ανθρώπου και του κόσμου και να διαμορφώσει ένα νέο
αφήγημα για τα θέματα αυτά που δεν θα ήταν δοτό από μια άνωθεν πνευματική αρχή, αλλά δημιούργημα του ίδιου
του ανθρώπου και επομένως βασισμένο στον επιστημονικό λόγο. Ο τελευταίος έπρεπε να διαθέτει εμπειρική –άρα
οπτική, καταρχήν– τεκμηρίωση, καθώς η όραση κατέχει στον δυτικό πολιτισμό την πλέον προνομιακή θέση απ’ όλες
τις αισθήσεις. Ωστόσο η εποπτεία των φαινομένων δεν είναι πάντοτε δυνατή με συμβατικά μέσα και άμεση παρατή-
ρηση. Λόγου χάρη, φυτά και ζώα που ανακαλύπτονταν σε απομακρυσμένες περιοχές της υδρογείου δεν ήταν πάντοτε
δυνατό να μεταφερθούν τα ίδια ώστε να γίνουν γνωστά στο επιστημονικό και το ευρύτερο κοινό. Αντίστοιχα είναι
προφανώς αδύνατο να μεταφερθούν ολόκληροι γεωλογικοί σχηματισμοί σε ένα εργαστήριο. Στην ιατρική επιστήμη
η δημοσιοποίηση ευρημάτων από το εσωτερικό του ανθρωπίνου σώματος απαιτούσε επίσης τη χρήση απεικονίσεων,
ενώ η υιοθέτηση του μικροσκοπίου αποκάλυψε έναν εντελώς νέο και αθέατο με συμβατικά μέσα κόσμο που πάλι
έπρεπε να απεικονιστεί.
19
Η (ανα)παράσταση των επιστημονικών δεδομένων μπορεί να ξεκίνησε ως ανάγκη, όπως δείχνουν τα παραπάνω
παραδείγματα, αλλά εξελίχθηκε σε ενεργό κομμάτι του επιστημονικού λόγου. Η οργάνωση των νοητικών παραστάσεων
της πραγματικότητας σε κωδικοποιημένα συστήματα εκφοράς του επιστημονικού λόγου, π.χ. η οργάνωση απεικονίσεων
ραμφών πτηνών σε ένα διάγραμμα εξέλιξης της μορφής του ράμφους ενός συγκεκριμένου είδους πτηνού, κατέδειξε ότι
οι παραστάσεις αυτές μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα από την εξωτερική πραγματικότητα που απεικονίζουν.
Επομένως, στο ίδιο παράδειγμα, ένας μελετητής πτηνών μπορεί να συνεχίσει να συγκρίνει άλλες απεικονίσεις ραμφών
χωρίς να δει τα ίδια τα πτηνά, παράγοντας έτσι περαιτέρω έρευνα. Το πλέον κωδικοποιημένο σύστημα επιστημονικών
παραστάσεων είναι τα μαθηματικά σύμβολα, τα οποία δρουν εντελώς ανεξάρτητα από την πραγματικότητα, αλλά, όπως
δείχνουν το παράδειγμα των πτηνών και οι απεικονίσεις φυτών, ζώων, γεωλογικών στρωμάτων και αρχαιοτήτων, μπο-
ρούν να ενταχθούν στο ίδιο ευρύ φάσμα των παραστάσεων, με ιδιαίτερη επιστημολογική σημασία για τη συγκρότηση
και εκφορά της επιστημονικής σκέψης στον νεότερο δυτικό κόσμο. Ενδεικτική αυτής της σημασίας είναι η ανάπτυξη
της γνωσιολογίας ή θεωρίας της γνώσης. Πρόκειται για κλάδο της σύγχρονης φιλοσοφίας που συστηματοποιεί τα ζη-
τήματα γνώσης και εξετάζει πώς η παράσταση λειτουργεί ως συστατικό μορφολογικό στοιχείο της επιστήμης (κυρίως
Ρουσόπουλος, 2009, αλλά και Foucault, 1966/1986).
Είναι σημαντικό να γίνει εκτενέστερος λόγος για την επιστημονική λειτουργία των (ανα)παραστάσεων στην αρ-
χιτεκτονική, όπου ο ενεργός ρόλος των εικόνων είναι ακόμη πιο σαφής απ’ ό,τι στις φυσικές και ιατρικές επιστήμες. Για
το λόγο αυτό έχει αναπτυχθεί και εκτενής σχετικός προβληματισμός. Επιπρόσθετα η αρχιτεκτονική είναι στενά συνδε-
δεμένη με την αρχαιολογία, λόγω της συμμετοχής των αρχιτεκτόνων στην αποτύπωση, μελέτη και αποκατάσταση των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων του παρελθόντος. Άλλωστε και το ανά χείρας βιβλίο εστιάζει στα αρχιτεκτονικά σχέδια των
αρχαιολογικών δημοσιεύσεων. Η αρχαία ελληνική παράδοση, όπως την αναπαρήγαγε ο Ρωμαίος Βιτρούβιος, όριζε τρία
είδη αναπαράστασης, την ιχνογραφία, την ορθογραφία και τη σκηνογραφία. Οι απεικονίσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν
ανάλογες της κάτοψης, της όψης και της προοπτικής απόδοσης (Κουρνιάτη, 2006, σ. 239–242). Η παράδοση αυτή φτάνει
σε σημείο καμπής κατά την Αναγέννηση. Ο Leon Battista Alberti τονίζει στο έργο του με τίτλο De re aedificatoria τη ση-
μασία του γραμμικού σχεδίου, το οποίο συμπυκνώνει τη σύλληψη, δηλαδή την πνευματική εργασία που εμπεριέχει υψηλό
βαθμό γνώσης μαθηματικών και εφαρμογής τους στην αρμονική σχεδίαση κτηρίων και η οποία πλέον οφείλει να ορίζει
τον αρχιτέκτονα και να τον διαχωρίζει από τον απλό τέκτονα. Ο τελευταίος είναι ο εμπειρικός μάστορας που υλοποιεί την
αρχιτεκτονική σύνθεση υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα (Καλαφάτη, 2006, σ. 31).
Επομένως η εικόνα και ειδικότερα το σχέδιο έχει τον κατεξοχήν ρόλο κλειδί στην αρχιτεκτονική. Αποτελεί τη
ραχοκοκαλιά της επιστημονικής της διαδικασίας, αφού συνοψίζει όλα τα στάδια της διαδικασίας αυτής, από την αρχική
σύλληψη ως τη λεπτομερή σύνθεση και τελικά την κατασκευή ενός κτηρίου. Ο ρόλος αυτός ασφαλώς ενισχύθηκε κατά
την Αναγέννηση, όταν, σύμφωνα προς το γενικότερο πνευματικό κλίμα, θεωρούνταν ότι η απεικόνιση είναι μίμηση, δη-
λαδή απλή αναπαραγωγή της πραγματικότητας (Γεωργιάδης, 2006, σ. 21–23). Η προσέγγιση αυτή κατέστησε την κάτοψη
και την όψη τους κύριους τύπους αρχιτεκτονικού σχεδίου, καθώς απεικονίζουν την πραγματικότητα υπό συγκεκριμένη
γωνία χωρίς παραμόρφωση (Bois, 1981, σ. 46–49). Στους δύο αυτούς βασικούς τύπους σχεδίου ο Ραφαήλ πρόσθεσε έναν
τρίτο, την τομή, η οποία αναδεικνύει το εσωτερικό του κτηρίου (Μανωλίδης, 2006, σ. 188).

Εικόνα 1.1 Η νεολιθική οικία στον Μαγκασά της ανατολικής Κρήτης σε κάτοψη (αριστερά), προβολή «ιππέα» χωρίς
διόρθωση αναλογιών (κέντρο) και προβολή «ιππέα» με διόρθωση αναλογιών και διαστάσεων (δεξιά). Σχεδιάσθηκε με
βάση την κάτοψη στο Dawkins, Hawes, Bosanquet 1904–1905, σ. 263, εικ. 2.
20
Παράλληλα, ως συνέχεια της αρχαιοελληνικής και βιτρουβιανής σκηνογραφίας, έγιναν προσπάθειες απόδοσης
της τρίτης διάστασης με προοπτικά σχέδια. Ωστόσο ο Alberti ήταν επιφυλακτικός απέναντι στα σχέδια αυτά, εξαιτίας
των παραμορφώσεων που επιφέρει ακόμη και η παραμετροποιήσιμη γεωμετρική προοπτική στο απεικονιζόμενο κτή-
ριο. Έτσι προτιμήθηκαν οι λεγόμενες «ορθογραφικές» προβολές κτηρίων, δηλαδή σχέδια που αναπαριστούν ένα τρισ-
διάστατο αντικείμενο με τρόπο δισδιάστατο, σαν να είναι επίπεδο. Το προοπτικό σχέδιο υποβιβάσθηκε στην κατηγορία
της καλλιτεχνικής απόδοσης της αρχιτεκτονικής, διότι δεν είναι μετρήσιμο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σχέδια, τα λε-
γόμενα «τεχνικά» και συνεπώς επιστημονικά. Ελάχιστες υπήρξαν οι προσπάθειες παρέκκλισης, όπως προοπτικές τομές
με κάτωθεν ή «χθόνια» οπτική, ή αλλιώς «οπτική του βατράχου». Στην περίπτωση αυτή το σημείο θέασης τοποθετείται
στο ύψος των θεμελίων του κτηρίου. Εναλλακτικά υιοθετήθηκε η ακριβώς αντίθετη, άνωθεν, οπτική, ή «προβολή του
ιππέα» (cavalier), η οποία τοποθετεί το σημείο θέασης, άρα και την οπτική γωνία, σε αντίστοιχο ύψος (Εικόνα 1.1, Bois,
1981, σ. 46–49).

Εικόνα 1.2 Σχέδιο του αρχαίου ελληνικού ναού του Δία (ή «των Γιγάντων») στον Ακράγαντα από τον Auguste Choisy
(1899, σ. 435, εικ. 1).
21
Μεγάλα οικοδομικά προγράμματα, όπως ο Άγιος Πέτρος της Ρώμης και το Εσκοριάλ στην Ισπανία κατά τον
16ο αιώνα ή τα οχυρωματικά έργα στη Γαλλία κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, τυποποίησαν το έργο των αρχιτεκτό-
νων και εν γένει των μηχανικών και κατέστησαν την παρουσίαση του κτηρίου μέσω ορθογραφικών προβολών, δηλαδή
κατόψεων και τομών, τον κύριο μηχανισμό καθοδήγησης και ελέγχου της οικοδομικής διαδικασίας, με τη συνεπικουρία
των προοπτικών απεικονίσεων. Το 1799 εκδόθηκαν οι σημειώσεις από τις παραδόσεις του Γάλλου μαθηματικού Gas-
pard Monge, οι οποίες θεμελίωσαν την παραστατική γεωμετρία, που έπαιξε ρόλο κλειδί στην προαγωγή του αρχιτε-
κτονικού σχεδιασμού. Αφενός επέτρεψε τη δήλωση της τρίτης διάστασης σε ορθογραφικές προβολές (σχέδια όψεων,
τομών και κατόψεων) με μετρήσιμες γραμμοσκιάσεις και αφετέρου άνοιξε το δρόμο προς τη σταδιακή εγκατάλειψη
των προοπτικών σχεδίων και την υιοθέτηση των αξονομετρικών σχεδίων στα αρχιτεκτονικά μαθήματα της École des
Beaux-Arts στη Γαλλία κατά τον 19ο αιώνα. Το γεγονός αυτό θεωρείται ενδεικτικό ενός γενικότερου επιστημολο-
γικού μετασχηματισμού της αρχιτεκτονικής. Τα παλαιά προοπτικά σχέδια θεωρήθηκαν υπερβολικά περιγραφικά και
προσκολλημένα στη λεπτομερή, αλλά επιφανειακή απεικόνιση των κτηρίων. Αντίθετα η σχηματική και αφαιρετική
αισθητική των γραμμικών σχεδίων, ιδίως των αξονομετρικών, σε συνδυασμό με τη μετρησιμότητά τους, θεωρήθηκε ότι
επέτρεπε να αναλυθεί σε βάθος ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, καθώς αναδείκνυε όλα τα δομικά στοιχεία του κτηρίου
με τρόπο ακριβή και όχι ευλογοφανή (Τhomine-Berrada, 2007). Η μεταστροφή αυτή ξεπέρασε τα σύνορα της Γαλλίας,
αλλά ήταν εξαιρετικά σταδιακή. Τα αξονομετρικά σχέδια αρχικά αξιοποιήθηκαν στο μηχανολογικό σχέδιο, το οποίο
εξυπηρέτησε τη μαζική και τυποποιημένη παραγωγή βιομηχανικού εξοπλισμού (Bois, 1981, σ. 50–52).
Το σημείο καμπής προς την αξονομετρική αναπαράσταση στην αρχιτεκτονική εντοπίζεται στο τέλος του 19ου
αιώνα και στη δουλειά του Auguste Choisy (1899), ο οποίος προώθησε τα ισομετρικά σχέδια κτηρίων (Εικόνα 1.2,
Mandoul, 2008, σ. 143–162). Με αυτά μπόρεσε να απεικονίσει ταυτόχρονα ολόκληρο το κτήριο και σε κάτοψη και σε
όψη και σε τομή. Προτίμησε ιδιαίτερα τα αξονομετρικά ισομετρικά σχέδια και ακολούθησε μια μινιμαλιστική λογική
ως προς τη λεπτομέρεια, καθώς ήθελε να αναλύσει τις αρχιτεκτονικές μορφές ώστε να εστιάσει στις λογικές αρχές
της οικοδομικής τέχνης που κρύβονται πίσω από αυτές. Η υλοποίηση της πρόθεσης του Choisy κατέστη δυνατή με τα
σχέδια που χρησιμοποίησε, διότι η οπτική των σχεδίων αναδεικνύει τα επιμέρους στοιχεία των εικονιζόμενων κτηρίων,
ιδίως τη γεωμετρία τους και τον δομικό ρόλο τους ως συστατικών στοιχείων του κτηρίου. Με αυτόν τον τρόπο ο Choisy
πέτυχε να σκιαγραφήσει με πολύ πιο λεπτομερή τρόπο τη γενεαλογία των αρχιτεκτονικών μορφών, αλλά και την εξέλι-
ξη της οικοδομικής τέχνης κατά το παρελθόν.
Η προσέγγιση αυτή θεωρήθηκε ότι ήταν αρμονικά ενταγμένη στο γενικότερο πνεύμα του 19ου αιώνα, εποχής
κατά την οποία η βιομηχανική πρόοδος προώθησε ιδιαίτερα την τεχνική προσέγγιση και το ρασιοναλισμό. Η λογική
των σχεδίων του Choisy ταίριαζε απόλυτα με τις απαιτήσεις του σχεδιασμού μηχανών για τη βιομηχανία, αλλά και με
τη χρήση έτοιμων οικοδομικών μελών, προϊόντων της βιομηχανίας (π.χ. μεταλλικών κιόνων και κιγκλιδωμάτων) στις
κατασκευές της εποχής, όπως στις περίφημες στοές του Παρισιού, τις λεγόμενες passages και galeries. Αντίστοιχα τα
σχέδια του Choisy ήταν οικοδομικά σχέδια, ακόμη και αν παρουσίαζαν ένα αρχαίο κτήριο, ενώ ο ίδιος ο Choisy προ-
σέγγιζε την αρχιτεκτονική από ιδιαίτερα πρακτική σκοπιά. Πίστευε ότι η μορφή των κτηρίων δεν οφείλεται σε τίποτε
άλλο παρά μόνο στην επίλυση κάποιων προβλημάτων με βάση τα διαθέσιμα τεχνικά μέσα της κάθε εποχής (Banham
1960/2008, σ. 38). Ταυτόχρονα η ανάλυση των κτηρίων στα συστατικά τους μέρη επέτρεπε στον Choisy να τα αντιμε-
τωπίσει ως οργανισμούς και να παραλληλίσει την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής με την εξέλιξη των ειδών, δηλαδή με τις
θεωρίες του Δαρβίνου και του Spencer για τον φυσικό κόσμο (Girón Sierra, 2003).
Η επίσημη εισαγωγή των αξονομετρικών σχεδίων έγινε το 1923, στην αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική έκθεση
του De Stijl, από τον ιδρυτή του κινήματος, τον Theo van Doesbourg, καλλιτέχνη, σχεδιαστή και συγγραφέα, και από τον
αρχιτέκτονα Cornelis van Easteren. Τα αξονομετρικά αυτά πιθανώς άντλησαν έμπνευση από την κινεζική τέχνη. Λίγα
χρόνια νωρίτερα, το 1919, ο ρώσος καλλιτέχνης Eleazar Lissitzki είχε γράψει μια αντίστοιχη μελέτη. Όλα τα παραπάνω
αποτέλεσαν ερεθίσματα για την υιοθέτηση της αξονομετρίας από τη σχολή του Bauhaus (Bois, 1981, σ. 42–45) και το
σύνολο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Το αξονομετρικό σχέδιο απελευθέρωσε το κτήριο από την κυριαρχία του θεατή,
καθώς προσφέρει πολλές γωνίες θέασης. Η κυριαρχία της αφαίρεσης και της λιτότητας, της μαθηματικής φόρμουλας
σχεδιασμού του κτηρίου, η διαφάνεια στην κατάδειξη της σχέσης μεταξύ των επιμέρους τμημάτων του κτηρίου και κυ-
ρίως ο συνδυασμός της τρίτης διάστασης με τη μετρησιμότητα ταίριαξαν με την ορθολογική προσέγγιση του μοντέρνου
κινήματος και ανέδειξαν τα αξονομετρικά σχέδια ως κύριο όχημα της αρχιτεκτονικής σκέψης (Αμερικάνου, 2006).
Ο αρχιτεκτονικός προβληματισμός σχετικά με το ρόλο των απεικονίσεων ανανεώθηκε άρδην τα τελευταία
χρόνια με τη σταδιακή κυριάρχηση των υπολογιστών και των δυνατοτήτων που προσφέρει το λογισμικό τρισδιάστατης
σχεδίασης. Πλέον οι αρχιτέκτονες έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές των κτηρίων που σχεδι-
άζουν, να συμπεριλάβουν ρευστές μορφές στην αρχιτεκτονική σύνθεση, ακόμη και να δημιουργήσουν μια διαδραστική
σχέση ανάμεσα στους ίδιους, την αρχιτεκτονική σύλληψη, την απεικόνισή της, τη δυνητική της υλοποίηση και το ευρύ
κοινό. Συνολικά τα ψηφιακά μέσα έχουν ρευστοποιήσει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου και επομένως συνιστούν
εξίσου ενεργές συνιστώσες του αρχιτεκτονικού έργου με τις παραδοσιακές προψηφιακές αρχιτεκτονικές αναπαραστά-
σεις (Παπαγεωργίου-Σεφερτζή, 2006. Παπαλεξόπουλος, 2006).
22
Τα παραπάνω αποτελούν ενδεικτικές σημειώσεις όχι μόνο όσον αφορά τη σημασία των εικόνων στον αρχι-
τεκτονικό λόγο, αλλά, πολύ περισσότερο, και ως προς τον αναστοχασμό που έχει αναπτυχθεί στους κόλπους της αρ-
χιτεκτονικής, καθώς και των υπόλοιπων επιστημών που αναφέρθηκαν σχετικά με τις εικόνες ως οχήματα της σκέψης
του επιστήμονα. Αυτόματα τίθεται το ερώτημα αν έχει γίνει κάτι ανάλογο στην επιστήμη της αρχαιολογίας. Εξίσου
αυτόματα έρχονται στο νου τα βιβλία του Bruce Trigger (1989/2005) και του Alain Schnapp (1993/2004) σχετικά με την
ανάδυση της αρχαιολογίας ως διακριτής επιστήμης κατά τον 19ο αιώνα και την έκτοτε ιστορία και εξέλιξη της αρχαι-
ολογικής σκέψης. Τα έργα αυτά αποτυπώνουν την ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης, η οποία παρακολουθείται σε
επίπεδο «παραδείγματος», δηλαδή ως προς τις κυριότερες επιστημολογικές αρχές που χαρακτήρισαν την αρχαιολογική
έρευνα κατά τα τελευταία 200 και πλέον χρόνια. Μολονότι και τα δύο έργα κατέχουν θεμελιώδη θέση στην ιστορία της
αρχαιολογίας, το συγκεκριμένο τους θέμα δεν επιτρέπει εμβάθυνση σε επιμέρους ζητήματα μεθοδολογίας και πρακτι-
κής της έρευνας, όπως, λόγου χάρη, το πρόσφατο βιβλίο του Gavin Lucas (2000) σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη
των ανασκαφικών μεθόδων και πρακτικών.
Ένα αντίστοιχο συνολικό έργο για τη σημασία των αρχαιολογικών εικόνων δεν υπάρχει. Η σχετική έρευνα
χαρακτηρίζεται από διάσπαση και ανισοβαρή ανάπτυξη (ενδεικτικά, Smiles & Moser, 2005). Το ενδιαφέρον των αρχαι-
ολόγων ακολουθεί καταρχήν δύο κατευθύνσεις, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Η πρώτη κατεύθυνση ακολουθεί τη
«μεταδιαδικαστική αρχαιολογία», το επιστημολογικό παράδειγμα που εμφανίσθηκε στη δεκαετία του 1980 και κατέστη
προοδευτικά δημοφιλές κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Το παράδειγμα αυτό άσκησε έντονη κριτική στην
ιδέα ότι η έρευνα είναι ουδέτερη, δηλαδή αποκομμένη από το σύγχρονό της πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Λόγου
χάρη, οι αναπαραστάσεις της Κνωσού θεωρήθηκε ότι προβάλλουν μάλλον τη βικτοριανή ιδεολογία του ανασκαφέα της
θέσης Evans παρά την πραγματικότητα της προϊστορικής Κρήτης. Πέρα από το θέμα αυτό υπάρχει έντονο ενδιαφέρον
συνολικά για την ιστορία της έρευνας, όχι όμως για τη λειτουργία και τη σημασία επιμέρους μεθόδων απεικόνισης, με
εξαίρεση τις φωτογραφίες, οι οποίες πλέον δεν θεωρούνται πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά ερευνητι-
κά εργαλεία τα οποία μπορούν να κατευθύνουν τη ματιά του θεατή σε συγκεκριμένα ερωτήματα (ενδεικτικά, Αντωνιά-
δης, 2008. Bateman, 2005. Bohrer, 2005. Earl, 2005. German, 2005).
Η δεύτερη κατεύθυνση της αρχαιολογικής έρευνας για τις αρχαιολογικές εικόνες εστιάζει στις ψηφιακές τεχνι-
κές και εξετάζει τις δυνατότητές τους. Για παράδειγμα, οι ψηφιακές αναπαραστάσεις της αρχιτεκτονικής στην Τούμπα
Θεσσαλονίκης βοήθησαν στη διευκρίνιση των φάσεων της θέσης, και έτσι κατανοήθηκε ο ρόλος κάποιων αναλημματι-
κών εξεδρών. Η διείσδυση των ψηφιακών τεχνικών στην αρχαιολογική πρακτική από τα μέσα της δεκαετίας του 1980
και εξής επέφερε κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής σχετικών εικόνων και συνακόλουθα, από τα μέσα της δεκαετίας
του 1990, πυροδότησε έντονο επιστημολογικό αναστοχασμό, ανάλογο με αυτόν στην επιστήμη της αρχιτεκτονικής, για
τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Σε αντίθεση όμως με αυτό που συνέβη στην αρχιτεκτονική, η συζήτηση στο χώρο της
αρχαιολογίας για τη σημασία των ψηφιακών εικόνων δεν επεκτάθηκε σε εικόνες που παράγουν μη ψηφιακά μέσα, όπως
τα συμβατικά γραμμικά σχέδια. Ιδίως όσα από αυτά τα σχέδια αφορούν τη μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων
(π.χ. κατόψεις, τομές, όψεις, αξονομετρικά σχέδια) παραμένουν σχετικά παραμελημένα.
Για τον λόγο αυτόν το ανά χείρας βιβλίο εξετάζει τη σημασία των εικόνων και ειδικότερα των απεικονίσεων αρ-
χιτεκτονικών καταλοίπων στο Αιγαίο. Από τις απεικονίσεις αυτές το βιβλίο επιλέγει να εξετάσει κυρίως τα αρχιτεκτο-
νικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένων και των συμβατικών σχεδίων που έχουν εκπονηθεί με το χέρι και των σύγχρονων
ψηφιακών εικόνων. Τα σχέδια αντιμετωπίζονται ως παραστάσεις, δηλαδή επιστημολογικές οντότητες οι οποίες ανα-
παριστούν την αρχαιολογική πληροφορία με συγκεκριμένη μεθοδολογία και άρα την κωδικοποιούν οπτικά. Με αυτό
τον τρόπο προκύπτουν συγκεκριμένες δυνατότητες για την περαιτέρω έρευνα. Συνακόλουθα το παρόν βιβλίο επιχειρεί
μια ιστορία των αρχιτεκτονικών σχεδίων στην αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου και ταυτόχρονα μια ιστορία της
επιστήμης της αρχαιολογίας μέσα από τα αρχιτεκτονικά σχέδια των δημοσιεύσεων σχετικά με το προϊστορικό Αιγαίο.
Η εστίαση του βιβλίου δεν είναι τυχαία. Η αρχιτεκτονική παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση της ανθρώ-
πινης δράσης, είτε της σημερινής είτε του παρελθόντος. Περιέχει την ανθρώπινη δράση και ταυτόχρονα τη διαμορφώνει
ως ένα βαθμό, διότι της παρέχει ένα υπόβαθρο αντίστοιχα διαμορφωμένο τεχνικά, λειτουργικά και αισθητικά. Για το
λόγο αυτό συχνά δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα παρά σε κινητά ευρήματα, δηλαδή σε
τέχνεργα, χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε υποβάθμιση της σημασίας των τελευταίων. Ωστόσο, όσο σημαντική και
αν είναι, λόγου χάρη, η λεγόμενη «μάσκα του Φιλίππου» ή ένα ερυθρόμορφο αγγείο, ο συνηθέστερος οπτικός συνειρ-
μός μας σε σχέση με την ελληνική αρχαιότητα είναι η δυτική όψη του Παρθενώνα. Η Πύλη των Λεόντων και τα κυκλώ-
πεια τείχη στις Μυκήνες ή οι αναπαραστάσεις της Κνωσού που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι αντίστοιχα παραδείγματα
εμβληματικού χαρακτήρα για την προϊστορική περίοδο. Το Ακρωτήρι της Θήρας, το αποκαλούμενο και «Πομπηία του
προϊστορικού Αιγαίου», είναι εξίσου εμβληματικό. Οφείλει τη φήμη του, όπως και η αντίστοιχη αρχαία πόλη της Ιταλί-
ας, όχι μόνο στο δραματικό χαρακτήρα της ηφαιστειακής καταστροφής καθαυτήν, αλλά και στην εξαιρετική κατάσταση
στην οποία διατηρούνται τα κτήρια πρωτίστως, αλλά και τα διάφορα αντικείμενα μέσα σε αυτά. Όσο γοητευτικά και αν
είναι τα αντικείμενα, χρειαζόμαστε και το αρχιτεκτονικό περιβάλλον των αντικειμένων για να τα κατανοήσουμε και να
τα εκτιμήσουμε πληρέστερα.
23
Η προϊστορική αρχιτεκτονική παρουσιάζει μια επιπλέον πρόκληση σε σχέση με τα αντίστοιχα κατάλοιπα της
αρχαιότητας ή της βυζαντινής περιόδου. Διατηρείται συνήθως σε σαφώς μικρότερο βαθμό, είτε γιατί οι τεχνικές ή τα
υλικά δομής δεν ήταν εφάμιλλα με τα αντίστοιχα μεταγενέστερων περιόδων, είτε γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι προ-
ϊστορικές θέσεις ξαναχρησιμοποιήθηκαν εντατικά, με αποτέλεσμα την κατάχωση των προϊστορικών κτηρίων και τη
βαθμιαία αποσύνθεσή τους λόγω των ταφονομικών συνθηκών που επικράτησαν μέχρι την ανακάλυψή τους από τους
αρχαιολόγους. Έτσι η προϊστορική αρχιτεκτονική παρουσιάζει περισσότερες προκλήσεις ως προς τη διερεύνησή της,
η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αποκατάσταση της μορφής των προϊστορικών κτηρίων, ενώ η ευπάθεια των
κτηρίων αυτών συχνά επιβάλλει στην επανακατάχωσή τους μετά το τέλος της ανασκαφής για την καλύτερη διατήρησή
τους στο μέλλον.
Επομένως, αν τα αρχιτεκτονικά σχέδια αποτελούν μέρος ενός τρόπου διεξαγωγής αρχαιολογικής έρευνας και
έκφρασης των αποτελεσμάτων της μέσω εικόνων, εάν, με άλλα λόγια, συγκροτούν μέρος ενός εικονιστικού επιστημονι-
κού λόγου στην αρχαιολογία, η διερεύνηση του λόγου αυτού θα εστιάσει στη μελέτη της προϊστορικής αρχιτεκτονικής,
διότι αυτή είναι στενότατα συνδεδεμένη με την παραγωγή και χρήση εικόνων που αποτυπώνουν και συμπληρώνουν
τα κατάλοιπα ή αναπαριστούν την αρχική τους μορφή και χρήση. Υπάρχει όμως και άλλος λόγος που δικαιολογεί την
εστίαση του ενδιαφέροντος στις απεικονίσεις προϊστορικών κτηρίων. Πρόκειται για τη διεπιστημονικότητα που χαρα-
κτηρίζει τη μελέτη τους, η οποία αποτελεί συνήθως προϊόν συνεργασίας αρχαιολογίας και αρχιτεκτονικής. Μάλιστα
στην αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου υπάρχουν πολλά και σημαντικά παραδείγματα τέτοιων συνεργασιών ή
ερευνών που έχουν διεξαχθεί από επιστήμονες εκπαιδευμένους και στις δύο ειδικότητες. Απολύτως ενδεικτικά μπορούν
να αναφερθούν ο Wilhelm Dörpfeld, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας του Schliemann, αλλά διενήργησε και δικές του ανα-
σκαφές, οι αρχιτέκτονες του Evans στην Κνωσό Theodore Fyfe και Christian Doll, ο αρχιτέκτονας Piet de Jong στην
Κνωσό, στις Μυκήνες και στην Πύλο, o αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Joseph Shaw, ανασκαφέας του Κομμού στην
Κρήτη, η αρχιτέκτονας και μελετήτρια της αρχιτεκτονικής του Ακρωτηρίου Θήρας Κλαίρη Παλυβού, ο αρχιτέκτονας
Μartin Schmid στα Μάλια της Κρήτης. Οι συνεργασίες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό της αρχαιολογι-
κής μεθοδολογίας με αρχιτεκτονικές πρακτικές. Μία από αυτές είναι η χρήση εικόνων, οι οποίες είναι απαραίτητες στον
αρχιτέκτονα σε κάθε στάδιο της εργασίας του. Με τη συνδρομή των αρχιτεκτόνων η χρήση των εικόνων έχει αξιοποι-
ηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου λειτουργεί ένας
εικονιστικός επιστημονικός λόγος, στον οποίο στηρίζεται η συγκρότηση και εκφορά ερευνητικών πορισμάτων.
Τα κεφάλαια που ακολουθούν εξετάζουν τα χαρακτηριστικά, τη λειτουργία και τελικά τη σημασία αυτού του
εικονιστικού επιστημονικού λόγου για το προϊστορικό Αιγαίο. Η απόπειρα αυτή ξεκινάει στο πρώτο κεφάλαιο με μια
λεπτομερέστερη απ’ ό,τι στην παρούσα εισαγωγή σκιαγράφηση της έως τώρα έρευνας. Διαπιστώνεται η σχετική έλλει-
ψη θεωρητικού λόγου σχετικά με τον επιστημολογικό ρόλο των απεικονίσεων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ιδίως των
αρχιτεκτονικών σχεδίων. Το πρώτο κεφάλαιο καταλήγει διαπιστώνοντας ότι είναι δυνατή η συνεξέταση συμβατικών
γραμμικών σχεδίων, ζωγραφικών αναπαραστάσεων και ψηφιακών απεικονίσεων αν όλες αυτές οι εικόνες θεωρηθούν
μέρη ενός διεπιστημονικού και άρα ετερόκλητου, αλλά συνάμα και ενιαίου πεδίου έρευνας με στόχο την κατανόηση
της προϊστορικής αρχιτεκτονικής.
Το δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσει μια θεωρητική πραγμάτευση της έννοιας της εικόνας και της σχέσης της με
τη γλώσσα. Έμφαση δίνεται και πάλι στον τρόπο που λειτουργούν οι εικόνες ως κώδικας επικοινωνίας της έρευνας στις
αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, αλλά γίνεται αναφορά και σε απόψεις που εκφράζονται σε διάφορες άλλες επιστήμες,
όπως στη γνωσιακή επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία, τη σημειολογία / σημειωτική, την ψυχανάλυση, αλλά
και στην ιστορία και θεωρία της τέχνης. Ύστερα από μια γενική διερεύνηση της σημασίας των εικόνων το δεύτερο
κεφάλαιο εστιάζει σε επιμέρους τύπους εικόνων που συναντά κανείς σε αρχαιολογικά δημοσιεύματα, δηλαδή στις
φωτογραφίες, τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις ψηφιακές εικόνες. Διαπιστώνεται ότι η φωτογραφία πρέπει να διαχωρι-
στεί από τους δύο άλλους τύπους εικόνων, διότι ακόμη θεωρείται πολύ πιο πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας.
Αντίθετα τα σχέδια, συμβατικά και ψηφιακά, σημαίνουν πολύ πιο άμεση και ενεργή συμμετοχή του ανθρώπου που τα
εκπονεί. Όσο τεχνικά και αν είναι, αποτελούν προϊόντα εντονότερης και συνθετότερης επιστημονικής διεργασίας. Για
το λόγο αυτό μια ιστορία της έρευνας της προϊστορικής αρχιτεκτονικής μέσω των εικόνων που χρησιμοποιήθηκαν από
διάφορους αρχαιολόγους, αλλά και αρχιτέκτονες θα πρέπει να εξαιρέσει τις φωτογραφίες και να συνεξετάσει τα αρχι-
τεκτονικά σχέδια, τις υδατογραφίες και άλλες ζωγραφικές αναπαραστάσεις κτηρίων και τις σχετικές ψηφιακές εικόνες.
Το τρίτο κεφάλαιο έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα, καθώς επιχειρεί να διατυπώσει μια σειρά από γενικότερα
θέματα, αλλά και συγκεκριμένα ερωτήματα με βάση τα οποία θα εξετασθούν οι αρχιτεκτονικές εικόνες. Ορίζει ως πρω-
τογενές υλικό τις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών και επισημαίνει επιμέρους χαρακτηριστικά για τις υπό εξέταση ει-
κόνες. Κάποια από αυτά αφορούν τύπους σχεδίων (κάτοψη, τομή, αξονομετρικό σχέδιο), άλλα αφορούν τη λεπτομέρεια
αποτύπωσης της πραγματικότητας (π.χ. «κατόψεις πέτρα πέτρα») και το κατά πόσο έχει γίνει υποθετική συμπλήρωση
και αποκατάσταση των αρχιτεκτονικών στοιχείων που λείπουν και άλλα έχουν να κάνουν με ζητήματα αισθητικής (π.χ.
απόδοση περιγραμμάτων ή χρωματικών τόνων, συνέπεια στην απόδοση παρόμοιων θεμάτων). Τονίζεται τέλος η ανά-
γκη να ενταχθεί η συνολική αποτίμηση των χαρακτηριστικών των αρχιτεκτονικών εικόνων (πάντοτε πλην φωτογραφι-
24
ών) κάθε δημοσίευσης ανασκαφής σε μια «πραγματική και αποτελεσματική» ιστορία της έρευνας. Η τελευταία οφείλει
να εστιάζει αφενός στο σκεπτικό πίσω από τις επιστημονικές επιλογές των αρχαιολόγων σε σχέση με τις εικόνες που
προτίμησαν προκειμένου να μελετήσουν και να παρουσιάσουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ανασκαφών τους και
αφετέρου στη συμβολή που είχαν οι επιλογές αυτές στην παραγωγή γνώσης για την αρχιτεκτονική, αλλά και γενικότερα
για την προϊστορία του Αιγαίου.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια, μαζί με την παρούσα εισαγωγή, συναποτελούν το πρώτο και πιο θεωρητικό μέρος του
βιβλίου. Ακολουθεί ένα δεύτερο μέρος, με έξι κεφάλαια, όπου εφαρμόζονται οι θεωρητικές αρχές του πρώτου μέρους
και εξετάζονται οι απεικονίσεις αρχιτεκτονικών καταλοίπων σε προϊστορικές δημοσιεύσεις για το Αιγαίο σύμφωνα με
τις αρχές αυτές και με χρονική ακολουθία, σε επιμέρους κεφάλαια που αναφέρονται: στις απαρχές της προϊστορικής
αρχαιολογίας·στους πρωτοπόρους Schliemann, Evans και Τσούντα· στη συγκρότηση της αιγαιακής προϊστορίας σε
επιστημονικό κλάδο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην αποκρυστάλλωση του παραδοσιακού παραδείγματος
στις δεκαετίες του 1950 και του 1960· στην εμφάνιση της νέας αρχαιολογίας κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980· στην
επιρροή των μεταδιαδικαστικών προσεγγίσεων και στην ταυτόχρονη διάδοση της ψηφιακής τεχνολογίας από τα μέσα
της δεκαετίας του 1990· και τέλος στις τρέχουσες εξελίξεις κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Το βιβλίο
τελειώνει με ένα ακόμη κεφάλαιο, στο οποίο αναπτύσσεται ένας συνολικότερος αναστοχασμός γύρω από τη θέση του
εικονιστικού επιστημονικού λόγου στην αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου.

Βιβλιογραφία

Αμερικάνου, Ε. (2006). Το αξονομετρικό σχέδιο και το μοντέρνο κίνημα: ένα νέο σύμβολο για μια νέα αρχιτεκτονική.
Στο Β. Τροβά, Κ. Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής
σκέψης (σ. 213–222). Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Αντωνιάδης, Κ. (επιμ.) (2008). Η δημιουργική φωτογραφία στην αρχαιολογία. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη. ISBN: 978-
9604760060.
Banham, R. (2008). Θεωρία και σχεδιασμός την πρώτη μηχανική εποχή (μτφ. Ι. Λιακατάς). Αθήνα: Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις ΕΜΠ. ISBN 978-9602546796 (έκδοση πρωτοτύπου 1960).
Bateman, J. (2005). Wearing Juninho’s shirt: record and negotiation in excavation photographs. Στο S. Smiles & S.
Moser (επιμ.), Envisioning the Past. Archaeology and the image (σ. 192–203). Οξφόρδη: Blackwell. ISBN:
978-0387322155.
Bohrer, F. N. (2005). Photography and archaeology: the image as object. Στο S. Smiles & S. Moser (επιμ.), Envisioning
the Past. Archaeology and the image (σ. 180–191). Οξφόρδη: Blackwell. ISBN: 978-0387322155.
Bois, Y. A. (1981). Metamorphosis of axonometry. Daidalos 15(4), σ. 1–58. ISSN: 0721-4235.
Γεωργιάδης, Σ. (2006). Το αρχιτεκτονικό σχέδιο: μια παράξενη μηχανή. Στο Β. Τροβά, Κ. Μανωλίδης & Γ.
Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ. 21–29). Αθήνα: Τμήμα
Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Choisy, A. (1899). Histoire de l’Architecture (τ. 1). Παρίσι: Gauthier-Villars.
Dawkins, R. M., Hawes, C. H., Bosanquet, R. C. (1904–1905). Excavations at Palaikastro IV, BSA 11, σ. 258–308.
Earl, G. P. (2005). At the edges of the lens. Photography, graphical constructions and cinematography. Στο T. L. Evans
& P. Daly (επιμ.), Digital archaeology. Bridging method and theory (σ. 191–209). Λονδίνο: Routledge. ISBN:
978-0415310505.
Ford, B. J. (2008). Scientific illustration in the eighteenth century. Στο R. Porter (επιμ.), The Cambridge history of
science (τ. 4: The eighteenth century, σ. 561–583). Cambridge: Cambridge University Press. doi: 10.1017/
CHOL9780521572439.
Foucault, M. (1986). Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (μτφ. Κ. Παπαγιώργης).
Αθήνα: Γνώση (έκδοση πρωτοτύπου 1966). ISBN: 978-9602352267.
German, S. C. (2005). Photography and fiction: the publication of the excavations at the Palace of Minos at Knossos,
JMA 18(2), σ. 183–208.
Gililand, A. G. (2008). Setting the stage. Στο M. Baca (επιμ.), Introduction to metadata 3.0 (σ. 1–20). Los Angeles: J.
Paul Getty Trust. ISBN 978-0892368969.
25
Girón Sierra, F.J. (2003). Drawing, reasoning and prejudice in Choisy’s Histoire de l’Architecture. Στο S. Huerta, I.J. de
Herrera, A.E. Benvenuto & F. Dragados (επιμ.), Proceedings of the first international congress on construction
history, Madrid, 20th–24th January 2003 (σ. 1007–1022). Μαδρίτη: Instituto Juan de Herrera, SEHC, COAC,
CAATC. ISBN: 84-97280709.
Καλαφάτη, Ε. (2006). Η προαπεικόνιση της αρχιτεκτονικής ιδέας ως έλεγχος της κατασκευής (14ος–18ος αι.). Στο Β.
Τροβά, Κ. Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ.
30–39). Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Κουρνιάτη, Α. Μ. (2006). Γεωμετρικές απεικονίσεις του χώρου και ειδικές προοπτικές τεχνικές. Στο Β. Τροβά, Κ.
Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ. 239–247).
Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Klonk, J. (2008). Science art and the representation of the natural world. Στο R. Porter (επιμ.), The Cambridge history
of science (τ. 4: The eighteenth century, σ. 584–617). Cambridge: Cambridge University Press. doi: 10.1017/
CHOL9780521572439.
Lucas, G. (2000). Critical approaches to fieldwork: contemporary and historical archaeological practice. Λονδίνο &
Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN: 978-0415235341.
Μανωλίδης, Κ. (2006). Η τομή, το ανατομικό βλέμμα και η ανάδυση του αρχιτεκτονικού αποσπάσματος. Στο Β. Τροβά,
Κ. Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ. 188–
197). Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Mandoul, T. (2008). Entre raison et utopie. L’histoire de l’architecture d’Auguste Choisy. Wavre: Mardaga. ISBN: 978-
2870099506.
Παπαγεωργίου-Σεφερτζή, Ρ. (2006). Η σύγχρονη αρχιτεκτονική και ο ρόλος των μέσων αναπαράστασης. Στο Β. Τροβά,
Κ. Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ. 114–
123). Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Παπαλεξόπουλος, Δ. (2006). Η αναπαράσταση του συνεχούς. Σχεδιασμός – κατασκευή – χρήση. Στο Β. Τροβά, Κ.
Μανωλίδης & Γ. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η αναπαράσταση ως όχημα αρχιτεκτονικής σκέψης (σ. 95–102).
Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων/Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Futura. ISBN: 960-6654206.
Ρουσόπουλος, Γ. (2009). Γνωσιολογία. Φιλοσοφία και επιστήμη υπό το καθεστώς της παράστασης. Αθήνα: Gutenberg.
ISBN: 960-6654206.
Schnapp, A. (2004). Η κατάκτηση του παρελθόντος. Οι απαρχές της αρχαιολογίας (μτφ. Κ. Δελούκα). Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (έκδοση πρωτοτύπου 1993). ISBN: 978-9605241810.
Smiles, S. & Moser, S. (επιμ.) (2005). Envisioning the past. Archaeology and the image. Οξφόρδη: Blackwell. ISBN:
978-0387322155.
Thomine-Berrada, A. (2007). Pictorial versus intellectual representation: teaching perspective to architectural students
as the École des Beaux-Art in Paris (1824–1900). Στο M. Carpo & F. Lemerle (επιμ.), Perspective, projec-
tions and design. Technologies of architectural representation (σ. 141–150). Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
ISBN: 978-0415402064.
Trigger, B. G. (2005). Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (μτφ. Β. Λαλιώτη). Αθήνα: Αλεξάνδρεια (έκδοση
πρωτοτύπου 1989). ISBN: 978-9602213179

26
Κεφάλαιο 2. Η εικόνα στην αρχαιολογική έρευνα
Σύνοψη
Το παρόν κεφάλαιο εξετάζει την εξέλιξη της αρχαιολογικής σκέψης σε σχέση με τον επιστημολογικό ρόλο των αρχιτεκτονι-
κών εικόνων στην έρευνα. Η εξέταση αυτή ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης μέσα από τα κυ-
ριότερα επιστημολογικά της παραδείγματα, την παραδοσιακή, τη νέα ή διαδικαστική και τη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία.
Διαπιστώνεται ότι ο αναστοχασμός πάνω στις αρχιτεκτονικές εικόνες αναπτύχθηκε κυρίως από τους μεταδιαδικαστικούς
αρχαιολόγους. Ο αναστοχασμός αυτός συνέπεσε με την εκτεταμένη διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών στην αρχαιο-
λογική πρακτική και τη συνακόλουθη δημιουργία της δυνητικής αρχαιολογίας, εξειδικευμένου διεπιστημονικού πεδίου με
αντικείμενο την αναπαράσταση κτηρίων. Ο διαρκώς εντεινόμενος προβληματισμός των τελευταίων 20 ετών έχει οδηγήσει
στη θέση ότι οι ψηφιακές εικόνες δεν αποτελούν μίμηση κάποιας πραγματικότητας του παρελθόντος, αλλά μεθοδολογικά
εργαλεία στην υπηρεσία συγκεκριμένων ερευνητικών ερωτημάτων. Αν και η θέση αυτή μπορεί να ισχύσει και για την περί-
πτωση των συμβατικών γραμμικών αρχιτεκτονικών σχεδίων, δεν υπάρχει λεπτομερής προβληματισμός γι’ αυτά, μολονότι
είναι δυνατό να συνεξετασθούν με τις ψηφιακές εικόνες.

1. Εισαγωγή

Η εξέταση του ρόλου των αρχαιολογικών εικόνων ως παραστάσεων προϋποθέτει μια έκθεση του σχετικού ερευνη-
τικού υποβάθρου. Το κεφάλαιο αυτό συσχετίζει τα πιο σημαντικά σημεία του υποβάθρου αυτού με τα αρχαιολογικά
επιστημολογικά παραδείγματα της παραδοσιακής, της νέας και της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Στόχος αυτού του
συσχετισμού είναι η ένταξη της προβληματικής για τις αρχαιολογικές εικόνες στο ευρύτερο πλαίσιο της αρχαιολογικής
σκέψης μέσα από τα κυριότερα στάδια εξέλιξής της. Ειδικότερα, όπως σημειώθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η
έρευνα για τις αρχαιολογικές εικόνες συνήθως είτε εντοπίζεται στο ζήτημα της επιρροής των ψηφιακών τεχνολογιών
στην αρχαιολογική ερευνητική διαδικασία, είτε αποτελεί μέρος του μεταδιαδικαστικού κριτικού αναστοχασμού, ο οποί-
ος έχει αναπτύξει προβληματισμό για διάφορα ζητήματα της αρχαιολογίας που προηγουμένως θεωρούνταν «απλά»,
«τεχνικά» ή «πρακτικά». Ανάμεσα σε αυτά είναι η ανάδειξη της σημασίας που έχει ο πολιτικοκοινωνικός περίγυρος
των αρχαιολόγων στην ερμηνεία και συνεπώς και στην αναπαράσταση του παρελθόντος. Ο συσχετισμός αυτός γεννά τα
εξής εύλογα ερωτήματα: Υπάρχει αντίστοιχος αναστοχασμός σε προηγούμενα του μεταδιαδικαστικού παραδείγματα;
Εάν δεν υπάρχει, είναι δυνατό να κατανοηθούν ή έστω να προσεγγισθούν οι λόγοι της έλλειψης αυτής;

Εικόνα 2.1 Η πρόσοψη του Stonehenge. Σχέδιο ορθής προβολής από τον William Stukeley (1740, σ. 22, πιν. 12).

27
Εικόνα 2.2 Κάτοψη (άνω) και στρωματογραφική τομή (κάτω) από την ανασκαφή του στρατηγού Pitt Rivers στη θέση
του «Στρατοπέδου του Καίσαρα» (Caesar’s Camp) στο Folkstone (Pitt-Rivers, 1883, πιν. 16–17).

2. Από τον Stuart Piggott στη νέα αρχαιολογία

Η αναδρομή στην έρευνα οφείλει να ξεκινήσει από το θεμελιώδες για το ζήτημα έργο του Βρετανού αρχαιολόγου
Stuart Piggott (1965). Με αφορμή το βιβλίο του E. Gombrich (1960) με τίτλο Art and illusion, το οποίο πραγματεύεται
τη λειτουργία του έργου τέχνης, ο Piggott υποστήριξε ότι όλες οι αρχαιολογικές απεικονίσεις αποτελούν ταυτόχρονα
28
σύμβολα, αλλά και εκφράσεις επιστημονικού λόγου, ένα είδος εικονιστικής γλώσσας που συνοδεύει το κυρίως κείμενο.
Επιπλέον η απεικόνιση δεν είναι απλή οπτικοποίηση της πραγματικότητας, αλλά διέπεται από κανόνες και συμβάσεις
που εξυπηρετούν το στόχο του επιστήμονα, δηλαδή αυτό που εκείνος θεωρεί απαραίτητο να απεικονισθεί. Ο Βρετανός
αρχαιολόγος συνέδεσε την υιοθέτηση των σχεδίων ως μεθόδου διεξαγωγής έρευνας με την αντίστοιχη ευρύτερη μετα-
ναγεννησιακή επιστημονική παράδοση, η οποία εδραίωσε την πίστη στον ανθρώπινο εμπειρισμό, δηλαδή στην ικανό-
τητα του ανθρώπου να γνωρίζει και να αναπαριστά τον κόσμο γύρω του με τρόπο ακριβή, συστηματικό και επομένως
επιστημονικό. Ο Piggott έφερε ως παράδειγμα τον William Stukeley, κληρικό και αρχαιοδίφη του τέλους του 17ου και
των αρχών του 18ου αιώνα, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στην εξειδίκευση στα αρχαιολογικά σχέδια (Εικόνα 2.1), ενώ
είχε εκπονήσει και σχέδια ζώων, αλλά και ανθρώπινων οργάνων.
Επιπρόσθετα ο Piggott επιχείρησε μια ιστορική αναδρομή στη χρήση των σχεδίων σε αρχαιολογικές
δημοσιεύσεις, με έμφαση στη βρετανική προϊστορία. Με την αναδρομή αυτή διαπίστωσε ότι οι πρακτικές του σχεδίου
συστηματοποιήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν αφενός συγκροτήθηκε η αρχαιολογία σε επιστήμη
και αφετέρου διαδόθηκε η τεχνική της λιθογραφίας, η οποία διευκόλυνε την εκτύπωση εικόνων. Μέχρι τις αρχές του
20ού αιώνα ο στόχος των περισσότερων αρχαιολόγων που εκπονούσαν σχέδια με τη συνεργασία αρχιτεκτόνων και
σχεδιαστών ήταν η κατά το δυνατόν πληρέστερη και πιστότερη αποτύπωση των μνημείων που έφερνε στο φως η ανα-
σκαφή. Η έννοια της πιστότητας ήταν πάντοτε συναρτημένη από το γενικότερο πνευματικό κλίμα της εποχής, τι δηλαδή
θεωρούνταν πιστό και σε ποιο βαθμό λεπτομέρειας έπρεπε να φτάνει η αποτύπωση. Ήδη όμως από τα σχέδια των ανα-
σκαφών του στρατηγού Pitt-Rivers άρχισε να υπεισέρχεται μια αισθητική λιτότητας στα αρχιτεκτονικά και ανασκαφικά
σχέδια που αφορούσαν τα ευρήματα των ανασκαφών του στη νότια Βρετανία (Εικόνα 2.2). Μάλιστα στις δημοσιεύσεις
του Pitt-Rivers τα σχέδια δεν συνοδεύουν απλώς το κείμενο, αλλά έχουν κυρίαρχο ρόλο ως μέσα επικοινωνίας των
αποτελεσμάτων της ανασκαφικής έρευνας.

Εικόνα 2.3 Κάτοψη και στρωματογραφική τομή οχυρωματικού πύργου από τις ανασκαφές του R. E. M. Wheeler στη
ρωμαϊκή θέση Verulamium στη Μεγάλη Βρετανία (Wheeler & Wheeler, 1936, πιν. 21).
29
Εικόνα 2.4 Προοπτική αναπαράσταση των τειχών της Βαβυλώνας (Andrae, 1938, σ. 22 εικ. 5).

Επόμενος και τελευταίος σταθμός στην ιστορική αναδρομή του Piggott είναι η δεκαετία του 1920 και η συμ-
βολή του Sir Mortimer Wheeler. Ο τελευταίος επηρέασε καθοριστικά το ρόλο και συνεπώς και τη μορφή των σχεδίων,
διότι θεώρησε ότι τα σχέδια δεν πρέπει απλώς να αποτυπώνουν την ανασκαφική και αρχιτεκτονική εικόνα, αλλά να
μεταφέρουν με τρόπο σαφή την τελική ερμηνεία του αρχαιολόγου. Το αποτέλεσμα αυτού του αιτήματος ήταν σχέδια
πολύ πιο σχηματικά και λιτά, τα οποία δίνουν μια απλουστευμένη, αλλά εξαιρετικά καθαρή και εύληπτη εικόνα των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων και των συναφών στρωματογραφικών ή άλλων αρχαιολογικών δεδομένων. Επομένως τα
σχέδια που έχουν εκπονηθεί με τη λογική του Wheeler αποδίδουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με πολύ μεγαλύτερο
βαθμό διαμεσολάβησης της σκέψης και της ερμηνείας του ανασκαφέα απ’ ό,τι έως τότε και πολύ μεγαλύτερο βαθμό
επιλογής ως προς το τι απεικονίζεται και τι δεν απεικονίζεται (Εικόνα 2.3).
Η εργασία του Piggott, ιδίως η προσέγγιση των σχεδίων από τον Wheeler, αφορά κατεξοχήν τα ανασκαφικά
σχέδια, δηλαδή αυτά που απεικονίζουν πληροφορίες σχετικά με τις επιχώσεις και τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής,
και όχι τόσο τα αυστηρά αρχιτεκτονικά σχέδια, δηλαδή αυτά που αποτυπώνουν μόνο τα ακίνητα μνημεία. Η εκπόνηση
των σχεδίων αυτών και η δημοσίευσή τους στην τελική έκθεση του ανασκαφέα συνεπάγεται μια διαδικασία μετάβασης
από το σκαρίφημα του καθημερινού ανασκαφικού ημερολογίου, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει πολλές και συχνά
παραπληρωματικές πληροφορίες, στο τελικό σχέδιο δημοσίευσης, το οποίο βασίζεται σε μια ώριμη πλέον και άρα λιτή
και αφαιρετική προσέγγιση των υλικών καταλοίπων.
Το επόμενο βήμα στην ιστορία της έρευνας για τα σχέδια προσφέρει η μελέτη του Seton Lloyd (1974), αρχιτέ-
κτονα ως προς την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση και μετέπειτα καθηγητή αρχαιολογίας, ο οποίος υπήρξε κυρίαρχη
μορφή στην έρευνα της ανατολικής Μεσογείου κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η μελέτη του Lloyd εξετάζει
αναπαραστάσεις προϊστορικών κτηρίων με αφετηρία σχέδια γερμανικών αποστολών πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πό-
λεμο. Τα σχέδια αυτά υπήρξαν πρωτοποριακά για την εποχή τους, διότι απεικόνιζαν υποθετικά στοιχεία με φειδώ και
προσοχή, σε αντίθεση με παλαιότερα σχέδια που είχαν ως στόχο μόνο τον εντυπωσιασμό του κοινού, επιστημονικού
και ευρύτερου (Εικόνα 2.4). Κατά τον Lloyd, μια αναπαράσταση οφείλει να είναι πειθαρχημένη. Στη μελέτη αυτή καθί-
σταται εμφανές το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο του Lloyd, το οποίο του επιτρέπει εκτός άλλων να διακρίνει διαφορετικές
τεχνικές εκπόνησης γραμμικών σχεδίων (με μελάνι, μολύβι κλπ.) και να αποτιμήσει τα επιμέρους θετικά και αρνητικά
30
σημεία της καθεμιάς από αυτές (π.χ. απόδοση όγκων, σκιών). Τέλος τονίζει ότι οι αρχιτεκτονικές εικόνες, ιδίως οι ανα-
παραστάσεις, οφείλουν να αποσκοπούν στη διαφώτιση ενός αρχιτεκτονικού ζητήματος, όπως η οικοδομική τέχνη ή η
μορφολογία ενός κτηρίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η απόδοση μιας γενικής ερμηνείας των αρχιτεκτονικών καταλοί-
πων είναι ήσσονος ερευνητικής σημασίας (Εικόνα 2.5).
Σημειώνεται ότι και η μελέτη του Lloyd σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με τον Piggott, καθώς δημοσιεύθηκε
στον τιμητικό του τόμο. Έτσι ο Piggott αποτελεί ένα από τα ελάχιστα και μεμονωμένα παραδείγματα αναστοχασμού
πάνω στη χρήση των αρχαιολογικών σχεδίων. Άλλωστε η παραδοσιακή αρχαιολογία δεν διακρίθηκε για την αναστο-
χαστικότητά της πάνω σε θέματα επιστημολογίας. Πάντως ειδικά στο θέμα της χρήσης των εικόνων στην παρουσίαση
των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι
υπέρ των εικόνων και ιδίως υπέρ των αναπαραστάσεων, διότι θεωρεί ότι η ουσία της αρχαιολογικής έρευνας είναι η
ανασύνθεση και άρα η αναπαράσταση του παρελθόντος (Connah, 2010, σ. 71). Μάλλον αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο ένα από τα πιο τυπικά εγχειρίδια οδηγιών δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφικών εργασιών, αυτό
των Grinsell, Rahtz & Price Williams (1974), αναφέρει ότι ο αρχαιολόγος είναι καλό να περιλαμβάνει στη δημοσίευση
και μια ελεύθερη αναπαράσταση της θέσης που έχει ανασκάψει, ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη τη γενική εικόνα
που έχει σχηματίσει στο μυαλό του. Η δεύτερη κατεύθυνση της παραδοσιακής έρευνας είναι σαφώς εικονοκλαστική
και επιβάλλει την απεικόνιση μόνο των υλικών καταλοίπων καθαυτά με ελάχιστη ή και καθόλου συμπλήρωση. Η τάση
αυτή αφορμάται από το εμπειριστικό υπόβαθρο της παραδοσιακής σχολής, το οποίο δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο
αρχαιολογικό υλικό έναντι των ερωτημάτων και των μεθόδων της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό κύριος σκοπός του αρχαι-
ολόγου θεωρείται όχι τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος, αλλά η γνωστοποίηση των υλικών τεκμηρίων του. Ο Loyd
είναι σύγχρονος με τις τάσεις αυτές.

Εικόνα 2.5 Αξονομετρική αποτύπωση και αποκατάσταση τοιχοδομίας του Δωματίου 32 στο «Καμμένο Ανάκτορο» της
Μέσης Εποχής του Χαλκού στη θέση Beycesultan (Lloyd & Mellaart, 1965, σ. 22, εικ. Α11). Με την άδεια του British
Institute at Ankara.

31
Έπρεπε να φθάσουμε στη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση του επόμενου επιστημολογικού παραδείγματος,
αυτού της νέας αρχαιολογίας, για να δημιουργηθεί συνειδητός και συστηματικός προβληματισμός πάνω στη σχέση
θεωρίας, μεθόδου και πρακτικής. Ο προβληματισμός αυτός μάλιστα επηρέασε αρνητικά την παραγωγή αρχιτεκτονικών
εικόνων. Πιο συγκεκριμένα, η νέα αρχαιολογία απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή προσήλωση αφενός στο μνημείο
καθαυτό και στη μορφή του και αφετέρου στην ηθογραφική προσέγγιση του παρελθόντος. Τα υλικά κατάλοιπα αντι-
μετωπίσθηκαν ως τεκμήρια και επομένως φορείς πληροφοριών που η ανάλυσή τους θα μπορούσε να επαληθεύσει ή να
καταρρίψει ερμηνευτικά μοντέλα σχετικά με τη λειτουργία των κοινωνιών του παρελθόντος. Επομένως η παραδοσιακή
αναπαραστατικότητα, είτε λεπτομερειακή, κατά Pitt-Rivers, είτε λιτή και ερμηνευτική, κατά Wheeler, έδωσε τη θέση
της σε μια τάση για σχήματα είτε κατάταξης αρχαιολογικών πληροφοριών, είτε ερμηνείας κοινωνικών διαδικασιών. Η
τάση αυτή συνδυάσθηκε με μια έμφαση στην ποσοτική ανάλυση και στις διεπιστημονικές συνεργασίες της αρχαιολογί-
ας με τις θετικές επιστήμες (περιβαλλοντική αρχαιολογία, αρχαιομετρία), αλλά και στις τεχνολογικές προόδους, όπως
διαφόρων ειδών υπολογιστικές μηχανές, που επέτρεψαν τη γρήγορη στατιστική επεξεργασία ποσοτικών δεδομένων
από τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Το αποτέλεσμα –εκούσιο ή ακούσιο– του συνδυασμού αυτού ήταν μια σχετικά ανεικονική τάση ως προς την
παρουσίαση των αρχαιολογικών καταλοίπων και μια αντίστοιχη έμφαση σε ποσοτικές αναλύσεις δεδομένων, με χάρ-
τες διασποράς και κατανομής ευρημάτων και θέσεων, πίνακες και στατιστικά διαγράμματα. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγμα της αντικατάστασης της ανασκαφικής μεθόδου με αφαίρεση της επίχωσης κατά στρώματα από τη μέθοδο
της καταγραφής με βάση το αρχαιολογικό πλαίσιο (single context recording). Η αλλαγή αυτή ουσιαστικά κατάργησε
όχι μόνο τις αναπαραστάσεις, αλλά και πιο τεχνικά σχέδια, όπως είναι οι σχεδιαστικές στρωματογραφικές τομές. Οι
τελευταίες περιορίσθηκαν στα καθημερινά σκαριφήματα του ανασκαφικού ημερολογίου. Για την τελική δημοσίευση
προτιμήθηκαν τα σχηματικά διαγράμματα Harris, τα οποία παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της ανάλυσης και ερμη-
νείας της στρωματογραφικής αλληλουχίας μιας θέσης. Μολονότι η παραγωγή γραμμικών σχεδίων δεν σταμάτησε, οι
δημοσιεύσεις που εντάσσονται στην επιστημολογική πρωτοπορία της εποχής περιορίζονται στην παράθεση κατόψεων
και είναι πολύ πιο φειδωλές στην παράθεση τομών και αξονομετρικών ή άλλων σχεδίων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις
συνεργασίας αρχαιολόγων με αρχιτέκτονες.
Το βάρος της περιγραφικής έκθεσης των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων και των αρχιτεκτονικών καταλοί-
πων, ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό και η φωτογραφία, εξέλιξη που επίσης συνδέεται με ευρύτερες τεχνολογικές εξελίξεις
κατά το διάστημα 1960–1990, όπως η διάδοση των φωτογραφικών μηχανών με κατοπτρικό σκόπευτρο και του φιλμ
των 35mm ή η μέθοδος εκτύπωσης offset, που διευκόλυνε την εκτύπωση φωτογραφιών. Αυτή η μετατόπιση της έμφα-
σης ίσως διακρίνεται και στην ταυτόχρονη αύξηση των εκδόσεων αφενός οδηγών αρχαιολογικών δημοσιεύσεων, όπως
των Grinsell, Rahtz & Price Williams (1974), που ήδη αναφέρθηκε, και αφετέρου εγχειριδίων αρχαιολογικού σχεδίου
(Dillon, 1985. Van den Driessche, 1975). Η εκδοτική αυτή δραστηριότητα ενδεχομένως απηχεί την προσπάθεια διάσω-
σης μιας μεθοδολογικής πειθαρχίας που τίθεται υπό αίρεση εξαιτίας της διείσδυσης νέων επιστημολογικών κατευθύν-
σεων, αλλά και νέων τεχνικών μέσων απεικόνισης.

3. Η μεταδιαδικαστική κριτική

Η συζήτηση για τη σημασία των εικόνων στην αρχαιολογική έρευνα άνοιξε ουσιαστικά με τη μεταδιαδικαστική κριτική
της δεκαετίας του 1980 και κυρίως του 1990. Η κριτική αυτή θεώρησε ότι η έρευνα φέρει τη σφραγίδα του ιστορικού
και κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζει ο αρχαιολόγος. Το πλαίσιο αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνο για την προώθηση
και ευρεία αποδοχή συγκεκριμένων εννοιών, όπως λ.χ. η κοινωνική ιεραρχία, η κοινωνική εξέλιξη ή η εννοιολογική
προσέγγιση της κοινωνίας ως συστήματος το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ομοιόστασης όταν ακμάζει. Σύμφωνα με
τη μεταδιαδικαστική κριτική, η επιλογή εννοιολογικού υποβάθρου προσανατολίζει την έρευνα σε συγκεκριμένα ζη-
τήματα, τα οποία κατόπιν ερευνώνται με εξίσου επιλεγμένες και συχνά επιλεκτικές μεθόδους. Τα συμπεράσματα των
μεθόδων αυτών καταδεικνύουν αντίστοιχα μερική κατανόηση των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος, η οποία με
τη σειρά της απαιτεί την κατάλληλη έκφραση για να διαχυθεί στην υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Γίνεται φανερό
ότι ένας κύριος άξονας της μεταδιαδικαστικής προσέγγισης είναι ο αναπόδραστα κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας της
αρχαιολογικής έρευνας, ενώ ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η στρατευμένη έρευνα είναι η συνεχής αυτοκριτική και
η πλήρης διαφάνεια της ερευνητικής διαδικασίας.
Η μεταδιαδικαστική κριτική επικεντρώθηκε κυρίως στον γλωσσικό κώδικα εκφοράς της έρευνας και λιγότερο
στις εικόνες. Αναφορικά με τις τελευταίες έχει διατυπώσει κάποιες σκέψεις ο Michael Shanks (1992, σ. 184–186), ο
οποίος παρομοιάζει τη φωτογραφία με την εικόνα που προκύπτει από το νυστέρι του χειρουργού: η έλλειψη προοπτι-
κής την καθιστά μια οριζόντια τομή στο χρόνο. Αντίθετα το κωδικοποιημένο γραμμικό σχέδιο αποτελεί ένα άλλο είδος
αφήγησης. Ο Shanks θεωρεί ότι μπορούμε να φανταστούμε το χέρι που σχεδιάζει και επομένως να συναισθανθούμε τη
διαδικασία δημιουργίας του σχεδίου, σε αντίθεση με το έτοιμο προϊόν της φωτογράφησης. Μέσα από την επίγνωση της
32
διαδικασίας, αλλά και την έντονα συμβολική κωδικοποίηση του γραμμικού σχεδίου δίνεται η δυνατότητα για ανάγλυφη
κατανόηση του αντικειμένου ή και του ίδιου του κτηρίου, καθώς τα έντονα περιγράμματα στα σχέδια κατόψεων και το-
μών, είτε στρωματογραφικών είτε αυστηρά αρχιτεκτονικών, αποδίδουν με ενάργεια ζητήματα όπως η στρωματογραφία
ή η σχέση των τοίχων με την επίχωση.
Περνώντας από τον ποιητικό αναστοχασμό του Shanks στον προβληματισμό που ανέπτυξε η ομάδα του Ian
Hodder στις δημοσιεύσεις της ανασκαφής του νεολιθικού οικισμού στη θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας, διαπι-
στώνει κανείς προσήλωση σε πιο συγκεκριμένους στόχους. Η ανασκαφή αυτή προσπάθησε μεταξύ άλλων να ανασκευ-
άσει την ως τότε γενική ερμηνεία της θέσης ως οικισμού με έντονη λατρευτική δραστηριότητα που είχε ως αποδέκτη
μια κεντρικής σημασίας γυναικεία θεότητα. Η ερευνητική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε δεν περιορίστηκε στην
ανασκαφή και καταγραφή δεδομένων, αλλά περιλάμβανε τη δημιουργία σχεδιαστικών (Εικόνα 2.6) και ψηφιακών
αναπαραστάσεων (Εικόνα 2.7), οι οποίες συνόδευαν τα συνήθη αρχαιολογικά σχέδια (κατόψεις, στρωματογραφικές
και αρχιτεκτονικές τομές) σε καθημερινή βάση. Αυτές οι εικόνες έδωσαν σε όλα τα μέλη της ανασκαφικής ομάδας τη
δυνατότητα να (επαν)ερμηνεύουν τα κατάλοιπα που ανέσκαπταν σε καθημερινή βάση και ταυτόχρονα να οπτικοποιούν
εναλλακτικές ερμηνείες (Leibhammer, 2000).
Εδώ παρατηρείται μια στρατηγική χρήση όλων των τύπων εικόνων, συμβατικών γραμμικών σχεδίων, σκαριφη-
μάτων, ψηφιακών εικόνων και φωτογραφιών, με στόχο τη διατήρηση της αναστοχαστικής εγρήγορσης και της κριτικής
προσέγγισης των υλικών καταλοίπων από την πλευρά των ανασκαφέων. Ωστόσο το εγχείρημα αυτοϋπονομεύθηκε, κα-
θώς οι ανασκαφείς έδιναν μεγάλη σημασία στις αναπαραστάσεις, με αποτέλεσμα να ξεφεύγουν από τους ανασκαφικούς
στόχους και να εργάζονται για να επαληθεύουν τις αναπαραστάσεις καθαυτές και όχι για να υπηρετούν τη γενικότερη
στρατηγική του ανασκαφικού προγράμματος (Emele, 2000). Η δουλειά στο Τσατάλ Χουγιούκ είναι μοναδική για την
ποικιλία εποπτικών μέσων που χρησιμοποιεί για μια εξίσου μεγάλη ποικιλία στόχων, τόσο ερευνητικών, όσο και σχετι-
κών με την παρουσίαση της ανασκαφής στο ευρύ κοινό, πάντοτε με διάθεση αναστοχαστική, ειδικά ως προς τα ψηφιακά
εποπτικά μέσα (Tringham, Ashley & Mills, 2007).

Εικόνα 2.6 Αξονομετρική αποκατάσταση (αριστερά) και δύο ελεύθερες αποδόσεις (δεξιά) του κτηρίου 1 στη νεολιθική
θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας (Swogger, 2000, εικ. 12.3). Με την άδεια του δημιουργού, του ερευνητικού προ-
γράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ και του McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge.

33
Εικόνα 2.7 Ψηφιακή αναπαράσταση χώρου στη νεολιθική θέση Τσατάλ Χουγιούκ της Τουρκίας (Emele, 2000, εικ. 18.6).
Με την άδεια του ερευνητικού προγράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ και του McDonald Institute for Archaeological
Research, University of Cambridge.

Ωστόσο το παράδειγμα του Τσατάλ Χουγιούκ δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση, με εξαίρεση τη δουλειά των Shanks
και Webmoor, η οποία αφορά και τα ψηφιακά μέσα και γι’ αυτό παρουσιάζεται με λεπτομέρεια παρακάτω. Ενώ έχουν
δημοσιευθεί πλέον αρκετές και σημαντικές μελέτες πάνω στη σημασία των εικόνων στον αρχαιολογικό λόγο (π.χ.
Molyneaux, 1997. Smiles & Moser, 2005), το μεγαλύτερο μέρος της μεταδιαδικαστικής κριτικής εστιάζει στον υποκα-
θορισμό της αρχαιολογικής έρευνας από το σύγχρονό της γίγνεσθαι. Υπάρχει πλέον σημαντικός αριθμός μελετών πάνω
σε παρόμοια θέματα, όπως η αλλαγή στους τρόπους απεικόνισης των Νεάντερταλ ανάλογα με το ιδεολογικό / πολιτι-
σμικό υπόβαθρο του εκάστοτε ερευνητή ή η χρήση φωτογραφικών τεχνικών φωτοσκίασης με στόχο πιο ρομαντικές ή,
αντίστοιχα, πιο ψυχρές εικόνες.
Στην προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματισμού είναι η κριτική που
έχει ασκηθεί στον Evans σχετικά με τις σχεδιαστικές αναπαραστάσεις του ανακτόρου της Κνωσού, αλλά και τις συ-
μπληρώσεις τοιχογραφιών και τις δημοσιευμένες φωτογραφίες. Όπως και οι αναστηλώσεις, θεωρούνται ότι υπαγο-
ρεύθηκαν από το ερμηνευτικό όραμα του ανασκαφέα, το οποίο εκπορεύθηκε από τις βικτοριανές και αυτοκρατορικές
αντιλήψεις –συμπεριλαμβανομένων και των πολιτισμικών προκαταλήψεων– του τέλους του 19ου και των αρχών του
20ού αιώνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κριτική δεν αφορά τόσο την αναπόφευκτη ιστορικότητα των αρχαιολογικών ει-
κόνων, όσο την έλλειψη αναστοχασμού πάνω στο ζήτημα αυτό, η οποία όμως διέκρινε έτσι κι αλλιώς την αρχαιολογική
ερευνητική πρακτική μέχρι τη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση της νέας αρχαιολογίας. Στενά συνδεδεμένο με τον
Evans είναι ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτό του συλλογικού τόμου που είναι αφιερωμένος στη δουλειά του Piet de Jong,
ενός από τους αρχιτέκτονες στην Κνωσό, ο οποίος εκπόνησε τις πιο γνωστές αναπαραστάσεις προϊστορικών κτηρίων,
όπως των ανακτόρων της Κνωσού και της Πύλου και της ακρόπολης των Μυκηνών (Papadopoulos, 2006). Το έργο
34
αυτό αποτελεί έναν catalogue raisonné, ο οποίος είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ιστορία της αρχαιολογίας στην
Ελλάδα, αλλά εξ αντικειμένου δεν υπεισέρχεται στα επιστημολογικού χαρακτήρα ζητήματα που μας απασχολούν εδώ.
Επιπλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί οργανικά συνδεδεμένος με τη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, μολονότι το ενδιαφέ-
ρον για την ιστορία της έρευνας ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο των ενδιαφερόντων του συγκεκριμένου επιστημολογικού
παραδείγματος.

4. Η ψηφιακή αρχαιολογία

Υπάρχει ένα ακόμη ρεύμα προβληματισμού σχετικά με τις αρχαιολογικές εικόνες, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη
μεταδιαδικαστική κριτική, αλλά και σύγχρονο με αυτήν και επομένως σε διάλογο μαζί της. Το ρεύμα αυτό αφορμάται
κυρίως από την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων είκοσι ετών, ιδίως τη σχετική με την ψηφιακή τεχνολογία, η οποία
υπήρξε και συνεχίζει να είναι ραγδαία. Στο πλαίσιο αυτό τα συμβατικά γραμμικά σχέδια έχουν αντικατασταθεί σχεδόν
εξολοκλήρου από ψηφιακά σχέδια, τα οποία εκπονούνται με λογισμικό ανυσματικής σχεδίασης (π.χ. AutoCAD, Εικόνα
2.8), ενώ τα ίδια τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα συχνά αποτυπώνονται είτε φωτογραμμετρικά (Εικόνα 2.9), είτε –λιγότε-
ρο συχνά– με σαρωτή λέιζερ, όπως στην Τίρυνθα (Shinoto, Böröcz, Thomas, Dirksen, Maran & von Bally, 2001). Τα
ψηφιακά δεδομένα συχνά αξιοποιούνται με εφαρμογές Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφόρησης (ΓΣΠ – το γνωστό
GPS), κυρίως σε ποσοτικές αναλύσεις.

Εικόνα 2.8 Ορισμός του λογισμικού ανυσματικής σχεδίασης.

Εικόνα 2.9 Ορισμός της φωτογραμμετρίας.

Τα ΓΣΠ (Εικόνα 2.10) αποτελούν στην ουσία ένα συνδυασμό βάσης δεδομένων και διαδραστικού χάρτη. Ο
συνδυασμός αυτός ευνοεί την παραγωγή εικονιστικού αρχαιολογικού λόγου. Για παράδειγμα, τα ΓΣΠ μπορούν να
υπολογίσουν και να παραγάγουν ένα χάρτη που αποτυπώνει πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη από έναν συγκεκριμένο
προϊστορικό οικισμό και έτσι να οπτικοποιήσουν τη ζώνη αγροτικής παραγωγής. Για να το κάνει αυτό, η εφαρμογή
συνδυάζει δεδομένα σχετικά με το γεωγραφικό ανάγλυφο, τα είδη βλάστησης και την απόσταση από τον οικισμό. Άλλη
εφαρμογή είναι οι χάρτες που δείχνουν τον ορίζοντα μιας ορεινής θέσης, δηλαδή τι βλέπει κανείς από αυτήν ή εάν ένα
μνημείο που θεωρείται τοπόσημο ήταν όντως ορατό από άλλες θέσεις. Εδώ υπολογίζεται μόνο το ανάγλυφο και τι εί-
δους οπτική επαφή επιτρέπει. Στην ανασκαφή τα ΓΣΠ επιτρέπουν την καταχώριση του κάθε στρώματος που αφαιρείται
βάσει γεωγραφικών συντεταγμένων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αναπαραστήσουν αρχαιολογικά στρώματα στον
υπολογιστή και έτσι να ανασυνθέσουν ψηφιακά τη στρωματογραφία μιας θέσης.

35
Εικόνα 2.10 Εφαρμογές ΓΣΠ στη μινωική αρχαιολογία: Ψηφιακή προσομοίωση αναγλύφου (αριστερά) και χάρτης οπτι-
κής επαφής (δεξιά) από τη θέση του ιερού κορυφής στο Παλαίκαστρο της ανατολικής Κρήτης. Με την άδεια του Steven
Soetens.

Ο ερευνητικός προβληματισμός για τα ΓΣΠ παρέμεινε για σημαντικό χρονικό διάστημα σε μεθοδολογικό /
τεχνικό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή όμως έχει πλέον αλλάξει, καθώς έχει εκτιμηθεί η σημασία της ικανότητας των
ΓΣΠ να ελέγχουν και να επεξεργάζονται μεγάλο όγκο πληροφοριών μέσα από πολλαπλές παραμέτρους και να αποδί-
δουν οπτικά τα αποτελέσματα αυτής της επεξεργασίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά ευνοούν τη διατύπωση καινοτόμων
ερευνητικών υποθέσεων (Frischer, 2008, σ. vii–viii. Lock 2004, σ. 174–182. Rajala, 2004. Van Hove & Rajala, 2004).
Άλλωστε η τεχνολογική πρόοδος έχει επιτρέψει στη νέα γενιά εφαρμογών ΓΣΠ να ενσωματώνει περίπλοκα ερωτή-
ματα, τα οποία φέρουν την επιρροή του μεταδιαδικαστικού τρόπου διερεύνησης του παρελθόντος. Για παράδειγμα, η
προσβασιμότητα ή η ορατότητα μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων υπολογίζεται πιο σύνθετα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Είναι δυνατόν πλέον να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως το διαφορετικό ύψος ανθρώπων ή η ηλικία τους και άρα
η ταχύτητα βαδίσματος ή η αντοχή τους όσον αφορά τη δυσκολία πρόσβασης κάποιων μονοπατιών στο τοπίο (π.χ.
Soetens, 2006, για τα μινωικά ιερά κορυφής). Με αυτόν τον τρόπο οι εφαρμογές ΓΣΠ ουσιαστικά συμβάλλουν στην
κατανόηση όχι μόνο της ανθρώπινης δράσης στο περιβάλλον, αλλά και της βίωσης και κοινωνικής νοηματοδότησης
του περιβάλλοντος αυτού. Έτσι γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στη θετικιστική προσέγγιση που συνήθως χαρακτηρίζει
τις ποσοτικές αναλύσεις και τις νέες τεχνολογίες και στη φαινομενολογική προσέγγιση του τοπίου που είναι δημοφιλής
στους μεταδιαδικαστικούς αρχαιολόγους των τελευταίων δύο περίπου δεκαετιών.
Περνώντας στη μελέτη και αποκατάσταση προϊστορικών κτηρίων, διαπιστώνουμε την εκτενή πλέον χρήση
κυρίως ψηφιακών δισδιάστατων σχεδίων, αλλά και τρισδιάστατων προπλασμάτων (μοντέλων), είτε αποτυπώσεων μετά
από σάρωση των αρχαιολογικών καταλοίπων με λέιζερ, είτε αποκαταστάσεων με λογισμικό τρισδιάστατων όγκων (π.χ.
3D Max). Συχνά μάλιστα συμπληρώνεται ο περιβάλλων χώρος στις αποκαταστάσεις αυτές, είτε φωτογραφικά είτε με
ψηφιακή προσομοίωση. Σε αυτή την περίπτωση οι εικόνες αποκαλούνται φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις (Εικόνα
2.11). Τυπικά υπάγονται στην κατηγορία της τεχνολογίας «επαυξημένης πραγματικότητας» (augmented reality). Πρό-
κειται για επιμέρους ψηφιακές τεχνικές απεικόνισης, οι οποίες βασίζονται στην ανάμειξη είτε της ίδιας της πραγματικό-
τητας είτε της πιστής απεικόνισής της με εκ νέου συνθέσεις που τη συμπληρώνουν. Η τεχνολογία αυτή έχει εφαρμοστεί
κατεξοχήν στο χώρο των μουσείων με στόχο το συνδυασμό πραγματικών και ψηφιακών εκθεμάτων ή τη συμπλήρωση
αποσπασματικών εκθεμάτων (Bimber & Raskar, 2005. Για μουσειακές εφαρμογές, βλ. Sylaiou, Economou, Karoulis
& White, 2008). Η πλήρης ψηφιακή προσομοίωση συνέδεσε την αρχαιολογία με την τεχνολογία της δυνητικής πραγ-
ματικότητας (virtual reality), με αποτέλεσμα τον υβριδικό κλάδο της «δυνητικής αρχαιολογίας» (virtual archaeology.
Εισαγωγή του όρου από τον Reilly, 1990. Barcelό, Forte & Sanders, 2000. Συνοπτική παρουσίαση στα ελληνικά: Ευ-
αγγελίδης, 2003).

36
Εικόνα 2.11 Ψηφιακή φωτορεαλιστική αναπαράσταση του πρωτομινωικού τάφου IV/V/VI στο Μόχλο της ανατολικής
Κρήτης.

37
H δυνητική πραγματικότητα διαφέρει από την επαυξημένη πραγματικότητα, διότι οι εικόνες της δεν αναπαρά-
γουν την εξωτερική πραγματικότητα. Η δυνητική πραγματικότητα δημιουργεί ολοκληρωμένα και εξ ολοκλήρου ψηφι-
ακά περιβάλλοντα προσομοίωσης του εξωτερικού κόσμου, εν προκειμένω του παρελθόντος. Αυτά ο άνθρωπος μπορεί
όχι απλώς να τα δει, αλλά και να τα βιώσει απτικά με την υποστήριξη τεχνικών εγκαταστάσεων που εμβυθίζουν τον
«θεατή» στην προσομοίωση του αρχαίου περιβάλλοντος. Εφόσον δεν είναι διαθέσιμη ή επιθυμητή αυτή η τεχνική υπο-
δομή και εφόσον θυσιασθεί η απτική εμπειρία, είναι δυνατό να δημιουργηθούν εικονιστικά περιβάλλοντα που προβάλ-
λονται στην οθόνη του υπολογιστή προκαλώντας στον θεατή την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σε μία φυσαλίδα. Η
επαυξημένη και η δυνητική πραγματικότητα αποτελούν συγγενέστατους τεχνολογικούς κλάδους και για το λόγο αυτό η
δυνητική αρχαιολογία έχει συμπεριλάβει και την ενασχόληση με τις φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις. Επομένως είναι
δυνατό να γίνουν από κοινού σχόλια για όλες αυτές τις τεχνικές υπό την κοινή ομπρέλα της δυνητικής αρχαιολογίας.
Η Joyce Wittur (2013, σ. 9–14) έχει πρόσφατα ανακεφαλαιώσει τις κυριότερες εξελίξεις στο χώρο της δυνη-
τικής αρχαιολογίας, προσφέροντας και τη σχετική βιβλιογραφία. Η δυνητική αρχαιολογία παρέμεινε για τουλάχιστον
δέκα χρόνια, συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο
πλαίσιο της κατά το δυνατόν ρεαλιστικότερης και αυθεντικότερης αναπαράστασης των αρχαίων μνημείων, με σκοπό
την οπτικοποίηση των ερμηνειών των αρχαιολόγων. Αποδέκτης αυτής της προσπάθειας ήταν περισσότερο το ευρύ κοι-
νό και λιγότερο το επιστημονικό. Η συμμετοχή των ψηφιακών εικόνων εξαντλούνταν συνήθως στην οπτικοποίηση της
ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο προβληματισμός παρέμεινε στο επίπεδο
των τεχνικών ψηφιακής απόδοσης των αρχαιοτήτων και δεν επεκτάθηκε σε επιστημολογικά ζητήματα της αρχαιολο-
γίας. Έτσι οι ψηφιακές εικόνες παρέμειναν μακριά από τον σύγχρονό τους μεταδιαδικαστικό επιστημολογικό αναστο-
χασμό και ο ερευνητικός χώρος παραγωγής τους θεωρούσε δεδομένη τη δυνατότητα της τεχνολογίας να οδηγήσει την
έρευνα στη μία, μοναδικά αυθεντική και αληθινή αναπαράσταση του παρελθόντος, χωρίς να αναρωτιέται κατά πόσο
αυτό είναι δυνατόν ή αν υπάρχει όντως μία και μοναδική αληθινή ανασύνθεση του παρελθόντος.
Από τις αρχές του 1990 υπήρξαν διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες διατυπώθηκε το ίδιο αίτημα για μετα-
τροπή των ψηφιακών εικόνων από απλές οπτικοποιήσεις σε εργαλεία αρχαιολογικής ανάλυσης. Σημειώθηκε ότι ακόμη
και η απλή οπτικοποίηση προσφέρει μια βάση για περαιτέρω γνώση του παρελθόντος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγ-
μα από το χώρο του προϊστορικού Αιγαίου είναι η ψηφιακή αναπαράσταση της Τούμπας Θεσσαλονίκης (Κotsakis,
Andreou, Vargas & Papoudas, 1994). Η αποτύπωση και αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής σε AutoCAD βοήθησε
στη διευκρίνιση της σχέσης αρχιτεκτονικών καταλοίπων και στρωματογραφίας, με αποτέλεσμα την αποσαφήνιση της
σημασίας κάποιων αποθέσεων πηλοπλίνθων, μάλλον καταλοίπων εξεδρών. Η Τούμπα Θεσσαλονίκης ήταν μάλλον
η εξαίρεση της εποχής, όταν η κυρίως τάση εξακολουθούσε να αναζητά τεχνικές για την κατά το δυνατόν πιστότερη
αναπαράσταση κτηρίων του παρελθόντος. Η επιστημολογική κριτική σε αυτή την τάση υποστήριξε ότι καμία αναπα-
ράσταση ή άλλη απεικόνιση κτηρίου του παρελθόντος δεν είναι αυθεντική ή αντικειμενική με την έννοια της πλήρως
πιστής μίμησης, καθώς υπάρχουν πάντοτε υποθετικά τμήματα.
Αντίστοιχα ερωτήματα προέκυψαν για τη φυσικότητα και τη ρεαλιστικότητα των ψηφιακών εικόνων. Όσο ρεα-
λιστικές, λόγου χάρη, και αν είναι οι ψηφιακές αναπαραστάσεις, πόσο πιο «φυσικά» ή πιο ρεαλιστικά είναι τα χρώματα
και οι υφές που προσομοιώνονται ψηφιακά σε σχέση με τη χημική αποτύπωση των πραγματικών χρωμάτων που επιτυγ-
χάνεται με τη χρήση του φωτογραφικού φιλμ; Πόσο «φυσικά» μπορεί να αισθάνεται ένας θεατής εικόνων όταν πρέπει
να διαθέτει ολόκληρο εξοπλισμό, είτε αυτός είναι η στολή εμβύθισης σε περιβάλλον δυνητικής πραγματικότητας, είτε
πρόκειται για την οθόνη του υπολογιστή; Όπως σημειώνουν οι Bolter και Grusin (1999, σ. 21–62), όσο πιο πολύ χρη-
σιμοποιούμε τα μέσα για να πετύχουμε μια διαφανή, αδιαμεσολάβητη εγγύτητα προς τον εξωτερικό κόσμο, τόσο πιο
πολύ αυτή η προσπάθεια υπερδιαμεσολαβείται από τεχνικά μέσα (Εικόνα 2.12). Επομένως η πιστή απομίμηση αποτελεί
μάλλον χιμαιρικό στόχο, ο οποίος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι επιτυγχάνεται, οδηγεί σε «υπερβολικά ρεαλιστικές» απο-
δόσεις του παρελθόντος. Με τον όρο αυτό εννοείται η υπερπροσφορά ερμηνευτικών λεπτομερειών που προσφέρει μια
πλήρης ψηφιακή αναπαράσταση. Αυτή η υπερπροσφορά εικονιστικών ερμηνειών θεωρήθηκε ότι καθίσταται δύσπεπτη
για τον θεατή, με αποτέλεσμα την άμβλυνση της κριτικής του διάθεσης. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε αφορμή να ανα-
ζητηθούν λύσεις προκειμένου να δοθεί ερευνητικό βάθος στις αναπαραστάσεις, ώστε να σταματήσουν να θεωρούνται
τα παγιωμένα αποτελέσματα της έρευνας και να αποτελέσουν αφενός αποτελέσματα μιας δυναμικής και κριτικής ερευ-
νητικής διαδικασίας και αφετέρου αφορμές για περαιτέρω διαλεκτική διερεύνηση της σημασίας των αρχιτεκτονικών
καταλοίπων του παρελθόντος, επιτρέποντας πολλαπλές προσεγγίσεις σε αυτά.

Εικόνα 2.12 Immediacy – hypermediacy – remediation.


38
Στις προτεινόμενες λύσεις που αναφέρει η Wittur περιλαμβάνεται η ενεργή συμμετοχή των αρχαιολόγων στην
εκπόνηση αναπαραστάσεων, ώστε να μπορούν να εμπλουτίζουν τη διαδικασία με τον ερευνητικό τους προβληματισμό
και έτσι να αποφεύγονται απλοϊκές αναπαραστάσεις. Οι τελευταίες οφείλουν να διαθέτουν διαφάνεια ως προς τις ερ-
μηνευτικές υποθέσεις που οπτικοποιούν. Έτσι τα υποθετικά τμήματα ενός κτηρίου είναι δυνατό να απεικονίζονται είτε
πιο διάφανα σε σχέση με τα βέβαια τμήματα, είτε με αποχρώσεις του γκρίζου αντί χρώματος, είτε τέλος και μόνο με
γραμμική απόδοση. Σε άλλο επίπεδο η διαφάνεια επιδιώχθηκε μέσα από τη δημοσιοποίηση της διαδικασίας δημιουρ-
γίας των αναπαραστάσεων. Η λύση αυτή μάλιστα ενίσχυσε το κομμάτι της αρχιτεκτονικής ανάλυσης, καθώς έδωσε
έμφαση στην ανακατασκευή των αρχαίων κτηρίων βήμα βήμα, ενώ ανέδειξε και τα πρακτικά πλεονεκτήματα ενός
ψηφιακού προπλάσματος, όπως η δυνατότητα πολλαπλών αρχιτεκτονικών τομών ή η ακρίβεια ψηφιακής επαλήθευσης
οικοδομικών ζητημάτων (π.χ. η αντοχή τεχνικών στέγασης κατά την αρχαιότητα). Έτσι η συμβολή των εικόνων αυτών
ξεπέρασε τον περιορισμό της οπτικοποίησης της αρχαιολογικής ερμηνείας, εφόσον τονίσθηκε ο ρόλος τους στο στάδιο
της ανάλυσης των αρχιτεκτονικών δεδομένων.
Μια άλλη λύση, η οποία στοχεύει κυρίως στην κριτική εγρήγορση, είναι η αντιπαράθεση εναλλακτικών ανα-
παραστάσεων, δυνατότητα που επίσης προσφέρει με ευκολία η ψηφιακή τεχνολογία. Ήδη αναφέρθηκε το παράδειγμα
της ανασκαφής στο Τσατάλ Χουγιούκ, με τη συνδυασμένη και σχεδόν καθημερινή παραγωγή ανασκαφικών σκαρι-
φημάτων, ελεύθερων καλλιτεχνικών σχεδίων και ψηφιακών αναπαραστάσεων ως μέσων πλαισίωσης μιας δυναμικής
ανταλλαγής απόψεων για τη σημασία των υλικών καταλοίπων μεταξύ των μελών της ανασκαφικής ομάδας (Swogger,
2000). Εδώ το ζητούμενο σε μεγάλο βαθμό ήταν οι θεωρητικές αφορμές των αρχαιολόγων και η έκθεση και κριτική
ανασκευή της επιρροής που ασκούν οι αφορμές αυτές στη διαδικασία συλλογής δεδομένων και βέβαια σε μια πρώτη
ερμηνεία τους. Αντίστοιχα η δυνητική αρχαιολογία προχώρησε σε εφαρμογές με πολλαπλά σενάρια αναπαράστασης,
επιτρέποντας στον χρήστη ερμηνευτικές επιλογές και κριτική αντιμετώπιση του κάθε σεναρίου.
Οι παραπάνω προτάσεις για διαφάνεια και κριτική εγρήγορση αποδόμησαν τη μία και μοναδική αναπαράσταση
και εδραίωσαν την άποψη ότι οι ψηφιακές εικόνες δεν αποτελούν αυτοσκοπό ή τέλος της έρευνας, αλλά ένα μέσο για τη
γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και επομένως και για τη συνέχισή της. Ταυτόχρονα αποκρυσταλλώθη-
καν ως αρχές και θεμιτά μέσα υλοποίησης αναπαραστάσεων στον λεγόμενο «Χάρτη του Λονδίνου για την οπτικοποί-
ηση της πολιτισμικής κληρονομιάς βάσει υπολογιστών» (Beacham, Nicolucci, Denard, Hermon & Bentkowska-Kafel,
2009). Ο Χάρτης του Λονδίνου δίνει έμφαση, έστω και έμμεση, στην ίδια την ψηφιακή εικόνα. Αντίθετα το κέντρο
βάρους της ερευνητικής συζήτησης κατά τα τελευταία χρόνια μεταφέρεται όλο και περισσότερο στο χαρακτήρα των
ψηφιακών εικόνων ως συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων για συγκεκριμένες ερευνητικές εργασίες. Ζητήματα
όπως ο βαθμός ρεαλισμού, ο βαθμός αποκατάστασης ή υποθετικής ερμηνείας θεωρούνται ότι πρέπει να υπάγονται στο
πλαίσιο του ευρύτερου ερευνητικού ερωτήματος, μέσα στο οποίο αποκλειστικά είναι δυνατό να διατηρήσει την επιστη-
μονική της αξία με τρόπο λειτουργικό η όποια ψηφιακή εικόνα.
Η Wittur θεωρεί ότι από το 2006 και μετά η συζήτηση γύρω από τον επιστημολογικό χαρακτήρα των ψηφιακών
εικόνων κοπάζει. Ωστόσο η πρόσφατη ανανέωση του Χάρτη του Λονδίνου (Denard, 2012) και η ίδια η διατριβή της
Wittur μάλλον αντικρούουν το απαισιόδοξο σχόλιό της. Η δουλειά της Wittur είναι σημαντική διότι θέτει κάποια ζητή-
ματα επιστημολογικής ηθικής με τρόπο σαφή και συστηματικό ως προς τις προϋποθέσεις και τους τύπους ψηφιακών
εικόνων (Wittur, 2013, σ. 15–36). Οι προϋποθέσεις περιλαμβάνουν παρόμοιες κατευθύνσεις και επισημάνσεις με το
Χάρτη του Λονδίνου, όπως:
• να συμμετέχουν ενεργά οι αρχαιολόγοι στη διαδικασία δημιουργίας των εικόνων,
• να επισημαίνονται τα λιγότερο και περισσότερο υποθετικά τμήματα,
• η εικόνα δεν αποτελεί αναπαράσταση της πραγματικότητας,
• να παρέχονται τα δεδομένα τεκμηρίωσης,
• να αναπτύσσεται θεωρητικός λόγος πάνω στο ρόλο και τη σημασία της εικόνας,
• να υπάρχει έλεγχος ποιότητας,
• να λαμβάνονται υπόψη ο στόχος και το κοινό των ψηφιακών εικόνων.
Οι ψηφιακές εικόνες με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις ορίζονται μόνο ως μέρη ενός ευρύτερου ερευνητικού
πλαισίου και επομένως μόνο ως ερευνητικά εργαλεία και κατατάσσονται στους εξής τύπους:
• εικόνες με τις οποίες δοκιμάζονται νέες τεχνικές
• ψυχαγωγικές εικόνες, π.χ. υπόβαθρα σε ταινίες του κινηματογράφου με ιστορικό θέμα

39
Εικόνα 2.13 Ψηφιακή προσομοίωση φωτισμού στο εσωτερικό νεολιθικής κατοικίας στη θέση Κουτρουλού Μαγούλα. Με
την άδεια του Κ. Παπαδόπουλου.

• εικόνες τεκμηρίωσης της ανασκαφικής διαδικασίας


• εικόνες επικοινωνιακού χαρακτήρα, είτε με προορισμό κάποιο μουσείο είτε ακόμη και για τηλεοπτικά
ντοκιμαντέρ ή ηλεκτρονικά παιχνίδια
• εικόνες ως περιβάλλοντα διεπαφής βάσεων δεδομένων, κυρίως ΓΣΠ, οι οποίες επιτρέπουν στον χρή-
στη να θέσει ερωτήματα και να λάβει απαντήσεις με πιο εύχρηστο και άμεσο τρόπο απ’ ό,τι αν διατύπωνε ερωτήματα
απευθείας στη βάση δεδομένων, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός χάρτη κατανομής οικισμών σε σχέση με
πηγές νερού, που είναι πιο εύληπτος από μια αντίστοιχη περιγραφή με τη μορφή κειμένου
• εικόνες ανασύστασης ή προσομοίωσης μιας ανασκαφής, με στόχο να καταστήσουν την ανασκαφική
διαδικασία επαναλήψιμη, έστω και σε εικονικό επίπεδο
• εικόνες ως εργαλεία επιστημονικής ανάλυσης, σχετικά με θέματα όπως η δομή ενός κτηρίου, οι φωτι-
στικές συνθήκες στο εσωτερικό του, η χρήση του, η θέση του στο τοπίο, η ανάπλαση τοπίων, αστρονομικές παρατηρή-
σεις στο τοπίο, ζητήματα οπτικής επαφής από και προς ένα κτήριο σε σχέση με το περιβάλλον του ή μεταξύ των χώρων
του.
Τέλος τα πρακτικά ενός συνεδρίου με θέμα τη στοχευμένη χρήση ψηφιακών μέσων ως αναλυτικών εργαλείων
στην αρχαιολογική έρευνα προσθέτουν και εξειδικεύουν τον προηγούμενο σχετικό αναστοχασμό (Chrysanthi, Flores
& Papadopoulos). Εδώ υπάρχουν τουλάχιστον δύο ενδιαφέροντα παραδείγματα από το χώρο της αρχαιολογίας του
προϊστορικού Αιγαίου. Η ψηφιακή ανακατασκευή προϊστορικών κτηρίων παρήγαγε προτάσεις για τη μορφή των κτη-
ρίων, για τον τρόπο κατάρρευσής τους, κυρίως όμως για τις συνθήκες φωτισμού των χώρων αυτών (Papadopoulos,
2010, Εικόνα 2.13). Η ψηφιακή αναπαράσταση δωματίων του υστεροκυκλαδικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Θήρας
έδωσε πληροφορίες για τη διαδικασία τοιχογράφησης του χώρου, επιβεβαιώνοντας παλαιότερες παρατηρήσεις επί τη
βάσει της τεχνοτροπίας των τοιχογραφιών, ενώ προώθησε την κατανόηση της επικοινωνιακής αξίας των τοιχογραφιών
(Paliou, 2011).
40
Εικόνα 2.14 Ψηφιακή αναπαράσταση της βίλας της Λιβίας στο πλαίσιο του κυβερνοαρχαιολογικού ερευνητικού προ-
γράμματος του Forte (2008, σ. 96, εικ. 3). Με την άδεια του δημιουργού.

Στις τρέχουσες εξελίξεις πέρα από το Χάρτη του Λονδίνου μπορεί να ενταχθεί και η πρόσφατη δουλειά του
Maurizio Forte, ενός από τους πρωτοπόρους και κυριότερους εκπροσώπους της δυνητικής αρχαιολογίας. Ο Forte πα-
ρουσίασε πρόσφατα εφαρμογή δυνητικής αναπαράστασης της ρωμαϊκής βίλας της Λιβίας, συζύγου του Οκταβιανού
Αυγούστου στη Ρώμη (Forte 2008. Επίσης συμβολές στο Forte 2010, Εικόνα 2.14). Ο Forte θεωρεί ότι η εφαρμογή αυτή
ξεπερνάει τα όρια της δυνητικής αρχαιολογίας και περνάει σε ένα άλλο, διαφορετικό επιστημολογικό επίπεδο από τη
δυνητική αρχαιολογία, το οποίο ονομάζει κυβερνοαρχαιολογία (cyber-archaeology). Η κυβερνοαρχαιολογία ξεπερνά
τη δυνητική αρχαιολογία διότι είναι πιο δυναμική. Συγκεκριμένα, όποια και αν είναι η τεχνολογία που χρησιμοποιεί η
δυνητική αρχαιολογία, το αποτέλεσμα είναι ολοκληρωμένες αναπαραστάσεις, δηλαδή εικόνες στις οποίες έχει απεικο-
νισθεί και η παραμικρή λεπτομέρεια του εκάστοτε κτηρίου. Ο θεατής δεν έχει άλλο τρόπο για να διατηρήσει την κριτική
του εγρήγορση παρά μόνο μέσα από τη θέαση εναλλακτικών αναπαραστάσεων του ίδιου κτηρίου και επομένως έχει
συγκεκριμένες επιλογές.
Αντίθετα οι εφαρμογές της κυβερνοαρχαιολογίας προσφέρουν αρχικά μόνο ένα βασικό πρόπλασμα των αρχι-
τεκτονικών καταλοίπων και του περιβάλλοντος χώρου. Ο χρήστης ενεργεί πάνω σε αυτό και δημιουργεί ο ίδιος εναλ-
λακτικά σενάρια αποκατάστασης, τα οποία μπορούν να διαφέρουν είτε συνολικά είτε σε επιμέρους στοιχεία τους ως
προς το ρεαλισμό ή τη λεπτομέρεια. Έτσι ένας χρήστης που δεν είναι σίγουρος για την οροφή του κτηρίου του οποίου
την αναπαράσταση συμπληρώνει μπορεί να την εμφανίσει ως ημιδιαφανή ή και να μην την εμφανίσει καθόλου. Με τον
τρόπο αυτό ο κάθε χρήστης της εφαρμογής διαμορφώνει τη δική του εκδοχή αναπαράστασης του κτηρίου. Η εφαρμογή
σώζει τα επιμέρους σενάρια χρηστών και έτσι συσσωρεύει προοδευτικά γνώση σε σχέση με το ίδιο το μνημείο, ενώ τα
αποθηκευμένα σενάρια αποκατάστασης και ερμηνείας προσφέρουν τη δυνατότητα συγκριτικής αποτίμησης του μνη-
μείου. Μέσω όλων αυτών των δυνατοτήτων η εφαρμογή μπορεί να θεωρηθεί ένας οργανισμός που εξελίσσεται μέσα
από τη διάδρασή της με τους χρήστες. Έτσι συμβάλλει στην ανάλυση δεδομένων, την αποκατάσταση της μορφής, τη
41
διερεύνηση της χρήσης και την κατανόηση της σημασίας του μνημείου. Επομένως καλύπτει το σύνολο της μελέτης και
ερμηνείας του μνημείου με τρόπο δυναμικό και κριτικό, αλλά και συνάμα εκπαιδευτικό, καθώς πρόσβαση στην εφαρ-
μογή έχει και ο αρχαιολόγος, αλλά και το κοινό. Άρα το κυβερνοαρχαιολογικό επιστημολογικό πρόγραμμα καλύπτει και
την έρευνα και την προβολή και διαχείριση του παρελθόντος.
Από το ερευνητικό πρόγραμμα του Τσατάλ Χουγιούκ προέρχεται μία ακόμη ερευνητική πρωτοβουλία στο
πλαίσιο της κυβερνοαρχαιολογίας. Η Colleen Morgan (2009) έχει πρόσφατα περιγράψει τη δημιουργία ενός ψηφιακού
προπλάσματος του νεολιθικού οικισμού στο περιβάλλον του Second Life (Rufer-Bach, 2009), ενός περιβάλλοντος
στον κυβερνοχώρο με χαρακτήρα κοινωνικό και ψυχαγωγικό. Εκεί ο χρήστης συμμετέχει μέσω ενός avatar, δηλαδή
ενός ψηφιακού χαρακτήρα με τη μορφή ανδρείκελου ή, αλλιώς, ανθρωπομοιώματος, που το ελέγχει πλήρως ως προς
την εμφάνιση και την κίνηση. Ο χώρος είναι διαμορφωμένος με προσομοίωσεις του φυσικού και του ανθρωπογενούς
περιβάλλοντος, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε εντελώς φανταστικές. Ο κόσμος αυτός δίνει τη δυνατότητα κοινωνικής
δικτύωσης μέσω επαφής με τους χαρακτήρες άλλων χρηστών, ακόμη και πολιτικής δραστηριοποίησης, εφόσον πολλά
ευρωπαϊκά κόμματα έχουν ήδη διεξαγάγει μέρος των προεκλογικών τους εκστρατειών στο χώρο αυτό, καθώς και ψυχα-
γωγικής και εκπαιδευτικής χρήσης, όπως μέσα από μια επίσκεψη στην αντίστοιχη προσομοίωση του Λούβρου.
Εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες του Second Life, η ομάδα του Τσατάλ Χουγιούκ δημιούργησε ένα ψηφιακό
αντίγραφο του οικισμού, δηλαδή έναν νεολιθικό κυβερνοοικισμό (Εικόνα 2.15). Στο χώρο αυτό ο ψηφιακός χαρακτήρας
του επισκέπτη μπορεί να περιηγηθεί, να γνωρίσει με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του οικισμού και να έρθει
σε επαφή με άλλους χαρακτήρες με παρόμοια ενδιαφέροντα. Επιπρόσθετα έχει δημιουργηθεί πρόγραμμα πειραματικής
αρχαιολογίας μέσα στον κυβερνοχώρο, όπου ο ψηφιακός χαρακτήρας του χρήστη μπορεί π.χ. να χτίσει τη δική του
εστία μέσα σε κάποιον προδιαγεγραμμένο χώρο. Έτσι δίνεται η δυνατότητα σε ένα ευρύ κοινό, επιστημονικό και άλλο,
να αποκτήσει ένα είδος άμεσης –έστω και ψηφιακής– πρόσβασης στο Τσατάλ Χουγιούκ, με τρόπο διαφορετικό από
τον συνήθη, δηλαδή το κείμενο και την εικόνα, είτε σε έντυπη είτε σε ψηφιακή μορφή, ενώ, όσο περισσότεροι είναι οι
επισκέπτες, τόσο περισσότερα θα είναι και τα ερευνητικά οφέλη από τα αρχαιολογικά πειράματα που θα επιχειρήσουν.
Η δουλειά των Shanks και Webmoor (2013) συνοψίζει τον τρέχοντα αναστοχασμό για τη σχέση αρχαιολογικής
έρευνας και νέων τεχνολογιών. Οι Shanks και Webmoor εκκινούν από τον μη επαναλήψιμο χαρακτήρα της ανασκαφής
και τη χαρακτηρίζουν συγκυριακό γεγονός, ανάλογο των πειραμάτων της κβαντομηχανικής φυσικής. Τονίζουν συνα-
κόλουθα τον ενεργό ρόλο του αρχαιολόγου στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής μαρτυρίας, για να υποστηρίξουν ότι
οι ψηφιακές εικόνες, καθώς και τα άλλα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αρχαιολόγος, όπως τα γραμμικά σχέδια, τα
σκαριφήματα ημερολογίων, αλλά και τα κείμενα και οι βάσεις δεδομένων, δεν αποτελούν αναπαραστάσεις του παρελ-
θόντος, αλλά τρόπους διαμεσολάβησης ανάμεσα στο παρελθόν, τα υλικά του κατάλοιπα, τον αρχαιολόγο και το κοινό
τους, επιστημονικό και ευρύτερο.
Για τους Shanks και Webmoor οι εικόνες ορίζονται ως «πρόσθεσις» (prosthesis) και παρομοιάζονται με τα τε-
χνητά ανθρώπινα μέλη, τα οποία δεν αναπαριστούν την εικόνα που είχε ένας άνθρωπος προτού απολέσει το χέρι του,
το πόδι του κλπ., αλλά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς περίπου θα λειτουργούσε όταν είχε το δικό του μέλος. Οι
Shanks και Webmoor υποστηρίζουν ότι η αναπαραστατικότητα είναι μόνο η επιφάνεια της σημασίας των εποπτικών
μέσων της αρχαιολογικής έρευνας και ότι η ουσία τους έγκειται στην ικανότητά τους να μας εμπλέκουν ενεργά στο
υπό έρευνα κτήριο και να μας βοηθούν στην περαιτέρω παραγωγή γνώσης για το κτήριο καθαυτό και την εποχή του.

Εικόνα 2.15 Ψηφιακή αναπαράσταση του κτηρίου B79 και του εσωτερικού του στο περιβάλλον του Second Life. Με την
άδεια της Colleen Morgan και του ερευνητικού προγράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ.
42
Η πρόταση αυτή αναδιατυπώνει τις κυριότερες επιστημολογικές κατακτήσεις της έρευνας από τις προτάσεις του προ-
γράμματος του Τσατάλ Χουγιούκ έως και τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά η πιο σημαντική της συμβολή είναι η δυνατό-
τητα που προσφέρει για συνεξέταση όλων των εποπτικών μέσων που έχει στη διάθεσή του ο αρχαιολόγος, συμβατικών
και ψηφιακών.
Μια άλλη έκφανση της συνεξέτασης συμβατικών και ψηφιακών μέσων αφορά μια εμβάθυνση του επιστημολο-
γικού αναστοχασμού, ο οποίος έχει πλέον συμπεριλάβει ακόμη και την τρέχουσα τάση της σταδιακής υποκατάστασης
έντυπων μορφών επικοινωνίας της έρευνας (δημοσιεύσεων ανασκαφών, μελετών, πρακτικών συνεδρίων κλπ.) από
ψηφιακά μέσα, όπως διαδικτυακές βάσεις δεδομένων, ιστολόγια, αλλά και μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Cochrane
& Russel, 2007). Μολονότι η εξέλιξη αυτή φαντάζει φυσιολογική και αναμενόμενη, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το
έντυπο συνόδευσε τη διάχυση και δημοσιοποίηση του αρχαιολογικού λόγου για το συντριπτικά μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα της ύπαρξης της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Επομένως κάποιες συμβάσεις, όπως η ανάγκη τοποθέτησης ει-
δικών πινάκων για φωτογραφίες ή / και σχέδια στις μονογραφίες, είχαν παγιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούνται
αυτονόητες. Η είσοδος στην ψηφιακή εποχή επομένως αποτέλεσε μια σαφώς πιο θεμελιώδη ανατροπή απ’ ό,τι αρχικά
μπορεί να θεωρηθεί, εξού και η γενικότερη αναστοχαστική αφύπνιση πάνω στη σημασία και το ρόλο των μέσων επικοι-
νωνίας στην αρχαιολογική έρευνα.
Επιπρόσθετα η ψηφιακή τεχνολογία δεν έχει ακόμη εξαφανίσει τις παραδοσιακές συμβατικές μεθόδους δη-
μοσίευσης της έρευνας. Έτσι είμαστε στην πλεονεκτική θέση όπου είναι δυνατή η σύγκριση διαφορετικών μέσων και
η αποτίμησή τους. Μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε τα πλεονεκτήματα της έντυπης δημοσίευσης, η οποία, έστω και
αν καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από έναν ψηφιακό δίσκο ή είναι περιορισμένη σε έκταση ή επιλεκτική στον όγκο
των πληροφοριών που παραθέτει, διακρίνεται ωστόσο, ακριβώς για τους ίδιους αυτούς λόγους, για τη σταθερότητα και
τη μακροβιότητά της. Αυτά τα πλεονεκτήματα τονίζονται ιδιαίτερα όταν συγκρίνονται με τον ωκεανό των ψηφιακών
πληροφοριών, οι οποίες εμφανίζονται, μετασχηματίζονται και εξαφανίζονται με ρυθμούς που δεν είναι δυνατό να πα-
ρακολουθήσει και πόσο μάλλον να αξιολογήσει ο άνθρωπος (Lancaster, 2005, σ. 2). Αντίστροφα η ψηφιακή τεχνολογία
επιτρέπει την πρόσβαση και γρήγορη επεξεργασία σε τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων ώστε ο αρχαιολόγος μπορεί και
πλέον οφείλει να δημοσιεύει όχι μόνο την τελική ανασκαφική έκθεση, αλλά και το αρχείο εργασιών πάνω στο οποίο
έχει βασιστεί η τελική έκθεση. Αυτή η δυνατότητα καθιστά την ερευνητική διαδικασία σαφώς πιο διαφανή σε σχέση
με το έντυπο, αφού η ερευνητική κοινότητα μπορεί πλέον να επαναλαμβάνει και να ελέγχει ως προς την ορθότητά του
κάθε βήμα του ανασκαφέα, από τη στιγμή που ακουμπά το ανασκαφικό σκαλίδι του στο χώμα μέχρι το τελικό του συ-
μπέρασμα.

5. Εικόνες και αρχαιολογικός λόγος: κενά και πιθανές κατευθύνσεις της έρευνας

Η μέχρι τώρα ιστορική αναψηλάφηση του προβληματισμού πάνω στη σημασία των εικόνων και ειδικότερα των σχεδί-
ων και των ψηφιακών αναπαραστάσεων στην αρχαιολογική έρευνα ανέδειξε το ρόλο των επιστημολογικών αλλαγών,
δηλαδή των αλλαγών στις βασικές αρχές της αρχαιολογίας ως επιστήμης, αλλά και των τεχνολογικών αλλαγών, δηλαδή
την πρόοδο στα μέσα που διαθέτει ο αρχαιολόγος. Επιπρόσθετα οι δύο αυτοί παράγοντες δεν επέδρασαν στην έρευνα
με τον ίδιο τρόπο σε όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων ζωής της αρχαιολογικής επιστήμης. Αντίθετα η πρώτη εντύπωση
είναι μια σειρά από ανισοβαρείς επιρροές ως προς τη χρήση αρχιτεκτονικών σχεδίων στην αρχαιολογία. Για το λόγο
αυτό είναι χρήσιμη μια ανακεφαλαίωση, ώστε να προχωρήσουμε σε κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις.
Οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι προφανώς και είχαν υπόψη τους ότι οι εικόνες δεν αποτελούν πιστές απομιμή-
σεις της πραγματικότητας, ούτε του παρελθόντος καθαυτό, ούτε των αρχιτεκτονικών του καταλοίπων. Γνώριζαν πολύ
καλά ότι τα σχέδια παρουσιάζουν μια επιλεκτική εικόνα της πραγματικότητας, συγκεκριμένα το αποτέλεσμα της έρευ-
νας των αρχαιολόγων και όχι γενικώς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Επιπρόσθετα οι τεχνικές συμβάσεις των γραμμικών
σχεδίων ως προς την απόδοση όγκων, σκιάσεων κλπ. σημαίνουν ότι τα επιλεγμένα στοιχεία απεικονίζονται με τρόπο
σχηματικό και άρα συνοπτικό και ακόμη πιο επιλεκτικό. Ωστόσο οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι δεν προβληματίσθηκαν
γι’ αυτή τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα των υλικών καταλοίπων και τη συμβατική τους σχεδιαστι-
κή απεικόνιση. Θεώρησαν ότι ο αρχαιολόγος έχει την ικανότητα να ανασυνθέτει με τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον
αντικειμενικό το παρελθόν και ότι επομένως τα αρχιτεκτονικά σχέδια διαθέτουν αντικειμενικότητα, έστω και αν είναι
επιλεκτικές απεικονίσεις της πραγματικότητας.
Οι αναπαραστάσεις αρχαίων μνημείων διαχωρίστηκαν από τα ανασκαφικά και τα υπόλοιπα τεχνικά σχέδια,
ακριβώς όπως η ερμηνεία στο παραδοσιακό παράδειγμα δεν συνδέεται οργανικά με τα προηγούμενα στάδια της έρευ-
νας και συνακόλουθα έχει μικρότερη σημασία. Ο διαχωρισμός ανάλυσης και ερμηνείας ταιριάζει και στον αντίστοιχο
και εξίσου σαφή διαχωρισμό των σχεδίων από τους αρχιτέκτονες σε τεχνικά (μετρήσιμα) και ελεύθερες αποδόσεις.
Άλλωστε αναφέρθηκε ότι ο Lloyd κατέκρινε τις τολμηρές αναπαραστάσεις μνημείων, έτσι ακριβώς όπως ένας παραδο-
43
σιακός αρχαιολόγος επικρίνει ερμηνείες των υλικών καταλοίπων που θεωρεί αντίστοιχα τολμηρές. Η σύμπτωση αυτή
των απόψεων μεταξύ αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων σίγουρα διευκόλυνε τη συνεργασία μεταξύ των δύο επιστημών
στην τεκμηρίωση και μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του παρελθόντος.
Η νέα ή διαδικαστική αρχαιολογία δεν ανέπτυξε καν κάποιον αναστοχαστικό λόγο πάνω στα αρχιτεκτονικά
σχέδια, μολονότι αμφισβήτησε την παραδοσιακή αυθαίρετη σχέση μεταξύ της ανάλυσης και της ερμηνείας των αρχαι-
ολογικών δεδομένων. Αυτό συνέβη διότι η σχέση υλικών καταλοίπων και ερμηνείας για το διαδικαστικό παράδειγμα
αφορά δύο σημεία. Πρώτον, οι ανασκαφικές πρακτικές και οι υπόλοιπες μέθοδοι αρχαιολογικής έρευνας οφείλουν να
τυποποιηθούν ώστε να παράγουν πρωτογενή δεδομένα της ίδιας υψηλής ποιότητας και να επιτρέπουν έτσι τη σύγκριση
μεταξύ ευρημάτων διαφορετικών ανασκαφών ή άλλων προγραμμάτων αρχαιολογικής έρευνας. Η ερμηνεία είναι το
επόμενο στάδιο της έρευνας αυτής, όπου το αρχαιολογικό υλικό φωτίζει το πώς λειτουργούσαν οι κοινωνίες στο πα-
ρελθόν, πώς προσαρμόζονταν οι άνθρωποι στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν και τι σχέσεις ανέπτυσσαν
μεταξύ τους για να προοδεύσουν κοινωνικά. Αυτό το επιστημολογικό πρίσμα καθιστά αφενός το ρόλο ενός τεχνικού
σχεδίου (κάτοψης, τομής) αυτονόητο και αφετέρου μια αναπαράσταση περιττή ή επουσιώδη, εφόσον το βάρος πέφτει
στη σχηματική, έως και διαγραμματική, απεικόνιση δεδομένων και συμπερασμάτων για τη λειτουργία της κοινωνίας.
Ο προβληματισμός σχετικά με το ρόλο των εικόνων εντοπίζεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στην τελευταία ει-
κοσαετία, ως αποτέλεσμα της έντονα αναστοχαστικής διάθεσης που χαρακτηρίζει το μεταδιαδικαστικό παράδειγμα
της αρχαιολογίας. Η διάθεση αυτή έχει συμπεριλάβει όλα τα είδη αρχαιολογικών εικόνων, όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά
σχέδια. Ο σχετικός προβληματισμός ωστόσο επικεντρώνεται κυρίως στην επιρροή που ασκεί το ιστορικό και κοινωνικό
πλαίσιο του αρχαιολόγου στην έρευνά του, ιδίως στο επίπεδο αφενός της εννοιολογικής συγκρότησης της έρευνας και
αφετέρου της ερμηνευτικής παραγωγής. Οι εικόνες συνήθως αποτυπώνουν αυτή την επιρροή και επομένως υποβάλλουν
μια συγκεκριμένη πολιτική προσέγγιση του παρελθόντος. Ταυτόχρονα με τη μεταδιαδικαστική κριτική αναπτύχθηκε
μια δεύτερη τάση προβληματισμού, με αφορμή τη ραγδαία διείσδυση των ψηφιακών τεχνικών στην αρχαιολογική
έρευνα. Οι επιστημολογικές αφορμές της τάσης αυτής προέρχονταν από τη θετικιστική, ποσοτική, αναλυτική και εξη-
γητική πλευρά της αρχαιολογίας. Αποτέλεσε ουσιαστικά εξέλιξη του διαδικαστικού επιστημολογικού παραδείγματος
και επικεντρώθηκε κυρίως στις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών για ανανέωση των ερευνητικών μεθόδων, με στόχο
την κατά το δυνατόν ακριβέστερη αναπαράσταση του παρελθόντος. Σύντομα ωστόσο ο τελευταίος στόχος θεωρήθηκε
χιμαιρικός, και πλέον η λεγόμενη «δυνητική αρχαιολογία» χαρακτηρίζεται από επιστημολογικό αναστοχασμό εξίσου
έντονο με τον αντίστοιχο μεταδιαδικαστικό ως προς το χαρακτήρα και το ρόλο των ψηφιακών εικόνων στην αρχαιολο-
γία. Τα κυρίαρχα ερωτήματα εξετάζουν τη σχέση μνημείου, εικόνας, ερευνητή και θεατή, ειδικότερα το αν οι ψηφιακές
εικόνες (θα έπρεπε να) είναι αυτόνομες ή απόλυτα ενταγμένες στο γενικότερο πλαίσιο της έρευνας που τις παράγει και
το πώς θα διατηρηθεί η κριτική εγρήγορση του κοινού που τις καταναλώνει σε σχέση με ζητήματα όπως η αυθεντικό-
τητα και ο ρεαλισμός της αναπαράστασης.
Επομένως η δυνητική αρχαιολογία έχει πλέον συγκλίνει στα ερωτήματα που έθεσε η μεταδιαδικαστική αρ-
χαιολογία, πολλά από τα οποία έχουν επηρεάσει συνολικά την αρχαιολογική σκέψη, ιδίως κατά την τελευταία δεκα-
πενταετία, με τον τερματισμό του πολέμου χαρακωμάτων μεταξύ διαδικαστικών και μεταδιαδικαστικών απόψεων.
Μάλιστα ο Ezra Zubrow (2010) έχει πρόσφατα υποστηρίξει ότι η κυβερνοαρχαιολογία είναι η έμπρακτη γεφύρωση
του χάσματος μεταξύ διαδικαστικής και μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας, καθώς και το πιο πιθανό πεδίο επιβίωσης της
κύριας επιστημολογικής κληρονομιάς των μεταδιαδικαστικών. Η κληρονομιά αυτή είναι το αίτημα για άνοιγμα των αρ-
χαιολογικών δεδομένων σε πολλές, ποικίλες και, ει δυνατόν, ετερόκλητες ή και μεταξύ τους αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το αίτημα αυτό βασίζεται στην αναγνώριση της πολυσημίας του υλικού πολιτισμού, η οποία ακυρώνει εκ θεμελίων
την όποια απόπειρα προώθησης μιας αρχαιολογικής ερμηνείας ως της μοναδικά ορθής ή έστω της πιο βαρύνουσας
εξήγησης των αρχαιολογικών δεδομένων. Σύμφωνα με τον Zubrow, η δυνατότητα που δίνει η κυβερνοαρχαιολογία για
εναλλακτικά σενάρια αποκατάστασης ενός κτηρίου με ταυτόχρονη αποτύπωση των υποθετικών τμημάτων, αλλά και
για τη διατήρηση των σεναρίων αυτών και των συγκριτικών αναλύσεων μεταξύ των σεναρίων ουσιαστικά υλοποιεί το
μεταδιαδικαστικό αίτημα, ενώ ταυτόχρονα η οπτικοποίηση της ερμηνείας την εκθέτει στην κριτική και την περαιτέρω
επιστημονική επαλήθευση, καλύπτοντας έτσι και τις απαιτήσεις της θετικιστικής και εμπειριστικής έρευνας, που έχει
διαδεχθεί τη διαδικαστική σχολή στην αρχαιολογική έρευνα σήμερα.
Παρά τη σύγκλιση αυτή όμως κάποια σημαντικά κενά στην έρευνα εξακολουθούν να υφίστανται. Κατ’ αρχάς
η αρχαιολογία του προϊστορικού Αιγαίου έχει επηρεαστεί σχετικά αποσπασματικά από την ανάπτυξη του θεωρητικού
προβληματισμού για τις αρχαιολογικές εικόνες. Ο όποιος προβληματισμός, παρά τις εξαιρέσεις (π.χ. Ευαγγελίδης,
2003. Paliou, 2011. Chrysanthi, Flores & Papadopoulos, 2012), είτε ερείδεται απόλυτα στη μεταδιαδικαστική κριτική
και επικεντρώνεται στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των αρχαιολόγων στην αναπαρά-
σταση και εν γένει ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων, είτε ακολουθεί μια σαφή θετικιστική γραμμή με έμφαση
στις νέες τεχνολογίες καθαυτές. Συνολικά η αιγαιακή αρχαιολογία ακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις σποραδικά και
αποσπασματικά. Πέρα από το χώρο του Αιγαίου παρατηρείται έλλειψη θεωρητικού λόγου σχετικά με τις συμβατικές
απεικονίσεις αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η έλλειψη αυτή, που την έχουν επισημάνει οι Smiles και Moser (2005, σ. 9),
44
δεν αφορά τόσο τη φωτογραφία, καθώς για την τελευταία έχει αναπτυχθεί αρκετά λεπτομερής προβληματισμός. Αυ-
τός ο προβληματισμός όμως αποτελεί ένα ιδιαίτερο ζήτημα από μόνος του (βλ. τη σχετική αναφορά στο προηγούμενο
κεφάλαιο) και επομένως ξεπερνά τα όρια αυτής της μελέτης. Αντίθετα η έλλειψη αφορά τα γραμμικά σχέδια και τις
ζωγραφικές απεικονίσεις της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Τα γραμμικά σχέδια –συμπεριλαμβανομένων και των ανα-
σκαφικών κατόψεων και των στρωματογραφικών τομών– είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη μελέτη και την κατανόηση
της μορφής, λειτουργίας και σημασίας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ενώ η παραγωγή τους συνδέεται στενά με την
αντίστοιχη εκπόνηση ελεύθερων ζωγραφικών αναπαραστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο βιβλίο των
Smiles & Moser τα σχετικά κεφάλαια δεν καλύπτουν την έλλειψη που επισημαίνουν στην εισαγωγή τους οι επιμελητές
του έργου. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η άποψη των Shanks και Webmoor ότι ο αρχαιολόγος οφείλει να διαμορφώνει
λεπτομερές πρόγραμμα εικονογράφησης των δεδομένων του και μια «οπτική οικονομία» της έρευνάς του, συμπεριλαμ-
βάνοντας συμβατικές και ψηφιακές εικόνες ανεξαιρέτως.

6. Η συνεξέταση συμβατικών και ψηφιακών εικόνων

Είναι τελικά δυνατή ή επιστημολογικά θεμιτή η συνεξέταση συμβατικών και ψηφιακών εικόνων, την οποία επιχειρεί το
παρόν βιβλίο; Σύμφωνα με τους Shanks και Webmoor, η απάντηση είναι καταφατική, αλλά, με δεδομένη τη γενικότερη
έλλειψη αντίστοιχων απόψεων, η καταφατική απάντηση καθίσταται προβληματική. Μάλιστα σε αντίστοιχο ερώτημα
σχετικά με τις εικόνες στην έρευνα των θετικών επιστημών οι Lüthy και Smets (2009) διαπιστώνουν τη χρήση μεγάλης
ποικιλίας εποπτικών μέσων, όπως τα διαγράμματα, τα γραφήματα και –κυρίως κατά τον 17ο αιώνα– οι αλληγορικές
απεικονίσεις. Τα εποπτικά αυτά μέσα ούτε ονομάζονται με τον ίδιο τρόπο από όλους τους ερευνητές, ούτε χρησιμοποι-
ούνται με όμοιο τρόπο. Για τους λόγους αυτούς οι Lüthy και Smets καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό
να μελετήσει κανείς τη σημασία των εικόνων στον επιστημονικό λόγο με τρόπο αφηρημένα συστηματικό. Αντίθετα θα
πρέπει να τις εξετάσει κατά περίπτωση και ιστορικά, δηλαδή μέσα στο επιστημονικό και ιστορικό πλαίσιο που τις παρή-
γαγε, καθώς διαφορετικές εποχές χρησιμοποίησαν διαφορετικές ορολογίες για να κατατάξουν τα εποπτικά βοηθήματα
της επιστήμης.
Αν ο προβληματισμός των Lüthy και Smets επεκταθεί συμπεριλαμβάνοντας και την προϊστορική αρχαιολογία
του Αιγαίου, τότε η συνεξέταση αρχιτεκτονικών σχεδίων και σχετικών ψηφιακών εικόνων φαντάζει σε πρώτη ματιά
δύσκολη. Είναι γεγονός ότι άλλες ήταν οι δυνατότητες των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η αναπαραγωγή σχεδίων στις
δημοσιεύσεις ανασκαφών βασιζόταν στη χαρακτική τέχνη, και άλλες δυνατότητες προέκυψαν με την εκτύπωση τύπου
offset. Αντίστοιχα κάποτε ήταν αδύνατο να επισκέπτεται συχνά ένας αρχιτέκτονας μια ανασκαπτόμενη θέση. Μπορού-
σε να μεταβεί άπαξ, συνήθως στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου, και να αποτυπώσει όλα τα αρχιτεκτονικά κατά-
λοιπα που είχε αποκαλύψει η αρχαιολογική εργασία στο προηγούμενο διάστημα. Σήμερα οι μετακινήσεις είναι σαφώς
πιο εύκολες. Εάν μαζί με αυτές τις πρακτικές συνθήκες συνυπολογίσει κανείς και τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην
αρχαιολογική σκέψη, και συνεπώς και στα ερωτήματα που εξετάζουμε εδώ μέσα από τα αρχιτεκτονικά –εν προκειμένω,
αλλά σαφώς όχι μόνο– κατάλοιπα, τότε καταλαβαίνουμε ότι κάθε εποχή διαμόρφωσε τη δική της «πειθαρχία». Με τη
λέξη αυτή αποδίδεται ο όρος «discipline», ο οποίος εννοεί την επιστήμη ως συστηματική και συνεπή άσκηση θεωρίας,
μεθόδου και πρακτικής.
Υπάρχουν όμως λόγοι που δεν μας επιτρέπουν να είμαστε τόσο απαισιόδοξοι όσο οι Lüthy και Smets. Στην
εισαγωγή του βιβλίου αυτού αναφέρθηκε ήδη ότι διαφορετικές αρχαιολογικές αποστολές στην Ελλάδα των αρχών του
20ού αιώνα χρησιμοποίησαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, παρά το γεγονός ότι λει-
τουργούσαν εν πολλοίς μέσα στο ίδιο επιστημολογικό παράδειγμα και την ίδια «πειθαρχία». Επομένως ούτε μέσα στην
ίδια περίοδο δεν μπορούμε να έχουμε αυτή την επιθυμητή ενότητα ορολογίας ή επιστημολογικών αρχών χρήσης των
εικόνων, ιδίως των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Επιπρόσθετα, παρ’ όλες τις αλλαγές στην αρχαιολογική σκέψη, η αποτύ-
πωση και μελέτη των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων του Αιγαίου διακρίνεται και από κάποιες σταθερές, οι
οποίες είναι εξίσου –αν όχι περισσότερο– σημαντικές από τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ πρακτικών διαφορετικών
εποχών. Έτσι η αρχαιολογική δράση εντοπίζεται κυρίως στον 20ό αιώνα και πολύ λιγότερο στον 19ο, ο οποίος, με εξαί-
ρεση το τελευταίο του τέταρτο και κάποιες πιο πρώιμες και μεμονωμένες περιπτώσεις οργανωμένων αρχαιολογικών
ερευνών, αποτελεί μάλλον προοίμιο στην καθιέρωση της προϊστορίας του Αιγαίου ως επιστημονικά συγκροτημένου
κλάδου της αρχαιολογικής επιστήμης. Συνακόλουθα ο κλάδος αυτός έχει μια σχετικά μεγαλύτερη ενότητα σε σύγκριση
με τον αντίστοιχο για την προϊστορία της Βρετανίας, που αναφέρθηκε πιο πάνω σε συνάρτηση με τη μελέτη του Piggott
και ο οποίος καλύπτει τρεις αιώνες.
Μέσα σε αυτά τα 150 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από τη συγκρότηση της προϊστορικής αρχαιολογίας
στο Αιγαίο μέχρι σήμερα τα συμβατικά γραμμικά αρχιτεκτονικά σχέδια έχουν σταθερή παρουσία στις δημοσιεύσεις
ανασκαφών. Επομένως είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι κύριοι επιμέρους τύποι σχεδίων έχουν παραμείνει σταθεροί
και ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους τρόπους με τους οποίους αυτά τα σχέδια κωδικοποιούν την αρχιτεκτονική ή / και
45
αρχαιολογική πληροφορία και την παρουσιάζουν οπτικά. Σημαντικός παράγοντας για τη σταθερή αυτή σχέση σχεδίων
και αρχαιολογικού επιστημονικού λόγου είναι η εξίσου σταθερή και εμφανής παρουσία αρχιτεκτόνων και η συνεργασία
τους με τους προϊστορικούς αρχαιολόγους. Μολονότι υπήρξαν και υπάρχουν ανασκαφές που δεν διαθέτουν αρχιτέκτο-
να και δείχνουν μια προτίμηση για εναλλακτικούς τρόπους αποτύπωσης και μελέτης της αρχιτεκτονικής (π.χ. τις αποτυ-
πώσεις τις κάνουν σχεδιαστές, τοπογράφοι ή και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι), η συνεργασία των αρχιτεκτόνων επιβλήθηκε
εξαρχής στην αρχαιολογική έρευνα, είτε επειδή τα προϊστορικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι συχνά μνημειακά και
σύνθετα (π.χ. ανάκτορα Κνωσού, Μυκηνών), είτε επειδή η πνευματική κληρονομιά του δυτικού πολιτισμού εξαρχής
οδήγησε τους αρχιτέκτονες να αναπτύξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαία και κατ’ επέκταση για την προϊστορική
αρχιτεκτονική.
Μοναδικό ίσως σημείο τομής, ανάλογο με αυτό που εννοούν οι Lüthy και Smets, αποτελεί η τελευταία εικο-
σαετία, με την έντονη διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και αυτή η τομή είναι ψευδής. Από τη σκοπιά της
δυνητικής αρχαιολογίας ο Bernard Frischer (2008) συνδέει την εισαγωγή των ψηφιακών μέσων στην αρχαιολογική
έρευνα με τη γενικότερη ανάγκη για οπτικοποίηση των αποτελεσμάτων της, ανάγκη που είναι σύμφυτη με την ίδια
την αρχαιολογική επιστήμη καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Τα ψηφιακά μέσα ξεκίνησαν ως ένας ακόμη, εναλ-
λακτικός και τεχνικά εξελιγμένος, τρόπος απεικόνισης και αναπαράστασης των υλικών καταλοίπων και στη συνέχεια
εξελίχθηκαν σε μεθοδολογικό πολυεργαλείο. Αν δώσουμε έμφαση στις σημερινές δυνατότητες των ψηφιακών εικόνων,
τότε προκύπτει ένα χάσμα σε σχέση με τα γραμμικά σχέδια. Αν όμως λάβουμε υπόψη τις καταβολές τους, τότε οι ψη-
φιακές εικόνες είναι τα σύγχρονα αντίστοιχα των συμβατικών σχεδίων και τοποθετούνται στο ίδιο γενικό πλαίσιο με
τα τελευταία. Η συμβολή τους μπορεί να κριθεί με βάση συμβατικά ή γενικότερα κριτήρια που αφορούν τους οπτικούς
τρόπους δημιουργίας και μετάδοσης της γνώσης. Επομένως, αντί να διαχωρίζουμε τα συμβατικά αρχιτεκτονικά σχέδια
από τις ψηφιακές εικόνες λόγω του συγκεκριμένου θεωρητικού λόγου που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτές, θα ήταν
προσφορότερο να επεκταθεί ο θεωρητικός προβληματισμός για να συμπεριλάβει αφενός τα συμβατικά γραμμικά σχέδια
και αφετέρου περισσότερες πλευρές των ψηφιακών εικόνων.
Η αφορμή για μια τέτοια επέκταση του αρχαιολογικού αναστοχασμού μπορεί να αναζητηθεί στις ψηφιακές
εικόνες και μάλιστα στις τεχνικές δημιουργίας τους. Μολονότι οι τελευταίες θεωρούνται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα
στις συμβατικές και τις ψηφιακές εικόνες, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει το αντίθετο. Για παράδειγμα, η δυνατότητα
ψηφιακής μετατροπής απλών φωτογραφιών σε ορθοφωτογραφίες με αυτόματη διόρθωση καθιστά τις φωτογραφίες με-
τρήσιμες και άρα σχεδόν ισοδύναμες με τις σχεδιαστικές αποτυπώσεις (ενδεικτικά Χατζόπουλος, 2008). Η αποτύπωση
με τρισδιάστατο σαρωτή λέιζερ συνδυάζει αφενός την ακρίβεια και αφετέρου την πιστότητα κατά την αποτύπωση της
πραγματικότητας ως προς το χρώμα, την υφή και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια. Μολονότι οι τεχνικές αυτές υπο-
λείπονται ακόμη σε ευρύτητα διάδοσης, είναι θέμα χρόνου μέχρι να καταστούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής
αρχαιολογικής πρακτικής. Ήδη οι σαρωτές λέιζερ είναι σαφώς μικρότεροι σε μέγεθος και άρα πιο εύκολα φορητοί απ’
ό,τι λίγα χρόνια πριν. Με τις ψηφιακές γραφίδες και πινακίδες, είτε τις απλές σχεδιαστικές είτε τους μικρούς φορητούς
υπολογιστές σε μορφή πινακίδας (τύπου tablet), είναι δυνατή η σχεδίαση καταλοίπων ταυτόχρονα με το χέρι και με τον
υπολογιστή, σε λογισμικό ανυσματικού σχεδιασμού (Illustrator, CAD κλπ.). Το λογισμικό επιτρέπει επίσης την παράλ-
ληλη επεξεργασία και το συνδυασμό φωτογραφιών και ανυσματικών σχεδίων, και έτσι συνθέτει τη σχεδιαστική και τη
φωτογραφική τεχνική σε μια ενιαία διαδικασία παραγωγής εικόνων.
Οι τεχνικές της δυνητικής πραγματικότητας, όπως εφαρμόζονται με την πλέον σύνθετη μορφή τους στην κυ-
βερνοαρχαιολογία, συνδυάζουν τις τεχνικές σχεδίου και φωτογραφίας στο επίπεδο των πλέον βασικών τους αρχών. Στο
επίπεδο αυτό η φωτογραφία αποτελεί μηχανική αναπαραγωγή της πραγματικότητας (των αρχιτεκτονικών καταλοίπων).
Όσο και αν ο φωτογράφος παρεμβαίνει με τη γωνία θέασης και τις ρυθμίσεις του φωτογραφικού κλείστρου ως προς
την απόσταση και την έκθεση του θέματος της φωτογραφίας στο φως, η τελική διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη.
Αντίθετα στο γραμμικό σχέδιο όλα γίνονται με το ανθρώπινο χέρι. Την αυτοματοποιημένη διαδικασία του κλείστρου
την αντικαθιστά η ανθρώπινη πρόσληψη και η πορεία των οπτικών ερεθισμάτων από το μάτι στον εγκέφαλο και μετά η
εντολή στους νευρώνες του ανθρώπινου χεριού. Όπως ήδη σημειώθηκε, για τον Shanks η διαδικασία αυτή είναι σαφώς
πιο δημιουργική από τη φωτογραφία, διότι είναι εξ ολοκλήρου ανθρώπινη. Για το λόγο αυτό το σχέδιο αποτελεί εκ νέου
δημιουργία, αφού ακόμα και η παραμικρή κουκκίδα στο χαρτί απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ στη φωτογραφία
η αποτύπωση γίνεται στο κύριο μέρος της μηχανικά. Οι ψηφιακές εικόνες συνδυάζουν τις δύο τεχνικές. Ακόμη και οι
εξαρχής ψηφιακές εικόνες, αυτές που στην αγγλική γλώσσα χαρακτηρίζονται «born-digital data» (εξαρχής ψηφιακά
δεδομένα), όπως οι τρισδιάστατες σαρώσεις μνημείων με λέιζερ, αποδίδουν μια αρχική εικόνα που έχει παραχθεί μη-
χανικά, αλλά μετά πρέπει να δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπινου χεριού, προκειμένου να τονιστούν ή να προστεθούν
κάποια στοιχεία.
Μια εξαντλητική περιγραφή των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών απαιτεί πολύ περισσότερο χώρο από αυ-
τόν που προσφέρει η παρούσα μελέτη. Τα παραπάνω είναι απλώς ενδεικτικά παραδείγματα, τα οποία καθιστούν φανερό
το γεγονός ότι εντέλει η νέα τεχνολογία έχει επιτύχει κάτι σαφώς μεγαλύτερο και σημαντικότερο από την απλή γεφύρω-
ση σχεδίου και φωτογραφίας: Έχει ξαναθέσει τα ζητήματα ισορροπίας μεταξύ σχηματικότητας και περιγραφικότητας,
46
αναλυτικότητας και αναλογικότητας, φυσικής και συμβολικής συνάφειας με την πραγματικότητα, απελευθερώνοντας
την έρευνα από τους περιορισμούς των συμβατικών τεχνικών χάρη στη δυνατότητα που προσφέρει ώστε να έχουμε όσο
σχηματικές ή περιγραφικές απεικονίσεις επιθυμούμε, ανάλογα με την τεχνική και το επιθυμητό επίπεδο απεικόνισης της
πληροφορίας. Επομένως μια ψηφιακή εικόνα μπορεί να είναι όσο αναλυτικό εργαλείο ή, κατ’ αναλογία, ομοίωμα της
εξωτερικής πραγματικότητας επιθυμούμε, ενώ μπορεί να είναι επιλεκτικά αναλογική και αναλυτική ταυτόχρονα. Λόγου
χάρη, ένα ανυσματικό σχέδιο το οποίο απεικονίζει τη σύνδεση συγκεκριμένων σημείων με συγκεκριμένες ψηφιακές
συντεταγμένες μπορεί να συνδυαστεί με ένα φωτογραφικό υπόβαθρο το οποίο αποτελείται από πίξελ με διαφορετικές
χρωματικές και τονικές τιμές. Οι τιμές αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά βαθμοί ευαισθητοποίησης μιας επιφάνειας.
Στην οθόνη του υπολογιστή συμβαίνει ό,τι και στη συμβατική φωτογραφία, με την ευαισθητοποίηση και το χρωματι-
σμό του χαρτιού μέσω των χημικών ή με την ευαισθητοποίηση του φιλμ από τις ακτίνες του ήλιου. Με αυτό τον τρόπο
η ψηφιακή τεχνική επιτρέπει την κατ’ αντιπαράσταση σύνθεση των δύο μεθόδων συμβατικών μεθόδων απεικόνισης,
του σχεδίου και της φωτογραφίας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόοδος στις ψηφιακές τεχνολογίες γεφυρώνει μεν τις διαφορές μεταξύ των επιμέ-
ρους ειδών αρχαιολογικών εικόνων, αλλά δεν τις αναιρεί. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι οι όποιες ασυμβατότητες δεν
πρέπει να αντιμετωπίζονται με απαισιοδοξία, αλλά να αντιμετωπίζονται ως αφορμές για γόνιμο προβληματισμό ως
προς το πώς θα πρέπει να γεφυρώνεται η διαφορά τους και το πώς μπορούν όλες οι εικόνες να ενταχθούν σε ένα ενιαίο
πλαίσιο εξέτασης. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι απεικονίσεις της προϊστορικής αρχιτεκτονικής, συμβατικές
και ψηφιακές, τεχνικά –δηλαδή μετρήσιμα– σχέδια και ελεύθερες αναπαραστάσεις, δισδιάστατες ή τρισδιάστατες, στα-
τικές ή δυναμικές, διαδραστικές ή μη και αντιληπτές είτε με εμβύθιση, είτε με την απλή οπτική πρόσληψη, είτε μέσω
ψηφιακού ανθρωπομοιώματος, αποτελούν ένα συνολικό κώδικα εκφοράς της αρχαιολογικής έρευνας βασιζόμενο σε
εικόνες. Αυτός ο εικονιστικός λόγος, όπως θα μπορούσε να αποκληθεί, δεν είναι απλώς τρόπος έκφρασης, αλλά και
ενεργό συστατικό της έρευνας. Είναι ταυτόχρονα παράγων, μέσο και αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής γνώσης
για το παρελθόν (για το φιλοσοφικό υπόβαθρο του ενεργού ρόλου των μέσων διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας, βλ.
Agamben 2006/2009 και κυρίως Foucault, 1980, σ. 194–228. Μπουντουρίδης, 2007. Σιαμάνδουρας, 2011). Επομένως
η συνεξέταση των αρχαιολογικών εικόνων μπορεί να φωτίσει το βαθύτερο επιστημολογικό υπόβαθρο των αρχαιολόγων
που τις χρησιμοποίησαν, κι έτσι μια ιστορία της χρήσης των αρχαιολογικών εικόνων ισοδυναμεί με μια ιστορία της
αρχαιολογικής επιστήμης που επικεντρώνεται στην προϊστορική αρχιτεκτονική του Αιγαίου.

Βιβλιογραφία

Agamben, G. (2009). “What is an apparatus?” and other essays (μτφ. D. Kishik & S. Pedatella). Palo Alto: Stanford
University Press. ISBN: 978-0804762304 (πρωτότυπη έκδοση 2006).
Andrae, W. (1938). Das wiedererstandene Assur. Leipzig: J. C. Hinrichs.
Barcelό, J. A., Forte, M. & Sanders, D. H. (επιμ.) (2000). Virtual Reality in Archaeology: Computer Applications and
Quantitative Methods in Archaeology (CAA) (BAR International Series, 843). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN:
184-1710474.
Beacham, R., Nicolucci, F., Denard, H., Hermon, S. & Bentkowska-Kafel, A. (2009). The London Charter for Com-
puter-Based Visualisation of Cultural Heritage. Λονδίνο. Από την ιστοσελίδα http://www.londoncharter.org/
Bimber, R. & Raskar, O. (2005). Spatial augmented reality. Merging real and virtual worlds. Wellesley MA: A. K.
Peters / CRC Press. ISBN: 978-1568812304.
Bolter, J. D. & Grusin, R. (1999). Remediation. Understanding new media. Cambridge MA & Λονδίνο: MIT Press.
ISBN: 978-0262522793.
Cochrane, Α. & Russel, I. (2007). Visualizing archaeologies: a manifesto, CAJ 17 (1), σ. 3–19. ISSN 0959-7743.
Connah, G. (2010). Writing about archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 978-0521868501.
Chrysanthi, A., Flores, P. M. & Papadopoulos, C. (επιμ.) (2012). Thinking beyond the tool: archaeological computing
and the interpretive process (BAR International Series, 2344). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN 978-1407309279.
Denard, H. (2012). A new introduction to the London Charter. Στο A. Bentkowska-Kafel, D. Baker & H. Denard
(επιμ.), Paradata and transparency in virtual heritage (Digital Research in the Arts and Humanities Series)
(σ. 57–71). Farnham: Ashgate. ISBN: 978-0754675839.
Dillon, B. D. (επιμ.) (1985). The student’s guide to archaeological illustrating (Archaeological Research Tools, τ. 1, 2η έκδ.).
Los Angeles: Institute of Archaeology, University of California Los Angeles (1η έκδ. 1981). ISBN: 0-91795638-9.
47
Ευαγγελίδης, Β. (2003). Τρισδιάστατες απεικονίσεις-αποκαταστάσεις και εικονική πραγματικότητα στην αρχαιολογία,
Εγνατία 7, σ. 243–258. ISSN 0495-4742.
Emele, M. (2000). Virtual spaces, atomic pig-bones and miscellaneous goddesses. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards
reflexive method in archaeology: the example at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British
Institute of Archaeology at Ankara, 28, σ. 219–228). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Re-
search. ISBN: 978-1902937021.
Forte, M. (2008). Cyber-archaeology: an eco-approach to the virtual reconstruction of the past, Digital Heritage 1.
Doi: 10.13140/2.1.4005.9522.
Forte, M. (επιμ.) (2010). Cyber-archaeology (BAR International Series, 2177). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-
1407307213.
Frischer, B. (2008). Introduction. From digital illustration to digital heuristics. Στο B. Frischer & A. Dakouri-Hild
(επιμ.), Beyond illustration: 2d and 3d digital technologies as tools for discovery in archaeology (BAR Inter-
national Series, 1805, σ. v–xxii). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407302928.
Foucault, M. (1980). Power/knowledge: selected interviews and other writings, 1972–7 (C. Gordon, επιμ.). Νέα
Υόρκη: Vintage. ISBN: 978-0394739540.
Gombrich, E. H. (1960). Art and illusion: a study in the psychology of pictorial representation. Princeton: Princeton
University Press. ISBN: 0691-097852.
Goodrick, G. & Gillings, M. (2000). Constructs, simulations and hyperreal worlds: the role of Virtual Reality (VR)
in archaeological research. Στο G. Lock & K.Brown (επιμ.), On the theory and practice of archaeological
computing (Monograph, 51, σ. 41–58). Οξφόρδη: Oxford University Committee for Archaeology. ISBN: 978-
0947816513.
Grinsell, L. V., Rahtz, P., Price Williams, D. (1974). The preparation of archaeological reports (2η έκδ.). Λονδίνο &
Νέα Υόρκη: John Baker / St. Martin’s Press.
Kotsakis, K., Andreou, S., Vargas, A., Papoudas, D. (1994). Reconstructing a Bronze Age site with CAD. Στο J. Hug-
gett & N. Ryan (επιμ.), CAA 1994: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (BAR
International Series, 600, σ.181–187). Οξφόρδη: Tempus Reparatum. ISBN: 0860-547779.
Lancaster, L. (2005). Virtual reality within the humanities. Στο M. Forte (επιμ.), The reconstruction of archaeological
landscapes through digital technologies. Proceedings of the 2nd Italy-United States workshop, Rome, Italy,
November 3–5, 2003 Berkeley, USA, May 2005 (BAR International Series, 1379, σ. 1–8). Οξφόρδη: Archaeo-
press. ISBN: 184-171819X.
Leibhammer, N. (2000). Rendering realities. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards reflexive method in archaeology: the ex-
ample at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British Institute of Archaeology at Ankara, 28, σ.
129–142). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. ISBN: 978-1902937021.
Lloyd, S. (1976). Illustrating monuments: drawn reconstructions of architecture. Στο J. V. S. Megaw (επιμ.), To illus-
trate the monuments: essays presented to Stuart Piggott on the occasion of his sixty-fifth birthday (σ. 27–34).
Λονδίνο: Thames & Hudson. ISBN: 0-500011494.
Lloyd, S. & Mellaart, J. (1965). Beycesultan 2. Middle Bronze Age architecture and pottery (Occasional publi-
cations of the British Institute of Archaeology in Ankara, 8). Λονδίνο: British Institute of Archaeology at
Ankara.
Lock, G. (2004). Using computers in archaeology. Towards virtual pasts. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN:
978-0415167703.
Lüthy, C. & Smets, A. (2009). Words, lines, diagrams, images: towards a history of scientific imagery, Early Science
and Medicine 14, σ. 398–439.
Μπουντουρίδης, Μ. (2007). Agamben: Διαθετικότητα και βεβήλωση. Κοινωνικά κινήματα & δίκτυα. Στο Μ.
Μπουντουρίδης (επιμ.), Σκέψεις, ιδέες, προτάσεις, μεταφράσεις και συζητήσεις, 28.07.2007. Από το ιστολόγιο
http://thrymmata.blogspot.com/2007/08/agamben_20.html
Molyneaux, B. L. (επιμ.) (1997). The cultural life of images: visual representation of archaeology. Λονδίνο & Νέα
Υόρκη: Routledge. ISBN: 978-0415106757.
Morgan, C. (2009). (Re)building Çatalhöyük: changing virtual reality in archaeology, Archaeologies: Journal of the
World Archaeological Congress 5, σ. 469–487. Doi: 10.1007/s11759-009-9113-0.
48
Paliou, E. (2011). The communicative potential of Theran murals in Late Bronze Age Akrotiri: applying viewshed
analysis in 3D townscapes, OJA 30 (3), σ. 247–272. Doi: 10.1111/j.1468-0092.2011.00368.x
Papadopoulos, C. (2010). Death management and virtual pursuits: a virtual reconstruction of the Minoan cemetery at
Phourni, Archanes. Examining the use of tholos tomb C and burial building 19 and the role of illumination,
in relation to mortuary practices and the perception of life and death by the living (BAR International Series,
2082). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407305585.
Papadopoulos, J. K. (επιμ.) (2006). Ο Piet de Jong και η Αρχαία Αγορά. Η τέχνη της Αρχαιότητας (Χ. Μαραμπέα,
μτφρ.). Αθήνα: Ποταμός. ISBN: 960-6691071.
Palyvou, C. (2003). Architecture and archaeology: the Μinoan palaces in the twenty-first century. Στο J. K. Cos-
mopoulos & M. Loventhal (επιμ.), Theory and practice in Mediterranean archaeology: Old World and New
world perspectives (Cotsen Advanced Seminars, 1, σ. 205–233). Los Angeles: The Cotsen Institute of Archae-
ology Press. ISBN: 978-1931745109.
Piggott, S. (1965). Archaeological draughtsmanship: principles and practice part I: principles and retrospect, Antiquity
39, σ. 165–176. Doi: 10.1017/S0003598X00031823.
Pitt Rivers, A. H. L. F. (1883). Excavations at Cesar’s Camp near Folkstone conducted in June and July 1878, Archae-
ologia 47, σ. 402–429.
Rajala, U. (2004). Sense and sensibility – reflections on the epistemology and ontology of GIS Studies, Internet Ar-
chaeology 16. Doi: 10.11141/ia.16.2.
Reilly, P. (1990). Towards a virtual archaeology. Στο K. Lockyear & S. Rahtz (επιμ.), Computer Applications in Archae-
ology 1990 (BAR International Series, 565, σ. 133–139). Οξφόρδη: Tempus Reparatum. ISBN: 0860-547132.
Rufer-Bach, K. (2009). The Second Life grid. The official guide to communication, collaboration and community en-
gagement. Ινδιανάπολη: Wiley. ISBN: 978-0470412916.
Σιαμάνδουρας, Σ. (2011). Dispositif: Γενεαλογία και μετάφραση, Νέα Εστία 1843 (Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ), σ.
666–673. ISSN: 0028-1735.
Shanks, M. (1992). Experiencing the Past. On the character of archaeology. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
ISBN: 978-0415514835.
Shanks, M. & Webmoor, T. (2013). A political economy of visual media in archaeology. Στο S. Bonde & S. Houston
(επιμ.), Re-presenting the past: archaeology through image and text (Joukowski Institute Publications, σ.
87–110). Οξφόρδη: Oxbow. ISBN: 978-1782972310.
Shinoto, M., Böröcz, Z., Thomas, C., Dirksen, D., Maran, J. & von Bally, G. (2001). Topometrical measurements in
Tiryns, Greece. Στο G. Burenhult & J. Arvidsson (επιμ.), Archaeological informatics: pushing the envelope. CAA
2001, Computer applications and Quantitative Methods in Archaeology. Proceedings of the 29th conference,
Gotland, April 2001 (BAR International Series, 1016, σ. 181–189). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 1841712256.
Smiles, S. & Moser, S. (επιμ.) (2005). Envisioning the Past. Archaeology and the image. Οξφόρδη: Blackwell. ISBN:
978-0387322155.
Soetens, S. (2006). Minoan peak sanctuaries: building a cultural landscape using GIS (αδημοσίευτη διδακτορική
διατριβή). Université Catholique de Louvain, Louvain-la-Neuve, Belgium.
Stukeley, W. (1740). Stonehenge, a temple restor’d to the British druids. Λονδίνο: W. Innys and R. Manby.
Swogger, J. G. (2000). Image and representation: the tyranny of representation. Στο Ι. Hodder (επιμ.), Towards reflex-
ive method in archaeology: the example at Çatalhöyük. By Members of the Çatalhöyük Teams (British Insti-
tute of Archaeology at Ankara, 28, σ. 143–152). Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research.
ISBN: 978-1902937021.
Sylaiou, S., Economou, M., Karoulis, A. & White, M. (2008). The evaluation of ARCO: a lesson in curatori-
al competence and intuition with new technology, ACM Computers in Entertainment 6 (2), σ. 1–14. Doi:
10.1145/1371216.1371226.
Tringham, R. Ashley, M. & Mills, S. (2007). Senses of places: remediations from text to digital performance, prepared
for Visual Anthropology Review April 2008 (ειδική διαδικτυακή έκδοση). Από την ιστοσελίδα http://chime-
raspider.wordpress.com/2007/09/19/remediated-places-final-draft.
Van Hove, D. & Rajala, U. (2004). Internet Archaeology 16. GIS theme. Editorial, Internet Archaeology 16. Doi:
10.11141/ia.16.9.
49
Van den Driessche, B. (1975). Le dessin au service de l’archéologie (Document de travail, 5). Louvain: Institut
Supérieur d’Archéologie et d’Histoire de l’Art.
Wheeler, R. E. M. & Wheeler, T. V. (1936). Verulamium. A Roman and two Belgic cities (Research Committee Re-
ports, 11). Οξφόρδη: Society of Antiquaries of London.
Wittur, J. (2013). Computer-generated 3D-visualisations in archaeology: between added value and deception (BAR
International Series, 2463). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407310718.
Χατζόπουλος, I. N. (2008). Φωτογραμμετρία. Εφαρμογές στην αρχαιολογία. Στο Ι. Λυριτζής (επιμ.), Νέες τεχνολογίες
στις αρχαιογνωστικές επιστήμες (σ. 235–294). Αθήνα: Gutenberg. ISBN: 978-9600112115.
Zubrow, E. (2010). From archaeology to i-archaeology: Cyberarchaeology, paradigms, and the end of the twentieth
century. Στο M. Forte (επιμ.), Cyber-archaeology (BAR International Series, 2177, σ. 1–7). Οξφόρδη: Archae-
opress. ISBN: 978-1407307213.

Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι Α) θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά, Β) θεω-
ρούσαν ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια εκπονούνται από αρχιτέκτονες, Γ) ήσαν εναντίον των αρχιτεκτονικών σχεδίων, Δ)
θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Δ) θεωρούσαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια είδος ερμηνείας και άρα υποκειμενικά.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Η νέα αρχαιολογία ήταν Α) υπέρ των αναπαραστάσεων, Β) κατά των αναπαραστάσεων, Γ) αδιάφορη σε σχέση με
τις αναπαραστάσεις, Δ) υπέρ των αξονομετρικών σχεδίων. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Γ) αδιάφορη σε σχέση με τις αναπαραστάσεις

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία είναι Α) κατά της ψηφιακής αρχαιολογίας, Β) σύγχρονη με την ψηφιακή αρ-
χαιολογία, Γ) κατά της δυνητικής αρχαιολογίας, Δ) υπέρ της ψηφιακής αρχαιολογίας. Να επιλέξετε τη σωστή
απάντηση.

Απάντηση/Λύση
Β) σύγχρονη με την ψηφιακή αρχαιολογία

Κριτήριο αξιολόγησης 4
Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις προβλέπονται στο Χάρτη του Λονδίνου: 1. Οι αρχαιολόγοι πρέπει να συμμε-
τέχουν ενεργά στην εκπόνηση αναπαραστάσεων. 2. Οι αρχιτέκτονες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην εκπόνη-
ση αναπαραστάσεων. 3. Η εκπόνηση των αναπαραστάσεων οφείλει να είναι ανεξάρτητη από το κοινό τους. 4. Οι
αναπαραστάσεις πρέπει να συνοδεύονται από αναλυτική τεκμηρίωση. 5. Οι αναπαραστάσεις είναι μόνο ερευνη-
τικά εργαλεία. 6. Στις αναπαραστάσεις πρέπει να σημαίνονται τα υποθετικά τμήματα. 7. Στις αναπαραστάσεις
δεν πρέπει να σημαίνονται τα υποθετικά τμήματα. Πιθανές απαντήσεις: Α) 1, 6. Β) 1, 3, 5, 7. Γ) 2, 4, 6. Δ) 1, 2 3, 4.

50
Απάντηση / Λύση
Α) 1, 6.

Κριτήριο αξιολόγησης 5
Οι ψηφιακές εικόνες Α) καταργούν τα γραμμικά σχέδια, Β) είναι ίδιες με τα γραμμικά σχέδια, Γ) συνδυάζουν
τις τεχνικές αρχές των γραμμικών σχεδίων και των φωτογραφιών, Δ) είναι πλησιέστερα στις φωτογραφίες. Να
επιλέξετε τη σωστή απάντηση.

Απάντηση / Λύση
Γ) συνδυάζουν τις τεχνικές αρχές των γραμμικών σχεδίων και των φωτογραφιών.

51
Κεφάλαιο 3. Εικόνα και Λόγος

Σύνοψη

Το κεφάλαιο αυτό διερευνά την υπόσταση και τον επιστημονικό ρόλο των εικόνων. Ξεκινά με ορισμούς της αναπαράστασης
και υποστηρίζει ότι οι εικόνες δεν είναι ούτε ουδέτερες ούτε πιστές μιμήσεις της πραγματικότητας, αλλά σημεία
επικοινωνιακού χαρακτήρα. Ως οντότητες είναι δυναμικές και ετεροσυγκροτημένες, πάντοτε σε διαλεκτική σχέση με το
πλαίσιο δημιουργίας και θέασής τους. Προβάλλουν το δικό τους ιδιαίτερο επιστημονικό λόγο, ο οποίος βρίσκεται σε
συνεχή και επίσης διαλεκτική σχέση με τη γλώσσα, η οποία θεωρείται ως ο κύριος κώδικας εκφοράς λόγου που διαθέτει
ο άνθρωπος. Επομένως η σχέση γλώσσας και εικόνας είναι ιστορικά συγκροτημένη αν και είναι δυνατόν να υποστηριχθεί
ότι οι εικόνες συνήθως λειτουργούν περισσότερο κωδικοποιημένα και πιο συνολικά κατ’ αναλογίαν της εξωτερικής
πραγματικότητας, ενώ η γλώσσα είναι περισσότερο αναλυτική. Οι συμβατικές εικόνες, δηλαδή τα γραμμικά σχέδια και οι
φωτογραφίες, επιθυμούν να καταλάβουν μία θέση στο στερέωμα της ανθρώπινης επικοινωνίας και δράσης μέσααπό το
συσχετισμό τους με άλλους επικοινωνιακούς κώδικες, ιδίως δε τη γλώσσα. Οι ψηφιακές εικόνες διεκδικούν κυρίαρχο ρόλο
σε αυτόν το συσχετισμό, διότι η αυτονομία τους θέτει ως εκ των προτέρων δεδομένη την παρουσία τους. Επομένως αντί να
έρχονται ως τελικό επιστέγασμα του ανθρώπινου λόγου λειτουργούν ως αρχικό ερέθισμα του τελευταίου και πιέζουν πολύ
περισσότερο από τις συμβατικές εικόνες για κατευθυνόμενη παραγωγή γνώσης.

1. Εισαγωγή

Αν τα αρχιτεκτονικά γραμμικά σχέδια, οι ψηφιακές εικόνες και οι φωτογραφίες αποτελούν συστατικά στοιχεία της αρ-
χιτεκτονικής dispositio της αρχαιολογικής επιστήμης, ποιά η σχέση μεταξύ τους και κυρίως ποιά η σχέση των δύο πρώ-
των και μεθοδολογικά συγγενέστερων, δηλαδή των γραμμικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων με τις φωτογραφίες;
Αντίστοιχα, ποιά η σχέση τους με τα κείμενα, δηλαδή τη γλωσσική εκφορά γνώσης και ανθρώπινης επικοινωνίας; Με
άλλα λόγια, ποιά η σχέση των δύο κυριοτέρων τύπων αποτύπωσης και αναπαράστασης των αρχιτεκτονικών καταλοί-
πων με άλλα συστατικά στοιχεία της αρχαιολογικής dispositio για τα ακίνητα μνημεία; Και εφόσον μία dispositio συ-
μπεριλαμβάνει και τα μνημεία καθεαυτά, ποια η σχέση των τελευταίων με τις απεικονίσεις τους και πώς λειτουργούν οι
τελευταίες στη διαδικασία παραγωγής γνώσης για το παρελθόν; Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά πρέπει καταρ-
χήν να ξεφύγουμε από τις συγκεκριμένες εικόνες που εξετάζονται εδώ, δηλαδή τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τις ζωγραφικές
αναπαραστάσεις μνημείων και τις ψηφιακές εικόνες. Είναι απαραίτητο καταρχήν να κατανοηθεί η έννοια της εικόνας εν
γένει, η σχέση της με την εξωτερική πραγματικότητα που απεικονίζει και επομένως η λειτουργία της για το μηχανισμό
πρόσληψης, αντίληψης και γνώσης που διαθέτει ο άνθρωπος. Μολονότι μία πλήρης πραγμάτευση του θέματος αυτού
ξεπερνά τα όρια της παρούσας μελέτης, είναι σκόπιμο να δοθούν κάποιες ενδεικτικές και διαφωτιστικές σημειώσεις.

2. Εικόνα και ανθρώπινη αντίληψη

Η διερεύνηση της έννοιας της εικόνας θα πρέπει να ξεκινήσει από τον ορισμό της. Δυστυχώς ο τελευταίος δεν αποτελεί
εύκολη υπόθεση. Αν ξεκινήσουμε από ένα γενικής χρήσης λεξικό, όπως αυτό του Γ. Μπαμπινιώτη, συναντάμε ποικιλία
ορισμών, οι οποίοι όμως έχουν μία κοινή συνισταμένη: τη λέξη «αναπαράσταση». Η εικόνα επομένως αναπαράγει την
πραγματικότητα. Η ετυμολογία της λέξης «εικόνα» παραπέμπει στο αρχαίο ρήμα «ἔοικα», δηλαδή «ομοιάζω». Έτσι η
εικόνα ορίζεται ως ομοίωμα της πραγματικότητας. Τα ομοιώματα αυτά μπορούν καταρχήν να διακριθούν σε δύο κατη-
γορίες: εσωτερικά και εξωτερικά. Εσωτερικές είναι οι εικόνες που σχηματίζει ο ανθρώπινος νους όταν προσλαμβάνει
την εξωτερική πραγματικότητα. Συχνά τις αποκαλούμε παραστάσεις και οφείλονται στα ερεθίσματα που δέχονται οι
νευρώνες και τα οποία μεταφέρονται ως σήματα στον εγκέφαλο. Εξωτερικές είναι οι εικόνες που ο άνθρωπος δημι-
ουργεί για να εκφράσει και να επικοινωνήσει όσα έχει προσλάβει. Στις εξωτερικές εικόνες ανήκουν, για παράδειγμα,
ένα σημάδι που ζωγράφισε ένας άνθρωπος στην άμμο, ένα γκραφφίτι αλλά και ένας ζωγραφικός πίνακας. Η κατάταξη
αυτή προφανώς καθιστά τις αρχαιολογικές εικόνες, άρα και τα αρχιτεκτονικά σχέδια, εξωτερικές εικόνες. Οι τελευταίες
δεν αποτελούν πιστά, δηλαδή κατοπτρικά, αντίγραφα της πραγματικότητας. Αντίθετα, μία γρήγορη ματιά, λόγου χάρη,
στις διαφορετικές τεχνοτροπίες με τις οποίες έχει αποδοθεί το ανθρώπινο σώμα στην τέχνη, αρκεί για να μας πείσει
ότι η δημιουργία των ομοιωμάτων της πραγματικότητας είναι ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά διαμεσολαβημένη
(Gombrich, 1960. Mitchell, 1986).  Επομένως είναι αδύνατον να παραχθεί μία ακριβής απομίμηση της πραγματικότη-
τας, αφού –εντελώς κυριολεκτικά– η εικόνα είναι μία άλλη οντότητα η οποία επομένως είναι αδύνατον να ταυτιστεί
με το πρότυπό της. Επάνω σε αυτή τη θεμελιώδη διαφοροποίηση βασίζεται και ο πεσσιμισμός του φιλοσόφου Walter
52
Benjamin (2013/1936) στο γνωστό έργο του για τη μηχανική αναπαραγωγή εικόνων, δηλαδή την ικανότητα που απέ-
κτησε ο άνθρωπος με τη φωτογραφία και άλλες τεχνικές να αναπαράγει αντίγραφα έργων τέχνης μαζικά. Ο Benjamin
σημείωσε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να συνηθίσουμε στην επαφή με εύκολα προσβάσιμα αλλά αισθητικά ήσσονα
αντίγραφα έργων τέχνης αντί να επιζητούμε την απευθείας επαφή με το πρωτότυπο και υψηλό.
Ήδη και με μία πολύ γρήγορη διερεύνηση, διαπιστώνεται ότι η εικόνα όχι μόνο δεν ταυτίζεται με την
πραγματικότητα που απεικονίζει αλλά δεν παραμένει καν ουδέτερη απέναντί της. Η εικόνα στέκεται απέναντι από την
πραγματικότητα. Η στάση αυτή καθορίζεται αφενός από τον τρόπο παραγωγής της εικόνας, όπως σημειώνει ο Benja-
min, αλλά και από τον τρόπο πρόσληψής της. Ο τελευταίος δεν αφορά μόνο τα ήσονος αισθητικής αντίγραφα αλλά κάθε
εικόνα και εξαρτάται από τον ίδιο το μηχανισμό πρόσληψης των εξωτερικών ερεθισμάτων που διαθέτει ο άνθρωπος. Ο
μηχανισμός αυτός ποτέ δεν προσλαμβάνει τον περίγυρό του με τρόπο παθητικό ή ουδέτερο. Αυτό συμβαίνει καταρχήν
λόγω της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος, η οποία επιβάλλει μία καταρχήν ιεραρχία της πρόσληψης (Tuan 1977:
34-50).
Συγκεκριμένα, η όραση είναι η αίσθηση με τα εντονότερα ερεθίσματα, επειδή η τοποθέτηση των ματιών στο
πρόσωπο επιτρέπει τη στερεοσκοπική όραση και έτσι τη συνδέει με την αντίληψη του χώρου και άρα με τη θέση του
ανθρώπου στον κόσμο. Επιπλέον, η τοποθέτηση των ματιών προσανατολίζει το ανθρώπινο σώμα προς τα εμπρός,
αντίθετα, π.χ., με τα μάτια των πουλιών ή των ψαριών, τα οποία είναι τοποθετημένα στο πλάι. Η ιεράρχηση της
πρόσληψης εντείνεται με το σχηματισμό των άκρων μας και την εν γένει δίαταξη των μερών του σώματός μας. Η
όρθια στάση και η διαφορετική χρήση ποδιών και χεριών δημιουργεί, σε συνδυασμό με το κεφάλι και τα μάτια μας
άλλη ιεραρχία, αυτή του κατακόρυφου άξονα, και δίνει προτεραιότητα στο άνω σε σχέση με το κάτω. Το βάδισμα προς
τα εμπρός και η αντίστοιχη δυσκολία που έχουμε για πλάγιο, ή προς τα πίσω βάδισμα, δίνει επίσης προτεραιότητα
στο πρόσθιο σε σχέση με το οπίσθιο μέρος του σώματος. Η ιεράρχημένη συγκρότηση του σώματος δημιουργεί τις
προϋποθέσεις για μία ιεραρχημένη πρόσληψη του χώρου γύρω μας. Ωστόσο, η σημαντικότερη πηγή της ιεράρχησης
της πρόσληψης είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος. Η διαφορετική χρήση των κέντρων του αριστερού και του δεξιού λοβού για
λογική και συναίσθημα αντίστοιχα και η επιρροή που ασκεί αυτός ο διαχωρισμός, με αποτέλεσμα τη συνηθέστερη
δεξιοχειρία ή τη σπανιότερη αριστεροχειρία, επιτείνει την ιεράρχηση της πρόσληψης.
Εφόσον δεν είναι όλα τα ερεθίσματα εξίσου έντονα, η ανθρώπινη αντίληψη δεν είναι τίποτε άλλο από ένας
μηχανισμός που δια-κρίνει, συγ-κρίνει και επομένως αξιολογεί ερεθίσματα. Η στερεοσκοπική όραση, με την έντονη
αίσθηση της τρίτης διάστασης και της προοπτικής που προσφέρει, καθιστά ακόμη πιο εύκολη και έντονη τη διάκριση
μεταξύ διαφορετικών υλικών οντοτήτων της εξωτερικής πραγματικότητας. Η διαδικασία της διάκρισης στηρίζεται
στην ύπαρξη τουλάχιστον δύο συστατικών στοιχείων: τα αποθηκευμένα ερεθίσματα, τα οποία λειτουργούν ως μέτρο
σύγκρισης και τα νέα ερεθίσματα τα οποία συγ-κρίνονται με τα παλαιά. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γερμανός
φιλόσοφος Φ. Νίτσε (Nietzsche 2001/1887, σελ. 103), ο άνθρωπος είναι το καθ’ εαυτό ζώο που αξιολογεί. Η αξιολόγηση
βασίζεται σε ένα πλαίσιο παλαιότερων, αξιολογημένων και απόλυτα αποδεκτών ερεθισμάτων. Μάλιστα και σύμφωνα
με το Γερμανό γνωστικό φαινομενολόγο φιλόσοφο T. Metzinger (2003), η αίσθηση της ταυτότητας, δηλαδή του “εγώ”,
δεν είναι τίποτε άλλο από την αίσθηση αυτού του πλαισίου που μας επιτρέπει να αξιολογούμε τα εξωτερικά ερεθίσματα
και επομένως να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τον κόσμο των ερεθισμάτων αυτών (Εικόνα 3.1).

Εικόνα 3.1 Ο ετεροπροσδιορισμός της ταυτότητας κατά τον Γάλλο ψυχαναλυτή Jacques Lacan.

Επομένως, για να μετατραπεί ένα απλό δεδομένο σε πληροφορία πρέπει να μεταδοθεί και να προσληφθεί, άρα
να αξιολογηθεί, με βάση δεδομένα που έχουν προσληφθεί στο παρελθόν (Dunn, 2008, σελ. 590-591). Για το λόγο αυτό
η πληροφορία ορίζεται και ως «διαφορά που κάνει διαφορά» (Bateson, 1979, σελ. 99. Για πιο σύνθετη προσέγγιση και
ορισμό της πληροφορίας βλ. Floridi 2011). Ο θεωρητικός αυτός ορισμός της πληροφορίας υποστηρίζεται και από την
επιστήμη της πληροφορικής. Συγκεκριμένα, το ένα bit, η βασική μονάδα της πληροφορικής, αντιστοιχεί στο μέγιστο
ποσό πληροφορίας που μπορεί κανείς να αποκομίσει από ερώτηση που απαντάται με ναι/όχι (Harremoës & Topsøe 2008:
176). Οι δύο πιθανές απαντήσεις συμβολίζονται με το ζεύγος του μηδέν και της μονάδας (0,1). Το ζεύγος αυτό  αποτελεί
53
τον απλούστερο συνδυασμό σημείων ή παραστάσεων, δηλαδή τρόπων κωδικοποίησης της πληροφορίας. Μηδέν και
ένα μπορούν στη συνέχεια να συντεθούν σε συνδυασμούς επαναλήψεων για να περιγραφούν συνθετότερες έννοιες ή
αντίστοιχες εντολές στο λογισμικό του υπολογιστή. Η δυαδικότητα της πληροφορίας είναι απολύτως συμβατή με τη
λογική της διαφοράς που κάνει τη διαφορά. Η περίπλοκη διαδικασία σύνθεσης εντολών μέσα από σειρά επιμέρους
συνθέσεων δυαδικών ζευγών σημαίνει μία σειρά από εξίσου πολλά στάδια ερωτήσεων και απαντήσεων ναι/όχι και
άρα αξιολογήσεων. Η έμφαση στην αξιολόγηση θυμίζει έντονα το μηχανισμό ιεραρχημένης πρόσληψης του ανθρώπου
και υπογραμμίζει και πάλι το γεγονός ότι η πληροφορία μεσολαβεί ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα και
τον άνθρωπο, δηλαδή τους δύο πόλους επάνω στους οποίους βασίζεται η παραγωγή και η κατανάλωση της εικόνας.
Επομένως η εικόνα είναι ένας κώδικας με πληροφορίες, ο οποίος σημαίνει την πραγματικότητα στον άνθρωπο και ο
άνθρωπος από την πλευρά του παράγει εικόνες, οι οποίες αποτελούν επίσης κώδικες σημείων και για το λόγο αυτό
έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν μηνύματα από τον ένα άνθρωπο στον άλλο.
Επομένως, μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα πιο σύνθετο ορισμό των εικόνων. Οι εικόνες αποτελεούν
ιεραρχημένες και κωδικοποιημένες συνθέσεις  πληροφοριών με επικοινωνιακή λειτουργία. Συνήθως με τη λέξη «εικόνα»
εννοούμε τις οπτικές εικόνες, καθώς, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η αίσθηση της όρασης είναι η πλέον έντονη, λόγω
της στερεοσκοπικότητάς και του προσανατολισμού του σώματος. Ωστόσο, αν οι εικόνες νοηθούν ευρύτερα, ως νοητικές
κωδικοποιήσεις της πρόσληψης ερεθισμάτων και ταυτόχρονα μέσα επικοινωνίας, τότε δεν περιορίζονται στο πεδίο
της όρασης, αλλά μπορούν να είναι π.χ. και ήχοι. Η μουσική άλλωστε αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα σύνθετης
και συνάμα εκλεπτυσμένης οργάνωσης ηχητικών μηνυμάτων. Μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν είναι πλέον ακριβές
να μιλάμε για εικόνες. Οι κωδικοποιημένες εμπειρίες ορίζονται καλύτερα ως παραστάσεις, όρος που μας επαναφέρει
ατα όσα αναφέρθηκαν στο εισαγωγικό κεφάλαιο για την επιστημολογική σημασία των παραστάσεων ως θεμελιωδών
δομικών στοιχείων του επιστημονικού λόγου.

2.1. Η σημειολογική και δομιστική προσέγγιση της εικόνας

Η πλέον σύνθετη κατηγορία εικόνων/παραστάσεων είναι η γλώσσα, η οποία άλλωστε αποτελεί το κατεξοχήν χαρα-
κτηριστικό που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και έχει πρωτεύουσα σημασία στην κατανόηση της ανθρώπινης
αντίληψης και επικοινωνίας. Μία πλήρης ανάλυση της σημασίας της γλώσσας σίγουρα βρίσκεται εκτός των ορίων του
θέματος του βιβλίου. Άλλωστε αποτελεί αντικείμενο της επιστήμης  της  γλωσσολογίας, ενώ από την εποχή των S.
Peirce και F. de Saussure αποτέλεσε τη βάση ανάπτυξης του επιστημονικού κλάδου της σημειολογίας/σημειωτικής, η
οποία ασχολείται συστηματική με τη μελέτη των σημείων, δηλαδή των βασικότερων μονάδων επάνω στις οποίες εδρά-
ζεται η κωδικοποίηση της ανθρώπινης πρόσληψης. Καθώς όμως η σημειολογία πλέον αποτελεί τη βάση ανάλυσης και
των οπτικών εικόνων, που εδώ ενδιαφέρουν, αλλά και των γλωσσικών σημείων, είναι χρήσιμη μία αναφορά σε κάποια
σημεία της για να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η εικόνα επικοινωνεί πληροφορίες για την πραγ-
ματικότητα στον άνθρωπο.
Το γλωσσικό σημείο κατά το Saussure διαιρείται σε «σημαίνον» και «σημαινόμενο» (Saussure 1959/1916, σελ.
65-74), ενώ η γλώσσα, πάντοτε κατά την ίδια προσέγγιση, διέπεται από σειρά αντιθέσεων, όπως εσωτερική και εξωτερική,
λόγο και ομιλία, συγχρονική και διαχρονική, συστηματική και ασυστηματική, τύπο και μήνυμα (Μπαμπινώτης, 1980,
σελ. 54-62. Preucel, 2006, σελ. 27). Οι αντιθέσεις αυτές δεν αφορούν αυστηρά τη γλώσσα, αλλά αποτελούν βαθύτερες
αρχές οργάνωσης της ανθρώπινης νόησης. Άλλωστε πιο πάνω ήδη έγινε λόγος για τη δυαδικότητα της ανθρώπινης
αντίληψης και ο ίδιος ο Saussure υποστήριξε εξαρχής ότι η θεωρία του ξεπερνά τα όρια της γλώσσας. Πραγματικά,
η εφαρμογή της στην κοινωνική ανθρωπολογία από το Γάλλο C. Levi-Strauss δημιούργησε τομή στην κατανόηση
των πολιτισμών. Η σημασία του διπόλου αντιθέσεων κατα το πρότυπο του σημαίνοντος-σημαινομένου οδήγησε στη
δομιστική προσέγγιση των ανθρώπινων κοινωνιών. Κατά την προσέγγιση αυτή, η δυαδικότητα της αντίληψης διαπερνά
ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης σκέψης και δράσης. Έτσι οποιαδήποτε συμπεριφορά θεωρείται ότι δομείται και
άρα μπορεί να αναχθεί σε κοινωνικά πρότυπα με βάση δίπολα αντιθέσεων, όπως άντρας/γυναίκα, ημέρα/νύχτα, άσπρο/
μαύρο, καλό/κακό κλπ (Π.χ., Levi-Strauss 1977/1962]. Το έργο του C. Levi-Strauss (2010/1958) σχετίζεται άμεσα και με
τη σημειολογία, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω). Μάλιστα η επίδραση του δομιστικού μοντέλου ήταν σημαντική
και   στην αρχαιολογία, και ιδιαίτερα στην ερμηνεία των υλικών καταλοίπων. Το εφάρμοσαν κυρίως ερευνητές που
λειτούργησαν στο πλαίσιο του μεταδιαδικαστικού επιστημολογικού υποδείγματος, αποδίδοντας διαφορές στη διασπορά
των τεχνέργων ή στη δόμηση προϊστορικών οικισμών σε συγκεκριμένα πρότυπα σκέψης και κοινωνικής οργάνωσης
με βάση αντίστοιχα δίπολα αντιθέσεων (Preucel, 2006, σελ. 93-146 και Tilley 1990 για κριτική της εφαρμογής του
δομισμού στην αρχαιολογία).
Ο δομισμός επηρέασε και την προσέγγιση της οπτικής εικόνας, διαμέσου της δημοφιλίας του στις κοινωνικές
και ανθρωπιστικές επιστήμες. Χαρακτηριστική επάνω στο θέμα αυτό είναι η μελέτη του Γάλλου R. Barthes (1983/1980)
με θέμα τη φωτογραφία. Ο Barthes διακρίνει δύο επίπεδα κατανόησης της φωτογραφίας. Το πρώτο επίπεδο, το οποίο
54
αποκαλεί “studium”, αφορά την απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας, το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με
τη μηχανική της αναπαραγωγή μέσω του ερεθίσματος του φιλμ από τις ακτίνες φωτός που αφήνει να περάσουν μέσω
του φακού το φωτογραφικό διάφραγμα. Το δεύτερο επίπεδο, το “punctum”, αποτελείται από το στοιχείο ή σημείο
της φωτογραφίας που μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, σχεδόν μας τρυπά —εξού και punctum— και που δεν έχει κάποια
ορθολογική ή έστω εύλογη σχέση με το σύνολο της φωτογραφίας.
Στη μελέτη του Barthes, η οποία συνδυάζει τις απόψεις των Saussure και Levi-Strauss, για την πολιτισμική
σημασία διπόλων αντιθέσεων, αλλά και την αυθαίρετη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, η έμφαση πέφτει
στο punctum. Στη μελέτη των αρχαιολογικών εικόνων, ενδεχομένως ως punctum μπορεί να θεωρηθεί το επιστημολογικό
υπόβαθρο που καθορίζει τις συμβάσεις απεικόνισης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και άρα τον τρόπο επιλογής και
προβολής συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών και αρχαιολογικών δεδομένων έναντι άλλων. Για παράδειγμα, το punctum
στην περίπτωση μίας στρωματογραφικής τομής μπορεί να εντοπισθεί στις συμβάσεις αποτύπωσης των στρωμάτων.  Αν
δοθεί η απαραίτητη προσοχή από αυτόν που σχεδιάζει, τότε είναι δυνατόν ένα τέτοιο σχέδιο να τονίσει ποιά από τα
στρώματα αυτά ενδεχομένως έχουν και ιστορική σημασία, δείχνουν λόγου χάρη μία μετάβαση από τη μεσοελλαδική
στην υστεροελλαδική περίοδο χρήσης της θέσης και ποιά στρώματα αποτελούν κατάλοιπα μεμονωμένων επεισοδίων
χρήσης του χώρου. Για παράδειγμα, ένας τονισμός με λίγο παχύτερη γραμμή περιγράμματος για αυτά τα στρώματα,
λίγο μεγαλύτερου μεγέθους γραμματοσειρά στην αρίθμηση ή ονομασία τους είναι τέτοιου τύπου λεπτομέρειες που
υποβάλλουν τη σημασία του συγκεκριμένου στοιχείου της εικόνας και υποβάλλουν το punctum στο θεατή της.
Ουσιαστικά επανερχόμαστε στην άποψη του Wheeler, η οποία διατυπώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο και σύμφωνα
με την οποία το σχέδιο και η οποιαδήποτε αρχαιολογική εικόνα πρέπει να αποδίδει την άποψη του αρχαιολόγου ή
αρχιτέκτονα για τα κατάλοιπα που απεικονίζει.
Ωστόσο εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα. Το αρχαιολογικού τύπου punctum που μόλις περιέγραψε το παράδειγμα
της στρωματογραφικής τομής δεν είναι αυθαίρετο ούτε προς την πραγματικότητα, δηλαδή τα κατάλοιπα καθεαυτά, ούτε
προς τους γενικούς κανόνες διεξαγωγής αρχαιολογικής έρευνας. Αντίθετα, υπάρχουν κάποιοι κανόνες, έστω και αν είναι
υπόρρητοι, οι οποίοι δεν είναι ανορθολογικοί όπως αφήνει να εννοηθεί μία προέκταση της πρότασης του Barthes στις
αρχαιολογικές εικόνες. Οι τελευταίες έχουν συχνά στόχο την κατά το δυνατόν πιστή απομίμηση της πραγματικότητας,
έστω και αν η διαδικασία παραγωγής τους και το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να αποκλίνουν σημαντικά από το στόχο
αυτό όπως έχει ήδη και επανειλημμένα σημειωθεί ως τώρα. Αλλά και αυτή η απόκλιση μπορεί να εξηγηθεί. Το πρόβλημα
αυτό με την εφαρμογή των απόψεων του Barthes, το οποίο ουσιαστικά αφορά την αυθαιρεσία της σχέσης σημαίνοντος-
σημαινομένου δεν περιορίζεται στις αρχαιολογικές εικόνες, αλλά αφορά συνολικά το δομισμό και αποτελεί το κύριο
σημείο άσκησης κριτικής σε γλωσσολογικό (ενδεικτικά Μπαμπινιώτης, 1980, σελ. 63-66), σημειολογικό αλλά και
κοινωνιολογικό και ανθρωπολογικό επίπεδο.
Στην αρχαιολογία (Preucel, 2006 για συνολική κριτική θεώρηση της σημειολογίας) ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί
ότι η αυθαιρεσία της σχέσης αυτής διαχωρίζει τον υλικό πολιτισμό (σημαίνον) από τα νοήματα που φέρει (σημαινόμενο)
και υποβιβάζει τον πρώτο σε απλό τρόπο έκφρασης των δεύτερων, τα οποία γεννώνται και μετασχηματίζονται καταρχήν
στο μυαλό των ανθρώπων. Επομένως, ο δομισμός επιτρέπει, έστω και εκούσια, μία υπερ-εγκεφαλική προσέγγιση στις
κοινωνίες του παρελθόντος και αφήνει να φανταστούμε την εξέλιξή τους καταρχήν ως ένα σύννεφο σκέψης το οποίο
δεν δεσμεύεται καθόλου από πρακτικές συνθήκες,  όπως λόγου χάρη το φυσικό περιβάλλον ή το ίδιο το υπόβαθρο του
ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι που έφερε αυτήν την εξέλιξη. Ας αφήσουμε όμως τις κοινωνίες του παρελθόντος
και ας επιστρέψουμε στις απεικονίσεις των αρχιτεκτονικών τους καταλοίπων. Γίνεται φανερό ότι ο δομισμός προσφέρει
κάποιες οδούς προσέγγισης στη λειτουργία τυος ως επικοινωνιακών στοιχείων της αρχαιολογικής επιστήμη, αλλά έχει
και κάποια προβλήματα.

2.2. Η σημειωτική προσέγγιση

Ως θεραπεία, ειδικά σχετικά για τη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, συχνά συστήνεται η εναλλακτική σημειω-
τική προσέγγιση του C. Peirce (Buchler, 1955/1940, σελ. 98-119. Peirce, 1958: 8.327-79), ο οποίος ορίζει το σημείο
τριαδικά (Εικόνα 3.2). Κατά τον Peirce το σημείο συγκροτείται από το σημαίνον, το σημαινόμενο και το ερμηνεύον
σημείο (interpretant sign). Το τελευταίο το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την παράσταση που σχηματίζει στο μυαλό του
όποιος αντιλαμβάνεται το σημείο. Επομένως ο Peirce εισάγει το θεατή, άρα τον άνθρωπο στη συγκρότηση του σημείου
και μάλιστα προχωράει παραπέρα, καθώς ταξινομεί τα σημεία με βάση τη σχέση τους αφενός προς τον άνθρωπο και
αφετέρου προς την εξωτερική πραγματικότητα. Από τις κατηγορίες του Peirce περισσότερο ενδιαφέρον εδώ έχουν η
απεικόνιση (Icon) και η δείξη (Index). Η πρώτη αφορά την σχεδόν πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας από την
εικόνα. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς για την κατανόηση του έργου τέχνης (Gell 1998.
Για εφαρμογή των απόψεων του A. Gell αλλά και του C. Peirce στο προϊστορικό Αιγαίο βλ. Κnappett 2005), η εικόνα
είναι δείκτης. Ο δείκτης είναι σχετικά ανεξάρτητος από το πρωτότυπο θέμα που απεικονίζει αλλά οδηγεί τον ανθρώπινο
55
νου συνεκδοχικά ή κατ’ αναλογία σε αυτό, κατά τη λογική της λαϊκής έκφρασης “όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και
φωτιά”, διότι ο δείκτης δημιουργείται αφενός κατ’ εικόνα του θέματός του, αλλά όχι κατά πλήρη ομοίωση, καθώς διέ-
πεται από κανόνες που είναι κατανοητοί από το κοινό που βλέπει το δείκτη. Αυτή η σχέση δείκτη και πραγματικότητας
ταιριάζει στη λειτουργία των οπτικών εικόνων, ιδιαίτερα μάλιστα των απεικονίσεων της προϊστορικής αρχιτεκτονικής,
οι οποίες όπως σημειώθηκε αποτελούν αρκετά πιστά –αν και όχι κατοπτρικά–ομοιώματα της ανασκαφικής εικόνας.
Ακολουθώντας τη σημειωτική προσέγγιση του Peirce καταλήγουμε να συμπεράνουμε ότι οι οπτικές εικόνες
διαθέτουν τη δική τους οντική υπόσταση διότι διαφοροποιούνται και ως προς το θέμα που απεικονίζουν και ως προς
τον άνθρωπο, ενώ αναπτύσσουν τη δική τους δράση. Συμπυκνώνοντας κοινωνικές αξίες και αμαλγαματοποιώντας τις
με την πραγματικότητα ή έστω το μέρος της πραγματικότητας που απεικονίζουν, λειτουργούν ως δείκτες της περαιτέρω
ανθρώπινης δράσης. Όταν βλέπουμε μία εικόνα βλέπουμε ταυτόχρονα και ένα μέρος των κοινά αποδεκτών κανόνων που
καθορίζουν τη ζωή μας. Π.χ. ένα ανθρώπινο πορτρέτο μας υποδεικνύει πώς πρέπει να παρουσιάζεται το ανθρώπινο σώμα
με βάση συγκεκριμένους κώδικες στάσης, έκφρασης και ένδυσης (Gell, 1998). Υπό αυτό το πρίσμα, οι εικόνες μπορούν να
θεωρηθούν δευτερογενή κοινωνικά υποκείμενα (Alberti & Bray, 2009. Zedeño, 2009), όχι ανεξάρτητα, όπως ο άνθρωπος,
αλλά με σχετική αυτονομία, εφόσον η ύπαρξη και η κατανάλωσή τους έχει επιπτώσεις στην ανθρώπινη δράση.

Εικόνα 3.2 Δυαδικές και τριαδικές προσεγγίσεις του σημείου.

2.3. Η εικόνα ως οντότητα

Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή σκέψης ο ιστορικός τέχνης W. J. T. Mitchell σημειώνει ότι δεν είναι σωστό να ρωτά-
με τι επιτελούν οι εικόνες, διότι η λειτουργία τους είναι δυνητική, εφόσον αυτές δημιουργούν τις προϋποθέσεις της
θέασης αλλά το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται και από τον θεατή. Για το λόγο αυτό θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να
αναρωτηθούμε: Τι «πραγματικά θέλουν οι εικόνες;» (Mitchell, 1996) Στην απάντηση που δίνει μεταξύ άλλων τονίζει
την οντότητα της εικόνας ως μη κατοπτρική μίμηση της πραγματικότητας και επομένως ως ετερότητα σε σχέση με την
πραγματικότητα. Αυτή η εικονική ετερότητα προσπαθεί να κινήσει την επιθυμία στο θεατή με τα εποπτικά της μέσα
και να τον κάνει να νώσει είτε έλξη είτε απώθηση προς αυτήν, ωθώντας τον να ανακινήσει το υπόβαθρο των γνώσεών
του, συνειδητών κυρίως αλλά και υποσυνείδητων. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Mitchell, οι εικόνες επιθυμούν
τελικά να μετατρέψουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη θεωρία και την ιστορία της τέχνης σε επανεξέταση της εμπειρίας
της ζωής, ή έστω κάποιου τμήματός της.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Jean Baudrillard (1995/1981) διατύπωσε μία πιο ακραία άποψη για την αυτονομία των εικόνων
και τη σχέση τους με το θεατή και την πραγματικότητα. Για εκείνον και ειδικά οι σύγχρονες ή αλλιώς «τεχνοεικόνες»
(Flusser, 2008/1985, σελ. 113-115), αποτελούν τόσο ισχυρές προσομοιώσεις της πραγματικότητας, ώστε είναι ικανές
να την υποκαταστήσουν. Λόγου χάρη, πολύς κόσμος πιστεύει ότι ο κόσμος των διαφημίσεων είναι όχι απλά υπαρκτός
αλλά προσφέρει τον κανόνα της κοινωνικής συμπεριφοράς. Άλλο ακραίο αλλά γιαυτό το λόγο ενδεικτικό παράδειγμα
είναι η παρατηρημένη αλλαγή στη σεξουαλική συμπεριφορά ανθρώπων που έχει επιφέρει η διάδοση της πορνογραφίας
(Baudrillard, 2007/1977, σελ. 33-34). Ο Baudrillard δανείζεται από το Λουκρήτιο τον όρο ιπτάμενα είδωλα ή “simulacra
… quae quasi membranae summo de corpore rerum dereptae volitant ultroque citroque per auras” (Lucr. 4.31-32).
Αυτός ο ενεργός ρόλος των τεχνοεικόνων αποδίδεται συνήθως στη δυνατότητα των ψηφιακών τεχνικών
για υπερ-προσφορά πληροφορίας, η οποία έχει παρομοιασθεί με τη «φωτορεαλιστική» και «υπερ-ρεαλιστική» ή
«υπερβολικά ρεαλιστική» ζωγραφική. Οι όροι αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με τον υπερρεαλισμό (σουρεαλισμό),
δηλαδή την καλλιτεχνική και πνευματική κίνηση του Μεσοπολέμου, καθώς πρόκειται για αποδόσεις των “photoreal-
ism” και “hyper-realism”, δηλαδή καλλιτεχνικών κινημάτων τα οποία ξεκίνησαν στην Αμερική τις δεκαετίες του 1960
και 1970 και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα (Thompson, 2007). Οι καλλιτέχνες αυτοί δημιουργούν εξ αρχής πίνακες
με ύφος σχεδόν φωτογραφικής ποιότητας, ως σχόλια της σύγχρονης πραγματικότητας με το πλήθος πληροφοριών και
ενημέρωσης, διαμεσολαβημένης όμως παρά άμεσης, συνήθως μέσω της τηλεόρασης και πλέον μέσω του Διαδικτύου.
56
Εικόνα 3.3 Φωτορεαλιστική προσωπογραφία παιδιού του Robert Pérez (2011).

Τα κινήματα αυτά αποτέλεσαν έκφραση της πίστης στον άνθρωπο η οποία επικράτησε αμέσως μετά το
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνδέονται με την επιστροφή της γεωμετρικής προοπτικής, την εγκατάλειψη της προ­
πολεμικής καλλιτεχνικής αναζήτησης του παράλογου και της ονειρικής ψευδαίσθησης (π.χ. κινήματα ντανταϊσμού,
εξπρεσσιονισμού και σουρρεαλισμού) και το θρίαμβο του ρεαλισμού (Sampanikou, 2008, σελ. 170). Μολονότι
ο υπερ-ρεαλισμός αφορμάται από τον ίδιο χώρο, ουσιαστικά επανέφερε την ψευδαίσθηση ως υποκατάσταση της
πραγματικότητας, καθώς αντίθετα από τους φωτορεαλιστικούς πίνακες δεν χρησιμοποιεί κάποιο φωτογραφικό —
άρα υπαρκτό— πρότυπο αλλά απόλυτα φανταστικά θέματα (Εικόνα 3.3).
Με άλλα λόγια, η υπερ-ρεαλιστική ζωγραφική παράγει μία «δυνητική» πραγματικότητα, γεγονός που την καθιστά
πολύ ανάλογη με την ψηφιακή τεχνολογία, η οποία επίσης παράγει τόσο άρτιες τεχνικά εικόνες, ώστε να μπορούν να
θεωρηθούν δυνητικά υπαρκτές. Για το λόγο αυτό άλλωστε ο όρος «δυνητική πραγματικότητα» έχει χρησιμοποιηθεί
για να χαρακτηρίσει την παραγωγή ψηφιακών εικόνων. Οι εικόνες αυτές μάλιστα δημιουργούν τάσεις φυγής διότι το
57
μυαλό συνηθίζει στην ευχαρίστηση που προσφέρει η έντονη εντύπωση της τεχνικά άρτιας δυνητικής πραγματικότητας.
Συνακόλουθα η πραγματικότητα ξενίζει, και ο άνθρωπος μπορεί να προτιμήσει τη φυγή στον ψηφιακό κόσμο. Καθώς
μάλιστα η ψηφιακή τεχνολογία πρσφέρεται για μαζική παραγωγή, οι υπερ-ρεαλιστικές εικόνες βρίσκονται κάθε στιγμή
μπροστά και γύρω μας, μέσω τηλεοράσεων και κυρίως μέσω υπολογιστών και η ψευδαίσθηση που προσφέρουν δεν
αφορά πλέον την απόδραση προς ένα μη ρεαλιστικό κόσμο, αλλά προς μία εναλλακτικά ρεαλιστική  πραγματικότητα.
Επομένως, η αυξημένη πειθώ των ψηφιακών εικόνων δεν οφείλεται απλά στην έντονη παραστατικότητά τους και το
θόλωμα των ορίων μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Εδώ πλέον η πραγματικότητα εγκαθίσταται στο χώρο της
φαντασίας. Ωστόσο πρόκειται πλέον για την πραγματικότητα των εικόνων και όχι της πραγματικότητα του κόσμου
γύρω μας, καθώς οι εικόνες αυτές είναι πολύ πιο αυτόνομες ως οντότητες και παράγουν πραγματικότητα αντί να την
απομιμούνται.
Οι υπερβολικά πολλές και εξαιρετικά πιστές περιγραφικές λεπτομέρειες που παραθέτουν οι εικόνες αυτές,
αποτελούν ένα επιπλέον μοχλό πίεσης προς την ανθρώπινη σκέψη, ο οποίος λειτουργεί προς την κατεύθυνση της
άκριτης αποδοχής των εικόνων αυτών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκτός από ολοκληρωμένες, οι εικόνες αυτές
είναι και ολοκληρωτικές. Για να κατανοηθεί αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να παραλληλισθούν προς την τέχνη που
ενθάρρυνε ένα κατεξοχήν ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς, δηλαδή η φασιστική τέχνη στη ναζιστική Γερμανία. Αυτή
η προπαγανδιστικά στρατευμένη καλλιτεχνική τάση χρησιμοποίησε μία περιγραφική-ηθογραφική τεχνοτροπία ως
αντίδραση στην ανάλυση της ανθρώπινης μορφής και την εμβάθυνση στον ψυχισμό του ανθρώπου που πρέσβευαν
οι απορριπτέοι για τη ναζιστική προπαγάνδα σουρεαλιστές και εξπρεσσιονιστές καλλιτέχνες (Ιωαννίδης 1986).
Αναρωτιέται κανείς κατά πόσον οι ψηφιακές εικόνες είναι μόνο ολοκληρωμένες αναπαραστάσεις της πραγματικότητας
και όχι και ολοκληρωτικές ως προς τη λειτουργία τους; Κατά πόσον επιβάλλουν το κατά J. Lacan «Πραγματικό» (Žižek
2009/2006), δηλαδή την ωμή πραγματικότητα, διαρρηγνύοντας τον συμβολικό ιστό (Badiou 2008 [1985]), δηλαδή τις
αξίες και τις συμβάσεις συμπεριφοράς  που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του
και να λειτουργήσει ομαλά ενταγμένος στο κοινωνικό σύνολο (Žižek 2006/1989);

2.4. Η εικόνα ως δυναμική οντότητα

Το κλειδί για την αποφυγή των παραπάνω αδιεξόδων βρίσκεται κατά το Γάλλο φιλόσοφο Gilles Deleuze στις ίδιες τις
εικόνες (Deleuze, 2009/1983, 2010/1985. Uhlmann, 2007). Ο Deleuze έχει προσεγγίσει την εικόνα κινηματογραφι-
κά. Αποδέχεται μάλιστα την παρομοίωση των εσωτερικών εικόνων από τον επίσης Γάλλο φιλόσοφο Henri Bergson
(2005/1907), ως προβολών επάνω στο κινηματογραφικό πανί του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η παρομοίωση αυτή αποτε-
λεί σημείο εκκίνησης για ανάλυση κυρίως της κινηματογραφικής και άρα κινούμενης εικόνας, ωστόσο πολλά σημεία
της ανάλυσης είναι σχετικά και με τις στατικές εικόνες. Ένα από αυτά τα σημεία αφορά εικόνες-κλισέ, δηλαδή ανα-
παραστάσεις που δεν κινητοποιούν την ανθρώπινη σκέψη, διότι αφορούν τετριμμένα νοήματα. Στον κινηματογράφο,
ως κλισέ νοούνται οι παρακμασμένες εικόνες-δράση, όπως σχετικά επίπεδης σύλληψης και εκτέλεσης χολιγουντιανές
ταινίες δράσης αλλά και αντίστοιχα γουέστερν,  φιλμ νουάρ, ακόμη και ντοκιμανταίρ. Αντίθετα, οι εικόνες που ξεφεύ-
γουν από τα κλισέ χαρακτηρίζονται από δημιουργικότητα.
Η τελευταία στηρίζεται στην αγαπημένη έννοια του Deleuze, τη διαφορά. Η συγκρότηση οποιασδήποτε
οντότητας δε βασίζεται  τόσο στα συστατικά της στοιχεία καθεαυτά, αλλά στο γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά έτσι όπως
είναι συνδυασμένα τη διαφοροποιούν από άλλες οντότητες. Έτσι η διαφοροποίηση καθίσταται θεμελιώδες στοιχείο
της ύπαρξης.   Η εικόνα καθίσταται δημιουργική όταν είναι διακριτή, δηλαδή όταν διαφοροποιείται και από άλλες
εικόνες και από την ίδια την πραγματικότητα. Οι πιθανοί τρόποι διάκρισης βασίζονται στη λογική της αφαίρεσης. Είτε
αφαιρείται ο τετριμμένος τρόπος κωδικοποίησης νοημάτων, π.χ. με την παραγωγή σχηματικής αισθητικής εικόνων, οι
οποίες δεν έχουν την υπερ-προσφορά περιγραφικής λεπτομέρειας, είτε αποσπώνται, έστω και εν μέρει, οι εικόνες από
τις συνδέσεις τους με την πραγματικότητα. Οι εικόνες αυτού του τύπου δημιουργούν «απορία» (Uhlmann, 2007, σελ.
65-68), με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, δηλαδή μας κάνουν να αμφιβάλλουμε για αυτό που βλέπουμε ή συνδέεουν
ετερόκλητα μεταξύ τους δεδομένα (Le Doeuff, 1989/1980).
Η λογική της αφαίρεσης ακολουθεί τις απόψεις του Bergson για την εικόνα και τη σχέση της με τον ανθρώπινο
νου. Ο τελευταίος, αν και ορίζεται ως κινηματογραφική οθόνη, δεν παραμένει παθητικός, αλλά θεωρείται ότι
αναδιατάσσει τα στοιχεία της εικόνας με τρόπο επιλεκτικό και συνήθως αφαιρετικό σε σχέση με την πραγματικότητα.
Η αφαιρετικότητα και η σχηματικότητα επιτρέπει την ανάγλυφη αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας. Όπως
εξηγεί ο R. Arnheim (1999/1954, σ. 166-167. 2007/1969, σ. 81), επιζητούμε την αφαίρεση κατά την αντίληψη ώστε να
επιτύχουμε καθαρότερη και πιο αδρή αντίληψη, μολονότι έτσι χάνουμε τον πλούτο της πληροφορίας που προσφέρει
η εξωτερική πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά όμως, η επιλεκτικότητα αυτή σημαίνει καλύτερη κωδικοποίηση
πληροφορίας και άρα εντονότερη κατανόησή της. Για παράδειγμα, η πρόσθεση έντονου περιγράμματος επιβεβαιώνει
τη μορφή του συνόλου ως ενότητας καθεαυτής (Ruskin, 1907, σ. 18). Η ένταση αυτή οφείλεται σε εγγενείς ιδιότητες
58
του ανθρώπου και μάλλον σχετίζεται με τα πρώιμα στάδια της ανθρώπινης ανάπτυξης. Οι παιδικές ζωγραφιές
χαρακτηρίζονται από έντονη σχηματικότητα και πρωταρχικότητα. Παρόμοια χαρακτηριστικά διαθέτουν αντίστοιχα
πρώιμα (π.χ. οι παλαιολιθικές βραχογραφίες) ή ιδιαίτερα εσωστρεφή (π.χ. η βυζαντινή τέχνη) στάδια ανάπτυξης της
τέχνης. Προφανώς το ίδιο ισχύει και για τα αρχιτεκτονικά σχέδια που εδώ ενδιαφέρουν, τα οποία είναι γραμμικά και
άρα αποδίδουν την πραγματικότητα με εξαιρετικά σχηματικό τρόπο.
Οι σκέψεις αυτές, σύμφωνα με τις οποίες οι εικόνες είναι δημιουργικές μέσα από μία διπλή διαδικασία
αφαιρετικής διαφοροποίησης και προς το θεατή τους και προς την πραγματικότητα είναι σχεδόν ταυτόσημες με ό,τι
έχει ήδη αναφερθεί για την εικόνα ως πληροφορία. Οι απόψεις του Deleuze ωστόσο πηγαίνουν την επικοινωνιακή
προσέγγιση της εικόνας ένα βήμα παραπέρα. Σύμφωνα με το Γάλλο φιλόσοφο και όπως ήδη έχει αρχίσει να
διαφαίνεται, η εικόνα δεν οφείλει τη οντότητά της μόνο στα μηνύματα που αναδίνει, αλλά στο σύνολο της ύπαρξής
της, δηλαδή στον τρόπο κωδικοποίησης των μηνυμάτων αλλά και στα μέσα κωδικοποίησης, συμπεριλαμβανομένης
και της υλικής της υπόστασης. Επομένως η ίδια εικόνα έχει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα αν είναι κινούμενη ή
στατική, πίνακας ζωγραφικής, φωτογραφία αυτόνομη, φωτογραφία σε βιβλίο, εικόνα στον υπολογιστή ή σε συσκευή
ψηφιακής ανάγνωσης, σε κινητό ή σε ταμπλέτα, γιατί κάθε περίπτωση συνεπάγεται εντελώς διαφορετικό συσχετισμό
με το θεατή. Η σημασία της υλικότητας καθιστά την εικόνα κάτι παραπάνω από οπτικό ερέθισμα, της δίνει υπόσταση
στην κυριολεξία. Επομένως και ο Deleuze αποδέχεται ότι οι εικόνες είναι αυτόνομες οντότητες, με τη διαφορά ότι
η αυτονομία τους δεν οφείλεται στην ενότητα της υπόστασής τους αλλά σε ένα διαφοροποιητικό συσχετισμό τους
με θεατή και πραγματικότητα ταυτόχρονα. Ο συσχετισμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί δυναμικά, καθώς αντικειμενικά
και με το πέρασμα το χρόνου η πραγματικότητα και άρα και οι θεατές μεταβάλλονται. Ακόμη και μία στατική εικόνα
αναπότρεπτα μεταβάλλεται μαζί με το πλέγμα των σχέσεών της.
Εάν ο ρόλος, η σημασία και εν τέλει η υπόσταση μία εικόνας είναι συνάρτηση ενός δυναμικού και συνεχώς εν
τη γενέσει πλαισίου σχέσεων, τότε η εικόνα ως οντότητα έχει χρονικότητα και επομένως ο ορισμός της ως συμβατικού
αντικειμένου –έστω και δυναμικού– αδικεί την ικανότητά της να παραλλάσσεται μαζί με το πλέγμα ένταξής της. Ο
Deleuze ορίζει την εικόνα, όπως και κάθε άλλη οντότητα, ως δυνητική, δηλαδή ως ένα δυναμικό το οποίο όμως δεν μένει
ποτέ στατικό, αλλά λαμβάνει μορφή σε συγκεκριμένες συγκυρίες. Με κάθε νέα πραγμάτωση η δυνητικότητα της εικόνας/
οντότητας ανανεώεται και αυτή και επομένως επαναδυνητικοποιείται ανοίγοντας νέες οδούς για νέες πραγματώσεις.
Π.χ. μία φωτογραφία μπορεί να αναφωτογραφηθεί, να σαρωθεί ψηφιακά ή να αντιγραφεί με το χέρι σε σκίτσο. Αν
επιλέξουμε τη σάρωση τότε η φωτογραφία υλοποιείται σε ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο επαναδυνητικοποιείται καθώς
μπορεί να εκτυπωθεί στο σπίτι, να ενταχθεί σε άλλη έκδοση, να ανεβεί στο διαδίκτυο κλπ. Στο έργο του για την
πτυχή, ο Deleuze σχολιάζει τη διττή διαδικασία δυνητικοποίησης και πραγμάτωσης ως πτύχωση και εκπτύχωση του
αντικειμένου, το οποίο πλέον δεν είναι στατικό αλλά δυναμικά εξελισσόμενο και άρα θα πρέπει να αποκαλείται «οιωνεί
αντικείμενο» ή «τυπείκελο» (objectile) (Deleuze, 2006 /1988, σελ. 45-48).
Οι έννοιες της πτύχωσης και του οιωνεί αντικειμένου έχουν επηρρεάσει την αρχιτεκτονική σύνθεση (Ρεπούσκου
2012. Βυζοβίτη 2007) και είναι σημαντικό να γίνει μία σημείωση για αυτήν την επιρροή καθώς έχει άμεση σχέση με
την απεικόνιση της (προϊστορικής) αρχιτεκτονικής, δηλαδή το θέμα του βιβλίου. Όπως σημειώνει ο Carpo (2011), η
υπεραναλυτικότητα της ψηφιακής τεχνολογίας έδωσε τη δυνατότητα για πλήρη στοιχειοποίηση των μερών του κτηρίου.
Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν διαφορετικοί αρχιτέκτονες να χρησιμοποιούν ακριβώς ίδια συστατικά στοιχεία
αλλά να καταλήγουν σε εντελώς ιδιαίτερες συνθέσεις. Αυτό συμβαίνει διότι πίσω από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία τα
οποία συνθέτουν ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο βρίσκεται πλέον ένα άλλο επίπεδο στοιχείων, το οποίο είναι υπεύθυνο για
τον αυξημένο βαθμό αυτονομίας των ψηφιακών εικόνων. Πρόκειται για τον κώδικα μαθηματικών αλγόριθμων μέσω
του οποίου δίνονται οι εντολές στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ώστε να δημιουργήσει και να απεικονίσει το ψηφιακό
αρχιτεκτονικό σχέδιο. Αυτές οι εντολές και ο κώδικας πληροφορικής επιτρέπουν αφενός την εστίαση σε λεπτομέρειες
του αρχιτεκτονικού σχεδίου, και αφετέρου την μαθηματική παραμετροποίηση μεγλύτερης ποικιλίας μορφών από ό,τι η
προβολική γεωμετρία που χρησιμοποιεί ο παραδοσιακός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, όπως π.χ., οι θόλοι της περίφημης
εκκλησίας της Sacrada Familia στη Βαρκελώνη, για την οικοδόμηση των οποίων ο Gaudí έπρεπε να είναι παρών και να
καθοδηγεί τους οικοδόμους βήμα-βήμα.
Ωστόσο, πιο σημαντική ακόμη είναι η ύπαρξη του ίδιου του αλγορίθμου, η οποία διαιρεί πλέον την αναπαράσταση
ως οντότητα σε δύο επίπεδα: το επίπεδο των αλγοριθμικών εντολών και το επίπεδο της τελικής απεικόνισης. Αλλάζοντας
παραμέτρους στο πρώτο επίπεδο, χωρίς όμως να μεταβάλλεται η εσωτερική λογική του αλγόριθμου μπορούμε να έχουμε
διαφορετικά τελικά αποτελέσματα, εν προκειμένω εναλλακτικές αναπαραστάσεις του ίδιου κτηρίου. Ο όρος «οιωνεί
αντικείμενο» χαρακτηρίζει αυτή ακριβώς τη διττή υπόσταση του ψηφιακού σχεδίου το οποίο καθίσταται μία σταθερή
αλλά όχι στατική μήτρα, η οποία συνεχώς παράγει παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημα αντικείμενα (Cache, 1995/1983, σελ.
88-95). Η παραγωγή αυτή μπορεί να ιδωθεί και μέσα από μία κύρια θέση της σημειωτικής, σύμφωνα με την οποία το
σημείο προσελκύει άλλα σημεία. Η μεγάλη διαφορά των οιωνεί αντικειμένων ως σημείων σε σχέση με τις συμβατικές
εικόνες είναι ενδεχομένως η ικανότητα των πρώτων να προσελκύουν μεγαλύτερη ποικιλία αλλά και πλήθος σημείων.

59
3. Εικόνα και γλώσσα

Ας επανέλθουμε στο ερώτημα του Mitchell: τι θέλουν πραγματικά οι εικόνες; Με βάση όσα γράφτηκαν ως τώρα κα-
τανοούμε καλύτερα την απάντηση που δίνει σχετικά ο ίδιος, ότι δηλαδή οι εικόνες έχουν την τάση να αναπλάθουν την
εμπειρία του περιβάλλοντος που διαμορφώνει ο άνθρωπος και επομένως να καταλαμβάνουν μία ενεργή θέση μέσα
στο πλαίσιο κατανόησης και επικοινωνίας της πληροφορίας που αυτός χρησιμοποιεί. Όσα διατυπώθηκαν πιο πάνω
καταλήγουν σε παρεφερές αλλά όχι ταυτόσημο συμπέρασμα. Η εικόνα δεν θέλει να συσχετισθεί μόνο με την πραγμα-
τικότητα που απεικονίζει και με τον άνθρωπο αλλά και με άλλα σημεία, τα οποία έλκει. Στόχος αυτού που μελετά πώς
δημιουργείται γνώση από τη χρήση των εικόνων καθίσταται η χαρτογράφηση των σχέσεων ελξης μεταξύ εικόνων και
πραγματικότητας, μεταξύ εικόνων και ανθρώπου αλλά και μεταξύ εικόνων και άλλων σημείων. Επομένως, και καθώς
οι εικόνες δεν είναι το μόνο μέσον κωδικοποίησης και μετάδοσης της γνώσης, επιδιώκουν να συσχετισθούν και με τους
άλλους κώδικες επικοινωνίας που διαθέτει ο άνθρωπος. Ο πιο γνωστός και ίσως ο πιο κυρίαρχος από αυτούς τους κώ-
δικες είναι η γλώσσα ή τουλάχιστον ήταν μέχρι την ψηφιακή εποχή και τον κατακλυσμό από εικόνες που αυτή έφερε.
Πάντως η γλώσσα και σήμερα συχνά θεωρείται το στοιχείο που μαζί με το σύμφυτό του νου διακρίνουν κατεξοχήν
τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Ο Mitchell μάλιστα υποστηρίζει ότι οι εικόνες επιζητούν συσχέτιση ειδικά
με τη γλώσσα, εξειδικεύοντας περαιτέρω την πρότασή του για την τάση των εικόνων να συσχετισθούν με άλλα μέσα
επικοινωνίας. Άλλωστε, γλώσσα και εικόνα είναι οι κύριοι κώδικες έκφρασης της αρχαιολογικής έρευνας, η οποία όπως
σημειώθηκε στο εισαγωγικό κεφάλαιο στηρίζεται εξίσου και στους δύο (Witmore, 2006 για ενδεικτική κριτική αυτής
της οπτικο-γλωσσικής κυριαρχίας στην αρχαιολογία). Επομένως, η διερεύνηση του ρόλου των εικόνων καθιστά απα-
ραίτητη στο σημείο αυτό μία αναφορά στη σχέση τους με τη γλώσσα.
Η σχέση γλώσσας και εικόνας αποτελεί σημαντικό θέμα στις μελέτες της εικονολογίας, κυρίως στο πλαίσιο
της ιστορίας της τέχνης αλλά και στους χώρους της σημειωτικής και της θεωρίας της πληροφορίας. Ως εικός, αρκετή
προσπάθεια έχει επικεντρωθεί στη διάκριση των διαφορών των δύο αυτών κωδίκων σκέψης και έκφρασης. Όπως θα
φανεί παρακάτω, η συζήτηση επάνω στις διαφορές αυτές είναι ακόμη σε εξέλιξη. Για παράδειγμα, θα ήταν δυνατόν
να εξετασθεί ποιός από τους δύο κώδικες επικοινωνίας, η γλώσσα ή η εικόνα είναι πιο πρωταρχικός σε σχέση με την
ανθρώπινη αντίληψη. Μία πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό  δίνει προβάδισμα στην εικόνα, καθώς τα πρώτα στάδια
ανάπτυξης του ανθρώπου θεωρούνται προγλωσσικά. Σε αυτά τα στάδια ο άνθρωπος προσλαμβάνει με τις αισθήσεις,
από τις οποίες τα πλέον έντονα ερεθίσματα δίνει η όραση. Στη συνέχεια αναπτύσσει την ικανότητα της ομιλίας αλλά και
του γραπτού λόγου. Η Ιταλίδα ψυχαναλύτρια P. Aulagnier (2001/1975, σελ. 103-244), στη μελέτη της για την ψύχωση,
παρακολουθεί την ανάπτυξη της ανθρώπινης αντίληψης ως ένα πέρασμα από το εικονιστικό στάδιο στο γλώσσικό
στάδιο, παρομοιάζοντας τη διαμόρφωση της παραστατικής δυνατότητας του ανθρώπου με την εξέλιξη της γραφής από
τα ιδεογράμματα στη συλλαβική και κατόπιν στην αλφαβητική γραφή.
Ο αντίλογος σε αυτήν την άποψη είναι η ύπαρξη γλωσσικών υποδομών στον άνθρωπο, ακόμη και κατά τη
διάρκεια του προγλώσσικού σταδίου. Μολονότι παραμένουν ανενεργές, θεωρούνται κομβικής σημασίας. Οριοθετούν
ένα δυνητικό πεδίο επικοινωνίας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά
που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, διότι διανοίγουν και δίνουν άλλη διάσταση στο πεδίο της
κοινωνικότητας. Μάλιστα, ο N. Εlias (2008/1989, σελ. 80-86) παρατηρεί ότι η γλώσσα και η γλωσσική προδιάθεση
του ανθρώπου είναι ουσιαστικά προϋπόθεση της συγκεκριμένης μορφής που έχει η κοινωνική επικοινωνία και δράση.
Στο σημείο αυτό έρχεται πιο συμβιβαστικά η άποψη του Α.-Φ. Χρηστίδη (2002, σελ. 65-82), ο οποίος αναγνωρίζει μία
ολικότητα στα πρωταρχικά στάδια της σκέψης, η οποία δημιουργεί μία αντίστοιχα συνολική γλώσσα, αυτή των μικρών
παιδιών, τα οποία με ένα επιφώνημα μπορούν να εννοούν ολόκληρες προτάσεις. Η ολικότητα αυτή είναι απότοκος της
ολικότητας που έχει η ανθρώπινη πράξη, η οποία συμβαίνει πάντοτε σε ένα πλαίσιο σχέσεων με τον περίγυρό μας,
υλικό και ανθρωπινο. Η γλώσσα αναπτύσσεται με συνεχή στάδια αφαίρεσης της συνολικότητας, μέρος της οποίας
επιβιώνει στις αμφίσημες λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε. Η πρόταση του Χρηστίδη επομένως συνδυάζει τα
στάδια ανάπτυξης της Aulagnier με το στοιχείο ενεργούς κοινωνικοποίησης του Elias. Συνακόλουθα, υπάρχουν εξίσου
πρωταρχικές εικονιστικές και γλωσσικές δομές και είναι πιο ακριβές να αντιμετωπίσουμε γλώσσα και εικόνα ως ένα
πρωταρχικό δίπολο της ανθρώπινης αντίληψης.
Ένας εναλλακτικός τρόπος διάκρισης γλώσσας και εικόνας αφορά και πάλι την πρωταρχικότητα, αλλά από
άλλη σκοπιά. Η οπτική σκέψη είναι αποτέλεσμα μίας εσωτερικής ψυχολογικής διαδικασίας. Η εσωτερικότητα αυτή
ερείδεται στην τεχνική πλευρά της οπτικής διαδικασίας, καθώς αυτή μπορεί να αφορά αποκλειστικά το ανθρώπινο
υποκειμένο. Με απλούστερους όρους, είναι δυνατόν να δούμε κάτι και να το επεξεργαστούμε χωρίς να χρειάζεται ένας
άλλος άνθρωπος για να μοιραστούμε αυτήν την εμπειρία. Αντίθετα, η γλωσσική διαδικασία τυπικά απευθύνεται σε
κάποιο συνομιλητή. Μάλιστα, για να επικοινωνήσουμε τα αποτελέσματα της οπτικής σκέψης συνήθως καταφεύγουμε
στη γλώσσα. Άλλοι τρόπου έκφρασης χρησιμοποιούνται σπανιότερα και θεωρούνται ιδιαίτερα φορτισμένοι. Π.χ. η
επικοινωνία μέσω αφής συνήθως έχει συναισθηματικό χαρακτήρα, ενώ η ηχητική και η εικαστική επικοινωνία έχουν
συνήθως καλλιτεχνικό χαρακτήρα Για το λόγο αυτό, ο κατεξοχής προσωπικός τρόπος αντίληψης είναι η οπτική εικόνα
60
και επομένως, όπως σημειώνει ο R. Arnheim (2007/1969, σελ. 306-308), κάθε πρόσληψη ερεθίσματος εικονοποιείται
στον εγκέφαλο, έστω και φευγαλέα. Ακόμη και οι αφηρημένες έννοιες μπορούν να οπτικοποιηθούν συναισθητικά σε
κάποιο παρεμφερές θέμα.
Επομένως, η εικονιστική σκέψη φαίνεται να χτυπά μία βαθιά χορδή της ανθρώπινης ύπαρξης, τη ρίζα του
«εγώ» σε σχέση με τους «άλλους», όπου απευθύνεται η γλώσσα. Για να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά χρειάζεται μία
ακόμη σύντομη αναφορά στην ψυχανάλυση. Εικόνα και γλώσσα μπορούν να συνδεθούν με τις λεγόμενες ενορμήσεις
«ηδονής» ή επιθυμίας» και «θανάτου» αντίστοιχα (Εικόνα 3.4). Πρόκειται για όρους που εισήγαγε ο Φρόυντ (Freud,
2001/1920). Οι δύο ενορμήσεις αποτελούν τις κύριες αρχές οργάνωσης του υποσυνείδητου (Id, στα Ελληνικά «Αυτό»
ή «Εκείνο», Freud, 2008/1923]) και υποκινούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η εικονιστική σκέψη αφορά τη σχέση
του ανθρώπου με τον εαυτό του και άρα συνδέεται άμεσα με την ενόρμηση της επιθυμίας ή ηδονής. Η γλώσσα πάλι
συνδέεται με την ενόρμηση του θανάτου, μία αίσθηση της θνητότητας και ωριμότητας και άρα άμεσα σχετική με την
ανάπτυξη του λόγου, δηλαδή της λογικής και ταυτόχρονα της γλώσσας. Εφόσον στο περιβάλλον συμπεριλαμβάνονται
και οι άλλοι άνθρωποι, η ενόρμηση του θανάτου έχει και κοινωνική διάσταση (Bourdin, 2005/2000, σελ. 129-148), η
οποία ως προειπώθηκε χαρακτηρίζει και τη γλώσσα. Άλλωστε ο Φρόυντ υποστήριξε ότι ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε
άλλο από μία σειρά κανόνων και πρακτικών, δηλαδή λόγων, οι οποίοι εμποδίζουν τη δημιουργία νευρώσεων που θα
επέφερε η απόλυτη κυριαρχία της ενόρμησης της ηδονής (Freud, 1994/1930), άρα των πρωταρχικών παραστάσεων και
κατ’ επέκταση της εικονιστικής σκέψης.

Εικόνα 3.4 Η φαινομενολογική προσέγγιση της σχέσης θνητότητας και ταυτότητας.

Τους συσχετισμούς ανάμεσα σε εικόνα-εγώ-επιθυμία και γλώσσα-άλλοι-λόγο κάνει και ένας ακόμη σημαντικός
εκπρόσωπος της ψυχανάλυσης, ο ο J. Lacan, ο οποίος συνδέει το βλέμμα —επομένως την οπτική σκέψη— με ένα είδος
απόλαυσης το οποίο αποκαλείται “jouissance». Η απόλαυση αυτή προκαλεί ταυτόχρονα ικανοποίηση και δυσαρέσκεια,
διότι αποτελεί εξαιρετικά πρωταρχικό συναίσθημα και αφορά καταστάσεις που ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει
να εντάξει στο πλέγμα των συμβολισμών και των κανόνων βάσει των οποίων ζει σε κοινωνία με τους υπόλοιπους
ανθρώπους. Το πλέγμα αυτό το έρχεται σε αντιπαράθεση με το βλέμμα και τη jouissance έχει τη βάση του στο λεγόμενο
«Όνομα του Πατέρα». Ο όρος αυτός περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μαθαίνει να ακολουθεί κανόνες
και άρα το λόγο (λογική και γλώσσα). Σύμφωνα με τον Lacan, η αίσθηση του κανόνα αρχικά ταυτίζεται με τη μορφή
του πατέρα, διότι αυτός διασπά την αρχικά άρρηκτη σχέση μητέρας-παιδιού, η οποία βασίζεται στην ικανοποίηση των
αναγκών του παιδιού και άρα στην ευχαρίστηση (Lacan, 1977 /1966, σελ. 220-221. 1984/1973, σελ. 107-156. Žižek,
2009/2006, σελ. 122-123). Σε κάποιο στάδιο ανάπτυξης δεν είναι απαραίτητη η ίδια η παρουσία του πατέρα αλλά μόνο
η σχηματική ανάμνηση της λειτουργίας του. Επομένως, το Όνομα του Πατέρα βασίζεται στη γλώσσα και επιφέρει το
πλέγμα κανόνων κοινωνικής ζωής οι οποίοι δαμάζουν και τις ενορμήσεις και το βλέμμα.
Η αντίθεση έμφυτης ορμής και κοινωνικής επιταγής δεν αφορά μόνο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Ο λόγος δαμάζει και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον υπόλοιπο κόσμο και άρα έχει επιπτώσεις στο επίπεδο της
κοινωνικής συμπεριφοράς και των πολιτισμικών αξιών και προτύπων (Elias 1997/1939, σελ. 309-371). Λόγου χάρη,
το λεπτομερές κανονιστικό πλαίσιο που καθόριζε την “καθώς πρέπει” συμπεριφορά των αυλικών στις μοναρχικές
αυλές της νεώτερης Ευρώπης ήταν μία  πολιτισμική και κοινωνική επιταγή μέσω της οποίας τα ανθρώπινα υποκείμενα
έφθαναν στην “ψυχολογίκευση”, δηλαδή στην ικανότητα ελέγχου των ενορμήσεών τους. Η λεγόμενη «εττικέτα»
συμπεριφοράς όριζε ακόμη και πώς έπρεπε να κοιτά κανείς και να απευθύνεται σε άλλους ανθρώπους ανάλογα με την
κοινωνική τους θέση. Στο παράδειγμα αυτό καθίσταται σαφές ότι το βλέμμα και η οπτική σκέψη έχει ρίζες βαθειά στο
στρώμα των πρωταρχικών ορμών του ανθρώπου. Η γλώσσα μπορεί να είναι εξίσου βαθειά ριζωμένη στα προγλώσσικά
υποστρώματα του νου, αλλά αποκτά το ρόλο του εκφραστή του λόγου, της πειθάρχησης των ορμεμφύτων.
Ωστόσο η εικόνα δεν πρέπει να νοηθεί μόνο ως αποκλειστικά εσωτερικό θέμα της ανθρώπινης αντίληψης.
Άλλωστε μία τέτοια άποψη θα ήταν ασύμβατη προς όλες τις λεγόμενες εξωτερικές εικόνες. Μάλιστα, η πρωταρχικότητα
της οπτικής σκέψης μπορεί να ιδωθεί και μέσα από ένα άλλο, εξωστρεφές και όχι εσωστρεφές πρίσμα, αυτό της εντύπωσης
που δημιουργεί στο θεατή. Η όραση προσφέρει συνολικά ερεθίσματα και όχι αποσπασματικά και η οπτική σκέψη είναι
προσανατολισμένη στην επεξεργασία πρώτα του συνόλου της πρόσληψης, αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε
61
«γενική εντύπωση». Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την οπτική σκέψη να κατατέμεται σε συστατικά στοιχεία, τα
οποία μπορούν να επανασυνδυασθούν με τρόπο ανεξάρτητο από την αρχική τους προέλευση. Για παράδειγμα, όσο και
αν μπορούμε να χωρίσουμε ένα δέντρο σε φύλλα, κλαδιά και κορμό, δύσκολα θα συνενώσουμε την εικόνα του κλαδιού
με, λόγου χάρη, ένα χέρι ή ένα πόδι ανθρώπου. Συνήθως αυτοί οι συνδυασμοί συμβαίνουν συνειρμικά στα όνειρα και
αποτελούν το αποτέλεσμα της απελευθέρωσης του υποσυνειδήτου (Freud, 1993/1900).
Η συνολικότητα της εικόνας είναι καταρχήν εντελώς διαφορετική από τη λειτουργία της γλώσσας. Αν η εικόνα
μπορεί να παρομοιασθεί με επιφάνεια, η γλώσσα αντίθετα μοιάζει περισσότερο με γραμμή (Flusser, 2004/1973, σελ.
23), η οποία μπορεί να χωριστεί σε φράσεις, λέξεις, συλλαβές και φθόγγους/γράμματα. Αντίστοιχα, τα συστατικά
στοιχεία της γλώσσας μπορούν να συνδυαστούν με μεγαλύτερη ποικιλία, αλλά εκφέρονται γραμμικά, το ένα μετά
το άλλο. Έτσι, η γλωσσική επικοινωνία είναι περισσότερο διαδικασία γιατί είναι γραμμική η εκφορά της και έτσι
συλλαμβάνεται σταδιακά και γιαυτό μπορεί πολύ πιο εύκολα να αναφερθεί σε κάποιο μεμονωμένο κομμάτι της
εξωτερικής πραγματικότητας. Επάνω σε αυτή τη δυνατότητα της γλώσσας ερείδεται η άποψη του Moles (2005/1972,
σελ. 242) σύμφωνα με την οποία η γλώσσα είναι πιο αναλυτική ως κώδικας επικοινωνίας και για το λόγο αυτό πιο
«σημασιακή», όρος που σημαίνει ότι τα μηνύματά της είναι πιο μεταφράσιμα σε κάποιο άλλο κώδικα ή μήνυμα
επικοινωνίας. Για τους παραπάνω λόγους η γλωσσική επικοινωνία παραμένει συχνότερα στο επίπεδο του συνειδητού,
μολονότι προφανώς και εισχωρεί και στο υποσυνείδητο. Αντίθετα, η εικόνα δεν συνεπάγεται τόσο αναλυτική και άρα
έντονη διαδικασία επικοινωνίας. Συνακόλουθα, δεν έχουμε τόσο έντονη τη συναίσθηση της διαδικασίας επικοινωνίας
όταν αντιμετωπίζουμε εικόνες όσο όταν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Εξαιτίας αυτής της μειωμένης συναίσθησης
και όταν επικοινωνούμε οπτικά, όπως λόγου χάρη όταν απορροφούμε οπτικά ερεθίσματα, τείνουμε να θεωρούμε τη
διαδικασία της πρόσληψης και επεξεργασίας των οπτικων παραστάσεων ως φυσική.  Η εντύπωση αυτή είναι–εν μέρει-
και αντικειμενική, εφόσον η οπτική πρόσληψη αποτελεί εγγενή διαδικασία στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια με το που
ανοίγουμε τα μάτια μας προσλαμβάνουμε και επεξεργαζόμαστε ερεθίσματα. Για τους λόγους αυτούς η εικόνα εισχωρεί
ευκολότερα στο υποσυνείδητο από τη γλώσσα (Flusser, 2004/1973, σελ. 25-29).
Ο συνολικός τρόπος με τον οποίο η εικόνα λειτουργεί εν γένει ως κώδικας επικοινωνίας, έχει επιπτώσεις στην
ειδικότερη λειτουργία των εικόνων ως συστατικών στοιχείων του επιστημονικού λόγου. Συγκεκριμένα, η συνολικότητα
της εικόνας συνεπάγεται ότι μπορεί να λειτουργήσει μόνο κατ’ αναλογία της εξωτερικής πραγματικότητας. Η αναλογία
με τη σειρά της και σύμφωνα με το Γάλλο φιλόσοφο Μ. Φουκώ (Foucault, 1986/1966, σελ. 50-53), σχετίζεται με
την ομοιότητα, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή οικοδόμησης γνώσης. Για παράδειγμα, ο τρόπος που πέφτουν όλα
τα πράγματα στο έδαφος είναι όμοιος γιαυτό και ισχύει ο νόμος της βαρύτητας. H μαθηματική εξίσωση είναι άλλος
ένας τρόπος έρευνας και σκέψης με βάση την ομοιότητα, καθώς το ένα μέρος της εξίσωσης πρέπει να είναι ίσο με το
άλλο μέρος. Η αναλογία είναι και αυτή ένας τρόπος σκέψης για να φτάσουμε σε σχέσεις ομοιότητας. Κατά τον Φουκώ
μάλιστα η αναλογία συμπυκνώνει τα ουσιωδέστερα χαρακτηριστικά όλων των υπολοίπων τρόπων της ανθρώπινης
σκέψης, καθώς προϋποθέτει την ύπαρξη δύο μερών, όπως η εξίσωση, αλλά καταφέρνει να φανερώνει και τα κοινά και
τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δύο αυτών μερών, διότι τα φέρνει ταυτόχρονα σε γειτνίαση και αντιπαράσταση.
Για παράδειγμα, μία κάτοψη αποτελεί κατ’ αναλογία απεικόνιση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, διότι έχει
όμοια στοιχεία προς το πραγματικό κτήριο αλλά μέσω σύγκρισης οι διαφορές τους γίνονται αντιληπτές άμεσα. Η
σχέση αυτή επιτρέπει την περαιτέρω οικοδόμηση γνώσης διότι είναι δυνατόν να συγκρίνουμε δύο κτήρια μόνο από τις
κατόψεις τους, δηλαδή τις κατ’ αναλογία εικόνες τους και να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Στο ίδιο παράδειγμα
έχει καθοριστική σημασία το γεγονός ότι η σχέση γειτνίασης της πραγματικότητας με το σχέδιο κάτοψης είναι σταθερή
για ολόκληρη την εικόνα, δηλαδή την κάτοψης. Ενδεικτικό στοιχείο της συνολικότητας μπορεί να θεωρηθεί η κλίμακα
σχεδίασης, η οποία ισχύει για ολόκληρη την κάτοψη. Αντίθετα, μία κάτοψη όπου ο κάθε τοίχος είναι σχεδιασμένος σε
άλλη κλίμακα είναι απόλυτα μη χρηστική και λάθος, ακριβώς επειδή διασπάται η συνολικότητα της αναλογίας, ακόμη
και αν σημειωθούν οι επιμέρους κλίμακες.
Σύμφωνα με το Φουκώ, η αναλογία υπήρξε ο παραδοσιακά σημαντικότερος τρόπος αντίληψης της ομοιότητας
για τη δυτική σκέψη κατά το 16ο αιώνα. Μάλιστα είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς την σταδιακή εξέλιξη της
επιστήμης από τον αναλογικό τρόπο σκέψης σε άλλους, πιο αναλυτικούς. Στην αρχαιολογία αυτή η αλλαγή έγινε στη
δεκαετία του 1960 με το παράδειγμα της νέας αρχαιολογίας. Πριν από αυτή η παραδοσιακή αρχαιολόγοι απέδιδαν τα υλικά
κατάλοιπα σε πολιτισμούς, όπως ο κυκλαδικός, ο μινωικός ή ο μυκηναϊκός, βάσει της τεχνοτροπίας τους και προσπαθούσαν
να εξετάσουν τον κάθε πολιτισμό στο σύνολό του, δίνοντας έμφαση κυρίως στις επιρροές που έχει δεχθεί από άλλους
πολιτισμούς. Η νέα αρχαιολογία λειτούργησε πιο αναλυτικά και αντικατέστησε την έννοια του πολιτισμού με αυτή του
κοινωνικού συστήματος, το οποίο μπορούσε να αναλυθεί σε υποσυστήματα, όπως οι τρόποι επιβίωσης, το εμπόριο, η
τεχνολογία ή η ιδελογία. Στη συνέχεια απέδιδε επιμέρους είδη υλικού πολιτισμού σε αντίστοιχα υποσυστήματα. Εδώ η
συνολική σύγκριση πολιτισμών αντικαταστάθηκε από την αναλυτικότερη διαδικασία επεξήγησης της σχέσης ανάμεσα
στις εσωτερικές διαδικασίες εξέλιξης ενός κοινωνικού συστήματος και στις όποιες έξωθεν επιρροές μπορεί να δεχθεί.
Το πέρασμα από πιο συνολικούς και αναλογικούς τρόπους σκέψης σε πιο αναλυτικούς υπογραμμίζει για μία ακόμη
φορά ότι η οπτική σκέψη και ο εικονιστικός λόγος που παράγει διαθέτουν μία πρωταρχικότητα επειδή λειτουργούν
συνολικά και με βάση την αρχή της αναλογίας, σε αντίθεση με την αναλυτικότερη γλώσσα, στην οποία βασίζονται πολύ
περισσότερο τα αναλυτικά και άρα μεταγενέστερα μοντέλα σκέψης .
62
Αν ακολουθήσουμε τον C. Peirce (1958, 8.335) και τη σημειωτική προσέγγιση, η συνολικότητα της εικόνας
σε σχέση με την αναλυτική γλώσσα προκύπτει από τον υψηλό βαθμό συνάφειας που διατηρεί με την εξωτερική
πραγματικότητα. Η εικόνα ως σημείο εμπίπτει συνήθως είτε στην καρηγορία της απλής απεικόνισης (Icon) είτε στην
κατηγορία του δείκτη (Index), δηλαδή ενός σημείου του οποίου το νήομα γίνεται αντιληπτό συνεκδοχικά, άρα και πάλι
σε άμεση συνάρτηση με την εξωτερική πραγματικότητα. Αντίθετα η γλώσσα, ειδικά με την κυριαρχία του γραπτού
λόγου, είναι σαφώς πιο κωδικοποιημένη ως σύστημα σημείωσης και χαρακτηρίζεται από εντονότερη αφαίρεση
και σχηματοποίηση. Για το λόγο αυτό, η σχέση της με την πραγματικότητα κυμαίνεται μεταξύ δείκτη (Index) και
συμβόλου (Symbol). Και πάλι βέβαια η διαφορά αυτή προκύπτει μάλλον συγκριτικά παρά απόλυτα, καθώς και οι
εικόνες —για παράδειγμα τα συμβατικά γραμμικά σχέδια αρχιτεκτονικών καταλοίπων ή οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις
στρωματογραφίας—μπορούν να χαρακτηρίζονται από σημαντικό βαθμό σχηματοποίησης και αφαίρεσης. Σε αυτήν την
περίπτωση υπάρχει εν μέρει σύμπτωση γλώσσας και εικόνας.
Η σύμπτωση αυτή επισημαίνει ότι η γλώσσα και η εικόνα είναι διαφορετικοί κώδικες σκέψης και επικοινωνίας,
αλλά δεν είναι άσχετοι μεταξύ τους. Άλλωστε ο κυρίαρχος σήμερα γραπτός λόγος αποτελεί έντονα κωδικοποιημένη
οπτικοποίηση της ομιλουμένης γλώσσας. Επομένως απευθύνεται στον ίδιο μηχανισμό αντίληψης όπως και εικόνα και
ουσιαστικά έχει υπαχθεί στην οπτική σκέψη. Επιπρόσθετα, γλώσσα και εικόνα έχουν κοινά στοιχεία. Π.χ., ο Mitchell
(1986, σελ. 75-94) συγκρίνει ποίηση και ζωγραφική και διαπιστώνει ότι μία γλωσσική μεταφορά είναι όσο αναλογική
είναι μία εικόνα. Οι Lakoff & Johnson (2005/2003]) έχουν μάλιστα υποστηρίξει ότι η γλώσσα έχει σχεδόν πάντοτε
μεταφορικό χαρακτήρα και δίνουν πάρα πολλά παραδείγματα της ευρείας χρήσης της μεταφοράς στον καθημερινό
λόγο. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο θεμελιώδης χαρακτήρας της μεταφοράς έχει σχέση με τον μηχανισμό της
αντίληψης, η οποία όπως έχει ήδη σημειωθεί είναι εγγενώς διαμορφωμένη ώστε να συγ-κρίνει και να δια-κρίνει,
δηλαδή να λειτουργεί αντιπαραβάλλοντας ό,τι προσλαμβάνει προς ό,τι ήδη γνωρίζει. Αλλα και η μεταφορά λειτουργεί
παρόμοια, εφόσον αντιπαραβάλλει μία έννοια προς μία άλλη. Όταν λέμε «αυτός είναι τσακάλι» αντιπαραβάλλουμε
ένα άνθρωπο προς ένα ζώο για να καταστήσουμε αντιληπτή την ευστροφία του πρώτου συγκρίνοντάς την με αυτή του
δεύτερου. Επομένως εικόνα και γλώσσα έχουν κοινές ρίζες ως συστήματα αντίληψης και σκέψης. Εδώ είναι σημαντικό
να σημειωθεί ότι το ρήμα “γράφω” μπορεί να παραπέμπει και στη δημιουργία γραφημάτων, δηλαδή εικόνων, αλλά και
στο γραπτό λόγο, δηλαδή την οπτική αποτύπωση της γλώσσας (Lüthy & Smets, 2009, σελ. 401).
Με βάση τα παραπάνω και όπως και πάλι σημειώνει ο Mitchell, είναι δυνατόν να αποδομηθούν τα στεγανά
όρια μεταξύ εικόνας και γλώσσας, ιδίως αν ακολουθήσουμε το επιχείρημά του ότι όλα τα σημειωτικά συστήματα,
άρα και η γλώσσα και η εικόνα μοιράζονται παρόμοιες αρχές οργάνωσης. Η άποψη αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί,
έχει τις ρίζες της στην έρευνα του Saussure για την ύπαρξη βασικών αρχών οργάνωσης της ανθρώπινης σκέψης. Η
παρατήρηση αυτή ωστόσο δε συνεπάγεται ότι γλώσσα και εικόνα είναι ίδιες ως κώδικες επικοινωνίας, αλλά μάλλον
αλληλοσυμπληρούμενοι. Επομένως οι διαφορές και αποκλίσεις μεταξύ τους θα πρέπει να ιδωθούν μέσα από ανάλογο
πρίσμα. Το πρίσμα αυτό προϋποθέτει ότι η διαφορά γλώσσας και εικόνας είναι αναμφίβολη αλλά όχι απόλυτη. Αντίθετα
είναι σχετική και συγκριτική. Η εικόνα είναι αναλογικότερη σε σχέση με την συγκριτικά αναλυτικότερη γλώσσα. Αν
όμως η σχέση ομοιότητας και διαφοράς είναι ζήτημα βαθμού, τότε δεν είναι η εικόνα εγγενώς αναλογικότερη από
τη γλώσσα. Δημιουργούνται τότε τα εξής ερωτήματα: Γιατί έχει εγκαθιδρυθεί αυτή η ισορροπία στη σχέση εικόνας
και γλώσσας; Γιατί η εικόνα δεν εξελίχθηκε ώστε να καταστεί αναλυτικότερη και γιατί αυτό συνέβηκε αντίθετα στη
γλώσσα; Θα μπορούσε να ανατραπεί η ισορροπία και να γίνει η γλώσσα αναλογικότερη της εικόνας;
Για τον Mitchell, η απάντηση βρίσκεται στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες, οι οποίες σχετίζονται με την
επικράτηση συγκεκριμένων κανόνων κοινωνικής δράσης και άρα με τα αρχετυπικά πρότυπα  οργάνωσης της σκέψης
και της δράσης του ανθρώπου, τα οποία βρίσκονται πίσω και από τη γλώσσα και από την εικόνα. Επομένως, η σχέση
γλώσσας και εικόνας είναι ιστορικο-κοινωνικά επικαθορισμένη. Στο θέμα αυτό ο Gombrich (1960) έχει δείξει ότι
το ύφος της εικαστικής απόδοσης ενός θέματος εξαρτάται από τις καλλιτεχνικές και πολιτισμικές συμβάσεις κάθε
εποχής. Κάτι ανάλογο μπορεί να υποστηριχθεί και για τη γλώσσα. Σε άλλες εποχές η γλώσσα γίνεται αναλογικότερη
και προσεγγίζει πολύ την εικόνα και σε άλλες εποχές η εικόνα χάνει την αναλογικότητά της και πλησιάζει πολύ προς τη
γλώσσα, διότι έτσι επιτάσσουν τα ιστορικά συμφραζόμενα.
Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η αλλαγή στη σχέση μεταξύ αναλογικής εικόνας και αναλυτικής γλώσσας που
επέφερε η τυπογραφία. Μέχρι τη συγκεκριμένη ανακάλυψη γλώσσα και εικόνα ήσαν πολύ κοντά η μία στην άλλη,
διότι ο γραπτός λόγος έμοιαζε πολύ με εικόνα. Συγκεκριμένα, στα χειρόγραφα κείμενα η καλλιγραφική γραφή ενώνει
τα γράματα των λέξεων και το αποτέλεσμα μοιάζει με σειρά από σxέδια που έχει υφάνει κάποιο χέρι επάνω στο
στημόνι του αργαλειού, δηλαδή με εικόνες. Τα σχέδια αυτά μοιάζουν επίσης και με μουσική παρτιτούρα και πριν
την τυπογραφία η γλώσσα, αυτή τη φορά ο προφορικός λόγος, είχε έντονη σύνδεση με τη μουσική, διότι η μικρή
κυκλοφορία των βιβλίων πριν τα έντυπα καθιστούσε τον προφορικό λόγο τον κύριο τρόπο γλωσσικής επικοινωνίας
(Ingold, 2007, σελ. 24-26, 69-71), συνδέοντάς τον άρρηκτα με τη μουσική μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο ενός πολιτισμού
της ακοής. Επομένως, γλώσσα, μουσική και εικόνα ήσαν άρρηκτα συνδεδεμένες κατά το παρελθόν. Ο δεσμός μάλιστα
αυτός ενισχυόταν και με επιπλέον τρόπο. Συγκεκριμένα και μέχρι πρόσφατα, έμφαση δινόταν στο λεγόμενο «έργο»,
63
είτε αυτό ήταν συγγραφικό, είτε μουσικό είτε εικαστικό. Η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή έπρεπε να έχουν
αποτελέσματα  με κάποιο όγκο και κυρίως με ενιαίο χαρακτήρα, όπως ο πίνακας ή το γλυπτό, η μονογραφία, η μουσική
συμφωνία ή η όπερα.
H ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου άλλαξε τη σύνταξη κειμένου από διαδικασία (συν-) γραφής σε διαδικασία
στοιχειοθέτησης. Οι λέξεις και οι φράσεις έσπασαν πλέον σε γράμματα και άλλα στοιχεία τα οποία ήσαν τυποποιημένα
και επαναλαμβάνονταν σε διάφορους συνδυασμούς. Η τέχνη της καλλιγραφίας άρχισε να ατονεί, όχι δραστικά αλλά
σίγουρα σταδιακά. Μολονότι οι αλλαγές που επέφερε η τυπογραφία ήσαν τεχνικές, συνέπεσαν και σίγουρα σχετίζονται
με τη διαμόρφωση του νεωτερικού κόσμου και του επιστημολογικού υποδείγματος. Η διαδικασία δημιουργίας του
βιβλίου σιγά-σιγά αυτοματοποιήθηκε, ενώ η ευρεία διάδοσή του άρχισε να μεταφέρει το βάρος από το ίδιο το βιβλίο ως
αντικείμενο και προϊόν μίας πνευματικής αλλά συνάμα και καλλιτεχνικής διαδικασίας στην πληροφορία που περιέχει.
Η νεότερη σκέψη έκανε ανάλογη στροφή (Foucault, 1986/1966, σελ. 79-80). Από την αλληγορική και άρα εν
πολλοίς συνολική θεώρηση της γλώσσας και την προσπάθεια αναγνώρισης των γλωσσικών σημείων ως ενός ακόμη
κώδικα κατ’ αναλογία και μέσα σε πολλές άλλες μορφές του κόσμου, στράφηκε στη διερεύνηση της σχέσης της με το
σημαινόμενό της. Άρχισε αναλύει τα γλωσσικά σημεία ως παραστάσεις, οι οποίες διαθέτουν αυτονομία, όπως ακριβώς
τα τυπογραφικά στοιχεία συντίθενται αυτόνομα επάνω στο τελάρο της σελίδας. Η σύγχρονη σκέψη  μετέφερε το κέντρο
βάρους από το σημαίνον στο σημαινόμενο καθεαυτό και επέκτεινε την αναλυτική προσέγγιση στο νόημα της γλώσσας.
Με τον ίδιο τρόπο η νεωτερική επιστήμη έκανε ανάλογη στροφή από τη σύνθεση ιδεών στη συγκρότηση —δηλαδή
στοιχειοθέτηση— επιχειρημάτων. Μία παρόμοια διαδικασία περιγράφει ο Carpo (2001/1998) για την εξέλιξη της
αρχιτεκτονικής από την Aναγέννηση στο Μπαρόκ. Διαπιστώνει μία σημαντική αλλαγή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό,
από την εφαρμογή γενικών κανόνων στο συνδυασμό τυποποιημένων στοιχείων, ιδίως μορφών δανεισμένων από την
αρχαιότητα. Συνδέει την αλλαγή αυτή με την επικράτηση της τυπογραφίας και τη διάδοση των αρχιτεκτονικών μορφών
μέσω του τυπωμένου βιβλίου. Το βιβλίο αυτό έδινε για πρώτη φορά τη δυνατότητα της ευρείας κυκλοφορίας ακριβών
απεικονίσεων μορφών της αρχιτεκτονικής της αρχαιότητας. Επομένως κατέστησε περιττή την έμφαση σε γενικές αρχές
οι οποίες στο παρελθόν διασφάλιζαν την αναπαραγωγή της αρχαίας αρχιτεκτονικής στις αρχιτεκτονικές συνθέσεις
της πρώιμης Αναγέννησης. Με αυτόν τον τρόπο η αναβίωση των αρχαίων μορφών έγινε ζήτημα στοιχειοθεσίας και
απέκτησε χαρακτήρα σχετικά διακοσμητικό, αλλαγή που προοιώνισε τις εξελίξεις και τάσεις του Μπαρόκ.
Οι διαδικασίες αυτές προφανώς ήταν αργές, σταδιακές και όχι απόλυτα σύγχρονες μεταξύ τους, αλλά το
αποτέλεσμά τους είναι οφθαλμοφανές σήμερα. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει καταργήσει την αναγκαιότητα ακόμη και
του αρχικού χειρογράφου, το οποίο παλαιότερα δινόταν για δακτυλογράφηση ή και στοιχειοθεσία και εκτύπωση. Το
ρήμα «γράφω» έχει αποκτήσει μάλλον μεταφορική έννοια, καθώς το πληκτρολόγιο του υπολογιστή και η δυνατότητα
συνεχών διορθώσεων μας επιτρέπουν να καταγράφουμε και τις πιο αποσπασματικές σκέψεις μας και κατόπιν να τις
συγκροτούμε σε στοιχειοθετημένα επιχειρήματα (Ingold, 2007, σελ. 94-96). Η εκτύπωση offset και η δυνατότητα
έκδοσης μέσω ψηφιακών εφαρμογών γραφείου, το λεγόμενο desktop publishing, έχουν καταστήσει το βιβλίο πιο
προσβάσιμο από ποτέ.  Το υπερ-κείμενο του διαδικτύου έχει διαρρήξει κάθε αίσθηση συνέχειας και συνολικότητας του
γραπτού λόγου και οι πληροφορίες πλέον προσφέρονται ως χείμαρρος μέσα από την οθόνη του υπολογιστή ή ακόμη και
του κινητού τηλεφώνου. Η πάλαι ποτέ ενότητα του βιβλίου έχει κατακερματισθεί εντελώς, καθώς μία αναζήτηση στο
διαδίκτυο μπορεί να αποφέρει ολόκληρα ψηφιακά βιβλία, μεμονωμένα κεφάλαια καθένα γραμμένο από διαφορετικό
συγγραφέα και αναρτημένο απομονωμένο από το υπόλοιπο έργο σε προσωπική ιστοσελίδα ή ακόμη και αποσπάσματα
λίγων σελίδων που κάποιος έτυχε να αναρτήσει στο διαδίκτυο. Η γλωσσική λογική έχει αποκτήσει υπερ-αναλυτικό και
απόλυτα στοιχειοθετικό χαρακτήρα και έχει διεισδύσει  στην καρδιά και τη βάση της ίδιας της σκέψης μας, διευρύνοντας
σημαντικά την αντίθεσή της με την εικόνα, η οποία διατηρεί το συνολικό/συνθετικό της χαρακτήρα.

4. Οι αρχαιολογικές εικόνες
Ας θέσουμε τα ερωτήματα του Mitchell για μία ακόμη φορά, με έμφαση όμως στην προϊστορική αρχιτεκτονική: Τι είναι
και τι θέλουν οι εικόνες αρχιτεκτονικών καταλοίπων; Πώς λειτουργούν ως κώδικες επικοινωνίας, ποιά η σχέση τους
με τους θεατές τους και ποιά με την πραγματικότητα, δηλαδή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα καθεαυτά; Οι ερωτήσεις
αυτές μπορούν να διερευνηθούν ευκολότερα μέσω μίας σύγκρισης των φωτογραφιών, των σχεδίων και των ψηφιακών
εικόνων, δηλαδή των τριών κυρίων τύπων που συναποτελούν την εικονιστική dispositio της αρχαιολογίας. Έχει ήδη ση-
μειωθεί ότι τα συμβατικά αρχιτεκτονικά σχέδια είναι πιο κοντά στις ψηφιακές εικόνες από ό,τι στις φωτογραφίες, διότι
και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μία πολύ πιο σύνθετη και δημιουργική διαδικασία παραγωγής από ό,τι στη σχετικά
μηχανική αναπαραγωγή της πραγματικότητας που προσφέρουν οι φωτογραφίες. Επίσης έχει σημειωθεί ότι οι ψηφιακές
εικόνες συνδυάζουν και σε μεγάλο βαθμό ξεπερνούν και τις σχεδιαστικές και τις φωτογραφικές τεχνικές απεικόνισης.
Για το λόγο αυτό άλλωστε έχει χρησιμοποιηθεί και θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ο γενικός όρος περιγραφής
«ψηφιακές εικόνες» αντί κάποιου άλλου πιο εξειδικευμένου. Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις κατά νου είναι δυνατόν
να επισημανθούν μερικά ακόμη σημεία σύγκρισης των τριών τύπων εικόνων.
64
Εικόνα 3.5 Αναπαράσταση του εσωτερικού της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου της Κνωσού από τον Piet de Jong. Με
την άδεια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου.

4.1. Σχηματοποίηση και περιγραφή

Το πρώτο σημείο σύγκρισης που μπορεί να σταθεί κανείς είναι ο βαθμός σχηματοποίησης της κωδικοποίησης της
πληροφορίας. Φωτογραφίες και σχέδια διαφέρουν εδώ περίπου όπως η γλώσσα και η εικόνα συνολικά. Όσο έντονη
και αν είναι η αντίθεση στο φωτισμό μίας φωτογραφίας, τα περιγράμματα των εικονιζομένων θεμάτων είναι πάντοτε
πολύ πιο μαλακά και η μετάβαση από το ένα επιμέρους θέμα στο άλλο ή από το θέμα στο υπόβαθρο γίνεται με ήπιο
τρόπο. Αντίθετα, στο γραμμικό σχέδιο υπάρχει απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο του περιγράμματος ή της σκιάς
που αποδίδεται είτε με κοκκίδωση είτε με γράμμωση και το λευκό του υπόβαθρου. Το περίγραμμα είναι πιο έντονο και
στις ελεύθερες αναπαραστάσεις συγκριτικά με τη φωτογραφία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της διαφοράς
μπορούν να εντοπισθούν στο έργο του Piet de Jong, ίσως του σημαντικότερου εικονογράφου αρχαιοτήτων του 20ου
αιώνα (Εικόνα 3.5).
Ο de Jong χρησιμοποίησε την τεχνική της διαφανούς υδατογραφίας, όπου το περίγραμμα με μολύβι είναι
εμφανές, και της αδιαφανούς υδατογραφίας, όπου όμως χρησιμοποιούσε το χρωστήρα με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει
έντονη την εντύπωση του περιγράμματος του αντικειμένου (Hooton, 2006, ιδίως σελ. 37-41). Όση πλαστικότητα
και να αποδίδει ο χρωστήρας, το διάφραγμα του φωτογραφικού φακού καταγράφει με πιο ήπιο τρόπο τους όγκους
και τα περιγράμματα. Οι ψηφιακές εικόνες υπερβαίνουν την αντίθεση φωτογραφίας και σχεδίου, καθώς έχουν τη
δυνατότητα να αυξομειώσουν το βαθμό σχηματικότητας, αν και συνήθως διακρίνονται για τη φωτογραφική τους
ποιότητα.

65
4.2. Οι αρχαιολογικές εικόνες ως παραστάσεις

Η σχηματικότητα που διακρίνει τα σχέδια και τις ζωγραφικές αναπαραστάσεις από τη φωτογραφία και συνήθως τις
ψηφιακές εικόνες σημαίνει ταυτόχρονα και επιλεκτικότητα ως προς το τι απεικονίζεται. Η αφαιρετικότητα των σχεδίων
τονίζει την επιλογή της πληροφορίας και διευκολύνει τον ανθρώπινο εγκέφαλο στη δημιουργία σχηματικών μοντέλων
κατανόησης του προϊστορικού αρχιτεκτονήματος. Οι φωτογραφίες αντίθετα στοχεύουν κυρίως στην καταγραφή των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπως ακριβώς αυτά αποκαλύπτονται κατά την ανασκαφή και, όπως επισημάνθηκε πιο
πάνω, βρίσκονται πολύ κοντά στη διαδικασία «μηχανικής αναπαραγωγής της πραγματικότητας». Επομένως η λειτουρ-
γία τους παραπέμπει περισσότερο στο studium του R. Barthes παρά στο punctum των σχεδίων. Οι ψηφιακές εικόνες
έχουν τη δυνατότητα υπέρβασης της αντίθεσης studium και punctum, καθώς η τεχνολογία μπορεί να τονίσει επιλεκτικά
τμήματα της εικόνας για να μας κατευθύνει το βλέμμα.
Επιπρόσθετα, ο δίαυλος μεταφοράς του μηνύματος είναι σαφώς πιο κωδικοποιημένος, ως ένα είδος οπτικής
γλώσσας, στα σχηματοποιημένα γραμμικά σχέδια. Ένας αρχιτέκτονας ενδεχομένως να αντλήσει πολλά περισσότερα
στοιχεία σε σχέση με ένα μη ειδικευμένο αρχαιολόγο μέσα από μία κάτοψη, όπου ακόμη και το πάχος γραμμής μπορεί να
υποδηλώνει κάποια πληροφορία. Μολονότι ένας κώδικας επικοινωνίας πρέπει να είναι πλήρως κατανοητός από όλους
τους ενδιαφερόμενους επιστήμονες εάν πρόκειται να είναι αποτελεσματική η επικοινωνία, υπάρχουν πολλοί αρχαιολόγοι
που γνωρίζουν να διαβάζουν ένα σχέδιο μόνο σε ένα πρώτο και βασικό επίπεδο. Λόγου χάρη και αναφορικά με το πιο
πάνω παράδειγμα, συχνά δεν γίνεται αντιληπτό ότι ένα σχέδιο κάτοψης μπορεί να υποδηλώνει το διαφορετικό ύψος
διατήρησης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων με γραμμές διαφορετικού πάχους. Η αστοχία αυτή από μέρους πολλών μη
ειδικευμένων στην αρχιτεκτονική αρχαιολόγων μπορεί να εξηγηθεί ακόμη και αν δεν είναι επιτρεπτή. Η αρχιτεκτονική
είναι ένα από τα πολλά είδη αρχαιολογικής μαρτυρίας που οφείλει ένας μη ειδικευμένος αρχαιολόγος να μελετήσει
και επομένως συχνά δε διαθέτει τον απαραίτητο χρόνο εντρυφησης στον τρόπο που κωδικοποιούν την πληροφορία
τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Άλλωστε οι συχνές συνεργασίες είτε με αρχιτέκτονες είτε με ειδικευμένους τοπογράφους
ή σχεδιαστές καλύπτουν τα θέματα αυτά ενώ –και πιθανώς για όλους τους παραπάνω λόγους– τα πανεπιστημιακά
προγράμματα σπουδών στην αρχαιολογία προσφέρουν λιγότερο λπετομερή εκπαίδευση στην ανάγνωση και εκπόνηση
σχεδίων από ό,τι τα αντίστοιχα προγράμματα αρχιτεκτονικής.
Αντίθετα η φωτογραφία ειναι ευρύτερα προσβάσιμη τεχνική απεικόνισης, με λιγότερα προαπαιτούμενα,
τουλάχιστον στο επίπεδο που θέλει κανείς να έχει εικόνες καθαρές, φωτομετρημένες και εστιασμένες ώστε να απεικονίσει
τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με σχετική ακρίβεια, καθαρότητα κι άρα πιστότητα. Επομένως με τη φωτογραφία αυξάνει
η αισθητική πλευρά της πληροφορίας, η οποία δεν είναι άμεσα μεταφράσιμη, ενώ στο κωδικοποιημένο σχέδιο η
πληροφορία αποκτά περισσότερο σημασιακό, μεταφράσιμο παρά μεταθέσιμο —δηλαδή αντιληπτό κατ’ αναλογία με
την πραγματικότητα— χαρακτήρα. Μολονότι η σύγκριση αυτή προέρχεται και πάλι από την εξέταση γλώσσας και
εικόνας (Moles, 2005/1972, σελ. 242-256), μπορεί να μεταφερθεί σε σημαντικό βαθμό όπως φαίνεται και στη σχέση
φωτογραφίας-σχεδίου.
Άρα, το σχέδιο βρίσκεται πιο κοντά στη λογική της επιστημολογικής παράστασης ως σύμβολο ενός κώδικα, το
οποίο είναι αρκετά αυτόνομο ως προς την εξωτερική πραγματικότητα την οποία παριστά και έτσι μπορεί να ανασυνδυαστεί
με άλλες παραστάσεις και να παραγάγει επιστημονικό λόγο. Εν προκειμένω για τα σχέδια, μία αρχαιολογική τομή
αρχιτεκτονικών καταλοίπων μπορεί να συνδυαστεί με άλλα στοιχεία της αρχαιολογική-αρχιτεκτονικής μελέτης και να
συμπληρωθεί έτσι ώστε να αποδοθεί η αποκατάσταση της ανωδομής του κτηρίου σε τομή. Αντίθετα, η φωτογραφία
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων δεν μπορούσε μέχρι πρόσφατα να συμπληρωθεί. Αυτό κατέστη δυνατό μόνο με την
ψηφιακή τεχνολογία, η οποία επιτρέπει την ανάμιξη ενός ψηφιακού σχεδίου με ένα φωτογραφικό υπόβαθρο. Καθίσταται
σαφές ότι οι ψηφιακές εικόνες μπορούν να θεωρηθούν παραστάσεις εξαιτίας της διαδικασίας δημιουργίας τους. Αυτή
προϋποθέτει μελέτη κάθε στοιχείου του κτηρίου και έτσι παράγει αντίστοιχη έρευνα με τα γραμμικά σχέδια. Στην
περίπτωση των διαδραστικών εικόνων μάλιστα η παραγωγή επιστημονικού λόγου είναι πιο άμεσα συνδεδεμένη με την
παραγωγή και εξέλιξη των ψηφιακών εικόνων.

4.3. Επιστήμη και φαντασία

Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να συνυπολογισθεί και η αναπαραστατική υπερ-προσφορά (Sylaiou & Patias, 2004) των ψηφι-
ακών εικόνων, η οποία τους προσδίδει ολοκληρωτικό χαρακτήρα (βλ. παραπάνω για το συσχετισμό των τεχνοεικόνων
με τη ναζιστική τέχνη), όχι μόνο διότι η τεχνική τους αρτιότητα έχει την τάση να τις καθιστά πιο πειστικές αλλά και
διότι επηρεάζουν το «μαλακό υπογάστριο» της αρχαιολογικής επιστήμης, δηλαδή τη φαντασία του αρχαιολόγου. Η
τελευταία κινητοποιείται από το χρονικό και εν μέρει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον αρχαιολόγο και το παρελθόν,
καθώς ο πρώτος καλείται να κατανοήσει τη δυναμικότητα των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τα στατικά υλικά
του κατάλοιπα. Επιπρόσθετα, η αποσπασματική διατήρηση των καταλοίπων συχνά επιβάλλει την υποθετική τους συ-
66
μπλήρωση, είτε την πραγματική μέσα από τη διαδικασία της συντήρησης και αποκατάστασής τους είτε σχεδιαστικά,
ώστε να γίνουν αντιληπτά στην ολότητά τους και να συγκριθούν με άλλα ευρήματα από άλλες ανασκαφές. Ωστόσο ο
αρχαιολόγος, όπως κάθε επιστήμονας δεν μπρεί να παρασυρθεί σε αστήρικτες υποθέσεις. Πρέπει συνεπώς να στηρίξει
την όποια αναπαράσταση κτηρίου του παρελθόντος δημιουργήσει σε επιχειρήματα, όπως για παράδειγμα σε παράλλη-
λα παραδείγματα κτηρίων που σώζονται σε καλύτερη κατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο η επιστημονική συγκρότηση του
αρχαιολόγου, δηλαδή οι κανόνες που διέπουν την αρχαιολογία και την καθιστούν επιστήμη δημιουργούν ένα πλαίσιο
περιχαράκωσης της φαντασιακής λειτουργίας του αρχαιολόγου. Το πλαίσιο αυτό ορίζει αποδεκτά κανάλια για τη φα-
ντασία. Σε γενικότερο επίπεδο το ίδιο πλαίσιο λελογισμένης φαντασίας διαχωρίζει τις ερμηνείες υλικών καταλοίπων
του παρελθόντος που βασίζονται στην πραγματική επιστήμη από τις λεγόμενες ψευδο-αρχαιολογίες, δηλαδή αστήρι-
κτες υποθέσεις που όμως συχνά κυκλοφορούν προς ενυπωσιασμό του ευρέος κοινού.
Αυτήν την επιστημονικά πειθαρχημένη φαντασία κινητοποιούσαν παλαιότερα οι ελεύθερες αναπαραστάσεις
κτηρίων, όπως αυτές που έχει εκπονήσει ο Piet de Jong για την Κνωσό και την Πύλο. Η φωτογραφία δεν διαθέτει
αναπαραστατική ικανότητα, αλλά κεντρίζει την ψευδαίσθηση της απτής σύνδεσης του αρχαιολόγου με το παρελθόν
επειδή αναπαράγει μηχανικά την εικόνα των υλικών καταλοίπων. Ουσιαστικά η φωτογραφία κινητοποιεί το εμπειριστικό
και θετικιστικό κομμάτι της ελεγχόμενης αρχαιολογικής φαντασίας. Οι ψηφιακές εικόνες συνδυάζουν και τις δύο
παραπάνω δυνατότητες σε ένα νέο και για το λόγο αυτό διαφορετικό είδος ψευδαίσθησης, το οποίο όμως φαίνεται
να αντιστρατεύεται τη φαντασία, καθώς απειλεί να παραφορτώσει το μυαλό του αρχαιολόγου με ψευδαισθητικά
ρεαλιστικές λεπτομέρειες και να ακινητοποιήσει το δημιουργικό κομμάτι του φαντασιακού του και έτσι απειλεί τη
βάση της αρχαιολογικής ερευνητικής διαδικασίας. Εφόσον μάλιστα οι φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις εμπίπτουν στο
πεδίο της «αυξημένης πραγματικότητας», συνθέτουν πραγματικότητα και φαντασία σε ένα ολοκληρωμένο, αξεδιάλυτο
και άρα ισχυρότερο αμάλγαμα, καθώς αφενός αποδίδουν την πραγματικότητα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων
φωτογραφικά και αφετέρου την επαυξάνουν με την ψηφιακή υποθετική συμπλήρωση και αποκατάσταση της αρχικής
μορφής του κτηρίου. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, πιθανές διέξοδοι από αυτόν τον κίνδυνο είναι η αποφυγή των κλισέ και
η με κάθε τρόπο διατήρηση του «δημιουργικού τους χαρακτήρα», π.χ. με μείωση της παραστατικότητάς τους ή με την
πλαισίωση τους με κείμενα.

4.4. Οι αρχαιολογικές εικόνες σε σχέση με την πραγματικότητα

Η τεχνική της φωτογραφίας επιτρέπει στον αρχαιολόγο να έχει την πρόθεση ρεαλιστικής αναπαραγωγής της αρχαιολο-
γικής πραγματικότητας, έστω αν η φωτογραφική απεικόνιση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπως κάθε εικόνα-αντί-
γραφο της πραγματικότητας δεν ταυτίζεται με αυτή. Αντίθετα, στο σχέδιο η όποια αντίστοιχη πρόθεση είναι εξαιρετι-
καά μειωμένη έως ανύπαρκτη, διότι το σχέδιο δεν αναπαράγει την πραγματικότητα αλλά την προσομοιώνει. Μολονότι
κατεξοχήν το σχέδιο αλλά και η φωτογραφία αποτελούν αφαιρετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας, το σχέδιο
διαφέρει όχι μόνο στο βαθμό αφαίρεσης και σχηματικότητας που ήδη αναφέρθηκε αλλά και στο γεγονός ότι αποτελεί
εξαρχής δημιούργημα του ανθρώπινου χεριού και της γραφίδας. Η μηχανική ανα-παραγωγή της φωτογραφίας μειώνει
την επιρροή των πολιτισμικών, αισθητικών και επιστημολογικών συμβάσεων σε αυτή, σε αντίθεση με το σχέδιο, του
οποίου κάθε στοιχείο περνάει από την επεξεργασία του ανθρώπινου εγκεφάλου προτού αποδοθεί στο χαρτί. Τέλος, οι
ίδιες συμβάσεις καθορίζουν και τον τρόπο χρήσης και άρα υποδοχής των σχεδίων από τους θεατές τους. Επομένως, η
φωτογραφία είναι σαφώς πιο στενά συνδεδεμένη με την εξωτερική πραγματικότητα σε σχέση με το σχέδιο, το οποίο
είναι πιο αυτόνομο γεγονός που διευκολύνει και τη λειτουργία του ως επιστημολογικής παράστασης.
Οι ψηφιακές εικόνες είναι ακόμη πιο αυτόνομες από την πραγματικότητα που απεικονίζουν σε σχέση με τα
σχέδια λόγω του υπερβολικά ρεαλιστικού τους χαρακτήρα. Οι ψηφιακές απεικονίσεις προϊστορικών κτηρίων δεν
υπολείπονται κατά κανένα τρόπο της εξωτερικής πραγματικότητας. Αντίθετα, οι ψηφιακές εικόνες δημιουργούν μία
νέα και πλήρη πραγματικότητα ως προς τα κατάλοιπα του παρελθόντος, διότι συμπληρώνουν σε ιδιαίτερα υψηλό
βαθμό τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, και έτσι η εικόνα που προσφέρουν αποτελεί εκ νέου δημιουργία. Το γεγονός αυτό
φέρνει τις ψηφιακές εικόνες σχετικά κοντά στα γραμμικά σχέδια, τα οποία επίσης απεικονίζουν και συμπληρώνουν
την πραγματικότητα των καταλοίπων που αναπαριστούν μέσω συμβάσεων (π.χ. διακεκομμένων γραμμών) αλλά,
επιπρόσθετα, αυτή η ex nuovo δημιουργία δεν κινείται αφαιρετικά όπως τα γραμμικά σχέδια ή τις φωτογραφίες
αλλά εξαρχής δημιουργικά και προσθετικά, ενώ διαθέτει και άρτια τεχνική ποιότητα. Η τελευταία μπορεί εύκολα να
παρεξηγηθεί ως πιστότητα σε σχέση με την πραγματικότητα, η οποία όμως, θα πρέπει και πάλι να τονισθεί, δεν υπάρχει
ή υπάρχει σε ένα μικρό της απόσπασμα, όσο δηλαδή επιτρέπουν τα κατάλοιπα καθεαυτά.
Η αυτονομία αυτή είναι αντίθετη προς τον ορισμό των ψηφιακών εικόνων από τους Webmoor & Shanks (2013)
ως «προσθέσεων» στην πραγματικότητα. Είναι πολύ δύσκολο να διαχωρισθεί η υποθετική προσθήκη από το υπάρχον
αρχιτεκτονικό κατάλοιπο, όσα πρωτόκολλα επιστημονικής διαφάνειας της αποκατάστασης και αν τηρηθούν (π.χ.
απόδοση συμπληρώσεων με ημιδιαφανείς όγκους, σε τόνους του γκρίζου ή με γραμμικό σχέδιο), τουλάχιστον στο μυαλό
67
του θεατή, καθώς, όπως έγινε σαφές, ο εικονιστικός λόγος, δηλαδή η χρήση εικόνων με στόχο τη διεξαγωγή έρευνας και
τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της, δημιουργεί συνολική εντύπωση και τα στοιχεία του διακρίνονται πολύ λιγότερο
από τα γλωσσικά στοιχεία. Επιπρόσθετα, η προϊστορική αρχιτεκτονική διατηρείται συνήθως σε πολύ μικρό ποσοστό σε
σχέση με ολόκληρο το κτήριο και έτσι η συμπλήρωση έχει πολύ σημαντικό ρόλο. Επομένως, οι ψηφιακές εικόνες, και
λιγότερο τα σχέδια λειτουργούν μάλλον ως υποκατάστατα (simulacra) παρά ως προσθήκες της πραγματικότητας. Υπό μία
έννοια μάλιστα τα γραμμικά σχέδια είναι πιο αυτόνομα από τις ψηφιακές εικόνες της επαυξημένης πραγματικότητας, η
οποία λόγω της τεχνικής του φωτορεαλισμού προϋποθέτει ένα φωτογραφικό υπόβαθρο των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Τα αυτόνομα simulacra παίζουν ενεργό ρόλο στην έρευνα γιαυτό άλλωστε οι αναπαραστάσεις υποκατέστησαν την
ανασκαφική πραγματικότητα στο Τσατάλ Χουγιούκ, εόπως αναφέρθηκε. Επομένως οι αναπαραστάσεις, περισσότερο
οι τεχνοεικόνες και λιγότερο τα σχέδια, είναι καθεαυτές πραγματικές και έτσι ωθούν τον εξωτερικό κόσμο να τις
επιβεβαιώσει (Flusser, 2004/1978, σελ. 41). Η ώθηση αυτή θέτει τις αναπαραστάσεις προ της πραγματικότητας και όχι
μετά από αυτήν, όπου βρίσκονται οι φωτογραφίες, οι οποίες απομιμούνται και περιγράφουν την πραγματικότητα. Στον
ψηφιακό κόσμο η πραγματικότητα δεν αναλύεται, αλλά δημιουργείται μέσα από ένα μίτο υλικών που προϋπάρχουν.

4.5. Η οντική υπόσταση των αρχαιολογικών εικόνων

Το πρωθύστερο των ψηφιακών αλλά και των συμβατικών αναπαραστάσεων σε σχέση με την πραγματικότητα τις καθι-
στά «οιωνεί αντικείμενα» ή «τυπείκελα» (objectiles). Η θεώρηση αυτή υπογραμμίζεται από τον κυριολεκτικά δυνητικό
χαρακτήρα της αναπαράστασης. Ακόμη πιο κοντά στη θεώρηση αυτή είναι οι τεχνοεικόνες, λόγω της τεχνικής ευκο-
λίας που παρέχουν τα ψηφιακά μέσα για παραγωγή πολλαπλών εναλλακτικών αναπαραστάσεων, η τελική μορφή του
καθενός από τα οποία μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική και ιδιαίτερη, παρά την αρχική τους κοινή πηγή αναφοράς
και έμπνευσης. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται ακριβώς στη δυνατότητα απεικόνισης και του παραμικρού στοιχείου
του κτηρίου που αναπαρίσταται, από τα καθαρά αρχιτεκτονικά (π.χ. δοκάρια οροφής ή παραστάδες) μέχρι τα καθαρά
αναπαραστατικά (π.χ. φωτοσκίαση, χρωματική τονικότητα). Επιπλέον, η διαδραστικότητα που προσφέρει η κυβερνο-
αρχαιολογία μεταξύ εικόνας, θεατή και πραγματικότητας επιτείνει την αίσθηση των ψηφιακών εικόνων ως οιωνεί αντι-
κειμένων, καθώς οι τελευταίες καθίστανται προϊόντα μίας «μη τυποποιημένης σειριακής παραγωγής» (Carpo, 2011,
σελ. 127), είναι παρόμοιες μεταξύ τους αλλά και ταυτόχρονα διαφορετικές και ιδιαίτερες. Για το λόγο αυτό είναι πολύ
πιο αυτόνομες ως οντότητες από τις φωτογραφίες, καθώς έχουν σαφώς χαλαρότερη σχέση με την εξωτερική πραγμα-
τικότητα που απεικονίζουν. Σε αυτή τη σχέση παίζει ρόλο όχι μόνο η διαμεσολάβηση του αλγοριθμικού κώδικα καθε-
αυτή, αλλά και η δυνατότητα που δίνει για συνεχή ανθρώπινη παρέμβαση στη διαδικασία παραγωγής της εικόνας, σε
αντίθεση με τη φωτογραφία, η διαδικασία της οποίας παγώνει σημαντικά μετά το πάτημα του κλείστρου.

4.6. Η φυσική παρουσία των αρχαιολογικών εικόνων

Οι συμβατικές εικόνες σχεδόν πάντοτε παρουσιάζονται στο πλαίσιο έντυπων εκδόσεων, δηλαδή των αρχαιολογικών
δημοσιεύσεων. Επομένως τυπώνονται σε χαρτί και συσχετίζονται άμεσα με το κείμενο της δημοσίευσης, το οποίο
παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην έκδοση. Πρέπει κανείς να ψάξει στις απαρχές της αρχαιολογικής επιστήμης για να εντο-
πίσει δημοσιεύσεις με διάταξη λευκώματος, δηλαδή διαρθρωμένες ως σειρες εικόνων, στις οποίες το κείμενο παίζει
ρόλο υπομνήματος σχολιασμού. Μέσα στις έντυπες εκδόσεις καθένας από τους δύο τύπους συμβατικών εικόνων έχει
παραδοσιακά διαφορετική θέση. Το σχέδιο συχνά τυπώνεται σε μικρή κλίμακα, σε χαρτί μεγάλου μεγέθους το οποίο δι-
πλώνεται και τοποθετείται είτε παρένθετα στο κείμενό είτε σε ειδικό φάκελο στο τέλος του βιβλίου, προσφέροντας έτσι
μεγαλύτερη προσέγγιση στην τάξη μεγέθους της εξωτερικής πραγματικότητας, ενώ η φωτογραφία σπανίως τυπώνεται
σε μέγεθος μεγαλύτερο των 18 εκ.μ. Χ 13 εκ.μ. Τα σχέδια μέχρι την εμφάνιση των τεχνικών εκτύπωσης offset και της
διάδοσης του γυαλιστερού χαρτιού εκτύπωσης συχνά συνόδευαν το κυρίως κείμενο και ήταν οργανικά δεμένα μαζί του.
Αντίθετα οι φωτογραφίες τοποθετούνταν σε ειδικούς πίνακες, από ειδικό χαρτί, είτε παρένθετα είτε στο τέλος του βιβλί-
ου, δημιουργώντας την εντύπωση μίας εντελώς διαφορετικής φουκωικής dispositio για την αρχαιολογική δημοσίευση.
Πλέον σχέδια και εικόνες είναι δυνατόν να ενσωματώνονται στη ροή του κειμένου. Ωστόσο, οι εικόνες συχνά τοποθε-
τούνται και σήμερα  στο τέλος των αρχαιολογικών δημοσιεύσεων, γεγονός που δείχνει τις επιστημολογικές επιπτώσεις
μίας τεχνικής σύμβασης αλλά και τη συνεχιζόμενη  επιρροή μίας παλαιάς παράδοσης, επιστημονικής και τεχνικής (για
σύνοψη των εξελίξεων καθώς και για την τρέχουσα διεθνή εκδοτική πρακτική βλ. Connah, 2010, σελ. 91-135).
Η δυνητική αρχαιολογία και η κυβερνοαρχαιολογία έχουν ανατρέψει αυτήν την παράδοση. Μολονότι πολλές
ψηφιακές εικόνες διατίθενται σε έντυπη μορφή, όπως τα συμβατικά σχέδια και οι φωτογραφίες, η πραγματική ανάπτυξη
της ψηφιακής αρχαιολογίας προϋποθέτει τη χρήση του υπολογιστή. Ο υπολογιστής δεν είναι μόνο ένα διαφορετικό
μέσο επικοινωνίας από το έντυπο βιβλίο, αλλά από μόνος του συμβάλλει στην κριτική εγρήγορση του θεατή, καθώς ο
68
τελευταίος έχει πλέον ανάγκη ένα ογκώδη εξοπλισμό και σύνδεση με το ηλεκτρικό ρεύμα (ακόμη και οι μπαταρίες των
φορητών υπολογιστών κάποια στιγμή αποφορτίζονται). Όλες αυτές οι τεχνικές ανάγκες δημιουργούν έντονη την αίσθηση
της διαμεσολάβησης και δυσχεραίνουν την άμεση και πλήρη απορρόφηση του θεατή από το ψηφιακό περιβάλλον. Η
εισχώρηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή ανατρέπει και υπερβαίνει και την αντίθεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και τη
μηχανική αναπαραγωγή καθώς πλέον ο αλγοριθμικός κώδικας δίνει εντολή στη μηχανή (τον υπολογιστή) να παραγάγει
την εικόνα. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα παρέμβασης στον κώδικα αλλά μόνο ως προς τις αρχικές εντολές και το
τελικό αποτέλεσμα, όχι ως προς τη μέθοδο λειτουργίας του κώδικα καθεαυτού. Επμένως τα φυσικά μέσα παρουσίασης
και χρήσης των ψηφιακών εικόνων συνεπάγονται μία εντελώς νέα εμπειρία της επιστημονικής έρευνας.

4.7. Τι θέλουν οι αρχαιολογικές εικόνες;

Στην τριγωνική σχέση πραγματικότητας-αναπαράστασης-θεατή, η φωτογραφία έδινε βάρος στην επιμέρους σχέση πραγ-
ματικότητας-αναπαράστασης. Εάν η φωτογραφία αποδώσει πιστά το θέμα της τότε η πληροφορία που θα περάσει στο θε-
ατή είναι συγκεκριμένη. Το σχέδιο τείνει περισσότερο στη σχέση αναπαράστασης και θεατή. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται
αρκετά απομακρυσμένο από την πραγματικότητα, ως ένα ex nuovo δημιουργημένο μοντέλο της ανασκαφικής εικόνας,
αλλά τελικά επιτρέπει στο θεατή να προσεγγίσει τα υλικά κατάλοιπα ενεργά, λόγου χάρη να πάρει τις δικές του μετρή-
σεις μέσω της κλίμακας και επομένως να προχωρήσει σε περαιτέρω επιστημονική μελέτη. Οι τεχνοεικόνες επαναφέρουν
την ισορροπία στη σχέση πραγματικότητας–αναπαράστασης-θεατή, αλλά στην περίπτωση των διαδραστικών κυβερνο-
περιβαλλόντων βαραίνουν την πλάστιγγα κυρίως προς την αναπαράσταση και μετά στο θεατή. Αυτό συμβαίνει διότι οι
επιμέρους παραλλαγές της ίδιας εικόνας δεν ενοποιούνται πλέον μέσα από την ενιαία παρουσίαση των εικόνων σε μία
τελική αρχαιολογική δημοσίευση. Αντίθετα, η ομαδοποίηση προκύπτει μέσα από το σενάριο οπτικοποίησης που επιλέγει
και διαμορφώνει ο θεατής και το οποίο μπορεί να σώσει ως αρχείο. Αν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι συμβατικές εικόνες
επιθυμούν, κατά το Mitchell, το συσχετισμό με τη γλωσσική επικοινωνία, δηλαδή μία θέση στο στερέωμα της ανθρώπινης
επικοινωνίας και δράσης, οι ψηφιακές εικόνες διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία, καθώς η αυτονομία τους πιέζει τον άνθρω-
πο για παραγωγή  σκέψης η οποία θα σχολιάσει την εκ των προτέρων δεδομένη παρουσία αυτών των εικόνων.
Συνολικά θα λέγαμε ότι οι ψηφιακές εικόνες δεν είναι απλά ένας συνδυασμός των παλαιότερων μέσων με
νέες τεχνολογικές μεθόδους. Διαφέρουν σημαντικά από τις φωτογραφίες και τα συμβατικά σχέδια, παρά τα κοινά
στοιχεία είτε της λογικής απεικόνισης είτε της τεχνικής που τις συνδέουν και εν μέρει τις αναμιγνύουν. Αποτελούν ένα
είδος υπέρβασης παλαιότερων αντιθέσεων και επαναφέρουν την ισορροπία μεταξύ πιστότητας και δημιουργικότητας,
καταγραφής και ανάλυσης της πραγματικότητας, εν προκειμένω των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Αν
το σχέδιο και η φωτογραφία ήταν αντίστοιχα τα εργαλεία του παραδοσιακού και του νεωτερικού επιστημολογικού
υποδείγματος, η υπερ-ρεαλιστική και —γιατί όχι;—  μετα-ρεαλιστική ψηφιακή αναπαράσταση αναμφίβολα συνδέεται
με τη μετανεωτερική κατάσταση και, όπως φαίνεται, συνεχίζει να εξελίσσεται και μετά από αυτή. Από την άλλη πλευρά,
αυτή η διαφοροποίηση φέρνει τις ψηφιακές εκόνες κοντύτερα στα παραδοσιακά γραμμικά σχέδια και τις ζωγραφικές
αναπαραστάσεις. Ήδη αναφέρθηκε η τάση της τεχνολογίας για μίμηση των τεχνικών του παραδοσιακού σχεδίου
μέσω ψηφιακών πινακίδων και γραφίδων σχεδίασης. Κάθε παραδοσιακό σχέδιο, όπως και κάθε ψηφιακή εικόνα, είναι
μοναδικό, μολονότι οι λόγοι διαφέρουν για την κάθε περίπτωση: Το ανθρώπινο χέρι δεν δημιουργεί πανομοιότυπα
αντίγραφα, ενώ η δυνατότητα της μη τυποποιημένης σειριακής παραγωγής εναλλακτικών ψηφιακών αναπαραστάσεων
είναι πολύ μεγάλος πειρασμός για να  παραβλεφθεί.  
Ο Mario Carpo (2011, σελ. 10) αναφέρει χαρακτηριστικά: «… στη μακρά διάρκεια του ιστορικού χρόνου, η
εποχή των μαζικά παραγόμενων, μηχανικών και πανομοιότυπων αντιγράφων θα πρέπει να θεωρηθεί ένα διάλειμμα,
και σχετικά σύντομο, —μέσα στο σάντουιτς της εποχής της χειρωνακτικής δημιουργίας, η οποία προηγήθηκε και της
ψηφιακής εποχής η οποία τώρα την αντικαθιστά. Η χειρωνακτική εργασία παράγει παραλλαγές και το ίδιο κάνει και
η ψηφιακή δημιουργία…» Το σχόλιο αυτό αποτυπώνει με παραστατικό τρόπο πώς η ψηφιακή εικόνα διαφερει από
τη φωτογραφία, ενώ έχει στενότερη συγκριτικά σχέση με το συμβατικό σχέδιο. Για το λόγο αυτό είναι δυνατόν να
συνεξετασθούν συστηματικά ως στοιχεία μίας κοινής αρχαιολογικής/αρχιτεκτονικής dispositio.

Βιβλιογραφία

Alberti, B. & Bray, T. L. (2009). Special section: animating archaeology: of subjects, objects and alternative ontolo-
gies: introduction, CAJ 19, σ. 337-343. Doi: 10.1017/S0959774309000523.
Arendt, H. (1986). Η ανθρώπινη κατάσταση: vita activa (μτφ. Σ. Ροζάνης & Γ. Λυκιαρδόπουλος), Αθήνα: Γνώση
(έκδοση πρωτοτύπου 1958). ISBN 978-9602357767.
69
Arnheim, R. (1999). Τέχνη και οπτική αντίληψη: Η ψυχολογία της δημιουργικής όρασης (μτφ. Ι. Ποταμιάνος). Αθήνα:
Θεμέλιο (έκδοση πρωτοτύπου 1954). ISBN: 978-9603102601.
Arnheim, R. (2007). Οπτική σκέψη (μτφ. Ι. Ποταμιάνος & Γ. Βρυώνη), Θεσσαλονίκη: University Studio Press (έκδοση
πρωτοτύπου 1969). ISBN 978-9601215754.
Αulagnier, P. (2001). Η βία της ερμηνείας. Από το εικονόγραμμα στο εκφερόμενο (μτφ. Μ. Κουνεζή), Αθήνα:
Βιβλιοπωλείον της Εστίας (έκδοση πρωτοτύπου 1975). ISBN-13 978-9600510003.
Βυζοβίτη, Σ. 2007. Αρχιτεκτονική της πτύχωσης. Οντολογία και γενεαλογία μία νέας πρακτικής. Στο Σ. Βεργόπουλος
& Α. Καλφόπουλος (επιμ.), Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και ψηφιακές τεχνολογίες (σ. 237-244). Αθήνα:
Εκκρεμές. ISBN 978-9607651570.
Badiou, A. (2008). Η πολιτική και η λογική του συμβάντος. Μπορούμε να στοχαστούμε την πολιτική; (μτφ. Δ. Βεργέτης
& Τ. Μπέτζελος). Αθήνα: Πατάκης (έκδοση πρωτοτύπου 1985). ISBN: 978-9601627496.
Barthes, R. (1983). Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία (μτφ. Γ. Κρητικός), Αθήνα: Κέδρος-Ράππα
(έκδοση πρωτοτύπου 1980). ISBN: 978-9600412321.
Bateson, G. (1979). Mind and nature: a necessary unity. Νέα Υόρκη: Hampton Press. ISBN: 978-1572734340.
Baudrillard, J. (1995). Simulacra and simulations (μτφ. S. Glaser). Michigan: University of Michigan Press (έκδοση
πρωτοτύπου 1981). ISBN: 978-0472065219.
Baudrillard, J. (2007). Forget Foucault (μτφ. P. Beitchman & N. Dufresne). Los Angeles: Semiotext(e) (έκδοση
πρωτοτύπου 1977). ISBN: 978-1584350415.
Benjamin, W. (2013). Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του. Στο W. Benjamin, Για το
έργο τέχνης. Τρία δοκίμια (μτφ. Α. Οικονόμου). Αθήνα: Πλέθρον (έκδοση πρωτοτύπου 1936). ISBN: 978-
9603482451.
Bergson, H. (2005). Η δημιουργική εξέλιξη (μτφ. Κ. Παπαγιώργης & Γ. Πρελορέντζος). Αθήνα: Πόλις (έκδοση
πρωτοτύπου 1907). ISBN: 978-9604350346.
Bolter, J. D. & Grusin, R. (1999). Remediation. Understanding new media. Cambridge MA & Λονδίνο: MIT Press.
ISBN: 978-0262522793.
Bourdin (2005). Η ψυχανάλυση από τον Φρόυντ ως τις μέρες μας (μτφ. Α. Καραστάθη). Αθήνα: Κριτική (έκδοση
πρωτοτύπου 2000). ISBN: 978-9602184455.
Buchler, J. (επιμ.) (1955). Philosophical writings of Peirce. Νέα Υόρκη: Dover (έκδοση πρωτοτύπου 1940). ISBN:
978-0486202174.
Cache, B. (1995). Earth moves. The furnishing of territories (μτφ. A. Boyman). Cambridge MA: MIT Press (έκδοση
πρωτοτύπου 1983). ISBN: 978-0262531306.
Carpo, M. (2001). Architecture in the Age of printing. Orality, writing, typography, and printed images in the history
of architectural theory (μτφ. S. Benson). Cambridge, MA: MIT Press (έκδοση πρωτοτύπου 1998). ISBN: 978-
0262032889.
Carpo, M. (2011). The alphabet and the algorithm. Cambridge MA: MIT Press. ISBN: 978-0262515801.
Connah, G. (2010). Writing about archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 978-0521868501.
Dastur, F. (2008). Ο Χάιντεγκερ και το ερώτημα του χρόνου (Μ. Πάγκαλος, μτφρ.). Αθήνα: Πατάκης (έκδοση
πρωτοτύπου 1990). ISBN: 978-9601628936.
Dastur, F. (1999). Ο θάνατος. Δοκίμιο για το πεπερασμένο (Β. Σιδηροπούλου, μτφρ.). Αθήνα: Scripta (έκδοση
πρωτοτύπου 1994). ISBN: 978-9607909138.
Dawkins, R. (2005). It took Spinoza and structuralism to teach Deleuze that meaning is not necessarily attributed to
the cinematic sign, Semiotica 157, σ. 325-344. Doi: 10.1515/semi.2005.2005.157.1-4.325.
Deleuze, G. (2006). Η πτύχωση. Ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ (μτφ. Ν. Ηλιάδης). Αθήνα: Πλέθρον (έκδοση πρωτοτύπου
1988). ISBN: 978-9603481423.
Deleuze, G. (2009). Κινηματογράφος Ι. Η εικόνα-κίνηση (μτφ. Μ. Μάτσας). Αθήνα: Νήσος (έκδοση πρωτοτύπου
1983). ISBN 978-9608392618.
Deleuze, G. (2010). Κινηματογράφος ΙΙ. Η χρονοεικόνα (μτφ. Μ. Μάτσας). Αθήνα: Νήσος (έκδοση πρωτοτύπου
1985). ISBN 978-9608392915.
70
Dunn, J. M. (2008). Information in computer science. Στο P. Adriaans & J. van Benthem (επιμ.), Handbook of the
philosophy of science (τ. 8: Philosophy of information, σ. 589-616). Amsterdam: Elseviers Science Publishers.
ISBN: 978-0444517265.
Elias, N. (1997). Η εξέλιξη του πολιτισμού. Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες: Αλλαγές της κοινωνίας:
Σχεδίασμα για μια θεωρία του πολιτισμού (μτφ. Έ. Βαϊκούση). Αθήνα: Νεφέλη (έκδοση πρωτοτύπου 1939).
ISBN: 978-96021-3424.
Elias, N. (2008). Η θεωρία του συμβόλου (μτφ. Ρ. Πεσσάχ), Αθήνα: Μεταίχμιο (έκδοση πρωτοτύπου 1989). ISBN 978-
9604555826.
Floridi, L. (2011). The philosophy of information. Οξφόρδη: Oxford University Press. ISBN: 978-0199232390.
Flusser, V. (2004). Writings (A. Ströhl, επιμ., μτφ. E. Eisel). Μιννεάπολη: University of Minnesota Press (έκδοση
πρωτοτύπου 1973). ISBN 978-0816635658.
Flusser, V. (2008) Προς το σύμπαν των τεχνικών εικόνων (μτφ. Γ. Ηλιόπουλος). Αθήνα: Σμίλη (έκδοση πρωτοτύπου
1985). ISBN: 978-9607793805.
Foucault, M. (1986). Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (μτφ. Κ.
Παπαγιώργης). Αθήνα: Γνώση (έκδοση πρωτοτύπου 1966). ISBN: 978-9602352267.
Freud, S. (1993). Η ερμηνεία των ονείρων (μτφ. Λ. Αναγνώστου). Αθήνα: Επίκουρος (έκδοση πρωτοτύπου 1900).
ISBN: 978-960-7105-12-7.
Freud, S. (1994). Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (μτφ. Γ. Βαμβαλής). Αθήνα: Επίκουρος (έκδοση πρωτοτύπου 1930).
ISBN: 978-9607105141.
Freud, S. (2001). Πέραν της αρχής της ηδονής (μτφ. Λ. Αναγνώστου). Αθήνα: Επίκουρος (έκδοση πρωτοτύπου 1920).
ISBN: 978-960-7105-23-3
Freud, S. (2008). Το Εγώ και το Αυτό (μτφ. Δ. Παναγιωτοπούλου). Αθήνα: Πλέθρον (έκδοση πρωτοτύπου 1923).
ISBN: 978-9603481843.
Gell, A. (1998). Art and agency. An anthropological theory. Οξφόρδη: Oxford University Press. ISBN: 978-
0198280149.
Gombrich, E. H. (1960). Art and illusion: a study in the psychology of pictorial representation. Princeton: Princeton
University Press. ISBN: 0691-097852.
Harremoës, P. & Topsøe, F. (2008). The quantitative theory of information. Στο P. Adriaans & J. van Benthem (επιμ.),
Handbook of the philosophy of science (τ. 8: Philosophy of information, σ. 175-224). Amsterdam: Elseviers
Science Publishers. ISBN: 978-0444517265.
Hooton, A. (2006). Το ύφος είναι ο άνθρωπος: Ο Piet de Jong ως καλλιτέχνης. Στο J.K. Papadopoulos (επιμ.), Ο Piet
de Jong και η Αρχαία Αγορά. Η τέχνη της Αρχαιότητας (μτφ. Χ. Μαραμπέα, σελ. 34-44). Αθήνα: Ποταμός.
ISBN: 960-6691071.
Ιωαννίδης, Α. (1986). Τέχνη και ιδεολογία στη ναζιστική Γερμανία. Στο 1ο Συμπόσιο για την Τέχνη, Θεσσαλονίκη 12-
14 Οκτωβρίου 1984 (σ. 143-151). Θεσσαλονίκη: Τελλόγλειο Ίδρυμα.
Ingold, T. (2007). Lines: a brief history. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge. ISBN: 978-0415424271.
Knappett, C. (2005). Thinking through material culture: an interdisciplinary perspective. Φιλαδέλφεια: University of
Pennsylvania Press. ISBN: 978-0812237887.
Lacan, J. (1977). Écrits: a selection (μτφ. A. Sheridan). Λονδίνο: W. W. Norton & Company (έκδοση πρωτοτύπου
1966). ISBN: 978-0393300475.
Lacan, J. (1984). Το Σεμινάριο, Βιβλίο ΧΙ. Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης (μτφ. Α. Σκαρπαλέζου).
Αθήνα: Κέδρος-Ράππα (έκδοση πρωτοτύπου 1973). ISBN: 960-0412723.
Lakoff, G. & Johnson, M. (2005). Ο μεταφορικός λόγος. Ο ρόλος της μεταφοράς στην καθημερινή μας ζωή (μτφ. Ό.
Καλομενίδου). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας (έκδοση πρωτοτύπου 2003). ISBN: 978-
9608396043.
Le Doeuff, M. (1989), The philosophical imaginary (μτφ. Colin Gordon). Λονδίνο: The Athlone Press (έκδοση
πρωτοτύπου 1980). ISBN: 978-0804716192.
Lévi-Strauss, C. (1977). Άγρια σκέψη (μτφ. Ε. Καλπουρτζή). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση (έκδοση πρωτοτύπου 1962).
ISBN: 978-9600201468.
71
Lévi-Strauss, C. (2010). Δομική ανθρωπολογία (μτφ. Θ. Παραδέλλης). Αθήνα: Κέδρος. (έκδοση πρωτοτύπου 1958).
ISBN: 978-960043969-4.
Μεράντζας, Χ. (2011). Ο αντεστραμμένος Διόνυσος. Σχεδίασμα μιας σωματοθεωρίας αλγαισθητικού
αυτοκαταναγκασμού. Αθήνα: Σμίλη. ISBN: 978-9606880162.
Μπαμπινιώτης, Γ. (1980). Θεωρητική γλωσσολογία. Εισαγωγή στη σύγχρονη γλωσσολογία. Αθήνα. ISBN: 978-
9609104203.
Metzinger, T. (2003). Being no one. The self-model theory of subjectivity. Cambridge MΑ: MIT Press. ISBN: 978-
0262134170.
Mitchell, W. J. T. (1986). Iconology: image, text, ideology. Σικάγο: The University of Chicago Press. ISBN: 978-
00226532295.
Mitchell, W. J. T. (1996). What do pictures “really” want? October 77, σ. 71-82. ISSN: 01622870.
Moles, A. (2005). Θεωρία της πληροφορίας και αισθητική αντίληψη (μτφ. Α. Καραστάθη). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης (έκδοση πρωτοτύπου 1972). ISBN: 978-9602502969.
Nietzsche, F. (2001). Γενεαλογία της ηθικής (μτφ. Ζ. Σαρίκας). Θεσσαλονίκη: Νησίδες (έκδοση πρωτοτύπου 1887).
ISBN: 960-8480965.
Peirce, C. S. 1958. Collected papers of Charles Sanders Peirce (τ. 7–8. A.W. Burks, επιμ.). Cambridge MA: Belknap
Press. ISBN: 978-0674138032.
Preucel, R.W. (2006). Archaeological semiotics. Οξφόρδη: Wiley-Blackwell. ISBN: 978-1405199131.
Ρεπούσκου, Μ. (2012). Χωροπλαστικές εκφράσεις και αρχιτεκτονημένος χώρος μετά την εννοιολογημένη τέχνη
(αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Αθήνα.
Ruskin, J. (1907). The elements of drawing and the elements of perspective (Essays and belles lettres, 217), Λονδίνο:
J. M. Dent & Son.
Sampanikou, E. (2008). Digital environments in contemporary art. Στο E. Sampanikou & E. Kavakli (επιμ.), Aspects
of representation. Studies on art and technology. New technologies in contemporary cultural expression (σ.
169-181). Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου. ISBN: 978-9608790230.
Saussure, F. de (1959). Course in general linguistics (C. Bally & A. Sechehaye, in collaboration with A. Reidlinger,
επιμ., μτφ. W. Baskin). Νέα Υόρκη: Philosophical Library (έκδοση πρωτοτύπου 1916).
Shanks, M. & Webmoor, T. (2013). A political economy of visual media in archaeology. Στο S. Bonde & S. Houston
(επιμ.), Re-presenting the past: archaeology through image and text (Joukowski Institute Publications, σ. 87-
110). Οξφόρδη: Oxbow. ISBN: 978-1782972310
Sylaiou, S. & Patias, P. (2004). Virtual reconstructions in archaeology and some issues for consideration, ΙΜΕρος 4, σ.
180-191. ISSN: 11088125.
Thompson, G. (2007). American culture in the 1980s. Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. ISBN: 978-
0748619108.
Tilley, C. (επιμ.) (1990). Reading material culture. Οξφόρδη: Blackwell. ISBN: 978-0631172857.
Uhlmann, A. (2006). Samuel Beckett and the philosophical image. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN:
978-0511256608.
Witmore, C. L. (2006). Vision, media, noise and the percolation of time: symmetrical approaches to the mediation of
the material world, Journal of Material Culture 11 (3), σ. 267-292. Doi: 10.1177/1359183506068806.
Χρηστίδης, Α.-Φ. (2002). Όψεις της γλώσσας. Αθήνα: Νήσος. ISBN: 960-8711495.
Zedeño, M. N. (2009). Animating by association: index objects and relational taxonomies, CAJ 19, σ. 407-417. Doi:
10.1017/S0959774309000596.
Žižek, S. (2006). Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας (μτφ. Β. Ιακώβου). Αθήνα: Scripta (έκδοση πρωτοτύπου 1989).
ISBN: 978-9607909756.
Žižek, S. (2009). Λακάν (μτφ. Δ. Καγιαλάρης & Κ. Παπαδάκης). Αθήνα: Πατάκης (έκδοση πρωτοτύπου 2006). ISBN:
978-9601628929.

72
Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Η εικόνα είναι Α) Πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας Β) Ουδέτερη αναπαραγωγή της πραγματικότητας
Γ) ομοίωμα της πραγματικότητας Δ) μέρος της πραγματικότητας

Απάντηση/Λύση
Γ) ομοίωμα της πραγματικότητας.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Η ιεραρχημένη πρόσληψη του ανθρώπου οφείλεται Α) στα μάτια του Β) στην ιεραρχημένη δομή του σώματός
του και του εγκεφάλου του Γ) στη δυαδική συγκρότηση της πληροφορίας  Δ) στην ιεραρχημένη δομή του ερεθί-
σματος που προσλαμβάνει.

Απάντηση/Λύση
Β) στην ιεραρχημένη δομή του σώματός του και του εγκεφάλου του.

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Η συμβολή της σημειωτικής και της σκέψης του C. Peirce έγκειται στον ορισμό της εικόνας ως Α) εξαρτημένης
οντότητας λόγω της τριμερούς σχέσης σημείου, πραγματικότητας και θεατή, Β) αυτόνομης οντότητας λόγω της
τριμερούς σχέσης σημείου, πραγματικότητας και θεατή, Γ) εξαρτημένης οντότητας λόγω της διμερούς σχέσης
σημαίνοντος και σημαινομένου, Δ) αυτόνομης οντότητας λόγω της διμερούς σχέσης σημαίνοντος και σημαινομέ-
νου.

Απάντηση/Λύση
Β) αυτόνομης οντότητας λόγω της τριμερούς σχέσης σημείου, πραγματικότητας και θεατή.

Κριτήριο αξιολόγησης 4
Η εικόνα σε σχέση με τη γλώσσα Α) είναι πιο συνολική, Β) είναι πιο πρωταρχική Γ) είναι ένας άλλος κώδικας
επικοινωνίας Δ) Είναι περιορισμένη στο υποσυνείδητο Ε) όλα τα παραπάνω ΣΤ) τίποτε από τα παραπάνω Ζ) όλα
όσα αναφέρουν τα Α)-Γ).

Απάντηση/Λύση
Ζ) όλα όσα αναφέρουν τα Α)-Γ).

Κριτήριο αξιολόγησης 5
Τελικά τι θέλουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια και οι ψηφιακές εικόνες; Α) να συνδεθούν με άλλους κώδικες επιστη-
μονικής επικοινωνίας, όπως η γλώσσα και να μας ωθήσουν να κατανοήσουμε εκ νέου τα αρχιτεκτονικά κατά-
λοιπα του παρελθόντος, Β) να κυριαρχήσουν στον κόσμο, Γ) να συνδεθούν με άλλους κώδικες επιστημονικής
επικοινωνίας ώστε να καταπολεμήσουν τις υποσυνείδητες ανασφάλειες του αρχαιολόγου, Δ) να κυριαρχήσουν
στην επιστημονική σκέψη και ιδίως στην έρευνα για την προϊστορική αρχιτεκτονική.

Απάντηση/Λύση
Α) να συνδεθούν με άλλους κώδικες επιστημονικής επικοινωνίας, όπως η γλώσσα και να μας ωθήσουν να κατανοήσου-
με εκ νέου τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του παρελθόντος.

73
Κεφάλαιο 4. Η εξέταση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών
εικόνων

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα. Αναφέρεται στον τρόπο εξέτασης του επιστημονικού ρόλου των
αρχιτεκτονικών εικόνων. Επιπλέον ορίζει ως γενικό πλαίσιο τις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών προϊστορικών
θέσεων στο Αιγαίο. Εξετάζει τη σχέση των εικόνων με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και αναφέρεται στις διαφορές τύπων
σχεδίων, όπως οι κατόψεις, οι τομές, τα αξονομετρικά και τα προοπτικά σχέδια. Σημειώνει ομοιότητες και διαφορές
μεταξύ των συμβατικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων. Αναφέρεται στη σημασία της κωδικοποίησης με την οποία
απεικονίζονται τα προϊστορικά μνημεία και η οποία ορίζει το βαθμό λεπτομέρειας στην απεικόνιση, το βαθμό υποθετικής
συμπλήρωσης των τμημάτων που δεν σώζονται, καθώς και τον όγκο αρχαιολογικών πληροφοριών που μπορεί να περιέχει
ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η μετρησιμότητα μιας αρχιτεκτονικής εικόνας είναι θεμελιώδες ειδοποιό στοιχείο της. Εξίσου
σημαντικό ρόλο παίζουν αφενός το υπόβαθρο του δημιουργού της (αρχαιολόγου, αρχιτέκτονα, τοπογράφου, σχεδιαστή)
και αφετέρου τεχνικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διαδικασία έκδοσης της τελικής δημοσίευσης. Η εξέταση των
παραπάνω παραμέτρων μπορεί να καταδείξει την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα του εικονογραφικού προγράμματος
κάθε δημοσίευσης προϊστορικής θέσης. Η εξέταση του συνόλου των δημοσιεύσεων αιγαιακών προϊστορικών ανασκαφών
μπορεί να έχει ως στόχο την περιγραφή της γενεαλογικής εξέλιξης της έρευνας ως προς την απεικόνιση και τη μελέτη των
προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων.

1. Εισαγωγή

Το προηγούμενο κεφάλαιο πραγματεύθηκε σε θεωρητικό επίπεδο τη σχέση των εικόνων με τη γλώσσα και την εξωτερι-
κή πραγματικότητα, αλλά και τη σχέση μεταξύ διαφορετικών τύπων αρχαιολογικών εικόνων (φωτογραφιών, σχεδίων,
ψηφιακών εικόνων). Η πραγμάτευση κατέληξε σε δύο θεμελιώδη ερωτήματα: Τι είναι οι εικόνες και τι θέλουν; Όπως
είδαμε, οι εικόνες αποτελούν ετερόκλητα συγκροτημένα σημεία. Διαμεσολαβούν μεταξύ της πραγματικότητας που
απεικονίζουν και των θεατών τους και επιθυμούν τη σύνδεσή τους με άλλα είδη επιστημονικού λόγου. Επομένως υπάρ-
χει μια δυναμική σχέση ανάμεσα στο σημείο (εικόνα), το σημαινόμενο (πραγματικότητα) και τον άνθρωπο, αφενός τον
δημιουργό και αφετέρου το κοινό της εικόνας. Τέλος το προηγούμενο κεφάλαιο διέκρινε τα αρχιτεκτονικά σχέδια και
τις ψηφιακές εικόνες ως δύο σημαντικούς τύπους εικόνων για την παραγωγή αρχαιολογικής γνώσης για τα προϊστορικά
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του Αιγαίου. Με βάση τη θεωρητική πραγμάτευση ο επιστημονικός ρόλος αυτών των δύο
τύπων εικόνων πρακτικά μεταφράζεται σε δύο ερωτήματα: Πώς κωδικοποιούν την πληροφορία οι εικόνες αυτές για να
τη μεταδώσουν στον θεατή; Πώς συσχετίζονται με άλλους κώδικες πληροφορίας και ειδικότερα με τα κείμενα μελέτης
της προϊστορικής αρχιτεκτονικής τα οποία συνοδεύουν;
Το κεφάλαιο αυτό έχει ως στόχο τη σκιαγράφηση μιας μεθοδολογίας εξέτασης των παραπάνω ερωτημάτων.
Για το σκοπό αυτό αρχικά οριοθετεί ως πεδίο διερεύνησης τις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών προϊστορικών οικι-
σμών στο Αιγαίο. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κυριότεροι τύποι αρχιτεκτονικών σχεδίων και ψηφιακών εικόνων
που περιλαμβάνουν αυτές οι δημοσιεύσεις. Η παρουσίαση αναδεικνύει τους κύριους άξονες διερεύνησης του πρώτου
ερωτήματος που αναφέρθηκε πιο πάνω, δηλαδή πώς κάθε τύπος εικόνας κωδικοποιεί την πληροφορία και καθίσταται
όχημα αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής σκέψης και γνώσης. Αφού γίνει κατανοητό πώς εξετάζεται η σημασία της
κάθε εικόνας, η πραγμάτευση στρέφεται στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να διερευνηθεί η θέση των εικόνων στις
αρχαιολογικές δημοσιεύσεις. Το ζήτημα αυτό αφορά το δεύτερο ερώτημα, σχετικά με το συσχετισμό των εικόνων με
άλλους κώδικες επιστημονικού λόγου.
Εδώ θα εξετασθούν κατ’ αρχάς οι πιθανές ερευνητικές κατευθύνσεις που μπορεί να ακολουθήσει μια δημοσίευ-
ση ως προς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και η σχετική έμφαση που δίνουν οι διάφοροι μελετητές στη μορφή, τη χρήση ή
την ιστορική και κοινωνική σημασία της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Πέρα από τα θεωρητικά θέματα η συζήτηση θα
συμπεριλάβει και πρακτικές παραμέτρους της έρευνας, που δεν πρέπει να υποτιμώνται, όπως είναι τα διαθέσιμα τεχνο-
λογικά και εκδοτικά μέσα κάθε εποχής και οι οικονομικές δυνατότητες ενός ανασκαφικού ερευνητικού προγράμματος.
Τα πρακτικά αυτά ζητήματα μπορούν αν επηρεάσουν κατά πολύ το τελικό προϊόν της έρευνας, δηλαδή την τελική δη-
μοσίευση στην έντυπη μορφή της, και άρα να καθορίσουν από την πλευρά τους τον τρόπο με τον οποίο το επιστημονικό
κοινό έρχεται σε επαφή με την έρευνα, για να συμβάλει στην περαιτέρω παραγωγή της.

74
2. Εικόνα και κοινό: η σημασία των τελικών δημοσιεύσεων

Το κοινό παίζει ρόλο όχι μόνο στις σύγχρονες ψηφιακές εικόνες, όπως σημειώνει η Wittur (2013, σ. 914), αλλά και στα
συμβατικά σχέδια (Adkins & Adkins, 1989, σ. 8). Ο χαρακτήρας του κοινού διαμορφώνει αφενός τα γενικά χαρακτηρι-
στικά των εικόνων, όπως τον τύπο εικόνας που θα χρησιμοποιηθεί (π.χ. οι περιγραφικές αναπαραστάσεις απευθύνονται
συνήθως στο ευρύ κοινό), και αφετέρου το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουν οι εικόνες. Εφόσον ενδιαφέρει
ο επιστημολογικός ρόλος των εικόνων, εδώ ως κοινό ορίζεται μάλλον η αρχαιολογική κοινότητα των ειδικών παρά το
ευρύ κοινό. Η κοινότητα αυτή προσδιορίζει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο το πλαίσιο παρουσίασης των αρχιτεκτονικών
εικόνων. Το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από τη δημοσίευση της τελικής έκθεσης της εκάστοτε έρευνας πεδίου. Από τα
πρώτα επιστημονικά βήματα της αρχαιολογίας η τελική δημοσίευση αποτελούσε ιδιαίτερα σημαντική εργασία και μά-
λιστα κύρια ερευνητική υποχρέωση των αρχαιολόγων, ως αποκρυστάλλωση των απόψεών τους σχετικά με τα ευρήματα
της δουλειάς τους στο πεδίο (Palyvou, 2003, σ. 207-208). Μολονότι ο όγκος των πληροφοριών που συγκεντρώνεται
σε κάθε ανασκαφή είναι πλέον υπερβολικά μεγάλος για να χωρέσει σε μία μονογραφία ή έστω σε μια σειρά τόμων, και
παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ανασκαφές που εν μέρει δημοσιεύονται ψηφιακά, στο χώρο έρευνας του προϊστορικού
Αιγαίου η τελική δημοσίευση της ανασκαφής διατηρεί εν πολλοίς το χαρακτήρα και τη σημασία της.
Για το λόγο αυτό η παρούσα μελέτη θα επικεντρωθεί σε τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών, από τις οποίες
μάλιστα θα εξαιρεθούν αυτές που αφορούν νεκροταφεία και εν γένει ταφικές θέσεις. Ο λόγος για την εξαίρεση αυτή
σχετίζεται με το γεγονός ότι πολλές δημοφιλείς κατά την προϊστορία μορφές τάφων, όπως οι θαλαμοειδείς με δρόμο, οι
λακκοειδείς, οι κιβωτιόσχημοι και οι απλοί λάκκοι, απαιτούν μάλλον τυποποιημένους τρόπους απεικόνισης και συνε-
πώς δεν προσφέρουν τόσες πολλές αφορμές συζήτησης για τη σημασία των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών
εικόνων. Θέματα που αφορούν ταφικά μνημεία θα εξετασθούν μόνο κατ’ εξαίρεση. Άλλες εξαιρέσεις θα γίνουν για
μελέτες που δεν είναι τελικές δημοσιεύσεις, αλλά έχουν επηρεάσει σημαντικά την έρευνα σε σχέση με την προϊστορική
αρχιτεκτονική, όπως οι μονογραφίες των James Walter Graham, (1962) και Κλαίρης Παλυβού (Palyvou, 2005) για την
αρχιτεκτονική των μινωικών ανακτόρων και του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη αντίστοιχα.

3. Οι κυριότεροι τύποι σχεδίων και η κωδικοποίηση της πληροφορίας

Οι κυριότεροι τύποι σχεδίων που περιλαμβάνουν οι τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών είναι οι κατόψεις, οι τομές, τα
αξονομετρικά σχέδια, τα προοπτικά σχέδια, όπως επίσης και οι ελεύθερες αναπαραστάσεις και, τέλος, τα σχέδια κα-
τασκευαστικών λεπτομερειών (π.χ. κιόνων, παραθύρων κλπ. Για κάθε τύπο σχεδίου που αναφέρεται παρακάτω, βλ.
Adkins & Adkins, 1991, εκτός αν αναφέρεται άλλη βιβλιογραφία). Εδώ οι ψηφιακές εικόνες δεν θεωρούνται ειδικός
τύπος. Η εξέτασή τους εντάσσεται κάθε φορά στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο γραμμικού ή ελεύθερου σχεδίου. Αυτό
συμβαίνει διότι η προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου δίνει ακόμη μεγάλη έμφαση στην έντυπη δημοσίευση των ανα-
σκαφών. Έτσι οι ψηφιακές εικόνες χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό με τρόπο παρόμοιο προς τα συμβατικά σχέδια.
Μολοντούτο θα σημειώνονται κάθε φορά οι εξαιρέσεις ή άλλες αποκλίσεις που παρουσιάζουν οι ψηφιακές εικόνες σε
σχέση με τον κανόνα των συμβατικών σχεδίων.

3.1. Οι κατόψεις

Οι κατόψεις θεωρούνται συχνά ο πιο σημαντικός τύπος αρχιτεκτονικού σχεδίου στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις
(Seymour, 1985). Η δημοφιλία τους πιθανώς έχει να κάνει με την άνωθεν θέαση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και
συνεπώς τη συνολική εποπτεία που προσφέρει η κάτοψη. Ένας αρχαιολόγος οφείλει να είναι σε θέση να εκπονήσει
μια κάτοψη, έστω και αδρή, διότι έτσι μπορεί να τοποθετήσει στο χώρο και τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, αλλά και τα
τέχνεργα που έρχονται στο φως την ώρα της ανασκαφής. Πολύ συχνά, πέρα από τις επιμέρους κατόψεις που συνήθως
συνοδεύουν σε καθημερινή βάση το ημερολόγιο ανασκαφής, επιστρατεύονται επίσης είτε αρχιτέκτονες, είτε τοπογρά-
φοι, είτε απλοί σχεδιαστές, προκειμένου να εκπονήσουν μία ή περισσότερες τελικές κατόψεις.
Στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις απαντούν πολλές παραλλαγές της κάτοψης, και είναι χρήσιμο να δούμε με-
ρικά από τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, διότι παραπέμπουν σε αντίστοιχα ερευνητικά ερωτήματα για τα αρχιτε-
κτονικά κατάλοιπα. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν την κλίμακα της κάτοψης, τη λεπτομέρεια της αποτύπωσης, τα
λοιπά στοιχεία που απεικονίζονται πέρα από τους τοίχους των κτηρίων, την απόδοση της τρίτης διάστασης, καθώς και
το βαθμό και τον τρόπο συμπλήρωσης ελλιπώς σωζόμενων στοιχείων.

75
Εικόνα 4.1 Γενική κάτοψη του νεολιθικού οικισμού στη θέση Καντού-Κουφόβουνο της Κύπρου (Μαντζουράνη, 2009,
εικ. 413). Με την άδεια της συγγραφέως.
76
Εικόνα 4.2 Κάτοψη κτηρίου από τον νεολιθικό οικισμό Καντού-Κουφόβουνο της Κύπρου (Μαντζουράνη, 2009, εικ. 80).
Με την άδεια της συγγραφέως.
77
Εικόνα 4.3 Κάτοψη ανασκαφικής τομής κτηρίου από τον νεολιθικό οικισμό Καντού-Κουφόβουνο της Κύπρου (Μα-
ντζουράνη, 2009, εικ. 80). Με την άδεια της συγγραφέως.

Μια τελική δημοσίευση ανασκαφής συνήθως περιλαμβάνει δύο τουλάχιστον τύπους κατόψεων, οι οποίοι δια-
κρίνονται από τη διαφορετική κλίμακα αποτύπωσης: Ο πρώτος τύπος είναι οι συνολικές κατόψεις της αρχαιολογικής
θέσης, οι οποίες σχεδιάζονται σε μεγάλη κλίμακα (Εικόνα 4.1). Ο δεύτερος είναι οι κατόψεις επιμέρους κτηρίων, οι
οποίες σχεδιάζονται σε μικρή κλίμακα (Εικόνα 4.2). Η δημοσίευση ωστόσο είναι δυνατό να περιλαμβάνει και τύπους
κατόψεων σε άλλες κλίμακες, όπως, για παράδειγμα, κατόψεις επιμέρους δωματίων ή ανασκαφικών τομών (Εικόνα
4.3). Κάθε τέτοια τομή συνήθως αποκαλύπτει μέρος μόνο του δωματίου, άρα απεικονίζει ακόμη λιγότερα αρχιτεκτο-
νικά κατάλοιπα. Αν όμως οι ανασκαφικές τομές είναι εκτεταμένες, τότε το σχέδιο μπορεί να περιλαμβάνει παραπάνω
από ένα κτήρια, και έτσι σχεδιάζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα, ανάμεσα στην κλίμακα της κάτοψης κτηρίου και την
αντίστοιχη της κάτοψης θέσης. Εκεί σχεδιάζονται και οι σπανιότερες κατόψεις ομάδων κτηρίων, όπως, για παράδειγμα,
78
όταν μια κάτοψη θέλει να δείξει ότι ένας οικισμός διαρθρώνεται σε επιμέρους τομείς. Παραλλαγές παρατηρούνται και
στη μεγάλη κλίμακα. Μια κάτοψη θέσης μπορεί να είναι σε τόσο μεγάλη κλίμακα ώστε τελικά να αποτελεί μάλλον το-
πογραφικό διάγραμμα ή χάρτη παρά κάτοψη. Σε αυτές τις περιπτώσεις συχνά σημειώνονται και οι ισοϋψείς καμπύλες.
Προφανώς η τελική επιλογή των τύπων κατόψεων για μια δημοσίευση εξαρτάται και από τα αρχιτεκτονικά ευ-
ρήματα μιας ανασκαφής, αλλά και από τα ερευνητικά ερωτήματα που θέτει ο αρχαιολόγος. Αν η ανασκαφή αποκαλύψει
έναν οικισμό οργανωμένο σε νησίδες, όπως είναι η Πολιόχνη της Λήμνου, δηλαδή με εκτεταμένα κτηριακά συγκρο-
τήματα διάσπαρτα στο χώρο, είναι απαραίτητες κατόψεις ενδιάμεσων κλιμάκων. Στην περίπτωση που ένας οικισμός
βρίσκεται πολύ κοντά με άλλους οικισμούς ή σε μεμονωμένες εγκαταστάσεις, όπως στην περίπτωση του οικισμού
στη νησίδα του Μόχλου και της Συνοικίας των Καλλιτεχνών στην κυρίως ακτή, μπορεί να έχει νόημα η συνολική τους
απεικόνιση σε ένα τοπογραφικό διάγραμμα. Εκτός από τα ίδια τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, στην επιλογή της κλίμακας
της κάτοψης παίζει ρόλο και η ανασκαφική μεθοδολογία. Εάν τηρηθεί αυστηρά η μέθοδος των τομών σε σχήμα τετρα-
γώνου, τότε είναι πιθανό να δημοσιευθούν κατόψεις των αρχιτεκτονικών καταλοίπων ανά τομή, ιδίως αν τα κατάλοιπα
αυτά είναι αποσπασματικά και η απόδοσή τους σε επιμέρους κτήρια είναι αμφισβητήσιμη. Για την αποτύπωση των
συναφειών μεταξύ ευρημάτων (context) προσφέρονται οι κατόψεις δωματίων, διότι απεικονίζουν τα κινητά ευρήματα
κατά χώρα. Αν το αντίστοιχο ενδιαφέρον είναι περιορισμένο, τότε αρκεί η κάτοψη του κτηρίου με απλή σημείωση του
τόπου εύρεσης των τεχνέργων με κάποιο συμβολισμό (π.χ. αριθμό ευρετηρίου).
Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό της κάτοψης είναι ο τρόπος αποτύπωσης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων
και ειδικότερα των τοίχων. Σε κατόψεις παλαιών δημοσιεύσεων συχνά έχουν αποτυπωθεί μόνο τα περιγράμματα των
τοίχων, οι οποίοι εμφανίζονται με τρόπο συμπαγή. Εξίσου συχνά τα περιγράμματα είναι ευθύγραμμα, και επομένως δεν
έχουν ληφθεί υπόψη οι διακυμάνσεις πάχους που συχνά εμφανίζουν οι προϊστορικοί τοίχοι. Πλέον προτιμάται η αποτύ-
πωση λίθο λίθο, ενώ οι ψηφιακές τεχνικές έχουν επιτρέψει την υποκατάσταση του σχεδίου είτε από ορθοφωτογραφίες,
δηλαδή με φωτογραμμετρική αποτύπωση, είτε από εικόνες που παράγει η τρισδιάστατη σάρωση με λέιζερ. Στις δύο
τελευταίες περιπτώσεις είναι δυνατό να τονιστούν περισσότερο τα περιγράμματα των λίθων, ώστε να διασφαλιστεί η
ευκρίνεια που προσφέρει το γραμμικό σχέδιο.
Ωστόσο οι κατόψεις με περιγράμματα τοίχων δεν έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς. Συχνά προτιμώνται στις
κατόψεις μεγάλης κλίμακας, όπου οι επιμέρους λίθοι δεν είναι ευδιάκριτοι. Επίσης είναι δυνατό να χρησιμεύσουν στην
απόδοση της συνολικής εντύπωσης του κτηρίου, η οποία χάνεται στην αποτύπωση λίθο λίθο. Η απεικόνιση μόνο των
περιγραμμάτων των τοίχων συχνά προτιμάται σε κατόψεις που δείχνουν διαφορετικές αρχιτεκτονικές φάσεις. Εκεί
η αποτύπωση λίθο λίθο θα δημιουργούσε υπερπροσφορά πληροφορίας και πιθανώς χαοτική εντύπωση. Αντίθετα τα
περιγράμματα τοίχων δίνουν πιο σαφή εικόνα των φάσεων. Τέλος, εάν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σώζονται σε μεγάλο
ύψος, εκεί η κάτοψη μπορεί να εκπονηθεί ως οριζόντια τομή σε ενδιάμεσο επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι
δυνατό να απεικονισθούν ούτε η ανώτερη επιφάνεια των λίθων ούτε οι εσωτερικοί επιμέρους λίθοι των τοίχων, εφόσον
δεν είναι ορατοί. Έτσι η κάτοψη σχεδιάζεται μόνο με τα περιγράμματα των τοίχων.
Υπάρχουν και κάποιες πρακτικές που τοποθετούνται ανάμεσα στην αποτύπωση με περιγράμματα και στην
αποτύπωση λίθο λίθο. Μία από τις πρακτικές αυτές είναι η απεικόνιση του ακριβούς περιγράμματος των εσωτερικών
και των εξωτερικών λίθων. Η πρακτική αυτή υιοθετείται συχνά στις κατόψεις μεμονωμένων δωματίων με τα κινητά
ευρήματα κατά χώρα, ώστε να μην παραφορτωθεί το σχέδιο με αρχιτεκτονική πληροφορία και να μπορεί να εστιάσει ο
θεατής στα τέχνεργα. Αντίστοιχα είναι δυνατό μια κάτοψη να αποδίδει με τρόπο σχηματικό και συμβολικό τους λίθους
μεταξύ των περιγραμμάτων, ώστε να δώσει μια αδρή, έστω και μη πραγματική, αίσθηση της λιθοδομίας. Τέλος υπάρχει
και η εκδοχή του συνδυασμού της αποτύπωσης λίθο λίθο με τη δήλωση των περιγραμμάτων των τοίχων, αν και τα
σχέδια αυτά συνήθως κινδυνεύουν και πάλι να περιέχουν υπερβολικά πολλές πληροφορίες.
Είναι σαφές ότι η εκάστοτε επιλογή των τεχνικών αποτύπωσης έχει να κάνει κυρίως με τα ερωτήματα του
ερευνητή. Όσο και αν οι σύγχρονες προδιαγραφές έρευνας απαιτούν λεπτομερή αποτύπωση, υπάρχουν περιπτώσεις όπου
η αφαίρεση πληροφορίας επιβάλλεται για να αναδειχθούν καλύτερα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως οι αρχιτεκτονικές
φάσεις ή οι συνάφειες μεταξύ των κατά χώρα τεχνέργων. Τα ερευνητικά ερωτήματα βρίσκονται επίσης πίσω από άλλα
στοιχεία τα οποία απεικονίζει μια κάτοψη πέραν των τοίχων. Για παράδειγμα, άλλες κατόψεις απεικονίζουν και άλλες
παραλείπουν τα δάπεδα, τα κατώφλια, σταθερές κατασκευές όπως θρανία, λάκκους και εστίες. Είναι επίσης δυνατό να
σχεδιάζονται και ανασκαφικά στοιχεία, όπως παρειές τομών, άσκαφτοι μάρτυρες ή ο κάνναβος. Τέλος, όπως ήδη έχει
σημειωθεί επανειλημμένως, κάποιες κατόψεις απεικονίζουν κινητά ευρήματα. Για παράδειγμα, μεγάλα αγγεία, όπως
οι πίθοι, μπορούν να θεωρηθούν μέρος της «σταθερής» επίπλωσης ενός χώρου και επομένως να συμπεριληφθούν στην
κάτοψη. Γενικά, ανάλογα με τις επιλογές απεικόνισης που έχουν γίνει σε μια κάτοψη, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι
αυτή έχει αυστηρά αρχιτεκτονικό ή ευρύτερο ανασκαφικό και αρχαιολογικό χαρακτήρα, ότι δίνει έμφαση στη μορφή
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων ή στη χρήση του χώρου κ.ο.κ.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά την τρίτη διάσταση. Η κάτοψη είναι σχέδιο ορθής προβολής και συνεπώς δύο
διαστάσεων. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητος ένας τρόπος γραφιστικής απόδοσης της τρίτης διάστασης. Για
παράδειγμα, λίθοι σε διαφορετικό ύψος μπορούν να απεικονισθούν με γραμμές διαφορετικού πάχους. Άλλη τεχνική
79
είναι η δήλωση του ύψους των τοίχων και των κατασκευών με προσθήκη γραμμοσκίασης. Η γραμμοσκίαση μπορεί
να είναι ενδεικτική, αλλά μπορεί να είναι και μετρήσιμη. Οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνικές μπορούν μέσω συνδυασμού
φωτογραφίας και σχεδίου να δώσουν ρεαλιστική και συνάμα μετρήσιμη εικόνα του καθ’ ύψος άξονα σε μια κάτοψη.
Προφανώς οι κατόψεις που απεικονίζουν αλλεπάλληλες αρχιτεκτονικές φάσεις αποδίδουν εξ ορισμού την τρίτη διάσταση.
Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κανείς ότι αποδίδεται και η τέταρτη διάσταση, εφόσον
οι φάσεις σημαίνουν χρονική αλληλουχία. Τέλος, κατά πόσο μια κάτοψη αποτυπώνει μόνο τα σωζόμενα κατάλοιπα ή
προχωράει και σε συμπλήρωσή τους; Στις περισσότερες κατόψεις συμπληρώνεται η πορεία των τοίχων σε σημεία όπου
αυτοί δεν σώζονται, ιδίως όταν η συμπλήρωση είναι εύλογη. Είναι δυνατόν όμως και να μη συμπληρωθούν οι τοίχοι ή
να σχεδιασθούν δύο κατόψεις, μία ως αποτύπωση και μία ως πρόταση αποκατάστασης.

3.2. Οι τομές

Οι τομές αποτελούν εξίσου δημοφιλή τύπο σχεδίου στις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών και απαραίτητο συμπλήρωμα
των κατόψεων, καθώς και οι δύο αποτελούν σχέδια ορθής προβολής. Η τομή παρουσιάζει τα κατάλοιπα στον κατακόρυφο
άξονα και για το λόγο αυτό είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της κάτοψης. Οι τομές στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις
είναι δύο ειδών: στρωματογραφικές και αρχιτεκτονικές. Όπως φανερώνουν τα ονόματά τους, έχουν αρκετά μεγάλη
διαφορά μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο της πληροφορίας, και για το λόγο αυτό είναι καλό να εξετασθούν χωριστά.

3.2.1. Οι στρωματογραφικές τομές

Τις στρωματογραφικές τομές (Εικόνα 4.4) οφείλει συνήθως να τις εκπονεί ο αρχαιολόγος, όπως και τις ανασκαφικές
κατόψεις, αν και είναι δυνατό να τις εκπονήσει και σχεδιαστής ή τοπογράφος (Buccellatti, 1985). Οι στρωματογραφικές
τομές, όπως είναι φανερό και από την ονομασία τους, αποτυπώνουν τη διαδοχή των στρωμάτων επίχωσης και των αρχι-
τεκτονικών στοιχείων. Οι επιμέρους επιχώσεις σημαίνονται στο σχέδιο με κάποιο συμβολικό, κατά το μάλλον ή ήττον,
γέμισμα των περιγραμμάτων τους. Όπως και στις κατόψεις, έτσι και εδώ υπάρχει η δυνατότητα φωτογραμμετρικής απο-
τύπωσης των μαρτύρων της ανασκαφικής τομής και συνεπώς ρεαλιστικής απεικόνισης της στρωματογραφίας. Επίσης
τα όρια των επιχώσεων μπορούν να αποδοθούν στο σχέδιο με τονισμένα περιγράμματα για μεγαλύτερη σαφήνεια. Αυτό
μπορεί να γίνει και στα συμβατικά γραμμικά σχέδια. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο Wheeler απαιτούσε από τις τομές να
απεικονίζουν την ερμηνεία του αρχαιολόγου για τη στρωματογραφία και όχι απλώς τα ευρήματα της ανασκαφής. Για
παράδειγμα, ένα περίγραμμα στρώματος με παχύτερη γραμμή στο σχέδιο τομής μπορεί να υποδεικνύει επίχωση με
ιδιαίτερη σημασία, όπως ένα στρώμα καταστροφής. Επομένως η εξέταση των στρωματογραφικών τομών οφείλει να
εστιάσει στη λεπτομέρεια της σχεδιαστικής απόδοσης, καθώς αυτή μπορεί να δείχνει περισσότερο ή λιγότερο ερμηνευ-
τική στάση απέναντι στη στρωματογραφική αλληλουχία μιας θέσης.

Εικόνα 4.4 Στρωματογραφική τομή από την ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού στη θέση Καντού-Κουφόβουνο της Κύ-
πρου (Μαντζουράνη, 2009, εικ. 229). Με την άδεια της συγγραφέως.
80
Εικόνα 4.5 Περιγραφική παραλλαγή στρωματογραφικού διαγράμματος τύπου Harris από ανασκαφική τομή στον νεολι-
θικό οικισμό στη θέση Καντού-Κουφόβουνο της Κύπρου (Μαντζουράνη, 2009, σ. 44, εικ. 40). Με την άδεια της συγγρα-
φέως.

Εικόνα 4.6 Αρχιτεκτονική τομή από την ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού στη θέση Καντού-Κουφόβουνο της Κύπρου
(με βάση την Εικόνα 4.4, Μαντζουράνη, 2009, εικ. 229). Διαφορετικά χρώματα σημαίνουν αντίστοιχες οικοδομικές
φάσεις.

Πιο ξεκάθαρη είναι η περίπτωση των διαγραμμάτων Harris (Εικόνα 4.5). Όπως έχει σημειωθεί ήδη, τα δια-
γράμματα αυτά συνήθως συνδυάζονται με συγκεκριμένες μεθοδολογικές επιλογές στην ανασκαφή και ειδικότερα με
τη μέθοδο του single context recording. Επομένως και μόνο η παρουσία ή απουσία τους, ιδίως για ανασκαφές από τη
δεκαετία του 1970 και μετά, όταν αρχίζει να υιοθετείται η συγκεκριμένη μέθοδος ανασκαφής, είναι ενδεικτική του
επιστημολογικού προφίλ των αντίστοιχων αρχαιολόγων. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόοδος στις εφαρμογές των
ΓΣΠ κατά τα τελευταία χρόνια έχει επιτρέψει το συνδυασμό της αναλυτικότητας των διαγραμμάτων Harris και της
λεπτομερούς παραστατικότητας των στρωματογραφικών τομών. Τα ΓΣΠ μπορούν να καταγράφουν τις σχέσεις των
81
διαγραμμάτων στη βάση δεδομένων και ταυτόχρονα να αναπαριστούν, και μάλιστα τρισδιάστατα, τα στρώματα της
ανασκαφής. Επομένως, ιδίως για πρόσφατες δημοσιεύσεις, έχει σημασία να διαπιστώνεται κατά πόσο έχει γίνει χρήση
αντίστοιχων εφαρμογών και σε ποιο βαθμό.

3.2.2. Οι αρχιτεκτονικές τομές

Οι αρχιτεκτονικές τομές είναι το δεύτερο είδος σχεδίου τομής (Εικόνα 4.6). Στο παρελθόν οι αρχιτεκτονικές τομές, δη-
λαδή αυτές που απεικονίζουν μόνο τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είχαν και στρωματογραφική αξία, καθώς η αλληλουχία
των αρχιτεκτονικών φάσεων σχεδόν εξισωνόταν με τη στρωματογραφική και ιστορική εξέλιξη μίας θέσης. Μολονότι
πλέον τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποτελούν ένα μόνο από τα στοιχεία της στρωματογραφικής αλληλουχίας, και
μάλιστα όχι πάντοτε το πιο καθοριστικό, οι αρχιτεκτονικές τομές παραμένουν πολύ χρήσιμες για την παρουσίαση και
τη μελέτη της ίδιας της αρχιτεκτονικής, ιδίως σε περιπτώσεις κτηρίων κτισμένων σε επίπεδα ή σε πλαγιά. Μια τομή
συνήθως αποτυπώνει ένα ολόκληρο κτήριο, αλλά υπάρχουν και τομές ανασκαφικών τετραγώνων, όπως άλλωστε και οι
αντίστοιχες κατόψεις, οι οποίες μπορούν να αποτυπώνουν τμήματα ενός ή περισσοτέρων κτηρίων.
Ένα ερώτημα παραπλήσιο για τις κατόψεις αφορά τα επιπλέον στοιχεία που είναι δυνατό να απεικονίζει μια
τομή. Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο θα απεικονίσει μόνο τα περιγράμματα των αρχιτεκτονικών στοιχείων που τέμνει
νοητά ή θα συμπεριλάβει σε όψη και τα στοιχεία στο βάθος του χώρου τα οποία δεν τέμνονται, αλλά είναι ορατά στο
υπόβαθρο της εικόνας; Για παράδειγμα, αν μια τομή δείχνει τους δύο τοίχους ενός δωματίου σε περίγραμμα, θα σχεδια-
σθεί σε όψη και ο πίσω τοίχος του ίδιου δωματίου με το θρανίο του; Θα συμπεριληφθούν και κινητά ευρήματα, ιδίως τα
πιο ογκώδη, όπως οι πίθοι; Όπως και στην περίπτωση της κάτοψης, έτσι και εδώ τίθεται το δίλημμα της περιγραφικής
λεπτομέρειας έναντι της λιτότητας και της σχηματικότητας. Και πάλι οι επιλογές της κάθε τελικής δημοσίευσης προδί-
δουν επιστημολογικές προτιμήσεις. Πάντως η αποτύπωση της όψης του βάθους μιας τομής δίνει ακόμα πιο έντονη την
αίσθηση της τρίτης διάστασης. Η τελευταία μπορεί να αποδοθεί, όπως και στην κάτοψη, με διαφορετικό πάχος γραμμής
για τα περιγράμματα αντιστοίχως διαφορετικών επιπέδων ή και με γραμμοσκίαση.
Ένα άλλο ζήτημα, που αντιμετωπίζουμε και στις κατόψεις, είναι το κατά πόσο μια τομή θα πρέπει να περιορίζε-
ται αποκλειστικά στην αποτύπωση των σωζόμενων καταλοίπων ή να προχωρά και στη συμπλήρωσή τους (Εικόνα 4.7).
Όσον αφορά ζήτημα αυτό, η τομή αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια επιλογών απ’ ό,τι η κάτοψη, καθώς η αναπαράσταση
των μη σωζόμενων τμημάτων ενός κτηρίου μπορεί να ποικίλλει από την υποτυπώδη δήλωση της συνέχειας της ανω-
δομής έως και την πλήρη αναπαράσταση τοίχων, ορόφων και στέγασης. Συνήθως οι λιτές τομές χωρίς αναπαράσταση
των χαμένων τμημάτων έχουν ανασκαφικό χαρακτήρα, ενώ οι τομές με αναπαράσταση συνήθως συνοδεύουν μελέτες
αποκατάστασης της μορφής των κτηρίων.

Εικόνα 4.7 Αρχιτεκτονική τομή με αποκατάσταση κτίσματος από τον νεολιθικό οικισμό στη θέση Καντού-Κουφόβουνο
της Κύπρου (με βάση την Εικόνα 4.4, Μαντζουράνη, 2009, εικ. 229). Τα υποθετικά τμήματα απεικονίζονται αχνά.
82
Ωστόσο ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι απόλυτος και πρέπει να αποτελεί σε κάθε περίπτωση ερώτημα προς
διερεύνηση. Μαζί με τις τομές με υποθετική αναπαράσταση θα πρέπει να εξετασθούν καταχρηστικά και τα σχέδια
όψης. Τα τελευταία αποτελούν τυπικά διαφορετικό είδος σχεδίου, ιδίως στην περίπτωση που αποτυπώνουν όψεις ιστά-
μενων μνημείων. Ωστόσο το συνήθως χαμηλό ύψος διατήρησης των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων συχνά
καθιστά το σχεδιασμό των όψεων άνευ νοήματος. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και η
Συνοικία Μ των Μαλίων, όπου η διατήρηση των κτηρίων είναι επαρκής. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η όψη συνδυάζει
την αποτύπωση των σωζόμενων τοίχων με την υποθετική αποκατάσταση της ανωδομής, στοιχεία που τη φέρνουν πολύ
κοντά στα αντίστοιχα σχέδια τομών.

3.3. Τα αξονομετρικά σχέδια

Τα αξονομετρικά σχέδια διαφέρουν από τις κατόψεις και τις τομές λόγω δύο πολύ σημαντικών χαρακτηριστικών τους.
Πρώτον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι σχέδια αποτύπωσης. Αντίθετα βασίζονται σε άλλα σχέδια (κατόψεις, τομές,
όψεις) που αποτυπώνουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Δεύτερον, τα τελευταία παρουσιάζονται. Η συνήθης γωνία είναι
45º, οπότε είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί αυτούσια η κάτοψη, αρκεί να περιστραφεί ανάλογα. Έτσι οι διαστάσεις του
κτηρίου δεν παραμορφώνονται στο σχέδιο. Αυτό συμβαίνει διότι η συγκεκριμένη γωνία τοποθετεί στο άπειρο το σημείο
φυγής. Αυτό είναι το σημείο όπου συγκλίνουν όλες οι ευθείες της προοπτικής, και έτσι η σύγκλιση και συνεπώς η πα-
ραμόρφωση που αυτή επιφέρει στις διαστάσεις είναι ανεπαίσθητες. Με τον τρόπο αυτό, ενώ το αξονομετρικό είναι ένα
είδος πλάγιας (όχι υπό ορθή γωνία) προβολής, παραμένει πλήρως μετρήσιμο και άρα τεχνικό, διότι διατηρεί ουσιαστικά
την ορθογωνικότητα των ορθογραφικών προβολών, δηλαδή των κατόψεων και των τομών (Adkins & Adkins, 1989, σ.
139-142. Maynard, 2005, σ. 22-28).

Εικόνα 4.8 Αξονομετρικό σχέδιο κτισμάτων του νεολιθικού οικισμού του Καντού-Κουφόβουνου της Κύπρου (Μαντζου-
ράνη, 2009, εικ. 417). Με την άδεια της συγγραφέως.

83
Το κυριότερο ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει στα αξονομετρικά σχέδια είναι ο βαθμός της υποθε-
τικής αποκατάστασης του κτηρίου. Τα σχέδια αυτά ως επί το πλείστον απεικονίζουν ολόκληρο το κτήριο. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, δεδομένης της ελλιπούς διατήρησης των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων, τίθεται αναπόφευκτα
το ζήτημα του βαθμού ερμηνείας που εμπεριέχει το σχέδιο. Ο τελευταίος μπορεί να κυμαίνεται από τη λιτή και σχη-
ματική απόδοση μόνο των περιγραμμάτων των τοίχων με διακεκομμένες γραμμές έως την προσθήκη πολλών εντελώς
υποθετικών αρχιτεκτονικών λεπτομερειών (θυρωμάτων, παραθύρων, τρόπων στέγασης). Αν και οι προσθήκες αυτές
(θα πρέπει να) βασίζονται κατά το δυνατόν σε αρχιτεκτονικά παράλληλα, δεν παύουν να είναι εντελώς υποθετικές. Σε
σχετικά σπάνιες περιπτώσεις τα αξονομετρικά σχέδια απεικονίζουν μόνο το κατώτατο και σωζόμενο μέρος των τοίχων.
Τα σχέδια αυτά ξεφεύγουν ελάχιστα από την κάτοψη και απλώς αποδίδουν ανάγλυφα την τρίτη διάσταση.
Μολονότι φαίνεται να επιστρέφει για μία ακόμη φορά το δίλημμα ανάμεσα σε εικόνες ερμηνευτικές, παραστατικές
και σχετικά περιγραφικές και σε εικόνες λιτές, σχηματικές και επιστημονικά αναλυτικές, τα αξονομετρικά σχέδια έχουν
μια ιδιαιτερότητα, καθώς τείνουν εγγενώς προς την ερμηνευτική αποκατάσταση. Η τάση αυτή προκύπτει από την πλάγια
γωνία θέασης που προσφέρουν, η οποία επιτρέπει καλύτερη αντίληψη του τρόπου με τον οποίο συνδέονται τα επιμέρους
στοιχεία του κτηρίου. Το χαρακτηριστικό αυτό, για το οποίο άλλωστε, όπως έχει σημειωθεί, υιοθετήθηκαν αρχικά
από τους μηχανολόγους μηχανικούς και κατόπιν από τους αρχιτέκτονες, προτρέπει τον αρχιτέκτονα που (συνήθως)
εκπονεί το αξονομετρικό σχέδιο να σκεφτεί το κτήριο στο σύνολό του και να σχεδιάσει όσο το δυνατόν περισσότερα
στοιχεία του κτηρίου, προκειμένου να αναδείξει τη λειτουργία τους. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε πολλά αξονομετρικά
σχέδια περιλαμβάνουν μια διαγώνια τομή στην τοιχοδομία (Εικόνα 4.8). Η τομή αυτή επιτρέπει να φανούν ένα μέρος
της κάτοψης, τα υλικά και οι τρόποι δόμησης των τοίχων, ο τρόπος στέγασης, αλλά και η εσωτερική διαρρύθμιση του
κτηρίου.
Γενικά το αξονομετρικό σχέδιο είναι σαφώς πιο σύνθετο από τους προηγούμενους τύπους σχεδίων. Τα αξονο-
μετρικά προϊστορικών κτηρίων είναι και τεχνικά σχέδια και ιδιαίτερα ερμηνευτικά. Επομένως η παρουσία ενός αξονο-
μετρικού σχεδίου σε μια τελική δημοσίευση ανασκαφής δείχνει κατ’ αρχάς ένα πιο σαφές αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον
για τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, με έμφαση στη μορφή και τη λειτουργία τους, αλλά δεν πρέπει να αποκλείεται εκ
των προτέρων και ένα γενικότερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στην περίπτωση αυτή όμως είναι πολύ πιθανό να μην
αξιοποιούνται πλήρως οι δυνατότητες του σχεδίου για επιστημονική ανάλυση, εκτός εάν η αναπαράσταση είναι τόσο
λεπτομερής. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξονομετρικά που απεικονίζουν και τέχνεργα στο εσωτερικό των χώρων. Τότε
η λειτουργία του αξονομετρικού σχεδίου ξεπερνά την ανάλυση της αρχιτεκτονικής και επεκτείνεται στη χρήση και στην
εν γένει κοινωνική και ιστορική σημασία του απεικονιζόμενου κτηρίου. Οι ψηφιακές εικόνες δεν έχουν ανατρέψει τα
παραπάνω, αλλά έχουν διευκολύνει πολύ την τεχνική διαδικασία παραγωγής των αξονομετρικών, προσφέροντας περισ-
σότερες επιμέρους επιλογές, λ.χ. ως προς το ποια γωνία του κτηρίου πρέπει να αποδοθεί σε τομή ή το κατά πόσο μπορεί
να διαχωριστεί με τρόπο σαφή το υποθετικά αποκατεστημένο από το σωζόμενο τμήμα ενός μνημείου.

3.4. Οι αναπαραστάσεις

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους είδη εικόνων (Johnson, 1985), τα οποία δεν είναι απαραίτητα συγ-
γενή μεταξύ τους. Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει τα ισομετρικά σχέδια. Τα ισομετρικά σχέδια μοιάζουν με τα αξο-
νομετρικά, και ως εκ τούτου ισχύουν γι’ αυτά τα περισσότερα από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, με εξαίρεση τη γωνία
θέασης, η οποία τοποθετείται στις 30º. Η γωνία αυτή παραμορφώνει κάπως τις διαστάσεις. Μολονότι είναι δυνατό να
μετρηθεί η παραμόρφωση, η διαδικασία καθίσταται πιο περίπλοκη σε σχέση με τα αξονομετρικά σχέδια. Ωστόσο τα
ισομετρικά σχέδια αποδίδουν ρεαλιστικότερη εντύπωση σε σχέση με τα αξονομετρικά. Για το λόγο αυτό, καθώς επίσης
και λόγω της δυσκολίας τους να δώσουν αξιόπιστες μετρήσεις, η παρουσία τους σε μια δημοσίευση θα πρέπει να συν-
δέεται περισσότερο με πιο γενικά ερμηνευτικά ερωτήματα παρά με την ανάλυση της αρχιτεκτονικής του εικονιζόμενου
κτηρίου. Με αντίστοιχα ερωτήματα συνδέονται αναπόφευκτα και τα προοπτικά σχέδια, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν
είναι μετρήσιμα, αλλά είναι περισσότερο ρεαλιστικά από τα ισομετρικά.
Άλλου τύπου αναπαραστάσεις, και μάλιστα αρκετά συχνές, είναι τα ελεύθερα σχέδια. Μολονότι, όπως δείχνει
και το όνομά τους, δεν είναι μετρήσιμα, συνήθως εκπονούνται με αναλογίες, γεγονός που τα φέρνει κοντά στα προο-
πτικά σχέδια. Ωστόσο στο ελεύθερο σχέδιο υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά συμπληρωματικά θέματα όπως
η απεικόνιση του περιβάλλοντος χώρου του κτηρίου ή η τοποθέτηση ανθρώπων. Παρόμοια στοιχεία είναι δυνατό να
συμπεριληφθούν και στα προοπτικά σχέδια, αλλά με μέτρο και κυρίως με σκοπό να τονιστεί η συνολική εντύπωση του
κτηρίου. Μολονότι και το ελεύθερο σχέδιο μπορεί να εστιάσει στον ίδιο στόχο, έχει επιπρόσθετα τη δυνατότητα να απο-
δώσει μια ευρύτερη αίσθηση του χώρου, αλλά και της ζωής κατά το παρελθόν. Επομένως το ελεύθερο σχέδιο πολλές
φορές είναι μια πιο περιγραφική και ερμηνευτική εκδοχή του προοπτικού σχεδίου.

84
Εικόνα 4.9 Φωτορεαλιστική αναπαράσταση νεολιθικών οικιών από τον οικισμό του Καντού-Κουφόβουνου στην Κύπρο
(Μαντζουράνη, 2009, εικ. 420). Με την άδεια της συγγραφέως.

Παραλλαγή του ελεύθερου σχεδίου αποτελούν οι ζωγραφικές αναπαραστάσεις σε ακουαρέλα ή ακρυλικό. Η


χρήση του χρώματος αυξάνει την παραστατικότητά τους σε σχέση με τα σχέδια. Το ίδιο ισχύει και για τις ψηφιακές ανα-
παραστάσεις, είτε είναι φωτορεαλιστικές (Εικόνα 4.9), είτε εξ ολοκλήρου δυνητικές. Οι φωτορεαλιστικές αναπαραστά-
σεις ωστόσο διαφέρουν απ’ όλες τις υπόλοιπες, διότι έχουν πιο έντονο το στοιχείο της μηχανικής και συνεπώς πιστής
απεικόνισης της πραγματικότητας, έστω και εν μέρει. Το γεγονός αυτό καθιστά τις φωτορεαλιστικές αναπαραστάσεις
πιο ελκυστικές σε εμπειριστές και ερμηνευτικά επιφυλακτικούς αρχαιολόγους, καθώς ο προβληματισμός για την επαυ-
ξημένη πραγματικότητα που προσφέρει ο φωτορεαλισμός έχει μόλις αγγίξει την προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου.
Ο ελεύθερος χαρακτήρας των αναπαραστάσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για διάκριση κοινών αξόνων
εξέτασης του επιστημονικού τους ρόλου. Όπως ήδη έγινε σαφές, ένα κριτήριο αφορά την αυστηρότητα τήρησης των
αναλογιών στην απεικόνιση των κτηρίων. Ένα άλλο κριτήριο είναι ο πλούτος των επιμέρους ερμηνευτικών θεμάτων που
απεικονίζουν (π.χ. τέχνεργα, άνθρωποι, βλάστηση και άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου). Και τα δύο αυτά κρι-
τήρια υποδεικνύουν πόσο επιζητεί η εικόνα να προσεγγίσει τα τεχνικά σχέδια και πόσο απομακρύνεται από αυτά, πόσο
περιγραφική, αναπαραστατική και ερμηνευτική γίνεται. Για τις πρόσφατες δημοσιεύσεις, όπου υπάρχει η δυνατότητα
ψηφιακών αναπαραστάσεων, ένα επιπλέον ερώτημα αφορά τους πιθανούς λόγους επιλογής ή μη της τεχνικής αυτής.
Μια προσήλωση σε συμβατικές τεχνικές θα μπορούσε να υποψιάσει για μια παραδοσιακή προσέγγιση στο θέμα των
εικόνων.

3.5. Άλλοι τύποι εικόνων

Πολύ συχνά οι τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών περιλαμβάνουν σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, π.χ. μιας
εισόδου, ενός παραθύρου ή ενός κιονόκρανου. Οι εικόνες αυτές συμβάλλουν στην κατανόηση κατασκευαστι-
κών λεπτομερειών. Η τεχνική απεικόνισης ποικίλλει. Μπορεί να αποδοθούν σε όψη και τομή, σε αξονομετρικό
ή ισομετρικό σχέδιο, ή και σε προοπτικό. Προοπτικά, αλλά και ελεύθερα σχέδια χρησιμοποιούνται σε παλαιές
δημοσιεύσεις, μεταξύ άλλων, και για να αποτυπώσουν την κατάσταση στην ανασκαφή. Προφανώς το φαινόμενο
αφορά δημοσιεύσεις των αρχών του 20ού αιώνα, ωστόσο η ψηφιακή αποτύπωση, είτε με φωτογραμμετρία είτε
85
με σαρωτή λέιζερ, επαναφέρει τη δυνατότητα στοχευμένης αναπαραγωγής της ανασκαφικής εικόνας, καθώς δίνει
τη δυνατότητα για επιπλέον παρεμβάσεις, κάτι που δεν μπορεί να κάνει η απλή φωτογραφική αποτύπωση (Forte,
2014, σ. 121-125). Πέρα όμως από αυτό το βασικό σημείο προσέγγισης, οι δύο τεχνικές διαφέρουν ριζικά. Μία
ακόμη κατηγορία εξειδικευμένων εικόνων είναι οι ψηφιακές αναπαραστάσεις με συγκεκριμένους στόχους, όπως,
για παράδειγμα, οι μελέτες προσομοίωσης του φωτισμού στο εσωτερικό κτηρίων (Papadopoulos, 2010), οι οποίες
ωστόσο σπανίως περιλαμβάνονται στις τελικές δημοσιεύσεις των ανασκαφών. Συνήθως αποτελούν τμήματα αυ-
τοτελών μελετών.

3.6. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια και οι ψηφιακές εικόνες ως οχήματα επιστημονικής γνώσης

Είναι χρήσιμη μια ανακεφαλαίωση των τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων και ψηφιακών εικόνων με έμφαση στον τρόπο
με τον οποίο κωδικοποιούν την πληροφορία και άρα λειτουργούν ως φορείς επιστημονικού λόγου. Οι τελικές δημοσι-
εύσεις ανασκαφών περιέχουν κυρίως κατόψεις και στρωματογραφικές και αρχιτεκτονικές τομές, ενώ ενίοτε περιλαμ-
βάνουν αξονομετρικά σχέδια, ελεύθερες αναπαραστάσεις και σχέδια κατασκευαστικών λεπτομερειών. Οι κατόψεις
και οι τομές γίνονται για την αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και επομένως αφορούν ένα πρώτο επίπεδο
παρουσίασής τους. Μπορούν ωστόσο να λειτουργήσουν και στο παραπάνω επίπεδο, αυτό της ανάλυσης των δεδομέ-
νων και να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την οικοδομική τέχνη, αλλά και τη χρήση του χώρου. Για
το λόγο αυτό συχνά αποδίδουν αποκατεστημένη εικόνα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, έστω και με συγκρατημένο
τρόπο, ενώ είναι δυνατό να απεικονίζουν και επιπλέον στοιχεία, όπως τέχνεργα. Τα στοιχεία αυτά τις καθιστούν ικανές
να λειτουργήσουν, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου, και ως ερμηνευτικές απεικονίσεις των αρχιτεκτονικών κατα-
λοίπων. Επομένως οι κατόψεις και οι τομές είναι δυνατό να προϊδεάσουν για το επιστημολογικό προφίλ της τελικής
δημοσίευσης ανασκαφής που τα περιλαμβάνει. Για παράδειγμα, σχέδια που αποτυπώνουν και δεν συμπληρώνουν ούτε
στο ελάχιστο τα σωζόμενα κατάλοιπα δείχνουν είτε απουσία καθαρά αρχιτεκτονικών ερωτημάτων είτε υψηλό βαθμό
εμπειριστικής προσήλωσης στα δεδομένα καθαυτά.
Τα υπόλοιπα σχέδια δεν αφορούν τόσο την αποτύπωση όσο τη μελέτη και ερμηνεία των αρχιτεκτονικών κατα-
λοίπων. Το σχέδιο που κατεξοχήν αποβλέπει και στους δύο αυτούς στόχους είναι το αξονομετρικό, το οποίο συνδυάζει
τη μετρησιμότητα και άρα την επιστημονικά πειθαρχημένη ανάλυση με την αποκατάσταση των αρχιτεκτονικών κατα-
λοίπων και άρα την ερμηνεία. Καλύπτει ζητήματα οικοδομικής τέχνης, μπορεί να συμβάλει στη διερεύνηση της χρήσης
του χώρου, ενώ επιτρέπει και την κατανόηση της γενικότερης κοινωνικής και ιστορικής σημασίας του κτηρίου που
απεικονίζει. Η παρουσία αξονομετρικών σχεδίων σε μια τελική δημοσίευση μαρτυρά σαφή αρχιτεκτονικά ερευνητικά
ενδιαφέροντα, πιθανότατα δε και ενεργή συμμετοχή αρχιτέκτονα ή έστω αρχαιολόγου με εξειδικευμένες αρχιτεκτονι-
κές γνώσεις. Σε άλλη περίπτωση τα αξονομετρικά σχέδια δεν αξιοποιούνται πλήρως στο κομμάτι της επιστημονικής
ανάλυσης και χρησιμεύουν μόνο για την οπτικοποίηση της ερμηνείας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η βαρύτητα
που δίνει μια δημοσίευση στην ερμηνεία μπορεί να αποτιμηθεί καλύτερα με κριτήριο τις ελεύθερες αναπαραστάσεις
και το βαθμό περιγραφικότητας που τις χαρακτηρίζει. Με τους κύριους τύπους σχεδίων είναι δυνατό να σκιαγραφηθεί
το επιστημολογικό προφίλ της δημοσίευσης, ενώ οι υπόλοιποι τύποι εικόνων μπορούν να προσφέρουν περαιτέρω εμ-
βάθυνση στο θέμα.

4. Η θέση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων στην τελική
δημοσίευση

Οι παραπάνω ερωτήσεις θέτουν ως ζητούμενο την αποφαντική δυνατότητα των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψη-
φιακών εικόνων των τελικών δημοσιεύσεων προϊστορικών ανασκαφών στο Αιγαίο που θα εξετασθούν στα επόμενα
κεφάλαια. Αυτό που υποδηλώνει η χρήση των όρων «απόφανση» και «αποφαντικότητα» είναι ότι η εικόνα δεν είναι
παθητικός δίαυλος επικοινωνίας, αλλά συμβάλλει ενεργά και εποικοδομητικά στην προώθηση της επιστήμης (Foucault,
1969/1987, σ. 50-58. Σχόλια: Dreyfus & Rabinow, 1982/1983, σ. 48-52) και εν προκειμένω της παρουσίασης, της με-
λέτης και της ερμηνείας της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Επομένως οφείλουμε να εξετάσουμε όχι μόνο πώς προάγει
κάθε τύπος εικόνας (αρχιτεκτονικό σχέδιο ή ψηφιακή εικόνα) τη γνώση μας για την προϊστορική αρχιτεκτονική, αλλά
και τις σχέσεις μεταξύ των επιμέρους αρχιτεκτονικών σχεδίων και ψηφιακών εικόνων μιας δημοσίευσης. Δημιουργούν
αυτές οι εικόνες έναν ενιαίο εικονιστικό λόγο; Κι αν ναι, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Τείνει ο λόγος αυτός προς
την εμπειριστική παρουσίαση δεδομένων ή προς την ανάλυση και ερμηνεία τους; Ποια είναι η αποφαντικότητα των
εικόνων μιας δημοσίευσης στο σύνολό τους;

86
Το ζήτημα αυτό μπορεί να αναλυθεί σε επιμέρους πρακτικές ερωτήσεις: Κατ’ αρχάς, έχουν απεικονισθεί επαρ-
κώς όλα τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ή έχει γίνει επιλογή, και με ποια κριτήρια; Υπάρχουν, λόγου χάρη, αξονομετρικά
σχέδια για όλα τα κτήρια; Κι αν όχι, γιατί; Ποια είναι η ποσοτική σχέση των επιμέρους τύπων και ειδών σχεδίων και
ψηφιακών εικόνων: πόσες κατόψεις θέσης, πόσες κατόψεις κτηρίων ή επιμέρους δωματίων, τομών στρωματογραφικών
και αρχιτεκτονικών, πόσα αξονομετρικά σχέδια και πόσες αναπαραστάσεις και αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες υπάρχουν
και σε τι ποσοστά μεταξύ τους; Πόσα από τα σχέδια είναι λιτά και σχηματικά και πόσα λεπτομερή και περιγραφικά και
σε ποιους τύπους ανήκουν κυρίως; Πώς αποδίδεται η τρίτη διάσταση; Με αξονομετρικά, ισομετρικά ή προοπτικά σχέ-
δια; Ή με συμβολισμούς (παχύτερα περιγράμματα ή γραμμοσκίαση) στα σχέδια ορθογραφικής προβολής (κατόψεις και
τομές); Πόσα και ποια σχέδια είναι αυστηρά αρχιτεκτονικά και πόσα και ποια αντίστοιχα έχουν χαρακτήρα ανασκαφικό
και ευρύτερα αρχαιολογικό; Τέλος, πόσα και ποια σχέδια και ψηφιακές εικόνες προωθούν την αποτύπωση, την ανάλυση
και την ερμηνεία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων αντίστοιχα;
Τα συνολικά χαρακτηριστικά του εικονιστικού επιστημονικού λόγου μιας τελικής δημοσίευσης ανασκαφής
πρέπει στη συνέχεια να συσχετισθούν με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του γλωσσικού επιστημονικού λόγου, δηλαδή
με τα κείμενα που εικονογραφούν, αναλύουν και ερμηνεύουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Μια γρήγορη ματιά σε
τελικές δημοσιεύσεις φανερώνει μια ποικιλία προσεγγίσεων. Σε άλλες δημοσιεύσεις η αρχιτεκτονική υπάγεται στο
ενιαίο κεφάλαιο της ανασκαφής και της στρωματογραφίας, ενώ αλλού της αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο. Υπάρχουν
δημοσιεύσεις που εξαντλούνται στην περιγραφή των ευρημάτων, ακινήτων και κινητών, ανά ανασκαφική τομή ή ανά
χώρο, π.χ. ανά δωμάτιο. Άλλες δημοσιεύσεις επιχειρούν συνοπτικότερη και άλλες αναλυτικότερη εξέταση της οικοδο-
μικής τέχνης, δηλαδή της μορφής των αρχιτεκτονικών στοιχείων, των υλικών και των μεθόδων δομής. Πολλές φορές
και το ύφος του κειμένου διαφέρει. Τα κείμενα των παλαιών δημοσιεύσεων, ιδίως των αρχών του 20ού αιώνα, συντί-
θενται από αφηγήσεις των ανασκαφικών πεπραγμένων και από περιγραφές των κυριοτέρων ευρημάτων. Άλλα κείμενα
προσφέρουν μια νοητή ξενάγηση στους επιμέρους χώρους και στα ευρήματά τους, με ενδεικτικά σχόλια και για την
αρχιτεκτονική και για τη χρήση του κάθε χώρου. Αλλού η λεπτομερής περιγραφή κάθε αρχιτεκτονικού στοιχείου έχει
τη μορφή λήμματος καταλόγου αρχιτεκτονικών ευρημάτων και αλλού το κείμενο είναι συνεχές και ρέον. Σε κάποιες
δημοσιεύσεις υπάρχουν εκτενή ερμηνευτικά συμπεράσματα, ενώ σε άλλες απουσιάζουν εντελώς.
Γίνεται σαφές ότι η κάθε δημοσίευση τηρεί συγκεκριμένη στάση απέναντι στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, και
το ερώτημα που προκύπτει αφορά τη σχέση των εικόνων με το κείμενο. Συμβαδίζουν οι δύο αυτοί τρόποι εκφοράς
επιστημονικού λόγου ή αποκλίνουν; Αξιοποιούνται, λόγου χάρη, κάποιες ελεύθερες αναπαραστάσεις με αντίστοιχα
πλούσια συμπεράσματα; Εικονογραφείται επαρκώς μια ανάλυση χρήσης χώρων; Και προχωρώντας πιο βαθιά,
σε ζητήματα δομής και συγκρότησης της επιστημονικής γνώσης στα οποία ενδεχομένως υπεισέρχεται μια τελική
δημοσίευση ανασκαφής, ποια η θέση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων σε σχέση με το κείμενο;
Τα πρώτα οπτικοποιούν τα πορίσματα του δεύτερου ή το δεύτερο σχολιάζει τις πρώτες; Μολονότι έχουμε συνηθίσει
στην κυριαρχία του κειμένου και την υπαγωγή σε αυτό των εικόνων, στην προκειμένη περίπτωση των αρχιτεκτονικών
σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων, ήδη από τα πρώτα βήματα της αρχαιολογίας ως επιστήμης συχνά συνέβαινε το
αντίθετο το κείμενο σχολίαζε τις εικόνες. Έχει ενδιαφέρον να προσδιορισθεί πότε αντιστράφηκε η σχέση εικόνας και
κειμένου στην αρχαιολογική επιστήμη και υπό ποίους όρους.
Ο συσχετισμός εικόνων και κειμένων οφείλει να λάβει υπόψη του και τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή τα
πρόσωπα που εκπόνησαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις ψηφιακές εικόνες και τους μελετητές και συγγραφείς των
κεφαλαίων σχετικά με την αρχιτεκτονική της θέσης στην εκάστοτε τελική δημοσίευση. Αρχιτεκτονικά σχέδια εκπονούν
αρχαιολόγοι, σχεδιαστές, τοπογράφοι και αρχιτέκτονες. Τα σχέδια των αρχαιολόγων είναι πιθανό να εστιάζουν σε
μεγάλο βαθμό και στις ανασκαφικές πληροφορίες, όχι μόνο στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Οι σχεδιαστές παράγουν
σχέδια που είναι συχνά παραστατικότερα, ενώ έχουν πιθανότατα μεγαλύτερη ευχέρεια και στο ελεύθερο σχέδιο, δηλαδή
στις αναπαραστάσεις. Αντίθετα οι τοπογράφοι δίνουν πάντοτε έμφαση στην αποτύπωση, ιδίως τη φωτογραμμετρική.
Τέλος ένας αρχιτέκτονας προφανώς και μπορεί να εκπονήσει όλα τα είδη αρχιτεκτονικών σχεδίων, ενώ η συμμετοχή
αρχιτέκτονα σε ανασκαφή συνήθως αποτελεί το λόγο για τον οποίο εκπονούνται συγκεκριμένοι τύποι σχεδίων, όπως
οι αρχιτεκτονικές τομές με αποκατάσταση της ανωδομής και τα αξονομετρικά σχέδια. Προφανώς οι διαχωρισμοί αυτοί
δεν είναι απόλυτοι. Ένας εκπαιδευμένος αρχαιολόγος μπορεί να σχεδιάσει ένα αξονομετρικό και ένας αρχιτέκτονας
μπορεί επίσης να σχεδιάσει μια ελεύθερη αναπαράσταση. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δημιουργήσει νέες υβριδικές
ειδικότητες, όπως αρχαιολόγους ειδικευμένους στα ΓΣΠ, αρχιτέκτονες φωτογραμμέτρες, γραφίστες ειδικευμένους στην
τρισδιάστατη μοντελοποίηση, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με αρχιτεκτονική μελέτη αποκατάστασης της ανωδομής
ενός κτηρίου, κ.ο.κ. Ακόμα και έτσι καθίσταται σαφής η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη τα πρόσωπα πίσω από τα
αρχιτεκτονικά σχέδια και τις ψηφιακές εικόνες κάθε δημοσίευσης, διότι μπορεί οι ιδιότητές τους να εξηγούν κάποιες
επιλογές ή προτιμήσεις σε συγκεκριμένους τύπους εικόνων.
Αντίστοιχη διερεύνηση πρέπει να γίνει και σε σχέση με τους συγγραφείς των σχετικών κειμένων. Πολύ συχνά
το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής το αναλαμβάνει ο διευθυντής της ανασκαφής, δηλαδή ένας αρχαιολόγος, ιδίως μάλιστα
αν το κεφάλαιο αυτό συνδυάζεται με τη στρωματογραφία της θέσης. Σε άλλες περιπτώσεις, όχι τόσο συχνά όμως, το

87
κεφάλαιο αυτό γράφεται από αρχιτέκτονα. Τότε το κείμενο έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει αυστηρά αρχιτεκτονικό
χαρακτήρα και συνήθως διακρίνεται από την παράθεση των ανασκαφικών δεδομένων. Μια ενδιάμεση περίπτωση είναι
αυτή κατά την οποία το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής γράφεται από αρχαιολόγους με ειδίκευση και ενίοτε και εκπαίδευση
στην αρχιτεκτονική, οι οποίοι συνήθως διακρίνονται για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους για την αρχιτεκτονική, χωρίς
όμως να επιθυμούν ή να είναι απαραίτητο να αποκτήσουν την ικανότητα εμβάθυνσης των αρχιτεκτόνων. Επομένως
τα είδη των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων και ο συσχετισμός τους με το κείμενο σχετίζονται
άμεσα με τη συγκρότηση και λειτουργία της ομάδας ανασκαφής, μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων μιας θέσης.
Για παράδειγμα, μπορεί μια ανασκαφική ομάδα να διαθέτει αρχιτέκτονα, αλλά ο διευθυντής της ανασκαφής να είναι
εμπειριστής και να προτιμά την παράθεση στοιχείων παρά την εκπόνηση αρχιτεκτονικών μελετών και των αντίστοιχων
εικόνων. Σε μια τέτοια περίπτωση οι δυνατότητες του αρχιτέκτονα παραμένουν αναξιοποίητες.
Ωστόσο, ακόμη και όταν υπάρχει αγαστή συνεργασία μεταξύ αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, η σχέση τους
πάντοτε παρουσιάζει ενδιαφέρον και πρέπει να εξετάζεται. Όπως σημειώνει η Κ. Παλυβού (Palyvou, 2003, σ. 205-
206), το έργο του αρχαιολόγου και αυτό του αρχιτέκτονα διαφέρουν. Ο ένας προσπαθεί να κατανοήσει τη δράση
των ανθρώπων κατά το παρελθόν και ο άλλος να διαμορφώσει το περιβάλλον για τη δράση των ανθρώπων στο
μέλλον. Μολονότι ο αρχιτέκτονας συχνά αναζητά έμπνευση στο παρελθόν, ο τελικός στόχος είναι άλλος. Ακόμη και
ο αναστηλωτής των μνημείων του παρελθόντος λειτουργεί έτσι ώστε αυτά να είναι διαθέσιμα στους ανθρώπους στο
μέλλον. Ο αρχαιολόγος πάλι έχει πιο «άυλο» στόχο, την κατανόηση της ιστορικής και κοινωνικής σημασίας ενός
κτηρίου μέσα από τα λείψανά του. Συνεπάγεται ότι είναι εξαιρετικά σημαντική η κατά το δυνατόν λεπτομερέστερη
χαρτογράφηση των σχέσεων αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων σε κάθε ανασκαφή και δημοσίευση προϊστορικής θέσης
στο Αιγαίο, διότι έτσι καθίσταται καλύτερα κατανοητό το τελικό προϊόν της συνεργασίας τους, δηλαδή τα κείμενα και
οι εικόνες μέσω των οποίων δημοσιεύεται η αρχιτεκτονική της εκάστοτε θέσης.
Η έρευνα για τους συντελεστές της τελικής δημοσίευσης πρέπει να λάβει υπόψη της και το επιστημολογικό
υπόβαθρο, δηλαδή το παράδειγμα ή τη σχολή σκέψης στην οποία ανήκουν τουλάχιστον οι αρχαιολόγοι και ιδίως
ο εκάστοτε διευθυντής ανασκαφής και ο υπεύθυνος της δημοσίευσης της αρχιτεκτονικής. Όπως έχει σημειωθεί σε
προηγούμενο κεφάλαιο, οι παραδοσιακοί αρχαιολόγοι ήσαν πολύ πιο θετικά διακείμενοι απέναντι στις αρχιτεκτονικές
αναπαραστάσεις απ’ ό,τι οι εκπρόσωποι της νέας αρχαιολογίας. Όπως σημειώθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο,
το ενδιαφέρον για τις αναπαραστάσεις αναζωπυρώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπό την επιρροή αφενός της
μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας και αφετέρου της δυνητικής αρχαιολογίας. Ο βαθμός δηλαδή στον οποίο οι συντελεστές
μιας τελικής δημοσίευσης ακολουθούν τις επιστημολογικές εξελίξεις της αρχαιολογίας ενδέχεται να έχει παίξει το ρόλο
του στη διαμόρφωση του επιστημονικού τους λόγου σε σχέση με την παρουσίαση, μελέτη και ερμηνεία, άρα και την
απεικόνιση, των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της θέσης που δημοσιεύουν.
Τέλος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι πρακτικοί παράγοντες που καθορίζουν την ανασκαφή και τη
δημοσίευση μιας θέσης. Μια σωστική ανασκαφή έχει στενό χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης και ενδέχεται να περιορισθεί
σε σχέδια αποτύπωσης (κατόψεις και συνδυασμούς στρωματογραφικών και αρχιτεκτονικών τομών). Ο ίδιος περιορισμός
ενδέχεται να προκύψει και για οικονομικούς λόγους, εφόσον η χρηματοδότηση της ανασκαφής είναι περιορισμένη
και δεν επιτρέπει, για παράδειγμα, τη συνεργασία με αρχιτέκτονες ή τοπογράφους, αλλά βασίζεται στις ικανότητες
των ανασκαφέων. Στους πρακτικούς παράγοντες ανήκουν και τα ζητήματα ενδοτικά. Για παράδειγμα, δεν είναι όλοι
οι εκδοτικοί οίκοι πρόθυμοι να περιλάβουν στην εκάστοτε έκδοση τα μεγάλου μεγέθους αρχιτεκτονικά σχέδια που
διπλώνουν στο τέλος του βιβλίου. Κάποιοι εκδότες προτιμούν την τοποθέτηση όλων των εικόνων σε ειδικούς πίνακες
στο τέλος του βιβλίου, ενώ άλλοι επιτρέπουν την ενσωμάτωση των εικόνων μέσα στο κύριο σώμα του κειμένου. Κάποιοι
εκδότες δεν επιτρέπουν να συμπεριληφθούν έγχρωμες εικόνες, ενώ άλλοι δεν επιθυμούν το κείμενο να συνοδεύεται από
ψηφιακούς δίσκους (CD ή DVD-Rom).
Τέλος δεν έχουν όλα τα ανασκαφικά προγράμματα τον ίδιο οικονομικό προϋπολογισμό και άρα την ίδια ευχέρεια
μέσων. Ως προς την τελευταία μάλιστα τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ κατά τα τελευταία 150 χρόνια χάρη στην
πρόοδο που έχει σημειώσει η προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου ως επιστημονικός κλάδος. Πριν από τον 20ό αιώνα
οι φωτογραφίες, αλλά και τα σχέδια έπρεπε να μεταφερθούν σε χαρακτικό για να τυπωθούν. Επομένως μετά το χέρι του
αρχιτέκτονα/τοπογράφου/σχεδιαστή μεσολαβούσε το χέρι του χαράκτη. Στην πορεία του 20ού αιώνα κατέστη δυνατό
να τυπώνονται οι φωτογραφίες, αλλά σε ειδικό χαρτί. Για το λόγο αυτό δεν τοποθετούνταν μέσα στο κείμενο, αλλά σε
ειδικές σελίδες πινάκων, είτε παρένθετων είτε στο τέλος της δημοσίευσης. Αντίθετα τα σχέδια ενσωματώνονταν στο
κείμενο, με εξαίρεση τα μεγάλου μεγέθους, τα οποία τοποθετούνταν είτε, σπανιότερα, παρένθετα είτε, συνήθως, στο
τέλος της δημοσίευσης. Αυτοί οι πρακτικοί παράγοντες επηρέαζαν συχνά την επιλογή των εικόνων από τον αρχαιολόγο-
διευθυντή της ανασκαφής και υπεύθυνο για την τελική της δημοσίευση, ιδίως στην περίπτωση που υπήρχαν εκδοτικοί
περιορισμοί, είτε καθαρά τεχνικοί είτε οικονομικοί (Connah, 2010, σ. 91-135).
Άρα οι εικόνες είναι και φυσικές οντότητες με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αποτελούνται δηλαδή
συνήθως από μελάνι και χαρτί. Σπανιότερα είναι ψηφιακές οντότητες, που αποτελούνται από megabytes και έχουν
ανάγκη τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και την οθόνη του ως υλικά μέσα παρουσίασής τους. Εντυπώνεται καλύτερα
88
μια εικόνα που βλέπουμε σε άμεσο συσχετισμό με το κείμενο από μια εικόνα για την οποία πρέπει να διακόψουμε τη
ροή εργασίας μας. Εδώ οφείλουμε να θυμηθούμε μια σημείωση προηγούμενου κεφαλαίου σχετικά με τους Bolter &
Grusin (1999), οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι το υλικό μέσο θέασης μιας εικόνας παίζει καίριο ρόλο στην πρόσληψη
και αξιολόγησή της. Ωστόσο, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, ο τρόπος πρόσληψης ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου δεν
έχει να κάνει μόνο με το πώς το σχέδιο αυτό κωδικοποιεί την πληροφορία, ούτε μόνο με το πώς αυτό συσχετίζεται
επιστημολογικά με ένα κείμενο, αλλά και με το πώς συσχετίζεται σε φυσικό επίπεδο και με το κείμενο και με τον θεατή/
αναγνώστη. Αυτός ο φυσικός τρόπος είναι συνάρτηση πρακτικών και καμιά φορά παραγόντων που παρερμηνεύονται
ως τετριμμένοι ή αυτονόητοι. Για το λόγο αυτό η εξέταση του επιστημονικού ρόλου των αρχιτεκτονικών σχεδίων και
των ψηφιακών εικόνων προϊστορικών μνημείων οφείλει να λάβει υπόψη της και αυτές τις παραμέτρους.

5. Προς μια «γενεαλογία» της έρευνας για την προϊστορική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η περιγραφή των μεθοδολογικών κατευθύνσεων που πρέπει να ακολουθήσει η εξέτα-
ση του επιστημονικού ρόλου των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων και είναι χρήσιμη μια ανακεφα-
λαίωση. Ο τρόπος με τον οποίο οι εικόνες κωδικοποιούν την αρχιτεκτονική πληροφορία μπορεί να σχετίζεται με το αν
είναι σχέδια αποτύπωσης ή όχι, αν συμπληρώνουν την υπάρχουσα εικόνα ή όχι, αν οι συμπληρώσεις είναι διακριτές, αν
υπάρχουν επιπλέον πληροφορίες πέρα από τις αρχιτεκτονικές, όπως ανασκαφικές ή πληροφορίες σχετικά με τα κινητά
ευρήματα και άρα τη χρήση του χώρου. Ανάλογα με το συνδυασμό των χαρακτηριστικών αυτών κάποια σχέδια εξυ-
πηρετούν περισσότερο την περιγραφή, άλλα τη μελέτη και άλλα την ερμηνευτική τοποθέτηση της αρχιτεκτονικής στο
ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής της. Αν τα αρχιτεκτονικά σχέδια και οι ψηφιακές εικόνες παράγουν γνώση,
τότε αποτελούν ένα είδος εικονιστικού λόγου και οι παραπάνω ερωτήσεις μπορούν να σκιαγραφήσουν τα χαρακτηρι-
στικά του σε κάθε τελική δημοσίευση προϊστορικής ανασκαφής στο Αιγαίο.
Το επόμενο βήμα είναι η εξέταση της σχέσης του εικονιστικού λόγου με τα κείμενα της δημοσίευσης, τα οποία
πρέπει επίσης να εξετασθούν ως προς τη βαρύτητα που δίνουν σε καθένα από τα μέρη του τετράπτυχου ανασκαφή-
περιγραφή αρχιτεκτονικών καταλοίπων-μελέτη αρχιτεκτονικής-ερμηνευτικά συμπεράσματα. Έτσι τοποθετούνται τα
αρχιτεκτονικά σχέδια και οι ψηφιακές εικόνες στο επιστημονικό πλαίσιο της τελικής δημοσίευσης. Ωστόσο πρέπει
να ληφθούν υπόψη και οι επιρροές που άσκησαν και κάποιοι άλλοι παράγοντες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι
επιστημονικές ιδιότητες και το επιστημολογικό υπόβαθρο των δημιουργών των σχεδίων και των συγγραφέων των
κειμένων, καθώς και πρακτικοί παράγοντες, όπως οι οικονομικές, τεχνολογικές και εκδοτικές δυνατότητες μέσα στις
οποίες υλοποιήθηκαν η μελέτη και η δημοσίευση των ευρημάτων της εκάστοτε ανασκαφής.
Στα επόμενα κεφάλαια η παραπάνω διαδικασία θα ακολουθηθεί για καθεμιά από τις τελικές δημοσιεύσεις
προϊστορικών μη ταφικών αρχαιολογικών θέσεων στο Αιγαίο. Η πραγμάτευση που ακολουθεί έχει ως στόχο την
αποτύπωση της εξέλιξης των πρακτικών απεικόνισης και μελέτης της προϊστορικής αρχιτεκτονικής από τα πρώτα
βήματα της συγκρότησης της αρχαιολογίας του προϊστορικού Αιγαίου σε διακριτό κλάδο της αρχαιολογικής επιστήμης
έως σήμερα. Επομένως θα επιχειρηθεί μια αφήγηση της ιστορίας της έρευνας κυρίως μέσα από τα αρχιτεκτονικά σχέδια
και (για τα πρόσφατα χρόνια) μέσα από τις ψηφιακές εικόνες. Η αφήγηση αυτή στοχεύει σε μια συμβολή «πραγματικής
και αποτελεσματικής» ιστορίας (Nietzsche, 1887/2008, σ. 162. Ενδεικτικά σχόλια: Schacht, 1994. Ward, 2007). Η
τελευταία δεν θα επιδιώξει την απλοϊκή και στατική περιγραφή εικόνων τελικών δημοσιεύσεων κατά χρονολογική
ακολουθία. Αντίθετα θα προσπαθήσει να καταλάβει την ιστορική συγκρότηση του επιστημονικού λόγου για την προϊ-
στορική αρχιτεκτονική, μέσα από τους αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς, τις αλλεπάλληλες τομές και επανερμηνείες
και τις επιμέρους εξελίξεις που έλαβαν χώρα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα (Ward, 2007, σ. 85).
Για το σκοπό αυτό το σύνολο των δημοσιεύσεων ανασκαφών σε προϊστορικές μη ταφικές θέσεις του Αιγαίου θα
αντιμετωπισθεί ως ένα σώμα γνώσης το οποίο περιλαμβάνει και τη γνώση για την προϊστορική αρχιτεκτονική, η οποία
μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαίτερα. Το σώμα αυτό θα υποβληθεί σε μια χειρουργική ανατομία (Nietzsche, 1887/2008, σ. 83)
με στόχο την κατανόηση και την αξιολόγηση της διαχρονικής και ιστορικής του συγκρότησης (Blondel, 1994, σ. 310).
Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή στη φιλοσοφία και την ιστορία των επιστημών ως «γενεαλογία». Κύριο χαρακτηριστικό
της είναι ότι αντιμετωπίζει κάθε μορφή έρευνας, όπως, εν προκειμένω, την έρευνα για την προϊστορική αρχιτεκτονική
στο Αιγαίο, ως δυναμική και συνεπώς ατελή και ετεροσυγκροτημένη (Dreyfus & Rabinow, 1982/1983, σ. 107). Όντως
το σώμα των τελικών δημοσιεύσεων προϊστορικών θέσεων στο Αιγαίο όπου βασίζεται η μελέτη της προϊστορικής
αρχιτεκτονικής είναι και ιστορικά και ετερόκλητα συγκροτημένο. Αυτό συμβαίνει διότι είναι αντίστοιχα ετερόκλητα
συγκροτημένη καθεμιά από τις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών που απαρτίζουν αυτό το σώμα δημοσιεύσεων, αλλά
και καθένα από τα επιμέρους αρχιτεκτονικά σχέδια ή καθεμιά από τις ψηφιακές εικόνες που περιέχει η κάθε δημοσίευση.
Η γενεαλογία της έρευνας δίνει έμφαση στις ετερόκλητες συγκροτήσεις, διότι μέσα από αυτές μπορεί να
διαγνώσει ασυνέχειες στην έρευνα, τις οποίες θεωρεί κομβικής σημασίας για την εξέλιξη της τελευταίας (Foucault,
1969/1987, σ. 102-108). Η έννοια της ασυνέχειας μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από δύο παραδείγματα. Το πρώτο
89
παράδειγμα αφορά την ασυνέχεια ανάμεσα στην αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική. Η πρώτη δανείζεται μεθόδους
και πρακτικές απεικόνισης και μελέτης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων από τη δεύτερη, είτε άμεσα, δηλαδή με τη
συμμετοχή αρχιτεκτόνων στην αρχαιολογική διαδικασία, είτε έμμεσα, χρησιμοποιώντας τύπους αρχιτεκτονικών σχεδίων
σε αρχαιολογικές μελέτες. Εφόσον, όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι στόχοι του αρχαιολόγου και του αρχιτέκτονα δεν
ταυτίζονται, είναι αναμενόμενο το ότι τα δάνεια από την αρχιτεκτονική δεν μεταφέρονται αυτούσια στην αρχαιολογία,
αλλά η τελευταία τα εντάσσει στο πλαίσιο των δικών της επιστημολογικές αρχές. Έτσι προκύπτει η ασυνέχεια στην
επιστημονική θεωρία, μέθοδο και πρακτική.
Άλλη ασυνέχεια αφορά την εξέλιξη μέσα στην ίδια την αρχαιολογική επιστήμη. Όπως έχει σημειώσει ο Trigger
(1989/2005, σ. 16), τα εκάστοτε επιστημολογικά παραδείγματα, όπως η νέα αρχαιολογία και η μεταδιαδικαστική
αρχαιολογία, δεν επηρέασαν με τρόπο σαρωτικό την αρχαιολογική σκέψη και πρακτική, αλλά αφομοιώθηκαν με
τρόπο μη γραμμικό και με διαφορετικούς ρυθμούς από τον κάθε αρχαιολόγο. Χαρακτηριστική περίπτωση επιλεκτικής
αφομοίωσης είναι αυτή της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου, η οποία και σήμερα ακόμη υπηρετείται από
αρχαιολόγους που ακολουθούν από τα πλέον παραδοσιακά έως τα πλέον πρωτοποριακά επιστημολογικά παραδείγματα.
Ως φαίνεται, η επιστημονική πρωτοπορία στο προϊστορικό Αιγαίο εδώ νοούμενο ως υποπεδίο της αρχαιολογικής
επιστήμης έχει προχωρήσει και συνεχίζει να προχωράει ταυτόχρονα με πολλούς και διαφορετικούς ρυθμούς. Για το
λόγο αυτό υπάρχουν τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών που εκδόθηκαν μεν την ίδια χρονιά, αλλά η καθεμία υιοθετεί
εντελώς διαφορετική προσέγγιση στο αρχαιολογικό υλικό. Αυτή είναι μια άλλου τύπου ασυνέχεια.
Οι ασυνέχειες προκύπτουν είτε όταν οι καθιερωμένες επιστημονικές μέθοδοι σταματούν να λειτουργούν, είτε
συνηθέστερα όταν μεταβάλλεται ο τρόπος λειτουργίας τους. Όπως αναφέρθηκε, ο αρχαιολόγος θα χρησιμοποιήσει με
διαφορετικό τρόπο τις αρχιτεκτονικές πρακτικές εκπόνησης σχεδίων και σίγουρα θα τα διαβάσει διαφορετικά από έναν
αρχιτέκτονα. Εν προκειμένω δεν έχει τόση σημασία αν είναι σωστή ή όχι αυτή η διαφοροποίηση. Περισσότερη σημα-
σία έχει το αναπόφευκτο γεγονός ότι το αρχιτεκτονικό σχέδιο ενός αρχαιολόγου, έστω και ελλιπές ή μη τυπικό από τη
σκοπιά του αρχιτέκτονα, κερδίζει μια θέση στο ερευνητικό πεδίο μέσα από μια τελική δημοσίευση ανασκαφής και έτσι
πυροδοτεί περαιτέρω έρευνα. Επομένως μέσα από τις ασυνέχειες ο επιστημονικός λόγος διαθλάται προς νέες και συχνά
απροσδόκητες κατευθύνσεις.
Από τα παραπάνω έπεται ότι χρέος της γενεαλογικής προσέγγισης είναι ο εντοπισμός κομβικών σημείων που
ενδεχομένως επηρέασαν με ανάλογους διαθλαστικούς τρόπους τη μελέτη της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Κάποια από
αυτά τα κομβικά σημεία μπορεί να αφορούν ευρήματα, όπως τα καλά σωζόμενα κτήρια του Ακρωτηρίου της Θήρας. Άλλα
τέτοια σημεία μπορεί να σχετίζονται με πρόσωπα, όπως η έλευση του Wilhelm Dörpfeld στην Ελλάδα. Κομβικά επίσης
σημεία είναι οι επιστημολογικές αλλαγές, όπως η νέα αρχαιολογία, αλλά και η δημιουργία ερευνητικών υποδομών,
όπως το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας, το οποίο έχει προωθήσει πολύ τις τελικές δημοσιεύσεις προϊστορικών
ανασκαφών στην Ελλάδα. Τέλος κομβικά σημεία μπορούν να είναι οι ίδιες οι δημοσιεύσεις, με χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα το The Palace of Minos του Evans, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει η κομβικής σημασίας συμβολή της
τεχνολογικής εξέλιξης, όπως η υιοθέτηση ψηφιακών μέσων στην αρχαιολογική έρευνα.
Εκτός από της ασυνέχειες και τα κομβικά σημεία, η γενεαλογία της έρευνας δίνει εξίσου μεγάλη σημασία
στον διαλεκτικό χαρακτήρα της κάθε επιστήμης, άρα και της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου. Ο διαλεκτικός
χαρακτήρας υπογραμμίζεται και από την ετερόκλητη συγκρότηση της έρευνας για την προϊστορική αρχιτεκτονική,
για την οποία έγινε λόγος παραπάνω. Επομένως, εκτός από τα κομβικά σημεία, οφείλουμε να εξετάσουμε πώς και
κατά πόσο έγιναν αποδεκτές οι κατευθύνσεις για τη μελέτη της προϊστορικής αρχιτεκτονικής που προώθησε καθένας
από αυτούς τους κόμβους της έρευνας. Συμπερασματικά, το γενικό ερώτημα μιας γενεαλογίας της έρευνας για την
προϊστορική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο έχει ως εξής: Πώς υλοποίησε η κάθε τελική δημοσίευση ανασκαφής στο Αιγαίο
καθιερωμένες και πρωτοπόρες προδιαγραφές διεξαγωγής έρευνας και μελέτης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και
κατά πόσο συνέβαλε με αυτόν τον τόπο στη στροφή της αιγαιακής προϊστορικής έρευνας προς τη μια ή την άλλη
κατεύθυνση;

6. Η περιοδοποίηση των δημοσιεύσεων της αιγαιακής προϊστορίας

Με τις παραπάνω σκέψεις κατά νου μπορούμε να περάσουμε στο επόμενο μέρος του βιβλίου, την καθαυτό εξέταση
του εικονιστικού λόγου στην αιγαιακή προϊστορία. Αυτή διαρθρώνεται στα έξι επόμενα κεφάλαια. Το πέμπτο κεφάλαιο
αφορά τους περιηγητές του 18ου και του 19ου αιώνα και τη δράσης τους, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση
της προϊστορικής αρχαιολογίας. Το έκτο κεφάλαιο εστιάζει σε τέσσερις ιδρυτικές μορφές της προϊστορικής αρχαιολογίας
του Αιγαίου, τον Heinrich Schliemann, ανασκαφέα της Τροίας, των Μυκηνών και της Τίρυνθας τον Wilhelm Dörpfeld,
αρχιτέκτονα με σημαντική αρχαιολογική δράση στην Τίρυνθα, την Ολυμπία και τη Λευκάδα, τον Χρήστο Τσούντα, κατά
πολλούς «πατέρα» της μυκηναϊκής αρχαιολογίας και θεμελιωτή της έρευνας για τη νεολιθική Ελλάδα και τις πρώιμες
Κυκλάδες και, τέλος, τον Arthur Evans, ανασκαφέα της Κνωσού και θεμελιωτή της μινωικής αρχαιολογίας. Το έβδομο
90
κεφάλαιο παρακολουθεί τους υπόλοιπους αρχαιολόγους που έδρασαν περίπου στο ίδιο διάστημα με τους τέσσερις
προαναφερθέντες, δηλαδή στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και έως και το 1950. Το διάστημα αυτό σήμανε
το μετασχηματισμό της αρχαιολογίας σε σύγχρονη επιστήμη και την επικράτηση του παραδοσιακού παραδείγματος,
αυτού της πολιτισμικής ιστορίας.
Το όγδοο κεφάλαιο παρακολουθεί τις εξελίξεις στην έρευνα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος αποτέλε-
σε σημαντική ιστορική τομή από πολλές απόψεις. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει και τις δημοσιεύσεις που εκδόθηκαν
μέχρι και το 1990. Στο μακρύ αυτό διάστημα αποκρυσταλλώθηκε το παραδοσιακό παράδειγμα, αλλά ξεκίνησε και η
αναθεώσησή του, ιδίως με την έκδοση του The Emergence of Civilisation του Colin Renfrew το 1972. Το βιβλίο αυτό
αποτέλεσε την αφετηρία για τη σταδιακή προσχώρηση της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου στη νέα ή διαδικα-
στική αρχαιολογία. Το ένατο κεφάλαιο ασχολείται με το διάστημα 1990 2005,το οποίο χαρακτηρίζεται αφενός από τη
σταδιακή εισχώρηση του μεταδιαδικαστικού παραδείγματος στην έρευνα για το Αιγαίο και αφετέρου από την προοδευ-
τική χρήση ψηφιακών τεχνολογιών. Το δέκατο κεφάλαιο ασχολείται με τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, καθώς
και τις τρέχουσες εξελίξεις. Το ενδέκατο κεφάλαιο ανακεφαλαιώνει τα κυριότερα συμπεράσματα και τα συνδέει με όσα
έχουν γραφτεί στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια, ολοκληρώνοντας με μια αναστοχαστική διάθεση την ιστορική αναδρομή
στις επιστημολογικές εξελίξεις της αιγαιακής προϊστοριολογίας.

Βιβλιογραφία

Adkins, L. & Adkins, R. A. (1989). Archaeological illustration. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 978-
0-521103176.
Blondel, E. (1994). The question of genealogy. Στο R. Schacht (επιμ.), Nietzsche, genealogy, morality. Essays on
Nietzsche’s genealogy of morals (σ. 249267). Los Angeles: University of California Press. ISBN: 978-
0520083189.
Buccellati, G. (1985). Stratigraphic sections. Στο Dillon, B. D. (επμ.), The student’s guide to archaeological illustrat-
ing (Archaeological Research Tools, τ. 1, 2η έκδ., σ. 65-76). Los Angeles: Institute of Archaeology, University
of California Los Angeles (έκδοση πρωτοτύπου 1981). ISBN: 0-917956-38-9.
Bolter, J. D. & Grusin, R. (1999). Remediation. Understanding new media. Cambridge MA & Λονδίνο: MIT Press.
ISBN: 978-0262522793.
Connah, G. (2010). Writing about archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 978-0521868501.
Δοξιάδης, Κ. (2011). Η μέθοδος του Φουκώ, Νέα Εστία 1843, σ. 630-637. ISSN: 0028-1735.
Dreyfus, H. L. & Rabinow, P. (1983). Michel Foucault: beyond structuralism and hermeneutics (2η έκδ.). Σικάγο:
University of Chicago Press (έκδοση πρωτοτύπου 1982). ISBN: 978-0226163123.
Forte, M. (2014). Virtual reality, cyberaerchaeology, teleimmersive archaeology. Στο F. Remondino & S. Campana
(επιμ.), 3D recording and modeling. Theory and best practices (BAR International Series, 2695, σ. 113-127).
Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407312309.
Foucault, M. (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης (μτφ. Κ. Παπαγιώργης). Αθήνα: Εξάντας (έκδοση πρωτοτύπου 1969).
ISBN: 978-9602560556.
Graham, J. W. (1962). The palaces of Crete. Princeton: Princeton University Press.
Johnson, M. C. (1985). Architectural reconstruction drawings. Στο Dillon, B. D. (επιμ.), The student’s guide to archae-
ological illustrating (Archaeological Research Tools, τ. 1, 2η έκδ., σ. 55-64). Los Angeles: Institute of Archae-
ology, University of California Los Angeles (έκδοση πρωτοτύπου 1981). ISBN: 0-917956-38-9.
Klynne, A. (1998). Reconstructions of Knossos: artists’ impressions, archaeological evidence and wishful thinking,
JMA 11 (2), σ. 206-229. Doi: 10.1558/jmea.v11i2.206.
Maynard, P. (2005). Drawing distinctions: the varieties of graphic expression. Νέα Υόρκη: Cornell University Press.
ISBN: 978-0801472800.
Nietzsche, F. (2008). Γενεαλογία της ηθικής (μτφ. Ζ. Σαρίκας). Θεσσαλονίκη: Βάνιας (έκδοση πρωτοτύπου 1887).
ISBN: 978-9602881958.
Palyvou, C. (2003). Architecture and archaeology: the Μinoan palaces in the twenty-first century. Στο J. K. Cos-
91
mopoulos & M. Loventhal (επιμ.), Theory and practice in Mediterranean archaeology: Old World and New
world perspectives (Cotsen Advanced Seminars, 1, σ. 205-233). Los Angeles: The Cotsen Institute of Archae-
ology Press. ISBN: 978-1931745109.
Palyvou, C. (2005). Akrotiri, Thera: an architecture of affluence 3,500 years old (Prehistory Monographs,15).
Φιλαδέλφεια: INSTAP Academic Press. ISBN: 978-1931534147.
Papadopoulos, C. (2010). Death management and virtual pursuits: a virtual reconstruction of the Minoan cemetery at
Phourni, Archanes. Examining the use of tholos tomb C and burial building 19 and the role of illumination,
in relation to mortuary practices and the perception of life and death by the living (BAR International Series,
2082). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407305585.
Symour, T. P. (1985). Architectural floor plans. Στο Dillon, B. D. (επιμ.), The student’s guide to archaeological il-
lustrating (Archaeological Research Tools, τ. 1, 2η έκδ., σ. 47-54). Los Angeles: Institute of Archaeology,
University of California Los Angeles (έκδοση πρωτοτύπου1981). ISBN: 0-917956-38-9.
Trigger, B. G. (2005). Mια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (μτφ. Β. Λαλιώτη). Αθήνα: Αλεξάνδρεια (έκδοση
πρωτοτύπου 1989). ΙSBN: 960-2213175.
Wittur, J. (2013). Computer-generated 3D-visualisations in archaeology: between added value and deception (BAR
International Series, 2463). Οξφόρδη: Archaeopress. ISBN: 978-1407310718.

Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Η κάτοψη και η τομή είναι Α) ορθές προβολές των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, Β) πλάγιες προβολές των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων, Γ) πιστές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, Δ) τίποτε από τα παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
Α) ορθές προβολές των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Τα αξονομετρικά σχέδια είναι Α) συνήθως έργο των αρχιτεκτόνων, Β) ερμηνευτικά, Γ) τεχνικά σχέδια, Δ) όλα τα
παραπάνω, Ε) το Α) και το Γ).

Απάντηση / Λύση
Δ) όλα τα παραπάνω.

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Πώς εξετάζεται η θέση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και των ψηφιακών εικόνων σε μια τελική δημοσίευση
ανασκαφής; Χαρακτηρίστε με ορθό / λάθος τις παρακάτω απαντήσεις:
Α) Με στατιστική ανάλυση των διαφορετικών τύπων εικόνων.
Β) Με στατιστική ανάλυση μόνο του πλήθους σχεδίων αποτύπωσης.
Γ) Με σύγκριση του πλήθους των τεχνικών σχεδίων και των ελεύθερων αναπαραστάσεων.
Δ) Με το επιστημολογικό υπόβαθρο των συντελεστών της δημοσίευσης.
Ε) Με την επαγγελματική κατάσταση του διευθυντή της ανασκαφής.
ΣΤ) Με την οικονομική κατάσταση του διευθυντή της ανασκαφής.
Ζ) Με τις οικονομικές δυνατότητες του προγράμματος της ανασκαφής και της δημοσίευσης.
Η) Με την πρόοδο στην τεχνολογία που χρησιμοποιούν οι εκδοτικοί οίκοι.

Απάντηση / Λύση
Ορθό: Α), Γ), Ζ), Η). Λάθος: Β), Δ), Ε), ΣΤ).

92
Κριτήριο αξιολόγησης 4
Η γενεαλογική προσέγγιση στην ιστορία της έρευνας Α) ψάχνει για ασυνέχειες στην εξέλιξη των επιστημονικών
πρακτικών, Β) ψάχνει για συνέχειες στην εξέλιξη των επιστημονικών πρακτικών, Γ) ψάχνει και τα δύο, Δ) δεν
ψάχνει τίποτε από τα δύο.

Απάντηση / Λύση
Γ) ψάχνει και τα δύο.

93
Κεφάλαιο 5. Η προδρομική περίοδος της προϊστορικής αρχαιολογίας στο
Αιγαίο: Οι περιηγητές του 19ου αιώνα

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει την ενασχόληση με τα προϊστορικά μνημεία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και μετά τα
μέσα του 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή η αρχαιολογία, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν έχει συγκροτηθεί ως επιστήμη.
Ασκείται κυρίως από περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονται την Ελλάδα με σκοπό να βαδίσουν στα χνάρια του Παυσανία και
του Στράβωνα και να καταγράψουν τα αρχαία μνημεία. Πολλοί περιηγητές δημοσίευσαν τις εντυπώσεις τους. Στα βιβλία
τους περιλαμβάνονται και εικόνες των μνημείων που επισκέφθηκαν, όπως κατόψεις, τομές, προοπτικά σχέδια, κατασκευ-
αστικές λεπτομέρειες και ελεύθερα σχέδια. Με την Επανάσταση του 1821 η ενασχόληση με τα μνημεία επισημοποιείται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη «αποστολή του Μοριά», η οποία τελούσε υπό τον απόλυτο κρατικό έλεγχο
της Γαλλίας. Η αποστολή αυτή δεν αλλάζει στην ουσία τον τρόπο έρευνας των περιηγητών, αλλά τον αναβαθμίζει σε ένα
πρώτο επιστημονικό πλαίσιο καθολικής και λεπτομερούς μελέτης και απεικόνισης των αρχαίων μνημείων. Κοινό στοιχείο
και της περιηγητικής και της πρωτόλειας επιστημονικής ενασχόλησης με τα προϊστορικά μνημεία είναι η προσήλωση στον
εμπειρισμό και στην αποτύπωση των καταλοίπων καθαυτά παρά στην προσπάθεια σχεδιαστικής τους αποκατάστασης.

1. Εισαγωγή

Η εξέταση της σημασίας των εικόνων στον αρχαιολογικό λόγο ξεκινά με την προδρομική περίοδο της αρχαιολογί-
ας στην Ελλάδα, συγκεκριμένα με το διάστημα από τα τέλη του 18ου αιώνα ως τις πρώτες ανασκαφές του Heinrich
Schliemann στις Μυκήνες το 1875. Κατά την περίοδο αυτή παρατηρείται αξιόλογη ενασχόληση με τα προϊστορικά
μνημεία, αν και η αρχαιολογία ήταν ακόμη επιστήμη υπό διαμόρφωση. Φιλόλογοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, τοπογρά-
φοι, αλλά και λογοτέχνες ή καλλιτέχνες, καθώς και εν γένει μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής ανήκουν σε αυτούς που
έδειξαν ενδιαφέρον για τα αρχαία μνημεία και ειδικότερα για τα προϊστορικά, που κυρίως μας ενδιαφέρουν εδώ. Λόγω
της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα οι περισσότεροι ήσαν Ευρωπαίοι, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα είτε
–και κυρίως– ως περιηγητές, είτε ως στρατιωτικοί ή / και διπλωμάτες, είτε συνδυάζοντας όλες τις παραπάνω ιδιότητες.
Λίγοι Έλληνες ξεχώρισαν για ανάλογα ενδιαφέροντα, ασφαλώς μετά την Επανάσταση του 1821 και κυρίως μετά την
έλευση του Όθωνα το 1834. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς επισκέφθηκαν θέσεις αρχαίων μνημείων,
κατέγραψαν, μελέτησαν και συχνά περιέγραψαν και απεικόνισαν στα δημοσιεύματά τους τις προϊστορικές αρχαιότητες,
κυρίως των Μυκηνών, της Τίρυνθας, του Ορχομενού και κατόπιν των Κυκλάδων και της Αττικής. Κάποιοι προχώρησαν
και σε μικρής κλίμακας ανασκαφές, οι οποίες ήταν πιο πολύ αποχωματώσεις αρχιτεκτονικών καταλοίπων ή διανοίξεις
τάφων. Οι εργασίες αυτές είχαν συνήθως στόχο την εύρεση και συλλογή τεχνέργων, που άλλοτε τα κρατούσαν οι ίδιοι
και άλλοτε τα πωλούσαν, κατά τη συνήθεια της εποχής.
Η πρώιμη αυτή αρχαιολογίζουσα κίνηση εντάσσεται στο ευρύτερο αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον των ανθρώπων της
εποχής για το παρελθόν, ωστόσο το επιστημολογικό της υπόβαθρο δεν είναι ενιαίο. Οι Michael Shanks και Christopher
Whitmore (Shanks, 2012, σ. 44–81, Shanks & Whitmore, 2010) έχουν πρόσφατα συγκρίνει τον Sir Walter Scott με
τον William Gell (για τον οποίο θα γίνει λόγος εκτενώς παρακάτω). Διαπιστώνουν ότι ο πρώτος προσέγγιζε τα αρχαία
μνημεία βιωματικά και με διάχυτη ρομαντική διάθεση συνύφανσης του παρελθόντος με το παρόν. Η προσέγγιση αυτή
εντέλει εξελίχθηκε στον πρόδρομο της επιστήμης της αρχαιολογίας, ο οποίος στον γερμανόφωνο κόσμο είναι γνωστός
με τον όρο «Altertumswissenschaft». Στα Ελληνικά ο όρος αυτός μπορεί να αποδοθεί ως «επιστήμη του παρελθόντος»,
η οποία συνδυάζει αρχαιολογία, ιστορία και φιλολογία. Στην περίπτωση της προϊστορικής αρχαιολογίας έμφαση δό-
θηκε στα ομηρικά έπη και στην αναζήτηση των θέσεων που περιγράφονται σε αυτά ως έδρες των αντίστοιχων ηρώων,
όπως το ανάκτορο του Μενελάου, η Ιθάκη και το αντίστοιχο ανάκτορο του Οδυσσέα κ.ο.κ. Οι ερευνητές της εποχής
ενδιαφέρθηκαν για την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας των μύθων, καθώς θεωρήθηκε ότι τα αρχαία κείμενα αφορ-
μώνται από την προηγούμενη χρονική περίοδο, δηλαδή την προϊστορία.
Ο Gell αντίθετα, πάντα σύμφωνα με τους Shanks και Whitmore, διακατέχεται από μια διάθεση για ιατροδι-
καστικά αποστασιοποιημένη και ακριβή περιγραφή των μνημείων. Η διάθεση αυτή διακρίνει και άλλους περιηγητές.
Εστίασε στα μνημεία καθαυτά και εκδηλώθηκε με επισκέψεις σε αρχαιολογικές θέσεις, με τη μελέτη και καταγραφή
των ακινήτων μνημείων, με τις πρώτες ανασκαφικές δράσεις και με τη συλλογή κινητών ευρημάτων. Σε αυτές τις δρά-
σεις συνήθως απουσίαζε η επιστημονική μεθοδολογία και στόχος ήταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημιουργία ιδιωτικών
συλλογών και η μεταβίβαση ή μεταπώλησή τους. Πιο συστηματική ήταν η ενασχόληση με τα αρχαία αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα, διότι η γνώση και η απεικόνισή τους προήγε το σχεδιασμό νεοκλασικών κτηρίων στην Ευρώπη.

94
Στην αγγλική γλώσσα το προεπιστημονικό αυτό αρχαιολογικό ενδιαφέρον αποκαλείται antiquarianism. Θα
ήταν χρήσιμο να αποδώσουμε την έννοια με τη λέξη «αρχαιοφιλία» και να τη διακρίνουμε σε αρχαιογνωσία, δηλαδή τη
ρομαντική προσέγγιση του Scott, και αρχαιοδιφία, δηλαδή την εμπειριστική προσέγγιση του Gell. Ωστόσο θα πρέπει να
έχουμε υπόψη μας ότι οι δύο αυτές επιστημολογικές τάσεις δεν ήσαν σαφώς διακριτές, και αυτό θα φανεί παρακάτω στη
λεπτομερή αναφορά στο έργο του Gell. Όσοι ασχολήθηκαν με τα προϊστορικά μνημεία της Ελλάδας συνήθως υιοθετού-
σαν μια μεικτή προσέγγιση, καθώς η χρήση των αρχαίων κειμένων ως βάσης της έρευνας δεν απέκλειε τη μελέτη των
ίδιων των μνημείων. Μολαταύτα υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο τάσεις, η οποία, κατά τον Shanks,
αφορά τη σχέση του παρελθόντος με το παρόν.
Η αρχαιοδιφία δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα μνημεία ως κατάλοιπα του παρελθόντος στο παρόν, δηλαδή ως
στοιχεία που διαρρηγνύουν την επίφαση του συνεχούς της τρέχουσας πραγματικότητας, για να αφήσουν το παρελθόν
να εισβάλει σε αυτήν και να μας θυμίσει το χρονικό βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης. Μολονότι οι αρχαιοδίφες είναι
καταρχήν αφοσιωμένοι στα μνημεία καθαυτά, ουσιαστικά προβληματίζονται για τη θέση αυτών των μνημείων στο σή-
μερα και αντιπαραθέτουν το παρελθόν στο παρόν. Οι αρχαιογνώστες πάλι περιορίζονται στην ανασύνθεση της εικόνας
του ίδιου του παρελθόντος. Γι’ αυτούς τα μνημεία αποτελούν αφορμές ή, αλλιώς, παράθυρα θέασης του παρελθόντος.
Το ενδιαφέρον των αρχαιογνωστών μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγέστερα ιστορικό σε σχέση με των αρχαιοδιφών, οι
οποίοι έχουν εξαρχής μια αντίστοιχα πιο ανθρωπολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση στα κατάλοιπα του παρελθό-
ντος.
Η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί ένα επιπλέον ζήτημα σχετικά με τη σημασία και χρήση των εικόνων από τους
πρώτους ερευνητές του προϊστορικού Αιγαίου. Έτσι εικόνες με πολλά στοιχεία περιγραφής του περιβάλλοντος χώρου
των μνημείων μπορούν να θεωρηθούν ενδεικτικές μιας πιο αρχαιοδιφικής τάσης, ενώ οι εικόνες που απομονώνουν τα
μνημεία από τον περίγυρό τους ή προσπαθούν να αναπλάσουν το προϊστορικό περιβάλλον μπορούν να ενταχθούν στην
αρχαιογνωστική κατεύθυνση. Το ζήτημα αυτό και όσα μεθοδολογικά ερωτήματα έθεσε το προηγούμενο κεφάλαιο θα
αποτελέσουν τη βάση για την εξέταση των δημοσιευμάτων των κυριότερων εκπροσώπων των δύο τάσεων στο διάστη-
μα των εκατό περίπου ετών (1780–1875) από την έναρξη του περιηγητικού ρεύματος στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη
των ανασκαφών του Schliemann στις Μυκήνες.
Η εξέταση περιορίζεται στους περιηγητές των οποίων τα έργα περιέχουν εποπτικό υλικό, βασίζεται στα στοι-
χεία που παραθέτει ο Νεκτάριος Καραδήμας (2009, αλλά και Moore, Rowlands & Karadimas, 2014), εκτός αν ανα-
φέρεται άλλη βιβλιογραφική πηγή, και διαρθρώνεται σε δύο μεγάλες περιόδους: πριν και μετά την Επανάσταση του
1821. Το πρώτο διάστημα καλύπτει την περίοδο 1780–1832 και τους πρώτους περιηγητές. Στη δεύτερη περίοδο έχουμε
τις διαδικασίες ίδρυσης του ελληνικού κράτους και συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας, καθώς και την καθιέρωση
επιστημονικών αρχών στην αρχαιολογική έρευνα του προϊστορικού Αιγαίου. Όσον αφορά την τελευταία, μπορούμε να
διακρίνουμε τρεις επιμέρους αναβαθμούς: α) τις πρώτες επίσημες και συνάμα επιστημονικές αρχαιογνωστικές έρευνες,
β) το όψιμο κύμα των περιηγητών και γ) τις επιστημονικές ρίζες της αρχαιολογικής έρευνας. Η εξέταση της καθεμιάς
από αυτές τις φάσεις θα βασισθεί σε χαρακτηριστικά παραδείγματα μελετητών, με βάση τα κριτήρια που έχουν πα-
ρουσιασθεί στα προηγούμενα κεφάλαια σχετικά με το ρόλο των αρχιτεκτονικών σχεδίων στη μελέτη της προϊστορικής
αρχιτεκτονικής. Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τα κριτήρια αυτά οφείλουν να αξιοποιηθούν με την ελαστι-
κότητα που απαιτεί η διερεύνηση της κατ’ ουσίαν προεπιστημονικής και πρωτοεπιστημονικής περιόδου της προϊστο-
ρικής έρευνας. Επιπρόσθετα θα γίνει προσπάθεια να απαντηθεί κατά το δυνατόν το ερώτημα κατά πόσο η έρευνα αυτή
ακολούθησε το αρχαιογνωστικό ή το αντίστοιχο αρχαιοδιφικό παράδειγμα της εποχής της.

2. Η ενασχόληση με τα προϊστορικά μνημεία κατά την ύστερη Οθωμανοκρατία

Η περίοδος από τα τέλη του 18ου έως και τις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από έντονες πολιτικές ζυμώσεις,
οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και την Ελλάδα, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα. Η Γαλλική Επανάσταση, η άνοδος
του Ναπολέοντα και οι πόλεμοί του, η πτώση του και η επιβολή της κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας και των αυτοκρα-
τοριών που την απάρτιζαν είναι τα κυριότερα γεγονότα της εποχής. Ειδικότερα, η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην
Αίγυπτο ενέτεινε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την ανατολική Μεσόγειο, η οποία τότε βρισκόταν υπό
οθωμανική κυριαρχία. Το ενδιαφέρον αυτό συνέχισε να υπάρχει και μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Στο πλαίσιο αυ-
τού του ενδιαφέροντος οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία) προέκριναν ότι
συνέφερε η διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θεωρήθηκε ότι ένας ενιαίος πολιτικά χώρος
εξυπηρετούσε καλύτερα τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην περιοχή και τους άφηνε το πεδίο ελεύθερο για δράση,
που περιλάμβανε ενίοτε και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Έτσι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε τομή
για το πολιτικό status quo, καθώς έδωσε την αφορμή για ένα νέο πολιτικό δόγμα, το οποίο, αντίθετα με την ως τότε
αντίληψη, ενθάρρυνε το διαμελισμό της κοινής αρένας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μικρότερα και πιο άμεσα
διαχειρίσιμα τμήματα, όπως το νεαρό ελληνικό κράτος.
95
Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα και την Ελλάδα ειδικότερα συνοδεύθηκε
από αντίστοιχη ακαδημαϊκή, καλλιτεχνική και ευρύτερη πνευματική κίνηση. Από τα μέσα του 18ου αιώνα εμφανίσθηκε
το ρεύμα του νεοκλασικισμού, που από τα τέλη του ίδιου αιώνα και κυρίως κατά τον 19ο αιώνα συνυπήρχε με το ρεύμα
του οριενταλισμού. Το ενδιαφέρον για την τέχνη της αρχαιότητας, αλλά και της Ανατολής, ενίσχυσε την ήδη έντονη
παρουσία των περιηγητών στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς πέρασαν μεγάλα διαστήματα στην περιοχή, άλλοτε διότι
ήθελαν να τη γνωρίσουν καλύτερα και άλλοτε διότι παγιδεύτηκαν λόγω της ρευστής πολιτικοστρατιωτικής κατάστα-
σης. Ιδίως κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων και ειδικότερα της εκστρατείας της Αιγύπτου οι συνεχείς
πολεμικές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα καθιστούσαν το ταξίδι της επιστροφής στις πατρίδες τους επικίνδυνο.
Όταν τελικά επέστρεφαν, πολλοί από αυτούς εξέδιδαν τις εντυπώσεις από τις περιηγήσεις τους, τις οποίες πολλές φορές
συνόδευαν από εικόνες. Καθώς μάλιστα οι περισσότεροι περιηγητές ήσαν μορφωμένοι και ευρύτερα καλλιεργημένοι,
οι εικόνες αποτελούσαν συχνά προσωπικά τους έργα.
Σε αυτή την περιηγητική κίνηση και το ευρύτερο αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η λεγόμενη
Εταιρεία των Dilettanti (Cust & Colvin, 1898), η οποία ιδρύθηκε το 1734 στο Λονδίνο από ανθρώπους που είχαν κάνει
τη «Μεγάλη Περιήγηση» (Grand Tour). Επομένως οι περισσότεροι ήσαν αριστοκράτες και εν γένει μέλη των ανωτέρων
κοινωνικών στρωμάτων της Βρετανίας. Μέλη των Dillettanti ήσαν μεταξύ άλλων ο Gell, ο Leake, ο Cockerell, ο Elgin,
ο Hamilton και ο Hope, το έργο των οποίων θα εξετασθεί παρακάτω. Η Εταιρεία είχε ως στόχο την προβολή και προ-
ώθηση της γνώσης για την αρχαιότητα και ιδίως για τα μνημεία της. Εκτός από τους ευρύτερους λόγους καλλιέργειας
της καλαισθησίας, υπήρχε και ένας ειδικότερος στόχος: η ενσωμάτωση αρχαιοελληνικών στοιχείων στην αρχιτεκτονική
της εποχής. Στο πλαίσιο αυτό η Εταιρεία οργάνωσε την επίσκεψη του καλλιτέχνη James Stuart και του αρχιτέκτονα
Nicholas Revett στην Ελλάδα κατά τα έτη 1751–1755, με σκοπό την περιγραφή των αρχαιοτήτων της Αθήνας. Το
εγχείρημα απέδωσε τέσσερις τόμους με απεικονίσεις αθηναϊκών κυρίως, αλλά και άλλων ελληνικών μνημείων της αρ-
χαιότητας και αποτέλεσε σταθμό για την αρχαιογνωστική κίνηση εκείνης της εποχής, αλλά και των μετέπειτα χρόνων.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα παρατηρείται μια στροφή που επηρέασε σημαντικά την ενασχόληση με τις ελ-
ληνικές αρχαιότητες. Τα μέλη της Εταιρείας έπαψαν να αρκούνται στο ρόλο του μαικήνα και του συλλέκτη ή του από
απόσταση γνώστη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως, για παράδειγμα, μέσα από το έργο των Stuart και Revett. Προ-
οδευτικά όλο και περισσότεροι άρχισαν να επιθυμούν να αποκτήσουν οι ίδιοι άμεση και λεπτομερή γνώση των αρχαίων
μνημείων. Αυτός ο εμπειρισμός αποτέλεσε επιπλέον κίνητρο για περισσότερες αποστολές των Dilettanti στην Ελλάδα
και ενίσχυσε την ευρύτερη περιηγητική κίνηση. Παρακάτω γίνεται αναφορά στο έργο των πιο σημαντικών εκπροσώ-
πων της περιόδου αυτής.

2.1 Η περιηγητική κίνηση από τα τέλη του 18ου έως και τις αρχές του 19ου αιώνα

Μια από τις σημαντικότερες μορφές της περιόδου της πρώιμης ενασχόλησης με τις ελληνικές αρχαιότητες είναι ο ζω-
γράφος Louis-François-Sébastian Fauvel (1753–1838). Ο Fauvel και ο αρχιτέκτονας Jacques Foucherot, ήρθαν στην
Ελλάδα το 1780 ως απεσταλμένοι του κόμη και μετέπειτα πρέσβη της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη M.-G.-F.-A
de Choiseul-Gouffier. Προτού παρουσιασθεί το έργο του Fauvel, είναι σημαντικό να δοθούν κάποιες πληροφορίες για
τον Choiseul-Gouffier. Επρόκειτο για αρχαιογνώστη και αρχαιοδίφη. Είχε ως στόχο αφενός την καταγραφή και μελέτη
των αρχαιολογικών καταλοίπων και αφετέρου την «επανεφεύρεσή» τους και άρα την αποκατάσταση της εικόνας τους
(Barbier, 2010, σ. 92–95). Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε το εποπτικό υλικό των δημοσιευμάτων του με τρόπο εκού-
σιο και μεθοδευμένο. Το τετράτομο έργο του μάλιστα επιγράφεται Voyage pittoresque de la Grèce (Choiseul-Gouffier,
1782/1842) και περιλαμβάνει χάρτες, ελεύθερα σχέδια τοπίων και σκηνών καθημερινής ζωής, αλλά και κατόψεις, τομές
και αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες μνημείων με μετρήσεις πλήρεις και υπό κλίμακα. Πολλά από τα ελεύθερα σχέδια τα
υπογράφει ο ζωγράφος Jean-Baptiste Hilaire, ενώ οι χάρτες ως επί το πλείστον έγιναν από τον αρχιτέκτονα François
Kauffer. Και οι δύο αυτοί συνόδευσαν τον Choiseul-Gouffier στο ταξίδι του, όπως οι Fauvel και Foucherot. Ο τελευ-
ταίος λογικά πρέπει να εκπόνησε τα γραμμικά σχέδια, τα οποία είναι ανυπόγραφα. Ωστόσο κάποια από τα ελεύθερα
σχέδια και τους χάρτες υπογράφονται από τον ίδιο το Choiseul-Gouffier, και θα μπορούσε κατ’ αναλογία να υποτεθεί ο
Γάλλος διπλωμάτης είχε εκπονήσει και κάποια λίγα γραμμικά σχέδια. Ο Choiseul-Gouffier επικεντρώθηκε στο ζήτημα
του εντοπισμού της Τροίας και μάλιστα αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του σε αυτό το θέμα. Τα κείμενα και
οι εικόνες που τα συνοδεύουν αναδεικνύουν ταυτόχρονα τη ρομαντική και αρχαιογνωστική προσέγγιση των μνημείων
και τη διάθεση αναγωγής στο αρχαίο και απώτερο «ηρωικό» παρελθόν, αλλά και την επιστημονική αυστηρότητα και
πληρότητα τεκμηρίωσης που παραπέμπει στο πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού και σε μια πιο καθαρή αρχαιοδιφία.
Ο Fauvel ήταν επίσης σημαντικός αρχαιογνώστης. Θεωρούνταν μάλιστα ένας σύγχρονος Παυσανίας. Ο Fauvel
περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Μολονότι ενδιαφερόταν κυρίως για κλασικά μνημεία, εντόπισε
πρώτος το θολωτό τάφο στον Ορχομενό που είναι γνωστός ως Θησαυρός του Μινύα και επισκέφθηκε και άλλες προϊ-
στορικές αρχαιότητες, όπως το λόφο της Καδμείας και τις Μυκήνες. Διενήργησε και ανασκαφές κατά παραγγελία του
96
Choiseul-Gouffier. Οι πληροφορίες για τις ανακαλύψεις του προέρχονται από αδημοσίευτες ανασκαφικές εκθέσεις και
επιστολές. Εκπόνησε και μια υδατογραφία της Πύλης των Λεόντων (Duchêne, 1996, σ. 73), μάλλον επειδή ήταν ζω-
γράφος παρά λόγω κάποιου ιδιαίτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος. Παρά τον μικρό όγκο του έργου του ο Fauvel είναι
σημαντικός, διότι ενθάρρυνε άλλους περιηγητές να επισκέπτονται προϊστορικά μνημεία και τους εφοδίαζε με χάρτες,
σκαριφήματα και σημειώσεις.
Την ίδια περίοδο ο Άγγλος John Hawkins (1761–1841), γεωλόγος και περιηγητής, γύρισε ολόκληρη την Ελ-
λάδα, και μάλιστα δύο φορές. Το 1794 επισκέφθηκε τον λεγόμενο «Λαβύρινθο», μια σπηλιά στη Γόρτυνα της Κρήτης
που κακώς ταυτιζόταν τότε με τη θέση όπου υποτίθεται ότι έλαβαν χώρα τα σχετικά γεγονότα από το μύθο του Θησέα.
Κατά τα ταξίδια του εκπόνησε σχέδια της Πύλης των Λεόντων (Εικόνα 5.1), και του ίδιου του αναγλύφου των λεόντων,
καθώς και του Θησαυρού του Ατρέα. Πρόκειται για προοπτικά σχέδια, εκ των οποίων αυτό του αναγλύφου είναι το
πιο λεπτομερές και περιγραφικό. Δεν έχουν κλίμακα, πέρα από μια ανθρώπινη μορφή δίπλα στην Πύλη των Λεόντων,
αλλά είναι βασισμένα σε μετρήσεις, τις οποίες δημοσίευσε αργότερα ο William Gell. Επομένως τα σχέδια του Hawkins
αποτελούν προϊόντα τεχνικής και επιστημονικής εργασίας και όχι απολύτως ελεύθερα σχέδια. Μολονότι ήταν σίγουρα
αρχαιογνώστης, τα σχέδιά του αποτυπώνουν την κατάσταση των μνημείων όπως τα βρήκε και επομένως τονίζουν την
αρχαιοδιφική πλευρά του ενδιαφέροντός του. Δυστυχώς τα σχέδια αυτά δεν εντάσσονται σε κάποιο κείμενό του, αλλά
είναι αυτόνομα. Σήμερα φυλάσσονται στη συλλογή του West Sussex (Steer, 1962). Αντίθετα ο Hawkins εντόπισε και
μελέτησε το δρακόσπιτο στο όρος Όχη της Εύβοιας και δημοσίευσε το σχέδιό του.

Εικόνα 5.1 Το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων. Σχέδιο του John Hawkins (Society of Dilettanti, 1835, πίν. III).

97
Πολύ σημαντικός περιηγητής είναι ο Thomas Hope (1769–1831. Βλ. Τσιγκάκου, 1985). Καταγόταν από
εύπορη ολλανδική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν τραπεζίτης με καταγωγή από τη Σκωτία. Η οικογένεια
μετακόμισε στην Αγγλία εξαιτίας των Ναπολεόντειων Πολέμων, αναζητώντας ασφαλέστερο τόπο διαμονής. Ως ιδι-
αίτερα εύπορος, ο Thomas Hope κατέστη παράγοντας του δημόσιου βίου. Ιδιαίτερη επιρροή άσκησε σε θέματα
τέχνης, διακόσμησης και γενικά γούστου. Ο ίδιος ήταν σημαντικός συλλέκτης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Το
στιλ Hope ήταν μια φανταχτερή ανάμειξη αρχαίων προτύπων διαφόρων πολιτισμών. Η στροφή του προς την αρχαία
ελληνική τέχνη συνέβαλε ενεργά στη λεγόμενη «Ελληνική Αναβίωση» (Greek Revival) της βρετανικής τέχνης και
αισθητικής της εποχής. Ο Hope ταξίδεψε στην Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο. Επισκέφθηκε την Ελλάδα δύο
φορές, μία για την προσωπική του περιήγηση, που κράτησε οκτώ χρόνια (1787-1795), και μία δεύτερη, κατά την
οποία περιορίστηκε στην Πελοπόννησο. Εκπόνησε ο ίδιος σχέδια των τόπων που επισκέφθηκε, κάποια από τα οποία
ωστόσο αντιγράφουν έργα του Fauvel. Κάποια άλλα τα έχει εκπονήσει ο Γάλλος ζωγράφος Michel-François Préault.
Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από τον ίδιο σε έξι τόμους. Η θεματική τους δεν περιορίζεται στην απεικόνιση αρ-
χαιοτήτων, αλλά περιλαμβάνει και απόψεις των σύγχρονων πόλεων και κτηρίων, καθώς και απεικονίσεις προσώπων
με παραδοσιακές ενδυμασίες. Υπάρχει και ένας τόμος με ενδυμασίες και δείγματα επίπλων της αρχαιότητας. Όπως
σημειώνει η Τσιγκάκου (1985), ο Hope αποτελούσε τυπικό αρχαιόφιλο τουρίστα της εποχής.
Από τα προϊστορικά μνημεία που ήταν γνωστά την εποχή αυτή ο Hope απεικόνισε αυτά των Μυκηνών.
Υπάρχουν οκτώ εικόνες με σχετικά θέματα, από τις οποίες επτά είναι σχέδια. Η όγδοη είναι υδατογραφία, η οποία
απεικονίζει μια γενική άποψη των Μυκηνών και ουσιαστικά αποτελεί διαφορετική εκδοχή ενός από τα σχέδια. Και
στις δύο εικόνες απεικονίζονται σύγχρονες ανθρώπινες μορφές, ενώ η υδατογραφία διακρίνεται για τον ρομαντικό
τόνο που της δίνει η φωτοσκίαση. Το προοπτικό σχέδιο της Πύλης των Λεόντων έχει επίσης σύγχρονες μορφές, οι
οποίες απεικονίζονται να μετρούν τις διαστάσεις του μνημείου και να το σχεδιάζουν. Προφανώς με τις μορφές αυτές
ο Hope αποτύπωσε τον τρόπο εργασίας του, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά συστηματικός. Άλλωστε στις
σημειώσεις του περιλαμβάνονται και μετρήσεις των διαστάσεων των μνημείων που αποτύπωσε. Ακολουθούν τέσσε-
ρα σχέδια του Θησαυρού του Ατρέα. Τα δύο από αυτά είναι ουσιαστικά εξωτερική όψη και τομή του μνημείου για
απεικόνιση της θόλωσης. Διαθέτουν και τα δύο κλίμακα. Και πάλι τοποθετούνται λεπτομέρειες από τη βλάστηση στα
σχέδια, ενώ εικονίζονται και οι άνθρωποι που συνόδευαν τον Hope στο ταξίδι του. Τα άλλα δύο σχέδια απεικονίζουν
λεπτομέρειες του ανακουφιστικού τριγώνου της εισόδου του Θησαυρού, καθώς και την κάτοψη του μνημείου. Σε
όλα σημειώνεται με βέλος ο βορράς και περιλαμβάνονται σημειώσεις, μετρήσεις και κλίμακα. Τέλος ο Hope σχε-
δίασε μια όψη του θολωτού τάφου που αποκαλείται Τάφος της Κλυταιμνήστρας, τον οποίο μάλιστα μπέρδεψε στις
σημειώσεις του με τον Τάφο του Αγαμέμνονα. Εδώ δεν σημειώνεται κλίμακα, αλλά το σχέδιο φαίνεται σχεδιασμένο
συμμετρικά και βάσει των πραγματικών αναλογιών των επιμέρους στοιχείων του. Και πάλι εικονίζονται λεπτομέρει-
ες που παραπέμπουν στην εποχή του Hope.
Ακριβώς στη στροφή από τον 18ο στον 19ο αιώνα δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα ο Elgin (1766–1841). Ο
Elgin είναι γνωστός για την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα, ωστόσο το 1802 επισκέφθηκε τις Μυκήνες και
την Τίρυνθα. Επιπλέον έστειλε έναν Ιταλό αρχιτέκτονα, τον Sebastiano Ittar, για να εργασθεί στις θέσεις αυτές. Ο Ittar
εκπόνησε μια όψη της Πύλης Λεόντων, μια κάτοψη υπό κλίμακα και μια άποψη της Τίρυνθας, καθώς και λεπτομέρειες
αρχιτεκτονικών μελών και μια αποκατάσταση της όψης του Θησαυρού του Ατρέα υπό κλίμακα. Είναι εμφανές ότι η
χρήση ενός ειδικού, δηλαδή ενός αρχιτέκτονα, ωφέλησε την αποτύπωση και οπτική παρουσίαση των ευρημάτων του
Elgin, ο οποίος κατά τα άλλα δεν προσέγγιζε τα μνημεία με τρόπο επιστημονικά πειθαρχημένο. Έτσι τα σχέδια αυτά,
τα οποία σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο (Gallo, 2009), έχουν χαρακτήρα σχετικά αυτόνομο ως προς το
κείμενο που συνοδεύουν.
Αντίθετα από τον Elgin ο William Richard Hamilton (1777–1859), διπλωμάτης και αρχαιοδίφης, επέδειξε ιδι-
αίτερο ενδιαφέρον για την αρχαία αρχιτεκτονική. Μαζί με τους αξιωματικούς William Leake (για τον οποίο γίνεται
εκτενής λόγος παρκάτω) και John Squire επισκέφθηκε τον Ορχομενό, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα και προσπάθησε να
καταρτίσει μια τυπολογία τοιχοδομίας. Τα αποτελέσματα των εργασιών δημοσιεύθηκαν αργότερα από τον Squire και
οι εικόνες ενσωματώθηκαν στο έργο του Dodwell, ενώ το τυπολογικό αρχιτεκτονικό σχήμα του Hamilton αποτέλεσε
βάση για μετέπειτα μελέτες.
Η αναφορά στο πρώτο μέρος της περιηγητικής κίνησης στην προεπαναστατική Ελλάδα ολοκληρώνεται με
τον Georg Christian Gropius (1776–1850). Ο Gropius ήταν Αυστριακός διπλωμάτης. Πριν όμως αναλάβει αυτό το
αξίωμα, περιηγήθηκε μαζί με τον Πρώσο διπλωμάτη Jacob Salomon Bartholdy σε διάφορες θέσεις, μεταξύ των οποί-
ων ήσαν και οι Μυκήνες. Ο Bartholdy έγραψε ένα κείμενο σχετικά με την επίσκεψή τους (Bartholdy, 1805, 1807), το
οποίο συνοδεύθηκε από μια όψη της Πύλης των Λεόντων που την είχε εκπονήσει ο Gropius (Εικόνα 5.2). Μολονότι
φαίνεται άρτια τεχνικά, το σύνολο δείχνει ότι είχε ρόλο καθαρά συνοδευτικό του κειμένου.

98
Εικόνα 5.2 Το σχέδιο του Gropius με θέμα την Πύλη των Λεόντων (Bartholdy, 1805, εικ. 1–3).

2.2. William Gell, 1777–1836

Ακολουθεί μια σειρά περιηγητών στους οποίους πρέπει να γίνει εκτενής αναφορά, διότι το έργο τους συνέβαλε απο-
φασιστικά στον τρόπο ενασχόλησης με τις ελληνικές αρχαιότητες κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο πρώτος από αυ-
τούς είναι ο William Gell, μία από τις σημαντικότερες προδρομικές μορφές της ελληνικής αρχαιολογίας. Περιηγητής,
κλασικιστής, αρχαιολόγος, αλλά και τοπογράφος, καταγόταν από σημαντική οικογένεια ευγενών και στρατιωτικών.
Επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα. Μία από αυτές ήταν το 1801, όταν ταξίδεψε μαζί με τον Edward Dodwell.
Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η μελέτη σχετικά με την τοπογραφία της Τροίας (Gell, 1804). Το 1804 ταξίδευ-
σε στα Επτάνησα και δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με την Ιθάκη, πάλι με τοπογραφικό και αρχαιοδιφικό θέμα (Gell,
1807). Στη μελέτη αυτή το κείμενο συνοδεύεται από μία μόνο κάτοψη τοίχων με κλίμακα και μια όψη τοιχοδομίας
χωρίς κλίμακα. Οι υπόλοιπες εικόνες του κειμένου είναι απόψεις της Ιθάκης. To 1811 επανήλθε στην Ελλάδα επικε-
φαλής αρχαιοδιφικής αποστολής της Εταιρείας των Dilettanti, της οποίας ήταν μέλος. Στην αποστολή συμμετείχαν και
σχεδιαστές, παρότι και ο ίδιος είχε γνώσεις και ικανότητες εκπόνησης σχεδίων. Τα ταξίδια του Gell είχαν πιθανότατα ως
πρότυπο αυτό των Stuart και Revett. Τα αποτελέσματα αυτών των ταξιδιών του Gell αποτελούν και το σημαντικότερο
έργο του, καθώς και μια από τις κυριότερες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος δημοσιεύσεις αυτής της περιόδου.
Ενδεικτικό παράδειγμα του ρόλου των εικόνων στο έργο του αποτελεί ο τόμος για την Αργολίδα (Gell,
1810/1827), ο οποίος διαθέτει 28 πίνακες για 170 σελίδες κειμένου (Video 5.1). Πρόκειται για αναλογία περίπου 1:6, η
οποία δείχνει την αυξημένη σημασία των εικόνων. Μια από τις σημαντικές εικόνες σε σχέση με τα προϊστορικά μνημεία
είναι η τομή του Θησαυρού του Ατρέα, καθώς ο Gell ασχολείται ιδιαίτερα με το θέμα της κατασκευής της με επάλλη-
λους δακτυλίους λίθων και όχι ακτινωτά, δηλαδή με σταυροθόλια, όπως ήταν το σύνηθες στη μεσαιωνική παράδοση και
την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Ο Gell παραθέτει και κάτοψη, αλλά και απόψεις της πρόσοψης και του εσωτερικού του
Θησαυρού του Ατρέα. Τα σχέδια, που κανένα τους δεν έχει κλίμακα, αν και έχουν γίνει με μετρήσεις, υπογράφονται από
τον ίδιο τον Gell. Οι υπόλοιπες εικόνες με θέμα τις Μυκήνες είναι ελεύθερες προοπτικές απεικονίσεις της ακρόπολης,
κοντινές και μακρινές, μια σχηματική κάτοψη της ακρόπολης με τη γύρω περιοχή, ουσιαστικά συνδυασμός χάρτη και
κάτοψης, καθώς και σχέδια επιμέρους αρχιτεκτονικών μελών. Στο χάρτη υπάρχει κλίμακα. Σχέδια αφιερώνονται και
στην Τίρυνθα, συγκεκριμένα άποψη, κάτοψη, όψη της σήραγγας του τείχους και κοντινή όψη της κυκλώπειας τοιχοδο-
μίας υπό κλίμακα.
99
Video 5.1 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το έργο του William Gell (1810/1827).

Όλες οι εικόνες του Gell υπηρετούν το κείμενο, καθώς ακολουθούν την περιήγησή του στην Αργολίδα. Η πε-
ριήγηση αυτή καθιστά σαφή τον αρχαιογνωστικό χαρακτήρα του βιβλίου, καθώς ακολουθεί τα βήματα του Παυσανία
και του Στράβωνα και προσπαθεί να ταυτίσει αυτά που είχαν δει και περιγράψει οι δύο αρχαίοι συγγραφείς με ό,τι είδε
ο ίδιος ο Gell κατά τις επισκέψεις του. Σε αυτές έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις τεχνικές τοιχοδομίας και στον εντοπισμό
ακροπόλεων και άλλων θέσεων που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στη λεγόμενη «πελασγική» ή «ηρωική» εποχή.
Για παράδειγμα, ταύτισε τα αρχιτεκτονικά λείψανα που παρατήρησε στον Αετό της Ιθάκης με το ανάκτορο του Οδυσ-
σέα με βάση τη μεγαλιθική τοιχοδομία τους, την οποία θεώρησε κυκλώπεια, κατ’ αναλογία δηλαδή με τις Μυκήνες.
Ωστόσο από τον Gell δεν έλειψε και μια αρχαιοδιφική διάθεση. Αυτή φαίνεται πρωτίστως στη λεπτομερή
έρευνα που διεξήγαγε στην περιοχή των Μυκηνών, στον εντοπισμό και στην περιγραφή μνημείων, καθώς και στη
διατύπωση υποθέσεων για τη θέση και άλλων προϊστορικών μνημείων στην περιοχή. Η ίδια διάθεση αποτυπώνεται
και στις εικόνες του βιβλίου για την Αργολίδα σε σημαντικό βαθμό. Οι εικόνες αυτές περιλαμβάνουν απόψεις του
τοπίου, αστικού και υπαίθριου, του 19ου αιώνα, ενώ οι απόψεις των μνημείων τα απεικονίζουν έτσι όπως τα βρήκε
ο περιηγητής. Εξίσου σημαντικές είναι και κάποιες λεπτομέρειες των σχεδίων, όπως ανθρώπινες μορφές, βλάστηση,
αλλά και στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην άποψη των σηράγγων
της Τίρυνθας, οι μορφές που απεικονίζονται θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκουν είτε στην αρχαιότητα είτε στον
19ο αιώνα, καθώς η ενδυμασία τους δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Ενδεχομένως αυτή η αμφιβολία που
δημιουργείται να είναι σκόπιμη και να αντικατοπτρίζει την προσπάθεια που έκαναν όλοι οι περιηγητές να φανταστούν
την αρχική μορφή των αρχαίων μνημείων και να αντιμετωπίσουν την εμφανή διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα
της Ελλάδας του 19ου αιώνα που αντίκριζαν και τις περιγραφές των αρχαίων πηγών.

100
Video 5.2 Εικόνες προϊστορικών μνημείων από το έργο του Dodwell (1821, 1834).

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι τα υπόλοιπα έργα του Gell δεν χαρακτηρίζονται από τον ίδιο πλούτο εικόνων.
Για παράδειγμα, το βιβλίο του για την Πελοπόννησο (Gell, 1823) έχει ελάχιστες απόψεις του τοπίου. Ενδεχομένως εδώ
πρέπει να διακρίνει κανείς τη σημασία του ταξιδιού για την Εταιρεία των Dilettanti, η οποία είχε ως σαφή στόχο την
αποτύπωση και τη μελέτη μνημείων. Μπορεί ο στόχος αυτός να επηρέασε την τελική μορφή της έκδοσης των περιηγή-
σεων του Gell, ενδεχομένως γι’ αυτό συμπεριέλαβε περισσότερες εικόνες στα βιβλία που αφορούσαν τους Dilettanti.

2.3. Edward Dodwell, 1767–1832

Ο Dodwell ήταν ιρλανδικής καταγωγής, με κλασικές σπουδές στο Cambridge. Στα 1805–1806 ταξίδεψε στην Ελλάδα,
συνοδευόμενος από τον Ιταλό ζωγράφο Simone Pomardi. Μαζί επισκέφθηκαν διάφορα μνημεία της Ελλάδας και εκπό-
νησαν περίπου 1.000 σχέδια και υδατογραφίες. Από αυτά 400 ήταν έργα του Dodwell, ο οποίος δημοσίευσε τις εντυ-
πώσεις και τις παρατηρήσεις από την περιήγησή του με τον Pomardi το 1819 (Dodwell, 1819). Μολονότι ο Dodwell
εστίασε κατεξοχήν στα μνημεία της αρχαιότητας και μάλιστα σε αυτά που μπορούσε να ταυτίσει με τις αντίστοιχες πη-
γές, το ενδιαφέρον του περιέλαβε και τα γνωστότερα εκείνη την εποχή προϊστορικά μνημεία. Έτσι στον πρώτο τόμο του
έργου του περιγράφει το Θησαυρό του Μινύα. Στο δεύτερο τόμο περιγράφει τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Αναφέρεται
μάλιστα με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στις τεχνικές δόμησης των μνημείων, πιθανότατα επειδή ο Θησαυρός του Ατρέα και
τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών ήσαν ευρύτερα γνωστά μνημεία στους περιηγητές. Το ενδιαφέρον αυτό δεν συνοδεύ-
εται από κάποιο ιδιαίτερο εποπτικό υλικό, παρά το πλήθος των σχεδίων που αναφέρει ο Dodwell ότι εκπόνησαν ο ίδιος
και ο Pomardi. Παραθέτει μόνο μία χαλκογραφία με γενική άποψη του Ορχομενού, ενώ δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη
101
για τις Μυκήνες, παρά μόνο λεπτομέρειες αρχιτεκτονικών μελών. Το δίτομο έργο του Dodwell χαρακτηρίζεται από
πλήρη κυριαρχία του κειμένου και της περιγραφής. Αυτή είναι σαφώς αρχαιογνωστική και μάλιστα έντονα κλασικιστι-
κή, καθώς τον συγγραφέα τον ενδιαφέρει η ταύτιση των μνημείων με τις αρχαίες πηγές. Πολύ λιγότερο τον απασχολεί
η καθημερινότητα που συναντά γύρω του. Τα προϊστορικά μνημεία τον ενδιαφέρουν εφόσον συνδέονται με τα κείμενα
της αρχαιότητας και ειδικότερα με τους μύθους και τα ομηρικά έπη.
Η κειμενοκεντρική εντύπωση ανατρέπεται στα επόμενα έργα του Dodwell. Στο Views in Greece, (Dodwell,
1821) το κείμενο ουσιαστικά υπομνηματίζει την εικόνα, έστω και αν οι εικόνες έπονται του κειμένου στη σειρά του
βιβλίου. Ανάμεσά τους εντοπίζονται μια έγχρωμη χαλκογραφία της Πύλης των Λεόντων και μια έγχρωμη εκδοχή της
χαλκογραφίας του Ορχομενού. Παρόμοια ανατροπή της σχέσης κειμένου και εικόνας παρατηρείται και στο Views and
Descriptions of Cyclopian, or, Pelasgic Remains, in Greece and Italy (Dodwell, 1834). Tο βιβλίο αυτό, όπως και το
προηγούμενο, διαρθρώνεται ως σχολιασμός σειράς εικόνων. Από το σύνολο των 71 χαλκογραφιών δύο είναι απόψεις
της Τίρυνθας, εννέα των Μυκηνών και δύο του Θησαυρού του Μινύα στον Ορχομενό (Video 5.2). Ο τίτλος και το
θέμα του βιβλίου, καθώς και η κυριαρχία της εικόνας δείχνουν μια τάση επικέντρωσης στα μνημεία καθαυτά, αν και
αυτή η καταρχήν αρχαιοδιφική διάθεση λειτουργεί στην περίπτωση των κυκλώπειων και πελασγικών τειχών, τα οποία
παραπέμπουν άμεσα στην ομηρική αρχαιολογία και την εν γένει σύνδεση με τα αρχαία κείμενα. Οι εικόνες του βιβλί-
ου είναι όλες ελεύθερες προοπτικές αποδόσεις, ωστόσο η κλίμακα σε μια από τις απόψεις της Τίρυνθας σημαίνει ότι
τουλάχιστον κάποιες, αν όχι όλες, έχουν γίνει με κάποιες, έστω και υποτυπώδεις, μετρήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις
κυριαρχεί η διάθεση περιγραφής των μνημείων, στη μορφή που τα είδε ο Dodwell, χωρίς στοιχεία συμπλήρωσης ή
αναπαράστασης. Ο περιβάλλων χώρος είναι ο σύγχρονος του Dodwell, ωστόσο ελάχιστες είναι οι λεπτομέρειες που
προστίθενται, όπως οι ανθρώπινες μορφές στην Πύλη των Λεόντων και στο εσωτερικό του Θησαυρού του Ατρέα, και
έτσι οι περισσότερες εικόνες αναδεικνύουν τα μνημεία καθαυτά.
Αποτιμώντας συνολικά το έργο του Dodwell, μπορούμε να πούμε ότι η αρχαιοδιφία και η αρχαιογνωσία συ-
νυπήρξαν σε αυτό ως τάσεις προσέγγισης των μνημείων με τρόπο αρχικά διακριτό και με έμφαση στον κλασικισμό. Η
πρώτη τάση φαίνεται από το ενδιαφέρον που επέδειξε ο Dodwell για την Ελλάδα του 19ου αιώνα, εξού και το Views
in Greece. Η δεύτερη φανερώνεται ανάγλυφα ειδικά στο Views and Descriptions of Cyclopian, or, Pelasgic Remains,
in Greece and Italy, όπου ο Dodwell εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για την προϊστορία μέσα από τη σύνδεση των αντί-
στοιχων μνημείων με τη μυθολογία, αλλά και τη συστηματική μελέτη των ίδιων των μνημείων. Ωστόσο σε όλα τα έργα
του διακρίνεται μια ανάμειξη των δύο τάσεων, η οποία φαίνεται να εξελίχθηκε προοδευτικά, καθώς οι παραστάσεις
που είχε αποκομίσει από τα ταξίδια του ωρίμαζαν και αφομοιώνονταν προοδευτικά με τις γνώσεις που είχε αποκτήσει
με τις σπουδές του.

2.4. William Martin Leake, 1777–1860

Ο Leake ήταν Βρετανός στρατιωτικός, συγκεκριμένα αξιωματικός του πυροβολικού, τοπογράφος και αρχαιόφιλος.
Επισκέφθηκε την ανατολική Μεσόγειο κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Το 1805 ήλθε στην Ελλάδα
ουσιαστικά ως στρατιωτικός κατάσκοπος, με στόχο τη συλλογή γεωγραφικών και άλλων πληροφοριών σχετικά με την
Ελλάδα, καθώς η Βρετανία φοβόταν επέκταση της Γαλλίας στην περιοχή. Οι παραπάνω ιδιότητες επηρέασαν ιδιαίτερα
τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τα αρχαία μνημεία. Η επιρροή αυτή φαίνεται στην έμφαση που δίνει στην τοπο-
γραφική περιγραφή των τόπων που επισκέφθηκε, καθώς και στις διαδρομές που ακολούθησε, για τις οποίες δίνει και
στοιχεία σχετικά με τον απαραίτητο χρόνο που απαίτησε η καθεμιά από αυτές. Η προσέγγιση αυτή εμφανώς προδίδει
το ενδιαφέρον ενός στρατιωτικού για πληροφορίες προσβασιμότητας σε περίπτωση κίνησης χερσαίων στρατευμάτων
(για ένα συνδυασμό βιογραφικών στοιχείων και αποτίμησης του επιστημολογικού υποβάθρου του Leake, βλ. Witmore
& Buttrey, 2008).
Ταυτόχρονα όμως το έργο του εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των ενδιαφερόντων των υπολοίπων περιη-
γητών της εποχής, τα οποία, εκτός από την περιγραφή διαδρομών, συμπεριλάμβαναν τον εντοπισμό και την ταύτιση
μνημείων, παρατηρήσεις για την κατασκευή τους, αλλά και παρατηρήσεις για τον σύγχρονο περίγυρο. Άλλωστε και ο
Leake υπήρξε μέλος της Εταιρείας των Dillettanti. Διαφέρει όμως από τους υπόλοιπους περιηγητές ως προς την ακρί-
βεια και τη συστηματικότητα των παρατηρήσεων και των περιγραφών του, ιδιότητες που προσέδωσαν στο έργο του
Leake μεγάλη ερευνητική αξία και το κατέστησαν κλασικό. Οι ιδιαιτερότητες αυτές του έργου του Leake εκφράζονται
κυρίως μέσα από την εκπόνηση και τη δημοσίευση χαρτών, οι οποίοι αποτελούν το κυριότερο μεθοδολογικό εργαλείο
του. Οι χάρτες είναι αρκετά λεπτομερείς και διακρίνονται από ισορροπία περιγραφικότητας και συμβολισμού. Ενδεικτι-
κό παράδειγμα αυτής της ισορροπίας είναι η απόδοση των υψομετρικών διαφορών με γραμμοσκίαση, η οποία, αν και
συμβολική, δίνει μια ψευδαίσθηση αναγλύφου. Οι χάρτες περιλαμβάνουν και τα κυριότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία με
τη μορφή σχηματικής συμπαγούς κάτοψης.

102
Video 5.3 Χάρτες θέσεων και αρχιτεκτονικά σχέδια προϊστορικών μνημείων από το έργο του Leake (1821, 1830, 1835).

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Leake, όπως και οι περισσότεροι περιηγητές, ενδιαφέρθηκε κατεξοχήν για τα μνη-
μεία της αρχαιότητας, τα οποία μπορούν να συνδεθούν με τις πηγές. Ως προς τις προϊστορικές θέσεις επικεντρώθηκε και
αυτός στις γνωστές από τα ομηρικά έπη και τους μύθους, κατά το αρχαιογνωστικό πρότυπο. Επισκέφθηκε τις Μυκήνες,
την Τίρυνθα και τον Ορχομενό και περιέγραψε με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα μνημεία που είδε εκεί (Video 5.3). Οι
παρατηρήσεις του για την Τίρυνθα τεκμηριώθηκαν εποπτικά με ένα χάρτη της θέσης και δύο σχέδια αρχιτεκτονικών
λεπτομερειών των σηράγγων της οχύρωσης (Leake, 1830, σ. 354–355, πιν. 3). Για τις Μυκήνες περιέλαβε χάρτη, κά-
τοψη, εσωτερική όψη και τομή του Θησαυρού του Ατρέα, καθώς και μια λεπτομέρεια της άνω όψης της θόλου, για την
κατανόηση της συναρμογής των λίθων στην απόληξη της θόλωσης (Leake, 1830, σ. 357, πιν. 4–5). Για τον Ορχομενό
παραθέτει κάτοψη του χώρου και λεπτομέρεια του ανωφλιού (Leake, 1835, τ. 2, σ. 146, 149).
Όλες οι παραπάνω εικόνες εκπονήθηκαν από τον ίδιο τον Leake. Είναι εξαιρετικά σχηματικές, αλλά με μετρή-
σεις και υπό κλίμακα. Δίνουν έμφαση αυστηρά στα υλικά κατάλοιπα και δεν απεικονίζουν τίποτε από τον σύγχρονο
περίγυρο. Τα χαρακτηριστικά αυτά τοποθετούν τον Leake αποκλειστικά εντός των ορίων του αρχαιογνωστικού παρα-
δείγματος, τουλάχιστον ως προς τις εικόνες που χρησιμοποίησε, καθώς το κείμενό του είναι σαφώς πλουσιότερο από
άποψη περιγραφών. Επιπλέον ο χάρτης και η κάτοψη επιβάλλουν μια άνωθεν θέαση. Η τελευταία έρχεται σε αντίθεση
ως προς τον τρόπο θέασης με τα προοπτικά σχεδία, είτε τεχνικά είτε ελεύθερες αποδόσεις, όπως αυτά που χρησιμοποί-
ησαν ο Gell και ο Dodwell. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι οι δύο εικόνες που περιλαμβάνει το βιβλίο του για την
τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας (Leake, 1821, πιν. V–VIII) δεν είναι δικές του. Πρόκειται για μια όψη με αποκατάστα-
ση της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης και μια προοπτική όψη του Ολυμπιείου με την Ακρόπολη στο βάθος. Έχουν
εκπονηθεί και οι δύο από τον αρχιτέκτονα Charles Robert Cockerell, για τον οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. Ειδικά η
αποκατάσταση της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης είναι χαρακτηριστική ως εργασία αρχιτέκτονα. Για παράδειγμα,
το πάχος των γραμμών των περιγραμμάτων είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το πάχος των γραμμών επιμέρους στοιχείων.
103
Αυτός ο τρόπος απόδοσης δεν ακολουθείται στους χάρτες που εκπόνησε ο Leake. Αποσκοπεί στον τονισμό της γεωμε-
τρίας των όγκων των κτηρίων, κάτι που ενδιαφέρει περισσότερο έναν αρχιτέκτονα, όπως ο Cockerell, που υπογράφει
και την εικόνα, παρά έναν τοπογράφο, όπως ο Leake.
Σύμφωνα με τους Witmore και Buttrey (2008), η προτίμηση που δείχνει ο Leake στους χάρτες δεν οφείλεται
μόνο στις συγκεκριμένες γνώσεις του και στον στρατιωτικό χαρακτήρα της αποστολής του, αλλά και στην ένταξή του
σε συγκεκριμένη επιστημολογική τάση της εποχής. Ειδικότερα, οι εργασίες του Leake συμπίπτουν με την άνοδο της
δημοφιλίας της γεωγραφικής πληροφορίας ως ουδέτερου και αντικειμενικού τρόπου γνώσης του κόσμου, αλλά και ως
οργάνου της παγκοσμιοποιημένης αποικιοκρατικής και ευρύτερα αυτοκρατορικής πολιτικής της Βρετανίας του 19ου
αιώνα. Αυτή η πολιτική έμφαση στη γεωγραφική γνώση ενδεχομένως αποτελεί αντανάκλαση και επακόλουθο μιας σχε-
τικής πρωτοβουλίας που ανέλαβε ο Ναπολέοντας κατά την εκστρατεία της Αιγύπτου. Τότε το στρατιωτικό σώμα είχε
συνοδευθεί από τη λεγόμενη «αποστολή της Αιγύπτου», μια ομάδα επιστημόνων και καλλιτεχνών. Χάρη στις εργασίες
της αποστολής αυτής ο Jean-François Champollion αποκρυπτογράφησε τη Στήλη της Ροζέττας, παρόλο που η τελευ-
ταία περιήλθε στα χέρια των Βρετανών μετά την ατυχή για τον Ναπολέοντα έκβαση της εκστρατείας.
Ο Leake δεν ήταν απλώς σύγχρονος με το παραπάνω επιστημολογικό παράδειγμα, αλλά στενά συνδεδεμένος
με αυτό. Εκτός από τον επίσημο, στρατιωτικό και γεωγραφικό, χαρακτήρα της αποστολής του δεν θα πρέπει να ξεχνάμε
ότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας (1830), τα μέλη της οποίας ήταν κυρίως ευκατάστατα
και υψηλά ιστάμενα μέλη της βρετανικής κοινωνίας, άρα πρόσωπα εμπλεκόμενα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στην πολι-
τική διαδικασία. Επομένως η επιλογή του χάρτη και της άνωθεν οπτικής των μνημείων αποτέλεσε συγκεκριμένη και
σε μεγάλο βαθμό συνειδητή επιλογή. Άλλωστε ο Leake ταξίδευσε στην Ελλάδα με τη συνοδεία ολόκληρης ομάδας και
θα μπορούσε να έχει ζητήσει τη συνδρομή ζωγράφων και αρχιτεκτόνων, όπως είχε κάνει ο Gell παλαιότερα. Πρέπει
πάντως να σημειωθεί ότι παρά το ρόλο κλειδί που κατείχε ο χάρτης στο έργο του Leake, ο αριθμός των εικόνων που
περιέχει αυτό είναι μικρός και μάλιστα δυσανάλογα μικρότερος σε σχέση με τα σκαριφήματα που εκπόνησε στα ημερο-
λόγιά του. Η δυσαναλογία αυτή μπορεί να εξηγηθεί από τις τεχνικές δυσκολίες της εποχής όσον αφορά τη μαζική ανα-
παραγωγή εικόνων, αλλά μόνο εν μέρει, καθώς την εποχή εκείνη υπήρχαν εκδόσεις με πλουσιότερη εικονογράφηση,
όπως το λεύκωμα του Dodwell. Επομένως η σχετικά λιτή εικονογράφηση αποτέλεσε και επιλογή του ίδιου του Leake.
Η σύγκριση των ημερολογίων και του δημοσιευμένου έργου επιτρέπει τη σκιαγράφηση της διαδικασίας που
ακολούθησε ο Leake κυρίως ως προς τη σχέση εικόνας και κειμένου. Συγκεκριμένα, στη μετάβαση από τα ημερολόγια
στην τελική δημοσίευση παρατηρείται μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από την εικόνα στο κείμενο: Στα ημερολό-
για υπερίσχυαν οι σημειώσεις και ο σχολιασμός των σκαριφημάτων, δηλαδή επρόκειτο στην ουσία για εικόνες τις οποί-
ες συνόδευε το κείμενο. Αντίθετα, καθώς η σκέψη του Leake μεταμορφωνόταν σε συγκροτημένο και ρέον κείμενο, οι
λίγοι χάρτες και τα άλλα εξίσου αυστηρά επιλεγμένα σχέδια υποχωρούσαν στο επίπεδο του οπτικού βοηθήματος. Παρά
την έμφαση στους χάρτες, ο Leake κάθε άλλο παρά αδιάφορος στάθηκε απέναντι στη μελέτη των μνημείων. Αντίθετα το
κείμενό του δείχνει το βάθος και τη λεπτομέρεια της οπτικής και των ενδιαφερόντων του. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται
η αναζήτηση της προέλευσης των κινητών μνημείων και η πολύ πιο έντονη τάση ακριβούς τοπογραφικής ταύτισης ακι-
νήτων μνημείων με όσα αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, εξαιτίας της οποίας άλλωστε έμεινε γνωστό και το έργο του, ιδίως
η τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας. Μάλιστα σημαντική θέση στα δημοσιεύματά του κατέχουν οι επιγραφές, πολλές από
τις οποίες μετέγραψε και δημοσίευσε στο πλαίσιο της τοπογραφικής του εργασίας. Αλλά και τα προϊστορικά μνημεία
που επισκέφθηκε περιγράφονται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια και τοποθετούνται, κατά το αρχαιογνωστικό πρότυπο της
εποχής, στο πλαίσιο της λεγόμενης «ηρωικής εποχής», όπως ονομαζόταν τότε η προϊστορική περίοδος στην Ελλάδα.
Συμπερασματικά, ο Leake δεν αποτελεί τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της πρώιμης ενασχόλησης με την προϊστο-
ρία, καθώς το ενδιαφέρον του αφορούσε κυρίως τα μνημεία της αρχαιότητας. Ωστόσο η μελέτη των λίγων προϊστο-
ρικών μνημείων που επισκέφθηκε εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο επιστημολογικό παράδειγμα. Το παράδειγμα αυτό
έθετε ως στόχο την απόλυτα ουδέτερη και αντικειμενική καταγραφή των μνημείων μέσω του χάρτη και τα διαχώριζε
από τον σύγχρονό τους περίγυρο του 19ου αιώνα, ώστε η αρχαιογνωστική σύνδεσή τους με τις αρχαίες πηγές να είναι
κατά το δυνατόν άμεση και σαφής. Για τους λόγους αυτούς ο Leake και μαζί του οι Gell και Dodwell καταλαμβάνουν
θέση κλειδί στη γενεαλογία της πρώιμης αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα.

2.5. Charles Robert Cockerell, 1788–1863

Ο Cockerell, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν αρχιτέκτονας με σπουδαία επαγγελματική πορεία στη Βρετανία (Watkin,
1974). Στην Ελλάδα ήλθε για τη «Μεγάλη Περιήγηση» (Cockerell, 1809), κατά τη συνήθεια της εποχής. Συνδέθηκε
και με άλλους αρχιτέκτονες που επισκέπτονταν την Ελλάδα την ίδια περίοδο. Έτσι ταξίδευσε στις Μυκήνες με τον
Γερμανό αρχιτέκτονα Carl Haller von Hallerstein. Μαζί εκπόνησαν σχέδια των μνημείων που είδαν, ενώ ο Cockerell
διενήργησε και μικρής έκτασης ανασκαφική έρευνα για να μελετήσει καλύτερα τη θόλωση του Θησαυρού του Ατρέα.

104
Video 5.4 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το έργο του Cockerell (1820, 1830).

Τα σχέδια του Cockerell βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Ένα από αυτά (Karadimas, 2009, σ. 171) απει-
κονίζει προοπτική όψη του Θησαυρού του Ατρέα, με μια ανθρώπινη μορφή στην είσοδο, μάλλον για την απόδοση της
κλίμακας. Το σχέδιο δεν έχει μετρήσεις, αλλά πρέπει να είναι ακριβές, εφόσον ο Cockerell μελέτησε το κτήριο.
Την ίδια περίοδο ο Cockerell ταξίδευσε και στην Κρήτη. Επισκέφθηκε τη Γόρτυνα, όπου τοποθετούνταν τότε
ο Λαβύρινθος. Ο Cockerell δημοσίευσε τις απόψεις του επάνω στο θέμα, καθώς και τα αποτελέσματα της επιτόπιας
εργασίας του σε ένα σύντομο κείμενο που αποτέλεσε κεφάλαιο ενός συλλογικού τόμου με αντικείμενο τις αναμνήσεις
διαφόρων περιηγητών από τη νότια Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή (Cockerell, 1820). Η δημοσίευση αυτή περιλαμ-
βάνει κάτοψη των διαδρόμων του σπηλαίου της Γόρτυνας, καθώς και ελεύθερη άποψη της ευρύτερης περιοχής του
σπηλαίου (Video 5.4). Τα δύο αυτά σχέδια δείχνουν μια διάθεση μάλλον αρχαιοδιφική, καθώς εντάσσουν τα μνημεία
στο σύγχρονο του Cockerell περιβάλλον, απεικονίζουν το θέμα τους με τρόπο περισσότερο ελεύθερο παρά αυστηρά
τεχνικό, ενώ δεν υπάρχει καμία πρόθεση αποκατάστασης της αρχικής τους μορφής.
Ακόμη πιο διαφωτιστική είναι η συμμετοχή του Cockerell στον συμπληρωματικό τόμο του έργου των James
Stuart και Nicholas Revett για τις αρχαιότητες της Αθήνας (Cockerell, 1830). Ο τόμος αυτός αποτελούσε συνέχεια του
έργου της Εταιρείας των Dillettanti, της οποίας ο Cockerell ήταν μέλος. Η θεματική του τόμου επεκτάθηκε πέρα από τα
όρια της Αθήνας. Ο Cockerell συμμετείχε με μια μελέτη για το ναό του Δία στον Ακράγαντα της Σικελίας, στην οποία
επέδειξε τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις και την ακρίβεια που τον χαρακτήριζε στο σχέδιο. Σε εννέα πίνακες εικόνων
παραθέτει κάτοψη, όψη, δύο τομές, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, καθώς και μια ελεύθερη άποψη του ναού με τον
περιβάλλοντα χώρο του. Τα σχέδια είναι όλα μετρημένα και υπό κλίμακα, ενώ υπάρχει διαχωρισμός των σωζόμενων
τμημάτων από τις προτεινόμενες συμπληρώσεις και υποθετικές αποκαταστάσεις. Τέλος το κείμενο καθαυτό είναι σύ-
ντομο, ενώ ένα μέρος του ουσιαστικά σχολιάζει τις ίδιες τις εικόνες. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε την προαναφερθείσα
υποθετική αναπαράσταση της βόρειας όψης της Ακρόπολης της Αθήνας την οποία δημοσίευσε ο Leake.

105
Οι διαφορές στον τρόπο εργασίας και στις επιλογές όσον αφορά την παρουσίαση αφενός των προϊστορικών
και αφετέρου των κλασικών μνημείων ενδεχομένως δείχνουν ότι ο Cockerell έβρισκε σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον
στις μαθηματικές αναλογίες της κλασικής αρχιτεκτονικής. Αντίθετα η προϊστορική αρχιτεκτονική μάλλον του έδινε
λιγότερες αφορμές, μία από τις οποίες ήταν η θόλωση του Θησαυρού του Ατρέα. Η εστίαση του ενδιαφέροντος οφείλε-
ται μάλλον στην αυστηρά αρχιτεκτονική ματιά του, η οποία προσπαθούσε να κατανοήσει κατά πόσο θα μπορούσε να
ωφεληθεί η σύγχρονή του αρχιτεκτονική από αυτήν της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Από την άλλη είναι σαφές ότι
ο Cockerell κινούνταν παράλληλα και εντός του αρχαιογνωστικού παραδείγματος. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από αυτή
καθαυτήν την ενασχόλησή του με τα μνημεία της αρχαιότητας, αλλά και από το κείμενό του για το «Λαβύρινθο» της
Γόρτυνας, όπου παραθέτει με λεπτομέρεια τις σχετικές πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές. Ο συνδυασμός των δύο
παραδειγμάτων απορρέει και από τη συμμετοχή του στην Εταιρεία των Dilettanti.
Συμπερασματικά, ο Cockerell υπήρξε ένας σημαντικός αρχιτέκτονας της εποχής του, ο οποίος αναζήτησε
έμπνευση στα αρχαία μνημεία, περιηγήθηκε στη Μεσόγειο και μελέτησε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που επισκέφθη-
κε. Το αυστηρά αρχιτεκτονικό πλαίσιο της προσέγγισής του καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τα προϊόντα της εργασίας
του, ιδίως αυτά που δημοσιεύθηκαν, αλλά κατάφερε να συνδυάσει το αρχιτεκτονικό του παράδειγμα με τις αρχαιογνω-
στικές και αρχαιοδιφικές αναζητήσεις της εποχής του, τις οποίες επίσης υπηρέτησε. Εξαιτίας αυτού του συνδυασμού
το αρχιτεκτονικό του έργο έμεινε γνωστό ως ενδεικτικό μιας διάθεσης σύνθεσης του παρελθόντος και του παρόντος σε
μια ενιαία, συνεχή και δυναμική οπτική του χρόνου. Για τον Cockerell η αρχιτεκτονική θα έπρεπε να ταυτίζεται με το
χρόνο και την ιστορία και ο αρχιτέκτονας οφείλει να δημιουργεί στο μυαλό του τοπία χρόνου και να τα υλοποιεί μέσα
από το κτήριο που συνθέτει. Στην προσπάθειά του αυτή ο αρχιτέκτονας πρέπει να επαναφέρει στη ζωή αρχιτεκτονικές
μορφές του παρελθόντος. Ο Cockerell εφάρμοσε στην πράξη τις παραπάνω πεποιθήσεις, όχι μόνο με το έργο του πάνω
στα αρχαία μνημεία, αλλά και μεταφέροντας τις γνώσεις που αποκόμισε από το έργο αυτό στα κτήρια που σχεδίασε,
ανάμεσα στα οποία είναι το Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης και η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Cambridge
(Bordeleau, 2014, ιδίως σ. 11–36).

2.6. Otto Magnus von Stackelberg, 1786–1837

Ο βαρόνος Otto Magnus von Stackelberg καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Εσθονίας. Παρά την επιθυμία
της οικογένειάς του να ασχοληθεί με τη διπλωματία ο Stackelberg ακολούθησε την κλίση του για τις τέχνες και τη μελέ-
τη της αρχαιότητας. Μετά από σχετικές σπουδές ταξίδευσε πρώτα στην Ιταλία και μετά στην Ελλάδα. Στα ταξίδια του
αυτά σχετίσθηκε με σημαντικούς περιηγητές, αρχαιολόγους, φιλολόγους, αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, όπως τον Carl
Haller von Hallerstein, τους Δανούς Peter Oluf Brøndsted και Georg Koes, τον Αυστριακό George Christian Gropius
και τους Βρετανούς John Foster Charles και Charles Robert Cockerell (για στοιχεία βιογραφίας του Stackelberg, βλ.
Rodenwaldt, 1957).
Ο Stackelberg έμεινε γνωστός για μια σειρά από τοπία της Ελλάδας που δημοσιεύθηκαν σε ενιαίο λεύκωμα
(Stackelberg, 1834). Το λεύκωμα περιέχει 25 εικόνες, από τις οποίες πέντε παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον μελετητή
της προϊστορικής αρχαιολογίας. Οι τρεις από αυτές είναι ελεύθερα σχέδια, προοπτικές απόψεις της εισόδου του Θη-
σαυρού του Ατρέα, της Πύλης των Λεόντων (Video 5.5) και μιας ακόμη πύλης των Μυκηνών. Η απεικόνιση της Πύλης
των Λεόντων ουσιαστικά εντάσσεται στην απόδοση του τοπίου της αργολικής πεδιάδας, το οποίο κυριαρχεί στο κέντρο
της εικόνας, ενώ τα προϊστορικά κατάλοιπα τοποθετούνται στην κάτω αριστερή γωνία. Αντίθετα στις άλλες δύο εικόνες
τα μνημεία κυριαρχούν, ενώ το υπόβαθρο αποδίδεται εξαιρετικά σχηματικά. Και οι τρεις εικόνες χαρακτηρίζονται από
έντονη περιγραφικότητα, η οποία φαίνεται στη λεπτομερή απόδοση της κατάστασης που συνάντησε ο Stackelberg.
Όπως σημειώνει ο Νεκτάριος Καραδήμας (Karadimas, 2009, σ. 166–169), τα μνημεία απεικονίζονται έτσι όπως τα
άφησε ο Βελή Πασάς, γιος του Αλή Πασά και διοικητής της Πελοποννήσου, ο οποίος είχε διενεργήσει ανασκαφικές
έρευνες στο Θησαυρό του Ατρέα και στον Τάφο της Κλυταιμνήστρας το 1810. Άλλη ένδειξη της περιγραφικότητας
είναι η λεπτομερής απόδοση της βλάστησης γύρω από τα μνημεία και η τοποθέτηση μιας μορφής περιηγητή που σχε-
διάζει μπροστά στην Πύλη των Λεόντων. Στην ίδια εικόνα διακρίνεται ένας δεύτερος περιηγητής μαζί με ντόπιους. Ο
περιηγητής κρατάει και ένα φάκελο μεγάλου μεγέθους, μάλλον με σχέδια. Προφανώς ο Stackelberg τοποθέτησε τον
εαυτό του και τους συνοδοιπόρους του στην εικόνα.
Τα στοιχεία αυτά δίνουν ένταση και δραματικότητα στις εικόνες, χαρακτηριστικά που τονίζονται περαιτέρω
με την αντίθεση ανάμεσα στη λεπτομερή απόδοση του πρώτου επιπέδου και τη σχηματικότητα του υποβάθρου. Με τις
μορφές ντόπιων, ιδίως της γυναίκας που κρατά ένα αρνάκι ή ελαφάκι μπροστά στην είσοδο του Θησαυρού του Ατρέα,
οι εικόνες αποδίδουν την ιδιαίτερα ρομαντική διάθεση και στάση του Stackelberg έναντι του ελληνικού τοπίου και των
μνημείων του.

106
Video 5.5 Απόψεις της Πύλης των Λεόντων και του Θησαυρού του Ατρέα από το έργο του Stackelberg (1834).

Η ίδια διάθεση φαίνεται σε μία από τις πέντε εικόνες που αφορούν την Ιθάκη. Η εικόνα αυτή είναι μια άποψη
του νησιού από τη θάλασσα, με πλοία μέσα σε θαλασσοταραχή. Μια άλλη εικόνα από την Ιθάκη, που φιλοξενείται στο
ίδιο φύλλο του λευκώματος, είναι εντελώς διαφορετική. Πρόκειται για τη μοναδική κάτοψη του λευκώματος, συγκεκρι-
μένα για την κάτοψη των καταλοίπων στον Αετό. Η εικόνα τιτλοφορείται «Château d’Ulysse sur M. Aetus à Ithaque».
Η κάτοψη αυτή δείχνει ότι οι ρομαντικές αισθητικές προτιμήσεις του Stackelberg ήσαν ζήτημα επιλογής, όχι έλλειψης
γνώσης ή ικανότητας να σχεδιάσει με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή να εκπονήσει γραμμικά σχέδια. Επιπλέον η κάτοψη
δείχνει μια αρχαιογνωστική διάθεση σύνδεσης των τόπων που επισκέφθηκε ο περιηγητής με την αρχαία παράδοση και
μυθολογία.
Οι εικόνες κυριαρχούν σαφώς στο δημοσιευμένο του έργο ο Stackelberg, καθώς το κείμενο αποτελεί ουσια-
στικά υπομνηματισμό τους, έχοντας τη μορφή μιας σειράς από εκτενείς λεζάντες. Σε αυτές ο Stackelberg αρκείται να
εντοπίσει τα αρχαία μνημεία και να τα περιγράψει συνοπτικά, ενώ, όπου μπορεί, τα συνδέει με τις αρχαίες πηγές. Με
αυτόν τον τρόπο συνδυάζει την κατεξοχήν αρχαιοδιφική διάθεση περιγραφής όσων είδε, την οποία προδίδουν και οι
εικόνες του, με την αρχαιογνωστική του τάση, η οποία διαφαίνεται και στην προαναφερθείσα κάτοψη του Αετού.

2.7. Thomas Leverton Donaldson, 1795–1885

Ο Donaldson ήταν αρχιτέκτονας και μάλιστα από τα ιδρυτικά μέλη του Royal Institute of British Architects. Η συμβολή
του στην έρευνα για τις προϊστορικές αρχαιότητες στην Ελλάδα έγκειται στην περιγραφή του Θησαυρού του Ατρέα, η
οποία αποτέλεσε ιδιαίτερο κεφάλαιο στον συμπληρωματικό τόμο του έργου των James Stuart και Nicholas Revett για
τις αρχαιότητες της Αθήνας (Donaldson, 1830). Στο κεφάλαιο αυτό εντάσσει το μνημείο στο πλαίσιο της αρχαιογνωσί-
ας της εποχής, καθώς το συνδέει και με το κείμενο του Παυσανία και με τη μυθολογία, αλλά και με τα όσα ήσαν τότε
107
γνωστά για την ιστορία της αρχιτεκτονικής στην αρχαία Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Στο τέλος του κειμένου ο Donaldson
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν ενδιαφέρεται για υποθέσεις, αλλά για γεγονότα και δεδομένα, τα οποία παραθέτει στις
μακροσκελείς λεζάντες που σχολιάζουν τους πέντε πίνακες εικόνων του Θησαυρού του Ατρέα (Video 5.6).
Οι εικόνες αυτές περιλαμβάνουν δικά του σχέδια, συγκεκριμένα μια κάτοψη, τομές, μια προοπτική άποψη της
εισόδου και λεπτομέρειες αρχιτεκτονικών μελών. Τέλος, παρά το γεγονός ότι απορρίπτει τις υποθέσεις, παραθέτει ανα-
παράσταση της εισόδου του Θησαυρού. Όλα τα σχέδια φέρουν μετρήσεις και είναι φυσικά υπό κλίμακα. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η τοποθέτηση δύο σύγχρονων ανθρώπινων μορφών στην είσοδο του Θησαυρού στην άποψη της εισόδου,
καθώς και η γενικότερη αποτύπωση της κατάστασης στην οποία βρήκε το μνημείο ο Donaldson. Η περιγραφικότητα της
εικόνας αυτής βρίσκεται σε αντίθεση με την αναλυτικότητα που διακρίνει τις υπόλοιπες, οι οποίες απεικονίζουν μόνο
το μνημείο, με εξαίρεση την απόδοση της βλάστησης του περιβάλλοντος χώρου στην τομή του Θησαυρού. Ιδιαίτερη
μνεία πρέπει να γίνει και για την αναπαράσταση. Σε αυτήν τοποθετείται υποθετικά ένα ζεύγος αντιμέτωπων λεόντων,
κατ’ αναλογία προς την κύρια πύλη της μυκηναϊκής ακρόπολης. Επιπλέον οι λέοντες πλαισιώνονται από ζεύγος εραλ-
δικά τοποθετημένων τροπαίων, καθένα από τα οποία αποτελείται από ασπίδα και χιαστί τοποθετημένα δόρατα. Οι
προσθήκες αυτές, όπως και οι πέντε λεοντοκεφαλές πάνω από το ανώφλι της εισόδου, προδίδουν το κλασικιστικό και
αρχαιογνωστικό υπόβαθρο του Donaldson, εφόσον παραπέμπουν σε μνημεία της αρχαιότητας και όχι της προϊστορίας
(Karadimas, 2009, σ. 187–188). Τέλος ο Donaldson παραθέτει την τομή και την κάτοψη ενός υδραγωγείου στη Ρώμη
για να συγκρίνει τη θόλωσή του με αυτήν του Θησαυρού του Ατρέα, καθώς η προέλευση της τεχνογνωσίας για την
κατασκευή θόλων αποτελούσε ένα σημαντικό θέμα για την αρχιτεκτονική. Το θέμα αυτό το πραγματεύεται και στο
κείμενό του, επισημαίνοντας ότι η εκφορική κατασκευή του μυκηναϊκού μνημείου δεν σχετίζεται με τη γνώση για την
κατασκευή τόξων και καμαρών.

Video 5.6 Επιλογή από τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Donaldson (1830).

108
Συμπερασματικά, στο έργο του Donaldson βλέπουμε να συνυπάρχουν αφενός το καθαρά περιηγητικό ενδιαφέ-
ρον και η διάθεση για σύνδεση των μνημείων με τις αρχαίες πηγές και αφετέρου ένα εξίσου διακριτό, συγκροτημένο και
αναμενόμενο, λόγω της αρχιτεκτονικής του ιδιότητας, ενδιαφέρον για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και συνεπώς για
τη μελέτη σχετικών αρχαίων μνημείων. Το περιηγητικό και αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον εκφράζεται κυρίως μέσω του
γενικού κειμένου και λιγότερο μέσα από την προοπτική άποψη του μνημείου. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον εκφράζεται
περισσότερο μέσα από τις εικόνες και το σχολιασμό τους και λιγότερο στο κυρίως κείμενο.

Εικόνα 5.3 Υδατογραφία της Πύλης των Λεόντων από τον Haygarth (1814, σ. 90).

2.8. Άλλοι περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα

Οι Gell, Dodwell, Leake, Cockerell, Donaldson και Stackelberg καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο
καταγράφηκαν τα προϊστορικά μνημεία της Ελλάδας στις αρχές του 19ου αιώνα, και είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι
η εργασία τους αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Άλλωστε οι περισσότεροι εργάσθηκαν (και) για λογαριασμό της Εταιρείας
των Dilettanti, ενώ είχαν έτσι κι αλλιώς αναπτύξει μεταξύ τους σχέσεις. Δεν ήσαν όμως οι μοναδικοί που ενδιαφέρθη-
καν για τις ελληνικές αρχαιότητες κατά την περίοδο εκείνη. Οι επισκέψεις στην Ελλάδα συνεχίζονταν και το ενδιαφέ-
ρον παρέμενε αμείωτο. Κάποιοι ανέπτυξαν επίσης ενδιαφέρον για την απεικόνιση των προϊστορικών μνημείων, όπως,
για παράδειγμα, ο William Haygarth (1740–1827. Βλ. Randel, 1960). Ο Haygarth ήταν φιλέλληνας, συμφοιτητής και
φίλος του Lord Byron. Ταξίδεψε μαζί του στην Ελλάδα και έγραψε ένα ποίημα, το οποίο και δημοσίευσε (Haygarth,
1814). Το βιβλίο αυτό συνοδεύεται από εννέα ένθετες εικόνες, χαρακτικά από υδατογραφίες. Οι εικόνες αυτές αποτε-
λούν μια μικρή επιλογή από τις τουλάχιστον 120 που εκπόνησε ο ίδιος ο Haygarth και συγκέντρωσε κατόπιν ο Ιωάννης
Γεννάδιος. Μία από αυτές τις εικόνες έχει ως θέμα την εξωτερική άποψη της Πύλης των Λεόντων στις Μυκήνες. Ο
Haygarth επισκέφθηκε και την Τίρυνθα. Ως λογοτέχνης και ζωγράφος, δεν έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην επιστημονική
μελέτη των αρχαιοτήτων. Η Πύλη των Λεόντων απεικονίζεται με έντονα ρομαντικό τρόπο, ενώ οι ανθρώπινες μορφές
που απεικονίζονται ανήκουν στον 19ο αιώνα (Εικόνα 5.3). Μολονότι αυτή η επιλογή προδιαθέτει για αρχαιοδιφική
τάση, το τμήμα του ποιήματος που αφορά τις Μυκήνες επικεντρώνεται σε μια αναπόληση των μύθων που σχετίζονται
με τα υλικά κατάλοιπα που είδε ο Haygarth και επομένως παραπέμπει σε μια αρχαιογνωστική τάση. Ωστόσο και οι
δύο τάσεις συνυφαίνονται στον κυρίαρχο ρομαντισμό του, ο οποίος εκδηλώνεται στις υδατογραφίες και στη χρήση της
σέπιας στα χαρακτικά.
109
Εικόνα 5.4 Σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών στο έργο του Hughes (1820, σ. 207, 214).

Τις Μυκήνες και την Τίρυνθα επισκέφθηκε και ο ιστορικός Thomas Smart Hughes (1786–1847). Ο Hughes
ενδιαφέρθηκε κυρίως για την περιγραφή όσων μνημείων είδε, ενώ επιχείρησε και μια πρώτη αποτίμηση και σύνδεσή
τους με τη μυθολογία. Η περιγραφή του συνοδεύεται από δύο μόλις σχέδια (Εικόνα 5.4). Το πρώτο από τα δύο είναι
μια αναπαράσταση του τρόπου δομής των σηράγγων της Τίρυνθας, συγκεκριμένα ένα ελεύθερο σχέδιο λεπτομέρειας
του άνω μέρους του τόξου. Το άλλο είναι πάλι ένα ελεύθερο σχέδιο λεπτομέρειας της όψης των κυκλώπειων τειχών των
Μυκηνών. Σύμφωνα με το βιογραφικό λεξικό του Stephen Leslie (1885, σ. 189–190), οι εικόνες είχαν εκπονηθεί από
τον Cockerell. Σε κάθε περίπτωση οι εικόνες είναι λιγοστές, δείχνουν μια διάθεση μάλλον περιγραφική και αρχαιοδιφι-
κή παρά αναπαραστατική και έρχονται σε σχετική αντίθεση με την αρχαιογνωστική διάθεση του κειμένου.
Τέλος ο Αυστριακός κόμης Αnton von Prokesch-Osten, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα ως στρατιωτικός και διπλω-
μάτης, αλλά εξελίχθηκε σε σημαντικό θεράποντα των ανατολικών σπουδών (βιογραφικά στον Bertsch, 2005), επισκέ-
φθηκε τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, αλλά και την Κρήτη, και μάλιστα δημοσίευσε ένα χάρτη του «Λαβυρίνθου» της
Γόρτυνας (Von Prokesch-Osten, 1836–1837, σ. 606). Πρόκειται για μια πολύ σχηματική εικόνα, αλλά υπό κλίμακα. Ο
χάρτης μοιάζει πολύ με αυτόν του Cockerell, ο οποίος ήταν ήδη δημοσιευμένος όταν ο Von Prokesch-Osten επισκέφθη-
κε την Κρήτη, και θα μπορούσε να είναι ουσιαστικά αντιγραφή του. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία και μοναδική
εικόνα, η οποία επομένως δεν προσφέρεται για περαιτέρω σχολιασμό.

3. Η «αποστολή του Μοριά»

Η Επανάσταση του 1821 είχε αντίκτυπο και στην αρχαιολογική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο. Μολονότι οι
επισκέψεις περιηγητών συνεχίστηκαν, ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν ερευνητικές δράσεις με θεσμική κατοχύρωση,
είτε από φορείς του νεαρού ελληνικού κράτους είτε από άλλα κράτη, κυρίως από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η πιο
σημαντική από αυτές είναι η γαλλική «επιστημονική αποστολή του Μοριά» (Expédition scientifique de Morée), η οποία
οργανώθηκε στο πλαίσιο στρατιωτικής επιχείρησης που ανέλαβε η Γαλλία το 1829 με στόχο την ομαλή απαγκίστρωση
των αιγυπτιακών στρατευμάτων που είχαν απομείνει στην περιοχή μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη
ναυμαχία του Ναβαρίνου. Την ακολούθησαν και άλλες αποστολές, ιδίως μετά την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού
κράτους.
Η επιστημονική αποστολή του Μοριά ήταν επίσημη κρατική αποστολή της Γαλλίας, και μάλιστα στα πρότυπα
της αποστολής της Αιγύπτου, η οποία είχε συνοδεύσει το εκστρατευτικό σώμα του Ναπολέοντα την περίοδο 1798-1801.
Στόχος της αποστολής ήταν η πλήρης καταγραφή της κατάστασης στην Πελοπόννησο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η
μελλοντική ανάμειξη της Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα μέσα από τη γνώση που θα συγκεντρωνόταν. Η αποστολή
επομένως αποτελούσε μια πολιτιστική και επιστημονική προέκταση του στρατιωτικού και διπλωματικού επιχειρησι-
ακού σχεδίου της Γαλλίας για την Ελλάδα (για τους στόχους, την οργάνωση και το προσωπικό της αποστολής, βλ.
Σαΐτας, 2011). Ο επίσημος χαρακτήρας της αποστολής συνδυάσθηκε με λεπτομερή προετοιμασία και οργάνωση. Οι
εντολές προέρχονταν απευθείας από το Παρίσι, ακόμη και για την παραμικρή λεπτομέρεια, όπως ο τρόπος απόδοσης
του αναγλύφου στους χάρτες που θα εκπονούσαν τα μέλη της αποστολής. Σε μεγάλο βαθμό ακολουθήθηκαν οι πρα-
κτικές του γαλλικού στρατού, ιδίως του μηχανικού σώματος, όσον αφορά τις μεθόδους γεωδαισίας και χαρτογράφησης
(Σαΐτας, 2011, 48-64).
110
Ο επίσημος, αλλά και επιστημονικά ολοκληρωμένος χαρακτήρας της αποστολής του Μοριά καθιστά σημα-
ντική την παράθεση κατ’ αρχάς κάποιων γενικών ιστορικών στοιχείων, καθώς και την αναφορά στα επιστημολογικά
χαρακτηριστικά της αποστολής, προτού εξετασθεί η σημασία των εικόνων στη μελέτη των προϊστορικών καταλοίπων.
Η αποστολή του Μοριά χωρίστηκε σε τρία τμήματα: (α) φυσικών επιστημών, (β) αρχαιολογίας και (γ) αρχιτεκτονικής
και γλυπτικής. Αντικείμενο του τμήματος φυσικών επιστημών ήταν οι μελέτες για τη χλωρίδα και την πανίδα, το φυσικό
ανάγλυφο και το υπέδαφος, η εκπόνηση χαρτών, καθώς και οι μελέτες για τα οδικά δίκτυα, τη χωροταξία των οικισμών
και την πολεοδομία. Για τους σκοπούς αυτούς στην ομάδα συμμετείχαν φυσικοί επιστήμονες, γεωλόγοι και τοπογράφοι.
Το αρχαιολογικό τμήμα αποτελούνταν από αρχαιολόγους και φιλολόγους. Στόχος του ήταν η ανασκαφική κά-
λυψη ολόκληρης της Πελοποννήσου και η συγκέντρωση πληροφοριών από επιγραφές. Παρά τη δράση που ανέπτυξε η
ομάδα αυτή, οι στόχοι αποδείχθηκαν ανέφικτοι. Ειδικά ο ανασκαφικός στόχος ήταν μάλλον χιμαιρικός, για τον πρόσθε-
το λόγο ότι μόνο ο Charles Lenormant είχε πείρα στην αρχαιολογία πεδίου, από τη συμμετοχή του στην αποστολή της
Αιγύπτου. Οι υπόλοιποι ήσαν ερευνητές γραφείου και δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν και στις συνθήκες διαβίωσης
στην Ελλάδα, αλλά και στις απαιτήσεις της αποστολής. Κάποιοι αποχώρησαν άρρωστοι. Ο Lenormant και ο φιλόλογος
Edgar Quinet αποσκίρτησαν. Άλλοι εντάχθηκαν στο τμήμα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Στο τελευταίο έπεσε εντέλει
το βάρος της συνολικής καταγραφής αρχαίων μνημείων, όχι μόνο από πλευράς αρχιτεκτονικής ή τέχνης, αλλά εν μέρει
και από αρχαιολογική σκοπιά. Με επικεφαλής τον Guillaume-Abel Blouet η ομάδα των αρχιτεκτόνων ολοκλήρωσε το
έργο της, περιγράφοντας κάθε μείζον μνημείο και αποτυπώνοντάς το με 510 εικόνες, ενώ προχώρησε και σε σχέδια
αποκατάστασης των μνημείων, όπου αυτό ήταν δυνατό. Στα υπόλοιπα μνημεία αφιέρωσαν λιγότερο κείμενο και λιγό-
τερες εικόνες.
Τα αποτελέσματα της αποστολής του Μοριά δημοσιεύθηκαν σε μια σειρά από μονογραφίες με αντίστοιχες θε-
ματικές (Blouet & Ravoisié, 1831. Bory de Saint-Vincent, 1832, 1834, 1836-1838. Bory de Saint-Vincent & Chaubard,
1838. Puillon-Boblaye, 1836). Οι δημοσιεύσεις αυτές μαρτυρούν την επιστημονική προσέγγιση της αποστολής του
Μοριά, η οποία διακατεχόταν από μια αίσθηση εμπιστοσύνης στη νεωτερική επιστήμη, καθώς και στις ικανότητες του
ανθρώπου και της τεχνολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής ολόκληρης της αποστολής τέθηκε ένας φυσικός επι-
στήμονας, ο Jean-Baptiste Bory de Saint-Vincent. Επρόκειτο για παλαιό υποστηρικτή του Ναπολέοντα, ο οποίος στα
δημοσιεύματα της αποστολής άσκησε σφοδρή κριτική σε όλους όσους είχαν διενεργήσει γεωγραφικές έρευνες στην
Πελοπόννησο, όπως οι Gell και Leake, ενώ απέρριπτε ακόμη και τον Παυσανία, καθώς προτιμούσε τη μαθηματική
γεωγραφία του Πτολεμαίου (Τόλιας, 2011). Κριτική στάση, αν και πιο εποικοδομητική, τήρησε και ο γεωλόγος της
αποστολής, ο Émile Le Puillon de Boblaye, ο οποίος προσπαθούσε επίσης να αξιοποιεί κατά το δυνατόν τις αρχαίες
πηγές. Σε αυτό το νεωτερικό επιστημολογικό πλαίσιο εντάσσεται η εφαρμογή των γαλλικών στρατιωτικών γεωδαιτικών
τεχνικών τριγωνισμού, καθώς και η θεματική επεξεργασία και παρουσίαση των δεδομένων.
Το ίδιο επιστημολογικό πλαίσιο αναδεικνύεται και από την ολιστική προσέγγιση της αποστολής του Μοριά ως
προς το αντικείμενο της έρευνάς της, το οποίο ήταν η καταγραφή και του φυσικού κόσμου και του ανθρώπινου περί-
γυρου (Σαΐτας, 2011). Ο στόχος αυτός, ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελούσε επίσημη κρατική εντολή, θυμίζει
το εγκυκλοπαιδικό πνεύμα του Διαφωτισμού. Για την επίτευξη του στόχου αυτού συμμετείχε στην αποστολή και ο
ζωγράφος Prosper Baccuet, από τον οποίο ζητήθηκε να κινηθεί πιο ελεύθερα σε σχέση με τα επιμέρους τμήματα και
τις συγκεκριμένες δράσεις της αποστολής και να αποτυπώσει κτήρια, αλλά και σκηνές της σύγχρονης τότε ζωής στην
Ελλάδα. Άλλο δείγμα του ολιστικού πλαισίου θα πρέπει να θεωρηθεί και η ανάγκη που ένιωσε ο Jean-Baptiste Bory
de Saint-Vincaint να προτάξει μια συνολική κριτική αποτίμηση της τότε γεωγραφικής επιστήμης και άρα να εντάξει τα
αποτελέσματα των δικών του ερευνών σε ένα συνολικό επιστημολογικό πλαίσιο. Τον συνολικό χαρακτήρα του τελευ-
ταίου φανερώνει και η σχετική αλληλεπικάλυψη των αντικειμένων που διέκρινε τα επιμέρους τμήματα της αποστολής
του Μοριά. Αυτή φάνηκε στην πράξη με τη σύμπραξη αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, οι οποίοι όμως διατηρούσαν
ισχυρούς επιστημολογικούς δεσμούς και με το τμήμα των φυσικών επιστημών, όπως δείχνει και το ενδιαφέρον για την
αποτίμηση των αρχαίων γεωγράφων, αλλά και για τον γεωγραφικό εντοπισμό των μνημείων.
Οι επικαλύψεις αυτές δεν προδίδουν μόνο προσήλωση στα εγκυκλοπαιδικά πρότυπα του Διαφωτισμού, αλλά
και γνώση της κοινής ευρωπαϊκής επιστημολογικής παράδοσης, η οποία, όπως υπογραμμίσθηκε παραπάνω, επίσης
συνδύαζε τη γεωγραφία, την τοπογραφία, την αρχαιολογία, την επιγραφική και τη φιλολογία στην αρχαιογνωστική
και την αρχαιοδιφική προσέγγιση του παρελθόντος. Η παράδοση αυτή ασφαλώς και ήταν οικεία στην αποστολή του
Μοριά, η οποία ουσιαστικά κλήθηκε να πάρει επιστημονική θέση έναντί της. Ειδικότερα ο Blouet γνώριζε το έργο των
Stackelberg και Cockerell (Tournikiotis, 1999). Θέση κλειδί κατείχε το έργο της Εταιρείας των Dilettanti και ειδικότερα
των Stuart και Revett, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για την αποστολή του Μοριά. Άλλωστε ο Blouet είχε υπάρξει επί-
σης μέλος της Εταιρείας (Oulebsir, 1999, σ. 295). Μάλιστα στον δεύτερο τόμο των αποτελεσμάτων της αποστολής του
Μοριά αναδημοσίευσε την αναπαράσταση του Θησαυρού του Ατρέα που είχε σχεδιάσει και δημοσιεύσει ο Βρετανός
αρχιτέκτονας Thomas Leverton Donaldson στον συμπληρωματικό τόμο του έργου των Stuart και Revett (βλ. αναλυτι-
κότερα παραπάνω).

111
Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω γενικά στοιχεία, μπορούμε να περάσουμε στις επιμέρους συμβολές της
αποστολής, με πρώτη τη γεωγραφία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Πελοποννήσου του Puillon-Boblaye (1836).
Σε αυτή τη μελέτη, η οποία εντάσσεται στο τμήμα των φυσικών επιστημών, ο Puillon-Boblaye διαχωρίζει αυστηρά τα
δεδομένα από τις υποθέσεις, κάνει χρήση των αρχαίων πηγών και περιγράφει τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, αλλά και τους
πολυγωνικούς τοίχους της Μιδέας, προτείνοντας μια πρώιμη χρονολόγησή τους. Δίνει έμφαση ωστόσο στον γεωγρα-
φικό εντοπισμό, και το έργο του αποτελεί ουσιαστικά έναν κατάλογο τοπωνυμίων, αρχαίων και νεότερων. Σημαντικό
ρόλο σε αυτή τη μελέτη παίζει ο κύριος χάρτης που εκπόνησε η αποστολή του Μοριά, στον οποίο ενσωματώνονται τα
αποτελέσματα της μελέτης του Puillon-Boblaye. Στο χάρτη αυτό, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Puillon-Boblaye (1836, σ.
3), δεν δόθηκε έμφαση σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, καθώς η αποστολή θέλησε να παρουσιάσει τη στατι-
στική εικόνα των μνημείων της Πελοποννήσου, δηλαδή τη διασπορά τους σε σχέση με την τότε ανθρωπογεωγραφία.
Μολονότι το αρχαιολογικό τμήμα διαλύθηκε, τα αποτελέσματα των ερευνών του φαίνονται εν μέρει σε υστε-
ρότερο δημοσίευμα του Edgar Quinet (1830), που εγκατέλειψε την ομάδα, όπως ο Lenormant, και συνέχισε μόνος του
την έρευνα. Από τα προϊστορικά μνημεία ο Quinet εξέτασε, κατά τη συνήθεια των ερευνητών της εποχής, τις Μυκήνες
και την Τίρυνθα, δηλαδή ιστάμενα και ορατά μνημεία που μπορούσαν να συνδεθούν με τις αναφορές του Παυσανία
και του Στράβωνα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Quinet για να περιγράψει όσα είδε είναι σχετικά λυρική, γεγονός που
τον εντάσσει στο ευρύτερο ρομαντικό ρεύμα της εποχής. Ως προς το περιεχόμενο του κειμένου ο Quinet, αν και στην
ουσία φιλόλογος, επιδεικνύει ευρύτερες γνώσεις που τον κατατάσσουν στην κατηγορία των αρχαιογνωστών επιστημό-
νων. Διέθετε μάλιστα εξαιρετική γνώση της σχετικής γερμανόφωνης έρευνας λόγω των σπουδών του στη Χαϊδελβέργη.
Αυτή φαίνεται στην περιγραφή και την ερμηνεία της Πύλης των Λεόντων. Εκεί ο Quinet προσπαθεί να ερμηνεύσει την
παράσταση μέσα σε ένα πλαίσιο θρησκευτικό και συμβολικό και με τη βοήθεια ποικίλων εικονογραφικών παραλλήλων
από πολιτισμούς της Εγγύς, αλλά και της Άπω Ανατολής. Συγκεκριμένα, παραλληλίζει τους λέοντες με αντίστοιχα θέ-
ματα από την παράδοση του ζωροαστρισμού, του βουδισμού και του μιθραϊσμού.

Video 5.7 Tα αρχιτεκτονικά σχέδια της αποστoλής του Μοριά σχετικά με τα μνημεία των Μυκήνων και την ακρόπολη
της Τίρυνθας (Blouet & Ravoisié, 1831).
112
Το βιβλίο του Quinet δεν περιείχε σχέδια, αλλά μόνο κείμενο. Ωστόσο στην επανέκδοσή του (Quinet, 1984,
σ. 360-361) συμπεριλήφθηκε το αρχείο του, το οποίο αναφέρει και σκαριφήματα και συγκεκριμένα 13 σχέδια για τις
Μυκήνες: γενική άποψη, κοντινή και μακρινή, άποψη και εσωτερικό της Πύλης των Λεόντων, λεπτομέρεια του κίονα
του αναγλύφου, σχέδιο της βόρειας πυλίδας, σχέδια της εισόδου του Θησαυρού του Ατρέα, του εσωτερικού του θόλου
και του μικρού παραθαλάμου. Το ημερολόγιο περιέχει σημειώσεις για την κατασκευή και τη χρήση των μνημείων,
καθώς και κάποιες μετρήσεις. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο Quinet ήταν δεινός σχεδιαστής και χρησιμοποιούσε σε
σημαντικό βαθμό τον εικονιστικό τρόπο τεκμηρίωσης (Polychronopoulou, 1999, σ. 276). Παρ’ όλα αυτά κανένα από
τα σκαριφήματα του ημερολογίου δεν χρησιμοποιήθηκε στην τελική δημοσίευση. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο Quinet
αντιμετώπιζε τα σχέδια ως απόλυτα βοηθητικά στην έρευνά του. Επομένως η εργασία του εντάσσεται κατά κύριο λόγο
στην περιηγητική αρχαιογνωστική έρευνα, που χαρακτηρίζεται από ένα έντονα ρομαντικό πνεύμα.
Όπως αναφέρθηκε, με τη διάλυση του αρχαιολογικού τμήματος της αποστολής του Μοριά το βάρος της ολο-
κλήρωσης του έργου του το επωμίστηκε το αρχιτεκτονικό τμήμα. Το τελευταίο όντως ολοκλήρωσε τις εργασίες του.
Τα αποτελέσματα των ερευνών του δημοσιεύθηκαν σε τρεις τόμους. Οι τόμοι αυτοί περιέχουν σύντομα ημερολόγια της
έρευνας, περιγραφές από τον εντοπισμό των μνημείων, σχόλια για τη σύνδεσή τους με τις αρχαίες πηγές και κατασκευ-
αστικές παρατηρήσεις. Τα κείμενα ακολουθούνται από λεζάντες εικόνων και τις ίδιες τις εικόνες (Video 5.7). Συνήθως
οι λεζάντες περιέχουν κατεξοχήν αρχιτεκτονικές (κατασκευαστικές) πληροφορίες και παρατηρήσεις, χωρίς όμως αυτή
η τάση να αποτελεί και κανόνα της δημοσίευσης. Τα παραπάνω είναι προϊόντα συστηματικής εργασίας, με επιτόπιες
έρευνες, μετρήσεις και νέα σχέδια (για τη μεθοδολογία των αρχιτεκτόνων της αποστολής, βλ. Lucarelli, 1996· για τον
προσωπικό τρόπο εργασίας και το αρχείο σχεδίων του Βlouet βλ. Peltre, 1996, σ. 93). Το ενδιαφέρον του Blouet επικε-
ντρώνεται περισσότερο στα κλασικά μνημεία, που δεν τα αποτυπώνει μόνο, αλλά και τα αποκαθιστά σχεδιαστικά, διότι
τότε υπήρχε μια επιστημονική διαφωνία για το αν ήσαν στεγασμένα ή όχι (Hellmann, 2003, σ. 21). Ωστόσο η ματιά
της αποστολής του Μοριά ήταν πολύ πιο συνολική απ’ ό,τι των προηγούμενων περιηγητών και άλλων ερευνητών και
συμπεριέλαβε και προϊστορικά μνημεία, αλλά και βυζαντινά.
Τα αποτελέσματα της καταγραφής προϊστορικών μνημείων δημοσιεύονται στον δεύτερο τόμο. Συγκεκριμέ-
να, εκεί παρουσιάζονται οι Μυκήνες, με την ακρόπολη και το Θησαυρό του Ατρέα, και η Τίρυνθα, ενώ γίνεται απλή
αναφορά στην επίσκεψη της αποστολής στο Βαφειό και στην επιτόπια εξέταση του θολωτού τάφου. Τα σχέδια των
Μυκηνών καλύπτουν επτά πίνακες και περιλαμβάνουν όλους τους τύπους σχεδίων: κάτοψη, τομή, προοπτική άποψη.
Μάλιστα η κάτοψη των Μυκηνών αποτελεί συνδυασμό με τοπογραφικό σχέδιο, ενώ τα ίδια τα κατάλοιπα σημειώνο-
νται συνοπτικά. Η πληρότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης φαίνεται και από την παράθεση σχεδίων αρχιτεκτονικών
μελών, αλλά και από την αναδημοσίευση της αναπαράστασης της θύρας του Θησαυρού του Ατρέα που είχε εκπονήσει
ο Donaldson. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει με τη σειρά του το διάλογο στον οποίο βρίσκονταν ο Blouet και συνεργάτες
του με την προηγούμενη έρευνα.
Όλα τα σχέδια παρουσιάζουν μια ισορροπία ανάμεσα στην περιγραφική λεπτομέρεια και στην αναλυτική σχη-
ματικότητα. Έτσι το τοπογραφικό των Μυκηνών αποδίδει τους ορεινούς όγκους ζωγραφικά, ενώ τα μνημεία τοποθε-
τούνται σχηματικά και σε μεγάλο βαθμό συμβολικά. Με αυτό τον τρόπο, που θυμίζει τους χάρτες του Leake, γίνεται
πιο ανάγλυφα αντιληπτή η θέση των μνημείων. Αντίστοιχα στις τομές σημειώνεται με μεγάλη λεπτομέρεια και περι-
γραφικότητα η βλάστηση, αλλά μόνο για να δοθεί η επιφάνεια του εδάφους, ενώ το σχέδιο κατά τα λοιπά τοποθετείται
σε λευκό υπόβαθρο, όπου σημειώνονται η κλίμακα ή οι μετρήσεις. Έτσι τονίζεται ο τεχνικός χαρακτήρας του σχεδίου,
με αναφορά –ρητή ή υπόρρητη– στην υποτιθέμενη ουδετερότητα και αποστασιοποίηση που πρέσβευε η νεωτερική
επιστήμη. Τέλος η άποψη του Θησαυρού του Ατρέα είναι ιδιαίτερα περιγραφική, αλλά δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη
μορφή, αντίθετα απ’ ό,τι συνήθιζαν οι προηγούμενοι περιηγητές. Επομένως γίνεται άλλο ένα βήμα προς την επιστη-
μονική αυστηρότητα, μολονότι διατηρείται μια κάποια σχέση με την προηγούμενη ημιεπιστημονική αρχαιοδιφία και
αρχαιογνωσία (Lucarelli, 1996).
Η αισθητική των σχεδίων υπαγορεύθηκε από τη συγκρότηση του Blouet ως αρχιτέκτονα (Oulebsir, 1999, σ.
296-297). Στις αρχές του 19ου αιώνα εκδηλώθηκε ένα ρεύμα αμφισβήτησης του κατεστημένου ακαδημαϊσμού της
École des Beaux-Arts, ο οποίος υπαγόρευε τη λιτότητα στο σχεδιασμό και ακολουθούσε πιστά τον Βιτρούβιο. Η αμφι-
σβήτηση αυτή δημιούργησε ένα φιλελληνικό ρομαντικό ρεύμα, που, επιδιώκοντας να αποδώσει τα μνημεία της αρχαι-
ότητας στην αρχική τους μορφή, έδινε έμφαση στα χρώματα που τα διακοσμούσαν. Ο Blouet ανήκε σε αυτό το ρεύμα
αμφισβήτησης, το ίδιο και τα περισσότερα μέλη της αποστολής, τα οποία έψαχναν νέα πρότυπα αρχιτεκτονικής έμπνευ-
σης ήδη από την περίοδο μαθητείας τους στην École des Beaux-Arts. Τα πρότυπα αυτά τα αναζήτησαν στην αγνότητα
της μορφής και στο μεγαλείο της αρχιτεκτονικής σύλληψης που διέκρινε τα αρχαία ελληνικά κτήρια.
Επομένως τα σχέδια που εκπόνησε η αποστολή του Μοριά διακρίνονταν από μια συγκεκριμένη οπτική, η
οποία χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την αναζήτηση σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και για το λόγο
αυτό ενθάρρυνε τη σχεδιαστική συμπλήρωση και αναπαράσταση των μνημείων. Η τάση αυτή διασταυρώθηκε με την
αρχαιογνωστική προσέγγιση, αλλά και τη ρομαντική διάθεση των περιηγητών, οι οποίοι προτιμούσαν να αγνοούν την
Ελλάδα που έβλεπαν και να τη φαντάζονται όπως ήταν στην αρχαιότητα. Οι Γάλλοι αρχιτέκτονες διαφέρουν ωστόσο
113
από τους ρομαντικούς περιηγητές, διότι οι σχεδιαστικές τους αποκαταστάσεις δεν είναι απλώς δημιουργήματα της
φαντασίας τους, αλλά αποτέλεσμα εφαρμογής αυστηρών επιστημονικών κανόνων όσον αφορά το τι αναπαρίσταται
και πώς. Άλλωστε τα προϊστορικά κτήρια αφενός σώζονται αποσπασματικά, αφετέρου δεν υπακούουν στους κανόνες
συμμετρίας της αρχιτεκτονικής της αρχαιότητας. Κάθε προϊστορικό κτήριο είναι σε μεγάλο βαθμό μοναδικό, γεγονός
που δυσχεραίνει τη διατύπωση προτάσεων αποκατάστασης με βάση αναλογίες ή παράλληλα ευρήματα. Πιθανότατα το
επιστημονικό πλαίσιο της αποστολής του Μοριά κατέστησε σαφή αυτή τη δυσχέρεια, εξού και η απροθυμία εκπόνησης
σχεδιαστικών αποκαταστάσεων για τις Μυκήνες και συνεπώς και η αναδημοσίευση της αναπαράστασης του Θησαυρού
του Ατρέα που είχε σχεδιάσει ο Donaldson.
Τα παραπάνω σχόλια για τα σχέδια των Μυκηνών ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και γι’ αυτά της Τίρυνθας. Η τε-
λευταία παρουσιάζονται πιο συνοπτικά, με δύο μόνο πίνακες σχεδίων. Ο πρώτος απεικονίζει μια κάτοψη σχηματική
σε συνδυασμό με τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά με την ίδια αισθητική και τεχνική λεπτομέρεια της κάτοψης-τοπογρα-
φικού των Μυκηνών. Ο δεύτερος πίνακας απεικονίζει λεπτομέρειες της οχύρωσης. Και εδώ παρτηρείται μια ισόρροπη
ανάμειξη περιγραφικότητας και αναλυτικότητας, όπως και στα σχέδια των Μυκηνών. Ανάλογη ισορροπία διέπει και τη
σχέση κειμένου και εικόνων στη δημοσίευση. Από τη μια κυριαρχεί το κείμενο, το οποίο είναι συνοπτικό και υπηρετεί
ένα στόχο αρχαιοδιφικό και αρχαιογνωστικό συνάμα. Συγκεκριμένα, στο κείμενο αυτό παρουσιάζεται το ημερολόγιο
της έρευνας, το οποίο περιέχει πάρα πολλές ταξιδιωτικές λεπτομέρειες (Tournikiotis, 1999) και έτσι αποτελεί έκθεση
πεπραγμένων. Παράλληλα τα μνημεία που επισκέφθηκε η αποστολή συνδέονται με τη μυθολογική παράδοση και τις
αρχαίες πηγές. Τέλος γίνεται αναφορά στον τρόπο κατασκευής τους, με έμφαση στη σύνδεση της κυκλώπειας τοιχοδο-
μίας με τους λεγόμενους Πελασγούς, άρα με το προκλασικό παρελθόν της Ελλάδας. Στο ίδιο πνεύμα τονίζεται η κατα-
σκευαστική διαφορά της εκφορικής θόλωσης του Θησαυρού του Ατρέα από τις υστερότερες, ρωμαϊκές πρακτικές. Στο
πλαίσιο αυτό οι εικόνες επιτελούν συνοδευτικό ρόλο. Ωστόσο η σχέση κειμένου και εικόνας αντιστρέφεται υπέρ της
τελευταίας στο τμήμα των εικόνων, καθώς οι λεζάντες υπηρετούν τα σχέδια και ταυτόχρονα περιέχουν τα περισσότερα
καθαυτό αρχιτεκτονικά σχόλια.
Συμπερασματικά, η αποστολή του Μοριά αποτέλεσε ένα σημαντικότατο βήμα προς την επιστημονική συ-
γκρότηση της αρχαιογνωστικής και κατ’ επέκταση της αρχαιολογικής έρευνας. Βάση για το βήμα αυτό αποτέλεσε η
έμφαση στη νεωτερική επιστημονικότητα, δηλαδή στην αυστηρότητα και στην ουδετερότητα της προσέγγισης, στις
μετρήσεις και στην εμπειριστική επιτόπια έρευνα, στην πληρότητα της καταγραφής και στην ολιστική προσέγγιση κατά
την παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Ωστόσο, παρά τη σημαντική πρόοδο, οι Γάλλοι αρχιτέκτονες δεν κατάφεραν
να ξεπεράσουν εντελώς το πλαίσιο της αρχαιογνωσίας και της αρχαιοδιφίας, το οποίο άλλωστε ήταν τότε κυρίαρχο
και αποτελούσε κύρια επιστημονική αφορμή για την αποστολή του Μοριά. Ο ρόλος πάντως των εικόνων στην έρευνά
τους είναι σαφώς πιο αναβαθμισμένος, ακόμα και σε σχέση με τις μελέτες των Gell, Leake και Dodwell ή και αυτού
του Cockerell, λόγω της συμμετοχής αρχιτεκτόνων, του προωθημένου ερευνητικού τους προγράμματος, αλλά και της
δραστηριοποίησής τους μέσα από το λεπτομερώς οργανωμένο επιστημολογικό πλαίσιο που πρόσφερε η αποστολή του
Μοριά με την οργάνωσή της και τη σφιχτή επιστημολογική της συγκρότηση.

4. Άλλες πρώιμες ερευνητικές ενασχολήσεις με τα προϊστορικά μνημεία

Εκτός των οργανωμένων αποστολών στο νεότευκτο ελληνικό κράτος δραστηριοποιήθηκαν και μεμονωμένοι ερευνητές,
με σημαντικές θεσμικές θέσεις ή ιδιότητες. Το 1831–1832 η βαυαρική αυλή έστειλε στην Ελλάδα τον επιφανή αρχαιο-
γνώστη και κλασικιστή Friedrich Thiersch (1784–1860), ο οποίος ήταν και επικεφαλής του εκπαιδευτικού συστήματος
της Βαυαρίας. Στόχος του ταξιδιού του Thiersch ήταν η περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα. Μαζί με
τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή επισκέφθηκε τις Μυκήνες και την Τίρυνθα και μάλιστα διενήργησε μικρής έκτασης ανα-
σκαφές και στις δύο θέσεις. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν σε άρθρο (Thiersch, 1852), το οποίο περιλαμβάνει ένα
σχέδιο του αναγλύφου της Πύλης των Λεόντων στην ακρόπολη των Μυκηνών και ένα δεύτερο σχέδιο τμήματος κιονο-
κράνου από το Θησαυρό του Ατρέα. Στα περιεχόμενα της έκδοσης αναφέρεται ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια εκπόνησε ο
Eduard Mezger, Βαυαρός αρχιτέκτονας.
Άλλη «πατριαρχική» μορφή της ελληνικής αρχαιολογίας υπήρξε ο κλασικός αρχαιολόγος Ludwig Ross (1806–
1859). Επισκέφθηκε την Ελλάδα ως περιηγητής το 1832 και εγκαταστάθηκε στη χώρα. Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων
και το 1837 έγινε ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την επικράτεια
του τότε ελληνικού κράτους, συχνά συνοδεύοντας τον βασιλιά Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία. Ανέπτυξε κάποιο εν-
διαφέρον για τις προϊστορικές θέσεις λόγω της σύνδεσής τους με το ηρωικό παρελθόν των μύθων. Ωστόσο οι αναφορές
στα προϊστορικά μνημεία δεν είναι τόσο εκτενείς όσο οι αντίστοιχες στα κλασικά, καθώς αρκείται στον εντοπισμό θέ-
σεων. Στα ημερολόγιά του υπάρχει μια σχηματική κάτοψη της Τίρυνθας και μια άποψη του τείχους της. Συνοδεύονται
από μετρήσεις και σημειώσεις. Η ανεικονική αυτή τάση δεν χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του. Αντίθετα στα κλα-
σικά μνημεία η αρχιτεκτονική αποτύπωση και τεκμηρίωση είναι πλήρης και σε απόλυτη αρμονία με τα αντίστοιχα κεί-
μενα (για το έργο του Ross, βλ. Goette & Palagia, 2005· για τα προϊστορικά μνημεία, βλ. Μουστάκα, 2005, σ. 234–236).
114
Τρίτος, αλλά εξίσου σημαντικός εκπρόσωπος της γερμανικής ερευνητικής δράσης υπήρξε ο Ernst Curtius
(1814–1896), ιστορικός και αρχαιολόγος, καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Γοττίγγης. Είναι γνω-
στός κυρίως για το έργο που επιτέλεσε ως πρώτος διευθυντής των γερμανικών ανασκαφών στην αρχαία Ολυμπία. Πριν
όμως αναλάβει αυτή τη θέση, συγκεκριμένα το 1838, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην τότε ελληνική επικράτεια. Καρ-
πός του ταξιδιού του, αλλά και των γενικότερων γνώσεών του είναι ένα δίτομο έργο με θέμα την ιστορική γεωγραφία
της Πελοποννήσου. Στο έργο αυτό αναφέρεται στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στο Θησαυρό του Μινύα (Curtius,
1851, τ. 2, σ. 384–415). Τα μνημεία εντοπίζονται στο χώρο και περιγράφονται με λεπτομέρεια, ακρίβεια και διεξοδι-
κότητα, ενώ συνοδεύονται και από ενδεικτικές μετρήσεις. Ο Curtius συνδυάζει κατασκευαστικές παρατηρήσεις με την
προσπάθεια συσχετισμού των μνημείων με τις αρχαίες πηγές. Το έργο αυτό στο σύνολό του αποτελεί προϊόν αυστηρής
επιστημονικής εργασίας. Ο λόγος είναι απρόσωπος και ουδέτερος. Έτσι η περιγραφή της τοπογραφίας δημιουργεί στο
μυαλό του αναγνώστη έναν τρισδιάστατο χάρτη, κάτι που την κάνει να διαφέρει αισθητά από τις ταξιδιωτικές αφηγή-
σεις των περιηγητών, αλλά και της αποστολής του Μοριά. Κυρίαρχο ρόλο παίζει το κείμενο. Οι λιγοστές εικόνες απο-
τελούν μάλιστα αναπαραγωγές ήδη δημοσιευμένων σχεδίων. Συγκεκριμένα, παραθέτει την κάτοψη της Τίρυνθας και το
τοπογραφικό με την κάτοψη των Μυκηνών της αποστολής του Μοριά, καθώς και την κάτοψη και την τομή του Θησαυ-
ρού του Ατρέα, απλοποιημένες και σχηματικά επανασχεδιασμένες (Curtius, 1851, τ. 2, σ. 410, πιν. XV–XVI). Αντίθετα
κύριο εποπτικό μέσο φαίνεται ότι είναι ο χάρτης. Ωστόσο οι χάρτες που παραθέτει ο Curtius ελάχιστα αφορούν τα προ-
ϊστορικά μνημεία. Θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι στο βιβλίο αυτό διακρίνεται η επιστημολογική κληρονομιά του
Leake, την οποία ο Γερμανός αρχαιολόγος αξιοποιεί προς την κατεύθυνση της αυστηρά και ουδέτερα συγκροτημένης
επιστημονικής γνώσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι εικόνες δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο, καθώς σχεδόν όλες τοποθετούνται
σε πίνακες στο τέλος του βιβλίου. Ωστόσο στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογισθεί και η συμβολή πρακτικών
παραγόντων. Συγκεκριμένα, δεν εκπόνησε ο ίδιος ο Curtius τις εικόνες του βιβλίου του, διότι πιθανότατα δεν είχε την
εκπαίδευση και την ευχέρεια που είχαν οι Gell, Leake και Blouet.

Video 5.8 Aρχιτεκτονικά σχέδια από το έργο των Göttling (1845), Breton (1862) και Mure (1842).
115
Εξέχουσα θέση στους πνευματικούς κύκλους του νεαρού ελληνικού κράτους κατείχε και ο γνωστός ιστορικός
George Finlay (1799–1875). Ήλθε στην Ελλάδα ως φιλέλληνας και δημοσιογράφος και παρέμεινε στη χώρα μετά την
Επανάσταση. Αρχικά επισκέφθηκε τις συνήθεις για τους περιηγητές θέσεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Στη συνέ-
χεια συνδέθηκε φιλικά με τον Ludwig Ross, και το ενδιαφέρον του στράφηκε και σε αρχαιολογικές θέσεις σχετικές με
το ηρωικό μυθολογικό παρελθόν της Ελλάδας. Διενήργησε ανασκαφές σε παλαιολιθική θέση στο Πικέρμι και σε μεσο-
ελλαδικό τύμβο στις Αφίδνες, ενώ επισκέφθηκε τις Κυκλάδες και συνέλεξε πρωτοκυκλαδικές αρχαιότητες. Το αρχείο
του περιλαμβάνει ένα σκαρίφημα της όψης του Θησαυρού του Ατρέα, αλλά δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ
για τη μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων όσο για τα τέχνεργα, από τα οποία δημιούργησε και συλλογή.
Την ίδια περίοδο και άλλοι ερευνητές επισκέπτονται και μελετούν επί τόπου τα γνωστά προϊστορικά μνημεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Carl Wilhelm Göttling (1793–1869), ο οποίος δημοσίευσε μια μελέτη για τις Μυ-
κήνες και μια για την Τίρυνθα. Η μελέτη των Μυκηνών περιλαμβάνει σχέδιο του κίονα από το ανάγλυφο της Πύλης
των Λεόντων και αυτή της Τίρυνθας κάτοψη της ακρόπολης και λεπτομέρεια των σηράγγων. Μολονότι οι εικόνες είναι
λίγες και σχετικά σχηματικές, καλύπτουν το θέμα επαρκώς (Video 5.8).
Ο François Pierre Hippolyte Ernest Breton (1812–1875) ήταν καλλιτέχνης και αρχαιολόγος. Επισκέφθηκε την
Ελλάδα με σκοπό τη συγγραφή ενός αρχαιολογικού οδηγού για τις αρχαιότητες της Αθήνας, ώστε να τις καταστήσει
περισσότερο γνωστές στο κοινό των περιηγητών και των άλλων επισκεπτών της Μεσογείου. Σε αυτό τον οδηγό πρό-
σθεσε και μια περιήγηση τεσσάρων ημερών στην Πελοπόννησο, η οποία περιλάμβανε κι επίσκεψη στην Τίρυνθα και
τις Μυκήνες (Breton, 1862, σ. 344–360). Οι αναφορές στα προϊστορικά μνημεία, αλλά και το σύνολο του κειμένου του
Breton κινούνται μεταξύ ταξιδιωτικής περιήγησης, λεπτομερούς επιστημονικής περιγραφής με μετρήσεις και ευρύτε-
ρης αρχαιογνωσίας επιστημονικού τύπου, με αναφορές στη βιβλιογραφία και στις αρχαίες πηγές. Συνολικά το έργο του
Breton τοποθετείται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των χρονικών της αποστολής του Μοριά, του βιβλίου του Curtius
και των περιηγητικών περιγραφών. Είναι ταυτόχρονα πλούσιο σε λεπτομέρειες και σε ζωντανές περιγραφές, αλλά και
αυστηρό ως προς το επιστημονικό κομμάτι. Ωστόσο ο Breton υιοθετεί πιο πολύ την προσέγγιση του οδοιπορικού και
βλέπει τα μνημεία από το ύψος του ανθρώπου, εν αντιθέσει με τον Curtius, που υιοθετεί την αποστασιοποιημένη οπτική
του χάρτη και στις περιγραφές του.
Οι εικόνες παίζουν σημαντικότατο ρόλο στο έργο του Breton, μολονότι δεν κυριαρχούν σε σχέση με το κείμε-
νο. Πρόκειται για δικά του έργα, τα οποία φέρουν την υπογραφή του. Στα προϊστορικά μνημεία αφιερώνει έξι εικόνες,
συγκεκριμένα μια άποψη των σηράγγων της Τίρυνθας, μια κάτοψη του Θησαυρού του Ατρέα, μια άποψη της εισόδου
και μια του εσωτερικού, μια άποψη της Πύλης των Λεόντων και ένα σχέδιο του αναγλύφου της Πύλης. Ως προς τη
θεματολογία οι εικόνες αυτές είναι τυπικές και συμβατικές. Η απόδοση γίνεται ελεύθερα, με εξαίρεση την κάτοψη, που
αποτελεί τεχνικό σχέδιο, το οποίο ωστόσο δεν συνοδεύεται από κλίμακα. Οι υπόλοιπες πέντε εικόνες χαρακτηρίζονται
από ρομαντική διάθεση και περιγραφικότητα, καθώς διαθέτουν στρογγυλεμένες γωνίες και απεικονίζουν λεπτομέρειες
της βλάστησης και μορφές σύγχρονων ανθρώπων. Η συνολική εντύπωση που αποκομίζεται από το έργο του Breton
είναι ακριβώς η διάθεση για σχετική εκλαΐκευση της επιστημονικής περιγραφής και γνώσης των μνημείων. Μέσα σε
αυτό το πλαίσιο η λειτουργία των παραπάνω εικόνων γίνεται εύκολα αντιληπτή.
Τέλος πρέπει να γίνει αναφορά στον κλασικιστή και πολιτικό William Mure of Caldwell (1799–1860). Ήλθε
στην Ελλάδα στο πλαίσιο της προσωπικής του περιήγησης κατά το 1838, αλλά συγκαταλέγεται στους «ερευνητές»,
διότι δημοσίευσε έρευνές του σε περιοδικά (βλ. αμέσως παρακάτω). Επισκέφθηκε και αυτός όλες τις γνωστές από τους
προηγούμενους περιηγητές θέσεις, όπως τον Αετό της Ιθάκης, το Θησαυρό του Μινύα, την Καδμεία της Θήβας, τις Μυ-
κήνες και την Τίρυνθα, αλλά και τον τάφο στο Βαφειό. Δημοσίευσε τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του σε ένα δίτομο
έργο (Mure, 1842), που όμως περιλαμβάνει ελάχιστες εικόνες, από τις οποίες μόνο δύο αφορούν προϊστορικά μνημεία.
Πρόκειται για ένα χάρτη των Μυκηνών και μια όψη της Πύλης των Λεόντων. Ο χάρτης είναι πολύ σχηματικός και δεν
έχει κλίμακα. Το σχέδιο της Πύλης αποτελεί ελεύθερη απόδοση του αναγλύφου. Οι δύο αυτές εικόνες δεν είναι αντι-
προσωπευτικές του συνόλου του έργου του Mure, ούτε της προσέγγισής του, η οποία ήταν σαφώς πιο επιστημονική από
αυτήν άλλων περιηγητών. Οι χάρτες που περιλαμβάνονται στο έργο του συνήθως διαθέτουν κλίμακα, ενώ υπάρχουν και
σχέδια με μετρήσεις, όπως η κάτοψη της πυραμίδας του Άργους.
Επιπλέον ο Mure δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με το προϊστορικό κομμάτι της έρευνάς του (Mure, 1839),
στο οποίο μάλιστα διατύπωσε την άποψη ότι οι λεγόμενοι «θησαυροί» ήσαν ταφικά μνημεία και δεν είχαν την ίδια
χρήση με τους θησαυρούς της αρχαιότητας, όπως πίστευαν, ακολουθώντας τον Παυσανία, οι περισσότεροι ερευνητές
της εποχής του. Επομένως οι εικόνες του Journal of a Tour in Greece and the Ionian Islands φανερώνουν μόνο εν μέρει
την επιστημονική προσωπικότητα του Mure, ο οποίος κανονικά συγκαταλέγεται στους πρώτους επιστήμονες. Το έργο
του παρουσιάστηκε εδώ μαζί με αυτό των υπόλοιπων περιηγητών μόνο και μόνο επειδή αποτελεί προϊόν περιηγητικών
εντυπώσεων.

116
Video 5.9 Σχέδια προϊστορικών μνημείων από το έργο των Trant (1830), Pashley (1837, τ. 1, σ. 210), Grosvenor
(1842, σ. 179, 181, 189) και Baird (1856, σ. 144, 146).

5. Η αρχαιολογική δραστηριότητα μετά την Επανάσταση του 1821: οι όψιμοι περιηγη-


τές

Η έναρξη επίσημων, δηλαδή με θεσμική κάλυψη, ερευνών, όπως ήταν η αποστολή του Μοριά, δεν σήμανε το τέλος των
ιδιωτικών περιηγήσεων. Αντίθετα οι επισκέψεις των περιηγητών συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, ιδίως κατά το πρώτο
μισό του 19ου αιώνα, όταν το πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα του νεοκλασικισμού ήταν ιδιαίτερα ισχυρό στην
Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης με την ίδρυση του ελληνικού κράτους
δημιούργησε και πιο πρόσφορες συνθήκες για ασφαλή ταξίδια στην περιοχή. Ένας από τους επισκέπτες της εποχής
ήταν ο Thomas Trant (1805-1832), αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού. Ταξίδευσε στην Ελλάδα με την έλευση του
Καποδίστρια και δημοσίευσε τις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις (Trant, 1830). Εκεί αναφέρεται στην επίσκεψή του στις
Μυκήνες και την Τίρυνθα. Παραθέτει μια σύντομη περιγραφή, πολύ γενικού χαρακτήρα, με τα συνήθη σχόλια για την
ιστορία της περιοχής. Επιπρόσθετα στηλιτεύει τη χρήση μελών από την Τίρυνθα για την κατασκευή της Γεωργικής
Σχολής του Ναυπλίου επί Καποδίστρια. Το βιβλίο περιέχει και μια όψη της Πύλης των Λεόντων. Πρόκειται για ελεύ-
θερο σχέδιο, με δύο ανθρώπινες μορφές ως κλίμακα, οι οποίες φορούν τη στολή του βρετανικού ναυτικού (Video 5.9).
Το 1833-1834 ο Robert Pashley (1805–1859), κλασικιστής, νομικός και οικονομολόγος, ταξίδεψε στην ανατο-
λική Μεσόγειο. Καρπός αυτής της περιήγησης ήταν ένα δίτομο έργο για την Κρήτη (Pashley, 1837), με αναμνήσεις από
το ταξίδι του, πολλές κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις και πληροφορίες για αρχαία μνημεία. Με-
ταξύ αυτών περιλαμβάνεται η περιγραφή των καταλοίπων του ιερού κορυφής στον Γιούχτα, το οποίο κατατάσσει στα
117
«κυκλώπεια» και άρα προϊστορικά κτίσματα. Περιγράφει και το χάσμα στον φυσικό βράχο, ενώ δίνει και μια ελεύθερη
προοπτική άποψη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων (Pashley, 1837, τ. 1, σ. 210). Μολονότι οι τοίχοι έχουν αποδοθεί
εντός κλίμακας, η τελευταία δεν σημειώνεται, ούτε αναφέρονται μετρήσεις στο κείμενο. Επομένως η εικόνα μπορεί να
είναι ακριβής, αλλά παραμένει ελεύθερο σχέδιο και όχι τεχνικό. Η εικόνα του Γιούχτα είναι και η μοναδική που αφορά
προϊστορικό μνημείο μέσα στο έργο του Pashley, του οποίου η αξία για τη μινωική αρχαιολογία έγκειται στις τοπογρα-
φικές περιγραφές. Επομένως στο έργο του Pashley κυριαρχεί το κείμενο, σε αντίθεση με το έργο των Gell και Leake για
την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου είναι ενισχυμένη η θέση της εικόνας, ιδίως του χάρτη.
Η λαίδη Elizabeth Mary Grosvenor (1797–1891), 2η μαρκησία του Westminster, επισκέφθηκε μαζί με τον σύ-
ζυγό της, Richard Grosvenor, 2ο μαρκήσιο του Westminster, την Ιταλία και την Ελλάδα στα 1840-1841. Το ημερολόγιο
της περιήγησής τους δημοσιεύθηκε σε ένα δίτομο έργο (Grosvenor, 1842). Στον δεύτερο τόμο η Grosvenor περιγράφει
την επίσκεψή τους στην Τίρυνθα και τις Μυκήνες. Στην πρώτη αναφέρεται ελάχιστα, αλλά στο κομμάτι που αφορά τις
Μυκήνες δίνει μια σχετικά λεπτομερή περιγραφή των καταλοίπων που επισκέφθηκαν, τα οποία συνδέει συνεχώς με τα
ομηρικά έπη. Το κείμενο συνοδεύεται από τέσσερις εικόνες, όλες ελεύθερες ζωγραφικές απόψεις της ίδιας της συγγρα-
φέως: είσοδος του Θησαυρού του Ατρέα, Πύλη των Λεόντων, Βόρεια Πύλη και αργολική πεδιάδα. Όλες απεικονίζουν
και σύγχρονες ανθρώπινες μορφές (Grosvenor, 1842, τ. 2, σ. 176-182). Στο σύνολό της η αναφορά της Grosvenor
αποτελεί τυπικό δείγμα της αρχαιοδιφικής και εν μέρει ρομαντικής προσέγγισης των περιηγητών. Θα μπορούσε μάλι-
στα κανείς να ισχυριστεί ότι κατά την περίοδο της επίσκεψης του ζεύγους Grosvenor τα χαρακτηριστικά της περιγρα-
φής των μνημείων και ο τρόπος απεικόνισής τους είχαν τυποποιηθεί σε βαθμό μανιέρας. Άλλωστε στον πρόλογο του
πρώτου τόμου (Grosvenor, 1842, τ. 1, σ. iiiiv) η ίδια η συγγραφέας παραδέχεται ότι το κείμενο βασίστηκε κυρίως στο
προσωπικό της ημερολόγιο από το ταξίδι, κατά το οποίο δεν εντρύφησαν τόσο πολύ στα μνημεία και τους τόπους που
επισκέφθηκαν ώστε να διεξαγάγουν εμπεριστατωμένη έρευνα. Για το λόγο αυτό, όπως γράφει η Grosvenor, το κείμενο
εκδόθηκε πιο πολύ ως ένας πρόχειρος ταξιδιωτικός οδηγός, με την ελπίδα ότι οι αναγνώστες θα ενημερωθούν και ταυ-
τόχρονα θα ψυχαγωγηθούν. Όντως το κείμενο της Grosvenor είναι γραμμένο με σχετική ζωντάνια, την οποία επίσης
αποπνέει η ελεύθερη απόδοση των θεμάτων στις εικόνες που παραθέτει, οι οποίες περιορίζονται στο να συνοδεύουν το
κείμενο οπτικοποιώντας τα κυριότερα σημεία του.
Παρόμοια χαρακτηριστικά έχει και το βιβλίο του Henry Martyn Baird (1832-1906), ενός Αμερικανού ιστορικού
που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1852. Πρόκειται για ταξιδιωτικές αναμνήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τις εντυπώσεις
του από την Τίρυνθα και τις Μυκήνες (Baird, 1856, σ. 137-140). Εκεί ξεχωρίζει ένα σχόλιο όπου ο Baird παραλληλίζει
την τεχνοτροπία των λεόντων στο ανάγλυφο της πύλης των Μυκηνών με αυτήν αντίστοιχων προϊστορικών έργων από
την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία τα οποία είχε δει στο Βρετανικό Μουσείο και στο Λούβρο. Κατά τα άλλα οι αναφορές
στα μνημεία είναι είτε εντελώς περιγραφικές είτε σχετικές με τα ομηρικά έπη, ενώ το ύφος γραφής είναι ελεύθερο και
όχι ιδιαίτερα επιστημονικό.
Λίγο μετά την Grosvenor και πριν από τον Baird επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Γάλλος Théodore Du Moncel
(1821-1884. Λούβρου, 1984), αριστοκρατικής καταγωγής, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και τον ηλε-
κτρισμό. Ο Du Moncel ήταν επίσης σχεδιαστής και χαράκτης. Στο πλαίσιο της προσωπικής του περιήγησης εκπόνησε
54 πίνακες, τους οποίους λιθογράφησε και δημοσίευσε αφενός στο βιβλίο με τις αναμνήσεις από την περιήγησή του
(Du Moncel, χ.χ.) και αφετέρου σε ένα λεύκωμα με θέμα μια εκδρομή του στην Πελοπόννησο (Du Moncel, χ.χ. 2).
Στο μέρος του λευκώματος που αφορά τις Μυκήνες ο Du Moncel συνδέει τα μνημεία που βλέπει με τις αρχαίες πηγές,
μολονότι αναπτύσσει ταυτόχρονα και μια πιο μνημειοκεντρική και αρχαιοδιφική διάθεση. Για παράδειγμα, διερωτά-
ται ποιος έχτισε τα τείχη των Μυκηνών και πώς. Παρόμοιες παρατηρήσεις κάνει και στην περιγραφή της Τίρυνθας.
Το κείμενο συνοδεύεται από μια μακρινή και μια κοντινή γενική άποψη των Μυκηνών, καθώς και από μια πρόσοψη
του Θησαυρού του Ατρέα. Υπάρχει επίσης μια γενική άποψη της Τίρυνθας. Οι λιθογραφίες είναι ελεύθερες αποδόσεις
και απεικονίζουν σύγχρονες ανθρώπινες μορφές. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι αυτές οι μορφές αποτελούν προσθήκες
άλλου καλλιτέχνη, όχι του ίδιου του Du Moncel. Το γεγονός αυτό δείχνει και πάλι το διττό ενδιαφέρον του Du Moncel,
καταρχήν αρχαιογνωστικό και κατ’ επέκταση αρχαιοδιφικό, ταυτόχρονα αυστηρά καταγραφικό και ρομαντικό. Το αρ-
χαιοδιφικό ενδιαφέρον φανερώνει και από μια σειρά από μικρά σχέδια εντός κειμένου: τοπογραφικό των Μυκηνών και
κάτοψη, όψη της Πύλης των Λεόντων και της Βόρειας Πύλης, τομή του Θησαυρού του Ατρέα, άποψη της τοιχοδομίας
της ακρόπολης και ένα αντέρεισμα γέφυρας κοντά στην ακρόπολη, καθώς και κάτοψη και σχέδιο της τοιχοδομίας της
Τίρυνθας και σύγκριση με μια αρχαία πύλη στον Θορικό. Οι εικόνες στο έργο του Du Moncel έχουν προτεραιότητα
έναντι του κειμένου. Πρόκειται άλλωστε για λεύκωμα, μολονότι το κείμενο είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε περιγραφική
λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα να ισορροπείται η σχέση αυτή σε σημαντικό βαθμό.
Την ίδια χρονική περίοδο ήρθε στην Ελλάδα και ο συγγραφέας, ποιητής και ζωγράφος Edward Lear (1812-
1888. Τσιγκάκου, 1997). Ο Lear διέμεινε για χρόνια στην Κέρκυρα και επισκέφθηκε και την υπόλοιπη Ελλάδα, φτάνο-
ντας μέχρι την Κρήτη. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του εκπόνησε μια άποψη των Μυκηνών από μακριά (1849) και
μια της Κνωσού (1864). Στην τελευταία προφανώς δεν απεικονίζει προϊστορικές αρχαιότητες, αφού αυτές δεν είχαν
ακόμη αποκαλυφθεί, αλλά δίνει μια άποψη των ελαιώνων της περιοχής, ενώ αναφέρεται στα βυζαντινά και ενετικά μνη-
118
μεία της περιοχής της Φορτέτσας. Ο Lear ήταν τοπιογράφος, εκπαιδευμένος αρχικά στη ζωγραφική πτηνών και φυτών.
Για το λόγο αυτό έδινε έμφαση στη λεπτομέρεια των εικόνων που εκπονούσε. Δεν ήταν αρχαιολόγος αλλά κατανοούσε
τη σημασία των αρχαιοτήτων, επειδή συναναστρεφόταν αρχαιολόγους, περιηγητές και εν γένει μορφωμένους της επο-
χής. Τα έργα του είναι εντελώς ελεύθερα ζωγραφικά και παραστατικά και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν τεχνικές
εικόνες, αλλά έχει ενδιαφέρον ο υπομνηματισμός με σχόλια πάνω στις εικόνες. Η τεχνική του Lear είναι μολύβι για το
σχέδιο και μετά πένα και υδρόχρωμα σε χαρτί.
Τέλος ο Wilhelm Vischer (1808-1874) ήταν κλασικιστής και καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Επισκέφθηκε την Ελλάδα τα έτη 1853-1854. Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις περι-
λαμβάνουν αναφορές στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στο Θησαυρό του Μινύα (Vischer, 1858, σ. 295-300, 305-316,
587-588). Οι παρατηρήσεις του για τα μνημεία είναι διαμεσολαβημένες από τις απόψεις του Mure, του Curtius και της
αποστολής του Μοριά, όπου ο Vischer παραπέμπει. Παραθέτει και κάτοψη και τομή του Θησαυρού του Ατρέα, οι οποίες
ωστόσο φαίνεται πως είναι αναπαραγωγές των αντίστοιχων εικόνων του βιβλίου του Curtius, που κι αυτές με τη σειρά
τους, όπως αναφέρθηκε, είναι σχηματικές και απλοποιημένες αναπαραγωγές των σχεδίων της αποστολής του Μοριά.

Εικόνα 5.5 Κάτοψη της οικίας στη Θηρασία από τον (1879, σ. 96).

6. Η αυγή της προϊστορικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα: οι ανασκαφές στη Θηρασία

Κατά την περίοδο 1866-1870 Έλληνες φιλάρχαιοι και Γάλλοι γεωλόγοι και αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν σημαντικές
έρευνες στη Θήρα, οι οποίες αφορούσαν προϊστορικές αρχαιότητες (Τζαχίλη, 2006). Οι τελευταίες ήσαν γνωστές ήδη
από την εποχή της αποστολής του Μοριά. Ο ίδιος ο Bory de Saint-Vincent είχε επισκεφθεί την περιοχή λόγω του γεω-
λογικού ενδιαφέροντος που προκαλούσε το ηφαίστειο και ενδεχομένως είχε διενεργήσει και μικρές ανασκαφικές έρευ-
νες. Το 1866, στο πλαίσιο εργασιών εξόρυξης θηραϊκής γης που εξαγόταν για την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ,
ήλθε στο φως στη Θηρασία μια προϊστορική αγροικία. Την αγροικία εντόπισε ο καθηγητής χημείας στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών Αναστάσιος Χριστομάνος.
119
Η ανασκαφή διενεργήθηκε από τον τότε δήμαρχο Οίας Σπυρίδωνα Αλαφούζο, τον αρχαιοδίφη Νικόλαο Νομικό
και τον γιατρό Ιωσήφ Δεκιγάλλα. Κατά ευνοϊκή συγκυρία για την ανακάλυψη της αγροικίας το ίδιο έτος η Θήρα επα-
νήλθε στο προσκήνιο του γεωλογικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εξαιτίας των φαινομένων ηφαιστειακής δρα-
στηριότητας που εκδηλώθηκαν τότε. Η επιστημονική κοινότητα άρχισε να διερωτάται πότε σχηματίσθηκε η καλδέρα
και αν υπήρχε ανθρώπινη κατοίκηση πριν από το σχηματισμό της. Η προϊστορική αγροικία πρόσφερε μια καλή αφορμή
για περαιτέρω έρευνα, και έτσι τα αποτελέσματα της ανασκαφής στη Θηρασία έγιναν διεθνώς γνωστά, και μάλιστα
μέσω της γαλλικής γεωλογικής και αρχαιολογικής έρευνας. Συγκεκριμένα, η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών απέστειλε
ειδική επιστημονική επιτροπή μελέτης του ηφαιστειακού φαινομένου στη Θήρα. Παράλληλα έστειλε ως ειδικό απε-
σταλμένο τον αρχαιολόγο François Lenormant, τον οποίο γνώριζε ο Δεκιγάλλας. Ο Lenormant δημοσίευσε μια έκθεση
για την αρχαιολογία της Θήρας, όπου συμπεριέλαβε την ανακάλυψη της αγροικίας (Lenormant, 1866).
Στη συνέχεια ο γεωλόγος Ferdinand André (1828-1904), ο οποίος ήταν ο κυριότερος επίσημος εκπρόσωπος της
γαλλικής επιτροπής, διεξήγαγε τις δικές του έρευνες και το 1867 συμπλήρωσε την ανασκαφή του προϊστορικού κτηρίου
στη Θηρασία. Κατόπιν προχώρησε σε ανασκαφικές τομές στην περιοχή του Ακρωτηρίου. Στην έκθεσή του παραθέτει
μόνο την κάτοψη του κτηρίου της Θηρασίας (, 1879, σ. 96, εικόνα 5.5). Πρόκειται για ένα πολύ συνοπτικό σχέδιο, το
οποίο αποτυπώνει μόνο τα περιγράμματα των τοίχων. Το γαλλικό ενδιαφέρον για τις προϊστορικές αρχαιότητες της Θη-
ρασίας ολοκληρώθηκε με την ανασκαφή που διενήργησαν ο αρχαιολόγος Henri Mamet και ο γεωλόγος Henri Gorceix
για λογαριασμό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής το 1870 (Gorceix, 1870. Gorceix & Mamet, 1870). Η ανασκαφή
έφερε στο φως κτηριακό συγκρότημα στον όρμο του Μπάλου, δίπλα στο Ακρωτήρι. Δημοσιεύθηκε η κάτοψη του συ-
γκροτήματος, την οποία είχε εκπονήσει ο Gorceix, δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα της ανασκαφής δεν έλαβαν τη
δέουσα προσοχή, λόγω της ατυχούς συγκυρίας της ήττας της Γαλλίας στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-1871.
Η παραπάνω εκτενής αναφορά στις ελληνικές και στις γαλλικές έρευνες στη Θήρα δεν έγινε για τη μία και μο-
ναδική κάτοψη της αγροικίας της Θηρασίας που δημοσιεύθηκε, όσο για τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Οι , Mamet
και Gorceix έδωσαν έμφαση στη διαδοχή των γεωλογικών στρωμάτων και προσπάθησαν να χρονολογήσουν τα υλικά
κατάλοιπα αναλόγως. Η τακτική αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι οι δύο από τους τρεις ήσαν γεωλόγοι.
Επιπρόσθετα επρόκειτο για μια μέθοδο που εφαρμοζόταν στην παλαιολιθική αρχαιολογία της Γαλλίας. Η μεταφορά
αυτής της μεθοδολογίας στην Ελλάδα, όπου η αρχαιολογία ασκούνταν στο πλαίσιο της αρχαιογνωσίας, δηλαδή σε στε-
νή συνάρτηση με τις αρχαίες κειμενικές πηγές, αποτελεί απόλυτη πρωτοτυπία και ρηξικέλευθη πρωτοβουλία, η οποία
δυστυχώς δεν είχε συνέχεια. Πέρα από τις συνέπειες που είχε ο γαλλοπρωσικός πόλεμος στη συνέχιση του έργου της
Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, η δράση του Heinrich Schliemann είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί η προϊστορική
αρχαιολογία στην Ελλάδα ένα ιδιαίτερο παρακλάδι της αρχαιογνωσίας, με έμφαση στα ομηρικά έπη, και έτσι να απο-
μακρυνθεί η έρευνα ακόμη περισσότερο από την κατεύθυνση που είχαν ακολουθήσει οι ανασκαφές στη Θήρα.

7. Η μελέτη και η απεικόνιση των προϊστορικών μνημείων στην Ελλάδα κατά τον 19ο
αιώνα

Η ενασχόληση με τις προϊστορικές αρχαιότητες στην Ελλάδα από το τέλος του 18ου έως και μετά τα μέσα του 19ου
αιώνα μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια στο ευρύτερο νεοκλασικιστικό ενδιαφέρον της Ευρώπης. Η πνευματική αυτή
κίνηση εστίασε ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα για πολιτικοστρατιωτικούς λόγους κατά την περίοδο των Ναπολεό-
ντειων Πολέμων. Το επιστημονικό πλαίσιο προσέγγισης, όπως και αν ορισθεί αυτό για μια περίοδο όπου η αρχαιολογία
δεν είχε συγκροτηθεί πλήρως ως επιστήμη, οφείλεται στην Εταιρεία των Dillettanti. Το πλαίσιο αυτό συνδύασε αφενός
τα κείμενα των περιηγητών, οι οποίοι προσπάθησαν να μιμηθούν τον Παυσανία, και αφετέρου τις μεθόδους απεικόνι-
σης των Stuart και Revett, οι οποίοι εκπόνησαν τεχνικά και ελεύθερα σχέδια μνημείων. Στις εικόνες προστέθηκε και
ο χάρτης, που τον προώθησε κυρίως ο Leake. Αυτός ο μεθοδολογικός συνδυασμός έδωσε περισσότερη βαρύτητα στα
κείμενα, ακριβώς επειδή αυτά αποτελούσαν οδηγούς για τους επόμενους επισκέπτες της Ελλάδας. Ωστόσο οι εικόνες
ούτε αγνοήθηκαν ούτε υποβαθμίσθηκαν. Είχαν πολύ συχνά ρόλο κλειδί στα δημοσιεύματα των περιηγητών, αν και
μόνο στα λευκώματα των καλλιτεχνών ανέλαβαν τον κυρίαρχο ρόλο.
Εξίσου σημαντικό είναι να παρατηρηθεί ότι οι εικόνες δεν περιλαμβάνουν αναπαραστάσεις μνημείων, με εξαί-
ρεση το σχέδιο του Donaldson για τη θύρα του Θησαυρού του Ατρέα. Οι υπόλοιπες εικόνες αποτυπώνουν την κατάστα-
ση των μνημείων όπως την αντίκρισαν οι περιηγητές και είναι κατόψεις, τομές, προοπτικά σχέδια, κατασκευαστικές
λεπτομέρειες και ελεύθερες απεικονίσεις. Ακόμη και ο Cockerell περιόρισε τις αναπαραστάσεις που σχεδίασε στα κλα-
σικά μνημεία της Αθήνας. Αυτή η εμπειριστική επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Ασφαλώς η γνώση για
τα προϊστορικά μνημεία ήταν ακόμη ασαφής. Τα ίδια τα μνημεία δεν έχουν τις συμμετρικές αναλογίες λ.χ. των αρχαίων
ναών, και έτσι είναι δύσκολη η υποθετική τους αποκατάσταση. Επιπρόσθετα το ενδιαφέρον των περιηγητών εστιαζό-
ταν καταρχήν στον εντοπισμό των μνημείων, και μάλιστα μνημείων της αρχαιότητας και όχι προγενέστερων περιόδων,
διότι αυτό ζητούσε το κοινό της Ευρώπης και για λόγους γενικότερης καλλιέργειας και για τις πρακτικές ανάγκες της
120
νεοκλασικιστικής αρχιτεκτονικής της εποχής. Αν υπήρξε κάποια διάθεση για αναπαράσταση των μνημείων, αυτή θα
πρέπει να συσχετισθεί με τη ρομαντική πρόθεση κάποιων περιηγητών να αποκαθάρουν το τοπίο από τα στοιχεία της
τότε ζωής και να απομονώσουν τα μνημεία, ώστε να νιώσουν, έστω και λίγο, την ατμόσφαιρα του παρελθόντος. Και σε
αυτή την περίπτωση όμως τα μνημεία αντιμετωπίσθηκαν κυρίως ως ερείπια και όχι ως λειτουργικά κτήρια. Οι μόνες
εικόνες που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτό το ρομαντικό όραμα είναι αυτές από τις οποίες απουσιάζουν οι πολλές
περιγραφικές λεπτομέρειες του περιβάλλοντος των μνημείων. Επομένως η φαντασία στην περίπτωση των περιηγητών
λειτούργησε πιο πολύ με την αφαίρεση παρά με την προσθήκη πληροφοριών στις εικόνες.
Η Επανάσταση του 1821 επέφερε αλλαγές στην ενασχόληση με τις ελληνικές αρχαιότητες. Κατ’ αρχάς άλ-
λαξαν οι συνθήκες και δραστηριοποιήθηκαν άνθρωποι με επίσημες θεσμικές ιδιότητες. Σε αντίθεση με τις ιδιωτικές
περιηγήσεις των αρχών του 19ου αιώνα, οι οποίες είχαν μόνο την ανεπίσημη κάλυψη της Εταιρείας των Dillettanti, η
αποστολή του Μοριά και η επιτροπή που διενήργησε τις έρευνες στη Σαντορίνη ήσαν επίσημες κρατικές αποστολές της
Γαλλίας. Η παρουσία των Thiersch, Ross και Curtius μπορεί να ήταν ανεπίσημη αρχικά, αλλά ωφελήθηκε από την επί-
σημη βαυαρική παρουσία στην Ελλάδα κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Βεβαίως οι ιδιωτικές περιηγήσεις
συνεχίστηκαν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε το ρεύμα αυτό άρχισε να κοπάζει. Η θεσμική ενασχόληση με τα
μνημεία επηρέασε και τον τρόπο προσέγγισης των αρχαιοτήτων. Συγκεκριμένα, η αποστολή του Μοριά υιοθέτησε τις
μεθοδολογικές αρχές των Dillettanti και τις μετουσίωσε σε ένα πρώιμο επιστημολογικό πλαίσιο μελέτης και απεικόνι-
σης των μνημείων. Η ισορροπία μεταξύ κειμένου και εικόνων που είχαν επιτύχει οι περιηγητές διατηρήθηκε και παγιώ-
θηκε. Καθιερώθηκε επίσης η εμπλοκή τοπογράφων και αρχιτεκτόνων στη μελέτη των μνημείων, αν και, όπως είδαμε,
αυτό συνέβη και για λόγους συγκυριακούς, δηλαδή εξαιτίας της διάλυσης του αρχαιολογικού τμήματος της αποστολής
του Μοριά. Για όλους αυτούς τους λόγους ο παραδοσιακός εμπειρισμός διατηρήθηκε και η σχεδίαση αναπαραστάσεων
δεν ενθαρρύνθηκε.
Με βάση όλα όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, μπορούμε να ξανασκεφτούμε το αρχικό ερώτημα που έθεσε η
εισαγωγή: Πόσο αρχαιογνωστική και πόσο αρχαιοδιφική υπήρξε η ενασχόληση των περιηγητών με τα προϊστορικά
μνημεία στην Ελλάδα; Ποια από τις δύο κατευθύνσεις ακολούθησαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια των περιηγητικών εκ-
δόσεων; Η κατεύθυνση αυτή ταυτίζεται με την αντίστοιχη των κειμένων που δημοσίευσαν οι περιηγητές; Ξεκινώντας
από τα κείμενα, διαπιστώνουμε ότι το υπόβαθρο των περισσοτέρων περιηγητών ήταν αρχαιογνωστικό, εφόσον ασχο-
λήθηκαν με τα αρχαία κείμενα και προσπάθησαν να συσχετίσουν τα μνημεία που επισκέφθηκαν με όσα είχαν διαβάσει.
Η σχετικά χαλαρή θεματολογία των κειμένων τους, οι παρεκβάσεις με τις περιγραφές του σύγχρονου περίγυρου και η
καταγραφή των εμπειριών των ταξιδιών τους φέρνουν στο νου τον Scott και παραπέμπουν στην αρχαιογνωσία. Ωστόσο
βαθμιαία άρχισε να αναπτύσσεται και ένα αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον. Πέρα από τον Gell στην κατεύθυνση αυτή μπο-
ρούν να ενταχθούν οι Leake, Cockerell και Donaldson. Από την αποστολή του Μοριά και μετά η αρχαιοδιφία επικρατεί
σταδιακά, ενώ η αρχαιογνωσία μετασχηματίζεται από την προεπιστημονική ενασχόληση με τα μνημεία σε ένα συνδυα-
σμό φιλολογίας, ιστορίας και αρχαιολογίας, τον οποίο υπηρέτησαν κυρίως Γερμανοί μελετητές, όπως οι Thiersch, Ross
και Curtius.
Αντίθετα το εποπτικό υλικό των περιηγητικών εκδόσεων εντάσσεται μάλλον στην αρχαιοδιφική κατεύθυνση.
Και πάλι η εργασίες των Gell και Leake κατέχουν θέση κλειδί, καθώς οι χάρτες και τα τεχνικά σχέδια προώθησαν την
αποστασιοποιημένη εμπειριστική προσέγγιση των μνημείων. Τα σχέδια αρχιτεκτόνων όπως ο Cockerell και κυρίως η
κλασικιστική και συνεπώς ιστορικά ανακριβής αναπαράσταση της θύρας του Θησαυρού του Ατρέα από τον Donaldson
παραπέμπουν σε αρχαιογνωστική προσέγγιση. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι αρχιτέκτονες αυτοί, όπως
άλλωστε και ο Gell, αλλά και οι Stuart και Revett παλαιότερα, είχαν ως στόχο να συμβάλουν στον εμπλουτισμό της νε-
οκλασικής αρχιτεκτονικής. Επομένως για αυτούς περισσότερη σημασία είχε το σχέδιο του ίδιου του μνημείου παρά το
ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ανήκε το μνημείο. Αυτή η αυστηρά αρχιτεκτονική ματιά υιοθετήθηκε και από την αποστολή
του Μοριά και ενισχύθηκε από την συγκυρία που είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί ο αρχιτέκτονας Guillaume-Abel Blouet
επικεφαλής και του αρχιτεκτονικού και του αρχαιολογικού τμήματος της αποστολής. Μέσα σε αυτό το πνευματικό κλί-
μα άρχισε να αναπτύσσεται η συζήτηση για τη χρονολόγηση των «πελασγικών» κτηρίων, των κηρίων δηλαδή που είχαν
τοίχους κτισμένους κατά το πολυγωνικό σύστημα. Εδώ η εμπειρική αρχαιοδιφική παρατήρηση άρχισε να αμφισβητεί
τα κείμενα και την αρχαιογνωσία, και οι απεικονίσεις των κτηρίων έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη συζήτηση. Η
αμφισβήτηση κορυφώθηκε με τις ανασκαφές της Θηρασίας, όπου οι επιτόπιες έρευνες απέρριψαν την αρχαιογνωστική
υπόθεση ότι η Θήρα δεν κατοικούνταν πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου. Εν κατακλείδι, η προεπιστημονική περί-
οδος της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου ξεκίνησε από ένα αρχαιογνωστικό υπόβαθρο, αλλά άρχισε σταδιακά
να αναπτύσσει μια αρχαιοδιφική και εμπειριστική προσέγγιση στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει ποτέ τις
αρχαιογνωστικές επιστημολογικές απαρχές της. Σε αυτή τη διαδικασία μετασχηματισμού καίριο ρόλο έπαιξαν τα αρχι-
τεκτονικά σχέδια που δημοσιεύθηκαν στις εκδόσεις των περιηγητών.

121
Βιβλιογραφία

Baird, H. M. (1856). Modern Greece: a narrative of a residence and travels in that country. Νέα Υόρκη: Harper & Brothers.
Barbier, F. (2010). Le rêve grec de monsieur de Choiseul: les voyages d’un Européen des Lumières. Παρίσι: Armand
Colin. ISBN: 978-2200270551.
Bartholdy, J. L. S. (1805). Das Löwenthor zu Mycenä, eine Reliquie der Vorzeit, Der Neue Teutsche Merkur 1, σ.
3–18.
Bartholdy, J. L. S. (1807). Voyage en Grèce, fait dans les années 1803 et 1804 (τ. 2, μτφ. A. Du Coudray). Παρίσι:
Dentu.
Bertsch, D. (2005). Anton Prokesch von Osten (1795-1876). Εin Diplomat Österreichs in Athen und an der Hohen
Pforte. Beiträge zur Wahrnehmung des Orients im Europa des 19. Jahrhunderts. Μόναχο: Oldenburg Verlag.
ISBN: 3-486577379.
Blouet, G. A. & Ravoisié, A. (1831). Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le Gouvernement Français.
Architecture, Sculptures, Inscriptions et Vues du Péloponèse, des Cyclades et de l’Attique (τ. 1-3). Παρίσι:
Didot.
Bordeleau, A. (2014). Charles Robert Cockerell, architect in time. Reflections around anachronistic drawings.
Farnham: Ashgate. ISBN: 978-1472407085.
Bory de Saint-Vincent, J. B. (1832). Expédition scientifique de Morée. Section des sciences physiques (τ. III:
Botanique). Παρίσι: F. G. Levrault.
Bory de Saint-Vincent, J. B. (1834). Expédition scientifique de Morée. Section des sciences physiques (τ. II:
Géographie et géologie). Παρίσι: F. G. Levrault.
Bory de Saint-Vincent, J. B. (1836–1838). Relation du voyage de la Commission scientifique de Morée dans le
Péloponnèse, les Cyclades et l’Attique (τ. 1-2, atlas). Παρίσι: F. G. Levrault.
Bory de Saint-Vincent, J. B. & Chaubard, L. A. (1838). Nouvelle flore du Péloponnèse et des Cyclades. Παρίσι: F. G.
Levrault.
Breton, E. (1862). Athènes, décrite et dessinée par Ernest Breton, suivie d’un voyage dans le Péloponèse. Παρίσι: Gide.
Choiseul-Gouffier, M. G. A. F. (1842). Voyage pittoresque dans l’Εmpire ottoman, en Grèce, dans la Troade, les îles
de l’Archipel et sur les cotes de l’Asie-Mineure (4 τ., 3η έκδ.). Παρίσι: J. P. Aillaud (έκδοση πρωτοτύπου
1782).
Cockerell, C. R. (1820). The labyrinth of Crete. Στο R. Walpole (επιμ.), Travels in various countries of the East, being
a continuation of memoirs relating to European and Asiatic Turkey (σ. 402-409), Λονδίνο: Longman, Rees,
Hurst, Orme, & Brown.
Cockerell, C. R. (1830). The temple of Jupiter Olympius. Στο C. R. Cockerell, W. Kinnard, J. L. Donaldson, W.
Jenkins & W. Railton, Antiquities of Athens and other places in Greece, Sicily etc. Supplementary to the
Antiquities of Athens (J. Stuart & N. Revett, Antiquities of Athens, τ. 4, σ. 1-10). Λονδίνο: Haberkorn.
Cockerell, C. R. (1903). Travels to Southern Europe and the Levant, 1810-1817. The journal of C. R. Cockerell (S. P.
Cockerell, επιμ.). Λονδίνο: Longmans, Green & Co.
Curtius, E. (1851). Peloponnesos. Eine historisch-geographische Beschreibung der Halbinsel (τ. 1-2). Γκότα: J. Perthes.
Cust, L. & Colvin, S. (1898). History of the Society of Dilettanti. Λονδίνο: Macmillan & Co.
Dodwell, E. (1819). A classical and topographical tour through Greece during the years 1801, 1805, 1806 (τ. III).
Λονδίνο: Rodwell & Martin.
Dodwell, E. (1821). Views in Greece. Λονδίνο: Rodwell & Martin.
Dodwell, E. (1834) Views and descriptions of Cyclopian or Pelasgic remains in Italy and Greece. Λονδίνο: Α. Richter
& Co.
Donaldson, T. L. (1830). Description of the subterraneous chamber at Mycenae, commonly called the Treasury of
Atreus. Στο C. R. Cockerell, W. Kinnard, J. L. Donaldson, W. Jenkins & W. Railton, Antiquities of Athens
and other places in Greece, Sicily etc. Supplementary to the Antiquities of Athens (J. Stuart & N. Revett,
Antiquities of Athens, τ. 4, σ. 25-32). Λονδίνο: Haberkorn.

122
Du Moncel, T. (χ.χ.). De Venise à Constantinople, à travers la Grèce, et retour par Malte, Messine, Pizzo & Naples.
Παρίσι: Delarue & Gide.
Du Moncel, T. (χ.χ. 2). Excursion par terre d’Athènes à Nauplie. Collection composée de 18 planches lithographiées
et d’un texte explicatif avec gravures sur bois. Παρίσι: Gide.
Duchêne, H. (1996). Golden treasures of Troy. The dream of Heinrich Schliemann (μτφ. J. Leggatt). Λονδίνο: Thames
& Hudson. ISBN: 978-0810928251.
Fouquet, F. A. (1879). Santorin et ses éruptions. Παρίσι: G. Massin.
Gallo, L. (2009). Lord Elgin and ancient Greek architecture: the Elgin drawings at the British Museum Cambridge:
Cambridge University Press. ISBN: 978-0521881630.
Gell, W. (1804). The topography of Troy, and its vicinity, illustrated and explained by drawings and descriptions.
Λονδίνο: Longman & Rees.
Gell, W. (1807). The geography and antiquities of Ithaca. Λονδίνο: Longman, Hurst, Rees, & Orme.
Gell, W. (1823). Narrative of a journey in the Morea. Λονδίνο: Longman, Hurst, Rees, Orme, & Brown.
Gell, W. (1827). The itinerary of Greece, with a commentary on Pausanias and Strabo, and an account of the
Monuments of Antiquity at present existing in that country, compiled in the years 1801, 2, 5, 6 etc. Λονδίνο:
Payne (έκδοση πρωτοτύπου 1810).
Goette, H. R. & Palagia, O. (2005). (επιμ.) Ludwig Ross und Griechenland. Akten des internationalen Kolloquiums,
Athen, 2–3 Oktober 2002 (Internationale Archäologie. Studia honoraria, 24). Rahden: Marie Leidorf. ISBN:
389-6464248.
Göttling, C. W. (1845). Die Gallerien und die Stoa von Tirynth, Archäologische Zeitung 3, σ. 17–27.
Gorceix, H. (1870). Fouilles à Santorin, Bulletin de l’École française d’Athènes 10, σ. 199-203.
Gorceix, H. & Mamet, H. (1870). Fouilles à Santorin, Bulletin de l’École française d’Athènes 10, σ. 187-191.
Grosvenor, E. M. (1842). Narrative of a yacht voyage in the Mediterranean during the years 1840-41 (2 τ.). Λονδίνο: J. Murray.
Haygarth, W. (1814). Greece, a poem in three parts; with notes, classical illustrations, and sketches, of the scenery.
Λονδίνο: W. Bulmer & Co.
Hellmann, M. C. (2003). Οι αρχιτέκτονες και οι απαρχές της ελληνικής αρχαιολογίας. Αρχαιολογία και Τέχνες 87, σ.
18-25. ISSN: 1108-2402.
Hughes, T. S. (1820). Travels in Sicily, Greece and Albania. Λονδίνο: Mawman.
Karadimas, N. (2009). Prolegomena to Aegean Archaeology; from the Renaissance until 1875 (αδημοσίευτη διδακτο-
ρική διατριβή). University of Bristol, Bristol, Ηνωμένο Βασίλειο.
Λούβρου, Ε. (1984). Οδοιπορικό του 1843 από την Αθήνα στο Ναύπλιο. Κείμενο και λιθογραφίες του Th. Du Moncel.
Αθήνα: Ολκός-Αριάδνη.
Leake, W. M. (1821). The topography of Athens; with some remarks on its Antiquities. Λονδίνο: Murray.
Leake, W. M. (1830). Travels in the Morea; with a map and plans (τ. 1-3). Λονδίνο: Murray.
Leake, W. M. (1835). Travels in Northern Greece (τ. 1-4). Λονδίνο: Murray.
Lenormant, F. (1866). Découverte de constructions antéhistoriques dans l’île de Therasia, Revue archéologique
(Nouvelle Série) 14, σ. 423-432.
Leslie, S. (1885). Dictionary of National Biography (τ. 28). Νέα Υόρκη: Macmillan.
Lucarelli, F. L. (1996). Les modes de prospection des architectes et des archéologues de l’Expédition de Morée. Στο
Γ. Σαΐτας (επιμ.), Μάνη. Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές
(15ος-19ος αι.). Πρακτικά συμποσίου, Λιμάνι Αρεόπολης, 4-7 Νοεμβρίου 1993 (σ. 503-540). Αθήνα: Κέντρο
Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. ISBN: 960-7094689.
Μουστάκα, Α. (2005). Ο Ludwig Ross στην Πελοπόνησο. Στο H. R. Goette & O. Palagia (επιμ.), Ludwig Ross und
Griechenland. Akten des internationalen Kolloquiums, Athen, 2–3 Oktober 2002 (Internationale Archäologie.
Studia honoraria, 24, σ. 233-249). Rahden: Marie Leidorf. ISBN: 389-6464248.
Moore, D., Rowlands, E. & Karadimas, N. (2014). In search of Agamemnon: early travellers to Mycenae. Newcastle
upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing. ISBN: 978-1443856218.
123
Mure, W. (1839). Über die königlichen Grabmäler des heroischen Zeitalters, Rheinisches Museum für Philologie 6, σ.
240-278.
Mure, W. (1842). Journal of a tour in Greece and the Ionian Islands (2 τ.). Εδιμβούργο & Λονδίνο: Blackwood.
Oulebsir, N. (1999). La définition du paysage architectural dans les expéditions scientifiques de Morée et d’Algérie.
Στο Μ. N. Bourguet, D. Nordman, V. Panayotopoulos & M. Sinarellis (επιμ.), Enquêtes en Méditerranée. Les
expéditions françaises d’Égypte, de Morée et de l’Algérie. Actes du colloque Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995
(σ. 293-314). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. ISBN: 960-7916093.
Pashley, R. (1837). Travels in Crete (2 τ.). Λονδίνο: J. Murray.
Peltre, C. (1996). Les artistes et la vocation “scientifique” de l’Expédition de Morée. Στο Γ. Σαΐτας (επιμ.), Μάνη.
Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές (15ος-19ος αι.). Πρακτικά
συμποσίου, Λιμάνι Αρεόπολης, 4-7 Νοεμβρίου 1993 (σ. 91-108). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνι-
κού Ιδρύματος Ερευνών. ISBN: 960-7094689.
Polychronopoulou, O. (1999). L’expédition scientifique de Morée et les monuments préhistoriques: le cas d’Edgar
Quinet et d’Abel Blouet. Στο Μ. N. Bourguet, D. Nordman, V. Panayotopoulos & M. Sinarellis (επιμ.),
Enquêtes en Méditerranée. Les expéditions françaises d’Égypte, de Morée et de l’Algérie. Actes du colloque
Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995 (σ. 272-291). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών. ISBN: 960-7916093.
Puillon-Boblaye, E. (1836). Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le Gouvernement Français. Recherches
géographiques sur les ruines de Morée. Παρίσι: F. G. Levrault.
Quinet, E. (1830). De la Grèce moderne et de ses rapports avec l’antiquité. Παρίσι: F. G. Levrault.
Quinet, E. (1984). La Grèce moderne et ses rapports avec l’antiquité Journal de voyage (W. Aeschimann & J. Tucoo-
Chala, επιμ.). Παρίσι: Les Belles Lettres (έκδοση πρωτοτύπου 1830). ISBN: 978-2251361000.
Randel, W. (1960). William Haygarth: forgotten philhellene, Keats-Shelley Journal 9 (2), σ. 86-90. ISSN: 0453-4387.
Rodenwaldt, G. (1957). Otto Magnus von Stackelberg. Der Entdecker der griechischen Landschaft 1786-1837. Βερο-
λίνο & Μόναχο: Deutscher Kunstverlag.
Σαΐτας, Γ. (2011). Η γαλλική αποστολή στο Μοριά. Στο Γ. Σαΐτας (επιμ.), Το έργο της γαλλικής επιστημονικής αποστο-
λής του Μοριά 1829-1838 (σ. 12-33). Αθήνα: Μέλισσα. ISBN: 978-9602043110.
Shanks, M. (2012). The archaeological imagination. Walnut Creek: Left Coast Press. ISBN: 978-1611324174.
Shanks, M. & Whitmore, C. (2010). Echoes across the past: chorography and topography in antiquarian engagements
with place, Performance Research 15 (4), σ. 97-107. Doi: 10.1080/13528165.2010.539888.
Society of Dilettanti (1835). Specimens of ancient sculpture, Egyptian, Etruscan, Greek and Roman: selected from
different collections in Great Britain (τ. 2). Λονδίνο: W. Nicol.
Steer, F. W. (1962). The Hawkins papers: a catalogue. Chichester: West Sussex County Council.
Τζαχίλη, Ι. (2006). Οι αρχές της Αιγαιακής Προϊστορίας. Οι ανασκαφές στη Θήρα και τη Θηρασία τον 19ο αιώνα. Αθή-
να: Η Καθημερινή. ISBN: 978-9607945976.
Τόλιας, Γ. (2011). Οι γεωγράφοι της επιστημονικής αποστολής στο Μοριά και η κριτική της γεωγραφίας της Πελοπον-
νήσου. Στο Γ. Σαΐτας (επιμ.), Το έργο της γαλλικής επιστημονικής αποστολής του Μοριά 1829-1838 (σ. 34-47).
Αθήνα: Μέλισσα. ISBN: 978-9602043110.
Τσιγκάκου, Μ. Φ. (1985). Thomas Hope (1769-1831). Εικόνες από την Ελλάδα του 18ου αιώνα. Αθήνα: Μέλισσα.
Τσιγκάκου, Φ.Μ. (1997). Η Ελλάδα του Edwad Lear από τις συλλογές της Γενναδείου. Θεσσαλονίκη: Οργανισμός
Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. ISBN: 0907-978258.
Thiersch, F. (1852). Über das Erectheum auf der Burg von Athen, Abhandlungen der philosophisch-philologischen
Classe der Königlich Bayerischen Akademie der Wissenschaften 6, σ. 99-256.
Tournikiotis, P. (1999). La lettre ou la pierre: géographie des monuments de Morée. Στο Γ. Σαΐτας (επιμ.), Μάνη.
Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές (15ος-19ος αι.). Πρακτικά
συμποσίου, Λιμάνι Αρεόπολης, 4-7 Νοεμβρίου 1993 (σ. 315-332). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. ISBN 960-7094689.
Trant, T. A. (1830). Narrative of a journey through Greece. Λονδίνο: H. Colburn & R. Bentley.

124
Vischer, W. (1857). Erinnerungen und Eindrücke aus Griechenland. Βασιλεία: Schweighause.
Von Prokesch-Osten, A. G. (18361837). Denkwürdigkeiten und Erinnerungen aus dem Orient (τ. 1-3). Στουτγάρδη:
Hallberger.
Von Stackelberg, O. M. (1834). La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, dessinées par O. M. Baron de
Stackelberg. Παρίσι: I. F. d’Ostervald.
Watkin, D. (1974). The life and work of C. R. Cockerell. Λονδίνο: A. Zwemmer. ISBN: 0-302025715.
Witmore, C. & Buttrey, T. V. (2008). William Martin Leake: a contemporary of P. O. Brøndsted in Greece and in
London. Στο B. B. Rasmussen, J. S. Jenson, J. Lund & M. Märcher (επιμ.), P. O. Brøndsted (1780-1842).
A Danish classicist in his European context (Historisk-filosofiske Skrifter, 31, σ. 15-34) Κοπεγχάγη: Det
Kongelige Danske Videnskabernes Selskab. ISBN: 978-8773043318.

Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Ο William Gell ήταν Α) αρχιτέκτονας, Β) διπλωμάτης, Γ) και τα δύο, Δ) τίποτε από τα δύο.

Απάντηση / Λύση
Γ) και τα δύο.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Η συμβολή του Leake στην έρευνα αφορά Α) τη χρήση των χαρτών, Β) τις αναπαραστάσεις της αρχαίας Αθήνας,
Γ) την τοπογραφία της αρχαίας (και προϊστορικής) Αθήνας, Δ) τη συνεργασία με την Εταιρεία των Dillettanti.

Απάντηση / Λύση
Α) τη χρήση των χαρτών.

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Τα μέλη της αποστολής του Μοριά που ασχολήθηκαν με αρχαιότητες ήσαν Α) αρχαιολόγοι, Β) τοπογράφοι, Γ)
αρχιτέκτονες, Δ) κυρίως αρχιτέκτονες, Ε) επιγραφολόγοι, ΣΤ) όλα τα παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
Γ) αρχιτέκτονες.

Κριτήριο αξιολόγησης 4
Ο Fouquet και οι άλλοι Γάλλοι ανασκαφείς της Θήρας και της Θηρασίας ήσαν σημαντικοί διότι Α) εκπόνησαν
αναπαραστάσεις, Β) δεν εκπόνησαν αναπαραστάσεις, Γ) ακολούθησαν την αρχαιογνωστική μέθοδο, Δ) ακολού-
θησαν μέθοδο ανάλογη με αυτήν της παλαιολιθικής αρχαιολογίας στη Γαλλία.

Απάντηση / Λύση
Δ) ακολούθησαν μέθοδο ανάλογη με αυτήν της παλαιολιθικής αρχαιολογίας στη Γαλλία.

125
Κεφάλαιο 6. Οι πρωτοπόροι της αιγαιακής προϊστορίας

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η λειτουργία των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών των
Heinrich Schliemann, Wilhelm Dörpfeld, Χρήστου Τσούντα και Arthur Evans. Πρόκειται για τέσσερις «πατριαρχικές»
προσωπικότητες της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου, η οποία ουσιαστικά πρωτοσυγκροτήθηκε ως διακριτό πεδίο
της αρχαιολογικής επιστήμης με το έργο των τεσσάρων αυτών ερευνητών. Ο Schliemann έδωσε περισσότερη έμφαση στην
απεικόνιση των κινητών ευρημάτων παρά των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Τα σχέδια του Dörpfeld χαρακτηρίζονται
από αυστηρότητα, λιτότητα και ακρίβεια, αλλά τα κείμενά του επηρεάζονται από τη μέθοδο του Schliemann, δηλαδή
την αναζήτηση ταυτίσεων ανάμεσα στα προϊστορικά κατάλοιπα και σε όσα αναφέρουν τα ομηρικά έπη. Ο Τσούντας
κληρονόμησε τις παραπάνω επιρροές, αλλά τα σχέδιά του είναι ακόμη πιο συντηρητικά. Τέλος ο Εvans αποτελεί ιδιαίτερη
περίπτωση, καθώς υπήρξε πολυσυλλεκτικός ως προς τις επιστημολογικές επιρροές που δέχθηκε. Η προσέγγισή του στα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εν πολλοίς υπαγορεύθηκε από την ανάγκη της στερέωσης και της αποκατάστασής τους. Το
αποτέλεσμα των σχετικών εργασιών ωστόσο ξέφυγε από τις πρακτικές ανάγκες και υπηρέτησε το ερμηνευτικό όραμα
του Άγγλου αρχαιολόγου για την Κνωσό. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στο Palace of Minos, δηλαδή στη δημοσίευση των
ερευνών του Εvans στην Κνωσό, είναι πολλά σε αριθμό και χαρακτηρίζονται από έναν σημαντικό βαθμό ερμηνείας των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Έπονται του κειμένου της δημοσίευσης, αλλά διατηρούν ρόλο κλειδί στην τελευταία, η
οποία ξεφεύγει από το επίπεδο της τελικής ανασκαφικής έκθεσης και αποτελεί μια σφαιρική ερμηνευτική ανασύνθεση της
πολιτισμικής εξέλιξης στην προϊστορική Κρήτη.

1. Εισαγωγή

Στο σχετικά μακρό διάστημα από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συ-
ντελείται η αποκρυστάλλωση της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η έναρξη της περιόδου αυτής σηματοδοτείται από τις
ανασκαφές του Heinrich Schliemann στις Μυκήνες το 1876. Το τέλος της, το 1941, σημαδεύεται από το θάνατο μιας
άλλης σημαντικής μορφής, του Sir Arthur Evans, του κύριου ανασκαφέα της Κνωσού. Στα 60 και πλέον αυτά χρόνια
η αρχαιολογία εδραιώθηκε ως επιστήμη πεδίου και διαμόρφωσε την ερευνητική πρακτική της. Η τελευταία κατέστησε
καθήκον του αρχαιολόγου τη δημοσίευση των ευρημάτων του πεδίου, ιδίως με τη μορφή μονογραφίας, αλλά και με
τη μορφή άρθρων σε περιοδικά. Ταυτόχρονα υπήρξε μια επιστημολογική προτίμηση προς τον εμπειρισμό, δηλαδή
την πεποίθηση ότι τα υλικά κατάλοιπα που αποτελούν τα πρωτογενή δεδομένα της αρχαιολογίας είναι καθαυτά ικανά
να αποκαλύψουν το παρελθόν. Ο εμπειρισμός διαπέρασε όλες τις επιμέρους ερμηνευτικές κατευθύνσεις που εμφανί-
σθηκαν στην προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου κατά την περίοδο αυτή. Για παράδειγμα, ο Schliemann θεωρούσε
ότι τα υλικά κατάλοιπα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του οδηγούν από μόνα τους σε ταυτίσεις των θέσεων που
αναφέρουν τα ομηρικά έπη. Στην Κρήτη ο Evans αποδέχθηκε την άποψη ότι τα υλικά κατάλοιπα αποκαλύπτουν το πα-
ρελθόν εφόσον τοποθετηθούν σε σωστή σειρά χρονικής ακολουθίας και χωρικής κατανομής. Πρότεινε ένα θεωρητικό
και μάλιστα δαρβινικό σχήμα εμφάνισης και εξέλιξης του μινωικού πολιτισμού, αλλά το θεμελίωσε στα ευρήματα της
Κνωσού και πιο συγκεκριμένα στο συνδυασμό των αρχιτεκτονικών φάσεων και της κεραμικής τυπολογίας. Αντίστοιχα
ο Τσούντας υποστήριξε ότι στις Κυκλάδες άνθησε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού, διότι
διαπίστωσε ότι τα ευρήματα των ανασκαφών του είχαν τυπολογικά χαρακτηριστικά με συγκεκριμένη γεωγραφική και
χρονολογική κατανομή.
Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τυχαία. Αντιπροσωπεύουν τις κυριότερες κατευθύνσεις της αρχαιολογικής
σκέψης κατά την εποχή εκείνη, οι οποίες συχνά εντάσσονται με τρόπο σχηματικό και μαζί με άλλες ερευνητικές τάσεις
κάτω από τον όρο ομπρέλα «παραδοσιακή αρχαιολογία». Ο Schliemann εκπροσωπεί την εξέλιξη της αρχαιογνωστικής
ενασχόλησης με το παρελθόν και ειδικότερα το μετασχηματισμό της τελευταίας από σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση
με αρχαίες πηγές στη βιβλιοθήκη και το γραφείο σε τεκμηρίωση των αρχαίων πηγών βάσει ανασκαφικών τεκμηρίων.
Ο Evans αποτελεί μια μη τυπική περίπτωση επιστημονικής θεραπείας της λεγόμενης «αυτοκρατορικής σύνθεσης»
(Trigger, 1989/2005, σ. 117-152), δηλαδή ενός ερμηνευτικού σχήματος που προσπαθούσε να κατανοήσει πώς ο πολι-
τισμός μεταφέρθηκε από την προϊστορική Εγγύς Ανατολή στην Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη και από εκεί στη νεότερη
Δυτική Ευρώπη. Η αυτοκρατορική αφήγηση σκιαγραφούσε μια μονογραμμική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού σε
ολοένα και πιο ολοκληρωμένες εκφάνσεις, με έμφαση στις ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές δυνάμεις του παρελθό-
ντος, όπως οι αυτοκρατορίες των Ασσυρίων, των Χετταίων και των Αιγυπτίων στην Ανατολική Μεσόγειο ή η Ρώμη.
Απόγειο αυτής της ιστορικής πορείας θεωρούνταν η ανάδυση των αποικιακών, αυτοκρατορικών και άλλων μεγάλων
δυνάμεων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, της Βρετανίας, της Αυστρoουγγαρίας, της Γερμανίας και της Γαλ-
λίας.
126
Τέλος ο Τσούντας εκπροσωπεί την αυστηρότερη και πιο εθνοκεντρική εκδοχή της παραδοσιακής αρχαιολο-
γίας, η οποία αποκαλείται συχνά ιστορία του πολιτισμού ή ιστορικοπολιτισμική αρχαιολογία (Trigger, 1989/2005, σ.
153–212). Η τάση αυτή εντόπιζε την ιστορική εξέλιξη στη διάχυση επιρροών μεταξύ πολιτισμών, οι οποίοι νοούνταν
ως οντότητες γεωγραφικά περιχαρακωμένες με τόσο αυστηρό τρόπο όσο και τα εθνικά κράτη του 19ου και του 20ού
αιώνα. Ταυτόχρονα υπήρχαν και αμιγώς εμπειριστικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες το έργο του αρχαιολόγου
εξαντλείται στην περιγραφή των ευρημάτων του. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτού του εμπειριστικού ρεύματος
υπήρξε ο Wilhelm Dörpfeld, που διετέλεσε αρχιτέκτονας και ανασκαφικός συνεργάτης του Schliemann στην Τροία και
την Τίρυνθα, ανασκαφέας στην Ολυμπία, τον Κακκόβατο και τη Λευκάδα, καθώς και διευθυντής του Γερμανικού Αρ-
χαιολογικού Ινστιτούτου. Ο Dörpfeld θεωρούσε ότι η εξέταση των αρχαίων μνημείων αφορά κυρίως τη λεπτομερή τους
μέτρηση και περιγραφή και δεν έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορική ερμηνεία τους, πόσο μάλλον στην ανθρωπολο-
γική ή κοινωνιολογική. Μόνο προς το τέλος της ερευνητικής πορείας του γοητεύθηκε από την ομηρική αρχαιολογία και
προσπάθησε να ταυτίσει τα αρχαιολογικά ευρήματα με τις σχετικές αναφορές στα έπη.
Παρά την ερμηνευτική ποικιλία της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά και την εν γένει αυστηρότητα που τη διέκρι-
νε, η διάθεση για μελέτη και αναπαράσταση προϊστορικών κτηρίων παρέμεινε ζωηρή, αν και για διαφορετικούς λόγους
για κάθε επιμέρους «σχολή» ή ερευνητική κατεύθυνση. Ο Schliemann έπρεπε να γνωστοποιήσει τα ευρήματά του στο
κοινό, επιστημονικό και ευρύ, ώστε να πείσει για την ταύτισή τους, αλλά και για την επιστημονικότητα των μεθόδων
του. Για τον Dörpfeld, ως αρχιτέκτονα, είχε σημασία η ανάδειξη της τρίτης διάστασης των υπό διερεύνηση κτηρίων.
Για τον Evans η αποκατάσταση της αρχικής μορφής του ανακτόρου της Κνωσού αφενός προφύλαξε τα ερειπωμένα πο-
λυώροφα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από την πλήρη κατάρρευση και αφετέρου υπηρέτησε το ερμηνευτικό του όραμα. Οι
Schliemann, Dörpfeld και Evans λειτούργησαν συχνά ως πρότυπα, είτε επίσημα είτε άτυπα. Συχνά μάλιστα θεωρούνται
πατριαρχικές μορφές της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου και για το λόγο αυτό το παρόν κεφάλαιο είναι αφιε-
ρωμένο αποκλειστικά στην εξέταση του ρόλου των εικόνων στο έργο των τεσσάρων αυτών προσώπων. Η παρουσίαση
ξεκινά από τον Heinrich Schliemann και τον συνεργάτη του, Wilhelm Dörpfeld, ο οποίος ωστόσο υπήρξε μια εξίσου
αυτόφωτη προσωπικότητα. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι δημοσιεύσεις του Χρήστου Τσούντα και του Arthur Evans.

2. Heinrich Schliemann

Ο Schliemann αποτελεί μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές της ελληνικής αρχαιολογίας, στην οποία έχουν αφιε-
ρωθεί πολλά και σημαντικά έργα (για πρόσφατες μελέτες, βλ. κείμενα και περαιτέρω βιβλιογραφία στο Κορρές, Καρα-
δήμας & Φλούδα, 2012). Μια λεπτομερής αναφορά στη ζωή και το έργο του απλώς θα επαναλάμβανε γνωστά στοιχεία.
Για το λόγο αυτό η εδώ αναφορά εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο ο Schliemann αντιμετώπισε την προϊστορική αρχι-
τεκτονική στη δημοσίευση των ερευνών στις Μυκήνες. Οι υπόλοιπες ανασκαφές που πραγματοποίησε, δεν θα μας απα-
σχολήσουν εδώ, καθώς η Τροία βρίσκεται εκτός Ελλάδας, στον Ορχομενό η έρευνά του αφορούσε αποκλειστικά ένα
ταφικό μνημείο, το Θησαυρό του Μινύου, ενώ η μελέτη και δημοσίευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Τίρυνθας
έγινε από τον Wilhelm Dörpfeld και γι’ αυτό εξετάζεται μαζί με το υπόλοιπο έργο του τελευταίου.
Οι εικόνες ήσαν εξαιρετικά υψηλής σημασίας για τον Schliemann. Το 1876 στην αίτησή του προς το ελληνικό
κράτος για τη χορήγηση άδειας ανασκαφής στις Μυκήνες τόνισε ιδιαίτερα την επιθυμία του να διατηρήσει το δικαίωμα
«της πρώτης απεικονίσεως και δημοσιεύσεως» των «ανευρεθησομένων αρχαιοτήτων» (Βασιλικού, 2011, σ. 76). Προ-
ηγούμενες αιτήσεις του Γερμανού αρχαιολόγου είχαν απορριφθεί, διότι ο τελευταίος επέμενε να ζητά την ιδιοκτησία ή
την κατοχή των αρχαιοτήτων που θα έβρισκε, παρότι ο αρχαιολογικός νόμος όριζε ρητά ότι τα ευρήματα ανήκαν στο
ελληνικό κράτος. Μάλιστα ο Schliemann προσπάθησε επανειλημμένα να παρακάμψει αυτόν το σκόπελο, είτε ευθέως
είτε πλαγίως, αλλά πάντα με τον συνήθη για το χαρακτήρα του εκρηκτικό τρόπο (Βασιλικού, 2011). Το γεγονός ότι
συμβιβάσθηκε με το δικαίωμα της πρώτης απεικόνισης δείχνει πόσο σημαντική τη θεωρούσε. Αποφάσισε μάλιστα να
φωτογραφίσει τα ευρήματά του. Προσέλαβε τους φωτογράφους αδελφούς Ρωμαΐδη και άσκησε ισχυρές πιέσεις ώστε
να του δοθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα η άδεια φωτογράφησης, όταν προέκυψαν πρόσκαιρες περιπλοκές εξαιτίας
της αρχικής στέγασης των ευρημάτων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Η μεγάλη σημασία που απέδιδε στις εικόνες ο Schliemann γίνεται ακόμα πιο έκδηλη αν λάβει κανείς υπόψη το
γεγονός ότι η φωτογραφία ήταν μια εξαιρετικά νέα τεχνολογία την εποχή που την υιοθέτησε. Μάλιστα στην ανασκαφή
της Τροίας λίγα χρόνια πριν η φωτογραφία δεν ήταν διαθέσιμη και τα κινητά ευρήματα τα σχεδίασε ο ζωγράφος Πο-
λυχρόνης Λεμπέσης. Η φωτογράφηση δεν αποτελούσε τότε συνήθη πρακτική των αρχαιολογικών ερευνών, αν και είχε
εισαχθεί στη μελέτη των αρχαίων μνημείων ήδη από το 1839, με τις πρώτες δαγκεροτυπίες των μνημείων της αθηναϊκής
Ακρόπολης. Προϊόντος του 19ου αιώνα, συγκροτήθηκε μάλιστα και σώμα κανόνων ορθής φωτογράφησης, ιδίως των
έργων της αρχαίας πλαστικής. Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, τα έργα της αρχαίας τέχνης έπρεπε να απεικονίζονται
με όσο το δυνατόν πιο αυστηρό και «ουδέτερο» τρόπο, αποκομμένα από περιβάλλον τους (Hamilakis, Ifantidis & Ana-
gnostopoulos, 2009, σ. 289). Ο Schliemann διέθετε και το προηγούμενο του Alexander Konze, ο οποίος χρησιμοποίησε
127
τη φωτογραφία στην ανασκαφή της Σαμοθράκης. Ωστόσο το σύνολο της γερμανικής αρχαιολογικής κοινότητας παρέ-
μενε διστακτικό και αμφίγνωμο ως προς τις δυνατότητές της φωτογραφίας να αποδώσει την πραγματικότητα με τρόπο
εξίσου παραστατικό με τα σχέδια. Τα τελευταία θεωρούνταν καταλληλότερα για να αποδώσουν τα χαρακτηριστικά
των επιμέρους ευρημάτων, ιδίως των ανάγλυφων, διευκολύνοντας έτσι την ένταξή τους σε τυπολογικές κατηγορίες
(Krumme, 2012).
Επομένως η εμφατική προτίμηση του Schliemann για τη φωτογραφία πρέπει να αποδοθεί κατ’ αρχάς στον εν-
θουσιασμό του γι’ αυτή τη νέα τεχνολογία, αλλά αποτέλεσε και μία έστω και υποσυνείδητη κίνηση προς ενίσχυση του
αναδυόμενου τότε νεωτερικού εμπειρισμού, στον οποίο βασίσθηκε και η συγκρότηση της αρχαιολογίας ως επιστήμης.
Ο εμπειρισμός, δηλαδή η προβολή των ευρημάτων καθεαυτών, χρησίμευσε στον Schliemann για τη βελτίωση της
σχέσης του με τον ακαδημαϊκό του περίγυρο (Marchand, 1996, σ. 128–130). Συγκεκριμένα ο Schliemann είχε κατακρι-
θεί από τους επιστήμονες αρχαιολόγους της εποχής για τη σχετική υστέρηση του επίσημου ακαδημαϊκού υποβάθρου
του. Η αμφισβήτηση των μεθόδων που ακολούθησε στην Τροία, καθώς και η γενικότερη αντισυμβατικότητα που τον
χαρακτήριζε ως προσωπικότητα θα πρέπει να επέβαλαν τη λεπτομερή απεικόνιση των ευρημάτων των Μυκηνών ως
αδιάψευστων μαρτύρων των εργασιών του και ως τεκμηρίων της σύνδεσης των ευρημάτων με τα ομηρικά έπη. Μια
παράπλευρη, αλλά ουσιαστική συνέπεια αυτής της επιμονής στην απεικόνιση των ευρημάτων υπήρξε η ταύτιση της
απεικόνισης αυτής με τα πνευματικά δικαιώματα του ανασκαφέα επί των τελευταίων. Έτσι η τελική δημοσίευση –όπου
απεικονίζονται τα ευρήματα– καθιερώθηκε ως η κυριότερη υποχρέωση ενός ανασκαφέα, κάτι που ισχύει μέχρι και
σήμερα.

Video 6.1 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στις Μυκήνες (Schliemann, 1878), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

128
Οι επιλογές του Schliemann σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά σχέδια (Video 6.1) υπήρξαν πιο παραδοσιακές σε
σύγκριση με την απόφαση φωτογράφησης των κινητών ευρημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επέδειξε μικρότερο
ενδιαφέρον για τα σταθερά κατάλοιπα. Μάλιστα φρόντισε από πολύ νωρίς να εξασφαλίσει τη σωστή αποτύπωση της
αρχιτεκτονικής, προτού καν ξεκινήσει την ανασκαφή. Το 1874, στο πλαίσιο μιας από τις άκαρπες προσπάθειες εξασφά-
λισης ανασκαφικής άδειας για τις Μυκήνες, ο Schliemann προσέλαβε το Βασίλειο Δροσινό, αξιωματικό του μηχανικού,
με έργο την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων στην επικείμενη ανασκαφή (Βασιλικού, 2011, σ. 58–59). Ο Δροσινός
παρέμεινε με τον Schliemann όταν ο Γερμανός αρχαιολόγος εντέλει κατάφερε να ξεκινήσει την ανασκαφή το 1876 και
αποτύπωσε τα αρχιτεκτονικά ευρήματα των τότε εργασιών. Όπως μάλιστα προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ
των δύο ανδρών, ο Δροσινός διέθετε ιδιαίτερη ελευθερία κινήσεων και στον εντοπισμό μνημείων, ενώ επόπτευε και
την ανασκαφή όταν απουσίαζε ο Γερμανός αρχαιολόγος (Βασιλικού, 2011, σ. 156–158). Επομένως ο Schliemann έδινε
ιδιαίτερη σημασία στην απεικόνιση και των κινητών και των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Στο παραπάνω συμπέρασμα οδηγεί και ο πλούτος της εικονογράφησης της δημοσίευσης των ερευνών στις
Μυκήνες. Το βιβλίο αυτό διαθέτει συνολικά 568 εικόνες, οι οποίες συνοδεύουν 376 σελίδες κειμένου, μια δυσαναλογία
εμφανώς υπέρ των εικόνων. Αυτές διαιρούνται σε εικόνες εντός κειμένου και εικόνες στο τέλος του βιβλίου. Οι πρώτες
περιλαμβάνουν επτά πίνακες και 549 επιμέρους εικόνες. Οι δεύτερες αποτελούνται από τέσσερις έγχρωμους πίνακες
και οκτώ σχέδια. Καθώς η δημοσίευση αυτή εστίασε περισσότερο στα κινητά ευρήματα, μόνο 30 εικόνες αφορούν
την αρχιτεκτονική, συμπεριλαμβανομένων και των εικόνων που αφορούν τις στήλες του Ταφικού Κύκλου Α. Συχνά
καθεμιά από αυτές τις εικόνες απεικονίζει παραπάνω από ένα θέματα, τα οποία περιλαμβάνουν απόψεις της Τίρυνθας
και των Μυκηνών, απόψεις επιμέρους σημείων των Μυκηνών, όπως η Πύλη των Λεόντων, όψεις της τοιχοδομίας και
κατόψεις επιμέρους χώρων. Επιπρόσθετα υπάρχουν πολλά σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, όπως των στηλών του
Ταφικού Κύκλου Α, αλλά και αρχιτεκτονικών μελών. 
Οι απόψεις και το πανόραμα του Ταφικού Κύκλου Α είναι λιθογραφημένες εκδοχές φωτογραφιών. Μάλιστα η
άποψη του Θησαυρού του Ατρέα είναι ιδιαίτερα φωτογραφική σε ποιότητα και αισθητική, χαρακτηριστικό που γίνεται
καλύτερα αντιληπτό μέσω της σύγκρισης με τη σαφώς πιο σχηματική άποψη της Πύλης των Λεόντων. Η τεχνική αυτή
πιθανότατα επιβλήθηκε από τους τεχνικής φύσεως περιορισμούς της τότε εκδοτικής πρακτικής, που δεν επέτρεπε την
απευθείας ενσωμάτωση φωτογραφιών. Οι τελευταίες έπρεπε πρώτα να λιθογραφηθούν, και στη διαδικασία αυτή ο
λιθογράφος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πιστή αναπαραγωγή της εικόνας. Για το λόγο αυτό ο Schliemann ευχαριστεί
τους J. W. Whymper και J. D. Cooper για την εργασία λιθογράφησης της αγγλικής έκδοσης (Schliemann, 1878, σ. 366).
Οι πρωτότυπες φωτογραφίες βρίσκονται στα «Μυκηναϊκά Λευκώματα», τα οποία ενδεχομένως προορίζονταν για μελ-
λοντική έκδοση, όπως ακριβώς το αντίστοιχο λεύκωμα της Τροίας (Hood, 2012). Στο πανόραμα του Ταφικού Κύκλου
Α αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι ο ίδιος ο Schliemann απεικονίζεται δύο φορές, προφανώς λόγω της συγκόλλησης
δύο επιμέρους φωτογραφιών, οι οποίες είχαν μάλιστα ληφθεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Επίσης έχει απαλειφθεί
η μορφή του Παναγιώτη Σταματάκη, επόπτη της ανασκαφής εκ μέρους του ελληνικού κράτους. Οι δύο άνδρες είχαν
κάκιστες σχέσεις διότι ο Σταματάκης προσπαθούσε να συγκρατεί τον πάντοτε παρορμητικό και συχνά μεθοδολογικά
απρόσεκτο Schliemann. Πέρα από αυτή την damnatio memoriae στο πανόραμα, ο Schliemann αναφέρει σε ένα σημείο
τον Σταματάκη ως «κρατικό υπάλληλο», χωρίς να αναφέρει το όνομά του, προσπαθώντας έτσι να τον υποβαθμίσει
περαιτέρω (Βασιλικού, 2011).
Η λεγόμενη «ιχνογραφία» του Ταφικού Κύκλου Α ζωγραφίστηκε επίσης από φωτογραφίες. Ο Schliemann είχε
αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτή την εικόνα, διότι ανέθεσε την εκπόνησή της σε ιδιαίτερο πρόσωπο, τον ζωγράφο
Δημήτριο Τουντόπουλο (Schliemann, 1878, σ. 351). Ανάλογη τεχνική εφάρμοσε μερικά χρόνια αργότερα και ο Émile
Gilliéron, ο οποίος σχεδίασε μια όψη του τείχους του Πύργου Πάρου με βάση φωτογραφίες που του έδωσε ο Χρήστος
Τσούντας (Βασιλικού, 2008, σ. 51). Οι υπόλοιπες εντός κειμένου εικόνες είναι σχέδια. Μολονότι στην εκπόνηση των
τελευταίων συμμετείχαν και ο τότε διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και φίλος του Schliemann Émile-
Louis Burnouf και η κόρη του (Κορρές, 2012, σ. 193), η συμμετοχή τους μάλλον αφορούσε μόνο τα κινητά ευρήματα.
Επομένως τα αρχιτεκτονικά σχέδια εντός κειμένου τα εκπόνησε αποκλειστικά ο Δροσινός. 
Το ίδιο ισχύει και για τα σχέδια στους πίνακες τέλους, τα οποία φέρουν επιπλέον και την υπογραφή του Δροσι-
νού. Σε έναν από αυτούς τους πίνακες εικονίζεται μια σχηματική κάτοψη της Τίρυνθας. Η απόδοση κάποιων τοίχων με
αποτύπωση πέτρα πέτρα στο σχέδιο αυτό φαίνεται μάλλον σχηματική και ενδεικτική παρά ρεαλιστική. Στους πίνακες
τέλους εικονίζονται επίσης 10 τομές των υψομετρικών διαφορών στο λόφο της ακρόπολης και των σκαμμάτων που
άνοιξε ο Schliemann, καθώς και τρεις αρχιτεκτονικές τομές των σηράγγων του τείχους. Σε άλλο πίνακα εικονίζεται
ένας συνδυασμός τοπογραφικού σχεδίου και σχηματικής κάτοψης των Μυκηνών με απεικόνιση του Θησαυρού της
Κλυταιμνήστρας και ανάγλυφη απόδοση των τοπογραφικών ισοϋψών καμπυλών. Σε επόμενους πίνακες παρατίθενται
επιπρόσθετα σχέδια τομών που δείχνουν το ύψος διατήρησης των τειχών της ακρόπολης. Σε άλλο πίνακα εικονίζεται
τοπογραφικό σχέδιο της ευρύτερης περιοχής των Μυκηνών με πολύ σχηματική απόδοση των κατόψεων των αντίστοι-
χων μνημείων. Στο ίδιο τμήμα του βιβλίου παρατίθεται κάτοψη, τομή και όψη του Θησαυρού της Κλυταιμνήστρας. Τα
σχέδια αυτά διαθέτουν μετρήσεις και κλίμακα. Η αρχιτεκτονική αποδίδεται ανάγλυφα με τη χρήση φωτοσκίασης, αλλά

129
η απόδοση είναι αυστηρή, καθώς απεικονίζονται μόνο τα κατάλοιπα, χωρίς προσπάθεια αποκατάστασης και χωρίς κα-
μία ένδειξη για τη βλάστηση της περιοχής, όπως π.χ. στα αντίστοιχα σχέδια του Θησαυρού του Ατρέα από την αποστο-
λή του Μοριά. Δύο ακόμη πίνακες εικονίζουν επιμέρους λεπτομέρειες του Ταφικού Κύκλου Α: κάτοψη, όψη και τομή,
αρχιτεκτονική και ανασκαφική, του λεγόμενου «βωμού» του Ταφικού Κύκλου Α, καθώς και αντίστοιχα σχέδια για τον
τάφο VI εκτός Ταφικού Κύκλου. Όλα τα σχέδια είναι σχηματικά, αλλά με μετρήσεις και υπό κλίμακα.
Συνολικά οι τύποι των αρχιτεκτονικών εικόνων και ο τρόπος απόδοσης επιμέρους λεπτομερειών θυμίζουν
έντονα την κληρονομιά των περιηγητών, ιδίως των πλέον καταρτισμένων, όπως ήταν οι Gell και Leake, ή τους τύπους
εικόνων στο έργο της αποστολής του Μοριά. Διαφέρουν ωστόσο στο βαθμό αυστηρότητας, ο οποίος είναι σχετικά
αυξημένος στα σχέδια του Δροσινού για τον Schliemann, όπως π.χ. δείχνει η μη αποτύπωση της βλάστησης στις αρ-
χιτεκτονικές τομές. Περνώντας στον τρόπο καταγραφής και μελέτης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων από τον Schlie-
mann, διαπιστώνει κανείς ότι το κείμενο φέρει, όπως και οι εικόνες, τα σημάδια της πνευματικής κληρονομιάς των
περιηγητών. Η μορφή και το ύφος του κειμένου παραπέμπουν μάλλον σε χρονικό ανακαλύψεων παρά σε συστηματική
έκθεση πεπραγμένων, ενώ δίνεται ελάχιστος χώρος στην αναλυτική περιγραφή της αρχιτεκτονικής, δείγμα σχετικής
έλλειψης ενδιαφέροντος για τη μελέτη της. Ο Schliemann αρκείται να διακρίνει και να σχολιάσει διαφορετικούς τύπους
τοιχοδομίας, αφενός για να χρονολογήσει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και αφετέρου για να τα συνδέσει με τις αναφορές
των αρχαίων κειμένων, όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι περιηγητές στο παρελθόν. Άλλωστε και ο ίδιος ο Schliemann
ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για τις αρχαιότητες ως περιηγητής, με σκοπό την ψυχαγωγία του και όχι την προώθηση της
αρχαιολογικής επιστήμης (Lehrer, 2012).
Η διαφορά του Schliemann από τους περιηγητές έγκειται στην πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα ανάμει-
ξη της αρχαιογνωστικής και της αρχαιοδιφικής τάσης της λεγόμενης «επιστήμης της αρχαιότητας» (Alterumswissen-
schaft). Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο όρος περιγράφει το τότε ενιαίο ιστορικό, αρχαιολογικό
και φιλολογικό ενδιαφέρον για το παρελθόν (Marchand, 1996, σ. 148-151). Ο Schliemann πήρε τη διάχυτη ρομαντική
διάθεση αναπόλησης του ελληνικού παρελθόντος από τους φιλολόγους, τους επιγραφολόγους και τους αρχαιολόγους
«της πολυθρόνας και του γραφείου» και τη μετέφερε στην έρευνα πεδίου, τεκμηριώνοντας τη σημασία της όχι μέσω
κριτικής πηγών ή αυτοψιών ιστάμενων μνημείων, αλλά με την αρχαιολογική σκαπάνη. Ενδεχομένως μάλιστα μέρος της
κριτικής που δέχτηκαν οι μέθοδοί του οφείλεται ακριβώς στην έλλειψη εξοικείωσης με την ανασκαφική διαδικασία που
διέκρινε ακόμη τότε πολλούς από τους θεράποντες της επιστήμης της αρχαιότητας (Korfmann, 2012). Άλλωστε, ήταν
εν πολλοίς η ίδια έλλειψη εξοικείωσης με την έρευνα στο πεδίο που διέλυσε την αρχαιολογική ομάδα της αποστολής
του Μοριά.
Η έρευνα πεδίου αποτελούσε τότε κάτι το πρωτοποριακό. Ήταν προνόμιο του αναδυόμενου από την αρχαιοδιφία
θετικιστικού εμπειρισμού, μιας επιστημολογικής τάσης που εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στα υλικά κατάλοιπα καθεαυτά.
Τα τελευταία αντιμετωπίστηκαν ως πιο μετρήσιμα και άρα αντικειμενικά και αξιόπιστα τεκμήρια του παρελθόντος, τα οποία
«μιλούσαν από μόνα τους», ενώ οι αρχαίες πηγές έπρεπε να υποβληθούν σε κριτική ως προς την αξιοπιστία και την αντιπρο-
σωπευτικότητά τους. Αυτή η εμπειριστική και θετικιστική τάση της επιστήμης της αρχαιότητας, που ουσιαστικά συγκρότησε
την αρχαιολογία ως διακριτή επιστήμη, επηρέασε τον Schliemann, αν και οι αναφορές στην κλασική παράδοση από τις οποίες
βρίθει η δημοσίευση των ερευνών στις Μυκήνες εγγράφουν την επιστημονική προσέγγιση του τελευταίου στο ευρύτερο πλαί-
σιο της παραδοσιακής για την εποχή του αρχαιογνωστικής ακαδημαϊκής έρευνας.
Πάντως πιο ουσιαστικός παράγοντας από τις όποιες επιστημολογικές επιρροές στην ανασκαφή και δημοσίευση
των ερευνών στις Μυκήνες πρέπει να στάθηκε ο χαρακτήρας του Schliemann και η διάθεσή του για προσωπική προ-
βολή. Όπως σημειώνει ο Curtis Runnels (2007, σ. 36-38), η γλώσσα του βιβλίου είναι εντυπωσιακά επιτηδευμένη και
στοχεύει στην προσέλκυση και έξαψη της φαντασίας του ευρέος κοινού, με πολλά κοσμητικά επίθετα και αναφορές
στην καθημερινότητα της ανασκαφής. Αντίθετα η γλώσσα της δημοσίευσης των ερευνών στην Τίρυνθα είναι πολύ πιο
αυστηρή και επιστημονική, χωρίς κοσμητικά επίθετα και με ελάχιστες αναφορές πέρα από τα καθαρά αρχαιολογικά και
αρχαιογνωστικά ζητήματα, θυμίζοντας ακόμη και σύγχρονες διδακτορικές διατριβές στις κλασικές σπουδές (Runnels,
2007, σ. 54-57). Προφανώς υπό την επιρροή του Dörpfeld, ίσως και χάρη στην πρώτη επιτυχημένη εντύπωση που πέ-
τυχε με την ανασκαφή των Μυκηνών, ο Schliemann αποφάσισε να αλλάξει και ως προς το ύφος και ως προς την ουσία,
υιοθετώντας άλλη προσέγγιση.
Επομένως το επιστημολογικό υπόβαθρο του Schliemann δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί βαθύ ή στέ-
ρεα συγκροτημένο. Μολονότι στον Γερμανό αρχαιολόγο αποδίδεται συνήθως ο χαρακτηρισμός «πατέρας της μυκη-
ναϊκής αρχαιολογίας», οι παραπάνω ασυμμετρίες, τα μεθοδολογικά προβλήματα των ανασκαφών του, καθώς και η
έλλειψη ουσιαστικής διάθεσης για ανασύνθεση της ιστορικής εικόνας του προϊστορικού παρελθόντος της Ελλάδας δεν
δικαιολογούν αυτόν το χαρακτηρισμό (Dickinson, 2012). Στην καλύτερη περίπτωση ο Schliemann υπήρξε ο πατέρας
της ομηρικής αρχαιολογίας, αυτού του ιδιότυπου μείγματος αρχαιογνωσίας και αρχαιοδιφίας με αντικείμενο έρευνας τη
σύνδεση των προϊστορικών καταλοίπων με τα ομηρικά ποιήματα. Το πλαίσιο αυτό δικαιολογεί την εμπεριστατωμένη
σχετικά, αλλά πολύ συνοπτική περιγραφή και μελέτη της αρχιτεκτονικής και την απεικόνισή της μόνο εφόσον εξυπη-
ρετούσε την προβολή είτε του ίδιου του Schliemann είτε του ομηρικού του οράματος.

130
3. Wilhelm Dörpfeld

Ο Dörpfeld είναι εξίσου εμβληματική μορφή με τον Schliemann όχι μόνο για την αιγαιακή προϊστορία, αλλά για την ελ-
ληνική αρχαιολογία γενικότερα. Για το λόγο αυτό είναι χρήσιμα λίγα βιογραφικά στοιχεία σε σχέση με τη συγκρότηση
της επιστημονικής του προσωπικότητας (Dörpfeld, 2010. Goessler, 1951. Schaar, 2012). Ο Dörpfeld σπούδασε αρχι-
τεκτονική στην Berliner Bauakademie, σε μια περίοδο όπου η νεοκλασική σφραγίδα του Karl Friedrich Schinkel ήταν
έντονη. Στη διάρκεια της φοίτησής του εντρύφησε στην ιστορία της αρχιτεκτονικής υπό τον Friedrich Adler, δάσκαλό
του και μετέπειτα πεθερό του. Οι σπουδές του, σε συνδυασμό με τις πνευματικές του ικανότητες, τον κατέστησαν ιδι-
αίτερα ικανό στην αποκατάσταση μνημείων. Στις τελικές εξετάσεις για την αποφοίτησή του επέδειξε την έφεσή του
να σκέπτεται στον τρισδιάστατο χώρο με τρόπο ταυτόχρονα πειθαρχημένο και δημιουργικό, καθώς πρότεινε μια λύση
αποκατάστασης των κλασικών Προπυλαίων της Αθήνας που εντυπωσίασε τον Adler.
Ο τελευταίος τον επέλεξε ως βοηθό του στην ανασκαφή της αρχαίας Ολυμπίας, όπου ο Dörpfeld ήλθε σε επαφή
με τον Ernst Curtius και τα κυρίαρχα αρχαιολογικά παραδείγματα της εποχής, όπως την επιστήμη της αρχαιότητας και
την αυστηρά αρχαιολογική τυπολογία. Η τελευταία βασιζόταν ακόμη στην αισθητική αποτίμηση της υψηλής τέχνης
που είχε εισαγάγει ο Johann Joachim Winckelmann. Εκεί έμαθε και τη στρωματογραφική μέθοδο ανασκαφής, η οποία
τότε αφορούσε την αφαίρεση των επιχώσεων σε αυθαίρετα ορισμένες οριζόντιες στρώσεις. Συνδυάζοντας τις παραπά-
νω γνώσεις με το επιστημολογικό του υπόβαθρο και τις γνώσεις αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και οικοδομικής τέχνης
που διέθετε, ανέπτυξε μια προσωπική, συνολική και συγκροτημένη προσέγγιση στην ανασκαφή και την αρχιτεκτονική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανασκαφικής του μεθόδου είναι οι εργασίες στον Κακκόβατο Ηλείας (Νικολέντζος,
2012). Η προσέγγιση αυτή θεωρούσε ότι υπήρχε οργανική εξέλιξη των κτηριακών μορφών, αλλά και των τεχνικών δο-
μής. Ουσιαστικά ο Dörpfeld αποτέλεσε έτσι το έτερον ήμισυ του συνεργάτη του στην Ολυμπία Adolf Furtwängler, κα-
θώς και οι δύο υιοθέτησαν μια ακραιφνώς νεωτερική, αυστηρά μετρητική προσέγγιση στα υλικά κατάλοιπα, ο Dörpfeld
στην αρχιτεκτονική και ο Furtwängler στα τέχνεργα, ενώ ενέτασσαν τα αποτελέσματά τους σε μια γενικότερη δαρβινι-
κή θεώρηση της πολιτισμικής εξέλιξης, σύμφωνα με την οποία στις ανθρώπινες κοινωνίες επικρατούν ολοένα και πιο
σύνθετοι και εξελιγμένοι τύποι τέχνης και γενικότερα υλικού πολιτισμού (Marchand, 2002, σ. 158).
Η τάση αυτή αμφισβήτησε την αισθητική προσέγγιση του Winckelmann και αντιπρότεινε τη μελέτη όλων των
καταλοίπων του παρελθόντος ασχέτως της αισθητικής ή καλλιτεχνικής τους αξίας. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι
τα εξαιρετικά και υψηλά δείγματα τέχνης προσφέρουν αποσπασματική εικόνα του παρελθόντος, έθεσε ως νέο στόχο
τη συγκρότηση κατά το δυνατόν λεπτομερέστερων και άρα πληρέστερων αλυσίδων τυπολογικής εξέλιξης του υλικού
πολιτισμού. Η ανάγκη μελέτης των θεωρουμένων «ταπεινών» και ανώνυμων τεχνέργων απομάκρυνε την αρχαιολογία
και από τις αρχαίες πηγές. Αντίθετα ο αρχαιολόγος έπρεπε να διαθέτει τη λεγόμενη Anschauung. Ο όρος θυμίζει τη
φιλοσοφία του Immanuel Kant και σημαίνει την οπτική πρόσληψη που ξεπερνάει την ορθή λογική και προχωράει σε
διαισθητική εξέταση (Marchand, 1996, σ. 142-148). Μια τέτοιου τύπου εξέταση και βαθιά κατανόηση των τεχνέργων
θεωρήθηκε πιο επιστημονική από την αρχαιογνωστική προσέγγιση, διότι βασιζόταν σε παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά
των ίδιων των τεχνέργων και έργων τέχνης και όχι στο αισθητικό υπόβαθρο του μελετητή (Πλάντζος, 2014, σ. 75-105).
Την άποψη αυτή την προώθησε ο Heinrich von Brunn και την εξέλιξε ο μαθητής του Adolf Furtwängler, ο οποίος
μεταξύ άλλων μελέτησε μαζί με τον Georg Loeschke την κεραμική από τις ανασκαφές του Schliemann στις Μυκήνες
(Furtwaengler & Loeschcke, 1886).
Ο Dörpfeld έδρασε μέσα σε αυτό το επιστημονικό κλίμα, το οποίο ταλαντευόταν ανάμεσα στο παραδοσιακό
φιλολογικό μοντέλο έρευνας των αρχαιογνωστών και το ανερχόμενο εμπειριστικό μοντέλο τεχνοϊστορικής ανάλυσης
των νεωτεριστών αρχαιολόγων. Σύντομα ο Γερμανός αρχιτέκτονας έγινε τεχνικός διευθυντής στην Ολυμπία, ενώ ανέ-
σκαψε και τα προϊστορικά κτήρια κάτω από το Πελόπιο. Στην Ολυμπία γνωρίστηκε και με τον Schliemann, το 1881.
Η γνωριμία αυτή υπήρξε καθοριστική, εφόσον ο Dörpfeld συνεργάστηκε μαζί του στην Τροία, την Τίρυνθα και τον
Ορχομενό. Στην Τίρυνθα μάλιστα η ανασκαφή και ερμηνεία της θέσης ήταν ουσιαστικά προϊόν συνεργασίας των δύο
ανδρών (Mühlenbruch, 2012). Η γνωριμία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο Dörpfeld να μπολιαστεί με το πνεύμα της ομηρι-
κής αρχαιολογίας και επιχειρήσει με συστηματικό τρόπο το συσχετισμό θέσεων με αναφορές των ομηρικών ποιημάτων
(Ζώης, 1996, σ. 11-19). Ταυτόχρονα, βασιζόμενος στο νεωτερικό επιστημολογικό του υπόβαθρο, προσπάθησε να ανα-
δείξει την οργανική συνέχεια στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, από τα μυκηναϊκά χρόνια μέχρι και την ευρύτερα
νοούμενη κλασική Αρχαιότητα (Hellmann, 2003, σ. 23-24). Την περίοδο 1887-1912 ο Dörpfeld διετέλεσε διευθυντής
του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα. Το ίδιο διάστημα ανέσκαψε στην Τροία, την Πέργαμο και την
Αθήνα. Οι προσεγγίσεις του στα κλασικά μνημεία παρέμειναν αυστηρές, βασισμένες σε μεγάλο βαθμό στη μετρολογία.
Αντίθετα τα προϊστορικά του ενδιαφέροντα συνέχισαν να κατατείνουν προς την ομηρική αρχαιολογία ολοένα και πιο
έντονα. Έτσι στις τελευταίες, αλλά σημαντικές του ανασκαφές συγκαταλέγεται σειρά ερευνών στη Λευκάδα με στόχο
τον εντοπισμό της ομηρικής Ιθάκης, όπως σαφώς δείχνει και ο τίτλος της δημοσίευσης: Alt-Ithaka. Ein Beitrag zur
Homer-Frage.
131
Παρακάτω εξετάζονται λεπτομερώς οι δημοσιεύσεις των ερευνών στην Τίρυνθα, την Ολυμπία και τη Λευκάδα.
Είναι γεγονός ότι η ανασκαφή της Ολυμπίας προηγήθηκε των ερευνών στην Τίρυνθα. Ωστόσο η δημοσίευση της ανα-
σκαφής στην Ολυμπία έπεται χρονολογικά και επομένως η Τίρυνθα είναι πιο αντιπροσωπευτική των αντιλήψεων του
Dörpfeld κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Αντίθετα η Ολυμπία και η Λευκάδα δείχνουν πώς εξελίχθηκε ο τρόπος εργασίας
του Γερμανού αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου στο τέλος της καριέρας του, στις αρχές του 20ού αιώνα.

3.1 Τίρυνθα

Το πρώτο που διαπιστώνει κανείς στη δημοσίευση των ερευνών στην Τίρυνθα (Schliemann, 1885) είναι η εμφανής
διαφορά της σε σχέση με την αντίστοιχη δημοσίευση του Schliemann για τις Μυκήνες, ιδίως ως προς την αρχιτεκτονι-
κή. Κατ’ αρχάς το βιβλίο προλογίζεται από τον Adler, ενώ το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής που συνέγραψε ο Dörpfeld
είναι εκτενέστατο, άνω των 170 σελίδων, καταλαμβάνοντας σχεδόν το μισό του συνολικού βιβλίου. Το κείμενο αυτό
πραγματεύεται τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σφαιρικά και συνοδεύεται από πλούσιο εικονογραφικό υλικό, καθώς, όπως
σημειώνει ο Runnels (2007, σ. 54-57), η έκδοση της Τίρυνθας αποτελεί ένα tour de force για τη εποχή της. Υπάρχουν
178 ένθετες στο κείμενο εικόνες, 27 πίνακες τέλους και δύο επιπλέον παρένθετες εικόνες. Από αυτές τη μελέτη της αρ-
χιτεκτονικής αφορούν 26 εντός κειμένου εικόνες, τέσσερις από τους πίνακες τέλους, καθώς και η μια παρένθετη εικόνα.
Τα περισσότερα αρχιτεκτονικά σχέδια (Video 6.2), γραμμικά και ελεύθερα, έχουν εκπονηθεί από τον ίδιο τον Dörpfeld
και συνήθως φέρουν την υπογραφή του. Ωστόσο κάποια άλλα υπογράφονται από τον Georg Kawerau. Ο Kawerau ήταν
επίσης Γερμανός αρχιτέκτονας, ειδικευμένος στα αρχαία μνημεία, και φίλος του Dörpfeld. Ο τελευταίος τον συνέστησε
στο Schliemann ως δεύτερο αρχιτέκτονα στην Τίρυνθα (Kawerau, 1974, σ. 29, σημ. 20).

Video 6.2 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στην Τίρυνθα (Schliemann, 1885), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

132
Το βιβλίο ξεκινάει με μια αναδιπλούμενη εικόνα. Πρόκειται για ελεύθερο σχέδιο της θέας από το μέγαρο της
Τίρυνθας. Η απόδοση γίνεται σχηματικά, καθώς κυριαρχεί το γραμμικό περίγραμμα των επιμέρους θεμάτων, ενώ τα
γεμίσματα αποδίδονται με σχετικά παχιές κατακόρυφες γραμμές. Οι εντός κειμένου εικόνες περιλαμβάνουν τέσσερις
αρχιτεκτονικές τομές, κυρίως των σηράγγων, αλλά και του δυτικού τμήματος της ακρόπολης, καθώς και του βωμού.
Σε αυτές μόνο μία αποδίδει την αίσθηση του βάθους των σηράγγων. Περισσότερες σε αριθμό είναι οι κατόψεις: επτά
συνολικά. Αυτές απεικονίζουν το μέγαρο της Τίρυνθας, το μέγαρο της Τροίας για λόγους σύγκρισης, το λουτρό της
Τίρυνθας, το βωμό, τις σήραγγες και αντίστοιχες κατασκευές της Καρχηδόνας –πάλι για λόγους σύγκρισης και τέλος το
ανακτορικό σύμπλεγμα της Τίρυνθας στο σύνολό του. Οι εντός κειμένου εικόνες περιλαμβάνουν και πέντε προοπτικά
σχέδια, της εισόδου του μεγάρου, της πρόσβασης στην ακρόπολη, των σηράγγων του τείχους, της δυτικής πλευράς
και του τείχους στη δυτική πλευρά. Όλα είναι σχέδια αποτύπωσης και όχι αποκατάστασης. Τέλος παρατίθενται κάποια
επιμέρους σχέδια, όπως η λεπτομέρεια της διακόσμησης του δαπέδου του μεγάρου, μια επιμέρους κάτοψη της εισόδου
των «διαμερισμάτων των γυναικών» με έμφαση στη λειτουργία της θύρας, ένας χάλκινος στροφέας χωρίς κλίμακα,
μία ακόμη λεπτομέρεια της κάτοψης της εισόδου στο μέγαρο, επιμέρους άνω και πλάγια όψη και τομή ενός δωρικού
κιονοκράνου, όψη της διακοσμημένης οροφής του Θησαυρού του Μινύου στον Ορχομενό και δύο λεπτομέρειες λίθων
με ίχνη καλεμιού.
Οι πίνακες τέλους περιλαμβάνουν μια γενική κάτοψη της Τίρυνθας και μια πιο λεπτομερή κάτοψη του ανακτό-
ρου με κλίμακα, υπομνηματισμό και σημείωση επιμέρους αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, όπως των δαπέδων, των θυ-
ρών και των λεπτομερειών της τοιχοδομίας. Η κάτοψη του ανακτόρου είναι έγχρωμη. Η χρήση χρωμάτων υπογραμμίζει
τον σημαντικό ρόλο της κάτοψης έναντι άλλων τύπων σχεδίων. Το έγχρωμο σχέδιο έλκει την προσοχή του αναγνώστη
περισσότερο από το ασπρόμαυρο σχέδιο, επειδή δε την εποχή που έγινε η έκδοση της Τίρυνθας σπάνιζαν οι έγχρωμες
εικόνες, αυτή η έλξη θα πρέπει να ήταν σαφώς εντονότερη. Αφετέρου τα χρώματα χρησιμοποιούνται για να υποδηλώ-
σουν διαφορετικά είδη αρχιτεκτονικών στοιχείων και έτσι καθοδηγούν τον αναγνώστη στα επιμέρους διαμερίσματα
του ανακτόρου της Τίρυνθας με τρόπο άμεσο και εύληπτο. Επομένως η έγχρωμη κάτοψη διαθέτει περισσότερη λει-
τουργικότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα σχέδια. Τα υπόλοιπα σχέδια των πινάκων του τέλους περιλαμβάνουν τέσσερις
τομές και μία κάτοψη των σηράγγων. Από τις τομές η πιο σημαντική είναι αυτή του βόρειου μισού της ακρόπολης, διότι
περιλαμβάνει και υποθετική αποκατάσταση της στέγασης του μεγάρου. Εδώ διακρίνεται μια διάθεση ερμηνείας των
καταλοίπων ως προς την αρχική τους μορφή. Ωστόσο η ερμηνεία εκφράζεται με πολύ πειθαρχημένο και κατεξοχήν αρ-
χιτεκτονικό τρόπο. Όλες οι τομές δίνουν τις απαραίτητες μετρήσεις, διαθέτουν κλίμακα και είναι εξαιρετικά αυστηρές
ως προς την απόδοση και την αισθητική.
Η αυστηρότητα των αρχιτεκτονικών σχεδίων έρχεται σε αντίθεση με το κείμενο για την αρχιτεκτονική της
Τίρυνθας. Στο σχετικό κεφάλαιο ο Γερμανός αρχιτέκτονας προσπαθεί να ταυτίσει τους χώρους που έφερε στο φως η
ανασκαφή με όσα είναι γνωστά από τα ομηρικά έπη. Μάλιστα, κατά τον Ζώη (1996, σ. 12-16), ο Dörpfeld προσεγγίζει
το αρχαίο κείμενο μέσα από το πρίσμα του αρχαιογνωστικού παραδείγματος, το οποίο στην περίπτωση αυτή υιοθετεί
πλήρως. Η υπόθεση αυτή τεκμηριώνεται στο διαχωρισμό που κάνει ο Dörpfeld ανάμεσα σε μέγαρα ανδρών και γυναι-
κών (Εικόνα 6.1). Παρά τον «ομηρισμό» που τη χαρακτηρίζει η δημοσίευση της αρχιτεκτονικής της Τίρυνθας από τον
Dörpfeld διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη των Μυκηνών από τον Schliemann. Αντί για αφήγηση ανασκαφικών
ανακαλύψεων το κείμενο παραθέτει λεπτομερή περιγραφή χώρων και ανάλυση υλικών και τεχνικών δομής. Τα χαρα-
κτηριστικά αυτά είναι ασφαλώς εναρμονισμένα με την αυστηρότητα των αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Εικόνα 6.1 Σχόλιο του Αντώνη Ζώη για την αρχιτεκτονική της Τίρυνθας σε σχέση με τις αναφορές του ομηρικού κειμέ-
νου.

3.2. Ολυμπία

Η πειθαρχία, η αυστηρότητα και η έμφαση στις μετρήσεις χαρακτηρίζουν και τα σχέδια των ανασκαφών της Ολυμπίας
(Dörpfeld, 1935). Το Alt-Olympia περιλαμβάνει 14 αρχιτεκτονικές εικόνες (Video 6.3), όλες μέσα στο κείμενο: πέντε
κατόψεις των αψιδωτών κτηρίων στο Πελόπιο και πέντε τομές, από τις οποίες τρεις είναι καθαρά στρωματογραφικές
και μία είναι αρχιτεκτονική. Η τελευταία υπερθέτει μια υποθετική τομή ενός ομηρικού μεγάρου στην αντίστοιχη ενός
αρχαίου ελληνικού ναού για να δείξει τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των δύο τύπων κτηρίων. Μεγαλύτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποια επιμέρους στοιχεία των παραπάνω σχεδίων.
133
Έτσι στην κάτοψη του αψιδωτού κτηρίου 5 κάτω από το Πελόπιο οι τοίχοι έχουν αποτυπωθεί λίθο λίθο. Στα
σημεία όπου οι τοίχοι βρέθηκαν κατεστραμμένοι η πορεία τους έχει συμπληρωθεί με διακεκομμένη γραμμή. Τέλος ο
Dörpfeld έχει προσθέσει σκιά με διαγώνια διαγράμμιση κάτω από τους λίθους των τοίχων για να δώσει μια έστω και
ψευδαισθητική εντύπωση της τρίτης διάστασης. Τα ίδια χαρακτηριστικά απαντούν και στις άλλες κατόψεις, με τη ση-
μαντική διαφορά ότι τα κτήρια απεικονίζονται απομονωμένα από τα υπόλοιπα στοιχεία της θέσης. Εξαίρεση αποτελεί
το κτήριο 5, το οποίο εικονίζεται σε σχέση με το Πελόπιο. Σε αντίθεση με την εμφανή λιτότητα των κατόψεων, οι τομές
είναι κάπως πιο περιγραφικές, καθώς απεικονίζουν και τη θέση των κυριότερων ευρημάτων.
Συνολικά, τα σχέδια είναι αισθητικά λιτά, σε βαθμό που να μοιάζουν με σκαριφήματα, αν και είναι εμφανώς
ακριβή. Πρόκειται μάλλον για την ιδιαίτερη «τεχνοτροπία» του Dörpfeld, καθώς τα ίδια χαρακτηριστικά εμφανίζονται
εν πολλοίς και στα σχέδια της Τίρυνθας. Η απόδοση στα σχέδια της Ολυμπίας θυμίζει μάλιστα το ελεύθερο σχέδιο της
εισαγωγής της μελέτης για την Τίρυνθα. Ο τρόπος απόδοσης στα σχέδια του Dörpfeld συγκρίνεται με αντίστοιχα σχέδια
άλλων αρχιτεκτόνων της εποχής του, ιδίως αυτών που εργάστηκαν στην ανασκαφή της Ολυμπίας (Fellmann, 1972),
όπως ο Emil Streichert, αρχιτέκτονας της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου. Αντίθετα τα σχέδια του Adler, μέντορα και
πεθερού του, τα οποία ανήκουν στην πρώτη ανασκαφική περίοδο της Ολυμπίας, διαφέρουν ως σαφώς πιο συντηρητικά,
με πολύ εκλεπτυσμένη αισθητική, πιο ζωγραφικά και συνάμα πιο απλοϊκά ως προς τις συμβάσεις τους. Τα σχέδια του
Adler υποβάλλουν ένα κλασικιστικό-ρομαντικό πνεύμα και παραπέμπουν στην αισθητική των περιηγητών, σε αντίθεση
με τα σχέδια του Dörpfeld, των οποίων η σχηματικότητα και η τυποποίηση προοιωνίζουν ένα σαφώς πιο νεωτερικό
πνεύμα. Μερική εξαίρεση αποτελεί η κάτοψη της Ολυμπίας από τον Dörpfeld, όπου η επιφάνεια του εδάφους αποδίδε-
ται αισθητικά όπως στη δουλειά του Adler. Πιθανώς η απομάκρυνση από την ακαδημαϊκή επιρροή της προηγούμενης
γενιάς ερευνητών έγινε σταδιακά.

Video 6.3 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στην Ολυμπία (Dörpfeld, 1935), όπου σημειώνονται οι
παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

134
Τέλος το Alt-Olympia περιλαμβάνει και ένα προοπτικό σχέδιο με αποκατάσταση της φάσης Ια του Ηραίου.
Στο σχέδιο έχει αποκοπεί ένα μέρος του κτηρίου για να φανεί η τοιχοδομία και η κάτοψη, όπως γινόταν συνήθως στα
αξονομετρικά σχέδια της εποχής. Πρόκειται για έναν τύπο σχεδίου που αρχικά ξενίζει τον αναγνώστη. Η εικόνα αυτή
δεν έχει γίνει από τον Dörpfeld, αλλά φέρει την υπογραφή του αρχιτέκτονα Hans Schleif. Η δημοσίευση της Ολυμπίας
εκδόθηκε αρκετά χρόνια μετά τις ανασκαφικές εργασίες, όταν ο Dörpfeld σχεδίαζε πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελ-
θόν. Ακόμα κι έτσι είναι σημαντικό ότι αποφάσισε να ξεφύγει από την απόλυτη αυστηρότητα της εναλλαγής κατόψεων
και τομών, έστω και αν αυτό έγινε άπαξ και μάλιστα στην ώριμη φάση της ερευνητικής του πορείας. Η αλλαγή θα
μπορούσε να συνδεθεί και με την ερμηνευτική τάση που δείχνει το κείμενο της δημοσίευσης, καθώς την πραγμάτευση
των αρχιτεκτονικών και των αρχαιολογικών δεδομένων ακολουθούν κείμενα που συνδέουν τα υλικά κατάλοιπα με τους
Αχαιούς και τους άνακτες των ομηρικών επών. Ο ερμηνευτικός χαρακτήρας του κειμένου βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση
με τη γενικότερη αυστηρότητα των αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Video 6.4 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στη Λευκάδα (Dörpfeld, 1927), όπου σημειώνονται οι
παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

3.3. Λευκάδα

Η ανασκαφή της Λευκάδας ανήκει στην περίοδο της ερευνητικής ωριμότητας του Dörpfeld. Το έργο Alt-Ithaka. Ein
Beitrag zur Homer (Dörpfeld, 1927) ωστόσο έχει διαφορετικό χαρακτήρα από τις συνήθεις δημοσιεύσεις ανασκαφών.
Η διαφορά έγκειται στον έντονο «ομηρισμό» του προγράμματος έρευνας, όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο του βιβλί-
ου. Η δημοσίευση αφορά επιμέρους ανασκαφές και τοπογραφικές έρευνες με στόχο τον εντοπισμό καταλοίπων που θα
μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ταύτιση της Λευκάδας με την Ιθάκη του Ομήρου, θέμα στο οποίο αφιερώνεται μεγάλο
μέρος της Εισαγωγής. Επομένως η ανασκαφή στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτέλεσε αυτοσκοπό, ούτε είχε ως
στόχο μόνο την αποκάλυψη αρχαίου υλικού, αλλά αποτέλεσε ένα επιμέρους εργαλείο μιας ευρύτερης μελέτης με συ-

135
γκεκριμένη θεματική. Ο «ομηριστικός» χαρακτήρας της έρευνας υπογραμμίζεται από τη συμβολή του Adrian Goekoop,
ενός Ολλανδού κλασικιστή που επιθυμούσε να εντοπιστεί ο συγκεκριμένος ομηρικός τόπος. Η ίδια ρομαντική διάθεση
μάλλον παρακίνησε και τη συμμετοχή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Ο κάιζερ συνδεόταν φιλικά με τον
Dörpfeld από την εποχή της ανασκαφής στην Ολυμπία. Επίσης διέθετε κλασική παιδεία, καθώς είχε δάσκαλο τον Ernst
Curtius. Είχε μάλιστα παρέμβει προσωπικά ώστε να καμφθούν οι αντιρρήσεις του καγκελάριου Otto von Bismarck
όσον αφορά το μεγάλο κόστος της ανασκαφής της αρχαίας Ολυμπίας και να ξεκινήσουν οι εκεί εργασίες. Πέρα από την
προσωπική του συμμετοχή στη Λευκάδα, ο κάιζερ υποστήριξε τον Dörpfeld με χρήματα και προσωπικό.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της δημοσίευσης της Λευκάδας δείχνει ένα εξίσου έντονο ενδιαφέρον για την εξέταση
των αρχιτεκτονικών και άλλων σχεδίων, μολονότι στις περισσότερες επιμέρους ανασκαφές που διενήργησε ο Dörpfeld
ήρθαν στο φως ταφές και όχι οικιστικά κατάλοιπα. Ο αριθμός των σχεδίων της δημοσίευσης δεν είναι μεγάλος. Στον
πρώτο τόμο περιλαμβάνονται εντός του κειμένου οι απολύτως απαραίτητες επιμέρους κατόψεις και στρωματογραφι-
κές τομές (Video 6.4). Στον δεύτερο τόμο υπάρχουν οι φωτογραφίες, οι κατόψεις των τάφων στις θέσεις Σκάρος και
Στενό, καθώς και από ένα τοπογραφικό και μία επιμέρους στρωματογραφική τομή για κάθε θέση. Υπάρχουν ακόμη 14
χάρτες και πέντε σχεδιαστικές απόψεις του τοπίου, τις οποίες εκπόνησε ο Richard Uhde. Στα κατεξοχήν αρχιτεκτονικά
σχέδια επικρατεί η συνήθης έμφαση στην κάτοψη και τις στωματογραφικές τομές και ελάχιστη έως καθόλου ερμηνεία
με συμπλήρωση ή αναπαράσταση αρχιτεκτονικών στοιχείων. Μόνο αισθητικές είναι οι διαφοροποιήσεις, καθώς τα
σχέδια που έχει εκπονήσει ο ίδιος ο Dörpfeld διακρίνονται για τη συνήθη λιτή αισθητική τους. Μια άλλη ομάδα σχε-
δίων έχει εκπονηθεί από τον Παναγιώτη Σούρσο, ο αρχιτέκτονα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, το οποίο
επίσης υποστήριξε την έρευνα του Dörpfeld, αν και όχι καθ’ όλα τα έτη. Τα σχέδια του Σούρσου χαρακτηρίζονται από
συχνότερη και πυκνότερη χρήση διαγραμμίσεων, η οποία δεν έχει μόνο αισθητικό χαρακτήρα, αλλά αποσκοπεί και στη
λεπτομερέστερη παρουσίαση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων με την απόδοση επιμέρους οικοδομικών φάσεων ή την
απόδοση της υφής και της τρίτης διάστασης των λίθων των τοίχων.
Μπορεί ο Dörpfeld να μην εκπόνησε ο ίδιος όλα τα σχέδια, αλλά μελέτησε την αρχιτεκτονική. Στο κείμενο
διακρίνεται η συνήθης θετικιστική, εμπειριστική του προσέγγιση, καθώς και πάλι κυριαρχούν οι εξονυχιστικές περι-
γραφές. Η προσέγγιση αυτή αλλάζει όμως στην πορεία, καθώς υπεισέρχεται μια ρομαντική και κλασικιστική ερμη-
νευτική διάθεση σύνδεσης των ομηρικών περιγραφών με την τοπογραφία της περιοχής της Λευκάδας. Φαίνεται ότι τα
αρχαιολογικά ευρήματα δεν ήταν δυνατόν τελικά να συνδεθούν με το κείμενο της Οδύσσειας και γι’ αυτό ο Dörpfeld
προσπάθησε να αναζητήσει άλλα επιχειρήματα προς επίρρωση της υπόθεσής του. Η διαφορά αυτή στο ύφος και το
περιεχόμενο του κειμένου υπογραμμίζεται και από τις εικόνες. Οι αρχιτεκτονικές περιγραφές συνοδεύονται από σχέδια
εντός κειμένου, ενώ οι χάρτες που αντιστοιχούν στις ομηρικές τοπογραφικές ταυτίσεις έχουν τοποθετηθεί χωριστά από
το κείμενο, στον δεύτερο τόμο. Αυτή η διαφορά βέβαια μπορεί να οφείλεται και σε εκδοτικούς περιορισμούς, καθώς οι
χάρτες και οι απόψεις του τοπίου είναι εικόνες μεγάλων διαστάσεων και άρα αναδιπλούμενες. Αυτές βιβλιοδετούνται
ευκολότερα σε χωριστό τόμο παρά μαζί με το κυρίως κείμενο. Πάντως, ακόμα και αν οι αιτίες αυτού του διαχωρισμού
των εικόνων ήσαν πρακτικές, έχουν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τον τονισμό της διαφοράς μεταξύ του περιγραφικού
και εμπειριστικού τμήματος της δημοσίευσης που αφορά τα αρχαιολογικά δεδομένα και του ερμηνευτικού και κλασικι-
στικού τμήματος των ομηρικών αναζητήσεων του Dörpfeld.
Η Marchand (2002, σ. 158) έχει υποστηρίξει ότι η δημοσίευση των ανασκαφών της Λευκάδας εκπροσωπεί μια
στροφή του Dörpfeld στον «ομηρισμό» και στο πρότυπο του Schliemann ως προς την προσέγγιση των προϊστορικών
αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Παραλληλίζει αυτή τη στροφή με μια ανάλογη στροφή που έκανε ο Furtwängler προς τη
μελέτη των υψηλής αισθητικής έργων τέχνης της αρχαιότητας. Θεωρεί ότι και οι δύο αυτοί πρώιμοι εκπρόσωποι ενός
νεωτερικού πνεύματος στην επιστήμη της αρχαιολογίας ουσιαστικά εγκατέλειψαν τις επιστημολογικές ανησυχίες της
νεότητάς τους για να στραφούν στο παραδοσιακό πλαίσιο της ιδεαλιστικής και ρομαντικής προσέγγισης της αρχαιό-
τητας, η οποία είχε χαρακτηρίσει την έρευνα του 18ου και 19ου αιώνα, με κύριους εκπροσώπους τους περιηγητές. Η
στροφή αυτή συνδέεται από τη Marchand αφενός με την καθηγεσία του Furtwängler στη Βόννη και αφετέρου με την
επιρροή του Schliemann στον Dörpfeld. Μολονότι το σχόλιο της Marchand έχει ενδιαφέρον, η μελέτη των εικόνων του
Alt-Ithaka δείχνει ότι η στροφή αυτή, τουλάχιστον για τον Dörpfeld, δεν σήμανε την εγκατάλειψη των προηγούμενων
επιστημολογικών του αναζητήσεων. Η αυστηρή περιγραφικότητα και η λιτότητα της ερμηνείας διατήρησαν τη θέση και
τη σημασία τους παράλληλα με την αποδοχή του ομηρικού προγράμματος έρευνας του Schliemann, το οποίο πιθανώς
ο Dörpfeld αισθάνθηκε ότι έπρεπε να το τοποθετήσει σε νέα, πιο εμπειριστική και θετικιστική βάση. Άλλωστε προχώ-
ρησε σε ανασκαφές στην ίδια την Τροία, σε μια ανάλογη απόπειρα διόρθωσης των προβλημάτων που είχε αφήσει το
πέρασμα του Schliemann.

3.4. Wilhelm Dörpfeld: μια συνολική αποτίμηση

Το παρόν βιβλίο δεν προσφέρεται για μια εφ’ όλης της ύλης αποτίμηση του έργου του Dörpfeld, το οποίο άλλωστε δεν
περιορίζεται στα προϊστορικά μνημεία, αλλά αφορά σε μεγάλο βαθμό την κλασική αρχιτεκτονική. Είναι χρήσιμο όμως
να εντοπιστούν τα σημαντικότερα σημεία συμβολής των προϊστορικών ερευνών του. Ένα από αυτά τα σημεία είναι η
136
ενίσχυση της κάτοψης ως του κυριότερου τύπου σχεδίου των αρχαιολογικών δημοσιεύσεων. Μολονότι και παλαιότεροι
αρχιτέκτονες είχαν αποδώσει μεγάλη σημασία στην κάτοψη, ο Dörpfeld πρόσθεσε λεπτομερή υπομνηματισμό (ενδει-
κτικά παραδείγματα: οι χαρακτηρισμοί χώρων στις κατόψεις της Τίρυνθας και της Ολυμπίας). Δεύτερον, ο Dörpfeld
αρκέστηκε σε σχέδια ορθής προβολής και συγκεκριμένα κατόψεις και τομές. Χρησιμοποίησε ελάχιστα τα προοπτικά
σχέδια και μάλιστα μόνο στην Τίρυνθα, όπου η εξαιρετική κατάσταση στην οποία διατηρείται το τείχος με τις σήραγγες
ευνοούσε την εκπόνηση τέτοιου τύπου σχεδίων. Στο έργο του Dörpfeld η τρίτη διάσταση αποδίδεται με φωτοσκιάσεις
στους τοίχους. Αλλιώς θα πρέπει κανείς να μελετήσει συνδυαστικά κατόψεις και τομές, εφόσον οι τελευταίες καθιερώ-
θηκαν ως τα μόνα μέσα απόδοσης της καθ’ ύψος διάστασης.
Λιγοστά είναι και τα σχέδια αρχιτεκτονικών όψεων, ακόμη και στην περίπτωση της Τίρυνθας. Ο Dörpfeld
ανήκε σε μια συγκεκριμένη σχολή Γερμανών αρχιτεκτόνων που προσπάθησε να ξεφύγει από την επιφανειακή μορφο-
λογική αντιμετώπιση της τοιχοδομίας και να εμβαθύνει σε θέματα οικοδομικής τεχνικής. Πρόκειται για τη σχολή της
«επιστημονικής αρχιτεκτονικής έρευνας» (bauwissenschaftliche Forschung) (Hellmann, 2003), η οποία θα παρουσια-
στεί αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, μαζί με τις γερμανικές δημοσιεύσεις προϊστορικών θέσεων. Εδώ έχει σημασία
να τονιστεί η οικοδομική προσέγγιση της σχολής αυτής και ειδικότερα του Dörpfeld. Η προσέγγιση αυτή υπήρξε ανα-
πόφευκτα εμπειριστική, καθώς ο ερευνητής έπρεπε να εστιάσει στα σωζόμενα κατάλοιπα καθαυτά. Άλλωστε η πραγ-
μάτευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων από τον Dörpfeld ξεκινά από κάτω, δηλαδή από τα θεμέλια, και προχωρά,
όσο τον στηρίζουν τα δεδομένα, στην αποκατάσταση της μορφής και της χρήσης των χώρων. Με μια πρώτη ματιά η
πραγμάτευση αυτή είναι περιγραφική, αλλά μια πιο προσεκτική εξέταση φανερώνει την προσπάθεια ανακάλυψης των
κανόνων της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος.
Η προσέγγιση αυτή έχει δύο συνέπειες. Πρώτον, δίνει έμφαση στην κλασική αρχιτεκτονική, καθώς η τελευταία
μπορεί να προσφέρει καλά διατηρούμενα δείγματα μελέτης. Άλλωστε και ο Dörpfeld ασχολήθηκε κυρίως με κλασικά
μνημεία. Δεύτερον, δεν είναι απαραίτητη η αποκατάσταση της αρχικής μορφής του υπό μελέτη κτηρίου. Τα σχέδια
του Dörpfeld είναι όντως εξαιρετικά φειδωλά στο ζήτημα αυτό και οι μικρού βαθμού και σχηματικές αποκαταστάσεις
διακρίνονται με σαφήνεια από τα υφιστάμενα προϊστορικά κατάλοιπα. Η διάκριση αυτή αποτέλεσε μια από τις κυρι-
ότερες συμβολές του Dörpfeld και στην κλασική αρχιτεκτονική. Στα σχέδιά του για την Ολυμπία ο Dörpfeld, κατά τη
Hellmann (2003, σ. 22-25), τυποποίησε προϋπάρχουσες πρακτικές, όπως η χρήση διαφορετικών χρωμάτων για μια
διαφοροποιημένη απόδοση των αρχιτεκτονικών δεδομένων και των αναπαραστάσεων.
Τα σχέδια του Dörpfeld που εξετάστηκαν εδώ διακρίνονται από λιτότητα και μια συγκρατημένη σχηματικό-
τητα. Δεν λείπουν οι αποτυπώσεις λίθο λίθο, αλλά απαντούν συχνά και σχηματικές αποτυπώσεις. Επίσης ο Dörpfeld
αφαίρεσε από τα σχέδιά του παρπαληρωματικά στοιχεία, όπως η απόδοση της σύγχρονης βλάστησης. Έτσι πουθενά δεν
διακρίνεται κάποια διάθεση για υπερπροσφορά πληροφορίας, όπως η υφή των λίθων που απέδωσε στα σχέδιά του για
τη Λευκάδα ο Σούρσος, και τα περιγράμματα λίθων και τοίχων είναι εξαιρετικά σαφή. Αυτός ο συνδυασμός λιτότητας
και σαφήνειας καθιστά τα σχέδια του Dörpfeld εύληπτα. Ίσως εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μια διάθεση πειθάρχησης
του αρχιτεκτονικού αρχαιολογικού υλικού, μέσα από σχέδια που περιέχουν περιορισμένο όγκο πληροφοριών και επο-
μένως αποτελούν προϊόντα επιλεκτικής παρουσίασης και άρα ουσιαστικής μελέτης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Η έλλειψη αναπαραστάσεων πιθανώς να σχετίζεται με αυτή τη διάθεση πειθάρχησης του Dörpfeld, η οποία ασφαλώς
σχετίζεται με το πνευματικό κλίμα της νεωτερικότητας, μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε επιστημονικά. Στο ίδιο πνεύμα
αποστασιοποιημένης και αντικειμενικής πειθάρχησης των δεδομένων εντάσσεται και το ενδιαφέρον του Dörpfeld για
τη στρωματογραφία και η εισαγωγή στρωματογραφικών τομών ως τύπων σχεδίου. Μέσω της στρωματογραφίας τού
ήταν πιο εύκολο να ελέγξει θέματα διαδοχής οικοδομικών φάσεων στις θέσεις που διερεύνησε. Λόγω των σχεδίων αυ-
τών η Hellmann (2003, σ. 21) τον χαρακτηρίζει ως τον πιο αρχαιολογικό απ’ όλους τους αρχιτέκτονες της γενιάς του
που ασχολήθηκαν με τα αρχαία μνημεία της Ελλάδας.
Σε αντίθεση με τα σχέδια, με την πραγμάτευση των ίδιων των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά και με όλα
όσα σημειώθηκαν εδώ βρίσκονται τα ερμηνευτικά σχόλια που περιέχονται στα κείμενα του Dörpfeld. Εκεί διακρίνεται
σαφώς η επιρροή του «ομηρισμού» του Schliemann, η οποία όμως δεν αφομοιώθηκε εξαρχής, αλλά σταδικά. Λόγου
χάρη, στην Τίρυνθα ο «ομηρισμός» διακρίνεται στο διαχωρισμό των χώρων σε ανδρικούς και γυναικείους. Οι ομηρικές
αναφορές στο Ηραίο της Ολυμπίας δείχνουν ότι ο «ομηρισμός» του Dörpfeld έγινε πιο έντονος στη δεκαετία του 1930,
με αποκορύφωμα τη διεξαγωγή της εξ ορισμού «ομηριστικής» έρευνας στη Λευκάδα και την ταύτισή της με την Ιθάκη
της Οδύσσειας.
Λόγω αυτών των επιλογών του ο Dörpfeld μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός εκπρόσωπος της πρώιμης νεωτε-
ρικότητας στην ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης, ο οποίος προώθησε την αντίληψη ότι το παρελθόν μπορεί να
καταστεί γνωστό μόνο μέσα από τα υλικά του κατάλοιπα αυτά καθεαυτά. Ο αρχαιολόγος, σύμφωνα με την αντίληψη
αυτή, αρκεί να τα περιγράψει, να τα μετρήσει και να τα τοποθετήσει σε τυπολογική και άρα χρονολογική σειρά. Ωστό-
σο ο Dörpfeld αφομοίωσε ταυτόχρονα πλήρως το παλαιότερο επιστημολογικό παράδειγμα της ομηρικής αρχαιολογίας.
Είναι ενδιαφέρον ότι τα δύο αυτά παραδείγματα, ο θετικισμός και ο «ομηρισμός», λειτούργησαν παράλληλα στο έργο
του Dörpfeld και όχι σε σύνθεση. Τα σχέδια της Τίρυνθας είναι αυστηρά, ενώ το κείμενο «ομηριστικό» ως προς την ερ-
137
μηνεία των χώρων. Στη Λευκάδα η ομηρική στοχοθεσία κυριαρχεί, αλλά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα υπόλοιπα
ευρήματα αναφέρονται με αποστασιοποιημένο τρόπο. Ωστόσο αυτή η συνύπαρξη ερμηνευτικών κειμένων και αυστη-
ρών σχεδίων δεν δείχνει απαραίτητα έλλειψη επιστημολογικής συγκρότησης, διότι, όπως αναφέρθηκε, ο Dörpfeld δι-
αχώριζε πλήρως τα δεδομένα από την ερμηνεία τους. Η τάση αυτή αποτέλεσε γενικότερο χαρακτηριστικό της πρώιμης
έρευνας για το προϊστορικό Αιγαίο, κι επομένως ο Dörpfeld συνέβαλε ενεργά στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών
της έρευνας αυτής.

4. Χρήστος Τσούντας

Ο Χρήστος Τσούντας αποτελεί μία ακόμη εμβληματική μορφή της προϊστορικής αρχαιολογίας του ελληνικού χώρου.
Ανέσκαψε σε πολλές θέσεις, όπως στο Διμήνι και το Σέσκλο, στη Χαλανδριανή της Σύρου, αλλά και στις Μυκήνες.
Έτσι κάλυψε περιοχές και περιόδους κλειδιά της ελληνικής προϊστορίας, δηλαδή τη νεολιθική περίοδο στη Θεσσαλία,
την πρώιμη εποχή του χαλκού και τον λεγόμενο «κυκλαδικό πολιτισμό» στο Αιγαίο, καθώς και την ύστερη εποχή του
χαλκού και τις ανακτορικές κοινωνίες στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι, με
εξαίρεση την Κρήτη, το έργο του Τσούντα αποτελεί την επιτομή των βασικών σημείων της προϊστορίας του Αιγαίου.
Δεδομένης και της χρονικής περιόδου που έλαβαν χώρα οι ανασκαφές του, δηλαδή το διάστημα από τα τέλη του 19ου
ως τις αρχές του 20ού αιώνα, η δράση του Έλληνα αρχαιολόγου αναμφίβολα καταλαμβάνει θέση θεμελίου για τη με-
τέπειτα έρευνα.
Η σημασία του έργου του Τσούντα υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από τη συνθετική και ερμηνευτική
διάθεση που διακρίνει και τις δημοσιεύσεις του ανασκαφικού του έργου και τις συνθετικές μελέτες του. Μάλιστα η
διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη δημοσιεύσεων δεν είναι εύκολη στην περίπτωση του Τσούντα. Το βιβλίο για τις νεολι-
θικές «ακροπόλεις» του Διμηνίου και του Σέσκλου (Τσούντας, 1908) δεν αρκείται στην παράθεση των ανασκαφικών
στοιχείων, αλλά εντάσσει τα τελευταία σε ένα πλαίσιο συγκρίσεων με άλλες αρχαιολογικές, γεωγραφικές και πολι-
τισμικές ενότητες, όπως αυτές των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου. Στα άρθρα για τα αποτελέσματα των
ερευνών στις Κυκλάδες (Τσούντας, 1898, 1899), μετά από ανάλογες αρχαιολογικές συγκρίσεις, εισάγεται η έννοια του
κυκλαδικού πολιτισμού, η οποία περιγράφει την τυπολογική μοναδικότητα των ευρημάτων των εκεί ανασκαφών. Στην
περίπτωση των Μυκηνών, παρά τα εντυπωσιακά κατάλοιπα της θέσης, η μονογραφία που εκδίδει ο Τσούντας (1893)
έχει τον ενδεικτικό τίτλο Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός. Σε αυτό το έργο δεν παρασύρεται, όπως ο Schliemann,
από τα ευρήματα καθαυτά, αλλά προχωρά σε μια συστηματική περιγραφή των αρχαιολογικών χαρακτηριστικών του
μυκηναϊκού πολιτισμού και προσπαθεί να τα συνδέσει με αντίστοιχες πληθυσμιακές και εθνοτικές ομάδες του ελλαδι-
κού και ευρύτερου αιγαιακού χώρου.
Καθίσταται σαφές ότι ο Τσούντας υπηρέτησε το παραδοσιακό παράδειγμα της ήδη αναφερθείσας ιστορίας του
πολιτισμού. Σύμφωνα με αυτό, η χρονολογική και γεωγραφική συγκέντρωση / διασπορά υλικών καταλοίπων με παρό-
μοια τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά υποδεικνύει την ύπαρξη ενός διακριτού πολιτισμού. Αντίστοιχα οι τεχνοτροπικές
αλλαγές στα υλικά κατάλοιπα ενός πολιτισμού οφείλουν, σύμφωνα πάντα με το παράδειγμα αυτό, να αποδοθούν σε επα-
φές, εμπορικές ή άλλες, με κάποιον άλλο, εξίσου διακριτό, πολιτισμό. Ο Τσούντας μάλιστα υιοθετεί την εθνοκεντρική
παραλλαγή της ιστορίας του πολιτισμού, σύμφωνα με την οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή του κεφαλαίου,
οι πολιτισμοί σχετίζονται με αντίστοιχες πληθυσμιακές ομάδες με κοινή βιολογική καταγωγή και εθνοτική ταυτότητα.
Η εθνοκεντρική τάση του Τσούντα φαίνεται, εκτός από το βιβλίο του για τον «μυκηναίο πολιτισμό», και στα άρθρα του
για τις πρώιμες Κυκλάδες. Η τάση αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξε σύμφυτη με τον εθνικισμό των αρχών του 20ού
αιώνα, ο οποίος επηρέασε και την Ελλάδα. Το έργο του Τσούντα θεωρήθηκε αρχαιολογικό αφήγημα που συμπλήρωνε
το αντιστοίχως εθνοκεντρικό ιστορικό αφήγημα του Παπαρρηγόπουλου (Voutsaki, 2003, σ. 252-253). Στην Ιστορία του
ελληνικού έθνους του τελευταίου αναπτύχθηκε η άποψη ότι το ελληνικό έθνος υπήρξε μια συμπαγής οντότητα με ενιαία,
συνεχή και αδιάσπαστη πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Ο Τσούντας συμπλήρωσε το αφήγημα
του Παπαρρηγόπουλο μετατοπίζοντας τις απαρχές της εθνικής συνέχειας πίσω στο χρόνο, στην προϊστορία.
Παρά τον εθνοκεντρισμό του ο Τσούντας επηρεάσθηκε από το κλίμα της πρώιμης νεωτερικότητας, το οποίο
απαιτούσε την τεκμηρίωση των ιστορικών ερμηνευτικών ανασυνθέσεων με όσο το δυνατόν περισσότερα αρχαιολογικά
δεδομένα, ώστε να ενισχυθεί ο επιστημονικός χαρακτήρας της αρχαιολογικής έρευνας. Η προσέγγιση αυτή προϋπέθετε
συστηματικότητα και μια ικανότητα κωδικοποίησης των αρχαιολογικών δεδομένων, αρετές που διέθετε ο Έλληνας
αρχαιολόγος, ο οποίος επιπλέον διακρίθηκε και για την εξαιρετική αναλυτική και ερμηνευτική του οξυδέρκεια. Συγκε-
κριμένα, δεν αποδέχτηκε εκ των προτέρων άμεση συνάρτηση υλικών καταλοίπων και ανθρώπων. Αντίθετα στο βιβλίο
του για τον «μυκηναίο πολιτισμό» διαχωρίζει καταρχήν τους λεγόμενους «αρχαιολογικούς πολιτισμούς», δηλαδή τις
χωροχρονικές συνάφειες των υλικών καταλοίπων που παρατηρεί ο αρχαιολόγος από την ερμηνευτική τους απόδοση σε
πληθυσμούς, ιδίως τους γνωστούς από τις γραπτές πηγές. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί αρχικά τον όρο «μυκηναίος»,
ο οποίος σχετίζεται με τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των καταλοίπων της θέσης των Μυκηνών, και κατόπιν εισάγει
138
τον όρο «αχαϊκός», ο οποίος παραδίδεται μόνο από τα αρχαία κείμενα. Επομένως, μολονότι ο Τσούντας ήταν πολύ καλά
εξοικειωμένος και με την αρχαία γραμματεία και με το κυρίαρχο τότε αρχαιογνωστικό παράδειγμα της αρχαιολογίας,
η σύνδεση του αρχαιολογικού υλικού με τα κείμενα και η συνακόλουθη αναγνώριση Αχαιών και Δαναών αποτέλεσαν
ερευνητικό αίτημα και όχι δεδομένο, έστω και αν στο τέλος έγιναν αποδεκτές.
Η ομολογουμένως μακροσκελής εισαγωγή μας για τον Τσούντα υπογραμμίζει τον κομβικό χαρακτήρα του
έργου του για την εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης στην Ελλάδα. Πρέπει επομένως να εξεταστεί με λεπτομέρεια,
έστω κι αν δεν περιλαμβάνει τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφών με τη μορφή της μονογραφίας. Το δημοσίευμα του
Τσούντα που βρίσκεται πιο κοντά σε αυτή τη μορφή είναι το βιβλίο για το Διμήνι και το Σέσκλο, το οποίο, όπως ανα-
φέρθηκε πιο πάνω, και πάλι δεν αποτελεί τυπικό δείγμα τελικής δημοσίευσης. Για τις ανασκαφές στις Κυκλάδες υπάρ-
χουν δύο εκτενή άρθρα στην ΑΕ, ενώ για τις Μυκήνες θα γίνει μια σχετικά σύντομη σύγκριση ανάμεσα στη σχετική
μονογραφία και τις προκαταρκτικές εκθέσεις.

Εικόνα 6.2 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των Μυκηνών (Τσούντας, 1888, πίν. 4).

139
4.1. Μυκήνες

Από τα μυκηναϊκά δημοσιεύματα του Τσούντα ξεχωρίζουν η ανασκαφική έκθεση στα ΠΑΕ του 1886 (Τσούντας, 1888),
η αντίστοιχη έκθεση στην ΑΕ του 1887 και η μονογραφία Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός. Η έκθεση του 1886 αφορά
κυρίως τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της ακρόπολης των Μυκηνών. Εκεί αναφέρεται ότι τα σχέδια εκπόνησε ο Wilhelm
Dörpfeld (Τσούντας, 1888, σ. 59), ο οποίος επιπλέον έλυσε και κάποιες αρχιτεκτονικές απορίες του ανασκαφέα. Τα σχέ-
δια είναι σχετικά ολιγάριθμα και παρουσιάζονται σε πυκνή διάταξη. Συγκεκριμένα, ένας πίνακας (Εικόνα 6.2) περιέχει
τρεις κατόψεις, μια γενική της ακρόπολης, μια λεπτομέρεια της κορυφής του λόφου, όπου διενεργήθηκε η ανασκαφή,
και μία ακόμη πιο εστιασμένη στη λεγόμενη Οικία Τσούντα.
Στη γενική κάτοψη μόνο το τείχος και τα αναλήμματα αποτυπώνονται λίθο λίθο. Οι τοίχοι αποτυπώνονται
με περίγραμμα και συμπληρώνονται, χωρίς να διακρίνονται οι συμπληρώσεις από τα σωζόμενα τμήματα. Μολονότι
η απουσία διάκρισης μπορεί να οφείλεται στη μικρή κλίμακα του σχεδίου, το τελευταίο αναπόφευκτα καθίσταται ερ-
μηνευτικό, καθώς ουσιαστικά προσπαθεί να ανασυνθέσει την αρχική εικόνα του ανακτόρου. Αντίθετα η κάτοψη της
κορυφής του λόφου είναι σαφώς πιο πιστή στην πραγματικότητα. Όλοι οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο, εκτός από
κάποιους μεταγενέστερους του ανακτόρου, οι οποίοι σημειώνονται σχηματικά, ίσως για να υποβαθμιστεί η σημασία
τους. Στο ίδιο σχέδιο αποτυπώνεται και η εσχάρα της εστίας του ανακτόρου. Τα περιγράμματα των τοίχων συμπληρώ-
νονται με διακεκομμένη γραμμή, όπου η αποκατάσταση είναι εύλογη. Στο σχέδιο σημειώνονται οι μετρήσεις των δια-
στάσεων των δωματίων και των τοίχων, αλλά όχι τα σωζόμενα ύψη των τελευταίων. Τα δεύτερο αυτό σχέδιο αποτελεί
το σημαντικότερο βοήθημα παρακολούθησης της ανασκαφικής έκθεσης.
Τέλος η Οικία Τσούντα παρουσιάζεται ως κάτοψη στην οποία οι τοίχοι αποτυπώνονται με περίγραμμα, και
το ερώτημα είναι αν ο ανασκαφέας, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, θεωρούσε το αρχιτεκτονικό αυτό συγκρότημα
υποδεέστερο ή έστω δευτερεύον σε σχέση με τα υπόλοιπα. Μόνο ένας από τους μεταγενέστερους τοίχους αποτυπώνεται
λίθο λίθο. Στο σχέδιο αυτό, όπως και στο προηγούμενο, γίνεται χρήση χρώματος για να υποδηλωθούν οι επιμέρους αρ-
χιτεκτονικές φάσεις, ενώ σημειώνονται ο φυσικός βράχος και τα όρια των ανασκαφικών σκαμμάτων. Σε όλα τα σχέδια
σημειώνεται ο βορράς, αλλά δεν υπάρχει καθόλου κλίμακα, και έτσι τα σχέδια δεν επιτρέπουν μετρήσεις. Η σοβαρή
αυτή έλλειψη ξενίζει, ιδίως σε σύγκριση με τα υπόλοιπα σχέδια του Dörpfeld, που είναι πλήρη μετρήσεων. Ίσως πάλι
η έλλειψη κλίμακας να να οφειλόταν σε εκδοτικούς και όχι επιστημονικούς λόγους.
Από μόνες τους οι παραπάνω εικόνες δείχνουν ότι στην ανασκαφική έκθεση του 1886 ο Τσούντας ακολούθη-
σε ακόμη πιο εικονοκλαστική προσέγγιση απ’ ό,τι ο Dörpfeld στο έργο του, καθώς η κάτοψη αποτελεί τον μοναδικό
τρόπο απεικόνισης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Ωστόσο η εικόνα αυτή δεν χαρακτηρίζει και το υπόλοιπο έργο
του Τσούντα. Στην επόμενη ανασκαφική του έκθεση (Τσούντας, 1887) το κείμενο διαρθρώνεται με βάση τις εικόνες
και ουσιαστικά αποτελεί επεξήγησή τους. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι κάποια από τα αρχιτεκτονικά σχέδια εκπο-
νήθηκαν από άλλο Γερμανό αρχιτέκτονα, τον Georg Kawerau, τον οποίο πιθανότατα είχε συστήσει ο Dörpfeld, αφού,
όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ήσαν φίλοι και είχαν ήδη συνεργαστεί στην Τίρυνθα. Επομένως και στις
δύο εκθέσεις υπάρχει σταθερό ενδιαφέρον και για την απεικόνιση ευρημάτων και για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών
σχεδίων από ειδικούς. Η μονογραφία για τον μυκηναϊκό πολιτισμό επίσης είναι πλούσια εικονογραφημένη, και μάλιστα
στην εισαγωγή ο Τσούντας αναφέρει ότι με τη δημοσίευση αυτή τού δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσει και μερικά
ευρήματα που δεν είχαν απεικονιστεί ως τότε. Τα σχέδια έγιναν ειδικά για τη μονογραφία αυτή από τον Émile Gilliéron.
Μολονότι πρόκειται για κινητά ευρήματα, το σχόλιο είναι ενδεικτικό της σημασίας που απέδιδε ο Τσούντας στις εικό-
νες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Schliemann.

Εικόνα 6.3 Οι Émile και Émile Gilléron.

Επιπλέον οι περιγραφές των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στις ανασκαφικές εκθέσεις είναι λεπτομερείς και
επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Τσούντας κάθε άλλο παρά υποβάθμιζε τη σημασία των καταλοίπων αυτών. Μάλιστα
η πρώτη έκθεση των Μυκηνών σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί τη διάρθρωση και το επιστημολογικό ύφος της δημοσί-
ευσης της Τίρυνθας, με έμφαση στη λεπτομέρεια των ευρημάτων, αλλά και με σχόλια για τα οικοδομικά υλικά και τις
αντίστοιχες πρακτικές, όπως και για τη χρήση των χώρων. Ο Τσούντας ασφαλώς είχε μελετήσει τη δημοσίευση της
140
Τίρυνθας, άλλωστε παραπέμπει στη μελέτη αποκατάστασης του μεγάρου, ενώ η συμμετοχή του Dörpfeld στις εργασίες
των Μυκηνών θα πρέπει να έπαιξε και αυτή το ρόλο της. Ίσως μάλιστα η τελευταία εξηγεί ακόμη καλύτερα τη λιτότητα
και την περιγραφική προσήλωση στο αρχαιολογικό υλικό που χαρακτηρίζουν την παρουσίαση της αρχιτεκτονικής των
Μυκηνών. Ενδεχομένως η επίγνωση που είχε ο Τσούντας της έλλειψης ειδικών αρχιτεκτονικών γνώσεων, ανάλογων με
αυτές που διέθετε ο Dörpfeld, τον οδήγησε σε μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση σε σχέση με αυτή του Γερμανού αρ-
χιτέκτονα στην Τίρυνθα. Ίσως πάλι ο Τσούντας έδινε περισσότερη έμφαση στα ταφικά σύνολα σε σχέση με τα οικιστι-
κά, διότι είναι κλειστά και έτσι επιτρέπουν καλύτερες τυπολογικές παρατηρήσεις, εκτιμήσεις σχετικής χρονολόγησης
και συγκρίσεις μεταξύ πολιτισμικών συνόλων. Η έμφαση στα ταφικά σύνολα αποτελούσε γενικότερη μεθοδολογική
τάση της εποχής, την οποία ο Τσούντας ακολουθούσε, όπως φαίνεται από την έκθεση του 1887 για τους τάφους που
ανέσκαψε στις Μυκήνες. Το ίδιο συμβαίνει και στις ανασκαφικές εκθέσεις των Κυκλάδων, οι οποίες εξετάζονται με
λεπτομέρεια παρακάτω.
Εκτός όμως από τους επιστημονικούς λόγους εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξαν ενδεχομένως και κάποιοι πρακτι-
κοί λόγοι. Η έλλειψη πόρων συγκεκριμένα θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από την εικονοκλαστική προσέγγιση στην
αρχιτεκτονική. Η έλλειψη αυτή ενδεχομένως διακρίνεται πίσω από τη βοήθεια που παρείχε το Γερμανικό Αρχαιολογικό
Ινστιτούτο με τους Dörpfeld και Kawerau. Ενδεχομένως λοιπόν να μην υπήρχε η συνατότητα συνεχούς πρόσκλησης
αρχιτέκτονα, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Μάλιστα οι δύο Γερμανοί δεν εκπόνησαν όλα
τα σχέδια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Κάποια από τα σχέδια στην ανασκαφική έκθεση του 1887 δεν φέρουν την
υπογραφή τους και πιθανόν εκπονήθηκαν από τον ίδιο τον Τσούντα.

Video 6.5 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ανασκαφών του Τσούντα (1898, 1899), στις Κυκλάδες, όπου
σημειώνονται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

141
4.2. Κυκλάδες

Οι ανασκαφικές εκθέσεις των Κυκλάδων (Τσούντας, 1898, 1899) υπογραμμίζουν με τη σειρά τους το εικονοκλαστικό
πνεύμα του Τσούντα ως προς την απεικόνιση αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Οι λίγες δημοσιευμένες εικόνες (Video 6.5)
περιλαμβάνουν κυρίως κατόψεις τάφων, τρεις ενδεικτικές τομές τάφων, τρεις κατόψεις οικιστικών καταλοίπων και μία
άποψη. Εντύπωση προκαλεί η απουσία μιας συνολικής κάτοψης του κάθε νεκροταφείου. Οι τρεις κατόψεις οικιστικών
καταλοίπων αφορούν ένα σύμπλεγμα κτηρίων στον Πύργο της Πάρου, την ακρόπολη της Χαλανδριανής στη Σύρο και
την ΥΚ ακρόπολη του Αγίου Ανδρέα στη Σύρο. Και στις τρεις κατόψεις οι τοίχοι αποδίδονται σχηματικά, ενώ στην
κάτοψη του Πύργου υπάρχει διαφοροποίηση διαγράμμισης ως προς τις διαφορετικές φάσεις όπου ανήκουν οι τοίχοι.
Όλες οι κατόψεις διαθέτουν ένδειξη βορρά ή είναι προσανατολισμένες σε αυτόν, ενώ σε όλες υπάρχει η ένδειξη της
κλίμακας, όπως και σε κάποιες κατόψεις τάφων. Τέλος η άποψη του καμπύλου τοίχου στον Πύργο της Πάρου αποτελεί
επιζωγράφιση φωτογραφίας από τον Émile Gilliéron και επομένως είναι ένα ελεύθερο σχέδιο και όχι τεχνικό, όπως τα
άλλα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ανασκαφικές εκθέσεις των Κυκλάδων προδίδουν την ίδια διάθεση λιτότη-
τας και εμπειρισμού για την οποία διακρίνονται και οι εκθέσεις των Μυκηνών. Ωστόσο η μετρησιμότητα των σχεδίων
προδίδει την εξίσου μεγάλη σοβαρότητα, αυστηρότητα και λεπτομέρεια που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του
Τσούντα. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύονται και από τις περιγραφές των αρχιτεκτονικών ευρημάτων, οι οποίες έρχονται
σε οξεία αντίθεση με την έλλειψη αρχιτεκτονικών σχεδίων. Η τελευταία θα μπορούσε να αποδοθεί είτε σε έλλειψη
ενδιαφέροντος, είτε σε έλλειψη χρόνου, είτε σε έλλειψη πόρων ή προσωπικού. Άλλωστε ο Τσούντας έδρασε στις Κυ-
κλάδες μόνος, χωρίς επιτελείο βοηθών, με εξαίρεση ελάχιστους ντόπιους, όπως o Δημήτριος Πράσινος στην Αμοργό
και ο Γιάννης Χρυσάφης στην Πάρο (Βασιλικού, 2006, σ. 44-45). Επομένως τα σχέδια μάλλον εκπονήθηκαν από τον
ίδιο τον αρχαιολόγο.

4.3. Θεσσαλία

Η μονογραφία για τις ανασκαφές στο Διμήνι και το Σέσκλο είναι η μοναδική τυπική τελική δημοσίευση ανασκαφών
που δημοσίευσε ο Τσούντας. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη δημοσίευση παίζουν οι δύο μεγάλες κατόψεις των οικισμών,
οι οποίες παρατίθενται ως αναπτύγματα στους πίνακες του τέλους, μαζί με χάρτη της ευρύτερης περιοχής, στην οποία
διενεργήθηκε έρευνα ταυτόχρονα με τις εργασίες στις δύο θέσεις. Η κάτοψη του Διμηνίου εκπονήθηκε αρχικά από έναν
αρχιτέκτονα ονόματι Αργύρη για λογαριασμό του αρχικού ανασκαφέα, του Βαλερίου Στάη. Στη συνέχεια ο Τσούντας
διόρθωσε ο ίδιος το σχέδιο, για να συμπληρώσει τις κατόψεις των δύο μεγάρων (Τσούντας, 1908, σ. 29-30), ενώ ο ίδιος
εκπόνησε εξ ολοκλήρου την κάτοψη του Σέσκλου (Τσούντας, 1908, σ. 68).
Και τα δύο σχέδια αποτυπώνουν μόνο το περίγραμμα των τοίχων, αποδίδουν με διακεκομμένη γραμμή τα
σημεία όπου η πορεία των τοίχων μπορεί να υποτεθεί με ασφάλεια και χρησιμοποιούν διαφορετική διαγράμμιση για
επιμέρους οικοδομικές φάσεις. Εκτός από τους τοίχους απεικονίζονται και οι κύριες σταθερές κατασκευές εντός των
χώρων. Και τα δύο σχέδια διαθέτουν ένδειξη του βορρά και κλίμακα, ενώ είναι τοποθετημένα σε κάνναβο. Δεν είναι σα-
φές αν ο κάνναβος είχε τοποθετηθεί αρχικά στην κάτοψη του Διμηνίου από τον Αργύρη και ο Τσούντας εφάρμοσε την
ίδια μέθοδο στο Σέσκλο ή αν πρόκειται για τεχνική που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο αρχαιολόγος, ο οποίος πάντως διέθετε
γωνιόμετρο (Τσούντας, 1908, σ. 29), δηλαδή τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη σχεδίαση του καννάβου.
Τέσσερις επιμέρους κατόψεις μεγάρων είναι παρόμοιες με τις γενικές κατόψεις των θέσεων. Μια προοπτική
αναπαράσταση κατοικίας στο Σέσκλο είναι πολύ σχηματική και έχει ως στόχο την κατανόηση της αρχικής θέσης κά-
ποιων κομματιών πηλού από τους τοίχους και τη στέγη που βρήκε ο Τσούντας. Οι αντίστοιχες θέσεις σημειώνονται με
διαγράμμιση. Τέλος υπάρχουν δύο κατόψεις και μια τομή υπόσκαφων δαπέδων κατοικιών που εντοπίσθηκαν στην ευ-
ρύτερη περιοχή του Σέσκλου. Το υπόλοιπο εποπτικό υλικό που αφορά την αρχιτεκτονική αποτελείται από φωτογραφίες
ενσωματωμένες στο κυρίως κείμενο.
Κι εδώ αναδεικνύεται η λιτή προσέγγιση στην εικονογράφηση της αρχιτεκτονικής, η οποία στο κείμενο πε-
ριγράφεται με την ίδια λεπτομέρεια, ακρίβεια και συστηματικότητα όπως και στις προηγούμενες δημοσιεύσεις του
Τσούντα. Οι αναφορές του τεκμηριώνουν επίσης το γεγονός ότι εκπονούσε ο ίδιος τα σχέδια των δημοσιεύσεών του, με
εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το όνομα κάποιου συνεργάτη. Πέρα όμως από τις πρακτικές παραμέ-
τρους την επιλογή των τύπων σχεδίων την καθόρισαν και επιστημονικοί λόγοι. Αυτό μπορεί να υποτεθεί από το γεγονός
ότι παραθέτει τομή για την κατοικία με τους βόθρους που εντόπισε στην ευρύτερη περιοχή του Σέσκλου, αλλά δεν πα-
ραθέτει τομές για άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Επίσης η προοπτική αναπαράσταση της κατοικίας στο Σέσκλο, έστω
και σχηματική, δείχνει ότι ο Έλληνας αρχαιολόγος είχε ασφαλώς συνείδηση της τρίτης διάστασης των καταλοίπων που
ανέσκαψε, αλλά προφανώς δεν θεωρούσε απαραίτητη την περαιτέρω υπογράμμισή της για μια πρώτη κατανόηση της
αρχιτεκτονικής, τουλάχιστον σε επίπεδο τελικής δημοσίευσης ανασκαφής.

142
Video 6.6 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση του Διμηνίου και του Σέσκλου (Τσούντας, 1908), όπου σημειώνο-
νται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

4.4. Συνολική αποτίμηση του έργου του Χρήστου Τσούντα

Οι δημοσιεύσεις του Τσούντα δείχνουν απόλυτη συνέπεια ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της προϊστορικής αρχιτε-
κτονικής: Εκτενείς συστηματικές περιγραφές και λεπτομερείς παρατηρήσεις πάνω στα κατάλοιπα καθεαυτά, τα υλικά
και τις τεχνικές δομής, αλλά και τη χρήση χώρων· ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση ως προς τα εποπτικά μέσα, με κυριαρχία
συμπαγών κυρίως κατόψεων, μετρήσιμων ως επί το πλείστον. Οι προτιμήσεις αυτές εντάσσουν τον Τσούντα στο ίδιο
αυστηρό, θετικιστικό, εμπειριστικό και πρώιμο νεωτερικό πλαίσιο που ακολούθησε εν μέρει και ο Dörpfeld. Σημαντική
παράμετρος είναι και η έλλειψη πόρων, η οποία ανάγκαζε τον Τσούντα να εκπονεί ο ίδιος τα σχέδιά του, χωρίς να είναι
αρχιτέκτονας και άρα χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις (ειδικά για την απόδοση της τρίτης διάστασης). Ενδεχομένως η
έλλειψη των γνώσεων αυτών να συντέλεσε στην ακόμη πιο συντηρητική γραμμή που ακολούθησε ο Τσούντας στην
εικονογράφηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων σε σχέση με τον Dörpfeld. Για παράδειγμα, στις Μυκήνες διαπιστώ-
νουμε την έλλειψη ακόμη και αρχιτεκτονικών τομών και την απόλυτη κυριαρχία της κάτοψης, δηλαδή της δισδιάστατης
και άρα απόλυτα αφαιρετικής και σχηματικής προσέγγισης του χώρου.
Η λιτότητα αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ερμηνευτική διάθεση που διακρίνει τον Τσούντα, ο οποίος
σε κάθε έργο του εντάσσει τα ευρήματά του σε ένα πλαίσιο ιστορικής σύνθεσης. Ακόμη και στη μονογραφία για τις νε-
ολιθικές θέσεις στο Διμήνι και στο Σέσκλο, στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων, τα νεολιθικά μέγαρα συνδέονται με τα
αντίστοιχα μυκηναϊκά, με τις αναφορές των ομηρικών κειμένων και με τα όσα σχατικά παραδίδονται στην αρχαία ελλη-
νική γραμματεία. Έτσι η νεωτερική διάθεση του Τσούντα για μια ιστορία των πολιτισμών μέσα από τα υλικά κατάλοιπά
τους συνδέεται με την αρχαιογνωσία μέσω των αναφορών των αρχαιοελληνικών κειμένων στους μυθικούς Πελασγούς.
Οι τελευταίοι αναγνωρίζονται ως οι πιθανοί νεολιθικοί κάτοικοι της Θεσσαλίας και κληροδότες μιας αρχιτεκτονικής
143
παράδοσης στα μεταγενέστερα ελληνικά φύλα που θεωρεί ο ανασκαφέας ότι κατοίκησαν τον ίδιο χώρο κατά την εποχή
του χαλκού. Επομένως για τον Τσούντα τα αρχιτεκτονικά σχέδια λειτούργησαν περισσότερο ως εργαλεία τεκμηρίωσης
της εμπειρικής ανασκαφικής εικόνας παρά ως βάση για περαιτέρω ανάπτυξη επιστημονικού λόγου.

5. Sir Arthur Evans


Η παρουσίαση των πρωτοπόρων μορφών της προϊστορικής αρχαιολογίας στον ελληνικό χώρο δεν θα ήταν πλήρης
χωρίς μια εκτενή αναφορά στον Arthur Evans, κύριο ανασκαφέα της Κνωσού και ουσιαστικό θεμελιωτή της μινωικής
αρχαιολογίας. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους ερευνητές που παρουσιάστηκαν ο Evans ανέσκαψε σε μία μόνο
θέση, την Κνωσό, αν και πριν από την ανασκαφή αυτή είχε περιηγηθεί σε ολόκληρη σχεδόν την Κρήτη αναζητώντας
και καταγράφοντας αρχαιότητες (Brown, 2001). Το ευρύ αυτό ενδιαφέρον διατηρήθηκε ακμαίο και μετά την έναρξη
της ανασκαφής της Κνωσού, αλλά και κατά τη διάρκεια της μελέτης και δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των εργα-
σιών του. Το χρονικό αυτό διάστημα ήταν σχετικά μακρό, καθώς παρεμβλήθηκαν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η
ολοκλήρωση των έργων αποκατάστασης της Κνωσού. Έτσι η δημοσίευση του The Palace of Minos. A Comparative
Account of the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries at Knossos, που θα
εξετασθεί εδώ, ξεκίνησε το 1921 και ολοκληρώθηκε το 1936. Ο Evans και το έργο του επηρέασαν και επηρεάζουν τη
μινωική έρευνα, διότι αποτελούν έναν από τους κυριότερους θεμέλιους λίθους της, αν όχι τον κυριότερο. Ακόμη και
ο όρος «μινωικός», ο οποίος είχε αρχικά επινοηθεί από Γερμανούς αρχαιογνώστες, καθιερώθηκε από τον Evans, και
έκτοτε κατέστησε τη μινωική έρευνα ιδιαίτερο πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης (Ζώης, 1996, σ. 38–39, 259–260.
Karadimas & Momigliano, 2004).
Η επιρροή αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της συνολικής προσέγγισης που υιοθέτησε ο Evans για
τα υλικά κατάλοιπα που ανέσκαψε. Προσπαθώντας να καλύψει όλες τις ανάγκες που δημιουργούσαν τα ευρήματά
του, πλαισιώθηκε από πολλούς και διαφορετικούς ειδικευμένους συνεργάτες (Evans, 1921, σ. v–xii). Για παράδειγ-
μα, ζήτησε τη συνεργασία του Duncan Mackenzie για να εξασφαλίσει ότι η ανασκαφή της Κνωσού θα ακολουθούσε
τη μέθοδο που είχε ακολουθηθεί στη Φυλακωπή της Μήλου, η οποία συνδύαζε τη στρωματογραφία με τις οικοδομι-
κές φάσεις και την τυπολογία της κεραμικής. Κατανοώντας ότι η τεκμηρίωση και η μελέτη της αρχιτεκτονικής ενός
τόσο σύνθετου χώρου επέβαλλαν την ενεργή ανάμειξη αρχιτεκτόνων στις εργασίες πεδίου, συνεργάστηκε διαδοχικά
με τους Theodore Fyfe (Soar, 2009), Christian Doll, Francis G. Newton (1925) και Piet de Jong (Papadopoulos,
2009). Επιπλέον τις ανάγκες σχεδίασης των τοιχογραφιών, αλλά και των κινητών ευρημάτων, κάλυψαν κυρίως οι
Ελβετοί Émile Gilliéron πατέρας και γιος, καθώς και άλλοι, όπως ο Δανός καλλιτέχνης Halvor Bagge και ο Βρετανός
ζωγράφος Edwin J. Lambert.
Ο Evans έδωσε μεγάλη σημασία στην αρχιτεκτονική της Κνωσού. Δεν αρκέστηκε απλώς στην αποκάλυψη
και τεκμηρίωσή της, αλλά προσπάθησε να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό το ανάκτορο και τα γύρω κτήρια που
ήρθαν στο φως με την ανασκαφή (Evans, 1928α). Αφορμή για την αποκατάσταση αποτελέσαν οι αναμφισβήτητες ανά-
γκες στερέωσης των πολυώροφων αρχιτεκτονικών λειψάνων του ανακτόρου, τα οποία ήσαν εξαιρετικά ευαίσθητα στις
καιρικές συνθήκες. Το τελικό όμως αποτέλεσμα ξεπέρασε τις πρακτικές αυτές ανάγκες, καθώς παρουσιάζει με τρόπο
έντονο την ερμηνευτική άποψη του ανασκαφέα για το ανάκτορο. Η άποψη αυτή είχε ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Ο
επισκέπτης της Κνωσού δεν βλέπει μόνο την αποκατεστημένη μορφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της θέσης, αλλά
μέσα από την αποκατάσταση αυτή διαμορφώνει μια ιδέα και για τη λειτουργία των χώρων, αλλά και –κυρίως– για την
ιστορική και πολιτισμική τους σημασία. Αυτή η ολοκληρωμένη προσέγγιση στην αποκατάσταση της Κνωσού φαίνεται
και από την οριοθέτηση του ευρύτερου χώρου των μνημείων μέσω δενδροφύτευσης (Papadopoulos, 1997). Με αυτό
τον τρόπο ο Evans πιθανότατα ήθελε να αναδείξει ακόμη περισσότερο την Κνωσό ως το πλέον αντιπροσωπευτικό μνη-
μειακό σύνολο του μινωικού πολιτισμού.
Την ίδια συνολική προσέγγιση έχει και το δημοσιευμένο έργο του Evans. Οι τόμοι του The Palace of Minos δεν
παρουσιάζουν μόνο τα αποτελέσματα των εργασιών στην Κνωσό. Αντίθετα το κύριο βάρος πέφτει, όπως αναφέρει χα-
ρακτηριστικά ο υπότιτλος της δημοσίευσης, στη σκιαγράφηση της εξέλιξης του προϊστορικού πολιτισμού της Κρήτης,
όπως αυτή τεκμηριώνεται μέσα από τις ανακαλύψεις στην Κνωσό. Για την επίτευξη του στόχου αυτού ο Evans συχνά
αναφέρεται σε ευρήματα άλλων ανασκαφών στην Κρήτη, αλλά και σε άλλες θέσεις στο Αιγαίο και την ανατολική και
κεντρική Μεσόγειο. Η παρουσίαση των ευρημάτων της Κνωσού εντάσσεται επομένως σε μια πολυεπίπεδη και εφ’ όλης
της ύλης σύνθεση ιστορικού και αρχαιολογικού χαρακτήρα. Η σύνθεση αυτή είναι εκτενής, καθώς το The Palace of
Minos αριθμεί τέσσερις τόμους, εκ των οποίων δύο είναι διπλοί. Σε αυτούς προστέθηκε και ένας τόμος ευρετηρίων, ανε-
βάζοντας τον συνολικό αριθμό των βιβλιοδετημένων τευχών σε επτά. Από άποψη πολυτέλειας και επιμέλειας οι τόμοι
αυτοί θυμίζουν έντονα τη δημοσίευση της Τίρυνθας από τον Schliemann και επομένως αποτελούν έναν ακόμη tour de
force στις εκδόσεις αρχαιολογικών βιβλίων.

144
Το έργο του Evans έχει κατακριθεί σφόδρα. Οι αποκαταστάσεις έχουν θεωρηθεί ερμηνευτικά υπερβολικές
(Αλεξίου, 2004, σ. 562. Hitchcock & Koundounaris, 2002), αλλά το κυριότερο πρόβλημά τους είναι η χρήση οπλισμέ-
νου σκυροδέματος. Αν και το σκυρόδεμα ήταν καινοτόμο υλικό για την εποχή, η εφαρμογή του είναι μη αναστρέψιμη
(Καβουλάκη, 2008, σ. 44. Karetsou, 2004, σ. 551). Έτσι είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε την Κνωσό έξω από το ερμη-
νευτικό όραμα του ανασκαφέα της. Το ίδιο ισχύει και για το συγγραφικό έργο του Evans. Στο The Palace of Minos τα
όρια ανάμεσα στην παρουσίαση των αρχαιολογικών δεδομένων και της ερμηνείας τους είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτα.
Το τελικό συνολικό αποτέλεσμα των ανασκαφικών και αναστηλωτικών εργασιών και της δημοσίευσης θεωρείται ότι
φέρει έντονα τα σημάδια του ακαδημαϊκού και κοινωνικοπολιτικού κλίματος της εποχής του (Bintliff, 1984. Ζώης,
1996. MacGillivray, 2000).
Για παράδειγμα, ο συνδυασμός των ρευμάτων του οριενταλισμού και του κλασικισμού οδήγησε τον Άγγλο αρ-
χαιολόγο να τοποθετήσει τη μινωική Κρήτη σε κομβικό γεωγραφικό και ιστορικό σημείο ανάμεσα αφενός στους πολιτι-
σμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου και αφετέρου στην ελληνική αρχαιότητα. Το τότε κύρος της Βρετανίας ως
υπερπόντιας αυτοκρατορίας πιθανότατα ενίσχυσε την άποψη για τη λεγόμενη «μινωική θαλασσοκρατορία» ή «μινωική
ειρήνη» στο Αιγαίο κατά την εποχή της ακμής της Κνωσού. Τέλος το συλλογικό ψυχολογικό σοκ που προκάλεσε ο Α΄
Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη, το οποίο επηρέασε ιδιαίτερα και τον Evans, ενδεχομένως βρίσκεται πίσω από την
εμμονή του τελευταίου στον ειρηνικό χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού, η οποία εξέφρασε επομένως την αντίδρασή
του στη φρίκη του πρόσφατου πολέμου.
Η κριτική στον Evans ξεπερνά το αντικείμενο του βιβλίου αυτού. Η παραπάνω αναφορά έγινε ενδεικτικά και
στοχεύει στην υπογράμμιση των όποιων αδυναμιών του έργου του Άγγλου αρχαιολόγου. Οι τελευταίες άλλωστε θα
πρέπει πάντοτε να αντιπαρατίθενται στα θετικά σημεία του έργου (ενδεικτικά: Αλεξίου, 2004), τα οποία, όπως σημει-
ώθηκε παραπάνω, οδήγησαν στη θεμελίωση και στη συγκρότηση της μινωικής αρχαιολογίας. Επομένως το έργο του
Evans, τώρα που η αποδόμησή του έχει πλέον ολοκληρωθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πιο ψύχραιμα και αποστα-
σιοποιημένα και κυρίως ιστορικά, ως ένας κομβικός σταθμός της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου. Το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό αυτού του κόμβου δεν είναι άλλο από την προώθηση «της αρχαιολογίας ενός ονείρου» (Farnoux,
1993), όπως έχει χαρακτηριστεί η στενή σύνδεση δεδομένων και ερμηνείας μέσα σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο έρευ-
νας και παρουσίασης της Κνωσού. Με αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις κατά νου μπορούμε να προχωρήσουμε στην
εξέταση του The Palace of Minos. Το μακρό διάστημα που χρειάστηκε για την ολοκλήρωση της έκδοσης του έργου
αυτού επιβάλλει την εξέτασή του ανά τόμο.

Εικόνα 6.4 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στον πρώτο τόμο του The Palace of Minos.

145
5.1. The Palace of Minos, I

Ο πρώτος τόμος (Evans, 1921) συνιστά μiα εισαγωγή στο υπόλοιπο έργο και πραγματεύεται τις πρώιμες περιόδους της
Κνωσού, δηλαδή από τη νεολιθική έως και τη μεσομινωική. Ο τόμος περιέχει 488 εικόνες, 7 έγχρωμους πίνακες και 11
συμπληρωματικούς πίνακες στο τέλος. Στο εποπτικό αυτό υλικό περιλαμβάνονται 53 εικόνες αρχιτεκτονικών σχεδίων
(Εικόνα 6.4). Κάποιες εικόνες περιέχουν δύο επιμέρους σχέδια η καθεμιά. Εννέα από αυτές είναι αναπαραγωγές εικό-
νων από δημοσιεύσεις άλλων θέσεων. Οι υπόλοιπες 44 εικόνες είναι πρωτότυπες και αποτελούν περίπου το 10% του
συνολικού εποπτικού υλικού. Οι έγχρωμοι πίνακες δεν περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά θέματα, αλλά ο Evans σχεδίαζε
την έκδοση ειδικού άτλαντα με έγχρωμες εικόνες, προφανώς στα πρότυπα του άτλαντα της Τροίας και του λευκώματος
των Μυκηνών του Schliemann. Ενδεχομένως οι εκδόσεις αυτές να είχαν λειτουργήσει ως πρότυπο για τον Evans, εξού
και η εξωτερική ομοιότητα του The Palace of Minos με τον τόμο της Τίρυνθας. Τέλος υπάρχει κι ένα αρχιτεκτονικό
προοπτικό σχέδιο στους 11 συμπληρωματικούς πίνακες. Συνολικά, συνυπολογίζοντας και τα διπλά σχέδια μέσα στις
εικόνες, αλλά και τα σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, υπάρχουν 63 αρχιτεκτονικά σχέδια, εξαιρουμένων των
απεικονίσεων τοιχογραφιών.
Η πλειονότητα των σχεδίων αυτών είναι κατόψεις (Video 6.7). Τα υπόλοιπα φαίνονται ισοκατανεμημένα ανά-
μεσα σε αρχιτεκτονικές τομές, κατασκευαστικές λεπτομέρειες, απόψεις, προοπτικά σχέδια και στρωματογραφικές το-
μές. Ο ενεργός ρόλος ειδικών (αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών) στις εργασίες της Κνωσού είναι εμφανής. Όλα τα τεχνικά
σχέδια είναι μετρήσιμα, οι κλίμακες εκτέλεσης των σχεδίων είναι σχεδόν επαναλαμβανόμενες και τυποποιημένες,
όπως και η γραφική απόδοση αρχιτεκτονικών στοιχείων με διαγραμμίσεις ή άλλους συμβολισμούς. Τα επιμέρους χα-
ρακτηριστικά των σχεδίων δεν ομαδοποιούνται εύκολα, καθώς έχουν εκπονηθεί από διαφορετικούς αρχιτέκτονες και
σχεδιαστές, ενώ κάποια ενδεχομένως αποτελούν ανασκαφικά σκαριφήματα ημερολογίου.

Video 6.7 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον πρώτο τόμο του The Palace of Minos (Evans, 1921), όπου σημειώνονται οι
παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.
146
Με λίγες εξαιρέσεις, οι κατόψεις αποδίδουν τους τοίχους σχηματικά. Η επιλογή αυτή ενδεχομένως υπαγο-
ρεύθηκε και από την εξαιρετική κατάσταση διατήρησης των καταλοίπων, που καθιστούσε περιττή την αποτύπωση
λίθο λίθο. Μόνο οι λίθοι των όψεων αποτυπώνονται συχνά. Σε σημεία όπου οι τοίχοι δεν σώζονται, αλλά είναι δυνα-
τόν να υπολογιστεί με ασφάλεια η πορεία τους, αυτή αποδίδεται με διαγράμμιση. Κάποιες από τις κατόψεις είναι πιο
λιτές ως προς τις πληροφορίες που προσφέρουν και άλλες πιο περιγραφικές. Για παράδειγμα, σχεδόν πάντοτε απο-
τυπώνονται τα πλακόστρωτα δάπεδα. Συχνά, αλλά όχι πάντοτε, σημειώνεται η θέση των κυριότερων κινητών ευρη-
μάτων, όπως είναι οι πίθοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κατόψεις αποκτούν περισσότερο ανασκαφικό παρά αυστηρά
αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Σε άλλες περιπτώσεις δίνονται επιπλέον στοιχεία, όπως οι τρόποι κυκλοφορίας στο χώρο,
η ομαδοποίηση επιμέρους χώρων σε νησίδες και το αποχετευτικό σύστημα. Συνολικά οι κατόψεις χαρακτηρίζονται
από σχετική ποικιλομορφία, η οποία δικαιολογείται από τις αντίστοιχα ποικίλες ανάγκες του κειμένου του Evans.
Η ενεργή συμμετοχή των αρχιτεκτόνων του Evans φαίνεται και στις αρχιτεκτονικές τομές. Οι περισσότερες
είναι αυστηρά τεχνικά σχέδια. Ειδικά η τομή του Μεγάλου Κλιμακοστασίου (Evans, 1921, σ. 340, εικ. 247) αποτελεί
οδηγό για την αναστήλωση του εν λόγω αρχιτεκτονικού στοιχείου. Αντίθετα οι τομές της δεξαμενής καθαρμών στη
βόρεια πτέρυγα (Evans, 1921, σ. 409, εικ. 294) αποδίδουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με ζωγραφική αισθητική. Ενδε-
χομένως η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το πρώτο σχέδιο εκπονήθηκε από τον Doll και το δεύτερο από τον
Fyfe. Ο πρώτος εστίαζε περισσότερο στα στατικά ζητήματα της αναστήλωσης, ενώ ο δεύτερος ήταν πιο συντηρητικός
και προσπαθούσε να στερεώσει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατά το δυνατόν έτσι όπως τα είχε αποκαλύψει η ανασκα-
φή (Kienzle, 1998, σ. 265–266). Επιπρόσθετα ο Fyfe εργάστηκε στην Κνωσό στα πρώτα χρόνια της ανασκαφής, όταν
τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποκαλύπτονταν και έπρεπε να αποτυπωθούν πιστά, ίσως και με περισσότερη παραστατι-
κότητα, ενώ ο Doll εργάστηκε κυρίως στη φάση της αναστήλωσης, όταν έπρεπε να παραχθούν αυστηρά τεχνικά σχέδια
για την καθοδήγηση των οικοδομικών εργασιών (Palyvou, 2003, σ. 213). Πάντως ο Evans δεν διαχωρίζει τις δύο πα-
ραλλαγές των σχεδίων μέσα στη δημοσίευση, καθώς χρησιμοποιεί και τα δύο χωρίς να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη
αρχή ως προς την τοποθέτησή τους ή τη μεταξύ τους σειρά, και επομένως για λόγους απλής εποπτικής υποβοήθησης
του κειμένου του.
Στον πρώτο τόμο του The Palace of Minos τα σχέδια που αποδίδουν την τρίτη διάσταση είναι λιγοστά: τρεις
προοπτικές υδατογραφίες (του Μεγάλου Κλιμακοστασίου, της παρακείμενης υπόστυλης αίθουσας και της δεξαμε-
νής καθαρμών της βόρειας πτέρυγας), ένα προοπτικό σχέδιο αποκατάστασης των «βασιλικών διαμερισμάτων» και
τρία ελεύθερα σχέδια (απόψεις χώρων όπως βρέθηκαν, με τα κινητά ευρήματα κατά χώρα). Τα τελευταία αφορούν
την τεκμηρίωση των ευρημάτων της ανασκαφής και θα συζητηθούν ευθύς παρακάτω μαζί με τις στρωματογραφι-
κές τομές. Οι υδατογραφίες αφορούν και πάλι το στάδιο της τεκμηρίωσης της αρχιτεκτονικής μαρτυρίας, καθώς
δεν περιέχουν αποκαταστάσεις, με εξαίρεση την υδατογραφία της υπόστυλης αίθουσας, όπου η θέση των κιόνων
σημειώνεται με διακεκομμένη γραμμή. Μόνο η προοπτική αποκατάσταση έχει έντονο το στοιχείο της ερμηνείας
ως προς την αρχική μορφή του χώρου. Τα παραπάνω σχέδια είναι σχετικά λίγα σε αριθμό και δεν αποδίδουν με
τρόπο ανάγλυφο την τρίτη διάσταση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, δεδομένης μάλιστα και του αρχιτεκτονικά
σύνθετου χαρακτήρα του ανακτόρου της Κνωσού. Επίσης η ερμηνεία στα σχέδια αυτά είναι περιορισμένη, καθώς
οι αποκαταστάσεις γίνονται συντηρητικά, με εξαίρεση τα τεχνικά σχέδια της αναστήλωσης. Ωστόσο το κενό αυτό
συμπληρώνεται με τις φωτογραφίες, οι οποίες συνήθως έχουν ληφθεί μετά την αναστήλωση και υπό κατάλληλη γω-
νία, ώστε να αναδεικνύονται οι όγκοι των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και να προβάλλεται το ερμηνευτικό «όραμα»
του Evans.
Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει και για τις στρωματογραφικές τομές. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Evans φρό-
ντισε να εξασφαλίσει τη συνεργασία του Duncan Mackenzie, μέλους της αποστολής της Φυλακωπής και ειδικού
σε θέματα έρευνας πεδίου, στρωματογραφίας και κεραμικής τυπολογίας. Επιπλέον συνεργάστηκε και με τον John
Droop, επίσης ανασκαφέα της Φυλακωπής και συγγραφέα ενός από τα ελάχιστα ανασκαφικά εγχειρίδια της εποχής
(Droop, 1915). Καθίσταται σαφές ότι οι στρωματογραφικές τομές ανήκουν στο ίδιο νεωτερικό πνεύμα θετικισμού
και εμπειρισμού που είχε εμφανιστεί και στη Γερμανία, με εκπροσώπους στην ελληνική αρχαιολογία τους Dörpfeld
και Furtwängler. Ο Evans φρόντισε για την πλήρη ένταξη της Κνωσού σε αυτό το επιστημολογικό πλαίσιο, εξού
και τα εν λόγω σχέδια. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθούν και τα σχέδια των κατά χώρα ευρημάτων, τα οποία
αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα. Εδώ εντύπωση προκαλεί η αντίστοιχη έλλειψη ανασκαφικών φωτογραφιών.
Με εξαίρεση δύο λήψεις των δυτικών αποθηκών, όπου και πάλι τα κινητά ευρήματα έχουν διευθετηθεί εκτός της
αρχικής τους θέσης, οι φωτογραφίες αποτυπώνουν την εικόνα του ανακτόρου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών,
είτε μόνο της ανασκαφής είτε, όπως αναφέρθηκε, και της αναστήλωσης. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Evans τήρησε
λεπτομερέστατο αρχείο φωτογραφιών με στιγμιότυπα των εργασιών (German, 2005. Karetsou & Fotou, 2004, σ.
585), η επιλογή μόνο μετανασκαφικών φωτογραφιών για δημοσίευση κρίνεται ως κίνηση επιστημολογικά φορτι-
σμένη.

147
5.2. The Palace of Minos, II.1

Ο δεύτερος τόμος (Evans, 1928β) διαρθρώνεται σε δύο μέρη, το καθένα βιβλιοδετημένο χωριστά. Η θεματολογία του
πρώτου μέρους κινείται σε πολλούς άξονες. Ξεκινά από τα νεολιθικά κατάλοιπα της Κνωσού, συνεχίζει με μια αναφορά
στις σχέσεις της Κρήτης με την Αίγυπτο και την υπόλοιπη ανατολική Μεσόγειο, επιστρέφει στην Κνωσό με διάφορα
επιμέρους θέματα (Καραβάν Σεράι, μινωική οδός, νοτιοδυτική είσοδος ανακτόρου), συζητά και πάλι τις σχέσεις Κρή-
της και ανατολικής Μεσογείου, συνεχίζει με αναφορές στα λιμάνια της Κνωσού και στη σημασία των θαλάσσιων επα-
φών σε σχέση με την ισχύ της Κνωσού, αναφέρεται σε κάποιες λιγότερο ή περισσότερο κοντινές θέσεις, όπως το Νίρου
Χάνι, αλλά και τα Μάλια, και επιστρέφει γι’ άλλη μία φορά στην Κνωσό. Εξετάζεται πρώτα η σημασία των σεισμών
για την καταστροφή του παλαιού ανακτόρου και την εν συνεχεία ανοικοδόμηση του νέου ανακτόρου, αλλά και της
υπόλοιπης πόλης της Κνωσού. Η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής συμπεριλαμβάνει και την περιγραφή των εργασιών
αναστήλωσης, οι οποίες τόσο έχουν καθορίσει έκτοτε την εικόνα της Κνωσού.
Παρά την ποικίλη θεματολογία του πρώτου μέρους του δεύτερου τόμου η παρουσία αρχιτεκτονικών σχεδίων
και άλλων συναφών εικόνων παραμένει σταθερή. Οι 223 εικόνες εντός κειμένου και οι 19 συμπληρωματικοί πίνακες
στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνουν τέσσερις χάρτες και 23 αρχιτεκτονικά σχέδια εντός κειμένου. Δύο επιπλέον σχέ-
δια βρίσκονται στους πίνακες τέλους. Και πάλι όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια περιλαμβάνουν, όπως και στον προηγού-
μενο τόμο, πρωτότυπες εικόνες, αλλά και επαναδημοσιευμένες από άλλες μελέτες και εκδόσεις. Τα πρωτότυπα σχέδια,
τα οποία είτε αφορούν αποκλειστικά την Κνωσό είτε έρευνες του Evans σε άλλες θέσεις, απεικονίζουν 52 συνολικά
θέματα, κάποια από τα οποία –συνήθως συνδυασμοί κάτοψης με αντίστοιχη τομή– έχουν ενιαία αρίθμηση (Εικόνα 6.5).
Οι κατόψεις δεν κυριαρχούν όπως στον προηγούμενο τόμο, καθώς τα ελεύθερα σχέδια είναι σχεδόν εξίσου πολυάριθμα.
Αντίστοιχη ισοκατανομή παρουσιάζουν οι αρχιτεκτονικές τομές και οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Αντίθετα απουσιά-
ζουν παντελώς οι στρωματογραφικές τομές. Η έλλειψη αυτή εν μέρει δικαιολογείται από τη θεματολογία του βιβλίου, η
οποία αφορά σε σημαντικό βαθμό τη θέση της Κνωσού στον περίγυρό της, κρητικό και μεσογειακό. Ωστόσο υπάρχουν
και τμήματα που αφορούν αποκλειστικά τα κατάλοιπα του ανακτόρου και των γύρω από αυτό κτισμάτων. Επομένως
η έλλειψη στρωματογραφικών τομών δείχνει ίσως και μια προϊούσα επιστημολογική μεταστροφή του Evans, από την
τεκμηρίωση προς την παρουσίαση των αρχαιολογικών ευρημάτων, σταθερών και κινητών, στο επιστημονικό και το
ευρύτερο κοινό. Η τεκμηρίωση βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις κατόψεις, οι οποίες, όπως και στον πρώτο τόμο,
σημειώνουν τη θέση των κυριότερων κινητών ευρημάτων.

Εικόνα 6.5 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου του The Palace of Minos.

148
Video 6.8 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου του The Palace of Minos (Evans, 1928β),
όπου σημειώνονται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

Εδώ όμως απαντούν και αρκετά σχέδια με αποτύπωση των τοίχων λίθο λίθο, όπως η κάτοψη της νοτιοδυτικής
εισόδου του ανακτόρου (Video 6.8). Πιθανότατα αυτή η αλλαγή οφείλεται στη συμμετοχή του Newton, που μάλλον
εκπόνησε αυτά τα σχέδια, τα οποία άλλωστε διακρίνονται από τα υπόλοιπα και από άποψη αισθητικής. Για παράδειγμα,
οι λίθοι αποτυπώνονται συμπαγείς με μαύρο χρώμα, ενώ η γραμματοσειρά έχει έντονους ακρεμόνες, δηλαδή απολήξεις
γραμμάτων. Αντίθετα τα σχέδια του Fyfe είναι πολύ πιο λιτά ως προς τις πληροφορίες που παρέχουν. Τα σχέδια του Doll
φέρουν πολλές επιμέρους μετρήσεις, σαν να αποτελούν οδηγίες κατασκευής. Η χρήση του μαύρου χρώματος είναι πολύ
πιο προσεγμένη. Ενδεχομένως κάποια περιγράμματα αρχιτεκτονικών λεπτομερειών (π.χ. πλάκες δαπέδου) να έχουν
αποδοθεί σχετικά τετραγωνισμένα, και η γραμματοσειρά δεν έχει ακρεμόνες, με αποτέλεσμα τα σχέδια να δημιουργούν
μια έντονη αίσθηση νεωτερικού ορθολογισμού.
Τέλος οι κατόψεις του de Jong συνδυάζουν χαρακτηριστικά των προηγουμένων. Αν και γενικά σχηματικές,
συχνά ενσωματώνουν ικανό όγκο περιγραφικής λεπτομέρειας, δείχνουν διάθεση τετραγωνισμού των λεπτομερειών και
εξορθολογισμού του σχεδίου, ενώ διαθέτουν επιμέρους μετρήσεις και επεξηγηματικές σημειώσεις. Υπάρχουν και κά-
ποια ήσσονος σημασίας αισθητικά χαρακτηριστικά, όπως η συγκρατημένη χρήση ακρεμόνων στη γραμματοσειρά των
σχεδίων. Ακόμη όμως και τέτοιου τύπου διαφορές επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η αρχαι-
ολογική και αρχιτεκτονική πραγματικότητα της Κνωσού. Βεβαίως ο Evans χρησιμοποίησε τα σχέδια όλων των παραπά-
νω αρχιτεκτόνων στο εν λόγω βιβλίο με γνώμονα τους δικούς του στόχους και ενίοτε, όπως έχει ήδη σημειωθεί, χωρίς
να λαμβάνει υπόψη του τις αισθητικές και τεχνικές ιδιαιτερότητες της κάθε εικόνας. Ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα
είναι αναμφίβολα προϊόν της δυναμικής σχέσης ανάμεσα στον Evans και την ομάδα των αρχιτεκτόνων της Κνωσού.

149
Η αμέσως επόμενη κατηγορία εικόνων μετά τις κατόψεις είναι από άποψη ποσότητας τα ελεύθερα σχέδια. Αυτά
περιλαμβάνουν: δύο γενικές απόψεις του τοπίου, συγκεκριμένα της νήσου Ντίας και των Μαλίων, 10 απόψεις αρχιτε-
κτονικών καταλοίπων και έξι σχέδια αναπαραστάσεων χώρων. Στις απόψεις, οι οποίες λειτουργούν συμπληρωματικά
προς τις κατόψεις όσον αφορά την αποτύπωση των μνημείων, συμπεριλαμβάνονται δύο προοπτικά σχέδια νεολιθικών
εστιών, δηλαδή επιμέρους κατασκευών και όχι ολόκληρων χώρων ή μνημείων. Στις αναπαραστάσεις το ερμηνευτικό
στοιχείο είναι έντονο. Έτσι η εικόνα της νοτιοδυτικής εισόδου (Evans, 1928β, σ. 147, εικ. 75) παρουσιάζει μια υπό-
στυλη πρόσβαση με ανεστραμμένους κίονες και επίστεψη από συνεχόμενα διπλά κέρατα καθοσίωσης. Τοποθετούνται
επίσης για κλίμακα ανθρώπινες μορφές, καθώς και περιγραφικές λεπτομέρειες, όπως το υποζύγιο στην πρόσοψη του
Καραβάν Σεράι (Evans, 1928β, σ. 117, εικ. 55). Ωστόσο οι ανθρώπινες μορφές αποδίδονται ιδιαίτερα σχηματικά και
τα σχέδια αυτά μοιάζουν πολύ με τα σκαριφήματα που κάνουν οι αρχιτέκτονες για να δώσουν τη γενική αίσθηση της
μορφής και του όγκου του κτηρίου που σχεδιάζουν.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε ένα σχέδιο αποκατάστασης της αίθουσας του Καραβάν Σεράι με την πε-
ρίφημη τοιχογραφία με τις πέρδικες. Στο σχέδιο αυτό σημειώνεται το σωζόμενο ύψος των τοίχων και διακρίνεται με
σαφήνεια από την αποκατάσταση της ανωδομής, της οροφής και της στέγης. Η διάκριση γίνεται σαφέστερη και με τη
διαφοροποίηση στην απόδοση των σωζόμενων και αποκατεστημένων τμημάτων. Τα πρώτα αποτυπώνονται με αυστηρά
γραμμικό τρόπο, ενώ τα δεύτερα αποδίδονται με ομαλές τονικές μεταβάσεις. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρου-
σιάζει ο δημιουργός του σχεδίου αυτού, δηλαδή ο Gilliéron υιός. Επομένως το σχέδιο εκπονήθηκε από καλλιτέχνη
σχεδιαστή και όχι από αρχιτέκτονα, όπως θα περίμενε κανείς κρίνοντας από το ενδιαφέρον για τη διάκριση ανάμεσα σε
πραγματικότητα και αποκατάσταση. Άλλωστε πολλές από τις αποκαταστάσεις τοιχογραφιών των Gilliéron, πατέρα και
γιου, αποδείχτηκαν στη συνέχεια προϊόντα μάλλον ευφάνταστης ερμηνείας παρά πειθαρχημένης εργασίας (συνοπτική
παρουσίαση και περαιτέρω βιβλιογραφία: Morgan, 2005, σ. 23-24).
Οι αρχιτεκτονικές τομές παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία ως προς το βαθμό αποκατάστασης των κτηρίων. Οι
τομές της κρήνης των Αρχανών, των σπηλαιωδών τάφων της Κνωσού και του λουτρού στο Καραβάν Σεράι αποτυπώ-
νουν τα σωζόμενα κατάλοιπα. Αντίθετα τα σχέδια της κρήνης στο Καραβάν Σεράι και της Νότιας Οικίας ουσιαστικά
δίνουν τεχνικές οδηγίες για την αναστήλωση. Η τομή της νοτιοδυτικής εισόδου αποκαθιστά με τρόπο πολύ σχηματικό
και συντηρητικό την ανωδομή, θυμίζοντας αρκετά την αντίστοιχη αρχιτεκτονική τομή του μεγάρου της Τίρυνθας από
τον Dörpfeld. Η τομή του ιερού των διπλών πελέκεων ουσιαστικά έχει εκπονηθεί για να δηλώσει τη θέση των κινητών
ευρημάτων στο χώρο. Τέλος υπάρχει και ένα σχέδιο με δύο τομές των στρωμάτων επίστρωσης των οροφών και των
δαπέδων.
Η ποικιλία στα χαρακτηριστικά των τομών οφείλεται σίγουρα στο ότι τα σχέδια αυτά τα εκπόνησαν διαφορετι-
κοί αρχιτέκτονες, αλλά και στο γεγονός ότι τους είχαν ανατεθεί διαφορετικές εργασίες. Έτσι η τομή των Αρχανών από
τον de Jong αποτελεί προϊόν επιτόπιας έρευνας που διενήργησε ο Evans συνοδεία του αρχιτέκτονα. Αντίθετα τα σχέδια
για το Καραβάν Σεράι και τη Νότια Οικία, όπως σημειώθηκε ήδη, στόχευαν στην αναστήλωση των δύο κτηρίων. Τέλος
υπάρχουν και κάποιες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, όπως δύο σχέδια του Doll (Evans, 1928β, σ. 384, εικ. 217-218)
που απεικονίζουν σε κάτοψη, οριζόντια τομή και αξονομετρικό σχέδιο μια λεπτομέρεια των παραστάδων εισόδου με
αναπαράσταση του μηχανισμού κλειδώματος της θύρας. Άλλα σχέδια λεπτομερειών αποτελούν απλώς αποτυπώσεις
αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως ο τοίχος του θολωτού τάφου στα Καλαθιανά και το ανώφλι του θολωτού τάφου στην
Κουμάσα, που σχεδιάστηκαν από τον de Jong.
Μια συνολική ματιά στον τόμο ΙΙ.1 δείχνει αφενός ότι η γενικότερη τακτική του Evans ως προς την εικονο-
γράφηση παρέμεινε ίδια, αλλά υπήρξαν και επιμέρους αλλαγές, όπως η σχετική ενίσχυση των αναπαραστάσεων. Η
αλλαγή αυτή μπορεί να συνδεθεί και με τη σχετικά διαφοροποιημένη χρήση της φωτογραφίας στον ίδιο τόμο. Συγκε-
κριμένα, εκτός από φωτογραφίες τμημάτων του ανακτόρου μετά την αναστήλωσή τους, όπως αυτές του πρώτου τόμου,
υπάρχουν λήψεις που αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα, όπως αυτή του ιερού των διπλών πελέκεων ή ακόμη και
η φωτογραφία των εργατών της ανασκαφής επί το έργον, η οποία εικονογραφεί το σύστημα οργάνωσης της εργασίας
που ακολούθησε ο Evans, το οποίο και περιγράφει στις αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου. Δεν αποκλείεται επομένως να
ενισχύθηκαν οι σχεδιαστικές αποκαταστάσεις επειδή μειώθηκαν οι φωτογραφίες με αντίστοιχα θέματα. Ωστόσο, όπως
και στον πρώτο τόμο, έτσι κι εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εικόνες υπηρετούν πιστά το κείμενο του Evans και
οργανώνονται πρωτίστως με βάση τη λογική του κειμένου και κατόπιν με βάση το θέμα τους ή τον τύπο τους.

5.3. The Palace of Minos. II.2

Το δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου (Evans, 1928c) επιστρέφει σε θέματα που αφορούν τα ίδια τα κατάλοιπα της
Κνωσού, συγκεκριμένα το ανάκτορο, αλλά και τις μεμονωμένες κατοικίες γύρω από αυτό. Μεγάλο μέρος του βιβλίου
αφιερώνεται στα κατάλοιπα τοιχογραφιών και στην τεχνοτροπική σύγκρισή τους αφενός με την κεραμική και αφετέ-
ρου με αντίστοιχα ευρήματα στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Κι εδώ διατηρείται η γενική αναλογία σχεδίων και
150
άλλων εικόνων. Από τις 236 εικόνες εντός κειμένου οι 25 είναι αρχιτεκτονικά σχέδια. Υπάρχει ακόμη ένας παρένθετος
χάρτης. Από τους 31 συμπληρωματικούς πίνακες που έχουν προστεθεί εκτός κειμένου στο τέλος του βιβλίου τέσσερις
περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά σχέδια, ενώ υπάρχουν και τρία αναδιπλούμενα σχέδια σε ειδική θήκη. Με την εξαίρεση
αφενός των τελευταίων, που απεικονίζουν την κάτοψη του ανακτόρου και των λοιπών κτισμάτων γύρω από αυτό, και
αφετέρου του χάρτη, οι εικόνες παρουσιάζουν συνολικά 66 αρχιτεκτονικά επιμέρους σχέδια (Εικόνα 6.6).

Εικόνα 6.6 Κατανομή των τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στο δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου του The Palace of
Minos.

Μολονότι οι κατόψεις αποτελούν και πάλι την πλέον πολυάριθμη κατηγορία σχεδίων, για πρώτη φορά η ανα-
λογία τους είναι κάτω από το μισό του συνολικού αριθμού αρχιτεκτονικών σχεδίων, ακόμη και αν συνυπολογιστούν
τα τρία αναδιπλούμενα σχέδια που επισυνάπτονται στο τέλος του βιβλίου. Οι κατόψεις ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό
την ίδια λογική όπως και στα προηγούμενα μέρη της δημοσίευσης και επομένως αποτελούν τα κυριότερα εποπτικά
μέσα παρακολούθησης του κειμένου που πραγματεύεται την αρχιτεκτονική (Video 6.9). Αν και οι περισσότερες κατό-
ψεις αποδίδουν τους τοίχους με συμπαγή τρόπο ή με αχνή δήλωση των εξωτερικών όψεων των λίθων, δεν λείπουν και
αποτυπώσεις λίθο λίθο, όπως για κάποιους τοίχους στην κάτοψη του μικρού ανακτόρου που εκπόνησε ο Cristian Doll
(Evans, 1928γ, σ. 520, εικ. 321) ή στην κάτοψη του υπογείου της Νοτιοανατολικής Οικίας. Ομοίως έχουν αποτυπω-
θεί και όλα τα εντοπισμένα κατάλοιπα δρόμων. Επιπρόσθετα υπάρχουν και δύο κατόψεις που απεικονίζουν μόνο την
αποκατεστημένη μορφή των αντίστοιχων χώρων, χωρίς διάκριση σωζόμενων τμημάτων και ερμηνευτικής υπόθεσης.
Πρόκειται για τις κατόψεις του Νότιου Προπύλου και της βορειοδυτικής γωνίας του ανακτόρου (Evans, 1928γ, σ. 593,
εικ. 369 και σελ. 716, εικ. 448). Στο βιβλίο αυτό επανεμφανίζεται η στρωματογραφική τομή. Πρόκειται για ένα σχέδιο
που αποτυπώνει τη διαδοχή του ρωμαϊκού και του μινωικού επιπέδου ενός δρόμου που εντοπίστηκε (Evans, 1928γ, σ.
577, εικ. 361).
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του τόμου ολοκληρώνεται με κάποια ελεύθερα σχέδια, όπως η προοπτική άποψη
της δυτικής εισόδου. Υπάρχει επίσης ένα ακόμη προοπτικό σχέδιο, στο οποίο σημειώνονται με διακεκομμένη γραμ-
μή οι θέσεις των πλακών ορθομαρμάρωσης. Στους συμπληρωματικούς πίνακες υπάρχει υδατογραφία αναπαράστασης
της κύριας αίθουσας του Μικρού Ανακτόρου, όπου η μάλλον υποθετική τοποθέτηση κιονίσκων διακρίνεται από την
υπόλοιπη αναπαράσταση, καθώς αποδίδεται με διακεκομμένη γραμμή. Στο πλαίσιο της αποτύπωσης της ανασκαφικής
εικόνας θα πρέπει να ενταχθεί και μια εικόνα τάφου στην Τζαφέρ Παπούρα, η οποία δείχνει τα κινητά ευρήματα κατά
χώρα (Evans, 1928γ, σ. 634, εικ. 398).

151
Video 6.9 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου του The Palace of Minos (Evans, 1928γ),
όπου σημειώνονται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

Αντίθετα στις υπόλοιπες απόψεις, οι οποίες είναι όλες αναπαραστάσεις, δεν γίνονται ανάλογες διακρίσεις. Και
οι έξι αυτές εικόνες είναι σχέδια, στα οποία το ανάκτορο απεικονίζεται ολοκληρωμένο. Δίνεται έμφαση μόνο στα αρχι-
τεκτονικά στοιχεία, ενώ απουσιάζουν ανθρώπινες μορφές, με εξαίρεση την αναπαράσταση της δυτικής εσωτερικής όψης
του ανακτόρου στην κεντρική αυλή (Evans, 1928γ, σ. 815, εικ. 532). Κι εκεί ωστόσο οι δύο ανθρώπινες μορφές τοπο-
θετούνται πολύ διακριτικά στην κάτω δεξιά γωνία του σχεδίου, έτσι που η παρουσία τους να καθίσταται ανεπαίσθητη.
Η γενική εντύπωση που δημιουργούν είναι ανάλογη με αυτήν που αποκομίζει ο αναγνώστης και από τις φωτογραφίες
των αναστηλωμένων τμημάτων του ανακτόρου, όπου αυτά απεικονίζονται ολοκαίνουργια, απολύτως καθαρισμένα και
επιμελημένα και απολύτως αποκομμένα από τον περίγυρό τους. Ωστόσο στη δημοσίευση περιλαμβάνεται κι ένα αξονο-
μετρικό σχέδιο. Απεικονίζει το Μικρό Ανάκτορο, και είναι το πρώτο του είδους του στο The Palace of Minos. Υπάρχει
ένα ακόμη αξονομετρικό σχέδιο, το οποίο όμως αναλύεται παρακάτω μαζί με τα σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών.
Το σχέδιο του Μικρού Ανακτόρου έχει εκπονηθεί από τον de Jong και αποδίδει μόνο σχηματικά τους όγκους των τοίχων
και των λοιπών αρχιτεκτονικών στοιχείων. Δεν προχωρά σε αποκατάσταση της οροφής, και επομένως χαρακτηρίζεται
από έναν περιορισμένο βαθμό υποθετικής ερμηνείας. Ο βαθμός υποθετικής ερμηνείας φαίνεται αντίθετα να αυξάνεται
στις αρχιτεκτονικές τομές, οι οποίες είναι αρκετές και συχνά ξεπερνούν την απλή αποτύπωση της αρχιτεκτονικής.
Το σχέδιο τομής της Βασιλικής Έπαυλης (Evans, 1928γ, σ. 397, εικ. 226) από τον Fyfe αξίζει επίσης ιδιαίτερη
μνεία. Ερμηνευτικά είναι εξαιρετικά συγκρατημένο, καθώς αποδίδει με διακεκομμένες γραμμές την αποκατάσταση
της ανωδομής και της στέγασης. Αντίθετα σε άλλη τομή του ίδιου κτίσματος ο Fyfe είναι σαφώς τολμηρότερος, καθώς
τοποθετεί ανθρώπινες μορφές (Evans, 1928γ, σ. 414, εικ. 238). Η τομή της περιοχής της δεξαμενής καθαρμών στο Μι-
κρό Ανάκτορο από τον Doll είναι ένα ακόμη σχέδιο με έντονο τον τεχνικό χαρακτήρα, με μετρήσεις και υπολογισμένη
αποκατάσταση ανωδομής και στέγασης, επομένως ένας οδηγός αναστήλωσης (Evans, 1928γ, σ. 521, εικ. 322). Η πλέον
τολμηρή τομή είναι η αποκατάσταση του Τριμερούς Ιερού της Κεντρικής Αυλής, το οποίο απεικονίζεται κατ’ αναλογία
152
προς την αντίστοιχη τοιχογραφία (Evans, 1928γ, σ. 807, εικ. 527). Στους αντίποδες αυτών των σχεδίων βρίσκεται η
τομή ενός αγωγού νερού κοντά στην πηγή του Μαυροκόλυμπου, δυτικά της Κνωσού. Το σχέδιο το έχει εκπονήσει ο de
Jong και αποτυπώνει τον αγωγό λίθο λίθο. Τέλος σχετικά πολυάριθμα είναι τα σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών.
Αρκετά από αυτά απεικονίζουν λίθους της τοιχοδομίας, κιονόκρανα ή βάσεις κιόνων. Υπάρχουν όμως και σχέδια με
άλλα θέματα, όπως μια γωνία τοίχου με γραπτό διάκοσμο από την Οικία των Τοιχογραφιών (Evans, 1928γ, σ. 443, εικ.
260). Είναι προοπτικό σχέδιο, αλλά τεχνικό, καθώς διαθέτει κλίμακα και μετρήσεις. Ουσιαστικά αρχιτεκτονική λεπτο-
μέρεια αποτελεί και η απεικόνιση μιας υπόγειας κτιστής θήκης στην περιοχή του Νότιου Πρόπυλου (Evans, 1928γ,
σ. 700, εικ. 439). Η εικόνα περιλαμβάνει αξονομετρική απόδοση, κάτοψη και τομές και γι’ αυτό τα επιμέρους θέματα
προσμετρήθηκαν στους αντίστοιχους τύπους σχεδίων.
Η συνολική εικόνα που δίνουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια του δεύτερου μέρους του δεύτερου τόμου του The
Palace of Minos φανερώνει μια πρόθεση πλούσιας και ποικίλης εικονογράφησης. Εντύπωση προκαλούν τα σχετικώς
πολλά σχέδια λίθων της τοιχοδομίας και άλλων αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, καθώς και η πρώτη εμφάνιση αξονομε-
τρικού σχεδίου. Επίσης σημαντική είναι η σχετική αύξηση των ερμηνευτικών αναπαραστάσεων σε επτά συνολικά από
έξι στο προηγούμενο μέρος του δεύτερου τόμου και από ένα μόνο στον πρώτο τόμο. Παρά τις ιδιαιτερότητες αυτές το
σύνολο του εποπτικού υλικού και πάλι είναι επιλεγμένο και οργανωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς του
κειμένου, δηλαδή του ίδιου του Evans.

5.4. The Palace of Minos, III

Στον τρίτο τόμο του The Palace of Minos (Evans, 1930) ο Evans επιστρέφει σε θέματα σχετικά με το ίδιο το ανάκτορο,
ιδίως τη βόρεια και την ανατολική πτέρυγα. Επιμέρους αναφορές γίνονται στη βόρεια είσοδο, τα «βασιλικά διαμερί-
σματα», το Μεγάλο Κλιμακοστάσιο και την πιθανή διαρρύθμιση χώρων του εκεί άνω ορόφου. Εκτενής είναι και η
πραγμάτευση του τοιχογραφικού διακόσμου, αλλά και οι αναφορές σε ειδώλια, όπως η Θεά της Βοστόνης, που απο-
δείχτηκε κίβδηλη. Ήδη από τα περιεχόμενα του βιβλίου παρατηρεί κανείς ότι ο Evans αναφέρεται σε συγκεκριμένους
χώρους, έτσι όπως είχαν πλέον «αποκατασταθεί» (στο πρωτότυπο: reconstituted). Αν τα κεφάλαια της αρχιτεκτονικής
συνεξεταστούν με το αντίστοιχο κεφάλαιο της ερμηνείας των ειδωλίων, γίνεται σαφές ότι ο Evans στον τόμο αυτό προ-
βάλλει κατεξοχήν το ερευνητικό του όραμα και όχι μόνο τα υλικά κατάλοιπα πάνω στα οποία βασίστηκε το όραμα αυτό.
Στις εικόνες εντός κειμένου, η αναλογία των αρχιτεκτονικών σχεδίων παραμένει σταθερή στο 10% του συνόλου
των εικόνων του τόμου, καθώς υπάρχουν 36 αρχιτεκτονικά σχέδια σε σύνολο 367 εικόνων. Υπάρχουν ακόμη τέσσερα αρ-
χιτεκτονικά σχέδια στους 24 πίνακες στο τέλος του βιβλίου, καθώς και άλλα τέσσερα σε ειδική θήκη. Επομένως συνολικά
η αναλογία αυξάνεται υπέρ των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Εντύπωση προκαλεί η ασυνεχής αρίθμηση των πινάκων του τέ-
λους, καθώς φτάνουν στον αριθμό 42 (XLII). Αν από τις εικόνες αυτές αφαιρεθούν όσες αφορούν μνημεία και θέσεις εκτός
Κνωσού και εν γένει εκτός του πλαισίου των ερευνών του ίδιου του Evans (π.χ. σχέδια μνημείων από τα Μάλια, τη Μήλο,
την Τίρυνθα και τη Μινόρκα των Βαλεαρίδων) και προστεθούν όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένων και
των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, τότε ο τρίτος τόμος αριθμεί συνολικά 57 αρχιτεκτονικά σχέδια.
Μια πρώτη ματιά δείχνει ότι οι κατόψεις αποτελούν και πάλι τον κυριότερο τύπο εποπτικού βοηθήματος για
την παρουσίαση της αρχιτεκτονικής, αλλά δεν κυριαρχούν (Εικόνα 6.7). Πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στις 21
κατόψεις περιλαμβάνονται και αυτές της ειδικής θήκης του τέλους, αλλά και κάποιες άλλες κατόψεις, επίσης μεγά-
λου μεγέθους και αναδιπλούμενες, αλλά εντός του κειμένου (Video 6.10). Τέτοιου τύπου σχέδια είναι η κάτοψη του
«συγκροτήματος των διπλών πελέκεων», η κάτοψη του συνόλου της ανατολικής πτέρυγας και η κάτοψη της βόρειας
εισόδου. Η τελευταία μάλιστα αποτελεί εν πολλοίς υποθετική αποκατάσταση (Evans, 1930, σ. 160, εικ. 106· σ. 270, εικ.
183· σ. 328, εικ. 218). Υπάρχουν στον τρίτο τόμο άλλες δύο κατόψεις με έντονο το στοιχείο της αποκατάστασης, του
άνω ορόφου της δυτικής πτέρυγας και της ανατολικής πτέρυγας του ανακτόρου. Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευθεί
σε ένα πρώτο επίπεδο ως αποτέλεσμα των εργασιών αποκατάστασης, οι οποίες απαιτούσαν αντίστοιχα σχέδια. Ωστόσο
το γεγονός ότι ο Evans επέλεξε να δημοσιεύσει τα σχέδια αυτά εδώ και όχι σε προηγούμενους τόμους, όπου επίσης
πραγματεύτηκε αποκατεστημένα τμήματα του ανακτόρου, είναι φανερώνει μια ενίσχυση της τάσης του για ερμηνεία
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Παρά την ερμηνευτική στροφή ο τρίτος τόμος δεν υπολείπεται σε σχέδια αποτύπωσης. Στα τελευταία ανήκουν οι
τέσσερις στρωματογραφικές τομές, οι οποίες αφορούν κυρίως τμήματα του ανακτόρου που δεν είχαν παρουσιαστεί πιο
πριν, όπως ο θεατρικός χώρος στη βορειοδυτική πλευρά. Πρόκειται για αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των οποίων έπρεπε να
τεκμηριωθεί η σχετική χρονολόγηση, και μάλλον για το λόγο αυτό δημοσιεύτηκαν οι στρωματογραφικές τομές. Πάντως
σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, δηλαδή στην τομή της βόρειας εισόδου και στην αντίστοιχη της ανατολικής πτέρυγας,
τα σχέδια είναι σχηματικά και δίνουν έμφαση περισσότερο στη διαδοχή των αρχιτεκτονικών φάσεων παρά στη στρωμα-
τογραφία καθαυτήν.

153
Εικόνα 6.7 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στον τρίτο τόμο του The Palace of Minos.

Η αποτύπωση του καθ’ ύψος άξονα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων γίνεται κυρίως με αρχιτεκτονικές τομές,
όπως και στους άλλους τόμους. Μάλιστα ένα από τα σχέδια αυτά, η αποκατάσταση της βόρειας εισόδου από τον de
Jong, είναι ένθετο ανάμεσα στις σελίδες 160 και 161, διότι πρόκειται για μεγάλου μεγέθους αναδιπλούμενο σχέδιο
(Evans, 1930, σ. 160, εικ. 106). Οι περισσότερες αρχιτεκτονικές τομές μοιάζουν με το σχέδιο αυτό, δηλαδή απεικονί-
ζουν τα κατάλοιπα αποκατεστημένα. Η πιο συγκρατημένη ερμηνευτικά εικόνα είναι η τομή του Μεγάρου της Βασίλισ-
σας (Evans, 1930, σ. 367, εικ. 244), όπου τα υποθετικά τμήματα σημειώνονται με διακεκομμένες γραμμές ως ένα ύψος.
Ακόμη και η τοποθέτηση της τοιχογραφίας με τους ρόδακες στην τομή του «λουτρού της βασίλισσας» (Evans, 1930, σ.
382, εικ. 253) αποτελεί προϊόν υπολογισμού και μετρήσεων μάλλον παρά υπόθεσης, όπως φαίνεται από σχετικό σχέδιο
που αποτυπώνει τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική λεπτομέρεια (Evans, 1930, σ. 388, εικ. 259). Αντίθετα η διάκριση σω-
ζόμενων και αποκατεστημένων αρχιτεκτονικών τμημάτων είναι υποτυπώδης στις προαναφερθείσες τομές της βόρειας
εισόδου που εκπόνησε ο de Jong (Evans, 1930, σ. 160, εικ. 106· σελ. 164, εικ. 108). Τέλος η διάκριση αυτή απουσιάζει
εντελώς από την τομή του δωματίου του θρόνου στην ανατολική πτέρυγα, η οποία είναι σχεδιασμένη επίσης από τον de
Jong, αλλά και από την τομή του Μεγάλου Κλιμακοστασίου, την οποία εκπόνησε ο Doll (Evans, 1930, πίν. D). Στους
αντίποδες αυτών των σχεδίων βρίσκονται οι δύο τομές του ανατολικού προμαχώνα από τον Fyfe (Evans, 1930, σ. 239-
240, εικ. 169b-c), οι οποίες αποτυπώνουν τα κατάλοιπα χωρίς καμία αποκατάσταση.
Οι διαφορές στο βαθμό ερμηνείας που παρουσιάζουν τα παραπάνω σχέδια πιθανότατα οφείλονται στο γεγο-
νός ότι τα εκπόνησαν διαφορετικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, τα σχέδια του de Jong, πέρα από το βαθμό ερμηνείας
που ενέχουν, περιλαμβάνουν επιπλέον ερμηνευτικά παραστατικές λεπτομέρειες, όπως η υποθετική τοποθέτηση διπλών
κεράτων ως επιστέψεων των οροφών. Η σχεδιαστική αποκατάσταση επίσης θα πρέπει να συνδεθεί με τις ανάγκες των
αντίστοιχων εργασιών στο πεδίο τις οποίες εξυπηρέτησε. Οι τομές αυτές πιθανότατα αποτέλεσαν τεχνικές οδηγίες για
το έργο αποκατάστασης, επομένως χαρακτηρίζονταν αναγκαστικά από σημαντικό βαθμό ερμηνείας των αρχιτεκτονι-
κών καταλοίπων. Σε κάθε περίπτωση η πρακτική αυτή ανάγκη δεν έρχεται σε αντίθεση με τη διάθεση του Evans για
ερμηνεία της αρχιτεκτονικής της Κνωσού, την οποία οι τομές αυτές επίσης υπηρετούν αποτελεσματικά.
Εκτός από τα σχέδια των αρχιτεκτονικών τομών ο καθ’ ύψος άξονας αποδίδεται και με αξονομετρικά σχέδια.
Αυτός ο τύπος σχεδίου είχε εισαχθεί με τρόπο μάλλον συγκρατημένο στον προηγούμενο τόμο, αλλά εδώ κερδίζει έδα-
φος, καθώς αριθμεί τρία σχέδια. Το ένα από τα τρία αξονομετρικά σχέδια αφορά τον «ανατολικό προμαχώνα» και έχει
εκπονηθεί από τον de Jong. Tα υπόλοιπα δύο αφορούν το «συγκρότημα των διπλών πελέκεων» και είναι έργα του Fyfe.
Και τα τρία σχέδια προχωρούν σε αποκατάσταση των αρχιτεκτονικών στοιχείων. Σε κάποιες, περιπτώσεις η αποκατά-
σταση αποδίδεται με διακεκομμένες γραμμές.
154
Video 6.10 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον τρίτο τόμο του The Palace of Minos (Evans, 1930), όπου σημειώνονται οι
παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

Η διαφοροποίηση αυτή δεν οφείλεται στο βαθμό βεβαιότητας της αποκατάστασης. Οι διακεκομμένες γραμμές
αφορούν παραστάδες και πεσσούς, επομένως μάλλον βέβαια στοιχεία. Ωστόσο οι κίονες του Μεγάλου Κλιμακοστασί-
ου δεν αποδίδονται με διακεκομμένες γραμμές. Οι διαφορές στην απόδοση ίσως οφείλονται στην πρόθεση του Fyfe να
δώσει μια συνολική εικόνα των αρχιτεκτονικών στοιχείων του χώρου, καθώς και της συναρμογής τους, οπότε κάποια
από αυτά, ιδίως όσα βρίσκονται στο πρώτο πλάνο, έπρεπε αναπόφευκτα να αποδοθούν με μη συμπαγή τρόπο για να
φανεί το βάθος. Σε αντίστοιχη λύση κατέφυγε και στην τομή αποκατάστασης του θρόνου της ανατολικής πτέρυγας, τον
οποίον απέδωσε με διακεκομμένη γραμμή για να φανούν καλύτερα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του χώρου (Evans, 1930,
σ. 337, εικ. 224).
Τα σχέδια αυτά έχουν έντονα τεχνικό χαρακτήρα, αν και πάσχουν από μια σημαντική παράλειψη: δεν διαθέτουν
κλίμακα. Πάντως φαίνονται μετρημένα με ακρίβεια και θα μπορούσαν να αποτελούν οδηγούς αποκατάστασης των χώ-
ρων που εικονίζουν. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δοκίμια των σχεδίων αυτών βρίσκονται στο Αρχείο Evans
του Μουσείου Ashmolean στην Οξφόρδη και κάποια από αυτά έχουν δημοσιευθεί μαζί με άλλα σχέδια μελετών απο-
κατάστασης του ανακτόρου στην προκαταρκτική έκθεση του 1900 (Evans, 1900-1901, σ. 116), τότε ενισχύεται ακόμη
περισσότερο η αίσθηση ότι πρόκειται για σχέδια τεχνικού χαρακτήρα. Πάντως δεν αναιρείται η ξεκάθαρη ερμηνευτική
πλευρά των αξονομετρικών σχεδίων, τα οποία δίνουν τη συνολική εντύπωση ενός επιμελημένα ερειπωμένου χώρου,
όπως άλλωστε και οι ίδιες οι «αποκαταστάσεις» του ανακτόρου.
Η ερμηνευτική διάθεση του τρίτου τόμου του The Palace of Minos φαίνεται και από επτά ελεύθερα σχέδια
που περιλαμβάνουν δύο έγχρωμες αναπαραστάσεις των «βασιλικών διαμερισμάτων», απολύτως ερμηνευτικές και
πάρα πολύ δημοφιλείς, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες αναπαραγωγές τους ιδίως σε τουριστικούς οδηγούς και εκλα-
155
ϊκευτικές δημοσιεύσεις για την Κνωσό και τη μινωική Κρήτη. Η χρήση του χρώματος και η ένθεση των εικόνων στο
κυρίως κείμενο εξαίρουν ακόμα περισσότερο τη σημασία τους. Τρία άλλα ελεύθερα σχέδια αναπαριστούν προοπτι-
κά τη βόρεια δεξαμενή καθαρμών, τη βόρεια είσοδο και το «λουτρό της βασίλισσας» (Evans, 1930, σ. 11, εικ. 4·
σ. 163, εικ. 107· σ. 384, εικ. 255). Το τελευταίο είναι μάλλον έργο του Fyfe, όχι μόνο διότι ο τελευταίος εκπόνησε
σειρά σχεδίων για τα διαμερίσματα διαμονής της ανατολικής πτέρυγας (βλ. και τα αξονομετρικά παραπάνω), αλλά
και γιατί το εν λόγω σχέδιο συγγενεύει αισθητικά με τα υπόλοιπα έργα του.
Τα άλλα δύο σχέδια ανήκουν στον de Jong. Το «λουτρό της βασίλισσας» απεικονίζεται σχεδόν καινούργιο,
σαν να μην είχε χρησιμοποιηθεί καθόλου. Στην εικόνα της δεξαμενής καθαρμών αντιθέτως ο σχεδιαστής έχει απο-
δώσει μικρές φθορές στους τοίχους. Αυτή η αισθητική επιλογή λειτουργεί με διττό τρόπο: Ενώ οι φθορές καθαυτές
αποτελούν πινελιές ρεαλισμού, στο συνολικό πλαίσιο του σχεδίου βοηθούν στην απόδοση του θέματος με τρόπο
ρομαντικό, με τη μορφή επιμελημένου ερειπίου.
Τέλος υπάρχουν και δύο ελεύθερα σχέδια που αποτυπώνουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα έτσι όπως βρέθηκαν. Το
ένα αφορά ένα πηγάδι στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου και το έχει εκπονήσει επίσης ο de Jong (Evans, 1930,
σ. 257, εικ. 171). Το άλλο είναι μια γενική άποψη του ανατολικού προμαχώνα και το έχει εκπονήσει ο Fyfe (Evans,
1930, πιν. ΧΧΧΙV). Τη σειρά εικόνων με αρχιτεκτονικά θέματα συμπληρώνουν οι 14 κατασκευαστικές λεπτομέρειες.
Οι περισσότερες αφορούν αρχιτεκτονικά μέλη, αλλά κάποιες παρουσιάζουν το μηχανισμό των θυρών στα πολύθυρα,
το μηχανισμό κλειδώματος των θυρών, λεπτομέρειες του θρόνου της ανατολικής πτέρυγας (αποτύπωση καταλοίπων,
κάτοψη και τομή), αλλά και τη συγκεκριμένη θέση της τοιχογραφίας με την τρέχουσα σπείρα στα «διαμερίσματα της
βασίλισσας».
Η τελική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τον τρίτο τόμο του The Palace of Minos είναι αυτή μιας έντο-
νης συγκριτικά με άλλους τόμους τάσης για ερμηνεία. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται και στο γεγονός ότι ο τόμος
αυτός πραγματεύεται τα λεγόμενα «βασιλικά διαμερίσματα», τα οποία ήσαν πολυώροφα και ιδιαιτέρως επιμελημένα.
Επιπρόσθετα στα διαμερίσματα αυτά ήταν αυξημένες οι ανάγκες στερέωσης και αποκατάστασης των καταλοίπων,
οι οποίες για το λόγο αυτό οδήγησαν και στην εκπόνηση πολλών σχεδίων. Άλλωστε πολλά από τα σχέδια του τρίτου
τόμου, όπως τα αξονομετρικά και άλλα σχέδια του Fyfe, αρχικά λειτούργησαν ως τεχνικά σχέδια που πλαισίωναν τη
μελέτη και τις εργασίες της αποκατάστασης.

Εικόνα 6.8 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στο πρώτο μέρος του τέταρτου τόμου του The Palace of Minos.

156
Video 6.11 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το πρώτο μέρος του τέταρτου τόμου του The Palace of Minos (Evans, 1935a),
όπου σημειώνονται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

5.5. The Palace of Minos, IV.1

Ο τέταρτος τόμος του The Palace of Minos (Evans, 1935α), όπως και ο δεύτερος, διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο
μέρος διαπιστώνεται μια σημαντική αλλαγή ως προς το περιεχόμενο. Στην εισαγωγή ο Evans γράφει ότι ο τόμος αυτός
είναι στην ουσία μια εγκυκλοπαίδεια της μινωικής Κρήτης και λιγότερο παρουσίαση των ευρημάτων των ανασκαφών
της Κνωσού. Έτσι σημαντικό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται σε ζητήματα που αφορούν τη θρησκεία και τη λατρεία,
όπως η λεγόμενη «μεγάλη μητέρα θεά», το σύμβολο του φιδιού και οι βωμοί. Ένα εξίσου σημαντικό μέρος αφιερώνεται
στην κεραμική. Υπάρχουν όμως και κεφάλαια που αφορούν την αρχιτεκτονική και συγκεκριμένα την αποκατάσταση
της βόρειας πτέρυγας, τις ανασκαφές και τα ευρήματα της δυτικής αυλής, τη λεγόμενη «οικία του αρχιερέα» και το
ζήτημα της αρχιτεκτονικής διακόσμησης με ανάγλυφες ταινίες από κονίαμα. Ο περιορισμός της πραγμάτευσης αρχι-
τεκτονικών θεμάτων είχε ως συνέπεια να περιοριστεί αντιστοίχως και το πλήθος των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Έτσι
σε σύνολο 309 εικόνων εντός του κειμένου μόνο 17 σχέδια αφορούν την αρχιτεκτονική. Υπάρχει ένα σχέδιο εκτός
αρίθμησης και ακόμη ένα σχέδιο στους 11 συμπληρωματικούς πίνακες στο τέλος του βιβλίου. Καμία από τις τέσσερις
έγχρωμες εικόνες δεν αφορά την αρχιτεκτονική. Εάν αθροίσουμε όλες οι εικόνες και τα σχέδια αρχιτεκτονικού ενδι-
αφέροντος όπως και στους προηγούμενους τόμους –εξαιρουμένων πάντοτε των φωτογραφιών–, καταλήγουμε σε ένα
σύνολο 21 αρχιτεκτονικών θεμάτων (Εικόνα 6.8).
Οι κατόψεις αποτελούν και πάλι την πλειονότητα. Πρόκειται είτε για εντελώς καινούργια σχέδια, όπως αυτά
των ανασκαφών της δυτικής αυλής, είτε για συμπληρώσεις και διορθώσεις παλαιοτέρων, κυρίως των γενικών κατόψε-
ων του ανακτόρου, είτε απλές αναδημοσιεύσεις παλαιότερων σχεδίων, όπως μέρος της κάτοψης της Νότιας Οικίας. Τα
σχέδια του τόμου αυτού έγιναν από τον de Jong, ο οποίος διόρθωσε και τα παλαιότερα σχέδια των Fyfe και Doll, όπου
χρειάστηκε. Οι κατόψεις (Video 6.11) ακολουθούν τις ίδιες αρχές όπως και στους προηγούμενους τόμους, με συμπαγή
157
απόδοση των τοίχων και λεπτομέρειες λίθων όπου είναι απαραίτητο, υποδήλωση των ανοιγμάτων, των οικοδομικών
φάσεων και των κυριοτέρων κινητών ευρημάτων. Από το σύνολο διακρίνονται δύο κατόψεις της «οικίας του αρχιερέα»
(Evans, 1935α, σ. 203 εικ. 155· σελ. 208 εικ. 159). Η πρώτη αποτυπώνει τους λίθους των τοίχων, ενώ η δεύτερη δίνει
έμφαση στον υπομνηματισμό επιμέρους κατασκευαστικών λεπτομερειών, όπως τα κατώφλια, οι παραστάδες κλπ.
Ο κατακόρυφος άξονας των κτηρίων αποδίδεται με τομές και αξονομετρικά σχέδια. Οι τομές είναι δύο. Η πρώτη
αφορά τη ΜΜ Ια κατοικία κάτω από τις κουλούρες της δυτικής αυλής. Αποτυπώνει τα σωζόμενα κατάλοιπα και αποκαθι-
στά την ανωδομή συντηρητικά, δηλαδή με διακριτή διαγράμμιση. Η δεύτερη αφορά το άδυτο στην «οικία του αρχιερέα».
Απεικονίζει το κτήριο σε πλήρη αποκατάσταση, χωρίς να διακρίνει τα σωζόμενα τμήματά του, και δίνει έμφαση στη
διαδρομή ενός αγωγού υδάτων. Το αξονομετρικό αναπαριστά την παλαιοανακτορική φάση της δυτικής αυλής και της
αντίστοιχης εξωτερικής όψης του ανακτόρου. Δεν σημειώνεται κλίμακα, αλλά το σχέδιο είναι εμφανώς μετρημένο και
μετρήσιμο, ενώ δεν έχει προστεθεί καμία ανθρώπινη μορφή. Η δυτική αυλή εικονίζεται άδεια και χωρίς καμία φθορά.
Στο βιβλίο υπάρχουν και δύο ελεύθερα σχέδια. Το πρώτο εικονίζει τη βόρεια είσοδο (Evans, 1935α, σ. 9, εικ.
10). Είναι ιδιαίτερα περιγραφικό και ερμηνευτικό, καθώς περιλαμβάνει ακόμα και ανθρώπινες μορφές σε κίνηση. Στό-
χο έχει να υποστηρίξει την περιγραφή των εργασιών αποκατάστασης της συγκεκριμένης περιοχής του ανακτόρου. Το
δεύτερο σχέδιο αποτελεί αξονομετρική τομή. Πρόκειται για τύπο σχεδίου που απεικονίζει την άνω όψη του αδύτου της
«οικίας του αρχιερέα» (Evans, 1935α, σ. 206, εικ. 157). Αναπαριστά πλήρως το χώρο, αλλά οι τοίχοι και τα υπόλοι-
πα στοιχεία της ανωδομής (π.χ. οι κίονες) σταματούν αυθαίρετα σε συγκεκριμένο ύψος. Εδώ φαίνεται ότι ο de Jong
ξεκίνησε έχοντας στο μυαλό του μια πλήρη αναπαράσταση του κτηρίου. Κατόπιν έκανε μια επίσης νοητή οριζόντια
τομή στη μέση περίπου της υποθετικής ανωδομής. Το εσωτερικό της οικίας αποδίδεται κενό, δίχως κινητά αντικείμενα
και ανθρώπους. Μολονότι το πρώτο σχέδιο είναι πιο περιγραφικό και πιο ερμηνευτικό, το δεύτερο παρουσιάζει περισ-
σότερο ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς ως προς την απεικόνιση της άνω όψης των λίθων των τοίχων ή τον υπολογισμό της
θέσης και του μεγέθους των κιόνων και των λοιπών αρχιτεκτονικών στοιχείων προσπαθεί να αποδώσει την πραγματικό-
τητα με τρόπο πιστό. Ωστόσο ο τύπος του σχεδίου της αξονομετρικής τομής επιβάλλει μια θέαση σχεδόν κατακόρυφη
και ο παρατηρητής τοποθετείται επάνω σε κάποιον επίσης υποθετικό τοίχο, κάτι που δεν θα μπορούσε να ισχύει στην
πραγματικότητα. Αυτή η μεθοδολογική σύμβαση μπορεί να είναι κατανοητή από τον αρχιτέκτονα, δηλαδή τον ειδικό,
αλλά για τον μέσο αρχαιολόγο ανατρέπει το ρεαλισμό στην απόδοση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και δημιουργεί
ένα συνολικά οξύμωρο αποτέλεσμα, το οποίο είναι πραγματικό και συνάμα εξωπραγματικό.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια συμπληρώνουν και πέντε σχέδια λεπτομερειών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μια άνω
όψη και τομή λεκάνης από κονίαμα (Evans, 1935α, σ. 69, εικ. 40) και μια μελέτη για κοιλότητες στροφέων διπλών
θυρών σε συστήματα αιθουσών (Evans, 1935α, σ. 207, εικ. 158). Συνολικά στο συγκεκριμένο βιβλίο διαπιστώνονται:
ο περιορισμός του σχετικού με την αρχιτεκτονική εποπτικού υλικού, η έμφαση κυρίως στις κατόψεις και τις αρχιτεκτο-
νικές λεπτομέρειες, το περιορισμένο ενδιαφέρον για την απόδοση της τρίτης διάστασης, ακόμη και στα κεφάλαια που
αφορούν τις εργασίες αναστήλωσης, αλλά και η εξίσου περιορισμένη έμφαση στην αποτύπωση. Είναι χαρακτηριστικό
ότι δεν παρατίθεται στρωματογραφική τομή για τις νέες ανασκαφές της δυτικής αυλής. Το ενδιαφέρον του Evans φαί-
νεται να έχει μετατεθεί συνολικά στην απόδοση του πανοράματος του μινωικού πολιτισμού.

5.6. The Palace of Minos, IV.2

Το πολύτομο έργο του Evans κλείνει με το δεύτερο μέρος της «μινωικής εγκυκλοπαίδειας» (Evans, 1935β). Το βιβλίο
αυτό εστιάζει κυρίως στο θέμα της γραφής και των πινακίδων της Γραμμικής Β, σε θέματα σχετικά με τις σφραγίδες,
αλλά και με τις τοιχογραφίες, τα ειδώλια και τις λατρευτικές πρακτικές. Ένα εξίσου σημαντικό θέμα είναι το τέλος του
μινωικού πολιτισμού, με αναφορά στον οπλισμό που βρέθηκε στο ανάκτορο της Κνωσού, αλλά και στις συνθήκες της
τελικής καταστροφής του. Ο Evans δεν αποδεχόταν με ευκολία την πιθανότητα της έστω και σχετικά βίαιης ενσωμά-
τωσης της Κνωσού και της μινωικής Κρήτης στην πολιτική σφαίρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και των εκεί μυκηναϊκών
κέντρων. Στο σχετικό κεφάλαιο του The Palace of Minos αποδίδει την τελική καταστροφή του ανακτόρου σε σεισμό
και αποκλείει την έξωθεν στρατιωτική επέμβαση. Αποδέχεται την ευρύτερη μυκηναϊκή κατίσχυση στο Αιγαίο μόνο με
την προϋπόθεση ότι τα κέντρα αυτά όφειλαν τη γένεσή τους στη μινωική Κρήτη και εν μέρει αποτελούσαν μια ιδιαίτερη
προέκτασή της, γεωγραφική αλλά και ιστορική. Η σχέση μινωικής Κρήτης και μυκηναϊκής Ελλάδας αποτελεί ακόμη
και σήμερα ανοικτό ερευνητικό ζήτημα και βρίσκεται εκτός των στόχων του παρόντος κειμένου. Η παραπάνω αναφορά
έγινε για να καταστεί κατανοητή η εκτενής αναφορά στη λεγόμενη «αίθουσα του θρόνου» και τα πέριξ αυτής δωμάτια
της δυτικής πτέρυγας, καθώς αυτά αντιπροσωπεύουν την τελευταία φάση χρήσης του ανακτόρου. Άλλα αρχιτεκτονικά
θέματα που συζητούνται στο δεύτερο μέρος του τέταρτου τόμου του έργου του Evans είναι το μνημειακό νεκρικό συ-
γκρότημα που αποκαλείται «τάφος-ιερό», ένα από τα τελευταία ευρήματα των ανασκαφών του Βρετανού αρχαιολόγου
στην Κνωσό. Ένα τρίτο αρχιτεκτονικό θέμα είναι η σύγκριση του υπόγειου θαλαμοειδούς τάφου στα Ισόπατα με παρό-
μοιους στη Ρας Σάμρα, την προϊστορική Ουγκαρίτ στη Συρία.

158
Εικόνα 6.9 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στο δεύτερο μέρος του τέταρτου τόμου του The Palace of Minos.

Με τόσο περιορισμένη αρχιτεκτονική θεματολογία είναι φυσικό και το σχετικό εποπτικό υλικό να είναι αντι-
στοίχως περιορισμένο: 16 σχέδια σε σύνολο 657 εικόνων εντός κειμένου ή μόλις 2,43%, ένας έγχρωμος πίνακας από
τους πέντε, κανένα αρχιτεκτονικό σχέδιο στους 17 συμπληρωματικούς πίνακες στο τέλος του βιβλίου και δύο σχέδια
σε ειδική θήκη. Συνολικά τα αρχιτεκτονικά θέματα στις εικόνες εξαιρουμένων πάντοτε των φωτογραφιών ανέρχονται
στα 28 (Εικόνα 6.9). Ωστόσο τέσσερα σχέδια (δύο κατόψεις, μία τομή και ένα αξονομετρικό) αποτελούν επαναλήψεις
επιμέρους στοιχείων των μεγάλων αναδιπλούμενων σχεδίων του «τάφου-ιερού» στη θήκη που έχει επισυναφθεί στο
τέλος του βιβλίου. Και πάλι οι κατόψεις κυριαρχούν (Video 6.12). Αρκετές ωστόσο από αυτές είναι σχηματικές, δεν δι-
ακρίνουν σωζόμενα από αποκατεστημένα μέρη και αποσκοπούν στον εντοπισμό άλλων ευρημάτων, όπως οι πινακίδες
της γραμμικής Β ή οι τοιχογραφίες που συνδέονται, κατά τον Evans, με την τελική καταστροφή του ανακτόρου (Evans,
1935β, σ. 380, εικ. 316 και σ. 620, εικ. 605). Ομοίως η κάτοψη του λεγόμενου «τάφου του αρχηγού» στην Τζαφέρ Πα-
πούρα στην ευρύτερη περιοχή της Κνωσού απεικονίζει τη θέση του σκελετού και των κτερισμάτων (Evans, 1935β, σ.
862, εικ. 844). Αντίθετα λεπτομερής είναι η αποτύπωση του «τάφου-ιερού» από τον de Jong. Οι τοίχοι απεικονίζονται
πέτρα πέτρα, ενώ γίνεται εκτενής χρήση υπομνήματος, δηλαδή συμβολισμών για τη διακριτή απόδοση επιμέρους στοι-
χείων, αλλά και του φυσικού βράχου.
Η κατακόρυφη διάσταση αποδίδεται καταρχήν με αρχιτεκτονικές τομές. Το σχέδιο για τον τάφο των Ισοπάτων
αποτυπώνει μόνο τα σωζόμενα τμήματα, έστω και σχηματικά (Evans, 1935β, σ. 775, εικ. 754). Η τομή του «τάφου
του αρχηγού» στην Τζαφέρ Παπούρα απεικονίζει και τα κτερίσματα, γεγονός που την καθιστά χρήσιμη στην αυστηρά
αρχαιολογική ανάλυση των δεδομένων. Οι τομές του «τάφου-ιερού» διαφέρουν κατά πολύ από προηγούμενα σχέδια
τομών. Το μνημείο αποτυπώνεται λίθο λίθο, συμπληρώνεται μέχρι οροφής, ενώ γίνεται κι εκτενής χρήση περίπλοκων
συμβολισμών για να υπογραμμιστούν επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία, αλλά και για να διαχωριστούν τα σωζόμενα
από τα αποκατεστημένα μέρη. Η έμφαση στη λεπτομέρεια προφανώς οφείλεται στις εργασίες αποκατάστασης του μνη-
μείου. Στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασης εντάσσεται και το αξονομετρικό σχέδιο του τάφου, που στην πλήρη
του μορφή βρίσκεται στη θήκη του οπισθόφυλλου, ενώ τμήματά του επαναλαμβάνονται εντός κειμένου. Το σχέδιο αυτό
του de Jong είναι μετρήσιμο. Όπως αναφέρει και η λεζάντα του σχεδίου, το μνημείο απεικονίζεται εν μέρει αποκατεστη-
μένο, μέσα από μια σειρά αλλεπάλληλες, κλιμακωτές, οριζόντιες τομές. Έτσι απεικονίζεται η τεχνική δόμησης σε όλα
τα επίπεδα και στάδια, από τα θεμέλια ως την ανωδομή, τον άνω όροφο και τη στέγη. Είναι σημαντικό ότι δεν γίνεται
διάκριση σωζόμενων και υποθετικών τμημάτων.

159
Video 6.12 Αρχιτεκτονικά σχέδια από το δεύτερο μέρος του τέταρτου τόμου του The Palace of Minos (Evans, 1935β),
όπου σημειώνονται οι παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.

Χώρους σε τρεις διαστάσεις αποδίδουν και οι τέσσερις ελεύθερες απόψεις. Η μία από αυτές είναι έγχρωμη και
απεικονίζει την αίθουσα του θρόνου σε πλήρη αναπαράσταση. Η εικόνα αυτή τοποθετείται σε προβεβλημένη θέση στις
πρώτες σελίδες του βιβλίου και ανήκει στην ίδια κατηγορία εικόνων με τις αναπαραστάσεις των «βασιλικών διαμερι-
σμάτων», οι οποίες προβάλλουν το ερμηνευτικό όραμα του Evans. Οι άλλες τρεις απόψεις είναι ελεύθερα σχέδια που
απεικονίζουν την είσοδο των δυτικών αποθηκών (Evans, 1935β, σ. 649, εικ. 634), το εσωτερικό του «τάφου του αρχη-
γού» (Evans, 1935β, σ. 861, εικ. 843) και το χώρο του μαγειρείου στη δυτική πτέρυγα (Evans, 1935β, σ. 927, εικ. 899).
Και στις τρεις απεικονίζονται επιμέρους σταθερά στοιχεία του χώρου, αλλά και κινητά ευρήματα. Επομένως αποτελούν
εικόνες που κυρίως αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα, αλλά και παρουσιάζουν την ερμηνεία του ανασκαφέα. Τέλος
υπάρχουν και τέσσερις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Η μία δείχνει τη θέση των τοιχογραφιών στην αίθουσα του θρόνου
και έχει γίνει από τον Fyfe (Evans, 1935β, σ. 912, εικ. 885). Οι υπόλοιπες αφορούν τον ίδιο το θρόνο (όψεις, κάτοψη,
τομή, λεπτομέρειες, Evans, 1935β, σ. 916-918, εικ. 890-892). Συνολικά το δεύτερο μέρος του τέταρτου τόμου συνεχί-
ζει την εικονογραφική γραμμή του πρώτου μέρους, αφού και το περιεχόμενό του είναι παρόμοιο. Μοναδική εξαίρεση
αποτελεί η λεπτομερής παρουσίαση του «τάφου-ιερού», η οποία όμως τοποθετείται επίσης ως εξαίρεση στη γενική ροή
του κειμένου και παρουσιάζεται στα κεφάλαια του επιλόγου.

5.7. Συνολική αποτίμηση του The Palace of Minos

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το έργο του Evans έχει αποτιμηθεί επανειλημμένως και σε όλες του τις πτυχές, συμπεριλαμ-
βανομένης και της συνεργασίας που είχε με τους αρχιτέκτονες στην Κνωσό (Kienzle, 1998. Palyvou, 2003). Γι’ αυτό
η αποτίμηση του The Palace of Minos εδώ θα περιοριστεί σε κάποιες σκέψεις πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα της
160
λειτουργίας των αρχιτεκτονικών σχεδίων στο πλαίσιο της δημοσίευσης. Το πρώτο χαρακτηριστικό που οφείλει κανείς
να επισημάνει για το σύνολο του έργου αυτού είναι η πλούσια εικονογράφησή του. Με εξαίρεση τον τέταρτο τόμο, ο
οποίος δεν αφορά τόσο πολύ ζητήματα αρχιτεκτονικής, στο έργο διακρίνεται μια σταθερή παρουσία αρχιτεκτονικών
σχεδίων, η οποία προσεγγίζει με μεγάλη ακρίβεια το 10% του συνόλου των εικόνων του κάθε τόμου. Αυτή η τυποποίη-
ση δεν αλλάζει το γεγονός ότι το The Palace of Minos, ως σύνολο, διαθέτει πλήθος εικόνων και αποτελεί ένα εκδοτικό
tour de force, περισσότερο και από τη δημοσίευση του Schliemann για την Τίρυνθα. Αξίζει μάλιστα να διερωτηθεί
κανείς αν η τελευταία αποτέλεσε πρότυπο για τη δημοσίευση των ερευνών στην Κνωσό. Άλλωστε ο Dörpfeld είχε επι-
σκεφτεί επανειλημμένως την Κρήτη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών της Κνωσού και της Φαιστού και είχε επηρεάσει
τη σκέψη των ανασκαφέων (Ζώης, 1996, σ. 221-226).
Ακόμη και αν δεν ισχύει η παραπάνω υπόθεση, οι δύο δημοσιεύσεις μοιάζουν από την άποψη της σημασίας που
αποδίδουν στις κατόψεις. Όπως στην Τίρυνθα, έτσι και στο The Palace of Minos, αυτός ο τύπος σχεδίου αποτελεί τον
κυριότερο τρόπο μετάδοσης της αρχιτεκτονικής πληροφορίας (Εικόνα 6.10). Η αξία της κάτοψης ως εποπτικού μέσου
θεωρείται σήμερα κάτι το αυτονόητο, αφού προσφέρει συνολική εικόνα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ακόμη και
αυτών που σώζονται σε χαμηλό ύψος. Ωστόσο στις αρχές του 20ού αιώνα η σημασία της κάτοψης δεν ήταν εμπεδω-
μένη. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο Dörpfeld ήταν αυτός που έκανε εντατικότερη χρήση της κάτοψης, συστηματο-
ποιώντας την εμπειριστική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής. Η προσέγγιση αυτή έδινε καταρχήν έμφαση στα κατώτερα
και καλύτερα σωζόμενα τμήματα των κτηρίων, δηλαδή σε αυτά που φαίνονται και στην κάτοψη, και στη συνέχεια
προσπαθούσε να αποκαταστήσει τη μορφή της ανωδομής τους.
Ο κανόνας αυτός όμως δεν ήταν τόσο εμπεδωμένος στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν δηλαδή έγιναν τα περισ-
σότερα σχέδια της Κνωσού. Άλλωστε οι κατόψεις μπορεί να κυριαρχούν ποσοτικά, αλλά δεν υπερβαίνουν το 50% του
συνόλου των σχεδίων στο The Palace of Minos, επομένως υπάρχει και μια σχετική ισορροπία με άλλους τύπους σχεδί-
ων. Φανερώνουν πάντως μια συστηματική επιμέλεια και στην εκπόνηση και στη δημοσίευσή τους. Αυτή δεν σχετίζεται
μόνο με την ποιότητα των εργασιών των αρχιτεκτόνων και του ίδιου του Evans, αλλά και με τα ιδιαίτερα χαρακτηρι-
στικά του ανακτόρου, το οποίο είναι χτισμένο σε πολλά επίπεδα του λόφου και διασώζει κατάλοιπα των άνω ορόφων,
γεγονός που καθιστά μεγαλύτερη την ανάγκη εκπόνησης κατόψεων.

Εικόνα 6.10 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στο σύνολο του The Palace of Minos.

Οι κατόψεις καλύπτουν με επάρκεια τους χώρους του ανακτόρου, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη λε-
πτομέρεια της πληροφορίας που μεταδίδουν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η σχετική έλλειψη ενδιαφέροντος
161
για την αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων όπως ακριβώς αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή (Palyvou,
2003, σ. 213). Οι κατόψεις συνήθως αποδίδουν είτε μόνο τα περιγράμματα των εξωτερικών λίθων της τοιχοδομίας
είτε απλώς τα τμήματα των περιγραμμάτων που αντιστοιχούν στις όψεις των τοίχων. Οι τελευταίοι συχνά αποδίδονται
αποκατεστημένοι, αλλά η διάκριση μεταξύ σωζόμενων και υποθετικών τμημάτων αποδίδεται με διαγραμμίσεις και με
τρόπο γενικά αν και όχι πάντοτε σαφή. Οι λεζάντες των σχεδίων σημαίνουν επίσης με τρόπο ξεκάθαρο τις περιπτώσεις
υποθετικών κατόψεων, όπως αυτών των άνω ορόφων. Απεικονίζονται επίσης οι κυριότερες κατασκευές εκτός τοίχων,
όπως πλακόστρωτα δάπεδα, χτιστές θήκες, θρανία κλπ., ενώ συχνά αν και όχι πάντοτε απεικονίζονται και τα κυριότερα
κινητά ευρήματα. Εξίσου συχνά τα σχέδια αυτά φέρουν επεξηγηματικές σημειώσεις κειμένου, οι οποίες όμως είναι
επιγραμματικές. 
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς στις κατόψεις της Κνωσού είναι μια έλλειψη ενδιαφέροντος για λεπτομερή
αποτύπωση και αντίστοιχη εστίαση στη διάρθρωση των χώρων και τη χρήση τους. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε
ότι οι αποτυπώσεις λίθο λίθο δεν ήσαν συνηθισμένες την εποχή εκείνη. Επιπρόσθετα οι κατόψεις έπρεπε να υποστηρί-
ξουν τις εργασίες αποκατάστασης, οι οποίες προχωρούσαν σχεδόν παράλληλα με την ανασκαφή και παρουσίαζαν δια-
φορετικές ανάγκες αποτύπωσης. Όπως αναφέρει η Παλυβού (Palyvou, 2003, σ. 207-208), οι ανάγκες και η λειτουργία
του αρχαιολογικού σχεδίου είναι διαφορετικές σε σχέση με τις αντίστοιχες του αρχιτεκτονικού σχεδίου. Η συνήθης
διαδικασία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ενός νέου κτηρίου ξεκινάει με μια αρχική σύλληψη, που αποτυπώνεται με
σκαριφήματα, εξελίσσεται σε πλήρη αρχιτεκτονική σύνθεση, η οποία παρουσιάζεται με κατόψεις, τομές, προοπτικά
και αξονομετρικά σχέδια, και συχνά εξειδικεύεται με τεχνικά σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών ως επιπλέον βοη-
θήματα της διαδικασίας κατασκευής. Αντίθετα στην αρχαιολογική ανασκαφή και την αποκατάσταση ενός μνημείου ο
αρχιτέκτονας, όπως στην Κνωσό οι Fyfe, Doll και de Jong ξεκινάει από τη λεπτομέρεια και το επιμέρους, προχωράει
στη συνολική κάτοψη και τέλος στην αποκατάσταση της αρχικής μορφής του κτηρίου, η οποία εκφράζει και την ευρύ-
τερη σημασία του κτίσματος. Αυτή η ευρύτερη σημασία αντιστοιχεί στην αρχική σύλληψη της τυπικής αρχιτεκτονικής
διαδικασίας. Ο μεικτός χαρακτήρας των κατόψεων του The Palace of Minos, με τη συνεπή, αλλά όχι τόσο λεπτομερή
αποτύπωση και με την ταυτόχρονη απεικόνιση αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, αλλά και κινητών ευρημάτων, πιθανώς
αντικατοπτρίζει αυτή τη μεθοδολογική αντιστροφή που μόλις περιγράφηκε.
Δεύτερη κατηγορία σχεδίων στο The Palace of Minos είναι οι τομές. Υπάρχουν στρωματογραφικές και αμιγώς
αρχιτεκτονικές τομές. Οι πρώτες είναι πολύ λίγες και διακρίνονται για τη σχηματική απόδοση στρωμάτων και αρχι-
τεκτονικών καταλοίπων. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τη στάθμη της ανασκαφικής μεθοδολογίας των αρχών του 20ού
αιώνα, δηλαδή πριν από την καθιέρωση της αμιγώς στρωματογραφικής πρακτικής, οι τομές αυτές αποτελούν δείγμα
πρωτοπορίας. Μια αδημοσίευτη στρωματογραφική τομή του βορειοδυτικού τμήματος του ανακτόρου την οποία εκ-
πόνησε ο Fyfe (Kienzle, 1998, σ. 164, εικ. 26) δείχνει αφενός ότι σημαντικό ρόλο στον περιορισμό του αριθμού των
δημοσιευμένων τομών έπαιξαν τόσο η επιλογή του Evans όσο και το γεγονός ότι οι αρχιτέκτονες συμμετείχαν και σε
αυτά τα αμιγώς αρχαιολογικού τύπου σχέδια.
Οι αρχιτεκτονικές τομές της Κνωσού ανέρχονται σε 45 και είναι σαφώς περισσότερες από τις στρωματογραφι-
κές. Από άποψη ισορροπίας ανάμεσα στην αποτύπωση και την ερμηνεία/αποκατάσταση ισχύει ό,τι και στις κατόψεις,
και μάλιστα έχουν εντονότερο το τεχνικό στοιχείο της αποκατάστασης. Εντύπωση προκαλεί η απουσία γενικών τομών,
δηλαδή σχεδίων που να αποτυπώνουν το ανάκτορο απ’ άκρη σ’ άκρη. Μολονότι ο Fyfe είχε εκπονήσει μια σειρά τέ-
τοιων σχεδίων, δεν θεωρήθηκαν ολοκληρωμένα και δεν δημοσιεύτηκαν (Hood & Taylor, 1981, σ. 7). Πρέπει επιπλέον
να σημειωθεί η δυσκολία δημοσίευσης αρχιτεκτονικών τομών, καθώς είναι σχέδια με πολύ μεγάλο μήκος και μικρό
ύψος. Έτσι χάνεται μεγάλος όγκος πληροφορίας όταν σμικρύνονται (Palyvou, 203, σ. 232, σημ. 6), ενώ δημιουργούν
και πρόσθετες δυσκολίες από εκδοτική άποψη, αν και σε μια έκδοση όπως το The Palace of Minos δεν υπήρχε ζήτημα
τέτοιων περιορισμών.
Η σημασία του επόμενου τύπου σχεδίου, των αξονομετρικών, είναι αντιστρόφως ανάλογη του μικρού αριθμού
τους. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι τα αξονομετρικά σχέδια εισήχθησαν στην επιστήμη της αρχιτεκτονικής στα τέλη
της δεκαετίας του 1920, η δημοσίευσή τους στο The Palace of Minos στις αρχές τις δεκαετίας του 1930, δηλαδή ελά-
χιστα χρόνια μετά, δείχνει πόσο καινοτόμες επιστημονικά ήσαν η ανασκαφή, η αποκατάσταση και η δημοσίευση των
ευρημάτων της Κνωσού. Κάποια αξονομετρικά σχέδια αποτυπώνουν κυρίως τα σωζόμενα κατάλοιπα και άλλα προχω-
ρούν σε αποκατάσταση των χώρων. Όπως οι κατόψεις και οι τομές, έτσι και τα αξονομετρικά έχουν καθαρά τεχνικό
χαρακτήρα ως σχέδια, καθώς επιτρέπουν τη σε βάθος ανάλυση των δομικών χαρακτηριστικών του κτηρίου που απεικο-
νίζουν (Palyvou, 2003, σ. 232, σημ. 7). Το ενδιαφέρον στοιχείο στα αξονομετρικά σχέδια είναι ότι μπορούν να συνδυ-
άσουν τον καταρχήν τεχνικό τους χαρακτήρα με μια ερμηνευτική λειτουργία, ανεξάρτητα από το αν αυτή η λειτουργία
ήταν στις επιθυμίες ή τους στόχους είτε των αρχιτεκτόνων που τα σχεδίασαν είτε του Evans, που τα δημοσίευσε.
Το ζήτημα του τεχνικού ή ερμηνευτικού χαρακτήρα θα πρέπει να τεθεί και ως προς τις ελεύθερες προο-
πτικές απόψεις της Κνωσού. Μολονότι οι τελευταίες είναι κατεξοχήν ερμηνευτικά σχέδια, υπάρχουν λίγες που
αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα και άλλες που απεικονίζουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα πριν από την απο-
162
κατάστασή τους. Επομένως, ενώ κάποιες εικόνες, όπως η άποψη της αίθουσας του θρόνου ή του «λουτρού της βα-
σίλισσας», είναι υποθετικές αναπαραστάσεις, κάποιες άλλες λειτουργούν πιο τεχνικά. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε,
πριν από την υιοθέτηση των αξονομετρικών τα προοπτικά σχέδια έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην απεικόνιση της αρ-
χιτεκτονικής, και ίσως ο μεγάλος αριθμός τους στο The Palace of Minos δεν αντανακλά μόνο την ερμηνευτικότητα
του Evans, αλλά και τον μεταιχμιακό χαρακτήρα της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε ως προς τα σχέδια. Τέλος
μεγάλος είναι και ο αριθμός των σχεδίων αρχιτεκτονικών λεπτομερειών. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι
απεικονίζουν επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία, αλλά ενδεχομένως συνέβαλαν σε αυτό και οι εργασίες διάλυσης
κάποιων τμημάτων του ανακτόρου, οι οποίες κρίθηκαν απαραίτητες για την επαρκή στερέωσή του. Λόγου χάρη, το
αρχείο του Doll περιέχει σχέδια με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να αποτυπωθούν μόνο εφόσον είχαν προηγηθεί
ανάλογες εργασίες.
Με βάση τα παραπάνω, το The Palace of Minos φαίνεται ότι συνδύασε παραδοσιακές και καινοτόμες μεθόδους
σχεδίασης της αρχιτεκτονικής. Επομένως το επιστημολογικό πλαίσιο των αρχιτεκτονικών σχεδίων κινείται εν πολλοίς
στο πλαίσιο του παλαιού παραδείγματος του 19ου αιώνα, αλλά προσπαθεί να ανοιχθεί και στο νέο παράδειγμα του
20ού αιώνα. Η διάθεση αυτή, έστω και περιορισμένη, διακρίνει το The Palace of Minos του Evans από τις δημοσιεύσεις
των περισσοτέρων σύγχρονών του αρχαιολόγων που έδρασαν στο χώρο του Αιγαίου, ενώ η μεθοδολογική ρευστότητα
που το χαρακτηρίζει αφήνει να διαφανούν οι ατομικές ιδιαιτερότητες καθενός από τους αρχιτέκτονες που εργάστηκαν
στην Κνωσό. Για παράδειγμα, ο Fyfe άφησε ένα ολοκληρωμένο έργο με κατόψεις, τομές, σκαριφήματα και προοπτικά
σχέδια, άλλα με αποτυπώσεις των καταλοίπων και άλλα με αναπαραστάσεις τους, καθώς και αξονομετρικά και σχέδια
επιμέρους αρχιτεκτονικών λεπτομερειών. Οι ερμηνευτικές υποθέσεις που κάνει φαίνονται καλά υπολογισμένες και
συνήθως σημειώνονται με τρόπο συντηρητικό, με διακεκομμένες διαγραμμίσεις ή με ανάλογο συμβολισμό. Ωστόσο οι
αναπαραστάσεις του παρουσιάζουν χώρους σε κατάσταση ουδέτερη.
Αντίθετα τα σχέδια του Doll είναι πιο τολμηρά ως προς την αποκατάσταση των καταλοίπων, μολονότι παραμέ-
νουν τεχνικά, ενώ η διάκριση μεταξύ σωζόμενων και αποκατεστημένων τμημάτων είναι πολύ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι
στα σχέδια του Fyfe, έστω και αν παραμένει σαφής. Τα σχέδια του Newton διακρίνονται από μια ενισχυμένη συγκριτικά
διάθεση αποτύπωσης των τοίχων λίθο λίθο και μια συγκρατημένη απόδοση της υποθετικής αποκατάστασης της ανωδο-
μής. Τέλος τα σχέδια του de Jong διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους, τη σχετική διάθεση εξορθολογισμού,
την ποικιλία και την ισορροπία μεταξύ διαφορετικών τύπων σχεδίων, καθώς εκπόνησε και κατόψεις και τομές και προ-
οπτικά και αξονομετρικά σχέδια και εικόνες αρχιτεκτονικών λεπτομερειών.
Οι παραπάνω διαφορές σχετίζονται και με την προσωπικότητα του κάθε αρχιτέκτονα, αλλά και με το διαφορετι-
κό ρόλο που έπαιξε ο καθένας στις εργασίες της Κνωσού. Ο Fyfe συμμετείχε στις ανασκαφικές εργασίες, όπου το βάρος
έπεφτε εξίσου στην αποκάλυψη των μνημείων και στην αποκατάστασή τους. Μετά τη συμμετοχή στις ανασκαφές της
Κνωσού έγινε καθηγητής αρχιτεκτονικής στο Καίμπριτζ και είχε σαφείς απόψεις για τη διατήρηση των μνημείων, με
κυριότερη το σεβασμό στα παραδοσιακά υλικά και στις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης. Γίνεται κατανοητό γιατί τα
σχέδιά του είναι σχετικά συντηρητικά, όπως άλλωστε ήταν και οι αναστηλωτικές επεμβάσεις του (Kienzle, 1998, σ.
215–216). Αντίθετα ο Doll συμμετείχε σε μια περίοδο εργασιών αποκατάστασης κυρίως. Η αποκατάσταση ήταν το σχε-
δόν αποκλειστικό του μέλημα. Παράλληλα ήταν πλήρως ενταγμένος στο επαγγελματικό πεδίο άσκησης της αρχιτεκτο-
νικής, στο οποίο επέστρεψε σύντομα μετά το πέρασμά του από την Κνωσό, αλλά και πάλι για μικρό χρονικό διάστημα,
καθώς στράφηκε στην πολιτική. Επομένως και η φύση της εργασίας του απαιτούσε σχέδια που εξυπηρετούσαν κατά το
δυνατόν το στόχο της αναστήλωσης, ενώ ήταν ο πρώτος που πήρε την τολμηρή απόφαση για τη χρήση τσιμέντου, ιδίως
όταν φάνηκε ότι οι συντηρητικές επεμβάσεις του Fyfe δεν άντεχαν στην έκθεση στις καιρικές συνθήκες. Η αμεσότητα
της προσέγγισής του και η έμφαση που έδινε σε κατασκευαστικά ζητήματα (Kienzle, 1998, σ. 263–265) φαίνονται και
στα σχέδιά του.
Ο Newton είχε σχετικά περιορισμένη συμμετοχή στις εργασίες της Κνωσού, αλλά φαίνεται ότι ακολου-
θούσε την κοινή τότε πρακτική της λεπτομερούς αποτύπωσης, προφανώς επειδή δεν του ζητήθηκε να συμμετά-
σχει στην αναστήλωση. Ο de Jong εργάστηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κνωσό, όταν ο Evans είχε ως
στόχο να αποκαταστήσει τις ζημιές που είχε υποστεί ο χώρος μετά από εννέα χρόνια διακοπής των εργασιών, να
συμπληρώσει τα ανασκαφικά δεδομένα και να ολοκληρώσει τη δημοσίευση του The Palace of Minos. Αναπόφευ-
κτα τα σχέδια του de Jong παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία χαρακτηριστικών. Επιπρόσθετα είναι ο μόνος που
παρέμεινε στο χώρο της αρχαιολογικής έρευνας και μετά τη συμμετοχή του στην έρευνα της Κνωσού, ενώ φαί-
νεται ότι εξαρχής διατηρούσε ένα εξαιρετικό επίπεδο συνεννόησης με τον Evans, όπως και με τους υπόλοιπους
ανασκαφείς με τους οποίους συνεργάστηκε, όπως, για παράδειγμα, ο Wace, καθώς τον θεωρούσαν χαρισματικό
(Hood, 1998, σ. 247).
Συνολικά όμως τον τελευταίο λόγο σε όλες τις εργασίες της Κνωσού τον είχε ασφαλώς ο Evans. Το The
Palace of Minos φέρει τη δική του σφραγίδα. Έτσι, παρότι οι περισσότεροι αρχιτέκτονες έδωσαν έμφαση σε οικο-
δομικά θέματα με στόχο την αποκατάσταση του ανακτόρου, τα σχέδιά τους εντάχθηκαν τελικά στο ερμηνευτικό
163
αφήγημα που παρουσιάζει ο Evans για τη μινωική Κρήτη μέσω του The Palace of Minos. Επομένως υπάρχει μια
διάσταση ανάμεσα στον αρχικό στόχο των σχεδίων και την τελική τους δημοσίευση, καθώς ο Evans απέσπασε τα
αρχιτεκτονικά σχέδια από το μεθοδολογικό τους πλαίσιο και τα τοποθέτησε στα ερευνητικά συμφραζόμενα της ιστο-
ρικής ανασύνθεσης του ανακτόρου της Κνωσού. Η διαδικασία αυτή της αναπλαισίωσης ενισχύθηκε για τον επιπρό-
σθετο λόγο ότι οι Fyfe και Doll είχαν μια «επαγγελματική» παρουσία στην Κνωσό (Palyvou, 2003, σ. 220), καθώς
δεν συνέχισαν να συμμετέχουν σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Αντίθετα στην περίπτωση της σχέσης ανάμεσα στον
Schliemann και τον Dörpfeld ο τελευταίος είχε διάθεση να ενταχθεί στο χώρο της αρχαιολογικής έρευνας και από
την πλευρά του ο Schliemann του ανέθεσε όχι μόνο τη σχεδίαση, αλλά και τη δημοσίευση της αρχιτεκτονικής της
Τίρυνθας. Παράλληλα ο Dörpfeld είχε πολύ έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία της αρχιτεκτονικής. Εξαιτίας όλων
αυτών των λόγων η παρουσία των αρχιτεκτόνων της Κνωσού, αν και ευκρινής, είναι λιγότερο εμφανής απ’ ό,τι του
Dörpfeld στην Τίρυνθα.
Παράλληλα θα πρέπει να έχει συνεχώς υπόψη του κανείς ότι η δημοσίευση των ευρημάτων της Κνωσού απέχει
χρονικά από την ανασκαφή, αλλά και από αρκετές από τις εργασίες αποκατάστασης. Έτσι ο Evans μπορούσε να πάρει
και μια μεθοδολογική απόσταση από το σύνολο των εργασιών στο πεδίο, αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών, και να
συνθέσει το The Palace of Minos. Μόνο ο Evans αποφάσιζε πού θα τοποθετηθούν τα κεφάλαια της αρχιτεκτονικής
και τι εποπτικό υλικό θα τα συνοδεύσει. Έτσι κράτησε για το τέλος του έργου τα σχέδια του Fyfe για την αίθουσα του
θρόνου, ενώ επέλεξε να δείξει δύο φορές τα αξονομετρικά σχέδια του «τάφου-ιερού» και να επαναλάβει τη δημοσίευση
και άλλων σχεδίων, όπως της κάτοψης της Νότιας Οικίας, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς του κειμένου του.
Μέσα στο κείμενο η έμφαση στα οικοδομικά ζητήματα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στα σχέδια, έστω και αν τα
ζητήματα αυτά δεν υποβαθμίζονται. Ο Evans στράφηκε προς μια γενική περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων
και των σχετικών κινητών ευρημάτων, με έμφαση στη μορφή και τη λειτουργία των χώρων. Στην οικοδομική τεχνο-
λογία δεν δόθηκε πολλή έμφαση, πιθανότατα επειδή ο Evans ήταν αρχαιολόγος και όχι αρχιτέκτονας, όπως ο Dörpfeld
στην περίπτωση της Τίρυνθας.
Οι εικόνες έχουν επομένως καίριο, αλλά όχι απαραίτητα τον κύριο ρόλο στο The Palace of Minos. καθώς
δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δημοσίευσης αυτής σε συνδυασμό με το κείμενο. Αν μέτρο σύγκρισης αποτε-
λεί η αντίστοιχη δημοσίευση της Τίρυνθας, τότε το The Palace of Minos σαφώς την υπερβαίνει, καθώς είναι πλου-
σιότερο σε πληροφορίες και ερμηνευτικές υποθέσεις, αλλά και σαφώς εκτενέστερο και ευρύτερο σε χαρακτήρα,
έστω και αν δεν μπορεί να φτάσει τη συστηματική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής της Τίρυνθας από τον Dörpfeld.
Ένας λόγος για την επιτυχία αυτής της έκδοσης, σίγουρα όχι ο μόνος και ενδεχομένως ούτε ο σπουδαιότερος, αλλά
οπωσδήποτε συναφής με το θέμα που εξετάζουμε εδώ, είναι η σχέση κειμένου και αρχιτεκτονικών σχεδίων. Ο
ρόλος κλειδί των τελευταίων στη σχέση αυτή οφείλεται στη σχέση του Evans με τους αρχιτέκτονές του, η οποία
ήδη σχολιάστηκε.
Συμπερασματικά, το κυριότερο όσον αφορά τη λειτουργία των αρχιτεκτονικών σχεδίων στο The Palace of
Minos είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκαν μέσα στο έργο αυτό τα πολλά επίπεδα της σχέσης αρχαιολογίας και
αρχιτεκτονικής. Τα επίπεδα αυτά αφορούν: α) τη σχέση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων με τα υπόλοιπα ευρήματα της
ανασκαφής, β) τη θέση της αρχιτεκτονικής της Κνωσού στο ιστορικό αφήγημα για τη μινωική Κρήτη που προσφέρει
το έργο, γ) τη σχέση του Evans με τους αρχιτέκτονες με τους οποίους συνεργάστηκε, δ) την αρχαιολογική σημασία των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων ως τεκμηρίων του παρελθόντος, ε) τις αρχιτεκτονικές εργασίες αποκατάστασής τους, στ)
τη θέση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στο κατεξοχήν αρχαιολογικού χαρακτήρα κείμενο του The Palace of Minos
και ζ) τον σαφώς αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της πλειονότητας των σχεδίων μέσα σε ένα σαφώς αρχαιολογικό κείμενο.
Σε όλα αυτά τα επίπεδα αρχαιολογία και αρχιτεκτονική συντέθηκαν σε μια ενιαία μελέτη, χωρίς όμως να απολέσουν
την αυτοτέλειά τους. Ο εικονιστικός αρχιτεκτονικός λόγος διαθλάστηκε για να υπηρετήσει τον αρχαιολογικό λόγο των
κειμένων, αλλά και το αντίστροφο.
Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι μία από τις πολλές επιστημολογικές ιδιαιτερότητες του The Palace of Minos.
Κάποιες από αυτές αφορούν το συνδυασμό του αρχαιογνωστικού και του δαρβινικού παραδείγματος στην αρχαι-
ολογική έρευνα, του οριενταλισμού και του κλασικισμού, που επηρέασαν τον Evans, καθώς και του εμπειρισμού
και της αποστασιοποιημένης παράθεσης ανασκαφικών στοιχείων, που τελικά υποχώρησε υπέρ μιας ερμηνευτικής
προσέγγισης. Για όλα αυτά το The Palace of Minos έχει υποστεί σφοδρή κριτική, διότι δεν είναι ούτε έκθεση ανα-
σκαφικών πεπραγμένων, ούτε συστηματική παράθεση αρχαιολογικών δεδομένων, ούτε μόνο ερμηνευτική σύνθεση.
Είναι όλα τα παραπάνω μαζί, ένα αξεδιάλυτο μείγμα με ευρύτερο και αντίστοιχα ρευστό χαρακτήρα. Όπως η χρήση
ενισχυμένου σκυροδέματος στις αποκαταστάσεις της Κνωσού δεν είναι αναστρέψιμη, παρόμοια δεν είναι δυνατόν
να διαχωρίσουμε τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Κνωσού από την ερμηνευτική τους αποκατάσταση, και επομένως
δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την Κνωσό εάν δεν αποδεχτούμε, έστω και εν μέρει, το εδουαρδιανό οπτικό
πρίσμα του Evans.

164
6. Η απεικόνιση της αρχιτεκτονικής κατά τη συγκρότηση της αιγαιακής προϊστορίας σε
επιστημονικό πεδίο της αρχαιολογίας

Τα διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα σηματοδότησε τη συγκρότηση της αιγαιακής
προϊστορίας σε διακριτό επιστημονικό πεδίο της αρχαιολογίας. Η διαδικασία αυτή συνοδεύθηκε από τη σταδιακή υι-
οθέτηση της συστηματικής αποκάλυψης, τεκμηρίωσης, μελέτης και ερμηνείας του συνόλου των υλικών καταλοίπων
και όχι μόνο των σημαντικότερων μνημείων. Η αιγαιακή προϊστορία δεν αποκόπηκε εντελώς από τα προηγούμενα πα-
ραδείγματα της αρχαιογνωσίας και της αρχαιοδιφίας, όπου το βάρος έπεφτε στη σύνδεση με τις πηγές και τα επώνυμα
μνημεία. Περισσότερη προσκόλληση στα παλαιά πρότυπα επέδειξε ο Schliemann, ενώ οι Dörpfeld, Τσούντας και Evans
προσπάθησαν να συνδυάσουν τα πρότυπα αυτά με τη μερική έστω υιοθέτηση του θετικιστικού εμπειρισμού, δηλαδή
του παραδείγματος που βγήκε μέσα από το νεωτερικό πνευματικό κλίμα της εποχής.
Αναλυτικότερα, ο Schliemann αρκέστηκε εν πολλοίς στο συσχετισμό των αρχιτεκτονικών καταλοίπων με τις
αναφορές των ομηρικών επών. Ο Dörpfeld τον ακολούθησε στην κατεύθυνση αυτή, αλλά παράλληλα υιοθέτησε και
την εξαντλητική μέτρηση και την εξονυχιστική περιγραφή της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Ο Τσούντας ακολούθησε
τον Dörpfeld, αλλά, πιθανόν επειδή διέθετε λιγότερες γνώσεις αρχιτεκτονικής συγκριτικά με εκείνον, οι περιγραφές
του είναι πιο επιφανειακές, αν και εξίσου συστηματικές. Τέλος ο Evans ανέπτυξε μια πολύ πιο σύνθετη προσέγγιση. Ως
προς την αρχιτεκτονική καθαυτήν έδωσε πιο συνοπτικές περιγραφές των καταλοίπων, με έμφαση στη διάρθρωση και
στη χρήση των χώρων. Η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής τοποθετήθηκε σε ένα σαφώς πιο πολυσύνθετο και πολυσυλ-
λεκτικό επιστημολογικό υπόβαθρο, το οποίο συνδύαζε αρχαιογνωσία και αρχαιοδιφία, κλασικισμό και οριενταλισμό,
αλλά και τις μεθοδολογικά καινοτόμες τεχνοϊστορικές προσεγγίσεις στον υλικό πολιτισμό του παρελθόντος. Όλα αυτά
μαζί εντάχθηκαν σε ένα δαρβινικού τύπου εξελικτικό αφήγημα για τη μινωική Κρήτη.
Ως προς την απεικόνιση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής ο Schliemann ακολούθησε και πάλι παλαιότερες
παραδόσεις και δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τουλάχιστον όχι όσο για τα τέχνεργα. Ο
Dörpfeld κατέστησε την κάτοψη το κύριο εργαλείο απεικόνισης της αρχιτεκτονικής. Η κάτοψη τού έδωσε τη δυνατό-
τητα να διακρίνει τα σωζόμενα από τα αποκατεστημένα τμήματα τοίχων, να σημειώσει άλλες σταθερές κατασκευές,
επιστρώσεις δαπέδων και τα κυριότερα κινητά ευρήματα ή την εν γένει χρήση των χώρων, καθώς και να ενσωματώσει
στο σχέδιο συμπληρωματικές σημειώσεις με τη μορφή κειμένου. Την ίδια λογική ακολούθησε και ο Τσούντας, αλλά και
οι αρχιτέκτονες του Evans. Η κυριαρχία της κάτοψης εντάσσεται στο πλαίσιο του θετικιστικού εμπειρισμού, ο οποίος
δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα πρωτογενή δεδομένα, δηλαδή στα ίδια τα υλικά κατάλοιπα, απ’ ό,τι στην ερμηνεία τους
και συνεπώς την αναπαράσταση της συνήθως χαμένης ανωδομής των προϊστορικών κτηρίων. Η έμφαση αυτή παρατη-
ρείται λιγότερο στον Evans εξαιτίας του κυρίαρχου ρόλου των εργασιών αποκατάστασης της Κνωσού.
Παρά την έμφαση στην κάτοψη δεν έλλειψε το ενδιαφέρον για τον καθ’ ύψος άξονα, καθώς και για την απόδο-
ση του όγκου των προϊστορικών κτηρίων. Το ενδιαφέρον αυτό συμβάδιζε εκείνη την περίοδο με το βαθμό εξειδίκευσης
των αρχιτεκτονικών ενδιαφερόντων και γνώσεων των ερευνητών. Ο Dörpfeld προτίμησε τη συγκρατημένη επιλογή
αρχιτεκτονικών τομών με υποδήλωση των υποθετικά αποκατεστημένων μερών. Αντίθετα στο έργο του Evans η τρίτη
διάσταση απεικονίζεται με λεπτομέρεια, ερμηνευτικό πλούτο και ποικιλία μέσων, γεγονός που οφείλεται όχι μόνο στη
γενικότερη ερμηνευτική διάθεση του Άγγλου αρχαιολόγου, αλλά και στην αποκατάσταση της Κνωσού, η οποία επέβαλε
την εκπόνηση συγκεκριμένων τεχνικών, αλλά και ελεύθερων σχεδίων. Στην Κνωσό βλέπουμε και την εισαγωγή των
αξονομετρικών σχεδίων, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά εκπονήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1920, όταν και η
αρχιτεκτονική και η αρχαιολογική πρακτική είχαν αλλάξει σε σχέση με τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα,
όταν διενεργήθηκαν οι περισσότερες ανασκαφές των Schliemann, Dörpfeld και Τσούντα.
Η συγκρότηση της αρχαιολογίας ως επιστήμης σήμανε και την καθιέρωση του κειμένου ως του κυριότερου
μέσου επιστημονικής επικοινωνίας. Στις δημοσιεύσεις και των τεσσάρων προαναφερθέντων ερευνητών το κείμενο
κυριαρχεί σε σχέση με τις εικόνες. Ο πλούτος του εποπτικού υλικού στις δημοσιεύσεις των Μυκηνών, της Τίρυνθας και
της Κνωσού σχετίζεται με τις φιλοδοξίες του Schliemann και του Evans για προβολή και καταξίωση του έργου τους
μέσω πολυτελών εκδόσεων. Πάντως πολλές από τις εικόνες που δημοσιεύτηκαν στις εκδόσεις αυτές απέκτησαν στη συ-
νέχεια τη δική τους ιστορία, καθώς αναπαράχθηκαν σε επόμενες μελέτες. Ιδίως οι αναπαραστάσεις της Κνωσού έγιναν
αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης, καθώς από μια εποχή και μετά θεωρήθηκαν εξαιρετικά αμφιλεγόμενες.
Συνοψίζοντας, οι τέσσερις πρωτοπόρες μορφές της προϊστορικής αρχαιολογίας του αιγαιακού χώρου που πα-
ρουσιάστηκαν εδώ άφησαν μια σημαντική κληρονομιά για τη μετέπειτα ερευνητική πρακτική. Ειδικότερα όσον αφορά
την αρχιτεκτονική και την απεικόνισή της, η κληρονομιά αυτή περιλάμβανε την πρωταρχική σημασία της κάτοψης, τη
λεπτομερή καταγραφή και τεκμηρίωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, και σε δεύτερο επίπεδο τη μελέτη αποκατά-
στασης των προϊστορικών κτισμάτων και την ερμηνεία τους, πάντοτε με την απαραίτητη εποπτική συνοδεία, κυρίως
αρχιτεκτονικές τομές και δευτερευόντως αξονομετρικά σχέδια. Σημειώνεται τέλος η χρήση στρωματογραφικών το-
μών, ενός ακόμη εποπτικού βοηθήματος αποτύπωσης της αρχιτεκτονικής με παράλληλη ένταξή της στο αρχαιολογικό
165
επιστημολογικό πλαίσιο. Το τελευταίο υπερίσχυσε και εν μέρει ενσωμάτωσε το αρχιτεκτονικό έργο, καθιστώντας το
διακριτό, αλλά οργανικό τμήμα της ανασκαφικής και εν γένει αρχαιολογικής έρευνας. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο
θα πρέπει να τονιστούν και οι ιδιαιτερότητες των τεσσάρων ερευνητών: του επιρρεπούς στον εντυπωσιασμό θεμελιω-
τή της ομηρικής αρχαιολογίας Schliemann, του συστηματικού και συγκρατημένου, αλλά παράλληλα και «ομηριστή»
Dörpfeld, του ακόμη πιο συγκρατημένου, αλλά με ερμηνευτικές ανησυχίες Τσούντα και τέλος του πολυσχιδούς και με
έντονη ερμηνευτική διάθεση Evans.

Βιβλιογραφία

Αλεξίου, Σ. (2004). Sir Arthur Evans: Το έργο και η αντίστασή του στην κριτική. Στο G. Cadogan, A. Vasilakis & E.
Hatzaki (επιμ.), Knossos: Palace, city, state. Proceedings of the conference in Herakleion organised by the
British School at Athens and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of Herakleion, in
November 2000, for the centenary of Sir Arthur Evans’s excavations at Knossos (BSA Studies 12, σ. 561-563).
Λονδίνο: British School at Athens. ISBN: 0904887456.
Βασιλικού, Ντ. (2006). Οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις Κυκλάδες (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 242). Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. ISBN: 9608145554.
Βασιλικού, Ντ. (2011). Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών 18701878 (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 274). Αθήνα. ISBN: 978-9608145870.
Bintliff, J. L. (1984). Structuralism and myth in Minoan studies, Antiquity 58, σ. 33-38. Doi: 10.1017/
S0003598X00055952.
Brown, A. (2001). (επιμ.) Arthur Evans’s travels in Crete, 1894–1899 (BAR International Series 1000). Οξφόρδη:
Archaeopress. ISBN: 1841712817.
Dörpfeld, W. (1927). Alt-Ithaka. Ein Beitrag zur Homer-Frage, Studien und Ausgrabungen aus der Insel Leukas-Itha-
ka. Μόναχο: Gräfelfing.
Dörpfeld, W. (1935). Alt-Olympia. Untersuchungen und Ausgrabungen zur Geschichte des ältesten Heiligtums von
Olympia und der älteren griechischen Kunst. Βερολίνο: E. S. Mittler & Sohn.
Dörpfeld, W. (2010). Daten meines Lebens (K. Goebel & Χ. Γιαννοπούλου, επιμ.), Πάτρα: Περί Τεχνών. ISBN: 978-
9606684623.
Droop, J. P. (1915). Archaeological excavation. Cambridge: Cambridge University Press.
Evans, A. J. (1901). The palace of Knossos, BSA 7, σ. 11-20.
Evans, A. J. (1921). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civiliza-
tion as illustrated by the discoveries at Knossos (τ. I). Λονδίνο: Macmillan.
Evans, A. J. (1928α). The Palace of Knossos and its dependencies in the light of recent discoveries and reconstitutions,
RIBA 36(3), σ. 91–102.
Evans, A. J. (1928β). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civili-
zation as illustrated by the discoveries at Knossos (Volume II,1). Λονδίνο: Macmillan.
Evans, A. J. (1928γ). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civili-
zation as illustrated by the discoveries at Knossos (Volume II,2). Λονδίνο: Macmillan.
Evans, A. J. (1930). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civiliza-
tion as illustrated by the discoveries at Knossos (Volume III). Λονδίνο: Macmillan.
Evans, A. J. (1935α). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civili-
zation as illustrated by the discoveries at Knossos (Volume IV,1). Λονδίνο: Macmillan.
Evans, A. J. (1935β). The Palace of Minos: a comparative account of the successive stages of the early Cretan civili-
zation as illustrated by the discoveries at Knossos (Volume IV,2). Λονδίνο: Macmillan.
Farnoux, A. (1993). Cnossos: l’archéologie d’un rêve. Παρίσι: Gallimard. ISBN: 978-2070531837.
Fellmann, B. (1972). Die Geschichte der deutschen Ausgrabung. Στο B. Fellmann & H. Scheyhing (επιμ.), 100 Jahre
deutsche Ausgrabung in Olympia (σ. 37-47). Μόναχο: Prestel Verlag.

166
Furtwaengler, A. & G. Loeschcke (1886). Mykenische Vasen, vorhellenische Thongefässe aus dem Gebiete des
Mittelmeeres. Im Auftrage des Kaiserlich Deutschen Archaeologischen Instituts in Athen. Βερολίνο: A.
Asher.
Ζώης, Α. Α. (1996). Κνωσός, το εκστατικό όραμα. Σημειωτική και ψυχολογία μιας αρχαιολογικής περιπέτειας.
Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN: 978-9607309976.
German, S. C. (2005). Photography and fiction: the publication of the excavations at the Palace of Minos at Knossos,
JMA 18, σ. 209-230. Doi: 10.1558/jmea.2005.18.2.209.
Goessler, P. (1951). Wilhelm Dörpfeld. Στουτγάρδη: χ.ε..
Hamilakis, Y., Anagnostopoulos, A. & Ifantidis, F. (2009). Postcards from the edge of time: archaeology, photography,
archaeological ethnography (a photo-essay), Public Archaeology: archaeological ethnographies 8(2–3), σ.
283–309. Doi: 10.1179/175355309X457295.
Hellmann, M. C. (2003). Οι αρχιτέκτονες και οι απαρχές της ελληνικής αρχαιολογίας, Αρχαιολογία και Τέχνες 87, σ.
18-25. ISSN: 1108-2402.
Hitchcock, L. A. & Koundounaris, P. (2002). Virtual discourse: Arthur Evans and the reconstructions of the Minoan
palace at Knossos. Στο Y. Hamilakis (επιμ.), Labyrinth revisited: rethinking “Minoan” archaeology (σελ. 40-
58). Οξφόρδη & Oakville: Oxbow. ISBN: 978-1842170618.
Hood, R. (1998). Faces of archaeology in Greece. Caricatures by Piet de Jong. Οξφόρδη: Leopard’s Head Press Lim-
ited. ISBN: 0904920380.
Hood, S. (2012). Schliemann’s Mycenae Albums. Στο Γ. Κορρές, Ν. Καραδήμας & Γ. Φλούδα (επιμ.), Αρχαιολογία και
Ερρίκος Σλήμαν. Εκατό έτη από το θάνατό του. Ανασκόπηση και προοπτικές. Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη (σ.
70-78). Αθήνα: χ.ε.. ΙSBN: 978-9609339292.
Hood, S. & Taylor, W. (1981). The Bronze Age palace at Knossos. Plans and sections (BSA Supplement 13). London:
British School at Athens. ISBN: 0-50096016X.
Καβουλάκη, Ε. Μ. (2008). Εργασίες συντήρησης και στερέωσης των τοιχοδομιών, 2000-2005. Στο Επιστημονική
Επιτροπή Κνωσού (επιμ.), Κνωσός 2000-2008. Συντήρηση, στερέωση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου
(σ. 43-67). Ηράκλειο: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων Αρχαιολογικών Πόρων,
Επιστημονική Επιτροπή Κνωσού.
Karadimas, N. & Momigliano, N. (2004). On the term “Minoan” before Evans’s work on Crete (1894), SMEA 46(2),
σ. 243-258.
Karetsou, A. (2004), Knossos after Evans: past interventions, present state and future solutions. Στο G. Cadogan,
A. Vasilakis & E. Hatzaki (επιμ.), Knossos: Palace, city, state. Proceedings of the conference in Herakleion
organised by the British School at Athens and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of
Herakleion, in November 2000, for the centenary of Sir Arthur Evans’s excavations at Knossos (BSA Studies
12, σ. 547-556), Λονδίνο: British School at Athens. ISBN: 0904887456.
Karetsou, A. & Fotou, V. (2004). Research in the archive of Arthur Evans’s excavations at Knossos. Στο Cadogan G.,
Hatzaki E. & Vasilakis A. (επιμ.), Knossos: Palace, city, state. Proceedings of the conference in Herakleion
organised by the British School at Athens and the 23rd Ephoreia of Prehistoric and Classical Antiquities of
Herakleion, in November 2000, for the centenary of Sir Arthur Evans’s excavations at Knossos (BSA Studies
12, σ. 581-609), Λονδίνο: British School at Athens. ISBN: 0904887456.
Kienzle, P. (1998). Conservation and reconstruction at the Palace of Minos at Knossos (αδημοσίευστη διδακτορική
διατριβή). University of York, York, Ηνωμένο Βασίλειο.
Klein, L. (1999). Gustaf Kossinna: 1858-1931. Στο T. Murray (επιμ.), Encyclopedia of Archaeology: The Great Ar-
chaeologists (σ. 233-246). Santa Barbara: ABC-CLIO. ISBN: 978-0387984902.
Korfmann, M. (2012). On the beginnings of field archaeology (or “spade research”) the first regular excavations at
Hisarlik: 1871-1873. Στο Γ. Κορρές, Ν. Καραδήμας & Γ. Φλούδα (επιμ.), Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν.
Εκατό έτη από το θάνατό του. Ανασκόπηση και προοπτικές. Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη (σ. 3-14). Αθήνα: χ.ε.
ΙSBN: 978-9609339292.
Κορρές, Γ. (2012). Ερρίκος Σλήμαν. Μια ζωή στην υπηρεσία της αρχαιολογικής επιστήμης. Στο Γ. Κορρές, Ν.
Καραδήμας & Γ. Φλούδα (επιμ.), Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν. Εκατό έτη από το θάνατό του. Ανασκόπηση
και προοπτικές. Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη (σ. 184-226). Αθήνα: χ.ε. ΙSBN: 978-9609339292.

167
Κορρές, Γ. Καραδήμας, Ν. & Φλούδα, Γ. (2012). (επιμ.), Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν. Εκατό έτη από
το θάνατό του. Ανασκόπηση και προοπτικές. Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη. Αθήνα: χ.ε. ΙSBN: 978-
9609339292.
Kossinna, G. (1921). Die deutsche Vorgeschichte: eine hervorragend nationale Wissenschaft (Mannus-Bibliothek 9).
Λιψία: Curt Rabitzsch.
Krumme, M. (2012). Der Beginn der archäologischen Fotografie am DAI Athen. Στο C. Papadatou-Giannopoulou
(επιμ.), International congress devoted to Wilhelm Dörpfeld. Proceedings, Lefkada, 6-11 August 2006 (σ. 60-
78). Πάτρα: Περί Τεχνών. ISBN: 978-9606684449.
Lehrer, M. (2012). Schliemann’s initial views on Homer: biographical, literary, and touristic origins of a cultivated
image of naïveté. Στο Γ. Κορρές, Ν. Καραδήμας & Γ. Φλούδα (επιμ.), Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν. Εκατό
έτη από το θάνατό του. Ανασκόπηση και προοπτικές. Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη (σ. 365-370). Αθήνα: χ.ε.
ΙSBN: 978-9609339292.
MacGillivray, J. A. (2000). Minotaur. Sir Arthur Evans and the archaeology of the Minoan myth. Λονδίνο: Jonathan
Cape. ISBN: 0224043528.
Marchand, S. L. (1996). Down from Olympus: archaeology and philhellenism in Germany, 1750-1970. Princeton:
Princeton University Press. ISBN: 978-0691114781.
Marchand, S. L. (2002). A. Furtwängler in Olympia. Στο H. Kyrieleis (επιμ.), Olympia, 1875-2000: 125 Jahre deut-
sche Ausgrabungen: Internationales Symposion, Berlin 9-11. November 2000 (σ. 147-162). Mainz am Rhein:
Philip von Zabern. ISBN: 380532989X.
Morgan, L. (2005). New discoveries and new ideas in Aegean wall painting. Στο L. Morgan (επιμ.), Aegean wall
painting: a tribute to Mark Cameron (BSA Studies 13, σ. 21-45). Λονδίνο: The British School at Athens.
ISBN: 0-904887499.
Mühlenbruch, T. (2012). Wilhelm Dörpfeld und Tiryns Sein Beitrag zu Heinrich Schliemanns Ausgrabungen
1884/1885. Στο C. Papadatou-Giannopoulou (επιμ.), International congress devoted to Wilhelm Dörpfeld.
Proceedings, Lefkada, 6-11 August 2006 (σ. 109-120). Πάτρα: Περί Τεχνών. ISBN: 978-9606684449.
Newton, F. G. (1925). Francis G. Newton, Journal of Egyptian Archaeology 11, σ. 70-71.
Νικολέντζος, Κ. (2012). Οι ανασκαφές του W. Dörpfeld στον Κακόβατο Ηλείας. Στο C. Papadatou-Giannopoulou
(επιμ.), International congress devoted to Wilhelm Dörpfeld. Proceedings, Lefkada, 6-11 August 2006 (σ. 317-
341). Πάτρα: Περί Τεχνών. ISBN: 978-9606684449.
Palyvou, C. (2003). Architecture and archaeology: the Μinoan palaces in the twenty-first century. Στο J. K. Cos-
mopoulos & M. Loventhal (επιμ.), Theory and practice in Mediterranean archaeology: Old World and New
world perspectives (Cotsen Advanced Seminars 1, σ. 205-233). Los Angeles: The Cotsen Institute of Archae-
ology Press. ISBN: 978-1931745109.
Papadopoulos, J. K. (1997). Knossos. Στο M. de la Torre (επιμ.), The conservation of archaeological sites in the Medi-
terranean region (σ. 93–125). Los Angeles: The Getty Conservation Institute. ISBN: 0-892364866.
Papadopoulos, J. K. (2009). Ο Piet de Jong και η Αρχαία Αγορά. Η τέχνη της αρχαιότητας (μτφ. Χ. Μαραμπέα).
Αθήνα: Ποταμός. ISBN: 9606691071.
Πλάντζος, Δ. (2014). Οι αρχαιολογίες του κλασικού: αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα. Αθήνα: Εκδόσεις του
Εικοστού Πρώτου. ISBN: 978-6185118037.
Runnels, C. N. (2007). The archaeology of Heinrich Schliemann: an annotated bibliographic handlist. Βοστόνη: Ar-
chaeological Institute of America. ISBN: 978-1931909150.
Schaar, K. W. (2012). Wilhelm Dörpfeld: Schliemann’s important discovery. Στο Γ. Κορρές, Ν. Καραδήμας & Γ.
Φλούδα (επιμ.), Αρχαιολογία και Ερρίκος Σλήμαν. Εκατό έτη από το θάνατό του. Ανασκόπηση και προοπτικές.
Μύθος – Ιστορία – Επιστήμη (σ. 328-332). Αθήνα: χ.ε. ΙSBN: 978-9609339292.
Schliemann, H. (1878). Mycenae: a narrative of researches and discoveries at Mycenae and Tiryns. Λονδίνο: J. Mur-
ray.
Schliemann, H. (1886). Tiryns, the Prehistoric palace of the kings of Tiryns: the results of the latest excavations.
Λονδίνο: J. Murray.
Soar, P. (2009). Theodore Fyfe: architect, 1875-1945. χ.τ.: Peter Soar. ΙSBN: 978-0955829628.

168
Τσούντας, Χ. (1887). Αρχαιότητες εκ Μυκηνών, ΑΕ 26, σ. 155-177.
Τσούντας, Χ. (1888). Ανασκαφαί Μυκηνών του 1886, ΠΑΕ 1886 (1888), σ. 59-79.
Τσούντας, Χ. (1893). Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός. Αθήνα: Εστία.
Τσούντας, Χ. (1898). Κυκλαδικά, AE 1898, σ. 137-212.
Τσούντας, Χ. (1899). Κυκλαδικά II, AE 1899, σ. 73-144.
Τσούντας, Χ. (1908). Αι νεολιθικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Trigger, Β. 2005. Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (μτφ. Β. Λαλιώτη). Αθήνα: Αλεξάνδρεια (έκδοση
πρωτοτύπου 1989). ISBN: 960-2213175.
Voutsaki, S. (2003). Archaeology and the construction of the past in nineteenth century Greece. Στο H. Hokwerda
(επιμ.), Constructions of the Greek past: identity and historical consciousness from antiquity to the present (σ.
231255). Groningen: Egbert Forsten. ISBN: 978-9069801438.

Κριτήρια αξιολόγησης
Κριτήριο αξιολόγησης 1
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης των Μυκηνών του Schliemann εκπόνησε α) ο αρχιτέκτονας Wlilhelm
Dörpfeld, β) ο μηχανικός Βασίλειος Δροσινός, γ) ο ζωγράφος Παναγιώτης Λεμπέσης, δ) οι δύο πρώτοι, ε) κανείς
από τους παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
β) ο μηχανικός Βασίλειος Δροσινός.

Κριτήριο αξιολόγησης 2
Στη δημοσίευση της Τίρυνθας υπάρχουν α) κυρίως σχέδια αποτύπωσης, β) μόνο σχέδια αποτύπωσης, γ)
αξονομετρικά σχέδια, δ) τίποτε από τα παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
α) κυρίως σχέδια αποτύπωσης.

Κριτήριο αξιολόγησης 3
Στο έργο του Dörpfeld Alt-Ithaka τα σχέδια έγιναν από α) τον ίδιο το Dörpfeld β) τον Παναγιώτη Σούρσο γ) ένα
αξιωματικό του Κάιζερ δ) όλους τους παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
δ) όλους τους παραπάνω.

Κριτήριο αξιολόγησης 4
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια των δημοσιεύσεων του Τσούντα είναι α) πολλά αλλά εμπειριστικά, β) λίγα αλλά
ερμηνευτικά, γ) ελάχιστα, δ) σχετικά λίγα, λιτά και σε μεγάλο βαθμό ανασκαφικά.

Απάντηση / Λύση
δ) σχετικά λίγα, λιτά και σε μεγάλο βαθμό ανασκαφικά.

Κριτήριο αξιολόγησης 5
Τα σχέδια του ανακτόρου της Κνωσού εκπόνησαν α) οι αρχιτέκτονες της ανασκαφής, β) οι αρχιτέκτονες οι
αρχαιολόγοι και οι σχεδιαστές του ερευνητικού προγράμματος του Evans, γ) o Dörpfeld, δ) o Duncan Mackenzie.

169
Απάντηση / Λύση
β) οι αρχιτέκτονες οι αρχαιολόγοι και οι σχεδιαστές του ερευνητικού προγράμματος του Evans.

Κριτήριο αξιολόγησης 6
Ο Evans χρησιμοποίησε τα σχέδια των αρχιτεκτόνων α) όπως εκείνος έκρινε, β) όπως του είπαν οι αρχιτέκτονες,
γ) όπως του είπε ο στενός του συνεργάτης Duncan Mackenzie, δ) όλα τα παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
α) όπως εκείνος έκρινε.

Κριτήριο αξιολόγησης 7
Ο πιο συχνός τύπος σχεδίου στο τετράτομο έργο του Evans The Palace of Minos είναι α) οι κατόψεις, β) οι ελεύθερες
αναπαραστάσεις, γ) οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, δ) οι στρωματογραφικές τομές.

Απάντηση / Λύση
α) οι κατόψεις.

170
Κεφάλαιο 7. Η αιγαιακή έρευνα από τα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του
20ού αιώνα: εμπειρισμός, λιτότητα και σχηματικότητα
Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις δημοσιεύσεις θέσεων του προϊστορικού Αιγαίου που εκδόθη-
καν από τα τέλη του 19ου έως και τα μέσα του 20ού αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή η προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου
συγκροτήθηκε ως ιδιαίτερο πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης. Η διαδικασία συγκρότησης στηρίχθηκε σε πολλές εκτενείς
ανασκαφές γνωστών θέσεων, όπως είναι τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και των Μαλίων, καθώς και σε άλλες
λιγότερο γνωστές, οι οποίες όμως επηρέασαν την εξέλιξη της έρευνας για πολλές δεκαετίες, όπως είναι οι ανασκαφές του
Αμερικανού Carl W. Blegen στην Κοράκου, στις Ζυγουριές και στην Πρόσυμνα της Πελοποννήσου. Οι περισσότερες ανα-
σκαφές απασχόλησαν αρχιτέκτονες για την εκπόνηση των σχεδίων. Ωστόσο ο ρόλος των τελευταίων άρχισε σταδιακά να
μειώνεται, καθώς τα σχέδια περιορίζονταν συχνά στην αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ενώ τα προοπτικά,
τα αξονομετρικά σχέδια, αλλά και οποιαδήποτε άλλα σχέδια εμπεριείχαν αποκατάσταση της μορφής των προϊστορικών
κτηρίων μειώθηκαν σε αριθμό και συχνότητα κατά πολύ. Επικράτησε επομένως ο εμπειρισμός, δηλαδή η προσήλωση
στην πιστή απεικόνιση των δεδομένων, και ο θετικισμός, δηλαδή η άποψη ότι η πιστή απεικόνιση που ζητούσε η έρευνα
υπηρετούνταν με σχέδια ορθής προβολής, όπως οι κατόψεις και οι τομές, δηλαδή σχέδια που δείχνουν τα προϊστορικά κα-
τάλοιπα μέσα από μια ορθολογική και άρα αντικειμενική γωνία. Οι εξελίξεις στη μορφή και στο ρόλο των αρχιτεκτονικών
σχεδίων σχετίζονται με τη σταδιακή στροφή των αρχαιολόγων του προϊστορικού Αιγαίου στο παράδειγμα της παραδοσι-
ακής αρχαιολογίας ή ιστορίας του πολιτισμού, το οποίο άρχισε να κυριαρχεί στην αγγλόφωνη και στη συνέχεια και στην
υπόλοιπη έρευνα από το Μεσοπόλεμο και μετά.

1. Εισαγωγή

Το προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε σε τέσσερις πατριαρχικές μορφές της προϊστορικής αρχαιολογίας στο Αιγαίο.
Οι Schliemann, Dörpfeld, Τσούντας και Evans έθεσαν τις βάσεις και σε επίπεδο ευρημάτων, αλλά και ως προς τη μεθο-
δολογία της έρευνας κατά την περίοδο 1875‑1935. Ο Schliemann μετέφερε την ομηρική αρχαιολογία από το πεδίο των
περιηγητών στο χώρο της ανασκαφής, ενώ η συνεργασία του με τον Dörpfeld, άνοιξε το δρόμο για τη σχεδίαση και τη
μελέτη της προϊστορικής αρχιτεκτονικής από ειδικευμένους αρχιτέκτονες. Ο Τσούντας συστηματοποίησε την αρχαιο-
λογική έρευνα για το μεγαλύτερο μέρος της νότιας και κεντρικής ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και για τις Κυκλάδες.
Η λιτή του προσέγγιση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όρισε τις απολύτως απαραίτητες ενέργειες για τη σχεδίαση και τη
μελέτη τους. Ο Evans ουσιαστικά δημιούργησε τη μινωική αρχαιολογία. Μολονότι προτίμησε κατεξοχήν επαγγελμα-
τίες αρχιτέκτονες και όχι ειδικευμένους στα αρχαία μνημεία, αξιοποίησε τις ικανότητές τους στο έπακρο και πρόσφερε
μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ανακτόρου της Κνωσού, με όσες αδυναμίες μπορεί να φαίνεται ότι έχει αυτή σήμε-
ρα, έναν αιώνα και πλέον από την έναρξη των ανασκαφών στη θέση.
Οι τέσσερις αυτοί ερευνητές δεν ήσαν οι μοναδικές προσωπικότητες της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αι-
γαίου κατά την εποχή αυτή. Αντίθετα η τότε έρευνα χαρακτηρίζεται από πληθώρα ισχυρών ερευνητικών παρουσιών.
Με μια γρήγορη ματιά στις δημοσιεύσεις των ανασκαφών της εποχής ξεχωρίζει κανείς τους Βρετανούς C. Bosanquet,
R. Dawkins, J. Droop, D. Hogarth, W. Lamb, D. Mackenzie, J. Myres και A. Wace, τον Αμερικανό C. Blegen και τους
ομοεθνείς του H. Goldman, R. Seager και H. Boyd-Hawes, τον Καναδό H. Thompson, τους Γάλλους F. Chapouthier,
J. Charbonneaux, L. Renaudin και H. και M. van Effenterre, τους Ιταλούς L. Banti, L. Bernabò Brea, A. Dela Seta, F.
Halbherr, D. Levi και L. Pernier, τους Γερμανούς H. Bulle, G. Karo, E. Kunze, K. Müller και H. Rodenwaldt καθώς και
το Σουηδό A. Persson. Παράλληλα με αυτούς έδρασαν οι Έλληνες Α. Κεραμόπουλος, Σ. Ξανθουδίδης, Σ. Μαρινάτος,
Γ. Μυλωνάς και Ι. Χατζηδάκις. Εξαιτίας όλων αυτών των τόσο πολλών και έντονων προσωπικοτήτων η προϊστορική
αρχαιολογία του Αιγαίου συγκροτήθηκε τότε μέσα από μια δυναμική σχέση μεταξύ πολλών προσωπικών ερμηνειών
των ευρύτερων επιστημολογικών παραδόσεων και καινοτομιών της εποχής. Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό την
κατέστησε διακριτό πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης με μεθοδολογική πολυσυλλεκτικότητα. Αν και ο ίσκιος των
αυθεντιών του πρώιμου 20ού αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα βαρύς και συχνά παγίωσε τις κατοπινές αναζητήσεις της έρευνας,
υπήρξαν παράλληλα και έντονες μεθοδολογικές ζυμώσεις.
Ένα πρώτο ζητούμενο των ζυμώσεων αυτών ήταν ο επαναπροσδιορισμός με την αρχαιογνωστική έρευνα, δη-
λαδή τη δυνατότητα ταύτισης των προϊστορικών μνημείων με τις αναφορές των ομηρικών επών και των υπολοίπων
αρχαίων κειμένων. Κατ’ επέκταση ετίθετο το ζήτημα της σχέσης της προϊστορικής με την κλασική αρχαιολογία. Μο-
λονότι εδραιωνόταν ολοένα και περισσότερο η πεποίθηση ότι ένα μεγάλο μέρος των προϊστορικών ευρημάτων δεν
ήταν δυνατόν να ενταχθεί σε αρχαιογνωστικές ταυτίσεις και η προϊστορική αρχαιολογία είχε αρχίσει να κινείται σε
κατεύθυνση ουσιαστικής επιστημολογικής χειραφέτησης, ήταν αναπόφευκτες οι συγκρίσεις με τα ευρήματα της κλα-
σικής αρχαιότητας και τις πρακτικές διερεύνησής τους. Για άλλους ερευνητές τα προϊστορικά κατάλοιπα έπρεπε να
μελετηθούν εντελώς αυτόνομα, για άλλους όμως η προϊστορία ήταν κυριολεκτικά προ-ιστορία, δηλαδή προστάδιο των
171
ιστορικών χρόνων. Αντίστοιχα η προϊστορική αρχιτεκτονική ήταν δυνατόν να μελετηθεί ως λιγότερο εξελιγμένη εκδοχή
της κλασικής αρχιτεκτονικής.
Ένα δεύτερο ζητούμενο των επιστημολογικών ζυμώσεων της εποχής ήταν η διαμόρφωση της ανασκαφικής
μεθοδολογίας και το πέρασμα σε ολοένα και πιο στρωματογραφικές τεχνικές ανασκαφής. Στον διεθνή χώρο η στρωμα-
τογραφία άρχισε να εδραιώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1920, επομένως οι ανασκαφική πρακτική σε όλο το πρώτο
μισό του 20ού αιώνα και ειδικά στην προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειραματική.
Η στρωματογραφία είχε άμεση επίπτωση στον τρόπο αντιμετώπισης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώς τους
αφαιρούσε τον κυρίαρχο ρόλο στη διάκριση πολιτισμικών φάσεων και άρα στη σχετική χρονολόγηση των ευρημάτων.
Η τελευταία προοδευτικά στηρίχτηκε στη συνεξέταση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, της τυπολογίας της κεραμικής
και των επιχώσεων. Η προσέγγιση αυτή άρχισε σταδιακά να αποκεντρώνει το ρόλο του αρχιτέκτονα στην ανασκαφή
και να περιχαρακώνει τη μελέτη της αρχιτεκτονικής, ενώ αντίθετα ο ρόλος του αρχαιολόγου άρχισε να ενισχύεται. Το
φαινόμενο αυτό είναι εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι η αρχαιολογία στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μια νεαρή, αλλά
συγκροτημένη και αυτόνομη επιστήμη.
Η έμφαση της επιστήμης αυτής δόθηκε στη χρονολόγηση, εξού και το ενδιαφέρον για τη στρωματογραφία και
την τυπολογία, αλλά μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο χώρεσαν διαφορετικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Η αρχαιογνω-
σία, η οποία ήδη αναφέρθηκε, ενδιαφερόταν για τη χρονολόγηση διότι έτσι ήταν δυνατόν να διακριθούν μνημεία και
ολόκληρες αρχαιολογικές θέσεις που μπορούσαν να τοποθετηθούν με ασφάλεια στο χρόνο και έτσι να ταυτιστούν με
τις αναφορές των αρχαίων κειμένων. Η προσέγγιση αυτή δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία στη λεπτομερή τυπολογική
κατάταξη των ευρημάτων, ενώ, όπως αναφέρθηκε, δεν αντιμετώπιζε την προϊστορία ως αυτόνομη περίοδο, αλλά ως
προστάδιο της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Για το λόγο αυτό πολλοί από τους προϊστορικούς αρχαιολόγους αντιμε-
τώπιζαν τα προϊστορικά κατάλοιπα μέσα από μια κλασική οπτική, θεωρώντας τα προκλασικά. Αυτό σήμαινε ότι και
οι μέθοδοι και οι τεχνικές που υιοθετούσαν στο πεδίο επηρεάζονταν από τις αντίστοιχες κατευθύνσεις της κλασικής
έρευνας, η οποία συνήθιζε να αξιοποιεί την παράδοση των περιηγητών και να αποτείνεται σε αρχιτέκτονες για την
αποτύπωση, καταγραφή και μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Έτσι άλλωστε ασχολήθηκε με την προϊστορική
αρχαιολογία ο Dörpfeld.
Τον 20ό αιώνα η αρχαιογνωσία άρχισε να περιορίζεται στους κύκλους των αρχαιολόγων που εργάζονταν στην
Ελλάδα, στην Ιταλία και εν μέρει και στην Εγγύς Ανατολή. Οι υπόλοιποι αρχαιολόγοι άρχισαν να ξεφεύγουν από τον
πολιτισμικό δαρβινισμό και να εντάσσονται στο νέο παράδειγμα της λεγόμενης «ιστορίας του πολιτισμού» ή «πολιτι-
σμικοϊστορικής αρχαιολογίας». Στο παράδειγμα αυτό κάποιοι αρχαιολόγοι, όπως ο Evans, υιοθέτησαν την προσέγγιση
της αυτοκρατορικής αφήγησης. Για την προσέγγιση αυτή η Ελλάδα, προϊστορική και αρχαία, μεταλαμπάδευσε τον
πολιτισμό από τις προϊστορικές αυτοκρατορίες της Εγγύς Ανατολής στις σύγχρονες αυτοκρατορίες της Ευρώπης. Μο-
λονότι και αυτή η κατεύθυνση σεβόταν και καλλιεργούσε τις κλασικές σπουδές, η μεθοδολογική της προτίμηση ήταν
η σύγκριση τυπολογικών χαρακτηριστικών των υλικών καταλοίπων από διαφορετικές περιοχές της ανατολικής Μεσο-
γείου με στόχο τη σκιαγράφηση της εξέλιξης του πολιτισμού. Εδώ η προϊστορική αρχιτεκτονική ενδιέφερε ως ένα πο-
λιτισμικό χαρακτηριστικό που μπορούσε να αποτελέσει δείκτη αφενός των επιρροών μεταξύ πολιτισμών και αφετέρου
της προόδου που συντελέστηκε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ερμηνευτικό αφήγημα του Evans, σύμφωνα με
το οποίο η Κρήτη επηρεάστηκε από την Αίγυπτο, για να αναπτύξει όμως τον δικό της ανακτορικό πολιτισμό, τον οποίο
στη συνέχεια διέδωσε στην ηπειρωτική μυκηναϊκή Ελλάδα.
Μια τρίτη κατεύθυνση, η πιο ισχυρή από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά, υπήρξε η ιστορία του πολιτισμού
ή πολιτισμικοϊστορική αρχαιολογία. Η κατεύθυνση αυτή θεωρούσε ότι τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των αρχαιολογι-
κού υλικού μπορούν να δείξουν πολιτισμούς, δηλαδή ομάδες ανθρώπων με κοινή ταυτότητα. Η ιστορία του πολιτισμού
προσπάθησε να αποκοπεί από την αρχαιογνωστική παράδοση και να δώσει έμφαση στη μελέτη των ίδιων των υλικών
καταλοίπων ως κομματιών της στρωματογραφίας και της κατάρτισης της χρονολογικής αλληλουχίας της εκάστοτε αρ-
χαιολογικής θέσης. Έτσι η μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και άρα και τα αρχιτεκτονικά σχέδια που βοηθούν
αυτή τη μελέτη άρχισαν να εγγράφονται στο πλαίσιο των ανασκαφικών εργασιών και να αποτελούν ερευνητικό καθή-
κον του αρχαιολόγου και μάλιστα του διευθυντή της ανασκαφής. Με αυτή την αλλαγή ξεκίνησε μια ‑συχνά υποσυνεί-
δητη‑ αργή και σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου του αρχιτέκτονα, ενώ τα αρχιτεκτονικά σχέδια άρχισαν να θεωρούνται
ολοένα και περισσότερο αρχαιολογικά σχέδια, με αποκορύφωμα την έκδοση εγχειριδίων αρχαιολογικού σχεδίου της
δεκαετίας του 1970 και του 1980 (βλ. κεφάλαια 3 και 4).
Η ιστορία του πολιτισμού διακρίθηκε σε δύο τάσεις. Η πρώτη τάση αρκούνταν στη μελέτη της τυπολογίας του
αρχαιολογικού υλικού και στη διάκριση των γεωγραφικών και χρονολογικών ορίων επιμέρους πολιτισμών. Η δεύτερη
τάση ήταν εθνοκεντρική. Προσέθεσε στην πολιτισμική ταυτότητα την κοινή βιολογική καταγωγή και αναζήτησε τις
αιτίες των αλλαγών του υλικού πολιτισμού στη δράση φύλων. Έχει εξεταστεί ήδη το εύγλωττο παράδειγμα της εθνοκε-
ντρικής έρευνας του Τσούντα. Αυτή η ερευνητική κατεύθυνση βρήκε απήχηση στην κεντρική Ευρώπη και τη δεκαετία
του 1930 στρεβλώθηκε στη ναζιστική αρχαιολογία, η οποία προσπάθησε να δείξει ότι η λεγόμενη άρια φυλή υπήρξε το
ισχυρότερο φύλο της ευρωπαϊκής προϊστορίας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η πτώση του ναζισμού είχαν ως αποτέ-
172
λεσμα μια ερευνητική αναδίπλωση πολλών παραδοσιακών αρχαιολόγων, οι οποίοι εστίασαν στην εμπειριστική μελέτη
του αρχαιολογικού υλικού και ανέπτυξαν μια επιφυλακτικότητα όσον αφορά τη διατύπωση ερμηνειών. Το ερμηνευτικό
αυτό «μούδιασμα» οφείλεται και στις γενικότερες επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος στη διεξαγωγή της αρχαιολογικής
έρευνας.
Συνακόλουθα οι επιστημολογικές εξελίξεις της αρχαιολογικής επιστήμης υπήρξαν σύμφυτες με το ευρύτερο
ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Το διάστημα αυτό είναι αρκετά
μακρύ και με καθοριστικές εξελίξεις στην αρχαιολογική επιστήμη, αλλά και στο ευρύτερο ιστορικό και κοινωνικό της
πλαίσιο. Η μετάβαση του δυτικού κόσμου από τη βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα στη σύγχρονη μεταπολεμι-
κή κατάσταση δεν ήταν ούτε απλή, ούτε άμεση, ούτε ευθύγραμμη. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρονται οι δύο παγκόσμιοι
πόλεμοι, το κραχ και ο μετασχηματισμός του βιομηχανικού οικονομικοκοινωνικού μοντέλου, η άνοδος και η πτώση του
φασισμού και η εμφάνιση του κομμουνισμού.
Η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά στις εξελίξεις αυτές, ενώ γνώρισε και επιπλέον πολέμους, τα σύνορα του κράτους
αυξομειώθηκαν, η πολιτική ζωή κυριαρχήθηκε από στρατιωτικά κινήματα και εντέλει η δεκαετία του 1950 βρήκε τη
χώρα στο πλευρό του δυτικού κόσμου, με αυστηρό πολιτικό καθεστώς και δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Αντίστοιχα
πολλές ήσαν και οι πνευματικές εξελίξεις. Από τα τέλη του 19ου έως και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
οι παλαιές νεοκλασικές και ακαδημαϊκές τάσεις σημείωναν συνεχή υποχώρηση. Παράλληλα αναδύθηκε η μοντέρνα
τέχνη. Η ανάδυση αυτή εμπεριείχε τη διαδοχή αλλεπάλληλων καλλιτεχνικών κινημάτων, όπως του ρομαντισμού και
του ιμπρεσιονισμού του 19ου αιώνα, του φουτουρισμού, του εξπρεσιονισμού ή του υπερρεαλισμού του μεσοπολέμου
και της αφηρημένης τέχνης της δεκαετίας του 1950.
Η προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου επηρεάστηκε από τις διεθνείς ιστορικές και επιστημολογικές εξελί-
ξεις, αλλά προσαρμόστηκε στο ιδιαίτερο πολιτικοκοινωνικό και πνευματικό κλίμα που επικρατούσε τότε στην Ελλά-
δα. Μολονότι η έρευνα κινήθηκε στο χώρο της παραδοσιακής αρχαιολογίας ή της ιστορίας του πολιτισμού, άλλοτε
με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο έντονες εθνοκεντρικές προτιμήσεις, η ιδιαίτερη σύνδεση με την παλαιότερη
αρχαιογνωσία και τα ερωτήματα ταύτισης των θέσεων που αναφέρουν τα ομηρικά έπη διατηρήθηκε. Το μείγμα επι-
στημολογικού συντηρητισμού και πρωτοπορίας είχε επιπτώσεις και στη θέση των αρχιτεκτόνων στις αρχαιολογικές
έρευνες. Οι τελευταίοι είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν το ενδιαφέρον τους για τις αρχαιότητες. Οι εξελίξεις στην επι-
στήμη της αρχιτεκτονικής την απομάκρυναν από το νεοκλασικισμό και την οδήγησαν σταδιακά στη μοντέρνα αρχι-
τεκτονική. Οι αρχιτέκτονες που ασχολούνταν με το σχεδιασμό νέων κτηρίων, δηλαδή την αρχιτεκτονική σύνθεση,
σταμάτησαν σταδιακά να ενδιαφέρονται να αντιγράψουν τις μορφές της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Άλλωστε
ένας από τους λόγους της δημοφιλίας του μινωικού πολιτισμού ήταν η αισθητική των αποκαταστάσεων της Κνωσού
από τον Evans και τους αρχιτέκτονές του. Η αισθητική αυτή δεν ήταν μόνο τολμηρή, αλλά και αντικλασικιστική,
καθώς είχε συνάφεια με τον δημοφιλή για το Μεσοπόλεμο ρυθμό αρ ντεκό. Η αποκλίνουσα πορεία αρχαιολόγων και
αρχιτεκτόνων όμως δεν ήταν τόσο έντονη στην Ελλάδα, όπως ήδη φάνηκε από τη σημασία της παρουσίας τους στην
Τίρυνθα και την Κνωσό.
Τίθεται όμως το ερώτημα τι έγινε με τις υπόλοιπες ανασκαφές προϊστορικών θέσεων; Πόσο πολύ επηρέασαν
αυτοί οι πρωτοπόροι τους σύγχρονούς τoυς ερευνητές; Ποιος ήταν ο ρόλος των αρχιτεκτονικών σχεδίων μέσα στο
μεικτό επιστημολογικό πλαίσιο της αρχαιολογίας του Αιγαίου; Πώς εξελίχθηκε η συμμετοχή των αρχιτεκτόνων στο
σύνολο των ανασκαφών και των δημοσιεύσεων προϊστορικών θέσεων κατά τα πρώτα 50 χρόνια του 20ού αιώνα; Τα
αρχιτεκτονικά σχέδια των πρώτων ανασκαφών δείχνουν συνέχιση του αρχαιογνωστικού και αρχαιοδιφικού πλαισίου
έρευνας ή άρχισαν και αυτά να εκφράζουν την προϊούσα ανασκαφική προσέγγιση των καταλοίπων του παρελθόντος;
Με αυτά τα ειδικά ερωτήματα, αλλά και με γενικότερο στόχο την περιγραφή της συμβολής των αρχιτεκτονικών σχεδίων
στην αποτύπωση, μελέτη και ερμηνεία της προϊστορικής αρχιτεκτονικής στο Αιγαίο, το παρόν κεφάλαιο εξετάζει τις
τελικές δημοσιεύσεις ανασκαφικών προγραμμάτων από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1950.
Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα είχαν δημοσιευθεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Αναπό-
φευκτα υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως οι δημοσιεύσεις των ανασκαφών στην Πολιόχνη της Λήμνου (1964, 1976), στην
Αγία Τριάδα της Κρήτης (1977) και στο Μπερμπάτι στην Πελοπόννησο (1965). Πρόκειται για ανασκαφές που διενερ-
γήθηκαν πριν ή αμέσως μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά άργησαν να δημοσιευθούν για διάφορους λόγους.
Η παρουσίαση των δημοσιεύσεων γίνεται κατά ομάδες με κριτήριο την εθνικότητα των ανασκαφέων. Το πρώτο μισό
του 20ού αιώνα υπήρξε έντονα εθνοκεντρικό. Το γεγονός αυτό επηρέασε και τη διεξαγωγή της αρχαιολογικής έρευνας,
ιδίως στην Ελλάδα, όπου δραστηριοποιούνταν κατεξοχήν οι λεγόμενες ξένες αρχαιολογικές σχολές. Παρουσιάζονται
πρώτα οι γερμανικές έρευνες, επειδή οι Schliemann και Dörpfeld ήσαν Γερμανοί, στη συνέχεια οι ελληνικές δημοσι-
εύσεις, διότι οι Έλληνες βρίσκονταν σε σημαντικό βαθμό υπό γερμανική επιστημολογική και ευρύτερα πνευματική
επιρροή. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι αμερικανικές, οι γαλλικές, οι σουηδικές και τέλος οι βρετανικές ανασκαφές.

173
2. Οι προϊστορικές έρευνες των Ελλήνων αρχαιολόγων: εμπειρισμός και εθνοκεντρι-
σμός

Στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ανασκαφικών εργασιών με τη μορφή
μονογραφίας δεν συνηθιζόταν πολύ στην Ελλάδα. Άλλωστε και ο Χρήστος Τσούντας προτίμησε να δημοσιεύσει πολ-
λές από τις ανασκαφές του σε εκτενή άρθρα. Οι δύο μονογραφίες του για τον μυκηναϊκό πολιτισμό και τη νεολιθική
Θεσσαλία συνδυάζουν τη δημοσίευση δεδομένων με τη σύνθεση για την πολιτισμική εξέλιξη κατά την προϊστορία.
Μόνο δύο Έλληνες αρχαιολόγοι δημοσίευσαν τις ανασκαφές τους σε μονογραφίες: ο Παναγής Καββαδίας και ο Ιωσήφ
Χατζηδάκις (Εικόνα 7.1). Τα έργα αυτά είναι σημαντικά διότι εκδόθηκαν σε μια ρευστή περίοδο διαμόρφωσης της ελ-
ληνικής αρχαιολογίας, στην οποία συνέβαλαν ενεργά και ο Καββαδίας και ο Χατζηδάκις με το ερευνητικό, αλλά και το
διοικητικό τους έργο. Επομένως υπήρξαν και οι δύο σημαίνουσες αρχαιολογικές προσωπικότητες της εποχής τους, στην
ίδια γραμμή με τους σύγχρονούς τους πρωτοπόρους της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου.

Εικόνα 7.1 Ο Παναγής Καββαδίας και ο Ιωσήφ Χατζηδάκις

2.1. Τα προϊστορικά κατάλοιπα της Ακρόπολης των Αθηνών

Κατά τα έτη 1885‑1890 ο Καββαδίας διεξήγαγε ανασκαφικές έρευνες στην Ακρόπολη των Αθηνών. Στόχος των ερευ-
νών αυτών ήταν η αφαίρεση των επιχώσεων έως και το επίπεδο του φυσικού βράχου, ώστε να αποκαλυφθούν κατά το
δυνατόν περισσότερα μνημεία (Καββαδίας & Kawerau, 1907, σ. 21). Η ανασκαφή επεκτάθηκε σε ολόκληρο το λόφο και
στο χώρο γύρω από την Ακρόπολη. Το προϊστορικό ενδιαφέρον αυτών των ανασκαφών έγκειται στα τμήματα τείχους
και τοίχων που εντοπίστηκαν κυρίως στη βόρεια, αλλά και στη νότια πλευρά του πλατώματος της Ακρόπολης. Οι τοίχοι
βόρεια και βορειοανατολικά του Ερεχθείου ερμηνεύθηκαν αρχικά ως κατάλοιπα μυκηναϊκού ανακτόρου (Καββαδίας &
Kawerau, 1907, σ. 87‑90), αλλά η ερμηνεία αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό λανθασμένη, καθώς τα βέβαια προϊστορικά
κατάλοιπα στην περιοχή αυτή περιορίζονται σε ένα δωμάτιο και κάποια αναλημματικά άνδηρα (Ιακωβίδης, 1962, σ.
55‑65. Παντελίδου, 1975, σ. 24‑25).
Παρά την παραχρονολόγηση των ευρημάτων της ανασκαφής η δημοσίευση των Καββαδία και Kawerau έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της έρευνας. Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί το μεγάλο σχήμα της έκδοσης (folio,
36 x 51 εκ.), το οποίο επέτρεψε τη δημοσίευση μεγάλου μεγέθους σχεδίων. Τα τελευταία (Video 7.1) περιλαμβάνουν
επτά κατόψεις σε έγχρωμους δισέλιδους πίνακες στο τέλος του βιβλίου, δύο αρχιτεκτονικές τομές σε έναν μονοσέλιδο
ασπρόμαυρο πίνακα τέλους και τέσσερις εσωτερικές όψεις του τείχους σε δύο μονοσέλιδους ασπρόμαυρους πίνακες
τέλους. Υπάρχει επίσης μια κάτοψη και μια τομή εντός του κειμένου, που όμως δεν αφορά την προϊστορική φάση της
Ακρόπολης. Τα σχέδια ανέλαβε ο ίδιος ο Kawerau και τα υπογράφει.

174
Video 7.1 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στην Ακρόπολη (Καββαδίας & Kawerau, 1907), όπου
αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

Η γενική κάτοψη επιγράφεται «Τοπογραφικόν Σχέδιον», και όντως αποτυπώνει τις ισοϋψείς καμπύλες της
κορυφής του λόφου. Οι τοίχοι αποδίδονται με περίγραμμα, εκτός από τα τμήματα της προϊστορικής οχύρωσης, που
αποτυπώνονται λίθο λίθο. Η χρήση του χρώματος στη γενική κάτοψη ποικίλλει, αν και εξηγείται στο υπόμνημα. Άλλοτε
σημαίνει τοίχους από συγκεκριμένο υλικό δόμησης (π.χ. μάρμαρο, πειραϊκό λίθο), άλλοτε τεχνική δόμησης (κυκλώ-
πεια, πολυγωνική), άλλοτε μεταγενέστερους τοίχους και άλλοτε σχεδιαστικές αποκαταστάσεις. Η πορεία των τοίχων
αποκαθίσταται, μόνο όμως όπου η αποκατάσταση είναι εύλογη. Στις υπόλοιπες κατόψεις ακολουθείται το ίδιο σύστη-
μα χρωματικού συμβολισμού, αλλά όλοι οι τοίχοι είναι αποτυπωμένοι λίθο λίθο, ο βράχος αποδίδεται ζωγραφικά και
οι υψομετρικές διαφορές σημειώνονται με τις αριθμητικές τους τιμές. Οι τομές είναι εξίσου λιτές. Και στις δύο έχει
σχεδιαστεί η αντίστοιχη όψη του Παρθενώνα, αποδίδοντας και πάλι το βάθος. Στις όψεις το τείχος αποδίδεται με πολύ
μεγαλύτερη παραστατικότητα, η οποία δίνει μια σχεδόν ζωγραφική αίσθηση.
Τα χαρακτηριστικά των σχεδίων του τόμου της Ακρόπολης εναρμονίζονται πλήρως με το μεθοδολογικό πλαί-
σιο που είχε θέσει ο Dörpfeld: κυριαρχία των ορθών προβολών, ενδεικτική ή συμβολική απόδοση του βάθους ή του
ύψους, έμφαση στους τοίχους και στην τοιχοδομία, ελάχιστη έως καθόλου αποκατάσταση, παρά μόνο όταν είναι σχε-
τικά ασφαλής. Λίγο διαφορετική εικόνα δείχνει το αρχείο σχεδίων του Kawerau (1974), καθώς περιλαμβάνει στρωμα-
τογραφικές τομές, προοπτικά σχέδια, αλλά και σχέδια κατασκευαστικών λεπτομερειών που δεν συμπεριλήφθηκαν στη
δημοσίευση. Επομένως η εικονογράφηση της δημοσίευσης είναι αποτέλεσμα μιας επιστημολογικής διεργασίας επιλο-
γής από πλευράς Kawerau, στον οποίο ανατέθηκε και η συγγραφή του κειμένου για την αρχιτεκτονική. Το κεφάλαιο
αυτό αποτελεί το μισό του συνόλου της δημοσίευσης και φέρει τον δηλωτικό του περιεχομένου του τίτλο «Ερμηνεία
των Πινάκων». Ο Kawerau σχολιάζει μία μία τις επιμέρους κατόψεις και αναφέρει τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της
περιοχής που απεικονίζει η καθεμιά από αυτές. Οι πληροφορίες αφορούν λιγότερο την ανασκαφή και περισσότερο τη
175
μορφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώς και τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης. Επομένως βλέπουμε και πάλι ότι
η μεθοδολογική προσέγγιση του Dörpfeld και μάλιστα το λιτό, εμπειριστικό και μετρητικό κομμάτι της επηρέασαν την
έρευνα κατά τη στροφή από τον 19ο στον 20ό αιώνα.

2.2. Οι μινωικές επαύλεις της Τυλίσσου

Το 1909 ο Χατζηδάκις άρχισε να ανασκάπτει την Τύλισσο, μια θέση δυτικά του Ηρακλείου Κρήτης. Οι εργασίες πεδί-
ου διήρκεσαν μέχρι το 1913. Κυριότερο εύρημά τους ήταν τρεις ΥΜ Ι επαύλεις. Εντοπίστηκαν όμως ΜΜ και ΥΜ ΙΙΙ
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και ευρήματα των ιστορικών χρόνων. Η δημοσίευση της ανασκαφής καθυστέρησε
(Hazzidakis, 1934), εν μέρει εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εν μέρει επειδή ο ανασκαφέας περίμενε τη δη-
μοσίευση της Κνωσού, της Φαιστού και της Αγίας Τριάδας για να έχει συγκριτικό υλικό για μελέτη.
Ο τόμος περιλαμβάνει 19 αρχιτεκτονικά σχέδια σε 15 εικόνες εντός κειμένου και τέσσερα σχέδια σε πίνακες
(Video 7.2). Επιπλέον στο εξώφυλλο του βιβλίου υπάρχει ένα ελεύθερο σχέδιο προοπτικής αναπαράστασης των επαύ-
λεων. Το σχέδιο αυτό απεικονίζει μόνο τα κτήρια και αποδίδει με έντονη διαγράμμιση και με τρόπο πολύ σχηματικό το
υπόβαθρο και τη βλάστηση του περιβάλλοντος χώρου. Πρότυπο της εικόνας ήταν ενδεχομένως το λεγόμενο «Μωσαϊκό
της Πόλης», ένα ΜΜ σύνολο πλακιδίων φαγεντιανής από την Κνωσό. Κάθε πλακίδιο είναι και ένα ομοίωμα κατοικίας.
Σε όλα τα ομοιώματα υπάρχει έντονη η απόδοση των ξύλινων ενισχύσεων της τοιχοδομίας, η οποία έχει απεικονιστεί
εξίσου ανάγλυφα και στο ελεύθερο σχέδιο της Τυλίσσου.

Video 7.2 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ερευνών στην Τύλισσο (Hazzidakis, 1934), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

176
Στα υπόλοιπα σχέδια της δημοσίευσης κυριαρχούν οι κατόψεις. Η γενική κάτοψη της θέσης βρίσκεται σε μεγά-
λου μεγέθους αναδιπλούμενο πίνακα στο τέλος του βιβλίου. Οι τοίχοι αποδίδονται σχηματικά, καθώς έχουν αποτυπωθεί
μόνο τα περιγράμματά τους. Η πορεία τους αποκαθίσταται σποραδικά, στα απολύτως εύλογα σημεία, με τρόπο σαφή
και ξεκάθαρο. Με διαφορετικά χρώματα αποδίδονται τοίχοι επιμέρους χρονολογικών φάσεων. Στην κάτοψη επίσης
σημειώνονται οι κυριότερες σταθερές κατασκευές, τα πλακοστρωμένα σημεία, καθώς και οι πίθοι κατά χώρα. Παρό-
μοιες είναι οι τρεις επιμέρους κατόψεις των επαύλεων, οι οποίες τοποθετούνται σε πίνακες ανάμεσα στις σελίδες του
κειμένου. Αξιοσημείωτη και στις τρεις επιμέρους κατόψεις είναι η απόδοση των τοίχων με διαγώνια διαγράμμιση και
όχι, όπως σε άλλες δημοσιεύσεις, με μαύρο χρώμα. Αν και καθαρά αισθητική προτίμηση, δίνει ελαφρύτερη αίσθηση και
τονίζει τη σχηματική σαφήνεια του σχεδίου.
Οι άλλες κατόψεις απεικονίζουν επιμέρους θέματα. Μία από αυτές συγκρίνει την κάτοψη του μυκηναϊκού
μεγάρου της Τίρυνθας με την αντίστοιχη του μινωικού συστήματος αιθουσών της λεγόμενης «αίθουσας των διπλών
πελέκεων» της Κνωσού. Η κάτοψη αυτή θα πρέπει να αποδοθεί στο ενδιαφέρον της τότε έρευνας για τις ομοιότητες και
τις διαφορές μεταξύ μυκηναϊκής και μινωικής αρχιτεκτονικής. Τέσσερις άλλες κατόψεις εστιάζουν σε κλιμακοστάσια,
εισόδους, παραστάδες και μηχανισμούς των θυρών. Τρεις κατόψεις αφιερώνονται σε διαφορές τοιχοδομίας, από τις
οποίες οι δύο αποτυπώνουν τον ίδιο τοίχο σε διαφορετικά επίπεδα. Μάλιστα τα σχέδια αυτά επιγράφονται ως οριζόντιες
τομές. Οριζόντια τομή μπορεί να θεωρηθεί και η επιμέρους κάτοψη του χώρου του φωταγωγού 15 της έπαυλης Γ. Οι πα-
ραπάνω κατόψεις αποτυπώνουν τους τοίχους λίθο λίθο, με εξαίρεση την πρώτη, η οποία είναι σχηματική. Επιπρόσθετα
συμπληρώνουν την πορεία των τοίχων και τη μορφή άλλων αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπου αυτό είναι εφικτό. Τέλος
δίνουν όλες έμφαση στην αποκατάσταση των ξύλινων ενισχύσεων της τοιχοδομίας.
Τα επόμενα σε αριθμό σχέδια είναι οι τέσσερις αρχιτεκτονικές τομές. Μια από αυτές αποτυπώνει τοίχο θεμελι-
ωμένο εν μέρει επάνω σε τοίχο προγενέστερης φάσης. Μια άλλη τομή αποκαθιστά την ανωδομή, καθώς και τη συνέχεια
ζεύγους κιόνων μέχρι το ύψος των κιονοκράνων και του επιστυλίου. Η αποκατάσταση διακρίνεται με απόλυτη σαφή-
νεια σε σχέση με τα σωζόμενα μέρη. Μια τρίτη τομή αποκαθιστά τις ξύλινες ενισχύσεις των πεσσών και της τοιχοδομί-
ας. Τέλος υπάρχουν σχέδια κατασκευαστικών λεπτομερειών (άνω όψη μονολιθικού κατωφλιού, όψη και τομή πήλινου
αγωγού), καθώς και μια εικόνα με κατόψεις επιμέρους παραστάδων, προφανώς για διευκόλυνση της τυπολογικής σύ-
γκρισης. Η δημοσίευση περιλαμβάνει και μια όψη τοίχου με στόχο τη μελέτη των τεχνικών δόμησης. Το ενδιαφέρον
στοιχείο εδώ είναι η απόδοση της σκιάς από τον πλαϊνό τοίχο, η οποία αποδίδει την τρίτη διάσταση.
Συνολικά παρατηρείται μια αντίθεση ανάμεσα στις γενικές και σχηματικές κατόψεις και στις επιμέρους και
λεπτομερείς κατόψεις, η οποία δημιουργεί υποψίες για μια επιστημολογική επιλογή είτε του αρχιτέκτονα που εκπόνησε
τα σχέδια (βλ. παρακάτω) είτε του αρχαιολόγου. Στα σχέδια κατασκευαστικών λεπτομερειών διακρίνεται μια έμφαση
στο ζήτημα των ξύλινων ενισχύσεων και των εισόδων των μινωικών επαύλεων, η οποία προδίδει την ύπαρξη ενδια-
φερόντων για οικοδομικά ζητήματα της μινωικής αρχιτεκτονικής. Μια άλλη συνολική παρατήρηση στα αρχιτεκτονικά
σχέδια αφορά τον διάχυτο σε αυτά εμπειρισμό, καθώς οι αποκαταστάσεις των στοιχείων που δεν σώζονται γίνονται με
φειδώ και προσοχή, μολονότι απαντούν πιο συχνά στα επιμέρους σχέδια παρά στις τέσσερις κύριες και σχηματικές κα-
τόψεις, όπου κανονικά θα αναμένονταν. Τέλος το ελεύθερο σχέδιο της αναπαράστασης δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά
μια οπτικοποίηση της ερμηνείας του ανασκαφέα, η οποία τοποθετείται στο εσώφυλλο για καθαρά αισθητικούς και όχι
αναλυτικούς σκοπούς.
Το κείμενο υποστηρίζει την παραπάνω εικόνα που δίνουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Ο Χατζηδάκις αρχικά
περιγράφει συστηματικά όλα τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Στη συνέχεια προχωράει σε γενικές παρατηρήσεις και
πλήρη ανάλυση της οικοδομικής τέχνης (τεχνικής), όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τα κατάλοιπα της Τυλίσσου.
Εξετάζει λεπτομερώς ζητήματα θεμελίωσης και τοιχοδομίας, τη χρήση του ξύλου, την κατασκευή των δαπέδων, των
στεγών και των ανοιγμάτων (θυρών και παραθύρων), ενώ αναφέρεται και σε ζητήματα φωτισμού, αρχιτεκτονικής
σύνθεσης και χρήσης του χώρου, και τέλος προβληματίζεται για την πρόσβαση στο νερό και την αποχέτευση, καθώς
και για την ύπαρξη χώρων μαγειρείων, κατάλοιπα των οποίων δεν εντόπισε. Πιο συνοπτική είναι η παρουσίαση των
ΜΜ και ΥΜ ΙΙΙ καταλοίπων, καθώς και των καταλοίπων των ιστορικών χρόνων, κυρίως λόγω της αποσπασματικό-
τητάς τους.
Ο συνδυασμός πληρότητας και συστηματικότητας διακρίνει τη δημοσίευση της Τυλίσσου από πολλές άλλες
δημοσιεύσεις της εποχής, αν και παρουσιάζει παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για τη στρωματογραφία. Τα χαρακτηρι-
στικά της δημοσίευσης θα πρέπει να αποδοθούν στην ερευνητική προσωπικότητα του ίδιου του Χατζηδάκι, καθώς επα-
ναλαμβάνονται στις ανασκαφικές του εκθέσεις για το ανάκτορο των Μαλίων (Χατζηδάκις, 1915, 1919). Ταυτόχρονα
θα πρέπει να τον ωφέλησε ιδιαίτερα η συνεργασία με τους αρχιτέκτονες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου
Παναγιώτη Σούρσο και M. Knackenfuss, οι οποίοι εκπόνησαν τα σχέδια. Ειδικά ο Σούρσος, με τον οποίο συνεργάστηκε
πολύ ο Χατζηδάκις, κατάφερε να μεταφέρει και να εκφράσει μέσα από τα αρχιτεκτονικά σχέδια τα ερευνητικά ερωτή-
ματα του αρχαιολόγου.

177
2.3. Το προπολεμικό και μεταπολεμικό έργο του Γεωργίου Μυλωνά

Αν ο Καββαδίας και ο Χατζηδάκις καλύπτουν, μαζί με τον Τσούντα, το πρώτο μισό της περιόδου που εξετάζεται εδώ,
δηλαδή το διάστημα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το Μεσοπόλεμο, οι ανασκαφές και οι δημοσιεύσεις του Γεωργίου
Μυλωνά καλύπτουν το επόμενο διάστημα, από το Μεσοπόλεμο μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Ο Μυλωνάς (Εικόνα 7.2)
είναι κυρίως γνωστός για το ανασκαφικό του έργο στις Μυκήνες, το οποίο διήρκεσε 30 χρόνια, από τις αρχές της δεκα-
ετίας του 1950 έως και το θάνατό του το 1988, και περιλαμβάνει εκτός άλλων τη δημοσίευση του Ταφικού Κύκλου Β΄
(Ιακωβίδης, 2013. Καλογερόπουλος, 2013). Ωστόσο εδώ ενδιαφέρει το προ των Μυκηνών έργο του, το οποίο ανήκει στη
μεσοπολεμική και την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Τότε ο Μυλωνάς ανέσκαψε και δημοσίευσε μια σειρά από θέσεις.
Ανάμεσά τους είναι η νεολιθική Όλυνθος, η ΜΕ‑ΥΕ Ελευσίνα και ο κυρίως ΠΕ, αλλά και ΥΕ Άγιος Κοσμάς Αττικής.

Εικόνα 7.2 Ο Γεώργιος Μυλωνάς.

Video 7.3 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της νεολιθικής Ολύνθου (Mylonas, 1929), όπου αναφέρονται οι
παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια του John Hopkins University Press.

178
2.3.1. Η νεολιθική Όλυνθος

Η Όλυνθος βρίσκεται στη Χαλκιδική και είναι γνωστή κυρίως ως αρχαϊκή και κλασική πόλη. Ανασκάφηκε κατά το
διάστημα 1928‑1939 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών υπό τη διεύθυνση του David Robinson. Οι ερ-
γασίες έφεραν στο φως και λίγα οικιστικά κατάλοιπα της νεολιθικής περιόδου, συγκεκριμένα πέντε κατοικίες και έναν
κλίβανο. Τα ευρήματα ανέλαβε να μελετήσει ο Γεώργιος Μυλωνάς. Tα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν
ένα μόλις έτος μετά την πρώτη ανασκαφική περίοδο, στον πρώτο από τους συνολικά 14 τόμους τελικής δημοσίευσης
της Ολύνθου (Mylonas, 1929). Τα σχέδια εκπόνησε ο ρωσικής καταγωγής αρχιτέκτονας της Γαλλικής Αρχαιολογικής
Σχολής Αθηνών Youri Fomine. Στη γενική κάτοψη της κορυφής του λόφου οι τοίχοι αποτυπώνονται με περίγραμμα
(Video 7.3). Διαφορετικές διαγραμμίσεις αποδίδουν αντίστοιχες ευρείες χρονολογικές φάσεις της θέσης (προϊστορική,
κλασική, βυζαντινή), ενώ τα όρια της ανασκαφής σημειώνονται με τρόπο παραστατικό. Στην επιμέρους κάτοψη της
οικίας Α οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο. Αντίθετα, η επιμέρους κάτοψη της κατοικίας Β είναι σχηματική και τα μη
σωζόμενα μέρη των τοίχων αποκαθίστανται με διακεκομμένες γραμμές. Μια συνολική κάτοψη των κατοικιών B, C και
D συνδυάζει την αποτύπωση των τοίχων λίθο λίθο με την αποκατάσταση των χαμένων τμημάτων τους.
Τα παραπάνω σχέδια προδίδουν μια λιτή προσέγγιση, η οποία μάλλον επιβλήθηκε από την πενιχρότητα των
αρχιτεκτονικών ευρημάτων. Για τον ίδιο λόγο και οι ανασκαφείς και ο μελετητής, ο οποίος είχε επίσης συμμετάσχει
στην ανασκαφή της Ολύνθου, αλλά όχι στην αποκάλυψη των νεολιθικών καταλοίπων, είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην
παρουσίαση των ευρημάτων τους. Έτσι παραθέτουν μια στρωματογραφική τομή, μέσα από την οποία τεκμηριώνουν
τη χρονολόγηση της θέσης. Εκεί φαίνεται ότι η επίχωση αφαιρέθηκε μεν σε αυθαίρετες στρώσεις κατά την ανασκα-
φή, αλλά η στρωματογραφική αλληλουχία παρακολουθήθηκε με λεπτομέρεια, καθώς το διάγραμμα αναφέρει τα είδη
τεχνέργων του κάθε στρώματος, αλλά και τη γεωλογική του σύσταση. Ακόμη πιο λεπτομερής είναι η παρουσίαση του
κλιβάνου, η οποία περιλαμβάνει ένα σχέδιο κάτοψης της περιοχής, τέσσερις κατόψεις, ουσιαστικά οριζόντιες τομές του
κλιβάνου σε διαφορετικά επίπεδα και μια κάθετη τομή αποκατάστασης της μορφής του. Γίνεται μάλιστα χρήση κόκκι-
νου χρώματος για να σημειωθεί η πήλινη λεκάνη για την όπτηση.
Το κείμενο του Μυλωνά επιβεβαιώνει και υπογραμμίζει τα χαρακτηριστικά των σχεδίων. Ξεκινά με παράθεση
της στρωματογραφίας της θέσης και συνεχίζει με λεπτομερή περιγραφή των νεολιθικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων.
Όπου μπορεί, προβαίνει σε παρατηρήσεις για τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης και αποτολμά ακόμη και υποθέσεις
αποκατάστασης της οροφής. Στο μόνο θέμα που δεν δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι η χρήση των χώρων, με εξαίρεση τον
κλίβανο. Τα τέχνεργα αναφέρονται μόνο σε σχέση με την τυπολογική τους κατάταξη σε ιδιαίτερα κεφάλαια της δημο-
σίευσης. Τα συμπεράσματα δεν δίνουν κάποια συνολική συνθετική και ερμηνευτική εικόνα της νεολιθικής κατοίκησης.
Ο Μυλωνάς προτιμά τις πολιτισμικές συγκρίσεις με άλλες περιοχές για να καταλήξει ότι οι κάτοικοι της Ολύνθου δεν
ήσαν ινδοευρωπαϊκό φύλο μόνιμα εγκατεστημένο στη θέση. Συνολικά, η δημοσίευση της Ολύνθου δείχνει εξαιρετικά
επιμελημένη ανασκαφή και τεκμηρίωση, αλλά είναι λιτή ως προς τα σχέδια και δεν προχωρά σε σύνθεση των επιμέρους
ευρημάτων παρά μόνο στο επίπεδο μιας εθνοκεντρικής ιστορικοπολιτισμικής αφήγησης.

Εικόνα 7.3 Ο Ιωάννης Τραυλός.

2.3.2. Η ΜΕ και ΥΕ Ελευσίνα

Τον Ιούνιο του 1930 οι Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης και Γεώργιος Μυλωνάς ξεκίνησαν ανασκαφικές εργασίες στη νό-
τια κλιτύ της ακρόπολης της Ελευσίνας, κυρίως στην περιοχή μεταξύ του μυκηναϊκού θολωτού τάφου και του επιγρα-
φικού εργαστηρίου, αλλά και κοντά στο πεισιστράτειο τείχος. Την ανασκαφή δημοσίευσε ο Γεώργιος Μυλωνάς το 1932
σε μια μονογραφία που συμπεριέλαβε και τα ευρήματα που διενήργησε στις αρχές του 20ού αιώνα ο Ανδρέας Σκιάς.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιλαμβάνουν πέντε ΜΕ και δύο ΥΕ οικίες, όλες αποσπασματικά σωζόμενες, καθώς και
διάσπαρτα και ακόμη πιο αποσπασματικά τμήματα τοίχων. 
179
Video 7.4 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της προϊστορικής Ελευσίνας (Μυλωνάς, 1932), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

Η αποτύπωση της αρχιτεκτονικής έγινε από τον Ιωάννη Τραυλό (Εικόνα 7.3). Η δημοσίευση (Video 7.4) περι-
λαμβάνει μια συνολική κάτοψη της ανασκαμμένης περιοχής στη νότια κλιτύ και τρεις επιμέρους κατόψεις των καλύτε-
ρα σωζόμενων οικιών. Στη γενική κάτοψη οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο, ενώ στις επιμέρους κατόψεις αποδίδονται
με περίγραμμα. Σε αυτές γίνεται και προσπάθεια συμπλήρωσης των τοίχων, κυρίως όπου η πορεία τους είναι εύλογη,
με εξαίρεση την κάτοψη του υστεροελλαδικού κτηρίου Η, το οποίο έχει συμπληρωθεί ολόκληρο και σε σημαντικά υπο-
θετικό βαθμό. Στην ίδια κάτοψη αποδίδεται λίθο λίθο και το κατώφλι της εισόδου στο κυρίως δωμάτιο. Η τομή είναι
εξίσου λεπτομερής, με αποτύπωση λίθο λίθο και διάκριση των επιμέρους στρωμάτων της επίχωσης. Τέλος υπάρχουν
δύο προοπτικά σχέδια, στα οποία αποτυπώνονται λίθο λίθο ο αγκώνας του βορείου τοίχου και η παραστάδα της οικίας
Η. Στόχος των σχεδίων αυτών είναι η διευκρίνιση επιμέρους ζητημάτων για τη μορφή του κτηρίου.
Τα παραπάνω σχέδια δεν είναι πολλά σε αριθμό, αλλά επαρκούν για μια πλήρη παρουσίαση της προϊστορικής
αρχιτεκτονικής της Ελευσίνας. Παρόμοιο είναι και το κείμενο της δημοσίευσης, για το οποίο αξίζει εδώ να σημειωθεί
ότι περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο για τη στρωματογραφία του χώρου, η οποία αναλύεται με λεπτομέρεια, μολονότι ο
Μυλωνάς ακολούθησε και πάλι τη μέθοδο των αυθαίρετων στρώσεων, όπως και στην Όλυνθο. Στο κατεξοχήν κεφάλαιο
της αρχιτεκτονικής τα κατάλοιπα παρουσιάζονται ανά κτίσμα και διατυπώνονται αρκετές παρατηρήσεις για τα υλικά
και τις τεχνικές δόμησης, ενώ γίνεται συντηρητική απόπειρα αποκατάστασης της μορφής των κτηρίων. Γενικά δίνεται
ιδιαίτερη έμφαση στα κτήρια, ενώ τα αποσπασματικά σωζόμενα τμήματα τοίχων απλώς αναφέρονται με συντομία στο
κεφάλαιο της στρωματογραφίας.

180
Video 7.5 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση του Αγίου Κοσμά (Mylonas, 1959), όπου αναφέρονται οι παραπο-
μπές σε επιμέρους σελίδες.

Η έμφαση στα κτήρια γίνεται κατανοητή στα συμπεράσματα, όπου το αψιδωτό σχήμα των κατοικιών εντάσσε-
ται σε μία ακόμη εθνοκεντρική παραδοσιακή ερμηνεία του Μυλωνά. Ο τελευταίος θεωρεί ότι το σχήμα των ΜΕ κατοι-
κιών και η απουσία ΠΕ καταλοίπων δείχνουν ότι οι φορείς του ΜΕ πολιτισμού έφτασαν στην Ελευσίνα σε προχωρη-
μένη φάση, δηλαδή μετά την αρχική τους άφιξη στην Αττική, αλλά πριν από την έκθεσή τους στη μινωική πολιτισμική
επίδραση. Συνολικά, η δημοσίευση της προϊστορικής Ελευσίνας είναι σύντομη και περιεκτική, δίνει έμφαση στην πε-
ριγραφή και τη λεπτομέρεια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά προχωράει και σε αποκατάσταση της μορφής τους
και σε συνθετικά ιστορικοκοινωνικά συμπεράσματα. Είναι επομένως πλήρης από κάθε άποψη και τα αρχιτεκτονικά
σχέδια αποτελούν κύριο στυλοβάτη της έρευνας του Μυλωνά. Δεν υποκαθιστούν το κείμενο, αλλά ούτε και αποτελούν
απλά βοηθήματά του.

2.3.3. Ο ΠΕ Άγιος Κοσμάς Αττικής

Ο Άγιος Κοσμάς είναι προϊστορική θέση της νοτιοανατολικής Αττικής. Ανασκάφηκε το διάστημα 1929‑1931 από τον
Γεώργιο Μυλωνά, ο οποίος προχώρησε σε συμπληρωματικές παρατηρήσεις το 1939. Η διαδικασία δημοσίευσης διακό-
πηκε από τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1951 ο Μυλωνάς επανεξέτασε τη θέση και τελικά δημοσίευσε τα αποτελέσμα-
τα των εργασιών του οκτώ χρόνια αργότερα (Mylonas, 1959). Στη σχετική μονογραφία παρουσιάζεται το αποκαλυφθέν
τμήμα του ΠΕ και ΥΕ οικισμού, καθώς και το ΠΕ νεκροταφείο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης (Video 7.5)
που αφορούν τον οικισμό περιλαμβάνουν ένα τοπογραφικό σχέδιο και μια γενική κάτοψη της θέσης. Και στα δύο σχέ-
δια σημειώνονται ο κάνναβος και τα όρια των ανασκαφικών τομών. Στη γενική κάτοψη οι ΠΕ τοίχοι αποτυπώνονται
λίθο λίθο, αλλά οι ΥΕ τοίχοι αποδίδονται μόνο με το περίγραμμα των λίθων των τοίχων τους. Η διαφορά αυτή ίσως
181
οφείλεται στη μεγάλη αποσπασματικότητα των καταλοίπων της ύστερης φάσης του οικισμού. Τα τμήματα των τοίχων
που δεν σώζονται σπανίως συμπληρώνονται. Οι αρχιτεκτονικές φάσεις αποδίδονται με διαφορετικές γραμμοσκιάσεις.
Τέλος σημειώνονται με διακεκομμένες γραμμές τα όρια των πέντε βόθρων, που συνιστούν το σύνολο των καταλοίπων
της αρχικής ΠΕ φάσης του χώρου.
Η δημοσίευση περιλαμβάνει και 11 επιμέρους κατόψεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε επιμέρους κτήρια ή δια-
κριτούς χώρους. Οι τοίχοι αποδίδονται λίθο λίθο και η πορεία τους συμπληρώνεται σε σημαντικό βαθμό, αλλά μόνο
εφόσον τα δεδομένα επαρκούν. Εξαίρεση αποτελούν οι κατόψεις των ΥΕ ΙΙΙ κατοικιών S και Τ, οι οποίες αποδίδουν
μόνο το περίγραμμα των τοίχων και μάλιστα με ευθείες γραμμές. Καθώς τα δύο αυτά μεγαρόσχημα κτήρια ανήκουν σε
συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο, ίσως ο ανασκαφέας δεν θεώρησε απαραίτητη μια λεπτομερέστερη τεκμηρίωσή τους.
Υπάρχουν ακόμη κάποια σχέδια τομών, συγκεκριμένα μια στρωματογραφική τομή, οι τομές των πέντε βόθρων και
δύο αρχιτεκτονικές τομές, καθεμιά από τις οποίες καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη θέση. Οι τομές αυτές είναι εξαιρετικά
περιγραφικές και αποδίδουν όχι μόνο την όψη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στο υπόβαθρο κάθε τομής, αλλά ακόμη
και τη βλάστηση της επιφανείας του εδάφους. Επομένως είναι τόσο ανασκαφικά όσο και αρχιτεκτονικά σχέδια. Τέλος
υπάρχει ένα σχέδιο αρχιτεκτονικής λεπτομέρειας, συγκεκριμένα η κάτοψη και τομή μιας εισόδου κατοικίας.
Μια συνολική παρατήρηση στα αρχιτεκτονικά σχέδια αφορά την αποκλειστική χρήση ορθών προβολών και την
αντίστοιχη απουσία ισομετρικών, αξονομετρικών και προοπτικών σχεδίων. Η απουσία αυτή όμως δεν παραπέμπει σε
κάποια αυστηρή προσήλωση στα αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά δεδομένα καθαυτά, διότι στις κατόψεις η πορεία των
τοίχων συχνά συμπληρώνεται, ακόμη και εκεί όπου η συμπλήρωση είναι ως ένα βαθμό υποθετική. Μια άλλη παρατήρη-
ση έχει να κάνει με την ποικιλία και τις διαφορές μεταξύ επιμέρους σχεδίων, όπως, για παράδειγμα, η αντίθεση ανάμεσα
στις πολύ περιγραφικές τομές και στις αντίστοιχές τους αλλά λιτές και σχηματικές κατόψεις. Αυτές οι ασυμφωνίες θα
πρέπει να αποδοθούν στους διαφορετικούς αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στην ανασκαφή αυτή και συγκεκριμένα στους
Ιωάννη Τραυλό, Κωνσταντίνο Νικολαΐδη, Αργύρη Πετρονώτη και Ι. Φατσέα.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις συνάδουν με την εντύπωση που αποκομίζει κανείς από το κείμενο της δημοσίευ-
σης. Εκεί ο Μυλωνάς εξετάζει συνοπτικά τη στρωματογραφία. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιγράφονται με λεπτο-
μέρεια, αλλά η περιγραφή αυτή χαρακτηρίζεται από μια αρκετά εμφανή προσπάθεια αποκατάστασης της μορφής τους,
καθώς γίνεται αναφορά στην ανωδομή, στη στέγαση, στις πιθανές θύρες, ακόμη και σε θέματα εσωτερικής επίπλωσης.
Ωστόσο ο Μυλωνάς φροντίζει για τη εμπειρική υποστήριξη των προτάσεών του και διαχωρίζει με σαφήνεια τις απλές
υποθέσεις. Αυτή η προσοχή θυμίζει έντονα τις εξίσου λελογισμένες συμπληρώσεις τοίχων στις κατόψεις. Πρέπει να
σημειωθεί επίσης η έμφαση που δίνεται στη χρήση των χώρων, η οποία εξετάζεται διεξοδικά, ιδίως σε σχέση με τα
κινητά ευρήματα. Επομένως σχέδια και κείμενο συμφωνούν στην ίδια σαφή, αλλά συγκρατημένη ερμηνευτική διάθε-
ση. Μόνο τα συμπεράσματα της δημοσίευσης είναι πιο τολμηρά ερμηνευτικά, καθώς και πάλι ο εθνοκεντρισμός του
Μυλωνά αποδίδει την καταστροφή του ΠΕ οικισμού και την ΥΕ επαναχρησιμοποίησή του στην έλευση των ελληνικών
φύλων. Επομένως ο Άγιος Κοσμάς αποτελεί μια τυπική δημοσίευση για την ερευνητική προσωπικότητα του Μυλωνά.

2.4. Η προϊστορική αρχιτεκτονική στις έρευνες των Ελλήνων αρχαιολόγων

Σε όλες τις δημοσιεύσεις που εξετάστηκαν παρατηρείται μια προσήλωση σε σχέδια ορθής προβολής, δηλαδή κατόψεις
και τομές. Τα σχέδια της Ακρόπολης της Αθήνας είναι τα πλέον εμπειριστικά, καθώς αποτελούν σχέδια αποτύπωσης.
Δεν προχωρούν καν στη σχηματική απόδοση των τοίχων, η οποία αποτελεί ένα επίπεδο ερμηνείας, έστω και πολύ χαμη-
λό. Ο εμπειρισμός δεν οφείλεται μόνο στο εξαιρετικά αποσπασματικό αρχαιολογικό υλικό, το οποίο δεν άφησε πολλά
περιθώρια για συνθετικές προσεγγίσεις, αλλά και στους συντελεστές της δημοσίευσης, δηλαδή τον Kawerau και τον
Καββαδία. Ο τελευταίος μάλιστα έδωσε και επιπλέον δείγματα του εμπειρισμού του στις πανεπιστημιακές παραδόσεις
για την προϊστορική αρχαιολογία (Καββαδίας, 1909), των οποίων τα κεφάλαια για την Ελλάδα είναι περιγραφές αρ-
χαιολογικών θέσεων και τεχνέργων. Η έλλειψη συνθετικού λόγου στο βιβλίο αυτό μπορεί να εξηγήσει την αντίστοιχη
έλλειψη και στην περίπτωση της δημοσίευσης των ανασκαφών της Ακρόπολης, η οποία επιπρόσθετα ολοκληρώθηκε
σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Επομένως ο ρυθμός της ανασκαφής ήταν γοργός. Αντίθετα ο Ιωσήφ Χατζηδά-
κις φαίνεται ότι προσπάθησε να φτάσει σε μια πιο συνολική θεώρηση των μινωικών επαύλεων της Τυλίσσου, η οποία
περιλάμβανε μια σφαιρική μελέτη της αρχιτεκτονικής που θα πρέπει να θεωρηθεί απότοκος της μεγάλης επιρροής που
ασκούσε τότε ο Evans μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα της Κνωσού σε όλους τους ερευνητές της μινωικής Κρήτης.
Ο Μυλωνάς ανήκει στην επόμενη γενιά αρχαιολόγων. Άλλωστε ο Καββαδίας, όπως και ο Τσούντας, υπήρξαν
καθηγητές του. Η διαφορά γενιάς φαίνεται στο εθνοκεντρικό ιστορικοπολιτισμικό ερμηνευτικό πλαίσιο που προώθη-
σε ο Μυλωνάς, στο οποίο προσπάθησε να εντάξει και την αρχιτεκτονική. Ενδεικτικές προς την υπόθεση αυτή είναι
οι επιμέρους κατόψεις των δημοσιεύσεών του. Σε αυτές συνήθως απεικονίζεται ένα μόνο κτήριο. Συχνά οι τοίχοι
αποτυπώνονται μόνο σε περίγραμμα, το οποίο είναι κανονικοποιημένο, καθώς αποτελείται από ευθείες γραμμές. Η
σχηματικότητα αυτή διευκολύνει την κατανόηση του κάθε κτηρίου ως ενότητας, χαρακτηριστικό που υπογραμμίζεται
182
περαιτέρω με τη συχνή, έστω και συντηρητική, συμπλήρωση των τμημάτων τοίχων που δεν σώζονται. Ως ενότητες τα
κτήρια μπορούν να ενταχθούν σε τύπους (αψιδωτά, μεγαροειδή κλπ.) και να ενσωματωθούν μέσω της αρχιτεκτονικής
στο πολιτισμικοϊστορικό εθνοκεντρικό ερμηνευτικό αφήγημα. Οι ρίζες της επιστημολογικής τάσης του Μυλωνά πρέπει
να αναζητηθούν στη διατριβή του, η οποία έχει θέμα τη νεολιθική Ελλάδα. Η διατριβή αυτή είχε προσπαθήσει να συν-
δέσει αρχιτεκτονικούς τύπους με κεραμικούς τύπους και εθνοτικές ομάδες, στο πρότυπο του καθηγητή του Τσούντα,
του οποίου η αντίστοιχη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 5. Ο Μυλωνάς ωστόσο δεν επέμεινε ιδιαίτερα στην αξιοποίηση των
αρχαίων κειμένων, αλλά έστρεψε την προσοχή του στο αρχαιολογικό υλικό καθαυτό.
Άλλο κοινό στοιχείο των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις δημοσιεύσεις και των τριών Ελλήνων αρχαιολόγων
είναι η συνεργασία με αρχιτέκτονες. Ο Καββαδίας και ο Χατζηδάκις μάλιστα, όπως και ο Τσούντας, συνεργάστηκαν
στενά με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να αποδοθεί στον γενικότερο ερευνη-
τικό δυναμισμό που διέκρινε τους Γερμανούς αρχιτέκτονες που μελετούσαν την αρχαία αρχιτεκτονική στις αρχές του
20ού αιώνα, στην επιρροή που ασκούσε η γερμανική έρευνα και ευρύτερη πνευματική ατμόσφαιρα στους Έλληνες επι-
στήμονες, καθώς και στην προσωπικότητα του Dörpfeld και στη διάθεσή του να διατηρεί το Γερμανικό Αρχαιολογικό
Ινστιτούτο ανοικτό σε συνεργασίες, κυρίως με την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά και με άλλες ξένες αρχαιο-
λογικές σχολές (Εικόνα 7.4). Αντίθετα ο Μυλωνάς συνεργάστηκε κυρίως με τον Ιωάννη Τραυλό, πιθανότατα λόγω της
σχέσης που είχαν και οι δύο με την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Η συνεργασία με τον Youri Fomine στην
Όλυνθο ενδεχομένως υπήρξε αποτέλεσμα συγκυρίας.

Εικόνα 7.4 Τα σχέδια της μινωικής έπαυλης του Σκλαβόκαμπου.

Ο βαθμός ανάμειξης των αρχιτεκτόνων στις δημοσιεύσεις των τριών Ελλήνων αρχαιολόγων διαφέρει. Ο
Kawerau συνυπέγραψε τη δημοσίευση της Ακρόπολης, αλλά δεν έδωσε κάποια αυστηρή αρχιτεκτονική κατεύθυνση
στη μελέτη των προϊστορικών καταλοίπων. Στην περίπτωση της Τυλίσσου ο ρόλος του Σούρσου φαίνεται να περιο-
ρίζεται στα αρχιτεκτονικά σχέδια, αλλά μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι τα σχέδια είναι ουσιαστικό μέρος της
αρχιτεκτονικής μελέτης. Σαφώς μικρότερη σημασία έχουν οι αρχιτέκτονες στις ανασκαφές του Μυλωνά. Στις δημο-
σιεύσεις του τελευταίου κυριαρχεί το κείμενο και η περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Τα σχέδια καταρχήν
οπτικοποιούν τις περιγραφές. Ωστόσο ο ρόλος των αρχιτεκτόνων δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί. Είναι η δική τους
ματιά και η ικανότητά τους, ιδίως του Τραυλού, να ερμηνεύσουν τις λίθο λίθο αποτυπώσεις και να μεταδώσουν μέσω
των σχηματικών κατόψεών τους την αίσθηση ότι τα προϊστορικά κτήρια μπορούν να ενταχθούν σε τύπους και άρα σε
ευρύτερα ερμηνευτικά σχήματα.

3. Η γερμανική προϊστορική έρευνα μεταξύ νεωτερικότητας και ομηρισμού

Εφόσον οι Έλληνες αρχαιολόγοι συνεργάστηκαν στενά με τους αρχιτέκτονες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτού-
του, είναι σκόπιμο να εξεταστεί η εξαιρετικά έντονη γερμανική ερευνητική δραστηριότητα σε σχέση με τις προϊστορι-
κές αρχαιότητες στην Ελλάδα για το διάστημα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Μολονότι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι δι-
έκοψαν τις αρχαιολογικές δραστηριότητες, οι Γερμανοί κατάφεραν να αντεπεξέλθουν και να παραμείνουν δραστήριοι.
Κατά την περίοδο αυτή πρωτοανασκάφηκαν ο Κεραμεικός της Αθήνας και η Σάμος, ενώ συνεχίστηκαν οι εργασίες στην
Ολυμπία και στην Τίρυνθα. Οι ανασκαφές πλαισιώθηκαν από τις υπόλοιπες δράσεις του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ιν-
στιτούτου, το οποίο διοργάνωνε συχνά αρχαιολογικά ταξίδια για τα μέλη του και, όπως ήδη αναφέρθηκε, παραχωρούσε
ειδικευμένους συνεργάτες του σε άλλες αρχαιολογικές ανασκαφές (Niemeier, 2007).
Ο ερευνητικός αυτός δυναμισμός είχε ως επιστημολογική βάση την αρχαιογνωσία, η οποία χαρακτηριζόταν
αφενός από τη ρομαντική προσήλωση στα υψηλά δείγματα τέχνης του παρελθόντος και αφετέρου από την ουδέτερη
και αντικειμενική εξέταση όλων των υλικών καταλοίπων και τη σύγκρισή τους με τις αρχαίες πηγές. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα υπήρξε ο Dörpfeld, του οποίου το έργο παρουσιάστηκε με λεπτομέρεια στο προηγούμενο κεφάλαιο και ο
οποίος υιοθέτησε μια αυστηρή μετρητική και εμπειριστική προσέγγιση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αλλά γοητεύθηκε
183
από την ταύτιση των υλικών καταλοίπων με όσα γράφουν τα ομηρικά έπη. Το συνδυασμό των δύο επιστημολογικών
τάσεων τον διευκόλυνε το γεγονός ότι τα ενδιαφέροντα του Dörpfeld κάλυπταν και την προϊστορία και την κλασική
αρχαιότητα. Τα ερωτήματα που προκύπτουν επομένως είναι κατά πόσο ακολούθησαν οι υπόλοιποι Γερμανοί προϊστο-
ρικοί αρχαιολόγοι της εποχής την ίδια ερευνητική γραμμή και ποιος ήταν ο ρόλος των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις
δημοσιεύσεις των ανασκαφών τους. Τα ερωτήματα αυτά εξετάζονται αμέσως παρακάτω, μέσα από τα παραδείγματα
του Ορχομενού και της Τίρυνθας.

3.1. Η ανασκαφή του Ορχομενού και η δημοσίευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων

Ο πρώτος τόμος της δημοσίευσης του Ορχομενού περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των ανασκαφικών εργασιών κατά
τα έτη 1903 και 1905, τις οποίες διεξήγαγαν κυρίως οι Heinirch Bulle, Adolf Furtwängler και Wilhelm Riezler. Ο πρώ-
τος ανέλαβε και τη μελέτη και δημοσίευση της αρχιτεκτονικής (Bulle, 1907). Η ανασκαφή, στην οποία συμμετείχε
ως αρχιτέκτονας ο Σούρσος, έφερε στο φως εκτεταμένα οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα, τα οποία τεκμηριώνουν την
ανθρώπινη παρουσία στο χώρο από τη νεολιθική περίοδο έως και την ύστερη εποχή του χαλκού. Η παρουσίαση των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων μπορεί με ασφάλεια να χαρακτηριστεί πλήρης (Video 7.6).

Video 7.6 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση του Ορχομενού (Bulle, 1907), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες.

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια των έξι πινάκων στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνουν τοπογραφικό χάρτη της πε-
ριοχής του Ορχομενού, γενική κάτοψη της θέσης, τρεις κατόψεις των αντίστοιχων κύριων τομέων της ανασκαφής,
τρεις αρχιτεκτονικές και τέσσερις στρωματογραφικές τομές, καθώς και ένα χάρτη της ευρύτερης περιοχής γύρω από
184
τον Ορχομενό, ο οποίος αποτελεί εποπτικό βοήθημα του κεφαλαίου για τις γερμανικές έρευνες πεδίου στην ευρύτερη
περιοχή της Βοιωτίας. Εντός κειμένου παρατίθενται επιπλέον ενδεικτικές κατόψεις και τομές όλων των τύπων κτηρίων,
καθώς και των ME κιβωτιόσχημων τάφων που ήρθαν στο φως με την ανασκαφή. Επιπλέον παρατίθενται και στρωμα-
τογραφικές τομές για τις περιοχές όπου αποκαλύφθηκαν αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης. Σημειώνεται ωστόσο
ότι ακολουθήθηκε η μέθοδος ανασκαφής της εποχής, δηλαδή η αφαίρεση χώματος σε αυθαίρετες οριζόντιες στρώσεις.
Επιπρόσθετα αναδημοσιεύονται σχέδια οχυρού και κατοικιών από την Αφρική, νουραγικών πύργων από τη Σαρδηνία,
αλλά και ενός κέρνου από τη Μήλο. Τα σχέδια αυτά χρησιμοποιούνται ως ερμηνευτικά της αρχιτεκτονικής του Ορχο-
μενού. Τέλος υπάρχουν τοπογραφικοί χάρτες για τις έρευνες πέριξ του Ορχομενού, ενώ αναδημοσιεύεται η κάτοψη της
ΠΜ‑ΜΜ κατοικίας στο Χαμαίζι της Κρήτης, διότι η δημοσίευση περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο για τα αρχαιολογικά νέα
από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο τοπογραφικός χάρτης διακρίνεται για την παραστατική αισθητική απόδοση του αναγλύφου. Η παραστατικό-
τητα διακρίνει και τη γενική κάτοψη, καθώς σημαίνονται με χρώμα τα όρια των ανασκαφικών τομών, αλλά οι τοίχοι
αποδίδονται με περίγραμμα. Έτσι απεικονίζονται οι τοίχοι και στις τρεις επιμέρους κατόψεις τομέων. Εξαιρούνται οι
περιπτώσεις ανάγκης τονισμού της τοιχοδομίας τους, όπως αυτή των ΠΕ ΙΙ κυκλικών κτηρίων, των οποίων οι τοίχοι
αποτυπώνονται λίθο λίθο. Και στις τρεις κατόψεις τομέων διακρίνονται με διαφορετικά χρώματα οι χρονολογικές φά-
σεις, ενώ παντού σημειώνεται ιδιαίτερα έντονα το όριο των ανασκαφικών τομών. Οι κατόψεις εντός κειμένου διαφέ-
ρουν από τις κατόψεις των πινάκων, διότι εξυπηρετούν ειδικότερους σκοπούς. Για παράδειγμα, η κάτοψη του κυκλικού
κτηρίου D αποδίδει τους τοίχους λίθο λίθο, ενώ αποτυπώνει το δάπεδο, την είσοδο και τις υπόλοιπες σταθερές κατα-
σκευές του κτηρίου, διότι υποστηρίζει την περιγραφή των αρχιτεκτονικών ευρημάτων. Σε άλλο σημείο παρατίθενται
εντελώς σχηματικές κατόψεις κατοικιών, ελλειψοειδούς σχήματος, με στόχο την υποστήριξη της τυπολογικής ανάλυ-
σης της αρχιτεκτονικής. Σε άλλο σημείο παρατίθενται δύο κατόψεις του τομέα P μαζί, για να τονιστούν οι διαφορετικές
φάσεις στην ίδια ανασκαφική τομή. Στην κάτοψη της κατοικίας Κ 102 προστίθενται και τα κυριότερα κινητά ευρήματα,
διότι η συζήτηση στρέφεται γύρω από θέματα χρήσης χώρου. Σε όλες πάντως τις επιμέρους κατόψεις γίνεται η ίδια
προσεκτική, συντηρητική και ευδιάκριτη αποκατάσταση της πορείας των τοίχων στα σημεία όπου δεν σώζονται.
Οι τομές είναι εξίσου ποικίλες με τις κατόψεις. Αυτές που βρίσκονται σε πίνακες στο τέλος του βιβλίου απει-
κονίζουν τις παρειές της ανασκαφικής τομής. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποδίδονται παραστατικά, καθώς δίνεται η
ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης με γραμμοσκίαση, ενώ σημειώνονται και τα στρώματα της επίχωσης. Στα τελευταία
αποδίδεται με διαγραμμίσεις η σύσταση του χώματος (αμμώδες, με λίθους, κίτρινη άργιλος, κόκκινη ή καστανή άργιλος
κλπ.), ενώ σημειώνονται και τα ύψη των επιφανειών του κάθε στρώματος, αλλά και κάθε αρχιτεκτονικού στοιχείου.
Ωστόσο τα όρια των στρωμάτων επιχώσεων δεν είναι σαφή, γεγονός που οφείλεται στη μέθοδο ανασκαφής. Τέλος η
απόδοση της βλάστησης, έστω και σχηματική, ενισχύει αισθητικά την παραστατικότητα αυτών των σχεδίων. Οι δύο
γενικές τομές της θέσης και η τομή του θολωτού τάφου είναι αυστηρά αρχιτεκτονικές. Αποτυπώνουν μόνο τα ίδια τα
κατάλοιπα και γίνεται ελάχιστη προσπάθεια αποκατάστασης, με εξαιρέσεις τις κυκλικές κατοικίες και τον θολωτό
τάφο. Και στις δύο περιπτώσεις αποκαθίσταται η θολωτή στέγαση των κτηρίων. Πρόκειται για μια ερμηνευτική εξαί-
ρεση μέσα στο γενικότερο συντηρητικό εμπειριστικό πλαίσιο των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Τα σχέδια τομών μέσα στο
κείμενο είναι άλλοτε στρωματογραφικά και άλλοτε αρχιτεκτονικά, όπως οι δύο τομές αναπαράστασης της τοιχοδομίας
και της θολωτής στέγασης των κυκλικών κτηρίων Κ3 και Ν6, η χωρίς αποκατάσταση τομή του κυκλικού κτηρίου D, οι
τομές της κατοικίας από την Αφρική και του νουραγικού πύργου, που χρησιμεύουν ως ερμηνευτικά παράλληλα για το
κτήριο D, καθώς και η τομή ενός κιβωτιόσχημου τάφου. Η δημοσίευση περιλαμβάνει και ένα σχέδιο κατασκευαστικής
λεπτομέρειας, συγκεκριμένα της τοιχοδομίας του κτηρίου Ν6, η οποία απεικονίζεται σε κάτοψη και τομή.
Το κείμενο είναι εξίσου πλήρες και σε αρμονική σχέση με τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Περιλαμβάνει την ιστορία
της έρευνας, την παρουσίαση και ανάλυση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων ανά φάση, οικοδομικές παρατηρήσεις,
ερμηνευτικές αποκαταστάσεις των κυκλικών κτηρίων, εναλλακτικές ερμηνείες για τη χρήση των ΠΕ βόθρων και των
υπόλοιπων χώρων με βάση τα κινητά ευρήματα. Μετά την εξέταση των τάφων ακολουθεί ένα κεφάλαιο αφιερωμένο
στην επεξήγηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Με το κεφάλαιο αυτό ισορροπεί η σχέση σχεδίων και κειμένου, το οποίο
φέρει το μεγαλύτερο βάρος των περιγραφών και των αναλύσεων.
Συνολικά, η δημοσίευση του Ορχομενού χαρακτηρίζεται από ερμηνευτικά συντηρητικά αρχιτεκτονικά σχέδια,
τα οποία είναι αποκλειστικά γραμμικά και άρα τεχνικά σχέδια ορθής προβολής. Τα δύο μοναδικά ελεύθερα σχέδια
αφορούν ερμηνευτικά παράλληλα. Η αποκατάσταση και η ερμηνεία είναι εξαιρετικά περιορισμένες, ακόμη και σε σύ-
γκριση με τη δουλειά του Dörpfeld στην Τίρυνθα. Τα χαρακτηριστικά αυτά παραπέμπουν στην αναδυόμενη τότε τάση
του εμπειρισμού και των τεχνοϊστορικών συγκρίσεων με άλλες θέσεις για τη διάκριση επιμέρους πολιτισμικών ενο-
τήτων στο χώρο και στο χρόνο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην ανασκαφή συμμετείχε και ο Furtwängler, ο οποίος
ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές αυτών των νέων για την εποχή επιστημολογικών τάσεων. Η διάθεση για
επιστημολογική καινοτομία μετριάζεται από το κεφάλαιο για την επεξήγηση των εικόνων. Μολονότι παρόμοια κεφά-
λαια υπάρχουν στις περίπου σύγχρονες δημοσιεύσεις των ανασκαφών της Ακρόπολης των Αθηνών από τους Καββαδία
και Kawerau (βλ. παραπάνω), καθώς και των Γουρνιών της Κρήτης από την Boyd-Hawes (βλ. παρακάτω), η πρακτική
αυτή παραπέμπει στην παρόμοια τακτική της αποστολής του Μοριά, αλλά και σε ακόμη παλαιότερες μη συστηματικές
185
πρακτικές, όπως η επεξήγηση πινάκων στα λευκώματα των ζωγραφικών έργων των περιηγητών του19ου αιώνα. Κλεί-
νοντας την αναφορά για τον Ορχομενό θα πρέπει να σημειωθούν οι υψηλές εκδοτικές προδιαγραφές της δημοσίευσης,
χάρη στις οποίες δημοσιεύθηκαν έγχρωμα σχέδια.

Εικόνα 7.5 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στη δημοσίευση της Τίρυνθας.

3.2. Οι εργασίες στην Τίρυνθα και η δημοσίευση του 1930

Η ανασκαφή του Schliemann στην Τίρυνθα και η συνεργασία του με τον Dörpfeld απέφεραν μια σαφή εικόνα του ανα-
κτόρου και της ακρόπολης, αλλά δεν εξάντλησαν ερευνητικά το χώρο. Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο συνέχισε
τις εργασίες στη θέση στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα κατά τα έτη 1905, 1907, 1908, 1910, 1913. Λίγες ερ-
γασίες έγιναν και το 1914. Μεσολάβησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των εργασιών,
αλλά και το θάνατο κάποιων από τους αρχαιολόγους. Το 1921 ο Müller ανέλαβε τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων
των εργασιών. Οι απαιτήσεις της μελέτης της αρχιτεκτονικής επέβαλαν την αντικατάσταση του Σούρσου, ο οποίος είχε
συμμετάσχει σε όλες τις ανασκαφικές περιόδους, από τον Heinrich Sulze, καθηγητή στην Technische Hochschule της
Δρέσδης (Müller, 1930, σ. vii). Το 1927, μετά από πέντε μήνες εργασίας, ο Sulze μελέτησε μόνο μέρος των αρχιτε-
κτονικών καταλοίπων. Η δημοσίευση του νότιου τμήματος της ακρόπολης στηρίχθηκε αναγκαστικά σε προηγούμενες
αρχιτεκτονικές μελέτες των Σούρσου και Dörpfeld. Το ίδιο συνέβη αναγκαστικά και για τμήματα της ακρόπολης που
είχαν καταστραφεί στο διάστημα της ερευνητικής απραξίας. Το 1930 εκδόθηκε ο τρίτος τόμος της δημοσίευσης της
Τίρυνθας, ο οποίος είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στην αρχιτεκτονική της (Müller, 1930).
Στον τόμο αυτό υπάρχουν συνολικά 41 αρχιτεκτονικά σχέδια, σε 14 από τους 43 πίνακες τέλους και σε 27 από
τις 93 εικόνες εντός κειμένου (Εικόνα 7.5, Video 7.7). Αντιστοιχούν περίπου στο 30% του συνόλου των εικόνων της δη-
μοσίευσης, υψηλό ποσοστό σε σύγκριση με άλλες δημοσιεύσεις της εποχής. Τα περισσότερα σχέδια τα έχει εκπονήσει ο
ίδιος ο Sulze, με εξαιρέσεις μια κάτοψη της ακρόπολης, που την έχει κάνει ο Σούρσος και λίγα ακόμη σχέδια άλλων συ-
νεργατών της ανασκαφής, μάλλον αρχαιολόγων. Οι κατόψεις και οι τομές κυριαρχούν και πάλι. Από τις 22 κατόψεις η
μια είναι γενική κάτοψη της θέσης και οι υπόλοιπες 21 ειδικές, ακόμη και επιμέρους χώρων. Υπάρχει πλήρης τεκμηρίω-
ση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων με αποτύπωση λίθο λίθο των χώρων που ερευνήθηκαν, σήμανση των οικοδομικών
φάσεων και σημείωσή τους με διαφορετικό χρώμα ή γραμμοσκίαση, ενδείξεις για τις υψομετρικές διαφορές στη θέση,
διάκριση των καταλοίπων από εύλογες, αλλά και από εντελώς υποθετικές αποκαταστάσεις. Κάποιες κατόψεις υπηρε-
τούν συγκεκριμένους και εξειδικευμένους στόχους, όπως η ανάδειξη των ανοικτών χώρων και του δικτύου ύδρευσης.

186
Video 7.7 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Τίρυνθας (Müller, 1930), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες (με την άδεια του J. Maran).

Η ίδια ποικιλία μορφής και στόχων παρατηρείται και στα σχέδια τομής. Από αυτά δύο μόνο απεικονίζουν τη
στρωματογραφία και άλλο ένα απεικονίζει το μάρτυρα της ανασκαφής. Τα υπόλοιπα είναι αφιερωμένα στα αρχιτεκτο-
νικά κατάλοιπα αυτά καθαυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις τα σωζόμενα κατάλοιπα αποτυπώνονται με λεπτομερή, σχε-
δόν ζωγραφική παραστατικότητα. Σε άλλες περιπτώσεις σημειώνονται οι υψομετρικές διαφορές. Αλλού σχεδιάστηκε
αποκατάσταση των ξύλινων ενισχύσεων των τοίχων. Και στις τομές, αλλά και στις κατόψεις συχνά αποδίδεται η τρίτη
διάσταση. Στις τομές απεικονίζονται τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του βάθους, ενώ στις κατόψεις συχνά οι τοίχοι συνο-
δεύονται από γραμμοσκίαση, η οποία υποβάλλει το ύψος τους. Αξιοσημείωτα είναι και τα σχέδια που δεν ανήκουν στις
ορθές προβολές, όπως δύο προοπτικά σχέδια, ένα της ανατολικής πύλης και ένα του μικρού προπύλου του ανακτόρου,
καθώς και μια ισομετρική αναπαράσταση του ανακτόρου. Τα περισσότερα είναι μη μετρήσιμα, αλλά κάποια από αυτά
φέρουν κλίμακα. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν –αν και καταχρηστικά‑ και τρεις φωτογραφίες ενός πραγματικού
ομοιώματος υπό κλίμακα της αναβάθρας της ανατολικής πύλης, ενδείξεις του ενεργού ρόλου του Sulze στη μελέτη της
Τίρυνθας.
Συνολικά τα σχέδια της Τίρυνθας μοιάζουν να έχουν βγει από εγχειρίδιο αρχιτεκτονικού σχεδίου για αρχαιο-
λογικές δημοσιεύσεις. Καλύπτουν πλήρως τη δημοσίευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Προσφέρουν λεπτομερή
αποτύπωση, απεικονίζουν την αρχιτεκτονική εξέλιξη του ανακτόρου και της υπόλοιπης ακρόπολης, αποκαθιστούν κατά
το δυνατόν την αρχική μορφή των κτισμάτων και παρουσιάζουν ερμηνευτικές προτάσεις ως προς την αρχική μορφή
τους, διακρίνοντας ωστόσο τα δεδομένα από τις υποθέσεις. Μολονότι τείνουν προς τον εμπειρισμό και τη συντηρητική
αποκατάσταση των καταλοίπων, εντέλει διατηρούν μια συνολική ισορροπία ανάμεσα στην αποτύπωση, στη μελέτη και
στην ερμηνεία της αρχιτεκτονικής.

187
Αν τα σχέδια φέρουν τη σφραγίδα του Sulze, στο κείμενο κυριαρχεί η περιγραφή των αρχιτεκτονικών κατα-
λοίπων, η οποία ταιριάζει στην αρχαιολογική ματιά του Müller. Μολοντούτο μέσα στις περιγραφές βρίσκονται πολλά
στοιχεία από τα οποία προκύπτει μια πλήρης μελέτη υλικών και τεχνικών δόμησης, καθώς και μελέτη αποκατάστασης
της μορφής των κτισμάτων της ακρόπολης, δηλαδή θέματα που συνήθως είναι αρμοδιότητα αποκλειστικά του αρχιτέ-
κτονα, εν προκειμένω του Sulze. Η σχέση κειμένου και σχεδίων και αντιστοίχως Müller και Sulze πρέπει να κατανοηθεί
επίσης σε σχέση με το ερευνητικό υπόβαθρο της δημοσίευσης της Τίρυνθας, η οποία έγινε στη σκιά της ακαδημαϊκής
προσωπικότητας του Dörpfeld. Οι συνεχείς αναφορές στη δουλειά του τελευταίου καθιστούν σαφές ότι αυτή η με-
λέτη προσπάθησε να συνεχίσει την εργασία του. Ωστόσο ο Müller προσπάθησε να απαλλαγεί από τον ομηρισμό του
Dörpfeld (Ζώης, 1996, σ. 117‑120) και να παραμείνει συνδεδεμένος μόνο με το νεωτερικό κομμάτι του επιστημολογι-
κού υποβάθρου του τελευταίου. Επικεντρώθηκε στην κατά το δυνατόν αποστασιοποιημένη περιγραφή των ευρημάτων
του, χωρίς όμως να αποφύγει κάποιες συνθετικές θεωρήσεις των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Έτσι ο τρίτος τόμος της
Τίρυνθας εμφανίζεται πιο ισορροπημένος σε σχέση με την προηγούμενη δημοσίευση του Dörpfeld και υπό το πρίσμα
αυτό αποτελεί ολοκλήρωση παρά αλλαγή της πορείας που χάραξε ο τελευταίος.
Στα χαρακτηριστικά αυτά συνέβαλε και το γεγονός ότι η δημοσίευση της Τίρυνθας ολοκληρώθηκε αφού είχε
δημοσιευθεί η έκθεση των ανασκαφών του Wace στις Μυκήνες (βλ. παρακάτω αναλυτικά), όπου ουσιαστικό ρόλο
έπαιξε και πάλι η συνεργασία του ανασκαφέα με τον Αμερικανό αρχιτέκτονα Leicester Holland. Ο Müller παραπέμπει
συχνά ‑και εν μέρει αναπόφευκτα‑ στη δημοσίευση των Μυκηνών, και αρκετές φορές κείμενο και εικόνες στην Τίρυνθα
ουσιαστικά απαντούν στις προτάσεις του βρετανοαμερικανικού διδύμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ισομε-
τρικό σχέδιο του ανακτόρου της Τίρυνθας, όπου ο Sulze αποκαθιστά μινωικού τύπου φεγγίτες επάνω από τις εστίες των
δύο μεγάρων, σε αντίθεση με τους Wace και Holland, οι οποίοι προτιμούσαν την ιδέα ενός ανοικτού οπαίου ως λύση
για το τμήμα της στέγης επάνω από την εστία του μεγάρου των Μυκηνών. Πιθανώς η απόφαση να συμπεριληφθούν
αρκετές αναπαραστάσεις στην Τίρυνθα θα μπορούσε να αποτελεί μία ακόμη απάντηση στη δημοσίευση των Μυκηνών,
μέσα από ένα τολμηρό βήμα οπτικοποίησης των αποτελεσμάτων της μελέτης της αρχιτεκτονικής, κάτι που δεν επιχεί-
ρησαν στον ίδιο βαθμό οι Wace και Holland.
Συμπερασματικά, η δημοσίευση της Τίρυνθας εντάσσεται στο γενικότερο επιστημολογικό πλαίσιο του γερμα-
νικού νεωτερικού εμπειρισμού και της συντηρητικής αντιμετώπισης της ερμηνείας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων,
αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μια ολοκληρωμένη και προωθημένη περίπτωση αυτού του επιστημολογικού παραδείγματος,
εξού και ο αυξημένος αριθμός αναπαραστάσεων. Μολονότι η συμβολή του αρχιτέκτονα υπήρξε καταλυτική στη δη-
μοσίευση αυτή, ο αρχαιολόγος διατήρησε ένα μικρό προβάδισμα, καθώς τα σχέδια του πρώτου είναι προσαρμοσμένα
στο κείμενο του δεύτερου. Το σύνολο της δημοσίευσης κατάφερε να τοποθετηθεί με επιτυχία στο ερευνητικό κλίμα της
εποχής και για το λόγο αυτό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες δημοσιεύσεις του πρώτου μισού του 20ού αιώνα για
την προϊστορική αρχιτεκτονική στο Αιγαίο.

3.4. Η γερμανική «επιστημονική αρχιτεκτονική έρευνα»

Μια σύγκριση των δημοσιεύσεων του Ορχομενού και της Τίρυνθας αποκαλύπτει πολλά κοινά σημεία, αλλά και κάποιες
διαφορές. Και στις δύο περιπτώσεις τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι κυρίως κατόψεις και τομές. Ο Ορχομενός έχει πε-
ρισσότερες στρωματογραφικές τομές και η Τίρυνθα κυρίως αρχιτεκτονικές τομές, διαφορά που οφείλεται στα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της κάθε θέσης. Η ανασκαφή του Ορχομενού είχε ως στόχο να αποκαλύψει σε ικανοποιητική έκταση
τα προϊστορικά κατάλοιπα, ενώ στην Τίρυνθα οι εργασίες ήταν εστιασμένες, λόγω της παλαιάς ανασκαφής. Και στις
δύο δημοσιεύσεις τα σχέδια είναι λεπτομερή. Στον Ορχομενό παρατηρείται έντονος εμπειρισμός, δηλαδή προσήλωση
στην απεικόνιση των καταλοίπων και έμφαση στις μετρήσεις, αλλά και θετικισμός, δηλαδή έμφαση στα σχέδια ορθής
προβολής, ως μέσα ορθολογικής απεικόνισης της αρχιτεκτονικής. Στην Τίρυνθα διακρίνονται ανάλογα χαρακτηριστι-
κά, τα οποία όμως συμπληρώνονται από τα ερμηνευτικά σχέδια αναπαραστάσεων. Πέρα από τα αίτια των διαφορών,
τα οποία αναλύθηκαν ήδη, το αποτέλεσμα φανερώνει την πρόθεση του Müller για μια διεξοδική αρχιτεκτονική μελέτη
των καταλοίπων της θέσης. Αντίθετα η προσέγγιση του Bulle στην αρχιτεκτονική του Ορχομενού είναι πιο συμβατικά
αρχαιολογική, διότι αποσκοπεί σε πολιτισμικές συγκρίσεις, σε αντίθεση με τη μελέτη της οικοδομικής τέχνης που προ-
βάλλει ο τόμος της Τίρυνθας. Είναι τέλος ενδιαφέρον ότι η έκδοση του Ορχομενού, παρά το συντηρητισμό των σχεδί-
ων, κάνει χρήση χρώματος, η οποία την εποχή εκείνη σήμαινε σημαντική οικονομική επιβάρυνση, ενώ η δημοσίευση
της Τίρυνθας αρκείται σε ασπρόμαυρες εικόνες, μολονότι είναι πάνω από δύο δεκαετίες μεταγενέστερη και περιέχει και
αναπαραστάσεις.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά απηχούν το γενικότερο επιστημολογικό κλίμα μέσα στο οποίο πραγματοποιή-
θηκαν οι δημοσιεύσεις. Όπως αναφέρει η Marie-Christine Hellmann (1993, σ. 65‑66), ο δυναμισμός που διακρίνεται
στη μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων από Γερμανούς αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους της εποχής εντάσσεται
σε ένα διεπιστημονικό κλάδο αρχαιολογίας και αρχιτεκτονικής, τη λεγόμενη «επιστημονική αρχιτεκτονική έρευνα»
188
(bauwissenschaftiche Forschung). Ο κλάδος αυτός, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αφορούσε πρω-
τίστως τα κλασικά μνημεία, αλλά συμπεριλάμβανε και τα προϊστορικά, εφόσον η προϊστορία αντιμετωπιζόταν ως το
προστάδιο του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η επιστημονική αρχιτεκτονική έρευνα προέβλεπε την ενεργή
ανάμειξη εξειδικευμένων αρχιτεκτόνων στο αρχαιολογικό έργο, με αντικείμενο την αποκλειστική και πλήρη μελέτη
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Έτσι οι αρχιτέκτονες είχαν ενεργό ρόλο στις γερμανικές ανασκαφές. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η συμμετοχή του Adler, καθηγητή του Dörpfeld, στην ανασκαφή της Ολυμπίας. Άλλες περιπτώσεις
είναι αυτές του Georg Kawerau, που αναφέρθηκε σε σχέση με την ανασκαφή της Ακρόπολης της Αθήνας, των Armin
von Gerkan και Paul Schazmann στην Κω, του Hubert Knackfuss στη Μίλητο και του Alfred Mallwitz στην Ολυμπία.
Στην περίπτωση της σημερινής Τουρκίας η έντονη αρχιτεκτονική παρουσία στις αρχαιολογικές ανασκαφές
συνδέεται με την τότε στενή σχέση Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο της οποίας πολλοί Γερμα-
νοί αρχιτέκτονες εργάστηκαν για τις οθωμανικές αρχές, κυρίως στα έργα του οδικού και του σιδηροδρομικού δικτύου
της αυτοκρατορίας. Εξαιτίας λοιπόν της διεθνούς πολιτικής οι Γερμανοί αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες είχαν συνολική
εποπτεία των αρχαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των προϊστορικών, και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Άλλωστε
και ο Dörpfeld είχε ανασκάψει στην Τροία και στην Πέργαμο, και μάλιστα προσπάθησε να προωθήσει αυτή την ενιαία
προσέγγιση μέσα από τη διοργάνωση εκπαιδευτικών ταξιδιών σε θέσεις της Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου,
της Κρήτης και της μικρασιατικής ακτής (Radt, 1999, σ. 321), τα οποία έμειναν γνωστά με το όνομά του (Dörpfeld-
Reisen).
Η συστηματική ενασχόληση των Γερμανών αρχιτεκτόνων με τα αρχαία μνημεία οφείλεται και στην εκπαίδευσή
τους. Η διδασκαλία της αρχιτεκτονικής στη Γερμανία παρέμενε ιδιαίτερα πρακτική και με ζωηρό το ενδιαφέρον και
για στατικά ζητήματα και για θέματα αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Και μόνο οι όροι «Βauakademie» και «Technische
Hochschule», οι οποίοι χρησιμοποιούνταν για τις σχολές αρχιτεκτόνων στη Γερμανία, είναι αρκετοί για να αντιληφθεί
κανείς αυτή την πρακτική προσέγγιση, μολονότι η Γερμανία τηρούσε τον ακαδημαϊκό διαχωρισμό των ειδικοτήτων
των αρχιτεκτόνων και των πολιτικών μηχανικών που είχε επικρατήσει σε όλα τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια από τα μέσα
του 19ου αιώνα. Έτσι οι Γερμανοί αρχιτέκτονες ήταν ανταγωνιστικοί στο αρχαιολογικό πεδίο, καθώς εκεί μπορούσαν
να αναλάβουν και τις αποκαταστάσεις των μνημείων, οι οποίες απαιτούσαν στατικές γνώσεις σε βαθμό που μόνο οι
αρχιτέκτονες-μηχανικοί διαθέτουν.
Για όλους αυτούς τους λόγους η «σχολή Dörpfeld» έδινε έμφαση στην εμπειρική παρατήρηση, στις ακριβείς
μετρήσεις, στις λεπτομερείς αποτυπώσεις, στη μελέτη της οικοδομικής τέχνης και στις προσεκτικές ‑έως και συντηρητι-
κές‑ υποθετικές αποκαταστάσεις αρχαίων μνημείων, χαρακτηριστικά που παρατηρήθηκαν και στη δημοσίευση του Ορ-
χομενού και στην αντίστοιχη της Τίρυνθας. Είναι ενδιαφέρον ότι οι δημοσιεύσεις αυτές, όπως και οι αντίστοιχες κλα-
σικών θέσεων, δεν επηρεάστηκαν από τη διάθεση ερμηνευτικότητας του ίδιου του Dörpfeld. Φαίνεται ότι ο ομηρισμός
του τελευταίου λειτούργησε ανεξάρτητα από το αρχιτεκτονικό ερευνητικό πλαίσιο που ο ίδιος προήγαγε. Επομένως οι
υπόλοιποι Γερμανοί ερευνητές είχαν την ευχέρεια να παραμείνουν πιστοί στον γενικό εμπειρικό και θετικιστικό κανόνα
της κατά το δυνατόν ουδέτερης και αντικειμενικής μελέτης και παρουσίασης της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Καθώς
η ίδια επιστημολογική κατεύθυνση κυριαρχούσε και στην αρχαιολογική έρευνα, ιδίως στους κλασικούς αρχαιολόγους,
η συνεργασία αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων διευκολυνόταν περαιτέρω.

4. Αμερικανικός κλασικισμός και εμπειρισμός

Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας (ΑΣΚΣΑ) υπήρξε από τις πλέον δραστήριες κατά το πρώτο
μισό του 20ού αιώνα και στις δημοσιεύσεις προϊστορικών ανασκαφών: Γουρνιά (1908), Κοράκου (1921), Ζυγουριές
(1928), Εύτρηση (1931), Πρόσυμνα (1937) και προϊστορική Κόρινθος (1948). Σε αυτές πρέπει να προστεθούν οι ανα-
σκαφές του Richard Seager στη Βασιλική, στον Μόχλο και στην Ψύρα, θέσεις της ανατολικής Κρήτης γειτονικές των
Γουρνιών, οι οποίες είτε ενσωματώθηκαν στη δημοσίευση των Γουρνιών, είτε δημοσιεύθηκαν ως άρθρα σε περιοδικά,
είτε αφορούσαν νεκροταφεία, ενώ πολλά από τα ευρήματα παρέμειναν ουσιαστικά αδημοσίευτα. Επίσης πρέπει να
προστεθεί η Όλυνθος (1929), η οποία υπήρξε αμερικανική ανασκαφή και δημοσιεύθηκε από Έλληνα αρχαιολόγο, τον
Μυλωνά, όταν αυτός σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins της Βαλτιμόρης.
Ο σημαντικός αριθμός των αμερικανικών προϊστορικών δημοσιεύσεων έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη
εικόνα της ΑΣΚΣΑ, η οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην κλασική αρχαιότητα και όχι στην προϊστορία. Χαρακτηρι-
στικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της αντιμετώπισης της Harriet Boyd-Hawes, ανασκαφέως των Γουρνιών, η οποία
κάλυψε η ίδια τα έξοδα της ανασκαφής, καθώς δεν υποστηρίχτηκε οικονομικά από τη Σχολή, ενώ συχνά ενθαρρυνόταν
από τους Βρετανούς αρχαιολόγους στην Κρήτη για να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο της. Η άρνηση της ΑΣΚ-
ΣΑ να συμπεριλάβει την Boyd-Hawes στην ανασκαφή της Κορίνθου και το ότι την άφησε χωρίς οικονομική υποστή-
ριξη κατά την έναρξη της δικής της ανασκαφής στην Κρήτη αποτελούσε δείγμα όχι μόνο της χαρακτηριστικής για την
εποχή εκείνη υποτίμησης των γυναικών αρχαιολόγων ως ανασκαφέων (Fotou & Brown, 2006, σ. 208), αλλά και της
189
έλλειψης ενδιαφέροντος της ΑΣΚΣΑ για τη μινωική αρχαιολογία, σε μια εποχή όπου η πολιτική συγκυρία της αυτονό-
μησης της Κρήτης (Κρητική Πολιτεία) και τα εντυπωσιακά ευρήματα του Evans στην Κνωσό και των Ιταλών στη Φαι-
στό και την Αγία Τριάδα είχαν καταστήσει το νησί ένα «αρχαιολογικό Ελ Ντοράντο». Η αδιαφορία αυτή φαίνεται και
από την παύση της αμερικανικής παρουσίας στην Κρήτη για πολλές δεκαετίες μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών
της Boyd-Hawes και του Seager. 
Επομένως το γενικότερο ακαδημαϊκό κλίμα δεν ευνοούσε τις προϊστορικές ανασκαφές, οι οποίες, με εξαιρέ-
σεις, όπως τα Γουρνιά στην Κρήτη και η Κοράκου στην Πελοπόννησο, πραγματοποιήθηκαν για συγκεκριμένους λό-
γους. Λόγου χάρη, οι έρευνες στην Όλυνθο και στην αρχαία Κόρινθο εντάσσονταν σε ευρύτερα κλασικά ανασκαφικά
προγράμματα. Το αρνητικό ακαδημαϊκό κλίμα άλλαξε μετά το 1920 για μια σειρά από λόγους. Ένας από αυτούς ήταν
ένα γενικότερο επιστημονικό άνοιγμα της ΑΣΚΣΑ σε νέες έρευνες (Davis, 2006, σ. 228). Το άνοιγμα αυτό είχε γενι-
κότερα χαρακτηριστικά, όχι μόνο αυστηρά ερευνητικά, αλλά ακόμη και πολιτικά. Λόγου χάρη, η ΑΣΚΣΑ έσπευσε να
εκμεταλλευθεί αρχαιολογικά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ξεκινώντας ανασκαφή στην αρχαία Κολοφώνα. Μάλιστα η
ανασκαφή αποτέλεσε συνεργασία της ΑΣΚΣΑ με το Μουσείο Fogg του Χάρβαρντ, γεγονός που αποτελεί ένα διαχειρι-
στικού τύπου άνοιγμα της Σχολής. Καθώς η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) διέκοψε τις εργασίες στην Κολοφώνα,
η Hetty Goldman, διευθύντρια της ανασκαφής, ενθαρρύνθηκε να «αποζημιωθεί αρχαιολογικά» ανασκάπτοντας την
προϊστορική Εύτρηση στη Βοιωτία το 1924. Μολονότι το άνοιγμα της ΑΣΚΣΑ αποτέλεσε τομή σε σχέση με την προ-
ηγούμενη αρχαιολογική πολιτική της, περιστράφηκε και πάλι γύρω από κλασικές θέσεις, ενώ δεν είχε ούτε διάρκεια
ούτε συνέχεια. Η Goldman επέστρεψε σε κλασικές θέσεις και ανέσκαψε την αρχαία Ταρσό στη Συρία. Το κοινωνικό,
οικονομικό και κοινωνικό κλίμα στην Ελλάδα και οι ολοένα εντεινόμενες διεργασίες προετοιμασίας για την έναρξη της
ανασκαφής στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας οδήγησαν σε μια νέα περίοδο εσωστρέφειας της ΑΣΚΣΑ.
Παρά τις διαδοχικές αλλαγές στην αρχαιολογική πολιτική της ΑΣΚΣΑ και τον γενικότερο προσανατολισμό της
σε κλασικά μνημεία και θέσεις, η δεκαετία του 1920 σημαδεύτηκε από σημαντικές προϊστορικές έρευνες, καθώς, πέρα
από την Εύτρηση, τότε ανασκάφηκαν οι Ζυγουριές και η Πρόσυμνα. Η δραστηριότητα αυτή οφείλεται στην καταλυτική
επιρροή που άσκησε και στην ΑΣΚΣΑ, αλλά και στην έρευνα για το προϊστορικό Αιγαίο ο Carl W. Blegen, μια «πατρι-
αρχική» μορφή ομόλογη των Schliemann, Dörpfeld, Τσούντα, Evans. Ενδεικτικά για τη συνεισφορά του Blegen μπορεί
να αναφερθεί το άρθρο που έγραψε με τον Βρετανό Alan Wace, στενό φίλο του και συνεργάτη (Fappas, 2015. French,
2015). Το άρθρο αυτό έβαλε τις βάσεις της προϊστορικής κεραμικής τυπολογίας και της σχετικής χρονολόγησης για τη
νότια ηπειρωτική Ελλάδα (Wace & Blegen, 1918).
Η προσωπικότητα του Blegen υπήρξε καταλυτική και για την ΑΣΚΣΑ (βιογραφικό του Blegen στο Vogeikoff-
Brogan, 2015). Πέρα από την επιστημονική του αξία, ο Blegen ήταν οργανικά ενταγμένος στη Σχολή, καθώς ξεκίνησε
με αρχαιογνωστικό υπόβαθρο και εκπαιδεύθηκε ανασκαφικά στην Κόρινθο, προτού αναπτύξει τα δικά του ενδιαφέρο-
ντα. Παρέμεινε μέλος της Σχολής από το 1910, που εντάχθηκε σε αυτήν ως φοιτητής, έως το θάνατό του το 1971 και
διετέλεσε γραμματέας, υποδιευθυντής και διευθυντής της. Αρχικά έμενε μόνιμα στην Αθήνα και συνέχισε να μένει έξι
μήνες το χρόνο αφού ανέλαβε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati. Διέθετε άριστες οργανωτικές και διαχει-
ριστικές ικανότητες, χάρη στις οποίες αφενός έφερε αποτελέσματα στις διοικητικές θέσεις που κατέλαβε και αφετέρου
διεξήγαγε και δημοσίευσε ικανό αριθμό ανασκαφών. Τέλος η κοινωνικότητά του και ο ήπιος χαρακτήρας του επέτρεπαν
άριστες σχέσεις με Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους στην Ελλάδα. Για όλους αυτούς τους λόγους ανέσκαψε και δημο-
σίευσε την Κοράκου, τις Ζυγουριές και την Πρόσυμνα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το λεγόμενο «ανάκτορο
του Νέστορα» στον Άνω Εγκλιανό της Πύλου, κυρίως στα μεταπολεμικά χρόνια.
Η εξέταση του ρόλου των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις δημοσιεύσεις αμερικανικών ανασκαφών στην Ελλάδα
οφείλει να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ΑΣΚΣΑ. Πέρα από ζητήματα όπως πόσο εμπειριστική, θετικιστική ή
ερμηνευτική υπήρξε η προσέγγιση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής και με βάση όσα έχουν μέχρι στιγμής αναφερ-
θεί, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, όπως πόσο επηρέασε ο κλασικιστικός προσανατολισμός της ΑΣΚΣΑ την προϊ-
στορική έρευνα. Αντιμετωπίστηκε η προϊστορία ως αυτόνομη πολιτισμική οντότητα ή θεωρήθηκε ήσσονος σημασίας
προστάδιο της κλασικής αρχαιότητας; Συνέβαλε καθόλου η παρουσία σημαντικών Αμερικανών αρχιτεκτόνων, όπως ο
William B. Dinsmoor, στη μελέτη και παρουσίαση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής; Διαμόρφωσε η προσωπικότητα
του Blegen έναν αμερικανικό επιστημονικό λόγο για τα προϊστορικά μνημεία και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του; Με
τα ερωτήματα αυτά κατά νου εξετάζονται παρακάτω οι δημοσιεύσεις αμερικανικών ανασκαφών προϊστορικών θέσεων
κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

4.1. Η μινωική πόλη των Γουρνιών στην ανατολική Κρήτη

Το 1908 εκδόθηκε η τελική δημοσίευση της ανασκαφής στα Γουρνιά από την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Harriet Boyd-
Hawes (Boyd-Hawes, Williams, Seager & Hall, 1908/2014). Η ανασκαφή αυτή έφερε στο φως μία από τις σημαντικό-
τερες πόλεις της εποχής του χαλκού στην Κρήτη. Επιπλέον ήταν από τις πρωιμότερες ανασκαφές και δημοσιεύσεις στην
190
ιστορία της προϊστορικής έρευνας στο Αιγαίο, αλλά και η πρώτη αμερικανική ανασκαφή στην Κρήτη, και μάλιστα από
γυναίκα. Οι περισσότερες εργασίες πεδίου πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 1901‑1904. Το 1905 η Boyd-Hawes επέ-
στρεψε στην Κρήτη για να κλείσει εκκρεμότητες της ανασκαφής και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη δημοσίευση. Όπως
αναφέρει η ίδια στον πρόλογο, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις εικόνες. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια εκπόνησε ο Τσέχος
αρχιτέκτονας Václav Seyk, ο οποίος επισκέφτηκε τη θέση μετά το πέρας της ανασκαφής, το 1905. Ο Seyk ασχολήθηκε
αργότερα με την Τροία (Seyk, 1926), αλλά την περίοδο της ανασκαφής των Γουρνιών αναφέρεται ως αρχιτέκτονας του
Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ο οποίος συνεργάστηκε με τη Βρετανική Σχολή στις ανασκαφές της Σπάρτης
(Macmillan, 1911, σ. 13) και του Παλαικάστρου (βλ. παρακάτω). Είναι πολύ πιθανό να αποτέλεσε μια πρακτική και
αξιόπιστη λύση και για τα Γουρνιά, στις εργασίες των οποίων λογικά συμμετείχε εξαιτίας της άριστης σχέσης της Βoyd-
Hawes με τους Βρετανούς αρχαιολόγους της Κρήτης (Allsebrook, 2002, σ. 85).
Πάντως η ανασκαφέας παρενέβη στα σχέδιά του (Video 7.8). Τόνισε τα όρια των επιμέρους κατοικιών, και πρό-
σθεσε διαγραμμίσεις στους τοίχους, για να δηλώσει τις επιμέρους τεχνικές δόμησης. Παρά το προσωπικό ενδιαφέρον
της Boyd-Hawes τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι ολιγάριθμα: πέντε αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, συγκεκριμένα όψεις
τοιχοδομίας, κάτοψη και τομή της κατοικίας Ac, ελεύθερο σχέδιο του δωματίου D30, με το ελαιοπιεστήριο κατά χώρα,
και τέλος μια γενική κάτοψη της θέσης και δύο αρχιτεκτονικές τομές. Οι τοίχοι αποδίδονται μόνο με το περίγραμμά
τους. Έχουν επίσης αποτυπωθεί τα πλακόστρωτα και λιθόστρωτα δάπεδα κατοικιών και τα καταστρώματα των οδών,
οι λίθινες κατασκευές του εσωτερικού των κατοικιών και τέλος η θέση των πίθων στις αποθήκες του λεγόμενου «ανα-
κτόρου». Οι τομές αποτυπώνουν μόνο τα ιστάμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, χωρίς να συμπληρώνουν την πορεία της
ανωδομής. Άλλες πληροφορίες που παραθέτουν τα σχέδια αφορούν τα απόλυτα υψόμετρα, τη δήλωση του φυσικού
βράχου και την ενδεικτική απόδοση της βλάστησης.

Video 7.8 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των Γουρνιών (Boyd-Hawes, Williams, Seager & Hall,
1908/2014), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια του INSTAP Academic Press, Φιλα-
δέλφεια PA, Η.Π.Α.

191
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά δείχνουν πόσο λιτή και σχηματική υπήρξε η εικονογράφηση της αρχιτεκτονικής
στα Γουρνιά, η οποία μάλιστα παρέμεινε κυρίως στο επίπεδο της εξωραϊσμένης αποτύπωσης. Το ενδιαφέρον που διακρί-
νεται για τις τεχνικές δόμησης μάλλον αντικατοπτρίζει την επιρροή που άσκησε στην Boyd-Hawes το αρχαιογνωστικό και
αρχαιοδιφικό παράδειγμα της έρευνας. Σύμφωνα με αυτό, η τεχνική δόμησης αποτελούσε χρονολογικό και πολιτισμικό
κριτήριο, καθώς οι ξεστές τοιχοποιίες αποδίδονταν στην αρχαιότητα, ενώ οι πολυγωνικοί τοίχοι, οι τοίχοι οι χτισμένοι με
αργολιθοδομή και οι κυκλώπειοι τοίχοι αποδίδονταν στους λεγόμενους Πελασγούς και σε μια ευρύτερα νοούμενη προϊ-
στορία, στο πλαίσιο της οποίας ουσιαστικά δεν διακρινόταν η εποχή του χαλκού από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Το κείμενο της Boyd-Hawes επιβεβαιώνει τις παραπάνω παρατηρήσεις. Μετά από τρία εισαγωγικά κεφάλαια
για τον μινωικό πολιτισμό και τη σχέση του με την ομηρική έρευνα ακολουθεί ένα κεφάλαιο 12 σελίδων για την αρ-
χιτεκτονική. Καθώς η έκδοση είναι μεγάλου σχήματος (folio) και κάθε σελίδα έχει δύο στήλες κειμένου, καθεμιά από
τις οποίες αντιστοιχεί σε έκταση με μια συμβατικού μεγέθους σελίδα, το κείμενο της αρχιτεκτονικής ισοδυναμεί με
ένα κείμενο 24 σελίδων κανονικού σχήματος. Επίσης είναι εκτενές σε σύγκριση με άλλα κεφάλαια, καταλαμβάνοντας
περίπου το 10% του συνολικού κειμένου. Στο κεφάλαιο αυτό η Boyd-Hawes παραθέτει το ιστορικό της ανασκαφής και
μετά περιγράφει με σχετική λεπτομέρεια τα κατάλοιπα τριών κατοικιών, μία για κάθε φάση που διέκρινε στα Γουρνιά.
Πιθανότατα οι κατοικίες αυτές θεωρήθηκαν ενδεικτικές των τύπων κτισμάτων των αντίστοιχων εποχών. Αν και συνο-
πτικές, οι περιγραφές καλύπτουν την παράθεση και των ανασκαφικών και των αρχιτεκτονικών δεδομένων, αλλά και
τη χρήση των χώρων, καθώς υπάρχουν αναφορές σε κινητά ευρήματα. Η αναφορά στην αρχιτεκτονική ολοκληρώνεται
με την επεξήγηση της κάτοψης. Η επεξήγηση αυτή ουσιαστικά παρουσιάζει τα υπόλοιπα κτήρια που έφερε στο φως η
ανασκαφή των Γουρνιών. Η παρουσίαση είναι παρόμοια στο περιεχόμενο με τις περιγραφές των ενδεικτικών κατοικι-
ών, αλλά ακόμη πιο συνοπτική από αυτές.
Συνολικά και το κείμενο και τα αρχιτεκτονικά σχέδια των Γουρνιών διακρίνονται για τη λιτή και σχηματι-
κή παρουσίαση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν σημαίνουν έλλειψη ενδιαφέροντος για
την προϊστορική αρχιτεκτονική. Το αρχείο των σημειώσεων της Boyd-Hawes έχει πολλά σκαριφήματα της ίδιας με
μετρήσεις που έκανε στο πεδίο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Τα σκαριφήματα αυτά δεν δημοσιεύθηκαν, αφού ο
Seyk εκπόνησε τα τελικά και επίσημα σχέδια, πρακτική συνήθης στις περιπτώσεις ανασκαφών χωρίς μόνιμη παρουσία
αρχιτέκτονα. Η λιτή παρουσίαση της αρχιτεκτονικής επομένως σχετίζεται με τις επιλογές που έκανε η Boyd-Hawes
κατά την περίοδο μελέτης και γι’ αυτό αντανακλά το επιστημολογικό της προφίλ. Το τελευταίο ήταν υπό διαμόρφωση,
καθώς τα Γουρνιά αποτέλεσαν την πρώτη και μοναδική ανασκαφική έρευνα της Boyd-Hawes, η οποία επιπρόσθετα
αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο παραδείγματα, τον γερμανικό ομηρισμό και τον εξελικτισμό του Evans. Το δεύτερο
παράδειγμα διακρίνεται μέσα από την υιοθέτηση του τριμερούς τυπολογικού και χρονολογικού σχήματος του Άγγλου
αρχαιολόγου. Προς τις γερμανόφωνες πρακτικές αντιθέτως τείνουν η δομή της δημοσίευσης και τα χαρακτηριστικά της
έκδοσης. Συγκεκριμένα, το μεγάλο μέγεθος του βιβλίου (folio) και το κεφάλαιο όπου εξηγούνται τα σχέδια θυμίζουν
αφενός τη δημοσίευση των Καββαδία και Kawerau για την Ακρόπολη και αφετέρου ακόμη παλαιότερες, όπως τη δημο-
σίευση της αποστολής του Μοριά και τα λευκώματα εικόνων των περιηγητών. 

4.2. Η αρχιτεκτονική στις δημοσιεύσεις του Carl W. Blegen

Εδώ εξετάζονται τρεις ανασκαφές του Blegen, στην Κοράκου, στις Ζυγουριές και στην Πρόσυμνα. Οι τρεις αυτές
θέσεις ερευνήθηκαν και δημοσιεύθηκαν μέσα στο διάστημα 1915‑1937. Ωστόσο η δεκαετία του 1930 ανήκει κατά
μεγάλο μέρος στην ανασκαφή της Τροίας (1932‑1938). Τέλος το 1939 ξεκίνησε την ανασκαφή της Πύλου, η οποία δεν
εξετάζεται εδώ, γιατί ουσιαστικά ανήκει στο μεταπολεμικό διάστημα. Επομένως εδώ ενδιαφέρει η δραστηριότητα του
Blegen κατά το διάστημα 1915‑1935. Στο διάστημα αυτό ο Αμερικανός αρχαιολόγος βρισκόταν μόνιμα στην Αθήνα και
διαμόρφωσε την ερευνητική φυσιογνωμία του, και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς. Μετά το περίφημο άρθρο του με τον
Wace για την τυπολογία της κεραμικής στην ηπειρωτική Ελλάδα (Wace & Blegen, 1918) πήρε τη διατριβή του με τη
δημοσίευση της Κοράκου (Blegen, 1921) και το 1939 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati. Ενδιαμέσως
είχε προλάβει να διατελέσει επικεφαλής της ΑΣΚΣΑ, αλλά και να συμμετάσχει στην αποστολή του Ερυθρού Σταυρού
στη Μακεδονία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πριν από την εξέταση των δημοσιεύσεων είναι σκόπιμες κάποιες σημειώσεις για τη μέθοδο ανασκαφής του
Blegen, διότι αυτή καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (Tzonou-Herbst, 2015,
σ. 40‑48). Ο τελευταίος είχε εκπαιδευτεί ανασκαφικά στην Κόρινθο από τον Bert Hodge-Hill, διευθυντή τότε των
ανασκαφών και της ΑΣΚΣΑ και στη συνέχεια στενό φίλο του. Στην Κόρινθο κύριο μέλημα ήταν η εξολοκλήρου απο-
κάλυψη της κάτοψης των επιμέρους χώρων και μετά η κατά αυθαίρετες στρώσεις ανασκαφή του εσωτερικού, όπως
στις περισσότερες ανασκαφές της εποχής. Κυρίαρχο ρόλο στη χρονολόγηση έπαιζαν οι αρχιτεκτονικές φάσεις, κατόπιν
η τυπολογία των ευρημάτων του εσωτερικού του κάθε χώρου και τέλος η στρωματογραφία, την οποία οι αρχαιολόγοι
συμβουλεύονταν στους μάρτυρες των ανασκαφικών τομών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την ίδια μέθοδο ακολούθησε
και ο Μυλωνάς, του οποίου άλλωστε το έργο εν μέρει εντάσσεται στην αμερικανική έρευνα.

192
O Blegen ακολούθησε τη διαδεδομένη ανασκαφική μέθοδο και όχι το τότε εμφανιζόμενο αυστηρά στρωματο-
γραφικό σύστημα ανασκαφής των Βρετανών Wheeler και Kenyon. Ανέπτυξε όμως έναν πρώιμο και έντονο προβλη-
ματισμό για τη συσχέτιση των αυθαίρετων στρώσεων με τα στρώματα επιχώσεων και τον αποτύπωσε στα ημερολόγια
των ανασκαφών του. Εστίασε κατεξοχήν στη σύνδεση της στρωματογραφίας με την κεραμική τυπολογία και τη σχετική
χρονολόγηση (Εικόνα 7.6), σε σημείο που να προτιμά επιχώσεις χωρίς αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία θεωρούσε
προβληματικά, διότι πίστευε ότι διέκοπταν την αλληλουχία των στρωμάτων (Tzonou-Herbst, 2015, σ. 48).

Εικόνα 7.6 Η μεθοδολογική συμβολή του Blegen στη μελέτη της κεραμικής.

Εικόνα 7.7 Κάτοψη της Κοράκου (Blegen, 1921), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια
της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας.

4.2.1. Κοράκου

Η Κοράκου είναι ένας γήλοφος τρία χιλιόμετρα δυτικά της Κορίνθου. Στη θέση αυτή ανασκάφηκε ένας προϊστορικός
οικισμός υπό τη διεύθυνση του Blegen κατά τα έτη 1915‑1916. Η κεραμική της θέσης αποτέλεσε τη βάση για το σχήμα
της κεραμικής τυπολογίας των Wace και Blegen (1918). Ο προσεκτικός συνδυασμός στρωματογραφικής αλληλουχίας,
οικοδομικών φάσεων και κεραμικής τυπολογίας προσέδωσε στη δημοσίευση της Κοράκου (Blegen, 1921) μακροχρόνια
ερευνητική αξία (Rutter, 2003). Μολοντούτο η δημοσίευση διακρίνεται από σχετική έλλειψη αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Συγκεκριμένα, η γενική κάτοψη (Εικόνα 7.7) είναι μεγάλου μεγέθους και βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου. Αποτυπώνει
τους τοίχους λίθο λίθο και διαχωρίζει με διαφορετική διαγράμμιση τις ΠΕ, ΜΕ και ΥΕ φάσεις. Η πορεία των τοίχων δεν
αποκαθίσταται. Σημειώνονται οι σταθερές κατασκευές και κάποια ίχνη δαπέδων, καθώς και τα όρια των ανασκαφικών
τομών. Αν και εμπειριστικά λιτή, η κάτοψη είναι πλήρης και σαφής, ίσως επειδή εκπονήθηκε από τον Dinsmoor, αρχι-
τέκτονα τότε της ΑΣΚΣΑ και περίφημο μελετητή του Παρθενώνα και γενικότερα της κλασικής αρχιτεκτονικής.

193
Εικόνα 7.8 Κάτοψη της οικίας Η στη δημοσίευση της Κοράκου (Blegen, 1921), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας.

Εντός κειμένου παρατίθενται επτά επιμέρους κατόψεις, καθεμιά από τις οποίες απεικονίζει μία κατοικία (Εικόνα
7.8). Αποτυπώνουν μόνο τα περιγράμματα των τοίχων, και μάλιστα σχετικά ευθύγραμμα και επομένως εξωραϊσμένα σε
σχέση με τη γενική κάτοψη. Η πορεία τους συμπληρώνεται με διακεκομμένη γραμμή όπου η αποκατάσταση είναι εύλογη.
Σημειώνονται και πάλι οι σταθερές κατασκευές, αλλά και τοίχοι ή κτίσματα κατώτερης φάσης, μόνο όμως εφόσον είναι
απαραίτητο και συνήθως επειδή επάνω τους έχει εδρασθεί το κυρίως εικονιζόμενο κτήριο. Εντός κειμένου υπάρχουν και
δύο σχέδια τομής. Η μία τομή αφορά το σχήμα και την επίχωση ενός βόθρου. Η δεύτερη είναι καθαρά στρωματογραφική.
Τα σχέδια εντός κειμένου έχουν γίνει πάλι από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο του οποίου η έρευ-
να και γενικότερη παρουσία κυριάρχησε στη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και της αναστυλώσεις μνημείων,
ιδίως των βυζαντινών έως και τη δεκαετία του 1970. Όταν ο Ορλάνδος εκπόνησε τα σχέδια της Κοράκου συνεργαζόταν
με την ΑΣΚΣΑ. Η σχηματικότητα των σχεδίων του. Η σχηματικότητά τους διευκολύνει αφενός την κατανόηση των
κτηρίων της Κοράκου ως αρχιτεκτονικών συνόλων και αφετέρου την τυπολογική σύγκρισή τους με κτήρια άλλων ΠΕ
θέσεων, όπως ακριβώς συνέβη και με τα σχέδια των δημοσιεύσεων του Μυλωνά που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Η λιτή προσέγγιση που χαρακτηρίζει την απεικόνιση της αρχιτεκτονικής της Κοράκου υπογραμμίζεται ακό-
μη περισσότερο από τη θέση του σχετικού κειμένου μέσα στο βιβλίο. Η δημοσίευση ξεκινάει από την πραγμάτευση
της κεραμικής, και έπεται η αρχιτεκτονική, αντί για τη συνήθη αντίθετη πρακτική. Αυτή η αντιστροφή μπορεί να
αποδοθεί σε πολλούς λόγους. Πέρα από την προτίμηση του Blegen για την κεραμική, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα
δεν είναι τόσο σύνθετα. Ακόμη και σήμερα η έρευνα αναφέρεται σε αυτά με το χαρακτηρισμό «ταπεινά», που δεν
έχει πλέον την αξιολογική χροιά παλαιότερων εποχών, αλλά είναι ενδεικτικός. Πιο σημαντικό στην Κοράκου φαί-
νεται να υπήρξε το πάχος των επιχώσεων. Το τελευταίο συχνά ξεπερνούσε το 1 μ. και για το λόγο αυτό απέφερε
και καλά στρωματογραφικά στοιχεία και πλήθος κεραμικής. Επομένως το αρχαιολογικό υλικό καθαυτό αποτέλεσε
εφαλτήριο για να αναδυθεί η προτίμηση του Blegen για την κεραμική. Ο Wace θα μπορούσε επίσης να έχει παίξει
το ρόλο έμμεσης επιρροής, καθώς η κεραμική προτάσσεται της αρχιτεκτονικής και στο Prehistoric Thessaly των
Wace και Thompson (βλ παρακάτω). Άλλωστε οι Blegen και Wace συνδέονταν με στενούς δεσμούς φιλίας και συ-
νεργασίας.
194
Πάντως ο Blegen εξαίρει τη σημασία της αρχιτεκτονικής στην εισαγωγή της δημοσίευσης της Κοράκου, το-
νίζοντας ότι οι φάσεις που διαχώρισε αφορούν κυρίως την εξέλιξή της. Στα ημερολόγιά του εκπονούσε ο ίδιος σκαρι-
φήματα, κυρίως κατόψεις, και κατέγραφε όλα τα σχετικά στοιχεία. Η επιστράτευση επίσης δύο αρχιτεκτόνων δείχνει
ότι κάθε άλλο παρά αδιαφορούσε για τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ενώ το κείμενο του κεφαλαίου της αρχιτεκτονικής
είναι σχετικά σύντομο, αλλά προσφέρει λεπτομερή περιγραφή των αρχιτεκτονικών ευρημάτων, δηλώνει τη χρήση
των χώρων, όπου αυτή είναι δυνατόν να διευκρινιστεί, και προχωράει και σε παρατηρήσεις για την ανωδομή και τη
στέγαση των κτηρίων, επίσης όπου υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Επομένως η συνολική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής
της Κοράκου από τον Blegen, δηλαδή ο συνδυασμός κειμένου και αρχιτεκτονικών σχεδίων, μπορεί να χαρακτηριστεί
συμπυκνωμένος, αλλά πλήρης.

4.2.2. Ζυγουριές

Λίγα χρόνια μετά την ανασκαφή στην Κοράκου, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε η δημοσίευσή της, το 1921, ο Carl Blegen
άρχισε να ανασκάπτει έναν ακόμη προϊστορικό οικισμό, τις Ζυγουριές, επίσης γήλοφο, στην κοιλάδα των Κλεωνών,
μεταξύ Κορίνθου και Μυκηνών, στην ευρύτερη περιοχή της Νεμέας. Οι ανασκαφή ολοκληρώθηκε την επόμενη χρονιά,
το 1922. Οι Ζυγουριές είναι ακόμη ένας «ταπεινός» ΠΕ‑ΥΕ οικισμός με ικανοποιητική στρωματογραφία, όπως και η
Κοράκου. Ίσως γι’αυτό τα αρχιτεκτονικά σχέδια των δύο δημοσιεύσεων μοιάζουν. Στην περίπτωση των Ζυγουριών, o
Blegen επιστράτευσε και πάλι ένα δίδυμο αρχιτεκτόνων της ΑΣΚΣΑ, όπως και στην Κοράκου. Την αποτύπωση έκανε
ο Leicester Β. Holland, και οι επιμέρους κατόψεις επανασχεδιάστηκαν από την αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα Dorothy
H. Cox (Allen, 2011, σ. 91‑94). Yπάρχει και πάλι μια γενική κάτοψη της θέσης, που είναι ταυτόχρονα και τοπογραφικό
σχέδιο του λόφου, καθώς και μια κάτοψη της κεντρικής και εκτενέστερης ανασκαφικής τομής (Video 7.9). Τα δύο αυτά
σχέδια βρίσκονται σε αναδιπλούμενους πίνακες στο τέλος του βιβλίου (Blegen, 1928).

Video 7.9 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των Ζυγουριών (Blegen, 1928), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, Αρχεία, Αρχείο Ζυγουριών.
195
Η επιλογή των δύο γενικών κατόψεων αντί της μίας, όπως στην περίπτωση της Κοράκου, επιβλήθηκε από τις
πολλές ανασκαφικές τομές που άνοιξε ο Blegen σε διαφορετικά σημεία του λόφου των Ζυγουριών, διότι η απόδοση των
ισοϋψών καμπυλών είναι μάλλον σχηματική και η έμφαση δίνεται στον εντοπισμό των ανασκαφικών τομών και των
αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η δεύτερη κάτοψη αποτυπώνει τους τοίχους λίθο λίθο. Κάποια από τα περιγράμματα των
τοίχων αποδίδονται με παχύτερη γραμμή. Το σχέδιο δεν προχωράει σε αποκατάσταση. Σημειώνει όμως τις κυριότερες
κατασκευές, τους πίθους που βρέθηκαν κατά χώρα και τέλος τα όρια των ανασκαφικών τομών.
Καθώς δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των αρχιτεκτονικών φάσεων, η αίσθηση του καθ’ ύψος άξονα είναι πολύ
μειωμένη και υποβάλλεται μόνο με τη σημείωση των ορίων των τομών που διανοίχθηκαν στο εσωτερικό των δωματίων.
Εντός κειμένου υπάρχουν εννέα ακόμη κατόψεις των κυριότερων επιμέρους κτηρίων. Τα χαρακτηριστικά τους είναι
ανάλογα με αυτά των γενικών κατόψεων. Επομένως και στις Ζυγουριές, όπως στην Κοράκου, τα αρχιτεκτονικά σχέδια
κυριαρχούνται από μια λιτή, συντηρητική και εμπειριστική τάση αποτύπωσης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά
περιέχουν λίγες παραπάνω πληροφορίες, γεγονός που ίσως οφείλεται στην αρχαιολογική ιδιότητα της Cox. Η ιδιότητα
αυτή ίσως βρίσκεται πίσω από τις κάπως παραπάνω πληροφορίες που περιέχουν οι κατόψεις των Ζυγουριών σε σύ-
γκριση με την Κοράκου.
Παρά τον πιο «αρχαιολογικό» χαρακτήρα των κατόψεων η δημοσίευση δεν περιλαμβάνει στρωματογραφικές
τομές. Στην εισαγωγή γίνεται μια σύντομη αναφορά στα στρωματογραφικά δεδομένα, κυρίως για να τονιστεί η ισχνή
παρουσία του ΜΕ στρώματος, καθώς η ΥΕ φάση κατέστρεψε τα πρωιμότερα κατάλοιπα. Ίσως ο Blegen τροποποίησε
την ανασκαφική του μέθοδο και βασίστηκε μόνο στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και στην τυπολογία της κεραμικής για
να τεκμηριώσει τη χρονολογική αλληλουχία στις Ζυγουριές. Άλλη σημαντική διαφορά με την Κοράκου είναι η πρόταξη
του κεφαλαίου της αρχιτεκτονικής, το οποίο ακολουθεί αμέσως μετά την εισαγωγή. Το κεφάλαιο αυτό είναι γραμμένο
με την ίδια μεθοδολογία όπως στην Κοράκου. Για το λόγο αυτό η παρουσίαση της αρχιτεκτονικής έχει και εδώ τον
ίδιο συμπυκνωμένο, λιτό και ως ένα σημείο σχηματικό, αλλά ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Επιβεβαιώνονται επομένως
τα χαρακτηριστικά του πραγματιστικού επιστημολογικού προφίλ του Blegen, ενώ οι ευχαριστίες προς τον Wace στην
εισαγωγή και η αρχική πρόθεση του Αμερικανού αρχαιολόγου να συνυπογράψει τη δημοσίευση με τον Βρετανό φίλο
και συνεργάτη του δείχνουν ότι το ερευνητικό πλαίσιο που είχαν δημιουργήσει με την ως τότε συνεργασία τους διατη-
ρήθηκε και επηρέασε και τη δημοσίευση των Ζυγουριών.

Εικόνα 7.9 Κάτοψη πρωτοελλαδικών οικιών από τη δημοσίευση της Πρόσυμνας (Blegen, 1937, fig. 11), όπου αναφέ-
ρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του
Cincinnati.

196
4.2.3. Πρόσυμνα

Οι πρώτες ενδείξεις για ανθρώπινη παρουσία κατά την προϊστορία στην περιοχή του Ηραίου του Άργους ή αλλιώς
της Πρόσυμνας προήλθαν από τις έρευνες του Παναγιώτη Σταματάκη, ο οποίος ανέσκαψε έναν μυκηναϊκό θολωτό
τάφο το 1878. Κατά τα έτη 1892‑1895 ο Αμερικανός Charles Waldstein, μετέπειτα Sir Charles Walston, εντόπισε
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην περιοχή του αρχαίου ιερού. Δεν στάθηκε δυνατόν να διαπιστώσει εάν τα κατάλοι-
πα αυτά ανήκαν σε ιερό ή σε οικισμό. Ένας από τους συνεργάτες του Walston, ο Joseph Hoppin, προσπάθησε να
οργανώσει μια ανασκαφική αποστολή με στόχο τον εντοπισμό και την αποκάλυψη του προϊστορικού οικισμού. Ο
Hoppin εξασφάλισε τη σχετική άδεια το 1914, αλλά ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να αναβάλει την έναρ-
ξη των εργασιών. Επανήλθε το 1924, αλλά πέθανε το 1925, λίγους μήνες πριν από την προγραμματισμένη περίοδο
ανασκαφής. Τη διεξαγωγή της τελευταίας ανέλαβε ο Blegen. Σε τρεις περιόδους, κατά τα έτη 1925, 1927 και 1928,
ολοκλήρωσε τη διερεύνηση ανασκαφικών τομών στην περιοχή της ακρόπολης και στο γειτονικό λόφο του Κεφαλα-
ρίου. Τα ευρήματα τεκμηρίωναν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή από τη νεολιθική έως και το τέλος της
υστεροελλαδικής περιόδου, αλλά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα υπήρξαν λιγοστά (συγκεκριμένα: δύο πρωτοελλαδικές
και δύο υστεροελλαδικές κατοικίες). Αντίθετα πολύ περισσότεροι ήσαν οι προϊστορικοί τάφοι που διερευνήθηκαν
στην ευρύτερη περιοχή. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής δημοσιεύθηκαν το 1937.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια περιορίζονται στη γενική κάτοψη (Εικόνα 7.9), η οποία είναι μαζί και τοπογραφι-
κός χάρτης της περιοχής, καθώς και σε επιμέρους κατόψεις, οι οποίες αποτυπώνουν τους τοίχους λίθο λίθο. Τα μη
σωζόμενα τμήματα τοίχων συμπληρώνονται ελάχιστα, ενώ μια αποσπασματική γωνία τοίχων που αποκαλύφθηκε σε
δοκιμαστική τομή δεν σχεδιάστηκε καν. Καθώς στην ανασκαφή συμμετείχε αδιάλειπτα η Cox, η συνοπτική παρου-
σίαση της αρχιτεκτονικής πρέπει να αποδοθεί στο συνδυασμό της αποσπασματικής διατήρησης των αρχιτεκτονικών
καταλοίπων, της διάσπασης των εργασιών σε πολλές ανασκαφικές τομές με μεγάλη διασπορά στο χώρο και της
ερευνητικής επικέντρωσης του ανασκαφέα στην πληθώρα των ταφών, που αποτέλεσαν και το κυριότερο εύρημα της
ανασκαφής αυτής.

4.2.4. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις δημοσιεύσεις του Blegen: μια πρώτη αποτίμηση

Και στις τρεις μονογραφίες του Blegen τα αρχιτεκτονικά σχέδια διακρίνονται από λιτότητα, εμπειριστική προσήλωση
στο υλικό και θετικιστική προτίμηση στα σχέδια ορθής προβολής, και μάλιστα περισσότερο στις κατόψεις και δευτε-
ρευόντως στις τομές. Τα χαρακτηριστικά αυτά, όπως και η θέση των σχεδίων στο σύνολο του έργου, προδίδουν μια
μάλλον παραδοσιακή ανασκαφική προσέγγιση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, η οποία θέτει ως πρώτο στόχο την κατά
το δυνατόν αντικειμενική παρουσίαση του υλικού και στη συνέχεια προχωρά με προσεκτικά βήματα στην ανάλυση και
ερμηνεία του. Η τελευταία δεν προχωρά πέρα από μερικές περιορισμένες και συμπυκνωμένες απόπειρες αποκατάστα-
σης της μορφής των κτηρίων και της διερεύνησης της χρήσης των χώρων τους. Το κύριο ενδιαφέρον του Blegen, δηλα-
δή η σχέση κεραμικής, στρωματογραφίας και σχετικής χρονολόγησης, επιβεβαιώνεται, χωρίς όμως να διαπιστώνεται
ουσιαστική υποβάθμιση της σημασίας των αρχιτεκτονικών καταλοίπων από τον Αμερικανό αρχαιολόγο. Άλλωστε τα
κεφάλαια της αρχιτεκτονικής στις τρεις δημοσιεύσεις είναι σχετικά πλήρη, ενώ για την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών
σχεδίων επιστρατεύτηκαν αρχιτέκτονες, και μάλιστα με υψηλό κύρος και εξειδίκευση στα αρχαία μνημεία.
Παραμένει πάντως έντονη η αίσθηση ότι ο Blegen δεν εξάντλησε ερευνητικά τη μελέτη της αρχιτεκτονικής,
ενώ υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες που συμμετείχαν θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει
σε μια μελέτη της οικοδομικής τέχνης στις τρεις θέσεις ανάλογη με αυτήν της Τίρυνθας. Ακόμη και αν ο εμπειρισμός
και ο ερμηνευτικός πραγματισμός του Blegen επέβαλαν την τήρηση αποστάσεων από πολιτισμικές συγκρίσεις με άλ-
λες περιοχές και περιόδους της προϊστορίας της Ελλάδας, όπως αυτές που γίνονται στις δημοσιεύσεις του Ορχομενού
ή των ανασκαφών του Μυλωνά, οι επιμέρους κατόψεις κτηρίων θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί σε τυπολογικές
συγκρίσεις με κτήρια άλλων θέσεων.
Το επιχείρημα της «ταπεινότητας» των αρχιτεκτονικών καταλοίπων φαίνεται αρχικά εύλογο, αλλά αναπόφευ-
κτα εμπεριέχει μια αξιολογική χροιά που μάλλον αδικεί τις θέσεις αυτές, καθώς ουσιαστικά τις αποτιμά σε σύγκριση
είτε με τα μινωικά και τα μυκηναϊκά ανάκτορα είτε με τα δημόσια κτήρια της κλασικής αρχαιότητας. Ενδεχομένως ο
Blegen επηρεάστηκε ‑έστω και υποσυνείδητα‑ από το κλασικιστικό του υπόβαθρο, αλλά και από την περιρρέουσα επι-
στημολογική ατμόσφαιρα της ΑΣΚΣΑ. Άλλωστε και οι τέσσερις αρχιτέκτονες με τους οποίους συνεργάστηκε ειδικεύ-
ονταν στην κλασική αρχιτεκτονική και θα μπορούσαν και εκείνοι να έχουν ενισχύσει με τρόπο έμμεσο μια αξιολογική
αντιπαράθεση των ΠΕ‑ΥΕ αρχιτεκτονικών καταλοίπων της βορειοανατολικής Πελοποννήσου με την αρχαία Κόρινθο
και τα άλλα κλασικά μνημεία που μελετούσαν.

197
Μολονότι ο Blegen ξέφυγε από το αρχαιογνωστικό παράδειγμα των φοιτητικών του χρόνων και της ΑΣΚΣΑ,
ίσως η στροφή στα νεωτερικά επιστημολογικά κελεύσματα να έγινε σταδιακά και ήπια, με βήματα ουσιαστικά και
έμπρακτα, όπως ενδεχομένως θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του. Επιπρόσθετα δεν αποκλείεται να αντιμετώπισε τους
κλασικούς αρχιτέκτονες της ΑΣΚΣΑ με πρακτικό μάτι, δηλαδή ως διαθέσιμους και αξιοποιήσιμους στις προϊστορικές
του ανασκαφές. Έτσι βέβαια άφησε να διαχυθεί μια έμμεση επιρροή του κλασικισμού στις δημοσιεύσεις του, η οποία
όμως δεν τον εμπόδισε να αναπτύξει τη δική του εκδοχή του αναδυόμενου τότε νέου παραδείγματος της παραδοσιακής
αρχαιολογίας.

4.3. Η Hetty Goldman και η ανασκαφή και δημοσίευση της Εύτρησης

Η Hetty Goldman υπήρξε μία από τις πρωτοπόρους γυναίκες αρχαιολόγους του 20ού αιώνα (Mellink & Quinn, 2006).
Tο 1911, παρά την επιφυλακτική στάση απέναντι στις γυναίκες ανασκαφείς που κυριαρχούσε στην ΑΣΚΣΑ, συνδιηύ-
θυνε την ανασκαφή της αρχαίας πόλης των Αλών με την Alice Walker Kosmopoulos. Η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε
εν μέρει να σχετίζεται και με την πολυεπίπεδη υποστήριξη που είχε η Goldman από την οικογένειά της. Ο πατέρας της
ίδρυσε την τράπεζα Goldman-Sachs, ενώ ο εξ αγχιστείας συγγενής της Paul Sachs ήταν υποδιευθυντής του Μουσείου
Fogg του Πανεπιστημίου του Harvard. Το τελευταίο εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον ανασκαφικής συνεργασίας με την
ΑΣΚΣΑ (Davies, 2006, σ. 224). Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Goldman είχε επιλέξει αρχικά ως θέση την αρχαία
Κολοφώνα. Η διακοπή των εργασιών εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής τής απέφερε ως «αποζημίωση» την
Εύτρηση στη Βοιωτία. Εκεί η Goldman ανέσκαψε έναν οικισμό κυρίως ΠΕ, αλλά και ΜΕ‑ΥΕ, καθώς και κατάλοιπα
των ιστορικών χρόνων κατά τα έτη 1924 και 1927. Tέσσερα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής εκδόθηκε η
δημοσίευση (Goldman, 1931).

Video 7.10 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Εύτρησης (Goldman, 1931), όπου αναφέρονται οι παραπομπές
σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, Αρχεία, Αρχείο Εύτρησης.
198
Η τελευταία περιλαμβάνει πλούσιο εποπτικό υλικό, συγκεκριμένα 341 εικόνες εντός κειμένου, 21 πίνακες και
δύο σχέδια εκτός κειμένου στο τέλος του βιβλίου (Video 7.10). Το πρώτο από τα δύο αυτά σχέδια είναι ένα τοπογραφικό
διάγραμμα της θέσης, με τα όρια των τομών και σχηματική απόδοση των κυριότερων τοίχων. Το δεύτερο σχέδιο είναι
η γενική κάτοψη, η οποία παρουσιάζεται με πρωτότυπο τρόπο, σε τρία φύλλα επίθετα το ένα πάνω στο άλλο. Το κατώ-
τερο φύλλο αποτυπώνει τα ΠΕ αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Το μεσαίο φύλλο είναι ημιδιαφανές και απεικονίζει τα ΜΕ
κατάλοιπα. Το τρίτο φύλλο, επίσης ημιδιαφανές, απεικονίζει τα κατάλοιπα της ΥΕ περιόδου και των ιστορικών χρόνων.
Σε όλα τα σχέδια οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο, ενώ σημειώνονται τα δάπεδα, οι σταθερές κατασκευές, οι τάφοι,
αλλά και η θέση των κυριότερων τεχνέργων, ιδίως των αγγείων που βρέθηκαν κατά χώρα.
Εντός κειμένου υπάρχουν 35 σχέδια, περίπου το 10% του συνόλου των εικόνων. Αποτελούνται κυρίως από
κατόψεις, όλες επιμέρους κτηρίων. Ακολουθούν στα χαρακτηριστικά τη γενική κάτοψη, με εξαίρεση τη λεπτομέρεια
αποτύπωσης των τοίχων. Μόνο τέσσερις κατόψεις αποτυπώνουν τους τοίχους λίθο λίθο. Οι υπόλοιπες 24 κατόψεις
τούς απεικονίζουν με περίγραμμα και αποκαθιστούν τα χαμένα τμήματά τους με διακεκομμένες γραμμές. Οι δύο τύποι
επιμέρους κατόψεων ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι τα σχέδια εκπόνησαν δύο αρχιτέκτονες, η Cox και ο de Jong. Εμ-
φατική είναι η απουσία σχεδίων τομής. Η μία και σχηματική στρωματογραφική τομή ενός λάκκου, αποτελεί ουσιαστικά
σχέδιο αρχιτεκτονικής λεπτομέρειας. Από τα υπόλοιπα έξι σχέδια λεπτομερειών ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες
υποθετικές αναπαραστάσεις ΜΕ πλινθόκτιστων τοίχων.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια λειτουργούν ως εποπτικό βοήθημα του κειμένου για την αρχιτεκτονική της θέσης,
το οποίο παρουσιάζει τα κατάλοιπα με χρονολογική σειρά, διότι η Goldman βάσισε τη σχετική χρονολόγηση κυρίως
στις οικοδομικές φάσεις και όχι τόσο στη στρωματογραφία, σε αντίθεση με τον Blegen, αλλά σύμφωνα με τη μέθοδο
της εποχής. Κάθε υποκεφάλαιο παρουσιάζει τα ευρήματα ανά κτήριο. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιγράφονται με
λεπτομέρεια και έμφαση στις μετρήσεις. Δίνονται επαρκείς πληροφορίες για τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης, αλλά
δεν επιχειρείται αποκατάσταση της μορφής των κτηρίων. Η Goldman παραμένει στο επίπεδο της εμπειριστικής περι-
γραφής, εκτός αν τα ευρήματα τα ίδια επιτρέπουν και ενδεχομένως προκαλούν ερμηνευτικές υποθέσεις, όπως τα κομ-
μάτια πηλού με αποτυπώματα κλαδιών, που οδήγησαν στη διερεύνηση των τεχνικών στέγασης. Αρκετά έντονο είναι το
ενδιαφέρον της ανασκαφέως για τη χρήση των χώρων. Αναφέρει συστηματικά τα τέχνεργα και, φαινόμενο σπάνιο για
την εποχή, τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα, συσχετίζοντάς τα με τις σταθερές κατασκευές.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο σύνθεσης της αρχιτεκτονικής. Κάποιες συνολικές παρατηρήσεις γίνονται στα
επιμέρους υποκεφάλαια χρονολογικών φάσεων. Στα συμπεράσματα η Goldman επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη γενική
εικόνα της θέσης με μια μάλλον ηθογραφική διάθεση περιγραφής της καθημερινής ζωής στη θέση, ενταγμένη σε ένα
ερμηνευτικό αφήγημα της πολιτισμικής εξέλιξης στην ευρύτερη περιοχή. Συμπερασματικά, η δημοσίευση της Εύτρη-
σης είναι εξαιρετικά συστηματική και λεπτομερής όσον αφορά την παρουσίαση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Είναι
εξαιρετικά φειδωλή σε θέματα αρχιτεκτονικών αποκαταστάσεων και περιορίζεται στην παράθεση και περιγραφή δε-
δομένων. Τα σχέδια είναι επαρκή, με εξαίρεση τη σημαντική απουσία τομών, στρωματογραφικών και αρχιτεκτονικών.
Έτσι η δημοσίευση της Εύτρησης αποτυγχάνει να αποδώσει την τρίτη διάσταση της αρχιτεκτονικής. Η απουσία αυτή
παραξενεύει δεδομένης της συμμετοχής δύο αρχιτεκτόνων στις εργασίες, ενώ το κείμενο το είχε σχολιάσει ο Holland,
αρχιτέκτονας της ΑΣΚΣΑ, με τον οποίο η Goldman είχε συνεργαστεί στην Κολοφώνα και μετά στην Ταρσό. Επομένως
η έλλειψη θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στην Goldman. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε έλλειψη ενδιαφέροντος για
την αρχιτεκτονική.

4.4. Η προϊστορική κατοίκηση της αρχαίας Κορίνθου

Το 1948 εκδόθηκε το βιβλίο της Leslie Walker Kosmopoulos με τίτλο The Prehistoric inhabitation of Corinth. Το βιβλίο
αυτό δημοσιεύει το μέχρι τότε ανεσκαμμένο προϊστορικό υλικό της αρχαίας Κορίνθου, το οποίο συγκεντρώθηκε από το
1896 έως και το 1935, με πολλές ανασκαφικές περιόδους και εξίσου πολλά διαλείμματα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα
που δημοσιεύονται στον τόμο της Walker Kosmopoulos είναι ελάχιστα: θεμέλια μιας οικίας λαξευμένης στοn φυσικό
βράχο, πιθανές οπές πασσάλων, μια κυκλοτερής σειρά λίθων, ίσως τοίχος κατοικίας, και τέλος κοιλότητες λαξευμένες
στον φυσικό βράχο. Για το λόγο αυτό τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης περιορίζονται στη γενική κάτοψη της
αρχαίας Κορίνθου, μια κάτοψη της πιθανής κατοικίας και μια τομή (Εικόνα 7.10). Τα σχέδια εκπονήθηκαν από τον
Dörpfeld, τον οποίο γνώριζε η Walker Kosmopoulos. Μάλιστα ο Γερμανός αρχιτέκτονας της είχε προτείνει να μελετή-
σει και να δημοσιεύσει το υλικό από την ανασκαφή της Χοιροσπηλιάς στη Λευκάδα. Η κάτοψη και η τομή της κατοι-
κίας είναι αρκετά παραστατικές ως σχέδια. Αποδίδουν την κλίση του φυσικού βράχου, δίνοντας μια ψευδαίσθηση της
τρίτης διάστασης, ενώ γίνεται έντονη χρήση διαγραμμίσεων για την απόδοση τοίχων, αλλά και χωμάτων διαφορετικής
γεωλογικής σύστασης. Με τόσο πενιχρά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα το κείμενο αναπόφευκτα εστιάζει στην τυπολογία
της κεραμικής και στη σχετική χρονολόγηση. Συνολικά, είναι μάλλον δύσκολο να αποτιμηθεί ο ρόλος των αρχιτεκτο-
νικών σχεδίων στη δημοσίευση αυτή.

199
Εικονα 7.10 Κάτοψη και τομή οικίας λαξευμένης στο βράχο από τη δημοσίευση της Κορίνθου (Walker Kosmopoulos,
1948, fig. 4), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών
Σπουδών της Αθήνας, ανασκαφή Κορίνθου.

4.5. Η προϊστορική αρχιτεκτονική στις αμερικανικές προϊστορικές έρευνες των αρχών του
20ου αιώνα

Παρουσιάστηκαν έξι δημοσιεύσεις αμερικανικών ανασκαφών από τέσσερις διαφορετικούς αρχαιολόγους. Καμία δη-
μοσίευση δεν έχει πολλά αρχιτεκτονικά σχέδια. Τα περισσότερα από αυτά είναι κατόψεις, οι οποίες χωρίζονται στις
γενικές κατόψεις αποτύπωσης λίθο λίθο και στις επιμέρους κατόψεις κτηρίων, οι οποίες είναι μάλλον σχηματικές. Τα
σχέδια τομής είναι λίγα, λόγω της κακής διατήρησης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά και λόγω των παλαιών τε-
χνικών ανασκαφής που εφάρμοσαν όλοι οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι. Σύμφωνα με το ίδιο σύστημα, η Boyd-Hawes και
η Goldman έδωσαν έμφαση στη διαδοχή των αρχιτεκτονικών φάσεων. Ο Blegen μετατόπισε την έμφαση της σχετικής
χρονολόγησης στην κεραμική, και το ίδιο έκανε στη συνέχεια και η Walker Kosmopoulos. Παρά την «ανασκαφική»
200
προσέγγιση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων όλοι οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι είχαν αρχιτέκτονες στην ανασκαφή, οι
οποίοι εκπόνησαν τα σχέδια και οι οποίοι ήσαν ειδικευμένοι στην κλασική αρχαιολογία, πιθανώς λόγω του ευρύτερου
κλασικιστικού πλαισίου που κυριαρχούσε στην ΑΣΚΣΑ. 
Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι αυτής της περιόδου προσπάθησαν να βγουν από το πλαίσιο αυτό, αλλά η επιστη-
μολογική τους στροφή ήταν ήπια, σταδιακή και μερική, καθώς δεν αφομοίωσαν τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις της πα-
ραδοσιακής ιστορίας του πολιτισμού, δεν συνέδεσαν τα ευρήματά τους με υποθέσεις διάχυσης εθνοτικών φύλων, ούτε
με κάποιο δαρβινικό σχήμα εξέλιξης του πολιτισμού. Παρέμειναν στον εμπειρισμό της ανάδειξης του αρχαιολογικού
υλικού, άρα και των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Δεν προέβησαν καν σε μελέτες αποκατάστασης των προϊστορικών
κτηρίων που αποκάλυψαν στις ανασκαφές τους, οι οποίες πιθανότατα θα απαιτούσαν και μεγαλύτερη συμμετοχή των
αρχιτεκτόνων στις δημοσιεύσεις, όπως στην περίπτωση της Τίρυνθας. Ίσως και οι ίδιοι οι κλασικοί αρχιτέκτονες της
ΑΣΚΣΑ δεν θεώρησαν σημαντικά τα προϊστορικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Ίσως πάλι και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι, στην
προσπάθειά τους να κρατηθούν μακριά από το κλασικιστικό επιστημολογικό πρότυπο, δεν αξιοποίησαν περαιτέρω τις
ικανότητες των αρχιτεκτόνων τους.
Υπάρχει πάντως αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με τις αρχιτεκτονικές αναλύσεις στις γερμανικές δημο-
σιεύσεις, οι οποίες ήσαν παράγωγα μιας εξίσου κλασικογενούς σχολής. Επομένως θα πρέπει να υποθέσουμε ότι
μπορεί η ΑΣΚΣΑ να διέθετε αρχιτέκτονες με κύρος ανάλογο με αυτό του Dörpfeld και του Kawerau, αλλά δεν
συγχώνευσε τα προϊστορικά, κλασικά, αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά ερευνητικά ενδιαφέροντα σε ένα ενιαίο
πεδίο επιστημονικής δράσης, όπως συνέβηκε με τη γερμανική έρευνα. Αντίθετα η προϊστορική αρχαιολογία καλλι-
εργήθηκε ως διακριτό αντικείμενο. Η προϊστορική αρχαιολογία ασφαλώς ωφελήθηκε ως αντικείμενο χάρη στην αυ-
τονομία που απέκτησε, αλλά παράλληλα χάθηκε η δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης της εξίσου δυναμικής τότε
ερευνητικής παρουσίας των αρχιτεκτόνων. Η αμερικανική προϊστορική έρευνα εδραιώθηκε στην ΑΣΚΣΑ μέσω της
ταύτισής της με την προσωπικότητα και το κύρος του Blegen, αλλά έτσι δημιουργήθηκε η παράπλευρη δυνατότητα
της περιχαράκωσής της με τρόπο προσωποπαγή, καθώς μάλιστα η ίδια η ΑΣΚΣΑ εστίαζε ολοένα και περισσότερο
στην έναρξη της εμβληματικής ανασκαφής της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Επομένως εδώ δημιουργήθηκε και ένα
κίνδυνος υποβάθμισης της προϊστορικής έρευνας, έστω και αν τον κίνδυνο αυτό αποσοβούσε τότε η παρουσία του
Blegen.

5. Στη σκιά των Δελφών και της Δήλου: η γαλλική προϊστορική έρευνα

Είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κανείς την προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου χωρίς γαλλικές έρευνες, όπως
τις ανασκαφές στα Μάλια, το Άργος ή το Ντίκιλι Τας. Κι όμως για πολύ καιρό το ερευνητικό προφίλ της Γαλλικής
Αρχαιολογικής Σχολής ήταν πολύ διαφορετικό: προσανατολισμένο στις μεγάλες κλασικές ανασκαφές των Δελφών
και της Δήλου. Οι ανασκαφές αυτές είχαν κυριαρχήσει και εν πολλοίς είχαν επισκιάσει ένα πρώιμο γαλλικό ενδιαφέ-
ρον για την προϊστορία το οποίο είχε αναπτυχθεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Δείγμα του ενδιαφέροντος αυτού ήταν η
περισυλλογή ΠΛ λίθινων εργαλείων στην Αττική από τον François Lenormant το 1867, η οποία όμως δεν οδήγησε
σε συστηματική ενασχόληση με την πρώιμη προϊστορία, ανάλογη με αυτήν που είχε ήδη αναπτυχθεί στην ίδια τη
Γαλλία (Kourtessi-Philippakis, 2006, σ. 245). Άλλα δείγματα ήσαν η ανασκαφή της Θηρασίας και της Θήρας από
τους Fouquet, Gorceix και Mamet (βλ. κεφάλαιο 4) και κάποιες πρώτες γαλλικές έρευνες πεδίου στη Μακεδονία το
1867 (Treuil, 2014, σ. 57).
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να εκδηλώνεται και πάλι γαλλικό ενδιαφέρον για την προϊστορία στην Ελ-
λάδα (Iakovidis, 2000. Treuil, 1996, σ. 411–413). Ο Joubin (1891) προσπάθησε να εξασφαλίσει άδεια ανασκαφής στην
Κνωσό, χωρίς επιτυχία. Ο André de Ridder ανέσκαψε στον Γλα (1893) και στον Ορχομενό (1893), ο βυζαντινολόγος
Joseph Laurent ερεύνησε το Σπήλαιο του Νέστορα στη Μεσσηνία (1896) και ο Jean Demargne έκανε μια δοκιμαστική
τομή στο Σπήλαιο του Ψυχρού στην Κρήτη (1898). Στις αρχές του 20ού αιώνα (1902) μια συστηματική έρευνα πεδίου
πραγματοποιήθηκε, όχι από Γάλλο, αλλά από Ολλανδό φοιτητή της Σχολής, τον Carl Wilhelm Vollgraff, στο Άργος. Ο
Volgraff ήταν επιγραφολόγος και κλασικός αρχαιολόγος. Παρακινήθηκε από τα ομηρικά κείμενα και τις ανακαλύψεις
του Schliemann και προσπάθησε ανεπιτυχώς να εντοπίσει το μυκηναϊκό ανάκτορο του Άργους. Οι εργασίες του στις
θέσεις Λάρισα και Ασπίδα έφεραν στο φως και προϊστορικά και κλασικά κατάλοιπα (Piépart, 2013, σ. 35). Παράλληλα
οι ανασκαφές στους Δελφούς και στη Δήλο είχαν και προϊστορικά ευρήματα, ενώ μικρές έρευνες πεδίου διενεργούνταν
και σε άλλες θέσεις της Ελλάδας.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εν μέρει εξαιτίας του. Η γαλλική στρατιω-
τική παρουσία στη Μακεδονία συνοδεύθηκε από αρχαιολογικές έρευνες και αποτέλεσε αφορμή για την έναρξη των
ανασκαφών στους Φιλίππους, στη Θάσο και στο προϊστορικό Ντίκιλι Τας με το τέλος του πολέμου (Treuil, 2014). Στο
Μεσοπόλεμο ξεκίνησαν οι ανασκαφές στα Μάλια. Και πάλι όμως οι πρώτοι Γάλλοι ανασκαφείς είδαν τη θέση μέσα
201
από ένα εντέλει αρχαιογνωστικό πρίσμα, που συνδύαζε το όραμα του Evans για τη μινωική Κρήτη, αλλά και αναφορές
στις μυκηναϊκές ακροπόλεις: Κάθε παχύς τοίχος κρινόταν ως αμυντικός και κάθε ισχυρή ορθογώνια κατασκευή ερμη-
νευόταν ως πύργος (Treuil, 1996, σ. 420–421). Τέλος το 1937 ανασκάφηκε η Κίρρα. Όμως κι εκεί ο αρχικός στόχος
των ανασκαφέων ήταν αρχαιογνωστικός, συγκεκριμένα ο εντοπισμός της γνωστής από τις πηγές πόλης των κλασικών
χρόνων. Αυτές οι ανασκαφές έχουν πολύ μεγάλη σημασία, διότι σηματοδοτούν την έναρξη του γαλλικού αρχαιολογικού
ενδιαφέροντος για το πρώιμο Αιγαίο, έστω κι αν δεν ήσαν αρκετές για να ανατραπεί το ισχυρό κλασικιστικό πλαίσιο της
γαλλικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα.
Το τελευταίο διακρινόταν για την παρουσία και ανάμειξη των αρχιτεκτόνων, πολλοί από τους οποίους ήσαν
εγνωσμένης αξίας, καθώς είχαν διακριθεί με το Βραβείο της Ρώμης (Prix de Rome) και επομένως συνέχιζαν την
παράδοση του Abel Blouet και της αποστολής του Μοριά. Ωστόσο μισό και πλέον αιώνα μετά την αποστολή αυτή οι
Γάλλοι αρχαιολόγοι διέθεταν εμπειρία στο πεδίο, ενώ συχνά ανέπτυσσαν τις δικές τους απόψεις για τα μνημεία. Η
σχέση αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων ήταν πλέον αμφίδρομη και σε λεπτή ισορροπία: Ο διάλογος άλλοτε λειτουρ-
γούσε κι άλλοτε όχι, ανάλογα με τα πρόσωπα. Έτσι η γαλλική αρχιτεκτονική ανάμειξη δεν απέκτησε τον συγκροτη-
μένο χαρακτήρα της γερμανικής «επιστημονικής αρχιτεκτονικής έρευνας» (Hellmann, 1993). Έπειτα οι περισσότε-
ροι Γάλλοι αρχιτέκτονες συμμετείχαν στις ανασκαφές της Ελλάδας περιστασιακά και στη συνέχεια ακολουθούσαν
κατεξοχήν αρχιτεκτονική επαγγελματική πορεία, στην οποία τους ωθούσε το ίδιο το Βραβείο της Ρώμης. Επιπλέον
τα προγράμματα σπουδών των γαλλικών πανεπιστημίων δεν έδιναν τόσο μεγάλη σημασία στο δομοστατικό μέρος
της αρχιτεκτονικής.
Έτσι οι Γάλλοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αρχιτεκτονική σύνθεση και το αισθητικό
κομμάτι της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής παρά για την οικοδομική τέχνη της αρχαιότητας, γεγονός που μείωνε
το ενδιαφέρον τους για θέματα αποκατάστασης μνημείων και αποσταθεροποιούσε τη θέση τους στις γαλλικές ανα-
σκαφές. Ούτε όμως η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ενδιαφέρθηκε για τη σταθερή παρουσία Γάλλων αρχιτεκτόνων
(Hellmann, 1996). Κατά καιρούς τη θέση του αρχιτέκτονα της Σχολής είχαν ένας μηχανικός σιδηροδρόμων, ένας μη
διπλωματούχος αρχιτέκτονας, είχαν αρχαιολόγος με ειδίκευση στην αρχιτεκτονική, οι ρωσικής καταγωγής Yuri de
Fomine, M. Lattry και Konstantin Tousloukof, ενώ υπήρξαν και Έλληνες αρχιτέκτονες. Από το 1908 και για δεκαε-
τίες φιλοξενήθηκαν Δανοί αρχιτέκτονες, ενώ πολλές γαλλικές ανασκαφές απασχολούσαν αρχιτέκτονες ως εξωτερι-
κούς συνεργάτες.

Εικόνα 7.11 Κατανομή τύπων σχεδίων στη δημοσίευση των ανασκαφών της γαλλικής «Στρατιάς της Ανατολής».

202
Συνολικά η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας ήταν προσανατολισμένη κατεξοχήν στα κλασικά μνημεία. Η
ενασχόληση με την προϊστορία του Αιγαίου άρχισε σταδιακά, στις αρχές του 20ού αιώνα και κυρίως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, όμως δεν έφτασε στο επίπεδο της αρχαιολογίας στη Γαλλία και του ζωηρού της ενδιαφέροντος για την εποχή του
λίθου. Οι προϊστορικές ανασκαφές των Γάλλων αρχαιολόγων πραγματοποιήθηκαν μάλλον μέσα σε ένα γενικότερο κλασικι-
στικό κλίμα. Αν και το τελευταίο προϋπέθετε μια στενή σχέση αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, η σχέση αυτή είχε κλονιστεί.
Με αυτό το γενικό πλαίσιο κατά νου τίθενται τα εξής ερωτήματα: Πώς χειρίστηκαν οι γαλλικές προϊστορικές ανασκαφές την
ανάγκη για αρχιτεκτονικά σχέδια; Πόσο επηρεάστηκαν από τις μεγάλες κλασικές ανασκαφές; Με δεδομένο ότι οι περισσό-
τεροι ανασκαφείς των προϊστορικών θέσεων είχαν αρχική ειδίκευση στην κλασική αρχαιολογία (Treuil, 1996, σ. 421–422),
κατάφεραν οι Γάλλοι να αναπτύξουν αυτόνομο επιστημονικό λόγο για την αιγαιακή προϊστορία;

5.1. Η δημοσίευση των ανασκαφών της γαλλικής «Στρατιάς της Ανατολής»

Το 1916 η Γαλλική «Στρατιά της Ανατολής» (Armé de l’Orient), η οποία δρούσε στη Μακεδονία στο πλαίσιο των
επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συγκρότησε αρχαιολογική υπηρεσία. Στόχος ήταν η προστασία των αρχαι-
οτήτων της περιοχής, οι οποίες ανακαλύπτονταν στο πλαίσιο αμυντικών έργων (στρατοπέδων, χαρακωμάτων, πολυβο-
λείων κλπ.) και οι οποίες συχνά διακινούνταν παράνομα, με αποτέλεσμα να ξεσπούν συχνά φιλονικίες μεταξύ ντόπιων
και Γάλλων και Βρετανών στρατιωτών. Η υπηρεσία αυτή στελεχώθηκε από αρχαιολόγους, αλλά και φιλολόγους και
επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να αποδράσουν από το κλίμα της πολεμικής σύρραξης
της εποχής. Τα αποτελέσματα των γαλλικών αρχαιολογικών ερευνών σε προϊστορικές τούμπες δημοσιεύθηκαν από τον
Léon Rey (1921), ο οποίος ξεκίνησε ως αρχειοθέτης και παλαιογράφος και εξελίχθηκε σε αρχαιολόγο με δράση στην
Αλβανία (Boucher, 1961. Elsie, 2012, σ. 385–386).

Video 7.11 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των ανασκαφών της Στρατιάς της Ανατολής (Rey, 1921), όπου
αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.
203
Η δημοσίευση περιλαμβάνει πάνω από 100 σχέδια (Εικόνα 7.11, Video 7.11), τα οποία αντιστοιχούν σε 150
σελίδες κειμένου. Τα περισσότερα από αυτά είναι χάρτες και τοπογραφικά διαγράμματα. Υπάρχουν επίσης τοπογραφι-
κά διαγράμματα, όψεις, είτε σχηματικές είτε προοπτικές, και τομές μεμονωμένων τύμβων. Επιπρόσθετα υπάρχει ένας
προοπτικός χάρτης, μια στρωματογραφική τομή της ανασκαφής στην τούμπα Γόνα και ένας συνδυασμός τοπογραφικού
διαγράμματος τούμπας και σχηματικής κάτοψης, πάλι για τη Γόνα. Στην κάτοψη αυτή αποτυπώνονται τα βυζαντινά
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Ένα ακόμη σχέδιο έχει γίνει από αεροφωτογραφία και απεικονίζει την τούμπα Σέδες.
Συμπερασματικά, τα σχέδια της δημοσίευσης των γαλλικών ανασκαφών στη Μακεδονία είναι μάλλον τοπο-
γραφικά παρά αρχιτεκτονικά ή ανασκαφικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η κάτοψη και η στρωματογραφική τομή της
τούμπας Γόνα. Το χαρακτηριστικό αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες διεξαγωγής και δημοσίευσης
της έρευνας. Προφανώς ο Rey χρησιμοποίησε το προσωπικό που είχε στη διάθεσή του, άρα τους τοπογράφους της γαλ-
λικής Στρατιάς. Το κείμενο βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τα σχέδια, καθώς περιγράφει τις τούμπες και εμβαθύνει
ελάχιστα στις ανασκαφικές εργασίες.

5.2. Οι ανασκαφές στα Μάλια

Τα Μάλια ανακαλύφθηκαν από τον Ιωσήφ Χατζηδάκι, ο οποίος πρωτοανέσκαψε στο μινωικό ανάκτορο κατά τα έτη
1915 και 1919. Το 1921 ο Γάλλος Louis Renaudin έλαβε άδεια συνεργασίας με τον Έλληνα αρχαιολόγο και πραγμα-
τοποίησε σειρά δοκιμαστικών τομών στην ευρύτερη περιοχή. Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή εντέλει ανέλαβε την
αποκλειστική διεύθυνση της ανασκαφής των Μαλίων το 1922. Έκτοτε διατήρησε ενεργή την ερευνητική της ανάμειξη,
καθώς επεκτάθηκε σε ανασκαφές στην πόλη των Μαλίων, στα νεκροταφεία, καθώς και σε έρευνες επιφανείας στην
ευρύτερη περιοχή. Οι έρευνες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Οι ανασκαφικές περίοδοι πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο στα Μάλια στόχευσαν κατ’ αρχάς στην αποκάλυψη του ανακτόρου. Γι’ αυτό εδώ εξετάζεται καταχρηστικά και
η ανασκαφική περίοδος του 1960, διότι με αυτήν επιτεύχθηκε ο παραπάνω στόχος. Επιπλέον διερευνήθηκαν οι συνοι-
κίες Γ, Ζ και Ε γύρω από το ανάκτορο. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών δημοσιεύονται έως και σήμερα στη σειρά
Études crétoises. Οι ανασκαφές μέχρι και το 1960 δημοσιεύθηκαν σε έξι τόμους, τέσσερις για το ανάκτορο και δύο για
τις κατοικίες και τις συνοικίες γύρω από αυτό. Η εξέταση των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις δημοσιεύσεις των Μαλίων
ακολουθεί τη διάρθρωση αυτή και οι τόμοι παρουσιάζονται στη σειρά που εκδόθηκαν.

5.2.1. Μάλια – ανάκτορο Ι

Κατά τις τρεις πρώτες ανασκαφικές περιόδους (1921–1924), οι Γάλλοι αρχαιολόγοι, υπό τη διεύθυνση του τότε διευ-
θυντή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας Charles Picard, ολοκλήρωσαν την αποκάλυψη του βόρειου
τμήματος του μινωικού ανακτόρου. Τα αποτελέσματα των εργασιών αυτών δημοσιεύθηκαν στον πρώτο τόμο της σει-
ράς Études crétoises, τον οποίο υπογράφουν οι Ferdinand Chapouthier και Jean Charbonneaux (1928). Η παρουσία
αρχιτεκτονικών σχεδίων δεν είναι ιδιαίτερα έντονη στον τόμο αυτό, ο οποίος περιλαμβάνει μια γενική κάτοψη στο
τέλος του βιβλίου, άλλες έξι κατόψεις εντός κειμένου, δύο αρχιτεκτονικές τομές και τέσσερα σχέδια κατασκευαστικών
λεπτομερειών (Video 7.12). Η γενική κάτοψη αποτυπώνει μόνο τα περιγράμματα των τοίχων, η πορεία των οποίων
αποκαθίσταται ελάχιστα και μόνο όπου είναι απολύτως προφανής. Αποτυπώνονται επίσης τα πλακόστρωτα δάπεδα και
σημειώνονται τα όρια των ανασκαφικών τομών.
Οι άλλες κατόψεις έχουν ως εξής: Μια κάτοψη δωματίου αποθήκης αποτυπώνει μόνο το εσωτερικό περίγραμμα
των τοίχων, διότι δίνει έμφαση στο περιεχόμενο του δωματίου και συγκεκριμένα στη θέση των πίθων που βρέθηκαν
κατά χώρα. Επομένως πρόκειται για σχέδιο ευρύτερου αρχαιολογικού παρά αυστηρά αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Στην κάτοψη της περιοχής του μεγάλου κλιμακοστασίου και της λεγόμενης «λότζιας» οι τοίχοι αποτυπώνονται και
πάλι σχηματικά, οι λίθινες πλάκες της λότζιας αποτυπώνονται μία προς μία, σημειώνονται τα λίθινα θρανία, καθώς
και η θέση των κύριων κινητών ευρημάτων κατά χώρα. Μία ακόμη κάτοψη αποτυπώνει το μεγάλο κλιμακοστάσιο
λίθο λίθο με μεγάλη λεπτομέρεια και χωρίς καμία αποκατάσταση. Η τέταρτη εντός κειμένου κάτοψη απεικονίζει έναν
πλίνθινο τοίχο μεταξύ λιθόκτιστων τοίχων. Η τοιχοδομία των τελευταίων αποδίδεται σχηματικά και συμβατικά. Το ίδιο
συμβαίνει και με την πέμπτη κάτοψη εντός κειμένου, η οποία απεικονίζει ένα δωμάτιο των ανατολικών αποθηκών.
Εδώ μάλιστα χρησιμοποιείται και γραμμοσκίαση για υποδήλωση του ύψους των τοίχων. Η κάτοψη αυτή ουσιαστικά
εστιάζει και πάλι στο περιεχόμενο της αποθήκης, δηλαδή στους πίθους, αλλά και στο αποχετευτικό σύστημα με τις
αύλακες απορροής υγρών του δωματίου. Η έκτη και τελευταία, εντός κειμένου, κάτοψη απεικονίζει πέντε χώρους του
ανακτόρου με ζεύγη κιόνων ή πεσσών, για να τους συγκρίνει μεταξύ τους. Οι δύο τομές είναι αυστηρά αρχιτεκτονικές
και συνοδεύουν την κάτοψη του μεγάλου κλιμακοστασίου και τη γενική κάτοψη. Η πρώτη από τις δύο απεικονίζει και
τους λίθους των τοίχων στο υπόβαθρο της τομής, δίνοντας έτσι μια αίσθηση του βάθους και της τρίτης διάστασης. Τα
τέσσερα σχέδια λεπτομερειών είναι: μια όψη ξεστού λίθου από ψαμμίτη, δύο προοπτικά σχέδια διαφορετικών πεσσών

204
με τεκτονικά σημεία και μια άνω όψη δύο βάσεων κιόνων. 

Video 7.12 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον πρώτο τόμο της δημοσίευσης του ανακτόρου των Μαλίων (Chapouthier &
Charbonneaux, 1928), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια κρίνονται στο σύνολό τους λίγα, λιτά και σχηματικά, εστιασμένα μάλλον στην απει-
κόνιση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών καταλοίπων παρά στην αποκατάστασή τους. Περιλαμβάνουν πάντως και τα
κυριότερα κινητά ευρήματα. Τα σχέδια αυτά φαίνονται μάλλον εξωραϊσμένες εκδοχές ανασκαφικών σκαριφημάτων και
προσπαθούν με πολύ αδρό και όχι πάντοτε επιτυχή τρόπο να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στη σχηματική ανάδειξη της
αρχιτεκτονικής του ανακτόρου και την αρχαιολογική διερεύνηση της χρήσης και σημασίας των χώρων του. Η έλλειψη
συνέπειας μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι τα πρώτα σχέδια τα εκπόνησαν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι. Μόλις το
1927, λίγο πριν δηλαδή από τη δημοσίευση του πρώτου τόμου, η σχεδιάστρια Yvonne Dupry εκπόνησε μια κάτοψη σε
κλίμακα 1:100, η οποία μάλλον αποτέλεσε τη βάση για τις πρώτες γενικές κατόψεις των Μαλίων (Pelon, 1980, σ. 25).
Τα όποια κενά των σχεδίων πάντως καλύπτονται από το κείμενο, το οποίο περιγράφει με λεπτομέρεια τα αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα, τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης, αλλά δύσκολα προχωράει σε αποκατάσταση της ανωδομής. Τέλος το
κείμενο υποδεικνύει με τρόπο ενδεικτικό, αλλά ξεκάθαρο τη χρήση των χώρων. Ακόμη πληρέστερη εικόνα αποκτά ο
αναγνώστης με το κεφάλαιο των συμπερασμάτων, το οποίο βρίθει από αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις ως προς τον αρχι-
τεκτονικό σχεδιασμό του ανακτόρου και τοποθετεί τον τελευταίο στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής της μινωικής Κρήτης
και της ανατολικής Μεσογείου.
Ως συνολικό σχόλιο θα μπορούσε να τονιστεί η έντονη αίσθηση του αναγνώστη ότι βρίσκεται μπροστά σε προ-
καταρκτική ανασκαφική έκθεση. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι δεν δόθηκε καμία σημασία στις επιχώσεις, παρότι το
αρχείο του Chapouthier δείχνει ότι ο τελευταίος ενδιαφερόταν για τη στρωματογραφία, την οποία ωστόσο κατανοούσε
με τη συνήθη για την εποχή μέθοδο, πρώτα ως διαδοχή κεραμικών ρυθμών και μετά ως στρωμάτων χώματος (Pelon,
205
1980, σ. 30–33). Επέλεξε ωστόσο να παραλείψει τις στρωματογραφικές πληροφορίες και να επικεντρωθεί στα αρχιτε-
κτονικά κατάλοιπα καθαυτά. Η επιλογή αυτή δείχνει μια εξαιρετικά συντηρητική, αν όχι παλιά, μεθοδολογία, ακόμη
και για την εποχή που ανασκαπτόταν το ανάκτορο. Σύμφωνα με αυτήν, η ανασκαφή έπρεπε να αποσκοπεί καταρχήν
στην αποκάλυψη μνημείων, άρα της αρχιτεκτονικής, κάτι που παρατηρείται ως στόχος και στην πρώτη ανασκαφή των
Μαλίων.

Video 7.13 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον δεύτερο τόμο της δημοσίευσης του ανακτόρου των Μαλίων (Chapouthier &
Jolly, 1936), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της EfA/Fonds H. van Effenterre.

5.2.2. Μάλια – ανάκτορο ΙΙ

Το 1936 οι Fernand Chapouthier και René Jolly δημοσίευσαν τη δεύτερη ανασκαφική έκθεση για το ανάκτορο των Μα-
λίων (Chapouthier & Jolly, 1936). Η έκθεση αυτή αφορούσε εργασίες των ετών 1925–1926, με τις οποίες αποκαλύφθη-
κε το μεγαλύτερο μέρος των διαμερισμάτων του ανακτόρου. Στην έκθεση αυτή συμπεριλαμβάνονται 11 αρχιτεκτονικά
σχέδια σε εννέα πίνακες στο τέλος του βιβλίου (Video 7.13). Το ένα από αυτά είναι η γενική κάτοψη του ανακτόρου.
Πρόκειται για σχέδιο μεγάλου μεγέθους και αναδιπλούμενο. Συμπληρώνει την παλαιά κάτοψη του πρώτου τόμου της
δημοσίευσης με τα νέα διαμερίσματα που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφικές εργασίες. Αποτυπώνονται μόνο τα περι-
γράμματα των τοίχων και η πορεία τους αποκαθίσταται χωρίς διάκριση ανάμεσα σε σωζόμενα και υποθετικά τμήματα.
Σε αντίθεση με την παλαιά κάτοψη δεν σημειώνονται δάπεδα ή άλλες κατασκευές, με εξαίρεση τον κέρνο της κεντρικής
αυλής. Τα νέα τμήματα της κάτοψης αποδίδονται με κόκκινο χρώμα και τα παλαιά με μαύρο.
Τα υπόλοιπα σχέδια είναι κυρίως επιμέρους κατόψεις. Πέντε από αυτές αποτυπώνουν λίθο λίθο τα περιγράμμα-
τα των τοίχων που έφερε στο φως η ανασκαφή του 1925–1926, ενώ σημειώνουν πλάκες δαπέδου και άλλες κατασκευές.
Τα κατεστραμμένα τμήματα τοίχων δεν αποκαθίστανται. Η γραμμοσκίαση των περιγραμμάτων των σωζόμενων τμη-
206
μάτων τοίχων δίνει την αίσθηση του καθ’ ύψος άξονα. Μια αρχιτεκτονική τομή αποτυπώνει τα σωζόμενα κατάλοιπα
τοίχου της ανατολικής πτέρυγας και συμπληρώνεται από προοπτική αποκατάσταση των ξύλινων ενισχύσεων του ίδιου
τμήματος τοίχου. Υπάρχουν ακόμη μια σχηματική κάτοψη αποθήκης της ανατολικής πτέρυγας με τα κινητά ευρήματα
κατά χώρα, μια προοπτική αποτύπωση της ανασκαφικής εικόνας από την ίδια αποθήκη, καθώς και δύο σχέδια λεπτο-
μερειών: μια όψη κονιάματος τοίχου και μια άνω όψη και τομή του κέρνου. Μέσα στο κείμενο βρίσκονται επίσης μια
εικόνα σύγκρισης σχηματικών κατόψεων υπόστυλων αιθουσών από το ανάκτορο των Μαλίων και άλλων θέσεων της
ανατολικής Μεσογείου, μια προοπτική αποτύπωση της κιονοστοιχίας της ανατολικής πτέρυγας και μια αρχιτεκτονική
λεπτομέρεια με άνω όψη βάσης κίονα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο εσώφυλλο της δημοσίευσης, με την ολο-
σέλιδη προοπτική αναπαράσταση της περιοχής του κέρνου. Εντύπωση προκαλεί η αισθητική της, καθώς κυριαρχεί το
μαύρο χρώμα.
Τα 17 αρχιτεκτονικά σχέδια συνολικά δεν είναι λίγα σε σχέση με τις 25 σελίδες κειμένου του κεφαλαίου της
αρχιτεκτονικής, με τον πολύ ενδεικτικό τίτλο «Περιγραφή του Ανακτόρου» («Description du Palais»). Η πραγματικά
λεπτομερής περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων περιλαμβάνει παρατηρήσεις για τα υλικά και τις τεχνικές δό-
μησης, καθώς και κάποιες απόπειρες αποκατάστασης αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως των ξύλινων ενισχύσεων των
τοίχων της βόρειας πτέρυγας ή ενός παραθύρου στη νότια πτέρυγα. Υπάρχουν επίσης αναφορές στη χρήση των χώρων,
όπου αυτή ήταν αναγνώσιμη μέσα από τα κινητά ευρήματα. Στα συμπεράσματα γίνεται μια –έστω και αδύναμη– προ-
σπάθεια κατανόησης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των επιμέρους πτερύγων του ανακτόρου, αλλά η συζήτηση στρέ-
φεται σύντομα στη χρονολόγηση των οικοδομικών φάσεων.
Συμπερασματικά, ο δεύτερος τόμος του ανακτόρου διακρίνεται για τον εμπειρισμό της παρουσίασης των ευ-
ρημάτων της ανασκαφής, μέσω σχεδίων και κειμένων. Η αίσθηση αυτή μειώνεται αφενός από την πλημμελή, σε σχέση
με την προηγούμενη ανασκαφική έκθεση, αποτύπωση του ανακτόρου και αφετέρου από τις προοπτικές αποτυπώσεις
και τις αναπαραστάσεις. Ο εμπειρισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής ανασκαφικής έκθεσης που χαρα-
κτηρίζει γενικότερα τον τόμο της δημοσίευσης και ειδικότερα τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Πέρα από την αμέλεια που,
όπως είπαμε, τα χαρακτηρίζει είναι και ανυπόγραφα και ίσως σχεδιάστηκαν από τους ίδιους τους ανασκαφείς. Ωστόσο
πρέπει να σημειωθεί ότι η αισθητική των σχεδίων σε σχέση με τον πρώτο τόμο έχει αλλάξει. Ειδικά η προοπτική ανα-
παράσταση του χώρου του κέρνου με την έντονη χρήση μαύρου χρώματος ξεχωρίζει και υποβάλλει την πιθανότητα να
έγινε από κάποιον αρχιτέκτονα ή σχεδιαστή. Την εποχή της δημοσίευσης αρχιτέκτονας της Γαλλικής Αρχαιολογικής
Σχολής Αθηνών ήταν ο Henri Ducoux, άρα δεν αποκλείεται να εκπόνησε εκείνος τα σχέδια. Ωστόσο και ο Chapouthier
είχε γνώσεις σχεδίου, όπως έχει ήδη σημειωθεί, και δεν αποκλείεται να εκπόνησε κάποια από τα σχέδια του δεύτερου
τόμου των Μαλίων.

5.2.3. Μάλια – ανάκτορο ΙΙI

Η τρίτη έκθεση για το ανάκτορο των Μαλίων (Chapouthier & Demargne, 1942) αφορά τις εργασίες των ετών 1927,
1928, 1931 και 1932, οι οποίες επικεντρώθηκαν στην περιφέρεια του ανακτόρου, ιδίως στην ανατολική και στη βόρεια
πτέρυγα. Ο τόμος της δημοσίευσης περιλαμβάνει και πάλι μια γενική κάτοψη, μεγάλου μεγέθους, αναδιπλούμενη στο
τέλος του βιβλίου (Video 7.14). Υπάρχουν ακόμη έξι πίνακες τέλους με συνολικά οκτώ επιμέρους σχέδια. Εντός κειμέ-
νου βρίσκονται άλλα οκτώ σχέδια. Η γενική κάτοψη αποτυπώνει μόνο τα περιγράμματα των τοίχων και συμπληρώνει
τις κατόψεις των προηγούμενων ετών, με μια σημαντική όμως διαφορά: επισημαίνονται με ιδιαίτερη διαγράμμιση οι
τοίχοι των διαφορετικών οικοδομικών φάσεων. Από τις εννέα κατόψεις επιμέρους τμημάτων του ανακτόρου οι επτά
αποτυπώνουν τους τοίχους λίθο λίθο. Τέσσερις από αυτές αποδίδουν τον καθ’ ύψος άξονα με γραμμοσκίαση των τοί-
χων. Οι άλλες τρεις αντίθετα διακρίνουν τις οικοδομικές φάσεις των χώρων με διαφορετικές διαγραμμίσεις. Υπάρχουν
και δύο κατόψεις με σχηματική απόδοση τοίχων. Η μία δίνει έμφαση στις επιμέρους οικοδομικές φάσεις του χώρου
XXVIII και η άλλη αποκαθιστά τη μορφή της βόρειας πρόσβασης στο ανάκτορο. Τέλος μια κάτοψη εστιάζει σε τμήμα
του χώρου ΧΙ όπου είχε εντοπισθεί κατά χώρα μια λεκάνη. Στην κάτοψη αυτή τα κατάλοιπα που ανήκουν σε προγενέ-
στερη φάση αποδίδονται με διακεκομμένη γραμμή. 
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια περιλαμβάνουν και τέσσερις τομές, δύο αρχιτεκτονικές και δύο στρωματογραφικές.
Οι αρχιτεκτονικές τομές αποτυπώνουν τη διαφορά επιπέδων μεταξύ καταλοίπων διαφορετικών φάσεων και ουσιαστικά
έχουν και αρχιτεκτονικό και ανασκαφικό χαρακτήρα. Οι στρωματογραφικές τομές υποβάλλουν την αίσθηση της τρίτης
διάστασης, καθώς αποτυπώνουν τα κατάλοιπα που βρίσκονται στο βάθος της τομής. Τις διαφορετικές οικοδομικές φά-
σεις του ανακτόρου προσπαθεί να αναδείξει και το προοπτικό σχέδιο αποτύπωσης των καταλοίπων της βόρειας πλευράς
του ανακτόρου. Τέλος υπάρχουν δύο σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών. Το ένα απεικονίζει μια προοπτική άποψη
και τομή λίθου με εντορμίες για γόμφους και το άλλο αποτελείται από άνω όψη και τομή βάσης κίονα. 

207
Video 7.14 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον τρίτο τόμο της δημοσίευσης του ανακτόρου των Μαλίων (Chapouthier &
Demargne, 1942), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

Ο αριθμός των 17 επιμέρους σχεδίων, που απαντούν σε έξι εικόνες εντός κειμένου, σε οκτώ πίνακες τέλους και
σε ένα φύλλο εκτός αρίθμησης, είναι σημαντικός σε σχέση με τις 31 σελίδες κειμένου. Όπως και στους προηγούμενους
τόμους δημοσίευσης, έτσι κι εδώ τα σχέδια έχουν ως κύριο στόχο να αποτυπώσουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με ελά-
χιστη διάθεση αποκατάστασής τους. Ωστόσο υπάρχουν και διαφορές με τις προηγούμενες δημοσιεύσεις. Μία από αυτές
αφορά την αισθητική, καθώς στα εν λόγω αρχιτεκτονικά σχέδια διακρίνονται διαφορετικά χέρια. Άρα τα σχέδια αυτά
δεν εκπονήθηκαν από έναν άνθρωπο, αλλά από πολλούς. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στις αποτυπώσεις συμμετεί-
χε η Anne Roës, Ολλανδή αρχαιολόγος και μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (Pelon, 1980, σ. 33).
Δεύτερον, τα περισσότερα αρχιτεκτονικά σχέδια του τρίτου τόμου δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις επιμέρους οικοδομικές
φάσεις, αλλά και στις ευρύτερες χρονολογικές περιόδους του ανακτόρου. 
Παρόμοια χαρακτηριστικά έχει και το κείμενο της δημοσίευσης. Όπως και στους προηγούμενους τόμους, το
βάρος πέφτει στην περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Ωστόσο εδώ είναι συνεχείς οι αναφορές στη διάκριση
οικοδομικών φάσεων, στη στρωματογραφική ακολουθία και στη συμβολή της κεραμικής τυπολογίας στη σχετική χρο-
νολόγηση του ανακτόρου. Με τις αναφορές αυτές γίνεται σαφές ότι οι Γάλλοι ανασκαφείς είχαν υπόψη τους ζητήματα
ανασκαφικής μεθοδολογίας, όπως ήδη σημειώθηκε πιο πάνω, αλλά για πρώτη φορά τα ζητήματα αυτά βρήκαν έκφραση
στον τρίτο τόμο.

5.2.4. Μάλια – οικίες Ι

Το 1953 δημοσιεύθηκε ένας ακόμη τόμος της δημοσίευσης των Μαλίων (Demargne & Gallet de Santerre, 1953). Ο
τόμος αυτός δεν αφορά το ανάκτορο, όπως οι προηγούμενοι, αλλά τις οικίες που ανασκάφηκαν γύρω από αυτό κατά
το διάστημα 1921–1948. Πρόκειται για τα κατάλοιπα στο λόφο του Προφήτη Ηλία, τη λεγόμενη έπαυλη Α στην Αγία
208
Τριάδα, τη συνοικία Γ, τις οικίες Δα, Δβ και Δγ της συνοικίας Δ και την οικία Ζα. Η δημοσίευση περιλαμβάνει έναν
τοπογραφικό χάρτη, 12 κατόψεις και μια τομή σε πίνακες στο τέλος του κειμένου (Video 7.15). Επίσης υπάρχουν έξι
εικόνες μέσα στο κείμενο: δύο κατόψεις, μία τομή, δύο προοπτικά σχέδια και μία κατασκευαστική λεπτομέρεια σε όψη
και τομή. Μολονότι ο συνολικός αριθμός των 19 αρχιτεκτονικών σχεδίων δεν είναι ευκαταφρόνητος, πρέπει να ληφθεί
υπόψη ότι η δημοσίευση παρουσιάζει τα κατάλοιπα έξι διαφορετικών τοποθεσιών. Επομένως σε καθεμιά από τις επιμέ-
ρους θέσεις αντιστοιχούν κατά μέσο όρο σχεδόν τρία σχέδια.
Μια προσεκτικότερη ματιά στα τελευταία δείχνει ότι ο χάρτης υποκαθιστά τη γενική κάτοψη, διότι σημειώνει
τη θέση των επιμέρους οικιών που ανασκάφηκαν, καθώς και το περίγραμμα του ανακτόρου και των άλλων κτηρίων που
εντοπίστηκαν. Από τις κατόψεις οι επτά αποτυπώνουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα λίθο λίθο και αφορούν την έπαυλη
Α, την οικία Β, την οικία Δα, τον Προφήτη Ηλία, την οικία Ζα και τη συνοικία Γ. Στην τελευταία έχουν αφιερωθεί δύο
κατόψεις. Η πρώτη σχεδιάστηκε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα παρουσιάζει ομοιότητες αισθητικά με
τις κατόψεις των προηγούμενων δημοσιεύσεων των Μαλίων, ιδίως στην απόδοση του καθ’ ύψος άξονα των τοίχων με
επάλληλες σειρές διαγωνίων γραμμών. Αντίθετα στις υπόλοιπες κατόψεις η γραμμοσκίαση αυτή αποδίδεται με μονή
σειρά διαγωνίων γραμμών. Άλλες δύο κατόψεις αποτυπώνουν μόνο τα περιγράμματα των τοίχων, αλλά με ακρίβεια
λίθου και όχι με ευθείες γραμμές. Πρόκειται για μια συνολική κάτοψη της συνοικίας Ζ και μια μεγάλου μεγέθους
αναδιπλούμενη κάτοψη της συνοικίας Δ. Σε κανένα από τα παραπάνω σχέδια δεν αποκαθίστανται οι τοίχοι. Αντίθετα
αποτυπώνονται παντού τα λιθόστρωτα δάπεδα. Οι κατόψεις της συνοικίας Γ και της οικίας Ζα απεικονίζουν και τα όρια
των ανασκαφικών εργασιών.

Video 7.15 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον πρώτο τόμο της δημοσίευσης των οικιών των Μαλίων (Demargne & Gallet
de Santerre, 1953), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

209
Εκτός από την παραπάνω κυρίαρχη ομάδα σχεδίων υπάρχουν άλλα πέντε σχέδια κατόψεων, δύο από τα οποία
παρουσιάζουν τις οικίες Δα και Ζα. Τα σχέδια αυτά αποτυπώνουν μόνο το περίγραμμα των τοίχων και έχουν ως στόχο
την κατανόηση της διαρρύθμισης των χώρων. Άλλο σχέδιο κάτοψης συγκρίνει την κάτοψη του συστήματος αιθουσών
της οικίας Ζα με αυτήν άλλων μινωικών κτηρίων, ανακτορικών και μη. Δύο ακόμη κατόψεις αποτυπώνουν λίθο λίθο
λεπτομέρειες της οικίας Ζα, συγκεκριμένα μια είσοδο και ένα κατώφλι. Η είσοδος έχει αποτυπωθεί και σε τομή. Μία
ακόμη τομή παρουσιάζει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της οικίας Β και βρίσκεται στον ίδιο πίνακα με την κάτοψη της
ίδιας οικίας. Τα προοπτικά σχέδια αποτυπώνουν τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σε χώρους της συνοικίας Γ και
δίνουν έμφαση στις διαφορετικές αρχιτεκτονικές φάσεις που εντοπίστηκαν εκεί. Τέλος σημειώνεται η σειρά σχεδίων
του αγωγού ύδρευσης της έπαυλης Α.
Συνολικά τα αρχιτεκτονικά σχέδια δίνουν έμφαση στην αποτύπωση λίθο λίθο των αρχιτεκτονικών καταλοίπων
των Μαλίων. Ελάχιστα είναι τα υπόλοιπα σχέδια, και αυτά αφορούν σε μεγάλο βαθμό επιμέρους αρχιτεκτονικά ζητή-
ματα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η σταθερή υπογράμμιση της τρίτης διάστασης, είτε με τις γραμμοσκιάσεις των τοίχων
στις κατόψεις είτε με τα προοπτικά σχέδια. Ωστόσο η έμφαση αυτή δεν αναιρεί τη συνολική κυριαρχία της ορθής προ-
βολής και μάλιστα της κάτοψης. Εξίσου αξιοσημείωτη είναι η για πρώτη φορά αναφορά στο προσωπικό που εκπόνησε
τα σχέδια. Συγκεκριμένα, ένας αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ονόματι Γιαννακόπουλος, έκανε τον τοπογραφικό
χάρτη, ενώ τα υπόλοιπα σχέδια τα εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών Henrie
Ducoux και Jean Dubuisson. Τέλος τα αρχιτεκτονικά σχέδια βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με το κείμενο της δημοσί-
ευσης. Το τελευταίο αποτελεί ουσιαστικά μια αναφορά ανασκαφικών πεπραγμένων και κυρίως ευρημάτων. Κυριαρχεί
η περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, και μέσα σε αυτήν εντάσσονται άλλες ανασκαφικές πληροφορίες, η
πραγμάτευση υλικών και τεχνικών δόμησης, αλλά και ερμηνείες για τη χρήση και τη σημασία των χώρων. Εν κατα-
κλείδι ο τόμος της δημοσίευσης διακρίνεται για τον λιτό εμπειρισμό του και στα αρχιτεκτονικά σχέδια και στο κείμενο.

Video 7.16 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον δεύτερο τόμο της δημοσίευσης των οικιών των Μαλίων (Deshayes &
Dessenne, 1959), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

210
5.2.5. Μάλια – οικίες ΙΙ

Ο δεύτερος τόμος για τις οικίες των Μαλίων (Deshayes & Dessenne, 1959) αφορά τις συνοικίες Ε και Ζ. Η συνοικία
Ε –συγκεκριμένα η οικία Ε– εντοπίστηκε το 1931–1932 από τον Pierre Demargne, ο οποίος προσπάθησε να την ανα-
σκάψει το 1948, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Γαλλία. Έτσι την ανασκαφή και τη δημοσίευση ανέλαβε ο André
Dessenne. Η συνοικία Γ ανασκάφηκε αρχικά το 1928 και μετά το 1946–1948. Τα πρώτα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν
στον πρώτο τόμο για τις οικίες των Μαλίων. Με τις νέες εργασίες του 1951–1953 αποκαλύφθηκαν οι οικίες Ζβ και Ζγ,
και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν από τον Jean Deshayes. Επομένως η υπό εξέταση μονογραφία χωρίζεται σε δύο
διακριτά μέρη, καθένα από τα οποία αφορά ξεχωριστές περιοχές ανασκαφής και αντίστοιχα διακριτά αρχιτεκτονικά και
άλλα ευρήματα.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του τόμου είναι λίγα: οκτώ κατόψεις συνολικά (Video 7.16). Οι επτά από αυτές είναι
τοποθετημένες σε ειδικό τμήμα στο τέλος του βιβλίου με ξεχωριστή αρίθμηση πινάκων αρχιτεκτονικών σχεδίων. Μία
ακόμη κάτοψη είναι ενταγμένη στους υπόλοιπους πίνακες σχεδίων. Δύο από τις κατόψεις είναι γενικές, μία για κάθε
περιοχή ανασκαφής. Σημειώνονται τα όρια της ανασκαφής, και οι τοίχοι έχουν αποτυπωθεί λίθο λίθο, όπως και τα
δάπεδα και οι κατασκευές. Τονίζονται οι ξεστοί λίθοι από ψαμμίτη. Στη γενική κάτοψη της οικίας Ε οι τοίχοι διαφορε-
τικών οικοδομικών φάσεων αποδίδονται με ιδιαίτερη γραμμοσκίαση. Παρόμοιες είναι και οι δύο επιμέρους κατόψεις
των οικιών Ζβ και Ζγ. Στις δύο αυτές οικίες αφιερώνεται από μία ακόμη κάτοψη με σχηματική αποτύπωση των τοίχων.
Επιπλέον οι φάσεις της οικίας Ζγ αποδίδονται με διαφορετικά χρώματα. Στις δύο αυτές κατόψεις η πορεία των τοίχων
αποκαθίσταται χωρίς διάκριση σωζόμενων και υποθετικών τμημάτων. Επιπρόσθετα υπάρχει μια κάτοψη των δοκιμα-
στικών τομών στη συνοικία Ζ, όπου οι οικίες Ζβ και Ζγ αποτυπώνονται σχηματικά, αλλά τα ευρήματα των δοκιμαστι-
κών αποτυπώνονται λίθο λίθο. Τέλος μια εικόνα αναδημοσιεύει σχηματικές κατόψεις της έπαυλης του Σκλαβόκαμπου
και μιας οικίας του Παλαικάστρου με τη χαρακτηριστική διάταξη κιόνων γύρω από μικρό αίθριο. Οι κατόψεις αυτές
παρατίθενται για λόγους σύγκρισης με την οικία Ε.

Εικόνα 7.12 Η προσέγγιση του Deshayes και η προσέγγιση του Dessenne.

Η επιλογή των λίγων κατόψεων δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού, καθώς κάποια από
τα σχέδια τα έχουν εκπονήσει οι αρχιτέκτονες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Konstantin Tousloukof και Philip
Martin. Ωστόσο υπάρχουν και σχέδια, κυρίως οι αποτυπώσεις λίθο λίθο, των οποίων οι δημιουργοί δεν αναφέρονται.
Ίσως τα σχεδίασαν οι ίδιοι οι ανασκαφείς, οι οποίοι ασφαλώς είναι πίσω από αυτή τη λιτή και εμπειριστική προσέγγιση
στα αρχιτεκτονικά σχέδια. Η εικόνα αυτή ανατρέπεται από το κείμενο, το οποίο κάνει σοβαρή προσπάθεια να ξεφύγει
από την περιγραφική τακτική των προηγούμενων δημοσιεύσεων των Μαλίων. Και ο Dessenne και ο Deshayes (Εικόνα
7.12) προσπαθούν να αναλύσουν τα δεδομένα τους σε βάθος για να αποκαταστήσουν την αρχική μορφή της αστικής
αρχιτεκτονικής των Μαλίων και να συζητήσουν την πιθανή χρήση των χώρων. Τέλος στα συμπεράσματα για την οικία
Ε γίνονται υποθέσεις σχετικά με το κοινωνικό κύρος των ενοίκων της και τη σχέση τους με το ανάκτορο και την Κνωσό.

5.2.6. Μάλια – ανάκτορο IV

Το 1960 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ολοκλήρωσε την ανασκαφική έρευνα του ανακτόρου των Μαλίων,
με επικεφαλής στο πεδίο τον Pierre Demargne, ο οποίος ανέλαβε να ολοκληρώσει το έργο του Chapouthier. Στον τόμο
της δημοσίευσης (Demargne, 1962) παρουσιάζονται η νότια πλευρά και τα ευρήματα συμπληρωματικών ερευνών στην
κεντρική και στη δυτική αυλή, καθώς και στη δυτική και στη βόρεια πτέρυγα. Ο τόμος αυτός έχει λίγα σχέδια (Video
7.17). Συγκεκριμένα, μέσα στο κείμενο εντοπίζονται μια κάτοψη του χώρου XVII με τα κινητά ευρήματα κατά χώρα
και δύο εικόνες με αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Η πρώτη δείχνει δύο όψεις ενός βωμού από αμμούδα και η δεύτερη
περιλαμβάνει σχέδια κάτοψης και τομής του βωμού της κεντρικής αυλής. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν δύο κατόψεις
επιμέρους χώρων του ανακτόρου και δύο μεγάλου μεγέθους αναδιπλούμενες κατόψεις: μία γενική του ανακτόρου και
μία των οικιών στα νότια του ανακτόρου.
211
Τα σχέδια αυτά επικεντρώνονται στην αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η γενική κάτοψη του ανα-
κτόρου αποτυπώνει μόνο τα περιγράμματα των τοίχων. Στις επιμέρους κατόψεις ανακτόρου και οικιών ακολουθείται
μεικτή τεχνική, καθώς οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο, αλλά τονίζεται επιλεκτικά το περίγραμμα κάποιων τοίχων,
συγκεκριμένα αυτών που συζητούνται περισσότερο στη δημοσίευση. Λίθο λίθο αποτυπώνονται οι τοίχοι και στην κά-
τοψη του χώρου XVIII, αλλά στον βόρειο, δυτικό και ανατολικό τοίχο σημειώνεται μόνο η εσωτερική τους όψη και όχι
η εξωτερική, καθώς δίνεται έμφαση στα κατά χώρα κινητά ευρήματα. Σε όλες τις κατόψεις, εξαιρουμένης αυτής των
οικιών στα νότια του ανακτόρου, σημειώνονται τα λιθόστρωτα και πλακόστρωτα δάπεδα και άλλες κύριες κατασκευές.
Στη γενική κάτοψη αποδίδονται με κόκκινο χρώμα οι περιοχές που διερευνήθηκαν και που συζητούνται στο κείμενο.
Σημειώνεται ότι, με εξαίρεση την κάτοψη του βωμού της κεντρικής αυλής, εγκαταλείπεται η απόδοση του κατακόρυ-
φου άξονα με γραμμοσκίαση των τοίχων, πρακτική που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειονότητα των κατόψεων των
προηγουμένων, προπολεμικών δημοσιεύσεων των Μαλίων.
Ο Demargne ευχαριστεί κάποιους αρχιτέκτονες που συνέβαλαν στη δημοσίευση, συγκεκριμένα τον Konstantin
Tousloukof, τον Pierre Coupel και τους συνεργάτες τους. Επίσης ευχαριστεί τη Madeleine Charléty, η οποία ήταν επί-
σης αρχιτέκτονας, αλλά αναφέρεται ως σχεδιάστρια, και αναφέρει τον Robert Vassas για τις συμβουλές που του έδωσε.
Ο Vassas ήταν αρχιτέκτονας των Bâtiments de France, δηλαδή της κρατικής υπηρεσίας κτηρίων της Γαλλίας, ο οποίος
κλήθηκε στα Μάλια το 1956 με σκοπό τη σύνταξη έκθεσης για τη συντήρηση και προβολή του αρχαιολογικού χώρου
στο ευρύ κοινό. Επομένως η λιτή προσέγγιση στα αρχιτεκτονικά σχέδια δεν οφείλεται σε έλλειψη ειδικευμένου προσω-
πικού. Ίσως πρέπει να αποδοθεί στους ίδιους τους αρχαιολόγους, ιδίως στον Demargne, ο οποίος είχε και την ευθύνη
της τελικής δημοσίευσης μετά το θάνατο του Chapouthier. 

Video 7.17 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον τέταρτο τόμο της δημοσίευσης του ανακτόρου των Μαλίων (Demargne,
1962), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

212
Το κείμενο της αρχιτεκτονικής δείχνει ωστόσο μια διαφορετική εικόνα. Οι συνήθεις για τις δημοσιεύσεις των
Μαλίων περιγραφές ξεφεύγουν από την απλή παρουσίαση δεδομένων και εστιάζουν περισσότερο στη διάταξη των
δωματίων, στα συστήματα κυκλοφορίας και γενικά στη διάρθρωση των επιμέρους αρχιτεκτονικών χώρων. Δεν λείπουν
βέβαια οι παρατηρήσεις για τα υλικά δόμησης, αλλά πιο συχνά γίνεται προσπάθεια κατανόησης της χρήσης των χώρων
και της χρονολόγησης των φάσεων του ανακτόρου. Για τους λόγους αυτούς αναφέρονται εξίσου συχνά τα κινητά ευ-
ρήματα. Το κείμενο δίνει την εντύπωση ότι ο Γάλλος αρχαιολόγος είχε αποκαταστήσει το ανάκτορο νοερά, αλλά δημο-
σίευσε μόνο το κομμάτι της νοητής αυτής αποκατάστασης που μπορούσε εμπειρικά να υποστηριχθεί από τα σωζόμενα
κατάλοιπα. Επίσης συγκρατήθηκε και δεν οπτικοποίησε την ερμηνεία του με κάποιο σχέδιο αναπαράστασης. Μολονότι
εδώ διατυπώνεται μια υπόθεση για τον τρόπο σκέψης του Demargne, η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται από αναφορές του
κειμένου, όπως, για παράδειγμα, η υπόθεση για την ύπαρξη κήπου στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου ή η εξίσου
υποθετική ερμηνεία του χώρου VII, 3 ως αίθουσας του θρόνου για το βασιλιά-αρχιερέα των Μαλίων.
Συμπερασματικά, το τέταρτο μέρος της δημοσίευσης του ανακτόρου των Μαλίων αντιμετωπίζει τα αρχιτεκτο-
νικά κατάλοιπα με πιο αρχιτεκτονικό τρόπο και άρα με αυξημένο βαθμό ωριμότητας σε σχέση με τις προηγούμενες
δημοσιεύσεις. Έτσι είναι λιγότερο προκαταρκτική περιγραφική έκθεση και αρχίζει να θυμίζει ολοκληρωμένο έργο
παρουσίασης και ανάλυσης ενός προϊστορικού αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, αλλά και
την ενεργή εμπλοκή αρχιτεκτόνων στη δημοσίευση αυτή, τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι λίγα, εμπειριστικά και περι-
γραφικά. Έτσι ο ρόλος των αρχιτεκτονικών σχεδίων υποβαθμίζεται και η λειτουργία τους παραμένει σχετικά ασύνδετη
με το κείμενο, το οποίο είναι πιο επεξηγηματικό, αλλά και σχετικά ερμηνευτικό.

5.2.7. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις προπολεμικές και πρώτες μεταπολεμικές έρευνες των Μαλίων

Παρά τους έξι τόμους δημοσιεύσεων τα σχόλια για τα αρχιτεκτονικά σχέδια των Μαλίων δεν είναι πολλά. Αρχικά
εντυπωσιάζει ο σχετικά μικρός αριθμός σχεδίων, του οποίου ο μέσος όρος είναι κάτω από 15 ανά τόμο δημοσίευσης.
Κυριαρχούν οι κατόψεις. Οι τομές, όπου απαντούν, είναι αρχιτεκτονικές. Λιγοστά είναι τα προοπτικά σχέδια, είτε απο-
τύπωσης είτε, ακόμη σπανιότερα, αποκατάστασης, ενώ λίγες είναι και οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Η κυριαρχία
των κατόψεων αποτελεί επιστημολογική επιλογή, αν και μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο ίδιο το αρχαιολογικό υλικό.
Τα Μάλια είναι επίπεδη θέση, χωρίς τις υψομετρικές αυξομειώσεις των λόφων της Κνωσού και της Φαιστού. Εξαιτίας
του γεγονότος αυτού, σε συνδυασμό και με το σχετικά χαμηλό ύψος διατήρησης των περισσοτέρων αρχιτεκτονικών
καταλοίπων, ενδεχομένως θεωρήθηκε ότι δεν ήσαν τόσο απαραίτητα τα σχέδια τομής. Όπως σημειώθηκε και στο προη-
γούμενο κεφάλαιο, οι τομές έχουν ουσιαστική συμβολή στην παρουσίαση της αρχιτεκτονικής, καθώς αποτυπώνουν τον
καθ’ ύψος άξονα και, σε συνδυασμό με την κάτοψη, επιτρέπουν την παρουσίαση ενός κτηρίου στις τρεις διαστάσεις. Το
δυσανάλογα μεγάλο μήκος τους σε σχέση με το μικρό τους ύψος δημιουργεί εκδοτικές δυσκολίες στη δημοσίευσή τους
(Palyvou, 2003, σ. 232, σημ. 6), αλλά αυτές δεν υπήρχαν στην περίπτωση των Μαλίων, καθώς η σειρά Études crétoises
επέτρεπε τη δημοσίευση μεγάλου μεγέθους σχεδίων. Έτσι η καθ’ ύψος αίσθηση υποδηλώνεται κυρίως στις κατόψεις
με τη γραμμοσκίαση των τοίχων. Η συντριπτική πλειονότητα των σχεδίων αποδίδει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με
τρόπο αρκετά σχηματικό. Οι κατόψεις αποτυπώνουν συνήθως τα περιγράμματα των τοίχων. Μολονότι υπάρχουν και
αποτυπώσεις λίθο λίθο, αυτές αφορούν περισσότερο τις κατοικίες και λιγότερο το ανάκτορο. Η τάση για σχηματικές
αποδόσεις των τοίχων ξεφεύγει από τον γενικότερο εμπειρισμό των σχεδίων, δηλαδή την προσήλωση στα κατάλοιπα
καθαυτά. Υπάρχει μόνο μία αναπαράσταση, αυτή του χώρου με τον κέρνο στο ανάκτορο. Καθώς είναι ελεύθερο σχέδιο
και με έντονη αισθητική, έχει αξία μάλλον καλλιτεχνική παρά επιστημονική. 
Άλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι η παντελής έλλειψη οιασδήποτε τυποποίησης στα σχέδια, η οποία οφείλεται
στο γεγονός ότι εκπονήθηκαν από πολλά πρόσωπα. Όπου αυτοί αναφέρονται, είναι αρχιτέκτονες, και επομένως θα ήταν
δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι στις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ονόματα τα σχέδια δεν έγιναν από αρχιτέκτο-
νες. Πάντως οι αναφορές δείχνουν ότι όντως εργάστηκαν πολλοί άνθρωποι για τα αρχιτεκτονικά σχέδια των Μαλίων,
ανάλογα με την ανασκαφική περίοδο, την περιοχή που ανασκάφηκε και το ποιος μελέτησε και δημοσίευσε τα αποτε-
λέσματα των εργασιών. Αυτή η ποικιλομορφία δεν διαπιστώνεται στις κατόψεις, αλλά για συγκεκριμένους λόγους. Οι
γενικές κατόψεις του ανακτόρου είναι ουσιαστικά παράγωγα του ίδιου αρχικού σχεδίου, που συμπληρωνόταν με την
αποκάλυψη κάθε νέου τμήματος του κτηρίου. Οι περισσότερες επιμέρους κατόψεις μοιάζουν μεταξύ τους, γιατί αποδί-
δουν τον καθ’ ύψος άξονα με γραμμοσκίαση των τοίχων.
Με βάση τα παραπάνω, επιβεβαιώνεται η συγκυριακότητα ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Γαλλικής Αρχαι-
ολογικής Σχολής Αθηνών και ως προς τη θέση των αρχιτεκτόνων (Hellmann, 1993) και ως προς τη σημασία των προϊ-
στορικών ερευνών (Treuil, 1996) κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι και η γαλλική
έρευνα στην Κρήτη πήρε αποστάσεις από την ερμηνευτικότητα του Evans, παρότι οι τόμοι των Μαλίων δημοσιεύθηκαν
την εποχή της μεγάλης δημοφιλίας του The Palace of Minos. Το ενδιαφέρον των Γάλλων αρχαιολόγων παρέμεινε στο
επίπεδο της ανασκαφικής παρουσίασης των δεδομένων και στράφηκε προς την ανάλυση της αρχιτεκτονικής, ιδίως στις

213
μεταπολεμικές δημοσιεύσεις των Μαλίων. Η στροφή αυτή ωστόσο αφορούσε μόνο τα κείμενα και όχι τα σχέδια. Έτσι
δημιουργήθηκε ένα χάσμα ανάμεσα στα λεπτομερή και αναλυτικά κείμενα και στα αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία
παρέμειναν λίγα και λιτά, όπως και παλαιότερα.

Video 7.18 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Κίρρας (Dor, Jannoray,Van Effenterre & Van Effenterre,
1960), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

5.3. Στη σκιά των Δελφών: η ανασκαφή και η δημοσίευση της Κίρρας

Το 1937 μια ανασκαφική ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων από την αποστολή των Δελφών άρχισε να ανασκάπτει στην
Κίρρα. Την ομάδα αποτελούσαν οι Léopold Dor, Jean Jannoray, Henri και Micheline Van Effenterre. Στόχος της
ανασκαφής ήταν ο εντοπισμός της αρχαϊκής πόλης που καταστράφηκε κατά τον Α΄ Ιερό Πόλεμο, όταν ηττήθηκε
από τους Θεσσαλούς, του Σικυωνίους και τους Αθηναίους, χάνοντας έτσι τον έλεγχο της κίνησης των προσκυνητών
προς το μαντείο των Δελφών. Αντί όμως για την αρχαία πόλη η ανασκαφή αποκάλυψε έναν σημαντικό προϊστορικό
οικισμό. Ο οικισμός καλυπτόταν από επίχωση μέγιστου πάχους έξι μέτρων, η οποία ανασκάφηκε μέσα σε δύο περι-
όδους, το 1937 και 1938. Τα εννέα στρώματα που διερευνήθηκαν έδειξαν ότι ο ΠΕ–ΥΕ οικισμός άκμασε ιδιαίτερα
κατά τη ΜΕ περίοδο. Οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι τα προϊστορικά οικιστικά κατάλοιπα ήσαν αρκετά σημαντικά
ώστε να δημοσιευθούν σε μια μονογραφία, η έκδοση της οποίας καθυστέρησε πολύ (Dor, Jannoray, Van Effenterre
& Van Effenterre, 1960). 
Η παρουσίαση της αρχιτεκτονικής στη δημοσίευση αυτή είναι μάλλον συνοπτική (Video 7.18). Τα αρχιτε-
κτονικά σχέδια είναι όλα κι όλα μια γενική κάτοψη της θέσης, τρία σχέδια με κατόψεις των πέντε επιμέρους τομέων
της ανασκαφής και τέλος ένα σχέδιο στρωματογραφικής τομής. Όλα τα σχέδια βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου. Οι
κατόψεις βρίσκονται σε φύλλα μεγάλου μεγέθους. Σημειώνουν τα όρια των ανασκαφικών τομών, ενώ οι τοίχοι αποτυ-
214
πώνονται λίθο λίθο, ακόμη και στη γενική κάτοψη. Γι’ αυτό η τελευταία χάνει σε σαφήνεια, καθώς τα περιγράμματα
λίθων και τοίχων μπερδεύονται εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας. Τα μη σωζόμενα μέρη των τοίχων συμπληρώνονται
ελάχιστα, ενώ οι διαφορετικές φάσεις στις οποίες ανήκουν οι τοίχοι αποδίδονται με διαγραμμίσεις. Το χαρακτηριστικό
αυτό υποβάλλει αφενός την τρίτη διάσταση και αφετέρου τη χρονολογική εξέλιξη του οικισμού, αλλά υπερφορτώνει
με πληροφορίες τις κατόψεις και, σε συνδυασμό με την αποσπασματικότητα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, εντεί-
νει την ασάφειά τους. Στα μειονεκτήματα των κατόψεων καταγράφεται και η απουσία υπομνήματος επεξήγησης των
αρχιτεκτονικών φάσεων. Ωστόσο οι τύποι διαγραμμίσεων επεξηγούνται στο υπόμνημα της στρωματογραφικής τομής.
Η τελευταία αποτυπώνει με λεπτομέρεια και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τις διαφορές των επιχώσεων ως προς
τη γεωλογική τους σύσταση, ενώ σημειώνει και τα διαγνωστικά για τη χρονολόγηση τέχνεργα που εντοπίστηκαν σε
κάθε στρώμα. Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι όλα τα στρώματα απεικονίζονται οριζόντια. Ενδεχομένως οι
επιχώσεις ανασκάφηκαν σε αυθαίρετες οριζόντιες στρώσεις, οι οποίες αποδόθηκαν εκ των υστέρων σε αρχαιολογικά
στρώματα. Πάντως η αξία της μέριμνας που έδειξαν οι ανασκαφείς για τη στρωματογραφία δεν μειώνεται, ειδικά αν
λάβουμε υπόψη μας ότι η ανασκαφή διενεργήθηκε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μέριμνα αυτή υπογραμμίζεται και από το κείμενο της δημοσίευσης, στο οποίο η στρωματογραφία παρατίθε-
ται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο και αναλύεται αρκετά, αν και με συντομία. Εξίσου συνοπτικό είναι και το κεφάλαιο της αρ-
χιτεκτονικής, το οποίο είναι απαραίτητο για την πλήρη κατανόηση των σχεδίων. Είναι ενδιαφέρον ότι το κείμενο αυτό
ξεκινά με τις γενικές παρατηρήσεις, που αφορούν τους τύπου των κτηρίων, τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης, καθώς
και ζητήματα σχετικά με τη δυνατότητα σχετικής χρονολόγησης μέσω των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η περιγραφή
των τελευταίων έπεται των γενικών παρατηρήσεων. Φαίνεται ότι οι ανασκαφείς της Κίρρας διέθεταν ένα αρκετά σαφές
ερμηνευτικό πλαίσιο με βάση το οποίο δημοσίευσαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Κίρρας. Το πλαίσιο αυτό καθί-
σταται σαφές στην εισαγωγή και κυρίως στα συμπεράσματα της δημοσίευσης, όπου αναφέρεται ότι η ΜΕ κατοίκηση
στην Κίρρα υπήρξε το αποτέλεσμα μετανάστευσης φύλων. Η αναφορά αυτή παραπέμπει στην εθνοκεντρική εκδοχή της
παραδοσιακής αρχαιολογίας. Για τους Γάλλους αρχαιολόγους το παράδειγμα αυτό συνδυαζόταν και με ένα αρχαιογνω-
στικό υπόβαθρο, όπως δείχνει όχι μόνο ο αρχικός στόχος της ανασκαφής, αλλά και η εισαγωγή της δημοσίευσης, καθώς
σε ένα σημείο της οι μινωικές εισαγωγές στους Δελφούς ερμηνεύονται, με βάση τον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα, ως
ενδείξεις της καταγωγής του δελφικού ιερατείου από την Κρήτη.
Συνολικά διαπιστώνεται ότι η δημοσίευση της προϊστορικής αρχιτεκτονικής της Κίρρας είναι εξαιρετικά συ-
νοπτική, ενώ τα σχέδια είναι σχετικά ασαφή και λίγα έως και ελλιπή, αφού δεν υπάρχει ούτε μία αρχιτεκτονική τομή,
παρά την ύπαρξη αλλεπάλληλων οικοδομικών φάσεων και παρά το γεγονός ότι τα σχέδια εκπονήθηκαν από ειδικό,
τον αρχιτέκτονα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Henri Ducoux. Ο τελευταίος αναφέρεται στις ευχαριστίες των
συγγραφέων, αν και δεν διευκρινίζεται σε ποιες εργασίες ακριβώς συμμετείχε. Τέλος ο εμπειρισμός που αναδίνουν τα
σχέδια στο σύνολό τους ανατρέπεται από το συνθετικό ερμηνευτικό πλαίσιο των Γάλλων αρχαιολόγων, το οποίο προ-
βάλλεται εμφανώς στα συμπεράσματα του βιβλίου.

5.4. Τα λιτά και σχηματικά αρχιτεκτονικά σχέδια των γαλλικών δημοσιεύσεων

Οι δημοσιεύσεις γαλλικών προϊστορικών ανασκαφών στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αφορούν
κατά κύριο λόγο τα Μάλια. Δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν όσα αναφέρθηκαν για τις δημοσιεύσεις της θέσης
αυτής. Εδώ θα γίνει μια σύγκριση με τη δημοσίευση της Κίρρας, θεωρώντας ότι η δημοσίευση των ανασκαφών
της Στρατιάς της Ανατολής αποτελεί ειδική περίπτωση. Και στα Μάλια και στην Κίρρα τα αρχιτεκτονικά σχέδια
είναι λίγα, λιτά, σχηματικά και εμπειριστικά. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει συνεργασία με αρχιτέκτονα, αλλά
τα αποτελέσματα της συνεργασίας ποτέ δεν έφτασαν το επίπεδο της Τίρυνθας ή των αμερικανικών ανασκαφών.
Και στις δύο θέσεις οι ανασκαφείς είχαν κλασικιστικό υπόβαθρο, το οποίο στην περίπτωση της Κίρρας ήταν πιο
έντονο. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι όχι μόνο δεν ανέπτυξαν δικό τους επιστημονικό λόγο, αλλά δεν εκμεταλλεύθηκαν
καν τις δυνατότητες που τους έδινε το αρχαιογνωστικό υπόβαθρό τους. Για παράδειγμα, η Κίρρα βρίσκεται δίπλα
στους Δελφούς, μία από τις σημαντικότερες και εκτενέστερες ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής,
αλλά τα αρχιτεκτονικά σχέδια της Κίρρας δεν είναι ανάλογα αυτών που εκπόνησαν οι Αμερικανοί κλασικοί αρχι-
τέκτονες. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια αλλαγή, η οποία αφορά περισσότερο την ανάλυση
της αρχιτεκτονικής από τους αρχαιολόγους και λιγότερο τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Η διαφορά αυτή παρατηρήθηκε
στα Μάλια, αλλά είναι ακόμη πιο έντονη στην Κίρρα, όπου τα ελάχιστα και πλημμελή σχέδια δημιουργούν έντονη
αντίθεση με το ολοκληρωμένο ερμηνευτικό και ευρύτερο παραδειγματικό πλαίσιο που προβάλλει το κείμενο της
δημοσίευσης.

215
6. Η ιταλική έμφαση στη στρωματογραφία και τις οικοδομικές φάσεις

Το έμπρακτο ενδιαφέρον των Ιταλών αρχαιολόγων για την ελληνική αρχαιολογία ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα
(Di Vita, 1985). Πίσω από το ενδιαφέρον αυτό βρίσκεται ο Frederico Halbherr, ένας από τους πρωτοπόρους της αρχαι-
ολογίας της Κρήτης. Ο Halbherr ήταν επιγραφολόγος. Έφτασε στην Κρήτη το 1884 με σκοπό την ανεύρεση αρχαίων
επιγραφών. Ένα έτος αργότερα ο Halbherr και οι Ernst Fabricius και Domenico Comparetti (1885) δημοσίευσαν την
επιγραφή με τη νομοθεσία της αρχαίας Γόρτυνας. Ο Halbherr συνέχισε να ερευνά εντατικά τις αρχαιότητες της Κρήτης.
Παράλληλα διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Κρητικούς και ξένους συναδέλφους του, όπως, για παράδειγμα, με
τους Χατζηδάκι και Evans. Η έλευση και άλλων Ιταλών αρχαιολόγων στο νησί οδήγησε στην ίδρυση της «Ιταλικής Αρ-
χαιολογικής Αποστολής Κρήτης» (Missione Archeologica Italiana a Creta) το 1899, η οποία ήταν ο πρόδρομος της Ιτα-
λικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας. Και εδώ πρωτοστάτησε ο Ηalbherr. Η παρουσία των ιταλικών στρατιωτικών
δυνάμεων στην κεντροδυτική Κρήτη, ως εγγυητριών της αυτονομίας της νεοσύστατης τότε Κρητικής Πολιτείας, και η
ήδη εν εξελίξει ανασκαφή της Γόρτυνας εστίασαν το ιταλικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον στη Μεσσαρά. Ήταν πλέον θέμα
χρόνου η έναρξη μιας ιταλικής προϊστορικής έρευνας στην περιοχή. Πράγματι το 1900 άρχισε η ανασκαφή στη Φαιστό
και το επόμενο έτος ξεκίνησε η διερεύνηση της γειτονικής Αγίας Τριάδας. 

Εικόνα 7.13 Το λάθος των Ιταλών ανασκαφέων.

Eικόνα 7.14 Ιταλική και γερμανική ανασκαφική μεθοδολογία.

Η ιταλική προϊστορική έρευνα δεν υπολειπόταν σε επίπεδο ανασκαφικής μεθοδολογίας από αυτήν των υπό-
λοιπων αρχαιολόγων (La Rosa, 2006. Trigger, 1989/2005, σ. 202). Παρά το γεγονός ότι ο Halbherr ήταν κλασικιστής
επιγραφολόγος οι Ιταλοί κλασικοί αρχαιολόγοι είχαν προσπαθήσει να λύσουν ιστορικά προβλήματα με καινοτόμους
τρόπους, συγκεκριμένα μέσα από την ανασκαφή και τη στρωματογραφία και όχι με την αρχαιογνωστική μέθοδο της
εποχής. Αντιλαμβάνονταν ότι μια εξαιρετικά λεπτομερής και προσεκτική ανασκαφή αποδίδει αξιόπιστα στοιχεία, επει-
δή εστιάζει σε πολύ σύντομες χρονικές περιόδους χρήσης, καταστροφής και επαναχρησιμοποίησης ενός κτηρίου ή
μιας αρχαιολογικής θέσης. Οι Ιταλοί θεώρησαν ότι τα υψηλής ανάλυσης αρχαιολογικά δεδομένα προσεγγίζουν απο-
δοτικότερα κάποια ερωτήματα για ευρύτερα ιστορικά φαινόμενα, όπως τα αίτια καταστροφής θέσεων ή οι διαδικασίες
παρακμής ολόκληρων πολιτισμών. Μία από τις πρωτοπόρες εφαρμογές αυτών των μεθόδων ήταν στην ανασκαφή της
Πομπηίας από τον Giuseppe Fiorelli κατά το διάστημα 1860–1875. Την εποχή εκείνη η διαδεδομένη πρακτική προέ-
τασσε την απομάκρυνση των επιχώσεων από τους ανοικτούς χώρους (δρόμους, πλατείες και αυλές), με στόχο να περι-
γραφούν οι τοίχοι των κτηρίων και στη συνέχεια να ανασκαφούν οι εσωτερικοί χώροι. Ο Fiorelli, 60 και πλέον χρόνια
νωρίτερα από τον Wheeler, κατάλαβε ότι η μέθοδος αυτή δεν επέτρεπε τη σωστή εξέταση των επιχώσεων καταστροφής.
Γι’ αυτό ο ίδιος έδινε μεγάλη προσοχή στη στρωματογραφία, και μάλιστα στο πλαίσιο της μικρής χωρικής κλίμακας,
όπως, λόγου χάρη, στο εσωτερικό ενός δωματίου. Έτσι κατέστη δυνατή η λεπτομερής ανασύνθεση της μορφής και της
χρήσης των κτηρίων της αρχαίας πόλης της Πομπηίας.
216
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι ανασκαφές του Giacomo Boni στο Φόρουμ της Ρώμης (1901, 1913. Capodiferro,
Fortini & Taviani, 2003) οδήγησαν σε περαιτέρω μεθοδολογικές αλλαγές. Ο Boni βασίστηκε στη στρωματογραφική
μέθοδο Fiorelli, αλλά προέβαλε περισσότερο τη σημασία των οικοδομικών φάσεων για τη χρονολογική και πολιτι-
σμική ακολουθία, ίσως επειδή ο ίδιος ήταν αρχιτέκτονας. Ο Halbherr γνώριζε και μάλλον εκτιμούσε τις ανασκαφικές
μεθόδους του Boni, διότι σπούδασε και κατόπιν δίδαξε ως καθηγητής στη Ρώμη. Προσπάθησε να εφαρμόσει τις μεθό-
δους αυτές και στις ανασκαφές του στην Κρήτη (La Rosa, 2000, σ. 27, Εικόνα 7.13). Επομένως οι Ιταλοί αρχαιολόγοι
προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη ρομαντική αρχαιογνωσία και να θέσουν τη διερεύνηση ιστορικών ερωτημάτων σε
βάση όχι μόνο ανασκαφική, και συνεπώς εμπειρική, αλλά και κατά το δυνατόν «αντικειμενική». Με αυτό τον τρόπο
δημιουργήθηκε μία ακόμη εκδοχή του διπόλου αρχαιογνωσίας και παραδοσιακής αρχαιολογίας. Σε αυτή την ιταλική
εκδοχή οι δύο πόλοι της αντίθεσης συνδυάστηκαν, καθώς η ουδέτερη και αντικειμενική ανασκαφή τέθηκε στην υπηρε-
σία ιστορικών και άρα αρχαιογνωστικών ερωτημάτων (Εικόνα 7.14).
Ο εμπειρισμός των Ιταλών τούς ενέταξε εύκολα στο παράδειγμα της ιστορίας του πολιτισμού. Η ένταξη
αυτή ολοκληρώθηκε μία γενιά μετά τον Halbherr. Οι Ιταλοί αρχαιολόγοι του μεσοπολέμου ασχολήθηκαν με ζητή-
ματα διάχυσης και προέλευσης των πολιτισμών και κατ’ επέκταση των υποτιθέμενων βιολογικών και εθνοτικών
ομάδων, δηλαδή των φύλων πίσω από τους πολιτισμούς αυτούς. Εδώ ίσως μπορεί να διαγνωσθεί και μια, έστω και
έμμεση, επιρροή του φασισμού, τον οποίο η ιταλική αρχαιολογική κοινότητα αποδέχθηκε σιωπηρά σε σημαντικό
βαθμό (Altekamp, 2004, σ. 70). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δουλειά του Alessandro Della Seta, ενός αρ-
χαιολόγου που αρχικά υπηρέτησε με επιτυχία θέσεις ευθύνης στο καθεστώς Μουσολίνι, αλλά τελικά εκδιώχθηκε
από τη θέση του διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών στο πλαίσιο των αντισημιτικών διώξεων
της εποχής. Ο Della Seta ήταν κλασικός αρχαιολόγος και μάλλον ιστορικός της αρχαίας τέχνης με ειδίκευση στον
ετρουσκικό πολιτισμό. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την προέλευση των Ετρούσκων και γι’ αυτό ενδιαφέρθηκε και
για τη Λήμνο, καθώς υπήρχε η άποψη ότι οι Ετρούσκοι προέρχονταν από τους Τυρρηνούς και οι τελευταίοι ίσως
προέρχονταν από τη Λήμνο, εξαιτίας κάποιων επιγραφών που βρέθηκαν εκεί με συνάφειες προς την ετρουσκική
γλώσσα. Στο πλαίσιο των ερευνών αυτών ο Della Seta εντόπισε την προϊστορική πόλη της Πολιόχνης και ξεκίνησε
την ανασκαφή της, η οποία ωστόσο τον απομάκρυνε από τον αρχικό του στόχο. Το παράδειγμα του Della Setta
αποτελεί απόπειρα αφενός συνδυασμού κλασικής και προϊστορικής αρχαιολογίας και αφετέρου ανάμειξης των
επιστημολογικών παραδειγμάτων του 19ου και του 20ού αιώνα, δηλαδή της ιστορίας της αρχαίας τέχνης και της
αρχαιογνωσίας με την νεωτερική αρχαιολογία της ιστορίας του πολιτισμού (Cultraro, 2006, σ. 284–285).
Η μείξη αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σημαντική, καθώς εμπεριέχει μια αντίθεση ως προς την παρα-
γωγή και τη σημασία των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Έχει ήδη επισημανθεί ότι το ρευστό επιστημολογικό κλίμα της επο-
χής οδήγησε σε ανακατατάξεις ως προς το ρόλο των αρχιτεκτόνων στις ανασκαφές και κατά συνέπεια στην παραγωγή
των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Έτσι οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι δεν αξιοποίησαν όσο θα μπορούσαν τους αρχιτέκτονες
της ΑΣΚΣΑ, ενώ στην περίπτωση των Γάλλων σημειώθηκε μάλλον αμέλεια και αδιαφορία ως προς το θέμα των αρχι-
τεκτονικών σχεδίων. Πώς τοποθετήθηκαν σε αυτή την αναδιανομή ρόλων και καθηκόντων οι Ιταλοί; Με το ερώτημα
αυτό κατά νου εξετάζονται παρακάτω τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις ιταλικές ανασκαφές του πρώτου μισού του 20ού
αιώνα: στη Φαιστό και την Αγία Τριάδα στην Κρήτη και στην Πολιόχνη στη Λήμνο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο
παγκόσμιοι πόλεμοι επηρέασαν ιδιαίτερα την ιταλική έρευνα, και έτσι και οι τρεις δημοσιεύσεις ολοκληρώθηκαν μετά
από παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος. Η δημοσίευση της Φαιστού εκδόθηκε το 1934 και το 1951, της Πολιό-
χνης το 1964 και το 1976, ενώ της Αγίας Τριάδας μόλις το 1977.

6.1. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στην δημοσίευση της Φαιστού

Το 1900 η Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή Κρήτης άρχισε να ανασκάπτει το ανάκτορο της, υπό τη διεύθυνση αρχικά
του Halbherr και στη συνέχεια του Pernier. Το 1934 ο Pernier ολοκλήρωσε τις εργασίες πεδίου και μόλις ένα έτος μετά
δημοσίευσε τον πρώτο τόμο με τα αποτελέσματα των ανασκαφών του (Pernier, 1935). Ο τόμος αυτός είναι αφιερω-
μένος στα κατάλοιπα από τη νεολιθική περίοδο έως και το πρώτο, ΜΜ, ανάκτορο. Πολύ σύντομα, το 1937, ο Pernier
πέθανε. Το έργο του ανέλαβε να ολοκληρώσει η Luisa Banti. Η τελευταία προχώρησε το 1950 σε επιτόπια επανεξέταση
της ανασκαφής και μέρους των κινητών ευρημάτων και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε τα ανασκαφικά δεδομένα και
τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του νέου, ΜΜ ΙΙΙ–ΥΜ Ι ανακτόρου (Banti, 1951). Οι δύο αυτοί τόμοι, με τίτλο Il palazzo
minoico di Festos, αποτελούν την κύρια δημοσίευση των παλαιών ανασκαφών στη θέση. Μολονότι οι έρευνες της
Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής συνεχίζονται μέχρι και σήμερα και έχουν αναθεωρήσει σε πολλά σημεία την παλαιά
δημοσίευση, η τελευταία δεν παύει να αποτελεί σταθμό στην έρευνα της μινωικής Κρήτης.

217
Video 7.19 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον πρώτο τόμο της δημοσίευσης της Φαιστού (Pernier, 1935), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Παραχώρηση της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

6.1.1. Ο πρώτος τόμος της δημοσίευσης της Φαιστού, από τον Pernier

Μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του πρώτου τόμου αφορά τον σχετικά μικρό αριθμό
τους. Στον ειδικό, μη βιβλιοδετημένο, τόμο εικόνων που συνοδεύει το κείμενο μόνο έξι από τους 39 πίνακες περιέχουν
αρχιτεκτονικά σχέδια, συγκεκριμένα ένα χάρτη, τη γενική κάτοψη της θέσης, δύο επιμέρους κατόψεις και τρεις αρχιτε-
κτονικές τομές. Στα επτά αυτά σχέδια προστίθενται 14 εικόνες με 17 συνολικά σχέδια εντός του τόμου του κειμένου:
ένας ακόμη χάρτης, τρεις γενικές κατόψεις, τέσσερις επιμέρους κατόψεις, μία στρωματογραφική τομή και πέντε αρχιτε-
κτονικές τομές και τέλος μία ελεύθερη άποψη της περιοχής της Φαιστού. Αν και σχετικά ολιγάριθμα, τα αρχιτεκτονικά
σχέδια χαρακτηρίζονται από σημαντικό βαθμό λεπτομέρειας (Video 7.19). Στις κατόψεις οι τοίχοι αποδίδονται μόνο με
περίγραμμα, αλλά οι θεμελιώσεις αποτυπώνονται λίθο λίθο. Η πορεία των μη σωζόμενων τμημάτων τοίχων συμπλη-
ρώνεται σε σημαντικό βαθμό, εφόσον όμως υπάρχουν στοιχεία. Αποδίδονται πάντοτε οι διαφορετικές φάσεις, είτε με
διαφορετικό χρώμα είτε με διαφορετική διαγράμμιση. Σημειώνονται τα πλακόστρωτα και οι σταθερές κατασκευές, όχι
όμως οι πίθοι ή άλλα κινητά ευρήματα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο σύνολο των τεσσάρων γενικών κατόψεων που
δημοσίευσε ο Pernier. Η μία από αυτές είναι η πλήρης κάτοψη του ανακτόρου, άλλες δύο αποτυπώνουν την πρόοδο της
ανασκαφής κατά τα πρώτα έτη εργασιών και η τέταρτη απεικονίζει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της γειτονικής Αγίας
Τριάδας. 
Η στρωματογραφική τομή είναι εξαιρετικά λεπτομερής και ρεαλιστική ως προς την απόδοση των στρωμάτων
και των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Ο ίδιος βαθμός επιμέλειας και προσπάθειας προσομοίωσης της πραγματικότητας
παρατηρείται και στις αρχιτεκτονικές τομές. Καμία δεν περιορίζεται μόνο στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τομής
αυτής καθαυτήν. Αντίθετα σε όλες απεικονίζονται σε όψη τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που είναι ορατά στο βάθος της

218
εικόνας και οι πίθοι στα δωμάτια, όπου βρέθηκαν. Η ποιότητα απεικόνισης είναι σχεδόν φωτογραφική και χαρακτη-
ριστική της δουλειάς του Emilio Stefani, τοπογράφου και σχεδιαστή της ανασκαφής της Φαιστού, αλλά και των υπο-
λοίπων ιταλικών ανασκαφών της Κρήτης (La Rosa, 1985α, σ. 81). Ο Stefani εκπόνησε και τις κατόψεις, με εξαίρεση
τις δύο προκαταρκτικές γενικές κατόψεις, οι οποίες έγιναν από τον Pernier όταν ο Stefani δεν είχε ακόμη ξεκινήσει να
συμμετέχει στην ανασκαφή. Η άποψη της περιοχής της Φαιστού είναι επίσης από τον Stefani. 
Στη συνολική εντύπωση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του πρώτου τόμου της Φαιστού κυριαρχεί η λιτότητα, ο
εμπειρισμός και ο θετικισμός. Το πρώτο χαρακτηριστικό φαίνεται από τον μικρό αριθμό σχεδίων, γεγονός που κάνει τη
γενική έγχρωμη κάτοψη το σημαντικότερο εποπτικό βοήθημα της δημοσίευσης. Οι επιμέρους κατόψεις και οι τομές κα-
λύπτουν ενδεικτικά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και όχι πλήρως. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των αρχιτεκτονικών σχε-
δίων, ο εμπειρισμός, αναδεικνύεται μέσα από την προαναφερθείσα φωτογραφικής ποιότητας αποτύπωση του Stefani,
δηλαδή τη διάθεση να μοιάζουν τα σχέδια όσο γίνεται στην πραγματικότητα. Αναδεικνύεται επίσης από τη φειδωλή
διάθεση σχεδιαστικής αποκατάστασης του ανακτόρου. Μόνο στην τομή των χώρων 42 και 103 (Pernier, 1937, εικ. 214)
γίνεται αποκατάσταση του άνω ορόφου, η οποία μάλιστα αποδίδεται εξαιρετικά σχηματικά με διακεκομμένες γραμμές.
Τέλος ο θετικισμός γίνεται εμφανής στην κυριαρχία των σχεδίων ορθής προβολής και την απουσία ελεύθερων αναπα-
ραστάσεων. Το μοναδικό ελεύθερο σχέδιο αποτυπώνει απλώς τη θέα από τη Φαιστό. Είναι σαφές ότι ο ανασκαφέας
ήθελε να δώσει την αίσθηση μιας κατά το δυνατόν μη διαμεσολαβημένης και άρα ουδέτερης και αντικειμενικής εικόνας
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Φαιστού.
Αντίστοιχα στο κείμενο της δημοσίευσης κυριαρχούν οι εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές των αρχιτεκτονι-
κών στοιχείων, μέσα στις οποίες ενσωματώνονται και επαρκείς παρατηρήσεις για τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης.
Πολύ συγκρατημένες είναι οι απόπειρες εξέτασης της χρήσης των χώρων, καθώς μένουν συνήθως στο επίπεδο της
ταύτισης. Η ανάγκη για συγκρίσεις της Φαιστού με άλλες θέσεις της Κρήτης δεν αγνοείται, ούτε όμως προωθείται
και ιδιαίτερα. Δεν γίνεται προσπάθεια κατάρτισης τυπολογίας κτηρίων ή μεμονωμένων αρχιτεκτονικών στοιχείων,
μολονότι αναγνωρίζεται η ένταξη της Φαιστού στη μινωική αρχιτεκτονική παράδοση. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη
χρονολογική αλληλουχία των φάσεων της θέσης. Ο Pernier επιμένει αρκετά στη στρωματογραφία και πολύ συχνά πε-
ριγράφει τη σύσταση του χώματος, αν και οι αρχιτεκτονικές φάσεις διατηρούν τον πρωτεύοντα ρόλο στη συγκρότηση
της στρωματογραφικής αλληλουχίας, όπως και σε άλλες ανασκαφές της εποχής. Ο ρόλος αυτός ασφαλώς ενισχύθηκε
και από τα ίδια τα κατάλοιπα της Φαιστού, καθώς οι πολλές αρχιτεκτονικές φάσεις αποτελούν το κυρίαρχο χαρακτηρι-
στικό της θέσης, και με βάση αυτές έχει διαρθρώσει ο Pernier και τα κεφάλαια της δημοσίευσης. Η ευρύτερη κοινωνική
και ιστορική σημασία του ανακτόρου δεν εξετάζεται καθόλου, αλλά την εποχή της δημοσίευσης αυτή θα μπορούσε
να θεωρείται και δεδομένη. Επιπλέον ο Pernier ήταν υπέρμαχος του αυστηρού διαχωρισμού των δεδομένων από την
ερμηνεία τους και προσπαθούσε να αποφύγει την μεικτή προσέγγιση του Evans (La Rosa, 2000, σ. 30–31). Για τους
λόγους αυτούς κάποιες σκέψεις για τη σημασία των προγενεστέρων του ανακτόρου κατοικιών της νεολιθικής και της
πρωτομινωικής περιόδου παρατίθενται στο τέλος των αντίστοιχων κεφαλαίων. Ομοίως οι όποιες ερμηνευτικές σκέψεις
του ανασκαφέα για το ανάκτορο βρίσκονται στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων. Εκεί ο Pernier συνθέτει με τρόπο συ-
μπυκνωμένο όλες τις παρατηρήσεις του ως προς την οικοδομική τέχνη, την αποκατάσταση της μορφής του ανακτόρου
και τη χρήση των χώρων, τις συγκρίσεις με άλλες θέσεις της Κρήτης και άλλους πολιτισμούς εντός και εκτός Αιγαίου
και τέλος τη χρονολόγηση των φάσεων της Φαιστού. Στη σύνθεση αυτή κυριαρχεί και πάλι το εμπειριστικό αφήγημα
της εξέλιξης κατ’ αρχάς της ίδιας της αρχιτεκτονικής και κατόπιν των ιστορικοπολιτισμικών συμφραζομένων της.

6.1.2. Ο δεύτερος τόμος της δημοσίευσης της Φαιστού, από την Banti

Στον δεύτερο τόμο της δημοσίευσης η Banti επέλεξε να τοποθετήσει όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια εντός κειμένου και
όχι σε ξεχωριστό τόμο. Ωστόσο η γενική κάτοψη είναι τυπωμένη σε μεγάλου μεγέθους χαρτί, και έτσι ο αναγνώστης
μπορεί να την έχει μονίμως ανοικτή στο πλάι του βιβλίου. Η πρακτική αυτή λύση εξυπηρετεί πολύ διότι και στον δεύ-
τερο τόμο τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι σχετικά ολιγάριθμα, μόλις 24 (Video 7.20). Οκτώ σχέδια είναι κατόψεις, έξι
είναι αρχιτεκτονικές τομές, υπάρχει μία όψη τοίχου και τα υπόλοιπα οκτώ σχέδια είναι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες.
Οι τελευταίες απεικονίζουν κυρίως βάσεις πεσσών, κιόνων και παραστάδων, είτε σε όψη είτε σε τομή, ενώ ένα σχέδιο
αποκαθιστά την πλάγια όψη ενός κτιστού πεσσού με τις κατακόρυφες ξύλινες ενισχύσεις, οι οποίες θα εδράζονταν στις
τέσσερις γωνίες της μονολιθικής βάσης του. Άλλη μία εικόνα αποκαθιστά την άνω όψη κτιστού θρανίου του οποίου η
εμπρός όψη αποτελούνταν από λίθινες μετόπες. Το θρανίο βρέθηκε στην ανατολική πτέρυγα του ανακτόρου. 
Η γενική κάτοψη αποδίδει τους τοίχους με περίγραμμα. Ουσιαστικά είναι αναπαραγωγή της γενικής κάτοψης
του Stefani για τον πρώτο τόμο, απεικονίζει όμως μόνο τη νεοανακτορική φάση της Φαιστού. Σχηματικά, δηλαδή μόνο
με το περίγραμμά τους, αποδίδονται οι τοίχοι και στις περισσότερες επιμέρους κατόψεις, όχι όμως σε όλες. Τα μη σω-
ζόμενα μέρη των τοίχων συνήθως συμπληρώνονται, μόνο βέβαια εφόσον υπάρχουν στοιχεία. Όπου είναι απαραίτητο
αποδίδονται οι διαφορετικές φάσεις με αντίστοιχες γραμμοσκιάσεις. Σε γενικές γραμμές οι κατόψεις παρουσιάζουν μια
έλλειψη τυποποίησης, καθώς κάποιες έχουν γίνει από τον Stefani, αλλά οι περισσότερες είναι σχέδια της Banti. Το ίδιο
219
συμβαίνει και με τις αρχιτεκτονικές τομές. Κάποιες είναι πιο σχηματικές και άλλες είναι πλουσιότερες σε περιγραφικές
λεπτομέρειες, όπως η απόδοση τοιχοδομιών. Κάποιες αποκαθιστούν την ανωδομή μέχρι τη μέση των τοίχων, άλλες έως
και το επίπεδο του κιονόκρανου και σε μία περίπτωση έχει αποκατασταθεί ένδειξη άνω ορόφου. Σε όλες τις περιπτώσεις
η αποκατάσταση αποδίδεται διακριτικά και διαχωρίζεται σαφώς από την αποτύπωση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών
λειψάνων. Τέλος σημειώνεται ένα σχέδιο όψης τοίχου που παρουσιάζει τα διαφορετικά τεκτονικά σημεία που εντοπί-
στηκαν χαραγμένα επάνω του.
Τα σχέδια του δεύτερου τόμου κρίνονται συνολικά ως συντηρητικότερα του πρώτου τόμου, με εξαίρεση τις
αποκαταστάσεις της ανωδομής στις αρχιτεκτονικές τομές. Λείπουν οι στρωματογραφικές τομές εντελώς, παρότι η νε-
οανακτορική φάση βρέθηκε κάτω και από μυκηναϊκά και από ελληνιστικά κατάλοιπα. Οι επιλογές αυτές μάλλον αφο-
ρούν και επιστημολογικές επιλογές της Banti, αλλά και την ανάγκη να εκδοθεί άμεσα ένας τόμος δημοσίευσης για μια
παλαιά ανασκαφή. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Banti είχε στη διάθεσή της μία μόνο περίοδο για
επιτόπια επανεξέταση του αρχαιολογικού υλικού. Επομένως η δημοσίευση της νεοανακτορικής Φαιστού έγινε σχετικά
εσπευσμένα και ίσως αυτό το χαρακτηριστικό επηρέασε και τον αριθμό και την τελική εικόνα των αρχιτεκτονικών
σχεδίων της δημοσίευσης.
Αν και λίγα, τα αρχιτεκτονικά σχέδια λειτουργούν με σχετική επάρκεια σε σχέση με το κείμενο. Το τελευταίο
μοιάζει με το αντίστοιχο κείμενο του Pernier στον πρώτο τόμο ως προς τις λεπτομερείς περιγραφές των αρχιτεκτονικών
καταλοίπων και τη σύντομη συζήτηση της χρήσης των επιμέρους χώρων. Διαφέρει ωστόσο στη σχετική έλλειψη ενδι-
αφέροντος για τη στρωματογραφία και στην αντίστοιχα αυξημένη έμφαση στην ίδια την αρχιτεκτονική, δηλαδή στη
μορφή των αρχιτεκτονικών στοιχείων και στην κατά το δυνατόν αποκατάστασή τους, έστω και με τρόπο συγκρατημένο,
στα υλικά και στις τεχνικές δόμησης, στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και στις συγκρίσεις με άλλα ανάκτορα.

Video 7.20 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τον δεύτερο τόμο της δημοσίευσης της Φαιστού (Banti, 1951), όπου αναφέρονται
οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες.

220
Η έμφαση στα ίδια τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και όχι στη στρωματογραφία ίσως οφείλεται και στα ίδια τα
υλικά κατάλοιπα. Η νεοανακτορική φάση διαχωρίζεται με σαφήνεια από την παλαιοανακτορική χάρη στο περίφημο
αστράκι, ένα στρώμα χυτών οικοδομικών υλικών που κάλυψε το παλαιό ανάκτορο μετά την καταστροφή του και χρη-
σίμευσε ως στρώμα θεμελίωσης του νέου ανακτόρου. Ο La Rosa (2000, σ. 31–32) θεωρεί ότι Pernier και Banti είχαν
διαφορετικούς ερευνητικούς προσανατολισμούς. Η δεύτερη προσέγγιζε τη σχετική χρονολόγηση πολύ περισσότερο
από τη σκοπιά της κεραμικής, ενώ ο πρώτος αντιμετώπισε τη Φαιστό κυρίως υπό το πρίσμα της στρωματογραφίας και
της αρχιτεκτονικής. Η Banti ήθελε να αναδείξει τις διαφορές Κνωσού και Φαιστού. Ο Pernier προσπαθούσε να πάρει
αποστάσεις από την κυρίαρχη τότε άποψη του Evans για τη μινωική Κρήτη, αλλά εντέλει αποδέχτηκε το σύστημα χρο-
νολόγησης του Άγγλου αρχαιολόγου. Όπως φάνηκε και αργότερα, η Φαιστός και γενικότερα η Μεσσαρά δεν πρέπει να
συσχετίζεται με τις ιστορικές και πολιτισμικές εξελίξεις της Κνωσού και επομένως η σύνδεση αυτή του Pernier ήταν
λάθος.
Συνολικά, παρά τις διαφορές μεταξύ των συγγραφέων των δύο τόμων της Φαιστού, ο δεύτερος τόμος ακολου-
θεί ουσιαστικά τις κύριες κατευθυντήριες γραμμές της έρευνας και της παρουσίασής της, όπως τις είχε θέσει ο πρώτος
τόμος. Και οι δύο συγγραφείς προσπάθησαν να δώσουν μια κατά το δυνατόν αντικειμενική εικόνα των αρχιτεκτονικών
καταλοίπων της Φαιστού όσον αφορά τη μορφή και τη χρονική τους ακολουθία. Στη δουλειά και των δύο πάντως δι-
ακρίνεται μια διάθεση τεκμηρίωσης των ανασκαφικών ευρημάτων με τρόπο θετικιστικά ουδέτερο, ο οποίος θέλει να
παρουσιάσει μόνο το υλικό, χωρίς να εκβιάζει ερευνητικούς χαρακτηρισμούς ανάλογους με αυτούς που συναντά κανείς
στο The Palace of Minos του Evans (Ζώης, 1996, σ. 117). Η τάση αυτή γίνεται κατανοητή μέσα στο αρχαιολογικό και το
ευρύτερο πνευματικό κλίμα της εποχής που έζησαν οι δύο Ιταλοί αρχαιολόγοι. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Il palazzo
minoico di Festos υπηρετούν επίσης τη λογική αυτή, αν και ο μικρός αριθμός τους τα τοποθετεί σε δευτερεύουσα θέση
σε σχέση με το κείμενο.

Video 7.21 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Αγίας Τριάδας (Halbherr, Stefani & Banti, 1977), όπου αναφέ-
ρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Παραχώρηση της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

221
6.2. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη δημοσίευση της Αγίας Τριάδας

Το 1902 ο Halbherr ξεκίνησε να ανασκάπτει τη μινωική θέση της Αγίας Τριάδας στη Μεσσαρά, κοντά στη Φαιστό (La
Rosa, 1985β, 2003). Το 1903 επικεφαλής της ανασκαφής τέθηκε ο R. Paribeni. Από το 1905 ο Halbherr επέστρεψε στη
διεύθυνση της ανασκαφής, αυτή τη φορά με τη συνεργασία του Stefani. Οι εργασίες πεδίου συνέχισαν με διαλείμματα
μέχρι το 1914, όταν διακόπηκαν εξαιτίας του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Η διακοπή δεν επέτρεψε στους δύο Ιταλούς
ερευνητές να ολοκληρώσουν τη μελέτη και δημοσίευση των ανασκαφών τους. Το έργο αυτό ανατέθηκε στη Luisa
Banti, η οποία εντέλει δημοσίευσε τα κατάλοιπα της νεοανακτορικής φάσης σε εκτενές άρθρο στο Annuario della
Scuola italiana di Atene, το περιοδικό της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας (Halbherr, Stefani & Banti,
1977). Με τη δημοσίευση αυτή έκλεισε ο πρώτος και χρονικά παρατεταμένος κύκλος εργασιών στην Αγία Τριάδα
και ταυτόχρονα άνοιξε ο δεύτερος, καθώς στον ίδιο τόμο του ιταλικού περιοδικού ο Vicenzo La Rosa δημοσίευσε την
πρώτη προκαταρκτική έκθεση των νέων ανασκαφικών εργασιών στη θέση. Η δημοσίευση της Banti παρουσιάζει τη
λεγόμενη «Βασιλική ´Επαυλη», γνωστή για την ανακτορικού τύπου αρχιτεκτονική της, καθώς και για τα εξίσου υψηλής
ποιότητας κινητά ευρήματα. Άλλα κτήρια που παρουσιάζονται στη δημοσίευση είναι ο Προμαχώνας (Bastione) και
κάποιες κατοικίες στην περιοχή του οικισμού, που οι ανασκαφείς τον ονόμασαν Villaggio. Επίσης υπάρχει κεφάλαιο
για τους αποχετευτικούς αγωγούς, καθώς και για τμήματα δρόμων και πλατείες που σχετίζονται με τη Βασιλική ´Επαυ-
λη. Πριν από τα νεοανακτορικά κατάλοιπα παρουσιάζονται με συντομία τα αντίστοιχα νεολιθικά, προανακτορικά και
παλαιοανακτορικά ευρήματα.
Η δημοσίευση περιλαμβάνει συνολικά 63 αρχιτεκτονικά σχέδια (Video 7.21). Με εξαίρεση τη γενική κάτοψη
της θέσης, η οποία είναι ένα μεγάλου μεγέθους σχέδιο σε ειδική θήκη στο τέλος του περιοδικού, όλα τα υπόλοιπα είναι
εντός κειμένου και αφορούν μόνο τη νεοανακτορική φάση. Η γενική κάτοψη αποτυπώνει τους τοίχους με περίγραμμα
και αποδίδει, όπως και στη δημοσίευση της Φαιστού, με διαφορετικό χρώμα τις αντίστοιχες αρχιτεκτονικές φάσεις. Οι
τοίχοι συμπληρώνονται όπου δεν σώζονται, ενώ σημειώνονται πλακόστρωτα και άλλες λιθόκτιστες κατασκευές. Εντός
κειμένου, πέρα από τον τοπογραφικό χάρτη της περιοχής, υπάρχουν δυο ακόμη γενικές κατόψεις, μία από το αρχείο
του Stefani και μία ακόμη που ουσιαστικά επαναλαμβάνει την προηγούμενη, μάλλον της Banti. Και οι δύο κατόψεις
σημειώνουν τις επιμέρους πτέρυγες της Βασιλικής Έπαυλης, με βάση τις οποίες διαρθρώνεται η δημοσίευσή της.
Οι υπόλοιπες 27 κατόψεις παρουσιάζουν μία μία τις πτέρυγες και τα υπόλοιπα κτήρια της Αγίας Τριάδας. Σε
κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται δύο ή και τρεις κατόψεις για το ίδιο κτήριο. Για παράδειγμα, μια κάτοψη του
Προμαχώνα αποδίδει τις οικοδομικές του φάσεις και μία άλλη απεικονίζει μόνο τα νεοανακτορικά κτηριακά κατάλοιπα.
Οι τοίχοι στις επιμέρους κατόψεις αποδίδονται σχηματικά, όπως και στη γενική κάτοψη, αλλά στις σπάνιες περιπτώ-
σεις που απεικονίζονται περισσότερες της μίας φάσης (όπως στον Προμαχώνα) γίνεται χρήση γραμμοσκίασης αντί
χρωμάτων. Η δημοσίευση περιλαμβάνει επίσης 11 αρχιτεκτονικές τομές του Stefani, οι οποίες αποτυπώνουν με μεγάλη
λεπτομέρεια και πιστότητα τα αντίστοιχα κατάλοιπα. Μάλιστα σε μία από αυτές ο Stefani έχει σχεδιάσει εκτός άλλων
ολόκληρη την ενετική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Σε αρκετές από τις τομές γίνεται προσπάθεια συμπλήρωσης της
ανωδομής, άλλοτε ενδεικτικά και άλλοτε μέχρι και το επίπεδο της οροφής ή των τοίχων του πρώτου ορόφου, ανάλογα
με την επάρκεια των αρχιτεκτονικών και ανασκαφικών δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση οι συμπληρώσεις αποδίδονται
με διακεκομμένες γραμμές, για να ξεχωρίζουν εύκολα από τα σωζόμενα τμήματα τοίχων. Δύο ακόμη αρχιτεκτονικές
τομές απεικονίζουν λεπτομέρειες των κτηρίων της θέσης.
Τα σχέδια αρχιτεκτονικών λεπτομερειών είναι σχετικά πολυάριθμα. Αυτά περιλαμβάνουν τέσσερα σχέδια των
άνω και πλάγιων όψεων των βάσεων δύο παραθύρων, ομαδοποιημένα σε δύο εικόνες. Τέσσερα επιπλέον σχέδια απεικο-
νίζουν τομές αποχετευτικών αγωγών, ένα ακόμη σχέδιο είναι όψη τοίχου με τεκτονικά σημεία και ένα άλλο απεικονίζει
άνω όψη βάσης κίονα. Επιπρόσθετα η δημοσίευση περιλαμβάνει τέσσερα προοπτικά σχέδια διαφόρων επιμέρους χώ-
ρων. Τα σχέδια αυτά αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα. Προφανώς αποτελούν έργα του Stefani, καθώς στις αρχές
του 20ού αιώνα τέτοιου τύπου σχέδια υποκαθιστούσαν τις φωτογραφίες, που δεν ήσαν ακόμη ιδιαίτερα διαδεδομένες.
Τέλος δημοσιεύονται τέσσερα αξονομετρικά σχέδια: ενός τοίχου, μιας λίθινης πλίνθου, ενός τοίχου με ποδιά παραθύ-
ρου και μιας κιονοστοιχίας.
Η πρώτη συνολική εντύπωση από τα αρχιτεκτονικά σχέδια της Αγίας Τριάδας είναι η ομοιόμορφη εποπτική
κάλυψη όλων των περιοχών της θέσης που συζητά η δημοσίευση, χαρακτηριστικό που δίνει την εντύπωση μιας διά-
θεσης πειθάρχησης του αρχιτεκτονικού υλικού. Η διάθεση αυτή αφορά μόνο την αρχιτεκτονική, χαρακτηριστικό που
προδίδεται από την απουσία στρωματογραφικών τομών και τη σημασία που δίνεται στις αρχιτεκτονικές φάσεις στις
κατόψεις. Η έμφαση στην αρχιτεκτονική δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι η δημοσίευση ασχολείται με τα
κατάλοιπα μίας κυρίως φάσης, της νεοανακτορικής. Ωστόσο ο La Rosa (2006) θεώρησε λανθασμένη την επιλογή της
Banti, διότι η στρωματογραφία αποτελεί μείζον θέμα της Αγίας Τριάδας. Συγκεκριμένα, τα ευρήματα των δικών του
ανασκαφών, αλλά και το αρχείο των Halbherr και Stefani έδειξαν πως οι πρώτοι ανασκαφείς κατανοούσαν πλήρως τη
στρωματογραφική και χρονολογική πολυπλοκότητα της θέσης και προβληματίζονταν με την απόφαση του Pernier να
υιοθετήσει το σύστημα σχετικής χρονολόγησης του Evans για τη Φαιστό. Το λάθος αυτό επέτεινε η προαναφερθείσα
222
τάση των Ιταλών ανασκαφέων να συσχετίζουν στρώματα με χρονολογικές φάσεις με τρόπο αυτόματο. Κατά τον La
Rosa (2006), η Banti δεν ανέδειξε επαρκώς τα θέματα αυτά και έτσι αποδέχτηκε, έστω και ακούσια, τις παραλείψεις
των αρχικών ανασκαφέων. 
Δεν αποκλείεται το λάθος αυτό να έγινε στην προσπάθεια της Banti για μια ουδέτερη και αντικειμενική προσέγ-
γιση του αρχαιολογικού υλικού η οποία θα άφηνε το τελευταίο «να μιλήσει από μόνο του». Η προσέγγιση αυτή διαφαί-
νεται και μέσα από τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης. Λόγου χάρη, τα σχέδια στη συντριπτική τους πλειονό-
τητα είναι ορθές προβολές (κατόψεις και τομές) της υφιστάμενης τότε κατάστασης. Οι αποκαταστάσεις μη σωζόμενων
αρχιτεκτονικών στοιχείων δεν απουσιάζουν, αλλά είναι εξαιρετικά λελογισμένες και φαίνονται να είναι μάλλον προϊόν
ορθολογικών συναγωγών στην καλύτερη δυνατή αποκατάσταση, παρά ερμηνευτικής διάθεσης. Τα προοπτικά και τα
αξονομετρικά σχέδια αποτελούν εξαίρεση στη γενικότερη αυστηρή τακτική των σχεδίων της Αγίας Τριάδας, αλλά και
αυτά είτε αποτυπώνουν την ανασκαφική εικόνα είτε αφορούν αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο
Stefani είχε σχεδιάσει κάποιες ελεύθερες αναπαραστάσεις οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στη δημοσίευση. Κάποιες
από αυτές τις δημοσίευσε αργότερα ο La Rosa (1984, σ. 169–172, 1985β, 2006). Ο αποκλεισμός των σχεδίων αυτών
από τη δημοσίευση επιβεβαιώνει ότι η αυστηρή γραμμή της Banti ήταν εκούσια και αποσκοπούσε σε μια «ουδέτερη»
δημοσίευση, απαλλαγμένη από το ρομαντικό κλίμα ερμηνείας των μινωικών αρχαιολογικών καταλοίπων που είχε επι-
κρατήσει, χάρη στον Evans, κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Το κείμενο ενισχύει την εντύπωση που δίνουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Κι εδώ η έμφαση στη στρωματογραφία
είναι ελάχιστη, καθώς τα προγενέστερα της νεοανακτορικής περιόδου κατάλοιπα συζητούνται με πολλή συντομία. Η
εξέταση της κύριας φάσης της Αγίας Τριάδας επικεντρώνεται στην περιγραφή των αρχιτεκτονικών στοιχείων. Μέσα
από αυτήν παρατίθενται παρατηρήσεις για τα υλικά και τις τεχνικές δομής, καθώς και για επιμέρους κατασκευαστικά
επεισόδια ή και συνολικές οικοδομικές φάσεις, ενώ, όπου είναι δυνατόν, γίνεται απόπειρα μελέτης αποκατάστασης
της μορφής των χώρων. Εξίσου σημαντική είναι η σχετικά σύντομη συζήτηση της χρήσης του κάθε χώρου. Όλα τα
παραπάνω χαρακτηριστικά δίνουν την εντύπωση μιας κατά το δυνατόν αντικειμενικής παράθεσης και μελέτης των
αρχιτεκτονικών δεδομένων της θέσης.
Ωστόσο ο La Rosa (2006) θεώρησε ότι ο θετικισμός αυτός ήταν μια εξωτερική επίφαση που κάλυπτε τον ισχυ-
ρό εσωτερικό αρχαιογνωστικό και ιστορικοπολιτισμικό επιστημολογικό πυρήνα της υπεύθυνης της δημοσίευσης της
Αγίας Τριάδας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στις περιγραφές των αρχιτεκτονικών στοιχείων, τις οποίες ο La Rosa θεωρεί
απλοϊκές και αναποτελεσματικές διότι επιτείνουν τα ερωτήματα της χρονολόγησης των φάσεων της Αγίας Τριάδας.
Εκεί όμως που ο La Rosa θωρεί ότι αποκαλύπτεται το πραγματικό επιστημολογικό υπόβαθρο της Banti είναι στα ερ-
μηνευτικά της σχόλια, ιδίως στην εμμονή της να εξετάζει τη σχέση Αγίας Τριάδας και Φαιστού με βάση το ερώτημα
κατά πόσο η Βασιλική Έπαυλη ήταν η κατοικία των κυρίων του ανακτόρου. Εδώ ίσως μπορεί κανείς να διακρίνει και
μια επιρροή του βιβλίου του James W. Graham (1962) για τη μινωική ανακτορική αρχιτεκτονική, το οποίο αποτέλεσε
σταθμό για την έρευνα και πιθανώς διαμόρφωσε και την αντίληψη της Banti για τα σχέδια και το κείμενο δημοσίευσης
της Αγίας Τριάδας. Τα ζητήματα αυτά θα αναλυθούν περισσότερο στο επόμενο κεφάλαιο που αφορά τη μεταπολεμική
περίοδο της προϊστορικής αρχαιολογίας του Αιγαίου. Ωστόσο, πέρα από την ορθή υπόδειξη των αδυναμιών της δημο-
σίευσης της Αγίας Τριάδας, η κριτική του La Rosa κυρίως υπογραμμίζει ότι η δημοσίευση αυτή δεν ξεπερνά τη στάθμη
της προπολεμικής έρευνας, έστω και αν εκδόθηκε το 1977.

6.3. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη δημοσίευση της Πολιόχνης

Το 1930, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Della Seta, τότε διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ξεκίνησε
να ανασκάπτει την Πολιόχνη της Λήμνου. Μέχρι το 1936 οι ανασκαφικές εργασίες έφεραν στο φως έναν εκτεταμένο
προϊστορικό οικισμό. Οι πρωιμότερες κατοικίες του οικισμού αυτού χρονολογούνται στη νεολιθική περίοδο. Κατά την
πρώιμη και τη μέση εποχή του χαλκού η Πολιόχνη άκμασε και εξελίχθηκε σε πόλη με δίκτυο δρόμων, αποχετευτικά
έργα, τείχος και δημόσια κτήρια. Το 1951 ο Luigi Bernabò Brea, πρώην βοηθός του Della Seta, ανέλαβε την επανέναρ-
ξη των εργασιών πεδίου, οι οποίες διήρκεσαν με διακοπές μέχρι το 1960. Στη συνέχεια ο Bernabò Brea δημοσίευσε τα
αποτελέσματα και της προπολεμικής και της μεταπολεμικής ανασκαφής σε δύο τόμους (Bernabò Brea, 1964, 1976).
Μια γρήγορη ματιά στον πρώτο τόμο είναι αρκετή για να δείξει τη σημασία που έδωσε ο Bernabò Brea στη
στρωματογραφία και γενικότερα στη χρονική ακολουθία των φάσεων της Πολιόχνης. Η τελευταία άλλωστε είναι γνω-
στή στην έρευνα με βάση τα χρώματα που χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί ανασκαφείς της για να διαχωρίσουν τις φάσεις
κατοίκησης: μαύρο για τη νεολιθική φάση, γαλάζιο, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο για την πρώιμη εποχή του χαλκού,
καστανό για τη μέση και ιώδες για την ύστερη εποχή του χαλκού. Η έμφαση στη χρονική αλληλουχία γίνεται φανερή
και στα αρχιτεκτονικά σχέδια του πρώτου τόμου της δημοσίευσης. Τα σχέδια (Video 7.22) περιλαμβάνουν 22 στρωμα-
τογραφικές και δύο αρχιτεκτονικές τομές εντός κειμένου, καθώς και 30 αρχιτεκτονικές τομές σε επτά αναδιπλούμενους
πίνακες του ιδιαίτερου τόμου που περιέχει τις εικόνες της δημοσίευσης.
223
Οι στρωματογραφικές τομές παρουσιάζουν σχετική ποικιλομορφία. Οι περισσότερες αποτυπώνουν τα όρια
των γεωλογικών στρωμάτων επίχωσης, καθώς και τις αυθαίρετες στρώσεις στις οποίες διαιρέθηκε η ανασκαφή των
στρωμάτων. Κάποιες από τις υπόλοιπες τομές δεν σημειώνουν τις στρώσεις, παρά μόνο τα στρώματα. Σε μια άλλη
ομάδα τομών συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή σημειώνονται οι στρώσεις και όχι τα στρώματα. Παντού σημειώνονται
ενδείξεις οικοδομικών φάσεων, όπως, για παράδειγμα, αλλαγές στην τοιχοδομία. Για το λόγο αυτό αποτυπώνονται και
όψεις τοίχων, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, ή ακόμη και τέχνεργα, κυρίως όπου αυτά δηλώνουν επίπεδα δαπέδων.
Αντίθετα οι τομές εκτός κειμένου είναι λιτές ως προς την πληροφορία που προσφέρουν. Επικεντρώνονται αυστηρά στα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κυρίως στους τοίχους και δευτερευόντως σε δάπεδα και άλλες κατασκευές. Τα εικονιζόμενα
κατάλοιπα αποδίδονται με χρώμα ανάλογα με τη φάση του οικισμού στην οποία ανήκουν.
Η έμφαση στις τομές δεν συνεπάγεται απουσία κατόψεων. Εντός κειμένου απαντούν 30 σχέδια του τύπου αυ-
τού, ενώ ο τόμος των εικόνων έχει 19 κατόψεις σε αναδιπλούμενους πίνακες. Πολλές από τις κατόψεις εντός κειμένου
δίνουν έμφαση στη χρονική ακολουθία των φάσεων της Πολιόχνης, συμπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο τις στρωμα-
τογραφικές τομές. Για παράδειγμα, έξι κατόψεις αφορούν την ανασκαφή στο εσωτερικό του μεγάρου 605. Καθεμιά
από αυτές αποτυπώνει τα κατάλοιπα αντίστοιχης οικοδομικής ή στρωματογραφικής φάσης. Οι τοίχοι αποδίδονται λίθο
λίθο, ενώ σημειώνονται υψομετρικές διαφορές μεταξύ αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώς και η θέση των κυριότερων
τεχνέργων. Άλλες κατόψεις αποτυπώνουν μόνο το περίγραμμα των τοίχων, όπως δύο σχέδια που αφορούν το τείχος της
Πολιόχνης, άλλα δύο που απεικονίζουν έναν προμαχώνα και πέντε ακόμη κατόψεις που αφορούν τις νησίδες κτηρίων
VII και XIV. Στις κατόψεις αυτές δίνεται και πάλι έμφαση στις οικοδομικές φάσεις, οι οποίες αποδίδονται με διαφορε-
τική γραμμοσκίαση, ενώ δεν σημειώνεται κανένα άλλο αρχιτεκτονικό στοιχείο. 

Video 7.22 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Πολιόχνης (Bernabò Brea, 1964, 1976), όπου αναφέρονται οι
παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Παραχώρηση της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

224
Είναι απαραίτητη μια ειδική αναφορά στις κατόψεις του τέλους. Οι 12 από αυτές αποτυπώνουν ολόκληρο τον
οικισμό της Πολιόχνης, αποδίδοντας τους τοίχους λίθο λίθο και σημειώνοντας τα λοιπά αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα
κυριότερα τέχνεργα που αποκάλυψε η ανασκαφή της θέσης. Οι φάσεις αποδίδονται και πάλι με ξεχωριστά χρώματα.
Καθεμιά από τις κατόψεις αυτές έχει μέγεθος δύο σελίδων της δημοσίευσης, ενώ είναι δυνατόν να συρραφτούν όλες
μαζί σε μια ενιαία μεγάλου μεγέθους γενική κάτοψη της θέσης σε κλίμακα 1:100. Μάλιστα ο Bernabò Brea αποκαλεί τα
σχέδια αυτά άτλαντα και στο πίσω μέρος της κάθε επιμέρους κάτοψης σημειώνεται η θέση του φύλλου σε σχέση με τα
υπόλοιπα. Εκτός από τον άτλαντα ο τόμος των εικόνων περιέχει και πέντε ακόμη γενικές κατόψεις μεγάλου μεγέθους σε
αναδιπλούμενα φύλλα. Όλες αποδίδουν τους τοίχους μόνο με περίγραμμα. Μία από αυτές σημειώνει και τον ανασκα-
φικό κάνναβο, μια άλλη συνδυάζει τη γενική κάτοψη με το τοπογραφικό διάγραμμα της περιοχής, τέσσερις αποδίδουν
τις διαφορετικές φάσεις του οικισμού και μια αποτυπώνει τις περιοχές που ανέσκαψε καθένας από τους συνεργάτες
του Della Seta. Η συνολική έμφαση στην αλληλουχία οικοδομικών φάσεων και στρωμάτων προδίδει τη συμμετοχή των
αρχιτεκτόνων στην ανασκαφή. Κατά την πρώτη περίοδο εργασιών τις κατόψεις εκπόνησαν οι Dario Roversi Monaco,
Giorgio Rossi και Giuseppe Giaccone. Δεν αναφέρεται ποιος εκπόνησε τις στρωματογραφικές τομές. Θα μπορούσαν
να είναι προϊόν της εργασίας είτε των αρχιτεκτόνων, είτε των αρχαιολόγων που εργάστηκαν στην ανασκαφή, είτε και
των δύο μαζί. Η περιορισμένη συμβολή των αρχιτεκτόνων τονίζεται και μέσα από την αποκλειστική χρήση κατόψεων
και τομών. Δεν υπάρχει ούτε ένα ισομετρικό, αξονομετρικό ή προοπτικό σχέδιο και η αίσθηση των τριών διαστάσεων
καλύπτεται αποκλειστικά μέσα από τις φωτογραφίες.
Πάντως τα σχέδια της Πολιόχνης δείχνουν μια έμφαση στην αρχιτεκτονική, η οποία επιβεβαιώνεται και από
το κείμενο της δημοσίευσης. Ο πρώτος τόμος παρουσιάζει τις τέσσερις πρωιμότερες φάσεις της Πολιόχνης (μαύρη,
γαλάζια, πράσινη, κόκκινη). Τα κεφάλαια είναι διαρθρωμένα πρώτα ανά φάση και μετά ανά περιοχή ανασκαφής. Κάθε
κεφάλαιο περιγράφει πρώτα τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, δίνοντας έμφαση και στις συσχετίσεις τους σε οριζόντιο,
συγχρονικό επίπεδο, αλλά και στην αλληλουχία των φάσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, ιδίως στο κεφάλαιο της μαύρης
(νεολιθικής) Πολιόχνης, η αρχιτεκτονική περιγράφεται μαζί με τη στρωματογραφία, πιθανότατα επειδή τα σταθερά κα-
τάλοιπα εντοπίστηκαν σε στρωματογραφικές ανασκαφικές τομές. Στα περισσότερα των υπολοίπων κεφαλαίων η στρω-
ματογραφία αναλύεται μετά την αρχιτεκτονική και πριν από την αναφορά στα κινητά ευρήματα και με χρονολόγηση
στην αντίστοιχη φάση. Σημειώνεται ότι η ανασκαφή έγινε σε αυθαίρετες στρώσεις, οι οποίες στη συνέχεια αντιστοιχί-
στηκαν με τα στρώματα επιχώσεων, αλλά με βάση τις οικοδομικές φάσεις. Κατ’ ουσία οι Ιταλοί ανασκαφείς εφάρμοσαν
την τυπική για την εποχή τους μέθοδο των Fiorelli και Boni, η οποία έδινε έμφαση στη λεπτομερή στρωματογραφική
ανασκαφή, αλλά αξιοποιούσε, όσο μπορούσε, τα δεδομένα για τις οικοδομικές φάσεις. Αυτή η αξιοποίηση και ουσι-
αστικά πρόταξη της αρχιτεκτονικής στη δημοσίευση θα μπορούσε να αποδοθεί στη συνήθη για Ιταλούς ανασκαφείς
μεθοδολογική αυτόματη εξίσωση των οικοδομικών φάσεων με χρονολογικές φάσεις. Η εξίσωση αυτή επιβεβαιώνεται
με τη χρήση χρωμάτων για την απόδοση της αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα χρονολογικής αλληλουχίας της Πολιόχνης.
Η πρόταξη της αρχιτεκτονικής δεν σημαίνει και μια σε βάθος ανάλυσή της, καθώς η προσέγγιση των αρχιτεκτο-
νικών καταλοίπων είναι σαφώς περιγραφική και ανασκαφική, με ελάχιστες προσπάθειες για αποκατάσταση της μορφής
τους. Η απουσία των αρχιτεκτόνων επομένως επεκτάθηκε από τα σχέδια και στο κείμενο και ασφαλώς συνδέεται με
τους συγκεκριμένους και αυστηρά αρχαιολογικούς στόχους της δημοσίευσης. Οι τελευταίοι δεν περιλάμβαναν την
ανασύνθεση της εικόνας των κτηρίων της Πολιόχνης, ούτε κάποια μελέτη της οικοδομικής τέχνης ή του αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού και της λειτουργίας της αρχιτεκτονικής στη θέση αυτή. Άλλωστε η χρήση των χώρων, όπου αναφέρεται,
τεκμαίρεται συνήθως έμμεσα από την περιγραφή των κινητών ευρημάτων και σπανίως αναλύεται. Επιπλέον τα συ-
μπεράσματα του πρώτου τόμου προσπαθούν να εντάξουν την Πολιόχνη στα πολιτισμικά μορφώματα της ευρύτερης
περιοχής κατά την προϊστορία, κυρίως μέσω συγκρίσεων των κεραμικών ευρημάτων από τη θέση με την τυπολογία της
κεραμικής του Αιγαίου, της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων. Κι εδώ η αρχιτεκτονική απουσιάζει εμφατικά, υπογραμ-
μίζοντας ότι την ευθύνη των συμπερασμάτων είχε αρχαιολόγος, δηλαδή ο Bernabò Brea, πρώτιστο μέλημα του οποίου
υπήρξε η σχετική χρονολόγηση των φάσεων της Πολιόχνης. Γι’ αυτό ο πρώτος τόμος της δημοσίευσης της Πολιόχνης
χαρακτηρίζεται μάλλον λεπτομερής τελική έκθεση ανασκαφικών εργασιών και ευρημάτων και λιγότερο συνθετική
παρουσίαση μιας προϊστορικής πόλης.
Ο δεύτερος τόμος της Πολιόχνης, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην κίτρινη, καστανή και ιώδη φάση της θέ-
σης, είναι ακόμη πιο συντηρητικός από τον πρώτο. Διαθέτει μόνο επτά κατόψεις: μια γενική κάτοψη της θέσης και έξι
επιμέρους κατόψεις περιοχών. Σε όλες τις κατόψεις οι τοίχοι αποδίδονται μόνο με περίγραμμα. Σε μία από τις επιμέ-
ρους κατόψεις αποτυπώνονται λίθο λίθο οι αποχετευτικοί αγωγοί. Οι υπόλοιπες έξι κατόψεις δείχνουν τη χρονολογική
εξέλιξη συγκεκριμένων κτηρίων, αποδίδοντας τις φάσεις με διακριτές διαγραμμίσεις, ενώ σημειώνουν και τη θέση των
κυριότερων κινητών ευρημάτων. Η συμπλήρωση των μη σωζόμενων τμημάτων των τοίχων είναι ελάχιστη και γίνεται
μόνο όπου τα δεδομένα την καθιστούν εύλογη. Το κείμενο ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πρότυπο του πρώτου τό-
μου της δημοσίευσης, χωρίς όμως συνθετικά συμπεράσματα, γεγονός που ενισχύει το χαρακτήρα της δημοσίευσης ως
τελικής ανασκαφικής έκθεσης επικεντρωμένης στην περιγραφή των ευρημάτων και μόνο.

225
6.4. Η ιταλική προσέγγιση στην προϊστορική αρχιτεκτονική

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις ιταλικές δημοσιεύσεις προϊστορικών θέσεων δείχνουν τη σημασία που έδιναν οι Ιταλοί
αρχαιολόγοι στην ανασκαφή και τη στρωματογραφική, οικοδομική και χρονολογική αλληλουχία. Η συντριπτική πλειο-
νότητα των σχεδίων είναι κατόψεις και τομές, είτε αρχιτεκτονικές είτε στρωματογραφικές. Ελάχιστα είναι τα αξονομε-
τρικά και τα προοπτικά σχέδια, ακόμη και στην εξαιρετική περίπτωση της Αγίας Τριάδας. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν
εξηγούνται αποκλειστικά από την προσήλωση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα καθαυτά. Ο εμπειρισμός που παρατηρείται
στα αρχιτεκτονικά σχέδια υπηρέτησε το παράδειγμα που είχαν διαμορφώσει οι Ιταλοί αρχαιολόγοι από τα μέσα του
19ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο η ανασκαφή οδηγούσε με τρόπο άμεσο και αντικειμενικό στη χρονολόγηση μιας
θέσης και άρα στην τοποθέτησή της σε ένα ιστορικοπολιτισμικό αφήγημα. Επομένως το ευρύτερο πλαίσιο των ιταλικών
αρχιτεκτονικών σχεδίων και γενικότερα των δημοσιεύσεων των προϊστορικών ανασκαφών ήταν μάλλον θετικιστικό.
Έτσι η επιστημολογική πλάστιγγα έγειρε σταδιακά υπέρ του νεωτερικού παραδείγματος της ιστορίας του πολιτισμού,
χωρίς όμως να σημειωθεί ρήξη ή έστω αντίθεση με το αρχαιογνωστικό υπόβαθρο των Ιταλών ανασκαφέων και μελετη-
τών. Η ισορροπία επιτεύχθηκε χάρη στην έμφαση που δόθηκε –έστω και για λόγους σχετικής χρονολόγησης– στα αρ-
χιτεκτονικά κατάλοιπα καθαυτά και στη χωρίς ερμηνευτικές εξάρσεις περιγραφή τους. Έμειναν βέβαια αναξιοποίητες
οι δυνατότητες των αρχιτεκτόνων που συχνά φιλοξενούσε η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας (La Rosa, 1995,
σ. 63–136). Στην Πολιόχνη οι αρχιτέκτονες περιορίστηκαν στην αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Στην πε-
ρίπτωση των ανασκαφών της Κρήτης δεν σημείωσαν καν παρουσία, καθώς το κενό κάλυψε ο Stefani, ο οποίος μπορεί
να αναμείχθηκε ενεργά στην ανασκαφική διαδικασία, αλλά ως τοπογράφος και σχεδιαστής δεν ανέπτυξε αρχιτεκτονικό
επιστημονικό λόγο ανάλογο με αυτόν του Dörpfeld και των άλλων Γερμανών αρχιτεκτόνων.

7. Οι πρώτες σουηδικές προϊστορικές έρευνες: από την αρχαιογνωσία του γραφείου στη
σκανδιναβική μέθοδο πεδίου

Μολονότι το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας ιδρύθηκε μόλις το 1948, οι Σουηδοί αρχαιολόγοι είχαν
αναπτύξει αξιοσημείωτη ανασκαφική και άλλη αρχαιολογική δραστηριότητα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πρώ-
του μισού του 20ού αιώνα. Η πρώτη ανασκαφή πραγματοποιήθηκε το 1894 από τον Samuel Wide και τον Lennart
Kjellberg στο ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαύρεια του Πόρου. Ήταν μια μεμονωμένη προσπάθεια, η οποία δεν είχε
άμεση συνέχεια και αφορούσε κλασική και όχι προϊστορική θέση. Ο Wide εξασφάλισε την άδεια ανασκαφής μέσω του
Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, καθώς διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τους Γερμανούς αρχαιολόγους, ενώ
η ανασκαφή στην Καλαύρεια ήταν πρόταση του Dörpfeld. Επομένως ο Wide ήταν πλήρως ενταγμένος στην αρχαιογνω-
στική γερμανική έρευνα, η οποία έβλεπε ως αδιάσπαστη ενότητα την προϊστορική και την κλασική αρχαιολογία, καθώς
η προϊστορία θεωρούνταν ιστορική προβαθμίδα της αρχαιότητας (για τις πρώτες σουηδικές έρευνες, βλ. Schallin, 2007.
Wells & Penttinen, 2005).

Εικόνα 7.15 Η σκανδιναβική προσέγγιση στην αρχαιολογία.

Κι άλλοι Σουηδοί αρχαιολόγοι της εποχής αποδέχονταν τη γερμανική προσέγγιση στην ελληνική προϊ-
στορία στο πλαίσιο της κλασικής αρχαιολογίας, της αρχαιογνωσίας και ευρύτερα των κλασικών σπουδών. Για
παράδειγμα, ο Axel W. Persson, ανασκαφέας των προϊστορικών θέσεων στην Ασίνη, τα Δενδρά, τη Μιδέα και το
Μπερμπάτι, ήταν αρχικά αναπληρωτής καθηγητής στο Lund και από το 1924 καθηγητής στην Uppsala με ειδίκευ-
ση στην κλασική αρχαιολογία και την αρχαία ιστορία. Ο Persson έχει ρόλο κλειδί στη γένεση και ανάπτυξη της
ελληνικής αρχαιολογίας στη Σουηδία, κλασικής και προϊστορικής, καθώς ανέδειξε και επηρέασε αρκετούς μαθητές
με θεμελιώδες για την εποχή αρχαιολογικό έργο. Ένας από αυτούς ήταν ο γνωστός για την έρευνά του στην αρχαία

226
θρησκεία Martin P. Nilsson. Άλλος μαθητής του Persson ήταν ο Einar Gjerstad, κλασικιστής και επικεφαλής της
Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο (1927–1931), ενός εκτεταμένου προγράμματος ερευνών πεδίου που συγκρό-
τησε την κυπριακή αρχαιολογία ως ιδιαίτερο πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης και για πολύ καιρό καθόρισε τα
ερευνητικά χαρακτηριστικά της. Επίσης μαθητές του Persson ήταν ο Eric J. Holmberg, ανασκαφέας της αρχαίας
Ασέας, ο Natan Valmin, που έσκαψε τη Μάλθη Μεσσηνίας, και οι Åke Åkerström και Gösta Säflund, που έσκαψαν
στο Μπερμπάτι.
Ο Persson δεν είχε ιδιαίτερη ανασκαφική πείρα, όπως και πολλοί σύγχρονοί του ερευνητές. Η ενασχόληση με
την ελληνική αρχαιότητα περιοριζόταν τότε σε σημαντικό βαθμό στην έρευνα των αρχαίων κειμένων, των επιγραφών
και των ιστάμενων μνημείων, κατά το πρότυπο των πρότυπο των περιηγητών του 18ου και του 19ου αιώνα. Για την
απαραίτητη μεθοδολογική υποστήριξη οι Σουηδοί ανασκαφείς έπρεπε να προστρέχουν στους εκπροσώπους της σκανδι-
ναβικής αρχαιολογίας, η οποία βρισκόταν στην πρωτοπορία της αρχαιολογικής σκέψης και πρακτικής ήδη από τις αρχές
του 19ου αιώνα (Trigger, 1989/2005, σ. 80–87, Εικόνα 7.15). Η σκανδιναβική προσέγγιση έδινε έμφαση στα κλειστά
σύνολα, όπως τα ταφικά, διότι αυτά απέδιδαν τα πλέον αξιόπιστα ευρήματα για τυπολογική ανάλυση. Μολονότι οι
Σουηδοί ασπάζονταν την εμπειριστική προσήλωση στο αρχαιολογικό υλικό, καθώς και τον θετικιστικό διαχωρισμό του
αρχαιολογικού υλικού από την ερμηνεία του, η προσέγγισή τους εμπεριείχε ερμηνευτική διάθεση και μάλιστα με πνευ-
ματική βάση τον Διαφωτισμό. Η έμφαση που έδιναν στην τυπολογία των ευρημάτων τους πρόβαλλε την τεχνολογία
ως το ύψιστο ανθρώπινο επίτευγμα και επιβεβαίωνε τη διαφωτιστική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος προοδεύει συνεχώς.
Ειδικότερα ο Montelius εντάχθηκε στο παράδειγμα της ιστορίας του πολιτισμού, καθώς υποστήριξε ότι μέσα από τη δι-
άχυση πολιτισμικών χαρακτηριστικών η ανθρώπινη πρόοδος πέρασε από την Εγγύς Ανατολή, τις θεωρούμενες πρώτες
κοιτίδες του πολιτισμού, στο Αιγαίο και κατόπιν στην Ευρώπη.

Video 7.23 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Ασίνης (Frödin & Persson, 1938), όπου αναφέρονται οι παρα-
πομπές σε επιμέρους σελίδες.

227
Αφορμή για τη συνεργασία Σουηδών κλασικών αρχαιολόγων και εκπροσώπων της σκανδιναβικής έρευνας
αποτέλεσε η ανασκαφή στην Ασίνη, η πρώτη επίσημη σουηδική προϊστορική έρευνα πεδίου στην Ελλάδα. Έτσι η σου-
ηδική έρευνα για το προϊστορικό Αιγαίο υπήρξε υβρίδιο μιας κλασικιστικής και εν πολλοίς φιλολογικής παράδοσης, η
οποία μπολιάστηκε αφενός με το ενδιαφέρον της γερμανικής αρχαιογνωστικής έρευνας για την ανασκαφή και αφετέρου
με τις μεθόδους της επιστημονικής και πολιτισμικοϊστορικής σκανδιναβικής αρχαιολογίας. Η εξέταση των αρχιτεκτο-
νικών σχεδίων στις σουηδικές δημοσιεύσεις που ακολουθεί οφείλει να εξετάσει κατά πόσο τα σχέδια αυτά έχουν τις
καταβολές τους στο κλασικιστικό υπόβαθρο των Σουηδών και κατά πόσο επηρεάστηκαν από τον μεθοδολογικό τους
εμπλουτισμό με τη νεωτερική σκανδιναβική αρχαιολογία.

7.1. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη δημοσίευση της προπολεμικής ανασκαφής στην Ασίνη

Το 1920 ο πρίγκιπας διάδοχος της Σουηδίας Γουστάβος Αδόλφος επισκέφθηκε την Ελλάδα. Φθάνοντας στην Ασίνη,
εντυπωσιάστηκε και, αμέσως μόλις επέστρεψε στην Αθήνα, επικοινώνησε με τον Persson, αναπληρωτή καθηγητή στο
Lund, ο οποίος τότε μελετούσε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Ο Γουστάβος Αδόλφος και ο Persson
συμφώνησαν να επιδιώξουν την πραγματοποίηση μιας ανασκαφής στη θέση, ωστόσο τα δικαιώματα ανασκαφής στην
περιοχή είχαν παραχωρηθεί στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, η οποία διεξήγε έρευνες στο γειτονικό Άρ-
γος. Ο Persson έπεισε τους Γάλλους, και έτσι ξεκίνησε η πρώτη προϊστορική ανασκαφή των Σουηδών στην Ελλάδα.
Τη διοργάνωση της ανασκαφής ανέλαβε η Επιτροπή της Ασίνης στη Σουηδία, με επικεφαλής τον Γουστάβο Αδόλφο,
ο οποίος ήταν επίσης αρχαιολόγος. Η επιτροπή αυτή αποφάσισε ότι η έλλειψη ανασκαφικής πείρας του Persson μπο-
ρούσε να καλυφθεί μέσα από τη συνεργασία του με τον Otto Frödin, Σκανδιναβό αρχαιολόγο με εκτενή ανασκαφική
εμπειρία. Persson και Frödin ανέλαβαν τη διεύθυνση της Ασίνης. Ο διττός επιστημολογικός χαρακτήρας της ανασκαφής
αντανακλάται στον πρόλογο της δημοσίευσης, τον οποίο υπογράφει ο Γουστάβος Αδόλφος. Εκεί αναφέρει χαρακτηρι-
στικά ότι η ανασκαφή προκάλεσε αρχικά αμηχανία, ιδίως όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία είναι πολύ
διαφορετικά από τις προϊστορικές κατοικίες στις σκανδιναβικές χώρες. Στη συνέχεια όμως σημειώνει ότι η έρευνα για
την προϊστορική Ελλάδα εντάσσεται στις κλασικές σπουδές.
Οι ανασκαφικές εργασίες των Σουηδών κάλυψαν την περιοχή της ακρόπολης, την κάτω πόλη της Ασίνης και
τον απέναντι λόφο της Μπαρμπούνας. Αποκαλύφθηκε ένα οικιστικό κέντρο το οποίο έζησε κυρίως από την ΠΕ έως και
την ΥΕ περίοδο, αλλά συνέχισε και στους γεωμετρικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ εντοπίστηκαν και
ΥΕ και γεωμετρικοί τάφοι. Τα αποτελέσματα των εργασιών δημοσιεύθηκαν το 1938, αφού προηγήθηκε η επιμέλεια των
κειμένων των αρχικών ανασκαφέων και μελετητών από τον Alfred Westholm (Frödin & Persson, 1938). Η δημοσίευση
αναφέρεται εκτενώς στα προϊστορικά ευρήματα και έτσι παρουσιάζει με τρόπο πιστό το πλαίσιο έρευνας των Frödin
και Persson. Εδώ εξετάζεται μόνο το τμήμα της δημοσίευσης που αφορά τα προϊστορικά οικιστικά αρχιτεκτονικά κα-
τάλοιπα.
Το σχετικό εποπτικό υλικό (Video 7.23) διακρίνεται από μια έμφαση αφενός στους χάρτες και αφετέρου σε αρ-
χιτεκτονικά σχέδια ορθής προβολής, δηλαδή κατόψεις και τομές. Όλες οι εικόνες είναι ενταγμένες στη ροή του κυρίως
κειμένου. Πρώτος παρατίθεται ένας έγχρωμος τοπογραφικός χάρτης της θέσης και ακολουθούν αναδημοσιευμένοι χάρτες
παλαιοτέρων ερευνών. Το επόμενο σχέδιο είναι μια κάτοψη της ακρόπολης, η οποία αποτυπώνει τα περιγράμματα των
τοίχων και αποδίδει με γραμμοσκίαση τις διαφορετικές φάσεις. Σημειώνει επίσης τις ισοϋψείς καμπύλες, επομένως εντάσ-
σεται στην ίδια τοπογραφική και χαρτογραφική λογική με τα προηγούμενα σχέδια. Η ιδιαιτερότητα της κάτοψης αυτής
έγκειται στα τρία επιμέρους σχέδια τα οποία έχουν τοποθετηθεί μέσα στο ίδιο φύλλο με τη γενική κάτοψη και αποτυπώ-
νουν τα κινητά ευρήματα όπως βρέθηκαν κατά χώρα σε τρία σημεία της ανασκαφής της ακρόπολης. Πέντε επιμέρους
κατόψεις παρουσιάζουν οικίες. Οι τοίχοι είναι αποτυπωμένοι λίθο λίθο. Δύο από τις κατόψεις αυτές σημειώνουν κι άλλα
αρχιτεκτονικά στοιχεία (λάκκους), και μάλιστα με τρόπο παραστατικό. Οι υπόλοιπες τρεις είναι σαφώς πιο λιτές. Σε κα-
μία από αυτές δεν αποκαθίσταται η πορεία των τοίχων, αλλά σε όλες σημειώνεται ο κάνναβος της ανασκαφής. Οι πέντε
κατόψεις συνοδεύονται από ισάριθμες τομές, οι οποίες δείχνουν κυρίως την υψομετρική διαφορά μεταξύ διαφορετικών
αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Είναι εξαιρετικά σχηματικές, με εξαίρεση μία από αυτές, όπου έχει αποτυπωθεί η όψη των
επιχώσεων στο βάθος της τομής. Το χαρακτηριστικό αυτό προσθέτει αφενός λεπτομέρεια στην πληροφορία που παρέχει
το σχέδιο και αφετέρου την αίσθηση της τρίτης διάστασης. Μια αναδιπλούμενη κάτοψη αποτυπώνει λίθο λίθο το τείχος
και συνοδεύεται από στρωματογραφική τομή του εσωτερικού ενός ασβεστοκάμινου που ανασκάφηκε στην περιοχή αυτή.
Αντιθέτως σχηματικά αποδίδονται οι τοίχοι στην κάτοψη-τοπογραφικό σχέδιο του λιμανιού της Ασίνης.
Η κάτω πόλη έχει αποτυπωθεί λίθο λίθο σε τρία αναδιπλούμενα σχέδια κατόψεων. Το πρώτο από αυτά πα-
ρουσιάζει τα ΠΕ, ΜΕ και γεωμετρικά κατάλοιπα. Το δεύτερο σχέδιο απεικονίζει τα ΥΕ κατάλοιπα και το τρίτο σχέδιο
αφορά τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά κατάλοιπα. Αυτές οι κατόψεις υποκαθιστούν τη γενική κάτοψη της κάτω πόλης.
Δεν αποκαθιστούν την πορεία των μη σωζόμενων τμημάτων τοίχων, ενώ σημειώνουν τον ανασκαφικό κάνναβο. Στις
γενικές κατόψεις αντιστοιχεί μια στρωματογραφική τομή που συνδέει τις επιμέρους φάσεις κατοίκησης. Η τομή αυτή
δεν παρατίθεται μαζί με τις κατόψεις, αλλά έχει τοποθετηθεί στα γενικά συμπεράσματα για την αρχιτεκτονική της
228
κάτω πόλης. Αντίθετα τις γενικές κατόψεις ακολουθούν επτά επιμέρους κατόψεις περιοχών και κατοικιών, οι οποίες
αποτυπώνουν μόνο τα περιγράμματα των τοίχων, αποκαθιστούν την πορεία των τελευταίων σε πολύ εύλογα σημεία και
χρησιμοποιούν διαγράμμιση για τη διάκριση επιμέρους φάσεων. Δεν σημειώνεται καμία σταθερή κατασκευή, ενώ όλες
οι κατόψεις εντάσσονται στον κάνναβο. Παρόμοια τακτική ακολουθείται και στην παρουσίαση της ανασκαφής του λε-
γόμενου ανδήρου ΙΙΙ. Υπάρχουν δύο κατόψεις εντός καννάβου, η μία με αποτύπωση λίθο λίθο και η άλλη με σχηματική
απόδοση των τοίχων. Ακολουθεί η παρουσίαση του ρωμαϊκού λουτρού με σχηματική κάτοψη και εννέα αρχιτεκτονικές
τομές. Στις τελευταίες αποτυπώθηκαν και οι όψεις των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που εμφανίζονται στο υπόβαθρο
του σχεδίου. Ένα αξονομετρικό σχέδιο παρουσιάζει σε τομή και ταυτόχρονα αποκαθιστά τη μορφή του λουτρού. Μια
τελευταία κάτοψη αποτυπώνει λίθο λίθο τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του λόφου της Μπαρμπούνας.
Συνολικά τα σχέδια της Ασίνης έχουν έντονο τοπογραφικό και ανασκαφικό χαρακτήρα. Ο κάνναβος σημειώνεται
σχεδόν παντού, τα σωζόμενα κατάλοιπα αποτυπώνονται με λεπτομέρεια και αποκαθίστανται ελάχιστα. Το έντονο ανάγλυ-
φο της θέσης κατέστησε αναγκαία την εκπόνηση των τομών. Η στρωματογραφία αποτυπώνεται σε λίγες από αυτές. Επο-
μένως οι ανασκαφείς έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στη διαδοχή των αρχιτεκτονικών φάσεων, έστω και αν δεν αγνόησαν
τη διαδοχή των επιχώσεων. Τα σχέδια που απεικονίζουν κατοικίες με τρόπο σχηματικό δίνουν έμφαση στη διάκριση αφε-
νός των φάσεων και αφετέρου των διαφορετικών τύπων κτηρίων που έφερε στο φως η ανασκαφή της Ασίνης. Τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των σχεδίων οφείλονται στο προσωπικό που συμμετείχε στην ανασκαφή. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται
oι τοπογράφοι-χαρτογράφοι Erik Ljungner και Hjalmar Larsen με τους βοηθούς τους, καθώς και ο σχεδιαστής Harald
Faith-Ell. Μέλη του αρχαιολογικού προσωπικού συμμετείχαν επίσης στην εκπόνηση σχεδίων και χαρτών. Από την ομάδα
αυτή απουσιάζει ο αρχιτέκτονας. Μολονότι στον πρόλογο απευθύνονται ευχαριστίες στον John Lindros, αρχιτέκτονα της
περίπου σύγχρονης με την ανασκαφή της Ασίνης Σουηδικής Αποστολής στην Κύπρο, το όνομά του δεν αναφέρεται στην
εισαγωγή με τους υπόλοιπους συνεργάτες της ανασκαφής. Ενδεχομένως ο Lindros βοήθησε με τα σχέδια στο μετανασκα-
φικό στάδιο μελέτης και δημοσίευσης της Ασίνης. Το ίδιο πρέπει να συνέβηκε με τον Bror Millberg, επίσης σχεδιαστή, ο
οποίος αναφέρεται στον πρόλογο, αλλά όχι στην εισαγωγή. Ο Millberg σχεδίασε το αξονομετρικό σχέδιο του ρωμαϊκού
λουτρού, γεγονός που παραξενεύει, καθώς η εργασία αυτή θα μπορούσε να είχε ανατεθεί στον Lindros, αλλά ταυτόχρονα
επιβεβαιώνει τον εποπτικό ρόλο του τελευταίου. Μια προσεκτική ματιά στα ίδια τα σχέδια δείχνει μικροδιαφορές στην
αισθητική τους, οι οποίες θα μπορούσαν να αποδοθούν σε διαφορετικούς δημιουργούς.
Το κείμενο της δημοσίευσης επιβεβαιώνει τη γενική εντύπωση που προκύπτει από τα σχέδια. Είναι διαρθρω-
μένο σε τμήματα που αντιστοιχούν σε επιμέρους περιοχές της ανασκαφής (ακρόπολη, κάτω πόλη, άνδηρο ΙΙΙ, λόφος
Μπαρμπούνας). Σε κάθε τμήμα γίνεται πρώτα αναφορά στη στρωματογραφία, η οποία συνήθως εστιάζει στις αρχιτε-
κτονικές φάσεις. Κατόπιν περιγράφονται τα ίδια τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Η περιγραφή είναι λεπτομερής. Δίνεται
περισσότερη προσοχή στη μορφή των τοίχων και των άλλων κατασκευών και λιγότερη στη χρήση τους. Οι μετρή-
σεις είναι πλήρεις, χωρίς όμως να έχουν υπερτονισμένη παρουσία. Ακολουθεί η ανάλυση της αρχιτεκτονικής, η οποία
αναφέρεται σε κάθε κτίσμα ξεχωριστά. Επικεντρώνεται στο σχήμα της κάτοψης, ιδίως των οικιών, και προσπαθεί να
διακρίνει τύπους με χρονολογική και πολιτισμική σημασία. Το κάθε τμήμα αρχιτεκτονικής πραγμάτευσης κλείνει με
τη σύνθεση, η οποία σκιαγραφεί τα συμπεράσματα της τυπολογικής ανάλυσης και της σχετικής χρονολόγησης. Κατ’
εξαίρεση η αναφορά στη στρωματογραφία της ανασκαφής της κάτω πόλης είναι εκτενής και περιλαμβάνει και μια υπο-
τυπώδη συζήτηση των επιχώσεων. Στα συμπεράσματα της δημοσίευσης τα ευρήματα της ανασκαφής εντάσσονται σε
μια αφήγηση πολιτισμικής εξέλιξης με εθνοκεντρικές αποχρώσεις, καθώς οι τύποι του υλικού πολιτισμού αποδίδονται
σε συγκεκριμένα εθνοτικά φύλα, όπως ινδοευρωπαϊκά, ιωνικά και άλλα.
Συμπερασματικά, η δημοσίευση των ανασκαφών της Ασίνης είναι τυπικό δείγμα του παραδοσιακού παραδείγ-
ματος της ιστορίας του πολιτισμού. Προσεγγίζει τα υλικά κατάλοιπα μέσα από ένα πρίσμα περιγραφικού εμπειρισμού,
δεν αποκαθιστά τη μορφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, αλλά αντίθετα προσπαθεί να τα εντάξει σε τύπους με χρο-
νολογική και πολιτισμική σημασία. Επομένως η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής της Ασίνης παραμένει σε αυστηρά
αρχαιολογικό πλαίσιο, ενώ οι προσπάθειες για μια πιο σαφή αρχιτεκτονική μελέτη και αποτίμηση των καταλοίπων είναι
από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια ακολουθούν πιστά αυτή την επιστημολογική κατεύθυνση, η
οποία φαίνεται ότι αφορμάται περισσότερο από τη σκανδιναβική αρχαιολογία παρά από τις κλασικές σπουδές και την
αρχαιογνωσία. Η τελευταία αναδεικνύεται μέσα από ένα κεφάλαιο της δημοσίευσης το οποίο πραγματεύεται τις ανα-
φορές των αρχαίων συγγραφέων για την Ασίνη. Επομένως η επιστημολογική πρόκληση της Ασίνης αντιμετωπίστηκε με
συνδυασμό των δύο επιστημολογικών παραδειγμάτων των Σουηδών αρχαιολόγων. Οι τελευταίοι ξεκίνησαν την έρευνα
βασισμένοι στις αρχαιογνωστικές τους αφορμές, αλλά τη διεκπεραίωσαν με το νεωτερικό, θετικιστικά ουδέτερο και
ταυτόχρονα εμπειριστικό πνεύμα που κυριαρχούσε στην αρχαιολογία της χώρας τους.

7.2. Η Σουηδική Αποστολή της Μεσσηνίας

Η Σουηδική Αποστολή Μεσσηνίας (Swedish Messenia Expedition) ξεκίνησε το 1926, όταν ο Mattias Natan Valmin
επισκέφθηκε την περιοχή βορειοδυτικά του όρους Ιθώμη, από τον Μελιγαλά μέχρι τον κόλπο της Κυπαρισσίας. Ο
229
Valmin διεξήγαγε πρώτα μια τοπογραφική έρευνα της ευρείας αυτής περιοχής (Valmin, 1930). Η έρευνα αυτή αναφέρε-
ται επανειλημμένα στον Παυσανία και τον Στράβωνα, ενώ στη δημοσίευση υπάρχει και κεφάλαιο ταύτισης ομηρικών
τοπωνυμίων. Μολονότι λοιπόν ο Valmin ακολούθησε πιστά το παράδειγμα των περιηγητών και των αρχαιογνωστών
αρχαιολόγων, η δημοσίευσή του αυτή δεν παύει να αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια κατανόησης της θέσης των μνη-
μείων μέσα στο φυσικό, οικονομικό, κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Ο Valmin συνέχισε τις έρευνες στη Μεσσηνία το
1933. Αυτή τη φορά πραγματοποίησε ανασκαφή στον οικισμό της Μάλθης, ο οποίος είναι γνωστός για τα ΜΕ κατάλοι-
πα, κατοικήθηκε όμως σε όλη τη διάρκεια της εποχής του χαλκού. Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε τον επόμενο χρόνο, το
1934, παράλληλα με το ιερό του Πάμισου στον Άγιο Φλώρο. Μετά από δύο χρόνια μελέτης του αρχαιολογικού υλικού
εκδόθηκε και η δημοσίευση της ανασκαφής (Valmin, 1938).

Εικόνα 7.16 Κάτοψη της φάσης V της Μάλθης (Valmin, 1938, plan IV).

Εικόνα 7.17 Στρωματογραφική τομή της οικίας Α10-Α14 στη Μάλθη (Valmin, 1938, fig.12).

230
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης είναι σχετικά λίγα. Υπάρχει μια γενική κάτοψη του οικισμού με-
γάλου μεγέθους και αναδιπλούμενη στο τέλος του βιβλίου. Οι τοίχοι αποτυπώνονται λίθο λίθο και δεν γίνεται καμία
προσπάθεια συμπλήρωσης των μη σωζόμενων τμημάτων τους. Αποτυπώνονται επίσης οι λιθόκτιστες κατασκευές (π.χ.
οι εστίες), οι intra muros τάφοι και οι πίθοι. Με γραμμοσκίαση αποδίδονται οι διαφορετικές χρονολογικές φάσεις του
οικισμού. Η κάτοψη συνοδεύεται από δύο εξίσου λεπτομερείς στρωματογραφικές τομές. Εκτός από αυτή τη γενική
κάτοψη υπάρχουν άλλες τρεις γενικές κατόψεις, επίσης μεγάλου μεγέθους, στο τέλος του βιβλίου. Καθεμιά από αυτές
παρουσιάζει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ΠΕ, της ΜΕ και της ΥΕ φάσης αντίστοιχα (Εικόνα 7.16). Εδώ οι τοίχοι
αποτυπώνονται με περίγραμμα και η πορεία τους συμπληρώνεται. Στα τρία αυτά σχέδια κυριαρχεί η αποτύπωση των
τοίχων και πολύ διακριτικά σημειώνονται οι εστίες και άλλες κατασκευές. Μέσα στο κείμενο υπάρχει ένας χάρτης της
περιοχής, ένα τοπογραφικό διάγραμμα της περιοχής της Μάλθης, εννέα λεπτομερείς, αλλά σχετικά σχηματικές στρω-
ματογραφικές τομές (Εικόνα 7.17) και μια ελεύθερη αναπαράσταση ενός ΜΕ φούρνου.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια προδίδουν μια σαφώς ανασκαφική, λιτή, εμπειριστική προσέγγιση στα κατάλοιπα
της Μάλθης. Καθώς στην αποστολή υπήρχε αρχιτέκτονας, ο Δανός Helge Finsen, τα χαρακτηριστικά των αρχιτεκτο-
νικών σχεδίων δεν πρέπει να αποδοθούν σε έλλειψη ικανότητας ή δυνατότητας, αλλά σε επιστημολογική επιλογή.
Ενδεχομένως η κακή διατήρηση των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων δεν έδωσε αφορμές στον Finsen, που
ασχολήθηκε κυρίως με την αρχιτεκτονική της αρχαιότητας, για να εκπονήσει σχέδια ανάλογα με αυτά που απαντούν
σε μεταγενέστερη δημοσίευσή του για το ρωμαϊκό θέατρο της Bosra στη Συρία (Finsen, 1972). Ίσως πάλι τα σχέδια να
οφείλονται και στην ανασκαφική προσέγγιση του Valmin και των συνεργατών του, η οποία ακολούθησε σε σημαντικό
βαθμό τις μεθόδους της σκανδιναβικής αρχαιολογίας. Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνουν αφενός οι στρωματογρα-
φικές τομές και αφετέρου οι σχηματικές κατόψεις, οι οποίες αναδεικνύουν τους διαφορετικούς τύπους κτηρίων στη
Μάλθη, δηλαδή τα αψιδωτά, τα μεγαροειδή και τα άλλα ορθογώνια κτήρια. Επιτρέπουν δηλαδή μια τυπολογική ανά-
λυση της μορφής της κατοικίας στη θέση ανά χρονολογική εποχή, χαρακτηριστικό που παραπέμπει στην παραδοσιακή
ιστορία του πολιτισμού.
Το κείμενο της δημοσίευσης επιβεβαιώνει περαιτέρω την παραπάνω υπόθεση. Μετά από μια εισαγωγή για
τη θέση ο Valmin περιγράφει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ανά χρονολογική περίοδο, ανά επιμέρους αρχιτεκτονική
φάση και ανά κτήριο. Η περιγραφή αυτή αποτελεί ουσιαστικά ανασκαφική έκθεση ευρημάτων που περιλαμβάνει και
τη στρωματογραφία και τα κινητά ευρήματα. Ωστόσο, όπου το αρχαιολογικό υλικό επιτρέπει, ο Valmin εξετάζει υλικά
και μεθόδους δόμησης, προσπαθεί να αποκαταστήσει τη μορφή των κτισμάτων και εμβαθύνει στη χρήση των χώρων.
Επιπρόσθετα κάνει σημαντική προσπάθεια να διαχωρίσει τις κατοικίες σε τύπους. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αξιοποι-
ούνται στα συμπεράσματα της δημοσίευσης, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ιστορικοπολιτισμική αφήγηση για
μετακινήσεις φύλων από το βορρά και την Αδριατική προς τη Μάλθη και για επιπλέον μετακινήσεις μέσα στο Αιγαίο.
Μέσα από αυτές τις μετακινήσεις ο Valmin εξηγεί την καταστροφή του οικισμού στο τέλος της ΠΕ, καθώς και τα μι-
νωικά στοιχεία στον υλικό πολιτισμό της ΜΕ. Η τυπολογία των κατοικιών τού επιτρέπει να υποθέσει ότι οι αρχικοί ΠΕ
κάτοικοι ηττήθηκαν από εισβολείς στη ΜΕ, αλλά επιβίωσαν εν μέρει και ίσως ανακατέλαβαν τον οικισμό τους. Η εθνο-
κεντρική αυτή προσέγγιση εντάσσεται στο αντίστοιχο ρεύμα της ιστορίας του πολιτισμού, το οποίο κυριαρχούσε τότε
στην ηπειρωτική Ευρώπη, ιδίως την κεντρική, ενώ ήταν πολύ δημοφιλές και στην Ελλάδα, όπως έχει ήδη σημειωθεί για
την έρευνα του Μυλωνά. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι το κείμενο είναι πολύ πιο ερμηνευτικό από τα σχέδια, ακόμη
και σε επιμέρους ζητήματα, όπως η αποκατάσταση της πορείας ενός τμήματος τοίχου. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει
την αντίστοιχα μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο εμπειριστικό κεφάλαιο της ανασκαφικής παρουσίασης δεδομένων και το
υπερερμηνευτικό κεφάλαιο των συμπερασμάτων και ενισχύει το χαρακτηρισμό του Valmin ως παραδοσιακού και μάλι-
στα εθνοκεντρικού αρχαιολόγου ο οποίος κατέτασσε τα αρχιτεκτονικά σχέδια με τα δεδομένα και όχι με την αυστηρά
διαχωρισμένη από αυτά ερμηνεία.

7.3. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη δημοσίευση των ανασκαφών του Gösta Säflund στο Μπερ-
μπάτι

Κατά τα έτη 1936 και 1937 ο Persson ανέθεσε στον τότε μαθητή του και μετέπειτα καθηγητή κλασικού πολιτισμού
στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης Gösta Säflund να διενεργήσει ανασκαφές στην προϊστορική θέση Μπερμπάτι. Οι
εργασίες αποκάλυψαν κυρίως ταφές, αλλά και οικιστικά κατάλοιπα. Τα περισσότερα ήσαν ΠΕ, αλλά υπήρχαν και ΜΕ
και ΥΕ ευρήματα, και ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφική περίοδο του 1937. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν επέτρε-
ψε στον Säflund να προχωρήσει στη μελέτη του υλικού, η οποία ολοκληρώθηκε και δημοσιεύθηκε μόλις το 1967 με
τη μορφή μονογραφίας (Säflund, 1967). Ο Σουηδός αρχαιολόγος εκπόνησε ο ίδιος τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά σχέδια.
Σε αυτά περιλαμβάνεται μια κάτοψη των ΠΕ ΙΙ κτηρίων (Εικόνα 7.18), όπου αποτυπώνεται μόνο το περίγραμμα των
τοίχων. Ελάχιστες συμπληρώσεις γίνονται για τα τμήματα τοίχων που δεν σώζονται, ενώ σημειώνεται το περίγραμμα
της εστίας και ενός λάκκου στο μεγαροειδές κτήριο Α. Η άνω όψη της εστίας αυτής εικονίζεται σε επόμενο γραμμικό
σχέδιο στο βιβλίο. Στη συνέχεια υπάρχει μια σχηματική κάτοψη, στην οποία αποτυπώνονται τα κινητά ευρήματα της
231
ανασκαφής στο δωμάτιο Β. Στο τέλος του βιβλίου βρίσκεται μια γενική κάτοψη μεγάλου σχετικά μεγέθους και αναδι-
πλούμενη. Αποτυπώνει τους τοίχους λίθο λίθο, χρησιμοποιεί διαφορετικές διαγραμμίσεις για να αποδώσει αντίστοιχες
χρονολογικές φάσεις, αποτυπώνει τις κυριότερες κατασκευές, τοποθετεί τα κατά χώρα κινητά ευρήματα, σημειώνει
τα όρια του ανεσκαμμένου χώρου, καθώς και τον κάνναβο της ανασκαφής. Εκτός από την κάτοψη υπάρχουν και δύο
αρχιτεκτονικές τομές, οι οποίες αποτυπώνουν τους τοίχους και πάλι λίθο λίθο.
Τα λίγα αυτά σχέδια της δημοσίευσης δείχνουν μάλλον ανασκαφική προσέγγιση. Η εντύπωση αυτή υποστη-
ρίζεται και από το κείμενο της δημοσίευσης, το οποίο ξεκινάει με μια γενική περιγραφή της κάτοψης και συνεχίζει με
τα στρωματογραφικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία. Τα τελευταία υποκαθιστούν τη λεπτομερή περιγραφή των αρχιτε-
κτονικών καταλοίπων. Ο Säflund διακρίνει κυρίως αρχιτεκτονικές φάσεις και σπανιότερα αναφέρεται σε επιχώσεις.
Χρονολογεί την κάθε φάση χρήσης του χώρου μέσω της κεραμικής, στην οποία γίνεται σχετικά εκτενής αναφορά, γιατί
έτσι καλύπτεται και η ταύτιση της χρήσης των χώρων. O Säflund ολοκληρώνει την αναφορά στην αρχιτεκτονική με
συμπεράσματα σχετικά με τον γενικό χαρακτήρα του ΠΕ οικισμού. Εκεί προχωρεί σε κοινωνιολογικού τύπου ερμη-
νείες, θεωρώντας το Μπερμπάτι κοινωνία αυτόνομων καλλιεργητών, με καλοκτισμένες κατοικίες και τάση προς την
αστικοποίηση.
Τα συμπεράσματα αυτά δίνουν έναν σχετικά ολοκληρωμένο χαρακτήρα στη δημοσίευση της ανασκαφής. Προ-
δίδουν επίσης την εξοικείωση του ανασκαφέα με το επιστημολογικό κλίμα της εποχής της δημοσίευσης. Τότε κυρι-
αρχούσαν οι ζυμώσεις που οδήγησαν στο παράδειγμα της νέας ή διαδικαστικής αρχαιολογίας, το οποίο εστίαζε στον
τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών του παρελθόντος. Ωστόσο ο συνολικός χαρακτήρας της δημοσίευσης,
άρα και των αρχιτεκτονικών σχεδίων που αυτή περιλαμβάνει, παραμένει σχετικά παραδοσιακός, με προσήλωση στην
παράθεση του αρχαιολογικού υλικού, το οποίο αντιμετωπίζεται μόνο ως αποτέλεσμα ανασκαφικών εργασιών και όχι
τόσο ως αφορμή για μελέτη της μορφής και της χρήσης των ΠΕ κτηρίων.

Εικόνα 7.18 Κάτοψη του πρωτοελλαδικού οικισμού στο Μπερμπάτι (Säflund, 1967, fig.11).

232
7.4. «Σκανδιναβικά» αρχιτεκτονικά σχέδια σε σουηδικές δημοσιεύσεις

Οι Σουηδοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν τρεις θέσεις με προϊστορικά οικιστικά κατάλοιπα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πό-
λεμο και τις δημοσίευσαν αμέσως, με εξαίρεση το Μπερμπάτι. Καθώς οι ανασκαφές διενεργήθηκαν από τον Persson
και δύο μαθητές του, τους Säflund και Valmin, που και οι δύο ήσαν σε αρχικά στάδια της επιστημονικής τους πορείας,
τα χαρακτηριστικά των δημοσιεύσεων ως προς τα αρχιτεκτονικά σχέδια, αλλά και γενικότερα ως προς τη μελέτη και
παρουσίαση της αρχιτεκτονικής είναι παρόμοια. Η σουηδική προσέγγιση υπήρξε κατ’ αρχάς ανασκαφική. Στους τύπους
σχεδίων κυριαρχεί η κάτοψη και μετά έρχεται η στρωματογραφική τομή. Εξίσου συχνά απαντούν τα τοπογραφικά δια-
γράμματα, τα οποία κάποιες φορές συνδυάζονται με σχηματικές κατόψεις των θέσεων. Συχνά σημειώνεται ο κάνναβος,
ο οποίος υπογραμμίζει τον ανασκαφικό χαρακτήρα των σχεδίων. Η αποτύπωση των τοίχων γίνεται είτε λίθο λίθο είτε
μόνο με περίγραμμα, ανάλογα με το σκοπό εκπόνησης του σχεδίου. Σπανίως συμπληρώνονται οι τοίχοι, και, όποτε αυτό
συμβαίνει, οι αποκαταστάσεις είναι ερμηνευτικά φειδωλές. Επίσης δεν υπάρχουν αναπαραστάσεις, με εξαίρεση ένα
σχέδιο φούρνου στη Μάλθη. Τέλος δεν υπάρχουν προοπτικά ή αξονομετρικά σχέδια.
Συνολικά τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι λιτά και εμπειριστικά, δηλαδή προσηλωμένα στην παρουσίαση των
καταλοίπων, ενώ είναι και λίγα σε αριθμό. Τα χαρακτηριστικά ως ένα βαθμό μπορούν να αποδοθούν στην έλλειψη
συστηματικής συμμετοχής αρχιτεκτόνων στις σουηδικές ανασκαφές. Καθώς όμως οι ανασκαφές αυτές διενεργήθηκαν
με επαρκή οικονομοτεχνική υποστήριξη, τα παραπάνω χαρακτηριστικά των αρχιτεκτονικών σχεδίων θα πρέπει να απο-
δοθούν κυρίως σε επιστημολογικές επιλογές των διευθυντών των ανασκαφών, επομένως στον τρόπο με τον οποίο αντι-
μετώπιζαν την προϊστορική αρχιτεκτονική. Ως προς αυτό το ζήτημα είναι διαφωτιστικά τα κείμενα των δημοσιεύσεων.
Αν και υπηρετούν τη λογική της ανασκαφικής έκθεσης, εκεί διατυπώνονται και ερμηνευτικές απόψεις που αφορούν είτε
ζητήματα μορφής και χρήσης των προϊστορικών κτηρίων και χώρων είτε ζητήματα ιστορικοπολιτισμικής ερμηνείας.
Επομένως τα κείμενα είναι λιγότερο συντηρητικά από τα σχέδια. Αυτό σημαίνει ότι τα σχέδια αντιμετωπίστη-
καν ως μέσα ρεαλιστικής και πιστής αναπαράστασης της πραγματικότητας και γι’ αυτό έπρεπε να διαχωριστούν από
την ερμηνεία των δεδομένων, η οποία εκφράστηκε μέσα από το κείμενο. Αυτή η αυστηρή προσέγγιση δεν εκφράζει
το αρχαιογνωστικό υπόβαθρο που είχαν όλοι οι Σουηδοί αρχαιολόγοι στην Ελλάδα, αλλά το παράδειγμα της ιστορίας
του πολιτισμού που ακολουθούσε η σκανδιναβική αρχαιολογία. Μάλιστα είναι ενδιαφέρον ότι τα σχέδια για τα ρωμα-
ϊκά λουτρά της Ασίνης περιλαμβάνουν και το μοναδικό αξονομετρικό σχέδιο της δημοσίευσης. Επομένως οι Σουηδοί
σχεδιαστές ήταν ικανοί να παραγάγουν και άλλους τύπους σχεδίων και η κυριαρχία κατόψεων και τομών αφορά τις
επιστημολογικές επιλογές των αρχαιολόγων μόνο για τα προϊστορικά κατάλοιπα και όχι για τα κλασικά ή τα ρωμαϊκά.

8. Στους αντίποδες του Evans: η βρετανική αντικλασική αρχαιολογική έρευνα πεδίου

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών ή, ευρύτερα, η «αγγλική αρχαιολογική σχολή» (Εικόνα 7.19) ξεχώρισε απ’ όλες τις «εθνι-
κές» σχολές στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πέρα από τον Evans, που κυριάρχησε στη μινωική
αρχαιολογική σκηνή, υπήρξαν κι άλλοι Βρετανοί αρχαιολόγοι με θεμελιώδες έργο για την έρευνα του πρώιμου Αι-
γαίου. Για παράδειγμα, ο Allan Wace διεξήγαγε σημαντικές έρευνες στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία μαζί με τον
Maurice Thompson. Λίγο αργότερα ο Wace ανέσκαψε τις Μυκήνες, ενώ το άρθρο που έγραψε με τον Blegen (Wace &
Blegen, 1918, βλ. παραπάνω) έθεσε τις βάσεις για τη μελέτη της κεραμικής της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο Duncan
Mackenzie υπήρξε πρωτοπόρος στην ανασκαφική μέθοδο, γι’ αυτό άλλωστε και ο Evans του ζήτησε να συνεργαστούν
στην Κνωσό. Η Winifred Lamb ήταν από τις πρώτες γυναίκες ανασκαφείς και η πρώτη που δραστηριοποιήθηκε στο
βορειοανατολικό Αιγαίο.

Εικόνα 7.19 Η αγγλική αρχαιολογική σχολή.

233
Ο δυναμισμός της έρευνας και η παρουσία τόσων δραστήριων αρχαιολόγων αποτελούν γενικότερο φαινόμενο
της βρετανικής αρχαιολογίας των αρχών του 20ού αιώνα (Trigger, 1989/2005, σ. 153–179). Κατά την περίοδο αυτή οι
Βρετανοί αρχαιολόγοι πρωτοστάτησαν στις νέες κατευθύνσεις της αρχαιολογικής έρευνας. Έχουν ήδη αναφερθεί οι
Petrie και Wheeler, οι οποίοι διαμόρφωσαν τη μεθοδολογία της ανασκαφής και της ανάλυσης των δεδομένων. Σε επί-
πεδο αρχαιολογικής θεωρίας μορφή του παραδείγματος της παραδοσιακής αρχαιολογίας και ιδιαίτερα της ιστορίας του
πολιτισμού ήταν ο αυστραλιανής καταγωγής V. Gordon Childe, καθηγητής στα Πανεπιστήμια Εδιμβούργου και Λον-
δίνου. Η πρωταγωνιστική θέση των Βρετανών αρχαιολόγων δεν είναι άσχετη από τη γεωπολιτική θέση της Βρετανίας
την ίδια περίοδο. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μια αυτοκρατορία με αποικίες σε ολόκληρη την υδρόγειο και μία από τις
ισχυρότερες δυνάμεις του κόσμου, αν όχι η ισχυρότερη. Αν και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε στη Βρετανία
σοβαρά τραύματα σε πολλαπλά επίπεδα, στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά, αυτή διατήρησε μεγάλο
μέρος της ισχύος της, όντας άλλωστε από τους πρωταγωνιστές στην παράταξη των νικητών. Η κατάσταση αυτή άλλαξε
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνεχείς αυτονομήσεις αποικιών κατά τη δεκαετία του 1960. 
Επομένως λόγοι επιστημονικοί και πολιτικοί συντέλεσαν στο δυναμισμό της «αγγλικής αρχαιολογικής σχο-
λής» κατά το πρώτο μισό του20ού αιώνα. Στη Βρετανία το κύριο χαρακτηριστικό της σχολής αυτής ήταν η προσπάθεια
ανάδειξης της προϊστορικής αρχαιολογίας ως κλάδου συναφούς με την ανθρωπολογία μάλλον παρά με την ιστορία
και τις κλασικές σπουδές (Smith, 2009, σ. 28–33). Η στροφή αυτή συντελέστηκε παράλληλα με την εγκατάλειψη της
«αυτοκρατορικής σύνθεσης», δηλαδή της άποψης ότι οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα αποτελούσαν την
απόληξη μιας εξέλιξης πολλών σταδίων που συνίστατο στη μεταφορά του πολιτισμού από την Ανατολή στη Δύση.
Η μονογραμμικότητα της αυτοκρατορικής σύνθεσης, δηλαδή η άποψη ότι ο πολιτισμός ακολούθησε μόνο μία πορεία
μετάδοσης από την Εγγύς Ανατολή στην Ευρώπη, θεωρήθηκε προβληματική. Το νέο επιστημολογικό και ερμηνευτικό
ρεύμα της ιστορίας του πολιτισμού δεχόταν ότι είναι δυνατόν να αναπτυχθούν πολιτισμικά φαινόμενα ταυτόχρονα σε
πολλά σημεία της γης και στη συνέχεια τα γειτονικά φαινόμενα να αλληλοεπηρεαστούν. Η θεωρητική στροφή είχε ση-
μαντικό μεθοδολογικό αντίκτυπο, καθώς προώθησε τις τοπικές μελέτες αρχαιολογικού υλικού με στόχο την κατάρτιση
επιμέρους τυπολογιών, ώστε να καλυφθούν επαρκώς όλα τα τοπικά πολιτισμικά φαινόμενα της προϊστορίας.
Επομένως οι αρχαιολόγοι ήσαν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τη ρομαντική αρχαιο-
γνωστική σύγκριση αρχαίων μνημείων και κειμένων και να αξιοποιήσουν το χρόνο της έρευνάς τους εστιάζοντας στο
αρχαιολογικό υλικό καθαυτό και εντρυφώντας στη λεπτομέρειά του. Ωστόσο η αλλαγή αυτή έγινε αργά και σταδιακά,
καθώς οι περισσότεροι νεαροί αρχαιολόγοι της Βρετανικής Σχολής της Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα διέθεταν
αυστηρά κλασικιστικό υπόβαθρο και δεν είχαν σχεδόν καμία συγκροτημένη γνώση ανασκαφικής μεθοδολογίας. Το επί-
σημο πρόγραμμα της Σχολής ήταν αρχαιογνωστικό επίσης, καθώς τους έστελνε πρώτα στη Γερμανία για εκμάθηση της
γλώσσας και κατόπιν σε εκπαιδευτικά ταξίδια περιηγητικού χαρακτήρα στην Ελλάδα για εξοικείωση με τα μνημεία και
την τέχνη της αρχαιότητας (French, 2006). Ούτε ο Evans ξέφυγε από την αρχαιογνωσία, καθώς τη συνδύασε με τρόπο
ιδιαίτερο με την αυτοκρατορική σύνθεση, όταν υποστήριξε ότι η Κρήτη μετέφερε τον πολιτισμό από την Αίγυπτο στην
Ευρώπη και ότι ο Μίνως των αρχαίων πηγών ήταν τίτλος ανάλογος του αιγυπτιακού φαραώ. Επομένως η Βρετανική
Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας χαρακτηριζόταν από ένα σχετικά αυστηρό πλαίσιο έρευνας που συχνά έβλεπε με επι-
φύλαξη τις καινοτομίες της αρχαιολογικής έρευνας στη Βρετανία (Whitley, 2000).
Παράλληλα όμως οι Άγγλοι αρχαιολόγοι στην Ελλάδα ανέπτυξαν και έναν έντονο προβληματισμό για την
ανασκαφή και τη σημασία της στρωματογραφίας, θέμα που κυριαρχούσε και στη Βρετανία. Το εγχειρίδιο ανασκαφής
του John Droop (1915), ανασκαφέα της Φυλακωπής στη Μήλο, ήταν ένα από τα ελάχιστα αντίστοιχα συγγράμματα της
εποχής, όπως και το βιβλίο του Petrie (1904), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι ανασκαφείς στην ευρύτερη
περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η συμβολή του Mackenzie ήδη αναφέρθηκε. Όπως αναφέρει ο Cadogan (2009),
η έμφαση που δινόταν στη στρωματογραφία απορρέει από το «ταξινομικό» ενδιαφέρον της πρώιμης αγγλικής έρευνας
για το προϊστορικό Αιγαίο, που δεν παρέμεινε μόνο στα ανασκαφικά στρώματα, αλλά επεκτάθηκε στην κεραμική, με
κυριότερα παραδείγματα τη μινωική και την ελλαδική τυπολογία, καθώς και στην ιστορική αλληλουχία των πολιτισμών
του προϊστορικού Αιγαίου.
Η ταξινομική αυτή διάθεση ήταν εξαιρετικά εμπειριστική, καθώς επέβαλλε την προσεκτική προσήλωση στα
ίδια τα δεδομένα και την αποφυγή διατύπωσης ερμηνευτικών υποθέσεων, εφόσον αυτές δεν είχαν επαρκή υποστήριξη
και πάλι από το υλικό. Χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος αυτής της προσέγγισης είναι ο Wace, ο οποίος μετέδωσε
τον εμπειρισμό του και στον Blegen, ενώ ο ίδιος μάλλον είχε επηρεαστεί από τον καθηγητή του William Ridgeway. Ο
Ridgeway ήταν καθηγητής στο Cambridge και μάλιστα είχε πρωτοστατήσει στη μετατροπή του περιεχομένου του αρ-
χαιολογικού προγράμματος σπουδών από ιστορικό σε ανθρωπολογικό. Πίστευε ακράδαντα ότι το αρχαιολογικό υλικό
ήταν η μοναδική στέρεη βάση της αρχαιολογικής επιστήμης (French, 2006, σ. 259). Η προσέγγιση αυτή θυμίζει αντί-
στοιχες θέσεις της ιστορίας του πολιτισμού. Επομένως, η αγγλική έρευνα στην Ελλάδα, αν και συντηρητική, δεν ήταν
ασύμβατη με τις γενικότερες παραδειγματικές εξελίξεις, ενώ ο εμπειρισμός δεν ήταν αυτοσκοπός για τους Βρετανούς,
αλλά μέρος μιας νέας προσπάθειας κατανόησης του παρελθόντος. Αυτή η –έστω και υποσυνείδητη‑ ερμηνευτικότητα
που χαρακτήριζε τους Άγγλους αρχαιολόγους είναι και η αιτία της κριτικής που έχει ασκηθεί στη βρετανική έρευνα.

234
Ο Ζώης (1996, σ. 166) θεωρεί ότι η μελέτη της τεχνοτροπίας των υλικών καταλοίπων βάσει παραλλήλων από άλλες
θέσεις, άλλες χρονικές περιόδους ή άλλους πολιτισμούς ήταν πάντοτε ελλιπής, καθώς η αγγλική αρχαιολογική ανάλυση
δεσμευόταν από a priori ερμηνευτικά πλαίσια και έτσι δεν έφτασε ποτέ στο βάθος ή στη λεπτομέρεια της γερμανικής
τεχνοϊστορικής ανάλυσης.
Επομένως και η βρετανική προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα προσπάθησε να στραφεί σε μια «αντικλασική» ή
«μετακλασική στάση» (Cadogan, 2009, σ. 4). Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε κι ένας ρεαλισμός, ανάλογος με τη στάση
που είχαν κρατήσει οι αρχαιοδίφες περιηγητές του 19ου αιώνα. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, αυτοί
δεν θέλησαν να δουν την Ελλάδα με τα μάτια της ρομαντικής φαντασίας, δηλαδή ως συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας,
αλλά προσέγγισαν τη νεότερη ελληνική πραγματικότητα με πραγματιστικό πνεύμα. Αρκετοί Βρετανοί αρχαιολόγοι των
αρχών του 20ού αιώνα θέλησαν να συνεχίσουν την ανάδειξη της πραγματικής και αυθεντικής Ελλάδας, πήραν απόστα-
ση από την κλασική αρχαιότητα και έτσι προσέγγισαν περισσότερο την προϊστορία, και μάλιστα από ολοένα και πιο
ανθρωπολογική σκοπιά. Το γεωγραφικό και χρονολογικό εύρος των βρετανικών ερευνών πεδίου, το οποίο κάλυψε την
κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα, το βορειοανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη, δηλαδή περιοχές περιφερειακές για την
τυπική αρχαιογνωστική έρευνα, είναι επιπρόσθετο δείγμα αυτής της διάθεσης (Cadogan, 2009, σ. 9).
H αγγλική αρχαιολογική σχολή υπήρξε η πλέον απόμακρη από το αρχαιογνωστικό παράδειγμα και ταυτόχρονα
η πλέον σύνθετη και πολυσυλλεκτική σχολή των αρχών του 20ού αιώνα. Αν και διατήρησε εν μέρει το κλασικιστικό της
υπόβαθρο, προσπάθησε να στραφεί στο παράδειγμα της ιστορίας του πολιτισμού, ενώ μπολιάστηκε και με οριενταλι-
στικό πνεύμα. Προσέγγισε τον εμπειρισμό, όχι όμως ως αυτοσκοπό, αλλά με μια διάθεση ερμηνείας του παρελθόντος,
καθώς η έμφαση στη στρωματογραφία και την τυπολογία θεωρούνταν ότι οδηγεί στην άμεση εξαγωγή συμπερασμάτων
για την πολιτισμική εξέλιξη. Τα χαρακτηριστικά αυτά λαμβάνονται υπόψη στην εξέταση των αρχιτεκτονικών σχεδίων
στις αγγλικές δημοσιεύσεις προϊστορικών θέσεων που ακολουθεί. Ειδικότερα εξετάζεται ο βαθμός στον οποίο η αντι-
κλασική και μετακλασική στροφή της βρετανικής αρχαιολογίας επηρέασε και την παραγωγή και δημοσίευση αρχιτε-
κτονικών σχεδίων. Ταυτόχρονα θα εξεταστεί αν υπήρξαν Άγγλοι αρχαιολόγοι μιμητές του Evans ή αν ο σημαντικός ρό-
λος των αρχιτεκτόνων της Κνωσού και των σχεδίων τους στο The Palace of Minos αποτέλεσε μεμονωμένο φαινόμενο.

8.1. H πρωτοποριακή δημοσίευση της Φυλακωπής Μήλου

Η Φυλακωπή ανασκάφτηκε από τη Βρετανική Σχολή Αθηνών κατά τα έτη 1896‑1899. Τα κυριότερα μέλη της ανασκα-
φικής ομάδας ήταν οι David Hogarth, Duncan Mackenzie, Cecil Smith και Campbell Edgar. Μαζί τους εργάστηκαν
οι αρχιτέκτονες της Σχολής, συγκεκριμένα ο Charles Clark, o Edward B. Hoare και κυρίως ο Thomas D. Atkinson. Οι
εργασίες πεδίου αποκάλυψαν μια τειχισμένη πόλη της εποχής του χαλκού με τέσσερις φάσεις, ένα μυκηναϊκό μέγαρο
και ένα ιερό αντίστοιχης χρονολόγησης. Η Φυλακωπή είναι από τις πρωιμότερες προϊστορικές ανασκαφές στο Αιγαίο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, έμεινε γνωστή κυρίως για την προωθημένη για την εποχή μεθοδολογία ανασκαφής, η οποία
επέτρεψε τη χρονολόγηση των ευρημάτων μέσα από τη συνδυαστική εξέταση της στρωματογραφίας, όπως αυτή οριζό-
ταν την εποχή εκείνη, της διαδοχής αρχιτεκτονικών καταλοίπων και της κεραμικής τυπολογίας. Η πειθαρχημένη διεξα-
γωγή της ανασκαφής, αυστηρά με βάση κάνναβο τετραγώνων 5 x 5 μ., ανήκει επίσης στα μεθοδολογικά πλεονεκτήματα
της Φυλακωπής. Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων εκδόθηκε μετά από αργή διαδικασία μελέτης, κατά την οποία η
επιστημονική ομάδα απέκτησε επιπλέον μέλη, όπως τον Evans και τον F. B. Welch, αλλά και επιτροπή επιστημονικής
επιμέλειας των εργασιών (Atkinson, Bosanquet, Edgar, Evans, Hogarth, Mackenzie, Smith & Welch, 1904). 
Η δημοσίευση έχει τρία κεφάλαια σχετικά με την αρχιτεκτονική: το κεφάλαιο της ανασκαφής που υπογράφει ο
Hogarth, της αρχιτεκτονικής από τον Atkinson και τα τελικά συμπεράσματα του Mackenzie. Το μέρος του εικονογραφι-
κού προγράμματος που αφορά τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι μάλλον λιτό (Video 7.24). Το κεφάλαιο της ανασκαφής
έχει μόνο φωτογραφίες, ενώ τα συμπεράσματα δεν έχουν καθόλου εικόνες. Τα σχέδια περιορίζονται μόνο στο κεφάλαιο
της αρχιτεκτονικής, ενώ στο τέλος του βιβλίου βρίσκονται δύο πτυσσόμενες έγχρωμες κατόψεις, που αποτυπώνουν
τους τοίχους με περίγραμμα. Στα σχέδια της αρχιτεκτονικής κυριαρχούν οι 14 κατόψεις επιμέρους χώρων. Όλες βρίσκο-
νται εντός κειμένου και αποτυπώνουν τους τοίχους με περίγραμμα, συμπληρώνουν τα μη σωζόμενα μέρη τους ελάχιστα
και με απόλυτα λελογισμένο τρόπο, ενώ απουσιάζουν άλλες πληροφορίες, όπως δάπεδα ή κατασκευές, με εξαίρεση τα
δάπεδα του μεγάρου. Εντός κειμένου βρίσκονται ακόμη δύο πολεοδομικές κατόψεις του οικισμού, οι οποίες αποδίδουν
τα επιμέρους κτήρια με τρόπο συμπαγή και βοηθούν στην κατανόηση της οργάνωσης του χώρου. Υπάρχουν επίσης δύο
συνδυασμοί κάτοψης με τομή επιμέρους χώρου, με στόχο τη διευκρίνιση ζητημάτων αρχιτεκτονικής και χρονολογικής
ακολουθίας. Ακολουθούν σε αριθμό οι λεπτομέρειες αρχιτεκτονικών στοιχείων, σύνολο 10 σχέδια. Τα μισά από αυτά
αποδίδουν ανοίγματα θυρών με λιγότερο ή περισσότερο σχηματικό τρόπο. Τα άλλα μισά απεικονίζουν λεπτομέρειες
αρχιτεκτονικών μελών. Στο τέλος του κεφαλαίου έχουν τοποθετηθεί επτά αρχιτεκτονικές τομές, οι οποίες αποδίδουν
τους τοίχους με περίγραμμα και σχεδόν χωρίς συμπληρώσεις.

235
Video 7.24 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Φυλακωπής (Atkinson, Bosanquet, Edgar, Evans, Hogarth,
Mackenzie, Smith & Welch, 1904), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Βρετανι-
κής Σχολής Αθηνών.

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια της Φυλακωπής αποπνέουν έναν λιτό και συντηρητικό εμπειρισμό. Την ίδια εικόνα
προβάλλει και το κείμενο της δημοσίευσης. Το κεφάλαιο της ανασκαφής σε μεγάλο βαθμό αποτελεί έκθεση πεπραγμέ-
νων και ευρημάτων. Το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής περιγράφει τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και αναφέρεται σύντομα
σε ζητήματα υλικών και τεχνικών δόμησης. Οι παρατηρήσεις για τη χρήση του χώρου είναι πολύ λίγες και εξαιρετικά
προσεκτικές. Το κεφάλαιο των συμπερασμάτων κινείται σε ανάλογο επίπεδο. Ο Mackenzie κρατά τη σύνθεση δεδομέ-
νων στο επίπεδο της τυπολογίας. Οι όποιες αλλαγές στην αρχιτεκτονική ή την τεχνοτροπία ερμηνεύονται ως αποτελέ-
σματα εξωγενών παραγόντων, σύμφωνα με το πρότυπο της παραδοσιακής ιστορικοπολιτισμικής αρχαιολογίας. Η ουσι-
αστική συμβολή των αρχιτεκτόνων στην ανασκαφή και τη δημοσίευση κρίνεται μικρότερη απ’ ό,τι αρχικά ενδεχομένως
φαίνεται. Μολονότι ο Atkinson υπογράφει το κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής, το αποτέλεσμα είναι πιο συγκρατημένο
ακόμη και από αντίστοιχες και περίπου σύγχρονες μελέτες του επίσης εμπειριστή Dörpfeld.

8.2. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις ανασκαφικές εκθέσεις του Παλαικάστρου

Κατά τα έτη 1902‑1906 η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ανέσκαψε τον οικισμό του Παλαικάστρου στην
ανατολική Κρήτη, καθώς και άλλες μινωικές θέσεις γύρω από αυτόν, όπως τα γειτονικά ταφικά κτήρια στο Πάτημα,
την Κεφάλα Γαλέτη και τα Ελληνικά, το ιερό κορυφής στον Πετσοφά, τη μυκηναϊκή αγροικία στον Κουρεμένο και τη
βραχοσκεπή και τη νεολιθική κατοικία στον Μαγκασά. Η ανασκαφές διεξήχθησαν από τους αρχαιολόγους Robert Carr
Bosanquet, C. T. Currelly, Richard M. Dawkins, William L. H. Duckworth και Marcus N. Tod. Τα αποτελέσματα των
ανασκαφών δημοσιεύθηκαν σε πέντε προκαταρκτικές εκθέσεις στο Annual of the British School at Athens. Καθώς κάθε
έκθεση αναφέρεται σε διαφορετική θέση και υπογράφεται από διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο, θα γίνει αναφορά σε
236
καθεμιά έκθεση ξεχωριστά.

Video 7.25 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τις δημοσιεύσεις του Παλαικάστρου (Bosanquet, 1902, Bosanquet, Dawkins,
Tod, Duckworth & Myres, 1903, Dawkins, Hawes & Bosanquet, 1905), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους
σελίδες. Με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

8.2.1. Ανασκαφές Παλαικάστρου Ι

Κατά το πρώτο έτος ανασκαφής (Bosanquet, 1902) ήρθαν στο φως μέρος του οικισμού στον Ρουσσόλακκο, το προανα-
κτορικό και παλαιοανακτορικό ταφικό περίφραγμα στην Κεφάλα Γαλέτη, μυκηναϊκές λάρνακες στην Αγία Τριάδα και
ο μυκηναϊκός τάφος στην Αγκαθιά. Στις εργασίες συμμετείχε ο αρχιτέκτονας της Βρετανικής Σχολής Charles Heaton
Comyn. Η έκθεση περιλαμβάνει μια συνολική κάτοψη του περιφράγματος (Video 7.25) και μια δεύτερη κάτοψη με μια
λεπτομέρεια χώρου. Οι τοίχοι αποδίδονται σχηματικά, συμπληρώνονται τα εύλογα τμήματά τους με διακεκομμένες
γραμμές, σημειώνεται η έκταση της ανασκαφής, καθώς και η θέση των κυριότερων ευρημάτων (με σταυρό ή κουκκί-
δα). Ο οικισμός παρουσιάζεται με τρεις κατόψεις εντός κειμένου, οι οποίες περιλαμβάνουν συμπαγή απόδοση τοίχων,
ελάχιστη συμπλήρωση, απόδοση φάσεων με γραμμοσκίαση και τέλος αποτύπωση των κυριότερων κατασκευών (π.χ.
κατώφλια, δεξαμενές, πλατφόρμες), αλλά και κινητών ευρημάτων. Οι κατόψεις συνοδεύονται από τέσσερις αρχιτε-
κτονικές τομές, πάλι εντός κειμένου, οι οποίες απεικονίζουν επίσης τα κυριότερα κινητά ευρήματα. Στο τέλος υπάρχει
αναδιπλούμενος χάρτης της περιοχής. Είναι σχετικά περιγραφικός, θυμίζει αρκετά τους πρώτους χάρτες της γερμανικής
ανασκαφής της Ολυμπίας, αλλά με εντονότερη την αισθητική σκαριφήματος. Υπάρχει επίσης αναδιπλούμενη κάτο-
ψη, στην οποία επιπλέον σημειώνονται με διαφορετική διαγράμμιση τα διαφορετικά είδη τοιχοδομίας. Τα παραπάνω
σχέδια είναι σχετικά λιτά, αλλά λειτουργικά στο ανασκαφικό επίπεδο. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η περιγραφή της
αρχιτεκτονικής, η οποία κινείται στο επίπεδο της περιγραφής των καταλοίπων, με λίγα σχόλια για την κατασκευή των
κτηρίων και τη χρήση των χώρων.
237
8.2.2. Ανασκαφές Παλαικάστρου ΙΙ

Κατά τη δεύτερη περίοδο ανασκάφηκαν ο Ρουσσόλακκος, το νεκροταφείο του Παλαικάστρου, ο Κουρεμένος, ο Μα-
γκασάς, ο Άγιος Νικόλαος και ο Πετσοφάς (Bosanquet, Dawkins, Tod, Duckworth & Myres, 1903). Σε κάθε ανασκαφή
ακολουθήθηκε διαφορετική τακτική. Την πόλη τη σχεδίασε σε κάτοψη ο Dawkins, καθώς διέθετε γνώσεις τοπογραφίας
(French, 2006, σ. 261). Η κάτοψη επανασχεδιάστηκε από τον Václav Seyk, τον Τσέχο αρχιτέκτονα που εκπόνησε και
τα σχέδια των Γουρνιών και της Σπάρτης. Η κάτοψη αυτή τοποθετείται στο τέλος της έκθεσης. Εντός κειμένου βρί-
σκεται μια σχηματική στρωματογραφική τομή. Η κάτοψη των κατοικιών στον Κουρεμένο μάλλον αποτελεί προϊόν
εργασίας του Dawkins, καθώς αισθητικά μοιάζει με την κάτοψη του Ρουσσόλακκου, η οποία είναι ιδιαίτερα σχηματική,
αλλά για πρώτη φορά εντός καννάβου. Παρατίθεται ως αναδιπλούμενο σχέδιο στο τέλος της έκθεσης. Η κάτοψη του
Πετσοφά είναι ανασκαφικό σκαρίφημα, αλλά αποτυπώνει τους τοίχους λίθο λίθο. Είναι αναλυτικότατη, συνοδεύεται
από στρωματογραφική τομή με τα στρώματα χώματος, ενώ υπάρχει και υπομνηματισμός με κείμενο. Η κάτοψη και η
συνοδευτική της τομή έχουν τοποθετηθεί σε ένα ενιαίο μεγάλο φύλλο στο τέλος της ανασκαφικής έκθεσης. Πιθανότατα
εκπονήθηκαν από τον ίδιο τον Myres. Το κείμενο αποτελείται και πάλι από περιγραφές ευρημάτων, αρχιτεκτονικών
και κινητών, με σχόλια για τη χρήση των χώρων. Εξαιρείται η δημοσίευση του Κουρεμένου, όπου η αναφορά στα κα-
τασκευαστικά στοιχεία είναι σαφώς λεπτομερέστερη, πιθανώς επειδή τη δημοσίευση την υπογράφουν οι Dawkins και
Tod. Υπογραμμίζεται επιπλέον η έμφαση της ανασκαφικής έκθεσης στη στρωματογραφία, αν και τα σχέδια στρωματο-
γραφικών τομών του Πετσοφά και του Ρουσσόλακκου δείχνουν ότι οι επιχώσεις αφαιρέθηκαν σε οριζόντιες αυθαίρετες
στρώσεις κατά τη μέθοδο της εποχής και όχι σε στρώματα.

8.2.3. Ανασκαφές Παλαικάστρου ΙΙΙ

Κατά την τρίτη περίοδο ανασκάφηκαν ο Ρουσσόλακκος και τα ταφικά περιφράγματα των Ελληνικών (Dawkins &
Currelly, 1904). Η ανασκαφική έκθεση βασίζεται κατά πολύ σε μια αναδιπλούμενη κάτοψη στο τέλος του κειμένου,
η οποία απεικονίζει τα οικοδομικά συγκροτήματα της θέσης και επομένως έχει καθαρά πολεοδομικό χαρακτήρα. Η
κάτοψη υπογράφεται από τον Comyn. Ένα σχέδιο που συνδυάζει τοπογραφικό διάγραμμα και γενική κάτοψη δείχνει
τη θέση ομάδας λαρνάκων στην παραλία του Ρουσσόλακκου. Το κείμενο ακολουθεί τις προηγούμενες ανασκαφικές
εκθέσεις.

8.2.4. Ανασκαφές Παλαικάστρου ΙV

Κατά την τέταρτη περίοδο συνεχίστηκε η ανασκαφή του Ρουσσόλακκου και ανασκάφηκαν ο Μαγκασάς (νεολιθική
βραχοσκεπή και κατοικία) και το ΜΜ και ΥΜ ΙΙΙ νεκροταφείο στο Σαραντάρι (Dawkins, Hawes & Bosanquet, 1905).
Τα σχέδια εκπόνησε ο Seyk. Αυτά περιλαμβάνουν: α) εντός κειμένου κατόψεις των ΠΜ και ΜΜ ταφικών κτηρίων στα
Ελληνικά (Καστρί), στο Πάτημα και στο Σαραντάρι, με συμπαγή απόδοση τοίχων και χωρίς άλλα στοιχεία, β) δύο,
επίσης εντός κειμένου, κατόψεις ΥΜ ΙΙ κατοικιών του Ρουσσόλακκου, όπου οι τοίχοι αποδίδονται με περίγραμμα,
ενώ σημειώνονται σχηματικά πλακόστρωτα και κλίμακες, γ) λεπτομερή κάτοψη εντός κειμένου της βραχοσκεπής του
Μαγκασά, η οποία αποδίδει τους τοίχους και λίθο λίθο και με περίγραμμα και συνοδεύεται από ανασκαφικό υπομνη-
ματισμό και στρωματογραφική τομή, δ) εντός κειμένου σχηματική κάτοψη της κατοικίας στην ίδια θέση, ε) αναδιπλού-
μενο σχέδιο στο τέλος του κειμένου με κάτοψη ολόκληρου του συγκροτήματος Χ στον Ρουσσόλακκο, όπου οι τοίχοι
αποδίδονται με περίγραμμα, οι επιμέρους χρονολογικές φάσεις με διαγράμμιση και τα πλακόστρωτα και οι κλίμακες
σχηματικά, στ) δύο σχηματικές αρχιτεκτονικές τομές για το ίδιο συγκρότημα, πάλι με διάκριση φάσεων, επίσης στο
τέλος του κειμένου, ζ) δύο παρόμοιες κατόψεις και αντίστοιχες τομές για το συγκρότημα Π, επίσης στο τέλος της έκθε-
σης. Με εξαίρεση τη διάκριση φάσεων και πλακόστρωτων η τακτική των σχεδίων του Παλαικάστρου παρέμεινε ίδια με
αυτή στις προηγούμενες εκθέσεις, και το ίδιο συνέβη και με το χαρακτήρα του κειμένου. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά
ανάμεσα στα αυστηρά αρχιτεκτονικά σχέδια του Seyk για τον Ρουσσόλακκο και τα μάλλον ανασκαφικά σκαριφήματα
του Μαγκασά.

8.2.5. Ανασκαφές Παλαικάστρου V

Το 1906 έγιναν λίγες συμπληρωματικές εργασίες στο Παλαίκαστρο (Dawkins, 1906). Εντοπίστηκε μια ταφική βραχο-
σκεπή στην Πλάκα με ΥΜ ΙΙ‑ΙΙΙ υλικό. Παρατίθεται μια τομή εντός κειμένου, μάλλον ανασκαφική, ούτε στρωματογρα-
φική ούτε αυστηρά αρχιτεκτονική. Το κείμενο συνεχίζει τη συνήθη τακτική περιγραφής ευρημάτων.
238
8.2.6. Συνολική αποτίμηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις εκθέσεις του Παλαικάστρου

Παρά τον επιμερισμό στις ετήσιες εκθέσεις και τις αλλαγές στο προσωπικό υπάρχουν κοινά σημεία στην τακτική εκπό-
νησης αρχιτεκτονικών σχεδίων στο Παλαίκαστρο. Κυριαρχεί η κάτοψη, στην οποία οι τοίχοι αποδίδονται σχηματικά,
μόνο με περίγραμμα. Όπου είναι απολύτως απαραίτητο, παρατίθενται τομές, είτε αρχιτεκτονικές είτε στρωματογραφι-
κές. Τα σχέδια του Ρουσσόλακκου έγιναν από αρχιτέκτονες, οι οποίοι συνήθως επισκέπτονταν για σύντομο χρονικό δι-
άστημα τη θέση. Έτσι πολλά από τα δημοσιευμένα σχέδια εκπονήθηκαν αναγκαστικά από τους αρχαιολόγους, γι’ αυτό
και έχουν χαρακτήρα σκαριφήματος, ενώ φέρουν επιπλέον σχεδιαστικές λεπτομέρειες, αλλά και σημειώσεις. Πάντως
στα σχέδια και των αρχαιολόγων και των αρχιτεκτόνων κυριαρχεί ο εμπειρισμός, καθώς οι υποθετικές συμπληρώσεις
των αρχιτεκτονικών καταλοίπων είναι ελάχιστες και ερμηνευτικά πολύ συγκρατημένες. Το ίδιο συμβαίνει και με το
κείμενο, το οποίο παραθέτει αναφορές ευρημάτων, κινητών και ακινήτων. Εν μέρει αυτός ο εμπειρισμός μπορεί να
αποδοθεί και στον προκαταρκτικό χαρακτήρα των ανασκαφικών εκθέσεων. Ωστόσο αποτελεί και επιστημολογική προ-
τίμηση των ανασκαφέων, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά στις επιλογές της ανασκαφής της Φυλακωπής της Μήλου. Η
συνάφεια αυτή δείχνει την ύπαρξη μιας κοινής αγγλικής ανασκαφικής μεθοδολογίας.

8.3. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις προπολεμικές δημοσιεύσεις του Alan Wace

Ήδη αναφέρθηκε πολλές φορές ότι ο Alan Wace είχε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της προϊστορικής αρχαιο-
λογίας του Αιγαίου ως ιδιαίτερου πεδίου της αρχαιολογικής επιστήμης. Μετά τους Schliemann και Τσούντα και μαζί
με τον στενό του φίλο Carl Blegen διαμόρφωσε την έρευνα για τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Υπήρξε το αντίπαλο
δέος του Evans, όχι μόνο εξαιτίας του άρθρου του με τον Blegen, αλλά και επειδή η προσήλωσή του στην προσε-
κτική εξέταση του αρχαιολογικού υλικού και η ερμηνευτική του αυτοσυγκράτηση αποτέλεσαν το άκρο αντίθετο της
υπερβάλλουσας ερμηνευτικότητας του Evans. Επιπρόσθετα ο Wace ενσάρκωσε την τάση της αγγλικής αρχαιολογι-
κής σχολής για έρευνα πέρα από το κλασικιστικό ιδεώδες. Διεξήγαγε έρευνες στη Σπάρτη, δηλαδή στους αντίποδες
της αρχαίας Αθήνας, αλλά και στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Μάλιστα δημοσίευσε και βιβλίο για τους νομάδες
Βλάχους της βόρειας Πίνδου, μία ακόμη ένδειξη της αντικλασικής / μετακλασικής του τάσης, η οποία εκφράστηκε
μέσα από την αναζήτηση της πραγματικής και αυθεντικής Ελλάδας, χωρίς τον εξωραϊσμό της ρομαντικής αρχαιο-
γνωσίας.
Το βιβλίο αυτό δεν δείχνει μόνο το ενδιαφέρον του Wace για τη σύγχρονη Ελλάδα. Ανάλογα ενδιαφέροντα εί-
χαν αναπτύξει κι άλλοι αρχαιολόγοι της εποχής. Για παράδειγμα, ο Evans είχε παρακολουθήσει από κοντά τα γεγονότα
που οδήγησαν στην αυτονόμηση της Κρήτης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Brown, 2000). Ο Hogarth διετέλεσε
επικεφαλής του Αραβικού Γραφείου της Βρετανίας στο Κάιρο (Cadogan, 2000). Τέλος ο Blegen είχε αναπτύξει ευρύ-
τατη κοινωνική δράση στην Αθήνα και παρακολουθούσε την πνευματική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι λογοτέχνες
και οι καλλιτέχνες της γενιάς του 1930 (Florou, 2015). Ο Wace ωστόσο συνέδεσε τα ανθρωπολογικά και κοινωνιολογι-
κά του ενδιαφέροντα με την έρευνά του. Μάλιστα οι γνώσεις που απέκτησε για τις τεχνικές ταπητουργίας και υφαντικής
τού χρησίμευσαν και επαγγελματικά. Όταν η διαφωνία του με τον Evans οδήγησε στην απότομη διακοπή της θητείας
του ως διευθυντή της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, ανέλαβε υποδιευθυντής της συλλογής υφασμάτων του μου-
σείου Victoria & Albert στο Λονδίνο. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η επιστημονική προσωπικότητα του Wace διέθετε σφαι-
ρικότητα. Ο ισχυρός εμπειρισμός του θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόσταγμα αυτής της σφαιρικότητας και όχι ως
στείρα ενασχόληση με το αρχαιολογικό υλικό καθαυτό.
Οι παραπάνω σημειώσεις για την προσωπικότητα του Wace αυξάνουν το ενδιαφέρον για τη σημασία των
αρχιτεκτονικών σχεδίων στο έργο του. Πώς αντιμετώπισε την αρχαιογνωστική συνήθεια ανάθεσης των σχεδίων και
της μελέτης της προϊστορικής αρχιτεκτονικής σε αρχιτέκτονες; Πόσο εμπειριστικά και πόσο ερμηνευτικά είναι τα
σχέδια των δημοσιεύσεών του; Υπάρχει οργανική συνάφεια ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των σχεδίων και στο επι-
στημολογικό του πλαίσιο ή άφησε την προτίμησή του για την κεραμική τυπολογία να κυριαρχήσει στις δημοσιεύσεις
του; Ο εμπειρισμός του είχε αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό των γερμανικών δημοσιεύσεων, δηλαδή μελέτησε τα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με στόχο την ανασύνθεση είτε της προϊστορικής οικοδομικής τέχνης είτε της πολιτισμικής
εξέλιξης μέσω τεχνοϊστορικών παραλλήλων; Πώς τοποθετήθηκε απέναντι στο διττό παράδειγμα του Dörpfeld για
την αρχιτεκτονική, το εμπειριστικό και μετρολογικό από τη μια και ομηριστικό από την άλλη; Τα ερωτήματα αυτά
εξετάζονται σε σχέση με τις δύο προϊστορικές έρευνες του Wace πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που κατέληξαν
την έκδοση μονογραφιών: το βιβλίο του με τον Maurice Thompson για τη νεολιθική Θεσσαλία και εκείνο για την
ανασκαφή των Μυκηνών.

239
Video 7.26 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση για την προϊστορική Θεσσαλία (Wace & Thompson, 1912), όπου
αναφέρονται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

8.3.1. Η έρευνα για την προϊστορική Θεσσαλία

Το βιβλίο για την προϊστορική Θεσσαλία (Wace & Thompson, 1912) δεν είναι η τυπική τελική δημοσίευση ανασκαφής.
Παρουσιάζει τα αποτελέσματα μιας σειράς μικρών ανασκαφικών ερευνών, κυρίως σε νεολιθικές θέσεις, με τρόπο σχε-
τικά συνθετικό. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του βιβλίου είναι ελάχιστα (Video 7.26). Συγκεκριμένα, τα σχέδια περιλαμβά-
νουν κάτοψη δύο κατοικιών στο Ραχμάνι, κατόψεις των μεγαροειδών κτισμάτων στο Διμήνι και το Σέσκλο, καθώς και
γενικές κατόψεις των ίδιων θέσεων. Επίσης υπάρχουν δύο κατόψεις από το Τσαγγλί. Η πρώτη απεικονίζει μια κατοικία
και η δεύτερη παρουσιάζει τις διαφορετικές φάσεις τριών κατοικιών. Η δεύτερη αυτή κάτοψη συνοδεύεται από δύο
αρχιτεκτονικές τομές. Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμη κάτοψη κατοικίας στη θέση Ρίνη, τοπογραφικό σχέδιο και τομή
της μαγούλας στα Ζερέλια και τέλος κάτοψη και στρωματογραφική τομή κατοικίας στο Λιανοκλάδι. Όλα τα σχέδια
είναι εξαιρετικά σχηματικά και λιτά. Έχουν αποτυπωθεί μόνο οι τοίχοι, και μάλιστα μόνο με τα περιγράμματά τους.
Εξαιρείται αφενός η κάτοψη της κατοικίας Τ στο Τσαγγλί, όπου αποτυπώνονται τα υπολείμματα σειράς πασσάλων και
μια πλατφόρμα, και αφετέρου τα σχέδια του Διμηνίου και του Σέσκλου, τα οποία όμως. αποτελούν αναδημοσιεύσεις
των σχεδίων του Τσούντα. Εξίσου λιτό είναι και το τοπογραφικό σχέδιο των Ζερελίων. Άλλωστε επιγράφεται «σκαρί-
φημα» (Sketch Plan). Όλες οι τομές είναι ιδιαίτερα σχηματικές. Εξαιρείται η τομή από το Λιανοκλάδι, όπου οι τοίχοι
και τα κινητά ευρήματα αποδίδονται ιδιαίτερα παραστατικά και σε ευθεία αντίθεση με τη λιτή απόδοση των στρωμάτων
χώματος. Τα σχέδια μάλλον εκπόνησαν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι, πιθανότατα κι ο ίδιος ο Wace, ο οποίος είχε διδαχθεί
τοπογραφία και αποτύπωση από τον Dawkins (French, 2006, σ. 261). Άλλωστε στο βιβλίο σημειώνεται παραπάνω από
μία φορά ότι η επιστημονική ομάδα, στην οποία δεν αναφέρεται αρχιτέκτονας, διέθετε και χωροβάτη, ώστε να είναι
ακριβείς οι μετρήσεις στο πεδίο.

240
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του βιβλίου των Wace και Thompson κρίνονται καθαρά ανασκαφικά. Η λιτότητα που
τα διακρίνει δεν φαίνεται να υπηρετεί την ανάδειξη κάποιας συγκεκριμένης πλευράς της αρχιτεκτονικής, λόγου χάρη
την κατάρτιση τυπολογίας κατοικιών. Άλλωστε τα αρχιτεκτονικά ευρήματα των ανασκαφών που διενήργησαν οι δύο
αρχαιολόγοι ήσαν λίγα για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν καταγράφηκαν κατασκευές από πλίθρες ή αχυροπηλό. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρεται στην περίπτωση των Ζερελίων:

In the sides of the shafts (εν. οι στρωματογραφικές ανασκαφικές τομές) successive layers of reddish
earth appeared. These, which are without doubt the remains of huts of wattle and daub destroyed
by fire, divide the mound into eight strata. They were not obvious at first during excavation, but the
system of levels enabled us afterwards to correlate the settlements with the pottery and other objects.
(Wace & Thompson, 1912, σ. 150‑151)

Το απόσπασμα αυτό δείχνει ότι το αρχαιολογικό υλικό καθεαυτό δεν προσφερόταν για καταγραφή, ιδίως επειδή
η ανασκαφή διεξαγόταν με τις μεθόδους των αρχών του 20ού αιώνα. Επιπρόσθετα φαίνεται ότι οι Wace και Thompson
ανέμεναν λιθόχτιστες κατασκευές, έχοντας μάλιστα υπόψη τους τα ευρήματα του Τσούντα στο Διμήνι και στο Σέσκλο.
Οι πλινθόκτιστες κατασκευές που εντόπισαν ήταν μάλλον έκπληξη, η οποία αντιμετωπίστηκε με σχετική μεθοδολογική
ανελαστικότητα. Αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί είτε στο νεαρό της ηλικίας των δύο αρχαιολόγων, είτε στην έλλειψης
εξοικείωσης με τη νεολιθική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, είτε στη γενικότερη έλλειψη έρευνας γύρω από την τελευ-
ταία, είτε τέλος σε κάποια έλλειψη ενδιαφέροντος για τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Η τελευταία υπόθεση βρίσκει έρεισμα και στη δομή του Prehistoric Thessaly, καθώς αυτή προτάσσει το κε-
φάλαιο για την κεραμική τυπολογία. Η κεραμική προτάσσεται και στα επόμενα κεφάλαια, τα οποία παρουσιάζουν τις
επιμέρους θέσεις που διερεύνησαν οι Wace και Thompson, ενώ η περιγραφή των αρχιτεκτονικών ευρημάτων που έπεται
είναι από σύντομη έως απλή αναφορά στα κατάλοιπα και συνοδεύεται από λίγα στρωματογραφικά και χρονολογικά
σχόλια. Ακολουθεί το κεφάλαιο της συνολικής παρουσίασης και ανάλυσης της αρχιτεκτονικής, το οποίο απλώς αναφέ-
ρει τα υλικά, τις τεχνικές δόμησης, τη διάρθρωση και τη χρήση των χώρων. Το κεφάλαιο των συμπερασμάτων επικε-
ντρώνεται στην ιστορικοπολιτισμική ακολουθία στην προϊστορική Θεσσαλία. Επομένως και το κείμενο επιβεβαιώνει
τη σχετική έλλειψη εστίασης στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και στα σχέδιά τους.

8.3.2. Η δημοσίευση των Μυκηνών

Παρά την εμβληματικότητα των Μυκηνών στην προϊστορική έρευνα η γνώση για τη θέση αυτή παρέμενε εξαιρετικά
ανισοβαρής στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς απαρτιζόταν από τις συσσωρευμένες, αλλά αμφιβόλου ποιότητας
πληροφορίες από την εποχή των περιηγητών, τις μεθοδολογικά αδρές έρευνες του Schliemann, καθώς και τις εκτετα-
μένες έρευνες του Τσούντα σε ολόκληρη την ακρόπολη, αλλά και τα νεκροταφεία της ευρύτερης περιοχής. Το 1920,
όταν ο Wace εξασφάλισε την άδεια ανασκαφής και ξεκίνησε εργασίες στη θέση, αναπόφευκτα έθεσε ως στόχο την
αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης και την κατά το δυνατόν ενοποίηση της αρχαιολογικής γνώσης για τις Μυκή-
νες μέσα από τη επίλυση μιας σειράς προβλημάτων σχετικά με τον Ταφικό Κύκλο Α, το Θησαυρό του Ατρέα και τα
υπόλοιπα μνημεία. Τα αποτελέσματα των εργασιών των ετών 1920‑1923 δημοσιεύθηκαν αρχικά σε ένα άρθρο και
κατόπιν σε ειδικά αφιερωμένο τόμο του Annual of the British School at Athens (Wace, 1923). 
Στον τόμο αυτό υπάρχουν 98 εικόνες εντός κειμένου, από τις οποίες οι 14 (14,29%) περιέχουν συνολικά 24
επιμέρους αρχιτεκτονικά σχέδια. Από τους 62 πίνακες στο τέλος του βιβλίου (25,81%) οι 16 περιέχουν συνολικά 39
σχέδια. Δεν διακρίνεται κάποια λογική στο διαχωρισμό εικόνων και πινάκων, με εξαίρεση τρεις κατόψεις που δεν βι-
βλιοδετήθηκαν λόγω του μεγάλου μεγέθους τους και επειδή αφορούν πολλά σημεία του κειμένου. Από το σύνολο των
63 σχεδίων τα 18 (28,57%) είναι κατόψεις, ωστόσο σε αυτές περιλαμβάνονται 10 κατόψεις θολωτών τάφων. Ο βαθμός
λεπτομέρειας στα σχέδια αυτά ποικίλλει.
Η κάτοψη του ανακτόρου (Video 7.27), την οποία έχει εκπονήσει ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Holland, αποτυ-
πώνει τους τοίχους λίθο λίθο. Το σχέδιο είναι εξαιρετικά παραστατικό, σχεδόν ζωγραφικής ποιότητας. Επιμέρους δια-
γραμμίσεις συμβολίζουν διαφορετικά υλικά δόμησης. Στο σχέδιο σημειώνονται και οι σταθερές κατασκευές. Έντονη
είναι η αίσθηση της τρίτης διάστασης, η οποία υποβάλλεται με διαγράμμιση κατά μήκος της όψης των τοίχων και με την
απόδοση μέρους του τοπογραφικού αναγλύφου. Στην κάτοψη της περιοχής της Πύλης των Λεόντων και του Ταφικού
Κύκλου Α, την οποία έχει εκπονήσει άλλος αρχιτέκτονας, ο de Jong, εφαρμόζεται μια μεικτή τεχνική απόδοσης.

241
Video 7.27 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση των Μυκηνών (Wace, 1923), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

Ειδικότερα, οι τοίχοι των κτηρίων (Σιτοβολώνας, Νότια Οικία, Οικία Αναβάθρας) αποτυπώνονται μόνο με
περίγραμμα, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία (τείχος, Πύλη, περίβολος Ταφικού Κύκλου) αποτυπώνονται λίθο λίθο. Σημειώ-
νονται και πάλι οι σταθερές κατασκευές και η θέση των πίθων που βρέθηκαν κατά χώρα, ενώ η πορεία των τοίχων απο-
καθίσταται με διακεκομμένες γραμμές. Στο ίδιο σχέδιο παρατίθενται και αποκατεστημένες εκδοχές της Σιταποθήκης
(ισόγειο και πρώτος όροφος) και της Οικίας της Αναβάθρας. Εδώ είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς μια επιστημολογική
επιλογή σύμφωνα με την οποία οι απλοί και περίπου ευθύγραμμοι τοίχοι δεν χρήζουν λεπτομερούς αποτύπωσης. Αντί-
θετα οι περίβολοι και τα τείχη όφειλαν να αποτυπωθούν λεπτομερέστερα, ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι θα χρειαστούν πιο
λεπτομερή μελέτη.
Οι τοίχοι αποτυπώνονται με περίγραμμα επίσης στην κάτοψη του Μεγάλου Κλιμακοστασίου, στην κάτοψη των
ελληνιστικών κτηρίων και σε όλες τις κατόψεις θολωτών τάφων. Οι πιθανές αιτίες αυτής της αποτύπωσης διαφέρουν
από σχέδιο σε σχέδιο. Το σχέδιο του Κλιμακοστασίου θυμίζει τα σχέδια του The Palace of Minos του Evans, τα οποία
στόχευαν στην αναστήλωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Κνωσού. Ενδεχομένως το παρόν σχέδιο του de Jong
είχε παρόμοιο στόχο, δηλαδή τη σχεδιαστική αποκατάσταση του κτίσματος των Μυκηνών. Τα ελληνιστικά κτήρια είναι
υστερότερα, και ίσως δεν θεωρήθηκε απαραίτητη η λεπτομέρεια της αποτύπωσης λίθο λίθο. Οι θολωτοί τάφοι πάλι
είναι εν μέρει λαξευμένοι στο έδαφος, οπότε δεν είχε νόημα η λεπτομερέστερη αποτύπωσή τους. Αντίθετα οι κατόψεις
του Προφήτη Ηλία και του Βόρειου Κυκλώπειου Ανδήρου αποτυπώνουν τους τοίχους λίθο λίθο. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η δημοσίευση περιέχει 38 (61,29%) σχέδια τομής. Είναι μία από τις
ελάχιστες περιπτώσεις δημοσιεύσεων όπου οι τομές υπερτερούν σε αριθμό των άλλων σχεδίων, αλλά θα πρέπει να λη-
φθεί υπόψη ότι οι 24 από αυτές αφορούν θολωτούς τάφους. Χωρίς αυτές ο αριθμός των τομών μειώνεται σημαντικά (14
σχέδια ή 22,58%). Ένα από αυτά τα σχέδια τομής είναι μάλλον σχηματικό στρωματογραφικό διάγραμμα. Απεικονίζει
την αλληλουχία των επιχώσεων μεταξύ της δυτικής πτέρυγας της Πύλης των Λεόντων και του ανατολικού τοίχου της
242
Σιταποθήκης. Οι τοίχοι απεικονίζονται με λεπτομέρεια. Αντίθετα τα στρώματα, όπως και τυπικά ευρήματα του καθενός
από τα τελευταία, αποδίδονται με σχηματικό τρόπο. Δύο άλλες στρωματογραφικές τομές αφορούν τις ανασκαφικές
εργασίες στο δάπεδο του Θησαυρού του Ατρέα. Επίσης υπάρχουν πέντε τομές που συνδυάζουν την αρχιτεκτονική με
στοιχεία στρωματογραφίας. Τέσσερις αφορούν τον Ταφικό Κύκλο Α, όπου οι ανασκαφικές εργασίες του Wace προχώ-
ρησαν κάτω από το επίπεδο της παλαιάς ανασκαφής του Schliemann. Επομένως τα σχέδια είναι αρχιτεκτονικά στο άνω
μέρος τους, όπου δεν έγιναν εργασίες, και στρωματογραφικά από το επίπεδο της ανασκαφής και κάτω.
Καθαρά αρχιτεκτονικές τομές είναι αυτές του Μεγάλου Κλιμακοστασίου και του Βόρειου Κυκλώπειου Ανδή-
ρου. Η πρώτη αποδίδει τους τοίχους μόνο με περίγραμμα, διότι είναι σχέδιο αποκατάστασης και όχι αποτύπωση. Το
αντίθετο συμβαίνει με τη δεύτερη τομή, η οποία δεν απεικονίζει τίποτε άλλο πέρα από τους τοίχους λίθο λίθο και τα
όρια της ανασκαφής. Μια τρίτη και ιδιαίτερη τομή είναι αυτή του ανακτόρου. Από το επίπεδο του δαπέδου και πάνω εί-
ναι αρχιτεκτονική, αλλά από το επίπεδο του δαπέδου και κάτω, όπου έγιναν ανασκαφικές εργασίες, είναι στρωματογρα-
φική. Επιπλέον προσφέρει υποθετική αποκατάσταση των τοίχων του ανακτόρου με διακεκομμένη γραμμή. Μια άλλη
ομάδα τομών αφορά κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Σε μια τομή της εστίας του μεγάρου αποκαθίστανται τα στρώματα
κονιάματος που δεν σώζονται. Η τομή στο κατώφλι του Θησαυρού του Ατρέα αποτυπώνει μόνο τους σωζόμενους λί-
θους. Στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, όχι όμως στις τομές, συνυπολογίζεται η αξονομετρική απόδοση δύο λίθων
από το ίδιο ταφικό μνημείο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια περιλαμβάνουν ακόμη δύο όψεις τοίχων, μία της Νότιας Οικίας
και μία της Αναβάθρας. Και οι δύο αποτυπώνουν τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με μεγάλη λεπτομέρεια και
χρησιμοποιούν διαφορετικές διαγραμμίσεις για να δηλώσουν αντίστοιχα υλικά δόμησης. Το χαρακτηριστικό αυτό καθι-
στά τα δύο σχέδια αρκετά παραστατικά. Μάλιστα στο σχέδιο όψης της Αναβάθρας γίνεται απόπειρα υποθετικής αποκα-
τάστασης των ξύλινων ενισχύσεων των τοίχων. Τέλος η δημοσίευση του Wace περιέχει και πέντε ελεύθερα σχέδια. Τρία
από αυτά απεικονίζουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα όπως αυτά βρέθηκαν. Ένα σχέδιο αφορά τμήμα των ελληνιστικών
οικιών και δύο σχέδια αφορούν την εστία του μεγάρου. Τα άλλα δύο ελεύθερα σχέδια είναι αναπαραστάσεις, συγκε-
κριμένα μια προοπτική άποψη της βορειοδυτικής γωνίας του ανακτόρου και η άνωθεν προοπτική άποψη του Ταφικού
Κύκλου Α. 
Συνολικά τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης των Μυκηνών κρίνονται πολυάριθμα και ποικίλα ως
προς τη μορφή και επομένως δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η έμφαση είναι
σχεδόν μοιρασμένη ανάμεσα στις κύριες περιοχές έρευνας του Wace: στην περιοχή της Πύλης των Λεόντων και του
Ταφικού Κύκλου Α, στο ανάκτορο και στους θολωτούς τάφους. Λιγότερη έμφαση δίνεται, όπως είναι φυσικό, στην
ανασκαφή του Προφήτη Ηλία. Τον κυριότερο ρόλο παίζουν οι μεγάλου σχήματος κατόψεις, οι οποίες καθοδηγούν
τον μελετητή της δημοσίευσης στα επιμέρους μνημεία. Σε αυτές δίνεται έμφαση στην αποτύπωση των τοίχων, αλλά
ο βαθμός λεπτομέρειας ποικίλλει ανάλογα με το τι κρίθηκε απαραίτητο να αποτυπωθεί και το ποιος ήταν ο σχεδι-
αστής. Διαπιστώνεται επίσης μια έμφαση της δημοσίευσης σε στρωματογραφικές και αρχιτεκτονικές τομές. Όψεις
σχεδιάστηκαν όπου κρίθηκε απαραίτητη η οπτικοποίηση κάποιας αρχιτεκτονικής πληροφορίας, όπως, για παράδειγ-
μα, οι ξύλινες ενισχύσεις τοίχων ή ακόμη και η αναπαράσταση του ανακτόρου. Μολονότι στο σύνολο της δημοσίευ-
σης υπερισχύει η εμπειριστική διάθεση αποτύπωσης των σωζόμενων καταλοίπων, η ερμηνεία και η αποκατάσταση
δεν απουσιάζουν. Η χρήση αναπαραστάσεων είναι φειδωλή, αλλά δεν αποφεύγεται. Πάντως είναι ενδιαφέρον να
σημειωθεί ότι το ανάκτορο αποκαθίσταται μεν σε επιμέρους σχέδια, αλλά δεν υπάρχει συνολική αναπαράσταση,
ανάλογη δηλαδή αυτής που σχεδίασε ο de Jong για τον Ταφικό Κύκλο Α με γωνία θέασης από αέρος. Εδώ επομένως
διακρίνεται η αυτοσυγκράτηση αφενός του Holland, ο οποίος υπήρξε ο υπεύθυνος αρχιτέκτονας της αποτύπωσης
και της αρχιτεκτονικής μελέτης του μεγάρου, και αφετέρου του ίδιου του Wace, ο οποίος ανέθεσε στον de Jong, τον
άλλο αρχιτέκτονα της ανασκαφής, να εκπονήσει αναπαραστάσεις επιμέρους τμημάτων του ανακτόρου και όχι μια
συνολική.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια είναι στενά συνδεδεμένα με το κείμενο της δημοσίευσης, το οποίο παρουσιάζει
την αρχιτεκτονική ανά χώρο, είτε ανοικτό είτε κλειστό (π.χ. εσωτερικό της Πύλης των Λεόντων, Σιταποθήκη,
Αναβάθρα, πρόπυλο ανακτόρου κ.ο.κ.). Περιγράφονται με εξονυχιστική λεπτομέρεια τα ίδια τα κατάλοιπα και
γίνονται συνεχώς παρατηρήσεις για τα υλικά και τις τεχνικές δόμησης, ενώ, όπου το υλικό δίνει τη δυνατότητα,
ο Wace προχωρά και σε υποθέσεις για την ανωδομή, τη στέγαση ή τα ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα). Επίσης
συνεχής είναι και η αναφορά στη στρωματογραφία και τα αντίστοιχα, ανά στρώμα, κεραμικά ευρήματα, τα οποία
τεκμηριώνουν τη σχετική χρονολόγηση κάθε χώρου. Το αυστηρό ανασκαφικό και εμπειριστικό πλαίσιο παρουσία-
σης της αρχιτεκτονικής χαλαρώνει στο τμήμα του κειμένου που αναφέρεται στο ανάκτορο. Εκεί ο Wace προσφέρει
μια συνολική και σχετικά συνθετική εικόνα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Διατυπώνει επίσης πολλές υποθέσεις
αποκατάστασης της μορφής του κτηρίου και τις συνδέει με όσα είναι γνωστά από τα ομηρικά έπη, ιδίως όσον αφορά
τα ανάκτορα του Οδυσσέα και του Αλκίνοου. Διακρίνει επιμέρους αρχιτεκτονικές επιρροές από τη μινωική Κρήτη,
θεωρώντας ωστόσο ότι ενσωματώθηκαν σε μια προϋπάρχουσα ελλαδική αρχιτεκτονική παράδοση. Ο Wace πάντως
παραμένει προσεκτικός και δηλώνει ότι καμία από τις υποθέσεις που διατύπωσε δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρ-
κώς, λόγω έλλειψης στοιχείων.
243
Ακολουθεί μια εναλλακτική μελέτη αποκατάστασης του ανακτόρου από τον Holland, ο οποίος ακολουθεί σε
γενικές γραμμές τον Wace, αν και όχι πάντοτε. Για παράδειγμα, δεν αποδέχεται την ύπαρξη μινωικού τύπου στεγασμέ-
νου φεγγίτη πάνω από την εστία του μεγάρου. Αντίθετα προκρίνει τη λύση ανοικτού οπαίου. Τα περισσότερα επιχειρή-
ματα του Holland έχουν τεχνική βάση. Για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι τοίχοι του μεγάρου είχαν συνολικό ύψος 4,50
μ., διότι οι βάσεις των κιόνων είναι ευρείες, και επομένως οι κίονες θα ήσαν παχείς και άρα ψηλοί. Σε άλλες περιπτώ-
σεις όμως διατυπώνει λιγότερο τεκμηριωμένες υποθέσεις, περισσότερο ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Λόγου
χάρη, υποστηρίζει ότι το ανάκτορο είχε περισσότερες από τις δύο φάσεις που διέκρινε ο Wace επειδή καθένας από τους
Μυκηναίους άνακτες θα ήθελε να αφήσει το στίγμα του στην αρχιτεκτονική του ανακτόρου. Είναι πολύ ενδιαφέρον
ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Holland είναι πολύ συγκρατημένα και οπτικοποιούν μικρό μόνο μέρος των υποθέσεων
αποκατάστασης που διατυπώνει, άρα παρατηρείται μια αντίθεση ανάμεσα στο ερμηνευτικό κείμενο του Holland και τα
εμπειριστικά και περιγραφικά, ως επί το πλείστον, σχέδιά του. 
Η εμπειριστική προσήλωση στο υλικό χαρακτηρίζει συνολικά τη δημοσίευση των Μυκηνών και φαίνεται ότι
επηρέασε ακόμη και τον de Jong, από τα σχέδια του οποίου ελάχιστα θυμίζουν τη δουλειά του για την Κνωσό. Ωστόσο
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο de Jong άρχισε να δουλεύει για την Κνωσό το 1923, μόλις κατά το τελευταίο έτος της
ανασκαφής στις Μυκήνες. Επομένως το επιστημονικό του προφίλ ήταν πιθανώς υπό διαμόρφωση κατά την περίοδο
των Μυκηνών. Συμπερασματικά, παρά τις λίγες εξαιρέσεις που παρατηρήθηκαν στο μέγαρο, η δημοσίευση μοιάζει
περισσότερο με προκαταρκτική έκθεση και λιγότερο με μια συνθετική τελική δημοσίευση. Εδώ ίσως έπαιξε ρόλο και
η πίεση υπό την οποία πραγματοποιήθηκε η δημοσίευση, καθώς ο Wace δεν μπόρεσε να επισκεφτεί ξανά τις Μυκήνες
μετά την απότομη λήξη της θητείας του ως διευθυντή της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Σημαντικό ρόλο έπαιξε
όμως η εμπειριστική αυστηρότητα που υιοθέτησε ο Wace. Τέλος το κείμενο κυριαρχεί έναντι της εικόνας, ακόμη και αν
τα αρχιτεκτονικά σχέδια αποτελούν απαραίτητα βοηθήματα για την κατανόηση των πληροφοριών που δίνει το κείμενο.

8.3.3. Ο ανασκαφικός εμπειρισμός του Wace και τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την προϊστορική Θεσσα-
λία και τις Μυκήνες

Η σύγκριση των δυο προπολεμικών δημοσιεύσεων του Wace αναδεικνύει κατ’ αρχάς τις μεγάλες διαφορές τους. To
Prehistoric Thessaly αναφέρεται σε σειρά μικρών ανασκαφών, ενώ η δημοσίευση για τις Μυκήνες σε μία θέση. Το ένα
είναι πιο πρώιμο έργο και γράφτηκε σε συνεργασία με τον Thompson, ενώ η δεύτερη ανήκει σε πιο ώριμη φάση του
Wace και έγινε υπό την αποκλειστική του ευθύνη. Στο βιβλίο για την προϊστορική Θεσσαλία τα αρχιτεκτονικά σχέδια
έγιναν εκ των ενόντων, ενώ στις Μυκήνες υπήρχαν δύο αρχιτέκτονες. Η διαφορά εξηγείται και με βάση το αρχαιολογι-
κό υλικό της κάθε έρευνας, καθώς τα κατάλοιπα ενός ανακτόρου της εποχής του χαλκού και οι αναφορές των ομηρικών
κειμένων επέβαλλαν μια προσπάθεια αποκατάστασης της μορφής του, ενώ στην περίπτωση της νεολιθική περιόδου ο
Wace είχε τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στην κεραμική τυπολογία, στη σχετική χρονολόγηση και στην πολιτισμική
εξέλιξη.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση προκύπτουν και ομοιότητες ή τουλάχιστον αναλογίες μεταξύ των δύο έργων, οι
οποίες αντικατοπτρίζουν την ερευνητική προσωπικότητα του Wace. Και στις δύο περιπτώσεις η ανασκαφική έρευνα
διαρθρώθηκε ως σύνολο μέσα από μικρές επιμέρους εργασίες, ανά θέση στη Θεσσαλία και ανά περιοχή στις Μυκήνες.
Και στις δύο περιπτώσεις τα αρχιτεκτονικά σχέδια προβάλλουν τον εμπειρισμό του Wace και την ερμηνευτική του
συγκράτηση. Προς επίρρωση αυτής της διαπίστωσης το κείμενο και τα σχέδια αποκατάστασης του μεγάρου των Μυ-
κηνών πρέπει να αντιπαραβληθούν με τον πρώτο τόμο του The Palace of Minos ή με τη δημοσίευση για την Τίρυνθα
των Schliemann και Dörpfeld, διότι με αυτά τα έργα κυρίως συνομιλούν. Εκεί φαίνεται πόσο φειδωλός και κυρίως
προσεκτικός ήταν ο Wace σε θέματα ερμηνείας, μολονότι δεν απέφυγε ούτε τη συσχέτιση με το ομηρικό κείμενο, ούτε
την παράθεση υποθέσεων και αναπαραστάσεων, αρκεί να είχε τη δυνατότητα να τις υποστηρίξει μέχρι την τελευταία
λεπτομέρειά τους. Το άλλο κοινό χαρακτηριστικό των δημοσιεύσεων της Θεσσαλίας και των Μυκηνών είναι η κυριαρ-
χία μιας ανασκαφικής εντύπωσης.
Συμπερασματικά, επιβεβαιώνεται η ένταξη του Wace στο αντικλασικό / μετακλασικό ρεύμα της αγγλικής
αρχαιολογίας στην Ελλάδα και στην προσπάθεια συγκρότησης της αρχαιολογίας ως μεθοδολογικά αυτόνομης και
πλήρους επιστήμης που στοχεύει στην περιγραφή της πολιτισμικής εξέλιξης κατά το παρελθόν. Η προσέγγιση αυτή
υποβαθμίζει το ρόλο του αρχιτέκτονα και προτρέπει τον ίδιο τον αρχαιολόγο να αναλάβει την εκπόνηση των αρχι-
τεκτονικών σχεδίων, καθώς αυτά συνδέονται με την ανασκαφική διαδικασία, τη στρωματογραφία και άρα τη σχε-
τική χρονολόγηση. Η εξαίρεση που έκανε ο Wace για τις Μυκήνες και ειδικότερα για το μέγαρο, με το κείμενο του
Holland, τη σύγκριση με το ομηρικό κείμενο και τα σχέδια αποκατάστασης, επιβεβαιώνει τη γνώμη του Cadogan
(2009, σ. 2) ότι η επιστημολογική επανάσταση της αγγλικής αρχαιολογικής σχολής πραγματοποιήθηκε με τρόπο ήπιο
και ουσιαστικό.

244
Video 7.28 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση της Θερμής (Lamb, 1936), όπου αναφέρονται οι παραπομπές σε
επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

8.4. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη δημοσίευση της Θερμής Λέσβου

Το 1928 η Winifred Lamb επισκέφθηκε τη Λέσβο με στόχο τον εντοπισμό κάποιας αρχαιολογικής θέσης που θα προ-
σέφερε ενδείξεις για τις σχέσεις του Αιγαίου με τη Μικρά Ασία πριν από την ΥΕΧ. Τελικά εντόπισε τη Θερμή, ένα
λόφο 10 χλμ. βόρεια της Μυτιλήνης. Η θέση ανασκάφτηκε μεταξύ των ετών 1929 και 1932. Οι εργασίες αποκάλυψαν
έναν οικισμό με πέντε φάσεις, όλες της ΠΕΧ, καθώς και αποσπασματικά κατάλοιπα της ΜΕΧ και της ΥΕΧ. Μόλις
τέσσερα χρόνια μετά το πέρας της ανασκαφής κυκλοφόρησε και η τελική δημοσίευση (Lamb, 1936). Η τελευταία πε-
ριέχει ικανοποιητικό αριθμό αρχιτεκτονικών σχεδίων, τα οποία τεκμηριώνουν με λεπτομέρεια τα αντίστοιχα ευρήματα.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν 25 εικόνες εντός κειμένου και επτά σχέδια στο τέλος του βιβλίου (Video 7.28). Οι κατόψεις
αποτελούν, κατά τη συνήθεια της εποχής, τον συχνότερο τύπο σχεδίου.
Τα σχέδια στο τέλος του βιβλίου αποτελούνται από μια γενική κάτοψη της θέσης και πέντε κατόψεις των επι-
μέρους φάσεων της Θερμής. Αυτά τα σχέδια προσφέρουν μια συνολική εποπτεία των ανεσκαμμένων καταλοίπων. Η
γενική κάτοψη είναι και τοπογραφικό διάγραμμα. Αποτυπώνεται μόνο το περίγραμμα των τοίχων, αλλά λίθο λίθο και
όχι με ευθείες γραμμές. Δεν σημειώνονται σταθερές κατασκευές ή δάπεδα, παρά μόνο κάποια πηγάδια. Διαφορετικές
διαγραμμίσεις δηλώνουν τις χρονολογικές φάσεις. Τέλος σημειώνονται τα όρια της ανασκαφής. Με διαφορετικές δια-
γραμμίσεις αποδίδονται αφενός οι περιοχές όπου οι επιχώσεις αφαιρέθηκαν μέχρι τον φυσικό βράχο και αφετέρου τα
σημεία όπου οι εργασίες σταμάτησαν στα ανώτερα στρώματα. Άλλα πέντε σχέδια κατόψεων, στο τέλος του βιβλίου,
αποτυπώνουν αντίστοιχες οικοδομικές φάσεις της ΠΕΧ. Οι τοίχοι αποδίδονται λίθο λίθο χωρίς καμία αποκατάσταση
της πορείας τους και σημειώνονται τα δάπεδα, οι στροφείς των θυρών και οι σταθερές κατασκευές (εστίες, βόθροι,
λάκκοι, πλατφόρμες, πηγάδια). 

245
Εντός κειμένου υπάρχουν άλλες 12 κατόψεις. Οι 10 από αυτές επαναλαμβάνουν τμήματα των πέντε κατόψεων
του τέλους, απεικονίζοντας επιπλέον και τους πίθους που βρέθηκαν κατά χώρα. Οι υπόλοιπες δύο κατόψεις ακολουθούν
τη λογική της γενικής κάτοψης, έχουν δηλαδή ως στόχο την απόδοση των διαφορετικών φάσεων με διαγραμμίσεις.
Για το λόγο αυτό αποτυπώνονται μόνο τα περιγράμματα των τοίχων, ωστόσο πάλι πέτρα πέτρα, αλλά σημειώνονται
και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Οι δύο αυτές κατόψεις συνοδεύονται από σχηματικές τομές που δείχνουν τα
διαφορετικά υψομετρικά επίπεδα των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της κάθε φάσης. Τρία ίδιου τύπου σχέδια με τομές
παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. Κι εδώ σημειώνονται ο φυσικός βράχος, οι τοίχοι, τα δάπεδα, οι εστίες, αλλά και
συσσωρεύσεις πεσμένων λίθων. Με διαφορετική διαγράμμιση αποδίδονται οι τοίχοι των επιμέρους φάσεων της ΠΕΧ.
Οι τομές αυτές είναι εξαιρετικά σχηματικές και δίνουν την εντύπωση σκαριφήματος.
Μέσα στο κείμενο παρατίθενται άλλες πέντε τομές, οι οποίες είναι καθαρά στρωματογραφικές, δηλαδή δη-
λώνουν ‑έστω και υποτυπωδώς‑ τα στρώματα επίχωσης. Μια έκτη στρωματογραφική τομή παρατίθεται στο κεφάλαιο
της κεραμικής και τοποθετεί τους διαφορετικούς ρυθμούς των αγγείων σε σχέση με το στρώμα εύρεσής τους. Τέλος
υπάρχουν και τρεις αρχιτεκτονικές τομές που παρουσιάζουν λίθο λίθο κάποιους τοίχους. Άλλα σχέδια περιλαμβάνουν
έξι όψεις τοίχων για αποτύπωση του τρόπου οικοδόμησής τους, καθώς και τρεις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Συ-
γκεκριμένα, έχουν απεικονιστεί μια άνω όψη και τομή πλατφόρμας, μια άνω όψη άλλης πλατφόρμας και άνω όψεις και
τομές εστιών. Έχουν τοποθετηθεί όλες μαζί, με ενιαία αρίθμηση εικόνας. Τέλος υπάρχει ένας χάρτης της Λέσβου και
ένα τοπογραφικό σχέδιο με τα όρια μιας ανασκαφικής τομής.
Η γενική εντύπωση που δίνουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια της Θερμής είναι η έμφαση στην αποτύπωση των
αρχιτεκτονικών στοιχείων, η οποία έγινε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια απ’ ό,τι συνηθιζόταν τότε. Εντύπωση προκαλεί
η απόλυτη απουσία οιασδήποτε διάθεσης αποκατάστασης των σωζόμενων καταλοίπων. Τέλος διακρίνεται η έμφαση
στη χρονολογική αλληλουχία της θέσης και μάλιστα στο συνδυασμό στρωματογραφίας επιχώσεων, διαδοχής αρχι-
τεκτονικών φάσεων και εξέλιξης στην κεραμική τυπολογία. Επομένως τα σχέδια της Θερμής προδίδουν μια μάλλον
ανασκαφική προσέγγιση στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, με έντονη διάθεση τεκμηρίωσης των ευρημάτων και λεπτομε-
ρή έλεγχο της σχετικής χρονολόγησής τους. Παρόμοια συμπεράσματα εξάγονται και από το κείμενο της δημοσίευσης.
Η Lamb προτάσσει την επεξήγηση της μεθόδου ανασκαφής που ακολουθήθηκε. Κατόπιν δίνει γενικά στοιχεία για
την οικοδομική τέχνη, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τα ευρήματα της Θερμής. Συζητά τύπους τοίχων, δαπέδων,
θυρών, πιθανές τεχνικές στέγασης, σχήματα κατοικιών, τις εστίες και τις άλλες κατασκευές, τους χώρους αποθηκών,
τους λάκκους και τα πηγάδια. Ακολουθεί μια εκτενής περιγραφή των αρχιτεκτονικών καταλοίπων ανά φάση και ανά
περιοχή ανασκαφής. Μολονότι η περιγραφή παρουσιάζει πληρότητα, εντέλει κινείται μεταξύ στρωματογραφίας επι-
χώσεων και οικοδομικών παρατηρήσεων. Απουσιάζει εμφατικά η οποιαδήποτε αναφορά στη χρήση των χώρων ή έστω
κάποια νύξη για τα κινητά ευρήματα, δηλαδή τα τέχνεργα που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή. Στο κεφάλαιο των
συμπερασμάτων αναφέρονται πολύ σχηματικά κάποιες παρατηρήσεις για τον τρόπο ζωής, αλλά γρήγορα η συζήτηση
επικεντρώνεται αφενός στην πολεοδομική οργάνωση των φάσεων/πόλεων της Θερμής και αφετέρου στην πολιτισμική
της σχέση με τη Μικρά Ασία.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κυρίαρχο ρόλο στον τρόπο τεκμηρίωσης, μελέτης και δημοσίευσης της
αρχιτεκτονικής έπαιξαν το επιστημολογικό υπόβαθρο και η ερευνητική φυσιογνωμία της Winifred Lamb. Η σημασία
του προσώπου μάλιστα αφορά και τα ίδια τα σχέδια, δηλαδή το τεχνικό και διαδικαστικό κομμάτι της έρευνας, καθώς
τα περισσότερα τα εκπόνησε η ίδια. Αν και στον πρόλογο της δημοσίευσης ευχαριστεί αφενός τον Piet de Jong και
αφετέρου τον Youri Fomine, τον ρωσικής καταγωγής αρχιτέκτονα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τα
τελικά σχέδια μοιάζουν πολύ με αυτά των προκαταρκτικών εκθέσεων, τα οποία έχει εκπονήσει η ίδια. Επομένως η
συμβολή των δύο αρχιτεκτόνων μάλλον έγκειται στη διόρθωση και τη μετανασκαφική επιμέλεια των σχεδίων για την
τελική δημοσίευση. Μεγαλύτερο ρόλο στα αρχιτεκτονικά σχέδια έπαιξαν τα μέλη του αρχαιολογικού προσωπικού
της ανασκαφής J. Mitchel και T. B. Brown.
Επιπρόσθετα σημαντικό ρόλο έπαιξε εν μέρει και η ιδιαιτερότητα της αρχαιολογικής θέσης και της ανα-
σκαφής. Τα στρώματα αλλουβιακών αποθέσεων από την κοίτη ενός παρακείμενου ποταμού και η φυσική κλίση του
εδάφους στο λόφο της Θερμής σίγουρα ενίσχυσαν το δεδομένο ενδιαφέρον της ανασκαφέως για τη στρωματογραφία,
αλλά και το χρονολογικό συσχετισμό αρχιτεκτονικών καταλοίπων που εντοπίζονταν σε διαφορετικά απόλυτα ύψη,
ενώ μπορούσαν να ανήκουν στην ίδια αρχιτεκτονική φάση. Επίσης η ανασκαφή προχωρούσε τμηματικά, καθώς ο χώ-
ρος δεν ήταν απαλλοτριωμένος. Έτσι η Lamb και οι συνεργάτες της όφειλαν να εξαντλούν ανασκαφικά κάθε τομή που
άνοιγαν, συχνά να την επιχωματώνουν ξανά και να προχωρούν στην επόμενη. Ταυτόχρονα οι πολλές αρχιτεκτονικές
φάσεις επέβαλλαν τη διάλυση των υπερκείμενων τοίχων, για να αποκαλυφθούν οι κατώτεροι. Επομένως για πολλούς
λόγους ήταν αδύνατον είτε να επανεξεταστούν είτε να συνεξεταστούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των επιμέρους
ανασκαφικών τομών. Ενδεχομένως η αδυναμία αυτή λειτούργησε ως επιπλέον κίνητρο για έμφαση στη λεπτομερή
αποτύπωση και υποβάθμισε την όποια διάθεση για σχεδιαστική αποκατάσταση ή/και αναπαράσταση των κτηρίων της
Θερμής.

246
Εικόνα 7.20 Κατανομή τύπων αρχιτεκτονικών σχεδίων στη δημοσίευση του Heurtley (1939) για την προϊστορική Μακε-
δονία.

8.5. Οι έρευνες του William Heurtley για την προϊστορική Μακεδονία

Το βιβλίο του William Heurtley (1939) για την προϊστορική Μακεδονία δεν αποτελεί τυπική δημοσίευση ανασκαφής.
Αντίθετα συγκεντρώνει τα αποτελέσματα πολλών επιμέρους ανασκαφικών και άλλων ερευνών πεδίου, μικρής και με-
γάλης έκτασης, οι οποίες διενεργήθηκαν στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Κάποιες από τις θέσεις που ανα-
φέρει ο Heurtley ανασκάφηκαν από τον ίδιο, αλλά όχι όλες. Μια παρόμοια προσπάθεια συμβολής στην προϊστορική
αρχαιολογία της περιοχής είχε κάνει ο Stanley Casson το 1926. Ωστόσο το βιβλίο του ήταν πολύ πιο γενικό ως προς
το περιεχόμενο, κάλυπτε και τις ιστορικές περιόδους και εστίαζε σε πιθανές μετακινήσεις πληθυσμών, επομένως σε
ιστορικά ερωτήματα. Ο Heurtley αποφάσισε να γράψει μια μελέτη αυστηρά για την προϊστορική αρχαιολογία στη Μα-
κεδονία και έτσι συγκέντρωσε το υλικό όλων των ερευνών πεδίου, δικών του και άλλων, σε ένα βιβλίο. Οι κυριότερες
από τις έρευνες αυτές περιλαμβάνουν την τοπογραφική κυρίως και λιγότερο ανασκαφική εργασία της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. παραπάνω), τις έρευνες των
Wace και Thompson (1909) και τις προαναφερθείσες ανασκαφές του Casson (ενδεικτικά: 1919, 1925, 1926) και του
ίδιου του Heurtley. Συνολικά παρουσιάζονται 57 θέσεις, από τις οποίες είχαν ανασκαφεί οι 19.
Το βιβλίο περιλαμβάνει 43 εικόνες, οι οποίες παρουσιάζουν συνολικά 59 σχέδια (Εικόνα 7.20, Video 7.29).
Δέκα από αυτά είναι τοπογραφικά διαγράμματα θέσεων τύπου τούμπας. Απεικονίζουν συνήθως τα όρια των ανασκαφι-
κών τομών. Έξι σχέδια είναι κατόψεις, οι οποίες διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Τρεις επιμέρους κατόψεις αποτυπώνουν
λίθο λίθο τμήματα τοίχων της πρώιμης εποχής του Χαλκού στον Άγιο Μάμα.
Η κάτοψη της τούμπας στο Μπουμπούστι αποτυπώνει λίθο λίθο τους τοίχους και σημειώνει τα όρια της ανα-
σκαφής, αλλά και τα όρια των προϊστορικών αποθέσεων. Η κάτοψη των Σερβίων αποτυπώνει και λίθο λίθο και σχη-
ματικά τους τοίχους και τις κατασκευές, σημειώνει τα όρια του καννάβου και των μαρτύρων και χρησιμοποιεί χρώμα
για να αποδώσει τις διαφορετικές φάσεις του οικισμού. Η κάτοψη του Αρμενοχωρίου είναι ένα ανασκαφικό σκαρίφημα
με διακεκομμένες γραμμές για την πορεία των τοίχων και τα όρια των αποθέσεων. Πολύ σημαντικό ρόλο στο βιβλίο
παίζουν οι πολυάριθμες τομές. 25 από αυτές είναι στρωματογραφικές. Αποτυπώνουν τα στρώματα των επιχώσεων, τις
στρώσεις με τις οποίες αφαιρέθηκαν τα στρώματα και τη σχετική χρονολόγηση των φάσεων. Σημειώνονται επίσης τα
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα κυριότερα κινητά ευρήματα. Δύο ακόμη τομές απεικονίζουν την τούμπα Κριτσανά
και τις θέσεις και τα βάθη των ανασκαφικών τομών. Εννέα σχέδια αφορούν κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Τα οκτώ
είναι ζεύγη άνω όψεων ή κατόψεων και τομών εστιών και φούρνων. Το ένατο απεικονίζει τομές πλίνθων. Τέλος στα 59
247
σχέδια έχουν καταχρηστικά περιληφθεί και επτά διαγράμματα που απεικονίζουν τη συχνότητα παρουσίας της κεραμι-
κής σε διαφορετικά στρώματα ή εποχές. Αν και αφορούν κινητά ευρήματα, αναφέρονται εδώ διότι παίζουν ρόλο στη
στρωματογραφία και τη σχετική χρονολόγηση και επομένως έχουν άμεση συνάφεια με τις στρωματογραφικές τομές.
Τα σχέδια του βιβλίου του Heurtley είναι σαφώς προσανατολισμένα στην κατανόηση των ανασκαφικών δεδο-
μένων, στη στρωματογραφία και στη σχετική χρονολόγηση, εξού και ο ιδιαίτερα υψηλός αριθμός στρωματογραφικών
τομών, καθώς και τα διαγράμματα κεραμικής. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι εικόνες αποτελούν επιλογή αυτών
που είχαν δημοσιευθεί παλαιότερα στις ανασκαφικές εκθέσεις. Για παράδειγμα, η έκθεση για την τούμπα Βαρδαρόφτσα
έχει περισσότερες επιμέρους κατόψεις χώρων με αποτύπωση των τοίχων λίθο λίθο (Heurtley & Hutchinson, 1926, σ.
46, εικ. 37). Όλα όμως τα σχέδια, ακόμη και αυτά των προκαταρκτικών εκθέσεων, έχουν ιδιαίτερα ανασκαφικό χαρα-
κτήρα. Πιθανώς τα εκπόνησαν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι. Για παράδειγμα, οι κατόψεις λίθο λίθο των τοίχων από τον Άγιο
Μάμα πιθανώς σχεδιάστηκαν από τον C. A. Ralegh Radford, ο οποίος δημοσίευσε αρχικά τα ευρήματα της ανασκαφής
στη θέση αυτή. Τα συγκεκριμένα σχέδια διαφέρουν από τις υπόλοιπες κατόψεις σε επίπεδο αισθητικής, καθώς οι λίθοι
αποδίδονται ιδιαίτερα γωνιώδεις (Heurtley & Ralegh Radford, 1928). Σε άλλη έκθεση για την τούμπα στο Περιβολάκι
(Σαρατσέ) αναφέρεται ότι το τοπογραφικό διάγραμμα εκπόνησε η Lamb (Heurtley & Ralegh Radford, 1930, σ. 113),
η οποία πιθανότατα εκπόνησε τα περισσότερα τοπογραφικά και στρωματογραφικά σχέδια για τον Heurtley. Ήταν άλ-
λωστε μέλος της ανασκαφικής ομάδας της Μακεδονίας (Wardle, 2014, σ. 49), ενώ είχε αποτυπώσει η ίδια μέρος των
αρχιτεκτονικών ευρημάτων της ανασκαφής της στη Θερμή της Λέσβου (βλ. παραπάνω). Πάντως κι ο ίδιος ο Heurtley
είχε δεξιότητα στο σχέδιο (Παππά, 2014, σ. 105, εικ. 4‑5).

Video 7.29 Αρχιτεκτονικά σχέδια από τη δημοσίευση για την προϊστορική Μακεδονία (Heurtley, 1939), όπου αναφέρο-
νται οι παραπομπές σε επιμέρους σελίδες. Με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

248
Το κείμενο βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τα σχέδια, καθώς επικεντρώνεται στην παράθεση ανασκαφικών
δεδομένων και στη στρωματογραφική αλληλουχία. Σημειώνεται ότι ο Hurtley ανέσκαπτε με αυθαίρετες στρώσεις,
αλλά, όπως φαίνεται από τα σχέδια, παρακολουθούσε τα στρώματα των επιχώσεων με μεγάλη λεπτομέρεια και προσο-
χή (Wardle, 2014, σ. 48‑49). Στο δεύτερο ‑και γενικό (general), όπως χαρακτηρίζεται‑ κεφάλαιο, αφού έχει προηγηθεί η
ανάλυση της τυπολογίας της κεραμικής, ο Hurtley δίνει τα συμπεράσματα της έρευνάς του. Τα συμπεράσματα αφορούν
αφενός συγχρονισμούς στρωμάτων και τυπολογικών χαρακτηριστικών του υλικού διαφορετικών θέσεων της Μακεδο-
νίας και αφετέρου ομοιότητες με τα υλικά κατάλοιπα γειτονικών περιοχών, από τον Δούναβη μέχρι την Πελοπόννησο.
Επομένως στόχος του βιβλίου ήταν η δημιουργία μιας πολιτισμικής ακολουθίας για τη Μακεδονία και η σύγκρισή της
με αντίστοιχες ακολουθίες άλλων περιοχών (Wardle, 2014, σ. 47). Ο στόχος αυτός καθιστά το έργο τυπικό του παρα-
δείγματος της ιστορίας του πολιτισμού, όπως την όρισε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ο V. Gordon Childe, με τον
οποίο ο Heurtley ήταν σε επικοινωνία. Μάλιστα το βιβλίο αυτό έχει θεωρηθεί η πρώτη επιστημονική έκθεση ανασκα-
φών στη Μακεδονία (Ρωμιοπούλου, 2014, σ. 34).

8.6. Η βρετανική έμφαση στην ανασκαφή και η συμβολή των αρχιτεκτονικών σχεδίων

Και οι έξι δημοσιεύσεις βρετανικών ανασκαφών που εξετάστηκαν παρουσιάζουν κάποια κοινά σημεία ως προς τα
αρχιτεκτονικά σχέδια και τη μελέτη της προϊστορικής αρχιτεκτονικής. Σε όλες τις περιπτώσεις κυριαρχούν τα σχέδια
ορθής προβολής, συγκεκριμένα οι κατόψεις και κατόπιν οι τομές. Εξαιρέσεις αποτελούν οι ανασκαφές της Μακεδονίας,
όπου οι τούμπες απαιτούσαν πολλές στρωματογραφικές τομές, και η δημοσίευση των Μυκηνών, η οποία περιλαμβάνει
επίσης πολλές τομές, αλλά και κάποια προοπτικά σχέδια και αναπαραστάσεις. Ωστόσο και αυτά έχουν μετρημένη πα-
ρουσία. Τα περισσότερα σχέδια των δημοσιεύσεων αποτυπώνουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και συμπληρώνουν μόνο
όσα μη σωζόμενα τμήματά τους αποκαθίστανται με τρόπο εύλογο. Μολονότι οι αποτυπώσεις τοίχων λίθο λίθο είναι
τακτικές, ιδίως στις μεσοπολεμικές δημοσιεύσεις, εξίσου συχνά οι τοίχοι αποδίδονται μόνο με περίγραμμα. Τα αρχιτε-
κτονικά σχέδια δεν είναι ποτέ πολλά σε αριθμό, ενώ είναι λιγότερα στις παλαιότερες ανασκαφές της Φυλακωπής, του
Παλαικάστρου και της Θεσσαλίας. Η παρουσία αρχιτεκτόνων δεν υπήρξε ούτε έντονη ούτε σταθερή στις βρετανικές
ανασκαφές. Μόνο η Φυλακωπή και οι Μυκήνες είχαν μόνιμο προσωπικό. Στο Παλαίκαστρο η συμμετοχή αρχιτεκτόνων
ήταν σποραδική και στη Θερμή αφορούσε μόνο την εκ των υστέρων επιμέλεια των σχεδίων. Στη Θεσσαλία, στη Μακε-
δονία, στη Θερμή και εν μέρει στο Παλαίκαστρο τα σχέδια τα εκπόνησαν οι αρχαιολόγοι.
Επομένως, η συνολική τάση της αγγλικής προϊστορικής έρευνας απέκλινε από τις τακτικές του Evans ως προς
την αποτύπωση και τη μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Προτιμήθηκε μια σαφώς πιο λιτή και εμπειριστική προ-
σέγγιση, η οποία επιπλέον τήρησε αποστάσεις κι από τη γερμανική έρευνα. Στις αγγλικές ανασκαφές δεν παρατηρείται
κανένα ενδιαφέρον για τη λεγόμενη «επιστημονική αρχιτεκτονική έρευνα» της σχολής Dörpfeld. Μοναδική εξαίρεση
είναι η μελέτη του ανακτόρου των Μυκηνών, η οποία είναι όμως πιο πραγματιστική σε σχέση με τον ομηρισμό των
Schliemann και Dörpfeld και συνάμα πιο λιτή και σχηματική και γι’ αυτό πιο ερμηνευτική σε σχέση με τη δημοσίευση
της Τίρυνθας του Müller. Τέλος, με φόντο τη φιλία και τη συνεργασία των Wace και Blegen, οι αγγλικές δημοσιεύσεις
και τα αρχιτεκτονικά τους σχέδια μοιάζουν, ως ένα βαθμό, με τις αντίστοιχες αμερικανικές, αλλά, από μια άλλη άποψη,
αποκλίνουν σημαντικά από αυτές. Τα βρετανικά αρχιτεκτονικά σχέδια δεν δείχνουν τόσο μεγάλη έμφαση στη λεπτομέ-
ρεια της αποτύπωσης των καταλοίπων αυτών καθαυτά, πιθανώς διότι δεν εκπονήθηκαν αποκλειστικά από αρχιτέκτο-
νες, όπως τα σχέδια των αμερικανικών ανασκαφών, αλλά και από αρχαιολόγους.
Για τους Βρετανούς αρχαιολόγους ο εμπειρισμός δεν ήταν αυτοσκοπός, όπως για τους Αμερικανούς. Στην
προσπάθειά τους να διαρρήξουν τα δεσμά με το κλασικιστικό τους υπόβαθρο και να αναπτύξουν μια καθαρά προϊστο-
ρική αρχαιολογική μεθοδολογία οι Άγγλοι ερευνητές του Αιγαίου βρέθηκαν ανάμεσα στην πρωτοπορία της βρετανικής
αρχαιολογικής σκέψης και στη συντηρητική ερευνητική παράδοση της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Ο εμπειρισμός
ήταν το μέσο των νέων Άγγλων αρχαιολόγων για να ελιχθούν μεταξύ των επιστημολογικών συμπληγάδων της εποχής
με τρόπο ήπιο, αλλά και ουσιαστικό. Η ανασκαφή θεωρήθηκε ο πιο ασφαλής τρόπος για τους επιστημολογικούς αυ-
τούς ελιγμούς. Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες αγγλικές δημοσιεύσεις τονίζουν τον ανασκαφικό τους χαρακτήρα.
Το έργο των Wace και Thompson χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο «έκθεση» (account). Στο ίδιο πνεύμα ο υπότιτλος
του βιβλίου για την προϊστορική Μακεδονία αναφέρει ότι πρόκειται για «αρχαιολογική αναγνώριση» (archaeological
reconnaissance). Το Παλαίκαστρο δημοσιεύθηκε μέσα από σειρά ανασκαφικών εκθέσεων και οι Μυκήνες κατέλαβαν
έναν τόμο του περιοδικού της Σχολής.
Η επικράτηση της ανασκαφικής λογικής σχετιζόταν άμεσα με τη διαμόρφωση της αρχαιολογίας και ιδιαίτερα
της προϊστορικής ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου στη Βρετανία και αποδείκνυε ότι ο αρχαιολόγος ήταν ικανός
να καλύψει, ως όφειλε, όλα τα στάδια της έρευνάς του, από τη συλλογή των πρωτογενών δεδομένων στο πεδίο μέχρι
την εξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων. Αναπόφευκτα τα αρχιτεκτονικά σχέδια άρχισαν να φεύγουν από τον τομέα
ευθύνης του αρχιτέκτονα και εμποτίστηκαν προοδευτικά από την ανασκαφική λογική, με εξαίρεση αυτά των Μυκηνών.
249
Η έστω και σποραδική παρουσία αρχιτεκτόνων στις αγγλικές ανασκαφές του Αιγαίου ίσως ήταν ένα κατάλοιπο επιστη-
μολογικού αναχρονισμού και ένδειξη συντηρητισμού σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στη Βρετανία. Εναλλακτικά μπορεί να
θεωρηθεί μία ακόμη ένδειξη της ήπιας επιστημολογικής επανάστασης των Άγγλων αρχαιολόγων στην Ελλάδα.

9. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια των προϊστορικών ανασκαφών στο α΄ μισό του 20ού αιώνα:
η επικράτηση του λιτού εμπειρισμού

Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωμένη συγκρότηση της προϊστορικής αρχαιολογίας του
Αιγαίου ως διακριτού πεδίου της αρχαιολογικής επιστήμης. Όπως κάθε διαδικασία γένεσης, έτσι και στην περίπτωση της
αιγαιακής προϊστορίας τέθηκε το ζήτημα του επιστημολογικού πλαισίου του νέου αυτού ερευνητικού πεδίου. Οι πρώτοι
προϊστορικοί αρχαιολόγοι προσπάθησαν να ξεπεράσουν το παλαιό παράδειγμα της αρχαιογνωστικής έρευνας, που το
κληρονόμησαν από τον 19ο αιώνα, και να προσεγγίσουν το νέο παράδειγμα της παραδοσιακής αρχαιολογίας ή ιστορίας
του πολιτισμού, που αναδύθηκε κυρίως από τον Μεσοπόλεμο και μετά. Οι τρόποι με τους οποίους υλοποιήθηκε αυτή
η προσπάθεια διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους και μπορούν να καταταγούν με βάση την εθνικότητα των αρχαιολόγων.
Η κατάταξη αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι ανέπτυσσαν την ερευνητική
δραστηριότητά τους στην Ελλάδα υπό την αιγίδα των ξένων αρχαιολογικών σχολών. Η πρακτική αυτή δεν επιβλήθηκε
μόνο από τις απαιτήσεις του αρχαιολογικού νόμου της Ελλάδας, που άλλωστε ισχύουν και για τη σημερινή εποχή, αλλά
και από τις ιστορικές συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα. Αντίθετα η εποχή αυτή χαρακτηρίστηκε από πολύ έντονους
εθνικούς διαχωρισμούς στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, αλλά και στο πνευματικό επίπεδο, και η αρχαιολογική
έρευνα συμμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό με αυτούς. Για το λόγο αυτό εξετάστηκε εδώ ο ρόλος των αρχιτεκτονικών
σχεδίων στις δημοσιεύσεις προϊστορικών θέσεων με βάση τις «εθνικές» σχολές που διαμορφώθηκαν και ταυτόχρονα
διαμόρφωσαν την έρευνα για το προϊστορικό Αιγαίο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1950. Παρακάτω
ανακεφαλαιώνονται τα κυριότερα συμπεράσματα της εξέτασης που προηγήθηκε.
Οι Έλληνες αρχαιολόγοι κινήθηκαν μεταξύ των κυρίαρχων επιρροών άλλων εθνικών αρχαιολογικών σχολών
της εποχής. Ο Καββαδίας στηρίχθηκε στη γερμανική έρευνα για τη δημοσίευση της αθηναϊκής Ακρόπολης. Ο Kawerau
ανέλαβε και τα σχέδια και το κείμενο, με αποτέλεσμα την εκπόνηση μόνο κατόψεων και λίγων τομών και την απόλυ-
τη έμφαση στη λεπτομερή και ακριβή αποτύπωση και περιγραφή των προϊστορικών αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Ο
Χατζηδάκις μπορεί να έλαβε βοήθεια από τον αρχιτέκτονα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, αλλά το έργο
του εντάσσεται στη μινωική αρχαιολογία, ένα υποπεδίο της προϊστορίας του Αιγαίου, το οποίο απέκτησε ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά λόγω των ανασκαφών των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, αλλά και της κυρί-
αρχης παρουσίας του Evans. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια αποτυπώνουν τα κατάλοιπα των επαύλεων της Τυλίσσου, χωρίς
όμως τόση έμφαση στη λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα άλλα σχέδια παρουσιάζουν και αναλύουν ζητήματα τοιχοδομίας,
ιδίως των ξύλινων ενισχύσεων. Δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη και η ελεύθερη αναπαράσταση του εσωφύλλου της
δημοσίευσης, που προσθέτει έναν συγκρατημένο, αλλά ερμηνευτικό τόνο στα αρχιτεκτονικά σχέδια της έκδοσης. Ο
Μυλωνάς δεν εκπροσωπεί μόνο την αμερικανική επιρροή στους Έλληνες αρχαιολόγους, αλλά και τα πρώτα δείγματα
ανάπτυξης ενός ελληνικού επιστημονικού λόγου για στην προϊστορία του Αιγαίου με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τον
εμπειρισμό και τον εθνοκεντρισμό. Ο Μυλωνάς χρησιμοποίησε αρχιτέκτονες, όπως και οι άλλοι δύο Έλληνες αρχαιο-
λόγοι, αλλά στόχος των αρχιτεκτονικών σχεδίων, πέρα από την αποτύπωση των καταλοίπων, ήταν η προβολή σχημα-
τικών κατόψεων προκειμένου να καταρτιστεί μια τυπολογική μελέτη αρχιτεκτονικών μορφών και να σκιαγραφηθεί η
πολιτισμική εξέλιξη της Ελλάδας κατά την προϊστορία.
Η γερμανική αρχαιολογική κατεύθυνση ήταν πιο συγκροτημένη και ασφαλώς πιο παραγωγική σε αρχιτεκτονι-
κά σχέδια. Το φαινόμενο αποδόθηκε στην «αρχιτεκτονική επιστημονική έρευνα», που κυριαρχούσε τότε στις προϊστο-
ρικές και κλασικές αρχαιολογικές έρευνες των Γερμανών, με κατεξοχήν εκφραστή τον Dörpfeld. Η ενεργή συμμετοχή
αρχιτεκτόνων φάνηκε και στον Ορχομενό και στην Τίρυνθα. Για τη δημοσίευση του Ορχομενού εκπονήθηκαν πολλά
σχέδια, με εξαιρετική λεπτομέρεια αποτύπωσης, όπως και στην περίπτωση των σχεδίων του Kawerau για την Ακρόπολη
των Αθηνών. Ταυτόχρονα η δημοσίευση περιλαμβάνει κάποια πιο σχηματικά σχέδια, τα οποία επέτρεπαν την καλύτερη
κατανόηση αφενός των κτηριακών τύπων και αφετέρου των χρονολογικών φάσεων του οικισμού. Η δημοσίευση της
Τίρυνθας πρόσθεσε επιπλέον τη διάθεση αποκατάστασης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Η Τίρυνθα δεν αποτελεί
εξαίρεση στη γερμανική διάθεση για αυστηρότητα, προσήλωση στα δεδομένα και έμφαση στη μέτρηση και στην ακρί-
βεια. Τα αρχιτεκτονικά της σχέδια έχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και προχωρούν και παραπέρα, στην προσεκτική
και με ξεκάθαρα βήματα ερμηνεία. Επομένως η Τίρυνθα μάλλον αποτελεί ολοκληρωμένη εκδοχή της «αρχιτεκτονικής
επιστημονικής έρευνας». Τέλος θα πρέπει πάντοτε να συνυπολογίζεται ότι η μελέτη μνημειακών ανακτορικών συνόλων
όπως η Τίρυνθα αναπόφευκτα προϋπέθετε ενασχόληση με τις δημοσιεύσεις άλλων αντίστοιχων συνόλων, όπως της
Κνωσού και των Μυκηνών. Επομένως οι αναπαραστάσεις της Τίρυνθας θα μπορούσαν να αποτελούν, έστω και ακού-
σια ή εν μέρει, μια απάντηση στις βρετανικές δημοσιεύσεις.
250
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια των γερμανικών δημοσιεύσεων δείχνουν έναν ομαλό και ήπιο μετασχηματισμό σε
επίπεδο παραδείγματος. Σημειώνεται ολοένα και μεγαλύτερη εμβάθυνση σε ζητήματα οικοδομικής τέχνης, η οποία
άλλωστε αποτελούσε και το κύριο ενδιαφέρον της γερμανικής «αρχιτεκτονικής επιστημονικής έρευνας». Ταυτόχρονα
υπάρχει απομάκρυνση από τον ομηρισμό των Schliemann και Dörpfeld, και έτσι η έρευνα καθίσταται εμπειριστι-
κή, αλλά και πιο θετικιστική, καθώς θεωρεί ότι η λεπτομερής εξέταση των καταλοίπων μπορεί να τα κατατάξει σε
ορθολογικές κατηγορίες που θα επιτρέψουν την εξαγωγή ιστορικών ή ευρύτερα πολιτισμικών συμπερασμάτων για
το παρελθόν. Η τάση αυτή, που αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στον Ορχομενό, αποκαλείται και τεχνοϊστορική. Στη
Γερμανία μάλιστα οδήγησε στην υιοθέτηση της εθνοκεντρικής εκδοχής της ιστορίας του πολιτισμού και στη συνέχεια
στη ναζιστική αρχαιολογία. Ωστόσο η σύγκριση μεταξύ της πρωιμότερης δημοσίευσης του Ορχομενού και της υστε-
ρότερης της Τίρυνθας δεν δείχνει κάποια ανάλογη υιοθέτηση. Επομένως το έργο των Γερμανών προϊστοριολόγων της
Ελλάδας δεν υποστήριξε ανοικτά τη ναζιστική αρχαιολογία, μολονότι κάποιοι αρχαιολόγοι στην Αθήνα προσχώρησαν
στο ναζισμό (Marchand, 1996, σ. 340‑345). Ίσως η ενιαία γερμανική προσέγγιση στα προϊστορικά και στα κλασικά
μνημεία, η θεώρηση της προϊστορίας ως προδρόμου της κλασικής αρχαιότητας και το ενδιαφέρον του Χίτλερ για
την αρχαία Ελλάδα διασφάλισαν τη σημασία των ελληνικών προϊστορικών μνημείων και συνακόλουθα κατέστησαν
περιττό ένα εθνοκεντρικό αφήγημα ανάλογο με αυτό που καλλιεργούνταν υπέρ της άριας φυλής στη Γερμανία κατά
την ίδια περίοδο.
Είναι ενδιαφέρον πόσο κοντά και ταυτόχρονα πόσο μακριά από τη γερμανική προσέγγιση ήταν η αντίστοιχη
αμερικανική. Η ΑΣΚΣΑ διακατεχόταν από ένα ισχυρό κλασικιστικό πλαίσιο έρευνας, το οποίο προϋπέθετε την ενερ-
γή συμμετοχή αρχιτεκτόνων στις ανασκαφικές έρευνες, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των Γερμανών. Ωστόσο
ο αμερικανικός κλασικισμός ήταν τελικά εντονότερος του γερμανικού, καθώς φαίνεται ότι εμπεριείχε ένα εμφατικά
αξιολογικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την αδυναμία αναγνώρισης της σπουδαιότητας των προϊστορικών μνημείων.
Η νοοτροπία αυτή ενδεχομένως δέσμευσε αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες και έτσι καθόρισε τα αρχιτεκτονικά σχέδια,
αλλά και η γενικότερη προσέγγιση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων είναι εντελώς διαφορετική στις αμερικανικές προ-
ϊστορικές ανασκαφές απ’ ό,τι στις γερμανικές.
Η Boyd-Hawes παρέμεινε στη ρομαντική αρχαιογνωσία, που έτσι κι αλλιώς κυριαρχούσε στις αρχές του
αιώνα, και δεν προχώρησε καν στην κατεύθυνση του Evans ή των άλλων Άγγλων ανασκαφέων του Παλαικάστρου,
με τους οποίους διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις. Τα σχέδια των Γουρνιών είναι πολύ λιτά και ενδεικτικά της
προσέγγισης αυτής. Στη δημοσίευση της Goldman τα αρχιτεκτονικά σχέδια στηρίζουν μια απόπειρα διάκρισης
αρχιτεκτονικής τυπολογίας και αντιστοίχισής της με τη χρονολογική ακολουθία και την πολιτισμική εξέλιξη, με
τρόπο παρόμοιο όπως και στην περίπτωση του Ορχομενού, όχι όμως τόσο λεπτομερή ως προς την τεκμηρίωση των
αρχιτεκτονικών δεδομένων, αλλά και χωρίς τις εθνοκεντρικές αφηγήσεις των δημοσιεύσεων του Τσούντα και του
Μυλωνά. Ο Blegen πάλι έκανε στροφή στην τυπολογία της κεραμικής και στη στρωματογραφία. Δεν παρέλειψε την
εξαιρετικά λεπτομερή τεκμηρίωση των αρχιτεκτονικών ευρημάτων των ανασκαφών του με τα σχέδια των αρχιτε-
κτόνων της ΑΣΚΣΑ και με τα κείμενα των δημοσιεύσεών του, αλλά δεν προχώρησε σε καμία περαιτέρω ανάλυση
της αρχιτεκτονικής. Έτσι τα σχέδια παρέμειναν αυστηρά στο επίπεδο της αποτύπωσης, η οποία υπήρξε βέβαια
λεπτομερής και ακριβής.
Στη συνέχεια εξετάστηκαν οι γαλλικές δημοσιεύσεις προϊστορικών ανασκαφών. Εκεί διαπιστώθηκε μια έλ-
λειψη ενδιαφέροντος, αλλά και μια αμηχανία ως προς το χειρισμό των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, φαινόμενα που
οφείλονται αφενός στην ισχυρή κλασικιστική παράδοση της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας και αφετέ-
ρου στην ασαφή πολιτική της ως προς τη συμμετοχή αρχιτεκτόνων στις ανασκαφές της. Οι ανασκαφείς των Μαλίων
προσπάθησαν να σχεδιάσουν τα κατάλοιπα της θέσης είτε μόνοι τους είτε εκμεταλλευόμενοι, όποτε το επέτρεπαν
οι συγκυρίες, το διαθέσιμο ειδικευμένο προσωπικό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα σχέδια παρέμειναν στο επίπεδο της
αποτύπωσης, ενώ και τα κείμενα των δημοσιεύσεων ουσιαστικά αποτελούν εκθέσεις ανασκαφικών πεπραγμένων και
όχι αναλυτικές και συνθετικές μελέτες. Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ενα-
σχόληση με την αρχιτεκτονική έγινε πιο λεπτομερής, αλλά μόνο ως προς τα κείμενα των δημοσιεύσεων. Αντίθετα το
επίπεδο των αρχιτεκτονικών σχεδίων παρέμεινε βασικό.
Για τους Ιταλούς αρχαιολόγους τα πιο σημαντικά θέματα ήταν η στρωματογραφία και η σχετική χρονολόγηση.
Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίστηκε και το ενδιαφέρον τους για την αρχιτεκτονική, το οποίο ήταν πιο έντο-
νο από το αντίστοιχο ενδιαφέρον του Blegen, καθώς η ιταλική ανασκαφική μέθοδος έδινε πρωτεύουσα σημασία στις
αρχιτεκτονικές φάσεις. Όλα τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά ζητήματα, όπως η αποκατάσταση της μορφής των κτηρίων, τα
υλικά και οι τεχνικές δόμησης, εντάχθηκαν στην περιγραφική παρουσίαση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Τα σχέδια
παρέμειναν στο επίπεδο της αποτύπωσης, με λίγες εξαιρέσεις, αυτές οι οποίες αφορούν τα μινωικά μνημειακά σύνολα
του ανακτόρου της Φαιστού και της Βασιλικής Έπαυλης της Αγίας Τριάδας. Η συμμετοχή των αρχιτεκτόνων στις ιτα-
λικές δημοσιεύσεις ήταν, όπως και αλλού, περιορισμένη. Ο Stefani, που αναμείχθηκε ενεργά στις μινωικές ανασκαφές,
δεν ήταν αρχιτέκτονας, ενώ στην Πολιόχνη η συμβολή των αρχιτεκτόνων περιορίζεται στη λεπτομερή αποτύπωση των
καταλοίπων.

251
Οι Σουηδοί αρχαιολόγοι παρέμειναν κοντά στη γερμανική έρευνα, μόνο ως προς την καταρχήν ενιαία αντιμε-
τώπιση προϊστορίας και αρχαιότητας. Οι πρώτοι Σουηδοί ανασκαφείς ήσαν ειδικευμένοι στην κλασική αρχαιολογία, με
έντονα τα χαρακτηριστικά της αρχαιογνωσίας, σε βαθμό έλλειψης επαρκών γνώσεων για τη διεξαγωγή έρευνας πεδίου.
Το κενό αυτό δεν καλύφθηκε και πάλι μέσω επιστημολογικού δανείου από τους Γερμανούς, αλλά με την εισαγωγή
μεθόδων της σκανδιναβικής αρχαιολογίας, η οποία, όπως και η ιταλική μέθοδος, έδινε έμφαση στη στρωματογραφία
και στις αρχιτεκτονικές φάσεις. Ίσως γι’ αυτό οι αρχιτέκτονες δεν είχαν έντονη παρουσία στις σουηδικές ανασκαφές,
ενώ, όπου αυτή τεκμηριώνεται, μπορεί να αποδοθεί μάλλον σε συγκυριακούς λόγους παρά σε κάποια επιστημολογικού
χαρακτήρα επιλογή ‑ αν και όλοι οι Σουηδοί ανασκαφείς μερίμνησαν για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων από
εξειδικευμένο προσωπικό. Τα σχέδια περιορίζονται κι εδώ στην αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και απο-
φεύγουν τις υποθετικές αποκαταστάσεις. Επιπλέον δίνουν έμφαση στον τοπογραφικό εντοπισμό των θέσεων και των
ανασκαφικών τομών, συχνά με αποτύπωση του ανασκαφικού καννάβου. Οι σουηδικές δημοσιεύσεις προδίδουν επιστη-
μονικό λόγο χωρίς ενότητα, δομημένο από αυτόνομα επιμέρους συστατικά. Για παράδειγμα, η έμφαση στον κάνναβο
μένει αναξιοποίητη στα περιγραφικά κείμενα των δημοσιεύσεων, ενώ τα συμπεράσματα ακολουθούν τον ερμηνευτικό
συρμό της εποχής. Έτσι στις δημοσιεύσεις πριν από τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δίνεται έμφαση στην εθνοκεντρική
ιστορία του πολιτισμού, ενώ στη μεταπολεμική δημοσίευση για το Μπερμπάτι το βάρος μετατοπίζεται στις κοινωνικές
και οικονομικές συνθήκες οργάνωσης της προϊστορικής κοινότητας.
Η αγγλική αρχαιολογική σχολή τήρησε την πλέον σύνθετη και αντικλασική στάση στην αιγαιακή έρευνα. Αν
και όλοι οι Άγγλοι προϊστορικοί αρχαιολόγοι είχαν αρχαιογνωστικό υπόβαθρο, προσπάθησαν να προσχωρήσουν στις
τάσεις που κυριαρχούσαν τότε στη Βρετανία με τρόπο ήπιο, προσεκτικό, έως και συντηρητικό, και συνεπώς σταδιακό.
Οι τάσεις αυτές ήθελαν την αρχαιολογία αυτόνομη ως επιστήμη και εγγύτερα στην ανθρωπολογία παρά στην ιστορία
ή στις κλασικές σπουδές. Σε ερμηνευτικό επίπεδο, ιδίως από τον Μεσοπόλεμο και μετά, οι Βρετανοί εγκατέλειψαν την
αυτοκρατορική σύνθεση και στράφηκαν στην ιστορία του πολιτισμού. Στην Ελλάδα οι τάσεις αυτές φαίνονται στην
υποβάθμιση των αρχιτεκτόνων στις βρετανικές ανασκαφές. Ο Atkinson συμμετείχε στη Φυλακωπή και δημοσίευσε την
αρχιτεκτονική της, αλλά ούτε τα αρχιτεκτονικά σχέδια ούτε το κείμενό του κυριαρχούν στη δημοσίευση. Στο Παλαίκα-
στρο η παρουσία των αρχιτεκτόνων ήταν συγκυριακή, στη Μακεδονία και στη Θερμή Λέσβου τα σχέδια τα εκπόνησαν
οι αρχαιολόγοι. Μόνο στις Μυκήνες ο Wace ζήτησε τη συνεργασία δύο αρχιτεκτόνων.
Έτσι, με εξαίρεση τις Μυκήνες, οι αγγλικές ανασκαφές δεν συνοδεύθηκαν από έντονη παραγωγή αρχιτεκτονι-
κών σχεδίων. Αυτά και πάλι αποτυπώνουν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Η αποτύπωση δεν είναι πάντοτε λεπτομερής,
όπως στις ανασκαφές του Blegen, ούτε όμως οδηγεί σε μια τυπολογία αρχιτεκτονικών μορφών. Υπενθυμίζεται ότι έχει
ασκηθεί κριτική στους Άγγλους αρχαιολόγους για έλλειψη διάθεσης εμβάθυνσης ανάλογης με αυτήν που χαρακτηρίζει
τη γερμανική τεχνοϊστορική προσέγγιση. Η κριτική αυτή εδράζεται στην αγγλική τάση της συνολικής και όχι απαραί-
τητα εξαντλητικής παρουσίασης των προϊστορικών καταλοίπων. Ωστόσο η τάση αυτή μπορεί να αποδοθεί στο συγκε-
κριμένο επιστημολογικό πλαίσιο της αγγλικής αρχαιολογικής σχολής, η οποία υποστήριζε την αδιάσπαστη ενότητα
ανάμεσα στην ανασκαφική διαδικασία και στην ερμηνεία των ευρημάτων. Αυτή η ευρεία και σφαιρική προσέγγιση
ήταν ασφαλώς ασυμβίβαστη με μια εστιασμένη εμβάθυνση και σχετιζόταν με τον εξαιρετικά έντονο εμπειρισμό της
καθαρά πολιτισμικής κατεύθυνσης της ιστορίας του πολιτισμού που ακολούθησαν οι Άγγλοι αρχαιολόγοι. Επομένως
τα αρχιτεκτονικά σχέδια ακολούθησαν τους ευρύτερους επιστημολογικούς μετασχηματισμούς της αγγλικής αρχαιολο-
γικής έρευνας.
Συνολικά, παρά τις διαφορές τους, όλες οι «εθνικές» αρχαιολογικές σχολές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση
του εμπειρισμού, και τα αρχιτεκτονικά σχέδια υπηρέτησαν αυτήν ακριβώς τη στροφή. Τα σχέδια αποτύπωσης κυριαρ-
χούν στις δημοσιεύσεις έως και το 1950 σε τέτοιο βαθμό ώστε στις περισσότερες περιπτώσεις αναρωτιέται κανείς αν
μπορούν τα σχέδια αυτά να θεωρηθούν αρχιτεκτονικά με την αυστηρή έννοια του όρου, καθώς ένα αρχιτεκτονικό σχέ-
διο δεν αποτυπώνει απλώς την εικόνα, αλλά προωθεί την ανάλυση του δομημένου χώρου. Στο σημείο αυτό είναι χρή-
σιμο να θυμηθούμε τη διάκριση ανάμεσα στο έργο του αρχαιολόγου και του αρχιτέκτονα (Palyvou, 2003, σ. 205‑206):
Ο πρώτος θέλει να κατανοήσει το παρελθόν, ενώ ο δεύτερος σχεδιάζει για το μέλλον. Ακόμη και στην περίπτωση των
αποκαταστάσεων των μνημείων ο αρχιτέκτονας οφείλει να σκεφτεί όχι μόνο τα ζητήματα της μορφής των μνημείων
κατά το παρελθόν, αλλά και την απόδοσή τους στο κοινό και τη χρήση τους στο μέλλον. Γι’ αυτό, όταν ένας αρχιτέ-
κτονας σχεδιάζει ένα κτήριο, τα σχέδια αποτύπωσης αφορούν το τελευταίο στάδιο εργασιών και αποτελούν ένα είδος
τελικού αρχείου. Αντίθετα στην ανασκαφή η αποτύπωση έρχεται πρώτη και αποτελεί το αρχικό αρχείο εργασιών. Αυτή
η διάκριση μάλλον έγινε έντονα ορατή κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, όχι μόνο με την κυριαρχία των σχεδίων
αποτύπωσης, αλλά και με την εμφανή υποβάθμιση της παρουσίας και της συμβολής των αρχιτεκτόνων στις προϊστορι-
κές ανασκαφές.
Με αυτή τη στάση απέναντι στους αρχιτέκτονες και στα αρχιτεκτονικά σχέδια η πρώιμη επιστημονική έρευνα
για το προϊστορικό Αιγαίο τοποθετήθηκε επίσης και απέναντι στο έργο των τεσσάρων ερευνητών που διακρίθηκαν στο
προηγούμενο κεφάλαιο ως πατριαρχικές μορφές του συγκεκριμένου πεδίου έρευνας. Η κληρονομιά του Schliemann
δυστυχώς δεν μπορεί να αποτιμηθεί εδώ, διότι η ομηρική αρχαιολογία βρήκε πεδίο ανάπτυξης και καλλιέργειας κυρί-

252
ως στις ανασκαφές νεκροταφείων. Αν και οι τελευταίες είναι άσχετες με το αντικείμενο του παρόντος βιβλίου, είναι
δυνατόν να αναφερθεί, δίκην παραδείγματος, η δημοσίευση του νεκροταφείου των Δενδρών από τον Persson, η οποία
βρίθει αρχαιογνωστικών σχολίων, ιδίως σε σχέση με τα ομηρικά έπη. Η κατεύθυνση του Dörpfeld καλλιεργήθηκε
από τους Γερμανούς αρχαιολόγους, απαλλαγμένη όμως από τον ομηρισμό του, ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο αυστηρό-
τητας και εμπειρισμού στα αρχιτεκτονικά σχέδια βρήκε μιμητές και σε άλλες εθνικές σχολές. Σε αυτό συνέτεινε και
η εξωστρεφής τάση του Dörpfeld, που παραχωρούσε Γερμανούς αρχιτέκτονες σε άλλες ανασκαφές. Ο Evans μάλλον
δεν βρήκε πιστούς μιμητές και το The Palace of Minos παρέμεινε ένα unicum, εκτός των άλλων, και όσον αφορά τη
συνεργασία αρχαιολόγου και αρχιτεκτόνων και τα αποτελέσματά της. Οι δημοσιεύσεις της Τίρυνθας και των Μυκηνών
«συνομιλούν» με το έργο του Evans, αλλά δεν το ακολουθούν. Η επιρροή του Evans θα πρέπει να αναζητηθεί πέρα από
τα αρχιτεκτονικά σχέδια, στην ευρύτερη θεματολογία της μινωικής αρχαιολογίας. Τέλος η εθνοκεντρική προσέγγιση
του Τσούντα και η λιτότητα των αρχιτεκτονικών σχεδίων στις δημοσιεύσεις του είχαν απήχηση κυρίως στους Έλληνες
μαθητές του, όπως, για παράδειγμα, στον Μυλωνά. Ο Καββαδίας, που ήταν σύγχρονος του Τσούντα, αντιμετώπιζε τα
ευρήματά του, αρχιτεκτονικά και κινητά, με τρόπο μάλλον αρχαιοδιφικό, δηλαδή χωρίς τη διάθεση περαιτέρω ανάλυ-
σης ή ‑κυρίως‑ σύνθεσης. 
Επομένως η επιστημονική έρευνα για το προϊστορικό Αιγαίο αναπτύχθηκε εν πολλοίς μακριά από την επιρροή
των τεσσάρων θεμελιωτών της. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι την έρευνα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα
την καθόρισαν έντονες και ισχυρά συγκροτημένες προσωπικότητες. Σε πολλές περιπτώσεις οι διευθυντές των ανασκα-
φών έκαναν επιλογές με απευθείας επιστημολογική αναφορά στο υπόβαθρο που είχαν διαμορφώσει οι περιηγητές και
οι πρώιμες επιστημονικές προσπάθειες του 19ου αιώνα. Σε αυτές τις αναφορές είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι δεν
αξιοποιήθηκε τόσο πολύ ούτε η αρχιτεκτονική κληρονομιά του Gell ούτε η καλλιτεχνική προσέγγιση του Dodwell.
Μάλλον επικράτησε η αυστηρή προσέγγιση αποτύπωσης του Leake, με την προσήλωση στη λιτότητα και στη σχη-
ματικότητα του χάρτη και του τοπογραφικού διαγράμματος. Αυτό θα μπορούσε, κατ’ επέκταση και κατ’ αναλογία, να
εξηγήσει και την κυριαρχία της κάτοψης, δηλαδή της άνωθεν θέασης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, στις προϊστο-
ρικές δημοσιεύσεις του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Για όλους αυτούς τους λόγους η διαμόρφωση του πλαισίου της
έρευνας για το προϊστορικό Αιγαίο στηρίχθηκε στην προσήλωση στα δεδομένα καθαυτά και στην πεποίθηση ότι μόνο
η περιγραφή τους, η κατάταξή τους βάσει ορθολογικών κανόνων και η αποτύπωσή τους σε σχέδια ορθής προβολής
‑φαινομενικά ουδέτερων και άρα αντικειμενικών τύπων σχεδίων‑ οδηγούν αυτόματα σε αξιόπιστα συμπεράσματα για
το παρελθόν.

Βιβλιογραφία
Altekamp, S. (2004). Italian colonial archaeology in Libya 1912‑1942. Στο M. L. Galaty & C. Parkinson (επιμ.),
Archaeology under dictatorship (σ. 55‑72). Νέα Υόρκη: Springer. ISBN: 0-306485087
Atkinson, T. D., Bosanquet, R. C., Edgar, C. C., Evans, A. J., Hogarth, D. G., Mackenzie, D., Smith, C. & Welch, F.
B. (1904). Excavations at Phylakopi in Melos (Society for the Promotion of Hellenic Studies Supplementary
Paper 4). Λονδίνο: Macmillan.
Allen, S. H. (2011). Classical spies. American archaeologists with the OSS in World War II Greece. Ann Arbor:
University of Michigan Press. ISBN: 978-0472117697.
Allsebrook, M. (2002). Born to rebel: the life of Harriet Boyd Hawes. Οξφόρδη: Oxbow. ISBN: 978-1842170410.
Banti, L. (1951). Il palazzo minoico di Festòs: scavi e studi della missione archeologica italiana a Creta dal 1900 al
1950 (2. il secondo palazzo). Ρώμη: Libreria dello stato.
Bard, K. A. (2008). An introduction to the archaeology of ancient Egypt. Οξφόρδη: Blackwell. ISBN: 978-
1405111492.
Bernabò Brea, L. (1964). Poliochni: citta preistorica nell’isola di Lemnos (τ. 1-2). Ρώμη: L’ERMA di Bretschneider.
Bernabò Brea, L. (1975). Poliochni: citta preistorica nell’isola di Lemnos (τ. 1-2). Ρώμη: L’ERMA di Bretschneider.
Blegen, C. W. (1921). Korakou. A Prehistoric settlement near Corinth. Βοστόνη & Νέα Υόρκη: American School of
Classical Studies at Athens.
Blegen, C. W. (1928). Zygouries. A Prehistoric settlement in the valley of Cleonae. Cambridge, MA: Harvard
University Press.
Blegen, C. W. (1937). Prosymna. The Helladic settlement preceding the Argive Heraeum. Cambridge: The University
Press.

253
Boni, G. (1901). Il metodo negli scavi archeologici, Nuova Antologia 94, σ. 312‑322.
Boni, G. (1913). Il “metodo” nelle esplorazioni archeologiche, BdA 1‑2, σ. 43‑67.
Bosanquet, R. C. (1902). Excavations at Palaikastro I, BSA 8, σ. 286‑316.
Bosanquet, R. C., Dawkins, R. M., Tod, M. N., Duckworth, W. L. H. & Myres, J. L. (1903). Excavations at Palaikastro
II, BSA 9, σ. 274‑357.
Boucher, F. (1961). Léon Rey, Bibliothèque de l’école des chartes 119, σ. 372‑374.
Boyd-Hawes, H., Williams, B. E., Seager, R. B. & Hall, E. (2014). Gournia, Vasiliki and other Prehistoric sites on the
Isthmus of Hierapetra, Crete. Excavations of the Wells-Houston-Cramp expeditions, 1901, 1903, 1904. Φιλα-
δέλφεια: INSTAP University Press (πρώτη έκδοση 1908). ISBN: 978-1931534796. 
Brown, A. (2000). Evans in Crete before 1900. Στο D. Huxley (επιμ.), Cretan quests. British explorers, excavators and
historians (σ. 1‑14). Λονδίνο: British School at Athens. ISBN: 0904887375.
Bulle, H. (1907). Orchomenos I. Die älteren Ansiedlungsschichten. Μόναχο: Verlag der K. B. Akademie der
Wissenschaften.
Cadogan, G. (2000). The pioneers: 1900‑1914. Στο D. Huxley (επιμ.), Cretan quests. British explorers, excavators and
historians (σ. 15‑27). Λονδίνο: British School at Athens. ISBN: 0904887375.
Cadogan, G. (2009). Υπάρχει μια «αγγλική αρχαιολογική σχολή» στην έρευνα για το πρώιμο Αιγαίο; Στο Κ. Κόπα-
κα (επιμ.), Η αιγαιακή προϊστορική έρευνα στις αρχές του 21ου αιώνα. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης,
Ρέθυμνο 5‑7 Δεκεμβρίου 2003. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης (σ. 1‑12). Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN: 978-9605242862.
Capodiferro, A., Fortini P. & Taviani, M. (επιμ.) (2003). Gli scavi di Giacomo Boni al Foro Romano: documenti
dall’archivio disegni della Soprintendenza Archeologica di Roma. Ρώμη: Fondazione G. Boni-Flora Palatina.
Casson, S. (1919). Macedonia IV: mounds and other ancient sites in the area occupied by the British Salonica Force
during the campaign 1916‑1918, BSA 23, σ. 60‑63.
Casson, S. (1921). Excavations in Macedonia, BSA 24, σ. 1‑33.
Casson, S. (1925). Excavations in Macedonia II, BSA 26, σ. 1‑29.
Chapouthier, F. & Charbonneaux, J. (1928). Fouilles exécutées a Mallia. Premier rapport (1922‑1924) (Études
crétoises 1). Παρίσι: Paul Geuthner.
Chapouthier, F. & Jolly, R. (1936). Fouilles exécutées a Mallia. Deuxième rapport. Exploration du palais (1925‑1926)
(Études crétoises 4). Παρίσι: Paul Geuthner.
Chapouthier, F. & Demargne, P. (1942). Fouilles exécutées a Mallia. Troisième rapport. Exploration du palais.
Bordures orientale et septantrionale (1927, 1928, 1931, 1932) (Études crétoises 6). Παρίσι: Paul Geuthner.
Chapouthier, F. & Demargne, P. (1962). Fouilles éxecutées a Mallia. Quatrième rapport. Exploration du palais.
Bordure méridionale et recherches complémentaires (1929-1935 et 1946‑1960) (Études crétoises 11). Παρίσι:
Paul Geuthner.
Δετοράκης, Μ. Ε. (1986). Ιωσήφ Χατζηδάκης (1848-1936), Παλίμψηστον 3, σ. 127‑148.
Davis, J. L. (2006). “Generous in the matter of exports”: American field archaeology in occupied Asia Minor, 1922.
Στο P. Darcque, M. Fotiadis & O. Polychronopoulou (επιμ.), Mythos: la Préhistoire égéenne du XIXe au XXIe
siècle après J.-C.: actes de la table ronde internationale d’Athènes, 21‑23 novembre 2002 (BCH Supplément
46, σ. 223‑229). Αθήνα: École française d’Athènes. ISBN: 2869581955.
Dawkins, R. M. & Currelly, C. T. (1904). Excavations at Palaikastro III, BSA 10, σ. 192‑231.
Dawkins, R. M., Hawes, C. H. & Bosanquet, R. C. (1905). Excavations at Palaikastro IV, BSA 11, σ. 258‑308.
Dawkins, R. M. (1906). Excavations at Palaikastro V, BSA 12, σ. 1‑8.
Demargne, P. & Gallet de Santerre, H. (1953). Fouilles éxecutées a Mallia. Exploration des maisons et quartiers
d’habitation (1921‑1948). Premier fascicule (Études crétoises 9). Παρίσι: Paul Geuthner. 
Deshayes, J. & Dessenne, A. (1959). Fouilles éxecutées a Mallia. Exploration des maisons et quartiers d’habitation
(1948-1954). Deuxième fascicule (Études crétoises 11). Παρίσι: Paul Geuthner.
254
Di Vita, A. (1985). 1884‑1984: A hundred years of Italian archaeology in Crete. Στο Ancient Crete. A hundred years of
Italian archaeology (1884‑1984) (σ. 17‑25). Ρώμη: De Luca.
Dor, L., Jannoray, J., Van Effenterre, H. & Van Effenterre, M. (1960). Kirrha. Étude de préhistoire phocidienne. Παρί-
σι: De Boccard.
Droop, J. P. (1915). Archaeological excavation. Cambridge: Cambridge University Press.
Elsie, R. (2012). A biographical dictionary of Albanian history. Λονδίνο: I. B. Tauris and Co. Ltd. ISBN: 978-
1780764313.
Ζώης, Α. Α. (1996). Κνωσός. Το εκστατικό όραμα. Σημειωτική και ψυχολογία μιας αρχαιολογικής περιπέτειας. Ηρά-
κλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN: 960-7309979.
Fappas, Y. (2015). The “Govs” of Mycenaean archaeology: the friendship and collaboration of Carl W. Blegen and
Alan J. B. Wace as seen through their correspondence. Στο N. Vogeikoff-Brogan, J. L. Davis & V. Florou
(επιμ.), Carl W. Blegen: personal and archaelogical narratives (σ. 63‑84). Ατλάντα: Lockwood Press. ISBN:
978-1937040222.
Finsen, H. (1972). Le levé du théâtre romain à Bosra, Syrie (Analecta Romana Instituti Danici Supplementum 6).
Κοπεγχάγη: Munksgaard.
Florou, V. (2015). The house 9 at Ploutarchou Street: A grape arbor and a dense shadow of beautiful meanings. Στο N.
Vogeikoff-Brogan, J. L. Davis & V. Florou (επιμ.), Carl W. Blegen: personal and archaelogical narratives (σ.
121‑147). Ατλάντα: Lockwood Press. ISBN: 978-1937040222.
Fotou, V. & Brown, Α. (2006). Harriet Boyd Hawes, 1871‑1945. Στο G. M. Cohen & M. S. Joukowsky (επιμ.)
Breaking ground: pioneering women archaeologists (σ. 198‑273). Ann Arbor: Michigan University Press.
ISBN: 0472031740.
French, E. W. (2006). Changing aims and methods in archaeology during the last 100 years: a family viewpoint. Στο P.
Darcque, M. Fotiadis & O. Polychronopoulou (επιμ.), Mythos: la Préhistoire égéenne du XIXe au XXIe siècle
après J.-C.: actes de la table ronde internationale d’Athènes, 21‑23 novembre 2002 (BCH Supplément 46) (σ.
259‑265). Αθήνα: École française d’Athènes. ISBN: 2869581955.
French, E. W. (2015). Και εις ανώτερα: The Govs in the 1930s. Στο N. Vogeikoff-Brogan, J. L. Davis & V. Florou
(επιμ.), Carl W. Blegen: personal and archaelogical narratives (σ. 147‑156). Ατλάντα: Lockwood Press.
ISBN: 978-1937040222.
Frödin, O. & Persson, A. W. (1938). Asine I: results of the Swedish excavations, 1922‑1930 (A. Westholm, επιμ.).
Στοκχόλμη: Asine Committee.
Galanakis, Y. (2015). “Islanders vs. mainlanders,” “the Mycenae wars,” and other short stories: an archival visit
to an old debate. Στο N. Vogeikoff-Brogan, J. L. Davis & V. Florou (επιμ.), Carl W. Blegen: personal and
archaelogical narratives (σ. 99‑120). Ατλάντα: Lockwood Press. ISBN: 978-1937040222.
Goldman, H. (1931). Excavations at Eutresis in Boeotia. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Graham, J. W. (1962). The palaces of Crete. Princeton: Princeton University Press. ISBN: 978-0691002064.
Halbherr, F., Stefani, E. & Banti, L. (1977). Haghia Triada nel periodo Tardo Palaziale, ASAtene 55, σ. 9‑342.
Hazzidakis, J. (1934). Les villas Minoennes de Tylissos (Études crétoises 2). Παρίσι: P. Geuthner.
Hellmann, M. C. (1993). The great German and French excavations in Greece and Asia Minor in the late 19th century.
Στο P. Pinon (επιμ.), The archaeology of architects (Rassegna 55.3) (σ. 61‑67). Μπολόνια: CIPIA. 
Hood, R. (1998). Faces of archaeology in Greece: Caricatures by Piet de Jong. Οξφόρδη: Lepoard’s Head Press Ltd.
ISBN: 978-0904920383.
Heurtley, W. A. (1939). Prehistoric Macedonia. An archaeological reconnaissance of Greek Macedonia (west of the
Stryma) in the Neolithic, Bronze and Early Iron Ages. Cambridge: at the University Press. 
Heurtley, W. A. & Hutchinson, R. W. (1926). Report on excavations at the tomb and tables of Vardaroftsa, Macedonia
1925, 1926, BSA 27, σ. 1‑66.
Heurtley, W. A. & Ralegh Radford, C. A. (1928). Two Prehistoric sites in Chalkidiki, BSA 29, σ. 117‑175.
Heurtley, W. A. & Ralegh Radford, C. A. (1930). Report on the excavations at the tomb of Saratse, Macedonia, BSA
30, σ. 113‑150.
255
Ιακωβίδης, Σ. (1962). Η μυκηναϊκή ακρόπολις των Αθηνών (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Εθνικό και Καποδι-
στριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
Iakovidis, S. (2000). L’École française d’Athènes et la préhistoire grecque. Στο R. Étienne (επιμ.), Les politiques de
l’archéologie du milieu du XIXe siècle à l’orée du XXIe (Champs helléniques modernes et contemporaines 2)
(σ. 467‑470). Παρίσι: École française d’Athènes. ISBN: 2869581610.
Ιακωβίδης, Σ. (2013). Ο Γεώργιος Μυλωνάς στις Μυκήνες. Στο Γεώργιος Εμμ. Μυλωνάς. Βίος και έργο 1898‑1988
(Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 290) (σ. 19‑26). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική
Εταιρεία. ISBN: 978-9608145627.
Καββαδίας, Π. (1909). Προϊστορική αρχαιολογία: σύνοψις μαθημάτων περί της προϊστορικής και πρωτοϊστορικής αρ-
χαιολογίας και τέχνης προς χρήσιν των φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αθήνα: Λεωνής.
Καββαδίας, Π. & Kawerau, G. (1907). Η ανασκαφή της Ακροπόλεως από του 1885 έως του 1890. Αθήνα: εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία.
Καλογερόπουλος, Κ. (2013). Οι Μυκήνες πριν και μετά τον Γεώργιο Μυλωνά: το κτηριακό σύμπλεγμα της Πανα-
γίτσας ως περίπτωση μελέτης. Στο Γεώργιος Εμμ. Μυλωνάς. Βίος και έργο 1898‑1988. (Βιβλιοθήκη της εν
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 290, σ. 27‑54). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. ISBN: 978-
9608145627.
Kawerau, G. (1974). The excavation of the Athenian Acropolis 1882‑1890 (J. A. Bundgaard, επιμ.) (University of
Copenhagen Institute of Classical and Near Eastern Archaeology Publication 1). Κοπεγχάγη: Gyldendal.
ISBN: 870-0544914.
Kourtessi-Philippakis, G. (2006). Chasseurs-cueilleurs paléolithiques dans le monde égéen. Veut-on de ces ancêtres?
Στο P. Darcque, M. Fotiadis & O. Polychronopoulou (επιμ.), Mythos: la Préhistoire égéenne du XIXe au XXIe
siècle après J.-C.: actes de la table ronde internationale d’Athènes, 21‑23 novembre 2002 (BCH Supplément
46, σ. 245‑256). Αθήνα: École française d’Athènes. ISBN: 2869581955.
Lamb, W. (1936). Excavations at Thermi in Lesbos. Cambridge: The University Press.
La Rosa, V. (1984). Hagia Triada. Στο A. Di Vita, V. La Rosa & P. Rizzo (επιμ.), Creta antica: Cento anni di
archeologia italiana (1884‑1984) (σ. 161‑201). Ρώμη: De Luca.
La Rosa, V. (1985α). Phaistos. Στο Ancient Crete. A hundred years of Italian archaeology (1884‑1984) (σ. 75‑107).
Ρώμη: De Luca.
La Rosa, V. (1985β). Hagia Triada. Στο Ancient Crete. A hundred years of Italian archaeology (1884‑1984) (σ.
130‑137). Ρώμη: De Luca.
La Rosa, V. (επιμ.) (1995). All’ombra dell’Acropoli: generazioni di archeologi fra Grecia e Italia. Αθήνα: Ιταλική
Αρχαιολογική Σχολή.
La Rosa, V. (2000). Για τα εκατό χρόνια της ανασκαφής στη Φαιστό. Αθήνα: Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή.
La Rosa, V. (2006). Le mythe des fouilles stratigraphiques dans l’archéologie minoenne. Στο P. Darcque, M. Fotiadis
& O. Polychronopoulou (επιμ.), Mythos: la Préhistoire égéenne du XIXe au XXIe siècle après J.-C.: actes
de la table ronde internationale d’Athènes, 21‑23 novembre 2002 (BCH Supplément 46, σ. 97‑105). Αθήνα:
École française d’Athènes. ISBN: 2869581955.
La Rosa, V. (2003). “...Il colle sul quale sorge la chiesa ad ovest e tutto seminato do cocci...” Haghia Triada: vicende e
temi do uno scavo do lungo corso, Creta Antica 4, σ. 11‑68.
Μαρινάτος, Σ. (1948). Το μινωικόν μέγαρον Σκλαβοκάμπου, ΑΕ 1939‑1941, σ. 69‑96.
Marchand, S. L. (1996). Down from Olympus: archaeology and philhellenism in Germany, 1750‑1970. Princeton:
Princeton University Press. ISBN: 978-0691114781.
Medwid, L. M. (2000). The makers of classical archaeology: a reference work. Amherst: Humanity Books. ISBN:
1573928267.
Mellink, M. J. & Quinn, K. M. (2006). Hetty Goldman, 1881‑1972. Στο G. M. Cohen & M. S. Joukowski (επιμ.),
Breaking ground. Pioneering women archaeologists (σ. 298‑350). Ann Arbor: University of Michigan Press.
ISBN: 0472031740.

256
Meskell, L. (1998). Introduction: archaeology matters. Στο L. Meskell (επιμ.), Archaeology under fire. Nationalism,
politics and heritage in the Eastern Mediterranean and Middle East (σ. 1‑10). Λονδίνο & Νέα Υόρκη:
Routledge. ISBN: 0-415-19655-8.
Müller, K. (1930). Die Architektur der Burg und des Palastes (Tiryns III). Augsburg: Dr. Benno Filser Verlag.
Mylonas, G. (1929). Excavations at Olynthus. Part 1: The Neolithic settlement (The Johns Hopkins University Studies
in Archaeology No. 6). Βαλτιμόρη: The Johns Hopkins Press.
Μυλωνάς, Γ. (1932). Προϊστορική Ελευσίς. Αθήνα: Εστία.
Mylonas, G. E. (1959). Aghios Kosmas: an Early Bronze Age settlement and cemetery in Attica. Princeton: Princeton
University Press.
Niemeier, W. D. (2007). Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στο Ε. Κόρκα (επιμ.), Ξένες Αρχαιολογικές
Σχολές στην Ελλάδα από το 19ο στον 21ο αιώνα (σ. 88‑101). Αθήνα: Μέλισσα. ISBN: 978-9602146040.
Παντελίδου, Μ. (1975). Αι προϊστορικαί Αθήναι (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
Παππά, Μ. (2014). Το έργο του W. A. Heurtley μέσα από το αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Βρετανικής
Αρχαιολογικής Σχολής. Στο Ε. Στεφανή, Ν. Μερούσης & Α. Δημουλά (επιμ.), Εκατό χρόνια έρευνας στην προ-
ϊστορική Μακεδονία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 22‑24 Νοεμβρίου
2012 (σ. 101‑112). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. ISBN: 978-96096211414.
Πετράκος, Β. Χ. (1987). Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η ιστορία των 150 χρόνων της, 1837‑1987 (Βιβλιοθήκη
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 104). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Πετράκος, Β. Χ. (2007). Τα 170 χρόνια της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1837‑2007 (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιο-
λογικής Εταιρείας 248). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. ISBN: 978-9608145627.
Πετράκος, Β. Χ. (2013α). Πρόχειρον αρχαιολογικόν 1828‑2012. Μέρος Ι: Χρονογραφικό (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας 283). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. ISBN: 978-6185047016.
Πετράκος, Β. Χ. (2013β). Γεώργιος Μυλωνάς. Στο Γεώργιος Εμμ. Μυλωνάς. Βίος και έργο 1898‑1988. (Βιβλιοθήκη
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 290, σ. 3‑9). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. ISBN: 978-
6185047092.
Palyvou, C. (2003). Architecture and archaeology: the Μinoan palaces in the twenty-first century. Στο J. K.
Cosmopoulos & M. Loventhal (επιμ.), Theory and practice in Mediterranean archaeology: Old World and
New world perspectives (Cotsen Advanced Seminars 1, σ. 205–233). Los Angeles: The Cotsen Institute of
Archaeology Press. ISBN: 978-1931745109.
Pelon, O. (1980). Fouilles éxecutées a Mallia. Le Palais de Malia V (Études crétoises 25). Παρίσι: Paul Geuthner.
Pernier, L. (1935). Il palazzo minoico di Festòs: scavi e studi della missione archeologica italiana a Creta dal 1900 al
1950 (1. Gli strati più antichi e il primo palazzo). Ρώμη: Libreria dello stato.
Petrie, W. M. F. (1904). Methods and aims in archaeology. Λονδίνο: Macmillan.
Piérpart, M. (2013). “Arrivé au train d’une heure.” Les fouilles de Wilhelm Vollgraff à Argos. Στο D. Mulliez
(επιμ., με τη συνεργασία της Α. Μπανάκα-Δημάκη), Sur les pas de Wihelm Vollgraff. Cent ans d’activités
archéologiques à Argos. Actes du colloque international organisé par la Ive EPKA e l’École française
d’Athènes, 25‑28 septembre 2003 (σ. 31‑39). Αθήνα: École française d’Athènes. ISBN: 978-869582507.
Ρωμιοπούλου, Α. (2014). Οι αρχές της προϊστορικής έρευνας στη Μακεδονία. Στο Ε. Στεφανή, Ν. Μερούσης & Α.
Δημουλά (επιμ.), Εκατό χρόνια έρευνας στην προϊστορική Μακεδονία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αρχαι-
ολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 22‑24 Νοεμβρίου 2012 (σ. 31‑36). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης. ISBN: 978-96096211414.
Radt, W. (1999). Pergamon. Geschichte und Bauten. Einer antike Metropole. Darmstadt: Primus Verlag. ISBN:
3-89678-116-2.
Rey, L. (1921). Observations sur les premiers habitats de la Macédoine. Receuillies par le Service Archéologique de
l’Armée d’Orient (BCH 41‑43). Παρίσι: De Boccard.
Rutter, J. B. (2003). Corinth and the Corinthia in the second millennium B.C.: old approaches, new problems. Στο C.
K. Williams & N. Bookidis (επιμ.), Corinth, the centenary: 1896‑1996 (Corinth 20, σ. 75‑83). Princeton: The
American School of Classical Studies at Athens. ISBN: 0-87661-020-8.
257
Säflund, G. (1967). Excavations at Berbati 1936‑1937. Στοκχόλμη: Almkvist & Wiksell.
Salvatori, P. S. (2012). Liturgie immaginate: Giacomo Boni e la romanità fascista, Studi Storici 53(2), σ. 421‑438.
Doi: 10.7375/71136.
Seyk, V. (1926). Das wahre und richtige Troja-Ilion. Πράγα: χ.ε.
Schallin, A. L. (2007). Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στο Ε. Κόρκα (επιμ.), Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην Ελ-
λάδα από το 19ο στον 21ο αιώνα (σ. 170‑179). Αθήνα: Μέλισσα. ISBN: 978-9602146040.
Smith, P. J. (2009). A “splendid idiosyncracy”: Prehistory at Cambridge 1915‑50 (BAR 485). Οξφόρδη:
Archaeopress. ISBN: 978-1407304304.
Treuil, R. (1996). L’École française d’Athènes et la préhistoire/protohistoire du monde égéen, BCH 120, σ. 407‑439.
Doi: 10.3406/bch.1996.4607.
Treuil, R. (2014). A century of research at Dikili Tash. Στο Ε. Στεφανή, Ν. Μερούσης & Α. Δημουλά (επιμ.), Εκατό
χρόνια έρευνας στην προϊστορική Μακεδονία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλο-
νίκης, 22‑24 Νοεμβρίου 2012 (σ. 57‑65). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. ISBN: 978-
96096211414.
Trigger, Β. (2005). Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης (μτφ. Β. Λαλιώτη). Αθήνα: Αλεξάνδρεια (έκδοση πρωτοτύ-
που 1989). ISBN: 960-2213175.
Tzonou-Herbst, I. (2015). From the mud of Peirene to mastering stratigraphy: Carl Blegen in the Corinthia
and Argolid. Στο N. Vogeikoff-Brogan, J. L. Davis & V. Florou (επιμ.), Carl W. Blegen: personal and
archaelogical narratives (σ. 39‑62). Ατλάντα: Lockwood Press. ISBN: 978-1937040222.
Valmin, M. N. (1930). Études topographiques sur la Messénie ancienne. Lund: C. Blom.
Valmin, M. N. (1938). The Swedish Messenia expedition. Lund: C. W. K. Gleerup.
Vogeikoff-Brogan, N. (2015). The life of Carl W. Blegen from a grass roots perspective. Στο N. Vogeikoff-Brogan,
J. L. Davis & V. Florou (επιμ.), Carl W. Blegen: personal and archaelogical narratives (σ. 17‑38). Ατλάντα:
Lockwood Press. ISBN: 978-1937040222.
Wace, A. J. B. & Blegen, C. W. (1918). The Pre-Mycenaean pottery of the Mainland, BSA 22, σ. 175‑189.
Wace, A. J. B. & Thompson, M. C. (1909). Prehistoric mounds in Macedonia, Liverpool Annals of Archaeology and
Anthropology, σ. 159‑164.
Wace, A. J. B. & Thompson, M. C. (1912). Prehistoric Thessaly: being some account of recent excavations and
explorations in north-eastern Greece from Lake Kopais to the borders of Macedonia. Cambridge: The
University Press.
Wace, A. J. B. (1923). Excavations at Mycenae, BSA 25, σ. 1-504.
Walker Kosmopoulos, L. (1948). The Prehistoric inhabitation of Corinth (Volume 1). Μόναχο: Münchner Verlag.
Wardle, K. A. (2014). The contribution of the British School at Athens and its members to a century of Prehistoric
research in Macedonia. Στο Ε. Στεφανή, Ν. Μερούσης & Α. Δημουλά (επιμ.), Εκατό χρόνια έρευνας στην προ-
ϊστορική Μακεδονία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 22‑24 Νοεμβρίου
2012 (σ. 45‑56). Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. ISBN: 978-96096211414.
Wells, B. & Penttinen, A. (2005). On site. Swedish archaeologists in Greece. Αθήνα: Motibo. ISBN: 960-6610160.
Whitley, J. (2000). Why study Greek archaeology? A brief history of some British rationalizations. Στο R. Étienne
(επιμ.), Les politiques de l’archéologie du milieu du XIXe siècle à l’orée du XXIe (Champs helléniques
modernes et contemporaines 2) (σ. 33‑42). Παρίσι: École française d’Athènes. ISBN: 2869581610.
Χατζηδάκις, Ι. (1915). Ανασκαφαί εν Κρήτη παρά τω χωρίω Μάλια. ΠΑΕ, σ. 108‑130.
Χατζηδάκις, Ι. (1919). Ανασκαφαί εν Μαλίοις της Κρήτης, ΠΑΕ, σ. 50‑62.
Χατζηδάκις, Ι. (1931). Η ιστορία του Κρητικού μουσείου και των αρχαιολογικών ερευνών εν Κρήτη (Βιβλιοθήκη της εν
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 31). Αθήνα: εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

258
Κριτήρια αξιολόγησης

Κριτήριο αξιολόγησης 1
Στις δημοσιεύσεις του Γεωργίου Μυλωνά παρατηρούμε α) σχέδια αποτύπωσης, β) αξονομετρικά σχέδια, γ) αρχι-
τεκτονικές τομές, δ) σχέδια ορθής προβολής.

Απάντηση / Λύση
δ) σχέδια ορθής προβολής.

Κριτήριο αξιολόγησης 2

Στη δημοσίευση του Tiryns III υπάρχουν α) ελεύθερα σχέδια αναπαράστασης, β) τεχνικά σχέδια αναπαράστασης,
γ) αξονομετρικά σχέδια αναπαράστασης, δ) αποκλειστικά σχέδια ορθής προβολής.

Απάντηση / Λύση
β) τεχνικά σχέδια αναπαράστασης.

Κριτήριο αξιολόγησης 3

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια της δημοσίευσης των Γουρνιών έγιναν από α) Γερμανό αρχιτέκτονα, β) Αμερικανό αρ-
χιτέκτονα, γ) Τσέχο αρχιτέκτονα, δ) Βρετανό αρχιτέκτονα.

Απάντηση / Λύση
γ) Τσέχο αρχιτέκτονα.

Κριτήριο αξιολόγησης 4

Ο Carl Blegen αντιμετώπιζε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα α) ως το σημαντικότερο είδος ευρήματος, β) ως το


λιγότερο σημαντικό είδος ευρήματος, γ) ως εμπόδια στην παρακολούθηση της στρωματογραφίας, δ) ως τα κυ-
ριότερα κριτήρια χρονολόγησης.

Απάντηση / Λύση
γ) ως εμπόδια στην παρακολούθηση της στρωματογραφίας.

Κριτήριο αξιολόγησης 5

Τα αρχιτεκτονικά σχέδια στις δημοσιεύσεις του Carl Blegen α) έχουν εκπονηθεί από αρχιτέκτονες, β) είναι λίγα
σε αριθμό, γ) είναι λεπτομερή ως προς την αποτύπωση, δ) κανένα από τα παραπάνω, ε) όλα τα παραπάνω.

Απάντηση / Λύση
ε) όλα τα παραπάνω.

Κριτήριο αξιολόγησης 6
Οι δημοσιεύσεις ιταλικών ανασκαφών α) χρησιμοποίησαν αρχιτέκτονες, β) δεν αξιοποίησαν τους αρχιτέκτονες,
γ) έχουν σχέδια μόνο από αρχιτέκτονες, δ) δίνουν έμφαση στη στρωματογραφία.

Απάντηση / Λύση
δ) δίνουν έμφαση στη στρωματογραφία.

259
Κριτήριο αξιολόγησης 7
Ο Alan Wace α) είχε πολυσυλλεκτικό επιστημολογικό προφίλ, β) είχε αρχαιογνωστικό επιστημολογικό προφίλ, γ)
είχε ανθρωπολογικό επιστημολογικό προφίλ, δ) είχε συντηρητικό επιστημολογικό προφίλ.

Απάντηση / Λύση
α) είχε πολυσυλλεκτικό επιστημολογικό προφίλ.

Κριτήριο αξιολόγησης 8
Η αγγλική αρχαιολογική σχολή α) επηρεάστηκε από τον Evans, β) επηρεάστηκε από τον Dörpfeld, γ) δεν επηρε-
άστηκε από τον Evans, δ) επηρεάστηκε από τον Blegen.

Απάντηση / Λύση
γ) δεν επηρεάστηκε από τον Evans.

260

You might also like