You are on page 1of 262

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Μπατζικώστα Ανδρονίκη

Η μετατροπή των βυζαντινών ναών της


Θεσσαλονίκης σε οθωμανικά τεμένη
Ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά τεκμήρια

Θεσσαλονίκη 2020

i
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Μπατζικώστα Ανδρονίκη

Η μετατροπή των βυζαντινών ναών της


Θεσσαλονίκης σε οθωμανικά τεμένη
Ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά τεκμήρια

Επιβλέπων καθηγητής: Ανδρούδης Πασχάλης

Θεσσαλονίκη 2020
«Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει
αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ i

ΠΡΟΛΟΓΟΣ iii

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ vii

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ viii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 4

Ι Α. Οι ναοί της Θεσσαλονίκης στα κείμενα των περιηγητών 4

Ι Β. Οι πρώτες συστηματικές έρευνες και αναστηλώσεις 5

Ι Γ. Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης μέσα από την τέχνη 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ 13

ΙΙ Α. Η πρώτη κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς 13

ΙΙ Β. Η οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς 18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΕ


ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΤΕΜΕΝΗ 27

ΙΙΙ Α 1. Οι σωζόμενοι βυζαντινοί ναοί που μετασκευάστηκαν σε οθωμανικά τεμένη 35

1. Αχειροποίητος 35
2. Προφήτης Ηλίας 58
3. Παναγία των Χαλκέων 66
4. Ταξιάρχες 71
5. Άγιος Δημήτριος 75
6. Αγία Αικατερίνη 89
7. Άγιοι Απόστολοι 92

i
8. Αγία Σοφία 98
9. Άγιος Παντελεήμων 121
10. Ροτόντα 125
11. Όσιος Δαβίδ (Μονή Λατόμου) 137

ΙΙΙ Α 2. Η περίπτωση των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης που δεν μετασκευάστηκαν
σε μουσουλμανικά τεμένη 141

1. Μονή Βλατάδων 141


2. Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός 144
3. Ναός του Σωτήρος Χριστού 145

ΙΙΙ Β. Τα χαμένα μνημεία 146

1. Akçe Mesҫid 146


2. Fethiye Camii 149
3. Tζαμί του Biyikli Süleyman Ağa 151
4. Burmali Camii 151
5. Τέμενος του Abdullah Kadi 152

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 154

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. ΟΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 161

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ. ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ


ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ 1912 163

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ


ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ 166

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 169

ΕΙΚΟΝΕΣ 177

ii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της μετατροπής των βυζαντινών
ναών της Θεσσαλονίκης σε οθωμανικά τεμένη κατά την περίοδο κατοχής της πόλης
από τους Οθωμανούς. Η μελέτη βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε ιστορικές πηγές, όπως
οι περιγραφές περιηγητών που επισκέφθηκαν τα μνημεία κατά τους οθωμανικούς
χρόνους, τα δημοσιευμένα γνωστά αρχεία της εποχής κ.ά., καθώς και σε
αρχαιολογικά τεκμήρια. Εξαιρετικά βοηθητικές υπήρξαν οι φωτογραφικές λήψεις και
τα σχέδια των μνημείων στα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα, που αποτύπωναν τα
κτήρια με τις οθωμανικές προσθήκες και μετασκευές, οι οποίες σήμερα έχουν
καθαιρεθεί.

Στόχος της εργασίας είναι η δημιουργία ενός καταλόγου των χριστιανικών ναών
της Θεσσαλονίκης που χρησιμοποιήθηκαν ως ισλαμικά τεμένη και παράλληλα η όσο
το δυνατόν βαθύτερη γνώση της οθωμανικής φάσης της αρχιτεκτονικής ιστορίας των
βυζαντινών μνημείων της πόλης, που μετασκευάστηκαν σε τζαμιά. Οι οθωμανικές
φάσεις των άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο μελετημένων ναών της
βυζαντινής εποχής, παραμένουν ως σήμερα σχετικά άγνωστες. Οι οθωμανικές
επεμβάσεις, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης πορείας των εν
λόγω μνημείων, σε διάφορες μεγαλύτερες ή μικρότερες μελέτες της αρχιτεκτονικής
των κτηρίων έχουν σχολιαστεί μόνο επιγραμματικά. Η κλίμακα της μετασκευής
μεγάλου ποσοστού των χριστιανικών εκκλησιών της Θεσσαλονίκης σε τζαμιά,
καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ταυτοχρόνως, τη
διατήρηση της σημαντικής θέσης που κατείχαν οι συγκεκριμένοι ναοί και κατά τους
οθωμανικούς χρόνους. Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς μετασκευάστηκαν στα
μεγαλύτερα και σημαντικότερα τεμένη της πόλης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός
ότι σε καμία άλλη πόλη του ελλαδικού χώρου, την περίοδο της οθωμανικής
κυριαρχίας, δεν παρατηρείται ανάλογη ενέργεια, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλη
κλίμακα. Ως παράλληλο της περίπτωσης της Θεσσαλονίκης μπορεί να θεωρηθεί μόνο
το παράδειγμα των βυζαντινών ναών της Κωνσταντινούπολης, που μετατράπηκαν σε
μουσουλμανικά τεμένη.

iii
Η μετατροπή μεγάλου αριθμού των βυζαντινών ναών της πόλης σε
μουσουλμανικά τεμένη συνέβαλε ώστε να διατηρηθεί σήμερα ένα μέρος των
καθιδρυμάτων της βυζαντινής περιόδου και να μας είναι γνωστά σήμερα. Στην
παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια μίας συνολικής εξέτασης των αλλαγών που
δέχθηκαν τα κτήρια από τους Οθωμανούς και ταυτόχρονα των στοιχείων που
διατηρήθηκαν αναλλοίωτα.

Το κείμενο διαρθρώνεται σε τρία κύρια κεφάλαια, τα οποία χωρίζονται σε


επιμέρους υποενότητες. Στο Κεφάλαιο Ι σχολιάζεται το θέμα του χρονικού της
μελέτης και έρευνας των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης. Κυρίως αναφέρεται η
παρουσία των ναών στις περιγραφές των διάφορων περιηγητών και πως αυτές
οδήγησαν στα τέλη του 19ου αιώνα στις πρώτες συστηματικές έρευνες των μνημείων
από ξένους και Έλληνες μελετητές. Παράλληλα, σχολιάζεται εν συντομία η επίδραση
της μεγαλοπρέπειας των βυζαντινών αρχαιοτήτων ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο
εικαστικής παραγωγής.

Στο Κεφάλαιο ΙΙ αναλύεται το ιστορικό πλαίσιο των δύο κατακτήσεων της πόλης
της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς. Εξετάζεται η τύχη των ναών και η
μεταχείρισή τους από τους κατακτητές. Σχολιάζεται η φύση των δύο καταλήψεων και
διάφορα ζητήματα γύρω από αυτές.

Στο Κεφάλαιο ΙΙΙ πραγματεύεται η μετατροπή των βυζαντινών ναών της πόλης σε
μουσουλμανικά τεμένη μετά την άλωση του 1430. Σχολιάζονται οι μετασκευές και οι
προσθήκες που δέχθηκαν τα κτήρια, ώστε να είναι λειτουργικά για τις ανάγκες της
νέας θρησκείας. Γίνεται αναφορά όχι μόνο στα σωζόμενα μνημεία αλλά αναφέρονται
και ορισμένες περιπτώσεις χαμένων μνημείων που είναι γνωστό ότι στη θέση τους
υπήρχαν βυζαντινοί ναοί. Όσον αφορά στους σωζόμενους ναούς, παρουσιάζονται ως
επί των πλείστων κατά χρονολογική σειρά, βάσει της περιόδου μετατροπής τους σε
τζαμιά. Παράλληλα, σχολιάζεται εν συντομία η περίπτωση των τριών σωζόμενων
βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης που δεν μετασκευάστηκαν σε μουσουλμανικά
τεμένη, αλλά συνέχισαν να λειτουργούν ως χριστιανικές εκκλησίες καθόλη τη
διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας της πόλης.

iv
Στη συνέχεια ακολουθούν τα συμπεράσματα της μελέτης του θέματος. Η εργασία,
παράλληλα, συμπληρώνεται από τη σχετική με το θέμα βιβλιογραφία, τρία σύντομα
παραρτήματα και κατάλογο εικόνων των μνημείων.

Στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσω στην ανάλυση του εξεταζόμενου θέματος,
δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς αρκετούς
ανθρώπους, χωρίς τη βοήθεια των οποίων η ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας
δεν θα ήταν δυνατή.

Πρωτίστως, θα ήθελα να ευχαριστήσω ειλικρινά τον επιβλέποντά μου, επίκουρο


καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας κ. Π. Ανδρούδη που δέχθηκε να αναλάβει την
επίβλεψη της εργασίας μου και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό μου. Χάρη σε
εκείνον «μυήθηκα», ήδη από τα χρόνια των προπτυχιακών σπουδών μου, στον κόσμο
των Οθωμανικών σπουδών, γνωρίζοντας έναν ακόμη πολιτισμό ταυτόχρονα με τον
βυζαντινό. Πάντοτε ήταν πρόθυμος να συζητήσει τους προβληματισμούς και να
ακούσει τις σκέψεις μου πάνω σε διάφορα ζητήματα που προέκυπταν κατά τη
συγγραφή της διπλωματικής μου εργασίας, είτε αφορούσαν άμεσα ή όχι το θέμα της
και με βοηθούσε να ξεπεράσω το άγχος μου. Ακόμη, τον ευχαριστώ διότι χάρη στην
δική του παρότρυνση και στήριξη προχώρησα βαθύτερα στην ενασχόλησή μου με την
έρευνα, συμμετέχοντας με ανακοινώσεις σε συνέδρια.

Θερμές ευχαριστίες οφείλω ξεχωριστά και στον ομότιμο καθηγητή Βυζαντινής


Αρχαιολογίας κ. Α. Μέντζο για τις συζητήσεις και τη βοήθεια γύρω από διάφορα
ζητήματα της εργασίας μου, που ενέπιπταν στο γνωστικό και ερευνητικό πεδίο του.
Δίπλα του, μέσα από τη συμμετοχή μου στην πανεπιστημιακή ανασκαφή του Δίου,
γνώρισα το πρακτικό κομμάτι της Αρχαιολογίας με ταυτόχρονες συζητήσεις πάνω σε
διάφορα αρχαιολογικά ζητήματα, λύνοντάς μου απορίες και προβληματισμούς
πάντα με περισσή προθυμία.

v
Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους υπόλοιπους καθηγητές του τομέα της
Βυζαντινής Αρχαιολογίας, μέσα από τα μαθήματα των οποίων και τις επισκέψεις σε
μνημεία εντός και εκτός Θεσσαλονίκης, ήδη από το προπτυχιακό στάδιο των
σπουδών μου, γνώρισα διάφορες και ενδιαφέρουσες πτυχές της βυζαντινής
αρχαιολογίας.

Παράλληλα, ευχαριστώ βαθιά τους φίλους μου και τους συμφοιτητές μου στο
ΠΜΣ για τη βοήθεια και τη στήριξη. Ακόμη, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τον
μεταπτυχιακό φοιτητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Δ. Χειλά για την παραχώρηση
φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο και την άδεια χρήσης για τους σκοπούς
της εργασίας.

Τέλος, τις μεγαλύτερες ευχαριστίες οφείλω στην οικογένειά μου και την επί σειρά
ετών φίλη μου, Κατερίνα, η στήριξη των οποίων με βοήθησε να ξεπεράσω το άγχος
μου όταν κατά καιρούς φάνταζε δύσκολη η εκπόνηση του συγκεκριμένου
εγχειρήματος. Χωρίς αυτούς η παρούσα εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί.

vi
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον

AEMΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη

Α.Π.Θ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΓΠ Γρηγόριος Παλαμάς

ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας

ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών

ΕΕΘΣΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής


Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΕΕΘΣΘ Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής


Θεσσαλονίκης

ΕΕΣΝΟΕΠΘ Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και


Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΘΠ Θεσσαλονικέων Πόλις

ΜΙΕΤ Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας

ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας

ΣΒΜΑΤ Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας


και Τέχνης

ACIAC IX Actes du Xe Congrès International d’ Archéologie


Chrétienne (Roma 21-27 Septembre 1975), Roma-Città
del Vaticano 1978

ACIAC X Actes du Xe Congrès International d’ Archéologie


Chrétienne (Thessalonique 28 Septembre - 4 Octobre
1980), Thessaloniki 1984

BCH Bulletin de Correspondance Hellénique

BF Byzantinische Forschungen

BZ Byzantinische Zeitschrift

vii
BSt Balkan Studies

CahArch Cahiers Archéologiques

DOP Dumbarton Oaks Papers


ÉO Échos d’Orient

ΗΖ Hilandarski zbornik

JFA Journal of Field Archaeology

JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik

OCP Orientalia Christiana Periodica

REB Revue des Études Byzantines

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγές

Δούκας, Historia Turcobyzantina V. Grecu, Ducas. Istoria Turco-Bizantina (1341-


1462), Scriptores Byzantini 1. Bucharest: Academia
Republicae Romanicae, 1958.

Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Orationes Th. L. F. Tafel, Eustathii metropolitae


Thessalonicensis opuscula, Frankfurt: Sumptibus
Sigismundi Schmerber, 1832.

Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις Γ. Τσάρας, Ιωάννου Αναγνώστου, Διήγησις περί της


τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης. Μονωδία
επί τη αλώσει της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
1958.

Ιωάννης Καμενιάτης, Άλωση G. Böhlig, Ioannis Caminiatae de expugnatione


Θεσσαλονίκης Thessalonicae, Corpus Fontium Historiae
Byzantinae. Series Berolinensis 4. Berlin: De
Gruyter, 1973.

viii
Συμεών Θεσσαλονίκης, De miraculis D. Balfour, Politico-historical Works of Symeon
Archbishop of Thessalonica (1416/7 to 1429), Wien
1979.

Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία

Αγγέλκου 2005 Ε. Αγγέλκου, «Σχόλιο σε μια φωτογραφία της


Θεσσαλονίκης», ΘΠ 18 (2005), 16-23.

Αγγέλκου, Κονιόρδος 2008 Ε. Αγγέλκου, Β. Κονιόρδος, «Ο Άγιος Δημήτριος και το


άγνωστο λουτρό της Αγίας Σοφίας μέσα από
φωτογραφίες», ΘΠ, περίοδος τρίτη, τεύχ. 04/25
(Οκτώβριος 2008), 26-33.

Αδάμ-Βελένη 2012 Π. Αδάμ-Βελένη, «Οι αρχαιότητες στην πρώτη γραμμή…»,


στο Αρχαιολογία στα μετόπισθεν : στη Θεσσαλονίκη των
ταραγμένων χρόνων 1912-1922 (Αρχαιολογικό Μουσείο
Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 2012, 49-55.

Αθανασίου κ.ά. 2015 Φ. Αθανασίου, Ε. Μάλαμα, Μ. Μίζα, Μ. Σαραντίδου, Η


Αποκατάσταση των ερειπίων του Γαλεριανού
Συγκροτήματος στη Θεσσαλονίκη (1999-2014).
Τεκμηρίωση και επεμβάσεις, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2015.

Αναστασόπουλος κ.ά. 2009 Α. Αναστασόπουλος, Η. Κολοβός, Μ. Σαρηγιάννης, «Η


Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο ελλαδικός χώρος», Η
Οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα 2009, 23-44.

Ανδρούδης 2009 Π. Ανδρούδης, «Κοσμική αρχιτεκτονική της Ελλάδας», Η


Οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα 2009, 51-66.

Ανδρούδης 2012α Π. Ανδρούδης, «Άγιος Παντελεήμων/ Hagios


Panteleemon», στο Αποτυπώματα 2012 , 136-145.

Ανδρούδης 2012β Π. Ανδρούδης, «Άγιοι Απόστολοι/Hagioi Apostoloi», στο


Αποτυπώματα 2012, 146-157.

Ανδρούδης 2014 Π. Ανδρούδης, «Έρευνες σε άγνωστα οθωμανικά μνημεία


της Θεσσαλονίκης», ΑΕΜΘ 24 (2010), Θεσσαλονίκη 2014,
297- 306.

ix
Ανδρούδης 2015 Π. Ανδρούδης, «Το οθωμανικό λουτρό Paşa Hamamı
(Λουτρό «Φοίνιξ») της Θεσσαλονίκης. Νέα στοιχεία μετά
τις εργασίες αποκατάστασης στο χώρο των
αποδυτηρίων», ΑΕΜΘ 25 (2011), Θεσσαλονίκη 2015,
377-386.

Ανδρούδης 2016 Π. Ανδρούδης, Η πρώιμη Οθωμανική τέχνη και


αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 2016.

Ανδρούδης κ.ά. 2019 Π. Ανδρούδης, Α. Μπατζικώστα, Ε. Παπανικολάου,


«Πολεοδομικές παρεμβάσεις την πρώιμη οθωμανική
Θεσσαλονίκη (1430- τέλος του 16ου αιώνα)», ΑΕΜΘ 32
(2019), υπό έκδοση.

Αποτυπώματα 2012 Α. Μέντζος, Α. Πλιώτα (επιμ.), Αποτυπώματα: Η


βυζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της
Βρετανικής Σχολής Αθηνών (1888-1910), Θεσσαλονίκη
2012.

Βακαλόπουλος 1936 Α. Βακαλόπουλος, «Συμβολή εις την ιστορίαν της


Θεσσαλονίκης μικρόν μετά την άλωσιν αυτής υπό των
Τούρκων», ΓΠ 20 (1936), 26-35, 65-70.

Βακαλόπουλος 1939 Α. Βακαλόπουλος, «Η παρά την Θεσσαλονίκην βυζαντινή


μονή του Χορταΐτου», ΕΕΒΣ 15 (1939), 281-288.

Βακαλόπουλος 1940 Α. Βακαλόπουλος, «Ο ναός του Αγίου Γεωργίου (Rotonda)


ως μητρόπολις Θεσσαλονίκης κατά τον 16ον αιώνα»,
Μακεδονικόν Ημερολόγιον 16 (1940), 245-250.

Βακαλόπουλος 1947 Α. Βακαλόπουλος, Η Θεσσαλονίκη στα 1430, 1821 και


1912-18, Θεσσαλονίκη 1947.

Α. Βακαλόπουλος, «Η χρονολόγησις του κωδωνοστασίου


Βακαλόπουλος 1951 της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης», Byzantion 21 (1951),
333-339.

Βακαλόπουλος 1952 Α. Βακαλόπουλος, «Συμβολή στην ιστορία της


Θεσσαλονίκης επί Βενετοκρατίας (1423-1430)», Τόμος
Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τη εξακοσιετηρίδι της
Εξαβίβλου αυτού, Επιστ. Επετηρίς Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης 6 (1952), 127-149.

Βακαλόπουλος 1953 Α. Βακαλόπουλος, «Η μαρτυρία του περιηγητού Robert


de Dreux περί του κωδωνοστασίου της Αγίας Σοφίας
Θεσσαλονίκης», ΕΕΒΣ 23 (1953), 604-614.

x
Βακαλόπουλος 1954 Α. Βακαλόπουλος, «Προβλήματα της Ιστορίας του
παιδομαζώματος», Ελληνικά 13 (1954), 274-293.

Βακαλόπουλος 1955-1960α Α. Βακαλόπουλος, «Οι δημοσιευμένες ομιλίες του


αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου ως ιστορική
πηγή για την γνώση της πρώτης Τουρκοκρατίας στην
Θεσσαλονίκη (1387-1403)», Μακεδονικά 4 (1955-1960),
20-34.

Βακαλόπουλος 1955-1960β Α. Βακαλόπουλος, «Ο αρχιεπίσκοπος Γαβριήλ και η


πρώτη τουρκική κατοχή της Θεσσαλονίκης (1391-1403)»,
Μακεδονικά 4 (1955-1960), 271-273.

Βακαλόπουλος 1955-1960γ Α. Βακαλόπουλος, «Υπήρξε επί Τουρκοκρατίας


μητροπολιτικός ναός ο Αγ. Γεώργιος (Rotonda) και
πότε;», Μακεδονικά 4 (1955-1960), 547-549.

Βακαλόπουλος 1969 Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833,


Θεσσαλονίκη 1969.

Βακαλόπουλος 1971 Α. Βακαλόπουλος, «Περιγραφή της Θεσσαλονίκης από


τον περιηγητή De la Croix στα 1679», Μακεδονικά 11
(1971), 272-282.

Βακαλόπουλος 1977 Α. Βακαλόπουλος, «Ιστορικές έρευνες έξω από τα τείχη


της Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 17 (1977), 1-39.

Βακαλόπουλος 1978 Α. Βακαλόπουλος, «Άγιος Δημήτριος ο Αρμογένης»,


Μακεδονικά 18 (1978), 27-35.

Βακαλόπουλος 1980 Α. Βακαλόπουλος, Παγκαρπία Μακεδονικής γης,


Θεσσαλονίκη 1980.

Βακαλόπουλος 1982 Α. Βακαλόπουλος, «Προβλήματα της ιστορίας της


Θεσσαλονίκης κατά τα τέλη του 14ου και αρχές 15ου
αιώνα», Η Θεσσαλονίκη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως,
Πρακτικά συμποσίου τεσσαρακονταετηρίδος της
Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 30 Οκτωβρίου- 1
Νοεμβρίου 1980, Θεσσαλονίκη 1982, 31-41.

Βακαλόπουλος 1983 Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316-1983,


Θεσσαλονίκη 1983.

Βακαλόπουλος 1987-1988 Α. Βακαλόπουλος, «Η Θεσσαλονίκη και η περιοχή της


Πέλλας- Γενιτσών στα 1828», Μακεδονικά 26 (1987-
1988), 169-190.

xi
Βακαλόπουλος 1992 Α. Βακαλόπουλος, «Η Θεσσαλονίκη στα 1838:
αναμνήσεις του γερμανού νομοδιδασκάλου και
ιστορικού του δικαίου Karl Eduard Zacharia από ένα
ταξίδι του στην Ανατολή στα χρόνια 1837 και 1838»,
Θεσσαλονίκη 3 (1992), 131-151.

Βασδραβέλλης 1952 Ι. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας Α΄. Αρχείο


Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1952.

Βελένης 1983 Γ. Βελένης, «Ο πυλώνας της μονής των Αγίων Αποστόλων


Θεσσαλονίκης», Αφιέρωμα στη μνήμη του Στυλιανού
Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη 1983, 23-36.

Βελένης 1984 Γ. Βελένης, «Τέσσερα πρωτότυπα κιονόκρανα στη


Θεσσαλονίκη», Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου
Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 1984, 669-679.

Βελένης 1999 Γ. Βελένης, «Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης στις


αυτοχρωμίες του Μουσείου Albert-Kahn/ Les
monuments de Thessalonique dans les autochromes du
Musée Albert-Kahn», στο: Θεσσαλονίκη. Οι πρώτες
έγχρωμες φωτογραφίες 1913 & 1918/Thessalonique. Les
autochromes du Musée Albert-Kahn, Αθήνα 1999, 115-
153.

Βελένης 1997 Γ. Βελένης, «Η χρονολόγηση του ναού της Αγίας Σοφίας


Θεσσαλονίκης μέσα από τα επιγραφικά δεδομένα», ΘΠ 3
(1997), 70-77.

Βελένης 2001 Γ. Βελένης, «Η βυζαντινή αρχιτεκτονική της


Θεσσαλονίκης. Αισθητική προσέγγιση», Αφιέρωμα στη
μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, 1-25.

Βελένης 2003 Γ. Βελένης, «Μεσοβυζαντινή ναοδομία στη


Θεσσαλονίκη», Μνήμη Μανόλη Χατζηδάκη- Ακαδημία
Αθηνών 5 Μαρτίου 2002, Αθήνα 2003.

Βελένης 2005 Γ. Βελένης, «Κρήνες και Φιάλες της Θεσσαλονίκης.


Ταυτίσεις φωτογραφιών», ΘΠ 17 (2005), Παράρτημα, 1-
55.

Βοκοτόπουλος 1982 Π. Βοκοτόπουλος, «Οι μεσαιωνικοί ναοί της


Θεσσαλονίκης και η θέση τους στα πλαίσια της
βυζαντινής ναοδομίας», Η Θεσσαλονίκη μεταξύ Ανατολής
και Δύσεως, Πρακτικά συμποσίου τεσσαρακονταετηρίδος
της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 30 Οκτωβρίου- 1
Νοεμβρίου 1980, Θεσσαλονίκη 1982, 99-110.

xii
Cormack 1985 R. Cormack, O ναός του Αγίου Δημητρίου. Υδατογραφίες
και σχέδια του W.S. George, Kατάλογος έκθεσης Δήμου
Θεσσαλονίκης-Βρετανικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη
1985.

Γιάγκος 2001 Θ. Γιάγκος, «Οι εκκλησιαστικές διατάξεις περί


βεβηλώσεως ναών και η απόδοση των βυζαντινών ναών
της Θεσσαλονίκης στη λατρεία μετά την απελευθέρωση
(1912)», Πρακτικά ΙΒ΄ επιστημονικού Συμποσίου,
Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου,
Προσκύνημα Ανατολής και Δύσεως, Ιερά Μονή
Βλατάδων, 1-3 Οκτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη 2001, 135-
148.

Γουγούσης 1909 Χ. Γουγούσης, «Αι περί καταλήψεως της Θεσσαλονίκης


υπό των Τούρκων παραδόσεις», Μακεδονικόν
Ημερολόγιον 2 (1909), 103-107.

Γουγούσης 1915 Χ. Γουγούσης, «Εκ της αναστηλώσεως του ναού της


Θεομήτορος (Εσκί-τζουμά)», Μακεδονικόν Ημερολόγιον,
ο Γόρδιος δεσμός, Θεσσαλονίκη 1915, 225-235.

Γουγούσης 1923 Χ. Γουγούσης, «Ο τάφος του Αγίου Δημητρίου 1.», ΓΠ 7


(1923), 361-369.

Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά Α. Γουλάκη- Βουτυρά, Χρ. Τσαγκαλία, «Η Στρατιά της


2018 Ανατολής ζωγραφίζει τη Θεσσαλονίκη», στο Στρατιά
2018, 11-18.

Γρηγορίου 2007 Α. Γρηγορίου, «Περιγραφές της Θεσσαλονίκης μέσα από


τα κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών», ΘΠ 21 (2007), 96-131.

Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008 Α. Γρηγορίου, Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των


περιηγητών 1430-1930, Θεσσαλονίκη 2008.

Descamps- Lequime 2018 S. Descamps- Lequime, «H Αρχαιολογική Υπηρεσία της


Στρατιάς της Ανατολής», στο Στρατιά 2018, 33-36.

Dzagatspanian 1995 Ε. Dzagatspanian, «Ακόμη μια φορά για την τουρκική


άλωση της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 14ου αιώνα»,
Διεθνές Συμπόσιο: Βυζαντινή Μακεδονία, 324-1430 μ.Χ.,
Θεσσαλονίκη, 29-31 Οκτωβρίου 1992, Θεσσαλονίκη
1995, 87-89.

xiii
Δημητριάδης 1979 Β. Δημητριάδης, «Ο Kanunnâme και οι χριστιανοί
κάτοικοι της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1525», Μακεδονικά
19 (1979), 328-395.

Δημητριάδης 1980 Β. Δημητριάδης, «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών


της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά
20 (1980), 375-462.

Δημητριάδης 2003 Β. Δημητριάδης, «Η Θεσσαλονίκη κατά την εποχή της


Τουρκοκρατίας», Πανελλήνιο Συνέδριο: Η Θεσσαλονίκη
και ο ευρύτερος χώρος. Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον 28
Φεβρουαρίου- 2 Μαρτίου, Θεσσαλονίκη 2003, 62-75.

Δημητριάδης 2008 Β. Δημητριάδης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την


εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Θεσσαλονίκη
20082.

Δήμιτσας 1896 Μ. Δήμιτσας, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και


μνημείοις σωζομένοις : ήτοι πνευματική και αρχαιολογική
παράστασις της Μακεδονίας εν συλλογή 1409 ελληνικών
και 189 λατινικών επιγραφών και εν απεικονίσει των
σπουδαιοτέρων καλλιτεχνικών μνημείων, τ. Α΄, Αθήνα
1896.

Διονυσάτης, Κυριακίδης 1956 Ε. Διονυσάτης, Στ. Κυριακίδης, «Έγγραφα της Ιεράς


Μονής του Αγίου Διονυσίου αφορώντα εις αγνώστους
ναούς της Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 3 (1956), 363-
376.

Δρακούλης 2015 Δ. Δρακούλης, «Η ιστορική αστική γεωγραφία της


οθωμανικής Θεσσαλονίκης (17ος αιώνας). Η μαρτυρία
του Evliya Celebi», Διεθνές Συμπόσιο Πολιτισμός και
Χώρος στα Βαλκάνια. 17ος-20ός αιώνας, Θεσσαλονίκη
21-22 Νοεμβρίου 2014, Θεσσαλονίκη 2015, 143-170.

Elâm 2010 Ν. Elâm, Σχέσεις Βυζαντίου και Οθωμανών κατά τα έτη


1391-1421 (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή),
Θεσσαλονίκη 2010.

Έκθεση ιστορικών ντοκουμέντων Έκθεση ιστορικών ντοκουμέντων της Θεσσαλονίκης


1985 (Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1985.

Ενεπεκίδης 1982 Π. Ενεπεκίδης, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία 1798-1912,


Αθήνα 1982.

Ενεπεκίδης 1988 Π. Ενεπεκίδης, Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια 1875-1912,


Θεσσαλονίκη 1988.

xiv
Επαμεινώνδας 2014 Γ. Επαμεινώνδας, Θεσσαλονίκη 1863-1873. Οι
παλαιότερες φωτογραφίες, οι πρώτοι χάρτες της
περιοχής σταθμού και λιμανιού, Αθήνα 2014.

Ευαγγελίδης 1954 Δ. Ευαγγελίδης, Η Παναγία των Χαλκέων, Αθήνα 1954.

Ευαγγελίδης 1955 Δ. Ευαγγελίδης, «Και πάλι η «Καταφυγή» », Ελληνικά 14


(1955), 159-160.

Ζυγομαλάς 2013 Δ. Ζυγομαλάς, Η προστασία των αρχιτεκτονικών


μνημείων του βορειοελλαδικού χώρου από την
οθωμανική κατάκτηση έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
(1361-1939) (διδ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2013.

Η Θεσσαλονίκη 1985 Η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της (Εφορεία Βυζαντινών


Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1985.

Η Θεσσαλονίκη στα χαρακτικά Η Θεσσαλονίκη στα χαρακτικά από τον 15ο έως τα τέλη
1998 του 19ου αιώνα (Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης),
Θεσσαλονίκη 1998.

Η Θεσσαλονίκη του Αριστοτέλη Η Θεσσαλονίκη μέσα από το φακό του Αριστοτέλη Ζάχου
Ζάχου 2002 1912-1917, Αθήνα 2002.

Η Οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ε. Μπρούσκαρη(επιμ.), Η Οθωμανική αρχιτεκτονική στην


Ελλάδα 2009 Ελλάδα, Αθήνα 2009.

Θεοχαρίδης 1953 Γ. Θεοχαρίδης, «Η Rotonda του Αγίου Γεωργίου εις τας


αναμνήσεις του Robert de Dreux», Προσφορά εις
Στίλπωνα Κυριακίδην (Ελληνικά, Παράρτημα 4),
Θεσσαλονίκη 1953, 636-649.

Θεοχαρίδης 1953-1955 Γ. Θεοχαρίδης, «Η Νέα Μονή Θεσσαλονίκης»,


Μακεδονικά 3 (1953-1955), 334-352.

Θεοχαρίδης 1954 Γ. Θεοχαρίδης, «Ο ναός των Ασωμάτων και η Rotonda του


Αγ. Γεωργίου Θεσσαλονίκης», Ελληνικά (παράρτημα) 13
(1954), 24-70.

Θεοχαρίδης 1955-1960 Γ. Θεοχαρίδης, «Δύο νέα έγγραφα αφορώντα εις την


Νέαν Μονήν Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 4 (1955-1960),
315-351.

Θεοχαρίδης 1959 Γ. Θεοχαρίδης, Τοπογραφία και πολιτική ιστορία της


Θεσσαλονίκης κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1959.

xv
Θεοχαρίδης 1963 Γ. Θεοχαρίδης, «Άγνωστα τοπογραφικά της
Θεσσαλονίκης. Εξ ανεκδότου εγγράφου της εν Αγίω Όρει
Μονής Διονυσίου», Μακεδονικά 5 (1963), 1-14.

Θεοχαρίδης 1970 Γ. Θεοχαρίδης, «Ο Ματθαίος Βλάσταρις και η μονή του


κυρ-Ισαάκ εν Θεσσαλονίκη», Byzantion 40 (1970), 437-
459.

Θεοχαρίδης 1978 Γ. Θεοχαρίδης, «Μία εξαφανισθείσα μεγάλη μονή της


Θεσσαλονίκης, η Μονή του Προδρόμου», Μακεδονικά 18
(1978), 1-26.

Θεοχαρίδης 1981 Γ. Θεοχαρίδης, «Μία εξαφανισθείσα σημαντική μονή της


Θεσσαλονίκης, η Μονή Φιλοκάλλη», Μακεδονικά 21
(1981), 319-350.

Θεοχαρίδης 1983 Γ. Θεοχαρίδης, «Βιβλιοκρισία στο Β. Δημητριάδης,


Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της
Τουρκοκρατίας, 1430-1912», Μακεδονικά 23 (1983), 375-
308.

Θεοχαρίδου 1982 Κ. Θεοχαρίδου, «Φάσεις του ναού της Αχειροποιήτου»,


ΣΒΜΑΤ 2 (Αθήνα, 9-11 Απριλίου 1982), Αθήνα 1982, 31-
32.

Θεοχαρίδου 1991-1992 Κ. Θεοχαρίδου, «Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Νέα


στοιχεία και αποσαφηνίσεις με αφορμή τις
αναστηλωτικές εργασίες», ΔΧΑΕ, περίοδος Δ΄, τ. ΙΣΤ΄
(1991-1992), 57-75.

Θεοχαρίδου 1994 Κ. Θεοχαρίδου, Η αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας


Σοφίας στη Θεσσαλονίκη. Από την ίδρυσή του μέχρι
σήμερα, Αθήνα 1994.

Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Κ. Θεοχαρίδου- Τσαπραλή, Χρ. Μαυροπούλου- Τσιούμη


Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985 (επιμ.), Η αναστήλωση των Βυζαντινών και
μεταβυζαντινών μνημείων στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα
1985.

Θώμος 2001 Π. Θώμος, «Αποκατάσταση του τάφου του Χορτάτζη στη


Ροτόντα Θεσσαλονίκης», Ήπιες επεμβάσεις και
προστασία ιστορικών κατασκευών. Πρακτικά 1ου
Εθνικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 23-25 Νοεμβρίου 2000,
Θεσσαλονίκη 2001, 543-552.

xvi
Ιωαννίδου, Τραγανού-Δεληγιάννη Ν. Ιωαννίδου, Ο. Τραγανού-Δεληγιάννη, «Ναός Αγίου
1987 Παντελεήμονα. Στοιχεία τεκμηρίωσης επεμβάσεων», 7ο
ΣΒΜΑΤ, Αθήνα, 24-26 Απριλίου 1987 (Αθήνα 1987), 34-
35.

Καζαμία-Τσέρνου 2009 Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Μνημειακή Τοπογραφία της


Θεσσαλονίκης. Οι ναοί 4ος-8ος αι., Θεσσαλονίκη 2009.

Κακίση, Κωτούλα 2012 Α. Κακίση, Δ. Κωτούλα, «Βρετανοί αρχιτέκτονες στο


Βυζάντιο: καταγραφές στη Θεσσαλονίκη, 1888-1910»,
στο Αποτυπώματα 2012, 13-32.

Καλοκύρης 1969α Κ. Καλοκύρης, «Ο ναός του Αγίου Δημητρίου


Θεσσαλονίκης και τα μωσαϊκά αυτού», ΕΕΘΣΑΠΘ 14
(1969), 96-108.

Καλοκύρης 1969β Κ. Καλοκύρης, «Οι Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης και η


εικονογραφία αυτών», ΕΕΘΣΑΠΘ 14 (1969), 111-122.

Καλοκύρης 1970 Κ. Καλοκύρης, Εισαγωγή εις την χριστιανικήν και


βυζαντινήν αρχαιολογίαν, Θεσσαλονίκη 1970.

Καμπούρη-Βαμβούκου 2010 Μ. Καμπούρη-Βαμβούκου, «Το ταξίδι του Louis-Francois-


Sebastien Fauvel στη Μακεδονία: Τα σχέδιά του για τη
Ροτόντα και την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης», Πόλεως
λόγος: τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Α. Φ.
Λαγόπουλο, Θεσσαλονίκη 2010, 361-377.

Καραδήμου-Γερολύμπου 1985 Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, Η ανοικοδόμηση της


Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, Θεσσαλονίκη
1985.

Καραδήμου-Γερολύμπου 2002 Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, Το χρονικό της μεγάλης


πυρκαγιάς. Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1917, Θεσσαλονίκη
2002.

Κατσώνη 2000 Π. Κατσώνη, «Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή


Μακεδονία. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης», Βυζαντινά
21 (2000), 151-168.

Κισκήρα 2001 Κ. Κισκήρα, «Η Θεσσαλονίκη στα 1847 και η πρώτη


Αμερικανική διείσδυση στα Βαλκάνια», ΘΠ 6 (2001), 107-
122.

Κίσσας 1985 Σ. Κίσσας, «Η Μονή της Μικρής αγίας Σοφίας στη


Θεσσαλονίκη», Η Θεσσαλονίκη 1 (1985), 325-340.

xvii
Κίτσης 2002 Ε. Κίτσης, «Παλιά Θεσσαλονίκη: το πρόσωπο της Πόλης»,
ΘΠ 8 (2002), 71-93.

Κίτσης 2008 Ε. Κίτσης, Καρτ-ποστάλ της Θεσσαλονίκης στις αρχές του


20ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 2008.

Κνιθάκης 1975 Γ. Κνιθάκης, «Το Οκτάγωνο της Θεσσαλονίκης, Νέα


προσπάθεια αναπαραστάσεως», ΑΔ 30 (1975), 90-119.

Κολοβός 2000 Η. Κολοβός, Χωρικοί και μοναχοί στην οθωμανική


Χαλκιδική, 15ος- 16ος αιώνες, τ. Α΄: Όψεις της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο και η μονή
Ξηροποτάμου, τ. Β΄: Τοπογραφία και πληθυσμός
Θεσσαλονίκης, Σιδηροκαυσίων, Χαλκιδικής. Τα δεδομένα
των φορολογικών καταστίχων, τ. Γ΄: Τα οθωμανικά
έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου.
Επιτομές 1439-1800, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή
στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Φιλοσοφικής
Σχολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2000.

Κοτζαγεώργης 2019 Φ. Κοτζαγεώργης, Πρώιμη οθωμανική πόλη. Επτά


περιπτώσεις από τον νοτιοβαλκανικό χώρο.
Αδριανούπολη, Σέρρες, Καστοριά, Τρίκαλα, Λάρισα,
Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Αθήνα 2019.

Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1989 Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Αχειροποίητος : ο μεγάλος


Ναός της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1989.

Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1997 Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, «Οι αναστηλώσεις των


βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης», ΘΠ 1 (1997),
46-53.

Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008 Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ναός του Σωτήρος Χριστού


Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2008.

Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Α. Τούρτα, Περίπατοι στη


Τούρτα 1997 Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1997.

Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Χρ. Μαυροπούλου-


2012 Τσιούμη, Χ. Μπακιρτζής, Ψηφιδωτά Θεσσαλονίκης: 4ος-
14ος αιώνας, Αθήνα 2012.

Κυριακόπουλος 2014 Χ. Κυριακόπουλος, Ευαγή ιδρύματα στην οθωμανική


Θεσσαλονίκη (1430-1530), Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή
εργασία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου της Κρήτης, Ρέθυμνο 2014.

xviii
Κωνσταντινίδης 1989 Γ. Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1913-1919,
Θεσσαλονίκη 1989.

Κωτίδης 2018 Α. Κωτίδης, «Το πέρασμα του Μαλέα από τη


Θεσσαλονίκη», στο Στρατιά 2018, 39-41.

Κωτίδης, Γιαννούκος 2000 Α. Κωτίδης, Θ. Γιαννούκος, Η Ελλάδα του Μπαρκώφ,


Αθήνα 2000.

Λαούρδας 1953 Β. Λαούρδας, «Ισιδώρου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης


ομιλία περί της αρπαγής των παίδων και περί της
μελλούσης κρίσεως», Ελληνικά 4, Παράρτημα (1953),
389-398.

Λαούρδας 1956 Β. Λαούρδας, «Ο «Συμβουλευτικός προς τους


Θεσσαλονικείς» του Μανουήλ Παλαιολόγου»,
Μακεδονικά 3 (1956), 290-307.

Λάσκαρις 1952α Μ. Λάσκαρις, «Ναοί και μοναί Θεσσαλονίκης το 1405 εις


το Οδοιπορικόν του εκ Σμολένσκ Ιγνατίου», Τόμος
Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου ΕΕΣΝΟΕΠΘ 6 (1952), 315-
344.

Λάσκαρις 1952β Μ. Λάσκαρις, «Ιωάννης Η´ ο Παλαιολόγος εν


Θεσσαλονίκῃ κατά την πολιορκίαν του 1416», Τόμος
Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τῄ εξακοσιετηρίδι της
Εξαβίβλου αυτού, Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης 6 (1952), 340-344.

Μακαρόνας 1950 Χ. Ι. Μακαρόνας, «Το οκτάγωνον της Θεσσαλονίκης», ΠΑΕ


1950, 303-321.

Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου Θ. Μαντοπούλου- Παναγιωτοπούλου, Θρησκευτική


1989 αρχιτεκτονική στην Θεσσαλονίκη κατά την τελευταία
φάση της Τουρκοκρατίας (1839-1912). Εκκλησίες-
Συναγωγές- Τζαμιά, Θεσσαλονίκη 1989.

Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου Θ. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, «Επανεξέταση του


1989 ναού των Ταξιαρχών στη Θεσσαλονίκη», 25ο ΣΒΜΑΤ
Αθήνα, 13-15 Μαΐου 2005, Αθήνα 2005, 80-81.

Μαντοπούλου- Θ. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, Ε. Χεκίμογλου, «Η


Παναγιωτοπούλου, Χεκίμογλου Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία. Η οργάνωση της
1997 πόλης και τα μνημεία», Αρχαιολογία 64 (1997), 93-97.

Μανωλεδάκης 2000 Μ. Μανωλεδάκης, Τα μνημεία του Χορτιάτη και η ανάγκη


για την προστασία τους, Χορτιάτης 2000.

xix
Μαρκή 1983α Ε. Μαρκή, «Ένας άγνωστος οκταγωνικός ναός στη
Θεσσαλονίκη», Μακεδονικά 23 (1983), 117-133.

Μαρκή 1983β Ε. Μαρκή, «Το δεύτερο Οκτάγωνο της Θεσσαλονίκης», 3ο


ΣΒΜΑΤ, Αθήνα 29 Απριλίου- 1 Μαΐου 1983, Αθήνα 1983,
51-52.

Μαρκή 1997 Ε. Μαρκή, «Η Αγία Σοφία και τα προσκτίσματα της μέσα


από τα ανασκαφικά δεδομένα», ΘΠ 1 (1997), 54-61.

Μαρκή 2005 Ε. Μαρκή, «Προσπάθεια χωροθέτησης των βυζαντινών


ναών και μονών της Θεσσαλονίκης με βάση τα σωζόμενα
μνημεία, τα ανασκαφικά δεδομένα και τις πηγές», 25ο
ΣΒΜΑΤ Αθήνα, 13-15 Μαΐου 2005, Αθήνα 2005, 82-83.

Μαρκή 2007 Ε. Μαρκή, «Η Θεσσαλονίκη και η αναζήτηση του


παρελθόντος της», ΘΠ 21 (2007), 84-95.

Μαρκή, Γιατρουδάκη κ.ά 2007 Ε. Μαρκή, Ε. Γιατρουδάκη, Γ. Τσόκας, Π. Τσούρλος, «Νέα


στοιχεία για την περιοχή του Αλκαζάρ μέσα από τις
εργασίες του μετρό», ΑΕΜΘ 21 (2007), 223-230.

Μαυρίδης, Primavera-Μαυρίδου Σ. Μαυρίδης, C. Primavera-Mαυρίδου, Ξένοι περιηγητές


2005 στη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος από το 1550 έως το
1892, Θεσσαλονίκη 2005.

Μαυροπούλου-Τσιούμη 1970 Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Ο Άγιος Νικόλαος ο


Ορφανός, Θεσσαλονίκη 1970.

Μαυροπούλου-Τσιούμη 1987 Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Μονή Βλατάδων,


Θεσσαλονίκη 1987.

Μαυροπούλου-Τσιούμη 1995 Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, «Ανασκαφικές έρευνες στην


Ι.Μ. Βλατάδων», Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικού Συμποσίου,
Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Σταυροπηγιακές και Ενοριακές
Μονές, Ιερά Μονή Βλατάδων, 18-20 Οκτωβρίου 1993,
Θεσσαλονίκη 1995, 165-188.

Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996 Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Βυζαντινή Θεσσαλονίκη,


Θεσσαλονίκη 19963.

Μαυροπούλου-Τσιούμη 2014 Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Αγία Σοφία: ο μεγάλος ναός


της Θεσσαλονίκης, Αθήνα 2014.

Μέντζος 1981 Α. Μέντζος, «Συμβολή στην έρευνα του αρχαιότερου


ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 21
(1981), 201-211.

xx
Μέντζος 1994 Α. Μέντζος, Το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου
Θεσσαλονίκης στα βυζαντινά χρόνια, Αθήνα 1994.

Μέντζος 1995-1996 Α. Μέντζος, «Το ανάκτορο και η Ροτόντα της


Θεσσαλονίκης. Νέες προτάσεις για την ιστορία του
συγκροτήματος», Βυζαντινά 18 (1995-1996), 339-364.

Μέντζος 2000α Α. Μέντζος, «Αγία Σοφία ή Άγιος Μάρκος», Βυζαντινά 21


(2000), 583-585.

Μέντζος 2000β Α. Μέντζος, «Ενδείξεις και πληροφορίες για τον


αρχαιότερο ναό του Αγίου Δημητρίου», Πρακτικά ΙΓ΄
Διεθνούς επιστημονικού Συμποσίου, Χριστιανική
Θεσσαλονίκη: Η επαρχιακή μητροπολιτική Σύνοδος
Θεσσαλονίκης, Ιερά Μονή Βλατάδων, 21-23 Οκτωβρίου
1999, Θεσσαλονίκη 2000, 179-202.

Μέντζος 2001 Α. Μέντζος, «Ο ναός του Αγίου Δημητρίου προ και μετά
την πυρκαγιά του 7ου αι.», Πρακτικά ΙΒ΄ επιστημονικού
Συμποσίου, Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Ο ναός του Αγίου
Δημητρίου, Προσκύνημα Ανατολής και Δύσεως, Ιερά
Μονή Βλατάδων, 1-3 Οκτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη
2001, 217-245.

Μέντζος 2003-2004 Α. Μέντζος, «Η «ιστορική τοιχογραφία» του ναού του


Αγίου Δημητρίου», Μακεδονικά 34 (2003-2004), 209-
227.

Μέντζος 2012α Α. Μέντζος, «Άγιος Δημήτριος/Hagios Demetrios», στο


Αποτυπώματα 2012, 82-103.

Μέντζος 2012β Α. Μέντζος, «Αγία Σοφία/Hagia Sophia», στο


Αποτυπώματα 2012, 104-125.

Μέρτζιος 2007 Κ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας,


Θεσσαλονίκη 20072.

Μοσχόπουλος 1940 Ν. Μοσχόπουλος, «Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή.


Μια τουρκική περιγραφή της Ελλάδος κατά τον ΙΖ΄ αιώνα.
Κριτική ανάλυσις και έλεγχος του «Οδοιπορικού»
(σεγιαχατναμέ) του Τούρκου περιηγητού», ΕΕΒΣ 16
(1940), 321-363.

Μονιού 2006 Ν. Μονιού, Θεσσαλονίκη 1423-1430 : η Βενετοκρατία και


η τελευταία άλωση από τους Τούρκους, Συμεών
Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Αναγνώστης, Αθήνα 2006.

xxi
Μουτσόπουλος 1980 Ν. Μουτσόπουλος, Θεσσαλονίκη 1900-1917,
Θεσσαλονίκη 1980.

Μουτσόπουλος 1985 Ν. Μουτσόπουλος, «Η θέση της άγνωστης Μονής της


Αγίας Ματρώνας στη Θεσσαλονίκη», 5ο ΣΒΜΑΤ,
Θεσσαλονίκη, 7-9 Ιουνίου 1985, Αθήνα 1985, 58-59.

Μουτσόπουλος 2005 Ν. Μουτσόπουλος, Βυζαντινά και Οθωμανικά,


Θεσσαλονίκη 2005.

Μουτσόπουλος 2013 Ν. Μουτσόπουλος, Η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου στη


Θεσσαλονίκη. Αρχαιολογική έρευνα και αναστήλωση του
μνημείου, Θεσσαλονίκη 2013.

Μπακιρτζής 1986 Χ. Μπακιρτζής, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου


Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986.

Μπακιρτζής 1997 Χ. Μπακιρτζής, «Η Θεσσαλονίκη από το 1430 έως το


1912: αρχαιολογία και τέχνη», Τοις Αγαθοίς
Βασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Ιστορία και Πολιτισμός,
Θεσσαλονίκη 1997, 60-79.

Μπακιρτζής 2001 Χ. Μπακιρτζής, «Ο τάφος του Αγίου Δημητρίου»,


Πρακτικά ΙΒ΄ επιστημονικού Συμποσίου, Χριστιανική
Θεσσαλονίκη: Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, Προσκύνημα
Ανατολής και Δύσεως, Ιερά Μονή Βλατάδων, 1-3
Οκτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη 2001, 189-197.

Μπατζικώστα 2019 Α. Μπατζικώστα, «Οι αλλαγές στο ναό της Αγίας Σοφίας
Θεσσαλονίκης κατά τη μετατροπή της από χριστιανικό
ναό σε ισλαμικό τέμενος», Βυζαντιακά 36, υπό
δημοσίευση.

Μπούρας 1973-1974 Χ. Μπούρας, «Το επιτύμβιο του Λουκά Σπαντούνη στη


βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης», ΕΕΠΣΑΠΘ
6 (1973-1974), 1-52.

Μωραϊτόπουλος 1883 Γ. Κ. Μωραϊτόπουλος, Η Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1883.

Ναλμπάντης 1997 Δ. Ναλμπάντης, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία


της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997.

Νικονάνος 1972 Ν. Νικονάνος, Οι Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης,


Θεσσαλονίκη 1972.

xxii
Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968 Α. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Περιγραφή της
Θεσσαλονίκης στα 1734 από τον Père Jean-Baptiste
Souciet», Μακεδονικά 8 (1968), 185-210.

Ξυγγόπουλος 1920-1921 Α. Ξυγγόπουλος, «Το Κεραμεντίν Τζαμί Θεσσαλονίκης»,


ΑΔ 6 (1920-1921), 190-194.

Ξυγγόπουλος 1929 Α. Ξυγγόπουλος, «Το Καθολικό της Μονής του Λατόμου


εν Θεσσαλονίκη και το εν αυτώ ψηφιδωτόν», ΑΔ 12
(1929), 142-180.

Ξυγγόπουλος 1946 Α. Ξυγγόπουλος, Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου


Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1946.

Ξυγγόπουλος 1949 Α. Ξυγγόπουλος, Συμβολαί εις την τοπογραφίαν της


βυζαντινής Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1949.

Ξυγγόπουλος 1952 Α. Ξυγγόπουλος, «Αι περί του ναού της Αχειροποιήτου


Θεσσαλονίκης ειδήσεις του Κωνσταντίνου
Αρμενόπουλου», Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου
ΕΕΣΝΟ ΑΠΘ 6 (1952), 1-26.

Ξυγγόπουλος 1953α Α. Ξυγγόπουλος, «Μονή των Αγίων Αποστόλων ή μονή


της Θεοτόκου;», Ελληνικά, Παράρτημα 4 (1953), 726-735.

Ξυγγόπουλος 1953β Α. Ξυγγόπουλος, «Περί την Αχειροποίητον


Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 2 (1953), 472-487.

Ξυγγόπουλος 1954 Α. Ξυγγόπουλος, «Η Καταφυγή», Ελληνικά 13 (1954), 331-


336.

Ξυγγόπουλος 1955 Α. Ξυγγόπουλος, «Παναγία Καμαριώτισσα», Ελληνικά 14


(1955), 453-457.

Ξυγγόπουλος 1955-1960α Α. Ξυγγόπουλος, «Αι απολεσθείσαι τοιχογραφίαι της


Παναγίας των Χαλκέων Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 4
(1955-1960), 1-19.

Ξυγγόπουλος 1955-1960β Α. Ξυγγόπουλος, «Καταφυγή-Αχειροποίητος»,


Μακεδονικά 4 (1955-1960), 441-448.

Ξυγγόπουλος 1956 Α. Ξυγγόπουλος, «Νεώτερα ευρήματα εις τον ναόν των


Ταξιαρχών Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 3 (1956), 281-
289.

xxiii
Ξυγγόπουλος 1973-1974 Α. Ξυγγόπουλος, «Αι τοιχογραφίαι του Ακαθίστου εις την
Παναγίαν των Χαλκέων Θεσσαλονίκης», ΔΧΑΕ 7 (1973-
1974), 61-77.

Ξυγγόπουλος 2007 Α. Ξυγγόπουλος, Τέσσαρες μικροί ναοί της Θεσσαλονίκης


εκ των χρόνων των Παλαιολόγων, Θεσσαλονίκη 20072.

Ορλάνδος 1940 Α. Ορλάνδος, «Η κινστέρνα της εν Θεσσαλονίκη Μονής


των Δώδεκα Αποστόλων», Μακεδονικά 1 (1940), 377-
383.

Παζαράς 1988 Θ. Παζαράς, Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες


πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην
Ελλάδα, Αθήνα 1988.

Παζαράς 1998 Θ. Παζαράς, Η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου στη


Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 19983.

Παϊσίδου 2012α Μ. Παϊσίδου, «Παναγία των Χαλκέων/Panagia ton


Chalkeon», στο Αποτυπώματα 2012, 126-135.

Παϊσίδου 2012β Μ. Παϊσίδου, «Μονή Βλατάδων/Vlatadon Monastery»,


στο Αποτυπώματα 2012, 166-171.

Παπαγεωργίου 1892 Π. Παπαγεωργίου, «Θεσσαλονίκης Πρόσφατον


Αρχαιολογικόν εύρημα. Επιτάφια πλαξ αρχιερέως εν τω
Μιναρέ της Αγίας Σοφίας», Εικονογραφημένη Εστία
(1892), 394-395.

Παπαγεωργίου 1899 Π. Παπαγεωργίου, «Η εν Θεσσαλονίκη Μονή των


Βλαταίων και τα μετόχια αυτής», ΒΖ 8 (1899), 402-428.

Παπαγεωργίου 1901 Π. Παπαγεωργίου, «Θεσσαλονίκης Βυζαντιακοί ναοί και


επιγράμματα αυτών», ΒΖ 10 (1901), 23-39.

Παπαγεωργίου 1908 Π. Παπαγεωργίου, «Μνημεία της εν Θεσσαλονίκη


λατρείας του Μεγαλομάρτυρος αγίου Δημητρίου», ΒΖ 17
(1908), 321-381.

Παπαγεωργίου 1912 Π. Παπαγεωργίου, Θεσσαλονίκης ιστορικά και


αρχαιολογικά, Μακεδονικόν Ημερολόγιον 5 (1912), 56-
63.

Παπαγεωργίου 1990 Χ. Παπαγεωργίου, «Ο αστρονομικός προσανατολισμός


Ναών, Συναγωγών και Τζαμιών της Θεσσαλονίκης
παράλληλα προς τον άξονα της Εγνατίας οδού», Η
Θεσσαλονίκη 2 (1990), 25-38.

xxiv
Παπαγιαννόπουλος 1983 Α. Παπαγιαννόπουλος, Μνημεία της Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη 1983.

Παπαδόπουλος 1992 Σ. Παπαδόπουλος, «Μνεία παιδομαζώματος στη


Θεσσαλονίκη κατά την πρώτη κατοχή της πόλης από τους
Τούρκους», στο: Χριστιανική Θεσσαλονίκη : από της
εποχής των Κομνηνών μέχρι και της αλώσεως της
Θεσσαλονίκης υπό των Οθωμανών (1430) (11ος-15ος
μ.Χ.): ΚΕ΄ Δημήτρια, Δ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο, Ιερά
Μονή Βλατάδων, 29-31 Οκτωβρίου 1990, Θεσσαλονίκη
1992, 71-77.

Παπαδόπουλος 2006 Χ. Παπαδόπουλος, «Η παράδοση της Θεσσαλονίκης


στους Βενετούς και τα χρόνια της Βενετοκρατίας (1423-
1430)», ΘΠ 19 (2006), 84-105.

Παπαδόπουλος 2007 Χ. Παπαδόπουλος, «Η άλωση του 1430 και η θεωρία της


προδοσίας», ΘΠ 22 (2007), 120-135.

Παπαδόπουλος 2008 Χ. Παπαδόπουλος, «Η εκκλησιαστική ζωή και οι ναοί της


Θεσσαλονίκης μετά την άλωση του 1430», Θεσσαλονίκη
7 (2008), 55-68.

Παπαδριανός 1968 Ι. Παπαδριανός, «Η άλωση της Θεσσαλονίκης στα 1430


και ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς (Djuradj
Branković)», Μακεδονικά 8 (1968), 401-405.

Παπάζογλου 1940 Α. Παπάζογλου, «Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του


1821», Μακεδονικά 1 (1940), 417-428.

Παπάζογλου 1992 Α. Παπάζογλου, «Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης του


1416 και η συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Ιωάννη Η΄
Παλαιολόγου και του Μωάμεθ Α΄», Η Θεσσαλονίκη 3
(1992), 45-57.

Παπάζογλου 2007 Α. Παπάζογλου, «Παναγία Καμαριώτισσα», ΘΠ 21 (2007),


102-119.

Παπάζογλου 2010 Α. Παπάζογλου, Οι Μιναρέδες της Θεσσαλονίκης,


Θεσσαλονίκη 2010.

Παπαζώτος 1982 Θ. Παπαζώτος, «Ο μεγάλος ναός στις Θεοτόκου στη


Θεσσαλονίκη. Μια επανεξέταση των πηγών για την
ιστορία στις Αχειροποιήτου», Μακεδονικά 22 (1982),
112-132.

xxv
Παπαζώτος 1994 Θ. Παπαζώτος, «Περιγραφή του Αγίου Δημητρίου από
τον Ρώσο μοναχό Ησαΐα (1489)», Ιστορικογεωγραφικά 4
(1994), 191-192.

Παπαζώτος 1997 Θ. Παπαζώτος, «Η Μονή Ακαπνίου- Ο ναός του Προφήτη


Ηλία», ΘΠ 2 (1997), 34-73.

Παπαζώτος 2007 Θ. Παπαζώτος, «Η Μονή Ακαπνίου- Ο ναός του «Προφήτη


Ηλία» » , ΘΠ 21 (2007), 154-199.

Παπακυριακού 2012 Χ. Παπακυριακού, «Αχειροποίητος/Acheiropoeitos», στο


Αποτυπώματα 2012, 64-81.

Παπαστάθης 1978 Χ. Παπαστάθης, «Ένα υπόμνημα για την πυρκαγιά της


Θεσσαλονίκης στα 1917 και την περίθαλψη των
θυμάτων», Μακεδονικά 18 (1978), 143-170.

Παπαστάθης, Xεκίμογλου 2003 Χ. Παπαστάθης, Ε. Xεκίμογλου, «Η Θεσσαλονίκη της


πυρκαγιάς 18-19 Αυγούστου 1917», ΘΠ 11 (2003), 11-77.

Παπαχατζής 1973 Ν. Παπαχατζής, Μνημεία της Θεσσαλονίκης,


Θεσσαλονίκη 19738.

Πελεκανίδης 1949 Στ. Πελεκανίδης, Παλαιοχριστιανικά μνημεία


Θεσσαλονίκης: Αχειροποίητος, Μονή Λατόμου,
Θεσσαλονίκη 1949.

Πελεκανίδης 1955-1960 Στ. Πελεκανίδης, «Παρατηρήσεις τινές εις Συμεών


Θεσσαλονίκης «Διάταξις ακριβής στις εορτής του Αγίου
Δημητρίου» », Μακεδονικά 4 (1955-1960), 410-415.

Πενέλης κ.ά. 2009 Γ. Πενέλης, Κ. Στυλιανίδης, Χ. Ιγνατάκης, «Επεμβάσεις


στερέωσης και ενίσχυσης του μιναρέ της Ροτόντας στη
Θεσσαλονίκη. Τεκμηρίωση και εφαρμογή», στο
Στεφανίδου Α. (επιμ.), Η συντήρηση και η αποκατάσταση
των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη
2009, 333-357.

Περδικοπούλου 2015 Μ. Περδικοπούλου, Οθωμανική αρχιτεκτονική του 15ου


και 16ου αι. στην Κεντρική Μακεδονία (Διοικητικά Όρια
Νομού Θεσσαλονίκης): Τοπογραφία, Μορφολογία,
Χρήσεις, Κύρια Μεταπτυχιακή Εργασία Βυζαντινής
Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Α.Π.Θ., τ. Α΄, Β΄, Θεσσαλονίκη 2015.

Πετρόπουλος 1980 Η. Πετρόπουλος, Η Οθωμανική παρουσία στη


Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1980.

xxvi
Πούλη 2009 Ρ. Πούλη, «Φετιχιέ τζαμί (ή Τζαμί του Σταροπάζαρου)», Η
οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα 2009, 70-73.

Ράπτης 1999 Κ. Ράπτης, «Παρατηρήσεις επί ορισμένων δομικών


στοιχείων στις Αχειροποιήτου», ΑΕΜΘ 13 (1999), 219-
237.

Ράπτης 2009 Κ. Ράπτης, Hamza Bey Τζαμί (Αλκαζάρ) Θεσσαλονίκης:


νέα στοιχεία για τη θεμελίωση του οθωμανικού
μνημείου βάσει πρόσφατων ανασκαφικών ερευνών
(2009), ΑΕΜΘ 23 (2009), 285-292.

Ράπτης 2016 Κ. Ράπτης, Αχειροποίητος Θεσσαλονίκης. Αρχιτεκτονική


και γλυπτός διάκοσμος, τ. 1-3, Ανέκδοτη Διδακτορική
διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.,
Θεσσαλονίκη 2016.

Ράπτης, Ζόμπου-Ασημή 2011 Κ. Ράπτης, Α. Ζόμπου-Ασημή, «Αχειροποίητος Θεσσαλο-


νίκης: παρατηρήσεις και σκέψεις σχετικά με την
οικοδομική ιστορία και την αποκατάσταση στις
παλαιοχριστιανικής βασιλικής», Εν χώρω τεχνήεσσα,
Τιμητικός τόμος για την καθηγήτρια κ. Ξ. Σκαρπιά-Χόϊπελ,
Θεσσαλονίκη 2011, 449-463.

Σαμπανοπούλου 2009α Λ. Σαμπανοπούλου, «Η Θεσσαλονίκη στις οθωμανικούς


χρόνους (15ος-18ος αι.)», Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην
Ελλάδα 2009, 216-218.

Σαμπανοπούλου 2009β Λ. Σαμπανοπούλου, «Μιναρές της Ροτόντας», Η


οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα 2009, 224-225.

Σέμογλου 2012 Α. Σέμογλου, «Αγία Αικατερίνη/Hagia Aikaterini», στο


Αποτυπώματα 2012 , 158-165.

Σικαλίδου 2019 Δ. Σικαλίδου, Περίκεντροι Βυζαντινοί Ναοί στη


Μακεδονία και τη Θράκη, Κύρια Μεταπτυχιακή Εργασία
Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2019.

Σιμόπουλος 1984 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 333 μ.Χ.-


1700, τ. Α΄, Αθήνα 1984.

Σιμόπουλος 1985 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810,


τ. Γ΄ 1, Αθήνα 1985.

Σιμόπουλος 1988 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1700-1800,


τ. Β΄, Αθήνα 1988.

xxvii
Σκιαδαρέσης 2016 Γ. Σκιαδαρέσης, Η Παλαιά Μητρόπολη στις Βέροιας στο
πλαίσιο στις βυζαντινής αρχιτεκτονικής (ανέκδοτη
διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2016.

Σοφιανός 2001 Δ. Σοφιανός, «Ο ναός του Αγίου Δημητρίου και η


μετατροπή του σε τουρκικό τέμενος», Χριστιανική
Θεσσαλονίκη. Πρακτικά ΙΒ΄ Διεθνούς Επιστημονικού
Συμποσίου. Ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου.
Προσκύνημα Ανατολής και Δύσεως, Ιερά Μονή
Βλατάδων, 1-3 Οκτωβρίου 1998, Θεσσαλονίκη 2001, 103-
116.

Σταλίδης 1999 Κ. Γ. Σταλίδης, Οι συντεχνίες και τα επαγγέλματα στην


Έδεσσα την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη
19992.

Σταυρίδου-Ζαφράκα 2001 Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Η Αγία Σοφία ως


μητροπολιτικός ναός και το επισκοπείο», Αφιέρωμα στη
μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, 549-560.

Στογιόγλου 1971 Γ. Στογιόγλου, Η εν Θεσσαλονίκη Πατριαρχική Μονή των


Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971.

Στρατιά 2018 Α. Γουλάκη- Βουτυρά, Χρ. Τσαγκαλιά (επιμ.), Η Στρατιά


στις Ανατολής ζωγραφίζει τη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη
2018.

Σωτηρίου 1918 Γ. Σωτηρίου, «Έκθεσις περί των εργασιών των


έκτελεσθεισών έν τη ήρειπωμένη έκ της πυρκαϊάς
βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης κατά τά ετη
1917- 1918», ΑΔ 4 (1918), Συμπλήρωμα Δελτίου 1918, 1-
47.

Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952 Γ. Σωτηρίου, Μ. Σωτηρίου, Η βασιλική του Αγίου


Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1952.

Σωτηρίου 1955 Γ. Σωτηρίου, «Και πάλιν περί Καταφυγής», Ελληνικά 14


(1955), 158-159.

Σωτηρίου 1971 Μ. Σωτηρίου, «Ο «οικίσκος» της παραδόσεως και ο


τάφος του αγίου Δημητρίου», Ελληνικά 24 (1971), 372-
374.

Ταμπάκη 1998 Σ. Ταμπάκη, Η Θεσσαλονίκη στις περιγραφές των


περιηγητών. 12ος-19ος αι. μ.Χ. Λατρευτικά μνημεία,
Θεσσαλονίκη 1998.

xxviii
Τάντσης 2003 Α. Τάντσης, «Βυζαντινά υπερώα στη Θεσσαλονίκη», ΘΠ
10 (2003), 85-90.

Τάντσης 2008 Α. Τάντσης, Το υπερώο στη βυζαντινή ναοδομία


(ανέκδοτη διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2008.

Τάντσης 2012α Α. Τάντσης, «Ταξιάρχες/Taxiarches», στο Αποτυπώματα


2012, 172-183.

Τάντσης 2012β Α. Τάντσης, «Προφήτης Ηλίας/Prophetes Elias», στο


Αποτυπώματα 2012, 184-195.

Τάντσης 2013-2014 Α. Τάντσης, «Ο Προφήτης Ηλίας, η Άννα της Σαβοΐας και


η Αυλή του Συργή», Βυζαντινά 33 (2013-2014), 241-257.

Τάντσης 2014 Α. Τάντσης, Η αρχιτεκτονική σύνθεση στο Βυζάντιο.


Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 20142.

Το τέλος της παλιάς μας πόλης Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Θεσσαλονίκη 1870-1917,
2017 Κατάλογος έκθεσης (έκδ. ΜΙΕΤ), Θεσσαλονίκη 2017.

Τσαγκαλιά 2018 Χρ. Τσαγκαλιά, «Η Θεσσαλονίκη των στρατιωτών και των


ζωγράφων», στο Στρατιά 2018, 43-49.

Τσακστίρας κ.ά. 2013 Λ. Τσακτσίρας, Κ. Παπανθίμου, Γ. Μάντζιου, Ν.


Καλογήρου, Θεσσαλονίκη: η πόλη και τα μνημεία της,
Θεσσαλονίκη 20132.

Τσάρας 1958 Γ. Τσάρας, Ιωάννου Αναγνώστου, Διήγησις περί της


τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης. Μονωδία επί τη
αλώσει της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1958.

Τσάρας 1969 Γ. Τσάρας, «Οι δύο έμμετρες μονωδίες για την τελευταία
άλωση της Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 9 (1969), 64-
100.

Τσάρας 1973 Γ. Τσάρας, «Ο τέταρτος καθολικός ναός της


Θεσσαλονίκης στο Χρονικό του Ιωάννη Αναγνώστη»,
Βυζαντινά 5 (1973), 167-185.

Τσάρας 1977 Γ. Τσάρας, «Η Θεσσαλονίκη από τους Βυζαντινούς στους


Βενετσιάνους (1423-1430)», Μακεδονικά 17 (1977), 85-
122.

xxix
Τσάρας 1983 Γ. Τσάρας, «Οι τέσσερις καθολικοί ναοί της Θεσσαλονίκης
στο χρονικό του Ιωάννου Αναγνώστη», Πρακτικά Δ΄
Πανελλήνιου Ιστορικού Συνδρίου, Θεσσαλονίκη 1983,
131-144.

Τσάρας 1985 Γ. Τσάρας, Η τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης (1430):


τα κείμενα μεταφρασμένα με εισαγωγικό σημείωμα και
σχόλια, Θεσσαλονίκη 1985.

Τσιγαρίδας 1986 Ε. Τσιγαρίδας, Οι τοιχογραφίες της μονής Λατόμου


Θεσσαλονίκης και η βυζαντινή ζωγραφική του 12ου
αιώνα, Θεσσαλονίκη 1986.

Τσιγαρίδας 1998 Ε. Τσιγαρίδας, Μονή Λατόμου (Όσιος Δαβίδ),


Θεσσαλονίκη 19982.

Τσιγαρίδας 2006 Ε. Τσιγαρίδας, «Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας


Αικατερίνης Θεσσαλονίκης», 26ο ΣΒΜΑΤ, Αθήνα, 12-14
Μαΐου 2006, Αθήνα 2006, 94-95.

Τσιτουρίδου 1985 Α. Τσιτουρίδου, Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη


1985.

Φουντούλης 1976 Ι. Φουντούλης, «Μαρτυρίαι του Συμεών Θεσσαλονίκης


περί των ναών της Θεσσαλονίκης», ΕΕΘΣ ΑΠΘ 21 (1976),
123-186.

Velenis 1981 G. Velenis, «Οι Άγιοι Απόστολοι Θεσσαλονίκης και η


Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως», Akten des XVI
Internationalen Byzantinistenkongress, Wien 1981, II/4,
JÖB 32/4 (1981), 457-467.

Χασιώτης 1997 Ι. Χασιώτης, «Η Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη: η


πρώτη περίοδος (15ος αι.-1830)», στο: Τοις Αγαθοίς
Βασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Ιστορία και Πολιτισμός,
Θεσσαλονίκη 1997, 103-116.

Χατζηαντωνίου 2007 Ε. Χατζηαντωνίου, Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα


μέσα του 8ου αι. έως το 1430. Ιεραρχική τάξη-
Εκκλησιαστική περιφέρεια-Διοικητική οργάνωση,
Θεσσαλονίκη 2007.

Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή Χ. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή, «Ο μιναρές της


1992 Ροτόντας», Θεσσαλονίκη (Επιστημονική Επετηρίδα του
Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου
Θεσσαλονίκης) 3 (1992), 59-74.

xxx
Χατζή Ιωάννου 1976 Μ. Χατζή Ιωάννου, Αστυγραφία Θεσσαλονίκης. Ήτοι
τοπογραφική περιγραφή της Θεσσαλονίκης,
2
Θεσσαλονίκη 1976 .

Χατζητρύφωνος 1995 Ευ. Χατζητρύφωνος, «Αγία Αικατερίνη Θεσσαλονίκης.


Παρατηρήσεις στην έρευνα και την αρχιτεκτονική», 25ο
ΣΒΜΑΤ, Αθήνα, 13-15 Μαΐου 2005, Αθήνα 2005, 136-137.

Χλέπα 2005 Ε.-Α. Χλέπα, «Η αναβίωση της «αρχικής μορφής» στις


αποκαταστάσεις των παλαιοχριστιανικών βασιλικών: η
περίπτωση του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης», 25ο
ΣΒΜΑΤ, Αθήνα, 13-15 Μαΐου 2005, Αθήνα 2005, 140-141.

Χλέπα 2011 Ε.-Α. Χλέπα, Τα Βυζαντινά Μνημεία στη Νεότερη Ελλάδα.


Ιδεολογία και Πρακτική των Αποκαταστάσεων. 1833-
1939, Αθήνα 2011.

Χούλια 2009 Σ. Χούλια, «Τα θρησκευτικά οθωμανικά κτήρια του


ελλαδικού χώρου», Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην
Ελλάδα 2009, 45-50.

Χριστοφορίδης 1986-1989 Β. Χριστοφορίδης, «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης


Ισίδωρος Γλαβάς και τα κοινωνικά προβλήματα της
εποχής του», ΕΕΘΣΘ 29 (1986-1989), 517-591.

Χριστοφορίδης 1992 Β. Χριστοφορίδης, Ισιδώρου Γλαβά, αρχιεπισκόπου


Θεσσαλονίκης Ομιλίες, Θεσσαλονίκη 1992.

Χρυσάφη 2012 Ε. Χρυσάφη, «Ροτόντα/Rotunda (Hagios Georgios)», στο


Αποτυπώματα 2012 , 46-63.

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Ágoston 2009 G. Ágoston, «Devşirme», στο: Encyclopedia of the


Ottoman Empire, ed. by G. Ágoston and B. Masters, vol. I
(N. York 2009), 183-185.

Akgunduz 2010 Α. Akgunduz, Introduction to Islamic law. Islamic law in


theory and practice, Rotterdam 2010.

xxxi
Androudis 2014 P. Androudis, «Ottoman Thessaloniki in the end of 19th
century: some new aspects of its built space», Sultan II.
Abdülhamid Sempozyomu, 20-21 Şubat 2014, Selanik.
Sosyo-kültürel Hayat-Sanat-Basin Bildiriler. 3. Cilt, Ankara
2014, 139-158 και 367-371.

Antonopoulos κ.ά. 2017 S. Antonopoulos, S. Gerstel, C. Kyriakakis, K. Raptis, J.


Donahue, «Soundscapes of Byzantium», Speculum 92
(2017), 321-335.

Babinger 1951 F. Babinger, «Ein Freibrief Mehmeds II, des Eroberers, für
das Klöster Hagia Sophia zu Saloniki. Eigentum der
Sultanin Mara (1459)», BZ 44 (1951), 11-20.

Babinger 1953 F. Babinger, «Witwensitz und Sterbeplatz der Sultanin


Mara», ΕΕΒΣ 23 (1953), 240-244.

Babuin, Nakas 2011 Α. Babuin, Υ. Nakas, «Byzantine ship graffiti from the
church of Profitis Elias in Thessaloniki», Skyllis 11.1 (2011),
9-17.

Bakalopoulos 1937 Α. Bakalopoulos, «Zur Geschichte der Acheiropoietos- und


H. Paraskevikirche in Saloniki nach der Eroberung der
Stadt durch die Türken im Jahre 1430», BZ 37 (1937), 372-
375.

Βakalopoulos 1968 Α. Bakalopoulos, «Zur Frage der zweiten Einhame


Thessalonikes durch die Türken, 1391-1394», BZ 61
(1968), 285-280.

Bakirtzis 1978 Ch. Bakirtzis, «Sur le donateur et la date des mosaiques d’


Acheiropoietos à Thessalonique», ACIAC ΙΧ (Roma, 21-
27.9.1975), B, Roma-Città del Vaticano 1978, 37-44.

Bakirtzis 2003 Ch. Bakirtzis, «The Urban Continuity and Size of Late
Byzantine Thessalonike», DOP 57 (2003), 35-64.

Balfour 1979 D. Balfour, Politico-historical Works of Symeon Archbishop


of Thessalonica (1416/7 to 1429), Wien 1979.

Bauer 2013 F. Bauer, Eine Stadt und ihr Patron. Thessaloniki und der
Heilige Demetrios, Regensburg 2013.

Beaujour 1800 F. Beaujour, Tableau du commerce de la Grèce Formé


d'après une année moyenne, depuis 1787 jusqu'en 1797,
Paris 1800.

xxxii
Belley 1777 M. l' abbé Belley, Observations sur histoire et sur les
monuments de la ville de Thessalonique, Histoire de
l'Académie royale des Inscripüons et belles-Lettres 38
(1777), Paris 1777.

Belting κ.ά. 1978 H. Belting, C. Mango, D. Mouriki, The mosaics and frescoes
of St. Mary Pammakaristos (Fethiye Camii) at Istanbul,
Washington 1978.

Camus 1896 E. abbé le Camus, Voyage aux sept églises de l'Apocalypse,


Paris 1896.

Charanis 1938 P. Charanis, «Les Βραχέα Χρονικά comme source


historique», Byzantion 13 (1938), 335-362.

Clarke 1818 E. D. Clarke, Travels in Various Countries of Europe, Asia


and Africa. Part the second, Greece, Egypt and the Holy
Land, vol. 7, London 1818.

Cockerell 1903 C. R. Cockerell, Travels in southern Europe and the Levant,


1810-1817. Journal of C. R. Cockerell, London 1903.

Cormack 1980-1981 R. Cormack, «The Apse Mosaics of St. Sophia at


Thessaloniki», ΔΧΑΕ 10 (1980-1981), 111-135.

Cousinéry 1831 E. M. Cousinéry, Voyage dans la Macédoine contenant des


recherches sur l' histoire, la géographie et les antiquités de
ce pays, vol. 1, Paris 1831.

Croix 1684 S. de la Croix, Mémoires de Sieur de la Croix en Levant,


Paris 1684.

Ćurčić 1979 S. Ćurčić, Gračanica. King Milutin's Church and Its Place in
Late Byzantine Architecture, Pensylvania 1979.

Ćurčić 2010 S. Ćurčić, Architecture in the Balkans from Diocletian to


Suleyman the Magnificent, New Haven 2010.

Dapper 1703 O. Dapper, Description exacte des Isles de Archipel et de


quelques autres adjacentes; dont les principales sont
Chypre, Rhodes, Candie, Samos, Chio, Negrepont, Lemnos,
Paras, Delos, Patmos, avec un grand nombred'
autres...Traduite du Flamand, Amsterdam 1703.

xxxiii
Demetriades 1991 V. Demetriades, «Byzantine and Ottoman Thessalonike»,
BF 16 (1991), 265-273.

Dennis 1960 G. Dennis, The Reign of Manuel II Palaeologus in


Thessalonica. 1382-1387, Roma 1960.

Dennis 1964 G. Dennis, «The Second Turkish Capture of Thessalonica,


1391, 1394 or 1430?», BZ 57 (1964), 53-61.

Dennis 1967 G. Dennis, «The Byzantine-Turkish Treaty of 1403», OCP


33 (1967), 72-88.

Diehl κ.ά. 1918 Ch. Diehl, M. Le Tourneau, H. Saladin, Les monuments


chrétiens de Salonique, Paris 1918.

Dreux 1925 R. de Dreux, Voyage en Turqie et en Grèce de Révérend


Père Robert de Dreux aumônier de l’ ambassadeur de
France 1665-1669, publié et annoté par H. Pernot, Paris
1925.

Erzen 2011 J. Erzen, «Reading Mosques: Meaning and Architecture in


Islam», The Journal of Aesthetics and Art Criticism 69.1
(2011), 125-131.

Eyiçe 1990 S. Eyiçe, The other Ayasofyas, Ayasofya Müzesi Yılığı 11


(1990), 1-37.

Gerlach 1674 S. Gerlach, Tage-Buch der von zween glorwürdigsten


römischen Kaysern, Maximiliano und Rudolpho,
beyderseits den Andern dieses Nahmens an die
ottomanische Pforte zu Constantinopel abgefertigten und
durch den Wohlgebornen Herrn Hn. David Ungnad,
Freiherrn zu Sonnegk und Preyburg […] mit würcklicher
Erhalt- und Verlängerung des Friedens zwischen dem
Ottomannischen und Römischen Kayserthum und
demselben angehörigen Landen und Königreichen
glücklichst-vollbrachter Gesandtschafft. Hrsg. von Samuel
Gerlach, Zunner, Frankfurt am Mayn 1674.

Goodwin 1971 G. Goodwin, A History of Ottoman Architecture, London


1971.

Goulaki-Voutyra 1984 A. Goulaki-Voutyra, «Zur Identifizierung von


Paläologenzeitlichen Kirchen in Saloniki», JÖB 34 (1984),
255-264.

xxxiv
Hadschi Chalfa 1812 M. ben Abdalla Hadschi Chalfa, Rumeli und Bosna
Geographisch Beschrieben von Mustafa ben Abdalla
Hadschi Chalfa, (έκδ. J. von Hammer), Wien 1812.

Hemmerdinger-Iliadou 1961 D. Hemmerdinger-Iliadou, «Thessalonique en 1726 (La


relation du moine Russe Basile Barskij)», BSt 2 (1961),
293-398.

Hébrard 1920 Ε. Hébrard, «Les Travaux du service archéologique de


l’armée d’Orient à l’arc de Triomphe “de Galère” et à
l’église Saint-Georges de Salonique», BCH 44 (1920), 5-40.

Holland 1971 Η. Holland, Τravels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly,


Macedonia, etc., New York 1971.

Janin 1975 R. Janin, Le églises et les monastéres des grands centres


byzantins, Paris 1975.

Κalligas 1935 M. Kalligas, Die Hagia Sophia von Thessalonike, Wurzburg


1935.

Kiel 1970 Μ. Kiel, «Notes on the History of Some Turkish


Monuments in Thessaloniki and their Founders», BSt 11.2
(1970), 122-156.

Kirimtayif 2001 S. Kirimtayif, Converted Byzantine Churches in Istanbul.


Their Transformation into Mosques and Masjids, Istanbul
2001.

Kleinbauer 1920 W. E. Kleinbauer, «The original name and function of


Hagios Georgios at Thessaloniki», CahArch 22 (1972), 55-
60.

Kleinbauer 1977 W. E. Kleinbauer, «Rotunda of Galerius», Age of


Spirituality, στο: Weitzmann K. (επιμ.), Late Antique and
Early Christian Art, New York 1977, 119-121.

Kleinbauer 1984 W.E. Kleinbauer, «Remarks on the Building History of the


Acheiropoietos Church at Thessaloniki», ΑCIAC X
(Θεσσαλονίκη, 18.9–4.10.1980), τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1984,
241-257.

xxxv
Kotzageorgis 2004 P. Kotzageorgis, «Two vakfiyyes of Mara Brankovic», ΗΖ
11 (2004), 307-323.

Kotzageorgis 2018 Ρ. Kotzageorgis, «Christians and Muslims in an Ottoman


city: the formation of the society of early Ottoman
Thessaloniki», Études Balkaniques, LIV, 3 (2018), 423-456.

Kuniholm, Striker 1983 P. I. Kuniholm, C. Striker, «Dendrochronological


Investigations in the Aegean and Neighboring Regions,
1977-1982», JFA 10 (1983), 411-420.

Kuniholm, Striker 1990 Ρ. Ι. Kuniholm, C. Striker, «Dendrochronology and the


architectural history of the Church of the Holy Apostles in
Thessaloniki», Architectura 20/1 (1990), 1-26.

Leake 1835 W.M. Leake, Travels in Northern Greece, III, London 1835.

Loenertz 1937 R.J. Loenertz, «Manuel Paléologue et Démétrius Cydonès,


Remarques sur leur Correspondance», ÉO 36 (1937), 271-
287.

Lowry 1980-1981 Η. Lowry, «Portrait of a City: The Population and


Topography of Ottoman Selanik (Thessaloniki) in the Year
1478», Δίπτυχα 2 (1980-1981), 254-293.

Lowry 1986 Η. Lowry, «‘From Lesser Wars to the Mightiest War’: The
Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine
Urban Centers in the Fifteenth Century», στο: Bryer A.,
Lowry H. (ed.), Continuity and Change in Late Byzantine
and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington D.C.,
1986, 235-259.

Lucas 1712 P. Lucas, Voyage du sieur Paul Lucas fait par ordre du Roy
dans la Grèce, l' Asie Mineure, la Macédoine et l’ Afrique,
contenant la Description de la Natolie, de la Caramanie, &
de la Macédoine, Paris 1712.

Mentzos 2001-2002 Α. Mentzos, «Reflections of the interpretation and dating


of the Rotunda of Thessaloniki», Εγνατία 6 (2001-2002),
57-82.

Meyer 1898 R. Meyer, Meyers Reisebücher Türkei, Rumänien, Serbien,


Bulgarien, Leipzig & Wien 1898.

xxxvi
Moutsopoulos 1987 Ν. Moutsopoulos, «Monasteries outside the walls of
Thessaloniki during the period of Slav raids»,
Cyrillomethodianum XI (1987), 129-164.

Paissidou 2015 Μ. Paissidou, «The church “Panagia ton Chalkeon in


Thessaloniki”: a different approach of a monastic
institution and its founder», SIRIS, Studi e ricerche della
scuola di specializzazione in beni archeologici di Matera 15
(2015), 121-133.

Papazotos 1991 Τ. Papazotos, «The Identification of the Church of "Profitis


Elias"» in Thessaloniki, DOP 45 (1991), 121-127.

Petersen 1996 A. Petersen, Dictionary of Islamic architecture, Routledge,


London 1996.

Pococke 1745 R. Pococke, A description of the East, and some other


countries. Observations on the islands of the archipelago,
Asia Minor, Thrace, Greece, and some other parts of
Europe, vol. 2, part 2, London 1745.

Prokesch von Osten 1837 A. Prokesch von Osten, Denkwürdigkeiten und


Erinnerungen aus dem Orient, vol. 3, Stuttgart 1837.

Rautman 1984 Μ. Rautman, The Church of the Holy Apostles in


Thessaloniki: a study in early Palaeologan architecture,
(διδ. διατριβή) University of Indiana, Bloomington 1984.

Rautman 1991 Μ. Rautman, «Ignatius of Smolensk and the Late


Byzantine Monasteries of Thessaloniki», REB 49 (1991),
143-169.

Slade 1833 A. Slade, Records of Travels in Turkey, Greece, &c, And of


a Cruise in the Black Sea, with the Capitan Pasha, in the
Years 1829, 1830, and 1831, vol. 2, London 18332.

Souciet 1838 J.-B. peré Souciet, Description de la ville de Salonique par


le P.Jean-Baptiste Souciet de la Compagnie de Jésus,
missionaire au levant, στο: Aimé-Martin, M.L., Lettres
édifiantes et curieuses, concernant l'Asie, l'Afrique et
l'Amérique, avec quelques relations nouvelles des
Missions, et des notes géographiques et historiques,
Missions du Levant, Paris 1838.

xxxvii
Spieser 1984 J.-M. Spieser, Thessalonique et ses monuments du IVe au
VIe siècle. Contribution à l'étude d'une ville
paléochrétienne, Paris 1984.

Taddei 2010 Α. Taddei, «The conversion of Byzantine buildings in early


Ottoman Thessaloniki: The Prodromos monastery and the
Acheiropoietos church», Eurasian Studies VIII (2010), 201-
214.

Tafel 1839 Th. Tafel, De Thessalonica eiusque agro dissertatio


geographica, Berolini : Apud Georgium Andream
Reimerum 1839

Tafrali 1913α Ο. Tafrali, Topographie de Thessalonique, Paris 1913.

Tafrali 1913β Ο. Tafrali, Thessalonique au quatorzième siècle, Paris


1913.

Τexier, Pullan 1864 Ch. Texier, R.P. Pullan, Byzantine Architecture, London
1864.

Theocharides 1961 G. Theocharides, «Βιβλιοκρισία στον G. Dennis, The Reign


of Manuel II Palaeologus in Thessalonica, 1382-1387,
Orientalia Christiana Analecta 159, Roma 1960», BZ 54
(1961), 140-144.

Torp 1991 Η. Torp, «The Date of the Conversion of the Rotunda at


Thessaloniki into a Church», The Norwegian Institute at
Athens. The First Five Lectures, Athens 1991, 13-28.

Τsigaridas 2011 Ε. Tsigaridas, «Les fresques de l’église Sainte-Catherine de


Thessalonique», στο: Sur les pas de Vojislav J. Djurić,
Beograd 2011, 157-166.

Vickers 1972 M. Vickers, «Cockerell at Thessaloniki», BSt 13 (1972), 49-


64.

Vickers 1973 Μ. Vickers, «Observations on the Octagon at


Thessaloniki», The Journal of Roman Studies 63 (1973),
111-120.

xxxviii
Vocotopoulos 1987 P. Vocotopoulos, «Church architecture in Thessaloniki in
the 14th century. Remarks on the typology», L'art de
Thessalonique et des pays balkaniques et les courants
spirituels au XIVe siecle: recueil des rapports du IVe
Colloque serbo-grec, Belgrade 1985, Belgrade 1987, 107-
116.

Vogüé 1879 E. M. de Vogüé, «La Thessalie: Notes de voyage», Revue


des Deux Mondes 31 (1879), 5-40.

Vryonis 1956 S. Vryonis Jr, «Isidore Glabas and the Turkish Devshirme»,
Speculum 31 (1956), 433-443.

Vryonis 1986 S. Vryonis Jr, «The Ottoman Conquest of Thessaloniki in


1430», στο: A. Bryer, H. Lowry (έκδ.), Continuity and
Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society,
Birmingham-Washington 1986, 281-321.

Zachariä 1840 K. E. Zachariä, Reise in den Orient in den Jahren 1837 und
1838, über Wien, Venedig, Florenz, Rom, Neapel, Malta,
Sizilien, und Griechenland nach Saloniki, dem Bergs Athos,
Konstantinopel und Trapezunt, Heidelberg 1840.

xxxix
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο 14ος αιώνας αποτελεί σημείο αναφοράς της ιστορίας του βυζαντινού κράτους,
καθώς τότε πραγματοποιήθηκε η επέλαση των Οθωμανών στα Βαλκάνια με
αποτέλεσμα να χαθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα πολλά βυζαντινά εδάφη.
Ανάμεσα σε αυτές τις κτήσεις είναι και οι περιοχές του σημερινού ελλαδικού χώρου,
οι οποίες πέρασαν στα χέρια των Οθωμανών σταδιακά από το 1360 και εξής.1 Η
βασική τακτική κατάκτησης, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, ήταν ο σουλτάνος να
προτείνει, αρχικά, την ειρηνική παράδοση της πόλης ώστε να αποφεύγεται η
λεηλασία και οι περαιτέρω καταστροφές, με αντάλλαγμα την παροχή ορισμένων
προνομίων στους κατοίκους της πόλης και ταυτόχρονα την εκπλήρωση
υποχρεώσεων.2 Εάν ακολουθούσε άρνηση της συμβιβαστικής λύσης, τότε, η πόλη
πολιορκούνταν και λεηλατούνταν με καταστροφικές συνέπειες. Μία από αυτές ήταν
η βέβαιη μετατροπή των χριστιανικών ναών σε οθωμανικά τεμένη.3

Το τζαμί4 είναι ο κατεξοχήν χώρος άσκησης της ισλαμικής θρησκείας χωρίς να


απαιτείται βέβαια να προσέλθει σε αυτό ο πιστός για να προσευχηθεί.5 Στο σημείο
αυτό έγκειται και η διαφορά ενός τζαμιού και ενός χριστιανικού ναού, καθώς δεν
υπάρχει η ίδια έννοια της ιερότητας των δύο αυτών χώρων. Το ισλαμικό τέμενος είναι
κατά κανόνα προσανατολισμένο προς την κατεύθυνση της Μέκκας, δηλαδή προς τα
ΝΑ, και στον τοίχο με αυτόν τον προσανατολισμό (kıble duvarı) ανοίγεται η κόγχη
προσευχής (mihrab).6 Εκατέρωθεν του μιχράμπ, βρίσκονται ορειχάλκινοι κηροστάτες
και στα δεξιά του το minbar, μία κατασκευή ανάλογη με αυτή του χριστιανικού

1
Αναστασόπουλος κ.ά. 2009, 32 · Ανδρούδης 2009, 51 · Ανδρούδης 2016, 13.
2
Στην περίπτωση της ειρηνικής παράδοσης της πόλης σύμφωνα με την οθωμανική παράδοση οι λαοί
της Βίβλου αφήνονταν ελεύθεροι, απολαμβάνοντας ένα καθεστώς αυτοδιαχείρισης. Παράλληλα, ήταν
φόρου υποτελείς στο σουλτάνου και όφειλαν να εκπληρώσουν κάποιες ετήσιες υποχρεώσεις και
επιταγές. Κατσώνη 2000, 151-168 · Μονιού 2006, 201.
3
Οι Οθωμανοί άφηναν στα χέρια των χριστιανών ορισμένες εκκλησίες αλλά μπορούσαν ανά πάσα
στιγμή να τις καταλάβουν και να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Kiel 1970, 141 · Balfour 1979, 269-271.
4
Χούλια 2009, 47-49 · Ανδρούδης 2016, 25-27.
5
Υποχρεωτική είναι η παρουσία των πιστών στο τζαμί κατά την επίσημη προσευχή της Παρασκευής.
Οι μουσουλμάνοι, δηλαδή, μπορούν να προσευχηθούν όπου και αν βρίσκονται, είτε μόνοι τους, είτε
μαζί με άλλους κατά την καθημερινή τους προσευχή. Βλ. Ανδρούδης 2016, 26.
6
Το μιχράμπ δέχεται συχνά πολυτελή διάκοσμο ακόμη και με χρώματα στη διαμόρφωση με
σταλακτίτες (muqarnas) και συμβολίζει τον παράδεισο. Βλ. Erzen 2011, 125-131 · Ανδρούδης 2016, 55.

1
άμβωνα, χωρίς όμως να ταυτίζονται μορφολογικά και ως προς τη χρήση τους. 7 Στο
λειτουργικό εξοπλισμό ενός τζαμιού συγκαταλέγονται, επίσης, μία εξέδρα (μαχφίλ)
και ένα είδος αναλογίου από όπου διδάσκει ο ιμάμης (κιουρσί).8 Ο διάκοσμος στο
εσωτερικό ενός τζαμιού είναι περιορισμένος και βασίζεται κυρίως σε επιγραφές και
γεωμετρικά σχήματα, με κυρίαρχο το ιερό χρώμα του Ισλάμ, το πράσινο.9

Η είσοδος του τεμένους βρίσκεται στα δυτικά, ακριβώς απέναντι από την κόγχη
προσευχής και μπροστά από την κύρια όψη δημιουργείται μία στοά (revak).10 Επίσης,
βασικό χαρακτηριστικό ενός ισλαμικού τεμένους είναι η ύπαρξη του μιναρέ, ενός
υψηλού και λεπτού πύργου με ραδινές αναλογίες, συνήθως τοποθετημένου στη
γωνία δεξιά της κύριας εισόδου του τζαμιού (νοτιοδυτική γωνία).11 Ο μιναρές μπορεί
να είναι είτε προσαρτημένος στο κτήριο του τζαμιού, είτε απομονωμένος από αυτό.12
Από τον εξώστη που διαθέτει ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς σε προσευχή, πέντε
φορές τη μέρα.13 Εξωτερικά του τζαμιού υπήρχε και η κρήνη καθαρμού για τους
πιστούς πριν εισέλθουν για να προσευχηθούν κατά την ισλαμική παράδοση.

Όπως προαναφέρθηκε, οι Οθωμανοί όταν κατακτούσαν μία πόλη με τη βία,


μετέτρεπαν της εκκλησίες της σε τζαμιά. Η μετατροπή αυτή γινόταν με ορισμένες
μετασκευές και την προσθήκη του απαραίτητου λειτουργικού εξοπλισμού για τις

7
Το μινμπάρ είναι μία κατασκευή όπου μέσω μίας κλίμακας οδηγείται κανείς σε έναν εξώστη, ο οποίος
καλύπτεται με κουβούκλιο που έχει κωνική απόληξη. Στην αρχή της κλίμακας ανόδου διαμορφώνεται
ένα πλαίσιο θύρας, το οποίο καλύπτεται με ένα πράσινο παραπέτασμα. Το μινμπάρ είναι συνήθως
ξύλινη κατασκευή ενώ δεν αποκλείεται να είναι και μαρμάρινο. Φέρει πλούσιο διάκοσμο με
γεωμετρικά μοτίβα και αραβουργήματα. Από εκεί πραγματοποιείται το κήρυγμα στο εσωτερικό του
ναού. Βλ. Ανδρούδης 2016, 27.
8
Ανδρούδης 2016, 56.
9
Erzen 2011, 125-131.
10
Η στοά αυτή είναι γνωστή ως son cemaat yeri, δηλαδή «τόπος της τελευταίας συνάθροισης», όπου
μπορούν να προσευχηθούν όσοι καθυστέρησαν να προσέλθουν εγκαίρως ή σε περιπτώσεις που δεν
χωρούν στο εσωτερικό του τζαμιού. Βλ. Ανδρούδης 2016, 26.
11
Σπανιότερη είναι η τοποθέτηση του μιναρέ στη βορειοδυτική γωνία όταν είναι ένας. Ένα τζαμί
μπορεί να διαθέτει μέχρι και 6 μιναρέδες. Οι οθωμανικοί μιναρέδες έχουν τετράγωνη ή πολυγωνική
βάση στην οποία εδράζεται ένα κολουροκωνικό πολύγωνο πάνω στο οποίο βρίσκεται ο κορμός του
μιναρέ, συνήθως πλινθόκτιστος, ο οποίος είναι τις περισσότερες φορές κυλινδρικός και σπανιότερα
πολυγωνικός. Η άνοδος στο εσωτερικό του πραγματοποιείται μέσω μιας κοχλιωτής κλίμακας. Ο
μιναρές μπορεί να φέρει διάκοσμο με σταλακτίτες και γεωμετρικά μοτίβα σε διάφορα σημεία του
ύψους του και ο κορμός του έχει συνήθως κωνική απόληξη. Βλ. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992,
61 · Παπάζογλου 2010, 12-13 · Ανδρούδης 2016, 27.
12
Οι ανεξάρτητοι μιναρέδες βρίσκονται σε απόσταση έως και 20 μέτρων από το τζαμί, ενώ δεν
αποκλείεται να τοποθετηθεί ο μιναρές και στην πλευρά του μιχράμπ όταν είναι ένας. Χατζηαντωνίου-
Δεληβογιατζή 1992, 60.
13
Ένας μιναρές μπορεί να διαθέτει από 1-3 εξώστες. Βλ. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 61 ·
Παπάζογλου 2010, 9.

2
ανάγκες της μουσουλμανικής θρησκείας. Παράλληλα, καλύπτονταν με επίχρισμα οι
τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά στο εσωτερικό. Αυτή ήταν και η τύχη των
περισσότερων βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης μετά τη δεύτερη και οριστική
κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430. Σταδιακά, σε διάφορα χρονικά
διαστήματα, οι ναοί της πόλης πέρασαν σε οθωμανικά χέρια και μετατράπηκαν είτε
σε τζαμιά είτε σε μικρότερα συνοικιακά τεμένη χωρίς μιναρέ (μεστζίτ).14

14
Το μεστζίτ (mesҫid) είναι τουρκικός όρος και αναφέρεται στο μικρό συνοικιακό τέμενος, το οποίο
δεν διαθέτει μινμπάρ και ορισμένες φορές και μιναρέ αλλά διαθέτει μιχράμπ. Τα μεστζίτ
χρησιμοποιύνταν για την καθημερινή προσευχή και όχι για την επίσημη της Παρασκευής. Δρακούλης
2015, 158, υποσημ. 4 · Ανδρούδης 2016, 231, 866. Σχετικά με τον όρο βλ. Petersen 1996, 186.

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ι Α. Οι ναοί της Θεσσαλονίκης στα κείμενα των περιηγητών

Η Θεσσαλονίκη και οι βυζαντινοί ναοί της, ακόμη και όταν αυτοί μετατράπηκαν
σε ισλαμικά τεμένη, αποτελούσαν πάντα πόλο έλξης για τους ταξιδιώτες και
περιηγητές.15 Η ύπαρξη του προσκυνήματος του αγίου Δημητρίου προσέλκυε μεγάλο
αριθμό ταξιδιωτών και προσκυνητών, οι οποίοι είτε είχαν τη Θεσσαλονίκη προορισμό
τους, είτε ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού τους.16 Η μεγαλοπρέπεια των βυζαντινών
μνημείων της πόλης δεν περνούσε απαρατήρητη ούτε από έναν τυχαίο επισκέπτη.
Έτσι, από πολύ νωρίς μας σώζονται περιγραφές των λατρευτικών της μνημείων.

Οι περιγραφές των περιηγητών αποτελούν, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε


μικρότερο βαθμό, αξιόπιστες πηγές κατά περιόδους για τους ναούς. Οι περιηγητές,
βάσει της ιδιότητάς τους ή και του προσωπικού τους ενδιαφέροντος, είτε
περιορίζονταν σε απλές αναφορές στις εκκλησίες είτε προέβαιναν σε λεπτομερείς ή
όχι περιγραφές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Οδοιπορικό του
Ρώσου ιερομόναχου, Ιγνατίου από το Σμολένσκ, των αρχών του 15ου αιώνα.17 Οι
πληροφορίες που μας παραθέτουν μας επιτρέπουν να συνθέσουμε έως ένα βαθμό
την εικόνα των ναών την εποχή που τους περιγράφουν, αλλά και γενικότερα να
γνωρίζουμε έστω και κατά προσέγγιση τον αριθμό τους.

Ακόμη και στην Τουρκοκρατία, περίοδο κατά την οποία σχεδόν ο μεγαλύτερος
αριθμός των εκκλησιών της πόλης είχε μετατραπεί σε τζαμιά, η αίγλη και η ομορφιά
των βυζαντινών μνημείων προσέλκυε το ενδιαφέρον. Σήμερα, μας σώζονται
αναφορές κείμενα διαφορετικών γλωσσών, οι οποίες είναι σημαντικές μαρτυρίες.
Περιγραφές προσκυνητών, ταξιδιωτών, διπλωματικών απεσταλμένων αποτελούν

15
Σχετικά βλ. Ταμπάκη 1998 · Γρηγορίου 2007, 96-131 · Μαρκή 2007, 84-95 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου
2008.
16
Στην πλειοψηφία τους οι περιηγητές από τον 12ο-15ο αιώνα που κάνουν αναφορά στους ναούς της
Θεσσαλονίκης είναι μοναχοί και ιερείς. Ταμπάκη 1998, 59- 60.
17
Λάσκαρις 1952α, 315-344 · Rautman 1991, 143-169.

4
ένα δείγμα από αυτά.18 Αξιοσημείωτη, αλλά όχι και τόσο αξιόπιστη πηγή, είναι το
Οδοιπορικό του Evliya Celebi, στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, στο οποίο
απαντώνται περιγραφές των οθωμανικών και των βυζαντινών μνημείων της πόλης,
οι οποίες πολλές φορές χαρακτηρίζονται από τις συνήθεις υπερβολές του Οθωμανού
περιηγητή.19

Τα κείμενα, εκτός από τις περιγραφές των κτηρίων, διασώζουν πολλές φορές
μύθους και παραδόσεις σχετικά με αυτά, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μετατροπή τους
σε τζαμιά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ξεναγοί των διάφορων περιηγητών στις
επισκέψεις τους στα μνημεία ήταν είτε κάτοικοι της πόλης, είτε κάποιο πρόσωπο του
μουσουλμανικού ιερατείου, οι οποίοι γνώριζαν αυτές τις ιστορίες και τις μετέφεραν
στους ξένους ταξιδευτές. Βέβαια, ορισμένοι περιηγητές μας παραθέτουν συχνά
ιστορικά ανακριβείς λεπτομέρειες, γεγονός που οφείλεται στις λανθασμένες
πληροφορίες που έλαβαν από τους πληροφοριοδότες τους, με αποτέλεσμα να
δημιουργούνται συγχύσεις μεταξύ των διαφορετικών κειμένων. 20

Ι Β. Οι πρώτες συστηματικές έρευνες και αναστηλώσεις

Η ύπαρξη των περιηγητικών κειμένων και των χαρακτικών, που αποτύπωναν τις
εξωτερικές όψεις των κτηρίων αποτέλεσε αυτή τη βάση ώστε στα τέλη του 19ου-
αρχές του 20ού αιώνα τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης να βρεθούν στο
επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.21

Η εικόνα που έχουμε σήμερα για τη μορφή (εσωτερική και εξωτερική) των
βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης είναι γνωστή μέσα από παλιές φωτογραφίες και
αποτυπώσεις τους, πριν να δεχτούν τις πρώτες αναστηλώσεις με απώτερο σκοπό να
επανέλθουν στην «αρχική» (βυζαντινή) τους αρχιτεκτονική μορφή. Σημαντικό

18
Ταμπάκη 1998, 64-66.
19
Μοσχόπουλος 1940, 321-363.
20
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή της Αγίας Σοφίας από τον Charles Texier, ο
οποίος βασιζόμενος σε πληροφορίες ενός δερβίση παραθέτει λάθος τόσο τη χρονολογία για τη
μετατροπή του ναού σε τζαμί όσο και το όνομα του ιδρυτή του τεμένους. Βλ. Ταμπάκη 1998, 119-120.
21
Για τη δράση των Βρετανών αρχιτεκτόνων στη Θεσσαλονίκη αυτή την περίοδο βλ. Κακίση, Κωτούλα
2012, 13-32.

5
εργαλείο για τις επεμβάσεις που δέχθηκαν τα κτήρια όσο λειτουργούσαν ως τζαμιά,
αποτελούν οι φωτογραφίες του Ελβετού Fred Boissonas. Λίγο μετά την
απελευθέρωση της πόλης (1912), μεταξύ άλλων φωτογράφισε και τους βυζαντινούς
ναούς της, πριν ακόμη καθαιρεθούν οι οθωμανικές επεμβάσεις τους.22

Η άλωση του 1430 από τους Οθωμανούς αν και αποτελεί μία σκοτεινή σελίδα για
την ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία προκάλεσε αναρίθμητα δεινά. Από την άλλη
πλευρά θα λέγαμε ότι συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί ένας αριθμός μεγάλων ναών
μέσω της χρήσης τους ως ισλαμικά τεμένη και να μπορούμε σήμερα να συνθέτουμε
ως ένα βαθμό την εικόνα της βυζαντινής πόλης. Βέβαια, έχει χαθεί ένα σημαντικό
ποσοστό των βυζαντινών ναών, οι οποίοι είτε ήταν ερειπωμένοι την περίοδο της
άλωσης είτε καταστράφηκαν από φυσικές καταστροφές στο πέρασμα των αιώνων
είτε απλώς εγκαταλείφθηκαν από τους χριστιανούς κατοίκους ή από τους
μουσουλμάνους όσοι είχαν μετατραπεί σε μικρά συνοικιακά τεμένη.23

Έτσι, τον 19ο αιώνα έχουμε τις πρώτες εκδόσεις για τους βυζαντινούς ναούς της
πόλης, με βασικότερη αυτή των Charles Texier και Richard Popplewell Pullan (1864).24
H έκδοση αυτή αποτελεί την πρώτη συστηματική μελέτη και καταγραφή των
βυζαντινών αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, τα σχέδια τους παρουσιάζουν
πολλές ανακρίβειες στις αποτυπώσεις τους. Οι πρώτες αξιόπιστες αποτυπώσεις των
μνημείων ανήκουν στους Robert Weir Schultz και Sidney Howard Barnsley, οι οποίες
βέβαια δημοσιεύθηκαν και έγιναν γνωστές σχετικά πρόσφατα.25

Η αυγή του 20ού αιώνα σηματοδοτείται από την αποστολή επιστημονικών ομάδων
από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την συστηματική φωτογράφιση και
αποτύπωση των βυζαντινών ναών. Οι μελέτες των Marcel Le Tourneau26 και Walter
Sykes George27 είναι μόνο μερικές από αυτές.

22
Έκθεση ιστορικών ντοκουμέντων 1985 · Κωνσταντινίδης 1989, 11.
23
Θεοχαρίδης 1959, 7-9.
24
Τexier, Pullan 1864.
25
Οι αποτυπώσεις των Schultz και Barnsley εντάχθηκαν στο Αρχείο Byzantine Research Fund (BRF). Τα
σχέδια και οι φωτογραφίες των μνημείων της Θεσσαλονίκης συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση
Αποτυπώματα: Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών
(1888-1890) και δημοσιεύθηκαν στο σχετικό λεύκωμα. Σχετικά βλ. Μέντζος 2012.
26
Diehl κ.ά. 1918.
27
Σχετικά με σχολιασμό του έργου του W. S. George για τους ναούς της Θεσσαλονίκης βλ. Θεοχαρίδου-
Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 8 · Κακίση, Κωτούλα 2012, 14.

6
Το μαζικό ενδιαφέρον των ξένων αρχιτεκτόνων και ερευνητών οδήγησε, έπειτα
από παραινέσεις, το διάστημα 1907-1914 σε εκτεταμένες εργασίες σε βυζαντινούς
ναούς, αρχικά από τις οθωμανικές αρχές και μετά το 1912 από την ελληνική διοίκηση,
στις οποίες συμμετείχαν ξένοι και Έλληνες μελετητές. O χαρακτήρας αυτών των
εργασιών δεν ήταν καθαρά επιστημονικός με σκοπό την αναστήλωση των μνημείων
ώστε να αναδειχθούν οι διάφορες χρονικές φάσεις τους, αλλά οι μελέτες απλά
απέδιδαν την αρχική αρχιτεκτονική τους μορφή.28

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα πραγματοποιηθεί απόβαση του


συμμαχικού στρατού, της Στρατιάς της Ανατολής, στη Θεσσαλονίκη.29 Η παρουσία
ξένων στρατιωτών στην πόλη συνέβαλε ως ένα βαθμό στη μελέτη και τεκμηρίωση,
αν και όχι αμιγώς επιστημονική, των μνημείων της, με ιδιαίτερη προτίμηση για τα
βυζαντινά και τα οθωμανικά, τα τείχη κ.ά. Ο επικεφαλής της Στρατιάς της Ανατολής,
Maurice Sarrail, υποκινούμενος από το προσωπικό του ενδιαφέρον για την
αρχαιολογία της Ελλάδας, ίδρυσε το Φεβρουάριο του 1916 στη Θεσσαλονίκη την
Αρχαιολογική Υπηρεσία της Στρατιάς της Ανατολής. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων
της Υπηρεσίας πραγματοποιήθηκαν, με την αρωγή και ενίσχυση της Γαλλικής
Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών, ανασκαφές, αποτυπώσεις και φωτογραφίσεις
μνημείων, μεταξύ των οποίων και οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης. Τα ευρήματα
που προέκυπταν, κατά τη διάρκεια των γαλλικών ανασκαφών, φυλάσσονταν στη
Ροτόντα.30 Μέλη της Υπηρεσίας ήταν αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι,
ζωγράφοι κ.ά.. Ανάμεσά τους ξεχώρισε ο Ernest Hébrard και Gabriel Millet, ο
τελευταίος ως στέλεχος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Στρατιάς της Ανατολής.31
Μέσα στη δίνη του πολέμου η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της συνέχιζαν να
προσελκύουν το ενδιαφέρον και να αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής
ενασχόλησης.

28
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 8-9.
29
Για τη δραστηριότητα της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη βλ. Στρατιά 2018, όπου και
σχετική βιβλιογραφία.
30
Ήδη πριν την ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η διοίκηση της Στρατιάς είχε εκδώσει διαταγές
για την προστασία των αρχαιοτήτων, που ανακαλύπτονταν συμπτωματικά από τους στρατιώτες, κατά
την εκσκαφή τάφρων, κατασκευή δρόμων κ.ά. Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 12-13 · Descamps-
Lequime 2018, 33.
31
Τσαγκαλιά 2018, 43.

7
Το διάστημα πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την πυρκαγιά του
1917, την έρευνα μονοπώλησε η αναστήλωση και η μνημειώδης ανακατασκευή του
Αγίου Δημητρίου από τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο.32

Οι αναστηλωτικές εργασίες και έρευνες διεκόπηκαν το διάστημα του Β΄


Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίστηκαν αμέσως μετά τη λήξη του. Οι αναστηλώσεις
και ανακατασκευές αυτής της περιόδου αν και βασίζονται περισσότερο σε
αρχαιολογικά δεδομένα, εξακολουθούν να έχουν ως στόχο την απόδοση της αρχικής
μορφής των κτηρίων με αποτέλεσμα πολλές φορές να πραγματοποιούνται
αυθαίρετες ενέργειες, που δεν βασίζονται σε επαρκή στοιχεία.33 Αυτό είχε ως
συνέπεια να αλλοιώνονται πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτηρίων και να
καθαιρούνται στοιχεία που αποδόθηκαν σε όχι τόσο σημαντικές οικοδομικές φάσεις,
όπως ήταν η αρχική, ή να θεωρήθηκαν οθωμανικά, όπως συνέβη στην περίπτωση του
Αγίου Δημητρίου.

Οι καταστροφές που προκάλεσαν οι σεισμοί του 1978 σε πολλά μνημεία της


πόλης, οδήγησαν σε εκ νέου αναστηλώσεις των βυζαντινών ναών. Αυτή τη φορά
πραγματοποιήθηκε μελέτη οριστικής στερέωσης των κτηρίων και διάφορες
επισκευαστικές εργασίες.34

Ι Γ. Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης μέσα από την τέχνη

Το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τα μνημεία αυτής της περιόδου


οδήγησε ώστε οι εκκλησίες της πόλης, εκτός από αντικείμενο μελέτης για την ιστορία
της αρχιτεκτονικής, να λειτουργήσουν και ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και
παραγωγής. Η ομορφιά και η αίγλη των χριστιανικών ναών, παρά τις όποιες, μεγάλης
ή μικρής έκτασης, μετασκευές είχαν υποστεί όταν μετατράπηκαν σε τζαμιά από τους
Οθωμανούς εξακολουθούσαν να προκαλούν το θαυμασμό και να αποτελούν πηγή
έμπνευσης για εικαστικές δημιουργίες.

32
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 17.
33
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 30.
34
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 47.

8
Εν μέσω της δίνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα,
έλαβε χώρα η απόβαση της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ των
Γάλλων στρατιωτών βρίσκονταν πολλοί επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ζωγράφοι, οι
οποίοι γοητεύονταν από την καθημερινή ζωή της πόλης, τα μνημεία όλων των
περιόδων, τα έθιμα, τη σύνθεση των τριών στοιχείων - χριστιανικού,
μουσουλμανικού και εβραϊκού - του πληθυσμού και τη συμβίωσή τους. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ζωγραφικοί πίνακες με πλούσια θεματολογία και να
ξεδιπλώνονται οι διαφορετικές πτυχές της μακραίωνης ζωής της Θεσσαλονίκης.
Βέβαια, το ενδιαφέρον τους επικεντρωνόταν, κυρίως, στα βυζαντινά και οθωμανικά
μνημεία, αλλού στα τείχη.35

Την περίοδο αυτή βρισκόμαστε χρονικά ελάχιστα χρόνια μετά την απελευθέρωση
της πόλης, το 1912, οπότε οι μεγάλοι χριστιανικοί ναοί, που είχαν μετατραπεί σε
μουσουλμανικά τεμένη έφεραν ακόμη τις προσθήκες και μετασκευές που είχαν
δεχθεί κατά τη χρήση τους ως τζαμιά.

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες συνήθιζαν, πριν να αποδώσουν ζωγραφικά τα


μνημεία, να τα φωτογραφίζουν ή να τα αποτυπώνουν σχεδιαστικά. 36 Οι
φωτογραφίες και τα σχέδια, παράλληλα με τις εντυπώσεις και την ατμόσφαιρα που
απέπνεαν οι ναοί, αποτελούσαν τα μέσα της ζωγραφικής αποτύπωσης. Έτσι,
φιλοτεχνήθηκαν πολλά σχέδια και ακουαρέλες που απεικονίζουν τις βυζαντινές
εκκλησίες της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, μερικές από τις ακουαρέλες εκτυπώθηκαν
αργότερα σε καρτ ποστάλ και γνώρισαν ευρείας διάδοσης σε Ελλάδα και εξωτερικό.37
Οι καρτ ποστάλ με θέμα τους ναούς της πόλης άρχισαν να κυκλοφορούν στο τέλος
του 19ου -αρχές του 20ού αιώνα.38

Για τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης μας είναι γνωστοί πίνακες και
σχέδιά τους. Πολλές φορές, μάλιστα, παρατηρείται ένας ναός να αποτυπώνεται με
παρεμφερή τρόπο από διαφορετικούς καλλιτέχνες, με τον καθένα να τον αποδίδει με

35
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 12-13.
36
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 14.
37
Τις καρτ ποστάλ συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι ξένοι στρατιώτες, που διέμεναν τότε στη
Θεσσαλονίκη, ώστε να επικοινωνούν μέσω αυτών με τις οικογένειές τους. Γουλάκη- Βουτυρά,
Τσαγκαλιά 2018, 13.
38
Σχετικά με τις καρτ ποστάλ με θέμα τη Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της βλ. Κίτσης 2002, 71-93 ·
Κίτσης 2008.

9
τη δική του οπτική γωνία.39 Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών δεν περιορίστηκε μόνο
στους μεγάλους ναούς, αλλά αρκετοί από αυτούς αποτύπωσαν ζωγραφικά και
μικρότερα μνημεία. Ήδη από πολύ νωρίτερα κυκλοφορούσαν χαρακτικά με ίδια
θεματολογία.40

Ο Pierre le Larcleur σε έναν πίνακά του απέδωσε το εσωτερικό της Αγίας


Παρασκευής (Αχειροποιήτου) απεικονίζοντας πρόσφυγες να διαμένουν εντός του
ναού, καθώς την περίοδο αυτή χρησιμοποιούνταν ως προσφυγικό κατάλυμα (εικ. 1).
Το ίδιο θέμα γοήτευσε και άλλους τρεις ζωγράφους, τους Pierre Douillard, Paul Jouvé
και Charles Martel (εικ. 2). O τελευταίος, μάλιστα, δημιούργησε δύο πίνακες με το
συγκεκριμένο θέμα. Σε όλους τους πίνακες κυριαρχεί η άποψη του κεντρικού κλίτους,
άλλοτε αποδοσμένο μέσα από το νότιο κλίτος και άλλοτε από τα ανατολικά, με τους
πρόσφυγες σε σκηνές καθημερινής διαβίωσης. Ο Charles Martel, επίσης, απέδωσε
ένα μέρος του περιβόλου του ναού του Οσίου Δαβίδ από εξωτερικά, αποτυπώνοντας
την εντύπωση που προκαλούσε σε ένα διερχόμενο το κτήριο, το οποίο έφερε ακόμη
τις οθωμανικές προσθήκες, όπως το μιναρέ του και την μικρή κρήνη που ήταν
ενσωματωμένη σε ένα σημείο του τείχους του περιβόλου (εικ. 3). Από την άλλη, ο
Paul Jouvé ζωγράφησε το εξωτερικό δύο άλλων ναών, των Αγίων Αποστόλων και της
Αγίας Αικατερίνης αλλά ασχολήθηκε ταυτόχρονα και με ορισμένα Οθωμανικά
μνημεία της πόλης, όπως το Burmali Camii, το οποίο εμφανίζεται σε δύο έργα του.
Για τα Οθωμανικά κτήρια της Θεσσαλονίκης ενδιαφέρθηκε και ο S. Lenouel, ανάμεσα
στα δημιουργήματα του οποίου ξεχωρίζει η ζωγραφική απόδοση του Akçe Mesҫid,
του τεμένους που προήλθε μετά από τη μετατροπή της εκκλησίας που βρισκόταν στη
θέση του Οκταγώνου, του λεγόμενου Γαλεριανού συγκροτήματος (εικ. 4).

Δύο πίνακες με θέματα τη Ροτόντα και την Αγία Σοφία είναι γνωστοί σήμερα και
προέρχονται αμφότεροι από άγνωστους Άγγλους στρατιώτες (εικ. 5). Οι ναοί
αποδίδονται εξωτερικά από αρκετή απόσταση μαζί με την παρακείμενη περιοχή
τους. Ο Ruedolf ασχολήθηκε με ελάχιστα μνημεία της Θεσσαλονίκης, όπως τη φιάλη
του Αγίου Δημητρίου και την εξωτερική άποψη του ναού των Ταξιαρχών (εικ. 6).41

39
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 14.
40
Σχετικά βλ. Η Θεσσαλονίκη στα χαρακτικά 1998.
41
Τσαγκαλιά 2018, 47.

10
Έντονο ήταν το ενδιαφέρον για τους Παλαιολόγειους ναούς της πόλης με τους
ναούς των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Αικατερίνης και του Προφήτη Ηλία να
ξεχωρίζουν στα έργα πολλών καλλιτεχνών. Το εσωτερικό των εκκλησιών των Αγίων
Αποστόλων και της Αγίας Αικατερίνης είναι το κεντρικό θέμα δύο πινάκων του Émile
Gerlach (εικ. 7), ενώ σε έναν τρίτο αποδίδει τον πρώτο ναό από εξωτερικά. Με τις
συγκεκριμένες εκκλησίες θα ασχοληθούν και άλλοι ζωγράφοι, όπως οι Eugene
Delecluse, Gustave Mikklos και Almeric Riche (γνωστός ως Lobel- Riche).42

Γενικότερα, από τα βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης


εμπνεύστηκε ο Αmable Benoist, o oποίος δημιούργησε πλήθος από ακουαρέλες, ενώ
υπό την καθοδήγηση του Ernest Hebrard, o J. Lambert φιλοτέχνησε αντίγραφα των
ψηφιδωτών της Ροτόντας.43 Απόψεις των μνημείων της πόλης έχει φιλοτεχνήσει και
ο Ρώσος ζωγράφος Alexander Barkoff (πριν το 1920).44

Οι ναοί της Θεσσαλονίκης δεν αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης μόνο για ξένους
καλλιτέχνες αλλά και τους Έλληνες ομότεχνούς τους. Την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στην πόλη ο ζωγράφος Κωνσταντίνος
Μαλέας, ο οποίος ήρθε σε επαφή με πολλούς ξένους ζωγράφους στρατιώτες.45 Η
γνωριμία αυτή τον οδήγησε να ασχοληθεί και ο ίδιος με τα βυζαντινά μνημεία της
πόλης και να αποτυπώσει πολλά από αυτά σε έργα του, όπως τη Ροτόντα, την Αγία
Αικατερίνη, τον Προφήτη Ηλία κ.ά. (εικ. 8). Ακόμη και σε πίνακες που δεν έχουν ως
κεντρικό θέμα κάποιο ναό, επέλεξε να εμφανίσει κάποιον από αυτούς ως μέρος της
γενικότερης σύνθεσης.

Οι πίνακες αυτής της περιόδου δεν αποτέλεσαν μόνο αντικείμενο προσωπικής


καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά μεγάλος αριθμός από αυτούς χρησιμοποιήθηκε σε
διάφορες εκθέσεις, που διοργανώθηκαν από Γάλλους στρατιώτες, με θέμα τους τη
Θεσσαλονίκη. Σε αυτές τις εκθέσεις υπήρχαν και αρκετοί πίνακες με απεικονίσεις των
βυζαντινών ναών της πόλης. Από τις πιο γνωστές είναι η έκθεση που διοργανώθηκε
τον Απρίλιο του 1916, η οποία σχολιάστηκε με αρκετές θετικές κριτικές από ξένες

42
Τσαγκαλιά 2018, 47.
43
Τσαγκαλιά 2018, 44.
44
Βλ. Κωτίδης, Γιαννούκος 2000.
45
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 15.

11
εφημερίδες της εποχής.46 Λίγα χρόνια νωρίτερα και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του
1914, ο Κωνσταντίνος Μαλέας οργάνωσε έκθεση με έργα άλλων καλλιτεχνών αλλά
και προσωπικά του στη Θεσσαλονίκη με θέμα την ίδια την πόλη και τα μνημεία της.47
Τον Απρίλιο του 1917, ο Μαλέας διοργάνωσε για μία ακόμη φορά έκθεση, ατομική
σε αυτή την περίπτωση, στην οποία δεσπόζουσα θέση κατείχαν οι πίνακές του με τα
ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία της πόλης.48

Τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης είναι ένα αντικείμενο μελέτης που


απασχολούσε και θα συνεχίσει να απασχολεί την επιστημονική, και όχι μόνο,
κοινότητα καθώς πολλά από αυτά δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς και ιδίως οι
οθωμανικές φάσεις τους μετά τη μετατροπή τους σε τζαμιά. Ωστόσο, είναι
ενδιαφέρον πριν προχωρήσουμε μεμονωμένα στην εξέταση του εκάστοτε ναού,
αρχικά να εξετάσουμε την τύχη των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης κατά την
πρώτη και βραχυχρόνια κατάληψής της από τους Οθωμανούς, η φύση της οποίας
ήταν εν μέρει διαφορετική από την αντίστοιχη της δεύτερης.

46
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 15 · Κωτίδης 2018, 41.
47
Κωτίδης 2018, 40.
48
Γουλάκη- Βουτυρά, Τσαγκαλιά 2018, 16 · Κωτίδης 2018, 41.

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ

ΙΙ Α. Η πρώτη κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς

H πρώτη φορά που η Θεσσαλονίκη βρέθηκε αντιμέτωπη με τον οθωμανικό


κίνδυνο ήταν στα 1372 όταν δέχθηκε επιδρομές από τα σώματα ελεύθερων
πολεμιστών της πίστης (akıncı και γαζήδες).49

Στα 1383 ξεκίνησε η τετράχρονη πολιορκία της πόλης, από σώματα γαζήδων, η
οποία οδήγησε στην πρώτη κατάληψή της από τους Οθωμανούς στα 1387.50
Επικεφαλής των γαζήδων ήταν οι Γαζή Εβρενός και Τσανταρλή Καρά Χαλίλ, ο
τελευταίος γνωστός και ως Χαϊρεντίν,51 ενώ την άμυνα της Θεσσαλονίκης είχε
αναλάβει ο τότε δεσπότης της πόλης Μανουήλ, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Μανουήλ
Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425).52 Αν και η προσπάθεια για άμυνα έναντι της πολιορκίας
υπήρξε σθεναρή από την πλευρά των Θεσσαλονικέων, με ταυτόχρονη απόπειρα
διαπραγματεύσεων από τον Μανουήλ και τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ (1341-1376,
1379-1391),53 ωστόσο η δυσαρέσκεια των κατοίκων για την πολιτική που
ακολουθούσε ο Μανουήλ και οι κακουχίες που υπέμεναν υπό το ζυγό της πολιορκίας,
οδήγησαν τελικά στην αναίμακτη παράδοση της πόλης.54

49
Για την πρώτη αυτή εμφάνιση των Οθωμανών επιδρομέων ενάντια στη Θεσσαλονίκη και στην
περιοχή της υπαίθρου της μας πληροφορεί ο βυζαντινός λόγιος, Δημήτριος Κυδώνης. Αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι στις 11 Απριλίου 1372 έκαναν την εμφάνιση τους έξω από τα τείχη της πόλης
σώματα επιδρομέων. Η προέλαση των Οθωμανών στα δυτικά ξεκίνησε μετά τη νίκη τους στη μάχη του
Τσερνομιάννου (σημ. Ορμένιο) Έβρου στα 1371. Βλ. Dennis 1960, 55-56 · Χριστοφορίδης 1992, 45, 48
· Κατσώνη 2000, 154-155 · Bakirtzis 2003, 38 · Ανδρούδης 2016, 156.
50
Charanis 1938, 359-361.
51
O Χαϊρεντίν κατείχε το αξίωμα του βεζίρη επί σουλτάνου Μουράτ Α΄(1362-1389) και ήταν
αντιπρόσωπός του στα ευρωπαϊκά εδάφη καθώς εκείνη την περίοδο ο Μουράτ βρισκόταν στη Μικρά
Ασία. Κατσώνη 2000, 155 · Ανδρούδης 2016, 156.
52
Για τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο και τη βασιλεία του βλ. Dennis 1960, όπου σχετική βιβλιογραφία
και Elâm 2010, όπου σχολιάζονται οι σχέσεις του Βυζαντίου και των Οθωμανών κατά τη διάρκεια της
βασιλείας του Μανουήλ Β΄.
53
Loenertz 1937, 271-287 · Λαούρδας 1956, 303-307 · Βακαλόπουλος 1983, 160.
54
Παράλληλα, εκείνη την περίοδο στα 1384 θα πραγματοποιηθεί και η παραίτηση του μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης, Ισιδώρου Γλαβά, λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε τόσο με τον δεσπότη Μανουήλ
λόγω της πολιτικής του, όσο και με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Νείλο. Βλ. Κατσώνη 2000,
155- 156 · Ανδρούδης 2016, 157.

13
Η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε, μετά τη φυγή του Μανουήλ, στις 9 Απριλίου 1387
στον Χαϊρεντίν υπό όρους.55 Ένας από τους όρους παράδοσης ήταν η ελεύθερη
άσκηση της χριστιανικής λατρείας.56 Σχετικά με την περίοδο της πρώτης κατάληψης
της πόλης από τους Οθωμανούς, σημαντικές ιστορικές πηγές αποτελούν οι ομιλίες
των μητροπολιτών Ισιδώρου Γλαβά57 (1380-1396) και Γαβριήλ (1397-1416/7),
σύγχρονων των γεγονότων.58

Μέχρι το 1403, με την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς μετά τη
Συνθήκη της Καλλίπολης (1403), θα ακολουθήσει μια συνεχής και ενιαία κατοχή για
την οποία δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία και δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το
καθεστώς που επιβλήθηκε από την οθωμανική διοίκηση. 59 Αρχικά, η πόλη της
Θεσσαλονίκης, λόγω της συνθηκολόγησης, πρέπει να βρισκόταν υπό ένα σχετικά
αυτόνομο καθεστώς και να ήταν φόρου υποτελής στο σουλτάνο, πληρώνοντας τον
κεφαλικό φόρο (haraç).60 Σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοχαρίδη, το γεγονός ότι η πόλη
παραδόθηκε έπειτα από συνθήκη διετέλεσε ώστε να μην ενσωματωθεί στις
οθωμανικές κατακτήσεις και να μην εποικιστεί από μουσουλμανικούς πληθυσμούς,61
αλλά παράλληλα εγκαταστάθηκε μία μικρή φρουρά στην περιοχή της Ακρόπολης.62
Επίσης, δόθηκαν και ορισμένα προνόμια ύστερα από την αποστολή πρεσβείας,

55
Οι συνεννοήσεις για την παράδοση της πόλης πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία των κοινοτικών
και θρησκευτικών αρχών της πόλης. Βακαλόπουλος 1982, 31-41 · Βακαλόπουλος 1983, 164-165.
56
Βακαλόπουλος 1982, 31-41.
57
Χριστοφορίδης 1986-1989, 517-591.
58
Κατσώνη 2000, 161.
59
Σχετικά με την ενιαία κατοχή της Θεσσαλονίκης έχουν διατυπωθεί διάφορες αντίθετες απόψεις, που
κάνουν λόγο για δεύτερη κατάληψη το 1391 ή το 1394. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, υποστηρικτής
της πρώτης άποψης, θεώρησε, βασιζόμενος στο κείμενο του ιστορικού Δούκα, ότι ο σουλτάνος
Βαγιαζήτ Α΄ (1389- 1402) κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1391, αφού εξαγριώθηκε μετά τη φυγή του
Μανουήλ, ο οποίος βρισκόταν στην αυλή του, ώστε να αναλάβει το βυζαντινό θρόνο μετά το θάνατο
του Ιωάννη Ε΄. Τη θεωρία του αυτή στήριξε και σε ένα απόσπασμα από μία ομιλία του μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης, Ισιδώρου Γλαβά, που χρονολογείται το 1393, και κάνει λόγο για ελαφρύτερο καθεστώς
από αυτό που ανέμεναν και την παραχώρηση «καινών δωρεών», τις οποίες ερμήνευσε ως επιστροφή
των εκκλησιών που είχαν διαρπάξει καθώς θα παρέμεναν σε αχρησία από τους Τούρκους . O Raymond
J. Loenertz, αντιθέτως υποστήριξε πως υπήρξε δεύτερη κατάληψη το 1394, άποψη την οποία θεώρησε
πιο πιθανή και ο J.W. Barker, χωρίς να διατυπώνεται πότε και οι ποιες συνθήκες έγινε η απελευθέρωση
της πόλης. Οι πηγές παρόλα αυτά μιλούν μόνο για μία κατάληψη της πόλης πριν το 1430. Loenertz
1937, 271-287 · Βακαλόπουλος 1955-1960α, 20-34 · Dennis 1964, 54-55 · Βakalopoulos 1968, 285-290
· Balfour 1979, 44, 141 · Βακαλόπουλος 1983, 166-168 · Παπαδόπουλος 1992, 71 · Dzagatspanian 1995,
87-89 · Κατσώνη 2000, 162, 164-165 · Ανδρούδης 2016, 157-158.
60
Βακαλόπουλος 1955-1960α, 21 · Παπαδόπουλος 1992, 71.
61
Theocharides 1961, 141-144.
62
Σχετικά με την εγκατάσταση οθωμανικής φρουράς στην περιοχή της Ακρόπολης βλ. Τafrali 1913β,
286 · Βακαλόπουλος 1955-1960α, 26 · Dennis 1960, 65-67 · Κατσώνη 2000, 165 · Ανδρούδης 2016, 158.

14
αρχικά στην αυλή του Μουράτ Α΄ και στη συνέχεια του Βαγιαζήτ Α΄ υπό το
μητροπολίτη Ισίδωρο Γλαβά, αφού επανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο. Για την
εξασφάλιση προνομίων υπέρ των Θεσσαλονικέων βρέθηκε λίγα χρόνια αργότερα,
δύο φορές, στην αυλή του Βαγιαζήτ Α΄ και ο διάδοχος του Ισιδώρου, Γαβριήλ. 63

H κατάσταση, όμως, φάνηκε να αρχίζει να αλλάζει σταδιακά με το θάνατο του


αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ το 1391 και κυρίως μετά το 1394, οπότε θα μπορούσαμε να
ισχυριστούμε πως το σχετικά αυτόνομο καθεστώς μετουσιώθηκε σε σκληρότερο
καθεστώς και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της πόλης. Ο George Dennis υποστήριξε
πως μετά το 1394 ο ζυγός έγινε βαρύτερος και άλλαξε το καθεστώς διοίκησης της
πόλης.64 Η αλλαγή αυτή επιβεβαιώνεται και από μία ομιλία του μητροπολίτη
Ισιδώρου, εκφωνηθείσα το Φεβρουάριο του 1395, με την οποία καταδίκαζε τη βίαιη
αρπαγή των χριστιανόπαιδων στο πλαίσιο του παιδομαζώματος (devşirme).65

Παράλληλα, την περίοδο της πρώτης κατοχής της Θεσσαλονίκης από τους
Οθωμανούς ορισμένα χριστιανικά καθιδρύματα αφαιρέθηκαν από τους κατοίκους
και πέρασαν στην κατοχή των κατακτητών. Η κίνηση αυτή πρέπει κατά πάσα
πιθανότητα να τοποθετηθεί χρονικά το διάστημα από το 1394 και εξής, οπότε και
άλλαξε το καθεστώς στην πόλη. Οι μονές και οι εκκλησίες, που διήρπασαν οι
Οθωμανοί, μετατράπηκαν σε τεμένη, τεκέδες66, κατοικίες ή και καταστράφηκαν. Το
γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα απόσπασμα της ομιλίας του μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης, Συμεών (1416/7- 1429), Λόγος εἰς τόν ἐν ἁγίοις μέγιστον ἀθλητήν καί
μυροβλήτην Δημήτριον ἐν ἱστορίας τύπῳ τά νεωστί αὐτοῦ διηγούμενος θαύματα :

« Τότε μὲν οὖν καὶ ἃμα πλεῖστοι τῶν ἱερῶν ὑπ’ αὺτῶν κατέπεσον οἶκοι, ὧν πρῶτος
ἦν ὁ ἐν ἀκροπόλει τοῦ Σωτήρος θεῖος ναὸς, καὶ ὅσοι ἐκεῖσε λοιποὶ, καὶ ἔτι ὅσαι μοναὶ

63
Βακαλόπουλος 1955-1960α, 20-34 · Βακαλόπουλος 1955-1960β, 271-273 · Βακαλόπουλος 1983, 171
· Ανδρούδης 2016, 158.
64
Όπως ισχυρίστηκε η Πολύμνια Κατσώνη, η αλλαγή αυτή ίσως να οφείλεται σε απόφαση του
Βαγιαζήτ Α΄, ύστερα από την αποτυχία του συνεδρίου των Σερρών, για επιβεβαίωση της κυριαρχίας
του στα ευρωπαϊκά εδάφη. Το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με τις πληροφορίες που μας
παρέχει ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ότι μετά την αποτυχία του συνεδρίου
πραγματοποιήθηκε λεηλασία της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων της και όχι πολιορκία. Βλ.
Κατσώνη 2000, 167-168.
65
Vryonis 1956, 437 · Λαούρδας 1953, 389-398 · Bακαλόπουλος 1982, 31-41 · Παπαδόπουλος 1992,
71-77. Σχετικά με το παιδομάζωμα βλ. Βακαλόπουλος 1954, 274-293 · Ágoston 2009, 183-185.
66
Σχετικά με τον ορισμό του τεκέ βλ. Χούλια 2009, 49-50 · Ανδρούδης 2016, 29-30.

15
τῇ ἀκροπόλει ἐγγίζουσαι, καὶ καταπάτημα, φεῦ, γεγόνασιν οὗτοι καὶ ἐπίχαρμα τοῖς
ἀθέοις˙ ἔπειτα δὲ καὶ πλεῖστοι τῶν ἐν τῇ πόλει σεβασμίων οἴκων μεμίανται, καὶ
θυσιαστήρια μὲν κατέσκαπται, βεβήλωται δὲ τὰ ἅγια. Καὶ μετὰ τῶν ἄλλων ἡ θειοτάτη
τοῦ ἱεροῦ Βαπτιστοῦ μονὴ καὶ ἡ τοῦ φίλου Χριστοῦ καὶ νυμφαγωγοῦ τε καὶ κήρυκος
τοῦ πανάγνου ἐναγῶν, οἴμοι, καὶ μιαρῶν - ὧ Χριστὲ Σωτήρ, τῆς σῆς ἀνοχὴς – καὶ
ἐχθρῶν σου βλασφήμων γέγονεν οἰκητήριον˙ καὶ ὡς ἔφησας, ὁ οἴκος τοῦ Πατρὸς σου
δι’ ἁμαρτιῶν πληθὺν ἄμετρον ‟σπήλαιον” γεγένηται ‟λῃστῶν”, δαιμόνων δὲ μᾶλλον
εἰπεῖν καταγώγιόν τε καὶ σκήνωμα˙ καὶ ἀλαλαγαὶ καὶ ὀρχήσεις, ὡς ἐκ τῆς ἀσελγοῦς
ὀρχηστρίδος κατὰ τοῦ Βαπτιστοῦ σοὺ ποτε, καὶ ἐκ τῶν φονικῶν καὶ βλασφήμων κατ’
αὺτοῦ πάλιν ἐν τῷ τούτου θείῳ ναῷ…».67

Από το παραπάνω απόσπασμα πληροφορούμαστε ότι ο ναός του Σωτήρος Χριστού


στην ακρόπολη μετατράπηκε σε κατοικία,68 όπως και άλλοι ναοί γύρω από την
συγκεκριμένη περιοχή αλλά και μέσα στην ίδια την πόλη ενώ άλλοι
καταστράφηκαν.69 Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά για τη Μονή του Τιμίου
Προδρόμου, η οποία σύμφωνα με τον Συμεών, μετατράπηκε σε δερβίσικο τεκέ.70
Ταυτόχρονα, την πληροφορία αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ένα γράμμα του
πατριάρχη Ματθαίου προς τον μητροπολίτη Γαβριήλ τον Ιούλιο του 1401. Ανάμεσα
σε άλλα ο πατριάρχης αναφέρει ότι οι μοναχοί της Μονής του Προδρόμου
(Προδρομηνοί) είχαν εκδιωχθεί από τους Οθωμανούς και κατέφυγαν στη Μονή
Ακαπνίου.71

67
Συμεών Θεσσαλονίκης, De miraculis, 2.2.1-12.
68
Διαφορετική είναι η άποψη του Φ. Κοτζαγεώργη, σύμφωνα με τον οποίο, πιθανολογείται ότι στη
θέση του ναού του Σωτήρος ιδρύθηκε μεστζίτ για τις λατρευτικές ανάγκες της φρουράς, που είχε
εγκατασταθεί στη Ακρόπολη, και ότι αυτό επαναλειτούργησε μετά την κατάκτηση του 1430, καθώς
στην ίδια περιοχή εγκαταστάθηκε εκ νέου Οθωμανική φρουρά και υπήρχε συνοικία τουλάχιστον μέχρι
το 1527. Στη θέση αυτή ο Β. Δημητριάδης τοποθέτησε το Eski Camii της Ακρόπολης. Βλ. Δημητριάδης
2008, 332 · Κοτζαγεώργης 2019, 221, υποσημ. 107.
69
Φουντούλης 1976, 167, 176. Ανάλογη αναφορά κάνει και ο ιστορικός Δούκας σε χωρίο που
παραθέτει με υποτιθέμενα λόγια του Μουσά, γιου του Βαγιαζήτ Α΄, ο οποίος μιλά για τα κατορθώματα
του πατέρα του: «…(ο Βαγιαζήτ) τὴν Θεσσαλονίκην… διὰ πολλῶν ἱδρώτων ἐκληρώσατο καὶ τοῦς
βωμοῦς τῶν εἰδώλων εἰς ἱερὰ τεμένη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προφήτου μετέστησεν…». Δούκας, Historia
Turcobyzantina, 19.7.15-16.
70
Φουντούλης 1976, 169 · Taddei 2010, 201- 214.
71
Θεοχαρίδης 1955-1960, 326.

16
Σε δερβίσικο τεκέ την περίοδο αυτή φαίνεται πως είχε μετατραπεί και ο
παλαιολόγειος ναός της πόλης, γνωστός σήμερα ως Προφήτης Ηλίας.72
Σημαντικότατες ενδείξεις αποτελούν τα χαράγματα που βρέθηκαν στις τοιχογραφίες
μετά την αφαίρεση των οθωμανικών επιχρισμάτων. Τα χαράγματα αυτά είναι κυρίως
πλοία και δερβίσικοι πελέκεις, ενώ έχουν παρατηρηθεί ακατανόητες γραμμές και
σχήματα, οθωμανικές επιγραφές και ανθρώπινες μορφές.73

Εντούτοις, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι εξακολούθησε να


αντιμετωπίζονται με μερική μετριοπάθεια από τον Βαγιαζήτ Α΄, παρά την αλλαγή του
καθεστώτος και την αφαίρεση ορισμένων καθιδρυμάτων. Σύμφωνα με ομιλία του
μητροπολίτη Ισιδώρου Γλαβά, μετά την αποστολή πρεσβείας στην αυλή του
σουλτάνου υπό την ηγεσία του ιδίου, ο Βαγιαζήτ προχώρησε σε παραχώρηση
«καινῶν δωρεῶν» υπέρ των χριστιανών. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, βασιζόμενος
σε αυτήν την πληροφορία, θεώρησε πως μεταξύ των νέων προνομίων που
παραχωρήθηκαν ήταν και η επιστροφή ορισμένων εκκλησιών από αυτές που είχαν
αφαιρεθεί, καθώς, όπως ισχυρίζεται, δεν υπήρχε στην πόλη εγκατεστημένος
συμπαγής τουρκικός πληθυσμός και οι χριστιανικοί ναοί παρέμειναν σε αχρησία.74

Το 1403 θα πραγματοποιηθεί η ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς


μετά τη Συνθήκη της Καλλίπολης, η οποία ακολούθησε την ήττα του Βαγιαζήτ Α΄ στη
μάχη της Άγκυρας το 1402.75 Ωστόσο, πολύ γρήγορα η Θεσσαλονίκη βρέθηκε ξανά
στο στόχαστρο των Οθωμανών. Το 1413 ο Μουσά, γιος του Βαγιαζήτ Α΄ και ένας από
τους διεκδικητές του σουλτανικού θρόνου, εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της πόλης.76
To 1416 η πόλη πολιορκήθηκε ξανά αυτή τη φορά από τον σουλτάνο Μεχμέτ Α΄.77

72
Την παρουσία δερβίσηδων στη συγκεκριμένη περιοχή της πόλης αυτή την περίοδο δέχεται ο Heath
Lowry, o οποίος πρότεινε ότι ο ναός του Προφήτη Ηλία μετατράπηκε σε zaviye camii (τζαμί- μοναστήρι)
από τους δερβίσηδες που συνόδευσαν τους Γαζή Εβρενός και Χαϊρεντίν. Taddei 2010, 201-214.
73
Τα χαράγματα έχουν εντοπιστεί στη λιτή του ναού, ενώ ένα μόλις χάραγμα πλοίου σώθηκε στον
κυρίως ναό. Παρόμοια χαράγματα πελέκεων, με ταυτόχρονη παρουσία πλοίων έχουν βρεθεί σε δύο
οθωμανικά μνημεία της περιόδου, στο Ιμαρέτ του Γαζή Εβρενός στην Κομοτηνή και στο Imaret Camıı
στο Plovdiv. Babuin, Nakas 2011, 8-17 · Ανδρούδης 2016, 159.
74
Βακαλόπουλος 1955-1960α, 33 · Βακαλόπουλος 1969, 62-63.
75
Η παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες πραγματοποιήθηκε μετά από υπόσχεση του
Μανουήλ να συνδράμει τον Σουλεϊμάν, γιο του Βαγιαζήτ, στον πόλεμο με τους αδερφούς του. Dennis
1967, 72-88 · Βακαλόπουλος 1969, 70 · Balfour 1979, 114-115.
76
Μία ανεπιτυχής προσπάθεια για επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε και λίγο
νωρίτερα, το 1411/2. Βακαλόπουλος 1983, 172 · Vryonis 1986, 306 · Ανδρούδης 2016, 159.
77
Η πολιορκία αυτή πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον ερχομό στην πόλη του Μουσταφά, ο οποίος
ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του Βαγιαζήτ Α΄ και διεκδικούσε τον οθωμανικό θρόνο. Ο Βασίλης

17
Τον Ιούνιο του 1422 ακολούθησε ο αποκλεισμός της Θεσσαλονίκης από τον σουλτάνο
Μουράτ Β΄ μαζί με τον Μπουράκ μπέη, γιο του Γαζή Εβρενός, ο οποίος οδήγησε στην
πώληση της πόλης στους Βενετούς το 1423, λόγω της δυσμενούς θέσης που
βρίσκονταν οι κάτοικοι.78 Οι Οθωμανοί αντέδρασαν έντονα με την ανάμειξη των
Βενετών, με αποτέλεσμα ο Μουράτ Β΄ να προχωρήσει σε μία εκ νέου πολιορκία το
1425/6.79 Η πόλη παρέμεινε υπό βενετική διοίκηση μέχρι το Μάρτιο του 1430, οπότε
και καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς.80

ΙΙ Β. Η οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς

Στις 26 Μαρτίου 1430, ο στρατός του σουλτάνου Μουράτ Β΄ θα εμφανίστηκε


μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης με σκοπό να την καταλάβει. Η παρουσία των
Οθωμανών έξω από τα τείχη θορύβησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οι οποίοι
θεώρησαν ότι η μοίρα της πόλης ήταν προδιαγεγραμμένη και το τέλος βρισκόταν
πολύ κοντά, κυρίως λόγω του θανάτου του μητροπολίτη Συμεών, μόλις έξι μήνες πριν
την άλωση, ο οποίος ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός.81 Άλλωστε, παραμονές της
άλωσης υπήρχε εντός της πόλης φιλο-οθωμανική μερίδα του πληθυσμού, η οποία

Δημητριάδης διατύπωσε την άποψη ότι το διάστημα 1403-1430, κατά το οποίο η Θεσσαλονίκη ήταν
ελεύθερη από τους Οθωμανούς, λειτουργούσε στην πόλη το τζαμί του Duzmece Mustafa, καθώς εκεί
είχαν καταφύγει μαζί με τον Μουσταφά πολλοί αντιφρονούντες Τούρκοι. Βλ. Λάσκαρις 1952β, 340-
346 · Balfour 1979, 129-131 · Παπάζογλου 1992, 45-58 · Δημητριάδης 2008, 280 · Παπάζογλου 2010,
16 · Ανδρούδης 2016, 159.
78
Στην επιστημονική κοινότητα έχουν δημιουργηθεί αρκετές διαφωνίες ως προς την φύση της
παράδοσης της πόλης στους Βενετούς. Μία μερίδα ερευνητών κάνει λόγο για πώληση της πόλης από
τον Δεσπότη Ανδρόνικο Παλαιολόγο έναντι 50.000 δουκάτων ενώ αντιθέτως υπάρχει και η άποψη ότι
η πόλη απλώς παραχωρήθηκε υπό όρους. Η περίοδος της Βενετοκρατίας αποτελεί ένα μελανό σημάδι
της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, λόγω των αυθαιρεσιών στις οποίες προέβησαν οι Βενετοί ενώ
ταυτόχρονα δεν τήρησαν τις υποσχέσεις με τις οποίες είχαν δεσμευτεί. Για το λόγο αυτό υπάρχει και
η μαρτυρία για συνωμοσία του Ανδρονίκου εναντίον των Βενετών, μόλις λίγους μήνες μετά την
παράδοση. Βακαλόπουλος 1952, 127-149 · Τσάρας 1977, 86-87, 90, 97, 162 · Balfour 1979, 145, 160 ·
Βακαλόπουλος 1980, 34-39 · Παπάζογλου 1992, 45-58 · Μόνιου 2006, 25 · Παπαδόπουλος 2006, 84-
105 · Μέρτζιος 2007, 30.
79
Βακαλόπουλος 1969, 82 · Balfour 1979, 174-178 · Βακαλόπουλος 1980, 36-37 · Ανδρούδης 2016, 160.
80
Dennis 1964, 61 · Vryonis 1986, 290 · Μέρτζιος 2007, 88 · Ανδρούδης 2016, 160.
81
Ως κακός οιωνός ερμηνεύτηκε από πολλούς κατοίκους και ο σεισμός που πραγματοποιήθηκε τα
μεσάνυχτα της 25ης Μαρτίου 1430. Βλ. Βακαλόπουλος 1980, 55 · Vryonis 1986, 290.

18
ήταν υπέρ της παραδόσεως στους Οθωμανούς, λόγω της δεσποτικής συμπεριφοράς
των Βενετών.82

Σε πρώτο στάδιο ο Μουράτ Β΄, κατά την προσφιλή τακτική των Οθωμανών,
πρότεινε στην ειρηνική παράδοση της πόλης, με διαβεβαιώσεις για την παραχώρηση
προνομίων στους κατοίκους, ώστε να αποφευχθεί η λεηλασία και η δήωση. Η άρνηση
των Βενετών οδήγησε στην εξαπόλυση επίθεσης τα χαράματα της 29ης Μαρτίου 1430
εναντίον της Θεσσαλονίκης από ξηρά και θάλασσα. Η υπεράσπιση και η επίθεση
διήρκησαν ελάχιστο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα τις πρώτες πρωινές ώρες οι
Οθωμανοί να εισβάλουν στην πόλη και να την λεηλατήσουν συστηματικά.83

Η άλωση της Θεσσαλονίκης θεωρήθηκε από πολλούς σύγχρονους της εποχής ως


οιωνός για τη μοίρα που περίμενε την Κωνσταντινούπολη λίγα χρόνια αργότερα.84 Ο
ιστορικός Δούκας αναφερόμενος στο γεγονός το χαρακτηρίζει ως «ἀπαρχὴ κακὴ καὶ
ἀπαίσιος τῶν μελλόντων κακῶν ἐν τῇ βασιλευούσῃ».85 Σημαντική πηγή
πληροφόρησης για την άλωση του 1430, καθώς και για το διάστημα που ακολούθησε,
είναι η διήγηση του Ιωάννη Αναγνώστη,86 αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων.87

82
Πολλοί κάτοικοι λίγο καιρό πριν την άλωση είχαν εγκαταλείψει την πόλη, λόγω των κακουχιών που
υπέμεναν από τους Βενετούς, με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να είναι μία σχεδόν έρημη πόλη
παραμονές της επίθεσης του Μουράτ Β΄. Βλ. Βακαλόπουλος 1980, 55.
83
Η είσοδος των Οθωμανών εντός της πόλης πραγματοποιήθηκε από το ανατολικό τείχος στην περιοχή
του πύργου του Τριγωνίου, το οποίο βρισκόταν σε κακή κατάσταση και είχε ελάχιστους υπερασπιστές.
Η άλωση της Θεσσαλονίκης θεωρήθηκε από ορισμένους αποτέλεσμα προδοσίας των μοναχών της
Μονής Βλατάδων, χάρη στα προνόμια που παραχώρησε στη Μονή ο Μουράτ Β΄. Η πρώτη γραπτή πηγή
που γίνεται αναφορά σε παράδοση περί προδοσίας είναι το χρονικό του Ιέρακος (16ος αι.). Σύμφωνα
με το χρονικό, ο Μουράτ Β΄ παραχώρησε προνόμια στη Μονή των Βλατάδων γιατί οι μοναχοί της του
υπέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την πόλη της Θεσσαλονίκης, με τη
διακοπή της υδροδότησης και αυτός στη συνέχεια προστάτευσε τη μονή από το μένος του λαού με τη
τοποθέτηση τσαούση (διοικητή) και για το λόγο αυτό η μονή έμεινε γνωστή ως Çavuş Manastir.
Βακαλόπουλος 1980, 56-57, 66-67 · Ανδρούδης 2016, 160.
84
Για παραδόσεις σχετικά με την άλωση της Θεσσαλονίκης βλ. Γουγούσης 1909, 103-107 · Τσάρας
1985, 171-172.
85
Δούκας, Ηistoria Turcobyzantina, 29.5.21-22.
86
Ο Ιωάννης Αναγνώστης ταυτίστηκε με κάποια επιφύλαξη από τον Γιάννη Τσάρα, χωρίς να καταλήγει
σε πειστικό συμπέρασμα, με τον έναν από τους δύο γιους του Οδηγητριανού Καστοριανού στον οποίο
οι μητροπολίτες Γρηγόριος και Μεθόδιος είχαν παραχωρήσει τη φροντίδα του ναού της Αγίας
Παρασκευής μετά την άλωση του 1430. Μάλιστα, τον θεώρησε και αναγνώστη του ναού. Βλ. Τσάρας
1985, 36-37.
87
Σχετικά με την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 υπάρχουν και άλλες πηγές κυρίως δυτικές και
οθωμανικές. Από τις δυτικές ξεχωρίζουν η Έκθεση των Βενετσιάνων Διοικητών της Εύβοιας (2/4/1430),
ο κώδικας Morosini και η διήγηση του Antonio Diedo, ο οποίος διέφυγε από την πόλη με τρεις γαλέρες,
ενώ από τις οθωμανικές γνωστές είναι οι διηγήσεις των Orudç, Ashikpashazade Neshri και το
Οδοιπορικό του Χαϊρουλάχ. Όσον αφορά στις ελληνικές πηγές, ξεχωρίζουν οι αναφορές των Δούκα,
Χακλοκονδύλη, τα χρονικά του Γεωργίου Φραντζή, στα οποία παραδίδεται διαφορετική χρονολογία

19
Σύμφωνα με το κείμενο του Αναγνώστη, οι Οθωμανοί με την είσοδό τους στην
πόλη λεηλάτησαν εκκλησίες, μονές και σπίτια ώστε να εξασφαλίσουν λάφυρα ο
καθένας προς όφελός του: «… ὅτε δὴ καὶ τὰ τῆς πόλεως ἄρδην ἅπαντα ἠφάνιστό τε
καὶ ἀνατέτραπτο καὶ οὐδὲν, οὔτε ναὸς ἱερὸς οὔτε μονὴ οὔτ’ οἰκία καὶ τῶν φαυλοτέρων
αὐτῶν ἀσάλευτος καταλέλειπτο…».88 Την τρίτη μέρα, μετά τη λεηλασία και την
αιχμαλωσία κατοίκων των δύο πρώτων ημερών, πραγματοποιήθηκε η είσοδος του
Μουράτ Β΄ στη Θεσσαλονίκη ως θριαμβευτή. Κατά την ισλαμική παράδοση ο
σουλτάνος για να λάβει επίσημα μία πόλη προσευχόταν σε έναν από τους
μεγαλύτερους ναούς και τον μετέτρεπε σε τζαμί. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης
ο σουλτάνος προσευχήθηκε στο μεγάλο ναό της Αχειροποιήτου στο κέντρο της πόλης,
όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Αναγνώστης:

«… ὅτι τούσδε τούς ἱεροὺς οἴκους παρακατέσχε, τὸν τ’ ἐπὶ μέσης τῆς πόλεως μέγαν
νεὼν τῆς Ἀχειροποιήτου παρθένου καὶ Θεοτόκου καὶ τὴν εἰς ὄνομα πάλαι τιμωμένην
τοῦ τιμίου Προδρόμου μονὴν ἱερὰν, τὸν μὲν ὡς σύμβολον νίκης καὶ τῆς γεγενημένης
ἁλώσεως, τὴν δ’ ὡς καὶ πρὸ χρόνων παρὰ τῶν Τούρκων ληφθεῖσαν καὶ εἰς συναγωγὰς
αὐτῶν τούτους μετήμειψε καὶ ὅτι περιφανὲς κατὰ τὴν Ἀδριανούπολιν βαλανεῖον ἐκ
βάθρων αὐτῶν ἀνεγείρας μαρμάρους χιλίας ἐξελεῖν ἔπεμψε καὶ κομίσαι πρὸς τὴν
ἐδάφους οἰκοδομίαν αὐτόθι, ναῶν ἱερῶν καὶ μονῶν ταύτας παρὰ τῶν πεμφθέντων
ἀφειδῶς ἐκβληθείσας…».89

Από το παραπάνω απόσπασμα πληροφορούμαστε πως ο Μουράτ Β΄ με την


είσοδό του στην πόλη μετέτρεψε σε τεμένη δύο χριστιανικά καθιδρύματα, το ναό της
Αχειροποιήτου και τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου, το πρώτο ως σύμβολο της νίκης
και της άλωσης και το δεύτερο επειδή στο παρελθόν είχε βρεθεί υπό οθωμανική
κατοχή.90 Από τη διήγηση του Αναγνώστη αντλούμε μία ακόμη σημαντική
πληροφορία σχετικά με την τύχη των βυζαντινών ναών της πόλης. Από πολλούς ναούς

για την άλωση, τα Χρονικά των Δωροθέου, αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας και Ιέρακος, Μεγάλου
Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ορισμένα Βραχέα χρονικά. Επίσης, σώζονται μερικές
μονωδίες, πεζές ή έμμετρες. Παπάζογλου 1940, 417-428 · Τσάρας 1969, 64-100 · Τσάρας 1985, 94-97,
106, 113-114, 117-118, 120-122, 129-134, 136-138, 141-161, 175-176 · Vryonis 1986, 310-311.
88
Πολλοί είχαν κρύψει θησαυρούς σε ναούς και μοναστήρια, με αποτέλεσμα να λεηλατηθούν από
τους Οθωμανούς για να τους αποκτήσουν. Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις, 15.6-9 · Τσάρας 1958, 44-
45 · Παπαδόπουλος 2008, 55-56.
89
Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις, 18.46-57
90
Παπαδόπουλος 2008, 57-58 · Taddei 2010, 201-214.

20
απέσπασαν μαρμάρινα μέλη ώστε να χρησιμοποιηθούν ως αρχιτεκτονικό υλικό του
δαπέδου του λουτρού που έχτιζε ο Μουράτ Β΄ εκείνη την περίοδο στην
Αδριανούπολη. Παράλληλα, η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει ότι αρχιτεκτονικό
υλικό των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης έχει ενσωματωθεί σε β΄ χρήση και
στην οικοδόμηση οθωμανικών μνημείων εντός της πόλης, ενώ ορισμένα από αυτά
έχουν ανεγερθεί στη θέση κατεστραμμένων χριστιανικών ναών (Μπέη χαμάμ,91
Αλατζά Ιμαρέτ κ.ά.). 92

Τρία χρόνια περίπου μετά την άλωση, ο Μουράτ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και
ζήτησε να γίνει καταγραφή όλων των κατοικιών και των ακινήτων. Σύμφωνα με τον
Ιωάννη Αναγνώστη, οι μεγαλύτερες και ομορφότερες οικίες, εκκλησίες και τα
μοναστήρια δόθηκαν από τον Μουράτ στους συγγενείς και στους αξιωματούχους
του,93 ενώ μερικά άλλα στους 1.000 μουσουλμάνους από τη Yenice-i Vardar (σημ.
Γιαννιτσά) που μεταφέρθηκαν δια της βίας στη Θεσσαλονίκη.94

Στα χέρια των χριστιανών παρέμειναν ελάχιστα μοναστήρια και πολλές μικρές
εκκλησίες. Από τους μεγάλους ναούς της πόλης διατηρήθηκαν τέσσερις, οι λεγόμενοι
«καθολικοί», οι οποίοι σταδιακά πρέπει να ακολούθησαν την τύχη των υπολοίπων
ναών της πόλης και μετατράπηκαν σε οθωμανικά τεμένη: «…μόνους ἡμῖν τοὺς
τέσσαρας νεώς, οἵ καὶ καθολικοὶ λέγονται, καταλελοιπώς, πολλὴν τὴν σπουδὴν ὑπὲρ
τούτων τοῦ ποιμένος εἰσενεγκόντος…».95 Σχετικά με την ταυτότητα των τεσσάρων
καθολικών ναών έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Πολλοί
μελετητές αποδέχθηκαν πως οι τρεις από αυτούς ήταν οι ναοί των Αγίου Δημητρίου,
Αγίας Σοφίας και η Ροτόντα, βασιζόμενοι στο γεγονός πως ανήκουν στους
μεγαλύτερους ναούς της πόλης που δεν μετατράπηκαν αμέσως σε τεμένη αλλά
αρκετά αργότερα.96 Βέβαια, η εν λόγω υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται από κάποια
γραπτή πηγή της εποχής και δεν μπορεί να γίνει απολύτως αποδεκτή.

91
Όσον αφορά στο Χαμζά Μπέη και την ίδρυση του στη θέση προγενέστερου κτηρίου, πιθανώς ναού
όπως έχει υποστηριχθεί, ο Κ. Ράπτης διατύπωσε αντίθετη άποψη σχετικά με την εν λόγω υπόθεση. Βλ.
Ράπτης 2009, 285-292.
92
Kiel 1970, 128 · Δημητριάδης 2008, 16 · Ανδρούδης 2016, 200, 211.
93
Πολλοί από τους ναούς που αφαιρέθηκαν τότε από τους χριστιανούς δεν μετατράπηκαν εξ αρχής σε
τεμένη αλλά χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες ή αποθήκες. Βλ. Παπαδόπουλος 2008, 62.
94
Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις, 20.1-46.
95
Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις, 20.40-42.
96
Τσάρας 1973,167.

21
Το ζήτημα σχετικά με το ποιος είναι ο τέταρτος καθολικός ναός της Θεσσαλονίκης
που παρέμεινε στα χέρια των χριστιανών είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει
αρκετά την επιστημονική έρευνα.97 Περίπου μισό αιώνα πριν τον Ιωάννη Αναγνώστη
για τους καθολικούς ναούς της πόλης κάνει λόγο στο Οδοιπορικό του ο Ρώσος
μοναχός, Ιγνάτιος από το Σμολένσκ, το 1405: «… καθολικοί δε ναοί: Αγία Σοφία,
Μητρόπολις, Αχειροποιήτος, Άγιοι Ασώματοι». Βασιζόμενος σε αυτό το χωρίο ο
Ορέστης Tafrali υποστήριξε πως ο τέταρτος καθολικός ναός είναι αυτός της
Αχειροποιήτου, γεγονός το οποίο εν μέρει δεν ισχύει καθώς, όσον αφορά
τουλάχιστον τους καθολικούς ναούς μετά την κατάληψη της πόλης από τους
Οθωμανούς, η Αχειροποίητος μετατράπηκε σε τζαμί αμέσως μετά την άλωση το
1430.98 Επομένως, η Αχειροποίητος δεν ανήκει στους τέσσερις καθολικούς ναούς του
Αναγνώστη, χωρίς βεβαίως αυτό να συνεπάγεται πως δεν ήταν καθολικός ναός της
πόλης πριν την οθωμανική κατάκτηση. Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι ο ναός
αυτός είναι ο τέταρτος ναός είναι αυτός της Μητρόπολης ενώ διατυπώθηκε και η
αντίθετη άποψη ότι στο αρχικό κείμενο δεν υπήρχε κόμμα και ο όρος Μητρόπολη
αναφέρεται στο ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός. Ο
Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου θεώρησε πως ο τέταρτος καθολικός ναός του Αναγνώστη
είναι ο Χριστός Παντοκράτορας, τον οποίο ταυτίζει με τη Ροτόντα και με την πρώτη
μητρόπολη της πόλης,99 με βάσει χωρία του Μητροπολίτου Ευσταθίου
Θεσσαλονίκης, τα οποία αναφέρονται στην πραγματικότητα στην Αγία Σοφία, όπως
απέδειξε ο Σωτήρης Κίσσας, που συγκέντρωσε και μελέτησε τις μαρτυρίες των πηγών
που αναφέρονται στην Αγία Σοφία.100 Ο Βασίλης Δημητριάδης υποστήριξε πως ο
άγνωστος ναός είναι το Οκτάγωνο του Γαλεριανού συγκροτήματος, τον οποίο και
ταύτισε με την Θεοτόκο Λαοδηγήτρια και τη μητρόπολη της πόλης.101 Ο Γιάννης
Τσάρας στην προσπάθειά του να δώσει απάντηση στο ερώτημα γύρω από τον
τέταρτο καθολικό ναό, βασιζόμενος σε γράμματα των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης

97
O Απόστολος Βακαλόπουλος ταύτισε τους 4 καθολικούς ναούς με τους Άγιο Γεώργιο (Ροτόντα), Άγιο
Δημήτριο, Αγία Σοφία και το ναό των Ασωμάτων, Αρχαγγέλων ή Ταξιαρχών καθώς για το συγκεκριμένο
ναό γίνονται πολλές αναφορές στις βυζαντινές πηγές και έγινε η χριστιανική μητρόπολη στα τέλη του
16ου αιώνα. Βακαλόπουλος 1940, 245-250.
98
Tafrali 1913α, 164-165.
99
Χατζή Ιωάννου 1976, 69-70.
100
Κίσσας 1985, 325-340, κυρίως 327, υποσημ. 9.
101
Δημητριάδης 2008, 310-311.

22
Γρηγορίου και Μεθοδίου, υποστήριξε πως ο ναός αυτός ήταν η Αγία Παρασκευή και
τον τοποθέτησε χωροταξικά στην περιοχή ΝΑ της Αχειροποιήτου.102 Επίσης, θεώρησε
πως δεν πρόκειται για τους καθολικούς ναούς της βυζαντινής περιόδου αλλά για
τέσσερις εγκαταλελειμμένους ναούς σε διαφορετικά σημεία της πόλης, ανάλογα με
τη διασπορά των Θεσσαλονικέων, και ο όρος καθολικός προκύπτει από τη χρήση τους
για όλα τα θρησκευτικά καθήκοντα του χριστιανικού πληθυσμού.103

Από τις αναφορές των προγενέστερων του Αναγνώστη συγγραφέων, του Ιγνατίου
από το Σμολένσκ, του Ιωάννη Καμενιάτη104 και του Ευσταθίου105, φαίνεται ότι ο
αριθμός των καθολικών ναών της πόλης ήταν διαφορετικός ανά περιόδους και όχι
πάντα οι ίδιοι ναοί. Από τα κείμενα των δύο τελευταίων στους καθολικούς ναούς της
πόλης συγκαταλέγεται και ο ναός της Αχειροποιήτου, ο οποίος λόγω της άμεσης
μετατροπής του σε τζαμί δεν ανήκε στις τέσσερις μεγαλύτερες εκκλησίες που
διατήρησαν οι χριστιανοί. Μία υπόθεση είναι ότι οι τέσσερις καθολικοί ναοί για τους
οποίους κάνει λόγο ο Αναγνώστης είναι αυτοί της εποχής που γράφει τη Διήγησή του
και δεν ταυτίζονται απόλυτα με αυτούς των περασμένων αιώνων.106 Ίσως οι
χριστιανοί προκειμένου να προστατέψουν, πρόσκαιρα όπως εξελίχθηκαν τα
γεγονότα, ορισμένους από τους μεγάλους τους ναούς, μετά την άλωση, να τους
καθιέρωσαν ως καθολικούς. Αν η υπόθεση αυτή αποδειχθεί ορθή τότε ο ναός της
Αγίας Παρασκευής δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στους καθολικούς γιατί η
παραχώρηση της δικαιοδοσίας του στην οικογένεια Καστοριανού το 1432
υποδηλώνει ότι κινδύνευε άμεσα να αφαιρεθεί από τους χριστιανούς, ενώ σύμφωνα
με τον Αναγνώστη από τη συγκεκριμένη μοίρα εξαιρέθηκαν μόνον οι καθολικοί.107 Το

102
Τσάρας 1958, 62-63 · Tσάρας 1973, 167-185.
103
Τσάρας 1983, 131-144.
104
«Ναοὶ γάρ τινες παμμεγέθεις καὶ περικαλλεῖς τῆς ποικίλῃ διακοσμήσει διὰ μέσου προβεβλημένοι
τῆς πόλεως, ὥσπερ τινα κοινὰ πρὸς τὸ θεῖον ἱλαστήρια, καὶ τούτων μάλιστα ὁ τῆς παντουργοῦ καὶ
θείας τοῦ ὑπερουσίου λόγου σοφίας οἶκος καὶ ὁ τῆς ἀειπαρθένου πανάγνου και θεομήτορος, ἀλλὰ μὴν
καὶ ὁ τοῦ πανενδόξου καὶ καλλινίκου μάρτυρος Δημητρίου ἔνθα τοὺς θείους ἄθλους διήνυσε καὶ τὸ
βραβεῖον τῆς νίκης ἐδἐξατο». Ιωάννης Καμενιάτης, Άλωση Θεσσαλονίκης, 11.1.1-7.
105
«Τῷ τε τῆς ἐνυποστάτου τοῦ Θεοῦ λόγου ἁγίας σοφίας καὶ τῷ μεγάλῳ ναῷ τῆς ὑπεράγνου δεσποίνης
ἡμῶν θεομήτορος καὶ τὸ τοῦ πολιούχου ἡμῶν μυροβλύτου μεγαλομάρτυρος». Eυστάθιος
Θεσσαλονίκης, Orationes, 13.6.5-9.
106
Τσάρας 1973, 169.
107
Vryonis 1986, 316-318.

23
ερώτημα πάντως περί της ταυτότητας του τέταρτου ναού και της τοποθεσίας του
εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό.

Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που παρέμειναν υπό χριστιανική διαχείριση ήταν


υπεράριθμα σε σχέση με τον αριθμό των ιερέων και των χριστιανών κατοίκων, με
αποτέλεσμα πολλά από αυτά να εκπέσουν σε αχρησία και με την πάροδο του χρόνου
να χαθούν.108

Η Θεσσαλονίκη τις παραμονές της άλωσης ήταν μία σχεδόν έρημη πόλη, που δεν
θύμιζε σε τίποτα το μεγάλο αστικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο των
περασμένων αιώνων. Η εικόνα επιδεινώθηκε με τη φυγή κατοίκων και την
αιχμαλωσία πολλών μετά των άλωση από τους Οθωμανούς.109 Ο Μουράτ θέλησε να
μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη σε ένα μεγάλο οθωμανικό κέντρο των Βαλκανίων,
δημιουργώντας το ex nihilo. Το εγχείρημά του αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο διότι
μετά την κατάκτηση, ήρθε αντιμέτωπος με μία σχεδόν ακατοίκητη πόλη.110 Για το
λόγο αυτό έλαβε ορισμένα μέτρα ώστε να την τονώσει πληθυσμιακά, τα οποία ήταν
αντίθετα με τον ισλαμικό νόμο και όσα προέβλεπε για τη δημιουργία μίας αμιγώς
οθωμανικής πόλης.111 Διέταξε την εκκένωση των κτηρίων που είχαν καταλάβει οι
αξιωματούχοι του και την ταυτόχρονη απελευθέρωση των αιχμαλώτων,
πληρώνοντας σε αρκετές περιπτώσεις και ο ίδιος τα λύτρα.112 Ταυτόχρονα,
υποχρέωσε Θεσσαλονικείς που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές να επιστρέψουν,

108
Αξιοσημείωτο και δηλωτικό της αδυναμίας της χριστιανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης να
συντηρήσει τις εκκλησίες που διασώθηκαν αποτελεί ένα φιρμάνι του 1459, σύμφωνα με το οποίο η
Μάρα, χήρα του Μουράτ Β΄ και κόρη του Σέρβου δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, «αγόρασε» τη
Μονή της Μικρής Αγίας Σοφίας, που ταυτίστηκε από τον Franz Babinger με τον υφιστάμενο ναό της
Αγίας Σοφίας ενώ από τον Σωτήρη Κίσσα με τη Μονή της αγίας Θεοδώρας, ώστε να μην εκπέσει σε
αχρησία ή να περάσει σε οθωμανικά χέρια. Ανάλογη αναφορά γίνεται σε έγγραφο του 1432 από το
μητροπολίτη Γρηγόριο σχετικά με το ναό της αγίας Παρασκευής. Babinger 1951, 11-20 · Babinger 1953,
240-244 · Κίσσας 1985, 325-340. Εντούτοις, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα στο φιρμάνι γίνεται λόγος
για kücük Αya Moni, δηλαδή περί της Νέας Μονής, σύμφωνα με την άποψη του Φ. Κοτζαγεώργη.
Kotzageorgis 2004, 313-314.
109
Υπολογίζεται ότι στις παραμονές της Οθωμανικής κατάκτησης ο πληθυσμός της πόλης ελάχιστα
υπερέβαινε τους 5.000-6.000 κατοίκους. Βλ. Κοτζαγεώργης 2019, 196.
110
Σαμπανοπούλου 2009α, 216-218.
111
Κοτζαγεώργης 2019, 197.
112
Χρήματα για την απελευθέρωση Θεσσαλονικέων αιχμαλώτων διέθεσε και ο Σέρβος δεσπότης,
Γεώργιος Μπράνκοβιτς. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν και προσπάθειες για την απελευθέρωση
μελών του κλήρου. Πιο συγκεκριμένα ο πάπας Ευγένιος Δ΄ πλήρωσε για τη σωτηρία 14 μοναχών της
Μονής του Αγίου Βασιλείου, η οποία βρισκόταν κοντά στα κατεστραμμένα τείχη. Βλ. Παπαδριανός
1968, 401-405 · Κίσσας 1985, 330-331 · Μέρτζιος 2007, 94 · Παπαδόπουλος 2008, 63.

24
με εγγύηση την κατοχή ακίνητης περιουσίας και εισοδημάτων.113 Η ευνοϊκή στάση
του σουλτάνου έναντι του χριστιανικού πληθυσμού θα άλλαζε τρία χρόνια αργότερα,
μετά την επιστροφή του στην πόλη. Τότε διέταξε και την αναγκαστική μετακίνηση
1000 μουσουλμάνων κατοίκων από τα Γιαννιτσά, με σκοπό να ενισχύσει το
οθωμανικό στοιχείο της «Selanik-i mahruse» («θεοφύλακτης Θεσσαλονίκης»), όπως
ήταν πλέον γνωστή. 114

H ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κατεκτημένες


πόλεις της Βαλκανικής χερσονήσου, πραγματοποιήθηκε intra muros115 καθώς,
άλλωστε, η πολεοδομική διαμόρφωση της πόλης ήταν πάντοτε τέτοια ώστε οι
κάτοικοί της να είναι λιγότεροι από το συνολικό αριθμό ανθρώπων που μπορούσε να
φιλοξενήσει.116 Στο καταγραφικό τεφτέρι του 1478 η οθωμανική κοινότητα της πόλης
καταγράφεται σε ομάδες (cemaat) εντός των χριστιανικών συνοικιών γύρω από τα
μικρά συνοικιακά τεμένη, με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη τα πρώτα χρόνια μετά την
άλωση να διατηρεί ακόμη ζωντανό το βυζαντινό της χαρακτήρα.117. Οι συνοικίες δεν
ήταν ομοιογενείς με αποτέλεσμα χριστιανοί και μουσουλμάνοι να συγκεντρώνονται
στην ίδια περιοχή, γύρω από τα διάφορα θρησκευτικά κτήρια. Με την αύξηση του
μουσουλμανικού πληθυσμού και την έλευση των Εβραίων στα τέλη του 15ου αι. στα
επόμενα οθωμανικά κατάστιχα (tahrir defter) εμφανίζονται αμιγώς μουσουλμανικές
συνοικίες και οι χριστιανικές περιορίζονται στη νοτιοανατολική περιοχή της πόλης
κοντά στα τείχη.118 Την περίοδο αυτή αρχίζει, μέσα από τη διαδικασία της
βακουφοποίησης, η αστικοποίηση της Θεσσαλονίκης, η οποία θα γίνει ένα σημαντικό

113
Ανδρούδης 2016, 162.
114
Μία κίνηση αντίστοιχη με αυτή του Μουράτ Β΄, με σκοπό την ενίσχυση του ισλαμικού στοιχείου στη
Θεσσαλονίκη, θα πραγματοποιήσει μερικά χρόνια αργότερα και ο Μεχμέτ Β΄ με την εξαναγκαστική
μεταφορά μουσουλμάνων (sürgün) από περιοχές της Ανατολίας. Βλ. Τσάρας 1958, 60-63 · Lowry 1986,
332 · Παπαδόπουλος 2008, 59-60 · Κotzageorgis 2018, 435.
115
Ανάλογη ήταν και η ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας. Κotzageorgis 2018, 428.
116
Έχει υποστηριχθεί ότι η περιοχή από τη σημερινή οδό Αγίου Δημητρίου και άνω ήταν
αραιοκατοικημένη. Κotzageorgis 2018, 428 · Κοτζαγεώργης 2019, 196.
117
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι συνοικίες αρχικά και ως τον 16 ο αιώνα είχαν διατηρήσει τις βυζαντινές
τους ονομασίες. Βλ. Δημητριάδης 2008, 17.
118
Σχετικά με την κατανομή του πληθυσμού και τα οθωμανικά τεφτέρια καταγραφής βλ. Δημητριάδης
1979, 328, 339 · Lowry 1980-1981, 254-293 · Demetriades 1991, 265-273 · Μαντοπούλου-
Παναγιωτοπούλου, Χεκίμογλου 1997, 93-97 · Κολοβός 2000, τ. Β΄,17-26 · Δημητριάδης 2008, 17.

25
κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περιοχή των Βαλκανίων.119 Οι
μουσουλμάνοι κάτοικοι μετακινήθηκαν σε βορειότερες περιοχές της πόλης ενώ οι
χριστιανοί συσπειρώθηκαν σε γειτονιές (mahalle) γύρω από τους ναούς που
συνέχισαν να λειτουργούν.120

119
Πετρόπουλος 1980 · Χασιώτης 1997, 103-116 · Μπακιρτζής 1997, 60-79 · Κολοβός 2000, τ. Α΄, 23-51
· Δημητριάδης 2003, 62-75 · Androudis 2014, 139-158 · Κotzageorgis 2018, 432,443 · Ανδρούδης κ.ά.
2019, υπό έκδοση.
120
Εκτός από τους καθολικούς ναούς, υπό χριστιανική διαχείριση τα πρώτα χρόνια παρέμειναν
τουλάχιστον 12 εκκλησίες και μοναστήρια. Βλ. Vryonis 1986, 314-315 · Παπαδόπουλος 2008, 62-63.

26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΕ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΤΕΜΕΝΗ

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης παρατηρούμε ότι δεν πραγματοποιήθηκε η


ανέγερση πολλών μεγάλων τζαμιών, όπως συμβαίνει σε άλλες ελληνικές πόλεις την
περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών τεμενών της
πόλης προήλθε από τη μετατροπή των βυζαντινών της εκκλησιών. Η πόλη διέθετε
πάντα μεγάλο αριθμό εκκλησιών για τις ανάγκες των κατοίκων της και ο πληθυσμός
της Θεσσαλονίκης τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας δεν ξεπέρασε ποτέ σε
αριθμό τον πληθυσμό των βυζαντινών χρόνων. Έτσι, πολλοί ναοί χρησιμοποιήθηκαν
ως τζαμιά, το οποίο ήταν και λιγότερο δαπανηρό από την ανέγερση ενός νέου
τεμένους.

Η αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού έναντι του χριστιανικού οδήγησε στη


σταδιακή μετατροπή των βυζαντινών ναών της πόλης σε μουσουλμανικά τεμένη. Η
αλλαγή χρήσης των ναών της Θεσσαλονίκης σε τζαμιά πραγματοποιήθηκε κυρίως σε
τρεις φάσεις. Η πρώτη φάση έγινε αμέσως μετά την άλωση και τα τρία επόμενα
χρόνια που ακολούθησαν. Η δεύτερη περίοδος ταυτίζεται χρονικά με τα τέλη 15 ου-
αρχές 16ου αιώνα και τέλος η τρίτη με τα τέλη του 16ου αιώνα. H τρίτη περίοδος
συνδέεται, επίσης, και με το φόβο για το τέλος του κόσμου το έτος Εγίρας 1000 (=
1592).121

Την περίοδο που κατακτήθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Μουράτ Β΄, πολλοί ναοί
ήταν ερειπωμένοι και κατεδαφίστηκαν. Στη θέση τους οικοδομήθηκαν σε αρκετές
περιπτώσεις συνοικιακά τεμένη ή διάφορα οθωμανικά κτήρια (αρχικό τέμενος Χαμζά

121
Kiel 1970, 142 · Ανδρούδης 2016, 168. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αποδίδει την τρίτη φάση
διαρπαγής των εκκλησιών στην οργή του Σελίμ Β΄ έναντι του χριστιανικού πληθυσμού της
Θεσσαλονίκης μετά την ήττα του στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Βακαλόπουλος 1983, 228.

27
Μπέη)122, ενώ παράλληλα αποτέλεσαν πηγή ανεύρεσης αρχιτεκτονικού υλικού σε β΄
χρήση για τα νέα οικοδομήματα.123

Οι περισσότερες, όμως, εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά και μας είναι γνωστός


σήμερα ένας μικρός αριθμός αυτών των ναών καθώς πολλά από αυτά τα
οικοδομήματα καταστράφηκαν από φυσικές καταστροφές που έπλητταν την πόλη,
όπως πυρκαγιές και σεισμούς.124 Όσον αφορά στους ναούς που δεν σώζονται πλέον
οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε είναι μαρτυρίες σχετικά με αυτούς ή
φωτογραφικές αποτυπώσεις τους από περιηγητές των προηγούμενων αιώνων.
Ωστόσο, το βέβαιο είναι πως το μεγαλύτερο ποσοστό των βυζαντινών ναών της πόλης
που χρησιμοποιήθηκαν ως ισλαμικά τεμένη μας είναι άγνωστο καθώς δεν υπάρχουν
διαθέσιμες μαρτυρίες.125

Για να χρησιμοποιηθούν οι χριστιανικοί ναοί ως τζαμιά έπρεπε να συντελεστούν


ορισμένες αλλαγές και μετατροπές για την εξυπηρέτηση των αναγκών της νέας
θρησκείας. Έτσι, στο εσωτερικό των ναών- τζαμιών αφού αφαιρούνταν, αρχικά, ο
κινητός χριστιανικός εξοπλισμός, προστίθονταν ο απαραίτητος ισλαμικός
λειτουργικός εξοπλισμός (κόγχη μιχράμπ, μαχφίλ, μινμπάρ) και καλύπτονταν με
επίχρισμα οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά. Η ελάχιστη διακόσμηση εσωτερικά ήταν
κορανικές επιγραφές ή λίγα φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα διάσπαρτα στους τοίχους.
Επίσης, το δάπεδο καλυπτόταν με τάπητες ως συνηθίζεται στους μουσουλμανικούς
λατρευτικούς χώρους προσευχής. Στην περιοχή του Ιερού ανοιγόταν με

122
Στην περίπτωση του Χαμζά μπέη η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα ανέδειξε ότι το τέμενος έχει
ανεγερθεί σε σημείο, όπου βρισκόταν προγενέστερος ναός. Για την ταύτιση του ναού από τους
ανασκαφείς διατυπώθηκε η υπόθεση πως ίσως πρόκειται για το καθολικό της Μονής των Σαράντα
Μαρτύρων, η οποία σύμφωνα με τις πηγές βρισκόταν σε εκείνη την περιοχή της πόλης. Ακολούθως,
δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να πρόκειται και για το καθολικό της Μονής Παντοκράτορος καθώς,
στηριζόμενοι στις Πράξεις του Άθωνος, ο ηγούμενος της δεύτερης ήταν και επίτροπος της πρώτης, το
οποίο δηλώνει, όπως υποστηρίζουν γειτνίαση και εξάρτηση μεταξύ των δύο μονών. Για την ύπαρξη
προγενέστερου χριστιανικού ναού στη θέση που ανεγέρθηκε το Χαμζά μπέη, έκανε λόγο και ο Βασίλης
Δημητριάδης, ο οποίος τονίζοντας τη σημαντικότητα της περιοχής, θεώρησε πως εκεί βρισκόταν ο
ναός των βυζαντινών ανακτόρων. Διονυσάτης, Κυριακίδης 1956, 367, 372-373 · Θεοχαρίδης 1963, 1-
14 · Μαρκή, Γιατρουδάκη κ.ά 2007, 225 · Δημητριάδης 2008, 412.
123
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να αποσπούν συχνά αρχιτεκτονικό υλικό από χριστιανικούς ναούς και να
το χρησιμοποιούν για την ανέγερση δικών τους κτηρίων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του
Σελίμ Β΄, ο οποίος το 1569 απέσπασε από ναούς της Θεσσαλονίκης, εκτός από τη Ροτόντα, κίονες για
να τους χρησιμοποιήσει σε νέα οικοδομήματα. Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549 · Ανδρούδης
2016, 231.
124
Θεοχαρίδης 1969, 7-9.
125
Δημητριάδης 2008, 280 · Παπάζογλου 2010, 17.

28
νοτιοανατολική κατεύθυνση η κόγχη της προσευχής. Οι ναοί δηλαδή δεν
επισκευάζονταν ή μετασκευάζονταν ώστε να έχουν νοτιοανατολική κατεύθυνση προς
τη Μέκκα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το Αλατζά Ιμαρέτ και το Χαμζά Μπέη,
από τα πρωιμότερα οθωμανικά τεμένη της πόλης, το οποίο είναι λοξά τοποθετημένο
ως προς τη χάραξη του άξονα των κεντρικών δρόμων της πόλης, ώστε να είναι
προσανατολισμένο στη Μέκκα.126 Σε ορισμένες περιπτώσεις βέβαια, έχει
παρατηρηθεί αλλαγή του προσανατολισμού και του άξονα της προσευχής των
χριστιανικών εκκλησιών που μετατράπηκαν σε ισλαμικά τεμένη, όπως για
παράδειγμα στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας.127 Στις εξωτερικές όψεις των
κτηρίων πραγματοποιήθηκαν πολλές φορές μετασκευές με το φράξιμο ανοιγμάτων
και τη διάνοιξη νέων, ενώ παράλληλα σε μικρή απόσταση οικοδομήθηκε ο μιναρές
του τεμένους και η κρήνη καθαρμού. Σε πολλές περιπτώσεις κατεδαφίστηκαν οι
νάρθηκες των ναών, που είχαν ταφικό χαρακτήρα, ή το δυτικό σκέλος του προστώου
τους και προστέθηκαν ανοιχτές στοές, κυρίως στη δυτική πρόσοψη, από τους
Οθωμανούς.128 Σχετικά με τη μετατροπή των εκκλησιών της πόλης σε τζαμιά ο
Γερμανός πολιτικός Carl Brown γράφει το 1875:

« Κι εδώ στη Θεσσαλονίκη η μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά έγινε με πολύ


απλό τρόπο. Στους θόλους έστησαν την ημισέληνο, δίπλα στην εκκλησία ένα μιναρέ,
και να από την πρώην μονή ένα μοναστήρι για ντερβίσηδες. Στο εσωτερικό όμως της
εκκλησίας ο σουβατζής ή ο μπογιατζής εξαφάνιζε με τα μέσα του όλες τις ανθρώπινες
μορφές…».129

Σε παρόμοια αναφορά προχώρησε 13 χρόνια αργότερα ο Πρώσος δημοσιογράφος


Paul Lindau:

126
Παπαγεωργίου 1990, 25-38.
127
Το νότιο κλίτος του ναού είχε φραχθεί με τοιχοποιία και το τμήμα του Ιερού Βήματος περιορίστηκε
με τη δημιουργία ενός τοίχου. Η κόγχη του μιχράμπ είχε τοποθετηθεί στο μέσο του νέου νότιου τοίχου
και με τον τρόπο αυτό άλλαξε ο προσανατολισμός του κτηρίου σε μία κατά πλάτος διάταξη των πιστών
την ώρα της προσευχής. Η κύρια όψη ήταν πλέον η βόρεια, όπου δημιουργήθηκε προστώο. Παρόμοια
μεταβολή του άξονα παρατηρείται σε πολλούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, της Κύπρου κ.α.
Σκιαδαρέσης 2016, τ. Α΄, 230-231.
128
Ανδρούδης 2016, 231.
129
Όπως αναφέρει ο Γερμανός βουλευτής την περίοδο 1875-1876, κατά την οποία επισκέφθηκε τη
Θεσσαλονίκη, η πόλη διέθετε 36 τζαμιά από τα οποία τα 12 προήλθαν από τη μετατροπή κάποιας
εκκλησίας. Ενεπεκίδης 1988, 58, 119-120.

29
« στο εξωτερικό των ναών (οι Τούρκοι) έδρασαν με ασέβεια και έστησαν, χωρίς
καμιά οποιαδήποτε αρχιτεκτονική συνάφεια, δίπλα στις θολωτές εκκλησίες τους
μιναρέδες σαν πέτρινα κατάρτια».130

Όπως προαναφέρθηκε, οι πρώτοι ναοί που πέρασαν υπό οθωμανική διαχείριση


ήταν η Αχειροποίητος και το καθολικό της Μονής Τιμίου Προδρόμου.131 Σύμφωνα με
το οθωμανικό τεφτέρι καταγραφής του 1478, το μοναδικό τζαμί της πόλης, που
χρησιμοποιούνταν για την επίσημη προσευχή της Παρασκευής, έως τότε ήταν η
Αχειροποίητος, η οποία αναφέρεται ως Mesҫid-i Camii.132 Στο ίδιο τεφτέρι
καταγράφηκαν και 27 mesҫid, δηλαδή μικρά συνοικιακά τεμένη χωρίς μιναρέ.133
Γύρω στα 1500, η πόλη διέθετε 3 μεγάλα τζαμιά και 37 μεστζίτ ενώ μέχρι το 1530 τα
τεμένη ανέρχονταν σε 5 μεγάλα και 40 μικρότερα.134 O Stefan Gerlach, το 1576, μας
πληροφορεί πως εκείνη την εποχή η Θεσσαλονίκη διέθετε 3 μεγάλα τζαμιά και 3
μικρά τεμένη, το οποίο είναι αδύνατο να ισχύει, δεδομένης της αύξησης που
παρουσίαζε ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης.135 Στα τέλη του 16ου αιώνα ο
περιηγητής Μεχμέτ Ασίκ αναφέρει ότι, εκτός των περισσότερων 70-80 μετζιτιών,
υπήρχαν 11 τζαμιά από τα οποία τα 7 ήταν πρώην εκκλησίες. 136 Το 1668 ο Εβλιγιά
Τσελεμπή γράφει πως στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν 150 τζαμιά και ισάριθμα
συνοικιακά τεμένη, αριθμός οπωσδήποτε υπερβολικός. Ο ίδιος στη συνέχεια
αναφέρει πως υπήρχαν 32 τζαμιά, από τα οποία κατονομάζει μόλις τα 18. 137 Ο

130
Παπάζογλου 2010, 17.
131
Σχετικά με τον αριθμό των εκκλησιών που πέρασαν σε οθωμανικά χέρια αμέσως μετά την άλωση
της πόλης, οι παλαιότεροι ερευνητές είχαν διατυπώσει διάφορες απόψεις. Βλ. Κiel 1970, 127-128.
132
H Αχειροποίητος παρέμεινε το επίσημο τζαμί της πόλης έως τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας το
1524. Βλ. Δημητριάδης 2008, 32.
133
Ο Βασίλης Δημητριάδης υπολογίζει πως μέχρι το 1478 είχαν μετατραπεί σε ισλαμικά τεμένη
περίπου 30 εκκλησίες. Βλ. Δημητριάδης 2008, 280, 282.
134
Κοτζαγεώργης 2019, 215.
135
Παράλληλα, ο Stefan Gerlach μας παραθέτει την πληροφορία πως το 1572 ο μητροπολίτης της
Θεσσαλονίκης του ανέφερε πως στην πόλη τότε λειτουργούσαν 20 εκκλησίες και μοναστήρια για τη
Θεία Λειτουργία και άλλες 10 αποκλειστικά και ειδικές λειτουργίες. Το 1679 ο περιηγητής Sieur De la
Croix αναφέρει την ύπαρξη 19 εκκλησιών, ενώ την ίδια περίοδο περίπου ο Dapper αναφέρεται σε 30
χριστιανικούς ναούς. Ένα σχεδόν αιώνα αργότερα ο αββάς Βelley θα καταμετρήσει 25 χριστιανικά
καθιδρύματα και ο Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου στα τέλη του 19ου αιώνα κάνει λόγο για μόλις 12 εκκλησίες.
Βλ. Gerlach 1674, 210 · Croix 1684, 262-266 · Dapper 1703, 346-347 · Belley 1777, 121-146 · Χατζή
Ιωάννου 1976, 68.
136
Τα τζαμιά της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 16ου αιώνα, κατά τον Μεχμέτ Ασίκ, ήταν το Παλαιό , το
Κασιμιέ, της Αγίας Σοφίας, το Τζεζερί Κασίμ Πασά, το Γιακούμπ Πασά, το Σαράι και Σινάν Πασά, που
προήλθαν από εκκλησίες και τα Ισχάκ Πασά, Πισμανιέ, Χαμζά Μπέη και Ακτσέ Μεστζίτ. Βλ.
Κοτζαγεώργης 2019, 220, υποσημ. 101.
137
Μοσχόπουλος 1940, 338 · Δημητριάδης 2008, 282 · Δρακούλης 2015, 158.

30
σύγχρονός του, Χατζή Κάλφα αναφέρεται μόνο στα 10 σπουδαιότερα τεμένη.138 Το
1734 ο ιερωμένος Jean- Baptiste Souciet υποστηρίζει την ύπαρξη 30 τζαμιών στην
πόλη, εκ των οποίων μόλις τα 4-5 χτίστηκαν από τους Οθωμανούς.139 Λίγα χρόνια
αργότερα , το 1772 ο αββάς Belley απαριθμεί 33 τεμένη με μιναρέδες και 6 χωρίς
μιναρέ.140 Τέλος, το 1828 ο Αυστριακός διπλωμάτης Anton Freihern von Prokesch-
Osten κάνει λόγο για 39 τζαμιά και 30 εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη.141

Το 1835 πραγματοποιείται επίσημη απογραφή των τζαμιών και των μικρών


τεμενών της πόλης (ιεροδικαστικό τεφτέρι 336, σελ. 15-16) και καταγράφονται 34
τζαμιά και 49 mescid,142 ενώ σχεδόν 50 χρόνια αργότερα, το 1883, λειτουργούσαν
μόλις 59 μεγάλα και μικρά τεμένη.143 Στην τελευταία καταγραφή του 1906
αναγράφονται 54 τεμένη, από τα οποία τα 38 λειτουργούσαν ως μεγάλα τζαμιά και
τα 16 ως συνοικιακά.144

Η Θεσσαλονίκη, ήδη από την εποχή της κατάκτησης της από τον Μουράτ Β΄ είχε
γίνει η έδρα αξιωματούχων, που αποσύρονταν εκεί προς το τέλος της στρατιωτικής
τους σταδιοδρομίας, 145 ενώ από τις αρχές του 16ου αιώνα ήταν έδρα σαντζακιού.146
Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή της παραχωρούνταν από τον σουλτάνο σε
ηλικιωμένους υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους ως ανταπόδοση για τις
υπηρεσίες που προσέφεραν στην αυτοκρατορία, ενώ ταυτόχρονα εκτελούσαν και
χρέη διοικητή της πόλης.147 Κατά τη διαμονή τους στη Θεσσαλονίκη, οι πασάδες
αυτοί ίδρυαν τζαμιά για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών του συνεχώς

138
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79.
139
Για 30 περίπου τζαμιά έκανε λόγο και ο Ρώσος καλόγερος Vasili Grigorovic Barskij το 1726. Βλ.
Hemmerdinger-Iliadou 1961, 293-298 · Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 192.
140
Belley 1777, 121-146.
141
Prokesch von Osten 1837, 632-662 · Βακαλόπουλος 1987-1988, 172-173.
142
Την ίδια περίοδο 34 τζαμιά απαριθμεί και ο αρχιτέκτονας Charles Texier. Πολλά από τα τεμένη που
καταγράφονται το 1835 ήταν κατεστραμμένα ή σε κακή κατάσταση διατήρησης. Δημητριάδης 2008,
282, 285-286.
143
Σύμφωνα με πληροφορία στα 1847 λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη 25 τζαμιά. Βλ.
Μωραϊτόπουλος 1883, 32 · Κισκήρα 2001, 109 · Δημητριάδης 2008, 286.
144
Ο Βασίλης Δημητριάδης υπολογίζει πως από τα 38 τζαμιά που λειτουργούσαν το 1906 τουλάχιστον
τα 11 προήλθαν από τη μετατροπή εκκλησιών. Βλ. Δημητριάδης 2008, 286.
145
Οι περισσότεροι προέρχονταν από την τάξη της οθωμανικής αριστοκρατίας και σε κάποιο διάστημα
της σταδιοδρομίας του είχαν ανέλθει στα ανώτατα διοικητικά και στρατιωτικά αξιώματα, διατελώντας
βεζίρηδες ή υψηλόβαθμοι διοικητές. Βλ. Κυριακόπουλος 2014, 20.
146
Το σαντζάκι ήταν η κύρια στρατιωτικο-διοικητική μονάδα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ.
Κοτζαγεώργης 2019, 20.
147
Κυριακόπουλος 2014, 47-48.

31
αυξανόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού. Πολλά από αυτά προέρχονταν από
μετασκευή χριστιανικών ναών.

Η ανέγερση ενός τζαμιού πραγματοποιούνταν συνήθως στο πλαίσιο ίδρυσης ενός


βακουφιού,148 δηλαδή ευαγούς ιδρύματος, τα έσοδα του οποίου προορίζονταν για
τη συντήρηση του τεμένους. Ο βακουφικός θεσμός αποδείχθηκε καίριος για τη
διαμόρφωση της νέας αστικής δυναμικής και το μετασχηματισμό της Θεσσαλονίκης
σε οθωμανική πόλη, κυρίως από την εποχή του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄(1481-1512)
και εξής.149 Ακολούθως, έδρασε καταλυτικά στην οικονομική ζωή της πόλης και
εξασφάλιζε τη λειτουργία των καθιδρυμάτων, που αποτελούσαν το σημείο
αναφοράς της οργάνωσης της μουσουλμανικής κοινότητας. Στον ιδρυτή προσέδιδε
κύρος η δωρεά του και ένα είδος τοπικής εξουσίας, εκτός των φορολογικών
απαλλαγών.150 Το εκάστοτε βακούφι έφερε το όνομα του ιδρυτή του και όχι του
καθιδρύματος για τη συντήρηση του οποίου προοριζόταν.151

Στη Θεσσαλονίκη τα περισσότερα βακούφια ιδρύθηκαν από τα μέσα του 15ου ως


και τον 16ο αιώνα. Μέχρι το 1530 εντοπίζονται 35 βακούφια από τα οποία τα 33
προορίζονταν για τη συντήρηση τζαμιού, συνοικιακού τεμένους ή ησυχαστηρίου
(ζαβιγιέ).152 Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα δύο σουλτανικά, του Μουράτ Β΄ και του
Βαγιαζήτ Β΄,153 τα οποία ιδρύθηκαν το πρώτο με την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης
και τη μετατροπή της Αχειροποιήτου σε τζαμί και το δεύτερο με αφορμή την
επίσκεψη του Βαγιαζήτ στην πόλη και την κατάληψη του Αγίου Δημητρίου και τη
χρήση του ως ισλαμικό τέμενος. Τα σουλτανικά βακούφια, εκτός από την
εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των μουσουλμάνων κατοίκων,

148
Ως βακούφι ορίζεται η αφιέρωση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, συνήθως υπέρ του δημοσίου
συμφέροντος, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του μουσουλμανικού πληθυσμού. Η ίδρυση
ενός βακουφιού είχε φιλανθρωπικό χαρακτήρα αλλά παράλληλα ο ιδιοκτήτης του επωφελούνταν με
την απαλλαγή από ορισμένες φορολογικές υποχρεώσεις και την απαλλοτρίωση της περιουσίας του.
Με βάση το είδος της περιουσίας που παραχωρούταν το βακούφι χαρακτηριζόταν είτε αστικό είτε
αγροτικό. Βλ. Κυριακόπουλος 2014, 22,27.
149
Ανδρούδης κ.ά. 2019, υπό έκδοση.
150
Κυριακόπουλος 2014, 32.
151
Κυριακόπουλος 2014, 48.
152
Κοτζαγεώργης 2019, 201 · Ανδρούδης κ.ά. 2019, υπό έκδοση.
153
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ ήταν γνωστός ως Βελής, δηλαδή άγιος, και ένας από τους λόγους που του
αποδόθηκε αυτό το προσωνύμιο ήταν η επαναφορά του θεσμού των βακουφιών, τον οποίο είχε
καταργήσει ο πατέρας του Μεχμέτ Β΄, και την ίδρυση πολλών σε όλη την αυτοκρατορία. Βλ.
Κυριακόπουλος 2014, 39.

32
εντάσσονταν στο πλαίσιο της σουλτανικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και την
«οθωμανοποίηση» των πόλεων.154

Τα περισσότερα από τα βακούφια που εντοπίζονται είναι αυτά των


υψηλόβαθμων αξιωματούχων, που διέμειναν στην πόλη, και η ίδρυση τους
συνδέεται με αυτή ενός τεμένους και τη συντήρησή του. Μερικά από τα ευαγή
ιδρύματα συνδέονται με καθιδρύματα που προήλθαν από τη μετατροπή βυζαντινών
ναών, μια συνήθη πρακτική κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο. Ανάμεσα τους
ξεχωρίζουν αυτά των Yakub Paşa (Αγία Αικατερίνη), Cezeri-zade Koca Kasım Paşa
(Άγιοι Απόστολοι) και Makbul Ibrahim Paşa (Αγία Σοφία). Εκτός του φιλανθρωπικού
χαρακτήρα της δωρεάς των αξιωματούχων, τα βακούφια εξυπηρετούσαν και τις
προσωπικές φιλοδοξίες των ιδρυτών τους, που πολλές φορές συνάδουν με τη
γενικότερη κρατική πολιτική.155 Παράλληλα, παρείχαν εργασία σε μέλη της τοπικής
θρησκευτικής ιεραρχίας, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Τα εισοδήματα των ευαγών ιδρυμάτων των αξιωματούχων πολλές φορές ήταν
ιδιαίτερα μεγάλα και σημαντικά, σε σημείο μάλιστα που μπορούσαν να
ανταγωνιστούν τα σουλτανικά, αν και πολλές φορές το βασικότερο πρόβλημα των
βακουφιών ήταν η έλλειψη ρευστότητας.156

Ευαγή ιδρύματα ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη και από χαμηλόβαθμους


αξιωματούχους (Balaban Ağa )157, ενώ οι περισσότεροι ιδρυτές βακουφιών της πόλης
στις αρχές του 16ου αιώνα προέρχονται από την τάξη των χατζήδων.158

Πολλά από τα τζαμιά που ιδρύονταν αποτελούσαν το κέντρο ενός ευρύτερου


συγκροτήματος κοινής ωφελείας (külliye) που περιελάμβανε διάφορα κτήρια ώστε
να ικανοποιούν τις καθημερινές ανάγκες του μουσουλμανικού πληθυσμού, όπως η
λατρεία, η εκπαίδευση και η υγεία.159 Τα συγκροτήματα αυτά συχνά αποτελούνταν,

154
Κυριακόπουλος 2014, 33-34 · Ανδρούδης κ.ά. 2019, υπό έκδοση .
155
Κυριακόπουλος 2014, 47.
156
Κυριακόπουλος 2014, 37,48.
157
Κυριακόπουλος 2014, 70.
158
Το προσωνύμιο Hacı δινόταν σε όσους πιστούς μουσουλμάνους είχαν καταφέρει έστω και μία φορά
κατά τη διάρκεια της ζωής τους να πραγματοποιήσουν το ιερό προσκύνημα στη Μέκκα.
Κυριακόπουλος 2014, 75.
159
Κυριακόπουλος 2014, 48.

33
εκτός του τεμένους, από ιμαρέτ (πτωχοκομείο)160, μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο)161,
χαμάμ162, κατοικίες σπουδαστών, μαγειρεία κ.ά. Σε τέτοιου είδους κτηριακά σύνολα
ανήκαν και πολλοί από τους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης που είχαν
μετατραπεί σε ισλαμικά τεμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση
του Yakub Paşa, ο οποίος στα 1510/11 μετέτρεψε το ναό της Αγίας Αικατερίνης σε
τζαμί και ταυτόχρονα ίδρυσε ιμαρέτ και μεντρεσέ και για τη συντήρησή τους
αφιέρωσε τα έσοδα του βακουφιού που ίδρυσε.163 Σε külliye ανήκε και το τέμενος
Akçe Mesҫid στη θέση του σημερινού Οκταγώνου του Γαλεριανού συγκροτήματος.164
Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης φαίνεται να μην πραγματοποιείται η ίδρυση
πολλών külliye, με την κλασική και στενή έννοια του όρου, αλλά παρατηρείται η
ύπαρξη αρκετών υποτυπωδών, δηλαδή το τέμενος πλαισιωνόταν από ορισμένα
κτήρια, πιο συχνά λουτρά, ενώ αξιοσημείωτη είναι η απουσία μεντρεσέδων
σύμφωνα με τα βακουφικά κατάστιχα. Σε υποτυπώδες külliye φαίνεται να ανήκε το
τέμενος στο οποίο μετατράπηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας καθώς σε πολύ κοντινή
απόσταση από αυτό οικοδομήθηκε το γνωστό Aya Sofya Hamami. Σε αντίστοιχου
είδους külliye πιθανότατα ανήκαν και τα τεμένη Cezeri Kasim Paşa (Άγιοι Απόστολοι)
και Kasimiye (Άγιος Δημήτριος), καθώς και στις δύο περιπτώσεις πραγματοποιείται η
ανέγερση λουτρού σε κοντινή απόσταση από το τέμενος, αν και στην περίπτωση του
Kasimiye το λουτρό (Yeni Hamam) είναι αρκετά μεταγενέστερο.

160
Ανδρούδης 2009, 59-60 · Ανδρούδης 2016, 38.
161
Χούλια 2009, 50 · Ανδρούδης 2016, 28.
162
Ανδρούδης 2009, 56-57 · Ανδρούδης 2016, 32-34.
163
Κυριακόπουλος 2014, 55-57.
164
Δημητριάδης 2008, 310-311.

34
ΙΙΙ Α 1. Οι σωζόμενοι βυζαντινοί ναοί που μετασκευάστηκαν σε οθωμανικά τεμένη

1. Αχειροποίητος

Ο πρώτος χριστιανικός ναός που «πήρε η ημισέληνος» ήταν η παλαιοχριστιανική


βασιλική της Αχειροποιήτου (εικ. 9). Ο ναός, παρά τις όποιες μεταγενέστερες
επεμβάσεις, θεωρείται ότι παρέμεινε τυπολογικά αναλλοίωτος έως σήμερα. Ανήκει
στον τύπο της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής ελληνιστικού τύπου με νάρθηκα και
υπερώα και ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο.165 Το κτήριο στα νότια και στα βόρεια
πλαισιώνεται από ορισμένα προσκτίσματα, όπως παρεκκλήσια.166 Η ονομασία
Αχειροποίητος δεν είναι η αρχική που δόθηκε στην εκκλησία αλλά φαίνεται πως
καθιερώθηκε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.167 Το μόνο βέβαιο είναι η εξ αρχής
αφιέρωση στην Παναγία.168
Η ευρύτερα αποδεκτή άποψη για τη χρονολόγηση του μνημείου, τοποθετεί την
ανέγερση του στα μέσα του 5ου αιώνα.169 Η χρονολόγηση αυτή προτάθηκε από τον
Χαράλαμπο Μπακιρτζή, ύστερα από ταύτιση του δωρητή Ανδρέα, το όνομα του
οποίου μνημονεύεται στον ψηφιδωτό διάκοσμο των εσωρραχίων του τριβήλου, με
τον ομώνυμο κληρικό απεσταλμένο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, που
υπέγραψε τα πρακτικά της Συνόδου της Χαλκηδόνας το 451.170
Η μελέτη του μνημείου έκανε φανερό ότι το κτήριο γνώρισε διάφορες οικοδομικές
φάσεις στη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του έως σήμερα. Ο Κωνσταντίνος Ράπτης,

165
Σχετικά με την Αχειροποίητο βλ. Τafrali 1913α, 160-165 · Πελεκανίδης 1949, 11-41 · Παπαχατζής
1973, 23-24 · Janin 1975, 375-380 · Φουντούλης 1976, 168-169 · Παπαγιαννόπουλος 1983, 52-56 ·
Kleinbauer 1984, 241-257 · Η Θεσσαλονίκη 1985, 59-67 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1989 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 54-62 · Ναλμπάντης 1997, 59-67 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα
1997, 185-195 · Ταμπάκη 1998, 143-147 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 99-155 · Ćurčić 2010, 107-109 ·
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 199-237 · Παπακυριακού 2012, 64-81 · Τσακστίρας κ.ά. 2013, 87-
90 · Τάντσης 2014, 82-85 · Ράπτης 2016, τ. 1-3 · Ανδρούδης 2016, 235-237.
166
Ράπτης 2016, τ. 2, 412-442.
167
Από ορισμένους μελετητές ο ναός είχε ταυτιστεί με αυτόν της Καταφυγής, επίσης αφιερωμένου
στη Θεοτόκο, αλλά η άποψη απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε αβάσιμη. Ξυγγόπουλος 1955-1960β,
441-448 · Πελεκανίδης 1955-1960, 410-415 · Ράπτης 2016, τ. 1, 98-101.
168
Ο ναός στο πέρασμα των αιώνων ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα. Σχετικά βλ. Ράπτης 2016, τ.
1, 72-110.
169
Οι χρονολογήσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς κυμαίνονται από τον 4 ο-6ο αιώνα. Καζαμία-
Τσέρνου 2009, 116 · Ράπτης 2016, τ.3, 760-765.
170
Βakirtzis 1978, 37-44.

35
μελετώντας το ναό στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του, αναγνώρισε στο
κτήριο έξι οικοδομικές φάσεις από την εποχή της ανέγερσής του μέχρι και τις
αναστηλωτικές εργασίες των αρχών του 20ου αιώνα.171
Σύμφωνα, με τη διήγηση του Ιωάννη Αναγνώστη μετά την κατάκτηση της
Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ Β΄, ο σουλτάνος μπήκε θριαμβευτής στην πόλη και
μετέτρεψε σε τεμένη δύο ναούς, την Αχειροποίητο και το καθολικό της Μονής του
Τιμίου Προδρόμου. Ο πρώτος, όπως αναφέρεται, ως σύμβολο της νίκης και της
γεγενημένης αλώσεως και ο δεύτερος επειδή παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί ως
ισλαμικό τέμενος. Για τους Οθωμανούς ήταν αδιανόητο σε μία, πλέον, ισλαμική πόλη
ένα καθίδρυμα που είχε χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος της θρησκείας τους
να παραμένει στα χέρια των χριστιανών.172
Κατά τον ισλαμικό νόμο, όταν μία πόλη καταλαμβανόταν δια της βίας από τον ίδιο
τον σουλτάνο, αυτός εισερχόταν ως θριαμβευτής και πραγματοποιούσε σε έναν από
τους μεγαλύτερους χριστιανικούς ναούς την ευχαριστήρια προσευχή του προς τον
Αλλάχ για την βοήθεια που του προσέφερε και τον μετέτρεπε σε τζαμί. Αυτό έπραξε
και ο Μουράτ Β΄, τελώντας την προσευχή του στο ναό της Αχειροποιήτου και
μετατρέποντάς τον στο πρώτο και επίσημο τζαμί της πόλης. Δύο επιγραφικές
μαρτυρίες μνημονεύουν το συγκεκριμένο γεγονός. Η πρώτη είναι η επιγραφή εντός
εγχάρακτου μεταλλίου στον πέμπτο από δυτικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας του
ισογείου (εικ. 10):

Sultan Murad Han


feth-i şehr-i Selânik
sene-i 833

Κτήση του σουλτάνου Μουράτ Χαν η πόλη της Θεσσαλονίκης το 833Ε (1430).173

171
Σε παλαιότερες μελέτες οι προτεινόμενες φάσεις του κτηρίου ήταν πέντε. Θεοχαρίδου 1982, 31-32
· Ράπτης, Ζόμπου-Ασημή 2011, 453-454 · Ράπτης 2016, τ. 2, 443-455.
172
Τσάρας 1958, 56-57 · Παπαδόπουλος 2008, 57-58 · Taddei 2010, 201-214 · Ανδρούδης 2016, 250.
173
Ο Heath Lowry υποστήριξε πως η χάραξη της επιγραφής πραγματοποιήθηκε οποιαδήποτε στιγμή
της οθωμανικής κυριαρχίας της πόλης (1430-1912), μνημονεύοντας το γεγονός και αμφισβήτησε τη
χρονολόγησή της την εποχή της μετατροπής της Αχειροποιήτου σε ισλαμικό τέμενος. Taddei 2010, 213
· Ράπτης 2016, τ. 1, 71, υποσημ. 280 · Aνδρούδης 2016, 236.

36
Η δεύτερη επιγραφή, χαμένη σήμερα, μας είναι γνωστή από την αναφορά των Ch.
Texier και R. Popplewell Pullan σε αυτή. Πρόκειται για εντοιχισμένη μαρμάρινη
επιγραφή στη βάση του μιναρέ του τεμένους.174
Κατά παράδοση ο πρώτος ναός της πόλης που μετατρεπόταν σε τζαμί, ως
σύμβολο της κατάκτησης, ελάμβανε την ονομασία «Fethiye Camii», δηλαδή «τέμενος
της κατάκτησης» ή «της νίκης». Όπως ορθά διαπίστωσε ο Βασίλης Δημητριάδης στο
τζαμί που προέκυψε δεν δόθηκε η αναμενόμενη ονομασία, παρόλο που αυτό ήταν
το σύμβολο της άλωσης. Αντιθέτως, εντός της πόλης εμφανίστηκε άλλο τέμενος με
την ονομασία Fethiye, το οποίο βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τον Άγιο Δημήτριο, και
ταυτίστηκε από τον Β. Δημητριάδη με τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου175 (σχετικά με
το Fethiye Camii θα γίνει λόγος παρακάτω).
Η επιλογή του συγκεκριμένου ναού από τον Μουράτ Β΄ δεν φαίνεται να ήταν
τυχαία. Η κεντρική θέση του κτηρίου στο κέντρο της πόλης, όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Αναγνώστης, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθός του, φαίνεται να
οδήγησαν τον σουλτάνο σε αυτή την απόφαση. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της
Θεσσαλονίκης τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση ήταν ιδιαίτερα μικρός και
διασκορπισμένος. Έτσι, ήταν αναγκαίο το επίσημο τζαμί να βρίσκεται σε ένα κεντρικό
σημείο του πολεοδομικού ιστού, ώστε η πρόσβαση σε αυτό να ήταν εφικτή από
όλους τους κατοίκους για να ικανοποιούν την ανάγκη τους για προσευχή.176 Η
εξαιρετικής σημασίας θέση του ναού υποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι
οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια προϋπάρχοντος κτηρίου όσο και από τα ευρήματα
των ανασκαφών στον περιβάλλοντα χώρο.177 Αρχικά, είχε υποστηριχθεί ότι η επιλογή
της Αχειροποιήτου στηρίχθηκε κυρίως στον εντοίχιο ανεικονικό διάκοσμο της αν και
εντός του ναού υπάρχουν και οι τοιχογραφίες 13ου αιώνα. Στην περίπτωση που αυτό
ήταν το βασικό κριτήριο επιλογής, ως υποψήφιος ναός κρίνεται και η Ροτόντα, ένα

174
Να επισημανθεί ότι οι μελετητές μετέγραψαν λάθος το έτος Εγίρας σε 832 (1428/9), έναντι του
ορθού 833, το οποίο οφείλεται προφανώς σε λάθος του δραγουμάνου τους καθώς οι ίδιοι δεν ήταν
σε θέση να αναγνώσουν την οθωμανική επιγραφή λόγω της αραβικής γραφής της. Εντούτοις, η
αντιστοίχιση με το γρηγοριανό ημερολόγιο ήταν σωστή διότι γνώριζαν το έτος κατάκτησης της πόλης.
Texier, Pullan 1864, 145 · Ράπτης 2016, τ.1, 71, υποσημ. 281.
175
Δημητριάδης 2008, 309-310.
176
Σχετικά με την κατανομή του πληθυσμού τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης βλ. Lowry
1980-1981, 254-293.
177
Ξυγγόπουλος 1953β, 472-475 · Ράπτης 2016, τ. 2, 244-270.

37
εξίσου ευρύχωρο κτήριο με πλούσιο ανεικονικό διάκοσμο.178 Η άποψη αυτή
αποδεικνύεται αρκετά αβάσιμη, λαμβάνοντας ταυτόχρονα κανείς υπόψιν του το
γεγονός ότι ο ίδιος ο Μουράτ επέλεξε να ιδρύσει το λουτρό του (Μπέη Χαμάμ),
επίσης στο κέντρο της πόλης, στην περιοχή δυτικότερα της Αχειροποιήτου, πάνω στον
άξονα της Εγνατίας, της κεντρικότερης οδού της πόλης. Η σύνδεση του ναού με την
κύρια οδική αρτηρία διαφαίνεται από την ύπαρξη του νότιου μνημειακού προπύλου,
που διέθετε το κτήριο, και αποτελούσε ως φαίνεται την κύρια πρόσβαση σε αυτό
κατά τη βυζαντινή περίοδο.179 Ο τρόπος πρόσβασης από τα νότια είναι πολύ πιθανό
να εξυπηρετούσε και τους πιστούς μουσουλμάνους το διάστημα που
χρησιμοποιούνταν η εκκλησία ως τζαμί. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρωιμότερα
συνοικιακά τεμένη που ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη τα πρώτα χρόνια μετά την
άλωση, όπως το Χαμζά Μπέη και του Balaban Ağa (Παναγία Χαλκέων), βρίσκονται
πάνω στον ίδιο οδικό άξονα. Αυτό υποδεικνύει ότι η εγκατάσταση των
μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά μήκος της Εγνατίας, έχοντας ως
κέντρο το τέμενος της Αχειροποιήτου και προς τα δυτικά.180 Επομένως, η θέση του
ναού και όχι ο διάκοσμός του ήταν το βασικότερο κριτήριο για την ίδρυση του
πρώτου τζαμιού της πόλης σε αυτό το σημείο και παράλληλα εξυπηρετούσε τη
στρατηγική του σουλτάνου για ανοικοδόμηση του αστικού ιστού.
Με βάση το κατάστιχο ΤΤ 167 (1530) για τη λειτουργία και συντήρηση του
τεμένους ο Μουράτ Β΄ ίδρυσε βακούφι, τα έσοδα του οποίου προορίζονταν για την
κάλυψη των αναγκών του.181 Τα έσοδα προέρχονταν από την αφιέρωση
καλλιεργήσιμων εκτάσεων (mezraa)182 στην κοντινή ύπαιθρο, συνολικής αξίας 8.650
άσπρων (akçe). Πρόκειται για τους μεζράδες Μικρός Άγιος Ανδρέας (Anderas) και
Μανδήλιο (;) (Μendilyo ;), τα έσοδα των οποίων προορίζονταν για την αποζημίωση
των 3 καλύτερα αμειβόμενων λειτουργών του τζαμιού, του ιεροκήρυκα (hatib), του
οικονόμου (şarabdar) και του υπεύθυνου για την κατασκευή και συντήρηση των

178
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 118.
179
Ράπτης 2016, τ. 2, 412-417.
180
Κοτζαγεώργης 2019, 202.
181
Κυριακόπουλος 2014, 34-37.
182
Ο μεζράς (mezraa) ήταν ένας προσωρινός οικισμός ή χωριό ως εξάρτημα ενός αστικού κέντρου.
Κυριακόπουλος 2014, 36, υποσημ. 72.

38
υδρορροών (su yolcı).183 Ο μεζράς της Μαύρης Σκάλας παραχωρήθηκε για την
αποζημίωση του ιμάμη184 ενώ ο μεζράς Halife Virani για τον προσευχητή.185 Επίσης,
είχε αφιερωθεί και ένας μεζράς κοντά στο κάστρο της Θεσσαλονίκης.186 Τα έσοδα του
βακουφιού του Μουράτ κάλυπταν μόνο τη μισθοδοσία των λειτουργών του τεμένους
και στην περίπτωση έκτακτων αναγκών, όπως κάποια επισκευή, αναζητούνταν
πρόσθετοι πόροι.187
Στις αρχές του 16ου αιώνα γίνεται αναφορά σε μεντρεσέ που ανήγειρε ο Μουράτ
Β΄ στο βακούφι που ίδρυσε με κέντρο το τζαμί του. Παράλληλα, σώζεται η
πληροφορία ότι το 1479 στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται ο διορισμός μουντερίς
(δασκάλου). Ο εν λόγω μεντρεσές φαίνεται πως ήταν ο μοναδικός που διέθετε η
πόλη, τουλάχιστον τα χρόνια της πρώιμης οθωμανικής κυριαρχίας. 188
Ως το 1478 το τέμενος της Αχειροποιήτου είναι το μοναδικό επίσημο τζαμί της
πόλης ενώ υπάρχουν άλλα 27 συνοικιακά τεμένη. Ο ευκτήριος οίκος στο τεφτέρι
καταγραφής του ίδιου έτους αναφέρεται ως Τέμενος του Τζαμιού (Mesҫid-i Camii)
ενώ ήταν και ευρύτερα γνωστός ως Τζαμί (Camii). Βέβαια, η ονομασία Αχειροποίητος
συνέχισε να χρησιμοποιείται τουλάχιστον ως το 1568 για να προσδιορίζει την
ομώνυμη συνοικία (mahalle-i Ahiropit). 189 Από τις αρχές του 16ου αιώνα και πιο
συγκεκριμένα από το 1524, όταν πλέον τα μεγάλα τζαμιά της πόλης είναι 5 και
επίσημο τέμενος γίνεται ο ναός της Αγίας Σοφίας από τον Ιμπραήμ Πασά, το τέμενος
της Αχειροποιήτου είναι γνωστό ως Eski Camii, δηλαδή Παλαιό Τζαμί. Μέσω της
συγκεκριμένης ονομασίας φαίνεται να υποδηλώνεται πως αυτό ήταν το πρώτο και
επίσημο τζαμί της Θεσσαλονίκης ενώ ταυτόχρονα διαχωρίζεται και από τα νεότερα
τζαμιά που ιδρύονται.190 Στην απογραφή του 1530 ως Eski Camii προσδιορίζεται
πλέον και η συνοικία αν και το όνομα Ahiropit εξακολουθεί να εμφανίζεται ως τα τέλη

183
H ετήσια απόδοση των παραπάνω μεζράδων υπολογίζεται στα 6.585 άσπρα και η ημερήσια
αποζημίωση των 3 λειτουργών στα 9,5 άσπρα. Κυριακόπουλος 2014, 36.
184
Η ετήσια πρόσοδός του ανερχόταν στα 1.268 άσπρα και απέδιδε στον κάθε λειτουργό ημερησίως
3,5 άσπρα. Κυριακόπουλος 2014, 37.
185
Η ημερήσια απόδοση υπολογίζεται στα 2 άσπρα. Κυριακόπουλος 2014, 37.
186
Ετήσια απόδοση 797 άσπρα. Κυριακόπουλος 2014, 37.
187
Κυριακόπουλος 2014, 37.
188
Κοτζαγεώργης 2019, 223.
189
Lowry 1980-1981, 270-271 · Δημητριάδης 2008, 287-288.
190
Δημητριάδης 2008, 287-288 · Ράπτης 2016, τ. 1, 112.

39
του 16ου αιώνα σε χοτζέτια (hüccet)191 της Μονής Βλατάδων. Την ίδια περίοδο (τέλη
16ου αιώνα) το όνομα του τεμένους και της συνοικίας αντικαθίσταται από το Camii
Atik, που επίσης μεταφράζεται ως «Παλαιό Τζαμί». Στα οθωμανικά αρχεία ως τα τέλη
του 17ου αιώνα εναλλάσσονται οι ονομασίες Eski Camii και Camii Atik. Ως Camii Atik
αναφέρεται στον κατάλογο των τζαμιών του 1835. Ωστόσο, στον ίδιο κατάλογο
δηλώνεται ταυτόχρονα και ως «Eski Cuma». Με την ονομασία αυτή, η οποία δεν ήταν
πιθανότατα η επίσημη, θα γίνει ευρέως γνωστό το τζαμί από εκείνη την περίοδο. Στις
αναφορές των περιηγητών του 18ου-19ου αιώνα, που επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη,
η Αχειροποίητος προσδιορίζεται ως Eski Cuma. Ανάλογη είναι η αναφορά και στη
βιβλιογραφία ως τις αρχές του 20ου αιώνα.192 Πρώτος αναφέρθηκε στο τέμενος με
αυτή την ονομασία ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης J.B. Germain το 1746193 και
μάλιστα υποστηρίζει πως ήταν προγενέστερα ναός αφιερωμένος στην Παναγία.194
Ως Eski Cuma Camii αναφέρεται και σε άλλα τεφτέρια της περιόδου. Η ονομασία
αυτή, η οποία μεταφράζεται ως «Παλαιό τζαμί της Παρασκευής» ή «της Παλαιάς
Συνάθροισης» σχετίζεται με το γεγονός ότι το τέμενος της Αχειροποιήτου ήταν το
πρώτο τζαμί της πόλης στο οποίο συγκεντρώνονταν οι πιστοί μουσουλμάνοι για την
τέλεση της επίσημης προσευχής της Παρασκευής.
Για την προέλευση της ονομασίας Cuma υπάρχει μία προφορική παράδοση, που
βασίζεται σε μαρτυρία του χότζα του τζαμιού στις αρχές του 20ου αιώνα. Το τέμενος
έλαβε το συγκεκριμένο όνομα καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, η μετατροπή της
προϋπάρχουσας εκκλησίας σε τζαμί πραγματοποιήθηκε την πρώτη Παρασκευή μετά
την κατάληψη της πόλης ώστε να προσευχηθούν κάπου οι στρατιώτες. Ήταν άλλωστε
και ένα κτήριο που πληρούσε τις προϋποθέσεις για χρήση του ως ισλαμικό τέμενος.
Ενδεικτικό στοιχείο της επείγουσας ανάγκης εύρεσης ενός λατρευτικού χώρου είναι
η πληροφορία ότι οι ιεροκήρυκες τέλεσαν την προσευχή με τα σπαθιά ανά χείρας. 195

191
Το χοτζέτι (hüccet) ήταν το ιεροδικαστικό έγγραφο που έφερε τη σφραγίδα και την υπογραφή του
καδή. Ανδρούδης 2016, 872.
192
Δημητριάδης 2008, 287-288 · Ράπτης 2016, τ. 1, 113.
193
Τσάρας 1973, 173.
194
Πριν τον J.B. Germain, οι Sieur de la Croix (1679) και Peré Jean-Baptiste Souciet (1734) κατά την
περιγραφή του κτηρίου παρέθεσαν την πληροφορία ότι το τέμενος προήλθε από τη μετατροπή ναού
της Παρθένου. Βλ. Ταμπάκη 1998, 140.
195
Γουγούσης 1915, 227.

40
Η ελληνική μετάφραση της συγκεκριμένης ονομασίας ως «Τζαμί της Παλαιάς
Παρασκευής», καθώς η λέξη Cuma εκτός από συνάθροιση δηλώνει και την ημέρα
Παρασκευή, οδήγησε στη λανθασμένη ερμηνεία ότι ο ναός πριν μετατραπεί σε
ισλαμικό τέμενος ήταν αρχικά αφιερωμένος στην ομώνυμη αγία, διατηρώντας το
βυζαντινό του όνομα, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις (Αγία Σοφία, Άγιος
Δημήτριος). Έτσι, το τέμενος Eski Cuma από τα μέσα του 19ου-αρχές 20ου αιώνα ήταν
γνωστό και ως «Αγία Παρασκευή» από το λαό και η ταύτιση αυτή πέρασε και στη
διεθνή βιβλιογραφία.196 Ο πρώτος που εισηγήθηκε τη μετάφραση «Παλαιά» ή
«Αρχαία Παρασκευή» ήταν ο Γάλλος πρόξενος Felix de Beaujour.197 Αυτό οδήγησε
πολλούς περιηγητές ή μελετητές, όπως οι Κ.Ε. Zachariä, Π.Ν. Παπαγεωργίου και Μ.
Χατζή Ιωάννου, να οικειοποιηθούν την άποψη ότι ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος
στην αγία Παρασκευή.198 Αξιοσημείωτος είναι ο ισχυρισμός του Machiel Kiel, ο
οποίος αποδεχόμενος την παραπάνω ταύτιση, παρουσίασε ως σημάδι την ονομασία
του ναού, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την άμεση μετατροπή του σε τζαμί
μετά την άλωση.199
Ωστόσο, ο Μ. Χατζή Ιωάννου στην Αστυγραφία του αναφέρει ότι το Εσκί Τζουμά
είναι γνωστό μεταξύ των Ελλήνων και ως «Μεγάλη Παναγία» ή «Παναγία» και το
ταυτίζει, με επιφύλαξη, με το ναό της Αχειροποιήτου.200 Σε ναό της Αχειροποιήτου
αναφέρεται και ο Theophilus Tafel, χωρίς βέβαια να τον ταυτίζει με το τέμενος Εσκί
Τζουμά.201
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, αντιθέτως, δεν δέχθηκε την ταύτιση με ναό της
Αγίας Παρασκευής. Υπέθεσε ότι η ύπαρξη παρεκκλησίου και αγιάσματος της
ομώνυμης αγίας στην οδό Μόδη 6 υποδηλώνει ότι κοντά στην Αχειροποίητο

196
Βακαλόπουλος 1936, 26-27.
197
Επίσης, ανέφερε πως το κτήριο αρχικά ήταν ειδωλολατρικός ναός της Θερμαίας Αφροδίτης.
Beaujour 1800, 25-53 · Τσάρας 1973, 173 · Ταμπάκη 1998, 141-142.
198
Ταμπάκη 1998, 141 · Ράπτης 2016, τ. 1, 134.
199
Kiel 1970, 128.
200
Ο Μ. Χατζή Ιωάννου θεωρεί πως ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί μετά τον 17 ο αιώνα διότι πίστευε
πως δεν αναφέρεται από τον Χατζή Κάλφα. Μάλιστα, ισχυρίζεται πως ίσως αυτός είναι ο ναός της
Παναγίας, τον οποίο αναφέρει ως μητρόπολη ο αββάς Belley το 1772 και βάσει αυτού οδηγήθηκε στο
συμπέρασμα πως η Αχειροποίητος ήταν για ένα διάστημα η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και ένας
από τους καθολικούς ναούς της λόγω της καθυστερημένης μετατροπής της σε τζαμί. Είναι φανερό πως
ο Belley έκανε λόγο για το ναό της Παναγίας που ήταν κτισμένος στη θέση του σημερινού ναού του
Γρηγορίου Παλαμά, στον οποίο μεταφέρθηκε η έδρα της μητρόπολης μετά τη χρήση της Ροτόντας ως
ισλαμικού ευκτήριου οίκου. Βλ. Χατζή Ιωάννου 1976, 78-80.
201
Tafel 1839, 112.

41
βρισκόταν ένας βυζαντινός ναός με την ίδια αφιέρωση και μάλιστα ήταν αυτός που
αναφέρεται στα γράμματα των μητροπολιτών Γρηγορίου και Μεθοδίου. Στη
γειτνίαση με το συγκεκριμένο αγίασμα οφείλεται η μεταπήδηση του ονόματος σε
συνδυασμό με τη μετάφραση της τουρκικής ονομασίας.202 Για μεταφορά της
ονομασίας από γειτονικό της Αχειροποιήτου βυζαντινό ναό της Αγίας Παρασκευής
έκανε λόγο και ο Στυλιανός Πελεκανίδης.203 Τη θεωρία περί μεταπήδησης του
ονόματος απορρίπτει κατηγορηματικά ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος, ο οποίος ισχυρίζεται
πως είναι αδύνατο και παράδοξο ένα μικρό παρεκκλήσι να δώσει το όνομά του σε
ένα μεγάλο ναό, όπως η Αχειροποίητος.204 Αν και η άποψη του Ξυγγόπουλου είναι
ορθή και στην περίπτωση της Αχειροποιήτου δεν πραγματοποιήθηκε μεταπήδηση
αλλά η αφιέρωση προέκυψε από μετάφραση της τουρκικής ονομασίας, ωστόσο το
επιχείρημά του δεν είναι βάσιμο. Η Ροτόντα αποτελεί τέτοιου είδους παράδειγμα
διότι η αφιέρωση στον άγιο Γεώργιο προήλθε έπειτα από τη μετατροπή της σε τζαμί
όταν τα ιερά σκεύη του ναού μεταφέρθηκαν στο γειτονικό παρεκκλήσι του Αγίου
Γεωργίου και ακολούθως όταν λησμονήθηκε η αρχική αφιέρωση, υιοθετήθηκε το
όνομα του μικρού ναΐσκου.205
Ο αντίκτυπος της παράδοσης περί αφιέρωσης του ναού στην αγία Παρασκευή
ήταν τόσο διαδεδομένος και ισχυρός που παρά την ταύτιση του τεμένους με την
Αχειροποίητο από μελετητές, ο ναός συνέχιζε να εμφανίζεται ως Αγία Παρασκευή σε
έγγραφα των αρχών του 20ου αιώνα.206
Τη μετατροπή της Αχειροποιήτου σε ισλαμικό ευκτήριο οίκο ακολούθησε σε
πρώτο στάδιο μια σειρά άμεσων αλλαγών, έτσι ώστε το κτήριο να ανταποκρίνεται
στις ανάγκες της νέας λατρείας που εξυπηρετούσε. Στο εσωτερικό οι αλλαγές πρέπει
να περιορίστηκαν, καταρχάς, στην αφαίρεση του χριστιανικού λειτουργικού
εξοπλισμού, όπως τα ιερά σκεύη, προσκυνητάρια, εικόνες κ.ά. Εν συνεχεία
προστέθηκε ο αντίστοιχος ισλαμικός, δηλαδή η κόγχη του μιχράμπ στην περιοχή του
Ιερού με νοτιοανατολική κατεύθυνση, το μινμπάρ και το μαχφίλ, όπως διακρίνεται
σε φωτογραφίες του εσωτερικού του τεμένους στα τέλη του 19 ου αιώνα (εικ. 11). Η

202
Βακαλόπουλος 1936, 69-70 · Bakalopoulos 1937, 373 · Βακαλόπουλος 1977, 4.
203
Πελεκανίδης 1949, 14.
204
Ξυγγόπουλος 1952, 3.
205
Μουτσόπουλος 2013, 41.
206
Tafrali 1913α, 163 · Diehl κ.ά.1918, 36 · Ράπτης 2016, τ. 1, 135.

42
τοποθέτηση του μαχφίλ στο κεντρικό κλίτος, προκάλεσε φθορά στο νότιο τμήμα του
δαπέδου και πιο συγκεκριμένα κατά μήκος του έβδομου και όγδοου από δυτικά
μετακιόνιου διαστήματος, το οποίο συμπληρώθηκε με μαρμάρινα πλακίδια.207
Παράλληλα, καλύφθηκε ο εντοίχιος ζωγραφικός και ψηφιδωτός διάκοσμος, όπως
φαίνεται από τα χτυπήματα που φέρουν οι μορφές των Σαράντα Μαρτύρων της
Σεβάστειας και οι άλλες παραστάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί καταλληλότερη
πρόσφυση για το νέο κονίαμα που έφερε και νέο διάκοσμο, σύμφωνο με τις επιταγές
της ισλαμικής θρησκείας (εικ. 12). Από τις φωτογραφίες των R. W. Schultz και S.H.
Barnsley στα 1890, φαίνεται πως είχαν καλυφθεί και τα ανεικονικά ψηφιδωτά των
εσωρραχίων των τοξοστοιχιών, τα οποία αποτελούνται από φυτικές συνθέσεις που
παραπέμπουν σε παραδείσιο τοπίο, θεματική που είναι συμβατή με το Ισλάμ (εικ.
13).208 Η ύπαρξη, όμως, σταυρών και χριστογραμμάτων στις συνθέσεις, φαίνεται πως
οδήγησε στην κάλυψή τους.209 Στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγα χρόνια πριν τη λήψη
των φωτογραφιών, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναφορά από τον Ch. Texier για τα
ψηφιδωτά των εσωρραχίων αλλά δεν γίνεται σαφές αν εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν
ακάλυπτα ή αν τα διέκρινε κάτω από ένα λεπτό στρώμα επιχρίσματος.210
Αξιοσημείωτο είναι, όσον αφορά το γλυπτό διάκοσμο, ότι δεν αποκρούστηκαν οι
σταυροί σε αρχιτεκτονικά μέλη, όπως επιθήματα, υφαψίδια, κιλλίβαντες, παρά μόνο
σε ελάχιστες εξαιρέσεις (εικ. 14).211 Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση η
καταστροφή δεν θεωρείται εκούσια υπό την έννοια μια συστηματικής ενέργειας με
σκοπό την καταστροφή των χριστιανικών συμβόλων.212 Σε μερικές περιπτώσεις,
μάλιστα, οι οθωμανικές επεμβάσεις λειτούργησαν προστατευτικά για τη διατήρησή
τους.213

207
Ράπτης 2016, τ. 2, 327.
208
Erzen 2011, 125-131.
209
Ο Κ. Ράπτης διατύπωσε τη γνώμη ότι τα ανεικονικά ψηφιδωτά των εσωρραχίων παρέμειναν ορατά
καθώς η θεματική τους ήταν συμβατή με το Ισλάμ και καλύφθηκε μόνο ο σταυρός. Ράπτης 2016, τ.3,
784.
210
Ράπτης 2016, τ. 1, 125-127.
211
Ανάλογη είναι και η περίπτωση της Παλαιάς Μητρόπολης της Βέροιας, όπου δεν απολαξεύτηκαν οι
σταυροί στα επιθήματα πολλών κιονοκράνων, παρόλο που και αυτός ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί.
Σκιαδαρέσης 2016, τ. Α΄, 218.
212
Ράπτης 2016, τ. 3, 784.
213
Η τοιχοποιία που έφραξε το βόρειο εγκάρσιο τόξο του νάρθηκα προστάτευσε από απόκρουση το
σταυρό στο δυτικό κιλλίβαντά του, ενώ ο σταυρός στον αντίστοιχο κιλλίβαντα του νότιου τόξου
αποκρούστηκε. Ράπτης 2016, τ. 3, 643.

43
Στη βάση του πέμπτου από δυτικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας, στον οποίο
βρίσκεται το εγχάρακτο μετάλλιο, υπάρχει χάραγμα με αδιάγνωστο μονόγραμμα
(εικ. 15). Το ίδιο μονόγραμμα εντοπίζεται σε ανάλογη θέση και στη βάση του
ενδέκατου κίονα της νότιας κιονοστοιχίας. Το μονόγραμμα ερμηνεύθηκε, με
επιφύλαξη, ως Αλλάχ καθώς παρουσιάζει στενή ομοιότητα με την αραβική γραφή του
ονόματος (‫ ) هال ل‬και πιθανώς ήταν αφιερώσεις πιστών μουσουλμάνων την περίοδο
που ο ναός χρησιμοποιούνταν ως ισλαμικό τέμενος.214
Όσον αφορά τις εξωτερικές προσθήκες, σε πρώτη φάση πρέπει να
πραγματοποιήθηκε μόνο η επίχριση των εξωτερικών επιφανειών και η ανέγερση ενός
προσκολλημένου μιναρέ στη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου. Η βάση του ήταν
τετράπλευρη και επάνω της υψωνόταν ο πολυεδρικός κορμός (εικ. 16). Ο μιναρές
έφερε έναν εξώστη με διάκοσμο από σταλακτίτες και λίγο χαμηλότερα υπήρχε
ταινιωτός κοσμήτης. Στο ανώτερο τμήμα του κορμού, στον πυργίσκο, υπήρχε
δακτύλιος, ο οποίος διαχώριζε μια ζώνη με ανοίγματα εν είδη παραθύρων. Η
απόληξη του μιναρέ ήταν οξυκόρυφη και ιδιαίτερα στενή και χαμηλή για το εύρος
του κατώτερου τμήματός του (εικ. 17). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο πολυεδρικός κορμός
λίγα μέτρα κάτω από τον εξώστη παρουσίαζε στένωση, η οποία είναι μοναδική και
δεν παρατηρείται σε άλλο μιναρέ της πόλης. Σε φωτογραφία των αρχών του 20 ου
αιώνα στο σημείο της στένωσης εμφανίζεται μία σκιά (εικ. 18), η οποία μπορεί
πιθανώς να ερμηνευθεί ως διαταραχή της τοιχοποιίας, που οφείλεται σε κακή
σύνδεση τοιχοποιιών δύο διαφορετικών φάσεων. Έτσι, δημιουργείται το ερώτημα αν
ο μιναρές που εμφανίζεται στις φωτογραφίες της εποχής είναι ο αρχικός ή αν
αποτελεί μέρος ενός υψηλότερου μιναρέ, το ανώτερο τμήμα του οποίου κατέρρευσε,
πιθανώς λόγω σεισμικής δόνησης, και ανεγέρθηκε εκ των υστέρων σε χαμηλότερο
ύψος.215 Στη βάση του μιναρέ, όπως αναφέρθηκε, βρισκόταν εντοιχισμένη
μαρμάρινη επιγραφή που μνημόνευε το γεγονός της άλωσης του 1430. Μία δεύτερη
επιγραφή, επίσης εντοιχισμένη στη βάση και γνωστή από περιγραφές περιηγητών και
μελετητών, αναφερόταν στην επίσκεψη του σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687) κατά

214
Αρχικά, το χάραγμα είχε ερμηνευθεί ως συμπίλημα των γραμμάτων Τ,Π και Ρ σε ανεστραμμένη
γραφή. Ράπτης 1999, 233 · Ράπτης 2016, τ. 3, 690-691.
215
Ράπτης 2016, τόμ.1, 215.

44
τη διάρκεια της οποίας προσευχήθηκε στο τέμενος της Αχειροποιήτου το έτος Εγίρας
1083 (1673):

Ο σουλτάνος Μωάμεθ [Δ΄], υιός του Ιμπραήμ [Α΄], επισκέφτηκε αυτό το


τζαμί το έτος (Εγίρας) 1083.216

Η πρώτη αποκατάσταση του τεμένους μετά την άλωση πραγματοποιήθηκε το έτος


Εγίρας 894 (1488/9) επί Cezeri Kasim Paşa και αποδόθηκε από τον Κ. Ράπτη ως
τέταρτη οικοδομική φάση του κτηρίου.217 Σύμφωνα με οθωμανικές πηγές, τον Μάιο
του 1489 δεν επαρκούσαν τα έσοδα του βακουφιού του Μουράτ Β΄ για την επισκευή
της στέγης του Τζαμιού της Θεσσαλονίκης και κατόπιν σουλτανικής διαταγής, ο
μουταβελής (διαχειριστής βακουφιού) ζήτησε την συνδρομή 30.000 άσπρων για την
αποκατάσταση των ζημιών από τον μουταβελή του βακουφιού του Μουράτ Β΄ στην
Αδριανούπολη. Για την αποκατάσταση μεσολάβησαν τρεις αξιωματούχοι της
πόλης.218
Οι επεμβάσεις της αποκατάστασης εντοπίζονται κυρίως στην ανωδομή του
κτηρίου. Η στέγη μετά την ανακατασκευή της επικαλύφθηκε με φύλλα μολύβδου, το
οποίο επιβεβαιώνεται τον 17ο αιώνα από τον Εβλιά Τσελεμπή, που όπως μας
πληροφορεί, η στέγη εξωτερικά είναι επικαλυμμένη με μολύβι διακοσμημένο με
σχέδια κυπαρισσιών.219 Στο καταγραφικό τεφτέρι του 1835 αναφέρεται μία ακόμη
ανάγκη για επιδιόρθωση της μολυβένιας στέγης, που είχε υποστεί βλάβες.220 Η
απομάκρυνση της μολύβδινης επικάλυψης και η αντικατάστασής της από κεράμους
μάλλον συντελέστηκε ανάμεσα στο διάστημα 1835-1890, όταν πραγματοποιήθηκαν

216
Οι Ch. Texier και R. Popplewell Pullan αντιστοίχησαν λανθασμένα το έτος Εγίρας με το έτος 1594,
με αποτέλεσμα να ταυτίσουν τον αναφερόμενο σουλτάνο με τον Μωάμεθ Γ΄ (1594-1603), γιο του
Μουράτ Γ΄. Η επιγραφή προκάλεσε μεγάλη σύγχυση σε αρκετούς περιηγητές, οι οποίοι την θεώρησαν
ως κτητορική. Ο S. De la Croix το 1679 αναφέρει ότι ο ναός της Παρθένου μετατράπηκε σε τζαμί από
τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ΄, ενώ μερικά χρόνια αργότερα ο J.-B. Souciet το 1734 ότι η εκκλησία της
Παναγίας έγινε τζαμί περίπου πριν από 80 χρόνια, δηλαδή περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Τexier, Pullan
1864, 145 · Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 193 · Βακαλόπουλος 1971, 273.
217
Kiel, 1970, 143 · Bakirtzis 2003, 50 · Taddei 2010, 213 · Ράπτης 2016, τ. 3, 784. Στις συγκεκριμένες
μελέτες η αποκατάσταση τοποθετείται χρονικά το 1487, έτος που αντιστοιχεί στο 893Ε.
218
Πρόκειται για τους ζαΐμη Κασίμ Πασά, καδή Μαχμούτ Τσελεμπή και εμίνη Ουμούρ Μπέη.
Κυριακόπουλος 2014, 37.
219
Μοσχόπουλος 1940, 340.
220
Δημητριάδης 2008, 287-288.

45
οι φωτογραφικές λήψεις των μνημείων της πόλης από τους S. H. Barnsley και R. W.
Schultz, στις οποίες η στέγη της Αχειροποιήτου εμφανίζεται με κεραμική επικάλυψη
(εικ. 9).221
Παράλληλα, ο φωταγωγός του κεντρικού κλίτους αποδομήθηκε καθώς δεν
κρίθηκε στατικά ικανός να φέρει τα φορτία της νέας κατασκευής. Άλλωστε, είναι ένα
στοιχείο που δεν απαντάται στην αρχιτεκτονική των τζαμιών και έτσι δεν κρίθηκε
αναγκαία η επιδιόρθωσή του. Κατά τον Κ. Ράπτη, ο οποίος βασίστηκε στη διαδοχή
των τοιχοποιιών των διαφορετικών φάσεων, προϋπόθεση για την αποδόμηση του
φωταγωγού ήταν η καθαίρεση της στέγης του κεντρικού κλίτους. 222
Ρηγματώσεις στην ανωδομή της αψίδας, έπειτα από σεισμική δραστηριότητα,
οδήγησαν στην ανακατασκευή του ανώτερου τμήματος της, από το επίπεδο των
παραθύρων και άνω, με χαμηλότερο θόλο.223 Τα τόξα των παραθύρων αποτελούνται
από δύο σειρές πλίνθων και η δόμησή τους πραγματοποιήθηκε με δύο κέντρα
χάραξης με αποτέλεσμα το άνοιγμα τους να είναι ανεπαίσθητα οξυκόρυφο. 224
Επίσης, αποκολλήθηκε η νότια γωνία του ημικυλίνδρου και κτίστηκε εκ νέου με υλικό
βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη της βυζαντινής βασιλικής (εικ. 19).225 Παρόμοια
τοιχοποιία με την παραπάνω επέμβαση απαντά και στο εσωτερικό μέτωπο της
αψίδας, συμπεριλαμβάνοντας τα μονόλοβα παράθυρα της ανατολικής πλευράς του
κεντρικού κλίτους.226 Για τη διαμόρφωση των παραθύρων χρησιμοποιήθηκε μονή
σειρά λεπτών πλίνθων, ενώ στο βόρειο παρατηρείται τονισμός του περιγράμματος
με πλινθία.227
Σύγχρονη φαίνεται να είναι η τοιχοποιία στο ανώτερο τμήμα της τοξοστοιχίας του
νότιου υπερώου από το κλειδί των τόξων έως τη στέγη του κεντρικού κλίτους και σε
ένα τμήμα στο βόρειο μέρος του νάρθηκα μαζί με τα δύο τοξωτά παράθυρα.228 Η
τοιχοποιία χαρακτηρίζεται από λεπτότερες πλίνθους με στενότερους αρμούς

221
Ράπτης 2016, τ. 1, 159.
222
Ράπτης 2016, τ. 3, 785 · Ράπτης 2016, τ. 2, 453
223
Ράπτης 2016, τ. 2, 498-499.
224
Ράπτης 2016, τ. 2, 497-498.
225
Το δέσιμο στο συγκεκριμένο σημείο παρουσιάζει αναλογίες με τμήματα των εξωτερικών
τοιχοποιιών του Χαμζά Μπέη, η ανέγερση του οποίου τοποθετείται δύο δεκαετίες νωρίτερα. Ράπτης
2016, τ. 3, 786.
226
Ράπτης 2016, τ. 2, 452.
227
Ράπτης 2016, τ. 2, 498.
228
Ράπτης 2016, τ. 2, 452-453.

46
ανάμεσά τους, ενώ το ασβεστοκονίαμα είναι λευκό με τμήματα αδιάλυτου ασβέστη
και απουσιάζουν τα κεραμικά αδρανή.229
Γενικότερα, η τοιχοποιία της συγκεκριμένης φάσης αποτελείται από πλινθοδομή
αλλά σε ορισμένες περιοχές γίνεται χρήση συνδυασμού πλίνθων, λίθων και
μαρμάρινων σπολίων. Το συνδετικό κονίαμα που χρησιμοποιείται παρουσιάζει
αναλογίες με αντίστοιχο που εντοπίζεται σε μνημεία των πρώτων χρόνων της
οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη.230
Η χωροταξική οργάνωση της περιβάλλουσας περιοχής της Αχειροποιήτου δε
μεταβάλλεται σε μεγάλο βαθμό. Η χάραξη των παρακείμενων δρόμων παραμένει η
ίδια με ελάχιστες αποκλίσεις. Σε άγνωστη χρονική περίοδο συντελείται η διχοτόμηση
της οικοδομικής νησίδας από τη διάνοιξη της οδού İcadiye, νοτίως του μνημείου. Η
πρόσβαση στο τέμενος πραγματοποιούνταν είτε μέσω του οθωμανικού προθαλάμου
(εικ. 20) είτε μέσω του νότιου προπύλου, το οποίο εσωτερικά είχε επιχριστεί και
έφερε ισλαμική επιγραφή στο υπέρθυρο (εικ. 21). Περιμετρικά του τεμένους
αναπτύχθηκε οθωμανικός λιθόκτιστος περίβολος στο νοτιοδυτικό τμήμα του οποίου
υπήρχε βρύση με θολωτή στέρνα και πηγάδι.231 Στο νότιο τμήμα του περιβόλου
υπήρχε στεγασμένη θύρα, η οποία μέσω ξυλόστεγης στοάς με κεκλιμένο δάπεδο
αποτελούσε προέκταση του νότιου προπύλου (εικ. 22).232 Επίσης, δίπλα στο τζαμί
υπήρχε ένα οθωμανικό νεκροταφείο.233
Δίπλα στο μεσημβρινό πρόπυλο της Αχειροποιήτου έχουν εντοπιστεί τα
κατάλοιπα ενός κτίσματος των οθωμανικών χρόνων και ορισμένα μαρμάρινα
αρχιτεκτονικά μέλη, που πιθανώς προέρχονται από αυτό. Πρόκειται για ένα
μαυσωλείο (türbe)234, το οποίο είναι γνωστό μέσα από παλιές φωτογραφίες (εικ. 23-
24).235 Ήταν κατασκευασμένο από ορθογωνισμένους πωρόλιθους στο ανώτερο
τμήμα και αργολιθοδομή στο επίπεδο της θεμελίωσης. Σήμερα σώζονται μόνο δύο
πλευρές ορατές, μία παράλληλη προς το νότιο τοίχο του ναού και μία πλάγια πλευρά

229
Ράπτης 2016, τ. 2, 324.
230
Ράπτης 2016, τ. 2, 499-500.
231
Ράπτης 2016, τ. 2, 275-276.
232
Ράπτης 2016, τ. 1, 174.
233
Ανδρούδης, 2016, 276.
234
Ανδρούδης 2009, 58 · Ανδρούδης 2016, 28-29.
235
Σχετικά με τον τουρμπέ της Αχειροποιήτου βλ. Ανδρούδης 2014, 297-306 · Ανδρούδης 2016, 273-
278.

47
(εικ. 25). Οι υπόλοιπες έχουν καταχωθεί. Το κτίσμα ήταν ισόγειο οκταγωνικό, με
δικιόνιο πρόπυλο και είσοδο προς τα δυτικά στην οποία οδηγούσε μία κλίμακα. Το
πρόπυλο κάλυπτε ένας χαμηλός ημισφαιρικός θόλος και οι κίονες του, πιθανώς της
ρωμαϊκής περιόδου, ήταν σε δεύτερη χρήση. Το κυρίως κτίσμα του τουρμπέ
καλυπτόταν από χαμηλό θόλο επί λοφίων. Η κτητορική επιγραφή, χαμένη σήμερα,
βρισκόταν πάνω από το υπέρθυρο. Σε κάθε όψη έφερε οξυκόρυφο τόξο που είχε
μέτωπο με εσοχή και ένα ορθογώνιο παράθυρο με μαρμάρινο πλαίσιο και σιδεριά,
επάνω από το οποίο υπήρχε έτερο ορθογώνιο μικρότερο άνοιγμα με οξυκόρυφο
τύμπανο. Άγνωστος παραμένει ο ιδρυτής του τουρμπέ αλλά πιθανότατα επρόκειτο
για κάποιον υψηλόβαθμο αξιωματούχο, που ίσως είχε σχέση με το τέμενος. Βάσει
παραδειγμάτων άλλων τουρμπέδων στον ανατολικό τοίχο πρέπει να υπήρχε η κόγχη
του μιχράμπ και στο κέντρο του τουρμπέ το κενοτάφιο του νεκρού, ο οποίος ήταν
θαμμένος κάτω από αυτό, στραμμένος προς την Ανατολή. Επάνω από το κεφάλι
βρισκόταν η χαρακτηριστική στήλη με το τουρμπάνι, που δήλωνε το αξίωμά του και
ίσως υπήρχε επιγραφή. Άγνωστη είναι και η χρονολογία κατασκευής του κτίσματος,
για την οποία έχει προταθεί ο 16ος αιώνας λόγω του πλινθοπερίκλειστου συστήματος
των τοιχοποιιών, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε εφαρμογή εκείνη την περίοδο και
εγκαταλείφθηκε αργότερα. Το κτήριο φαίνεται πως διατηρούνταν τουλάχιστον μέχρι
τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όταν αργότερα κατεδαφίστηκε, το
οικοδομικό του υλικό χρησιμοποιήθηκε στην ανοικοδόμηση του νότιου
παρεκκλησίου και στη δημιουργία πεζουλιών στον αύλειο χώρο του ναού.
Στο χάρτη της Θεσσαλονίκης του Οθωμανικού Γενικού Επιτελείου, της περιόδου
1882-1883, υπάρχει μνεία για τουρμπέ αυτή τη φορά στα δυτικά της
Αχειροποιήτου.236 Στο ίδιο σημείο τοποθετεί μαυσωλείο και ο Β. Δημητριάδης.237
Σε όψιμους οθωμανικούς χρόνους συντελέστηκε μία σειρά επεμβάσεων μεγάλης
έκτασης, με σκοπό την επισκευή και στερέωση του τεμένους, πιθανώς μετά από
ισχυρή σεισμική δραστηριότητα.238 Τα ίχνη της εν λόγω επισκευής δεν είναι πλέον
ορατά καθώς καθαιρέθηκαν κατά την αναστήλωση των αρχών του 20ου αιώνα επειδή

236
Ανδρούδης 2016, 276.
237
Δημητριάδης 2008, 69, χάρτης.
238
Οι επεμβάσεις αυτής της περιόδου έχουν χαρακτηριστεί από τον Κ. Ράπτη ως πέμπτη οικοδομική
φάση της Αχειροποιήτου. Ράπτης 2016, τ. 2, 453-454, τ. 3, 787-790.

48
αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά του πρωτοβυζαντινού ναού. Το κτήριο την περίοδο
αυτή απέκτησε καθαρά οθωμανικό χαρακτήρα και όψη, το οποίο προκάλεσε αλλαγή
στον τρόπο με τον οποίο το προσλάμβαναν οι περιηγητές από τα μέσα του 18ου αιώνα
και εξής. Με δυσκολία πλέον είναι σε θέση να αναγνωρίσουν ότι το περίλαμπρο
τέμενος είναι ουσιαστικά το «κέλυφος» μιας βυζαντινής βασιλικής.239 Οι επεμβάσεις
μπορούν τα τοποθετηθούν χρονικά μετά τους σεισμούς του 1759 γιατί, σύμφωνα με
οθωμανικά αρχεία της περιόδου, έπληξαν τις υποδομές μεγάλου μέρους της πόλης
και πολλά από τα μεγαλύτερα τζαμιά της πόλης έχρηζαν άμεσης επιδιόρθωσης. 240
Η περιοχή που εντοπίζονται οι επεμβάσεις είναι η ανωδομή του κτηρίου. Πιο
συγκεκριμένα, προβλήματα φαίνεται πως αντιμετώπιζαν οι κιονοστοιχίες των
υπερώων και κυρίως η δυτική πλευρά του ορόφου, με επακόλουθο να καταστραφεί
ολόκληρο το δυτικό υπερώο και εν μέρει το δυτικό τμήμα του νοτίου. Την ίδια εποχή,
πιθανώς, κατέρρευσε το ανώτερο τμήμα του μιναρέ, λόγω της στένωσης που
παρουσιάζεται σχεδόν στο μέσο του ύψους του κορμού του, με αποτέλεσμα να
επισκευαστεί εκ νέου σε χαμηλότερο ύψος και με βαρύτερες αναλογίες. 241 Ο Κ.
Ράπτης, βασιζόμενος στην παρατήρηση ότι η επικέντρωση των ζημιών παρατηρείται
στο δυτικό μέρος του μνημείου, υποστήριξε πως το ανώτερο τμήμα του μιναρέ
κατέρρευσε πάνω στο δυτικό υπερώο, προκαλώντας την ολοσχερή καταστροφή του.
Ταυτοχρόνως, παρέσυρε το δυτικό τμήμα του νότιου υπερώου και οδήγησε στη
μετατόπιση των κιόνων του βορείου.242 Η προσκόλληση του μιναρέ στη νοτιοδυτική
γωνία του νάρθηκα καθιστά πολύ πιθανή την παραπάνω θεωρία.
Οι ζημιές επιδιορθώθηκαν με την καθαίρεση της τοξωτής κιονοστοιχίας του
βόρειου υπερώου και την αντικατάστασή της με πεσσοστοιχία. Αποκλίσεις
παρουσίαζαν και οι κίονες του νοτίου υπερώου, οι οποίοι επίσης εντοιχίστηκαν σε
πεσσούς και ανακατασκευάστηκε το δυτικό τμήμα του (εικ. 26). Το φράξιμο των
κιονοστοιχιών είχε ως συνέπεια να αποκρουστεί μέρος του κοσμήτη ώστε να μην

239
Ράπτης 2016, τ. 3, 787.
240
Ράπτης 2016, τ. 3, 787-788.
241
Η εικόνα του μιναρέ της Αχειροποιήτου, όπως είναι γνωστή μέσα από τις φωτογραφίες των αρχών
του 20ου αιώνα, έρχεται σε αντίθεση με την περιγραφή του Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος κάνει λόγο για
ένα περίλαμπρο και ψηλό μιναρέ, όμοιος του οποίου δεν υπάρχει μέσα στην πόλη. Μοσχόπουλος
1940, 340.
242
Ράπτης 2016, τ. 3, 788.

49
διαταραχθεί ο γραπτός διάκοσμος.243 Το άνοιγμα που προκλήθηκε στη δυτική
πλευρά του κεντρικού κλίτους φράχθηκε και διαμορφώθηκαν πέντε οξυκόρυφα
παράθυρα (εικ. 20). Η πρόσβαση στα εναπομείναντα πλευρικά υπερώα
πραγματοποιούνταν έκτοτε μέσω ξύλινων κλιμάκων που τοποθετήθηκαν στις δυτικές
απολήξεις των πλαγίων κλιτών. Ο νάρθηκας και ο νέος οθωμανικός προθάλαμος, ο
οποίος ενσωμάτωσε τμήμα του βυζαντινού εξωνάρθηκα,244 καλύφθηκαν με ενιαία
μονόρριχτη στέγη (εικ. 20).245 Στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα διανοίχθηκε θύρα, με
αποτέλεσμα να καταστρέψει την ποδιά του κεντρικού ανοίγματος του τρίλοβου
παραθύρου.246
Για την ενίσχυση της στατικότητας του κτηρίου φράχθηκαν το τρίβηλο, το
ανατολικότερο διάστημα της νότιας κιονοστοιχίας του ισογείου, οι θύρες του
ισογείου που κρίθηκαν περιττές και τα πολύλοβα παράθυρα του βόρειου και νότιου
εξωτερικού τοίχου. Στη θέση των φραγμένων παραθύρων ανοίχθηκαν ελάχιστα
οξυκόρυφα για το φωτισμό του εσωτερικού (εικ. 27).247 Με το φράξιμο του τριβήλου
τα υφαψίδια των παραστάδων και τα ανώτερα τμήματα των επικράνων των
κιονοκράνων καταστράφηκαν ώστε να μην προεξέχουν των επιχρισμάτων
διαταράσσοντας τον ζωγραφικό διάκοσμο.248 Στη νότια παραστάδα του τριβήλου και
στη θέση των τοξωτών θυραίων ανοιγμάτων των πλαγίων κλιτών, που είχαν
εντοιχιστεί, διανοίχθηκαν περάσματα για την επικοινωνία του νάρθηκα και του
κεντρικού χώρου του τεμένους.249
Οι τοιχοποιίες των παραπάνω επεμβάσεων είναι από αργολιθοδομή ενισχυμένη
με ξύλινους συνδέσμους και ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε χώμα. Χρήση
πλίνθων απαντάται στους πεσσούς που εγκυβώτισαν τους κίονες των κιονοστοιχιών
των υπερώων και στα τόξα των παραθύρων.250
Επισκευές μικρότερης κλίμακας στο εσωτερικό του τεμένους
πραγματοποιήθηκαν, πιθανώς, στα μέσα του 19ου αιώνα, με αφορμή την επίσκεψη

243
Ράπτης 2016, τ. 3, 632.
244
Ράπτης 2016, τ. 2, 410.
245
Ράπτης 2016, τ. 3, 789.
246
Ράπτης 2016, τ. 3, 627.
247
Τα μέτρα αυτά δεν αποδείχθηκαν ικανοποιητικά καθώς προβλήματα στο φορέα του κτηρίου
προκάλεσαν οι σεισμοί του 1902. Ράπτης 2016, τ. 3, 789-790 , τ. 2, 453-454.
248
Ράπτης 2016, τ. 3, 606.
249
Ράπτης 2016, τ. 2, 303, υποσημ. 909.
250
Ράπτης 2016, τ. 2, 500.

50
του σουλτάνου Αβδούλ Μετζήτ Α΄(1839-1861) το 1858. Την περίοδο αυτή
κατασκευάστηκαν οι ξύλινες οροφές, που είναι γνωστές από τις φωτογραφίες των R.
W. Schultz και S.H. Barnsley, και ανανεώθηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος, πλούσιος σε
φυτικά μοτίβα και γραπτά μετάλλια με επιγραφές. Επάνω από τα τόξα των
κιονοστοιχιών ζωγραφίστηκαν οξυκόρυφα τόξα, ώστε να επιτευχθεί η αισθητική
εντύπωση μιας οξυκόρυφης κιονοστοιχίας, χαρακτηριστικό στοιχείο της οθωμανικής
αρχιτεκτονικής (εικ. 26). Το μέτωπο του τεταρτοσφαιρίου διακοσμήθηκε με ταινία
που έφερε φύλλα άκανθας και στο εσωρράχιο υπήρχε μετάλλιο με στρόβιλο (εικ. 11).
Οι κίονες του κεντρικού κλίτους επιχρωματίστηκαν σκουροπράσινοι, το πράσινο
εξάλλου είναι το ιερό χρώμα του Ισλάμ, και τα κιονόκρανα ρόδινα.251 Το τελευταίο
επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της Mary Adelaide Walker, που επισκέφθηκε το
μνημείο δύο χρόνια μετά τον σουλτάνο.252
Η τελευταία επέμβαση στο κτήριο της Αχειροποιήτου επί οθωμανικής διοίκησης
είναι η μεγάλη αναστήλωση των αρχών του 20ου αιώνα., η οποία αποκατέστησε τα
μορφολογικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών φάσεων του μνημείου.253 Οι εργασίες
ξεκίνησαν το 1909 από επιτροπή εμπειρογνώμων, υπό την επίβλεψη του M. Le
Tourneau και την αρωγή του W.S. George.254 Μέχρι το 1911, είχαν καθαιρεθεί οι
πεσσοί που εντοίχισαν τις κιονοστοιχίες των υπερώων, η ξύλινη οροφή και
αποφράχθηκαν τα παράθυρα των ορόφων (εικ. 28-30). Στην εικόνα 29, επίσης,
διακρίνεται εντοιχισμένο το τρίβηλο του ανατολικού τοίχου του βόρειου κλίτους.
Ακολούθως, με διάφορα μέτρα ενισχύθηκε η στατικότητα του κτηρίου.255
Ως την απελευθέρωση του 1912 ανακατασκευάστηκαν με νέα υλικά διάφορα
μέρη του μνημείου, όπως ο νότιος τοίχος, τμήμα του ανατολικού τοίχου και του
νάρθηκα. Οι εργασίες, μετά την απελευθέρωση της πόλης, διακόπηκαν λόγω των
Βαλκανικών Πολέμων και συνεχίστηκαν την περίοδο 1913-1914 από την Ελληνική,
πλέον, διοίκηση υπό τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, με σκοπό να λειτουργήσει ο

251
Στις αρχές του 19ου αιώνα οι κίονες ήταν βαμμένοι καφέ χρώμα και τα κιονόκρανα με απαλό ροζ.
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 146 · Ράπτης 2016, τ. 3, 789-790.
252
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 53.
253
Από τον Κ. Ράπτη αποδίδεται ως έκτη οικοδομική φάση. Ράπτης 2016, τ. 2, 454-455, 500-502 , τ. 3,
791-793.
254
Την αποκατάσταση αιτήθηκε ο διοικητής της πόλης, Ali Daniş Beğ, λόγω της υψηλής
επισκεψιμότητας του τεμένους από ξένους, καθώς η κατάσταση εγκατάλειψής του ήταν ένα
ντροπιαστικό θέαμα. Ράπτης τ. 1, 133.
255
Ράπτης 2016, τ. 3, 791.

51
ναός ως το πρώτο Βυζαντινό Μουσείο της πόλης, το οποίο εν τέλει δεν
πραγματοποιήθηκε (εικ. 31). Στην εικόνα 31 μπορεί να διακρίνει κανείς ότι εντός των
οθωμανικών μεταλλίων έχουν ζωγραφιστεί μικροί σταυροί, ίσως ως μέσο
προσωρινής καθαγίασης του κτηρίου. Καθαιρέθηκαν τα οθωμανικά παράθυρα του
δυτικού τοίχου του κεντρικού κλίτους και η ανωδομή του και η πεσσοστοιχία του
βόρειου υπερώου. Ακολούθως, ανακατασκευάστηκαν τα δάπεδα των υπερώων, η
κλίμακα για πρόσβαση σε αυτά και η στέγη, ενώ δημιουργήθηκε δώμα με θολίσκους
επάνω από το νάρθηκα.256
Από το 1915 ο ναός θα χρησιμοποιήθηκε ως καταυλισμός προσφύγων και
πυροπαθών (εικ. 32), μέχρι τον καθαγιασμό του και την επαναλειτουργία του ως
χριστιανικού ναού στις 19 Απριλίου 1929.257
Η Αχειροποίητος, αν και κατέχει κεντρική θέση στον πολεοδομικό ιστό της
Θεσσαλονίκης και υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της, εντούτοις δεν
αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς περιηγητές. Οι αλλοιώσεις που είχε υποστεί το
κτήριο μετά τις οθωμανικές επεμβάσεις, οι επιχώσεις εξωτερικά και τα νεότερα
οθωμανικά σπίτια που είχαν κτιστεί εν επαφή είχαν παραμορφώσει την εικόνα του
μνημείου και το είχαν κρύψει.258 Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 67 περιηγητές
που πέρασαν από την πόλη από τα μέσα του 17ου-αρχές 20ου αιώνα, μόλις οι 11
επισκέφθηκαν το τέμενος Εσκί Τζουμά.259
Η παλαιότερη αναφορά περιηγητή στο ναό της Αχειροποιήτου γίνεται από τον
Ιγνάτιο από το Σμολένσκ στα 1405, όταν επισκέφθηκε την πόλη, κατατάσσοντας τον
μεταξύ των καθολικών ναών της Θεσσαλονίκης.260 Η πρωιμότερη περιγραφή του
μνημείου την περίοδο κατά την οποίο χρησιμοποιείται ως ισλαμικός ευκτήριος οίκος
είναι του Εβλιγιά Τσελεμπή το 1668. Μεταξύ των 150 τζαμιών της πόλης, αριθμός
εμφανώς υπερβολικός, ξεχώρισε το τέμενος Εσκί Τζαμί. Το μέγεθος του κτηρίου, η

256
Ράπτης 2016, τ. 3, 792.
257
Ράπτης 2016, τ. 3, 793.
258
Χαρακτηριστικό είναι ότι το νότιο παρεκκλήσι βρέθηκε κάτω από τις οθωμανικές επιχώσεις μόλις
την περίοδο 1926-1928 από τον Α. Ξυγγόπουλο. Ράπτης 2016, τ. 2, 418.
259
Σιμόπουλος 1984, 255-264 · Ράπτης 2016, τόμ.1, 122.
260
Λάσκαρις 1952α, 318.

52
μολύβδινη στέγη του με το διάκοσμό της και ο μιναρές του είναι μερικά από τα
στοιχεία που προκάλεσαν το θαυμασμό του Οθωμανού περιηγητή.261
Σε σύντομη περιγραφή προχωρά το 1679 ο Sieur De la Croix, αναφέροντας ότι ο
ναός της Παρθένου μετατράπηκε σε τζαμί από το σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄, σύγχυση
προφανώς προερχόμενη από τη δεύτερη επιγραφή στη βάση του μιναρέ. Ξεχωρίζει
η πληροφορία του για τους σταυρούς στα κιονόκρανα που δεν είχαν καταστρέψει οι
Οθωμανοί.262
Η επόμενη αναφορά γίνεται από τον Mustafa Ben Abdulla Hacı Kalfa, γνωστό ως
Χατζή Κάλφα, στα τέλη 17ου-αρχές 18ου αιώνα. Το Παλαιό Τζαμί, όπως κατονομάζεται,
ανήκε ανάμεσα στα 10 μεγαλύτερα τεμένη της πόλης και επιπροσθέτως σε αυτά που
προηγουμένως ήταν χριστιανικοί ναοί.263 Το 1734 ο Ιησουίτης μοναχός Jean-Baptiste
Souciet, γνωρίζοντας πιθανώς το έργο του Sieur De la Croix, αναπαράγει σχεδόν
αυτολεξεί την περιγραφή και τις πληροφορίες που παραθέτει ο τελευταίος.264 Ο Jean-
Baptiste Germain, το 1746, είναι ο τελευταίος που ισχυρίζεται ότι το τέμενος Εσκί
Τζουμά ήταν προγενέστερος ναός της Παναγίας. Από τα μέσα του 18ου αιώνα στη
λαϊκή σκέψη επικρατεί η παράδοση για αφιέρωση του ναού στην αγία Παρασκευή
και έχει λησμονηθεί η ανάμνηση για εκκλησία της Θεοτόκου.265
Η πρώτη αναλυτική περιγραφή του μνημείου είναι αυτή του Félix Beaujour στα
1787, ο οποίος αν και βρισκόταν ήδη τρία χρόνια στην πόλη δυσκολεύτηκε να
αναγνωρίσει το σημαντικό αυτό κτήριο καθώς, όπως αναφέρει, ήταν επιχρισμένο. Ο
Beaujour αναγνώρισε ενσωματωμένα μέρη ενός αρχαιότερου ναού της Αφροδίτης,
πληροφορία η οποία αναπαράχθηκε από τη μεταγενέστερη βιβλιογραφία.266 Το 1801
ο Edward Daniel Clarke, αν και πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο δεν
επισκέφθηκε το τέμενος Εσκί Τζουμά και παραθέτει αυτούσιο το κείμενο του

261
Μοσχόπουλος 1940, 340 · Σιμόπουλος 1984, 580 κ.ε. · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ.9 ·
Ράπτης 2016, τ. 1, 116-118 .
262
Croix 1684, 262-266 · Βακαλόπουλος 1971, 273 · Σιμόπουλος 1984, 658 κ.ε. · Ταμπάκη 1998,
παράρτημα, αρ. δελτ. 10 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 54-55 · Ράπτης 2016, τ. 1, 118-119.
263
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 17 · Μαυρίδης, Primavera-
Μαυρίδου 2005, 254-255.
264
Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 193 · Σιμόπουλος 1988, 175-182 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ.
δελτ. 23.
265
Τσάρας 1973, 173 · Ράπτης 2016, τ. 1, 119.
266
Beaujour 1800, 25-53 · Σιμόπουλος 1988, 690 κ.ε. · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 27 · Ράπτης
2016, τ. 1, 122.

53
Beaujour.267 Ένας από τους προορισμούς των ταξιδιών του Βρετανού αξιωματικού
William Martin Leake, μεταξύ 1806-1807, ήταν η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της. Για
το Εσκί Τζουμά, συγκρίνοντάς το με το τέμενος της Παλαιάς Μητρόπολης (Eski
Metropoli, δηλ. η Ροτόντα), αποδέχεται ότι ήταν αρχαίος παγανιστικός ναός,
σύγχρονος ή και προγενέστερος χρονικά από τη Ροτόντα αλλά οι επεμβάσεις που
δέχθηκε από χριστιανούς και μουσουλμάνους αλλοίωσαν την αρχική του μορφή.268
Ανάλογη είναι και η μαρτυρία του Εsprit Marie Cousinéry, ο οποίος συγγράφει το έργο
του μετά το δεύτερο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη το 1814.269
Αναλυτικότερη και ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του Charles Texier στο
πλαίσιο της κρατικής επιστημονικής αποστολής που συμμετείχε, μεταξύ 1833-1837.
Προσδιορίζει τη θέση του μνημείου εντός της πόλης και αναφέρεται στο χρονικό της
μετατροπής του σε τζαμί. Παράλληλα, παραθέτει τις πληροφορίες ότι το τέμενος
διέθετε ιμάμη, δύο βακέτ-ιμάμηδες και δύο μουεζίνηδες, είχε ως βακούφι ένα
λουτρό, κατασκευασμένο από τον Ιμπραήμ Πασά, πιθανώς τον ιδρυτή του τεμένους
της Αγίας Σοφίας, και το απαραίτητο λάδι και τα κεριά παρείχε η διοίκηση της πόλης.
270 Δεν αποδέχεται ότι πρόκειται για αρχαίο ειδωλολατρικό ναό αλλά για βασιλική
της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πρόκειται για τη λεπτομερέστερη και την
περισσότερο επιστημονικά τεκμηριωμένη περιγραφή της Αχειροποιήτου, με
μετρήσεις, έως εκείνη την περίοδο. Περιγράφει τον οθωμανικό προθάλαμο, ο οποίος
διέθετε είσοδο με περιθύρωμα ορθογωνικού περιγράμματος και κρήνες για τον
εξαγνισμό των μουσουλμάνων, πριν εισέλθουν για να προσευχηθούν. Επίσης,
αναγνώρισε και το βόρειο τοίχο του βυζαντινού εξωνάρθηκα που είχε ενσωματωθεί.
Αξιοσημείωτη είναι η σύγχυση που προκάλεσαν στον αρχιτέκτονα η τοιχοποιία που
έφραξε το τρίβηλο του νάρθηκα και ο γραπτός οθωμανικός διάκοσμος του δυτικού
τοίχου του κεντρικού κλίτους. Διέκρινε πέντε τοξωτά ανοίγματα, προφανώς
διαπίστωση που προέκυψε από τα ισάριθμα γραπτά τόξα, τα οποία σύμφωνα με το
μελετητή αντιστοιχούσαν σε υποκείμενα ανοίγματα, όπως συνέβαινε με τα

267
Clarke 1818, 440-478 · Σιμόπουλος 1985, 90 κ.ε. · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 31.
268
Leake 1835, 241 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 32.
269
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 32.
270
Το λουτρό, που αναφέρει ο Texier παραμένει αταύτιστο. Ο Ιμπραήμ Πασάς ήταν γνωστός για την
κατασκευή πολλών κρηνών, μέρος του βακουφιού που ίδρυσε για τη συντήρηση και λειτουργία του
τεμένους της Αγίας Σοφίας. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43 · Δημητριάδης 2008, 290-292.

54
ανοίγματα των κιονοστοιχιών του κεντρικού κλίτους, πάνω από τα οποία υπήρχαν
γραπτά τόξα. Την εντύπωση αυτή ενίσχυαν τα ισάριθμα υπερκείμενα παράθυρα στο
επίπεδο του ορόφου (εικ. 33). Ταυτόχρονα, γίνεται για πρώτη φορά μνεία για την
ύπαρξη ψηφιδωτών στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών.271 Μεταξύ άλλων ο Τexier
αναφέρει ότι ήταν ορατός ο ξύλινος σκελετός της στέγης του κεντρικού κλίτους, ο
οποίος καλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα, λόγω της επίσκεψης του σουλτάνου
Αβδούλ Μετζήτ Α΄ και δημιουργήθηκε μία σαμαρωτή οροφή μέχρι σχεδόν το κλειδί
των τόξων των κιονοστοιχιών των υπερώων. Στο κέντρο της οροφής δημιουργήθηκε
μία εσοχή με διακοσμητικούς ρόμβους και τις γωνίες της κατασκευής ένθετα
ξυλόγλυπτα ριπιδιόσχημα διακοσμητικά (εικ. 11).272
Οι Ch. Texier και R. Popplewell Pullan, 15 χρόνια αργότερα, στο έργο τους
Byzantine Architecture, θα επαναλάβουν τις πληροφορίες του Τexier, με ελάχιστες
διαφορές, και θα αποδώσουν τα πρώτα σχέδια του ναού, τα οποία δεν θεωρούνται
αξιόπιστα, λόγω ανακριβειών (εικ. 34).273 Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι
εντός των γραπτών μεταλλίων του εντοίχιου διακόσμου αναγράφονται τα ονόματα
του Μωάμεθ και των μωαμεθανών ηγεμόνων Abou Bekir, Osman, Ali και Ama, ενώ οι
κίονες.274
Αναφορές για το Εσκί Τζουμά συναντούμε στο έργο μερικών ακόμα περιηγητών,
όπως οι Κarl Εduard Zachariä (1838)275, John Murray (1854)276, Αdolphe Joanne και
Emile Isambert (1861)277, James Baker (1874)278, Carl Brown (1875)279 αββάς E. le
Camus (1896)280 και Meyer (1898).281
Στα οθωμανικά αρχεία οι αναφορές για το Εσκί Τζουμά, μέχρι τα μέσα του 19 ου
αιώνα ήταν στο πλαίσιο επίσημων κρατικών εγγράφων. Όταν στα τέλη του ίδιου
αιώνα άρχισε να συντελείται ο εξευρωπαϊσμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
δόθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα «αρχαία» μνημεία της πόλης, δηλαδή στις

271
Ράπτης 2016, τ. 1, 125-127.
272
Ράπτης 2016, τ. 1, 162.
273
Ράπτης 2016, τ. 1, 11-13.
274
Texier, Pullan 1864, 147.
275
Zachariä 1840, 181-211 · Βακαλόπουλος 1992, 131-151 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 44.
276
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 50.
277
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 54 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 165-166.
278
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 57.
279
Ενεπεκίδης 1988, 121-122.
280
Camus 1896, 283-305 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 64.
281
Meyer 1898, 390-396 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 66.

55
εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Τα μνημεία αυτά, μεταξύ των οποίων και
η Αχειροποίητος, άρχισαν να συντηρούνται και να συμπεριλαμβάνονται σε
ημερολόγια που εξέδιδε η επαρχιακή οθωμανική διοίκηση. 282
Στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Εσκί Τζουμά από
τον W.S. George, o οποίος για ένα διάστημα θα εργαστεί στην αποκατάσταση του
τεμένους κατά την ίδια εποχή. Εξίσου σημαντικά είναι οι σημειώσεις και τα
σκαριφήματα στα σημειωματάριά του και οι υδατογραφίες των ανεικονικών
ψηφιδωτών.283 Η έκδοση των Ch. Diehl, M. Le Tourneau και H. Saladin, σχετικά με τα
χριστιανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, αποτελεί την πληρέστερη τεκμηρίωση με
αρχιτεκτονικά σχέδια του ναού, μετά την αποκατάσταση των αρχών του 20 ου αιώνα
και την απομάκρυνση πολλών οθωμανικών προσθηκών (εικ. 35).284
Οι παλαιότερες γνωστές φωτογραφικές αποτυπώσεις της βασιλικής της
Αχειροποιήτου ανήκουν στους R. W. Schultz και S. H. Barnsley, οι οποίοι μετά την
καταστροφική πυρκαγιά του 1890, αποτύπωσαν μια σειρά μνημείων της πόλης με
σκοπό την αρχιτεκτονική τους τεκμηρίωση. Οι φωτογραφίες τους αποδείχθηκαν
βοηθητικές καθώς συμπληρώνουν αρκετά στοιχεία του εσωτερικού του μνημείου
εκείνη την περίοδο. Σε φωτογραφία (εικ. 11), όπου αποτυπώνεται το κεντρικό κλίτος
του τεμένους από τα δυτικά, διακρίνεται η υπερύψωση του δαπέδου στο ύψος
περίπου του τρίτου από ανατολικά κίονα. Οι διασκορπισμένες ψάθες φαίνεται πως
εξυπηρετούσαν στη γονυκλισία κατά τη διάρκεια της προσευχής. Το μιχράμπ έχει
τοποθετηθεί έκκεντρα στην κόγχη με νοτιοανατολική κατεύθυνση και το μινμπάρ
τοποθετήθηκε στο ύψος του τελευταίου μετακιόνιου διαστήματος από δυτικά της
νότιας κιονοστοιχίας, το οποίο φράχθηκε με τοιχοποιία. Σε φωτογραφική αποτύπωση
του νοτίου κλίτους (εικ. 36) διαπιστώνεται μία ακόμη υπερύψωση του δαπέδου από
το ύψος του όγδοου κίονα από τα δυτικά και προς τα ανατολικά του κλίτους. Με τη
διαρρύθμιση αυτή υποδηλώνεται η κατεύθυνση της Μέκκας για τη διευκόλυνση των
μουσουλμάνων που προσεύχονταν από εκεί, καθώς στο συγκεκριμένο χώρο δεν ήταν
ορατό το μιχράμπ.285 Με λίγη προσοχή παρατηρείται η επίστρωση όλης της

282
Ράπτης 2016, τ. 1, 131-133.
283
Ράπτης 2016, τ. 1, 139-155.
284
Diehl κ.ά. 1918, 35-58.
285
Ράπτης 2016, τ. 1, 163.

56
επιφάνειας του κεντρικού κλίτους με ψάθες. Στον ανατολικό τοίχο υπάρχουν δύο
ορθογώνια παράθυρα, που διανοίχθηκαν στην τοιχοποιία που έφραξε το
προγενέστερο τρίλοβο, ενώ στον εξωτερικό τοίχο του βόρειου κλίτους διακρίνονται
ανάλογα ανοίγματα. Ο γραπτός ζωγραφικός διάκοσμος που εντοπίζεται στο κεντρικό
κλίτος, επαναλήφθηκε και στο εσωτερικό μέτωπο των κιονοστοιχιών προς τα πλάγια
κλίτη, ωστόσο στο νότιο τα μετάλλια με επιγραφές από το Κοράνι περιορίζονται
μόνον επάνω από δύο κίονες, τους έβδομο και όγδοο από ανατολικά.286
Σε φωτογραφία του G. Millet (εικ. 37), που χρονολογείται στα τέλη 19ου-αρχές 20ου
αιώνα, εικονίζεται η λεπτομέρεια μιας κτιστής οθωμανικής κρήνης, η θέση της οποίας
δεν δύναται να εντοπιστεί με ασφάλεια.287 Στο ανώτερο τμήμα της υπήρχε
εντοιχισμένη επιγραφή σε αραβική γραφή, που μνημόνευε το γεγονός της άλωσης
του 1430.288 Επιγραφή αναφερόμενη στην κατάκτηση της πόλης τοποθετoύν οι Ch.
Texier και R. Popplewell Pullan, στη βάση του μιναρέ του τεμένους, την οποία
περιέβαλε από δύο πλευρές ο οθωμανικός προθάλαμος. Στον προθάλαμο σύμφωνα
με τους ως άνω μελετητές βρίσκονταν οι κρήνες καθαρμού των πιστών πριν την
προσευχή. Ο συνδυασμός των παραπάνω πληροφοριών οδηγεί στην υπόθεση για
τοποθέτηση της εν λόγω κρήνης στη βάση του μιναρέ, στο τμήμα που ήταν ορατό
από το εσωτερικό του προθαλάμου.289
Ο Μ. Le Tourneau κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης, τα τελευταία χρονιά πριν
την απελευθέρωση της πόλης, θα φωτογραφίσει διάφορα μέρη του ναού
αποτυπώνοντας έτσι την εξέλιξη των εργασιών. Μεταξύ των λήψεων του ξεχωρίζει
αυτή του κεντρικού τμήματος της δυτικής όψης της Αχειροποιήτου (εικ. 38).
Διακρίνεται το τρίλοβο παράθυρο του νάρθηκα, το οποίο απελευθερώθηκε μετά την
καθαίρεση του οθωμανικού προθαλάμου και της ενιαίας στέγης του με το νάρθηκα.
Επίσης, ξεχωρίζουν και ορισμένες οθωμανικές προσθήκες που δεν έχουν ακόμη
αφαιρεθεί, όπως τα πέντε οξυκόρυφα παράθυρα επάνω από το τρίλοβο άνοιγμα και
η ορθογωνικού περιγράμματος θύρα, που διανοίχθηκε στο πάχος της τοιχοποιίας

286
Ράπτης 2016, τ. 1, 163.
287
Την κρήνη μνημονεύουν αρκετοί περιηγητές, εντυπωσιασμένοι από την ανάγλυφη πλάκα
ψευδοσαρκοφάγου, που ήταν εντοιχισμένη στο κατώτερο τμήμα της. Ράπτης 2016, τ. 1, 168. Για την
ανάγλυφη πλάκα βλ. Παζαράς 1988.
288
Ράπτης 2016, τ. 1, 168.
289
Ράπτης 2016, τ. 1, 168.

57
κάτω από τον κεντρικό λοβό. Η θύρα είχε καταστρέψει το κεντρικό από τα πέντε
διακοσμητικά αψιδώματα του κατώτερου τμήματος της δυτικής όψης.
Παράλληλα, με τις εργασίες και τις επιστημονικές τεκμηριώσεις του ναού,
δημοσιεύεται μεγάλος αριθμός μελετών για τα μνημεία της Θεσσαλονίκης και
μερικές σελίδες τους αφιερώνονται στην Αχειροποίητο. Το ενδιαφέρον για την
πρωτοβυζαντινή βασιλική θα οδηγήσει σε πλήθος δημοσιεύσεων σχετικά με
διάφορα επιμέρους στοιχεία, όπως η αρχιτεκτονική, ο διάκοσμος κ.ά., έως σήμερα.290

2. Προφήτης Ηλίας

Ανάμεσα στους πρώτους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης, που


μετατράπηκαν σε οθωμανικά τεμένη, συγκαταλέγεται ο υστεροβυζαντινός ναός,
γνωστός σήμερα ως Προφήτης Ηλίας (εικ. 39).291 Λόγω του αρχιτεκτονικού τύπου,
που ακολουθεί, θεωρείται καθολικό μονής και χρονολογείται λίγο μετά τα μέσα του
14ου αιώνα. Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος αθωνικού τύπου, με λιτή στα
δυτικά, η οποία διαθέτει υπερώο και 4 προσκτίσματα στις γωνίες του σταυροειδούς
πυρήνα, που θεωρείται πως τα δυτικά λειτουργούν ως παρεκκλήσια και τα ανατολικά
ως τυπικαριά. Τη λιτή στις τρεις πλευρές της περιβάλλει ανοικτή στοά. Η σημερινή
μορφή του κτηρίου είναι αποτέλεσμα ανακατασκευής, μετά την αφαίρεση των
εξωτερικών αντηρίδων της οθωμανικής περιόδου, οι οποίες αλλοίωναν την αρχική
εικόνα.292

Την περίοδο της πρώτης κατοχής της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς (1387-
1403), όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο ναός φαίνεται πως μετατράπηκε σε
δερβίσικο τεκέ, καθώς κατά την αφαίρεση των τουρκικών επιχρισμάτων στο
εσωτερικό του μνημείου, εντοπίστηκαν από τον Χαράλαμπο Μπακιρτζή πάνω στις

290
Ράπτης 2016, τ. 1, 13-53.
291
Σχετικά με το ναό του Προφήτη Ηλία βλ. Παπαχατζής 1973, 51-52 · Janin 1975, 373-374 ·
Βοκοτόπουλος 1982, σποράδην · Η Θεσσαλονίκη 1985, 128-136 · Vocotopoulos 1987, 107-116 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 157-161 · Ναλμπάντης 1997, 128-136 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου,
Τούρτα 1997, 111-116 · Ταμπάκη 1998, 160-166 · Ćurčić 2010, 555-557 · Τάντσης 2012β, 184-195 ·
Τσακστίρας κ.ά. 2013, 131-134 · Τάντσης 2014, 265 · Ανδρούδης 2016, 249-251.
292
Τάντσης 2012β, 185-190.

58
τοιχογραφίες χαράγματα δερβίσικων πελέκεων και ορισμένες οθωμανικές επιγραφές
(εικ. 40-41).293 Ο Heath Lowry πρότεινε ότι ο Προφήτης Ηλίας μετατράπηκε εκείνη
την περίοδο σε ζαβιγιέ ιμαρέτ από δερβίσηδες που συνόδευαν τους Γαζή Εβρενός και
Χαϊρεντίν.294 Η όποια μεταβολή στη λατρευτική χρήση του μνημείου θα ίσως συνέβη
μετά το 1394, όταν άλλαξε η στάση του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ απέναντι στο
χριστιανικό πληθυσμό της πόλης. Με την επαναφορά της Θεσσαλονίκης υπό
βυζαντινή διοίκηση, το 1403, γίνεται σαφές ότι ο ναός επανήλθε στη χριστιανική
λατρεία.

Μετά την άλωση του 1430 ο Προφήτης Ηλίας πρέπει να μετατράπηκε άμεσα σε
μουσουλμανικό τέμενος στο πλαίσιο επαναφοράς και αποκατάστασης της πρότερης
οθωμανικής «τάξης».295 Για τους Οθωμανούς θεωρούνταν ανεπίτρεπτο ένα
καθίδρυμα που είχε χρησιμοποιηθεί ως ισλαμικός λατρευτικός χώρος, έστω και για
μικρό χρονικό διάστημα, να παραμένει στα χέρια των χριστιανών.296 Άλλωστε, αυτός
είναι ο λόγος της άμεσης μετατροπής και του καθολικού της Μονής Τιμίου
Προδρόμου από τον Μουράτ Β΄ αμέσως μετά την άλωση της πόλης, όπως μας
πληροφορεί ο Ιωάννης Αναγνώστης. Κατά το ισλαμικό δίκαιο θεωρούσαν ότι οι ναοί
τους ανήκαν και τους αφαίρεσαν τάχιστα από τους χριστιανούς.297

Η μετατροπή πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα βακουφικά τεφτέρια από τον


Badrali Mustafa Paşa, λίγο καιρό μετά την άλωση.298 Κατά τον Charles Texier ιδρυτής
του τεμένους φέρεται να ήταν ο σουλτάνος Μουράτ Β΄, ίσως γιατί η μετατροπή
συντελέστηκε στα χρόνια της βασιλείας του.299 Η πληροφορία αυτή ήταν

293
Babuin, Nakas 2011, 8-17.
294
Τaddei 2010, 201-214.
295
Ανδρούδης 2016, 250.
296
Τσάρας 1958, 56-57 · Παπαδόπουλος 2008, 57-58.
297
Αξίζει να σημειώσουμε πως ακόμη και κατά τη βραχύχρονη περίοδο αποκατάστασης της βυζαντινής
εξουσίας στη Θεσσαλονίκη, οι Οθωμανοί ισχυρίζονταν ότι η πόλη τους ανήκε και για το λόγο αυτό
αντέδρασαν επιθετικά εναντίον της όταν οι Βυζαντινοί παρέδωσαν τη διοίκηση στους Βενετούς. Η
Θεσσαλονίκη, βέβαια το διάστημα 1403-1423 είχε ανεπιτυχώς πολιορκηθεί από τον οθωμανικό
στρατό αρκετές φορές. Balfour 1979, 174-178 · Βακαλόπουλος 1980, 36-37 · Ανδρούδης 2016, 160.
298
Ο Βασίλης Δημητριάδης ταύτισε τον Badrali Mustafa Paşa με κάποιον Badrali, που σύμφωνα με τον
Εβλιγιά Τσελεμπή είχε ιδρύσει τζαμί στα Γιαννιτσά. Μάλιστα, θεωρεί πως ήταν ανάμεσα στους
αξιωματούχους, στους οποίους ο Μουράτ Β΄ διένειμε τους σημαντικότερους ναούς της Θεσσαλονίκης,
μετά την άλωση. Παράλληλα, το γεγονός ότι του παραχωρήθηκε ένας ναός σε τόσο προνομιακή θέση
εντός της πόλης, τον καθιστά σημαντικό πασά. Δημητριάδης 2008, 301-303.
299
Ταμπάκη 1998, 164.

59
διαδεδομένη ήδη από τον 17ο αιώνα.300 Το τέμενος ήταν γνωστό ως «Saray Atik
Camii» ή «Εski Saray Camii», δηλαδή «Τέμενος των Παλαιών Ανακτόρων», και
βρισκόταν στην ομώνυμη συνοικία. Η ονομασία του τζαμιού το συνέδεσε με τα
οθωμανικά ανάκτορα. Σύμφωνα με τον Βασίλη Δημητριάδη, η συνοικία το 1496
ονομαζόταν Saray καθώς, όπως ισχυρίζεται ίσως εκείνη την περίοδο να υπήρχαν
ακόμη τα τουρκικά ανάκτορα. Ως τις αρχές του 16ου αιώνα δεν εμφανίζεται, κατά τον
ίδιο ερευνητή, συνοικία με την ονομασία Εski Saray Camii καθώς το τέμενος έφερε το
όνομα του ιδρυτή του. Το ταυτίζει με το μεστζίτ Haci Mustafa, που εμφανίζεται στα
τεφτέρια καταγραφής του 1478 και των αρχών του 16ου αιώνα.301

Η εικόνα του ναού την περίοδο που χρησιμοποιήθηκε ως ισλαμικός ευκτήριος


οίκος μας είναι γνωστή μόνο μέσα από παλιές φωτογραφίες. Από τις οθωμανικές
παρεμβάσεις ξεχωρίζουν η κατεδάφιση του περιστώου στα δυτικά και η κατασκευή
ενός υπερυψωμένου ξύλινου προστεγάσματος με κεραμοσκεπή στέγη περιμετρικά
της λιτής έως τα δυτικά γωνιακά προσκτίσματα (εικ. 39).302 Στη λιτή περιμετρικά
υπήρχαν ορθογωνικού περιγράμματος θύρες για την είσοδο στο εσωτερικό, με
περισσότερο τονισμένες τη δυτική της βόρειας πλευράς και την κεντρική της δυτικής
πλευράς, στις οποίες κατέληγαν κλίμακες. Για την ενίσχυση της στατικότητας του
κτηρίου τοποθετήθηκαν περιμετρικά του ογκώδεις κεκλιμένες αντηρίδες, στις οποίες
οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό και η διατήρηση του μνημείου (εικ. 42-43).303 Βέβαια
οι αντηρίδες παραμόρφωσαν σε αρκετό βαθμό την εικόνα του κτηρίου, καλύπτοντας
τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα περιμετρικά του κεντρικού πυρήνα. Η απόκρυψη
των διαμερισμάτων οδήγησε σε λανθασμένες αποτυπώσεις του μνημείου, μέχρι την
κάπως όψιμη (1958-1960) καθαίρεσή των αντηρίδων (εικ. 44-45).304 Σε φωτογραφία
του Αριστοτέλη Ζάχου στη βόρεια αντηρίδα απεικονίζεται προσκολλημένο ένα μικρό
οικοδόμημα (εικ. 46).

Στη νοτιοδυτική γωνία, σε μικρή απόσταση από το νότιο χορό, υψώθηκε ένας
μιναρές απλού τύπου. Σε λήψεις των αρχών του 20ου αιώνα, η βάση του μιναρέ

300
Η ίδρυση του τεμένους από τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ είχε γίνει αποδεκτή και από άλλους μελετητές,
όπως ο Oresti Tafrali. Tafrali 1913α, 177 · Δημητριάδης 2008, 301-303.
301
Δημητριάδης 2008, 301-303.
302
Ανδρούδης 2016, 251.
303
Ανδρούδης 2016, 251.
304
Texier, Pullan 1864, πίν. LII · Τάντσης 2012β, 188.

60
απεικονίζεται ενοποιημένη μέσω ενός τμήματος τοιχοποιίας με το νότιο χορό του
κτηρίου, το οποίο τοποθετήθηκε για στατικούς λόγους (εικ. 47). Πιθανότατα, ο
μιναρές να ήταν αρχικά ανεξάρτητος και η ενοποίηση του να πραγματοποιήθηκε
μεταγενέστερα. Ο φορέας του κτηρίου ίσως να αντιμετώπιζε στατικά προβλήματα
και στην περιοχή του τρούλου. Περιμετρικά του τρούλου τοποθετήθηκαν αντηρίδες
σε χιαστί διάταξη για τη στήριξή του (εικ. 48). Παράλληλα, πρέπει να φράχθηκαν
ορισμένα ανοίγματα και να διανοίχθηκαν νέα.

Σε μικρή απόσταση στα ΒΔ του κτηρίου υπήρχε μία κρήνη,305 που χρησίμευε
προφανώς για τον καθαρμό των μουσουλμάνων (εικ 49). Στη βόρεια πλευρά του
τεμένους, δίπλα στο μικρό περίβολο που περιέτρεχε περιμετρικά το μνημείο,
σωζόταν ένα κρηναίο οικοδόμημα των οθωμανικών χρόνων (εικ. 43).306 Για την
κατασκευή του είχε χρησιμοποιηθεί προγενέστερο οικοδομικό υλικό.307
Επιπροσθέτως, δίπλα στο Eski Saray Camii είχε αναπτυχθεί ένα Οθωμανικό
νεκροταφείο, όπως διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες.308 Ο Βασίλης Δημητριάδης,
αναφέρεται στην οικοδόμηση ενός μεντρεσέ από τον Badrali Mustafa Paşa, κοντά στο
τέμενος, ο οποίος ανακαινίστηκε από τον Hacı Νuman Bey, γιο του Hacı Ali, πριν το
1810.309

Όσον αφορά στο εσωτερικό και στις αλλαγές που ακολούθησαν, αυτές ήταν οι
συνήθεις ώστε το κτήριο να είναι συμβατό με τις νέες λατρευτικές ανάγκες. Αφού
αφαιρέθηκε ο χριστιανικός εξοπλισμός, τοποθετήθηκε ο βασικός ισλαμικός για την
άμεση λειτουργία του τζαμιού. Στην κόγχη του Ιερού εγγράφθηκε με τη συνήθη
νοτιοανατολική κατεύθυνση το μιχράμπ. Εκατέρωθέν του διανοίχθηκαν δύο
παράθυρα, στα τμήματα της τοιχοποιίας που δεν κάλυπτε η εξωτερική κεκλιμένη
αντηρίδα (εικ. 50). Το μαχφίλ βρισκόταν, όπως συνηθίζεται στα νότια του μιχράμπ.
Ωστόσο, ασυνήθιστη είναι η θέση που επιλέγεται να τοποθετηθεί το μαχφίλ, το οποίο

305
Βελένης 2005, 43.
306
Ανδρούδης 2016, 251.
307
Συγκεκριμένα στην υποδομή της κρήνης εντοπίστηκε αρχιτεκτονικό υλικό προερχόμενο από την
Αψίδα του Γαλερίου. Βελένης 2005, 22-23.
308
Δημητριάδης 2008, 450.
309
Ο οθωμανολόγος αναφέρεται και στην ύπαρξη δεύτερου μεντρεσέ με το ίδιο όνομα εντός της
συνοικίας, ο οποίος σύμφωνα με τα φορολογικά κατάστιχα είχε ιδρυθεί από τον Haci Süleyman Efendi.
Δημητριάδης 2008, 393-395.

61
σε φωτογραφίες των Ch. Diehl και Μ. Le Tourneau εντοπίζεται στο κεντρικό τμήμα
της δυτικής πλευράς του κυρίως ναού (εικ. 51). Δίπλα στην κλίμακα ανόδου του
μαχφίλ βρίσκεται μία κατασκευή, που πιθανότατα να ήταν το κιουρσί. Το δάπεδο
ήταν στρωμένο με τάπητες και ο ένας από αυτούς, που ήταν τοποθετημένος μπροστά
από το μιχράμπ, είχε ανάλογη κλίση ώστε να δηλώνει την κατεύθυνση προς τη
Μέκκα. Οι τοίχοι ήταν πλήρως ασβεστωμένοι, χωρίς να διακρίνεται κάποιο ίχνος
διακόσμησης. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στη λιτή, όπως διακρίνεται σε μία ακόμη
λήψη των Ch. Diehl και Μ. Le Tourneau. Τους τοίχους κάλυπτε παχύ στρώμα
επιχρίσματος και το δάπεδό της ήταν καλυμμένο από ψάθες, καλύπτοντας, μάλιστα,
τις βάσεις δύο εκ των τεσσάρων κιόνων (εικ. 52).

Τα μεγάλα στατικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το μνημείο οδήγησαν, εκτός


από τα εξωτερικά μέτρα πρόληψης πιθανής κατάρρευσης, όπως οι κεκλιμένες
αντηρίδες περιμετρικά του κτηρίου και αυτές στον τρούλο, σε επεμβάσεις για την
ενίσχυση της στατικότητας και στο εσωτερικό του. Στα σχέδια των Ch. Texier και R.
Poplewell Pullan στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα (εικ. 44),310 όπως και σε κάτοψη
του κτηρίου, αποδοσμένη από τον W. Harvey στις αρχές του επόμενου αιώνα (εικ.
45), δεν αποτυπώνονται οι ανατολικοί κίονες που στηρίζουν τον τρούλο. Οι δύο
κίονες, όπως και η πρόθεση με το διακονικό εντοιχίστηκαν σε ογκώδη τμήματα
τοιχοποιίας για στατικούς λόγους, αλλοιώνοντας την τριμερή διαμόρφωση του
χώρου του Ιερού.311

Παρά τη μεγαλοπρέπειά του και το γεγονός ότι ανήκει μεταξύ των μεγαλύτερων
ναών της Θεσσαλονίκης, οι αναφορές περιηγητών σε αυτόν είναι ελάχιστες.312 Σε
αυτό είναι σαφές πως συνέβαλε η απόκρυψη του μνημείου πίσω από τις ογκώδεις
αντηρίδες που το περιέβαλαν. Οι πρωιμότερες αναφορές χρονολογούνται στον 17ο
αιώνα και ανήκουν στους Τούρκους περιηγητές Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα.
Ο πρώτος συμπεριλαμβάνει απλώς το Εski Saray Camii, όπως το κατονομάζει, στην
απλή καταμέτρηση των τζαμιών της πόλης, παραθέτοντας μόνον την πληροφορία ότι

310
Texier, Pullan 1864, πίν. LII.
311
Παπαζώτος 1997, 50.
312
Ταμπάκη 1998, 163-164.

62
πρόκειται για περίκομψο τέμενος.313 Ο δεύτερος κατατάσσει το Saray Camii ανάμεσα
στα δέκα μεγαλύτερα τεμένη της πόλης και ταυτόχρονα σε αυτά που προηγουμένως
λειτουργούσαν ως χριστιανικοί ναοί. Επίσης, αναφέρει ότι «τον καιρό των απίστων»
ήταν η εκκλησία του ανακτόρου.314

Λεπτομερέστερη είναι η περιγραφή του Ch. Texier. Αναφέρει ότι το Sarali- Djami-
si βρίσκεται στην τοποθεσία Eski Saray και ιδρύθηκε από τον Μουράτ Β΄. Διέθετε
μεντρεσέ και είχε ως βακούφι το χωριό Orta-Tchkeui.315 Κατά την περιγραφή του
μνημείου αναφέρει ότι εσωτερικά οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι και ότι ο τρούλος
στηριζόταν στα δυτικά σε κίονες αρχαίου οικοδομήματος και στα ανατολικά σε
τμήματα τοιχοποιίας, καθώς δεν μπορούσαν να βρεθούν παρόμοιοι κίονες για την
στήριξη της ανατολικής πλευράς.316 Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν κάνει λόγο για τις
εξωτερικές αντηρίδες τις οποίες δεν αποτυπώνει στα σχέδια του, όπως και την
μεταγενέστερη τουρκική στοά στη θέση του βυζαντινού περιστώου.317

Απλή αναφορά γίνεται από τον abbé E. le Camus, o οποίος θεωρεί ότι ο Προφήτης
Ηλίας είναι όμοιος με τους Αγίους Αποστόλους.318 Ο Μeyer συμπεριλαμβάνει το
μνημείο στον οδηγό του παραθέτοντας ότι το Εσκί Σεράι Τζαμί ήταν άλλοτε ναός του
Προφήτη Ηλία.319 Έκτοτε, το μνημείο θα αρχίσει να εντάσσεται σε μελέτες και
δημοσιεύσεις για τους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης.

Έμμεση αναφορά στον Προφήτη Ηλία θεωρεί ο Γιώργος Θεοχαρίδης πως γίνεται
από τον Robert de Dreux. Βασιζόμενος στο χωρίο, όπου έχει αναγνωριστεί η
περιγραφή της Αγίας Σοφίας από τον ξένο περιηγητή, η οποία κατονομάζεται ως
Άγιος Δημήτριος, ο ερευνητής στην προσπάθειά του να αποδείξει πως ο

313
Βάσει της τελευταίας πληροφορίας, η Σαπφώ Ταμπάκη διατύπωσε την υπόθεση ότι ίσως την εποχή
αυτή δεν είχαν τοποθετηθεί ακόμη οι κεκλιμένες αντηρίδες, που αλλοίωσαν την εξωτερική όψη του
κτηρίου. Μοσχόπουλος 1940, 345 · Ταμπάκη 1998, 164.
314
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 17.
315
Δεν είναι βέβαιο σε ποιο χωριό αναφέρεται ο Ch. Texier, καθώς δεν υπήρχε γνωστό χωριό με τη
συγκεκριμένη ονομασία. Ίσως να προέρχεται από παράφραση του ονόματος Hortaç Köy (σημ.
Χορτιάτης).
316
Παρόμοια είναι και η περιγραφή του Ch. Diehl, ο οποίος επίσης θεωρεί ότι οι δύο κίονες που
στηρίζουν τον τρούλου είναι αρχαίοι και συμπληρώνει πως η μοναδική διακόσμηση εντός του
μνημείου, εκτός από αυτή στο μιχράμπ, είναι στα κιονόκρανα των κιόνων. Diehl κ.ά. 1918, 208.
317
Τexier, Pullan 1864, 150-151 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
318
Camus 1896, 283-305 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 64.
319
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 66.

63
βορειοδυτικός πύργος της Αγίας Σοφίας που σώζεται σήμερα δεν είναι ο αρχικός
μιναρές του τζαμιού, αμφισβητεί την αξιοπιστία της εν λόγω μαρτυρίας. Ισχυρίζεται
πως πρόκειται για συγκεχυμένες αναμνήσεις που τις καταγράφει αρκετά χρόνια
αργότερα. Συγκεκριμένα στο υπό συζήτηση χωρίο, θεωρεί ότι περιγράφεται η
Ροτόντα, την οποία σύγχυσε με τον Προφήτη Ηλία και ότι οι πληροφορίες σχετικά με
μικρό τρούλο με αντηρίδες και συνήθη μιναρέ κτισμένο στη βάση βυζαντινού
κωδωνοστασίου αφορούν τον τελευταίο ναό.320

Η αρχική ονομασία του ναού παραμένει άγνωστη έως σήμερα, ενώ δεν υπάρχουν
πηγές που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη βυζαντινού καθιδρύματος αφιερωμένου
στον Προφήτη Ηλία. Η αφιέρωση προέκυψε από παρετυμολογία του ονόματος
Serayli Camii, που θεωρήθηκε παραφθορά του ονόματος του προφήτη Ηλία και
οφείλεται στον Ch. Texier. Η εν λόγω αφιέρωση καθιερώθηκε έκτοτε μεταξύ και
άλλων μελετητών.321

Στην αναζήτηση της αρχικής αφιέρωσης του ναού η πρώτη ταύτιση


πραγματοποιήθηκε από τον Γιώργο Θεοχαρίδη. Βασιζόμενος στην πληροφορία ότι η
γειτονιά έφερε την ονομασία Balaat και ότι πίσω από την ονομασία του τζαμιού
υποδηλωνόταν σχέση με τα τουρκικά ανάκτορα, τα οποία βρίσκονταν στη θέση των
βυζαντινών ανακτόρων,322 τα οποία τοποθέτησε σε εκείνη την περιοχή, ταύτισε το
ναό με τη Νέα Μονή του Μακάριου Χούμνου.323 Αμφισβήτησε την άποψη του Βασίλη
Δημητριάδη σχετικά με την άμεση μετατροπή του ναού από τον Badrali Mustafa Paşa
και θεώρησε πως δεν αναφέρεται στα πρώτα καταγραφικά τεφτέρια συνοικία με την
ονομασία Eski Saray Camii, όχι επειδή το τέμενος έφερε τότε το όνομα του ιδρυτή του
αλλά διότι δεν είχε ιδρυθεί ακόμη εκείνη την εποχή.324 Σύμφωνα, λοιπόν, με
απόσπασμα από εγκώμιο αφιερωμένο στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Γαβριήλ,

320
Θεοχαρίδης 1953, 636-649 · Βακαλόπουλος 1953, 604-614.
321
Τexier, Pullan 1864, 150 · Tafrali 1913α, 177 · Diehl κ.ά. 1918, 203 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ.
δελτ. 43.
322
Ο Γιώργος Θεοχαρίδης αμφισβήτησε την άποψη του Βασίλη Δημητριάδη για την τοποθέτηση των
βυζαντινών ανακτόρων στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το τέμενος Χαμζά Μπέη. Το ζήτημα της
τοποθεσίας των ανακτόρων παραμένει ακόμη ανοιχτό και χρήζει περισσότερης διερεύνησης.
Θεοχαρίδης 1983, 401 · Δημητριάδης 2008, 412.
323
Για τη Νέα Μονή βλ. Θεοχαρίδης 1953-1955, 334-352 · Θεοχαρίδης 1955-1960, 315-351 · Janin
1975, 398-399 · Rautman 1991, 153-157.
324
Θεοχαρίδης 1983, 401.

64
στο οποίο αναφέρεται ότι ο Μακάριος Χούμνος ίδρυσε μονή στη θέση βασιλικής
κατοικίας και αφού θεώρησε ότι πρόκειται για τα βυζαντινά ανάκτορα, τα οποία
τοποθέτησε στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, ταύτισε το ναό με τη Νέα Μονή.325

Η άποψη του Γ. Θεοχαρίδη αμφισβητήθηκε από τον Β. Δημητριάδη, οποίος


θεώρησε αδύνατη την προτεινόμενη ταύτιση καθώς σύμφωνα με τα καταγραφικά
τεφτέρια η μετατροπή του Προφήτη Ηλία πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμέσως μετά
την άλωση του 1430, άποψη η οποία ενισχύεται από τα χαράγματα δερβίσικων
πελέκεων που βρέθηκαν μεταγενέστερα. Βασικότερο επιχείρημα ήταν ένα σημείωμα
σε κώδικα της Μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους το 1556, σύμφωνα με το
οποίο η Νέα Μονή βρισκόταν ακόμη σε λειτουργία.326

Η δεύτερη απόπειρα ταύτισης του ναού πραγματοποιήθηκε από τον Θανάση


Παπαζώτο. Αμφισβήτησε την άποψη του Γ. Θεοχαρίδη ότι πρόκειται για τη Νέα
Μονή, καθώς βάσει του αποσπασματικού εικονογραφικού προγράμματος που
σώζεται, το οποίο φέρει χτυπήματα για την προσκόλληση του επιχρίσματος (εικ. 53),
ο ναός πρέπει να ήταν αφιερωμένος στον Χριστό και όχι στη Θεοτόκο, όπως
συνέβαινε με τη μονή του Μακάριου Χούμνου. Έτσι, πρότεινε ταύτιση με το καθολικό
της Μονής Ακαπνίου και συνέδεσε το ναό με αυτοκρατορική χορηγία του οίκου των
Παλαιολόγων.327 Η εν λόγω άποψη αν και αρχικά έγινε αποδεκτή, σταδιακά
εγκαταλείφθηκε.

Η πιο πρόσφατη πρόταση ταύτισης ανήκει στον επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής


Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αναστάσιο Τάντση. Πρότεινε πιθανό συσχετισμό του ναού με
την Άννα της Σαβοΐας, η οποία δώρισε μια εκτεταμένη ιδιοκτησία, μεταξύ της οποίας
και μια αρχοντική κατοικία, στη Μονή των Αγίων Αναργύρων. Η πιθανή αφιέρωση
στους Αγίους Αναργύρους ενισχύεται και από το εικονογραφικό πρόγραμμα του
ναού, στο οποίο αναπτύσσεται ένας εκτενής κύκλος ιαματικών θαυμάτων του

325
Ως επιπλέον επιχείρημα για την ενίσχυση της θέσης του ο Γ. Θεοχαρίδης προέβαλε το γεγονός ότι
στον Προφήτη Ηλία εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα προγενέστερων βυζαντινών κτισμάτων και ότι
η ανατολική και νότια πλευρά του είναι οικοδομημένες σε παλαιότερους τοίχους. Θεοχαρίδης 1955-
1960, 315-351 · Θεοχαρίδης 1983, 402.
326
Δημητριάδης 2008, 301-303.
327
Για τη Μονή Ακαπνίου βλ. Janin 1975, 347-349 · Papazotos 1991, 121-127 · Rautman 1991, 151-152
· Παπαζώτος 1997, 34-73 · Παπαζώτος 2007.

65
Χριστού.328 Η συζήτηση γύρω από την αρχική ονομασία του Προφήτη Ηλία παραμένει
ακόμη ανοικτή.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης ο ναός θα επανέλθει στη χριστιανική λατρεία
αλλά θα παραμείνει με ορισμένες από τις οθωμανικές του προσθήκες μέχρι και την
αποκατάστασή του από τον Στυλιανό Πελεκανίδη το διάστημα 1956-1961,
αποκτώντας τη μορφή με την οποία σώζεται έως και σήμερα.329

3. Παναγία των Χαλκέων

Λίγα χρόνια μετά την άλωση του 1430, ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων ήταν
μεταξύ των πρώτων χριστιανικών καθιδρυμάτων της Θεσσαλονίκης, που
μετατράπηκαν σε ισλαμικά τεμένη.330 Ο μεσοβυζαντινός ναός, ιδρυμένος το 1028
από τον βασιλικό πρωτοσπαθάριο και κατεπάνω της Λαγουβαρδίας Χριστόφορο,
στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με διώροφο
νάρθηκα,331 ήταν γνωστός τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης ως Kazancilar Camii
(εικ. 54).332

Για την άμεση μετατροπή του ναού σε τέμενος είναι προφανές ότι καθοριστικός
παράγοντας υπήρξε η κεντρική θέση που κατείχε στον πολεοδομικό ιστό της πόλης,
κοντά την περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς και του βυζαντινού Μεγαλοφόρου και
επάνω στον άξονα της κύριας οδικής αρτηρίας, της Λεωφόρου.333 Άλλωστε, ο
«περίβλεπτος» ναός, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, ανεγέρθηκε σε

328
Τάντσης 2012β, 193-194 · Τάντσης 2013-2014, 241-257.
329
Παπαζώτος 1997, 50.
330
Σχετικά με τον ναό βλ. Texier, Pullan 1864, 149-150 · Τafrali 1913α, 177-178 · Diehl κ.ά. 1918, 153-
163 · Ευαγγελίδης 1954 · Ξυγγόπουλος 1955-1960α, 1-19 · Παπαχατζής 1973, 44-46 · Ξυγγόπουλος
1973-1974, 61-77 · Janin 1975, 383-384 · Παπαγιαννόπουλος 1983, 64-67 · Η Θεσσαλονίκη 1985, 86-91
· Τσιτουρίδου 1985 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 104-110 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα
1997, 177-182 · Ναλμπάντης 1997, 86-91 · Ταμπάκη 1998, 156-160 · Βελένης 2001, 4-12 · Βελένης 2003,
σποράδην · Bakirtzis 2003, 53 · Ćurčić 2010, 371-372 · Παϊσίδου 2012α, 126-135 · Τσακστίρας κ.ά. 2013,
114-115 · Τάντσης 2014, 162-164 · Paissidou 2015, 121-133.
331
Παϊσίδου 2012α, 127.
332
Για τη λειτουργία της Παναγίας των Χαλκέων ως τζαμί βλ. Δημητριάδης 2008, 312 · Ανδρούδης 2016,
245.
333
Παϊσίδου 2012α, 127 · Paissidou 2015, 121.

66
τοποθεσία με προγενέστερη οικοδομική δραστηριότητα («πριν βέβηλος τόπος»),
στοιχείο που τονίζει τη σημαντικότητα της θέσης.334

Ως ιδρυτής του τεμένους, από τον Βασίλη Δημητριάδη, θεωρήθηκε ο Βalaban Ağa
και τοποθέτησε χρονικά το γεγονός γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα. Ο Β. Δημητριάδης
στηρίχθηκε σε δύο καταγραφές, του 1478 και 1835. Στην τελευταία ο ευκτήριος οίκος
φέρει την επωνυμία Βalaban Ağa Μescidi.335 Η αναφορά του μνημείου ως μεστζίτ,
δηλαδή τέμενος χωρίς μιναρέ, οφειλόταν ίσως στο γεγονός ότι το τέμενος δεν διέθετε
μιναρέ εκείνη την περίοδο. Συχνά ως ιδρυτής φέρεται και ο Ahmed Ağa, γιος του
Βalaban Ağa, ο οποίος πρόσθεσε το όνομα του κοντά στο σε αυτό του πατέρα του.336

Σύμφωνα με τον Ch. Texier, o ναός μετατράπηκε σε τζαμί το 832 έτος Εγίρας από
τον σουλτάνο Μουράτ Β΄,337 χρονολογία που έγινε αποδεκτή και από τον Ch. Diehl.338
Η εν λόγω πληροφορία οφείλεται στο σύνοδο του Ch. Texier, κατά τις επισκέψεις του
στα τζαμιά της πόλης, δερβίση Abdoul Hamid.339 H παραπάνω χρονολόγηση δεν
γίνεται δεκτή καθώς το 832 αντιστοιχεί στο έτος 1428/9, περίοδο κατά την οποία η
Θεσσαλονίκη ήταν υπό βενετική διοίκηση. Διαφορετική είναι η άποψη του R. Janin,
που πρότεινε ότι η μετατροπή συνέβη περί τα τέλη του 15ου αιώνα.340

Για τη συντήρηση του τεμένους του ο Βalaban Ağa ίδρυσε βακούφι, η ίδρυση του
οποίου τοποθετείται επί βασιλείας Μουράτ Β΄ ή στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του
Μεχμέτ Β΄.341 Παράλληλα, και ο Ahmed Ağa αφιέρωσε σημαντικό αριθμό οικημάτων
και καταστημάτων εντός της πόλης για τη λειτουργία του τεμένους και την πληρωμή
του προσωπικού του.342 Ο τελευταίος, μάλιστα, σύμφωνα με βακουφικά τεφτέρια,

334
Για τον προγενέστερο «βέβηλο» τόπο έχουν δοθεί αρκετές ερμηνείες, όπως και για τη χρήση του
ίδιου του βυζαντινού ναού, είτε ως ταφικής εκκλησίας των κτητόρων είτε ως καθολικού μονής.
Θεοχαρίδης 1983, 384 · Τσιτουρίδου 1985, 26-27 · Παϊσίδου 2012α, 126-127 · Paissidou 2015, 121-133.
335
Την άποψη του Β. Δημητριάδη δέχτηκε και ο Γ. Θεοχαρίδης. Θεοχαρίδης 1983, 384 · Δημητριάδης
2008, 312.
336
Δημητριάδης 2008, 312.
337
Τexier, Pullan 1864, 122 · Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
338
Diehl κ.ά. 1918, 163.
339
Tαμπάκη 1998, 158.
340
Janin 1975, 383.
341
Κυριακόπουλος 2014, 71.
342
Δημητριάδης 2008, 312.

67
φέρεται να ίδρυσε κοντά στο καθίδρυμα και έναν μεντρεσέ, ο οποίος καταγράφεται
ως μεντρεσές του Βalaban-οğlu Ahmed Ağa.343

Οι επεμβάσεις που δέχθηκε το κτήριο την περίοδο λειτουργίας του ως τζαμί είναι
γνωστές μέσα από σχέδια των Ch. Texier και R. Popplewell Pullan,344 καθώς και των
Ch. Diehl, M. Le Tourneau και H. Saladin (εικ.55-56).345 Τα ανοίγματα του μνημείου,
εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, φράχθηκαν σε όλες τις πλευρές, όπως κι εκείνα των
τρούλων (εικ. 57). Τη μεγαλύτερη αλλοίωση παρουσίασε η νότια όψη του τεμένους,
όπως διακρίνεται σε σχέδια και φωτογραφίες πριν την αποκατάσταση του μνημείου
το διάστημα 1934-1940 (εικ. 54).346 Σε κάποια χρονική στιγμή πραγματοποιήθηκε
επέμβαση στην ανωδομή της νότιας πλευράς, είτε έπειτα από κατάρρευση, είτε
πιθανότερα μετά από κατεδάφιση από τους ίδιους τους Οθωμανούς, και
αλλοιώθηκαν τα αρχικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της όψης της. Πάνω από το
νότιο τμήμα του κτηρίου δημιουργήθηκε μία επικλινής στέγη, η οποία ξεκινούσε
περίπου από το μεσαίο τοξωτό άνοιγμα της δυτικής πλευράς, ενώ χάθηκε το
τριγωνικό αέτωμα της νότιας όψης.347 Τότε, πρέπει να καθαιρέθηκε και ο νότιος
τρούλος του νάρθηκα, ο οποίος αποκαταστάθηκε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Η
συγκεκριμένη κατάρρευση είναι πιθανό να πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την
επίσκεψη του Ch. Texier, ο οποίος κατά την περιγραφή του αναφέρεται στην ύπαρξη
δύο τρούλων πάνω από το νάρθηκα.348 Το αισθητικό αποτέλεσμα της αναφερόμενης
επέμβασης ήταν το κτήριο να παρουσιάζει σημαντική δυσαναλογία στη διάπλαση
των όγκων του ανάμεσα στη βόρεια και τη νότια πλευρά του. Ζημιές φαίνεται πως
είχε υποστεί το τέμενος κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς στην καταγραφή του
1835, αναφέρεται πως ο κεντρικός τρούλος ήταν κατεστραμμένος και έχρηζε
επιδιόρθωσης.349

Σε φωτογραφία των R. W. Schultz και S.H. Barnsley, μπροστά από τη δυτική


πλευρά εικονίζεται ένα μικρό πρόπυλο, το οποίο μέσω μίας κλίμακας οδηγούσε στην

343
Δημητριάδης 2008, 312, 395.
344
Texier, Pullan 1864, πίν. L-LI.
345
Diehl κ.ά. 1918, πίν. L-LIII.
346
Paissidou 2015, 123.
347
Diehl κ.ά. 1918, 155.
348
Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
349
Δημητριάδης 2008, 312.

68
είσοδο του κτηρίου (εικ. 58). Παράλληλα, στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας
διακρίνεται ένας τοίχος που κολλάει στη βορειοδυτική γωνία του μνημείου για το
σχηματισμό μικρού περιβόλου στη δυτική πλευρά.350 Ο ίδιος τοίχος εμφανίζεται και
σε φωτογραφία του M. Le Tourneau (εικ. 57).

Η ονομασία Kazancilar Camii υποδηλώνει πως το τέμενος για ένα χρονικό


διάστημα διέθετε μιναρέ, ο οποίος πρέπει να καταστράφηκε πριν το 1835 λόγω της
αναφοράς του καθιδρύματος ως μεστζίτ στην καταγραφή του εν λόγω έτους.351 Η
πρόωρη κατάρρευσή του καθιστά σήμερα άγνωστη την ακριβή του θέση. Πάντως,
θεωρείται πιθανό να προταθεί η τοποθέτηση του χαμένου μιναρέ στη νοτιοδυτική
γωνία του κτηρίου, συνήθη θέση για την παρουσία μιναρέδων στα μουσουλμανικά
τεμένη της Θεσσαλονίκης. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε φωτογραφία του τέλους του
19ου-αρχών 20ου αιώνα, παρουσιάζεται το μνημείο με τη μορφή των τελευταίων
χρόνων λειτουργίας του ως τέμενος και στη νοτιοδυτική γωνία του απεικονίζεται ένας
υποτυπώδης μιναρές, αποδοσμένος ως μία πρόχειρη ξύλινη κατασκευή (εικ. 59).352

Το εσωτερικό επιχρίστηκε με ασβεστοκονίαμα, καλύπτοντας το βυζαντινό


ζωγραφικό διάκοσμο, ίχνη του οποίου είχε καταφέρει να διακρίνει ο Ch. Texier353 και
ο Ch. Diehl, στις αρχές του περασμένου αιώνα.354 Το μιχράμπ, λόγω της στενότητας
της κόγχης του Ιερού, εγγράφθηκε σε όλο σχεδόν το πλάτος της αψίδας, διατηρώντας
μία ανεπαίσθητη κλίση προς τα ΝΑ για τη δήλωση της κατεύθυνσης της Μέκκας. Στο
άνω μέρος του έφερε επιγραφή, όπως διακρίνεται σε αυτόχρωμη φωτογραφία του
Auguste Leon, και τρεις τριγωνικές επιστέψεις (εικ. 60). Επιγραφή εντός μεταλλίου
υπήρχε και επάνω από το κεντρικό παράθυρο της αψίδας. Μπροστά από το μιχράμπ
παρατηρείται μερική υπερύψωση του δαπέδου, στοιχείο που εντοπίζεται και
εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου από το νάρθηκα στον κυρίως ναό (εικ. 61). Λόγω
του μικρού πλάτους της αψίδας δεν διανοίχθηκε το ζεύγος παραθύρων, που συνήθιζε
να πλαισιώνει την κόγχη προσευχής. Για το λόγο αυτό διατηρήθηκαν τα παράθυρα
των παραβημάτων και δεν εντοιχίστηκαν. Το μινμπάρ τοποθετήθηκε στα δεξιά του

350
Χλέπα 2011, 208.
351
Δημητριάδης 2008, 312.
352
Χλέπα 2011, 209.
353
Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
354
Diehl κ.ά. 1918, 161-163.

69
μιχράμπ, δίπλα από το νοτιοανατολικό κίονα του κυρίως ναού (εικ. 62). Στο γλυπτό
διάκοσμο διατηρήθηκαν τα χριστιανικά σύμβολα, ενώ απολάξευση σταυρών
εντοπίζεται στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου (βασίλειος πύλη) προς τον κυρίως
ναό (εικ. 63).355

Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, πιο συγκεκριμένα από τα μέσα


του 19ου αιώνα, το τέμενος εγκαταλείφθηκε σε ημιερειπιώδη κατάσταση.356 Οι
εξωτερικές επιχώσεις κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το κατώτερο μέρος του μνημείου,
το οποίο οδήγησε ώστε η Παναγία Χαλκέων, παρά την κεντρική θέση της, να μην
προσελκύσει το ενδιαφέρον των διάφορων περιηγητών, που επισκέπτονταν την
πόλη.357 Την περίοδο 1890-1910 πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις με σκοπό τη
συντήρηση του τεμένους.358 Για την προστασία του, το κατώτερο μέρος του κτηρίου
επιχρίστηκε με ρόδινο επίχρισμα (κουρασάνι) και η ανωδομή χρωματίστηκε
αναλόγως, το οποίο αποτέλεσε την αιτία ώστε να δοθεί στο ναό η λαϊκή ονομασία
Κόκκινη Εκκλησία (εικ. 64).359

Οι μόνες περιγραφές του μνημείου που ανήκουν στην περίοδο λειτουργίας του
ως οθωμανικό τέμενος ανήκουν στους Ch. Texier360 και Ε. abbé de Camus361, ενώ ο
Meyer περιορίζεται μόνο στην απλή αναφορά ότι πρόκειται ίσως για ναό της
Θεοτόκου που κτίστηκε το 1028.362

Η ονομασία Kazancilar Camii προέκυψε λόγω της γειτνίασης του τεμένους με τα


εργαστήρια των χαλκωματάδων. Το όνομα με το οποίο είναι ο ναός γνωστός σήμερα
δεν είναι το αρχικό αλλά οφείλεται σε μετάφραση της τουρκικής επωνυμίας από τον
Μ. Χατζή Ιωάννου.363 Σχετικά με την αρχική αφιέρωση του ναού στο παρελθόν είχαν
διατυπωθεί οι προτάσεις για ταύτιση με την Καταφυγή, καθώς ο ναός βρισκόταν στην

355
Τσιτουρίδου 1985, 22.
356
Δημητριάδης 2008, 312 · Παϊσίδου 2012α, 129.
357
Tαμπάκη 1998, 158.
358
Μεταξύ των επεμβάσεων ανήκαν η αφαίρεση του προστώου της δυτικής εισόδου και μικρές
επισκευές στη δυτική και βόρεια όψη του κτηρίου. Χλέπα 2011, 208.
359
Βελένης 1999, 117.
360
Από τον Ch. Texier ο ναός αναφέρεται ως των αγίων Βαρδία και Μαρίας, λάθος που προέκυψε κατά
την ανάγνωση της κτητορικής επιγραφής. Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
361
Camus 1896, 283-305 · Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 64.
362
Meyer 1898, 390-396 · Tαμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 66.
363
Χατζή Ιωάννου 1976, 94-95.

70
ομώνυμη συνοικία, ή με την Καμαριώτισσα από τους Δημήτρη Ευαγγελίδη 364 και
Γιώργο Σωτηρίου.365 Την παραπάνω άποψη αντέκρουσε ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος, ο
οποίος υποστήριξε πως πρόκειται για τρεις διαφορετικούς ναούς στην ίδια
περιοχή.366 Επίσης, έχει προταθεί η ταύτιση με την Παναγία των Χαλκοπραττείων,
κατ’ αναλογία με το ομώνυμο προσκύνημα της Κωνσταντινούπολης, και θεωρήθηκε
πως η τουρκική ονομασία προέκυψε από τη συγκεκριμένη αφιέρωση.367 Το θέμα
αναζήτησης της αρχικής αφιέρωσης του μνημείου παραμένει ακόμη ανοικτό και
επιδέχεται περισσότερη διερεύνηση.368

Μετά την απελευθέρωση της πόλης ο ναός καθαγιάζεται το 1919 αποκτώντας την
σύγχρονη επωνυμία του,369 ενώ από το 1914 λειτουργούσε ως προσφυγικός
καταυλισμός.370 Η αναστήλωση και η αποκατάσταση της αρχικής μορφής του
μνημείου θα πραγματοποιηθεί το διάστημα 1934-1940, ενώ παράλληλα
απομακρύνθηκαν οι επιχώσεις των προηγούμενων αιώνων, που έκρυβαν το κτήριο
το οποίο απέκτησε μία περισσότερο περίοπτη θέση (εικ. 65).371

4. Ταξιάρχες

Μεταξύ των πρώτων εκκλησιών της Θεσσαλονίκης που μετατράπηκαν σε


μουσουλμανικά τεμένη συγκαταλέχθηκε από τον Β. Δημητριάδη ο ναός που τιμάται
σήμερα στους Ταξιάρχες (εικ. 66-67).372 Ο ναός, κτίσμα της εποχής των Παλαιολόγων,
διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα και θεωρείται καθολικό μονής,373 εντούτοις ο αρχικός

364
Ευαγγελίδης 1954, 5 · Ευαγγελίδης 1955, 159-160.
365
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 33 · Σωτηρίου 1955, 158-159.
366
Ξυγγόπουλος 1949 · Ξυγγόπουλος 1954, 331-336 · Ξυγγόπουλος 1955, 453-457.
367
Τσιτουρίδου 1985, 9.
368
Εκτός από τις προτάσεις για πιθανή ταύτιση της Παναγίας Χαλκέων με διάφορα καθιδρύματα για
τις οποίες έχει γίνει λόγος, έχουν διατυπωθεί και ορισμένες ακόμη. Ο Otto Volt πρότεινε ταύτιση με
το ναό της Περιβλέπτου λόγω της ανάλογης αναφοράς στην κτητορική επιγραφή ενώ έχε προταθεί ως
αρχική ονομασία και η Νέα Εκκλησία. Paissidou 2015, 121-133.
369
Γιάγκος 2001, 146.
370
Αδάμ-Βελένη 2012, 51.
371
Παϊσίδου 2012α, 129 · Paissidou 2015, 123.
372
Δημητριάδης 2008, 306-307.
373
Η υποδομή του κτηρίου αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως ταφική κρύπτη και το υπερκείμενο
επίπεδο, ο κυρίως ναός, ως προς την τυπολογία του περιγράφεται ως βασιλική ή δρομικός ναός με
περίστωο. Τάντσης 2012α, 174-175, 179.

71
προορισμός του παραμένει άγνωστος.374 Το κτήριο δέχθηκε διάφορες αλλοιώσεις
κατά τη λειτουργία του ως τζαμί, το οποίο κατέστησε δύσκολη την αναγνώριση της
αρχικής κάτοψής του.

Σύμφωνα με τα βακουφικά τεφτέρια ως ιδρυτής του τεμένους φέρεται ο Hüseyin


Gazi Bey, εγγονός του Gazi Evrenos Bey και στρατηγός του σουλτάνου Μουράτ Β΄.375
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι το τέμενος δεν αναφέρεται στα καταγραφικά
τεφτέρια του 1478 και των αρχών του 16ου αιώνα. Η εξήγηση που δόθηκε από τον Β.
Δημητριάδη είναι ότι δεν αποτελούσε κέντρο κάποιας μουσουλμανικής συνοικίας και
βρισκόταν ανάμεσα σε ελληνικό πληθυσμό.376 Το τζαμί ήταν γνωστό με το όνομα İki
Şerife Camii ή İki Şerifeli Camii (τζαμί με τον μιναρέ με τους δύο εξώστες) από τα μέσα
του 17ου αιώνα, το οποίο οδήγησε, σε συνδυασμό με την απουσία αναφοράς σε
παλαιότερες καταγραφές, ώστε να διατυπωθεί η άποψη για μετατροπή του ναού σε
μουσουλμανικό τέμενος εκείνη την περίοδο.377 Η ονομασία του τζαμιού οφείλεται
στο μιναρέ του, ο οποίος έφερε δύο εξώστες και αποτελούσε το μοναδικό
παράδειγμα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία του
Εβλιγιά Τσελεμπή σχετικά με τον ιδρυτή του τζαμιού, η οποία χαρακτηρίζεται από
μια δόση μυθοπλασίας και γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως
τεκμηριωμένη ιστορική μαρτυρία.378 Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Τούρκο περιηγητή ο
κτήτορας του τεμένους ήταν κάποιος Σεριφί εφέντης, οποίος επειδή έκτισε τον
μιναρέ με δύο εξώστες θανατώθηκε και έγινε μάρτυρας (sehid).379

Στη νοτιοδυτική γωνία, σε ελάχιστη απόσταση από το κτήριο, προστέθηκε ο


μιναρές. Ακολουθούσε την τυπική μορφή, με μόνη διαφοροποίηση την ύπαρξη
δεύτερου εξώστη. Η βάση του, όπως διακρίνεται αμυδρά σε παλιές φωτογραφίες,

374
Για το ναό των Ταξιαρχών βλ. Tafrali 1913α, 174-175 · Diehl κ.ά. 1918, 215-216 · Ξυγγόπουλος 1956,
281-289 · Janin 1975, 411-412 · Παπαγιαννόπουλος 1983, 94-96 · Vocotopoulos 1987, 115-116 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 150-153 · Ναλμπάντης 1997, 119-120 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου,
Τούρτα 1997, 88-91 · Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 2005, 80-81 · Ξυγγόπουλος 2007, 5-24 ·
Τάντσης 2012α, 172-182 · Τσακστίρας κ.ά. 2013, 136-137 · Ανδρούδης 2016, 249.
375
Δημητριάδης 2008, 306-307 · Ανδρούδης 2016, 249.
376
Δημητριάδης 2008, 306-307.
377
Θεοχαρίδης 1983, 394-397 · Τάντσης 2012α, 173.
378
Η αναφορά του Εβλιγιά Τσελεμπή στο İki Şerife Camii αποτελεί την μοναδική για το τέμενος κατά
τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής της Θεσσαλονίκης. Οι επόμενες θα ακολουθήσουν μετά την
απελευθέρωση του 1912, όταν ο ναός πλέον αρχίζει να μελετάτε από μία μικρή μερίδα ερευνητών.
379
Μοσχόπουλος 1940, 345.

72
ήταν τετράγωνη και πάνω της εδραζόταν ο πολυεδρικός κορμός, ο οποίος
επιστεφόταν με οξυκόρυφη απόληξη.380 Ο κατώτερος εξώστης ήταν μεγαλύτερος από
τον ανώτερο και έφεραν στη βάση τους διακόσμηση με σταλακτίτες (εικ. 68).

Στο πλαίσιο των μετασκευών που δέχθηκε ο βυζαντινός ναός, ώστε να είναι
λειτουργικός για τις ανάγκες της μουσουλμανικής θρησκείας, ανήκει η καθαίρεση του
νάρθηκα και η προσθήκη στοάς σε σχήμα Γ στη δυτική και νότια πλευρά.381 Όπως
διακρίνεται σε φωτογραφία του W. Harvey η στοά στηριζόταν σε ξύλινα
υποστυλώματα και ένας χαμηλός τοίχος με κατεύθυνση Δύση-Ανατολή
προσκολλήθηκε στο ανατολικό πέρας του νότιου προσκτίσματος (εικ. 69). Τα
ανοίγματα του κεντρικού μέρους διευρύνθηκαν και δημιουργήθηκαν στο πάνω
μέρος τους οξυκόρυφα τόξα.382 Τα περιμετρικά ανοίγματα του κτηρίου φράχθηκαν
και στη θέση τους διανοίχθηκαν ορθογώνια με μεταλλικές σιδεριές, τα οποία
εντοπίζονται κυρίως στον εξωτερικό βόρειο τοίχο, μεγάλο μέρος του οποίου
αποτέλεσε μετασκευή των οθωμανικών χρόνων (εικ. 69-70). Επίσης, παράθυρα
δημιουργήθηκαν εκατέρωθεν του μιχράμπ, όπως συνηθιζόταν.

Σύμφωνα με τον Ανδρέα Ξυγγόπουλο η δυτική πλευρά της κρύπτης έφερε


αλλοιώσεις και την είσοδο της στα δυτικά κάλυπτε πρόσκτισμα των οθωμανικών
χρόνων, το οποίο λειτουργούσε ως υπόβαθρο για την υπερκείμενη στοά.383 Το κτήριο
καλυπτόταν από ξύλινη στέγη και εσωτερικά στον κεντρικό χώρο είχε δημιουργηθεί
ξύλινη οροφή.384 Εξωτερικά το τέμενος ήταν περιμετρικά επιχρισμένο με
ασβεστοκονίαμα.

Το εσωτερικό του ναού είχε, επίσης, επιχριστεί ώστε να καλυφθεί ο τοιχογραφικός


του διάκοσμος. Κατά τις εργασίες επισκευής του 1953 μετά την αφαίρεση των
κονιαμάτων της δυτικής όψης του βόρειου προσκτίσματος διακρίθηκε μία
οθωμανική διαρρύθμιση. Το αρχικό τρίλοβο άνοιγμα, σύμφωνα με τον Α.
Ξυγγόπουλο στηριζόταν σε δύο κίονες, οι οποίοι αφαιρέθηκαν, και αφού

380
Παπάζογλου 2010, πίν. VIII, Ιχν. 2.
381
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 2005, 80-81 · Ανδρούδης 2016, 249.
382
Ξυγγόπουλος 2007, 11.
383
Ξυγγόπουλος 2007, 16.
384
Με την καθαίρεση της ξύλινης οροφής αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες στα αετώματα του ναού.
Ξυγγόπουλος 1956, 281-289.

73
καταστράφηκαν τα ποδαρικά των τόξων, φράχθηκε το άνοιγμα που δημιουργήθηκε
και ανοίχθηκε νέο με οξυκόρυφο τόξο (εικ. 71).385 Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Χατζή
Ιωάννου μέρος των οθωμανικών επεμβάσεων οφείλεται στη χρήση ενός τμήματος
του τεμένους ως οικία του χότζα.386

Η σημερινή ονομασία του ναού οφείλεται στη λαϊκή δοξασία ότι οι δύο εξώστες
του μιναρέ συμβόλιζαν τους Ταξιάρχες και έτσι καθιερώθηκε η συγκεκριμένη
αφιέρωση.387 Λόγω της παραπάνω αφιέρωσης έγινε προσπάθεια ο ναός να ταυτιστεί
με έναν από τους ναούς των βυζαντινών πηγών. Η ταύτιση που προτάθηκε αρχικά
ήταν με το ναό των Ασωμάτων, λόγω της τοποθέτησης της ομώνυμης πύλης, στην
εγγύτερη προς το ναό από τον Ο. Tafrali,388 με αποτέλεσμα και η ομώνυμη συνοικία
να τοποθετηθεί στην ευρύτερη περιοχή των Ταξιαρχών.389 Έτσι, καθιερώθηκε η
άποψη ότι η βυζαντινή ονομασία της εκκλησίας ήταν Ασώματοι και υιοθετήθηκε από
αρκετούς μελετητές μεταξύ των οποίων οι Ο. Τafrali,390 Ch. Diehl,391, Μ. Χατζή
Ιωάννου392, Απ. Βακαλόπουλος393 και Β. Δημητριάδης.394 Η εν λόγω γνώμη
αμφισβητήθηκε από τον Γεώργιο Θεοχαρίδη, ο οποίος ταύτισε τον ναό των
Ασωμάτων με τη Ροτόντα, άποψη που έγινε γενικά αποδεκτή.395 Έκτοτε, έχει
πραγματοποιηθεί μόνο μία προσπάθεια ταύτισης του ναού με μετόχι της Μονής
Χελανδαρίου Αγίου Όρους.396

385
Σε νεότερη φάση, η οποία τοποθετείται μετά τον καθαγιασμό του ναού το 1912, η τουρκική θύρα
μετασκευάστηκε σε στενότερη με ημικυκλικό τόξο και καλύφθηκε με παχύ στρώμα κονιάματος.
Ξυγγόπουλος 1956, 281-289.
386
Χατζή Ιωάννου 1976, 91.
387
Χατζή Ιωάννου 1976, 91.
388
Tafrali 1913α, 97.
389
Δημητριάδης 2008, 37-39.
390
Tafrali 1913α, 174-175.
391
Diehl κ.ά. 1918, 215-217.
392
Χατζή Ιωάννου 1976, 91.
393
Ο Απ. Βακαλόπουλος λόγω της παραπάνω ταύτισης θεωρεί ότι ο ναός συγκαταλέγεται ανάμεσα
στους 4 καθολικούς, που αναφέρονται από τον Αναγνώστη. Βακαλόπουλος 1947 · Βακαλόπουλος
1980, 69.
394
Δημητριάδης 2008, 306-307.
395
Επίσης, αμφισβήτησε την γνώμη του Β. Δημητριάδη για μεταφορά του ονόματος των Ασωμάτων
από τους Ταξιάρχες στη Ροτόντα. Την ταύτιση με τους Ασωμάτους αντέκρουσε και ο Μ. Λάσκαρις, ο
οποίος θεώρησε πως πρόκειται για μεγάλο ναό και δεν είναι δυνατό να ταυτίζεται με το μικρό ναό των
Ταξιαρχών. Λάσκαρις 1952α, 330 · Θεοχαρίδης 1954, 24-70 · Θεοχαρίδης 1983, 394-397.
396
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 80-81.

74
Μετά την απελευθέρωση της πόλης ο ναός καθαγιάστηκε και όπως φαίνεται μέσα
από την μαρτυρία του Harry Charles Luke (1915) είχε χρησιμοποιηθεί για ένα
διάστημα ως καταυλισμός προσφύγων.397 Το 1953 πραγματοποιήθηκαν
αναστηλωτικές εργασίες στο μνημείο με σκοπό την ανάδειξη της αρχικής του
μορφής.398

5. Άγιος Δημήτριος

Στα τέλη του 15ου αιώνα, η συνεχής αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της
Θεσσαλονίκης, επέβαλε τη δημιουργία περισσότερων μουσουλμανικών τεμενών. Η
λύση στο πρόβλημα δόθηκε με την μετατροπή των μεγάλων βυζαντινών ναών σε
τζαμιά, ξεκινώντας μία δεύτερη περίοδος αφαίρεσης εκκλησιών από τους
χριστιανούς. Ανάμεσα στους ναούς που μετασκευάστηκαν τότε σε τεμένη ήταν και ο
Άγιος Δημήτριος.399

H πεντάκλιτη βασιλική του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε από τη


βυζαντινή περίοδο ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της πόλης,400 λόγω της
ίδρυσής της στον τόπο που σύμφωνα με την παράδοση μαρτύρησε ο άγιος. 401 Ο

397
Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 208.
398
Ξυγγόπουλος 2007, 5.
399
Σχετικά με τον Άγιο Δημήτριο βλ. Τafrali 1913α, 168-174 · Diehl κ.ά. 1918, 61-114 · Ξυγγόπουλος
1946 · Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952 · Καλοκύρης 1969α, 96-108 · Janin 1975, 365-372 · Spieser 1984, 163-
214 · Μπακιρτζής 1986 · Μέντζος 1994 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 69-82 · Κουρκουτίδου-
Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 153-175 · Ναλμπάντης 1997, 48-58 · Μέντζος 2001, 217-245 · Καζαμία-
Τσέρνου 2009, 203-323 · Ćurčić 2010, 106-107, 258 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 131-179 ·
Μέντζος 2012α, 82-103 Βauer 2013 · Τάντσης 2014, 85 · Ανδρούδης 2016, 242-245.
400
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος
(πτερύγια) και φέρει υπερώα στα πλάγια κλίτη, στο νάρθηκα και τα πτερύγια. Στο ανατολικό τμήμα,
κάτω από το Ιερό Βήμα και τα πτερύγια, αναπτύσσεται το συγκρότημα της λεγόμενης «Κρύπτης». Στα
δυτικά αναπτύσσεται μία μικρή αυλή και στη ΒΔ γωνία του ναού είναι προσκολλημένα δύο
προσκτίσματα, ημικυκλικής και ορθογώνιας κάτοψης αντίστοιχα, όπου μεταφέρθηκε επί
Τουρκοκρατίας ο λεγόμενος τάφος του αγίου. Μέντζος 1994 · Μέντζος 2012α, 83.
401
Σύμφωνα με τις πηγές τον 4ο αιώνα, μετά το θάνατο του αγίου Δημητρίου, ανεγέρθηκε ένας
«μικρός οικίσκος» ή «σεβάσμιος σηκός» στον τόπο που συνδέθηκε με το μαρτύριο του αγίου, όπου
φυλασσόταν και λείψανό του. Στις αρχές του 5ου αιώνα ο έπαρχος του Ιλλυρικού, Λεόντιος,
κατεδάφισε τον οικίσκο και το λουτρό και στη θέση τους έχτισε ναό αφιερωμένο στον άγιο. Ο υπόγειος
χώρος της λεγόμενης κρύπτης, ο οποίος είχε ταυτιστεί από τον Γιώργο Σωτηρίου με μέρος του λουτρού
στο οποίο μαρτύρησε ο άγιος Δημήτριος, ανήκει στον πρώτο ναό που χτίστηκε προς τιμήν του
μάρτυρα, μία τρίκλιτη βασιλική. Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 59 · Σωτηρίου 1971, 372-374 · Μέντζος
2000β, 179-202 · Μέντζος 2012α, 85.

75
έντονα προσκυνηματικός χαρακτήρας του μνημείου διατηρήθηκε και κατά τη
διάρκεια της λειτουργίας του ως τζαμί, καθώς πολλοί περιηγητές, όπως και πιστοί
χριστιανοί επισκέπτονταν το τέμενος για να προσκυνήσουν τον τάφο του αγίου. Ο
πεντάκλιτος ναός ήταν αποτέλεσμα μετασκευών,402 ιδίως της μεγάλης
ανοικοδόμησης του 7ου αιώνα,403 και παρά τις καταστροφές και επισκευές, που
δέχθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του, διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτη την αρχική
του εικόνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα (εικ 72).

Ο Άγιος Δημήτριος δεν μετατράπηκε σε τζαμί αμέσως μετά την άλωση του 1430
αλλά παρέμεινε για μερικές δεκαετίες στα χέρια των Χριστιανών. Ο ναός μπορεί να
εξαιρέθηκε αρχικά από την κατάληψη και τη χρήση του ως ισλαμικό τέμενος, ωστόσο,
όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Αναγνώστης, λεηλατήθηκε από το στρατό του
Μουράτ Β΄ και συλήθηκε ο τάφος του αγίου.404 Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, ο
Μουράτ Β΄, μετά την άλωση, εισήλθε στο ναό και αφού προσευχήθηκε και θυσίασε
ένα κριάρι, διέταξε να παραμείνει στους χριστιανούς, αφού πρώτα απογυμνώθηκαν
οι τοίχοι του.405 Η συνέχιση της χρήσης του ναού ως χριστιανικού επιβεβαιώνεται
ακολούθως και από επιγραφικά τεκμήρια,406 την ανέγερση του τάφου του Λουκά
Σπαντούνη το 1481407, αλλά και τη μαρτυρία του ιερομόναχου Ησαΐα στα 1489.408

Ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί το 1492/1493 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ (1481-


1512), σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που βρισκόταν επάνω από τη δυτική
είσοδο του τεμένους και που σήμερα φυλάσσεται στην Κρύπτη του μνημείου409 (εικ.
73):

402
Για την ίδρυση της πεντάκλιτης βασιλικής, με βάση τις πρόσφατες προτάσεις που έχουν
διατυπωθεί, αποδεκτή γίνεται μία πιθανή χρονολόγηση στο β΄ τέταρτο ή στα μέσα του 6ου αιώνα.
Μέντζος 2012α, 87.
403
Σχετικά με την ανοικοδόμηση του 7ου αιώνα βλ. Μέντζος 2001, 217-245.
404
Τσάρας 1958, 48-49.
405
Ο Γ. Θεοχαρίδης προσπάθησε να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη κίνηση του Οθωμανού σουλτάνου,
αποδίδοντάς την σε ευσεβή προσωπική πράξη, δίχως κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Βλ. Θεοχαρίδης
1978, 3, υποσημ. 1 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 226.
406
Πρόκειται για την ανεύρεση χαράγματος με τη χρονολογία 1484 από τον Π. Παπαγεωργίου και την
τοιχογραφία με τα Πασχάλια, το τελευταίο από το οποίο αναφέρεται στο έτος 1493. Βλ.
Παπαγεωργίου 1908, 363 · Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 27.
407
Σχετικά με το μνημείο του Λουκά Σπαντούνη βλ. Μπούρας 1973-1974, 1-52.
408
Αναφέρεται στην ανάβλυση του μύρου από τον τάφο του αγίου. Παπαζώτος 1994, 191-192 ·
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ .δελτ. 7.
409
Δημητριάδης 2008, 292-293 · Ανδρούδης 2016, 242.

76
Οίκος ευλαβείας του αγαπημένου του Θεού (δηλαδή του Μωάμεθ), του Κυρίου του
Κόσμου,
Τον ανακαίνισε ο σουλτάνος Βαγιαζίτ για χάρη των πιστών
Δες, ώ κοινότητα των προσευχομένων τη χρονολογία:
‘Προσευχηθείτε με τον κόσμο στον Θεό για τα άφθονα δώρα του στους
Πιστούς.
Έτος 897.410

Σχετικά με το γεγονός μας πληροφορεί και ένα σημείωμα του 18 κώδικα της Μονής
Μεγίστης Λαύρας του Άθωνα: «…επήραν οι Αγαρηνοί τον Άγιον Δημήτριον μηνί
Οκτωβρίω του 1492». Ο Βασίλης Δημητριάδης υιοθέτησε την άποψη του Νικολάου
Βέη, ο οποίος βασιζόμενος στο εν λόγω χρονογραφικό σημείωμα, τοποθέτησε τη
μετατροπή στο διάστημα 23-31 Οκτωβρίου 1492 και θεώρησε λανθασμένη
χρονολογία το 1493.411 Τη μετατροπή του ναού στα 1493 πρότειναν οι Γεώργιος και
Μαρία Σωτηρίου,412 όπως και ο Δημήτρης Σοφιανός.413

Οι Charles Texier και Richard Poplewell Pullan αποδέχθηκαν το έτος Eγίρας 898414
αλλά υποστήριξαν πως o Άγιος Δημήτριος είχε μετατραπεί σε τζαμί από τον Βαγιαζήτ
Α΄ το 1391,415 το οποίο ορθά απορρίφθηκε από τον Β. Δημητριάδη.416 Διαφορετικές

410
Διαφορετική είναι η μετάφραση της επιγραφής από τους Γ. και Μ. Σωτηρίου: «Ο Σουλτάν Βαγιαζήτ
Φετιχή (νικητής) παρέδωκεν εις τους πιστούς τον οίκον τούτον του Θεού. Μνημονεύετε καθ’ εκάστην
τον Μέγα Θεόν. Ταπεινωθήτε και προσεύχεσθε διότι ο Θεός αγαπά την προσευχήν έτος Εγείρας 898».
Βλ. Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 229 · Δημητριάδης 2008, 292-293 .
411
Δημητριάδης 2008, 292-293.
412
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 27, 229.
413
Ο Δ. Σοφιανός, βασιζόμενος σε κώδικα της Μονής Αγίας Τριάδος Μετεώρων, πιο συγκεκριμένα
θεώρησε πως το 1493 οι Οθωμανοί κατέλαβαν το υπόγειο μέρος του ναού και η ολοκλήρωση της
μετατροπής του Αγίου Δημητρίου σε τζαμί πραγματοποιήθηκε το 1564. Μία τέτοια υπόθεση δεν
μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς οι Οθωμανοί δεν θα καταλάμβαναν ένα μόνο τμήμα του ναού και
θα ανέχονταν να χρησιμοποιείται ο υπόλοιπος ως χριστιανικός ευκτήριος οίκος. Άλλωστε,
προβληματικό παραμένει ακόμη το ερώτημα αν τελικά η κρύπτη χρησιμοποιούνταν την περίοδο της
λειτουργίας του Αγίου Δημητρίου ως τζαμί και ποια ήταν η ακριβής χρήση της. Βλ. Σοφιανός 2001,
114-115 .
414
Τexier, Pullan 1864, 122.
415
Τexier, Pullan 1864, 143.
416
Αν ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί από τον Βαγιαζήτ Α΄, το άμεσο επακόλουθο θα ήταν μετά την
άλωση του 1430 να είχε επανέλθει τάχιστα στην ισλαμική λατρεία, το οποίο δεν συνέβη. Δημητριάδης
2008, 353, υποσημ. 53.

77
χρονολογίες είχαν προτείνει και οι Μαργαρίτης Δήμιτσας (1481)417 και Μachiel Kiel
(1491).418

Το νέο τέμενος έλαβε την ονομασία Kasimiye Camii, διατηρώντας έτσι τη


βυζαντινή του αφιέρωση, καθώς ο άγιος Kasim των μουσουλμάνων ταυτίζεται με τον
άγιο Δημήτριο.419 Κατά μία άλλη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στη μετατροπή του
ναού σε τζαμί από τον Cezeri Kasim Paşa, από τον οποίο έλαβε το όνομα.420 Ο
τελευταίος ισχυρισμός βασίζεται στην περιγραφή του τεμένους από τον Εβλιγιά
Τσελεμπή, ο οποίος το κατονομάζει ως Cezeri Kasim Paşa Camii, πληροφορία που
θεωρείται ανακριβής.421

Μετά τη μετατροπή του ναού σε τζαμί, η λατρεία του αγίου μεταφέρθηκε στον
παραθαλάσσιο ναό της Θεοτόκου,422 που βρισκόταν στη θέση της σημερινής
Μητρόπολης, και αφιερώθηκε στον πολιούχο άγιο της πόλης.423 Ωστόσο, εντός του
τεμένους διατηρήθηκε το προσκύνημα του αγίου, το οποίο δεν ήταν προσβάσιμο
μόνο στους μουσουλμάνους αλλά και στους Χριστιανούς. Ο τάφος του αγίου
Δημητρίου μεταφέρθηκε στα βορειοδυτικά προσκτίσματα του κτηρίου και η
πρόσβαση σε αυτά όσον αφορά τους Χριστιανούς ήταν ελεγχόμενη.424 Η δικαιοδοσία
του χώρου ανήκε στο χότζα του τεμένους και αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμά
του.425 Το προσκύνημα ήταν μία σαρκοφάγος από αρχιτεκτονικό υλικό σε β΄ χρήση

417
Δήμιτσας 1896, 350.
418
O M. Kiel μετέτρεψε λανθασμένα το 898 σε 1491, άποψη την οποία υιοθέτησε και ο Γ. Θεοχαρίδης.
Κiel 1970, 142-143 · Θεοχαρίδης 1978, 3, υποσημ. 1.
419
Σύμφωνα με λαϊκή δοξασία η λέξη Kasim σημαίνει φθινόπωρο, όταν σταματούσαν για τους
μουσουλμάνους οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα την περίοδο της εορτής του αγίου και
έτσι ταυτίστηκε ο Kasim με τον άγιο Δημήτριο. Θεοχαρίδης 1953, 647 · Χατζή Ιωάννου 1976, 90 ·
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 227.
420
Κiel 1970, 142-143.
421
Με τη συγκεκριμένη ονομασία ήταν γνωστό το τέμενος που προέκυψε από τη μετατροπή του ναού
των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Μοσχόπουλος 1940, 342-344
· Θεοχαρίδης 1953, 646-649 · Bauer 2013, 444.
422
Για το ναό βλ. Janin 1975, 372 · Ταμπάκη 1998, 183-186.
423
Η συλλατρεία της Θεοτόκου με τον άγιο Δημήτριο απαντάται τη βυζαντινή περίοδο στο ναό της
Αχειροποιήτου, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η επιλογή ενός ναού αφιερωμένου στην
Παναγία για μεταφορά της λατρείας του αγίου Δημητρίου. Ράπτης 2016, τ. 1, 95-97.
424
Μπακιρτζής 2001, 189-197.
425
Ενδιαφέρουσα είναι μία προφορική παράδοση, η οποία έγινε γνωστή μέσα από μαρτυρία του
τελευταίου χότζα του τζαμιού. Σύμφωνα με την παράδοση, τα ΒΔ προσκτίσματα χρησιμοποιούνταν
αρχικά από τους Τούρκους ως λουτρά. Ένας από τους προγόνους του χότζα, ο οποίος κατείχε το ίδιο
αξίωμα, είδε σε όνειρο ότι εκεί βρισκόταν το σώμα του αγίου και αφού το πληροφορήθηκε ο
σουλτάνος, παραχώρησε στην οικογένεια του χότζα τη διαχείριση του τεμένους. Συνεχίζει λέγοντας,

78
και είχε τοποθετηθεί στο βόρειο ορθογώνιο πρόσκτισμα, μπροστά από ένα φραγμένο
άνοιγμα στον ανατολικό τοίχο, επάνω από την οποία έκαιγαν κανδήλες.426

Η πρόσβαση στους Χριστιανούς επιτρεπόταν μόνο μία φορά το χρόνο, στις 29


Αυγούστου,427 ενώ ανεπίσημα μπορούσαν να εισέλθουν και άλλες μέρες έναντι μίας
μικρής αμοιβής στο χότζα, ο οποίος τους επέτρεπε το άναμμα κεριών και τους
χορηγούσε χώμα από το εσωτερικό του τάφου και κλωστή που είχε τυλίξει γύρω
του.428

Αρκετές είναι οι αναφορές στο λεγόμενο τάφο του αγίου Δημητρίου από τους
περιηγητές που επισκέφθηκαν το τζαμί: Εβλιγιά Τσελεμπή,429 Κωνσταντίνου
Διοικητή,430 J. Galt,431 H. Cazenove,432 H. Holland,433 A. Prokesch von Osten,434 Ch.
Texier,435 Κ. Ε. Zachariä von Lingenthal,436 H. Melville,437 J.J. Best,438 M. A. Walker,439

ότι κάθε φορά που έσβηνε το καντήλι επάνω από τον τάφο εμφανιζόταν ο άγιος και τον έσερνε στον
τάφο ώστε να το ανάψει. Γουγούσης 1923, 361 · Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 18.
426
Μέντζος 1994, 166.
427
Παπαγεωργίου 1908, 335, υποσημ. 2.
428
Μέντζος 1994, 166.
429
Ο Οθωμανός περιηγητής αναφέρει πως όποιος άγγιζε τον τάφο την ημέρα της εορτής του αγίου,
παρέλυε το χέρι του και στράβωνε ο λαιμός του. Βλ. Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 9.
430
Αναφέρει πως οι Τούρκοι άναβαν κεριά στον τάφο και είχε απαγορευτεί η είσοδος στους Έλληνες.
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 21.
431
Παρατηρεί ότι διατηρείται αναμμένο το καντήλι του τάφου γιατί οι Τούρκοι διατηρούσαν το φόβο
πως θα εξορμούσε ο άγιος και θα τους οδηγούσε στο διάβολο. Παράλληλα, αναφέρει ότι σε ένα πιάτο
συνήθιζαν να αφήνουν νομίσματα για τον φύλακα. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 33.
432
Παραθέτει τις ίδιες πληροφορίες με τον J. Galt. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 35.
433
Παραθέτει τις ίδιες πληροφορίες με τον J. Galt. Holland 1971, 317 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ.
δελτ. 36.
434
Αναφέρεται στο σεβασμό των Τούρκων προς τον άγιο διατηρώντας αναμμένο το καντήλι, από το
οποίο επέτρεπαν στους επισκέπτες να ανάβουν τις πίπες τους και πουλούσαν χώμα από τον τάφο ως
φάρμακο. Prokesch von Osten 1837, 632-662 · Βακαλόπουλος 1987-1988, 176-177 · Ταμπάκη 1998,
Παράρτημα, αρ. δελτ. 40.
435
Παρατηρεί πως οι Τούρκοι σέβονται τον τάφο και επιτρέπουν στους χριστιανούς να τον προσκυνούν
και τους πωλούν και κεριά. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
436
Zachariä 1840, 181-211 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 44.
437
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 52.
438
Πληροφορείται από τον υπεύθυνο για τον τάφο χότζα πως δεν έπρεπε να σβήσει το καντήλι διότι
κατά τη μετατροπή του ναού σε τζαμί έβγαιναν θόρυβοι από τον τάφο, οι οποίοι σταμάτησαν μόλις
άναψαν το καντήλι. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 45.
439
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 53.

79
G. F. Bowen,440 E.-M. Vogüe,441 W. Miller,442 E. abbé le Camus,443 L. de Launay444, H.
de Saint-Germain445 και Κ. Brown.446 Μέσα από τις περιγραφές των εν λόγω
επισκεπτών καταδεικνύεται ότι η διατήρηση της λατρείας του αγίου Δημητρίου στο
τέμενος υπέκρυπτε, έκτος από σεβασμό προς τον άγιο, ίσως κάποιο είδος
δεισιδαιμονίας, αλλά και οικονομικά κίνητρα.447

Ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ για τη συντήρηση του τζαμιού του ίδρυσε


βακούφι, τα έσοδα του οποίου προέρχονταν από αστικές προσόδους.448 Πιο
συγκεκριμένα, αφιερώθηκαν ενοίκια εμπορικών εκμεταλλεύσεων, εργαστηρίων,
τριών δημοσίων λουτρών και οικημάτων εντός της πόλης, συνολικής αξίας 108.383
akçe.449

Κατά τη μετατροπή του Αγίου Δημητρίου σε τζαμί προστέθηκε σε μικρή απόσταση


από τη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου ένας μιναρές, τυπικής μορφής, για την
κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βυζαντινό γλυπτό διάκοσμο
του μνημείου.450 Όπως διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες, ο κορμός του μιναρέ
εδραζόταν επάνω σε ορθογώνια βάση, ενώ το κατώτερο κωλουροκωνικό τμήμα του,

440
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 49.
441
Συγκινείται από την ευλάβεια και τον σεβασμό του ιμάμη, που διατηρεί αναμμένο το καντήλι για
τους χριστιανούς, οι οποίοι του το ανταποδίδουν. Vogüé 1879, 5-12 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ.
δελτ. 58.
442
Αναφέρεται στην ύπαρξη μούχλας γύρω από τον τάφο που θεραπεύει ασθένειες. Ταμπάκη 1998,
Παράρτημα, αρ. δελτ. 63.
443
Διακρίνει ίχνη από θεραπευτικό έλαιο στον τάφο, το οποίο σταμάτησε να ρέει με την κατάληψη
πόλης και θα αρχίσει να ρέει ξανά μόλις απελευθερωθεί. Επίσης, αναφέρει ότι ο ιμάμης πουλάει τα
κεριά στους χριστιανούς και μάλιστα στους επιτρέπει να τελούν Θεία Λειτουργία τη μέρα της εορτής
του αγίου. Η τελευταία πληροφορία θεωρείται αδύνατη. Camus 1896, 283-305 · Ταμπάκη 1998,
Παράρτημα, αρ. δελτ. 64.
444
Περιγράφει μία «τελετή», η οποία μάλλον απηχεί τη συνήθεια για λήψη ενός είδος φυλακτού από
τον τάφο για θεραπευτικούς λόγους. Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 65.
445
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 67.
446
Eνεπεκίδης 1988, 123-124.
447
Ταμπάκη 1998, 101.
448
Συγκρίνοντας τα δύο σουλτανικά βακούφια της Θεσσαλονίκης, των Μουράτ Β΄ και Βαγιαζήτ Β΄, τα
οποία ήταν τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα της πόλης, εξάγονται συμπεράσματα για την
ανασυγκρότησή της μέσα στο διάστημα των 60 περίπου χρόνων, που μεσολάβησε ανάμεσα στην
ίδρυσή τους. Το βακούφι του Μουράτ Β΄ στηριζόταν αποκλειστικά σε αγροτικές προσόδους, ενώ του
Βαγιαζήτ Β΄ μόνο σε αστικές. Γίνεται σαφές ότι η αστική ανασυγκρότηση της Θεσσαλονίκης είχε
προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, με παράλληλη οικονομική ανάπτυξη, ώστε να αφιερώνονται πλέον για
τη συντήρηση ενός τζαμιού περιουσιακά στοιχεία εντός της πόλης, τα έσοδα των οποίων αρκούσαν,
και όχι αγροτικές εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής. Κυριακόπουλος 2014, 40-41 · Ανδρούδης κ.ά.
2019, υπό έκδοση.
449
Κυριακόπουλος 2014, 40-45.
450
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 159.

80
κοσμούνταν με «τουρκικά» τρίγωνα. Ο πολυεδρικός κορμός του με αρκετά βαριές
αναλογίες, ήταν ιδιαίτερα ογκώδης, σε σχέση με τους άλλους μιναρέδες της πόλης.
Στο άνω τμήμα υπήρχε ένας εξώστης, με βάση διακοσμημένη με σταλακτίτες, ενώ η
επίστεψη του πυργίσκου του ήταν οξυκόρυφη (εικ. 72).

Στη δυτική πλευρά του τεμένους είχε αναπτυχθεί μικρή περιφραγμένη αυλή,
προσβάσιμη από τα δυτικά.451 Εντός της αυλής βρίσκονταν, εκτός από τον μιναρέ,
οικήματα και η φιάλη καθαρμού (εικ. 74). Η φιάλη που χρησιμοποιήθηκε ήταν η
βυζαντινή και βρισκόταν εντός κυκλικού κιβωρίου.452 Σε δύο από τα επιθήματα των
κιόνων της κυκλικής κατασκευής, παρατηρήθηκε απολάξευση σταυρών. Η χρήση της
βυζαντινής φιάλης την περίοδο λειτουργίας του τεμένους Kasimiye, επιβεβαιώνεται
και από την εύρεση μεταγενέστερων σωληνώσεων για τη παροχέτευση ύδατος. Το
1878, όπως παρατηρείται σε παλαιότερες λήψεις, είχε απορριφθεί εκτός του
κιβωρίου, προφανώς λόγω αχρησίας, αλλά μερικά χρόνια αργότερα
επανατοποθετήθηκε στην αρχική της θέση.453

Εξωτερικά του κτηρίου εντοπίζονται αρκετές οθωμανικές επεμβάσεις σε όλες τις


όψεις, χωρίς όμως να αλλοιώνουν σε μεγάλο βαθμό την αρχική εικόνα και την
κάτοψη του μνημείου. Οι επεμβάσεις αυτές αφορούσαν κυρίως το φράξιμο
ανοιγμάτων και τη διάνοιξη νέων, τα οποία ήταν λιγότερα αριθμητικά, και
προσέδωσαν στο οικοδόμημα χαρακτήρα μουσουλμανικού τεμένους, κάτω από το
στρώμα επιχρίσματος που κάλυπτε εξωτερικά τους τοίχους. Στη δυτική πρόσοψη είχε
φραχθεί το τρίλοβο παράθυρο, σχηματίζοντας δύο μικρότερα ανοίγματα. Η είσοδος
του τεμένους βρισκόταν στο νότιο άκρο της πλευράς, μία ορθογωνικού
περιγράμματος θύρα, στη θέση ενός τοξωτού ανοίγματος, στο υπέρθυρο της οποίας
ήταν εντοιχισμένη η κτητορική επιγραφή. Στη θύρα οδηγούσε, μέσω μιας κλίμακας,
ένα μικρό πρόπυλο, το οποίο στις δύο πλευρές του κλεινόταν από χαμηλά τειχίσματα

451
Σύμφωνα με τους Γ. και Μ. Σωτηρίου, στη βυζαντινή εποχή είχε διαμορφωθεί ένα αίθριο στη δυτική
πλευρά του μνημείου και το περιτείχισμα της τουρκικής αυλής διατήρησε τις αναλογίες του. Μάλιστα,
υποστήριξαν ότι η τουρκική θύρα, που απεικονίζεται σε παλιές φωτογραφίες, διαμορφώθηκε στην
ίδια περίπου θέση με την αντίστοιχη του βυζαντινού αιθρίου, χρησιμοποιώντας για περιθύρωμα το
αρχικό υλικό. Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 68.
452
Η διαμόρφωση της κατασκευής χρονολογήθηκε από τους Γ. και Μ. Σωτηρίου στην υστεροβυζαντινή
εποχή. Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 69 · Βελένης 2005, 37-39.
453
Παπαγεωργίου 1908, 372 · Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 70.

81
(εικ. 74). Στην βόρεια γωνία είχε εντοιχιστεί ανάλογο τοξωτό άνοιγμα, ενώ στο ίδιο
σημείο είχε δημιουργηθεί αντηρίδα. Το ανώτερο τμήμα της αντηρίδας ήταν
κατεστραμμένο, λόγω μεταγενέστερης έδρασης της στέγης του νάρθηκα σε
χαμηλότερη στάθμη (εικ. 75).454 Σε χαμηλότερη στάθμη, σύμφωνα με τους Γ. και Μ.
Σωτηρίου φαίνεται πως είχε διαμορφωθεί και η στέγαση του κεντρικού κλίτους. 455

Στη νότια πλευρά οι επεμβάσεις ακολούθησαν παρόμοια κατασκευαστική λογική.


Στη στάθμη του υπερώου φράχθηκαν τα πολύλοβα παράθυρα και στη θέση τους
ανοίχθηκαν μικρότερα οξυκόρυφα (εικ. 76). Το ενδιαφέρον είναι ότι διακρίνονταν οι
κιονίσκοι των βυζαντινών παραθύρων και επίσης στα σημεία που είχαν διανοιχθεί τα
οθωμανικά παράθυρα είχε δημιουργηθεί μία οξυκόρυφη επίστεψη. Ανοίγματα
τοιχίστηκαν και στο κατώτερο μέρος της νότιας πλευράς και στη στάθμη του ισογείου
είχαν δημιουργηθεί ορισμένα ορθογωνικού περιγράμματος παράθυρα.456 Εξωτερικά
του τοίχου είχαν δημιουργηθεί μερικές ενισχυτικές αντηρίδες.457

Παράλληλα, και στη βόρεια πλευρά του τεμένους πραγματοποιήθηκαν


επεμβάσεις των οθωμανικών χρόνων. Στο επίπεδο του ισογείου φράχθηκαν τα
ανοίγματα αλλά δεν παρατηρήθηκε η δημιουργία νέων, καθώς κατά μήκος του
βόρειου εξωτερικού τοίχου του κτηρίου υπήρχαν τουρκικές και εβραϊκές οικίες.458
Μόνο στο επίπεδο των υπερώων είχε διανοιχθεί ένας μικρός αριθμός ορθογωνικού
περιγράμματος και οξυκόρυφων παραθύρων (εικ 77).459 Η διάνοιξη διαφορετικών
τύπων παραθύρων στη βόρεια πλευρά, σε σύγκριση με την ύπαρξη μόνο
οξυκόρυφων στη νότια πλευρά, ίσως οδηγεί στην υπόθεση ότι η δημιουργία
παραθύρων στις δύο πλευρές συνέβη σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Φράξιμο
προγενέστερων ανοιγμάτων και διάνοιξη νέων παρατηρήθηκε και στην ανατολική
πλευρά του κτηρίου, κυρίως στους ανατολικούς τοίχους των πτερυγίων και κάτω από

454
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 71.
455
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 75.
456
Ένα από τα παράθυρα είχε δημιουργηθεί στο σημείο, όπου εσωτερικά βρισκόταν η «ιστορική
τοιχογραφία, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ένα μέρος του αριστερού πίνακα της τοιχογραφίας από
τη διάνοιξη παραθύρου στο τύμπανο του τόξου της θύρας, όταν αυτή φράχθηκε. Σωτηρίου 1918, 25-
26 · Μέντζος 2003-2004, 209-227.
457
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 79-81.
458
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 64.
459
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 81-85.

82
τη στέγη του κεντρικού κλίτους. Επίσης, αντηρίδες προστέθηκαν και σε αυτή την
πλευρά(εικ 78).460

Στα ΒΑ της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, πιθανότατα στο τελευταίο τέταρτο
του 16ου αιώνα, κτίστηκε το λουτρό Yeni Hamam.461 To κτήριο είχε αφιερωθεί στο
βακούφι για το Kasimiye Camii και τα έσοδά του προορίζονταν για τη λειτουργία του
γειτονικού τεμένους.462 Το λουτρό φαίνεται πως ανήκε στο ευρύτερο συγκρότημα
του αφιερώματος του τεμένους Kasimiye, καθιστώντας το τζαμί μέρος ενός
υποτυπώδους συγκροτήματος κοινής ωφελείας (kulliye) για την εξυπηρέτηση των
καθημερινών αναγκών του μουσουλμανικού πληθυσμού της συνοικίας.463

Στο εσωτερικό του μνημείου, μετά την αφαίρεση του χριστιανικού εξοπλισμού
ακολούθησαν οι συνήθεις επεμβάσεις και μετασκευές ώστε το κτήριο να είναι
λειτουργικό ως τζαμί. Τοποθετήθηκε ο ισλαμικός λειτουργικός εξοπλισμός (μιχράμπ,
μινμπάρ, μαχφίλ), ο οποίος διακρίνεται σε φωτογραφίες του εσωτερικού του
τεμένους στα τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα. Εντός της περιοχής του Ιερού διακρίνεται
η κόγχη του μιχράμπ και στα δεξιά της το μινμπάρ. Το μαχφίλ, ελαφρώς
ανεστραμμένο ώστε να ακολουθεί την κατεύθυνση προς τη Μέκκα, είχε τοποθετηθεί
στο κεντρικό κλίτος, μπροστά από τον πρώτο κίονα, μετά τον δεύτερο πεσσό από
δυτικά, της πρώτης νότιας κιονοστοιχίας (εικ. 79). Στην περιοχή του Ιερού, εκτός από
την προσθήκη του ισλαμικού εξοπλισμού, εντοπίζεται ακόμη μία επέμβαση των
οθωμανικών χρόνων. Στο νότιο μεγάλο τόξο του Βήματος στο ανώτερο τμήμα του,
είχε προστεθεί ένα μικρό εγγεγραμμένο οξυκόρυφο τόξο, προφανώς ως ενίσχυση για
την στήριξη του μεγαλύτερου (εικ. 80).464

Στο δάπεδο του μνημείου, κατά τους οθωμανικούς χρόνους, είχαν χρησιμοποιηθεί
μέρη του γλυπτού διακόσμου, κυρίως ανεστραμμένα θωράκια, για την επίστρωσή
του όταν χρειαζόταν επιδιόρθωση.465 Εντύπωση προκαλεί η διατήρηση των

460
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 81-92.
461
Σχετικά βλ. Δημητριάδης 2008, 416-417 · Περδικοπούλου 2015, τ. Α΄, 73-75 · Ανδρούδης 2016, 223-
225.
462
Κυριακόπουλος 2014, 43.
463
Ανδρούδης 2016, 223.
464
Η διαμόρφωση των μεγάλων τόξων του Ιερού Βήματος είχε θεωρηθεί από τους Γ. και Μ. Σωτηρίου
εξ ολοκλήρου ως οθωμανική επέμβαση, με αποτέλεσμα την καθαίρεσή της κατά την αναστήλωση του
μνημείου μετά την πυρκαγιά του 1917. Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 113.
465
Παπαγεωργίου 1908, 325 · Σωτηρίου 1918, 32 · Σωτήριου 1952, 159.

83
χριστιανικών συμβόλων σε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως επιθήματα. Για τη
δήλωση της κατεύθυνσης της Μέκκας, με σκοπό τη διευκόλυνση των πιστών κατά τη
διάρκεια της προσευχής, στο ανατολικό τμήμα του τεμένους είχε υπερυψωθεί κατά
ένα αναβαθμό το δάπεδο, έχοντας νοτιοανατολική κατεύθυνση. Η υπερύψωση του
δαπέδου, όπως αποτυπώθηκε σε σχέδιο του W. S. George (εικ. 81) και διακρίνεται σε
φωτογραφίες των S. H. Barnsley και R. W. Schultz (εικ. 82), ξεκινούσε από τον πρώτο
από ανατολικά κίονα της μεγάλης βόρειας κιονοστοιχίας και συνέχιζε προς νότο,
προσεγγίζοντας το μαχφίλ από ανατολικά, και έφτανε ως τον δεύτερο από ανατολικά
κίονα της νότιας μεγάλης κιονοστοιχίας. Η υπερύψωση του δαπέδου συνεχιζόταν και
στο ανατολικό τμήμα του εσωτερικού νοτίου κλίτους, ξεκινώντας από τα ανατολικά
του κίονα που σταματούσε στο κεντρικό κλίτος και διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση,
έφτανε στον αντίστοιχο κίονα της μικρής νότιας κιονοστοιχίας. Ανάλογη ήταν η
διαμόρφωση του δαπέδου και στην περίπτωση του Eski Cuma. Όπως διακρίνεται σε
παλιές λήψεις και με βάση τις περιγραφές ορισμένων περιηγητών, το δάπεδο ήταν
καλυμμένο με τάπητες ή ψάθες.466 Στο μέσο περίπου της βαθμίδας του
υπερυψωμένου δαπέδου στο κεντρικό κλίτος είχε διαμορφωθεί μία μικρή κόγχη με
νοτιοανατολική κατεύθυνση και εκατέρωθέν της υπήρχαν κηροστάτες (εικ. 82).

Η στέγη του τεμένους, όπως μας πληροφορούν οι περιηγητές, ήταν ξύλινη. Κατά
τον Εβλιγιά Τσελεμπή, εξωτερικά έφερε μολύβδινη επικάλυψη.467 Σύμφωνα με τα
καταγραφικά τεφτέρια, το 1703 είχε αφαιρεθεί ένα μέρος του μολυβιού από τη στέγη
και επισκευάστηκε το 1708.468 Λίγα χρόνια αργότερα, το 1728, η στέγαση του
τεμένους ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζε ρηγματώσεις, με αποτέλεσμα να
πωληθεί το μολύβι και να τοποθετηθούν κεραμίδια,469 όπως διακρίνεται και στις
γνωστές λήψεις του Αγίου Δημητρίου στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα (εικ
79).470

466
Σύμφωνα με τον G. F. Bowen στο δάπεδο υπήρχαν επιτύμβιες πλάκες με σταυρούς και οι Οθωμανοί
είχαν τοποθετήσει πλούσια χαλιά. Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 49.
467
Μοσχόπουλος 1940, 342-344.
468
Βασδραβέλλης 1952, 81-82.
469
Για την συγκεκριμένη επισκευή της στέγης μας πληροφορεί και ο J.-B. peré Souciet. Ταμπάκη 1998,
παράρτημα, αρ. δελτ. 23.
470
Δημητριάδης 2008, 294.

84
O εντοίχιος ψηφιδωτός και ζωγραφικός διάκοσμος του μνημείου μετά την
μετατροπή του σε τζαμί καλύφθηκε με ασβεστοκονίαμα, ώστε να μην είναι ορατός.
Με βάση φωτογραφικές λήψεις των αρχών του 20ου αιώνα στις οποίες απεικονίζονται
ορατοί οι ψηφιδωτοί πίνακες των πεσσών του Ιερού, σε συνδυασμό με τις αναφορές
ελάχιστων περιηγητών για την ύπαρξη ψηφιδωτής διακόσμησης, διατυπώθηκε η
άποψη ότι ορισμένα από τα ψηφιδωτά, πιο συγκεκριμένα αυτά των πεσσών του
Ιερού, δεν είχαν επιχριστεί. Θεωρήθηκε ότι η μικρή αυτή ομάδα ψηφιδωτών
καλυπτόταν πρόχειρα με παραπετάσματα, όπως διακρίνεται στις φωτογραφίες, και
επιτρεπόταν μόνον σε ορισμένους «εκλεκτούς» να τα θαυμάσουν (εικ. 83). Μάλιστα,
θεωρήθηκε πως ήταν και ένας τρόπος να εξασφαλίζει επιπλέον εισόδημα ο ιμάμης
του τζαμιού.471

Η πρώτη αναφορά περιηγητή για ψηφιδωτά στον Άγιο Δημήτριο είναι αυτή του
Charles Cockerell στα 1810. Η αναφορά του περιορίζεται μόνο στο ότι είδε ένα μέρος
της ψηφιδωτής διακόσμησης.472 H επόμενη μνεία γίνεται στα 1874 από τον J. Baker,
ο οποίος απλώς παραθέτει πως αφέθηκαν ορατές παραστάσεις αγίων και βιβλικών
σκηνών.473 Τελευταίος ο H. de Saint-Germain στα 1898 αναφέρεται σε μερικά
ψηφιδωτά ψηλά στο μνημείο. Το γεγονός ότι οι εν λόγω μνείες πραγματοποιούνται
μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και δεν υπάρχει καμία άλλη πρωιμότερη, παρά
το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι περιηγητές που διέρχονταν ή διέμεναν στην πόλη,
επισκέπτονταν το Kasimiye Camii, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιλεκτική εξαίρεση
ορισμένων ψηφιδωτών από την επίχριση. Άλλωστε, οι αναφορές είναι τόσο γενικές
ώστε δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σε ποιο μέρος του κτηρίου εντοπίστηκαν τα
ορατά ψηφιδωτά και ποια ήταν αυτά.

Παράλληλα, δεν υπάρχουν ανάλογες περιγραφές από επισκέπτες για τα


ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των παραπάνω
αναφορών. Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη ότι τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν εξ αρχής με
την μετατροπή του Αγίου Δημητρίου σε τζαμί και απλώς σε ορισμένες χρονικές

471
Cormack 1985, 18 · Tαμπάκη 1998, 94.
472
Cockerell 1903, όπου στην παρούσα έκδοση δεν συμπεριλήφθηκαν οι αναφορές για τα μνημεία της
Θεσσαλονίκης. Σχετικά με τις περιγραφές των μνημείων από τον Cockerell βλ. Vickers 1972, 51 ·
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 34.
473
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 57.

85
φάσεις είχαν προκληθεί φθορές στο επίχρισμα που επέτρεπαν τη θέαση μέρους της
ψηφιδωτής διακόσμησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο εκ των τριών αναφορών
πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχε
μεγάλη μέριμνα για το τέμενος, όπως μπορεί να δικαιολογηθεί με τη ρίψη της φιάλης
εκτός του στεγάστρου της το 1878.474 Επομένως, καθίσταται λογικό οι φθορές στα
επιχρίσματα να μην είχαν αποκατασταθεί άμεσα ή και καθόλου και τα ψηφιδωτά να
παρέμειναν εν μέρει ορατά.

Διαφωτιστικά είναι και τα φωτογραφικά τεκμήρια επί του θέματος. Σε λήψη του
ανατολικού μέρους της νότιας κιονοστοιχίας του κεντρικού κλίτους από τους S. H.
Barnsley και R. W. Schultz στα 1890, εστιάζοντας στην περιοχή του Ιερού διακρίνεται
ευκρινώς πως ο πεσσός είναι επιχρισμένος και δεν υπάρχουν ίχνη των ψηφιδωτών
πινάκων, που είχαν καλυφθεί (εικ. 82). Αντίθετα, σε λήψεις του F. Boissonas τo 1913,
απεικονίζονται τα ψηφιδωτά των πεσσών του Βήματος, μπροστά από τα οποία είχαν
τοποθετηθεί συρόμενα παραπετάσματα για την πρόσκαιρη κάλυψή τους (εικ. 84).
Αυτό που πιθανότατα συνέβη είναι ότι μετά την αποκατάσταση του τεμένους το 1907
και την αποκάλυψη πολλών ψηφιδωτών, σε αυτά στην περιοχή του Ιερού είχαν
τοποθετηθεί παραπετάσματα ώστε να καλύπτονται πρόσκαιρα, καθώς εκείνη την
περίοδο ακόμη ο Άγιος Δημήτριος λειτουργούσε ως τζαμί. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα
ψηφιδωτά βρίσκονται στο Ιερό, όπου είχε τοποθετηθεί και η κόγχη του μιχράμπ και
δεν θα ήταν ανεκτό από τους μουσουλμάνους να ήταν ορατές παραστάσεις αγίων.
Έτσι, με την προσθήκη των παραπετασμάτων τα ψηφιδωτά καλύπτονταν πρόχειρα
αλλά ταυτόχρονα ήταν επιτρεπτό να τα δει όποιος το επιθυμούσε.

Μεγάλος είναι ο αριθμός των περιηγητών που επέδειξαν ενδιαφέρον για τον Άγιο
Δημήτριο, όσο λειτουργούσε ως τζαμί. Ο καθένας γοητεύτηκε από διαφορετικά
στοιχεία του μνημείου, όπως το μέγεθος και η ιστορία του, το αρχιτεκτονικό υλικό
(κίονες, κιονόκρανα, επιθήματα), η ορθομαρμάρωση, η κρύπτη κ.ά.475 Ενδεικτικά

474
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 28.
475
Σχετικά με τις διάφορες αναφορές στα επιμέρους μέρη του κτηρίου από τους περιηγητές αναλυτικά
βλ. Ταμπάκη 1998, 86-102.

86
αναφέρονται οι Εβλιγιά Τσελεμπή,476 S. de la Croix,477 Χατζή Κάλφα,478 P. Lucas,479 W.
Leake,480 E.M. Cousinery,481 J.-B. peré Souciet,482 Prokesch von Osten483 και Ch.
Texier.484

Αινιγματική παραμένει η χρήση της κρύπτης κατά τη λειτουργία του Αγίου


Δημητρίου ως τζαμί, η πρόσβαση στην οποία ίσως απαγορευόταν ή ήταν αρκετά
δύσκολη. Αρκετοί είναι οι περιηγητές που την αναφέρουν, ονομάζοντάς την υπόγεια
εκκλησία ή δεύτερη εκκλησία από κάτω.485 Η μόνη πληροφορία σχετικά με τη χρήση
της ανήκει στον P. Lukas, στον οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος γιατί λειτουργούσε ως
εργαστήριο επεξεργασίας μεταξιού από γυναίκες. Η πληροφορία είναι
ανεπιβεβαίωτη από άλλες πηγές και δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη αλλά
υποδηλώνει πως ο χώρος λειτουργούσε ως τον 18ο αιώνα και η επίχωση της πρέπει
να πραγματοποιήθηκε τους τελευταίους οθωμανικούς χρόνους.486

Η διαμόρφωση του εσωτερικού του Αγίου Δημητρίου στα τέλη του 19 ου αιώνα
είναι γνωστή μέσα από φωτογραφίες των S. H. Barnsley και R. W. Schultz. Σε λήψη του
κεντρικού κλίτους προς τα ανατολικά διακρίνεται ο ελάχιστος διάκοσμος, ο οποίος
περιορίζεται στην περιοχή του Ιερού (εικ. 79). Αποτελείται από επιγραφές εντός
μεταλλίων, το μέτωπο του τεταρτοσφαιρίου έφερε διακοσμητική ταινία και στο

476
Μοσχόπουλος 1940, 342-344 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 9.
477
Croix 1684, 262-266 · Βακαλόπουλος 1971, 273 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 10 ·
Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 54-55.
478
Ως έτος μετατροπής παραθέτει το λανθασμένο έτος Εγίρας 831 (1427/8). Ηadsch Chalfa 1812, 75-
79 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 17.
479
Lucas 1712, 259-263 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 19 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 58-
59.
480
Leake 1835, 242-243.
481
Στην περιγραφή του μεταξύ άλλων αναφέρει πως οι ιμάμηδες του τεμένους, οι οποίοι κατοικούσαν
στο εσωτερικό του, αφαιρούσαν τμήματα της ορθομαρμάρωσης και τα πωλούσαν σε Ευρωπαίους. Η
πρωιμότερη μνεία για καταστροφή της ορθομαρμάρωσης είναι αυτή του Δούκα, σύμφωνα με την
οποία αφού ο Μουράτ Β΄ προσευχήθηκε στον Άγιο Δημήτριο διέταξε να παραμείνει στους χριστιανούς
αλλά πρώτα αφαιρέθηκαν πολύτιμα αντικείμενα και απογυμνώθηκαν οι τοίχοι. Cousinéry 1831, 23-56
· Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 38 · Μαυρίδης, Primavera-Μαυρίδου 2005, 253-254.
482
Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 185-210.
483
Prokesch von Osten 1837, 632-662 · Βακαλόπουλος 1987-1988, 176-177 · Ταμπάκη 1998,
Παράρτημα, αρ. δελτ. 40.
484
Texier, Pullan 1864, 123-133 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
485
Ταμπάκη 1998, 87-88.
486
Σύμφωνα με τους Γ. και Μ. Σωτηρίου η κρύπτη η πρόσχωση της κρύπτης ξεκίνησε κατά τον 18 ο
αιώνα και η λειτουργίας της επιβεβαιώνεται από την εύρεση τουρκικών νομισμάτων και αγγείων στην
επίχωση. Επίσης, αναγνώρισαν τουρκικά τόξα στον ανατολικό της τοίχο. Σωτηρίου 1918, 35 · Σωτηρίου,
Σωτηρίου 1952, 57.

87
εσωρράχιο υπήρχε μετάλλιο με στρόβιλο, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την
διακόσμηση της περιοχής του Ιερού της Αχειροποιήτου την ίδια περίοδο. Ο
συγκεκριμένος διάκοσμος ανανεώθηκε με την επισκευή του 1907 και λεπτομέρειά
του διακρίνεται σε φωτογραφία του Auguste Leon το 1913 (εικ. 85). Σύμφωνα με τον
Γ. Σωτηρίου η αψίδα του Ιερού κατά τους οθωμανικούς χρόνους είχε καλυφθεί με
πλάκες μολύβδου.487

Ο Άγιος Δημήτριος είχε δεχθεί αρκετές επισκευές κατά τους οθωμανικούς


χρόνους. Γνωστές είναι αυτές των ετών 1699,488 1703, όταν αφαιρέθηκε μέρος της
μολύβδινης επένδυσης της στέγης και 1708, όταν επισκευάστηκαν οι τοίχοι και η
στέγη του τεμένους. Το 1728 αντικαταστάθηκε η μολύβδινη στέγη και
τοποθετήθηκαν κεραμίδια.489 Μία ακόμη επέμβαση πραγματοποιήθηκε το 1841,
περίοδο κατά την οποία ο Γ. Σωτηρίου τοποθετεί τις επεμβάσεις που εντοπίστηκαν,
κυρίως στη νότια πλευρά του κτηρίου, με την προσθήκη των εξωτερικών αντηρίδων
και το φράξιμο ανοιγμάτων.490 Το 1874 ο Μιδάτ πασάς διεύρυνε τους παρακείμενους
δρόμους με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο αύλειος χώρος του τζαμιού.491 Η τελευταία
επέμβαση υπό οθωμανική διοίκηση έγινε το 1907, με σκοπό να επαναλειτουργήσει
το τέμενος, το οποίο για ένα διάστημα δεν χρησιμοποιούνταν.492 Τότε επισκευάστηκε
ξύλινη στέγη και ανανεώθηκαν τα δάπεδα των υπερώων και οι ξύλινες κλίμακες για
την πρόσβαση σε αυτά. Παράλληλα, αφαιρέθηκαν οι επιχρωματισμοί των κιόνων και
των κιονοκράνων και τα επιχρίσματα των κιονοστοιχιών, με αποτέλεσμα να
αποκαλυφθεί ο ψηφιδωτός διάκοσμος.493

Ο Άγιος Δημήτριος είναι από τους πρώτους ναούς της Θεσσαλονίκης που
προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών και αποτέλεσε από πολύ νωρίς
αντικείμενο μελέτης και επιστημονικής έρευνας. Τα πρώτα σχέδια του δόθηκαν από

487
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 105.
488
Βασδραβέλλης 1952, 36-37.
489
Βασδραβέλλης 1952, 184-186 · Δημητριάδης 2008, 294.
490
Σωτηρίου 1918, 25, υποσημ. 1.
491
Παπαγεωργίου 1908, 325, υποσημ. 1.
492
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 28 · Χλέπα 2011, 165.
493
Παπαγεωργίου 1908, 322-326.

88
τους Ch. Texier και R. Poplewell Pullan494 και αργότερα ακολούθησαν τα σχέδια και οι
υδατογραφίες του W.S George.495

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 ο ναός καθαγιάστηκε και


αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία. Ωστόσο η καταστροφική πυρκαγιά του
1917 προκάλεσε μεγάλες και ανεπανόρθωτες ζημιές στο κτήριο (εικ. 86), με
αποτέλεσμα να γίνουν εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης, οι οποίες διακόπηκαν
λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εργασίες συνεχίστηκαν την περίοδο 1945-1949
και ο ναός επαναλειτούργησε στη μορφή που σώζεται σήμερα.496

6. Αγία Αικατερίνη

Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης,497 κτίσμα της εποχής των Παλαιολόγων,498


μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος το 916 (1510/1) από τον Yakub Paşa, μπεηλέρμπεη
της Ρούμελης επί Βαγιαζήτ Β΄, σύμφωνα με το ιδρυτικό έγγραφο (εικ. 87).499 Ο ναός,
που θεωρείται καθολικό μονής, δεν διασώζει την αρχική του αφιέρωση500 αλλά μετά
την απελευθέρωση αφιερώθηκε κατά μία, άγνωστη σήμερα παράδοση, στην αγία
Αικατερίνη.501 Λόγω του αποσπασματικά σωζόμενου εικονογραφικού προγράμματός
του θεωρείται καθολικό μονής αφιερωμένης στο Χριστό, πιθανότατα της Μονής του
Χριστού Παντοδύναμου.502

494
Texier, Pullan 1864, πίν. XVII-XXVI.
495
Cormack 1985.
496
Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, 249-255.
497
Σχετικά με το ναό βλ. Diehl κ.ά. 1918, 176-186 · Janin 1975, 346 · Βοκοτόπουλος 1982, 99-110 ·
Vocotopoulos 1987, 107-116 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 128-130 · Ναλμπάντης 1997, 115-118 ·
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 116-120 · Ćurčić 2010, 550-552 · Τsigaridas 2011, 157-166 ·
Σέμογλου 2012, 158-165 · Ανδρούδης 2016, 248-249.
498
Ο ναός έχει χρονολογηθεί το διάστημα από τα τέλη 13ου-μέσα 14ου αιώνα. Ακολουθεί τον
αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με περίστωο. Σέμογλου
2012, 159-160.
499
Ο Βασίλης Δημητριάδης μάλιστα θεώρησε πως ο ναός δεν μετατράπηκε απλώς σε τζαμί αλλά σε
τεκέ. Δημητριάδης 2008, 303, 381.
500
Σχετικά με το θέμα βλ. Goulaki-Voutyra 1984, 255-264.
501
Παπαγεωργίου 1901, 33.
502
Η Ευαγγελία Χατζητρύφωνος διατύπωσε την άποψη σχετικά με την ταύτιση του ναού με το
καθολικό της Μονής Φιλοκάλλη. Σχετικά πρόσφατα έχει διατυπωθεί η υπόθεση για συσχετισμό του
ναού με το ιαματικό προσκύνημα του οσίου Νικοδήμου, λόγω των ιαματικών σκηνών που κυριαρχούν
στο εικονογραφικό πρόγραμμα. Βλ. Χατζητρύφωνος 1995, 136-137 · Τσιγαρίδας 2006, 94-95 ·
Σέμογλου 2012, 164.

89
Το νέο τέμενος έφερε την ονομασία Yakub Paşa Camii και για τη συντήρησή του
ιδρύθηκε βακούφι. Αφιερώθηκαν οι πρόσοδοι του χωριού Μαύροβο της Χαλκιδικής,
που ανέρχονταν σε 19.550 άσπρα.503 Σύμφωνα με τον Βασίλη Δημητριάδη, το
ιδρυτικό έγγραφο του βακουφιού καθόριζε, εκτός από την ίδρυση τζαμιού, τη
λειτουργία ιμαρέτ και μεντρεσέ.504 Το τζαμί του Yakub Paşa φαίνεται πως ήταν μέρος
ενός «άτυπου» külliye, ωστόσο το συγκρότημα δεν αναφέρεται στο καταγραφικό
κατάστιχο του 1530.505

Το κτήριο ως τζαμί δεν υπέστη δραστικές μετασκευές και δεν αλλοιώθηκε


σημαντικά η αρχική του μορφή.506 Από τις σημαντικότερες επεμβάσεις των
οθωμανικών χρόνων ήταν ο ανεξάρτητος μιναρές στη ΝΔ γωνία του κτηρίου, που
διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες (εικ. 88). Επάνω σε τετράγωνη βάση στηριζόταν
ο κυκλικός κορμός που έφερε έναν εξώστη στο ανώτερο μέρος του. Το ανώτερο
τμήμα της βάσης και ο εξώστης έφεραν διάκοσμο από σταλακτίτες, ενώ η κωνική
απόληξη ήταν ως συνήθως καλυμμένη με μολυβδόφυλλα (εικ. 89).507

Πολλά ανοίγματα είχαν εντοιχιστεί, όπως τα δίλοβα και τρίλοβα των πλευρών του
περιστώου, τα ανοίγματα των τρούλων και τα τρίλοβα παράθυρα των κεραιών του
κεντρικού πυρήνα. Σε αρκετά σημεία είχαν διανοιχθεί νέες θύρες και παράθυρα,
όπως στην ανατολική πλευρά ένα ζεύγος παραθύρων εκατέρωθεν του μιχράμπ και
στις εξωτερικές όψεις των παρεκκλησίων στις ανατολικές απολήξεις του περιστώου
(εικ. 90).508 Ένα παράθυρο με οξυκόρυφο τόξο στη βόρεια κεραία του σταυροειδούς
πυρήνα διακρίνεται σε λήψη του M. Le Tourneau (εικ. 91). Στην ίδια λήψη διακρίνεται
και μέρος της δυτικής πλευράς με τα νέα ανοίγματα που είχαν διαμορφωθεί καθώς
και μία ξύλινη ανοικτή στοά στα δυτικά. Στο βόρειο άκρο της δυτικής πλευράς
εφαπτόταν τοίχος που διαμόρφωνε τον περίβολο του τεμένους. Έφερε θύρα που

503
Κυριακόπουλος 2014, 55.
504
Σχετικά με τον μεντρεσέ του Yakub Paşa στη Θεσσαλονίκη, ο Φωκίων Κοτζαγεώργης διατύπωσε
πρόσφατα την άποψη ότι ο Β. Δημητριάδης παρερμήνευσε τον Τούρκο ιστορικό Tayyib Gokbligin, o
οποίος αναφέρεται μόνο στην ύπαρξη τζαμιού του συγκεκριμένου πασά στη Θεσσαλονίκη, και ότι ο
αναφερόμενος μεντρεσές ιδρύθηκε στην Αδριανούπολη. Δημητριάδης 2008, 303 · Κοτζαγεώργης
2019, 213.
505
Κυριακόπουλος 2014, 55.
506
Ανδρούδης 2016, 249.
507
Παπάζογλου 2010, 29, πίν. VI, ιχν. 3-4 · Περδικοπούλου 2015, 67.
508
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 35.

90
οδηγούσε, εκτός από τον περίβολο, και στο οθωμανικό νεκροταφείο που είχε
διαμορφωθεί στην ανατολική πλευρά του κτηρίου.

Σε σχέδιο της δυτικής όψης του κτηρίου των Μ. Le Tourneau και Η. Saladin, εκτός
των ανοιγμάτων, αποδίδεται στο νότιο άκρο του τοίχου μία εξωτερική κόγχη μιχράμπ,
για την εξυπηρέτηση των αργοπορημένων μουσουλμάνων που προσέρχονταν στο
τζαμί (εικ. 92). Η κεραμωτή στέγη της στοάς των οθωμανικών χρόνων αλλοίωνε
αισθητά την εξωτερική διάρθρωση της δυτικής πλευράς, καλύπτοντάς την ως την
ποδιά του παραθύρου της δυτικής κεραίας του κεντρικού πυρήνα και παράλληλα
απέκρυπτε την αντίστοιχη όψη των δυτικών τρούλων.509 Το κτήριο ήταν επιχρισμένο
εξωτερικά με αποτέλεσμα την αλλοίωση της διάρθρωσης των όψεων, που έφεραν
κογχάρια και τυφλά αψιδώματα.510

Στο εσωτερικό του τεμένους είχε επιχριστεί ο βυζαντινός ζωγραφικός διάκοσμος


και είχε προστεθεί ο λειτουργικός εξοπλισμός του. Το μικρό μέγεθος του ναού
οδήγησε σε ορισμένες ιδιαιτερότητες ως προς την τοποθέτηση του λειτουργικού
εξοπλισμού. Το μιχράμπ, με την περίτεχνη διακόσμηση, εγγράφθηκε σε όλο το
πλάτος της αψίδας του Ιερού, λόγω στενότητας του χώρου (εικ 93). Το μαχφίλ
τοποθετήθηκε στη δυτική πλευρά του περιστώου και όχι στη συνήθη θέση του, στα
νότια του μινμπάρ (εικ. 94). Ο εντοίχιος διάκοσμος απαρτιζόταν από ελάχιστα
μετάλλια με κορανικές επιγραφές σε ορισμένα σημεία των τοίχων (εικ. 95).

Για τη διευκόλυνση της πρόσβασης και θέασης προς το εσωτερικό


αναδιαμορφώθηκαν οι τοίχοι του κεντρικού πυρήνα, με τη διάνοιξη περισσότερων
φαρδύτερων ανοιγμάτων (εικ. 96).511 Σε μερικά τοξωτά ανοίγματα δημιουργήθηκε
στο άνω μέρος τους οξυκόρυφο τόξο. Παράλληλα, αφαιρέθηκαν οι δύο πεσσοί του
Ιερού.512 Το δάπεδο ως είθισται ήταν καλυμμένο με τάπητες και ψάθες.

Κατά τους οθωμανικούς χρόνους το τέμενος της Αγίας Αικατερίνης δεν


προσέλκυσε την προσοχή των περιηγητών, καθώς αναφέρεται μόλις τρεις φορές.
Ίσως, να οφείλεται στο μικρό μέγεθος του κτηρίου και στη θέση του, ασφυκτικά

509
Diehl κ.ά. 1918, πίν. LIX.
510
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 35.
511
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 35.
512
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 35.

91
περικυκλωμένο από τις οικίες της συνοικίας.513 H πρώτη αναφορά
πραγματοποιήθηκε από τον Χατζή Κάλφα, ο οποίος κατέταξε το τέμενος του Yakub
Paşa ανάμεσα στα μεγαλύτερα της πόλης.514 Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως το
εν λόγω τζαμί ήταν ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της
Θεσσαλονίκης. Ο Charles Texier μας πληροφορεί πως το τέμενος διέθετε δύο
ιμάμηδες και ιμαρέτ, προσφέροντας το χειμώνα δύο φορές ημερησίως συσσίτιο
στους άπορους.515 Ενδιαφέρουσα είναι και η μαρτυρία του Meyer (1898) ότι «το
τζαμί του Γιακούμπ πασά, προηγουμένως ναός της Αγίας Αικατερίνης, επιδιορθώθηκε
πριν λίγο καιρό».516

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο ναός αποδόθηκε εκ νέου στη


χριστιανική λατρεία. Ωστόσο, η έλευση μεγάλου αριθμού προσφύγων είχε ως
αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί το 1914 ο ναός ως κατάλυμά τους.517 Ο καθαγιασμός
πραγματοποιήθηκε ανήμερα της εορτής της αγίας Αικατερίνης το 1919.518 Το
διάστημα 1947-1951 πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες στο μνημείο και
αφαιρέθηκαν οι οθωμανικές προσθήκες.519

7. Άγιοι Απόστολοι

O ναός των Αγίων Αποστόλων, καθίδρυμα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως


Νήφωνα Α΄ (1310-1314), και ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της
πόλης, ακολούθησε την τύχη των περισσότερων ναών της Θεσσαλονίκης και
μετατράπηκε σε τζαμί (εικ. 97).520 H σημερινή ονομασία του ναού δεν είναι η αρχική

513
Ταμπάκη 1998, 70.
514
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 17.
515
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
516
Meyer 1898, 390-396 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 66.
517
Αδάμ-Βελένη 2012, 51.
518
Γιάγκος 2001, 146.
519
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 35.
520
Ο ναός ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς
εγγεγραμμένου με περίστωο και εξωνάρθηκα και θεωρείται καθολικό μονής. Σχετικά με τον ναό βλ.
Παπαγεωργίου 1901, 23-39 · Diehl κ.ά. 1918, 187-200 · Καλοκύρης 1969β, 111-122 · Νικονάνος 1972 ·
Janin 1975, 352-354 · Velenis 1981, 457-467 · Βοκοτόπουλος 1982, 99-110 · Rautman 1984 · Kuniholm,
Striker 1990, 1-26 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 130-136 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα 1997,
121-135 · Βελένης 2001, 1-25 · Ćurčić 2010, 552-554 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 299-353 ·
Ανδρούδης 2012β, 146-157 · Ανδρούδης 2016, 247-248.

92
αλλά βασίζεται σε προφορική παράδοση των τελευταίων οθωμανικών χρόνων, περί
δώδεκα καλύψεων ως συμβολισμού των αποστόλων.521 Ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος,
βασιζόμενος στο εικονογραφικό πρόγραμμα, υποστήριξε την αρχική αφιέρωση του
ναού στη Θεοτόκο και μάλιστα προχώρησε στην ταύτιση με το καθολικό της Μονής
Γοργοεπηκόου.522

Η μετασκευή του κτηρίου σε τζαμί τοποθετείται χρονικά το διάστημα 1520-


1530523 και ως ιδρυτής του φέρεται ο Cezeri-zade Koca Kasım Paşa,524 βεζίρης των
σουλτάνων Βαγιαζήτ Β΄ και Σελίμ Α΄ και διοικητής της Θεσσαλονίκης.525 Μία αόριστη
χρονολόγηση της μετατροπής στον 9ο αιώνα της Εγίρας ή άμεσα μετά την κατάληψη
της πόλης πρότεινε ο Charles Texier, βασιζόμενος σε πληροφορίες του ξεναγού
του.526

Το τέμενος έφερε την ονομασία Cezeri Kasım Paşa Camii, λαμβάνοντας το όνομα
του ιδρυτή του. Παράλληλα, ήταν γνωστό και ως Soğuk Su Camii («Τζαμί του κρύου
νερού»), λόγω της βυζαντινής κινστέρνας,527 που σώζεται στα ΒΔ του κτηρίου, και
φαίνεται πως χρησιμοποιούταν το διάστημα λειτουργίας του τζαμιού.528

Για τη συντήρηση του τεμένους του ο πασάς ίδρυσε το ομώνυμο βακούφι.


Πρόκειται για ένα αγροτικό βακούφι με την αφιέρωση των ετήσιων προσόδων του

521
Εκτός της παράδοσης από την οποία προέκυψε η αφιέρωση του ναού στους δώδεκα αποστόλους,
στα τέλη του 19ου αιώνα είχε διατυπωθεί η γνώμη για ταύτιση του ναού με τη Μονή Τιμίου
Προδρόμου, η οποία γρήγορα απορρίφθηκε. Βλ. Παπαγεωργίου 1901, 39 · Χατζή Ιωάννου 1976, 91.
522
Ξυγγόπουλος 1953α, 726-735.
523
Οι P. Kuniholm και C. Striker, βάσει δενδροχρονολογήσεων που πραγματοποίησαν στο μνημείο
τοποθετούν τη μετασκευή σε ισλαμικό τέμενος το 1516, με πιθανό εύρος απόκλισης το διάστημα
1507-1525. Kuniholm, Striker 1990, 22.
524
Πρόσφατα ο Φ. Κοτζαγεώργης διατύπωσε την άποψη ότι ο Cezeri-zade Koca Kasım Paşa, χρημάτισε
νωρίτερα διοικητής της Θεσσαλονίκης και πιο συγκεκριμένα το 1486-1502, τοποθετώντας παράλληλα
στο ίδιο διάστημα και τη μετατροπή των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί. Κοτζαγεώργης 2019, 205-206,
212.
525
Δημητριάδης 2008, 307-308.
526
Για τη χρονολογία μετατροπής του ναού των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί είχαν διατυπωθεί κατά
καιρούς διάφορες απόψεις. Ο Raymond Janin τοποθέτησε τη μετασκευή σε τέμενος στα 1433. Ο
Marcus Rautman ισχυρίστηκε ότι η ίδρυση του τζαμιού πραγματοποιήθηκε είτε περίπου στα 1455, είτε
το διάστημα 1520-1530. Το έτος 1455 προέκυψε από τις πρώτες δενδοχρονολογήσεις των P. Kuniholm
και C. Striker στο μνημείο, ενώ από την επανεξέταση των αποτελεσμάτων προέκυψε μεταγενέστερη
χρονολόγηση. Τexier, Pullan 1864, 122, 148 · Janin 1975, 352-354 · Kuniholm, Striker 1983, 411-420 ·
Rautman 1984, 40.
527
Για την κινστέρνα βλ. Ορλάνδος 1940, 377-383.
528
Από την περιγραφή του K. Brown γίνεται εμφανές ότι η βυζαντινή κινστέρνα βρισκόταν σε χρήση
κατά τους οθωμανικούς χρόνους και μάλιστα επικρατούσε η παράδοση ότι το νερό της θεράπευε την
ελονοσία. Παπαγεωργίου 1901, 24 · Ενεπεκίδης 1988, 122-123.

93
χωριού Λοζίκι, που ανέρχονταν σε 22.417 άσπρα.529 Το τέμενος των Αγίων
Αποστόλων δεν ήταν αυτοτελές αλλά μέρος ενός υποτυπώδους külliye. Στα ΝΑ του
οικοδομήθηκε, την ίδια περίοδο από τον Cezeri Kasım Paşa, αρχικά ένα μονό λουτρό,
το Paşa Ηamamı (Λουτρά Φοίνιξ).530 Το λουτρό ανεγέρθηκε στα ερείπια ενός
παλαιοχριστιανικού ναού, το λεγόμενο «Οκτάγωνο του Βαρδαρίου», το οποίο
θεωρείται αρχικά ναός του αγίου Νέστορος.531

Στη νοτιοδυτική γωνία του μνημείου προστέθηκε σε μικρή απόσταση από αυτό ο
μιναρές του τεμένους, όπως διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες (εικ. 98).532
Πρόκειται για τυπικό μιναρέ με κυλινδρικό κορμό, ο εξώστης του οποίου έφερε
ανάγλυφη διακόσμηση στο κάτω μέρος του. Η απόληξή του, καλυμμένη με
μολυβδόφυλλα, ήταν κωνική και όχι ιδιαίτερα οξυκόρυφη.533

Σε μικρή απόσταση από τη δυτική πλευρά του κτηρίου υπήρχε μέχρι το 1917 μία
οθωμανική κρήνη κάτω από εξαγωνικό στέγαστρο, το οποίο έφεραν ανεστραμμένοι
κίονες,534 έχοντας ως βάση κιονόκρανα (εικ. 97).535 Ανατολικά της κρήνης, υπήρχε και
μία τετράπλευρη κρήνη των οθωμανικών χρόνων, πρωιμότερη της πρώτης, η οποία
για μεγάλο διάστημα παρέμενε σε αχρησία. Για την ανέγερση των δύο κατασκευών
χρησιμοποιήθηκε προγενέστερο οικοδομικό υλικό.536

Στα ανατολικά του τεμένους είχε αναπτυχθεί ένα μικρό οθωμανικό νεκροταφείο,
όπως διακρίνεται σε φωτογραφίες της εποχής (εικ. 99).537 Το νεκροταφείο περιέκλειε
χαμηλός περίβολος, τμήματα του οποίου εφάπτονταν στους εξωτερικούς τοίχους του

529
Κυριακόπουλος 2014, 53-54.
530
Σχετικά με το λουτρό βλ. Ανδρούδης 2015, 377-386 · Ανδρούδης 2016, 219-223.
531
Μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού του Paşa Ηamamı προέρχεται από τη λιθολόγηση των
ερειπίων του οκταγωνικού ναού. Σχετικά με το Οκτάγωνο του Βαρδαρίου βλ. Μαρκή 1983α, 117-133 ·
Μαρκή 1983β, 51-52 · Σικαλίδου 2019, παράρτημα 8, όπου προγενέστερη βιβλιογραφία.
532
Όπως ισχυρίστηκαν οι P. Kuniholm και C. Striker, παρατηρώντας παλιές φωτογραφίες, η βάση του
μιναρέ είναι ανεξάρτητη του κτηρίου και δεν ενσωματώνει μέρος αυτού, όπως εσφαλμένα
αποτυπώνεται σε σχέδιο του M. Le Tourneau. Ανεξάρτητος παρουσιάζεται σε χαρακτικό της M.A.
Walker. Kuniholm, Striker 1990, 24 · Η Θεσσαλονίκη στα χαρακτικά 1998, εικ. 44.
533
Παπάζογλου 2010, 38, πίν. ΧΙΧ-ΧΧ.
534
Οι κίονες προέρχονταν πιθανότατα από τα δίλοβα ανοίγματα της νότιας πλευράς, που φράχθηκαν.
Velenis 1981, 459.
535
Παπαγεωργίου 1901, 37 · Βελένης 2005, 43-44.
536
Παπαγεωργίου 1901, 37.
537
Παπαγεωργίου 1901, 24.

94
τζαμιού. Σύμφωνα με τον Μ. Χατζή Ιωάννου, κοντά στη νότια πλευρά του
καθιδρύματος υπήρχε η οικία του ιμάμη.538

Οι επεμβάσεις που δέχθηκε το κτήριο στο εσωτερικό του στόχευαν στην


ενοποίηση του χώρου, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των πιστών μουσουλμάνων, δίχως
να αλλοιώνουν σημαντικά την κάτοψη και την εξωτερική διάρθρωση των όψεων (εικ.
100). Με την αφαίρεση του χριστιανικού εξοπλισμού, πραγματοποιήθηκε η
τοποθέτηση του ισλαμικού, όπως διακρίνεται σε φωτογραφίες (εικ. 101).
Εκατέρωθεν του μιχράμπ διανοίχθηκαν παράθυρα στις κόγχες των παραβημάτων
(εικ. 102). Σε εσωτερική λήψη του Αριστοτέλη Ζάχου διακρίνεται το υπερυψωμένο
με νοτιοανατολική κλίση δάπεδο, που είχε διαμορφωθεί στο ανατολικό τμήμα του
κυρίως πυρήνα και της βόρειας πτέρυγας του περιστώου (εικ. 103). Στις ελάχιστες
εσωτερικές λήψεις του τεμένους των Αγίων Αποστόλων απουσιάζει το μαχφίλ από
τον κεντρικό πυρήνα (εικ. 104). Πιθανότατα, λόγω της στενότητας του χώρου το
μαχφίλ δεν τοποθετήθηκε στη συνήθη θέση του αλλά ίσως σε κάποια από τις
πτέρυγες του περιστώου, όπως συνέβη και στην Αγία Αικατερίνη. Στο δυτικό μέρος
του κεντρικού πυρήνα δημιουργήθηκαν ξύλινες εξέδρες για τις γυναίκες.539

Ο εντοίχιος ζωγραφικός και ψηφιδωτός διάκοσμος καλύφθηκε με στρώμα σοβά.


Εντύπωση προκαλεί πως πριν την επίχριση των ψηφιδωτών αφαιρέθηκαν με
ιδιαίτερη επιμέλεια οι χρυσές ψηφίδες του κάμπου. Σε μία προσπάθεια ερμηνείας
του μοναδικού παραδείγματος των Αγίων Αποστόλων, ο Νικόλαος Νικονάνος
υπέθεσε πως κατά τις εργασίες για τη μετασκευή του ναού σε τζαμί, η αφαίρεση των
χρυσών ψηφίδων ανατέθηκε σε χριστιανούς, οι οποίοι εργάστηκαν με προσοχή από
σεβασμό προς τις παραστάσεις, ώστε να μην τις καταστρέψουν.540 Ο ζωγραφικός
διάκοσμος, όπου δεν καταστράφηκε με τη διάνοιξη ανοιγμάτων φέρει χτυπήματα για
την καλύτερη εφαρμογή του στρώματος του επιχρίσματος (εικ. 105). Στις
περισσότερες μορφές αγίων, μάλιστα, όπως συνέβη και στους υπόλοιπους ναούς της
πόλης, παρατηρούνται χτυπήματα στους οφθαλμούς. Η συγκεκριμένη κίνηση ίσως
δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία αλλά πιθανώς ως πράξη «τιμωρίας» απέναντι στις

538
Παπαγεωργίου 1901, 35.
539
Kuniholm, Striker 1990, 24.
540
Νικονάνος 1972, 31-32.

95
άγιες μορφές, καθώς οι οφθαλμοί θεωρούνταν μια πηγή ενέργειας και καθρέπτης της
ψυχής.

Στις οθωμανικές επεμβάσεις συγκαταλέγονται τα πλάγια ανοίγματα των δυτικών


γωνιακών διαμερισμάτων του κυρίως ναού541 και τα πλάγια ανοίγματα στο δυτικό
τοίχο του νάρθηκα, τα οποία κατέστρεψαν μέρη της τοιχογράφησης.542 Παράλληλα,
διανοίχτηκε είσοδος από την πρόθεση προς τη βόρεια πτέρυγα του περιστώου και
καθαιρέθηκε ο θυραίος τοίχος του παρεκκλησίου του Προδρόμου.543 Φράχθηκαν τα
ανοίγματα των τρούλων και διανοίχθηκαν λίγα μικρότερα στη θέση τους (εικ. 106).
Τα τρίβηλα του νάρθηκα αφαιρέθηκαν, όπως και οι κίονες των δίλοβων ανοιγμάτων
της νότιας πλευράς και αμφικιονίσκοι της βόρειας.544 Στη θέση των φραγμένων
ανοιγμάτων στη βόρεια και νότια όψη δημιουργήθηκαν παράθυρα (εικ. 107).

Οι περισσότερες μετασκευές εντοπίζονται στη δυτική όψη του κτηρίου. Η


σημερινή κεντρική είσοδος διαμορφώθηκε κατά τους οθωμανικούς χρόνους (εικ.
108). Κατά τους P. Kuniholm και C. Striker το πλαίσιο επάνω από την κεντρική θύρα
θεωρείται οθωμανική διαμόρφωση για την τοποθέτηση της κτητορικής επιγραφής
του τεμένους, καθώς ανάλογες διαμορφώσεις είναι συνήθεις στην οθωμανική
αρχιτεκτονική.545 Σε μεταγενέστερη εποχή προστέθηκε στη βόρεια και δυτική πλευρά
ξύλινο χαγιάτι με κεραμωτή στέγη, καλύπτοντας μεγάλο μέρος της ανωδομής.546
Λόγω των επιχώσεων που είχαν δημιουργηθεί, κυρίως στα δυτικά του κτηρίου, στο
χαγιάτι οδηγούσε κλίμακα με δύο αναβαθμούς. Σύμφωνα με τους P. Kuniholm και C.
Striker, το επίπεδο της στάθμης της ανοικτής στοάς καθόρισε η ποδιά των βυζαντινών
κογχών εκατέρωθεν της εισόδου, οι οποίες ίσως διαμορφώθηκαν ως κόγχες μιχράμπ
για τους αργοπορημένους μουσουλμάνους.547 Η οθωμανική στοά παρουσίαζε

541
Ćurčić 1979, 72-74.
542
Velenis 1981, 459-460 · Antonopoulos κ.ά. 2017, 333-334.
543
Στο σημείο που διανοίχθηκε η είσοδος επικοινωνίας της πρόθεσης με το παρεκκλήσιο του
Προδρόμου καταστράφηκε η μορφή ενός διακόνου. Velenis 1981, 460-461.
544
Velenis 1981, 461.
545
Η διαμόρφωση του ορθογώνιου πλαισίου επάνω από την κεντρική είσοδο θεωρείται γενικότερα
βυζαντινή αλλά δεν είναι αδύνατο να φιλοξένησε την κτητορική επιγραφή του τεμένους, κατά τον
ισχυρισμό των P. Kuniholm και C. Striker. Ωστόσο, αν ο ισχυρισμός είναι αληθής η επιγραφή βρισκόταν
στο συγκεκριμένο σημείο μέχρι την προσθήκη του μεταγενέστερου χαγιατιού, καθώς οι ξύλινοι δοκοί
για τη στήριξη της στέγης του διατρυπούσαν το πλαίσιο. Kuniholm, Striker 1990, 25-26.
546
Ανδρούδης 2016, 248.
547
Kuniholm, Striker 1990, 23.

96
υψομετρική διαφορά με τον βυζαντινό εξωνάρθηκα και ανάμεσά τους
μεσολαβούσαν 1-2 αναβαθμοί.548

Η ανάγκη για μεγαλύτερη στοά οδήγησε στην ενσωμάτωση του εξωνάρθηκα με


τη διάνοιξη των τρίβηλων ανοιγμάτων του.549 Πιθανότατα, τότε τα πλάγια οθωμανικά
ανοίγματα του δυτικού τοίχου του νάρθηκα εντοιχίστηκαν και διαμορφώθηκαν ως
κόγχες μιχράμπ, όπως αποτυπώνονται σε σχέδιο του M. Le Tourneau.550

Επεμβάσεις κατά τους οθωμανικούς χρόνους δέχθηκε και ο βυζαντινός πυλώνας


στα νότια του μνημείου,551 μέρους του οποίου σώζεται σήμερα.552

Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ το τζαμί συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα της πόλης
από τον Χατζή Κάλφα,553 οι αναφορές στους Αγίους Αποστόλους είναι ελάχιστες.
Μόλις το 1821, ο Madox αναφέρεται στη χρήση του μνημείου ως σιταποθήκης,
πληροφορία που δεν επιβεβαιώνεται από άλλη πηγή.554 Ακολουθούν μέσα στον ίδιο
αιώνα οι περιγραφές των Α. Slade,555 Ch. Texier,556 E. le Camus557 και Meyer.558 Η
περιγραφή του Texier είναι η αναλυτικότερη και παράλληλα παραθέτει και τα πρώτα
γνωστά σχέδια του μνημείου.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης ο ναός των Αγίων Αποστόλων αποδίδεται στη
χριστιανική λατρεία μόλις το 1916,559 ενώ από το 1914 χρησιμοποιούνταν ως

548
Kuniholm, Striker 1990, 24.
549
Kuniholm, Striker 1990, 24.
550
Ο Γ. Βελένης πρότεινε πως η συγκεκριμένη διαρρύθμιση με τη δημιουργία των κογχών συνέβη
πιθανότατα μετά την καθαίρεση του χαγιατιού και τη διαμόρφωση του εξωνάρθηκα ως ανοικτής
στοάς. Ωστόσο, το ξύλινο προστώο καθαιρέθηκε μετά την απελευθέρωση της πόλης και τον
καθαγιασμό του ναού, επομένως η οθωμανική προσθήκη και ο βυζαντινός εξωνάρθηκας για ορισμένο
χρονικό διάστημα φαίνεται πως λειτουργούσαν ως ενιαία στοά. Velenis 1981, 463, υποσημ. 10.
551
Σχετικά με τον πυλώνα βλ. Βελένης 1983, 23-36 · Επαμεινώνδας 2014, 36-37.
552
Ανδρούδης 2016, 248.
553
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 17.
554
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 39.
555
Slade 1833, 448-451 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 42.
556
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 44.
557
O E. le Camus στην περιγραφή του αντιγράφει σε μεγάλο μέρος αυτή του Texier. Camus 1896, 283-
305 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 64.
558
Meyer 1898, 390-396 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 66.
559
Γιάγκος 2001, 145-146.

97
προσφυγικός καταυλισμός.560 Εργασίες αποκατάστασης πραγματοποιήθηκαν τα
διαστήματα 1926-1928 και 1940-1942.561

8. Αγία Σοφία

Ο ναός της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, κτισμένος σε μία ιδιαίτερα σημαντική


θέση της πόλης, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής,
αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους ναούς της βυζαντινής Θεσσαλονίκης.562
Ο ναός βαρύς και επιβλητικός, στον τύπο του σταυρικού τρουλαίου με περίστωο στις
τρεις πλευρές, λειτούργησε, όπως θεωρείται, ως η μητρόπολη της πόλης μέχρι και τη
μετατροπή του σε ισλαμικό τέμενος κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.563
Η ίδρυση του, στον 7ο ή 8ο αιώνα,564 σε ένα χώρο με έντονη οικοδομική
δραστηριότητα τους προηγούμενους αιώνες, υποδηλώνουν τη σημαντική θέση που
κατείχε στην εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλονίκης. Άλλωστε, στη θέση του
υπάρχοντος κτηρίου έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα δύο προγενέστερων ναών.565 Ο
δεύτερος από αυτούς, μία πεντάκλιτη βασιλική, επηρέασε τη χάραξη και το
σχεδιασμό του υφιστάμενου κτηρίου και μερικά τμήματά του συνέχισαν να
χρησιμοποιούνται στο νέο ναό.566 Περιμετρικά, έχουν βρεθεί λείψανα διοικητικών
και λειτουργικών κτισμάτων, με βασικότερο το επισκοπείο στα βόρεια,567 ενώ
παράλληλα οι ανασκαφές του ΜΕΤΡΟ έχουν φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα για
τη διαμόρφωση της παρακείμενης περιοχής, με τις δύο πλατείες.

560
Αδάμ-Βελένη 2012, 51.
561
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 300.
562
Σχετικά με το ναό βλ. Τafrali 1913α, 165-168 · Παπαχατζής 1973, 37-43 · Janin 1975, 406-411 ·
Φουντούλης 1976, 151-167 · Παπαγιαννόπουλος 1983, 60-63 · Η Θεσσαλονίκη 1985, 76-85 ·
Θεοχαρίδου, 1994 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 88-100 · Ναλμπάντης 1997, 76-85 · Κουρκουτίδου-
Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 197-213 · Ταμπάκη 1998, 114-133 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 325-409 · Ćurčić
2010, 258-260 · Μέντζος 2012β, 104-125 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 241-295 · Τσακστίρας
κ.ά. 2013, 105-113 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 2014 · Τάντσης 2014, 135-138.
563
Σταυρίδου-Ζαφράκα 2001, 549-560.
564
Για την ίδρυση της Αγίας Σοφίας έχουν προταθεί από διάφορους μελετητές χρονολογήσεις από τον
6ο-8ο αιώνα, με επικρατέστερη πάντως μία χρονολόγηση στον 8ο αιώνα. Βελένης 1997, 70-77 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 2014, 9.
565
Θεοχαρίδου 1994, 32-39 · Μέντζος 2012β, 105-106.
566
Σχετικά με την πεντάκλιτη βασιλική βλ. Μέντζος 1981, 201-211 · Μέντζος 2000α, 583-585.
567
Μαρκή 1997, 54-61 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 2014, 12.

98
Ένα από τα προβλήματα της έρευνας σχετικά με την Αγία Σοφία ήταν το αν
διετέλεσε μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης και σε ποιο διάστημα.
Πληροφορίες με σαφείς αναφορές στο συγκεκριμένο ναό οδηγούν στο συμπέρασμα
ότι αποτέλεσε την έδρα της μητρόπολης από την εποχή της ίδρυσής του μέχρι και τη
μετατροπή του σε τζαμί στις αρχές του 16ου αιώνα.568 Ωστόσο, κατά καιρούς είχαν
διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον μητροπολιτικό ναό. Αφορμή της
συζήτησης αποτέλεσε το κείμενο του Ιγνατίου από το Σμολένσκ : «… καθολικοί δε
ναοί: Αγία Σοφία, Μητρόπολις, Αχειροποιήτος, Άγιοι Ασώματοι».569 Για το εν λόγω
απόσπασμα έχουν διατυπωθεί δύο προτάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη μετά το όνομα
της Αγίας Σοφίας δεν υφίσταται κόμμα και έτσι ως μητρόπολη προσδιορίζεται αυτή.
Η αντίθετη πρόταση δέχεται την ύπαρξη κόμματος και ότι πρόκειται για δύο
διαφορετικούς ναούς. Σε αυτή την περίπτωση ο μητροπολιτικός ναός είχε ταυτιστεί
με την Αχειροποίητο από τον Robin Cormack570 και με τη Ροτόντα από τον Γ.
Θεοχαρίδη, την περίοδο από τον 4ο-13ο αιώνα.571 Τέλος, ο Β. Δημητριάδης
υποστήριξε πως η Αγία Σοφία έπαψε να είναι η μητρόπολη πριν το 1405 και έκτοτε
ως την άλωση του 1430 ως μητροπολιτικός ναός λειτουργούσε το Οκτάγωνο,572
άποψη την οποία υιοθέτησε και ο Γ. Θεοχαρίδης.573

Η ιδιαίτερη θέση που κατείχε η Αγία Σοφία, μεταξύ των υπολοίπων χριστιανικών
ναών της πόλης, φαίνεται πως εξακολουθεί να διατηρείται και κατά τα χρόνια της
οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς αμέσως μετά την μετατροπή της σε τζαμί γίνεται το
επίσημο τζαμί της Θεσσαλονίκης, το οποίο μέχρι τότε ήταν το τέμενος στο οποίο είχε
μετατραπεί η Αχειροποίητος (εικ. 109).574 Η Αγία Σοφία δεν ανήκε στους πρώτους
ναούς της Θεσσαλονίκης που μετατράπηκαν σε τζαμιά αμέσως μετά την άλωση από
τους Οθωμανούς το 1430. Αντιθέτως, παρέμεινε σε χριστιανικά χέρια για σχεδόν έναν

568
Σχετικά βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα 2001, 549-560 · Χατζηαντωνίου 2007.
569
Λάσκαρις 1952α, 315-344.
570
Θεοχαρίδου 1994, 28.
571
Θεοχαρίδης 1954, 24-70.
572
Δημητριάδης 2008, 310-311.
573
Θεοχαρίδης 1983, 386.
574
Το τζαμί στο οποίο είχε μετατραπεί η Αχειροποίητος το 1430 ήταν γνωστό ως Mesҫid-i Camıı,
δηλαδή Τέμενος του Τζαμιού, και ήταν το πρώτο και μοναδικό τζαμί της πόλης μέχρι το 1478. Μετά
την καθιέρωση του τεμένους της Αγίας Σοφίας ως επίσημο τζαμί και τη μετατροπή και άλλων
χριστιανικών ναών σε ισλαμικούς ευκτήριους οίκους, η Αχειροποίητος λαμβάνει την ονομασία Eski
Camıı, δηλαδή Παλαιό Τζαμί. Ράπτης 2016, τ.1, 112.

99
ακόμη αιώνα. Ταυτίζεται με έναν από τους λεγόμενους τέσσερις καθολικούς ναούς
που δόθηκαν στους Χριστιανούς, σύμφωνα με τη Διήγηση του Ιωάννη Αναγνώστη.575
Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι ο αρχικός
μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης, τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση, ήταν
ιδιαίτερα μικρός και δεν ήταν επιτακτική η ανάγκη για ύπαρξη μεγάλου αριθμού
μουσουλμανικών τεμενών.576 Ίσως, η καθυστέρηση της κατάληψη του κτηρίου ώστε
να γίνει αυτός το πρώτο επίσημο τζαμί της Θεσσαλονίκης να οφείλεται στο γεγονός
ότι η Αχειροποίητος κατέχει κεντρικότερη θέση στον πολεοδομικό ιστό της πόλης και
εξυπηρετούσε περισσότερο τους λίγους μουσουλμάνους κατοίκους. Οι περισσότεροι
βυζαντινοί ναοί έγιναν τζαμιά, κυρίως από τα τέλη του 15ου αιώνα και αργότερα,
λόγω της συνεχούς αύξησης των μουσουλμάνων κατοίκων και της άμεσης ανάγκης
για εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.577 Παράλληλα, σε αρκετές
περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί ευνοϊκή στάση από τους Οθωμανούς απέναντι στους
μητροπολιτικούς ναούς, το οποίο μπορεί να οδήγησε στη μεταγενέστερη μετασκευή
της.578 Λόγω της καθυστερημένης αφαίρεσης του ναού από τη δικαιοδοσία των
Χριστιανών, η Αγία Σοφία ταυτίστηκε από τον Franz Babinger με τη Μονή της Μικρής
Αγίας Σοφίας, η οποία σύμφωνα με φιρμάνι του 1459, παραχωρήθηκε από τον
σουλτάνο Μεχμέτ Β΄ στη Μάρα, χήρα του Μουράτ Β΄ και κόρη του Σέρβου δεσπότη
Γεωργίου Μπράνκοβιτς.579

575
Για τους καθολικούς ναούς την εποχή της άλωσης από τους Οθωμανούς βλ. Τσάρας 1983, 131-144.
576
Lowry 1980-1981, 254-293.
577
Η μετατροπή των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης σε τζαμιά πραγματοποιήθηκε σε τρεις κύριες
φάσεις: η πρώτη κατά την άλωση του 1430 και μετά την απογραφή που ζήτησε ο σουλτάνος Μουράτ
Β΄ όταν επανήλθε στην πόλη περίπου τρία χρόνια αργότερα, η δεύτερα στα τέλη 15 ου- αρχές 16ου
αιώνα και η τελευταία στα τέλη του 16ου αιώνα, η οποία συνδέθηκε παράλληλα με το γενικότερο φόβο
για το τέλος του κόσμου το έτος Εγίρας 1000 (=1592). Βλ. Kiel 1970, 141.
578
Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης μεταχείρισης που έχαιραν οι μητροπολιτικοί ναοί αποτελεί το
περιστατικό της εξαίρεσης της Ροτόντας από τη διαταγή περί αρπαγής εκκλησιών από το σουλτάνο
Σελίμ Β΄, το 1569, περίοδο κατά την οποία λειτουργούσε ως η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα
με τον Απόστολο Βακαλόπουλο. Ο Απ. Βακαλόπουλος, τοποθέτησε χρονικά το γεγονός μετά το 1571
και την ήττα του Σελίμ Β΄ στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ισχυρίστηκε πως η κίνηση του σουλτάνου
υπαγορεύτηκε από την οργή του απέναντι στο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Ιωάσαφ Αργυρόπουλου,
τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για την έκβαση της ναυμαχίας. Ο σουλτάνος ζήτησε την αρπαγή ναών
και την αφαίρεση κιόνων από αυτούς, «πλην του βωμού», εξαίρεση η οποία ο Βακαλόπουλος
ισχυρίστηκε πως αναφέρεται στη Ροτόντα, η οποία όπως θεωρείται, μετά την κατάληψη της Αγίας
Σοφίας, λειτουργούσε ως ο μητροπολιτικός ναός της πόλης, για αυτό και εξαιρέθηκε από την εν λόγω
διαταγή. Βακαλόπουλος 1940, 245-250 · Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549 · Σκιαδαρέσης 2016,
220-221.
579
Babinger 1951, 11-20 · Babinger 1953, 240-244. Αντίθετη είναι η γνώμη του Σωτήρη Κίσσα, ο οποίος
ταύτισε τη μονή με αυτή της Αγίας Θεοδώρας. Κίσσας 1985, 325-340. Εντούτοις, σύμφωνα με τη

100
Σύμφωνα με τη χαμένη σήμερα κτητορική επιγραφή, η οποία κατά τη μαρτυρία
του Εβλιγιά Τσελεμπή βρισκόταν στη νότια είσοδο, σε αυτή προς τον κιμπλέ,580όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά, αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για την κεντρική
είσοδο της δυτικής πλευράς, όπως προκύπτει από παλιές φωτογραφίες, ο ναός της
Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος το 930 έτος Εγίρας, δηλαδή το
έτος 1523/4 :

«Το τζαμί αυτό, υπέροχο οικοδόμημα παρμένο από τους απίστους και παράδοξους
τώρα (είναι) τόπος βοήθειας από τον Θεό. Η χρονολογία του είναι…και η νίκη είναι
κοντά» (εικ. 110).581

Ιδρυτής του τζαμιού ήταν ο Μakbul İbrahim Paşa, Μεγάλος βεζίρης του σουλτάνου
Σουλεϊμάν Α΄ και μπεηλερμπέης της Ρούμελης και ήταν πλέον γνωστή ως Aya Sofya
Camii, διατηρώντας το όνομά της.582 Οι Οθωμανοί, σύμφωνα με τον περιηγητή
Αdolphus Slade, όταν μετέτρεπαν σε τζαμιά τους ναούς που ήταν αφιερωμένοι στην
Αγία Σοφία ποτέ δεν άλλαζαν την ονομασία τους.583 Η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν
εφαρμόστηκε σε όλες τις περιπτώσεις των ομώνυμων ναών, οπότε δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί ως μία γενικώς αποδεκτή άποψη.584 Η χρήση της Αγίας Σοφίας ως
ισλαμικoύ ευκτήριου οίκου υπαγορεύτηκε από την αύξηση του μουσουλμανικού
πληθυσμού της πόλης στις αρχές του 16ου αιώνα και την επείγουσα ανάγκη για
εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.585 Άλλωστε την ίδια περίπου

νεότερη έρευνα στο φιρμάνι γίνεται λόγος για kücük Αya Moni, η οποία ταυτίστηκε από τον Φ.
Κοτζαγεώργη με τη Νέα Μονή του Μακάριου Χούμνου. Kotzageorgis 2004, 307-323.
580
Μοσχόπουλος 1940, 321-363 · Δημητριάδης 2008, 353, υποσημ. 42.
581
Μέρος της επιγραφής («βοήθεια του Θεού και η νίκη είναι κοντά») προέρχεται από το Κοράνι (κεφ.
61, στ. 13) και παρατίθεται ελαφρώς παραλλαγμένη. Δημητριάδης 2008, 289.
582
Για την περίοδο χρήσης της Αγίας Σοφίας ως ισλαμικό τέμενος βλ. Δημητριάδης 2008, 288-292 ·
Ανδρούδης 2016, 237-242 · Μπατζικώστα 2019, υπό δημοσίευση.
583
Slade 1833, 448-451 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 42.
584
Σχετικά με το θέμα βλ. Eyiçe 1990, 1-37. Ο S. Eyiçe, παρατήρησε πως σε λίγες περιπτώσεις
βυζαντινών ναών αφιερωμένων στην Αγία Σοφία, διατηρήθηκε η συγκεκριμένη ονομασία όταν
μετατράπηκαν σε τζαμιά. Μάλιστα, συμπλήρωσε πως σε μερικούς ναούς δινόταν η ονομασία Αγία
Σοφία, αφού μετασκευάζονταν σε μουσουλμανικά τεμένη.
585
Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ εκδίδει φιρμάνι για τη μετατροπή σε τεμένη
όλων των ναών που ήταν αφιερωμένοι στην Αγία Σοφία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Παλαιά
Μητρόπολη της Έδεσσας, ναός αρχικά αφιερωμένος στην Αγία Σοφία, διέφυγε σε πρώτη φάση τη

101
περίοδο μετατρέπονται σε μουσουλμανικά τεμένη και άλλοι σημαντικοί βυζαντινοί
ναοί, οι γνωστοί ως Άγιοι Απόστολοι και Αγία Αικατερίνη.586 Νέα μητρόπολη των
χριστιανών πλέον γίνεται η Ροτόντα, μέχρι τη μετατροπή και της ιδίας σε τζαμί.587

Σχετικά με τη βίαιη αρπαγή του ναού από τους Οθωμανούς σώζονται δύο
ενδιαφέρουσες λαϊκές μαρτυρίες. Σύμφωνα με την πρώτη οι Οθωμανοί ειδοποίησαν
τους χριστιανούς ότι θέλουν να κάνουν τζαμί το ναό αλλά οι τελευταίοι αρνήθηκαν.
Έτσι, η εκκλησία καταλείφθηκε δια της βίας μία Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία,
αφού σκότωσαν τρία άτομα από το εκκλησίασμα και τραυμάτισαν μερικούς, με
αποτέλεσμα το πλήθος να διασκορπιστεί.588 Η δεύτερη παράδοση, γνωστή από τον
περιηγητή Paul Lucas, σχετίζεται με τον πύργο στη βορειοδυτική γωνία του μνημείου,
τον οποίο θεώρησε ως το βυζαντινό κωδωνοστάσιο. Έκανε λόγο για την αντίσταση
ενός ιερέα και την άρνησή του να εγκαταλείψει το ναό όταν αυτός καταλείφθηκε από
τους Οθωμανούς. Ο κληρικός μάχονταν, όπως αναφέρει, από το κωδωνοστάσιο και
αφού τον καρατόμησαν, τον πέταξαν από ένα παράθυρο του κωδωνοστασίου.
Διέκρινε, μάλιστα, και τα ίχνη του αίματός του, τα οποία δεν εξαφανίζονταν παρά τις
επίμονες προσπάθειες των Τούρκων.589

Όσον αφορά το έτος μετατροπής της Αγίας Σοφίας, στο παρελθόν είχαν
διατυπωθεί διάφορες απόψεις, οι οποίες προέρχονταν κυρίως από το λάθος των Ch.
Texier και R. Poplewell Pullan κατά την ανάγνωση του έτους Εγίρας στην κτητορική
επιγραφή. Ανέγνωσαν το έτος 993, έναντι του ορθού 930, το οποίο λανθασμένα
μετέτρεψαν στο έτος 1589 αντί για 1585 και ως ιδρυτή του τζαμιού έφεραν κάποιον
Raktub İbrahim Paşa, ως πρώην διοικητή της Θεσσαλονίκης.590 Κατά καιρούς
προτάθηκαν διάφορες χρονολογίες, όπως 1523 (Παπαγεωργίου),591 1524 (Meyer),592

μετασκευή λόγω απόκρυψης της αφιέρωσής του αλλά συνέχισαν να ασκούνται πιέσεις από τους
Οθωμανούς για αφαίρεση του ναού, το διάστημα 1598-1688, που οδήγησαν σε αλλαγή της αφιέρωσης
στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σταλίδης 1999, 55.
586
Δημητριάδης 2008, 303, 307-308.
587
Δημητριάδης 2008, 295-300.
588
Βακαλόπουλος 1980, 71.
589
Lucas 1712, 259-263 · Θεοχαρίδης 1953, 636-649.
590
Texier, Pullan 1864, 143.
591
Παπαγεωργίου 1912, 58.
592
Meyer 1898, 390-396 · Ταμπάκη 1998, 120.

102
1525 (J. Kurth, F. Babinger,593 R. Janin,594 Γ. Θεοχαρίδης595), 1575 (Ch. Diehl),596 1585
(Ο. Tafrali,597 Απ. Βακαλόπουλος,598 Μ. Καλλιγάς599) και 1590-1592 (Μ. Kiel).600 Μια
ευρύτερη χρονολόγηση μέσα στο διάστημα 1520-1536 πρότεινε ο R. Cormack.601

Για τη λειτουργία και τη συντήρηση του τεμένους ο Ιμπραήμ πασάς ίδρυσε


βακούφι, μέρος των εσόδων του οποίου προοριζόταν και για τη μισθοδοσία των
λειτουργών του. Τα συνολικά έσοδα υπολογίζονταν στα 31.706 άσπρα νομίσματα
(akçe) και προέρχονταν από αστικά ενοίκια και προσόδους αγροτικών
εκμεταλλεύσεων. Τα βασικότερα εισοδήματα ήταν ενοίκια εργαστηρίων και
περισσότερων των 300 οικιών εντός της πόλης και στον Χορτιάτη. Είχαν αφιερωθεί,
επίσης 90 καταστήματα, που απέδιδαν σχεδόν τα μισά έσοδα του βακουφιού.
Μερικά από τα οικήματα βρίσκονταν δίπλα στο τζαμί. Στην καταγραφή που
βρίσκονται οι πληροφορίες για το εν λόγω βακούφι [κατάστιχο ΤΤ 167 (1530)],
εμφανίζονται και 79 οικήματα, χωρίς να αναγράφεται το ενοίκιό τους. Πιθανώς,
ανήκαν σε χριστιανούς και σε αυτά κατοικούσαν οι λειτουργοί του τζαμιού χωρίς να
καταβάλουν ενοίκιο.602 Επίσης, αφιέρωσε και πολλές κρήνες, οι οποίες απέδιδαν
σημαντικές προσόδους για τη συντήρηση του σιντριβανιού, που έχτισε στον αύλειο
χώρο, δυτικά του τεμένους.603

Η εικόνα και οι επεμβάσεις που δέχθηκε ο ναός μετά τη μετατροπή του σε τζαμί
μας είναι σήμερα γνωστές μόνο μέσα από περιγραφές περιηγητών και από
φωτογραφίες πριν και μετά την πυρκαγιά του 1890. Από τις εξωτερικές προσθήκες
ξεχώριζε το προστώο στη δυτική πλευρά του κτηρίου. Αποτελούνταν από οκτώ κίονες
από τους οποίους οι τέσσερις ήταν από θεσσαλικό μάρμαρο, και από έντονα
οξυκόρυφα τόξα διπλής καμπυλότητας, χαρακτηριστικό της οθωμανικής

593
Babinger 1951, 11-20.
594
Συγκεκριμένα δέχεται το διάστημα 1523-1525. Janin 1975, 407-408.
595
Θεοχαρίδης 1954, 24-70.
596
Diehl κ.ά. 1918, 117.
597
Tafrali 1913α, 168.
598
Βακαλόπουλος 1951, 333-339.
599
Kalligas 1935, 1, υποσημ. 3.
600
Kiel 1970, 141.
601
Cormack 1980-1981, 111-135.
602
Από τα οικήματα τα 35 καταγράφονται ως του μητροπολίτη και ισάριθμα ανήκαν σε ένα χριστιανό
Μιλάκη. Κυριακόπουλος 2014, 62-63.
603
Δημητριάδης 2008, 292.

103
αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα. Τα κιονόκρανα του προστώου είχαν ανάγλυφο
διάκοσμο με τα χαρακτηριστικά «τουρκικά» τρίγωνα, ενώ αυτά του κεντρικού τόξου
ήταν διακοσμημένα με σταλακτίτες (muqarnas) και μάλλον βρίσκονταν σε β΄ χρήση
(εικ. 111).604 Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφθηκε το τζαμί το
1668, το προστώο διέθετε εννέα κίονες.605 Πρόκειται για ένα επιπλέον τόξο μπροστά
από τον βορειοδυτικό πύργο, το οποίο αποδίδεται στα σχέδια των Ch. Texier και R.
Poplewell Pullan.606 Σε σχέδιο του Μ. Le Tourneau διακρίνεται το σωζόμενο τμήμα
του ακραίου βορείου τόξου, ενώ σήμερα διατηρείται στον βορειοδυτικό πύργο
μαρμάρινος πρόβολος με τμήμα της γένεσης του τόξου (εικ. 112).607 Κατά τις
εργασίες του 1908-1910, το προστώο σμικρύνθηκε με την αφαίρεση του βορειότερου
τόξου, καλύπτοντας έτσι σε μήκος μόνο την κύρια δυτική όψη του κτηρίου. Οι κίονες
πατούσαν σε μαρμάρινα σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα την υπερύψωση του
προστώου, όπως διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες και αναφέρει στην περιγραφή
του ο Freiherr von der Colmar Goltz στα 1893.608 Μάλιστα, στο υψηλότερο σκαλοπάτι
διέκρινε μία τουρκική επιγραφή και δίπλα της ακριβώς κάτω από έναν κίονα μια
χαρακιά.609 Το προστώο κατεδαφίστηκε οριστικά το 1948.610 Σε φωτογραφίες μετά
την πυρκαγιά του 1890, στον εξωτερικό δυτικό τοίχο του κτηρίου διακρίνονται στα
ίχνη του κατεστραμμένου λευκού επιχρίσματος που τον κάλυπτε, τμήματα
μουσουλαμνικών επιγραφών (εικ. 113). Προστώα υπήρχαν και μπροστά από τις
πλάγιες εισόδους του νάρθηκα.611 Πάνω από την είσοδο της δυτικής όψης βρισκόταν
εντοιχισμένη η κτητορική επιγραφή του τεμένους, πληροφορίες για την οποία μας
δίνει ο Εβλιγιά Τσελεμπή. Στο υπέρθυρο διακρινόταν μια ζωγραφική παράσταση ενός
κτηριακού συνόλου.

Στη δυτική όψη του ναού διευρύνθηκαν ορισμένα από τα ανοίγματα μετά το
φράξιμο της ποδιάς τους και μετατράπηκαν σε παράθυρα. Έγιναν ορθογώνια με

604
Θεοχαρίδου 1994, 42.
605
Μοσχόπουλος 1940, 339 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
606
Texier, Pullan 1864, πίν. XXXVII.
607
Diehl κ.ά. 1918, πίν. XXXVII · Θεοχαρίδου 1994, 42, υποσημ. 129.
608
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 61.
609
Η επιγραφή ανέφερε τα εξής: «Από αυτή τη γραμμή μέχρι τη γραμμή που υπάρχει κάτω από τον
έβδομο κίονα είναι ένα donum (τουρκική μονάδα μέτρησης μήκους). Αυτό είναι το μέτρο donum που
στάλθηκε από το θησαυροφυλάκιο της πρωτεύουσας». Ταμπάκη 1998, 124.
610
Θεοχαρίδου 1994, 42.
611
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 382.

104
μαρμάρινο πλαίσιο και σιδεριές, τυπικό χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των
ισλαμικών τεμενών.612 Επάνω τους δημιουργήθηκαν οξυκόρυφα τόξα, όπως
διακρίνεται σε παλιές λήψεις.

Σημαντική οθωμανική προσθήκη είναι και η ανοικοδόμηση του πύργου ανόδου


στα υπερώα στη βορειοδυτική γωνία του κτηρίου, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο
διαφωνίας για πολλούς μελετητές έως σήμερα (εικ. 114). Από τους Ch. Texier και R.
Poplewell Pullan θεωρήθηκε ως βυζαντινό κτίσμα και το συνέδεσαν με τον πύργο που
αναφέρεται σε ένα επεισόδιο κωδωνοκρουσίας, την περίοδο της κατοχής της
Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, στηριζόμενοι σε πληροφορίες του Ευσταθίου
Θεσσαλονίκης.613 Στη βυζαντινή περίοδο τοποθετεί τον πύργο και ο Μιχαήλ Χατζή
Ιωάννου και μάλιστα τον αναφέρει και ως το κωδωνοστάσιο του ναού.614 Οι Ch. Diehl
και Μ. Le Tourneau θεώρησαν τη βάση βυζαντινή και την ανωδομή του τουρκική
κατασκευή στη θέση του αρχικού τμήματος που κατεδαφίστηκε και στη θέση του
κτίστηκε ο οκταγωνικός πύργος για να χρησιμοποιηθεί ως μιναρές.615

Την παραπάνω άποψη αποδέχονται οι R. Janin616 και Απόστολος


Βακαλόπουλος.617 O τελευταίος, στηριζόμενος στις μαρτυρίες των Robert de Dreux618
(1669) και Paul Lucas619 (1705), οι οποίοι έκαναν λόγο περί βυζαντινού
κωδωνοστασίου που σώζεται και χρησιμοποιείται ως μιναρές, ισχυρίστηκε ότι
επιβεβαιώνουν τις μεταγενέστερες παρατηρήσεις των Γάλλων μελετητών, Ch. Texier
και R. Poplewell Pullan. Επίσης, θεωρεί ότι στηρίχθηκαν και σε πληροφορίες των
λειτουργών του τζαμιού.620 Επικουρικά λειτούργησε και η προφορική παράδοση,
γνωστή στον Απόστολο Βακαλόπουλο μέσω ενός κατοίκου της Θεσσαλονίκης,
σύμφωνα με την οποία ο συνήθης μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία κτίστηκε κατά τα
τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.621 Αμφισβήτησε την άποψη ότι η εν

612
Ανδρούδης 2016, 240.
613
Texier, Pullan 1864, 142.
614
Χατζή Ιωάννου 1976, 77-78.
615
Diehl κ.ά. 1918, 126-127.
616
Janin 1975, 410.
617
Βακαλόπουλος 1951, 333-339.
618
Dreux, 1925, 96-103 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 8 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 51-53.
619
Lucas 1712, 259-263 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 19 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008, 58-
59.
620
Βακαλόπουλος 1951, 333-339 · Βακαλόπουλος 1953, 604-614.
621
Βακαλόπουλος 1953, 604-614.

105
λόγω κατασκευή χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την άνοδο στα υπερώα, μέσω
της κλίμακας που εντόπισαν οι Ch. Texier και R. Poplewell Pullan στο αριστερό άκρο
του νάρθηκα και που συνεχίζει εντός του πύργου. Οι τουρκικές επισκευές, όπως
υποστήριξε, πραγματοποιήθηκαν όχι μόνο για την πρόσβαση στον όροφο αλλά και
για άλλο σκοπό. Τέλος, στηρίχθηκε και στις αναφορές των Οθωμανών περιηγητών,
Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα. Ο πρώτος παραθέτει την πληροφορία ότι: « Και
ο εις υψηλός μιναρές του (ενν. του τεμένους της Αγίας Σοφίας) είναι μοναδικό
υπόδειγμα».622 Ο δεύτερος απαριθμώντας τα δέκα μεγαλύτερα τεμένη της
Θεσσαλονίκης, για την Αγία Σοφία αναφέρει ότι τον μιναρέ της έκτισε ο Ιμπραήμ
πασάς.623 Βάσει αυτών o Bακαλόπουλος θεώρησε ότι το μοναδικό υπόδειγμα μιναρέ
του Τσελεμπή είναι ο βορειοδυτικός πύργος, ο οποίος έχει ασυνήθιστη μορφή και
δεν υπάρχει άλλος αντίστοιχος εντός της πόλης και ότι οι τουρκικές επεμβάσεις
εξάλειψαν τα βυζαντινά στοιχεία του κάτω μέρους ώστε να μνημονεύεται από τον
Χατζή Κάλφα και να θεωρείται από άλλους μελετητές ως τουρκικό κτίσμα. 624 Η
τελευταία παρατήρηση περί εξάλειψης των βυζαντινών στοιχείων του κατώτερου
τμήματος αντιβαίνει με τα λεγόμενα του ίδιου μελετητή για αναγνώριση
μορφολογικών χαρακτηριστικών του βυζαντινού κωδωνοστασίου τόσο από
περιηγητές όσο και από μελετητές, όπως ο ίδιος και οι Ch. Texier και R. Poplewell
Pullan.625 Ο συνδυασμός των ως άνω παρατηρήσεων οδήγησε τον Απ. Βακαλόπουλο
στα εξής συμπεράσματα: α) το κωδωνοστάσιο είναι ο πρώτος μιναρές, που
κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιήσει τις επείγουσες ανάγκες των
μουσουλμάνων, β) ο συνηθισμένου τύπου μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία
κατασκευάστηκε κάποια χρονική στιγμή μεταξύ του διαστήματος 1669-1890, δηλαδή
μετά τις περιγραφές των Οθωμανών περιηγητών, Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα,
και πριν την πυρκαγιά του 1890, ωστόσο χωρίς να διαθέτουμε συγκεκριμένες
πληροφορίες.626

622
Μοσχόπουλος 1940, 339.
623
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79.
624
Βακαλόπουλος 1953, 604-614.
625
Ο Απ. Βακαλόπουλος αναγνώρισε, κατά τα λεγόμενά του, ένα ημικυκλικό τόξο επάνω από το
υπέρθυρο κατασκευασμένο από πλίνθους χαρακτηριστικές της βυζαντινής οικοδομικής.
Βακαλόπουλος 1951, 333-339.
626
Βακαλόπουλος 1953, 604-614.

106
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Μαρίνος Καλλιγάς, ο οποίος θεώρησε τον πύργο ως
αμιγώς τουρκική κατασκευή. Βασιζόμενος στην περιγραφή του Ρ. Lucas, o οποίος
ανέφερε ότι ο πύργος που είδε ήταν κτισμένος από πλίνθους και λίθους όπως το
υπόλοιπο οικοδόμημα, ισχυρίστηκε πως ο μικρός και ασήμαντος πύργος δεν είναι
αρχικός αλλά προστέθηκε μετά το 1706, χρονιά επίσκεψης του ξένου περιηγητή. Εν
συνεχεία, προσθέτει ότι φέρει ισλαμικές επιδράσεις και δεν παρουσιάζει οργανική
ενότητα με το υπόλοιπο κτήριο όσον αφορά την τεχνική. Παράλληλα, αναγνώρισε το
ανώτερο τμήμα, το οποίο θεωρήθηκε ως αποτέλεσμα επισκευής από ορισμένους,
σύγχρονο με το κατώτερο.627

Ενδιαφέρουσα είναι και η γνώμη του Γιώργου Θεοχαρίδη. Αμφισβήτησε την αξία
της μαρτυρίας του R. de Dreux, την οποία θεώρησε παράγωγο συγκεχυμένων
αναμνήσεων, που κατέγραψε μερικά έτη μετά την ολοκλήρωση του ταξιδιού του.
Αμφισβήτησε την αξιοπιστία της περιγραφής, την οποία δεν θεώρησε αξιοποιήσιμη
για τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, γύρω από το θέμα. Ως αρχικό και
μοναδικό μιναρέ του τεμένους αναγνώρισε τον τυπικής μορφής στη νοτιοδυτική
γωνία και τον βορειοδυτικό πύργο ως κλιμακοστάσιο για την άνοδο στα υπερώα.
Μάλιστα, το ανώτερο μέρος του πύργου θεώρησε ως αποτέλεσμα επισκευής. Όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά, είναι αδύνατο το πρώτο, εννοώντας επίσημο και
σημαντικότερο, τζαμί της πόλης να μην έχει δικό του μιναρέ ως το γ΄ τέταρτο του 17 ου
αιώνα ενώ είχαν άλλα μικρότερα.628

Σε εμπεριστατωμένη και συστηματική μελέτη του βορειοδυτικού πύργου προέβη


η Καλλιόπη Θεοχαρίδου. Διαπίστωσε πως ο πύργος είναι μεταγενέστερος του ναού
καθώς χωρίζεται από αυτόν με αρμό και ότι η τοιχοποιία του (ακανόνιστοι λίθοι
ανάμικτοι με οριζόντιες στρώσεις πλίνθων) που δεν ομοιάζει με αυτή του υπόλοιπου
κτηρίου, είναι συνηθισμένη στα ύστερα βυζαντινά και πρώιμα οθωμανικά χρόνια,
δικαιολογώντας μια χρονολόγηση μέσα στον 16ο αιώνα.629 Η μορφή της τοιχοποιίας
και το κονίαμα παραμένουν ίδια από τη βάση έως την κορυφή. Εξαίρεση αποτελεί ο
ακραίος πυργίσκος, κατασκευασμένος με αμιγή πλινθοδομή, και ερμηνεύτηκε από

627
Kalligas 1935, 14-15.
628
Θεοχαρίδης 1953, 636-639.
629
Θεοχαρίδου 1994, 43.

107
την ερευνήτρια ως μεταγενέστερη επισκευή. Η Κ. Θεοχαρίδου θεωρώντας τον πύργο
ως πρώτο μιναρέ του τεμένους, ισχυρίστηκε πως η αρχική κατασκευή ήταν
υψηλότερη και μετά από κάποια καταστροφή, κατασκεύασαν σε χαμηλότερο ύψος
τη συγκεκριμένη απόληξη.630 Επιμέρους στοιχεία, όπως τα οξυκόρυφα τόξα που
εγγράφονται σε ορθογώνιο πλαίσιο, το κυψελωτό κόσμημα και το οκταγωνικό
ανώτερο τμήμα, μαρτυρούν πως πρόκειται για μία αμιγώς οθωμανική προσθήκη.
Κατά τις εργασίες του 1908-1910, κατασκευάστηκε η επίστεψη με τον κρεμμυδοειδή
τρουλίσκο, η οποία καταστράφηκε τον Αύγουστο του 1941 από τη βόμβα που έπεσε
στη βορειοδυτική γωνία του τρούλου, καταστρέφοντας παράλληλα και μέρος του
δυτικού προστώου.631

Βάσει των παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο βορειοδυτικός πύργος είναι μία αμιγώς
οθωμανική κατασκευή και δεν προήλθε από τη μετασκευή ενός προγενέστερου
κτίσματος.

Στη νοτιοδυτική γωνία της Αγίας Σοφίας, όταν μετατράπηκε σε τζαμί, προστέθηκε
ένας ανεξάρτητος μιναρές, τυπικής μορφής (εικ. 115). Τα επιμέρους χαρακτηριστικά
του μας είναι πλέον γνωστά μέσα από παλιές φωτογραφίες. Η βάση του ήταν
ορθογώνια και το ανώτερο τμήμα της έφερε διάκοσμο που προσομοίαζε σε
σταλακτίτες (muqarnas). Πάνω της εδράζονταν το κωλουροκωνικού σχήματος
κατώτερο τμήμα του κορμού, το οποίο διαχωριζόταν από το υπόλοιπο μέσω ενός
δακτυλίου. Το μέρος αυτό ήταν διακοσμημένο με «τουρκικά» τρίγωνα. Ακολουθούσε
ο πολυεδρικός κορμός, ο οποίος έφερε ένα ακόμη δακτύλιο κάτω από το τελευταίο
παράθυρο πριν τον εξώστη. Ο διάκοσμος του εξώστη αποτελούνταν από σταλακτίτες,
όπως συνηθιζόταν. Στο δάπεδό του ο Πέτρος Παπαγεωργίου βρήκε σε β΄ χρήση
ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου
Κουτάλη632. Η απόληξη του μιναρέ ήταν οξυκόρυφη και χάθηκε μετά την πυρκαγιά
του 1890 που προκάλεσε πολλές ζημιές (εικ. 116). Εσωτερικά η κλίμακά του

630
Με βάση τις πληροφορίες του Mehmed Omer ότι ο Ιμπραήμ πασάς έχτισε στα ανατολικά μιναρέ
και στην αυλή μαρμάρινη κρήνη και σιντριβάνι, η Κ. Θεοχαρίδου θεώρησε πως γίνεται αναφορά στον
ΒΔ πύργο και ο λάθος προσανατολισμός οφείλεται στην τάση των μουσουλμάνων να θεωρούν την
κατεύθυνση του μιχράμπ προς τον Νότο. Θεοχαρίδου 1994, 43-44.
631
Θεοχαρίδου 1994, 214-215.
632
Παπαγεωργίου 1892, 394-395.

108
αποτελούνταν από 166 βαθμίδες.633 Ο μιναρές κατεδαφίστηκε το 1925,
ακολουθώντας την τύχη των εναπομεινάντων μιναρέδων της πόλης, εκτός της
Ροτόντας.634

Η ύπαρξη του βορειοδυτικού πύργου προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση σχετικά


με το μιναρέ του τεμένους. Από πολλούς μελετητές θεωρήθηκε ως ο πρώτος μιναρές
της Αγίας Σοφίας και ο μιναρές τυπικής μορφής στα ΝΔ του κτηρίου θεωρήθηκε
μεταγενέστερος. Αυτό δεν φαίνεται να είναι πιθανό κυρίως λόγω της θέσης και της
μορφής του πύργου και της ύπαρξης ενός μιναρέ σε όλα τα υπόλοιπα τζαμιά της
πόλης. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης φαίνεται πως ακολουθείται η
αρχιτεκτονική επιλογή ο μοναδικός μιναρές των τζαμιών να βρίσκεται στη
νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου κατά κανόνα, τόσο σε τζαμιά που προήλθαν από τη
μετατροπή προγενέστερης εκκλησίας, όσο και σε τζαμιά που ανεγέρθηκαν εξ
ολοκλήρου ως οθωμανικά.635 Μάλιστα στην περίπτωση των τεμενών που
προέρχονται από εκκλησίες παρατηρείται επίσης ο μιναρές να είναι ανεξάρτητος από
το κτήριο σε ορισμένες περιπτώσεις. Αν ο νοτιοδυτικός μιναρές ήταν ο δεύτερος του
τζαμιού, τότε θα ανεγείρονταν προσκολλημένος στο κτήριο, όπως είναι ο
θεωρούμενος πρώτος και σε συμμετρική θέση ως προς αυτόν, όπως συμβαίνει στα
τεμένη που διαθέτουν περισσότερους του ενός μιναρέδες. Επανερχόμενοι στην
πληροφορία του Εβλιγιά Τσελεμπή ότι ο εις υψηλός μιναρές του είναι μοναδικό
υπόδειγμα μπορούμε να δώσουμε μία επιπλέον ερμηνεία στα λεγόμενα του
Οθωμανού περιηγητή. Την εποχή που επισκέπτεται το τέμενος ήταν ήδη γνωστή η
παράδοση περί διατήρησης του βυζαντινού κωδωνοστασίου και της μετασκευής του
σε μιναρέ. Με την προσθήκη της φράσης εις υψηλός ίσως επιθυμούσε να τονίσει ότι
ο ένας και μοναδικός μιναρές είναι ο υψηλός πύργος στη νοτιοδυτική γωνία και όχι
ο χαμηλός στα ΒΔ. Άλλωστε, δεν υπάρχουν πληροφορίες ή πηγές που να
τεκμηριώνουν τη δημιουργία δεύτερου μιναρέ στο τζαμί. Επομένως, το τέμενος
διέθετε ένα μιναρέ και ο βορειοδυτικός πύργος προοριζόταν αποκλειστικά ως το
κλιμακοστάσιο ανόδου στον όροφο του κτηρίου.

633
Θεοχαρίδης 1953, 636-639.
634
Θεοχαρίδου 1994, 43.
635
Θεοχαρίδου 1994, 43-44.

109
Η Καλλιόπη Θεοχαρίδου πρότεινε πως στη βυζαντινή εποχή η άνοδος στα υπερώα
πραγματοποιούνταν στις φάσεις γ΄ και δ΄, όπως τις αποδίδει η ίδια, μέσω μίας
διώροφης κατασκευής στη βορειοδυτική πλευρά του ναού.636 Στην περίπτωση που η
παραπάνω πρόταση αποδειχθεί ορθή, ο οθωμανικός πύργος μπορεί να θεωρηθεί,
πιθανότατα, ως διατήρηση αυτής της θέσης και του τρόπου πρόσβασης από τα ΒΔ,
την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως μουσουλμανικό τέμενος.

Η χρήση των υπερώων της Αγίας Σοφίας, όσο λειτουργούσε ως τζαμί,


πιστοποιείται από την εύρεση τουρκικών νομισμάτων μεταξύ του σημερινού
δαπέδου και του δαπέδου που αποδίδεται με κάποια επιφύλαξη στην εποχή της
μετατροπής του ναού σε τέμενος αλλά και με τη δημιουργία οξυκόρυφων τόξων
πάνω από τα διάφορα ανοίγματα, όπως μας είναι γνωστά μέσα από παλιές
φωτογραφίες (εικ. 117).637 Στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα ποια ήταν η χρήση
των υπερώων αυτή την περίοδο. Η αξιοσημείωτη απουσία μεγάλου αριθμού
μεντρεσέδων στην πόλη638 μπορεί να μας οδηγήσει στην άποψη ότι οι μεντρεσέδες
για τη διδασκαλία του Κορανιού λειτουργούσαν ίσως υποτυπωδώς στα υπερώα των
πρώην χριστιανικών ναών,639 χρήση ανάλογη με μία από τις λειτουργίες που έχουν
προταθεί από την έρευνα για τη χρήση των υπερώων ως κατηχουμενεία στη
βυζαντινή εποχή.640 Η εν λόγω συνύπαρξη παρατηρείται στο μεγάλο τέμενος του
Μουράτ Α΄ στην Προύσα. Άλλωστε, η διδασκαλία του Κορανιού εντός τεμένους που
προήλθε από μετασκευή χριστιανικού ναού είναι γνωστή και από παραδείγματα
εντός ελλαδικού χώρου. Στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, σύμφωνα με

636
Θεοχαρίδου 1994, 117-118.
637
Θεοχαρίδου 1994, 204.
638
Σχετικά με τη λειτουργία μεντρεσέδων εντός της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, που
να επιβεβαιώνουν τη χρήση τους. Η πρωιμότερη αναφορά γίνεται σε τεφτέρι καταγραφής
μεντρεσέδων το 1668, στο οποίο καταγράφονται μόλις δύο. Ο Βασίλης Δημητριάδης, βασιζόμενος σε
μεταγενέστερα βακουφικά τεφτέρια, αναφέρεται στην ύπαρξη περισσότερων μεντρεσέδων, μεταξύ
των οποίων των τεμενών της Αγίας Σοφίας και της Αχειροποιήτου, οι οποίοι πιθανότατα
λειτουργούσαν τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Σύμφωνα με τον Φωκίωνα
Κοτζαγεώργη, στον κατάλογο του 1668 στη Θεσσαλονίκη οι δύο που καταγράφονται είναι
χαμηλόβαθμοι. Ο ένας από αυτούς ιδρύθηκε από τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ στο πλαίσιο του
βακουφιού με κέντρο το τέμενος της Αχειροποιήτου, σύμφωνα με αναφορά στις αρχές του 16ου αιώνα.
Διαφορετική είναι η άποψη του πρώτου για την ταύτιση των δύο μεντρεσέδων του 17ου αιώνα.
Δημητριάδης 2008, 393-395 · Κοτζαγεώργης 2019, 223.
639
Ανδρούδης κ.ά. 2019, υπό έκδοση.
640
Για τα υπερώα και τη χρήση τους στη βυζαντινή εποχή βλ. Τάντσης 2008 και συγκεκριμένα για τα
υπερώα των ναών της Θεσσαλονίκης βλ. Τάντσης 2003, 85-90.

110
οθωμανικά αρχεία, όσο λειτουργούσε ως τζαμί κάθε Δευτέρα και Πέμπτη
πραγματοποιούνταν διδασκαλία του ιερού κειμένου του Ισλάμ.641

Προσθήκη των οθωμανικών χρόνων αποτελούν και οι μικρές αντηρίδες στο


κυλινδρικό τύμπανο του τρούλου (εικ. 118). Τοποθετημένες αξονικά κατά ζεύγη
αποτελούν μορφολογικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής των Οθωμανών στον 16 ο
αιώνα.642 Παρόμοιες αντηρίδες, τοποθετημένες επίσης κατά ζεύγη, έχουν εντοπιστεί
στον θόλο του τζαμιού του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα,643 κτίσμα του 16ου αιώνα (εικ.
119). Η τοποθέτηση αντηρίδων κατά ζεύγη στους θόλους των τζαμιών φαίνεται πως
αποτελεί διαδεδομένο μορφολογικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του 16 ου αιώνα
καθώς εντοπίζεται και στο Hatuniye Camii στη Manisa, το οποίο χρονολογείται την
ίδια περίοδο.644 Η τοποθέτηση τους αποσκοπούσε, πιθανότατα, στην ενίσχυση της
στατικότητας του κελύφους του θόλου, ο οποίος είχε προφανώς καταπονηθεί κατά
τη μακραίωνη ζωή του κτηρίου, ενώ δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί στατικό
πρόβλημα μετά από μια έντονη σεισμική δραστηριότητα. Από τα μέσα του 16 ου
αιώνα μέχρι και τα τέλη του, είχαν σημειωθεί τρεις ισχυροί σεισμοί στην περιοχή της
Θεσσαλονίκης, ένας εξ αυτών με επίκεντρο την ίδια την πόλη.645 Δεν είναι απίθανο
κάποιος από αυτούς τους σεισμούς να προκάλεσε προβλήματα στο κτήριο και να
αποτέλεσε την αφορμή για την τοποθέτηση των αντηρίδων στον τρούλο.

Ο τρούλος και το τύμπανό του επικαλύφθηκαν με μολύβι. Για τη μολύβδινη


επικάλυψη του τρούλου ενδιαφέρουσα είναι μία πληροφορία που παραθέτει ο
Εβλιγιά Τσελεμπή. Όταν καλύφθηκε η επιφάνεια του θόλου, το χρώμα του μολύβδου
άρχισε να μετατρέπεται σε κίτρινο, το οποίο έκανε τους Εβραίους της πόλης να
πιστεύουν ότι περιέχει χρυσό. Έτσι, προσέφεραν 40.000 γρόσια στους διοικητές,
ώστε να τον αντικαταστήσουν αλλά οι μουσουλμάνοι αρνήθηκαν.646 Κατά τις
εργασίες του 1977 κάτω από το επίχρισμα βρέθηκαν στο τύμπανο οι μολύβδινες
τετράγωνες ροδέλες για την στερέωση των μολύβδινων φύλλων. Κάτω από τη
μολύβδινη επένδυση εντοπίστηκαν δύο διαδοχικά στρώματα επιχρίσματος, σειρά

641
Σκιαδαρέσης 2016, 58.
642
Ανδρούδης 2016, 240.
643
Ανδρούδης 2016, 655-658.
644
Goodwin 1971, 158-159.
645
Οι σεισμοί καταγράφονται κατά τα έτη 1542, 1572 και 1585. Θεοχαρίδου 1994, 31.
646
Μοσχόπουλος 1940, 339 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 9.

111
που εντοπίστηκε και σε άλλα σημεία του κτηρίου. Σχετίζονται με τις διαδοχικές
φάσεις ανύψωσης της στέγης, η οποία κάλυπτε ενιαία τον πυρήνα του ναού και τα
υπερώα τα τελευταία χρόνια λειτουργίας του κτηρίου ως τζαμί.647 Μετά την
απομάκρυνση των κεραμιδιών που κάλυπταν τη βάση του τρούλου, αποκαλύφθηκε
μία επίστρωση με βυζαντινές πλίνθους και οι βάσεις των αντηρίδων. Η επίστρωση, η
οποία περιβάλλει τις αντηρίδες θεωρείται σύγχρονη ή μεταγενέστερη από αυτές.648
Επεμβάσεις στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν
και στο εσωτερικό του τυμπάνου του τρούλου, κυρίως όσον αφορά στη ράμπα που
υπήρχε εκεί, καθώς το κονίαμα σε εκείνη την περιοχή ήταν όμοιο με αυτό που
εντοπίζεται στη βορειοσυτική γωνία του βορείου υπερώου με το οξυκόρυφο
παράθυρο κοντά στο σημείο σύνδεσης με τον πύργο ανόδου.649

Οθωμανικές επεμβάσεις εντοπίζονται στο δυτικό τοίχο του βορείου υπερώου και
στο δυτικό άκρο του βορείου τοίχου. Στο σημείο εντοπίζεται παράθυρο, το οποίο στο
επάνω τμήμα του συμπληρώθηκε με οξυκόρυφο τόξο και φράχθηκε η βάση του (εικ.
120).650 Η προσθήκη του δυτικού προστώου αλλοίωσε την εξωτερική όψη του
δυτικού τοίχου του υπερκείμενου υπερώου.651 Μία εκτεταμένη φάση εντοπίζεται
στους ανατολικό, δυτικό και νότιο τοίχο του νοτίου υπερώου, αντικαθιστώντας την
υπερύψωση αυτού του χώρου με τυφλό τοίχο. Η τοιχοποιία της συγκεκριμένης
επέμβασης είναι όμοια με αυτή του βορειοδυτικού πύργου. Παράλληλα, ο
ανατολικός τοίχος του ίδιου υπερώου καλύφθηκε με επιφανειακό μπλάστρωμα.652

Σε πρόσφατη περίοδο πριν την πυρκαγιά του 1890, πρέπει να ταπεινώθηκε η


στέγη των υπερώων, τουλάχιστον κατά 60 εκ. και να πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις
μικρότερης κλίμακας, όπως φράξιμο ανοιγμάτων και διάνοιξη νέων στη θέση τους.
Κατά τις ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν το 1979 στα υπερώα του ναού,
εντοπίστηκε κάτω από το σημερινό δάπεδο του βορείου υπερώου, στρώμα που
κάλυπτε την υποκείμενη στάθμη χρήσης. Στο στρώμα αυτό βρέθηκαν αποκλειστικά
οθωμανικά νομίσματα. Στο υποκείμενο του στρώματος δαπέδου, ο χώρος μπροστά

647
Θεοχαρίδου 1994, 211, υποσημ. 722.
648
Θεοχαρίδου 1994, 211.
649
Θεοχαρίδου 1994, 212.
650
Θεοχαρίδου 1994, 72, 84.
651
Θεοχαρίδου 1994, 82.
652
Θεοχαρίδου 1994, 83-84.

112
από τα διάφορα ανοίγματα αποτελούνταν από χαλάσματα του κτηρίου, σπαράγματα
τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, κομμάτια πλίνθων και τμήματα ορθομαρμάρωσης.653
Η δημιουργία του συγκεκριμένου δαπέδου έχει χρονολογηθεί μετά τα τέλη του 14 ου
ή τις αρχές του 15ου αιώνα και συσχετίστηκε πιθανότατα με την περίοδο μετατροπής
του ναού σε τζαμί.654 Στο δυτικό υπερώο εντοπίστηκε μπάζωμα που συνδέθηκε με
την υπερύψωση του στυλοβάτη στο διάφραγμα της δυτικής κεραίας και την
αφαίρεση των θωρακίων την εποχή χρήσης του κτηρίου από τους μουσουλμάνους.655
Σε φωτογραφίες διακρίνεται πάνω από τα τοξωτά ανοίγματα η διαμόρφωση
οξυκόρυφων απολήξεων, ούτως ώστε τα μορφολογικά στοιχεία του κτηρίου να
προσιδιάζουν στις επιταγές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Επίσης, το τέμενος
διέθετε ένα μικρό νεκροταφείο στο πίσω μέρος του.656

Όσον αφορά το εσωτερικό, ακολούθησαν οι συνήθεις αλλαγές ώστε το κτήριο να


είναι λειτουργικό για τις ανάγκες της ισλαμικής θρησκείας. Αφού αφαιρέθηκε ο
χριστιανικός εξοπλισμός, προστέθηκε ο εξοπλισμός του τεμένους με την τοποθέτηση
του μιχράμπ, εγγεγραμμένου στην κόγχη του Ιερού, το μινμπάρ νοτίως του
τελευταίου, στην είσοδο προς το διακονικό, και το μαχφίλ στο νότιο μέρος του
κεντρικού πυρήνα (εικ. 121α). Σήμερα, σώζονται αρκετά τμήματα του εξοπλισμού
του τεμένους και βρίσκονται στον αύλειο χώρο του ναού. Στο πάχος του τοίχου της
κόγχης ανοίχθηκε ένα ζεύγος ορθογωνικού περιγράμματος παραθύρων που
πλαισίωνε το μιχράμπ. Ήταν κατασκευασμένο από λαξευτούς μαρμάρινους δόμους
κατά το ισόδομο σύστημα και διακοσμημένο με σταλακτίτες. Στην στέψη υπήρχαν
πέντε τριγωνικά κορυφώματα και στην κορυφή και εκατέρωθεν της κόγχης
σχηματίζονταν τρεις ρόδακες (εικ. 122). Έχει παρατηρηθεί ότι για την κατασκευή των
επιμέρους στοιχείων έχουν χρησιμοποιηθεί δύο ποιότητες μαρμάρου, ενώ μερικά
από αυτά είναι λαξευμένα σε βυζαντινά μαρμάρινα μέλη. Παράλληλα, διακρίνονται
διαφορές στην απόδοση των ανάγλυφων διακοσμητικών χαρακτηριστικών και έτσι
υποδεικνύεται η παρουσία διαφορετικών χεριών εργασίας.657

653
Θεοχαρίδου 1994, 204.
654
Θεοχαρίδου 1994, 206.
655
Θεοχαρίδου 1994, 210.
656
Δημητριάδης 2008, 451.
657
Θεοχαρίδου 1994, 216.

113
Το μινμπάρ ακολουθούσε την κλασική μορφή, με την πύλη πίσω από την οποία
υπήρχε κλίμακα που οδηγούσε στο κάθισμα με το υψηλό οξυκόρυφο κάλυμμα (εικ.
123). Η βόρεια πλευρά του, που ήταν και ορατή, έφερε πλούσιο διάκοσμο και
διαρθρωνόταν με μαρμάρινες πλάκες, σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, και τοξωτές
μορφές στη θέση των κογχών. Όπως και στην περίπτωση του μιχράμπ, έτσι και εδώ
παρατηρείται η χρήση δύο διαφορετικών ποιοτήτων μαρμάρου με την ταυτόχρονη
επαναχρησιμοποίηση προγενέστερων μαρμάρινων μελών.658 Στην πύλη υπήρχε
επιγραφή, η οποία πλαισιωνόταν από λεπτά κρουστά από γκρίζο σχιστόλιθο, τα
οποία εντοπίζονται και στο οξυκόρυφο τόξο της εισόδου:

La ilahe illallah Muhammed Resullullah

Υπάρχει ένας και μόνος Θεός ο Μωάμεθ (εικ. 124).659

Το μαχφίλ, η κλίμακα του οποίου ήταν προσπελάσιμη μέσω της νότιας πτέρυγας
του περιμετρικού διαδρόμου, ακολουθούσε την τυπική μορφή (εικ. 125).
Αποτελούνταν από ορθογώνια εξέδρα με περιμετρικά υποστυλώματα στη βάση.
Έφερε περιμετρικό στηθαίο με πλούσιο φυτικό διάκοσμο με ζώνες σταλακτιτών.
Μεταξύ της εξέδρας και της κλίμακας υπήρχε ευθύγραμμος διάδρομος χωρίς
υποστυλώματα. Εντοπίζεται για μία ακόμη φορά η ανάμειξη δύο τύπων
μαρμάρου.660

Τα τεχνικά, τυπολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά υποδηλώνουν ότι τα


μιχράμπ, μινμπάρ και μαχφίλ είναι σύγχρονες κατασκευές, αποτελώντας ένα ενιαίο
σύνολο. Επιμέρους στοιχεία, κυρίως τυπολογικά, του μινμπάρ και του μαχφίλ
προδίδουν μία χρονολόγηση στο α΄ μισό του 16ου αιώνα. Επομένως, με βεβαιότητα

658
Το μινμπάρ του τεμένους της Αγίας Σοφίας είναι ένα από τα ελάχιστα του είδους του που σώζεται,
έστω και αποσπασματικά, στον ελλαδικό χώρο. Ανάλογα σωζόμενα παραδείγματα στον ελλαδικό
χώρο αποτελούν το μαρμάρινο μινμπάρ του Yeni Camii στην Κομοτηνή (1585-1600) με περίτεχνο
ανάγλυφο διάκοσμο και το μινμπάρ του Cincirli Camii στις Σέρρες (περ. τέλη 15ου αιώνα),
κατασκευασμένο από λευκό λίθο. Σχετικά βλ. Ανδρούδης 2016, 132-135, 529-532.
659
Θεοχαρίδου 1994, 217-218.
660
Θεοχαρίδου 1994, 218.

114
πρόκειται για το πρώτο σύνολο του λειτουργικού εξοπλισμού του τζαμιού και ένα
από τα σπανιότερα στη Θεσσαλονίκη.661

Ως μέρος του νέου λειτουργικού εξοπλισμού του τεμένους φαίνεται πως


χρησιμοποιήθηκε ο χριστιανικός άμβωνας, ο οποίος μνημονεύεται από πλήθος
περιηγητών που επισκέφθηκαν το τζαμί και διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες στο
βόρειο μέρος του κεντρικού πυρήνα του ναού. Γύρω από τον άμβωνα της Αγίας
Σοφίας είχε δημιουργηθεί η παράδοση ότι ήταν αυτός πάνω στον οποίο είχε κηρύξει
ο απόστολος Παύλος, η οποία αναφέρεται σχεδόν από όλους του περιηγητές.
Παράλληλα, από μερικούς παρατίθεται η πληροφορία ότι μεταφέρθηκε εκεί από το
ναό των Αγίων Αποστόλων. Η πρώτη περιγραφή του άμβωνα ανήκει στον Εβλιγιά
Τσελεμπή. Περιγράφοντας το εσωτερικό του τεμένους σχολίασε το κιουρσί του
τζαμιού, δηλαδή το αναλόγιο από το οποίο δίδασκε ο ιμάμης. Τα επιμέρους στοιχεία
που παραθέτει στην περιγραφή του ο Οθωμανός περιηγητής ταυτίζονται με αυτά του
άμβωνα. Επομένως, γίνεται προφανές ότι την περίοδο που η Αγία Σοφία
λειτουργούσε ως τζαμί ο χριστιανικός άμβωνας χρησιμοποιήθηκε ως κιουρσί.662

Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό καλύφθηκε με επίχρισμα ο εντοίχιος διάκοσμος,


όπως μαρτυρούν τα χτυπήματα που φέρουν οι ελάχιστες τοιχογραφίες του ναού που
σώθηκαν, ενώ σε ορισμένα μέρη του γλυπτού διακόσμου δεν παρατηρείται
απολάξευση των χριστιανικών συμβόλων, όπως συμβαίνει και σε άλλους ναούς της
πόλης. Στην σύγχρονη έρευνα επικρατεί προβληματισμός σχετικά με την κάλυψη ή
όχι της ψηφιδωτής παράστασης της Αναλήψεως στον τρούλο. Σύμφωνα με τις
περιγραφές των περιηγητών που επισκέφθηκαν το μνημείο, έχει διαμορφωθεί η
γνώμη ότι η εν λόγω παράσταση παρέμεινε εν μέρει ακάλυπτη εκτός της μορφής του
Χριστού που επιχρίστηκε και στη θέση της υπήρχε επιγραφή από το Κοράνι.663 Η
πρωιμότερη αναφορά για την ύπαρξη ψηφιδωτής διακόσμησης στον τρούλο του
κτηρίου είναι αυτή του Ενετού πρεσβευτή Lorenzo Bernando στα 1591, κατά τον
οποίο: « Εις το άνω μέρος φαίνεται ότι υπήρχον απανταχού ψηφιδωτά, διότι οι
Τούρκοι αφήκαν προς το μέρον του θόλου ένα Θεόν Πατέρα ανέπαφου, ως και άλλας

661
Θεοχαρίδου 1994, 221-222.
662
Ταμπάκη 1998, 127-128.
663
Cormack 1980-1981,111-135.

115
αγιογραφίας και τινά ελληνικά γράμματα».664 Γίνεται φανερό ότι αυτό που διέκρινε
ο πρεσβευτής ήταν μόνον η μορφή του Χριστού και αποσπάσματα επιγραφής. Με
άλλα λόγια δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την παράσταση της Αναλήψεως καθώς
πρέπει να είχε επιχριστεί και απλώς κατάφερε να διακρίνει μερικά τμήματα της, στα
οποία το επίχρισμα πρέπει να παρουσίαζε φθορές. Αν αναλογιστούμε την προσθήκη
των αντηρίδων στην εξωτερική όψη του τρούλου, ο ρόλος των οποίων ήταν η
ενίσχυση της στατικότητάς του, μπορούμε να οδηγηθούμε στην άποψη ότι κάποια
χρονική στιγμή, ίσως μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, το κτήριο αντιμετώπισε
προβλήματα, πιθανότατα λόγω σεισμού. Ο σεισμός θεωρείται πιθανό πως θα έπληξε
τον τρούλο προκαλώντας εσωτερικά την αποκόλληση μέρους της επίχρισής του και
οδηγώντας στην προσθήκη των αντηρίδων, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εξαρχής
τοποθέτησή τους για προληπτικούς λόγους. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης
καταγράφηκαν δύο ισχυροί σεισμοί, το 1572 και 1585 αντίστοιχα, οι οποίοι μπορεί
να προκάλεσαν ζημιές στο μνημείο. Ο τελευταίος, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μόλις
έξι χρόνια πριν την επίσκεψη του πρεσβευτή, το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει τα
ελάχιστα ακάλυπτα μέρη της παράστασης σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Άλλωστε,
ο έντονα θρησκευτικός χαρακτήρας της Ανάληψης δεν καθιστά δυνατό το ψηφιδωτό
να παρέμεινε ορατό για 70 σχεδόν χρόνια, περίοδο κατά την οποία το κτήριο
λειτουργούσε ως τζαμί και μάλιστα ήταν και το επίσημο της πόλης.

Η επόμενη αναφορά πραγματοποιείται σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, στα 1740,


από τον Richard Pococke,665 o οποίος αναγνωρίζει απλώς την ύπαρξη ψηφιδωτού
στον τρούλο. Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι
ότι είτε είχαν αποκολληθεί για μια ακόμη φορά τμήματα της επίχρισης,
φανερώνοντας τμήματα του ψηφιδωτού σε σημείο όμως που να αναγνωρίζεται μόνο
η ύπαρξή του και όχι το θέμα του, είτε το στρώμα του επιχρίσματος ήταν ιδιαίτερα
λεπτό ώστε να επιτρέπει την ισχνή αναγνώριση της παρουσίας ψηφιδωτού
διακόσμου.

Το υπόλοιπο β΄ μισό του 18ου αιώνα, επισκέπτεται την Αγία Σοφία ένας
αξιοσημείωτος αριθμός περιηγητών χωρίς όμως να γίνεται η παραμικρή μνεία για

664
Μέρτζιος 2007, 134.
665
Pococke 1745, 148-151 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 24.

116
παρουσία ψηφιδωτής παράστασης στην περιοχή του τρούλου. Στις αρχές του 19 ου
αιώνα ο William Leake διέκρινε στον τρούλο διάφορα αντικείμενα μεταξύ των οποίων
ξεχώρισε τις μορφές ορισμένων αγίων και φοινικόδεντρων. Στο κέντρο αναφέρει ότι
αντικατέστησαν με αραβική επιγραφή μια μορφή, γνωστή ως Παντοκράτορας, καθώς
δεν επιθυμούσαν να τους κοιτάει από ψηλά.666 Λίγα χρόνια αργότερα, το 1810, ο
Charles Robert Cockerell, αναγνωρίζει μορφές αγίων στον τρούλο και για πρώτη φορά
το ψηφιδωτό της Παρθένου στο Ιερό και τον Μωυσή (;). Στη θέση του Χριστού στον
τρούλο αναφέρει την ύπαρξη επιγραφής, αποδοσμένης με χρυσό χρώμα.667 Το 1814
ο Εsprit Marie Cousinery, υποστηρίζει πως η παράσταση των 12 Αποστόλων είναι το
μόνο αξιόλογο στο εσωτερικό και ο σκευοφύλακας εκμεταλλεύεται την καταστροφή
του ψηφιδωτού και πουλάει τμήματά του στους Ευρωπαίους.668 Ενδιαφέρον
παρουσιάζει στις δύο τελευταίες περιγραφές, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους χρονικά
μόλις 4 χρόνια, ότι στην περιγραφή του Ε.-Μ. Cousinery, δεν γίνεται λόγος για το
ψηφιδωτό του Ιερού. Προφανώς για κάποιο λόγο θα είχε αποκολληθεί το επίχρισμα
που το κάλυπτε με αποτέλεσμα να γίνει ορατό για κάποιο διάστημα, ώστε να
περιγραφεί από τον Ch.-R. Cockerell αλλά σύντομα καλύφθηκε εκ νέου και για αυτό
δεν αναφέρεται από τον Ε.-Μ. Cousinery.

Σε λεπτομερέστερη περιγραφή θα προχωρήσει ο Ch. Texier, ο οποίος ισχυρίστηκε


πως οι Οθωμανοί σεβάστηκαν τα ψηφιδωτά και κάλυψαν μόνο τη μορφή του Χριστού
αντικαθιστώντας της με επιγραφή. Παράλληλα, στο τεταρτοσφαίριο αναγνώρισε την
κατεστραμμένη μορφή της Θεοτόκου και στην καμάρα φατνώματα με αργυρούς
σταυρούς και φύλλα αμπέλου.669 Στα μέσα του 19ου αιώνα ο George Ferguson Bowen,
μας πληροφορεί ότι τα ψηφιδωτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση και η παράσταση
της Βρεφοκρατούσας είναι παραμορφωμένη από βολές όπλων.670 Προφανώς θα
διέκρινε χτυπήματα τα οποία απέδωσε σε χρήση όπλου αλλά το πιθανότερο είναι να
οφείλονται σε επανειλημμένες προσπάθειες κάλυψης του ψηφιδωτού, δεδομένης

666
Leake 1835, 241-242 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 32.
667
Cockerell 1903, όπου στην παρούσα έκδοση δεν συμπεριλήφθηκαν οι αναφορές για τα μνημεία της
Θεσσαλονίκης. Σχετικά με τις περιγραφές των μνημείων από τον Cockerell βλ. Vickers 1972, 51 ·
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 34.
668
Cousinéry 1831, 23-56 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 38.
669
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
670
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 49.

117
της αναγνώρισής του ή όχι σε διάφορες χρονικές στιγμές. Σε απλή αναφορά
περιορίζεται ο Eugene-Melchior de Vogüe,671 ενώ ο Rene Millet ισχυρίζεται πως
αδέξια χέρια προσπάθησαν να γεμίσουν τα κενά του ψηφιδωτού με άτεχνες
ζωγραφιές.672 Με βάση την τελευταία πληροφορία γίνεται φανερό πως οι Τούρκοι
προσπάθησαν να καλύψουν τα ορατά μέρη του ψηφιδωτού με ζωγραφική
διακόσμηση.

Πέραν των περιηγητών που σχολίασαν τα ψηφιδωτά, την Αγία Σοφία


επισκέφθηκαν αρκετοί ακόμη, οι οποίοι είτε περιορίστηκαν σε απλές αναφορές είτε
προχώρησαν σε πιο λεπτομερείς περιγραφές. Μεταξύ αυτών των περιγραφών
ξεχωρίζουν παραδόσεις σχετικά με την σύνδεση του άμβωνα με τον απόστολο Παύλο
και περί ίδρυσης του ναού με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.673

Σε φωτογραφικές λήψεις του 19ου-20ου αιώνα, διακρίνεται σε διάφορα μέρη του


κυρίως ναού γραπτός οθωμανικός διάκοσμος. Πάνω από τα τοξωτά ανοίγματα
ζωγραφίστηκαν οξυκόρυφα τόξα σε συνδυασμό με διάφορα φυτικά μοτίβα και
εντοπίζονται ορισμένες επιγραφές, μερικές και εντός μεταλλίων. Στην περιοχή του
Ιερού ο γραπτός διάκοσμος αποτελούνταν από γιρλάντες και φυτικά μοτίβα. Το
μέτωπο του τεταρτοσφαιρίου έφερε γιρλάντα με φυτικό διάκοσμο (εικ. 126). Ο
τρούλος, σε λήψεις πριν την πυρκαγιά του 1890, απεικονίζεται επιχρισμένος, ενώ
διακρίνονται και λεπτομέρειες της διακόσμησής του. Στα διάχωρα μεταξύ των
παραθύρων υπήρχαν ρόδακες και επάνω από αυτά, περιμετρικά του τρούλου, ταινία
που έφερε επιγραφή (εικ. 121β). Βάσει των φωτογραφιών, σχετικά με τα ψηφιδωτά
του τρούλου, μπορούμε να οδηγηθούμε στην σκέψη ότι η παράσταση της Ανάληψης
επιχρίστηκε ευθύς αμέσως μετά την μετατροπή του ναού σε τζαμί αλλά σε διάφορες
περιόδους θα πρέπει να ήταν ορατά μερικά τμήματά της, λόγω φθοράς του
επιχρίσματος. Για το λόγο αυτό έχουμε και μαρτυρίες των περιηγητών για την
παρουσία ψηφιδωτής διακόσμησης στον τρούλο. Οι φθορές φαίνεται πως
επισκευάζονταν μετά από κάποιο διάστημα αλλά προέκυπταν συνεχώς νέες.

671
Vogüé 1879, 5-12 · Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 58.
672
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 59, 60.
673
Ταμπάκη 1998, 114-133.

118
Μέσα από τα οθωμανικά αρχεία είναι γνωστό ότι το τέμενος της Αγίας Σοφίας είχε
δεχθεί επισκευές, μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, σε διάφορες χρονικές
περιόδους. Μερικές από αυτές ήταν στα έτη 1756-1757 (1170Ε), 1858-1859 (1275Ε),
όταν και επιδιορθώθηκαν τα δωμάτια του μουεζίνη, μία πύλη, η στέγη, η μολυβένια
σκεπή μπροστά από την είσοδο και τέσσερις πόρτες και 1905.674 Η τελευταία
πραγματοποιήθηκε μετά από σεισμό που προκάλεσε ζημιές στο κτήριο.675

O Charles Texier πριν την πυρκαγιά του 1890 είδε στον αύλειο χώρο του τεμένους
ορισμένα οθωμανικά κτίσματα που λειτουργούσαν ως σχολεία, νοσοκομεία, ιμαρέτ,
μεντρεσές κ.ά.676 Η ύπαρξη αυτών των κτηρίων σε συνδυασμό με το οθωμανικό
λουτρό677 στα ΝΑ του τεμένους φανερώνουν ότι το τζαμί της Αγίας Σοφίας ανήκε σε
ένα υποτυπώδες συγκρότημα κοινής ωφελείας (kulliye) ώστε να καλύπτει τις
καθημερινές ανάγκες των μουσουλμάνων κατοίκων. Ο Meyer αναφέρει ότι τα
περιμετρικά οικοδομήματα ανήκαν στο Επισκοπείο και ότι μετά τη μετασκευή του
ναού σε τζαμί αυτά μετατράπηκαν σε νοσοκομεία και σχολεία.678 H πληροφορία
αυτή, η οποία παρατίθεται και από τον Ch. Texier,679 επιβεβαιώνεται και από τα
βακουφικά τεφτέρια, σύμφωνα με τα οποία μερικά από τα οικήματα περιμετρικά του
ναού που είχαν αφιερωθεί για τη συντήρηση του τεμένους, ανήκαν σε ιερείς. 680 Ο
Prokesch von Osten, εντός του αύλειου χώρου του τεμένους εντοπίζει και ένα μικρό
οθωμανικό καφενείο.681 Ο αυλόγυρος σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν
δεντροφυτεμένος περιμετρικά και εκεί βρισκόταν και ένα σιντριβάνι, δηλαδή η κρήνη
για τους εξαγνισμούς. Ο Ch. Texier ανέφερε μικρές κρήνες για τον καθαρμό των
πιστών και εντός του κτηρίου.682 Σύμφωνα με τον τελευταίο ερευνητή, τον 19ο αιώνα

674
Δημητριάδης 2008, 292 · Ράπτης 2016, τ.1, 133.
675
Θεοχαρίδου 1994, 84.
676
Σύμφωνα με τον Βασίλη Δημητριάδη στην αυλή της Αγίας Σοφίας λειτουργούσε το 1842 σχολείο,
που ίδρυσε κάποιος Haci Ali και σε καταγραφικό τεφτέρι μεντρεσέδων του 1853 γίνεται αναφορά στην
ύπαρξη μεντρεσέ στο τέμενος. Δημητριάδης 2008, 395-396.
677
Πρόκειται για το Aya Sofya hamami. Σχετικά βλ. Αγγέλκου, Κονιόρδος 2008, 30-33 · Ανδρούδης 2016,
278-280.
678
Meyer 1898, 390-396.
679
Τexier, Pullan 1864, 143.
680
Κυριακόπουλος 2014, 62-63.
681
Prokesch von Osten 1837, 632-662 · Ενεπεκίδης 1982, 21 · Βακαλόπουλος 1987-1988, 171.
682
Ταμπάκη 1998, 120-121.

119
το τζαμί διέθετε τρεις ιμάμηδες, δύο καΐμηδες, υπεύθυνους για τα καντήλια και δέκα
σοφτάδες, που διέμεναν στο μεντρεσέ.683

Η τελευταία επισκευή του ναού επί οθωμανικής διοίκησης πραγματοποιήθηκε το


διάστημα 1908-1910, μετά την πυρκαγιά του 1890, η οποία προκάλεσε μεγάλες
ζημιές στο κτήριο οδηγώντας στην εγκατάλειψή του. Τα ψηφιδωτά έγιναν πλέον
πλήρως ορατά. Σύμφωνα με τον Μeyer, απαγορευόταν η είσοδος στο κτήριο λόγω
φόβου κατάρρευσης του τρούλου.684 Πράγματι, σε φωτογραφίες μετά την πυρκαγιά
διακρίνεται φραγμένη η δυτική είσοδος, μετά από κατάρρευση τμήματος της
τοιχοποιίας. Επικεφαλής των εργασιών ήταν ο Ch. Diehl, ενώ ο M. Le Tourneau
ανέλαβε τον καθαρισμό και τη συντήρηση των ψηφιδωτών, η αποκάλυψη των
οποίων προκάλεσε το θαυμασμό των Οθωμανικών οι οποίες αγνοούσαν την ύπαρξή
τους. Οι εργασίες επισπεύσθηκαν με αφορμή την επίσκεψη του σουλτάνου Μεχμέτ
Ε΄ Ρεσάτ το Μάιο του 1911, λόγω προσκυνήματος που έμελλε να πραγματοποιήσει
στο τέμενος. Από τις εργασίες ξεχωρίζουν η επισκευή του παλαιολόγειου προπύλου,
κιονόκρανα από το οποίο τοποθετήθηκαν στη νέα είσοδο του κτηρίου.685 Το νέο
πρόπυλο είχε ισλαμικές επιδράσεις και στο άνω μέρος του έφερε τριγωνικές
απολήξεις. Στη θέση της παλιότερης κρήνης κατασκευάστηκε περιρραντήριο, το
οποίο ήταν μία υπόστυλη κατασκευή, οκταγωνικής κάτοψης, με στέγαστρο σύνθετης
κοιλόκυρτης διατομής. Στα ανατολικά υπήρχε τετράγωνη εξέδρα που περιβαλλόταν
από χαμηλό τοίχο. Το στέγαστρο του περιρραντηρίου κατεδαφίστηκε την περίοδο
1915-1925. Στις κατασκευές στον αύλειο χώρο χρησιμοποιήθηκε υλικό από τον
αρχικό ισλαμικό μαρμάρινο εξοπλισμό του τζαμιού, όπως για παράδειγμα από το
μαχφίλ, το οποίο τοποθετήθηκε στην τετράγωνη εξέδρα. Ταυτόχρονα, ανανεώθηκε ο
εντοίχιος γραπτός διάκοσμος στο εσωτερικό, ο οποίος σώζεται έως και σήμερα.
Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε η αποτύπωση του ναού από τον W.S. George το
1909.686

Στα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα όταν άρχισε να εκδηλώνεται έντονα το
ενδιαφέρον των ξένων μελετητών για τις βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, η Αγία

683
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 43.
684
Ταμπάκη 1998, Παράρτημα, αρ. δελτ. 66.
685
Βελένης 1984, 669-679.
686
Θεοχαρίδου 1994, 213-215.

120
Σοφία ήταν από τους πρώτους ναούς, που προσέλκυσαν την προσοχή τους. Τα πρώτα
σχέδια του κτηρίου δημοσιεύθηκαν στα 1864 από τους Ch. Τexier και R. Poplewell
Pullan, τα οποία αν και περιέχουν πολλές ανακρίβειες, θεωρούνται σημαντικά καθώς
περιλαμβάνουν στοιχεία που εξαφανίστηκαν μετά την καταστροφική πυρκαγιά του
1890.687 Μέχρι τότε οι μόνες διαθέσιμες πληροφορίες προέρχονταν από περιγραφές
περιηγητών των προηγούμενων αιώνων.688 Στα τέλη του 19ου αιώνα έγιναν
αποτυπώσεις του ναού από τους R. W. Schultz και S.H. Barnsley,689 ενώ στις αρχές του
20ου σχέδια του ναού έδωσαν και οι Ch. Diehl και M. Le Tourneau.690

Μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 ο ναός επανήλθε στη χριστιανική
λατρεία και καθαγιάστηκε στις 29 Ιουνίου 1913 για την ευχαριστήρια τέλεση της
Θείας Λειτουργίας για την απελευθέρωση, αν και ακόμη ο ισλαμικός λειτουργικός
εξοπλισμός δεν είχε απομακρυνθεί.691 Έκτοτε το μνημείο δέχθηκε κατά τη διάρκεια
του 20ου αιώνα επισκευές σε διάφορες περιόδους ώστε να «εξαγνιστεί» από τις
οθωμανικές του προσθήκες και παράλληλα αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μελετών.

9. Άγιος Παντελεήμων

Ένα ακόμη βυζαντινό καθίδρυμα της Θεσσαλονίκης που χρησιμοποιήθηκε ως


ισλαμικό τέμενος είναι ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα (εικ. 127).692 Η σημερινή
αφιέρωση δεν αποτελεί την αρχική.693 Πρώτος ο Richard Pococke χρησιμοποίησε για
το ναό την ονομασία Άγιος Παντελεήμονας.694 Η αφιέρωση προέκυψε πιθανότατα ως
δάνειο από το ομώνυμο βόρειο παρεκκλήσιο του γειτονικού ναού της Παναγούδας,

687
Texier, Pullan 1864, 142-145, πίν. XXXV-XXXVIII.
688
Για τις αναφορές των διάφορων περιηγητών στο ναό της Αγίας Σοφίας βλ. Ταμπάκη 1998, 114-133.
689
Μαυροπούλου-Τσιούμη 2014, 12.
690
Diehl κ.ά. 1918, πίν. XXXV-XLI.
691
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 340 · Ζυγομαλάς 2013, 398.
692
Πρόκειται για σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο με περίστωο από το οποίο σώζονται
μόνο τα παρεκκλήσια στις ανατολικές απολήξεις του. Σχετικά με το ναό βλ. Diehl κ.ά. 1918, 165-175 ·
Janin 1975, 403-404 · Βοκοτόπουλος 1982, 99-110 · Vocotopoulos 1987, 107-116 · Μαυροπούλου-
Τσιούμη 1996, 123-126 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 45-47 · Ćurčić 2010, 540-550 ·
Ανδρούδης 2012α, 136-145 · Ανδρούδης 2016, 246-247.
693
Αντίθετης άποψης είναι η Σ. Ταμπάκη, η οποία θεωρεί την αφιέρωση στον άγιο Παντελεήμονα ως
αρχική. Ταμπάκη 1998, 114.
694
Pococke 1745, 148-151 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 24 · Γρηγορίου, Χεκίμογλου 2008,
66.

121
στο οποίο μεταφέρθηκαν τα ιερά σκεύη του βυζαντινού μνημείου όταν
μετασκευάστηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.695 O Γεώργιος Θεοχαρίδης ταύτισε το
ναό με το καθολικό της Μονής Περιβλέπτου ή του κυρ Ισαάκ, από το μοναστικό
όνομα του μητροπολίτη Ιακώβου (1295-1314), τον οποίο θεώρησε κτήτορα της
μονής.696

Σύμφωνα με τον Β. Δημητριάδη, η μετατροπή του χριστιανικού ευκτηρίου οίκου


πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1500 από τον καδή της Θεσσαλονίκης, İshak Çelebi, ο
οποίος αφιέρωσε αρκετά βακούφια εντός της πόλης για τη συντήρηση του τζαμιού
του.697 Μερίδα ερευνητών υποστηρίζει τη μετασκευή μετά το 1548, έτος της
οψιμότερης γνωστής μνείας της Μονής Περιβλέπτου, σε σημείωση του υπ’ αριθμού
30 κώδικα του Μονάχου.698 Δεδομένου ότι στον κατάλογο συνοικιών της πόλης των
αρχών του 16ου αιώνα δεν εμφανίζεται συνοικία με την ονομασία İshakiye, 699 μία
χρονολόγηση στο β΄ μισό του αιώνα θεωρείται πιθανότερη. Η προτεινόμενη άποψη
είναι ότι η μετατροπή του ναού σε τζαμί πραγματοποιήθηκε το διάστημα 1568-1571
και παράλληλα η ονομασία İshakiye Camii δεν οφείλεται στον προαναφερθέντα καδή
αλλά αφορά σε επιβίωση της βυζαντινής αφιέρωσης, όπως συνέβη με άλλους ναούς
της πόλης.700 Δεν αποκλείεται η ίδρυση του εν λόγω τεμένους να σχετίζεται με την
εντολή του Σελίμ Β΄ περί αφαίρεσης χριστιανικών εκκλησιών από τη δικαιοδοσία των
χριστιανών, ως πράξη εκδίκησης για την ήττα στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το
1571.701 Αρκετοί από τους ναούς της πόλης είχαν κατασχεθεί και πιθανότατα
ορισμένοι από αυτούς μετατράπηκαν σε τζαμιά λόγω της ανάγκης για την ίδρυση
νέων λατρευτικών χώρων για τους μουσουλμάνους.

695
Ανδρούδης 2012α, 138 · Ανδρούδης 2016, 246.
696
Ο Γ. Θεοχαρίδης αναθεώρησε την αρχική του άποψη και δέχθηκε την ύπαρξη της μονής από τον
11ο-12ο αιώνα, θεωρώντας πιθανή την ανακαίνισή της από τον μητροπολίτη Ιάκωβο στις αρχές του
14ου αιώνα. Θεοχαρίδης 1970, 437-459 · Θεοχαρίδης 1983, 392.
697
Kiel 1970, 140-141 · Μουτσόπουλος 1980, 29 · Δημητριάδης 2008, 304.
698
Ο Β. Δημητριάδης ταυτίζει με τη Μονή Περιβλέπτου το τέμενος του Koca Kasim Paşa, γνωστό ως İki
Lule Camii (=τέμενος των δύο κρουνών), το οποίο εμφανίζεται στο καταγραφικό τεφτέρι του 1478.
Δεδομένου ότι η μονή επιβιώνει ως το 1548 η παραπάνω ταύτιση θεωρείται αβάσιμη. Δημητριάδης
2008, 326-327 · Ανδρούδης 2012α, 137 · Ανδρούδης 2016, 246.
699
Η ερμηνεία του Β. Δημητριάδη είναι ότι δεν υφίσταται ακόμη η ομώνυμη του τεμένους συνοικία
καθώς δεν κατοικούσε γύρω από το τέμενος μουσουλμανικός πληθυσμός. Δημητριάδης 2008, 304.
700
Θεοχαρίδης 1970, 457 · Θεοχαρίδης 1983, 389-392 · Ανδρούδης 2012α, 138 · Ανδρούδης 2016, 246.
701
Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549.

122
Σήμερα διατηρούνται ελάχιστα λείψανα του οθωμανικού παρελθόντος του
μνημείου. Στη νοτιοδυτική γωνία του τεμένους σε ελάχιστη απόσταση από αυτό
ανεγέρθηκε μιναρές, η βάση του οποίου διατηρείται ακόμη (εικ. 128-129). Πρόκειται
για τετράγωνη βάση από λαξευμένους λίθους σε εναλλαγή με πλίνθους και το
ανώτερο τμήμα της έφερε διακόσμηση από σταλακτίτες.702 Επάνω της εδράζεται η
οκταγωνική πλίνθινη βάση του κορμού του μιναρέ, η οποία σώζεται σε ορισμένο
ύψος. Η είσοδος προς το εσωτερικό βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και έφερε ελαφρώς
οξυκόρυφο τόξο. Η κοχλιωτή κλίμακα ανόδου αποτελούνταν από αμιγή
πλινθοδομή.703 Η βάση του μιναρέ, κυρίως η οκταγωνική, έχει δεχθεί νεότερες
επεμβάσεις, όπως μαρτυρούν τα οικοδομικά υλικά. Σε φωτογραφία από το αρχείο
του M. Kiel, διακρίνεται πως η βάση είχε μετασκευαστεί σε καμπαναριό του ναού για
ορισμένο χρονικό διάστημα (εικ. 130). Σήμερα χρησιμοποιείται ως αποθήκη.704

Στους οθωμανικούς χρόνους έχει τοποθετηθεί η κατασκευή της σωζόμενης


κρήνης στον αύλειο χώρο του ναού (εικ. 131). Βρίσκεται στα δυτικά του μνημείου και
δεν φέρει την αρχική της κάλυψη. Σε φωτογραφία του Α. Ζάχου διακρίνεται η
μαρμάρινη κρήνη με μεταλλικό προστατευτικό πλέγμα (εικ. 132). Τετράριχτη ξύλινη
στέγη, την οποία στήριζαν τέσσερις ανεστραμμένοι κίονες, κάλυπτε τη λεκάνη. Στη
θέση της σήμερα βρίσκεται πέργκολα με κληματαριά. Το κρηπίδωμα αρχικά είχε
ορισμένο ύψος, ενώ μετά τις αναστηλωτικές εργασίες βρίσκεται στην ίδια στάθμη με
την αυλή του ναού.705

Όσον αφορά το ίδιο το κτήριο, φράχθηκαν τα ανοίγματα των τρούλων, τα τρίβηλα


των κεραιών του κεντρικού πυρήνα και τα δίβηλα των κογχών των παρεκκλησίων (εικ.
133). Παράλληλα, διανοίχθηκαν ελάχιστα νέα και οι εξωτερικές όψεις
επιχρίστηκαν.706 Στο εσωτερικό καλύφθηκε ο βυζαντινός εντοίχιος διάκοσμος και
αφαιρέθηκαν τα ιερά σκεύη. Η θέση του ισλαμικού λειτουργικού εξοπλισμού είναι
γνωστή μέσα από παλιές φωτογραφίες, στις οποίες διακρίνεται και ο λιτός
ζωγραφικός διάκοσμος των οθωμανικών χρόνων (εικ. 134-135). Εκατέρωθεν της

702
Περδικοπούλου 2015, 62-63 · Ανδρούδης 2016, 246-247.
703
Περδικοπούλου 2015, 62-63 · Ανδρούδης 2016, 246-247.
704
Περδικοπούλου 2015, 62-63.
705
Βελένης 2005, 40.
706
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 78.

123
δυτικής εισόδου προς τον κεντρικό πυρήνα είχε υπερυψωθεί το δάπεδο στα γωνιακά
διαμερίσματα, δημιουργώντας ξεχωριστούς χώρους με χαμηλό ξύλινο διάφραγμα.
Στο βόρειο δυτικό διαμέρισμα υπήρχε ξύλινη κλίμακα που οδηγούσε σε υπερώο που
είχε διαμορφωθεί ως γυναικωνίτης (εικ. 136).

Το βυζαντινό περίστωο, το οποίο έφερε από έναν τρούλο στο μέσο της βόρειας και
της νότιας πλευράς του, κατεδαφίστηκε στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας.707
Ο βόρειος τρούλος, γνωστός από φωτογραφίες κατέρρευσε πριν το 1890, ενώ ο
νότιος, που αποτυπώνεται σε σχέδια των S.H. Barnsley και R.W. Schultz, κατέρρευσε
ή κατεδαφίστηκε μετά το 1910.708 Από το περίστωο διατηρήθηκαν μόνον τα
παρεκκλήσια στις ανατολικές απολήξεις και το θεμέλιο. Στη θέση της δυτικής
πτέρυγας δημιουργήθηκε τουρκικό ξύλινο προστώο, το οποίο κατεδαφίστηκε το
1973-1974.709

Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα, παρά την κεντρική του θέση λίγο βορειότερα
από την κύρια οδική αρτηρία της πόλης, αναφέρεται από ελάχιστους περιηγητές,
ίσως λόγω της γειτνίασης με άλλα σημαντικά μνημεία, όπως η Ροτόντα και η Αψίδα
του Γαλερίου, που τον επισκίασαν. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή κατατάσσει απλώς το Σακιγιέ
τζαμί ανάμεσα στους οίκους λατρείας.710 Οι R. Pococke και Meyer σχολιάζουν μόνο
πως στην αυλή του άλλοτε ναού του αγίου Παντελεήμονα βρισκόταν μέρος του
άμβωνα της Ροτόντας (εικ. 137).711 Τέλος, ο Ch. Texier στον κατάλογό του για τα
τζαμιά της πόλης αναφέρεται στο Sankie djamisi, το οποίο ήταν ερειπωμένο και είχε
ιδρυθεί από τον Μουράτ Β΄.712

Το İshakiye Camii είχε δεχθεί αρκετές επισκευές κατά τους οθωμανικούς χρόνους.
Σημαντική επέμβαση πρέπει να δέχθηκε το κατά τον 17ο αιώνα, όπως μαρτυρά ένα
χάραγμα που βρέθηκε εντός του διακονικού.713 Για μεγάλη χρονική περίοδο το τζαμί
παρέμεινε κλειστό και σε ερειπωμένη κατάσταση. Στο τεφτέρι καταγραφής του 1835

707
Σχετικά με την εποχή της κατεδάφισης του βυζαντινού περιστώου έχει διατυπωθεί και η γνώμη ότι
αυτή συνέβη την περίοδο μετατροπής του χριστιανικού ναού σε τζαμί. Ιωαννίδου, Τραγανού-
Δεληγιάννη 1987, 34-35 · Ανδρούδης 2012α, 138.
708
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 77.
709
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 77-78.
710
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 9.
711
Meyer 1898, 390-396 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 24, 66.
712
Τexier, Pullan 1864, 122.
713
Ιωαννίδου, Τραγανού-Δεληγιάννη 1987, 34-35.

124
αναφέρεται πως το τέμενος δεν διέθετε στέγη και έχρηζε επισκευής. Επιδιόρθωση
της στέγης πραγματοποιήθηκε το 1858.714 Από το 1864 το κτήριο, όπως αναφέρεται
βρισκόταν σε κατάσταση ερείπωσης.715 Η τελευταία Οθωμανική επισκευή είναι αυτή
κατά το διάστημα 1910-1912, στην οποία ανήκει και ο σημερινός εντοίχιος
διάκοσμος, πλην της πρόθεσης και του διακονικού, όπου διασώζεται η τοιχογράφηση
του 14ου αιώνα.716 Στην ίδια περίοδο ανήκει πιθανότατα και ο περίβολος του ναού.717
Παράλληλα, προστέθηκε στα δυτικά η ξύλινη στοά με μονόριχτη στέγη και τέσσερις
θύρες μετασκευάστηκαν σε παράθυρα.718

Με την απελευθέρωση της πόλης ο ναός καθαγιάστηκε και αποδόθηκε εκ νέου


στη χριστιανική λατρεία. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες
περιόδους, κυρίως μετά το σεισμό του 1978, κατά τις οποίες αφαιρέθηκαν οι
οθωμανικές προσθήκες και επεμβάσεις.719 Παράλληλα, η παρουσία του μνημείου
στη βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.

10. Ροτόντα

Ο τελευταίος από τους μεγάλους σωζόμενους ναούς της Θεσσαλονίκης που


μετατράπηκε σε τζαμί είναι η Ροτόντα (εικ. 138),720 ο ναός των Ασωμάτων κατά την
επικρατέστερη άποψη για τη βυζαντινή αφιέρωση του μνημείου721 όταν

714
Δημητριάδης 2008, 304.
715
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 78.
716
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 78.
717
Περδικοπούλου 2015, 62-63.
718
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 655.
719
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 78.
720
Σχετικά με τη Ροτόντα βλ. Hébrard 1920, 5-40 · Janin 1975, 358-362 · Kleinbauer 1977, 119-121 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 34-36, 44-54 · Ναλμπάντης 1997, 34-43 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου,
Τούρτα 1997, 50-69 · Παζαράς 1998 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 11-96 · Ćurčić 2010 53-54, 69-71 ·
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 51-127 · Χρυσάφη 2012, 30-41 · Μουτσόπουλος 2013 ·
Ανδρούδης 2016, 232-235 · Σικαλίδου 2019, 41 κ.ε., παράρτημα 6, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
721
Η άποψη για ταύτιση της Ροτόντας με το ναό των Ασωμάτων ανήκει στο Γ. Θεοχαρίδη. Παράλληλα,
έχουν διατυπωθεί και άλλες προτάσεις, όπως του W.E Kleinbauer για αφιέρωση στο Χριστό ως Δύναμις
Θεού και του Μ. Χατζή Ιωάννου για ταύτιση με ναό του Παντοκράτορα. Ως αρχική δέχεται την
αφιέρωση στον άγιο Γεώργιο, μία από τις ονομασίες με τις οποίες είναι σήμερα γνωστός ο ναός, η Μ.
Καζαμία-Τσέρνου, η οποία θεώρησε πως η ονομασία διατηρήθηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας
καθώς ο άγιος Γεώργιος τιμάται και από τους μουσουλμάνους. Θεοχαρίδης 1954, 24-70 · Kleinbauer
1920, 55-60 · Χατζή Ιωάννου 1976, 70-76 · Θεοχαρίδης 1983, 394-397 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 23-25.

125
μετασκευάστηκε σε χριστιανική εκκλησία.722 Την περίοδο της δεύτερης αλλαγής στη
χρήση του, το κτήριο λειτουργούσε ως ο μητροπολιτικός ναός της πόλης, ήδη από το
1523/4, όταν και μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος η Αγία Σοφία.

Η τελευταία πληροφορία επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Stefan Gerlach στα


1576, κατά τον οποίο ο ναός των Αγίων Αγγέλων ήταν η έδρα του μητροπολίτη.723
Συμπληρωματικά λειτουργούν δύο βιβλιογραφικά σημειώματα του υπ’ αριθμού
2118 κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών. Σύμφωνα με το πρώτο ο κώδικας
ανήκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και βάσει του δεύτερου ο μητροπολιτικός ναός
ήταν «των αγίων ανκέλων».724 Στις αρχές του 19ου αιώνα ο W.M. Leake αναφέρει ότι
η Ροτόντα ήταν γνωστή ως Παλαιά Μητρόπολις στους Έλληνες και ως Eski Mitropoli
στους Οθωμανούς, θεωρώντας ότι ο ναός διετέλεσε ως μητροπολιτικός κατά τη
βυζαντινή περίοδο και η ονομασία αποτελεί ανάμνηση της συγκεκριμένης χρήσης.725
Παράλληλα, εμμέσως τη λειτουργία της Ροτόντας ως μητρόπολης, σύμφωνα με τον
Απ. Βακαλόπουλο υποδηλώνει το γεγονός ότι ο Σελίμ Β΄, ως πράξη αντεκδίκησης για
την ήττα του στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, διέταξε την αφαίρεση ορισμένων
ναών της Θεσσαλονίκης από τους χριστιανούς και την απόσπαση κιόνων από αυτούς,
πλην του βωμού.726 Ο Βακαλόπουλος ισχυρίστηκε πως η συγκεκριμένη εξαίρεση
αφορούσε στη Ροτόντα, η οποία λειτουργούσε τότε ως μητροπολιτικός ναός και για
το λόγο αυτό εξαιρέθηκε από τη διαταγή. Η εξαίρεση της Ροτόντας μπορεί να
δικαιολογηθεί μόνο μέσω της χρήσης της ως μητρόπολης, καθώς σε αρκετές
περιπτώσεις οι μητροπολιτικοί ναοί έχαιραν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τους
Οθωμανούς.727 Ανάλογη μεταχείριση είχε και ο προηγούμενος μητροπολιτικός ναός
της Αγίας Σοφίας, καθώς παρέμεινε υπό χριστιανική χρήση για έναν περίπου αιώνα
μετά την άλωση της πόλης και δεν ανήκε στα καθιδρύματα που δόθηκαν από τον

722
Για την περίοδο μετασκευής του κτηρίου σε χριστιανικό ναό, όπως και για την εποχή ίδρυσής του
έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Άγνωστος παραμένει ο αρχικός προορισμός του κτηρίου, ενώ
έχουν υποστηριχθεί διάφορες προτάσεις και για το χαρακτήρα του κατά τη βυζαντινή εποχή. Torp
1991, 13-28 · Μέντζος 1995-1996, 339-364 · Mentzos 2001-2002, 57-82 · Χρυσάφη 2012, 30-41 ·
Μουτσόπουλος 2013, 30-31, 36 · Σικαλίδου 2019, 41 κ.ε., παράρτημα 6.
723
Θεοχαρίδης 1954, 24-70 · Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549.
724
Τα σημειώματα έχουν δημοσιευθεί από τον Β. Λαούρδα και βάσει γραφής χρονολογήθηκαν από
τον Λ. Πολίτη στον 16ο αιώνα. Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549 · Μουτσόπουλος 2013, 40.
725
Την ίδια άποψη διατύπωσε και ο Γ. Θεοχαρίδης ανάγοντας τη χρήση της Ροτόντας ως
μητροπολιτικού ναού στα χρόνια του Καμενιάτη. Leake 1835, 240 · Θεοχαρίδης 1954, 24-70.
726
Βακαλόπουλος 1955-1960γ, 547-549.
727
Βακαλόπουλος 1940, 245-150 · Σκιαδαρέσης 2016, 221.

126
Μουράτ Β΄ στους αξιωματούχους του. Υποστηρικτής της άποψης περί λειτουργίας
της Ροτόντας ως έδρας της μητρόπολης κατά τους οθωμανικούς χρόνους ήταν και ο
Απ. Βακαλόπουλος, ο οποίος για την υποστήριξη της θέσης του χρησιμοποίησε και
νεότερες προφορικές μαρτυρίες.728

Η Ροτόντα μετατράπηκε σε τζαμί το έτος Εγίρας 999 (1590/1) από τους Gazi Fatih-
i Yemen (= κατακτητή της Υεμένης) Sinan Paşa και Hortacı Süleyman Efendi,729 σεΐχη
του τεκέ των Halveti δερβίσηδων.730 Η κτητορική επιγραφή που σώζεται στο
υπέρθυρο της δυτικής, και όχι της νότιας εισόδου, αναφέρει τα εξής:

«Για την κατάληψη αυτού (του τζαμιού) μόχθησε και κοπίασε ο Şeyh Hortacı.
Αυτός ο αρχαίος ναός πραγματικά έγινε τόπος λατρείας του ισλαμικού λαού. Στο
δρόμο του Θεού με τη βοήθεια του Οδηγού στον Ίσιο Δρόμο (του Θεού)
νεοφώτιστος όντας (ο Şeyh Hortacı). Με το σπαθί του στο τέμενος αυτό έγινε Ιμάμης
αρχηγός

Έτος 999» (εικ. 139).731

Η μετατροπή το έτος 999 συνδέεται με το γενικό φόβο των μουσουλμάνων για το


τέλος του κόσμου κατά το έτος Εγίρας 1000.732 Η ίδρυση του τεμένους ήταν δηλαδή
μία πράξη ευλάβειας των κτητόρων ώστε, λόγω του επικείμενου τέλους, να
εξασφαλίσουν άφεση αμαρτιών και μία καλύτερη μεταθανάτια ζωή. Η μετασκευή της
Ροτόντας σε ισλαμικό τέμενος είναι δυνατό να προσδιοριστεί χρονικά με
περισσότερη ακρίβεια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ενετού πρεσβευτή, Lorenzo
Bernando, ο οποίος επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1591, η αρπαγή της

728
Σύμφωνα με μαρτυρία κατοίκου της Θεσσαλονίκης κατά τον περασμένο αιώνα, μία από τις οικίες
που βρίσκονταν απέναντι από τη Ροτόντα ήταν το διοικητήριο του μητροπολίτη και οι δύο νοτιότερές
της χρησιμοποιούνταν ως η οικία του την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως μητρόπολη και
μητροπολίτης της πόλης ήταν ο Θεωνάς Α΄, περί τα μέσα του 16 ου αιώνα. Βακαλόπουλος 1940, 245-
250.
729
Δημητριάδης 2008, 295.
730
Ο τεκές βρισκόταν στη σημερινή περιοχή ανάμεσα στις φοιτητικές εστίες και στο Καυταντζόγλειο.
Μέντζος 1995-1996, 339-340.
731
Δημητριάδης 2008, 295 · Ανδρούδης 2016, 232.
732
Kiel 1970, 142.

127
εκκλησίας των Αγγέλων είχε πραγματοποιηθεί μόλις επτά μήνες πριν την άφιξή
του.733 Το ισλαμικό έτος 999 αντιστοιχεί στην περίοδο μεταξύ 30/10/1590-
18/10/1591.734 Βάσει των παραπάνω δεδομένων η μετατροπή της Ροτόντας σε τζαμί
πραγματοποιήθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 1590, δηλαδή στις αρχές του έτους 999.

Γύρω από τη βίαιη αρπαγή της Ροτόντας είχαν δημιουργηθεί δύο λαϊκές
προφορικές δοξασίες. Σύμφωνα με την πρώτη, ο παπάς του ναού ήταν Χορτιατινός
και αφού προσεταιρίστηκε από τους γενίτσαρους, κατέλαβαν μια Κυριακή την
εκκλησία και για αυτό το τέμενος ήταν γνωστό ως Hortacı Efendi Camii.735 Η δεύτερη
παράδοση, γνωστή μέσα από τις διηγήσεις των Vasili Grigorovic Barskij736 και J.-B.
Peré Souciet,737 αναφέρεται στην ύπαρξη παξιμαδιών εντός του κτηρίου, με τα οποία
τρέφονταν όσοι είχαν καταφύγει εκεί κατά την πολιορκία της πόλης το 1430. H
ερμηνεία που δόθηκε στην τελευταία πληροφορία, σε συνδυασμό με την αναφορά
του Εβλιγιά Τσελεμπή περί βίαιης αρπαγής του ναού,738 είναι ότι η Ροτόντα
καταλείφθηκε εν ώρα λειτουργίας και τα παξιμάδια ήταν τα πρόσφορα που έκρυψαν
ορισμένοι από το εκκλησίασμα για να μην βεβηλωθούν από τους Τούρκους. Επειδή
πιθανόν λησμονήθηκε η πραγματική προέλευση, πλάστηκε η σχετική παράδοση με
την άλωση της πόλης, η οποία ήταν πιο συνταρακτικό γεγονός.739 Οι παραπάνω
παραδόσεις παρουσιάζουν μερικά κοινά στοιχεία, όπως η βίαιη αρπαγή του ναού και
η πραγματοποίηση της κατάληψης την Κυριακή, ημέρα τέλεσης της Θείας
Λειτουργίας.

Το τέμενος έφερε την ονομασία Hortaç Efendi Camii, ωστόσο παραδίδεται από
τους Ch. Texier και R. Poplewell Pullan η ονομασία Orta Sultan Osman Djamisi.740
Σύμφωνα με τους μελετητές, η συγκεκριμένη ονομασία δήλωνε ότι ο ναός ανήκε στη
δικαιοδοσία του Ορτά (=λόχος γενιτσάρων) του σουλτάνου Οσμάν Γ΄ (1754-1757). Ο

733
Μέρτζιος 2007,133-134.
734
Δημητριάδης 2008, 295.
735
H εν λόγω παράδοση έγινε γνωστή στον Απ. Βακαλόπουλο μέσω ενός κατοίκου της πόλης κατά τον
περασμένο αιώνα. Βακαλόπουλος 1947 · Βακαλόπουλος 1980, 71.
736
Hemmerdinger-Iliadou 1961, 297.
737
Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 194-196.
738
Στη διήγηση του Τούρκου περιηγητή αναφέρεται ως έτος κατάληψης του ναού το λανθασμένο 988
(1580). Μοσχόπουλος 1940, 340-342.
739
Ξανθοπούλου-Κυριακού 1968, 194-196.
740
Τexier, Pullan 1864, 135.

128
Β. Δημητριάδης θεώρησε την πληροφορία των Βρετανών μελετητών αβάσιμη και πως
οφείλεται σε παρανόηση,741 ενώ ο Γ. Θεοχαρίδης, αντιθέτως, ισχυρίστηκε πως το
τέμενος από τα μέσα στου 18ου αιώνα έφερε δύο ονόματα.742 Ο Χατζή Κάλφα
αναφέρεται στη Ροτόντα ως τζαμί του Sinan Paşa, δίνοντας λανθασμένα ως έτος
μετατροπής της σε τζαμί το 1004.743

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στις αρχές του 19ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα,
το μνημείο ήταν γνωστό και ως Eski Mitropoli.744 Η ονομασία Ροτόντα, η οποία
αποτελεί την πιο διαδεδομένη, με την οποία το μνημείο είναι γνωστό ως και σήμερα,
δόθηκε στο κτήριο, λόγω του κυκλικού του σχήματος, στις αρχές του 18ου αιώνα από
τον P. Lucas.745 Τα τελευταία χρόνια της Oθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη είχε
επικρατήσει η παράδοση ότι η Ροτόντα κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν ναός
αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο, αφιέρωση η οποία διατηρήθηκε με την απόδοση
του κτηρίου εκ νέου στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση του 1912. Το
γεγονός αυτό οφείλεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, στη μεταφορά των
ιερών σκευών του ναού όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς στο γειτονικό μικρό
ναό του αγίου Γεωργίου, μετοχίου της αθωνικής μονής Γρηγορίου.746 Επίσης, έχει
διατυπωθεί και ο πρόταση ότι η μεταπήδηση του ονόματος οφείλεται μόνο στη
γειτνίαση των δύο κτηρίων και όχι στη μεταφορά των ιερών σκευών.747

Οι επεμβάσεις που δέχθηκε το κτήριο κατά τη μετασκευή του σε μουσουλμανικό


τέμενος δεν αλλοίωσαν αισθητά τους όγκους και την εξωτερική του διάρθρωση. Στη
δυτική και τη νότια όψη είχαν διαμορφωθεί πρόπυλα μπροστά από τις αντίστοιχες
εισόδους, που αποτελούσαν ανακατασκευές προγενέστερων οθωμανικών στις ίδιες
θέσεις (εικ. 140-141). Ως βάσεις των κιόνων των προπύλων χρησιμοποιήθηκαν

741
Δημητριάδης 2008, 354-355, υποσημ. 71.
742
Ο Γ. Θεοχαρίδης με κάποια επιφύλαξη ισχυρίστηκε πως ίσως ένα βραχύβιο όνομα της Ροτόντας,
περί τα μέσα του 17ου αιώνα, ήταν το Κασίμ Πασά Δζεζερί, καθώς θεώρησε πως στην απαρίθμηση των
μεγάλων τεμενών της Θεσσαλονίκης από τον Χατζή Κάλφα, αναφέρεται στη Ροτόντα με αυτή την
ονομασία. Η παραπάνω υπόθεση αποδεικνύεται αβάσιμη διότι με τη συγκεκριμένη ονομασία ήταν
γνωστό το τέμενος στο οποίο μετατράπηκε ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Θεοχαρίδης 1953, 643,
υποσημ. 19, 648-649.
743
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, αρ. δελτ. 17.
744
Μουτσόπουλος 2013, 39-40.
745
Lucas 1712, 259-263 · Ταμπάκη 1998, αρ. δελτ. 19 · Μουτσόπουλος 2013, 37-39.
746
Μουτσόπουλος 2013, 41.
747
Μέντζος 1995-1996, 359.

129
βυζαντινά κιονόκρανα.748 Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στο υπέρθυρο της
δυτικής εισόδου εντοιχίστηκε εντός πλαισίου η κτητορική επιγραφή εντός πλαισίου.
Το κάτω μέρος του υπερθύρου έφερε διάκοσμο με κεραμικά πλακίδια τύπου Iznik.

Στη νοτιοδυτική πλευρά του μνημείου ανεγέρθηκε ο μιναρές,749 ο μοναδικός


διασωθείς στην πόλη, στο χώρο του προγενέστερου περιδρόμου, που είχε ήδη
καταστραφεί (εικ. 142).750 Την ανέγερση του μιναρέ, όπως και τη μετασκευή της
Ροτόντας σε τέμενος, ανέλαβε ο Sinan Paşa. Σήμερα δεν σώζεται στην αρχική του
μορφή, καθώς με τον σεισμό του 1978 είχε υποστεί φθορές, μεταξύ των οποίων και
η απώλεια της κωνικής του απόληξης (εικ. 143).751 Ακολουθεί τον τύπο των
μιναρέδων που προστέθηκαν στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Σελίμ
Β΄.752 Η βάση είναι ορθογωνική, κτισμένη από κανονικούς, κυρίως ορθογωνικούς,
δόμους που διακόπτονται από ενδιάμεσες ζώνες με σειρές πλίνθων (εικ. 144).753 Ως
οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε, επίσης, υλικό από προγενέστερα κτήρια, όπως
πεσσίσκοι και επιτύμβιες πλάκες, σε β΄ χρήση.754 Στο ανώτερο τμήμα της βάσης οι
πλίνθοι είναι λαξευμένες με τριγωνικές απολήξεις ώστε να δημιουργούν διάκοσμο
από σταλακτίτες. Η βάση του κορμού εξωτερικά ακολουθεί κάτοψη πολυγώνου με
30 πλευρές και είναι κτισμένη με πλίνθους. Η διακόσμησή της πραγματοποιείται από
κεραμικά στοιχεία που σχηματίζουν τρίγωνα.755 Ο κορμός του μιναρέ, εξωτερικά
πολύγωνο με 20 πλευρές, αποτελείται επίσης από αμιγή πλινθοδομή και η επιφάνειά
του ήταν επιχρισμένη. Φέρει δύο πλίνθινους δακτυλίους, έναν κοντά στη βάση και

748
Μουτσόπουλος 2013, 359.
749
Σχετικά με τον μιναρέ της Ροτόντας βλ. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 59-74 · Σαμπανοπούλου
2009β, 224-225 · Πενέλης κ.ά. 2009, 333-357.
750
H χρονολόγηση της καταστροφής του περιδρόμου από ορισμένους μελετητές έχει τοποθετηθεί
αρκετά όψιμα. Η Κ. Θεοχαρίδου συσχετίζει την καταστροφή με τη ζώνη τοιχοποιίας των οθωμανικών
χρόνων κάτω από την ποδιά των μεγάλων τοξωτών παραθύρων, σημείο στο οποίο εντοπίστηκε η
έδραση της στέγασης του περιμετρικού κλίτους. Θεοχαρίδου 1991-1992, 73-75. Σχετικά με τις
προτάσεις για τη χρονολόγηση της καταστροφής του περιδρόμου βλ. Σικαλίδου 2019, παράρτημα, ΧV.
751
Ο μιναρές σήμερα σώζεται σε ύψος περίπου 36 μ. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 62.
752
Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 62.
753
Πρόκειται για 6 ζώνες αποτελούμενες από 2-4 σειρές πλίνθων. Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992,
68.
754
Παράπλευρα της εισόδου στο εσωτερικό του μιναρέ εντοπίζονται πεσσίσκοι παλαιοχριστιανικής
βασιλικής, ενώ δύο επιτύμβιες πλάκες βρίσκονται εντοιχισμένες στη ΒΑ και ΝΑ πλευρά της βάσης.
Υλικό σε β΄ χρήση εντοπίζεται και στην κλίμακα ανόδου στο εσωτερικό του κορμού. Χατζηαντωνίου-
Δεληβογιατζή 1992, 69.
755
Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 64, 69.

130
δεύτερο κάτω από τον εξώστη, καθώς και φωτιστικά ανοίγματα.756 Στο επάνω μέρος
βρίσκεται ο εξώστης, ο οποίος διακοσμείται με σταλακτίτες (εικ. 145). Η είσοδος προς
το εσωτερικό γίνεται από τη βόρεια πλευρά και η κλίμακα ανόδου αποτελείται από
129 σκαλοπάτια.757 Ο σεισμός του 1978 προκάλεσε φθορές στο μιναρέ, ο οποίος
αναστηλώθηκε μετά την εκπόνηση σχετικής μελέτης.758

Προσθήκη των οθωμανικών χρόνων αποτελεί και η κρήνη στα ΝΔ του κτηρίου (εικ.
146).759 Η κρήνη βρίσκεται κάτω από στέγαστρο και δέχθηκε αρκετές μετασκευές σε
διάφορες περιόδους.760 Οι κίονες, διαφορετικών τύπων μαρμάρων, που φέρουν το
στέγαστρο βρίσκονται σε β΄ χρήση και ως βάσεις τους χρησιμοποιούνται τα
κιονόκρανα. Ενσωματωμένη στο νότιο τμήμα του περιβόλου του τεμένους βρισκόταν
και μία οθωμανική κρήνη, που διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες (εικ. 147).761

Στη νοτιοανατολική πλευρά της Ροτόντας στην περιοχή πίσω από το ιερό όπου
είχε τοποθετηθεί εσωτερικά το μιχράμπ διατηρείται μέχρι σήμερα ο τάφος του σεΐχη
Χορτάτζη (εικ. 148).762 Πρόκειται για έναν περίβολο που περικλείει τους δύο τάφους
των ιδρυτών του τεμένους στο οποίο μετατράπηκε η Ροτόντα. Ο περίβολος φέρει
παράθυρα με κιγκλιδώματα και ήταν ανοικτός χωρίς στέγαση.763 Επάνω από την
είσοδο στο χώρο υπάρχει σκαλισμένη μαρμάρινη επιγραφή, η οποία μας πληροφορεί
πως κάποιος Yusuf Bey κατασκεύασε τον τάφο του Hortacı Efendi (εικ. 149).764 Από
το χρονογράφημα της επιγραφής δίνεται η χρονολογία 1205 (1790/1), η οποία
συμπίπτει με αυτή της επιγραφής του μεταλλίου που κάλυπτε μέρος του ψηφιδωτού

756
Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 65, 70.
757
Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 67.
758
Πενέλης κ.ά. 2009, 333-357 · Μουτσόπουλος 2013, 152-153.
759
Βελένης 2005, 41.
760
Στην ύπαρξη της φιάλης αναφέρονται οι J. Galt και E. M. Cousinery. O πρώτος θεωρεί πως πρόκειται
για προγενέστερη κολυμπήθρα, ενώ ο δεύτερος πως κατασκευάστηκε σε νεότερους χρόνους και φέρει
πολλούς κρουνούς. Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 33, 38.
761
Βελένης 2005, 16-17.
762
Σύμφωνα με τον Β. Δημητριάδη, επειδή ο τάφος αποτελούσε τόπο προσκυνήματος για τους
μουσουλμάνους, στην αυλή του τζαμιού είχε ιδρυθεί τεκές προς τιμήν του Hortacı Süleyman Efendi.
Μάλιστα αναφέρεται και σε μπεράτι του 1696/7 σχετικά με το διορισμό σεΐχη. Ως ιδρυτή του τεκέ
κατονομάζει κάποιον Mahmud Ağa. Όπως ισχυρίζεται ο τεκές αναφέρεται το 1722, ενώ δεν
σημειώνεται στο φορολογικό κατάστιχο του 1906, διότι πρέπει να είχε πάψει να υφίσταται.
Δημητριάδης 2008, 385.
763
Δημητριάδης 2008, 300.
764
Ο Β. Δημητριάδης ισχυρίστηκε πως ο δεύτερος τάφος ανήκει στον Yusuf Bey και όχι στον δεύτερο
κτήτορα του τεμένους. Δημητριάδης 2008, 300.

131
διακόσμου του θόλου και αναφέρεται σε επιδιόρθωση του τεμένους στα 1791.765 Ο
τάφος έχει αποκατασταθεί σχετικά πρόσφατα.766

Σε επαφή με τον περίβολο του τάφου του Χορτάτζη, καθώς και στο χώρο νότια και
ΝΑ της Ροτόντας έχουν ανασκαφεί οθωμανικοί τάφοι. Βρέθηκαν επιτύμβιες στήλες
με επιγραφές σε αραβική γραφή και εντός των τάφων εντοπίστηκαν αρκετά, κυρίως
όψιμα, τουρκικά νομίσματα.767

Μεταξύ των οθωμανικών επεμβάσεων ανήκει η διάνοιξη φωτιστικών ανοιγμάτων


με σιδεριές στη βάση του θόλου, 19 στον αριθμό,768 καθώς και ένα ζεύγος
παραθύρων εκατέρωθεν του μιχράμπ (εικ. 150).769 Επίσης, σύμφωνα με την Κ.
Θεοχαρίδου, μία μικρή ζώνη τοιχοποιίας περιμετρικά του κτηρίου, κάτω από την
ποδιά των μεγάλων τοξωτών παραθύρων, αποτελεί επέμβαση των οθωμανικών
χρόνων. Η ζώνη αυτή συσχετίστηκε με την καταστροφή του περιδρόμου, την οποία
τοποθέτησε κατά τους οθωμανικούς χρόνους.770 Στην ίδια περίοδο ανήκει και η
διαμόρφωση της τοιχοποιίας του βόρειου και νότιου διαφράγματος του Ιερού με ένα
ζεύγος οξυκόρυφων παραθύρων αντίστοιχα (εικ. 151).771 Εξωτερικά η επιφάνεια της
τοιχοποιίας, όπως διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες ήταν επιχρισμένη.

Η επικάλυψη του τρούλου είχε δεχθεί επιδιορθώσεις όσο το κτήριο λειτουργούσε


ως τζαμί, όπως μαρτυρούν οι κέραμοι της εποχής της Τουρκοκρατίας που είχαν
εντοπιστεί κατά τόπους.772 Παράλληλα, στη στέγη βρέθηκαν οθωμανικές επιγραφές
που αναφέρονται σε επισκευές που δέχθηκε το κτήριο κατά τους τελευταίους
χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας (εικ. 152).773 Σε τομή στον τρούλο βρέθηκε στο

765
Δημητριάδης 2008, 300.
766
Θώμος 2001, 543-552.
767
Μουτσόπουλος 2013, 184 κ.ε.
768
Μουτσόπουλος 2013, 83.
769
Θεοχαρίδου 1991-1992, 69.
770
Θεοχαρίδου 1991-1992, 58-61, εικ. 1-8, 73-75.
771
Πρόκειται για χωματόκτιστους τοίχους με ξυλοδεσιές. Στο ανατολικό παράθυρο του βόρειου
διαφράγματος βρέθηκε στον αρμό της τοιχοποιίας παλαιοτουρκικό νόμισμα. Στην εξωτερική όψη του
τοίχου του νότιου διαφράγματος βρέθηκε εντός του αρμού, στο ανατολικό τμήμα, μέρος τουρκικού
χειρογράφου, ιδιαίτερα κατεστραμμένο. Κάτι αντίστοιχο έχει βρεθεί και στον αρμό της επισκευής
γύρω από το χαμηλότερο παράθυρο στο ΝΔ πεσσό. Θεοχαρίδου 1991-1992, 73.
772
Μουτσόπουλος 2013, 138.
773
Δημητριάδης 2008, 299-300.

132
πάχος της τοιχοποιίας σιδερένιο αρθρωτό αντικείμενο, που ερμηνεύτηκε ως τμήμα
αλυσίδας πολυελαίου των οθωμανικών χρόνων.774

Σχετικά με το θόλο, ο Εβλιγιά Τσελεμπή παραθέτει μία ενδιαφέρουσα


πληροφορία. Αναφέρει πως αντί σημαίας, στην κορυφή βρισκόταν λέβητας με χρυσό,
που βρέθηκε θαμμένος.775 Σε παλιές φωτογραφίες στην κορυφή του θόλου
διακρίνεται η ημισέληνος.

Κατά τις εργασίες συντήρησης του μνημείου διαπιστώθηκε πως είχε φραχθεί ο
ανατολικός κοχλίας για την άνοδο στη στέγη, κάποια χρονική στιγμή όσο το η Ροτόντα
ήταν τζαμί.776 Σε σχέδιο των Ch. Texier και R. Poplewell Pullan αποτυπώνεται μόνο ο
δυτικός κοχλίας, το οποίο επιβεβαιώνει το φράξιμο του ανατολικού.777

Στη δυτική όψη της δυτικής κόγχης δημιουργήθηκε λασπόκτιστος τοίχος, για τον
οποίο χρησιμοποιήθηκε αρχιτεκτονικό υλικό σε β΄ χρήση, μειώνοντας το βάθος
της.778 Ο εν λόγω τοίχος καταστρατήγησε μέρος του ψηφιδωτού διακόσμου της
κόγχης, το οποίο αποκαλύφθηκε μετά την αφαίρεση του ανώτερου επιπέδου του
τοίχου. Σήμερα είναι εμφανής η φθορά που προξένησε ο τοίχος στο ψηφιδωτό (εικ.
153-154). Ανάλογες διαμορφώσεις με λασπόκτιστες κατασκευές είχαν διαμορφωθεί
και στις υπόλοιπες κόγχες, οι οποίες αντικαταστάθηκαν στις εργασίες της πρώτης
δεκαετίας του 20ου αιώνα.779

Όσον αφορά στο εσωτερικό, τοποθετήθηκε ο λειτουργικός εξοπλισμός του


τεμένους, όπως διακρίνεται σε φωτογραφίες του F. Boissonas, που απεικονίζουν το
εσωτερικό της Ροτόντας στη τελευταία φάση λειτουργίας της ως τζαμί (εικ. 155).
Σήμερα, στο Ιερό διατηρείται το κάτω μέρος της κόγχης του μιχράμπ και τμήμα που
υπερυψωμένου δαπέδου που είχε δημιουργηθεί για τη δημιουργία της (εικ. 156).780

774
Μουτσόπουλος 2013, 249.
775
Μοσχόπουλος 1940, 342.
776
Ταμπάκη 1998, 173.
777
Τexier, Pullan 1864, πίν. XXVIII.
778
Θεοχαρίδου 1991-1992, 62, εικ. 9.
779
Θεοχαρίδου 1991-1992, 62, εικ. 9.
780
Ανδρούδης 2016, 235.

133
Για την εντυπωσιακή και περίτεχνη διακόσμηση του μιχράμπ και του μινμπάρ, μας
πληροφορεί ο Εβλιγιά Τσελεμπή.781

Ο εντοίχιος διάκοσμος καλύφθηκε με επίχρισμα, με μοναδική εξαίρεση τη ζώνη


με τις δεόμενες μορφές στο θόλο και τον ανεικονικό διάκοσμο στις κόγχες, όπως
συνάγεται από τις περιγραφές των περιηγητών που επισκέφθηκαν το τέμενος. Σχεδόν
όλοι οι περιηγητές αναφέρονται στην περιγραφή τους στη ζώνη με τις δεόμενες
μορφές και εντυπωσιάζονται.782 Με βάση τις αναφορές που είναι γνωστές σε
συνδυασμό με τις φωτογραφίες που αποτυπώνουν στο εσωτερικό του τεμένους στις
αρχές του περασμένου αιώνα, από την ψηφιδωτή διακόσμηση του θόλου είχε αφεθεί
ορατή μόνο η κατώτερη ζώνη. Ο υπόλοιπος ψηφιδωτός διάκοσμος είχε επιχριστεί και
η μορφή του Χριστού στο κέντρο είχε αντικατασταθεί από μετάλλιο με αραβική
επιγραφή (εικ. 157). Εντύπωση προκαλεί το συγκεκριμένο γεγονός, τουλάχιστον όσον
αφορά τους δεόμενους μάρτυρες. Τα πρωιμότερα σχέδια των ψηφιδωτών του θόλου
ανήκουν στον Louis-Francois-Sebastien Fauvel.783

Πιθανότατα, μία ερμηνεία μπορεί να δοθεί αν αναλογιστούμε το πλαίσιο μέσα


στο οποίο η Ροτόντα καταλαμβάνεται και μετατρέπεται σε τζαμί. Οι περισσότεροι
μεγάλοι βυζαντινοί ναοί της πόλης έχουν μετασκευαστεί σε ισλαμικά τεμένη μέχρι
τις αρχές του 16ου αιώνα, λόγω της επιτακτικής ανάγκης για δημιουργία νέων
λατρευτικών χώρων για τον αυξανόμενο μουσουλμανικό πληθυσμό. Ωστόσο, ο
πρωτεύων λόγος πίσω από τη μετασκευή της Ροτόντας δεν ήταν η δημιουργία ενός
επιπλέον τζαμιού για να εξυπηρετούνται οι πιστοί μουσουλμάνοι. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, η μετατροπή συντελέστηκε το έτος Εγίρας 999, στο πλαίσιο του
γενικότερου φόβου για το επικείμενο τέλος του κόσμου το έτος 1000, σύμφωνα με
το Ισλάμ. Επομένως, ο ναός μετασκευάζεται ως πράξη ευλάβειας των κτητόρων για
την εξασφάλιση καλύτερης μεταθανάτιας ζωής λόγω του τέλους που πλησίαζε. Με
αυτό το σκεπτικό θεωρείται πιθανό να καλύφθηκε μόνο ο διάκοσμος με θέματα που
παρουσίαζαν περισσότερο έντονο χριστιανικό χαρακτήρα, όπως η παράσταση της
Ανάληψης στο Ιερό και οι κεντρικές ζώνες του θόλου, καθώς θεωρήθηκε πως η

781
Μοσχόπουλος 1940, 341.
782
Ταμπάκη 1998, 174-177.
783
Καμπούρη-Βαμβούκου 2010, 361-377.

134
λειτουργία του τζαμιού θα ήταν βραχύχρονη. Άλλωστε, στα τέλη του 16 ου αιώνα δεν
υπήρχε ο έντονος φανατισμός των πρώτων χρόνων για την καταστροφή και την
κάλυψη των χριστιανικών στοιχείων.

Ο ανεικονικός διάκοσμος των κογχών του ισογείου, πιθανότατα, παρέμεινε


ορατός αλλά φαίνεται πως δέχθηκε οθωμανικές επεμβάσεις. Σε φωτογραφία που
απεικονίζει το διάκοσμο της κόγχης της δυτικής εισόδου, δημοσιευμένη από τον Ch.
Diehl, διακρίνεται μέρος ενός μεταλλίου με ισλαμική επιγραφή (εικ. 158).784

Μερικοί από τους περιηγητές, όπως οι H. Melville785 και M.A. Walker,786


αναφέρονται στην αποκόλληση ορισμένων ψηφίδων από το διάκοσμο του θόλου. Η
τελευταία μάλιστα μας πληροφορεί πως οι αποτοιχισμένες ψηφίδες πωλούνταν από
το φύλακα του τζαμιού ως επιπλέον εισόδημα.

Ο διάκοσμος που ανατολικού διαχώρου που είχε καταστραφεί με την κατάρρευση


του αντίστοιχου μέρους του θόλου επιζωγραφίστηκε το 1889 από τον Ιταλό ζωγράφο
S. Rossi.787 Για την εν λόγω επέμβαση μας πληροφορεί ο Μeyer.788 Επιζωγράφιση είχε
δεχθεί το ανατολικό διάχωρο και πριν το 1835,789 σύμφωνα με τη μαρτυρία του W.M.
Leake.790

Ο τελευταίος μεταξύ άλλων στην περιγραφή του μας πληροφορεί ότι οι Τούρκοι
άφησαν ορατή τη μορφή του Παντοκράτορα στην κόγχη απέναντι από την είσοδο.791
Η συγκεκριμένη αναφορά είναι η μοναδική για την παράσταση της Ανάληψης όσο η
Ροτόντα ήταν τζαμί. Βάσει αυτής της μαρτυρίας διατυπώθηκε η άποψη ότι η επίχριση
της παράστασης πραγματοποιήθηκε μετά το 1806-1807.792 Μία τέτοια υπόθεση δεν
μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή καθώς είναι αδύνατο να παρέμεινε ορατή η μορφή
του Χριστού στο Ιερό για διάστημα μεγαλύτερο των δύο αιώνων, σε ένα σημείο όπου
βρισκόταν επάνω από το μιχράμπ, ενώ παράλληλα είχε επιχριστεί η μορφή στο θόλο.

784
Diehl κ.ά. 1918, 24.
785
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 52.
786
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 53.
787
Μουτσόπουλος 2013, 261.
788
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 66.
789
Μουτσόπουλος 2013, 263.
790
Leake 1835, 141.
791
Leake 1835, 141.
792
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 92.

135
Η αναφορά του W.M. Leake μόνο στο Χριστό από την Ανάληψη οδηγεί στην υπόθεση
ότι η επίχριση παρουσίαζε φθορές στο συγκεκριμένο σημείο, ώστε να είναι
πρόσκαιρα ορατό.

Πλήθος περιηγητών συρρέει να επισκεφθεί το μεγαλοπρεπές κτήριο και


εντυπωσιάζεται από διάφορα στοιχεία του, όπως μέγεθος, ψηφιδωτά κ.ά. Πολλοί
εντυπωσιάζονται και από τον άμβωνα στην αυλή και ιδιαίτερα από την παράδοση ότι
από αυτόν δίδαξε ο απόστολος Παύλος.793 Ένα μέρος του βρισκόταν στη Ροτόντα και
το υπόλοιπο στην αυλή του Αγίου Παντελεήμονα.794 Ο Εβλιγιά Τσελεμπή για τον
άμβωνα αναφέρει ότι από αυτόν διαβαζόταν η εσπερινή προσευχή.795

Η διαμόρφωση του εσωτερικού της Ροτόντας ως τζαμί, μας είναι γνωστό μέσα από
φωτογραφίες των αρχών του 20ου αιώνα (εικ. 159). Σε αυτές διακρίνεται ο διάκοσμος
των τελευταίων οθωμανικών χρόνων με τις οθωμανικές προσθήκες και το πλίνθινο
δάπεδο. Σε προγενέστερες μαρτυρίες αναφέρεται ότι το μαρμάρινο δάπεδο
κάλυπταν ψάθες ή πολυτελείς τάπητες.796

Η Ροτόντα είχε δεχθεί αρκετές επισκευές ως τζαμί. Η παλαιότερη γνωστή ήταν το


έτος Εγίρας 1206 (1791/2). Η χρονολογία αναφέρεται στο μετάλλιο με την επιγραφή
από το Κοράνι που κάλυπτε την κεντρική παράσταση του διακόσμου του τρούλου:

«Στο όνομα του Θεού, του οικτίρμονος και ελεήμονος.

Όταν η βοήθεια του Θεού και η νίκη έρχεται και βλέπεις τους ανθρώπους να
εισέρχονται στη θρησκεία του Θεού ομαδικά, δόξασε τον Κύριό σου και ζήτα την
προστασία του. Ασφαλώς επιστρέφει πάντοτε (στην ευσπλαχνία του). Αληθής ο
Θεός ο Μέγας». «Έτος 1206».797

793
Ταμπάκη 1998, 177-179.
794
Ο άμβωνας της Ροτόντας μεταφέρθηκε το 1900 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της
Κωνσταντινούπολης, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Μουτσόπουλος 2013, 230-232.
795
Μοσχόπουλος 1940, 342.
796
Ταμπάκη 1998, 176, 180.
797
Πρόκειται για τους στίχους 1-3 από το κεφάλαιο 110 του Κορανίου. Τέτοιου είδους επιγραφές ήταν
συνήθης στα τζαμιά τη συγκεκριμένη εποχή. Σύμφωνα με τον Β. Δημητριάδη είναι πιθανό η παραπάνω
επιγραφή να αντικατέστησε μία προγενέστερη. Δημητριάδης 2008, 298.

136
Επόμενη επιδιόρθωση πραγματοποιήθηκε το έτος Εγίρας 1245 (1829), όπως
μαρτυρά επιγραφή στις παραστάδες της θύρας που οδηγούσε στη στέγη. Η επισκευή
κόστισε σύμφωνα με ιεροδικαστικό τεφτέρι 7.707 γρόσια.798 Το τζαμί δεν διέθετε
σημαντικά δικά του έσοδα και τα έξοδα της επισκευής καλύφθηκαν από ένα μέρος
των περιουσιακών στοιχείων που είχαν δωρίσει διάφοροι για φιλανθρωπικούς
σκοπούς και από άλλα βακούφια. Την εποπτεία των εργασιών ανέλαβε ο διοικητής
της πόλης, El-Hac Mustafa Paşa και το ιεροδικείο.799

Η τελευταία επισκευή επί οθωμανικής διοίκησης πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα


με επιγραφή που εντοπίστηκε στη στέγη του κτηρίου σε δύο τμήματα, το έτος Εγίρας
1322 (1906), έπειτα από το σεισμό του προηγούμενου έτους:

«Επισκευάστηκε από τον Hasan Bey, λογιστή του βακουφιού του γιου του Mufti
Bey». «Η επισκευή του το έτος 1322, ο αρχιμάστορας από τη Δίβρη».800

Μετά την απελευθέρωση της πόλης η Ροτόντα καθαγιάστηκε ως ναός του Αγίου
Γεωργίου στις 5/4/1914.801 Την περίοδο 1916-1917 πραγματοποίησε ανασκαφές στο
μνημείο ο E. Hebrard802 και έκτοτε πραγματοποιήθηκαν αρκετές ανασκαφές803 και η
Ροτόντα αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλου αριθμού μελετών και δημοσιεύσεων.

11. Όσιος Δαβίδ (Μονή Λατόμου)

Ο μικρός ναός του Οσίου Δαβίδ, καθολικό της μονής Λατόμου, στις παρυφές της
Ακρόπολης της πόλης, κατά τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας
μετασκευάστηκε σε ισλαμικό τέμενος (εικ. 160).804 Το τέμενος ήταν γνωστό ως

798
Αναλυτικότερα για τα έξοδα της επιδιόρθωσης βλ. Δημητριάδης 2008, 299.
799
Θεωρείται πιθανό πως οι ζημιές, οι οποίες δεν αναφέρονται στο έγγραφο της επισκευής, είχαν
προκληθεί από τον ισχυρό σεισμό του ίδιου έτους. Δημητριάδης 2008, 299.
800
Δημητριάδης 2008, 299.
801
Μουτσόπουλος 2013, 41.
802
Hébrard 1920, 5-40.
803
Μουτσόπουλος 2013, 163-165.
804
Σχετικά με το ναό βλ. Ξυγγόπουλος 1920-1921, 190-194 · Ξυγγόπουλος 1929, 142-180 · Πελεκανίδης
1949, 45-68 · Παπαγιαννόπουλος 1983, 57-59 · Η Θεσσαλονίκη 1985, 68-74 · Μαυροπούλου-Τσιούμη

137
Κεραμεντίν ή Σουλιτζέ (Suluca=Σουλουτζά).805 Η δεύτερη ονομασία, η οποία δηλώνει
σχέση ή παρουσία ύδατος, θεωρείται ότι προέρχεται από βυζαντινή κινστέρνα της
παρακείμενης περιοχής.806 Σύμφωνα με τον Α. Ξυγγόπουλο, το εν λόγω όνομα
χαρακτήριζε τη συνοικία και λανθασμένα αποδόθηκε στο τζαμί.807 Ο Β. Δημητριάδης,
αντιθέτως, δεν ταύτισε το σημερινό ναό του Οσίου Δαβίδ με το καθολικό της Μονής
Λατόμου και κατ’ επέκταση με το αρχικό, κατά τα λεγόμενά του, Suluca Manastir,808
ονομασία η οποία εμφανίζεται στα καταγραφικά τεφτέρια στις αρχές του 16ου αιώνα,
προσδιορίζοντας την ομώνυμη συνοικία.809 Την άποψη του Β. Δημητριάδη
αμφισβήτησε ο Γ. Θεοχαρίδης.810

Άγνωστη παραμένει η περίοδος μετατροπής του Οσίου Δαβίδ σε τζαμί. Στα


φορολογικά κατάστιχα του 1906 εμφανίζεται ως τέμενος του Μουράτ Β΄ και για αυτό
ήταν γνωστό και ως Murat Camii.811 Έτσι, είχε προταθεί ότι η μετατροπή
πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την άλωση. O Ευ. Τσιγαρίδας θεώρησε πως η
προσωνυμία Manastir υποδηλώνει πως το μικρό καθολικό της μονής Λατόμου δεν
είχε μετατραπεί ακόμη σε τζαμί αλλά στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας
βρισκόταν σε χρήση.812 Η ίδρυση ενός μικρού τεμένους, αμέσως μετά την κατάληψη
της πόλης, σε μία ακατοίκητη ακόμη περιοχή και μάλιστα από τον ίδιο τον σουλτάνο
θεωρείται αδύνατη.813 Πιθανότατα, η μετασκευή του ναού σε τζαμί
πραγματοποιήθηκε μετά τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν ο μουσουλμανικός

1996, 63-69 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 91-99 · Τσιγαρίδας 1998 · Καζαμία-Τσέρνου


2009, 157-201 · Ćurčić 2010, 109-110 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 183-195.
805
Ξυγγόπουλος 1920-1921, 190 · Ξυγγόπουλος 1929, 142.
806
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 68.
807
Ξυγγόπουλος 1920-1921, 190.
808
Δημητριάδης 318-321.
809
Εκείνη την περίοδο αρχίζουν να κατοικούνται οι βορειότερες περιοχές της πόλης από τους
μουσουλμάνους κατοίκους, με αποτέλεσμα την ίδρυση νέων τεμενών και τη δημιουργία συνοικιών
γύρω από αυτά. Δημητριάδης 2008, 318 · Kotzageorgis 2018, 433.
810
Θεοχαρίδης 1983, 405-406.
811
Το τέμενος ήταν επίσης γνωστό και υπό το όνομα του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, ο οποίος το είχε
επισκευάσει. Ξυγγόπουλος 1920-1921, 190 · Δημητριάδης 2008, 318-321.
812
Τσιγαρίδας 1998, 28-29.
813
Σύμφωνα με τον Ευ. Τσιγαρίδα το πιθανότερο είναι ο ναός να είχε εγκαταλειφθεί αμέσως μετά την
άλωση και να λεηλατήθηκε αλλά εξακολουθούσε να υφίσταται ως μοναστήρι. Τσιγαρίδας 1986, 17 ·
Τσιγαρίδας 1998, 13.

138
πληθυσμός μετακινείται στις βορειότερες περιοχές της πόλης και δημιουργούνται
νέες συνοικίες.814

Το κτήριο όταν μετασκευάστηκε σε ισλαμικό ευκτήριο οίκο βρισκόταν σχεδόν σε


ερείπωση.815 Είχε απωλέσει το δυτικό σκέλος του, όπως μαρτυρά η ανέγερση του
μιναρέ στο χώρο του ΝΔ γωνιακού διαμερίσματος.816 Καταστράφηκε μέρος της
στέγασής του, ο νότιος τοίχος και η ανωδομή του ΝΑ γωνιακού διαμερίσματος. Οι
παραπάνω καταστροφές έχουν αποδοθεί από τον Ευ. Τσιγαρίδα στους σεισμούς των
ετών 1677 και 1759, με αποτέλεσμα ισχυριστεί ότι η μετατροπή του
εγκαταλελειμμένου ναού σε τζαμί πραγματοποιήθηκε στο διάστημα μεταξύ του
τέλους 17ου-α΄ μισού 18ου αιώνα, χωρίς βέβαια να αποκλείει και το ενδεχόμενο η
μετατροπή να έλαβε χώρα και μέσα στο 16ο αιώνα.817

O Ευ. Τσιγαρίδας διέκρινε βάσει της τοιχοποιίας δύο κύριες οθωμανικές φάσεις.
Στην πρώτη παρατηρείται στην τοιχοποιία χρήση πλακοειδών γκριζοπράσινων λίθων
με παρεμβολή πλίνθων και ξυλοδεσιών. Σε αυτή αποδίδονται το φράξιμο του
ανοίγματος του δυτικού σκέλους του σταυρικού πυρήνα και ο εντοιχισμός των
τοξωτών ανοιγμάτων που οδηγούσαν στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά
διαμερίσματα αντίστοιχα. Η φάση έχει χρονολογηθεί μετά τους σεισμούς του
1677.818 Η δεύτερη έχει χρονολογηθεί μετά το σεισμό του 1759 ή το 1797 όταν
επισκευάστηκε το τζαμί από τον Σελίμ Γ΄.819 Σε αυτή δημιουργήθηκε πιθανότατα η
σαμαρωτή στέγη που καλύπτει το κτήριο και η εσωτερική ξύλινη οροφή και η
ανακατασκευή του νότιου τοίχου.820 Δενδροχρονολόγηση δειγμάτων από την οροφή

814
Μετατροπή του ναού πιθανότατα μέσα στον 16 αιώνα δέχεται με κάποια επιφύλαξη και ο Ευ.
Τσιγαρίδας, ο οποίος πρότεινε πως η ονομασία δεν ήταν Suluca Manastir καθώς οι Οθωμανοί δεν είχαν
λόγο να διατηρήσουν στην ονομασία την προηγούμενη ιδιότητα του κτηρίου και το τέμενος έφερε το
όνομα Suluca Camii. Τσιγαρίδας 1986, 18-19.
815
Η μετασκευή της μονής Λατόμου σε τζαμί έχει συνδεθεί με καταστροφή του κτηρίου από κάποια
βίαιη αιτία, όπως σεισμό ή πυρκαγιά. Τσιγαρίδας 1986, 19.
816
Ο μιναρές μέχρι το 1921 που άρχισε να μελετάται ο ναός σωζόταν σε ύψος περίπου 11 μ. Σήμερα
διατηρούνται κατά χώραν λείψανά του και πιο συγκεκριμένα η βάση με τον κοχλία . Τσιγαρίδας 1998,
28 · Καζαμία-Τσέρνου 2009, 168, υποσημ. 90.
817
Τσιγαρίδας 1986, 20.
818
Τσιγαρίδας 1998, 29-30.
819
Ο G. Millet πρότεινε το 1797 ως χρονολογία της δεύτερης επισκευής. Καζαμία-Τσέρνου 2009, 168,
175.
820
Ο τοίχος ανακατασκευάστηκε από λίθους γκρεμισμένων τοιχοποιιών του κτηρίου καθώς κατά
τόπους διατηρούνται στο κονίαμα ίχνη ζωγραφικής. Τσιγαρίδας 1998, 30-31.

139
του νοτιανατολικού διαμερίσματος έδωσε ως χρονολογία το 1794.821 Η νότια είσοδος
και το προστώο στην ίδια πλευρά αποτελούν επίσης οθωμανικές επεμβάσεις. Οι
κίονες του προστώου βρισκόταν σε β΄ χρήση και η ανέγερσή του ανάγεται σε δεύτερη
φάση των οθωμανικών επεμβάσεων.822 Κατά τους οθωμανικούς χρόνους είχε
διαμορφωθεί ξύλινο δάπεδο.823 Εσωτερικά ο εντοίχιος διάκοσμος, όπως συνηθίζεται,
είχε επιχριστεί.

Ο καθαγιασμός του ναού, μετά την απελευθέρωση της πόλης, πραγματοποιήθηκε


το 1921. Η αφιέρωση στον όσιο Δαβίδ ήταν αυθαίρετη. Από το 1918, ίσως και
νωρίτερα, σε καταλόγους της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης εμφανίζεται ως ναός της
αγίας Άννας.824 Από το 1921 έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορες περιόδους
εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης, που έφεραν στο φως στοιχεία σχετικά με
την αρχική μορφή του κτηρίου και παράλληλα αποκαλύφθηκε ο εντοίχιος
διάκοσμος.825

821
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 169.
822
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 168, 175.
823
Ξυγγόπουλος 1929, 151.
824
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 164.
825
Καζαμία-Τσέρνου 2009, 169-170.

140
ΙΙΙ Α 2. Η περίπτωση των σωζόμενων βυζαντινών ναών που δεν μετατράπηκαν σε
οθωμανικά τεμένη

1. Μονή Βλατάδων

Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του καθολικού της Μονής Βλατάδων, του μοναδικού
βυζαντινού μοναστηριού της Θεσσαλονίκης που λειτουργεί ως σήμερα.826 Η
απρόσκοπτη λειτουργία της μονής από την ίδρυσή της διακόπηκε μόνο για μικρό
χρονικό διάστημα κατά τους πρώτους οθωμανικούς χρόνους.827 Στο καθολικό της, η
σημερινή μορφή του οποίου είναι αποτέλεσμα διαφορετικών χρονικών επεμβάσεων,
διασώζονται τεκμήρια σχετικά με τη χρήση του κτηρίου από τους Οθωμανούς.828

Κατά τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας η Μονή Βλατάδων ήταν γνωστή
ως Çavuş Manastir.829 Η ονομασία οφείλεται στον Sunğur Çavuş Bey, πρώτο διοικητή
της Θεσσαλονίκης μετά την άλωση.830 Η σύνδεση της μονής με τον εν λόγω τσαούση
(= λοχίας, διοικητής) σε συνδυασμό με τα προνόμια που παραχωρήθηκαν το 1446 με
φιρμάνι από τον Μεχμέτ Β΄, οδήγησαν ώστε να δημιουργηθεί η παράδοση περί
προδοτικής στάσης των μοναχών της κατά την άλωση του 1430.831 Η συγκεκριμένη
αναφορά συναντάται πρώτη φορά τον 16ο αιώνα στο χρονικό του Ιέρακος, Μεγάλου
Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο χρονικό αναφέρεται πως οι μοναχοί
της μονής προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοια του σουλτάνου του υπέδειξαν
τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύγχανε την γρήγορη κατάληψη της πόλης, με τη
διακοπή της υδροδότησης. Ως αντάλλαγμα της βοήθειάς του, στη μονή
εγκαταστάθηκε τσαούσης για να προστατεύσει τους μοναχούς από το μένος των

826
Σχετικά βλ. Παπαγεωργίου 1899, 402-428 · Στογιόγλου 1971 · Μαυροπούλου-Τσιούμη 1987 ·
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 161-167 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Τούρτα 1997, 100-105 ·
Ξυγγόπουλος 2007, 49-62 · Παϊσίδου 2012β, 166-171.
827
Παϊσίδου 2012β, 170.
828
Παϊσίδου 2012β, 167.
829
Η συγκεκριμένη ονομασία απαντάται πρώτη φορά σε χοτζέτι το 1544. Δημητριάδης 2008, 265.
830
Πρόκειται για τον Τούρκο διοικητή που είχε επισκευάσει το Επταπύργιο το 1431, σύμφωνα με την
επιγραφή στην είσοδό του. Σύμφωνα με τον Γ. Στογιόγλου, οι μοναχοί θέλοντας να ευχαριστήσουν τον
Τούρκο διοικητή που μεσολάβησε στο σουλτάνο για την παραχώρηση προνομίων το 1446, έδωσαν
στη μονή το όνομά του. Στογιόγλου 1971, 79-80.
831
Ξυγγόπουλος 2007, 54-55 · Παπαδόπουλος 2007, 120-135.

141
κατοίκων για την προδοτική στάση τους.832 Μάλιστα, μέχρι τις αρχές του περασμένου
αιώνα, υπήρχε η προφορική παράδοση ότι εντός του καθολικού, δίπλα στη νότια
είσοδο, ήταν θαμμένος ο πρώτος τσαούσης της πόλης.833

Σχετικά με την ερμηνεία της τουρκικής ονομασίας της μονής υπήρχαν δύο ακόμη
παραδόσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, λίγα χρόνια μετά την άλωση του 1430 κάποιος
τσαούσης (λοχίας) λεηλάτησε και κατέστρεψε τη μονή και ως τιμωρία για την πράξη
του αρρώστησε βαριά. Σε όνειρο είδε πως θα θεραπευόταν μόνο αν επιδιόρθωνε την
καταστροφή που προκάλεσε και ζήτησε συγχώρεση από τους μοναχούς, με
αποτέλεσμα την ίασή του. Έκτοτε, ο τσαούσης επισκεπτόταν συχνά τη μονή για να
απολαμβάνει τη θέα και προσέφερε βοήθεια στους μοναχούς, οι οποίοι ως
ευγνωμοσύνη μετά τον θάνατό του τον έθαψαν εντός του καθολικού.834 Κατά την
άλλη παράδοση, στη μονή είχε τοποθετηθεί ένας τσαούσης ώστε να ελέγχει την
υδροδότηση της πόλης και να διασφαλίζει το νερό από ρύπανση.835

Τέλος, κατά τον Πέτρο Παπαγεωργίου η μονή έλαβε τη συγκεκριμένη ονομασία


λόγω της γειτνίασης με τον πύργο του Sunğur Çavuş Bey στο Επταπύργιο.836

Όπως προαναφέρθηκε, εντός του καθολικού διασώζονται τεκμήρια που


υποδεικνύουν την πρόσκαιρη χρήση του κτηρίου από τους Οθωμανούς. Πιο
συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα οξυκόρυφο τόξο στην ανατολική καμάρα (εικ. 161),
ίχνη ανεικονικού οθωμανικού διακόσμου (εικ. 162), σφυροκοπήματα στις βυζαντινές
τοιχογραφίες, που μαρτυρούν ότι είχαν επιχριστεί με σοβά και μία μικρή αβαθής
κόγχη στο πάχος της τοιχοποιίας της αψίδας, που ερμηνεύτηκε ως κόγχη μιχράμπ
(εικ. 163).837

Τα παραπάνω τεκμήρια οδήγησαν ώστε να διατυπωθεί η άποψη ότι το καθολικό


είχε μετατραπεί σε τζαμί για μικρό χρονικό διάστημα, περίπου 16 χρόνων, από την
άλωση της πόλης έως την παραχώρηση προνομίων από τον Μεχμέτ Β΄. 838 Ο

832
Τσάρας 1985, 136-138.
833
Στογιόγλου 1971, 70.
834
Στογιόγλου 1971, 71.
835
Στογιόγλου 1971, 71-72.
836
Παπαγεωργίου 1899, 422.
837
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1995, 166-167.
838
Vryonis 1986, 319 · Παϊσίδου 2012β, 167-168.

142
συγκεκριμένος ισχυρισμός, όπως θα αναλύσουμε, επιδέχεται αμφισβήτηση. Η μικρή
αβαθής κόγχη που θεωρήθηκε ως μιχράμπ βρίσκεται επάνω στον άξονα Α-Δ και όχι
με ΝΑ κατεύθυνση, όπως οι κόγχες μιχράμπ στους υπόλοιπους ναούς της πόλης που
μετατράπηκαν σε μουσουλμανικά τεμένη, και δεν δηλώνει την κατεύθυνση της
Μέκκας. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλοιπο της ισλαμικής κόγχης
προσευχής.839 Επιπλέον, βάσει του ισλαμικού νόμου,840 θεωρείται αδιανόητο σε μία
πόλη υπό οθωμανική διοίκηση να παραχωρηθεί σε άλλη θρησκεία ένα κτήριο που
είχε διατελέσει πριν ισλαμικός ευκτήριος οίκος. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος της
άμεσης μετατροπής σε τέμενος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου, σύμφωνα με τον
Αναγνώστη,841 όπως και του ναού του Προφήτη Ηλία.842 Αν ο ναός είχε
χρησιμοποιηθεί ως τζαμί, αυτός θα επέστρεφε στους Χριστιανούς μόνο μετά την
απελευθέρωση της πόλης και όχι νωρίτερα. Βάσει των παραπάνω γίνεται σαφές πως
το καθολικό της μονής δεν μετασκευάστηκε ποτέ ως τζαμί.

Ο Β. Δημητριάδης είχε διατυπώσει την άποψη ότι το καθολικό αποτέλεσε,


πιθανότατα, την οικία του Sunğur Çavuş Bey και έτσι έλαβε το όνομά του.843 Η
συγκεκριμένη εκδοχή θεωρείται αρκετά πιθανή, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη
Διήγηση του Αναγνώστη. Σε αυτή αναφέρεται πως ο Μουράτ Β΄ όταν επανήλθε στη
Θεσσαλονίκη, λίγα χρόνια μετά την άλωση, παραχώρησε τα μεγαλύτερα και
ομορφότερα μοναστήρια της πόλης σε συγγενείς και αξιωματούχους του.844 Ίσως,
έτσι η Μονή Βλατάδων να περιήλθε στη δικαιοδοσία του Sunğur Çavuş Bey, το οποίο
δικαιολογεί και τις οθωμανικές επεμβάσεις, όπως την επίχριση των τοιχογραφιών,
και αργότερα, για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο, ο ναός επέστρεψε σε χριστιανικά
χέρια.

839
Από τον Γ. Στογιόγλου η αβαθής κόγχη ερμηνεύτηκε πιθανότατα ως «θάλασσα», δηλαδή του
ορύγματος που δεχόταν ύδατα κάτω από την Αγία Τράπεζα. Καλοκύρης 1970, 60-62 · Στογιόγλου 1971,
103.
840
Σχετικά με τον ισλαμικό νόμο βλ. Akgunduz 2010.
841
Τσάρας 1958, 56-57.
842
Ανδρούδης 2016, 250.
843
Δημητριάδης 2008, 265.
844
Τσάρας 1958, 60-61.

143
2. Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός

Ο μικρός ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού,845 άλλοτε καθολικό μονής της
εποχής των Παλαιολόγων, όπως θεωρείται, στις παρυφές της Άνω Πόλης είναι ένα
από τα ελάχιστα σωζόμενα παραδείγματα βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης που
διέφυγε την κατάληψη από τους Οθωμανούς και τη μετατροπή του σε
μουσουλμανικό τέμενος. Ο ναός δεν σώζεται σήμερα στη αρχική του μορφή, αλλά
έχει δεχθεί ορισμένες μετασκευές στην πάροδο των αιώνων. Το κτήριο στη σημερινή
του μορφή αποτελείται από έναν παραλληλόγραμμο κεντρικό χώρο, που
περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από στοά σχήματος Π.846

Η αδιάκοπη συνέχιση της λειτουργίας του ναού ως χριστιανικού στα χρόνια της
Οθωμανικής κυριαρχίας, οφείλεται στο γεγονός ότι ήδη από τον 17ο αιώνα ο ναός
ήταν μετόχι της Μονής Βλατάδων, στην κατοχή της οποίας εξακολουθεί να
παραμένει.847 Η μεταχείριση της τελευταίας από τους Οθωμανούς, παράλληλα με την
παροχή ορισμένων προνομίων κατά καιρούς, συνέβαλαν στη διασφάλιση της
λειτουργίας του μικρού μετοχίου της μονής. Ως ένα βαθμό στη διατήρηση του ναού
υπό χριστιανική δικαιοδοσία, πιθανότατα συνέβαλε και η θέση του κτηρίου. Ο ναός
βρίσκεται στις παρυφές της Άνω Πόλης, περιοχή η οποία άρχισε να κατοικείται από
τους Οθωμανούς μετά τα μέσα του 16ου αιώνα. Επομένως, η καθυστερημένη
εγκατάσταση μουσουλμάνων κατοίκων στην παρακείμενη περιοχή, καθώς και η λίγο
μεταγενέστερη λειτουργία του ναού ως μετοχίου της Μονής Βλατάδων διέσωσαν το
βυζαντινό ναό από τους Οθωμανούς.

845
Σχετικά βλ. Μαυροπούλου-Τσιούμη 1970 · Ξυγγόπουλος 2007, 29-44.
846
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1970, 9 · Ξυγγόπουλος 2007, 38-42.
847
Μαυροπούλου-Τσιούμη 1970, 8 · Ξυγγόπουλος 2007, 35.

144
3. Ναός του Σωτήρος Χριστού

Νοτίως του άξονα της σημερινής Εγνατίας και δυτικά της Αψίδας του Γαλερίου,
βρίσκεται ο μικρός ναός του Σωτήρος, κτίσμα της παλαιολόγειας περιόδου.848 Μαζί
με το καθολικό της Μονής Βλατάδων και το ναό του Αγίου Νικολάου του Ορφανού
αποτελεί το τελευταίο σωζόμενο παράδειγμα βυζαντινού ναού της Θεσσαλονίκης
που δεν μετασκευάστηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Ο ναός στην αρχική του μορφή
ήταν μονόχωρος, τετράκογχος εγγεγραμμένος σε ορθογώνιο. Η σημερινή του μορφή
είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων μετασκευών, με την καταστροφή της δυτικής
κόγχης και την προσθήκη νάρθηκα στα δυτικά.849

Στη διατήρηση του ναού σε χριστιανικά χέρια συνέβαλαν πιθανώς, το μικρό του
μέγεθος και η ένταξή του εντός του περιβόλου ιδιωτικής οικίας. 850 Στο γεγονός ότι ο
ναΐσκος δεν μετατράπηκε σε τζαμί θεωρείται ότι οφείλεται η διατήρηση της αρχικής
του αφιέρωσης στο Χριστό. Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για
ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο. Κάτω από την Αγία Τράπεζα είχε βρεθεί μία
λειψανοθήκη, που θεωρήθηκε το εγκαίνιο του ναού. Σε μία από τις δύο έμμετρες
επιγραφές που έφερε η λειψανοθήκη αναφέρεται αφιέρωση στην Παναγία και βάσει
αυτού αρκετοί μελετητές ισχυρίστηκαν πως αρχικά ο ναός ήταν αφιερωμένος στη
Θεοτόκο. Ωστόσο, η πρόχειρη τοποθέτηση της λειψανοθήκης κάτω από την Αγία
Τράπεζα, σε συνδυασμό με το εικονογραφικό πρόγραμμα του μνημείου και το
γεγονός ότι ο ναός δεν μετατράπηκε ποτέ σε μουσουλμανικό τέμενος οδηγούν στο
συμπέρασμα πως διατηρήθηκε η αρχική αφιέρωση στον Χριστό και δεν πρόκειται για
ναό της Θεοτόκου.851

Η λειψανοθήκη θεωρείται πως ήταν ίσως το εγκαίνιο ενός γειτονικού ναού της
Θεοτόκου, που μετασκευάστηκε σε τζαμί και το εγκαίνιό του μεταφέρθηκε μετά την
κατάσχεση της συγκεκριμένης εκκλησίας στο ναό του Σωτήρος. Σχετικά με την εν
λόγω υπόθεση έχει προταθεί πως ο πιο πιθανός γειτονικός ναός τιμώμενος στην

848
Σχετικά βλ. Ξυγγόπουλος 2007, 67-75 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008.
849
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008, 16.
850
Ξυγγόπουλος 2007, 73 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008, 13.
851
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008, 42-45.

145
Παναγία, που μετασκευάστηκε σε τζαμί και πιθανότατα το εγκαίνιό του μεταφέρθηκε
στο ναΐσκο του Σωτήρος είναι ο βυζαντινός ναός, γνωστός σήμερα ως Άγιος
Παντελεήμονας, που έχει ταυτιστεί με το καθολικό της Μονής της Θεοτόκου
Περιβλέπτου.852

ΙΙΙ Β. Τα χαμένα μνημεία

Εκτός από τους μεγάλους και μικρούς σωζόμενους βυζαντινούς ναούς της πόλης
για τους οποίους είμαστε βέβαιοι ότι μετασκευάστηκαν σε τζαμιά, υπήρχαν και
ορισμένα, σήμερα χαμένα, μουσουλμανικά τεμένη που προήλθαν από τη μετατροπή
χριστιανικών εκκλησιών. Σε μερικές περιπτώσεις η προέλευση του τεμένους μετά από
μετασκευή είναι επιβεβαιωμένη αλλά στα περισσότερα παραδείγματα η ταύτιση
γίνεται με κάποια επιφύλαξη.

Ο Β. Δημητριάδης στο έργο του Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της
Τουρκοκρατίας πρότεινε για μεγάλο αριθμό τεμενών ότι προήλθαν από
προγενέστερους βυζαντινούς ναούς, ιδίως για εκείνους που εμφανίζονται στην
απογραφή του 1478.853

Στην παρούσα εργασία θα σχολιαστούν κάποια αντιπροσωπευτικά παραδείγματα


αυτής της κατηγορίας.

1. Akçe Mesҫid

To τέμενος Akçe Mesҫid (=Λευκό Τέμενος), γνωστό και ως Akçe Camii, ήταν ένα
από τα πρωιμότερα οθωμανικά τεμένη της Θεσσαλονίκης (εικ. 164-165).854 Το

852
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 2008, 44-45.
853
Δημητριάδης 2008, 324 κ.ε.
854
Μακαρόνας 1950, 303 · Vickers 1973, 111 · Κνιθάκης 1975, 111 · Δημητριάδης 2008, 310-311 ·
Ανδρούδης 2016, 271-273.

146
τέμενος προήλθε από τη μετατροπή του χριστιανικού ναού, στον οποίο είχε
μετασκευαστεί το Οκτάγωνο του Γαλεριανού συγκροτήματος.855

Σύμφωνα με την παράδοση, που διατηρείται στα οθωμανικά κτηματολογικά


κατάστιχα, ως ιδρυτής του τζαμιού φέρεται ο Μουράτ Β΄.856 Ο Β. Δημητριάδης, κατά
τη μελέτη των συνοικιών της πόλης το 1478, ανέγνωσε την ονομασία Mesҫid-i
Metrepoliye (=Τέμενος της Μητρόπολης),857 το οποίο ταύτισε με το Akçe Mesҫid και
θεώρησε το ναό του Οκταγώνου ως τη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης πριν την άλωση
του 1430. Μάλιστα, το ναό ταύτισε με αυτό της Θεοτόκου Οδηγήτριας. Σχετικά με την
αφιέρωση του ναού υπάρχει παράδοση ότι ήταν ναός της αγίας Αναστασίας. 858 Την
ονομασία Akçe Mesҫid, όπως ισχυρίστηκε, είχε λάβει το τέμενος ήδη από το 1510-
1520. 859 Η υπόθεση του Β. Δημητριάδη δεν γίνεται αποδεκτή καθώς είναι γνωστό
πως μητροπολιτικός ναός της πόλης την περίοδο της άλωσης ήταν η Αγία Σοφία. Σε
περίπτωση που η παραπάνω ανάγνωση είναι η ορθή, ενδέχεται η ονομασία
Metrepoliye να υποδεικνύει τη σχέση της μετασκευασμένης χριστιανικής εκκλησίας
με την Μητρόπολη. Δηλαδή ήταν ένας ναός υπαγμένος σε εκείνη (δηλαδή της
Μητρόπολης=Metrepoliye) και η σύνδεση αυτή διατηρήθηκε και στην τουρκική
ονομασία, η οποία δεν φανερώνει την ταύτιση του Οκταγώνου με τον μητροπολιτικό
ναό.

Το Akçe Mesҫid ήταν μέρος ενός κτηριακού συγκροτήματος (külliye) που σωζόταν
ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από το τζαμί το συγκρότημα απάρτιζαν τεκές,
μεντρεσές, σχολείο, κατοικίες σπουδαστών, μαγειρεία κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι
μέχρι σχεδόν πρόσφατα η περιοχή ονομαζόταν από τους κατοίκους «Ιμαρέτι».860

Στο κατάστιχο ΤΤ167 (1530) καταγράφεται ένα δερβίσικο τέμενος για τη


συντήρηση του οποίου είχε ιδρυθεί ένα βακούφι. Το ευαγές ίδρυμα είχε την

855
Σχετικά με το Οκτάγωνο βλ. Σικαλίδου 2019, παράρτημα 7, όπου σχετική βιβλιογραφία.
856
Δημητριάδης 2008, 35.
857
Η ανάγνωση του Β. Δημητριάδη θεωρείται πλέον από πολλούς μελετητές λανθασμένη και από
ορισμένους έχουν γίνει προσπάθειες για την ορθή ανάγνωση της ονομασίας. Κοτζαγεώργης 2019, 208-
209.
858
Βακαλόπουλος 1983, 236.
859
Δημητριάδης 2008, 311.
860
Δημητριάδης 2008, 311.

147
ονομασία βακούφι του Λευκού Τεμένους (vakf-i Mesҫid-i Akçe) ή τεμένους των
Σουφήδων.861

Το αρχικό τέμενος πριν τα μέσα του 17ου αιώνα καταστράφηκε από άγνωστη αιτία
και πάνω στα ερείπια οικοδομήθηκε ένα νέο μικρότερο που έφερε το ίδιο όνομα.862
Στα τέλη του 16ου αιώνα ο Μεχμέτ Ασίκ απαριθμώντας τα τζαμιά της Θεσσαλονίκης,
αφού αναφέρθηκε σε όσα προήλθαν από χριστιανικούς ναούς, στη συνέχεια
απαρίθμησε τα αμιγώς οθωμανικά. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και το Akçe Mesҫid.
Επομένως, είναι πιθανό το νεότερο τέμενος να είχε ήδη ανεγερθεί εκείνη την
περίοδο.863 Το τέμενος αυτό είναι γνωστό μέσα από παλιές φωτογραφίες και σχέδια.
Ήταν ένα ορθογώνιο κτίσμα με ΝΑ κατεύθυνση και μιναρέ στα ΒΔ.864 Στα δυτικά του
είχε κατασκευαστεί μία κρήνη.865

Δίπλα από το Οκτάγωνο διατηρούνται κατάλοιπα ενός οθωμανικού κτίσματος με


δύο θόλους, καταστρατηγώντας ένα τμήμα του οκταγωνικού κτηρίου (εικ. 166).866
Πιθανώς πρόκειται για μία κατασκευή που ανήκε στο ευρύτερο συγκρότημα του Akçe
Mesҫid.867

Το Λευκό Τέμενος φαίνεται πως ήταν ένα από τα σημαντικότερα της πόλης καθώς
σχολιάζεται από ορισμένους περιηγητές, όπως οι Εβλιγιά Τσελεμπή,868 Χατζή
Κάλφα869 και Ch. Texier.870 Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το τζαμί
κατεδαφίστηκε.871

861
Για τη συντήρηση του τεμένους είχαν αφιερωθεί αστικές εκμεταλλεύσεις με συνολικά ετήσια
εισοδήματα 1.224 άσπρα. Βλ. Κυριακόπουλος 2014, 74.
862
Δημητριάδης 2008, 311.
863
Κοτζαγεώργης 2019, 220, υποσημ. 101.
864
Ανδρούδης 2016, 272-273.
865
Κνιθάκης 1975, 111.
866
Vickers 1973, 111.
867
Ανδρούδης 2016, 273.
868
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 9.
869
Ηadsch Chalfa 1812, 75-79 · Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 17.
870
Ταμπάκη 1998, παράρτημα, αρ. δελτ. 9.
871
Αθανασίου κ.ά. 2015, 227.

148
2. Fethiye Camii

Το Fethiye Camii (= Τέμενος της Κατάκτησης) βρισκόταν, όπως διακρίνεται και σε


παλιές φωτογραφίες, νοτίως του Αγίου Δημητρίου στην συνοικία Kasimiye. Σε κοντινή
απόσταση υπήρχε και ο ομώνυμος τεκές που περιβαλλόταν από μεγάλο κήπο.872

Το τέμενος δεν αναφέρεται στα δύο πρωιμότερα σωζόμενα καταγραφικά


τεφτέρια, του 1478 και των αρχών του 16ου αιώνα, το οποίο ο Β. Δημητριάδης
θεώρησε πως συνέβη γιατί το τζαμί δεν ήταν εκείνη την περίοδο αυτόνομο αλλά
τμήμα του τεκέ.873 Ωστόσο, πιθανότερο είναι το τζαμί να μην είχε ιδρυθεί ακόμη.

Το ισλαμικό τέμενος είχε προέλθει μετά από μετασκευή χριστιανικού ναού,


αφιερωμένου σύμφωνα με την παράδοση στον άγιο Νέστορα.874 Κατά τον Ch. Texier
υπήρχε τουρκική παράδοση πως πρόκειται για ναό της Θεοτόκου που μετατράπηκε
σε τζαμί από τον Μουράτ Β΄.875

Η ονομασία του ως Τέμενος της Κατάκτησης οδήγησε τον Β. Δημητριάδη να


ταυτίσει το ναό με το καθολικό της Μονής Τιμίου Προδρόμου.876 Η συγκεκριμένη
μονή, όπως είναι γνωστό είχε μετατραπεί σε τζαμί κατά την πρώτη βραχύχρονη
κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς.877 Αυτό οδήγησε ώστε μετά την οριστική
άλωση το 1430 ο ναός να μετατραπεί άμεσα σε ισλαμικό ευκτήριο οίκο, όπως μας
πληροφορεί ο Αναγνώστης.878 Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση όταν ο
σουλτάνος κατακτούσε δια της βίας μία πόλη, κατά την είσοδό του σε αυτή, διάλεγε

872
Δημητριάδης 2008, 309-310.
873
Δημητριάδης 2008, 309-310.
874
Δήμιτσας 1896, 509.
875
Τexier, Pullan 1864, 122.
876
Για τη Μονή Τιμίου Προδρόμου βλ. Tafrali 1913α, 195 · Λάσκαρις 1952α, 325 · Janin 1975, 394-395
· Θεοχαρίδης 1978, 1-26 · Αγγέλκου 2005, 17 · Taddei 2010, 208-212 · Ćurčić 2010, 279-280.
877
Σύμφωνα με τον Β. Δημητριάδη την περίοδο της πρώτης κατάληψης της πόλης από τους
Οθωμανούς όταν η Μονή Τιμίου Προδρόμου μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος ιδρύθηκε βακούφι για
τη συντήρησή του. Σε καταγραφή, που την χρονολογεί το 1444-1446, αναφέρεται ότι οι πρόσοδοι του
χωριού Μαυροσυκιά, που τότε είχε ερημωθεί, ήταν το βακούφι του ιμάμη του τζαμιού της
Θεσσαλονίκης, που την περίοδο του Βαγιαζήτ Α΄ τα έσοδά του προορίζονταν για την μισθοδοσία του
ιμάμη του τζαμιού, Χαμιντουντίν. Το τζαμί ταυτίστηκε από τον οθωμανολόγο με τη μονή Τιμίου
Προδρόμου. Το εν λόγω βακούφι δεν αναφέρεται στο κατάστιχο του 1530 καθώς είτε καταργήθηκε,
είτε δεν επανιδρύθηκε. Φουντούλης 1976, 169 · Δημητριάδης 1980, 377 · Taddei 2010, 201- 214 ·
Κυριακόπουλος 2014, 38.
878
Τσάρας 1958, 56.

149
έναν από τους μεγαλύτερους ναούς για να τελέσει την ευχαριστήρια προσευχή και
τον μετέτρεπε σε τζαμί ως σύμβολο της νίκης. Το τέμενος λάμβανε το όνομα Fethiye
Camii. Όπως ξέρουμε στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αυτό δεν εφαρμόστηκε
καθώς δεν δόθηκε η συγκεκριμένη ονομασία στο ναό της Αχειροποιήτου στον οποίο
ο Μουράτ Β΄ πραγματοποίησε την προσευχή του. Αυτό οδήγησε τον Β. Δημητριάδη
να θεωρήσει πως Fethiye ονομάστηκε ο έτερος ναός που μετατράπηκε σε τζαμί
αμέσως μετά την άλωση, το καθολικό της Μονής Τιμίου Προδρόμου.879 Την απόδοση
της ονομασίας στη μονή δέχεται και ο Γ. Θεοχαρίδης και υποστήριξε πως αυτό
συνέβη διότι κατά την πρώτη κατάληψη της πόλης ήταν ο ναός στον οποίο
προσευχήθηκε ο Βαγιαζήτ Α΄. Ωστόσο, με τη μονή Τιμίου Προδρόμου ταύτισε τον
εικονομαχικό ναό που έχει ανασκαφεί στη θέση που βρισκόταν το τζαμί του Biyikli
Süleyman Ağa.880

Το Fethiye Camii μίας πόλης δεν ήταν αποκλειστικά αναγκαίο να ιδρυόταν ώστε
να μνημονεύει την κατάκτηση της πόλης στην οποία βρισκόταν. Χαρακτηριστικό είναι
το παράδειγμα της Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη που μετατράπηκε σε
Fethiye Camii σε ανάμνηση της κατάκτησης του Αζερμπαϊτζάν από τον Μουράτ Γ΄.881
Παράλληλα, και η ίδρυση του ομώνυμου τζαμιού στην Αθήνα στο β΄ μισό του 17 ου
αιώνα θεωρείται ότι σχετίζεται με την κατάληψη της Κρήτης το 1669.882 Δεδομένου
ότι το Fethiye Camii της Θεσσαλονίκης δεν εμφανίζεται σε κατάστιχα μέχρι και τις
αρχές του 16ου αιώνα, είναι πιθανό ότι ιδρύθηκε αργότερα προς ανάμνηση της
κατάκτησης, όχι της Θεσσαλονίκης, αλλά μίας άλλης περιοχής μέσα στον ίδιο αιώνα
ή και αργότερα.

Στην καταγραφή των τζαμιών του 1835 αναφέρεται ότι δεν είχε στέγη και
χρειαζόταν άμεσα επισκευή. Το 1906 καταγράφεται το τέμενος καθώς και ο τεκές.
Μετά την απελευθέρωση το Fethiye Camii δεν μετατράπηκε σε εκκλησία διότι το

879
Σχετικά με την ταύτιση της θέσης της Μονής Προδρόμου υπάρχει η προφορική παράδοση ότι στη
θέση της μονής οικοδομήθηκε το Αλατζά Ιμαρέτ, καθώς σε διερευνητικές τομές που
πραγματοποιήθηκαν στα θεμέλια και τις τοιχοποιίες βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και ψηφίδες
υαλόμαζας από παλαιότερους ναούς. Για την ίδρυση του Αλατζά Ιμαρέτ στη θέση βυζαντινής μονής
υπήρχε ακόμη μία παράδοση, κατά την οποία για πολλά χρόνια γύρω από το τέμενος διατηρούνταν
τα κελιά των μοναχών. Βακαλόπουλος 1983, 236 · Δημητριάδης 2008, 309-310 · Ανδρούδης 2016, 211.
880
Θεοχαρίδης 1983, 403-405.
881
Belting κ.ά. 1978, 36.
882
Πούλη 2009, 70-73.

150
αρχικό κτίσμα φαίνεται πως είχε καταστραφεί και κτίστηκε εκ νέου.883 Ο τεκές
λειτουργούσε μέχρι το 1917 όταν και καταστράφηκε μαζί με το τζαμί στη μεγάλη
πυρκαγιά του ίδιου έτους.884

3. Τζαμί του Biyikli Süleyman Ağa

To τζαμί του Biyikli Süleyman Ağa βρισκόταν πάνω στην Εγνατία στη θέση του
ναού της εποχής της Εικονομαχίας που έχει ανασκαφεί. Εντός της πόλης υπήρχαν
αρκετά σπίτια και καταστήματα για τη συντήρησή του. Δεν είναι γνωστά πολλά
στοιχεία για το τζαμί. Ο Γ. Θεοχαρίδης υποστήριξε πως ο ναός επάνω στα ερείπια του
οποίου ανεγέρθηκε το τέμενος ήταν το καθολικό της Μονής Προδρόμου.885 Αντίθετη
είναι η γνώμη του Β. Δημητριάδη, ο οποίος όπως αναφέραμε ταύτισε τη μονή με το
Fethiye Camii, βασιζόμενος επίσης στο γεγονός ότι σύμφωνα με την επιγραφή του
τεμένους, που διασώζει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, αυτό κτίστηκε το 1644-1645.886

4. Burmali Camii

To Burmali Camii επάνω στον άξονα της Εγνατίας και όφειλε το όνομά του στο
μιναρέ του με τις ελικοειδείς σπείρεις (εικ. 167). Ως ιδρυτής του φέρεται κάποιος Ali,
γιος του προσωπικού κατασκευαστή χτενών του Μουράτ Β΄, ο οποίος μετέτρεψε ένα
βυζαντινό ναό στο εν λόγω τέμενος. Στην καταγραφή του 1478 αναφέρεται ως
«Τέμενος της εκκλησίας της Πύλης του Βαρδάρη». Τους τελευταίους οθωμανικούς
χρόνους υπήρχε η παράδοση ότι πρόκειται για ναό αφιερωμένο στην αγία Κυριακή.
Το τζαμί κάηκε το 1917.887

883
Ο ανατολικός τοίχος του τεκέ φαίνεται πως ανήκε σε βυζαντινό κτίσμα. Βακαλόπουλος 1983, 73-
74.
884
Δημητριάδης 2008, 309-310.
885
Υποστήριξε πως ο Μουράτ Β΄ κατέλαβε τη μονή όχι επειδή είχε καταληφθεί κατά την πρώτη κατοχή
της πόλης από τους Οθωμανούς αλλά γιατί δεν ήταν ανεκτή η παρουσία μοναχών τόσο κοντά στο
τέμενος της Αχειροποιήτου. Θεοχαρίδης 1978, 1-26 · Θεοχαρίδης 1983, 403-405.
886
Δημητριάδης 2008, 324-325.
887
Δημητριάδης 2008, 312-313.

151
Ήταν ένα μικρό τέμενος, τετράγωνης κάτοψης, και καλυπτόταν με ημισφαιρικό
θόλο. Οι τοιχοποιίες ακολουθούσαν το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής.888 Έφερε
δύο ζώνες με παράθυρα. Στην κατώτερη είχαν μαρμάρινο πλαίσιο και σιδεριές, ενώ
στην ανώτερη ήταν μονόλοβα με πλινθόκτιστα τόξα.889 Τα αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά του τεμένους, που ομοιάζουν με αυτά άλλων οθωμανικών κτηρίων
της πόλης, μαρτυρούν πως πρόκειται για ένα εξαρχής οθωμανικό κτίσμα και ότι δεν
προήλθε από μετασκευή κάποιου χριστιανικού ναού. Το πιθανότερο είναι ότι
χτίστηκε πάνω στα ερείπια προγενέστερης εκκλησίας.

5. Τέμενος του Abdullah Kadi

To τέμενος του Abdullah Kadi βρισκόταν αρχικά στη συνοικία της Καταφυγής, ένα
μέρος της οποίας αργότερα μετονομάστηκε από το τέμενος και αποτέλεσε χωριστή
συνοικία. Βρισκόταν λίγο βορειότερα από την Παναγία των Χαλκέων. Ιδρύθηκε πριν
τις αρχές του 16ου αιώνα. Ως ιδρυτής του φέρεται ο πρώτος καδής της Θεσσαλονίκης,
Arap-zade Abdullah Efendi. Στην περίπτωση που η τελευταία πληροφορία είναι
αληθής έχει θεωρηθεί ότι το τέμενος προήλθε με βεβαιότητα από τη μετασκευή ενός
βυζαντινού ναού.890 Οι Α. Ξυγγόπουλος και Γ. Θεοχαρίδης ταυτίζουν το τέμενος με το
ναό της Καταφυγής,891 ενώ ο Α. Παπάζογλου με την Καμαριώτισσα.892

Εκτός από τα παραπάνω παραδείγματα είναι πιθανό και άλλα τεμένη που σήμερα
δεν σώζονται να προήλθαν από τη μετασκευή βυζαντινών ναών, κυρίως αυτά που
εμφανίζονται στην καταγραφή του 1478. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης
ήταν εκείνη την περίοδο ακόμη μικρός και προτιμότερη, όπως φαίνεται λύση για την

888
Αντίστοιχο παράδειγμα του Burmali Camii της Θεσσαλονίκης είναι το ομώνυμο τέμενος στη Λάρισα.
Πρόκειται για ένα τέμενος με πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής, όπως και αυτό της Θεσσαλονίκης,
και χρονολογείται στον 15ο-16ο αιώνα. Η ονομασία του τζαμιού οφείλεται και σε αυτή την περίπτωση
στο μιναρέ με τις ελικοειδείς σπείρες. Σχετικά με το Burmali Camii της Λάρισας βλ. Ανδρούδης 2016,
509-601.
889
Ανδρούδης 2016, 270-271.
890
Θεοχαρίδης 1983, 385 · Δημητριάδης 2008, 345.
891
Ξυγγόπουλος 1954, 331-336 · Θεοχαρίδης 1983, 385.
892
Για την Καμαριώτισσα ο Α. Ξυγγόπουλος δέχεται ότι λειτουργούσε μέχρι και το 1682. Ξυγγόπουλος
1955, 453-457 · Παπάζογλου 2007, 102-119.

152
ίδρυση τεμενών ήταν η χρήση των χριστιανικών εκκλησιών. Άλλωστε η πόλη διέθετε
πάντα μεγάλο αριθμό ναών για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού της. Η
συγκεκριμένη πρακτική ήταν λιγότερο χρονοβόρα από την εκ θεμελίων ίδρυση ενός
τζαμιού και παράλληλα οικονομικότερη, καθώς η αστικοποίηση της πόλης δεν είχε
αρχίσει ακόμη να πραγματοποιείται και να αναπτύσσεται η οικονομία της. Ίσως στη
θέση των χαμένων τζαμιών και των μεταβυζαντινών εκκλησιών που οικοδομήθηκαν
κατά τους οθωμανικούς χρόνους μπορούμε να αναζητήσουμε ορισμένους από τους
μεγάλους ναούς και μονές των βυζαντινών χρόνων (Φιλοκάλλη,893
Υπομιμνήσκοντος894 κ.ά.), των οποίων αγνοούμε ως σήμερα την τύχη τους.895

893
Θεοχαρίδης 1981, 319-350.
894
Κολοβός 2000, τ. Α΄, 48, υποσημ. 59 · Κυριακόπουλος 2014, 96.
895
Σχετικά με τις μεταβυζαντινές εκκλησίες βλ. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989.

153
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Θεσσαλονίκη κατά τη βυζαντινή εποχή αποτέλεσε τη σημαντικότερη πόλη του


Βυζαντίου στη Βαλκανική. Τη σπουδαιότητά της αναγνώρισαν και οι Οθωμανοί,
σπεύδοντας να την πολιορκήσουν αμέσως μόλις άρχισαν να εξαπλώνονται στα
Βαλκάνια.

Κατά την πρώτη βραχύχρονη κατάληψη της πόλης, έπειτα από παράδοση υπό
όρους, φαίνεται πως κατασχέθηκαν μερικοί ναοί στην Ακρόπολη και στις παρυφές
της, όπως μας μαρτυρούν οι γραπτές πηγές (Συμεών Θεσσαλονίκης) και τα
αρχαιολογικά τεκμήρια (χαράγματα δερβίσικων πελέκεων στον Προφήτη Ηλία). Η
κατάσχεση των εκκλησιών, ελάχιστες από τις οποίες μετατράπηκαν σε
μουσουλμανικά τεμένη (Μονή Τιμίου Προδρόμου, Προφήτης Ηλίας), και η
καταστροφή ορισμένων εξ αυτών πραγματοποιήθηκε μετά το 1394 όταν
μεταβλήθηκε το σχετικά αυτόνομο καθεστώς κατοχής της πόλης.896

Η πρόσκαιρη ανακατάληψη το 1403 από τους Βυζαντινούς ήταν μία μικρή παύση
της οθωμανικής πορείας που έμελλε να ακολουθήσει η πόλη με την οριστική άλωσή
της το 1430. Η άλωσή της πραγματοποιήθηκε μετά από πολιορκία, το οποίο σύμφωνα
με τον ισλαμικό νόμο συνεπαγόταν λεηλασία, κατάσχεση περιουσιών, αιχμαλωσία
κ.ά. Αν και αυτά τα μέτρα εφαρμόστηκαν στην αρχή, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε
εξαίρεση ως προς τη μετέπειτα μεταχείρισή της σε σύγκριση με άλλες πόλεις που
κατακτήθηκαν με πολιορκία. Ο Μουράτ Β΄ αντιλήφθηκε τη σημαντικότητά της και
θέλησε να δημιουργήσει ένα μεγάλο οθωμανικό κέντρο στα Βαλκάνια, για αυτό και
φρόντισε να εποικήσει την σχεδόν έρημη πόλη, τόσο με χριστιανικό όσο και με
μουσουλμανικό πληθυσμό. Η αστικοποίηση και η οικονομική ανάπτυξη της πόλης
ξεκίνησε, κυρίως επί Βαγιαζήτ Β΄ όταν και ιδρύθηκαν πολλά τεμένη και δημόσια
κτήρια.897 Άλλωστε, μέχρι εκείνη την εποχή η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν
σε μία περίοδο ανησυχίας με τους συνεχείς επεκτατικούς πολέμους, που δεν
δημιουργούσαν σε μεγάλο βαθμό τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη

896
Σχετικά βλ. Κεφάλαιο ΙΙ Α.
897
Σχετικά βλ. Κεφάλαιο ΙΙ Β.

154
μίας πόλης. Παράλληλα, την αστικοποίηση της Θεσσαλονίκης επηρέασε, στα τέλη του
15ου αιώνα, η έλευση των Εβραίων της Ισπανίας, καθώς σημειώθηκαν αλλαγές στον
οικοδομικό ιστό και τις συνοικίες.

Καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της οθωμανικής, πλέον, Θεσσαλονίκης


ήταν ο βακουφικός θεσμός. Η ίδρυση ενός βακουφιού συνδεόταν με την ταυτόχρονη
ίδρυση ενός τεμένους για τη συντήρηση του οποίου προορίζονταν τα έσοδά του.
Ταυτόχρονα, ήταν σημαντικός οικονομικός αναπτυξιακός παράγοντας για την πόλη.
Η οικονομική ευμάρεια της Θεσσαλονίκης αποτυπώθηκε στη φύση των δύο
μοναδικών σουλτανικών βακουφιών. Το βακούφι του Μουράτ Β΄ ήταν αγροτικό, ενώ
αντιθέτως του Βαγιαζήτ Β΄ ήταν αστικό. Ωστόσο, η κακοδιαχείρισή τους και ο
σφετερισμός των εσόδων τους από τους διαχειριστές τους, σε συνδυασμό με την
ταυτόχρονη εξάπλωση του μουσουλμανικού πληθυσμού προς τις βορειότερες
περιοχές της πόλης, οδήγησαν στην αχρησία πολλών τεμενών, ανάμεσά τους και
αυτά που προήλθαν από μετασκευές βυζαντινών ναών. Πολλά από αυτά κατά τους
τελευταίους οθωμανικούς χρόνους διατηρούνταν σε σχεδόν ερειπιώδη
κατάσταση.898

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης δεν ιδρύθηκαν πολλά τζαμιά, όπως συνέβη σε
άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πόλη διέθετε
πάντα μεγάλο αριθμό ναών, ικανό να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες του
πληθυσμού. Έτσι, μεγάλος, αν όχι ο μεγαλύτερος, αριθμός των μουσουλμανικών
τεμενών της πόλης προήλθαν μετά από τη μετατροπή βυζαντινών ναών. Μάλιστα, σε
αρκετές περιπτώσεις τα τζαμιά αλλά και γενικότερα τα άλλα οθωμανικά κτήρια
ιδρύονταν σε ερείπια κατεστραμμένων ναών, το αρχιτεκτονικό υλικό των οποίων
χρησιμοποιούνταν ως spolia στα νέα οικοδομήματα.

Ίσως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα περισσότερα πρώτα μουσουλμανικά


τεμένη της πόλης προήλθαν από τη μετασκευή χριστιανικών εκκλησιών, λύση
λιγότερο χρονοβόρα και δαπανηρή, σε μία περίοδο με όχι έντονη οικονομική
ανάπτυξη. Στα χέρια των χριστιανών παρέμεινε ένας αρκετά μικρός αριθμός ναών,
από τους οποίους οι περισσότεροι εξέπεσαν σε αχρησία και καταστράφηκαν, καθώς

898
Δημητριάδης 2008, 285 · Μουτσόπουλος 2013, 77.

155
ήταν υπεράριθμοι για τον εναπομείναντα χριστιανικό πληθυσμό. Σήμερα,
διατηρούνται μόλις τρεις βυζαντινοί ναοί της πόλης, που δεν μετατράπηκαν σε
μουσουλμανικά τεμένη, με ορισμένες μετασκευές στην αρχική κάτοψή τους
(καθολικό Μονής Βλατάδων, Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, ναός Σωτήρος Χριστού).

Πολλά από τα τζαμιά αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου κτηριακού


συγκροτήματος (külliye), που περιλάμβανε κτήρια, όπως πτωχοκομεία, λουτρά,
σχολεία κ.ά. για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των μουσουλμάνων
κατοίκων. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης παρατηρούνται κυρίως υποτυπώδη
külliye, δηλαδή αυτά που διαμορφώθηκαν κατά την πορεία (μετατροπή ναού σε
τέμενος και οικοδόμηση άλλων κοινωφελών κτηρίων).

Η μετατροπή των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης σε οθωμανικά τεμένη


καθορίστηκε από την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης και την
ανάγκη για την άμεση ίδρυση νέων τεμενών, με σκοπό εξυπηρέτηση των λατρευτικών
αναγκών των μουσουλμάνων. Πραγματοποιήθηκε σε τρεις κύριες φάσεις. Η πρώτη
τοποθετείται χρονικά στα πρώτα τρία χρόνια μετά την άλωση. Η δεύτερη στα τέλη
του 15ου-αρχές 16ου αιώνα, όταν και αυξήθηκε ραγδαία το μουσουλμανικό στοιχείο
και η πόλη αναπτύχθηκε. Η τρίτη τοποθετείται στα τέλη του 16ου αιώνα και συμπίπτει
με το γενικότερο φόβο για το τέλος του κόσμου το έτος Εγίρας 1000 (=1592). Δεν
αποκλείεται στη μετατροπή των χριστιανικών ναών σε τεμένη να συνέβαλαν και
μερικοί απρόσμενοι λόγοι, όπως η εντολή για κατάσχεση ναών από τον Σελίμ Β΄ μετά
τη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ίσως, μερικοί από τους ναούς που κατασχέθηκαν τότε
να μετασκευάστηκαν σε τζαμιά και άλλοι απλώς να υπέπεσαν σε αχρησία και με την
πάροδο του χρόνου να εξαφανίστηκαν.

Το πρώτο επίσημο τζαμί που ιδρύθηκε ήταν αυτό της Αχειροποιήτου, όπου κατά
την οθωμανική παράδοση ο Μουράτ Β΄ πραγματοποίησε την ευχαριστήρια προσευχή
του. Για αρκετά χρόνια ήταν το μοναδικό τζαμί, ενώ τα υπόλοιπα πρώτα τεμένη ήταν
συνοικιακά. Με κέντρο την Αχειροποίητο άρχισε η εξάπλωση του μουσουλμανικού
πληθυσμού της πόλης προς τα δυτικά, όπως μαρτυρά και η οικοδόμηση των πρώτων
οθωμανικών δημόσιων κτηρίων καθώς και η σειρά μετατροπής των βυζαντινών ναών
σε τζαμιά. Ο χριστιανικός πληθυσμός περιορίστηκε με το πέρασμα του χρόνου

156
κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και σταδιακά κατοικήθηκαν και οι
αραιοκατοικημένες βορειότερες περιοχές.

Στις επόμενες δεκαετίες παρατηρείται η κατάσχεση και η μετασκευή των


μεγαλύτερων ναών του Προφήτη Ηλία, Παναγίας Χαλκέων, Αγίου Δημητρίου, Αγίας
Αικατερίνης και Αγίων Αποστόλων. Η θέση των ναών στην περιοχή δυτικά της
Αχειροποιήτου αντανακλά την εξάπλωση του πληθυσμού προς τα δυτικά.

Σχεδόν έναν αιώνα μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί ο μητροπολιτικός ναός
της Αγίας Σοφίας και έγινε το νέο επίσημο τέμενος της πόλης, αντί της Αχειροποιήτου.
Η διαδικασία της μετασκευής των σωζόμενων ναών της πόλης ολοκληρώθηκε με την
κατάσχεση του Αγίου Παντελεήμονα και της Ροτόντας. Παράλληλα, από τη
μετασκευή βυζαντινών ναών προήλθε ένας ικανός αριθμός ισλαμικών τεμενών, τα
οποία δεν σώζονται σήμερα.

Εκτός από τους δύο ναούς που μετέτρεψαν σε τζαμιά οι σουλτάνοι Μουράτ Β΄
(Αχειροποίητος) και Βαγιαζήτ Β΄ (Άγιος Δημήτριος), οι περισσότεροι από τους
υπόλοιπους σωζόμενους ναούς μετασκευάστηκαν σε τεμένη από συνταξιούχους
υψηλόβαθμους αξιωματούχους, που στο τέλος της καριέρας τους διετέλεσαν
διοικητές Θεσσαλονίκης. Η κίνηση αυτή, εκτός από προσωπικές φιλοδοξίες,
αποτελούσε και μία πράξη ευλάβειας που θα τους εξασφάλιζε μια καλύτερη
μεταθανάτια ζωή.

Η εικόνα των προαναφερθέντων ναών ως τζαμιά είναι γνωστή σήμερα μέσα από
περιγραφές περιηγητών των οθωμανικών χρόνων και μεταγενέστερων
φωτογραφικών λήψεων. Σημαντικό υπήρξε, στα τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα, το
ενδιαφέρον των Ευρωπαίων μελετητών για τις βυζαντινές αρχαιότητες της
Θεσσαλονίκης. Χάρη σε αυτούς εκπονήθηκαν τα πρώτα αρχιτεκτονικά σχέδια των
κτηρίων, σε πολλές περιπτώσεις με τις οθωμανικές προσθήκες, και
πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες επιστημονικές περιγραφές τους.

Προκειμένου οι βυζαντινοί ναοί να είναι λειτουργικοί και να ανταποκρίνονται στις


ανάγκες της ισλαμικής θρησκείας, πραγματοποιήθηκαν ορισμένες μετασκευές.
Φράσσονταν τα ανοίγματα και στη θέση τους δημιουργούνταν νέα μικρότερα. Στις
περιπτώσεις των βασιλικών παρατηρείται το φράξιμο των μεγάλων πολύλοβων

157
παραθύρων και στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς το φράξιμο των
παραθύρων των τρούλων. Τα νέα ανοίγματα, θυραία ή παράθυρα, παρουσιάζουν
μορφολογικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο στην οθωμανική
αρχιτεκτονική. Όπου κρίθηκε απαραίτητο πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις για
στατικούς λόγους, με την προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων, εντοίχιση κιόνων και
ανοιγμάτων. Στη δυτική όψη των κτηρίων δημιουργήθηκαν ξύλινες στοές και
προστέθηκαν φιάλες καθαρμού. Τα τεμένη περιβάλλονταν από χαμηλούς
περιβόλους, εντός των οποίων αναπτύσσονταν μικρά οθωμανικά νεκροταφεία.
Παράλληλα, οι εξωτερικές όψεις επιχρίονταν.

Εξωτερικά των τζαμιών της Θεσσαλονίκης στη νοτιοδυτική γωνία ανεγειρόταν ο


μιναρές. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική επιλογή εφαρμόστηκε σχεδόν σε όλες τις
περιπτώσεις των τεμενών της πόλης, κυρίως των πρώτων οθωμανικών αιώνων, είτε
το τζαμί είχε ανεγερθεί εξαρχής ως οθωμανικό είτε προερχόταν από μετασκευή
κάποιου ναού. Μάλιστα, στην περίπτωση των τεμενών που ήταν προγενέστερες
χριστιανικές εκκλησίες οι μιναρέδες ήταν ανεξάρτητοι, με εξαίρεση αυτούς της
Αχειροποιήτου και του Προφήτη Ηλία, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως στοιχείο
πρωιμότητας. Κάθε τέμενος της πόλης διέθετε ένα μιναρέ, ακόμη και το τζαμί της
Αγίας Σοφίας για το οποίο έχει υποστηριχθεί ότι ο βορειοδυτικός πύργος ήταν ο
αρχικός του. Το εν λόγω κτίσμα φαίνεται πως κτίστηκε εξαρχής για να φιλοξενήσει το
κλιμακοστάσιο ανόδου στα υπερώα, τα οποία φαίνεται ότι συνέχισαν να είναι
λειτουργικά.

Μία χρήση των υπερώων που μπορεί να προταθεί είναι η λειτουργία τους ως
μεντρεσέδων, καθώς υπήρχαν ελάχιστοι στην πόλη κατά τους πρώτους οθωμανικούς
αιώνες. Άλλωστε, η διδασκαλία του Κορανίου εντός των τζαμιών ήταν μία
συνηθισμένη πρακτική.

Στο εσωτερικό μετά την αφαίρεση των ιερών σκευών, τοποθετούνταν ο ισλαμικός
λειτουργικός εξοπλισμός. Το μιχράμπ εγγράφονταν στην κόγχη του Ιερού με
νοτιοανατολική κατεύθυνση, χωρίς το κτήριο να μετασκευάζεται ώστε να αποκτήσει
ανάλογο προσανατολισμό, δηλώνοντας την κατεύθυνση της Μέκκας. Αντιθέτως, τα
οθωμανικά τεμένη που ιδρύονταν εκ θεμελίων δεν ακολουθούσαν τον άξονα της
κύριας οδικής αρτηρίας αλλά είχαν νοτιοανατολική κατεύθυνση. Παράλληλα, κυρίως
158
στο ανατολικό τμήμα των κτηρίων παρατηρούνταν ανύψωση μέρους του δαπέδου,
το οποίο ήταν καλυμμένο με τάπητες ή ψάθες. Το ανυψωμένο δάπεδο ακολουθούσε
την κατεύθυνση της Μέκκας. Στα τεμένη που μετασκευάστηκαν οι σταυροειδείς
εγγεγραμμένοι ναοί, στη δυτική πλευρά του κεντρικού πυρήνα, δημιουργούνταν
μικρά ξύλινα υπερώα.

Ο εντοίχιος βυζαντινός διάκοσμος των ναών καλύφθηκε με επίχρισμα και οι τοίχοι


διακοσμούνταν με μικρής έκτασης ανεικονικό διάκοσμο, ο οποίος βασιζόταν σε
γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα σε συνδυασμό με επιγραφές από το Κοράνι. Στην
περίπτωση των τοιχογραφιών παρατηρούνται τα συνήθη χτυπήματα για την
καλύτερη πρόσφυση του επιχρίσματος. Μάλιστα, στις περισσότερες μορφές αγίων
τα χτυπήματα εντοπίζονται ακριβώς πάνω στους οφθαλμούς, κίνηση που δεν μπορεί
να θεωρηθεί παρά εσκεμμένη και όχι τυχαία.

Όσον αφορά στα ψηφιδωτά καλύφθηκαν και αυτά, με μοναδική εξαίρεση τον
ανεικονικό διάκοσμο και την κατώτερη ζώνη του θόλου στη Ροτόντα. Το πλαίσιο στο
οποίο μετατράπηκε ο συγκεκριμένος ναός σε μουσουλμανικό τέμενος είναι ως ένα
βαθμό διαφορετικό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ναούς που είχαν την ίδια τύχη.
Φαίνεται πως επιλέχθηκε να επιχριστεί το μέρος του διακόσμου με τον πιο έντονα
χριστιανικό χαρακτήρα, κίνηση η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα.
Στους υπόλοιπους ναούς καλύφθηκε ο ψηφιδωτός διάκοσμος σε όλη την έκτασή
τους, ακόμα και σε αυτούς που θεωρείται πως ένα μέρος του έμεινε ορατό, καθώς
περιγράφεται από διάφορους περιηγητές. Οι περιγραφές που οδήγησαν στη
συγκεκριμένη υπόθεση είναι ιδιαίτερα όψιμες και μάλλον οφείλονται στο γεγονός
ότι η επίχριση του εσωτερικού παρουσίαζε κατά καιρούς φθορές που επέτρεπαν τη
θέαση μέρους της διακόσμησης.

Παράλληλα, αξιοθαύμαστο είναι ότι στο γλυπτό διάκοσμο των κτηρίων δεν
απολαξεύτηκαν όλα τα χριστιανικά σύμβολα. Ο λόγος για τη συγκεκριμένη κίνηση
δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα.

Στην περίπτωση της Μονής Βλατάδων η χρήση του καθολικού της ως τζαμιού
φαίνεται πως επιδέχεται αμφισβήτηση. Η αξιολόγηση των αρχαιολογικών
δεδομένων σε συνδυασμό με τη χρήση των χριστιανικών ναών ως ισλαμικά τεμένη

159
σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, μας οδηγεί σχεδόν με βεβαιότητα στο συμπέρασμα
ότι ο συγκεκριμένος ναός ουδέποτε μετατράπηκε σε τζαμί.

Η μετατροπή των βυζαντινών εκκλησιών σε τεμένη οδήγησε ώστε να


λησμονηθούν οι αρχικές αφιερώσεις, κυρίως των υστεροβυζαντινών ναών.899 Σε
ελάχιστες περιπτώσεις η τουρκική ονομασία του τεμένους διατηρούσε τη βυζαντινή
αφιέρωση. Τα τεμένη στις περισσότερες περιπτώσεις λάμβαναν το όνομα του ιδρυτή
τους. Αυτό οδήγησε ώστε να δημιουργηθούν διάφορες παραδόσεις γύρω από την
αρχική αφιέρωση ή πολλοί ναοί να μετονομαστούν, λαμβάνοντας το όνομα
γειτονικών μικρών ναών. Ίσως, η διάσωση του αρχείου της Μητρόπολης από την
καταστροφική πυρκαγιά του 1890, να μας παρείχε περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με την τύχη των βυζαντινών ναών, είτε αυτών που μετασκευάστηκαν σε
ισλαμικά τεμένη, είτε αυτών που διατηρήθηκαν υπό χριστιανική διαχείριση.

Η χρήση πολλών ναών της πόλης ως τζαμιά οδήγησε ώστε να διατηρηθεί στο
πέρασμα των αιώνων και να είναι γνωστό σε εμάς σήμερα ένα μέρος της βυζαντινής
Θεσσαλονίκης.900 Έτσι, η μετατροπή των βυζαντινών εκκλησιών μπορεί να
χαρακτηριστεί ως «αναγκαίο κακό», χάρη στο οποίο, παρά τις όποιες μετασκευές και
προσθήκες, διασώθηκε ένας ικανός αριθμός μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Παράλληλα, γύρω από το συγκεκριμένο θέμα παραμένουν μερικά ερωτήματα, για τα
οποία ίσως να μην δοθεί κάποια βέβαιη απάντηση.

Σε καμία άλλη βυζαντινή πόλη, πλην της Κωνσταντινούπολης, δεν παρατηρήθηκε


τόσο μεγάλος αριθμός μετασκευών ναών σε τεμένη,901 γεγονός που καταδεικνύει την
κλίμακα και τη σπουδαιότητα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στις δύο πόλεις.

899
Goulaki-Voutyra 1984, 255-264.
900
Μαρκή 2005, 82-83.
901
Σχετικά με τους βυζαντινούς ναούς της Κωνσταντινούπολης που μετατράπηκαν σε τζαμιά βλ.
Kirimtayif 2001.

160
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΟΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Ανάλογη με την τύχη των ναών εντός των τειχών της Θεσσαλονίκης, ήταν και αυτή
των ναών και μονών των περιοχών γύρω από την τειχισμένη πόλη. Καθώς οι περιοχές
εκτός των τειχών λεηλατήθηκαν λίγο καιρό πριν την άλωση του 1430 και τα
περισσότερα χριστιανικά καθιδρύματα ισοπεδώθηκαν (π.χ. Μονή Χορταΐτου), σε
ελάχιστες περιπτώσεις παρατηρείται μετασκευή των διασωθέντων ναών σε ισλαμικά
τεμένη. Τα περισσότερα θρησκευτικά κτήρια δηώθηκαν και καταστράφηκαν. Επάνω
στα ερείπιά τους ανεγέρθηκαν οθωμανικοί τεκέδες.

Η περιοχή στο δάσος του Σεΐχ Σου, όπου διατηρείται σήμερα μία οθωμανική
κρήνη902 και ένα οθωμανικό κτίσμα που έχει θεωρηθεί ως τουρμπές δερβίση, έχει
ταυτιστεί από τον Απόστολο Βακαλόπουλο με τη Μονή του Αγίου Δημητρίου του
Αρμογένους. Υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη μονή καταστράφηκε πριν το 1430 από
τους Οθωμανούς και στη θέση της εγκαταστάθηκαν δερβίσηδες, γνωρίζοντας για τις
θεραπευτικές ιδιότητες του αγιάσματος του μοναστηριού και πιθανότατα ίδρυσαν
και τεκέ.903

O Αναγνώστης στη Διήγησή του μνημονεύει έξω από τα τείχη της πόλης, κοντά
στην περιοχή του Τριγωνίου τη Μονή Χορταΐτου. Στην πραγματικότητα ήταν μετόχι
της αρχικής μονής επάνω στο όρος του Χορτιάτη, της οποίας σήμερα διατηρούνται
μόνο ελάχιστα λείψανα. Η μονή Χορταΐτου είχε καταληφθεί και λεηλατηθεί αρκετό
καιρό πριν το 1430 όταν οι Οθωμανοί πραγματοποιούσαν επιδρομές στα περίχωρα
της Θεσσαλονίκης.904 Μετά την καταστροφή της οι μοναχοί κατέφυγαν στο μικρό
μετόχι έξω από τα τείχη της πόλης, το οποίο έλαβε και το όνομα του αρχικού
μοναστηριού. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης καταλήφθηκε και το μετόχι, που
μετατράπηκε σε τεκέ δερβίσηδων. Ο εν λόγω τεκές βρισκόταν επάνω στον τάφο του
μουσουλμάνου αγίου Gül Baba, σημαντικό προσκύνημα για τους μουσουλμάνους
μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.905

902
Σχετικά με την κρήνη βλ. Ανδρούδης 2016, 283-284.

161
Οι παραπάνω τεκέδες βρισκόταν έξω από τα ανατολικά τείχη της Θεσσαλονίκης.
Σε μικρή απόσταση έξω από τη δυτική πλευρά της οχύρωσης βρισκόταν ένας ακόμη
σημαντικός τεκές, γνωστός μέσα από περιγραφές περιηγητών και παλιές
φωτογραφίες. Πρόκειται για τον τεκέ τον Μεβλεβήδων δερβίσηδων, τον Μεβλιχανέ.
Ο τεκές είχε ανεγερθεί στο χώρο, όπου άλλοτε βρισκόταν ο ναός των αγίων Αγάπης,
Χιόνης και Ειρήνης και η μονή της αγίας Ματρώνας. Μερικά λείψανα της τελευταίας
διατηρούνται ακόμη.906 Ναός αφιερωμένος στην αγία Ματρώνα υπήρχε και εντός της
πόλης, κοντά στη σημερινή Εγνατία.907

Επίσης, σωζόταν μία προφορική παράδοση ως τις αρχές του περασμένου αιώνα,
για την ύπαρξη μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα στην περιοχή της σημερινής
Πυλαίας. Η περιοχή από τους παλιούς κατοίκους έφερε την ονομασία
«Παλαιομονάστηρο». Σύμφωνα με την παράδοση οι Οθωμανοί έκαψαν τη μονή και
σκότωσαν τους μοναχούς της, ως εκδίκηση επειδή είχαν θανατώσει δύο
αξιωματικούς που είχαν διανυκτερεύσει εκεί. Μετά την καταστροφή της μονής, το
όνομά της μεταφέρθηκε σε ναό της περιοχής.908

Τέλος, εκτός των τειχών της πόλης διατηρήθηκε υπό χριστιανική διαχείριση ένας
αρκετά μεγάλος αριθμός αγιασμάτων , αφιερωμένα σε διάφορους αγίους, όπως η
αγία Σολομονή, ο άγιος Παύλος, η αγία Φωτεινή, η αγία Κυριακή, η αγία Παρασκευή
κ.ά. Μερικά από αυτά θεωρήθηκε ότι βρίσκονταν σε θέσεις παλαιότερων βυζαντινών
μονών.909

903
Βακαλόπουλος 1977, 30-32 · Βακαλόπουλος 1978, 27-35 · Βακαλόπουλος 1983, 65, 250 ·
Moutsopoulos 1987, 140-145.
904
Μανωλεδάκης 2000, 18-20.
905
Βακαλόπουλος 1939, 281-288 · Βακαλόπουλος 1977, 7-13 · Βακαλόπουλος 1983, 236 ·
Moutsopoulos 1987, 138-139.
906
Χατζή Ιωάννου 1976, 102-103 · Βακαλόπουλος 1977, 35-36 · Βακαλόπουλος 1983, 250 ·
Μουτσόπουλος 1985, 58-59 · Moutsopoulos 1987, 146-160 · Μουτσόπουλος 1990 · Μουτσόπουλος
2005, 289-306 · Δημητριάδης 2008, 386.
907
Χατζή Ιωάννου 1976, 104 · Moutsopoulos 1987, 151.
908
Βακαλόπουλος 1977, 21-23.
909
Χατζή Ιωάννου 1976, 65-66 · Βακαλόπουλος 1983, 251-252.

162
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ


ΤΟΥ 1912

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, εκτός από την ένταξη της πόλης στο
ελληνικό κράτος, σήμανε και μία νέα πνοή για τα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Το
ενδιαφέρον των ξένων ερευνητών ήδη είχε αρχίσει να είναι έντονο. Η μελέτη των
κτηρίων από τους Ευρωπαίους, με την απόδοση των πρώτων σχεδίων των ναών, τη
φωτογραφική αποτύπωσή τους και την περισσότερο επιστημονική περιγραφή τους,
οδήγησε ώστε στις αρχές του 20ου αιώνα, οι βυζαντινές αρχαιότητες της πόλης να
ενταχθούν σε αρκετές εκδόσεις. Η αναγνώριση της σπουδαιότητας των ναών
οδήγησε τις Οθωμανικές αρχές της πόλης, ύστερα από πιέσεις των Ευρωπαίων
μελετητών, να προχωρήσει σε εκτεταμένες εργασίες. Οι εργασίες
πραγματοποιήθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύεται και η χρήση των
κτηρίων ως μουσουλμανικών τεμενών.910

Μετά την απελευθέρωση, οι εργασίες συνεχίστηκαν από την ελληνική διοίκηση.


Τον Ιούλιο του 1913, ύστερα από την έκδοση διατάγματος, κηρύχθηκαν ως εθνικά
μνημεία εννέα αρχαίες βυζαντινές εκκλησίες της πόλης. 911 Ένα μήνα αργότερα, ο
Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Στέφανος Δραγούμης, ίδρυσε Κεντρικό Βυζαντινό
Μουσείο με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ορίζοντας ως χώρο του το ναό της Αχειροποιήτου.
Έτσι, αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί άμεσα η αναστήλωση του μνημείου, που είχε
ξεκινήσει η οθωμανική διοίκηση, ώστε ο εσωτερικός χώρος να μετατραπεί σε
μουσειακό. Η ίδρυση του μουσείου ανεστάλη με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου αλλά και από πολιτικές σκοπιμότητες για την ανέγερση του μουσείου στην
Αθήνα.912

Οι αναταράξεις που είχαν προκαλέσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι καθώς και ο Α΄


Παγκόσμιος, είχε ως αποτέλεσμα να καταφύγουν στην πόλη πολλοί πρόσφυγες, οι
οποίοι εγκαταστάθηκαν σε αρκετούς βυζαντινούς ναούς. Από το 1914 ως

910
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου- Τσιούμη 1985, 8-9.
911
Αδάμ-Βελένη 2012, 49.
912
Ράπτης 2016, τ. 1, 220-221.

163
καταυλισμοί προσφύγων χρησιμοποιούνταν οι Αχειροποίητος, Παναγία Χαλκέων,
Άγιοι Απόστολοι και Αγία Αικατερίνη.913 Παράλληλα, η άφιξη της Στρατιάς της
Ανατολής στη Θεσσαλονίκη συνέβαλε στη διεξαγωγή ανασκαφών και την αύξηση του
ενδιαφέροντος για τις αρχαιότητες της πόλης, μεταξύ των οποίων και των
βυζαντινών.914 Τον Μάρτιο του 1914 πραγματοποιούνται τα θυρανοίξια της Ροτόντας
ως χριστιανικού ναού με την ονομασία Άγιος Γεώργιος.915 Δύο χρόνια αργότερα
αποδόθηκε εκ νέου στη χριστιανική λατρεία και ο ναός των Αγίων Αποστόλων.916

Τον Απρίλιο του 1917 εκδόθηκε νέο διάταγμα σχετικά με την απόδοση της
Αχειροποιήτου στη χριστιανική λατρεία και τη μετατροπή της Ροτόντας σε
Μακεδονικό Μουσείο αντί αυτής.917

Λίγους μήνες αργότερα, η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 αποτέλεσε την


αφορμή για την αναδιαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού της πόλης. 918 Μετά την
πυρκαγιά κατεδαφίστηκε, μεταξύ άλλων, ο πρώτος μιναρές βυζαντινού ναού, αυτός
των Αγίων Αποστόλων.919 Παράλληλα, εντός του ιδίου έτους καθαγιάστηκε ο ναός
του Προφήτη Ηλία. Ακολούθησε η Αγία Αικατερίνη το Νοέμβριο του 1919 και
μερικούς μήνες αργότερα και ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων.920

Το διάστημα του Μεσοπολέμου το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην αναστήλωση


της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, η οποία είχε καεί σχεδόν εξ ολοκλήρου. Η πρώτη
φάση των εργασιών αναστήλωσης του ναού διακόπηκε με την έναρξη του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εργασίες της περιόδου του Μεσοπολέμου είχαν το
χαρακτήρα της ανάδειξης της αρχικής μορφής των κτηρίων και την καθαίρεση των
οθωμανικών προσθηκών ή στοιχείων που δεν αποδίδονται στην αρχική φάση
ίδρυσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Άγιος Δημήτριος για τον οποίο
υπήρξε η φιλοδοξία της ανασύνθεσης μίας μνημειώδους κατασκευής.921 Παράλληλα,

913
Αδάμ-Βελένη 2012, 51.
914
Descamps- Lequime 2018, 33-36.
915
Μουτσόπουλος 2013, 41.
916
Γιάγκος 2001, 145.
917
Ράπτης 2016, τ. 1, 222.
918
Σχετικά βλ. Παπαστάθης 1978, 143-170 · Καραδήμου-Γερολύμπου 1985 · Καραδήμου-Γερολύμπου
2002 · Παπαστάθης, Xεκίμογλου 2003, 11-77 · Το τέλος της παλιάς μας πόλης 2017.
919
Αδάμ-Βελένη 2012, 50.
920
Γιάγκος 2001, 146.
921
Χλέπα 2005, 140-141.

164
πραγματοποιήθηκαν μικρότερης κλίμακας εργασίες και σε άλλους βυζαντινούς
ναούς και αποδόθηκαν στη χριστιανική λατρεία. Το 1921 καθαγιάστηκε ο ναός του
Οσίου Δαβίδ και το 1929 η Αχειροποίητος.922

Το 1925, ύστερα από συνεχόμενα δημοσιεύματα και πιέσεις, προκηρύχθηκε


μειοδοτική δημοπρασία για την κατεδάφιση των 26 εναπομεινάντων μιναρέδων της
πόλης, μεταξύ των οποίων και αυτών των βυζαντινών εκκλησιών. Οι περισσότεροι
από τους μιναρέδες των μετασκευασμένων σε τζαμιά εκκλησιών είχαν αρχίσει να
κατεδαφίζονται τα προηγούμενα έτη. Διατηρήθηκε μόνο ο μιναρές της Ροτόντας ως
μοναδικό δείγμα της ιστορίας της πόλης.923

Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε την επανέναρξη των αναστηλωτικών


εργασιών στους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες πλέον βασίζονται
περισσότερο σε αρχαιολογικά ευρήματα, εξακολουθώντας να κυριαρχεί η τάση για
απόδοση της αρχικής μορφής των κτηρίων.924 Οι ναοί «εξυγιάνθηκαν» από τις
τελευταίες εναπομείναντες προσθήκες των οθωμανικών χρόνων και ταυτόχρονα η
παρουσία τους στη βιβλιογραφία κατέστη συστηματική.

Οι σεισμοί του 1978 προκάλεσαν σοβαρά στατικά προβλήματα σε μεγάλο αριθμό


ναών. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν μελέτες οριστικής στερέωσης και επισκευές
αποκατάστασης των μνημείων.925 Μέχρι και σήμερα οι βυζαντινές ναοί της
Θεσσαλονίκης συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο έρευνας και μελέτης.

922
Γιάγκος 2001, 146-147.
923
Παπάζογλου 2010, 122-123, 127-131.
924
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου-Τσιούμη 1985, 30 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1997, 46-53.
925
Θεοχαρίδου-Τσαπραλή, Μαυροπούλου-Τσιούμη 1985, 47 · Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου 1997, 46-53.

165
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

Οι χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής


κυριαρχίας της πόλης βίωσαν μεγάλες καταπιέσεις από τους Οθωμανούς, όσον
αφορά την άσκηση της θρησκείας τους και τη διαχείριση των ναών τους. Εκτός από
το διαρκή φόβο για την κατάληψη κάποιας εκκλησίας και τη μετατροπή της σε
μουσουλμανικό τέμενος, είχαν να αντιμετωπίσουν και περιορισμούς σχετικά με την
επισκευή των ναών και την ίδρυση νέων.

Τους πρώτους αιώνες μετά την άλωση η οικοδόμηση νέων εκκλησιών ήταν σχεδόν
ανύπαρκτη. Αυτό οφείλεται στην κακή οικονομική κατάσταση του χριστιανικού
πληθυσμού και στο γεγονός ότι οι εναπομείναντες εκκλησίες που δεν είχαν
κατασχεθεί από τους Οθωμανούς ήταν υπεράριθμες για το μικρό αριθμό των
χριστιανών κατοίκων της πόλης.926 Παράλληλα, οι παραπάνω λόγοι συνέβαλαν ώστε
πολλοί ναοί να εκπέσουν σε αχρησία με την παρόδου του χρόνου, λόγω οικονομικής
αδυναμίας για τη συντήρησή τους και να καταστραφούν σταδιακά από φυσικές
φθορές.

Η οθωμανική διοίκηση είχε θεσπίσει αυστηρούς νόμους για τα θρησκευτικά


κτήρια των μη μουσουλμάνων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Η ανέγερση νέων ναών
και η επισκευή παλαιότερων πραγματοποιούνταν μόνον με την έκδοση σχετικού
φιρμανιού, διαδικασία δύσκολη και δαπανηρή. Στους χριστιανούς απαγορευόταν η
ανέγερση εκκλησίας σε θέση όπου δεν υπήρχε προγενέστερος ναός καθώς
θεωρούνταν ύβρις προς τους κατακτητές. Αυστηρός όρος για να δοθεί άδεια ήταν να
μην ανυψωθεί ή επεκταθεί το παλαιό κτήριο και να μην τροποποιηθεί ο αρχικός
αρχιτεκτονικός ρυθμός του. Ταυτοχρόνως, υπήρχε και ο περιορισμός για την
ολοκλήρωση των εργασιών μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.927 Ακόμη,

926
Η μόνη, γνωστή από τις πηγές, ανοικοδόμηση ναού εκείνη της περιόδου ήταν αυτή του καθολικού
της μονής του κυρ Ιωήλ, του βυζαντινού ναού που βρισκόταν στη θέση του σημερινού ναού της
Υπαπαντής στις αρχές του 16ου αιώνα. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 426.
927
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 436.

166
παρατηρείται ότι μερικές φορές οι χριστιανοί, αφού εξασφάλιζαν την άδεια
επισκευής ενός ναού, τον κατεδάφιζαν κρυφά και παράνομα και στη θέση του έκτιζαν
νέο.928

Για την τήρηση των όρων πραγματοποιούνταν συνεχείς έλεγχοι από τους
Οθωμανούς με τη σύσταση ειδικών επιτροπών, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις οι
χριστιανοί κατά τη διάρκεια επισκευών είχαν ανυψώσει το ναό και πρόσθεσαν
θρησκευτικά σύμβολα.929 Απαγορευόταν στις εξωτερικές όψεις η τοποθέτηση
χριστιανικών συμβόλων και η χρήση κωδώνων, ενώ ανοίγματα τοποθετούνταν μόνο
σε ορισμένα σημεία για την εξασφάλιση του απαραίτητου φωτισμού.930 Οι ναοί,
ακόμη, περιβάλλονταν ασφυκτικά από άλλα οικοδομήματα με αποτέλεσμα να μην
ξεχωρίζουν εύκολα στον πολεοδομικό ιστό και η πρόσβαση σε αυτούς γινόταν από
στενές διόδους.

Η σταδιακή αρπαγή εκκλησιών οδήγησε στην καθιέρωση των τρισυπόστατων


ναών. Οι νέοι ναοί που ανεγείρονταν ακολουθούσαν τον τύπο της τρίκλιτης
βασιλικής. Ο συγκεκριμένος τύπος επιλέχθηκε διότι μπορούσε ευκολότερα να
προσαρμοστεί στους περιορισμούς που επέβαλε η τουρκική διοίκηση και
παράλληλα, εξυπηρετούσε επαρκώς τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών.931 Η
ανοικοδόμηση μίας βασιλικής ήταν αρκετά γρήγορη και όχι ιδιαίτερα δαπανηρή, ενώ
ταυτόχρονα λειτουργούσε ως συμβολισμός του βυζαντινού παρελθόντος. Στις
περισσότερες περιπτώσεις το κάθε κλίτος ήταν αφιερωμένο σε διαφορετικό άγιο και
στο Ιερό υπήρχαν τρείς κόγχες και ισάριθμες προθέσεις και Αγίες Τράπεζες.932

Η συγκεκριμένη κατάσταση άρχισε να αλλάζει σταδιακά με την υπογραφή των


διαταγμάτων των Χάτι Σερίφ (1839) και Χάτι Χουμαγιούν (1856), που ουσιαστικά
αποτέλεσαν την απαρχή του Τανζιμάτ και την παραχώρηση προνομίων στους
χριστιανούς πολίτες. Εκείνη την περίοδο παραχωρήθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις
μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, θρησκευτική ελευθερία στους μη μουσουλμάνους

928
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Νικόλαος ο Τρανός. Βασδραβέλλης 1952, 168.
929
Σχετικά είναι τα φιρμάνια των ετών 1709 και 1714. Βασδραβέλλης 1952, 88-89, 102-103.
930
Σύμφωνα με το Ισλάμ η καμπάνα ήταν μυστικό όργανο του διαβόλου και ο ήχος τάραζε τους
μουσουλμάνους. Η κωδωνοκρουσία επιτρεπόταν μόνο με άδεια της τουρκικής διοίκησης και σε
ορισμένες περιοχές. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 440.
931
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 423.
932
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 426.

167
υπηκόους και η στάση των Οθωμανών απέναντί τους έγινε ως ένα βαθμό
περισσότερο ανεκτική.933

Τα παραπάνω διατάγματα έδωσαν νέα ώθηση στη μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική


της Θεσσαλονίκης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ανεγέρθηκαν οκτώ ναοί, στη θέση
προγενέστερων και επισκευάστηκαν ή επεκτάθηκαν άλλοι. 934 Οι διαστάσεις και το
ύψος των ναών σταδιακά αυξήθηκαν και τα κτήρια έγιναν πιο ορατά. Σταδιακά
άρχισε να εφαρμόζεται και ο αρχιτεκτονικός τύπος με τρούλο, δίνοντας μεγαλύτερο
όγκο και ύψος στις εκκλησίες.935 Τέλος, νέοι ναοί ξεκίνησαν να ανεγείρονται και στις
εκτός των τειχών περιοχές, σε νέες θέσεις.936

933
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 484.
934
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 443.
935
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 447.
936
Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου 1989, 696.

168
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικόνα 1: Η Αχειροποίητος ως προσφυγικός καταυλισμός, Pierre le Larcleur [Στρατιά


2018, 14]
Εικόνα 2: Πρόσφυγες στην Αχειροποίητο, Charles Martel [Στρατιά 2018, 69]
Εικόνα 3: Ο ναός του Οσίου Δαβίδ, Charles Martel [Στρατιά 2018, 70]
Εικόνα 4: Το Akçe Mesҫid, S. Lenouel [Στρατιά 2018, 74]
Εικόνα 5: Ροτόντα, Αγνώστου Άγγλου στρατιώτη [Στρατιά 2018, 67]
Εικόνα 6: Ο ναός των Ταξιαρχών, Ruedolf [Στρατιά 2018, 72]
Εικόνα 7: Το εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης, Emile Gerlach [Στρατιά 2018, 71]
Εικόνα 8: Προφήτης Ηλίας, Κωνσταντίνος Μαλέας [Στρατιά 2018, 17]
Εικόνα 9: Η Αχειροποίητος ως τζαμί [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 158]
Εικόνα 10: Αχειροποίητος. Το εγχάρακτο μετάλλιο του κίονα της βόρειας
κιονοστοιχίας [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 70]
Εικόνα 11: Άποψη του κεντρικού κλίτους της Αχειροποιήτου από δυτικά [Ράπτης
2016, τόμ. 1, 160]
Εικόνα 12: Τοιχογραφία των Σαράντα Μαρτύρων Σεβάστειας στη νότια κιονοστοιχία,
λεπτομέρεια, Αχειροποίητος [Ράπτης 2016, τόμ. 3, 742]
Εικόνα 13: Άποψη νότιας κιονοστοιχίας προς τα δυτικά, Αχειροποίητος [Ράπτης 2016,
τόμ. 1, 163]
Εικόνα 14: Επίθημα δέκατου από δυτικά κίονα βόρειας κιονοστοιχίας, Αχειροποίητος
[Ράπτης 2016, τόμ. 3, 585]
Εικόνα 15: Εγχάρακτο σύμβολο στην πλίνθο της βάσης του πέμπτου από δυτικά κίονα
της βόρειας κιονοστοιχίας, Αχειροποίητος [Ράπτης 2016, τόμ. 3, 690]
Εικόνα 16: Το νότιο τμήμα της δυτικής όψης της Αχειροποιήτου [Ράπτης 2016, τόμ.
1, 183]
Εικόνα 17: Απόληξη μιναρέ Αχειροποιήτου [Παπάζογλου 2010, 32]
Εικόνα 18: Άποψη μιναρέ Αχειροποιήτου [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 215]
Εικόνα 19: Λεπτομέρεια νότιας παρειάς αψίδας Αχειροποιήτου με χρήση σπολίων
[Ράπτης 2016, τόμ. 2, 338]
Εικόνα 20: Η δυτική όψη της Αχειροποιήτου με τον οθωμανικό προθάλαμο [Ράπτης
2016, τόμ. 1, 172]
Εικόνα 21: Το εσωτερικό του νότιου προπύλου της Αχειροποιήτου [Ράπτης 2016, τόμ.
1, 165]

169
Εικόνα 22: Η νότια θύρα του εξωτερικού περιβόλου της Αχειροποιήτου [Ράπτης 2016,
τόμ. 1, 174]
Εικόνα 23: Ο τουρμπές νοτίως της Αχειροποιήτου [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 210]
Εικόνα 24: Άποψη του τουρμπέ την περίοδο του μεσοπολέμου [Ράπτης 2016, τόμ. 1,
211]
Εικόνα 25: Τα σωζόμενα κατάλοιπα του τουρμπέ στο νότιο αύλειο χώρο της
Αχειροποιήτου [Ανδρούδης 2016, 384]
Εικόνα 26: Αχειροποίητος. Άποψη βόρειας κιονοστοιχίας ισογείου και εντοιχισμένης
κιονοστοιχίας βορείου υπερώου [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 176]
Εικόνα 27: Αχειροποίητος. Το ανατολικό τμήμα του βόρειου υπερώου από εξωτερικά
με τα εντοιχισμένα παράθυρα και τα νέα οξυκόρυφα στη θέση τους [Ράπτης 2016,
τόμ. 1, 169]
Εικόνα 28: Αχειροποίητος. Τα πολύλοβα παράθυρα του ανατολικού τμήματος του
βορείου τοίχου μετά την διάνοιξή τους [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 169]
Εικόνα 29: Αχειροποίητος. Άποψη του βόρειου υπερώου προς τα ανατολικά κατά τις
εργασίες αναστήλωσης [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 178]
Εικόνα 30: Αχειροποίητος. Το δυτικό τμήμα της νότιας κιονοστοιχίας [Ράπτης 2016,
τόμ. 1, 180]
Εικόνα 31: Το εσωτερικό της Αχειροποιήτου κατά τη διάρκεια των εργασιών 1913-
1914 [Βελένης 1999, 129]
Εικόνα 32: Το εσωτερικό της Αχειροποιήτου κατά τη χρήση της ως καταυλισμός
προσφύγων [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 192]
Εικόνα 33: Άποψη του κεντρικού κλίτους προς τα δυτικά, Αχειροποίητος [Ράπτης
2016, τόμ. 1, 177]
Εικόνα 34: Κάτοψη τεμένους Εσκί Τζουμά [Texier, Pullan 1864, πίν. XXLII]
Εικόνα 35: Βόρεια όψη Αχειροποιήτου [Diehl κ.ά. 1918, πίν. VΙ]
Εικόνα 36: Αχειροποίητος. Φωτογραφία του νότιου κλίτους προς τα ανατολικά από
τους R. W. Schultz και S. H. Barnsley [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 163]
Εικόνα 37: Η κτιστή οθωμανική κρήνη στην Αχειροποίητο με ενσωματωμένα
βυζαντινά ανάγλυφα [Ράπτης 2016, τόμ. 1, 167]
Εικόνα 38: Αχειροποίητος. Το κεντρικό τμήμα της δυτικής όψης κατά τις εργασίες
αποκατάστασης [Diehl κ.ά. 1918, 43]
Εικόνα 39: Ο Προφήτης Ηλίας ως τζαμί, άποψη από τα ΒΔ [Αποτυπώματα 2012, 184]
Εικόνα 40: Προφήτης Ηλίας. Χάραγμα δερβίσικου πέλεκυ (πριν το 1403) [Ανδρούδης
2016, 381]
Εικόνα 41: Προφήτης Ηλίας. Χάραγμα δερβίσικου πέλεκυ στη λιτή (πριν το 1403)
[Ανδρούδης 2016, 381]

170
Εικόνα 42: Άποψη του Προφήτη Ηλία από τα νότια, 1888-1890 [Αποτυπώματα 2012,
191]
Εικόνα 43: Προφήτης Ηλίας. Άποψη από τα βορειοανατολικά, 1888-1890
[Αποτυπώματα 2012, 193]
Εικόνα 44: Κάτοψη Προφήτη Ηλία, Ch. Texier [Texier, Pullan 1864, πίν. LII]
Εικόνα 45: Κάτοψη Προφήτη Ηλία, W. Harvey [Αποτυπώματα 2012, 186]
Εικόνα 46: Άποψη Προφήτη Ηλία από βορειοδυτικά, Α. Ζάχος [Η Θεσσαλονίκη του
Αριστοτέλη Ζάχου 2002, φωτ. 44]
Εικόνα 47: Άποψη ανατολικής πλευράς, Προφήτης Ηλίας, 1888-1890 [Αποτυπώματα
2012, 188]
Εικόνα 48: Τρούλος Προφήτη Ηλία, Α. Ζάχος [Η Θεσσαλονίκη του Αριστοτέλη Ζάχου
2002, φωτ. 44, λεπτομέρεια]
Εικόνα 49: Η κρήνη του Προφήτη Ηλία [Βελένης 2005, 45]
Εικόνα 50: Ο Προφήτης Ηλίας ως τζαμί σε καρτ ποστάλ [Κίτσης 2008, 129]
Εικόνα 51: Το εσωτερικό του Προφήτη Ηλία από ανατολικά [Diehl κ.ά. 1918, 209]
Εικόνα 52: Προφήτης Ηλίας. Εσωτερικό λιτής από ανατολικά [Diehl κ.ά. 1918, 208]
Εικόνα 53: Προφήτης Ηλίας. Λιτή, άγιοι [Μαυροπούλου-Τσιούμη 1996, 159]
Εικόνα 54: Η Παναγία Χαλκέων σε παλιά καρτ ποστάλ [Αποτυπώματα 2012, 132]
Εικόνα 55: Παναγία Χαλκέων. Ανατολική και δυτική όψη, σχέδια [Diehl κ.ά. 1918, πίν.
LI]
Εικόνα 56: Παναγία Χαλκέων. Σχέδιο βόρειας όψης και τομή [Diehl κ.ά. 1918, πίν. LΙI]
Εικόνα 57: Η βόρεια όψη της Παναγίας των Χαλκέων [Diehl κ.ά. 1918, 154]
Εικόνα 58: Παναγία Χαλκέων. Δυτική πλευρά [Αποτυπώματα 2012, 126]
Εικόνα 59: Η Παναγία Χαλκέων από τα δυτικά στα τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα. Ο
μιναρές είναι ξύλινος και υποτυπώδης [Χλέπα 2011, 208]
Εικόνα 60: Παναγία Χαλκέων. Μιχράμπ, εσωτερικό [Βελένης 1999, 118]
Εικόνα 61: Εσωτερικό της Παναγίας Χαλκέων προς δυτικά [Diehl κ.ά. 1918, 159]
Εικόνα 62: Εσωτερικό της Παναγίας Χαλκέων πριν την αποκατάσταση [Diehl κ.ά.
1918, 158]
Εικόνα 63: Υπέρθυρο κεντρικής εισόδου προς κυρίως ναό με απολαξευμένους
σταυρούς [Προσωπικό αρχείο γράφουσας]
Εικόνα 64: Επιχρισμένο εξωτερικό Παναγίας Χαλκέων, λεπτομέρεια [Βελένης 1999,
118]
Εικόνα 65: Παναγία Χαλκέων. Εξωτερικό, νότια πλευρά [Paissidou 2015, 122]

171
Εικόνα 66: Ο ναός των Ταξιαρχών ως τζαμί σε παλιά καρτ ποστάλ
[https://culture.thessaloniki.gr/kart-postal/]
Εικόνα 67: Το τέμενος İki Şerife Camii από ανατολικά [Αποτυπώματα 2012, 172]
Εικόνα 68: Η απόληξη του μιναρέ των Ταξιαρχών [Παπάζογλου 2010, πίν. VIII, Iχν. 2]
Εικόνα 69: Ταξιάρχες. Άποψη από νοτιοανατολικά, W. Harvey [Αποτυπώματα 2012,
181]
Εικόνα 70: Το İki Şerife Camii από βορειοανατολικά [Diehl κ.ά. 1918, 216]
Εικόνα 71: Ταξιάρχες. Η οθωμανική θύρα στη δυτική όψη του βόρειου
προσκτίσματος [Ξυγγόπουλος 1956, 282]
Εικόνα 72: Ο Άγιος Δημήτριος ως τζαμί [Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, πίν. 1α]
Εικόνα 73: Η κτητορική επιγραφή του Kasimiye Camii [Ανδρούδης 2016, εικ. 495]
Εικόνα 74: Η είσοδος του τεμένους Kasimiye και η φιάλη [Ταμπάκη 1998, πίν. ΙΧ, 2]
Εικόνα 75: Η δυτική όψη του Kasimiye Camii [Diehl κ.ά. 1918, πίν. XIV]
Εικόνα 76: Η νότια όψη του Kasimiye Camii [Diehl κ.ά. 1918, 71]
Εικόνα 77: Ο βόρειος τοίχος της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου με τις οθωμανικές
επεμβάσεις μετά την πυρκαγιά του 1917 [Σωτηρίου, Σωτηρίου 1952, πίν. 21α]
Εικόνα 78: Λεπτομέρεια της ανατολικής όψης του τεμένους Kasimiye [Diehl κ.ά. 1918,
73]
Εικόνα 79: Kasimiye Camii. Άποψη κεντρικού κλίτους προς τα ανατολικά
[Αποτυπώματα 2012, 82]
Εικόνα 80: Άγιος Δημήτριος. Το νότιο τόξο του Ιερού Βήματος [Σωτηρίου, Σωτηρίου
1952, πίν. 32α]
Εικόνα 81: Κάτοψη Αγίου Δημητρίου, W. S. George [Cormack 1985, 81]
Εικόνα 82: Άγιος Δημήτριος. Άποψη του μαχφίλ και του υπερυψωμένου δαπέδου
[Αποτυπώματα 2012, 84]
Εικόνα 83: Άγιος Δημήτριος. Άποψη νότιας πλευράς Ιερού Βήματος [Βελένης 1999,
125]
Εικόνα 84: Άγιος Δημήτριος. Λήψη του Ιερού μέσα από το βόρειο πτερύγιο, F.
Boissonas [Κωνσταντινίδης 1989, 138]
Εικόνα 85: Άγιος Δημήτριος. Λεπτομέρεια της διακόσμησης του τεταρτοσφαιρίου του
Ιερού μετά την επισκευή του 1907, Auguste Leon [Βελένης 1999, 125]
Εικόνα 86: Λήψη του Αγίου Δημητρίου μετά την πυρκαγιά του 1917 με εμφανείς
οθωμανικές επεμβάσεις [Αποτυπώματα 2012, 93]
Εικόνα 87: Η Αγία Αικατερίνη ως τζαμί [Κίτσης 2008, 123]
Εικόνα 88: Άποψη του Yakub Paşa Camii με τον μιναρέ του [Κίτσης 2008, 125]

172
Εικόνα 89: Η απόληξη του πυργίσκου του μιναρέ της Αγίας Αικατερίνης [Παπάζογλου
2010, 29]
Εικόνα 90: Ανατολική όψη τεμένους Yakub Paşa [Diehl κ.ά. 1918, 181]
Εικόνα 91: Το τέμενος Yakub Paşa από τα ΒΔ [Diehl κ.ά. 1918, 180]
Εικόνα 92: Σχέδιο της δυτικής όψης του τεμένους Yakub Paşa με τις οθωμανικές
επεμβάσεις [Diehl κ.ά. 1918, πίν. LIX]
Εικόνα 93: To μιχράμπ στο εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης [Diehl κ.ά. 1918, 185]
Εικόνα 94: To μαχφίλ στο εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης [Diehl κ.ά. 1918, 183]
Εικόνα 95: Το εσωτερικό του τεμένους Yakub Paşa [Diehl κ.ά. 1918, 184]
Εικόνα 96: Κάτοψη της Αγίας Αικατερίνης ως τζαμί με τις οθωμανικές επεμβάσεις
[Diehl κ.ά. 1918, πίν. LVIII]
Εικόνα 97: Οι Άγιοι Απόστολοι ως τζαμί [Αποτυπώματα 2012, 146]
Εικόνα 98: Άποψη του τεμένους Cezeri Kasım Paşa από τα ΝΑ [Αποτυπώματα 2012,
151]
Εικόνα 99: Το οθωμανικό νεκροταφείο στα ανατολικά των Αγίων Αποστόλων
[Αποτυπώματα 2012, 149]
Εικόνα 100: Κάτοψη των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί [Diehl κ.ά. 1918, πίν. LΧΙΙ]
Εικόνα 101: Άποψη του εσωτερικού των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί [Diehl κ.ά. 1918,
194]
Εικόνα 102: Η ανατολική όψη των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί [Diehl κ.ά. 1918, πίν.
LΧV]
Εικόνα 103: Εσωτερική λήψη των Αγίων Αποστόλων από τον Α. Ζάχο [Η Θεσσαλονίκη
του Αριστοτέλη Ζάχου 2002, 177]
Εικόνα 104: Εσωτερική λήψη των Αγίων Αποστόλων από τον M. Le Tourneau [Diehl
κ.ά. 1918, 195]
Εικόνα 105: Άγιοι Απόστολοι. Άνοιγμα των οθωμανικών χρόνων και καταστροφή της
τοιχογράφησης [Antonopoulos κ.ά. 2017, 334]
Εικόνα 106: Άγιοι Απόστολοι. Τρούλος του περιστώου με οθωμανικές επεμβάσεις
[Diehl κ.ά. 1918, 192]
Εικόνα 107: Η νότια πλευρά των Αγίων Αποστόλων με οθωμανικές επεμβάσεις
[Ανδρούδης 2016, 378]
Εικόνα 108: Η δυτική πλευρά των Αγίων Αποστόλων με οθωμανικές επεμβάσεις
[Diehl κ.ά. 1918, πίν. LΧΙΙΙ]
Εικόνα 109: H Αγία Σοφία ως τζαμί [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 7β]
Εικόνα 110: Η κεντρική δυτική είσοδος της Αγίας Σοφίας με την οθωμανική κτητορική
επιγραφή [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 46]

173
Εικόνα 111: Κιονόκρανα από το οθωμανικό προστώο της Αγίας Σοφίας [Φωτογραφία
της συγγραφέως]
Εικόνα 112: Σχέδιο της δυτικής όψης της Αγίας Σοφίας ως τζαμί [Diehl κ.ά. 1918, πίν.
ΧΧΧVΙΙ]
Εικόνα 113: Λεπτομέρεια του οθωμανικού προστώου της Αγίας Σοφίας και του
δυτικού τοίχου με οθωμανικές επεμβάσεις [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 4α]
Εικόνα 114: Ο ΒΔ πύργος της Αγίας Σοφίας [Φωτογραφία της συγγραφέως]
Εικόνα 115: Η Αγία Σοφία ως τζαμί και ο μιναρές του τεμένους [Θεοχαρίδου 1994,
πίν. 2β]
Εικόνα 116: Η απόληξη του μιναρέ της Αγίας Σοφίας [Παπάζογλου 2010, πίν. ΧΙΙ]
Εικόνα 117: Το βόρειο τμήμα του δυτικού υπερώου της Αγίας Σοφίας με οθωμανικές
επεμβάσεις [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 5α]
Εικόνα 118: Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας με τις αντηρίδες [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 4β]
Εικόνα 119: Ο τρούλος του τεμένους του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα [Φωτογραφία Δ.
Χειλά]
Εικόνα 120: Το παράθυρο με το οξυκόρυφο τόξο στο δυτικό άκρο του βορείου
υπερώου της Αγίας Σοφίας [Φωτογραφία της συγγραφέως]
Εικόνα 121α: Το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας ως τζαμί [Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου
κ.ά. 2012, 244]
Εικόνα 121β: Λεπτομέρεια εικόνας 121α [Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου κ.ά. 2012, 244]
Εικόνα 122: Τριγωνικά κορυφώματα του μιχράμπ της Αγίας Σοφίας [Θεοχαρίδου
1994, πίν.49γ]
Εικόνα 123: Το μινμπάρ της Αγίας Σοφίας [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 47α]
Εικόνα 124α: Η πρόσοψη του μινμπάρ της Αγίας Σοφίας με την επιγραφή
[Θεοχαρίδου 1994, πίν. 54α]
Εικόνα 124β: Τετράγωνη πλάκα στηθαίου καθίσματος από το μινμπάρ της Αγίας
Σοφίας [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 53β]
Εικόνα 124γ: Τριγωνική πλάκα από τη βόρεια όψη του μινμπάρ της Αγίας Σοφίας
[Θεοχαρίδου 1994, πίν. 51α]
Εικόνα 125α: Το μαχφίλ της Αγίας Σοφίας [Θεοχαρίδου 1994, πίν. 47β]
Εικόνα 125β: Τμήματα από τα στηθαία του μαχφίλ της Αγίας Σοφίας [Θεοχαρίδου
1994, πίν. 52α]
Εικόνα 125γ: Τμήμα από στηθαίο του μαχφίλ της Αγίας Σοφίας [Θεοχαρίδου 1994,
πίν. 55β]
Εικόνα 126: Το τεταρτοσφαίριο του Ιερού της Αγίας Σοφίας, W.S George
[Αποτυπώματα 2012, 115]

174
Εικόνα 127: Ο Άγιος Παντελεήμονας ως τζαμί [Περδικοπούλου 2015, πίν. 52α]
Εικόνα 128: Η βάση του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα [Περδικοπούλου 2015, πίν.
53α]
Εικόνα 129: Η απόληξη του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα [Παπάζογλου 2010, πίν.
ΧΙΙ]
Εικόνα 130: Η βάση του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα μετασκευασμένη σε
κωδωνοστάσιο [Φωτογραφικό αρχείο M. Kiel, http://www.nit-
istanbul.org/kielarchive/index.php]
Εικόνα 131: Η κρήνη του Αγίου Παντελεήμονα [Φωτογραφικό αρχείο M. Kiel,
http://www.nit-istanbul.org/kielarchive/index.php]
Εικόνα 132: Η κρήνη του Αγίου Παντελεήμονα, Α. Ζάχος [Βελένης 2005, 40]
Εικόνα 133: Η ανατολική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί [Diehl κ.ά. 1918,
πίν. LVII]
Εικόνα 134: Άποψη του εσωτερικού του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί [Diehl κ.ά.
1918, 175]
Εικόνα 135: Το μιχράμπ του Αγίου Παντελεήμονα [Φωτογραφικό αρχείο M. Kiel,
http://www.nit-istanbul.org/kielarchive/index.php]
Εικόνα 136: Άποψη του εσωτερικού του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί από τα
ανατολικά [Diehl κ.ά. 1918, 174]
Εικόνα 137: Ο Άγιος Παντελεήμονας στα τέλη του 19ου αιώνα [Αποτυπώματα 2012,
136]
Εικόνα 138: Η Ροτόντα ως τζαμί [Αποτυπώματα 2012, 46]
Εικόνα 139: Η οθωμανική κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου
της Ροτόντας [Φωτογραφικό αρχείο M. Kiel, http://www.nit-
istanbul.org/kielarchive/index.php]
Εικόνα 140: Σχέδιο του δυτικού προπύλου της Ροτόντας [Μουτσόπουλος 2013, 357]
Εικόνα 141: Το μεσημβρινό πρόπυλο της Ροτόντας [Μουτσόπουλος 2013, 358]
Εικόνα 142: Ο μιναρές της Ροτόντας [Χατζηαντωνίου-Δεληβογιατζή 1992, 63]
Εικόνα 143: Η απόληξη του μιναρέ της Ροτόντας [Παπάζογλου 2010, πίν. ΧΙΙ]
Εικόνα 144: Λεπτομέρεια της βάσης του μιναρέ της Ροτόντας [Μουτσόπουλος 2013,
414]
Εικόνα 145: Το ανώτερο τμήμα του μιναρέ της Ροτόντας [Μουτσόπουλος 2013, 415]
Εικόνα 146: Η κρήνη της Ροτόντας [Ανδρούδης 2016, 371]
Εικόνα 147: Η κρήνη στον εξωτερικό περίβολο της Ροτόντας [Κωνσταντινίδης 1989,
101]
Εικόνα 148: Ροτόντα, τάφος Χορτάτζη [Μουτσόπουλος 2013, 357]

175
Εικόνα 149: Η επιγραφή στην είσοδο του τάφου του Χορτάτζη [Φωτογραφικό αρχείο
M. Kiel, http://www.nit-istanbul.org/kielarchive/index.php]
Εικόνα 150: Ροτόντα. Οθωμανικό παράθυρο με σιδεριά [Μουτσόπουλος 2013, 361]
Εικόνα 151: Ροτόντα. Βόρειο τόξο Ιερού από εξωτερικά με οθωμανικές επεμβάσεις
[Ανδρούδης 2016, 370]
Εικόνα 152: Οθωμανική επιγραφή στη στέγη της Ροτόντας [Μουτσόπουλος 2013,
364]
Εικόνα 153: Λεπτομέρεια του εσωτερικού οθωμανικού τοίχου της δυτικής εισόδου
της Ροτόντας [Φωτογραφία της συγγραφέως]
Εικόνα 154: Ανώτερο τμήμα του εσωτερικού οθωμανικού τοίχου της δυτικής εισόδου
της Ροτόντας και σημάδι φθοράς στο ψηφιδωτό [Φωτογραφία της συγγραφέως]
Εικόνα 155: Άποψη του Ιερού της Ροτόντας με οθωμανικές επεμβάσεις
[Κωνσταντινίδης 1989, 105]
Εικόνα 156: Λείψανα του μιχράμπ, Ροτόντα [Μουτσόπουλος 2013, 457]
Εικόνα 157: Το μετάλλιο με την οθωμανική επιγραφή στο κέντρο του [Μουτσόπουλος
2013, 363]
Εικόνα 158: Λεπτομέρεια του ψηφιδωτού διακόσμου της δυτικής εισόδου με
μετάλλιο με οθωμανική επιγραφή [Diehl κ.ά. 1918, 24]
Εικόνα 159: Άποψη του εσωτερικού της Ροτόντας ως τζαμί [Αποτυπώματα 2012, 48]
Εικόνα 160: Κάτοψη και τομή του Οσίου Δαβίδ κατά τους οθωμανικούς χρόνους
[Ξυγγόπουλος 1920-1921, 191]
Εικόνα 161: Μονή Βλατάδων. Το οξυκόρυφο τόξο στην ανατολική καμάρα
[Μαυροπούλου-Τσιούμη 1995, 176]
Εικόνα 162: Λείψανα οθωμανικού διακόσμου στο βόρειο τόξο, Μονή Βλατάδων
[Μαυροπούλου-Τσιούμη 1995, 175]
Εικόνα 163: Κάτοψη της σημερινής μορφής του καθολικού της Μονής Βλατάδων
[Μαυροπούλου-Τσιούμη 1995, 187]
Εικόνα 164: Το τέμενος Akçe Mesҫid [Μουτσόπουλος 1980, εικ. 226]
Εικόνα 165: Κάτοψη του Akçe Mesҫid [Κνιθάκης 1975, 113]
Εικόνα 166: Ερείπια οθωμανικού κτίσματος δίπλα στο Οκτάγωνο του Γαλεριανού
συγκροτήματος [Ανδρούδης 2016, 384]
Εικόνα 167: Το Burmali Camii [Ανδρούδης 2016, 383]

176
ΕΙΚΟΝΕΣ

Εικόνα 1: Η Αχειροποίητος ως προσφυγικός καταυλισμός, Pierre le Larcleur


Εικόνα 2: Πρόσφυγες στην Αχειροποίητο, Charles Martel

Εικόνα 4:Το Akce Mesҫid, S. Lenouel


Εικόνα 3: Ο ναός του Οσίου Δαβίδ, Charles Martel

177
Εικόνα 6:Ο ναός των Ταξιαρχών, Ruedolf

Εικόνα 5: Ροτόντα, Αγνώστου Άγγλου στρατιώτη

Εικόνα 8: Προφήτης Ηλίας, Κωνσταντίνος Μαλέας


Εικόνα 7: Το εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης, Emile Gerlach

178
Εικόνα 9: Η Αχειροποίητος ως τζαμί

Εικόνα 10: Αχειροποίητος. Το εγχάρακτο μετάλλιο του κίονα της βόρειας


κιονοστοιχίας

Εικόνα 12: Τοιχογραφία των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας στη νότια
κιονοστοιχία, λεπτομέρεια, Αχειροποίητος

Εικόνα 11: Άποψη του κεντρικού κλίτους της Αχειροποιήτου από δυτικά

179
Εικόνα 14: Επίθημα δέκατου από δυτικά κίονα βόρειας κιονοστοιχίας,
Αχειροποίητος

Εικόνα 13: Άποψη της νότιας κιονοστοιχίας προς τα δυτικά, Αχειροποίητος

Εικόνα 15: Εγχάρακτο σύμβολο στην πλίνθο της βάσης του πέμπτου από
δυτικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας, Αχειροποίητος

Εικόνα 16: Το νότιο τμήμα της δυτικής όψης της Αχειροποιήτου

180
Εικόνα 17: Απόληξη μιναρέ Αχειροποιήτου

Εικόνα 18: Άποψη μιναρέ Αχειροποιήτου

Εικόνα 19: Λεπτομέρεια νότιας παρειάς αψίδας Αχειροποιήτου με χρήση


σπολίων Εικόνα 20: Η δυτική όψη της Αχειροποιήτου με τον οθωμανικό προθάλαμο

181
Εικόνα 21: Το εσωτερικό του νότιου προπύλου της Αχειροποιήτου
Εικόνα 22: Η νότια θύρα του εξωτερικού περιβόλου της Αχειροποιήτου

Εικόνα 24: Άποψη του τουρμπέ την περίοδο του μεσοπολέμου

Εικόνα 23: Ο τουρμπές νοτίως της Αχειροποιήτου

182
Εικόνα 26: Αχειροποίητος. Άποψη βόρειας κιονοστοιχίας ισογείου και
εντοιχισμένης κιονοστοιχίας βορείου υπερώου
Εικόνα 25: Τα σωζόμενα κατάλοιπα του τουρμπέ στο νότιο αύλειο χώρο της
Αχειροποιήτου

Εικόνα 28:Αχειροποίητος. Τα πολύλοβα παράθυρα του ανατολικού


Εικόνα 27: Αχειροποίητος. Το ανατολικό τμήμα του βορείου υπερώου από τμήματος του βορείου τοίχου μετά τη διάνοιξή τους
εξωτερικά με τα εντοιχισμένα παράθυρα και τα νέα οξυκόρυφα της θέση
τους

183
Εικόνα 29: Αχειροποίητος. Άποψη του βορείου υπερώου προς τα ανατολικά
κατά τις εργασίες αναστήλωσης

Εικόνα 30: Αχειροποίητος. Το δυτικό τμήμα της νότιας κιονοστοιχίας

Εικόνα 31: Το εσωτερικό της Αχειροποιήτου κατά τη διάρκεια των εργασιών


1913-1914

Εικόνα 32:Το εσωτερικό της Αχειροποιήτου κατά τη χρήση της ως


καταυλισμός προσφύγων

184
Εικόνα 33:Άποψη του κεντρικού κλίτους προς τα δυτικά, Αχειροποίητος

Εικόνα 34: Κάτοψη τεμένους Εσκί Τζουμά

Εικόνα 35: Βόρεια όψη Αχειροποιήτου

Εικόνα 36: Αχειροποίητος. Φωτογραφία του νότιου κλίτους προς τα


ανατολικά από τους R. W. Schultz και S. H. Barnsley

185
Εικόνα 37: Η κτιστή οθωμανική κρήνη στην Αχειροποίητο με ενσωματωμένα
βυζαντινά ανάγλυφα

Εικόνα 38: Αχειροποίητος. Το κεντρικό τμήμα της κεντρικής όψης κατά τις
εργασίες αποκατάστασης

Εικόνα 40: Προφήτης Ηλίας. Χάραγμα δερβίσικου πέλεκυ (πριν το 1403)

Εικόνα 39: Ο Προφήτης Ηλίας ως τζαμί, άποψη από τα ΒΔ

186
Εικόνα 41: Προφήτης Ηλίας. Χάραγμα δερβίσικου πέλεκυ στη λιτή (πριν το
Εικόνα 42: Άποψη του Προφήτη Ηλία από τα νότια, 1888-1890
1403)

Εικόνα 43: Προφήτης Ηλίας. Άποψη από τα βορειοανατολικά, 1888-1890 Εικόνα 44: Κάτοψη Προφήτη Ηλία, Ch. Texier

187
Εικόνα 45: Κάτοψη Προφήτη Ηλία, W. Harvey

Εικόνα 46: Άποψη Προφήτη Ηλία από βορειοδυτικά, Α. Ζάχος

Εικόνα 48: Τρούλος Προφήτη Ηλία, Α. Ζάχος


Εικόνα 47: Άποψη ανατολικής πλευράς, Προφήτης Ηλίας, 1888-1890

188
Εικόνα 49: Η κρήνη του Προφήτη Ηλία

Εικόνα 50: Ο Προφήτης Ηλίας ως τζαμί σε καρτ ποστάλ

Εικόνα 51: Το εσωτερικό του Προφήτη Ηλία από ανατολικά


Εικόνα 52: Προφήτης Ηλίας. Εσωτερικό λιτής από ανατολικά

189
Εικόνα 54: Η Παναγία Χαλκέων σε παλιά καρτ ποστάλ

Εικόνα 53: Προφήτης Ηλίας. Λιτή, άγιοι

Εικόνα 55: Παναγία Χαλκέων. Ανατολική και δυτική όψη, σχέδια

Εικόνα 56: Παναγία Χαλκέων. Σχέδιο βόρειας όψης και τομή

190
Εικόνα 57: Η βόρεια όψη της Παναγίας των Χαλκέων

Εικόνα 58: Παναγία Χαλκέων. Δυτική πλευρά

Εικόνα 59: Η Παναγία Χαλκέων από τα δυτικά στα τέλη 19ου-αρχές 20ου
Εικόνα 60: Παναγία Χαλκέων. Μιχράμπ, εσωτερικό
αιώνα. Ο μιναρές είναι ξύλινος και υποτυπώδης

191
Εικόνα 61: Εσωτερικό της Παναγίας Χαλκέων προς δυτικά
Εικόνα 62: Εσωτερικό της Παναγίας Χαλκέων πριν την αποκατάσταση

Εικόνα 63: Υπέρθυρο κεντρικής εισόδου προς κυρίως ναό με


απολαξευμένους σταυρούς

Εικόνα 64: Επιχρισμένο εξωτερικό Παναγίας Χαλκέων, λεπτομέρεια

192
Εικόνα 66: Ο ναός των Ταξιαρχών ως τζαμί σε παλιά καρτ ποστάλ

Εικόνα 65: Παναγία Χαλκέων. Εξωτερικό, νότια πλευρά

Εικόνα 67: Το τέμενος İki Şerife Camii από ανατολικά

Εικόνα 68: Η απόληξη του μιναρέ των Ταξιαρχών

193
Εικόνα 70: Το İki Şerife Camii από βορειοανατολικά

Εικόνα 69: Ταξιάρχες. Άποψη από νοτιοανατολικά, W. Harvey

Εικόνα 72: Ο Άγιος Δημήτριος ως τζαμί

Εικόνα 71: Ταξιάρχες. Η οθωμανική θύρα στη δυτική όψη του βόρειου
προσκτίσματος

194
Εικόνα 73: Η κτητορική επιγραφή του Kasimiye Camii
Εικόνα 74: Η είσοδος του τεμένους Kasimiye και η φιάλη

Εικόνα 75: Η δυτική όψη του Kasimiye Camii

Εικόνα 76: Η νότια όψη του Kasimiye Camii

195
Εικόνα 78: Λεπτομέρεια της ανατολικής όψης του τεμένους Kasimiye
Εικόνα 77: Ο βόρειος τοίχος της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου με τις
οθωμανικές επεμβάσεις μετά την πυρκαγιά του 1917

Εικόνα 79: Kasimiye Camii. Άποψη κεντρικού κλίτους προς τα ανατολικά


Εικόνα 80: Άγιος Δημήτριος. Το νότιο τόξο του Ιερού Βήματος

196
Εικόνα 81: Κάτοψη Αγίου Δημητρίου, W. S. George Εικόνα 82: Άγιος Δημήτριος. Άποψη του μαχφίλ και του υπερυψωμένου
δαπέδου

Εικόνα 83: Άγιος Δημήτριος. Άποψη νότιας πλευράς Ιερού Βήματος

Εικόνα 84: Άγιος Δημήτριος. Λήψη του Ιερού μέσα από το βόρειο πτερύγιο,
F. Boissonas

197
Εικόνα 85: Άγιος Δημήτριος. Λεπτομέρεια της διακόσμησης του
τεταρτοσφαιρίου του Ιερού μετά την επισκευή του 1907, Auguste Leon
Εικόνα 86: Λήψη του Αγίου Δημητρίου μετά την πυρκαγιά του 1917 με
εμφανείς οθωμανικές επεμβάσεις

Εικόνα 88: Άποψη του Yakub Paşa Camii με τον μιναρέ του

Εικόνα 87: Η Αγία Αικατερίνη ως τζαμί

198
Εικόνα 90: Ανατολική όψη τεμένους Yakub Paşa

Εικόνα 89: Η απόληξη του πυργίσκου του μιναρέ της Αγίας Αικατερίνης

Εικόνα 91: Το τέμενος Yakub Paşa από τα ΒΔ Εικόνα 92: Σχέδιο της δυτικής όψης του τεμένους Yakub Paşa με τις
οθωμανικές επεμβάσεις

199
Εικόνα 94: To μαχφίλ στο εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης

Εικόνα 93: To μιχράμπ στο εσωτερικό της Αγίας Αικατερίνης

Εικόνα 95: Το εσωτερικό του τεμένους Yakub Paşa Εικόνα 96: Κάτοψη της Αγίας Αικατερίνης ως τζαμί με τις οθωμανικές
επεμβάσεις

200
Εικόνα 97: Οι Άγιοι Απόστολοι ως τζαμί
Εικόνα 98: Άποψη του τεμένους Cezeri Kasım Paşa από τα ΝΑ

Εικόνα 99: Το οθωμανικό νεκροταφείο στα ανατολικά των Αγίων Αποστόλων

Εικόνα 100: Κάτοψη των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί

201
Εικόνα 102: Η ανατολική όψη των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί

Εικόνα 101: Άποψη του εσωτερικού των Αγίων Αποστόλων ως τζαμί

Εικόνα 104: Εσωτερική λήψη των Αγίων Αποστόλων από τον M. Le Tourneau

Εικόνα 103: Εσωτερική λήψη των Αγίων Αποστόλων από τον Α. Ζάχο

202
Εικόνα 105: Άγιοι Απόστολοι. Άνοιγμα των οθωμανικών χρόνων και
καταστροφή της τοιχογράφησης

Εικόνα 106: Άγιοι Απόστολοι. Τρούλος του περιστώου με οθωμανικές


επεμβάσεις

Εικόνα 107: Η νότια πλευρά των Αγίων Αποστόλων με οθωμανικές


επεμβάσεις Εικόνα 108: Η δυτική πλευρά των Αγίων Αποστόλων με οθωμανικές
επεμβάσεις

203
Εικόνα 109: H Αγία Σοφία ως τζαμί

Εικόνα 110: Η κεντρική δυτική είσοδος της Αγίας Σοφίας με την οθωμανική
κτητορική επιγραφή

Εικόνα 112: Σχέδιο της δυτικής όψης της Αγίας Σοφίας ως τζαμί

Εικόνα 111: Κιονόκρανα από το οθωμανικό προστώο της Αγίας Σοφίας

204
Εικόνα 113: Λεπτομέρεια του οθωμανικού προστώου της Αγίας Σοφίας και
του δυτικού τοίχου με οθωμανικές επεμβάσεις

Εικόνα 114: Ο ΒΔ πύργος της Αγίας Σοφίας

Εικόνα 115: Η Αγία Σοφία ως τζαμί και ο μιναρές του τεμένους


Εικόνα 116: Η απόληξη του μιναρέ της Αγίας Σοφίας

205
Εικόνα 117: Το βόρειο τμήμα του δυτικού υπερώου της Αγίας Σοφίας με
οθωμανικές επεμβάσεις Εικόνα 118: Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας με τις αντηρίδες

Εικόνα 119: Ο τρούλος του τεμένους του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα

Εικόνα 120: Το παράθυρο με το οξυκόρυφο τόξο στο δυτικό άκρο του


βορείου υπερώου της Αγίας Σοφίας

206
Εικόνα 121β: Λεπτομέρεια εικόνας 121α

Εικόνα 121α: Το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας ως τζαμί

Εικόνα 122: Τριγωνικά κορυφώματα του μιχράμπ της Αγίας Σοφίας

Εικόνα 123: Το μινμπάρ της Αγίας Σοφίας

207
Εικόνα 124α: Η πρόσοψη του μινμπάρ της Αγίας Σοφίας με την επιγραφή Εικόνα 124β: Τετράγωνη πλάκα στηθαίου καθίσματος από το μινμπάρ
της Αγίας Σοφίας

Εικόνα 124γ: Τριγωνική πλάκα από τη βόρεια όψη του μινμπάρ της
Αγίας Σοφίας

Εικόνα 125a: Το μαχφίλ της Αγίας Σοφίας

208
Εικόνα 125γ: Τμήμα από στηθαίο του μαχφίλ της Αγίας Σοφίας
Εικόνα 125β: Τμήματα από τα στηθαία του μαχφίλ της Αγίας Σοφίας

Εικόνα 126: Το τεταρτοσφαίριο του Ιερού της Αγίας Σοφίας, W.S George
Εικόνα 127: Ο Άγιος Παντελεήμονας ως τζαμί

209
Εικόνα 128: Η βάση του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα

Εικόνα 129: Η απόληξη του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα

Εικόνα 130: Η βάση του μιναρέ του Αγίου Παντελεήμονα μετασκευασμένη Εικόνα 131: Η κρήνη του Αγίου Παντελεήμονα
σε κωδωνοστάσιο

210
Εικόνα 132: Η κρήνη του Αγίου Παντελεήμονα, Α. Ζάχος

Εικόνα 133: Η ανατολική πλευρά του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί

Εικόνα 135: Το μιχράμπ του Αγίου Παντελεήμονα

Εικόνα 134: Άποψη του εσωτερικού του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί

211
Εικόνα 136: Άποψη του εσωτερικού του Αγίου Παντελεήμονα ως τζαμί από
Εικόνα 137: Ο Άγιος Παντελεήμονας στα τέλη του 19ου αιώνα
τα ανατολικά

Εικόνα 139: Η οθωμανική κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής


εισόδου της Ροτόντας

Εικόνα 138: Η Ροτόντα ως τζαμί

212
Εικόνα 140: Σχέδιο του δυτικού προπύλου της Ροτόντας Εικόνα 141: Το μεσημβρινό πρόπυλο της Ροτόντας

Εικόνα 143: Η απόληξη του μιναρέ της Ροτόντας


Εικόνα 142: Ο μιναρές της Ροτόντας

213
Εικόνα 144: Λεπτομέρεια της βάσης του μιναρέ της Ροτόντας

Εικόνα 145: Το ανώτερο τμήμα του μιναρέ της Ροτόντας

Εικόνα 146: Η κρήνη της Ροτόντας

Εικόνα 147: Η κρήνη στον εξωτερικό περίβολο της Ροτόντας

214
Εικόνα 149: Η επιγραφή στην είσοδο του τάφου του Χορτάτζη
Εικόνα 148: Ροτόντα, τάφος Χορτάτζη

Εικόνα 150: Ροτόντα. Οθωμανικό παράθυρο με σιδεριά

Εικόνα 151: Ροτόντα. Βόρειο τόξο Ιερού από εξωτερικά με οθωμανικές


επεμβάσεις

215
Εικόνα 152: Οθωμανική επιγραφή στη στέγη της Ροτόντας

Εικόνα 153: Λεπτομέρεια του εσωτερικού οθωμανικού τοίχου της δυτικής


εισόδου της Ροτόντας

Εικόνα 154: Ανώτερο τμήμα του εσωτερικού οθωμανικού τοίχου της δυτικής
εισόδου της Ροτόντας και σημάδι φθοράς στο ψηφιδωτό

Εικόνα 155: Άποψη του Ιερού της Ροτόντας με οθωμανικές επεμβάσεις

216
Εικόνα 156: Λείψανα του μιχράμπ, Ροτόντα
Εικόνα 157: Το μετάλλιο με την οθωμανική επιγραφή στο κέντρο του

Εικόνα 159: Άποψη του εσωτερικού της Ροτόντας ως τζαμί


Εικόνα 158: Λεπτομέρεια του ψηφιδωτού διακόσμου της δυτικής εισόδου με
μετάλλιο με οθωμανική επιγραφή

217
Εικόνα 161: Μονή Βλατάδων. Το οξυκόρυφο τόξο στην ανατολική καμάρα

Εικόνα 160: Κάτοψη και τομή του Οσίου Δαβίδ κατά τους οθωμανικούς
χρόνους

Εικόνα 163: Κάτοψη της σημερινής μορφής του καθολικού της Μονής
Εικόνα 162: Λείψανα οθωμανικού διακόσμου στο βόρειο τόξο, Μονή
Βλατάδων
Βλατάδων

218
Εικόνα 165: Κάτοψη του Akçe Mesҫid
Εικόνα 164: Το τέμενος Akçe Mesҫid

Εικόνα 166: Ερείπια οθωμανικού κτίσματος δίπλα στο Οκτάγωνο του


Γαλεριανού συγκροτήματος

Εικόνα 167: Το Burmali Camii

219

You might also like