You are on page 1of 11

ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ

ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ

Ο Φραντς Λιστ ήταν Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Θεωρείται


ένας απο τους σημαντικότερους ρομαντικούς συνθέτες για πιάνο και πολύ
σπουδαίος πιανίστας.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στο Ράιντινκγ της Ουγγαρίας.
Από νεαρή ηλικία έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και η οικογένειά του
μετακόμισε στην Βιέννη για να λάβει κατάλληλη εκπαίδευση. Εκεί
παρακολούθησε μαθήματα πίανου από τον Καρλ Τσέρνυ και μαθήματα
σύνθεσης από τον Αντόνιο Σαλιέρι. Το 1822 έδωσε την πρώτη του
συναυλία. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι, οπού παράλληλα με τις
σπούδες του έκανε πολλές περιοδείες στη Γαλλία και στην Αγγλία και
έγινε γνωστός στην Ευρώπη. Το 1827 μετά τον θάνατο του πατέρα του
έπρεπε να φροντίζει ο ίδιος για την συνέχιση της καριέρας του κι έτσι
άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου. Το 1833 γνώρισε την κόμμισα
Μαρί ντ' Αγκούλτ, η οποία τον ερωτεύτηκε και τον ακολούθησε. Μαζί
απέκτησαν τρία παιδία και το 1844 χώρισαν.
Ως το 1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη ως πιανίστας. Αυτός
καθιέρωσε τον όρο ''ρεσιτάλ'' και σε αυτόν οφείλεται η συνήθεια να
ερμηνεύονται το σολιστικά έργα χωρίς παρτιτούρα στις συναυλίες. Με το
δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό του παίξιμο συνάρπαζε το κοινό, όπως
έκανε και στο βιολί το ίνδαλμά του, Νικολό Παγκανίνι.
Απο το 1848 ως το 1861 έζησε στη Βαϊμάρη, όπου διορίστηκε
αρχιμουσικός, με την νέα του σύντροφο Καρολίνα Ιβανόφσκα. Το 1847
άφησε την καριέρα του ως μουσικός και αφοσιώθηκε στην σύνθεση.
Επίσης έδωσε πολλές συναυλίες ως αρχιμουσικός, οργάνωσε την
καλλιτεχνική ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους
συνθέτες. Το 1862 ο Λιστ πήγε στην Ιταλία για να εμπνευστεί και να
γράψει θρησκευτική μουσική. Το 1873 οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν εθνικό
ήρωα και το 1876 του ανέθεσαν τη διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας
της Βουδαπέστης.
Στις 21 Ιουλίου 1886 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε
συναυλία στο Λουξεμβούργο και πέθανε από πνευμονία στο Μπαϊρόιτ
στις 31 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ
Κάποια παραδείγματα των μορφολογικών καινοτομιών του είναι τα 2
κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και η σονάτα για πιάνο. Πάνω στο
πρώτο κοντσέρτο, σε μι ύφεση μείζονα, εργάζονταν για 25 χρόνια. Δεν
ακολούθει την παραδοσιακή δομή του κοντσέρτου αλλά τα μέρη του είναι
ενιαία και επεξεργάζεται σε αυτά το ίδιο θεματικό υλικό. Επίσης,
προκλητική για την εποχή ήταν και η χρήση του τριγώνου στο τρίτο
μέρος. Στο διάστημα 1839-1861 επεξεργάστηκε το δεύτερο κοντσέρτο, σε
λα μείζονα. Ούτε αυτό ακολούθει την παραδοσιακή δομή, όπως και η
σονάτα για πιάνο, η οποία παρουσιάστηκε στον κόσμο το 1858. Οι
κριτικοί αντιμετώπισαν τα έργα αυτά με δυσπιστία και μόνο τον 20ο
αιώνα καθιερώθηκαν στο πιανιστικό ρεπερτόριο.
Μια άλλη καινοτομία του Λιστ είναι το ''συμφωνικό ποίημα''. Το
συμφωνικό ποίημα είναι έργο περιγραφικό, εμπνευσμένο από την
λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή και προσωπικά βιώματα. Ο Λιστ συνέθεσε 13
συμφωνικά ποιήματα με πιο χαρακτηριτικό το σύνολο έργων για πιάνο
''Χρόνια Προσκυνήματος''.

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ
Για ορχήστρα
•Συμφωνία "Φάουστ"
•Συμφωνία "Δάντης"
•Συμφωνικά ποιήματα
(Πρελούδια, Τάσσος, Ορφέας, Προμηθέας, Μαζέππα κ.α.)
Για πιάνο και ορχήστρα
•2 κοντσέρτα για πιάνο
•Χορός των νεκρών
•Φαντασία πάνω σε ουγγαρέζικους λαϊκούς σκοπούς
Θρησκευτική Μουσική
•Missa choralis
•Missa solemnis
•Ουγγρική λειτουργία της στέψης
•Requiem
•Ο θρύλος της Αγίας Ελισάβετ, ορατόριο
•Χριστός, ορατόριο
Για πιάνο
•Χρόνια προσκυνήματος
•Σπουδές Παγκανίνι
•Υπερβατικές Σπουδές
•Ουγγρικές Ραψωδίες
•Σονάτα σε σι ελάσσονα
Μεταγραφές έργων για πιάνο
•οι 9 συμφωνίες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
•η Φανταστική Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ
•Η Campanella τουΝικολό Παγκανίνι
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ

Ο Γιοχάνες Μπραμς γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1833 στο Αμβούργο


και ήταν Γερμανός πιανίστας και ένας από τους σημαντικότερους
συνθέτες του 19ου αιώνα. Έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, μουσική
δωματίου, έργα για πιάνο, συνθέσεις για χορωδία και περισσότερα από
200 τραγούδια.
Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν κοντραμπασίστας διέκρινε από νωρίς
το ταλέντο του και του έκανε τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Στα επτά του
χρόνια, ο Μπραμς ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με τον Φ.Γ. Κόσελ και στην
συνέχεια με τον Έντουαρντ Μάρξεν. Όταν ο Μπραμς ήταν 20 χρονών ο
Ρόμπερτ Σούμαν τον αποκάλεσε μεγαλοφυΐα. Το 1855 άρχισε να κάνει
εμφανίσεις ως πιανίστας. Έγινε διευθυντής ορχήστρας στην πριγκηπική
αυλή του Ντέτμολντ και το 1859 ίδρυσε και ανέλαβε την διεύθυνση μιας
γυναικίας χορωδίας στο Αμβούργο. Δεν έγραψε ποτέ όπερα αλλά
συνέθεσε έργα σε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα μουσικά είδη. Ο Μπραμς ήταν
αντίθετος με τον ριζοσπαστισμό των Λίστ και Βάγκνερ και γι' αυτό
δέχτηκε επιθέσεις από τους οπαδούς τους.
Ο Μπραμς πέθανε από καρκίνο του ήπατος στή Βιέννη στις 3
Απριλίου 1897. Στην κηδεία του βρέθηκαν χιλιάδες Ευρωπαίοι θαυμαστές
του και οι σημαίες υψώθηκαν σε όλα τα καράβια στο λιμάνι του
Αμβούργου.
ΓΚΑΕΤΑΝΟ ΝΤΟΝΙΤΣΕΤΤΙ

Ο Ντομένικο Γκαετάνο Μαρία Ντονιτσέττι γεννήθηκε στις 29


Νοεμβρίου 1797 στην Λομβαρδία και ήταν Ιταλός ρομαντικός συνθέτης.
Έχει γράψει πολλές όπερες και θεωρείται ένας από τους κύριους
εκπροσώπους του μπελ καντο. Έκανε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής
με τον καθηγητή Σίμον Μάυρ. Στα παίδικα του χρόνια ήταν μέλος της
εκκλησιαστικής χορωδίας και το 1806 κατάφερε να εισαχθεί με υποτροφία
στη σχολή Lezioni Caritatevoli όπου εκπαιδεύτηκε στην αντίστιξη και
στην φούγκα.
Στην συνέχεια κάνει τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση. Η 4η του
όπερα εντυπωσιάζει τον επιχειρηματία Ντομένικο Μπερμπάια, ο οποίος
του προσφέρει ένα συμβόλαιο για την όπερα της Νάπολης. Έτσι τα έργα
του παρουσιάζονται εκεί, στην Ρώμη και στο Μιλάνο. Η επόμενή του
όπερα καθιερώνεται ως αριστούργημα στην κατηγορία του κωμικού
μελοδράματος. Παρουσιάζει στο Παρίσι την όπερα Malin Faliero και στη
συνέχεια επιστρέφει στην Νάπολη και η καριέρα του απογειώνεται με την
όπερα Λουτσία ντι Λαμερμούρ. Οι παραγγελίες για όπερες έρχονται από
Ιταλία και Γαλλία. Το 1838 μετακομίζει στο Παρίσι και γράφει την
επιτυχημένη όπερα, La fille du regiment.
Το 1843 εμφανίζει πιθανή διπολική διατραχή και το 1845 εισάγεται
σε ίδρυμα αποκατάστασης. Στη συνέχεια γυρίζει στην γενέτειρά του και το
1848, μετά από άλλα προβλήματα υγείας αφήνει την τελευταία του πνοή.
ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΟΥΜΑΝ

Ο Ρόμπερτ Σούμαν γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1810 στη Σαξωνία και


ήταν Γερμανός ρομαντικός συνθέτης.
Από νεαρή ηλικία ήρθε σε επαφή με την μουσική και ο πατέρας του
τον ενθάρρυνε να συνεχίσει τις προσπάθειές του στη μουσική. Έπειτα από
αυτό, ο Σούμαν ασχολήθηκε με την λογοτεχνία. Φυσικά δεν έχασε το
ενδιαφέρον του για την μουσική. Αντιθέτως ανακάλυπτε συνεχώς διάφορα
έργα και είδη. Το 1828 μετακόμισε στη Λειψία για να σπουδάσει νομικά.
Εκεί άρχισε μαθήματα πιάνου με τον δάσκαλο Φρίντριχ Βίκ και άρχισε να
συνθέτει τα πρώτα του έργα για πιάνο. Το 1830 εγκατέλειψε το
πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στην μουσική. Το 1834 ίδρυσε το
περιοδικό, Neue Zeitschrift fur Musik, στο οποίο υπερασπιζόνταν τους
νέους συνθέτες, αλλά και τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος. Το
1840 παντρεύτηκε την Κλάρα, ταλαντούχα πιανίστρια και συνθέτρια. Από
τότε ως το 1845 έγραψε πολλά έργα, έκανε πολλές περιοδείες και κέρδιζε
συνεχώς φήμη. Στα επόμενα χρόνια εμφάνισε πρόβλημα ψυχασθένειας.
Το 1854 η ασθένεια αυτή τον οδήγησε σε μα απόπειρα αυτοκτονίας.
Τελικά πέθανε τις 29 Ιουλίου 1856.

Για πιάνο
•Καρναβάλι, έργο 9
•Φανταστικά κομμάτια, έργο 12
•Συμφωνικές παραλλαγές, έργο 13
•Παιδικές σκηνές, έργο 15
•Κραϊσλεριάνα, έργο 16
•Φαντασία σε ντο μείζονα, έργο 17
•Αραμπέσκ έργο 18
•Χιουμορέσκ, έργο 20
•Νοβελέττες, έργο 21
•Άλμπουμ για τη νεότητα, έργο 68
•Σκηνές του δάσους, έργο 82
•Τρεις σονάτες, έργα 11, 14 & 22
Μουσική δωματίου
•2 Σονάτες για βιολί και πιάνο
•3 Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο
•3 κουαρτέτα εγχόρδων
•Κουαρτέτο για πιάνο και έγχορδα
•Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα
•Έργα για πιάνο και πνευστά
Για ορχήστρα
•Κοντσέρτο για πιάνο
•Κοντσέρτο για βιολοντσέλο
•Κοντσέρτο για βιολί
•Φαντασία για βιολί
•Κομμάτι κοντσέρτου για τέσσερα κόρνα
•4 συμφωνίες
Για φωνή
•Λήντερ (κυρίως οργανωμένα σε κύκλους τραγουδιών)
•Χορωδιακά έργα (Σκηνές από τον Φάουστ του Γκαίτε, Ο Παράδεισος και η Πέρι, Ρέκβιεμ
για τη Μινιόν κ.α.)
•Σκηνική μουσική για τον Μάνφρεντ
•Όπερα Γενοβέφα
ΣΕΖΑΡ ΦΡΑΝΚ

Ο Σεζάρ Φρανκ γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1822 στην Λιέγη και


ήταν Γάλλος συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και μουσικοδιδάσκαλος.
Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στα τέλη του 19ο αιώνα.
Από νεαρή ηλικία ο Σεζάρ είχε ταλέντο στην μουσική, αλλά και στο
σχέδιο. Ωστόσο ο πατέρας του τον έγραψε στο Βασιλικό Ωδείο της Λιέγης
για να μελετήσει σολφέζ, πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο και αρμονία με
τον Ζ. Ντοσουάν-Μεΐλ. Το 1834 άρχισε να δίνει τις πρώτες του συναυλίες.
Το 1835 ο πατέρας του πήρε τον Σεζάρ και τον αδελφό του στο Παρίσι για
να σπουδάσουν ιδιωτικά αντίστιξη με τον Α. Ράιχα, και πιάνο με τον
Π. Τσιμερμάν. Το 1837 ο Σεζάρ και ο αδελφός του μπήκαν στο Ωδείο του
Παρισιού. Εκεί ο Σεζάρ ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με τον Ε.Λεμπόρν
και κέρδισε βραβεία στο πιάνο και στην αντίστιξη. Στις σπουδές του
πρόσθεσε και το εκκλησιαστικό όργανο. Μετά από απόφαση του πατέρα
του να επιστρέψουν όλοι στο Βέλγιο, ο Σεζάρ έφυγε από το Ωδείο το
1842. Εκείνη την περίοδο άρχισε να δημιουργεί τις πρώτες του συνθέσεις.
Το 1843, ο Σεζάρ άρχισε να εργάζεται πάνω στο πρώτο ''μη δωματίου''
έργο του, το ορατόριο Ρουθ. Παρόλο που το έργο δεν πήρε καλές κριτικές,
ο Σεζάρ δέχονταν παραγγελίες από το Παρίσι και την Ορλεάνη. Εκείνα τα
χρόνια, οι σχέσεις με τους γονείς του διακόπηκαν σχεδόν πλήρως. Το 1847
διορίστηκε βοηθός οργανίστας στην εκκλησία οπού το 1848 παντρεύτηκε
την Ευγενία Φελισιτέ Σαϊγιό. Το 1854 ο Σεζάρ έμεινε έκπληκτος από την
νέα τεχνική του πεντάλ και έβαλε στόχο να κατακτήσει αυτό το νέο στιλ
παιξίματος. Το 1858 έγινε οργανίστας και διευθυντης παρεκκλησιού στην
Αγία Κλοτίλδη. Ο Σεζάρ λάτρεψε το καινούριο εκκλησιαστικο όργανο του
παρεκκλησιού και συνεχώς προσπαθούσε να βελτιώσει το παίξιμό του. Το
1869 ενίσχυσε τις γνώσεις του στην γερμανική μουσική για το
εκκλησιαστικό όργανο ακούγοντας τον Άντον Μπρούκνερ στην Παναγία
των Παρισίων. Άρχισε να έχει μεγάλο κύκλο μαθητών, οι οποίοι
ενδιαφέρονταν για τις συνθετικές τεχνικές του Σεζάρ. Στα επόμενα χρόνια
έγραψε αρκετά έργα, ενώ το 1886 συνέθεσε την Σονάτα για Βιολί και
Πιάνο σε Λα Μείζονα, το πιο δημοφιλές του έργο. Το 1885 ο Σεζάρ έγινε
Ίππότης της Γαλλικής Λεγεώνας Τιμής. Τον Ιούλιο του 1890 αναγκάστηκε
να εγκαταλείψει τα μαθήματά του εξαιτίας ενός ατυχήματος. Αργότερα
τον ίδιο χρόνο έπαθε πλευρίτιδα, η οποία εξελίχθηκε σε περικαρδίτιδα. Η
κατάστασή του επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 8 Νοεμβρίου.
ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κάποια από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του είναι η προτίμηση
του για συχνές μετατροπίες και η μέθοδός του να αλλοιώνει μελωδικές
φράσεις. Επίσης, ο Σεζάρ είχε πολύ μεγάλα χέρια. Αυτό του επέτρεπε
ασυνήθιστη ευελιξία στην εκτέλεση εστερικών φωνών στις φούγκες, όπως
και στο μέγεθος των επαναλαμβανόμενων συγχορδιών. Ήταν πολύ
γνωστός για τις δεξιότητές του στον αυτοσχεδιασμό και θεωρείται ο
μεγαλύτερος συνθέτης για εκκλησιαστικό όργανο, μετά τον Μπαχ.
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΦΩΡΕ

Ο Γκαμπριέλ Υρμπαίν Φωρέ γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1845 και


ήταν Γάλλος συνθέτης, οργανίστας, πιανίστας και δάσκαλος μουσικής της
Ρομαντικής εποχής. Το έργο του επηρέασε πολλούς συνθέτες του 20ου
αιώνα.
Ο Φωρέ από νεαρή ηλικία συνήθιζε να παίζει αρμόνιο σε ένα
παρεκκλήσι που βρισκόνταν δίπλα από το σχολείο του. Το 1853 όταν ένας
αξιωματούχος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης τον άκουσε να παίζει,
φρόντισε για τις περαιτέρω σπουδές του. Τον επομενο χρόνο, ο 9χρονος
Φωρέ εισάγεται στην Σχολή Κλασικής και Θρησκευτικής Μουσικής στο
Παρίσι. Καθηγητής του στο εκκλησιαστκό όργανο ήταν ο Clement Loret,
ενώ στην αρμονία ο Louis Dietsch, στην αντίστιξη και την φούγκα ο
Xavier Wackenthaler και ο Λουί Ντίντερμάγιερ, διευθυντής της σχολής,
στο πιάνο, το γρηγοριανό μέλος και τη σύνθεση. Κατά τα μαθητικά του
χρόνια, ο Φωρέ κατέκτησε τη πρώτη θέση σε πολλούς σχολικούς
διαγωνισμούς. Το 1865 αποφοίτησε από την σχολή ως διπλωματούχος στο
όργανο, το πιάνο, την αρμονία και την σύνθεση. Όταν τελείωσε την σχολή
διορίστηκε οργανίστας στην εκκλησία του Αγίου Σώστη στην πόλη Ρεν
της Βρετάνης, οπού παρέδιδε και ιδιαίτερα μαθήματα. Αφού παραιτήθηκε
από την εκκλησία, προσελήφθη ως βοηθός οργανίστας στη Νοτρ Νταμ και
στη συνέχεια δήλωσε εθελοντής στρατιώτης λαμβάνοντας μέρος σε
διάφορες μάχες. Στη συνέχεια έγινε καθηγητής στη Σχολή Ντιντερμάγιερ
και το 1871 διορίζεται διευθυντής χορωδίας στην εκκλησία του Αγίου
Σουλπικίου, στο Παρίσι. Επίσης έγινε ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Λέσχης
Μουσικής, που είχε ως στόχο τη διάδοση του έργου νέων Γάλλων
συνθετών. Το 1874 αφήνει τον Άγιο Σουλπίκιο και διορίζεται οργανίστας
στην Εκκλησία της Μαντλέν. Το 1877 παρουσιάζεται η Σονάτα του για
βιολί, η οποία έχει μεγάλη επιτυχία και αργότερα αναλαμβάνει την
διεύθυνση της χορωδίας της Εκκλησία της Μαντλέν. Αρραβωνιάζεται την
Μαριάν, όμως ο αρραβώνας διαλύεται μερικούς μήνες αργότερα. Αφού
ταξιδεύει σε διάφορες χώρες γράφει σε συνεργασία με τον, άλλοτε μαθητή
του, Αντρέ Μεσαζέ το Souvenirs de Bayreuth, πιανιστικό κομμάτι για
τέσσερα χέρια. Το 1883 παντρεύτηκε την Μαρί Φρεμιέ με την οποία
απέκτησε δύο γιούς. Συνέχισε να διευθύνει την εκκλησιαστική χορωδία
της Μαντλέν, ενώ παρέδιδε μαθήματα πιάνου και αρμονίας. Στην αλλαγη
του αιώνα έγραψε μουσική γα τα θεατρικά ''Πελλέας και Μελισάνθη'' και
''Προμηθέας''. Από το 1903 ως το 1921 έγραφε μουσικές κριτικές στην
εφημερίδα ''Λε Φιγκαρό''. Το 1905 ανέλαβε την διεύθυνση του Ωδείου,
στο οποίο έκανε δραστικές αλλαγές τόσο σε διοίκητικά θέματα, όσο και
στο πρόγραμμα σπουδών. Το 1908 προσκλήθηκε να παίξει στο
Μπάκιγκχαμ και το 1909 εξελέγη μέλος του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Το 1920 συνταξιοδοτείται από το Ωδείο κυρίως εξαιτίας της
κώφωσής του. Του απονέμεται ο Μέγας Σταυρός της Λεγεώνας της Τιμής
ως δείγμα εκτίμησης. Ο Φωρέ πέθανε από πνευμονία στις 4 Νοεμβρίου
1924 στο Παρίσι.

ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Φωρέ θεωρείται ειδήμων της τέχνης του γαλλικού τραγουδιού.
Έγραψε μερικούς κύκλους τραγουδιών από τους οποίους οι ''Πέντε
Βενετσιάνικες Μελωδίες'' Op.58 περιγράφονται από τον συνθέτη ως ένα
είδος σουίτας τραγουδιών, με ένα κεντρικό μουσικό θέμα να διαπερνά όλο
τον κύκλο. Το Ρέκβιεμ Op.48 δεν γράφτηκε εις μνήμην κάποιου
συγκεκριμένου ατόμου, αλλά γιατί απλά ήθελε να το γράψει.
Παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1888 και έχει πολύ ήσυχο χαρακτήρα. Ο
Φωρέ στις όπερες του χρησιμοποιεί θεματικά μοτίβα και οι
πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναιι γραμμένοι για ηρωικής ποιότητας φωνές.
Στα έργα για πιάνο, ο Φωρέ απορρίπτει το δεξιοτεχνικό ύφος.
Χρησιμοποιεί συχνά αρποειδείς φιγούρες, ενώ η μελωδία περνά από το
ένα χέρι στο άλλο. Τα πρώτα του έργα είναι καθαρά επηρεσμένα από τον
Σοπέν, αλλά ακόμα μεγαλύτερη πηγή αποτελεί ο Σούμαν.
Η ενορχήστρωση δεν ενδιέφερε και πολύ τον Φωρέ. Η αισθητική του
ορίζεται γενικά από έναν μελαγχολικό και ήρεμο τόνο, ενώ απουσιάζουν
οι έντονες ηχητικές αντιθέσεις. Απο τα ορχηστρικά του έργα ξεχωρίζει η
ορχηστρική σουίτα ''Masques et bergamasques''.

You might also like