You are on page 1of 44

P. G.

Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

1
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

ΧΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΣΤΗΝ


ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (PROVENANCE)
ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
H MΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ
(STABLE ISOTOPE ANALYSIS)
Δρ. Π. Τζεφέρης

2
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Isotopic fields of the main ancient quarrying sites (modified from Gorgoni et al. 2002)

Περιεχόμενα
1.Εισαγωγή.............................................................................................. σελ. 02
2 Η αναγνώριση του μαρμάρου……………………………………………………………… σελ. 06
3. Η μέθοδος της Ανάλυσης Σταθερών Ισοτόπων C και O………………………… σελ. 14
4 Χρήση των ισοτόπων του Sr………………………………………………..……………… σελ. 32
5 Βιβλιογραφικές αναφορές…………………………………………………………………… σελ. 37

1 Εισαγωγή.
Η αναζήτηση της προέλευσης των «αρχαίων» μαρμάρινων τεχνουργημάτων αποτελεί
βασική ερευνητική δραστηριότητα για τους αρχαιολόγους, τους ιστορικούς, τους
γεωεπιστήμονες και γενικότερα την επιστημονική κοινότητα, απαντώντας σε ζητήματα
που εστίασαν πρωταρχικά στην εξακρίβωση της γνησιότητας των έργων και στη συνέχεια
στην διαπίστωση της περιοχής προέλευσής τους.
Η άποψη ότι όλα τα μνημεία όπου κι αν εκτίθενται και από οποιοδήποτε υλικό κι αν
κατασκευάστηκαν, αποτελούν μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομάς, δεν
αναιρεί την επιστημονική και ιστορική αξία (αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές
προεκτάσεις) της πληροφορίας που αφορά την προέλευση. Τόσο για την αποκατάσταση
της ιστορικής αλήθειας όσο και ως συμβολή στην ιστορία της τέχνης. Επιπλέον, η γνώση
αυτή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την διακίνηση του μαρμάρου, τα εμπορικά
δίκτυα και την συμβολή στην οικονομία του τόπου προέλευσης, την τέχνη, τα κοινωνικά
πρότυπα και γενικότερα την πολιτιστική κουλτούρα του κάθε τόπου. Τέλος, η υπόδειξη του
αρχαίου λατομείου από το οποίο έχει προέλθει το μάρμαρο θεωρείται χρήσιμη για τις
εργασίες αποκατάστασης, συντήρησης ή αναστύλωσης των μνημείων ώστε η τυχόν
προσθήκη υλικών να προέρχεται από την ίδια πηγή με στόχο τη διατήρηση της υλικής
υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους.
Κατά την άποψή μας, η ταυτοποίηση της χρήσης των ελληνικών μαρμάρων και λίθων στον
αρχαίο κόσμο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας.
Όχι μόνο των λευκών (Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου κλπ) που κυριάρχησαν κατά την
αρχαιότητα αλλά και πολλών εγχρώμων (κόκκινα, πράσινα, γκρίζα, µαύρα, πολύχρωμα
κ.α.), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην κατασκευή και διακόσμηση οικοδομημάτων
και έργων τέχνης της προχριστιανικής, Ρωμαϊκής αλλά και της Βυζαντινής και
μεταβυζαντινής περιόδου. Ο πρασινωπός «κροκεάτης λίθος» (Lapis lacedaemonius ή
porfido verde antico), το κοκκινωπό (Rosso) και μαύρο (Nero) μάρμαρο του Ταινάρου και
της Μάνης, ο «πράσινος Θεσσαλικός λίθος» (οφειτοασβεστίτης Χασάμπαλης ή Lapis
Thessalium), το μάρμαρο Καρύστου (Marmo caristium ή «Καρυστία λίθος») και το πράσινο
μάρμαρο Cipollino verde antico της νοτίου Εύβοιας, το μαύρο μάρμαρο της Χίου (Marmor
chium ή και Bigio antico), το πολύχρωμο Σκυριανό (marmor scyreticum), το μάρμαρο της

3
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Ερέτριας (marmor chalcidicum) και το μάρμαρο verde antico της Τήνου, ήταν από τα
γνωστότερα μάρμαρα στην αρχαιότητα (βλ. Πίνακες 1 και 2 με τις ενδεικτικές περιοχές
αρχαίων λατομείων στην Ελλάδα-Μκρά Ασία).
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Αφροδίτη της Μήλου και ο Ερμής του Πραξιτέλη έχουν
πλαστεί από Παριανό μάρμαρο, τον περίφηµο «λυχνίτη». Κι ακόμη η Νίκη της Σαμοθράκης,
η Νίκη του Παιωνίου και οι Καρυάτιδες. Ούτε ότι τα αγάλματα του Δαβίδ και της Πιετά
προέρχονται από Ιταλικό μάρμαρο Καράρας. Και ότι τόσο στο Κολοσσαίο όσο και στο
σύγχρονο μουσείο Getty στο Los Angeles, έχει χρησιμοποιηθεί ο ίδιος ιστορικός
τραβερτίνης (romano clasico) από το Tivoli της Ρώμης.
Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αναγνώριση της προέλευσης δεν είναι προφανής.
Για παράδειγμα, για το άγαλμα του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, της Prima Porta,
το οποίο κοσµεί το μουσείο του Βατικανού, χρειάστηκε να εφαρμοστούν σύγχρονες ειδικές
μέθοδοι (αρχαιομετρικές, φασματοσκοπικές, ισοτόπων C-O κλπ.) για να αποδειχτεί τελικά
ότι και γι’ αυτό οι Ρωμαίοι προτίμησαν το Παριανό μάρμαρο και όχι εκείνο της Καράρα στο
οποίο είχαν ενδεχομένως ευκολότερη πρόσβαση (Μανιάτης I. , 2004), βλ. και παρακάτω.
Γενικότερα, για τα αγάλματα της ρωμαϊκής περιόδου που βρίσκονται στα Ιταλικά κυρίως
μουσεία (Καπιτώλιο, Βατικανό κ.α) υφίσταται αμφισβήτηση ως προς την προέλευση του
μαρμάρου, μιας και δεν έχει υπάρξει ακόμη συστηματική επιστημονική ταυτοποίηση.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΜΕ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ ΠΟΥ


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ-ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ (Attanasio et
al. 2006)

4
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

 Νάξος, αρχαϊκή εποχή (7-6ος πΧ. αι.)-Ρωμαϊκή εποχή


 Πάρος, αρχαϊκή εποχή (6ος πΧ. αι.)-Βυζάντιο
 Πεντέλη, κλασική εποχή (6ος πΧ. αι.)-Σήμερα
 Υμηττός, αρχαϊκή εποχή (7ος -6ος πΧ. αι.)-Υστερορωμαϊκοί χρόνοι
 Θάσος, αρχαϊκή εποχή (6ος πΧ. αι.)-Σήμερα
 Προκόννησος-Μαρμαράς-Προποντίδα, αρχαϊκή εποχή (6ος πΧ. αι.)-πρώιμη βυζαντινή
εποχή (6ος μΧ. αι.)
 Muğla –Αφροδισιάδα- Göktepe, Ελληνιστική εποχή- Υστερορωμαϊκοί χρόνοι
 Δοκίμειον- Afyonkarahisar, Ρωμαϊκή εποχή (1ος μΧ. αι.- πρώιμη βυζαντινή εποχή (6ος
μΧ. αι.)
 Carrara, 1ος αι.μΧ-Σήμερα
 Μάνη Πελοπόννησος (Μεσομινωική ΙΙΙ περίοδος- Ρωμαϊκή εποχή-Σύγχρονη εποχή,
αποσπασματικά).

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ


ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ (Polikreti 1999).

5
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

2. Η αναγνώριση του μαρμάρου. Ο προσδιορισμός της προέλευσης του


μαρμάρου, δηλ. ο εντοπισμός του τόπου ή
της περιοχής εξόρυξής του, βασίζεται στην
επιτυχή συσχέτιση-ταύτιση των
χαρακτηριστικών του άγνωστου μαρμάρου
με αυτά του μαρμάρου της περιοχής
εξόρυξης. Συνεπώς για τον προσδιορισμό
της προέλευσης του μαρμάρου, αφενός
πρέπει να γνωρίζουμε τις πιθανές περιοχές
εξόρυξης και αφετέρου θα πρέπει να
διαθέτουμε ένα σύνολο χαρακτηριστικών
για το μάρμαρο των περιοχών αυτών, το
οποίο να είναι πλήρες και μοναδικό για την
κάθε περιοχή και να τις διακρίνει έτσι ώστε
το άγνωστο δείγμα από μάρμαρο να μπορεί να ταυτιστεί αποκλειστικά και χωρίς
αμφιβολία με μία και μόνη περιοχή (πχ. στο σχήμα με την περιοχή Α, Ταμπακόπουλος,
2013)
Η εξοικείωση με τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των μαρμάρων
που χρησιμοποιήθηκαν στο
παρελθόν είναι συνεπώς σημαντικό
δεδομένο για την εξακρίβωση του
τόπου προέλευσης του υλικού. Τα
χαρακτηριστικά αυτά είναι
καταρχήν τα αισθητικά, κυρίως το
χρώμα, ο ιστός, ιδιότητες όπως
πχ. η στρώση (bedding),
διάστρωση (layer), φύλλωση
(foliation), σχιστότητα
(cleavage) αλλά και η
κοκκομετρία των κρυστάλλων
ασβεστίτη ή δολομίτη,
εκφρασμένη από το Μέγιστο
μέγεθος των κόκκων (MGS:
Max Grain Size).

Εικ. 1. Διαγράμματα Box and


whiskers για το Μέγιστο Μέγεθος
Κόκκων (MGS) στα σημαντικότερα μάρμαρα της αρχαιότητας (F. Antonelli και L.Lazzarini,
2015)

6
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Για παράδειγμα, το ναξιακό μάρμαρο διακρίνεται για τους μεγάλους κόκκους του (0,5-1
εκ.) που σε μια τομή δίνουν την όψη χοντρού αλατιού. Το παριανό μάρμαρο είναι
μεσόκοκκο και πολύ διαυγές ενώ το πεντελικό μάρμαρο έχει μικρούς, ομοιογενείς και
συμπαγείς κόκκους. Μάλιστα σε ορισμένες θέσεις γίνεται ερυθρωπό λόγω προσμίξεων με
οξείδια του σιδήρου.
Tο Θασιακό μάρμαρο είναι επίσης μεσόκκοκο προς χονδρόκοκο και μοιάζει με το ναξιακό,
παρά το γεγονός ότι είναι δολομικό και συνεπώς έχει διαφορετική ορυκτολογική σύσταση.
Αντίστοιχα σχετικώς χονδρόκοκκο είναι και εκείνο της Προκοννήσου με χαρακτηριστικές
γκρίζες ραβδώσεις ενώ το μάρμαρο του Υμητού είναι υποκύανο, λεπτο-κοκκώδες με λευκές
φλέβες. Το λευκό της Λακωνίας είναι αδροκρυσταλλικό και έχει την χαρακτηριστική υφή
της πέρλας. Τέλος το χονδρόκοκο μάρμαρο της Κω το οποιο έχει χρησιμοποιηθεί σε
εκατοντάδες ανάγλυφους βωμoύς που παλιότερα συγχέονταν με παρόμοοια μνημεία της
Ρόδου, αναγνωρίζεται σχετικά εύκολα κυρίως από την αδροκρυσταλλική κοκκομετρία του
και αυτό μάλιστα αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξη και λειτουργία εργαστηρίων γλυπτικής
και σχολή λιθοξοϊκής στο νησί (Κοκκορού-Αλευρά Γ. et al 2010). Για το μέγεθος των
κόκκων βλ. και το επικαιροποιημένο διάγραμμα (MGS box bars, F.Antonelli και L.Lazzarini,
2015)

Από τα έγχρωμα μάρμαρα, το πράσινο


σιπολλινομάρμαρο της Εύβοιας διακρίνεται για τις
εναλλασσόμενες ραβδώσεις γκριζοπράσινου
χρώματος και την σχετικά εύκολη απόσπασή του σε
σχιστόπλακες (φύλλωση), ενώ ο Θεσσαλικός
πράσινος λίθος ξεχωρίζει για το πράσινο ανοικτό
χρώμα του στο βάθος που διανθίζεται από
εγκλείσματα πιο σκούρου πράσινου χρώματος. Ο
κροκεάτης λίθος της Λακωνίας αντιστρόφως έχει
σκούρο φόντο και διανθίζεται από ανοιχτόχρωμα
πράσινα στίγματα. Το πράσινο τηνιακό μάρμαρο
διακρίνεται για την έντονη παρουσία τριχοειδών
μαύρων φλεβών στο εσωτερικό του. Τέλος, το
κόκκινο Μάνης (Roso antico) πέραν από το
ιδιόμορφο ερυρθρο-πορφυρόχροο χρώμα του
ξεχωρίζει με την χαρακτηριστική διάστρωση (layer)
που παρουσιάζει και όπου μεταξύ των ερυθρών
σχιστογενών στρωμάτων πάχους μέχρι 1 μέτρου
εμφανίζονται λευκές στρώσεις συνήθως ολίγων εκ.
με την ίδια ορυκτολογική σύσταση (βλ. εικ).

Εικ. 2. Διάστρωση (layer) στο μάρμαρο Rosso Antico όρους Σαγιά Μάνης Φωτ. Π.
Τζεφέρης, 2019.

7
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ.3. Αδροκρυσταλλικό λευκό μάρμαρο Διρού Μάνης με την χαρακτηριστική υφή της
πέρλας, Φωτ. Π. Τζεφέρης, 2019.
Ορισμένες από τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι τόσο χαρακτηριστικές που –σε
συνδυασμό με την σπανιότητα ή μοναδικότητα ορισμένων από τα μάρμαρα- επέτρεψαν
την ορθή ταυτοποίησή τους σε διάφορα έργα τέχνης χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση και
χωρίς να απαιτηθεί περαιτέρω επιστημονική έρευνα. Εντούτοις, η διάκριση με γυμνό
οφθαλμό δεν είναι σε κάθε περίπτωση ούτε εύκολη ούτε ασφαλής. Στην πράξη,
στις περισσότερες περιπτώσεις, όλες αυτές οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες που
αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μας αρκούν για να διακρίνουμε τα αρχαία μάρμαρα, ειδικά τα
λευκά, και να οδηγηθούμε σε ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.

Η χημική ανάλυση σε δείγματα μαρμάρου μπορεί επίσης να οδηγήσει σε πολύτιμες


πληροφορίες σχετικά με την προέλευση, αλλά δεν αποτελεί οριζόντιο κριτήριο. Για
παράδειγμα, ορισμένα μάρμαρα της Ανατολίας μπορούν να διακριθούν από τα ελληνικά με
βάση το περιεχόμενο νατρίου και μαγγανίου (Rybach & Nissen 1965), αλλά αυτό το
κριτήριο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση μεταξύ των ελληνικών μαρμάρων
της ηπειρωτικής χώρας και εκείνων που προέρχονται από την νησιωτική Ελλάδα
(Zoeldfoeldi J. 2011).
Για το λόγο αυτό οι επιστημονική κοινότητα κατέφυγε στην μικροσκοπική ανάλυση,
την πετρογραφική μελέτη και γενικότερα τη χρήση διαφόρων φυσικοχημικών
μεθόδων (με πιο συνηθισμένες την εξέταση XRD και τον προσδιορισμό σταθερών
ισοτόπων C-O) οι οποίες διαρκώς βελτιώνονται ώστε να βρεθούν οι απολύτως διακριτές
διαφορές που θα επιτρέψουν την λήψη ασφαλών συμπερασμάτων.
Μια από τις πρώτες δημοσιεύσεις αφιερωμένες στο θέμα αναγνώρισης των αρχαίων
ελληνικών μαρμάρων είναι η "Griechische Marmorstudien" από το γερμανό γεωλόγο,
Richard Lepsius (1890). Ο Lepsius έκανε πετρογραφική μελέτη (παρατήρηση σε λεπτές
τομές στο πολωτικό μικροσκόπιο) μαρμάρινων δειγμάτων που συλλέχθηκαν από το

8
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Μουσείο της Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ορισμένα αρχαία ελληνικά
κτίρια, τα οποία συγκρίθηκαν με "υποδείγματα" μαρμάρου από λατομεία που
συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων ταξιδιών του στην Ελλάδα, την Τουρκία
και την Ιταλία. Πολλά από τα αρχικά αποτελέσματά του αποδείχθηκαν ανακριβή (Moltesen
et al., 1992) ακριβώς λόγω της λανθασμένης (ή του περιορισμένου αριθμού) επιλογής
λατομείων από τον Lepsius. Παρά τα ζητήματα αυτά, η εργασία διατηρεί και σήμερα την
αξία της και την συμβολή της στην προώθηση του ενδιαφέροντος για τα αρχαία ελληνικά
μάρμαρα.
Στη δεκαετία του 1950 ο Ορλάνδος πραγματεύεται τα δομικά υλικά των αρχαίων Ελλήνων
με ιδιαίτερη έμφαση στο λίθο, τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία και τις τεχνικές εξόρυξης
(Ορλάνδος, Α. 1955-58). Ο Παπαγεωργάκης (1967) συνέχισε την εργασία του Lepsius και
η μελέτη του αποτελεί σπουδαίο βοήθημα για τη γεωλογική και πετρογραφική εισαγωγή
στο θέμα, ιδιαίτερα των εργαστηριακών ερευνητών. Επίσης οι εργασίες της Πολωνής
φιλολόγου και ιστορικού Α. Dworakowska (1962, 1975, 1983) δίνουν μια βιβλιογραφική
ανασκόπηση στα λατομεία της αρχαίας Ελλάδας, που εξακολουθεί να είναι χρήσιμη και
σήμερα. Η Dworakowska επανειλημμένα τόνισε στις δημοσιεύσεις της την ανάγκη
διεξαγωγής ορυκτολογικών μελετών για τον προσδιορισμό της προέλευσης του μαρμάρου
καταδεικνύοντας την σπουδαιότητα του θέματος.
Από τη δεκαετία του 1970, το ενδιαφέρον των μουσείων και των εμπόρων τέχνης για την
γνησιότητα των γλυπτών, αλλά και των επιστημόνων συντήρησης έδωσε το κίνητρο για τη
εκπόνηση γεωλογικών και φυσικοχημικών εργαστηριακών μελετών, που συνέβαλαν στη
θεμελίωση του κλάδου της Αρχαιομετρίας. Εντούτοις, από τη δεκαετία του 1980-90
εμφανίζεται μία πραγματική «έκρηξη» στον κλάδο της μελέτης των αρχαίων λατομείων
που προχωρεί παράλληλα και αλληλοσυμπληρώνεται από την έρευνα των διαφόρων ειδών
λίθου και την ταυτοποίησή τους. Με τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων της ASMOSIA
(Αssociation For the Study of Marble and Other Stones Used In the Antiquity, από το 1988
και εξής) η μελέτη των αρχαίων λατομείων, η προέλευση και ταυτοποίηση των λίθων, οι
τεχνικές λατόμησης και λάξευσης λίθινων τέχνεργων και έργων τέχνης, το κόστος
παραγωγής και τα δίκτυα μεταφοράς τους, συναποτελούν σήμερα έναν πολύ σημαντικό
κλάδο αρχαιογνωστικής έρευνας.
Σήμερα, ο προσδιορισµός του τόπου προέλευσης ενός µαρµάρινου «μνημείου» είναι µια
διαδικασία µε αρκετά προαπαιτούµενα στάδια έρευνας. Βασική προϋπόθεση είναι η
συλλογή µεγάλου αριθµού γεωγραφικών, γεωλογικών, ορυκτολογικών, πετρογραφικών και
γεωχηµικών δεδοµένων από όλα τα καταγεγραμένα αρχαία λατοµεία για τη δηµιουργία
της λεγόµενης «τράπεζας δεδοµένων». Κατόπιν, τα αποτελέσµατα των αναλύσεων του
άγνωστου προελεύσεως αρχαιολογικού δείγµατος συγκρίνονται µε τα δεδοµένα της
τράπεζας και εντοπίζονται οι οµοιότητες και οι διαφορές και κατ’ επέκταση η περιοχή
προέλευσής του.
Με βάση τα ανωτέρω, έχει αναπτυχθεί µια σειρά αναλυτικών τεχνικών µε στόχο τον
προσδιορισµό προέλευσης του µαρµάρου αρχαίων µνηµείων. Τέτοιες μέθοδοι για την
ταυτοποίηση του μαρμάρου, πέραν της πετρογραφικής/οπτικής μικροσκοπίας και
ορυκτολογικής μελέτης-περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ (XRD), ειναι:
9
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ


1.Ανάλυση των σταθερών ισοτόπων (Stable isotope analysis) με φασματοσκοπία μάζας
που προσδιορίζει την σχετική συγκέντρωση του άνθρακα 13 προς τον άνθρακα 12
(13C/12C) και του οξυγόνου 18 προς το οξυγόνο 16 (18O/16O).
2.Φασματοσκοπία ηλεκτρονικού παραμαγνητικού συντονισμού/ Φασματοσκοπία
Συντονισμού Ηλεκτρονικής Στροφορμής (Electron Paramagnetic /Spin Resonance –
EPR/ESR) σε συνδυασμό με μέτρηση του μεγέθους μέγιστου κόκκου στο μάρμαρο από
οπτικό μικροσκόπιο (MGS).

3.Ανάλυση νετρονικής ενεργοποίησης (Neutron Activation Analysis - NAA) η οποία απαιτεί


τη χρήση πυρηνικού αντιδραστήρα και εντοπίζει ίχνη στοιχείων που βρίσκονται σε πολύ
μικρές συγκεντρώσεις στο μάρμαρο.

4. Kαθοδοφωταύγεια (Cathodoluminescence - CL)- Θερμοφωταύγεια, οι οποίες στηρίζονται


στην μέτρηση της έντασης του φωτός που εκπέμπει το μάρμαρο όταν εκτίθεται σε δέσμη
ηλεκτρονίων.

Οι ανωτέρω επικρατέστερες φυσικοχημικές μέθοδοι κατηγοριοποιούνται ως προς την


σειρά αποτελεσματικότητας από τους Μανιάτη και Πολυκρέτη (2002) ως ακολούθως:
Φασματοσκοπία ηλεκτρονικού παραμαγνητικού συντονισμού (EPR), ανάλυση σταθερών
ισοτόπων άνθρακος (13C/12C) και οξυγόνου (18O/16O) που είναι και η συνηθέστερα
εφαρμοζόμενη, ανάλυση ιχνοστοιχείων με νετρονική ενεργοποίηση και τέλος η
καθοδοφωταύγεια.
Η συστηματική εφαρμογή των μεθόδων αυτών οδηγεί στην εξαγωγή πολύ σημαντικών
«ιστορικών» πληροφοριών. Συγκεκριμένα, η διερεύνηση του μαρμάρου με φυσικοχημικές
μεθόδους μπορεί (Μανιάτης, 2004):
Να προσδιορίσει τον τόπο προέλευσης της πρώτης ύλης ενός μνημείου και να δώσει
πληροφορίες για την διαχρονική εκμετάλλευση των λατομείων μαρμάρου.
Να δώσει πληροφορίες για τη διάχυση των εργαστηρίων γλυπτικής, τόσο στην
αρχαιότητα, όσο και στη νεότερη ιστορία, για το εμπόριο του μαρμάρου και την
οικονομία που σχετίζεται με αυτό, επίσης για την επεξεργασία της επιφάνειας του
μαρμάρου και την αλλοίωσή της με το χρόνο.
Να βοηθήσει στην ορθή διαδικασία αναστήλωσης των μνημείων με το ταίριασμα
επιμέρους «κομματιών» με σκοπό την ορθή ιστορική διασύνδεσή τους.

10
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Eικ.3 Το ενδεδειγμένο workflow για την διαδικασία της αναγνώρισης του μαρμάρου

Τα τελευταία χρόνια οι ανωτέρω μέθοδοι μάλιστα εφαρμόζονται συνδυαστικά ανά δύο ή


και περισσότερες μαζί (Polikreti and Maniatis 2002; Lazzarini and Antonelli 2003; Attanasio
et al. 2006; Tambakopoulos 2007) και με την χρήση στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων
βελτιώνονται διαρκώς οι δυνατότητές τους.

Η Φασματοσκοπία Ηλεκτρονικού Παραμαγνητικού Συντονισμού (EPR). Η


μέθοδος της Φασματοσκοπίας Ηλεκτρονικού Παραμαγνητικού Συντονισμού (EPR) είναι μία
καινούρια σχετικώς τεχνική η οποία είχε προταθεί αρχικά από τους Gordichi et al. (1983),
αλλά ουσιαστικά αναπτύχθηκε στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Δημόκριτου με
συστηματική έρευνα τα τελευταία 25-30 χρόνια (Maniatis et al. 1988, Μαντή 1993,
Πολυκρέτη 1999, Polykreti and Maniatis 2001 κ.α.). Στο συγκεκριμένο εργαστήριο, έχει
δημιουργηθεί μια μεγάλη βάση δεδομένων για τα σημαντικότερα ελληνικά και μικρασιατικά
αρχαία λατομεία (βλ. εικ.4), η οποία συνεχίζει να επεκτείνεται και να προσφέρει σημαντικό
έργο στον προσδιορισμό της προέλευσης του μαρμάρου.
Η τεχνική αυτή ανιχνεύει τα ιόντα του μαγγανίου (Mn2+), τα ιόντα του σιδήρου (Fe3+) και
άλλα παραμαγνητικά ιόντα τα οποία βρίσκονται στο κρύσταλλο του μαρμάρου. Το
ενδιαφέρον είναι ότι με την τεχνική αυτή δεν ανιχνεύεται μόνο απλά η ύπαρξη και η
συγκέντρωση των ανωτέρω ιόντων αλλά και το φυσικοχημικό περιβάλλον που επικρατεί
στην κρυσταλλική δομή του μαρμάρου, προσφέροντας έτσι τόσο ποσοτικές όσο και
ποιοτικές πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με τις συνθήκες δημιουργίας του.

11
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ.4. Διάγραμμα με δεδομένα της τράπεζας αναλύσεων EPR και MGS του εργαστηρίου
Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» για τα σημαντικότερα ελληνικά λατομεύα της
αρχαιότητας (Polikreti and Maniatis 2002).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής


της μεθόδου φασματοσκοπίας EPR με Μέγιστο
Μέγεθος Κόκκου που αναπτύχθηκε στο ΕΚΕΦΕ
«Δημόκριτος» φαίνεται στις Εικ. 5 και 6. Το
παράδειγμα αφορά το περίφημο γιγαντιαίο ρωμαϊκό
γλυπτό του Αυγούστου το οποίο κοσμεί την
Prima Porta του Βατικανού και το οποίο λέγεται ότι
είναι επηρεασμένο από τον Δορυφόρο του
Πολύκλειτου. Η προέλευση του μαρμάρου του
αγάλματος αυτού είχε σημαντικό ενδιαφέρον για
την Ιστορία της Τέχνης, την εμπορία και διακίνηση
του μαρμάρου τον 1o π.Χ. αιώνα.

Στην εικόνα παραπλεύρως, ο Αύγουστος της Πρίμα


Πόρτα, μια από τις διασημότερες απεικονίσεις του
πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης. Βρέθηκε το 1863
στη Βίλλα της συζύγου του, Λιβίας (Villa Livia, Prima
Porta, Rome) και σήμερα φυλάσσεται στα Μουσεία του
Βατικανού. Σμιλεύτηκε από Παριανό μάρμαρο, 1os αι.
μΧ.

12
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Μετά την ανάλυση, στην πρώτη σύγκριση των παραμέτρων του δείγματος με την τράπεζα
δεδομένων του Εργαστηρίου Αρχαιομετρίας, στην οποία χρησιμοποιούνται οι παράμετροι:
“συγκέντρωση Mn2+” και “Μέγιστο Μέγεθος Κόκκου” λογαριθμημένες, διαπιστώνεται ότι το
δείγμα (Κωδικός Η1) πέφτει σε περιοχή επικάλυψης μεταξύ των πεδίων των λατομείων της
Πάρου και του Υμηττού (Εικ 5). Οι ελλείψεις δείχνουν τα πεδία των παραμέτρων των
διαφόρων λατομείων της βάσης.

Στη συνέχεια χρησιμοποιείται συνδυασμός άλλων παραμέτρων από την φασματοσκοπία


EPR, ο οποίος διαχωρίζει στο μέγιστο βαθμό τα συγκεκριμένα δύο αυτά λατομεία (Εικ.6)
και διαπιστώνεται ότι το δείγμα από το άγαλμα του Αυγούστου προβάλλεται καθαρά στην
περιοχή των λατομείων της Πάρου, προσδιορίζοντας έτσι σαφώς την προέλευση του
μαρμάρου από την Πάρο.

13
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Το αποτέλεσμα αυτό ήταν από πλευράς ιστορίας τέχνης πολύ σημαντικό και μη
αναμενόμενο (Pollini et al. 1998) καθώς ένα τέτοιο ογκώδες άγαλμα θα ήταν πιο εύκολο να
γίνει από Ιταλικό μάρμαρο. Όμως η γοητεία του Παριανού λυχνίτη, λεπτόκοκκου
μαρμάρου με εξαιρετική διαφάνεια, και η σύνδεση αυτού του μαρμάρου με την εξαίσια
αρχαία ελληνική τέχνη έκανε τους ρωμαίους να μην υπολογίσουν κόπο και κόστος
προκειμένου να πλησιάσουν όσο μπορούν την αρχαία τέχνη όχι μόνο στην γλυπτική αλλά
και στο υλικό (Μανιάτης, 2004).

3. Η μέθοδος της Ανάλυσης Σταθερών Ισοτόπων C και Ο


Παρακάτω θα εστιάσουμε στην χρήση των
σταθερών ισοτόπων ως μεθόδου
αναγνώρισης της προέλευσης και θα
αναφερθούμε στο state of the art για τα
ελληνικά κυρίως μάρμαρα. Τα μάρμαρα της
Μικράς Ασίας (Ανατολίας Anadolu)
αναφέρονται επίσης (περιληπτικά) διότι
αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του
αρχαίου ελληνισμού.

Η Γεωχημεία των σταθερών αλλά και


ραδιογενών ισοτόπων αποτελεί σήμερα
έναν πολύ σημαντικό κλάδο των

14
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Γεωεπιστημών. Έχει τεράστιες εφαρμογές σχεδόν σε όλες τις γεωλογικές μελέτες, από την
παλαιοοικολογία-παλαιοπεριβάλλον έως τις μελέτες της προέλευσης της Γης και του
ηλιακού μας συστήματος. Οι αναλογίες των ισοτόπων ποικίλλουν στα διάφορα φυσικά
υλικά κι αυτό είναι από τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τα σταθερά ισότοπα διαφόρων
στοιχείων χρήσιμα για την ερμηνεία ορισμένων γεωχημικών και βιολογικών διαδικασιών
(Misra, Kula C. 2018).

Υπάρχουν πολλά φυσικά σταθερά ισότοπα όμως η γεωχημεία των σταθερών ισοτόπων
ασχολείται παραδοσιακά με κάποια ισότοπα από λίγα “ελαφρά” στοιχεία, όπως είναι τα H,
C, N, O και το S. Καθένα από αυτά αντιπροσωπεύεται από ένα ελαφρύ ισότοπο, το οποίο
είναι και το συχνότερα απαντώμενο, και από ένα ή περισσότερα βαρύτερα και σπανιότερα
ισότοπα. Ο άνθρακας αποτελείται από τα ισότοπα 12C και 13C με αναλογία περίπου 98.89%
και 1.11% ενώ το οξυγόνο έχει τρία ισότοπα 16Ο,17Ο,18Ο , με αναλογίες 99.76%, 0.037%
και 0.204%.

Αντίθετα, η κλασμάτωση των ισοτόπων των στοιχείων που χρησιμοποιούνται στη


γεωχημεία ραδιογενών ισοτόπων (π.χ. τα Sr, Nd, Hf, Οs, Pb κ.λπ.) είναι περιορισμένη
(Misra, Kula C. 2018 ). Τα ραδιενεργά ισότοπα είναι η βάση πολλών μεθόδων
χρονολόγησης (ραδιομετρικής χρονολόγησης) αλλά έχουν περιορισμένες εφαρμογές στην
προέλευση των πετρωμάτων, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως πχ. του Sr που
εξετάζεται παρακάτω (1.4).
Λέγοντας Ισοτοπική Κλασμάτωση εννοούμε την κλασμάτωση (διαχωρισμό) των
ισοτόπων ενός χημικού στοιχείου ανάμεσα σε δύο συνυπάρχοντα υλικά, η οποία έχει ως
τελικό αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αναλογιών των ισοτόπων στο κάθε υλικό.
Τα ισότοπα ενός στοιχείου έχουν περίπου ταυτόσημη ηλεκτρονική δομή και εξαιτίας αυτού
έχουν πολύ όμοιες χημικές ιδιότητες, όμως έχουν διαφορετική μάζα άρα θα διαφέρουν και
σε ορισμένες φυσικές ιδιότητες που εξαρτώνται από τη μάζα. Σε αυτές τις ιδιότητες
βασίζονται και οι διαχωρισμοί τους. Οι περισσότερες γεωλογικές διεργασίες επάγουν
την κλασμάτωση που εξαρτάται από τη μάζα, έτσι μπορούμε να μελετήσουμε τις
διεργασίες αυτές χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την μεταβολή των ισοτοπικών λόγων.
Η μέτρηση των σταθερών ισοτόπων ανιχνεύει και ποσοτικοποιεί την εκλεκτική
κλασμάτωση των σταθερών ισοτόπων, όπως διαμορφώθηκε από τις συνθήκες
σχηματισμού του εξεταζόμενου πετρώματος. Αντίθετα, η ανάλυση των ραδιενεργών
ισοτόπων δείχνει πως διαφοροποιούνται οι λόγοι των ισοτόπων με το χρόνο, γεγονός που
συναρτάται με την ηλικία τους (χρονολόγηση).

Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό του μαρμάρου και την εύρεση της προέλευσης
αρχαίων τεχνουργημάτων χρησιμοποιείται κυρίως η μέτρηση των σταθερών ισοτόπων C,
και O και αντιστοίχως ο προσδιορισμός των λόγων 13C/12C, 18O/16O στα κύρια ορυκτά του
μαρμάρου, CaCO3 και CaMg(CO3)2 με την τεχνική της Φασματογραφίας μάζας
ισοτοπικών λόγων -Isotope Ratio Mass Spectrometry (IRMS). Συστηματικές
μελέτες που έχουν γίνει από διάφορους ερευνητές τα τελευταία 30-40 χρόνια, έχουν
καταδείξει ότι η σχέση των δυο παραπάνω λόγων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό
15
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

διαγνωστικό στοιχείο για την αναγνώρισης της προέλευσης.


Πράγματι, μέχρι το 1972, όταν οι Harmon και Valerie Craig πρότειναν τη χρήση σταθερών
ισοτόπων της άνθρακα και οξυγόνο για να διακρίνουν διαφορετικά μάρμαρα, κάθε έρευνα
ως προς την προέλευση του μαρμάρου βασιζόταν αποκλειστικά σε πετρογραφικές μελέτες
(Craig and Craig 1972). Από την περίοδο αυτή και μετά, δίπλα στις πετρογραφικές μελέτες,
η χρήση της μεθόδου ισοτόπων επεκτάθηκε και διευρύνθηκε πανταχόθεν για να αποδειχθεί
βασικό εργαλείο για το σκοπό αυτό (Manfra et al 1975).
Τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην συγκεκριμένη έρευνα για τα αρχαία μάρμαρα ανήκουν
στον Norman Herz και την ομάδα του, οι οποίοι δημοσίευσαν για πρώτη φορά βάση
δεδομένων συμβάλοντας στην καθιέρωση της εργαστηριακής έρευνας και ιδιαίτερα της
εφαρμογής των ισοτοπικών αναλύσεων για τη μελέτη των αρχαίων λατομείων και των
έργων τέχνης. Μέσω της διαδοχικής επέκτασης της βάσης δεδομένων αυτής, με την
προσθήκη περισσότερων αποτελεσμάτων από λατομεία είτε είχαν ήδη μελετηθεί ως ένα
βαθμό είτε αποτελούσαν νέες καταχωρήσεις, η ισοτοπική ανάλυση καθιερώθηκε ως
πρότυπη μέθοδος για τον προσδιορισμό της προέλευσης και προέλευση μαρμάρων (Herz
and Wenner 1981, Herz and Dean 1986, Herz 1987,1992).

Η ευρεία χρήση της μεθόδου σήμερα οφείλεται σε συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που


έχουν διαχρονικά τεκμηριωθεί: α) πολύ μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία των
αποτελεσμάτων, β) μεγάλη διακριτική ικανότητα, διότι οι διαφορές που προκύπτουν από
τη σχέση των λόγων των ισοτόπων του C και του Ο από μάρμαρα διαφορετικών περιοχών
είναι σημαντικές/μετρήσιμες και γ) η απλότητα στην χρήση και η εξαιρετικά μικρή
ποσότητα που απαιτείται (έως 20 mg), δίνοντας τη δυνατότητα να μην προκαλούνται
καταστροφές από την
δειγματοληψία στα υπό έρευνα
αρχαιολογικά έργα. Για να γίνει
εφικτή μια αξιόπιστη διερεύνηση
προσδιορισμού προέλευσης
απαιτείται ποσότητα μαρμάρου
(πάνω από 0,25 mg), που δεν
έχει υποστεί διάβρωση. Η μικρή
αυτή ποσότητα φέρει τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
του πετρώματος από το οποίο
προέρχεται (συγκέντρωση
προσμίξεων ή ατελειών στη
δομή), τα οποία εξαρτώνται από
το μητρικό ιζηματογενές
πέτρωμα και κυρίως από τις
συνθήκες σχηματισμού του.

16
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Αρχή λειτουργίας της μεθόδου. Εργαστηριακή τεχνική. Η μέθοδος της Ανάλυσης


Σταθερών Ισοτόπων μαρμάρου βασίζεται στην ακόλουθη αρχή: όταν το μάρμαρο
σχηματίζεται εντός του φλοιού της γης, ασκούνται υψηλές πιέσεις (P) και θερμοκρασίες (T)
που αποτελούν κρίσιμο στοιχείο στην διαδικασία μεταμόρφωσης. Οι επικρατούσες
συνθήκες πίεσης (P) και θερμοκρασίας (T) είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση
κρυστάλλωσης και αυτό επηρεάζει τους λόγους 13C/12C και 18O/16O με τους οποίους τα
στοιχεία αυτά συμμετέχουν στον σχηματισμό της κρυσταλλικής δομής του μαρμάρου. Οι
διαφορετικοί αυτοί λόγοι όταν συσχετιστούν μπορούν να δώσουν την ισοτοπική (C-O)
ταυτότητα του συγκεκριμένου μαρμάρου, η οποία είναι μοναδική.

Πράγματι, οι παράγοντες που επηρεάζουν την ισοτοπική σύσταση του οξυγόνου και του
άνθρακα σ’ ένα πέτρωμα είναι κυρίως η θερμοκρασία, η χημική του σύσταση και η
ισοτοπική σύσταση του νερού. Οι ισοτοπικές αναλογίες οξυγόνου δ18Ο συσχετίζονται με
τις μεταβαλλόμενες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του μεταμορφισμού ενώ οι τιμές της
ισοτοπικής αναλογίας δ13C αντιστοιχούν στην συσχέτιση μεταξύ οργανικών και
ανόργανων συστατικών στην αρχική σύνθεση. Διαφορές τιμών δ18Ο μεγαλύτερες από
6‰ έχουν προσδιοριστεί σε ανθρακικά πετρώματα που σχηματίζονται σε θερμοκρασία
περίπου 0οC στον πυθμένα των ωκεανών ή σε θερμοκρασία περίπου 30οC κοντά στη
θαλάσσια επιφάνεια.

Μεγάλες ισοτοπικές διαφορές τιμών σε ανθρακικά πετρώματα οφείλονται κυρίως: α)


Στην ανταλλαγή ισοτόπων μεταξύ των ανθρακικών και πυριτικών ορυκτών μέσα σ’ αυτά τα
πετρώματα ή στην επαφή με τα γειτονικά τους β) σε απότομη αλλαγή στην μεταμορφική
βαθμίδα ή σε κινητικά φαινόμενα πχ. τα μόρια που περιέχουν το ελαφρύ ισότοπο κινούνται
ταχύτερα πράγμα που οδηγεί στην κλασμάτωση και γ) σε φυσικοχημικά αίτια πχ.
εξάτμιση, κρυστάλλωση, αποσάθρωση (weathering) κ.α..

Με αύξηση του βαθμού μεταμόρφωσης του ασβεστόλιθου σε μάρμαρο, οι τιμές δ18Ο


μειώνονται και η μείωση εξαρτάται από την θερμοκρασία. Εκτός του μαρμάρου της Θάσου
που είναι δολομιτικό, τα υπόλοιπα είναι ασβεστιτικά και χαρακτηρίζονται από χαμηλού
μέχρι υψηλού βαθμού μεταμόρφωσης ανθρακικά πετρώματα. Το μάρμαρο της Πάρου έχει
ανόργανη προέλευση, του Υμηττού βιογενή και τα υπόλοιπα μεικτή. Το μάρμαρο της
Πεντέλης είναι υψηλότερου βαθμού μεταμόρφωσης του αντίστοιχου της Νάξου και αυτό
υψηλότερου βαθμού μεταμόρφωσης των μαρμάρων της Πάρου και του Υμηττού. Τα
μάρμαρα Μάνης είναι ασβεστιτικά, χαμηλού σχετικά βαθμού μεταμόρφωσης και γι’ αυτό το
δ18Ο είναι μεταξύ 0 και -3.

Η εργαστηριακή τεχνική της ανάλυσης των σταθερών ισοτόπων περιλαμβάνει τη


διάλυση μικρής ποσότητας δείγματος μαρμάρου (συνήθως 5 mg) σε μορφή σκόνης με
φωσφορικό οξύ (H3PO4) σε θερμοκρασία 25 οC και τη μετατροπή του σε αέριο (CO2) που
περιλαμβάνει τα στοιχεία C και O:

17
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Το αέριο CO2 διοχετεύεται από ένα


φασματογράφο μάζας και, για την
συνηθέστερη περίπτωση των ισοτόπων C και O, μετρώνται οι λόγοι του 13C/12C και
18
O/16O. Τα αποτελέσματα δίνονται σε χιλιοστιαίες αποκλίσεις των λόγων αυτών του
δείγματος από τους λόγους του δείγματος αναφοράς PDB (Κρητιδικό απολίθωμα Belemnite
από το Peedee της Νότιας Καρολίνας, ΗΠΑ) και συμβολίζονται με δ13C και δ18Ο για τις
αποκλίσεις των λόγων των ισοτόπων του άνθρακα και του οξυγόνου αντίστοιχα.

Το διεθνές πρότυπο αναφοράς προέκυψε επειδή χρησιμοποιούνταν ως εργαστηριακό


πρότυπο υλικό στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο όταν αναπτυσσόταν η κλίμακα παλαιο-
θερμοκρασίας με βάση τα ισότοπα του οξυγόνου. Η φασματογραφία μάζας έχει μεγάλη
ευαισθησία και διακριτική ικανότητα ενώ απαιτεί πολύ μικρή ποσότητα για την ανάλυση.
Εχει όμως το μειονέκτημα ότι απαιτεί τη διάλυση του πετρώματος (είναι καταστροφική),
είναι σχετικά χρονοβόρα απαιτώντας αρκετό χρόνο για το διαχωρισμό των υπό ανάλυση
στοιχείων και επιπλέον έχει σημαντικό κόστος .

Φασματογ
ράφος
μάζας
(mass
spectromet
er,
ThermoFis
her,
Bremen,
Germany).
https://www.
walter-
prochaska.at/
the-
method/isoto
pe-analysis/

Tα ισοτοπικά διαγράμματα αναφοράς C-O. Το διάγραμμα ισοτοπικού μαρμάρου


αναφοράς (marble isotopic reference diagram) που χρησιμοποιείται από τους ερευνητές
για τη συσχέτιση των τιμών δ13C και δ18O περιέχει τις εκάστοτε επικαιροποιημένες
τρέχουσες ισοτοπικές περιοχές συγκεκριμένων λατομείων που έχουν μελετηθεί, και
αποτελούν μια διεύρυνση των πεδίων με βάση προηγούμενες δημοσιεύσεις ξεκινώντας από
τον Craig και ο Craig 1972;Coleman and Walker 1979; Herz et al, 1985, 86, 87, 92, Moens

18
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

et al 1990, 1992, Asgari and Matthews 1995; Matthews et al. 1995; Attanasio et al. 2006
Gorgoni et al. 2002 κ.α. μέχρι και σήμερα.
Για παράδειγμα, στην παρακάτω εικόνα 7 έχουμε αριστερά το αρχικό των Craig και ο Craig
(1972) και δεξιά το μετέπειτα επικαιροποιημένο διάγραμμα των Gorgoni et al. (2002) όπου
προβάλλονται τα ισοτοπικά πεδία των σημαντικότερων λευκών μαρμάρων της Μεσογείου,
προφανώς τα μέχρι το 2002.

Εικ.7 Σύγκριση της εξέλιξης των ισοτοπικών διαγραμμάτων αναφοράς C-O, 1972-2002.

Όπως είναι ευκόλως αντιληπτό, η συνεχής επικαιροποίηση και o διαχρονικός


εμπλουτισμός των ανωτέρω έχει οδηγήσει σε ένα τεράστιο διάγραμμα με πολλές
επικαλύψεις οι οποίες αφενός οδηγούν στον περιορισμό της αποτελεσματικότητας της
μεθόδου και αφετέρου διαμορφώνεται η ανάγκη για προτάσεις που αφορούν την
εκλογίκευση με στόχο την ειδικότερη και επιλεκτικότερη χρήση του.

Σε μια προσπάθεια εκλογίκευσης που έγινε από την διεθνή ακαδημαϊκή/ερευνητική


κοινότητα, στην εικόνα 8 φαίνεται το προτεινόμενο διάγραμμα μόνο για τα 10 ευρέως
διακινηθέντα μάρμαρα της αρχαιότητας (Antonelli & Lazzarini, 2015).

19
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ.8 Το τρέχον διάγραμμα αναφοράς με τιμές ισοτοπικών λόγων δ 13C και δ18Ο σε σχέση
με το πρότυπο PDB για τα 10 ευρέως διαδεδομένα Μεσογειακά μάρμαρα της αρχαιότητας.
PDB Pee Dee Belemnite –απολίθωμα βελεμνίτη από τον σχηματισμό Pee Dee, Canada. Οι
κλειστές καμπύλες ορίζουν το πεδίο τιμών για κάθε περιοχή που έχει ερευνηθεί (Antonelli
and Lazzarini, 2015).

Επίσης, με την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας στον τομέα, έχουν διαμορφωθεί
επιμέρους πλέον εξειδικευμένα ισοτοπικά διαγράμματα με συγκεκριμένο γεωγραφικό
εντοπισμό. Για παράδειγμα, στην παρακάτω εικόνα 9, δίνονται τα επιμέρους ισοτοπικά
διαγράμματα με γεωγραφικό εντοπισμό για τα μάρμαρα της ηπειρωτικής και νησιωτικής
Ελλάδας (Antoneli & Lazarini 2015, Μέλφος B. 2015). Επίσης, στις εικ. 10 εικ. 11 και 12,
παρουσιάζονται ειδικότερα διαγράμματα των περιοχών των λατομείων μαρμάρων της
Μάνης.

20
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ. 9 Επικαιροποιημένο ∆ιάγραµµα δ18Ο και δ13C των ελληνικών µαρµάρων από τις
διάφορες περιοχές αρχαίων λατομείων (Α) Νησιά Αιγαίου (Σάμος-Ικαρία, Κως), (Β) Αττική
και Πελοπόννησος, (Γ) Νησιά Αιγαίου (Κυκλάδων, Σποράδες, Θάσος) Δ. Μακεδονία. (Α-Γ.
Antonelli and Lazzarini, 2015, Δ. Μελφος B. 2015)

21
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ. 10 Διάγραμμα τοποθέτησης των ισοτοπικών δεδομένων για τα λατομεία της


χερσονήσου Μάνης (A και B) στο γενικότερο πλαίσιο των λοιπών ελληνικών μαρμάρων
(Ηerz Ν. 1985, και C. Gorgoni , I. Kokkinakis et al 1992)

Εικ. 11. Ισοτοπικά διαγράμματα Ο-C για τα μάρμαρα της χερσσονήσου Μάνης (Α λευκά-
κόκκινα και Β μαύρα) ενώ στο τρίτο διάγραμμα γίνεται συνδυασμός και με τα ισότοπα του
Sr (O-C-Sr). A και Γ. C. Gorgoni , I. Kokkinakis et al 1992, Β. Bruno, M., and P. Pallante
2002.

22
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ. 12 To ισοτοπικό
αποτύπωμα των μαρμάρων
Μάνης. Δεδομένα από την
βάση του Ν. Hertz (1985, 1987)
εμπλουτισμένα με δείγματα
κυρίως λευκού μαρμάρου (από
Μέζαπο και Μαρμάρι) από Bruno
et al (2002) και Attanasio et al
(2006).

Ερμηνεία-χρήση ισοτοπικών διαγραμμάτων C-O. To παραπάνω ισοτοπικά


διαγράμματα των εικ. 8 και 9 μας δείχνουν τις αποκλίσεις των δ13C και δ180 δηλ. των
λόγων 13C/12C και 18O/16O από το πρότυπο για τα πιο γνωστά μελετηθέντα ως σήμερα
αρχαία λατομεία. Οι κλειστές καμπύλες εσωκλείουν τις τιμές των ισοτόπων αυτών για
κάθε «περιοχή μελέτης» και προσδιορίζουν το «πεδίο των παραμέτρων» για κάθε μία από
αυτές. Για παράδειγμα στο διάγραμμα της εικ. 8 μπορούμε να δούμε το πεδίο των
παραμέτρων του Πεντελικού Ορους στην Αττική (Pentelicon) , το πεδίο της Πάρου με τρεις
επιμέρους περιοχές, άρα τρεις ισοτοπικές καμπύλες (Paros 1, 2,3), το πεδίο της Θάσου
επίσης με τρεις επιμέρους περιοχές καθώς και άλλων λατομείων από την Ελλάδα (Υμητός,
Νάξος) , την Μικρά Ασία (Προκόνησος, Δοκίμειον, Goktepe Καρίας κ.α.) και την Ιταλία
(Carrara).

23
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση της μεθόδου των ισοτόπων.
Όπως μπορούμε να δούμε στο διάγραμμα αυτό υπάρχουν αρκετές περιοχές επικάλυψης
μεταξύ των πεδίων των διαφόρων λατομείων. Αν οι τιμές των ισοτόπων ενός δείγματος
άγνωστης προέλευσης “προβάλλονται” σε πεδίο όπου δεν υπάρχει επικάλυψη, τότε
μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια (με μόνη επιφύλαξη την πληρότητα της βάσης
δεδομένων, βλ. παρακάτω για τη σημασία της επάρκειας της βάσης) ότι το δείγμα
προέρχεται από το λατομείο της περιοχής που εμπεριέχει την τιμή. Δείτε, για παράδειγμα,
το επόμενο διάγραμμα της εικ. 13 όπου το τεφρό τετράγωνο (δείγμα από αρχαιολογικά
ευρήματα του Δίου Πιερίας) «προβάλλεται» στην περιοχή του πεδίου των λατομείων της
Πεντέλης (Παπανικολάου E, 2012). Αντιθέτως, αν το άγνωστο δείγμα «πέσει» πάνω σε
περιοχή επικάλυψης τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή του μόνο δια της
ατόπου απαγωγής, αποκλείοντας δηλαδή κάποιες περιοχές προέλευσης σε περίπτωση που
υπάρχουν «ιστορικά» στοιχεία ή άλλες επιστημονικές παρατηρήσεις (πετρογραφία, MGS
κλπ) που έχουν συλλεγεί από την εφαρμογή λοιπών μεθόδων. Αν τέτοια στοιχεία δεν
υπάρχουν και επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός επικαλυπτόμενων λατομείων, τότε είναι
αδύνατο να προσδιορίσουμε την προέλευση με τη χρήση μόνον αυτής της μεθόδου.

Εικ.13 ∆ιάγραµµα δ18Ο


και δ13C των µαρµάρων
από την Αττική και την
Πελοπόννησο και του
αγνώστου δείγµατος
Dion1 (τεφρό τετράγωνο)
από το ∆ίον Πιερίας που
προβάλλεται στο πεδίο
της Πεντέλης.
(Παπανικολάου E 2012).

Παράδειγμα επιτυχούς συνδυασμού μικροσκοπικής και ισοτοπικής ανάλυσης αποτελεί η


σχετικά πρόσφατη μελέτη ταυτοποίησης της προέλευσης των μαρμάρων του
Παναγίου Τάφου στον Ναό της Αναστάσεως και του Ιερού Κουβουκλίου (Holy Aedicule)
στα Ιεροσόλυμα, που ολοκληρώθηκε με επιτυχία από την ομάδα επιστημόνων του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου, του ΕΚΠΑ και της ΕΑΓΜΕ (Moropoulou A. et al, 2019).

Στο σχετικό διάγραμμα ισοτοπικής ανάλυσης, Εικ. 14, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όλα
τα εξεταζόμενα δείγματα μαρμάρου προέρχονται πιθανότατα από την Προκόννησο ή Νήσο
του Μαρμαρά στην Προποντίδα και ειδικότερα μπορούν να αποδοθούν στην
αποκαλούμενη ποικιλία Proconnesos-1.

24
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ.14 Διάγραμμα ισοτοπικής ανάλυσης δειγμάτων από τον Πανάγιο Τάφο και το Ιερό
Κουβούκλιο (Holy Aedicule) στα Ιεροσόλυμα (Moropoulou A. et al, 2019).

Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε στις διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις του Ιερού


Κoυβουκλίου, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και καθ 'όλη τη διάρκεια των
αιώνων, τόσο για την επένδυση του Ιερού Τάφου όσο και για τις εσωτερικές επιφάνειες
της αίθουσας των τάφων και του παρεκκλησίου του Αγγέλου.
Στο παραπάνω συμπέρασμα οδηγήθηκαν οι ερευνητές αφού εξέτασαν και τελικά
απέκλεισαν όλες τις περιπτώσεις επικάλυψης που προκύπτουν από το διάγραμμα (Thasos:
subfields T1,2,3, Paros: subfields Pa2,3 και Carrara: field C).

Η σημασία της επαρκούς βάσης δεδομένων. Για τον προσδιορισμό της προέλευσης
του μαρμάρου δεν αρκεί να διαθέτει κανείς μόνο μία αξιόπιστη εργαστηριακή τεχνική
αλλά πρέπει να έχει διαθέτει και μία ικανοποιητική βάση σύγκρισης δεδομένων από
μάρμαρα γνωστών λατομείων. Πράγματι, τα συμπεράσματα των μεθόδων (πχ. ισοτοπικής
ανάλυσης) ακόμη κι αν είναι ακριβή είναι δυνατόν να μην οδηγούν σε αξιόπιστα
συμπεράσματα ως προς την προέλευση όταν δεν υφίστανται επαρκή δείγματα γνωστής
25
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

προέλευσης ώστε να είναι δυνατή η συσχέτιση (βλ, και παρακάτω παράδειγμα για τη
Ζωφόρο Ναου Επικούρειου Απόλλωνα). Η δημιουργία της βάσης αυτής είναι και το
δυσκολότερο μέρος της προσπάθειας, διότι απαιτεί τον εντοπισμό των αρχαίων λατομείων
μαρμάρου με επιτόπιες έρευνες και συστηματική δειγματοληψία και ανάλυση (Μανιάτης,
2004).
Παράδειγμα επικαλύψεων και δυσκολίας προσδιορισμού αποτελούν τα ερυθρά
μάρμαρα πχ. Μάνης, Αφροδισίας (Milas) και Ιάσου, κυρίως Μάνης και Ιάσου, που
δύσκολα μπορούν να διαφοροποιηθούν ακόμη και με τη χρήση σταθερών ισοτόπων (βλ.
Εικ. 15 ). Πράγματι, τα ισοτοπικά δεδομένα C & O για τα δύο κόκκινα μάρμαρα Μάνης και
Ιάσου έδειξαν εκτεταμένη επικάλυψη των τιμών δ13C - δ18O που επιβεβαιώνουν την μικρή
σχετικά αξιοπιστία των ισοτοπικών δεδομένων στην περίπτωση αυτή, ενώ οι
προκαταρκτικές αναλύσεις των ισότοπων Sr φαίνεται να είναι ελπιδοφόρες. Πράγματι, το
στρόντιο παρουσιάζει γενικά υψηλή τυχαία συγκέντρωση και μάλλον περιορισμένη
μεταβλητότητα (π.χ. από περίπου 400 έως 1.000 ppm) για τη Μάνη και την Ιάσο, ενώ
στην Αφροδισία το περιεχόμενό της είναι μία τάξη μεγέθους μικρότερη (46 ppm). Πιθανώς,
αυτή η ανώμαλη χαμηλή τιμή δεν είναι πρωταρχικό χαρακτηριστικό γεωλογικών
διεργασιών, αλλά συνέπεια των δευτερογενών διαδικασιών. (Gorgoni–Lazzarini-Pallante
2002, Lazarini L. 2010).

26
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Εικ.15 Επικαλυπτόμενα ισοτοπικά διαγράμματα με σκοπό την σύγκριση μαρμάρων με


ανάλογα πετρογραφικά και αισθητικά χαρακτηριστικά και δυσκολία στην αναγνώριση. Α.
C. Gorgoni – L. Lazzarini – P. Pallante, 2002 , Β και Γ: P. Lapuente et al 2012)

Επίσης, ένα ακόμη παράδειγμα τόσο των επικαλύψεων και δυσκολιών της
ισοτοπικής αναγνώρισης αλλά και της σημασίας της επαρκούς βάσης
δεδομένων, αποτελεί το ζήτημα ταυτοποίησης προέλευσης της αριστουργηματικής
ζωφόρου του Ναού Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, από τους
σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας, δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. .
Η ζωφόρος, η οποία ανασκάφτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, αφαιρέθηκε από τον ζωτικό
της χώρο από τον Charles R. Cockerell το 1815 και εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό
μουσείο, Gallery 16, κοντά στα Ελγίνεια μάρμαρα.

Το υλικό του ναού είναι τοπικός ασβεστόλιθος εκτός από τα γλυπτά, τα ιωνικά κιονόκρανα,
τη ζωφόρο και τις μετόπες που είναι από λευκό μάρμαρο με κιτρινωπή απόχρωση, όχι
πολύ λεπτόκοκκο και όχι άμεσα αναγνωρίσιμο. Μετά από πολλές παλινωδίες ως προς την
προέλευση κατόπιν μακροσκοπικής παρατήρησης, η ανακάλυψη των μικρών
λατομείων λευκού μαρμάρου του Μαρμαρίου της περιοχής Μάνης από τον Fred
Cooper (1981, 1986, 1996), οι ισοτοπικές αναλύσεις τόσο των Hertz et al. (1983) όσο και
του Keith Matthews (εργαστήριο του Βρετανικού Μουσείου, 1993) ο οποίος χρησιμοποίησε

27
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

τη βάση δεδομένων του N. Herz αλλά και οι εργασίες της ομάδας Μ.Bruno –L. Lazzarini
(Bruno et al, 2002, Asmosia V) οδήγησαν στο αρχικό συμπέρασμα ότι τα αρχιτεκτονικά
γλυπτά στις Βάσσες Φιγαλείας ήταν σκαλισμένα από μάρμαρο Μάνης, πιθανότατα
Μαρμαρίου (ή/και Μεζάπου). Και οι δύο θέσεις παράγουν λεπτόκοκκο μάρμαρο, γκρι-λευκό
στο Μέζαπο, καθαρό λευκό στο Μαρμάρι και γενικά είχαν περιορισμένη χρήση κατά την
αρχαιότητα.

Εντούτοις, η χρησιμοποιηθείσα βάση δεδομένων


σύγκρισης ήταν ελλιπής μιας και το μόνο μάρμαρο εκ
Πάρου που ήταν διαθέσιμο σε αυτήν μόνο ο λυχνίτης
Πάρου, ενώ στο μεταξύ είχαν εντοπιστεί και άλλες
σημαντικές τοποθεσίες υπαίθριων αρχαίων λατομείων
στην Πάρο, όπως το Χωρι(ου)δάκι (choridaki), το
Μαράθι (Marathi) και ο Άγιος Μηνάς, οι οποίες είχαν ήδη
επεκτείνει το πεδίο ισοτοπικής υπογραφής του
Παριανού μαρμάρου. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με
τους Palagia, O. και Pike S. (2009 ) να μην γίνει ορθή
αναγνώριση. Δυστυχώς, και με την νέα πιο πρόσφατη
ισοτοπική έρευνα με ευρύτερη συγκριτική βάση
δεδομένων, την οποία διεξήγαγαν οι ως άνω ερευνητές,
χρησιμοποιώντας δείγμα (εικ.) από τμήμα της ζωφόρου
που βρίσκεται στο από Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
της Αθήνας (με μεγάλη ισοτοπική συγγένεια με τα τμήματα της ζωφόρου του Βρετανικού
μουσείου), τα αποτελέσματα και πάλι δεν έδειξαν με σαφήνεια το μάρμαρο
προέλευσης της ζωφόρου του Επ. Απόλλωνα, διατηρώντας μάλιστα ένα μικρό
προβάδισμα για τα λατομεία της Μάνης (βλ, και εικ.). Πράγματι, κατά τους ερευνητές,
αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι τα πεδία της Μάνης και της Πάρου-2 αλληλεπικαλύπτονται
σχεδόν πλήρως.
Γενικότερα, τα
σταθερά ισοτοπικά
πεδία των
δειγμάτων Μάνης
αλληλεπικαλύπτον
ται επίσης σχεδόν
πλήρως με τα
περίφημα λευκά
μάρμαρα της
Προκονήσου και
ορισμένα της
Πάρου και
αλληλεπικαλύπτον
ται εν μέρει με
εκείνα της Θάσου (Φανάρι, Αλυκή) και Καράρας Ιταλίας (Bruno et sl, 2002; Αttanasio et al.

28
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

2006). Ετσι, το λευκό μάρμαρο παραμένει μια από τις πιο δύσκολες κατηγορίες μαρμάρου
για την αναγνώριση και ταυτοποίησή του.

Τελικά, οι Palagia, O. και Pike S. (2009), απέδωσαν την προέλευση της ζωφόρου με
μεγαλύτερη πιθανότητα στο αδρομερές Παριανό μάρμαρο, επανερχόμενοι σε γενικές
μακροσκοπικές και πετρογραφικές παρατηρήσεις (ο μεσαίος έως χονδρόκοκκος τύπος του
μαρμάρου της ζωφόρου, η εύθραυστη υφή του και η κιτρινωπή απόχρωση προσεγγίζει
περισσότερο στο Παριανό (Χωριδάκι, όχι λυχνίτες) μάρμαρο, από ότι το εξαιρετικά
λεπτόκκοκο μάρμαρο της Μάνης) αλλά και ιστορικού χαρακτήρα γενική τεκμηρίωση.
Θεώρησαν δηλ. ότι ένα γνωστό και αξιόπιστο μάρμαρο γλυπτικής, όπως πχ. της Πάρου,
θα ήταν πιο σίγουρη επιλογή για να χρησιμοποιηθεί στα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός
σημαντικού ναού όπως του Επ. Απόλλωνα από ένα μάρμαρο σχετικά άγνωστης πηγή,
όπως της Μάνης, στην οποία οι γλύπτες δεν ήταν συνηθισμένοι. Τέλος, διερωτώνται αν
τελικά τα μάρμαρα Μάνης, είχαν χρησιμοποιηθεί στις Βάσσες Φιγαλείας, τότε γιατί τα
λατομεία παραμένουν αδρανή από το τέλος του πέμπτου αιώνα π.Χ. μέχρι την ύστερη
Ρωμαϊκή περίοδο; (O. Palagia, S. Pike 2009).

Πάντως, παρ’όλα τα μειονεκτήματα, η μέθοδος σταθερών ισοτόπων παραμένει μια


αρκετά αξιόπιστη μέθοδος καθώς υπάρχει ήδη μια τεράστια τράπεζα δεδομένων που ακόμη
και στις περίπλοκες περιπτώσεις είναι χρήσιμη στον αποκλεισμό περιοχών προέλευσης και
με το συνδυασμό της μέτρησης μέγιστου κόκκου (MGS) ή άλλων τεχνικών, μπορεί να
δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ως παράδειγμα για την αξιοπιστία της μεθόδου αν
συνδυαστεί και με άλλες, αναφέρουμε την εργασία των Van der Merwen et al. (1995) για
τον χαρακτηρισμό γλυπτών στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Οι ερευνητές
χρησιμοποίησαν δείγματα βάρους ξόλις 1-2 mg και εφήρμοσαν την ανάλυση σταθερών
ισοτόπων σε συνδυασμό με περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, κοκκομετρικό προσδιορισμό,
μικροσκοπική ανάλυση, ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, οπότε με τη συνδυασμένη
αυτή προσέγγιση είχαν επιτυχή διάγνωση σε ποσοστό 90%.

Ερευνα αναφορικά με την προέλευση των ελληνικών και μικρασιατικών


μαρμάρων. Τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση πλέον σύγχρονων συνδυαστικών μεθόδων
ισοτόπων, έχουν γίνει ενδιαφέρουσες μελέτες σχετικά με την ταυτοποίηση των ελληνικών
μαρμάρων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Μικράς Ασίας. Οι περισσότερες έρευνες
που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, κυρίως από ξένους επιστήμονες με συμμετοχή-
συνδρομή ελλήνων , βασίζονται στα δεδομένα που υπάρχουν για τα πιο γνωστά λατομεία
μαρμάρου της αρχαιότητας, όπως στην Πάρο, στη Νάξο, στην Πεντέλη, στον Υμηττό, στα
Δολιανά Αρκαδίας, στη Μάνη, στη Θάσο, στην Ιταλία (Cararra) και στη Μ. Ασία
(Προκόνησσο, Αφροδισιάδα, Έφεσο, Μίλητο, Αφιόν, Usak).

Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες, όπως του Hertz (1987) για τα μάρμαρα της Θάσου,
των Asgari και Matthews (1995) σχετικά με το προκοννησιακό μάρμαρο (νήσος του

29
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

μαρμαρά), των Pike (1999) και Goette et al (1999) για το Πεντελικό μάρμαρο και το
μάρμαρο Υμητού, των Hertz (2000) και Bruno et al (2000) σχετικά με το μάρμαρα της
Πάρου, των Lazzarini και Antonelli (2003) για μάρμαρα της Τήνου, των Lazzarini και
Malacrino (2010) για μάρμαρα της
Kω, των Koller K. (2003) για τα
λατομεία της Εφέσου Μικράς Ασίας,
των Capedri et al (2004) για τα
Μάρμαρα της Μεσογείου
(συμπεριλαμβανομένων και πολλών
ελληνικών της ηπειρωτικής και
νησιωτικής Ελλάδος), καθώς επίσης
και ορισμένες εργασίες ειδικότερα
για τα μάρμαρα της Μάνης (Gorgoni
–Kokkinakis et al.1992, Gorgoni –
Lazzarini –Pallante 2002 , Bruno and
Pallante, 2002) και του Πάρνωνα
(Lazzarini, 2013).

Στην εικόνα η θέση των αρχαίων


λατομείων του Göktepe (επαρχία
Muğla) σημερινή Τουρκία. Τοπογραφική
αποτύπωση των λατομείων (Attanasio
et al, 2009).

Επίσης, αρκετές θέσεις αρχαίων


λατομείων ανακαλύφθηκαν και
χαρακτηρίστηκαν αρχαιομετρικά συμπεριλαμβανομένων εκείνων των ελληνικών νησιών της
Λέσβου (Lazzarini et al 1995), των Φούρνων και Σκύρου (Lazzarini και
Cancelliere, 2000), της Σκύρου (Karambinis, Μ, Lazzarini L. 2012) της Δήλου (Hadjidakis,
P. et al, 2003) και διαφόρων Μικρασιατικών περιοχών εξόρυξης μαρμάρου στην Ιωνία
και Καρία, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής του Göktepe κοντά στην αρχαία
πόλη Αφροδισιάδα, μια ανακάλυψη πολύ σημαντική που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό το
τοπίο της προέλευσης των έργων τέχνης ειδικά για την ρωμαϊκή εποχή
[Attanasio D., Bruno M. et al 2008 , Attanasio D. et al 2009, Bruno M. et al. 2012, Bruno
M. et al 2013 και Tzeferis P, 2017) .

Σε μια πρόσφατη εργασία (Attanasio D., Bruno M. και Prochaska W, 2019), όπου
εξετάστηκε η προέλευση του μαρμάρου για 163 ρωμαϊκά (αυτοκρατορικά κυρίως)
πορτρέτα, που η χρήση τους εκτείνεται χρονικά έως και περίπου 500 συνολικά χρόνια (από
τον 1ο αι. πΧ μέχρι τις αρχές του 6ο αι. μΧ), διαπιστώνεται ότι το Göktepe ήταν η
ευρύτερα χρησιμοποιούμενη ποικιλία (45%) ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από τον
Παριανό Λυχνίτη (27,5%), ενώ άλλα μάρμαρα όπως η Carrara ή το Docimium έπαιξαν έναν
πιο περιορισμένο ρόλο (βλ. εικ) . Η χρήση του Göktepe για πορτρέτα υψηλής ποιότητας,

30
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

ήδη γνωστή στους Τραϊανούς χρόνους, έγινε ευρέως διαδεδομένη από τις αρχές του 2ου
αιώνα μ.Χ. την περίοδο του αυτοκράτορα Αδριανού (117–138 μΧ), έφθασε στο απόγειό
της την περίοδο των Σεβήρων και συνέχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι αργά την
αρχαιότητα.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχουν εφαρμοστεί σε ικανοποιητικό βαθμό όλες οι


προαναφερθείσες εξελιγμένες μέθοδοι στα ερευνητικά αρχαιομετρικά εργαστήρια και στα
πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας: ερευνητικό κέντρο Ε.Κ.Ε.Φ.Ε «Δημόκριτος», την
ΕΑΓΜΕ, τα Γεωλογικά τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πατρών, το
εργαστήριο Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών και το εργαστήριο Fitch
της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα.
Αποτελέσματα της έρευνας αυτής η οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη από όλα
σχεδόν τα ανωτέρω ακαδημαϊκά ιδρύματα και φορείς, με ενδεικτική αναφορά: οι εργασίες
των Μανιάτη Γ, Πολυκρέτη Κ., Μαντή, Β., Ταμπακόπουλου Δ. κυρίως με τη χρήση της
Φασματοσκοπίας ESR (Mandi et al 1992, Μανιάτης Γ. και Πολυκρέτη Κ., 2002,
Μανιάτης I. 2004), ειδικότερα για την Πάρο και τον λυχνίτη (Pollini., J., Herz. N., Polikreti,
K. and Maniatis, Y., 1998, Maniatis and Polikreti 2000), η εργασία του Βάκουλη Θ. για τα
αρχαία λατομεία της Βόρειας Ελλάδας με αναφορά στο Βέρμιο, Πιέρια και Καμβούνια
(Βάκουλης 2000), επίσης η εργασία Β. Μέλφου για τα αρχαία λατομεία της Μακεδονίας, με
ειδικότερη αναφορά στις περιοχές Ημαθία, Κοζάνη, Κιλκίς, Χαλκιδική, Δράμα και Καβάλα,
(Μέλφος Β. 2015 ), και του ιδίου για τα αρχαία λατομεία της Θεσσαλίας, της περιοχής
Χασάμπαλης συμπεριλαμβανομένης (Melfos V. 2004, Melfos et al. 2009, 2010).

Επίσης έχουν γίνει εργασίες για την προέλευση του υλικού των αρχαιολογικών ευρημάτων
από την ανασκαφή του ∆ίου (Παπανικολάου Ε. 2012), για την προέλευση του υλικού
διαφόρων ευρημάτων από το αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης (συσχέτιση με τα λατομεία
«Γυναίκα» και «Πλατυβούνι του Ταϋγέτου) και μιας αρχαίας ρωμαϊκής βίλας που βρίσκεται

31
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

στο Άργος Ορεστικό (Λαρίου, E. 2011 ) , για την προέλευση τα κυκλαδικών ειδωλίων και
αγγείων της ανασκαφής Κέρου-Δασκαλειού (Ταμπακόπουλος Δ., 2013) αλλά και για την
προέλευση των μαρμάρων του Παναγίου τάφου στην οποία ήδη αναφερθήκαμε
(Moropoulou A. et al, 2019).

4. Χρήση των ισοτόπων του Sr στην προέλευση του μαρμάρου.


Η κλασμάτωση των ισοτόπων των στοιχείων που χρησιμοποιούνται στη γεωχημεία
ραδιογενών ισοτόπων, μεταξύ των οποίων και το Sr, είναι περιορισμένη και γενικά μπορεί
να αγνοηθεί (Misra Kula C. 2018 ). Εντούτοις, τα γεωλογικά συστήματα διαφέρουν
επαρκώς στις αναλογίες 87Sr/86Sr ανάλογα με την αρχική τιμή, με αποτέλεσμα το ισοτοπικό
87
σύστημα Sr/86Sr να έχει διάφορες εφαρμογές στην γεωχρονολόγηση πχ.
παλαιοανθρωπολογία, αρχαιολογία (Slovak N.M. and Paytan A. 2011), στην ερμηνεία
διαφόρων ενδογενετικών διεργασιών και μελέτη γένεσης των πυριγενών πετρωμάτων (P
Mitropoulos et al. 1998) και τέλος στη γεωχημεία (πχ. ως ιχνηλάτης της προέλευσης των
υπογείων νερών) αλλα και τη χημική στρωματογραφία και τις λιθοτεκτονικές συσχετίσεις
των ανθρακικών πετρωμάτων (Gärtner C. at al 2011).
Επίσης, έχει ορισμένες εφαρμογές στην αναγνώριση της προέλευσης του μαρμάρου όπου
παρά το ότι οι αναλύσεις είναι χρονοβόρες και έχουν σχετικά αυξημένο κόστος,
παρουσιάζει ειδικά πλεονεκτήματα, επιλύοντας ζητήματα εκεί όπου τα ισότοπα O-C
δεν επαρκούν (Zöldföldi et al. 2008).

32
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Το στρόντιο αποτελεί μείζον συστατικό του θαλασσινού νερού, με συγκέντρωση 8mg / l.


Αυτό, σε συνδυασμό με τις πιθανές διακυμάνσεις της αφθονίας του 87Sr στο γεωλογικό
πεδίο λόγω της συνεισφοράς του ραδιογενετικού 87Sr από την αποσύνθεση του 87Rb,
καθιστά το στοιχείο αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέρον στη θαλάσσια γεωχημεία (marine
geochemistry). Τα ιζηματογενή πετρώματα που αποτελούνται από συσσωρευμένα
ανθρακικά κελύφη μπορούν να χρονολογηθούν και να συσχετιστούν με τη χρήση
μετρήσεων υψηλής ακρίβειας του λόγου 87Sr/86Sr.
Πράγματι, τα ανθρακικά πετρώματα των θαλασσών (marine carbonate rocks) είναι
αποτέλεσμα της συσσώρευσης ανθρακικού ασβεστίου από κελύφη ή σκελετούς που
εκκρίνονται από ζώντες οργανισμούς στο βυθό της θάλασσας. Αυτά τα πετρώματα μπορεί
να έχουν υψηλές συγκεντρώσεις στροντίου, της οποίας η ισοτοπική σύνθεση είναι
χαρακτηριστική αντιστοιχούσα στο θαλασσινό νερό την εποχή αναφοράς της εναπόθεσης
όπου σχηματίστηκαν. Μάλιστα επειδή ο χρόνος παραμονής του στροντίου σε διάλυμα είναι
πολύ περισσότερο από το χρόνο «ανάμειξης» των ωκεανών (περίπου 5 Ma έναντι 1 Ka), η
σύνθεση ισοτόπων της στροντίου στο θαλασσινό νερό θεωρείται ότι είναι ομοιόμορφη σε
παγκόσμια κλίμακα.
Επίσης, το στρόντιο είναι σε θέση να αντικαταστήσει το ασβέστιο λόγω της
συγγενούς ιοντικής του ακτίνας και σθένους (είναι μέλος της ομάδας των αλκαλικών
γαιών του ΠΣ, ομάδα IIA). Κατά συνέπεια είναι στοιχείο που μπορεί να διασκορπιστεί σε
πολλές ορυκτές φάσεις και επίσης εμφανίζεται τόσο στον ασβεστίτη όσο και ειδικότερα
στον αραγωνίτη. Συγκέντρωση στροντίου σε ανθρακικά πετρώματα φτάνει τιμές μέχρι
2000 ppm ή περισσότερο.
Οι γεωχημικές μελέτες ισοτόπων δείχνουν ότι τα ισότοπα Sr δεν κλασματοποιούνται
κατά τη διάρκεια της μεταμόρφωσης, συνεπώς η μέτρηση αυτής της αναλογίας 87Sr/86Sr
στο μάρμαρο θα μπορούσε θεωρητικά να καθορίσει χρονικούς περιορισμούς για το
σχηματισμό του αρχικού ανθρακικού πρωτόλιθου (Zoeldfoeldi J. and Szekely B.,
2009 ).
Πρώτοι οι Herz et al. (1982, 1986,1987) παρατήρησαν ότι τα ισοτοπικά δεδομένα του Sr
θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αναγνώριση του μαρμάρου από διαφορετικές
περιοχές της Μεσογείου και ως εκ τούτου το Sr ήταν κατάλληλο για χρήση μαζί με τις
παραμέτρους που είχαν ήδη δείξει καλά αποτελέσματα (ως αναλογίες ισοτόπων οξυγόνου
και άνθρακα). Από τις εργασίες αυτές, στις οποίες μελετήθηκαν κυρίως τα ελληνικά
μάρμαρα στην Αλυκή Θάσου, στην Πάρο και την Πεντέλη αλλά και τα μάρμαρα Καράρας
ως προς τις τιμές του συστήματος 87Sr/86Sr, εξήχθη το συμπέρασμα τα ανωτέρω μάρμαρα
μπορούν να διακριθούν ικανοποιητικά χρησιμοποιώντας τα ισοτοπικά δεδομένα του Sr
(Hertz, 1987).
Ωστόσο, τα συμπεράσματα του Ν. Herz και των συνεργατών του βασίστηκαν σε λίγα
δεδομένα καθότι, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε μια επαρκής βάση δεδομένων των τιμών
87
Sr/86Sr. Ετσι, τα αρχικά ελπιδοφόρα αποτελέσματα, δεν ακολούθησε ανάλογη αποδοχή
ως προς την χρήση αυτής της τεχνικής όπως είχε γίνει με τους ανάλογους προσδιορισμούς
ισοτόπων οξυγόνου και άνθρακα. Πιθανότατα, το κόστος υλοποίησης της μεθόδου

33
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

εμπόδισε την περαιτέρω ανάπτυξη της μεθόδου μέχρι τις εργασίες των Castorina et al.
(1997) και Pentia et al. (2002, 2003) . Οι πρώτοι μέτρησαν την αναλογία 87Sr/86Sr σε
μεγάλο αριθμό δειγμάτων λατομείων της Μεσογείου (Μαρμαράς, Καράρα, Πάρος,
Πεντελικό, Δολιανά, Νάξο και Αφροδισία) εξάγοντας το συμπέρασμα ότι η χρήση των
ισοτοπικών αναλογιών του Sr αν και δεν είναι καθοριστική ως μέσο διάκρισης των
διαφόρων κλασικών μαρμάρων, εντούτοις θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμη
συμβολή την επίλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων διακρίσεων όταν συνδυάζεται με άλλες
μεθοδολογίες. Οι Pentia et al. (2002, 2003) κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα
παρουσιάζοντας περαιτέρω δεδομένα. Συγκεκριμένα, έδειξαν ότι η αναγνώριση του
μαρμάρου σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως τα μάρμαρα Υμητού Αττικής και Αλυκής
Θάσου) βελτιώθηκε με τη χρήση του συνδυασμού των δεδομένων O-C-Sr (trivariate data)
σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που λαμβάνεται με τη χρήση bivariate data Ο-C. Η
Zoeldfoeldi J. χρησιμοποίησε ανάλογη μεθοδολογία της πολυπαραμετρικής ανάλυσης
(87Sr/86Sr, δ13C and δ18O) με σκοπό την διάκριση ελληνικών και μαρμάρων της
Ανατολίας καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος triwariate επιτρέπει μια καλύτερη
επιλεκτικότητα και μια πολύ πιο ασφαλή αντιστοίχιση της προέλευσης (βλ. και Εικ.16 )

Εικ. 16: Χρήση πολυπαραμετρικής ανάλυσης ισοτοπικών δεδομέων (Trivariate assignment


methods using isotopic signatures 87Sr/86Sr, δ13C and δ18O) για την σύγκριση Ελληνικών
μαρμάρων με μάρμαρα της Ανατολίας (Zöldföldi J, 2011).

34
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Eν συνεχεία, Ιταλοί επιστήμονες (M. Brilli et al, 2005) μελετώντας τα ισότοπα Sr σε


ευρείας προέλευσης μαρμαρικά δείγματα με την τεχνική TIMS (Thermal Ionization Mass
Spectrometry), διαμόρφωσαν την πρώτη αξιόλογη βάση ισοτοπικών δεδομένων
του Sr για λατομικούς χώρους μαρμάρου της Ελλάδος (Πάρος, Νάξος, Πεντέλη, Υμηττός,
Θάσος ) και ορισμένων της Μικράς Ασίας και της Ιταλίας (Καράρα), βλ. διάγραμμα box
whiskers, Εικ. 17. Οι αναλογίες αυτές περιλαμβάνουν 11 κλασσικές τοποθεσίες λατομείων
της Αν. Μεσογείου και τοι τιμές των ισοτοπικων δεδομένων για το Sr κυμαίνονται από
0,7071 έως 0,7092. Η εργασία αυτή πέραν της βάσης δεδομένων επιβεβαιώνει ότι το
σύστημα ισοτόπων στροντίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στον προσδιορισμό της
προέλευσης του μαρμάρου, μαζί με πετρογραφικές και γεωχημικές μεθόδους.

87
Εικ. 17 Διαγράμματα Box and whiskers των ισοτοπικών αναλογιών Sr/86Sr για διάφορες
προελεύσεις μαρμάρων της Αν. Μεσογείου (M. Brilli et al 2005).

Αλλοι ερευνητές θεωρούν ότι οι μέθοδοι χρήσης ισοτόπτων Sr προσφέρουν τελικά


μικρότερες δυνατότητες διαχωρισμού από άλλες τεχνικές που είναι και λιγότερο
χρονοβόρες και δαπανηρές όπως των σταθερών ισοτόπων άνθρακα και οξυγόνου με s-
IRMS. Ωστόσο, παραμένει η θετική εικόνα της χρήσης των ισοτόπων του Sr ότι δηλ.
μπορούν να συμβάλουν ως έναν βαθμό σε εφαρμογές ειδικού ενδιαφέροντος, όπου
αυτό απαιτείται. (Ταμπακόπουλος, Δ. 2013)
Ενδιαφέρουσα τέλος είναι η θεώρηση των J. Zoeldfoeldi et al (2009) για το ζήτημα
συνδυαστικής χρήσης των ισοτόπων Sr (μαζί με C και O) στην προέλευση του
μαρμάρου. Οι ανωτέρω έχουν εκπονήσει σημαντικές εργασίες που αφορούν την
αναγνώριση μαρμάρων και διακοσμητικών λίθων τόσο από την Ηπειρωτική και Νησιωτική
35
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

ελλάδα (Υμηττός, Πάρος, Πάρος-Λυχνίτης, Νάξος, Θάσος, Πεντελικόν) όσο και από την
περιοχή της Μικράς Ασίας (Afyon, Αφροδισιαδα, Μαρμαράς , Τροία) αλλά και γενικότερα
στη Μεσόγειο (Καράρα , Ιταλία), Viana do Alentejo, Vilavicosa, (Πορτογαλία) και Las
Cabreras, Los Covachos και Macael (Ισπανία), χρησιμοποιώντας μάλιστα και τα ισότοπα
στροντίου (Zöldföldi, J. & Satir, M. 2003, Ζöldföldi, J. & Székely, B. 2003, Zoeldfoeldi J,
2011).
Τα αποτελέσματα, αναφορικά με τα ισότοπα του Sr, δίνονται στο παρακάτω διάγραμμα της
Εικ. 18 όπου συγκρίνονται τα ελληνικά μάρμαρα με τα αντίστοιχα για τα μάρμαρα της
Ανατολίας ( Zoeldfoeldi J. 2011) .

Εικ. 18. Σύγκριση των ελληνικών μαρμάρων με τα μάρμαρα της Ανατολίας αναφορικά με
το ισοτοπικό σύστημα 87Sr/68Sr συμπεριλαμβάνοντας δεδομένα από Brilli et al. 2005;
Castorina et al. 1997; Pentia et al. 2003. (Zoeldfoeldi J. ,2011)
Συμφωνα με τους ερευνητές αυτούς κάθε μεταβλητή ισοτόπων Ο, C, Sr καθορίζεται από
διάφορους φυσικούς παράγοντες με καθέναν από αυτούς να έχει διαφορετική απόκριση
στο μεταγενέστερο γεωλογικό ιστορικό της γένεσης του μαρμάρου. Πράγματι, μετά
τον σχηματισμό του αρχικού ανθρακικού πρωτόλιθου, όπως έχει αναφερθεί, ο κύριος
καθοριστής για τις ισοτοπικές αναλογίες οξυγόνου δ18Ο είναι οι μεταβαλλόμενες
θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του μεταμορφισμού (πχ. αυξημένες τιμές δ18Ο
υποδεικνύουν την μετάβαση σε χαμηλότερες θερμοκρασίες) και την μετέπειτα
ατμοσφαιρική διάβρωση. Επίσης οι τιμές της ισοτοπικής αναλογίας δ13C εξαρτώνται και
αντιστοιχούν στην συσχέτιση μεταξύ οργανικών και ανόργανων συστατικών στην
αρχική σύνθεση (πχ. αυξημένες τιμές δ13C γενικά υποδεικνύουν αυξημένη βιοσυνθετική
παραγωγικότητα των οργανισμών) ενώ οι τιμές του στροντίου αντικατοπτρίζουν σε
μεγάλο βαθμό τη σύνθεση του θαλασσινού νερού κατά τον γεωλογικό χρόνο της

36
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

απόθεσης (βλ. εικ.). Αρα, από τη


γνώση του κάθε ισοτοπικού
συστήματος μπορούν να εξαχθούν
αλλησυμπληρούμενες πληροφορίες
και συμπεράσματα (J. Zoeldfoeldi
and B. Szekely, 2009) .
To τελικό συμπέρασμα είναι ότι
δεν αρκεί σε κάθε περίπτωση μόνο η
ισοτοπική συσχέτιση C, O αλλά
απαιτείται ο συνδυασμός και με άλλα
ισοτοπικά δεδομένα (πχ. Sr) κι ακόμη η επέκταση της βάσης δεδομένων δειγμάτων και με
νέες περιοχές καλύπτοντας και επιπλέον χρονικές περιόδους. Ως προς τις μεθόδους
απαιτείται επίσης η συνδυαστική τους χρήση (μη επεμβατικών όπως οπτική μικροσκοπία
και μέτρηση του Maximum Grain Size-MGS) και επεμβατικών (όπως εκείνη των ισοτόπων
και η EPR) με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή αξιοπιστία της συνολικής μεθόδου
αναγνώρισης.

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ANAΦΟΡΕΣ (References)

Asgari N., Matthews K.J. (1995). The stable isotope analysis of marble from Proconnesus.
In «The study of marble and other stones used in antiquity», Y.Maniatis, N.Herz,
Y. Basiakos (eds), London, 123-129.
Attanasio, D., Brilli, M. , Ogle, N. (2006): The Isotopic Signature of Classical Marbles;
L’Erma di Bretschneider, Roma 336 pp.
Attanasio D., Bruno M., Yavuz A.B. and Elçi E. (2008). Aphrodisias and the newly
discovered quarries at Göktepe. In Smith R. and LenaghanJ.L. (eds), Roman
Portraits from Aphrodisias: 217–27. Istanbul, Yapı Kredi.
Attanasio, D.; Bruno, M.; Yavuz, A.B. (2009). Quarries in the region of Aphrodias: The
black and white marbles of Göktepe (Mugla, Turkey). J. Roman Archaeol. 2009,
22, 312–348.
Attanasio D., Bruno M., Prochaska W (2019). The Marble of Roman Portraits. Sonderdruck
seite, Deutsches Archailogical Institute, pp. 167-277.
Βάκουλης Θ.Χ. (2000). Λατομεία μαρμάρου στην αρχαία Μακεδονία και προσδιορισμός
προέλευσης μαρμάρινων έργων. Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας. Φιλοσοφική Σχολή. ΑΠΘ. 256σ.
Brilli M, Cavazzini G. and Turi B (2005). New data of 87Sr/86Sr ratio in classical marble: ...
determination, Journal of Archaeological Science, 32 (2005), 1543–1551.

37
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Bruno M., Lazzarini L., Soligo M., Turi B and Varti-Matarangas M. (2000). The ancient
quarry at Karavos (Paros) and the characterization of its marble. In «Paria Lithos:
Parian quarries, marble and workshops of sculpture», D.U. Schilardi, D.
Katsonopoulou (eds.), Athens, 95-103.
Bruno, M., and P. Pallante (2002), 'The "Lapis Taenarius" quarries of Cape Tainaron', in L.
Lazzarini (ed.), Interdisciplinary Studies on Ancient Stone - ASMOSIA VI,
Proceedings of the Sixth International Conference of Association for the Study of
Marble and Other Stones in Antiquity, Venice, June 15-18, 2000 , pp.163-176.
Bruno M., Pensabene P., Conti L., Turi B., Lazzarini L (2002), “White marble quarries and
architectural marbles of Cape Tainaron, Greece”, in J.J. Herrmann Jr., N. Herz, R.
Newman (eds.), Asmosia V. Interdisciplinary Studies on Ancient Stone, London,
Archetype Publications, p. 36-46.

Bruno M. Attanasio D., Prochaska W, Yavuz, A.B. (2012). An update on the use and
distribution of white and black Göktepe marbles from the first century AD to late
antiquity. in Conference: Interdisciplinary Studies on Ancient Stone ASMOSIA X
Proceedings of the Tenth International Conference of ASMOSIA Association for the
Study of Marble & Other Stones in Antiquity Rome, 21-26 May 2012.
https://goo.gl/ixHeff.
Bruno M. Attanasio D., Prochaska W, Yavuz, A.B. (2013). “Hadrian's Villa and the Use of
the Aphrodisian marbles from the Göktepe quarries” In: Thorsten Opper (Editor)
“Hadrian: Arts, Politics and Economy” Chapter 8. The British Museum, pp. 103-
112.
Capedri, S., Giampiero, V., and Photiades, A. (2004). Accessory minerals and δ18Ο and
δ13C of marbles from the Mediterranean area. Journal of Cultural Heritage, vol. 5,
no 1, 27-47.
Castorina F. , Preite Martinez M., & Turi B. (1997). Provenance determination of classical
marbles by the combined use of oxygen, carbon, and strontium isotopes: a
preliminary study, Sci. Technol.Cultural Heritage 6, 145-150.
Coleman, M., and Walker, S. (1979). Stable isotope identification of Greek and Turkish
marbles. Archaeometry, 21, 107-112.
Cooper F. 1981. A source of ancient marble in the Southern Peloponnesos, AJA 85,
1981,190-191.
Cooper F. 1986: The Stones of Bassai, στο: R. E. Jones – H. W. Catling (επιμ.), Science
inArchaeology, Proceedings of a Meeting held at the British School at Athens,
January 1985, London1986, 21-33.
Cooper F. 1996: F. A. Cooper, The Temple of Apollo Bassitas, Vol. I: The Architecture,
Princeton 1996.
Craig H., and Craig V. (1972). Greek marbles: Determination of provenance by isotopic
analyses, Science 176, 401-403.
38
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Dworakowska A. (1962): Wydobywanie kamienia w starożytnej Grecji – technika pracy i


jej problemy. Quarrying in ancient Greece – techniques and problems. Archeologia,
XIII: 8–53 (in Polish).
Dworakowska A. (1975): Quarries in Ancient Greece. Biblioteca Antiqua, 14. Polish
Academy of Sciences, Warsaw.
Dworakowska A. (1983): Quarries in the Roman Provinces. Biblioteca Antiqua, 16. Polish
Academy of Sciences, Warsaw
Goette H.R., Polikreti K., Vakoulis T. and Maniatis Y. (1999). Investigation of the bluegray
marble of Pentelikon and the equivalent Hymettian: possible used in antiquity. In
«Archeomateriaux, marbres et autres roches», M.Schvoerer (ed.), Bordeaux, 83-
90.
Cordischi D., Monna D. and Segre A. L. (1983). "ESR analysis of marble samples from
Meditterranean quarries of archaeological interest", Archaeometry, 25, 68-76.
Gorgoni, C., Kokkinakis I, Lazzarini, L., Mariothini M. (1992): Geochemical and
petrographic characterization of “Rosso Antico” and other white-grey marbles of
Mani (Greece), στο: Ν. Waelkens – N. Herz – L. Moens (επιμ.), Ancient Stones:
Quarrying, Trade, Provenance, Acta Archaeologica Lovaniensia 4, Leuven 1992,
155-165.
Gorgoni, C., Lazzarini, L., Pallante, P., Turi, B (2002): An updated and detailed
mineropetrographic and C-O stable isotopic reference database for the main
Mediterranean marbles used inantiquity. In: ”, in J.J. Herrmann Jr., N. Herz, R.
Newman (eds.), Asmosia V. Interdisciplinary Studies on Ancient Stone, London,
Archetype Publications, p.110-131.
Gorgoni C, Lazzarini L.,Pallante P. (2002). New archaeometric data on Rosso Antico and
other red marbles used in antiquity, στο: Lazzarini 2002, 199-206.
Gärtner, C.; Bröcker, M.; Strauss, H.; Farber, K. Gärtner et al. (2011). Strontium-, carbon-
and oxygen-isotope compositions of marbles from the Cycladic blueschist belt,
Greece Geol. Mag. 148 (4), 2011, pp. 511–528.
Hadjidakis, P., Matarangas D. and Varti-matarangas M. (2003). Ancient quarries in Delos,
Greece, Proceedings of the 7th International Conference of ASMOSIA Thassos 15-
20 september, 2003, 273-288.
Herz N., Mose D.G., Wenner D.B. (1982). 87Sr/86Sr ratios: a possible discriminant for
classical marble provenance, Geological Society of America, Abstracts with
Program 514.
Herz, N., D.G. Mose, D. Wenner and F. Cooper (1983). “Sr, O, and C Isotopic Studies of
Classical Marble Sources and the Bassai Temple in the Peloponnesus.”
Abstracts.Symposium on Archaeometry. Naples. 62-3.
Herz N.
Archaeological Geology, Yale Univ. Press, New Haven, United States, 331-351.
39
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Herz N., N.E. Dean (1986), Stable isotopes and archaeological geology: the Carrara
marble, northern Italy, Applied Geochemistry, 1, 139-151.
Herz N. (1987). Carbon and oxygen isotopic ratios: A data base for classical Greek and
Roman marble, Archaeometry 29, 35-43.
Herz N. (1987). Classical marble quarries of Thasos. In «Antike edel-und
Buntmetallgewinnung auf Thasos», Bochum, 232-240.
Herz N. (2000). The classical marble quarries of Paros: Paros I, II and III. In «Paria
Lithos: Parian quarries, marble and workshops of sculpture», D.U.Schilardi,
D.Katsonopoulou (eds.), Athens, 27-32.
Karambinis, Μ, Lazzarini L. (2012). The Roman marble quarries of Aliko Bay and of the
islets of Rinia and Koulouri (Skyros, ASMOSIA X, Rome, 21-26 May 2012. P.
PENSABENE, E. GASPARINI (eds.) pp. 791-805.
Koller K., Depaepe P. and Moens L. (2003). The Ephesian marble quarries. Topography,
analysis, conclusions. In ASMOSIA VII, «Interdisciplinary studies on ancient
stone», Y. Maniatis (ed.), Thasos, 2003.
Κοκκορού-Αλευρά Γεωργία, Πουπάκη Ειρήνη, Ευσταθόπουλος Αλέξης (2010). Αρχαία
ελληνικά λατομεία , Αθήνα 2010, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, σελ.
84, ISBN 978-960-244-145-9.
Lapuente P., Nogales T., León P., Royo H. and Preite-Martinez M. (2012). Black Sculptural
materials from Villa Adriana: study of provenance, Conference: Interdisciplinary
Studies on Ancient Stone. IX ASMOSIA ConferenceA t: Tarragona, ICAC,
Documenta 23, 376-383. Volume: Anna Gutiérrez-Garcia, M. Pilar Lapuente &
Isabel Rodà (eds.) https://goo.gl/5eiK2B
Λαρίου, E. (2011). Προσδιορισμός της προέλευσης του μαρμάρου αρχαίων μνημείων με
φυσικές μεθόδους, διπλωματική εργασία, ΕΜΠ 2011. Σελ.96.
Lazzarini, L., Pensabene, P., Turi, B. (1995). Isotopic and petrographic characterization of
Marmor Lesbium, Iasland of Lesbos, Greece, Asmosia IV, in Schvoerer M. (ed.),
Archιomatιriaux: marbres et autres roches, 125-129.
Lazzarini L. and Cancelliere S. (2000). Characterisation of the white marble of two
unpublished ancient Roman quarries on the Islands of Fourni and Skyros (Greece).
Per. Mineral., 69, 1, 49-62.
Lazzarini L. and Antonelli F. (2003). Petrographic and isotopic characterization of the marble
of the island of Tinos (Greece), Archaeometry 45, 541-552.
Lazzarini L. (2004). Archaeometric aspects of white and coloured marbles used in antiquity:
the state of art. Reriodico de Mineralogia, 73, 113-125.
Lazzarini L. (2007) Poikiloi Litoi, Versiculores Maculae, I marmi colorati della Grecia antica,
Pisa-Roma.
Lazzarini, L. (2010). Three Important Coloured Stones of Ancient Greece: History of Use,
Distribution, Quarries, Archaeometry, Deterioration. Laboratorio di Analisi dei

40
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Materiali Antichi, Università IUAV di Venezia,. Venezia (Italia),


https://goo.gl/sjoDM4
Lazzarini, L. Malacrino, C (2010). The white marble of Kos, its quarries and archaeometric
characterization. MARMORA, Volume 6, 2010. pp. 57-70. DOI: 10.1400/171746.
Lazzarini, L. (2013). A first characterization of a new bigio antico marble from a hitherto
unknown ancient quarry at Aghios Petros (Tripolis–Peloponnesus), in Exempli
gratiae: Sagalassos, Mark Waelkens and interdisciplinary archaeology (ed. J.
Poblome), 141–52, Leuven University Press, Leuven.
Lepsius, R. (1890): Griechische Marmorstudien, Abhandlungen Königl. Akademie der
Wissenschaften, Phil.-Hist. Kl, Berlin, 135 pp.
Manfra, L., Masi, U. & Turi, B. ( 1975). Carbon and oxygen isotope rations of marbles from
ancient quarries of western Anatolia and their archaeological significance.
Archaeometry, 17, 215-221.
Maniatis Υ., Polikreti Κ. (2000). "The Characterisation and Discrimination of Parian Marble
in the Aegean Region", in "PARIA LITHOS", D.U. Schilardi and D. Katsonopoulou
st
eds, Proceedings of 1 International Conference on the Archaeology of Paros and
the Cyclades, Paros 2-5 October 1997, 575-584, Athens (2000).
Μανιάτης I. και Πολυκρέτη Κ (2002) "Λευκά Μάρμαρα στην Αρχαιότητα: Η Προέλευσή
τους με Χρήση Φυσικοχημικών Μεθόδων", Διεπιστημονική Ημερίδα “O Δομικός
Λίθος στα Μνημεία”, Αθήνα 9 Νοεμβρίου, 2001, επιμέλεια Μ. Βαρτή-Ματαράγκα
και Γ. Κατσίκης, Εκδόσεις ΙΓΜΕ, 119-131.
Μανιάτης I. (2004). Το μάρμαρο σαν υλικό για την λατρεια, την τέχνη και την
αρχιτεκτονική: απο την προϊστορική Ελλαδα ως την συγχρονη Δυση. Εργαστήριο
Αρχαιομετρίας, Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». Πρακτικά
Συνεδρίου: “H επίδραση του Ολυμπιακού Πνεύματος στην ανθρώπινη πρόοδο”,
Ινστιτούτο Διεθνούς Συνεργασίας Ελλήνων Επιστημόνων, 5-7 Δεκεμβρίου 2003,
Θεσσαλονίκη, 232-249, (2004).
Mandi V., Maniatis Y., Bassiakos, Y. and Kilikoglou, V., 1992, Provenance investigation of
marbles with ESR spectroscopy: Further developments, Acta archaeologica
Lovaniensia Monographiae, 4, 213-222.
Μαντή Β., 1993, "Χαρακτηρισμός Μαρμάρων με Φασματοσκοπία ESR και Νετρονική
Eνεργοποίηση", Διδακτορική Διατριβή, Χημικό Τμήμα, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Matthews K. J. 1993, “The sculptured frieze from the temple of Apollo Epikourios at
Bassae. Appendix III”, in O. Palagia, W. Coulson (eds.), Sculpture from Arcadia
and Laconia, Oxford, Oxbow Books, p. 72-75.

Mrozek-Wysocka, M. (2014). Ancient marbles: Provenance determination by


archaeometric study. In Geoscience in Archaeometry. Methods and Case Studies;
Michalska, D., Szczepaniak, M., Eds.; Wydawnictwo Naukowe Bogucki: Pozna ´n,
Poland, 2014; pp. 99–122.

41
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Μέλφος Β. (2015). «Αρχαία λατομεία μαρμάρου στην Μακεδονία: ορυκτολογική,


πετρογραφική και ισοτοπική (C,O) μελέτη». Proceedings of the 10th International
Congress of the Hellenic Geographical Society 22-24 October 2014, Thessaloniki,
Greece.
Melfos V. (2004). “Mineralogical and stable isotopic study of ancient white marble quarries
in Larissa, Thessaly, Greece” Bull Geol Soc Greece XXXVI/3, 1164-1172.
Melfos V., Magganas A., Voudouris P. and Kati M. (2009). The Mesozoic Larissa
ophicalcite-serpentinite association in Eastern Thessaly, Greece: Mineralogical,
geochemical and isotopic constraints for rocksformed in an Ocean-Continent
Transition setting. Geophysical Research Abstracts, EGU General Assembly 2009,
vol. 11, EGU2009-10797-2.
Melfos V., P Voudouris, P., Papadopoulou L, Sdrolia, S, Helly, B.(2010). Mineralogical,
petrographic and stable isotopic study of ancient white marble quarries in
Thessaly, Greece - II. Chasanbali, Tempi, Atrax, Tisaion Mountain. Proceedings of
the 12th International Congress,Patras, May, 2010.
Mitropoulos P. , Tarney J, Stouraiti C., Notsu K., Arakawa Y. (1998). Sr isotopic variations
along the Aegean Arc: constraints on magma genesis on the basis of new Sr
isotopic data. Bull Geol Soc Greece 32, 225-230
Misra, Kula C. (2018). Εισαγωγή στη γεωχημεία : αρχές και εφαρμογές / Kula C. Misra ;
επιστημονική επιμέλεια Αριάδνη Αργυράκη, Χριστίνα Στουραΐτη, 553σ. Eκδόσεις
Πεδίο Α.Ε. ISBN: 978-960-546-732-6
Moens L., Roos P., De Rudder J., De Paepe P., Van Hende J., Waelkens M., Scientific
provenance determination of ancient white marble sculptures, using petrographic,
chemical and isotopic data, in: Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient
Sculpture, The J. Paul Getty Museum, Malibu (1990) 111-125.
Moens, L., De Paepe, P. and Waelkens, M., 1992, Multidisciplinary research and inter-
laboratory cooperation: keys to a successful provenance determination of white
marble, Acta Archaeologica Lovanensia Monographiae, 4.
Moltesen M., Herz N., Moon J. (1992): The Lepsius Marbles. In: M. Waelkens, N. Herz, L.
Moens (eds.), Ancient stones: quarrying, trade and provenance. Acta
Archaeologica Lovaniensia Monographie, 4, Leuven University Press, Leuven: 277–
281
Moropoulou A., Delegou E., Apostolopoulou M., Kolaiti A., Papatrechas C. Economou
G. Mavrogonatos C. (2019). The White Marbles of the Tomb of Christ in
Jerusalem: Characterization and Provenance Sustainability 11 (9), 2495.
Ορλάνδος, Α. (1955-58). Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής
αυτών, Αρχαιολογική Εταιρεία, Β΄ έκδοση 1994.
Palagia Ο, Pike S, (2009): The marble of the Bassai frieze, In P. Jockey (ed.), ASMOSIA
VIII (Paris 2009) pp. 255-271.

42
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Παπαγεωργάκης, Ι. (1966) : Τα εις την μαρμαρικήν τέχνην χρήσιμα πετρώματα της


Ελλάδος, Διατριβή επί υφηγεσία. Αθήνα.
Παπανικολάου Ελένη (2012). Αρχαιομετρική μελέτη λίθινων αρχαιολογικών μνημείων από
το Δίον Πιερίας , Διπλωματική Εργασία ΑΠΘ, GRI-2012-7800
Pentia, M., Herz, N. & Turi, B. (2002). Provenance determination of classical marbles: a
statistical test based on 87Sr/86Sr, 18O/16O and 13C/12C isotopic ratios. In:
LAZZARINI, L. (ed.) Interdisciplinary studies on ancient stone. Padova: Bottega
d`Erasmo. 219-226.
Pike S. (1999). Preliminary results of a systematic study of Mount Pentelikon, Attica,
Greece. In «Archeomateriaux, marbres et autres roches», M. Schvoerer (ed.),
Bordeaux, 165-170.
Polikreti K. and Maniatis Y (2001). “A new methodology for marble provenance
investigation based on EPR spectroscopy” Archaeometry 43, 1-21.
Pollini., J., Herz. N., Polikreti, K. and Maniatis, Y., 1998, “Parian lychnites and the Prima
Porta statue: new scientific tests and the symbolic value of the marble”, Journal of
Roman Archaeology, 11, 275-284
Rybach, L. & Nissen, H. U. 1965. Neutron activation of Mn and Na traces in marbles
worked by the ancient Greeks. Radiochemical methods of analysis, 1, 105-117.
Slovak N.M. and Paytan A. (2011). Applications of Sr Isotopes in Archaeology, In :
Baskaran (ed.), Handbook of Environmental Isotope Geochemistry, Advances in
Isotope Geochemistry , Springer-Verlag Berlin Heidelberg 2011.
Ταμπακόπουλος, Δ. (2013). Ανάπτυξη συνδυαστικής μεθοδολογίας με επεμβατικές και μη-
επεμβατικές μεθόδους για τη διερεύνηση της προέλευσης του μαρμάρου στην
αρχαιότητα. Διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ.
URL: https://www.openarchives.gr/aggregator-openarchives/edm/phdtheses/000040-
10442_43117
Tzeferis P. G. (2017). A historic dilemma a on the Furietti Centaurs' structural marbles:
bigio morato from Göktepe (Turkey) or black marble (nero antico) from cape
Taenaron(Greece)?, https://goo.gl/3UVrL5

Van der Merwen, N.J., Tykot, H., Hermann, J., Newman, R.(1995). Isotopic source
determination of Greek and Roman marble sculpture in the Museum of Fine Arts,
Boston: Recent Analyses, ASMOSIA IV, 177-184.
Zöldföldi J. & Satir, M. (2003): Provenance of white marble building stones in the
monumentsof the ancient Troia. In: G.A. Wagner, E. Pernicka & H.P. Uerpmann
(eds.): Troia and the Troad, Springer, Berlin, 203-223.
Zöldföldi, J. & Székely, B. (2003). A case study of combining quantitative fabric analysis
(QFA) and fractal analysis (FA) on white marbles with conventional analytical
techniques for provenance analysis. In:R. Snethlage & J. Meinhardt-Degen (eds.),

43
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles

Proceedings of the 13th Workshop of EU 496 EUROMARBLE, Bavarian State


Department of Historical Monuments Munich, 141-149.
Zöldföldi, J. and B. Szekely (2009). Carbon, oxygen and strontium isotopic systematics of
Mediterranean white marbles used in the Antiquity) Geophysical Research
Abstracts, Vol. 11, EGU2009-1081-1, 2009
Zöldföldi, J. (2011). «5000 Years Marble History in Troia and the Troad.
Petroarchaeological Study on the Provenance of White Marbles in West Anatolia –
PHd Dissertation, Tübingen , 2012.

44

You might also like