Professional Documents
Culture Documents
ΧΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (PROVENANCE) ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ H MΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ (STABLE ISOTOPE ANALYSIS)P. G. Tzeferis. H MΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ , EΚΠΑ, 2019-2020020.
ΧΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (PROVENANCE) ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ H MΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ (STABLE ISOTOPE ANALYSIS)P. G. Tzeferis. H MΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΙΣΟΤΟΠΩΝ , EΚΠΑ, 2019-2020020.
Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
1
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
2
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Isotopic fields of the main ancient quarrying sites (modified from Gorgoni et al. 2002)
Περιεχόμενα
1.Εισαγωγή.............................................................................................. σελ. 02
2 Η αναγνώριση του μαρμάρου……………………………………………………………… σελ. 06
3. Η μέθοδος της Ανάλυσης Σταθερών Ισοτόπων C και O………………………… σελ. 14
4 Χρήση των ισοτόπων του Sr………………………………………………..……………… σελ. 32
5 Βιβλιογραφικές αναφορές…………………………………………………………………… σελ. 37
1 Εισαγωγή.
Η αναζήτηση της προέλευσης των «αρχαίων» μαρμάρινων τεχνουργημάτων αποτελεί
βασική ερευνητική δραστηριότητα για τους αρχαιολόγους, τους ιστορικούς, τους
γεωεπιστήμονες και γενικότερα την επιστημονική κοινότητα, απαντώντας σε ζητήματα
που εστίασαν πρωταρχικά στην εξακρίβωση της γνησιότητας των έργων και στη συνέχεια
στην διαπίστωση της περιοχής προέλευσής τους.
Η άποψη ότι όλα τα μνημεία όπου κι αν εκτίθενται και από οποιοδήποτε υλικό κι αν
κατασκευάστηκαν, αποτελούν μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομάς, δεν
αναιρεί την επιστημονική και ιστορική αξία (αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές
προεκτάσεις) της πληροφορίας που αφορά την προέλευση. Τόσο για την αποκατάσταση
της ιστορικής αλήθειας όσο και ως συμβολή στην ιστορία της τέχνης. Επιπλέον, η γνώση
αυτή μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την διακίνηση του μαρμάρου, τα εμπορικά
δίκτυα και την συμβολή στην οικονομία του τόπου προέλευσης, την τέχνη, τα κοινωνικά
πρότυπα και γενικότερα την πολιτιστική κουλτούρα του κάθε τόπου. Τέλος, η υπόδειξη του
αρχαίου λατομείου από το οποίο έχει προέλθει το μάρμαρο θεωρείται χρήσιμη για τις
εργασίες αποκατάστασης, συντήρησης ή αναστύλωσης των μνημείων ώστε η τυχόν
προσθήκη υλικών να προέρχεται από την ίδια πηγή με στόχο τη διατήρηση της υλικής
υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους.
Κατά την άποψή μας, η ταυτοποίηση της χρήσης των ελληνικών μαρμάρων και λίθων στον
αρχαίο κόσμο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας.
Όχι μόνο των λευκών (Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου κλπ) που κυριάρχησαν κατά την
αρχαιότητα αλλά και πολλών εγχρώμων (κόκκινα, πράσινα, γκρίζα, µαύρα, πολύχρωμα
κ.α.), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην κατασκευή και διακόσμηση οικοδομημάτων
και έργων τέχνης της προχριστιανικής, Ρωμαϊκής αλλά και της Βυζαντινής και
μεταβυζαντινής περιόδου. Ο πρασινωπός «κροκεάτης λίθος» (Lapis lacedaemonius ή
porfido verde antico), το κοκκινωπό (Rosso) και μαύρο (Nero) μάρμαρο του Ταινάρου και
της Μάνης, ο «πράσινος Θεσσαλικός λίθος» (οφειτοασβεστίτης Χασάμπαλης ή Lapis
Thessalium), το μάρμαρο Καρύστου (Marmo caristium ή «Καρυστία λίθος») και το πράσινο
μάρμαρο Cipollino verde antico της νοτίου Εύβοιας, το μαύρο μάρμαρο της Χίου (Marmor
chium ή και Bigio antico), το πολύχρωμο Σκυριανό (marmor scyreticum), το μάρμαρο της
3
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Ερέτριας (marmor chalcidicum) και το μάρμαρο verde antico της Τήνου, ήταν από τα
γνωστότερα μάρμαρα στην αρχαιότητα (βλ. Πίνακες 1 και 2 με τις ενδεικτικές περιοχές
αρχαίων λατομείων στην Ελλάδα-Μκρά Ασία).
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Αφροδίτη της Μήλου και ο Ερμής του Πραξιτέλη έχουν
πλαστεί από Παριανό μάρμαρο, τον περίφηµο «λυχνίτη». Κι ακόμη η Νίκη της Σαμοθράκης,
η Νίκη του Παιωνίου και οι Καρυάτιδες. Ούτε ότι τα αγάλματα του Δαβίδ και της Πιετά
προέρχονται από Ιταλικό μάρμαρο Καράρας. Και ότι τόσο στο Κολοσσαίο όσο και στο
σύγχρονο μουσείο Getty στο Los Angeles, έχει χρησιμοποιηθεί ο ίδιος ιστορικός
τραβερτίνης (romano clasico) από το Tivoli της Ρώμης.
Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αναγνώριση της προέλευσης δεν είναι προφανής.
Για παράδειγμα, για το άγαλμα του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, της Prima Porta,
το οποίο κοσµεί το μουσείο του Βατικανού, χρειάστηκε να εφαρμοστούν σύγχρονες ειδικές
μέθοδοι (αρχαιομετρικές, φασματοσκοπικές, ισοτόπων C-O κλπ.) για να αποδειχτεί τελικά
ότι και γι’ αυτό οι Ρωμαίοι προτίμησαν το Παριανό μάρμαρο και όχι εκείνο της Καράρα στο
οποίο είχαν ενδεχομένως ευκολότερη πρόσβαση (Μανιάτης I. , 2004), βλ. και παρακάτω.
Γενικότερα, για τα αγάλματα της ρωμαϊκής περιόδου που βρίσκονται στα Ιταλικά κυρίως
μουσεία (Καπιτώλιο, Βατικανό κ.α) υφίσταται αμφισβήτηση ως προς την προέλευση του
μαρμάρου, μιας και δεν έχει υπάρξει ακόμη συστηματική επιστημονική ταυτοποίηση.
4
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
5
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
6
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Για παράδειγμα, το ναξιακό μάρμαρο διακρίνεται για τους μεγάλους κόκκους του (0,5-1
εκ.) που σε μια τομή δίνουν την όψη χοντρού αλατιού. Το παριανό μάρμαρο είναι
μεσόκοκκο και πολύ διαυγές ενώ το πεντελικό μάρμαρο έχει μικρούς, ομοιογενείς και
συμπαγείς κόκκους. Μάλιστα σε ορισμένες θέσεις γίνεται ερυθρωπό λόγω προσμίξεων με
οξείδια του σιδήρου.
Tο Θασιακό μάρμαρο είναι επίσης μεσόκκοκο προς χονδρόκοκο και μοιάζει με το ναξιακό,
παρά το γεγονός ότι είναι δολομικό και συνεπώς έχει διαφορετική ορυκτολογική σύσταση.
Αντίστοιχα σχετικώς χονδρόκοκκο είναι και εκείνο της Προκοννήσου με χαρακτηριστικές
γκρίζες ραβδώσεις ενώ το μάρμαρο του Υμητού είναι υποκύανο, λεπτο-κοκκώδες με λευκές
φλέβες. Το λευκό της Λακωνίας είναι αδροκρυσταλλικό και έχει την χαρακτηριστική υφή
της πέρλας. Τέλος το χονδρόκοκο μάρμαρο της Κω το οποιο έχει χρησιμοποιηθεί σε
εκατοντάδες ανάγλυφους βωμoύς που παλιότερα συγχέονταν με παρόμοοια μνημεία της
Ρόδου, αναγνωρίζεται σχετικά εύκολα κυρίως από την αδροκρυσταλλική κοκκομετρία του
και αυτό μάλιστα αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξη και λειτουργία εργαστηρίων γλυπτικής
και σχολή λιθοξοϊκής στο νησί (Κοκκορού-Αλευρά Γ. et al 2010). Για το μέγεθος των
κόκκων βλ. και το επικαιροποιημένο διάγραμμα (MGS box bars, F.Antonelli και L.Lazzarini,
2015)
Εικ. 2. Διάστρωση (layer) στο μάρμαρο Rosso Antico όρους Σαγιά Μάνης Φωτ. Π.
Τζεφέρης, 2019.
7
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ.3. Αδροκρυσταλλικό λευκό μάρμαρο Διρού Μάνης με την χαρακτηριστική υφή της
πέρλας, Φωτ. Π. Τζεφέρης, 2019.
Ορισμένες από τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι τόσο χαρακτηριστικές που –σε
συνδυασμό με την σπανιότητα ή μοναδικότητα ορισμένων από τα μάρμαρα- επέτρεψαν
την ορθή ταυτοποίησή τους σε διάφορα έργα τέχνης χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση και
χωρίς να απαιτηθεί περαιτέρω επιστημονική έρευνα. Εντούτοις, η διάκριση με γυμνό
οφθαλμό δεν είναι σε κάθε περίπτωση ούτε εύκολη ούτε ασφαλής. Στην πράξη,
στις περισσότερες περιπτώσεις, όλες αυτές οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες που
αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μας αρκούν για να διακρίνουμε τα αρχαία μάρμαρα, ειδικά τα
λευκά, και να οδηγηθούμε σε ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.
8
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Μουσείο της Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ορισμένα αρχαία ελληνικά
κτίρια, τα οποία συγκρίθηκαν με "υποδείγματα" μαρμάρου από λατομεία που
συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων ταξιδιών του στην Ελλάδα, την Τουρκία
και την Ιταλία. Πολλά από τα αρχικά αποτελέσματά του αποδείχθηκαν ανακριβή (Moltesen
et al., 1992) ακριβώς λόγω της λανθασμένης (ή του περιορισμένου αριθμού) επιλογής
λατομείων από τον Lepsius. Παρά τα ζητήματα αυτά, η εργασία διατηρεί και σήμερα την
αξία της και την συμβολή της στην προώθηση του ενδιαφέροντος για τα αρχαία ελληνικά
μάρμαρα.
Στη δεκαετία του 1950 ο Ορλάνδος πραγματεύεται τα δομικά υλικά των αρχαίων Ελλήνων
με ιδιαίτερη έμφαση στο λίθο, τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία και τις τεχνικές εξόρυξης
(Ορλάνδος, Α. 1955-58). Ο Παπαγεωργάκης (1967) συνέχισε την εργασία του Lepsius και
η μελέτη του αποτελεί σπουδαίο βοήθημα για τη γεωλογική και πετρογραφική εισαγωγή
στο θέμα, ιδιαίτερα των εργαστηριακών ερευνητών. Επίσης οι εργασίες της Πολωνής
φιλολόγου και ιστορικού Α. Dworakowska (1962, 1975, 1983) δίνουν μια βιβλιογραφική
ανασκόπηση στα λατομεία της αρχαίας Ελλάδας, που εξακολουθεί να είναι χρήσιμη και
σήμερα. Η Dworakowska επανειλημμένα τόνισε στις δημοσιεύσεις της την ανάγκη
διεξαγωγής ορυκτολογικών μελετών για τον προσδιορισμό της προέλευσης του μαρμάρου
καταδεικνύοντας την σπουδαιότητα του θέματος.
Από τη δεκαετία του 1970, το ενδιαφέρον των μουσείων και των εμπόρων τέχνης για την
γνησιότητα των γλυπτών, αλλά και των επιστημόνων συντήρησης έδωσε το κίνητρο για τη
εκπόνηση γεωλογικών και φυσικοχημικών εργαστηριακών μελετών, που συνέβαλαν στη
θεμελίωση του κλάδου της Αρχαιομετρίας. Εντούτοις, από τη δεκαετία του 1980-90
εμφανίζεται μία πραγματική «έκρηξη» στον κλάδο της μελέτης των αρχαίων λατομείων
που προχωρεί παράλληλα και αλληλοσυμπληρώνεται από την έρευνα των διαφόρων ειδών
λίθου και την ταυτοποίησή τους. Με τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων της ASMOSIA
(Αssociation For the Study of Marble and Other Stones Used In the Antiquity, από το 1988
και εξής) η μελέτη των αρχαίων λατομείων, η προέλευση και ταυτοποίηση των λίθων, οι
τεχνικές λατόμησης και λάξευσης λίθινων τέχνεργων και έργων τέχνης, το κόστος
παραγωγής και τα δίκτυα μεταφοράς τους, συναποτελούν σήμερα έναν πολύ σημαντικό
κλάδο αρχαιογνωστικής έρευνας.
Σήμερα, ο προσδιορισµός του τόπου προέλευσης ενός µαρµάρινου «μνημείου» είναι µια
διαδικασία µε αρκετά προαπαιτούµενα στάδια έρευνας. Βασική προϋπόθεση είναι η
συλλογή µεγάλου αριθµού γεωγραφικών, γεωλογικών, ορυκτολογικών, πετρογραφικών και
γεωχηµικών δεδοµένων από όλα τα καταγεγραμένα αρχαία λατοµεία για τη δηµιουργία
της λεγόµενης «τράπεζας δεδοµένων». Κατόπιν, τα αποτελέσµατα των αναλύσεων του
άγνωστου προελεύσεως αρχαιολογικού δείγµατος συγκρίνονται µε τα δεδοµένα της
τράπεζας και εντοπίζονται οι οµοιότητες και οι διαφορές και κατ’ επέκταση η περιοχή
προέλευσής του.
Με βάση τα ανωτέρω, έχει αναπτυχθεί µια σειρά αναλυτικών τεχνικών µε στόχο τον
προσδιορισµό προέλευσης του µαρµάρου αρχαίων µνηµείων. Τέτοιες μέθοδοι για την
ταυτοποίηση του μαρμάρου, πέραν της πετρογραφικής/οπτικής μικροσκοπίας και
ορυκτολογικής μελέτης-περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ (XRD), ειναι:
9
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
10
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Eικ.3 Το ενδεδειγμένο workflow για την διαδικασία της αναγνώρισης του μαρμάρου
11
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ.4. Διάγραμμα με δεδομένα της τράπεζας αναλύσεων EPR και MGS του εργαστηρίου
Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» για τα σημαντικότερα ελληνικά λατομεύα της
αρχαιότητας (Polikreti and Maniatis 2002).
12
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Μετά την ανάλυση, στην πρώτη σύγκριση των παραμέτρων του δείγματος με την τράπεζα
δεδομένων του Εργαστηρίου Αρχαιομετρίας, στην οποία χρησιμοποιούνται οι παράμετροι:
“συγκέντρωση Mn2+” και “Μέγιστο Μέγεθος Κόκκου” λογαριθμημένες, διαπιστώνεται ότι το
δείγμα (Κωδικός Η1) πέφτει σε περιοχή επικάλυψης μεταξύ των πεδίων των λατομείων της
Πάρου και του Υμηττού (Εικ 5). Οι ελλείψεις δείχνουν τα πεδία των παραμέτρων των
διαφόρων λατομείων της βάσης.
13
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Το αποτέλεσμα αυτό ήταν από πλευράς ιστορίας τέχνης πολύ σημαντικό και μη
αναμενόμενο (Pollini et al. 1998) καθώς ένα τέτοιο ογκώδες άγαλμα θα ήταν πιο εύκολο να
γίνει από Ιταλικό μάρμαρο. Όμως η γοητεία του Παριανού λυχνίτη, λεπτόκοκκου
μαρμάρου με εξαιρετική διαφάνεια, και η σύνδεση αυτού του μαρμάρου με την εξαίσια
αρχαία ελληνική τέχνη έκανε τους ρωμαίους να μην υπολογίσουν κόπο και κόστος
προκειμένου να πλησιάσουν όσο μπορούν την αρχαία τέχνη όχι μόνο στην γλυπτική αλλά
και στο υλικό (Μανιάτης, 2004).
14
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Γεωεπιστημών. Έχει τεράστιες εφαρμογές σχεδόν σε όλες τις γεωλογικές μελέτες, από την
παλαιοοικολογία-παλαιοπεριβάλλον έως τις μελέτες της προέλευσης της Γης και του
ηλιακού μας συστήματος. Οι αναλογίες των ισοτόπων ποικίλλουν στα διάφορα φυσικά
υλικά κι αυτό είναι από τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τα σταθερά ισότοπα διαφόρων
στοιχείων χρήσιμα για την ερμηνεία ορισμένων γεωχημικών και βιολογικών διαδικασιών
(Misra, Kula C. 2018).
Υπάρχουν πολλά φυσικά σταθερά ισότοπα όμως η γεωχημεία των σταθερών ισοτόπων
ασχολείται παραδοσιακά με κάποια ισότοπα από λίγα “ελαφρά” στοιχεία, όπως είναι τα H,
C, N, O και το S. Καθένα από αυτά αντιπροσωπεύεται από ένα ελαφρύ ισότοπο, το οποίο
είναι και το συχνότερα απαντώμενο, και από ένα ή περισσότερα βαρύτερα και σπανιότερα
ισότοπα. Ο άνθρακας αποτελείται από τα ισότοπα 12C και 13C με αναλογία περίπου 98.89%
και 1.11% ενώ το οξυγόνο έχει τρία ισότοπα 16Ο,17Ο,18Ο , με αναλογίες 99.76%, 0.037%
και 0.204%.
Ειδικότερα, για τον χαρακτηρισμό του μαρμάρου και την εύρεση της προέλευσης
αρχαίων τεχνουργημάτων χρησιμοποιείται κυρίως η μέτρηση των σταθερών ισοτόπων C,
και O και αντιστοίχως ο προσδιορισμός των λόγων 13C/12C, 18O/16O στα κύρια ορυκτά του
μαρμάρου, CaCO3 και CaMg(CO3)2 με την τεχνική της Φασματογραφίας μάζας
ισοτοπικών λόγων -Isotope Ratio Mass Spectrometry (IRMS). Συστηματικές
μελέτες που έχουν γίνει από διάφορους ερευνητές τα τελευταία 30-40 χρόνια, έχουν
καταδείξει ότι η σχέση των δυο παραπάνω λόγων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό
15
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
16
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Πράγματι, οι παράγοντες που επηρεάζουν την ισοτοπική σύσταση του οξυγόνου και του
άνθρακα σ’ ένα πέτρωμα είναι κυρίως η θερμοκρασία, η χημική του σύσταση και η
ισοτοπική σύσταση του νερού. Οι ισοτοπικές αναλογίες οξυγόνου δ18Ο συσχετίζονται με
τις μεταβαλλόμενες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του μεταμορφισμού ενώ οι τιμές της
ισοτοπικής αναλογίας δ13C αντιστοιχούν στην συσχέτιση μεταξύ οργανικών και
ανόργανων συστατικών στην αρχική σύνθεση. Διαφορές τιμών δ18Ο μεγαλύτερες από
6‰ έχουν προσδιοριστεί σε ανθρακικά πετρώματα που σχηματίζονται σε θερμοκρασία
περίπου 0οC στον πυθμένα των ωκεανών ή σε θερμοκρασία περίπου 30οC κοντά στη
θαλάσσια επιφάνεια.
17
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Φασματογ
ράφος
μάζας
(mass
spectromet
er,
ThermoFis
her,
Bremen,
Germany).
https://www.
walter-
prochaska.at/
the-
method/isoto
pe-analysis/
18
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
et al 1990, 1992, Asgari and Matthews 1995; Matthews et al. 1995; Attanasio et al. 2006
Gorgoni et al. 2002 κ.α. μέχρι και σήμερα.
Για παράδειγμα, στην παρακάτω εικόνα 7 έχουμε αριστερά το αρχικό των Craig και ο Craig
(1972) και δεξιά το μετέπειτα επικαιροποιημένο διάγραμμα των Gorgoni et al. (2002) όπου
προβάλλονται τα ισοτοπικά πεδία των σημαντικότερων λευκών μαρμάρων της Μεσογείου,
προφανώς τα μέχρι το 2002.
Εικ.7 Σύγκριση της εξέλιξης των ισοτοπικών διαγραμμάτων αναφοράς C-O, 1972-2002.
19
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ.8 Το τρέχον διάγραμμα αναφοράς με τιμές ισοτοπικών λόγων δ 13C και δ18Ο σε σχέση
με το πρότυπο PDB για τα 10 ευρέως διαδεδομένα Μεσογειακά μάρμαρα της αρχαιότητας.
PDB Pee Dee Belemnite –απολίθωμα βελεμνίτη από τον σχηματισμό Pee Dee, Canada. Οι
κλειστές καμπύλες ορίζουν το πεδίο τιμών για κάθε περιοχή που έχει ερευνηθεί (Antonelli
and Lazzarini, 2015).
Επίσης, με την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας στον τομέα, έχουν διαμορφωθεί
επιμέρους πλέον εξειδικευμένα ισοτοπικά διαγράμματα με συγκεκριμένο γεωγραφικό
εντοπισμό. Για παράδειγμα, στην παρακάτω εικόνα 9, δίνονται τα επιμέρους ισοτοπικά
διαγράμματα με γεωγραφικό εντοπισμό για τα μάρμαρα της ηπειρωτικής και νησιωτικής
Ελλάδας (Antoneli & Lazarini 2015, Μέλφος B. 2015). Επίσης, στις εικ. 10 εικ. 11 και 12,
παρουσιάζονται ειδικότερα διαγράμματα των περιοχών των λατομείων μαρμάρων της
Μάνης.
20
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ. 9 Επικαιροποιημένο ∆ιάγραµµα δ18Ο και δ13C των ελληνικών µαρµάρων από τις
διάφορες περιοχές αρχαίων λατομείων (Α) Νησιά Αιγαίου (Σάμος-Ικαρία, Κως), (Β) Αττική
και Πελοπόννησος, (Γ) Νησιά Αιγαίου (Κυκλάδων, Σποράδες, Θάσος) Δ. Μακεδονία. (Α-Γ.
Antonelli and Lazzarini, 2015, Δ. Μελφος B. 2015)
21
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ. 11. Ισοτοπικά διαγράμματα Ο-C για τα μάρμαρα της χερσσονήσου Μάνης (Α λευκά-
κόκκινα και Β μαύρα) ενώ στο τρίτο διάγραμμα γίνεται συνδυασμός και με τα ισότοπα του
Sr (O-C-Sr). A και Γ. C. Gorgoni , I. Kokkinakis et al 1992, Β. Bruno, M., and P. Pallante
2002.
22
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ. 12 To ισοτοπικό
αποτύπωμα των μαρμάρων
Μάνης. Δεδομένα από την
βάση του Ν. Hertz (1985, 1987)
εμπλουτισμένα με δείγματα
κυρίως λευκού μαρμάρου (από
Μέζαπο και Μαρμάρι) από Bruno
et al (2002) και Attanasio et al
(2006).
23
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση της μεθόδου των ισοτόπων.
Όπως μπορούμε να δούμε στο διάγραμμα αυτό υπάρχουν αρκετές περιοχές επικάλυψης
μεταξύ των πεδίων των διαφόρων λατομείων. Αν οι τιμές των ισοτόπων ενός δείγματος
άγνωστης προέλευσης “προβάλλονται” σε πεδίο όπου δεν υπάρχει επικάλυψη, τότε
μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια (με μόνη επιφύλαξη την πληρότητα της βάσης
δεδομένων, βλ. παρακάτω για τη σημασία της επάρκειας της βάσης) ότι το δείγμα
προέρχεται από το λατομείο της περιοχής που εμπεριέχει την τιμή. Δείτε, για παράδειγμα,
το επόμενο διάγραμμα της εικ. 13 όπου το τεφρό τετράγωνο (δείγμα από αρχαιολογικά
ευρήματα του Δίου Πιερίας) «προβάλλεται» στην περιοχή του πεδίου των λατομείων της
Πεντέλης (Παπανικολάου E, 2012). Αντιθέτως, αν το άγνωστο δείγμα «πέσει» πάνω σε
περιοχή επικάλυψης τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε την προέλευσή του μόνο δια της
ατόπου απαγωγής, αποκλείοντας δηλαδή κάποιες περιοχές προέλευσης σε περίπτωση που
υπάρχουν «ιστορικά» στοιχεία ή άλλες επιστημονικές παρατηρήσεις (πετρογραφία, MGS
κλπ) που έχουν συλλεγεί από την εφαρμογή λοιπών μεθόδων. Αν τέτοια στοιχεία δεν
υπάρχουν και επειδή υπάρχει μεγάλος αριθμός επικαλυπτόμενων λατομείων, τότε είναι
αδύνατο να προσδιορίσουμε την προέλευση με τη χρήση μόνον αυτής της μεθόδου.
Στο σχετικό διάγραμμα ισοτοπικής ανάλυσης, Εικ. 14, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όλα
τα εξεταζόμενα δείγματα μαρμάρου προέρχονται πιθανότατα από την Προκόννησο ή Νήσο
του Μαρμαρά στην Προποντίδα και ειδικότερα μπορούν να αποδοθούν στην
αποκαλούμενη ποικιλία Proconnesos-1.
24
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Εικ.14 Διάγραμμα ισοτοπικής ανάλυσης δειγμάτων από τον Πανάγιο Τάφο και το Ιερό
Κουβούκλιο (Holy Aedicule) στα Ιεροσόλυμα (Moropoulou A. et al, 2019).
Η σημασία της επαρκούς βάσης δεδομένων. Για τον προσδιορισμό της προέλευσης
του μαρμάρου δεν αρκεί να διαθέτει κανείς μόνο μία αξιόπιστη εργαστηριακή τεχνική
αλλά πρέπει να έχει διαθέτει και μία ικανοποιητική βάση σύγκρισης δεδομένων από
μάρμαρα γνωστών λατομείων. Πράγματι, τα συμπεράσματα των μεθόδων (πχ. ισοτοπικής
ανάλυσης) ακόμη κι αν είναι ακριβή είναι δυνατόν να μην οδηγούν σε αξιόπιστα
συμπεράσματα ως προς την προέλευση όταν δεν υφίστανται επαρκή δείγματα γνωστής
25
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
προέλευσης ώστε να είναι δυνατή η συσχέτιση (βλ, και παρακάτω παράδειγμα για τη
Ζωφόρο Ναου Επικούρειου Απόλλωνα). Η δημιουργία της βάσης αυτής είναι και το
δυσκολότερο μέρος της προσπάθειας, διότι απαιτεί τον εντοπισμό των αρχαίων λατομείων
μαρμάρου με επιτόπιες έρευνες και συστηματική δειγματοληψία και ανάλυση (Μανιάτης,
2004).
Παράδειγμα επικαλύψεων και δυσκολίας προσδιορισμού αποτελούν τα ερυθρά
μάρμαρα πχ. Μάνης, Αφροδισίας (Milas) και Ιάσου, κυρίως Μάνης και Ιάσου, που
δύσκολα μπορούν να διαφοροποιηθούν ακόμη και με τη χρήση σταθερών ισοτόπων (βλ.
Εικ. 15 ). Πράγματι, τα ισοτοπικά δεδομένα C & O για τα δύο κόκκινα μάρμαρα Μάνης και
Ιάσου έδειξαν εκτεταμένη επικάλυψη των τιμών δ13C - δ18O που επιβεβαιώνουν την μικρή
σχετικά αξιοπιστία των ισοτοπικών δεδομένων στην περίπτωση αυτή, ενώ οι
προκαταρκτικές αναλύσεις των ισότοπων Sr φαίνεται να είναι ελπιδοφόρες. Πράγματι, το
στρόντιο παρουσιάζει γενικά υψηλή τυχαία συγκέντρωση και μάλλον περιορισμένη
μεταβλητότητα (π.χ. από περίπου 400 έως 1.000 ppm) για τη Μάνη και την Ιάσο, ενώ
στην Αφροδισία το περιεχόμενό της είναι μία τάξη μεγέθους μικρότερη (46 ppm). Πιθανώς,
αυτή η ανώμαλη χαμηλή τιμή δεν είναι πρωταρχικό χαρακτηριστικό γεωλογικών
διεργασιών, αλλά συνέπεια των δευτερογενών διαδικασιών. (Gorgoni–Lazzarini-Pallante
2002, Lazarini L. 2010).
26
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Επίσης, ένα ακόμη παράδειγμα τόσο των επικαλύψεων και δυσκολιών της
ισοτοπικής αναγνώρισης αλλά και της σημασίας της επαρκούς βάσης
δεδομένων, αποτελεί το ζήτημα ταυτοποίησης προέλευσης της αριστουργηματικής
ζωφόρου του Ναού Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, από τους
σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας, δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. .
Η ζωφόρος, η οποία ανασκάφτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, αφαιρέθηκε από τον ζωτικό
της χώρο από τον Charles R. Cockerell το 1815 και εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό
μουσείο, Gallery 16, κοντά στα Ελγίνεια μάρμαρα.
Το υλικό του ναού είναι τοπικός ασβεστόλιθος εκτός από τα γλυπτά, τα ιωνικά κιονόκρανα,
τη ζωφόρο και τις μετόπες που είναι από λευκό μάρμαρο με κιτρινωπή απόχρωση, όχι
πολύ λεπτόκοκκο και όχι άμεσα αναγνωρίσιμο. Μετά από πολλές παλινωδίες ως προς την
προέλευση κατόπιν μακροσκοπικής παρατήρησης, η ανακάλυψη των μικρών
λατομείων λευκού μαρμάρου του Μαρμαρίου της περιοχής Μάνης από τον Fred
Cooper (1981, 1986, 1996), οι ισοτοπικές αναλύσεις τόσο των Hertz et al. (1983) όσο και
του Keith Matthews (εργαστήριο του Βρετανικού Μουσείου, 1993) ο οποίος χρησιμοποίησε
27
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
τη βάση δεδομένων του N. Herz αλλά και οι εργασίες της ομάδας Μ.Bruno –L. Lazzarini
(Bruno et al, 2002, Asmosia V) οδήγησαν στο αρχικό συμπέρασμα ότι τα αρχιτεκτονικά
γλυπτά στις Βάσσες Φιγαλείας ήταν σκαλισμένα από μάρμαρο Μάνης, πιθανότατα
Μαρμαρίου (ή/και Μεζάπου). Και οι δύο θέσεις παράγουν λεπτόκοκκο μάρμαρο, γκρι-λευκό
στο Μέζαπο, καθαρό λευκό στο Μαρμάρι και γενικά είχαν περιορισμένη χρήση κατά την
αρχαιότητα.
28
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
2006). Ετσι, το λευκό μάρμαρο παραμένει μια από τις πιο δύσκολες κατηγορίες μαρμάρου
για την αναγνώριση και ταυτοποίησή του.
Τελικά, οι Palagia, O. και Pike S. (2009), απέδωσαν την προέλευση της ζωφόρου με
μεγαλύτερη πιθανότητα στο αδρομερές Παριανό μάρμαρο, επανερχόμενοι σε γενικές
μακροσκοπικές και πετρογραφικές παρατηρήσεις (ο μεσαίος έως χονδρόκοκκος τύπος του
μαρμάρου της ζωφόρου, η εύθραυστη υφή του και η κιτρινωπή απόχρωση προσεγγίζει
περισσότερο στο Παριανό (Χωριδάκι, όχι λυχνίτες) μάρμαρο, από ότι το εξαιρετικά
λεπτόκκοκο μάρμαρο της Μάνης) αλλά και ιστορικού χαρακτήρα γενική τεκμηρίωση.
Θεώρησαν δηλ. ότι ένα γνωστό και αξιόπιστο μάρμαρο γλυπτικής, όπως πχ. της Πάρου,
θα ήταν πιο σίγουρη επιλογή για να χρησιμοποιηθεί στα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός
σημαντικού ναού όπως του Επ. Απόλλωνα από ένα μάρμαρο σχετικά άγνωστης πηγή,
όπως της Μάνης, στην οποία οι γλύπτες δεν ήταν συνηθισμένοι. Τέλος, διερωτώνται αν
τελικά τα μάρμαρα Μάνης, είχαν χρησιμοποιηθεί στις Βάσσες Φιγαλείας, τότε γιατί τα
λατομεία παραμένουν αδρανή από το τέλος του πέμπτου αιώνα π.Χ. μέχρι την ύστερη
Ρωμαϊκή περίοδο; (O. Palagia, S. Pike 2009).
Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες, όπως του Hertz (1987) για τα μάρμαρα της Θάσου,
των Asgari και Matthews (1995) σχετικά με το προκοννησιακό μάρμαρο (νήσος του
29
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
μαρμαρά), των Pike (1999) και Goette et al (1999) για το Πεντελικό μάρμαρο και το
μάρμαρο Υμητού, των Hertz (2000) και Bruno et al (2000) σχετικά με το μάρμαρα της
Πάρου, των Lazzarini και Antonelli (2003) για μάρμαρα της Τήνου, των Lazzarini και
Malacrino (2010) για μάρμαρα της
Kω, των Koller K. (2003) για τα
λατομεία της Εφέσου Μικράς Ασίας,
των Capedri et al (2004) για τα
Μάρμαρα της Μεσογείου
(συμπεριλαμβανομένων και πολλών
ελληνικών της ηπειρωτικής και
νησιωτικής Ελλάδος), καθώς επίσης
και ορισμένες εργασίες ειδικότερα
για τα μάρμαρα της Μάνης (Gorgoni
–Kokkinakis et al.1992, Gorgoni –
Lazzarini –Pallante 2002 , Bruno and
Pallante, 2002) και του Πάρνωνα
(Lazzarini, 2013).
Σε μια πρόσφατη εργασία (Attanasio D., Bruno M. και Prochaska W, 2019), όπου
εξετάστηκε η προέλευση του μαρμάρου για 163 ρωμαϊκά (αυτοκρατορικά κυρίως)
πορτρέτα, που η χρήση τους εκτείνεται χρονικά έως και περίπου 500 συνολικά χρόνια (από
τον 1ο αι. πΧ μέχρι τις αρχές του 6ο αι. μΧ), διαπιστώνεται ότι το Göktepe ήταν η
ευρύτερα χρησιμοποιούμενη ποικιλία (45%) ακολουθούμενη σε μεγάλη απόσταση από τον
Παριανό Λυχνίτη (27,5%), ενώ άλλα μάρμαρα όπως η Carrara ή το Docimium έπαιξαν έναν
πιο περιορισμένο ρόλο (βλ. εικ) . Η χρήση του Göktepe για πορτρέτα υψηλής ποιότητας,
30
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
ήδη γνωστή στους Τραϊανούς χρόνους, έγινε ευρέως διαδεδομένη από τις αρχές του 2ου
αιώνα μ.Χ. την περίοδο του αυτοκράτορα Αδριανού (117–138 μΧ), έφθασε στο απόγειό
της την περίοδο των Σεβήρων και συνέχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι αργά την
αρχαιότητα.
Επίσης έχουν γίνει εργασίες για την προέλευση του υλικού των αρχαιολογικών ευρημάτων
από την ανασκαφή του ∆ίου (Παπανικολάου Ε. 2012), για την προέλευση του υλικού
διαφόρων ευρημάτων από το αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης (συσχέτιση με τα λατομεία
«Γυναίκα» και «Πλατυβούνι του Ταϋγέτου) και μιας αρχαίας ρωμαϊκής βίλας που βρίσκεται
31
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
στο Άργος Ορεστικό (Λαρίου, E. 2011 ) , για την προέλευση τα κυκλαδικών ειδωλίων και
αγγείων της ανασκαφής Κέρου-Δασκαλειού (Ταμπακόπουλος Δ., 2013) αλλά και για την
προέλευση των μαρμάρων του Παναγίου τάφου στην οποία ήδη αναφερθήκαμε
(Moropoulou A. et al, 2019).
32
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
33
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
εμπόδισε την περαιτέρω ανάπτυξη της μεθόδου μέχρι τις εργασίες των Castorina et al.
(1997) και Pentia et al. (2002, 2003) . Οι πρώτοι μέτρησαν την αναλογία 87Sr/86Sr σε
μεγάλο αριθμό δειγμάτων λατομείων της Μεσογείου (Μαρμαράς, Καράρα, Πάρος,
Πεντελικό, Δολιανά, Νάξο και Αφροδισία) εξάγοντας το συμπέρασμα ότι η χρήση των
ισοτοπικών αναλογιών του Sr αν και δεν είναι καθοριστική ως μέσο διάκρισης των
διαφόρων κλασικών μαρμάρων, εντούτοις θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμη
συμβολή την επίλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων διακρίσεων όταν συνδυάζεται με άλλες
μεθοδολογίες. Οι Pentia et al. (2002, 2003) κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα
παρουσιάζοντας περαιτέρω δεδομένα. Συγκεκριμένα, έδειξαν ότι η αναγνώριση του
μαρμάρου σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως τα μάρμαρα Υμητού Αττικής και Αλυκής
Θάσου) βελτιώθηκε με τη χρήση του συνδυασμού των δεδομένων O-C-Sr (trivariate data)
σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που λαμβάνεται με τη χρήση bivariate data Ο-C. Η
Zoeldfoeldi J. χρησιμοποίησε ανάλογη μεθοδολογία της πολυπαραμετρικής ανάλυσης
(87Sr/86Sr, δ13C and δ18O) με σκοπό την διάκριση ελληνικών και μαρμάρων της
Ανατολίας καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος triwariate επιτρέπει μια καλύτερη
επιλεκτικότητα και μια πολύ πιο ασφαλή αντιστοίχιση της προέλευσης (βλ. και Εικ.16 )
34
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
87
Εικ. 17 Διαγράμματα Box and whiskers των ισοτοπικών αναλογιών Sr/86Sr για διάφορες
προελεύσεις μαρμάρων της Αν. Μεσογείου (M. Brilli et al 2005).
ελλάδα (Υμηττός, Πάρος, Πάρος-Λυχνίτης, Νάξος, Θάσος, Πεντελικόν) όσο και από την
περιοχή της Μικράς Ασίας (Afyon, Αφροδισιαδα, Μαρμαράς , Τροία) αλλά και γενικότερα
στη Μεσόγειο (Καράρα , Ιταλία), Viana do Alentejo, Vilavicosa, (Πορτογαλία) και Las
Cabreras, Los Covachos και Macael (Ισπανία), χρησιμοποιώντας μάλιστα και τα ισότοπα
στροντίου (Zöldföldi, J. & Satir, M. 2003, Ζöldföldi, J. & Székely, B. 2003, Zoeldfoeldi J,
2011).
Τα αποτελέσματα, αναφορικά με τα ισότοπα του Sr, δίνονται στο παρακάτω διάγραμμα της
Εικ. 18 όπου συγκρίνονται τα ελληνικά μάρμαρα με τα αντίστοιχα για τα μάρμαρα της
Ανατολίας ( Zoeldfoeldi J. 2011) .
Εικ. 18. Σύγκριση των ελληνικών μαρμάρων με τα μάρμαρα της Ανατολίας αναφορικά με
το ισοτοπικό σύστημα 87Sr/68Sr συμπεριλαμβάνοντας δεδομένα από Brilli et al. 2005;
Castorina et al. 1997; Pentia et al. 2003. (Zoeldfoeldi J. ,2011)
Συμφωνα με τους ερευνητές αυτούς κάθε μεταβλητή ισοτόπων Ο, C, Sr καθορίζεται από
διάφορους φυσικούς παράγοντες με καθέναν από αυτούς να έχει διαφορετική απόκριση
στο μεταγενέστερο γεωλογικό ιστορικό της γένεσης του μαρμάρου. Πράγματι, μετά
τον σχηματισμό του αρχικού ανθρακικού πρωτόλιθου, όπως έχει αναφερθεί, ο κύριος
καθοριστής για τις ισοτοπικές αναλογίες οξυγόνου δ18Ο είναι οι μεταβαλλόμενες
θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του μεταμορφισμού (πχ. αυξημένες τιμές δ18Ο
υποδεικνύουν την μετάβαση σε χαμηλότερες θερμοκρασίες) και την μετέπειτα
ατμοσφαιρική διάβρωση. Επίσης οι τιμές της ισοτοπικής αναλογίας δ13C εξαρτώνται και
αντιστοιχούν στην συσχέτιση μεταξύ οργανικών και ανόργανων συστατικών στην
αρχική σύνθεση (πχ. αυξημένες τιμές δ13C γενικά υποδεικνύουν αυξημένη βιοσυνθετική
παραγωγικότητα των οργανισμών) ενώ οι τιμές του στροντίου αντικατοπτρίζουν σε
μεγάλο βαθμό τη σύνθεση του θαλασσινού νερού κατά τον γεωλογικό χρόνο της
36
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Asgari N., Matthews K.J. (1995). The stable isotope analysis of marble from Proconnesus.
In «The study of marble and other stones used in antiquity», Y.Maniatis, N.Herz,
Y. Basiakos (eds), London, 123-129.
Attanasio, D., Brilli, M. , Ogle, N. (2006): The Isotopic Signature of Classical Marbles;
L’Erma di Bretschneider, Roma 336 pp.
Attanasio D., Bruno M., Yavuz A.B. and Elçi E. (2008). Aphrodisias and the newly
discovered quarries at Göktepe. In Smith R. and LenaghanJ.L. (eds), Roman
Portraits from Aphrodisias: 217–27. Istanbul, Yapı Kredi.
Attanasio, D.; Bruno, M.; Yavuz, A.B. (2009). Quarries in the region of Aphrodias: The
black and white marbles of Göktepe (Mugla, Turkey). J. Roman Archaeol. 2009,
22, 312–348.
Attanasio D., Bruno M., Prochaska W (2019). The Marble of Roman Portraits. Sonderdruck
seite, Deutsches Archailogical Institute, pp. 167-277.
Βάκουλης Θ.Χ. (2000). Λατομεία μαρμάρου στην αρχαία Μακεδονία και προσδιορισμός
προέλευσης μαρμάρινων έργων. Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας. Φιλοσοφική Σχολή. ΑΠΘ. 256σ.
Brilli M, Cavazzini G. and Turi B (2005). New data of 87Sr/86Sr ratio in classical marble: ...
determination, Journal of Archaeological Science, 32 (2005), 1543–1551.
37
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Bruno M., Lazzarini L., Soligo M., Turi B and Varti-Matarangas M. (2000). The ancient
quarry at Karavos (Paros) and the characterization of its marble. In «Paria Lithos:
Parian quarries, marble and workshops of sculpture», D.U. Schilardi, D.
Katsonopoulou (eds.), Athens, 95-103.
Bruno, M., and P. Pallante (2002), 'The "Lapis Taenarius" quarries of Cape Tainaron', in L.
Lazzarini (ed.), Interdisciplinary Studies on Ancient Stone - ASMOSIA VI,
Proceedings of the Sixth International Conference of Association for the Study of
Marble and Other Stones in Antiquity, Venice, June 15-18, 2000 , pp.163-176.
Bruno M., Pensabene P., Conti L., Turi B., Lazzarini L (2002), “White marble quarries and
architectural marbles of Cape Tainaron, Greece”, in J.J. Herrmann Jr., N. Herz, R.
Newman (eds.), Asmosia V. Interdisciplinary Studies on Ancient Stone, London,
Archetype Publications, p. 36-46.
Bruno M. Attanasio D., Prochaska W, Yavuz, A.B. (2012). An update on the use and
distribution of white and black Göktepe marbles from the first century AD to late
antiquity. in Conference: Interdisciplinary Studies on Ancient Stone ASMOSIA X
Proceedings of the Tenth International Conference of ASMOSIA Association for the
Study of Marble & Other Stones in Antiquity Rome, 21-26 May 2012.
https://goo.gl/ixHeff.
Bruno M. Attanasio D., Prochaska W, Yavuz, A.B. (2013). “Hadrian's Villa and the Use of
the Aphrodisian marbles from the Göktepe quarries” In: Thorsten Opper (Editor)
“Hadrian: Arts, Politics and Economy” Chapter 8. The British Museum, pp. 103-
112.
Capedri, S., Giampiero, V., and Photiades, A. (2004). Accessory minerals and δ18Ο and
δ13C of marbles from the Mediterranean area. Journal of Cultural Heritage, vol. 5,
no 1, 27-47.
Castorina F. , Preite Martinez M., & Turi B. (1997). Provenance determination of classical
marbles by the combined use of oxygen, carbon, and strontium isotopes: a
preliminary study, Sci. Technol.Cultural Heritage 6, 145-150.
Coleman, M., and Walker, S. (1979). Stable isotope identification of Greek and Turkish
marbles. Archaeometry, 21, 107-112.
Cooper F. 1981. A source of ancient marble in the Southern Peloponnesos, AJA 85,
1981,190-191.
Cooper F. 1986: The Stones of Bassai, στο: R. E. Jones – H. W. Catling (επιμ.), Science
inArchaeology, Proceedings of a Meeting held at the British School at Athens,
January 1985, London1986, 21-33.
Cooper F. 1996: F. A. Cooper, The Temple of Apollo Bassitas, Vol. I: The Architecture,
Princeton 1996.
Craig H., and Craig V. (1972). Greek marbles: Determination of provenance by isotopic
analyses, Science 176, 401-403.
38
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Herz N., N.E. Dean (1986), Stable isotopes and archaeological geology: the Carrara
marble, northern Italy, Applied Geochemistry, 1, 139-151.
Herz N. (1987). Carbon and oxygen isotopic ratios: A data base for classical Greek and
Roman marble, Archaeometry 29, 35-43.
Herz N. (1987). Classical marble quarries of Thasos. In «Antike edel-und
Buntmetallgewinnung auf Thasos», Bochum, 232-240.
Herz N. (2000). The classical marble quarries of Paros: Paros I, II and III. In «Paria
Lithos: Parian quarries, marble and workshops of sculpture», D.U.Schilardi,
D.Katsonopoulou (eds.), Athens, 27-32.
Karambinis, Μ, Lazzarini L. (2012). The Roman marble quarries of Aliko Bay and of the
islets of Rinia and Koulouri (Skyros, ASMOSIA X, Rome, 21-26 May 2012. P.
PENSABENE, E. GASPARINI (eds.) pp. 791-805.
Koller K., Depaepe P. and Moens L. (2003). The Ephesian marble quarries. Topography,
analysis, conclusions. In ASMOSIA VII, «Interdisciplinary studies on ancient
stone», Y. Maniatis (ed.), Thasos, 2003.
Κοκκορού-Αλευρά Γεωργία, Πουπάκη Ειρήνη, Ευσταθόπουλος Αλέξης (2010). Αρχαία
ελληνικά λατομεία , Αθήνα 2010, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, σελ.
84, ISBN 978-960-244-145-9.
Lapuente P., Nogales T., León P., Royo H. and Preite-Martinez M. (2012). Black Sculptural
materials from Villa Adriana: study of provenance, Conference: Interdisciplinary
Studies on Ancient Stone. IX ASMOSIA ConferenceA t: Tarragona, ICAC,
Documenta 23, 376-383. Volume: Anna Gutiérrez-Garcia, M. Pilar Lapuente &
Isabel Rodà (eds.) https://goo.gl/5eiK2B
Λαρίου, E. (2011). Προσδιορισμός της προέλευσης του μαρμάρου αρχαίων μνημείων με
φυσικές μεθόδους, διπλωματική εργασία, ΕΜΠ 2011. Σελ.96.
Lazzarini, L., Pensabene, P., Turi, B. (1995). Isotopic and petrographic characterization of
Marmor Lesbium, Iasland of Lesbos, Greece, Asmosia IV, in Schvoerer M. (ed.),
Archιomatιriaux: marbres et autres roches, 125-129.
Lazzarini L. and Cancelliere S. (2000). Characterisation of the white marble of two
unpublished ancient Roman quarries on the Islands of Fourni and Skyros (Greece).
Per. Mineral., 69, 1, 49-62.
Lazzarini L. and Antonelli F. (2003). Petrographic and isotopic characterization of the marble
of the island of Tinos (Greece), Archaeometry 45, 541-552.
Lazzarini L. (2004). Archaeometric aspects of white and coloured marbles used in antiquity:
the state of art. Reriodico de Mineralogia, 73, 113-125.
Lazzarini L. (2007) Poikiloi Litoi, Versiculores Maculae, I marmi colorati della Grecia antica,
Pisa-Roma.
Lazzarini, L. (2010). Three Important Coloured Stones of Ancient Greece: History of Use,
Distribution, Quarries, Archaeometry, Deterioration. Laboratorio di Analisi dei
40
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
41
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
42
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
Van der Merwen, N.J., Tykot, H., Hermann, J., Newman, R.(1995). Isotopic source
determination of Greek and Roman marble sculpture in the Museum of Fine Arts,
Boston: Recent Analyses, ASMOSIA IV, 177-184.
Zöldföldi J. & Satir, M. (2003): Provenance of white marble building stones in the
monumentsof the ancient Troia. In: G.A. Wagner, E. Pernicka & H.P. Uerpmann
(eds.): Troia and the Troad, Springer, Berlin, 203-223.
Zöldföldi, J. & Székely, B. (2003). A case study of combining quantitative fabric analysis
(QFA) and fractal analysis (FA) on white marbles with conventional analytical
techniques for provenance analysis. In:R. Snethlage & J. Meinhardt-Degen (eds.),
43
P. G. Tzeferis, The application of isotopic ananysis in the study of provenance of Greek marbles
44