Professional Documents
Culture Documents
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΤΟΥΡΚΙΣΜΟΙ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2021
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
Η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων
στα ελληνικά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
Η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων
στα ελληνικά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας
Ειδίκευση:
Ιστορική και Βαλκανική Γλωσσολογία
Α:1. ΣΤΟΧΟΙ
Επίσης, απόπειρες ερμηνείας επιχειρήθηκαν όχι μόνο για την ΚΝΕ 5 , αλλα και για
άλλες, πιό απομακρυσμένες ελληνικές διαλέκτους, όπως τα κρητικά6 και τα ποντιακά7.
1 Το -(ι)λίκ΄ είναι παραγωγικό στα κοζανίτικα (π.χ. τανιούμι> ταν.τσ.τάρας> ταν.τσ.ταρλίκ΄), αλλα τα -τζής/-τσής απαντούν
σχεδόν αποκλειστικά σε συνδυασμούς με τούρκικης προέλευσης βάσεις και δέ μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε
«παραγωγικά», αλλα απλώς «τέρματα»: π.χ. κιρατζής, κουμαρτζής, μπακαρτζής, ουμουρτζής, σιακατζής,
τσιουρμπατζής, χαντζής, χατιρτζής & χουζουρτζής (ΛΚΙ).
2 δές π.χ. Χριστοδούλου 2006.
3 δές π.χ. (α) koşi/koşu> κουσί, κουσή (Β:1.10.8.), (β) bağdadi> μπαγντατί (Β:2.1.3.2.1.), (γ) nalça> αλτζιάς
(Β:2.1.3.2.2.), (δ) mangal> μανγκάν΄ (Β:2.7.3.), (ε) bahşiş/bakşiş> μπαχτσίσ΄ (Β:2.10.4.3.), (στ) -cI> -τζής & -τζού
(Β:2.11.3.), (ζ) mukavva> μπακαβάς (Β:2.19.3.), (η) tahın> ταρχΐν΄ & τραχΐν΄ (Β:2.21.2.), (θ) gölcük> γκιουλτζίκ΄
(Γ:1.9.4.5.), (ι) acem pilâvı> τζιάμ΄ πλιάφ΄ (Γ:2.2.4.10.) & (ια) havan> χαβάς (Δ:3.3.5.).
4 π.χ. σαλάμκους & κουσιός (Β:1.10.8.).
/4/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:2.
Α:1.4. Ο βασικός στόχος της εργασίας δέν είναι η επίλυση όλων των προβλημάτων,
αλλα σε πολλές περιπτώσεις το να τεθούν τα προβλήματα ή να αναδειχτεί το γεγονός οτι
μπορούμε να έχουμε περισσότερες απο μία απαντήσεις: π.χ. μπακλαΐ & μπακλαή
(Β:1.20.5.), καλαούης (Γ:2.2.4.6.), πατλιτζιάν΄ (Γ:2.4.4.), αχούρι & σατούρ’ (Γ:2.6.3.) &
μουσαφίρης (Γ:2.6.5.).
/5/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:2.
Α:2.3. Το τρίτο μέρος αποτελείται απο τα ευρετήρια, που αποτελούν συμπλήρωμα του
πρώτου μέρους, καθως στόχο έχουν να διευκολύνουν τη μετάβαση απο το υλικό στην
ανάλυση.
Στα ευρετήρια δίνονται λεξικές, μορφολογικές και φωνητικές/φωνολογικές μονάδες
(λέξεις, δεσμευμένα μορφήματα, φθόγγοι/φωνήματα), αλλα και ακολουθίες φωνηέντων
και συμφώνων (συμπλέγματα) και οι παραπομπές δέν αφορούν σελίδες, αλλα χωρία του
πρώτου μέρους (υποενότητες, παραγράφους κλπ.), στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να
ανατρέχει χρησιμοποιώντας τον πίνακα περιεχομένων.
/6/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.
Α:3.2. Σχετικά με την ιστορία της περιοχής: η περίοδος της πολιτικής ρευστότητας που
ακολούθησε την άλωση της Πόλης (Κωνσταντινούπολης) απο τους Σταυροφόρους
(1204) κλείνει με την εγκαθίδρυση της οθωμανικής κυριαρχίας στη βαλκανική ενδοχώρα.
Ημερομηνία-σύμβολο για την εγκαθίδρυσή-της είναι η δεύτερη Άλωση το 1453, αλλα
τότε η Κωνσταντινούπολη είχε πάψει απο καιρό να είναι η «Βασιλεύουσα», ενώ πολλές
ελληνόφωνες περιοχές είχαν ήδη περιέλθει στον έλεγχο των Οθωμανών.
/7/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.
Α:3.4. Έτσι, η Δυτική Μακεδονία έζησε πάνω απο πέντε αιώνες τουρκικής επίδρασης,
κατα τη διάρκεια των οποίων επήλθαν αξιοσημείωτες μεταβολές σε επιμέρους
χαρακτηριστικά της τουρκικής, όπως οι πραγματώσεις του /γ/ (Β:1.10.8.) και η εξέλιξη του
senduk σε sanduk μέχρι το 1680 (Γ:1.3.7.4.).
4 Georges Lefebvre, Η Γαλλική Επανάσταση (μετάφραση: Σπ. Μαρκέτος), Αθήνα 20042: σελ. 28.
/8/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.
Α:3.6. Πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα που έχει να κάνει με το άν τα
τούρκικα με τα οποία ήρθαν σε επαφή οι Δυτικομακεδόνες έμοιαζαν με τη Σύγχρονη
Κοινή Τουρκική (ΣΚΤ).
Α:3.7. Το συμπέρασμα που προκύπτει απο την εξέταση του υλικού είναι οτι οι
διάλεκτοι που είχαν σάν πρότυπο οι Δυτικομακεδόνες φαίνεται οτι πράγματι βρίσκονταν
κοντά στη ΣΚΤ (Β:1.10.8.).
Έτσι, η ΣΚΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σάν αφετηρία για την ανάλυση και ερμηνεία
των ελληνικών τουρκισμών της Δυτικής Μακεδονίας.
1 πρβλ. επίσης petmez, kayret (Β:2.1.3.3.), zanāt (Γ:1.10.5.), zabun (Γ:2.2.4.4.) & patlican (Γ:2.2.4.8.).
/9/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
Α:4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ
Α:4.1. Τόσο για μεθοδολογικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους 1 κατ’ αρχάς σάν
πηγές τούρκικου υλικού χρησιμοποιούνται λεξικά που αφορούν τη ΣΚΤ (ΤούρκΛεξ,
Doğan) και με τη βοήθεια της γραμματικής των Göksel & Kerslake (TurkGram)
επιχειρείται η ερμηνεία των δυτικομακεδόνικων τύπων.
Πολλές φορές ένα γλωσσικό φαινόμενο μπορεί να ερμηνευτεί μέσα απο μια αναγωγή
σε παλιότερες φάσεις της τουρκικής: π.χ. σιντούκ΄/σιαντούκ΄ <senduk (Γ:1.3.7.4.),
ντ΄βάρ΄ <*ντιβάρι <divar (Β:2.13.3.).
Άλλες φορές οι εξελικτικές τάσεις της τουρκικής γλώσσας, που αντανακλούν στις
διαλέκτους, μπορούν να εξηγήσουν τα διάφορα φαινόμενα: π.χ. μουφλιούηζς <*müflüz
(Β:1.22.4.).
Όταν μια ιδιαιτερότητα απαντά μόνο σε κάποια ελληνικά ιδιώματα, τότε εξετάζεται η
πιθανότητα να οφείλεται σε φαινόμενα των ελληνικών ιδιωμάτων: π.χ. νταβάν΄
(Β:2.1.3.3.).
/ 10 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
Α:4.3. Όπως είδαμε (Α:3.8.), ένα βασικό ζητούμενο είναι το κατα πόσο κάποιες
διαλεκτικές τάσεις της τουρκικής ήταν παρούσες στα Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό
χρησιμοποιείται η «ένταξη των δυτικομακεδόνικων τουρκισμών στο βαλκανικό
περιβάλλον», δηλαδή η συνεξέταση των αντίστοιχων τύπων στις υπόλοιπες γλωσσικές
ποικιλίες των Βαλκανίων.
Με αυτή τη μέθοδο κι εφόσον ένας ικανοποιητικός αριθμός βαλκανικών τουρκισμών
συνηγορεί υπέρ ενός τύπου που αποκλίνει απο τη ΣΚΤ, τότε αυτός ο τύπος μπορεί να
θεωρηθεί οτι ανήκε στα βαλκανικά τούρκικα: π.χ. *ihtibar (Β:2.4.4.).
Ακόμα πιό πιθανές μπορούν να αποδειχτούν οι αποκαταστάσεις, όταν τα ίδια
φαινόμενα τεκμηριώνονται για άλλες διαλέκτους, όπως οι μικρασιατικές: π.χ. η σημασία
''ξερολιθιά'' του κοζανίτικου τσιακΐλ΄ και του αλβανικού çakëll μπορεί να αποκατασταθεί
και για ένα βαλκανικό τούρκικο *çakıl, καθως και για διαλέκτους της Μικράς Ασίας το çakıl
καταγράφεται με την ίδια σημασία1.
/ 11 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
τριβόμενο [ɸ], που εξελίχτηκε σε γλωσσιδικό τριβόμενο [h] και τελικά σιγήθηκε (TurkLang
71, 95-6).
Βέβαια, τα ηχηρά κλειστά των darçın, borsuk & barmak θα μπορούσαν πράγματι να
αποδοθούν σε εναλλαγές ηχηρότητας, όπως προτείνουν η Kakuk και ο Dallı (δές
Β:1.1.3.3.), ομως τέτοιες ερμηνείες, εφόσον δέν έχουν εξεταστεί διεξοδικά, πρέπει να
αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, καθως οι συγκεκριμένοι διαλεκτισμοί μπορούν χωρίς
πρόβλημα να θεωρηθούν φωνητικοί αρχαϊσμοί.
Προκειμένου να αποφευχθούν τέτοιου είδους αυτοσχέδιες και αμφίβολες ερμηνείες,
χρησιμοποιήθηκαν σά γνώμονας τα δεδομένα της διαχρονίας και των γλωσσικών
επαφών, κάτι που συχνά οδηγεί μέχρι και τις ξενικές (μή τούρκικες) αφετηρίες των
τούρκικων στοιχείων: π.χ. ντ΄βάρ΄ & σιντούκ΄/σιαντούκ΄ (Α:4.2.), κουσιάφ’ & ξιάφ’
(Β:2.2.3.) & *póyras/*póyraz> απόιρας (Δ:3.2.).
Α:4.5. Κλείνοντας, πρέπει να γίνουν μερικές παρατηρήσεις ώς προς την ορολογία και
ειδικά γύρω απο τη διαλεκτολογική ορολογία, οπου πολλές διακρίσεις δέν είναι σαφείς.
/ 12 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
/ 13 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
/ 14 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
/ 15 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.
1 Π.χ. η χειλική αρμονία αφορά τόσο τα στρογγυλά, όσο και τα αστρόγγυλα φωνήεντα (Γ:1.1.2.1.).
/ 16 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:5.
Α:5. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα της δήλωσης του τόνου, καθως
αποτελεί ίσως την πιό σημαντική ορθογραφική διαφοροποίηση της παρούσας εργασίας
απο τις συμβάσεις που διέπουν την επίσημη νεοελληνική ορθογραφία.
Γενικά, ο γράφων τόσο στην παρούσα εργασία, όσο και στο λημματολόγιο του
Κοζανιτολογίου (ΛΚΙ), προτίμησε διαφοροποιήσεις απο την επίσημη νεοελληνική
ορθογραφία, καθως επιχείρησε να αποφύγει, ή έστω: να παρακάμψει κάποιες απο τις
δυσλειτουργικές εξαιρέσεις-της.
Ο στόχος αυτός έμεινε ανεκπλήρωτος, καθως οι διαφοροποιήσεις υπήρξαν
περιορισμένες και γενικά άτολμες, αλλα την πιό ριζοσπαστική διαφοροποίηση είχαμε στο
ζήτημα της δήλωσης του τόνου.
Η οξεία τόσο στο ΛΚΙ, όσο και στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται μετά ή πάνω
απο τα συμφωνικά γραφήματα για να δηλώσει την ουρανικότητα, ομως η χρήση-της
πάνω απο τα φωνηεντικά γραφήματα για τη δήλωση του τόνου εξακολουθεί να αποτελεί
τη σημαντικότερη λειτουργία-της.
Το πρόβλημα είναι οτι το κρατικό σύστημα δήλωσης του τόνου στην Ελλάδα, το
Επίσημο Μονοτονικό (ΕΜ) είναι μηχανιστικό και το μεγάλο-του μειονέκτημα είναι οτι
παρεμποδίζει τη σαφή δήλωση του τόνου καθιστώντας παραπλανητική τη χρήση της
οξείας.
Στην ουσία με το ΕΜ όχι μόνο δέ δηλώνεται με συνέπεια ο τόνος, αλλα ούτε κάν το
ίδιο διακρίνεται απο εσωτερική συνέπεια, ενώ ακόμα και το όνομά-του είναι
παραπλανητικό: παρότι περιγράφεται σά «μονοτονικό σύστημα τονισμού», ούτε
μονοτονικό ακριβώς είναι 1 , ούτε σύστημα, καθως στα συστήματα το ένα μέλος
συμπληρώνει το άλλο, ενώ στο ΕΜ ο ένας κανόνας ακυρώνει τον άλλο.
Πρόκειται δηλαδή για ένα συνοθύλευμα αντιφατικών κανόνων, που όχι μόνο καθιστούν
ανέφικτη τη συνεπή δήλωση του τόνου, αλλα παρεμποδίζουν και την ίδια την εφαρμογή
του ΕΜ.
Γενικότερα, το ΕΜ είναι ένα μόνο δείγμα των ασυνάρτητων γλωσσικών και
ορθογραφικών πρακτικών του νεοελληνικού κράτους2 και σε αυτές οφείλεται το χάος που
1 Πετρούνιας 2002:548.
2 Σχετικά με τον όρο πρακτικές, μπορούμε να σημειώσουμε οτι σε ορθολογικά πλαίσια ένα κράτος για τέτοιου είδους
ζητήματα εφαρμόζει μια πολιτική, δηλαδή ακολουθεί πρακτικές που διέπονται απο τους κατάλληλους κανόνες, αλλα
/ 17 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:5.
παρατηρείται στη δήλωση του τόνου, ενώ οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ΕΜ οδηγούν
ακόμα και σε αποπροσανατολισμό της γλωσσολογικής έρευνας και πρακτικής.
Αυτό που αφορά ακόμα πιό άμεσα την παρούσα εργασία είναι οτι σε συνθήκες
βόρειου φωνηεντισμού η απουσία ή η παρουσία του τόνου επηρεάζει επιπλέον και την
ποιότητα των φωνηέντων και τον αριθμό των συλλαβών.
Συνεπώς, η έρευνα γύρω απο τα βόρεια ιδιώματα κινδυνεύει ακόμα περισσότερο σε
σχέση με ποικιλίες όπως η ΚΝΕ, καθως οι δηλωτικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες και οι
στρεβλώσεις περισσότερες.
Ένα μικρό δείγμα των στρεβλώσεων που προκαλεί η εφαρμογή του ΕΜ είναι
περιπτώσεις όπως του δέν και των απου/απο, οπου παραμορφώνεται η εικόνα ενός απο
τους δύο βασικούς κανόνες του βόρειου φωνηεντισμού, δηλαδή της στένωσης, που
παρουσιάζεται σά να μήν έχει γενική εφαρμογή: με τις γραφές <δεν, απού, από> το
βορειοελλαδίτικο δέν παρουσιάζεται σά λέξη οπου δέν ισχύει η στένωση των άτονων /e/,
ενώ το βορειοελλαδίτικο απου (ΚΝΕ απο) παρουσιάζεται σά λέξη οπου ένα τονισμένο /o/
στενώνεται σε /u/.
Διαπιστώνουμε δηλαδή οτι οι γραφές <δεν>, <απού> & <από> παραμορφώνουν τα
γλωσσικά δεδομένα και μπορούν να αποδειχτούν παραπλανητικές, ενώ είναι αναγκαία η
αντικατάστασή-τους απο τις γραφές <δέν>, <απου> & <απο>.
Έτσι, προκειμένου να απαλλαγεί η παρούσα εργασία απο τις στρεβλώσεις που
προκαλεί η εφαρμογή του ΕΜ, η παρουσία και η απουσία του τόνου δηλώνονται με
συνέπεια, δηλαδή μόνο με την παρουσία και την απουσία, αντίστοιχα, της οξείας πάνω
απο τα φωνηεντικά γραφήματα.1
εφόσον δέν ακολουθείται κάποιο θεωρητικό πλαίσιο και οι γλωσσικές και ορθογραφικές επιλογές του επίσημου
κράτους είναι λίγο-πολύ ευκαιριακές, δέ δικαιούμαστε να μιλάμε για «γλωσσική/ορθογραφική πολιτική», παρα μόνο
για «γλωσσικές/ορθογραφικές πρακτικές».
1 Για αναλυτικότερη παρουσίαση του ζητήματος ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε απο τα λίνκ
http://glossologio.blogspot.com/2014/12/blog-post.html & http://kozanitologio.blogspot.com/2014/11/blog-post_9.html.
/ 18 /
ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ
Β:1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Β:1.1.2. Κατα τις Göksel & Kerslake, με βάση το χαρακτηριστικό της ηχηρότητας τα
τούρκικα σύμφωνα χωρίζονται σε ηχηρά και άηχα:
ΑΗΧΑ p ç t k f s ş h
ΗΧΗΡΑ b c d g v z j ğ l m n r y1
1 Ο πίνακας βασίζεται στον πίνακα των Göksel & Kerslake (TurkGram 3-4).
2 Ο Eckmann (1962α:51) θεωρεί οτι σε περιπτώσεις όπως των dürüstlük ~ dürüzlük είχαμε «υποχωρητική αφομοίωση
[ηχηρότητας] (regressive assimilation)», δηλαδή οτι είχαμε dürüstlük> *dürüslük> dürüzlük, ομως λέξεις όπως το
dürüzlük δέν πρέπει να συνδέονται άμεσα με το παλιότερο dürüst ή το μεταβατικό *dürüs (Β:1.22.3.), καθως
αναλύονται απο τους ομιλητές με βάση το σύγχρονο dürüz (dürüz> dürüzlük).
/ 19 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
Κατα την κατηγοριοποίηση αυτή το /h/ ξεχωρίζει ώς εξαίρεση ανάμεσα στα σύμφωνα
της δεύτερης κατηγορίας, κάτι που αποτελεί στοιχείο ασυμμετρίας, ομως ασυμμετρία
παρατηρούμε και ώς προς τα μεταφατνιακά τριβόμενα: παρά την ύπαρξη φθόγγου [ž]
(Β:1.12.4.), το φώνημα /ž/ απαντά μόνο σε δάνειες λέξεις και στην ουσία είναι ξένο στο
φωνολογικό σύστημα της τουρκικής (Β:1.12.2.), γι’ αυτό και ο Κοντοσόπουλος δέν το
συμπεριλαμβάνει στην κατάταξή-του. Συνεπώς, τα /h š/ μπορούν να θεωρηθούν
εξαιρέσεις ανάμεσα στα άηχα σύμφωνα, καθως δέν έχουν αντίστοιχο ηχηρό φώνημα.
Β:1.1.3. Η κατηγορία των ζευγών ηχηρού-άηχου δέν έχει απλώς θεωρητική αξία,
καθως παρατηρούμε οτι στα πλαίσια των εφτά ζευγών η ποιότητα των συμφώνων συχνά
μεταβάλλεται και στις σχετικές περιπτώσεις μπορούν να αναγνωριστούν τρία διαφορετικά
φαινόμενα.
1 π.χ. qässāb> kasap (Β:1.3.1.), särrādž> saraç (Β:1.5.1.), nä‘l-bänd> nalbant (Β:1.7.1.), *deng> denk (Β:1.10.8.).
2 π.χ. pilâv> pil'af (Β:1.20.3.), biraz [birás] (Β:1.22.3.) & bagaj> bagaş (Β:1.12.3.).
3 δές π.χ. TurkLang 32, 205 (πρβλ. επίσης abdest> aptes: Β:1.22.3.).
/ 20 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
Αυτό σημαίνει οτι ο Κοντοσόπουλος δέν έχει αναγνωρίσει το φαινόμενο και γι’ αυτό
στην πρώτη περίπτωση περιγράφει μια συγχρονική αηχοποίηση (manav> manaf), ενώ
στη δεύτερη μια ιστορική ηχηροποίηση, που προϋποθέτει την αηχοποίηση (papas>
papaz: Β:1.22.3.).
Εξαιτίας της αηχοποίησης του -z επικρατεί μια σύγχυση ανάμεσα στα -s & -z, καθως
δέν έχουμε πάντα σαφή διάκριση φθόγγου και φωνήματος και σίγουροι ώς προς την
ηχηρότητα μπορούμε να είμαστε μόνο όταν το τελικό σύμφωνο εντοπίζεται σε εσωτερική
θέση: π.χ. domus:domuzlā {domuz:domuzlar} (Β:1.22.3.) & kümes:kümeslē
{kümes:kümesler} (Dallı 92).
Ακόμα και ο Dallı, που κατα κανόνα είναι ακριβής στην καταγραφή-του1 και αποδίδει το
τελικό /z/ φωνητικά (δηλ. με το <s>2), δέν είναι πάντα συνεπής με την απόδοση λέξεων
όπως τα gös/göz (σελ. 183/92) & pil'af/pil'av (σελ. 69 & 84/188).
Άλλοι χρησιμοποιούν καί τις δύο αποδόσεις: π.χ. öküz & öküs, pilāv & pilāf (Kakuk
1961:382), düz & düs, petmez & petmes (Κυρανούδης 1998:130, 131).
Πιό περίπλοκη περίπτωση αποτελεί ο Eckmann, που (α) στις περιπτώσεις των /aptéz/,
/dürǘz/ & /serbéz/3 χρησιμοποιεί το <s>, επηρεασμένος προφανώς απο την ετυμολογία-
1 Χαρακτηριστικό είναι οτι σημειώνει τον τόνο, που συνήθως οι συλλογείς τον παραλείπουν.
2 π.χ. bis, domus, elimis, kendimis, namas & tus (Β:1.22.3.).
3 Πρβλ. το επώνυμο Σερμπέζης, που και στα τούρκικα, τα βουλγάρικα και τα σερβοκροάτικα απαντά ώς Serbez.
/ 21 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
τους (Β:1.22.3.), (β) τα περισσότερα γνωστά απο τη ΣΚΤ ονόματα τα γράφει με το <z>1,
ενώ (γ) χρησιμοποιεί το <s> για το πρώτο και δεύτερο πληθυντικό της κτητικής
κατάληξης και το πρώτο πληθυντικό των ρημάτων2.
Έτσι, τα /b/ στην αρχή λέξης έχασαν την ηχηρότητά-τους τρεπόμενα σε /p/, ενώ στην
πρωτοτουρκική (Proto-Turkic) ή παλαιοτουρκική (Eski Türkçe) απαντούσαν μόνο τα άηχα
/t k/ στην αρχή της λέξης και συνεπώς τα αρκτικά /d g/ οφείλονται σε ηχηροποίηση5: π.χ.
1 π.χ. anız, buvaz (= boğaz), kirez (= kiraz), petmez (= pekmez), popaz (= papaz), ūrsuz (= uğursuz), yannız (= yanlız):
Eckmann 1962α:57, 59, 62, 65, 67, 68)· εξαιρείται το kirevis ~ kereviz, οπου πιθανώς ο Eckmann (1962α:62),
αναγνώρισε το τούρκ(οθ). kerefs ''celery'' (<αραβ. ή πέρσ. käräfs ''Sellerie'' (Junker-Alavi 598, Steingass 1023):
Nişanyan 2009 «kereviz», Škaljić «ćereviz», BER «кервиз»).
2 π.χ. hepsimis (= hepsimiz), bilemiyos (= bilemiyoruz), yapacās (= yapacağız): Eckmann 1962α:55-6.
5 δές Dallı 84, 85, TurkLang 71, 95-6, 100, 101, 102, 184.
/ 22 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
τούρκδ. barmak> parmak1, tört/tȫrt> dört2, tok(k)uz> dokuz3, kör-> görmek4 & borsuk>
porsuk.
Οι παραπάνω τροπές παρατηρούνται και στα δάνεια, ενώ σε αρκτικές και εσωτερικές
θέσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε και άλλες τροπές, που πολλές φορές συνέβησαν
ανεξάρτητα απο το άν στο περιβάλλον υπάρχουν ηχηρά, άηχα ή ουδέτερα ώς προς την
ηχηρότητα σύμφωνα: π.χ. yeti> yedi5, depe> tepe6, bazar> pazar, badilcan> patlican,
corap> çorap, çartak> çardak, debbağ> tabak, defter> tefter, gayret> kayret, gonca>
konca, katife> kadife, kaygana> gaygana, kelep> gelep, *kessap> gessep, kurban>
gurban, pasvan> pazvant, tabak> dabak, sınaat> zanaat, sini> zini, sufra> zufra, zukak>
sokak.
Β:1.1.4. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 4), τα συμφωνικά
αλλόφωνα (δηλ. η διαφοροποιημένη προφορά συγκεκριμένων συμφώνων σε
συγκεκριμένα περιβάλλοντα) μπορούν να αποδοθούν σε τρία φαινόμενα:
Επίσης, σε μπροστινό περιβάλλον το τούρκικο /γ/ <ğ> (αντίστοιχο του ελληνικού /γ/)
εξελίχτηκε σε μπροστινό ημίφωνο [j] 7 (Β:1.10.1.), ενώ κατα τις Göksel & Kerslake
ουρανικό αλλόφωνο ([x΄]) έχει και το /h/ (TurkGram 8), που αντιστοιχεί στο ελληνικό /x/.
Ώς προς το γιατί ουρανώνονται μόνο τα παραπάνω έξι και όχι και όλα τα υπόλοιπα
σύμφωνα μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι στην κλίμακα ουράνωσης τα τούρκικα /g k h
γ ł n/ ανήκουν στις δύο πρώτες βαθμίδες, που και στα ελληνικά ιδιώματα έχουν
περισσότερες πιθανότητες ουράνωσης (Β:2.1.1.).
6 TurkLang 185.
7 Όπως θα δούμε, το μπροστινό ημίφωνο είναι ο πιό κοντινός φθόγγος στο ελληνικό [γ΄] (Β:1.10.8.).
/ 23 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.
Β:1.2.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake, το b αποδίδει γραφηματικά το
τούρκικο ηχηρό διχειλικό κλειστό (TurkGram 4-5).
Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /b/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /p/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /b/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.3.1.).
(α) μή ουρανικό [b] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: nalbant> αλμπάν.τς, kırbaç>
γκουρμπάτσ΄, zabun> ζαμπούνκους, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kabardı>
καμπαρντίζου, kehribar> κιχριμπάρ΄, kurban> (gurban>) γκουρμπάν΄, libade>
λιμπαντές, bayat> μπαϊάτ΄κους, bakşiş> μπαχτσίσ΄, borç> μπόρτζ΄, boğa> (buğa>)
μπουγάς, burani> (borani>) μπουρανί, börek> (bürek>) μπουρέκ΄, bohça> μπουχτσιάς,
tabak> νταμπάκους, taban> νταμπάν΄, çoban> τζιουμπάνους, çorbacı> τσιουρμπατζής.
/ 24 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.
(γ) ουρανικό [b΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: gelberi> γκέλ΄μπιρί, muhabbet>
μουαμπέτ΄, bezer> μπιζιρνώ, beşik> μπισίκ΄, dübek> ντουμπέκ΄, şübhe> σιμπιές,
üstübeç> στουμπέτσ΄, cübbe> τζιουμπές.
Β:1.2.3. Μερικές φορές το /b/ μετά απο /r/ αποδίδεται με το /v/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:2.1.4.).
Β:1.3.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 5), το p αποδίδει
γραφηματικά το τούρκικο άηχο διχειλικό κλειστό, που πραγματώνεται ώς (α) μή δασύ
([p]) όταν ακολουθεί σύμφωνο ή (β) δασύ ([ph]) πρίν απο φωνήεν ή στο τέλος της λέξης
(Β:1.1.4.).
Ιστορικά το τελικό /p/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /b/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. kelebe> kelep, με αιτιατική &
κτητική kelebi, δοτική kelebe (κλπ.), džurāb> çorap, με αιτ./κτητ. çorabı & δοτ. çoraba,
qässāb> kasap, με αιτ./κτητ. kasabı & δοτ. kasaba.
Το τελικό /p/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /b/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /p/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. kelep, με πληθυντικό kelepler, τοπική kelepte (κλπ.), çorap, με πληθ.
çoraplar & τοπ. çorapta, kasap, με πληθ. kasaplar & τοπ. kasapta.
(β) μή ουρανικό [p] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: Arap> αράπς, cep> τζέπς,
çıplak> τσιουπλακιά, kasap> χασάπς.
(γ1) ουρανικό [ṕ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: kepaze> κιπιζές, kepenk> κιπένγκ΄,
*penevrek> πινιβρέκ΄, piç> πίτσ΄κου, tapu/tapı> ταπί.
/ 25 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.
(γ2) ουρανικό [ṕ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: Arap> αιτ. αράπ΄, kelep> gelep> γκιλέπ΄,
küp> κιούπ΄, cep> αιτ. τζέπ΄, kasap> αιτ. χασάπ΄.
(δ) ουρανικό [ṕ] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: pilâv> πλιάφ΄, cep> τζέπχια.
Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /dž/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /č/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /dž/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.5.1.).
Επίσης, το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις των borcΦ(-)> μπόρτζ΄ & tuncΦ(-)>
τούντζ΄ (Β:2.1.3.1.).
Β:1.4.3. Στις περιπτώσεις των θηλυκών σε -τζού (<-cI) έχουμε μια φαινομενική
απόδοση του /dž/ με το μή ουρανικό [dz], όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.11.3.).
Ιστορικά το τελικό /č/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /dž/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. hävīdž> havuç, με αιτιατική &
/ 26 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.
κτητική havucu, δοτική havuca (κλπ.), ‘ïlādž> ilâç, με αιτ./κτητ. ilâcı & δοτ. ilâca,
särrādž> saraç, με αιτ./κτητ. saracı & δοτ. saraca.
Το τελικό /č/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /dž/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /č/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. havuç, με πληθυντικό havuçlar, τοπική havuçta (κλπ.), ilâç, με πληθ.
ilâçlar & τοπ. ilâçta, saraç, με πληθ. saraçlar & τοπ. saraçta.
Όπως θα δούμε παρακάτω, στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα παρατηρείται τροπή /č/
> /š/, όταν ακολουθεί άλλο σύμφωνο (Β:2.10.4.2.).
Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /d/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /t/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /d/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.7.1.).
/ 27 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.7.
(γ1) ουρανικό [d΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: âdet> αντέτ΄, keder> γκιντέρ΄, kabardı>
καμπαρντίζου, libade> λιμπαντές, nişadır> νισιαντίρ΄, denk> ντένγκ΄, sade> σαντέθκους,
sürdü> σουρντίζου, cadde> τζιαντές.1
(γ2) ουρανικό [d΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: divar> ντ΄βάρ΄ (Β:2.13.3.).
Β:1.6.3.1. Όπως θα δούμε παρακάτω, μερικές φορές το /d/ μετά απο /r/ αποδίδεται με
το ελληνικό /δ/, (Β:2.1.4.), ενώ ιδιαίτερη είναι η περίπτωση των aradı> αραδώ (Β:2.15.3.).
Β:1.6.3.2. Στην περίπτωση των bağdadi ~ μπαχτατζί έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /d/ με το ελληνικό /t/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.4.3.).
Ιστορικά το τελικό /t/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /d/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. nä‘l-bänd> nalbant, με αιτιατική &
κτητική nalbandı, δοτική nalbanda (κλπ.), aulād> evlât, με αιτ./κτητ. evlâdı & δοτ. evlâda,
džällād> cellât, με αιτ./κτητ. cellâdı & δοτ. cellâda.
Το τελικό /t/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /d/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /t/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. nalbant, με πληθυντικό nalbantlar, τοπική nalbantta (κλπ.), evlât, με
1 Στη Σιάτιστα η αντίστοιχη πραγμάτωση είναι το [dź]: âdet> ατζέτσ΄ & bağdadi> μπαχτατζί (Β:2.10.1.).
/ 28 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.7.
πληθ. evlâtlar & τοπ. evlâtta, makat, με πληθ. makatlar & τοπ. makatta, cellât, με πληθ.
cellâtlar & τοπ. cellâtta.
(α) μή ουρανικό [t] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: astar> αστάρ΄, katana>
κατανάς, kahvaltι> καφαλτΐ, kütük> κτούκ΄, konuştu> κουνουστώ, limontozu> λιμόν΄-
τουζού, mutafçı> μουταφτσής, şamata> σιαματάς, üstübeç> στουμπέτσ΄, taze>
ταζέθκους, tahın> ταχΐν΄, top> τόπα, tunç> τούντζ΄, türlü> τουρλιού, horata> χουρατάς.
(β) μή ουρανικό [t] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: katran> κατράν΄, torba>
τρουβάς.
(γ1) ουρανικό [t΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: tefter> τιφτέρ΄, köstek> κιουστέκ΄,
kereste> κιριστές, köfte> κιφτέδα, metelik> μιτιλίκ΄, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄,
teskere> τισκιρές, çalıştı> τσιαλιστιμένους, çatι> τσιατί, hatır> χατίρ΄.
(γ2) ουρανικό [t΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ağızotu> γκζότ΄, âdet> αντέτ΄, vakıt>
βακΐτ΄, gayret> γκαϊρέτ΄, zanaat> ζανάτ΄, ziyafet> ζιαφέτ΄, kısmet> κασμέτ΄, kıyamet>
κιαμέτ΄, makat> μακάτ΄, masat> μασάτ΄, maslahat> μασλάτ΄, millet> μιλέτ΄, mecit> μιτζίτ΄,
muhabbet> μουαμπέτ΄, bayat> μπαϊάτ΄κους, petmez> πιτ΄μέζ΄, simit> σ΄μίτ΄, çeşit>
τσιασίτ΄.1
(δ) ουρανικό [t΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: zarzavat> ζαρζαβάτχια, patlican>
πατλιτζιάν΄.
1 Στη Σιάτιστα η αντίστοιχη πραγμάτωση είναι το [ć]: π.χ. âdet> ατζέτσ΄ (Β:2.10.1.).
/ 29 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.8.-9.
(α) μή ουρανικό [f] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: tufan> τ΄φάν΄, faraş>
φαράσ΄, fukara> φουκαράς.
(β) μή ουρανικό [f] πρίν απο μή ουρανικά σύμφωνα: zaif> ζαΐφκους, sarraf> σαράφς,
sofra> σουφράς.
(γ1) ουρανικό [f΄] πρίν απο το μπροστινό /e/: ziyafet> ζιαφέτ΄, katife> κατ΄φές, tüfek>
τ΄φέκ΄.
(γ2) ουρανικό [f΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: kadayif> γκανταΐφ΄, mutaf> μτάφ΄,
sarraf> αιτ. σαράφ΄, çarşaf> τσιαρτσιάφ΄.
(δ) ουρανικό [f΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: afyon> αφχιόν΄, köfte> κιφτέδα,
mutafçı> μουταφτσής, *müflüz> μουφλιούηζς, tefter> τιφτέρ΄, çiflik> τσιουφλίκ΄, çifçi>
τσιφτσής.
Για τη φωνητική απόδοση του ουρανικού g χρησιμοποιείται εδώ το <ǵ>, ενώ στο ΔΦΑ
αποδίδεται με το <ɟ> (HIPA ix, 154, TurkGram 5-6, ShW 72).
/ 30 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
(α) υπερωικό [g] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: gayret> γκαϊρέτ΄, gaile>
γκαϊλές, kaygana> γκαϊγκανάς.
(β) υπερωικό [g] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: ergavan> αργκαβανιά> ραγκαβανιά.
(γ) ουρανικό [ǵ] πρίν απο το μπροστινό /e/ και το /i/: gelep> γκιλέπ΄, ergen>
αργκέν.τσα, geriz> γκιρίζ΄, (ü)zengi> ζινγκί, lenger> λινγκέρ΄, sergi> σαργκί, hergele>
χιργκιλές.
Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί το τούρκικο [ǵ] (/g/ ή /ǵ/:
Β:1.9.1.), που παραμένει ουρανικό στα ελληνικά, όταν δέν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν:
gök at> Γκιόκας, göl> γκιόλ΄, güveç> γκιουβέτσ΄, gülsuyu> γκιούλτσουι, gölcük>
γκιουλτζίκ΄, gǖm> γκιούμ’, gürültü> γκιουρλουτί.
Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και περιπτώσεις όπως τα γκιβέτσ΄, γκιλτσουί, γκιλουρντί,
γκισέμ΄ & γκιζλιμές, οπου το αρχικό γκιου- έχει αντικατατασταθεί απο το γκι- (Γ:1.9.4.4.).
Β:1.9.3. Μερικές φορές το /g/ μετά απο /r/ αποδίδεται με το /γ/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:2.1.4.).
1 πρβλ. gergef> đerđef, gümrük> đumruk κλπ. (Škaljić 29, Hazai & Kappler 658).
/ 31 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
Κατα τις περιγραφές των Kerslake & Göksel (TurkLang 184, TurkGram 7), απαντά
μετά απο φωνήεντα και (α) σιγείται στο τέλος -εσωτερικής ή τελικής- συλλαβής
προκαλώντας αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν, π.χ. dağ [dá:] ''βουνό'', dağlar
[da:łáŗ] ''βουνά'', düğme [dü:mέ]1, (β) μπορεί να προφέρεται ώς μπροστινό ημίφωνο σε
περιβάλλον μπροστινών φωνηέντων, π.χ. beğenmek [bejænméḱh] 2
, eğlenmek
[ejlænméḱh] ''γλεντώ''3, düğme [düjmέ]4, düğüm [düjǘm]5, düğün [düjǘn]6, değil [dejíl΄] =
diğil [dijíl΄]7, diğer [dijǽŗ], göğüs [ǵöjǘs]8, güğüm [ǵüjǘm]9, öğmek [öjméḱh]10, öğünmek
[öjünméḱh] 11 , söğüt [söjǘth] 12 , züğürt [züjǘrth] 13 , (γ) μπορεί να προφέρεται ώς χειλικό
ημίφωνο σε περιβάλλον στρογγυλών φωνηέντων, π.χ. doğu [doǔú]14, göğüs [ǵöǔǘs]15,
koğuş [khoǔúš] 16 , soğan [soǔán] 17 , soğuk [soǔúkh] 18 , (δ) μπορεί να σιγείται τελείως
ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, π.χ. ağaç [aáčh], ağır [aẃŗ], sevdiğim [sevdiím], sığan
[swán], sığınak [swwnákh], soğuk [soúkh], soğan [soán], uğur [uúŗ].19
12 Dallı 82 [söyüt].
18 δές επίσης Redhouse 1192 [soğuq & sowuq], πρβλ. sovuk <sowuk> (Meninski 1680:2590, 3008, 3013).
19 Υπογραμμισμένες είναι οι λέξεις των οποίων οι πραγματώσεις δίνονται στο TurkGram (άν παρακάμψουμε την
/ 32 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
Β:1.10.3. Στην περίπτωση των koğuş> κουβούσ΄ έχουμε απόδοση του [ǔ] του [khoǔúš]
(Β:1.10.1.) με το ελληνικό /v/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.20.5.).
Στην πραγματικότητα, σε περιπτώσεις οπου το /γ/ βρίσκεται στο τέλος της συλλαβής
έχουμε απόδοση του τούρκικου μακρού φωνήεντος με το αντίστοιχο ελληνικό απλό:
Karadağlı = Karadālı> Καρανταλΐς, sağlam = sālam> σαλάμκους, doğru = dōru ~ dūru>
ντουρού (Γ:1.10.3.).
Σε περιπτώσεις όπως των güğüm ~ γκιούμ΄ & uğursuz ~ ουρσούζ- η σίγηση του
μεσοφωνηεντικού /γ/ προκάλεσε τη δημιουργία ακολουθίας όμοιων φωνηέντων, που
πιθανώς συναιρέθηκαν και ενδεχομένως βραχύνθηκαν κατόπιν (Γ:1.10.4.).
Β:1.10.5. Το πινέτα ''πινακωτή'' ανάγεται τελικά στον τύπο *pineğet που προέρχεται
απο το ελληνικό πινακωτή.
Στην περίπτωση του *pineğet το /γ/ βρέθηκε σε μπροστινό περιβάλλον (Β:1.10.1.) και
είτε πραγματώνεται ώς μπροστινό ημίφωνο (pineyet), είτε σιγήθηκε τελείως (bineet), ενώ,
άν κρίνουμε απο τον τύπο pinet, είχαμε συναίρεση των δύο /e/ σε ένα μακρό που κατόπιν
βραχύνθηκε (Γ:1.10.4.): *pineğet> *pineet> *pinēt> pinet.
Συνεπώς, το πινέτα /pinéta/ μπορεί να αποδοθεί είτε στο *pinēt, είτε στο pinet, ενώ
πρέπει να αποκλείσουμε τον δανεισμό με βάση τα *pine(ğ)et (Γ:1.10.5.).
Β:1.10.6. Σε περιπτώσεις όπως του μπακλαΐ δέ μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον
φθόγγο που αποδίδεται, καθως υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στο τούρκικο /γ/ και το /v/,
όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.20.5.).
Β:1.10.7. Στην περίπτωση των bağdadi ~ μπαχτατζί έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /γ/ με το ελληνικό /x/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.4.3.).
Β:1.10.8. Το /γ/ αντιστοιχεί σε ένα παλιότερο /g/1, που αηχοποιήθηκε στο τέλος της
λέξης 1 , αλλα διατηρεί την ηχηρότητά-του, όταν προηγείται έρρινο (π.χ. denk-dengi:
Β:2.1.3.1.), ενώ διαφορετικά εξακολουθητικοποιήθηκε2 και πολλές φορές σιγήθηκε3.
/ 33 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
Αυτός είναι και ο λόγος που το τούρκικο [j] αποδίδεται με το ελληνικό [γ΄] (Β:1.21.2.,
Β:1.21.4.), αλλα και ο λόγος που το ελληνικό [γ΄] στη Δυτική Μακεδονία τράπηκε σε [j],
είτε σε όλες τις θέσεις (Β:1.21.3.), είτε μόνο σε ορισμένες (Β:1.21.2.).
Οι σημερινές πραγματώσεις του τούρκικου /γ/ μαρτυρούνται απο την πρώιμη και μέση
οθωμανική περίοδο, δηλαδή χρονολογούνται το νωρίτερο απο τον 18ο αιώνα (TurkLang
184, 181).
Ομως οι εξελίξεις αυτές δέν επηρέασαν όλα τα βαλκανικά ιδιώματα, καθως, όπως
συνοψίζει ο Κυρανούδης (1998:120), το «αρχαίο οθωμανικό» /g/ διατηρήθηκε ώς /g/ ή /γ/
στα δυτικοβαλκανικά τούρκικα ιδιώματα, ενώ σε ανατολικοβαλκανικά ιδιώματα, όπως της
ΒΑ Βουλγαρίας και της Δυτικής Θράκης, έχουμε αντίστοιχες πραγματώσεις με της ΣΚΤ:
π.χ. boğaz = buwas, doğan = duwan, soğuk = sowuk, ciğer = ciyer 5 , beğendim =
beyëndim [bejændím], eğlendim = eylendim [ejl΄ændím], çiğnedim = çiynedim, ağaç =
aaç6, leğen = leen & göğüs = göüs (Γ:1.10.2.).
spirantised or deleted»).
4 όπως αντίστοιχα το χειλικό ημίφωνο [ǔ] βρίσκεται αρθρωτικά πολύ κοντά στο τριβόμενο [v] (Β:1.20.4.).
5 Dallı 64.
7 Η λέξη στα βουλγάρικα έχει το άηχο φατνοδοντικό (alveo-dental) προστριβόμενο <ц> (Враца), για του οποίου τη
λατινική μεταγραφή χρησιμοποιείται απο τους σλαβολόγους το <c> (SlavLang xiii). Ο Tryjarski και ο Κυρανούδης
(2009:52) αναφέρουν το τοπωνύμιο ώς <Vradža>, επειδή προφανώς αντιμετωπίζουν το <Vraca> με τα κριτήρια του
τούρκικου αλφαβήτου, οπου το <c> αποδίδει το ηχηρό ουρανοφατνιακό (Β:1.4.1.), του οποίου το σλάβικο αντίστοιχο
στο λατινικό αλφάβητο (latinica) είναι το <dž> (SlavLang xiii).
/ 34 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
του Σαμόκοβου (Samokov) και συνεπώς τα ιδιώματα που μιλιούνται στην Αλβανία, την
πρώην Γιουγκοσλαβία και το δυτικό άκρο της Βουλγαρίας ανήκουν στις δυτικές
διαλέκτους, ενώ τα ιδιώματα που μιλιούνται στο μεγαλύτερο και ανατολικότερο μέρος της
Βουλγαρίας στις ανατολικές.
Η προφορά του /γ/ στα διάφορα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα αντανακλάται στους
τουρκισμούς που αποδίδουν το sağlam και ακολουθεί πιστά τη γραμμή Németh: η
συμφωνική προφορά ([g] ή [γ]) αντανακλάται στα αλβανικά sagllam & sakllam, στο
σερβοκροάτικο saglam, στο σλαβομακεδόνικο saglam και σε τύπους όπως τα saglam &
săglam που καταγράφονται για τις περιοχές του Λόμ (Lomsko), της Σόφιας (Sofijsko) και
φυσικά τα ακόμα δυτικότερα ιδιώματα του Κιουστεντίλ (Kjustendilsko) και άλλων
μεθωριακών περιοχών, όπως το Trănsko και το Kulsko, που βρίσκονται δίπλα στα
σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβία· απο την άλλη, οι τύποι που αντανακλούν το [a:]
του ανατολικοβαλκανικού τούρκικου sālam καταγράφονται για ιδιώματα του
ανατολικοβουλγαρικού χώρου, όπως του ιδιώματος της Στράντζας (Strandža) και των
πομάκικων ιδιωμάτων: π.χ. salam, sālam, saalam & săalam.
/ 35 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
ιδιώματα της Κρανιάς Ελασσόνας και του Νεζερού Λάρισας, ενώ ανατολικά αυτής της
περιοχής, δηλαδή σε περιοχές όπως της Πιερίας και της Ημαθίας1, κυριαρχεί ο τύπος
σαλάμ(ι)κους (<sālam: Β:1.10.4.).
Μοναδική εξαίρεση για τη Δυτική Μακεδονία φαίνεται οτι είναι τα καταφυγιώτικα, οπου
έχουμε τον τύπο σαλάμκους, ομως παρατηρούμε οτι στο ίδιο ιδίωμα έχουμε και
συμφωνική απόδοση του /γ/, καθως το doğramacı αποδίδεται ώς ντουγραματζής
(Β:1.10.2.).
Ομως εμπόδιο στην ένταξη της Δυτικής Μακεδονίας στον γεωγραφικό χώρο των
δυτικοβαλκανικών τούρκικων ιδιωμάτων στέκονται τα δεδομένα απο τα ελληνικά
ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας, οπου το καταφυγιώτικο σαλάμκους και το κοζανίτικο
ντουρού αντανακλούν με σαφήνεια ανατολικοβαλκανικές επιδράσεις.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι η εξέλιξη του /γ/ δέν πρέπει να αντιμετωπίζεται
μεμονωμένα, αλλα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το σύνολο των
χαρακτηριστικών που διακρίνουν τις βαλκανικές τούρκικες διαλέκτους, καθως και άλλα
χαρακτηριστικά δείχνουν ώς βάση δανεισμού μια ανατολικοβαλκανικού τύπου ποικιλία.
1 και φυσικά στα ακόμα ανατολικότερα ιδιώματα της Χαλκιδικής και των Σερρών.
/ 36 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
χαρακτήρα του -i 1
: π.χ. τα δυτικοβαλκανικά ιδιώματα του Κιουστεντίλ, του
Μιχάιλοβγκραντ και της Οχρίδας διατηρούν το αραβικής προέλευσης kırmızi, ενώ στη
ΣΚΤ έχουμε kırmızı. Αντίστοιχα, τα doğru, koşu, gürültü & türlü αντιστοιχούν στα
δυτικοβαλκανικά dogri2, koşi, gürülti & türli3.
Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε το βεριώτικο και ναουσέικο χαβλί στο κοινό havlu,
αφού και η Ημαθία δέχτηκε ανατολικοβαλκανικές επιδράσεις, άν κρίνουμε απο το ντόπιο
σαλάμ(ι)κους.
/ 37 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
αντανακλούν τα kırmızı (Γ:1.4.4.) & doğru (Γ:1.8.2.) και όχι τα παλιότερα και διαλεκτικά
kırmızi & dogri/doğrı1.
Υπέρ της σύνδεσης του κουσιός με το koşu μέσω του τύπου κουσιού είναι το γεγονός
οτι το κουσιός (με την ίδια μορφή και τις ίδιες σημασίες) καταγράφεται και για ιδιώματα
της Πιερίας και της Ημαθίας, που επηρεάστηκαν απο ανατολικοβαλκανικού τύπου
ιδιώματα, άν κρίνουμε απο το ντόπιο σαλάμ(ι)κους.
Έτσι, και μόνο απο τα κοζανίτικα τουρλιού, Καρμαζΐς & ντου(γ)ρού γίνεται φανερό οτι
οι γειτονικές τούρκικες ποικιλίες είχαν πλήρως ανεπτυγμένη τη φωνηεντική αρμονία,
εμφανίζοντας τα ανατολικοβαλκανικά /ü w u/ αντί για το δυτικοβαλκανικό /i/ και συνεπώς
πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη μια ανατολικοβαλκανικού τύπου βάση δανεισμού.
/ 38 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
Ακόμα ομως και οι συμφωνικές αποδόσεις του /γ/ είδαμε οτι δέν παρατηρούνται μόνο
στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα του Καταφυγίου και της Κοζάνης, αλλα και σε ακόμα πιό
ανατολικά ιδιώματα, όπως της Επανομής, και συνεπώς δέ μπορούν να ερμηνευτούν με
βάση τον διαχωρισμό των τούρκικων ιδιωμάτων σε δυτικοβαλκανικά και
ανατολικοβαλκανικά. Έτσι, αντί για μια διατοπική ερμηνεία, μπορούμε να προτείνουμε
άλλες δύο, που σχετίζονται με τον χρόνο δανεισμού: μία ιστορική (ή: διαχρονική) και μία
συγχρονική.
Η ιστορική ερμηνεία μπορεί να βασιστεί στο γεγονός οτι πρίν τη σίγηση του /γ/ η
συμφωνική προφορά χαρακτήριζε ό λ α τα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα. Έτσι, μια
ιστορική θεώρηση του δανεισμού μας επιτρέπει να αποδώσουμε τις συμφωνικές
αντανακλάσεις του /γ/ σε δανεισμό κατα την περίοδο που δέν είχε γενικευτεί η
εξασθένηση του /γ/, δηλαδή το πολύ μέχρι και τον 18ο αιώνα, ενώ τις αντανακλάσεις των
μακρών φωνηέντων σε δανεισμό κατα την Ύστερη Οθωμανική Περίοδο (19ος-20ός
αιώνας 1
), όταν πιά είχε γενικευτεί η εξασθένηση του /γ/, τουλάχιστον στα
ανατολικοβαλκανικού τύπου τούρκικα ιδιώματα.
/ 39 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
φωνηέντων (ντουρού & σαλάμκους) οφείλονται σε δανεισμό κατα την ίδια χρονική
περίοδο.
Η συγχρονική ερμηνεία μπορεί να βασιστεί στη συμπεριφορά του /γ/ στη ΣΚΤ, οπου τα
doğru, doğramacı & sağlam προφέρονται [do:rú], [do:ramadžẃ] & [sa:łám], αλλα
ταυτόχρονα το /γ/ αναγνωρίζεται ώς φώνημα στη διάρκεια των [o:] & [a:].
Η αξία των δύο ερμηνειών φαίνεται απο την περίπτωση των ντουγρού & ντουρού, που
είδαμε οτι συνυπάρχουν στο ιδίωμα της Κοζάνης και σε ιδιώματα της Ορεινής Πιερίας: το
ενδιαφέρον είναι οτι ο τύπος ντουρού επιβεβαιώνεται απο τους Κοζανίτες ομιλητές πολύ
πιό σπάνια απο τον τύπο ντουγρού, που αναγνωρίζεται απο όλους σάν κοζανίτικος, ενώ
αντίστοιχα στην Ορεινή Πιερία το ντουρού απαντά σε μερικά μόνο απο τα ιδιώματα για τα
οποία καταγράφεται ο τύπος ντουγρού.
/ 40 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
Όπως είδαμε, στην Κοζάνη το αρχαϊκότερο ντουγρού φαίνεται οτι επιβίωσε παρά την
πίεση του νεότερου ντουρού και την ίδια ιστορικοσυγχρονική ερμηνεία μπορούμε να
δώσουμε και στην κατανομή των σα(γ)λάμκους: μπορούμε να υποθέσουμε οτι τόσο το
δυτικομακεδόνικο και ΚΝΕ ντουγρού, το μακεδονικό ντουγραματζής (Επανομή και
Καταφύγι), όσο και το δυτικομακεδόνικο και θεσσαλικό σαγλάμκους οφείλονται σε
παλιότερο δανεισμό με βάση την αρχαιότερη πραγμάτωση [saγłám], που διατήρησε το /γ/
στα δυτικότερα ελληνικά ιδιώματα (Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία), ακόμα και αφού το
[saγłám] είχε εξελιχτεί σε [sa:łám].
/ 41 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.
1 Elçin 246.
2 δές π.χ. Κυρανούδης 2009:52.
/ 42 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.11.
Το /h/ πρίν απο σύμφωνο και μετά απο φωνήεν, δηλαδή στο τέλος συλλαβής μπορεί
να σιγείται προκαλώντας ταυτόχρονα αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ.
Mehmet [me:méth]1, kahve [kha:vέ] & Ahmet [a:méth] (TurkGram 8).
Το φαινόμενο παρατηρείται και στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα: π.χ. ālat <ahlat2,
anātar <anahtar 3 , āret <ahret 4 , mākeme <mahkeme, māk΄um <mahkûm, mālūkat
<mahlûkat, Māmut <Mahmut, māsus <mahsus5, Māmıt <Mahmut6, mārama <mahrama7,
māraba <*mahraba <merhaba 8 , rāle <rahle, rāmet <rahmet 9 , sabādan <sabahdan 10 ,
sabālayın <sabahleyin11, tāta <tahta12, yānı <yahni13, Mēmet <Mehmet14, kāve <kahve15
& Āmet <Ahmet16.
5 Eckmann 1962α:63.
6 Dallı 163.
7 Olcay 73.
10 Elçin 249.
11 Dallı 189.
13 Dallı 192.
14 Eckmann 1960:197, Eckmann 1962α:52, 63, Elçin 247, 253, Dallı 163, Olcay 14, 17.
15 Eckmann 1950:12, 1960:197, 1962α:52, 62, 1962β:119, Elçin 246, 250, Kakuk 1961:380, 1972:241, 277, Dallı 83,
/ 43 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.11.
īlamur <ıhlamur1, mǖtü <mühtü <müftü2, Zǖre <Zühre3, mǖlet <mühlet4, i:tiyar <ihtiyar5
& mǖtar <*mühtar (Β:2.4.4.).
Επίσης, το /h/ μπορεί να σιγείται σε αρκτική θέση και μετά απο σύμφωνο6, ενώ, όταν
σιγείται σε μεσοφωνηεντική θέση 7 , τα φωνήεντα που έρχονται σε επαφή, συχνά
συναιρούνται σε ένα μακρό φωνήεν (Γ:1.10.2.).
(α) υπερωικό [x] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: ahmak> αχμάκ’ς, ahur>
αχούρ’, kabahat> καμπαχάτ’, kahır> καχΐρ΄, Lâhur> λαχούρ΄, muhabbet> μουχαμπέτ’,
mayhoş> μουχόζ΄κους, buhar> μπουχάρ’, buhari> μπουχαρί, tahın> ταχΐν΄, havan>
χαβάν’, hava> χαβάς, havlu> χαβλί, havuz> χαβούζ΄, hazır> χαζΐρκους, hayvan>
χαϊβάν’, hayır> χαΐρ΄, hayırsız> χαϊρσΐηζς, halva> χαλβάς, hale> χαλές, hamaylı>
χαμαϊλί, hamur/hamır> χαμούρ΄, han> χάν΄, hancı> χαντζής, hanım> χανούμσα, hadım>
χαντούμς, haranı> χαρανί, harç> χάρτσ΄, hasıl> χασίλ΄, hata> χατάς, hacı> χατζής,
hacılık> χατζιλίκ΄, hatıl> χατίλ’/χατσίλ΄, hatır> χατίρ΄, *hatırcı> χατιρτζής, hoş> χόσ΄κους,
hovarda> χουβαρδάς, huzur> χουζούρ΄, *huzurcu> χουζουρτζής, huy> χούι, huylu>
χουιλού(ς), hokka> χουκάς, horata> χουρατάς, hoşaf/huşaf> χουσιάφ’.
(β) υπερωικό [x] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: ehli> ιχλής, ihram> ιχράμ΄/χράμ΄,
kehribar> κιχριμπάρ’, mahmuz> μαχμούζ΄, mahmur> μαχμουρλούς, muhtar> μουχτάρς,
bahçe> μπαχτσές, bahçıvan> μπαχτσιαβάνους, bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄, bohça>
μπουχτσιάς, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, çehre> τσιχρές, hüner> χνέρ’.
(γ1) ουρανικό [x΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: zahire> ζαχιρές, kâhi> κιχί, hergele>
χιργκιλές.
(γ2) ουρανικό [x΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: silâh> σιλιάχ΄, tamah> ταμάχ΄.
1 Eckmann 1962α:52.
2 Eckmann 1950:12, 1962α:52.
3 Eckmann 1962α:69.
5 Eckmann 1960:197, Kakuk 1961:312, 380, Olcay 14, Kalay 125 [3:23], 179 [24:88 (κ.ε.)], 227 [36:62].
6 Eckmann 1962α:51.
/ 44 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.12.
Β:1.11.3.2. Σε περιπτώσεις όπως του (ı)rahvan, οπου το /h/ βρίσκεται στο τέλος
συλλαβής, μπορούμε να υποθέσουμε οτι σιγήθηκε και προκάλεσε αντέκταση δίνοντας
ένα μακρό φωνήεν (Β:1.11.1.), που αποδόθηκε με το αντίστοιχο ελληνικό απλό
(Γ:1.10.3.): (ı)rahvan> *(ı)rāvan> αραβάν΄.
Β:1.11.4.1. Ο τύπος μαξούλ΄ οφείλεται σε ανομοίωση του /xs/ του αρχικού μαχσούλ΄
(<mahsul: Β:2.2.3.).
Β:1.11.4.2. Στην περίπτωση των bahşiş ~ μπαχτσίσ΄ έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /h/ με το ελληνικό /x/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).
Β:1.12.2. Το φώνημα /ž/ απαντά κατα κανόνα σε δάνεια απο τη γαλλική ή την
περσική1. Παρόλο που η παρουσία του προσφέρει φωνολογική συμμετρία στο σύστημα
των συριστικών2, παραμένει ένα ξένο στο φωνολογικό σύστημα της τουρκικής φώνημα
και γι’ αυτό αποδίδεται, ιδίως απο τους ανθρώπους του λαού, με το αντίστοιχο
προστριβόμενο /dž/3· έτσι, το γαλλικό gendarme έδωσε τόσο το jandarma, όσο και το
/ 45 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.12.
λαϊκότερο candarma, που έδωσε το τζιανταρμάς (Β:1.4.2.) και το πέρσικο müžde έδωσε
τόσο το müjde, όσο και το διαλεκτικό mücüde (<*mücde).
Για τον ίδιο λόγο το ηχηρό μεταφατνιακό του müžde αποδόθηκε τόσο με το αντίστοιχο
άηχο (muştu), όσο και με το αντίστοιχο φατνιακό (müzde, müzdulık1, muzdulamak2).
Β:1.12.3. Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /ž/ και γι’ αυτό σε ιδιώματα
όπως της ΒΑ Βουλγαρίας το κοινό /bagáž/ <bagaj>3 προφέρεται [bagáš] <bagaş>4.
5 Eckmann 1962α:51.
6 Eckmann 1962β:131.
20 Eckmann 1962β:133.
/ 46 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.
Β:1.13.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 5), το τούρκικο άηχο
κλειστό /k/ πραγματώνεται ώς (α) μή δασύ υπερωικό ([k]) στο τέλος μιας εσωτερικής
συλλαβής, δηλ. πρίν απο σύμφωνο και μετά απο πισινό φωνήεν (a ı o u), (β) δασύ
υπερωικό ([kh]) πρίν απο πισινό φωνήεν ή στο τέλος της λέξης, μετά απο πισινό φωνήεν,
(γ) μή δασύ ουρανικό ([ḱ]) στο τέλος μιας εσωτερικής συλλαβής, δηλ. πρίν απο σύμφωνο
και μετά απο μπροστινό φωνήεν (e i ö ü), (δ) δασύ ουρανικό ([ḱh]) πρίν απο μπροστινό
φωνήεν ή στο τέλος της λέξης, μετά απο μπροστινό φωνήεν (Β:1.1.4.), ενώ το [ḱh]
απαντά και πρίν απο τα ουρανικοποιημένα φωνήεντα â & û σε δάνειες λέξεις όπως το
kâr, οπότε και ανήκει στο φώνημα /ḱ/.
(α) υπερωικό [k] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: kavak> καβάκ΄, kavurma>
καβουρμάς, kazan> καζάν΄, kazık> καζίκ΄, kalay> καλάι, kulağuz> καλαούης,
*kalpuzan> καλπουζάν.τς, kahır> καχΐρ΄, kurban> κουρμπάν΄, koşaf/kuşaf> κουσιάφ’,
çakıl> τσιακΐλ΄, yaka> γιακάς, kayret> καϊρέτ’.
(β) υπερωικό [k] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: kına> κνά, kırma> κριμάς, bekri>
μπικρής, çekmece> τσικμιτζές.
(δ1) ουρανικό [ḱ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: yakı/yaku> γιακή, kıyamet> κιαμέτ΄,
kıyma> κιιμάς, kilim> κιλίμ΄, kemer> κιμέρ΄, kepaze> κιπιζές, kepenk> κιπένγκ΄, kira>
κιράς, kereste> κιριστές, keçe> κιτσές, kehribar> κιχριμπάρ’, bıçkı> μπιτσ΄κί/μπουτσ΄κί,
rakı> ρακή, teskere> τισκιρές, çakıl> τσιακίλ’.
(δ2) ουρανικό [ḱ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ahmak> αιτ. αχμάκ΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, kavak> καβάκ΄, kazık> καζίκ΄, mülk> μούλκ΄, musluk> μουσλούκ΄, binlik>
μπινλίκ΄, beşik> μπισίκ΄, budak> μπουντάκ΄.
Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί το τούρκικο [ḱh] (/k/ ή /ḱ/ πρίν
απο φωνήεντα: Β:1.13.1.), που παραμένει ουρανικό στα ελληνικά ([ḱ]), όταν δέν
ακολουθεί μπροστινό φωνήεν: kâr> κιάρ’, künk> κιούν(γ)κ΄, küp> κιούπ΄, köşe>
κιουσές, köstek> κιουστέκ΄, bekâr> μπικιάρς.
/ 47 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.
Β:1.13.3. Το τούρκικο διπλό /k/ προφέρεται ώς μακρό δασύ [k:h]/[ḱ:h] (TurkGram 4) και
αποδίδεται όπως και το [kh]/[ḱh]: zakkum> ζουκούμ’, bakkal> μπακάλτς, okka> ουκά,
tevekkel> τιβικέλτς, hokka> χουκάς.
Β:1.13.4. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ακολουθία -nk στο τέλος των λέξεων
αποδίδεται με το έρρινο ηχηρό -νγκ΄ (Β:2.1.3.1.), ενώ και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις
το τούρκικο /k/ αντιστοιχεί σε ελληνικό /g/ (Β:2.1.3.3.).
Β:1.13.5. Σποραδική είναι η απόδοση του /k/ με το ελληνικό /x/, όπως στην περίπτωση
του kasap> χασάπ(η)ς, ενώ αντίστοιχες περιπτώσεις αποτελούν το χαζάνι 2 και το
ζουχούμ’, που καταγράφεται για το Ρουμλούκι και την Επανομή.
Η τροπή του /k/ σε /x/ ή /h/ είναι γνωστή στις τούρκικες διαλέκτους της Μικράς Ασίας3,
αλλα όσον αφορά τα Βαλκάνια το φαινόμενο της απόδοσης του /k/ με το /x/
αποτυπώνεται μόνο σε ελληνικές λέξεις, δίπλα στην κανονική απόδοση με το /k/
(κασάπ(η)ς, καζάνι & ζουκούμ’).
Μιά ερμηνεία που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι οτι ενδεχομένως το τριβόμενο [x]
αποδίδει τη δασύτητα του [kh] 4 , που αποτελεί ξενίζον χαρακτηριστικό για τα ελληνικά
δεδομένα μετά απο σύμφωνο: πιθανώς δηλ. τα τούρκικα kasap [khasáph], kazan [khazán]
& zakkum [zak:húm] να προφέρονταν -απο τους ελληνόφωνους που μιλούσαν «τσάτρα
1 ΛΚΝ, ΕτυμΜπαμπ.
2 Somavera 438, 441.
3 δές π.χ. Συμεωνίδης 1971-72:148.
/ 48 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.
Η απόδοση του [kh] με το /x/ φαίνεται να επιβεβαιώνεται απο την περίπτωση του
tabakhane, που έδωσε στη Σιάτιστα και το Πήλιο τα (ν)ταμπαχανάς, στα βουλγάρικα το
tabaxana και στα σλαβομακεδόνικα το tabana (<tabaana <*tabaxana1).
Η σημασία αποδεικνύει οτι πρόκειται για την ίδια λέξη, αλλα δέ μπορούμε να
θεωρήσουμε οτι έχουμε απόδοση του ετυμολογικά δικαιολογημένου [ḱh] με το κοζανίτικο
[kl΄], γιατι, εκτός των άλλων, θα έπρεπε να υποθέσουμε οτι είναι το μοναδικό παράδειγμα
μιας αντιστοιχίας αυτού του είδους.
Αυτό που δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σύνδεση του κλιούνγκ΄ με το künk
είναι το οτι τα συμφωνικά συμπλέγματα δέν είναι ανεκτά στην αρχή των τούρκικων
λέξεων, καθως τα ξένα αρκτικά συμπλέγματα είτε διασπώνται, είτε απομακρύνονται απο
την αρχή της λέξης (Γ:2.4.5.1.).
Έτσι, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα οτι δέν πρόκειται για άμεσο δανεισμό απο τα
τούρκικα, κάτι που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε σε άλλη γλώσσα την πηγή του
δανεισμού του συγκεκριμένου τύπου.
1 Για τη σίγηση του σλαβομακεδόνικου /x/ (tabáana <*tabáxana) δές SlavLang 257.
2 άλλωστε είδαμε οτι το kk έχει την ίδια μοίρα με το k (Β:1.13.3.).
3 πρβλ. κοχλιός & χοχλιός (Somavera 198, 449).
/ 49 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.14.
Η πηγή του δανεισμού μπορεί να εντοπιστεί στα σλάβικα ιδιώματα της ελληνικής
Μακεδονίας, για τα οποία καταγράφεται ο τύπος kljunk [kl΄únk], που προέρχεται επίσης
απο το künk.
Το künk έδωσε αρχικά το βουλγάρικο kjunk [ḱúnk]1, που εξελίχτηκε σε kljunk λόγω
παρετυμολογικής επίδρασης του βουλγάρικου kljun ''ράμφος'', όπως προτείνουν οι
συντάκτες του BER.
Αντί για τη φωνητική απόδοση του ουρανικού πλευρικού με το <ʎ> (ShW 74), εδώ
χρησιμοποιείται το <l΄>, ενώ είναι άστοχη η απόδοσή-του με το <l> (TurkGram 8-9), που
χρησιμοποιείται για το μή υπερωικό και μή ουρανικό πλευρικό (HIPA ix, ΙΕΓ 1105).
(α) μή ουρανικό [l] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: avlağa> αβλαγάς, alan>
αλάν΄, alaca> αλατζιάς, aslan> ασλάν΄, kulağuz> καλαούης, Karadağlι> Καρανταλΐς,
kışla> κασ΄λάς, kolan> κουλάν΄, mala> μαλάς, maslahat> μασλάτ΄, baklava>
/ 50 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.14.
(β) μή ουρανικό [l] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: nalbant> αλμπάν.τς, gülsuyu>
γκιούλτσουι/γκιλτσουί, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, bakkal> ονομ. μπακάλτς, tembel>
ονομ. τιμπέλτς, halva> χαλβάς.
(γ1) ουρανικό [l΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: gaile> γκαϊλές, gelep> γκιλέπ΄, kilim>
κιλίμ΄, lenger> λινγκέρ΄, libade> λιμπαντές, melez> μιλέζ΄κους, millet> μιλέτ΄, patlican>
πατλιτζιάν΄, peynirli> πινιρλί, sıklet> σικλέτ΄, ocaklık> τζιακλίκ΄, saraylı> σαραϊλί, çalıştı>
τσιαλιστιμένους, çiflik> τσιουφλίκ΄, hale> χαλές, hamaylı> χαμαϊλί.
(γ2) ουρανικό [l΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: mahsul> μαξούλ΄, masal> μασάλ΄,
bakkal> αιτ. μπακάλ΄, partal> παρτάλ΄, pul> πούλ΄, reçel> ριτσέλ΄, tembel> αιτ. τιμπέλ΄.
(δ) ουρανικό [l΄] πρίν απο τα ουρανικά σύμφωνα: nalça> αλτζιάς, gölcük> γκιουλτζίκ΄,
mülk> μούλκ΄.
Β:1.14.3. Είδαμε οτι το τούρκικο /ł/ έχει (α) υπερωική πραγμάτωση σε περιβάλλον
πισινών φωνηέντων και (β) ουρανική σε περιβάλλον μπροστινών (Β:1.14.1.). Κάτι
αντίστοιχο συμβαίνει στα κοζανίτικα, οπου το /l/ έχει (α) μή ουρανική πραγμάτωση πρίν
απο τα μή μπροστινά (πισινά) φωνήεντα και (β) ουρανική πρίν απο τα μπροστινά
(Β:2.6.1.).
Μπορούμε να υποστηρίξουμε δηλαδή οτι πρίν απο πισινό φωνήεν το τούρκικο [ł]
αντιστοιχεί στο κοζανίτικο [l], ενώ πρίν απο μπροστινό το τούρκικο [l΄] αντιστοιχεί στο
κοζανίτικο [l΄]. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του τούρκικου [l΄ü], που αποδίδεται με
το κοζανίτικο [l΄u], αφού στην Κοζάνη το /ü/ αποδίδεται αποκλειστικά με το /u/ (Γ:1.9.5.):
*müflüz> μουφλιούηζς, bölük> μπλιούκ΄, türlü> τουρλιού.
Την ίδια απόδοση έχει κατα κανόνα και το φώνημα /l΄/, που επίσης είναι ουρανικό
(Β:1.14.1.): evlât> ιβλιάτ’, ilâç> ιλιάτσ΄, belâ> μπιλιάς, billûr> μπλιούρ’, pilâv> πλιάφ΄,
silâh> σιλιάχ΄, cilâ> τζιλιάς, cellât> τζιλιάτς, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄.
Όπως και στα /k/ (Β:1.13.1.) & /g/ (Β:1.9.1.), αποτελεί βασικό φωνολογικό
χαρακτηριστικό η υπερωική ή ουρανική πραγμάτωση για το /ł/, κάτι που αντανακλάται
στην ένα-προς-ένα αντιστοιχία «τούρκ. [ł] = κοζ. [l]» & «τούρκ. [l΄] = κοζ. [l΄]».
/ 51 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
Β:1.14.4. Στα κοζανίτικα το τούρκικο [l΄] αποδίδεται με το [l] μόνο στις περιπτώσεις των
Lâhur> λαχούρ΄ & mülâyim> μουλαΐνγκους, ενώ σε άλλα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα το
bölük δίνει μπλούκ΄ και το çürüklük δίνει τσιουρουκλούκ΄.
Η απόδοση του τούρκικου [l΄] με το κοζανίτικο [l] οφείλεται στην πραγμάτωση του
τούρκικου [l΄]: η ουρανικότητα του τούρκικου [l΄] είναι λιγότερο έντονη όχι μόνο απο του
ΚΝΕ ουρανικού, αλλα και απο του κοζανίτικου (Β:2.6.1.), πράγμα που σημαίνει οτι το
τούρκικο [l΄] είναι ακουστικά πιό κοντά στο ΚΝΕ και κοζανίτικο [l], παρά στο [l΄]· εκεί
πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους της απόδοσης του τούρκικου [l΄] με το ελληνικό [l],
τόσο στις περιπτώσεις των λαχούρ΄, μουλαΐμς/μουλαΐμκους/μουλαΐνγκους & μπλούκ΄,
όσο και στην ΚΝΕ, οπου το τούρκικο [l΄] αποδίδεται πάντα με το [l]: π.χ. belâ> μπελάς,
bölük> μπουλούκι, pilâv> πιλάφι, silâh> σιλάχι & tellâl> τελάλης.
Β:1.14.5. Στην περίπτωση του κοζανίτικου νιμπιλμπί, που αντιστοιχεί στο leblebi της
ΣΚΤ, δέν είχαμε απόδοση του /ł/ με το /n/, αλλα τροπή /ł/ > /n/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:1.16.4.1.).
Β:1.14.6. Ο Olcay (14) και ο Κυρανούδης (1995:29, 38, 1998:128) επισημαίνουν την
αφομοίωση -nl- > -nn- για τα τούρκικα ιδιώματα της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης: π.χ.
nişanlı> nişannı & anlamak> annamak. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake το
ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη ΣΚΤ1, ενώ στα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας το /ł/
τρέπεται σε /n/ και μετά απο /m/: delikanlı> delikannı, nişanlı> nişannı, anlamak>
annamak, dinlemek> dinnemek, bostanlık> bostannık, gelinlik> gelinnik, adamlar>
adamnā, benle> benne, kendimle> kendimne & kendinle> kendinne2.
/ 52 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
Γεγονός πάντως είναι οτι, όπως παρατηρούν οι συντάκτες του slang.gr, το σύμπλεγμα
-νλ- είναι δυσπρόφερτο για τα ελληνικά δεδομένα και δέ φαίνεται απίθανη η πρότασή-
τους, οτι το ντελικανής οφείλεται σε απλοποίηση του τούρκικου -nl-1, άν και αυτό δέν
αποκλείει το ενδεχόμενο του δανεισμού του delikannı, που για το καρπ. ντελικαννής
τουλάχιστον είναι και το πιθανότερο.
(α) μή ουρανικό [m] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: ama> αμα, ahmak>
αχμάκς, yarma> γιαρμάς, kaçamak> κατσιαμάκα, mutafçı> μουταφτσής, *müflüz>
μουφλιούηζς.
(β1) ουρανικό [ḿ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: kısmet> κασμέτ΄, minder> μιντέρ΄,
petmez> πιτ΄μέζ΄, simit> σ΄μίτ΄, çekmece> τσικμιτζές.
(β2) ουρανικό [ḿ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: gǖm> γκιούμ΄, ihram> ιχράμ΄, kilim>
κιλίμ΄.
/ 53 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
Β:1.16.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 8), το τούρκικο
ρινικό n πραγματώνεται ώς (α) υπερωικό [ŋ] όταν προηγείται πισινό φωνήεν και
ακολουθεί υπερωικό κλειστό (όπως το [g]), (β) ουρανικό [ń] (ΔΦΑ [ɲ]) όταν προηγείται
μπροστινό φωνήεν και ακολουθεί ουρανικό κλειστό (όπως το [ǵ]), (γ) φατνιακό (alveolar:
HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72) [n] σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις.
Επίσης, σε ιδιώματα όπως της ΒΑ Βουλγαρίας, όταν το /n/ βρίσκεται στο τέλος
εσωτερικής συλλαβής, μπορεί να σιγείται και ταυτόχρονα να προκαλεί αντέκταση στο
ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ. insan> i:san, sonra> sōra2> sora (Γ:1.10.4.).
(α1) μή ουρανικό φατνιακό [n] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: zanaat> ζανάτ΄,
zıvana> ζβανάς, kasnak> κασνάκ΄, katana> κατανάς, konuştu> κουνουστώ, bahçıvan>
μπαχτσιαβάνους, temenna> τιμινάς, çoban> τζιουμπάνους.
(β1) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: nine/nene> νινέ, burani>
μπουρανί, örnek> αρνέκ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, sini> σ΄νί.
(β2) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο το /i/ που σιγείται: alan> αλάν΄, nalbant> αιτ.
αλμπάν΄, (ı)rahvan> αραβάν΄, baskın> μπασκΐν΄, tavan> νταβάν΄, orman> ουρμάν΄,
patlican> πατλιτζιάν΄, tahın> ταχΐν΄, han> χάν΄.
(γ) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο ουρανικό σύμφωνο: nalbant> αλμπάνδις,
anteri> αντιρί, yonce> γιουντζές, (ü)zengi> ζινγκί, lenger> λινγκέρ΄, kepenk> κιπένγκ΄,
1 http://www.slang.gr/lemma/show/ntelikanis_20859.
2 Dallı 62, 71.
/ 54 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.
(δ) υπερωικό [ŋ] πρίν απο υπερωικό σύμφωνο: nalbant> αλμπάνκους, zabun>
ζαμπούνκους.
Β:1.16.4.1. Το κοζανίτικο νιμπιλμπί πρέπει να αποδοθεί όχι κατευθείαν στο leblebi της
ΣΚΤ, αλλα σε ένα βαλκανικό τούρκικο *neblebi, απ’ όπου προέρχονται και το αλβανικό
neblebi και το βουλγάρικο neblebija.
Β:1.16.4.2. Στην περίπτωση του çimenlik> τσιμιλίκ΄ την απουσία του /n/ μπορούμε να
την αποδώσουμε σε απλοποίηση του συμπλέγματος /nl/ (Β:1.14.6.), ενώ στις
περιπτώσεις των bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄ & çobanlık> τζιουμπανλίκ΄ η πιστή
απόδοση του ίδιου συμπλέγματος μπορεί να αποδοθεί στην αναλυσιμότητα των λέξεων
με βάση τα μπαχτσιαβάνους & τζιουμπάνους και το επίθημα -λίκ΄.
/ 55 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.17.
(β) μή ουρανικό [r] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: yarma> γιαρμάς, yorgan>
γιουργάν΄, gezer> γκιζιρνώ, müzevir> μουζαβίρς, bezer> μπιζιρνώ, bekâr> μπικιάρς,
umurcu> ουμουρτζού, çorbacı> τσιουρμπατζής, hazır> χαζΐρκους, hayırsız> χαϊρσΐηζς,
*hatırcı> χατιρτζού.
(γ1) ουρανικό [ŕ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: anteri> αντιρί, gayret> γκαϊρέτ΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, geriz> γκιρίζ΄, zahire> ζαχιρές, börek/bürek> μπουρέκ΄, teskere> τισκιρές.
/ 56 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.
(γ2) ουρανικό [ŕ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ambar> αμπάρ΄, astar> αστάρ΄, keder>
γκιντέρ΄, kahır> καχΐρ΄, müzevir> αιτ. μουζαβίρ΄, bakır> μπακΐρ΄, bekâr> αιτ. μπικιάρ΄,
hayır> χαΐρ΄, hatır> χατίρ΄.
(δ) ουρανικό [ŕ] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: kabardı> καμπαρντίζου, *minderlik>
μιντιρλίκ΄, müzevirlik> μουζαβιρλίκ΄, bakırcı> μπακαρτζής, bekârlık> μπικιαρλίκ΄, borç>
μπόρτζ΄, umur> ουμούργια, umurcu> ουμουρτζής, örnek> αρνέκ΄, peynirli> πινιρλί,
sergi> σαργκί, çarşaf> τσιαρτσιάφ΄, çocuklar> τζιουτζιουκλάργια, türlü> τουρλιού,
*hatırcı> χατιρτζής.
(α) μή ουρανικό [s] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: masal> μασάλ΄,
masat> μασάτ΄, uğursuz> ουρσούηζ(ς), sergi> σαργκί, soy> σόι, sokak> σουκάκ΄,
sürdü> σουρντίζου, sufra/sofra> σουφράς, hayırsız> χαϊρσΐηζς.
(β) μή ουρανικό [s] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: aslan> ασλάν΄, astar> αστάρ΄,
kasnak> κασνάκ΄, kuskun> κουσκούν΄, maskara> μασκαράς, maslahat> μασλάτ΄,
baskın> μπασκΐν΄.
(γ1) ουρανικό [ś] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: *gösem> γκισέμ΄, sıklet> σικλέτ΄,
senduk> σιντούκ΄, sermaye> σιρμαϊές, sicim> σιτζίμ΄, hasıl> χασίλ΄.
(γ2) ουρανικό [ś] πρίν απο το /i/ που σιγείται: simit> σ΄μίτ΄, sini> σ΄νί.
(δ) ουρανικό [ś] πρίν απο τα ουρανικά σύμφωνα: köstek> κιουστέκ΄ [ḱuśt΄éḱ], kereste>
κιριστές [ḱiŕiśt΄és].
1 Olcay 14.
/ 57 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.
Β:1.18.3. Όπως φαίνεται και απο το παραπάνω υλικό, είναι ασυνήθιστος ο δανεισμός
με βάση τούρκικους τύπους με /s/ σε τελική θέση, καθως είναι συνηθισμένη η τροπή των
ετυμολογικών -s σε -z, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.22.3.).
Β:1.18.4.2. Στις περιπτώσεις των senduk> σιαντούκ΄ & serpoş> σιαρπόζ΄ το [ś]
οφείλεται στην προσπάθεια απόδοσης του μπροστινού χαρακτήρα του τούρκικου [æ]
μετά το μή ουρανικό /s/, όπως θα δούμε παρακάτω (Γ:1.3.4.).
Β:1.18.4.3. Στις περιπτώσεις των saçak ~ σιατσιάκ΄ & sucuk ~ σιουτζιούκ΄ έχουμε μια
φαινομενική απόδοση του τούρκικου /s/ με το [ś], καθως οι ελληνικοί τύποι οφείλονται σε
αφομοίωση ουρανικότητας, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.8.5.).
/ 58 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.
νισιαντίρ΄, paşa> πασιάς, peşkeş> πισκέσ΄, peşkir> πισκίρ΄, şayak> σιαϊάκ΄, şaka>
σιακάδ΄, şamata> σιαματάς, şadırvan> σιατραβάν΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄,
çalıştı> τσιαλιστιμένους, çeşit> τσιασίτ΄, Çarşamba> Τσιαρσιαμπάς, çiriş> τσιρίσ΄, faraş>
φαράσ΄.
Β:1.19.3. Για την απόδοση του τελικού τούρκικου /š/ με το ελληνικό /z/ θα γίνει λόγος
παρακάτω (Β:2.9.3.).
Φαίνεται λοιπόν οτι πρίν απο ουρανικά σύμφωνα το ετυμολογικό [ś] αντιμετωπίστηκε
σάν ουρανικό αλλόφωνο του /s/ πρίν απο το ουρανικό οδοντικό (να κουνουστήσου
[kunuśt΄ísu]) και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε απο το μή ουρανικό [s] πρίν απο το μή
ουρανικό [t] (κουνουστώ).
Β:1.19.4.2. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το [ć] του τσιαρτσιάφ΄, που αντιστοιχεί στο
τούρκικο çarşaf: απο τη μιά θα μπορούσε να αποδοθεί σε προχωρητική αφομοίωση
(çarşaf> *τσιαρσιάφ΄> τσιαρτσιάφ΄), όπως και στην περίπτωση του Τσιαρτσιαμπάς
<Τσιαρσιαμπάς (<Çarşamba), ενώ θα μπορούσε η τροπή ş> ç να είχε ήδη συμβεί στα
γειτονικά τούρκικα ιδιώματα· θα μπορούσαν δηλαδή τόσο το βορειοελλαδίτικο
τσιαρτσιάφ’, όσο και το αλβανικό çarçaf και το βουλγάρικο čarčav να προέρχονται απο
ένα βαλκανικό τούρκικο *çarçaf (πρβλ. επίσης το διαλεκτικό τούρκικο çerçef).
Β:1.19.4.4. Στην περίπτωση των bahşiş ~ μπαχτσίσ΄ έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /š/ με το ελληνικό [ć], όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).
/ 59 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
Β:1.20.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 6), το v αποδίδει
γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό χειλικό τριβόμενο και παρουσιάζει τρείς διαφορετικές
πραγματώσεις, καθως προφέρεται (α) σά χειλικό ημίφωνο [ǔ] σε μεσοφωνηεντική θέση,
όταν τουλάχιστον το ένα απο τα δύο φωνήεντα (συνήθως το δεύτερο) είναι στρογγυλό,
(β) σάν ηχηρό διχειλικό τριβόμενο [β] σε περιβάλλον στρογγυλών φωνηέντων στην αρχή
της λέξης ή στο τέλος συλλαβής και (γ) σάν ηχηρό χειλοδοντικό τριβόμενο [v] σε όλες τις
υπόλοιπες θέσεις.
Επίσης, όταν το /v/ βρίσκεται στο τέλος συλλαβής, μπορεί να σιγείται και ταυτόχρονα
να προκαλεί αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ. kov- [ko:] (TurkLang 204),
Tevfik> Tēfik (Eckmann 1962α:53).
(α) μή ουρανικό [v] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: (ı)rahvan> αραβάν΄, vakıt>
βακΐτ΄, zarzavat> ζαρζαβάτχια, zıvana> ζβανάς, kavak> καβάκ΄, kavurma> καβουρμάς,
kova> κουβάς, mukavva> μακαβάς, baklava> μπακλαβάς, *badhava> μπαχτχιαβά,
bahçıvan> μπαχτσιαβάνους, tavan> νταβάν΄, divar> ντ΄βάρ΄, pasvan> παζβάν.τς,
şadırvan> σιατραβάν΄, çuval> τσιουβάλ΄, havan> χαβάν΄, hava> χαβάς, havuz>
χαβούζ΄, hayvan> χαϊβάν΄, halva> χαλβάς, hovarda> χουβαρδάς.
(γ1) ουρανικό [v΄] πρίν απο το μπροστινό /e/ και το /i/: güvezi> γκιβιζί, güveç>
γκιουβέτσ΄, müzevir> μουζαβίρς, müşevveş> μουζαβέζ΄κους, dava> νταβίζου,
pezevenk> μπιζαβένκς, cezve> τζιτζ΄βές, çivi> τσιουβί, çerçeve> τσιρτσιβές.
(γ2) ουρανικό [v΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: manav> αιτ. μανάβ΄.
(δ) ουρανικό [v΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: avcı> αβτζής, gevrek> γκιουβρέκ΄,
*penevrek> πινιβρέκ΄.
Β:1.20.3. Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /v/ και σε αυτό το φαινόμενο
οφείλεται και το δυτικομακεδόνικο πλιάφ’, καθως το pilâv καταγράφεται για τα ιδιώματα
του Μιχάιλοβγκραντ και της BA Βουλγαρίας ώς <pilāf> & <pil'af> και με βάση αυτές τις
/ 60 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
πραγματώσεις οι περισσότερες βαλκανικές γλώσσες διαθέτουν τύπο με /f/: πρβλ. π.χ. και
τα αλβ. pilaf, βουλγ. pilaf & piljaf, σλαβμακ. pilaf, ρουμ. pilaf & ΚΝΕ πιλάφι.
Η παρατήρηση των Göksel & Kerslake επιβεβαιώνεται απο το λεξικό του Redhouse,
που αποδίδει το [ǔ] με το <w>, κατα το αγγλικό πρότυπο: π.χ. τα tavuk, kavun, havuç,
Arnavut, çavuş, davul, kavurma, kılavuz, kova, kovan & kovuk2 αποδίδονται ώς <tawuq,
kawun, hawuc, arnawud, çawuş, dawul, kawurma, qılawuz, qowa, qowan, qowuq>3.
Ο Χλωρός αποδίδει τις ακολουθίες [aǔú] ώς <αού>: έτσι, π.χ. τα tavuk, kavun, havuç,
Arnavut, çavuş, kavurma, kulavuz, davul & havuz αποδίδονται ώς <ταούκ, καούν,
χαούδζ, αρναούντ & αρναούτ, τσαούš, καουρμά, κουλαούζ, νταούλ, χαούζ>, ενώ τα havz
& havruz αποδίδονται ώς <χάβζ, χαβρούζ>4.
Το οτι ο Χλωρός αποδίδει το [ǔ] με Ø μπορεί να μήν είναι ακριβές ώς προς την
παρουσία του ημιφώνου, αλλα είναι ακριβές ώς προς τη φωνηεντική-του ποιότητα, που
δέ μπορεί να αποδοθεί με το νεοελληνικό <β>, καθως αυτό αντιπροσωπεύει τον -καθαρά
συμφωνικό- φθόγγο [v]5.
1 Αλλού αποδίδεται με το <w> (δές π.χ. TurkLang xix), ενώ στο TurkGram αποδίδεται με το <ω> (σάν τυπογραφικό
υποκατάστατο του <w>).
2 Για τους τύπους δές ΤούρκΛεξ.
3 Redhouse 1229, 1427, 2156, 74, 711, 1229, 1426, 1466, 1490 (qowa), 1490 (qowan), 1490 (qowuq).
4 Χλωρός 1065, 1259, 1959, 66, 651, 1259, 1301 & 1330, 1065, 715 (χαούζ), 715 (χάβζ), 1959.
6 Π.χ. avıt {avurt}, çavış {çavuş}, davıl {davul}, kavışmak {kavuşmak}, savırmak {savurmak} & tavık {tavuk} (Dallı 178-90).
7 Το duwa αντιστοιχεί στα τούρκδ. duva ''dua'', οπου αναπτύχθηκε ένα /v/ ώστε να αποφευχθεί η χασμωδία (Γ:1.10.1.).
8 Dallı 179-90.
/ 61 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
Το οτι έχουμε διπλή απόδοση του [ǔ] των ακολουθιών [aǔú] οφείλεται στο οτι
γενικότερα το χειλικό ημίφωνο δέν είναι συνηθισμένο σε βαλκανικές γλώσσες, αλλα
ακόμα και όταν είναι διαθέσιμο, ένα περιβάλλον στρογγυλού δέν ευνοεί τη διατήρησή-του
και ειδικά όταν ακολουθεί [u].
Ώς προς τις κοινές: δέν υπάρχει στην ΚΝΕ, την αλβανική, τη βουλγαρική, τη
βορειοσλαβομακεδονική και τη σερβοκροατική, ενώ στη ρουμανική το ημίφωνο [ǔ]
απαντά πρίν απο a o ă î, αλλα όχι πρίν απο u.2
Στα ιδιώματα της Κοζάνης και της Αιανής το ημίφωνο [j ǔ] αναπτύσσεται στην αρχή
των λέξεων πρίν απο το μεσαίου ανοίγματος [ó]3, αλλα κάτι τέτοιο δέ συμβαίνει, όταν
στην ίδια θέση βρίσκονται τα αντίστοιχα κλειστά [u ú]: π.χ. στην Κοζάνη ουόχ΄ [ǔóç] ''όχι'',
αλλα ουρμάν΄ [urmáń] & ούρδα [úrδa] ''μυτζήθρα''.
Στο ιδίωμα της Σιάτιστας (α) ημιφωνοποιείται το [u], αλλα όχι πρίν απο άλλο [u]4, (β) τα
αρχικά /e i o/ προφέρονται [jé ji ǔó]5, αλλα δέ συμβαίνει το αντίστοιχο με το αρχικό /u/6.
Στα ιδιώματα της Ανατολικής Ρωμυλίας το /l/ πρίν απο /a o u/ τρέπεται σε [ǔ], που
διατηρείται ή αποβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον: (α) όταν ακολουθεί /a/, διατηρείται,
ενώ μπορεί να αποκτήσει συλλαβική αξία, όταν προηγείται /k/ (π.χ. γάλα> [γáǔa], λάδι>
[ǔáδj], κλάνω> *κwάνου 7 > κουάνου> αόρ. κόασα κλπ.), (β) όταν ακολουθεί /o/, κατα
1 Κυρανούδης 2009:204.
2 Για την ελληνική δές Αρβανίτη (1999), για την αλβανική δές StandardAlb 10, για τη βουλγαρική, τη
βορειοσλαβομακεδονική και τη σερβοκροατική δές SlavLang 191, 255 & 310, ενώ στη ρουμανική δές FonetRom 66-8.
3 Χριστοδούλου 2012:143.
4 πάου [páǔ], λέου [l΄éǔ], τρώου [tróǔ], ακούου [akúǔ], κρύου [kríǔ] (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:47, 55), απο οπίσου>
6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:47.
/ 62 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
κανόνα αποβάλλεται και σπάνια διατηρείται (καλός> [kaós] & σπανιότερα [kaǔós]), (γ)
όταν προηγείται [u], κατα κανόνα αποβάλλεται και σπάνια διατηρείται (πουλακίδα>
[puaḱíδa] & σπανιότερα [puǔaḱíδa]) και (δ) όταν ακολουθεί /u/, αποβάλλεται, χωρίς κάν
να αφήνει ίχνη: λουλούδι> *wουwούδ΄> *ουούδ΄> ούδ΄.1
Έτσι, σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες το [ǔ] των τούρκικων ακολουθιών [aǔú]
αποδίδεται τόσο με Ø, όσο και με [v]1, όπως ενδεικτικά αποτυπώνεται στον παρακάτω
πίνακα:
Η απόδοση του [ǔ] τόσο με Ø, όσο και με [v] οφείλεται στην ιδιαίτερη φύση του
τούρκικου φθόγγου και γενικότερα των ημιφώνων, που συνδυάζουν φωνητικά
χαρακτηριστικά τόσο των συμφώνων, όσο και των φωνηέντων: κατα την περιγραφή του
Κρύσταλ, ο όρος ημίφωνο «αναφέρεται σε έναν φθόγγο που λειτουργεί ώς σύμφωνο,
αλλα δέ διαθέτει τα φωνητικά χαρακτηριστικά που συνήθως συνδέονται με τα σύμφωνα
(όπως η τριβή ή ο φραγμός)· αντίθετα, η ποιότητά-του είναι φωνητικά ίδια με αυτή ενός
φωνήεντος. Εντούτοις, επειδή εμφανίζεται στα περιθώρια μιας συλλαβής, η διάρκειά-του
είναι πολύ μικρότερη απο αυτήν που απαντά τυπικά στα φωνήεντα» (ΛΕΓΟ).
/ 63 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
σύμφωνο, όπως ακριβώς και το [v]· απο την άλλη, το ημίφωνο πιό δύσκολα θα γίνει
αντιληπτό σά σύμφωνο, καθως δέ διαθέτει τα σχετικά φωνητικά χαρακτηριστικά και έτσι,
το οτι η ποιότητα των ημιφώνων είναι ίδια με αυτή των φωνηέντων, σημαίνει οτι φωνητικά
το [ǔ] μοιάζει πολύ στο [u]2.
Έχουμε λοιπόν στην περίπτωση του [ǔu] μιά ακολουθία δύο παρόμοιων φθόγγων σε
στενότατη συνάφεια, αφού βρίσκονται στην ίδια συλλαβή. Αυτό απο μόνο του μπορεί να
οδηγήσει σε απλοποίηση, η οποία επόμενο είναι να πλήξει τον ασθενέστερο και
συνεπώς πιό ευάλωτο φθόγγο, που φυσικά είναι το ημίφωνο, καθως ο κεντρικός ρόλος
του φωνήεντος στη συλλαβή συνεπάγεται περιφερειακό ρόλο για όλους τους υπόλοιπους
φθόγγους.
Επίσης, το [ǔ] πρίν απο το [u] πιό δύσκολα θα γίνει αντιληπτό σάν ξεχωριστός
φθόγγος, επειδή βρίσκονται στην ίδια συλλαβή: έτσι, το [ǔu] μπορεί να γίνει αντιληπτό
σάν ένα /u/ που είναι ελαφρώς παρατεταμένο, λόγω της σύντομης (συμφωνικής)
διάρκειας του [ǔ].
Ακόμα χειρότερα: με μια απόδοση [ǔu] > *[uu] θα μεγάλωνε ο αριθμός των συλλαβών
στο άκλιτο μέρος του ελληνικού τύπου, προκαλώντας αναντιστοιχία ανάμεσα στον
αριθμό των τούρκικων και των ελληνικών συλλαβών, (παρ)εμποδίζοντας τη σύνδεση των
δύο τύπων στη συνείδηση της κρίσιμης ομάδας των δίγλωσσων ομιλητών.
Βέβαια, σε περιπτώσεις όπως του whisk(e)y, που έδωσε το ελληνικό ουίσκι, το αλβ.
uiski, το βουλγ. uiski <уиски> και το ρουμ. whisky [uíski]3, το /ǔ/ αποδίδεται με το /u/ και
η επιπλέον συλλαβή δέν αποφεύγεται, αλλα οι περιπτώσεις αυτές δέν είναι
προβληματικές για δύο λόγους: (α) μετά απο τα [ǔ]/[u] ακολουθεί το μπροστινό /i/, με
αποτέλεσμα να μή δημιουργείται ακολουθία όμοιων συλλαβών, ενώ (β) η επιπλέον
1 Εκτός βέβαια απο τα αλβανικά, οπου φαίνεται οτι προτιμάται η απόδοση με Ø (δές και Boretzky 1975:90).
2 πρβλ. whisky> ουίσκι & uiski (Β:1.20.4.).
3 Πληροφορία Συμεών Αργυρόπουλου (όπως φαίνεται και απο το διάγραμμα της Dermenji-Gurgurov, το [ǔ] στα
/ 64 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.
Β:1.20.5. Έχοντας λοιπόν υπόψιν τις πραγματώσεις του /v/, καταλαβαίνουμε οτι
μπορούμε να συνδέσουμε τους τύπους μπακλαΐ & μπακλαή (α) με το διαλεκτικό baklavu
*[bakłaǔú], (β) με το διαλεκτικό baklağı *[bakłaẃ] (δές Β:1.10.1.), αλλα και (γ) με το
παλιότερο baklağu *[bakła(ǔ)ú], ενώ τις ίδιες επιφυλάξεις δικαιούμαστε να διατηρούμε και
σε περιπτώσεις όπως των κουλαούζης, κουλαούντζος, κολαούζος, καλαούης, kallauz
(αλβ.), kalauz (βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ.), călăuză (ρουμ.), που μπορούν να
αποδοθούν τόσο σε τύπο με /γ/, όσο και σε τύπο με /v/ (Γ:2.2.4.6.).
Οι τουρκολόγοι γενικότερα επισημαίνουν την ιστορική τροπή /γ/ > /v/1, ενώ είδαμε οτι
το /γ/ και το /v/ έχουν καταλήξει να ταυτίζονται φωνητικά σε περιβάλλον στρογγυλών
φωνηέντων (Β:1.10.1.), κάτι που εξηγεί τη σύγχυση ανάμεσα στα δύο φωνήματα και την
τάση για αντικατάσταση του /γ/ απο το /v/: π.χ. koğa> kova2, koğan> kovan3, gügercin>
*güğercin> güvercin 4 , göğel> gövel 5 , göğen> göven 6 , göğer> göver 7 , öğeç> öveç 8 ,
παλαιοτουρκικό ög-> öğmek> övmek9 κλπ.
Στη σύγχυση του /v/ και του /γ/ οφείλονται και τα τζιουγάπι & κουβούσ΄, καθως το [ǔ]
του cuwap {covap} θεωρήθηκε πραγμάτωση ενός */γ/ (*cuğap/*coğap), ενώ το [ǔ] του
koğuş (Β:1.10.1.) θεωρήθηκε πραγμάτωση ενός */v/ (*kovuş).
4 TurkLang 184.
5 Eren «gövel».
6 Eren «öven».
7 Eren «göğer1».
8 Eren «öveç».
/ 65 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Β:1.21.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake, το y αποδίδει γραφηματικά το
τούρκικο μπροστινό (ή: ουρανικό) ημίφωνο /j/ (TurkGram 9), που συγκαταλέγεται στα
τριβόμενα σύμφωνα (Β:1.1.1.).
Σε διαλέκτους, όταν το /j/ βρίσκεται στο τέλος -εσωτερικής ή τελικής- συλλαβής, μπορεί
να σιγείται και ταυτόχρονα να προκαλεί αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν1: π.χ.
böyle> bȫle, şöyle> şȫle, öyle> ȫle, söylemek> sȫlemek 2 , leylek> lēlek 3 , seyrek>
sērek4, zeytinyağı> τούρκδ. zētyağı ''zeytinyağı'', tüy> tǖ5, ενώ το bǖle καταγράφεται για
το Κουμάνοβο δίπλα στο büyle6 (<bu -ile, κν. böyle).
Όσον αφορά τις ταυτοσυλλαβικές ακολουθίες /ej/, όταν έχουμε σίγηση του ημιφώνου
και αντέκταση, τότε πολλές φορές το αποτέλεσμα είναι το [i:]: çeyrek> çi:rek, heybe>
hi:be, leylek> li:lek, meydan> mi:dan, peynir> pi:nir, seyrek> si:rek, şeytan> şi:tan,
zeytin> zi:tin, Zeynep> Zi:nep, teyze> ti:ze7. Επίσης, έκταση του /e/ σε [i:] παρατηρείται
και απο επίδραση άλλων τριβόμενων, όπως τα /γ/ & /h/: eğrek> i:rek, eğri> i:ri, kehle>
ki:le8.
Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε οτι ένα /j/ μπορεί να αναπτύσσεται μεταξύ δύο
φωνηέντων ώστε να αποφευχθεί η χασμωδία, όπως παρατηρεί ο Eckmann (Γ:1.10.1.):
π.χ. zaif> zayıf.
4 Eckmann 1962β:119.
7 Eckmann 1962α:53, Dallı 62, 71, 79, 88, Olcay 14, 18.
/ 66 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Β:1.21.3. Σε ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και της Γαλατινής Κοζάνης σε περιβάλλον
μή μπροστινών φωνηέντων όχι μόνο μεσοφωνηεντικά, αλλα και στην αρχή της λέξης το
ημίφωνο προφέρεται διατηρώντας τη φωνηεντική-του ποιότητα: π.χ. maya> μαϊά, yakı>
ιακί & ιακή, yorgan> ιουργάν΄ & yürüdü> ιουρντώ.
Η απόδοση αυτή οφείλεται στο οτι στα ιδιώματα αυτά τόσο το τούρκικο, όσο και το
σλάβικο3 /j/ εξακολουθεί να προφέρεται σάν ημίφωνο, ενώ ακόμα και το κληρονομημένο
ελληνικό [γ΄] τράπηκε σε [j]: γιατρός> ιατρός [jatrós]4, γίδα> ιίδα /jíδa/5, γύρησα> ιύρσα
/jírsa/ ''γύρισα'' 6 , γυναίκα> ιυναίκα [jińéka] 7 , γειτονιά> ιειτουνιά [jituńá] 1 , λόγια> λόια
/lója/2, φαγιά> φαϊά /fajá/3.
1 Άν στη θέση αυτή έχουμε /i/ ή /j/, δέν είναι πάντα σαφές, καθως καί τα δύο μπορούν να πραγματωθούν ώς [j], όπως
παρατηρεί για τη Σιάτιστα η Μαργαρίτη-Ρόγκα (1985:50).
2 Somavera 423.
5 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:50.
6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.
7 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.
/ 67 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Η διατήρηση της φωνηεντικής ποιότητας του /j/ είναι και ο λόγος που τα yerine &
yemiş έδωσαν το σιατιστινό ιρινέ και το γαλατινιώτικο ιμίσια, καθως το αναμενόμενο στα
ιδιώματα αυτά [j] σχημάτισε με το επόμενο [i] ακολουθίες [ji], που απλοποιήθηκαν σε [i],
ενώ το ίδιο παρατηρείται και στις κληρονομημένες λέξεις, οπου το ελληνικό [γ΄] τράπηκε
σε [j] (Β:1.21.3.): Γεννάρη> *Ιιννάρ’> Ιννάρ’ [ináŗ]4, *γύρεψεν> ιύριψιν> ύριψιν [íripśin]
/jíripśin/ ''γύρεψε'' 5 , ιυναίκις> υναίκις [ińéḱis] /jińéḱis/ ''γυναίκες'' 6 , ιειτουνιά> ειτουνιά
[ituńá] /jituńá/ ''γειτονιά''7.
Η απλοποίηση της ακολουθίας *[ji] σε [i] αποτελεί στην ουσία αντίστοιχο φωνητικό
φαινόμενο με την απόδοση του [ǔu] με το [u] (Β:1.20.4.), ενώ κάτι αντίστοιχο
παρατηρείται και στις κοινές της Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας, οπου πρίν απο
μπροστινό φωνήεν σιγείται το /j/, που αλλού διατηρείται: π.χ. αρσενικό moj και θηλυκό
moja, δίπλα στο ουδέτερο moe και τον πληθυντικό moi8, ενώ στα σερβοκροάτικα και τα
σλοβένικα έχουμε αντίστοιχα moj (αρσ.εν.), moja (θηλ.εν.), moje (ουδ.εν.) & moji
(αρσ.πληθ.)9.
Β:1.21.4. Λιγότερο απλές είναι άλλες περιπτώσεις απόδοσης του τούρκικου /j/, που
δέν είναι σίγουρο κατα πόσο οφείλονται σε άμεση τούρκικη επίδραση.
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς τα yelek & yemiş έδωσαν τόσο γιλέκ΄ & γιμίσ΄, όσο και ιλέκ΄
& ιμίσ΄ και θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι στα γιλέκ΄ & γιμίσ΄ το /j/ αποδόθηκε
συμφωνικά, ενώ στα ιλέκ΄ & ιμίσ΄ είχαμε προσπάθεια για πιστή απόδοση της
φωνηεντικής ποιότητας του /j/ κι έτσι οι ακολουθίες /je/ έδωσαν [i], προκειμένου να
αποφευχθεί το *[ji].
Αντίστοιχη με των λοσνιτσιώτικων ιλέκ΄ & ιμίσ΄ φαίνεται οτι είναι η περίπτωση του
κοζανίτικου ιλέκ΄, που πρέπει να το συνδέσουμε με το τούρκικο yelek.
1 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.
2 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.
3 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.
4 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.
5 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:223.
6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:220.
7 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:232.
9 Benson 773, Marc Greenberg, A short reference grammar of Standard Slovene, University of Kansas 2006: σελ. 50.
/ 68 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Είδαμε οτι τέτοιες αποδόσεις είναι αναμενόμενες για ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και
της Γαλατινής και οφείλονται σε προσπάθεια για πιστή απόδοση της φωνηεντικής
ποιότητας του /j/.
Το εκ πρώτης όψεως αντιφατικό είναι οτι παρότι το τούρκικο αρκτικό /j/ (yelek) πρίν
απο [i] φαίνεται να αποδίδεται με Ø, στις κληρονομημένες ελληνικές λέξεις του
κοζανίτικου ιδιώματος όχι μόνο δέν παρατηρείται σίγηση, αλλα έχουμε και ανάπτυξη [γ΄]
πρίν απο τα αρκτικά /i e/: ἰτέα> γιτιά, ίνα> γίνα, αίμα> γαίμα, ήλιος> γήλιους, υνί> γυνί,
υφαίνω> γυφαίνου κλπ. (ΛΚΙ).
Το φαινόμενο είναι ήδη μεσαιωνικό, άν κρίνουμε απο το υστβυζ. γαίμα, ενώ το [γ΄]
εξακολουθούσε να αναπτύσσεται στην Κοζάνη και κατα την περίοδο της Τουρκοκρατίας,
π.χ. ilâç> ιλιάτσ΄> γιλιάτσ΄ & kına> ίκνα> γίκνα (Δ:3.3.3.1.).
Φαίνεται ομως οτι δέν είναι αντικρουόμενες τάσεις η πιστή απόδοση της φωνηεντικής
ποιότητας του /j/ απο τη μιά και η ανάπτυξη του [γ΄] απο την άλλη, καθως και στη
Λόσνιτσα έχουμε τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο φαινόμενο, π.χ. (γ)αίμα, (γ)έρμους,
ίνα> γίνα, (γ)υνί1.
/ 69 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Β:1.21.4.3. Μια τρίτη υπόθεση θα μπορούσε να ήταν οτι τόσο η παρουσία, όσο και η
απουσία του [γ΄] οφείλονται σε ενδοσυστημικές (ενδοδιαλεκτικές) διαδικασίες, καθως
είδαμε οτι στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα μπορούμε να έχουμε τόσο ανάπτυξη ενός
ελληνικού [γ΄], όσο και φωνηεντικές αποδόσεις του τούρκικου /j/ (Β:1.21.2., Β:1.21.3.).
Χαρακτηριστικό είναι οτι στα κοζανίτικα έχουμε τόσο ανάπτυξη ενός [γ΄], όσο και
απουσία-του: π.χ. στην περίπτωση του γιλιάτσ΄ (<ιλιάτσ΄ <ilâç) το ελληνικό [γ΄] αποτελεί
ένα καθαρά ελληνικό στοιχείο, που οφείλεται στο κοζανίτικο σύστημα, ενώ παρατηρούμε
οτι το [γ΄] χάθηκε απο το ιντζές (<γιντζές <γιουντζές).
Πιθανώς δηλαδή οι τουρκομαθείς Κοζανίτες αναγνώρισαν στο προγενέστερο γιντζές
και σε ένα -επίσης προγενέστερο- *γιλέκ΄ το [γ΄] σάν ένα καθαρά ελληνικό (μή τούρκικο)
στοιχείο, με αποτέλεσμα να το αφαιρέσουν συνειδητά σάν υπερδιόρθωση, δηλαδή με
διάθεση αποκατάστασης της αρχικής τούρκικης μορφής:
/ 70 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Βέβαια, είδαμε οτι και στη Λόσνιτσα έχουμε ανάπτυξη [γ΄] πρίν απο τα αρκτικά /i e/,
οπότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι αρχικά είχαμε καί στα δύο ιδιώματα μια
φωνηεντική απόδοση του τούρκικου ημιφώνου ([je]> *[ji]> [i]) και κατόπιν ανάπτυξη [γ΄]
στη Λόσνιτσα:
Απο τις δύο η δεύτερη φαίνεται πιό απλή και ασφαλέστερη, καθως (α) αφορά γνωστά
ελληνικά γλωσσικά φαινόμενα και (β) δέ χρειάζεται να επικαλεστούμε αμφίβολης
υπόστασης διαδικασίες ή να αποκαταστήσουμε τύπους όπως ένα παλιότερο κοζανίτικο
*γιλέκ΄.
Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι δέν είναι απαραίτητο το κοζανίτικο ιλέκ΄ να
οφείλεται στις ίδιες διαδικασίες που οδήγησαν στο ιντζές, καθως η περίπτωση του
κοζανίτικου ιντζές θα μπορούσε να αποδοθεί ακόμα και σε παρετυμολογική επίδραση
του τούρκικου επιθέτου ince ''λεπτός''.
Β:1.21.6. Σε περιπτώσεις όπως των Heybeli ~ Ιμπιλί, peynirli (börek) ~ πινιρλί &
çeyrek ~ τσιρέκ΄ θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι το /j/ αποδόθηκε με /i/, που
συνέβαλε στη δημιουργία ακολουθίας *[ii] και τελικά απλοποιήθηκε (*πιινιρλί & *τσιιρέκ΄>
πινιρλί & τσιρέκ΄).Η περίπτωση του πινιρλί είναι αντίστοιχη με του κοζανίτικου επωνύμου
Πινιρτζής, καθως αντιστοιχούν καί τα δύο στο peynir ''τυρί'' της ΣΚΤ: το πρώτο μέσω της
ονοματικής φράσης peynirli börek και το δεύτερο μέσω του παράγωγου peynirci
''maker/seller of cheese'' (ΤούρκΛεξ).
/ 71 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.
Β:1.21.7. Στην περίπτωση των meydan ~ μιγντάν' έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /j/ με το ελληνικό /γ/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.5.3.).
1 Redhouse 455.
2 Steingass 258, Junker-Alavi 137, Eren & Nişanyan 2009 «peynir», BER «пейнир».
3 π.χ. αλβ. çerek, βουλγ., σλαβμακ. & σερβοκρ. čerek.
/ 72 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.
(α) μή ουρανικό [z] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: ağızotu> γκζότ΄, zaif>
ζαΐφκους, zabun> ζαμπούνκους, zakkum> ζουκούμ΄, kazan> καζάν΄, kırmızı> Καρμαζΐς,
limontozu> λιμόν΄-τουζού, müzevir> μουζαβίρς, uğursuz> ουρσούζα, pazar> παζάρ΄,
pezevenk> μπιζαβένκς, hazır> χαζΐρκους, huzur> χουζούρ΄.
(β) μή ουρανικό [z] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: zıvana> ζβανάς, uğursuzluk>
ουρσουζλούκ΄.
(γ1) ουρανικό [ź] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: güvezi> γκιβιζί, gezer> γκιζιρνώ,
ziyafet> ζιαφέτ΄, (ü)zengi> ζινγκί, kazık> καζίκ΄, kepaze> κιπιζές, bezer> μπιζιρνώ, reze>
ριζές, taze> ταζέθκους.
(γ2) ουρανικό [ź] πρίν απο το /i/ που σιγείται: geriz> γκιρίζ΄, karpuz> καρπούζ΄,
mahmuz> μαχμούζ΄, melez> μιλέζ΄κους, uğursuz> αιτ. ουρσούζ΄/ουρσούζ΄κου, petmez>
πιτ΄μέζ΄, cambaz> αιτ. τζιαμπάζ΄, havuz> χαβούζ΄, hayırsız> αιτ. χαϊρσΐζ΄/χαϊρσΐζ΄κου.
(γ3) άηχο ουρανικό [ś] πρίν απο το /i/ που σιγείται και πρίν απο άηχο σύμφωνο:
uğursuz> ουρσούζ΄κου [ursúśku], hayırsız> χαϊρσΐζ΄κου [xairsẃśku].
/ 73 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.
Το φαινόμενο χαρακτηρίζει και άλλα βαλκανικά ιδιώματα, όπως της Αίνου (Enez), της
Αδριανούπολης (Edirne), της ΒΑ Βουλγαρίας (Kuzeydoğu Bulgaristan), του Dinler, του
Κουμάνοβου (Kumanova) και της Οχρίδας 1 : π.χ. <herkezi>, αλλα <herkes> {herkez},
<bulmazlā> {bulmazlar}, αλλα <bulmas> {bulmaz} 2
, <kuskuzu>, αλλα <kuskus>
{kuskuz} 3 , <aptez-almak>, αλλα <aptes> {aptez}, <dürüz-adam> & <dürüzlük>, αλλα
<dürüs> {dürüz}, <mapuzluk>, αλλα <mapus> {mapuz}, <serbezlik>, αλλα <serbes>
{serbez}4, <bize> & <bizde>, αλλα <bis> {biz}, <domuzlā> {domuzlar}, αλλα <domus>
{domuz}, <elimizle>, αλλα <elimis> {elimiz}, <kendimize> & <kendimizde>, αλλα
<kendimis> {kendimiz}, <namazlā>, αλλα <namas> {namaz}, <sekizē> {sekizer}, αλλα
<sekis> {sekiz}, <tuzluk>, αλλα <tus> {tuz}5, <herkeze>, αλλα <herkes> {herkez}, <kızi>
(= kızı) & <kızım>, αλλα <kıs> {kız}, <tuzum>, αλλα <tus> {tuz}, <gözüm>, αλλα <gös>
{göz}6, <süzüm> (= sözüm), αλλα <süs> (= söz), <üküzün> (= öküzün), αλλα <üküs> (=
öküz)7.
Εξαιτίας της φωνητικής ταύτισης των -s & -z δημιουργήθηκε η εντύπωση οτι κάθε [s]
στο τέλος λέξης αντιστοιχεί σε /z/, με αποτέλεσμα το τούρκικο sus [sús]8 να εκληφθεί ώς
/súz/ και γι’ αυτό καταγράφεται ώς <σούζ> στο λημματολόγιο του Somavera (376).
Η σύγχυση ανάμεσα στα -s & -z δέν αφήνει τα σημάδια-της μόνο στη μορφή των
τουρκισμών, αλλα επηρεάζει και τη μορφή των τούρκικων λέξεων, καθως το ετυμολογικό
/s/ εμφανίζεται συχνά ώς -z, ενώ και ο Συμεωνίδης (1971-72:85) παρατηρεί οτι το
4 Αδριανούπολη: Eckmann 1962α:57, 60, 63, 66. Το οτι, σε αντίθεση με το mapuzluk, έχουμε άηχη προφορά στο
mapusāne δέν πρέπει να μας μπερδεύει, καθως το [s] οφείλεται σε αφομοίωση ηχηρότητας απο το άηχο /h/, που
κατόπιν σιγήθηκε (δές Eckmann 1962α:51): mapuz + hane> *mapuzhane> *mapushane> mapusane.
5 ΒΑ Βουλγαρία: Dallı 99, 92, 96, 100, 187, 189, 191.
8 προστακτική δεύτερου ενικού του susmak ''σωπαίνω'' (ονοματοποιημένο: Nişanyan 2009 «sus[mak»).
/ 74 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.
ελληνικό /s/ εμφανίζεται ώς τούρκικο -z: π.χ. abdest> aptes> aptez, dürüst> *dürüs>
dürüz, serbest> *serbes> serbez 1 , abanos> abanoz, meles> melez (> μιλέζ΄κους),
παπάς> τούρκ(οθ). papas ''priest''> τούρκ(κν). papaz ''priest''2, μέλισσα> τούρκδ. melis
''bal arısı''> τούρκδ. meliz ''μέλισσα [bal arısı]'' 3 , θάλασσα> τούρκ(οθ). talas ''foaming
wave, billow, surge''> τούρκ(κν). talaz ''wave (in the sea)''4.
1 Είδαμε παραπάνω οτι τα «aptes» /aptéz/, «dürüs» /dürǘz/ & «serbes» /serbéz/ (διάβαζε: <aptez, dürüz, serbez>)
καταγράφονται για την Αδριανούπολη (Β:1.1.3.1.). Για το -st> -s δές Eckmann 1962α:54, ενώ για την ετυμολογία των
abdest, dürüst & serbest δές π.χ. ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009.
2 Redhouse 429, Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić «papaz», Skok «pop» & «papazjanija», BER «папаз».
5 δές Eren & Nişanyan 2009 «marangoz», BER «марангоз», Dizdari «marangoz».
/ 75 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.
Ομως, στην περίπτωση των νικέηζ & μουφλιούηζς φαίνεται οτι πράγματι δικαιούμαστε
να αποκαταστήσουμε τους τύπους *nekez & *müflüz, καθως εκεί μας οδηγούν τα
ευρήματα που προκύπτουν απο την ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον.
Φαίνεται οτι το nekes υπέστη στα Βαλκάνια την τροπή -s> -z, με αποτέλεσμα έναν
τούρκικο τύπο *nekez, που στα αλβανικά έδωσε το neqez, στα βουλγάρικα το nekezin
και στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα το νικέηζ.
Κατα τον ίδιο τρόπο μπορούμε να δικαιολογήσουμε την αντιστοιχία και άλλων
αλβανικών λέξεων σε -z με τούρκικες σε -s2 μέσω βαλκανικών τούρκικων τύπων σε *-z.
/ 76 /
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ
Β:2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Β:2.1.2. Πέρα απο τις επιμέρους προβληματικές περιπτώσεις (που συζητιούνται στις
σχετικές υποενότητες), υπάρχουν δύο βασικές ομάδες λέξεων οπου παρατηρούνται
παρεκκλίσεις απο την αναμενόμενη απόδοση ολόκληρων ομάδων τούρκικων συμφώνων
της κοινής: η πρώτη είναι η ομάδα των λέξεων που χαρακτηρίζονται απο αναντιστοιχίες
ηχηρότητας (Β:2.1.3.) και η δεύτερη είναι η ομάδα των λέξεων που χαρακτηρίζονται απο
αναντιστοιχίες κλειστότητας (Β:2.1.4.).
/ 77 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
1 πρβλ. ΚΝΕ τον καιρό [to(ŋ)ǵεró], κοζ. τουν κιρό [tuńǵiró] κλπ.
/ 78 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
Τέλος, όσον αφορά τα μεταφατνιακά ç/c πρέπει να επισημανθεί οτι πρόκειται για
σχετικά σπάνιο φαινόμενο, αφού το -ç αποδίδεται κατα κανόνα με το [ć], ακόμα κι όταν
εναλλάσσεται με το -c-: μπόρτσ΄ <borç, γκιουβέτσ΄ <güveç (με αιτιατική & κτητική güveci,
δοτική güvece κλπ.), γκουρμπάτσ΄ <kırbaç (kırbacΦ), ιλιάτσ΄ <ilâç (ilâcΦ), καραγάτσ΄
<karaağaç (karaağacΦ), σαράτσ΄ <saraç (saracΦ), στουμπέτσ΄ <üstübeç (üstübecΦ) &
χάρτσ΄ <harç (harcΦ).
Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται και απο την απόδοση των τελικών -p & -t, είτε
αντιστοιχούν σε προφωνηεντική θέση σε ηχηρά (Β:1.3.1., Β:1.7.1.), είτε παραμένουν
άηχα: π.χ. Arap (ArabΦ)> αράπ΄, kelep (kelebΦ)> γκιλέπ΄, küp (küpΦ)> κιούπ΄, cep
(cebΦ)> τζέπ΄, kasap (kasabΦ)> χασάπ΄, âdet (âdetΦ)> αντέτ΄, gayret (gayretΦ)>
γκαϊρέτ΄, zanaat (zanaatΦ)> ζανάτ΄, ziyafet (ziyafetΦ)> ζιαφέτ΄, kısmet (kısmetΦ)>
κασμέτ΄, kıyamet (kıyametΦ)> κιαμέτ΄, makat (makatΦ)> μακάτ΄, masat (masadΦ)>
μασάτ΄, maslahat (maslahatΦ)> μασλάτ΄, millet (milletΦ)> μιλέτ΄, muhabbet
(muhabbetΦ)> μουαμπέτ΄, simit (simidΦ)> σ΄μίτ΄, çeşit (çeşidΦ)> τσιασίτ΄.
1 Όπως θα δούμε παρακάτω, το σιατιστινό μπαχτατζί αντιστοιχεί στο δυτικομακεδόνικο μπαγνταντί (Β:2.10.1.).
2 Steingass 192. Για την ετυμολογία δές ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009.
3 ΕτυμTietze[a-e].
/ 79 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
τελική θέση, ενώ διατηρεί την ηχηρότητά-του πρίν απο φωνήεν, π.χ. στην αιτιατική και
κτητική Bağdadı1.
Εφόσον εντοπίζουμε το προβληματικό /t/ αιτιολογημένο στον τύπο Bağdat, μπορούμε
να υποθέσουμε οτι τα μπαγντατί & μπαγδατί οφείλονται σε εκ νέου σύνδεση της λέξης
απο τους ελληνόφωνους με το τοπωνύμιο.
1 Σήμερα ορθογραφείται <Bağdat’ı>, καθως σύμφωνα με τη σημερινή ορθογραφία τα τελικά φωνήεντα των κύριων
ονομάτων διατηρούν τη μορφή που έχουν και στον λημματικό τύπο, ενώ διακρίνονται γραφηματικά απο τα
προσηγορικά και ώς προς το οτι χωρίζονται απο τις καταλήξεις με μιά απόστροφο: π.χ. Ahmet & Tarık με γενικές
<Ahmet’in> & <Tarık’ın>, αντί για <Ahmedin> & <Tarığın> (TurkGram xxiv).
2 με προχωρητική αφομοίωση (a-e> a-a: Γ:1.1.2.2.).
/ 80 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
Κάτι ανάλογο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι συνέβη και στους τουρκισμούς, καθως τα
τέρματα των τούρκικων τύπων συμπίπτουν φωνητικά με τα άηχα αλλόμορφα γνωστών
καταλήξεων: (α) στην περίπτωση του nalça το τέρμα -ça συμπίπτει με το άηχο και πισινό
αλλόμορφο των παραγωγικών καταλήξεων -CA (δές TurkGram 57-8), (β) στην
περίπτωση των gürültü & kahvaltι τα τέρματα -tü & -tι συμπίπτουν με άηχα αλλόμορφα
των δύο ομόηχων καταλήξεων -DI, ενώ (γ) στην περίπτωση του balta το τέρμα -ta
συμπίπτει με το άηχο και πισινό αλλόμορφο της κατάληξης τοπικής -DA (Β:1.1.3.2.).
Φαίνεται λοιπόν οτι οι τουρκομαθείς είχαν την τάση να αναλύουν μορφολογικά τις
τούρκικες λέξεις με βάση τις τούρκικες καταλήξεις, ακόμα και όταν η ανάλυση αυτή είναι
μονομερής, δηλαδή παίρνει υπόψιν μόνο τις φωνητικές/φωνολογικές αντιστοιχίες,
παραβλέποντας τις σημασιολογικές.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η ίδια τάση παρατηρείται και στις περιπτώσεις των μπλίκ΄
& μπρουντζίκ΄ (Γ:1.9.4.5.) και προφανώς αυτές οι αδέξιες προσπάθειες ανάλυσης
οφείλονται στα κενά που προκαλούσε η εμπειρική (κοινώς: τσάτρα-πάτρα) διαδικασία
εκμάθησης της τουρκικής.
/ 81 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
/ 82 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
γκιουσέμ΄1 σε ένα βαλκανικό τούρκικο *gösem, που προήλθε απο το kösem με k-> g-
(Β:1.1.3.3.).
Επίσης, απο τις λέξεις που μπορούν να αποδοθούν σε αφομοίωση ηχηρότητας πρέπει
να εξαιρεθούν και αυτές που παρουσιάζουν ηχηρά και άηχα πρίν απο υγρό, καθως,
όπως και στα τούρκικα (Β:1.1.2.), τα υγρά /l/ & /r/ δέ μπορούν να ενταχτούν σε ζεύγη
φωνημάτων που διακρίνονται με βάση την ηχηρότητα και συνεπώς δέ μπορούν να
προκαλέσουν αφομοίωση ηχηρότητας: έτσι, δέ μπορούμε να θεωρήσουμε οτι είχαμε
κιλέπ΄> γκιλέπ΄ και γι’ αυτό ο Τζιτζιλής συνδέει τα πιεριώτικα γκιλέπ΄ & κιλέπ΄ με τα
gelep & kelep 2 , ενώ για τον ίδιο λόγο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι είχαμε γκαϊρέτ’
<gayret> kayret> καϊρέτ’.
Ομως για την ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον πρέπει να λαμβάνονται όσο το
δυνατόν περισσότερα στοιχεία υπόψιν και μάλιστα απο τις τουρκικές διαλέκτους, καθως
είναι πιθανό πολλές βαλκανικές ποικιλίες να δανείστηκαν και να συνεχίζουν να
χρησιμοποιούν τον παλιότερο τύπο, που αργότερα άλλαξε μορφή στις ντόπιες ποικιλίες.
Στην περίπτωση του kurban, που προέρχεται απο το αραβοπερσικό qurbān,
παρατηρούμε οτι με βάση τους τουρκισμούς kurban (αλβ., βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ.),
curban (ρουμ.) & κουρμπάν΄ δέ μπορούμε να τεκμηριώσουμε την παρουσία του
διαλεκτικού τύπου gurban στα τούρκικα των Βαλκανίων και συνεπώς με βάση τα
δεδομένα αυτά και το δυτικομακεδόνικο γκουρμπάν΄ πρέπει να αποδοθεί αρχικά σε
δανεισμό του τύπου kurban και κατόπιν σε ελληνική αφομοίωση ηχηρότητας: kurban>
κουρμπάν΄> γκουρμπάν΄.
Η γενικευμένη χρήση του τύπου kurban στα Βαλκάνια προκύπτει τόσο έμμεσα, όσο
και άμεσα, δηλαδή τόσο απο τους βαλκανικούς τουρκισμούς, όσο και απο την κατάσταση
που επικρατεί στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα3.
Ο τύπος kurban καταγράφεται και για τα τούρκικα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας, δίπλα
στον νεότερο τύπο gurban, που απαντά στα τρία απο τα τέσσερα χωριά που αφορά η
έρευνα του Dallı (21): έτσι, τεκμηριώνεται η παρουσία του τύπου gurban στα τούρκικα
των Βαλκανίων και δέ μπορεί να αποκλειστεί ολότελα ο δανεισμός με βάση τον νεότερο
τύπο (gurban> γκουρμπάν΄).
/ 83 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.
Β:2.1.3.4. Διαπιστώνουμε συνεπώς οτι πράγματι τα τρία φαινόμενα που αφορούν τις
μεταβολές ώς προς την ηχηρότητα αντανακλούν στους δυτικομακεδόνικους τουρκισμούς:
(α) η α π ο η χ η ρ ο π ο ί η σ η των ληκτικών ηχηρών συμφώνων αντανακλά σε
περιπτώσεις όπως των μπόρτζ΄ ~ μπόρτσ΄ & μπαγντατί ~ μπαγνταντί, (β) η
αφομοίωση η χ η ρ ό τ η τ α ς αντανακλά σε περιπτώσεις όπως των αλτζιάς ~
αλτσιάς και (γ) οι ε ν α λ λ α γ έ ς η χ η ρ ό τ η τ α ς αντανακλούν σε περιπτώσεις όπως
των καϊρέτ’ ~ γκαϊρέτ’.
/ 84 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.
Β:2.2. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [k ḱ]
Β:2.2.2. Το τούρκικο απλό ή διπλό /k/ (& /ḱ/) κανονικά δίνει στα ελληνικά [k ḱ]
(Β:1.13.2., Β:1.13.3.), που είδαμε οτι με αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να εξελίσσονται
και σε [g ǵ] (Β:2.1.3.3.).
Β:2.2.3. Προβληματική είναι πολλές φορές η ερμηνεία του [k] του ελληνικού [ks]/[kś]
<ξ>, καθως το σύμπλεγμα [ks]/[kś] μπορεί να προέρχεται κατευθείαν απο την τουρκική ή
/ 85 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.
να οφείλεται σε ανομοίωση του [xs], πρβλ. π.χ. τα χρυσός> χρσός> χσός1> ξός2, αλλα
και τα δουλεύσω> δουλέψω & πιστεύσω> πιστέψω.
Για περιπτώσεις όπως το μαξούλ΄ μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το [ks] οφείλεται
σε ανομοίωση του [xs], καθως προέρχεται απο το μαρτυρημένο μαχσούλ΄ και αυτό απο
το τούρκικο mahsul, που αποδίδει το αραβοπερσικό mähsūl.
Αντίθετα, είναι πιό δύσκολο να είμαστε κατηγορηματικοί, όταν το τούρκικο /h/ αποδίδει
το αραβοπερσικό άηχο τριβόμενο υπερωικό /x/ ( )خ3 , καθως, όπως φαίνεται στον
παρακάτω πίνακα, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εξίσου πιθανή και η απόδοσή-του με το
τούρκικο /k/, ενώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι απόδοση του /x/ με /k/ έχουμε και
στις ελληνικής προέλευσης λέξεις: π.χ. χωράφι> koraf4 & μαστίχα> mastika5.
1 Στη Λήμνο (Κοντονάτσιου 405), την Κοζάνη (ΛΚΙ) και τη Λόσν. Καστοριάς.
2 Στη Λήμνο (Κοντονάτσιου 405) και τον Τίρναβο (Γλ.Τίρν. 12, 91).
3 http://sites.la.utexas.edu/persian_online_resources/system-of-transcription/.
4 Tietze 1955:245.
5 Nişanyan 2009.
/ 86 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.
Έτσι, σε ιδιώματα όπως της Κοζάνης, οπου έχουμε τον τύπο ξιάφ΄, θα μπορούσαμε
να πάρουμε σάν αφετηρία είτε έναν τύπο *κουσιάφ΄, είτε έναν τύπο *χουσιάφ΄, που
έχασε το άτονο [u]1 και τελικά κατέληξε ξιάφ΄.
Τη λύση μπορούν να μας δώσουν τα όμορα ιδιώματα, σύμφωνα με το υλικό των
οποίων ο τύπος κουσιάφ’ δέν επιβεβαιώνεται παρά μόνο για το Βιβίστι Γρεβενών, ενώ
στα υπόλοιπα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας απαντούν οι τύποι χουσιάφ’, χσιάφ’ &
ξιάφ’.
Ακόμα πιό ενδιαφέρον είναι το οτι σε ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και της Λόσνιτσας
συνυπάρχουν οι τύποι χσιάφ’ & ξιάφ’ (κσιάφ’) επιτρέποντάς-μας να θεωρήσουμε οτι,
τουλάχιστον στα ιδιώματα αυτά, το χσιάφ’ αποτελεί μαρτυρία για την παλιότερη μορφή
του κσιάφ’ και συνεπώς οτι το κσιάφ’ οφείλεται πράγματι σε ανομοίωση.
Συνεπώς, συνδυάζοντας όλα τα δεδομένα μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι το hoşaf (ή
το huşaf) αρχικά έδωσε στα περισσότερα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας το χουσιάφ’,
που σε κάποια ιδιώματα έχασε το [u] (Γ:2.6.7.), οδηγώντας στο σύμπλεγμα [xś], που
αργότερα ανομοιώθηκε σε [kś]: hoşaf/huşaf> χουσιάφ’> χσιάφ’> ξιάφ’.
/ 87 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.3.
Β:2.3. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [g ǵ]
Β:2.3.1. Το κοζανίτικο /g/ αρθρώνεται ώς ηχηρό υπερωικό κλειστό (voiced velar stop),
ενώ πραγματώνεται ώς ουρανικό (palatal) [ǵ] (ΔΦΑ [ɟ]), όταν ακολουθεί μπροστινό
φωνήεν, όπως και στην ΚΝΕ1.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [g] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.
Β:2.3.2. Τα ελληνικά [g ǵ] κανονικά αποδίδουν τα τούρκικα /g/ & /ǵ/ (Β:1.9.2.) και σε
κάποιες περιπτώσεις το τούρκικο /k/, ενώ είδαμε οτι σε περιπτώσεις όπως του
κοζανίτικου γκουρμπάν΄ δέν είναι σίγουρο άν το ελληνικό /g/ αποδίδει το τούρκικο /k/ ή το
/g/ (Β:2.1.3.3.).
Β:2.3.3. Στην περίπτωση των ağızotu ~ γκζότ΄ έχουμε μια ασυνήθιστη αντιστοιχία του
τούρκικου /γ/ με το ελληνικό /g/ και η απόδοση του κλειστού /g/ σε μεσολάβηση του
αλβανικού agzot δέ φαίνεται πιθανή, καθως η αλβανική επίδραση δέ φαίνεται να έχει
αφήσει ίχνη.
Ο Κυρανούδης (2009:209) αποδίδει τους τύπους αγκ(ι)ζότι & γκζότ σε ένα
δυτικοβαλκανικό τούρκικο *agızot, οπου έχουμε διατήρηση της κλειστής πραγμάτωσης
του /g/ (Β:1.10.8.), όπως και στο μαρτυρημένο δυτικοβαλκανικό agis.
Απο την άλλη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε οτι η αντιστοιχία του τούρκικου /γ/
με το ελληνικό /g/ θυμίζει την αντιστοιχία /h/ ~ /k/ στην περίπτωση των mahsul>
μαχσούλ΄> μαξούλ΄ (Β:1.11.4.1.) και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι το ağızotu
έδωσε αρχικά στη Δυτική Μακεδονία έναν τύπο όπως το ιμβριώτικο αγζότ΄, που έχασε το
αρκτικό α- (Γ:1.2.3.1.) και υπέστη ανομοίωση ώς προς το συμφωνικό σύμπλεγμα [γz] >
[gz] (αγζότ΄> γκζότ΄).
/ 88 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.4.
/ 89 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.4.
Συνεπώς, είτε είχαμε σάν αφετηρία το μπαγνταντί (/γd/ > /γt/ > /xt/), είτε το μπαγδαντί
(/γδ/ > /γd/ > /γt/ > /xt/), το αποτέλεσμα στη Σιάτιστα θα ήταν μπαχτατζί.
Β:2.4.4. Προβληματική είναι η παρουσία του ελληνικού /x/ στα μακεδονικά ιχτιμπάρ’,
χτιμπάρ’ & ιχτσιμπάρ’, που αντιστοιχούν στο itibar ''υπόληψη''.
Κανονικά τo ελληνικό /x/ αντιστοιχεί στο τούρκικο /h/ (Β:2.4.2.) και το ίδιο συμβαίνει και
με το αλβανικό /h/ (ihtibar) και το βουλγάρικο /x/ (ixtibar).
Στα σερβοκροάτικα η λέξη στην αντίστοιχη θέση έχει /k/ (iktibar), αλλα και το
σερβοκροάτικο /k/ συχνά αποδίδει το τούρκικο /h/, όπως παρατηρεί ο Škaljić2.
Τόσο το οτι το /x/ αποτυπώνεται σε όλους τους ελληνικούς τύπους, όσο και το οτι όλοι
σχεδόν οι βαλκανικοί τύποι αντανακλούν ένα τούρκικο */h/ μας οδηγούν στο συμπέρασμα
οτι για τα τούρκικα των Βαλκανίων πρέπει να αποκαταστήσουμε τον τύπο *ihtibar.
Το βαλκανικό τούρκικο *ihtibar ''υπόληψη'' θα μπορούσε να οφείλεται σε
παρετυμολογική επίδραση του αραβικής αρχής λόγιου οθωμανικού ihtibar = 1) a being or
becoming informed; information, knowledge, 2) a seeking for information, trying and
fishing for it (Redhouse 42)1.
Μια άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να βασίζεται στη φωνητική σύγκλιση του
γλωσσιδικού τριβόμενου /h/ και του γλωσσιδικού κλειστού (glottal stop) [ʔ], που είναι
άηχο όπως και το /h/ (δές π.χ. HIPA ix, ΙΕΓ 1105).
Όπως παρατηρούν οι Göksel & Kerslake (TurkGram 9, 11), το [ʔ] είναι δανεισμένο
απο τα αραβικά και επιβιώνει μόνο στον λόγο κάποιων ηλικιωμένων ομιλητών, ενώ
συχνά προφέρεται μαζί με το φωνήεν που προηγείται ώς ένα μακρό φωνήεν: έτσι, το
οθωμανικό i‘tibar προφέρεται στη ΣΚΤ με μακρό i ([i:thibáŗ]) και γράφεται <itibar>.
Η μακρότητα του i είναι αυτή που συνδέει τα δύο γλωσσιδικά, καθως είδαμε οτι ένα
μακρό φωνήεν, εκτός απο το [ʔ], μπορεί να προκαλείται και απο ένα /h/ (Β:1.11.1.).
Έτσι, τα δεδομένα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε οτι το [i:] του itibar αναλύθηκε ώς
/i/ που εκτάθηκε απο επίδραση ενός /h/, δηλαδή οτι το [i:thibáŗ] αναλύθηκε ώς */ihtibár/
(ihtibar).
1 Κωνσταντίνος Μηνάς, Φωνητικά: Νεοελληνική Διαλεκτολογία, τόμ. 1ος: Πρακτικά πρώτου πανελλήνιου συνεδρίου
νεοελληνικής διαλεκτολογίας (Ρόδος 26-30.3.1992), εκδοτική επιμ: Κ. Μηνάς, Αθήνα 1994: σελ. 247-54.
2 Škaljić 31. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις μπορούμε όντως να αποδώσουμε το σερβοκροάτικο /k/ σε ένα διαλεκτικό
και ετυμολογικά δικαιολογημένο τούρκικο /k/, αντί για το κοινό /h/· έτσι, π.χ. το bakšiš πιθανότατα δέν αποδίδει το κοινό
bahşiş, αλλα το διαλεκτικό bakşiş, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).
/ 90 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.5.
Το *ihtibar /ihtibár/ έχει το πλεονέκτημα οτι είναι φωνολογικά πιό διαφανής ώς τύπος,
καθως η διάρκεια του [i:] αποδίδεται σε ένα γνωστό φώνημα μέσω μιας γνωστής
φωνολογικής διαδικασίας, ενώ το [ʔ] είναι δανεισμένο απο τα αραβικά και, τουλάχιστον
στη ΣΚΤ, είναι υπο εξαφάνιση («is going out of usage»), όπως παρατηρούν οι Göksel &
Kerslake (TurkGram 9).
Αυτός είναι ο λόγος που το māle απαντά και ώς mahle, ενώ το poğaça απαντά τόσο
ώς pōça, όσο και ώς pohça στην Αδριανούπολη (Eckmann 1962α:52, 65): φαίνεται
δηλαδή οτι τα συγκεκριμένα [a:] & [o:], που οφείλονται σε συναίρεση (Γ:1.10.2.),
αναλύθηκαν απο τους χρήστες-τους σάν ακολουθίες /ah/ & /oh/.
Μια παρόμοια αντιμετώπιση της μακρότητας είχαμε και στο αραβικής προέλευσης
*mühtar, που εξελίχτηκε στο κοινό muhtar2 και στο βαλκανικό mǖtar με [üh] > [ü:]. Το οτι
το mǖtar απαντά και ώς müytar οφείλεται στο οτι η έκταση ενός φωνήεντος μπορεί να
προκαλείται και απο ένα /j/ (Γ:1.10.2.), κάτι που κατέστησε δυνατή την ανάλυση του [ü:]
ώς /üj/.
Φαίνεται λοιπόν οτι η τουρκική, επειδή ιστορικά διαθέτει μόνο απλά φωνήεντα
(TurkGram 9), αντιμετωπίζει τα μακρά φωνήεντα ώς διφωνηματικές ακολουθίες που
αποτελούνται απο ένα απλό φωνήεν και ένα τριβόμενο που προκαλεί την έκταση.
Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε οτι τα αρχικά bağçe & boğça εξελίχτηκαν στα
σημερινά bahçe & bohça λόγω επανανάλυσης των μακρών-τους φωνηέντων.
Β:2.5. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [γ γ΄ j]
Β:2.5.2. Ώς προς την απόδοση των τουρκισμών, είδαμε οτι τα ελληνικά [γ΄ j] έχουν
συμπληρωματική κατανομή (Β:1.21.2.), ενώ το ελληνικό [γ] μετά απο /r/ μπορεί να
αποδίδει το τούρκικο /g/ (Β:2.1.4.).
1 <αραβ. & πέρσ. ëxtëbār ~ ïxtïbār ''trying, proving; experience, skill, concervancy/Erfahrung; gute Kenntnis'' (Steingass
23, Junker-Alavi 13).
2 με υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
/ 91 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.5.
Β:2.5.3. Στην περίπτωση των meydan ~ μιγντάν’ το τούρκικο /j/ φαίνεται να αντιστοιχεί
στο ελληνικό /γ/, που είδαμε οτι κανονικά αποδίδει το τούρκικο /γ/ σε αυτή τη θέση, κάτι
που σημαίνει οτι με βάση τον ελληνικό τύπο θα περιμέναμε ένα τούρκικο *meğdan.1
Ομως το ενδιαφέρον είναι οτι για τον συγκεκριμένο τύπο η αντανάκλαση ενός
τούρκικου */γ/ δέν περιορίζεται μόνο σε ελληνικά ιδιώματα, αλλα εντοπίζεται και στα
σλάβικα των Βαλκανίων, καθως στη βουλγαρική κοινή, τη βορειοσλαβομακεδονική κοινή
και τη σερβοκροατική έχουμε τον τύπο megdan (мегдан), που επίσης μας οδηγεί σε
τούρκικο τύπο *meğdan.
Μια πρώτη ερμηνεία θα μπορούσε να λαμβάνει υπόψιν την πραγμάτωση του /γ/ ώς [j]
σε περιβάλλον μπροστινού φωνήεντος (Β:1.10.1.), δηλαδή η πραγμάτωση [j] στο
[mejdán] θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί στο */γ/ ενός *meğdan, αντί στο
ετυμολογικό /j/ του meydan.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να αποδίδει τη σύγχυση των /γ/ & /j/ στο οτι τόσο
το /γ/, όσο και το /j/ μπορούν να προκαλέσουν αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό /e/
(Γ:1.10.2.): συνεπώς, το ετυμολογικό /j/ οδήγησε στο mi:dan (με [ej] > [i:]), ή
ενδεχομένως ακόμα και σε ένα *mēdan (με [ej] > [e:]: Β:1.21.1.), των οποίων τα μακρά
φωνήεντα αναλύθηκαν τόσο απο τους τουρκόφωνους, όσο και απο τους τουρκομαθείς
των Βαλκανίων ώς ακολουθίες /eγ/ (*meğdan), αντί για /ej/.
Όπως θα δούμε παρακάτω, παρόμοιες επαναναλύσεις μακρών φωνηέντων
παρατηρούνται και σε άλλες περιπτώσεις (Β:2.4.4.), ενώ η δεύτερη ερμηνεία γίνεται πιό
πιθανή, άν λάβει κανένας υπόψιν τους ρουμάνικους τύπους medean & medan, οπου δέ
φαίνεται να αναγνωρίστηκε απο τους ρουμανόφωνους κάποιος συμφωνικός φθόγγος
πρίν το /d/.
Η ερμηνεία αυτή δέν προσκρούει αναγκαστικά σε τύπους όπως το meidean και το
meidan, καθως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τους τύπους αυτούς σε δανεισμό με
βάση το αρχικό meydan, ή ακόμα και σε αναγνώριση του /j/ στη μακρότητα του νεότερου
φωνήεντος, όπως και στις περιπτώσεις της αναγνώρισης του /γ/ στη μακρότητα των [o:]
& [a:] (Β:1.10.8.).
1 Την ίδια αντιστοιχία παρατηρούμε και στη Σαμοθράκη, οπου το τσιγρέκ΄ αποδίδει το çeyrek.
/ 92 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.6.-7.
Β:2.6.1. Το κοζανίτικο /l/ αρθρώνεται ώς φατνιακό πλευρικό (alveolar lateral), όπως και
στην ΚΝΕ 1 , ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν, πραγματώνεται ώς ουρανικό
φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [l΄] 2 , καθως η γλώσσα ακουμπά ταυτόχρονα στα
φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια, κάτι που καθιστά την κοζανίτικη ουρανικότητα
λιγότερο έντονη απο της ΚΝΕ.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [l] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.
Β:2.6.2. Τα ελληνικά [l l΄] αποδίδουν το τούρκικο /ł/ (& /l΄/) (Β:1.14.2., Β:1.14.3.,
Β:1.14.4.).
Β:2.7. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [n ń]
Β:2.7.1. Όπως το /n/ της ΚΝΕ, το κοζανίτικο /n/ αρθρώνεται ώς φατνιακό ρινικό
(alveolar nasal), όπως και στην ΚΝΕ 3 , ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν,
πραγματώνεται ώς ουρανικό φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [ń]4, καθως η γλώσσα
ακουμπά ταυτόχρονα στα φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια, κάτι που καθιστά την
κοζανίτικη ουρανικότητα λιγότερο έντονη απο της ΚΝΕ.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [n] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.
Β:2.7.2. Είδαμε οτι το τούρκικο /n/ αποδίδεται με το ελληνικό /n/ (Β:1.16.2.), ενώ
περιπτώσεις εμφάνισης αρκτικού ν- σε αρσενικά μπορούμε να τις αποδώσουμε στην
επανανάλυση της έναρθρης εκφοράς της αιτιατικής ενικού1.
Έτσι, στην περίπτωση των oda> νουντάς είχαμε τουν-ουντά> του-νουντά, ενώ το ίδιο
φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες λέξεις, αρσενικές και θηλυκές, π.χ. ίκνα> ναματ.
/ 93 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.8.
νίκνα, υστβυζ. οικοκύρης> κοζ. νοικουκύρς, υστβυζ. οφαλός> κοζ. νουφαλός, ώμος> κοζ.
νώμους, υστβυζ. άρκλα> κοζ. νάρκλα, ουρά> κοζ. νουρά.
Β:2.8. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [s ś]
/ 94 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.
Β:2.8.3. Σε περιπτώσεις όπως του konuştu> κουνουστώ είδαμε οτι δίπλα στο
αναμενόμενο [ś] χρησιμοποιείται και το μή ουρανικό [s], ανάλογα με το σύμφωνο που
ακολουθεί (Β:1.19.4.1.).
Β:2.8.5. Εφόσον το ελληνικό [ś] αποδίδει κανονικά το τούρκικο /š/ πρίν απο τα μή
μπροστινά φωνήεντα /a o u/, στις περιπτώσεις των saçak ~ σιατσιάκ΄ & sucuk ~
σιουτζιούκ΄ 1 έχουμε μια ασυνήθιστη απόδοση του /s/ με το [ś], καθως δέν ακολουθεί
μπροστινό /e/ ή /i/, που θα δικαιολογούσε την ουράνωση.
Φαίνεται οτι τα σιατσιάκ΄ & σιουτζιούκ΄ δέν αποτελούν τις αρχικές αποδόσεις των
saçak & sucuk, αλλα οφείλονται σε αφομοίωση ουρανικότητας: έτσι, κατα πάσα
πιθανότητα οι τούρκικοι τύποι αρχικά έδωσαν τους τύπους *σατσιάκ΄ & *σουτζιούκ΄, που
αργότερα εξελίχτηκαν σε σιατσιάκ΄ & σιουτζιούκ΄ με υποχωρητική αφομοίωση των μή
ουρανικών *[s] απο τα ουρανικά [ć dź].
Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τη φωνολογική ανάλυση της Μαργαρίτη-Ρόγκα (1985:35-
8), που ερμηνεύει τα [ć dź] ώς μοναδικά φωνήματα και όχι ώς συνδυασμούς φωνημάτων·
έτσι, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση μπορούμε να θεωρήσουμε οτι αρχικά είχαμε
ακολουθίες μή ουρανικών και ουρανικών φωνημάτων, οπου τα μή ουρανικά */s/
αφομοιώθηκαν απο τα ουρανικά /ć dź/: saçak> *σατσιάκ΄> σιατσιάκ΄ & sucuk>
*σουτζιούκ΄> σιουτζιούκ΄.
Β:2.9. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [z ź]
/ 95 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.
Β:2.9.2. Είδαμε οτι κανονικά το ηχηρό τούρκικο /z/ αποδίδεται με το ηχηρό ελληνικό /z/
(Β:1.22.2.), ενώ το άηχο τούρκικο /š/ μόνο με τα άηχα [ś s] (Β:1.19.).
/ 96 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.
που φυσικά έχει τα χαρακτηριστικά του άηχου τριβόμενου συριστικού και μπορούμε να το
παραστήσουμε ώς */s/, καθως για τα ελληνικά δεδομένα δέν είναι φωνολογικά ουρανικό.
Αυτό το */s/ μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στα βιβιστιανά γκαρντάς (<kardaş) και
φαράς (<faraş), οπου παρατηρούμε οτι το /š/ αποδίδεται με το ελληνικό /s/, όπως
ακριβώς και το τούρκικο [s] στις περιπτώσεις των αμπανός <abanos/abanoz, απόιρας
<poyras/poyraz (Β:1.22.3.).
Η απόδοση αυτού του άηχου */s/ των τουρκισμών με το ηχηρό ελληνικό /z/, οφείλεται
στην τούρκικη αηχοποίηση του -z, δηλαδή στο οτι το τελικό /z/ προφέρεται [s] (Β:1.22.3.).
Η εξοικείωση των δίγλωσσων ελληνόφωνων με αυτή την τούρκικη αρθρωτική
συνήθεια σημαίνει οτι είχαν συνηθίσει να αποδίδουν με /z/ τον φθόγγο που συχνά
άκουγαν ώς [s], όπως π.χ. στις περιπτώσεις των ΚΝΕ πετιμέζι & πιτ΄μέζ΄ (Β:1.22.2.)
<petmez [phetmés] (Β:1.1.3.1.), νικέηζ & μουφλιούηζς <*nekez [neḱhés] & *müflüz
[müfl΄ǘs] (Β:1.22.4.).
Έτσι, δημιουργήθηκε η εντύπωση οτι κάθε [s] στο τέλος λέξης αντιστοιχεί σε /z/, με
αποτέλεσμα το τελικό [s] του sus να θεωρηθεί φωνολογικά ηχηρό και να αποδοθεί ώς
τέτοιο στα ελληνικά (Β:1.22.3.).
Η συνήθεια να αποδίδεται με /z/ το τελικό [s] επηρέασε και το τελικό */s/, που είδαμε
οτι συνήθως αποδίδεται με το /s/, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αποδόθηκε με το /z/, που
στα κοζανίτικα εμφανίζεται με το ουρανικό αλλόφωνό-του (το [ź]: Β:1.22.2.), με
αποτέλεσμα το κοζανίτικο σιαρπόζ΄.
Η ερμηνεία αυτή μπορεί να ερμηνεύσει τόσο το σιαρπόζ΄, όσο και το μουχόζ΄κους,
ομως για λέξεις οπου το [ź] ακολουθείται απο το άηχο /k/, όπως το μουχόζ΄κους, μπορεί
να προταθεί και μια διαφορετική ερμηνεία.
Όπως είδαμε, το /z/ προφέρεται [ź] πρίν απο /i/, ενώ όταν το /i/ σιγείται και ταυτόχρονα
ακολουθεί το άηχο /k/, το [ź] αφομοιώνεται ώς προς την ηχηρότητα και προφέρεται [ś],
τουλάχιστον απο κάποιους ομιλητές στην Κοζάνη1, καθως η υποχωρητική αφομοίωση
ηχηρότητας είναι πολύ συνηθισμένη στα συμφωνικά συμπλέγματα του ιδιώματος της
Κοζάνης2.
1 π.χ. uğursuz> θηλ. ουρσούζα [ursúza] {γρουσούζα}, αιτ. αρσ. ουρσούζ΄ [ursúź] {γρουσούζη} & ουδ. ουρσούζ΄κου
[ursúśku] {γρουσούζικο} (Β:1.22.2.).
2 πρβλ. επίσης ανέβηκα> ανέβκα> ανέφκα, δικός-μου> δκός-μ’> θκός-μ’, φοβηθώ> φουβθώ> φουφθώ, μπατζιανάκους,
/ 97 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.
6 π.χ. δικός-μου [δikózmu], τους-βόλους [tuzvólus], εκδρομή [egδromí], ανέκδοτο [anégδoto], Αφγανιστάν [avγanistán]
(κλπ.).
/ 98 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.
Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε οτι το cümbüş έδωσε αρχικά στη Σιάτιστα έναν
τύπο *τζιουμπούσ΄ με [š] > [ś], όπως και σε άλλες ελληνικές διαλέκτους 1 , ενώ στη
συνέχεια το *τζιουμπούσ΄ [dźumbúś] εξελίχτηκε σε τζιουμπούζ΄ [dźumbúś], καθως
θεωρήθηκε οτι ο τύπος περιλαμβάνει ένα ηχηρό συριστικό που στο τέλος της αλυσίδας
του λόγου προφέρεται [ś], ενώ σε εσωτερική θέση [ź].
Ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε οτι αυτό ακριβώς συμβαίνει και στα δάνεια της
τουρκικής, αφού είδαμε οτι λέξεις με ετυμολογικό -s συχνά εμφανίζονται στα τούρκικα με -
z (Β:1.22.3.), καθως όπως στα σιατιστινά, έτσι και στα τούρκικα τα ηχηρά σύμφωνα σε
τελική θέση αηχοποιούνται (Β:1.1.3.1.).
/ 99 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
υποθέσουμε οτι η σύγχυση ηχηρού/άηχου οφείλεται στη χρήση των λέξεων στον ενικό,
οπου δέν ακολουθεί φωνήεν, ενώ άν σχημάτιζαν πληθυντικό, θα δινόταν στον συντάκτη
η ευκαιρία να συνειδητοποιήσει οτι στην πραγματικότητα έχουμε ένα άηχο σύμφωνο.
Β:2.10. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [c ć]
1 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36.
2 Τσοπανάκης 1952:274-5, Γλ.Καλινδ. 350 [υποσημ. 1], Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:2.
/ 100 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
Β:2.10.2. Το τούρκικο /č/ κανονικά δίνει ελληνικό [ć] (Β:1.5.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε [dź] (Β:2.1.3.3.).
1 StandardAlb 9.
2 Κυριαζής 2001:133.
3 Για τη σίγηση του τελικού ιταλικού -e μετά απο -n- σε διαλέκτους όπως τα βενετσιάνικα δές Γιαννουλοπούλου,
/ 101 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
4 Πτωχοπρόδρομος Δ:218*.
5 Για το υπκρ. επίθμ. -άλι(ν) δές Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, τόμ. Α΄: γραμματική, Αθήνα
7 BER «калчин».
/ 102 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
4 π.χ. çay> ΚΝΕ τσάι & κοζ. τσιάι, çuval> ΚΝΕ τσουβάλι & κοζ. τσιουβάλ΄ κλπ.
5 δές π.χ. Мария Филипова-Байрова, Гръцки заемки в съвременния български език, София 1969: σελ. 172,
ΕτυμΤζιτζιλή 108.
/ 103 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
αλλα μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι μια ακόμα πιό απλή ερμηνεία θα ήταν να
αποδοθεί το kalčun σε άμεσο δανεισμό του παλιότερου τούρκικου τύπου kalçun.
Εφόσον λοιπόν τα μακεδονικά καλτσιούν΄ και καλτσιούνι αποτελούν εξαιρέσεις απο
τον κανόνα σε σχέση με τα κανονικά και πολύ συχνότερα καλτσούν’ & καλτσούνι και,
εφόσον το μεταφατνιακό /č/ απο τις μεγάλες γλώσσες των Βαλκανίων μόνο στην
τουρκική τελικά μπορεί να αποδοθεί, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι σε κάθε περίπτωση
το τούρκικο /č/ είναι υπεύθυνο -είτε άμεσα, είτε έμμεσα- τόσο για το [ć] των καλτσιούν΄ &
καλτσιούνι, όσο και για το /č/ του σλάβικου kalčun.
Συνεπώς, μπορούμε να αποδώσουμε τα μακεδονικά καλτσιούν΄ και καλτσιούνι (α) σε
δανεισμό του παλιότερου τούρκικου kalçun, (β) σε επίδραση των τούρκικων kalçın ή
kalçun σε προϋπάρχοντες τύπους *καλτσούν΄ & *καλτσούνι, (γ) σε δανεισμό του
σλάβικου kalčun ή (δ) ακόμα και σε επίδραση του σλάβικου kalčun στα προϋπάρχοντα
*καλτσούν΄ & *καλτσούνι.
/ 104 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
το αρθρωτικά συγγενικό /t/, αλλα και πρίν απο το /ł/: π.χ. saç, με τοπ. saştá [κν. saçtá],
αφαιρ. saştán [κν. saçtán] & οργαν. sáşla [κν. sáçla]1.
1 Dallı 95.
2 δές π.χ. ΕτυμΑνδρ, ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ.
3 δές Κυρανούδης 2009:287.
4 πρβλ. την αποβολή του /s/ στην περίπτωση των ανοίξτε> *ανοίκτε> ανοίχτε.
/ 105 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.
Ομως στο λήμμα «μπαξίσι» όχι μόνο είναι προβληματική η ερμηνεία του τύπου
μπαχτσίσι, αλλα και αμφισβητήσιμη η σύνδεσή-του με τον τύπο bahşiş, καθως δέν είναι
σίγουρο πως στα Βαλκάνια επιχωρίαζε ο τύπος bahşiş: για τούρκικα ιδιώματα των
Βαλκανίων δέν καταγράφεται ο σήμερα κοινός τύπος bahşiş, αλλα οι τύποι bakşiş &
bakşış.
Ο τύπος bakşiş ανάγεται κατευθείαν στο πέρσικο bäxšïš/bäxšīš με απόδοση του
τριβόμενου /x/ με το κλειστό /k/ (Β:2.2.3.), ενώ ο τύπος bakşış αποτελεί εξέλιξη του
bakşiş με προχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Τα ευρήματα απο τα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα επιβεβαιώνονται απο το ευρύτερο
βαλκανικό περιβάλλον, οπου διαπιστώνουμε οτι είτε μπορούμε, είτε είμαστε
υποχρεωμένοι να αποδώσουμε τους σχετικούς τύπους στα bakşiş/bakşış, με μοναδική
εξαίρεση τα μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι: bakşiş/bakşış> αλβ. bakshish, βουλγ. bakšiš,
σλαβμακ. bakšiš, σερβοκρ. bakšiš, ρουμ. bacşiş, ΚΝΕ μπακσίσι (μπαξίσι).
Βέβαια, στην περίπτωση του σερβοκροάτικου bakšiš θα μπορούσαμε να υποθέσουμε
απόδοση ενός τούρκικου */h/ με το σερβοκροάτικο /k/ (Β:2.4.4.), ενώ είδαμε οτι το ΚΝΕ
μπαξίσι θα μπορούσε να αποδοθεί σε ανομοίωση [xs] > [ks], αλλα στα σλαβομακεδόνικα
το /x/ (</h/) σιγείται ή αντικαθίσταται, οπότε το bahşiş θα έδινε αρχικά *baxšiš (*бахшиш)
και τελικά *bašiš ή *bafšiš (*ба(в)шиш/*ба(ф)шиш).
Φυσικά, εφόσον θεωρούμε οτι οι βαλκανικοί τουρκισμοί αντανακλούν την κατάσταση
των όμορων τούρκικων ιδιωμάτων, θα ήταν μια ad hoc ερμηνεία να υποθέσουμε οτι σε
όλα τα Βαλκάνια οι τουρκόφωνοι χρησιμοποιούσαν τύπους με /k/, εκτός απο τις περιοχές
που συμβίωναν με ελληνόφωνους, οπου η λέξη εξελίχτηκε σε μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι.
Απο εκεί και πέρα, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι σε αρκετά ιδιώματα η
μορφή που έχει η λέξη για τον ''κήπο'' ταιριάζει με τη μορφή της λέξης για το
''φιλοδώρημα'': έτσι, στα Γρεβενά και τη Νάουσα, οπου συνυπάρχουν οι τύποι μπαχτσές
& μπαξές, συνυπάρχουν και οι τύποι μπαχτσίσ(ι) & μπαξίσ(ι), ενώ στην Κοζάνη, τη
Σιάτιστα και την Ορεινή Πιερία, οπου το ''φιλοδώρημα'' λέγεται μπαχτσίσ΄ (και όχι
μπαξίσ΄), για τον ''κήπο'' χρησιμοποιείται ο τύπος μπαχτσές (και όχι το μπαξές).
Συνεπώς, εφόσον η φωνητική ερμηνεία των μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι είναι προβληματική
και με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον καταλήγουμε σε αδιέξοδο, μόνη πιθανή
ερμηνεία μένει η απόδοση των μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι σε παρετυμολογική επίδραση του
μπαχτσές (ή/και του ομόρριζου μπαχτσιαβάνους) λόγω αναλογικής επίδρασης ζευγών
όπως τα μπαξές/μπαχτσές, που ερμηνεύονται φωνητικά.
/ 106 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.11.
Β:2.11.2. Όπως είδαμε, το ελληνικό [dź] αποδίδει το τούρκικο /dž/, ενώ μπορεί να
οφείλεται και σε αφομοίωση ηχηρότητας του [ć] (Β:2.1.3.3.).
Επίσης, είδαμε οτι στα σιατιστινά το [dź] μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της
ουρανικοποίησης του /d/: âdet> ατζέτσ΄ (Β:2.10.1.).
/ 107 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.
Φαίνεται λοιπόν οτι στην περίπτωση των τερμάτων -τζής & -τζού είχαμε επίδραση της
ΚΝΕ, με αποτέλεσμα να έχουμε umurcu> ουμουρτζής & ουμουρτζού, şakacı> σιακατζής
& σιακατζού, hancı> χαντζής & χαντζού, *hatırcı> χατιρτζής & χατιρτζού κλπ.
Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τα άηχα αλλόμορφα (-çI), που δίνουν τέρματα
αρσενικών -τσής και θηλυκών -τσού: π.χ. papuççu> παπτσής & παπτσού.
Β:2.12.2. Το τούρκικο /t/ κανονικά δίνει ελληνικό /t/ (Β:1.7.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε /d/ (Β:2.1.3.3.), ενώ στις περιπτώσεις
των μπαγντατί/μπαγδατί & μπαχτατζί (<bağdadi), έχουμε δυό φαινομενικές αποδόσεις
των /d/ με τα ελληνικά /t/ (Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3.).
/ 108 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.
5 αλβ. badihava, badiava & badjava, βουλγ. badi(x)ava & badeva, σλαβμακ. badijava & badijala, σερβοκρ. badava.
/ 109 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.
Β:2.13.2. Το ελληνικό /d/ αποδίδει το τούρκικο /d/ (Β:1.6.2.), ενώ είδαμε οτι σε κάποιες
περιπτώσεις αντιστοιχεί σε /t/ που αφομοιώθηκε ώς προς την ηχηρότητα (Β:2.1.3.3.).
/ 110 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.
Επίσης, είδαμε οτι ένα /d/ μπορεί να εμφανίζεται ώς /t/ ή [t΄] λόγω αφομοίωσης
ηχηρότητας (Β:2.12.3.2., Β:2.12.3.1.).
Β:2.14.2. Όπως φαίνεται απο το υλικό, το /θ/ δέν αποδίδει κάποιον τούρκικο φθόγγο.
Β:2.15.2. Το ελληνικό [δ] μετά απο /r/ μπορεί να αποδίδει το τούρκικο /d/ (Β:2.1.4.).
/ 111 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.
*/ds/1, όσο και ώς /δs/2: έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε οτι ένας αρχικός τύπος *αραντώ
/aradó/ απέκτησε τον αόριστο αράτσα3, του οποίου το [c] θεωρήθηκε οτι αντιστοιχεί σε
/δs/ (πρβλ. απαρέμφατο αραδήσ΄) απο παρετυμολογική επίδραση του αράδα και κατα το
πρότυπο των αμπουδώ-αμπουδήσου-αμπότσα.
Β:2.17.2. Εκτός απο το τριβόμενο /v/ (Β:1.20.2.), το ελληνικό /v/ μετά απο /r/ μπορεί να
αποδίδει και το κλειστό /b/ (Β:2.1.4.).
/ 112 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.
Β:2.18. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [p ṕ]
Β:2.18.2. Το τούρκικο /p/ κανονικά δίνει ελληνικό /p/ (Β:1.3.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε /b/ (Β:2.1.3.3.).
Β:2.19.2. Το ελληνικό /b/ αποδίδει το τούρκικο /b/ (Β:1.2.2.), ενώ είδαμε οτι σε κάποιες
περιπτώσεις αποδίδει ένα ετυμολογικό /p/ που αφομοιώθηκε ώς προς την ηχηρότητα
(Β:2.1.3.3.).
/ 113 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.
Β:2.20. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [m ḿ]
Β:2.20.1. Το κοζανίτικο /m/ αρθρώνεται ώς διχειλικό ρινικό (bilabial nasal), όπως και
στην ΚΝΕ1, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([ḿ]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [m] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.
Β:2.21. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [r ŕ]
Β:2.21.1. Το κοζανίτικο /r/, όπως και στην ΚΝΕ, είναι ένα φατνιακό που περιγράφεται
ώς «tap»2, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([ŕ]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Η ουρανική πραγμάτωση δέν απαντά πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα, ενώ
απαγορευτικός συνδυασμός είναι και το μή ουρανικό [r] πρίν απο τα μπροστινά /i e/.
Β:2.21.2. Το κοζανίτικο /r/ αποδίδει το τούρκικο /r/ (Β:1.17.2.), ενώ διαφορετική είναι η
περίπτωση των κοζανίτικων τραχΐν΄ & ταρχΐν΄.
Όπως το ταχΐν΄ (Γ:1.4.7.3.), έτσι και τα τραχΐν΄ & ταρχΐν΄ αντιστοιχούν στο τούρκικο
tahın, ενώ με /w/ > /u/ (Γ:1.4.2.) σε άλλα ιδιώματα η λέξη απαντά ώς τραχούνι &
ταρχούν’.
Στις περιπτώσεις αυτές μάλλον έχουμε να κάνουμε με παρετυμολογική επίδραση της
λέξης για τον ''τραχανά'': έτσι, τα ταρχΐν΄ & ταρχούν’ δέχτηκαν την επίδραση τύπων
όπως του τούρκικου tarhana και του καστοριανού ταρχανάς, ενώ τα τραχΐν΄ & τραχούνι
δέχτηκαν την επίδραση των τραχανάς (ο) ή τραχανά (τα).
/ 114 /
ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ
Γ:1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Έτσι, δημιουργούνται τέσσερις ομάδες απο φωνήεντα που συμφωνούν τόσο ώς προς
τον τόπο, όσο και ώς προς τον τρόπο άρθρωσης:
/a w/ - + - +
/e i/ + - - +
/o u/ - + + -
/ö ü/ + - + -
/ 115 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.1.
Οι τέσσερις ομάδες αποτελούνται απο δύο φωνήεντα, απο τα οποία το ένα είναι
ανοιχτό, ενώ το άλλο κλειστό (TurkLang 203, TurkGram 9):
Γ:1.1.2.2. Έτσι, όταν δύο γειτονικά φωνήεντα διαφέρουν ώς προς ένα ή περισσότερα
φωνολογικά χαρακτηριστικά, παρατηρούνται φαινόμενα αφομοίωσης:
Ένα /a/ σε περιβάλλον /i/ μπορεί να εξελιχτεί σε /e/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: *badihava> bedihava (Β:2.12.3.2.), şahnişin> şehnişin (Γ:2.4.5.4.).
Ένα /a/ σε περιβάλλον /e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /e/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: zerzevat> zerzavat> zarzavat (Γ:2.2.4.5.), *çaşme> çeşme (Γ:2.6.9.2.),
nalçe> nalça (Β:2.1.3.2.2.).
Ένα /e/ σε περιβάλλον /u/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: senduk> sanduk (Γ:1.3.7.4.), zebun> zabun (Γ:2.2.4.4.).
Ένα /e/ σε περιβάλλον /o/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: gonçe> konca.
Ένα /e/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: badiheva> *badihava (Β:2.12.3.2.).
Ένα /i/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: vakit> vakıt (Γ:1.4.7.2.), tahin> tahın (Γ:1.4.7.3.), çinar> çınar (Γ:2.4.4.),
nişadır> nışadır (Γ:2.4.4.), patlican> patlıcan (Γ:2.4.4.), hamir> hamır (Γ:2.6.3.), misafir>
mısāfir (Γ:2.6.5.), kadayif> kadayıf & zaif> zayıf, bakşiş> bakşış (Β:2.10.4.3.), divar>
dıvar (Β:2.13.3.).
Ένα /u/ σε περιβάλλον /e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /ü/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: senduk> sendük (Γ:1.3.7.4.).
/ 116 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.1.
Ένα /u/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς προς τον
τρόπο άρθρωσης: kulağuz> kılavuz (Γ:2.2.4.6.), ahur> ahır, budak> bıdak, fukara>
fıkara, muhtar> mıhtar, sanduk> sandık, satur> satır (Γ:2.6.3.), musafir> mısāfir
(Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /u/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: *mühtar> muhtar (Β:2.4.4.), düşman> duşman (Γ:2.6.4.), müsafir> musafir
(Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /i/, με αφομοίωση ώς προς τον τρόπο
άρθρωσης: müsafir> misafir (Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /i/ μπορεί να εξελιχτεί σε /i/, με αφομοίωση ώς προς τον τρόπο
άρθρωσης: ebrişüm> ebrişim (Γ:2.4.5.1.).
Τέλος, ένα απο τα /u ü w i/ πρίν απο /a e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /o ö a e/ με
αφομοίωση ώς προς τον βαθμό ανοίγματος: burani> borani, sufra> sofra, zukak> sokak
(Γ:1.6.1.), küfte> köfte, sınaat> zanaat, çihre> çehre.
Γ:1.1.2.3. Απο την άλλη, η συμφωνία ώς προς τον τρόπο άρθρωσης των φωνηέντων
αναιρείται απο τη «στρογγύλωση» (αγγλ. rounding), που συνήθως ονομάζεται «χείλωση»
ή «χειλικοποίηση» (αγγλ. labialization, τούρκ. dudaksıllaşma) και αναφέρεται στην τροπή
των αστρόγγυλων φωνηέντων /a w e i/ στα αντίστοιχα στρογγυλά /o u ö ü/ σε περιβάλλον
χειλικού συμφώνου1: hamır> hamur (Γ:2.6.3.), mısāfir> musafir (Γ:2.6.5.), *dıvar> duvar
(Β:2.13.3.).
1 δές π.χ. Eckmann 1950:6, 1960:192, 1962α:48, 1962β:113-4, Hazai 1959:209, Συμεωνίδης 1976:35-6, 79-82, Dallı 22,
79, 88, Olcay 14, TurkLang 185.
/ 117 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.2.
κλειστό φωνήεν έχει η παραγωγική κατάληξη -lIk, που στη ΣΚΤ παίρνει τις τιμές -lık, -lik, -
luk & -lük.1
Γ:1.2.2. Τόσο το [α], όσο και το [a] αποδίδονται με το ελληνικό /a/ σε τονισμένη και
άτονη θέση (δές Γ:2.2.1.): *avı(u)zotu> αβζάτ΄, âdet> αντέτ΄, anteri> αντιρί, (ι)rahvan>
αραβάν΄, yaka> γιακάς, yarma> γιαρμάς, yaşa> γιασιά, kadayif> γκανταΐφ΄, kırbaç>
γκουρμπάτσ΄, zayıf> ζαΐφκους, zıvana> ζβανάς, evlât> ιβλιάτ’, ilâç> ιλιάτσ΄,
imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kulağuz> καλαούης, karpuz> καρπούζ’, kıskandı>
κασκαντώ, kışla> κασ΄λάς, kasnak> κασνάκ΄, kahır> καχΐρ΄, kıyamet> κιαμέτ΄, kâr> κιάρ’,
kıyma> κιιμάς, kına> κνά, kırma> κριμάς, Lâhur> λαχούρ΄, mukavva> μακαβάς,
mülâyim> μουλαΐμς & μουλαΐμκους> μουλαΐνγκους, bayır> μπαΐρ’, bakırcı> μπακαρτζής,
bakır> μπακΐρ’, barış> μπαρίσ΄, baskın> μπασκΐν΄, bahçıvan> μπαχτσιαβάνους,
bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄, bekâr> μπικιάρς, belâ> μπιλιάς, mutaf> μτάφ’, nişadır>
νισιαντίρ΄, paralı> παραλΐς, pilâv> πλιάφ΄, tavan> νταβάν΄, sakın> σακΐν, sadaka>
σαντακά, satır> σατίρ’, silâh> σιλιάχ΄, tamahkâr> ταμαχιάρς, tarator> ταρατόρ΄, cilâ>
4 http://www.turkeytravelplanner.com/details/LanguageGuide/Pronunciation.html.
/ 118 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.
τζιλιάς, cellât> τζιλιάτς, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄, çalıştı> τσιαλιστιμένους, çoban>
τσιουμπάνους.
Γ:1.2.3.2. Για το τζιάμ΄ πλιάφ΄, οπου παρατηρούμε απουσία του αρκτικού τούρκικου /a/
του acem pilâvı, υπάρχουν δύο εξίσου πιθανές ερμηνείες, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.2.4.10.).
Γ:1.3.2. Το /e/ των τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /e/ των υπόλοιπων ελληνικών
λέξεων και συνεπώς προφέρεται [é] & [i] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (δές
Γ:2.3.1.): âdet> αντέτ΄, ergen> αργκέν.τσα, yemiş> γιμίσ΄, geriz> γκιρίζ’, evlât> ιβλιάτ’,
kıyamet> κιαμέτ΄, kehribar> κιχριμπάρ΄, leğen> λιέν΄, beğendi>
μπιιντίζου/μπιιντώ/μπιέν.τσα, pezevenk> πιζιβέγκς, peşkir> πισκίρ’, telâtin> τιλιατίν΄,
teskere> τισκιρές, çimenlik> τσιμιλίκ΄, çerçeve> τσιρτσιβές, çehre> τσιχρές, hergele>
χιργκιλές.
/ 119 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.
Γ:1.3.3. Όταν το τούρκικο /e/ προφέρεται σάν [æ], μπορεί να αποδοθεί και με το
ελληνικό /a/, καθως αρθρωτικά έχουν τον ίδιο περίπου βαθμό ανοίγματος, ενώ το
ελληνικό [ε] είναι σαφώς πιό κλειστό: ergen> αργκέν.τσα, ergavan> αργκαβανιά>
ραγκαβανιά, sergi> σαργκί, şerbet> σιαρμπέτ’.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να ερμηνευτούν και τα /a/ (α) του αλβανικού argavan
(<ergavan), που καταγράφεται δίπλα στα jargavan & ergavan, (β) των βουλγάρικων
argavan (<ergavan) & argovan (<erguvan), (γ) του σερβοκροάτικου Adžam (<Acem1), (δ)
του νοτιοσλαβικού zardelija (<zerdeli), (ε) του μοναστηριώτικου ζαρντέλ΄ (<zerdeli), (στ)
του ΚΝΕ δράμι (<dirhem: ΛΚΝ), (ζ) του ΝΑ σέρβ. dzanđija (<*zanđija <zengi: Γ:2.7.3.) και
(η) των σουλιμάς & σουλουμάς (<αιτ. *σουλιμάν & *σουλουμάν <sülümen: Δ:3.3.5.).
Βέβαια, άν είχαμε λόγους να συνδέσουμε άμεσα τα zardelija & ζαρντέλ΄ με το
αρχαιότερο zerdali, θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε σε αντιμετάθεση, ομως
αρχαϊσμοί που μπορούν με ασφάλεια να συνδεθούν με το zerdali είναι πολύ σπάνιοι στα
Βαλκάνια (π.χ. ζέρδαλου), ενώ, αντίθετα, παρατηρούμε οτι κυριαρχούν τύποι που
προέρχονται απο το zerdeli. Συνεπώς, πιθανότατα και το /a/ των zardelija & ζαρντέλ΄
αποδίδει το [æ] του zerdeli.
Γ:1.3.4. Το [æ] στις περιπτώσεις των senduk> σιαντούκ΄ & serpoş> σιαρπόζ΄
αποδίδεται με /ja/, με το μπροστινό ημίφωνο να αποδίδει τον μπροστινό χαρακτήρα του
[æ] και το [ɐ] τον βαθμό ανοίγματός-του, ενώ το ίδιο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι
συνέβη και στην περίπτωση του αλβανικού jargavan (<ergavan).
Γ:1.3.5. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες το /e/ προφερόμενο ώς [e]
αποδίδεται και με το ελληνικό /a/, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα για ιστορική ερμηνεία,
δηλαδή χωρίς να μπορούμε να επικαλεστούμε ένα παλιότερο */a/ που τράπηκε στην
τουρκική σε /e/ (δές π.χ. Γ:1.1.2.2.).
Π.χ. στη Δυτική Μακεδονία έχουμε müzevir> μουζαβίρς, müşevveş> μουσιαφέζ’κους,
pezevenk> μπιζαβέγκς, çerçeve> τσιαρτσιαβές, çeşit> τσιασίτ΄, çehre> τσιαχρές, ενώ και
στην ΚΝΕ έχουμε κάτι αντίστοιχο με τα tepsi> ταψί.
Ενδεχομένως η απόδοση του [e] με [ɐ] οφείλεται σε μια προσπάθεια απόδοσης του
βαθμού ανοίγματος του τούρκικου [e] στα πλαίσια του βόρειου φωνηεντισμού: η στένωση
1 Škaljić, Skok.
/ 120 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.
των άτονων μεσαίου ανοίγματος /o e/1 αφήνει σε άτονη θέση τρείς επιλογές [ɐ i u]· έτσι,
άν το [i] θεωρήθηκε πολύ κλειστό για να αποδώσει τον βαθμό ανοίγματος του [e], ώς
μόνη επιλογή έμεινε το [ɐ]2.
Βέβαια, κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να τις αποδώσουμε σε παρετυμολογική
επίδραση: π.χ. το μουζαβίρς θα μπορούσε να οφείλεται σε επίδραση του τούρκ(οθ).
musavvir, ενώ το καταφυγιώτικο τσιαρτσιαβές μπορεί να αποδοθεί σε επίδραση του
τσιαρτσιάφ’, όπως και το τσιαρτσιαφές, ένας τύπος που απαντά στην Ορεινή Πιερία
δίπλα στο τσιαρτσιαβές, άν και θα δούμε παρακάτω οτι μπορεί να δοθεί και άλλη
ερμηνεία για τους τύπους αυτούς (Γ:2.2.4.11.).
Τέλος, μπορούμε να προσθέσουμε οτι το τσιαχρές ενδεχομένως οφείλεται σε
παρετυμολογική επίδραση του çare, που διαθέτει ένα μακρό [a:]: είδαμε οτι το
ταυτοσυλλαβικό /eh/ πολύ συχνά πραγματώνεται [e:] (Β:1.11.1.) και, συνεπώς, είναι
πιθανό ένα *[čhe:rέ] <çehre> να έδωσε τσιαχρές λόγω επίδρασης του çare [čha:rέ].
Γ:1.3.6. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως τα [ǵ ć], το άτονο τούρκικο /e/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [u] (gerdan> γκιουρντάν΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, çerçeve> τσιουρτσιουβές), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως
θα δούμε παρακάτω (Γ:1.9.4.4.).
Γ:1.3.7.1. Στην περίπτωση του αργκιλές ενδέχεται να έχουμε απόδοση του [æ] του
hergele με /a/ (Γ:1.3.3.), αλλα δέν αποκλείεται το /a/ να οφείλεται σε δανεισμό του
παλιότερου hargele.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι μόνο ο τύπος hergele
μαρτυρείται στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, καθως, εκτός απο το χιργκιλές
(Γ:1.3.2.), έδωσε και τα hergjele, (x)ergele, ergela & herghelie.
/ 121 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.
1 δές Γ:1.4.6..
2 πρβλ. kırkayak> cârcăiac (Γ:2.2.4.6.).
3 Škaljić 37-8.
/ 122 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Γ:1.3.7.5. Στην περίπτωση των ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους, που αντιστοιχούν στο
σύγχρονο τούρκικο zebun, έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /e/ με /a/, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:2.2.4.4.).
Γ:1.3.7.6. Στην περίπτωση του σιατιστινού τσιουσ΄μές, που αντιστοιχεί στο κοινό
τούρκικο çeşme, έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /e/ με [(j)u], όπως θα δούμε
παρακάτω (Γ:2.6.9.2.).
Γ:1.3.7.7. Ενδεχομένως σε απόδοση του τούρκικου [æ] οφείλεται και το /a/ του τζιάμ΄
πλιάφ΄, αλλα μπορεί να δοθεί και διαφορετική ερμηνεία, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.2.4.10.).
Γ:1.4.2. Το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /u/, γιατι είναι καί τα δύο [+πισινά]: arpalık>
(αρπαλούκ΄>) τραπαλούκ΄, kırbaç> γκουρμπάτσ΄, bakır> μπακούρ’, baskın> μπασκούν΄,
bıçkı> μπουτσ΄κί, hadım> χαντούμς.
Γ:1.4.3. Το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /i/, γιατι είναι καί τα δύο [-στρογγυλά]:
arpalık> αρπαλίκ΄, kazık> καζίκ΄, kırmızı> καρμιζίτ΄κους, kıyamet> κιαμέτ΄, kıyma> κιιμάς,
barış> μπαρίσ΄, bıçkı> μπιτσ΄κί, nişadır> νισιαντίρ΄, satır> σατίρ’, çakıl> τσιακίλ’, çalıştı>
τσιαλιστιμένους, çıkrık> τσικρίκ΄, hatıl> χατίλ’, hatır> χατίρ΄.
Επίσης, το /w/ των ακολουθιών /ajw/ αποδίδεται πάντα με το /i/, όπως παρατηρεί ο
Γεωργιάδης (133-4): imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, bayır> μπαΐρ’, çayır> τσιαΐρ’, hayır>
χαΐρ΄.
Γ:1.4.4. Το τούρκικο /w/ αποδίδεται με το κοζανίτικο /w/ <ϊ> σε τονισμένη θέση, γιατι
είναι καί τα δύο [+πισινά] και [-στρογγυλά]: yangın> γιανγκΐν΄, yazık> γιαζΐκ,
imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kırmızı> Καρμαζΐς, kahvaltι> καφαλτΐ, kahır> καχΐρ΄, bakır>
μπακΐρ΄, baskın> μπασκΐν΄, paralı> παραλΐς, sakın> σακΐν, çakıl> τσιακΐλ΄, hazır>
χαζΐρκους, hayırsız> χαϊρσΐηζς.
/ 123 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Γ:1.4.5. Το /w/ είναι [-μπροστινό] και [-στρογγυλό], όπως και το ελληνικό /a/ και γι’
αυτό το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /a/ σε άτονη θέση: kırmızı> Καρμαζΐς &
καρμιζίτ΄κους, kıskandı> κασκαντώ, kışla> κασ΄λάς, kısmet> κασμέτ΄, bakırcı>
μπακαρτζής, bahçıvan> μπαχτσιαβάν.τς/μπαχτσιαβάνους, şadırvan> σιατραβάν΄, çıplak>
τσιαπλακιά, çırak> τσιαράκ΄.
Ο Κυρανούδης (1995:11) θεωρεί οτι η απόδοση με /a/ οφείλεται στον δανεισμό των
σουφλιώτικων τύπων απο αντίστοιχους βαλκανικούς τούρκικους οπου είχαμε αφομοίωση
του /w/ απο γειτονικά /a/.
Με αυτήν ομως την ερμηνεία το /a/ του μπαχτσιαβάν.τς είναι προβληματικό, καθως δέ
μπορεί να αποδοθεί ούτε στο /w/ του κοινού bahçıvan, ούτε στο /i/ του δυτικοθρακιώτικου
bahçivan, που κανονικά θα έδινε /i/ στα ελληνικά (Γ:1.5.2.), οπότε ο Κυρανούδης
προτείνει οτι το μπαχτσιαβάν.τς οφείλεται σε επίδραση του σουφλιώτικου μπαχτσιάς.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να είναι πειστική για το
νεοελληνικό μπαξεβάνης (κατα το μπαξές) και λογική για το σουφλιώτικο μπαχτσιαβάν.τς,
αλλα θα ήταν προβληματική για τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, οπου έχουμε
μπαχτσιαβάνους & μπαχτσιαβάν.τς δίπλα στο μπαχτσές.
Επίσης, η αφομοίωση που υποθέτει ο Κυρανούδης για τους περισσότερους τύπους δέ
μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις όπως των kısmet> κασμέτ΄, οπου δέν υπάρχει γειτονικό
/a/, ενώ δέ μπορεί να ερμηνεύσει και τα Καρμαζΐς & καρμιζίτ΄κους.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι ένα αντίστοιχο φαινόμενο έχουμε στις σλάβικες
ποικιλίες που δέ διαθέτουν μή ανοιχτό κεντρικό φωνηεντικό φώνημα, οπου το τούρκικο
/w/ αποδίδεται και με το ανοιχτό κεντρικό: π.χ. τα τούρκικα sıklet & kısmet δίνουν τα
σλαβομακεδόνικα saklet & kasmet1.
Στα κοζανίτικα το [ɐ] είναι η κανονική προφορά σε άτονη θέση του /w/2, ενώ αντίστοιχα
και στα μοναστηριώτικα3 και τα αλβανικά4 το μή ανοιχτό τρέπεται σε ανοιχτό κεντρικό,
κάτι που εξηγείται απο τον κοινό τόπο άρθρωσης.
Επίσης, στους δυτικομακεδόνικους σλαβισμούς το σλάβικο μή ανοιχτό κεντρικό
αποδίδεται σε άτονη θέση και με το ανοιχτό κεντρικό /a/, όπως και το αντίστοιχο αλβανικό
4 Οικονόμου 74.
/ 124 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Γ:1.4.6. Το τούρκικο /w/ αποδίδεται στα ελληνικά και με Ø: zıvana> ζβανάς, kına> κνά
(> ικνά> ίκνα: Δ:3.3.3.), kınnap> κνάπ’, santıraç> σαντράτσ΄.
Ο Dallı (61) θεωρεί οτι «σε αρκτική και εσωτερική θέση το φωνήεν /w/ απαντά και σε
βραχεία μορφή (ön ve içseste ı ünlüsünün kısa türüne de rastlanır)».
Βέβαια, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι απο τα παραδείγματα που δίνει ο ίδιος ο
Dallı (ĭrák, bĭrák, pĭrás, atĭyélā, yanaştĭríp & yanĭná) φαίνεται οτι μάλλον η διατύπωσή-του
είναι λάθος και δέν ευθύνεται η θέση του /w/ για τη βραχύτητά-του, αλλα η θέση του
τόνου, καθώς σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα μόνο το άτονο /w/ είναι βραχύ:
1 Tietze 1957:11.
2 Tietze 1957:20, BER «кърпа1».
3 BER «пръч».
4 Dallı 22.
5 Skok «krpuša1»: Prema tom refleksu hrv.-srp. r je nastao iz rumunjskog reduciranog glasa ă [...]. Takova zamjena
/ 125 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
/ 126 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Επίσης, όσον αφορά τους τουρκισμούς που βασίζονται στο kına, μπορούμε να
παρατηρήσουμε οτι πολλοί απο αυτούς εμφανίζουν σύμπλεγμα /kn/, δηλαδή απόδοση
/w/> Ø, χωρίς οι τύποι να ανήκουν στα ιδιώματα οπου έχουμε γενικευμένη σίγηση των
άτονων /u i/ και συνεπώς χωρίς να μας επιτρέπεται να θεωρήσουμε σίγουρη μια σίγηση
ενός υποθετικού */u/.
Έτσι, το σαμιώτικο κνάς μπορεί να αποδοθεί σε /w/> */u/> Ø, αλλα δέ μπορούμε να
πούμε το ίδιο για το κνάς που καταγράφει ο Σομαβέρα και ανήκει στους διαλεκτικούς
τύπους νότιου φωνηεντισμού.
Συνεπώς, για τις παραπάνω λέξεις δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί απόδοση /w/>
*/u/> Ø, ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το /w/> Ø.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σερβοκροάτικο kna (<kına), που είναι μονοσύλλαβο λόγω
ακριβώς της απόδοσης /w/> Ø.
Κατα την περιγραφή του W. Browne (SlavLang 311), ο σερβοκροάτικος τόνος
χαρακτηρίζεται απο τονικό ύψος (pitch) και μακρότητα (length) και όχι ένταση (intensity),
δηλαδή είναι μουσικός και όχι δυναμικός, κάτι που θα επέτρεπε τη σίγηση του άτονου
φωνήεντος του kına.
Επίσης, ο τόνος εντοπίζεται μόνο στις πρώτες συλλαβές μιας λέξης και στη μοναδική
συλλαβή των μονοσύλλαβων (όπως το kna)· έτσι, σε περίπτωση αρχικής απόδοσης του
/w/ με φωνήεν, θα είχαμε παροξύτονο τύπο, όπως στις περιπτώσεις των kŕna, kána ή
ακόμα και *kúna1 με απόδοση του /w/ με το σερβοκροάτικο /u/ (Γ:1.3.7.4.).
Εκτός απο το σερβοκροάτικο kna, βέβαιη περίπτωση απόδοσης του /w/ με Ø πρέπει
να θεωρηθεί το κυπριακό ζβανάς.
Επίσης, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι οτι και το κοζανίτικο ζβανάς δέν είχε αρχικά /u/ ή
/i/, καθως στα κοζανίτικα τα άτονα κλειστά κατα κανόνα δέ σιγούνται όταν βρίσκονται σε
απόσταση δύο συλλαβών απο τον τόνο, αλλα όχι και όταν βρίσκονται δίπλα του: π.χ.
τσØκάλ΄, αλλα τσουκαλάς (ΛΚΙ).
Επίσης, όσον αφορά την εξέλιξη του ικνά σε ίκνα αντί για *ικούνα ή *ικίνα, μπορούμε
να παρατηρήσουμε οτι επιβεβαιώνει την απόδοση του /w/ με Ø.
Τόσο στα ελληνικά, όσο και στα σερβοκροάτικα και τη βορειοσλαβομακεδονική κοινή
ώς καθαρά φωνηεντικά φωνήματα αναγνωρίζονται τα /a o u e i/ του φωνηεντικού
τριγώνου (ή καλύτερα: λάμδα [Λ] ή βέ [V]).
/ 127 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Το οτι το τούρκικο /w/ είναι ταυτόχρονα (α) μή ανοιχτό, (β) αστρόγγυλο και ταυτόχρονα
(γ) πισινό είναι ένα γεγονός που το θέτει εκτός των καθιερωμένων αντιστοιχιών σε σχέση
με τα υπόλοιπα μέλη του φωνηεντικού λάμδα, με αποτέλεσμα να μήν αναγνωρίζεται ώς
φωνηεντικό φώνημα και να αποδίδεται πολλές φορές με Ø.
Έτσι, μπορούμε να πούμε οτι τόσο το μή ανοιχτό κεντρικό στα σερβοκροάτικα και τη
βορειοσλαβομακεδονική κοινή, όσο και το /w/ στα κοζανίτικα αποτελούν περιθωριακούς
(marginal: SlavLang 252) φθόγγους σε σχέση με τα μέλη του φωνηεντικού λάμδα, καθως
το σλάβικο κεντρικό απαντά μόνο ώς «φωνηεντικό στήριγμα» του συλλαβικού r1 και γι’
αυτό οι Landau, Lončarić, Horga & Škarić το χαρακτηρίζουν «nonphonemic» (HIPA 67),
ενώ ο κοζανίτικος φθόγγος απαντά μόνο σε συγκεκριμένες (δάνειες) λέξεις και σε
συγκεκριμένη (τονισμένη) θέση (Γ:1.4.4.).2
Ενδεικτικό για την περιθωριακότητα του /w/ στα κοζανίτικα είναι οτι προφέρεται
ανοιχτότερο σε άτονη θέση (Γ:1.4.5.), κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το ένα απο τα δύο
βασικά χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού, που προβλέπει κλείσιμο ή απώλεια
για τα άτονα φωνηέντα (δές Γ:2.1.2.).
Η περιθωριακότητα του κοζανίτικου /w/ γίνεται σαφέστερη άν εξετάσουμε γλώσσες
όπως η κοινή βουλγαρική και η αρωμουνική, που διαθέτουν το αντίστοιχο του /w/,
δηλαδή ένα μή ανοιχτό κεντρικό φωνήεν.
Η κοινή βουλγαρική διαθέτει έξι φωνήεντα μπροστινού /e i/, κεντρικού /a ă/ και
πισινού/στρογγυλού χαρακτήρα /o u/, που απαρτίζουν ένα συμμετρικό φωνηεντικό
σύστημα, οπου παρατηρείται το αναμενόμενο κλείσιμο των άτονων φωνηέντων: έτσι, το
ανοιχτό /a/ και τα ημίκλειστα /e o/ προφέρονται προσεγγίζοντας τον βαθμό ανοίγματος
του αντίστοιχου ημίκλειστου /ă/ και των κλειστών /i u/ (SlavLang 190, HIPA 56).
Η αρωμουνική διαθέτει τα πέντε φωνήεντα του φωνηεντικού τριγώνου (a, o, u, e, i) και
επιπλέον άλλα δύο κεντρικά φωνήεντα, μεσαίου (ă) και μικρού βαθμού ανοίγματος (î)·
όπως στην κοινή βουλγαρική, έτσι και στην αρωμουνική τα άτονα ημίκλειστα o & e
κλείνουν σε u & i, ενώ το άτονο ανοιχτό a δίνει το ημίκλειστο ă.3
1 Κοντοσόπουλος 1998(β):461-2.
2 Επίσης, ο Αλμπανούδης θεωρεί περιφερειακό τον μή ανοιχτό κεντρικό φθόγγο του μοναστηριώτικου ιδιώματος που
αποδίδει το τούρκικο /w/: Γλ.Μοναστ. 96, 101-2.
3 Ν. Κατσάνης, Βλάχοι-κουτσοβλαχική γλώσσα: Ελληνική Διαλεκτολογία 5 (1996-1998): σελ. 50, 53-4.
/ 128 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Δηλαδή στα βουλγάρικα και τα βλάχικα έχουμε /a e o/> /ă i u/, ενώ στην Κοζάνη /e o/>
/i u/, αλλα /a/ </w/, κάτι που αποδεικνύει οτι ακόμα και στα κοζανίτικα το /w/ δέν είναι
ομαλά ενταγμένο.
Κρίσιμος παράγοντας για την απόδοση του τούρκικου /w/ με Ø είναι το κατα πόσο
προκύπτουν ανεκτά συμφωνικά συμπλέγματα: εφόσον το [kn] είναι ανεκτό στη νέα
ελληνική1, δέν είναι απολύτως απαραίτητη η παρουσία ενός φωνήεντος που θα διασπά
το σύμπλεγμα, με αποτέλεσμα το kına να δίνει χωρίς πρόβλημα το κνά.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το άτονο αλβανικό ë, που μπορεί να σιγείται ανάμεσα
σε δύο σύμφωνα που ακολουθούνται απο ένα φωνήεν, μόνο ομως όταν δέν προκύπτουν
δυσπρόφερτα συμπλέγματα 2 , π.χ. ağızotu> agëzot 3 > agzot & kaldırım> *kalldërëm>
kalldrëm.
Επίσης, οι δύο σλάβικοι φθόγγοι jer στα σερβοκροάτικα σιγούνται, μόνο όταν δέν
προκύπτουν συγκεκριμένα συμπλέγματα (SlavLang 309).
Τέλος, μπορούμε να προσθέσουμε οτι και στα βόρεια ιδιώματα η σίγηση του /i/
εξαρτάται απο το άν προκύπτουν δυσπρόφερτα συμπλέγματα, πρβλ. τα
δυτικομακεδόνικα μιντέρ΄ & μιντζέρ’ (Γ:2.4.5.2.).
4 δές Κυρανούδης 2009:209 (οπου και οι τύποι αγιζότι/αγ΄ζότ’, αγγιζότι, αβιζότι & αβιζότο του ΙΛΝΕ).
/ 129 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.
Έτσι, το αβØζάτ΄ μπορεί να αποδίδει (α) ένα *avızotu με /w/> Ø (Γ:1.4.6.) ή (β) να
προέρχεται απο ένα αρχικό *αβιζότ΄ 1 (<*avızotu) ή *αβουζότ΄ (<*avızotu/*avuzotu) με
σίγηση των άτονων /i/ ή /u/ (δές Γ:2.4.1. & Γ:2.6.1.).
Γ:1.4.7.2. Το κοζανίτικο βακΐτ΄ (του βακΐτ΄ μισ΄μέρ΄) αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο vakit
(του öğle vakti), ομως δέν πρόκειται για απόδοση του τούρκικου /i/ με το κοζανίτικο ΐ και
πρέπει να συνδέσουμε το βακΐτ΄ με το βαλκανικό τούρκικο vakıt, που προέρχεται απο το
vakit με προχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.) και καταγράφεται και στα οθωμανικά λεξικά
του Redhouse και του Χλωρού.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι το vakıt μαρτυρείται και απο
άλλες βαλκανικές γλώσσες, καθως, εκτός απο το κοζανίτικο βακΐτ΄, έδωσε και τα σλάβικα
vakăt & vakat.
Γ:1.4.7.3. Το κοζανίτικο ταχΐν΄ αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο tahin, ομως δέν υπάρχει
περίπτωση απόδοσης του τούρκικου /i/ με το κοζανίτικο ϊ.
Έτσι, πρέπει να συνδέσουμε το ταχΐν΄ με το tahın, που καταγράφεται στα οθωμανικά
λεξικά του Redhouse και του Χλωρού και προέρχεται απο το tahin με προχωρητική
αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι το tahın αντανακλάται και σε
άλλες βαλκανικές γλώσσες, καθως έδωσε και τα taxăn, tahân & tăhîne.
Γ:1.4.7.4. Ενδεχομένως σε απόδοση του τούρκικου /w/ οφείλεται και το /a/ του
κοζανίτικου καλαούης, αλλα μπορούν να δοθούν και διαφορετικές ερμηνείες, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:2.2.4.6.).
Γ:1.4.7.5. Ενδεχομένως σε απόδοση του /w/ οφείλεται και το [i] των πατλιτζιάν΄ &
τσινάρ’, αλλα μπορεί να δοθεί και διαφορετική ερμηνεία, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.4.4.).
Γ:1.4.7.6. Ενδεχομένως σε απόδοση του /w/ οφείλεται και το [u] των τσιουκρίκ΄,
τσιουπλάκ΄ & τσιουράκ΄, που προέρχονται απο τα çıkrık, çıplak & çırak (Γ:1.4.2.), αλλα
δέν αποκλείεται το τσιου- να αποτελεί εξέλιξη ενός αρχικού *τσι- (δές Γ:1.9.4.4.) με
απόδοση του /w/ με [i] (Γ:1.4.3.) και συνεπώς να είχαμε çıkrık> τσικρίκ΄> τσιουκρίκ΄,
çıplak> *τσιπλάκ΄> τσιουπλάκ΄ & çırak> *τσιράκ΄ (ΚΝΕ τσιράκι)> τσιουράκ΄.
/ 130 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.5.
Γ:1.5.2. Το τούρκικο /i/ είναι κλειστό, μπροστινό και αστρόγγυλο (Γ:1.5.1.), όπως και το
ελληνικό /i/ και γι’ αυτό το τούρκικο /i/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /i/, που
μπορεί να διατηρείται ή να σιγείται σε άτονη θέση (δές Γ:2.4.1.), με αποτέλεσμα να
έχουμε τις παρακάτω αντιστοιχίες:
(α) Σε τονισμένη θέση αποδίδεται κατα κανόνα με το ελληνικό /i/ ([í]): yemiş> γιμίσ΄,
ibrik> γιουμπρίκ΄, geriz> γκιρίζ’, kilim> κιλίμ΄, meşin> μισίν΄, müzevir> μουζαβίρς, beşik>
μπισίκ΄, tebeşir> ντιμπισίρ’, eksik olsun> ξίκλουσουν, peşkir> πισκίρ’, piç> πίτσ΄κου,
ped(i)rik> πιτρίκ΄, sicim> σιτζίμ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, telâtin> τιλιατίν΄, terlik>
τιρλίκ΄, çeşit> τσιασίτ΄.
(β) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται με το ελληνικό [i]: zahire> ζαχιρές, ilâç>
ιλιάτσ΄, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, ihram> ιχράμ΄, kira> κιράς, kiracı> κιρατζής, kilim>
κιλίμ΄, kehribar> κιχριμπάρ΄, libade> λιμπαντές, millet> μιλέτ΄, binek> μπινέκ΄, binlik>
μπινλίκ΄, nişan> νισιάν΄, nişadır> νισιαντίρ΄, *pineğet> πινέτα, peynirli> πινιρλί, silâh>
σιλιάχ΄, simitçi> σιμτσής, sicim> σιτζίμ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, taksirat>
ταξιράτ’, çile> τζιλές, cilâ> τζιλιάς, çivi> τσιβί, çimenlik> τσιμιλίκ΄, çini> τσινί, çifte>
τσιφτές, çif(t)çi> τσιφτσής.
(γ) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται στα ελληνικά και με Ø: katife> κατ΄φές, divar>
ντ΄βάρ΄, pilâv> πλιάφ΄, simitçi> σιμτσής, simit> σ΄μίτ΄, sini> σ΄νί, çini> τσ΄νί.
Γ:1.5.3. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /i/ μπορεί
να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [u] (çivi> τσιουβί, çiflik> τσιουφλίκ΄, çifte>
τσιουφτές), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).
/ 131 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.6.
Γ:1.6.2. Το κοζανίτικο /o/ είναι ένα μή κλειστό πισινό στρογγυλό φωνήεν, όπως και το
τούρκικο /o/ και γι’ αυτό το τούρκικο /o/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /o/,
που προφέρεται [ó] ή [u] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (δές Γ:2.5.1.):
poyras/poyraz> απόιρας, yonca> γιόντζια, yorgan> γιουργάν΄, ağızotu> γκζότ΄, koş>
κόσια, koşmak> κουσεύου/κόσιψα, limontozu> λιμόν΄-τουζού, mayhoş> μουχόζ΄κους,
borç> μπόρτζ΄, boya> μπουιά, bohça> μπουχτσιάς, oda> νουντάς, doğramacı>
ντουγραματζής, eksik olsun> ξίκλουσουν, orman> ουρμάν΄, ocak> ουτζιάκ΄, potur>
πουτούρ’, serpoş> σιαρπόζ΄, soy> σόι, sokak> σουκάκ΄, tarator> ταρατόρ΄, toz> τόζ’,
top> τόπ’ & τόπα, çoban> τσιουμπάνους, çocuklar> τσιουτζιουκλάργια.
4 δές π.χ. Eckmann 1950:6, 1960:191, 1962α:47, 1962β:113, Hazai 1959:209, Συμεωνίδης 1971-72:102, Olcay 14,
6 Elçin 246.
/ 132 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.7.
Γ:1.6.3. Περιπτώσεις απουσίας του αναμενόμενου άτονου αρκτικού ου- απο ουδέτερα,
όπως των orman> ρμάν΄ (πρβλ. ουρμάν΄) & ocak> τζιάκ΄ (πρβλ. ουτζιάκ΄) μπορούμε να
τις αποδώσουμε σε επανανάλυση των έναρθρων τύπων του ενικού, οπου το αρκτικό ου-
αναλύεται ώς μέρος του, επίσης άτονου, άρθρου, όπως συνέβη και με το ΚΝΕ τζάκι
(Γ:2.7.2.): τ’ ουρμάν΄> του ρμάν΄, τ’ ουτζιάκ΄> του τζιάκ΄, *τ’ οτζάκι> το τζάκι.
Γ:1.6.4. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /o/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (çoban ~ τζιμπάνους, çocuklar ~
τζιτζικλάργια, çorap ~ τσιράπ’), κάτι που θα δούμε παρακάτω οτι οφείλεται σε ελληνικό
φαινόμενο (Γ:1.9.4.4.).
Γ:1.7.2. Το κοζανίτικο /o/ είναι ένα μή κλειστό στρογγυλό φωνήεν, όπως και το
τούρκικο /ö/ και γι’ αυτό το τούρκικο /ö/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /o/,
που προφέρεται [ó] ή [u] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (πρβλ. Γ:1.6.2.): gök
at> Γκιόκας, göl> γκιόλ΄, gölcük> γκιουλτζίκ΄, *gösem> γκιουσέμ΄, köşe> κιουσές,
döşek> ντουσέκ΄, örnek> ουρνέκ΄, çöz> τσιόζια, cöp> τζιόπς, çöktü>
τσιουκτίζου/τσιόκ.τσα.
/ 133 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.8.
Γ:1.7.3.1. Η απουσία του αναμενόμενου άτονου αρκτικού ου- απο το σιατιστινό ρνέκ΄
(<ουρνέκ΄ <örnek: Γ:1.7.2.) οφείλεται σε επανανάλυση του έναρθρου μονοπτωτικού
ενικού, οπου το αρκτικό ου- θεωρήθηκε μέρος του άρθρου (Γ:2.7.2.): τ’ ουρνέκ΄> του
ρνέκ΄.
Γ:1.7.3.2. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως τα [ǵ ḱ], το άτονο τούρκικο /ö/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (gözleme> γκιζλιμές, *gösem> γκισέμ΄,
köfte> κιφτέδα), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).
Γ:1.8.2. Το τούρκικο /u/ είναι κλειστό, πισινό και στρογγυλό (Γ:1.8.1.), όπως και το
ελληνικό /u/ και γι’ αυτό το τούρκικο /u/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /u/,
που μπορεί να διατηρείται ή να σιγείται σε άτονη θέση (δές Γ:2.6.1.), με αποτέλεσμα να
έχουμε τις παρακάτω αντιστοιχίες:
(α) Σε τονισμένη θέση αποδίδεται κατα κανόνα με το ελληνικό /u/ ([ú]): zabun>
ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους, zakkum> ζουκούμ΄, kulağuz> καλαούης, karpuz>
καρπούζ΄, konuştu> κουνούσ.τσα, kopuk> κουπούκ΄, koşu> τα κουσιού, kuskun>
κουσκούν΄, Lâhur> λαχούρ΄, limontozu> λιμόν΄-τουζού, mahmuz> μαχμούζ΄, musluk>
μουσλούκ΄, baykuş> μπαϊκούης, bodrum> μπουντρούμ΄, doğru/dōru> (dūru>)
ντου(γ)ρού, uğursuz> ουρσούηζ(ς), uğursuzluk> ουρσουζλούκ΄, papuç> παπούτσ’, pul>
πούλ΄, potur> πουτούρ’, senduk> σιντούκ΄, sucuk> σιουτζιούκ΄, tuzla> τούζλα, tulum>
τουλούμ΄, çul> τσιούλ΄, havuz> χαβούζ΄, huy> χούι, huylu> χουιλού(ς).
(β) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται με το ελληνικό [u]: gülsuyu>
γκιούλτσουι/γκιλτσουί, zabunluk> ζαμπουνλίκ΄, kavurma> καβουρμάς, *kalpuzan>
καλπουζάν.τς & καλπουζάνους, kuv(v)et> κουβέτ’, konuştu> κουνουστώ, kurban>
(gurban>) κουρμπάν΄ & γκουρμπάν΄, kuskun> κουσκούν΄, mahmur> μαχμουρλούς,
musluk> μουσλούκ΄, mutafçı> μουταφτσής, muhabbet> μου(χ)αμπέτ’, bunar> μπουνάρ΄,
/ 134 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
Γ:1.8.3.1. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /u/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (çocuklar> τζιτζικλάργια, sucuk>
σιτζιούκ΄), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).
Γ:1.8.3.2. Το uğursuzluk είδαμε οτι δίνει κανονικά τον τύπο ουρσουζλούκ΄ σε κάποια
δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, ομως σε άλλα δίνει τον τύπο ουρσουζλίκ΄, ενώ αντίστοιχα το
zabunluk δίνει το ζαμπουνλίκ΄ στο Βελβεντό.
Εδώ δέν έχουμε να κάνουμε με φωνητική, αλλα με μορφολογική προσαρμογή, δηλαδή
δέν έχουμε απόδοση του τούρκικου /u/ με το ελληνικό /i/, αλλα προσαρμογή του
επιθήματος -lºk (ή <-lIk>) με τη μορφή -λίκ΄, όπως θα δούμε παρακάτω (Γ:1.9.4.5.).
Γ:1.8.3.3. Την απουσία του αναμενόμενου άτονου αρκτικού *ου- απο το τσιουρμάς
(<*ουτσιουρμάς <uçur(t)ma) μπορούμε να την αποδώσουμε σε ανάλυσή-του ώς άρθρου
ονομαστικής ενικού (Γ:2.7.4.).
Γ:1.9.2. Το τούρκικο /ü/ είναι κλειστό και στρογγυλό (Γ:1.8.1.), όπως και το ελληνικό /u/
και γι’ αυτό το τούρκικο /ü/ αποδίδεται με το ελληνικό /u/, που μπορεί στα
/ 135 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
Γ:1.9.4.1. Ο Κυρανούδης (1995:7, 19) παρατηρεί για το Σουφλί απόδοση του /ü/ με /ju/
ή /i/: müdür> Μιντιούρς, mühür> μιχιούρ΄ & zümbül1> ζιουμπίλ΄.
Άν θεωρήσουμε οτι ένα ουρανικό σύμφωνο πρίν απο [u] οφείλει την ουράνωσή-του σε
ένα μπροστινό ημίφωνο, οι περιπτώσεις οπου θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι
έχουμε απόδοση του /ü/ με /ju/ ή [i] είναι (α) όταν έχουμε τα ουρανικά σύμφωνα [dź ć ś ǵ
ḱ l΄] που ακολουθούνται απο [u] ή [i], (β) τα γκιουλτζίκ΄, μπρουντζίκ΄ & μπλίκ΄ και (γ) το
κοζανίτικο τιτιούν΄.
Γ:1.9.4.2. Απο περιπτώσεις όπως των bütün> μπιτούνκου στην περιοχή των
Γρεβενών2 τεκμηριώνεται η απόδοση /ü/ > [i], ομως στα κοζανίτικα φαίνεται οτι έχουμε
1 Πρέπει να αποδώσουμε σε δακτυλογραφική αβλεψία την αναφορά του κοινού sümbül, αντί του διαλεκτικού zümbül,
που ομως δέν παραλείπει να δώσει στη σελ. 49.
2 Γλ.Βιβ., ΓρεβΤουρκ 193.
/ 136 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
μόνο φαινομενικές αποδόσεις του /ü/ με /ju/ & [i], καθως όλες οι παραπάνω περιπτώσεις
επιδέχονται διαφορετικών ερμηνειών, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Ακόμα και η απόδοση /ü/ > /ju/ στην περίπτωση των tütün ~ τιτιούν΄ είναι αμφίβολη,
παρότι υπάρχουν διαθέσιμες ουρανικές πραγματώσεις για όλα τα σύμφωνα στα
κοζανίτικα1.
Χαρακτηριστικό είναι οτι η δύναμη της συνήθειας να αποδίδεται το /ü/ με το ελληνικό
/u/ οδήγησε περιστασιακά ακόμα και σε απώλεια της τούρκικης ουρανικότητας: έτσι, σε
περιπτώσεις όπως των sürgün> σουργκούν’ (Β:1.9.2.) & küspe> κούσπα (Β:1.13.2.) το
/ü/ αποδόθηκε με το /u/, ενώ στα τούρκικα [ǵ] & [ḱh] αναγνωρίστηκαν τα φωνήματα /g/ &
/k/, που αποδόθηκαν με τα υπερωικά [g] & [k].
Γ:1.9.4.3. Όσον αφορά τα ουρανικά [dź ć ś ǵ ḱ l΄] που ακολουθούνται απο [u]
(Γ:1.9.4.1.), πρέπει να σημειώσουμε οτι τα δυτικομακεδόνικα σύμφωνα δέν είναι
απαραίτητο να συνδεθούν με απόδοση του /ü/, ενώ είναι βέβαιο οτι αποδίδουν τα
αντίστοιχα τούρκικα, π.χ. σε περιπτώσεις όπως των cübbe> τζιουμπές, çürük>
τσιουρούκ΄, şübhe> σιουμπιές, güveç> γκιουβέτσ΄, küp> κιούπ΄, bölük> μπλιούκ΄.
Αυτό σημαίνει οτι τα /dž č š/ αποδίδονται με τα [dź ć ś], ακόμα και πρίν απο τα πισινά
/a o u/ (Β:1.4.2., Β:1.5.2., Β:1.19.2.)· επίσης, τα τούρκικα /g k l/ έχουν ουρανικές
πραγματώσεις πρίν απο μπροστινά φωνήεντα (όπως το /ü/), ενώ τα δυτικομακεδόνικα
ουρανικά [ǵ ḱ l΄] αποδίδουν σχεδόν πάντα τα τούρκικα [ǵ ḱh l΄], ανεξάρτητα απο το άν
ακολουθεί ü, û ή â (Β:1.9.2., Β:1.13.2., Β:1.14.3.).
Τέλος, απο περιπτώσεις όπως των sürgün> σουργκούν’ γίνεται ξεκάθαρο οτι το /ü/ δέ
μπορεί να δώσει /ju/, του οποίου το ημίφωνο θα ουρανικοποιούσε το συριστικό /s/.
/ 137 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
1 Χαρακτηριστικά μπορούμε να σημειώσουμε οτι ακόμα και ο ίδιος ο Κυρανούδης (1995:17) υποστηρίζει διστακτικά την
ερμηνεία-του: πρβλ. «είναι πιθανό οτι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε αναλογία» & «...ίσως χρησίμευσαν ώς
πρότυπα...».
/ 138 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι το φαινόμενο είναι ακόμα πιό γενικευμένο, καθως
δέν αφορά μόνο τα άτονα /e o/, αλλα και τα τονισμένα /é ó/ & /í ú/: π.χ. (α) το Γιώργος
εξελίχτηκε σε Γέργους στον Πολύγυρο1, (β) το γκιούμ΄ σε γκίμ΄ στο Βελβεντό, (γ) το
γκιούμα σε γκίμα σε κάποια απο τα ιδιώματα της Ορεινής Πιερίας και (δ) το τσίμπλα σε
τσιούμπλα στο Σουφλί και την Κοζάνη2.
Συνεπώς, -τουλάχιστον για τη Δυτική Μακεδονία- δέ μπορούμε να μιλάμε με
βεβαιότητα για απόδοση του /ü/ με [i], ενώ μπορούμε να θεωρήσουμε οτι τα γκιουβέτσ΄,
ιουρντώ3 & σιουμπιές εξελίχτηκαν σε γκιβέτσ΄, ιρουντώ4 & σιμπιές.
Επίσης, μπορούμε να συνδέσουμε τα τούρκικα güvezi, güvendi, gürültü & gülsuyu με
τα γκιβιζί, γκιβιντίζουμι, γκιλουρντί & γκιλτσουί μέσω μεταβατικών τύπων *γκιουβιζί,
*γκιουβιντίζουμι, *γκιουρουλντί (στη Σέλτσα γκιουρλουτί) & *γκιουλτσουί (στη Σιάτιστα
γκιούλτσουι).
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί και το γκιζλιμές, δηλαδή σάν εξέλιξη ενός
τύπου όπως το μελενικιώτικο γκιουζλιμές (<gözleme) και το γκισέμ΄ μέσω του γκιουσέμ΄
(<*gösem).
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι το δυτικομακεδόνικο γκισέμ΄ αντιστοιχεί στο ΚΝΕ
γκεσέμι (ΛΚΝ, ΛΝΕ), ενώ και απο την περίπτωση του κεφτές 5 (<κιοφτές <köfte)
ενισχύεται η αντιστοιχία με ζεύγη όπως γιοφύρι/γεφύρι & γιομάτος/γεμάτος.
Το οτι δέν έχουμε απόδοση του /ü/ με /ju/ ή /i/, αλλα ουρανικό [ḱ ǵ γ΄ ś ć], που
ακολουθείται απο [u] (ΚΝΕ /o/) και μπορεί να τραπεί σε [i] (ΚΝΕ /e/), επιβεβαιώνεται απο
την τύχη του /ö/, αλλα κυρίως απο τις περιπτώσεις sucuk> σιουτζιούκ΄> σιτζιούκ΄,
çoban> τζιουμπάνους> τζιμπάνους & τζιμπανάκ΄, çocuklar> τζιουτζιουκλάργια>
τζιτζικλάργια, çorap> τσιουράπ’> τσιράπ’ & yonce> γιουντζές> γιντζές, οπου
παρατηρούμε οτι και τα πισινά τούρκικα /o/ & /u/ μπορούν τελικά να δώσουν [i] στα
ελληνικά ιδιώματα, οπότε δέν είμαστε υποχρεωμένοι να συνδέσουμε τον μπροστινό
χαρακτήρα του ελληνικού [i] με τον μπροστινό χαρακτήρα του τούρκικου /ü/.
1 Γλ.Πολύγ. «Γιώρς».
2 Κυρανούδης 1995:17, ΛΚΙ.
3 στο Πήλιο γιουρντάου.
/ 139 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
/ 140 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
Στο σουφλιώτικο υλικό το επίθημα -lºk εμφανίζεται με τις μορφές -λΐκ΄, -λίκ΄ & -λούκ΄,
που αποδίδουν τα αλλόμορφα -lık, -lik & -luk/-lük αντίστοιχα2, ομως στην περίπτωση των
böceklik> μπιτζικλΐκια, έχουμε τη μορφή -λΐκ΄ αντί για την αναμενόμενη -λίκ΄·
δικαιολογημένα ο Κυρανούδης (2009:412) αποδίδει το μπιτζικλΐκια σε μορφολογική
γενίκευση, που οφείλεται στη μεγαλύτερη συχνότητα της μορφής -λΐκ΄ έναντι όλων των
άλλων 3 , κάτι που αντανακλά τη συχνότητα του αλλόμορφου -lık στα τούρκικα των
Βαλκανίων (Κυρανούδης 2009:382).
Φαίνεται λοιπόν οτι τόσο για το δυτικομακεδόνικο μπλίκ΄, όσο και για το σουφλιώτικο
μπιλΐκ΄ είναι καταλληλότερη μια μορφολογική ερμηνεία, καθως το τέρμα του bölük
θεωρήθηκε αλλόμορφο του επιθήματος -lºk, που αποδόθηκε με τη ντόπια γενικευμένη
μορφή.
Το υποκοριστικό επίθημα -Cºk (γράφεται και <-CIk>) έχει οχτώ αλλόμορφα (-cık -cik -
cuk -cük -çık -çik -çuk -çük), η μορφή των οποίων εξαρτάται (α) απο το τελευταίο
φωνήεν της βάσης (Γ:1.1.2.3.) και (β) απο το τελικό σύμφωνο της βάσης (Β:1.1.3.2.).4
Ο Κυρανούδης (2009:481-3) εξετάζει λέξεις με τέρματα οπου, όπως και στην
περίπτωση του -(ι)λίκι, βλέπουμε οτι εμφανίζεται μόνο το ελληνικό /i/, παρότι όλα τα
τούρκικα πρότυπα έχουν το αλλόμορφο -cık: maskaracık> μασκαρατζίκος, fukaracık>
φουκαρατζίκος, babacık> μπαμπατζίκους, dağarcık> ντραγατζίκια· κατα τον ίδιο τρόπο,
με το /i/ αποδόθηκε και το φωνήεν του -Cºk στην περίπτωση του gölcük, που στην
Κοζάνη κατέληξε γκιουλτζίκ΄.
Απο τις παραπάνω περιπτώσεις, μόνο στα gölcük, uğursuzluk & zabunluk μπορούμε
να μιλάμε πραγματικά για επιθήματα, καθως ούτε συγχρονικά, ούτε ιστορικά μπορούμε
να αναγνωρίσουμε στα τέρματα των bürüncük5 & bölük6 τα επιθήματα -Cºk & -lºk.
Φαίνεται λοιπόν οτι λόγω της φωνητικής ταύτισης των τερμάτων των bürüncük &
bölük με τα ομόηχα αλλόμορφα των -Cºk & -lºk, οι Δυτικομακεδόνες οδηγήθηκαν σε μια
1 Κυρανούδης 1995:6, 7.
2 Κυρανούδης 2009:408.
3 Άν ενδεικτικά συγκεντρώσουμε το υλικό που ο Κυρανούδης (2009) δίνει στη διατριβή-του, διαπιστώνουμε οτι οι αριθμοί
είναι συντριπτικά υπέρ του -lık, καθως έχουμε (α) για το -lik το μουζαβιρλίκ΄ (σελ. 415), (β) για το -luk το
μαϊμουντζουλούκ΄ και το γιαμουρλούκα (σελ. 414 & 412), (γ) για το -lük το ντουζλούκ΄ (σελ. 413), ενώ (δ) για το -lık τα
αραλΐκ΄, χαρτσ΄λΐκ΄, καλαμπαλΐκ΄, ουλταλΐκ΄, πισ΄μανλΐκ΄, αραμπαλΐκ΄, κατσιακλΐκ΄, κϊτλΐκ΄, κουρναζλΐκια &
παρμακλΐκ΄ (σελ. 410-5).
4 δές π.χ. Κυρανούδης 2009:480.
/ 141 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.
Γ:1.9.5. Απο όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές οτι όσον αφορά τουλάχιστον τα
κοζανίτικα μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα μόνο για απόδοση του /ü/ με το /u/.
1 π.χ. kütük> κτούκ΄, tüfek> παλιουντούφικου, düzdü> ντουζτζίζου, dübek> ντουμπέκ΄ & üstübeç> στουμπέτσ΄.
2 Κοντοσόπουλος 1998(β):495.
3 BER «кикюн».
4 Πρβλ. επίσης (α) bölük> bjuljuk> biljuk, (β) kütük> βουλγ(ετ). кютюк ''пън, дънер''> βουλγ(ετ). китюк ''κούτσουρο
[пън, дънер]'', (γ) *müflüz> mühlüz> βουλγκ. мюхлюз & михлюз ''ξεπεσμένος, κατεστραμμένος έμπορος που δέν
πληρώνει τα χρέη του [изпаднал, разорил се търговец, който не си плаща дълговете]'', (δ) üstübeç> βουλγ(τρ).
юстюбеч & истюбеч ''zinc or lead oxide, white lead, used for pigment, glue, etc./цинков или оловен окис,
употребяван за белило, лепило и други'', (ε) τούρκ(κν). bülbül ''αηδόνι [nightingale]''> βουλγκ. бюлбюл & билбюл
''αηδόνι [славей]'', (στ) τούρκ(κν). kükürt ''θειάφι [sulfur, sulphur]''> βουλγ(ετ). кюкюрт ''сяра''> βουλγ(ετ). кикюрт
''θειάφι [сяра]'', (ζ) τούρκ(κν). mühür ''σφραγίδα [seal, signet]''> βουλγ(ετ). мюхюр ''печат''> βουλγ(ετ). михюр
''σφραγίδα [печат]'', (η) τούρκ(κν). sülük ''βδέλλα [leech]''> βουλγ(ετ). сюлюк ''пиявица''> βουλγ(ετ). силюк ''βδέλλα
[пиявица]'', (θ) τούρκ(οθ). sürtük ''always walking the streets (woman)''> βουλγ(ετ). сюртюк> βουλγ(ετ). сиртюк
''πρόβατο, που συνέχεια ξεκόβει απ’ το κοπάδι [овца, която непрекъснато се дели от стадото]''.
/ 142 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
4 «‘a+ğ+ı’ sequences may either sound like a sequence of /a/ followed by /ı/ or like a sequence of two /a/ vowels (ağır
[aıɾ] or [a:ɾ] ‘heavy’)» (TurkGram 7). Πρβλ. τούρκδ. ağar ''ağır, yavaş''.
5 «‘e+ğ+i’ sequences may also sound like a sequence of two /i/ vowels, hence değil is often pronounced [di:l] in
/ 143 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
εννοείται ένα /γ/: Note that vowel sequences formed as a result of an intervening ‘ğ’ are
made up of two distinct syllables and are not diphthongs or long vowels. In these vowel
sequences stress falls on the second syllable, provided that other conditions on word
stress are met (TurkGram 8).
4 Eckmann 1962α:48.
5 Κυρανούδης 1998:131.
6 Olcay 74.
7 Κυρανούδης 1998:131.
11 Eckmann 1962α:65.
14 Dallı 83.
17 Dallı 93.
18 Dallı 98.
19 Dallı 98.
21 Olcay 59.
22 Κυρανούδης 1998:125.
/ 144 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
τούρκδ. lēn, ağız> aaz1> ās2, sağır> τούρκδ. sār 3, değil> di:l4, göğüs> göüs5> gǖs6,
tohum> *toum> tūm7, yoğurt> yourt> yūrt8, poğaça> *poaça9> pōça10, uğursuz> ūrsuz.
Επίσης, ένα μακρό φωνήεν μπορεί να οφείλεται σε ένα φαινόμενο που μπορούμε να
ονομάσουμε «αντέκταση» (ή «αναπληρωματική έκταση»), καθως θυμίζει το ομώνυμο
φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής: ένα βραχύ φωνήεν εκτείνεται υπο την επίδραση του
αμέσως επόμενου ταυτοσυλλαβικού συμφώνου, που εξασθένησε και σιγήθηκε.
Όπως είδαμε, στη ΣΚΤ ένα βραχύ φωνήεν εκτείνεται υπο την επίδραση του /γ/
(Β:1.10.1.), ενός /h/ (Β:1.11.1.) ή του [ʔ] (Β:2.4.4.), ενώ το ίδιο συμβαίνει σε διαλέκτους
και με άλλα σύμφωνα όπως το /j/ (Β:1.21.1.), το /r/ (Β:1.17.1.), το /n/ (Β:1.16.1.), το /v/
(Β:1.20.1.) και το /f/ (Β:1.8.1.).
Έτσι, το βαλκανικό τούρκικο çi: αντιστοιχεί τόσο στο κοινό çiy, όσο και στο κοινό çiğ
(Dallı 180), ενώ για τον ίδιο λόγο δέ μπορούμε να είμαστε σίγουροι άν τα μακρά
φωνήεντα των bāçe11 & bōça12 οφείλουν τη διάρκειά-τους στο /γ/ των παλιότερων bağçe
& boğça13 ή στο /h/ των κοινών bahçe & bohça.
Εξετάζοντας τα μακρά σύμφωνα ο Eckmann (1962α:53) και ο Dallı (60, 71)
συγκαταλέγουν και το /k/ στα σύμφωνα που προκαλούν έκταση, ομως το πρόβλημα με
αυτή την άποψη είναι οτι το /k/ ανήκει στα κλειστά σύμφωνα, σε αντίθεση με τα όλα τα
υπόλοιπα (/γ h j r n v f/), που είναι τριβόμενα (Β:1.1.1.).
Ο Olcay (17) επισημαίνει οτι διαφωνεί με την παραπάνω άποψη (ή καλύτερα:
διατύπωση) και τη διορθώνει αντιπροτείνοντας οτι αρχικά είχαμε τροπή του /k/ σε /γ/14,
που σε δεύτερο χρόνο προκάλεσε την έκταση: π.χ. akşam> ağşam> āşam.
1 Kakuk 1961:374.
2 Dallı 88, Κυρανούδης 1998:125.
3 Dallı 189 & Nişanyan 2009 «sağır».
7 Dallı 83.
9 πρβλ. τούρκδ. buaça ''ekmek'' & τούρκδ. boaçça ''poğaça'' (<τούρκ(οθ). boğaça <poğaça).
10 Eckmann 1962α:65.
14 Αξίζει ίσως να παρατηρήσουμε οτι η αντιστοιχία /k/ ~ /γ/ αποτελεί κανόνα στα πλαίσια των συμφωνικών εναλλαγών
στα όρια των λέξεων (TurkGram 14-6), ενώ το /k/ αποτελεί το μόνο κλειστό που εναλλάσσεται με ένα τριβόμενο στα
πλαίσια των εναλλαγών αυτών.
/ 145 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
Γ:1.10.3. Πρίν η Τσολάκη (66-7) αποδείξει οτι στο ιδίωμα της Σαμοθράκης πρέπει να
μιλάμε για μακρά φωνήεντα, δέν υπήρχε συμφωνία για το άν τα μή βραχέα/μή απλά
φωνήεντα έπρεπε να θεωρηθούν «μακρά» ή «διπλά» και ο βασικός λόγος ήταν το
γεγονός οτι τα μακρά και τα διπλά φωνήεντα βρίσκονται φωνητικά κοντά.
Συνεπώς, το οτι στην πλειοψηφία των ελληνικών διαλέκτων δέν υπάρχουν μακρά
φωνήεντα, σημαίνει οτι τα τούρκικα μακρά θα μπορούσαν να αποδοθούν για μεγαλύτερη
ακρίβεια ώς διπλά, δηλαδή με ακολουθίες δύο όμοιων ελληνικών φωνηέντων, ενώ κάτι
αντίστοιχο μπορεί να συμβαίνει και στα βουλγάρικα: π.χ. kahve/kāve> κααβές 3 &
sağlam/sālam> βουλγ. saalam (Β:1.10.8.).
Ομως περιπτώσεις όπως του κααβές δέν είναι συνηθισμένες, καθως οι ακολουθίες
όμοιων συλλαβών, όμοιων φωνηέντων και άλλων όμοιων φθόγγων τείνουν να
απλοποιούνται στη μεσαιωνική και νεότερη ελληνική: (α) τα ζώο, ποίημα(ν) & ποίηση
εξελίχτηκαν στα υστβυζ. ζό, ποίμα(ν) & ποίση, (β) τα λόγια ΚΝΕ ποίημα & αλκοόλ
μπορούν να ακουστούν σε λαϊκό λόγο και σάν ποίμα & αλκόλ, (γ) το αμυγνταλέα στην
Έλυμπο Καρπάθου σχηματίζει πληθυντικό αμυγνταλέες κι συχνότερα αμυγνταλές4.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των νοτιοανατολικών ιδιωμάτων, οπου σιγούνται τα
τριβόμενα ηχηρά /δ γ v/, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ακολουθίες όμοιων
φωνηέντων, που απλοποιούνται.
Π.χ. όπως περιγράφει ο Χριστοδούλου Χαρ. (2015), στην Κύπρο τα αρσενικά σε -ές
σχηματίζουν πληθυντικό σε -έες [ées] (ΚΝΕ -έδες), που απλοποιούνται σε [és], π.χ.
καβές ''καφές'', με πληθ. [kavées] και [kavés] (σελ. 55), ενώ «[ο]ρισμένα θηλυκά σε -α
μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ανισοσύλλαβα, π.χ. η καπονά ‘ορνιθώνας’ - οι καπονάες, η
φορά ‘φοράδα’ - οι φοράες. Στην πραγματικότητα ομως πρόκειται για τύπους /kaponáδa/,
/foráδa/, οπου το μεσοφωνηεντικό /δ/ αποβλήθηκε και κατόπιν επήλθε απλοποίηση των
δύο /a/», δηλαδή έχουμε foráδa→ foráa→ [forá] (σελ. 56).
/ 146 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
με την ανάλυσή-του λίγες σελίδες παρακάτω, οπου θεωρεί δεδομένο οτι το δασκαλίκι είναι η απλοποιημένη μορφή του
-μαρτυρημένου- δασκαλιλίκι (σελ. 390). Η αντίφαση του Κυρανούδη οφείλεται στο οτι καί τα δύο μπορούν να ισχύουν
με το δασκαλίκι να μπορεί να θεωρηθεί απλοποιημένη μορφή είτε του δασκαλ-ιλίκι, είτε ενός *δασκαλ-λίκι (δές Ντάγκας
2012:1023). Τελικά φαίνεται οτι, τουλάχιστον για τα νεότερα αλκο(ο)λίκι & (δημοσιο)υπαλληλίκι, είναι πιό ασφαλές να
θεωρήσουμε δεδομένη τη μορφή -ιλίκι, καθως «στην παρούσα φάση της ΚΝΕ η μορφή -ιλίκι είναι η πλέον διαθέσιμη,
ενώ αντίθετα η μορφή -λίκι έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την διαθεσιμότητά-της», όπως παρατηρεί ο Ντάγκας
(2012:1023).
/ 147 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.
ντουρού (δές και Γ:2.6.7.), âdet> αντέτ΄, sade1> σαντέθκους, çare2> τσιαρές, karaağaç>
καραγάτσ΄, Karadağlι> Καρανταλΐς, sağlam> σαλάμκους.
Γ:1.10.4. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε οτι τα μακρά φωνήεντα που οφείλονται στις
παραπάνω φωνολογικές διαδικασίες μπορούν να βραχύνονται 3 : çırağ> çıra, yağma>
yama, Ahmet> Āmet> Amet4, padişah> padişā> padişa5, ihtiyār> i:tiyar> itiyār6, zanaat>
zanāt> zanat, Karaağaç> *Karāç> Karaç7, uğursuz> ūrsuz> ursuz, muhacir> muacir>
8
mācir> macir , bedihava> *bediava> *bedāva> bedava, muhabbet> *muabbet>
*mābbet> mabbet, sora <sōra <sonra> sorna> *sōna> sona9.
Έτσι, τροπές όπως των yoğurt & ağız σε yurt & as10 μπορούν να ερμηνευτούν ώς
yoğurt> yourt> yūrt> yurt & ağız> aaz> ās> as.
4 Kakuk 1961:374.
5 Kakuk 1961:382.
6 Kakuk 1961:380.
7 Eckmann 1962α:48.
8 Κυρανούδης 1998:131.
10 Κυρανούδης 1998:125.
/ 148 /
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ
Γ:2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1 Χριστοδούλου 2010:182-3.
2 Φυσικά, το φαινόμενο αυτό δέν περιορίζεται στους τουρκισμούς, αλλα εντοπίζεται και σε σλαβισμούς, όπως και σε
κληρονομημένες ελληνικές λέξεις: δές π.χ. Χριστοδούλου 2010:182-3.
/ 149 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
Γ:2.2.1.1. Το <α> αποδίδει το /a/, που είναι το πιό ανοιχτό (χαμηλό) φωνήεν της
ελληνικής και αρθρώνεται στον κεντρικό άξονα. Το /a/ για τυπογραφικούς λόγους στη
φωνητική μεταγραφή των ελληνικών τύπων του λημματολογίου αποδίδεται με το <a>,
που είναι πιό συνηθισμένο, άν και η σωστή απόδοσή-του στο ΔΦΑ είναι με το <ɐ>
(Αρβανίτη 169, ShW 70, HIPA ix).
Γ:2.2.1.2. Το τούρκικο <a> πραγματώνεται ώς [α] & [a], δηλ. αρθρώνεται στον πισινό
και τον μπροστινό άξονα (Γ:1.2.1.). Οι τρείς φθόγγοι [α ɐ a] καταλαμβάνουν το πιό
χαμηλό σημείο του στόματος, οπου υπάρχει πολύ λίγος αρθρωτικός χώρος, με
αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ελάχιστα ώς προς τον τόπο άρθρωσης και να μή
διακρίνονται εύκολα.
Ομως, ο καθοριστικός παράγοντας για την αδιάκριτη απόδοση τόσο του [α], όσο και
του [a] με το ελληνικό [ɐ] (Γ:1.2.2.) είναι το γεγονός οτι δέν υπάρχει δεύτερο αντίστοιχα
χαμηλό ελληνικό φωνήεν, που σε συνδυασμό με το [ɐ] θα επέτρεπε τη διακριτή απόδοση
των δύο τούρκικων φθόγγων.
Γ:2.2.2. Εκτός απο το τούρκικο /a/, το ελληνικό /a/ αποδίδει (α) το τούρκικο [æ]
(Γ:1.3.3.), (β) το τούρκικο [æ] στις περιπτώσεις των σιαντούκ΄ & σιαρπόζ΄, οπου το /a/
αποτελεί μέλος της διφθόγγου /ja/ (Γ:1.3.4.), (γ) το τούρκικο [e] σε κάποιες περιπτώσεις
(Γ:1.3.5.) και (δ) το τούρκικο /w/ σε άτονη θέση (Γ:1.4.5.).
/ 150 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
Γ:2.2.4.3. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το α- του αραβάν΄, που αντιστοιχεί στο
rahvan της κοινής: με βάση το rahvan θα μπορούσε να αποδοθεί σε επανανάλυση
(Γ:2.7.2.), ενώ το /a/ θα μπορούσε να θεωρηθεί και απόδοση του /w/ του διαλεκτικού
1 πρβλ. τα καρπ. α(β)ιντζέττον & αβουτζέττον, που δέχτηκαν την επίδραση των ουσιαστικών σε -έττον (<ιταλ. -etto).
2 Για τη θέση του τόνου θα γίνει λόγος παρακάτω (Δ:3.2.).
3 πρβλ. το ομόρριζο βουλγάρικο Pojras και για τη μορφολογική προσαρμογή τα müflis> μουφλής ''χρεοκοπημένος
= 1) δυνατός χείμαρρος μετά τη βροχή [силен воден поток след дъжд], 2) δυνατή καταρρακτώδης βροχή [силен
проливен дъжд].
5 δές π.χ. ΕτυμΑνδρ.
/ 151 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
Τα ζαρζαβάτ΄ & ζαρζαβάτχια ενδέχεται να αντανακλούν (α) τόσο το zarzavat (με /a/>
/a/: Γ:1.2.2.), (β) όσο και το προγενέστερο zerzavat (με [æ]> /a/: Γ:1.3.3.).
Βέβαια, αυτό προϋποθέτει οτι στα Βαλκάνια ήταν συχνός ο τύπος zerzavat, ομως με
ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε αντανακλάται είτε το zarzavat (αλβ.
zarzavate, βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ. & ρουμ. zarzavat, ΚΝΕ ζαρζαβάτια>
ζαρζαβατικά), είτε, σπανιότερα, το zerzevat (π.χ. τα σλάβικα zerzevat & dzerdzevat [με
[z] > [dz]: Γ:2.7.3.]).
Δέ φαίνεται δηλαδή να μπορεί να τεκμηριωθεί μια αξιόλογη παρουσία του τύπου
zerzavat στα Βαλκάνια, ενώ το ενδεχόμενο δανεισμού μέσω του zerzevat είναι μάλλον
/ 152 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
1 Kakuk 1961:384, Eckmann 1962α:48, Elçin 247, Dallı 184, 191, Olcay 83, Kalay 263, 267.
2 δές π.χ. Clauson 617-8.
3 Για την προφορά του /v/ και τη σχέση του με το /γ/ των kılavuz/kulavuz δές Β:1.20.5..
/ 153 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
το τούρκικο /w/ (Γ:1.4.5.), (β) το ενδιάμεσο κεντρικό ă το τούρκικο /a/ σε άτονη θέση1 και
(γ) το ανοιχτό a το /a/ σε τονισμένη θέση.
Βέβαια, το πρώτο ă του călăuză μπορεί να οφείλεται σε ρουμάνικη αφομοίωση και να
είχαμε kılavuz> *câlăuză> călăuză2, ενώ το αντίστοιχο μπορούμε να υποθέσουμε και για
κάθε έναν απο τους βαλκανικούς τύπους οπου ταυτίζεται το πρώτο με το δεύτερο
φωνήεν.
Ομως μια τέτοια ερμηνεία του κοινού βαλκανικού /a/ της πρώτης συλλαβής θα ήταν
αποσπασματική και αντιοικονομική, καθως θα έπρεπε να υποθέσουμε για πολλές
γλώσσες ξεχωριστά την ταυτόχρονη εμφάνιση ενός διαδεδομένου φαινομένου στην ίδια
λέξη.
Αντίθετα, πιό απλό είναι να υποθέσουμε οτι όλες οι εν λόγω γλώσσες δανείστηκαν τον
ίδιο τύπο και οτι συνεπώς η αφομοίωση έλαβε χώρα στο πλαίσιο των τούρκικων
ιδιωμάτων των Βαλκάνιων.
Μπορούμε λοιπόν να συνδέσουμε τους σχετικούς βαλκανικούς τύπους (αλβ. kallauz,
βουλγ. kala(v)uz, σλαβμακ. kalauz, σερβοκρ. kalauz, ρουμ. călăuză, κοζ. καλαούης) με
ένα βαλκανικό τούρκικο *kalavuz [khałaǔús] ''οδηγός'' (<kılavuz).
/ 154 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.
Γ:2.2.4.10. Το κοζανίτικο τζιάμ΄ πλιάφ΄ προέρχεται απο το τούρκικο acem pilâvı, ομως
διαφοροποιείται απο αυτό ώς προς (α) την απουσία του αρκτικού /a/ (πρβλ. ΚΝΕ ατζέμ
πιλάφι) και (β) το κοζανίτικο /a/ στη θέση του τούρκικου /e/.
Ένα πρώτο ενδεχόμενο είναι το κοζανίτικο /a/ να αποτελεί άμεση απόδοση του [æ] του
acem pilâvı1, ενώ η απουσία του τούρκικου /a/ να είναι αποτέλεσμα επανανάλυσης, π.χ.
σε ονοματικές φράσεις όπως *κάν’ ατζιάμ΄ πλιάφ΄> κάνα τζιάμ΄ πλιάφ΄: acem pilâvı>
*ατζιάμ΄ πλιάφ΄> τζιάμ΄ πλιάφ΄.
Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι το τζιάμ΄ πλιάφ΄ να οφείλεται σε παρετυμολογική
επίδραση του ντόπιου τζιάμ΄ ''τζάμι'' (<cam) λόγω ηχητικής ομοιότητας: acem pilâvı>
*ατζιέμ΄ πλιάφ΄> (*τζιέμ΄ πλιάφ΄>) τζιάμ΄ πλιάφ΄.
/ 155 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.-4.
Γ:2.2.4.12. Στην περίπτωση του τσιαρίσ΄ (<çiriş) έχουμε μια μή κανονική απόδοση του
τούρκικου /i/ με το /a/. Πιθανώς, έχουμε να κάνουμε με μια παρετυμολογική επίδραση του
τσιαρές (<çare) στο κανονικό τσιρίσ΄, ενώ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι το άτονο
[i] ενός αρχικού τσιρίσ΄ θεωρήθηκε η στενωμένη απόδοση ενός τούρκικου */e/ 1 , που
είδαμε οτι μερικές φορές αποδίδεται με το /a/ (Γ:1.3.5.).
Γ:2.3.1. Κατα την περιγραφή της Αρβανίτη (169), το ελληνικό /e/ είναι ένα ενδιάμεσου
βαθμού ανοίγματος μπροστινό αστρόγγυλο φωνήεν, που αρθρώνεται ανάμεσα στο [e]
και το [ε] του ΔΦΑ.
Όπως και πάλι η Αρβανίτη παρατηρεί, το ελληνικό /e/ στην πραγματικότητα βρίσκεται
πιό κοντά στο [ε] (χωρίς να ταυτίζεται μαζί-του), αλλα συνήθως αποδίδεται με το <e>,
όπως και στην παρούσα εργασία.
Συνεπώς, λόγω του βόρειου φωνηεντισμού το κοζανίτικο /e/ σε τονισμένη θέση
προφέρεται [έ] και σε άτονη στενώνεται σε [i] (Γ:2.1.2.).
Γ:2.4.1. Το ελληνικό /i/ είναι ένα κλειστό μπροστινό αστρόγγυλο φωνήεν που
πραγματώνεται ώς [i]2 και το κοζανίτικο και γενικότερα το βορειοελληνικό /i/ σε τονισμένη
θέση προφέρεται [í], ενώ σε άτονη μπορεί μέν να σιγείται (ειδικά όταν βρίσκεται σε τελική
θέση: Γ:2.1.2.), αλλα σε εσωτερική θέση μπορεί και να διατηρείται.
Γ:2.4.2. Το δυτικομακεδόνικο [i] αντιστοιχεί (α) στο τούρκικο /e/ σε άτονη θέση
(Γ:1.3.2.), (β) στο τούρκικο /w/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.4.3.), (γ) στο τούρκικο /i/
σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.5.2.) και (δ) στα τούρκικα /ü ö o u/ σε άτονη θέση και
μετά απο ελληνικό ουρανικό σύμφωνο (Γ:1.9.4.4.).
/ 156 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.
Γ:2.4.3. Η υποχρεωτική στένωση του άτονου /e/ σε [i] (Γ:2.3.1.2.) αφήνει το περιθώριο
να θεωρηθεί οτι οποιοδήποτε άτονο [i] βόρειου ιδιώματος μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα
άτονο /e/.
Έτσι, το άτονο /e/ ταυτίζεται φωνητικά με το μή σιγούμενο άτονο /i/ (Γ:2.4.1.), με
αποτέλεσμα (α) να έχουμε φαινόμενα αντιστένωσης (Γ:2.1.3.) και (β) να δημιουργείται
πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση περιπτώσεων όπως τα νινέ, τιφτίκ΄ & τσιχρές, που δέ
μπορούμε να τα αποδώσουμε με σιγουριά (α) ούτε στα nine, tiftik & çihre, (β) ούτε στα
nene, teftik & çehre.
Γ:2.4.4. Το οτι το ελληνικό [i] αποδίδει τόσο το τούρκικο /w/, όσο και το τούρκικο /i/
(Γ:2.4.2.) δημιουργεί πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων με [i],
καθως είδαμε οτι ένα /i/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς
προς τον τόπο άρθρωσης (Γ:1.1.2.2.): έτσι, το καστοριανό τσινάρ’ μπορεί να προέρχεται
τόσο απο το σύγχρονο çınar, όσο και απο το αρχικό çinar.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον μπορεί να μας βοηθήσει
να διαλέξουμε ανάμεσα στους δύο τύπους.
Π.χ. για το νισιαντίρ΄ ο ερευνητής πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα στους τύπους
nişadır & nışadır, ενώ παράλληλα είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψιν και τους τύπους
nishadër (αλβ.), nišadăr (βουλγ.), nišador (σλαβμακ., σερβοκρ.) & nişadâr (ρουμ.).
Στην περίπτωση αυτή, τόσο η απουσία τύπων που συνδέονται με το nışadır, όσο και
το οτι οι τύποι nishadër, nišadăr, nišador & nişadâr δέ μπορούν παρα να αποδίδουν το
αρχαϊκότερο nişadır, οδηγούν στο συμπέρασμα οτι πιθανότερος είναι και για τα ελληνικά
ο δανεισμός με βάση τον τύπο nişadır.
Σε άλλες περιπτώσεις η ασάφεια δέ μπορεί να παρακαμφθεί ούτε με ένταξη στο
βαλκανικό περιβάλλον, όπως για το πατλιτζιάν΄, που μπορεί να αποδίδει τόσο το
παλιότερο patlican, όσο και το patlıcan της σύγχρονης κοινής και, φυσικά, δέν πρέπει να
ξεχνάμε και τον ρόλο, δηλαδή τη μεσολάβηση των ντόπιων (βαλκανικών) τούρκικων
ιδιωμάτων, καθως χαρακτηριστικό είναι οτι καί οι δύο τύποι καταγράφονται για τα
ιδιώματα της Δυτικής Θράκης1, ενώ το οτι καί τα δύο μπορούσαν να αποτελούν βάση
δανεισμού στα Βαλκάνια επιβεβαιώνεται απο τα αλβανικά, οπου έχουμε patlican>
patlixhan & patlıcan> patllixhan2.
1 Κυρανούδης 1998:131.
2 Για τα τούρκικης προέλευσης αλβανικά <l> & <ll> δές Boretzky 1975:96-8.
/ 157 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.
Γ:2.4.5.1. Στην περίπτωση του κοζανίτικου ιτζιάκ΄, που αντιστοιχεί στο τούρκικο ocak
έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /o/ με το [i]: στην πραγματικότητα το ocak έδωσε
τον -αρχαϊκό κοζανίτικο- τύπο ουτζιάκ΄, που έχασε το αρκτικό /o/, δίνοντας το -επίσης
κοζανίτικο- τζιάκ΄ (Γ:2.7.2.), που κατέληξε ιτζιάκ΄ με ανάπτυξη ενός [i].
Αυτό το ι- δέν έχει σχέση με το κοζανίτικο ι- που προηγείται των χρονικών
επιρρημάτων και αποτελεί αναλογική επέκταση του ε- του ἐχθές1, αλλα φαίνεται οτι έχει
σχέση με το τούρκικο /i/ που αναπτύσσεται πρίν απο τα αρκτικά συμφωνικά
συμπλέγματα.
Όπως περιγράφουν οι Göksel & Kerslake (TurkGram 12-3), τα συμπλέγματα στην
αρχή των λέξεων δέν είναι ανεκτά, οπότε είτε διασπώνται, είτε απομακρύνονται απο εκεί
με την ανάπτυξη ενός κλειστού φωνήεντος (/i/ ή /w/) και συνεπώς ένα δάνειο όπως το
spor προφέρεται είτε [siphóŗ], είτε [isphóŗ].
Απο τη θέση-τους τα φωνήεντα αυτά ονομάζονται αντίστοιχα «επενθετικά» και
«προθετικά» (δές π.χ. TurkLang 205).
Έτσι, μια πρώτη ερμηνεία για το ιτζιάκ΄ θα μπορούσε να είναι η συνειδητή
αποκατάσταση του προθετικού /i/ απο τους Κοζανίτες, κάτι που συνεπάγεται οτι το
κοζανίτικο [dź] αντιμετωπίστηκε ώς δισυμφωνικό σύμπλεγμα.
Την παραπάνω ερμηνεία ενισχύει το γεγονός οτι στα κοζανίτικα το αρκτικό /i/
διατηρείται σε περιπτώσεις όπως των ihram> ιχράμ΄, παρότι στις ελληνικής προέλευσης
λέξεις παρατηρείται το, γνωστό και απο την ΚΝΕ, φαινόμενο της σίγησης των αρκτικών
άτονων φωνηέντων2.
Βέβαια, στην περίπτωση του ihram ετυμολογικά δέν έχουμε να κάνουμε με το
προθετικό /i/, αλλα με το βραχύ αραβοπερσικό /i/.
Στα ελληνικά η λέξη συνήθως απαντά ώς χράμι (& χράμ΄) και η απουσία του τούρκικου
/i/ θα μπορούσε να αποδοθεί σε αποβολή επειδή αναγνωρίστηκε ώς προθετικό /i/, καθως
το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες και διαλέκτους: π.χ. το βουλγ(ετ).
скемле {skémle} ''σκαμνί [табуретка]'' προέρχεται απο το τούρκ(κν). iskemle {iskémle}
''σκαμνί [stool]'' (<τούρκδ. iskemli ''σκαμνί [tabure]'' <σκαμνί 3 ), ενώ απο το τούρκ(κν).
1 π.χ. προχτές> ιπρουχτέ(ς), πέρυσι> ιπέρσ΄ & τότε> ιτότι κατα το χθές-ἐχθές.
2 πρβλ. π.χ. τα μπουρώ (<υστβυζ. εμπορώ/ημπορώ) & μπλάστρ΄ (<εμπλάστρι: Somavera 115).
3 Eren & Nişanyan 2009 «iskemle».
/ 158 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.
1 Ξανθινάκης 2000.
/ 159 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.
Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε οτι και η περίπτωση του μπιρσίμ΄ αντανακλά την
τούρκικη τάση για διάσπαση των συμφωνικών συμπλεγμάτων στην αρχή της λέξης.
Μπορούμε δηλαδή να προτείνουμε οτι πιθανώς στην περίπτωση του ιτζιάκ΄ έχουμε
ένα φαινόμενο ανάλογο με αυτό που οδήγησε στη σίγηση του [γ΄] του γιντζές (Β:1.21.4.):
δίπλα στη σίγηση των αρκτικών άτονων φωνηέντων, το ι- απομονώθηκε απο λέξεις
όπως το ιχράμ΄ σάν ένα χαρακτηριστικά τούρκικο γνώρισμα και ακολούθως
εμφανίστηκε/αποκαταστάθηκε στο ιτζιάκ΄, δηλαδή σάν ένδειξη «τουρκικότητας» και
πιθανώς επειδή οι Κοζανίτες ήξεραν οτι το τούρκικο πρότυπο άρχιζε με φωνήεν (ocak).
Ομως προθετικό ι- δέν παρατηρείται μόνο στο ιτζιάκ΄ που είναι τουρκισμός, αλλα και
σε δυτικά δάνεια, όπως τα ιβγιλί ''βιολί'' <βγιλί1 <βιολί & Ιβγένα ''Βιένη'' <*Βγένα.
Κι εδώ το ι- εμφανίζεται πρίν απο δισυμφωνικά συμπλέγματα και μια δεύτερη, πιό
βελτιωμένη, ερμηνεία θα μπορούσε να αποδίδει το ιτζιάκ΄ σε ανάπτυξη ενός [i] καθαρά
στα πλαίσια του κοζανίτικου ιδιώματος, οπου φαίνεται οτι είχε αρχίσει να γενικεύεται το
προθετικό /i/, πιθανώς απο τούρκικη επίδραση.
Άν δεχτούμε μία απο τις παραπάνω ερμηνείες, το ενδιαφέρον συμπέρασμα για την
ιστορία των φωνημάτων του κοζανίτικου ιδιώματος ειδικότερα και της ελληνικής γλώσσας
γενικότερα είναι οτι και στις δύο περιπτώσεις το [dź] του ιτζιάκ΄ αντιμετωπίζεται (ή
τουλάχιστον: αντιμετωπίστηκε) ώς συνδυασμός δύο φωνημάτων και όχι ώς μοναδικό
φώνημα.
Βέβαια, ανεξάρτητα απο το άν πρέπει να θεωρηθεί σύμπλεγμα, το [dź] δέ μπορεί να
θεωρηθεί μή ανεκτό στην αρχή της λέξης, καθως στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων παραμένει χωρίς πρόβλημα στην αρχή των τουρκισμών2, ενώ ακόμα και
τα /vγ/ των ιβγιλί & Ιβγένα, παρότι είναι συμπλέγματα, είναι ανεκτά στην αρχή της λέξης,
πρβλ. π.χ. βγάνου & βγαίνου.
1 Τσιανάκας 1988:90.
2 π.χ. τζέπς, τζιάμ΄, τζιαμπάηζς κλπ. (Β:1.4.2.).
3 δές τον χάρτη ανάμεσα στις σελίδες 76 & 77 στα Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (τρίτος τόμος).
/ 160 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.
Γ:2.4.5.3. Όπως ο τύπος πατλιτζιάν΄ (Γ:2.4.4.), έτσι και ο τύπος πιτλιτζιάνα ανάγεται
τελικά στα patlican/patlıcan. Η εμφάνιση του /a/ ώς [i] μπορεί να οφείλεται είτε (α) σε
υποχωρητική αφομοίωση (patli(ı)can> *πατλιτζιάνα> πιτλιτζιάνα), είτε (β) σε
παρετυμολογική επίδραση του ΚΝΕ μελιτζάνα.
Η πιθανότητα ενός παλιότερου τύπου *πατλιτζιάνα ενισχύεται απο τον τύπο
πατλατζιάνα, που ενδεχομένως προέρχεται απο τα patlican/patlıcan και όχι απο το
patlacan (Γ:2.2.4.8.), ενώ απο την άλλη η πιθανότητα της παρετυμολογικής επίδρασης
του μελιτζάνα ενισχύεται απο το οτι σε αυτήν ενδεχομένως οφείλεται και η ένταξη της
λέξης στα παρυξύτονα θηλυκά σε -α (Κυρανούδης 2009:111).
/ 161 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.5.
Γ:2.5.1. Το ελληνικό /o/ είναι ένα ενδιάμεσου βαθμού ανοίγματος πισινό στρογγυλό
φωνήεν που πραγματώνεται ώς [o]1, ενώ το κοζανίτικο /o/ σε τονισμένη θέση προφέρεται
[ó] και σε άτονη στενώνεται σε [u] (Γ:2.1.2.).
Γ:2.5.2. Το δυτικομακεδόνικο [ó] αποδίδει τα τούρκικα /o/ & /ö/ σε τονισμένη θέση
(Γ:1.6.2., Γ:1.7.2.), ενώ για τα άτονα /o/ που εμφανίζονται σάν [u] θα γίνει λόγος
παρακάτω (Γ:2.6.2., Γ:2.6.8.), όπως και για τη σύγχυση ώς προς τον βαθμό ανοίγματος
των τούρκικων στρογγυλών (Γ:2.6.7.).
Γ:2.5.3. Επίδραση απο άλλες ποικιλίες φαίνεται οτι είχαμε στην περίπτωση του
δοβρανιώτικου μπατόκ΄.
Το μπατόκ΄ ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων με το βορειοελλαδίτικο μπατάκ΄, που
φαίνεται οτι συσχετίστηκε με το σλάβικο ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων με το
βορειοελλαδίτικο μπατάκ΄ (<batak), που φαίνεται οτι συσχετίστηκε με το σλάβικο potok2:
1 Αρβανίτη 169.
2 βουλγάρ. поток {potók} ''ρυάκι, ρέμα [stream, (water) course, brook, torrent]'', ΒΣΜ поток {pótok} ''stream, brook'',
σερβοκροάτ. поток / potok ''brook, stream''.
/ 162 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
το potok σε άλλα ιδιώματα έδωσε τον τύπο πουτόκ΄, που έχει ανάλογες σημασίες με τα
μπατόκ΄/μπατάκ΄1.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε λοιπόν οτι κατα πάσα πιθανότητα ο τύπος μπατόκ΄
οφείλεται σε συμφυρμό των μπατάκ΄ & πουτόκ΄.
Γ:2.6.1. Το ελληνικό /u/ είναι ένα κλειστό πισινό στρογγυλό φωνήεν που
πραγματώνεται ώς [u] 2 και το κοζανίτικο και γενικότερα το βορειοελληνικό /u/ σε
τονισμένη θέση προφέρεται [ú], ενώ σε άτονη μπορεί μέν να σιγείται (ειδικά όταν
βρίσκεται σε τελική θέση: Γ:2.1.2.), αλλα σε εσωτερική θέση μπορεί και να διατηρείται.
Γ:2.6.2. Το δυτικομακεδόνικο [u] αποδίδει (α) το τούρκικο /w/ σε τονισμένη και άτονη
θέση (Γ:1.4.2.), (β) το τούρκικο /o/ σε άτονη θέση (Γ:1.6.2.), (γ) το τούρκικο /ö/ σε άτονη
θέση (Γ:1.7.2.), (δ) το τούρκικο /u/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.8.2.), (ε) το τούρκικο
/ü/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.9.2.) και (στ) αντιστοιχεί στα τούρκικα /e i/ σε άτονη
θέση και μετά απο ελληνικό ουρανικό σύμφωνο (Γ:1.9.4.4.).
Γ:2.6.3. Το οτι το ελληνικό [u] αποδίδει τόσο το τούρκικο /w/, όσο και το τούρκικο /u/
δημιουργεί πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων, καθως
παρατηρούνται δύο φαινόμενα, κατα τα οποία έχουμε αμοιβαία αντικατάσταση των
τούρκικων /w/ & /u/.
Το πρώτο είναι η αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης, καθως σε περιβάλλον /a/
ένα /u/ τρέπεται σε /w/ (Γ:1.1.2.2.): kulağuz> kılavuz, ahur> ahır, budak> bıdak, fukara>
fıkara, muhtar> mıhtar, sanduk> sandık, satur> satır.
Φυσικά, το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στη ΣΚΤ (ahır, fıkara, kılavuz, sandık &
satır), αλλα και στα τούρκικα των Βαλκανίων (πρβλ. το βαλκανικό τούρκικο bıdak
''budak'': Dallı 179).
Το δεύτερο φαινόμενο είναι η στρογγύλωση, δηλαδή ένα /w/ σε περιβάλλον χειλικού
συμφώνου τρέπεται σε /u/ (Γ:1.1.2.3.): έτσι, με προχωρητική αφομοίωση ώς προς τον
/ 163 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
1 Για τον τύπο στα Βαλκάνια δές π.χ. Eckmann 1962α:61, Dallı 183 & Kalay 152 [13:93].
2 Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ετυμολόγοι καταλήγουν να παραθέτουν και τους δύο τύπους σε περιπτώσεις όπως των
αχούρι & αχούρ’ <ahur/ahır (δές π.χ. Γλ.Πιερ. 69 & ΛΚΝ).
/ 164 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
Συνεπώς, στην περίπτωση του σατούρ’ γίνεται πιθανότερη η εκδοχή του satır, χωρίς
ομως να μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ενός αρχαϊσμού με βάση το
παλιότερο satur.
Πιό ξεκάθαρη είναι η κατάσταση σε περιπτώσεις όπως των havuç> αούτσ’, οπου
μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το αούτσ’ προέρχεται απο το havuç και όχι απο το
παλιότερο *havıç, καθως μόνο σε περιβάλλον στρογγυλού φωνήεντος (δηλαδή του /u/)
το /v/ πραγματώνεται ώς χειλικό ημίφωνο [ǔ], που εδώ αποδόθηκε με το Ø (Β:1.20.4.).
Επίσης, σε περιπτώσεις όπως του κοζανίτικου αχούρ΄ μπορούμε να είμαστε σίγουροι
οτι δέν έχουμε απόδοση ενός */w/, καθως το ahır θα έδινε στα κοζανίτικα *αχΐρ΄ [axẃŕ]
(πρβλ. kahır> καχΐρ΄)· έτσι, το /u/ του κοζανίτικου αχούρ΄ πρέπει να αποδοθεί σε ένα /u/,
είτε πρόκειται για το /u/ του παλιότερου ahur, είτε πρέπει να το αποδώσουμε σε έμμεσο
δανεισμό της τούρκικης λέξης, δηλ. σε δανεισμό του νεοελληνικού αχούρ’/αχούρι
(<ahur/ahır).
Γ:2.6.4. Το οτι το ελληνικό [u] αποδίδει τόσο το τούρκικο /u/, όσο και το /ü/ δημιουργεί
πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων με [u], καθως είδαμε οτι ένα /ü/
σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /u/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο άρθρωσης
(Γ:1.1.2.2.): έτσι, το ντουσ΄μάνους μπορεί να αποδίδει τόσο το αρχικό düşman, όσο και
το μεταγενέστερο duşman.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον μπορεί να μας βοηθήσει
να διαλέξουμε ανάμεσα στους δύο τύπους: έτσι, π.χ. το ντουσ΄μάνους φαίνεται οτι δέν
προέρχεται απο το σήμερα κοινό düşman, αλλα πρέπει να συνδεθεί με τον τύπο
duşman, που όχι μόνο αντανακλάται απο το αλβανικό dushman και το βουλγάρικο
dušman(in)1, αλλα και μαρτυρείται άμεσα για διάφορα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα.
Γ:2.6.5. Πιό περίπλοκη είναι η περίπτωση του μουσαφίρης, που μπορεί να αποδοθεί
σε οποιονδήποτε απο τους τύπους müsafir, musafir & mısāfir.
Ο αρχικός τύπος είναι το αραβικής προέλευσης müsafir, απ’ όπου προέρχεται το
misafir με υποχωρητική αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης, ενώ η ακριβής
προέλευση των τύπων musafir & mısāfir δέν είναι σίγουρη, παρότι ανάγονται κι αυτοί
στον τύπο müsafir.
/ 165 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
/ 166 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
Γ:2.6.7. Το οτι τα τούρκικα ανοιχτά /o ö/ απαντούν μόνο στην πρώτη συλλαβή των
λέξεων (Γ:1.6.1.), σε συνδυασμό με (α) τη ρευστότητα ανάμεσα στα ανοιχτά και τα
κλειστά στρογγυλά (Γ:1.6.1.), (β) τον τονισμό των κληρονομημένων τούρκικων λέξεων
κατα κύριο λόγο στη λήγουσα (Δ:1.), (γ) την υποχρεωτική στένωση των ελληνικών
άτονων /o/ (Γ:2.5.1.) και (δ) τη διατήρηση κάποιων απο τα ελληνικά άτονα /u/ (Γ:2.6.1.),
έχουν σάν αποτέλεσμα το δυτικομακεδόνικο [u] να ενδέχεται να αποδίδει οποιοδήποτε
απο τα τούρκικα /o ö u ü/ σε αρχική άτονη συλλαβή.
Αυτό δυσκολεύει τον προσδιορισμό του άν (α) ο τούρκικος τύπος είχε ανοιχτό ή
κλειστό στρογγυλό φωνήεν ή άν (β) στις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις έχουμε να κάνουμε
με άτονο /o/ που στενώνεται ή άτονο με /u/ που δέ σιγείται 2 : π.χ. burani ≈ borani ~
μπουρανί, börek ≈ bürek ~ μπουρέκ΄, doğru/dōru ≈ dūru ~ ντου(γ)ρού, doğramacı ≈
dūramacı ~ ντουγραματζής, sufra ≈ sofra ~ σουφράς, hoşaf ≈ huşaf ~ χουσιάφ’ & koşaf
≈ kuşaf ~ κουσιάφ’.
Οι μόνες περιπτώσεις οπου μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι όταν το τούρκικο
στρογγυλό αποδίδεται με Ø, καθως τότε μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο οτι έχουμε
να κάνουμε με ελληνικό /u/ που σιγείται: hoşaf/huşaf> χσιάφ’, bölük/bülük>
μπλιούκ΄/μπλούκ΄/μπλίκ΄, kova> κουβάς> *κβάς> γκβάς, boğa/buğa> μπουγάς3> μπγάς,
bunar> μπνάρ’, buhari> μπ’χαρί.4
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι το ΚΝΕ κουβάς συμφωνεί με το
σιατιστινό γκβάς ώς προς το /u/: έτσι, το τούρκικο kova έδωσε το ΚΝΕ κουβάς, που σε
πολλά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας διατήρησε το /u/ (κουβάς, γκουβάς), ενώ σε
ιδιώματα όπως της Σιάτιστας το έχασε (γκØβάς).
1 Το /ü/ αποδίδει κατα κανόνα το βραχύ αραβοπερσικό /u/, ενώ το τούρκικο /u/ αποδίδει το αντίστοιχο μακρό: π.χ. düyun
''χρέη [borçlar]'' <αραβ. & πέρσ. düjūn ''debts'' (Steingass 556, Junker-Alavi 340): ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009
«düyun».
2 δές π.χ. Χριστοδούλου 2010:177-83.
/ 167 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
Η περίπτωση του ΚΝΕ κουβάς δέν είναι μοναδική, καθως και απο άλλες περιπτώσεις
βλέπουμε οτι τα τούρκικα /o ö u ü/ σε άτονη αρχική συλλαβή εμφανίζονται ώς ΚΝΕ /u/1,
κάτι που επίσης δέ βοηθά στην αναγνώριση του βαθμού ανοίγματος των στρογγυλών
των τούρκικων λέξεων: boğa/buğa> μπουγάς, bölük/bülük> μπουλούκι, boğaça ~
buaça> μπουγάτσα, börek/bürek> μπουρέκι, doğru/*duğru> ντουγρού.
Γ:2.6.8. Στην ενότητα που αφορά το ελληνικό [u] εντάσσονται και λέξεις οπου έχουμε
άτονα /o/, που λόγω του βόρειου φωνηεντισμού εμφανίζονται σάν [u].
Γ:2.6.8.2. Σε άτονο /o/ φαίνεται οτι αντιστοιχεί το [u] του ζουκούμ’, που αντιστοιχεί στο
αραβικής προέλευσης κοινό τούρκικο zakkum.
Για τα ελληνικά ιδιώματα φαίνεται να καταγράφονται μόνο οι τύποι ζουκούμ’ &
ζουχούμ’ και συνεπώς δέν έχουμε ενδείξεις οτι η λέξη εισήλθε στα ελληνικά ιδιώματα
διατηρώντας το τούρκικο /a/, κάτι που σημαίνει οτι το ενδεχόμενο μιας ελληνικής
1 Γεωργιάδης 126-30.
2 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.
/ 168 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
Γ:2.6.8.3. Όπως φαίνεται τόσο απο τη σημασία, όσο και απο τη μορφή της λέξης το
δυτικομακεδόνικο μουχόζ΄κους (που απαντά και στην Ορεινή Πιερία) ανήκει στην ίδια
οικογένεια λέξεων με το μαχόσ(ι)κους (στον Κάμπο της Βέροιας) και τα σερρέικα
μαϊχόζ΄κους και μαχόζ’κους και, τελικά, προέρχεται απο το τούρκικο mayhoş.
Άν και δέν είναι απίθανη μια τούρκικη αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης (a-
o> o-o), παραμένει προβληματική η ερμηνεία της απώλειας του μπροστινού ημιφώνου
μετά απο μή μπροστινό φωνήεν, καθως με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον
διαπιστώνουμε οτι στα Βαλκάνια απαντούν μόνο τύποι που ανάγονται κατευθείαν στο
mayhoş, διατηρώντας το ημίφωνο (π.χ. αλβ. majhosh, βουλγ. majxoš & σερβοκρ.
majhoš).
Φαίνεται οτι τόσο η απώλεια του μπροστινού ημιφώνου, όσο και η τροπή /a/ > /u/
συνέβη στο πλαίσιο των μακεδονικών ιδιωμάτων, με υποχωρητική αφομοίωση του /a/
απο το /o/ (Γ:2.8.) και στένωση του άτονου /o/ σε [u]: mayhoş> *μαχόζ΄κους>
μουχόζ΄κους.
1 πρβλ. τούρκδ. orhudo ''αρκούδα [ayı]'' <αρκούδα (ΕτυμΤζιτζιλή «αρκούδα») & davul> dovul (Kalay 29).
/ 169 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.
Γ:2.6.9.2. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το σιατιστινό τσιουσ΄μές, που αντιστοιχεί στο
σύγχρονο κοινό τούρκικο çeşme, με βάση το οποίο θα περιμέναμε ένα *τσισ΄μές στη
Σιάτιστα, όπως καταγράφεται και για το Σουφλί.
Η πρώτη ερμηνεία θα ήταν να αποδώσουμε τον σιατιστινό τύπο στην τροπή τσι->
τσιου-, όπως υποστηρίζει ο Κυρανούδης (1995:16-7) για το Σουφλί (Γ:1.9.4.4.).
Η δεύτερη ερμηνεία θα ήταν να αποδώσουμε το τσιουσ΄μές σε δανεισμό όχι με βάση
το κοινό τούρκικο çeşme, αλλα με βάση το διαλεκτικό çoşme, απ’ όπου προέρχεται και το
βουλγάρικο διαλεκτικό čošma.
Τόσο το çeşme, όσο και το çoşme προέρχονται απο το πέρσικο čäšme, αλλα το
çoşme δέ μπορεί να προέρχεται απο το çeşme, γιατι έτσι θα παραβιαζόταν η συμφωνία
1 Για τις πηγές, αλλα και για περισσότερα παραδείγματα δές Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί: λήμμα
«ντριμόν’».
2 BER «ибришим».
/ 170 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
ώς προς τον τόπο άρθρωσης: με στρογγύλωση του /e/ θα περιμέναμε έναν τύπο
*çöşme, καθως το χειλικό /ö/ αντιστοιχεί στο μή χειλικό /e/ (Γ:1.7.1.).
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι όπως το /ö/ αντιστοιχεί στο /e/, έτσι και το /o/
αντιστοιχεί στο /a/ (Γ:1.6.1.) και, κατα συνέπεια, το çoşme προέρχεται απο ένα παλιότερο
*çaşme, που συνδέεται άμεσα με το πέρσικο čäšme και εξελίχτηκε σε çeşme με
υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Τόσο η ιστορικότητα του τύπου *çaşme, όσο και η παρουσία-του στα Βαλκάνια,
τεκμηριώνονται και πάλι απο τα βουλγάρικα ιδιώματα, για τα οποία καταγράφονται οι
τύποι čašma & čăšma (με [a] > [ă] σε άτονη θέση: Γ:1.4.6.).
Έτσι, παρότι το çoşme καταγράφεται απο το DS μόνο για την Τραπεζούντα, μπορούμε
να θεωρήσουμε οτι χρησιμοποιούνταν και στα Βαλκάνια, όπως και το προγενέστερο
*çaşme.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι όπως το /ö/ αντιστοιχεί στο /e/, έτσι και το /o/
αντιστοιχεί στο /a/ (Γ:1.6.1.) και, κατα συνέπεια, το çoşme προέρχεται απο ένα παλιότερο
*çaşme, που συνδέεται άμεσα με το πέρσικο čäšme και εξελίχτηκε σε çeşme με
υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
1 Raimo Anttila, Historical and comparative linguistics, Amsterdam/Philadelphia 1989: σελ. 93-4.
/ 171 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
Έτσι, τα τούρκικα ocak, orman & örnek (α) σε κάποια ιδιώματα απαντούν ώς ουτζιάκ΄,
ουρμάν΄ & ουρνέκ΄, (β) σε άλλα ώς τζιάκ΄, ρμάν΄ & ρνέκ΄ και (γ) σε κάποια άλλα ώς
ατζιάκ΄, αρμάν΄ & αρνέκ΄.
Όπως είδαμε, η απουσία του αρκτικού /o/ απο ουδέτερα οφείλεται σε επανανάλυση
των έναρθρων τύπων του ενικού (Γ:1.6.3., Γ:1.7.3.1., Γ:1.9.3.), ενώ η εμφάνιση του
προθετικού α- (αρμάν΄, ατζιάκ΄ & αρνέκ΄) οφείλεται στην επανανάλυση ονοματικών
φράσεων με πρώτο μέλος τα ένα, κάνα & τα.
Έτσι, λέξεις όπως τα τζιάκ΄, ρμάν΄, ρνέκ΄ & νάμ’ (<nam) εξελίχτηκαν σε ατζιάκ΄,
αρμάν΄, αρνέκ΄ & ανάμ’: π.χ. ένα τζιάκ΄> έν’ ατζιάκ΄, κάνα τζιάκ΄> κάν’ ατζιάκ΄, τα τζιάκια>
τ’ ατζιάκια (κλπ.).
Το ocak πέρασε και στην ΚΝΕ ώς τζάκι (Γ:1.6.3.), ενώ στους ομιλητές της ΚΝΕ είναι
γνωστό και το διαλεκτικό ρουμάνι, που καταγράφεται για διαλέκτους νότιου
φωνηεντισμού, όπως της Σαντορίνης, της Κρήτης και της Ρόδου.
Οι συντάκτες του ΛΚΝ θεωρούν οτι το orman έδωσε το ρουμάνι με μετάθεση του [r] και
[o] > [u] απο επίδραση του χειλικού [m].
Το νησιώτικο ρουμάνι είναι το ακριβώς αντίστοιχο του βορειοελλαδίτικου ρμάν΄, οπου
δέν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε την αναμενόμενη σίγηση του άτονου /u/, ενώ για
την ΚΝΕ το συμφωνικό σύμπλεγμα /rm/ δέν είναι ανεκτό στην αρχή λέξης.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε οτι όπως το βόρειο ουρμάν΄ εξελίχτηκε σε
ρμάν΄, έτσι και το υστβυζ. ορμάνι εξελίχτηκε σε ρουμάνι μέσω επανανάλυσης του
έναρθρου τύπου (τ’ ορμάνι), ενώ το /u/ αναπτύχθηκε, ώστε να διασπαστεί το σύμπλεγμα
/rm/.
Πράγματι, τα δύο κλειστά ελληνικά φωνήεντα /u i/ χρησιμοποιούνται σε διάφορες
διαλέκτους νότιου φωνηεντισμού, ώστε να διασπώνται τα συμφωνικά συμπλέγματα 1 :
έτσι, το τούρκικο halva (ΚΝΕ χαλβάς) έδωσε τα διαλεκτικά χαλουβάς & χαλιβάς, ενώ το
petmez έδωσε στην Κρήτη τα πετιμέζι & πετουμέζι.
Σά διάλεκτος νότιου φωνηεντισμού, η ΚΝΕ διατηρεί ίχνη του συγκεκριμένου
φαινομένου, όχι μόνο στα δανεισμένα πετιμέζι και ρουμάνι, αλλα και σε -κληρονομημένα-
ελληνικές λέξεις, καθως το αρχαιοελληνικό ἴγδις απέκτησε υποκοριστικό τύπο ἰγδίον,
που, όταν έχασε το αρκτικό /i/, πήρε τη μορφή του υστβυζ. γδί(ν) και τελικά κατέληξε
γουδί, καθως αναπτύχθηκε ένα /u/, ώστε να διασπαστεί το αρκτικό σύμπλεγμα /γδ/.
/ 172 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
1 Χριστοδούλου 2012:151.
/ 173 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
Γ:2.7.4. Διάφορες επαναναλύσεις παρατηρούμε και στη λέξη για τη ''χένα'', για την
οποία η κοινή τουρκική χρησιμοποιεί τον τύπο kına.
Η λέξη απαντά ώς κινά (η)2 (στην Ίμβρο κ΄νά), κίνα3, στη Νάουσα ώς κνά (η), στο
Μελένικο ώς ικνά (η), σε πολλά μέρη της Μακεδονίας ώς ουκνά (η), σε δυτικομακεδόνικα
/ 174 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
ιδιώματα ώς ίκνα, στο λεξικό του Σομαβέρα και τη Σάμο ώς κνάς (ο) και στη Ρόδο ώς
ακνάς (ο), ενώ στην υστεροβυζαντινή γραμματεία απαντά και ο τύπος οκνάς (ο). Στο
Μόκρο Κοζάνης απαντά ώς κνά (το), ενώ για τα ουδέτερα κινά & κνά δές Κυρανούδης
2009:96.
Όπως έχουμε ήδη δεί, το σύμπλεγμα /kn/ οφείλεται σε άμεση απόδοση του τούρκικου
/w/ με Ø (Γ:1.4.6.) και, με δεδομένο οτι ο τούρκικος τύπος αρχίζει με σύμφωνο (kına),
μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι κανένα απο τα αρκτικά φωνήεντα των ελληνικών ικνά1,
ουκνά, ακνάς & οκνάς δέν είναι ετυμολογικό, δηλαδή δέν οφείλεται σε απόδοση
τούρκικου φωνήεντος.
Συνεπώς, μπορούμε να θεωρήσουμε (α) οτι οι τύποι κνά (η), κνάς (ο) & κνά (το)
αποτελούν τα αρχικά στάδια της ένταξης του kına στην ελληνική γλώσσα και (β) οτι τόσο
η ύπαρξη των αρκτικών φωνηέντων των ικνά, ουκνά, ακνάς & οκνάς, όσο και η ποικιλία-
τους πρέπει να αποδοθούν σε ελληνικές διαδικασίες.
Έτσι, μια ομαδοποίηση με βάση το γένος μας οδηγεί να συνδέσουμε το θηλυκό ικνά με
το αρχικό κνά και τα αρσενικά ακνάς & οκνάς με το αρχικό κνάς.
Το /a/ του ακνάς μπορεί να ερμηνευτεί ώς το προθετικό α-, που απαντά π.χ. και στο
κοζανίτικο αξάδιρφους (<ξάδερφος: Γ:2.2.4.2.), ενώ τα κνάς ~ οκνάς θυμίζουν τις
περιπτώσεις των μυαλός> ομυαλός & φανός> οφανός, που ο Χατζηδάκης πιθανολογεί
οτι οφείλονται στο άρθρο ονομαστικής ενικού (ΜΝΕ 1:232).
Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι, όπως στις περιπτώσεις των ομυαλός, οφανός
& οκνάς, έτσι και στην περίπτωση του ικνά το αρκτικό φωνήεν ταυτίζεται με το άρθρο της
αντίστοιχης ονομαστικής ενικού.
Μάλιστα, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι οι έναρθρες ονομαστικές των (ι)κνά,
(ο)κνάς, (ο)μυαλός & (ο)φανός μπορούν να προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, λόγω των
τάσεων απλοποίησης (Γ:1.10.3.): η κνά = η ικνά [ikná], ο κνάς = ο οκνάς [oknás], ο φανός
= ο οφανός [ofanós] κλπ.
Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε τα ικνά & οκνάς σε επανερμηνεία: η κνά /i kná/
[ikná]> η ικνά /i ikná/ [ikná] & ο κνάς /o knás/ [oknás]> ο οκνάς /o oknás/ [oknás].
/ 175 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.
Με ανάλογο τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την εξέλιξη του οντάς (<oda) σε
ντάς1, καθως φαίνεται οτι η έναρθρη ονομαστική [odás] /o odás/ αναλύθηκε ώς /o dás/ (ο
ντάς), κάτι που πιθανότατα συνέβη και με το τσιουρμάς (<*ουτσιουρμάς: Γ:1.8.3.3.).
Η εξέλιξη των κνά & κνάς σε ικνά & οκνάς/ακνάς μπορεί να αποδοθεί σε μια
προσπάθεια απομάκρυνσης του /kn/ απο την αρχή των λέξεων (Γ:2.7.2.), καθως είναι
ένα συμφωνικό σύμπλεγμα που στη θέση αυτή φαίνεται οτι ξενίζει το γλωσσικό
αισθητήριο των φυσικών ομιλητών της δημοτικής: άν κρίνουμε απο το λημματολόγιο του
ΛΚΝ, το /kn/ μόνο σε περιπτώσεις δάνειων (ξένων και λόγιων) λέξεων απαντά σε αρκτική
θέση (κνησμός, κνούτο κλπ.).
Βλέπουμε λοιπόν οτι το kına σε άλλα ιδιώματα προσαρμόστηκε ώς θηλυκό (κνά> ικνά)
και σε άλλα ώς αρσενικό (κνάς> οκνάς/ακνάς), ομως αυτή η ερμηνεία αφήνει απ’ έξω το
θηλυκό ουκνά, καθως το θηλυκό δέν έχει αρθρικό τύπο με /o/.
Για την περίπτωση του ουκνά θα μπορούσε να προταθεί μια διαφορετική ερμηνεία,
που βασίζεται στο ουδέτερο άρθρο: είδαμε οτι το kına, εκτός απο αρσενικά και θηλυκά,
έδωσε και το ουδέτερο κνά, ομως ακόμα και άν υπήρχε κλιτικό παράδειγμα ουδέτερων
σε -ά, το κνά στη Δυτική Μακεδονία θα ήταν ουσιαστικά άκλιτο, καθως η λέξη δηλώνει
πρώτη ύλη και μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιείται αποκλειστικά στον ενικό, που είναι
μονοπτωτικός σε βόρεια ιδιώματα όπως το κοζανίτικο, καθως οι μονολεκτικές γενικές του
ουδέτερου ενικού και πληθυντικού έχουν αντικατασταθεί απο περιφράσεις με την
πρόθεση απο.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε οτι αρχικά το κνά εξελίχτηκε σε *ουκνά με
βάση την έναρθρη εκφορά (του κνά> τ’ ουκνά) και σε μια επόμενη φάση το άκλιτο *ουκνά
εντάχτηκε στην κατηγορία των θηλυκών λόγω του τέρματός-του.
1 Somavera 298.
/ 176 /
Ο ΤΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ-ΤΟΥ
Δ:1. Οι Göksel & Kerslake περιγράφουν λεπτομερώς τη θέση του τούρκικου τόνου
(TurkGram 26-34), διαλύοντας/παραμερίζοντας τη λανθασμένη -αλλα διαδεδομένη-
αντίληψη και φιλολογία/μυθολογία οτι όλες οι τούρκικες λέξεις τονίζονται στη λήγουσα,
κάτι που βασίζεται στο οτι ο τούρκικος τόνος όντως τείνει να βρίσκεται στην τελευταία
συλλαβή (HIPA 155).
Π.χ. μιά βασική λειτουργία του τούρκικου τόνου είναι ένας αδρομερής ετυμολογικός
διαχωρισμός, δηλαδή για να ξεχωρίσει τα μή ανατολικά δάνεια απο τα ανατολικά και το
ντόπιο υλικό: τόσο οι περισσότερες απλές τούρκικης προέλευσης, όσο και οι
περισσότερες αραβοπερσικής προέλευσης λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, ενώ οι δάνειες
λέξεις που δέν έχουν αραβοπερσική προέλευση τονίζονται στην παραλήγουσα, ακόμα κι
άν ο τόνος στη γλώσσα-πηγή βρισκόταν στη λήγουσα: π.χ. focáccia> poğáça> boğáça,
σκαμνί> iskémle, Πασκαλιά> τούρκ(κν). paskálya ''Easter'' & βουλγάρ. община [opštiná]
''δημαρχείο [town-/city-hall]''> βαλκ. τούρκ. opştúna ''δημαρχείο [belediye]'' (Dallı 187).
Επίσης, ο τόνος των οξύτονων ανεβαίνει στην παραλήγουσα για να δηλωθεί η κλητική:
π.χ. çocuklár ''(τα) παιδιά'', με κλητική Çocúklar ''Παιδιά!''.
Τα σύνθετα που αποτελούνται απο δύο ονοματικά συστατικά διατηρούν τον τόνο του
πρώτου στοιχείου: π.χ. gǘl & sú> gǘlsuyu, kará & ağáç> karáağaç, kará & dáğ>
Karádağ, kará & belá> Karábela (τούρκικο επώνυμο, απ’ όπου και το ελληνικό
Καράμπελας).
Όταν ένα επίθημα εφαρμόζεται σε μια λέξη που δέν είναι οξύτονη, τότε ο τόνος
παραμένει στην αρχική-του θέση: π.χ. Karádağ> εθνικό Karádağlι, iskémle> πληθ.
iskémleler.
Επιθήματα όπως το -lA, όπως και η κατάληξη οργανικής -(y)lA, δέν τονίζονται, καθως -
αντίθετα με άλλες καταλήξεις- ο τόνος παραμένει στην αρχική-του θέση: έτσι, π.χ. με
βάση τα kíş & túz έχουμε τα παροξύτονα παράγωγα kíşla & túzla, ενώ με βάση το sáç
σχηματίζεται ο τύπος οργανικής sáçla, σε αντίθεση με τη δοτ. saçá, την τοπ. saçtá, την
αφαιρ. saçtán κλπ.
/ 177 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:2.-3.
τούρκικου τόνου: άπανσιζ & άπανξις & άπαν.τσιους <ápansız, απουσούλα <pusúla,
(δ)γιάγμα & διάγουμας <yáğma, γκιούλτσουι <gǘlsuyu, μάξους <máhsus,
μπουγάτσια/ΚΝΕ μπουγάτσα <boğáça, ντάιμα <dáima, μπαγιάντα <payánda, τέντζιαρς
<téncere, τόκα <tóka & τούζλα <túzla.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι τουρκισμοί που τονίζονται στη λήγουσα: απανσίζ &
απανσούζ <ápansız, διαγουμάς <yáğma, γκιλτσουί <gǘlsuyu, καραγάτσ΄ <karáağaç,
Καρανταλΐς <Karádağlι, κασ΄λάς <kíşla, καστέν <kásten, κατανάς <katána, μακαράς
<makára, μαξούς <máhsus, ματαράς <matára, μουκαβάς/μακαβάς/μπακαβάς <mukávva,
μσουνταράς <musándıra, μπαγιαντάς <payánda & τουκάς <tóka.
Δ:2.2. Σε κάποιες περιπτώσεις η μεγάλη πλειοψηφία των τύπων μιας λέξης ανήκει
στην ίδια κατηγορία 1 , σε άλλες η αντιμετώπιση είναι διαφορετική ανάμεσα σε πιό
απομακρυσμένες γεωγραφικές ενότητες2 ή ακόμα και σε πιό κοντινές3, ενώ διαφορετική
αντιμετώπιση παρατηρούμε ακόμα και στο ίδιο ιδίωμα: χαρακτηριστικά είναι τα
παραδείγματα των máhsus & tóka, που στην Ίμβρο έδωσαν μάξους/μαξούς &
τόκα/τουκάς, ενώ το musándıra στον Κολινδρό Πιερίας έδωσε τόσο το ουδέτερο
μσάνταρου, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία 4 , όσο και το θηλυκό μσανταριά, που
ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, όπως θα δούμε παρακάτω (Δ:3.3.2.).
Δ:3.1. Κατα περίπτωση μπορούμε να δώσουμε ερμηνείες για την προτίμηση της μιάς
ή της άλλης λύσης: π.χ. (α) το ντάιμα κράτησε τον τόνο ακολουθώντας το πρότυπο των
πρόπαροξύτονων επιρρημάτων σε -α, (β) το karáağaç έδωσε το καραγάτσ΄ λόγω της
προσαρμογής κατα τα (παροξύτονα) ουδέτερα σε -ι, ενώ (γ) στα
τέντζιαρς/τέ(ν)τζερης/τέντζερες επετράπη να κρατήσουν τον τούρκικο τόνο ώς
πρόπαροξύτονα αρσενικά.
Επίσης, για τα παροξύτονα σε -a είναι δικαιολογημένη η προσαρμογή κατα τα
ελληνικά θηλυκά σε -α (Δ:2.1.), καθως είναι πρωτοτυπικά παροξύτονα (Δ:3.3.3.1.), αλλα,
ο κανόνας είναι η προσαρμογή-τους κατα τα οξύτονα αρσενικά σε -άς (όπως και για τα
1 π.χ. boğáça> μπουγάτσια & μπουγάτσα (πρώτη κατηγορία) και mukávva> μουκαβάς & μακαβάς & μπακαβάς (δεύτερη
κατηγορία).
2 tóka> τόκα στην Επανομή Χαλκιδικής και τουκάς στην Κοζάνη.
4 Το μσάνταρου προέρχεται απο το musándıra με ανάλυση του τύπου μσάνταρα ώς τύπου πληθυντικού (πρβλ. yonca>
/ 178 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.2.-3.
Δ:3.3.1. Ώς προς τα θηλυκά γιάκα & γιόντζια: ο Κυρανούδης (2009:124) θεωρεί οτι το
yonca είναι παροξύτονο και σ’ αυτό αποδίδει τους παροξύτονους τύπους όπως το
γιόντζια, ενώ αποδίδει τους τύπους γιοντζιάς & γιουντζιάς σε οξύτονο τύπο.
Ομως είναι ακατανόητο το οτι παρουσιάζει το yonca ώς παροξύτονο, απο τη στιγμή
που (α) δέν αναφέρει κάποια πηγή γι’ αυτό, (β) όλα τα τούρκικα λεξικά παραδίδουν το
1 Για τα πρόπαροξύτονα αρσενικά σε -ας δές π.χ. Drachman & Malikouti 908.
/ 179 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.
yonca ώς οξύτονο 1 , ενώ (γ) κι ο ίδιος καταγράφει για τη Δυτική Θράκη τους τύπους
yonca, yonce, yunce ώς οξύτονους2.
Τέλος, ακόμα κι άν μπορούσαμε να δεχτούμε τον ισχυρισμό του Κυρανούδη σάν
τεκμηριωμένο, θα ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο το να αποδώσουμε και το γιάκα σε
έναν «παροξύτονο» τύπο.
/ 180 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
Δ:3.3.3. Η ισοπέδωση των τονικών διακρίσεων της τουρκικής υπέρ του τόνου στη
λήγουσα (Δ:3.1.) συνεπάγεται οτι δέ μπορεί να ερμηνευτεί ώς αναμενόμενος ο ελληνικός
τόνος στην παραλήγουσα.
Έτσι, ο τόνος των γιάκα & γιόντζια πρέπει να αποδοθεί σε ελληνικό φαινόμενο, που
στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται οτι είναι η μετακίνηση.
4 Σε αυτό το πλεονέκτημα αναφέρεται και ο Κυρανούδης, όταν επισημαίνει οτι «στην προσαρμογή επιδρά αποφασιστικά
το φωνητικό περιβάλλον που προηγείται του τελικού φωνήεντος της τουρκικής λέξης» (Δ:3.3.2.).
5 Παπαδόπουλος 1955:13-4. Π.χ. ζεμία {ζημιά} (σελ. 42), ποδέα {ποδιά} (σελ. 43), παιδία {παιδιά} & παιδίων {παιδιών}
(σελ. 46).
/ 181 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
τύπων του kına, μαζί με το κινά, το ιμβριώτικο κ΄νά, το ναουσέικο κνά, το μακεδονικό
ουκνά και το μελενικιώτικο ικνά.
Τα οξύτονα κινά και ικνά σε σχέση με τα κίνα και ίκνα βρίσκονται πιό κοντά στο
τούρκικο kıná, αλλα κατα τους Drachman & Malikouti (908) «τα θηλυκά δείχνουν μια
ξεκάθαρη προτίμηση στον τόνο στην παραλήγουσα, ενώ τα θηλυκά με τόνο στην
πρόπαραλήγουσα ή τη λήγουσα είναι οι εξαιρέσεις2».
Έτσι, τα δισύλλαβα οξύτονα θηλυκά όπως τα κινά και ικνά για διαλέκτους όπως η ΚΝΕ
δέν ανήκουν σε μια πρωτοτυπική μορφοσυντακτική κατηγορία, δηλαδή είναι
προβληματικά ώς προς τον συνδυασμό γένους και τόνου, με αποτέλεσμα να είναι
ασταθή.
Η ανάγκη για μορφοσυντακτική σταθερότητα δικαιολογεί τη μετακίνηση σε μια
μορφολογική κατηγορία που συγκεντρώνει περισσότερα πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά
και για τα θηλυκά η κατηγορία αυτή είναι των παροξύτονων και φαίνεται οτι γι’ αυτόν τον
λόγο το κινά μεταπήδησε απο την κατηγορία των οξύτονων στην κατηγορία των
παροξύτονων θηλυκών και κατέληξε κίνα, ενώ στη Δυτική Μακεδονία το ικνά εξελίχτηκε
σε ίκνα
Δ:3.3.3.2. Μετακίνηση του τόνου φαίνεται οτι είχαμε και στο ιμβριώτικο κόντζια, που
προέρχεται απο το τούρκικο konca.
Εφόσον δέν έχουμε λόγο να υποθέσουμε οτι τα συνώνυμα ιμβριώτικα κουντζιά &
κόντζια οφείλονται σε δύο αντίστοιχα τούρκικα τονικά παρώνυμα, μπορούμε να
υποθέσουμε οτι το κόντζια οφείλεται σε εξέλιξη στο εσωτερικό του ιμβριώτικου ιδιώματος,
δηλαδή οτι είχαμε koncá> κουντζιά> κόντζια.
1 Κυρανούδης 2009:94-5.
2 [...] feminines show a clear preference for penultimate stress, while the feminine forms with antepenult stress or final
stress are the exceptions.
/ 182 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
Τα σλάβικα kora ''κόρα'', kosa ''κόσα'' & kosa ''κοτσίδα'' έδωσαν στα ελληνικά ιδιώματα
τους τύπους κουρά, κουριά, κόρα, κουσά, κουσιά, κόσα & κλόσα και είδαμε ήδη οτι τα
κουριά & κουσιά αντικαθιστούν τους αναμενόμενους οξύτονους τύπους κουρά & κουσά
(Δ:3.3.2.), ενώ το δυτικομακεδόνικο κλόσα προέρχεται απο το κόσα, πιθανώς με
παρετυμολογική επίδραση του ντόπιου ρήματος κλώθω.
Ο G. Meyer επισημαίνει οτι το κουρά αποδίδει το βουλγάρικο korá1 και μπορούμε να
συνδέσουμε τα οξύτονα κουρά, κουριά, κουσά & κουσιά με τα σλάβικα korá, kosá & kosá
και τα παροξύτονα κόρα, κόσα & κλόσα με τα kóra, kósa & kósa.
Σε κάθε σλάβικη ποικιλία τα kora, kosa & kosa τονίζονται στην ίδια συλλαβή και, άν
θεωρήσουμε οτι κάθε ελληνικό ιδίωμα δανείζεται απο μία μόνο σλάβικη ποικιλία, θα
περιμέναμε και οι ελληνικοί σλαβισμοί να τονίζονται στην ίδια συλλαβή κάθε φορά, κάτι
που αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα:
1 Die slavischen, albanischen und rumänischen Lehnworte im Neugriechischen [Neugriechischen Studien II], Wien 1894:
σελ. 34.
2 Οι σλάβικοι και οι δυτικομακεδόνικοι τύποι απο το Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.
/ 183 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
Ομως παρατηρούμε οτι σε άλλα ιδιώματα δέν έχουμε αυτήν την ομοιομορφία:
/ 184 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
ομωνυμία αυτή αποτελεί ένα βασικό δηλωτικό πρόβλημα, καθως στέκεται εμπόδιο στη
σαφή λεξ(ιλογ)ική διαφοροποίηση, δηλαδή στην ακρίβεια του γλωσσικού σημείου.
Απόδειξη για τον προβληματικό χαρακτήρα της ομωνυμίας είναι το γεγονός οτι τα
ελληνικά ιδιώματα παρουσιάζουν μιά σαφή τάση να την αποφεύγουν: οποιαδήποτε και
άν ήταν τα στάδια της εξέλιξης και όσοι απο τους τρείς τύπους κι άν επηρεάστηκαν, το
αποτέλεσμα ήταν πάντα (ή καλύτερα: σταθερά) η άρση της ομωνυμίας.
Φυσικά, η τάση αυτή δέν παίρνει μόνο τη μορφή της μετακίνησης του τόνου: π.χ. στην
περιοχή της Καρδίτσας το αναμενόμενο κουσιά2 αντικαταστάθηκε απο το κουσιάνα, με
αποτέλεσμα το αρχικό ζεύγος κουσιά1 & *κουσιά2 να αντικατασταθεί απο το κουσιά ≠
κουσιάνα, ενώ στην Κοζάνη το αναμενόμενο ζεύγος κόσα1 & *κόσα2 αντικαταστάθηκε
απο το κόσα ≠ κλόσα.
Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι η ομωνυμία δέ φαίνεται να δημιουργεί πάντα
αξεπέραστα προβλήματα, ομως σε περιπτώσεις οπου έχουμε κόσα1 & κόσα2 (π.χ.
Δυτική Μακεδονία) και κουσά1 & κουσά2 (Ρουμλούκι) έχουμε απλά πιστές (ή:
συντηρητικές) αποδόσεις της κληρονομημένης ομωνυμίας των πρότυπων σλάβικων
ποικιλιών.
Έτσι, άν στις περιπτώσεις των κουρά, ικνά (κλπ.) υπήρχε μόνο η ανάγκη για ένταξη σε
μια πρωτοτυπική κατηγορία, στην περίπτωση των kosa1 & kosa2 υπήρχε επιπλέον και η
ανάγκη για σαφή λεξική δήλωση.
Πιό πρακτικά: άν θεωρήσουμε οτι και στα ιδιώματα οπου παρατηρείται διαφορετικός
τονισμός είχαμε δανεισμό με βάση την ίδια σλάβικη ποικιλία, μπορούμε να
υποστηρίξουμε οτι οι οξύτονοι τύποι αντανακλούν το σλάβικο kosá, ενώ οι παροξύτονοι
οφείλονται σε μετακίνηση του τόνου: τα αρχικά *κουσά1 & *κουσά2 (όπως στο Ρουμλούκι)
εξελίχτηκαν σε κόσα ≠ κουσιά (Μόκρο, Πολύγυρος, Επανομή) ή κουσιά ≠ κόσα (Σλάτινα,
Δόβρανη, Πήλιο), ενώ στο Καταφύγι το κουσά που δήλωνε την ''κόσα'' διατήρησε τη
μορφή-του, με το *κουσά που δήλωνε την ''κοτσίδα'' να αντικαθίσταται απο το κόσα.
Συνυπολογίζοντας και τον τύπο για την ''κόρα'' μπορούμε να έχουμε μια πιό
ολοκληρωμένη εικόνα: έτσι π.χ. μπορούμε να υποθέσουμε για το Πήλιο οτι τα σλάβικα
korá, kosá & kosá έδωσαν αρχικά *κουρά, *κουσά & *κουσά, κατόπιν κουριά, κουσιά &
*κουσά και στο τέλος κουριά, κουσιά & κόσα.
Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τις ενδιάμεσες φάσεις για
διάφορα ιδιώματα:
/ 185 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
Σλάτινα kosá & kosá> *κουσά & *κουσά κουσιά & κόσα
Μικρόβαλτο korá & kosá> *κουρά & *κουσά κουριά & κόσα
korá, kosá & kosá> *κουρά, κουριά, κουσιά & κουριά, κουσιά &
Πήλιο
*κουσά & *κουσά *κουσά κόσα
Τσιαρπίστα korá & kosá> *κουρά & κουσά κόρα & κουσά
korá, kosá & kosá> *κουρά, κουριά, *κουσά & κουριά, κόσα &
Επανομή
*κουσά & *κουσά κουσιά κουσιά
kóra, kósa & kósa> κόρα, κόσα κόρα, κόσα & κόρα, κόσα &
Κοζάνη
& *κόσα *κ(λ)όσα κλόσα
Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται το σχήμα του Ανδριώτη (korá> κόρα) και
μπορούμε να το συμπληρώσουμε ώς korá> *κορά> κόρα, με μεγαλύτερες πιθανότητες
για ιδιώματα όπως της Δόβρανης, του Καταφυγιού και της Τσιαρπίστας.
/ 186 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
Οι ενδείξεις για μετακίνηση του τόνου ενισχύονται απο τα ιδιώματα της Ορεινής
Πιερίας, οπου την ''κοτσίδα'' δηλώνουν οι τύποι κόσια & κόσα. Ο τύπος κόσια δέ μπορεί
να οφείλεται σε εξέλιξη του συνώνυμου κόσα, καθως έτσι δέ μπορούμε να ερμηνεύσουμε
το [ś]1, αλλα προφανώς βασίστηκε σε έναν παλιότερο πιεριώτικο τύπο *κουσιά (<kosá),
είτε με μετακίνηση του τόνου (*κουσιά> κόσια), είτε με συμφυρμό του *κουσιά και του
μαρτυρημένου κόσα1.
Βέβαια, ο συμφυρμός προϋποθέτει τη συνύπαρξη των δύο τύπων υπο την ίδια
σημασία και μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι το [kuśá] στην Ορεινή Πιερία δέν
καταγράφεται με τη σημασία ''κοτσίδα'' (όπως το κόσα), αλλα με τη σημασία ''κόσα''· έτσι,
δέ μπορούμε να τεκμηριώσουμε τη συνύπαρξη των τύπων *κουσιά & κόσα και συνεπώς
ούτε τον συμφυρμό.
Άν συνυπολογίσουμε και τους τύπους για την ''κόρα'' και την ''κόσα'', που είναι
οξύτονοι (κουριά & κουσιά), καταλαβαίνουμε οτι για την Ορεινή Πιερία παρουσιάζεται
ακόμα πιθανότερο το ενδεχόμενο του δανεισμού με βάση σλάβικες ποικιλίες που τόνιζαν
τις λέξεις στη λήγουσα κι έτσι μπορούμε να προτείνουμε την παρακάτω αποκατάσταση
για τα συγκεκριμένα ιδιώματα:
*κουσιά2α κόσια2α
2 2
kosá ''κοτσίδα'' *κουσά
*κουσά2β κόσα2β
Δ:3.3.3.4. Αλλα και πέρα απο τους σλαβισμούς (και ιδιαίτερα την περίπτωση του
κόσια), πρέπει να παρατηρήσουμε οτι μετακίνηση του τόνου, με διατήρηση μάλιστα του
ουρανικού στοιχείου έχουμε και σε κληρονομημένες ελληνικές λέξεις, καθως αρχαία σε -
(ε)ία αρχικά τράπηκαν σε οξύτονα λόγω της συνίζησης, αλλα τελικά επανεντάχτηκαν
1 Θα μπορούσε βέβαια ο τύπος [kóśa] να οφείλεται σε επανανάλυση ενός πληθυντικού *kóśis, αυτό ομως σε ιδιώματα
όπως της Κοζάνης και όχι στην Ορεινή Πιερία, οπου οι πληθυντικοί των τύπων κόσια & κόσα δέ συγχέονται, αφού δέν
έχουμε ουράνωση του /s/ πρίν απο /e/ (πρβλ. σεβαίνω-σέβηκα> [sivénu]-[séfka]: Γλ. Πιερ. «σιβαίνου») κι έτσι το [kósa]
έχει πληθυντικό [kósis].
/ 187 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.
στην κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών σε -α: π.χ. αρχ. ἑρμηνεία> υστβυζ.
ερμηνειά> υστβυζ. ερμήνεια, αρχ. ἀρρωστία> υστβυζ. αρρωστιά> ΚΝΕ αρρώστια, αρχ.
ὀρφανία> ορφανιά 2 > ΚΝΕ ορφάνια, παρηγορία> παρηγουργιά (Γλ.Μπουντ. 98)>
παρηγόργια (Γλ.Μπουντ. 98), ταλαιπωρία> *ταλαιπωριά> ταλαιπώρια, τυραννία>
*τυραννιά> τυράννια, Ουρανία> *(Ου)ρανιά> Ράνια κλπ.
Επίσης, μετακίνηση του τόνου φαίνεται οτι έχουμε και στη λέξη για την ''ουρά'', καθως
το διαλεκτικό νουρά στο χωριό Μοσχοπόταμος της Ορεινής Πιερίας απαντά και ώς
νούρα (Γλ.Πιερ.).
Για τους ίδιους λόγους, στα κοζανίτικα, στην Ορεινή Πιερία και σε άλλα ιδιώματα στην
κατηγορία των παροξύτονων μεταπηδούν και πρόπαροξύτονα θηλυκά: π.χ. μέλισσα>
μιλίσσα, όρνιθα> ουρνίθα> αρνίθα, πέρδικα> πιρδίκα (ΛΚΙ, Γλ.Πιερ.).
Έτσι, έχουμε λόγους να πιστεύουμε οτι τα yaká & yoncá έδωσαν αρχικά στη Δυτική
Μακεδονία τα οξύτονα θηλυκά *γιακά3 & *γιουντζιά4, που μετακινήθηκαν στην κατηγορία
των παροξύτονων θηλυκών, με αποτέλεσμα σήμερα να καταγράφονται ώς γιάκα &
γιόντζια.
Με τον ίδιο τρόπο είδαμε οτι μπορούμε να ερμηνεύσουμε και λέξεις όπως το
ιμβριώτικο κόντζια (<κουντζιά <koncá), το αργκοτικό τσαμπούκα (<*(τ)σαμπουκά (η)
<τούρκ. sabıká, απ’ όπου και το τσαμπουκάς)5, αλλα και το ΚΝΕ σούφρα (<* (<*σουφρά
<sufrá), καθως η λατινική ετυμολογία που προτείνει ο G. Meyer6 δέν είναι βέβαιη7.
Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι, όπως και στις περιπτώσεις των κινά/κ΄νά,
ουκνά & ικνά, κάποιοι οξύτονοι θηλυκοί τουρκισμοί διατήρησαν τον ετυμολογικό-τους
τόνο, όχι μόνο σε διαλέκτους όπως τα ποντιακά (Δ:3.3.2.), αλλα και σε διαλέκτους που
γενικά προτιμούν τα οξύτονα αρσενικά ή τη μετακίνηση του τόνου: π.χ. okká> ΚΝΕ οκά &
ουκά (Κοζάνη), yará> γιαρά> γιρά (Κάρπαθος & Ίμβρος) & koncá> κουντζιά (Ίμβρος).
1 όπως π.χ. στην περίπτωση της γενικής του ένας: ενός> ενού και κατόπιν ενός-ενού> ενούς (δές ΜΝΕ 2:15-16).
2 Somavera 300.
3 όπως στα ποντιακά (Δ:3.3.2.).
5 Τους (μαρτυρημένους) τύπους εξετάζει ο Κυρανούδης (2009:445), που θεωρεί οτι ο τόνος του τσαμπούκα «μαρτυρεί»
την παρετυμολογική επίδραση του οξύτονου çabúk, χωρίς ομως να έχει εξετάσει -και επομένως χωρίς να αποκλείσει-
την πιθανότητα συμμόρφωσης με την πρωτοτυπική κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών (όπως προτείνεται εδώ),
ενώ την ίδια παρετυμολογική επίδραση υποθέτει και για το τσαμπουκάς, οπου ο τόνος του çabúk δέ φαίνεται να παίζει
ρόλο.
6 Die lateinischen Lehnworte im Neugriechischen, Wien 1895 [Neugriechischen Studien III]: σελ. 62.
/ 188 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.4.-5.
Δ:3.3.5. Το οτι τα kına, yaka & yonca προσαρμόστηκαν στη Δυτική Μακεδονία σά
θηλυκά, σημαίνει οτι τα αρσενικά σε -άς δέν ήταν πάντα η προφανής επιλογή για τα
άψυχα σε -a. Ποιό ήταν ομως το πλεονέκτημα των θηλυκών σε -ά σε σχέση με τα
αρσενικά σε -άς;
Πέρα απο την αναλογική πίεση που δέχονται απο τα θηλυκά σε -ιά (Δ:3.3.2.) και σε -α
(Δ:3.3.3.), τα θηλυκά σε -ά με καθαρά φωνητικούς όρους αποτελούν έναν πολύ πιό
κατάλληλο απο τα αρσενικά σε -άς υποψήφιο για μια πιστή φωνητική απόδοση των
τούρκικων άψυχων σε -á: όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:94), «[το θηλυκό γένος]
θα ήταν μια πιό οικονομική λύση για τη γλώσσα, εφόσον δέ θα χρειαζόταν η προσθήκη
του -ς στην ονομαστική ενικού».
Στο πνεύμα της παρατήρησης του Κυρανούδη, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι τα
θηλυκά είχαν το πλεονέκτημα οτι δέ χρειάζονται ούτε την προσθήκη του τελικού ν της
αιτιατικής: όπως στην ΚΝΕ, έτσι και σε ιδιώματα όπως του Τίρναβου Λάρισας3 και της
Κοζάνης το -ν έχει χαθεί απο τα θηλυκά, με αποτέλεσμα την πλήρη εξομοίωση της
αιτιατικής με την ονομαστική και την κλητική· χαρακτηριστικό είναι οτι το -ν του αυτήν έχει
σταματήσει πιά να δηλώνει την αιτιατική κι έτσι στην Κοζάνη επεκτάθηκε αναλογικά στην
ονομαστική, π.χ. αυτήν η μάνα-σ’.
Αντίθετα, το -ν διατηρείται στα αρσενικά ώς απαραίτητο στοιχείο για τη δήλωση της
αιτιατικής. Στην ΚΝΕ διατηρείται στα καθαρά γραμματικά στοιχεία 4 , ενώ σε ιδιώματα
όπως της Κοζάνης και σε άλλες θέσεις: το κοζανίτικο αρσενικό ουσιαστικό διατηρεί ώς
/ 189 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.5.
4 Κυρανούδης 2009:84.
/ 190 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.6.-7.
Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το -ν είναι ένα επιπλέον στοιχείο που στη Δυτική
Μακεδονία καθιστά ακόμα και σήμερα φωνητικά οικονομικότερη την επιλογή της
κατηγορίας των θηλυκών σε -ά.
Δ:3.3.6. Μπορούμε τέλος να προσθέσουμε οτι στην περίπτωση του tarhana αφενός
για λόγους οικονομίας και αφετέρου για να αποφευχθεί η ασταθής λύση του θηλυκού, στα
κοζανίτικα είχαμε προσαρμογή ώς ουδέτερο πληθυντικού: ο πληθυντικός ουδετέρου είναι
μονοπτωτισμένος κι έτσι, επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητα στο τούρκικο
πρότυπο, όταν σε φράσεις του τύπου φκιάνου + αιτιατική στα κοζανίτικα έχουμε τα
φκιάσου τραχανά, αντί για τα φκιάσου τραχανάν.
Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα πιθανώς επηρεάστηκε και
απο λέξεις της ίδιας σημασιολογικής κατηγορίας, όπως το πέτουρα ''χυλοπίτες''1.
1 πρβλ. π.χ. το χωρίο: ‘Ν ίδια ‘ν ιπουχή, που του γάλα ήταν πουλύ κι παχύ, ζιούμουνιν τα τραχανά κι τα πέτουρα. (Θ.
Κουζιάκη, Κουζανιώτκα μασλάτια, Κοζάνη 2008: σελ. 69).
/ 191 /
ΛΗΜΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Οι δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί και η ετυμολογία-τους
Για τις παραπομπές δείτε Α:2.2. (Γενική εισαγωγή), ενώ για τα χωρία οπου συζητιούνται
τα διάφορα ζητήματα και προβλήματα της ετυμολόγησης του κάθε τύπου μπορείτε να
χρησιμοποιήσετε τα Ευρετήρια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
αβζάτ΄ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης αβζάτ΄ [avzát΄] ''ποσότητα μπαρουτιού για τα
εμπροσθογεμή όπλα (γόμωση) ή τις ανατινάξεις στα λατομεία'' (Γλ.Καταφ. 74). Στην
Κάρπ. α(β)ιντζέττον & αβουτζέττον ''το σκαφιδωτό σημείο του πίσω μέρους των παλιών
εμπροσθογεμών όπλων, οπου έβαζαν το μπαρούτι και γινόταν η ανάφλεξη με τη βοήθεια
του τσακμακιού''.
αβζάτ΄ <*αβζότ΄ <βαλκ. τούρκ. *avızotu ή *avuzotu = τούρκ(κν). ağızotu ''γόμωση
μπαρουτιού [priming, primer (of a gun)]'', πρβλ. το βαλκ. τούρκδ. avuz ''ağız'' [Binbirdirek
-İstanbul] και το τούρκδ. avız ''ağız'' (<ağız: Clauson 98, Eren «ağız1», ΕτυμTietze «ağız
I», Nişanyan 2009 «ağız», Κυρανούδης 2009:209-10)
αβλαγάς [avlaγás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ελεύθερος χώρος, αδόμητο οικόπεδο, αλάνα''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ''χωράφι μέσα και γύρω απ’ τον οικισμό, περιφραγμένο με ξερολιθιά''
(Γλ.Γαλατ. 254). Στη Σιάτιστα Κοζάνης ''μεγάλο και εύφορο χωράφι κοντά στο σπίτι''
(Γλ.Σιάτ. «αυλ.»). Στην Ανασελίτσα ''μεγάλο, εύφορο χωράφι κοντά στην αυλή του
σπιτιού'' (Γλ.Ανασελ. «αυλ.»). Στη Δόβρανη Γρεβενών ''χωράφι πολύ κοντά στο σπίτι,
πολλές φορές πλάι στην αυλή'' (Γλ.Δόβρ. «αυλ.»). Στο Μόκρο Κοζάνης ''εύφορο
χωράφι κοντά στο χωριό'' (Γλ.Μόκρ. «αυλ.»). Στη Σέλτσα Κοζάνης ''οικόπεδο ή χωράφι,
μέσα ή κοντά στο χωριό'' (Γλ.Σέλ2. «αβλ.»).
<τούρκδ. avlağa ''αυλή, μικρός σπιτικός κήπος [avlu, evlerin küçük bahçesi]''
αβτζής (ουσ.) : Στην Κοζ. [av΄dźís] ''κυνηγός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [avdźís] ''κυνηγός''.
Στην Ανασελ. ''κυνηγός''.
<τούρκ(κν). avcı ''hunter, huntsman''
αγζότ΄ (ουσ.) : Στην Ίμβρο αγζότ΄ [aγzót΄] ''μικρή ποσότητα μπαρούτι που έρχεται σ’
επαφή με το καψούλι για να πυροδοτήσει τη γέμιση του τουφεκιού'' (Ξεινός 23, Γλ.Ίμβρ.).
/ 192 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α
Στη Δόβρ. Γρεβενών γκζότ’ [gzót] = 1) το μπαρούτι που έβαζαν παλιότερα στα
οπισθογεμή όπλα για να πάρει φωτιά, 2) παρότρυνση, «παροξυσμός». Στην Κοζ. γκζότ΄
[gzót΄] ''απορρυπαντικό πιάτων, υγρό πιάτων''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης γκζότσ΄ [gzóć]
''έναυσμα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67) / ''προσάναμμα, προθέρμανση, ξεκίνημα''
(Γλ.Σιάτ.).
τούρκ(κν). ağız ''η μπούκα, το στόμιο ενός πυροβόλου όπλου [muzzle (of a gun)]'' +
τούρκ(κν). ot ''χορτάρι [(a) wild grass; herb]''> τούρκ(κν). ağızotu ''γόμωση μπαρουτιού
[priming, primer (of a gun)]''> (α) αλβ(ερ). agzot ''ψιλό μπαρούτι για εμπροσθογεμές όπλο
[barut i imët, që vihej në bubëzën e armëve me strall]'', (β) αγζότ΄, γκζότ΄, γκζότσ΄.
αλάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Σιάτ. Κοζάνης [aláń] ''ανοιχτός χώρος: αλάνα''. Στη Λόσν.
Καστοριάς [alán] ''μέρος επίπεδο και ανοιχτό''.
<τούρκ(κν). alan ''ανοιχτός χώρος: αλάνα [open place, open field]''
αλατζιάς Ι [aladźás], αλατζιά [aladźá] (ουσ.) : Στην Κοζ. αλατζιάς ''γερό ύφασμα σάν τα
τζίν (με πλέξη καρό), με το οποίο έφτιαχναν εργατικά ρούχα'', αλατζιάδις ''χοντροκομμένα
ρούχα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης αλατζιάς ''βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας,
που το αγόραζαν, δέν το ύφαιναν'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989β:73). Στο Μικρό
Κεφαλόβρυσο Τρικάλων αλατζιά ''είδος αγοραστού υφάσματος, με το οποίο έφτιαχναν
ένα είδος γυναικείου πανωφοριού ή τόβαζαν για φόδρα σε σακάκια απο χοντρό ύφασμα''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1991:131, 132, 134).
<τούρκδ. alaca ''εγχώριο, υφασμένο στον αργαλειό, πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα
[yerlilerin el tezgâhlarında dokudukları renkli pamuklu bez]''
/ 193 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α
''σιδερένιο έλασμα που καρφώνεται στα τακούνια για να τα προστατεύει απ’ τη φθορά
[aşınmasını önlemek için ayakkabıların ökçelerine çakılan demir]'' <πέρσ. nä‘lče ~
nä‘lčä1 ''προστατευτικό του τακουνιού [heel-plate or tip]'' (Steingass 1412, Junker-Alavi
808, Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «nalça», Škaljić «nalča», Skok «nalbanta», Dizdari
«nallçë», BER «налче») <αραβ. & πέρσ. nä‘l ''a shoe, sandal, or anything which defends
the feet of a man or beast; a horse-shoe'' (Steingass 1411, Junker-Alavi 808) + υπκρ.
επίθμ. -če ~ -čä (Steingass 403, ΟθωμΛεξ «-çе 2», Eren & Nişanyan 2009 «bahçe»,
ΕτυμTietze «bağçe»)
αμπάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ambáŕ] = 1) σιταποθήκη, σιλό, 2) σεντούκι με επίπεδο καπάκι
για το αλεύρι. Στη Λόσν. Καστοριάς [ambár] ''αποθήκη δημητριακών''.
<τούρκ(κν). ambar ''χώρος αποθήκευσης δημητριακών: σιταποθήκη/σιλό ή υπόγειο
[granary; grain bin; grain cellar]''
αμπατζιάς=> μπατζιάς
ανάμ’=> νάμ’
αντέτ’, ατζέτσ΄ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης αντέτ’ ''συνήθεια, έθιμο''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
αντέτ’ [adét] ''έθιμο, συνήθεια''. Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 34)
αντέτ΄ [ad΄ét΄] ''έθιμο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ατζέτσ΄ [adźéć] ''έθιμο''.
<τούρκ(κν). âdet ''έθιμο [custom, usage, practice]'' (<αραβ. & πέρσ. ādät ~ ‘ādät
''custom, mode, manner, habit, usage, rite, observation; practice; nature,
disposition/Gewohnheit; Eigenschaft; Brauch; Herkommen; Sitte; Ritus'' (Steingass 829,
Junker-Alavi 503): ΕτυμTietze «âdet Ι», Nişanyan 2009 «âdet2», Škaljić & Skok & Dizdari
«adet», BER «адет»)
αντιρί [ańd΄iŕí] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μακρύ μπλέ ρούχο (σά ράσο, σά ρόμπα) που το
φορούσαν και μέσα κι έξω απ’ το σπίτι άντρες και παιδιά''.
<βαλκ. τούρκ. anteri = 1) [kadın] üste giyilen, kollu, gömleği andıran bir giysi türüdür, 2)
[erkek] genellikle siyah renk kumaştan biçilen, astarlı ve kollu, üste giyilen bir entaridir
(Dallı 21, 35, 38) = τούρκ(οθ). anteri, ποικιλία του τούρκ(κν). entari = 1) κελεμπία [loose
robe worn by Arab men], 2) μακριά αντρική νυχτικιά [nightshirt] (πρβλ. αλβαν. anteri = 1)
/ 194 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α
αούτσ’ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης αούτσ΄ [aúć] ''καρότο''. Στη Βέρ. Ημαθίας αούτσ’
''καρότο''.
πέρσ. *hävidž ~ hävīdž ''pot-herbs, seasonings'' (Steingass 434, Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu & Doğan «havuç»)> οθωμ. haviç = 1) herbs eaten as a condiment with bread,
2) καρότο [the carrot] (Redhouse 813)> (1) τούρκδ. heviç ''havuç'', (2) *havıç> τούρκ(κν).
havuç (αιτ./κτητ. havucu) ''carrot''> βουλγκ. авуч {avúč} & ауч {aúč} ''καρότο [морков]''.
απανσΐζ, άπανσιζ, απανσίζ (επίρ.) : Στην Κοζ. απανσΐζ [apansẃz] & άπανσΐζ [ápansẃz]
''ξαφνικά''. Στη Λόσν. Καστοριάς και την Ανασελ. άπανσιζ [ápansiz] ''ξαφνικά''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών απανσίζ [apansíz] ''ξαφνικά''. Στη Σιάτ. Κοζάνης απανσίζ [apanśís]
''ξαφνικά''. Στη Σέλ. Κοζάνης άπανξις ''ξαφνικά''. Στον Κολ. Πιερίας και τα Βασιλ.
Χαλκιδικής απανσούζ [apansúz] ''ξαφνικά''. Στη Βέρ. Ημαθίας άπανσ’ς ''ξαφνικά''. Στον
Τίρναβο Λάρισας άπαν.τσιους [ápanćus] ''ξαφνικά'' (Γλ.Τίρν. 13).
<τούρκ(κν). apansız {ápanswz} ''ξαφνικά [very unexpectedly, without warning, all of a
sudden, suddenly]''
απόιρας [apójras] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ορμητικά νερά μετά τη βροχή: χείμαρρος''.
βοριάς> *foryas> (1) foryaz ''ψυχρός βορειοανατολικός άνεμος [kuzey-doğundan esen
soğuk rüzgâr]'' (ΕτυμTietze 3:112), (2) poryaz ''βοριάς [kuzey rüzgâr]'' (ΕτυμTietze)>
boryaz & boyraz ''βορειοανατολικός άνεμος [poyraz]'' (ΕτυμTietze), (3) οθωμ. boyraz &
boyras & poyras ''βοριάς [λατ. boreas, borealis ventus, γερμ. der Nordwind]'' (Meninski
949)> τούρκ(κν). poyraz ''βορειοανατολικός άνεμος [northeast wind]''.
αργκαβανιά=> γιουργουβανιά
/ 195 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α
αργκιλές=> χιργκιλές
αρμάν΄=> ουρμάν΄
αρνέκ΄=> ουρνέκ΄
αρπαλίκ΄, αρπαλούκ΄ (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς αρπαλίκ΄ [arpalíḱ] «οι κοπτήρες των
φορτηγών ζώων απ’ τους οποίους υπολογίζουν την ηλικία τους». Στο Φαν. Καρδίτσας
αρπαλίκ΄ ''σκυλόδοντο, κυνόδοντας, απ’ τον οποίο ο ζωέμπορας υπολογίζει την ηλικία
του αλόγου''. Στη Νάουσ. Ημαθίας αρπαλίκι ''ονομασία ενός απο τα δόντια του αλόγου''.
Στην Πιερ. αρπαλούκ΄ [arpalúḱ] = 1) η κεντρική ρίζα του δέντρου, 2) η ρίζα του δοντιού,
3) [πληθ.] τα δυό μεγάλα απάνω και πίσω δόντια των ζώων, που τους τα σπάζουν για να
μπορούν να μασήσουν, 4) παλούκι ή άλλο στήριγμα δέντρου. Στο Μόκρο Κοζάνης
τραπαλούκ΄ [trapalúḱ] ''φρονιμίτης'' (Γλ.Μόκρ.).
<οθωμ. arpalık ''the mark on the cutting surface of a young horse’s nippers, by which his
age can be known, but wears away with old age'' (Redhouse 60)
ασλάν΄ [asláń] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) λιοντάρι, 2) μτφ. άξιος, γενναίος άνθρωπος.
<τούρκ(κν). aslan = 1) λιοντάρι [lion], 2) γενναίος άντρας [brave man, plucky person]
αστάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 42, Μαργαρίτη-Ρόγκα
1989:74, 77) [astáŕ] ''φόδρα''. Στην Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών [astár] ''φόδρα''.
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [astár] = 1) κατώτερο πανί που συνήθ. το χρησιμοποιούν για
φόδρα, 2) φόδρα (Γλ.Λόσν. 343). Στο Βελβ. Κοζάνης [astáŕ] ''κατώτερο πανί που
συνήθ. το χρησιμοποιούν για φόδρα''.
<τούρκ(κν). astar ''φόδρα [lining]''
ατζέτσ΄=> αντέτ΄
ατζιάκ΄=> ουτζιάκ΄ Ι
αφχιόν΄ [af΄x΄óń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''υπνωτικό για να καλμάρουν τα πολύ ζωηρά άλογα''.
<τούρκ(κν). afyon ''όπιο [opium]''
αχμάκ’ς (επθ.) : Στη Σιάτιστα Κοζάνης [axmáḱs] ''αφελής, όχι πονηρός'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:25, Γλ.Σιάτ.). Στην Ανασελ. αχμάκ(η)ς [axmáḱs] ''κουτός, ηλίθιος''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών [axmáḱs] ''άνθρωπος κουτός''. Στην Κοζ. [axmáks] ''αγαθός,
αγαθιάρης, μπουνταλάς, αφελής, εύπιστος''.
<τούρκ(κν). ahmak ''fool, idiot''
αχούρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 45, 82) αχούρ΄ [axúŕ]
''στάβλος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης αχούρ’ [axúŗ] «στάβλος, αχούρι». Στη Λόσνιτσα
Καστοριάς (Γλ.Λόσν. 343) και τη Δόβρ. Γρεβενών αχούρ’ [axúr] ''στάβλος''. Στην
Ανασελ. αχούρ’ «ο στάβλος, κάθε ακάθαρτος τόπος».
/ 196 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Β-Γ
βακΐτ΄ μισ΄μέρ΄ [vakẃt΄ ḿiśḿéŕ] (περίφρ.) : στην Κοζ. ''το χρονικό διάστημα μεταξύ 12.00
και 1.00 το μεσημέρι''.
τούρκ(κν). vakit (αιτ./κτητ. vakti) = 1) time, 2) η κατάλληλη ώρα [the right time, the time
(for doing something)]> οθωμ. vakıt = 1) time («χρόνος»), 2) a space or point of time
(«καιρός, ώρα»); also a season («εποχή»), 3) means, ability («ευκαιρία, άνεσις,
ευπορία») (Redhouse 2144, Χλωρός 1947) = βαλκ. τούρκ. vakıt ''vakit/Zeit/temps''
(Kakuk 1961:385, Kakuk 1972:282, Dallı 191, Kalay 28, 179 [24:80, 87, 101], 227
[36:37], Eckmann 1962β:127, Elçin 250)> (α) βουλγ(τρ). вакът {vakắt} ''time/време'', (β)
πομάκ. вакът [vakắt] = 1) στιγμή, 2) εποχή, 3) χρονικό σημείο, 4) χρόνος (ΠομΛεξ 41),
(γ) ΒΣΜ вакат {vakat} ''time'', (δ) σερβοκροάτ. вакат / vakat ''time, period'', (δ) κοζ. βακΐτ΄
μισ΄μέρ΄ (κππ. μερικό μτφρδ. ενός βαλκ. τούρκ. *öğle vaktı ''μεσημέρι'' = öğle vakti
''μεσημέρι'' (ΛΤ:Ε «öğle», Robert Avery, Serap Bezmez, Anna G. Edmonds, Mehlika
Yaylalı, İngilizce-Türkçe Redhouse sözlüğü / The Redhouse English-Turkish dictionary,
İstanbul 200740: λήμμα «noon») <τούρκ(κν). öğle ''noon, midday'' + κτητ. vakti).
γιάγμα [γ΄áγma]> δγιάγμα [δγ΄áγma], γιάμα [γ΄áma] (ουσ.) : Στη Σέλτσα Κοζάνης γιάγμα
(το) ''αρπαγή, λεηλασία'' στην έκφρ. φκιάνου γιάγμα {Οι κλέφτις έφκιασαν γιάγμα του
σπίτ΄.} (Γλ.Σέλ2. 92). Στη Βέρ. Ημαθίας γιάγμα (το) «σάρωμα». Στα Νταρνακοχ.
Σερρών γιάμα = 1) κατάληψη, αυθαίρετη κατάκτηση, 2) πέταμα χρημάτων απ’ το νονό
στην εκκλησία. Στο Μελέν. της ΝΔ. Βουλγαρίας γιάμα (το) ''λεηλασία'' Έκφρ: κάνου
γιάμα = λεηλατώ, αρπάζω. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς δγιάγμα (το) ''γρήγορη αρπαγή''
Έκφρ: δγιάγμα τόκαμαν = τ’ άρπαξαν, το πήραν γρήγορα (Γλ.Λόσν. 345).
τούρκ(κν). yağma {jáγma} ''λεηλασία, πλιάτσικο [looting, plundering, sacking, pillaging]''>
(α) βαλκ. τούρκ. yama {jáma} ''λεηλασία'' (Κυρανούδης 1998:132), (β) βουλγδ. яма
{jáma} & ягма {jagmá} ''κέρδος αποκτημένο άδικα, χωρίς δουλειά και χωρίς πληρωμή
[облага, получена незаслужено без труд и без заплащане], λεηλασία, πλιάτσικο
[грабеж]'', (γ) υστβυζ. διαγουμάς & διάγουμας = 1) λάφυρα, 2) λεηλασία, (δ) τούρκ(κν).
yağma etmek ''λεηλατώ, κάνω πλιάτσικο [to loot, plunder, sack, pillage]''> κά(μ)νου
(δ)γιά(γ)μα.
γιάκα (ουσ.) : Στο Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:94), την Εράτυρα (Σέλτσα)
Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιακάς») και τον Πεντάλοφο Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιακάς») γιάκα (η)
[γ΄áka] ''γιακάς''. Στον Πόντ. γιακά (η) [γ΄aká] ''γιακάς''.
<τούρκ(κν). yaka ''collar''
γιάμα=> γιάγμα
/ 197 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
γιαράς (ο) [yarás]> γιράς (ο) [yirás], γιαρά (η) [yará]> γιρά (η) [yirá] (ουσ.) : Στον Κολ.
Πιερίας, τη Βέρ. Ημαθίας και τα Γιάν. γιαράς ''πληγή''. Στη Σέλτσα Κοζάνης (Γλ.Σέλ1.
«γηράς»), τη Γκόμπλιτσα Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 258), το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας
1988:81, Τσιανάκας 2000:87, 169), το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 104) και τη Δόβρ.
Γρεβενών γιράς ''πληγή''. Στην Κοζ. γιράς ''είδος πληγής''. Στην Κάρπ. γιαράς (ο) &
γιαρά (η) ''πληγή''. Στην Ίμβρο γιαρά & γιρά ''πληγή'' (Ξεινός 53, Γλ.Ίμβρ.). Στον Πόντ.
γερά (η) & γιαρά (η) ''πληγή''.
<τούρκ(κν). yara ''wound'' (<τούρκ(κν). yarmak ''to split; to split (something) in two; to
split (something) down the middle; to cleave, rend; to slit'': TurkGram 52, Nişanyan 2009
«yara»)
γίκνα=> κνά
γιλέκ΄, ιλέκ΄ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης γιλέκ΄ [γ΄il΄éḱ] ''είδος μακριού μάλλινου
πανωφοριού'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:74). Στη Λόσν. Καστοριάς γιλέκ΄ [γ΄iléḱ] & ιλέκ΄
[iléḱ] ''φόρεμα απο χοντρό, ντόπιο, μάλλινο ύφασμα''. Στην Κοζ. ιλέκ΄ [il΄éḱ] ''γιλέκο''.
τούρκ(κν). yelek ''γιλέκο [vest, βρετ. waistcoat]''> (α) αλβαν. jelek ''waistcoat, vest,
jerkin'', (β) βαλκ. τούρκ. elek ''γιλέκο'' (Κυρανούδης 1995:31), (γ) βουλγάρ. елек {elék}
''(sleeveless) jacket; bodice'', (δ) ΒΣΜ елек {élek} ''waistcoat, vest'', (ε) σερβοκροάτ.
јелек / jelek ''είδος κεντητού αμάνικου πανωφοριού [(a type of) sleeveless embroidered
jacket]''.
γιλιάτσ΄=> ιλιάτσ΄
γιμίσ΄, ιμίσ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς γιμίσ΄ (το) [γ΄imíš] & ιμίσ΄ (το) [imíš] ''φρούτο''.
Στη Γαλατινή Κοζάνης ιμίσια (τα) [imíša] ''κεράσματα'' (Γλ.Γαλατ. 259).
τούρκ(κν). yemiş ''(φρέσκο) φρούτο [(a) fresh fruit]''> (α) βουλγκ. емиш {emíš} ''φρούτα
[плодове, овощия]'', (β) ΒΣΜ емиш {emiš} ''fruit''.
γιντζές=> γιουντζές
/ 198 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
γιόντζια [γ΄óndźa] (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης γιόντζια (η) ''τριφύλλι''. Στη Λόσνιτσα
Καστοριάς γιόντζια (η) ''είδος τριφύλλι που ποτίζεται συχνά και θερίζεται πολλές φορές''
(Γλ.Λόσν. 320). Στη Σιάτιστα Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιοντζάς») και τη Γαλατινή Κοζάνης
(Γλ.Γαλατ. 265) λιόντζια (η) [l΄óńdźa] ''τριφύλλι''. Στο Βογατσικό Καστοριάς λόντζια (η)
''τριφύλλι'' (ΙΛΝΕ «γιοντζάς»). Στην Ανασελίτσα (Βόιο) λόντζια (η) ''τριφύλλι'' (Γλ.Γαλατ.
265). Στη Σέλ. Κοζάνης λόντζια (η) «τριφύλλι και μηδική». Στα Φλογητά Καππαδοκίας
γιοντζιά (η) [γ΄ondźá] ''τριφύλλι'' (ΙΛΝΕ «γιοντζάς»).
τούρκ(κν). yonca ''τριφύλλι [clover, trefoil]''> (α) σερβοκρ(τρ). јонџа / jondža ''τριφύλλι
[djetelina]'', (β) τούρκ(κν). kabayonca {kabájondža} ''Medicago sativa''> (1) αλβαν. jonxhë
''Medicago sativa'', (2) βουλγ(ετ). йонджа {jóndža} ''Medicago sativa''.
γιουμπρίκ΄, ιουμπρίκ΄ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης γιουμπρίκ΄ ''χάλκινο δοχείο νερού''. Στη
Λόσν. Καστοριάς γιουμπρίκ΄ [γ΄ubríḱ] «ιμπρίκι». Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
γιουμπρίκι [γ΄ubríḱi] ''κανάτι για να πλένονται''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιουμπρίκ΄ [jubríḱ]
''χάλκινο δοχείο για το πρωινό πλύσιμο''.
οθωμ. ibrik ''ψηλή μεταλλική ή πήλινη κανάτα με χερούλι και μακρύ στόμιο, που
χρησιμοπούν για να χύνουν νερό κατα το πλύσιμο κλπ. [a tall vessel with a handle and
long spout, used for pouring water in ablutions, etc., of metal or earthenware], κανάτα [an
ewer], σκεύος βρασμού του τσαγιού ή του καφέ [teapot, coffeepot], σκεύος με καπάκι,
χερούλι και στόμιο για το βράσιμο του νερού [kettle]'' (Redhouse 12)> (α) αλβαν. ibrik
''τσαγερό [teakettle]'', (β) βουλγ(ετ). ибрик {ibrík} ''πήλινο ή χάλκινο δοχείο για να χύνουν
νερό κατα την ώρα του πλυσίματος [глинен или меден съд за поливане вода при
миене]'', (γ) ΒΣΜ ибрик {íbrik} ''(χάλκινο) σκεύος με καπάκι, χερούλι και στόμιο για το
βράσιμο του νερού [(copper) kettle]'', (δ) σερβοκροάτ. ибрик / ibrik ''χάλκινο δοχείο νερού
με καπάκι και στενό λαιμό [copper, narrow-necked vessel, with a cover used as a
waterpot]'', (ε) ρουμάν. ibric {ibrík} ''μεταλλικό δοχείο νερού ανατολίτικου σχήματος,
συνήθ. με μακρύ στόμιο εκροής [metallene Wasserkanne von orientalischer Form,
gewöhnlich mit langer Ausflußöhre]''.
γιουντζές (ουσ.) : Στα Στεφανινά Θεσ/νίκης (Κατσάνης 1993:106) και την Τσιαρπ.
Σερρών γιουντζές ''τριφύλλι''. Στην Πιερ. γιουντζές [γ΄undzés] ''άγριο τριφύλλι κατάλληλο
για ζωοτροφή''. Στην Κοζ. γιουντζές [γ΄uńdźés] & γιντζές [γ΄ińdźés] & ιντζές [ińdźés]
''τριφύλλι''. Στην Κάλ. Κοζάνης γιντζές [γ΄ińdźés] ''τριφύλλι'' (Χριστοδούλου 2012:150).
Στο Βελβεντό Κοζάνης γιντζές «είδος τριφυλλιού» (Γλ.Καλινδ. 417, Τσιανάκας
2000:82).
ιντζές <γιντζές <γιουντζές <βαλκ. τούρκ. yonce ή yunce ''τριφύλλι'' (Κυρανούδης
1998:123, 133), πρβλ. βουλγ(ετ). йондже {jóndže} ''Medicago sativa''
γιουργάν’, ιουργάν΄, γιουργκάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. την Πιερ. και το Σουφλί Έβρου
(Κυρανούδης 1995:27) γιουργάν΄ [γ΄urγáń] ''πάπλωμα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη
Δόβρ. Γρεβενών γιουργάν’ [γ΄urγán] ''πάπλωμα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Γαλατινή
Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 260) ιουργάν΄ [jurγáń] ''πάπλωμα''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης και τα
Νταρνακοχ. Σερρών γιουργκάν΄ [γ΄urgáń] ''πάπλωμα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας γιουργκάνι
''πάπλωμα''.
<τούρκ(κν). yorgan ''πάπλωμα [quilt]''
γιουργουβανιά (ουσ.) : Στην Κοζ. γιουργουβάν΄ [γ΄urγuváń] ''το άνθος της πασχαλιάς'',
γιουργουβανιά [γ΄urγuvańá] ''(το θαμνώδες φυτό) πασχαλιά (Syringa vulgaris)''. Στα
Γιάν. γραβάνια [γraváńa] ''τα άνθη της πασχαλιάς'', γραβανιά [γravańá] ''πασχαλιά''
(Γλ.Ηπ. 105, Γλ.Γιάν.). Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης αργκαβανιά [argavańá] ''πασχαλιά''. Στη
/ 199 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
γιουρντάου=> ιουρντώ
γιρά(ς)=> γιαράς
γιρινέ, ιρινέ (πρόθ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς γιρινέ «τάχατες, αντί» {τρώει τυρί γιρινέ ◊
κουρτέλια γιρινέ κι’ αυτά ◊ δούλα γιρινέ ‘ν έχου}. Στη Νάουσ. Ημαθίας γιρινέ ''στη θέση
κάποιου άλλου πράγματος (κυρίως επι βρωσίμου)''. Στην Ίμβρ. γιρινέ [γ΄irinέ] ''αντί για,
στη θέση'' {Στρώναμ τσι ψάθις κλίμνια γιρινέ.}. Στη Σιάτιστα Κοζάνης ιρινιέ ή ιρινέ
[(j)irińέ] ''αντί'' {...ρούφσα ψια μπιανίτσα ιρινιέ ια νιρό...} (Παπαναούμ 2008:84-5).
<τούρκ(κν). yerine ''αντί (για), στη θέση (του) [instead of, in (someone’s) stead, in place
of]''
γιρμάς=> γιαρμάς
γκαβουντούφικου=> τφέκ΄
γκαϊγκανάς [gajganás] (ουσ.) : Στην Καστορ. ''πρόχειρο φαγητό απο αλεύρι, χτυπητά
αβγά και λίπος''. Στη Νάουσ. Ημαθίας ''είδος φαγητού με αβγά, αλεύρι (κλπ.)''.
xājä ''an egg'' (Steingass 445)> πέρσ. xājä-gīnä ''fried egg, omelet'' (Steingass 446,
Tietze 1967:145, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «kaygana», BER «кайгана», Skok
& Škaljić «kajgana», Dizdari «kajkana»)> τούρκδ. kaygına ''μίγμα γιαουρτιού με αβγό
τηγανισμένο σε ελαιόλαδο [zeytinyağında kızartılan yoğurtla yumurta karışımı]''> τούρκδ.
kaygana ''ομελέτα [omlet]''> (α) βουλγ(ετ). кайгана {kajganá} ''τηγανητά αβγά [пържени
яйца]'', (β) ΒΣΜ кајгана {kájgana} ''ομελέτα [scrambled egg(s)]'', (γ) σερβοκροάτ. кајгана
/ kajgana ''scrambled eggs; buttered eggs (βρετ.)'', (δ) τούρκδ. gaygana ''ομελέτα
τηγανισμένη με αβγό, αλεύρι και λάδι [yumurta ve un, yağda kızartılarak yapılan bir çeşit
omlet]''> αλβαν. gajgana ''αβγά τηγανισμένα με πιπεριές, ντομάτα και μυρωδικά [eggs
fried with peppers, tomatoes, and spices]''.
γκαϊλές (ουσ.) : Στην Κοζ. [gajl΄és] ''στεναχώρια''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''βάσανο,
στενοχώρια''.
<τούρκ(κν). gaile ''trouble, worry, strain; burden, cares''
γκαϊρέτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκαϊρέτ΄ [gajŕét΄] ''κουράγιο, υπομονή'', συνήθ. στην έκφρ.
κάμνου γκαϊρέτ΄. Στα Νταρνακοχ. Σερρών γκαϊρέτ’ ''κουράγιο, προσπάθεια''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών γκαϊρέτ’ ''θάρρος, ζήλος, φιλοτιμία, ενθουσιασμός''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών καϊρέτ’ [kajrét] ''κουράγιο''. Στην Πιερ. καϊρέτ΄ [kajrét΄] ''βάσανο, καημός''. Στη
/ 200 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
Σιάτιστα Κοζάνης στην έκφρ. κάμνου καϊρέτσ΄ [kámnu kajréć] = κάνω υπομονή
(Παπαναούμ 2008:66).
αραβ. & πέρσ. ġejrät ~ ġäirät ''being jealous; jealousy; zeal; a nice sense of honour/Eifer,
Fleiß, Energie; Eifersucht; Enthusiasmus; Ehrgeiz'' (Steingass 901, Junker-Alavi 539,
Redhouse 1356, Χλωρός 1177)> τούρκ(κν). gayret (αιτ./κτητ. gayreti) ''προσπάθεια,
ενεργητικότητα, επιμονή [effort, energy, perseverance]''> (α) αλβαν. gajret = 1) κουράγιο,
θάρρος [pluck: guts, grit], 2) υπομονή [patience], στωικότητα [forbearance], (β)
βουλγ(ετ). гайрет {gajrét} ''ζήλος [усърдие], υπομονή [търпение]'' (BER «кайрет»), (γ)
ΒΣΜ гајрет {gajret} = 1) έγνοια, φροντίδα [solicitude, care, concern], βοήθεια [help, aid],
ζήλος [zeal], 2) θάρρος, καρτερία, στωικότητα [courage, fortitude, stoicism], (δ)
σερβοκρ(τρ). гајрет / gajret ''προσπάθεια [nastojanje, zauzimanje, revnost], βοήθεια
[pomoć], ζήλος [zagrijanost, privrženost]'', (ε) διαλκ. τούρκ. kayret (Γλ.Πιερ. 73) = οθωμ.
kayret = 1) zeal, 2) energy, emulation; a strong will, 3) jealousy as to rights or honor;
sense of honor (Redhouse 1428, 1356)> βουλγ(ετ). кайрет {kajrét} ''ζήλος [усърдие],
υπομονή [търпение]''.
γκαλντιρίμ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκαλντιρίμ΄ [gal΄d΄iŕíḿ] ''καλντερίμι''. Στην Κρήτη καλντιρίμι
[kaldirími] «λιθόστρωτο» (Γλ.ΔΚρήτ. 20, Γλ.Ηρακλ.).
τούρκ(κν). kaldırım ''καλντερίμι, λιθόστρωτο [stone pavement]''> (α) τούρκδ. galdırım
''kaldırım'', (β) αλβ(ερ). kalldrëm {kałdrắm} ''δρόμος στρωμένος με πέτρες τοποθετημένες
η μιά δίπλα στην άλλη: καλντερίμι [rrugë e shtruar me gurë të vendosur njëri pranë
tjetrit], στρώση απο πέτρες σε έναν δρόμο, μια αυλή κλπ. [shtresa me gurë e një rrugë, e
një oborri etj.]'', (γ) βουλγάρ. калдъръм {kaldărắm} ''cobblestone pavement/road;
cobbles'', (δ) ΒΣΜ калдрма [káłdărma] ''road paved with cobblestones; cobblestones'',
(ε) σερβοκροάτ. калдрма / kaldrma = 1) πέτρες για την κατασκευή καλντεριμιού
[cobblestones], 2) καλντερίμι [road paved with cobblestones].
γκανταΐφ΄ [gadaíf΄] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 96) ''καταΐφι''.
αραβ. & πέρσ. qätā’ëf ~ qätā’ïf ή qätājëf ~ *qätājïf (Steingass 976, Junker-Alavi 575,
Redhouse 1460, Χλωρός 1296, Nişanyan 2009 «kadayıf», Škaljić & Dizdari «kadaif»,
Skok «kadif», BER «кадаиф»)> οθωμ. kataif & katayif ''various kinds of sweet pastry
and the materials of which they are made'' (Redhouse 1460)> οθωμ. kadayif ''various
kinds of sweet pastry and the materials of which they are made/είδος ζυμαρικού και το εξ
αυτού γλύκισμα'' (Redhouse 1460, Χλωρός 1296) = βαλκ. τούρκ. kadayif ''κανταΐφι''
(Κυρανούδης 1995:20, 36)> (α) τούρκ(κν). kadayıf ''any of several desserts''> τούρκδ.
gadayıf ''kadayıf'', (β) αλβαν. kadaif ''dessert made by pouring boiled sugar syrup over
thin noodles baked with walnuts and almonds'', (γ) βουλγάρ. кадаиф {kadaíf} ''Turkish
syrup-soaked shredded sweet'', (δ) ΒΣΜ кадаиф {kadaif} ''oriental sweetmeat made of
pastry, nuts and syrup'', (ε) σερβοκροάτ. кадаиф / kadaif ''(type of) pastry'', (στ) ρουμάν.
cadaif {kadaíf} ''feine Nudeln'', (ζ) ΚΝΕ κανταΐφι [kadaífi].
γκαντιφές=> κατιφές
γκαντΐνα [gadẃna] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γυναίκα Τούρκου κατώτερης κοινωνικής τάξης''.
τούρκ(κν). kadın = 1) γυναίκα [woman], 2) μή παρθένα γυναίκα [woman who has lost her
virginity]> (α) βουλγ(ετ). кадъна {kadắna} ''Τουρκάλα, Μουσουλμάνα [туркиня, ханъма,
мохамеданка]'', (β) ΒΣΜ кадана {kadana} ''παντρεμένη Τουρκάλα [married Turkish
woman]'', (γ) σερβοκροάτ. кадуна / kaduna ''επιφανής γυναίκα [prominent woman]''.
γκαραγκάτσ΄=> καραγάτσ΄
/ 201 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
γκαρντάς (ο) [gardás] (ουσ.) : στο Βιβίστι Γρεβενών ''αδερφός'' (Γλ.Βιβ. 23).
<τούρκ(δ). kardaş ''brother''
γκβάς=> κουβάς
γκέλ΄μπιρί (ουσ.) : Στην Κοζ. γκέλ΄μπιρί [ǵél΄b΄iŕí] ''εργαλείο για να τραβάνε αναμμένα
ξύλα ή κάρβουνα έξω απ’ το τζάκι (θυμίζει τσουγκράνα, έχει ομως ένα σιδερένιο
μονοκόμματο έλασμα, αντί για δόντια)''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης γκέλ΄μπουρας
[ǵél΄buras] ''μακρύ ξύλο (με σιδερένια γυριστή λαβή), με το οποίο τραβάνε τη φωτιά όταν
καίνε τον φούρνο'' (Γλ.Καλινδ. 184 [υποσημ. 1]).
<τούρκδλ. gelberi ''εργαλείο για το τράβηγμα της φωτιάς στο μπροστινό μέρος του
τζακιού [ocaktaki ateşi öne çekmeye yarayan araç]''
γκιβέτσ’=> γκιουβέτσ΄
γκιβιζί (ουσ.) : Στην Κοζ. [ǵiv΄iźí] ''χρώμα μεταξύ του μπορντώ και του μόβ''. Στο Βελβ.
Κοζάνης ''μεταξένιο κόκκινο κεφαλομάντιλο, που ήταν μακρύ και στενό''.
<τούρκδ. güvezi ''σκούρο κόκκινο [koyu kırmızı, vişne çürüğü renk]''
γκιζιρνώ [ǵiźirnó] (ρ.) : στην Κοζ. ''(α)μτβ. κάνω βόλτες, τριγυρίζω, σεργιανάω''.
<gezer, γ΄ εν. ενεστώτα διαρκείας (geniş zaman) του τούρκ(κν). gezmek ''κάνω βόλτες,
τριγυρίζω, σεργιανάω, βολτάρω, σουλατσάρω [to stroll, walk around, promenade]''
γκιζλιμές=> γκιουζλιμές
γκιλέπ΄=> κιλέπ΄
γκιλουρντί=> γκιουρλουτί
γκιλτσουί=> γκιούλτσουι
/ 202 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
γκιντέρ΄, γκιτζέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιντέρ΄ [ǵid΄éŕ] ''πόνος βαρύς''. Στην Πιερ. γκιντέρ΄
[ǵidéŕ] ''βάσανο, καημός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης γκιτζέρ’ [ǵidźéŗ] ''βάσανο, στεναχώρια,
πολύχρονη αρρώστια''.
αραβ. & πέρσ. kädär ''trouble, affliction, agitation, perturbation, anxiety;
melancholy/Getrübtheit; Kummer, Gram, Verdruß'' (Steingass 1018, Junker-Alavi 596,
Nişanyan 2009 «keder», Dizdari «qeder», Škaljić «ćeder», Skok «čeder», BER
«кедер»)> τούρκ(κν). keder ''θλίψη [grief, sorrow]''> (α) αλβαν. qeder = 1) ζημιά [harm],
2) απώλεια [loss], 3) έγνοια/έννοια [worry, trouble, concern], θλίψη [grief], (β) βουλγ(ερ).
кедер [ḱedér] = 1) σκοτούρα [грижа, яд], 2) κατάλοιπο πληγής ή αρρώστιας [следа от
рана или болест], (γ) σερβοκρ(ετ). чедер / čeder & ћедер / ćeder ''ζημιά, θλίψη, έγνοια
[šteta, tuga, briga]'', (δ) ρουμάν. cheder {qedér} ''ζημιά [Schaden, Nachteil]''.
γκιόλ’ (το) (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης γκιόλ΄ [ǵól΄] ''νερολακκούβα'' (Γλ.Γαλατ. 256).
Στο Φαν. Καρδίτσας γκιόλ’ «βάλτος, λάκκος με νερό, τέλμα, μικρή λίμνη». Στο Μελέν.
της ΝΔ Βουλγαρίας γκιόλι [ǵóli] ''τέλμα, βάλτος''.
<τούρκ(κν). göl ''λίμνη [lake]''
γκιουβέτσ΄> γκιβέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιουβέτσ΄ [ǵuv΄éć] ή γκιβέτσ΄ [ǵiv΄éć] ''μικρό,
στρογγυλό πήλινο ή μεταλλικό ταψάκι για ψήσιμο φαγητών στον φούρνο ή το φαγητό
που ψήνεται στο σκεύος αυτό''. Στη Σιάτ. Κοζάνης γκιβέτσ΄ [ǵivéć] = 1) πήλινο ταψί, 2)
φαγητό ψητό στον φούρνο. Στη Σέλ. Κοζάνης γκιβέτσ’ ''μικρό ταψί''.
τούρκ(κν). güveç = 1) crock, earthenware cooking pot, 2) food cooked in a crock> (α)
αλβαν. gjyveç = 1) stew prepared in a deep earthenware pot, 2) deep two-handled clay
potcopper pan, (β) βουλγ(ερ). гювеч [ǵuvéč] = 1) ρηχό, πήλινο σκεύος για ψήσιμο
[плитък, глинен съд за печене], 2) φαΐ από κρέας με λαχανικά, ρύζι κλπ. [ястие от
месо със зеленчук, ориз и пр.], (γ) βορσλαβμακ. ѓувеч {ğuveč} = 1) φαΐ από διάφορα
λαχανικά (συνήθως με κρέας), που μαγειρεύεται σε πήλινο σκεύος [вид јадење со
разновиден зеленук, обично со месо, што се пече во земјен сад], 2) βαθύ πήλινο
σκεύος, πήλινο ταψί για το ѓувечΙ και παρόμοια φαγητά [подлабок земјен цад, земјена
тава за ѓувеч и слични јадења], (δ) σερβοκροάτ. ђувеч / đuveč = 1) stew (made of
lamb and vegetables), 2) pan for making stew, (ε) ΝΑ σέρβ. ђувеч {đuvéč} = 1) (& ђувеџ
{đuvédž}) φαγητό απο κρέας με πατάτες (και επιπλέον με αρακά, ντομάτες, φασολάκια,
κρεμμύδια, πιπεριές) [jelo od krompira i mesa (uz dodatak, graška, paradajza, boranije,
luka, paprike], 2) (& ђувечарка {đuvečárka} & ђувеџарка {đuvedžárka}) gleđosana
keramička posuda u obliku široke zarubljene kupe za pripremu đuveča i drugih gustih
jela, kao i mesa, (στ) ρουμάν. ghiveci = 1) γλάστρα [Blumentopf], 2) τηγάνι [Bratpfanne],
3) φαγητό από σιγοβρασμένα λαχανικά και κομμάτια κρέας [Eintopfgericht aus Gemüse
und Fleischstücken], (ζ) ΚΝΕ γιουβέτσι.
γκιουβρέκ΄=> γκιβρέκ΄
/ 203 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ
δίπλες της πίτας που χωρίζονται μεταξύ τους με την επάλειψη λίπους ή λαδιού''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης γκιζλιμές [ǵizl΄imés] ''τρόπος ανοίγματος του φύλλου της πίτας''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης γκιζλιμές [ǵizl΄imés] ''το σχέδιο που σχηματίζεται απο τις πτυχές του
ζυμαριού στο πάνω φύλλο της πίτας'' (Γλ.Γαλατ. 256).
<τούρκδ. gözleme ''λεπτό, λιπαρό ψωμί ψημένο σε λαμαρίνα [sacda pişirilen yağlı ince
ekmek]''
γκιουλτζίκ΄, γκιουλτζίκα (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιουλτζίκ΄ [ǵul΄dźíḱ] ''μεγάλη λακκούβα οπου
μαζεύεται το βρόχινο νερό''. Στα Βασιλ. Χαλκιδικής γκιουλτζίκα ''μεγάλη λακκούβα στα
χωράφια, οπου μάζευαν τα βρόχινα νερά''.
<τούρκ(κν). gölcük ''λιμνούλα [small lake], νερόλακκος για το πότισμα των ζώων [pond],
νερόλακκος [puddle]'' (<göl ''λίμνη'' + υπκρ. επίθμ. -cük)
γκιούμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιούμ΄ [ǵúḿ] ''μεταλλικό δοχείο για τη μεταφορά υγρών''
(υπκρ: γκιουμόπλου & γκιουμούλ΄). Στη Λόσν. Καστοριάς γκιούμ’ [ǵúm] ''χάλκινο δοχείο
νερού''. Στο Βελβεντό Κοζάνης γκίμ΄ [ǵíḿ] (Τσιανάκας 1988:25). Στην Πιερ. γκιούμα
[ǵúma] & (σπανιότ.) γκίμα [ǵíma] ''χάλκινο σκεύος με χερούλι, κατάλληλο για μεταφορά
νερού'', γκιούμ΄ [ǵúḿ] & γκιουμούλ΄ [ǵumúl΄] & (σπανιότ.) γκιμούλ΄ [ǵumúl΄] ''μικρή
γκιούμα''.
τούρκδ. gügüm & güğüm ''χάλκινο δοχείο νερού [bakır su ibriği]''> (α) σερβοκρ(ετ).
ђугум / đugum ''χάλκινο σκεύος για νερό [bakarni, mjedeni sud za vodu]''> σερβοκρ(ετ).
ђугумче / đugumče ''σκεύος για το ψήσιμο του καφέ ή το ζέσταμα του νερού στο μαγκάλι
[sud koji služi za kuhanje kave i grijanje vode na mangalu]'', (β) αλβαν. gjym ''ψηλό
χάλκινο/αλουμινένιο δοχείο με μακρύ χερούλι [tall copper/aluminum ewer with a large
curved handle]'', (γ) βουλγκ. гюм [ǵúm] ''ψηλό μεταλλικό σκεύος με στενό λαιμό και με
χερούλι, συνήθ. με καπάκι, που χρησιμοποιείται για να μεταφέρουν γάλα, μποζά, νερό
κ.τ.ό. [висок метален съд с тясно гърло и с дръжка, обикновено с похлупак, който
служи за пренасяне на мляко, боза, вода и подобни]''> βουλγκ. гюмче [ǵúmče]
''υπκρ. του гюм [умалително от гюм]'', (δ) ΒΣΜ ѓум {ğúm} ''χάλκινη στάμνα για νερό
[copper jug for water]''> ΒΣΜ ѓумче {ğúmče} (υπκρ. του ѓум), (ε) βαλκ. τούρκ. *gǖm
''güğüm''> βαλκ. τούρκ. gǖmçey ''güğümçeyi, küçük güğümü'' (Elçin 252).
γκιουρλουτί (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης γκιουρλουτί [ǵurlutí] ''φασαρία''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών γκιλουρντί [ǵilurdí] ''θόρυβος, φασαρία, ενόχληση''.
βαλκ. τούρκ. gürülti, ǵurulti ''θόρυβος [Lärm]'' (Kakuk 1961:379) ≈ τούρκ(κν). gürültü
''θόρυβος (δυνατός/ διαπεραστικός/ μή καθαρός/ ανεπιθύμητος ήχος) [noise (loud/ harsh/
confused/ undesired sound)]'' (<τούρκ(κν). gürül gürül ''with a loud, roaring sound,
rumblingly, thunderously'' + επίθμ. -tI: TurkGram 62)
γκιουσέμ’=> κιουσέμ’
/ 204 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ-Ζ
γκιρίζ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ǵiŕíź] ''υπόνομος''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [ǵiríź] ''υπόνομος''
(Γλ.Γαλατ. 256). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ǵiríś] ''υπόνομος''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''αποχετευτικό
αυλάκι''.
<τούρκ(κν). geriz ''υπόνομος [sewer]''
γκισέμ’=> κιουσέμ’
γκιτζέρ’=> γκιντέρ΄
γκουβάς=> κουβάς
γκουγκούν΄=> σουργκούν΄
γκουντζές (ο), γουντζιές (o) [γundźés], κουντζιές (o) [kundźés], κουντζιά (η) [kundźá],
κόντζια (η) [kóndźa] (ουσ.) : Στη Νάουσ. Ημαθίας γκουντζές & κουντζές ''μπουμπούκι''.
Στα Γιάν. γουντζιές ''μπουμπούκι''. Στον Κολ. Πιερίας κουντζιές ''το μισανοιγμένο
μπουμπούκι του τριαντάφυλλου''. Στην Ίμβρ. κουντζιές & κουντζιά & κόντζια ''είδος
άγριου θάμνου ύψους ενός μέτρου περίπου με στρογγυλά και αγκαθωτά άνθη''. Στα
δυτκρητ. κοτζές (ο) [kodzés] ''μπουμπούκι''.
πέρσ. ġönče ~ ġünčä ''a rose-bud/Knospe'' (Junker-Alavi 537, Steingass 896, Redhouse
1352, 1498, Nişanyan 2009 «gonca», Dizdari «gonxhe»)> τούρκ(ερ). gonçe
''μπουμπούκι [henüz açılmamış gül, tomurcuk, konca]''> τούρκ(ερ). gonce ''henüz
açılmamış gül, tomurcuk, konca''> (1) αλβαν. gonxhe ''μπουμπούκι [flower bud]'', (2)
βαλκ. τούρκ. *konce ''μπουμπούκι''> (α) αλβαν. konxhe ''flower bud'', (β) τούρκ(κν).
konca ''bud, flower bud''> υστβυζ. κοντζάς ''κάλυκας άνθους: μπουμπούκι''.
γκουρμπάν΄=> κουρμπάν΄
γουντζιές=> γκουντζές
δγιάγμα=> γιάγμα
ζαϊρές=> ζαχιρές
/ 205 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ
Junker-Alavi 490, Redhouse 1211, Χλωρός 1046, Dizdari & Škaljić & Skok «zaif»,
Nişanyan 2009 «zayıf», BER «заиф»)> τούρκ(οθ). zaif ''αδύναμος, αδύνατος/λεπτός
[weak, thin], ασθενικός [infirm; weakly]''> (α) τούρκ(οθ). zayıf ''weak, thin; infirm; weakly'',
(β) αλβαν. zaif ''αδιάθετος [(colloquial) slightly ill, indisposed, unwell]'', (γ) βουλγ(ετ).
заиф {zaíf} ''αδύναμος, ανάπηρος [слаб, недъгав]'', (δ) σερβοκρ(ετ). заиф / zaif
''αδύνατος, λεπτός [slab, mršav, zabun]'', (ε) ρουμάν. zaif ''αδιάθετος [unwohl, unpäßlich,
leidend]''.
ζαμπούνκους=> ζαμπούν.τς
ζανάτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [zanát΄] ''τέχνη που ασκείται για βιοπορισμό, κι όχι π.χ. το να
είσαι αγρότης''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [zanát] «επάγγελμα». Στο Καταφύγι Κοζάνης
[zanát΄] ''επάγγελμα, ειδικά του ξυλοκόπου'' (Γλ.Καταφ. 125).
βαλκ. τούρκ. zanat ''τέχνη βιοπορισμού [Handwerk]'' (Kakuk 1961:385) <βαλκ. τούρκ.
zanāt (Dallı 72) = οθωμ. zanāt ''a trade, calling, a craft, an art'' (Redhouse 1187)
<τούρκ(κν). zanaat ''τέχνη βιοπορισμού [craft, trade]'' (<τούρκ(κν). sınaat = 1) craft;
handicraft; trade, 2) profession requiring technical ability <αραβ. & πέρσ. sïnā’ät ''art,
industry; profession, trade, craft/Industrie'' (Steingass 793, Junker-Alavi 486): Nişanyan
2009 «zanaat», ΟθωμΛεξ «sınaat» & «zanaat», Doğan «sınaat» & «zanaat», Dizdari &
Škaljić & Skok «zanat», BER «занаят»)
/ 206 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ
ζαρντέλ΄=> ζέρντιλου
ζαχιρές, ζαϊρές (ουσ.) : Στην Κοζ. ζαχιρές [zax΄iŕés] ''απόθεμα σε σανό, άχυρο και χόρτο
(για τον χειμώνα)''. Στη Σέλ. Κοζάνης ζαχιρές ''ζωοτροφές''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ζαχιρές
[zax΄irés] «εφόδιο, απόθεμα ζωοτροφής». Στο Καταφύγι Κοζάνης ζαϊρές [zajrés]
''βραστό ρύζι: πιλάφι'' (Γλ.Καταφ. 130).
<τούρκ(κν). zahire = 1) απόθεμα σε δημητριακά [stock of grain], 2) απόθεμα σε τρόφιμα,
προμήθειες, αναγκαία για ταξίδι [stock of foodstuffs, stores, provisions]
ζβανάς, ζουβανάς (ουσ.) : Στην Κοζ. ζβανάς [zvanás] ''καμπύλο, πτυσσόμενο και
πριονωτό κλαδευτήρι (π.χ. γι' αμπέλια)''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης [zvanás] ''μικρό γυριστό
πριόνι για κλάδεμα'' (Γλ.Σιάτ. «σβανάς»). Στην Ανασελίτσα [zvanás] ''πριόνι, μικρό
κλαδευτήρι'' (Γλ.Ανασελ. «σβανάς»). Στην Κύπρο [zvanás] ''χεροπρίονο, πριόνι'' (Ρόης
Παπαγγέλου, Το κυπριακό ιδίωμα, Αθήνα 2001: «σβανάς»). Στη Νάουσ. Ημαθίας
ζουβανάς [zuvanás] ''είδος πτυσσόμενου πριονωτού μαχαιριού''.
<βαλκ. τούρκδ. zıvana ''πτυσσόμενο πριονωτό κλαδευτήρι για τ’ αμπέλια [testere
biçiminde açılır kapanır bağ bıçağı]'' [Hamitabat *Lüleburgaz -Kırklareli], βαλκ. τούρκ.
zıvana ''μικρό πριόνι χειρός [küçük el testeresi]'' (Dallı 193)
ζέρντιλου (ουσ.) : Στην Πιερ. ζέρδαλου [zérδalu] & ζέρντιλου [zérdilu] & ζέρζιλου [zérzilu]
& ζέρδιλου [zérδilu] & ζιρδίλ΄ [zirδíl΄] & ζιρντίλ΄ [zirdíl΄] & τζέρτζιλου [dzérdzilu] ''βερίκοκο''
ΠΑΡΑΓ: ζιρδιλιά [zirδil΄á] & ζιρντιλιά [zirdil΄á] & τζιρτζιλιά [dzirdzil΄á] ''βερικοκιά''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [zérzilu] ''μικρό άσπρο δαμάσκηνο''. Στην Κοζ. τζέρτζιλου τζέρτζιλου
[dźéŕdźilu] ''βερίκοκο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά [dźiŕdźil΄á] ''βερικοκιά''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36, Γλ.Σιάτ.) και τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 282)
τζέρτζιλου [dźérdźilu] ''κορόμηλο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά [dźirdźil΄á] ''κορομηλιά''. Στη Σέλτσα
Κοζάνης τζέρτζιλου ''κορόμηλο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά ''κορομηλιά'' (Γλ.Σέλ1. 172). Στην Ανατ.
Ρωμυλία ζαρντέλ΄ [zardél΄] ''βερίκοκο'' (Γλ.Μοναστ. 254). Στο Καταφύγι Κοζάνης
ζουρντέλ΄ [zurd΄él΄] ''είδος άγριου δαμάσκηνου'' (Γλ.Καταφ. 130). Στη Λευκ. ζέρδελο
[zérδelo] ''βερίκοκο''.
zärd ''κίτρινος («yellow/gelb»)'' (Steingass 614, Junker-Alavi 381) + ālu ~ ālū ''δαμάσκηνο
(«a plum/Pflaume»)'' (Steingass 95, Junker-Alavi 53)> πέρσ. zärd-ālu ~ zärd-ālū
''βερίκοκο [Aprikose]'' (Junker-Alavi 381, Steingass 614, Eren «zerdali», BER «зарзала»
& «зарделия», Škaljić & Skok «zerdelija», Dizdari «zerdeli»)> οθωμ. zerdalü (Meninski
2440)> (1) οθωμ. zerdelü (Meninski 2440), (2) τούρκ(κν). zerdali ''a variety of apricot
(Prunus armeniaca)'', (3) βαλκ. τούρκ. zerdeli ''zerdali'' (Dallı 193, Κυρανούδης
2009:105)> (α) αλβαν. zerdeli {zerdelí} ''variety of sweet-smelling apricot with small fruit
and a bitter-tasting kernel'', (β) βουλγ(ετ). зарделия {zardelíja} & зерделия {zerdelíja} &
зерделия {zerdélija} ''зарзала'', (γ) ΒΣΜ зарделија {zardelija} ''(Prunus armeniaca)
apricot (tree and fruit)'', (δ) σερβοκρ(ετ). зерделија / zerdelija [zerdélija] ''βερίκοκο
[kajsija], ροδάκινο [breskva]''.
ζιαφέτ’, ζιαφέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ζιαφέτ΄ [źiaf΄ét΄] ''γλέντι''. Στη Λόσν. Καστοριάς και
τη Δόβρ. Γρεβενών ζιαφέτ’ [ziafét] ''συμπόσιο, διασκέδαση''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
ζιαφέτσ΄ ''φαγοπότι''.
<τούρκ(κν). ziyafet ''πολυτελές γεύμα, συμπόσιο [lavish meal; banquet, feast]''
/ 207 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ-Ι
ζινγκί (ουσ.) : Στην Κοζ. [źińǵí] ''αναβολέας, αναβατήρας σέλας''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
[źinǵí] ''αναβολέας'' (Γλ.Γαλατ. 259). Στη Σλάτ. Καστοριάς [zinǵí] «αναβατήρας,
σπιρούνι». Στη Σιάτιστα Κοζάνης ''αναβολέας'' (Γλ.Σιάτ. «ζυγκί»).
üzengü (ΕτυμEren & ΕτυμNişanyan 2018 «üzengi»)> (1) τούρκδ. zengü ''özengi'', (2)
τούρκ(κν). üzengi ''αναβολέας [stirrup]''> (α) τούρκδ. özengi ''üzengi'', (β) τούρκδλ.
zengi ''üzengi'', (γ) αλβαν. yzengji & zengji ''stirrup'', (δ) βουλγ(τρ). юзенгия {juzengíja} &
узенгия {uzengíja} ''stirrup/стреме'', (ε) βουλγκ. зенгия {zengíja} ''стреме'', (στ) ΒΣΜ
узенгија {uzengija} ''stirrup'', (ζ) σερβοκροάτ. узенгија / uzengija ''stirrup'', (η) ΝΑ σέρβ.
ѕанђија {dzanđíja} & ѕенђија {dzenđíja} & ѕьнђија {dzănđíja} & зенђија {zenđíja}
''узенгија''.
ζουβανάς=> ζβανάς
ζουκούμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και στον Κολ. Πιερίας ζουκούμ΄ [zukúḿ] ''πικροδάφνη
(Nerium oleander)''. Στην Τσιαρπ. Σερρών ζουκούμ’ ''πικροδάφνη''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
ζουκούμ’ [zukúm] ''πικροδάφνη''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας ζουκούμ’ ή ζουχούμ’
''πικροδάφνη''. Στην Επαν. Χαλκιδικής ζουχούμ΄ [zuxúḿ] ''πικροδάφνη''.
αραβ. & πέρσ. zäqqum ~ zäqqūm ''an infernal tree (mentioned in the Qur’ān), the fruit of
which is supposed to be the heads of devils'' (Steingass 619, Junker-Alavi 384, Nişanyan
2009 & Eren «zakkum», Dizdari & Škaljić «zakum», BER «закум»)> τούρκ. *zekkum>
(a) σερβοκρ(τρ). зекум / zekum ''oleandar (Nerium oleander)'' (Škaljić «zakum»), (b)
οθωμ. zakkum = 1) a certain tree of hell mentioned in the Qur’an, 2) the food of the
damned, 3) any noxious or very unpleasant food, 4) the oleander (nerium oleander)
(Redhouse 1010)> (b1) *zakkım> τούρκδ. zıkkım = 1) δηλητήριο [ağı], 2) πικρός [acı],
(b2) τούρκδλ. zukkum ''ağı'', (b3) τούρκ(κν). zakkum ''Nerium oleander''> (1) αλβαν.
zakum {zakúm} ''Nerium oleander'', (2) βουλγκ. закум {zakúm} ''Nerium oleander'', (3)
σερβοκρ(τρ). закум / zakum ''oleandar (Nerium oleander)'', (4) βαλκ. τούρκ. *zokkum
''πικροδάφνη''> (α) βουλγκ. зокум {zokúm} ''Nerium oleander'', (β) ΒΣΜ зокум {zokum}
''oleander''.
ζουρντέλ΄=> ζέρντιλου
ζουχούμ’=> ζουκούμ’
ιακή η [jaḱí], ιακί το [jaḱí], γιακή η [γ΄aḱí], γιακί το [γ΄aḱí] (ΟΥΣ) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ιακή
''ειδικό κατάπλασμα για χτυπημένο ή στραμπουληγμένο μέρος του σώματος''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ιακί ''κατάπλασμα για διάστρεμμα, απο αβγό, αλάτι και μαλλί''
(Γλ.Γαλατ. 259). Στη Σέλτσα Κοζάνης γιακή ''πρακτικό έμπλαστρο απο άπλυτο
γιδόμαλλο, κρόκο αβγού, δυνατό τσίπουρο, λάδι και τριμμένο σαπούνι, για σπασίματα ή
στραμπουλήγματα (κατάγματα/διαστρέμματα)'' (Γλ.Σέλ2., ΙΛΝΕ «γιακί» [κατα τον
Νατσιόπουλο «γιακί»: Γλ.Σέλ1.]). Στον Νεζ. Λάρισας γιακί ''νάρθηκας για σπασμένα
/ 208 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ι
πόδια/χέρια από μαλλί ποτισμένο με μίγμα από τσίπουρο, αβγό και σαπούνι που
προσδίδει ακαμψία''. Στην Πιερ. γιακί ''κατάπλασμα για τον κοιλόπονο από λιβάνι, αβγό,
ρακή και σαπούνι''.
<τούρκδ. yakı & yaku ''γιατρικό που φτιάχνεται απο διάφορα χόρτα και συστατικά και
τοποθετείται πάνω σε ένα άρρωστο/πονεμένο σημείο του σώματος [çeşitli otlardan,
nesnelerden yapılarak, ağrıyan, hasta organ üstüne konulan bir em]'' (<τούρκ(κν).
yakmak = 1) καίω [to burn (something) up, burn (something) down, burn], 2) (for
chemicals, sun, wind, etc.) to burn; (for wool) to irritate (one’s) skin: ΕτυμEyuboğlu
«yakı», Dizdari «jaki»)
ιβλιάτ’, ιβλιάτσ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ιβλιάτ’ [ivl΄át] ''παιδί («παιδί μικρό»)''
{Πήρι(ν) κουντά-τ’ (= μαζί-του) κι τα ιβλιάτχια-τ’.} (Γλ.Λόσν. 322). Στην Ανασελ. ιβλιάτ’
[ivl΄át] ''παιδί («μικρό») ανθρώπου, ζώου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ιβλιάτ’ [ivl΄át] ''μικρό
παιδί, μωρό'' {Τί έχ΄ κι κλαίει αυτό του ιβλιάτ’;}. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιβλιάτσ΄ [ivl΄áć] ''χαϊδ.
για ζωηρό παιδί''.
<τούρκ(οθ). evlât (αιτ./κτητ. evlâdı) ''child'' (<αραβ. & πέρσ. oulād ~ aulād ''sons,
children, descendants; offspring, progeny/Nachkommen,Nachkommenschaft'' (Steingass
121, Junker-Alavi 68), πληθ. του väläd ''the offspring (of the brute creation) so long as
they are unable to feed themselves/Kind; Sohn'' (Steingass 1480, Junker-Alavi 841):
Nişanyan 2009 & Dizdari «evlat», ΕτυμTietze «evlâd», Eyuboğlu «evlât», BER «евлет»)
ιλέκ΄=> γιλέκ΄
ιλιάτσ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. ιλιάτσ΄ [il΄áć] ή γιλιάτσ΄ [γ΄il΄áć] ''πρακτικό φάρμακο: γιατρικό,
γιατροσόφι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [il΄áć] ''πρακτικό φάρμακο''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
[il΄áć] ''φάρμακο, ιδίως απο βρασμένα χόρτα'' (Γλ.Καταφ. 144). Στο Μόκρο Κοζάνης
[il΄áć] ''φάρμακο'' (Γλ.Μόκρ.). Στη Δόβρ. Γρεβενών ιλιάτσ’ [il΄ác] ''φάρμακο, γιατροσόφι''.
Στο Μικρόβ. Κοζάνης ιλιάτσια [il΄áća] (τα) ''γιατροσόφια''. Στη Σέλτσα Κοζάνης [il΄áć]
=1) γιατρικό, πρακτικό φάρμακο {Δουκίμασα πουλλά ιλιάτσια, αλλα δέ μ’ έκαμαν
τίπουτα.}, 2) θεραπεία, γιατρειά {Ιλιάτσ΄ βρήκα μόνι απο του πουντικόλαδου.} (Γλ.Σέλ2.
136). Στη Σλάτ. Καστοριάς [il΄ác] = 1) γιατρικό, 2) θεραπεία {Κάνι-μ’ κάνα ιλιάτσ’ στ’
αφτί, που μι πουνάει.}. Στην Ανασελ. ιλιάτσ’ ''θεραπεία''.
αραβ. & πέρσ. ëlādž ~ ‘ïlādž ''remedy, cure, treatment, management; a
medicine/ärztliche Behandlung; Kur; Heilmittel, Arznei'' (Steingass 861, Junker-Alavi 518,
Nişanyan 2009 & Dizdari & Eyuboğlu «ilaç», Škaljić «iladž», Skok «ilač», BER «илач»)>
τούρκ(οθ). ilâç (αιτ./κτητ. ilâcı) ''φάρμακο [medicine]''> (α) αλβαν. ilaç ''medicine, drug,
medicament; cure, remedy'', (β) βουλγ(ετ). илач {iláč} & иляч {iljáč} ''γιατρικό/φάρμακο
[цяр, лекарство]'', (γ) σερβοκρ(ετ). илач / ilač & иљач / iljač ''φάρμακο [lijek]'', (δ)
σερβοκρ(τρ). илаџ / iladž ''lijek''.
ιμάμ μπαϊλντΐ [imámbajldẃ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ιμάμ μπαϊλντί (το γνωστό φαΐ)''.
<τούρκ(οθ). imambayıldı ''ιμάμ μπαϊλντί [dish prepared with eggplant and olive oil]''
ιμίσ΄=> γιμίσ΄
/ 209 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ι
Ιμπιλί (το) [ib΄il΄í] : στην Κοζ. ''(το παλιό όνομα του χωριού) Ίμερα''.
<τούρκ. Heybeli1 <τούρκ(κν). heybe = 1) saddlebag; a pair of saddlebags, 2) shoulder
bag (made of thick cloth, often carpeting (ΕΛΝΟ «Χεϊμπελή»)
ιντζές=> γιουντζές
ιουμπρίκ΄=> γιουμπρίκ΄
ιουργάν΄=> γιουργάν’
ιουρντώ (ρ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης ιουρντώ [jurdó] ''επιτίθεμαι'' (Γλ.Γαλατ. 242). Στη
Σιάτιστα Κοζάνης [jurdó] & ιρουντώ [irudó] ''ορμάω'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:15,
Γλ.Σιάτ.). Στο Πήλ. γιουρντάου [γ΄urdáu] ''ορμάω, κάνω επίθεση''. Στα Βασιλ.
Χαλκιδικής γιρουντάει ''ορμάει''. Στην Τήν. γιρουντάρου ''ορμώ''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας
γιρουζντώ [γ΄iruzdó] ''ορμάω''.
<yürüdü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). yürümek ''to make haste, hurry, go quickly''
ιριν(ι)έ=> γιρινέ
ιρουντώ=> ιουρντώ
ιτζιάκ΄=> ουτζιάκ΄
ιτζιούκ΄=> σιουτζιούκ΄
ιχλής (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [ixl΄ís] ''πρακτικός ορθοπεδικός''. Στη Σέλ. Κοζάνης
''πρακτικός γιατρός, ειδικά για τα κατάγματα''. Στην Ανασελ. ''πρακτικός, έμπειρος
γιατρός''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ixl΄ís] ''επιδέξιος'' (Γλ.Καταφ. 144).
<ehli, έναρθ. αιτ. του τούρκ(κν). ehil = 1) ειδικός (σε κάτι) [a master of, an expert at, an
adept at/in (a job/a craft/ a profession)], 2) ικανός [capable, qualified]
ιχράμ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ιχράμ΄ [ixráḿ] ''λεπτό, μάλλινο υφαντό''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
χράμ΄ [xráḿ] ''μάλλινο κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι'' (Γλ.Καταφ. 475). Στα Γρεβενά [xráḿ]
''είδος κουβέρτας, που δέν την επεξεργάστηκαν στη νεροτριβή'' (ΓρεβΤουρκ 216). Στην
Αργιθέα Καρδίτσας χιράμ’ ''ελαφριά και λεπτή κουβέρτα που την υφαίνουν κάνοντάς
της μεγάλα τετράγωνα σχήματα διαφορετικού χρώματος (μαύρου, άσπρου κλπ.)''
(Γλ.Αργ. 223). Στο Φαν. Καρδίτσας χιράμ’ ''μάλλινο σκέπασμα με ξόμπλια''.
<τούρκ(κν). ihram = 1) η άσπρη μονοκόμματη κελεμπία των προσκυνητών στη Μέκκα
[seamless white garment worn by pilgrims in Mecca], 2) μάλλινη, άσπρη μονοκόμματη
κελεμπία των Βεδουίνων [seamless white woolen garment (worn by Bedouins)], 3)
μάλλινο ύφασμα (χρησιμοποιούμενο σάν κάλυμμα) [woolen cloth (used as a covering)]
(<αραβ. & πέρσ. ïhrām ''a pilgrim’s cloak/Kleidung eines Pilgers'' (Steingass 21, Junker-
Alavi 12): Γιαννουλέλλης «χράμι», Nişanyan 2009 & Škaljić & Dizdari «ihram», BER
«ихрам»)
/ 210 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
ιχτιμπάρ’ (ουσ.) : Στον Κολ. Πιερίας ιχτιμπάρ΄ [ixt΄ibáŕ] ''υπόληψη''. Στα Γρεβενά
ιχτιμπάρ΄ ''υπόληψη'' (ΓρεβΤουρκ 84). Στη Δόβρ. Γρεβενών και τον Λαγκ. Θεσ/νίκης
ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''υπόληψη''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''εκτίμηση,
υπόληψη''. Στη Γαλατινή Κοζάνης ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''υπόληψη'' (Γλ.Γαλατ. 260). Στη
Βέρ. Ημαθίας ιχτιμπάρ’ & χτιμπάρ’ ''υπόληψη''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιχτσιμπάρ’
''υπόληψη, κύρος''.
αραβ. & πέρσ. ë‘tëbār ~ ï‘tïbār ''esteem, honour, reverence, venetration, respect''
(Steingass 72, Junker-Alavi 40, Nişanyan 2009 «itibar», Dizdari «itibar», BER
«ихтибар», Skok «iktibar»)> τούρκ(οθ). i‘tibar ''esteem; consideration, regard; honor''>
(1) τούρκ(κν). itibar [i:thibáŗ] ''εκτίμηση, σεβασμός, υπόληψη [esteem, consideration,
regard, honor]''> αλβ(τρ). itibar ''υπόληψη [nder, randësi që ka nji njeri në marrëdhanje
me botën, në vertyt të cilsive të tija morale a të zotsisë mendore; stimë, përfillje, besim,
konsideratë, çquarsi, reputacion, sajdi]'', (2) βαλκ. τούρκ. *ihtibar ''υπόληψη''> (α)
αλβ(τρ). ihtibar ''nder, randësi që ka nji njeri në marrëdhanje me botën, në vertyt të
cilsive të tija morale a të zotsisë mendore; stimë, përfillje, besim, konsideratë, çquarsi,
reputacion, sajdi'' (Dizdari «itibar»), (β) βουλγάρ. ихтибар {ixtibár} ''υπόληψη, σεβασμός
[honour, respect]'', (γ) σερβοκρ(ετ). иктибар / iktibar ''σεβασμός [poštovanje]''.
καβάκ΄ [kaváḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 152) ''λεύκα
(populus)''.
<τούρκ(κν). kavak ''λεύκα [poplar]''
καβούν΄ [kavúń], καούν΄ [kaúń] (ΟΥΣ) : Στο Μόκρο Κοζάνης καβούν΄ ''πεπόνι'' (Γλ.Μόκρ.).
Στο Σουφλί Έβρου (Κυρανούδης 1995:31), την Κρανιά Ελασσόνας (Γιώργος
Κατσαρός, Γλ.ΚρανΕλ.) και το Πήλ. καούν΄ ''πεπόνι''. Στην Κρήτη καούνι [kaúńi]
''πεπόνι'' (Γλ.ΑΚρήτ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ., Γλ.Ρεθύμν., Γλ.Κονδυλ.).
τούρκ(οθ). kavun ''πεπόνι [muskmelon, melon (Cucumis melo)]''> (α) διαλκ. αλβαν. kaun
''(regional: Kosovo) melon (casaba, honeydew, cantaloupe)'', (β) βουλγ(ετ). кавун
{kavún} & каун {kaún} ''πεπόνι [пъпеш]'', (γ) μακ. βουλγ. къунь {kăúń} & къвунь {kăvúń}
''пъпеш'' (BulgAtlas 6:174).
/ 211 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
τούρκ(κν). kazan ''καζάνι [caldron, cauldron, large cettle]''> (α) αλβαν. kazan = 1)
cauldron, 2) boiler, 3) αποστακτήρας [still (for distillation of liquids)], (β) βουλγάρ. казан
{kazán} ''καζάνι [cauldron], χάλκινο καζάνι [copper]'', (γ) ΒΣΜ казан {kázan} ''cauldron,
boiler; brandy still'', (δ) σερβοκροάτ. казан / kazan ''σκεύος για το βράσιμο νερού [kettle],
καζάνι [cauldron], καυστήρας [boiler]'' (rakijski kazan ''brandy still''), (ε) ρουμάν. cazan
{kazán} ''καζάνι [(Koch, Dampf-) Kessel]'', (στ) ΚΝΕ καζάνι.
καζίκ΄ [kaźíḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''επαγγελματική ή προσωπική κακοτυχία''. Στο Καταφύγι
Κοζάνης ''πάθημα'' (Γλ.Καταφ. 153).
<οθωμ. kazık ''απάτη [εν ληψοδοσία]/a trick; a piece of roguery'' (Redhouse 1414,
Χλωρός 1242)
καλάι [kaláj] (ουσ.) : στην Κοζ., τη Σιάτ. Κοζάνης και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
155) ''καλάι''.
<τούρκ(κν). kalay ''καλάι, κασσίτερος [tin]''
/ 212 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
καλτσιάς=> αλτσιάς
καλτσιούν΄ (ουσ.): : Στην Κοζ. καλτσιούν΄ (το) [kal΄ćúń] ''είδος πλεχτής παντόφλας:
τερλίκι''. Στη Νάουσ. Ημαθίας καλτσιούνι ''κοντή κάλτσα''. Στην Επαν. Χαλκιδικής
[kal΄ćúń] (το) ''πλεχτή, κοντή κάλτσα που φοριέται πάνω απο την κανονική, για να μή
λερώνεται''. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς καλτσούν’ ''κοντή κάλτσα''. Στη Θάσ. καλτσούν΄
[kalcúń] «κάλτσα». Στον Πολύγ. Χαλκιδικής [kalcúń] ''είδος γκέτας απο χοντρό ύφασμα,
κυρίως για τους τσοπάνηδες''. Στο Πήλ. [kalcúń] ''είδος παλιάς γκέτας απο σκουτί''. Στο
Ξυλοχ. Τρικάλων [kalcúń] ''κοντή μάλλινη κάλτσα''. Στο Φαν. Καρδίτσας καλτσούν’
''κοντή μάλλινη κάλτσα''. Στα Κανάλ. Καρδίτσας καλτσούν’ «χαλασμένη κάλτσα (χωρίς
πατούνα) για να προστατεύονται πόδια και χέρια μερικές φορές στις γεωργικές
εργασίες». Στη Σκλάτ. Καρδίτσας καλτσόν΄ [kalcóń] ''μάλλινο πατούμενο που φοριέται
πάνω απο τα τσιρέπχια (κάλτσες)''. Στην Κρήτη καρτσόνι [karcóńi] ''κάλτσα'' (Γλ.Κονδυλ.,
Γλ.ΔΚρήτ., Γλ.Ρεθύμν., Γλ.Ηρακλ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Σητ., Γλ.ΑΚρήτ.). Στην Κάρπ. καρτσόνιν
/karcónin/ ''κάλτσα''. Στο δυτ. Ξεροβ. Ηπείρου σκαλτσούνια ''αγοραστές κάλτσες''. Στο
Ξηρόμ. Αιτωλοακαρνανίας σκαλτσούνια ''κάλτσες''. Στη Λευκ. σκαλτσούνι ''(αντρική ή
γυναικεία) κάλτσα''. Στην Κέρκυρα σκαλτσούνι ''κάλτσα'' (Γλ.Κέρκ1.) ή σκαρτσούνι
''χοντρή πλεχτή κάλτσα'' (Γλ.Κέρκ2.). Στην Κεφαλον. σκαρτσούνια ή σκαλτζούνια ή
καλτζούνια ''χοντρές αντρικές κάλτσες'' (Γλ.Κεφαλον. «σκάρτσα»). Στη Ζάκυνθο
σκαρτσούνι ''κάλτσα'' (http://www.youtube.com/watch?v=kdTVuxD40GI&feature=related).
ιταλκ. calza ''κάλτσα [sock; stocking; hose]'' + μεγεθ. επίθμ. -one> ιταλ. *calzone (πληθ.
*calzoni /kalcóni/)> (1) καλτσούνι (ΕτυμΑνδρ «καλτσούνι»), (2) διαλκ. βουλγ(ετ). калцун
{kalcún} = 1) τερλίκι: είδος κάλτσας σάν παπούτσι, κατασκευασμένη απο αμπά ή σαγιάκι
[вид чорап като обувка, ушит от аба или шаяк], 2) μάλλινη πλεχτή κάλτσα [вълнен
плетен чорап], 3) κάλτσα [чорап], 4) μάλλινη παντόφλα [вълнен терлик], (3) ΒΣΜ
калцун {kalcun} ''thick knee sock(s); felt boot lining'', (4) ρουμάν. călțun {kălcún} = 1)
παπούτσι [Schuh], 2) κάλτσα [Strumpf], (5) οθωμ. kalçun ''παντόφλα/-ες απο ύφασμα ή
μαλλί [soccus, socci ex panno vel lana]'' (Meninski 3592)> (5α) διαλκ. βουλγ(ετ). калчун
{kalčún} ''σαγιακένια ή αμπαδένια κάλτσα, που φοριέται πάνω απο τη βράκα [шаячен
или абян чорап, който се носи върху потури]'', (5β) πομάκ. калчун [kalčún] = 1)
κάλτσα, 2) περικνημίδα (ΠομΛεξ 176), (5γ) ΒΣΜ калчун {kalčun} ''thick knee sock(s); felt
boot lining'', (5δ) τούρκ(κν). kalçın = 1) μαλακή εσωτερική μπότα απο κετσέ ή δέρμα [a
soft inner boot of felt/leather], 2) μακριά και βαριά κάλτσα που φοριέται μέσα απο τις
μπότες [long heavy stocking worn inside boots], 3) γκέτα [gaiter, legging] (Nişanyan 2009
«kalçın»)> (α) αλβαν. kallçinë {kałčínă} = 1) thick woolen foot warmer: gaiter; legging, 2)
/ 213 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
upper part of boots, (β) διαλκ. βουλγ(ετ). калчин {kalčín} =1) чорап, 2) γκέτα: σαγιακένια
κάλτσα χωρίς πατούσα, που φοριέται πάνω απο τη βράκα [шаячен чорап без стъпало,
който се носи върху потурите], (γ) θηλ. πληθ. σερβοκρ(τρ). калчине / kalčine ''γκέτες
απο αμπά, άσπρες γκέτες απο χοντρό ύφασμα που φοριούνται μαζί με τις μπότες
[dokoljenice od abe, suknene bijele dokoljenice koje se nose u čizmama]'.
κανάπ’, κνάπ’ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών κανάπ’ ''σπάγγος''. Στην Τσιαρπ.
Σερρών κνάπ’ ''σπάγγος, λεπτό σκοινί για το αρμάθιασμα και το στέγνωμα του καπνού''.
<τούρκ(κν). kınnap ''σπάγκος [string, twine, packthread]''
καν.τάρ΄ [kantáŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''καντάρι: ζυγαριά με βαρίδι, που κινείται σε οριζόντιο,
μεταλλικό, αριθμημένο άξονα''.
<τούρκ(κν). kantar ''ζυγαριά που αποτελείται απο μιά ατσάλινη βέργα μήκους μιάς
γιάρδας (0,914 μ.) [steelyard, lever scales]''
καντιφές=> κατιφές
καούν΄=> καβούν΄
καραγάτσ΄ [karaγáć], γκαραγκάτσ΄ [garagáć] (ουσ.) : Στην Κοζ., την Ανασελ., την Πιερ.,
τον Λαγκ. Θεσ/νίκης, την Τσιαρπ. Σερρών και το Σουφλί Έβρου (Κυρανούδης
1995:24) καραγάτσ΄ ''φτελιά (Ulmus)''. Στο Καταφύγι Κοζάνης καραγάτσ΄ «δέντρο σε
είδος φτελιάς» (Γλ.Καταφ. 161). Στη Σιάτιστα Κοζάνης γκαραγκάτσ΄ ''φτελιά''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:29, Γλ.Σιάτ.).
<τούρκ(κν). karaağaç {karáaγač} ''φτελιά [elm (Ulmus)]'' (<τούρκ(κν). kara ''μαύρος
[black]'' + τούρκ(κν). ağaç ''δέντρο [tree]'')
καράς [karás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ''μαύρο άλογο''. Στην Κοζ. = 1) μαύρο άλογο
(ονομασία για μαύρα άλογα), 2) το τρένο που καίει κάρβουνο, 3) κατάμαυρο αρσενικό
περιστέρι.
<τούρκ(κν). kara ''black'' (πρβλ. αλβαν. kara = 1) πολύ σκούρο άλογο [very dark horse],
2) περιστέρι με πολύ σκούρο φτέρωμα [pigeon with very dark plumage])
/ 214 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
καρμπάτσ’=> κουρμπάτσ’
καρπούζ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [karpúź] ''καρπούζι''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [karpúz]
''καρπούζι'' (Γλ.Λόσν. «φτάνου»).
<τούρκ(κν). karpuz ''watermelon'' <πέρσ. *xärböz ~ xärbüz ή xärböze ~ xärbüzä ή
xärbuze ~ xärbūzä ''a water-melon'' (Steingass 452, Junker-Alavi 269, Škaljić «karpuza»,
Eren & Eyuboğlu & Skok «karpuz», BER «карпуз», ΕτυμΜπαμπ «καρπούζι»)
καρσί (επίρ. τοπ.) : Στην Κοζ. [kaŕśí] ''απέναντι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [karśí] ''απέναντι''.
<τούρκ(κν). karşι ''απέναντι [facing, opposite]''
κασάπς=> χασάπς
κασιαΐ [kaśaí], κασιαή [kaśaí], κασιά [kaśá] (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών κασιαΐ ''ξυστρί''.
Στα Γιάν. κασιαή ''η τουφεκόβεργα για το καθάρισμα και το γέμισμα του
εμπροσθογεμούς όπλου''. Στον Νεζ. Λάρισας κασιά [kaśá] = 1) σιδερόβεργα για το
γέμισμα των εμπροσθογεμών όπλων (τουφεκόβεργα) ή για το γέμισμα των λουκάνικων
με τη βοήθεια ενός απλού χωνιού, 2) έμβολο.
τούρκ(κν). kaşağı ''ξυστρί [currycomb]''> (α) αλβαν. kashai {kašaí} ''currycomb'', (β)
σερβοκρ(τρ). кашагија / kašagija ''ξυστρί: σιδερένια βούρτσα με την οποία ξυστρίζονται
τα άλογα [željezna četka kojom se konj timari]'', (γ) διαλκ. τούρκ. *kaşa> (α) τούρκδ.
gaşa ''kaşağı'', (β) διαλκ. βουλγ(ετ). каша {kašá} ''ξυστρί για το καθάρισμα των αλόγων
[чесало за почистване на коне]''.
κασ΄καβάλ΄=> κατσ΄καβάλ΄
κασ΄λάς [kaślás] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) στρατώνας, 2) ονομασία τοποθεσίας έξω απο την
Κοζάνη.
<τούρκ(κν). kışla {kẃšla} ''στρατώνας [barracks]'' (<τούρκ(κν). kış ''χειμώνας [winter]''+
επίθμ. -la: Nişanyan 2009 «kışla», Skok «kršla», TurkGram 31, 60)
/ 215 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κασμέτ΄, κασμέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. κασμέτ΄ [kasḿét΄] ''μοίρα, πεπρωμένο, το τυχερό,
το γραφτό'' Έκφρ: βγήκιν του κασμέτι-τ’ = φάνηκε το τυχερό του (λεγόταν όταν κάποιος
αρραβωνιαζόταν). Στη Σιάτιστα Κοζάνης κασμέτσ΄ [kasméć] ''τύχη'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα
1985:74, Γλ.Σιάτ.).
τούρκ(κν). kısmet = 1) μοίρα, γραφτό, πεπρωμένο [destiny, fortune, kismet], 2) το
τυχερό στον γάμο (μιας γυναίκας) [chance of marriage (for a woman)]> (α) αλβαν.
kësmet {kăsmét} ''(colloquial) kismet: good luck; fate'', (β) βουλγάρ. късмет {kăsmét} =
1) τύχη [luck, fortune; piece/stroke of luck/of good fortune, windfall], 2) μοίρα [fortune,
lot], (γ) ΒΣΜ касмет {kásmet} ''τύχη [luck, fortune], πεπρωμένο [kismet]'', (δ)
σερβοκροάτ. кисмет / kismet ''πεπρωμένο [kismet, fate]'', (ε) βουλγ(ετ). кърсмет
{kărsmét} ''късмет'', (στ) σερβοκρ. крсмет / krsmet [kắrsmet] ''μοίρα, γραφτό,
πεπρωμένο [sudbina, udes]'' (Škaljić & Skok «kismet»).
κασνάκ΄ [kasnáḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ξύλινο τελάρο ενός αντικειμένου (π.χ. του
κόσκινου)''.
<τούρκ(κν). kasnak ''στεφάνη/τελάρο (απο ένα κόσκινο/ντέφι) [hoop/rim (of a sieve/a
tambourine)]''
κατιφές, καντιφές> γκαντιφές, κατφές, κατ΄φές (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης κατιφές
[kat΄ifés] ''βελούδο'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:75). Στα Νταρνακοχ. Σερρών καντιφές
/kadifés/ = 1) βελούδο, 2) μτφ. απαλός στην αφή. Στη Νάουσ. Ημαθίας γκαντιφές
/gadifés/ = α) βελούδινο ύφασμα, β) μικρό κομμάτι βελούδινου υφάσματος που
χρησιμοποιούσαν οι λούστροι για να γυαλίζουν τα παπούτσια. Στην Κοζ. κατ΄φές (ή
καντφές) [kat΄f΄és] ''βελούδο''. Στο Βιβίστι Γρεβενών κατφές ''βελούδο'' (Γλ.Βιβ. 35).
Στην Πιερ. κατφές «κατιφές».
αραβ. & πέρσ. qätife ~ qätīfä ''velvet, satin'' (Steingass 978, Junker-Alavi 576, Nişanyan
2009 & Dizdari «kadife», Škaljić «kadifa», Skok «kadif», BER «кадифе»)> τούρκ(οθ).
katife ''βελούδο [velvet]''> (1) ρουμάν. catifea ''βελούδο [Samt]'', (2) τούρκ(κν). kadife
''velvet''> (α) αλβαν. kadife ''velvet, plush'', (β) βουλγάρ. кадифе {kadifé} ''velvet'', (γ)
ΒΣΜ кадифе {kádife} ''velvet'', (δ) σερβοκροάτ. кадифа / kadifa ''velvet''.
κατράν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 194) κατράν΄ (το)
[katráń] ''πίσσα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και την Ανασελ. κατράν’ (η) [katrán].
<τούρκ(κν). katran ''πίσσα [tar]''
/ 216 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
Γρεβενών κατσιαμάκα ''πρόχειρο φαΐ απο ψημένο καλαμποκάλευρο, που για νοστιμιά
βουτιέται και στο πετιμέζι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο βρασμένο
αλεύρι''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών κατσιαμάκ΄ ''είδος σούπας απο καλαμποκάλευρο''.
Στην Τσιαρπ. Σερρών κατσιαμάκ΄ ''γλύκισμα απο χυλό καλαμποκάλευρου, που
τρωγόταν με πετιμέζι''. Στην Παλαιοχ. Χαλκιδικής κατσιαμάκ΄ ''πρωινό απο βρασμένο
καλαμποκάλευρο''. Στα Βασιλ. Χαλκιδικής κατσιαμάκ΄ ''παρασκεύασμα απο
καλαμποκάλευρο, που τρωγόταν τον χειμώνα με πετιμέζι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης
κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο καλαμποκάλευρο που βράζεται πολύ μέχρι να στεγνώσει και
τρώγεται περιχυμένο με μέλι''. Στη Βέρ. Ημαθίας κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο
καλαμποκάλευρο''. Στον Κολ. Πιερίας κατσιαμάκ΄ ''ζυμάρι απο καλαμποκάλευρο, που
ψηνόταν στη φωτιά και τρωγόταν με λουκάνικο ή τυρί''. Στο Πήλ. κατσιαμάκ΄ ''περιχυμένο
με μέλι ή πετιμέζι, κουρκούτι απο καλαμποκάλευρο, συνηθισμένο σάν πρωινό τον
χειμώνα''. Στο Ξυλοχ. Τρικάλων κατσιαμάκ΄ ''φαγητό με βάση το καλαμποκάλευρο''. Στα
Κανάλ. Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''είδος φαγητού με βάση το καλαμποκάλευρο''. Στην
Αργιθέα Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''παχύρρευστο φαΐ απο καβουρντισμένο
καλαμποκάλευρο, που τσιγαρίζεται με λάδι και προστίθεται και νερό'' (Γλ.Αργ. 79). Στο
Φανάρι Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''πρόχειρο φαΐ απο καλαμποκάλευρο'' (Γλ.Φαν.
«κατσαμάκ’»). Στη Σκλάτ. Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''είδος πρόχειρου φαγητού που
παρασκευάζεται με βάση το καλαμποκάλευρο και έχει το σχήμα του μελομακάρονου''.
<τούρκ(κν). kaçamak ''φαγητό απο καλαμποκάλευρο, νερό και βούτυρο [dish made with
cornmeal, water, and butter]''
/ 217 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κατφές=> κατιφές
καφαλτΐ (το, άκλ.) [kafaltẃ], καφαλτί (το) /kafaltí/, καφαλντί (το) /kafaldí/ (ουσ.) : Στην
Κοζ. καφαλτΐ ''το γεύμα ανάμεσα στο πρωινό και το μεσημεριανό (κατα τις 10-11):
κολατσιό, δεκατιανό''. Στη Σέλ. Κοζάνης, την Ανασελ. και τη Λόσν. Καστοριάς καφαλτί
''πρωινό''. Στη Δόβρ. Γρεβενών καφαλντί ''πρωινό''.
<τούρκ(κν). kahvaltι ''πρωινό [breakfast]'', βαλκ. τούρκ. kafāltι ''kahvaltı'' (Dallı 185)
<οθωμ. kahve altι (Meninski 3815)
καφάς [kafás] (ουσ.) : στο Μπλάτσι Κοζάνης ''η μεγαλύτερη μπίλια με την οποία χτυπάνε
τις μικρές'' (Γλ.Καλινδ. 284).
<τούρκ(κν). kafa ''η μεγάλη μπίλια με την οποία χτυπάνε τις άλλες [a large marble,
shooter (used in the game of marbles)]''
κιαμέτ΄ [ḱiaḿét΄] : στην Κοζ. στη φρ. ένα κιαμέτ΄ = ένα σωρό.
<τούρκ(κν). έκφρ. kıyamet kadar ''ένα σωρό [lots of, umpteen, …galore]'' (τούρκ(κν).
kıyamet = 1) η συντέλεια του κόσμου, η μέρα της κρίσης [doomsday, the end of the world
(when the dead will be ersurrected)], 2) αναταραχή [tumult, uproar, disturbance])
κιάρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [ḱáŗ] ''κέρδος''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ.
Γρεβενών [ḱár] ''κέρδος, όφελος, αμοιβή''.
<τούρκ(κν). kâr ''κέρδος [profit]''
κιαχί [ḱax΄í], κιχί [ḱix΄í] (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας κιαχί ''μικρή τυρόπιτα''. Στην Κοζ. κιχί
''κουλουριαστή τυρόπιτα ατομικού μεγέθους''. Στη Γαλατινή Κοζάνης κιχί ''τυροπιτάκι
τυλιχτό σε σχήμα κουλούρας'' (Γλ.Γαλατ. 261). Στη Σιάτ. Κοζάνης κιχί ''τυροπιτάκι''.
<τούρκ(οθ). kâhi ''είδος τριγωνικής τηγανίτας [kind of three-cornered pastry puff]''
κιιμάς [ḱijmás] (ουσ.) : στην Κοζ. και την Τσιαρπ. Σερρών ''κιμάς''.
<τούρκ(κν). kıyma ''κιμάς [ground meat, βρετ. mince]''
κιλέπ΄, γκιλέπ΄ (ουσ.) : Στην Πιερ. γκιλέπ΄ [ǵiléṕ] & κιλέπ΄ [ḱiléṕ] ''θηλειά που αποτελείται
απο μάλλινες κλωστές''. Στην Κοζ. γκιλέπ΄ [ǵil΄éṕ] ''το πρώτο τύλιγμα του νήματος (σάν
κουλούρα σκοινιού), πρίν γίνει κουβάρι''.
πέρσ. kälābä ''a raw thread as it is wound from the spindle, yarn; a ball of thread, a clew,
hank, skein'' (Steingass 1039, Eren «kelep»)> οθωμ. kelâbe = 1) κουβάρι κλωστής [a
ball of yarn or thread], 2) μασούρι κλωστής [a skein, hank, or tie of yarn or thread]
(Redhouse 1560)> τούρκ(οθ). kelebe ''skein (of spun cotton or silk)''> τούρκ(κν). kelep
(δοτ. kelebe) ''μεγάλο μασούρι κλωστής [large skein of thread]''> (α) βουλγ(ετ). келеп
{kelép} ''μασούρι κλωστής [гранка прежда]'', (β) τούρκδ. gelep ''μασούρι κλωστής [ip
çilesi, kelep]''.
κιλίμ΄ [ḱil΄íḿ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''χαλί χωρίς χνούδι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''υφαντό,
που το έστρωναν κυρίως στα κρεβάτια'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:75).
<τούρκ(κν). kilim ''χαλί χωρίς χνούδι [a pileless carpet]''
/ 218 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κιμέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiḿéŕ] ''χρηματοθήκη απο πανί ραμμένο στις δυό πλευρές, που
έμπαινε στο ζωνάρι: πουγκί''. Στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής κιμέρ’ ''ζωνάρι για τα
λεφτά'' (Γλ.Κασσάνδρ. 490-2).
<τούρκ(κν). kemer ''ζωνάρι για τα λεφτά [money belt]'' (πρβλ. βουλγ(ετ). кемер {kemér}
''δερμάτινο ζωνάρι ή πουγκί για τη μεταφορά και τη φύλαξη κερμάτων [кожен пояс или
кесия за носене и пазене на монети]'')
κιουβρέκ΄=> γκιβρέκ΄
κιούνκ΄, κιούνγκ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς κιούνγκ΄ [ḱúnǵ] ''σωλήνας''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών [ḱúnǵ] ''νεροσωλήνας''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης κιούνκ΄ [ḱúńḱ] ''πήλινος
αποχετευτικός σωλήνας'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:22, Γλ.Σιάτ. «κιούγκ»). Στην Κοζ.
κλιούνγκ΄ [kl΄úńǵ] & [ḱúńḱ] ''πήλινος νεροσωλήνας''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
κλιούνγκι [kl΄únǵi] ''πήλινος νεροσωλήνας''.
τούρκ(κν). künk ''(clay/cement) pipe; pipe''> (α) αλβαν. qyng {qǘng} ''σωλήνας [tube,
duct, pipe, conduit]'', (β) ΒΣΜ ќунк {qúnk} ''σωλήνας αποχέτευσης [(drain)pipe]'', (γ)
σερβοκρ(τρ). ћунак / ćunak ''σωλήνας ύδρευσης [vodovodna cijev]'', (δ) βουλγ(ετ). кюнк
{kjúnk} (πληθ. кюнци) ''πήλινος σωλήνας ύδρευσης [пръстена водопроводна тръба]''>
(1) βουλγ(ετ). кюнец {kjúnec} (πληθ. кюнци) ''φαρδύς πήλινος σωλήνας ύδρευσης και
αποχέτευσης [широка глинена тръба за водопровод и канализация]'', (2) βουλγ(ετ).
клюнк [kl΄únk] ''πήλινος σωλήνας ύδρευσης [глинена водопроводна тръба]''
[Беломорието (δές επίσης Atlas 1:156)].
κιούπ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱúṕ] ''πιθάρι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [ḱúp] ''πιθάρι («πίθος»)''.
<τούρκ(κν). küp ''πιθάρι [large, earthenware jar]''
κιουσέμ’, γκιουσέμ’> γκισέμ’ (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών κιουσέμ’ ''το πρώτο
πρόβατο στο κοπάδι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης γκιουσέμ΄ [ǵuśéḿ] ''ευνουχισμένο
κριάρι/τράγος που οδηγούσε το κοπάδι'' (Γλ.Καταφ. 98). Στην Κοζ. γκισέμ΄ [ǵiśéḿ] ''ζώο
που οδηγεί τα υπόλοιπα του είδους του (= 1) το κριάρι με μεγάλο ειδικό κουδούνι, που
πάει πρώτο οδηγώντας το κοπάδι: μπροστάρης, γκεσέμι, 2) το περιστέρι που οδηγεί τ’
άλλα να κατεβούνε στον περιστερώνα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Σλάτ. Καστοριάς
γκισέμ’ [ǵisém] ''ο τράγος που πάει μπροστά στο κοπάδι''. Στη Σέλ. Κοζάνης γκισέμ’ ''το
πρόβατο που προπορεύεται στο κοπάδι''.
<τούρκ(κν). kösem ''κατσίκι, κριάρι ή πρόβατο που πάει μπροστά οδηγώντας το κοπάδι:
μπροστάρης [lead goat; lead ram; bellwether]''
κιουστέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱuśt΄éḱ] ''πέτσινη ζωστή φυσιγγιοθήκη: φισεκλίκι''. Στη Σέλ.
Κοζάνης ''αλυσίδα που κρατάει το ρολόι τσέπης''.
<τούρκ(κν). köstek = 1) ποδοπέδη ζώων [hobble], 2) αλυσίδα ρολογιού [watch chain], 3)
τελαμώνας-αλυσίδα (απ’ όπου κρεμιόταν το θηκάρι του σπαθιού) [chain (of a sword
scabbard)]
/ 219 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κιουτούκ΄, κ(ου)τούκ΄ (ουσ.) : Στην Ίμβρο κιουτούκ΄ [ḱutúḱ] = 1) κούτσουρο, χοντρή ρίζα,
2) τύφλα στο μεθύσι (Γλ.Ίμβρ. 85). Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης [kutúḱ] = 1) κούτσουρο, 2)
μτφ. βλάκας. Στην Κοζ. κτούκ΄ [ktúḱ] = 1) κούτσουρο, 2) αυτός που δέν τα παίρνει τα
γράμματα, 3) ξεροκέφαλος. Στη Λόσν. Καστοριάς [ktúḱ] = 1) κούτσουρο, 2) άνθρωπος
που δύσκολα καταλαβαίνει, ανόητος.
<τούρκ(κν). kütük = 1) ριζιμιό κούτσουρο δέντρου/θάμνου [stump, stub (of a tree/bush)],
2) κούτσουρο [log], 3) το κούτσουρο του χασάπη [chopping block]
κιπαζές, κιπιζές (επθ.) : Στη Νάουσ. Ημαθίας κιπαζές [ḱipazés] ''ρεζίλης, καταγέλαστος,
γελοίος''. Στην Κοζ. γένουμι κιπιζές [ḱiṕiźés] ή φκιάνου κιπιζέν [ḱiṕiźén] = γίνομαι/κάνω
ρεζίλι.
τούρκ(κν). kepaze = 1) γελοίος και αξιοπεριφρόνητος [ridiculous and contemptible], 2)
αδιάντροπος, ξεδιάντροπος [disgraceful]> (α) αλβαν. qepaze ''shameful/disgraceful
(person)'', (β) βουλγ(ετ). кепазе {kepazé} & кепезе {kepezé} ''αναξιοπρεπής άνθρωπος
[човек без достойнство]''.
κιπένγκ΄ [ḱiṕéńǵ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''προεξέχον εξωτερικό ράφι καταστήματος, όπως
μπακάλικου ή του παλιού φούρνου, οπου έβγαζαν τα καυτά ψωμιά για να κρυώσουν
(έκλεινε με μεγάλα παραθυρόφυλλα ή σανιδένιο παραπέτασμα)''.
τούρκ(ερ). kepenk ''κάλυμμα που σκεπάζει την πρόσοψη των μαγαζιών, την πόρτα των
σπιτιών και τα παράθυρα [dükkânların ön cephelerini, evlerin kapı ve pencerelerini örten
hareketli kapak]''> (α) αλβαν. qepen & qepeng ή qepenk = 1) μεταλλικό ρολό μαγαζιού
[protective metal shutter over shop windows or doors], 2) trapdoor, (β) βουλγ(ετ). кепенк
[ḱepénk] ''επιφάνεια απο σανίδια ή μέταλλο, που χρησιμεύει για το κλείσιμο των
παραθύρων [дъсчена или металическа плоскост за затваряне на прозорци]'', (γ)
ΒΣΜ ќепенок {qepenok} ''ρολό βιτρίνας [large pull-down shutter (of shop window)]'', (δ)
σερβοκροάτ. ћепенак / ćepenak ''το θυρόφυλλο διπλής πόρτας, που όταν είναι ανοιχτή,
χρησιμεύει για την έκθεση εμπορευμάτων [wing of a double door (which, when opened,
serves to display goods)]'', (ε) ρουμάν. chepeng {qepéng} ''καταπακτή [Falltür]''.
κιπιζές=> κιπαζές
κιράς [ḱirás] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 195) και την Ανασελ. ''ενοίκιο,
αγώι''.
τούρκ(κν). kira ''νοίκι, ενοίκιο [rent (money)]''> (α) αλβαν. qira ''money paid for temporary
use or occupancy: rent'', (β) βουλγάρ. кирия {kiríja} ''rent; fare, charge'', (γ) ΒΣΜ кирија
{kírija} = 1) cartage, freight charges, 2) rent, (δ) σερβοκροάτ. кирија / kirija = 1) rent, 2)
hired labor, (ε) ρουμάν. chirie {qiríe} = 1) νοίκι [Miete, Mietzins], 2) έξοδα μεταφοράς
φορτίου: τα μεταφορικά [Frachgebühren (Plural), Fuhrlohn].
κιρατζής (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiradźís] ''αυτός που κάνει μεταφορές με υποζύγια για
λογαρισμό άλλων (αγωγιάτης) ή δικό του''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ḱiradźís]
''αγωγιάτης'' (Γλ.Καταφ. 171). Στη Σέλτσα Κοζάνης ''αγωγιάτης'' (Γλ.Σέλ1. 164). Στη
Σιάτιστα Κοζάνης κιρατζής [ḱiradźís] ''αγωγιάτης, αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα με
μουλάρια'' (πληροφορία Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, Γλ.Σιάτ. «κυραντζής»).
τούρκ(κν). kiracı = 1) εκμισθωτής [renter], ενοικιαστής, μισθωτής [tenant], 2) εκμισθωτής
υποζυγίων (αλόγων/γαϊδουριών) [person who hires out horses/donkeys]> (α) αλβαν.
qiraxhi = 1) tenant, renter, 2) αγωγιάτης [person paid to haul loads with horses],
εκμισθωτής αλόγων [person who rents out horses], (β) βουλγάρ. кираджия {kiradžíja} =
/ 220 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
1) tenant, lodger, 2) καροτσιέρης [carter, driver], (γ) ΒΣΜ кираџија {kiradžija} = 1) carter,
2) tenant, (δ) σερβοκροάτ. кирајџија / kirajdžija ''tenant'', (ε) σερβοκροάτ. кириџија /
kiridžija ''μισθωμένος αμαξάς [hired coachman]'', (στ) ρουμάν. chirigiu {qiridžíu} = 1)
καροτσιέρης που εκτελεί μεταφορές [(Fracht-)Fuhrmann], 2) ενοικιαστής, μισθωτής
[Mieter].
κιριστές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiŕiśt΄és] ''οικοδομική ξυλεία''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
(Γλ.Γαλατ. 261) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 195) [ḱiriśt΄és] ''οικοδομική
ξυλεία''. Στην Ανασελ., τη Σέλ. Κοζάνης, τη Δόβρ. Γρεβενών και τη Σλάτ. Καστοριάς
''οικοδομική ξυλεία''.
<οθωμ. kereste ''οικοδομική ξυλεία [timber for use in building]'' (Redhouse 1537)
κιρμάς=> κριμάς
κιρχανάς (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης κιρχανάς [ḱiŗxanás] ''εργαστήρι γούνας''. Στην Αγία
Βαρβ. Ηρακλείου κερχανές ''εργoστάσιο''. Στα δυτκρητ. κερχανές ''μεγάλο λιοτρίβι''.
πέρσ. kār-xāne ~ kār-xānä ''a shop, workshop, manufactory/Werkstatt'' (Steingass 1002,
Junker-Alavi 587, Eren «kerhane», Skok «ćar», BER «керхана», Dizdari «qerhane»)>
οθωμ. kârhane ''εργαστήρι [a manufactory]'' (Redhouse 1514)> οθωμ. kerhane ''a
manufactory'' (Redhouse 1514)> (1) βουλγ(ετ). керхане {kerxané} ''εργαστήρι
[работилница]'', (2) βαλκ. τούρκ. *kerhana ''εργαστήρι''> (α) βουλγ(ετ). керхана
{kerxaná} ''работилница'', (β) ρουμάν. cherhana {qerxána} ''εργοστάσιο [Fabrik]'', (γ)
ΒΣΜ ќерана {qerána} ''φούρνος, αρτοποιείο [bakery]'', (δ) τούρκδ. kerhana ''φούρνος για
το ψήσιμο τούβλων και κεραμιδιών [tuğla ve kiremit ocağı]'', (ε) τούρκδλ. kerana
''κεραμοποιείο [tuğla, kiremit yapılan yer]''.
κιτσές [ḱićés] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κατεργασμένο, πεπιεσμένο μαλλί προβάτου: πίλημα''.
<τούρκ(κν). keçe ''πίλημα [felt]''
κιφτσές, κιφτέδα (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης κιφτσές [ḱifćés] ''κεφτές''. Στην Κοζ. κιφτέδα
[ḱif΄t΄éδa] ''κεφτές''.
kuftän ~ kōftän/*kūftän ''κοπανίζω, ψιλοκόβω [zerstoßen, zerkeinern]'' (Junker-Alavi 614,
Steingass 1062)> kufte ~ kōftä/*kūftä ''ψιλοκομμένο κρέας [hashed meat]'' (Steingass
1062)> πέρσ. kufte ~ kōftä/*kūftä ''κεφτές απο κιμά και ρύζι [Kloß, Bulette aus
Hackfleisch mit Reis]'' (Junker-Alavi 617, Steingass 1062, Eren & Nişanyan 2009
«köfte», Dizdari «qofte», Škaljić «ćufte», Skok «ćufta», BER «кьοфте», ΕτυμΜπαμπ
«κεφτές»)> τούρκδλ. küfte ''köfte''> (1) τούρκδ. kifde ''köfte'', (2) τούρκ(κν). köfte
''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι/γιουβαρλάκι [meatball]''> (α) αλβ(ερ). qofte ''μπιφτέκι ή
κεφτές: ψητός ή τηγανητός κιμάς με κρεμμύδι, αβγό και μπαχαρικά [mish i grirë, i përzier
me qepë, me vezë e me erëza dhe i ngjeshur si petull, që piqet a skuqet]'', (β) βουλγ(ετ).
кюфте [ḱufté] ''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι: ψητή ή τηγανητή ποσότητα αλεσμένου
κρέατος με μυρωδικά [печена или пържена питка от мляно месо с подправки]'', (γ)
βουλγ(ετ). кьοфте [ḱofté] ''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι/γιουβαρλάκι: τηγανητή, ψητή ή
βραστή μπάλα απο ψιλοκομμένο κρέας με μυρωδικά [пържено, печено или варено
изделие от кълцано месо с подправки]'', (δ) ΒΣΜ ќофте {qófte} ''rissole; hamburger;
meatball'', (ε) σερβοκροάτ. ћуфта / ćufta & ћуфте / ćufte ''meatball'', (στ) ρουμάν. chiftea
''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι (απο κιμά) [Klößchen aus gehacktem Fleisch]'', (ζ)
Ν/ελλην. κιοφτές> ΚΝΕ κεφτές, με πληθ. κεφτέδες> κοζ. κιφτέδα.
κιχί=> κιαχί
/ 221 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κιχριμπάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱixŕibáŕ] ''κεχριμπάρι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [ḱixribár]
''κεχριμπάρι''.
<τούρκ(κν). kehribar ''κεχριμπάρι [amber]''
κνά [kná], ικνά [ikná], ίκνα [íkna], γίκνα [yíkna], ουκνά [ukná], κ΄νά [ḱná], κνάς [knás],
ακνάς [aknás] (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης κνά (το) ''χένα'' (Λαογρ.Μόκρ., Γλ.Μόκρ.).
Στη Νάουσ. Ημαθίας κνά (η) ''κόκκινη χρωστική ουσία, βαφή''. Στο Μελέν. της ΝΔ
Βουλγαρίας ικνά (η) ''κινά, κόκκινη βαφή''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ίκνα (η) ''χρώμα
κοκκινωπό, με το οποίο βάφουν τα μαλλιά'' (Γλ.Λόσν. 347). Στη Σέλτσα Κοζάνης ίκνα
(η) ''κοκκινωπή σκόνη που την έφτιαχναν απο κηκίδι βελανιδιάς και με την οποία οι
γυναίκες έλουζαν τα μαλλιά-τους'' (Γλ.Σέλ2.). Στη Γαλατινή Κοζάνης ίκνα (η) ''βαφή
καστανοκόκκινου χρώματος για τα γυναικεία μαλλιά'' (Γλ.Γαλατ. 259). Στα Νάματ.
Κοζάνης νίκνα (η) ''κραγιόν''. Στην Κοζ. γίκνα (η) ''φυτική βαφή για τα μαλλιά: χένα''. Στη
Στη Σλάτ. Καστοριάς ουκνά (η) ''φλούδες φυτού, με το αφέψημα του οποίου βάφουν οι
γυναίκες τα μαλλιά-τους''. Στο Βελβεντό Κοζάνης ουκνά (?) ''είδος χρωστικής ουσίας σε
μορφή σκόνης'' (Τσιανάκας 1988:50, 68). Στην Πιερ. ουκνά (η) «κινά». Στον Πολύγ.
Χαλκιδικής ουκνά (η) ''σκόνη με την οποία έβαφαν οι γυναίκες τα μαλλιά-τους''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών ουκνά (η) ''μπογιά που πήγαιναν στη νύφη πρίν τον γάμο, με την
οποία τα κορίτσια, συγγενείς της νύφης, έβαφαν τα μαλλιά-τους''. Στην Ίμβρ. κ΄νά (η)
''καλλυντική σκόνη που αναμιγνύεται με κεραμιδόσκονη, νερό κλπ. και χρησιμοποιείται
για βάψιμο μαλλιών, νυχιών, φρυδιών κλπ. σε χρώμα καφέ-βυσσινί''. Στη Σάμ. κνάς (ο)
''κόκκινη βαφή νυχιών και μαλλιών''. Στη Ρόδ. ακνάς (ο) ''κόκκινη βαφή που βάζουν
κυρίως οι Οθωμανές''.
τούρκ(κν). kına ''χένα [henna]''> (α) αλβαν. këna {kăná} ''henna'', (β) βουλγάρ. къна
{kăná} ''henna'', (γ) ΒΣΜ кана {kana} ''henna'', (δ) σερβοκρ(τρ). кна / kna & крна / krna &
кана / kana, (ε) ρουμάν. a căni {akăní} ''βάφω τα μαλλιά [das Haar färben]''> ρουμάν.
căneală {kăn`álă} ''βαφή μαλλιών [Haarfärbemittel]'', (στ) κνάς (ο) ''terra che serve in
Turchia a tegnere in color castagno li capegli, le mani et i piedi'' (Somavera 184)>
υστβυζ. οκνάς (ο) ''είδος κόκκινης χρωστικής ουσίας απο φύλλα φυτού, που
χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, των νυχιών και του δέρματος'' (ΥστβυζΛεξ(επ)
«κινάς»).
κνάπ’=> κανάπ’
κνάς=> κνά
κόντζια=> γκουντζές
κόσ΄ [kóś], κόσια [kóśa], κουσεύου [kuśévu] (ρ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς κόσια ''τρέχα,
πήγαινε'' {Κόσια στου μαγαζί να φέρς λάδ’.}. Στην Ανασελ. κουσεύου ''τρέχω''
Προστ.αόρ: κόσια. Στα Κανάλ. Καρδίτσας κουσεύου ''τρέχω'' Αόρ: κόσιψα,
Αόρ.προστ: κόσιψι [kóśipśi] & κόσια. Στην Κοζ. κουσέβου [kuśévu] ''τρέχω'' Αόρ:
κόσιψα, Έκφρ: του κόσ΄ [tukóś] (τροπ. επίρ.) = τρέχοντας. Στην Κρανιά Ολύμπου
έφυγα του κόσ΄ πέρα = έτρεχα (Γλ.ΚρανΟλ1. «κουσεύου»).
<τούρκ(κν). koşmak ''τρέχω [to run]'' (με προστ. koş)
κουβάς [kuvás]> γκβάς [gvás] (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Λόσν. Καστοριάς και τα Γρεβενά
(ΓρεβΤουρκ 89) κουβάς ''κουβάς''. Στο Βελβεντό Κοζάνης (Γλ.Μπουντ. 18, Τσιανάκας
/ 222 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
1988:70, 101) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 108) γκουβάς [guvás] ''κουβάς''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης και τον Λαγκ. Θεσ/νίκης γκβάς ''κουβάς''.
<τούρκ(κν). kova ''κουβάς [bucket, pail]''
κουβέτ’, κουβέτσ΄ (ουσ.) : Στην Ανασελ. κουβέτ’ ''δύναμη, τόνωση του οργανισμού''. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης κουβέτσ΄ [kuvéć] ''δύναμη'' (Παπαναούμ 1968:67).
βαλκ. τούρκ. kuvet ''δύναμη [kuvvet, güç]'' (Dallı 185, Kalay 151 [13:41]) <τούρκ(κν).
kuvvet (αιτ./κτητ. kuvveti) ''δύναμη [strength, power; force; vigor]'' <αραβ. & πέρσ.
qövvät ~ qüvvät ''power, force, vigour, strength, firmness'' (Steingass 993, Junker-Alavi
582, ΟθωμΛεξ & Nişanyan 2009 «kuvvet», Dizdari & Skok «kuvet», BER «кувет»)
κουβούσ΄ (το) [kuvúś] (ουσ.) : Στην Ίμβρ. ''στρατιωτικός θάλαμος, κοιτώνας''. Στο
Σκαλοχ. Καστοριάς ''σπιτάκι''.
<τούρκ(κν). koğuş ''any large room sleeping many people; dormitory; (hospital) ward''
κουζάς [kuzás] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''το κουκούλι του μεταξοσκώληκα''.
<τούρκ(οθ). koza ''το κουκούλι του μεταξοσκώληκα [silk cocoon]''
κουκάς=> χουκάς
κουλαβούζους=> καλαούης
κουλάν΄ [kuláń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το λουρί που στερεώνει το σαμάρι περνώντας κάτω
απ’ την ουρά του ζώου: υπουρίδα''.
<τούρκ(κν). kolan ''το λουρί που στερεώνει τη σέλα περνώντας κάτω απο την κοιλιά του
ζώου: ίγκλα [(saddle) girth, cinch, bellyband, surcingle]''
κουλαούζους=> καλαούης
κουμάρ’, κουμάρου (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών κουμάρ’ ''κάθε τυχερό παιχνίδι που
παίζεται με στόχο το κέρδος σε χρήμα''. Στην Κοζ. κουμάρου [kumáru] ''χαρτιά,
χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο''. Στη Σέλτσα Κοζάνης [kumáru] ''τυχερό παιχνίδι'' (Γλ.Σέλ1.
163).
αραβ. & πέρσ. *qëmār/qömār ~ qïmār/*qümār ''playing at dice; dice or any game of
hazard/Hasardspiel'' (Steingass 987, Junker-Alavi 579, Nişanyan 2009 & Dizdari
«kumar», Škaljić «komar», BER «комар2»)> (1) οθωμ. kımar ''τυχερό παιχνίδι [giuoco di
rischio, di fortuna]'' (Meninski 3758), (2) οθωμ. kumar ''giuoco di rischio, di fortuna''
(Meninski 3758)> (α) αλβ(ερ). kumar ''τυχερό παιχνίδι [bixhoz]'', (β) βουλγάρ. комар
{komár} ''gambling, game of chance/hazard'', (γ) ΒΣΜ комар {kómar} ''ζάρια, τυχερό
παιχνίδι [dice, game of chance]'', (δ) σερβοκρ(τρ). комар / komar ''τυχερό παιχνίδι,
παιχνίδι με λεφτά [hazardna igra, igra u novac]''.
κουμσιούς [kumśús], κουμσιού [kumśú], κουμτσής (ο) (ουσ.) : Στην Ίμβρ. κουμσιούς (ο)
''γείτονας'', κουμσιού (η) ''γειτόνισσα''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας κουμσιού (η) ''γειτόνισσα''.
Στα Γιάν. κουμτσής (ο) ''γείτονας''.
<τούρκ(κν). komşu ''γείτονας/γειτόνισσα [neighbor]''
/ 223 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
κουπούκ΄ [kupúḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) αλήτης, αλητόβιος, άνθρωπος του
υποκόσμου''.
<τούρκ(κν). kopuk ''αλήτης, άστεγος [vagabond, tramp, bum]''
κουρί /kurí/ (ουσ.) : Στην Κοζ. [kuŕí] ''δασάκι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''δασάκι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης [kurí] ''δάσος''. Στη Σέλ. Κοζάνης και τη Δόβρ. Γρεβενών ''δάσος''.
<τούρκ(κν). koru ''δασάκι [grove, small wood]''
κουσεύου=> κόσ΄
κουσιάφ’, χουσιάφ’, χσιάφ’, ξιάφ’ (ουσ.) : Στο Ξυλοχ. Τρικάλων κουσιάφ΄ [kuśáf΄]
''κομπόστα απο αποξηραμένα κεράσια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, μήλα σε φέτες (κ.ά.)''.
/ 224 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ
Στα Γιάν. κουσιάφ’ [kuśáf] ''κομπόστα απο δαμάσκηνα''. Στο Βιβίστι Γρεβενών
κουσιάφια «τα αποξηραμένα φρούτα» (Γλ.Βιβ. 38). Στη Βέρ. Ημαθίας κουσιάφ’
''κομπόστα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας κουσιάφι [kuśáfi] ''είδος κομπόστας απο
αποξηραμένα φρούτα (δαμάσκηνα κλπ.)''. Στην Τσιαρπ. Σερρών κουσιάφ’ & χουσιάφ’
''είδος κομπόστας για περιόδους νηστείας''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης χουσιάφ’ [xuśáf]
''κομπόστα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [xuśáf] ''κομπόστα απο δαμάσκηνα, μήλα, κορόμηλα
ή άλλα αποξηραμένα φρούτα''. Στο Μικρόβ. Κοζάνης χουσιάφ’ ''κομπόστα απο
αποξηραμένα φρούτα''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης χσιάφ’ [xśáf] & ξιάφ’ [kśáf] ''κομπόστα
απο ξερά σύκα, σταφίδες, δαμάσκηνα κλπ.'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67, Γλ.Σιάτ.). Στη
Λόσν. Καστοριάς [xśáf] & [kśáf] ''κομπόστα''. Στην Κοζ. ξιάφ΄ [kśáf΄] ''κομπόστα απο
αποξηραμένα φρούτα''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [kśáf] ''κομπόστα'' (Γλ.Γαλατ. 273). Στη
Σέλτσα Κοζάνης ξιάφ’ ''κομπόστα'' (Γλ.Σέλ1. «κσιάφ»).
xōš ~ *xōš/xvuš/xväš ''καλός, γλυκός, ευχάριστος [good, sweet, pleasant, delightful]''
(Steingass 485, Junker-Alavi 287) + āb ''νερό, χυμός [Wasser, Saft]'' (Junker-Alavi 1,
Steingass 1)> xōšāb ''χυμός φρούτων [Obstsaft]'' (Junker-Alavi 288)> πέρσ.
xōšāb/*xušāb ~ *xūš-āb/xōš-āb/xvuš-āb ''κομπόστα [Kompott]'' (Junker-Alavi 288,
Steingass 487, Eyuboğlu & Nişanyan 2009 «hoşaf», Škaljić & Skok «hošaf», Dizdari
«hoshaf», BER «ошав» & «кушав»)> (1) τούρκδ. koşaf ''hoşaf, komposto'', (2) βαλκ.
τούρκ. kuşaf & huşaf & hoşaf ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα'' (Κυρανούδης
1998:131)> διαλκ. βουλγ(ετ). кушав [kušáf] ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα
[компот от сушени плодове]'', (3) τούρκ(κν). hoşaf ''κομπόστα [stewed fruit, compote]''>
(α) αλβαν. hoshaf ''dessert made of dried fruit and custard; compote of dried fruit; dried
fruit'', (β) σερβοκρ(ετ). (х)ошаф / (h)ošaf ''αποξηραμένα φρούτα (αχλάδια, μήλα,
δαμάσκηνα, που τρώγονται ξερά ή βρασμένα) [suho voće (kruške, jabuke, šljive; jedu se
suhe ili kuhane)]'', (γ) βουλγάρ. ошав [ošáf] ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα
[stewed dried fruit, dried fruit compote]'', (δ) απαρχ. ΒΣΜ ошав [ošaf] ''stewed fruit,
compote''.
κουσιού, κουσιός, κουσί, κουσή : Στο Φαν. Καρδίτσας κουσιού = 1) (το, ουσ.) τρέξιμο,
2) (επίρ. τροπ.) τρέχοντας. Στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων και την Αγία Τριάδα
Καρδίτσας κουσιού [kuśú] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας'' (Ρουσιάκης 2006:207). Στο Ξυλοχ.
Τρικάλων κουσιού [kuśú] & τα κουσιού [takuśú] & τ’ κουσιού [tkuśú] (επίρ. τροπ.)
''τρέχοντας''. Στο Μόκρο Κοζάνης τα κουσιού [takuśú] (επίρ. τροπ.)
''γρήγορα/τρέχοντας'' {Να πάς τακουσιού.} (Γλ.Μόκρ. «κουσιού»). Στο Μικρόβαλτο
Κοζάνης τακουσιού [takuśú] (επίρ. τροπ.) ''γρήγορα'' {Αντύθκι τα κουσιού... (Μανάδης
2014:158)}. Στη Δόβρ. Γρεβενών κουσιός [kuśós] ''τρέξιμο'', Έκφρ: τανγκουσιού
[tanguśú] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας''. Στην Κοζ. = 1) [kuśós] (ουσ.) τρέξιμο, τρεχάλα, 2)
τουν κουσιό [tunguśó] & κουσιόν [kuśón] (επίρ. τροπ.) τρέχοντας, Έκφρ: πχιάλτσα τουν
κουσιό = έτρεξα γρήγορα. Στη Σέλ. Κοζάνης και την Ανασελίτσα (Γλ.Ανασελ.
«κουσιεύου») [kuśós] ''τρέξιμο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [kuśós] «γρήγορο τρέξιμο». Στη Βέρ.
Ημαθίας και τη Νάουσ. Ημαθίας [kuśón] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας''. Στον Κολ. Πιερίας
[kuśós] «γρήγορο τρέξιμο», Έκφρ: πλάλ΄ξα κουσιόν [kuśón] = έτρεξα γρήγορα. Στην
Πιερ. [kuśós] ''τρέξιμο'', Έκφρ: έτριξα τουν κουσιό [tunguśó]. Στην Ίμβρο κουσιό [kuśó] ή
κουψιό [kupśó] (ουσ./επίρ. με χρήση ρήματος: ''φεύγω τρέχοντας'') {Κουσιό, ντέ, κι θα σι
πιάσ΄! (Ξεινός 88) ◊ Κουψιό ικείν΄, μόλις τ’ άκσι. (Γλ.Ίμβρ.)}. Στη Σλάτ. Καστοριάς κουσί
[kuśí] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας, τροχάδην'' {πήγα κουσί}, κουσή (η) [kuśí] ''τρεχάλα''. Στο
δυτ. Ξεροβ. Ηπείρου κουσή (η) [kuśí] ''τρέξιμο''. Στη Λευκ. κοσί (επίρ. τροπ.)
''τρέχοντας'' {Εμπήκα σ’ άλογο καβάλα και το πήγα κοσί (ή: του ριχτού) να το ποτίσω.}.
Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας κουσί (το) [kuśí] ''τρέξιμο, αγώνας δρόμου'' {Τουν Αη-
/ 225 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Λ
Γιώργη τα άλουγα τα βγούν στου κουσί.}. Στην Τσιαρπ. Σερρών κουσί (το) [kuśí]
''τρέξιμο, αγώνας δρόμου''.
<τούρκ(κν). koşu ''κούρσα, αγώνας δρόμου [race]'', δυτβαλκ. τούρκ. koşi ''τρέξιμο,
αγώνας δρόμου'' (Κυρανούδης 2009:53, 123, 124, 365)
κουσκούν’ (το) (ουσ.) : Στην Κοζ. [kuskúń] ''το λουρί που περνάει κάτω απ’ την ουρά του
ζώου και στερεώνει το σαμάρι: υπουρίδα''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [kuskún] ''η υπουρίδα''.
<τούρκ(κν). kuskun ''υπουρίδα [crupper (harness strap)]''
κούσπα (η) [kúspa] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''κατάλοιπο απο την εξαγωγή του ελαιόλαδου:
ελαιόπιτα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας ''κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή του
σουσαμόλαδου''. Στη Βέρ. Ημαθίας ''κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή του σουσαμόλαδου,
του βαμβακέλαιου κλπ., κτηνοτροφή''. Στον Κολ. Πιερίας του κρασί είνι μαύρου κούσπα
(=κατάμαυρο).
<τούρκ(κν). küspe = 1) κατάλοιπο, πολτός απο λιωμένα φρούτα ή σπόρους [residue,
pulp of crushed fruits/seeds], 2) κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή λαδιού, που χρησιμοποιείται
σά ζωοτροφή: ελαιόπιτα [oil cake]
κουτούκ΄=> κιουτούκ΄
κουψιό=> κουσιού
κριμάς (ο) /krimás/, κιρμάς (ο) [ḱirmás] (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης κριμάς
''ζωοτροφή απο αλεσμένο σε μυλόπετρες ρόβι'' (Γλ.Γαλατ. 264). Στην Τσιαρπ. Σερρών
κιρμάς ''ζωοτροφή απο χοντροαλεσμένο σιτάρι/κριθάρι/καλαμπόκι''.
<τούρκδ. kırma ''κάθε είδος δημητριακών που αλέθεται στο μύλο και ταΐζεται στα ζώα
[hayvanlara yedirilen, değirmende ufaltılmış, ezilmiş her çeşit tahıl]'' (<τούρκ(κν). kırmak
''συντρίβω, αλέθω [to crush; to grind coarsely]'')
κτούκ΄=> κιουτούκ΄
λιγκέρ΄=> λινγκέρ΄
λιέν΄ [l΄iéń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''λεκάνη για πλύσιμο / ξύρισμα, εμαγιέ''.
<τούρκ(κν). leğen ''λεκάνη για πλύσιμο/νιπτήρας [washbowl (for washing hands and
face)]''
λιμπαντές (ουσ.) : Στην Κοζ. λιμπαντές [l΄ibad΄és] ''το γιλέκο των τσολιάδων και
γυναικείων φορεσιών''. Στη Βέρ. Ημαθίας λιμπαντί ''γυναικείο ένδυμα''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας λιμπαντί ''είδος παλιάς κοντής ναουσέικης γυναικείας ζακέτας με μανίκια'' ΠΑΡΑΓ:
μακρουλέμπαντου ''είδος μακριού γυναικείου πανωφοριού, που ήταν χρυσοκεντημένο''.
<τούρκδ. libade = 1) γιλέκο [yelek], 2) είδος πανωφοριού που φοριέται πάνω απ’ τα
ρούχα των γυναικών στα χωριά [köy kadınlarının elbise üstüne giydikleri bir çeşit manto],
/ 226 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
3) βαμβακερή, φαρδυμάνικη γυναικεία ζακέτα [pamuklu, geniş kollu kadın ceketi, hırka],
4) κοντή κεντημένη ζακέτα με μακριά μανίκια [cepken]
λ(ι)όντζια=> γιόντζια
μαγκάν΄=> μανγκάν΄
μαϊά [majá] (ουσ.) : στην Κοζ. και τη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51)
''μαγιά''.
<τούρκ(ερ). maya ''πρόσθετη ουσία που έχει σκοπό να φουσκώσει το ζυμάρι και να
«δέσει» κάποιες άλλες ουσίες: μαγιά [hamuru kabartmak ve bazı başka maddeleri
kıvamlandırmak maksadıyla katılan madde, damızlık]''
μαϊμού (ουσ.) : Στην Κοζ. μαϊμού [majmú] ''μαϊμού, πίθηκος'' Πληθ: μαϊμές. Στην Τσιαρπ.
Σερρών μαϊμούν΄ [majmúń] ''μαϊμού''.
ΚΝΕ μαϊμού (Πληθ: μαϊμούδες) <τούρκ(κν). maymun ''monkey''
μακαβάς=> μουκαβάς
μακρουλέμπαντου=> λιμπαντές
/ 227 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μανγκάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [mangáń] ''μαγκάλι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
228) και τη Σιάτ. Κοζάνης μαγκάν΄ ''μαγκάλι''.
αραβ. & πέρσ. mänqäl ''μαγκάλι [Kohlenbecken]'' (Junker-Alavi 771, Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu & Skok «mangal», Škaljić «mangala», Dizdari «mangall», BER «мангал»)>
τούρκ(κν). mangal ''brazier (used as a heater)''> (α) αλβαν. mangall ''brazier for holding
burning coals or charcoal'', (β) βουλγάρ. мангал {mangál} ''brazier'', (γ) ΒΣΜ мангал
{mángal} ''brazier'', (δ) σερβοκροάτ. мангал / mangal ''μαγκάλι [brazier]'', (ε) ρουμάν.
mangal ''Kohlenbecken, -pfanne'', (στ) ΚΝΕ μαγκάλι.
μαντές (ουσ.) : Στην Ανασελ. μαντές ''υπόθεση, πράγμα''. Στα Γιάν. μαντές [mandés]
''σοβαρό ζήτημα''.
<τούρκ(κν). madde = 1) ουσία [matter, substance], 2) υλικό, συστατικό [material,
component; ingredient], 3) θέμα, ζήτημα [question, matter, topic]
μαξούλ΄=> μαχσούλ΄
μάξους [máksus], μαξούς [maksús] (επίρ. τροπ.) : Στην Κοζ., το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 232), το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 364), τη Δόβρ. Γρεβενών και την
Αλικαρνασσό (Μ. Ασίας) (ΓΑΚ 111) μάξους ''επίτηδες''. Στο Μικρόβαλτο Κοζάνης
(Μανάδης 2014:175), το Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.) και το Πήλ. μαξούς ''επίτηδες''.
Στην Ίμβρ. και τα ανατκρητ. μάξους & μαξούς ''επίτηδες''. Στην Κάρπ. μαξούς (και
κάποτε μάξους) ''επίτηδες''.
αραβ. & πέρσ. mäxsus ~ mäxsūs ''peculiar, special, particular, proper, specific,
belonging to; private, domestic, intimate; addicted, dedicated; peculiarly ascribed or
attributed to; distinguished/besonders, eigenartig; privat; spezifisch'' (Steingass 1196,
Junker-Alavi 696, Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok & Dizdari «mahsus», BER
«максус»)> (α) τούρκ(κν). mahsus {máhsus} = 1) ειδικά [especially, particularly], 2)
επίτηδες [intentionally, deliberately, on purpose], (β) τούρκδ. maksus ''επίτηδες [bile bile,
isteyerek]'', (γ) αλβ(τρ). mahsus {mahsús} ''επίτηδες [nergut, apostafat, qellimthi, kastile,
monokal, gudel]'', (δ) διαλκ. βουλγ(ετ). махсус {máxsus} ''επίτηδες [нарочно]'' (BER
«максус»), (ε) βουλγ(ετ). максус {máksus} ''επίτηδες [нарочно, преднамерено,
обмислено]'', (στ) διαλκ. βουλγ(ετ). максус {maksús} ''επίτηδες, οπωσδήποτε [нарочно,
непременно]'', (ζ) σερβοκρ(τρ). махсус / mahsus & махсуз / mahsuz & максуз / maksuz
''ειδικός [naročit, specijalan, osobit]''.
μασάτ΄ [masát΄], μασάτσ΄ [masáć] (ουσ.) : Στην Κοζ. μασάτ΄ ''μεταλλικό ακονιστήρι, που
χρησιμοποιούσαν κυρίως οι χασάπηδες''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μασάτσ΄ «ακόνι
μαχαιριών».
<τούρκ(κν). masat ''ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων [butcher’s steel (for
sharpening knives)]''
/ 228 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μασιάς, μασιά (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης μασιάς [maśás] «τσιμπίδα». Στην Κοζ. μασιά
[maśá] ''η τσιμπίδα για τ’ αναμμένα κάρβουνα: πυράγρα''.
<τούρκ(κν). maşa ''τσιμπίδα (για διάφορα αντικείμενα) [tongs, pair of tongs], πυράγρα
[fire tongs]''
μασκαραλίκ΄ [maskaral΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κουβέντα ή πράξη που ταιριάζει σε έναν
μασκαρά: απρέπεια''.
<τούρκ(κν). maskaralık ''ντροπή, ρεζιλίκι [disgrace], επαίσχυντη πράξη [disgraceful
action]'' <maskara (δές πκ.) + επίθμ. -lık
μασλάτ΄ [maslát΄] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) κάτι που λέει κάποιος: κουβέντα, 2) διήγηση.
αραβ. & πέρσ. mäslähät ''an affair, business, subject; employment, transaction,
occupation; an urgent occasion; benevolence, kindness, peace, goodwill; welfare, that
which is best, a prudent measure, advisable thing; advice'' (Steingass 1254, Junker-Alavi
730, Nişanyan 2009 & Škaljić «maslahat», Skok «maslat», Dizdari «masllahat», BER
«маслахат»)> τούρκ(κν). maslahat (αιτ./κτητ. maslahatı) = 1) επιχειρηματική υπόθεση
[business matter], 2) σημαντικό ζήτημα [important matter], 3) αιτία για την οποία κάτι
είναι ωφέλιμο [reason why something is for the good]> (α) βουλγκ. маслахат {maslaxát}
= 1) αντικείμενο προς εξέταση, συζήτηση και έγκριση: ζήτημα, θέμα [нещо, което е
предмет на разглеждане, на обсъждане и разрешение; въпрос, работа], 2) αστείο
[шега], (β) βαλκ. τούρκ. *maslaat ''κουβέντα''> (1) βουλγ(ετ). маслаат {maslaát} ''μή
σοβαρή κουβέντα [несериозен разговор]'' (BER «маслахат»), (2) σερβοκρ(ετ).
masla(a)t / масла(а)т ''posao, uspjeh''.
ματαράς [matarás] (ουσ.) : στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 267) και τη Σέλ. Κοζάνης
''παγούρι''.
<τούρκ(κν). matara {matára} ''παγούρι [(metal/plastic) canteen/flask]''
ματκάπ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ματκάπ’ [matkáp] ''εργαλείο ξυλουργού: αρίδα
(=τρυπάνι)''. Στη Νάουσ. Ημαθίας ματικάπι [matikápi] & ματκάπι [matkápi] ''τρυπάνι
(«αρίδα»)''.
<τούρκ(κν). matkap ''τρυπάνι [drill; gimlet; auger]''
μαχαλάς [maxalás] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 236, 72, 232,
Σόρμας 143, 81) ''συνοικία''.
τούρκδ. mehle ''mahalle'' <βαλκ. τούρκ. mahle ''συνοικία, γειτονιά'' (Κυρανούδης
1998:131) <τούρκδ. māle ''mahalle'' = βαλκ. τούρκ. māle ''mahle'' (Dallı 71, 186)
<τούρκδ. maale ''mahalle'' = βαλκ. τούρκ. maale ''συνοικία, γειτονιά'' (Κυρανούδης
1998:131) <τούρκ(κν). mahalle ''neighborhood; quarter; district; ward (in a city/a town)''
(<αραβ. & πέρσ. mähälle ~ mähällä ''συνοικία [a quarter, part of the town, district,
division]'' (Steingass 1190, Junker-Alavi 693): Nişanyan 2009 «mahalle», Dizdari
«mahallë», Škaljić & Skok «mahala», BER «махала»)
/ 229 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μαχμούζ΄ [maxmúź] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) σπιρούνι, 2) το νύχι του κόκκορα, που κατα τις
κοκορομαχίες χρησιμοποιεί σάν όπλο.
<τούρκ(οθ). mahmuz = 1) σπιρούνι [spur], 2) νύχι κόκκορα [cockspur]
μαχμουρλούς (επθ.) : Στην Κοζ. μουχμουρλούς (ο) [muxmurlús] & μαχμουρλούς (ο)
[maxmurlús] ''αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής''.
αραβ. & πέρσ. mäxmur ~ mäxmūr ''μεθυσμένος [(be)trunken; berauscht]'' (Junker-Alavi
697, Steingass 1198, Dizdari & Eyuboğlu «mahmur», Škaljić «mahmuran», Skok
«mamuran», BER «махмурен» & «махмурлия»)> τούρκ(οθ). mahmur ''αυτός που
κοιμήθηκε μεθυσμένος και ξύπνησε κακοδιάθετος [heavy after a drunken sleep]''> (α)
τούρκ(κν). mahmur = 1) ζαλισμένος απο τον ύπνο [groggy, logy (from sleep)], 2)
μισόκλειστο/νυσταγμένο (μάτι) [half-closed (eye)], με νυσταγμένο βλέμμα [sleepy-eyed,
heavy-eyed], (β) αλβαν. mahmur ''μισομεθυσμένος [tipsy], ζαλισμένος απο το ποτό
[dopey from drinking: hung-over], νυσταγμένος [sleepy]'', (γ) βουλγ(ετ). махмурлия
{maxmurlíja} ''μισοξεμέθυστος, με βαρύ κεφάλι [недостатъчно изтрезнял, с натежала
глава]'', (δ) βουλγ(ετ). махмурен {maxmúren} ''νυσταγμένος μετά απο μεθύσι [сънен
след алкохолно опиянение]'', (ε) ΒΣΜ мамурлив {mámurliv} & мамурен {mámuren} =
1) κακοδιάθετος μετά απο μεθύσι [suffering a hangover], 2) αγουροξυπνημένος και
άκεφος [drowsy, sleepy], (στ) σερβοκροάτ. мамуран / mamuran = 1) μεθυσμένος [drunk,
intoxicated], 2) drowsy, (ζ) ΚΝΕ μαχμουρλής ''άκεφος/κακοδιάθετος μετά απο κακό
ύπνο''.
/ 230 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
''πλατεία, ανοιχτό μέρος'' Έκφρ: βγήκι στου μιγντάν΄ = βγήκε στη δημοσιότητα,
παρουσιάστηκε. Στην Κοζ. στην έκφρ. βγάνου (έναν) στου μιγντάν΄ [ḿiγdáń] =
αποκαλύπτω (κάποιον) μπροστά σε όλους, φανερώνοντας ένα μυστικό του. Στη Σιάτ.
Κοζάνης μ’ έβγαλιν στου μιγντάν΄ [miγdáń] = φανέρωσε τις πράξεις ή τις σκέψεις μου.
Στο Καταφύγι Κοζάνης τουν έβγαλιν στου μιγντάν΄ [miγdáń] = τον έβγαλε στη φόρα, τον
αποκάλυψε (Γλ.Καταφ. 237). Στην Πιερ. μιγντάν΄ [miγdáń] «ανοιχτό μέρος» Έκφρ:
βγήκιν στου μιγντάν΄ = εμφανίστηκε δημόσια. Στην Κραν. Ελασσόνας μιγντάν’ ''ανοιχτός
δημόσιος χώρος, που γίνονται διάφορες εκδηλώσεις'' Έκφρ: βγήκαν όλα στου μιγντάν’ =
φανερώθηκαν όλα. Στα Νταρνακοχ. Σερρών [miγdáń] ''πλατεία, έκταση'' Έκφρ: βγήκι
στου μιγντάν΄ (= φανερώθηκε), τάβγαλι στου μιγντάν΄ όλα (Ζ.Σ.). Στη Βέρ. Ημαθίας
μιγντάν’ ''πλατεία'' Έκφρ: βγήκιν στου μιγντάν’, δα σι βγάλου στου μιγντάν’ =
φανερώθηκε/αποκαλύφτηκε, θα σε φανερώσω. Στο Λιτόχωρο Πιερίας μιγντάν΄ [ḿiγdáń]
«μεϊντάνι» (Μ. Πλαδή, Φωνολογική ανάλυση του ιδιώματος του Λιτοχώρου Πιερίας,
Θεσ/νίκη 1996 (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία): σελ. 24). Στη Νάουσ. Ημαθίας
μιγντάνι «κοινή θέα, μέρος ανοιχτό, προσπελάσιμο οπτικά απο παντού». Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας μιγκντάνι [migdáni] ''απόσταση''.
αραβ. & πέρσ. mejdān ~ maidān/mīdān ''an open field without buildings, an extensive
plain; a race-ground, or any place for exercises or walking; an arena, parade-ground; a
field of battle; war, battle, combat/Platz, Feld; Arena'' (Steingass 1360, Junker-Alavi 785,
Nişanyan 2009 «meydan», Dizdari & Skok & Škaljić «mejdan», BER «мегдан»)>
τούρκ(κν). meydan = 1) μεγάλη, επίπεδη, ανοιχτή, υπαίθρια περιοχή [(a) wide, flat,
open, outside area], ανοιχτός χώρος [open space], πλατεία [(public) square], 2) arena;
ring> (α) αλβαν. mejdan = 1) (old) open ground, plain, 2) battlefield; place for settling
disputes by fighting, 3) (μτφ.) open battle/contest, (β) διαλκ. βουλγ(ετ). мейдан {mejdán},
(γ) βουλγάρ. мегдан {megdán} ''πλατεία [square]'', (δ) ΒΣΜ мегдан {mégdan} = 1)
square, open place, 2) space, expanse, room, 3) field of battle, 4) fight, duel; contest, (ε)
σερβοκροάτ. мегдан / megdan = 1) μονομαχία [duel, combat], 2) πεδίο μάχης
[battleground], πεδίο μονομαχίας [dueling grounds], (στ) ρουμάν. maidan & măidan &
meidean & medean & meidan & medan = 1) ανοιχτός χώρος [(freier) Platz], 2) αλάνα
[(freier, Spiel-)Raum, freies Feld], (ζ) τούρκ(κν). έκφρ. meydana çıkarmak = 1) φέρνω
στο φώς, εκθέτω [to bring (something) to light; to expose (something) to view], 2)
δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω [to present (something) to the public; to make (something)
public, reveal]> βγάνου στου μιγντάν΄, (η) τούρκ(κν). έκφρ. meydana çıkmak ''to be
revealed, come to light; to become evident'' [çıkmak ''βγαίνω'']> βγαίνου στου
μιιντάν’/μιγντάν’.
μιλέζ΄κους [ḿil΄éźkus] ή [ḿil΄éśkus] (επθ.) : στην Κοζ. ''(ζώο/πουλί/άνθρωπος) που
προέρχεται απο διασταύρωση''.
αραβ. & πέρσ. mäläs ~ mäls ''mixture of darkness and light, i.e. twilight; a stuff of mixed
silk and cotton, or any two different materials; a mongrel, a mulatto/Mulatte, Mischling''
(Steingass 1308, Junker-Alavi 759, Eyuboğlu & Škaljić & Skok & Dizdari «melez», BER
«мелез»)> (1) τούρκδ. meles & melez ''ύφασμα απο μεταξωτή και βαμβακερή κλωστή
[ipek ve pamuk iplikle dokunmuş bez]'', (2) *meles> τούρκ(κν). melez = 1) οργανισμός
που προήλθε απο διασταύρωση, υβρίδιο [crossbred, hybrid], 2) μιγάδας [someone of
mixed race/blood], 3) (someone) whose parents do not share a common nationality> (α)
αλβαν. melez = 1) [επθ.] of mixed race/breed: crossbred, 2) [ουσ.] crossbreed, halfbreed,
(β) βουλγάρ. мелез {meléz} ''οργανισμός που προήλθε απο διασταύρωση, μιγάδας
[cross-breed, half-blood/half-breed]'', (γ) ΒΣΜ мелез {mélez} ''person of mixed race; half-
breed; mongrel; hybrid'', (δ) σερβοκροάτ. мелез / melez ''μιγάδας [mixed-blood, half-
breed]''.
/ 231 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
/ 232 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
от 10 пари]'', (β) τούρκ(κν). metelik ''a coin worth 10 paras''> αλβαν. metelik ''coin worth
5 thousandths of a Turkish lira''.
μιτζίτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḿidźít΄] ''νόμισμα ίσο με 1/4 της τούρκ. λίρας (20 γρόσια)''. Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς [midźít] ''νόμισμα ίσο με 20 γρόσια'' (Γλ.Λόσν. 375).
<τούρκ(οθ). mecit ''ασημένιο νόμισμα είκοσι πιάστρων [silver coin of 20 piasters]''
μιτιλίκ΄=> μιταλίκ΄
μντέρ΄=> μιντέρ΄
μουαμπέτ’=> μουχαμπέτ’
μουζαβέζ΄κους=> μουσιαφέζ’κους
μουζαβιρλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [muzav΄iŕl΄íḱ] ''η πράξη του μουζαβίρ΄: ανακάτεμα,
συκοφαντία''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μουζαβιρλίκια (τα) [muzavirl΄íḱa] ''διαβολές,
συκοφαντίες''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''συκοφαντία, διαβολή'' (Γλ.Σέλ1. «μουζαβερλίκ’»). Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς «ραδιουργία, ψευτιά» (Γλ.Λόσν. «μουζαβίρς»). Στη Δόβρ.
Γρεβενών μουζαβιρλίκια (τα) [muzavirlíḱa] ''ραδιουργίες, συκοφαντίες''.
<τούρκ(κν). müzevirlik ''η καλλιέργεια διχαστικού κλίματος με συκοφαντίες [mischief-
making]'' <müzevir (δές πκ.) + επίθμ. -lik
μουζαβίρς (ουσ.) : Στην Κοζ. [muzav΄írs] ''αυτός που βάζει λόγια απο τον έναν στον άλλο:
ανακατωσιάρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρης, ανακατώστρας''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
[muzavíŗs] ''εκείνος που διαβάλλει κάποιον''. Στη Λόσν. Καστοριάς [muzavírs]
«ραδιούργος, ψεύστης». Στη Δόβρ. Γρεβενών [muzavírs] ''ραδιούργος, συκοφάντης''.
Στη Σέλ. Κοζάνης ''συκοφάντης''. Στην Ανασελ. «δύστροπος».
αραβ. & πέρσ. mözävvër ~ müzäüvïr ''a liar, knave, cheat, falsifier'' (Steingass 1223,
Junker-Alavi 712, BER «музавир» & «мюзевир(ин)», Škaljić «muzevir», Skok
«muzovir», Dizdari «myzevir»)> τούρκ(κν). müzevir ''αυτός που βάζει λόγια απο τον
έναν στον άλλο: ανακατωσιάρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρης, ανακατώστρας
[someone who stirs up trouble between people, who makes mischief]''> (α) αλβ(τρ).
myzevir {müzevír} ''ανακατωσούρης, δολοπλόκος, ραδιούργος, ιντριγκαδόρος [njeri që
shtje spica, gërgasë, therës, përzimës, ngallitës kusufer, intrigant]'', (β) βουλγ(ετ).
музавирка {muzavírka} ''κουτσομπόλα [клюкарка]'', (γ) βουλγ(ετ). мизавир {mizavír}
''χαφιές, κουτσομπόλης [шпионин, клюкар]'', (δ) βουλγ(ετ). мюзевир(ин) {mjuzevír(in)}
''κουτσομπόλης, απατεώνας, συκοφάντης [клюкар, измамник, клеветник]'', (ε)
σερβοκρ(τρ). музевир / muzevir ''δολοπλόκος/ραδιούργος, ανακατωσούρης [spletkar,
smutljivac]'', (στ) σερβοκρ(ετ). музовир / muzovir & музувир / muzuvir & мизевир /
mizevir ''συκοφάντης, κακοποιός [opadač, zlikovac]'', (ζ) ρουμάν. mozavir ''συκοφάντης
[Verleumder]''.
μουζαβίσκους=> μουσιαφέζ’κους
/ 233 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
«müjde» & «muştu»)> (α) τούρκδ. mücüde ''sevindirici haber, muştu'', (β) οθωμ. muştu
''καλό νέο, καλά νέα [a piece of good news, glad tidings]'' (Redhouse 2030), (γ) βαλκ.
τούρκ. müzde ''müjde'' (Dallı 187), (δ) τούρκ(κν). müjde = 1) good news, joyful tidings, 2)
present given to someone who brings good news.
μούλκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [múl΄ḱ] ''κτήμα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''κτήμα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης «το κτήμα, ιδιοκτησία, περιουσία».
<τούρκ(οθ). mülk ''περιουσία [property], ακίνητη περιουσία [real estate]''
μουσαφίρς (ουσ.) : Στην Κοζ. [musaf΄írs] ''φιλοξενούμενος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [musafírs]
''επισκέπτης, φιλοξενούμενος''.
αραβ. & πέρσ. musāfir = 1) ταξιδιώτης [αγγλ. traveller, γερμ. Reisender, τρκ. yolcu], 2)
επιβάτης [αγγλ. passenger, γερμ. Passagier], 3) προσωρινά φιλοξενούμενος [αγγλ.
temporary sojourner] (Steingass 1225, Junker-Alavi 713, Kanar 1317, Nişanyan 2009
«misafir», Škaljić «musafir», Skok «musafer», BER «мусафир(ин)» & «мисафир»,
Dizdari «mysafir»)> οθωμ. müsafir = 1) φιλοξενούμενος [a guest], 2) επισκέπτης [a
visitor] (Redhouse 1827)> (1) αλβαν. mysafir {müsafír} ''guest'', (2) βαλκ. τούρκ. müsàvir
''misafir'' (Kalay 189 [25:222, 224, 229], 265), (3) τούρκ(κν). misafir ''guest, visitor''>
διαλκ. βουλγ(ετ). мисафир {misafír} ''φιλοξενούμενος, επισκέπτης [гост]'', (4) διαλκ.
τούρκ. musafir ''φιλοξενούμενος/Gast'' (Γεωργιάδης 119-20, Κυρανούδης 1995:19,
1998:131), (5) βαλκ. τούρκ. musāfır ''Gast'' (Kakuk 1961:381), (6) βαλκ. τούρκ. mısāfir
''misafir'' (Dallı 186), (7) διαλκ. βουλγ(ετ). мусафир(ин) {musafír(in)} ''φιλοξενούμενος,
επισκέπτης [гост]'', (8) σερβοκροάτ. мусафир / musafir ''guest'', (9) ΚΝΕ μουσαφίρης.
/ 234 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μουσλούκ΄ [muslúḱ] (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών ''κρουνός, κάνουλα, βρύση''. Στην
Ανασελ. ''κάνουλα, σωλήνας, κρουνός''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''νιπτήρας''.
<τούρκ(κν). musluk ''βρύση [faucet, tap, spigot]''
μουταφτσής [mutaf΄ćís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''επαγγελματίας που υφαίνει προϊόντα απο
γιδόμαλλο''.
<τούρκ(οθ). mutafçı ''κατασκευαστής υφαντών απο γιδόμαλλο [maker of articles woven
of goat hair]''
μουχμουρλούς=> μαχμουρλούς
μουχόζ΄κους=> μαϊχόζ΄κους
/ 235 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μουχτάρς [muxtárs] (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης ''διορισμένος κοινοτάρχης κατα την
Τουρκοκρατία'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 271). Στην Κοζ. ''κοινοτάρχης κατα την
Τουρκοκρατία ''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''κοινοτάρχης'' (Γλ.Καταφ. 243).
αραβ. & πέρσ. möxtār ~ müxtār ''chosen, selected; most excellent, supreme, highest; a
free agent; invested with power or authority, a ruler, master; a resident
minister/bevollmächtigt; selbständig; unabhängig; (aus)erwählt; autorisiert; (selber)
wählend; frei handelnd'' (Steingass 1193, Junker-Alavi 694-5, Nişanyan 2009 & Škaljić &
Dizdari «muhtar», Skok «muktar»)> (1) τούρκδ. muktar ''muhtar'', (2) *mühtar> (a) βαλκ.
τούρκ. mǖtar ''muhtar/headman of a village or quarter'' (Eckmann 1960:192, 197,
1962α:52, 64, Kalay 150 [13:29])> βαλκ. τούρκ. müytar ''muhtar'' (Kalay 150 [13:24,
13:30], 151 [13:43]), (b) αλβ(τρ). myftar, (c) αλβ(τρ). miftar (Dizdari «muhtar»), (d) διαλκ.
σερβοκρ(ετ). мифтар / miftar ''διοικητής συνοικίας ή χωριού [mahalski, seoski knez,
starješina]'' (Skok «muktar»), (e) τούρκ(οθ). muhtar ''διοικητής συνοικίας ή χωριού [head
man, elder (of a quarter or village)]''> (α) τούρκδ. mıhtar ''muhtar'', (β) αλβ(τρ). muhtar,
(γ) βουλγ(ετ). мухтар {muxtár} ''κοινοτάρχης [селски първенец, кмет]'', (δ) βουλγ(ετ).
муфтар {muftár} ''κοινοτάρχης [турски селски управник, кмет]'', (ε) σερβοκρ(τρ).
мухтар / muhtar & муктар / muktar = 1) επικεφαλής συνοικίας πόλης [starješina mahale
u gradu], 2) κοινοτάρχης [seoski starješina, knez].
μπαγδα(ν)τί=> μπαγνταντί
μπαδιχαβά=> μπατχαβά
/ 236 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπαΐρ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης [baíŕ] ''πλαγιά'' (Γλ.Καταφ. 244). Στην Ανασελ.
''επικλινής χέρσα γή''. Στην Κοζ. [baíŕ] ''χέρσο χωράφι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''χέρσο
χωράφι'' (Γλ.Λόσν. 328). Στη Σιάτιστα Κοζάνης [bajíŗ] ''χέρσο χωράφι'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:13, 45, Γλ.Σιάτ.). Στη Σέλ. Κοζάνης ''χερσότοπος''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
''ακαλλιέργητο χωράφι''.
<τούρκ(κν). bayır = 1) πλαγιά [slope], ελαφριά ανηφοριά [slight rise, ascent], 2) λόφος
[hill]
μπακαβάς=> μουκαβάς
μπακάλτς (ουσ.) : Στην Κοζ. μπακάλτς [bakálc] ''μπακάλης, παντοπώλης''. Στη Λόσν.
Καστοριάς μπακάλ΄τς [bakál΄c] ''μπακάλης''.
<τούρκ(κν). bakkal ''grocer, groceryman''
μπακαρέινους=> μπακΐρ’
μπακΐρ’, μπακούρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. μπακΐρ΄ [bakẃŕ] = 1) χαλκός (ΠΑΡΑΓ: μπακαρέινους
[bakaŕéjnus] ''χάλκινος''), 2) μπακΐργια = χάλκινα κουζινικά. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς
μπακΐρ’ [bakẃr] ''χαλκός'' (Γλ.Λόσν. «μπακήρ»). Στη Σιάτ. Κοζάνης μπακούρ’ [bakúŗ]
''χαλκός''.
<τούρκ(κν). bakır = 1) χαλκός [copper], 2) μπακίρια [copper kitchen utensils]
μπακλαΐ (το) [baklaí], μπακλαή (η) [baklaí], μπακλαβί (το) /baklaví/, μπακλαβού (η)
[baklavú] (ουσ.) : Στην Καστορ. μπακλαΐ ''μπακλαβάς''. Στην Αργιθέα Καρδίτσας
μπακλαΐ ''ντόπιος μπακλαβάς με φύλλα, καρύδια, βούτυρο και μέλι'' (Γλ.Αργ. 126). Στα
Γιάννενα μπακλαή ''μπακλαβάς'' (Γλ.Ηπ. 102). Στη Νάουσ. Ημαθίας μπακλαβί
''μπακλαβάς''. Στην Ίμβρ. μπακλαβού ''μπακλαβάς''.
<τούρκδ. baklağı & baklavu & baklavı ''baklava'', baklağu (ΕτυμTietze & Nişanyan
2009 «baklava»)
μπακούρ’=> μπακΐρ’
μπαλτάς [baltás], μπαλντάς [baldás] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς μπαλτάς «είδος
πελέκεως». Στο Μόκρο Κοζάνης μπαλντάς ''μεγάλο μαχαίρι, χασαπομάχαιρο''
(Γλ.Μόκρ.). Στα Γρεβενά μπαλντάς «τσεκούρι» (ΓρεβΤουρκ 191). Στην Πιερ. μπαλντάς
''μπαλτάς''.
<τούρκ(κν). balta ''τσεκούρι [ax; hatchet]''
/ 237 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
/ 238 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπατάκ΄ Ι [batáḱ] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς μπατάκ΄ ''βόρβορος, έλος''. Στην Κοζ.
μπατάκ΄ ''μέρος οπου το χώμα είναι βαρύ απ’ την υγρασία''. Στο Φαν. Καρδίτσας
μπατάκ΄ ''βούρκος, λάσπη οπου βυθίζεται κανείς''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών μπατάκ΄
''βούρκος''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπατόκ΄ [batóḱ] ''μέρος υγρό, που κρατάει νερό''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης πουτόκ΄ [putóḱ] ''έκταση γής που ρούφηξε πολύ νερό'' (Γλ.Καταφ.
341). Στην Πιερ. πουτόκ΄ ''μέρος που κρατάει νερό''. Στο Πήλ. πουτόκ΄ ''βάλτος, έλος''.
<τούρκ(κν). batak ''έλος, βάλτος, βαλτότοπος [swamp; marsh; bog; fen]''
μπατζιά=> μπατζιάς
μπατζιάς (ο) [badźás]> αμπατζιάς (ο) [abadźás], μπατζιά (η) [badźá] (ουσ.) : Στη Σέλ.
Κοζάνης μπατζιάς ''τρύπα που αφήνουν στο ταβάνι για να βγαίνουν στη σκεπή''. Στην
Ανασελίτσα μπατζιάς ''φεγγίτης σκεπής'' (Γλ.Ανασελ. «σπίτ», σελ. 231). Στον Λαγκ.
Θεσ/νίκης μπατζιάς ''το μέρος της καμινάδας που εξέχει απ’ τη σκεπή''. Στην Κοζ.
μπατζιάς ''νερομάνα''. Στη Βέρ. Ημαθίας αμπατζιάς ''φεγγίτης''. Στον Κολ. Πιερίας
αμπατζιάς ''μεγάλος φεγγίτης σκεπής''. Στην Ίμβρο μπατζιά ''το μέρος της καμινάδας
(απο το τζάκι μέχρι το ταβάνι) που μαυρίζει απο τον καπνό'' (Γλ.Ίμβρ. «μπατζά», Ξεινός
104).
<τούρκδ. baca ''παράθυρο, φεγγίτης, τρύπα που ανοίγεται στην οροφή για να βγαίνει ο
καπνός και να μπαίνει φώς στο σπίτι [pencere, tavan penceresi, dumanın çıkması ve
evin ışık alması için toprak damlarda açılan delik]''
μπατόκ΄=> μπατάκ΄ Ι
/ 239 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπαχτατζί=> μπαγνταντί
μπαχτσές> μπαξές (ουσ.) : Στην Κοζ., το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 429) και το
Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 248) και τη Λόσνιτσα Καστοριάς (Γλ.Λόσν. 428)
μπαχτσές [baxćés] ''κήπος''. Στο Μόκρο Κοζάνης μπαχτσές ''κήπος'' (Γλ.Μόκρ.). Στη
Σιάτ. Κοζάνης μπαχτσές [baxćés] ''λαχανόκηπος''. Στην Πιερ. μπαχτσές [baxcés]
''κήπος''. Στα Γρεβενά μπαξές & μπαχτσές ''κήπος'' (ΓρεβΤουρκ 191). Στη Νάουσ.
Ημαθίας μπαξές & μπαχτσές «αγρός, κήπος». Στη Σέλ. Κοζάνης μπαξές ''κήπος
(συνήθ. λαχανόκηπος)''.
<τούρκ(οθ). bahçe ''garden'' <τούρκ(οθ). bağçe ''garden'' <πέρσ. bāġče ~ bāġčä ''a little
garden, a garden'' (Steingass 148, Junker-Alavi 80, Γιαννουλέλλης «μπαξές», Eren &
Nişanyan 2009 «bahçe», ΕτυμTietze «bağçe», Dizdari «bahçe», Skok «bašča», BER
«бахча»)
μπαχτσίσ΄, μπαξίσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Σιάτ. Κοζάνης μπαχτσίσ΄ [baxćíś]
''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ''. Στην Πιερ. μπαχτσίσ΄ [baxcíś] ''φιλοδώρημα''. Στη Σέλτσα
Κοζάνης μπαχτσίσ΄ ''φιλοδώρημα'' (Γλ.Σέλ1. 166, Γλ.Σέλ2. 226). Στα Γρεβενά
μπαχτσίσ΄ & μπαξίσ΄ ''φιλοδώρημα'' (ΓρεβΤουρκ 192). Στη Νάουσ. Ημαθίας μπαξίσι &
μπαχτσίσι ''φιλοδώρημα''.
πέρσ. bäxšëš/*bäxšiš ~ bäxšïš/bäxšīš ''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ [Trinkgeld]'' (Junker-
Alavi 85, Steingass 159, 160, Dizdari «bakshish», Nişanyan 2009 & ΕτυμTietze[a-e]
/ 240 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
«bahşiş», BER «бакшиш», Škaljić & Skok «bakšiš»)> (1) τούρκ(κν). bahşiş
''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ [tip, baksheesh, gratuity]'', (2) βαλκ. τούρκδ. bakşiş
''bahşiş'' [Manastır, Yugoslavya]> (α) βαλκ. τούρκ. bakşış ''bahşiş'' (Olcay 35, 53), (β)
αλβαν. bakshish {bakšíš} ''tip for service rendered, gratuity'', (γ) βουλγάρ. бакшиш
{bakšíš} ''tip, baksheesh, bakshish'', (δ) ΒΣΜ бакшиш {bákšiš} ''tip, gratuity, baksheesh'',
(ε) σερβοκροάτ. бакшиш / bakšiš ''tip, gratuity, baksheesh'', (στ) ρουμάν. bacşiş {bakšíš}
''Trinkgeld'', (ζ) Ν/ελλην. μπαξίσι ''tip, gratuity, baksheesh''.
μπαχτχιαβά=> μπατχαβά
μπγάς=> μπουγάς
μπέλ΄ (ουσ.) : Στο Μπλάτσι Κοζάνης [b΄él΄] ''σιδερένιο φτυάρι που πατούν με τα πόδια
και ξεριζώνουν κομμάτια χώμα'' (Γλ.Καλινδ. 430). Στη Γαλατινή Κοζάνης ''σκαπτικό
εργαλείο με διχάλα για τ’ αμπέλια'' (Γλ.Γαλατ. 268).
τούρκ(κν). bel ''διχαλωτό εργαλείο για σκάψιμο [digging fork]'' <τούρκ(κν). bel ''φτυάρι για
σκάψιμο [spade]'' <πέρσ. bil ~ bēl ''φτυάρι (για σκάψιμο ή για τη μετατόπιση αδρανών
υλικών) [a shovel, spade/Spaten; Schaufel]'' (Steingass 224, Junker-Alavi 117, Tietze
1967:136, Nişanyan 2009 «bel2», ΕτυμTietze «bel ΙV», Eyuboğlu «bel ΙΙ», Dizdari «belΙΙ»)
μπιέν.τσα=> μπιιντίζου
μπιζαβένκς=> πιζιβέγκς
μπικρής (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης ''μπεκρής'' (Γλ.Καταφ. 249). Στην Κοζ. [b΄ikŕís] =
1) μπεκρής, αλκοολικός, μεθύστακας, μέθυσος, 2) μικροσκοπικό έντομο που συχνάζει
στα τσίπουρα ή στις τάπες των κρασοβάρελων, οπότε και υπάρχει περίπτωση να κάνει
το κρασί να ξινίσει, γι’ αυτό σκέπαζαν την τάπα με ύφασμα, που απο πάνω το
ασβέστωναν.
<τούρκ(κν). bekri ''μπεκρής, μεθύστακας, αλκοολικός [drunkard]''
/ 241 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπικτσής> μπιχτσής (ουσ.) : Στη Θάσ. μπικτσής [bikcís] ''αγροφύλακας''. Στη Μακρ.
Πηλίου και τον Πολύγ. Χαλκιδικής μπικτσής ''αγροφύλακας''. Στην Ίμβρ. μπικτσής
[bikćís] «νυχτοφύλακας». Στο Πήλ. μπικτσής ή μπιχτσής ''αγροφύλακας''. Στα Βασιλ.
Χαλκιδικής και την Παλαιοχώρα Χαλκιδικής (Γλ.Παλαιοχ. 219) μπιχτσής
''αγροφύλακας''. Στην Πιερ. μπιχτσής [bixcís] ''αγροφύλακας''. Στο Σουφλί Έβρου
μπιχτσής [bixćís] ''αγροφύλακας'' (Κυρανούδης 2009:287, 362). Στην Επαν. Χαλκιδικής
μπιχτσής [b΄ixćís] ''αγροφύλακας''. Στην Κάρπ. μπεξής [beksís] ''αγροφύλακας''.
υστβυζ. μπεκτσής ''φύλακας, νυχτοφύλακας'' <τούρκ(κν). bekçi ''φύλακας [watchman],
νυχτοφύλακας [night-watchman]''
μπιλιάς (ουσ.) : Στην Κοζ. [b΄il΄ás] ''μπελάς''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και το Μελέν. της ΝΔ
Βουλγαρίας [bil΄ás] ''μπελάς''. Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 249), τα Γρεβενά
(ΓρεβΤουρκ 192), τον Πολύγ. Χαλκιδικής και την Τσιαρπ. Σερρών ''μπελάς''.
αραβ. & πέρσ. bälā ''δυστυχία [Unglück, Not], κακοτυχία [Mißgeschick]'' (Junker-Alavi
102, Steingass 196, Nişanyan 2009 & Dizdari «bela», BER «беля», Škaljić & Skok
«belaj», ΕτυμTietze «belâ Ι»)> τούρκ(οθ). belâ ''καταστροφή, κακοτυχία, συμφορά,
μπελάς [calamity, misfortune, evil, trouble]''> (α) αλβαν. bela = 1) trouble, 2) annoyance,
nuisance, (β) βουλγάρ. беля {beljá} ''μπελάς [nuisance, mischief; bother, trouble]'', (γ)
ΒΣΜ беља [béla] ''trouble'', (δ) σερβοκροάτ. белај / belaj = 1) misfortune, bad luck, 2)
chaos, mess, (ε) ρουμάν. belea = 1) δυσάρεστη κατάσταση [Ungemach, Widerwärtigkeit,
Verdrießlichkeit], 2) κάτι που προκαλεί μια δυσάρεστη κατάσταση [das, was Ungemach,
Widerwärtigkeit bringt], (στ) ΚΝΕ μπελάς [belás].
μπιλιούρ’ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών μπιλιούρ’ [bil΄úr] ''κρύσταλλο''. Στη Λόσν.
Καστοριάς μπλιούρ’ [bl΄úr] μτφ. σε εκφρ. του τύπου σάν του μπλιούρ’ (ή μπλιούρ’) τόχ΄
του πιδί-τς ''(εδώ) καλοαναθρεμμένο, παχουλό, ευτραφές''.
τούρκ(ερ). billûr ''κρύσταλλο [duru, berrak, kesme cam, kristal]''> (α) αλβαν. bilur {bilúr} =
1) πορσελάνη [porcelain, china], 2) crystal, clear glass, (β) βουλγ(ετ). билюр [bil΄úr]
''κρύσταλλο [кристално стъкло]'', (γ) βορειοσλαβομακ. билјур [bil΄ur] ''κρύσταλλο
[кристално стакло]'', (δ) σερβοκροάτ. биљур / biljur [bíl΄ur] ''κρύσταλλο [crystal]''.
μπιλ’μπίδ’=> νιμπιλμπί
μπινέκ΄ [binéḱ] (ουσ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών και την Ανασελ. ''άλογο για καβάλημα''.
<τούρκ(κν). binek ''ζώο για καβάλημα [mount, animal used for riding]''
μπινιβρέκ΄=> πινιβρέκ΄
/ 242 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπινταβά=> μπατχαβά
μπιρδές=> μπιρντές
μπιρμπίλ΄=> νιμπιλμπί
μπιρντέν [birdén] (επίρ. τροπ.) : στην Ίμβρο ''με μιάς, με τη μία, αμέσως'' (Ξεινός 105,
Γλ.Ίμβρ.).
<τούρκ(ερ). birden {bírden} = 1) ξαφνικά [âniden, bir anda, ansızın], 2) ταυτόχρονα
[hepsi bir, hep beraber]
μπιρντές [bird΄és], μπιρτζές [birdźés], μπιρδές [birδés] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης
μπιρντές ''κουρτίνα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:76). Στη Σιάτ. Κοζάνης μπιρτζές
''κουρτίνα, παραπέτασμα απο ύφασμα''. Στην Ίμβρ. μπιρδές ''κουρτίνα''.
πέρσ. pärde ~ pärdä ''κουρτίνα [Vorhang]'' (Junker-Alavi 128, Steingass 241, Nişanyan
2009 & Eren & Dizdari & Škaljić «perde», BER «перде», Skok «perda», ΕτυμΜπαμπ
«μπερντές»)> τούρκ(κν). perde ''κουρτίνα [curtain, drape]''> (α) αλβαν. perde ''curtain;
drapery'', (β) βουλγάρ. перде {perdé} ''κουρτίνα [curtain], παντζούρι παράθυρου [blind]'',
(γ) ΒΣΜ перде {perde} ''curtain; blind; drape'', (δ) σερβοκροάτ. перде / perde & перда /
perda ''κουρτίνα [curtain], παντζούρι παράθυρου [shade]'', (ε) ρουμάν. perdea
''Vorhang'', (στ) Ν/ελλην. μπερντές.
μπιρσίμ΄=> μπρισίμ’
μπιρτζές=> μπιρντές
μπισίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [b΄iśíḱ] ''(μωρουδίστικη) κούνια''. Στο Μόκρο Κοζάνης μπισίκ΄
''παιδική κούνια'' (Γλ.Μόκρ.).
<τούρκ(κν). beşik ''κούνια [cradle]''
μπιτσ΄κί, μπουτσ΄κί (ουσ.) : Στο Μπλάτσι Κοζάνης μπιτσ΄κί [b΄ićḱí] ''ειδικό μαχαίρι με
ξύλινη λαβή σάν πριόνι για το κλάδεμα των αμπελιών'' (Γλ.Καλινδ. 432). Στη Ντέβλα
(Κρυονέρι) Βοΐου μπουτσκί ''πριονωτός, σχετικά μεγάλος σουγιάς με καμπύλη λάμα,
που χρησιμοποιούνταν σάν κλαδευτήρι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης μπουτσ΄κί [bućḱí]
''μικρό δρεπάνι'' (Γλ.Γαλατ. 270).
<τούρκδ. bıçkı = 1) πριόνι [testere], 2) φαλτσέτα: ένα εργαλείο του τσαγκάρη και του
κατασκευαστή δερμάτινων ειδών και ιπποσκευής για το κόψιμο των δερμάτων [deri ve
kösele kesmek için ayakkabıcı ve saraçların kullandığı bir aygıt]
μπιχτσής=> μπικτσής
/ 243 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπλιούκ΄ [b΄l΄úḱ], μπλούκ΄ [blúḱ], μπλίκ΄ [bl΄íḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. μπλιούκ΄ ''σύνολο
ατόμων: ομάδα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας μπουλιούκι [bul΄úḱi] ''μπουλούκι: ασύντακτο
πλήθος ανθρώπων''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπλούκ΄ ''μπουλούκι''. Στο Μόκρο Κοζάνης
μπλούκ΄ = 1) ομάδα εργατών, 2) συνεργείο χτιστών (Γλ.Μόκρ.). Στη Σλάτ. Καστοριάς
μπλούκ΄ = 1) μπουλούκι, 2) κοπάδι απο ζώα. Στη Σιάτ. Κοζάνης μπλίκ΄ ''μπουλούκι,
ομάδα''. Στο Βελβεντό Κοζάνης μπλίκ΄ ''ομάδα'' (Τσιανάκας 1988:28, 90, 127).
τούρκ(κν). bölük = 1) (military) company, 2) group, body (of men)> (α) βαλκ. τούρκ.
bülük ''bölük'' (Olcay 32, 38, 57), (β) αλβαν. bylyk {bülǘk} = 1) [History] military unit in the
Ottoman Empire consisting of some 100-250 mercenary soldiers, 2) (old) crowd (of
people), flock (of animals), pile (of things), (γ) βουλγ(ετ). билюк {biljúk} & бюлюк {bjuljúk}
''μεγάλο πλήθος (συνήθ. ζώων) [голям множество (обикновено добитък)]'', (δ) ΒΣΜ
булук {búluk} = 1) herd; flock; pack, 2) (historical) company (in the Ottoman army), (ε)
σερβοκροάτ. буљук / buljuk = 1) (historical) military unit, company (in the Turkish army),
2) (figurative) crowd, mob, mass; herd, pack, (στ) ρουμάν. buluc {bulúk} = 1) Regiment,
Fähnlein, 2) πυκνό πλήθος των ανθρώπων [dichter Menschenhaufen], (ζ) ΚΝΕ
μπουλούκι.
μπλιούρ’=> μπιλιούρ’
μπλούκ΄=> μπλιούκ΄
μπνάρ’=> μπουνάρ΄
μπντάκ΄, μπντάκαβου=> μπουντάκ΄
μπόρτσ’, μπόρτζ’ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης και τη Βέρ. Ημαθίας μπόρτσ’ ''χρέος''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης μπόρτσ΄ [bóŗć] ''χρέος, δανεικά χρήματα''. Στην Κοζ. μπόρτζ΄ [bóŕdź] ή
μπόρτσ΄ [bóŕć] ''χρέος''. Στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 269), το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 253, Σόρμας 138), τη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών μπόρτζ΄
[bórdź] ''χρέος''. Στην Ανασελ. και την Καστορ. μπόρτζ’ ''χρέος''.
<τούρκ(κν). borç ''debt; loan'' (πρβλ. αλβαν. borxh & borç = 1) loan, 2) debt)
μπουγάς [buγás], μπγάς [bγás] (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Σιάτ. Κοζάνης, το Μπλάτσι
Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 418) και τη Δόβρ. Γρεβενών μπουγάς ''ταύρος, βαρβάτο βόδι''.
Στη Σαμοθράκη μπγάς ''ταύρος: αρσενικό μοσχάρι, επιβήτορας'' (Κατσάνης 1996:276).
Στη Λευκάδα μπγάς ''ταύρος, βαρβάτο βόδι'' (Γλ.Λευκ. «μπουγάς»).
<τούρκ(κν). boğa ''bull'', τούρκδλ. buğa ''boğa'', βαλκ. τούρκ. buwa ''boğa'' (Dallı 179),
βαλκ. τούρκ. bua ''ταύρος'' (Κυρανούδης 1998:125)
μπουγάτσια [buγáća] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''πλατύ ψωμί που ψηνόταν με γάστρα σε ταψί κι
απο πάνω το στόλιζαν, ενώ άμα το πήγαιναν στις λεχώνες το άλειφαν απο πάνω με
αβγό κι έριχναν αμύγδαλα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''κουλούρα καμωμένη απο διαλεχτό
σταρένιο ψωμί, που ψήνεται στο ταψί με γάστρα και την έφτιαχναν συνήθ. σε επίσημες
περιστάσεις''. Στη Λόσν. Καστοριάς «μπογάτσια». Στην Επαν. Χαλκιδικής ''ψωμί
ζυμωμένο με ζάχαρη και ψημένο στο ταψί''.
<τούρκ(οθ). boğaça {boγáča} ''γλύκισμα απο πολύ παχιά ζύμη ψημένο συνήθ. χωρίς
κάποια γέμιση [cake of very fat pastry baked usually without any stuffing]'' (<τούρκ(οθ).
poğaça {poγáča} ''cake of very fat pastry baked usually without any stuffing'' <ιταλ.
focaccia: δές ΕτυμΑνδρ & ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ «μπουγάτσα», Nişanyan 2009 «poğaça»,
ΕτυμTietze «poğaça» & «boğaça»)
/ 244 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
μπουιά (η) [bujá] (ουσ.) : Στην Κοζ. μπουιά = 1) χρώμα, 2) μπογιά. Στην Κρήτη μπογιάς
(ο) ''μπογιά'' (ΓΑΚ 16, Γλ.ΔΚρήτ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ.). Στην Κάρπ. μπουγιά (η) &
μπουγιάς (ο) ''μπογιά''.
<τούρκ(κν). boya = 1) μπογιά [paint], 2) βαφή [dye], 3) χρώμα [color]
μπουνάρ΄, μπνάρ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης μπουνάρ΄ [bunáŕ] «βαθύ πηγάδι»
(Γλ.Καταφ. 255). Στη Σέλ. Κοζάνης μπνάρ’ ''πηγάδι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπνάρ’
[bnár] ''πηγάδι''.
βαλκ. τούρκδ. bunar ''πηγάδι [kuyu]'' [Yugoslavya]> (α) αλβ(ερ). bunar ''πηγάδι (νερού)
[pus uji], δημόσια βρύση [krua, burim]'', (β) βουλγάρ. бунар {bunár} ''πηγάδι [well]'', (γ)
ΒΣΜ бунар {búnar} ''well'', (δ) σερβοκροάτ. бунар / bunar ''well''.
μπουντάκ΄, μπντάκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. μπουντάκ΄ [budáḱ] ''ρόζος (σε ξύλο)''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης μπουντάκ΄ ''ρόζος (σε ξύλο)'' (Γλ.Καταφ. 269). Στη Σέλ. Κοζάνης
μπντάκ΄ [bdáḱ] ''ρόζος σε ξύλο''. Στην Ανασελ. μπντάκαβου [bdákavu] ''σκληρό, με
ρόζους (για ξύλα)''.
τούρκ(κν). budak ''ρόζος (σε ξύλο) [knot (in timber)]''> (α) τούρκδ. bıdak ''budak''
(Clauson 301-2, ΕτυμTietze «budak I»), (β) βουλγκ. будак {budák} ''ρόζος σε ξύλο [сък в
дърво; чвор]''.
μπουντρούμ΄ [budrúḿ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''βαθύ, σκοτεινό και θολωτό υπόγειο''.
<τούρκ(κν). bodrum ''υπόγειο, κελάρι [subterranean vault, dungeon, cellar]''
μπουρανί /buraní/ (ουσ.) : Στην Κοζ. [burańí] ''είδος σπανακόρυζου στον φούρνο''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών ''σπανακόρυζο''. Στην Ανασελ. ''λαπατόρυζο''.
πέρσ. burāni ~ būrānī ''food made from the egg-plant/Spinat mit Sauermilch'' (Steingass
206, Junker-Alavi 107, ΟθωμΛεξ «borani» & «burani», Nişanyan 2009 «borani», Dizdari
«burani»)> οθωμ. burani ''φαγητόν μετά λαχανικών, ιδία σπανάκιον μετ’ ορύζης''
(Χλωρός 374) = τούρκδ. burani ''φαΐ απο σπανάκι, γιαούρτι και αβγό [ıspanak, yoğurt ve
yumurta ile yapılan bir çeşit yemek]''> (α) τούρκ(κν). borani ''a vegetable dish with yogurt
and rice'', (β) τούρκδ. borani ''φαΐ απο ψημένο λαχανικό με πλιγούρι ή ρύζι και γιαούρτι
απο πάνω [bulgur veya pirinçle pişirilen sebze üzerine yoğurt dökülerek yapılan
yemek]''> τούρκδ. boranı ''bulgur veya pirinçle pişirilen sebze üzerine yoğurt dökülerek
yapılan yemek'', (γ) αλβαν. burani ''dish made with rice and minced greens'', (δ) ΒΣΜ
боранија {boránija} ''πράσινα φασολάκια [string beans, green beans]'', (ε) σερβοκροάτ.
боранија / boranija & буранија / buranija ''string beans''.
/ 245 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ
cheese]'' (δές τσουράκ΄), (β) βουλγάρ. бюрек {bjurék} ''cheese pasty'', (γ) ΒΣΜ бурек
{burek} ''πίτα (με διαφόρων ειδών γέμιση) [puff pastry with different fillings]'', (δ)
σερβοκροάτ. бурек / burek ''πίτα (συνήθ. κρεατόπιτα ή τυρόπιτα) [a type of pastry
(usually filled with meat or cheese)]'', (ε) Ν/ελλην. μπουρέκι> (1) ΚΝΕ μπουρεκάκι, (2)
ΚΝΕ γαλα(κ)τομπούρεκο.
μπουρμάς Ι [burmás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ.
270) ''κάνουλα βρύσης''. Στη Σέλ. Κοζάνης = 1) κάνουλα νιπτήρα, 2) φελός.
<τούρκ(κν). burma ''βρύση, κάνουλα βρύσης [tap, faucet, cock]'' (<τούρκ(κν). burmak
''στρίβω, σφίγγω στρίβοντας [to twist, screw], σφίγγω, στίβω [to wring]'')
μπουρμάς ΙΙ [burmás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το μεσαίο τμήμα της λάμπας πετρελαίου (οπου
και στερεώνεται το λαμπογυάλι), οπου περνάνε και ρυθμίζουν το φυτίλι μ’ εκείνη τη
«βίδα»''.
<τούρκ(οθ). burma ''στριφτός, σπιράλ [screwed, twisted, spiral], βίδα [screw], ότι έχει
σπείρα/έλικα [anything having a screw thread], σπείρα/έλικας [screw thread]'' (<burmak
''στρίβω'')
μπουρσούκ΄ [bursúq]> μπρουσούκ΄ [brusúq] (ουσ.) : Στην Ίμβρο μπουρσούκ΄ ''ασβός''
(Γλ.Ίμβρ., Ξεινός 106). Στην Τσιαρπ. Σερρών μπουρσούκ΄ & μπρουσούκ΄ ''ασβός''.
οθωμ. borsuk ''ασβός [Dachs/tasso]'' (Meninski 1680:914) = βαλκ. τούρκ. borsuk
''porsuk'' (Dallı 179)> (α) τούρκ(κν). porsuk ''ασβός [badger]'' (Eren & Nişanyan 2009
«porsuk»), (β) διαλκ. βουλγ(ετ). борсук {borsúk} ''ασβός [язовец]''> βουλγάρ. бурсук
{bursúk} ''badger (Meles meles)'', (γ) ρουμάν. bursuc ''Dachs''.
μπουτσ΄κί=> μπιτσ΄κί
μπουχάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [buxáŕ] ''προεξοχή του πάνω μέρους του τζακιού, που
συγκεντρώνει τον καπνό και τον παροχετεύει στην καμινάδα''. Στο Μόκρο Κοζάνης
[buxáŕ] ''καμινάδα'' (Γλ.Μόκρ.)/''τζάκι'' (Λαογρ.Μόκρ. 436). Στο Μικρόβ. Κοζάνης ''τζάκι''.
<τούρκδ. buhar ''καμινάδα [baca]'' (πρβλ. αλβαν. buhar ''fireplace mantel; chimney;
fireplace'')
μπουχαρί /buxarí/ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης μπουχαρί [buxarí] ''το μέρος του τζακιού
που προεξέχει και μαζεύει τον καπνό''. Στη Σέλ. Κοζάνης μπουχαρί ''το ράφι του
τζακιού''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''τα ράφια του τοίχου, πάνω απ’ το τζάκι'' (Γλ.Λόσν.
329). Στην Κοζ. μπουχαρί [buxaŕí] ''κεντητό διακοσμητικό, που έμπαινε πάνω απο το
τζιακλίκ΄ στο μπουχάρ΄''. Στο Πήλ. μπουχαρί ''καμινάδα''. Στην Αργιθέα Καρδίτσας
μπ’χαρί ''η καμινάδα του τζακιού'' (Γλ.Αργ. 124).
<τούρκδ. buhari = 1) καμινάδα [baca], 2) η κορυφή του τζακιού [ocak başı] (πρβλ.
αλβ(ερ). buhari ''το μέρος της καμινάδας που προεξέχει πάνω απ’ το τζάκι [pjesë e dalë
e oxhakut mbi vatër], καμινάδα [oxhak]'')
μπουχτσιάς [buxćás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''μπόγος, δέμα''. Στην Ανασελ. ''τετράγωνο πανί
για σχηματισμό μπόγου''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''μαντίλι οπου τύλιγαν τα δώρα της
νύφης'' (Γλ.Καταφ. 270).
<τούρκ(κν). bohça = 1) μπόγος, δέμα [bundle], 2) τετράγωνο ύφασμα για το τύλιγμα
αντικειμένων σε μπόγο [square cloth for wrapping a bundle]
/ 246 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν
μπρισίμ’, μπιρσίμ΄ (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς μπρισίμ’ [brisím] ''λεπτό μεταξωτό
κορδόνι για το κέντημα ενδυμασιών''. Στην Κοζ. μπιρσίμ΄ [b΄iŕśíḿ] ''γερή κλωστή
εισηγμένη απ’ την κεντρική Ευρώπη''. Στη Γαλατινή Κοζάνης μπρουσίμ’ [bruśím]
''κλωστή'' (Γλ.Γαλατ. 270).
πέρσ. äbrišöm ~ äbrīšüm ''silk'' (Steingass 8, Junker-Alavi 4, Eren & ΕτυμEyuboğlu &
Nişanyan 2009 «ibrişim», ΕτυμTietze «ebrişim», ΣερβοκρΤουρκ & ΕτυμΣΚ «ibrišim»,
ΕτυμΒουλγ «ибришим»)> οθωμ. ebrişüm ''μεταξοκλωστή'' (Χλωρός 8)> ebrişim
''μεταξωτή κλωστή [ipek iplik]'' (ΕτυμTietze)> (1) οθωμ. birişim ''μετάξι [λατ. sericum, ιτ.
seta]'' (Meninski 805), (2) τούρκ(κν). ibrişim ''silk thread''> (α) βουλγάρ. ибришим
{ibriším} ''twist, fine silk/cotton thread'', (β) ΒΣΜ ибришим {ibrišim} ''twist, fine silk
thread'', (γ) σερβοκρ(ετ). ибришим / ibrišim ''μεταξωτό νήμα για κέντημα [svileni konci za
vezenje]'', (δ) ρουμάν. ibrişim ''μεταξωτή κλωστή [gezwirnte Seide, Seidenzwirn]'', (ε)
βαλκ. σλάβ. *иб(ъ)ршим [ibărším]> αλβαν. ibërshim {ibărším} ''twisted embroidery thread
made of lustrous silk''.
μπρουντζίκ΄ [bruńdźíḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μεταξωτό ύφασμα''.
βαλκ. τούρκδ. bürüncük ''είδος υφάσματος απο ακατέργαστο μετάξι [ham ipekten
dokunmuş bez]'' [Hamidiye *Uzunköprü]> (α) αλβαν. byrynxhyk {büründžǘk} = 1) λεπτό
μεταξωτό νήμα [thin silk thread], 2) λεπτό μεταξωτό ύφασμα [sheer silk cloth], (β)
βουλγκ. бурунджук {burundžúk} = 1) ακατέργαστο μετάξι [сурова коприна], 2) μεταξωτό
ύφασμα [копринено платно], (γ) σερβοκρ(ετ). бурунџук / burundžuk ''λεπτό, άσπρο,
μεταξωτό ύφασμα [tanko bijelo svileno platno]''.
μπρουσίμ΄=> μπρισίμ’
μπρουσούκ΄=> μπουρσούκ΄
μπ’χαρί=> μπουχαρί
μσάνταρου (το) [msándaru], μσανταριά (η) [msandaŕá], μσουνταράς (ο) [msudarás]
(ουσ.) : Στον Κολ. Πιερίας μσάνταρου & μσανταριά ''εντοιχισμένη ντουλάπα, οπου
συνήθως έβαζαν στρωσίδια και τα σκεπάσματα του ύπνου''. Στα Γιάν. μσουνταράς
''ντουλάπα για στρώματα''.
<τούρκ(οθ). musandıra {musándwra} ''εντοιχισμένη ντουλάπα για στρώματα κλπ. [large
closet in a wall for storing mattresses, etc.]''
μτάφ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [mtáf΄] ''υφαντό απο γιδόμαλλο''. Στην Ανασελ. ''υφαντό απο
γιδόμαλλο''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [mtáf] ''κουβέρτα απο κατσικόμαλλο που
χρησιμοποιείται σά σκέπασμα για πράγματα που είναι φορτωμένα σε ζώα''.
<τούρκ(κν). mutaf ''υφαντό απο γιδόμαλλο (συνήθ. σαμαροσκούτι ή τορβάς) [article
made of goat’s hair (usually a saddlecloth/a feedbag)]''
νάμ’> ανάμ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [nám] ''ελάττωμα, κουσούρι''. Στη Γαλατινή
Κοζάνης [nám] & [anám] ''ελάττωμα'' (Γλ.Γαλατ. 271). Στην Πιερ. [anáḿ] ''καλό όνομα''.
Στη Σλάτ. Καστοριάς [anám] ''όνομα, φήμη (κακιά)'' {κλέφτς μι τ’ ανάμ’}.
<τούρκ(κν). nam = 1) όνομα [name], 2) φήμη, όνομα, υπόληψη [fame, renown;
reputation]
νικέηζ (επθ.) : Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [niḱéjz] ''φιλάργυρος, τσιγκούνης'' (Γλ.Λόσν.
329). Στο Βελβ. Κοζάνης και το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 340) ''τσιγκούνης
(«φιλάργυρος»)''.
/ 247 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν
πέρσ. nākäs ''unmanly, worthless, unworthy, mean, base, ignoble, vile; sordid,
avaricious; abject, illiberal; a lout, a clown; cowardly, timid, degenerate; a man of light
character, of no consequence; nobody; impotent, emasculated; a pederast/Halunke,
Schuft; Feigling, Memme; niederträchtig, gemein'' (Steingass 1377, Junker-Alavi 794,
Nişanyan 2009 «nekes», Dizdari «neqes», BER «некезин»)> οθωμ. nâkes ''πολύ κακός
(άνθρωπος) [mean, despicable (man)]'' (Redhouse 2066)> οθωμ. nekes ''mean,
despicable (man)'' (Redhouse 2066)> τούρκ(κν). nekes ''τσιγκούνης, σφιχτοχέρης
[stingy, tight-fisted]''> (1) τούρκδ. lekes & lekez ''τσιγκούνης [cimri]'', (2) βαλκ. τούρκ.
*nekez> (α) αλβαν. neqez ''stingy'', (β) βουλγ(ετ). некезин {nekézin} ''τσιγκούνης
[скъперник]''.
νίκνα=> κνά
νιμπιλμπί (ουσ.) : Στην Κοζ. νιμπιλμπί (το) [ńib΄il΄b΄í] ''στραγάλια''. Στο Βελβεντό
Κοζάνης μπιμπλί (το) ''στραγάλια'' (Τσιανάκας 2000:70, 170). Στον Κολ. Πιερίας
μπιλ΄μπίδ΄ [bil΄bíδ΄] ''στραγάλι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης μπιλμπίδ’ ''στραγάλι''. Στην Πιερ.
μπιλμπίδγια [bilbíδγ΄a] ''στραγάλια''. Στην Κοζ. μπιμπίλ΄ [b΄ib΄íl΄] ''στραγάλι''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών μπιμπίλ’ [bibíl] ''στραγάλι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς μπιρμπίλ΄ [birbíl΄]
''σφυρίχτρα''.
πέρσ. läbläbu ~ läbläbū ''beet boiled and eaten with whey and garlic/gekochte rote
Beete'' (Steingass 1117, Junker-Alavi 648, Eren «leblebi»)> *leblebu> τούρκ(κν). leblebi
''ψητά ρεβίθια: στραγάλια [roasted chickpeas]''> (1) διαλκ. αλβ(τρ). leblebi ''qiqëra të
kafërtisuna, që i shesin ma së forti sheqerxhitë e Gorës së Lumës'', (2) βουλγ(τρ).
леблебия {leblebíja} ''roasted chickpeas/печен нахут'', (3) ΒΣΜ леблебија {leblebija}
''στραγάλι [roasted chick-pea]'', (4) σερβοκροάτ. леблебија / leblebija ''gram; chick-pea'',
(5) βαλκ. τούρκ. *neblebi ''στραγάλια''> (α) αλβ. neblebi ''qiqëra të kafërtisuna, që i
shesin ma së forti sheqerxhitë e Gorës së Lumës'' (Dizdari «leblebi», Škaljić «leblebija»),
(β) βουλγ(τρ). неблебия {neblebíja} ''roasted chickpeas/печен нахут''.
νινέ [ńińé] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''γιαγιά''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ''γιαγιά ή παραγιαγιά''.
<τούρκ(κν). nine ''γιαγιά [grandmother, granny]'', τούρκδ. nene ''γιαγιά [büyükanne,
nine]''
νισιάν΄ [ńiśáń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''σκόπευση, σημάδεμα, σημάδι''.
<τούρκ(κν). nişan ''στόχος [target]''
νισιαντίρ΄ [ńiśad΄íŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''φάρμακο για τις αμυγδαλές''.
αραβ. & πέρσ. nüšādïr/nïšādïr ~ näšādör/nöšādër ~ nüšādör/nïšādūr ''sal-
ammoniac/Salmiak/nişadır'' (Junker-Alavi 804, Steingass 1402, Kanar 1496, BER
«нишадър», Dizdari «nishadër», Skok «nišador», MisalliSözlük «nışadır»)> τούρκ(οθ).
nişadır ''αμμωνιακό άλας [sal ammoniac], αμμωνία [ammonia]''> (α) τούρκ(κν). nışadır
''αμμωνιακό άλας, χλωριούχο αμμώνιο [sal ammoniac, ammonium chloride]'', (β) αλβαν.
nishadër {nišádăr} ''sal ammoniac'', (γ) βουλγάρ. нишадър {nišadắr} ''sal ammoniac,
ammonium chloride'', (δ) ΒΣΜ нишадор {nišador} ''sal ammoniac'', (ε) σερβοκροάτ.
нишадор / nišador ''sal ammoniac'', (στ) ρουμάν. nişadâr {nišadấr} ''Salmiak''.
νουντάς (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Λόσν. Καστοριάς [nudás] ''δωμάτιο''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 277) ''δωμάτιο''.
<υστβυζ. οντάς ''δωμάτιο, θάλαμος, αίθουσα'' <τούρκ(κν). oda ''δωμάτιο [room]''
/ 248 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν
νταβάν΄ [daváń] (ουσ.) : στην Κοζ., το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 277) και τον Κολ.
Πιερίας ''ταβάνι''.
τούρκ(κν). tavan ''ταβάνι [ceiling]''> (α) τούρκδ. davan ''tavan'' (δές Eren & Nişanyan
2009 «tavan»), (β) αλβαν. tavan ''ceiling'', (γ) βουλγάρ. таван {taván} ''ceiling'', (δ) ΒΣΜ
таван {távan} = 1) ceiling, 2) attic; garret; loft, (ε) σερβοκροάτ. таван / tavan ''attic;
garret, loft'', (στ) σερβοκροάτ. таваница / tavanica ''ceiling'', (ζ) ρουμάν. tavan ''ταβάνι
[(Zimmer-) Decke]'', (η) ΚΝΕ ταβάνι.
νταβαλήδ’κους /davalíδkus/ (επθ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών ''αμφισβητούμενος'' {Αυτό του
χουράφ’ είνι νταβαλήδ’κου.}.
<τούρκ(κν). davalı ''αμφισβητούμενος [contested, disputed]''
νταβάς [davás] (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών νταβάς [davás] ''δίκη'' {Τουν έκαμα νταβά
για του χουράφ’.}. Στην Ανασελ. [davás] ''δίκη, αγωγή'', νταβίζου [davízu] ''ενάγω,
διεκδικώ''. Στην Πιερ. [davízu] ''ζητώ κάτι επίμονα'' (Γλ.Πιερ. 85). Στο Μόκρο Κοζάνης
[davízu] ''ζητώ, ζητιανεύω'' (Γλ.Μόκρ.). Στην Κοζ. νταβίζου [dav΄ízu] ''μιλάω πολύ''.
<τούρκ(κν). dava = 1) (νομική) αγωγή [(law) suit, lawsuit, action], 2) δίκη [(law) trial]
νταϊάκ΄ [dajáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) στήριγμα, 2) μπαστούνι. Στη Δόβρ. Γρεβενών
''στήριγμα''.
<τούρκ(οθ). dayak = 1) στήριγμα [prop, support, shore], 2) ραβδί [stick]
νταϊάντα [dajánda] (προστ.) : στην Κοζ. ''υπομονή, (κάνε) κουράγιο''.
προστ. ενός *νταϊαντώ <dayandı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(οθ). dayan(mak) ''αντέχω,
υπομένω [to resist, hold out; to endure, last; to support, tolerate]''
ντάιμα [dájma] (επίρ. χρον.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 279), τη Λόσν.
Καστοριάς, τον Κολ. Πιερίας και τον Τίρναβο Λάρισας (Γλ.Τίρν. 17) ''πάντα''. Στην
Κοζ. και την Πιερ. ''συχνά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών ''συχνά, συνεχώς''.
<τούρκ(κν). daima {dáima} ''πάντα, συνεχώς [always, continually]''
νταϊρές (ουσ.) : Στην Κοζ. [dajŕés] ''ντέφι''. Στην Ανασελ. και τον Κολ. Πιερίας ''ντέφι''.
<τούρκ(κν). daire ''ντέφι [tambourine]''
νταλάκα [daláka] (ουσ.) : στην Κοζ. ''φουσκωμένη κοιλιά''.
<τούρκ(κν). dalak ''σπλήνα [spleen]''
νταλντώ [daldó], νταλ΄ντάου [dal΄dáu], νταλντίζου /daldízu/ (ρ.) : Στην Κοζ. νταλντώ
''τολμάω''. Στη Λόσν. Καστοριάς νταλντώ = 1) χυμάω, επιτίθεμαι, 2) (μτφ.) αποφασίζω.
Στη Δόβρ. Γρεβενών νταλντώ ''χυμάω, επιτίθεμαι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς νταλ΄ντάου
''παίρνω απόφαση και ορμώ, επιτίθεμαι χωρίς να λογαριάζω τον κίνδυνο''. Στη Βέρ.
Ημαθίας νταλντώ ''αποτολμώ''. Στην Τσιαρπ. Σερρών νταλντώ ''ορμώ''. Στον Κολ.
Πιερίας νταλντώ ή νταλντίζου ''αποφασίζω να κάνω κάτι ανώτερο απ’ τις δυνάμεις μου,
τολμάω''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών νταλντίζου ''τολμάω''.
<daldı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). dalmak ''κάνω βουτιά να πιάσω τον αντίπαλο απ’ τα
πόδια (στην πάλη) [to dive for one’s opponent’s legs (wrestling)]''
/ 249 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν
ντάμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [dáḿ] ''άδειο, αχρησιμοποίητο, παλιό κτίσμα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
[dám] ''ερειπωμένο ή μεγάλο και ατελείωτο σπίτι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [dám] ''άθλιο
κτίσμα''. Στην Ανασελ. [dám] ''περιφρονητικά το παλιό σπίτι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς
[dám] σε εκφρ. του τύπου έχου του σπίτι ντάμ’ (= ανοιχτό πέρα για πέρα).
<τούρκ(κν). dam = 1) σκεπή/στέγη, υλικό στέγασης [roofing, roof, outer covering of a
roof], 2) επίπεδη σκεπή [flat roof], 3) μικρό κτίσμα (συνήθ. με επίπεδη στέγη και
μονόροφο) [small house (usually flat-roofed and one-story)], 4) στάβλος [stable, animal
shed]
νταμπάν΄=> ταμπάν΄
νταμπαχανάς=> ταμπαχανάς
ντ΄βάρ΄, ντβάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. ντ΄βάρ΄ [d΄váŕ] ''πέτρινος τοίχος: ντουβάρι''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης [d΄váŕ] ''τοίχος'' (πληροφορία Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, δές π.χ.
Γλ.Καταφ. 280 [ντιβάρι]). Στη Σιάτιστα Κοζάνης ντβάρ’ [dváŗ] ''ντουβάρι'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:67, 191). Στη Λόσν. Καστοριάς ντβάρ’ [dvár] «ντουβάρι, τοίχος».
ΚΝΕ ντουβάρι <τούρκ(κν). duvar ''wall'' <τούρκ(οθ). divar ''wall'' (<πέρσ. divār ~ dīvār ''a
wall'' (Steingass 554, Junker-Alavi 339): Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok
«duvar», ΕτυμTietze «divar», BER «дувар»)
ντουγραματζής [duγramadźís] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 285) και την
Επαν. Χαλκιδικής ''μαραγκός''.
<τούρκ(οθ). doğramacı ''carpenter'', βαλκ. τούρκ. dūramacı ''carpenter'' (Eckmann
1962α:60)
/ 250 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν
ντουγρού [duγrú], ντουρού [durú] (επίρ. τροπ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.) και την
Ανασελ. ντουγρού ''ίσια, κατευθείαν''. Στην Κοζ. και την Πιερ. ντουγρού & ντουρού
''ντουγρού, κατευθείαν, ίσια''.
<τούρκ(κν). doğru ''straight, directly'' = dōru ''κατευθείαν'' (Κυρανούδης 1998:118), βαλκ.
τούρκ. dūru ''doğru'' (Eckmann 1962α:60, Dallı 181, Olcay 14, Kalay 34)
ντουζτζίζου [duźdźízu] (ρ.) : στη Σιάτιστα Κοζάνης ''στολίζομαι, φορώ τα καλά μου''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:75, Γλ.Σιάτ. «ντουζντζίζου»).
<düzdü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). düzmek ''κανονίζω [to arrange, compose],
προετοιμάζω [to prepare, bring together]''
ντουμπέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ντουμπέκ΄ [dub΄éḱ] ''πέτρινο γουδί, που αποτελούνταν απο
μια πέτρα με βαθούλωμα στη μέση, οπου στούμπιζαν τα καβουρντισμένα συστατικά του
καφέ (κουκούτσια απο βερίκοκα, σίκαλη, πικραμύγδαλα, κριθάρι, ρεβίθια) με ένα
σιδερένιο γουδοχέρι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ντουμπέκ΄ ''μεγάλο πέτρινο γουδί''. Στο Μόκρο
Κοζάνης ντουμπέκ΄ ''μεγάλο πέτρινο γουδί για τον καφέ'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 437).
Στη Δόβρ. Γρεβενών ντουμπέκ΄ [dubéḱ] «γουδί» (φορητό, για τον καφέ) {Δώσι-μι λίγου
του ντουμπέκ΄, να στουμπίσου τουν καφέ.}. Στην Καστορ. τουμπέκ΄ ''λαξευτό στην πέτρα
γουδί, στη γωνία της εσωτερικής αυλής, οπου κοπάνιζαν τους καβουρντισμένους απο
πρίν κόκκους του καφέ''.
τούρκδ. dübek = 1) κοίλη πέτρα για το στούμπισμα του καφέ ή του πλιγουριού: πέτρινο
γουδί [içinde kahve ya da dulgur dövülen oyuk taş, taş havan], 2) ξύλινο γουδί [tahta
havan], 3) συσκευή για την εξαγωγή του βούτυρου απ’ το γιαούρτι ή το γάλα [yayık]> (α)
αλβαν. dybek {dübék} = 1) μεγάλο ξύλινο γουδί (ή γουδοχέρι) με το οποίο στουμπίζονται
σιτηρά για ν’ αποφλοιωθούν [large wooden mortar/pestle used to husk grain], 2)
συσκευή για να παίρνουμε το βούτυρο απο το γάλα, χτυπώντας το [milk churn], 3)
μεγάλο ξύλινο σφυρί για τη διάλυση των σβόλων χώματος (στο χωράφι) [(regional) large
wooden mallet used to break up clods], (β) ΝΔ βουλγ. дубек {dubék} ''γουδί [чутура]''
(Atlas 3:232), (γ) *дюбек [d΄ubék]> ιδιωμ. βουλγ. гюбек [ǵubék] ''чутура'' (Atlas 3:232).
ντουνιάς [duńás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κόσμος''.
<τούρκ(οθ). dünya = 1) world, Earth, 2) this life, 3) everyone, people
ντουρού=> ντουγρού
ντουσέκ΄ (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών και την Ανασελ. [duśéḱ] ''στρώμα''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [duséḱ] ''στρώμα''.
<τούρκ(κν). döşek ''mattress''
ντουσ΄μάνους [duśmánus] (ουσ.) : Στα Γρεβενά ''εχθρός'' (ΓρεβΤουρκ 198). Στη
Γαλατινή Κοζάνης = 1) αυταρχικός, 2) εχθρικός, κακός (Γλ.Γαλατ. 295). Στη Σιάτ.
Κοζάνης «ζωηρός, αυταρχικός».
πέρσ. döšmän ~ düšmän ''an enemy, foe, adversary/Feind, Gegner, Widersacher'' ή
*döšmān ~ düšmān ''an enemy'' (Steingass 526, Junker-Alavi 317, Nişanyan 2009 &
Eren & Eyuboğlu «düşman», ΕτυμTietze «düşmen», Skok «dušmanin», BER
«душманин», Dizdari «dushman»)> τούρκ(κν). düşman ''enemy''> οθωμ. duşman
''εχθρός [inimicus]'' (Meninski 2174) = βαλκ. τούρκ. duşman ''düşman/ennemi/Feind''
(Eckmann 1960:192, 1962α:52, 1962β:114, Kakuk 1961:377, 1972:274, Dallı 181)> (α)
αλβαν. dushman {dušmán} ''(colloquial) enemy, occupier, conqueror, invader'', (β)
βουλγάρ. душман(ин) {dušmán(in)} ''enemy, foe'', (γ) ΒΣΜ душман(ин) {dúšman(in)}
''enemy, foe; mortal enemy; murderer'', (δ) σερβοκροάτ. душман / dušman & душманин
/ dušmanin ''enemy, foe'', (ε) ρουμάν. duşman {dušmán} ''Feind''.
/ 251 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ο
ντφέκ΄=> τφέκ΄
ξιάφ’=> κουσιάφ’
ξίκλουσουν (έκφρ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης ξίκλουσουν [kśíklusun] ''να μας λείπει''
(Γλ.Καταφ. 296). Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 290) ξίκ΄ να γέν΄ [kśíḱ
naγ΄éń] ''να μας λείπει''.
<τούρκ(οθ). eksik olsun ''να μας λείπει (περιφρονητική άρνηση: refusing
contemtuously)''
ουκνά=> κνά
ουμούρ’ (το) (ουσ.) : Στην Κοζ. ουμούργια (τα) [umúŕγ΄a] ''νάζια, καμώματα, κόνξες''. Στην
Ίμβρ. ουμούρ΄ (το) [umúŕ] ''μεγάλο ζήτημα/θέμα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
ουμούρι (το) [umúri] ''γκρίνια''.
<τούρκ(οθ). umur ''σημαντικό ζήτημα [matter of importance, concern]'', οθωμ. umur
''φασαρία: μή απαραίτητη ή ενοχλητική δραστηριότητα [an unnecessary or annoying
ado]'' (Redhouse 202)
ουμουρτζής (επθ.) : στην Κοζ. [umuŕdźís] ''αυτός που κλαίγεται στους άλλους:
κλαψιάρης'' Θηλ: ουμουρτζού [umurdzú].
<οθωμ. umurcu ''αυτός που συνηθίζει να κάνει πολλή φασαρία για το τίποτα/ασχολείται
με μικροπράγματα [one who is habitually fussy]'' (Redhouse 203) <umur (δές ππ.) +
επίθμ. -cu
ουρμάν΄> ρμάν΄> αρμάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ., τον Τίρναβο Λάρισας (Γλ.Τίρν. 59) και τα
Νταρνακοχ. Σερρών ουρμάν΄ [urmáń] ''δάσος''. Στο Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.), την
Πιερ. και την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής (Γλ.Κασσάνδρ. 485) αρμάν΄ [armáń] ''δάσος''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης, το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 349), τον Κολ. Πιερίας και τη
Μακρ. Πηλίου ρμάν΄ [rmáń] ''δάσος''. Στη Σαντορίνη (Βάλσαμος Πιτσικάλης, Των
ανθρώπων και του τόπου (ποιήματα και πεζά), επιμ: Εμμ. Α. Λιγνός, Θήρα 2008: σελ.
121) και την Κρήτη (Γλ.Βαρβ., Γλ.Ρεθύμν.) ρουμάνι /rumáni/ ''δάσος''. Στη Ρόδ.
ρουμάνι(ν) ''δάσος''.
τούρκ(κν). orman ''forest''> (α) βουλγ(ετ). орман {ormán} ''δάσος [гора]'', (β) ΒΣΜ орман
{orman} ''δάσος [forest, wood]'', (γ) σερβοκρ(ετ). орман / orman ''πυκνό δάσος [gusta
šuma]'', (δ) υστβυζ. ορμάνι ''δάσος''> Ν/ελλην. ρουμάνι ''δάσος'' (ΛΝΕ).
/ 252 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ο
Έκφρ: παίρνου αρνέκ΄ απου (έναν) = αντιγράφω (κάποιον), μιμούμαι (κάποιον). Στο
Βελβ. Κοζάνης αρνέκ΄ ''υπόδειγμα για το κέντημα''.
<τούρκ(κν). örnek = 1) παράδειγμα [example, illustration; precedent], 2) μοντέλο,
πρότυπο [(ideal) model, example, exemplar], 3) δείγμα [specimen, sample]
/ 253 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π
ουστάς [ustás] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ''μάστορας («έμπειρος τεχνίτης, τεχνίτης»)''.
Στη Δόβρ. Γρεβενών ''μάστορας («έμπειρος, τεχνίτης»)''.
<τούρκ(κν). usta ''μάστορας, τεχνίτης [master (of a trade/a craft); master workman,
skilled workman]''
ουτζιάκ΄ Ι [udźáḱ]> τζιάκ΄ [dźáḱ]> ατζιάκ΄ [adźáḱ] & ιτζιάκ΄ [idźáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ.
ουτζιάκ΄ & ιτζιάκ΄ & τζιάκ΄ ''τζάκι''. Στην Καστορ. και τη Λόσν. Καστοριάς τζιάκ΄ ''τζάκι''.
Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36, Γλ.Σιάτ.), το Βελβεντό Κοζάνης
(Τσιανάκας 1988:69, 109, Τσιανάκας 2000:124) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
42, Σόρμας 137) ατζιάκ΄ ''τζάκι''.
<τούρκ(κν). ocak ''fireplace''
ουτζιάκ΄ ΙΙ [udźáḱ]> τζιάκ΄ [dźáḱ]> ιτζιάκ΄ [idźáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ουτζιάκ΄ & ιτζιάκ΄ &
τζιάκ΄ ''καμινάδα, καπνοδόχος''. Στη Λόσν. Καστοριάς τζιάκ΄ ''καμινάδα, καπνοδόχος''.
<τούρκ(οθ). ocak ''chimney''
παζάρ’ Ι (ουσ.) : Στην Κοζ. [pazáŕ] = 1) εμπορικό κέντρο αστικής περιοχής: η αγορά, τα
μαγαζιά, το παζάρι, 2) υπαίθρια αγορά μικροπωλητών: η λαϊκή, η λαϊκή αγορά, το
παζάρι. Στη Λόσν. Καστοριάς [pazár] ''αγορά, παζάρι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [pazár]
''χώρος οπου γίνονται αγοραπωλησίες: αγορά''.
<τούρκ(κν). pazar ''market, market place; bazaar'' <τούρκ(οθ). bazar ''market'' <πέρσ.
bāzār ''a market/Markt, Basar'' (Steingass 144, Junker-Alavi 77, ΕτυμTietze «bazar (I)»,
«bazar (II)» & «pazar», Dizdari & Skok & Eyuboğlu & Eren & Nişanyan 2009 «pazar»,
BER «пазар»)
παζαρλίκ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς παζαρλίκ΄ [pazarlíḱ] ''διαπραγμάτευση γι’ αγορά
ή πώληση ενός πράγματος: παζάρι(α), παζάρεμα'' (Γλ.Λόσν. «παζάριμα»). Στο Πήλ.
παζαρλίκ΄ [pazarl΄íḱ] ''εμπορική διαπραγμάτευση: παζάρι(α), παζάρεμα'' (Γλ.Πήλ.
«παζάρ»). Στην Κοζ. παζαρλίκια [pazaŕl΄íḱa] ''παζάρια, παζαρέματα, διαπραγματεύσεις''.
Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας παζαρλούκι [pazarlúḱi] ''παζάρεμα''.
<τούρκ(κν). pazarlık ''διαπραγμάτευση γι’ αγορά ή πώληση: παζάρι(α), παζάρεμα
[bargaining; haggling]''
/ 254 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π
παζαρτζής [pazaŕdźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) άνθρωπος του παζαριού και των
παζαριών''.
υστβυζ. παζαρτζής «έμπορος της αγοράς» <τούρκ(οθ). pazarcı ''πωλητής σε (υπαίθριο)
παζάρι [seller in an outdoor market]''
παζί (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [paźí] ''παντζάρι''. Στην Κοζ. παζγιά (τα) [paźγ΄á]
''σέσκουλα''.
<τούρκ(κν). pazı ''σέσκουλο [chard]''
παλιουμέντιρου=> μιντέρ΄
παλιουντούφικου=> τφέκ΄
παπούτσ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης [papúć] ''παπούτσι'' (Γλ.Καταφ. 312, 46, 79,
83, 167, 191, 245, 331, 366, 385, 418, 430, 451, Σόρμας 141). Στη Λόσν. Καστοριάς
[papúc] ''παπούτσι''.
<τούρκ(οθ). papuç ''shoe''
παπτσής [papćís] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''τσαγκάρης, παπουτσής'' Θηλ: παπτσού [papcú].
Στην Σιάτ. Κοζάνης ''τσαγκάρης, παπουτσής''.
<οθωμ. papuççu ''υποδηματοποιός ή παλαιορράφος, επιδιορθωτής, μπαλωματάς''
(Χλωρός 409)
παράδις /paráδis/ (ουσ. πληθ.) : Στην Κοζ. [paráδ΄is] (θηλ.) ''λεφτά, χρήματα''. Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς (θηλ.) ''λεφτά, χρήματα'' (Γλ.Λόσν. «παράς»). Στο Καταφύγι
Κοζάνης (αρσ.) ''λεφτά, χρήματα'' (Γλ.Καταφ. 153, 314).
<τούρκ(κν). para ''λεφτά, χρήματα [money]''
/ 255 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π
παράς [parás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μικρό κέρμα που χρησιμοποιούσαν και σά φλουρί στη
βασιλόπιτα''.
<τούρκ(κν). para ''το 1 τεσσαρακοστό του γροσιού [one fortieth of a kuruş]''
παρμάκ΄ [parmáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ακτίνα (ξύλινου) τροχού''. Στη Σέλ. Κοζάνης
''ξύλινο κάγκελο σκάλας, τάφου, βεράντας κλπ.''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και την Ανασελ.
''κάγκελο''.
<τούρκ(κν). parmak = 1) δάχτυλο χεριού [finger], 2) δάχτυλο ποδιού [toe], 3) ακτίνα
τροχού [spoke (of a wheel)], 4) κάγκελο κιγκλιδώματος σκάλας [bar, rail (in a railing)]
παρτάλ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Λόσν. Καστοριάς [partál΄] ''κουρέλι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης [paŗtál΄] ''κουρέλι''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''κουρέλι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών και την
Ανασελ. [partál] ''κουρέλι''.
τούρκ(κν). partal ''παλιωμένος/κουρελιασμένος απ’ την πολλή χρήση (για ρούχα) [worn-
out, shabby]''> (α) αλβαν. partalle ''παλιοπράγματα χωρίς αξία [old and worthless odds
and ends: old junk]'', (β) βουλγ(ετ). партал {partál} ''κουρέλι [парцал]'', (γ) ΒΣΜ партал
{pártal} ''κουρέλι [rag]''.
πασβάν.τς=> παζβάν.τς
/ 256 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π
πινέτα (ουσ.) : στην Ανασελίτσα ''πινακωτή: σανίδα με κοίλα χωρίσματα οπου βάζουν τα
ψωμιά και τα μεταφέρουν στον φούρνο για να ψηθούν'' (Γλ.Ανασελ. «πνακουτή»).
ελλην. πινακωτή (Tietze 1955:236, Eren «binit», BER «пинакота», ΕτυμTietze[a-e]
«binet»)> (1) τούρκδ. pinavut ''πινακωτή με 8/10 χωρίσματα για τη μεταφορά του
ζυμαριού του ζυμωτού ψωμιού στον φούρνο [mayalanmış ekmek hamurunu fırına
götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası]'', (2) βαλκ. τούρκδ. pinevet
''mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun
ekmek tahtası'' [*Hayrabolu, *Malkara -Tekirdağ]> διαλκ. βουλγ(ετ). пеневетки
{penevétki} ''πινακωτή: ξύλινο σκεύος ή σανίδα με πολλά (μικρά) διαχωριστικά για το
ζυμάρι που προορίζεται για ψωμί [дървен съд или дъска с много преградки за тесто
за хляб]'', (3) βαλκ. τούρκ. *pineğet ''πινακωτή''> (α) τούρκδ. pineyet ''πινακωτή με 8/10
χωρίσματα για τη μεταφορά του ζυμαριού του ζυμωτού ψωμιού στον φούρνο
[mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun
ekmek tahtası]''> τούρκδ. pineyit & pineyt ''mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek
için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası''> διαλκ. βουλγ(ετ). пийнет {pijnét}
''σανίδα, πάνω στην οποία ζυμώνουν το ψωμί, και αφού έχει φουσκώσει το ζυμάρι το
πάνε μέχρι τον φούρνο [дъска, върху която размесват хляба, след като е втасало
тестото, и с която го носят до пещта]'', (β) τούρκδ. bineet ''ekmek olacak hamurların
(bezelerin) konulduğu ağaçtan, gözlü bir araç'', (γ) βαλκ. τούρκδ. pinet ''mayalanmış
ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası''
[*Kartal köyleri -İstanbul].
πινιρλί [ṕińiŕl΄í] (ουσ.) : στην Κοζ. ''πίτα με γέμιση μόνο τυρί φέτα και ειδική διακόσμηση''.
<peynirli börek ''τυρόπιτα'' (Doğan «börek»)
πιρτσές (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης πιρτσές [piŗćés] ''φράντζα''. Στα ανατκρητ. μπερτσές
= 1) φράντζα: οι τούφες μαλλιών που πέφτουν στο αντρικό μέτωπο, 2) χαίτη αλόγου.
πέρσ. pärčäm ''φράντζα [a lock of hair (especially waving over the forehead)]'' (Steingass
240, Junker-Alavi 128, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «perçem», Dizdari «perçe»,
Škaljić & Skok «perčin», BER «перчем»)> τούρκ(κν). perçem ''lock of hair (hanging
down over one’s forehead); bangs''> (α) αλβαν. perçe ''shock of hair, tress; forelock;
mane'', (β) βουλγάρ. перчем {perčém} ''φράντζα [forelock]'', (γ) ΒΣΜ перче {pérče} = 1)
tuft of hair; lock (of hair), 2) κοτσίδα [plait (on crown of head), pigtail], (δ) ΒΣΜ перчин
{perčin} ''plait (on crown of head), pigtail'', (ε) σερβοκροάτ. перчин / perčin ''pigtail''.
/ 257 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π
πισκέσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:73) [ṕiśḱéś]
''δώρο''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:130, Γλ.Σιάτ.) και το Καταφύγι
Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 324) [piśḱéś] ''δώρο''.
<τούρκ(οθ). peşkeş ''δώρο ή προσφορά σε κάποιον ανώτερο [gift or offering brought to
a superior]''
πισκίρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ṕiśḱíŕ] ''πετσέτα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [piśḱíŕ] ''πετσέτα,
που την έβαζαν και στην καλημέρα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:77). Στη Γαλατινή
Κοζάνης [piśḱír] ''πανί για την επεξεργασία του τυριού'' (Γλ.Γαλατ. 275).
<τούρκ(κν). peşkir = 1) πετσέτα [towel], πετσέτα χεριών [hand towel], 2) (βαμβακερή ή
λινή) πετσέτα φαγητού (συχνά κεντημένη) [(cotton/linen) table napkin (often
embroidered)], 3) (παλιότ.) κεντημένο ύφασμα, πάνω στο οποίο έτρωγαν, με τις άκρες
του να σκεπάζουν τα γόνατα όσων έτρωγαν [(formerly) embroidered cloth on which a
meal was spread (Its edges were spread over the knees of those who were eating)]
πιτλιτζιάνα=> πατλιτζιάν’
πιτ΄μέζ΄ [ṕit΄ḿéź], πιτσ΄μέζ΄ [pićméź] (ουσ.) : Στην Κοζ. πιτ΄μέζ΄ ''πετιμέζι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης πιτσ΄μέζ΄ ''πετιμέζι''. Στην Κρήτη πετιμέζι & πετουμέζι ''πετιμέζι'' (ΓΑΚ 87,
Γλ.ΔΚρήτ. «πετουμέζι»). Στην Κάρπ. πετουμέντζι(ν) ''πετιμέζι''.
ΚΝΕ πετιμέζι [petimézi] <βαλκ. τούρκ. petmez ''πετιμέζι/boiled grape juice'' (Eckmann
1962α:65, Olcay 47, 77, Κυρανούδης 1998:131) = οθωμ. petmez ''boiled grape-juice,
used as treacle'' (Redhouse 378)
πιτρίκ΄ [ṕit΄ŕíḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κουλούρα απο αφράτο, λαναρισμένο μαλλί''.
<τούρκδ. pedrik & pedirik ''κουβάρι καθαρισμένου, λαναρισμένου και κλωσμένου
βαμπακιού [temizlenip taranarak eğirilecek duruma getirilmiş pamuk yumağı]'' (πρβλ.
τούρκδ. tetrik ''λαναρισμένο μαλλί [taranmış yün]'')
πιτσ΄μέζ΄=> πιτ΄μέζ΄
/ 258 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ρ
πλιάφ’, πιλιάφι (ουσ.) : Στην Κοζ. πλιάφ΄ [ṕl΄áf΄] = 1) πιλάφι, 2) μτφ. (χέρι) ξύλο,
μπερντάκι. Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:191, Γλ.Σιάτ.) και τη
Λόσνιτσα Καστοριάς (Γλ.Λόσν. «πλιάφ» & 334) πλιάφ’ [pl΄áf] ''πιλάφι''. Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας πιλιάφι [pil΄áfi] = 1) πιλάφι, 2) μτφ. ξύλο.
τούρκ(οθ). pilâv ''πιλάφι [pilaf, boiled rice prepared with butter, meat, fat, etc.]'', βαλκ.
τούρκ. pilāf ''πιλάφι [Pilaf]'' (Kakuk 1961:382), βαλκ. τούρκ. pil'af (Dallı 69, 84)> (α)
αλβαν. pilaf ''rice boiled with salt and butter and allowed to stand at warm temperature
until all the water is evaporated'', (β) βουλγκ. пилаф [piłáf] & пиляф [pil΄áf] ''πιλάφι:
φαγητό απο ρύζι βρασμένο με μυρωδικά και περιχυμένο με βούτυρο [ястие от сварен
ориз с подправки, залят с масло]'', (γ) ΒΣΜ пилав [píłaf] & пилаф [píłaf] & пиљав
[pilaf] ''pilaff (pilau, pilaw)'', (δ) σερβοκροάτ. пилав / pilav ''pilaf'', (ε) ρουμάν. pilaf ''Pilaw
(orientalisches Reisgericht)'', (στ) ΚΝΕ πιλάφι.
πουτόκ΄=> μπατάκ΄ Ι
πουτούρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [putúŗ] ''είδος παντελονιού, φαρδιού πάνω, στενού
κάτω, που φτάνει στα μισά της γάμπας''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ''είδος κάπως κοντού
παντελονιού'' (Γλ.Λόσν. 334).
<τούρκ(κν). potur ''βράκα [full-gathered knee breeches worn with tight leggings]''
ραγκαβανιά=> γιουργουβανιά
ρακή [raḱí] (ουσ.) : στην Κοζ., τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 408), το Μόκρο Κοζάνης
(Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 104-5), την Καστοριά (Γλ.Καστ. «τσίπουρα» & «ρακή»), τη
Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών ''αλκοολούχο ποτό που αποστάζεται απο τα
τσίπουρα (στέμφυλα): τσίπουρο''.
<τούρκ(κν). rakı ''είδος αποσταγμένου ποτού [raki, arrack]''
ριζές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ŕiźés] ''μεντεσές''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [riźés] ''μεντεσές''
(Γλ.Καταφ. 351). Στη Γαλατινή Κοζάνης [riźés] ''μεντεσές πόρτας'' (Γλ.Γαλατ. 277).
<τούρκ(κν). reze ''μεντεσές [pintle hinge; hook-and-eye hinge, gate hinge]''
ριν.τσ΄πέρς [rinćpérs] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''αυτός που αντί να εργάζεται,
γυρίζει στους δρόμους''.
<τούρκ(κν). rençper ''αγρεργάτης ή ανειδίκευτος οικοδόμος [farmhand or unskilled
construction worker]''
ριτσέλ΄ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ριτσέλ΄ [rićél΄] «πετιμέζι». Στην Κοζ. ριτσέλια [ŕićél΄a]
''στεγνωμένα κομμάτια απο φλούδα κολοκύθας ή στεγνά τζέρτζιλα ή κορόμηλα,
βρασμένα στο πετιμέζι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [rićél΄a] = 1) πετιμέζι απο ώριμα
αχλάδια, 2) κομμάτια απο κουλουκθίσιου μέσα στα ριτσέλια (Γλ.Γαλατ. 277).
<τούρκ(κν). reçel ''γλυκό του κουταλιού [preserves]''
ρμάν΄=> ουρμάν΄
ρνέκ΄=> ουρνέκ΄
/ 259 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
/ 260 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σακαΐ (ουσ.) : Στην Κοζ. σακαΐ [sakaí] ''αρρώστια (σά συνάχι) των ζώων''. Στα ροδίτ.
σακκάς ''αρρώστια των φορτηγών [ζώων], μάλις, σακκαΐ (έχουν ανορεξία, βήχα,
καταρροή)''.
τούρκ(κν). sakağı ''υψηλής μεταδοτικότητας ασθένεια των αλόγων, που εκδηλώνεται με
ερεθισμό και εξέλκωση των βλενογόνων αδένων της αναπνευστικής οδού, του δέρματος
και των λεμφαδένων [glanders]''> (α) *сакаъ {sakaắ}> *сакъъ {sakăắ}> βουλγ(ετ). сакъ
{sakắ} ''αρρώστια των αλόγων [болест по конете]'' (BER «сака4»), (β) ΒΣΜ сакагија
{sakagija} ''glanders'', (γ) σερβοκροάτ. сакагија / sakagija ''glanders'', (δ) βαλκ. τούρκδ.
saka ''η αρρώστια των αλόγων sakağı [sakağı da denilen, atlarda olan mankafa
hastalığı]'' [Lüleburgaz -Kırklareli]> βουλγ(ετ). сака {saká} ''αρρώστια των αλόγων, κατα
την οποία απ’ τα ρουθούνια και τον λαιμό τους τρέχει πύο [болест по конете, при която
от ноздрите и гърлото им тече гной]''.
σαλάμικους=> σαγλάμκους
σαλάμκους=> σαγλάμκους
σαντακά [sadaká] (επίρ. τροπ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Δόβρ. Γρεβενών ''τζάμπα''.
<τούρκ(κν). sadaka ''(κάτι που δίνεται σάν) ελεημοσύνη [alms (anything given freely to a
poor person)]''
σαντούκ΄=> σιντούκ΄
σαντράτσ΄ [sandráć] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ο κόφτης του πεταλωτή, που ομαλοποιεί την
κάτω επιφάνεια της οπλής του ζώου προκειμένου αυτή να δεχτεί το πέταλο''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ''κόφτης για τις οπλές των αλόγων'' (Γλ.Γαλατ. 278).
<τούρκδλ. santıraç ''είδος εργαλείου για το κόψιμο των οπλών των επιβατικών ζώων
[binek hayvanlarının tırnaklarını yontmakta kullanılan bir çeşit bıçak]'' (τούρκ(κν). suntıraş
& suntıraç ''farrier’s knife, paring iron'')
/ 261 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σαραϊλί [sarajl΄í] (ουσ.) : στην Κοζ. ''είδος σουφρωτού σιροπιαστού με καρύδια: σαραγλί''.
τούρκδ. saraylı ''στριφτό γλυκό [sarığıburma tatlısı]''> (α) βουλγ(ετ). сарайлия {sarajlíja}
''στριφτό γλυκό του ταψιού [вита сладка баничка]'', (β) ΒΣΜ сарајлија {sarajlija} ''είδος
στρόγγυλου κι επίπεδου καρβελιού [type of round flat loaf], είδος γλυκού [type of
sweetmeat]'', (γ) ρουμάν. sarailie ''γλυκό με φύλλο γεμισμένο με καρύδια [mit Nüssen
gefüllter Blätterkuchen]''.
σαραπόσ΄=> σιαρπόζ΄
σαράτς [sarác] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ο τεχνίτης που κατασκευάζει όλα τα αναγκαία
δερμάτινα εξαρτήματα ώστε να ζευτεί το άλογο στο κάρο (σαγή, χάμουρα, ιπποσκευή)''.
<τούρκ(κν). saraç (αιτ./κτητ. saracı) = 1) τεχνίτης/πωλητής δερμάτινων ειδών
[maker/seller of leather goods], 2) αυτός που κατασκευάζει/πουλάει σέλες και ιπποσκευή
(χάμουρα) [saddler, meker/seller of saddles and harness] (<αραβ. & πέρσ. särrādž
''σελοποιός/σαμαράς [a saddler/Sattler], πωλητής σελών [a vender of saddles]''
(Steingass 668, Junker-Alavi 410): Nişanyan 2009 & Dizdari & Eren & Eyuboğlu «saraç»,
Škaljić & Skok «sarač», BER «сарач»)
σαργκί (ουσ.) : Στην Κοζ. [saŕǵí] ''πάγκος μικροπωλητή''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [sarǵí]
''υπαίθριος πάγκος μικροπωλητή''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''ο τούρκικος φόρος για την
έκθεση των προϊόντων για πούλημα''. Στην Τσιαρπ. Σερρών σιργκί ''πάγκος
μικροπωλητή σε παζάρι ή πανηγύρι''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας σιργκί [sirǵí] ''ο
πάγκος με τα εμπορεύματα που έβγαζαν στα πανηγύρια''. Στα κωακ. σεργί(ν) ''η
απλώστρα οπου απλώνουν τα ώριμα σύκα για να ξεραθούν (και στη συνέχεια να τα
φρύξουν (ψήσουν) στον φούρνο)''. Στα κωακ. σιργί(ν) ''χώρος αποξήρανσης των
φύλλων του καπνού'' (Γλ.Κωακ. «συργίν»). Στην Κάρπ. σερgίν ''ο τόπος στον οποίο
απλώνουν τα σταφύλια ή τα σύκα για να ξεραθούν''. Στην Πιερ. [sirǵí] ''αρμαθιές καπνού
που τις αράδιαζαν στο πάτωμα για να στεγνώσουν''.
τούρκ(κν). sermek ''απλώνω [to spread (something) out on (the ground/the floor); to
spread (something) over; to spread (something) out in (the sun)]'' + επίθμ. -gi (Nişanyan
2009 «sergi», Skok «sergija», BER «сергия2», Dizdari «sergji»)> οθωμ. sergi ''πάν ότι
εκτείνεται, εξαπλούται χαμαί (ώς τάπης, ψίαθος κλπ.)'' (Χλωρός 906)> (1) τούρκ(κν).
sergi ''rug; mat; cloth (on which a meal is laid out)'', (2) τούρκ(κν). sergi ''απλώστρα
οπου κάποια αγροτικά προϊόντα απλώνονται για να στεγνώσουν [rack on which certain
farm crops are spread to dry]'', (3) οθωμ. sergi ''a platform, mat, or carpet on which
wares are set out for sale'' (Redhouse 1054)> οθωμ. sergi ''a temporary stall for the sale
of goods/παράπηγμα εν αγορά, εν πλατεία, ένθα εκτίθενται προς πώλησιν οπώραι
διάφοροι ώς υδροπέπονες (κλπ.)'' (Redhouse 1054, Χλωρός 906)> (α) οθωμ. sergi
''έκθεσις βιομηχανική, γεωργική (κλπ.)'' (Χλωρός 906), (β) βουλγ(ετ). сергия {sergíja}
''αραδιασμένες σανίδες, τραπέζι κλπ., οπου εκτίθενται εμπορεύματα για υπαίθρια
πώληση [наредени дъски, маса и пр., където се излага стока за продажба на
открито]'', (γ) ΒΣΜ сергија {sergija} ''περίπτερο ή πάγκος μικροπωλητή [stall, stand]''.
/ 262 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σατίρ’ (το), σατίρα (η), σατούρ’ (το) (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας σατίρ’ & σατίρα ''μεγάλο
μαχαίρι''. Στην Επαν. Χαλκιδικής σατίρ΄ [sat΄íŕ] ''μεγάλο μαχαίρι σά μπαλτάς, με το
οποίο κόβουν το κρέας''. Στην Ίμβρ. σατίρ΄ [satíŕ] ''μπαλτάς: είδος μικρού τσεκουριού με
σιδερένια λαβή με το οποίο κόβουν κρέατα και σπάζουν κόκαλα''. Στην Τσιαρπ. Σερρών
σατίρ’ ''ειδικό μαχαίρι με φαρδιά λάμα με το οποίο έκοβαν τον καπνό για να στρίψουν
τσιγάρο''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς σατίρ’ [satír] ''είδος μαχαιριού με το οποίο κόβουν
φύλλα μουριάς (για να φάει ο μεταξοσκώληκας) και άλλα πράγματα'' (Γλ.Λόσν. «σατήρ»).
Στην Καστορ. σατούρ’ ''μπαλτάς κρέατος''.
αραβ. & πέρσ. sātur ~ sātūr ''a butcher’s large knife/Hackmesser, Fleischbeil'' (Steingass
641, Junker-Alavi 397, Eren «satır», Škaljić «satura», Skok «satara», BER «сатър»,
Dizdari 882-3)> οθωμ. satur ''πολύ μεγάλο μαχαίρι για τον τεμαχισμό του κρέατος:
μπαλτάς [a very large knife for cutting or chopping meat]'' (Redhouse 1028)> τούρκ(κν).
satır ''μπαλτάς [meat cleaver]''> (α) οθωμ. satır = 1) a cutter of a tobacco-cutting
machine, 2) κοντό σπαθί [a short sword] (Redhouse 1028)> τούρκ(οθ). satır ''το σπαθί
του δήμιου [executioner’s sword]'', (β) αλβαν. satër {satắr} = 1) meat cleaver, 2) το
τσεκούρι του δήμιου [executioner’s axe], πολεμικός πέλεκυς [battle axe], 3) κόφτης
καπνού [tobacco-shredding knife], (γ) βουλγάρ. сатър {satắr} ''ο μπαλτάς του χασάπη
[chopper, cleaver]'', (δ) ΒΣΜ сатар {sátar} ''chopper, cleaver'', (ε) σερβοκρ(ετ). сатара /
satara ''ο μπαλτάς του χασάπη, βαρύ κουζινομάχαιρο για το σπάσιμο των οστών και το
λιάνισμα του κρέατος [mesarka sjekira, težak kuhinski nož za razbijanje kostiju sjeckanje
mesa]'', (στ) ρουμάν. satâr ''μπαλτάς [Hackmesser]'', (ζ) Ν/ελλην. σατίρι ''spacchino''
(Somavera 362).
σάτσ΄, σάτσης (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς σάτσ΄ [sáć] ''γάστρα με την οποία ψήνουν
πίτα κ.ά.''. Στην Καστορ. σάτσης [sáćis] ''λαμαρινένιο ή σιδερένιο ημισφαιρικό κάλυμμα
του ταψιού της πίτας: γάστρα'' (Γλ.Καστ. «σάτσιης»). Στα δυτκρητ. σάτσι ''πλάκα απο
σίδερο ή ειδική πέτρα, στην οποία σιγοψήνεται ομοιόμορφα είδος μικρής πίτας''. Στα
ροδίτ. σάτσι(ν) ''γάστρα («ημισφαιρικό μεταλλικό σκεύος με το οποίο ψήνουν τις πίτες
στην ανθρακιά»)''.
τούρκ(κν). saç ''piece of sheet iron used for cooking/baking''> (α) αλβαν. saç ''γάστρα
[metal dome over which hot ashes are placed to bake the food underneath]'', (β)
βουλγ(ετ). сач {sáč} ''σιδερένιο ή πήλινο σκεύος του σπιτιού: γάστρα, πήλινο ταψί,
τηγάνι, ταψί για ψήσιμο [железен или глинен домакински съд: връшник, подница,
тиган, тава за печене]'', (γ) ΒΣΜ сач {sáč} ''iron lid covering dough during baking'', (δ)
σερβοκροάτ. сач / sač ''iron pan for baking bread''.
σβανάς=> ζβανάς
σέι (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης σέι (το) ''πράγμα'' Πληθ: σέα (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ.
311). Στην Κοζ. σέα (τα) [śéa] ή σέϊα (τα) [śéja] ''πράγματα''.
<τούρκ(κν). şey ''thing''
σιαϊάκ΄ [śajáḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χοντρό μάλλινο ύφασμα με το οποίο έφτιαχναν αντρικά
παντελόνια''.
<τούρκ(οθ). şayak ''a kind of homespun woolen cloth, serge''
σιαΐν΄ [śaíń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το αρπακτικό πουλί «σαΐνι»: γεράκι''.
<τούρκ(κν). şahin ''falcon (Falco); buzzard (Buteo buteo)''
/ 263 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σιακάς (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς, τη Σλάτ. Καστοριάς και το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 364) σιακάς [śakás] ''αστείο''. Στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 279) και το
Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:69, 93, 110, Τσιανάκας 2000:50, 139) [śakás]
''αστείο'' Πληθ: σιακάδγια. Στη Σιάτιστα Κοζάνης σιακάδ’ [śakáθ] & [śakás] ''αστείο''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:15 & 19, Γλ.Σιάτ.). Στην Κοζ. και το Μόκρο Κοζάνης
(Γλ.Μόκρ.) σιακάδ΄ [śakáδj] ''αστείο, χωρατό, καλαμπούρι''.
<τούρκ(κν). şaka ''αστείο, χωρατό, καλαμπούρι [joke, jest]''
σιακατζής [śakadźís] (επθ.) : Στην Κοζ. και το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:69,
110) ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής'' Θηλ: σιακατζού [śakadzú]. Στο Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 364) και τη Λόσν. Καστοριάς ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής («αστείος»)''.
<τούρκ(κν). şakacı ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής [joker, person given to joking]''
σιαματάς [śamatás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''σαματάς, φασαρία''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
''φασαρία, καβγάς, θόρυβος'' (Γλ.Καταφ. 364).
<τούρκ(κν). şamata ''commotion, clamor, uproar, brouhaha, hullaballoo''
σιαντούκ΄=> σιντούκ΄
σιαντραβάν’ (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας σιαντραβάν’ ''πίδακας''. Στην Κοζ. σιατραβάν΄
[śatraváń] ''στρόγγυλη δεξαμενή νερού για διάφορες χρήσεις, όπως για τις ανάγκες
πλυσίματος στα χασάπικα ή για πότισμα''.
οθωμ. şadırvan ''δεξαμενή νερού με βρύσες στα τοιχώματα για τελετουρκικούς
καθαρμούς και μερικές φορές με πίδακα στο κέντρο (συνήθως κοντά σε ένα τζαμί) [a
tank of water, sometimes with a jet in the center, and with taps at the sides for ablutions;
usually attached to a mosque]'' (Redhouse 1107)> (α) αλβαν. shatërvan {šatărván}
''gushing well/spring; sudden outpour, gush'', (β) βουλγάρ. шадраван {šadraván}
''(δημόσια) βρύση, κρήνη [fountain]'', (γ) ΒΣΜ шадрван [šadărvan] = 1) fountain, 2) tank
(attached to mosques, for ablutions), (δ) σερβοκροάτ. шедрван / šedrvan ''σιντριβάνι
[water fountain (jet of water)]'', (ε) Ν/ελλην. σαντριβάνι ''σιντριβάνι [spiccio, zampillo]''
(Somavera 361)> ΚΝΕ σιντριβάνι.
σιαρμπέτ’ [śarbét] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''υγρό γλυκό''.
<τούρκ(οθ). şerbet ''γλυκό ποτό απο φρούτα [sweet fruit drink]''
σιαρπόζ΄ [śarpóź], σαραπόσ΄ [sarapóś] (ουσ.) : Στην Κοζ. σιαρπόζ΄ ''ύφασμα που
κάλυπτε τα καπούλια του ζώου (για να μήν κρυώνει). Στον Κολ. Πιερίας σαραπόσ΄
''γίδινο κάλυμμα για τα καπούλια του ζώου''.
<οθωμ. serpoş ''κάλυμμα για το κεφάλι, την κορυφή ή το άνοιγμα ενός πράγματος [any
cover for the head, or for the top or mouth of a thing]'' (Redhouse 1050)
σιατραβάν΄=> σιαντραβάν’
σιατσιάκ΄ [śaćáḱ] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''γείσο στέγης («προεξοχή της στέγης
σπιτιού»)''.
<τούρκ(κν). saçak ''γείσο στέγης [eave/eaves (of a building)]''
σικέρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης σικέρ’ [śiḱéŗ] ''το πολύ γλυκό πεπόνι''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας σικέρι ''ζάχαρη''.
<τούρκ(κν). şeker ''sugar''
/ 264 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σικλέτ΄ [śikl΄ét΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''στεναχώρια, βάσανο, καημός, πόνος, σεκλέτι''.
τούρκ(κν). sıklet = 1) βάρος [weight, heaviness], 2) καταπιεστικότητα [oppressiveness],
καταπιεστική επιβάρυνση [depressing heaviness]> (α) αλβαν. siklet ''(colloquial) troubled
state: distress, worry; embarrassment'', (β) βουλγάρ. съклет {săklét} στην έκφρ. хваща
ме съклет ''έχω νευρικότητα [have/get the fidgets]'', (γ) ΒΣΜ саклет {sáklet} ''ανησυχία,
νευρικότητα [worry, anguish, uneasiness, discomfort]'', (δ) σερβοκρ. срклет / srklet ή
саклет / saklet = 1) δυσκολία, ανησυχία, νευρικότητα [tegoba, uzrujanost, nervoza,
uznemirenost], 2) διαταγή, εντολή [nalog, naredba] (Škaljić & Skok «srklet»), (ε) ρουμάν.
siclet {siklét} ''δυσκολία [(bisweilen) Schwere, Druck, Beschwerde]'', (στ) ΚΝΕ σεκλέτι.
σιλιάχ΄ [śil΄áx΄] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''σελάχι: δερμάτινη ζώνη με θήκες για όπλα''.
τούρκ(οθ). silâh ''όπλο [weapon, arm]''> (1) βουλγ(ετ). силях [sil΄áx] ''όπλο/όπλα
[оръжие]'', (2) τούρκ(οθ). silâhlık ''ζώνη για τα όπλα [belt for carrying weapons]''> (α)
βουλγ(ετ). силяхлък [sil΄axłắk] ''δερμάτινη ζώνη με κάποια στρώματα δέρμα στο
μπροστινό μέρος και με χωρίσματα για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων και
όπλων [кожен пояс с предна част от няколко пласта кожа, с отделения за поставяне
на различни вещи и оръжие]'', (β) αλβαν. silah ''ornamented wide leather belt (for
carrying small arms and ammunition)'', (γ) βουλγ(ετ). силях [sil΄áx] ''ζώνη για τα όπλα
[пояс за носене на оръжие]'', (δ) σερβοκρ(ετ). силах / silah ''δερμάτινη ζώνη για όπλα
[kožni pojas koji sprijeda ima više listova, gdje se zadijevaju male puške, jatagan,
harbija]'', (ε) ΚΝΕ σελάχι & σιλάχι (ΛΚΝ & ΛΝΕ «σελάχι2»).
σιμίτ’, σ΄μίτ΄, σ΄μίτσ΄ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών σιμίτ’ ''λευκό κουλούρι''. Στην
Κοζ. σ΄μίτ΄ [śḿít΄] ''είδος τετράγωνου κουλουριού απο ρεβίθι, το οποίο έδινε γλυκιά
γεύση''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης σ΄μίτσ΄ [śmíć] «σιμίτι» (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:191).
<οθωμ. simit ''κουλούρι απο ψιλό αλεύρι [a Turkish breadcake of fine flour, shaped like a
ring]'' (Redhouse 1079)
σιμπιές=> σιουμπιές
σιμτσής [śimćís] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''φούρναρης''.
<τούρκ(ερ). simitçi ''αυτός που λειτουργεί φούρνο παρασκευής κουλουριών [simit fırını
işleten]'' (<τούρκ(ερ). simit ''κουλούρι: κυκλικού σχήματος είδος αρτοσκευάσματος με
σουσάμι [halka şeklinde bir çeşit susamlı çörek]'')
σιντούκ΄, σιαντούκ΄, σαντούκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. σιντούκ΄ [śindúḱ] = 1) μπαούλο,
σεντούκι, 2) φέρετρο, κάσα. Στη Λόσν. Καστοριάς σιντούκ΄ [sindúḱ] «κιβώτιο». Στη Σέλ.
Κοζάνης και το Σκαλοχ. Καστοριάς σιντούκ΄ ''μπαούλο, σεντούκι''. Στο Μπλάτσι
Κοζάνης σιαντούκ΄ [śandúḱ] ''φέρετρο, κάσα'' (Γλ.Καλινδ. 254). Στην Καστορ. σαντούκ΄
''μπαούλο, σεντούκι''.
αραβ. & πέρσ. sänduq ~ sändūq ''a chest, casket, coffer, box, trunk/Koffer, Truhe,
Kasten, Kiste (aus Holz oder Metall)'' (Steingass 793, Junker-Alavi 486, Eyuboğlu &
Nişanyan 2009 «sandık», Škaljić & Skok «sanduk», Dizdari «sandek», BER «сандък»)>
οθωμ. senduk ''μπαούλο, σεντούκι'' (senduch ''cassa'' (16. αι.): BER «сандък»)> (α)
τούρκδ. sendük ''sandık'' [Şehli, Piraziz -Giresun], (β) βουλγ(ετ). сендук {sénduk}
''сандък'' (BER «сандък»), (γ) ΚΝΕ σεντούκι ''μπαούλο'', (δ) οθωμ. sanduk ''μπαούλο,
σεντούκι [arca, capsa, scrinium/Kiste, Truhe/cassa, forziere/coffre, caisse]'' (Meninski
2992)> (1) αλβαν. sënduk {săndúk} ''wooden box with a lid: wooden chest'', (2)
βουλγ(ετ). съндук {săndúk} ''сандък'' (BER «сандък»), (3) ρουμάν. sănduc {săndúk}
''κιβώτιο [Kasten, Kiste]'', (4) τούρκ(κν). sandık ''μπαούλο, σεντούκι [(large) chest,
/ 265 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
trunk]''> βουλγάρ. сандък {sandắk} = 1) box, chest; trunk, 2) φέρετρο, κάσα [coffin] &
ΒΣΜ сандак {sándak} = 1) trunk; chest, 2) мртовечки сандак = coffin, (5) σερβοκροάτ.
сандук / sanduk = 1) trunk, chest, 2) box, 3) coffin.
σιουμπιές> σιμπιές (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών σιουμπιές
[śubiés] ''υποψία''. Στην Κοζ. σιμπιές [śib΄iés] ''απορία''.
<τούρκ(κν). şübhe = 1) υποψία [suspicion], αμφιβολία [doubt], 2) αβεβαιότητα
[uncertainty]
σιτζίμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [śidźíḿ] ''σπάγκος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης «σιντζίμ’» ''λεπτός, αλλα
δυνατός σπάγκος''.
<τούρκ(κν). sicim ''σπάγκος [string, twine, packthread]''
σιτζιούκ΄=> σιουτζιούκ΄
/ 266 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ
σ΄μίτ(σ)΄=> σιμίτ’
σ΄νί [śńí] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) χάλκινο ταψί για πίτες (με μεγαλύτερη διάμετρο και
ρηχότερο απο τον ταβά) ή η ποσότητα που χωράει ένα τέτοιο ταψί, 2) χαμηλό και
στρόγγυλο τραπέζι φαγητού: σοφράς. Στη Σιάτ. Κοζάνης «μεγάλο και ρηχό ταψί».
πέρσ. sini ~ sīnī ''δίσκος/στρόγγυλο τραπέζι απο χρυσάφι, ασήμι, μπρούτζο ή χαλκό [a
salver, tray, round table of gold, silver, brass, or copper/Servierbrett, Tablett, Platte]''
(Steingass 719, Junker-Alavi 445, Eren & Nişanyan 2009 & Eyuboğlu & Dizdari «sini»,
Škaljić & Skok «sinija», BER «синия», ΕτυμΜπαμπ «σινί»)> οθωμ. sini ''μέγας δίσκος εκ
χαλκού ή ορειχάλκου, χρησιμεύων εν Ανατολή αντί τραπέζης, ότε και τίθεται επι
σκίμποδος/a round metal tray used as a table for meals'' (Redhouse 1104, Χλωρός
947)> βαλκ. τούρκ. sini ''σοφράς [sofra]'' (Dallı 189), βαλκ. τούρκ. *sini ''στρόγγυλο
μεγάλο ταψί''> (α) τούρκδ. zini ''στρόγγυλο μεγάλο ταψί [büyük yuvarlak tepsi, sini]'', (β)
αλβαν. sini ''μεγάλος χάλκινος δίσκος [large copper tray]'', (γ) βουλγδ. синия {siníja} = 1)
σοφράς: χαμηλό, στρόγγυλο, ξύλινο τραπεζάκι φαγητού [ниска, кръгла дървена
масичка за храдене], 2) μεγάλο στρόγγυλο ταψί [голяма кръгла тава], (δ) ΒΣΜ синија
{sinija} = 1) στρόγγυλος μεταλλικός δίσκος [round metal tray], επίπεδος δίσκος για
ψήσιμο [flat baking tray], 2) στρόγγυλο τραπέζι [round table], (ε) σερβοκροάτ. синија /
sinija ''είδος χαμηλού τραπεζιού [a type of low table]'', (στ) ρουμάν. sinie = 1) μεγάλος
στρόγγυλος μεταλλικός δίσκος για την προετοιμασία και το σερβίρισμα φαγητών [große
runde Metallplatte zum Zubereiten und Servieren von Speisen], 2) χαμηλό στρόγγυλο
τραπέζι: σοφράς [niedriger runder Tisch].
σουκάκ΄ [sukáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''(μή κεντρικός) δρόμος αστικού δικτύου''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης ''στενός δρόμος, σοκάκι'' (Γλ.Καταφ. 376).
αραβ. & πέρσ. zöqāq ~ züqāq ''σοκάκι, πάροδος [Gasse, Nebenstraße, Seitenstraße]''
(Junker-Alavi 384, Steingass 618, Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok & Dizdari
«sokak», BER «сокак», ΕτυμΜπαμπ «σοκάκι»)> τούρκ(οθ). zukak ''δρόμος [road,
street], δρομάκι, σοκάκι [alley]''> (1) *zuğak> τούρκδλ. zuvak ''sokak'', (2) τούρκ(οθ).
sokak ''road, street, alley''> (α) τούρκ(κν). sokak ''street'', (β) αλβαν. sokak ''στενό
καλντερίμι [narrow alley paved with cobblestone]'', (γ) βουλγάρ. сокак {sokák} ''δρόμος,
σοκάκι [street, lane]'', (δ) ΒΣΜ сокак {sókak} ''street; alley'', (ε) σερβοκροάτ. сокак /
sokak ''street'', (στ) ΚΝΕ σοκάκι.
/ 267 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
/ 268 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τάι [táj] (ουσ.) : Στην Ανασελ. ''πουλάρι αλόγου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''νεογέννητο
πουλάρι αλόγου''.
<τούρκ(κν). tay ''πουλάρι αλόγου (κάτω απο 3 ετών) [colt/filly (young horse not yet three
years old)]''
τακάτ’ [takát] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ''δύναμη'' {Δέν έχ΄ τακάτ’ να δλέψ’.}. Στην
Ανασελ. ''κουράγιο, δύναμη'' {Δέν έχ΄ του τακάτ’.}. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''δύναμη,
αντοχή'' {Δέν έχου τακάτ’ να δλέψου άλλου.}.
<τούρκ(κν). takat ''δυνάμεις, αντοχή [strength, fund of strength]''
ταμάχ΄ [tamáx΄] (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Δόβρ. Γρεβενών (ουδ.) ''απληστία, πλεονεξία''.
Στο Καταφύγι Κοζάνης (ουδ.) «λαιμαργία, απληστία» (Γλ.Καταφ. 429). Στη Σιάτ.
Κοζάνης (θηλ.) ''απληστία''.
<τούρκ(κν). tamah ''απληστία [greed, cupidity, graspingness]''
ταμπάν΄, νταμπάν΄ [dabáń] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ταμπάν΄ = 1) στρώση, 2) φόδρα,
3) ένα χέρι ξύλο. Στον Κολ. Πιερίας ταμπάν΄ [tabáń] ''χοντρό οριζόντιο δοκάρι που
στηρίζει άλλα λεπτότερα στο ταβάνι ή το πάτωμα''. Στην Κοζ. νταμπάν΄ ''(πρόσθετος)
/ 269 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
πάτος παπουτσιών''. Στη Σλάτ. Καστοριάς νταμπάν΄ ''δοκάρι που (όντας πιό χοντρό)
στήριζε τις γριντές''.
τούρκ(οθ). taban = 1) πατούσα ποδιού ή σόλα παπουτσιού [sole (of a foot or shoe)], 2)
δοκάρι [girder, wall-plate], 3) πάτωμα [floor], βάση [base], υψίπεδο [plateau]> (α) τούρκδ.
daban = 1) πατούσα (ποδιού) [ayağın altı, taban], 2) βάση [esas, asıl, taban], 3) πάτωμα
[döşeme], 4) δοκάρι για πάτωμα απο 3-4 εκατοστά [üç dört santimetreden kalın tahta,
kalas, döşemelik tahta], 5) değirmen taşının altına konulan kiriş (δές Clauson 441,
ΕτυμTietze[a-e] «daban I»), (β) αλβαν. taban = 1) πατούσα ποδιού ή σόλα παπουτσιού
[sole (of the foot/shoe)], πάτος παπουτσιού [insole of a shoe], 2) hard foundation layer:
hard stratum luing under cultivated ground, bedrock, bed (of a river); native soil, 3) thick
supporting beam: roof beam, 4) crown oh the head: pate, (γ) βουλγάρ. табан {tabán}
''sole (of foot or shoe)'', (δ) ΒΣΜ табан {tában} ''sole (of foot/shoe)'', (ε) σερβοκροάτ.
табан / taban = 1) sole (of a foot), 2) landside (on a plow), (στ) ρουμάν. taban =1) πάτος
παπουτσιού [Brandsohle], 2) Verbrämung aus Schafpelz an Bauernmänteln, 3) Schlitten,
Sohle des Pflugs, 4) Sohlbalken, 5) Feigenkranz.
ταξιράτ’ (ουσ.) : Στην Ανασελ. ταξιράτ’ ''γραφτό, πεπρωμένο''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
ταξιράτ’ [taksirát] ''βάσανο, ατυχία''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ταξιράτσ΄ [takśiráć] ''συμφορά,
ζημιά''.
<τούρκ(οθ). taksirat ''λάθος, αμαρτία [fault, sin], μοίρα, πεπρωμένο [fate, destiny]''
ταπού, ταπί (ουσ.) : Στην Ίμβρ. ταπού (το, άκλ.) [tapú] ''συμβόλαιο, τίτλος ιδιοκτησίας''.
Στη Σέλ. Κοζάνης, την Καστορ., την Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών ταπί (το) /tapí/
''τίτλος ιδιοκτησίας''. Στην Κοζ. και το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 430) ταπί (το) [taṕí]
''τίτλος ιδιοκτησίας''.
<τούρκ(κν). tapu ''τίτλος ιδιοκτησίας [deed, title deed]'', βαλκ. τούρκ. tapı ''tapu'' (Dallı
190), δυτβαλκ. τούρκ. tapi ''tapu'' (Elçin 252)
ταρατόρ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τιρατόρ΄ [t΄iratóŕ] & ταρατόρ΄ [taratóŕ] ''δροσιστικό απο
αγγούρι, σκόρδο, τριμμένο ψωμί, ξίδι (καλό), που το έτρωγαν με παγωμένο νερό που το
πρόσθεταν αμέσως πρίν το σερβίρισμα (ιδιαίτερα δημοφιλές στο θέρο (εποχή του
θερισμού))''.
<τούρκ(ερ). tarator ''ορεκτικό φτιαγμένο απο ψίχα ψωμιού, κοπανισμένα φουντούκια ή
καρύδια, σκόρδο, ξίδι και ελαιόλαδο [ekmek içi, fındık veya çeviz ezmesi, sarmısak, sirke
ve zeytinyağı ile yapılan meze]''
ταρχανάς, τραχανάς, τραχανά (ουσ.) : Στην Καστορ. ταρχανάς (ο) [tarxanás] ''τραχανάς:
παρασκεύασμα απο ειδικά αλεσμένο σιτάρι και γάλα''. Στον Τίρναβο Λάρισας τραχανάς
(ο) [traxanás] ''τραχανάς'' (Γλ.Τίρν. 54). Στην Κοζ. τραχανάς (ο) [traxanás] & τραχανά
(τα) [traxaná] ''τραχανάς''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τραχανά (τα) ''τραχανάς:
ζυμαρικό που γίνεται απο ξινό γάλα κι αλεύρι''.
/ 270 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
<τούρκ(οθ). tarhana ''preparation of dried curds and flour; soup made of this
preparation'' (<πέρσ. tärxāne ~ tärxānä ''thick pottage, frumenty, portable soup/(eine Art)
dicke Suppe'' (Steingass 293, Junker-Alavi 163): Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić
«tarhana», Skok «tarana», BER «тархана», ΕτυμΜπαμπ «τραχανάς»)
τζέρτζιλου=> ζέρντιλου
τζιάκ΄=> ουτζιάκ΄
/ 271 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τζιάμ΄ πλιάφ΄ [dźáḿ ṕl΄áf΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γλυκό απο βρασμένο ρύζι, καβουρντισμένο
φιδέ, ζάχαρη, κανέλα κ.ά.''.
<τούρκ(οθ). acem pilâvı ''rice stewed with meat''
τζιάν΄ [dźáń] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 430) στην έκφρ. μ’
έφαγιν του τζιάν΄ ''μ' έφαγε την ψυχή''.
<τούρκ(κν). can = 1) ψυχή [soul], 2) ζωή [life]
τζιανταρμάς=> τζιαντιρμάς
τζιαντέ [dźadé] (θηλ. ουσ.) : στη Σλάτ. Καστοριάς ''γυναίκα του δρόμου''.
τούρκδ. çadı ''κακόψυχη γυναίκα: στρίγγλα [kötü huylu kadın]'' <τούρκ(κν). cadı = 1)
μάγισσα [witch], 2) στρίγγλα και άσχημη γριά [hag, cantankerous and ugly old woman]
<τούρκ(οθ). cadu ''μάγισσα [witch], μάγος [wizard]'' <πέρσ. džādu ~ džādū ''μάγος
[Zauberer, Schwarzkünstler, Hexenmeister/a conjurer]'' (Junker-Alavi 204, Steingass
349, Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «cadı», ΕτυμTietze[a-e] «cadu», Dizdari «xhadi»,
Škaljić «džadija»)
τζιαντές (ουσ.) : Στην Κοζ. [dźad΄és] ''λεωφόρος ή κεντρικός δρόμος πόλης''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [dźadés] ''ίσιος και φαρδύς δρόμος''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [dźad΄és]
''δημόσιος δρόμος'' (Γλ.Καταφ. 430).
<τούρκ(κν). cadde ''κεντρικός δρόμος πόλης [avenue, main street in a city,
thoroughfare]''
τζιαντίρ’=> τζιαντΐρ΄
/ 272 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τζιαντΐρ΄, τζιαντίρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. τζιαντΐρ΄ [dźadẃŕ] ''σκηνή''. Στη Σλάτ. Καστοριάς
τζιαντίρ’ [dźadír] = 1) σκηνή, 2) πρόχειρη καλύβα απο ξύλα και κλαδιά.
τούρκ(κν). çadır ''σκηνή [tent]''> (α) αλβαν. çadër {čádăr} = 1) tent, 2) protective shelter;
shield, aegis, special protection, (β) ΒΣΜ чадор {čádor} & чадар {čadar} ''tent'', (γ)
σερβοκροάτ. чадор / čador ''tent'', (δ) ΝΑ σέρβ. чадьр {čadắr} ''σκηνή [šator]'', (ε)
ρουμάν. ceadâr {čadấr} ''η “σκηνή” στα τούρκικα [Zelt bei den Türken]'', (στ) ΚΝΕ
τσαντίρι.
τζιζβές (ουσ.) : Στον Λαγκαδά Θεσ/νίκης τζιζβές [dźizvés] ''μπρίκι'' (Γλ.Λαγκ. «τζισβές»).
Στην Κοζ. τζιτζ΄βές [dźidźv΄és] ''το (χάλκινο) μπρίκι του καφέ''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
τζιτζ΄βές [dźidźvés] ''μπρίκι'' (Γλ.Γαλατ. 283). Στη Σέλ. Κοζάνης και το Καταφύγι
Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 410) τζιτζβές ''μπρίκι''. Στο Μόκρο Κοζάνης τζιουτζιουβές ''μπρίκι''
(Γλ.Μόκρ.). Στη Δόβρ. Γρεβενών τζιουτζιουβές [dźudźuvés] ''μπρίκι''.
<τούρκ(κν). cezve ''μπρίκι [a small, long-handled pot for making Turkish coffee]''
τζιλές [dźil΄és] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μακρόστενο μασουράκι κλωστής για το κέντημα:
τσιλές''.
<τούρκ(κν). çile ''μασούρι νήματος [hank, skein]''
τζιλιάς [dźil΄ás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''βερνίκι παπουτσιών''. Στον Κολ. Πιερίας και την
Επαν. Χαλκιδικής ''είδος βερνικιού παπουτσιών''.
<τούρκ(οθ). cilâ ''βερνίκι [varnish]''
τζιλιάτς (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών τζιλιάτς ''δήμιος''. Στη Σλάτ. Καστοριάς τζιλιάτς
[dźil΄ác] «δήμιος, τύραννος», τζιλιατεύου [dźil΄atévu] «κατακρεουργώ, κατατυραννώ,
καταπονώ». Στη Βέρ. Ημαθίας τζιλιατεύου ''βασανίζω''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τζιλιατσεύου
[dźil΄aćévu] «σφάζω, κρεουργώ». Στον Κολ. Πιερίας τζιλιτεύου [dzilit΄évu] ''παιδεύω,
βασανίζω''.
αραβ. džäld ''striking, lashing, whipping'' (Steingass 368)> αραβ. *džällād ''μαστιγωτής''>
αραβ. & πέρσ. džällād ''δήμιος ή μαστιγωτής [an executioner, or whipper]'' (Steingass
367, Junker-Alavi 214, Nişanyan 2009 «cellat», ΕτυμTietze[a-e] «cellâd», Dizdari
«xhelat», Škaljić & Skok «dželat», BER «джелат(ин)»)> οθωμ. cellât (αιτ./κτητ. cellâdı)
= 1) μαστιγωτής [a public scourger], 2) an executioner, 3) a pitiless turant; a cruel
mistress (Redhouse 667)> (α) αλβαν. xhelat = 1) executioner, 2) cruel and bloodthirsty
person, (β) βουλγάρ. джелатин {dželátin} ''executioner, hangman'', (γ) ΒΣΜ џелат
{džélat} = 1) executioner, hangman, 2) (μτφ.) ο χασάπης, ο σφαγέας [(figurative) killer,
butcher, thug, cutthroat], (figurative) νταής [(figurative) bully], (δ) σερβοκροάτ. џелат /
dželat = 1) hangman, executioner, 2) (μτφ.) ο τύραννος [(figurative) oppressor,
tormentor], (ε) ρουμάν. gealat & gelat ''δήμιος [Henker, Scharfrichter]''.
τζιμπανάκ΄=> τσιουμπάνους
τζιμπάνους=> τσιουμπάνους
τζιντιρμάς=> τζιαντιρμάς
/ 273 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τζιόπ’, τζιόπς (ουσ.) : Στο Πήλ. τζιόπ’ (το) ''τσέπη''. Στη Λόσν. Καστοριάς τζιόπς (ο)
[dźóps] ''τσέπη'' Πληθ: τζιόπχια (τα) [dźópx΄a]. Στη Σιάτ. Κοζάνης [dźóps] (ο) ''τσέπη''.
Στο Καταφύγι Κοζάνης τσιόπς (ο) [ćóps] ''τσέπη'' (Γλ.Καταφ. 425, Μαργαρίτη-Ρόγκα
1989:79).
τούρκδ. cöp ''τσέπη [cep]''> (α) διαλκ. βουλγ. джуп [džúp] ''джоб'' (Atlas 3:44), (β)
βουλγάρ. джоб [džóp] ''pocket''.
τζιουάπ΄ (το) [dźuáṕ], τζιουγάπι (το) [dźuγápi] (ουσ.) : Στην Ανατ. Ρωμυλία τζιουάπ΄
''απάντηση, απόκριση, απολογία'' (Γλ.Μοναστ. 255). Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
τζιουγάπι ''κατάλληλη και δηκτική απάντηση''.
τούρκ(κν). cevap ''απάντηση [answer, reply]''> (α) τούρκδ. cevaf ''cevap'' [Karakoyunlu -
Kars]> τούρκδ. cavaf ''cevap'' [Karakoyunlu -Kars], (β) *cavap> τούρκδ. covap ''cevap''>
βαλκ. τούρκ. cuvap ''answer'' (Eckmann 1962α:48, 59) = βαλκ. τούρκ. cuwap
''απάντηση [yanıt]'' (Dallı 180).
Τζιουμάς [dźumás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(το παλιό χωριό) Χαραυγή''.
<τούρκ(κν). cuma ''Friday''
τζιουμπάνους=> τσιουμπάνους
τζιουμπές [dźub΄és] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κοντό παλτό της ντόπιας γυναικείας φορεσιάς''.
<τούρκ(οθ). cübbe ''τήβεννος των ιμάμηδων, των καδήδων, των δικηγόρων και
καθηγητών [robe worn by imams, judges, barristers and professors, with full sleeves and
long skirts]'' (πρβλ. βουλγ(ετ). джубе {džubé} ''είδος κοντού πανωφοριού [вид къса
горна дреха]'')
τζιουτζιουκλάργια=> τσιουτζιουκλάργια
/ 274 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τζιρτζιλιά=> ζέρντιλου
τζιτζικλάργια=> τσιουτζιουκλάργια
τζουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄
τιλιατίν΄ (άκλ. επθ.) : Στην Κοζ. τιλιατίν΄ [t΄il΄at΄íń] ''πολύ λεπτός''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τιλιτίνια [t΄il΄it΄íńa] ''τσαρούχια απο κατεργασμένο δέρμα, που τ’ αγόραζαν και είχαν
φούντες'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:78).
ρώσ. телятина ''μοσχαρίσιο κρέας''> τούρκ(οθ). telâtin ''δέρμα ρώσικης προέλευσης
[Russian leather]''> (α) Ν/ελλην. τελατίνι ''κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για
την κατασκευή παπουτσιών'' (ΛΚΝ), (β) αλβ(ερ). telatin(ë) ''κατεργασμένο, στιλπνό και
μαλακό δέρμα καλής ποιότητας (συνήθ. μοσχαρίσιο), που χρησιμοποιείται για
παπούτσια, μπότες κλπ. [lëkurë e mirë (zakonisht lëkurë viçi), e përpunuar, e ndritur dhe
e butë, që përdoret për këpucë, për çizme etj.]'' (ΟθωμΛεξ «telâtin», ΛΚΝ «τελατίνι»,
Dizdari «telatin»).
τιμπέλτς (επθ.) : Στην Κοζ. [t΄imb΄élc] ''τεμπέλης''. Στη Λόσν. Καστοριάς [timbél΄c]
''τεμπέλης''.
<τούρκ(κν). tembel ''τεμπέλης [lazy, indolent, slothful, supine]''
/ 275 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τιντζιρέδγια=> τέντζιαρς
τιντζιρέδις=> τέντζιαρς
τιρατόρ΄=> ταρατόρ΄
τιρλίκ΄ [t΄irl΄íḱ], τσιρλίκ΄ [ćirl΄íḱ] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης τιρλίκ΄ ''είδος γυναικείας
παντόφλας, που παλιότερα την έφτιαχναν απο μάλλινο ύφασμα και κατόπιν άρχισαν να
την πλέκουν'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:78). Στη Σιάτιστα Κοζάνης τσιρλίκ΄ ''σοσόνι απο
χοντρό ύφασμα ή πλεγμένο με μαλλί'' (Γλ.Σιάτ., Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:77).
τούρκ(κν). terlik ''παντόφλα [house slipper, house shoe; bedroom slipper]''> (α) αλβαν.
terliqe ''παντόφλα απο λεπτό δέρμα [house slipper made of thin leather]'', (β) βουλγάρ.
терлик {terlík} ''παντόφλα [slipper], παιδικό τερλίκι (κοντή μάλλινη κάλτσα για το σπίτι)
[bootee]'', (γ) ΒΣΜ терлик {terlik} ''κεντητή δερμάτινη παντόφλα [embroidered leather
slipper, mule]'', (δ) σερβοκρ(ετ). терлуци / terluci [térłuci] & трлуци / trluci [tắrłuci]
''γυναικεία παπούτσια απο μαλακό δέρμα [ženske cipele od meke kožice, na koje se
može još drygo obuti]'', (ε) ΚΝΕ τερλίκι.
τισκιρές [t΄iśḱiŕés], τσισκιρές [ćiśḱirés] (ουσ.) : Στην Κοζ. τισκιρές = 1) γράμμα, 2)
σημείωμα, 3) πιστοποιητικό, 4) συνταγή γιατρού, 5) λογαριασμός/εντολή πληρωμής
(γραπτή). Στη Σιάτ. Κοζάνης τσισκιρές ''σημείωμα, ραβασάκι, μικρή επιστολή''.
αραβ. & πέρσ. täzkere ~ täzkärä ''υπηρεσιακό σημείωμα [official note]'' (Steingass 290,
Junker-Alavi 160, Nişanyan 2009 «tezkere», Dizdari «tezqere», Škaljić & Skok
«teskera»)> οθωμ. tezkere = 1) ραβασάκι [a short note or letter, a billet], 2) διαβατήριο
[a passport], 3) οποιοδήποτε κρατικό πιστοποιητικό που απαλλάσσει τους πολίτες απο
κάποια υποχρέωση, όπως το απολυτήριο απο τον στρατό, η απόδειξη πληρωμής
φόρων, ή οποιουδήποτε είδους άδεια [any document issued by the government to clear
people from some responsibility; as, a soldier’s discharge, a tax receipt, a license or
permit of any kind], 4) βιογραφικό σημείωμα [a biografical memoir] (Redhouse 523)>
βαλκ. τούρκ. teskere (yārimin cebinde teskere: Olcay 43)> (α) *teşkere> τούρκδ. keştere
& keşkere ''tezkere'', (β) αλβαν. tesqere = 1) απολυτήριο απ’ τον οθωμ. στρατό
[discharge document given to a soldier finishing his military service during the Ottoman
occupation of Albania], 2) αναγγελτήρια κάρτα γάμου ή θανάτου [card announcing a
wedding/death], (γ) βουλγ(ερ). тескере {teskeré} ''παλιότερο ταξιδιωτικό έγγραφο ή
διαβατήριο για το εσωτερικό της οθωμ. επικράτειας [някогашен пътен лист или паспорт
за пътуване вътре в турската държава]'', (δ) ΒΣΜ тескере {teskere} = 1) έγγραφο,
ταυτότητα [document, identity card], (έγγραφο) αποδεικτικό [certificate], 2) (έγγραφη)
πρόσκληση [invitation], (ε) σερβοκρ(ετ). тескера / teskera ''επίσημο αποδεικτικό,
έγγραφο, ταξιδιωτικό έγγραφο [zvanično pismo, objava, putna isprava]''.
τιτιούν΄ [t΄it΄úń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κομμένος και τριμμένος καπνός, έτοιμος για
κάπνισμα''.
τούρκ(κν). tütün = 1) το φυτό καπνός [tobacco (Nicotiana tabacum)], 2) καπνός έτοιμος
για κάπνισμα/μάσημα [tobacco (ready for smoking/chewing)]> (α) ρουμάν. tutun ''Tabak
(von der Pflanze (Nicotiana tabacum) und deren Erzeugnissen); Rauch-, Kautabak'', (β)
σερβοκροάτ. тутун / tutun ''tobacco'', (γ) ΒΣΜ тутун {tútun} ''tobacco (plant and
product)'', (δ) βουλγδ. тутун {tutún} ''тютюн'', (ε) βουλγάρ. тютюн {tjutjún} ''tobacco''>
βουλγ(ετ). кикюн {kikjún} & кюкюн {kjukjún} ''тютюн''.
τιφτέρ΄=> διφτέρ΄
/ 276 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τιφτίκ΄, τσιφτσίκ΄ (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης τιφτίκ΄ [t΄ift΄íḱ] ''λιωμένο απ’ την
πολυκαιρία και σκοροφαγωμένο παλιό ρούχο'' (Γλ.Γαλατ. 283). Στη Σιάτ. Κοζάνης
τσιφτσίκ΄ [ćifćíḱ] «πολύ φθαρμένο ρούχο, φθηνό ύφασμα».
τούρκ(κν). tiftik = 1) είδος μαλλιού [angora, mohair], 2) λεπτό, μαλακό πρόβειο μαλλί
που κουρεύεται την άνοιξη [fine, soft wool clipped from sheep in the spring] <τούρκδ.
teftik ''λεπτό μαλλί [ince yün]'' <πέρσ. täftik ~ täftīk ''μαλακό γιδόμαλλο [weiche
Ziegenwolle]'' (Junker-Alavi 177, Steingass 312, ΟθωμΛεξ & Eren «tiftik»)
τιψί [tipsí] (ουσ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών ''ταψί''.
<τούρκ(κν). tepsi ''ταψί [(large, shallow, open) baking tin]''
τ’κάλ’=> τουτκάλ΄
τόζ’ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών τόζ’ (το) [tóz] ''σκόνη''. Στην
Καστορ. τόζ’ (το) ''σκόνη''. Στη Σέλ. Κοζάνης τόζια (τα) [tóźa] ''σκόνες''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης τόζ΄ (το) [tóś] ''σκόνη απο τριμμένο κάρβουνο, ασβέστη κλπ.''. Στην Ανασελ.
τόζ’ (η) [tóz] ''σκόνη''.
<τούρκ(κν). toz = 1) σκόνη [dust], 2) σκόνη [powder]
τόκα (η) [tóka], τουκάς (ο) [tukás] (ουσ.) : Στην Ίμβρ. τόκα ''κοκαλάκι: μικρό κοκάλινο
αντικείμενο με το οποίο οι γυναίκες στερεώνουν τα μαλλιά-τους'', τουκάς ''αγκράφα
(ζώνης, παπουτσιού κλπ.)''. Στην Επαν. Χαλκιδικής τόκα ''αγκράφα''. Στην Κοζ. τουκάς
= 1) αγκράφα (ζώνης, χαλιναριού κλπ.), 2) πλατύ, πλούσια διακοσμημένο έλασμα απο
πολύτιμο μέταλλο, δεμένο με διάφορα άλλα αντκμ. στη μέση σά ζώνη.
<τούρκ(κν). toka {tóka} ''αγκράφα [buckle (as of a belt)]''
τόπ’ (το) (ουσ.) : στην Καστορ. ''το τούρκικο κανονάκι με το οποίο ανήγγελαν τη λήξη της
νηστείας του Ραμαζανιού με τη δύση του ήλιου''.
<τούρκ(κν). top ''κανόνι [cannon]''
τόπα (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 171-2) τόπα
[tópa] ''μπάλα (για παιχνίδι), τόπι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [tópa] = 1) τόπι, 2) χιονόμπαλα.
Στη Σιάτ. Κοζάνης τόπκα [tópka] ''τόπι, μπαλάκι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [tópka] ''τόπι
απο πανιά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών [tópka] ''μικρή ελαστική μπάλα απο διάφορα υλικά,
όπως πανιά, συμπιεσμένες τρίχες, λάστιχο κλπ.''.
τούρκ(κν). top ''μπάλα [ball]''> (α) αλβαν. top ''ball'', (β) ΚΝΕ τόπι [tópi], (γ) βαλκ. σλάβ.
tópka (βουλγάρ. топка {tópka} ''ball'', ΒΣΜ топка {tópka} ''ball'')> μακ. τόπκα.
τούζλα /túzla/ (επθ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών ''αλυκή''. Στον Κολ. Πιερίας ''χαρακτηρισμός
του πολύ αλμυρού φαγητού''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''πάρα πολύ αλμυρό φαγητό''
(Γλ.Καταφ. 440).
<τούρκ(κν). tuzla {túzla} ''αλυκή [saltpan (depression where salt water is evaporated)]''
(<τούρκ(κν). tuz ''αλάτι [salt, table salt]''+ επίθμ. -la: TurkGram 31, 60, Skok «kršla»)
τουκάς=> τόκα
τουλούμ΄ [tulúḿ] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 413)
''δερμάτινος ασκός''.
<τούρκ(οθ). tulum ''δερμάτινος ασκός [skin made into a bag (to hold water, etc.)]''
/ 277 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τουμπέκ΄=> ντουμπέκ΄
τούντζ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τούντζ΄ [túńdź] ''μπρού(ν)τζος, ορείχαλκος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
τούντζ΄ [túńć] ''μπρούτζος''. Στο Πήλ. τούντζ΄ ''μπρούτζος''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τούντζια ''άχρηστα υλικά για πέταμα'' (Γλ.Καταφ. 431). Στη Βέρ. Ημαθίας τούν.τσ’
''μπρούτζος''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών τούν.τσ΄ ''χαλκός''. Στην Παλαιοχ. Χαλκιδικής
τούν.τσα [túnca] ''μπρούτζινο κουδούνι για τα γίδια''.
<τούρκ(κν). tunç ''μπρούτζος [bronze]'' (πρβλ. αλβαν. tunxh ''μπρούτζος [brass]'')
τουπτάν [tuptán] (επίρ. τροπ.) : Στην Καστοριά (Γλ.Καστ. «τοπτάν») και τη Δόβρανη
Γρεβενών τουπτάν ''χονδρικώς'' {Τα σταφύλια τα πούλτσα τουπτάν. (Γλ.Δόβρ. «πτάν»)}.
Στη Σιάτιστα Κοζάνης μι τουπτάν΄ [mituptáń] ''χοντρικά'' (Παπαναούμ 1968:59, 72).
<τούρκ(κν). toptan ''στη χοντρική, χοντρικώς, χονδρικώς [wholesale]''
τουρλιού, τουρλί (ουσ.) : Στην Κοζ. τουρλιού (το, άκλ.) [tuŕl΄ú] ''τουρλού: φαΐ απο διάφορα
ζαρζαβατικά''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τουρλί (το) [turlí] ''τουρλού (το φαγητό)''.
<τούρκ(ερ). türlü ''φαγητό απο διάφορα λαχανικά που μαγειρεύονται μαζί [çeşitli
sebzeleri birlikte pişirerek yapılan yemek]'', δυτβαλκ. τούρκ. türli (Κυρανούδης 2009:54)
τουρλιού τουρλιού [tuŕl΄ú tuŕl΄ú] (επθ.) : στην Κοζ. ''λογής λογής, τουρλού τουρλού''.
<τούρκ(κν). türlü türlü ''λογής λογής [all sorts of, all manner of]''
τουτκάλ΄ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης τουτκάλ΄ [tutkál΄] ''ψαρόκολλα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης και τη Λόσν. Καστοριάς τκάλ΄ [tkál΄] ''ψαρόκολλα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών τκάλ’
[tkál] ''ψαρόκολλα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [tkál΄] ''είδος κόλλας για σπασμένα
αντικείμενα'' (Γλ.Καταφ. 431). Στην Κοζ. τ΄κάλ΄ [t΄kál΄] ''κολλητική ουσία των
τσαγκάρηδων (για να κολλάνε τις σόλες), των μαραγκών κλπ.''.
<τούρκ(κν). tutkal ''κόλλα [glue]''
τουφάνι, τφάν΄, τ΄φάν΄ (ουσ.) : Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τουφάνι [tufáni] ''δυνατός
αέρας, ανεμοστρόβιλος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τφάν΄ [tfáń] ''χιονοθύελλα''. Στην Κοζ. στην
έκφρ. βαρέν[ν] / κρούν τα τ΄φάνια [t΄fáńa] ''έχει μεγάλη κακοκαιρία''.
<τούρκ(οθ). tufan ''κατακλυσμός [flood], βίαιη νεροποντή [violent rainstorm]''
τρακάζ’ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης τρακάζ΄ [trakáź] ''σύρτης''. Στα Νταρνακοχ.
Σερρών [trakáź] ''μικρός σύρτης''. Στη Θάσ. τρακάζ’ [trakáz] ''το πάνω πλατύ μέρος του
πόμολου της πόρτας, που όταν το πατάς σηκώνεται το συρτάκι απο πίσω''. Στην Κοζ.
τρακάσ΄ [trakáś] ''είδος πρόχειρης κλειδαριάς που ανοίγει την πόρτα με την πίεση του
αντίχειρα''.
<τούρκ(οθ). tırkaz ''αμπάρα πίσω απο την πόρτα για να την κρατάει κλειστή [bar behind
a door to keep it shut]''
τραπαλούκ΄=> αρπαλίκ΄
τραχανά=> ταρχανάς
τραχανάς=> ταρχανάς
τραχΐν΄=> ταχΐν΄
τραχούνι=> ταχΐν΄
/ 278 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τρουβάς [truvás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ταγάρι, τορβάς''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''ο
φτιαγμένος απο πανί τορβάς'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:79). Στη Σέλ. Κοζάνης ''υφαντός
τορβάς''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''μάλλινο σακκίδιο''.
<ΚΝΕ τορβάς ''ταγάρι'' <τούρκ(κν). torba ''σακούλι, ταγάρι, σάκος κ.ά. παρόμοια
αντικείμενα [bag, sack]''
τσαρούχ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσαρούχ΄ [carúx΄] ''τσαρούχι του τσολιά με φούντα'',
γρουνουτσάρχου [γrunucárxu] ''τσαρούχι απο δέρμα γουρουνιού''.
τούρκδ. çaruk ''çarık''> (1) τούρκ(κν). çarık ''τσαρούχι [rawhide sandal]'' (Γιαννουλέλλης
«τσαρούχι», Eren & Eyuboğlu «çarık», ΕτυμTietze[a-e] «çaruk»), (2) τούρκδ. çarux &
çarıx ''çarık''> ΚΝΕ τσαρούχι [carúx΄i]> (α) κοζ. τσαρούχ΄, (β) αλβαν. caruqe {carúqe}
''leather moccasin with ornamental straps and thin turned-up toe'' (ΕτυμΚυριαζή
«τσαρούχι»).
τσαρτσάφ΄=> τσιαρτσιάφ’
/ 279 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τσιάμ’ (ουσ.) : Στα Γιάν. και τη Βέρ. Ημαθίας ''πεύκο''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών ''είδος
πεύκου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [ćám] «είδος δέντρου». Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćám]
''έλατο''.
<τούρκ(κν). çam ''πεύκο [pine, pine tree (Pinus)]''
τσιαμπάης=> τζιαμπάηζς
τσιαπάρ’: Στη Σιάτ. Κοζάνης τσιαπάρ’ [ćapáŗ] «είδος κορδέλας, εξτραφόρ». Στη Σέλ.
Κοζάνης τσιαπάργια [ćapárγ΄a] ''χρυσά σιρίτια''. Στην Κοζ. τσιαπάρκα [ćapárka] ''σταχτιά
περιστέρια με άσπρη ουρά και φτερά''.
<τούρκδ. çapar = 1) πιτσιλωτό, πολύχρωμο ζώο [benekli, alacalı hayvan], 2) κότα με
φτερά ανάμικτων χρωμάτων [karışık renkli tüyleri olan tavuk], 3) φίδι με ανάμικτο χρώμα
[karışık renkli yılan] (πρβλ. αλβαν. çapar = 1) κορδέλα με χρυσές ή ασημιές κλωστές,
που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση ρούχων [ribbon with gold or silver threads used
to decorate clothes], μεταξωτό διακοσμητικό κορδόνι [decorative silken cord], 2)
λαμπερή ρίγα στο δέρμα ενός ζώου [bright line marking on an animal’s skin], 3) φίδι με
λαμπερές ρίγες [snake with a bright line marking])
τσιαπλακιά=> τσιουπλάκ΄
Τσιάπου η [ćápu], Τσιάπς ου [ćáps] : Στην Κοζ. Τσιάπς & Τσιάπου (ονομασία για
αρσενικό και θηλυκό σκυλί αντίστοιχα). Στην Τσιαρπ. Σερρών τσιάπου = 1) δύστροπη,
ιδιότροπη, ενοχλητική γυναίκα (χρησιμοποιείται σάν παρατσούκλι), 2) όνομα σκυλιών.
πέρσ. čäpä ''έξυπνο σκυλί [a sagacious dog]'' (Steingass 388, ΕτυμTietze «çapa V»)>
τούρκδ. çapa ''κυνηγόσκυλο [av köpeği]''> (α) αλβαν. çap ''κυνηγόσκυλο [hunting dog,
hound]'', (β) ΝΑ σέρβ. чапа {čápa} ''σκυλί ή πρόβατο με μοτίβο στο πόδι με τη μορφή
κάλτσας [pas ili ovca ca šarom na nozu u vidu čarape]'', (γ) μακ. σλάβ. čápa ''σκύλα''
(lóša čápa ''κακιά σκύλα'' (υβριστικά), lóvna čápa ''κυνηγόσκυλο'') (Κόμανος Κοζάνης:
Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί).
τσιαράκ΄=> τσιουράκ΄
τσιαραλίκ΄, τσιαραλούκ΄=> τσιραλίκ΄
τσιαράπ’=> τσιουράπ’
τσιαρδάκ΄ [ćarδáḱ], τσιαρντάκ΄ [ćardáḱ] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς τσιαρδάκ΄ ''μέρος
των πάνω πατωμάτων του σπιτιού ανάμεσα στα δωμάτια''. Στη Σέλ. Κοζάνης τσιαρδάκ΄
''η πάνω σάλα του διώροφου σπιτιού''. Στο Μόκρο Κοζάνης τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρο
στέγαστρο που στηριζόταν σε τέσσερις φούρκες μπηγμένες σε τέσσερα σημεία, που τις
ένωναν πάνω με σανίδες και άχυρο'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 111). Στο Καταφύγι
Κοζάνης τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρη καλύβα απο κλαδιά'' (Γλ.Καταφ. 419). Στην Κραν.
Ελασσόνας τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρο ισκιάδι με κλαδιά, που γίνεται απο τους γεωργούς σε
άδεντρα χωράφια''. Στα Γιάν. τσιαρδάκ΄ ''καλύβι απο κλαδιά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών
τσιαρντάκ΄ ''κιόσκι ή απλό σκιάδι απο κλαδιά δέντρων''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών
τσιαρντάκ΄ ''ανοιχτό σαλόνι''.
τούρκ(κν). çardak ''απλό υπόστεγο χωρίς πλευρικά τοιχώματα με οροφή απο κλαδιά ή
ψάθα [booth, rude shelter open on all sides with a roof of branches/thatch]'' <οθωμ.
çardak ''an open stage built on the roof of a house, for drying linen etc.'' (Redhouse 703)
(<οθωμ. çartak ''a chamber surrounded by four arches supported on four columns''
(Redhouse 703) <πέρσ. čār-tāq ~ čār tāq ''four columns, i.e. a princiapal room on the top
/ 280 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
of Eastern houses, open in front and supported by four pillars; a kind of quadrangular
tent; a kitchen-tent/vierflächige Kuppel; Schutzdach'' (Steingass 385, Junker-Alavi 237)
<čār ''four/vier'' (Steingass 384, Junker-Alavi 236) + [αραβ. &] πέρσ. tāq ''an arch; an
arched building, cupola, or any kind of vaulted work; a window, balcony/Bogen, Gewölbe,
Kuppel'' (Steingass 806, Junker-Alavi 493): Škaljić & Skok «čardak», Dizdari & Nişanyan
2009 & ΕτυμTietze[a-e] & Eyuboğlu «çardak», ΕτυμΜπαμπ «τσαρδάκι»)
τσιαρές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕés] ''τρόπος'', συνήθ. στις εκφρ. (α) γένιτι τσιαρές = υπάρχει
τρόπος, (β) κάμνου τουν τσιαρέ-μ’ = κάνω το κουμάντο μου, κάνω ότι είναι δυνατό,
βρίσκω τρόπο. Στη Γαλατινή Κοζάνης ''τρόπος, διέξοδος'' (Γλ.Γαλατ. 284).
<τούρκ(κν). çare {čāré} ''λύση, θεραπεία, τρόπος επίλυσης/διόρθωσης ενός
προβλήματος ή κατάστασης [solution, remedy, cure, way to solve/remedy a problem/a
situation]''
τσιαρίσ΄=> τσιρίσ΄
τσιαρντάκ΄=> τσιαρδάκ΄
τσιαρσί (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕśí] ''το κέντρο της πόλης''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćarśí]
''η πρόχειρη αγορά'' (Γλ.Καταφ. 422).
πέρσ. čār-su ~ čār sū ''σταυροδρόμι, διασταύρωση [Strassenkreuzung], τόπος/πλατεία
στη διασταύρωση δύο εμπορικών δρόμων [Platz auf der Kreuzung zweier
Handelswege], αγορά [Markt]'' (Junker-Alavi 236-7, Steingass 385, Γιαννουλέλλης
«τσαρσί», Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «çarşı», ΕτυμTietze[a-e] «çarşı» &
«çarsu», Škaljić & Skok «čaršija»)> οθωμ. çarsu ''a street of shops; also a collection of
streets of shops'' (Redhouse 703)> οθωμ. çarşu & çarşı ''αγορά, εμπορική περιοχή [a
street of shops, a market-place; also a group of street of shops]'' (Redhouse 703)> (α)
αλβαν. çarshi ''(old) covered market; street with rows of shops along both sides'', (β)
βουλγάρ. чаршия {čaršíja} ''bazaar, market'', (γ) ΒΣΜ чаршија {čáršija} ''market (place),
bazaar; shops'', (δ) σερβοκροάτ. чаршија / čaršija ''το (επιχειρηματικό) κέντρο της πόλης
[business district, downtown]''.
τσιαρτσιάφ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕćáf΄] ''σεντόνι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [ćarćáf]
''σεντόνι'' (Γλ.Γαλατ. 284). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćaŗćáf] ''σεντόνι παπλώματος''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών ''σεντόνι παπλώματος''. Στη Βέρ. Ημαθίας ''κάλυμμα παπλώματος''.
Στα Νταρνακοχ. Σερρών [ćarćáf] ''παπλωματοθήκη''. Στη Θάσ. τσαρτσάφ΄ [carcáf΄]
''σεντόνι''.
πέρσ. čādör-šäb ~ čādärï šäb ''σεντόνι [Laken]'' (Junker-Alavi 224, Steingass 384,
Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «çarşaf», Škaljić & Skok «čaršaf», ΕτυμTietze[a-e] «çarşaf»
& «çaderşeb»)> οθωμ. çadırşeb ''a sheet for a bed'' (Redhouse 701)> οθωμ. çarşeb
(Redhouse 703)> *çarşev> (a) *çerşav> τούρκδ. çerşov ''çarşaf'', (b) οθωμ. çarşef
(Redhouse 703)> τούρκδ. çerçef ''çarşaf'', (c) *çarşav> (1) τούρκδ. çarşov ''σεντόνι
/ 281 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
[çarşaf, örtü]'', (2) *чаршав> βουλγ(τρ). чершав {čeršáv} ''bedsheet'', (3) βουλγ(τρ).
чарчав {čarčáv} ''bedsheet'', (4) σερβοκροάτ. чаршав / čaršav ''sheet'', (5) τούρκ(κν).
çarşaf ''σεντόνι [bed sheet, sheet]''> (α) αλβαν. çarçaf ''bedsheet, sheet'', (β) βουλγάρ.
чаршаф {čaršáf} ''(bed) sheet'', (γ) ΒΣΜ чаршаф {čáršaf} ''sheet'', (δ) ρουμάν. cearşaf
{čaršáf} ''Bettuch, Laken''.
τσιαρτσιαφές=> τσιρτσιβές
τσιατάλ΄ [ćatál΄] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης «διχάλα, δίκρανο, προεξοχή σε ξύλο».
<τούρκ(κν). çatal = 1) πιρούνι [fork (used for eating, serving, etc.)], 2) διχάλα [fork,
bifurcation], 3) «δόντι» πιρουνιού [prong], «δόντι», άκρη διχαλωτού αντικειμένου [branch
of a forked object], 4) δικράνι [pitchfork]
τσιατί (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς [ćatí] ''ο ξύλινος σκελετός της σκεπής''. Στη Σέλ.
Κοζάνης, το Μόκρο Κοζάνης (Λαογρ.Μόκρ. 444), τη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ.
Γρεβενών ''σκεπή''. Στην Κοζ. [ćat΄í] ''σκεπή''.
<τούρκ(κν). çatι ''σκελετός της σκεπής (όχι το υλικό που τον καλύπτει) [framework of a
roof (not the roofing material covering it)]''
τσιβί, τσιουβί (ουσ.) : Στην Ανασελ. τσιβί ''ξύλινη σφήνα για το βούλωμα των βαρελιών
και άλλων πραγμάτων''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσιουβί [ćuví] = 1) ξύλινο καρφί, 2)
διαβολή. Στην Κοζ. τσιουβί [ćuv΄í] ''ξυλόπροκα''.
<τούρκ(οθ). çivi = 1) καρφί [nail], 2) ξυλόπροκα, σφήνα, πίρος (βαρελιού) [peg, pin]
τσιγρέκ΄=> τσιρέκ΄
τσικμιτζές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćikḿidźés] ''το συρτάρι στον πάγκο μαγαζιού που
χρησιμοποιούνταν σάν ταμείο: ο μπεζαχτάς''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''ταμείο''. Στη Βέρ.
Ημαθίας ''συρτάρι''.
<τούρκ(κν). çekmece ''συρτάρι [drawer], μπεζαχτάς [till]'' (<τούρκ(κν). çekmek ''τραβάω
[to pull]'': TurkGram 54, Nişanyan 2009 «çek[mek», Skok «čekmedže», Škaljić
«čekmedže», Dizdari «çekme»)
τσικρίκ΄, τσιουκρίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσικρίκ΄ [ćikŕíḱ] ''ρόδα οπου μαζεύεται το μαλλί:
ανέμη''. Στο Καταφύγι Κοζάνης τσικρίκ΄ [ćikríḱ] ''ανέμη'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:79).
Στη Λόσν. Καστοριάς τσικρίκ΄ [ćikríḱ] ''είδος εργαλείου για την κατεργασία του μαλλιού''.
Στη Δόβρ. Γρεβενών τσιουκρίκ΄ [ćukríḱ] ''ξύλινο εργαλείο με το οποίο γνέθουν το μαλλί
/ 282 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
και το κάνουν νήμα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τσικρίκι [cikríḱi] & τσικούρκι
[cikúrḱi] ''όργανο με το οποίο κλώθουν το μαλλί''.
τούρκ(κν). çıkrık = 1) βαρούλκο [windlass], 2) ανέμη [spinning wheel], 3) η ρόδα της
τροχαλίας [sheave, pulley wheel]> (α) αλβαν. çikrik {čikrík} = 1) winding reel; winch,
windlass, capstan, 2) water wheel; turbine, 3) μικρή κουβαρίστρα [small spool (of
thread)], (β) βουλγάρ. чекрък {čekrắk} ''spinning-wheel'', (γ) ΒΣΜ чекрек {čékrek} &
чекрк [čekărk] = 1) spindle; distaff; spinning-wheel, 2) winch, windlass; pulley, (δ)
σερβοκροάτ. чекрк / čekrk [čékărk] ''windlass, winch'', (ε) βαλκ. σλάβ. *чек(ъ)рк
[čekắrk]> αλβαν. çekërk {čekắrk} = 1) winding reel; winch, windlass, capstan, 2) water
wheel; turbine, 3) small spool (of thread).
τσιλιστιμένους=> τσιαλιστιμένους
τσινί, τσ’νί (ουσ.) : Στην Κοζ. τσινί [ćińí] ''πιάτο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τσ΄νί [ćńí] ''πιάτο
εμαγιέ ή γυάλινο''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσ΄νί [ćní] «πιάτο πορσελάνης ή τσίγκινο,
εμαγιέ, σμαλτωμένο». Στη Σέλ. Κοζάνης τσ’νί ''πιάτο πορσελάνης''.
<οθωμ. çini ''(σκεύη απο) πορσελάνη, γνήσια ή ιμιτασιόν [chinaware, porcelain, real or
imitation]'' (Redhouse 748)
τσιντζιρέδις, τσιντζιρέδγια=> τέντζιαρς
τσ’νί=> τσινί
τσιόζια τα [ćóźa] (ουσ.) : στην Κοζ. ''λιπώδες μέρος απο τα σπλάχνα των σφαγίων''.
<τούρκ(κν). çöz = 1) έντερο ζώου [large intestine (of an animal)], 2) λίπος απο τα
σπλάχνα των ζώων [intestinal fat (of an animal)]
τσιόκ.τσα=> τσιουκτίζου
τσιόπς=> τζιόπ’
τσιόρβα=> τσιουρβάς
/ 283 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τσιούλ΄ [ćúl΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''καλό (επίσημο) χαλί απο γιδόμαλλο''.
<τούρκ(ερ). çul ''χαλί φτιαγμένο απο γιδόμαλλο [keçi kılından yapılan kilim]''
τσιουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄
τσιουράπ’> τσιράπ’, τσιαράπ’ (ουσ.) : Στα Γιάν. τσιουράπ’ [ćuráp] ''κάλτσα''. Στα
Γρεβενά τσιράπ΄ [ćiráṕ] & τσιουράπ΄ [ćuráṕ] ''κάλτσα'' (ΓρεβΤουρκ 212). Στη Γαλατινή
Κοζάνης τσιράπ’ [ćiráp] ''χοντρή μάλλινη ψηλή κάλτσα'' (Γλ.Γαλατ. 285). Στη Σιάτ.
Κοζάνης, το Σκαλοχ. Καστοριάς και τη Σλάτ. Καστοριάς [ćiráp] ''μάλλινη κάλτσα''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών [ćiráp] ''πλεχτή μάλλινη κάλτσα''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσιαράπ’
[ćaráp] ''κάλτσα''.
αραβ. & πέρσ. džurāb ~ džōrāb/*džūrāb ''κάλτσα [Strumpf, Socke/a stocking]'' ή džouräb
~ džauräb ''a shoe, sandal; a stocking/(allerlei) Schuhwerk'' (Junker-Alavi 220, Steingass
377, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu & Dizdari «çorap», ΕτυμTietze[a-e] «çorab»,
Škaljić «čarapa»)> τούρκ. *curap ''κάλτσα''> (1) τούρκδ. corap ''çorap''> βουλγ(τρ).
/ 284 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
джорап {džoráp} ''κάλτσα [sock, stocking]''> βουλγ(ετ). жорап {žoráp} ''κάλτσα [чорап]'',
(2) τούρκδ. carap ''çorap'', (3) βαλκ. τούρκ. *çurap ''κάλτσα''> αλβαν. çurap ''stocking,
sock'' (5) τούρκ(κν). çorap (αιτ./κτητ. çorabı) ''stocking, sock, hose''> (α) αλβαν. çorap
''stocking, sock'', (β) βουλγάρ. чорап {čoráp} ''sock, stocking'', (γ) ΒΣΜ чорап {čórap}
''sock; stocking'', (δ) ρουμάν. ciorap {čoráp} ''Strumpf'', (ε) βαλκ. τούρκ. *çarap ''κάλτσα''>
(a) αλβαν. çarap ''stocking, sock'', (b) σερβοκροάτ. чарапа / čarapa [čárapa] ''stocking;
sock''.
τσιουρέκ΄, τσουράκ΄ (ουσ.) : Στα Γρεβενά τσιουρέκ΄ ''τσουρέκι'' (ΓρεβΤουρκ 212). Στην
Κοζ. τσουράκ΄ [curáḱ] ''τσουρέκι''.
<τούρκ(κν). çörek ''στρόγγυλο/με τρύπα στη μέση/πλεχτό αρτοσκεύασμα (συνήθως με
γλυκιά γεύση) [a round/ring-shaped/braided cookie or bread roll (usually sweet)]''
/ 285 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τσιουφλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćuf΄l΄íḱ] ''τσιφλίκι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''μεγάλο
αγρόκτημα οπου εργάζονται κολίγοι: τσιφλίκι''.
τούρκ(κν). çiftlik ''farm; farmstead''> τούρκ(οθ). çiflik ''αγρόκτημα [farm, agricultural
estate]''> (α) αλβαν. çiflig & çiflik = 1) hereditary quasi-private estate in the later Ottoman
Empire: baronial estate, manor; manor house, buildings, and surrounding land, 2)
[colloquial] field on a farm, (β) βουλγ(ερ). чифлик {čiflík} ''μεγάλη ακίνητη περιουσία για
γεωργική η κτηνοτροφική εκμετάλλευση [голям недвижим имот за земеделие и
скотовъдство]'', (γ) ΒΣΜ чифлиг [číflik] = 1) feudal agricultural estate, 2) farm;
smallholding, (δ) σερβοκροάτ. чифлук / čifluk ''(historical) estate; farm'', (ε) ρουμάν. ceflic
{čeflík} & ciflic {čiflík} ''αγρόκτημα επι Τουρκοκρατίας [Landgut in der Türkei]'', (στ) ΚΝΕ
τσιφλίκι.
/ 286 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
τσιουφτές=> τσιφτές
τσιράπ’=> τσιουράπ’
τσιρέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιρέκ΄ [ćiŕéḱ] ''το τέταρτο της ώρας ή το τεταρτημόριο''. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης τσιρέκ΄ [ćiréḱ] ''το ένα τέταρτο (του σφαγμένου ζώου)'' (Γλ.Σιάτ.,
Παπαναούμ 1968:55, 72). Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćiréḱ] ''1/4 ψωμιού'' (Γλ.Καταφ. 437).
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [ćiréḱ] ''τεταρτημόριο, ή του 20γροσου μετζιτιού (δηλ. 5
γρόσια), ή άλλου πράγματος'' (Γλ.Λόσν. 375). Στη Σαμοθράκη τσιγρέκ΄ [ciγréḱ] ''1/4
ψωμιού'' (Κατσάνης 1996:112). Στα δυτκρητ. τσεϊρέκι ''τέταρτο της ώρας''.
πέρσ. čār-jek ~ čār jäk ''one of four, a fourth/Viertel, der vierte Teil'' (Steingass 386,
Junker-Alavi 237, Tietze 1967:138-9, Eren & ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu «çeyrek», Dizdari «çerek», Škaljić & Skok «čejrek»)> τούρκ(οθ). çaryek ''one
fourth, quarter''> τούρκ(οθ). çeyrek ''τεταρτημόριο, ένα τέταρτο [a quarter, one fourth],
τέταρτο της ώρας [quarter of an hour]''> (1) βουλγδ. чейрек {čejrék} ''τεταρτημόριο, ένα
τέταρτο [четвърт, четвъртина]'', (2) σερβοκρ(ετ). чејрек / čejrek ''τεταρτημόριο [četvrt]'',
(3) τούρκδ. çerek ''çeyrek''> (α) αλβαν. çerek {čerék} ''quarter, fourth'', (β) βουλγδ. черек
{čerék} ''четвърт, четвъртина'', (γ) ΒΣΜ черек {čérek} ''quarter'', (δ) σερβοκροάτ. черек
/ čerek ''1/4 κρέατος [quarter of meat]'', (ε) ΝΑ σέρβ. черек {čerék} ''το ένα τέταρτο του
σφαγμένου ζώου [četvrtina zaklane životinje]''.
τσιρίσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιρίσ΄ [ćiŕíś] ''κόλλα απο άμυλο''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τσιαρίσ΄ [ćaríś] ''κόλλα απο άμυλο, που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες'' (Γλ.Καταφ.
437). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćaríś] ''ειδική κόλλα των τσαγκάρηδων''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
τσιρίζ’ [ćiríz] ''είδος κολλητικής ουσίας, ιδίως το παχύρευστο υγρό, που βγαίνει απ’ κορμό
της κερασιάς (το ρετσίνι)''.
τούρκ(κν). çiriş ''κόλλα απο κονιορτοποιημένη ρίζα ασφόδελου, που χρησιμοποιούν οι
τσαγκάρηδες κι οι βιβλιοδέτες [glue (made with powdered asphodel root, used by
bookbinders and cobblers)]''> (α) αλβαν. qiriç {qiríč} & qerish {qeríš} & çirish {čiríš}
''κόλλα [paste; size, sizing; glue]'', (β) αλβαν. çeriç {čeríč} ''cobbler’s glue'', (γ) βουλγάρ.
/ 287 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ
чириш {čiríš} ''η κόλλα του τσαγκάρη [shoemaker’s glue]'', (δ) ΒΣΜ чириш {čiriš}
''shoemaker’s glue'', (ε) σερβοκροάτ. ћириш / ćiriš ''cobbler’s glue''.
τσιρλίκ΄=> τιρλίκ΄
τσισκιρές=> τισκιρές
τσισ΄μές=> τσιουσ΄μές
τσιτσ΄μάδ΄=> τσιατσ΄μάδ’
τσιφτές> τσιουφτές (ουσ.) : Στην Ανασελ. τσιφτές ''δίκαννο''. Στη Σέλ. Κοζάνης
τσιουφτές ''δίκαννο''.
<τούρκ(κν). çifte ''δίκαννο [double-barreled gun]''
τσιφτσής (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćif΄ćís] ''γεωργός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Λόσν.
Καστοριάς [ćifćís] ''γεωργός''. Στην Ανασελ., το Μικρόβ. Κοζάνης και τη Σέλ. Κοζάνης
''γεωργός''.
τούρκ(κν). çiftçi ''γεωργός [farmer]''> βαλκ. τούρκ. çifçi ''çiftçi'' (Dallı 180, Olcay 58,
Κυρανούδης 2009:362)> (α) αλβ(ερ). çifçi ''κολίγος: ακτήμονας αγρότης, που καλλιεργεί
ένα κομμάτι γής ιδιοκτησίας τσιφλικά και κρατάει για τον εαυτό του ένα μέρος της
παραγωγής (στο φεουδαρχικό σύστημα) [bujk pa tokë, që punonte një ngastër nga
pronat e çifligarit dhe që mbante për vete vetëm një pjesë të prodhimit (në sistemin
feudal)]'', (β) βουλγδ. чифчия {čifčíja} ''γεωργός, αγρότης [земеделец]'', (γ) ΒΣΜ
чифчија {čifčija} = 1) αγρότης που καλλιεργεί νοικιασμένη γή [tenant farmer, métayer,
sharecropper], 2) δουλοπάροικος, κολίγος [serf], αγροτικός εργάτης [farm-hand], (δ)
σερβοκροάτ. чифчија / čifčija ''κολίγος (σε τσιφλίκι) [peasant (living on a estate/farm)]''.
/ 288 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Φ
τσιφτσίκ΄=> τιφτίκ΄
τσιχρές, τσιαχρές (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιχρές [ćixŕés] ή τσιαχρές [ćaxŕés] ''το χρώμα του
προσώπου, η όψη κάποιου''. Στη Γαλατινή Κοζάνης τσιχρές [ćixrés] ''το χρώμα του
προσώπου, η όψη κάποιου'' (Γλ.Γαλατ. 286). Στην Ανασελ. τσιχρές «πρόσωπο, όψη,
χρώμα, φυσιογνωμία» {Άλλαξι ου τσιχρές-τ’.}. Στη Σιάτ. Κοζάνης και την Κραν.
Ελασσόνας τσιαχρές ''το χρώμα του προσώπου''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης [ćaxŕés]
«όψις προσώπου κανονική» (Γλ.Καλινδ. 327). Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćixrés]
''άνθρωπος με ισχνό πρόσωπο'' (Γλ.Καταφ. 438).
πέρσ. čihre ''πρόσωπο [αγγλ. face, countenance, γερμ. Gesicht, Antlitz, τρκ. yüz, surat,
çehre], όψη, παρουσιαστικό [αγγλ. air, mien], το χρώμα του προσώπου [αγγλ.
complexion, τρκ. beniz]'' (Steingass 405 <chihra, chahra>, Junker-Alavi 237 <čehre>,
Kanar 565 <çihre>, Dizdari & Nişanyan 2018 & Eren «çehre», ΕτυμTietze «çehre» &
«çihre», Škaljić & Skok «čehra»)> οθωμ. çihre = 1) a face, a countenance, physiognony;
features, 2) an aspect, an appearance (Redhouse 742)> τούρκ(κν). çehre = 1) face, 2)
όψη, παρουσιαστικό [aspect, appearance]> (α) αλβαν. çehre = 1) η όψη του προσώπου
[facial appearance, look, countenance, mien], 2) το χρώμα του προσώπου [facial color,
complexion, pallor], 3) η έκφραση του προσώπου [facial expression], (β) σερβοκρ(ετ).
чехра / čehra = 1) πρόσωπο [lice], 2) το χρώμα του προσώπου, παρουσιαστικό [boja
lica, izgled].
τσ’νί=> τσινί
τσουράκ΄=> τσιουρέκ΄
τσουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄
τ(΄)φάν΄=> τουφάνι
τφέκ΄, τ΄φέκ΄/ντφέκ΄ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης τφέκ΄ [tféḱ] ''τουφέκι, όπλο''. Στη Λόσν.
Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών τφέκ΄ ''τουφέκι, όπλο''. Στην Κοζ. τ΄φέκ΄ ή ντφέκ΄
[t΄f΄éḱ] ''τουφέκι'' ΠΑΡΑΓ: γκαβουντούφικου, παλιουντούφικου. Στον Τίρναβο Λάρισας
τφέκ΄ ΠΑΡΑΓ: παλιουντούφικου (Γλ.Τίρν. 11).
τούρκ(κν). tüfek ''τουφέκι [rifle, gun]''> (α) βουλγδ. тюфек {tjufék} ''τουφέκι [пушка]'', (β)
ΒΣΜ туфек {tufek} ''μουσκέτο (είδος παλιού τουφεκιού) [musket, flintlock]'', (γ)
σερβοκρ(ετ). туфек / tufek ''τουφέκι [puška]'', (δ) αλβ(ερ). dyfek ''τουφέκι [pushkë]'', (ε)
αλβαν. tyfek & dufek ''dyfek'', (στ) Ν/ελλην. ντουφέκι> (1) κοζ. τ΄φέκ΄/ντφέκ΄, (2) ΚΝΕ
ψαροντούφεκο.
φαράσ΄ (το) [faráś], φαράς (ο) [farás] (ουσ.) : Στην Κοζ. φαράσ΄ (το) ''φαράσι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης φαράσ΄ (το) ''φαράσι: φτυάρι για σκουπίδια''. Στο Καταφύγι Κοζάνης φαράσ΄
(το) ''φαράσι: μικρό ξύλινο φτυάρι για σκουπίδια'' (Γλ.Καταφ. 446). Στο Βιβίστι
Γρεβενών φαράς (ο) «το μικρό φτυάρι» (Γλ.Βιβ. 82).
<τούρκ(κν). faraş ''φαράσι [dustpan]''
/ 289 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
χαβάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xaváń] = 1) μπρούτζινο γουδί για σκληρά υλικά (όπως κανέλα,
πιπέρι, καρύδια κλπ.), 2) είδος μαχαιριού για το κόψιμο των φύλλων του καπνού. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης [xaváń] = 1) μπρούτζινο γουδί, 2) ειδικό μαχαίρι που κόβει τον καπνό
για τσιγάρα (Χατσιούλης 1995). Στη Σλάτ. Καστοριάς [xaván] ''εργαλείο που κόβει τον
καπνό''. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς χαβάς (ο) [xavás] ''μεταλλικό γουδί''.
<τούρκ(οθ). havan = 1) γουδί [mortar (for pounding)], 2) tobacco-cutting machine
χαβάς Ι (ο) [xavás] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) καιρός, 2) κλίμα. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς = 1)
κλίμα, 2) μελωδία.
<τούρκ(κν). hava = 1) weather, 2) climate, 3) melody, tune, air
χαβάς ΙΙ=> χαβάν’
χαβλί /xavlí/ (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας και τη Νάουσ. Ημαθίας ''πετσέτα προσώπου
(«προσόψι»)''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ''άσπρο κεφαλομάντιλο των γριών, πάνω απ’
το οποίο φορούσαν το (συνήθ. μαύρο) εξωτερικό κεφαλομάντιλο'' (Γλ.Λόσν. «χαυλί»).
Στη Σητ. Λασιθίου ''άσπρο κεφαλομάντιλο''.
<τούρκ(κν). havlu ''πετσέτα [towel]'', τούρκ(οθ). havlı ''towel, Turkish towel'', τούρκδ.
havli ''havlu''
χαβούζ΄ [xavúź] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''δεξαμενή, στέρνα''. Στα Γρεβενά ''μεγάλη δεξαμενή
για συγκέντρωση βρόχινου νερού'' (ΓρεβΤουρκ 214).
αραβ. & πέρσ. houz ~ hauz ''a large reservoir of water, basin of a fountain, pond, tank,
vat/Bassin, Wasserbehälter; Teich, Weiher; Zisterne'' (Steingass 434, Junker-Alavi 257,
Eren & Škaljić & Skok «havuz», Dizdari «hauz», ΕτυμΜπαμπ «χαβούζα»)> οθωμ. havz
''an artificial basin, reservoir or tank for water'' (Redhouse 812)> τούρκ(κν). havuz
''(τεχνητή) στέρνα/λιμνούλα [(man-made) basin/pool]''> (α) αλβαν. hauz ''στέρνα [water
reservoir], τεχνητή λιμνούλα [pond]'', (β) βουλγδ. хавуз {xavúz} & хауз {xaúz} ''στέρνα
[басейн]'', (γ) διαλκ. σερβοκρ(ετ). хауз / hauz ''χαντάκι για τη συλλογή νερού [jarak za
sakupljanje vode, za polijevanje bašte]'' (Skok «havuz»), (δ) ρουμάν. havuz = 1)
(τεχνητή) δεξαμενή νερού [(künstliches Wasser-)Becken, Bassin], 2) βρύση, κρήνη
[Springbrunnen], (ε) ΚΝΕ χαβούζα.
χαϊβάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xajváń] ''γαϊδούρι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [xajván] ''γάιδαρος''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης [xajváń] «γαϊδούρι, αφελής». Στο Καταφύγι Κοζάνης [xajváń] ''ζώο''
(Γλ.Καταφ. 463). Στην Ανασελ. [xajván] ''ζώο''.
<τούρκ(κν). hayvan = 1) ζώο, ζωντανό [animal], 2) άλογο [horse], άλογο για ίππευση
[mount], υποζύγιο [pack animal]
/ 290 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
/ 291 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
χάν΄ [xáń] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 465) ''χάνι,
πανδοχείο''.
<τούρκ(οθ). han ''πανδοχείο [inn]''
χανούμσα [xanúmsa] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) γυναίκα που την αρέσει το μέσα, που δέ
βγαίνει απ’ το σπίτι''.
<τούρκ(κν). hanım = 1) κυρία [lady], 2) σύζυγος [wife], 3) νοικοκυρά [the lady of the
house]
χαντζής [xańdźís] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ''πανδοχέας''. Στην Κοζ. ''πανδοχέας'' Θηλ:
χαντζού [xandzú].
<τούρκ(οθ). hancı ''πανδοχέας [innkeeper]''
χαρανί (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης [xarańí] ''καζάνι'' (Γλ.Γαλατ. 288). Στη Σέλ.
Κοζάνης ''καζάνι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [xarańí] ''χάλκινο καζάνι με χερούλια''.
πέρσ. härānī ''καζάνι [a cauldron, kettle]'' (Steingass 1494, Eren «haranı»)> τούρκδ.
herani ''καζάνι [kazan]''> *harani> (α) βαλκ. τούρκδ. haranı ''kazan'' [Edirne; Lüleburgaz
-Kırklareli; Bulgaristan], (β) τούρκδ. arani ''καζάνι που χρησιμοποιείται για το βράσιμο
πετιμεζιού, πλιγουριού [pekmez, bulgur kaynatmak için kullanılan kazan]'', (γ) ΝΔ βουλγ.
харания {xaraníja} ''μεγάλο καζάνι [голям котел]'' (Atlas 3:233), (δ) ΒΑ βουλγ. арания
{araníja} ''μεγάλο χάλκινο σκεύος για το ζέσταμα του νερού: καζάνι [голям меден съд за
топлене на вода; котел]'' (Atlas 2:219), (ε) βορειοσλαβομακ. аранија {aranija} ''μεγάλο
χάλκινο καζάνι [голем бакарен котел]''.
χάρτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. χάρτσ΄ [xáŕć] ''σοβάς, αμμοκονίαμα, ασβεστοκονίαμα''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών χάρτζ΄(;) ''αμμοκονίαμα'' ΠΑΡΑΓ: χαρτσιώνου [xarćónu] ''βάζω
αμμοκονίαμα''.
<τούρκ(κν). harç = 1) ασβεστοκονίαμα [mortar], 2) σοβάς [plaster, material for plastering
walls]
/ 292 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
χασίλ’ (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών ''πρώιμο σιτάρι ή κριθάρι, που κατα το στάδιο της
ανάπτυξής του προορίζεται για ζωοτροφή, είτε ώς βοσκή, είτε μετά απο κόσισμα για
τάισμα στο σπίτι''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών ''χορτοβοσκή, σιτάρι ή κριθάρι
χλωροπράσινο που θα χρησιμεύσει για τροφή των ζώων''. Στην Κοζ. [xaśíl΄] ''είδος
φυτού κατάλληλο και για βοσκή''.
<τούρκ(κν). hasıl = 1) δημητριακά που είναι ακόμα πράσινα στα χωράφια [grain still
green in the field], 2) πράσινο ακόμα κριθάρι χρησιμοποιούμενο σά ζωοτροφή [green
barley used as fodder]
χατάς [xatás] (ουσ.) : Στη Λήμνο ''λάθος'' (Κοντονάτσιου 403). Στην Κοζ., τη Λόσν.
Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών ''ζημιά''.
<τούρκ(κν). hata ''λάθος [mistake, error, fault]''
χατζής [xadźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''αυτός που έχει πάει στους Αγίους Τόπους: χατζής''.
<τούρκ(οθ). hacı = 1) one who has performed the rite of pilgrimage at Mecca, pilgrim, 2)
Christian pilgrim to Jerusalem
χατίλ’, χατσίλ΄ (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών χατίλ’ [xatíl] ''το κατώφλι της πόρτας''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης χατσίλ΄ [xaćíl΄] ''κάσωμα πόρτας ή παράθυρου''.
<τούρκ(κν). hatıl ''οριζόντιο δοκάρι, που χρησιμεύει σάν εσωτερική ενίσχυση ενός
πέτρινου τοίχου [horizontal beam embedded in a stone wall to strengthen it]''
χατίρ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xat΄íŕ] ''χατίρι''. Στο Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:108)
και τα Γρεβενά (ΓρεβΤουρκ 216) ''χατίρι''.
<οθωμ. hatır = 1) a thought, an idea, a suggestion, 2) the mind, 3) the memory, 4) the
heart as a seat of thoughts and impressions, 5) a recollection of a person or thing,
accompanied with love, respect, or veneration; one’s sake or love, 6) one’s feelings,
frame of mind, health, 7) one’s influence, consideration, weight (Redhouse 821-2)
χατιρτζής (επθ.) : Στην Κοζ. χατιρτζής [xat΄iŕdźís] ''αυτός που κάνει χατίρια'' Θηλ:
χατιρτζού [xat΄irdzú]. Στα Γρεβενά χατιρτζής «πρόθυμος, επιεικής, πολύ φιλότιμος»
(ΓρεβΤουρκ 216). Στο Βελβεντό Κοζάνης χατιρτζού ''αυτή που κάνει χατίρια''
(Τσιανάκας 1988:113).
hatır (δές ππ.) + επίθμ. -cı> βαλκ. τούρκ. *hatırcı> (α) βουλγάρ. хатърджия {xatărdžíja}
''ανεκτικό, ενδοτικό άτομο [indulgent, compliant person]'', (β) σερβοκρ(τρ). хатарџија /
hatardžija & хатерџија / haterdžija & хаторџија / hatordžija & хатурџија / haturdžija
''άτομο που λειτουργεί με βάση τη συμπάθεια (μεροληπτικά), την υποκειμενική του
προτίμηση και την αγάπη του [onaj koji radi po hataru, tj. pristrano, po svojoj ličnoj
naklonosti i ljubavi]'', (γ) ρουμάν. hatârgiu {xatârdžíu} ''αυτός που κάνει χάρες, χατίρια
[Begünstigter]''.
χατσίλ΄=> χατίλ’
χιράμ’=> ιχράμ΄
/ 293 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
χιργκιλές, αργκιλές (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης χιργκιλές [x΄irǵil΄és] ''κοπάδι απο
αλογομούλαρα που βόσκουν στο βουνό'' (Γλ.Γαλατ. 288). Στη Σιάτ. Κοζάνης χιργκιλές
[x΄irǵil΄és] ''αγέλη μεγάλων ζώων σε βοσκή''. Στη Σέλτσα Κοζάνης χιργκιλές ''κοπάδι,
αγέλη'' (Γλ.Σέλ1. 175). Στη Σλάτ. Καστοριάς αργκιλές [arǵilés] ''κοπάδι απο ασαμάρωτα
αλογομούλαρα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών αργκιλές [arǵilés] ''σύνολο ζώων, ιδίως αλόγων,
που ζούν ομαδικά, χωρίς περιορισμούς, δέν έχουν σαμαρωθεί και δέν τα έχουν βάλει
ακόμα στη δουλειά''.
πέρσ. xär ''γαϊδούρι [an ass/Esel]'' (Junker-Alavi 268, Steingass 450) + gälle ~ gälä/gällä
''κοπάδι [a flock, herd, bevy/Herde (Vieh)]'' (Junker-Alavi 635, Steingass 1096, Dizdari
«hergjele», Nişanyan 2009 & Eren «hergele», Škaljić «hergela», Skok «ergela»)> πέρσ.
*xär-gälle ''κοπάδι γαϊδουριών'' (σύγκρ. xar + bār ''a burden, load, weight, charge''
[Steingass 141]> xar-bār ''an ass load'' [Steingass 452])> οθωμ. hargele ''a breeding
stud of mares and colts/αγέλη ίππων, ημιόνων, όνων ατιθάσσων'' (Redhouse 841,
Χλωρός 736)> (1) *hargeleci ''βοσκός ιπποειδών''> τούρκδ. hargeleci ''βοσκός [çoban]'',
(2) τούρκ(κν). hergele ''κοπάδι άγριων αλόγων/γαϊδάρων/μουλαριών [herd of unbroken
horses/donkeys/mules]''> (α) αλβαν. hergjele ''ομάδα ελκτικών ζώων που τα επιτρέπουν
να βόσκουν ελεύθερα [group of draft animals allowed to browse freely]'', (β) βουλγδ.
хергеле {xergelé} & хергеля {xergeljá} ''κοπάδι αλόγων [стадо коне]'', (γ) βουλγκ.
ергеле {ergelé} ''хергеле'', (δ) ΒΣΜ ергела {ergela} & ергеле {ergele} ''stud farm (for
horses); herd of horses'', (ε) σερβοκροάτ. ергела / ergela = 1) stud farm, horse farm, 2)
herd of horses, (στ) ρουμάν. herghelie ''κοπάδι αλόγων [Pferdeherde]''.
χνέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 469) [xńéŕ] ''χουνέρι,
πάθημα, κάζο''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης [xńéŗ] ''πάθημα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:30,
Γλ.Σιάτ.).
<ΚΝΕ χουνέρι ''an unfortunate accident: mishap'' <τούρκ(κν). hüner ''δεξιότητα [skill,
technical ability, dexterity]''
χόσ΄κους (επθ.) : Στην Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών χόσ΄κους [xóśkus] ''αστείος'',
χόσ΄κου [xóśku] ''αστείο'' {Μας λέει χόσ΄κα κι γιλούμι. (Γλ.Δόβρ.)}. Στη Γαλατινή
Κοζάνης χόζ΄κα [xóźka] ''αστεία, καλαμπούρια, χωρατά'' (Γλ.Γαλατ. 288).
<τούρκ(κν). hoş ''ευχάριστος [pleasant, nice, agreeable, pleasing, genial]''
χουζουρτζής [xuzuŕdźís] (επθ.) : στην Κοζ. ''αυτός που τον αρέσει το χουζούρι''.
<βαλκ. τούρκ. *huzurcu <huzur (δές ππ.) + επίθμ. -cu
/ 294 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ
χούι (το) [xúj] (ουσ.) : στην Κοζ., την Πιερ. και την Τσιαρπ. Σερρών ''ιδιοτροπία''.
<τούρκ(ερ). huy ''κακιά, βλαβερή συνήθεια, κακός χαρακτήρας [kötü, zararlı alışkanlık,
kötü tabiat]''
χουιλούς, χουιλού (επθ.) : Στην Κοζ. χουιλούς (ο) [xujlús] ''αυτός που έχει χούια:
ιδιότροπος'' Θηλ: χουιλού. Στην Τσιαρπ. Σερρών χουιλής (ο) ''αυτός που έχει χούια''
Θηλ: χουιλού. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας χουιλής (ο) ''κακομαθημένος,
ιδιότροπος''. Στην Πιερ. χουιλής (ο) [xujlís] ''ιδιότροπος''.
<τούρκ(ερ). huylu ''αυτός που έχει κακό χαρακτήρα [kötü huy sahibi olan]''
χουκάς [xukás], χουχάς [xuxás], κουκάς [kukás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης χουκάς
''πήλινο ή γυάλινο βάζο για το γλυκό του κουταλιού''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης χουκάς
''πήλινο βάζο για γλυκό συνήθως'' (Γλ.Καλινδ. 178 [υποσημ. 1], 346). Στην Κοζ. χουχάς
''βάζο για το γλυκό του κουταλιού''. Στο Φαν. Καρδίτσας κουκάς ''μικρό, γυάλινο ή
πήλινο βάζο για το γλυκό''. Στο Πήλ. κουκάς ''είδος πήλινου δοχείου (συνήθ. βάζου) με
ωραίο σχήμα και σχέδια''. Στον Κολ. Πιερίας κουκάς ''πήλινο βάζο για το γλυκό του
κουταλιού''. Στη Βέρ. Ημαθίας κουκάς ''πήλινο τσουκάλι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης κουκάς
''γυάλινο δοχείο γλυκού''. Στα Βασιλικά Χαλκιδικής κουκάς ''μπολ για γλυκό'' (Γλ.Βασιλ.
175). Στον Πολύγ. Χαλκιδικής κουκάς «γυάλινο μικρό σερβίτσιο οπου έβαζαν το γλυκό
του κουταλιού και κερνούσαν στα σπίτια».
<τούρκ(πλ). hokka ''δοχείο προωρισμένο για το ρετσέλι, γλυκό του κουταλιού κλπ.'',
οθωμ. hokka ''μονοκόμματο μικρό κουτί, δοχείο ή κύπελλο, κυρίως το μελανοδοχείο
[small box, pot, or cup hollowed from a single piece; especially, an inkstand]'' (Redhouse
795)
χουρατάς [xuratás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''συνάθροιση των γυναικών στα πεζούλια έξω απο
τα σπίτια κατα τις καλοκαιρινές βραδινές ώρες, όταν είχαν τελειώσει οι δουλειές στο
σπίτι, οπου κουτσομπόλευαν, αστειεύονταν και γενικά χουράτιβαν: βεγκέρα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης ''συγκέντρωση των γειτόνων στο σοκάκι τα καλοκαιρινά βράδια και συζήτηση
για όλα τα θέματα και γεγονότα της μέρας''.
<τούρκδ. horata = 1) αστείο [şaka], 2) ψυχαγωγικά παιχνίδια [güldürücü oyunlar], 3)
διασκεδαστικός τύπος/άνθρωπος [eğlendirici, maskara], 4) γλέντι [eğlence], 5)
κουτσομπολιό [dedikoku], 6) συνάθροιση για κουβεντούλα/κουβεντολόι [sohbet
toplantısı], 7) κουβέντα, κουβεντούλα, κουβεντολόι [laf, söz, sohbet], τούρκδλ. horata =
1) αστείο [şaka], 2) συζήτηση, κουβέντα [söz, konuşma], 3) συζήτηση πρόσωπο με
πρόσωπο [karşılıklı görüşme] (πρβλ. βουλγ(ερ). хората {xoratá} ''συζήτηση [говорене,
приказка]'')
χουσιάφ’=> κουσιάφ’
χουχάς=> χουκάς
χράμ΄=> ιχράμ΄
χσιάφ’=> κουσιάφ’
χτιμπάρ’=> ιχτιμπάρ’
/ 295 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ευρετήρια
Εισαγωγικά
Τα ευρετήρια αποτελούν συμπλήρωμα του πρώτου μέρους και στόχο έχουν να διευκολύνουν τη
μετάβαση απο το υλικό στην ανάλυση.
Αστερίσκοι: ο αστερίσκος (*) πρίν απο μια λέξη σημαίνει οτι η λέξη είναι αποκατεστημένη
(υποθετική), ενώ ο διπλός αστερίσκος (**) πρίν απο το χωρίο σημαίνει οτι γίνεται παραπομπή σε
υποσημείωση του χωρίου. Όταν ο τύπος δίνεται τόσο στο κυρίως κείμενο ενός χωρίου, όσο και σε
υποσημείωση του ίδιου χωρίου, ο διπλός αστερίσκος δέ σημειώνεται.
Οι ενότητες των ευρετηρίων έχουν καθοριστεί βάσει γλώσσας, παρότι κάτι τέτοιο είναι πολλές
φορές αμφισβητήσιμο, καθως πολλές διάλεκτοι γίνονται αντικείμενο διεκδικήσεων απο
ανταγωνιστικά κράτη.
Η σειρά των ευρετηρίων είναι η εξής: αγγλικά> αραβικά> πέρσικα> ιταλικά> βλάχικα>
ρουμάνικα> αλβανικά> σερβοκροάτικα [κυριλλικό]> σερβοκροάτικα [λατινικό]> σλαβομακεδόνικα
[κυριλλικό]> σλαβομακεδόνικα [λατινικό]> βουλγάρικα [κυριλλικό]> βουλγάρικα [λατινικό]>
πομάκικα> τούρκικα> ελληνικά.
Γενικά, στα ευρετήρια χρησιμοποιούνται τα καθιερωμένα αλφάβητα, ομως για τη διευκόλυνση
του αναγνώστη οι αραβικές και οι πέρσικες λέξεις δίνονται σε λατινική γραφή, ενώ για τον ίδιο λόγο
οι κυριλλογράμματες λέξεις δίνονται παράλληλα και σε λατινικό αλφάβητο, με τη μέθοδο του
μεταγραμματισμού (transliteration).
Σε κάποιες περιπτώσεις ένα λήμμα περιέχει περισσότερους απο έναν τύπους, αντί για δύο (ή
περισσότερα) διαδοχικά λήμματα, που το ένα θα βρίσκεται αμέσως μετά/πρίν το άλλο: π.χ. για
τους τύπους baklağı & baklağu, αντί να δημιουργηθούν δύο ξεχωριστά λήμματα («baklağı:
Β:1.20.5.» & «baklağu: Β:1.20.5.»), δίνονται καί οι δύο τύποι στο ίδιο λήμμα («baklağı, baklağu:
Β:1.20.5.»).
Αυτό συμβαίνει, όταν οι εν λόγω τύποι (α) δέ μπορούν παρα να τοποθετηθούν σε συνεχόμενες
αλφαβητικές θέσεις, (β) είναι συγγενικοί (δηλαδή ο ένας αποτελεί παραλλαγή του άλλου ή ο ένας
παράγεται απο τον άλλο) και (γ) αναφέρονται στο ίδιο χωρίο (ή χωρία).
Έτσι, για τους τύπους fıkara & fukara δίνονται ξεχωριστά λήμματα, επειδή πληρούνται μόνο τα
δύο πρώτα κριτήρια, δηλαδή τοποθετούνται σε συνεχόμενες θέσεις και είναι συγγενικοί (fukara>
fıkara), αλλα δέν αναφέρονται στα ίδια χωρία: «fıkara: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.», «fukara: Β:1.8.2.,
Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.».
Αντίστοιχα, μπορούμε να παρατηρήσουμε για τους τύπους çerçeve, çerçife & çerçive, οτι,
παρότι τοποθετούνται σε συνεχόμενες θέσεις και είναι συγγενικοί (çerçive> çerçeve & çerçife), δέν
αναφέρονται καί οι τρείς στα ίδια χωρία, οπότε οι διαλεκτικοί τύποι çerçife & çerçive
/ 296 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ευρετήρια
λημματοποιούνται μαζί, ενώ ο τύπος çerçeve, που ανήκει στην κοινή, καταλαμβάνει ξεχωριστό
λήμμα: «çerçeve: Β:1.5.2., Β:1.20.2., Γ:1.3.2., Γ:1.3.5., Γ:1.3.6., Γ:2.2.4.11.» & «çerçife, çerçive:
Γ:2.2.4.11.».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε οτι οι διάφοροι τύποι των λημμάτων χωρίζονται με κόμματα, ομως
ο αναγνώστης θα παρατηρήσει οτι κάποιες φορές δύο τύποι χωρίζονται, ή καλύτερα: ενώνονται με
μια κάθετη μπάρα, κάτι που σημαίνει οτι δέν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς τύπους, αλλα με
διαφορετικές γραφές του ίδιου τύπου.
Έτσι, σε λήμματα όπως το «namas/namaz, namazlā: Β:1.22.3.» ουσιαστικά δίνονται μόνο δύο
τούρκικοι τύποι, απο τους οποίους ο πρώτος μπορεί να γραφτεί με δύο τρόπους.
Φυσικά, εκτός του οτι οι δύο αυτοί τύποι είναι συγγενικοί, πληρούνται επίσης και τα άλλα δύο
κριτήρια, δηλαδή (α) δέ μπορούν παρα να τοποθετηθούν σε συνεχόμενες θέσεις και (β)
αναφέρονται στα ίδια χωρία.
/ 297 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αγγλικά, Αραβικά, Πέρσικα [1-3]
Αγγλικά
Αραβικά
Πέρσικα
/ 298 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ιταλικά, Βλάχικα, Ρουμάνικα [4-6]
Ιταλικά1
Βλάχικα
Ρουμάνικα
/ 299 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αλβανικά [7]
Αλβανικά
/ 300 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]
Σερβοκροάτικα1
[ћирилица / ćirilica]
1 Την πλήρη σειρά του κυριλλικού σερβοκροάτικου αλφαβήτου θα βρεί κανείς στη συντομογραφία ΛΙΠ.
/ 301 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]
[latinica / латиница]
/ 302 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]
/ 303 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σλαβομακεδόνικα [9]
Σλαβομακεδόνικα
/ 304 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σλαβομακεδόνικα [9]
/ 305 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]
Βουλγάρικα
/ 306 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]
/ 307 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]
/ 308 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα, Πομάκικα [10-11]
Πομάκικα
/ 309 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
Τούρκικα
/ 310 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 311 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 312 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 313 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 314 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 315 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 316 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 317 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 318 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 319 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 320 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 321 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 322 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 323 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 324 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 325 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 326 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 327 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 328 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 329 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]
/ 330 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
Ελληνικά
/ 331 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 332 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 333 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 334 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 335 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 336 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 337 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 338 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 339 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 340 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 341 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 342 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 343 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 344 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 345 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 346 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 347 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 348 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 349 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 350 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
/ 351 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]
χθές: **Γ:2.4.5.1.
χ(ι) [άηχο τριβόμενο ουρανικό]: Β:1.11.2.,
Β:1.21.2., Β:2.4., Β:2.12.3.2.
χιράμ’: Γ:2.4.5.1.
χιργκιλές: Β:1.9.2., Β:1.11.2., Γ:1.3.2.
χνέρ’: Β:1.11.2., Γ:1.9.2.
χόζ΄κα, χόσ΄κα: Β:2.9.3.2.
χόσ΄κους: Β:1.11.2.
χουβαρδάς: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:2.1.4.
χουβαρντάς: Β:2.1.4.
χουζούρ΄: Β:1.11.2., Β:1.22.2.
χουζουρτζής: Β:1.11.2.
χούι: Β:1.11.2., Β:1.21.2., Γ:1.8.2.
χουιλού, χουιλούς: Β:1.11.2., Β:1.14.2.,
Β:1.21.2., Β:2.11.3., Γ:1.8.2.
χουκάς: Β:1.11.2., Β:1.13.3., Β:1.13.6.1.
χουνέρι: Γ:1.9.2.
χουρατάς: Β:1.7.2., Β:1.11.2.
χουσιάφ’: Α:4.4., Β:1.11.2., Β:2.2.3.1.,
Γ:2.6.7.
χράμ΄: Β:1.11.2., Γ:2.4.5.1.
χράμι: Γ:2.4.5.1.
χρόν/χρόνον: Γ:1.10.3.
χρσός/χρυσός: Β:2.2.3.
χσ: Β:2.2.3., Β:2.10.4.3.
χσιάφ’: Β:2.2.3.1., Γ:2.6.7.
χσός: Β:2.2.3.
χτ: Β:2.2.3.2., Β:2.4.3.
χτιμπάρ’: Β:2.4.4.
χτσ: Β:2.10.4.3.
χωράφι: Β:2.2.3.
ψαλία, ψαλίν, ψαλίου, ψαλίων: Γ:1.10.3.
ψαροντούφεκο: Β:2.12.3.1.
ψίχα: Δ:3.3.3.3.
-ω: Γ:2.6.8.1.
ώμος: Β:2.7.2
/ 352 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
αιτ(ιατική πτώση)
αλβ(ανικός)
αλβαν.=> Newmark
αλβ(ερ).=> ΕρμΑλβ
αλβ(τρ).=> Dizdari
Ανασελ. & ανασελ.=> Γλ.Ανασελ.
ανατβαλκ. = ανατολικοβαλκανικός
ανατκρητ.=> Γλ.ΑΚρήτ.
Αρβανίτη = Amalia Arvaniti, Standard Modern Greek [Journal of the International Phonetic
Association (1999), 29 (2)].
αρσ(ενικός)
αττ(ικός)
αφαιρ(ετική πτώση)
Βακαλόπουλος = Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας (1354-1833),
Θεσ/νίκη 1992 [γ΄ ανατ.].
βαλκ(ανικός)
Βαρβ.=> Γλ.Βαρβ.
Βασιλ. & βασιλ.=> Γλ.Βασιλ.
Βελβ. & βελβ.=> Γλ.Μπουντ.
Βέρ. & βερ.=> Γλ.Βέρ.
βορειοσλαβομακ.=> ΕρμΒΣΜ
βορσλαβμακ. = βορειοσλαβομακεδόνικο
βουλγ(άρικος)
βουλγάρ.=> ΒουλγΛεξ
βουλγδ.=> ΛΒΙ
βουλγ(ερ).=> ΕρμΒουλγ
βουλγ(ετ).=> BER
βουλγκ.=> ΛΒΓ
/ 353 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 354 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 355 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 356 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Γλ.Λαγκ. [γλωσσικά για τον Λαγκαδά Θεσ/νίκης] = Νίκος Κοσμάς, Το γλωσσικό ιδίωμα του
Λαγκαδά, Θεσ/νίκη 1972 [ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ιβ΄, σελ. 317-60]. Το υλικό (σελ. 332-58)
καταγράφεται για τον Λαγκ(αδά) Θεσ/νίκης και αναφέρεται ώς «λαγκαδιανό»
(λαγκ.).
Γλ.Λευκ. [γλωσσάρι για τη Λευκάδα] = Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου
γλωσσικού ιδιώματος, Αθήνα 2001. Το υλικό καταγράφεται για τη Λευκ(άδα)
και αναφέρεται ώς «λευκαδίτικο» (λευκ.).
Γλ.Λιτόχ. [γλωσσάρι για το Λιτόχωρο] = Νικόλαος Ντάβανος, Λιτουχουρνή ντουπιουλαλιά,
Λιτόχωρο 1999. Το υλικό καταγράφεται για το Λιτόχωρο Πιερίας και
αναφέρεται ώς «λιτοχωρινό» (λιτοχ.).
Γλ.Λόσν. [γλωσσάρι για τη Λόσνιτσα] = Χρίστος Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα
Καστοριάς, Θεσ/νίκη 1962. Το υλικό που δίνεται στο γλωσσάρι (με δύο
συμπληρώσεις του βασικού λημματολογίου: σελ. 317 & 342) καταγράφεται για
τη Λόσν(ιτσα) Καστοριάς (σήμερα Γέρμας ή Γέρμα) και αναφέρεται ώς
«λοσνιτσιώτικο» (λοσν.).
Γλ.Μακρ. [γλωσσάρι για τη Μακρινίτσα] = Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη, Το γλωσσάρι
της Μακρινίτσας, Μακρινίτσα 1995. Το υλικό καταγράφεται για τη
Μακρ(ινίτσα) Πηλίου και αναφέρεται ώς «μακρινιτσιώτικο» (μακρ.).
Γλ.Μελέν. [γλωσσάρι για το Μελένικο] = †Νικόλαος Ανδριώτης, Το γλωσσικό ιδίωμα του
Μελένικου, επιμέλεια, πρόλογος, εισαγωγή: Ε. Παπαδοπούλου & Χρ.
Τζιτζιλής, Θεσ/νίκη 1989. Το υλικό καταγράφεται για το Μελέν(ικο) της ΝΔ
Βουλγαρίας και αναφέρεται ώς «μελενικιώτικο» (μελεν.).
Γλ.Μόκρ. [γλωσσάρι για το Μόκρο] = Έφη Νίκου-Γιωλτζόγλου, Μουκριώτκα: γλωσσικές
εικόνες του Μόκρου - Λιβαδερού Κοζάνης, Κοζάνη 2015.
Γλ.Μοναστ. [γλωσσικά για το Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι Ανατολικής Ρωμυλίας] =
Παύλος Αλμπανούδης, Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών (περιοχής
Καβακλί) Ανατολικής Ρωμυλίας, Θεσ/νίκη 2014.
Γλ.Μπουντ. [γλωσσικά Μπουντώνα] = Ευθύμιος Μπουντώνας, Μελέτη περι του
γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, Αθήνα 1892. Το
υλικό (σελ. 70-108) που καταγράφεται για το Βελβ(εντό) Κοζάνης αναφέρεται
ώς «βελβεντινό» (βελβ.).
Γλ.Νάματ. [γλωσσάρι για τα Νάματα] = Αναστασία Δ. Παπαθωμά-Πήλιουρη, Ναματιανές
ντοπιολαλιές και δοξασίες: πιπιλισ(τι)νό γλωσσάριο, τοπικές παροιμίες, λαϊκές
προλήψεις στα Νάματα Βοΐου-Ασκίου Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 2018. Το υλικό
καταγράφεται για τα Νάματ(α) Κοζάνης (παλ. Πιπιλίστα) και αναφέρεται ώς
«ναματιανό» (ναματ.).
Γλ.Νάουσ. [γλωσσάρι για τη Νάουσα] = Στέργιος Αποστόλου, Λεξικό του γλωσσικού
ιδιώματος της Νάουσας (με στοιχεία φωνητικής και μορφολογίας), Νάουσα
2007. Το υλικό καταγράφεται για τη Νάουσ(α) Ημαθίας και αναφέρεται ώς
«ναουσέικο» (ναουσ.).
Γλ.Νεζ. [γλωσσάρι για τον Νεζερό] = Κώστας Πατούλιας, Το γλωσσάρι της Καλλιπεύκης
του Ολύμπου, Λάρισα 2002 [στις ΘΗΜ(42) 337-62]. Το υλικό (σελ. 338-62)
καταγράφεται για τον Νεζ(ερό) Λάρισας (σήμερα Καλλιπεύκη: σελ. 337
[υποσημ. 2]).
/ 357 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 358 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Γλ.Σέλ2. [(δεύτερο) γλωσσάρι για τη Σέλτσα] = Γρηγόριος Βέλκος, Το γλωσσικό ιδίωμα της
Εράτυρας (Σέλιτσας) Κοζάνης, Θεσ/νίκη 2014.
Γλ.Σητ. [γλωσσάρι για τη Σητεία] = Νίκος Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών κρητικής
διαλέκτου (περιοχής Σητείας), Σητεία Κρήτης 2002. Το υλικό καταγράφεται για
τη Σητ(εία) Λασιθίου.
Γλ.Σιάτ. [γλωσσάρι για τη Σιάτιστα] = Μιχαήλ Χατσιούλης, Σιατιστινή ντοπιολαλιά «Τα
σιατσνά» (γλωσσάριο, παροιμίες, ιστορίες και άλλα), Σιάτιστα 2004. Το υλικό
καταγράφεται για τη Σιάτ(ιστα) Κοζάνης και αναφέρεται ώς «σιατιστινό»
(σιατ.).
Γλ.Σκλάτ. [γλωσσάρι για τη Σκλάταινα] = Δημήτριος Τσιουρής, Σταυρούλα Δ. Τσιουρή,
Αθανασία Δ. Τσιουρή, Η γλώσσα της Δρακότρυπας Αγράφων, Καρδίτσα 2010.
Το υλικό καταγράφεται για τη Σκλάτ(αινα) Καρδίτσας (σήμερα Δρακότρυπα:
σελ. 13) και αναφέρεται ώς «σκλαταινιώτικο» (σκλατ.).
Γλ.Σλάτ. [γλωσσάρι για τη Σλάτινα] = Αντρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής
Καστοριάς, Θεσ/νίκη 1978 [ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ιη΄, σελ. 241-87]. Το υλικό
καταγράφεται για τη Σλάτ(ινα) Καστοριάς (σήμερα Χρυσή: σελ. 241) και
αναφέρεται ώς «σλατινιώτικο» (σλατ.).
Γλ.Τήν. [γλωσσάρι για την Τήνο] = Γεώργιος Δώριζας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Τήνου με
λέξεις και φράσεις, Αθήνα 1973. Το υλικό καταγράφεται για την Τήν(ο).
Γλ.Τίρν. [γλωσσικά για τον Τίρναβο] = Αχιλλέας Τζάρτζανος, Περί της συγχρόνου
θεσσαλικής διαλέκτου, Αθήνα 1909 [ανατ. στο ΕλληνΔιαλεκτολ 1]. Το υλικό
καταγράφεται κυρίως για τον Τίρναβο Λάρισας (σελ. 7).
Γλ.Τσιαρπ. [γλωσσάρι για την Τσιαρπίστα (και τη Νιγρίτα)] = Νίκος Πασχαλούδης, Τα
τερπνιώτικα και τα νιγριτινά, Αθήνα 2000. Το υλικό καταγράφεται κυρίως για
την Τσιαρπ(ίστα) Σερρών (σήμερα Τερπνή: σελ. 271).
Γλ.Φαν. [γλωσσάρι για το Φανάρι] = Δημήτριος Χαντζιάρας, Το θεσσαλικό γλωσσικό
ιδίωμα: γλωσσάρι - λεξικό, Αθήνα 1995. Το ιδιωματικό-του υλικό αναφέρεται
σά «φαναριώτικο» (φαν.), καθως ουσιαστικά καταγράφεται για το Φαν(άρι)
Καρδίτσας, του οποίου το ιδίωμα ο συντάκτης θεωρεί οτι μπορεί να
αντιπροσωπεύσει τα ιδιώματα όλης της Θεσσαλίας (σελ. 7-9).
ΓρεβΤουρκ [γρεβενιώτικοι τουρκισμοί] = Βασίλειος Αναστασιάδης, Η επίδραση της
τουρκικής γλώσσας στο λεξιλόγιο του γρεβενιώτικου γλωσσικού ιδιώματος,
Θεσ/νίκη 2006 [Ελιμειακά 56:69-90 (α΄), Ελιμειακά 57:187-216 (β΄)].
διαλκ. = διαλεκτικός
Δόβρ. & δοβρ.=> Γλ.Δόβρ.
δοτ(ική πτώση)
δυτβαλκ. = δυτικοβαλκανικός
δυτκρητ.=> Γλ.ΔΚρήτ.
ΔΦΑ = Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
έκφρ(αση), εκφρ(άσεις)
Ελιμειακά = εξαμηνιαία έκδοση του συλλόγου Κοζανιτών Θεσ/νίκης «ο Άγιος Νικόλαος»:
περιοδικό «Ελιμειακά».
/ 359 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 360 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 361 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 362 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 363 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 364 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
πομάκ(ικος)
ΠομΛεξ [πομάκικο λεξικό] = Πέτρος Θεοχαρίδης, Πομακο-ελληνικό λεξικό / Πομάχτσκου -
ουρούμτσκου λεκσικό, Θεσ/νίκη 1996.
ππ. = παραπάνω
πρξτ. = παροξύτονος
πρόθ(εση)
πρόπρξτ. = πρόπαροξύτονος
προστ(ακτική έγκλιση)
πρωτοελλ(ηνικός)
Πτωχοπρόδρομος = Τα τέσσερα πτωχοπροδρομικά ποιήματα (κατα την κριτική έκδοση
Eideneier 2012) δηλώνονται με κεφαλαία ελληνικά γράμματα (Α, Β, Γ, Δ), ενώ
οι στίχοι με αραβικούς αριθμούς.
Ρόδ. & ροδίτ.=> Γλ.Ρόδ.
ρουμ(άνικος)
ρουμάν.=> Tiktin
Ρουμλ. & ρουμλ.=> Γλ.Ρουμλ.
Ρουσιάκης 2006 = Σωτήριος Ρουσιάκης, Το ιδίωμα των χωριών Μεγάλα Καλύβια
Τρικάλων και Αγία Τριάδα Καρδίτσας: φωνητική, μορφολογία, ΑΠΘ: Θεσ/νίκη
2006 (μεταπτυχιακή εργασία).
ρώσ(ικος)
Σάμ. & σαμιώτ.=> Γλ.Σάμ.
Σέλ.=> Γλ.Σέλ1.
σελ(ίδα)
σελτσ.=> Γλ.Σέλ1.
σερβοκρ(οάτικος)
σερβοκρ(ετ).=> Skok
σερβοκροάτ.=> Benson
σερβοκρ(τρ).=> Škaljić
Σητ.=> Γλ.Σητ.
συνήθ(ως)
Σιάτ. & σιατ.=> Γλ.Σιάτ.
Σκλάτ. & σκλατ.=> Γλ.Σκλάτ.
ΣΚΤ = Σύγχρονη Κοινή Τουρκική
σλαβμακ. = σλαβομακεδόνικο
Σλάτ. & σλατ.=> Γλ.Σλάτ.
Σόρμας = Νικόλαος Σόρμας, Λαογραφικοί απόηχοι του Καταφυγίου Πιερίων-Κοζάνης,
Κατερίνη 2007. Στο τέλος του παραρτήματος (οπου οι σελίδες δέν
αριθμούνται) υπάρχουν και πέντε σελίδες γλωσσάρι.
/ 365 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 366 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
1 Απο τον 15ο τόμο (2006) εκδίδεται ώς Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100 - 1669 του
Εμμανουήλ Κριαρά.
2 Στη βιβλιογραφία επικρατεί ο όρος «μεσαιωνικό».
/ 367 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 368 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Eckmann 1960 = J. Eckmann, Dinler (Makedonya) Türk ağzı [Türk Dili Araştırmaları Yıllığı
Belleten, Ankara 1960: σελ. 189-204].
Eckmann 1962α = J. Eckmann, The Turkish dialect of Edirne [American Studies in Altaic
Linguistics (Indiana University Publications), Uralic and Altaic Series 13
(1962): σελ. 45-69].
Eckmann 1962β = J. Eckmann, Kumanova (Makedonya) Türk ağzı, [J. Eckmann κ.ά.
(επιμ.), Németh Armağanı, Ankara 1962: σελ. 111-44].
Eideneier 2012 = Hans Eideneier, Πτωχοπρόδρομος (κριτική έκδοση), Ηράκλειο 2012.
Elçin = Şükrü Elçin, Florina ağzı [Türk kültürü araştırmaları, yıl 1, sayı 2 (Ankara 1964):
σελ. 244-53].
Eren = Hasan Eren, Türk dilinin etimolojik sözlüğü, Ankara 19992.
Eyuboğlu = İsmet Zeki Eyuboğlu, Türk dilinin etimoloji sözlüğü, İstanbul 1988.
FonetRom = Svetlana Dermenji-Gurgurov (catedra de filologie română), Fonetica limbii
române (suport de curs), Universitatea de Stat «Bogdan Petriceicu Hasdeu»
din Cahul.
Hazai 1959 = György Hazai, Les dialectes turcs du Rhodope, Acta Orientalia Academiae
Scientiarum Hungaricae 9 (1959): σελ. 205-29.
Hazai & Kappler = György Hazai & Matthias Kappler, Der Einfluss des Türkischen in
Südosteuropa: Uwe Hinrichs (εκδ.), Handbuch der Südosteuropa-Linguistik,
Wiesbaden 1999: σελ. 649-75.
HIPA = The International Phonetic Association, Handbook of The International Phonetic
Association: a guide to the use of the International Phonetic Alphabet,
Cambridge 1999.
HTS = György Hazai (εκδ.), Handbuch der türkischen Sprachwissenschaft, Wiesbaden
1990.
Junker-Alavi = Heinrich F. J. Junker & Bozorg Alavi, Persisch-deutsches Wörterbuch,
Wiesbaden 20029 [unveränderte Auflage]. Διαφορετικές αποδόσεις των
φθογγοσήμων έχουμε στις εξής περιπτώσεις: (α) χρησιμοποιείται το <ä> για το
(βραχύ) <a>, (β) για το džīm (Redhouse xiii, Junker-Alavi 204, Steingass 348)
χρησιμοποιείται το <dž> αντί του <ğ> (π.χ. <džāmedān> αντί <ğāmedān>
[σελ. 206]), (γ) για το qāf (Redhouse xiii, Junker-Alavi 562, Steingass 348)
χρησιμοποιείται το (συνηθισμένο) <q> αντί του <ġ> (π.χ. <qässāb, qätife,
qomār, qomāš, qähve> αντί <ġässāb, ġätife, ġomār, ġomāš, ġähwe> σελ.
574, 576, 579, 583]), (δ) για το wāw (Redhouse xiii, Junker-Alavi 827)
χρησιμοποιείται το <v> αντί για <v/w>. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το
Steingass*.
Kakuk 1961 = Zsuzsanna Kakuk, Die türkische Mundart von Küstendil und Michailovgrad,
Acta linguistica Academiae Scientiarum Hungaricae 11 (1961): σελ. 301-86.
Kakuk 1972 = Suzanne Kakuk, Le dialecte turc d’Ohrid en Macédoine, Acta Orientalia
Academiae Scientiarum Hungaricae 26 (1972): σελ. 227-83.
Kalay = Emin Kalay, Edirne ili ağızları (inceleme-metin), inceleyen: Tuncer Gülensoy,
Ankara 1998.
Kanar 2016 = Mehmet Kanar, Kanar büyük Farsça-Türkçe sözlük, Say Yayınları: Ankara
20161.
/ 369 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 370 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
/ 371 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Greek abstract
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το βασικό θέμα της εργασίας είναι η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων στα
ελληνικά ιδιώματα (αγγλ. microdialects) της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας, ενώ γενικά
αποφεύχθηκαν θέματα μορφολογικής προσαρμογής. Επίκεντρο ήταν οι τουρκισμοί του
ιδιώματος της Κοζάνης, ενώ ερμηνείες επιχειρήθηκαν και για τα υπόλοιπα ιδιώματα του
βορειοελλαδικού χώρου, για την ΚΝΕ και πιό απομακρυσμένες ελληνικές διαλέκτους, όπως τα
κρητικά και τα ποντιακά, αλλα και γενικότερα για διάφορες βαλκανικές ποικιλίες
(γλώσσες/διαλέκτους/ιδιώματα), πάντα ομως σε σχέση με τα ζητήματα που θέτει το (ελληνικό)
υλικό της Δυτικής Μακεδονίας. Εξετάζοντας το γλωσσογεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο,
διαπιστώνουμε οτι το κοζανίτικο ιδίωμα είναι σαφώς ενταγμένο στο πλαίσιο των
δυτικομακεδόνικων ιδιωμάτων της ελληνικής (και όχι άλλων ομάδων βόρειων ελληνικών
ιδιωμάτων) και, συνεπώς, έχει έρθει σε επαφή με την τουρκική απο τα τέλη του 14ου αιώνα.
Με δεδομένο οτι ο δανεισμός συντελέστηκε σε επίπεδο διαλέκτων, έγινε προσπάθεια
διερεύνησης των χαρακτηριστικών των τούρκικων ποικιλιών με τις οποίες ήρθαν σε επαφή οι
Δυτικομακεδόνες. Το συμπέρασμα ήταν οτι τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα ήρθαν σε επαφή με
τούρκικες ποικιλίες που δέν απέχουν δραματικά απο τη σύγχρονη κοινή τουρκική (ΣΚΤ), αλλα
διαφοροποιούνται απο αυτήν σε επιμέρους στοιχεία. Έτσι, η ΣΚΤ χρησιμοποιείται σάν
ερευνητική αφετηρία, αλλα ταυτόχρονα αναλύεται και το διαθέσιμο τούρκικο υλικό απο τα
Βαλκάνια, ενώ το υλικό εντάσσεται στο ευρύτερο βαλκανικό περιβάλλον, δηλαδή
συνεξετάζονται και οι αντίστοιχοι τύποι στις υπόλοιπες γλωσσικές ποικιλίες των Βαλκανίων. Η
έρευνα επεκτάθηκε και σε οθωμανικά λεξικά, με στόχο τον εντοπισμό διαλεκτικών ή αρχαϊκών
τούρκικων στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μορφή των δυτικομακεδόνικων
τουρκισμών, καθως εκτός απο τη διατοπική, η εργασία εξετάζει και τη διαχρονική διάσταση
των δυτικομακεδόνικων τουρκισμών, κάτι απόλυτα απαραίτητο για να σχηματίσει ο ερευνητής
μια σφαιρική εικόνα. Επίσης, εξετάστηκε το κατα πόσο οι δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
αποτελούν προϊόν άμεσου ή έμμεσου δανεισμού, καθως υπάρχουν και περιπτώσεις
τουρκισμών που οφείλονται σε επαφή με άλλες βαλκανικές γλώσσες. Τέλος, πρέπει να
επισημανθεί οτι μιά γενικότερη συμβολή της παρούσας εργασίας στην ερευνητική διαδικασία
είναι οτι προτείνονται λύσεις για μερικές βασικές προβληματικές ερευνητικές πρακτικές που
διαστρεβλώνουν τα γλωσσικά δεδομένα και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε
αποπροσανατολισμό της γλωσσολογικής (διαλεκτολογικής, τουρκολογικής κλπ.) έρευνας.
/ 372 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αγγλική περίληψη
ABSTRACT
The main topic of this paper is the phonetic adaptation of the Turkisms (Turkish
loanwords) into the Greek “microdialects” (linguistic microvarieties) of SW Macedonia
(Greek administrative region (prefecture) of “Western Macedonia”), while morphological
adaptation issues were avoided. The Turkisms of the microdialect of the town of Kozani
(Kozani Greek) are at the forefront, while interpretations are also made for the Turkisms of
other Northern Greek varieties, of Standard Modern Greek and of more distant
(geographically and liguistically) Greek varieties, such as the Cretan and the Pontic
dialect, but also of Balkan varieties (languages/(micro)dialects), always in relation to the
issues raised by the (Greek) material from SW Macedonia. While examining the linguistic
and historical context, we find that Kozani Greek is clearly a part of the Greek environment
of SW Macedonia and came into contact with Turkish from the late 14th century. Given
that the language contact occured at dialectal level, an attempt was made to investigate
the characteristics of the Turkish varieties with which the Greeks of SW Macedonia came
into contact. The conclusion is that the Greek microdialects of SW Macedonia came into
contact with Turkish varieties that are not fundamentally distant from the Modern Turkish
Koine (MTK), but differ from it in some aspects. Thus, MTK is used as a starting point for
examination, but at the same time the available Turkish material from the Balkans is
analyzed, while the material from other Balkan languages is also taken into account. The
research also includes Ottoman dictionaries, with the aim of identifying dialectal or archaic
Turkish elements that could explain the form of the Greek Turkisms, while in addition to
the geographical dimension, the paper examines also the historical dimension of the
Greek Turkisms of SW Macedonia, because this is absolutely essential for the researcher,
in order to form a complete picture of the situation. Another issue that has been examined
is whether the Turkisms are a product of direct or indirect borrowing, because there are
cases in which Turkisms were introduced to Greek via other Balkan languages. Finally, it
should be noted that a more general contribution of the present paper to the research
process is that solutions are proposed to some of the main problematic research practices
which distort linguistic data and may even lead to disorientation of the linguistic
(dialectological, turkological, etc.) research.
/ 373 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
/ 374 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
/ 375 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
/ 376 /