You are on page 1of 376

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΤΟΥΡΚΙΣΜΟΙ

Η ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2021
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
Η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων
στα ελληνικά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας

(κύρια μεταπτυχιακή εργασία)

ΕΚΠΟΝΗΣΗ: Χριστόδουλος Χριστοδούλου (ΑΜ: 1122)

ΕΠΟΠΤΗΣ: Δώρης Κυριαζής (επίκουρος καθηγητής)

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Χρήστος Τζιτζιλής (τακτικός καθηγητής)


Δώρης Κυριαζής (επίκουρος καθηγητής)
Γιώργος Παπαναστασίου (επίκουρος καθηγητής)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
Η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων
στα ελληνικά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


Φιλοσοφική Σχολή

Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας

Ειδίκευση:
Ιστορική και Βαλκανική Γλωσσολογία

Θεσσαλονίκη, Απρίλης 2021


ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α:1. ΣΤΟΧΟΙ

Α:1.1. Θέμα της εργασίας είναι η φωνητική προσαρμογή των δυτικομακεδόνικων


τουρκισμών και συνεπώς τελικός στόχος ήταν η εξακρίβωση των αντιστοιχιών ανάμεσα
στους τούρκικους και τους ελληνικούς φθόγγους.

Α:1.2. Λόγω του φωνητικού προσανατολισμού της εργασίας, δέ θίχτηκαν θέματα


μορφολογικής προσαρμογής, όπως ο δανεισμός των -(ι)λίκ΄ & -τζής ώς παραγωγικών
καταλήξεων1 και η ελλειπτική απόδοση σύνθετων δομών2.

Μορφολογικές ή παρετυμολογικές ερμηνείες επιχειρήθηκαν μόνο αντιπαραθετικά με


τις αντίστοιχες φωνητικές και κυρίως όταν οι τελευταίες δέν ήταν (ή τουλάχιστον: δέν
έμοιαζαν) αρκετές.3

Α:1.3. Πιό εξαντλητική προσέγγιση επιχειρήθηκε σχετικά με τους τουρκισμούς του


ιδιώματος της Κοζάνης, στο υλικό του οποίου τόσο ο γράφων, όσο και ο αναγνώστης
απο το 2017 έχουν πληρέστερη πρόσβαση (δές ΛΚΙ), ενώ ερμηνείες επιχειρήθηκαν και
για τα υπόλοιπα ιδιώματα του βορειοελλαδικού χώρου4, πάντα ομως σε σχέση με τα
ζητήματα που θέτει το υλικό της Δυτικής Μακεδονίας.

Επίσης, απόπειρες ερμηνείας επιχειρήθηκαν όχι μόνο για την ΚΝΕ 5 , αλλα και για
άλλες, πιό απομακρυσμένες ελληνικές διαλέκτους, όπως τα κρητικά6 και τα ποντιακά7.

1 Το -(ι)λίκ΄ είναι παραγωγικό στα κοζανίτικα (π.χ. τανιούμι> ταν.τσ.τάρας> ταν.τσ.ταρλίκ΄), αλλα τα -τζής/-τσής απαντούν
σχεδόν αποκλειστικά σε συνδυασμούς με τούρκικης προέλευσης βάσεις και δέ μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε
«παραγωγικά», αλλα απλώς «τέρματα»: π.χ. κιρατζής, κουμαρτζής, μπακαρτζής, ουμουρτζής, σιακατζής,
τσιουρμπατζής, χαντζής, χατιρτζής & χουζουρτζής (ΛΚΙ).
2 δές π.χ. Χριστοδούλου 2006.

3 δές π.χ. (α) koşi/koşu> κουσί, κουσή (Β:1.10.8.), (β) bağdadi> μπαγντατί (Β:2.1.3.2.1.), (γ) nalça> αλτζιάς

(Β:2.1.3.2.2.), (δ) mangal> μανγκάν΄ (Β:2.7.3.), (ε) bahşiş/bakşiş> μπαχτσίσ΄ (Β:2.10.4.3.), (στ) -cI> -τζής & -τζού
(Β:2.11.3.), (ζ) mukavva> μπακαβάς (Β:2.19.3.), (η) tahın> ταρχΐν΄ & τραχΐν΄ (Β:2.21.2.), (θ) gölcük> γκιουλτζίκ΄
(Γ:1.9.4.5.), (ι) acem pilâvı> τζιάμ΄ πλιάφ΄ (Γ:2.2.4.10.) & (ια) havan> χαβάς (Δ:3.3.5.).
4 π.χ. σαλάμκους & κουσιός (Β:1.10.8.).

5 π.χ. μπαξίσι (Β:2.10.4.3.).

6 π.χ. ντελικαλής (Β:1.14.6.).

7 π.χ. γιακά (Δ:3.3.2.).

/4/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:2.

Εξάλλου, όταν για παμβαλκανικά φαινόμενα συνεξετάζεται υλικό απο διάφορες


βαλκανικές γλώσσες και διαλέκτους, οι ερμηνείες που επιχειρούνται αφορούν και αυτές
τις ποικιλίες.

Α:1.4. Ο βασικός στόχος της εργασίας δέν είναι η επίλυση όλων των προβλημάτων,
αλλα σε πολλές περιπτώσεις το να τεθούν τα προβλήματα ή να αναδειχτεί το γεγονός οτι
μπορούμε να έχουμε περισσότερες απο μία απαντήσεις: π.χ. μπακλαΐ & μπακλαή
(Β:1.20.5.), καλαούης (Γ:2.2.4.6.), πατλιτζιάν΄ (Γ:2.4.4.), αχούρι & σατούρ’ (Γ:2.6.3.) &
μουσαφίρης (Γ:2.6.5.).

Α:2. Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α:2.1. Η εργασία αποτελείται απο τρία μέρη: το πρώτο μέρος καταλαμβάνει η


ανάλυση, το δεύτερο το υλικό και το τρίτο τα ευρετήρια.
Το πρώτο μέρος χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια (Α, Β, Γ, Δ): το πρώτο κεφάλαιο
αποτελεί η παρούσα γενική εισαγωγή, στο δεύτερο εξετάζονται τα σύμφωνα, στο τρίτο τα
φωνήεντα και στο τέταρτο ο τόνος.
Το δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο αποτελούνται απο δύο ενότητες το καθένα: στην
πρώτη απο τις ενότητες εξετάζονται οι τούρκικοι φθόγγοι (ΤούΣύμ & ΤούΦων: Β:1. &
Γ:1.), ενώ στη δεύτερη οι ελληνικοί (ΕλλΣύμ & ΕλλΦων: Β:2. & Γ:2.).
Οι τούρκικοι φθόγγοι εξετάζονται ώς προς τα χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά, την
ιστορία και τις κανονικές ελληνικές-τους αποδόσεις, ενώ οι ελληνικοί ώς προς τα
χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά και τους διάφορους τούρκικους φθόγγους που
αποδίδουν.
Πρίν απο τις τούρκικες και ελληνικές ενότητες του δεύτερου και του τρίτου κεφαλαίου
προτάσσονται εισαγωγές οπου εξετάζονται τα βασικότερα φαινόμενα, δηλαδή αυτά που
αφορούν σημαντικές ομάδες φθόγγων (Β:1.1., Β:2.1., Γ:1.1., Γ:2.1.).

Α:2.2. Στο δεύτερο μέρος δίνεται σε μορφή λημματολογίου το δυτικομακεδόνικο υλικό


που εξετάζεται στο πρώτο μέρος και το σχετικό τούρκικο υλικό, αλλα και γενικότερα το
υλικό απο τις βαλκανικές και μεσανατολικές ποικιλίες που κρίθηκε απαραίτητο για την
ετυμολόγηση.
Επειδή στην εργασία δίνεται προτεραιότητα στη φωνητική και τη μορφολογία, έρχεται
σε δεύτερη μοίρα η σημασιολογία κι έτσι στο λημματολόγιο προτιμούνται οι κυριολεκτικές

/5/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:2.

σημασίες των λέξεων, ενώ παραλείπονται οι μεταφορικές (εκτός φυσικά άν παραδίδονται


μόνο τέτοιες).
Τα καθαρευουσιάνικα ερμηνεύματα δίνονται μεταγλωττισμένα στη δημοτική, ενώ όπου
κρίνεται σκόπιμο δίνονται τα καθαρευουσιάνικα ερμηνεύματα μέσα σε εισαγωγικά («»),
καθως γενικότερα μέσα σε εισαγωγικά δίνονται τα ερμηνεύματα, όταν δέν είναι σαφής η
διατύπωση.
Σχετικά με τις παραπομπές: τόσο στο λημματολόγιο του δεύτερου μέρους, όσο και στο
κείμενο του πρώτου μέρους οι παραπομπές στις πηγές μπορούν να είναι είτε άμεσες,
είτε έμμεσες.
Άμεσες είναι οι τυπικές επιστημονικές παραπομπές, δηλαδή με συντομογραφημένο
τίτλο της βιβλιογραφίας, που ακολουθείται απο τον αριθμό της σελίδας ή το -σωστά
αλφαβητισμένο- λήμμα, μέσα σε εισαγωγικά («»).
Για λόγους οικονομίας, δηλαδή αποφυγής των πλεονασμών στα συνεπή λημματολόγια
δέ δίνεται πάντα το λήμμα ή ο αριθμός της σελίδας, αλλα -φυσικά- η παραπομπή γίνεται
υποχρεωτικά με αριθμό σελίδας, όταν το λήμμα δέ βρίσκεται στη σωστή (αναμενόμενη)
αλφαβητική θέση.
Έμμεσες είναι οι παραπομπές που δίνονται με συντομογραφίες που παραπέμπουν σε
συγκεκριμένα λημματολόγια της βιβλιογραφίας.
Έμμεσες παραπομπές δίνονται μόνο όταν πρόκειται για καλά οργανωμένα
λημματολόγια, καθως εκεί ο αναγνώστης μπορεί να βρεί τα σχετικά λήμματα χωρίς
ιδιαίτερες δυσκολίες, δηλαδή εφόσον ακολουθεί πιστά την αλφαβητική σειρά που έχει
ορίσει ο συντάκτης.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις (κείμενα, λάθος αλφαβήτιση του λήμματος κλπ.)
δίνονται άμεσες παραπομπές με τον αριθμό της σελίδας, όπως και για τα
αραβογράμματα λεξικά.

Α:2.3. Το τρίτο μέρος αποτελείται απο τα ευρετήρια, που αποτελούν συμπλήρωμα του
πρώτου μέρους, καθως στόχο έχουν να διευκολύνουν τη μετάβαση απο το υλικό στην
ανάλυση.
Στα ευρετήρια δίνονται λεξικές, μορφολογικές και φωνητικές/φωνολογικές μονάδες
(λέξεις, δεσμευμένα μορφήματα, φθόγγοι/φωνήματα), αλλα και ακολουθίες φωνηέντων
και συμφώνων (συμπλέγματα) και οι παραπομπές δέν αφορούν σελίδες, αλλα χωρία του
πρώτου μέρους (υποενότητες, παραγράφους κλπ.), στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να
ανατρέχει χρησιμοποιώντας τον πίνακα περιεχομένων.

/6/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.

Α:3. ΓΛΩΣΣΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Α:3.1. Ώς προς τη θέση του κοζανίτικου ιδιώματος ανάμεσα στις νεοελληνικές


διαλέκτους, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι είναι σαφώς ενταγμένο στο πλαίσιο των
Δυτικομακεδόνικων Ιδιωμάτων της Ελληνικής, κάτι που γίνεται πιό συγκεκριμένο με την
κατάταξη του Χρ. Τζιτζιλή.
Έτσι, ο Τζιτζιλής χωρίζει τα Βόρεια Ιδιώματα σε δύο μεγάλες ομάδες: τη Νοτιοδυτική
(ΝΔ) και τη Βορειοανατολική (ΒΑ). Στη ΝΔ ανήκουν τα ιδιώματα της Ηπείρου και της
Στερεάς Ελλάδας, ενώ στη ΒΑ τα ιδιώματα της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Δυτικής
Θράκης και των νησιών του Αιγαίου.
Η ΒΑ Ομάδα χωρίζεται σε δύο ζώνες, τη Δυτική (ή: Νοτιοδυτική) και την Ανατολική (ή:
Βορειοανατολική), που διακρίνονται με βάση τρία ισόγλωσσα, δύο ισόφωνα (isophones)
και ένα ισόμορφο (isomorph).
Στη Δυτική(/Νοτιοδυτική) Ζώνη ανήκουν τα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας, της
Θεσσαλίας και κάποια απο τα ιδιώματα της Κεντρικής Μακεδονίας, καθως (α) διατηρούν
τα συμπλέγματα [mb nd ng], (β) δέν ανομοιώνουν το σύμπλεγμα /rθ/ και (γ) σχηματίζουν
πληθυντικούς με τους δείκτες -αί(οι) & -αραί(οι).
Αντίθετα, στην Ανατολική(/Βορειοανατολική) Ζώνη ανήκουν κάποια απο τα ιδιώματα
της Κεντρικής Μακεδονίας, τα ιδιώματα της Ανατολικής Μακεδονίας, της Δυτικής Θράκης
και των νησιών Αιγαίου, καθως στα ιδιώματα αυτά (α) απερρινώνονται τα συμπλέγματα
[mb nd ng] σε [b d g], (β) ανομοιώνεται το σύμπλεγμα /rθ/ σε /rt/ και (γ) σχηματίζονται
πληθυντικοί με τους δείκτες -οί & -αροί1.

Α:3.2. Σχετικά με την ιστορία της περιοχής: η περίοδος της πολιτικής ρευστότητας που
ακολούθησε την άλωση της Πόλης (Κωνσταντινούπολης) απο τους Σταυροφόρους
(1204) κλείνει με την εγκαθίδρυση της οθωμανικής κυριαρχίας στη βαλκανική ενδοχώρα.
Ημερομηνία-σύμβολο για την εγκαθίδρυσή-της είναι η δεύτερη Άλωση το 1453, αλλα
τότε η Κωνσταντινούπολη είχε πάψει απο καιρό να είναι η «Βασιλεύουσα», ενώ πολλές
ελληνόφωνες περιοχές είχαν ήδη περιέλθει στον έλεγχο των Οθωμανών.

1 δές Τσολάκη 50-2, 168, ΛΚΙ «-αίοι».

/7/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.

Όσον αφορά τη Μακεδονία, το 1391 καταλήφθηκε η Θεσσαλονίκη και στερεώθηκε η


οθωμανική εξουσία και στην υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία, ενώ το 1393 είχαν
καταληφθεί τα Σέρβια και συνεπώς και η περιοχή της Κοζάνης1.
Έτσι, απο τη δεκαετία του 1390 αρχίζει ουσιαστικά η Τουρκοκρατία για το νότιο τμήμα
του σημερινού νομού Κοζάνης και απο τότε άρχισαν και οι εποικισμοί τουρκόφωνων
μουσουλμάνων στη ΝΔ Μακεδονία2.
Με αυτό τον τρόπο συμπληρώθηκε σε γενικές γραμμές το δημογραφικό και γλωσσικό
πλαίσιο, που διατηρήθηκε μέχρι το 1912, οπότε η Δυτική Μακεδονία εντάχθηκε στο
νεοελληνικό κράτος.

Α:3.3. Βέβαια, οι ελληνόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας ήδη συμβίωναν με


αλλόγλωσσες ομάδες όπως οι σλαβόφωνοι3, αλλα γενικά μπορούμε να πούμε οτι απο τα
τέλη του 14ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δέν επήλθε κάποια ανατροπή σε
δημογραφικό και πολύ περισσότερο σε γλωσσικό επίπεδο: χαρακτηριστική είναι η
επισήμανση του Λεφέβρ, οτι «καθώς οι Τούρκοι δέν επιδίωκαν να προσηλυτίσουν ή να
αφομοιώσουν τους χριστιανούς, άφηναν να τους διοικούν οι ιερείς και οι πρόκριτοί-
τους»4.

Α:3.4. Έτσι, η Δυτική Μακεδονία έζησε πάνω απο πέντε αιώνες τουρκικής επίδρασης,
κατα τη διάρκεια των οποίων επήλθαν αξιοσημείωτες μεταβολές σε επιμέρους
χαρακτηριστικά της τουρκικής, όπως οι πραγματώσεις του /γ/ (Β:1.10.8.) και η εξέλιξη του
senduk σε sanduk μέχρι το 1680 (Γ:1.3.7.4.).

Α:3.5. Όπως επισημαίνουν οι Δουγά & Τζιτζιλής (Γλ.Πιερ. 15), ο δανεισμός


συντελέστηκε σε επίπεδο διαλέκτων και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έγινε προσπάθεια
διερεύνησης των χαρακτηριστικών των τούρκικων ποικιλιών με τις οποίες ήρθαν σε
επαφή οι Δυτικομακεδόνες· συγκεκριμένα, με αφορμή τις αποδόσεις του τούρκικου /γ/
εξετάστηκε άν τα ελληνικά ιδιώματα ήρθαν σε επαφή με τούρκικες ποικιλίες που είχαν
ανατολικοβαλκανικά ή δυτικοβαλκανικά χαρακτηριστικά.

1 Βακαλόπουλος 41, 47, 52 (χάρτης).


2 Βακαλόπουλος 51.
3 Για τους ελληνικούς σλαβισμούς της Δυτικής Μακεδονίας δές Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.

4 Georges Lefebvre, Η Γαλλική Επανάσταση (μετάφραση: Σπ. Μαρκέτος), Αθήνα 20042: σελ. 28.

/8/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:3.

Α:3.6. Πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα που έχει να κάνει με το άν τα
τούρκικα με τα οποία ήρθαν σε επαφή οι Δυτικομακεδόνες έμοιαζαν με τη Σύγχρονη
Κοινή Τουρκική (ΣΚΤ).

Α:3.7. Το συμπέρασμα που προκύπτει απο την εξέταση του υλικού είναι οτι οι
διάλεκτοι που είχαν σάν πρότυπο οι Δυτικομακεδόνες φαίνεται οτι πράγματι βρίσκονταν
κοντά στη ΣΚΤ (Β:1.10.8.).
Έτσι, η ΣΚΤ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σάν αφετηρία για την ανάλυση και ερμηνεία
των ελληνικών τουρκισμών της Δυτικής Μακεδονίας.

Α:3.8. Βέβαια, ερευνητές όπως ο Κυρανούδης (1995, 1998, 2009) τονίζουν τη


βαλκανική διάσταση του δανεισμού επισημαίνοντας χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν
τα τούρκικα των Βαλκανίων απο τη ΣΚΤ, καθως σε λεξιλογικό κυρίως επίπεδο
παρατηρούνται αρκετές αναντιστοιχίες ανάμεσα στη ΣΚΤ και τους βαλκανικούς
τουρκισμούς: έτσι, τα βακΐτ΄, vakăt & vakat (Γ:1.4.7.2.) και ταχΐν΄, taxăn, tahân & tăhîne
(Γ:1.4.7.3.) δέ μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τα vakit και tahin της ΣΚΤ.
Μιά λύση είναι να καταφύγουμε σε οθωμανικά λεξικά όπως του Redhouse και του
Χλωρού, στα οποία καταγράφονται οι οθωμανικοί τύποι vakıt και tahın, που αποτέλεσαν
τα πρότυπα για τους παραπάνω τουρκισμούς.
Τύποι όπως το vakıt είναι διαλεκτικοί, καθως καταγράφονται και για βαλκανικές ή
μικρασιατικές διαλέκτους1, ενώ τα λεξικά αυτά καταγράφουν και τύπους που δέν υπάρχει
ούτε το αντίστοιχό-τους στη ΣΚΤ1.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν οτι τα συγκεκριμένα λεξικά έχουν ιδιαίτερη διαλεκτολογική
αξία, καθως φαίνεται οτι το υλικό-τους αντλείται απο μια οθωμανική ποικιλία της
τουρκικής που ήταν οικεία αφενός στη μεγάλη λαϊκή μάζα των Βαλκάνιων υποτελών της
αυτοκρατορίας και αφετέρου στους συγκεκριμένους λεξικογράφους.
Οι συγκεκριμένοι λεξικογράφοι συνέταξαν και δημοσίευσαν τα λεξικά-τους στην
πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη και φαίνεται οτι η ποικιλία απ’ όπου αντλούν το
υλικό-τους ο Redhouse και ο Χλωρός πρέπει να αναζητηθεί στην καθομιλουμένη που
χρησιμοποιούσε η οθωμανική άρχουσα τάξη, δηλαδή στο ιδίωμα της Οθωμανικής
Κωνσταντινούπολης, αυτό ομως δέν αποτελεί παρα μιά υπόθεση εργασίας που πρέπει
να ελεγχθεί απο ιδιαίτερη έρευνα.

1 πρβλ. επίσης petmez, kayret (Β:2.1.3.3.), zanāt (Γ:1.10.5.), zabun (Γ:2.2.4.4.) & patlican (Γ:2.2.4.8.).

/9/
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

Α:4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ

Α:4.1. Τόσο για μεθοδολογικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους 1 κατ’ αρχάς σάν
πηγές τούρκικου υλικού χρησιμοποιούνται λεξικά που αφορούν τη ΣΚΤ (ΤούρκΛεξ,
Doğan) και με τη βοήθεια της γραμματικής των Göksel & Kerslake (TurkGram)
επιχειρείται η ερμηνεία των δυτικομακεδόνικων τύπων.

Α:4.2. Όταν παρατηρούνται αναντιστοιχίες σε σχέση με τη ΣΚΤ, εξετάζεται το κατα


πόσο αυτές μπορούν να αποδοθούν σε (α) παλιότερες φάσεις της τουρκικής γλώσσας,
(β) ιδιαιτερότητες των τούρκικων ιδιωμάτων των Βαλκανίων (Rumeli Türkçesi), (γ)
φαινόμενα των δυτικομακεδόνικων ιδιωμάτων ή (β) μεσολάβηση τρίτων γλωσσών.

Πολλές φορές ένα γλωσσικό φαινόμενο μπορεί να ερμηνευτεί μέσα απο μια αναγωγή
σε παλιότερες φάσεις της τουρκικής: π.χ. σιντούκ΄/σιαντούκ΄ <senduk (Γ:1.3.7.4.),
ντ΄βάρ΄ <*ντιβάρι <divar (Β:2.13.3.).

Άλλες φορές οι εξελικτικές τάσεις της τουρκικής γλώσσας, που αντανακλούν στις
διαλέκτους, μπορούν να εξηγήσουν τα διάφορα φαινόμενα: π.χ. μουφλιούηζς <*müflüz
(Β:1.22.4.).

Όταν μια ιδιαιτερότητα απαντά μόνο σε κάποια ελληνικά ιδιώματα, τότε εξετάζεται η
πιθανότητα να οφείλεται σε φαινόμενα των ελληνικών ιδιωμάτων: π.χ. νταβάν΄
(Β:2.1.3.3.).

Τέλος, όταν ούτε οι τούρκικες, ούτε οι ελληνικές γλωσσικές διαδικασίες μπορούν να


εξηγήσουν τις δυτικομακεδόνικες ιδιαιτερότητες, εξετάζεται το ενδεχόμενο ένας τύπος να
οφείλεται σε μεσολάβηση τρίτων γλωσσών: π.χ. κλιούνγκ΄ (Β:1.13.6.3.), τιτιούν΄
(Γ:1.9.4.6.), Τσιάπου (Γ:2.6.8.1.) & μπρουσίμ’ (Γ:2.6.9.1.).
Στη μεσολάβηση τρίτων γλωσσών πρέπει να συνυπολογίσουμε και την επίδραση που
άσκησε στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα η ΚΝΕ 2 , ενώ ανοιχτό μένει το ενδεχόμενο
τουρκισμών που οφείλονται σε έμμεσο δανεισμό με βάση προσφυγικές διαλέκτους,
καθως είναι ένα θέμα για το οποίο δέν έχουν επισημανθεί στοιχεία.

1 π.χ. λατινογενές αλφάβητο & λεξιλογική πληρότητα.


2 π.χ. τσουράκ΄ (Β:2.10.3.) & -τζής, -τζού (Β:2.11.3.).

/ 10 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

Α:4.3. Όπως είδαμε (Α:3.8.), ένα βασικό ζητούμενο είναι το κατα πόσο κάποιες
διαλεκτικές τάσεις της τουρκικής ήταν παρούσες στα Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό
χρησιμοποιείται η «ένταξη των δυτικομακεδόνικων τουρκισμών στο βαλκανικό
περιβάλλον», δηλαδή η συνεξέταση των αντίστοιχων τύπων στις υπόλοιπες γλωσσικές
ποικιλίες των Βαλκανίων.
Με αυτή τη μέθοδο κι εφόσον ένας ικανοποιητικός αριθμός βαλκανικών τουρκισμών
συνηγορεί υπέρ ενός τύπου που αποκλίνει απο τη ΣΚΤ, τότε αυτός ο τύπος μπορεί να
θεωρηθεί οτι ανήκε στα βαλκανικά τούρκικα: π.χ. *ihtibar (Β:2.4.4.).
Ακόμα πιό πιθανές μπορούν να αποδειχτούν οι αποκαταστάσεις, όταν τα ίδια
φαινόμενα τεκμηριώνονται για άλλες διαλέκτους, όπως οι μικρασιατικές: π.χ. η σημασία
''ξερολιθιά'' του κοζανίτικου τσιακΐλ΄ και του αλβανικού çakëll μπορεί να αποκατασταθεί
και για ένα βαλκανικό τούρκικο *çakıl, καθως και για διαλέκτους της Μικράς Ασίας το çakıl
καταγράφεται με την ίδια σημασία1.

Α:4.4. Πολλοί συλλέκτες υλικού τοπικών ιδιωμάτων προσπαθούν να βγάλουν


συμπεράσματα για τα διαλεκτικά φαινόμενα χρησιμοποιώντας τη ΣΚΤ σάν αφετηρία,
αυτό ομως συχνά γίνεται τυφλά, χωρίς δηλαδή να λαμβάνεται υπόψιν το ιστορικό πλαίσιο
και βασικά η ίδια η ιστορία της κοινής.
Αυτό σημαίνει οτι πολλές φορές ακολουθείται μια αυθαίρετη, δηλαδή μή επιστημονική
πρακτική που οδηγεί σε αμφίβολα αποτελέσματα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Kakuk (1961:313), που με βάση το tarçın της
ΣΚΤ βγάζει το συμπέρασμα οτι στο διαλεκτικό darçın είχαμε /t/ > /d/, ενώ στην
πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, καθως το πέρσικης προέλευσης darçın εξελίχτηκε
στο tarçın2, με αηχοποίηση του /d/.
Ακόμα πιό αινιγματική είναι η περίπτωση του Dallı (85), που θεωρεί οτι τα porsuk &
parmak της ΣΚΤ εξελίχτηκαν στα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας σε borsuk & barmak,
παρότι στην αμέσως προηγούμενη σελίδα έχει σημειώσει την τροπή του b- σε p-.
Τη λύση μπορεί να δώσει η διαχρονική εξέταση των φωνητικών αλλαγών και για την
περίπτωση του Dallı μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι γενικά το σύγχρονο p- αντιστοιχεί
σε ετυμολογικό *b- που αποηχηροποιήθηκε, ενώ το σημερινό p- δέ μπορεί να συνδεθεί
με το πρωτοτουρκικό *p-, καθως το δεύτερο εξακολουθητικοποιήθηκε δίνοντας διχειλικό

1 περιοχές İzmir, Çanakkale, Eskişehir, Zonguldak & Ankara.


2 δές π.χ. ΕτυμTietze «darçın», Eren & Nişanyan 2009 «tarçın», Dizdari «darçin» & BER «дарчин».

/ 11 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

τριβόμενο [ɸ], που εξελίχτηκε σε γλωσσιδικό τριβόμενο [h] και τελικά σιγήθηκε (TurkLang
71, 95-6).
Βέβαια, τα ηχηρά κλειστά των darçın, borsuk & barmak θα μπορούσαν πράγματι να
αποδοθούν σε εναλλαγές ηχηρότητας, όπως προτείνουν η Kakuk και ο Dallı (δές
Β:1.1.3.3.), ομως τέτοιες ερμηνείες, εφόσον δέν έχουν εξεταστεί διεξοδικά, πρέπει να
αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, καθως οι συγκεκριμένοι διαλεκτισμοί μπορούν χωρίς
πρόβλημα να θεωρηθούν φωνητικοί αρχαϊσμοί.
Προκειμένου να αποφευχθούν τέτοιου είδους αυτοσχέδιες και αμφίβολες ερμηνείες,
χρησιμοποιήθηκαν σά γνώμονας τα δεδομένα της διαχρονίας και των γλωσσικών
επαφών, κάτι που συχνά οδηγεί μέχρι και τις ξενικές (μή τούρκικες) αφετηρίες των
τούρκικων στοιχείων: π.χ. ντ΄βάρ΄ & σιντούκ΄/σιαντούκ΄ (Α:4.2.), κουσιάφ’ & ξιάφ’
(Β:2.2.3.) & *póyras/*póyraz> απόιρας (Δ:3.2.).

Α:4.5. Κλείνοντας, πρέπει να γίνουν μερικές παρατηρήσεις ώς προς την ορολογία και
ειδικά γύρω απο τη διαλεκτολογική ορολογία, οπου πολλές διακρίσεις δέν είναι σαφείς.

Α:4.5.1. Γλώσσες, Διάλεκτοι, Υποδιάλεκτοι και Ιδιώματα


Εφόσον η παρούσα εργασία είναι μια διαλεκτολογική εργασία, είναι απαραίτητο να
ξεκαθαριστούν μερικά βασικά προβλήματα απο την ορολογία της ελληνικής
διαλεκτολογίας.
Υπάρχουν πάρα πολλά θέματα, ζητήματα και προβλήματα που θα μπορούσε κανένας
να αναφέρει, να παρατηρήσει, να συζητήσει και να ξεκαθαρίσει γύρω απο τη βασική
διαλεκτολογική ορολογία, ομως δέν έχουν όλα θέση στην εισαγωγή μιας διαλεκτολογικής
εργασίας.
Το βασικότερο που πρέπει να επισημάνουμε είναι οτι η ελληνική διαλεκτολογική
ορολογία πάσχει απο μια προκατάληψη και μια πολύπλευρη ασάφεια κυρίως γύρω απο
τον όρο διάλεκτος, ενώ ασάφεια επικρατεί και γύρω απο όλες τις βασικές μονάδες
διαλεκτολογικής κατάταξης, κάτι που συχνά οδηγεί ακόμα και σε αποπροσανατολισμό
της γλωσσολογικής έρευνας και πρακτικής.
Εδώ θα παρουσιάσουμε πολύ σύντομα τις βασικές μόνο μονάδες διαλεκτολογικής
κατάταξης, δηλαδή τη γλώσσα (αγγλ. language), τη διάλεκτο (αγγλ. dialect), την
υποδιάλεκτο (αγγλ. subdialect) και το ιδίωμα (αγγλ. microdialect), ενώ για περισσότερα
ζητήματα και αναλυτικότερη συζήτηση ο αναγνώστης μπορεί να συνεχίσει να
ενημερώνεται απο τα ιστολόγια Κοζανιτολόγιο και Γλωσσολόγιο.

/ 12 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

Α:4.5.1.1. Γλώσσες, Διάλεκτοι και Ιδιώματα


Ένα βασικό ζήτημα είναι η διάκριση ανάμεσα σε «διαλέκτους» και «ιδιώματα», που ο
Πετρούνιας (2002:110-3) επισημαίνει αναφέροντας π.χ. οτι κάποιοι χρησιμοποιούν το
«βόρεια ιδιώματα» και κάποιοι άλλοι το «βόρειες διάλεκτοι» για τις ίδιες ακριβώς
ποικιλίες, ενώ χαρακτηριστικό είναι οτι το Ιστορικόν λεξικόν της νέας ελληνικής (ΙΛΝΕ)
φέρει τον υπότιτλο «της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων», κάνοντας σαφές
οτι για τους συντάκτες-του και οι διάλεκτοι πρέπει να ονομάζονται «ιδιώματα».
Ο Πετρούνιας (ό.π.) παρατηρεί οτι «[σ]υχνά χρησιμοποιείται ο όρος «ιδιώματα» για να
δηλώσει τις επιμέρους διαφορές μιάς διαλέκτου» και προτείνει μια σχηματοποίηση
σύμφωνα με την οποία «γλώσσα» είναι μια ομάδα γενετικά συγγενικών γλωσσικών
ποικιλιών.
Οι βασικότερες απο αυτές είναι οι διάλεκτοι, ανάμεσα στις οποίες διακρίνονται οι
τοπικές διάλεκτοι, που είναι γνωστές απλά σά «διάλεκτοι», και δίπλα-τους ξεχωρίζει η
υπερτοπική διάλεκτος, που ονομάζουμε «κοινή».
Οι (τοπικές) διάλεκτοι τελικά υποδιαιρούνται σε μικροποικιλίες που ονομάζουμε
«ιδιώματα», δηλαδή το ιδίωμα αποτελεί την ελάχιστη μονάδα διαλεκτολογικής κατάταξης
και τοποθετείται αμέσως πρίν το ιδιόλεκτο.

Α:4.5.1.2. Διάλεκτοι, Υποδιάλεκτοι και Ιδιώματα


Ένα υποπροϊόν του Σχήματος Πετρούνια είναι οτι, εφόσον τα «ιδιώματα»
αντιμετωπίζονται σάν υποδιαιρέσεις των «διαλέκτων», πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο
ιδίωμα για να δηλωθεί και η υποδιάλεκτος, δηλαδή για μια ομάδα ιδιωμάτων που
συνιστούν μια διακριτή υποενότητα στα πλαίσια μιας διαλέκτου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κρητικής διαλέκτου, στο εσωτερικό της οποίας
μπορούμε να διακρίνουμε δυό υποομάδες ιδιωμάτων, μιά ανατολική και μιά δυτική1.
Οι διαλεκτικές αυτές ομάδες συχνά χαρακτηρίζονται σάν «ιδιώματα», πολλοί δηλαδή
μιλάνε για δύο «ιδιώματα» της κρητικής διαλέκτου, ένα ανατολικοκρητικό και ένα
δυτικοκρητικό2.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ομως το κάθε «ιδίωμα» αφορά εκατοντάδες οικισμούς και τις
αντίστοιχες μικροποικιλίες: τίθεται έτσι εμφατικά το ζήτημα της λεξιλογικής διάκρισης της
μικροποικιλίας απο την ομάδα μικροποικιλιών.

1 δές π.χ. Κοντοσόπουλος 2000:36.


2 Δές π.χ. Ξανθινάκης 2000:17 & 20.

/ 13 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε τον όρο ιδίωμα για τη


«μικροποικιλία», δηλαδή για την ποικιλία που αφορά έναν μόνο οικισμό κάθε φορά και
τον όρο υποδιάλεκτος για την ομάδα μικροποικιλιών στο εσωτερικό μιας διαλέκτου.
Έτσι, στην περίπτωση της κρητικής διαλέκτου μπορούμε να μιλάμε για δύο
«υποδιαλέκτους», την ανατολικοκρητική και τη δυτικοκρητική, κάθεμιά απο τις οποίες
υποδιαιρείται σε εκατοντάδες ανατολικοκρητικά και δυτικοκρητικά ιδιώματα.
Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε οτι στην ελληνόγλωσση διαλεκτολογία το σχήμα
γλώσσα> διάλεκτος> υποδιάλεκτος> ιδίωμα μπορεί να αποδειχτεί λειτουργικό για μια
στοιχειώδη κατάταξη.
Επίσης, στο ίδιο πνεύμα, στη θέση του ιδίωμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το
μικροποικιλία ή το μικροδιάλεκτος, ενώ για διαλέκτους και υποδιαλέκτους μπορούν να
χρησιμοποιηθούν περιφράσεις όπως ομάδα και υποομάδα ιδιωμάτων.
Στα αγγλικά το σχήμα αυτό μπορεί να διατυπωθεί ώς language> dialect> subdialect>
microdialect και πρέπει να παρατηρήσουμε οτι στα σερβοκροάτικα ήδη χρησιμοποιείται
το σχήμα jezik> dijalek(a)t> poddijalek(a)t> govor1.

Α:4.5.1.3. Γλώσσες και Γλώσσες


Ομως η τοπική διάσταση του προβλήματος είναι ίσως λιγότερο σημαντική σε σχέση με
την υπερτοπική, καθως πολλές φορές μια διάλεκτος φτάνει να παρουσιάζεται σά
γλώσσα.

Όπως εξηγεί ο Πετρούνιας (2002:111-2),

Διαδεδομένη είναι η προκατάληψη, η κοινή διάλεκτος να θεωρείται «γλώσσα» και οι


υπόλοιπες να θεωρούνται «διάλεκτοι».
[...]
Σοβαρές παρανοήσεις σχετικά με τη διάκριση γλώσσας και διαλέκτου οφείλονται
στους ίδιους τους ερευνητές, που συχνά δέ διακρίνουν με συνέπεια τα δύο
διαφορετικά μεγέθη. Μπορεί π.χ. να μιλάνε για τη «νέα ελληνική», ενώ στην
πραγματικότητα αναφέρονται μόνο στη διάλεκτο που χαρακτηρίζεται «κοινή
νεοελληνική» (ΚΝΕ), χωρίς να το δηλώνουν αυτό στον αναγνώστη, και συχνά χωρίς
να είναι συνειδητό ούτε στους ίδιους.

1 Δές π.χ. Okuka 2018:292, 293 κλπ.

/ 14 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα ελληνικά αποτελούν μερικά απο τα πιό γνωστά


λεξικά της ΚΝΕ, που με τους τίτλους-τους ανακυκλώνουν την ασάφεια
παραπληροφορώντας τον αναγνώστη οτι πρόκειται για λεξικά της «νέας ελληνικής
γλώσσας» (ΛΝΕ) ή της «νεοελληνικής γλώσσας» (ΛΝΓ), σε αντίθεση με το ΛΚΝ, που
ακριβολογεί, σά Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής [διαλέκτου].
Αυτό ομως που δέν επισημαίνει ο Πετρούνιας είναι οτι τη σύγχυση διευκολύνει η
ποικιλία των χρήσεων του όρου γλώσσα, καθως ο όρος δέ χρησιμοποιείται με μία μόνο
σημασία.
Πιό συγκεκριμένα: με το γλώσσα κατ’ αρχάς αναφερόμαστε σε ένα σύστημα λεκτικής
επικοινωνίας (π.χ. δέ μπορείς να καταλάβεις τί ΓΛΩΣΣΑ μιλάνε) και πρακτικά μπορεί να
δηλώσει οποιαδήποτε γλωσσική ποικιλία ή και υποποικιλία, όπως έναν συγκεκριμένο
τρόπο έκφρασης (ποιητική ΓΛΩΣΣΑ, ΓΛΩΣΣΑ του σχολείου, δημοσιογραφική ΓΛΩΣΣΑ,
κλπ.).
Έτσι, το γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε διάλεκτο και
οποιοδήποτε ιδίωμα: η ΓΛΩΣΣΑ του νησιού, η ΓΛΩΣΣΑ του χωριού-μου (ΛΣΔ).
Το γεγονός αυτό δέ θα δημιουργούσε προβλήματα απο μόνο-του, αλλα το γλώσσα
χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και για να δηλώσει ολόκληρες ομάδες συγγενικών
γλωσσικών ποικιλιών, καθως είδαμε οτι με το γλώσσα μπορούμε να αναφερόμαστε και
στο σύνολο των μελών μιας γλωσσικής οικογένειας.
Π.χ. οι όροι νέα ελληνικά και νέα ελληνική (ΓΛΩΣΣΑ) αφορούν όλες τις νεοελληνικές
διαλέκτους, ενώ ο όρος γλώσσα μπορεί να έχει πολύ ευρύτερο περιεχόμενο, δηλαδή
δηλώνει ακόμα και όλες τις ιστορικές φάσεις μιας ομάδας διαλέκτων.
Έτσι, ο όρος ελληνική ΓΛΩΣΣΑ καλύπτει όχι μόνο τις σύγχρονες και τις αρχαίες
ποικιλίες, αλλα και της ελληνιστικής εποχής, και της μεσαιωνικής, και της οθωμανικής
κλπ., ακόμα και την υποθετική πρωτοελληνική φάση.
Το τεχνικό δηλαδή πρόβλημα είναι οτι το γλώσσα στον ενικό μπορεί να δηλώνει
ταυτόχρονα τόσο ένα, όσο και περισσότερα απο ένα γλωσσικά συστήματα, κάτι που σε
συνδυασμό με την προκατάληψη υπέρ της κοινής οδηγεί στη μονοπώληση του όρου
«γλώσσα» απο την κοινή διάλεκτο και τον περιορισμό του όρου «διάλεκτος» στις τοπικές
διαλέκτους.

Α:4.5.2. Ώς «επίθημα» ή «κατάληξη» αναφέρεται ένα δεσμευμένο μόρφημα, που


βρίσκεται στο τέλος μιας λέξης και έχει κλιτική ή παραγωγική λειτουργία (αγγλ. suffix),
ενώ ώς «τέρμα» αναφέρεται το τελευταίο τμήμα μιας λέξης, χωρίς σε αυτό να είναι

/ 15 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:4.

απαραίτητα αναγνωρίσιμο κάποιο μόρφημα με κλιτική, παραγωγική ή απλά λεξική


λειτουργία.

Α:4.5.3. Για την τροπή των αστρόγγυλων φωνηέντων σε περιβάλλον χειλικού


συμφώνου στα αντίστοιχα στρογγυλά προτιμήθηκε ο όρος «στρογγύλωση», απο τους
όρους «χείλωση» & «χειλικοποίηση» (Γ:1.1.2.3.), καθως τα χείλη συμμετέχουν ούτως ή
άλλως στην πραγμάτωση των φωνηέντων, είτε είναι στρογγυλεμένα, είτε όχι1.
Θα μπορούσαν βέβαια να χρησιμοποιηθούν για το φαινόμενο αυτό και οι όροι
«στρογγύλεμα» & «στρογγυλοποίηση», αλλα, για καθαρά λόγους ακριβολογίας, θα ήταν
ίσως προτιμότερο να «παραχωρηθεί» το στρογγυλεύω στον ανεπίσημο λόγο, το
στρογγυλοποιώ στην επίσημη μαθηματική διατύπωση και να χρησιμοποιείται το
«στρογγύλωση» στη γλωσσολογία.
Απο την άλλη πλευρά, οι όροι «χειλικοποίηση» και «χείλωση» είναι περισσότερο
κατάλληλοι για να δηλώσουν την τροπή του πλευρικού /l/ στο χειλικό [ǔ] (δές Β:1.20.4.).

Α:4.5.4. Ώς προς τα τονικά παρώνυμα ζεύγη λαϊκών/λόγιων επιθέτων σε -ικος/-ικός


που παράγονται απο παροξύτονα εθνικά, θα ήθελα να επισημάνω οτι συνειδητά προτιμώ
τις λαϊκές πρόπαροξύτονες εκδοχές, χωρίς αυτό να έχει μειωτικές συνδηλώσεις.
Έτσι, προτίμησα το δυτικομακεδόνικος απο το δυτικομακεδονικός, το τούρκικος απο το
τουρκικός, το βουλγάρικος απο το βουλγαρικός, το σλάβικος απο το σλαβικός, το
ρουμάνικος απο το ρουμανικός, το πέρσικος απο το περσικός, το σλαβομακεδόνικος απο
το σλαβομακεδονικός, το σερβοκροάτικος απο το σερβοκροατικός κλπ.
Εξαιρούνται, φυσικά, οι περιπτώσεις μοναδικών τύπων (π.χ. βαλκανικός, ελληνικός,
κρητικός, αραβικός κλπ.), όπως και καθαρά λόγιες περιπτώσεις ορολογίας, όπως η
τουρκική (γλώσσα), η βουλγαρική (γλώσσα) κλπ.

1 Π.χ. η χειλική αρμονία αφορά τόσο τα στρογγυλά, όσο και τα αστρόγγυλα φωνήεντα (Γ:1.1.2.1.).

/ 16 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:5.

Α:5. Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΝΟΥ

Α:5. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα της δήλωσης του τόνου, καθως
αποτελεί ίσως την πιό σημαντική ορθογραφική διαφοροποίηση της παρούσας εργασίας
απο τις συμβάσεις που διέπουν την επίσημη νεοελληνική ορθογραφία.
Γενικά, ο γράφων τόσο στην παρούσα εργασία, όσο και στο λημματολόγιο του
Κοζανιτολογίου (ΛΚΙ), προτίμησε διαφοροποιήσεις απο την επίσημη νεοελληνική
ορθογραφία, καθως επιχείρησε να αποφύγει, ή έστω: να παρακάμψει κάποιες απο τις
δυσλειτουργικές εξαιρέσεις-της.
Ο στόχος αυτός έμεινε ανεκπλήρωτος, καθως οι διαφοροποιήσεις υπήρξαν
περιορισμένες και γενικά άτολμες, αλλα την πιό ριζοσπαστική διαφοροποίηση είχαμε στο
ζήτημα της δήλωσης του τόνου.
Η οξεία τόσο στο ΛΚΙ, όσο και στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται μετά ή πάνω
απο τα συμφωνικά γραφήματα για να δηλώσει την ουρανικότητα, ομως η χρήση-της
πάνω απο τα φωνηεντικά γραφήματα για τη δήλωση του τόνου εξακολουθεί να αποτελεί
τη σημαντικότερη λειτουργία-της.
Το πρόβλημα είναι οτι το κρατικό σύστημα δήλωσης του τόνου στην Ελλάδα, το
Επίσημο Μονοτονικό (ΕΜ) είναι μηχανιστικό και το μεγάλο-του μειονέκτημα είναι οτι
παρεμποδίζει τη σαφή δήλωση του τόνου καθιστώντας παραπλανητική τη χρήση της
οξείας.
Στην ουσία με το ΕΜ όχι μόνο δέ δηλώνεται με συνέπεια ο τόνος, αλλα ούτε κάν το
ίδιο διακρίνεται απο εσωτερική συνέπεια, ενώ ακόμα και το όνομά-του είναι
παραπλανητικό: παρότι περιγράφεται σά «μονοτονικό σύστημα τονισμού», ούτε
μονοτονικό ακριβώς είναι 1 , ούτε σύστημα, καθως στα συστήματα το ένα μέλος
συμπληρώνει το άλλο, ενώ στο ΕΜ ο ένας κανόνας ακυρώνει τον άλλο.
Πρόκειται δηλαδή για ένα συνοθύλευμα αντιφατικών κανόνων, που όχι μόνο καθιστούν
ανέφικτη τη συνεπή δήλωση του τόνου, αλλα παρεμποδίζουν και την ίδια την εφαρμογή
του ΕΜ.
Γενικότερα, το ΕΜ είναι ένα μόνο δείγμα των ασυνάρτητων γλωσσικών και
ορθογραφικών πρακτικών του νεοελληνικού κράτους2 και σε αυτές οφείλεται το χάος που

1 Πετρούνιας 2002:548.
2 Σχετικά με τον όρο πρακτικές, μπορούμε να σημειώσουμε οτι σε ορθολογικά πλαίσια ένα κράτος για τέτοιου είδους
ζητήματα εφαρμόζει μια πολιτική, δηλαδή ακολουθεί πρακτικές που διέπονται απο τους κατάλληλους κανόνες, αλλα

/ 17 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Γενική εισαγωγή Α:5.

παρατηρείται στη δήλωση του τόνου, ενώ οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ΕΜ οδηγούν
ακόμα και σε αποπροσανατολισμό της γλωσσολογικής έρευνας και πρακτικής.
Αυτό που αφορά ακόμα πιό άμεσα την παρούσα εργασία είναι οτι σε συνθήκες
βόρειου φωνηεντισμού η απουσία ή η παρουσία του τόνου επηρεάζει επιπλέον και την
ποιότητα των φωνηέντων και τον αριθμό των συλλαβών.
Συνεπώς, η έρευνα γύρω απο τα βόρεια ιδιώματα κινδυνεύει ακόμα περισσότερο σε
σχέση με ποικιλίες όπως η ΚΝΕ, καθως οι δηλωτικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες και οι
στρεβλώσεις περισσότερες.
Ένα μικρό δείγμα των στρεβλώσεων που προκαλεί η εφαρμογή του ΕΜ είναι
περιπτώσεις όπως του δέν και των απου/απο, οπου παραμορφώνεται η εικόνα ενός απο
τους δύο βασικούς κανόνες του βόρειου φωνηεντισμού, δηλαδή της στένωσης, που
παρουσιάζεται σά να μήν έχει γενική εφαρμογή: με τις γραφές <δεν, απού, από> το
βορειοελλαδίτικο δέν παρουσιάζεται σά λέξη οπου δέν ισχύει η στένωση των άτονων /e/,
ενώ το βορειοελλαδίτικο απου (ΚΝΕ απο) παρουσιάζεται σά λέξη οπου ένα τονισμένο /o/
στενώνεται σε /u/.
Διαπιστώνουμε δηλαδή οτι οι γραφές <δεν>, <απού> & <από> παραμορφώνουν τα
γλωσσικά δεδομένα και μπορούν να αποδειχτούν παραπλανητικές, ενώ είναι αναγκαία η
αντικατάστασή-τους απο τις γραφές <δέν>, <απου> & <απο>.
Έτσι, προκειμένου να απαλλαγεί η παρούσα εργασία απο τις στρεβλώσεις που
προκαλεί η εφαρμογή του ΕΜ, η παρουσία και η απουσία του τόνου δηλώνονται με
συνέπεια, δηλαδή μόνο με την παρουσία και την απουσία, αντίστοιχα, της οξείας πάνω
απο τα φωνηεντικά γραφήματα.1

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου (13.4.2021)

εφόσον δέν ακολουθείται κάποιο θεωρητικό πλαίσιο και οι γλωσσικές και ορθογραφικές επιλογές του επίσημου
κράτους είναι λίγο-πολύ ευκαιριακές, δέ δικαιούμαστε να μιλάμε για «γλωσσική/ορθογραφική πολιτική», παρα μόνο
για «γλωσσικές/ορθογραφικές πρακτικές».
1 Για αναλυτικότερη παρουσίαση του ζητήματος ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε απο τα λίνκ
http://glossologio.blogspot.com/2014/12/blog-post.html & http://kozanitologio.blogspot.com/2014/11/blog-post_9.html.

/ 18 /
ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ

Β:1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Β:1.1.1. Τα τούρκικα σύμφωνα μπορούν να διαιρεθούν στα φωνολογικά τριβόμενα /v z


ž f s š γ m n ł r j h/ <v, z, j, f, s, ş, ğ, m, n, l, r, y, h> και τα κλειστά, οπου κατατάσσονται τα
φωνητικά κλειστά /b d g p t k/ <b, d, g, p, t, k> και τα προστριβόμενα /dž č/ <c ç>.

Β:1.1.2. Κατα τις Göksel & Kerslake, με βάση το χαρακτηριστικό της ηχηρότητας τα
τούρκικα σύμφωνα χωρίζονται σε ηχηρά και άηχα:

ΑΗΧΑ p ç t k f s ş h

ΗΧΗΡΑ b c d g v z j ğ l m n r y1

Ο Κοντοσόπουλος (1998(β):636) χωρίζει τα τούρκικα σύμφωνα σε άηχα (/p č t k f s š


h/), ηχηρά (/b dž d g v z/) και ουδέτερα (/γ ł m n r j/).

Βέβαια, θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος οτι είναι προτιμότερη η


κατηγοριοποίηση των Göksel & Kerslake, καθως τα σύμφωνα που ο Κοντοσόπουλος
χαρακτηρίζει «ουδέτερα» συμπεριφέρονται σάν ηχηρά, ενώ η ηχηρή ποιότητα των
«ουδέτερων συμφώνων» τονίζεται και μόνο απο το γεγονός οτι τα /r ł/ διαθέτουν και
άηχες ποικιλίες.

Ομως οι άηχες πραγματώσεις των υγρών /r ł/ δέν απαντούν παρά μόνο σε


συγκεκριμένες θέσεις και συνεπώς δέ μπορούν να ενταχτούν σε ζεύγη φωνημάτων που
διακρίνονται με βάση την ηχηρότητα· έτσι, τα /γ ł m n r j/ δέν υπόκεινται σε διακρίσεις
ηχηρότητας και υπ’ αυτή την έννοια μπορούν να θεωρηθούν ουδέτερα ώς προς την
ηχηρότητα.2

1 Ο πίνακας βασίζεται στον πίνακα των Göksel & Kerslake (TurkGram 3-4).
2 Ο Eckmann (1962α:51) θεωρεί οτι σε περιπτώσεις όπως των dürüstlük ~ dürüzlük είχαμε «υποχωρητική αφομοίωση
[ηχηρότητας] (regressive assimilation)», δηλαδή οτι είχαμε dürüstlük> *dürüslük> dürüzlük, ομως λέξεις όπως το
dürüzlük δέν πρέπει να συνδέονται άμεσα με το παλιότερο dürüst ή το μεταβατικό *dürüs (Β:1.22.3.), καθως
αναλύονται απο τους ομιλητές με βάση το σύγχρονο dürüz (dürüz> dürüzlük).

/ 19 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

Μπορούμε επίσης να κατατάξουμε τα τούρκικα σύμφωνα στην κατηγορία αυτών που


μπορούν να ενταχτούν σε ζεύγος ηχηρού-άηχου (/b/ ~ /p/, /dž/ ~ /č/, /d/ ~ /t/, /g/ ~ /k/, /v/
~ /f/, /z/ ~ /s/, /ž/ ~ /š/) και στην κατηγορία αυτών που δέ μπορούν (/h γ ł m n r j/). Απο τη
δεύτερη κατηγορία τα /γ ł m n r j/ συμπεριφέρονται σάν ηχηρά, ενώ το /h/ ώς άηχο.

Κατα την κατηγοριοποίηση αυτή το /h/ ξεχωρίζει ώς εξαίρεση ανάμεσα στα σύμφωνα
της δεύτερης κατηγορίας, κάτι που αποτελεί στοιχείο ασυμμετρίας, ομως ασυμμετρία
παρατηρούμε και ώς προς τα μεταφατνιακά τριβόμενα: παρά την ύπαρξη φθόγγου [ž]
(Β:1.12.4.), το φώνημα /ž/ απαντά μόνο σε δάνειες λέξεις και στην ουσία είναι ξένο στο
φωνολογικό σύστημα της τουρκικής (Β:1.12.2.), γι’ αυτό και ο Κοντοσόπουλος δέν το
συμπεριλαμβάνει στην κατάταξή-του. Συνεπώς, τα /h š/ μπορούν να θεωρηθούν
εξαιρέσεις ανάμεσα στα άηχα σύμφωνα, καθως δέν έχουν αντίστοιχο ηχηρό φώνημα.

Β:1.1.3. Η κατηγορία των ζευγών ηχηρού-άηχου δέν έχει απλώς θεωρητική αξία,
καθως παρατηρούμε οτι στα πλαίσια των εφτά ζευγών η ποιότητα των συμφώνων συχνά
μεταβάλλεται και στις σχετικές περιπτώσεις μπορούν να αναγνωριστούν τρία διαφορετικά
φαινόμενα.

Β:1.1.3.1. Το πρώτο φαινόμενο είναι η ουδετεροποίηση της αντίθεσης ηχηρότητας,


δηλαδή η αποηχηροποίηση (ή: αηχοποίηση) στο τέλος της λέξης, που αφορά τα υγρά /r ł
l΄/ (Β:1.14.1., Β:1.17.1.) και τα ζεύγη ηχηρών-άηχων, είτε πρόκειται για τα κλειστά /b dž d
g/ (> /p č t k/1), είτε για τα τριβόμενα [v z ž] (> [f s š]2).

Η αποηχηροποίηση έχει διαφορετική κατανομή στα κλειστά και τα τριβόμενα, όταν


έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο της επιθηματοποίησης: τα κλειστά διατηρούν την
ηχηρότητά-τους μόνο όταν το επίθημα αρχίζει με φωνήεν, ενώ τα τριβόμενα είτε αρχίζει
με φωνήεν, είτε αρχίζει με σύμφωνο, δηλ. τα κλειστά αηχοποιούνται στο τέλος κάθε
συλλαβής 3 , ενώ τα τριβόμενα μόνο στο τέλος τελικής συλλαβής: π.χ. bi.ze-biz.de-bis
(Β:1.22.3.) & ka.sa.ba-ka.sap.ta-ka.sap (Β:1.3.1.2.).

Η ουδετεροποίηση της αντίθεσης ηχηρότητας είναι ένα φαινόμενο του οποίου η


κανονικότητα και ο γενικευμένος χαρακτήρας δέν επισημαίνεται απο την ελληνική και
ξένη βιβλιογραφία.

1 π.χ. qässāb> kasap (Β:1.3.1.), särrādž> saraç (Β:1.5.1.), nä‘l-bänd> nalbant (Β:1.7.1.), *deng> denk (Β:1.10.8.).
2 π.χ. pilâv> pil'af (Β:1.20.3.), biraz [birás] (Β:1.22.3.) & bagaj> bagaş (Β:1.12.3.).
3 δές π.χ. TurkLang 32, 205 (πρβλ. επίσης abdest> aptes: Β:1.22.3.).

/ 20 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κοντοσόπουλου (1998(β):639), που σημειώνει


οτι «οι περισσότεροι Τούρκοι προφέρουν το τελικό -v σά f και το τελικό -s σά z, π.χ.
manav, μανάβης, πρόφ. manaf (εξού και το ελλην. επώνυμο Μανάφης), και papas ή
papaz, ο παπάς (πρβλ. το επών. Παπάζογλου)».

Αυτό σημαίνει οτι ο Κοντοσόπουλος δέν έχει αναγνωρίσει το φαινόμενο και γι’ αυτό
στην πρώτη περίπτωση περιγράφει μια συγχρονική αηχοποίηση (manav> manaf), ενώ
στη δεύτερη μια ιστορική ηχηροποίηση, που προϋποθέτει την αηχοποίηση (papas>
papaz: Β:1.22.3.).

Ο Κυρανούδης παρατηρεί ουδετεροποίηση της αντίθεσης ηχηρότητας για το -z στα


τούρκικα ιδιώματα της Δυτικής Θράκης (Β:1.22.3.) και πιθανολογεί οτι αυτό οφείλεται σε
σλάβικη επίδραση των γειτονικών (πομάκικων) ιδιωμάτων (1998:127), ενώ θεωρεί
«διαλεκτικό λάθος» την προφορά των /horóz/ & /káz/ ώς [horós] & [kás] (1995:40).

Προφανώς ο Κυρανούδης δέν έχει υπόψιν-του οτι η αηχοποίηση του -z χαρακτηρίζει


και τη ΣΚΤ: άν και δέν το αναφέρουν οι Göksel & Kerslake, το -z της ΣΚΤ χάνει την
ηχηρότητά-του και προφέρεται όπως το -s (Β:1.22.3.).

Εξαιτίας της αηχοποίησης του -z επικρατεί μια σύγχυση ανάμεσα στα -s & -z, καθως
δέν έχουμε πάντα σαφή διάκριση φθόγγου και φωνήματος και σίγουροι ώς προς την
ηχηρότητα μπορούμε να είμαστε μόνο όταν το τελικό σύμφωνο εντοπίζεται σε εσωτερική
θέση: π.χ. domus:domuzlā {domuz:domuzlar} (Β:1.22.3.) & kümes:kümeslē
{kümes:kümesler} (Dallı 92).

Ακόμα και ο Dallı, που κατα κανόνα είναι ακριβής στην καταγραφή-του1 και αποδίδει το
τελικό /z/ φωνητικά (δηλ. με το <s>2), δέν είναι πάντα συνεπής με την απόδοση λέξεων
όπως τα gös/göz (σελ. 183/92) & pil'af/pil'av (σελ. 69 & 84/188).

Άλλοι χρησιμοποιούν καί τις δύο αποδόσεις: π.χ. öküz & öküs, pilāv & pilāf (Kakuk
1961:382), düz & düs, petmez & petmes (Κυρανούδης 1998:130, 131).

Πιό περίπλοκη περίπτωση αποτελεί ο Eckmann, που (α) στις περιπτώσεις των /aptéz/,
/dürǘz/ & /serbéz/3 χρησιμοποιεί το <s>, επηρεασμένος προφανώς απο την ετυμολογία-

1 Χαρακτηριστικό είναι οτι σημειώνει τον τόνο, που συνήθως οι συλλογείς τον παραλείπουν.
2 π.χ. bis, domus, elimis, kendimis, namas & tus (Β:1.22.3.).
3 Πρβλ. το επώνυμο Σερμπέζης, που και στα τούρκικα, τα βουλγάρικα και τα σερβοκροάτικα απαντά ώς Serbez.

/ 21 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

τους (Β:1.22.3.), (β) τα περισσότερα γνωστά απο τη ΣΚΤ ονόματα τα γράφει με το <z>1,
ενώ (γ) χρησιμοποιεί το <s> για το πρώτο και δεύτερο πληθυντικό της κτητικής
κατάληξης και το πρώτο πληθυντικό των ρημάτων2.

Β:1.1.3.2. Η δεύτερη περίπτωση εναλλαγών ηχηρότητας είναι η αφομοίωση, που


μπορεί να είναι υποχωρητική3 ή προχωρητική, π.χ. hoş-keldin (Dallı 84) <hoş geldin>
hoj-geldin κλπ. (Β:1.12.4.), üç buçuk> üc-büçük (Eckmann 1962α:49, 50-1), τούρκδ.
üstbaş ''giysi''> τούρκδ. üsbaş ''giysi''> üzbaş (Eckmann 1962α:50, 54), gössüs {gözsüz},
almaskan (= almazken), bulmassan {bulmazsan} (Dallı 80), tezkere> teskere
(Β:1.18.4.4.).

Όσον αφορά την επιθηματοποίηση: έχουμε προχωρητική αφομοίωση ηχηρότητας


στην περίπτωση της αηχοποίησης των ηχηρών αρκτικών συμφώνων των επιθημάτων,
π.χ. το επίθημα σχηματισμού μεταρηματικών -GIn (π.χ. sür-gün & bas-kın), το
υποκοριστικό επίθημα -CIk (με αλλόμορφα -cIk & -çIk), η κατάληξη τοπικής -DA (-dA & -
tA), η κατάληξη αφαιρετικής -DAn (-dAn & -tAn) κλπ.

Βέβαια, δέν αρχίζουν όλα τα επιθήματα με ηχηρό σύμφωνο: π.χ. το επίθημα


σχηματισμού μεταρηματικών -DI και η ομόηχη κατάληξη τρίτου αοριστικού προσώπου
αρχίζουν (α) με /t/ μετά απο άηχο σύμφωνο (π.χ. konuştu) και (β) με /d/ μετά απο
φωνήεν ή ηχηρό/ουδέτερο σύμφωνο (π.χ. dağladı, dövdü, geldi), ενώ το επίθημα -tI
αρχίζει πάντα με /t/, π.χ. gürültü4.

Β:1.1.3.3. Τέλος, κατα την ετυμολογική ανασκόπηση των λέξεων παρατηρούνται


φαινόμενα εναλλαγών ώς προς την ηχηρότητα, που δέν ενδιαφέρουν τόσο τη συγχρονική
περιγραφή της τουρκικής, αλλα έχουν ιστορική και συνεπώς διαλεκτολογική αξία.

Έτσι, τα /b/ στην αρχή λέξης έχασαν την ηχηρότητά-τους τρεπόμενα σε /p/, ενώ στην
πρωτοτουρκική (Proto-Turkic) ή παλαιοτουρκική (Eski Türkçe) απαντούσαν μόνο τα άηχα
/t k/ στην αρχή της λέξης και συνεπώς τα αρκτικά /d g/ οφείλονται σε ηχηροποίηση5: π.χ.

1 π.χ. anız, buvaz (= boğaz), kirez (= kiraz), petmez (= pekmez), popaz (= papaz), ūrsuz (= uğursuz), yannız (= yanlız):
Eckmann 1962α:57, 59, 62, 65, 67, 68)· εξαιρείται το kirevis ~ kereviz, οπου πιθανώς ο Eckmann (1962α:62),
αναγνώρισε το τούρκ(οθ). kerefs ''celery'' (<αραβ. ή πέρσ. käräfs ''Sellerie'' (Junker-Alavi 598, Steingass 1023):
Nişanyan 2009 «kereviz», Škaljić «ćereviz», BER «кервиз»).
2 π.χ. hepsimis (= hepsimiz), bilemiyos (= bilemiyoruz), yapacās (= yapacağız): Eckmann 1962α:55-6.

3 δές π.χ. TurkLang 32.

4 δές π.χ. TurkGram 53, 75 & 62.

5 δές Dallı 84, 85, TurkLang 71, 95-6, 100, 101, 102, 184.

/ 22 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

τούρκδ. barmak> parmak1, tört/tȫrt> dört2, tok(k)uz> dokuz3, kör-> görmek4 & borsuk>
porsuk.

Οι παραπάνω τροπές παρατηρούνται και στα δάνεια, ενώ σε αρκτικές και εσωτερικές
θέσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε και άλλες τροπές, που πολλές φορές συνέβησαν
ανεξάρτητα απο το άν στο περιβάλλον υπάρχουν ηχηρά, άηχα ή ουδέτερα ώς προς την
ηχηρότητα σύμφωνα: π.χ. yeti> yedi5, depe> tepe6, bazar> pazar, badilcan> patlican,
corap> çorap, çartak> çardak, debbağ> tabak, defter> tefter, gayret> kayret, gonca>
konca, katife> kadife, kaygana> gaygana, kelep> gelep, *kessap> gessep, kurban>
gurban, pasvan> pazvant, tabak> dabak, sınaat> zanaat, sini> zini, sufra> zufra, zukak>
sokak.

Β:1.1.4. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 4), τα συμφωνικά
αλλόφωνα (δηλ. η διαφοροποιημένη προφορά συγκεκριμένων συμφώνων σε
συγκεκριμένα περιβάλλοντα) μπορούν να αποδοθούν σε τρία φαινόμενα:

Το πρώτο φαινόμενο είναι η « ο υ ρ ά ν ω σ η » ή « ο υ ρ α ν ι κ ο π ο ί η σ η »


(palatalization) σε περιβάλλον μπροστινού φωνήεντος και αφορά το /g/ (Β:1.9.1.), το /k/
(Β:1.13.1.), το /ł/ (Β:1.14.1.1.), αλλα και το /n/ (Β:1.16.1.).

Επίσης, σε μπροστινό περιβάλλον το τούρκικο /γ/ <ğ> (αντίστοιχο του ελληνικού /γ/)
εξελίχτηκε σε μπροστινό ημίφωνο [j] 7 (Β:1.10.1.), ενώ κατα τις Göksel & Kerslake
ουρανικό αλλόφωνο ([x΄]) έχει και το /h/ (TurkGram 8), που αντιστοιχεί στο ελληνικό /x/.

Ώς προς το γιατί ουρανώνονται μόνο τα παραπάνω έξι και όχι και όλα τα υπόλοιπα
σύμφωνα μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι στην κλίμακα ουράνωσης τα τούρκικα /g k h
γ ł n/ ανήκουν στις δύο πρώτες βαθμίδες, που και στα ελληνικά ιδιώματα έχουν
περισσότερες πιθανότητες ουράνωσης (Β:2.1.1.).

1 Nişanyan 2009 «parmak».


2 TurkLang 74, Clauson 534, ΕτυμTietze[a-e] «dörd», Nişanyan 2009 «dört».
3 TurkLang 74, Clauson 474, ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009 «dokuz».

4 TurkLang 75, Clauson 736, Nişanyan 2009 «gör[mek».

5 TurkLang 74, Clauson 886, Nişanyan 2009 «yedi».

6 TurkLang 185.

7 Όπως θα δούμε, το μπροστινό ημίφωνο είναι ο πιό κοντινός φθόγγος στο ελληνικό [γ΄] (Β:1.10.8.).

/ 23 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.

Το δεύτερο φαινόμενο είναι η « δ α σ ύ τ η τ α » (aspiration) και αφορά τα άηχα


κλειστά όταν δέν ακολουθούνται απο άλλο σύμφωνο, δηλαδή πρίν απο φωνήεν ή στο
τέλος της λέξης (Β:1.3.1., Β:1.5.1., Β:1.7.1., Β:1.13.1.).

Το τρίτο φαινόμενο είναι η « δ ι χ ε ι λ ι κ ο π ο ί η σ η » (bilabialization) και αφορά τα


τριβόμενα χειλικά όπως το /v/ (Β:1.20.1., Β:1.20.4.), που γενικά πραγματώνονται ώς
χειλοδοντικά, αλλα σε περιβάλλον χειλικού φωνήεντος εμφανίζονται με διχειλικές
πραγματώσεις.1

Επίσης, ώς τέταρτο και πέμπτο φαινόμενο μπορούμε να προσθέσουμε την


α π ο η χ η ρ ο π ο ί η σ η τ ω ν λ η κ τ ι κ ώ ν η χ η ρ ώ ν σ υ μ φ ώ ν ω ν (Β:1.1.3.1.)
και την α φ ο μ ο ί ω σ η η χ η ρ ό τ η τ α ς (Β:1.1.3.2.), ενώ είδαμε οτι οι υπόλοιπες
εναλλαγές ηχηρότητας έχουν μόνο ιστορική αξία (Β:1.1.3.3.).

Β:1.2. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <b>

Β:1.2.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake, το b αποδίδει γραφηματικά το
τούρκικο ηχηρό διχειλικό κλειστό (TurkGram 4-5).

Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /b/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /p/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /b/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.3.1.).

Β:1.2.2. Το /b/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το ηχηρό διχειλικό


κλειστό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [b] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: nalbant> αλμπάν.τς, kırbaç>
γκουρμπάτσ΄, zabun> ζαμπούνκους, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kabardı>
καμπαρντίζου, kehribar> κιχριμπάρ΄, kurban> (gurban>) γκουρμπάν΄, libade>
λιμπαντές, bayat> μπαϊάτ΄κους, bakşiş> μπαχτσίσ΄, borç> μπόρτζ΄, boğa> (buğa>)
μπουγάς, burani> (borani>) μπουρανί, börek> (bürek>) μπουρέκ΄, bohça> μπουχτσιάς,
tabak> νταμπάκους, taban> νταμπάν΄, çoban> τζιουμπάνους, çorbacı> τσιουρμπατζής.

(β) μή ουρανικό [b] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: bürüncük> μπρουντζίκ΄.

1 Για περισσότερες πληροφορίες δές TurkGram 6.

/ 24 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.

(γ) ουρανικό [b΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: gelberi> γκέλ΄μπιρί, muhabbet>
μουαμπέτ΄, bezer> μπιζιρνώ, beşik> μπισίκ΄, dübek> ντουμπέκ΄, şübhe> σιμπιές,
üstübeç> στουμπέτσ΄, cübbe> τζιουμπές.

(δ) ουρανικό [b΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: bölük> μπλιούκ΄.

Β:1.2.3. Μερικές φορές το /b/ μετά απο /r/ αποδίδεται με το /v/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:2.1.4.).

Β:1.3. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <p>

Β:1.3.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 5), το p αποδίδει
γραφηματικά το τούρκικο άηχο διχειλικό κλειστό, που πραγματώνεται ώς (α) μή δασύ
([p]) όταν ακολουθεί σύμφωνο ή (β) δασύ ([ph]) πρίν απο φωνήεν ή στο τέλος της λέξης
(Β:1.1.4.).

Ιστορικά το τελικό /p/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /b/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. kelebe> kelep, με αιτιατική &
κτητική kelebi, δοτική kelebe (κλπ.), džurāb> çorap, με αιτ./κτητ. çorabı & δοτ. çoraba,
qässāb> kasap, με αιτ./κτητ. kasabı & δοτ. kasaba.

Το τελικό /p/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /b/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /p/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. kelep, με πληθυντικό kelepler, τοπική kelepte (κλπ.), çorap, με πληθ.
çoraplar & τοπ. çorapta, kasap, με πληθ. kasaplar & τοπ. kasapta.

Β:1.3.2. Το /p/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το άηχο διχειλικό


κλειστό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [p] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: poyras/poyraz> απόιρας,


karpuz> καρπούζ΄, kopuk> κουπούκ΄, küspe> κούσπα, pazar> παζάρ΄, patlican>
πατλιτζιάν΄, pul> πούλ΄, serpoş> σιαρπόζ΄, top> τόπα, çapar> τσιαπάρκα.

(β) μή ουρανικό [p] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: Arap> αράπς, cep> τζέπς,
çıplak> τσιουπλακιά, kasap> χασάπς.

(γ1) ουρανικό [ṕ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: kepaze> κιπιζές, kepenk> κιπένγκ΄,
*penevrek> πινιβρέκ΄, piç> πίτσ΄κου, tapu/tapı> ταπί.

/ 25 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.

(γ2) ουρανικό [ṕ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: Arap> αιτ. αράπ΄, kelep> gelep> γκιλέπ΄,
küp> κιούπ΄, cep> αιτ. τζέπ΄, kasap> αιτ. χασάπ΄.

(δ) ουρανικό [ṕ] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: pilâv> πλιάφ΄, cep> τζέπχια.

Β:1.4. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <c>

Β:1.4.1. Το c αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό μεταφατνιακό προστριβόμενο


(voiced postalveolar/palatoalveolar affricate), για του οποίου τη φωνητική και φωνολογική
απόδοση χρησιμοποιείται εδώ το <dž> (ΔΦΑ <dʒ>: HIPA 154, TurkGram 6, ShW 72).

Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /dž/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /č/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /dž/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.5.1.).

Β:1.4.2. Το /dž/ αποδίδεται με το κοζανίτικο [dź] (Β:2.11.1.): alaca> αλατζιάς, yonce>


γιουντζές, gölcük> γκιουλτζίκ΄, babacan> μπαμπατζιάν.τς, bacanak> μπατζιανάκους,
mecit> μιτζίτ’, bürüncük> μπρουντζίκ΄, ocak> ουτζιάκ΄, patlican> πατλιτζιάν΄, sucuk>
σιουτζιούκ΄, sicim> σιτζίμ΄, cep> τζέπς, cam> τζιάμ΄, cambaz> τζιαμπάηζς, acem pilâvı>
τζιάμ΄ πλιάφ΄, camcı> τζιαμτζής, can> τζιάν΄, candarma> τζιανταρμάς, cadde> τζιαντές,
cezve> τζιτζ΄βές, cilâ> τζιλιάς, cuma> Τζιουμάς, cübbe> τζιουμπές, camlık> τζιαμλίκ΄,
çekmece> τσικμιτζές, çocuklar> τσιουτζιουκλάργια, hacı> χατζής, hacılık> χατζιλίκ΄.

Επίσης, το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις των borcΦ(-)> μπόρτζ΄ & tuncΦ(-)>
τούντζ΄ (Β:2.1.3.1.).

Β:1.4.3. Στις περιπτώσεις των θηλυκών σε -τζού (<-cI) έχουμε μια φαινομενική
απόδοση του /dž/ με το μή ουρανικό [dz], όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.11.3.).

Β:1.5. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ç>

Β:1.5.1. Το ç αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο μεταφατνιακό προστριβόμενο


(voiceless postalveolar/palatoalveolar affricate), για του οποίου τη φωνολογική απόδοση
χρησιμοποιείται εδώ το <č> (ΔΦΑ <tʃ>: HIPA 154, TurkGram 6, ShW 72)· πραγματώνεται
ώς (α) μή δασύ ([č]) όταν ακολουθεί σύμφωνο ή (β) δασύ ([čh]) πρίν απο φωνήεν ή στο
τέλος της λέξης (Β:1.1.4.): HIPA 155, TurkGram 6.

Ιστορικά το τελικό /č/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /dž/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. hävīdž> havuç, με αιτιατική &

/ 26 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.2-6.

κτητική havucu, δοτική havuca (κλπ.), ‘ïlādž> ilâç, με αιτ./κτητ. ilâcı & δοτ. ilâca,
särrādž> saraç, με αιτ./κτητ. saracı & δοτ. saraca.

Το τελικό /č/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /dž/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /č/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. havuç, με πληθυντικό havuçlar, τοπική havuçta (κλπ.), ilâç, με πληθ.
ilâçlar & τοπ. ilâçta, saraç, με πληθ. saraçlar & τοπ. saraçta.

Όπως θα δούμε παρακάτω, στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα παρατηρείται τροπή /č/
> /š/, όταν ακολουθεί άλλο σύμφωνο (Β:2.10.4.2.).

Β:1.5.2. Το /č/ αποδίδεται με το κοζανίτικο [ć] (Β:2.10.1.): güveç> γκιουβέτσ΄, kırbaç>


γκουρμπάτσ΄, ilâç> ιλιάτσ΄, karaağaç> καραγάτσ΄, kaçamak> κατσιαμάκα, keçe> κιτσές,
bahçe> μπαχτσές, bahçıvan> μπαχτσιαβάνους, boğaça> μπουγάτσια, bohça>
μπουχτσιάς, piç> πίτσ΄κου, reçel> ριτσέλ΄, saraç> αιτ. σαράτσ΄, üstübeç> στουμπέτσ΄,
çay> τσιάι, çayır> τσιαΐρ’, çakıl> τσιακΐλ΄, çalıştı> τσιαλιστιμένους, çeşit> τσιασίτ΄,
çapar> τσιαπάρκα, çare> τσιαρές, çarşı> τσιαρσί, Çarşamba> Τσιαρσιαμπάς, çatι>
τσιατί, saçma> τσιατσ΄μάδ΄, çekmece> τσικμιτζές, çıkrık> τσικρίκ΄, çimenlik> τσιμιλίκ΄,
çini> τσινί, çöz> τσιόζια, çuval> τσιουβάλ΄, çul> τσιούλ΄, çorba> τσιουρουβάς, çorbacı>
τσιουρμπατζής, çıralık> τσιραλίκ΄, çiriş> τσιρίσ΄, çerçeve> τσιρτσιβές, çif(t)çi> τσιφτσής,
çehre> τσιχρές/τσιαχρές, harç> χάρτσ΄.

Β:1.5.3. Όπως θα δούμε παρακάτω, σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε μια φαινομενική


απόδοση του άηχου /č/ τόσο με το ηχηρό [dź] (Β:2.1.3.), όσο και με το μή ουρανικό [c]
(Β:2.10.3.).

Β:1.6. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <d>

Β:1.6.1. Το d αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό φατνιακό κλειστό (voiced


alveolar stop: ShW 72, HIPA ix).

Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /d/ και γι’ αυτό πολλές φορές το
τελικό /t/ αντιστοιχεί σε προφωνηεντικό /d/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.7.1.).

Β:1.6.2. Το /d/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το ηχηρό φατνιακό


κλειστό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

/ 27 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.7.

(α) μή ουρανικό [d] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: kadayif> γκανταΐφ΄,


imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, Karadağlι> Καρανταλΐς, budak> μπουντάκ΄, oda> νουντάς,
dava> νταβίζου, dübek> ντουμπέκ΄, çadır> τζιαντΐρ΄, hadım> χαντούμς.

(β) μή ουρανικό [d] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: bodrum> μπουντρούμ΄.

(γ1) ουρανικό [d΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: âdet> αντέτ΄, keder> γκιντέρ΄, kabardı>
καμπαρντίζου, libade> λιμπαντές, nişadır> νισιαντίρ΄, denk> ντένγκ΄, sade> σαντέθκους,
sürdü> σουρντίζου, cadde> τζιαντές.1

(γ2) ουρανικό [d΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: divar> ντ΄βάρ΄ (Β:2.13.3.).

Β:1.6.3. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.6.3.1. Όπως θα δούμε παρακάτω, μερικές φορές το /d/ μετά απο /r/ αποδίδεται με
το ελληνικό /δ/, (Β:2.1.4.), ενώ ιδιαίτερη είναι η περίπτωση των aradı> αραδώ (Β:2.15.3.).

Β:1.6.3.2. Στην περίπτωση των bağdadi ~ μπαχτατζί έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /d/ με το ελληνικό /t/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.4.3.).

Β:1.7. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <t>

Β:1.7.1. Το t αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο φατνιακό κλειστό (voiceless


alveolar stop: ShW 72, HIPA ix), που πραγματώνεται ώς (α) μή δασύ ([t]) όταν ακολουθεί
σύμφωνο ή (β) δασύ ([th]) πρίν απο φωνήεν ή στο τέλος της λέξης (Β:1.1.4.): HIPA 155,
TurkGram 5.

Ιστορικά το τελικό /t/ μπορεί να αντιστοιχεί σε ετυμολογικό /d/, που έχασε την
ηχηρότητά-του στο τέλος της λέξης, αλλα εξακολουθεί να προφέρεται ώς ηχηρό, όταν
ακολουθούν καταλήξεις που αρχίζουν με φωνήεν: π.χ. nä‘l-bänd> nalbant, με αιτιατική &
κτητική nalbandı, δοτική nalbanda (κλπ.), aulād> evlât, με αιτ./κτητ. evlâdı & δοτ. evlâda,
džällād> cellât, με αιτ./κτητ. cellâdı & δοτ. cellâda.

Το τελικό /t/ που προέρχεται απο ετυμολογικό /d/ παραμένει άηχο, όταν ακολουθούν
καταλήξεις που αρχίζουν με σύμφωνο και το /t/ σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματώνεται
ώς μή δασύ: π.χ. nalbant, με πληθυντικό nalbantlar, τοπική nalbantta (κλπ.), evlât, με

1 Στη Σιάτιστα η αντίστοιχη πραγμάτωση είναι το [dź]: âdet> ατζέτσ΄ & bağdadi> μπαχτατζί (Β:2.10.1.).

/ 28 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.7.

πληθ. evlâtlar & τοπ. evlâtta, makat, με πληθ. makatlar & τοπ. makatta, cellât, με πληθ.
cellâtlar & τοπ. cellâtta.

Β:1.7.2. Το /t/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το άηχο φατνιακό


κλειστό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [t] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: astar> αστάρ΄, katana>
κατανάς, kahvaltι> καφαλτΐ, kütük> κτούκ΄, konuştu> κουνουστώ, limontozu> λιμόν΄-
τουζού, mutafçı> μουταφτσής, şamata> σιαματάς, üstübeç> στουμπέτσ΄, taze>
ταζέθκους, tahın> ταχΐν΄, top> τόπα, tunç> τούντζ΄, türlü> τουρλιού, horata> χουρατάς.

(β) μή ουρανικό [t] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: katran> κατράν΄, torba>
τρουβάς.

(γ1) ουρανικό [t΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: tefter> τιφτέρ΄, köstek> κιουστέκ΄,
kereste> κιριστές, köfte> κιφτέδα, metelik> μιτιλίκ΄, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄,
teskere> τισκιρές, çalıştı> τσιαλιστιμένους, çatι> τσιατί, hatır> χατίρ΄.

(γ2) ουρανικό [t΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ağızotu> γκζότ΄, âdet> αντέτ΄, vakıt>
βακΐτ΄, gayret> γκαϊρέτ΄, zanaat> ζανάτ΄, ziyafet> ζιαφέτ΄, kısmet> κασμέτ΄, kıyamet>
κιαμέτ΄, makat> μακάτ΄, masat> μασάτ΄, maslahat> μασλάτ΄, millet> μιλέτ΄, mecit> μιτζίτ΄,
muhabbet> μουαμπέτ΄, bayat> μπαϊάτ΄κους, petmez> πιτ΄μέζ΄, simit> σ΄μίτ΄, çeşit>
τσιασίτ΄.1

(δ) ουρανικό [t΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: zarzavat> ζαρζαβάτχια, patlican>
πατλιτζιάν΄.

Β:1.7.3. Σε κάποιες περιπτώσεις το τούρκικο /t/ αντιστοιχεί σε ελληνικό /d/, όπως θα


δούμε παρακάτω (Β:2.1.3.2.2., Β:2.1.3.3.).

1 Στη Σιάτιστα η αντίστοιχη πραγμάτωση είναι το [ć]: π.χ. âdet> ατζέτσ΄ (Β:2.10.1.).

/ 29 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.8.-9.

Β:1.8. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <f>

Β:1.8.1. Το f αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο χειλικό τριβόμενο (δές TurkGram


6).

Σε ιδιώματα όπως της ΒΑ Βουλγαρίας παρατηρούνται φαινόμενα κατα τα οποία όταν


το /f/ βρίσκεται στο τέλος εσωτερικής συλλαβής, σιγείται προκαλώντας αντέκταση στο
ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ. çift> çi:t (Dallı 180).

Β:1.8.2. Το /f/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /f/ των


υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [f] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: tufan> τ΄φάν΄, faraş>
φαράσ΄, fukara> φουκαράς.

(β) μή ουρανικό [f] πρίν απο μή ουρανικά σύμφωνα: zaif> ζαΐφκους, sarraf> σαράφς,
sofra> σουφράς.

(γ1) ουρανικό [f΄] πρίν απο το μπροστινό /e/: ziyafet> ζιαφέτ΄, katife> κατ΄φές, tüfek>
τ΄φέκ΄.

(γ2) ουρανικό [f΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: kadayif> γκανταΐφ΄, mutaf> μτάφ΄,
sarraf> αιτ. σαράφ΄, çarşaf> τσιαρτσιάφ΄.

(δ) ουρανικό [f΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: afyon> αφχιόν΄, köfte> κιφτέδα,
mutafçı> μουταφτσής, *müflüz> μουφλιούηζς, tefter> τιφτέρ΄, çiflik> τσιουφλίκ΄, çifçi>
τσιφτσής.

Β:1.9. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <g>

Β:1.9.1. Το τούρκικο ηχηρό κλειστό /g/ πραγματώνεται ώς (α) υπερωικό ([g]) σε


συλλαβή που περιέχει πισινό φωνήεν (a ı o u) ή (β) ουρανικό ([ǵ]) σε συλλαβή που
περιέχει μπροστινό φωνήεν (e i ö ü), ενώ η ουρανική πραγμάτωση [ǵ] απαντά και πρίν
τα ουρανικοποιημένα φωνήεντα â & û σε δάνειες λέξεις όπως το gâvur, οπότε και ανήκει
στο φώνημα /ǵ/ (HIPA 155, TurkGram 5-6).

Για τη φωνητική απόδοση του ουρανικού g χρησιμοποιείται εδώ το <ǵ>, ενώ στο ΔΦΑ
αποδίδεται με το <ɟ> (HIPA ix, 154, TurkGram 5-6, ShW 72).

/ 30 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Β:1.9.2. Το /g/ των τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /g/ των υπόλοιπων


ελληνικών λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) υπερωικό [g] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: gayret> γκαϊρέτ΄, gaile>
γκαϊλές, kaygana> γκαϊγκανάς.

(β) υπερωικό [g] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: ergavan> αργκαβανιά> ραγκαβανιά.

(γ) ουρανικό [ǵ] πρίν απο το μπροστινό /e/ και το /i/: gelep> γκιλέπ΄, ergen>
αργκέν.τσα, geriz> γκιρίζ΄, (ü)zengi> ζινγκί, lenger> λινγκέρ΄, sergi> σαργκί, hergele>
χιργκιλές.

Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί το τούρκικο [ǵ] (/g/ ή /ǵ/:
Β:1.9.1.), που παραμένει ουρανικό στα ελληνικά, όταν δέν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν:
gök at> Γκιόκας, göl> γκιόλ΄, güveç> γκιουβέτσ΄, gülsuyu> γκιούλτσουι, gölcük>
γκιουλτζίκ΄, gǖm> γκιούμ’, gürültü> γκιουρλουτί.

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και περιπτώσεις όπως τα γκιβέτσ΄, γκιλτσουί, γκιλουρντί,
γκισέμ΄ & γκιζλιμές, οπου το αρχικό γκιου- έχει αντικατατασταθεί απο το γκι- (Γ:1.9.4.4.).

Εξαιρέσεις αποτελούν δυτικομακεδόνικες περιπτώσεις όπως το σουργκούν’


(<sürgün), oπου το τούρκικο [ǵ] αποδόθηκε με το [g] (Γ:1.9.4.2.). Το [ǵ] του sürgün
αποδόθηκε με το υπερωικό [g] και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες, παρότι και εκεί
κανονικά το τούρκικο [ǵ] αποδίδεται με επίσης ουρανικό σύμφωνο: βουλγ. surgun δίπλα
στα κανονικά sjurgjun & surgjun, ρουμ. surgun δίπλα στο κανονικό surghiun, σερβοκρ.
surgun, αντί για το αναμενόμενο *surđun1.

Β:1.9.3. Μερικές φορές το /g/ μετά απο /r/ αποδίδεται με το /γ/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:2.1.4.).

Β:1.10. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ğ>

Β:1.10.1. Το ğ αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο /γ/, το λεγόμενο «μαλακό g»


(yumuşak g). Δέν απαντά στην αρχή των λέξεων και προφέρεται ώς ηχηρό υπερωικό
τριβόμενο [γ] σε κάποιες διαλέκτους, αλλα στη ΣΚΤ δέν αντιστοιχεί σε συμφωνικό φθόγγο
(TurkGram 7).

1 πρβλ. gergef> đerđef, gümrük> đumruk κλπ. (Škaljić 29, Hazai & Kappler 658).

/ 31 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Κατα τις περιγραφές των Kerslake & Göksel (TurkLang 184, TurkGram 7), απαντά
μετά απο φωνήεντα και (α) σιγείται στο τέλος -εσωτερικής ή τελικής- συλλαβής
προκαλώντας αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν, π.χ. dağ [dá:] ''βουνό'', dağlar
[da:łáŗ] ''βουνά'', düğme [dü:mέ]1, (β) μπορεί να προφέρεται ώς μπροστινό ημίφωνο σε
περιβάλλον μπροστινών φωνηέντων, π.χ. beğenmek [bejænméḱh] 2
, eğlenmek
[ejlænméḱh] ''γλεντώ''3, düğme [düjmέ]4, düğüm [düjǘm]5, düğün [düjǘn]6, değil [dejíl΄] =
diğil [dijíl΄]7, diğer [dijǽŗ], göğüs [ǵöjǘs]8, güğüm [ǵüjǘm]9, öğmek [öjméḱh]10, öğünmek
[öjünméḱh] 11 , söğüt [söjǘth] 12 , züğürt [züjǘrth] 13 , (γ) μπορεί να προφέρεται ώς χειλικό
ημίφωνο σε περιβάλλον στρογγυλών φωνηέντων, π.χ. doğu [doǔú]14, göğüs [ǵöǔǘs]15,
koğuş [khoǔúš] 16 , soğan [soǔán] 17 , soğuk [soǔúkh] 18 , (δ) μπορεί να σιγείται τελείως
ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, π.χ. ağaç [aáčh], ağır [aẃŗ], sevdiğim [sevdiím], sığan
[swán], sığınak [swwnákh], soğuk [soúkh], soğan [soán], uğur [uúŗ].19

Β:1.10.2. Το /γ/ των δυτικομακεδόνικων τουρκισμών αποδίδεται κυρίως με το ελληνικό


/γ/: avlağa> αβλαγάς, karaağaç> καραγάτσ΄, bağdadi> μπαγντατί/μπαγνταντί 20
,
boğa/buğa> μπουγάς, boğaça> μπουγάτσια, doğramacı> ντουγραματζής, doğru>
ντουγρού, sağlam> σαγλάμκους.

1 δές επίσης Eckmann 1960:197 & Dallı 181.


2 Redhouse 378 [beyenmek] & TurkLang 184.
3 δές επίσης Redhouse 306 [eylenmek].

4 Redhouse 925 [düyme].

5 Redhouse 925 [düyüm].

6 δές επίσης Redhouse 926 [düyün].

7 Redhouse 909 [diyil].

8 Redhouse 1598 [göwüs & göyüs].

9 Redhouse 1599 [güyüm].

10 Redhouse 263 [öğmek & öymek].

11 Redhouse 263 [öğünmek & öyünmek].

12 Dallı 82 [söyüt].

13 Redhouse 1019 [züyürt]. Πρβλ. επίσης τούρκδ. züyüt ''züğürt''.

14 Redhouse 1258 [doğu & dowu].

15 Redhouse 1598 [göwüs & göyüs].

16 Redhouse 1490 [qoğuş & qowuş].

17 δές επίσης Redhouse 1191 [soğan & sowan].

18 δές επίσης Redhouse 1192 [soğuq & sowuq], πρβλ. sovuk <sowuk> (Meninski 1680:2590, 3008, 3013).

19 Υπογραμμισμένες είναι οι λέξεις των οποίων οι πραγματώσεις δίνονται στο TurkGram (άν παρακάμψουμε την

προβληματική φωνητική απόδοση, για την οποία δές Γ:1.10.1.).


20 Όπως θα δούμε παρακάτω, το σιατιστινό μπαχτατζί αντιστοιχεί στο δυτικομακεδόνικο μπαγνταντί (Β:2.4.3.).

/ 32 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Β:1.10.3. Στην περίπτωση των koğuş> κουβούσ΄ έχουμε απόδοση του [ǔ] του [khoǔúš]
(Β:1.10.1.) με το ελληνικό /v/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.20.5.).

Β:1.10.4. Η εξασθένηση του /γ/ αντανακλάται στις περιπτώσεις των Karadağlι ~


Καρανταλΐς, doğru ~ ντουρού, sağlam> σαλάμκους, güğüm ~ γκιούμ΄, uğursuz ~
ουρσούζ- (ουρσούηζς, ουρσούζα, ουρσούζ΄κου, ουρσούηζ, ουρσούης, ουρσούζαβους).

Στην πραγματικότητα, σε περιπτώσεις οπου το /γ/ βρίσκεται στο τέλος της συλλαβής
έχουμε απόδοση του τούρκικου μακρού φωνήεντος με το αντίστοιχο ελληνικό απλό:
Karadağlı = Karadālı> Καρανταλΐς, sağlam = sālam> σαλάμκους, doğru = dōru ~ dūru>
ντουρού (Γ:1.10.3.).

Σε περιπτώσεις όπως των güğüm ~ γκιούμ΄ & uğursuz ~ ουρσούζ- η σίγηση του
μεσοφωνηεντικού /γ/ προκάλεσε τη δημιουργία ακολουθίας όμοιων φωνηέντων, που
πιθανώς συναιρέθηκαν και ενδεχομένως βραχύνθηκαν κατόπιν (Γ:1.10.4.).

Β:1.10.5. Το πινέτα ''πινακωτή'' ανάγεται τελικά στον τύπο *pineğet που προέρχεται
απο το ελληνικό πινακωτή.

Στην περίπτωση του *pineğet το /γ/ βρέθηκε σε μπροστινό περιβάλλον (Β:1.10.1.) και
είτε πραγματώνεται ώς μπροστινό ημίφωνο (pineyet), είτε σιγήθηκε τελείως (bineet), ενώ,
άν κρίνουμε απο τον τύπο pinet, είχαμε συναίρεση των δύο /e/ σε ένα μακρό που κατόπιν
βραχύνθηκε (Γ:1.10.4.): *pineğet> *pineet> *pinēt> pinet.

Συνεπώς, το πινέτα /pinéta/ μπορεί να αποδοθεί είτε στο *pinēt, είτε στο pinet, ενώ
πρέπει να αποκλείσουμε τον δανεισμό με βάση τα *pine(ğ)et (Γ:1.10.5.).

Β:1.10.6. Σε περιπτώσεις όπως του μπακλαΐ δέ μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον
φθόγγο που αποδίδεται, καθως υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στο τούρκικο /γ/ και το /v/,
όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.20.5.).

Β:1.10.7. Στην περίπτωση των bağdadi ~ μπαχτατζί έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /γ/ με το ελληνικό /x/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.4.3.).

Β:1.10.8. Το /γ/ αντιστοιχεί σε ένα παλιότερο /g/1, που αηχοποιήθηκε στο τέλος της
λέξης 1 , αλλα διατηρεί την ηχηρότητά-του, όταν προηγείται έρρινο (π.χ. denk-dengi:
Β:2.1.3.1.), ενώ διαφορετικά εξακολουθητικοποιήθηκε2 και πολλές φορές σιγήθηκε3.

1 Κυρανούδης 1998:120, TurkLang 184.

/ 33 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Έτσι, το υπερωικό [g] επιβιώνει ώς εξακολουθητικό [γ] σε κάποιες διαλέκτους, ενώ


στην κοινή το ουρανικό [ǵ] εξελίχτηκε στο εξακολουθητικό [j] (Β:1.10.1.).

Το μπροστινό ημίφωνο [j] ώς σύμφωνο πρέπει να θεωρηθεί το ουρανικό αντίστοιχο


του [γ], όχι μόνο λόγω της ιστορικής αντιστοιχίας-τους, αλλα και για φωνητικούς λόγους,
καθως το [j] βρίσκεται αρθρωτικά πολύ κοντά στο τριβόμενο [γ΄]4.

Αυτός είναι και ο λόγος που το τούρκικο [j] αποδίδεται με το ελληνικό [γ΄] (Β:1.21.2.,
Β:1.21.4.), αλλα και ο λόγος που το ελληνικό [γ΄] στη Δυτική Μακεδονία τράπηκε σε [j],
είτε σε όλες τις θέσεις (Β:1.21.3.), είτε μόνο σε ορισμένες (Β:1.21.2.).

Οι σημερινές πραγματώσεις του τούρκικου /γ/ μαρτυρούνται απο την πρώιμη και μέση
οθωμανική περίοδο, δηλαδή χρονολογούνται το νωρίτερο απο τον 18ο αιώνα (TurkLang
184, 181).

Ομως οι εξελίξεις αυτές δέν επηρέασαν όλα τα βαλκανικά ιδιώματα, καθως, όπως
συνοψίζει ο Κυρανούδης (1998:120), το «αρχαίο οθωμανικό» /g/ διατηρήθηκε ώς /g/ ή /γ/
στα δυτικοβαλκανικά τούρκικα ιδιώματα, ενώ σε ανατολικοβαλκανικά ιδιώματα, όπως της
ΒΑ Βουλγαρίας και της Δυτικής Θράκης, έχουμε αντίστοιχες πραγματώσεις με της ΣΚΤ:
π.χ. boğaz = buwas, doğan = duwan, soğuk = sowuk, ciğer = ciyer 5 , beğendim =
beyëndim [bejændím], eğlendim = eylendim [ejl΄ændím], çiğnedim = çiynedim, ağaç =
aaç6, leğen = leen & göğüs = göüs (Γ:1.10.2.).

Όπως ανακεφαλαιώνουν ο Tryjarski (HTS 422) και ο Κυρανούδης (1998:117-20,


2009:52), κατα τη διαλεκτική διαίρεση των βαλκανικών τούρκικων ιδιωμάτων, ο Németh
ορίζει οτι η γραμμή που χωρίζει τα ανατολικοβαλκανικά απο τα δυτικοβαλκανικά τούρκικα
ιδιώματα περνάει ανατολικά του Λόμ (Lom), της Βράτσας (Vraca7), της Σόφιας (Sofija) και

1 TurkLang 100 («The final secondary lenis ġ2 is mostly devoiced»).


2 πρβλ. δένδρον [déndron]> δέντρο [δéndro].
3 TurkLang 101 («Medial -g- has mostly developed to spirantisation or loss»), TurkLang 100 («The secondary lenis -ġ2- is

spirantised or deleted»).
4 όπως αντίστοιχα το χειλικό ημίφωνο [ǔ] βρίσκεται αρθρωτικά πολύ κοντά στο τριβόμενο [v] (Β:1.20.4.).

5 Dallı 64.

6 Κυρανούδης 1998:125, 2009:100, 119.

7 Η λέξη στα βουλγάρικα έχει το άηχο φατνοδοντικό (alveo-dental) προστριβόμενο <ц> (Враца), για του οποίου τη

λατινική μεταγραφή χρησιμοποιείται απο τους σλαβολόγους το <c> (SlavLang xiii). Ο Tryjarski και ο Κυρανούδης
(2009:52) αναφέρουν το τοπωνύμιο ώς <Vradža>, επειδή προφανώς αντιμετωπίζουν το <Vraca> με τα κριτήρια του
τούρκικου αλφαβήτου, οπου το <c> αποδίδει το ηχηρό ουρανοφατνιακό (Β:1.4.1.), του οποίου το σλάβικο αντίστοιχο
στο λατινικό αλφάβητο (latinica) είναι το <dž> (SlavLang xiii).

/ 34 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

του Σαμόκοβου (Samokov) και συνεπώς τα ιδιώματα που μιλιούνται στην Αλβανία, την
πρώην Γιουγκοσλαβία και το δυτικό άκρο της Βουλγαρίας ανήκουν στις δυτικές
διαλέκτους, ενώ τα ιδιώματα που μιλιούνται στο μεγαλύτερο και ανατολικότερο μέρος της
Βουλγαρίας στις ανατολικές.

Όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:52), «τα χαρακτηριστικά των ανατολικών


βαλκανικών τουρκικών διαλέκτων ταυτίζονται περίπου με αυτά της κοινής τουρκικής που
μιλιέται στην Κωνσταντινούπολη», κάτι που ισχύει και για τη ΣΚΤ, όπως φαίνεται τόσο
απο την κοινή με τα ανατολικοβαλκανικά ιδιώματα εξέλιξη του /γ/, όσο και γενικότερα απο
τα χαρακτηριστικά των ανατολικοβαλκανικών διαλέκτων1.

Φαίνεται λοιπόν οτι απο τους δυτικομακεδόνικους τύπους το σιατιστινό γκαραγκάτσ΄


μπορεί να ερμηνευτεί με αναγωγή στο δυτικοβαλκανικό agaç 2 , μέσω ενός τύπου
*kara(a)gaç 3 ή *gara(a)gaç 4 , σε αντίθεση με το καραγάτσ΄, που αντιστοιχεί στο κοινό
karaağaç (Β:1.10.2.).

Η προφορά του /γ/ στα διάφορα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα αντανακλάται στους
τουρκισμούς που αποδίδουν το sağlam και ακολουθεί πιστά τη γραμμή Németh: η
συμφωνική προφορά ([g] ή [γ]) αντανακλάται στα αλβανικά sagllam & sakllam, στο
σερβοκροάτικο saglam, στο σλαβομακεδόνικο saglam και σε τύπους όπως τα saglam &
săglam που καταγράφονται για τις περιοχές του Λόμ (Lomsko), της Σόφιας (Sofijsko) και
φυσικά τα ακόμα δυτικότερα ιδιώματα του Κιουστεντίλ (Kjustendilsko) και άλλων
μεθωριακών περιοχών, όπως το Trănsko και το Kulsko, που βρίσκονται δίπλα στα
σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβία· απο την άλλη, οι τύποι που αντανακλούν το [a:]
του ανατολικοβαλκανικού τούρκικου sālam καταγράφονται για ιδιώματα του
ανατολικοβουλγαρικού χώρου, όπως του ιδιώματος της Στράντζας (Strandža) και των
πομάκικων ιδιωμάτων: π.χ. salam, sālam, saalam & săalam.

Με βάση τα ευρήματα των βορειοελλαδίτικων ιδιωμάτων φαίνεται οτι η γραμμή


Németh μπορεί να προεκταθεί και προς νότο, καθως συμφωνική απόδοση του /γ/
(σαγλάμκους) έχουμε στο σύνολο σχεδόν της Δυτικής Μακεδονίας 5 και στα γειτονικά

1 δές Κυρανούδης 1998:117-20.


2 Κυρανούδης 1995:23, 1998:120.
3 πρβλ. τούρκδ. karageç ''karaağaç''.

4 πρβλ. τούρκδ. garageç ''karaağaç''.

5 Βόιο, Γρεβενά κλπ.

/ 35 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

ιδιώματα της Κρανιάς Ελασσόνας και του Νεζερού Λάρισας, ενώ ανατολικά αυτής της
περιοχής, δηλαδή σε περιοχές όπως της Πιερίας και της Ημαθίας1, κυριαρχεί ο τύπος
σαλάμ(ι)κους (<sālam: Β:1.10.4.).

Μοναδική εξαίρεση για τη Δυτική Μακεδονία φαίνεται οτι είναι τα καταφυγιώτικα, οπου
έχουμε τον τύπο σαλάμκους, ομως παρατηρούμε οτι στο ίδιο ιδίωμα έχουμε και
συμφωνική απόδοση του /γ/, καθως το doğramacı αποδίδεται ώς ντουγραματζής
(Β:1.10.2.).

Οι ίδιοι τύποι και αποδόσεις παρατηρούνται και στην Επανομή (σαλάμκους ≠


ντουγραματζής), ενώ ανάλογες αποδόσεις παρατηρούνται και στην Κοζάνη (ντουρού ≠
ντουγρού) και την Ορεινή Πιερία (σαλάμκους & ντουρού ≠ ντουγρού).

Ο Κυρανούδης (2009:53) παρατηρεί πως «σε κάποιες περιπτώσεις η γεωγραφική


θέση ορισμένων περιοχών σε συνδυασμό με την εμφάνιση συγκεκριμένων
χαρακτηριστικών στα τουρκικά δάνεια των ελληνικών διαλέκτων μας επιτρέπει να
κατατάξουμε τους τύπους αυτούς με μεγαλύτερη ασφάλεια σε μία απο τις δύο τουρκικές
διαλεκτικές ομάδες» και συνδυάζει το γεγονός οτι περιοχές όπως η Ήπειρος και η Δυτική
Μακεδονία «γειτονεύουν με περιοχές (Αλβανία, περιοχή Σκοπίων), οπου μιλήθηκε στο
παρελθόν δυτική βαλκανική τουρκική διάλεκτος» με τουρκισμούς που μπορούν να
αποδοθούν σε δυτικοβαλκανικού τύπου ιδιώματα.

Ομως εμπόδιο στην ένταξη της Δυτικής Μακεδονίας στον γεωγραφικό χώρο των
δυτικοβαλκανικών τούρκικων ιδιωμάτων στέκονται τα δεδομένα απο τα ελληνικά
ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας, οπου το καταφυγιώτικο σαλάμκους και το κοζανίτικο
ντουρού αντανακλούν με σαφήνεια ανατολικοβαλκανικές επιδράσεις.

Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι η εξέλιξη του /γ/ δέν πρέπει να αντιμετωπίζεται
μεμονωμένα, αλλα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το σύνολο των
χαρακτηριστικών που διακρίνουν τις βαλκανικές τούρκικες διαλέκτους, καθως και άλλα
χαρακτηριστικά δείχνουν ώς βάση δανεισμού μια ανατολικοβαλκανικού τύπου ποικιλία.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των ανατολικοβαλκανικών τούρκικων ιδιωμάτων είναι η


προχωρητική αφομοίωση του -i ώς προς τον τρόπο και τον τόπο άρθρωσης, σε αντίθεση
με τα δυτικοβαλκανικά ιδιώματα, που διατηρούν τον μπροστινό και αστρόγγυλο

1 και φυσικά στα ακόμα ανατολικότερα ιδιώματα της Χαλκιδικής και των Σερρών.

/ 36 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

χαρακτήρα του -i 1
: π.χ. τα δυτικοβαλκανικά ιδιώματα του Κιουστεντίλ, του
Μιχάιλοβγκραντ και της Οχρίδας διατηρούν το αραβικής προέλευσης kırmızi, ενώ στη
ΣΚΤ έχουμε kırmızı. Αντίστοιχα, τα doğru, koşu, gürültü & türlü αντιστοιχούν στα
δυτικοβαλκανικά dogri2, koşi, gürülti & türli3.

Έτσι, τα σλατινιώτικα κουσί & κουσή θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με βάση το koşi4,


ομως δέ μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι τύποι αυτοί να αντανακλούν το
koşu με προσαρμογή κατα τα ουδέτερα σε -ί και τα θηλυκά σε -ή5 αντίστοιχα.

Χαρακτηριστικό είναι οτι ο Κυρανούδης (1998:122) αποδίδει τα δυτικοθρακιώτικα


τοπωνύμια Μαχμουτλί, Νταουτλί & Ουρλί στα ανατολικοβαλκανικά Mahmutlu, Davutlu &
Uğurlu, που προσαρμόστηκαν ώς ουδέτερα σε -ί6.

Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε το βεριώτικο και ναουσέικο χαβλί στο κοινό havlu,
αφού και η Ημαθία δέχτηκε ανατολικοβαλκανικές επιδράσεις, άν κρίνουμε απο το ντόπιο
σαλάμ(ι)κους.

Κατα τον ίδιο τρόπο, τα δυτικομακεδόνικα χαβλί, κουρί & γκιουρλουτί/γκιλουρντί


μπορούν να αποδοθούν σε δανεισμό με βάση τα κοινά havlu, koru & gürültü.

Όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:53), «η κατάσταση είναι συνήθως περίπλοκη


και πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός πρίν εκφράσει κάποια άποψη για τις
επιδράσεις που έχει δεχτεί κάποιο ελληνικό ιδίωμα» και αυτός φαίνεται οτι είναι ο λόγος
που τον συγκρατεί απο το να γίνει κατηγορηματικός όταν πιθανολογεί (α) οτι το ΚΝΕ
τουρσί αποδίδει το λόγιο türşî (σελ. 54) και (β) οτι δυτικομακεδόνικοι τύποι όπως τα
γκιουρλουτί & γκιλουρντί αποδίδουν τα δυτικοβαλκανικά gürülti/ǵurulti (σελ. 124).

Αντίθετα, μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το κοζανίτικο τουρλιού δέν αντανακλά το


türli, αλλα το türlü (Β:1.14.3.), ενώ το ίδιο παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:54, 124) για το
ΚΝΕ τουρλού και το σουφλιώτικο τουρλιού· ομοίως, τα κοζανίτικα Καρμαζΐς & ντου(γ)ρού

1 Κυρανούδης 1998:118, 2009:52.


2 Kakuk 1961:377, 1972:274, Eckmann 1962β:130.
3 Kakuk 1961:384 (δές και Κυρανούδης 2009:54).

4 δές και Κυρανούδης 2009:53, 124.

5 δές και Κυρανούδης 2009:123-4.

6 πρβλ. umurcu> ουμουρτζής, papuççu> παπτσής κλπ. (Β:2.11.3.).

/ 37 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

αντανακλούν τα kırmızı (Γ:1.4.4.) & doğru (Γ:1.8.2.) και όχι τα παλιότερα και διαλεκτικά
kırmızi & dogri/doğrı1.

Επίσης, σε αντίθεση με τα αμφίβολα κουσί & κουσή, το άκλιτο δυτικομακεδόνικο


κουσιού αντανακλά με βεβαιότητα το koşu (Γ:1.8.2.), ενώ στο koşu πρέπει να
αποδώσουμε και το αρσενικό κουσιός: η λέξη για το Φανάρι Καρδίτσας καταγράφεται ώς
κουσιού με τη σημασία ''τρέξιμο'' και ''τρέχοντας''· το ουσιαστικό κουσιού είναι ουδέτερο
και κατα πάσα πιθανότητα άκλιτο, όπως και το επίρρημα κουσιού.

Έτσι, το ουσιαστικό κουσιού φαίνεται οτι ερμηνεύτηκε σά γενική ενικού δίνοντας


αναλογικά το κουσιός, ενώ το επίρρημα διατήρησε την άκλιτη μορφή-του σε ιδιώματα
όπως του Μόκρου και της Δόβρανης2.

Υπέρ της σύνδεσης του κουσιός με το koşu μέσω του τύπου κουσιού είναι το γεγονός
οτι το κουσιός (με την ίδια μορφή και τις ίδιες σημασίες) καταγράφεται και για ιδιώματα
της Πιερίας και της Ημαθίας, που επηρεάστηκαν απο ανατολικοβαλκανικού τύπου
ιδιώματα, άν κρίνουμε απο το ντόπιο σαλάμ(ι)κους.

Έτσι, και μόνο απο τα κοζανίτικα τουρλιού, Καρμαζΐς & ντου(γ)ρού γίνεται φανερό οτι
οι γειτονικές τούρκικες ποικιλίες είχαν πλήρως ανεπτυγμένη τη φωνηεντική αρμονία,
εμφανίζοντας τα ανατολικοβαλκανικά /ü w u/ αντί για το δυτικοβαλκανικό /i/ και συνεπώς
πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη μια ανατολικοβαλκανικού τύπου βάση δανεισμού.

Επιστρέφοντας στο /γ/, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι η σίγησή-του είχε γενικευτεί


και στα τούρκικα της Δυτικής Μακεδονίας, όπως αποδεικνύεται απο τους τουρκισμούς
που αντανακλούν το uğursuz: το /γ/ των uğursuz/oğursuz αποδίδεται σταθερά με το
αντίστοιχο κλειστό (/g/) στις δυτικοβαλκανικές γλώσσες3, ενώ στα δυτικομακεδόνικα και
γενικότερα τα μακεδονικά ιδιώματα η λέξη απαντά ώς ουρσούζ-, καθιστώντας

1 ΕτυμTietze[a-e], Κυρανούδης 2009:53.


2 Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει οτι το δυτικομακεδόνικο κουσιού είναι η επιρρηματικά χρησιμοποιούμενη
γενική ενικού του κουσί, ομως κάτι τέτοιο θα ήταν αστήριχτο, καθως τα ουδέτερα σε ιδιώματα όπως τα κοζανίτικα
έχουν μονοπτωτικό ενικό και πληθυντικό και συνεπώς δέν υπάρχει γενική ουδετέρου σε -ιού (για τις γενικές σε -ιού σε
ιδιώματα όπως τα σαμοθρακίτικα δές Τσολάκη 2009:199-200). Επίσης, με αυτή την ερμηνεία η συνύπαρξη του
ουσιαστικού κουσιός με το επίρρημα κουσιού (ταγκουσιού) σε ιδιώματα όπως της Δόβρανης θα έπρεπε να αποδοθεί
σε πολλαπλές και διαφορετικές (ανατολικοβαλκανικές και δυτικοβαλκανικές) τούρκικες επιδράσεις, ενώ είναι πιό
οικονομικό να θεωρήσουμε οτι καί οι δύο τύποι αντανακλούν μιά παλιότερη κατάσταση (όπως αυτή που καταγράφεται
για το Φανάρι Καρδίτσας), που οφείλεται σε δανεισμό απο ίδιου τύπου ιδιώματα.
3 π.χ. αλβ. ogursëz (<oğursuz), σλαβμακ. & σερβοκρ. ugursuz (<uğursuz).

/ 38 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

αδιαμφισβήτητη τη σίγηση του /γ/, καθως οι μακεδονικοί τύποι μπορούν να ερμηνευτούν


μόνο με βάση πραγματώσεις όπως του κοινού uğursuz [uursús], ή του μαρτυρημένου
ανατολικοβαλκανικού ūrsuz και του ursuz (Γ:1.10.5.), στα οποία μπορούμε να
αποδώσουμε και το βουλγάρικο ursuz.

Ακόμα ομως και οι συμφωνικές αποδόσεις του /γ/ είδαμε οτι δέν παρατηρούνται μόνο
στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα του Καταφυγίου και της Κοζάνης, αλλα και σε ακόμα πιό
ανατολικά ιδιώματα, όπως της Επανομής, και συνεπώς δέ μπορούν να ερμηνευτούν με
βάση τον διαχωρισμό των τούρκικων ιδιωμάτων σε δυτικοβαλκανικά και
ανατολικοβαλκανικά. Έτσι, αντί για μια διατοπική ερμηνεία, μπορούμε να προτείνουμε
άλλες δύο, που σχετίζονται με τον χρόνο δανεισμού: μία ιστορική (ή: διαχρονική) και μία
συγχρονική.

Με την ιστορική ερμηνεία μπορούμε να υποθέσουμε οτι οι συμφωνικές αντανακλάσεις


του /γ/ και οι αντανακλάσεις των μακρών φωνηέντων οφείλονται σε δανεισμό σε
διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Η ιστορική ερμηνεία μπορεί να βασιστεί στο γεγονός οτι πρίν τη σίγηση του /γ/ η
συμφωνική προφορά χαρακτήριζε ό λ α τα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα. Έτσι, μια
ιστορική θεώρηση του δανεισμού μας επιτρέπει να αποδώσουμε τις συμφωνικές
αντανακλάσεις του /γ/ σε δανεισμό κατα την περίοδο που δέν είχε γενικευτεί η
εξασθένηση του /γ/, δηλαδή το πολύ μέχρι και τον 18ο αιώνα, ενώ τις αντανακλάσεις των
μακρών φωνηέντων σε δανεισμό κατα την Ύστερη Οθωμανική Περίοδο (19ος-20ός
αιώνας 1
), όταν πιά είχε γενικευτεί η εξασθένηση του /γ/, τουλάχιστον στα
ανατολικοβαλκανικού τύπου τούρκικα ιδιώματα.

Έτσι, οι τύποι ντουρού, σαλάμκους, ουρσούζ- (κλπ.) αντανακλούν την εξασθένηση


του /γ/ (Β:1.10.4.) και αποτελούν νεότερα δάνεια, ενώ με την ιστορική ερμηνεία τα
ντουγρού, ντουγραματζής & σαγλάμκους μπορούν να θεωρηθούν τεκμήρια αρχαϊκής
τούρκικης προφοράς.

Με τη συγχρονική ερμηνεία μπορούμε να υποθέσουμε οτι τόσο οι συμφωνικές


αντανακλάσεις του /γ/ (ντουγρού & σαγλάμκους), όσο και οι αντανακλάσεις των μακρών

1 δές TurkLang 181.

/ 39 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

φωνηέντων (ντουρού & σαλάμκους) οφείλονται σε δανεισμό κατα την ίδια χρονική
περίοδο.

Η συγχρονική ερμηνεία μπορεί να βασιστεί στη συμπεριφορά του /γ/ στη ΣΚΤ, οπου τα
doğru, doğramacı & sağlam προφέρονται [do:rú], [do:ramadžẃ] & [sa:łám], αλλα
ταυτόχρονα το /γ/ αναγνωρίζεται ώς φώνημα στη διάρκεια των [o:] & [a:].

Έτσι, εφόσον με βάση το κοζανίτικο ντουρού και το καταφυγιώτικο σαλάμκους


μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι και στα δυτικομακεδόνικα τούρκικα ιδιώματα τα doğru,
doğramacı & sağlam προφέρονταν [do:rú], [do:ramadžẃ] 1 & [sa:łám], μπορούμε να
θεωρήσουμε οτι στις ίδιες πραγματώσεις βασίστηκαν και τα δυτικομακεδόνικα ντουγρού,
ντουγραματζής & σαγλάμκους, που οφείλονται σε αναγνώριση του /γ/ στη διάρκεια των
[o:] & [a:]2.

Μπορούμε δηλαδή να θεωρήσουμε οτι με τη συγχρονική ερμηνεία στα ντουρού &


σαλάμκους έχουμε μια φωνητικά πιστή απόδοση των [o:] & [a:] (Γ:1.10.3.), ενώ στα
ντουγραματζής, ντουγρού & σαγλάμκους μια απόδοση φωνολογικά διαφανή.

Η αξία των δύο ερμηνειών φαίνεται απο την περίπτωση των ντουγρού & ντουρού, που
είδαμε οτι συνυπάρχουν στο ιδίωμα της Κοζάνης και σε ιδιώματα της Ορεινής Πιερίας: το
ενδιαφέρον είναι οτι ο τύπος ντουρού επιβεβαιώνεται απο τους Κοζανίτες ομιλητές πολύ
πιό σπάνια απο τον τύπο ντουγρού, που αναγνωρίζεται απο όλους σάν κοζανίτικος, ενώ
αντίστοιχα στην Ορεινή Πιερία το ντουρού απαντά σε μερικά μόνο απο τα ιδιώματα για τα
οποία καταγράφεται ο τύπος ντουγρού.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι σε όλα τα παραπάνω ιδιώματα το ντουγρού


εισήχθη και καθιερώθηκε πολύ νωρίτερα απο το ντουρού, ενώ η σπανιότητα του
ντουρού μπορεί να αποδοθεί στην όψιμη εμφάνισή-του, καθως φαίνεται οτι όταν πιά
εμφανίστηκε το ντουρού, είχε ήδη καθιερωθεί ο τύπος ντουγρού, που πλέον κάλυπτε τη
σημασία ''κατευθείαν'' και συνεπώς δέν υπήρχε το δηλωτικό κενό που θα ευνοούσε την
καθιέρωση του ντουρού.

1 πρβλ. και τα διαλεκτικά ανατολικοβαλκανικά dūru & dūramacı (Γ:2.6.7.).


2 Θα μπορούσε κάποιος να είναι επιφυλακτικός στη συγχρονική ερμηνεία επισημαίνοντας οτι στα ελληνικά ιδιώματα δέν
υπάρχει φωνολογική διαδικασία που να προβλέπει αντέκταση λόγω της σίγησης ενός /γ/, ομως στην περίπτωση του
δανεισμού δέν έχουμε να κάνουμε απλά με ομιλητές της μητρικής-τους γλώσσας, αλλα με δίγλωσσους, που φυσικά
είναι εξοικειωμένοι λίγο-πολύ και με τις φωνολογικές διαδικασίες της δεύτερης γλώσσας και συνεπώς δέ θα ήταν
περίεργο άν και οι τουρκομαθείς ελληνόφωνοι αναγνώριζαν το /γ/ στη διάρκεια των μακρών τούρκικων φωνηέντων.

/ 40 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το ντουγρού αποτελεί έναν αρχαϊσμό που


κατάφερε να αντισταθεί στην πίεση του νεότερου ντουρού, κατα πάσα πιθανότητα επειδή
το /γ/ εξακολούθησε να αναγνωρίζεται στη διάρκεια του [o:].

Έτσι, μπορούμε να συνοψίσουμε οτι στη Δυτική Μακεδονία (α) οι ανατολικοβαλκανικές


επιδράσεις πρέπει να θεωρούνται σίγουρες, καθως ευθύνονται για τους τύπους
σαλάμκους, ντουρού (Β:1.10.4.), τουρλιού, Καρμαζΐς, ντου(γ)ρού, κουσιού & κουσιός &
ουρσούζ-, (β) οι ενδείξεις δυτικοβαλκανικών επιδράσεων είναι είτε περιορισμένες, είτε
αμφίβολες: π.χ. το σιατιστινό γκαραγκάτσ΄ δίπλα στο ευρύτερα βορειοελλαδίτικο
καραγάτσ΄, οι αντανακλάσεις του koşi δίπλα στου koşu και οι συμφωνικές αποδόσεις του
/γ/ (ντουγρού, σαγλάμκους).

Χαρακτηριστικό είναι οτι δυτικομακεδόνικοι τύποι ανατολικοβαλκανικής προέλευσης,


όπως π.χ. τα σαλάμκους, κουσιός & ουρσούζ-, ταυτίζονται με τους αντίστοιχους τύπους
απο άλλα μή δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, οπου είναι επίσης εμφανής η
ανατολικοβαλκανική επίδραση.

Έτσι, δέ μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά για σχέση του σαγλάμκους με τα


δυτικοβαλκανικά χαρακτηριστικά, ομως δέ μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός οτι οι
τύποι σαλάμκους και σαγλάμκους φαίνεται να ακολουθούν ένα ξεκάθαρο γεωγραφικό
κριτήριο: το σαγλάμκους απαντά σε μια περιοχή στα δυτικά των Βαλκανίων και το
σαλάμκους στην αμέσως γειτονική (ανατολικότερη) περιοχή, ενώ παράλληλα -σύμφωνα
με το υλικό- δέν έχουμε νησίδες σαλάμκους στη δυτική ζώνη, ούτε νησίδες σαγλάμκους
στην ανατολική ζώνη.

Αυτή η κατανομή δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί σε ανεξάρτητη επιλογή στα


πλαίσια των επιμέρους ιδιωμάτων, καθως είναι υπερβολικά ξεκάθαρη για να μήν
αποδοθεί στον γεωγραφικό παράγοντα.

Όπως είδαμε, στην Κοζάνη το αρχαϊκότερο ντουγρού φαίνεται οτι επιβίωσε παρά την
πίεση του νεότερου ντουρού και την ίδια ιστορικοσυγχρονική ερμηνεία μπορούμε να
δώσουμε και στην κατανομή των σα(γ)λάμκους: μπορούμε να υποθέσουμε οτι τόσο το
δυτικομακεδόνικο και ΚΝΕ ντουγρού, το μακεδονικό ντουγραματζής (Επανομή και
Καταφύγι), όσο και το δυτικομακεδόνικο και θεσσαλικό σαγλάμκους οφείλονται σε
παλιότερο δανεισμό με βάση την αρχαιότερη πραγμάτωση [saγłám], που διατήρησε το /γ/
στα δυτικότερα ελληνικά ιδιώματα (Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία), ακόμα και αφού το
[saγłám] είχε εξελιχτεί σε [sa:łám].

/ 41 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.10.

Όπως το κοζανίτικο ντουγρού και το καταφυγιώτικο ντουγραματζής, έτσι και το


σαγλάμκους φαίνεται οτι επιβίωσε στα περισσότερα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, καθως
το /γ/ εξακολούθησε να αναγνωρίζεται στη διάρκεια του [a:], ενώ το σαλάμκους των
ανατολικότερων ιδιωμάτων φαίνεται οτι οφείλεται σε εντονότερες πιέσεις απο την
ανατολικοβαλκανικού τύπου κοινή τουρκική.

Η σταδιακή επέκταση της κοινής τουρκικής μπορεί να εντοπιστεί και στα


δυτικοβαλκανικά τούρκικα ιδιώματα: χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κοινού ağzı,
που στη Φλώρινα απαντά ώς āzi1, ενώ ο Eckmann (1960:197, 195) καταγράφει για το
ιδίωμα του Dinler τον τύπο dūri, οπου συνυπάρχει το -i του δυτικοβαλκανικού dogri με το
[u:] του ανατολικοβαλκανικού dūru (Γ:2.6.7.).

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυτικοβαλκανικά ιδιώματα 2 , οπου


ομως παρατηρούμε υποχώρηση της αρχαϊκής-διαλεκτικής συμφωνικότητας του /γ/ (āzi,
dūri), αλλα παράλληλα διατηρούν τον φωνητικό διαλεκτισμό του -i (āzi, dūri), που
φαίνεται οτι αντιστάθηκε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην επίδραση της κοινής.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι δέ φαίνεται εντελώς


αστήριχτη η σύνδεση απο τον Κυρανούδη των δυτικομακεδόνικων κουσί, κουσή,
γκιουρλουτί & γκιλουρντί με τα δυτικοβαλκανικά koşi & gürülti, καθως θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε οτι αυτοί οι ελληνικοί τύποι, μαζί με το σιατιστινό γκαραγκάτσ΄, οφείλονται σε
ένα δυτικοβαλκανικό υπόστρωμα που υποχώρησε μπροστά στην πίεση της
ανατολικοβαλκανικού τύπου κοινής.

Ομως, άν δεχτούμε ένα παλιότερο δυτικοβαλκανικό υπόστρωμα, καταλαβαίνουμε οτι


θα μπορούσαμε να αποδώσουμε σε αυτό και τη συμφωνική απόδοση στο σαγλάμκους.

Σε κάθε περίπτωση, το εύρος των ανατολικοβαλκανικών επιδράσεων μας οδηγεί στο


συμπέρασμα οτι τόσο τα ντουγρού & σαγλάμκους, όσο και οι υπόλοιποι τύποι που
διατηρούν το /γ/ οφείλονται σε επιβίωση της παλιότερης προφοράς του τούρκικου /γ/ στα
ελληνικά ιδιώματα, παρά τις επιδράσεις της κοινής τουρκικής κατα τον 19ο και 20ό
αιώνα, όταν το /γ/ είχε πιά σιγηθεί.

1 Elçin 246.
2 δές π.χ. Κυρανούδης 2009:52.

/ 42 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.11.

Β:1.11. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <h>

Β:1.11.1. Το h αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο γλωσσιδικό τριβόμενο /h/


(HIPA 154, ShW 73).

Το /h/ πρίν απο σύμφωνο και μετά απο φωνήεν, δηλαδή στο τέλος συλλαβής μπορεί
να σιγείται προκαλώντας ταυτόχρονα αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ.
Mehmet [me:méth]1, kahve [kha:vέ] & Ahmet [a:méth] (TurkGram 8).

Το φαινόμενο παρατηρείται και στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα: π.χ. ālat <ahlat2,
anātar <anahtar 3 , āret <ahret 4 , mākeme <mahkeme, māk΄um <mahkûm, mālūkat
<mahlûkat, Māmut <Mahmut, māsus <mahsus5, Māmıt <Mahmut6, mārama <mahrama7,
māraba <*mahraba <merhaba 8 , rāle <rahle, rāmet <rahmet 9 , sabādan <sabahdan 10 ,
sabālayın <sabahleyin11, tāta <tahta12, yānı <yahni13, Mēmet <Mehmet14, kāve <kahve15
& Āmet <Ahmet16.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να προσθέσουμε οτι, σύμφωνα με το βαλκανικό υλικό, το


φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο σε εσωτερική συλλαβή, αλλα και σε τελική, ενώ στα
φωνήεντα συμπεριλαμβάνονται και άλλα φωνήεντα εκτός απο τα ανοιχτά /a e/, όπως τα
κλειστά /w ü i/: Allā <Allah17, sabā <sabah18, şā <şah19, padişā <padişah20, siyā <siyah21,

1 Σε άλλες περιπτώσεις το /eh/ δίνει [i:] (Β:1.21.1.).


2 Κυρανούδης 1998:127, Kalay 158 [17:42].
3 Eckmann 1960:197.

4 Eckmann 1950:12, 1960:197, 1962α:57, 1962β:119.

5 Eckmann 1962α:63.

6 Dallı 163.

7 Olcay 73.

8 Dallı 82, 83, 186.

9 Eckmann 1962α:65, 1962β:119.

10 Elçin 249.

11 Dallı 189.

12 Eckmann 1962α:52, 66, 1962β:119, Kakuk 1972:281, Dallı 190.

13 Dallı 192.

14 Eckmann 1960:197, Eckmann 1962α:52, 63, Elçin 247, 253, Dallı 163, Olcay 14, 17.

15 Eckmann 1950:12, 1960:197, 1962α:52, 62, 1962β:119, Elçin 246, 250, Kakuk 1961:380, 1972:241, 277, Dallı 83,

185, Olcay 17, Kalay 158 [17:54].


16 Eckmann 1960:197, 1962α:57, Elçin 245, Dallı 163, Olcay 49, Kalay 158 [17:32].

17 Elçin 250, Kakuk 1961:312, 374, 1972:241, 272, Olcay 17.

18 Hazai 1959:218, Kakuk 1961:312, 382, Olcay 78.

19 Kalay 189 [25:208], 266.

20 Kakuk 1961:312, 382, Dallı 188.

21 Kakuk 1961:312, 383, Elçin 247, Kalay 127 [4:28], 266.

/ 43 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.11.

īlamur <ıhlamur1, mǖtü <mühtü <müftü2, Zǖre <Zühre3, mǖlet <mühlet4, i:tiyar <ihtiyar5
& mǖtar <*mühtar (Β:2.4.4.).

Επίσης, το /h/ μπορεί να σιγείται σε αρκτική θέση και μετά απο σύμφωνο6, ενώ, όταν
σιγείται σε μεσοφωνηεντική θέση 7 , τα φωνήεντα που έρχονται σε επαφή, συχνά
συναιρούνται σε ένα μακρό φωνήεν (Γ:1.10.2.).

Β:1.11.2. Γενικά το /h/ στους δυτικομακεδόνικους τουρκισμούς συμπεριφέρεται όπως


το /x/ των ελληνικών λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) υπερωικό [x] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: ahmak> αχμάκ’ς, ahur>
αχούρ’, kabahat> καμπαχάτ’, kahır> καχΐρ΄, Lâhur> λαχούρ΄, muhabbet> μουχαμπέτ’,
mayhoş> μουχόζ΄κους, buhar> μπουχάρ’, buhari> μπουχαρί, tahın> ταχΐν΄, havan>
χαβάν’, hava> χαβάς, havlu> χαβλί, havuz> χαβούζ΄, hazır> χαζΐρκους, hayvan>
χαϊβάν’, hayır> χαΐρ΄, hayırsız> χαϊρσΐηζς, halva> χαλβάς, hale> χαλές, hamaylı>
χαμαϊλί, hamur/hamır> χαμούρ΄, han> χάν΄, hancı> χαντζής, hanım> χανούμσα, hadım>
χαντούμς, haranı> χαρανί, harç> χάρτσ΄, hasıl> χασίλ΄, hata> χατάς, hacı> χατζής,
hacılık> χατζιλίκ΄, hatıl> χατίλ’/χατσίλ΄, hatır> χατίρ΄, *hatırcı> χατιρτζής, hoş> χόσ΄κους,
hovarda> χουβαρδάς, huzur> χουζούρ΄, *huzurcu> χουζουρτζής, huy> χούι, huylu>
χουιλού(ς), hokka> χουκάς, horata> χουρατάς, hoşaf/huşaf> χουσιάφ’.

(β) υπερωικό [x] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: ehli> ιχλής, ihram> ιχράμ΄/χράμ΄,
kehribar> κιχριμπάρ’, mahmuz> μαχμούζ΄, mahmur> μαχμουρλούς, muhtar> μουχτάρς,
bahçe> μπαχτσές, bahçıvan> μπαχτσιαβάνους, bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄, bohça>
μπουχτσιάς, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, çehre> τσιχρές, hüner> χνέρ’.

(γ1) ουρανικό [x΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: zahire> ζαχιρές, kâhi> κιχί, hergele>
χιργκιλές.

(γ2) ουρανικό [x΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: silâh> σιλιάχ΄, tamah> ταμάχ΄.

1 Eckmann 1962α:52.
2 Eckmann 1950:12, 1962α:52.
3 Eckmann 1962α:69.

4 Kakuk 1961:312, 381, Elçin 246.

5 Eckmann 1960:197, Kakuk 1961:312, 380, Olcay 14, Kalay 125 [3:23], 179 [24:88 (κ.ε.)], 227 [36:62].

6 Eckmann 1962α:51.

7 TurkLang 204-5, TurkGram 8, Eckmann 1962α:52.

/ 44 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.12.

Β:1.11.3.1. Σε κάποιες περιπτώσεις το τούρκικο /h/ αποδίδεται με Ø: (ı)rahvan>


αραβάν΄, zahire> ζαϊρές, maslahat> μασλάτ΄, muhabbet> μουαμπέτ’, şahin> σιαΐν΄,
hargele/hergele> αργκιλές (Γ:1.3.7.1.).

Β:1.11.3.2. Σε περιπτώσεις όπως του (ı)rahvan, οπου το /h/ βρίσκεται στο τέλος
συλλαβής, μπορούμε να υποθέσουμε οτι σιγήθηκε και προκάλεσε αντέκταση δίνοντας
ένα μακρό φωνήεν (Β:1.11.1.), που αποδόθηκε με το αντίστοιχο ελληνικό απλό
(Γ:1.10.3.): (ı)rahvan> *(ı)rāvan> αραβάν΄.

Β:1.11.3.3. Περιπτώσεις όπως των zahire ~ ζαϊρές, muhabbet ~ μουαμπέτ’, şahin ~


σιαΐν΄ & hargele/hergele ~ αργκιλές, οπου το /h/ είναι μεσοφωνηεντικό και αρκτικό,
μπορούμε επίσης να τις αποδώσουμε σε σίγηση (Β:1.11.1.), ενώ στην περίπτωση των
maslahat ~ μασλάτ΄ μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τη σίγηση (Γ:1.10.5.).

Β:1.11.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.11.4.1. Ο τύπος μαξούλ΄ οφείλεται σε ανομοίωση του /xs/ του αρχικού μαχσούλ΄
(<mahsul: Β:2.2.3.).

Β:1.11.4.2. Στην περίπτωση των bahşiş ~ μπαχτσίσ΄ έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /h/ με το ελληνικό /x/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).

Β:1.12. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <j>

Β:1.12.1. Το j αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό μεταφατνιακό συριστικό


(voiced postalveolar/palatoalveolar sibilant), για του οποίου τη φωνητική και φωνολογική
απόδοση χρησιμοποιείται εδώ το <ž> (ΔΦΑ <ʒ>: HIPA 154, TurkGram 7, ShW 73).

Β:1.12.2. Το φώνημα /ž/ απαντά κατα κανόνα σε δάνεια απο τη γαλλική ή την
περσική1. Παρόλο που η παρουσία του προσφέρει φωνολογική συμμετρία στο σύστημα
των συριστικών2, παραμένει ένα ξένο στο φωνολογικό σύστημα της τουρκικής φώνημα
και γι’ αυτό αποδίδεται, ιδίως απο τους ανθρώπους του λαού, με το αντίστοιχο
προστριβόμενο /dž/3· έτσι, το γαλλικό gendarme έδωσε τόσο το jandarma, όσο και το

1 Χλωρός 880, Κοντοσόπουλος 1998(β):639, TurkLang 204, TurkGram 7.


2 δηλαδή συμβάλλει στη δημιουργία ζεύγους άηχου-ηχηρού μεταφατνιακού συριστικού (/š/ ~ /ž/) δίπλα στα φατνιακά /s/ ~
/z/, αλλα και τα προστριβόμενα /č/ ~ /dž/.
3 Κοντοσόπουλος 1998(β):636.

/ 45 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.12.

λαϊκότερο candarma, που έδωσε το τζιανταρμάς (Β:1.4.2.) και το πέρσικο müžde έδωσε
τόσο το müjde, όσο και το διαλεκτικό mücüde (<*mücde).

Για τον ίδιο λόγο το ηχηρό μεταφατνιακό του müžde αποδόθηκε τόσο με το αντίστοιχο
άηχο (muştu), όσο και με το αντίστοιχο φατνιακό (müzde, müzdulık1, muzdulamak2).

Β:1.12.3. Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /ž/ και γι’ αυτό σε ιδιώματα
όπως της ΒΑ Βουλγαρίας το κοινό /bagáž/ <bagaj>3 προφέρεται [bagáš] <bagaş>4.

Β:1.12.4. Το [ž] απαντά σε βαλκανικά ιδιώματα, ομως δέ μπορούμε να μιλάμε για


φώνημα, καθως παρατηρούμε οτι έχουμε να κάνουμε με τελικό /š/ που στην αλυσίδα του
λόγου εμφανίζεται ηχηροποιημένο απο το ηχηρό που ακολουθεί: π.χ. günej-duvar 5 ≈
günej-dogar 6 {güneş doğar}, (h)oj-geldin 7 ≈ hoj-geldın 8 {hoş geldin} ''καλωσήρθες'',
çavuj-dǖme {çavuş döğmeye}9, almış bin lira> almıj-bin-nira10, altmış beş> altmıj-beş11.

Το οτι έχουμε υποχωρητική αφομοίωση ηχηρότητας (Β:1.1.3.2.) αποδεικνύεται απο


περιπτώσεις οπου σε περιβάλλον που δέν περιλαμβάνει ηχηρό σύμφωνο έχουμε τις
αναμενόμενες άηχες πραγματώσεις, δίπλα ακριβώς στις ηχηροποιημένες: π.χ. delmij-
duvarı 12 αλλα duvarı delmiş 13 , olmuj-demiş 14 & olmuj-gelin 15 αλλα olmuş 16 , atej-gibi 17
αλλα ateşe18 & ateşi19, Büyük kardaj-der ikinci kardaşa...20.

1 παράλληλος τύπος των müjdelik & muştuluk (Meninski 4597).


2 παράλληλος τύπος των muştulamak & müjdelemek (Meninski 4598).
3 απο το γαλλικό bagage (ΕτυμTietze[a-e] «bagaj I», Nişanyan 2009 «bagaj»).

4 Dallı 84, 178.

5 Eckmann 1962α:51.

6 Eckmann 1962β:131.

7 Kalay 158 [17:32], 159 [17:67], 214 [33:71].

8 Eckmann 1962β:130, 137.

9 Kalay 173 [23:46].

10 Kalay 228 [36:80].

11 Kalay 203 [28:69-70].

12 Kalay 142 [10:25].

13 Kalay 142 [10:24].

14 Kalay 127 [4:25].

15 Kalay 127 [4:26].

16 Kalay 127 [4:18].

17 Kalay 243 [44:17].

18 Kalay 151 [13:51].

19 Kalay 152 [13:94].

20 Eckmann 1962β:133.

/ 46 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.

Β:1.13. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <k>

Β:1.13.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 5), το τούρκικο άηχο
κλειστό /k/ πραγματώνεται ώς (α) μή δασύ υπερωικό ([k]) στο τέλος μιας εσωτερικής
συλλαβής, δηλ. πρίν απο σύμφωνο και μετά απο πισινό φωνήεν (a ı o u), (β) δασύ
υπερωικό ([kh]) πρίν απο πισινό φωνήεν ή στο τέλος της λέξης, μετά απο πισινό φωνήεν,
(γ) μή δασύ ουρανικό ([ḱ]) στο τέλος μιας εσωτερικής συλλαβής, δηλ. πρίν απο σύμφωνο
και μετά απο μπροστινό φωνήεν (e i ö ü), (δ) δασύ ουρανικό ([ḱh]) πρίν απο μπροστινό
φωνήεν ή στο τέλος της λέξης, μετά απο μπροστινό φωνήεν (Β:1.1.4.), ενώ το [ḱh]
απαντά και πρίν απο τα ουρανικοποιημένα φωνήεντα â & û σε δάνειες λέξεις όπως το
kâr, οπότε και ανήκει στο φώνημα /ḱ/.

Β:1.13.2. Το /k/ των τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /k/ των υπόλοιπων


ελληνικών λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) υπερωικό [k] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: kavak> καβάκ΄, kavurma>
καβουρμάς, kazan> καζάν΄, kazık> καζίκ΄, kalay> καλάι, kulağuz> καλαούης,
*kalpuzan> καλπουζάν.τς, kahır> καχΐρ΄, kurban> κουρμπάν΄, koşaf/kuşaf> κουσιάφ’,
çakıl> τσιακΐλ΄, yaka> γιακάς, kayret> καϊρέτ’.

(β) υπερωικό [k] πρίν απο όλα τα σύμφωνα: kına> κνά, kırma> κριμάς, bekri>
μπικρής, çekmece> τσικμιτζές.

(γ) υπερωικό [k] στο τέλος της λέξης: yazık> γιαζΐκ.

(δ1) ουρανικό [ḱ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: yakı/yaku> γιακή, kıyamet> κιαμέτ΄,
kıyma> κιιμάς, kilim> κιλίμ΄, kemer> κιμέρ΄, kepaze> κιπιζές, kepenk> κιπένγκ΄, kira>
κιράς, kereste> κιριστές, keçe> κιτσές, kehribar> κιχριμπάρ’, bıçkı> μπιτσ΄κί/μπουτσ΄κί,
rakı> ρακή, teskere> τισκιρές, çakıl> τσιακίλ’.

(δ2) ουρανικό [ḱ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ahmak> αιτ. αχμάκ΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, kavak> καβάκ΄, kazık> καζίκ΄, mülk> μούλκ΄, musluk> μουσλούκ΄, binlik>
μπινλίκ΄, beşik> μπισίκ΄, budak> μπουντάκ΄.

Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί το τούρκικο [ḱh] (/k/ ή /ḱ/ πρίν
απο φωνήεντα: Β:1.13.1.), που παραμένει ουρανικό στα ελληνικά ([ḱ]), όταν δέν
ακολουθεί μπροστινό φωνήεν: kâr> κιάρ’, künk> κιούν(γ)κ΄, küp> κιούπ΄, köşe>
κιουσές, köstek> κιουστέκ΄, bekâr> μπικιάρς.

/ 47 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.

Λίγες είναι οι δυτικομακεδόνικες περιπτώσεις, όπως το κούσπα (<küspe), οπου το


τούρκικο [ḱh] αποδόθηκε με το [k] (Γ:1.9.4.2.), ενώ το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και
στην ΚΝΕ, οπου το küçük έδωσε το κούτσικος1, όπως και τα επώνυμα Κουτσούκης &
Κουτσούκος.

Β:1.13.3. Το τούρκικο διπλό /k/ προφέρεται ώς μακρό δασύ [k:h]/[ḱ:h] (TurkGram 4) και
αποδίδεται όπως και το [kh]/[ḱh]: zakkum> ζουκούμ’, bakkal> μπακάλτς, okka> ουκά,
tevekkel> τιβικέλτς, hokka> χουκάς.

Β:1.13.4. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ακολουθία -nk στο τέλος των λέξεων
αποδίδεται με το έρρινο ηχηρό -νγκ΄ (Β:2.1.3.1.), ενώ και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις
το τούρκικο /k/ αντιστοιχεί σε ελληνικό /g/ (Β:2.1.3.3.).

Β:1.13.5. Σποραδική είναι η απόδοση του /k/ με το ελληνικό /x/, όπως στην περίπτωση
του kasap> χασάπ(η)ς, ενώ αντίστοιχες περιπτώσεις αποτελούν το χαζάνι 2 και το
ζουχούμ’, που καταγράφεται για το Ρουμλούκι και την Επανομή.

Η τροπή του /k/ σε /x/ ή /h/ είναι γνωστή στις τούρκικες διαλέκτους της Μικράς Ασίας3,
αλλα όσον αφορά τα Βαλκάνια το φαινόμενο της απόδοσης του /k/ με το /x/
αποτυπώνεται μόνο σε ελληνικές λέξεις, δίπλα στην κανονική απόδοση με το /k/
(κασάπ(η)ς, καζάνι & ζουκούμ’).

Με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι δέ μπορούμε να θεωρήσουμε


οτι το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τα τούρκικα των Βαλκανίων, καθως οι αντίστοιχοι
βαλκανικοί τουρκισμοί αποδίδουν μόνο το /k(k)/, κάτι που αφορά καί τους τρείς
παραπάνω τύπους: (α) zakkum> αλβ. zakum, βουλγ. zakum, zokum, σλαβμακ. zokum,
σερβοκρ. zakum, zekum, (β) kazan> αλβ., βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ. kazan, ρουμ.
cazan, (γ) kasap> αλβ., βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ. kasap, ρουμ. casap).

Μιά ερμηνεία που θα μπορούσαμε να δώσουμε είναι οτι ενδεχομένως το τριβόμενο [x]
αποδίδει τη δασύτητα του [kh] 4 , που αποτελεί ξενίζον χαρακτηριστικό για τα ελληνικά
δεδομένα μετά απο σύμφωνο: πιθανώς δηλ. τα τούρκικα kasap [khasáph], kazan [khazán]
& zakkum [zak:húm] να προφέρονταν -απο τους ελληνόφωνους που μιλούσαν «τσάτρα

1 ΛΚΝ, ΕτυμΜπαμπ.
2 Somavera 438, 441.
3 δές π.χ. Συμεωνίδης 1971-72:148.

4 Για την απόδοση του /h/ με το /x/ δές Β:1.11.2..

/ 48 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.13.

πάτρα» τα τούρκικα- [kxasáp], [kxazán] & [zakxúm], που αποδόθηκαν ώς χασάπ(η)ς,


χαζάνι·& ζουχούμ’.

Η απόδοση του [kh] με το /x/ φαίνεται να επιβεβαιώνεται απο την περίπτωση του
tabakhane, που έδωσε στη Σιάτιστα και το Πήλιο τα (ν)ταμπαχανάς, στα βουλγάρικα το
tabaxana και στα σλαβομακεδόνικα το tabana (<tabaana <*tabaxana1).

Β:1.13.6. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.13.6.1. Εκτός απο το δυτικομακεδόνικο χουκάς (<hokka), έχουμε και το κοζανίτικο


χουχάς, οπου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τόσο απόδοση του [k:h] με το [x] (hokka>
χουχάς: Β:1.13.5.)2, όσο και προχωρητική αφομοίωση (χουκάς> χουχάς), ενώ σε άλλα
ιδιώματα παρατηρούμε υποχωρητική αφομοίωση (χουκάς> κουκάς3).

Β:1.13.6.2. Όπως περιγράφει ο Κυρανούδης (2009:252), στην περίπτωση του


ταμαχιάρς (<tamahkâr) είχαμε αναδόμηση του tamahkâr ή του ταμαχκιάρς (άλλων
ιδιωμάτων) με βάση το ταμάχ΄ και το επίθημα -ιάρ(η)ς.

Β:1.13.6.3. Προβληματική σάν τουρκισμός είναι η περίπτωση του κοζανίτικου


κλιούνγκ΄, που αντιστοιχεί στο τούρκικο künk, που σε άλλα ιδιώματα έδωσε τον
αναμενόμενο τύπο κιού(ν)γκ΄ (Β:2.1.3.1.).

Η σημασία αποδεικνύει οτι πρόκειται για την ίδια λέξη, αλλα δέ μπορούμε να
θεωρήσουμε οτι έχουμε απόδοση του ετυμολογικά δικαιολογημένου [ḱh] με το κοζανίτικο
[kl΄], γιατι, εκτός των άλλων, θα έπρεπε να υποθέσουμε οτι είναι το μοναδικό παράδειγμα
μιας αντιστοιχίας αυτού του είδους.

Αυτό που δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στη σύνδεση του κλιούνγκ΄ με το künk
είναι το οτι τα συμφωνικά συμπλέγματα δέν είναι ανεκτά στην αρχή των τούρκικων
λέξεων, καθως τα ξένα αρκτικά συμπλέγματα είτε διασπώνται, είτε απομακρύνονται απο
την αρχή της λέξης (Γ:2.4.5.1.).

Έτσι, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα οτι δέν πρόκειται για άμεσο δανεισμό απο τα
τούρκικα, κάτι που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε σε άλλη γλώσσα την πηγή του
δανεισμού του συγκεκριμένου τύπου.

1 Για τη σίγηση του σλαβομακεδόνικου /x/ (tabáana <*tabáxana) δές SlavLang 257.
2 άλλωστε είδαμε οτι το kk έχει την ίδια μοίρα με το k (Β:1.13.3.).
3 πρβλ. κοχλιός & χοχλιός (Somavera 198, 449).

/ 49 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.14.

Η πηγή του δανεισμού μπορεί να εντοπιστεί στα σλάβικα ιδιώματα της ελληνικής
Μακεδονίας, για τα οποία καταγράφεται ο τύπος kljunk [kl΄únk], που προέρχεται επίσης
απο το künk.

Το künk έδωσε αρχικά το βουλγάρικο kjunk [ḱúnk]1, που εξελίχτηκε σε kljunk λόγω
παρετυμολογικής επίδρασης του βουλγάρικου kljun ''ράμφος'', όπως προτείνουν οι
συντάκτες του BER.

Συνεπώς, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι, εφόσον το κλιούνγκ΄ δέ μπορεί να


προέρχεται κατευθείαν απο το τούρκικο künk, είναι λογικότερο να το αποδώσουμε σε
άμεσο δανεισμό απο το σλαβομακεδόνικο kljunk. Την πιθανότητα σλάβικης επίδρασης
επιβεβαιώνει και η παρουσία του τύπου κλιούνγκι στο ιδίωμα του Μελένικου, που έχει
δεχτεί έντονη επίδραση απο τα γύρω σλάβικα ιδιώματα2.

Β:1.14. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <l>

Β:1.14.1.1. Το τούρκικο /ł/ πραγματώνεται ώς (α) υπερωικό ([ł]) σε περιβάλλον


πισινών φωνηέντων (a ı o u) ή (β) ουρανικό ([l΄]) σε περιβάλλον μπροστινών φωνηέντων
(e i ö ü), ενώ η ουρανική πραγμάτωση [l΄] απαντά και πρίν απο τα ουρανικοποιημένα
φωνήεντα â & û σε δάνειες λέξεις όπως το belâ και το billûr, οπότε και ανήκει στο
φώνημα /l΄/. Καί τα δύο φωνήματα πραγματώνονται ώς άηχα στο τέλος της λέξης ή πρίν
απο άηχο σύμφωνο.3

Αντί για τη φωνητική απόδοση του ουρανικού πλευρικού με το <ʎ> (ShW 74), εδώ
χρησιμοποιείται το <l΄>, ενώ είναι άστοχη η απόδοσή-του με το <l> (TurkGram 8-9), που
χρησιμοποιείται για το μή υπερωικό και μή ουρανικό πλευρικό (HIPA ix, ΙΕΓ 1105).

Β:1.14.2. Το /ł/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το πλευρικό των


υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων (Β:2.6.1.) και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [l] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: avlağa> αβλαγάς, alan>
αλάν΄, alaca> αλατζιάς, aslan> ασλάν΄, kulağuz> καλαούης, Karadağlι> Καρανταλΐς,
kışla> κασ΄λάς, kolan> κουλάν΄, mala> μαλάς, maslahat> μασλάτ΄, baklava>

1 με /ü/ > /ju/ (Γ:1.9.4.6.).


2 Γλ.Μελέν. 22.
3 HIPA 155, TurkGram 8-9.

/ 50 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.14.

μπακλαβάς, dalak> νταλάκα, uğursuzluk> ουρσουζλούκ΄, paralı> παραλΐς, tulum>


τουλούμ΄, çocuklar> τζιουτζιουκλάργια, huylu> χουιλού(ς).

(β) μή ουρανικό [l] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: nalbant> αλμπάν.τς, gülsuyu>
γκιούλτσουι/γκιλτσουί, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, bakkal> ονομ. μπακάλτς, tembel>
ονομ. τιμπέλτς, halva> χαλβάς.

(γ1) ουρανικό [l΄] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: gaile> γκαϊλές, gelep> γκιλέπ΄, kilim>
κιλίμ΄, lenger> λινγκέρ΄, libade> λιμπαντές, melez> μιλέζ΄κους, millet> μιλέτ΄, patlican>
πατλιτζιάν΄, peynirli> πινιρλί, sıklet> σικλέτ΄, ocaklık> τζιακλίκ΄, saraylı> σαραϊλί, çalıştı>
τσιαλιστιμένους, çiflik> τσιουφλίκ΄, hale> χαλές, hamaylı> χαμαϊλί.

(γ2) ουρανικό [l΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: mahsul> μαξούλ΄, masal> μασάλ΄,
bakkal> αιτ. μπακάλ΄, partal> παρτάλ΄, pul> πούλ΄, reçel> ριτσέλ΄, tembel> αιτ. τιμπέλ΄.

(δ) ουρανικό [l΄] πρίν απο τα ουρανικά σύμφωνα: nalça> αλτζιάς, gölcük> γκιουλτζίκ΄,
mülk> μούλκ΄.

Β:1.14.3. Είδαμε οτι το τούρκικο /ł/ έχει (α) υπερωική πραγμάτωση σε περιβάλλον
πισινών φωνηέντων και (β) ουρανική σε περιβάλλον μπροστινών (Β:1.14.1.). Κάτι
αντίστοιχο συμβαίνει στα κοζανίτικα, οπου το /l/ έχει (α) μή ουρανική πραγμάτωση πρίν
απο τα μή μπροστινά (πισινά) φωνήεντα και (β) ουρανική πρίν απο τα μπροστινά
(Β:2.6.1.).

Μπορούμε να υποστηρίξουμε δηλαδή οτι πρίν απο πισινό φωνήεν το τούρκικο [ł]
αντιστοιχεί στο κοζανίτικο [l], ενώ πρίν απο μπροστινό το τούρκικο [l΄] αντιστοιχεί στο
κοζανίτικο [l΄]. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του τούρκικου [l΄ü], που αποδίδεται με
το κοζανίτικο [l΄u], αφού στην Κοζάνη το /ü/ αποδίδεται αποκλειστικά με το /u/ (Γ:1.9.5.):
*müflüz> μουφλιούηζς, bölük> μπλιούκ΄, türlü> τουρλιού.

Την ίδια απόδοση έχει κατα κανόνα και το φώνημα /l΄/, που επίσης είναι ουρανικό
(Β:1.14.1.): evlât> ιβλιάτ’, ilâç> ιλιάτσ΄, belâ> μπιλιάς, billûr> μπλιούρ’, pilâv> πλιάφ΄,
silâh> σιλιάχ΄, cilâ> τζιλιάς, cellât> τζιλιάτς, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄.

Όπως και στα /k/ (Β:1.13.1.) & /g/ (Β:1.9.1.), αποτελεί βασικό φωνολογικό
χαρακτηριστικό η υπερωική ή ουρανική πραγμάτωση για το /ł/, κάτι που αντανακλάται
στην ένα-προς-ένα αντιστοιχία «τούρκ. [ł] = κοζ. [l]» & «τούρκ. [l΄] = κοζ. [l΄]».

/ 51 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

Β:1.14.4. Στα κοζανίτικα το τούρκικο [l΄] αποδίδεται με το [l] μόνο στις περιπτώσεις των
Lâhur> λαχούρ΄ & mülâyim> μουλαΐνγκους, ενώ σε άλλα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα το
bölük δίνει μπλούκ΄ και το çürüklük δίνει τσιουρουκλούκ΄.

Η απόδοση του τούρκικου [l΄] με το κοζανίτικο [l] οφείλεται στην πραγμάτωση του
τούρκικου [l΄]: η ουρανικότητα του τούρκικου [l΄] είναι λιγότερο έντονη όχι μόνο απο του
ΚΝΕ ουρανικού, αλλα και απο του κοζανίτικου (Β:2.6.1.), πράγμα που σημαίνει οτι το
τούρκικο [l΄] είναι ακουστικά πιό κοντά στο ΚΝΕ και κοζανίτικο [l], παρά στο [l΄]· εκεί
πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους της απόδοσης του τούρκικου [l΄] με το ελληνικό [l],
τόσο στις περιπτώσεις των λαχούρ΄, μουλαΐμς/μουλαΐμκους/μουλαΐνγκους & μπλούκ΄,
όσο και στην ΚΝΕ, οπου το τούρκικο [l΄] αποδίδεται πάντα με το [l]: π.χ. belâ> μπελάς,
bölük> μπουλούκι, pilâv> πιλάφι, silâh> σιλάχι & tellâl> τελάλης.

Β:1.14.5. Στην περίπτωση του κοζανίτικου νιμπιλμπί, που αντιστοιχεί στο leblebi της
ΣΚΤ, δέν είχαμε απόδοση του /ł/ με το /n/, αλλα τροπή /ł/ > /n/, όπως θα δούμε
παρακάτω (Β:1.16.4.1.).

Β:1.14.6. Ο Olcay (14) και ο Κυρανούδης (1995:29, 38, 1998:128) επισημαίνουν την
αφομοίωση -nl- > -nn- για τα τούρκικα ιδιώματα της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης: π.χ.
nişanlı> nişannı & anlamak> annamak. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake το
ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη ΣΚΤ1, ενώ στα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας το /ł/
τρέπεται σε /n/ και μετά απο /m/: delikanlı> delikannı, nişanlı> nişannı, anlamak>
annamak, dinlemek> dinnemek, bostanlık> bostannık, gelinlik> gelinnik, adamlar>
adamnā, benle> benne, kendimle> kendimne & kendinle> kendinne2.

Το φαινόμενο της αφομοίωσης ερμηνεύει το καρπ. ντελικαννής, που προέρχεται απο


το κοινό τούρκικο delikanlı, προφανώς μέσω του βαλκανικού τύπου delikannı, καθως με
βάση τον τύπο delikanlı αρχικά στην Κάρπαθο θα είχαμε *ντελικανλής και τελικά
*ντελικαλλής με υποχωρητική αφομοίωση του /n/3.

Ο Κυρανούδης (2009: 439) αποδίδει το ντελικανής σε «ανομοιωτική αποβολή του


δεύτερου /l/», δηλαδή προϋποθέτει αρχικό τύπο *ντελικανλής, χωρίς ομως να παίρνει
υπόψιν τον τύπο delikannı.

1 π.χ. kadınlar [khadwnnáŗ] & anlamak [annamákh] (TurkGram 8).


2 Dallı 81, 93, 99, 100.
3 δές Μηνάς 2002:119-20.

/ 52 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

Σχετικά με την Κρήτη, παρατηρούμε οτι ο τύπος ντελικανής καλύπτει το μεγαλύτερο


μέρος του νησιού, ενώ ο τύπος ντελικαλής επικρατεί στον Νομό Ρεθύμνου (δίπλα στο
ντελικανής). 1 Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε οτι στην Κρήτη αρχικά υπήρξε
ένας τύπος *ντελικανλής, που εξελίχτηκε τόσο σε ντελικαλής, όσο και σε ντελικανής, άν
και δέν αποκλείεται το ντελικανής να αποδίδει το delikannı.

Γεγονός πάντως είναι οτι, όπως παρατηρούν οι συντάκτες του slang.gr, το σύμπλεγμα
-νλ- είναι δυσπρόφερτο για τα ελληνικά δεδομένα και δέ φαίνεται απίθανη η πρότασή-
τους, οτι το ντελικανής οφείλεται σε απλοποίηση του τούρκικου -nl-1, άν και αυτό δέν
αποκλείει το ενδεχόμενο του δανεισμού του delikannı, που για το καρπ. ντελικαννής
τουλάχιστον είναι και το πιθανότερο.

Όσον αφορά τους κοζανίτικους τουρκισμούς, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι η


αφομοίωση -nl- > -nn- δέ φαίνεται να επηρεάζει τη μορφή των λέξεων (π.χ. bahçıvanlık>
μπαχτσιαβανλίκ΄, binlik> μπινλίκ΄ & çobanlık> τζιουμπανλίκ΄), ενώ η περίπτωση του
τσιμιλίκ΄ μπορεί να αποδοθεί σε κοζανίτικη απλοποίηση (çimenlik> *τσιμινλίκ΄> τσιμιλίκ΄),
καθως με βάση έναν τύπο *çimennik (<çimenlik) στα κοζανίτικα θα περιμέναμε έναν
τύπο *τσιμινίκ΄.

Β:1.15. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <m>

Β:1.15.1. Το m αποδίδει γραφηματικά το διχειλικό ρινικό (HIPA 154, TurkGram 8).

Β:1.15.2. Το /m/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το διχειλικό ρινικό


των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [m] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: ama> αμα, ahmak>
αχμάκς, yarma> γιαρμάς, kaçamak> κατσιαμάκα, mutafçı> μουταφτσής, *müflüz>
μουφλιούηζς.

(β1) ουρανικό [ḿ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: kısmet> κασμέτ΄, minder> μιντέρ΄,
petmez> πιτ΄μέζ΄, simit> σ΄μίτ΄, çekmece> τσικμιτζές.

(β2) ουρανικό [ḿ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: gǖm> γκιούμ΄, ihram> ιχράμ΄, kilim>
κιλίμ΄.

1 ΓΑΚ 131, Γλ.ΔΚρήτ., Γλ.Κονδυλ., Γλ.Ρεθύμν., Γλ.ΑΚρήτ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ., Γλ.Σητ.

/ 53 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

Β:1.15.3. Στην περίπτωση του μουλαΐνγκους (<μουλαΐμκους <mülâyim) είχαμε


αφομοίωση, καθως το ρινικό απο χειλικό τράπηκε σε υπερωικό απο επίδραση του [k].

Β:1.16. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <n>

Β:1.16.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 8), το τούρκικο
ρινικό n πραγματώνεται ώς (α) υπερωικό [ŋ] όταν προηγείται πισινό φωνήεν και
ακολουθεί υπερωικό κλειστό (όπως το [g]), (β) ουρανικό [ń] (ΔΦΑ [ɲ]) όταν προηγείται
μπροστινό φωνήεν και ακολουθεί ουρανικό κλειστό (όπως το [ǵ]), (γ) φατνιακό (alveolar:
HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72) [n] σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις.

Επίσης, σε ιδιώματα όπως της ΒΑ Βουλγαρίας, όταν το /n/ βρίσκεται στο τέλος
εσωτερικής συλλαβής, μπορεί να σιγείται και ταυτόχρονα να προκαλεί αντέκταση στο
ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ. insan> i:san, sonra> sōra2> sora (Γ:1.10.4.).

Β:1.16.2. Το /n/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το έρρινο των


υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α1) μή ουρανικό φατνιακό [n] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: zanaat> ζανάτ΄,
zıvana> ζβανάς, kasnak> κασνάκ΄, katana> κατανάς, konuştu> κουνουστώ, bahçıvan>
μπαχτσιαβάνους, temenna> τιμινάς, çoban> τζιουμπάνους.

(α2) μή ουρανικό φατνιακό [n] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: nalbant>


αλμπάν.τς, senduk> σιντούκ΄, hancı> χαντζού.

(β1) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: nine/nene> νινέ, burani>
μπουρανί, örnek> αρνέκ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, sini> σ΄νί.

(β2) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο το /i/ που σιγείται: alan> αλάν΄, nalbant> αιτ.
αλμπάν΄, (ı)rahvan> αραβάν΄, baskın> μπασκΐν΄, tavan> νταβάν΄, orman> ουρμάν΄,
patlican> πατλιτζιάν΄, tahın> ταχΐν΄, han> χάν΄.

(γ) ουρανικό φατνοδοντικό [ń] πρίν απο ουρανικό σύμφωνο: nalbant> αλμπάνδις,
anteri> αντιρί, yonce> γιουντζές, (ü)zengi> ζινγκί, lenger> λινγκέρ΄, kepenk> κιπένγκ΄,

1 http://www.slang.gr/lemma/show/ntelikanis_20859.
2 Dallı 62, 71.

/ 54 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.1.

minder> μιντέρ΄, bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄, binlik> μπινλίκ΄, denk> ντένγκ΄,


çobanlık> τζιουμπανλίκ΄, tunç> τούντζ΄, hancı> χαντζής.

(δ) υπερωικό [ŋ] πρίν απο υπερωικό σύμφωνο: nalbant> αλμπάνκους, zabun>
ζαμπούνκους.

Β:1.16.3. Περιπτώσεις απουσίας του αρκτικού ν- απο αρσενικά (π.χ. nalbant>


αλμπάν.τς, nalça> αλτσιάς/αλτζιάς) μπορούμε να τις αποδώσουμε στην επανανάλυση
της έναρθρης εκφοράς της αιτιατικής ενικού1: τουν *ναλμπάν΄> τουν αλμπάν΄.

Β:1.16.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.16.4.1. Το κοζανίτικο νιμπιλμπί πρέπει να αποδοθεί όχι κατευθείαν στο leblebi της
ΣΚΤ, αλλα σε ένα βαλκανικό τούρκικο *neblebi, απ’ όπου προέρχονται και το αλβανικό
neblebi και το βουλγάρικο neblebija.

Ο τύπος *neblebi μπορούμε να θεωρήσουμε οτι προέρχεται απο το πέρσικης


προέλευσης leblebi με τροπή /ł/ > /n/2, ενώ την αντίστροφη τροπή /n/ > /ł/3 μπορούμε να
αναγνωρίσουμε στα νότος> notos4> lodos5 & nekes> lekes (Β:1.22.4.).

Β:1.16.4.2. Στην περίπτωση του çimenlik> τσιμιλίκ΄ την απουσία του /n/ μπορούμε να
την αποδώσουμε σε απλοποίηση του συμπλέγματος /nl/ (Β:1.14.6.), ενώ στις
περιπτώσεις των bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄ & çobanlık> τζιουμπανλίκ΄ η πιστή
απόδοση του ίδιου συμπλέγματος μπορεί να αποδοθεί στην αναλυσιμότητα των λέξεων
με βάση τα μπαχτσιαβάνους & τζιουμπάνους και το επίθημα -λίκ΄.

1 δές π.χ. ΜΝΕ 2:412.


2 δές Eckmann 1960:195, 1962α:50.
3 δές Eckmann 1960:195, Kalay 46.

4 Nişanyan 2009 «lodos».

5 BER «лодос», Eren & Nişanyan 2009 «lodos», TurkLang 203.

/ 55 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.17.

Β:1.17. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <r>

Β:1.17.1. Το r αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο παλλόμενο («tap»), που


πραγματώνεται ώς άηχο στο τέλος της λέξης ή πρίν απο άηχο σύμφωνο (HIPA 155,
TurkGram 9).

Επίσης, σε ιδιώματα όπως της ΒΑ Βουλγαρίας1, της Αδριανούπολης2 και γενικότερα


της Ανατολικής Θράκης 1 , όταν το /r/ βρίσκεται στο τέλος -εσωτερικής ή τελικής-
συλλαβής, μπορεί να σιγείται και ταυτόχρονα να προκαλεί αντέκταση στο
ταυτοσυλλαβικό φωνήεν, όπως φαίνεται και απο τον παρακάτω πίνακα:

ΕΤΕΡΟΣΥΛΛΑΒΙΚΟ /Φr/ ΤΑΥΤΟΣΥΛΛΑΒΙΚΟ /Φr/

bunları(n), bunlara bunlar, bunlarda(n), bunlarla


ΚΟΙΝΗ
kimleri(n), kimlere kimler, kimlerde(n), kimlerle

ΒΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ bunnarı(n), bunnara bunnā, bunnāda(n), bunnāla

(Dallı 101-2) kimneri(n), kimnere kimnē, kimnēde(n), kimnēle

Β:1.17.2. Το /r/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το παλλόμενο των


υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [r] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: poyras/poyraz> απόιρας,


(ı)rahvan> αραβάν΄, kumar> κουμάρου, burani/borani> μπουρανί, sarraf> σαράφς,
çorba> τσιουρουβάς.

(β) μή ουρανικό [r] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: yarma> γιαρμάς, yorgan>
γιουργάν΄, gezer> γκιζιρνώ, müzevir> μουζαβίρς, bezer> μπιζιρνώ, bekâr> μπικιάρς,
umurcu> ουμουρτζού, çorbacı> τσιουρμπατζής, hazır> χαζΐρκους, hayırsız> χαϊρσΐηζς,
*hatırcı> χατιρτζού.

(γ1) ουρανικό [ŕ] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: anteri> αντιρί, gayret> γκαϊρέτ΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, geriz> γκιρίζ΄, zahire> ζαχιρές, börek/bürek> μπουρέκ΄, teskere> τισκιρές.

1 Dallı 60, 61, 71.


2 Eckmann 1962α:55.

/ 56 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.

(γ2) ουρανικό [ŕ] πρίν απο το /i/ που σιγείται: ambar> αμπάρ΄, astar> αστάρ΄, keder>
γκιντέρ΄, kahır> καχΐρ΄, müzevir> αιτ. μουζαβίρ΄, bakır> μπακΐρ΄, bekâr> αιτ. μπικιάρ΄,
hayır> χαΐρ΄, hatır> χατίρ΄.

(δ) ουρανικό [ŕ] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: kabardı> καμπαρντίζου, *minderlik>
μιντιρλίκ΄, müzevirlik> μουζαβιρλίκ΄, bakırcı> μπακαρτζής, bekârlık> μπικιαρλίκ΄, borç>
μπόρτζ΄, umur> ουμούργια, umurcu> ουμουρτζής, örnek> αρνέκ΄, peynirli> πινιρλί,
sergi> σαργκί, çarşaf> τσιαρτσιάφ΄, çocuklar> τζιουτζιουκλάργια, türlü> τουρλιού,
*hatırcı> χατιρτζής.

Β:1.18. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <s>

Β:1.18.1. Το s αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο φατνιακό συριστικό (voiceless


alveolar sibilant: HIPA ix, ShW 72).

Β:1.18.2. Το /s/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το άηχο φατνιακό


συριστικό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [s] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: masal> μασάλ΄,
masat> μασάτ΄, uğursuz> ουρσούηζ(ς), sergi> σαργκί, soy> σόι, sokak> σουκάκ΄,
sürdü> σουρντίζου, sufra/sofra> σουφράς, hayırsız> χαϊρσΐηζς.

(β) μή ουρανικό [s] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: aslan> ασλάν΄, astar> αστάρ΄,
kasnak> κασνάκ΄, kuskun> κουσκούν΄, maskara> μασκαράς, maslahat> μασλάτ΄,
baskın> μπασκΐν΄.

(γ1) ουρανικό [ś] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: *gösem> γκισέμ΄, sıklet> σικλέτ΄,
senduk> σιντούκ΄, sermaye> σιρμαϊές, sicim> σιτζίμ΄, hasıl> χασίλ΄.

(γ2) ουρανικό [ś] πρίν απο το /i/ που σιγείται: simit> σ΄μίτ΄, sini> σ΄νί.

(δ) ουρανικό [ś] πρίν απο τα ουρανικά σύμφωνα: köstek> κιουστέκ΄ [ḱuśt΄éḱ], kereste>
κιριστές [ḱiŕiśt΄és].

(ε) προστριβόμενο [c] ώς αποτέλεσμα ανομοίωσης μετά απο το μή κλειστό [l]:


gülsuyu> γκιούλτσουι/γκιλτσουί.

1 Olcay 14.

/ 57 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.

Β:1.18.3. Όπως φαίνεται και απο το παραπάνω υλικό, είναι ασυνήθιστος ο δανεισμός
με βάση τούρκικους τύπους με /s/ σε τελική θέση, καθως είναι συνηθισμένη η τροπή των
ετυμολογικών -s σε -z, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:1.22.3.).

Β:1.18.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.18.4.1. Ο τύπος μαξούλ΄ προέρχεται απο τον τύπο μαχσούλ΄ (<mahsul:


Β:1.11.4.1.).

Β:1.18.4.2. Στις περιπτώσεις των senduk> σιαντούκ΄ & serpoş> σιαρπόζ΄ το [ś]
οφείλεται στην προσπάθεια απόδοσης του μπροστινού χαρακτήρα του τούρκικου [æ]
μετά το μή ουρανικό /s/, όπως θα δούμε παρακάτω (Γ:1.3.4.).

Β:1.18.4.3. Στις περιπτώσεις των saçak ~ σιατσιάκ΄ & sucuk ~ σιουτζιούκ΄ έχουμε μια
φαινομενική απόδοση του τούρκικου /s/ με το [ś], καθως οι ελληνικοί τύποι οφείλονται σε
αφομοίωση ουρανικότητας, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.8.5.).

Β:1.18.4.4. Το οτι το tezkere της ΣΚΤ αντιστοιχεί στα δυτικομακεδόνικα τ(σ)ισκιρές


σημαίνει οτι έχουμε μια αφομοίωση, καθως το ετυμολογικά ηχηρό /z/ πραγματώνεται ώς
άηχο απο επίδραση του άηχου /k/ που ακολουθεί.

Όπως θα δούμε παρακάτω, η αφομοίωση ηχηρότητας είναι ένα φαινόμενο που


παρατηρείται σε διάφορες ελληνικές διαλέκτους (Β:2.9.3.2.), αλλα είδαμε οτι παρατηρείται
και σε τούρκικες (Β:1.1.3.2.).

Τελικά, φαίνεται οτι ο βαλκανικός τούρκικος τύπος teskere οφείλεται σε υποχωρητική


αφομοίωση ηχηρότητας (zk > sk) και σε αυτόν πρέπει να αποδώσουμε τόσο το
τ(σ)ισκιρές, όσο και το αλβ. tesqere, το βουλγ. & σλαβμακ. teskere και το σερβοκρ.
teskera.

Β:1.19. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ş>

Β:1.19.1. Το ş αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο άηχο μεταφατνιακό συριστικό


(voiceless postalveolar/palatoalveolar sibilant), για του οποίου τη φωνητική και
φωνολογική απόδοση χρησιμοποιείται εδώ το <š> (ΔΦΑ <ʃ>: HIPA 154, TurkGram 7,
ShW 73).

Β:1.19.2. Το /š/ αποδίδεται με το κοζανίτικο άηχο ουρανικό συριστικό [ś]: yaşa>


γιασιά, karşι> καρσί, kışla> κασ΄λάς, köşe> κιουσές, koş> κόσια, koşmak> κουσεύου,
maşa> μασιά, meşin> μισίν’, bakşiş> μπαχτσίσ΄, beşik> μπισίκ΄, nişan> νισιάν΄, nişadır>

/ 58 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.18.-9.

νισιαντίρ΄, paşa> πασιάς, peşkeş> πισκέσ΄, peşkir> πισκίρ΄, şayak> σιαϊάκ΄, şaka>
σιακάδ΄, şamata> σιαματάς, şadırvan> σιατραβάν΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄,
çalıştı> τσιαλιστιμένους, çeşit> τσιασίτ΄, Çarşamba> Τσιαρσιαμπάς, çiriş> τσιρίσ΄, faraş>
φαράσ΄.

Β:1.19.3. Για την απόδοση του τελικού τούρκικου /š/ με το ελληνικό /z/ θα γίνει λόγος
παρακάτω (Β:2.9.3.).

Β:1.19.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:1.19.4.1. Στην περίπτωση του κοζανίτικου konuştu> κουνουστώ [kunustó] έχουμε


μια φαινομενική απόδοση του /š/ με το μή ουρανικό [s], καθως στην πραγματικότητα
πρόκειται για το αποτέλεσμα της ένταξης του ετυμολογικού [ś] (<ş) στο φώνημα /s/: το
ελληνικό /s/ προφέρεται ώς ουρανικό [ś] στα κοζανίτικα πρίν απο άλλο ουρανικό
σύμφωνο1 και το ίδιο συμβαίνει φυσικά και σε τουρκισμούς όπως τα πισκέσ΄ & πισκίρ΄
(Β:1.19.2.).

Φαίνεται λοιπόν οτι πρίν απο ουρανικά σύμφωνα το ετυμολογικό [ś] αντιμετωπίστηκε
σάν ουρανικό αλλόφωνο του /s/ πρίν απο το ουρανικό οδοντικό (να κουνουστήσου
[kunuśt΄ísu]) και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε απο το μή ουρανικό [s] πρίν απο το μή
ουρανικό [t] (κουνουστώ).

Β:1.19.4.2. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το [ć] του τσιαρτσιάφ΄, που αντιστοιχεί στο
τούρκικο çarşaf: απο τη μιά θα μπορούσε να αποδοθεί σε προχωρητική αφομοίωση
(çarşaf> *τσιαρσιάφ΄> τσιαρτσιάφ΄), όπως και στην περίπτωση του Τσιαρτσιαμπάς
<Τσιαρσιαμπάς (<Çarşamba), ενώ θα μπορούσε η τροπή ş> ç να είχε ήδη συμβεί στα
γειτονικά τούρκικα ιδιώματα· θα μπορούσαν δηλαδή τόσο το βορειοελλαδίτικο
τσιαρτσιάφ’, όσο και το αλβανικό çarçaf και το βουλγάρικο čarčav να προέρχονται απο
ένα βαλκανικό τούρκικο *çarçaf (πρβλ. επίσης το διαλεκτικό τούρκικο çerçef).

Β:1.19.4.3. Στην περίπτωση των kaşkaval ~ κατσ΄καβάλ΄ έχουμε μια φαινομενική


απόδοση του τριβόμενου /š/ με το προστριβόμενο [ć], καθως στην πραγματικότητα
έχουμε μια αντανάκλαση του ετυμολογικού /č/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.2.).

Β:1.19.4.4. Στην περίπτωση των bahşiş ~ μπαχτσίσ΄ έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /š/ με το ελληνικό [ć], όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).

1 π.χ. σκιπάζου [śḱipázu], σπίτ΄ [śṕít΄] κλπ.

/ 59 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

Β:1.20. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <v>

Β:1.20.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 6), το v αποδίδει
γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό χειλικό τριβόμενο και παρουσιάζει τρείς διαφορετικές
πραγματώσεις, καθως προφέρεται (α) σά χειλικό ημίφωνο [ǔ] σε μεσοφωνηεντική θέση,
όταν τουλάχιστον το ένα απο τα δύο φωνήεντα (συνήθως το δεύτερο) είναι στρογγυλό,
(β) σάν ηχηρό διχειλικό τριβόμενο [β] σε περιβάλλον στρογγυλών φωνηέντων στην αρχή
της λέξης ή στο τέλος συλλαβής και (γ) σάν ηχηρό χειλοδοντικό τριβόμενο [v] σε όλες τις
υπόλοιπες θέσεις.

Επίσης, όταν το /v/ βρίσκεται στο τέλος συλλαβής, μπορεί να σιγείται και ταυτόχρονα
να προκαλεί αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν: π.χ. kov- [ko:] (TurkLang 204),
Tevfik> Tēfik (Eckmann 1962α:53).

Β:1.20.2. Το /v/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /v/ των


υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [v] πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα: (ı)rahvan> αραβάν΄, vakıt>
βακΐτ΄, zarzavat> ζαρζαβάτχια, zıvana> ζβανάς, kavak> καβάκ΄, kavurma> καβουρμάς,
kova> κουβάς, mukavva> μακαβάς, baklava> μπακλαβάς, *badhava> μπαχτχιαβά,
bahçıvan> μπαχτσιαβάνους, tavan> νταβάν΄, divar> ντ΄βάρ΄, pasvan> παζβάν.τς,
şadırvan> σιατραβάν΄, çuval> τσιουβάλ΄, havan> χαβάν΄, hava> χαβάς, havuz>
χαβούζ΄, hayvan> χαϊβάν΄, halva> χαλβάς, hovarda> χουβαρδάς.

(β) μή ουρανικό [v] πρίν απο μή ουρανικά σύμφωνα: avlağa> αβλαγάς.

(γ1) ουρανικό [v΄] πρίν απο το μπροστινό /e/ και το /i/: güvezi> γκιβιζί, güveç>
γκιουβέτσ΄, müzevir> μουζαβίρς, müşevveş> μουζαβέζ΄κους, dava> νταβίζου,
pezevenk> μπιζαβένκς, cezve> τζιτζ΄βές, çivi> τσιουβί, çerçeve> τσιρτσιβές.

(γ2) ουρανικό [v΄] πρίν απο το /i/ που σιγείται: manav> αιτ. μανάβ΄.

(δ) ουρανικό [v΄] πρίν απο ουρανικά σύμφωνα: avcı> αβτζής, gevrek> γκιουβρέκ΄,
*penevrek> πινιβρέκ΄.

(ε) άηχο [f] πρίν απο άηχο σύμφωνο: manav> μανάβς.

Β:1.20.3. Η αηχοποίηση στο τέλος της λέξης αφορά και το /v/ και σε αυτό το φαινόμενο
οφείλεται και το δυτικομακεδόνικο πλιάφ’, καθως το pilâv καταγράφεται για τα ιδιώματα
του Μιχάιλοβγκραντ και της BA Βουλγαρίας ώς <pilāf> & <pil'af> και με βάση αυτές τις

/ 60 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

πραγματώσεις οι περισσότερες βαλκανικές γλώσσες διαθέτουν τύπο με /f/: πρβλ. π.χ. και
τα αλβ. pilaf, βουλγ. pilaf & piljaf, σλαβμακ. pilaf, ρουμ. pilaf & ΚΝΕ πιλάφι.

Β:1.20.4. Είδαμε οτι το /v/ πραγματώνεται ώς χειλικό ημίφωνο [ǔ]1 σε μεσοφωνηεντική


θέση, όταν τουλάχιστον το ένα απο τα δύο φωνήεντα (συνήθως το δεύτερο) είναι
στρογγυλό (Β:1.20.1.): π.χ. tavuk [thaǔúkh] ''κότα, κοτόπουλο'', kavun [khaǔún] ''πεπόνι'' &
havuç [haǔúčh] ''καρότο''.

Η παρατήρηση των Göksel & Kerslake επιβεβαιώνεται απο το λεξικό του Redhouse,
που αποδίδει το [ǔ] με το <w>, κατα το αγγλικό πρότυπο: π.χ. τα tavuk, kavun, havuç,
Arnavut, çavuş, davul, kavurma, kılavuz, kova, kovan & kovuk2 αποδίδονται ώς <tawuq,
kawun, hawuc, arnawud, çawuş, dawul, kawurma, qılawuz, qowa, qowan, qowuq>3.

Ο Χλωρός αποδίδει τις ακολουθίες [aǔú] ώς <αού>: έτσι, π.χ. τα tavuk, kavun, havuç,
Arnavut, çavuş, kavurma, kulavuz, davul & havuz αποδίδονται ώς <ταούκ, καούν,
χαούδζ, αρναούντ & αρναούτ, τσαούš, καουρμά, κουλαούζ, νταούλ, χαούζ>, ενώ τα havz
& havruz αποδίδονται ώς <χάβζ, χαβρούζ>4.

Το οτι ο Χλωρός αποδίδει το [ǔ] με Ø μπορεί να μήν είναι ακριβές ώς προς την
παρουσία του ημιφώνου, αλλα είναι ακριβές ώς προς τη φωνηεντική-του ποιότητα, που
δέ μπορεί να αποδοθεί με το νεοελληνικό <β>, καθως αυτό αντιπροσωπεύει τον -καθαρά
συμφωνικό- φθόγγο [v]5.

Ο Dallı αποδίδει το χειλικό ημίφωνο με το <w>: στα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας οι


ακολουθίες /avu/ απαντούν ώς /avw/6, αλλα απο άλλες περιπτώσεις επιβεβαιώνεται και
για την περιοχή αυτή η προφορά τόσο του /v/, όσο και του /γ/ (Β:1.10.8.) ώς [ǔ] σε
περιβάλλον στρογγυλών φωνηέντων, π.χ. buwa {boğa}, buwas {boğaz}, duwan {doğan},
sowuk {soğuk}, suwan {soğan}, cuwap {covap} (<cevap), duwa {dua}7, duwar {duvar},
guwan {govan} (<kovan) & uwa {ova}8.

1 Αλλού αποδίδεται με το <w> (δές π.χ. TurkLang xix), ενώ στο TurkGram αποδίδεται με το <ω> (σάν τυπογραφικό
υποκατάστατο του <w>).
2 Για τους τύπους δές ΤούρκΛεξ.

3 Redhouse 1229, 1427, 2156, 74, 711, 1229, 1426, 1466, 1490 (qowa), 1490 (qowan), 1490 (qowuq).

4 Χλωρός 1065, 1259, 1959, 66, 651, 1259, 1301 & 1330, 1065, 715 (χαούζ), 715 (χάβζ), 1959.

5 δές π.χ. Αρβανίτη 167-8.

6 Π.χ. avıt {avurt}, çavış {çavuş}, davıl {davul}, kavışmak {kavuşmak}, savırmak {savurmak} & tavık {tavuk} (Dallı 178-90).

7 Το duwa αντιστοιχεί στα τούρκδ. duva ''dua'', οπου αναπτύχθηκε ένα /v/ ώστε να αποφευχθεί η χασμωδία (Γ:1.10.1.).

8 Dallı 179-90.

/ 61 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

Μια πρώτη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι οτι σε πολλές


περιπτώσεις το χειλικό ημίφωνο αποδίδεται στα ελληνικά με Ø: tavuk göğsü> ταούκ
γκιοξού 1 , kavun> καούν΄/καούνι, havuç> αούτσ’, davul> ΚΝΕ νταούλι, *kalavuz>
καλαούης (Γ:2.2.4.6.) κλπ.

Επίσης, ο ίδιος φθόγγος αποδίδεται και με το αντίστοιχο σύμφωνο, δηλαδή με το


χειλικό τριβόμενο [v] στους δυτικομακεδόνικους τουρκισμούς: π.χ. kavun> καβούν΄
(Μόκρο), kavurma> καβουρμάς & havuz> χαβούζ΄ (Β:1.20.2.).

Το οτι έχουμε διπλή απόδοση του [ǔ] των ακολουθιών [aǔú] οφείλεται στο οτι
γενικότερα το χειλικό ημίφωνο δέν είναι συνηθισμένο σε βαλκανικές γλώσσες, αλλα
ακόμα και όταν είναι διαθέσιμο, ένα περιβάλλον στρογγυλού δέν ευνοεί τη διατήρησή-του
και ειδικά όταν ακολουθεί [u].

Ώς προς τις κοινές: δέν υπάρχει στην ΚΝΕ, την αλβανική, τη βουλγαρική, τη
βορειοσλαβομακεδονική και τη σερβοκροατική, ενώ στη ρουμανική το ημίφωνο [ǔ]
απαντά πρίν απο a o ă î, αλλα όχι πρίν απο u.2

Στα ιδιώματα της Κοζάνης και της Αιανής το ημίφωνο [j ǔ] αναπτύσσεται στην αρχή
των λέξεων πρίν απο το μεσαίου ανοίγματος [ó]3, αλλα κάτι τέτοιο δέ συμβαίνει, όταν
στην ίδια θέση βρίσκονται τα αντίστοιχα κλειστά [u ú]: π.χ. στην Κοζάνη ουόχ΄ [ǔóç] ''όχι'',
αλλα ουρμάν΄ [urmáń] & ούρδα [úrδa] ''μυτζήθρα''.

Στο ιδίωμα της Σιάτιστας (α) ημιφωνοποιείται το [u], αλλα όχι πρίν απο άλλο [u]4, (β) τα
αρχικά /e i o/ προφέρονται [jé ji ǔó]5, αλλα δέ συμβαίνει το αντίστοιχο με το αρχικό /u/6.

Στα ιδιώματα της Ανατολικής Ρωμυλίας το /l/ πρίν απο /a o u/ τρέπεται σε [ǔ], που
διατηρείται ή αποβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον: (α) όταν ακολουθεί /a/, διατηρείται,
ενώ μπορεί να αποκτήσει συλλαβική αξία, όταν προηγείται /k/ (π.χ. γάλα> [γáǔa], λάδι>
[ǔáδj], κλάνω> *κwάνου 7 > κουάνου> αόρ. κόασα κλπ.), (β) όταν ακολουθεί /o/, κατα

1 Κυρανούδης 2009:204.
2 Για την ελληνική δές Αρβανίτη (1999), για την αλβανική δές StandardAlb 10, για τη βουλγαρική, τη
βορειοσλαβομακεδονική και τη σερβοκροατική δές SlavLang 191, 255 & 310, ενώ στη ρουμανική δές FonetRom 66-8.
3 Χριστοδούλου 2012:143.

4 πάου [páǔ], λέου [l΄éǔ], τρώου [tróǔ], ακούου [akúǔ], κρύου [kríǔ] (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:47, 55), απο οπίσου>

[apuǔpís] (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:127).


5 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:45, 46-7, 48, 51.

6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:47.

7 πρβλ. έκλαψα> έκwαψα (Γλ.Μοναστ. 272).

/ 62 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

κανόνα αποβάλλεται και σπάνια διατηρείται (καλός> [kaós] & σπανιότερα [kaǔós]), (γ)
όταν προηγείται [u], κατα κανόνα αποβάλλεται και σπάνια διατηρείται (πουλακίδα>
[puaḱíδa] & σπανιότερα [puǔaḱíδa]) και (δ) όταν ακολουθεί /u/, αποβάλλεται, χωρίς κάν
να αφήνει ίχνη: λουλούδι> *wουwούδ΄> *ουούδ΄> ούδ΄.1

Έτσι, σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες το [ǔ] των τούρκικων ακολουθιών [aǔú]
αποδίδεται τόσο με Ø, όσο και με [v]1, όπως ενδεικτικά αποτυπώνεται στον παρακάτω
πίνακα:

ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕ Ø ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕ [v]

havuç auč (βουλγ.), αούτσ’ avuč (βουλγ.)

kallauz (αλβ.), kalauz (βουλγ., σλαβμακ.,


*kalavuz kalavuz (βουλγ.), κουλαβούζους
σερβοκρ.), călăuză (ρουμ.), καλαούης

kavun kaun (αλβ., βουλγ.), καούν΄, καούνι kavun (βουλγ.), καβούν΄

kavurma (βουλγ., σλαβμακ.,


kavurma kaurma (αλβ., σλαβμακ., σερβοκρ.)
σερβοκρ.), καβουρμάς

xavuz (βουλγ.), havuz (ρουμ.),


havuz hauz (αλβ., σερβοκρ.), xauz (βουλγ.)
χαβούζ΄, χαβούζα

Η απόδοση του [ǔ] τόσο με Ø, όσο και με [v] οφείλεται στην ιδιαίτερη φύση του
τούρκικου φθόγγου και γενικότερα των ημιφώνων, που συνδυάζουν φωνητικά
χαρακτηριστικά τόσο των συμφώνων, όσο και των φωνηέντων: κατα την περιγραφή του
Κρύσταλ, ο όρος ημίφωνο «αναφέρεται σε έναν φθόγγο που λειτουργεί ώς σύμφωνο,
αλλα δέ διαθέτει τα φωνητικά χαρακτηριστικά που συνήθως συνδέονται με τα σύμφωνα
(όπως η τριβή ή ο φραγμός)· αντίθετα, η ποιότητά-του είναι φωνητικά ίδια με αυτή ενός
φωνήεντος. Εντούτοις, επειδή εμφανίζεται στα περιθώρια μιας συλλαβής, η διάρκειά-του
είναι πολύ μικρότερη απο αυτήν που απαντά τυπικά στα φωνήεντα» (ΛΕΓΟ).

Συνεπώς, το οτι το [ǔ] στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί να αποδοθεί με το [v]


οφείλεται στο οτι αποτελεί έναν μή κλειστό ηχηρό χειλικό φθόγγο που λειτουργεί σά

1 Για το φαινόμενο και τα παραδείγματα δές Γλ.Μοναστ. 84-9.

/ 63 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

σύμφωνο, όπως ακριβώς και το [v]· απο την άλλη, το ημίφωνο πιό δύσκολα θα γίνει
αντιληπτό σά σύμφωνο, καθως δέ διαθέτει τα σχετικά φωνητικά χαρακτηριστικά και έτσι,
το οτι η ποιότητα των ημιφώνων είναι ίδια με αυτή των φωνηέντων, σημαίνει οτι φωνητικά
το [ǔ] μοιάζει πολύ στο [u]2.

Έχουμε λοιπόν στην περίπτωση του [ǔu] μιά ακολουθία δύο παρόμοιων φθόγγων σε
στενότατη συνάφεια, αφού βρίσκονται στην ίδια συλλαβή. Αυτό απο μόνο του μπορεί να
οδηγήσει σε απλοποίηση, η οποία επόμενο είναι να πλήξει τον ασθενέστερο και
συνεπώς πιό ευάλωτο φθόγγο, που φυσικά είναι το ημίφωνο, καθως ο κεντρικός ρόλος
του φωνήεντος στη συλλαβή συνεπάγεται περιφερειακό ρόλο για όλους τους υπόλοιπους
φθόγγους.

Επίσης, το [ǔ] πρίν απο το [u] πιό δύσκολα θα γίνει αντιληπτό σάν ξεχωριστός
φθόγγος, επειδή βρίσκονται στην ίδια συλλαβή: έτσι, το [ǔu] μπορεί να γίνει αντιληπτό
σάν ένα /u/ που είναι ελαφρώς παρατεταμένο, λόγω της σύντομης (συμφωνικής)
διάρκειας του [ǔ].

Ακόμα ομως κι άν η ακολουθία [ǔu] δέ χαρακτηριζόταν απο τα παραπάνω


προβλήματα, θα ήταν ασυνήθιστη η απόδοση του [ǔu] ώς *[uu], καθως -τουλάχιστον στα
ελληνικά- οι ακολουθίες όμοιων φωνηέντων έχουν την τάση να απλοποιούνται, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:1.10.3.).

Ακόμα χειρότερα: με μια απόδοση [ǔu] > *[uu] θα μεγάλωνε ο αριθμός των συλλαβών
στο άκλιτο μέρος του ελληνικού τύπου, προκαλώντας αναντιστοιχία ανάμεσα στον
αριθμό των τούρκικων και των ελληνικών συλλαβών, (παρ)εμποδίζοντας τη σύνδεση των
δύο τύπων στη συνείδηση της κρίσιμης ομάδας των δίγλωσσων ομιλητών.

Βέβαια, σε περιπτώσεις όπως του whisk(e)y, που έδωσε το ελληνικό ουίσκι, το αλβ.
uiski, το βουλγ. uiski <уиски> και το ρουμ. whisky [uíski]3, το /ǔ/ αποδίδεται με το /u/ και
η επιπλέον συλλαβή δέν αποφεύγεται, αλλα οι περιπτώσεις αυτές δέν είναι
προβληματικές για δύο λόγους: (α) μετά απο τα [ǔ]/[u] ακολουθεί το μπροστινό /i/, με
αποτέλεσμα να μή δημιουργείται ακολουθία όμοιων συλλαβών, ενώ (β) η επιπλέον

1 Εκτός βέβαια απο τα αλβανικά, οπου φαίνεται οτι προτιμάται η απόδοση με Ø (δές και Boretzky 1975:90).
2 πρβλ. whisky> ουίσκι & uiski (Β:1.20.4.).
3 Πληροφορία Συμεών Αργυρόπουλου (όπως φαίνεται και απο το διάγραμμα της Dermenji-Gurgurov, το [ǔ] στα

ρουμάνικα δέν απαντά πρίν απο /i/: FonetRom 67).

/ 64 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.20.

συλλαβή δέν εμφανίζεται σε εσωτερική θέση κι έτσι δέ διαταράσσεται ο πυρήνας της


λέξης, που φέρει τη λεξική σημασία.

Β:1.20.5. Έχοντας λοιπόν υπόψιν τις πραγματώσεις του /v/, καταλαβαίνουμε οτι
μπορούμε να συνδέσουμε τους τύπους μπακλαΐ & μπακλαή (α) με το διαλεκτικό baklavu
*[bakłaǔú], (β) με το διαλεκτικό baklağı *[bakłaẃ] (δές Β:1.10.1.), αλλα και (γ) με το
παλιότερο baklağu *[bakła(ǔ)ú], ενώ τις ίδιες επιφυλάξεις δικαιούμαστε να διατηρούμε και
σε περιπτώσεις όπως των κουλαούζης, κουλαούντζος, κολαούζος, καλαούης, kallauz
(αλβ.), kalauz (βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ.), călăuză (ρουμ.), που μπορούν να
αποδοθούν τόσο σε τύπο με /γ/, όσο και σε τύπο με /v/ (Γ:2.2.4.6.).

Οι τουρκολόγοι γενικότερα επισημαίνουν την ιστορική τροπή /γ/ > /v/1, ενώ είδαμε οτι
το /γ/ και το /v/ έχουν καταλήξει να ταυτίζονται φωνητικά σε περιβάλλον στρογγυλών
φωνηέντων (Β:1.10.1.), κάτι που εξηγεί τη σύγχυση ανάμεσα στα δύο φωνήματα και την
τάση για αντικατάσταση του /γ/ απο το /v/: π.χ. koğa> kova2, koğan> kovan3, gügercin>
*güğercin> güvercin 4 , göğel> gövel 5 , göğen> göven 6 , göğer> göver 7 , öğeç> öveç 8 ,
παλαιοτουρκικό ög-> öğmek> övmek9 κλπ.

Στη σύγχυση του /v/ και του /γ/ οφείλονται και τα τζιουγάπι & κουβούσ΄, καθως το [ǔ]
του cuwap {covap} θεωρήθηκε πραγμάτωση ενός */γ/ (*cuğap/*coğap), ενώ το [ǔ] του
koğuş (Β:1.10.1.) θεωρήθηκε πραγμάτωση ενός */v/ (*kovuş).

1 π.χ. ağız> avız (Γ:1.4.7.1.) & kulağuz> kulavuz (Γ:2.2.4.6.).


2 Eren «kofa», Nişanyan 2009 «kova».
3 Eren «kovan».

4 TurkLang 184.

5 Eren «gövel».

6 Eren «öven».

7 Eren «göğer1».

8 Eren «öveç».

9 Nişanyan 2009 «öv[mek».

/ 65 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Β:1.21. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <y>

Β:1.21.1. Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake, το y αποδίδει γραφηματικά το
τούρκικο μπροστινό (ή: ουρανικό) ημίφωνο /j/ (TurkGram 9), που συγκαταλέγεται στα
τριβόμενα σύμφωνα (Β:1.1.1.).
Σε διαλέκτους, όταν το /j/ βρίσκεται στο τέλος -εσωτερικής ή τελικής- συλλαβής, μπορεί
να σιγείται και ταυτόχρονα να προκαλεί αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό φωνήεν1: π.χ.
böyle> bȫle, şöyle> şȫle, öyle> ȫle, söylemek> sȫlemek 2 , leylek> lēlek 3 , seyrek>
sērek4, zeytinyağı> τούρκδ. zētyağı ''zeytinyağı'', tüy> tǖ5, ενώ το bǖle καταγράφεται για
το Κουμάνοβο δίπλα στο büyle6 (<bu -ile, κν. böyle).
Όσον αφορά τις ταυτοσυλλαβικές ακολουθίες /ej/, όταν έχουμε σίγηση του ημιφώνου
και αντέκταση, τότε πολλές φορές το αποτέλεσμα είναι το [i:]: çeyrek> çi:rek, heybe>
hi:be, leylek> li:lek, meydan> mi:dan, peynir> pi:nir, seyrek> si:rek, şeytan> şi:tan,
zeytin> zi:tin, Zeynep> Zi:nep, teyze> ti:ze7. Επίσης, έκταση του /e/ σε [i:] παρατηρείται
και απο επίδραση άλλων τριβόμενων, όπως τα /γ/ & /h/: eğrek> i:rek, eğri> i:ri, kehle>
ki:le8.
Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε οτι ένα /j/ μπορεί να αναπτύσσεται μεταξύ δύο
φωνηέντων ώστε να αποφευχθεί η χασμωδία, όπως παρατηρεί ο Eckmann (Γ:1.10.1.):
π.χ. zaif> zayıf.

Β:1.21.2. Το /j/ των κοζανίτικων τουρκισμών πραγματώνεται ώς:


(α) ηχηρό τριβόμενο ουρανικό [γ΄], όταν βρίσκεται στην αρχή της λέξης και
ακολουθούν μή μπροστινά φωνήεντα: yangın> γιανγκΐν΄, yazık> γιαζΐκ, yaka> γιακάς,
yarma> γιαρμάς, yaşa> γιασιά, yonce> γιουντζές, yorgan> γιουργάν΄.
(β) άηχο τριβόμενο ουρανικό [x΄], λόγω αφομοίωσης απο το προηγούμενο άηχο:
afyon> αφχιόν΄.

1 Eckmann 1962α:53, Dallı 62, 71.


2 Dallı 62, 88, 71.
3 Eckmann 1960:198.

4 Eckmann 1962β:119.

5 Hazai 1959:211, Eckmann 1960:198, 1962α:53, 67, Dallı 88.

6 Eckmann 1962β:128, 135, 129, 138.

7 Eckmann 1962α:53, Dallı 62, 71, 79, 88, Olcay 14, 18.

8 Eckmann 1962α:53, Dallı 79, 62.

/ 66 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

(γ) ουρανικότητα του /n/ που προηγείται: dünya> ντουνιάς.


(δ) μεσοφωνηεντικό ημίφωνο [j]: gülsuyu> γκιλτσουί, mülâyim> μουλαΐνγκους, bayat>
μπαϊάτ΄κους, bayır> μπαΐρ΄, boya> μπουιά, dayak> νταϊάκ΄, şayak> σιαϊάκ΄, sermaye>
σιρμαϊές, çayır> τσιαΐρ΄, hayır> χαΐρ΄.
(ε) ημίφωνο [j] μετά απο φωνήεν και πρίν απο σύμφωνο ή στο τέλος της λέξης:
poyras/poyraz> απόιρας, gayret> γκαϊρέτ΄, kalay> καλάι, kalaycı> καλαϊτζής, maymun>
μαϊμού, saraylı> σαραϊλί, soy> σόι, taylak> ταϊλιάκ΄, çay> τσιάι, hayvan> χαϊβάν’,
hamaylı> χαμαϊλί, huy> χούι, huylu> χουιλού(ς).1
Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε οτι σε μή μεσοφωνηεντική θέση το /j/ των
κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το αποτέλεσμα της συνίζησης του /i/ στην
Κοζάνη, που εξελίχτηκε σε (α) ουρανικότητα των /n l/ που προηγούνται (π.χ. ἥλιος>
ήλιους), (β) άηχο τριβόμενο ουρανικό [x΄] μετά απο άηχα σύμφωνα (π.χ. κομμάτια>
κουμμάτχια) και (γ) ηχηρό τριβόμενο ουρανικό [γ΄] στην αρχή της λέξης (π.χ. ἰατρός>
γιατρός).
Επίσης, σε μεσοφωνηεντική θέση ακολουθεί την εξέλιξη του ελληνικού [γ΄], που στα
κοζανίτικα απαντά ώς μπροστινό ημίφωνο: λόγια> λόια [lója], παγαίνω> παϊαίνου
[pajénu], φαγιά> φαϊά [fajá], φαγείν> φαγί2> φαΐ [fají], κλπ.

Β:1.21.3. Σε ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και της Γαλατινής Κοζάνης σε περιβάλλον
μή μπροστινών φωνηέντων όχι μόνο μεσοφωνηεντικά, αλλα και στην αρχή της λέξης το
ημίφωνο προφέρεται διατηρώντας τη φωνηεντική-του ποιότητα: π.χ. maya> μαϊά, yakı>
ιακί & ιακή, yorgan> ιουργάν΄ & yürüdü> ιουρντώ.
Η απόδοση αυτή οφείλεται στο οτι στα ιδιώματα αυτά τόσο το τούρκικο, όσο και το
σλάβικο3 /j/ εξακολουθεί να προφέρεται σάν ημίφωνο, ενώ ακόμα και το κληρονομημένο
ελληνικό [γ΄] τράπηκε σε [j]: γιατρός> ιατρός [jatrós]4, γίδα> ιίδα /jíδa/5, γύρησα> ιύρσα
/jírsa/ ''γύρισα'' 6 , γυναίκα> ιυναίκα [jińéka] 7 , γειτονιά> ιειτουνιά [jituńá] 1 , λόγια> λόια
/lója/2, φαγιά> φαϊά /fajá/3.

1 Άν στη θέση αυτή έχουμε /i/ ή /j/, δέν είναι πάντα σαφές, καθως καί τα δύο μπορούν να πραγματωθούν ώς [j], όπως
παρατηρεί για τη Σιάτιστα η Μαργαρίτη-Ρόγκα (1985:50).
2 Somavera 423.

3 π.χ. jazvъ> ιάσβους (Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί).

4 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:50, 51.

5 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:50.

6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.

7 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.

/ 67 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Η διατήρηση της φωνηεντικής ποιότητας του /j/ είναι και ο λόγος που τα yerine &
yemiş έδωσαν το σιατιστινό ιρινέ και το γαλατινιώτικο ιμίσια, καθως το αναμενόμενο στα
ιδιώματα αυτά [j] σχημάτισε με το επόμενο [i] ακολουθίες [ji], που απλοποιήθηκαν σε [i],
ενώ το ίδιο παρατηρείται και στις κληρονομημένες λέξεις, οπου το ελληνικό [γ΄] τράπηκε
σε [j] (Β:1.21.3.): Γεννάρη> *Ιιννάρ’> Ιννάρ’ [ináŗ]4, *γύρεψεν> ιύριψιν> ύριψιν [íripśin]
/jíripśin/ ''γύρεψε'' 5 , ιυναίκις> υναίκις [ińéḱis] /jińéḱis/ ''γυναίκες'' 6 , ιειτουνιά> ειτουνιά
[ituńá] /jituńá/ ''γειτονιά''7.
Η απλοποίηση της ακολουθίας *[ji] σε [i] αποτελεί στην ουσία αντίστοιχο φωνητικό
φαινόμενο με την απόδοση του [ǔu] με το [u] (Β:1.20.4.), ενώ κάτι αντίστοιχο
παρατηρείται και στις κοινές της Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας, οπου πρίν απο
μπροστινό φωνήεν σιγείται το /j/, που αλλού διατηρείται: π.χ. αρσενικό moj και θηλυκό
moja, δίπλα στο ουδέτερο moe και τον πληθυντικό moi8, ενώ στα σερβοκροάτικα και τα
σλοβένικα έχουμε αντίστοιχα moj (αρσ.εν.), moja (θηλ.εν.), moje (ουδ.εν.) & moji
(αρσ.πληθ.)9.

Β:1.21.4. Λιγότερο απλές είναι άλλες περιπτώσεις απόδοσης του τούρκικου /j/, που
δέν είναι σίγουρο κατα πόσο οφείλονται σε άμεση τούρκικη επίδραση.
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς τα yelek & yemiş έδωσαν τόσο γιλέκ΄ & γιμίσ΄, όσο και ιλέκ΄
& ιμίσ΄ και θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι στα γιλέκ΄ & γιμίσ΄ το /j/ αποδόθηκε
συμφωνικά, ενώ στα ιλέκ΄ & ιμίσ΄ είχαμε προσπάθεια για πιστή απόδοση της
φωνηεντικής ποιότητας του /j/ κι έτσι οι ακολουθίες /je/ έδωσαν [i], προκειμένου να
αποφευχθεί το *[ji].
Αντίστοιχη με των λοσνιτσιώτικων ιλέκ΄ & ιμίσ΄ φαίνεται οτι είναι η περίπτωση του
κοζανίτικου ιλέκ΄, που πρέπει να το συνδέσουμε με το τούρκικο yelek.

1 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.
2 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.
3 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51.

4 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:52.

5 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:223.

6 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:220.

7 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:232.

8 SlavLang 197, 205, 266.

9 Benson 773, Marc Greenberg, A short reference grammar of Standard Slovene, University of Kansas 2006: σελ. 50.

/ 68 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Είδαμε οτι τέτοιες αποδόσεις είναι αναμενόμενες για ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και
της Γαλατινής και οφείλονται σε προσπάθεια για πιστή απόδοση της φωνηεντικής
ποιότητας του /j/.
Το εκ πρώτης όψεως αντιφατικό είναι οτι παρότι το τούρκικο αρκτικό /j/ (yelek) πρίν
απο [i] φαίνεται να αποδίδεται με Ø, στις κληρονομημένες ελληνικές λέξεις του
κοζανίτικου ιδιώματος όχι μόνο δέν παρατηρείται σίγηση, αλλα έχουμε και ανάπτυξη [γ΄]
πρίν απο τα αρκτικά /i e/: ἰτέα> γιτιά, ίνα> γίνα, αίμα> γαίμα, ήλιος> γήλιους, υνί> γυνί,
υφαίνω> γυφαίνου κλπ. (ΛΚΙ).
Το φαινόμενο είναι ήδη μεσαιωνικό, άν κρίνουμε απο το υστβυζ. γαίμα, ενώ το [γ΄]
εξακολουθούσε να αναπτύσσεται στην Κοζάνη και κατα την περίοδο της Τουρκοκρατίας,
π.χ. ilâç> ιλιάτσ΄> γιλιάτσ΄ & kına> ίκνα> γίκνα (Δ:3.3.3.1.).
Φαίνεται ομως οτι δέν είναι αντικρουόμενες τάσεις η πιστή απόδοση της φωνηεντικής
ποιότητας του /j/ απο τη μιά και η ανάπτυξη του [γ΄] απο την άλλη, καθως και στη
Λόσνιτσα έχουμε τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο φαινόμενο, π.χ. (γ)αίμα, (γ)έρμους,
ίνα> γίνα, (γ)υνί1.

Β:1.21.4.1. Μια πρώτη υπόθεση θα μπορούσε να αποδίδει το δυτικομακεδόνικο ιλέκ΄


στην αστάθεια του τούρκικου /j/, καθως εκτός απο την ανάπτυξή-του σε μεσοφωνηεντική
θέση (Β:1.21.1.), παρατηρείται ανάπτυξη και σε αρχική θέση, ομως σε άλλες λέξεις
παρατηρείται και σίγηση του αρκτικού /j/ 2 : έτσι, ο Κυρανούδης καταγράφει και τον
βαλκανικό τούρκικο τύπο elek (<yelek), στον οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί το
δυτικομακεδόνικο ιλέκ΄.
Με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι ο βαλκανικός τούρκικος
τύπος elek δέ φαίνεται να είχε αξιόλογη διάδοση στα Βαλκάνια, καθως παρατηρούμε οτι
στα αλβανικά και τα σερβοκροάτικα διατηρείται το ετυμολογικό ημίφωνο (yelek> jelek),
ενώ απουσιάζει μόνο στη βουλγαρική και τη βορειοσλαβομακεδονική κοινή (elek).
Έτσι, δέ μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το σλάβικο elek αντανακλά το βαλκανικό
τούρκικο elek, ενώ για τη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία είναι ντόπιο
χαρακτηριστικό η σίγηση του /j/ πρίν απο το /e/ και κατα συνέπεια μπορεί χωρίς
πρόβλημα και το νοτιοσλαβικό elek να συνδεθεί άμεσα με το yelek.

1 Γλ.Λόσν. 7, 42, 43, 50.


2 δές π.χ. Κυρανούδης 1995:31-2, 1998:127-8.

/ 69 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Δηλαδή με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία δέ φαίνεται να είναι πιθανός ο δανεισμός του


ιλέκ΄ απο ένα βαλκανικό τούρκικο elek, καθως το yelek της ΣΚΤ φαίνεται οτι κυριαρχούσε
στα Βαλκάνια.

Β:1.21.4.2. Μια δεύτερη υπόθεση θα μπορούσε να αποδίδει τα ιλέκ΄ και ιμίσ΄ σε


έμμεσο δανεισμό: (α) είτε με μεσολάβηση των νοτιοσλαβικών elek και emiš (yelek> elek>
ιλέκ΄ & yemiş> emiš> ιμίσ΄), (β) είτε με μεσολάβηση άλλων δυτικομακεδόνικων
ιδιωμάτων της ελληνικής, όπως π.χ. της Σιάτιστας και της Γαλατινής (Β:1.21.3.).
Το πρόβλημα είναι οτι με τη «λύση» του έμμεσου δανεισμού η τούρκικη επίδραση θα
παρουσιαζόταν ώς τεχνητά αποσπασματική, καθως έτσι έπρεπε να υποθέσουμε π.χ. οτι
στη Λόσνιτσα είχαμε ιλέκ΄ & ιμίσ΄ <ιλέκ΄ & ιμίσ΄ δίπλα στα γιλέκ΄ & γιμίσ΄ <yelek & yemiş.

Β:1.21.4.3. Μια τρίτη υπόθεση θα μπορούσε να ήταν οτι τόσο η παρουσία, όσο και η
απουσία του [γ΄] οφείλονται σε ενδοσυστημικές (ενδοδιαλεκτικές) διαδικασίες, καθως
είδαμε οτι στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα μπορούμε να έχουμε τόσο ανάπτυξη ενός
ελληνικού [γ΄], όσο και φωνηεντικές αποδόσεις του τούρκικου /j/ (Β:1.21.2., Β:1.21.3.).
Χαρακτηριστικό είναι οτι στα κοζανίτικα έχουμε τόσο ανάπτυξη ενός [γ΄], όσο και
απουσία-του: π.χ. στην περίπτωση του γιλιάτσ΄ (<ιλιάτσ΄ <ilâç) το ελληνικό [γ΄] αποτελεί
ένα καθαρά ελληνικό στοιχείο, που οφείλεται στο κοζανίτικο σύστημα, ενώ παρατηρούμε
οτι το [γ΄] χάθηκε απο το ιντζές (<γιντζές <γιουντζές).
Πιθανώς δηλαδή οι τουρκομαθείς Κοζανίτες αναγνώρισαν στο προγενέστερο γιντζές
και σε ένα -επίσης προγενέστερο- *γιλέκ΄ το [γ΄] σάν ένα καθαρά ελληνικό (μή τούρκικο)
στοιχείο, με αποτέλεσμα να το αφαιρέσουν συνειδητά σάν υπερδιόρθωση, δηλαδή με
διάθεση αποκατάστασης της αρχικής τούρκικης μορφής:

1ο Στάδιο 2ο Στάδιο 3ο Στάδιο

yelek *γιλέκ΄ ιλέκ΄ Κοζάνη

yelek, yemiş γιλέκ΄, γιμίσ΄ ιλέκ΄, ιμίσ΄ Λόσνιτσα

Τούρκικοι τύποι Συμφωνική απόδοση Υπερδιόρθωση

Το ίδιο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και για τη Λόσνιτσα Καστοριάς, οτι δηλαδή οι


τύποι ιλέκ΄ & ιμίσ΄ αποτελούν εσωτερική εξέλιξη του τοπικού ιδιώματος και οτι, τελικά,
είχαμε yelek> γιλέκ΄> ιλέκ΄ & yemiş> γιμίσ΄> ιμίσ΄.

/ 70 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Βέβαια, είδαμε οτι και στη Λόσνιτσα έχουμε ανάπτυξη [γ΄] πρίν απο τα αρκτικά /i e/,
οπότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι αρχικά είχαμε καί στα δύο ιδιώματα μια
φωνηεντική απόδοση του τούρκικου ημιφώνου ([je]> *[ji]> [i]) και κατόπιν ανάπτυξη [γ΄]
στη Λόσνιτσα:

1ο Στάδιο 2ο Στάδιο 3ο Στάδιο

yelek ιλέκ΄ [-] Κοζάνη

yelek, yemiş ιλέκ΄, ιμίσ΄ γιλέκ΄, γιμίσ΄ Λόσνιτσα

Τούρκικοι τύποι Φωνηεντική απόδοση Ανάπτυξη ημιφώνου

Απο τις δύο η δεύτερη φαίνεται πιό απλή και ασφαλέστερη, καθως (α) αφορά γνωστά
ελληνικά γλωσσικά φαινόμενα και (β) δέ χρειάζεται να επικαλεστούμε αμφίβολης
υπόστασης διαδικασίες ή να αποκαταστήσουμε τύπους όπως ένα παλιότερο κοζανίτικο
*γιλέκ΄.
Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι δέν είναι απαραίτητο το κοζανίτικο ιλέκ΄ να
οφείλεται στις ίδιες διαδικασίες που οδήγησαν στο ιντζές, καθως η περίπτωση του
κοζανίτικου ιντζές θα μπορούσε να αποδοθεί ακόμα και σε παρετυμολογική επίδραση
του τούρκικου επιθέτου ince ''λεπτός''.

Β:1.21.5. Με δεδομένες τις τάσεις απλοποίησης (Γ:1.10.3.), σε περιπτώσεις όπως των


κιιμάς (<kıyma) & μιιντάν’ (<meydan) το [ij] δέ μπορεί να θεωρηθεί ακολουθία δύο /i/ και
συνεπώς θα πρέπει είτε το [j] να θεωρηθεί και φωνολογικά ημίφωνο, είτε το [ij] να
θεωρηθεί απόδοση ενός /ei/, σε περιβάλλον βόρειου φωνηεντισμού, καθως απο το
meydan προέρχεται και το μή βόρειο μεϊντάνι, που κατα το ΛΚΝ προφέρεται [meidáni]
και συνεπώς κι εδώ έχουμε /ei/.

Β:1.21.6. Σε περιπτώσεις όπως των Heybeli ~ Ιμπιλί, peynirli (börek) ~ πινιρλί &
çeyrek ~ τσιρέκ΄ θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι το /j/ αποδόθηκε με /i/, που
συνέβαλε στη δημιουργία ακολουθίας *[ii] και τελικά απλοποιήθηκε (*πιινιρλί & *τσιιρέκ΄>
πινιρλί & τσιρέκ΄).Η περίπτωση του πινιρλί είναι αντίστοιχη με του κοζανίτικου επωνύμου
Πινιρτζής, καθως αντιστοιχούν καί τα δύο στο peynir ''τυρί'' της ΣΚΤ: το πρώτο μέσω της
ονοματικής φράσης peynirli börek και το δεύτερο μέσω του παράγωγου peynirci
''maker/seller of cheese'' (ΤούρκΛεξ).

/ 71 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.21.

Ομως πρέπει να παρατηρήσουμε οτι το κοινό peynir απαντά σε βαλκανικές διαλέκτους


ώς pi:nir (με [ej] > [i:]: Β:1.21.1.), ενώ με βράχυνση του [i:] προέκυψε ο τύπος pinir, όπως
επισημαίνει ο Eckmann (1962α:53).
Επίσης, δέν πρέπει να ξεχνάμε τον λόγιο οθωμανικό τύπο penir1, πιστή απόδοση του
πέρσικου pänīr2.
Παρατηρούμε δηλαδή οτι οι περιπτώσεις των πινιρλί & Πινιρτζής είναι δύσκολο να
συνδεθούν με συγκεκριμένη ποικιλία της τούρκικης λέξης, καθως μπορούν να συνδεθούν
(α) είτε με το κοινό peynir (με απλοποίηση ενός ελληνικού *[ij]: peynir> *πιιν-> πιν-), (β)
είτε με το διαλεκτικό pi:nir (με απόδοση του [i:] με το ελληνικό [i]: Γ:1.10.3.), (γ) είτε με το
διαλεκτικό pinir (με απόδοση του /i/ με το [i]: Γ:2.4.2.), (δ) είτε και με το οθωμανικό penir
(με απόδοση του άτονου /e/ με το [i]: Γ:2.4.2.).
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζουμε και κατα την ετυμολόγηση του τσιρέκ΄, που
μπορεί να συνεδεθεί τόσο με το κοινό çeyrek, όσο και με τα διαλεκτικά çi:rek (Β:1.21.1.)
& çerek.
Με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι στη βαλκανική ενδοχώρα τη
μεγαλύτερη διάδοση φαίνεται οτι την είχε ο τύπος çerek3 και συνεπώς είναι πιθανότερο
το βορειοελλαδίτικο τσιρέκ΄ να αντανακλά αυτόν τον τύπο (με /e/ > [i]), κάτι που λύνει το
φωνητικό πρόβλημα.

Β:1.21.7. Στην περίπτωση των meydan ~ μιγντάν' έχουμε μια φαινομενική απόδοση
του /j/ με το ελληνικό /γ/, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.5.3.).

1 Redhouse 455.
2 Steingass 258, Junker-Alavi 137, Eren & Nişanyan 2009 «peynir», BER «пейнир».
3 π.χ. αλβ. çerek, βουλγ., σλαβμακ. & σερβοκρ. čerek.

/ 72 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.

Β:1.22. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <z>

Β:1.22.1. Το z αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ηχηρό φατνιακό συριστικό (voiced


alveolar sibilant: HIPA ix, ShW 73).

Β:1.22.2. Το /z/ των κοζανίτικων τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το ηχηρό φατνιακό


συριστικό των υπόλοιπων κοζανίτικων λέξεων και συνεπώς πραγματώνεται ώς:

(α) μή ουρανικό [z] πρίν απο τα κεντρικά και πισινά φωνήεντα: ağızotu> γκζότ΄, zaif>
ζαΐφκους, zabun> ζαμπούνκους, zakkum> ζουκούμ΄, kazan> καζάν΄, kırmızı> Καρμαζΐς,
limontozu> λιμόν΄-τουζού, müzevir> μουζαβίρς, uğursuz> ουρσούζα, pazar> παζάρ΄,
pezevenk> μπιζαβένκς, hazır> χαζΐρκους, huzur> χουζούρ΄.

(β) μή ουρανικό [z] πρίν απο τα μή ουρανικά σύμφωνα: zıvana> ζβανάς, uğursuzluk>
ουρσουζλούκ΄.

(γ1) ουρανικό [ź] πρίν απο τα μπροστινά /e i/: güvezi> γκιβιζί, gezer> γκιζιρνώ,
ziyafet> ζιαφέτ΄, (ü)zengi> ζινγκί, kazık> καζίκ΄, kepaze> κιπιζές, bezer> μπιζιρνώ, reze>
ριζές, taze> ταζέθκους.

(γ2) ουρανικό [ź] πρίν απο το /i/ που σιγείται: geriz> γκιρίζ΄, karpuz> καρπούζ΄,
mahmuz> μαχμούζ΄, melez> μιλέζ΄κους, uğursuz> αιτ. ουρσούζ΄/ουρσούζ΄κου, petmez>
πιτ΄μέζ΄, cambaz> αιτ. τζιαμπάζ΄, havuz> χαβούζ΄, hayırsız> αιτ. χαϊρσΐζ΄/χαϊρσΐζ΄κου.

(γ3) άηχο ουρανικό [ś] πρίν απο το /i/ που σιγείται και πρίν απο άηχο σύμφωνο:
uğursuz> ουρσούζ΄κου [ursúśku], hayırsız> χαϊρσΐζ΄κου [xairsẃśku].

Β:1.22.3. Το τελικό τούρκικο -z αποδίδεται με /s/ σε κοζανίτικες λέξεις όπως το


καλαούης1, που προέρχεται απο το *kalavuz [khałaǔús] (Γ:2.2.4.6.).

Επίσης, το ΚΝΕ μαϊντανός αντανακλά το maydanoz, ενώ το σερβοκροάτικο džambas


και το ελληνικό τζαμπάσης αντανακλούν το cambaz.

Η απόδοση του -z με το κοζανίτικο /s/ οφείλεται στην αηχοποίηση των ηχηρών


συμφώνων στο τέλος της λέξης.

1 έναρθρη αιτιατική καλαούσ΄, άναρθρη αιτιατική καλαούσν.

/ 73 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.

Ο Κυρανούδης (1995:38, 1998:127) επισημαίνει την αηχοποίηση του -z στα τούρκικα


ιδιώματα της Δυτικής Θράκης, αλλα πρέπει να επισημάνουμε οτι το ίδιο φαινόμενο
χαρακτηρίζει και τη ΣΚΤ: π.χ. otuz [othús], cımbız [džwmbẃs], bacaksız [badžaksẃs],
ağız [aẃs], istiyoruz [isthíjorus], biraz [birás], söylüyoruz [söjl΄ǘjorus], gidiyoruz [ǵidíjorus],
görüşürüz [ǵörüšürǘs], olmaz [ołmás], siz [sís] κλπ.

Το φαινόμενο χαρακτηρίζει και άλλα βαλκανικά ιδιώματα, όπως της Αίνου (Enez), της
Αδριανούπολης (Edirne), της ΒΑ Βουλγαρίας (Kuzeydoğu Bulgaristan), του Dinler, του
Κουμάνοβου (Kumanova) και της Οχρίδας 1 : π.χ. <herkezi>, αλλα <herkes> {herkez},
<bulmazlā> {bulmazlar}, αλλα <bulmas> {bulmaz} 2
, <kuskuzu>, αλλα <kuskus>
{kuskuz} 3 , <aptez-almak>, αλλα <aptes> {aptez}, <dürüz-adam> & <dürüzlük>, αλλα
<dürüs> {dürüz}, <mapuzluk>, αλλα <mapus> {mapuz}, <serbezlik>, αλλα <serbes>
{serbez}4, <bize> & <bizde>, αλλα <bis> {biz}, <domuzlā> {domuzlar}, αλλα <domus>
{domuz}, <elimizle>, αλλα <elimis> {elimiz}, <kendimize> & <kendimizde>, αλλα
<kendimis> {kendimiz}, <namazlā>, αλλα <namas> {namaz}, <sekizē> {sekizer}, αλλα
<sekis> {sekiz}, <tuzluk>, αλλα <tus> {tuz}5, <herkeze>, αλλα <herkes> {herkez}, <kızi>
(= kızı) & <kızım>, αλλα <kıs> {kız}, <tuzum>, αλλα <tus> {tuz}, <gözüm>, αλλα <gös>
{göz}6, <süzüm> (= sözüm), αλλα <süs> (= söz), <üküzün> (= öküzün), αλλα <üküs> (=
öküz)7.

Εξαιτίας της φωνητικής ταύτισης των -s & -z δημιουργήθηκε η εντύπωση οτι κάθε [s]
στο τέλος λέξης αντιστοιχεί σε /z/, με αποτέλεσμα το τούρκικο sus [sús]8 να εκληφθεί ώς
/súz/ και γι’ αυτό καταγράφεται ώς <σούζ> στο λημματολόγιο του Somavera (376).

Η σύγχυση ανάμεσα στα -s & -z δέν αφήνει τα σημάδια-της μόνο στη μορφή των
τουρκισμών, αλλα επηρεάζει και τη μορφή των τούρκικων λέξεων, καθως το ετυμολογικό
/s/ εμφανίζεται συχνά ώς -z, ενώ και ο Συμεωνίδης (1971-72:85) παρατηρεί οτι το

1 δές Kakuk 1972:242-3.


2 Ροδόπη: Hazai 1959:217, 225.
3 Αίνος: Kalay 132 [5:9], 132 [5:8].

4 Αδριανούπολη: Eckmann 1962α:57, 60, 63, 66. Το οτι, σε αντίθεση με το mapuzluk, έχουμε άηχη προφορά στο

mapusāne δέν πρέπει να μας μπερδεύει, καθως το [s] οφείλεται σε αφομοίωση ηχηρότητας απο το άηχο /h/, που
κατόπιν σιγήθηκε (δές Eckmann 1962α:51): mapuz + hane> *mapuzhane> *mapushane> mapusane.
5 ΒΑ Βουλγαρία: Dallı 99, 92, 96, 100, 187, 189, 191.

6 Dinler: Eckmann 1960:194, 199.

7 Κουμάνοβο: Eckmann 1962β:120, 121.

8 προστακτική δεύτερου ενικού του susmak ''σωπαίνω'' (ονοματοποιημένο: Nişanyan 2009 «sus[mak»).

/ 74 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.

ελληνικό /s/ εμφανίζεται ώς τούρκικο -z: π.χ. abdest> aptes> aptez, dürüst> *dürüs>
dürüz, serbest> *serbes> serbez 1 , abanos> abanoz, meles> melez (> μιλέζ΄κους),
παπάς> τούρκ(οθ). papas ''priest''> τούρκ(κν). papaz ''priest''2, μέλισσα> τούρκδ. melis
''bal arısı''> τούρκδ. meliz ''μέλισσα [bal arısı]'' 3 , θάλασσα> τούρκ(οθ). talas ''foaming
wave, billow, surge''> τούρκ(κν). talaz ''wave (in the sea)''4.

Έτσι, μπορούμε να συνδέσουμε ελληνικά αρσενικά με τούρκικα σε -z μέσω αρχικών


τύπων σε -s: π.χ. μαραγκός [marangós]> marangoz [marangós]5, μέσω ενός ομόηχου
*marangos.

Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε οτι σε περιπτώσεις όπως του απόιρας, δέν


αποκλείεται το /s/ να είναι ετυμολογικό, καθως το poyraz προέρχεται απο το βοριάς (> -
s> -z), θα μπορούσαμε δηλαδή να θεωρήσουμε οτι το κοζανίτικο απόιρας αντανακλά το
αρχαϊκότερο poyras και όχι υποχρεωτικά το σύγχρονο poyraz.

Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπως των džambas & τζαμπάσης μπορούμε να


θεωρήσουμε οτι το δανεισμένο στα ελληνικά και τα σερβοκροάτικα /s/ αντανακλά το
ετυμολογικό (τούρκικο) /z/, που στην προκειμένη περίπτωση είναι πέρσικης προέλευσης
και πραγματώνεται σε τελική θέση [s], πρβλ. τη γραφή <cambas> του Dallı (σελ. 84,
179).

Β:1.22.4. Επίσης, μπορούμε να συνδέσουμε περιπτώσεις όπως το δυτικομακεδόνικο


νικέηζ και το κοζανίτικο μουφλιούηζς με τα τούρκικα nekes & müflüs (<müflis) μέσω
βαλκανικών τούρκικων τύπων *nekez & *müflüz.

Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει οτι οι αντιστοιχίες nekes ~ νικέηζ & müflüs ~


μουφλιούηζς θυμίζουν την περίπτωση των sus> σούζ, οπου είχαμε μια αντιμετώπιση του
-s ώς -z απο παρεξήγηση (Β:1.22.3.) και, κατα συνέπεια, δέ χρειάζεται να
αποκαταστήσουμε τους τύπους *nekez & *müflüz.

1 Είδαμε παραπάνω οτι τα «aptes» /aptéz/, «dürüs» /dürǘz/ & «serbes» /serbéz/ (διάβαζε: <aptez, dürüz, serbez>)
καταγράφονται για την Αδριανούπολη (Β:1.1.3.1.). Για το -st> -s δές Eckmann 1962α:54, ενώ για την ετυμολογία των
abdest, dürüst & serbest δές π.χ. ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009.
2 Redhouse 429, Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić «papaz», Skok «pop» & «papazjanija», BER «папаз».

3 Tietze 1955:233, Eren «melisa».

4 Tietze 1955:220, Eren «talaz», ΕτυμTietze[a-e] «dalaz», Skok «talas».

5 δές Eren & Nişanyan 2009 «marangoz», BER «марангоз», Dizdari «marangoz».

/ 75 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΣύμ Β:1.22.

Ομως, στην περίπτωση των νικέηζ & μουφλιούηζς φαίνεται οτι πράγματι δικαιούμαστε
να αποκαταστήσουμε τους τύπους *nekez & *müflüz, καθως εκεί μας οδηγούν τα
ευρήματα που προκύπτουν απο την ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον.

Κατ’ αρχάς, το *nekez μπορούμε να το τοποθετήσουμε σε ένα γενεαλογικό δέντρο που


περιλαμβάνει και τα διαλεκτικά lekez & lekes1, εκτός απο το πέρσικης προέλευσης nekes
της κοινής.

Φαίνεται οτι το nekes υπέστη στα Βαλκάνια την τροπή -s> -z, με αποτέλεσμα έναν
τούρκικο τύπο *nekez, που στα αλβανικά έδωσε το neqez, στα βουλγάρικα το nekezin
και στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα το νικέηζ.

Όσον αφορά το *müflüz, την ύπαρξή-του στα Βαλκάνια επιβεβαιώνουν ακόμα


περισσότερα παραδείγματα, όπως το σλαβομακεδόνικο mufluz, το σερβοκροάτικο
mufljuz, το ρουμάνικο mofluz και το υστεροβυζαντινό μουφλούζης.

Επίσης, το *müflüz εξελίχτηκε στο διαλεκτικό mühlüz, που επίσης χρησιμοποιούνταν


στα Βαλκάνια, άν κρίνουμε απο τα βουλγάρικα muxluzin, muxljuzin & mjuxljuz(in).

Κατα τον ίδιο τρόπο μπορούμε να δικαιολογήσουμε την αντιστοιχία και άλλων
αλβανικών λέξεων σε -z με τούρκικες σε -s2 μέσω βαλκανικών τούρκικων τύπων σε *-z.

Β:1.22.5. Στην περίπτωση του δυτικομακεδόνικου τ(σ)ισκιρές, που αντιστοιχεί στο


tezkere της ΣΚΤ, είδαμε παραπάνω οτι απλώς έχουμε μια φαινομενική αντιστοιχία
ανάμεσα στο /z/ και το /s/ (Β:1.18.4.4.).

1 με /n/ > /ł/ (Β:1.16.4.1.).


2 Boretzky 1975:85, 193.

/ 76 /
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ

Β:2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Β:2.1.1. Σύμφωνα με την κλίμακα ουράνωσης που προτείνουν οι Μαλικούτη &


Drachman (σελ. 42-3), πρίν απο μπροστινά φωνήεντα (α) όλες οι ελληνικές διάλεκτοι
έχουν ουρανωμένα υπερωικά /k g x γ/, (β) στις περισσότερες ουρανώνονται και τα /l n/,
(γ) στα περισσότερα βόρεια ιδιώματα (ΒΙ) ουρανώνονται και τα συριστικά /s z/1, (δ) σε
λίγα ΒΙ ουρανώνονται και τα κλειστά φατνιακά /t d/, ενώ (ε) σε ακόμα λιγότερα ΒΙ
ουρανώνονται και όλα τα υπόλοιπα σύμφωνα /θ δ f v p m r/.
Τα κοζανίτικα ανήκουν στα ιδιώματα οπου ουρανώνεται ακόμα και η τελευταία
βαθμίδα και συνεπώς όλα τα σύμφωνα πρίν απο τα μπροστινά φωνήεντα.

Β:2.1.2. Πέρα απο τις επιμέρους προβληματικές περιπτώσεις (που συζητιούνται στις
σχετικές υποενότητες), υπάρχουν δύο βασικές ομάδες λέξεων οπου παρατηρούνται
παρεκκλίσεις απο την αναμενόμενη απόδοση ολόκληρων ομάδων τούρκικων συμφώνων
της κοινής: η πρώτη είναι η ομάδα των λέξεων που χαρακτηρίζονται απο αναντιστοιχίες
ηχηρότητας (Β:2.1.3.) και η δεύτερη είναι η ομάδα των λέξεων που χαρακτηρίζονται απο
αναντιστοιχίες κλειστότητας (Β:2.1.4.).

Β:2.1.3. Είδαμε οτι τα ελληνικά άηχα και ηχηρά κλειστά [k ḱ g ǵ ć dź t t΄ d d΄ p ṕ b b΄]


κανονικά αποδίδουν πιστά την ηχηρότητα των αντίστοιχων τούρκικων /k g č dž t d p b/:
έτσι, προβληματικές είναι οι περιπτώσεις οπου ένα τούρκικο άηχο αντιστοιχεί σε ένα
ελληνικό ηχηρό και το αντίστροφο.
Όπως είδαμε κατα την περιγραφή των τούρκικων συμφώνων, παρατηρούνται τρία
φαινόμενα κατα τα οποία τα τούρκικα σύμφωνα υφίστανται μεταβολές ώς προς την
ηχηρότητα (Β:1.1.3.), δηλαδή (α) η α π ο η χ η ρ ο π ο ί η σ η των ληκτικών ηχηρών
συμφώνων, (β) η α φ ο μ ο ί ω σ η ηχηρότητας των ηχηρών επιθηματικών
συμφώνων και (γ) οι ιστορικές ε ν α λ λ α γ έ ς ηχηρότητας σε αρκτική και
εσωτερική θέση.

1 και μαζί με αυτά και τα προστριβόμενα [c dz] (Β:2.10.1., Β:2.11.1.).

/ 77 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

Όπως θα δούμε, καί τα τρία φαινόμενα αντανακλούν στους δυτικομακεδόνικους


τουρκισμούς και οι σχετικές περιπτώσεις αφορούν αναντιστοιχίες ηχηρότητας σε
σύμφωνα που βρίσκονται σε τελική, εσωτερική και αρκτική θέση.

Β:2.1.3.1. Σε τελική θέση οι αναντιστοιχίες εντοπίζονται στις περιπτώσεις των borç ~


μπόρτζ΄, tunç ~ τούντζ΄ και των λέξεων σε -nk, που σε ιδιώματα όπως το κοζανίτικο
αντιστοιχεί σε έρρινο ηχηρό, π.χ. künk ~ κιούνγκ΄, kepenk> κιπένγκ΄ & denk> ντένγκ΄.
Το φαινόμενο παρατηρείται για τις ίδιες λέξεις και στα αλβανικά, οπου έχουμε borç ~
borxh, tunç ~ tunxh, künk ~ qyng, kepenk ~ qepeng & denk ~ deng.
Όπως έχουμε δεί, όπως όλα τα ηχηρά κλειστά, έτσι και τα /dž g/ αηχοποιούνται στο
τέλος της συλλαβής: bor.cu-borç-borç.lar, tun.cu-tunç-tunç.lar, kün.gü-künk-künk.ler,
ke.pen.gi-ke.penk-ke.penk.ler, den.gi-denk-denk.ler κλπ.
Όπως παρατηρεί ο Boretzky (1975:83) για τις λέξεις σε -nk ~ -ng, οι αλβανικοί τύποι
οφείλονται σε δανεισμό με βάση τις πλάγιες πτώσεις, στις οποίες μπορούμε να
προσθέσουμε και τους υπόλοιπους τύπους που σχηματίζονται με επιθήματα που
αρχίζουν με φωνήεν, όπως είναι οι κτητικές καταλήξεις (δές π.χ. TurkGram 15).
Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να ερμηνευτούν και τα borxh & tunxh, ενώ στην ίδια
κατηγορία τουρκισμών μπορούμε να συμπεριλάβουμε και το σερβοκροάτικο iladž, που
αντιστοιχεί στο τούρκικο ilâç (με αιτιατική ilâcı, δοτική ilâca κλπ.).
Επίσης, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι στα ιδιώματα του Πίροτ (ΝΑ Σερβία)
το τούρκικο güveç έδωσε τόσο το đuvéč, όσο και το đuvédž, που έδωσαν τα παράγωγα
đuvečarka & đuvedžarka αντίστοιχα.
Μπορούμε δηλαδή να αποδώσουμε το đuvedž στην αιτιατική güveci, τη δοτική güvece
και άλλους ανάλογους κλιτικούς τύπους του güveç, ενώ παράλληλα το đuveč φαίνεται οτι
αποδίδει πτώσεις όπως η ονομαστική (güveç), η τοπική (güveçte), η αφαιρετική
(güveçten) κλπ.
Ο Κυρανούδης (1995:26) θεωρεί οτι στην περίπτωση του σουφλιώτικου κόντζια <konç
(με αιτ. koncu κλπ.) έχουμε ηχηροποίηση την οποία προκαλεί το ρινικό στοιχείο1, ομως
με αυτή την ερμηνεία δέ μπορεί να ερμηνευτεί ούτε τo μπόρτζ΄, ούτε τα αλβανικά borxh &
tunxh, ούτε φυσικά τα σλάβικα iladž & đuvedž.

1 πρβλ. ΚΝΕ τον καιρό [to(ŋ)ǵεró], κοζ. τουν κιρό [tuńǵiró] κλπ.

/ 78 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

Τέλος, όσον αφορά τα μεταφατνιακά ç/c πρέπει να επισημανθεί οτι πρόκειται για
σχετικά σπάνιο φαινόμενο, αφού το -ç αποδίδεται κατα κανόνα με το [ć], ακόμα κι όταν
εναλλάσσεται με το -c-: μπόρτσ΄ <borç, γκιουβέτσ΄ <güveç (με αιτιατική & κτητική güveci,
δοτική güvece κλπ.), γκουρμπάτσ΄ <kırbaç (kırbacΦ), ιλιάτσ΄ <ilâç (ilâcΦ), καραγάτσ΄
<karaağaç (karaağacΦ), σαράτσ΄ <saraç (saracΦ), στουμπέτσ΄ <üstübeç (üstübecΦ) &
χάρτσ΄ <harç (harcΦ).
Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται και απο την απόδοση των τελικών -p & -t, είτε
αντιστοιχούν σε προφωνηεντική θέση σε ηχηρά (Β:1.3.1., Β:1.7.1.), είτε παραμένουν
άηχα: π.χ. Arap (ArabΦ)> αράπ΄, kelep (kelebΦ)> γκιλέπ΄, küp (küpΦ)> κιούπ΄, cep
(cebΦ)> τζέπ΄, kasap (kasabΦ)> χασάπ΄, âdet (âdetΦ)> αντέτ΄, gayret (gayretΦ)>
γκαϊρέτ΄, zanaat (zanaatΦ)> ζανάτ΄, ziyafet (ziyafetΦ)> ζιαφέτ΄, kısmet (kısmetΦ)>
κασμέτ΄, kıyamet (kıyametΦ)> κιαμέτ΄, makat (makatΦ)> μακάτ΄, masat (masadΦ)>
μασάτ΄, maslahat (maslahatΦ)> μασλάτ΄, millet (milletΦ)> μιλέτ΄, muhabbet
(muhabbetΦ)> μουαμπέτ΄, simit (simidΦ)> σ΄μίτ΄, çeşit (çeşidΦ)> τσιασίτ΄.

Β:2.1.3.2. Σε εσωτερική θέση οι αναντιστοιχίες πιθανότατα οφείλονται σε λανθασμένες


επαναναλύσεις που έκαναν οι ελληνόφωνοι, προκειμένου να επιτευχθεί αναγνώριση
άλλων τούρκικων λεξικών και γραμματικών μορφημάτων στους ελληνικούς τουρκισμούς,
φαίνεται δηλαδή οτι οι αναντιστοιχίες οφείλονται σε παρετυμολογικές επιδράσεις.
Την αναγνώριση ενός λεξικού μορφήματος έχουμε στην περίπτωση του μπαγντατί,
ενώ την αναγνώριση γραμματικών μορφημάτων έχουμε στις περιπτώσεις των αλτζιάς,
γκιλουρντί, καφαλντί και μπαλντάς.

Β:2.1.3.2.1. Αντανάκλαση της αποηχηροποίησης των ληκτικών συμφώνων φαίνεται οτι


έχουμε στην περίπτωση του κοζανίτικου μπαγντατί, που αντιστοιχεί στο τούρκικο
bağdadi. Αντίστοιχα, το bağdadi στο Πήλιο και την Επανομή απαντά ώς μπαγδατί, αντί
για τα αναμενόμενα μπαγνταντί1 & μπαγδαντί, που καταγράφονται για άλλα ιδιώματα.
Το bağdadi είναι ομόρριζο του Bağdat ''Βαγδάτη'' (ΟθωμΛεξ), που επίσης προέρχεται
απο το αραβοπερσικό Bäġdād 2 : συγκεκριμένα, το bağdadi προέρχεται απο τον τύπο
bäġdādī3 και διατηρεί το ηχηρό /d/ που στο Bağdat τράπηκε σε /t/, καθως βρέθηκε σε

1 Όπως θα δούμε παρακάτω, το σιατιστινό μπαχτατζί αντιστοιχεί στο δυτικομακεδόνικο μπαγνταντί (Β:2.10.1.).
2 Steingass 192. Για την ετυμολογία δές ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009.
3 ΕτυμTietze[a-e].

/ 79 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

τελική θέση, ενώ διατηρεί την ηχηρότητά-του πρίν απο φωνήεν, π.χ. στην αιτιατική και
κτητική Bağdadı1.
Εφόσον εντοπίζουμε το προβληματικό /t/ αιτιολογημένο στον τύπο Bağdat, μπορούμε
να υποθέσουμε οτι τα μπαγντατί & μπαγδατί οφείλονται σε εκ νέου σύνδεση της λέξης
απο τους ελληνόφωνους με το τοπωνύμιο.

Β:2.1.3.2.2. Την αναγνώριση γραμματικών μορφημάτων μπορούμε να υποθέσουμε σε


περιπτώσεις όπως του κοζανίτικου αλτζιάς (<nalça), των δοβρανιώτικων γκιλουρντί
(<gürültü) & καφαλντί (<kahvaltι) και του δυτικομακεδόνικου μπαλντάς (<balta), που
καταγράφεται και για την Ορεινή Πιερία.
Καί στις τέσσερις περιπτώσεις το τούρκικο άηχο σύμφωνο είναι ετυμολογικά
δικαιολογημένο: (α) nalça <nalçe 2 <πέρσικο nä‘lče, υποκοριστικό του αραβοπερσικού
nä‘l, (β) gürültü <gürül gürül & επίθημα -tI (Β:1.1.3.2.), (γ) kahvaltι <kahve altι <kahve &
alt & (δ) balta <baltu/paltu3.
Αυτό που τονίζει την αναντιστοιχία ανάμεσα στα τούρκικα αρχικά και τα τελικά
ελληνικά σύμφωνα είναι το οτι υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις οπου η λέξη
αποδίδεται με το αναμενόμενο άηχο κλειστό σύμφωνο: (α) nalça> αλτσιάς, (β) gürültü>
*γκιουρουλτί> γκιουρλουτί, (γ) kahvaltι> καφαλτΐ, καφαλτί & (δ) balta> μπαλτάς.
Επίσης, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι, και πάλι, καί στις τέσσερις
περιπτώσεις προηγείται /ł/, ενώ ο Dallı (80) εντοπίζει στα ιδιώματα της ΝΑ Βουλγαρίας τις
τροπές nt> nd, lt> ld, rt> rd.
Όπως έχουμε δεί, τα /n ł r/ συμπεριφέρονται ώς ηχηρά (Β:1.1.2.), δηλαδή όταν
ακολουθούν επιθήματα που διαθέτουν ηχηρά και άηχα αλλόμορφα, μετά τα /n ł r/
εμφανίζονται οι ηχηρές ποικιλίες (Β:1.1.3.2.).
Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι οι τροπές nt> nd, lt> ld, rt> rd οφείλονται στην
παρετυμολογική συσχέτιση των συμπλεγμάτων /nt łt rt/ με το φαινόμενο της αφομοίωσης
ηχηρότητας.

1 Σήμερα ορθογραφείται <Bağdat’ı>, καθως σύμφωνα με τη σημερινή ορθογραφία τα τελικά φωνήεντα των κύριων
ονομάτων διατηρούν τη μορφή που έχουν και στον λημματικό τύπο, ενώ διακρίνονται γραφηματικά απο τα
προσηγορικά και ώς προς το οτι χωρίζονται απο τις καταλήξεις με μιά απόστροφο: π.χ. Ahmet & Tarık με γενικές
<Ahmet’in> & <Tarık’ın>, αντί για <Ahmedin> & <Tarığın> (TurkGram xxiv).
2 με προχωρητική αφομοίωση (a-e> a-a: Γ:1.1.2.2.).

3 ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009 «balta».

/ 80 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

Κάτι ανάλογο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι συνέβη και στους τουρκισμούς, καθως τα
τέρματα των τούρκικων τύπων συμπίπτουν φωνητικά με τα άηχα αλλόμορφα γνωστών
καταλήξεων: (α) στην περίπτωση του nalça το τέρμα -ça συμπίπτει με το άηχο και πισινό
αλλόμορφο των παραγωγικών καταλήξεων -CA (δές TurkGram 57-8), (β) στην
περίπτωση των gürültü & kahvaltι τα τέρματα -tü & -tι συμπίπτουν με άηχα αλλόμορφα
των δύο ομόηχων καταλήξεων -DI, ενώ (γ) στην περίπτωση του balta το τέρμα -ta
συμπίπτει με το άηχο και πισινό αλλόμορφο της κατάληξης τοπικής -DA (Β:1.1.3.2.).
Φαίνεται λοιπόν οτι οι τουρκομαθείς είχαν την τάση να αναλύουν μορφολογικά τις
τούρκικες λέξεις με βάση τις τούρκικες καταλήξεις, ακόμα και όταν η ανάλυση αυτή είναι
μονομερής, δηλαδή παίρνει υπόψιν μόνο τις φωνητικές/φωνολογικές αντιστοιχίες,
παραβλέποντας τις σημασιολογικές.
Όπως θα δούμε παρακάτω, η ίδια τάση παρατηρείται και στις περιπτώσεις των μπλίκ΄
& μπρουντζίκ΄ (Γ:1.9.4.5.) και προφανώς αυτές οι αδέξιες προσπάθειες ανάλυσης
οφείλονται στα κενά που προκαλούσε η εμπειρική (κοινώς: τσάτρα-πάτρα) διαδικασία
εκμάθησης της τουρκικής.

Β:2.1.3.3. Σε αρκτική θέση οι αναντιστοιχίες εντοπίζονται σε περιπτώσεις όπως των


kaygana ~ γκαϊγκανάς, kaldırım ~ γκαλντιρίμ΄, kadayif ~ γκανταΐφ΄, kadın ~ γκαντΐνα,
kelep ~ γκιλέπ΄, keder ~ γκιντέρ΄, kösem ~ γκιουσέμ΄, kurban ~ γκουρμπάν΄, kırbaç ~
γκουρμπάτσ’, tavan ~ νταβάν΄, taban ~ νταμπάν΄, tebeşir ~ ντιμπισίρ’, perde ~ μπιρντές,
çadır ~ τζιαντΐρ΄, çoban ~ τζιουμπάνους & çocuklar ~ τζιουτζιουκλάργια.
Είδαμε οτι τα παλαιοτουρκικά αρκτικά /k t/ εξελίχτηκαν σε /g d/, ενώ εναλλαγές
ηχηρότητας παρατηρούνται και σε άλλα σύμφωνα (Β:1.1.3.3.)· έτσι, οι κοινοί τούρκικοι
τύποι αντιστοιχούν σε διαλεκτικούς ή παλιότερους, που εμφανίζουν το αντίστοιχο ηχηρό
ή άηχο σύμφωνο: π.χ. kaygana> gaygana, kaldırım> galdırım, kadayıf> gadayıf, kelep>
gelep, kurban> gurban, kırbaç> gırbaş/gırpıç, taban> daban, gayret> kayret, tavan>
davan, debbağ/dabak> tabak & katife> kadife.
Ομως ανάμεσα και σε ελληνικούς διαλεκτικούς τύπους υπάρχουν διαφορές ώς προς
την ηχηρότητα: π.χ. καλντιρίμι ~ γκαλντιρίμ΄, κανταΐφι ~ γκανταΐφ΄, κιλέπ΄ ~ γκιλέπ΄,
κουρμπάν΄ ~ γκουρμπάν΄, κουρμπάτσ’ ~ γκουρμπάτσ’, καϊρέτ’ ~ γκαϊρέτ’, ταβάνι ~
νταβάν΄, ταμπάκ΄ς ~ νταμπάκ΄ς, ταμπάν΄ ~ νταμπάν΄, τσαντίρι ~ τζιαντΐρ΄, τσιουμπάνους
~ τζιουμπάνους & τσιουτζιουκλάργια ~ τζιουτζιουκλάργια.
Μια πρώτη ερμηνεία του υλικού θα μπορούσε να βασίζεται σε μια απόδοση των
ελληνικών τύπων σε τούρκικους με σύμφωνο που είναι ηχηρό ή άηχο, όπως και το
αντίστοιχο ελληνικό: π.χ. gaygana> γκαϊγκανάς, galdırım> γκαλντιρίμ΄, gadayıf>

/ 81 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

γκανταΐφ΄, gelep> γκιλέπ΄, gurban> γκουρμπάν΄, *gırbaç> γκουρμπάτσ’, gayret>


γκαϊρέτ’, kayret> καϊρέτ’, davan> νταβάν΄ & daban> νταμπάν΄.
Επίσης, με βάση τα ζευγάρια των ελληνικών τύπων οπου το ηχηρό αντιστοιχεί σε
άηχο, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια εσωτερική αποκατάσταση ενός αρχικού ελληνικού
άηχου που εξελίχτηκε σε ηχηρό.
Μια τέτοια ηχηροποίηση μπορεί να δικαιολογηθεί ώς υποχωρητική αφομοίωση
ηχηρότητας όταν μετά απο τα άηχα ακολουθεί ηχηρό και πράγματι παρατηρούμε οτι στις
περισσότερες περιπτώσεις αυτό ισχύει: γκαϊγκανάς, γκαλντιρίμ΄, γκανταΐφ΄, γκαντΐνα,
γκιντέρ΄, γκουρμπάν΄, γκουρμπάτσ’, νταβάν΄, νταμπάκ΄ς, νταμπάν΄, τζιαντΐρ΄/τζιαντίρ’,
τζιουμπάνους & τζιουτζιουκλάργια.
Με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον μπορούμε να σχηματίσουμε μιά ιδέα για την
ποιότητα των συμφώνων που μας ενδιαφέρουν στα ντόπια τούρκικα ιδιώματα, με βάση
τα οποία έγινε ο δανεισμός· έτσι, όπου σε πολλές βαλκανικές γλωσσικές ποικιλίες έχουμε
αποτυπωμένες ακολουθίες συλλαβών με την πρώτη να διαθέτει άηχο και τη δεύτερη
ηχηρό σύμφωνο, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι αυτά τα χαρακτηριστικά διέθετε και ο
τύπος που είχαν ώς πρότυπο και οι ελληνόφωνοι και συνεπώς πολλές απο αυτές τις
περιπτώσεις μπορούμε να τις αποδώσουμε σε ελληνική υποχωρητική αφομοίωση
ηχηρότητας: π.χ. kaldırım> καλντιρίμι> (καλντερίμι>) γκαλντιρίμ΄, kadayif> κανταΐφι>
γκανταΐφ΄, tavan> ταβάνι> νταβάν΄, tabak> ταμπάκ΄ς> νταμπάκ΄ς, taban> ταμπάν΄>
νταμπάν΄, çadır> *τσιαντΐρ΄> τζιαντΐρ΄, çadır> *τσιαντίρ’> τζιαντίρ’, çoban>
τσιουμπάνους> τζιουμπάνους, çocuklar> τσιουτζιουκλάργια> τζιουτζιουκλάργια.
Μπορούμε δηλαδή να αποκαταστήσουμε για τα κοζανίτικα ώς παλιότερους τους
τύπους *καλντιρίμ΄, *κανταΐφ΄, *ταμπάκ΄ς, *ταβάν΄, *ταμπάν΄, *τσιαντΐρ΄, *τσιουμπάνους,
*τσιουτζιουκλάργια, με αφορμή το κρητικό καλντιρίμι, τα ΚΝΕ καλντερίμι, κανταΐφι,
ταμπάκης, ταβάνι, τσαντίρι & τσο(μ)πάνης και τα δυτικομακεδόνικα ταμπάν΄,
τσιουμπάνους & τσιουτζιουκλάργια.
Για τους ίδιους λόγους μπορούμε να αποκαταστήσουμε για τα κοζανίτικα τα *καντΐνα &
*κιντέρ΄, για τα λοσνιτσιώτικα το *τιμπισίρ’ και για τα καταφυγιώτικα το *πιρντές.
Απο την παραπάνω κατηγορία πρέπει να εξαιρεθούν περιπτώσεις, όπως των kösem
~ γκιουσέμ΄, οπου το ελληνικό ηχηρό ακολουθείται απο ένα άηχο, καθως ένα άηχο δέ
μπορεί να προκαλέσει ηχηροποίηση σε άλλο σύμφωνο: έτσι, πρέπει να αποδώσουμε το

/ 82 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

γκιουσέμ΄1 σε ένα βαλκανικό τούρκικο *gösem, που προήλθε απο το kösem με k-> g-
(Β:1.1.3.3.).
Επίσης, απο τις λέξεις που μπορούν να αποδοθούν σε αφομοίωση ηχηρότητας πρέπει
να εξαιρεθούν και αυτές που παρουσιάζουν ηχηρά και άηχα πρίν απο υγρό, καθως,
όπως και στα τούρκικα (Β:1.1.2.), τα υγρά /l/ & /r/ δέ μπορούν να ενταχτούν σε ζεύγη
φωνημάτων που διακρίνονται με βάση την ηχηρότητα και συνεπώς δέ μπορούν να
προκαλέσουν αφομοίωση ηχηρότητας: έτσι, δέ μπορούμε να θεωρήσουμε οτι είχαμε
κιλέπ΄> γκιλέπ΄ και γι’ αυτό ο Τζιτζιλής συνδέει τα πιεριώτικα γκιλέπ΄ & κιλέπ΄ με τα
gelep & kelep 2 , ενώ για τον ίδιο λόγο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι είχαμε γκαϊρέτ’
<gayret> kayret> καϊρέτ’.
Ομως για την ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον πρέπει να λαμβάνονται όσο το
δυνατόν περισσότερα στοιχεία υπόψιν και μάλιστα απο τις τουρκικές διαλέκτους, καθως
είναι πιθανό πολλές βαλκανικές ποικιλίες να δανείστηκαν και να συνεχίζουν να
χρησιμοποιούν τον παλιότερο τύπο, που αργότερα άλλαξε μορφή στις ντόπιες ποικιλίες.
Στην περίπτωση του kurban, που προέρχεται απο το αραβοπερσικό qurbān,
παρατηρούμε οτι με βάση τους τουρκισμούς kurban (αλβ., βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ.),
curban (ρουμ.) & κουρμπάν΄ δέ μπορούμε να τεκμηριώσουμε την παρουσία του
διαλεκτικού τύπου gurban στα τούρκικα των Βαλκανίων και συνεπώς με βάση τα
δεδομένα αυτά και το δυτικομακεδόνικο γκουρμπάν΄ πρέπει να αποδοθεί αρχικά σε
δανεισμό του τύπου kurban και κατόπιν σε ελληνική αφομοίωση ηχηρότητας: kurban>
κουρμπάν΄> γκουρμπάν΄.
Η γενικευμένη χρήση του τύπου kurban στα Βαλκάνια προκύπτει τόσο έμμεσα, όσο
και άμεσα, δηλαδή τόσο απο τους βαλκανικούς τουρκισμούς, όσο και απο την κατάσταση
που επικρατεί στα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα3.
Ο τύπος kurban καταγράφεται και για τα τούρκικα ιδιώματα της ΒΑ Βουλγαρίας, δίπλα
στον νεότερο τύπο gurban, που απαντά στα τρία απο τα τέσσερα χωριά που αφορά η
έρευνα του Dallı (21): έτσι, τεκμηριώνεται η παρουσία του τύπου gurban στα τούρκικα
των Βαλκανίων και δέ μπορεί να αποκλειστεί ολότελα ο δανεισμός με βάση τον νεότερο
τύπο (gurban> γκουρμπάν΄).

1 και κατα συνέπεια και τα γκισέμ’/γκεσέμι (Γ:1.9.4.4.).


2 Γλ.Πιερ. 71.
3 δές π.χ. Eckmann 1962β:134 & Kalay 155 [15:19].

/ 83 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.1.

Έτσι, το γκουρμπάν΄ μπορεί να αποδοθεί είτε σε ελληνική, είτε σε τούρκικη


ηχηροποίηση: kurban> κουρμπάν΄> γκουρμπάν΄ ή kurban> gurban> γκουρμπάν΄.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν όλες τις λέξεις, ανεξαρτήτως γένους, αλλα
κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει οτι τα αρσενικά 1 θα μπορούσαν να οφείλονται σε
επανερμηνεία της έναρθρης αιτιατικής ενικού 2 · με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να
ερμηνευτεί το κρητικό μπερτσές, που προέρχεται απο το perçem (τον-περτσέ> το-
μπερτσέ 3 ), καθως ακολουθεί άηχο σύμφωνο (μπερτσές) και όχι ένα ηχηρό που θα
μπορούσε να δικαιολογήσει μια αφομοίωση ηχηρότητας.
Ομως τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα ανήκουν στις διαλέκτους που διατηρούν την
κληρονομημένη ρινικότητα των ηχηρών κλειστών τόσο σε εσωτερική θέση, όσο και στα
όρια μορφημάτων (Α:3.1.): έτσι, δέ φαίνεται πιθανή η ηχηροποίηση λόγω της
συμπροφοράς με το άρθρο της αιτιατικής ενικού, καθως σε ιδιώματα όπως τα κοζανίτικα
διακρίνονται οι σχετικές αιτιατικές και στην περίπτωση του παλιότερου *τσιουμπάνους η
έναρθρη αιτιατική ενικού θα προφερόταν έρρινα *[tuńdźubánu], ενώ στην περίπτωση του
σημερινού τζιουμπάνους προφέρεται άρινα [tudźubánu].
Αυτός είναι και ο λόγος που το αρκτικό κλειστό του σιατιστινού πιρτσές (<perçem)
παραμένει άηχο, σε αντίθεση με το ηχηροποιημένο του κρητικού μπερτσές.

Β:2.1.3.4. Διαπιστώνουμε συνεπώς οτι πράγματι τα τρία φαινόμενα που αφορούν τις
μεταβολές ώς προς την ηχηρότητα αντανακλούν στους δυτικομακεδόνικους τουρκισμούς:
(α) η α π ο η χ η ρ ο π ο ί η σ η των ληκτικών ηχηρών συμφώνων αντανακλά σε
περιπτώσεις όπως των μπόρτζ΄ ~ μπόρτσ΄ & μπαγντατί ~ μπαγνταντί, (β) η
αφομοίωση η χ η ρ ό τ η τ α ς αντανακλά σε περιπτώσεις όπως των αλτζιάς ~
αλτσιάς και (γ) οι ε ν α λ λ α γ έ ς η χ η ρ ό τ η τ α ς αντανακλούν σε περιπτώσεις όπως
των καϊρέτ’ ~ γκαϊρέτ’.

Β:2.1.4. Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται ώς παρεκκλίνουσα απόδοση των


τούρκικων συμφώνων είναι η απόδοση των κλειστών ηχηρών με τα αντίστοιχα τριβόμενα
ηχηρά όταν προηγείται /r/.

1 π.χ. τζιουμπάνους & μπιρντές.


2 πρβλ. επίσης τα *ναλμπάν.τς> αλμπάν.τς (Β:1.16.3.) & *ουντάς> νουντάς (Β:2.7.2.).
3 πρβλ. επίσης το ειρωνικό Μπάοκ (τον-Πάοκ> το-Μπάοκ).

/ 84 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.

Μερικές φορές τα /b d g/ μετά απο /r/ αποδίδονται στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα με


τα αντίστοιχα τριβόμενα /v δ γ/: yorgan> γιουργάν΄, erguvan> γιουργουβανιά, çorba>
τσιουρβάς/τσιόρβα, bardak> μπαρδάκ΄, çardak> τσιαρδάκ΄ & hovarda> χουβαρδάς.1
Στο ίδιο φαινόμενο οφείλεται και το δυτικομακεδόνικο τρουβάς, που προέρχεται απο
το torba μέσω παλιότερου *τουρβάς (πρβλ. ΚΝΕ τορβάς), ενώ το τσιουρβάς εξελίχτηκε
στην Κοζάνη σε τσιουρουβάς.
Σε μή δυτικομακεδόνικα βόρεια ιδιώματα τα çorba, bardak, çardak & yorgan έδωσαν
τα τσιουρμπάς, μπαρντάκ΄, τσιαρντάκ΄ & γιουργκάν΄, ενώ το hovarda έδωσε το ΚΝΕ
χουβαρντάς.
Ομως ακόμα και στη Δυτική Μακεδονία το φαινόμενο δέν είναι γενικευμένο, καθως σε
άλλες περιπτώσεις έχουμε πιστότερη απόδοση των ηχηρών κλειστών, ακόμα και μετά
απο /r/: π.χ. τσιουρμπατζής, σουρντίζου (Β:1.6.2.) & αργκαβανιά (Β:1.9.2.).
Χαρακτηριστικό για την αποσπασματικότητα του φαινομένου είναι οτι στην Κοζάνη το
çorba έδωσε τόσο το τσιουρουβάς (<τσιουρβάς <çorba), όσο και το τσιουρμπατζής
(<çorbacı <çorba).

Β:2.2. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [k ḱ]

Β:2.2.1. Το κοζανίτικο /k/ αρθρώνεται ώς άηχο υπερωικό κλειστό (voiceless velar


stop), ενώ πραγματώνεται ώς ουρανικό (palatal) [ḱ] (ΔΦΑ [c]), όταν ακολουθεί μπροστινό
φωνήεν, όπως και στην ΚΝΕ2.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [k] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.2.2. Το τούρκικο απλό ή διπλό /k/ (& /ḱ/) κανονικά δίνει στα ελληνικά [k ḱ]
(Β:1.13.2., Β:1.13.3.), που είδαμε οτι με αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να εξελίσσονται
και σε [g ǵ] (Β:2.1.3.3.).

Β:2.2.3. Προβληματική είναι πολλές φορές η ερμηνεία του [k] του ελληνικού [ks]/[kś]
<ξ>, καθως το σύμπλεγμα [ks]/[kś] μπορεί να προέρχεται κατευθείαν απο την τουρκική ή

1 Για τα σουφλιώτικα δές Κυρανούδης 1995:26, 27.


2 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72, Αρβανίτη 167, 169.

/ 85 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.

να οφείλεται σε ανομοίωση του [xs], πρβλ. π.χ. τα χρυσός> χρσός> χσός1> ξός2, αλλα
και τα δουλεύσω> δουλέψω & πιστεύσω> πιστέψω.
Για περιπτώσεις όπως το μαξούλ΄ μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το [ks] οφείλεται
σε ανομοίωση του [xs], καθως προέρχεται απο το μαρτυρημένο μαχσούλ΄ και αυτό απο
το τούρκικο mahsul, που αποδίδει το αραβοπερσικό mähsūl.
Αντίθετα, είναι πιό δύσκολο να είμαστε κατηγορηματικοί, όταν το τούρκικο /h/ αποδίδει
το αραβοπερσικό άηχο τριβόμενο υπερωικό /x/ (‫ )خ‬3 , καθως, όπως φαίνεται στον
παρακάτω πίνακα, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εξίσου πιθανή και η απόδοσή-του με το
τούρκικο /k/, ενώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι απόδοση του /x/ με /k/ έχουμε και
στις ελληνικής προέλευσης λέξεις: π.χ. χωράφι> koraf4 & μαστίχα> mastika5.

αραβοπερσικό /x/ τούρκικο /h/ τούρκικο /k/

āxūr ahur, ahır akur, akır

bäxšïš/bäxšīš bahşiş bakşiş, bakşış

mäxsūs mahsus maksus

müxtār *mühtar, muhtar muktar

xōšāb hoşaf, huşaf koşaf, kuşaf

Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς άν τα μάξους και μαξούς


αποδίδουν το διαλεκτικό maksus ή το mahsus της κοινής.

Β:2.2.3.1. Σε κάποιες περιπτώσεις τη λύση μπορεί να δώσει η ένταξη στο γλωσσικό


περιβάλλον, ομως στην περίπτωση του δυτικομακεδόνικου ξιάφ’ φαίνεται δύσκολο να
αποφασίσουμε άν πρέπει να το θεωρήσουμε εξέλιξη του κουσιάφ’ (<koşaf/kuşaf) ή των
χσιάφ’ <χουσιάφ’ (<hoşaf/huşaf) και χαρακτηριστικό είναι οτι σε ιδιώματα όπως της
Τσιαρπίστας Σερρών συνυπάρχουν οι τύποι κουσιάφ’ & χουσιάφ’.

1 Στη Λήμνο (Κοντονάτσιου 405), την Κοζάνη (ΛΚΙ) και τη Λόσν. Καστοριάς.
2 Στη Λήμνο (Κοντονάτσιου 405) και τον Τίρναβο (Γλ.Τίρν. 12, 91).
3 http://sites.la.utexas.edu/persian_online_resources/system-of-transcription/.

4 Tietze 1955:245.

5 Nişanyan 2009.

/ 86 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.2.

Έτσι, σε ιδιώματα όπως της Κοζάνης, οπου έχουμε τον τύπο ξιάφ΄, θα μπορούσαμε
να πάρουμε σάν αφετηρία είτε έναν τύπο *κουσιάφ΄, είτε έναν τύπο *χουσιάφ΄, που
έχασε το άτονο [u]1 και τελικά κατέληξε ξιάφ΄.
Τη λύση μπορούν να μας δώσουν τα όμορα ιδιώματα, σύμφωνα με το υλικό των
οποίων ο τύπος κουσιάφ’ δέν επιβεβαιώνεται παρά μόνο για το Βιβίστι Γρεβενών, ενώ
στα υπόλοιπα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας απαντούν οι τύποι χουσιάφ’, χσιάφ’ &
ξιάφ’.
Ακόμα πιό ενδιαφέρον είναι το οτι σε ιδιώματα όπως της Σιάτιστας και της Λόσνιτσας
συνυπάρχουν οι τύποι χσιάφ’ & ξιάφ’ (κσιάφ’) επιτρέποντάς-μας να θεωρήσουμε οτι,
τουλάχιστον στα ιδιώματα αυτά, το χσιάφ’ αποτελεί μαρτυρία για την παλιότερη μορφή
του κσιάφ’ και συνεπώς οτι το κσιάφ’ οφείλεται πράγματι σε ανομοίωση.
Συνεπώς, συνδυάζοντας όλα τα δεδομένα μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι το hoşaf (ή
το huşaf) αρχικά έδωσε στα περισσότερα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας το χουσιάφ’,
που σε κάποια ιδιώματα έχασε το [u] (Γ:2.6.7.), οδηγώντας στο σύμπλεγμα [xś], που
αργότερα ανομοιώθηκε σε [kś]: hoşaf/huşaf> χουσιάφ’> χσιάφ’> ξιάφ’.

Β:2.2.3.2. Η περίπτωση του μουχτάρς μπορεί να οφείλεται σε δανεισμό είτε ενός


τύπου με /h/2, είτε του muktar, με ανομοίωση των δύο κλειστών (*[kt] > [xt]3).
Στον τύπο muktar μπορεί να αποδοθεί και το σερβοκροάτικο muktar, ομως και αυτός ο
τύπος μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε απόδοση του /h/ με το σερβοκροάτικο /k/
(Β:2.4.4.), δίπλα στην απόδοση με το σερβοκροάτικο /x/ (muhtar).
Έτσι, δέ μπορεί να θεωρηθεί σίγουρη η παρουσία του τούρκικου τύπου muktar στα
Βαλκάνια και πρέπει να τον αποκλείσουμε απο τη βαλκανική πραγματικότητα με βάση
τους υπόλοιπους βαλκανικούς τουρκισμούς, που όλοι-τους διαθέτουν ένα τριβόμενο που
μπορεί να αναχθεί στο τούρκικο /h/: π.χ. αλβ. muhtar, myftar, miftar, βουλγ. muxtar,
muftar, σερβοκρ. muhtar, miftar.

Β:2.2.3.3. Σε άλλες περιπτώσεις η ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον δέ μπορεί να μας


διαφωτίσει για το άν καί οι δύο τύποι χρησιμοποιούνταν στα Βαλκάνια: πρέπει να
θεωρήσουμε βέβαιη την παρουσία του τύπου mahsus 4 , αλλα δέ μπορούμε να

1 προφανώς επειδή θεωρήθηκε /u/.


2 Όπως θα δούμε, μπορεί να είναι οποιοδήποτε απο τα *mühtar, muhtar & mıhtar (Γ:2.6.6.).
3 πρβλ. bıktı> μπουχτίζω, (ha) siktir> (άι/α) σιχτίρ κλπ.

4 πρβλ. αλβ. mahsus, βουλγ. maxsus, σερβοκρ. mahsus & mahsuz.

/ 87 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.3.

χρησιμοποιήσουμε ούτε το σερβοκροάτικο maksuz, ούτε το βουλγάρικο maksus σάν


τεκμήρια της παρουσίας του τούρκικου maksus, καθως είδαμε οτι το σερβοκροάτικο /k/
μπορεί να αποδίδει το /h/, ενώ και στα βουλγάρικα μπορούμε να έχουμε /xs/ > /ks/, άν
κρίνουμε απο την περίπτωση του maksul (<*maxsul <mahsul).

Β:2.3. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [g ǵ]

Β:2.3.1. Το κοζανίτικο /g/ αρθρώνεται ώς ηχηρό υπερωικό κλειστό (voiced velar stop),
ενώ πραγματώνεται ώς ουρανικό (palatal) [ǵ] (ΔΦΑ [ɟ]), όταν ακολουθεί μπροστινό
φωνήεν, όπως και στην ΚΝΕ1.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [g] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.3.2. Τα ελληνικά [g ǵ] κανονικά αποδίδουν τα τούρκικα /g/ & /ǵ/ (Β:1.9.2.) και σε
κάποιες περιπτώσεις το τούρκικο /k/, ενώ είδαμε οτι σε περιπτώσεις όπως του
κοζανίτικου γκουρμπάν΄ δέν είναι σίγουρο άν το ελληνικό /g/ αποδίδει το τούρκικο /k/ ή το
/g/ (Β:2.1.3.3.).

Β:2.3.3. Στην περίπτωση των ağızotu ~ γκζότ΄ έχουμε μια ασυνήθιστη αντιστοιχία του
τούρκικου /γ/ με το ελληνικό /g/ και η απόδοση του κλειστού /g/ σε μεσολάβηση του
αλβανικού agzot δέ φαίνεται πιθανή, καθως η αλβανική επίδραση δέ φαίνεται να έχει
αφήσει ίχνη.
Ο Κυρανούδης (2009:209) αποδίδει τους τύπους αγκ(ι)ζότι & γκζότ σε ένα
δυτικοβαλκανικό τούρκικο *agızot, οπου έχουμε διατήρηση της κλειστής πραγμάτωσης
του /g/ (Β:1.10.8.), όπως και στο μαρτυρημένο δυτικοβαλκανικό agis.
Απο την άλλη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε οτι η αντιστοιχία του τούρκικου /γ/
με το ελληνικό /g/ θυμίζει την αντιστοιχία /h/ ~ /k/ στην περίπτωση των mahsul>
μαχσούλ΄> μαξούλ΄ (Β:1.11.4.1.) και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι το ağızotu
έδωσε αρχικά στη Δυτική Μακεδονία έναν τύπο όπως το ιμβριώτικο αγζότ΄, που έχασε το
αρκτικό α- (Γ:1.2.3.1.) και υπέστη ανομοίωση ώς προς το συμφωνικό σύμπλεγμα [γz] >
[gz] (αγζότ΄> γκζότ΄).

1 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72, Αρβανίτη 167, 169.

/ 88 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.4.

Β:2.4. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [x x΄]

Β:2.4.1. Το κοζανίτικο /x/ αρθρώνεται ώς άηχο υπερωικό τριβόμενο (voiceless velar


fricative), ενώ πραγματώνεται ώς ουρανικό (palatal) [x΄] (ΔΦΑ [ç]), όταν ακολουθεί
μπροστινό φωνήεν, όπως και στην ΚΝΕ1.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [x] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.4.2. Τα ελληνικά [x x΄] αποδίδουν κυρίως το /h/ (Β:1.11.2.) και σε κάποιες


περιπτώσεις το [kh] (Β:1.13.5.), ενώ στην περίπτωση των bahşiş ~ μπαχτσίσ΄ έχουμε μια
φαινομενική απόδοση του /h/ με το /x/ (Β:2.10.4.3.).

Β:2.4.3. Στην περίπτωση του σιατιστινού μπαχτατζί (<bağdadi) το /xt/ οφείλεται σε


ανομοίωση ενός */γd/, ή ακόμα και ενός /γδ/: πρβλ. τα δυτικομακεδόνικα μπαγνταντί &
μπαγντατί και τα -μή δυτικομακεδόνικα- βορειοελλαδίτικα μπαγδαντί & μπαγδατί.
Την ίδια ανομοίωση παρατηρούμε και στο κολ. σιδιρόχτ΄ (<*σιδερόγδι)2, αλλα είναι
πολύ πιό συνηθισμένη σε νοτιοανατολικές διαλέκτους, όπως τα κυπριακά, οπου το αβγό
ανομοιώθηκε σε αφκό, το βγαίνω σε φκαίν-νω, το βγάλλω σε φκάλ-λω κλπ.
Όπως υποστηρίζουν ο Μηνάς 1
και ο Χριστοδούλου Χαρ. (2015:207 κ.ε.),
συμπλέγματα όπως το /xt/ αποτελούν το τελευταίο στάδιο ανομοίωσης συμπλεγμάτων
όπως το /xθ/, το /kt/, ή το /γδ/.
Ειδικά για συμπλέγματα όπως το /γδ/, που αποτελούνται απο δύο ηχηρά τριβόμενα
εξηγούν οτι ανομοιώθηκε πρώτα το δεύτερο τριβόμενο σε κλειστό (/γδ/ > /γd/), που
κατόπιν αηχοποιήθηκε (/γd/ > /γt/) και τελικά το πρώτο τριβόμενο αφομοιώθηκε απο το
κλειστό ώς προς την ηχηρότητα (/γt/ > /xt/).

1 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 73, Αρβανίτη 167, 169.


2 Σημαίνει ''μεταλλικό γουδί'' και αντιστοιχεί στο βερ. σιδιρουγούδ’, το θασιώτ. σιδιργούδ΄ ''μετάλλινο γουδί'', το
λημνιώτικο ζντιρουγούδ’ ''σιδερένιο γουδί'' (Κοντονάτσιου 340) και το ιμβριώτικο ζ΄ντιρουγούδ΄ ''ορειχάλκινο γουδί''
(Γλ.Ίμβρ. «σντιρουγούδ»). Ενώ στα σιδιρουγούδ’, σιδιργούδ΄ & ζντιρουγούδ’ μπορούμε να απομονώσουμε το γουδί,
ομως τα πράγματα είδα διαφορετικά στην περίπτωση του κολινδριώτικου σιδιρόχτ΄, οπου διαπιστώνουμε απουσία του
/u/, που οδηγεί και σε τονισμό σε διαφορετική συλλαβή. Έτσι, πρέπει να θεωρήσουμε οτι δέν έχουμε να κάνουμε με το
γουδί, αλλα με την παλιότερη μορφή της λέξης, το γδί (Γ:2.7.2.), με βάση το οποίο σχηματίστηκε το *σιδερόγδι που
εξελίχτηκε σε σιδιρόχτ΄.

/ 89 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.4.

Συνεπώς, είτε είχαμε σάν αφετηρία το μπαγνταντί (/γd/ > /γt/ > /xt/), είτε το μπαγδαντί
(/γδ/ > /γd/ > /γt/ > /xt/), το αποτέλεσμα στη Σιάτιστα θα ήταν μπαχτατζί.

Β:2.4.4. Προβληματική είναι η παρουσία του ελληνικού /x/ στα μακεδονικά ιχτιμπάρ’,
χτιμπάρ’ & ιχτσιμπάρ’, που αντιστοιχούν στο itibar ''υπόληψη''.
Κανονικά τo ελληνικό /x/ αντιστοιχεί στο τούρκικο /h/ (Β:2.4.2.) και το ίδιο συμβαίνει και
με το αλβανικό /h/ (ihtibar) και το βουλγάρικο /x/ (ixtibar).
Στα σερβοκροάτικα η λέξη στην αντίστοιχη θέση έχει /k/ (iktibar), αλλα και το
σερβοκροάτικο /k/ συχνά αποδίδει το τούρκικο /h/, όπως παρατηρεί ο Škaljić2.
Τόσο το οτι το /x/ αποτυπώνεται σε όλους τους ελληνικούς τύπους, όσο και το οτι όλοι
σχεδόν οι βαλκανικοί τύποι αντανακλούν ένα τούρκικο */h/ μας οδηγούν στο συμπέρασμα
οτι για τα τούρκικα των Βαλκανίων πρέπει να αποκαταστήσουμε τον τύπο *ihtibar.
Το βαλκανικό τούρκικο *ihtibar ''υπόληψη'' θα μπορούσε να οφείλεται σε
παρετυμολογική επίδραση του αραβικής αρχής λόγιου οθωμανικού ihtibar = 1) a being or
becoming informed; information, knowledge, 2) a seeking for information, trying and
fishing for it (Redhouse 42)1.
Μια άλλη ερμηνεία θα μπορούσε να βασίζεται στη φωνητική σύγκλιση του
γλωσσιδικού τριβόμενου /h/ και του γλωσσιδικού κλειστού (glottal stop) [ʔ], που είναι
άηχο όπως και το /h/ (δές π.χ. HIPA ix, ΙΕΓ 1105).
Όπως παρατηρούν οι Göksel & Kerslake (TurkGram 9, 11), το [ʔ] είναι δανεισμένο
απο τα αραβικά και επιβιώνει μόνο στον λόγο κάποιων ηλικιωμένων ομιλητών, ενώ
συχνά προφέρεται μαζί με το φωνήεν που προηγείται ώς ένα μακρό φωνήεν: έτσι, το
οθωμανικό i‘tibar προφέρεται στη ΣΚΤ με μακρό i ([i:thibáŗ]) και γράφεται <itibar>.
Η μακρότητα του i είναι αυτή που συνδέει τα δύο γλωσσιδικά, καθως είδαμε οτι ένα
μακρό φωνήεν, εκτός απο το [ʔ], μπορεί να προκαλείται και απο ένα /h/ (Β:1.11.1.).
Έτσι, τα δεδομένα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε οτι το [i:] του itibar αναλύθηκε ώς
/i/ που εκτάθηκε απο επίδραση ενός /h/, δηλαδή οτι το [i:thibáŗ] αναλύθηκε ώς */ihtibár/
(ihtibar).

1 Κωνσταντίνος Μηνάς, Φωνητικά: Νεοελληνική Διαλεκτολογία, τόμ. 1ος: Πρακτικά πρώτου πανελλήνιου συνεδρίου
νεοελληνικής διαλεκτολογίας (Ρόδος 26-30.3.1992), εκδοτική επιμ: Κ. Μηνάς, Αθήνα 1994: σελ. 247-54.
2 Škaljić 31. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις μπορούμε όντως να αποδώσουμε το σερβοκροάτικο /k/ σε ένα διαλεκτικό

και ετυμολογικά δικαιολογημένο τούρκικο /k/, αντί για το κοινό /h/· έτσι, π.χ. το bakšiš πιθανότατα δέν αποδίδει το κοινό
bahşiş, αλλα το διαλεκτικό bakşiş, όπως θα δούμε παρακάτω (Β:2.10.4.3.).

/ 90 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.5.

Το *ihtibar /ihtibár/ έχει το πλεονέκτημα οτι είναι φωνολογικά πιό διαφανής ώς τύπος,
καθως η διάρκεια του [i:] αποδίδεται σε ένα γνωστό φώνημα μέσω μιας γνωστής
φωνολογικής διαδικασίας, ενώ το [ʔ] είναι δανεισμένο απο τα αραβικά και, τουλάχιστον
στη ΣΚΤ, είναι υπο εξαφάνιση («is going out of usage»), όπως παρατηρούν οι Göksel &
Kerslake (TurkGram 9).
Αυτός είναι ο λόγος που το māle απαντά και ώς mahle, ενώ το poğaça απαντά τόσο
ώς pōça, όσο και ώς pohça στην Αδριανούπολη (Eckmann 1962α:52, 65): φαίνεται
δηλαδή οτι τα συγκεκριμένα [a:] & [o:], που οφείλονται σε συναίρεση (Γ:1.10.2.),
αναλύθηκαν απο τους χρήστες-τους σάν ακολουθίες /ah/ & /oh/.
Μια παρόμοια αντιμετώπιση της μακρότητας είχαμε και στο αραβικής προέλευσης
*mühtar, που εξελίχτηκε στο κοινό muhtar2 και στο βαλκανικό mǖtar με [üh] > [ü:]. Το οτι
το mǖtar απαντά και ώς müytar οφείλεται στο οτι η έκταση ενός φωνήεντος μπορεί να
προκαλείται και απο ένα /j/ (Γ:1.10.2.), κάτι που κατέστησε δυνατή την ανάλυση του [ü:]
ώς /üj/.
Φαίνεται λοιπόν οτι η τουρκική, επειδή ιστορικά διαθέτει μόνο απλά φωνήεντα
(TurkGram 9), αντιμετωπίζει τα μακρά φωνήεντα ώς διφωνηματικές ακολουθίες που
αποτελούνται απο ένα απλό φωνήεν και ένα τριβόμενο που προκαλεί την έκταση.
Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε οτι τα αρχικά bağçe & boğça εξελίχτηκαν στα
σημερινά bahçe & bohça λόγω επανανάλυσης των μακρών-τους φωνηέντων.

Β:2.5. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [γ γ΄ j]

Β:2.5.1. Το κοζανίτικο /γ/ αρθρώνεται ώς ηχηρό υπερωικό τριβόμενο (voiced velar


fricative) και έχει ουρανικό αλλόφωνο [γ΄] (ΔΦΑ [ʝ]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν
(όπως και στην ΚΝΕ 3), ενώ σε μεσοφωνηεντική θέση το [y] στα κοζανίτικα απαντά ώς
μπροστινό ημίφωνο (ΦιΦ: Β:1.21.2.).

Β:2.5.2. Ώς προς την απόδοση των τουρκισμών, είδαμε οτι τα ελληνικά [γ΄ j] έχουν
συμπληρωματική κατανομή (Β:1.21.2.), ενώ το ελληνικό [γ] μετά απο /r/ μπορεί να
αποδίδει το τούρκικο /g/ (Β:2.1.4.).

1 <αραβ. & πέρσ. ëxtëbār ~ ïxtïbār ''trying, proving; experience, skill, concervancy/Erfahrung; gute Kenntnis'' (Steingass
23, Junker-Alavi 13).
2 με υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).

3 HIPA ix, ShW 73, ΙΕΓ 1105, Αρβανίτη 167, 169.

/ 91 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.5.

Β:2.5.3. Στην περίπτωση των meydan ~ μιγντάν’ το τούρκικο /j/ φαίνεται να αντιστοιχεί
στο ελληνικό /γ/, που είδαμε οτι κανονικά αποδίδει το τούρκικο /γ/ σε αυτή τη θέση, κάτι
που σημαίνει οτι με βάση τον ελληνικό τύπο θα περιμέναμε ένα τούρκικο *meğdan.1
Ομως το ενδιαφέρον είναι οτι για τον συγκεκριμένο τύπο η αντανάκλαση ενός
τούρκικου */γ/ δέν περιορίζεται μόνο σε ελληνικά ιδιώματα, αλλα εντοπίζεται και στα
σλάβικα των Βαλκανίων, καθως στη βουλγαρική κοινή, τη βορειοσλαβομακεδονική κοινή
και τη σερβοκροατική έχουμε τον τύπο megdan (мегдан), που επίσης μας οδηγεί σε
τούρκικο τύπο *meğdan.
Μια πρώτη ερμηνεία θα μπορούσε να λαμβάνει υπόψιν την πραγμάτωση του /γ/ ώς [j]
σε περιβάλλον μπροστινού φωνήεντος (Β:1.10.1.), δηλαδή η πραγμάτωση [j] στο
[mejdán] θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί στο */γ/ ενός *meğdan, αντί στο
ετυμολογικό /j/ του meydan.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να αποδίδει τη σύγχυση των /γ/ & /j/ στο οτι τόσο
το /γ/, όσο και το /j/ μπορούν να προκαλέσουν αντέκταση στο ταυτοσυλλαβικό /e/
(Γ:1.10.2.): συνεπώς, το ετυμολογικό /j/ οδήγησε στο mi:dan (με [ej] > [i:]), ή
ενδεχομένως ακόμα και σε ένα *mēdan (με [ej] > [e:]: Β:1.21.1.), των οποίων τα μακρά
φωνήεντα αναλύθηκαν τόσο απο τους τουρκόφωνους, όσο και απο τους τουρκομαθείς
των Βαλκανίων ώς ακολουθίες /eγ/ (*meğdan), αντί για /ej/.
Όπως θα δούμε παρακάτω, παρόμοιες επαναναλύσεις μακρών φωνηέντων
παρατηρούνται και σε άλλες περιπτώσεις (Β:2.4.4.), ενώ η δεύτερη ερμηνεία γίνεται πιό
πιθανή, άν λάβει κανένας υπόψιν τους ρουμάνικους τύπους medean & medan, οπου δέ
φαίνεται να αναγνωρίστηκε απο τους ρουμανόφωνους κάποιος συμφωνικός φθόγγος
πρίν το /d/.
Η ερμηνεία αυτή δέν προσκρούει αναγκαστικά σε τύπους όπως το meidean και το
meidan, καθως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τους τύπους αυτούς σε δανεισμό με
βάση το αρχικό meydan, ή ακόμα και σε αναγνώριση του /j/ στη μακρότητα του νεότερου
φωνήεντος, όπως και στις περιπτώσεις της αναγνώρισης του /γ/ στη μακρότητα των [o:]
& [a:] (Β:1.10.8.).

1 Την ίδια αντιστοιχία παρατηρούμε και στη Σαμοθράκη, οπου το τσιγρέκ΄ αποδίδει το çeyrek.

/ 92 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.6.-7.

Β:2.6. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [l l΄]

Β:2.6.1. Το κοζανίτικο /l/ αρθρώνεται ώς φατνιακό πλευρικό (alveolar lateral), όπως και
στην ΚΝΕ 1 , ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν, πραγματώνεται ώς ουρανικό
φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [l΄] 2 , καθως η γλώσσα ακουμπά ταυτόχρονα στα
φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια, κάτι που καθιστά την κοζανίτικη ουρανικότητα
λιγότερο έντονη απο της ΚΝΕ.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [l] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.6.2. Τα ελληνικά [l l΄] αποδίδουν το τούρκικο /ł/ (& /l΄/) (Β:1.14.2., Β:1.14.3.,
Β:1.14.4.).

Β:2.7. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [n ń]

Β:2.7.1. Όπως το /n/ της ΚΝΕ, το κοζανίτικο /n/ αρθρώνεται ώς φατνιακό ρινικό
(alveolar nasal), όπως και στην ΚΝΕ 3 , ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν,
πραγματώνεται ώς ουρανικό φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [ń]4, καθως η γλώσσα
ακουμπά ταυτόχρονα στα φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια, κάτι που καθιστά την
κοζανίτικη ουρανικότητα λιγότερο έντονη απο της ΚΝΕ.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [n] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.7.2. Είδαμε οτι το τούρκικο /n/ αποδίδεται με το ελληνικό /n/ (Β:1.16.2.), ενώ
περιπτώσεις εμφάνισης αρκτικού ν- σε αρσενικά μπορούμε να τις αποδώσουμε στην
επανανάλυση της έναρθρης εκφοράς της αιτιατικής ενικού1.
Έτσι, στην περίπτωση των oda> νουντάς είχαμε τουν-ουντά> του-νουντά, ενώ το ίδιο
φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες λέξεις, αρσενικές και θηλυκές, π.χ. ίκνα> ναματ.

1 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 74.


2 Το ουρανικό πλευρικό της ΚΝΕ συμβολίζεται στο ΔΦΑ με το <ʎ>.
3 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72.

4 Το ουρανικό/ουρανικοποιημένο φατνιακό ρινικό της ΚΝΕ συμβολίζεται στο ΔΦΑ με το <ɲ>.

/ 93 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.8.

νίκνα, υστβυζ. οικοκύρης> κοζ. νοικουκύρς, υστβυζ. οφαλός> κοζ. νουφαλός, ώμος> κοζ.
νώμους, υστβυζ. άρκλα> κοζ. νάρκλα, ουρά> κοζ. νουρά.

Β:2.7.3. Στην περίπτωση των mangal ~ μανγκάν΄ παρατηρούμε οτι το


δυτικομακεδόνικο /n/ αντιστοιχεί στο τούρκικο /ł/ και θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το
μανγκάν΄ σε ένα βαλκανικό τούρκικο *mangan, που προήλθε απο το αραβοπερσικής
προέλευσης mangal με /ł/ > /n/ (Β:1.16.4.1.).
Ομως με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον παρατηρούμε οτι στις περισσότερες
βαλκανικές γλωσσικές ποικιλίες αντανακλάται ο τύπος mangal 2 , αλλα, εκτός απο τη
Δυτική Μακεδονία, πουθενά αλλού τύπος *mangan.
Έτσι, το μανγκάν΄ μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του ΚΝΕ μαγκάλι, που πιθανότατα
δέχτηκε παρετυμολογική επίδραση απο το μαγκάνι (ΛΚΝ, Γλ.Κονδυλ.).

Β:2.8. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [s ś]

Β:2.8.1. Το κοζανίτικο /s/ αρθρώνεται ώς άηχο φατνιακό συριστικό (voiceless alveolar


sibilant), όπως και στην ΚΝΕ3, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο [ś] (ΔΦΑ [ɕ]: HIPA ix, 68)
πρίν απο τα μπροστινά /i e/.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [s] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

Β:2.8.2. Το κοζανίτικο [s] αποδίδει το τούρκικο /s/ πρίν απο τα μή μπροστινά


φωνήεντα και τα μή ουρανικά σύμφωνα (Β:1.18.2.), ενώ το κοζανίτικο [ś] αποδίδει (α) το
τούρκικο /š/ (Β:1.19.2.) και (β) το τούρκικο /s/, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν ή
ουρανικό σύμφωνο (Β:1.18.2.).
Έτσι, το γεγονός οτι το τούρκικο /š/ αποδίδεται με το κοζανίτικο [ś], ανεξάρτητα άν
ακολουθεί μπροστινό ή μή φωνήεν (Β:1.19.2.), σημαίνει οτι και αυτό το [ś] πρίν απο
μπροστινό φωνήεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ουρανικό αλλόφωνο του φωνήματος /s/.

1 δές π.χ. ΜΝΕ 2:411-2.


2 π.χ. ΚΝΕ μαγκάλι, αλβ. mangall, βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ. & ρουμ. mangal.
3 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 72.

/ 94 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.

Β:2.8.3. Σε περιπτώσεις όπως του konuştu> κουνουστώ είδαμε οτι δίπλα στο
αναμενόμενο [ś] χρησιμοποιείται και το μή ουρανικό [s], ανάλογα με το σύμφωνο που
ακολουθεί (Β:1.19.4.1.).

Β:2.8.4. Σε περιπτώσεις όπως των uğursuz> ουρσούζ΄κου [ursúśku] το [ś] αποδίδει το


τούρκικο /z/ (Β:1.22.2.), ενώ στα κοζανίτικα επίθετα σε -ζ΄κου(ς) το [ś] μπορεί να
προφέρεται και ώς [ź] (Β:2.9.3.3.).

Β:2.8.5. Εφόσον το ελληνικό [ś] αποδίδει κανονικά το τούρκικο /š/ πρίν απο τα μή
μπροστινά φωνήεντα /a o u/, στις περιπτώσεις των saçak ~ σιατσιάκ΄ & sucuk ~
σιουτζιούκ΄ 1 έχουμε μια ασυνήθιστη απόδοση του /s/ με το [ś], καθως δέν ακολουθεί
μπροστινό /e/ ή /i/, που θα δικαιολογούσε την ουράνωση.
Φαίνεται οτι τα σιατσιάκ΄ & σιουτζιούκ΄ δέν αποτελούν τις αρχικές αποδόσεις των
saçak & sucuk, αλλα οφείλονται σε αφομοίωση ουρανικότητας: έτσι, κατα πάσα
πιθανότητα οι τούρκικοι τύποι αρχικά έδωσαν τους τύπους *σατσιάκ΄ & *σουτζιούκ΄, που
αργότερα εξελίχτηκαν σε σιατσιάκ΄ & σιουτζιούκ΄ με υποχωρητική αφομοίωση των μή
ουρανικών *[s] απο τα ουρανικά [ć dź].
Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τη φωνολογική ανάλυση της Μαργαρίτη-Ρόγκα (1985:35-
8), που ερμηνεύει τα [ć dź] ώς μοναδικά φωνήματα και όχι ώς συνδυασμούς φωνημάτων·
έτσι, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση μπορούμε να θεωρήσουμε οτι αρχικά είχαμε
ακολουθίες μή ουρανικών και ουρανικών φωνημάτων, οπου τα μή ουρανικά */s/
αφομοιώθηκαν απο τα ουρανικά /ć dź/: saçak> *σατσιάκ΄> σιατσιάκ΄ & sucuk>
*σουτζιούκ΄> σιουτζιούκ΄.

Β:2.9. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [z ź]

Β:2.9.1. Tο κοζανίτικο /z/ αρθρώνεται ώς ηχηρό φατνιακό συριστικό (voiced alveolar


sibilant), όπως και στην ΚΝΕ2, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο [ź] (ΔΦΑ [ʑ]: HIPA ix, 68)
πρίν απο τα μπροστινά /i e/.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [z] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.

1 Στον τύπο σιουτζιούκ΄ ανάγεται και ο τύπος σιτζιούκ΄ (Γ:1.9.4.4.).


2 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 73.

/ 95 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.

Β:2.9.2. Είδαμε οτι κανονικά το ηχηρό τούρκικο /z/ αποδίδεται με το ηχηρό ελληνικό /z/
(Β:1.22.2.), ενώ το άηχο τούρκικο /š/ μόνο με τα άηχα [ś s] (Β:1.19.).

Β:2.9.3.1. Έτσι, προβληματικές είναι περιπτώσεις οπου το άηχο /š/ φαίνεται να


αποδίδεται με το ηχηρό /z/, όπως τα κοζανίτικα σιαρπόζ΄ & μουχόζ΄κους, που
προέρχονται απο τα τούρκικα serpoş & mayhoş, ενώ σε άλλα ιδιώματα αποδίδονται
κανονικά ώς σαραπόσ΄ & μαχόσ’κους.
Το φαινόμενο της απόδοσης του άηχου τούρκικου /š/ με τα ηχηρά ελληνικά [ź z] δέν
έχει άμεση σχέση με τη φαινομενική απόδοση του άηχου τούρκικου /č/ με το ηχηρό
ελληνικό [dź] στις περιπτώσεις των borç ~ μπόρτζ΄ & tunç ~ τούντζ΄, καθως στην
πραγματικότητα εκεί έχουμε απόδοση του προφωνηεντικού τούρκικου /dž/ με το ελληνικό
[dź], όπως είδαμε (Β:2.1.3.1.).
Αυτό που διαφοροποιεί τις περιπτώσεις των λέξεων με τελικό /č/ και τελικό /š/, είναι το
γεγονός οτι, το τούρκικο /š/ προφέρεται παντού ώς [š], σε αντίθεση με το τελικό /č/, που
στο τέλος κάποιων λέξεων εναλλάσσεται με το /dž/ (Β:1.4.1.).

Β:2.9.3.2. Το ενδιαφέρον με περιπτώσεις όπως τα serpoş ~ σιαρπόζ΄ είναι οτι το /š/


βρίσκεται στο τέλος των τούρκικων λέξεων, ενώ στις δυτικομακεδόνικες λέξεις το
αντίστοιχο [ź] βρίσκεται στο τέλος του τμήματος που φέρει τη λεξική σημασία και αμέσως
πρίν το τέρμα της λέξης, που φέρει τη γραμματική σημασία.
Είδαμε οτι κανονικά το /š/ αποδίδεται με το κοζανίτικο [ś] (Β:1.19.2.), ενώ το ίδιο
συμβαίνει και με το τούρκικο /s/ πρίν απο (α) τα μπροστινά φωνήεντα /e i/ και (β) τα
ουρανικά σύμφωνα (Β:1.18.2.). Ώς [ś] προφέρεται στα περιβάλλοντα αυτά και το
κληρονομημένο κοζανίτικο /s/, που αντιστοιχεί λειτουργικά και ιστορικά στο ελληνικό /s/.
Αυτή η φωνητική ταύτιση (ή καλύτερα: αδυναμία διάκρισης) δημιούργησε την
εντύπωση οτι στα περιβάλλοντα αυτά έχουμε να κάνουμε με το ίδιο φώνημα και γι’ αυτόν
τον λόγο στην περίπτωση του konuştu> κουνουστώ είδαμε οτι το ετυμολογικό [ś]
αντιμετωπίστηκε σάν ουρανικό αλλόφωνο του /s/ (Β:1.19.4.1.).
Έτσι, θεωρήθηκε οτι στα ουδέτερα σε -σι1 έχουμε ένα /s/ που προφέρεται [ś], με την
ουρανικότητά-του να αποδίδεται στο /i/, που σε τελική θέση σιγείται. Στην περίπτωση των
τουρκισμών αυτό το /s/ θεωρήθηκε οτι αντιστοιχεί σε ένα μοναδικό τούρκικο φώνημα,

1 π.χ. μπαχτσίσ΄, πισκέσ΄, τρακάσ΄, τσιρίσ΄ & φαράσ΄.

/ 96 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.

που φυσικά έχει τα χαρακτηριστικά του άηχου τριβόμενου συριστικού και μπορούμε να το
παραστήσουμε ώς */s/, καθως για τα ελληνικά δεδομένα δέν είναι φωνολογικά ουρανικό.
Αυτό το */s/ μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στα βιβιστιανά γκαρντάς (<kardaş) και
φαράς (<faraş), οπου παρατηρούμε οτι το /š/ αποδίδεται με το ελληνικό /s/, όπως
ακριβώς και το τούρκικο [s] στις περιπτώσεις των αμπανός <abanos/abanoz, απόιρας
<poyras/poyraz (Β:1.22.3.).
Η απόδοση αυτού του άηχου */s/ των τουρκισμών με το ηχηρό ελληνικό /z/, οφείλεται
στην τούρκικη αηχοποίηση του -z, δηλαδή στο οτι το τελικό /z/ προφέρεται [s] (Β:1.22.3.).
Η εξοικείωση των δίγλωσσων ελληνόφωνων με αυτή την τούρκικη αρθρωτική
συνήθεια σημαίνει οτι είχαν συνηθίσει να αποδίδουν με /z/ τον φθόγγο που συχνά
άκουγαν ώς [s], όπως π.χ. στις περιπτώσεις των ΚΝΕ πετιμέζι & πιτ΄μέζ΄ (Β:1.22.2.)
<petmez [phetmés] (Β:1.1.3.1.), νικέηζ & μουφλιούηζς <*nekez [neḱhés] & *müflüz
[müfl΄ǘs] (Β:1.22.4.).
Έτσι, δημιουργήθηκε η εντύπωση οτι κάθε [s] στο τέλος λέξης αντιστοιχεί σε /z/, με
αποτέλεσμα το τελικό [s] του sus να θεωρηθεί φωνολογικά ηχηρό και να αποδοθεί ώς
τέτοιο στα ελληνικά (Β:1.22.3.).
Η συνήθεια να αποδίδεται με /z/ το τελικό [s] επηρέασε και το τελικό */s/, που είδαμε
οτι συνήθως αποδίδεται με το /s/, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αποδόθηκε με το /z/, που
στα κοζανίτικα εμφανίζεται με το ουρανικό αλλόφωνό-του (το [ź]: Β:1.22.2.), με
αποτέλεσμα το κοζανίτικο σιαρπόζ΄.
Η ερμηνεία αυτή μπορεί να ερμηνεύσει τόσο το σιαρπόζ΄, όσο και το μουχόζ΄κους,
ομως για λέξεις οπου το [ź] ακολουθείται απο το άηχο /k/, όπως το μουχόζ΄κους, μπορεί
να προταθεί και μια διαφορετική ερμηνεία.
Όπως είδαμε, το /z/ προφέρεται [ź] πρίν απο /i/, ενώ όταν το /i/ σιγείται και ταυτόχρονα
ακολουθεί το άηχο /k/, το [ź] αφομοιώνεται ώς προς την ηχηρότητα και προφέρεται [ś],
τουλάχιστον απο κάποιους ομιλητές στην Κοζάνη1, καθως η υποχωρητική αφομοίωση
ηχηρότητας είναι πολύ συνηθισμένη στα συμφωνικά συμπλέγματα του ιδιώματος της
Κοζάνης2.

1 π.χ. uğursuz> θηλ. ουρσούζα [ursúza] {γρουσούζα}, αιτ. αρσ. ουρσούζ΄ [ursúź] {γρουσούζη} & ουδ. ουρσούζ΄κου
[ursúśku] {γρουσούζικο} (Β:1.22.2.).
2 πρβλ. επίσης ανέβηκα> ανέβκα> ανέφκα, δικός-μου> δκός-μ’> θκός-μ’, φοβηθώ> φουβθώ> φουφθώ, μπατζιανάκους,

με πληθυντικό μπατζιανάγκδις κλπ.

/ 97 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.

Συνεπώς, όπως φαίνεται απο τα ουρσούζ΄κου & χαϊρσΐζ΄κου, το σύμπλεγμα [śk]


γίνεται αντιληπτό ώς ακολουθία [ź] & [k] και αυτό ισχύει για όλους τους τουρκισμούς σε -
ζ΄κου(ς), που παράλληλα έχουν και πραγματώσεις [źk] (Β:1.22.2.), ενώ διαφορετική είναι
η κατάσταση με τα συμπλέγματα [śk] σε μή τούρκικης προέλευσης δάνεια, οπου μπορεί
να αποδίδουν τα μή ελληνικά [šk] (π.χ. biška> μπίσ΄κα: Χριστοδούλου,
Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί), ενώ στις ελληνικής προέλευσης λέξεις μπορεί να
ανάγονται σε (α) αρχικό /sik/ (π.χ. σηκώνω> σ΄κώνου), (β) αρχικό /stik/ (π.χ. νηστικός>
νησ΄κός & ετοιμάστηκα> τ΄μάσ΄κα) ή ακόμα και (γ) αρχικό /six/ (π.χ. σιχάθηκα>
ασ΄χάθκα> ασ΄κάθκα).
Έτσι, στην Κοζάνη λόγω φωνητικών διαδικασιών έχουμε μια μή διακριτή αντιμετώπιση
των τούρκικων /z/ & /š/ πρίν απο το άηχο /k/, με αποτέλεσμα το τούρκικο mayhoş να
δώσει το μουχόζ΄κους, που προφέρεται τόσο ώς [muxóźkus], όσο και ώς [muxóśkus].
Η υποχωρητική αφομοίωση ηχηρότητας είναι γνωστή και σε άλλα δυτικομακεδόνικα
ιδιώματα, όπως της Γαλατινής1, της Σιάτιστας2, της Αιανής3, της Λόσνιτσας4, αλλα και
στην Ορεινή Πιερία 5 και στην ΚΝΕ 6 : έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε οτι και τα μή
κοζανίτικα μαϊχόζ΄κους/μαχόζ’κους, μουσιαφέζ’κους & χόζ΄κα οφείλονται σε ανάλογη
σύγχυση του άηχου και του ηχηρού συριστικού πρίν απο το /k/, ή ακόμα οτι το χόζ΄κα
μπορεί να προφέρεται και στη Γαλατινή όπως το δυτικομακεδόνικο χόσ΄κα.

Β:2.9.3.3. Απο τις προβληματικές περιπτώσεις σε -ζ΄ {-ζι}, όπως το σιαρπόζ΄,


μπορούν να εξαιρεθούν τα αντίστοιχα παραδείγματα απο το ιδίωμα της Σιάτιστας
Κοζάνης, καθως η αντιστοιχία [š] ~ [ź] μπορεί να αποδοθεί σε τροπή [ś] > [ź] στα πλαίσια
του ιδιώματος: όπως παρατηρεί η Μαργαρίτη-Ρόγκα (1985:61), τα σιατιστινά
χαρακτηρίζονται απο ουδετεροποίηση της αντίθεσης ηχηρότητας, κάτι που σημαίνει οτι
το τζιουμπούζ΄ (<cümbüş) προφέρεται [dźumbúś] στο τέλος της αλυσίδας του λόγου.

1 π.χ. ανέβηκα> ανέφκα, δικός-μου> θκός-μ’ (Γλ.Γαλατ. 216).


2 π.χ. κουβάς> *κβάς> γκβάς (Γ:2.6.7.), βηχάει> φχάει, δικοί> θκοί, κουβάρι> γκβάρ’, κουδούνι> γκδούν΄, φοβηθώ>
φουφθώ, alışveriş> αλιζ΄βιρίσ΄, ζωγράφιζα> ζουγράβζα (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67, 75, 165).
3 π.χ. ξιλακκίζου, με παρατατικό ξιλάgζα (Χριστοδούλου 2012:141).

4 π.χ. μπατζιανάκ΄ς, με πληθυντικό μπατζιανάγκ΄δις.

5 π.χ. μπατζιανάκς, με πληθυντικό μπατζιανάγκδις.

6 π.χ. δικός-μου [δikózmu], τους-βόλους [tuzvólus], εκδρομή [egδromí], ανέκδοτο [anégδoto], Αφγανιστάν [avγanistán]

(κλπ.).

/ 98 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.9.

Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε οτι το cümbüş έδωσε αρχικά στη Σιάτιστα έναν
τύπο *τζιουμπούσ΄ με [š] > [ś], όπως και σε άλλες ελληνικές διαλέκτους 1 , ενώ στη
συνέχεια το *τζιουμπούσ΄ [dźumbúś] εξελίχτηκε σε τζιουμπούζ΄ [dźumbúś], καθως
θεωρήθηκε οτι ο τύπος περιλαμβάνει ένα ηχηρό συριστικό που στο τέλος της αλυσίδας
του λόγου προφέρεται [ś], ενώ σε εσωτερική θέση [ź].
Ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε οτι αυτό ακριβώς συμβαίνει και στα δάνεια της
τουρκικής, αφού είδαμε οτι λέξεις με ετυμολογικό -s συχνά εμφανίζονται στα τούρκικα με -
z (Β:1.22.3.), καθως όπως στα σιατιστινά, έτσι και στα τούρκικα τα ηχηρά σύμφωνα σε
τελική θέση αηχοποιούνται (Β:1.1.3.1.).

Β:2.9.3.4. Τα δεδομένα απο ιδιώματα όπως το σιατιστινό πρέπει να έχει κανένας


υπόψιν, όταν εξετάζει τις περιπτώσεις των δοβρανιώτικων χάρτζ΄ (<harç) & τσιρίζ’
(<çiriş), που στα κοζανίτικα απαντούν ώς χάρτσ΄ (Β:1.5.2.) & τσιρίσ΄ (Β:1.19.2.).
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει οτι και για τις δύο
περιπτώσεις υπάρχουν απαντήσεις, αφού τα çiriş ~ τσιρίζ’ φαίνεται να αντιστοιχούν στα
serpoş ~ σιαρπόζ΄ και τα harç ~ χάρτζ΄ στα borç ~ μπόρτζ΄ (Β:2.1.3.1.). Η συσχέτιση των
harç ~ χάρτζ΄ με τα borç ~ μπόρτζ΄ ενισχύεται απο το γεγονός οτι το harç ανήκει στις
λέξεις οπου το /č/ εναλλάσσεται με το /dž/ (Β:2.1.3.1.).
Ομως προκύπτει πρόβλημα όταν παρατηρούμε οτι απο το δοβρανιώτικο χάρτζ΄
παράγεται το ρήμα χαρτσιώνου, οπου το ηχηρό(;) [dź] εμφανίζεται ώς άηχο [ć], κάτι που
θα ήταν λογικό άν είχαμε μια άηχη προφορά της λέξης, όπως στην Κοζάνη, οπου το harç
δίνει κανoνικά το χάρτσ΄.
Μια πιθανή ερμηνεία αυτής της αντίφασης θα ήταν οτι η λέξη που καταγράφεται ώς
χάρτζ΄ στην πραγματικότητα προφέρεται ώς χάρτσ΄, δηλ. θα μπορούσε κανένας να
υποθέσει οτι ένα πιθανό λάθος στην καταγραφή της λέξης οφείλεται σε ουδετεροποίησαη
της αντίθεσης ηχηρότητας στο τέλος των λέξεων του συγκεκριμένου ιδιώματος και γι’
αυτό μπορούμε να υποθέσουμε οτι και στο τσιρίζ’ έχουμε στην ουσία την -αναμενόμενη
ετυμολογικά- άηχη προφορά, που γίνεται αντιληπτή ώς ηχηρή απο τον συντάκτη του εν
λόγω γλωσσαρίου.
Ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε οτι καί οι δύο λέξεις δηλώνουν υλικά που
συνήθως δέ χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό 2 και, συνεπώς, θα μπορούσαμε να

1 πρβλ. τα δυτικομακεδόνικα τζιουμπούσ΄ & τσιουμπούσ΄, αλλα και το ΚΝΕ τσιμπούσι.


2 τσιρίζ’ ''είδος κολλητικής ουσίας (...)'', χάρτζ΄ ''αμμοκονίαμα''.

/ 99 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

υποθέσουμε οτι η σύγχυση ηχηρού/άηχου οφείλεται στη χρήση των λέξεων στον ενικό,
οπου δέν ακολουθεί φωνήεν, ενώ άν σχημάτιζαν πληθυντικό, θα δινόταν στον συντάκτη
η ευκαιρία να συνειδητοποιήσει οτι στην πραγματικότητα έχουμε ένα άηχο σύμφωνο.

Β:2.10. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [c ć]

Β:2.10.1. Το κοζανίτικο [c] αρθρώνεται ώς άηχο φατνιακό προστριβόμενο (voiceless


alveolar affricate), όπως και στην ΚΝΕ (ShW 72).
Ανεξάρτητα απο το άν πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητο φώνημα ή συνδυασμός
φωνημάτων (/t/ (ή /d/) & /s/), γεγονός παραμένει οτι συμπεριφέρεται όπως το /s/
(Β:2.8.1.) και έχει ουρανικό αλλόφωνο [ć] (ΔΦΑ [ʨ]: HIPA 66-7) πρίν απο τα μπροστινά /i
e/.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [c] πρίν απο τα μπροστινά
/i e/.
Το γεγονός οτι το [c] συμπεριφέρεται όπως το [s] και το οτι το τούρκικο /č/ αποδίδεται
με το κοζανίτικο [ć] ανεξάρτητα άν ακολουθεί μπροστινό ή μή φωνήεν (Β:1.5.2.), σημαίνει
οτι το [ć] πρίν απο μπροστινό φωνήεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε
ουράνωση/ουρανικοποίηση αλλοφωνικού χαρακτήρα, όπως και στην περίπτωση του [ś]
(Β:2.8.2.).
Επίσης, στο ιδίωμα της Σιάτιστας το [ć] μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της
ουρανικοποίησης του /t/: στο συγκεκριμένο ιδίωμα δέν απαντούν πραγματώσεις *[té ti dé
di]1 ή [t΄ d΄], καθως έχουμε ένα είδος τσιτακισμού με τα /t d/ να τρέπονται σε [ć dź]2.
Έτσι, στα σιατιστινά τα /t d/ όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν τρέπονται σε [ć dź],
ενώ στα κοζανίτικα το αποτέλεσμα είναι [t΄] (Β:2.12.1.) & [d΄] (Β:2.13.1.) αντίστοιχα:
âdet> ατζέτσ΄ (κοζ. αντέτ΄), ağızotu> γκζότσ΄ (κοζ. γκζότ΄), gayret> kayret> καϊρέτσ΄
(κοζ. γκαϊρέτ΄), ziyafet> ζιαφέτσ΄ (κοζ. ζιαφέτ΄), evlât> ιβλιάτσ΄, kuv(v)et> κουβέτσ΄,
kısmet> κασμέτσ΄ (κοζ. κασμέτ΄), makat> μακάτσ΄ (κοζ. μακάτ΄), masat> μασάτσ΄ (κοζ.
μασάτ΄), bağdadi> μπαχτατζί, simit> σ΄μίτσ΄ (κοζ. σ΄μίτ΄).

1 Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36.
2 Τσοπανάκης 1952:274-5, Γλ.Καλινδ. 350 [υποσημ. 1], Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:2.

/ 100 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

Β:2.10.2. Το τούρκικο /č/ κανονικά δίνει ελληνικό [ć] (Β:1.5.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε [dź] (Β:2.1.3.3.).

Β:2.10.3. Όπως επισημαίνει ο Boretzky (1975:87) το τούρκικο /č/ αποδίδεται κανονικά


με το αλβανικό /č/ <ç>, ενώ το αλβανικό (ακρο-)φατνιακό (apicoalveolar1) /c/ <c> πρέπει
να αποδοθεί σε δανεισμό απο μή τούρκικο τύπο: έτσι, ο Κυριαζής (2001:142-3) συνδέει
το αλβανικό caruqe με το ΚΝΕ τσαρούχι με κανονική απόδοση του ελληνικού [c] με το
αλβανικό /c/ και [x΄] > /ḱ/ (τσαρούχι> caruqe)2.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στα κοζανίτικα, οπου το τούρκικο /č/ κανονικά αποδίδεται
με το [ć]: έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε την αντιστοιχία τούρκικο /č/ ~ κοζανίτικο [c] σε
επίδραση των υπόλοιπων ελληνικών διαλέκτων, δηλαδή πρέπει να αποδώσουμε το
κοζανίτικο τσαρούχ΄ σε δανεισμό μέσω του ΚΝΕ τσαρούχι.
Επίσης, τα άηχα αλλόμορφα του -CI (-çI) δίνουν τέρματα αρσενικών -τσής και
θηλυκών -τσού απο επίδραση της ΚΝΕ, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω (Β:2.11.3.).
Τέλος, ενώ με βάση το çörek θα περιμέναμε και στην Κοζάνη τον τύπο τσιουρέκ΄, που
καταγράφεται για τα Γρεβενά, μπορούμε να αποδώσουμε σε μεσολάβηση της ΚΝΕ το
κοζανίτικο τσουράκ΄ που (α) ταυτίζεται σημασιολογικά με το ΚΝΕ τσουρέκι και (β)
παρουσιάζει τέρμα -άκ΄ {-άκι}, που είναι σαφώς πιό περιορισμένης παραγωγικότητας στα
κοζανίτικα απ’ ότι στην ΚΝΕ.

Β:2.10.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:2.10.4.1. Έναν φωνητικό τουρκισμό έχουμε στην περίπτωση του κοζανίτικου


καλτσιούν΄, που περιλαμβάνει ένα ουρανικό [ć] και φαίνεται οτι ανήκει σε ένα μακεδονικό
ισόγλωσσο, καθως και στην Επανομή έχουμε καλτσιούν΄, ενώ στη Νάουσα ο τύπος
απαντά ώς καλτσιούνι [το ιδίωμα είναι ημιβόρειο], παράλληλα ομως στη Μακεδονία
απαντά και ο τύπος καλτσούν’ {καλτσούνι}, που χαρακτηρίζεται απο το μή ουρανικό [c].
Όλοι οι παραπάνω τύποι ανάγονται στο ιταλικό calza ''κάλτσα'', μέσω ενός
μεγεθυντικού *calzon(e)3, όπως και άλλοι διαλεκτικοί ελληνικοί τύποι, π.χ. τα καλτσόν΄,
καρτσόνι(ν) & σκαλτσούνι (<*καλτσόνι(ν) & *καλτσούνι).

1 StandardAlb 9.
2 Κυριαζής 2001:133.
3 Για τη σίγηση του τελικού ιταλικού -e μετά απο -n- σε διαλέκτους όπως τα βενετσιάνικα δές Γιαννουλοπούλου,

Καραντζόλα & Τικτοπούλου 2017:385.

/ 101 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

Όπως παρατηρεί ο Ανδριώτης, το τέρμα -ούνι οφείλεται σε προσαρμογή των ιταλικών


ουσιαστικών σε -on(e) στα ελληνικά1, ενώ παράλληλα καταγράφεται και η φωνητικά πιό
πιστή απόδοση σε -όνι: π.χ. *calzon(e)> *καλτσόνι(ν) & *καλτσούνι, bastone (βεν.
bastón)> ΚΝΕ μπαστούνι, sperone (βεν. sperón & spirón)> ΚΝΕ σπιρούνι, cassone (βεν.
cassón)> ΚΝΕ κασόνι & κερκ. κασούνι, boccone (βεν. bocón)> κερκ. μπουκούνι κλπ.2
Παρατηρούμε ομως οτι και σε ιδιώματα όπως τα κοζανίτικα θα περιμέναμε τύπους
όπως το *καλτσούν΄ {καλτσούνι} ή το *καλτσόν΄ {καλτσόνι}, οπωσδήποτε ομως όχι με το
ουρανικό [ć], καθως το ιταλικό /c/ <z> δέν είναι ουρανικό και γι’ αυτό τον λόγο κανονικά
στα ελληνικά αποδίδεται με το επίσης μή ουρανικό [c], π.χ. zucca> τσούκα 3 >
τσουκάλιν4> τσουκάλι5> κοζανίτικα τσκάλ΄ & τσουκαλάς.
Η μόνη πειστική ερμηνεία για το ουρανικό [ć] των καλτσιούν΄ & καλτσιούνι είναι να
αποδοθεί σε τύπους με μεταφατνιακό /č/, όπως το ομόρριζο σλάβικο kalčun ή το -επίσης
ομόρριζο- τούρκικο kalçın.
Το τούρκικο kalçın έχει συνδεθεί με το ιταλικό *calzon(e)6 (> kalçun> kalçın), αλλα και
με το ιταλικό calzino7 (> *kalçin> kalçın, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο άρθρωσης),
ενώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι μπορεί να αποδοθεί και σε μεσολάβηση του
ελληνικού καλτσούνι: *calzon(e)> καλτσούνι> kalçun> kalçın, με αφομοίωση ώς προς τον
τρόπο άρθρωσης (Γ:1.1.2.2.).
Όπως και άν έχει, το σίγουρο είναι οτι -είτε άμεσα, είτε έμμεσα- το τούρκικο /č/ είναι
υπεύθυνο όχι μόνο για το [ć] των καλτσιούν΄ & καλτσιούνι, αλλα πιθανότατα και για το /č/
του σλάβικου kalčun, καθως (α) στην τουρκική το φατνιακό [c] αποδίδεται υποχρεωτικά
με το μεταφατνιακό /č/ 1
, ενώ ταυτόχρονα (β) στις σλάβικες ποικιλίες συνήθως
διακρίνονται σαφώς τα /c/ & /č/ (στα κυριλλικά αλφάβητα <ц> & <ч> αντίστοιχα).
Έτσι, οι συντάκτες του BER δικαιολογημένα αποδίδουν το kalcun σε δανεισμό του
ελληνικού καλτσούνι και το kalčin σε δανεισμό του τούρκικου kalçın, ενώ στο kalçın
πρέπει να αποδώσουμε και το αλβανικό kallçinë και το σερβοκροάτικο kalčine.

1 ΕτυμΑνδρ «καλτσούνι», «-ούνι» κλπ.


2 Για τους κερκυραϊκούς τύπους δές Γλ.Κέρκ1., ενώ για τους βενετσιάνικους δές ΛΒεν.
3 Πτωχοπρόδρομος Γ:177, Δ:217, Δ:218.

4 Πτωχοπρόδρομος Δ:218*.

5 Για το υπκρ. επίθμ. -άλι(ν) δές Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, τόμ. Α΄: γραμματική, Αθήνα

1955: σελ. 394.


6 Nişanyan 2009 «kalçın», Skok «hlača».

7 BER «калчин».

/ 102 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

Τελικά, μπορούμε να συνδέσουμε χωρίς φωνητικά προβλήματα το /c/ του ιταλικού


*calzon(e) με το /c/ του σλάβικου kalcun (έστω και μέσω του ελληνικού καλτσούνι), αλλα
όχι με το /č/ του kalčun, που είναι ερμηνεύσιμο, μόνο άν αποδοθεί στο /č/ των τούρκικων
kalçın ή kalçun.
Σχετικά με το kalčun: οι συντάκτες του BER το αποδίδουν είτε (α) σε συμφυρμό των
kalcun & kalčin, είτε (β) σε δανεισμό του ελληνικού καλτσούνι, μέσω ενός
βορειοελλαδίτικου τύπου 2 , καθως θεωρούν οτι στα βορειοελλαδίτικα ιδιώματα έχουμε
ουράνωση του [c]3.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι προφανώς η δεύτερη υπόθεση βασίζεται σε
παρανόηση, που προδίδει άγνοια γύρω απο τα βόρεια ελληνικά ιδιώματα, καθως οι
συγκεκριμένοι ετυμολόγοι πιθανότατα αναφέρονται είτε στην ουράνωση του /c/ πρίν απο
μπροστινά φωνήεντα (Β:2.10.1.), είτε στην απόδοση του μή ελληνικού /č/, που σε
διαλέκτους όπως η ΚΝΕ αποδίδεται με το [c], ενώ σε βορειοελλαδίτικα ιδιώματα όπως το
κοζανίτικο με το [ć]4.
Στην προκειμένη περίπτωση (α) δέν υπάρχει μπροστινό φωνήεν (καλτσούνι,
καλτσούν΄), ώστε να προκαλέσει την ουράνωση του συμφώνου, (β) ούτε απο ζεύγη
όπως το τσάι ~ τσιάι μπορούμε να συνάγουμε τροπή [c] > [ć] και γι’ αυτό είδαμε οτι το
σλάβικο /č/ δέ μπορεί να ερμηνευτεί ούτε με άμεση αναγωγή στα ιταλικά, ούτε με
ελληνική μεσολάβηση, καθως (α) οι ελληνικές διάλεκτοι προτιμούν το μή ουρανικό [c],
ενώ (β) το ελληνικό [c] αποδίδεται κατα κανόνα με το μή ουρανικό σλάβικο [c]5.
Έτσι, το σλάβικο kalčun θα ήταν παρακινδυνεύμενο να ερμηνευτεί με βάση τύπους
όπως τα καλτσιούν΄ & καλτσιούνι, καθως τέτοιοι τύποι είναι μάλλον σπάνιοι σε σχέση με
αυτούς που διατηρούν το μή ουρανικό [c], ενώ το σλάβικο kalčun απαντά σε σλάβικα
ιδιώματα απο τα Πομακοχώρια μέχρι τη Βόρεια Μακεδονία.
Απο την άλλη, θα ήταν μια λογική ερμηνεία να αποδοθεί το kalčun σε συμφυρμό
τύπων όπως τα kalcun & kalčin, ή σε επίδραση του τούρκικου kalçın στο σλάβικο kalcun,

1 δές π.χ. ΕτυμΤζιτζιλή 129.


2 Εδώ εννοούν έναν τύπο όπως το κοζανίτικο καλτσιούν΄.
3 от новогръцки καλτσούνι през северногръцки говори, където ц> ч (BER «калчун»).

4 π.χ. çay> ΚΝΕ τσάι & κοζ. τσιάι, çuval> ΚΝΕ τσουβάλι & κοζ. τσιουβάλ΄ κλπ.

5 δές π.χ. Мария Филипова-Байрова, Гръцки заемки в съвременния български език, София 1969: σελ. 172,

ΕτυμΤζιτζιλή 108.

/ 103 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

αλλα μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι μια ακόμα πιό απλή ερμηνεία θα ήταν να
αποδοθεί το kalčun σε άμεσο δανεισμό του παλιότερου τούρκικου τύπου kalçun.
Εφόσον λοιπόν τα μακεδονικά καλτσιούν΄ και καλτσιούνι αποτελούν εξαιρέσεις απο
τον κανόνα σε σχέση με τα κανονικά και πολύ συχνότερα καλτσούν’ & καλτσούνι και,
εφόσον το μεταφατνιακό /č/ απο τις μεγάλες γλώσσες των Βαλκανίων μόνο στην
τουρκική τελικά μπορεί να αποδοθεί, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι σε κάθε περίπτωση
το τούρκικο /č/ είναι υπεύθυνο -είτε άμεσα, είτε έμμεσα- τόσο για το [ć] των καλτσιούν΄ &
καλτσιούνι, όσο και για το /č/ του σλάβικου kalčun.
Συνεπώς, μπορούμε να αποδώσουμε τα μακεδονικά καλτσιούν΄ και καλτσιούνι (α) σε
δανεισμό του παλιότερου τούρκικου kalçun, (β) σε επίδραση των τούρκικων kalçın ή
kalçun σε προϋπάρχοντες τύπους *καλτσούν΄ & *καλτσούνι, (γ) σε δανεισμό του
σλάβικου kalčun ή (δ) ακόμα και σε επίδραση του σλάβικου kalčun στα προϋπάρχοντα
*καλτσούν΄ & *καλτσούνι.

Β:2.10.4.2. Το κοζανίτικο κατσ΄καβάλ΄ στη Βλάστη απαντά ώς κασ΄καβάλ΄, στο


Μελένικο ώς κασ΄καβάλι και αντιστοιχούν στο κοινό τούρκικο kaşkaval, που
αντανακλάται στις περισσότερες βαλκανικές ποικιλίες: πρβλ. π.χ. το αλβανικό
kashkavall, το βουλγάρικο και σλαβομακεδόνικο kaškaval και το ρουμάνικο caşcaval.
Αυτό ομως δέ σημαίνει οτι ο κοζανίτικος τύπος οφείλεται σε απόδοση του τούρκικου /š/
με το ελληνικό [ć], καθως η λέξη απαντά με /č/ στα αλβανικά (kaçkavall) και τα
σερβοκροάτικα (kačkavalj) και συνεπώς μπορούμε να αποκαταστήσουμε ένα
ετυμολογικό */č/ για τη λέξη.
Το τούρκικο kaşkaval προέρχεται απο το ιταλικό caciocavallo, που έχει /č/ και
μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το ιταλικό caciocavallo έδωσε έναν τύπο *kaçkaval, που
έδωσε τους τύπους κατσ΄καβάλ΄, kaçkavall & kačkavalj.
Συνεπώς, μπορούμε να αποκαταστήσουμε έναν τύπο *kaçkaval, που παλιότερα
χρησιμοποιούσαν οι βαλκανικές τούρκικες διάλεκτοι και σε κάποια φάση εξελίχτηκε στο
kaşkaval, που επιβίωσε στην τουρκική κοινή, ενώ την τροπή */č/ > /š/ μπορούμε να την
αποδώσουμε στο φωνητικό περιβάλλον και συγκεκριμένα στο σύμφωνο που ακολουθεί.
Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι ο Κυρανούδης (1998:128) επισημαίνει για τα
τούρκικα της Δυτικής Θράκης τροπή /čt/ > /št/, αλλα την χαρακτηρίζει «ανομοιωτική
αποβολή του πρώτου t στο σύμπλεγμα tšt», ομως η ερμηνεία της «ανομοιωτικής
αποβολής» δέ μπορεί να γίνει αποδεκτή για δύο λόγους: (α) το /č/ αποτελεί αυτόνομο
φώνημα, ενώ (β) ο Dallı (82) παρατηρεί οτι η τροπή /č/ > /š/ δέ συμβαίνει μόνο πρίν απο

/ 104 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

το αρθρωτικά συγγενικό /t/, αλλα και πρίν απο το /ł/: π.χ. saç, με τοπ. saştá [κν. saçtá],
αφαιρ. saştán [κν. saçtán] & οργαν. sáşla [κν. sáçla]1.

Β:2.10.4.3. Προβληματική είναι η περίπτωση των μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι, που δύσκολα


μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τον κοινό τούρκικο τύπο bahşiş, που χρησιμοποιούν
σάν αφετηρία οι περισσότεροι ετυμολόγοι2.
Ώς προς τον τύπο μπαχτσίσι, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι η πρόταση του ΛΚΝ
δέ φαίνεται πειστική, καθως οι συντάκτες του ΛΚΝ θεωρούν οτι είχαμε «ανάπτυξη [t]
ανάμεσα σε δύο σύμφωνα για διευκόλυνση της άρθρωσης», ενώ για το μπαχτσές>
μπαξές προτείνουν το ακριβώς αντίθετο: «αποβολή του [t] για απλοποίηση του
συμφωνικού συμπλέγματος».
Δηλαδή το σύμπλεγμα [xc] στην περίπτωση του μπαχτσές παρουσιάζεται σάν
αρθρωτικά προβληματικό, ενώ στην περίπτωση του μπαχτσίσι όχι μόνο δέ θεωρείται
προβληματικό, αλλα παρουσιάζεται και σάν προτιμητέο.
Το σύμπλεγμα [xc] (ή [xć]) είναι αρθρωτικά προτιμητέο μόνο σε σχέση με το [kc] (ή
[kć]), πράγμα που σημαίνει οτι τα [xc]/[xć] αποτελούν σε κάποια βόρεια ιδιώματα το
αποτέλεσμα της ανομοίωσης των [kc]/[kć], όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:287-8):
π.χ. bekçi> μπικτσής> μπιχτσής.
Η επιλογή ομως του [xc] δέν είναι διαθέσιμη σε διαλέκτους όπως η ΚΝΕ, οπου το
σύμπλεγμα [kc] κανονικά δίνει [ks] 3 , με αποβολή του /t/ 4 : π.χ. μπουζουκτσής>
μπουζουξής (ΛΚΝ), bekçi> μπεκτσής> μπεξής (κλπ.).
Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι το /xs/ σε διαλέκτους όπως η ΚΝΕ
ανομοιώνεται σε /ks/ (Β:2.2.3.) και συνεπώς το μπαχτσίσι παραμένει δυσερμήνευτο,
καθως με αφετηρία το bahşiş ο αναμενόμενος τύπος θα ήταν το μπαξίσι (<*μπαχσίσι με
ανομοίωση).
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε οτι είναι σωστή η ερμηνεία του ΛΚΝ για το μπαξές:
αρχικά αποβολή του /t/ (bahçe> μπαχτσές> *μπαχσές) και στη συνέχεια ανομοίωση του
/xs/ (*μπαχσές> μπαξές).

1 Dallı 95.
2 δές π.χ. ΕτυμΑνδρ, ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ.
3 δές Κυρανούδης 2009:287.

4 πρβλ. την αποβολή του /s/ στην περίπτωση των ανοίξτε> *ανοίκτε> ανοίχτε.

/ 105 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.10.

Ομως στο λήμμα «μπαξίσι» όχι μόνο είναι προβληματική η ερμηνεία του τύπου
μπαχτσίσι, αλλα και αμφισβητήσιμη η σύνδεσή-του με τον τύπο bahşiş, καθως δέν είναι
σίγουρο πως στα Βαλκάνια επιχωρίαζε ο τύπος bahşiş: για τούρκικα ιδιώματα των
Βαλκανίων δέν καταγράφεται ο σήμερα κοινός τύπος bahşiş, αλλα οι τύποι bakşiş &
bakşış.
Ο τύπος bakşiş ανάγεται κατευθείαν στο πέρσικο bäxšïš/bäxšīš με απόδοση του
τριβόμενου /x/ με το κλειστό /k/ (Β:2.2.3.), ενώ ο τύπος bakşış αποτελεί εξέλιξη του
bakşiş με προχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Τα ευρήματα απο τα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα επιβεβαιώνονται απο το ευρύτερο
βαλκανικό περιβάλλον, οπου διαπιστώνουμε οτι είτε μπορούμε, είτε είμαστε
υποχρεωμένοι να αποδώσουμε τους σχετικούς τύπους στα bakşiş/bakşış, με μοναδική
εξαίρεση τα μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι: bakşiş/bakşış> αλβ. bakshish, βουλγ. bakšiš,
σλαβμακ. bakšiš, σερβοκρ. bakšiš, ρουμ. bacşiş, ΚΝΕ μπακσίσι (μπαξίσι).
Βέβαια, στην περίπτωση του σερβοκροάτικου bakšiš θα μπορούσαμε να υποθέσουμε
απόδοση ενός τούρκικου */h/ με το σερβοκροάτικο /k/ (Β:2.4.4.), ενώ είδαμε οτι το ΚΝΕ
μπαξίσι θα μπορούσε να αποδοθεί σε ανομοίωση [xs] > [ks], αλλα στα σλαβομακεδόνικα
το /x/ (</h/) σιγείται ή αντικαθίσταται, οπότε το bahşiş θα έδινε αρχικά *baxšiš (*бахшиш)
και τελικά *bašiš ή *bafšiš (*ба(в)шиш/*ба(ф)шиш).
Φυσικά, εφόσον θεωρούμε οτι οι βαλκανικοί τουρκισμοί αντανακλούν την κατάσταση
των όμορων τούρκικων ιδιωμάτων, θα ήταν μια ad hoc ερμηνεία να υποθέσουμε οτι σε
όλα τα Βαλκάνια οι τουρκόφωνοι χρησιμοποιούσαν τύπους με /k/, εκτός απο τις περιοχές
που συμβίωναν με ελληνόφωνους, οπου η λέξη εξελίχτηκε σε μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι.
Απο εκεί και πέρα, ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι σε αρκετά ιδιώματα η
μορφή που έχει η λέξη για τον ''κήπο'' ταιριάζει με τη μορφή της λέξης για το
''φιλοδώρημα'': έτσι, στα Γρεβενά και τη Νάουσα, οπου συνυπάρχουν οι τύποι μπαχτσές
& μπαξές, συνυπάρχουν και οι τύποι μπαχτσίσ(ι) & μπαξίσ(ι), ενώ στην Κοζάνη, τη
Σιάτιστα και την Ορεινή Πιερία, οπου το ''φιλοδώρημα'' λέγεται μπαχτσίσ΄ (και όχι
μπαξίσ΄), για τον ''κήπο'' χρησιμοποιείται ο τύπος μπαχτσές (και όχι το μπαξές).
Συνεπώς, εφόσον η φωνητική ερμηνεία των μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι είναι προβληματική
και με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον καταλήγουμε σε αδιέξοδο, μόνη πιθανή
ερμηνεία μένει η απόδοση των μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι σε παρετυμολογική επίδραση του
μπαχτσές (ή/και του ομόρριζου μπαχτσιαβάνους) λόγω αναλογικής επίδρασης ζευγών
όπως τα μπαξές/μπαχτσές, που ερμηνεύονται φωνητικά.

/ 106 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.11.

Β:2.11. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [dz dź]

Β:2.11.1. Το κοζανίτικο [dz] αρθρώνεται ώς ηχηρό φατνιακό προστριβόμενο (voiced


alveolar affricate), όπως και στην ΚΝΕ (ShW 72). Ανεξάρτητα απο το άν πρέπει να
θεωρηθεί ανεξάρτητο φώνημα ή συνδυασμός φωνημάτων (/d/ (ή /t/) & /z/), γεγονός
παραμένει οτι συμπεριφέρεται όπως το /z/ (Β:2.9.1.) και έχει ουρανικό αλλόφωνο [dź]
(ΔΦΑ [ʥ]: HIPA 66-7) πρίν απο τα μπροστινά /i e/.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
ενώ ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [dz] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.
Το γεγονός οτι το [dz] συμπεριφέρεται όπως το [z] και το οτι το τούρκικο /dž/
αποδίδεται με το κοζανίτικο [dź] ανεξάρτητα άν ακολουθεί μπροστινό ή μή φωνήεν
(Β:1.4.2.), σημαίνει οτι το [dź] πρίν απο μπροστινό φωνήεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε
ουράνωση/ουρανικοποίηση αλλοφωνικού χαρακτήρα, όπως και στην περίπτωση του [ć]
(Β:2.10.1.).

Β:2.11.2. Όπως είδαμε, το ελληνικό [dź] αποδίδει το τούρκικο /dž/, ενώ μπορεί να
οφείλεται και σε αφομοίωση ηχηρότητας του [ć] (Β:2.1.3.3.).
Επίσης, είδαμε οτι στα σιατιστινά το [dź] μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της
ουρανικοποίησης του /d/: âdet> ατζέτσ΄ (Β:2.10.1.).

Β:2.11.3. Τα τούρκικα έμψυχα ουσιαστικά σε -u προσαρμόζονται κανονικά στα


κοζανίτικα ώς αρσενικά σε -ούς και θηλυκά σε -ού (π.χ. huylu> χουιλούς & χουιλού1), με
πιστή απόδοση του τούρκικου /u/2, κάτι που οφείλεται και στο γεγονός οτι οι τούρκικες
λέξεις δέ διακρίνονται κατα γένος και συνεπώς μπορούν να αναφέρονται είτε σε
αρσενικό, είτε σε θηλυκό πρόσωπο.
Άν ακολουθούνταν ο κοζανίτικος κανόνας και με βάση την απόδοση του /u/ με /u/
(Γ:1.8.2.) και του [dž] με [dź] (Β:1.4.2.), ουσιαστικά όπως το umurcu θα είχαν τη μορφή
*ουμουρτζιούς στο αρσενικό και *ουμουρτζιού στο θηλυκό.
Ομως αυτό δέ συμβαίνει, καθως στα κοζανίτικα έχουμε αρσενικά σε -τζής και θηλυκά
σε -τζού, των οποίων τα /i/ (ουμουρτζής) & [dz] (ουμουρτζού) παραπέμπουν άμεσα στην
ΚΝΕ.

1 πρβλ. επίσης τα μή κοζανίτικα komşu> κουμσιούς & κουμσιού.


2 πρβλ. επίσης paralı> παραλΐς (Γ:1.4.4.).

/ 107 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.

Φαίνεται λοιπόν οτι στην περίπτωση των τερμάτων -τζής & -τζού είχαμε επίδραση της
ΚΝΕ, με αποτέλεσμα να έχουμε umurcu> ουμουρτζής & ουμουρτζού, şakacı> σιακατζής
& σιακατζού, hancı> χαντζής & χαντζού, *hatırcı> χατιρτζής & χατιρτζού κλπ.
Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τα άηχα αλλόμορφα (-çI), που δίνουν τέρματα
αρσενικών -τσής και θηλυκών -τσού: π.χ. papuççu> παπτσής & παπτσού.

Β:2.12. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [t t΄]

Β:2.12.1. Το κοζανίτικο /t/ αρθρώνεται ώς άηχο φατνιακό κλειστό (voiceless alveolar


stop), όπως και στην ΚΝΕ1, ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν, πραγματώνεται ώς
ουρανικό φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [t΄], καθως η γλώσσα ακουμπά
ταυτόχρονα στα φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια, παίρνοντας περίπου τη θέση που
παίρνει και κατα την άρθρωση των τριβόμενων ουρανικών [θ΄ δ΄]2.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [t] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.12.2. Το τούρκικο /t/ κανονικά δίνει ελληνικό /t/ (Β:1.7.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε /d/ (Β:2.1.3.3.), ενώ στις περιπτώσεις
των μπαγντατί/μπαγδατί & μπαχτατζί (<bağdadi), έχουμε δυό φαινομενικές αποδόσεις
των /d/ με τα ελληνικά /t/ (Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3.).

Β:2.12.3. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Β:2.12.3.1. Άν κρίνουμε απο τα σύνθετα παλιουντούφικου & γκαβουντούφικου, το


κοζανίτικο τ΄φέκ΄ δέν αντιστοιχεί στο τουφέκι της σημερινής ΚΝΕ, αλλα στον τύπο
ντουφέκι (απ’ όπου και το ΚΝΕ ψαροντούφεκο).
Συνεπώς, το [t΄] του κοζανίτικου τ΄φέκ΄ αποτελεί πραγμάτωση ενός /d/, που είναι
ηχηρό και μή ουρανικό και μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι, εφόσον το <ντ> αποδίδει τα
[d] & /d/, η λέξη μπορεί να γραφτεί και <ντφέκ΄>.

1 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72.


2 Εκτός απο την τριβή/φραγμό, η διαφορά ανάμεσα στα τριβόμενα [θ΄ δ΄] και τα κλειστά [t΄ d΄] είναι οτι τα τριβόμενα είναι
«μεσοδοντικά» (Β:2.14.1., Β:2.15.1.), δηλ. η γλώσσα παίρνει θέση ανάμεσα στα δόντια, ενώ για τα κλειστά η γλώσσα
σταματάει πρίν βρεθεί ανάμεσα στα δόντια και μόνο η άκρη της ακουμπά στο πίσω μέρος-τους.

/ 108 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.

Τα παλιουντούφικου & γκαβουντούφικου εκτός απο την ποιότητα του ετυμολογικού


/d/, διατηρούν και το /u/, ομως στα κοζανίτικα η λέξη έχει χάσει τα άτονα /u/ & /i/
(ντουφέκ΄ι > ντφέκ΄) και στη συνέχεια το /d/ αφομοιώθηκε απο το [f΄], τόσο ώς προς την
ηχηρότητα, όσο και ώς προς την ουρανικότητα (duf΄ > df΄ > [t΄f΄]).
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι η περίπτωση του τ΄φέκ΄ αποδεικνύει οτι το
κοζανίτικο [kat΄f΄és] μπορεί να αντανακλά είτε το αρχικό katife, είτε το σύγχρονο kadife
και συνεπώς μπορεί να γραφτεί είτε <κατ΄φές>1, είτε και <καντφές>2.

Β:2.12.3.2. Σε υποχωρητική αφομοίωση ηχηρότητας μπορούμε αποδώσουμε και τους


τύπους μπατχαβά, μπαχτχιαβά, μπιτχαβά & μπιτσ΄χαβά, που ανάγονται στο πέρσικης
προέλευσης badiheva, που έδωσε τον τύπο *badihava με υποχωρητική αφομοίωση
(Γ:1.1.2.2.).
Το *badihava με υποχωρητική αφομοίωση έδωσε τον τύπο bedihava (Γ:1.1.2.2.) και,
ακόμα και άν δέ μαρτυρείται άμεσα, φαίνεται οτι επιχωρίαζε στα Βαλκάνια, καθως έδωσε
τους βαλκανικούς τουρκισμούς badihava/badiava/badjava (αλβ.), badi(x)ava (βουλγ. 3 ),
badijava/badijala (σλαβμακ.), μπαδιχαβά (μελεν.) & μπαντγιαβά (ναουσ.).
Στον τύπο bedihava μπορούμε να αναγάγουμε άμεσα τα μπιτσ΄χαβά & μπιτχαβά,
αλλα και το bedava της ΣΚΤ (Γ:1.10.4.).
Άν και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι τα ελληνικά άηχα των μπατχαβά,
μπαχτχιαβά, μπιτχαβά & μπιτσ΄χαβά οφείλονται σε τούρκικη τροπή /d/ > */t/ (δές
Β:1.1.3.3.), διαπιστώνουμε οτι όλοι οι παραπάνω τύποι ανήκουν σε βόρεια ιδιώματα, ενώ
μετά τα /t/ & [ć] ακολουθεί ένα /x/ (ή [x΄]), που επίσης είναι άηχο.
Το /d/ διατηρεί την ηχηρότητά-του (α) σε όλους τους μαρτυρημένους τούρκικους
τύπους4, (β) σε όλους τους μή ελληνικούς βαλκανικούς τύπους5 και (γ) στους ελληνικούς
τύπους των ημιβόρειων ιδιωμάτων της Νάουσας (μπαντγιαβά) και του Μελένικου
(μπαδιχαβά), οπου δέν έχουμε γενικευμένη σίγηση των άτονων /i u/.
Φαίνεται λοιπόν οτι λόγω της σίγησης του άτονου /i/ το /d/ ήρθε σε επαφή με το /x/,
απο το οποίο και αφομοιώθηκε ώς προς την ηχηρότητα.

1 πρβλ. το καταφυγιώτικο κατιφές.


2 πρβλ. το νταρνάκικο καντιφές (απ’ όπου και το ναουσέικο γκαντιφές).
3 πιθανώς απο αυτά και το badeva μέσω τύπου *badjava (πρβλ. το αλβ. badjava και το ναουσέικο μπαντγιαβά).

4 badiheva, bedihava, bedava, beydefa, bedafa & bedofa.

5 αλβ. badihava, badiava & badjava, βουλγ. badi(x)ava & badeva, σλαβμακ. badijava & badijala, σερβοκρ. badava.

/ 109 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σιατιστινού μπιτσ΄χαβά, που αντανακλά τον


τύπο bedihava: φαίνεται οτι το μπροστινό /i/ προκάλεσε ουρανικοποίηση στο /d/ δίνοντας
το προστριβόμενο *[dź] (δές Β:2.10.1.), που, μετά τη σίγηση του /i/, αφομοιώθηκε απο το
/x/ ώς προς την ηχηρότητα: bedihavá> *bedixavá> *bedźixavá> *bidźxavá> [bićxavá].
Αντίστοιχα, στη Δόβρανη το αποτέλεσμα ήταν μπιτχαβά (bedihavá> *bedixavá>
*bidxavá> [bitxavá]), ενώ ο τύπος μπατχαβά μπορεί να αποδοθεί τόσο στο βαλκανικό
τούρκικο *badihava (*badihavá> *badixavá> *badxavá> [batxavá]), όσο και στο μπιτχαβά
με υποχωρητική αφομοίωση (μπιτχαβά> μπατχαβά).
Τέλος, η ακολουθία [xt΄x΄] του κοζανίτικου μπαχτχιαβά είναι προβληματική με καθαρά
φωνητικούς όρους: το [x΄] θα μπορούσε να θεωρηθεί το άηχο αντίστοιχο του [γ΄] του
ναουσέικου μπαντγιαβά, ομως αυτός ο τύπος μάλλον πρέπει να αποδοθεί σε συνίζηση
της ακολουθίας [ia] ενός τούρκικου *badi(h)ava και συνεπώς προϋποθέτει σίγηση του /h/,
ενώ το /t/ των μπιτχαβά & μπατχαβά είδαμε οτι οφείλεται σε διατήρηση του /h/ και σε
απόδοσή-του με το ελληνικό /x/.
Συνεπώς, η ακολουθία [xt΄x΄] δέ φαίνεται να επιδέχεται φωνητική ερμηνεία και
ενδεχομένως πρέπει να αποδοθεί σε αλλεπάλληλους συμφυρμούς διαφορετικών τύπων,
όπως ίσως του μπατχαβά (που είναι απο τους πιό διαδεδομένους στα βόρεια ιδιώματα
τύπους), του μπαντγιαβά και κάποιου άλλου τύπου (ενδεχομένως ακόμα και
διαφορετικής λέξης) με το σύμπλεγμα /xt/.

Β:2.13. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [d d΄]

Β:2.13.1. Το κοζανίτικο /d/ αρθρώνεται ώς ηχηρό φατνιακό κλειστό (voiced alveolar


stop), όπως και στην ΚΝΕ1, ενώ, όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν, πραγματώνεται ώς
ουρανικό φατνοδοντικό (palatal alveolodental) [d΄], καθως η γλώσσα ακουμπά
ταυτόχρονα στα φατνία και στα πάνω και κάτω δόντια (όπως και για το [t΄]: Β:2.12.1.).
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [d] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.13.2. Το ελληνικό /d/ αποδίδει το τούρκικο /d/ (Β:1.6.2.), ενώ είδαμε οτι σε κάποιες
περιπτώσεις αντιστοιχεί σε /t/ που αφομοιώθηκε ώς προς την ηχηρότητα (Β:2.1.3.3.).

1 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 72.

/ 110 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.

Επίσης, είδαμε οτι ένα /d/ μπορεί να εμφανίζεται ώς /t/ ή [t΄] λόγω αφομοίωσης
ηχηρότητας (Β:2.12.3.2., Β:2.12.3.1.).

Β:2.13.3. Το κοζανίτικο και καταφυγιώτικο ντ΄βάρ΄ [d΄váŕ] αντιστοιχεί στο σύγχρονο


duvar, ομως το [d΄] (όπως και το [ŕ]) του ντ΄βάρ΄ δέ μπορεί ερμηνευτεί με αφετηρία το /u/
του duvar (> ντουβάρι> ντβάρ’), αλλα προϋποθέτει ένα /i/, που προκάλεσε την
ουράνωση και κατόπιν σιγήθηκε.
Έτσι, πρέπει να αποδώσουμε το ντ΄βάρ΄ στον τύπο divar (> *ντιβάρι> *ντ΄ιβάρ΄ι
[d΄iváŕi]> ντ΄βάρ΄), άμεση αντανάκλαση του πέρσικου dīvār, που στην κοινή τουρκική
εξελίχτηκε σε *dıvar (Γ:1.1.2.2.) και, τελικά, στο duvar (Γ:1.1.2.3.).

Β:2.14. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [θ θ΄]

Β:2.14.1. Το κοζανίτικο /θ/ αρθρώνεται ώς άηχο (μεσ)οδοντικό τριβόμενο (voiceless


(inter)dental fricative), όπως και στην ΚΝΕ1, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([θ΄]), όταν
ακολουθεί μπροστινό φωνήεν (δές και Β:2.12.1.).
Η ουρανική πραγμάτωση δέν απαντά πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα, ενώ
απαγορευτικός συνδυασμός είναι και το μή ουρανικό [θ] πρίν απο τα μπροστινά /i e/.

Β:2.14.2. Όπως φαίνεται απο το υλικό, το /θ/ δέν αποδίδει κάποιον τούρκικο φθόγγο.

Β:2.15. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [δ δ΄]

Β:2.15.1. Το κοζανίτικο /δ/ αρθρώνεται ώς ηχηρό (μεσ)οδοντικό τριβόμενο (voiced


(inter)dental fricative· ΔΦΑ <ð>), όπως και στην ΚΝΕ 2 , ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο
([δ΄]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν (δές και Β:2.12.1.).
Η ουρανική πραγμάτωση δέν απαντά πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα, ενώ
απαγορευτικός συνδυασμός είναι και το μή ουρανικό [δ] πρίν απο τα μπροστινά /i e/.

Β:2.15.2. Το ελληνικό [δ] μετά απο /r/ μπορεί να αποδίδει το τούρκικο /d/ (Β:2.1.4.).

Β:2.15.3. Στην περίπτωση των aradı> αραδώ το /δ/ οφείλεται πιθανότατα σε


επανερμηνεία του αόριστου αράτσα, οπου το [c] θα μπορούσε να αναλυθεί τόσο ώς

1 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 73.


2 HIPA ix, ΙΕΓ 1105, ShW 73.

/ 111 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.

*/ds/1, όσο και ώς /δs/2: έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε οτι ένας αρχικός τύπος *αραντώ
/aradó/ απέκτησε τον αόριστο αράτσα3, του οποίου το [c] θεωρήθηκε οτι αντιστοιχεί σε
/δs/ (πρβλ. απαρέμφατο αραδήσ΄) απο παρετυμολογική επίδραση του αράδα και κατα το
πρότυπο των αμπουδώ-αμπουδήσου-αμπότσα.

Β:2.16. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [f f΄]

Β:2.16.1. Το κοζανίτικο /f/ αρθρώνεται ώς άηχο χειλοδοντικό τριβόμενο (voiceless


labiodental fricative), όπως και στην ΚΝΕ 4 , ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([f΄]), όταν
ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [f] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.16.2. Το ελληνικό /f/ αποδίδει το τούρκικο /f/ (Β:1.8.2.).

Β:2.17. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [v v΄]

Β:2.17.1. Το κοζανίτικο /v/ αρθρώνεται ώς ηχηρό χειλοδοντικό τριβόμενο (voiced


labiodental fricative), όπως και στην ΚΝΕ 5 , ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([v΄]), όταν
ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [v] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.17.2. Εκτός απο το τριβόμενο /v/ (Β:1.20.2.), το ελληνικό /v/ μετά απο /r/ μπορεί να
αποδίδει και το κλειστό /b/ (Β:2.1.4.).

1 που υπέστη αφομοίωση ηχηρότητας.


2 που υπέστη αφομοίωση ηχηρότητας και ανομοίωση των δύο τριβόμενων.
3 πρβλ. καζανdώ-καζανdήσου-καζάν.τσα.

4 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 73.

5 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 73.

/ 112 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.

Β:2.18. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [p ṕ]

Β:2.18.1. Το κοζανίτικο /p/ αρθρώνεται ώς άηχο διχειλικό κλειστό (voiceless bilabial


stop), όπως και στην ΚΝΕ 1 , ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([ṕ]), όταν ακολουθεί
μπροστινό φωνήεν.

Β:2.18.2. Το τούρκικο /p/ κανονικά δίνει ελληνικό /p/ (Β:1.3.2.), που είδαμε οτι με
αφομοίωση ηχηρότητας μπορεί να τρέπεται και σε /b/ (Β:2.1.3.3.).

Β:2.19. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [b b΄]

Β:2.19.1. Το κοζανίτικο /b/ αρθρώνεται ώς ηχηρό διχειλικό κλειστό (voiced bilabial


stop), όπως και στην ΚΝΕ 2 , ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([b΄]), όταν ακολουθεί
μπροστινό φωνήεν.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [b] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.19.2. Το ελληνικό /b/ αποδίδει το τούρκικο /b/ (Β:1.2.2.), ενώ είδαμε οτι σε κάποιες
περιπτώσεις αποδίδει ένα ετυμολογικό /p/ που αφομοιώθηκε ώς προς την ηχηρότητα
(Β:2.1.3.3.).

Β:2.19.3. Διαφορετική είναι η περίπτωση του μοκριώτικου μπακαβάς, που αντιστοιχεί


στο τούρκικο mukavva. Όπως θα δούμε παρακάτω, τα στοιχεία απο την ένταξη στο
βαλκανικό περιβάλλον μας οδηγούν να συνδέσουμε το κοζανίτικο μακαβάς αποκλειστικά
με τον τύπο mukavva (Γ:2.2.4.7.)· έτσι, στο ίδιο πλαίσιο πρέπει και το μπακαβάς να
συνδεθεί άμεσα με το mukavva και συνεπώς μια πιθανή ερμηνεία της πρώτης συλλαβής
(μπα-) θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει μια παρετυμολογική επίδραση του ντόπιου
μπάκακας (Γλ.Μόκρ.).

1 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 73.


2 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 73.

/ 113 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΣύμ Β:2.12.-21.

Β:2.20. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [m ḿ]

Β:2.20.1. Το κοζανίτικο /m/ αρθρώνεται ώς διχειλικό ρινικό (bilabial nasal), όπως και
στην ΚΝΕ1, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([ḿ]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Επίσης, η ουρανική πραγμάτωση απαντά και πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα,
δηλαδή ο μόνος απαγορευτικός συνδυασμός είναι το μή ουρανικό [m] πρίν απο τα
μπροστινά /i e/.

Β:2.20.2. Το ελληνικό /m/ αποδίδει το τούρκικο /m/ (Β:1.15.2.).

Β:2.21. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [r ŕ]

Β:2.21.1. Το κοζανίτικο /r/, όπως και στην ΚΝΕ, είναι ένα φατνιακό που περιγράφεται
ώς «tap»2, ενώ έχει ουρανικό αλλόφωνο ([ŕ]), όταν ακολουθεί μπροστινό φωνήεν.
Η ουρανική πραγμάτωση δέν απαντά πρίν απο τα μή μπροστινά φωνήεντα, ενώ
απαγορευτικός συνδυασμός είναι και το μή ουρανικό [r] πρίν απο τα μπροστινά /i e/.

Β:2.21.2. Το κοζανίτικο /r/ αποδίδει το τούρκικο /r/ (Β:1.17.2.), ενώ διαφορετική είναι η
περίπτωση των κοζανίτικων τραχΐν΄ & ταρχΐν΄.
Όπως το ταχΐν΄ (Γ:1.4.7.3.), έτσι και τα τραχΐν΄ & ταρχΐν΄ αντιστοιχούν στο τούρκικο
tahın, ενώ με /w/ > /u/ (Γ:1.4.2.) σε άλλα ιδιώματα η λέξη απαντά ώς τραχούνι &
ταρχούν’.
Στις περιπτώσεις αυτές μάλλον έχουμε να κάνουμε με παρετυμολογική επίδραση της
λέξης για τον ''τραχανά'': έτσι, τα ταρχΐν΄ & ταρχούν’ δέχτηκαν την επίδραση τύπων
όπως του τούρκικου tarhana και του καστοριανού ταρχανάς, ενώ τα τραχΐν΄ & τραχούνι
δέχτηκαν την επίδραση των τραχανάς (ο) ή τραχανά (τα).

1 HIPA ix, Αρβανίτη 167, ΙΕΓ 1105, ShW 71.


2 Αρβανίτη 167, ShW 73, HIPA ix.

/ 114 /
ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Γ:1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Γ:1.1.1. Τα φωνήεντα /a e w i o ö u ü/ <a, e, ı, i, o, ö, u, ü> αποτελούν το οχταμελές


τούρκικο φωνηεντικό σύστημα, που είναι συμμετρικό ώς προς κάθε φωνολογικό
χαρακτηριστικό.
Ώς προς τον τόπο άρθρωσης τα φωνήεντα χαρακτηρίζονται απο τη θέση της γλώσσας
στη στοματική κοιλότητα και χωρίζονται σε τέσσερα μπροστινά και τα αντίστοιχα τέσσερα
πισινά (TurkLang 203, TurkGram 9):

μπροστινά /e/ /i/ /ö/ /ü/

πισινά /a/ /w/ /o/ /u/

Ώς προς τον τρόπο άρθρωσης τα φωνήεντα χαρακτηρίζονται απο το στρογγύλεμα ή


όχι των χειλιών και χωρίζονται σε τέσσερα στρογγυλά και τα αντίστοιχα τέσσερα
αστρόγγυλα (ή: μή στρογγυλά) (TurkLang 203, TurkGram 9):

στρογγυλά /o/ /u/ /ö/ /ü/

αστρόγγυλα /a/ /w/ /e/ /i/

Έτσι, δημιουργούνται τέσσερις ομάδες απο φωνήεντα που συμφωνούν τόσο ώς προς
τον τόπο, όσο και ώς προς τον τρόπο άρθρωσης:

μπροστινά πισινά στρογγυλά αστρόγγυλα

/a w/ - + - +

/e i/ + - - +

/o u/ - + + -

/ö ü/ + - + -

/ 115 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.1.

Οι τέσσερις ομάδες αποτελούνται απο δύο φωνήεντα, απο τα οποία το ένα είναι
ανοιχτό, ενώ το άλλο κλειστό (TurkLang 203, TurkGram 9):

ανοιχτά /a/ /e/ /o/ /ö/

κλειστά /w/ /i/ /u/ /ü/

Γ:1.1.2.1. Όπως εξηγεί ο Κυρανούδης (1998:118), στα γειτονικά τούρκικα φωνήεντα


είναι δυνατόν να τηρείται «αρμονία» (τούρκ. ünlü uyumu, αγγλ. vowel harmony) ώς προς
τον τόπο και τον τρόπο άρθρωσης: (α) ώς προς τον τόπο άρθρωσης, η «ουρανική
αρμονία» υπαγορεύει τη γειτνίαση στο εσωτερικό μιας λέξης μόνο των μπροστινών /e i ö
ü/ ή μόνο των πισινών /a w o u/, ενώ (β) ώς προς τον τρόπο άρθρωσης, η «χειλική
αρμονία» υπαγορεύει τη γειτνίαση σε μια λέξη μόνο των στρογγυλών /o u ö ü/ ή μόνο
των αστρόγγυλων /a w e i/.

Γ:1.1.2.2. Έτσι, όταν δύο γειτονικά φωνήεντα διαφέρουν ώς προς ένα ή περισσότερα
φωνολογικά χαρακτηριστικά, παρατηρούνται φαινόμενα αφομοίωσης:
Ένα /a/ σε περιβάλλον /i/ μπορεί να εξελιχτεί σε /e/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: *badihava> bedihava (Β:2.12.3.2.), şahnişin> şehnişin (Γ:2.4.5.4.).
Ένα /a/ σε περιβάλλον /e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /e/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: zerzevat> zerzavat> zarzavat (Γ:2.2.4.5.), *çaşme> çeşme (Γ:2.6.9.2.),
nalçe> nalça (Β:2.1.3.2.2.).
Ένα /e/ σε περιβάλλον /u/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: senduk> sanduk (Γ:1.3.7.4.), zebun> zabun (Γ:2.2.4.4.).
Ένα /e/ σε περιβάλλον /o/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: gonçe> konca.
Ένα /e/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /a/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: badiheva> *badihava (Β:2.12.3.2.).
Ένα /i/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: vakit> vakıt (Γ:1.4.7.2.), tahin> tahın (Γ:1.4.7.3.), çinar> çınar (Γ:2.4.4.),
nişadır> nışadır (Γ:2.4.4.), patlican> patlıcan (Γ:2.4.4.), hamir> hamır (Γ:2.6.3.), misafir>
mısāfir (Γ:2.6.5.), kadayif> kadayıf & zaif> zayıf, bakşiş> bakşış (Β:2.10.4.3.), divar>
dıvar (Β:2.13.3.).
Ένα /u/ σε περιβάλλον /e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /ü/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: senduk> sendük (Γ:1.3.7.4.).

/ 116 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.1.

Ένα /u/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς προς τον
τρόπο άρθρωσης: kulağuz> kılavuz (Γ:2.2.4.6.), ahur> ahır, budak> bıdak, fukara>
fıkara, muhtar> mıhtar, sanduk> sandık, satur> satır (Γ:2.6.3.), musafir> mısāfir
(Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /u/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο
άρθρωσης: *mühtar> muhtar (Β:2.4.4.), düşman> duşman (Γ:2.6.4.), müsafir> musafir
(Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /i/, με αφομοίωση ώς προς τον τρόπο
άρθρωσης: müsafir> misafir (Γ:2.6.5.).
Ένα /ü/ σε περιβάλλον /i/ μπορεί να εξελιχτεί σε /i/, με αφομοίωση ώς προς τον τρόπο
άρθρωσης: ebrişüm> ebrişim (Γ:2.4.5.1.).
Τέλος, ένα απο τα /u ü w i/ πρίν απο /a e/ μπορεί να εξελιχτεί σε /o ö a e/ με
αφομοίωση ώς προς τον βαθμό ανοίγματος: burani> borani, sufra> sofra, zukak> sokak
(Γ:1.6.1.), küfte> köfte, sınaat> zanaat, çihre> çehre.

Γ:1.1.2.3. Απο την άλλη, η συμφωνία ώς προς τον τρόπο άρθρωσης των φωνηέντων
αναιρείται απο τη «στρογγύλωση» (αγγλ. rounding), που συνήθως ονομάζεται «χείλωση»
ή «χειλικοποίηση» (αγγλ. labialization, τούρκ. dudaksıllaşma) και αναφέρεται στην τροπή
των αστρόγγυλων φωνηέντων /a w e i/ στα αντίστοιχα στρογγυλά /o u ö ü/ σε περιβάλλον
χειλικού συμφώνου1: hamır> hamur (Γ:2.6.3.), mısāfir> musafir (Γ:2.6.5.), *dıvar> duvar
(Β:2.13.3.).

Γ:1.1.2.4. Σχετικά με την κλιτική και παραγωγική μορφολογία: τα επιθηματικά


φωνήεντα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: (α) τα ανοιχτά και (β) τα κλειστά.
Τα κλειστά φωνήεντα συμβολίζονται με το κεφαλαίο <I>, κάτι που σημαίνει οτι το
φωνήεν συμμορφώνεται τόσο ώς προς την ουρανική, όσο και ώς προς τη χειλική
αρμονία, παίρνοντας τις τιμές /w i u ü/.
Τα ανοιχτά συμβολίζονται με το κεφαλαίο <A>, οπότε το φωνήεν του επιθήματος
παίρνει τις τιμές /a e/, καθως συμμορφώνεται μόνο ώς προς την ουρανική αρμονία και
είναι πάντα αστρόγγυλο.
Ανοιχτό φωνήεν έχει η κατάληξη πληθυντικού -lAr, που παίρνει τις τιμές -lar & -ler, ενώ

1 δές π.χ. Eckmann 1950:6, 1960:192, 1962α:48, 1962β:113-4, Hazai 1959:209, Συμεωνίδης 1976:35-6, 79-82, Dallı 22,
79, 88, Olcay 14, TurkLang 185.

/ 117 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.2.

κλειστό φωνήεν έχει η παραγωγική κατάληξη -lIk, που στη ΣΚΤ παίρνει τις τιμές -lık, -lik, -
luk & -lük.1

Γ:1.2. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <a>

Γ:1.2.1. Το a αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ανοιχτό [+πισινό], [-στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
κλειστό /w/ (Γ:1.4.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-πισινό] /e/ (Γ:1.3.) και (γ)
ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [+στρογγυλό] /o/ (Γ:1.6.).
Σε μιά εκδοχή της τούρκικης ορθογραφίας με μια «περισπωμένη (circumflex)»
δηλώνεται είτε το μακρό a (π.χ. âdet, sâde, çâre), είτε το μπροστινό a (π.χ. gâvur, kâr,
belâ), που απαντά δίπλα στα /ǵ ḱ l΄/2 και στο ΔΦΑ αναπαρίσταται με το <a> (ShW 70).
Το πισινό a προφέρεται όπως το αντίστοιχο φωνήεν των αγγλικών father3, art, star4,
car, glass (κλπ.) και στο ΔΦΑ αναπαρίσταται με το <α> (ShW 70), ενώ για τη φωνητική
και φωνολογικη απόδοσή-του στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται κυρίως το <a>,
ιδιαίτερα εφόσον δέν υπάρχει πρόβλημα σύγχυσης με το μπροστινό a.

Γ:1.2.2. Τόσο το [α], όσο και το [a] αποδίδονται με το ελληνικό /a/ σε τονισμένη και
άτονη θέση (δές Γ:2.2.1.): *avı(u)zotu> αβζάτ΄, âdet> αντέτ΄, anteri> αντιρί, (ι)rahvan>
αραβάν΄, yaka> γιακάς, yarma> γιαρμάς, yaşa> γιασιά, kadayif> γκανταΐφ΄, kırbaç>
γκουρμπάτσ΄, zayıf> ζαΐφκους, zıvana> ζβανάς, evlât> ιβλιάτ’, ilâç> ιλιάτσ΄,
imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kulağuz> καλαούης, karpuz> καρπούζ’, kıskandı>
κασκαντώ, kışla> κασ΄λάς, kasnak> κασνάκ΄, kahır> καχΐρ΄, kıyamet> κιαμέτ΄, kâr> κιάρ’,
kıyma> κιιμάς, kına> κνά, kırma> κριμάς, Lâhur> λαχούρ΄, mukavva> μακαβάς,
mülâyim> μουλαΐμς & μουλαΐμκους> μουλαΐνγκους, bayır> μπαΐρ’, bakırcı> μπακαρτζής,
bakır> μπακΐρ’, barış> μπαρίσ΄, baskın> μπασκΐν΄, bahçıvan> μπαχτσιαβάνους,
bahçıvanlık> μπαχτσιαβανλίκ΄, bekâr> μπικιάρς, belâ> μπιλιάς, mutaf> μτάφ’, nişadır>
νισιαντίρ΄, paralı> παραλΐς, pilâv> πλιάφ΄, tavan> νταβάν΄, sakın> σακΐν, sadaka>
σαντακά, satır> σατίρ’, silâh> σιλιάχ΄, tamahkâr> ταμαχιάρς, tarator> ταρατόρ΄, cilâ>

1 δές π.χ. TurkGram 22-3.


2 ΤούρκΛεξ x, TurkGram xxiii, 10 (δές αναλυτικότερα Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1.1.).
3 http://mylanguages.org/turkish_alphabet.php.

4 http://www.turkeytravelplanner.com/details/LanguageGuide/Pronunciation.html.

/ 118 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.

τζιλιάς, cellât> τζιλιάτς, tellâl> τιλιάλτς, telâtin> τιλιατίν΄, çalıştı> τσιαλιστιμένους, çoban>
τσιουμπάνους.

Γ:1.2.3. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.2.3.1. Περιπτώσεις απουσίας του αρκτικού α- (π.χ. γκζότ’ <ağızotu> αγζότ΄)


μπορούμε να τις αποδώσουμε σε επανανάλυση διμελών ονοματικών φράσεων οπου το
πρώτο μέλος τελειώνει σε -α και ο τουρκισμός αρχίζει με α-, όπως παρατηρεί για
ελληνικά ουδέτερα ο Χατζηδάκης (ΜΝΕ 1:220): π.χ. *έν’ αγκζότ’> ένα γκζότ’.

Γ:1.2.3.2. Για το τζιάμ΄ πλιάφ΄, οπου παρατηρούμε απουσία του αρκτικού τούρκικου /a/
του acem pilâvı, υπάρχουν δύο εξίσου πιθανές ερμηνείες, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.2.4.10.).

Γ:1.2.3.3. Στην περίπτωση του κοζανίτικου τσιλιστιμένους (<çalıştı) δέν έχουμε


απόδοση του τούρκικου /a/ με το ελληνικό [i], αλλα αφομοίωση του αρχικού /a/, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:2.4.5.6.).

Γ:1.3. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <e>

Γ:1.3.1. Το e αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ανοιχτό [+μπροστινό], [-στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
κλειστό /i/ (Γ:1.5.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-μπροστινό] /a/ (Γ:1.2.) και
(γ) ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [+στρογγυλό] /ö/ (Γ:1.7.).
Κατα την περιγραφή των Göksel & Kerslake (TurkGram 10), το /e/ παρουσιάζει τρείς
διαφορετικές πραγματώσεις, καθως γενικά προφέρεται [e], εκτός απο τελική θέση, οπου
πραγματώνεται [ε], ενώ πρίν απο ένηχο /r ł m n/ που δέν ακολουθείται απο φωνήεν (δηλ.
στο τέλος της λέξης ή πρίν απο σύμφωνο) πραγματώνεται [æ]· επίσης, σε έναν
περιορισμένο αριθμό λέξεων το τούρκικο /e/ μπορεί να προφερθεί και [e] πρίν απο τα /ł
m n/ (αλλα όχι /r/), κάτι που εξαρτάται απο τον ομιλητή.

Γ:1.3.2. Το /e/ των τουρκισμών συμπεριφέρεται όπως το /e/ των υπόλοιπων ελληνικών
λέξεων και συνεπώς προφέρεται [é] & [i] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (δές
Γ:2.3.1.): âdet> αντέτ΄, ergen> αργκέν.τσα, yemiş> γιμίσ΄, geriz> γκιρίζ’, evlât> ιβλιάτ’,
kıyamet> κιαμέτ΄, kehribar> κιχριμπάρ΄, leğen> λιέν΄, beğendi>
μπιιντίζου/μπιιντώ/μπιέν.τσα, pezevenk> πιζιβέγκς, peşkir> πισκίρ’, telâtin> τιλιατίν΄,
teskere> τισκιρές, çimenlik> τσιμιλίκ΄, çerçeve> τσιρτσιβές, çehre> τσιχρές, hergele>
χιργκιλές.

/ 119 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.

Γ:1.3.3. Όταν το τούρκικο /e/ προφέρεται σάν [æ], μπορεί να αποδοθεί και με το
ελληνικό /a/, καθως αρθρωτικά έχουν τον ίδιο περίπου βαθμό ανοίγματος, ενώ το
ελληνικό [ε] είναι σαφώς πιό κλειστό: ergen> αργκέν.τσα, ergavan> αργκαβανιά>
ραγκαβανιά, sergi> σαργκί, şerbet> σιαρμπέτ’.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να ερμηνευτούν και τα /a/ (α) του αλβανικού argavan
(<ergavan), που καταγράφεται δίπλα στα jargavan & ergavan, (β) των βουλγάρικων
argavan (<ergavan) & argovan (<erguvan), (γ) του σερβοκροάτικου Adžam (<Acem1), (δ)
του νοτιοσλαβικού zardelija (<zerdeli), (ε) του μοναστηριώτικου ζαρντέλ΄ (<zerdeli), (στ)
του ΚΝΕ δράμι (<dirhem: ΛΚΝ), (ζ) του ΝΑ σέρβ. dzanđija (<*zanđija <zengi: Γ:2.7.3.) και
(η) των σουλιμάς & σουλουμάς (<αιτ. *σουλιμάν & *σουλουμάν <sülümen: Δ:3.3.5.).
Βέβαια, άν είχαμε λόγους να συνδέσουμε άμεσα τα zardelija & ζαρντέλ΄ με το
αρχαιότερο zerdali, θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε σε αντιμετάθεση, ομως
αρχαϊσμοί που μπορούν με ασφάλεια να συνδεθούν με το zerdali είναι πολύ σπάνιοι στα
Βαλκάνια (π.χ. ζέρδαλου), ενώ, αντίθετα, παρατηρούμε οτι κυριαρχούν τύποι που
προέρχονται απο το zerdeli. Συνεπώς, πιθανότατα και το /a/ των zardelija & ζαρντέλ΄
αποδίδει το [æ] του zerdeli.

Γ:1.3.4. Το [æ] στις περιπτώσεις των senduk> σιαντούκ΄ & serpoş> σιαρπόζ΄
αποδίδεται με /ja/, με το μπροστινό ημίφωνο να αποδίδει τον μπροστινό χαρακτήρα του
[æ] και το [ɐ] τον βαθμό ανοίγματός-του, ενώ το ίδιο μπορούμε να θεωρήσουμε οτι
συνέβη και στην περίπτωση του αλβανικού jargavan (<ergavan).

Γ:1.3.5. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες το /e/ προφερόμενο ώς [e]
αποδίδεται και με το ελληνικό /a/, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα για ιστορική ερμηνεία,
δηλαδή χωρίς να μπορούμε να επικαλεστούμε ένα παλιότερο */a/ που τράπηκε στην
τουρκική σε /e/ (δές π.χ. Γ:1.1.2.2.).
Π.χ. στη Δυτική Μακεδονία έχουμε müzevir> μουζαβίρς, müşevveş> μουσιαφέζ’κους,
pezevenk> μπιζαβέγκς, çerçeve> τσιαρτσιαβές, çeşit> τσιασίτ΄, çehre> τσιαχρές, ενώ και
στην ΚΝΕ έχουμε κάτι αντίστοιχο με τα tepsi> ταψί.
Ενδεχομένως η απόδοση του [e] με [ɐ] οφείλεται σε μια προσπάθεια απόδοσης του
βαθμού ανοίγματος του τούρκικου [e] στα πλαίσια του βόρειου φωνηεντισμού: η στένωση

1 Škaljić, Skok.

/ 120 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.

των άτονων μεσαίου ανοίγματος /o e/1 αφήνει σε άτονη θέση τρείς επιλογές [ɐ i u]· έτσι,
άν το [i] θεωρήθηκε πολύ κλειστό για να αποδώσει τον βαθμό ανοίγματος του [e], ώς
μόνη επιλογή έμεινε το [ɐ]2.
Βέβαια, κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να τις αποδώσουμε σε παρετυμολογική
επίδραση: π.χ. το μουζαβίρς θα μπορούσε να οφείλεται σε επίδραση του τούρκ(οθ).
musavvir, ενώ το καταφυγιώτικο τσιαρτσιαβές μπορεί να αποδοθεί σε επίδραση του
τσιαρτσιάφ’, όπως και το τσιαρτσιαφές, ένας τύπος που απαντά στην Ορεινή Πιερία
δίπλα στο τσιαρτσιαβές, άν και θα δούμε παρακάτω οτι μπορεί να δοθεί και άλλη
ερμηνεία για τους τύπους αυτούς (Γ:2.2.4.11.).
Τέλος, μπορούμε να προσθέσουμε οτι το τσιαχρές ενδεχομένως οφείλεται σε
παρετυμολογική επίδραση του çare, που διαθέτει ένα μακρό [a:]: είδαμε οτι το
ταυτοσυλλαβικό /eh/ πολύ συχνά πραγματώνεται [e:] (Β:1.11.1.) και, συνεπώς, είναι
πιθανό ένα *[čhe:rέ] <çehre> να έδωσε τσιαχρές λόγω επίδρασης του çare [čha:rέ].

Γ:1.3.6. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως τα [ǵ ć], το άτονο τούρκικο /e/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [u] (gerdan> γκιουρντάν΄, gevrek>
γκιουβρέκ΄, çerçeve> τσιουρτσιουβές), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως
θα δούμε παρακάτω (Γ:1.9.4.4.).

Γ:1.3.7. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.3.7.1. Στην περίπτωση του αργκιλές ενδέχεται να έχουμε απόδοση του [æ] του
hergele με /a/ (Γ:1.3.3.), αλλα δέν αποκλείεται το /a/ να οφείλεται σε δανεισμό του
παλιότερου hargele.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι μόνο ο τύπος hergele
μαρτυρείται στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, καθως, εκτός απο το χιργκιλές
(Γ:1.3.2.), έδωσε και τα hergjele, (x)ergele, ergela & herghelie.

Έτσι, πιθανότερο μοιάζει και το αργκιλές να αποδίδει το hergele.

Γ:1.3.7.2. Το μουζαβέζ΄κους (<müşevveş) ενδεχομένως οφείλεται σε παρετυμολογική


επίδραση του μουζαβίρς, λύση που μπορεί να δώσει την ερμηνεία και για το [z]
(μουζαβέζ΄κους), αντί του αναμενόμενου [ś] (πρβλ. μουσιαφέζ’κους).

1 δές π.χ. Κοντοσόπουλος 2000:94.


2 Φυσικά, και το ελληνικό /u/ πρέπει να αποκλειστεί, καθως είναι όχι μόνο τόσο κλειστό όσο και το /i/ (δές Αρβανίτη 169),
αλλα επιπλέον είναι και στρογγυλό, κάτι που το καθιστά διπλά ακατάλληλο ώς απόδοση του τούρκικου [e].

/ 121 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.3.

Γ:1.3.7.3. Σε παρετυμολογική επίδραση του μουζαβίρς μπορεί να αποδοθεί και το [i]


του μουζαβίσκους (<müşevveş).

Γ:1.3.7.4. Το δυτικομακεδόνικο σιντούκ΄ και, αντίστοιχα, το ΚΝΕ σεντούκι


προϋποθέτουν έναν τούρκικο τύπο με /e/, που σε άτονη θέση τρέπεται σε [i] στα βόρεια
ιδιώματα (Γ:1.3.2.) και, συνεπώς, πρέπει να αποδοθούν στο αρχικό senduk ή στο
διαλεκτικό sendük, ενώ δέ μπορούν να συνδεθούν ούτε με το σύγχρονο sandık, ούτε με
το παλιότερο sanduk.
Επίσης, τούρκικο τύπο με /e/ προϋποθέτουν το διαλεκτικό βουλγάρικο senduk και το
μπλατσιώτικο σιαντούκ΄, του οποίου το /ja/ μας παραπέμπει σε έναν τούρκικο τύπο με /e/
που προφέρεται [æ], κάτι που δικαιολογείται απο το περιβάλλον (Γ:1.3.4.).
Ετυμολογικά, οι τούρκικοι τύποι ανάγονται στο αραβοπερσικό sändūq, που έδωσε τον
τύπο senduk με την κανονική απόδοση του βραχέως ä με το τούρκικο /e/.
Το senduk εξελίχτηκε σε sanduk & sendük με υποχωρητική και προχωρητική
αντίστοιχα αφομοίωση ώς προς τον τόπο άρθρωσης, ενώ το σημερινό sandık αποτελεί
εξέλιξη του sanduk με προχωρητική αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης
(Γ:1.1.2.2.).
Απο το sanduk προέρχεται το αλβανικό sënduk, το διαλεκτικό βουλγάρικο sănduk και
το ρουμάνικο sănduc με διατήρηση του /u/ και στένωση του άτονου /a/ σε [ă] <ë, ъ1, ă2>,
ενώ απο το sandık προέρχεται το βουλγάρικο sandăk και το σλαβομακεδόνικο sandak με
απόδοση του /w/ με τα κεντρικά /ă/ & /a/ (Γ:1.4.5.).
Όσον αφορά τα σερβοκροάτικα, οι συντάκτες του Ετυμολογικού Σερβοκροάτικου
Λεξικού (Skok «sanduk») αποδίδουν με σιγουριά μόνο τα a, e & ь των διαλεκτικών
sandak, sandьk & sandek στο τούρκικο ı, καθως το sanduk της κοινής μπορεί να
αντανακλά τόσο το παλιότερο τούρκικο sanduk, όσο και το νεότερο sandık, αφού είναι
συνηθισμένη η απόδοση και του /w/ με το σερβοκροάτικο /u/3.
Το οτι το sendük καταγράφεται στο DS μόνο για τον Πόντο και το οτι το ü δέν
αντανακλά με βεβαιότητα σε κανέναν βαλκανικό τουρκισμό, μας οδηγούν στο
συμπέρασμα οτι τα ελληνικά σεντούκι/σιντούκ΄ & σιαντούκ΄ και το βουλγάρικο senduk
είχαν σάν αφετηρία το senduk και όχι το sendük.

1 δές Γ:1.4.6..
2 πρβλ. kırkayak> cârcăiac (Γ:2.2.4.6.).
3 Škaljić 37-8.

/ 122 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Γ:1.3.7.5. Στην περίπτωση των ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους, που αντιστοιχούν στο
σύγχρονο τούρκικο zebun, έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /e/ με /a/, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:2.2.4.4.).

Γ:1.3.7.6. Στην περίπτωση του σιατιστινού τσιουσ΄μές, που αντιστοιχεί στο κοινό
τούρκικο çeşme, έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /e/ με [(j)u], όπως θα δούμε
παρακάτω (Γ:2.6.9.2.).

Γ:1.3.7.7. Ενδεχομένως σε απόδοση του τούρκικου [æ] οφείλεται και το /a/ του τζιάμ΄
πλιάφ΄, αλλα μπορεί να δοθεί και διαφορετική ερμηνεία, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.2.4.10.).

Γ:1.4. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ı>

Γ:1.4.1. Το ı αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο κλειστό [+πισινό], [-στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
ανοιχτό /a/ (Γ:1.2.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-πισινό] /i/ (Γ:1.5.) και (γ)
ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [+στρογγυλό] /u/ (Γ:1.8.).
Για τη φωνητική και φωνολογική-του απόδοση εδώ χρησιμοποιείται το <w> (ΔΦΑ
<ɯ>: HIPA ix, ΙΕΓ 1106, TurkGram 9, ShW 71).

Γ:1.4.2. Το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /u/, γιατι είναι καί τα δύο [+πισινά]: arpalık>
(αρπαλούκ΄>) τραπαλούκ΄, kırbaç> γκουρμπάτσ΄, bakır> μπακούρ’, baskın> μπασκούν΄,
bıçkı> μπουτσ΄κί, hadım> χαντούμς.

Γ:1.4.3. Το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /i/, γιατι είναι καί τα δύο [-στρογγυλά]:
arpalık> αρπαλίκ΄, kazık> καζίκ΄, kırmızı> καρμιζίτ΄κους, kıyamet> κιαμέτ΄, kıyma> κιιμάς,
barış> μπαρίσ΄, bıçkı> μπιτσ΄κί, nişadır> νισιαντίρ΄, satır> σατίρ’, çakıl> τσιακίλ’, çalıştı>
τσιαλιστιμένους, çıkrık> τσικρίκ΄, hatıl> χατίλ’, hatır> χατίρ΄.
Επίσης, το /w/ των ακολουθιών /ajw/ αποδίδεται πάντα με το /i/, όπως παρατηρεί ο
Γεωργιάδης (133-4): imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, bayır> μπαΐρ’, çayır> τσιαΐρ’, hayır>
χαΐρ΄.

Γ:1.4.4. Το τούρκικο /w/ αποδίδεται με το κοζανίτικο /w/ <ϊ> σε τονισμένη θέση, γιατι
είναι καί τα δύο [+πισινά] και [-στρογγυλά]: yangın> γιανγκΐν΄, yazık> γιαζΐκ,
imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, kırmızı> Καρμαζΐς, kahvaltι> καφαλτΐ, kahır> καχΐρ΄, bakır>
μπακΐρ΄, baskın> μπασκΐν΄, paralı> παραλΐς, sakın> σακΐν, çakıl> τσιακΐλ΄, hazır>
χαζΐρκους, hayırsız> χαϊρσΐηζς.

/ 123 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Γ:1.4.5. Το /w/ είναι [-μπροστινό] και [-στρογγυλό], όπως και το ελληνικό /a/ και γι’
αυτό το /w/ αποδίδεται με το ελληνικό /a/ σε άτονη θέση: kırmızı> Καρμαζΐς &
καρμιζίτ΄κους, kıskandı> κασκαντώ, kışla> κασ΄λάς, kısmet> κασμέτ΄, bakırcı>
μπακαρτζής, bahçıvan> μπαχτσιαβάν.τς/μπαχτσιαβάνους, şadırvan> σιατραβάν΄, çıplak>
τσιαπλακιά, çırak> τσιαράκ΄.
Ο Κυρανούδης (1995:11) θεωρεί οτι η απόδοση με /a/ οφείλεται στον δανεισμό των
σουφλιώτικων τύπων απο αντίστοιχους βαλκανικούς τούρκικους οπου είχαμε αφομοίωση
του /w/ απο γειτονικά /a/.
Με αυτήν ομως την ερμηνεία το /a/ του μπαχτσιαβάν.τς είναι προβληματικό, καθως δέ
μπορεί να αποδοθεί ούτε στο /w/ του κοινού bahçıvan, ούτε στο /i/ του δυτικοθρακιώτικου
bahçivan, που κανονικά θα έδινε /i/ στα ελληνικά (Γ:1.5.2.), οπότε ο Κυρανούδης
προτείνει οτι το μπαχτσιαβάν.τς οφείλεται σε επίδραση του σουφλιώτικου μπαχτσιάς.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να είναι πειστική για το
νεοελληνικό μπαξεβάνης (κατα το μπαξές) και λογική για το σουφλιώτικο μπαχτσιαβάν.τς,
αλλα θα ήταν προβληματική για τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, οπου έχουμε
μπαχτσιαβάνους & μπαχτσιαβάν.τς δίπλα στο μπαχτσές.
Επίσης, η αφομοίωση που υποθέτει ο Κυρανούδης για τους περισσότερους τύπους δέ
μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις όπως των kısmet> κασμέτ΄, οπου δέν υπάρχει γειτονικό
/a/, ενώ δέ μπορεί να ερμηνεύσει και τα Καρμαζΐς & καρμιζίτ΄κους.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι ένα αντίστοιχο φαινόμενο έχουμε στις σλάβικες
ποικιλίες που δέ διαθέτουν μή ανοιχτό κεντρικό φωνηεντικό φώνημα, οπου το τούρκικο
/w/ αποδίδεται και με το ανοιχτό κεντρικό: π.χ. τα τούρκικα sıklet & kısmet δίνουν τα
σλαβομακεδόνικα saklet & kasmet1.
Στα κοζανίτικα το [ɐ] είναι η κανονική προφορά σε άτονη θέση του /w/2, ενώ αντίστοιχα
και στα μοναστηριώτικα3 και τα αλβανικά4 το μή ανοιχτό τρέπεται σε ανοιχτό κεντρικό,
κάτι που εξηγείται απο τον κοινό τόπο άρθρωσης.
Επίσης, στους δυτικομακεδόνικους σλαβισμούς το σλάβικο μή ανοιχτό κεντρικό
αποδίδεται σε άτονη θέση και με το ανοιχτό κεντρικό /a/, όπως και το αντίστοιχο αλβανικό

1 Για παραδείγματα απο τα σερβοκροάτικα δές Škaljić 37.


2 π.χ. μπακΐρ΄> μπακαρέινους & Σκΐρκα> Σκαρκιώτς (Χριστοδούλου 2004:89).
3 Γλ.Μοναστ. 102.

4 Οικονόμου 74.

/ 124 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

(<ë>) στους ηπειρώτικους αλβανισμούς (Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί:


λήμμα «γκϊρλίτσα»).
Η απόδοση τόσο του κοζανίτικου, όσο και του τούρκικου /w/ με το ανοιχτό κεντρικό /a/
οφείλεται στη στενή σχέση του τούρκικου /w/ με το μή ανοιχτό κεντρικό των βαλκανικών
γλωσσών, σχέση που επιβεβαιώνεται απο τρία ακόμα φαινόμενα:
(α) Το τούρκικο /w/ αποδίδεται στα αλβανικά, τα βουλγάρικα και τα ρουμάνικα με ένα
μή ανοιχτό κεντρικό φωνήεν: π.χ. nişadır> nishadër, nišadăr, nişadâr, satır> satër, satăr,
satâr κλπ.
(β) Αντίστροφα, το σλάβικο μή ανοιχτό κεντρικό αποδίδεται με το /w/ στους τούρκικους
σλαβισμούς: π.χ. g(ă)rba> τούρκδ. gırba1, k(ă)rpa> τούρκδ. kırpa2, p(ă)rč/prăč> τούρκδ.
pırç3, Tărnovo> Tırnavı4.
(γ) Οι συντάκτες του Ετυμολογικού Σερβοκροάτικου Λεξικού παρατηρούν οτι με το
σερβοκροάτικο συλλαβικό r αποδίδονται τόσο το ρουμάνικο ημίκλειστο κεντρικό /ă/, όσο
και το τούρκικο /w/5.
Έτσι, σε σλάβικες ποικιλίες που δέ διαθέτουν μή ανοιχτό κεντρικό φωνηεντικό
φώνημα, αλλα διαθέτουν το συλλαβικό r, το τούρκικο /w/ αποδίδεται και με αυτόν τον
τρόπο 6 : (1) τούρκ(κν). kışla ''barracks''> ΒΣΜ кршлa ''barracks'', (2) τούρκ(κν). bıyık
''mustache''> σερβοκροάτ. брк / brk ''moustache''7.

Γ:1.4.6. Το τούρκικο /w/ αποδίδεται στα ελληνικά και με Ø: zıvana> ζβανάς, kına> κνά
(> ικνά> ίκνα: Δ:3.3.3.), kınnap> κνάπ’, santıraç> σαντράτσ΄.
Ο Dallı (61) θεωρεί οτι «σε αρκτική και εσωτερική θέση το φωνήεν /w/ απαντά και σε
βραχεία μορφή (ön ve içseste ı ünlüsünün kısa türüne de rastlanır)».
Βέβαια, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι απο τα παραδείγματα που δίνει ο ίδιος ο
Dallı (ĭrák, bĭrák, pĭrás, atĭyélā, yanaştĭríp & yanĭná) φαίνεται οτι μάλλον η διατύπωσή-του
είναι λάθος και δέν ευθύνεται η θέση του /w/ για τη βραχύτητά-του, αλλα η θέση του
τόνου, καθώς σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα μόνο το άτονο /w/ είναι βραχύ:

1 Tietze 1957:11.
2 Tietze 1957:20, BER «кърпа1».
3 BER «пръч».

4 Dallı 22.

5 Skok «krpuša1»: Prema tom refleksu hrv.-srp. r je nastao iz rumunjskog reduciranog glasa ă [...]. Takova zamjena

postoji i za tur. reducirani glas ı.


6 Hazai & Kappler 660, 661, Petrović 177-8.

7 Για περισσότερα παραδείγματα απο τα σερβοκροάτικα δές Škaljić 37.

/ 125 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα του yanaştĭríp, οπου το /w/ βραχύνεται σε άτονη


θέση (yanaştĭríp), ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την κανονική-του διάρκεια, όταν τονίζεται
(yanaştĭríp).
Φαίνεται δηλαδή οτι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που σχετίζεται με τον
δυναμικό τόνο και την εξασθένηση που αυτός συνεπάγεται για τα άτονα φωνήεντα. Η
εξασθένηση επιβεβαιώνεται απο τον Eckmann (1962α:53) που καταγράφει το bırakmam
της ΣΚΤ ώς brāmam για το ιδίωμα της Αδριανούπολης.
Για τον ίδιο λόγο το bırak ''άστο'' (προστακτική του bırakmak ''αφήνω''), που είδαμε οτι
στη ΒΑ Βουλγαρία προφέρεται ώς bĭrák, αποδίδεται ώς μπράκ [brák] ''άστο'' στα
ιδιώματα του Μόκρου Κοζάνης1 και του Μελένικου της ΝΔ Βουλγαρίας2.
Βέβαια, όσον αφορά τα βόρεια ιδιώματα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι αρχικά
είχαμε κανονική απόδοση του τούρκικου /w/ με ένα απο τα ελληνικά /u/ (Γ:1.4.2.) ή /i/
(Γ:1.4.3.), που κατόπιν σιγήθηκε (δές Γ:2.1.2.)· έτσι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι
το τούρκικο zıvana έδωσε αρχικά το ναουσέικο ζουβανάς, που τελικά εξελίχτηκε στο
βορειοελλαδίτικο ζβανάς με σίγηση του άτονου /u/.
Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε και για την Ήπειρο, οπου το αλβανικό bërrucë
έδωσε το μπρούτσα, ομως ο Οικονόμου (75), που συσχετίζει τους δύο τύπους, λέει
απλώς οτι «το ë αποβάλλεται», χωρίς να εξηγεί άν αναφέρεται στην απόδοση ë> u/i> Ø,
που εξετάζουμε.
Με απόδοση /w/> */u/> Ø θα μπορούσε να ερμηνευτεί και το ναουσέικο κνά (<kına),
καθως μπορεί στη Νάουσα να μιλιέται ένα ημιβόρειο ιδίωμα οπου είναι γενικευμένη μόνο
η στένωση των άτονων /e o/3, ομως δέ λείπουν και οι περιπτώσεις οπου παρατηρούμε
σίγηση των άτονων /u/, ειδικά άν βρίσκονται σε συλλαβή δίπλα στην τονισμένη: π.χ.
βουβάλι> βάλι, γουρουνάρης> γουρνάρης (Γλ.Νάουσ.).
Ομως, στο ιδίωμα της Νάουσας δέν είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα, καθως δίπλα
σε τύπους όπως το γουρνάρης και το γουρνουτόμαρου καταγράφονται και τύποι όπως τα
γουρουνίσκιους & γουρουνίτικους, οπου διατηρείται το άτονο /u/, ενώ στην περίπτωση
των ματικάπι & ματκάπι (<τούρκ. matkap) έχουμε ανάπτυξη /i/.

1 Λαογρ.Μόκρ. 316, 436, Γλ.Μόκρ.


2 Γλ.Μελέν. 98.
3 Κοντοσόπουλος 2000:112.

/ 126 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Επίσης, όσον αφορά τους τουρκισμούς που βασίζονται στο kına, μπορούμε να
παρατηρήσουμε οτι πολλοί απο αυτούς εμφανίζουν σύμπλεγμα /kn/, δηλαδή απόδοση
/w/> Ø, χωρίς οι τύποι να ανήκουν στα ιδιώματα οπου έχουμε γενικευμένη σίγηση των
άτονων /u i/ και συνεπώς χωρίς να μας επιτρέπεται να θεωρήσουμε σίγουρη μια σίγηση
ενός υποθετικού */u/.
Έτσι, το σαμιώτικο κνάς μπορεί να αποδοθεί σε /w/> */u/> Ø, αλλα δέ μπορούμε να
πούμε το ίδιο για το κνάς που καταγράφει ο Σομαβέρα και ανήκει στους διαλεκτικούς
τύπους νότιου φωνηεντισμού.
Συνεπώς, για τις παραπάνω λέξεις δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί απόδοση /w/>
*/u/> Ø, ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το /w/> Ø.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σερβοκροάτικο kna (<kına), που είναι μονοσύλλαβο λόγω
ακριβώς της απόδοσης /w/> Ø.
Κατα την περιγραφή του W. Browne (SlavLang 311), ο σερβοκροάτικος τόνος
χαρακτηρίζεται απο τονικό ύψος (pitch) και μακρότητα (length) και όχι ένταση (intensity),
δηλαδή είναι μουσικός και όχι δυναμικός, κάτι που θα επέτρεπε τη σίγηση του άτονου
φωνήεντος του kına.
Επίσης, ο τόνος εντοπίζεται μόνο στις πρώτες συλλαβές μιας λέξης και στη μοναδική
συλλαβή των μονοσύλλαβων (όπως το kna)· έτσι, σε περίπτωση αρχικής απόδοσης του
/w/ με φωνήεν, θα είχαμε παροξύτονο τύπο, όπως στις περιπτώσεις των kŕna, kána ή
ακόμα και *kúna1 με απόδοση του /w/ με το σερβοκροάτικο /u/ (Γ:1.3.7.4.).
Εκτός απο το σερβοκροάτικο kna, βέβαιη περίπτωση απόδοσης του /w/ με Ø πρέπει
να θεωρηθεί το κυπριακό ζβανάς.
Επίσης, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι οτι και το κοζανίτικο ζβανάς δέν είχε αρχικά /u/ ή
/i/, καθως στα κοζανίτικα τα άτονα κλειστά κατα κανόνα δέ σιγούνται όταν βρίσκονται σε
απόσταση δύο συλλαβών απο τον τόνο, αλλα όχι και όταν βρίσκονται δίπλα του: π.χ.
τσØκάλ΄, αλλα τσουκαλάς (ΛΚΙ).
Επίσης, όσον αφορά την εξέλιξη του ικνά σε ίκνα αντί για *ικούνα ή *ικίνα, μπορούμε
να παρατηρήσουμε οτι επιβεβαιώνει την απόδοση του /w/ με Ø.
Τόσο στα ελληνικά, όσο και στα σερβοκροάτικα και τη βορειοσλαβομακεδονική κοινή
ώς καθαρά φωνηεντικά φωνήματα αναγνωρίζονται τα /a o u e i/ του φωνηεντικού
τριγώνου (ή καλύτερα: λάμδα [Λ] ή βέ [V]).

1 πρβλ. aşkıná> aškúna (Škaljić 37).

/ 127 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Το οτι το τούρκικο /w/ είναι ταυτόχρονα (α) μή ανοιχτό, (β) αστρόγγυλο και ταυτόχρονα
(γ) πισινό είναι ένα γεγονός που το θέτει εκτός των καθιερωμένων αντιστοιχιών σε σχέση
με τα υπόλοιπα μέλη του φωνηεντικού λάμδα, με αποτέλεσμα να μήν αναγνωρίζεται ώς
φωνηεντικό φώνημα και να αποδίδεται πολλές φορές με Ø.
Έτσι, μπορούμε να πούμε οτι τόσο το μή ανοιχτό κεντρικό στα σερβοκροάτικα και τη
βορειοσλαβομακεδονική κοινή, όσο και το /w/ στα κοζανίτικα αποτελούν περιθωριακούς
(marginal: SlavLang 252) φθόγγους σε σχέση με τα μέλη του φωνηεντικού λάμδα, καθως
το σλάβικο κεντρικό απαντά μόνο ώς «φωνηεντικό στήριγμα» του συλλαβικού r1 και γι’
αυτό οι Landau, Lončarić, Horga & Škarić το χαρακτηρίζουν «nonphonemic» (HIPA 67),
ενώ ο κοζανίτικος φθόγγος απαντά μόνο σε συγκεκριμένες (δάνειες) λέξεις και σε
συγκεκριμένη (τονισμένη) θέση (Γ:1.4.4.).2
Ενδεικτικό για την περιθωριακότητα του /w/ στα κοζανίτικα είναι οτι προφέρεται
ανοιχτότερο σε άτονη θέση (Γ:1.4.5.), κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το ένα απο τα δύο
βασικά χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού, που προβλέπει κλείσιμο ή απώλεια
για τα άτονα φωνηέντα (δές Γ:2.1.2.).
Η περιθωριακότητα του κοζανίτικου /w/ γίνεται σαφέστερη άν εξετάσουμε γλώσσες
όπως η κοινή βουλγαρική και η αρωμουνική, που διαθέτουν το αντίστοιχο του /w/,
δηλαδή ένα μή ανοιχτό κεντρικό φωνήεν.
Η κοινή βουλγαρική διαθέτει έξι φωνήεντα μπροστινού /e i/, κεντρικού /a ă/ και
πισινού/στρογγυλού χαρακτήρα /o u/, που απαρτίζουν ένα συμμετρικό φωνηεντικό
σύστημα, οπου παρατηρείται το αναμενόμενο κλείσιμο των άτονων φωνηέντων: έτσι, το
ανοιχτό /a/ και τα ημίκλειστα /e o/ προφέρονται προσεγγίζοντας τον βαθμό ανοίγματος
του αντίστοιχου ημίκλειστου /ă/ και των κλειστών /i u/ (SlavLang 190, HIPA 56).
Η αρωμουνική διαθέτει τα πέντε φωνήεντα του φωνηεντικού τριγώνου (a, o, u, e, i) και
επιπλέον άλλα δύο κεντρικά φωνήεντα, μεσαίου (ă) και μικρού βαθμού ανοίγματος (î)·
όπως στην κοινή βουλγαρική, έτσι και στην αρωμουνική τα άτονα ημίκλειστα o & e
κλείνουν σε u & i, ενώ το άτονο ανοιχτό a δίνει το ημίκλειστο ă.3

1 Κοντοσόπουλος 1998(β):461-2.
2 Επίσης, ο Αλμπανούδης θεωρεί περιφερειακό τον μή ανοιχτό κεντρικό φθόγγο του μοναστηριώτικου ιδιώματος που
αποδίδει το τούρκικο /w/: Γλ.Μοναστ. 96, 101-2.
3 Ν. Κατσάνης, Βλάχοι-κουτσοβλαχική γλώσσα: Ελληνική Διαλεκτολογία 5 (1996-1998): σελ. 50, 53-4.

/ 128 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Δηλαδή στα βουλγάρικα και τα βλάχικα έχουμε /a e o/> /ă i u/, ενώ στην Κοζάνη /e o/>
/i u/, αλλα /a/ </w/, κάτι που αποδεικνύει οτι ακόμα και στα κοζανίτικα το /w/ δέν είναι
ομαλά ενταγμένο.
Κρίσιμος παράγοντας για την απόδοση του τούρκικου /w/ με Ø είναι το κατα πόσο
προκύπτουν ανεκτά συμφωνικά συμπλέγματα: εφόσον το [kn] είναι ανεκτό στη νέα
ελληνική1, δέν είναι απολύτως απαραίτητη η παρουσία ενός φωνήεντος που θα διασπά
το σύμπλεγμα, με αποτέλεσμα το kına να δίνει χωρίς πρόβλημα το κνά.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το άτονο αλβανικό ë, που μπορεί να σιγείται ανάμεσα
σε δύο σύμφωνα που ακολουθούνται απο ένα φωνήεν, μόνο ομως όταν δέν προκύπτουν
δυσπρόφερτα συμπλέγματα 2 , π.χ. ağızotu> agëzot 3 > agzot & kaldırım> *kalldërëm>
kalldrëm.
Επίσης, οι δύο σλάβικοι φθόγγοι jer στα σερβοκροάτικα σιγούνται, μόνο όταν δέν
προκύπτουν συγκεκριμένα συμπλέγματα (SlavLang 309).
Τέλος, μπορούμε να προσθέσουμε οτι και στα βόρεια ιδιώματα η σίγηση του /i/
εξαρτάται απο το άν προκύπτουν δυσπρόφερτα συμπλέγματα, πρβλ. τα
δυτικομακεδόνικα μιντέρ΄ & μιντζέρ’ (Γ:2.4.5.2.).

Γ:1.4.7. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.4.7.1. Όπως θα δούμε παρακάτω, το καταφυγιώτικο αβζάτ΄ αντιστοιχεί στο κοινό


τούρκικο ağızotu (Γ:2.2.4.1.), που στα Βαλκάνια είχε τη μορφή *avızotu ή *avuzotu,
καθως βασίστηκε στους τύπους avız & avuz, που είναι διαλεκτικές ποικιλίες του κοινού
ağız, με /γ/ > /v/ (Β:1.20.5.).
Σε τύπο με /w/ πρέπει να αποδώσουμε το καρπ. α(β)ιντζέττον, αλλα και όλους τους
ελληνικούς τύπους με /i/4, που είδαμε οτι αποτελεί κανoνική απόδοση του /w/ (Γ:1.4.3.).
Σπανιότεροι είναι οι ελληνικοί τύποι με /u/ (π.χ. καρπ. αβουτζέττον5), τους οποίους θα
μπορούσαμε να αποδώσουμε σε τούρκικο τύπο με /u/, αλλα οπωσδήποτε δέ μπορεί να
αποκλειστεί και σε αυτές τις περιπτώσεις η απόδοση ενός /w/ με το ελληνικό /u/
(Γ:1.4.2.).

1 πρβλ. ΚΝΕ τσουκνίδα & tekne> τεκνές (Somavera 404).


2 Newmark xii, lxix-lxx.
3 Boretzky 1975:235.

4 δές Κυρανούδης 2009:209 (οπου και οι τύποι αγιζότι/αγ΄ζότ’, αγγιζότι, αβιζότι & αβιζότο του ΙΛΝΕ).

5 δές επίσης αγουζέτι (ΙΛΝΕ «αγιζότι»).

/ 129 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.4.

Έτσι, το αβØζάτ΄ μπορεί να αποδίδει (α) ένα *avızotu με /w/> Ø (Γ:1.4.6.) ή (β) να
προέρχεται απο ένα αρχικό *αβιζότ΄ 1 (<*avızotu) ή *αβουζότ΄ (<*avızotu/*avuzotu) με
σίγηση των άτονων /i/ ή /u/ (δές Γ:2.4.1. & Γ:2.6.1.).

Γ:1.4.7.2. Το κοζανίτικο βακΐτ΄ (του βακΐτ΄ μισ΄μέρ΄) αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο vakit
(του öğle vakti), ομως δέν πρόκειται για απόδοση του τούρκικου /i/ με το κοζανίτικο ΐ και
πρέπει να συνδέσουμε το βακΐτ΄ με το βαλκανικό τούρκικο vakıt, που προέρχεται απο το
vakit με προχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.) και καταγράφεται και στα οθωμανικά λεξικά
του Redhouse και του Χλωρού.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι το vakıt μαρτυρείται και απο
άλλες βαλκανικές γλώσσες, καθως, εκτός απο το κοζανίτικο βακΐτ΄, έδωσε και τα σλάβικα
vakăt & vakat.

Γ:1.4.7.3. Το κοζανίτικο ταχΐν΄ αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο tahin, ομως δέν υπάρχει
περίπτωση απόδοσης του τούρκικου /i/ με το κοζανίτικο ϊ.
Έτσι, πρέπει να συνδέσουμε το ταχΐν΄ με το tahın, που καταγράφεται στα οθωμανικά
λεξικά του Redhouse και του Χλωρού και προέρχεται απο το tahin με προχωρητική
αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι το tahın αντανακλάται και σε
άλλες βαλκανικές γλώσσες, καθως έδωσε και τα taxăn, tahân & tăhîne.

Γ:1.4.7.4. Ενδεχομένως σε απόδοση του τούρκικου /w/ οφείλεται και το /a/ του
κοζανίτικου καλαούης, αλλα μπορούν να δοθούν και διαφορετικές ερμηνείες, όπως θα
δούμε παρακάτω (Γ:2.2.4.6.).

Γ:1.4.7.5. Ενδεχομένως σε απόδοση του /w/ οφείλεται και το [i] των πατλιτζιάν΄ &
τσινάρ’, αλλα μπορεί να δοθεί και διαφορετική ερμηνεία, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.4.4.).

Γ:1.4.7.6. Ενδεχομένως σε απόδοση του /w/ οφείλεται και το [u] των τσιουκρίκ΄,
τσιουπλάκ΄ & τσιουράκ΄, που προέρχονται απο τα çıkrık, çıplak & çırak (Γ:1.4.2.), αλλα
δέν αποκλείεται το τσιου- να αποτελεί εξέλιξη ενός αρχικού *τσι- (δές Γ:1.9.4.4.) με
απόδοση του /w/ με [i] (Γ:1.4.3.) και συνεπώς να είχαμε çıkrık> τσικρίκ΄> τσιουκρίκ΄,
çıplak> *τσιπλάκ΄> τσιουπλάκ΄ & çırak> *τσιράκ΄ (ΚΝΕ τσιράκι)> τσιουράκ΄.

1 πρβλ. αβιζότι (ΙΛΝΕ «αγιζότι»).

/ 130 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.5.

Γ:1.5. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <i>

Γ:1.5.1. Το i αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο κλειστό [+μπροστινό], [-στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
ανοιχτό /e/ (Γ:1.3.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-μπροστινό] /w/ (Γ:1.4.) και
(γ) ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [+στρογγυλό] /ü/ (Γ:1.9.).

Γ:1.5.2. Το τούρκικο /i/ είναι κλειστό, μπροστινό και αστρόγγυλο (Γ:1.5.1.), όπως και το
ελληνικό /i/ και γι’ αυτό το τούρκικο /i/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /i/, που
μπορεί να διατηρείται ή να σιγείται σε άτονη θέση (δές Γ:2.4.1.), με αποτέλεσμα να
έχουμε τις παρακάτω αντιστοιχίες:
(α) Σε τονισμένη θέση αποδίδεται κατα κανόνα με το ελληνικό /i/ ([í]): yemiş> γιμίσ΄,
ibrik> γιουμπρίκ΄, geriz> γκιρίζ’, kilim> κιλίμ΄, meşin> μισίν΄, müzevir> μουζαβίρς, beşik>
μπισίκ΄, tebeşir> ντιμπισίρ’, eksik olsun> ξίκλουσουν, peşkir> πισκίρ’, piç> πίτσ΄κου,
ped(i)rik> πιτρίκ΄, sicim> σιτζίμ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, telâtin> τιλιατίν΄, terlik>
τιρλίκ΄, çeşit> τσιασίτ΄.
(β) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται με το ελληνικό [i]: zahire> ζαχιρές, ilâç>
ιλιάτσ΄, imambayıldı> ιμάμ μπαϊλντΐ, ihram> ιχράμ΄, kira> κιράς, kiracı> κιρατζής, kilim>
κιλίμ΄, kehribar> κιχριμπάρ΄, libade> λιμπαντές, millet> μιλέτ΄, binek> μπινέκ΄, binlik>
μπινλίκ΄, nişan> νισιάν΄, nişadır> νισιαντίρ΄, *pineğet> πινέτα, peynirli> πινιρλί, silâh>
σιλιάχ΄, simitçi> σιμτσής, sicim> σιτζίμ΄, şahnişin> (şehnişin>) σιχνισίν΄, taksirat>
ταξιράτ’, çile> τζιλές, cilâ> τζιλιάς, çivi> τσιβί, çimenlik> τσιμιλίκ΄, çini> τσινί, çifte>
τσιφτές, çif(t)çi> τσιφτσής.
(γ) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται στα ελληνικά και με Ø: katife> κατ΄φές, divar>
ντ΄βάρ΄, pilâv> πλιάφ΄, simitçi> σιμτσής, simit> σ΄μίτ΄, sini> σ΄νί, çini> τσ΄νί.

Γ:1.5.3. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /i/ μπορεί
να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [u] (çivi> τσιουβί, çiflik> τσιουφλίκ΄, çifte>
τσιουφτές), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).

Γ:1.5.4. Όπως θα δούμε παρακάτω, πολλές φορές δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα


στα άτονα /i/ που δέ σιγούνται και τα άτονα /e/, που επίσης προφέρονται [i] (Γ:2.4.3.,
Γ:2.4.5.2.).

/ 131 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.6.

Γ:1.6. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <o>

Γ:1.6.1. Το o αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ανοιχτό [+πισινό], [+στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
κλειστό /u/ (Γ:1.8.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-πισινό] /ö/ (Γ:1.7.) και (γ)
ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [-στρογγυλό] /a/ (Γ:1.2.).
Τα ανοιχτά στρογγυλά /o ö/ απαντούν μόνο στην πρώτη συλλαβή των τούρκικης
προέλευσης λέξεων1 κι έτσι στα επιθήματα μπορούν να εναλλάσσονται όλα τα κλειστά /w
i u ü/, αλλα απο τα ανοιχτά μόνο τα αστρόγγυλα /a e/ (Γ:1.1.2.3.).
Ίσως στο οτι τα /o ö/ απαντούν μόνο στην πρώτη συλλαβή οφείλεται το οτι η τροπή /u
ü/ > /o ö/ παρατηρείται πολλές φορές στην πρώτη συλλαβή (π.χ. bugün> bogün)2, ενώ
σε περιπτώσεις όπως των burani> borani, sufra> sofra & zukak> sokak3 την τροπή /u/ >
/o/ μπορούμε να την αποδώσουμε και σε υποχωρητική αφομοίωση απο τον βαθμό
ανοίγματος του /a/ (Γ:1.1.2.2.).
Επίσης, τα /o ö/ μπορούν να στενώνονται σε /u ü/, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο
στις βαλκανικές τούρκικες διαλέκτους4: π.χ. çocuk> çucuk5, dökme> dükme, öper> üper6
& τούρκδ. baba> τούρκδ. boba> τούρκδ. buba.

Γ:1.6.2. Το κοζανίτικο /o/ είναι ένα μή κλειστό πισινό στρογγυλό φωνήεν, όπως και το
τούρκικο /o/ και γι’ αυτό το τούρκικο /o/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /o/,
που προφέρεται [ó] ή [u] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (δές Γ:2.5.1.):
poyras/poyraz> απόιρας, yonca> γιόντζια, yorgan> γιουργάν΄, ağızotu> γκζότ΄, koş>
κόσια, koşmak> κουσεύου/κόσιψα, limontozu> λιμόν΄-τουζού, mayhoş> μουχόζ΄κους,
borç> μπόρτζ΄, boya> μπουιά, bohça> μπουχτσιάς, oda> νουντάς, doğramacı>
ντουγραματζής, eksik olsun> ξίκλουσουν, orman> ουρμάν΄, ocak> ουτζιάκ΄, potur>
πουτούρ’, serpoş> σιαρπόζ΄, soy> σόι, sokak> σουκάκ΄, tarator> ταρατόρ΄, toz> τόζ’,
top> τόπ’ & τόπα, çoban> τσιουμπάνους, çocuklar> τσιουτζιουκλάργια.

1 Clauson viii, TurkGram 10.


2 Eckmann 1950:6, 1960:191-2, 1962α:47-8, Συμεωνίδης 1971-72:84-5, 104, Γεωργιάδης 113-4.
3 Για περισσότερα παραδείγματα δές Συμεωνίδης 1971-72:84-5, 104 & Γεωργιάδης 113-4.

4 δές π.χ. Eckmann 1950:6, 1960:191, 1962α:47, 1962β:113, Hazai 1959:209, Συμεωνίδης 1971-72:102, Olcay 14,

Kalay 33, 34, Κυρανούδης 1998:123-4.


5 Olcay 59.

6 Elçin 246.

/ 132 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.7.

Γ:1.6.3. Περιπτώσεις απουσίας του αναμενόμενου άτονου αρκτικού ου- απο ουδέτερα,
όπως των orman> ρμάν΄ (πρβλ. ουρμάν΄) & ocak> τζιάκ΄ (πρβλ. ουτζιάκ΄) μπορούμε να
τις αποδώσουμε σε επανανάλυση των έναρθρων τύπων του ενικού, οπου το αρκτικό ου-
αναλύεται ώς μέρος του, επίσης άτονου, άρθρου, όπως συνέβη και με το ΚΝΕ τζάκι
(Γ:2.7.2.): τ’ ουρμάν΄> του ρμάν΄, τ’ ουτζιάκ΄> του τζιάκ΄, *τ’ οτζάκι> το τζάκι.

Γ:1.6.4. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /o/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (çoban ~ τζιμπάνους, çocuklar ~
τζιτζικλάργια, çorap ~ τσιράπ’), κάτι που θα δούμε παρακάτω οτι οφείλεται σε ελληνικό
φαινόμενο (Γ:1.9.4.4.).

Γ:1.6.5. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.6.5.1. Στην περίπτωση του αβζάτ΄ (<*avı(u)zotu) πιθανότατα έχουμε μια


φαινομενική απόδοση του τούρκικου /o/ με το ελληνικό /a/, που πρέπει να το
θεωρήσουμε υστερογενές, όπως θα δούμε παρακάτω (Γ:2.2.4.1.).

Γ:1.6.5.2. Ενδεχομένως το [u] του σιατιστινού τσιουσ΄μές οφείλεται σε κανονική


απόδοση του άτονου /o/ του διαλεκτικού çoşme, αλλα μπορεί να δοθεί και διαφορετική
ερμηνεία (Γ:2.6.9.2.).

Γ:1.7. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ö>

Γ:1.7.1. Το ö αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο ανοιχτό [+μπροστινό], [+στρογγυλό]


φωνήεν, για του οποίου τη φωνητική και φωνολογική απόδοση εδώ χρησιμοποιείται το
<ö>, ενώ στο ΔΦΑ αποδίδεται με το <œ> ή το <ø> (HIPA ix, 155, TurkLang 203,
TurkGram 9, ShW 71).
Το /ö/ φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [-
στρογγυλό] /e/ (Γ:1.3.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-μπροστινό] /o/ (Γ:1.6.)
και (γ) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το κλειστό /ü/ (Γ:1.9.), αλλα είδαμε
παραπάνω οτι υπάρχει και μιά ρευστότητα ανάμεσα στο /ö/ και το /ü/ (Γ:1.6.1.).

Γ:1.7.2. Το κοζανίτικο /o/ είναι ένα μή κλειστό στρογγυλό φωνήεν, όπως και το
τούρκικο /ö/ και γι’ αυτό το τούρκικο /ö/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /o/,
που προφέρεται [ó] ή [u] σε τονισμένη και άτονη θέση αντίστοιχα (πρβλ. Γ:1.6.2.): gök
at> Γκιόκας, göl> γκιόλ΄, gölcük> γκιουλτζίκ΄, *gösem> γκιουσέμ΄, köşe> κιουσές,
döşek> ντουσέκ΄, örnek> ουρνέκ΄, çöz> τσιόζια, cöp> τζιόπς, çöktü>
τσιουκτίζου/τσιόκ.τσα.

/ 133 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.8.

Γ:1.7.3. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.7.3.1. Η απουσία του αναμενόμενου άτονου αρκτικού ου- απο το σιατιστινό ρνέκ΄
(<ουρνέκ΄ <örnek: Γ:1.7.2.) οφείλεται σε επανανάλυση του έναρθρου μονοπτωτικού
ενικού, οπου το αρκτικό ου- θεωρήθηκε μέρος του άρθρου (Γ:2.7.2.): τ’ ουρνέκ΄> του
ρνέκ΄.

Γ:1.7.3.2. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως τα [ǵ ḱ], το άτονο τούρκικο /ö/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (gözleme> γκιζλιμές, *gösem> γκισέμ΄,
köfte> κιφτέδα), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).

Γ:1.8. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <u>

Γ:1.8.1. Το u αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο κλειστό [+πισινό], [+στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
ανοιχτό /o/ (Γ:1.6.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-πισινό] /ü/ (Γ:1.9.) και (γ)
ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [-στρογγυλό] /w/ (Γ:1.4.).

Γ:1.8.2. Το τούρκικο /u/ είναι κλειστό, πισινό και στρογγυλό (Γ:1.8.1.), όπως και το
ελληνικό /u/ και γι’ αυτό το τούρκικο /u/ συμπεριφέρεται όπως το δυτικομακεδόνικο /u/,
που μπορεί να διατηρείται ή να σιγείται σε άτονη θέση (δές Γ:2.6.1.), με αποτέλεσμα να
έχουμε τις παρακάτω αντιστοιχίες:
(α) Σε τονισμένη θέση αποδίδεται κατα κανόνα με το ελληνικό /u/ ([ú]): zabun>
ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους, zakkum> ζουκούμ΄, kulağuz> καλαούης, karpuz>
καρπούζ΄, konuştu> κουνούσ.τσα, kopuk> κουπούκ΄, koşu> τα κουσιού, kuskun>
κουσκούν΄, Lâhur> λαχούρ΄, limontozu> λιμόν΄-τουζού, mahmuz> μαχμούζ΄, musluk>
μουσλούκ΄, baykuş> μπαϊκούης, bodrum> μπουντρούμ΄, doğru/dōru> (dūru>)
ντου(γ)ρού, uğursuz> ουρσούηζ(ς), uğursuzluk> ουρσουζλούκ΄, papuç> παπούτσ’, pul>
πούλ΄, potur> πουτούρ’, senduk> σιντούκ΄, sucuk> σιουτζιούκ΄, tuzla> τούζλα, tulum>
τουλούμ΄, çul> τσιούλ΄, havuz> χαβούζ΄, huy> χούι, huylu> χουιλού(ς).
(β) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται με το ελληνικό [u]: gülsuyu>
γκιούλτσουι/γκιλτσουί, zabunluk> ζαμπουνλίκ΄, kavurma> καβουρμάς, *kalpuzan>
καλπουζάν.τς & καλπουζάνους, kuv(v)et> κουβέτ’, konuştu> κουνουστώ, kurban>
(gurban>) κουρμπάν΄ & γκουρμπάν΄, kuskun> κουσκούν΄, mahmur> μαχμουρλούς,
musluk> μουσλούκ΄, mutafçı> μουταφτσής, muhabbet> μου(χ)αμπέτ’, bunar> μπουνάρ΄,

/ 134 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

burma> μπουρμάς, eksik olsun> ξίκλουσουν, uğursuzluk> ουρσουζλούκ΄/ουρσουζλίκ΄,


usta> ουστάς, sucuk> σιουτζιούκ΄, suret> σουρέτ’, cuma> Τζιουμάς, tulum> τουλούμ΄,
uçur(t)ma> τσιουρμάς, huylu> χουιλού(ς).
(γ) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται στα ελληνικά και με Ø: bunar> μπνάρ’, mutaf>
μτάφ΄, duvar> ντβάρ’, papuççu> παπτσής, tutkal> τκάλ΄, tufan> τφάν΄.

Γ:1.8.3. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:1.8.3.1. Όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, όπως το [ć], το άτονο τούρκικο /u/
μπορεί να αντιστοιχεί και σε δυτικομακεδόνικο [i] (çocuklar> τζιτζικλάργια, sucuk>
σιτζιούκ΄), κάτι που οφείλεται σε ελληνικό φαινόμενο, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.9.4.4.).

Γ:1.8.3.2. Το uğursuzluk είδαμε οτι δίνει κανονικά τον τύπο ουρσουζλούκ΄ σε κάποια
δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, ομως σε άλλα δίνει τον τύπο ουρσουζλίκ΄, ενώ αντίστοιχα το
zabunluk δίνει το ζαμπουνλίκ΄ στο Βελβεντό.
Εδώ δέν έχουμε να κάνουμε με φωνητική, αλλα με μορφολογική προσαρμογή, δηλαδή
δέν έχουμε απόδοση του τούρκικου /u/ με το ελληνικό /i/, αλλα προσαρμογή του
επιθήματος -lºk (ή <-lIk>) με τη μορφή -λίκ΄, όπως θα δούμε παρακάτω (Γ:1.9.4.5.).

Γ:1.8.3.3. Την απουσία του αναμενόμενου άτονου αρκτικού *ου- απο το τσιουρμάς
(<*ουτσιουρμάς <uçur(t)ma) μπορούμε να την αποδώσουμε σε ανάλυσή-του ώς άρθρου
ονομαστικής ενικού (Γ:2.7.4.).

Γ:1.8.3.4. Στην περίπτωση των mukavva> μακαβάς πιθανότατα έχουμε μια


φαινομενική απόδοση του τούρκικου /u/ με το ελληνικό /a/, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:2.2.4.7.).

Γ:1.9. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ <ü>

Γ:1.9.1. Το ü αποδίδει γραφηματικά το τούρκικο κλειστό [+μπροστινό], [+στρογγυλό]


φωνήεν, που φωνολογικά αντιδιαστέλλεται (α) ώς προς τον βαθμό ανοίγματος απο το
ανοιχτό /ö/ (Γ:1.7.), (β) ώς προς τον τόπο άρθρωσης απο το [-μπροστινό] /u/ (Γ:1.8.) και
(γ) ώς προς τον τρόπο άρθρωσης απο το [-στρογγυλό] /i/ (Γ:1.5.).
Για τη φωνητική και φωνολογική-του απόδοση εδώ χρησιμοποιείται το <ü> (ΔΦΑ <y>:
HIPA ix, 155, TurkGram 9, ShW 71).

Γ:1.9.2. Το τούρκικο /ü/ είναι κλειστό και στρογγυλό (Γ:1.8.1.), όπως και το ελληνικό /u/
και γι’ αυτό το τούρκικο /ü/ αποδίδεται με το ελληνικό /u/, που μπορεί στα

/ 135 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

δυτικομακεδόνικα ιδιώματα να διατηρείται ή να σιγείται σε άτονη θέση (πρβλ. Γ:1.8.2.), με


αποτέλεσμα να έχουμε τις παρακάτω αντιστοιχίες:
(α) Σε τονισμένη θέση αποδίδεται με το [ú]: gülsuyu> γκιούλτσουι, künk> κιούν(γ)κ΄,
küp> κιούπ΄, kütük> κτούκ΄, küspe> κούσπα, mülk> μούλκ΄, *müflüz> μουφλιούηζς,
bölük> μπλούκ΄/μπλιούκ΄, sürgün> σουργκούν’, türlü> τουρλιού, çürük> τσιουρούκ΄,
çürüklük> τσιουρουκλούκ΄, tüfek> ντουφέκι> παλιουντούφικου, cümbüş> τζιουμπούσ΄.
(β) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται με το [u]: güveç> γκιουβέτσ΄, gürültü>
γκιουρλουτί, yürüdü> ιουρντώ, yürüdü> ιρουντώ, müzevir> μουζαβίρς, mülâyim>
μουλαΐμς & μουλαΐμκους> μουλαΐνγκους, müşevveş> μουσιαφέζ’κους, *müflüz>
μουφλιούηζς, bürüncük> μπρουντζίκ΄, düzdü> ντουζτζίζου, dübek> ντουμπέκ΄, dünya>
ντουνιάς, şübhe> σιουμπιές, sürgün> σουργκούν’, sürdü> σουρντίζου, üstübeç>
στουμπέτσ΄, cübbe> τζιουμπές, cümbüş> τζιουμπούσ΄, cüzdan> τζιουντάν΄, cüce>
τζιουτζές, türlü> τουρλιού, çürük> τσιουρούκ΄.
(γ) Σε άτονη θέση μπορεί να αποδίδεται και με Ø: yürüdü> ιουρντώ, kütük> κτούκ΄,
bürüncük> μπρουντζίκ΄, tüfek> ντουφέκι> τ΄φέκ΄, hüner> χουνέρι> χνέρ’.

Γ:1.9.3. Η απουσία του αναμενόμενου άτονου αρκτικού *ου- απο το στουμπέτσ΄


(<*ουστουμπέτσ΄ <üstübeç: Γ:1.9.2.) οφείλεται σε επανανάλυση του έναρθρου
μονοπτωτικού ενικού, οπου το αρκτικό ου- θεωρήθηκε μέρος του άρθρου (Γ:2.7.2.): *τ’
ουστουμπέτσ΄> του στουμπέτσ΄.

Γ:1.9.4.1. Ο Κυρανούδης (1995:7, 19) παρατηρεί για το Σουφλί απόδοση του /ü/ με /ju/
ή /i/: müdür> Μιντιούρς, mühür> μιχιούρ΄ & zümbül1> ζιουμπίλ΄.
Άν θεωρήσουμε οτι ένα ουρανικό σύμφωνο πρίν απο [u] οφείλει την ουράνωσή-του σε
ένα μπροστινό ημίφωνο, οι περιπτώσεις οπου θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι
έχουμε απόδοση του /ü/ με /ju/ ή [i] είναι (α) όταν έχουμε τα ουρανικά σύμφωνα [dź ć ś ǵ
ḱ l΄] που ακολουθούνται απο [u] ή [i], (β) τα γκιουλτζίκ΄, μπρουντζίκ΄ & μπλίκ΄ και (γ) το
κοζανίτικο τιτιούν΄.

Γ:1.9.4.2. Απο περιπτώσεις όπως των bütün> μπιτούνκου στην περιοχή των
Γρεβενών2 τεκμηριώνεται η απόδοση /ü/ > [i], ομως στα κοζανίτικα φαίνεται οτι έχουμε

1 Πρέπει να αποδώσουμε σε δακτυλογραφική αβλεψία την αναφορά του κοινού sümbül, αντί του διαλεκτικού zümbül,
που ομως δέν παραλείπει να δώσει στη σελ. 49.
2 Γλ.Βιβ., ΓρεβΤουρκ 193.

/ 136 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

μόνο φαινομενικές αποδόσεις του /ü/ με /ju/ & [i], καθως όλες οι παραπάνω περιπτώσεις
επιδέχονται διαφορετικών ερμηνειών, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Ακόμα και η απόδοση /ü/ > /ju/ στην περίπτωση των tütün ~ τιτιούν΄ είναι αμφίβολη,
παρότι υπάρχουν διαθέσιμες ουρανικές πραγματώσεις για όλα τα σύμφωνα στα
κοζανίτικα1.
Χαρακτηριστικό είναι οτι η δύναμη της συνήθειας να αποδίδεται το /ü/ με το ελληνικό
/u/ οδήγησε περιστασιακά ακόμα και σε απώλεια της τούρκικης ουρανικότητας: έτσι, σε
περιπτώσεις όπως των sürgün> σουργκούν’ (Β:1.9.2.) & küspe> κούσπα (Β:1.13.2.) το
/ü/ αποδόθηκε με το /u/, ενώ στα τούρκικα [ǵ] & [ḱh] αναγνωρίστηκαν τα φωνήματα /g/ &
/k/, που αποδόθηκαν με τα υπερωικά [g] & [k].

Γ:1.9.4.3. Όσον αφορά τα ουρανικά [dź ć ś ǵ ḱ l΄] που ακολουθούνται απο [u]
(Γ:1.9.4.1.), πρέπει να σημειώσουμε οτι τα δυτικομακεδόνικα σύμφωνα δέν είναι
απαραίτητο να συνδεθούν με απόδοση του /ü/, ενώ είναι βέβαιο οτι αποδίδουν τα
αντίστοιχα τούρκικα, π.χ. σε περιπτώσεις όπως των cübbe> τζιουμπές, çürük>
τσιουρούκ΄, şübhe> σιουμπιές, güveç> γκιουβέτσ΄, küp> κιούπ΄, bölük> μπλιούκ΄.
Αυτό σημαίνει οτι τα /dž č š/ αποδίδονται με τα [dź ć ś], ακόμα και πρίν απο τα πισινά
/a o u/ (Β:1.4.2., Β:1.5.2., Β:1.19.2.)· επίσης, τα τούρκικα /g k l/ έχουν ουρανικές
πραγματώσεις πρίν απο μπροστινά φωνήεντα (όπως το /ü/), ενώ τα δυτικομακεδόνικα
ουρανικά [ǵ ḱ l΄] αποδίδουν σχεδόν πάντα τα τούρκικα [ǵ ḱh l΄], ανεξάρτητα απο το άν
ακολουθεί ü, û ή â (Β:1.9.2., Β:1.13.2., Β:1.14.3.).
Τέλος, απο περιπτώσεις όπως των sürgün> σουργκούν’ γίνεται ξεκάθαρο οτι το /ü/ δέ
μπορεί να δώσει /ju/, του οποίου το ημίφωνο θα ουρανικοποιούσε το συριστικό /s/.

Γ:1.9.4.4. Όσον αφορά τα γκιβέτσ΄, γκιβιζί, γκιβιντίζουμι, γκιλτσουί, γκιλουρντί,


ιρουντώ & σιμπιές, οπου έχουμε [i] μετά απο ουρανικό σύμφωνο (Γ:1.9.4.1.), μπορούμε
να θεωρήσουμε οτι αποτελούν εξέλιξη αντίστοιχων τύπων με ουρανικό σύμφωνο που
ακολουθείται απο [u]:
Ο Κυρανούδης (1995:17, 18, 19) θεωρεί οτι περιπτώσεις όπως των σουφλιώτικων
güveç> γκιβέτσ΄ & çörek> τσιρέκ΄ οφείλονται στην απόδοση των /ü/ & /ö/ με /i/ και με
αυτό τον τρόπο φαίνεται οτι θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει και τα δυτικομακεδόνικα
γκιβέτσ΄, γκιλτσουί (κλπ.).

1 δές π.χ. Β:1.6.2., Β:1.7.2..

/ 137 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

Όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (1995:15-7), το τούρκικο /e/ δίνει στα σουφλιώτικα


/(j)u/, όταν προηγείται ουρανικό (όπως [ḱ ǵ]) ή παχύ συριστικό (όπως [ś ć]), ειδικά όταν
μετά το φωνήεν ακολουθεί χειλικό σύμφωνο: π.χ. kelek> κιουλέκ΄, çember> τσιουμπέρ΄
& şerbet> σιουρμπέτ΄.
Ο Κυρανούδης (1995:17) πιθανολογεί οτι σε περιπτώσεις όπως των güveç>
γκιουβέτσ΄/γκιβέτσ΄ η διπλοτυπία οφείλεται στην απόδοση του /ü/ τόσο με /ju/, όσο και με
/i/ (Γ:1.9.4.1.) και οτι αναλογικά «φαίνεται πως» προέκυψαν τύποι όπως τσιουμπέρ΄ &
σιουρμπέτ΄.
Εξετάζοντας το διαλεκτικό υλικό ο Κυρανούδης (1995:16) παρατηρεί σωστά οτι το ίδιο
φαινόμενο παρουσιάζεται και σε ελληνικές λέξεις, όπως τα γιουφύρ΄ (<γεφύρι),
γιουμάτους (<γεμάτος), γιόμα (<γεύμα), γιουματίζου (<γευματίζω) που καταγράφονται
για την Κοζάνη (ΛΚΙ) και τα νεοελληνικά γιοφύρι (<γεφύρι) & γιομάτος (<γεμάτος), που
επιβεβαιώνουν οτι τα βόρεια [i] & [u] αντιστοιχούν στα ΚΝΕ /e/ & /o/.
Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε (α) οτι το gerdan έδωσε το βελβεντινό γκιρντάν΄
{γκερντάνι}, που κατόπιν εξελίχτηκε σε γκιουρντάν΄ {γκιορντάνι} (ΚΝΕ γιορντάνι) και (β)
οτι το τσιρτσιβές εξελίχτηκε στην Κοζάνη σε τσιουρτσιουβές, ενώ κατα τον ίδιο τρόπο
μπορούμε να συνδέσουμε το κοζανίτικο γκιουβρέκ΄ (στα Βουρλά γκιοβρέκι) με το
συνώνυμο τούρκικο gevrek μέσω του αναμενόμενου γκιβρέκ΄ (που καταγράφεται για την
Κομοτηνή).
Επίσης, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι τα δυτικομακεδόνικα τσιουβί, τσιουφλίκ΄ &
τσιουφτές προέρχονται απο τα çivi, çiflik & çifte μέσω των τύπων τσιβί, *τσιφλίκ΄ (ΚΝΕ
τσιφλίκι) & τσιφτές.
Το κενό στην ερμηνεία του Κυρανούδη είναι οτι δέ συσχετίζει διπλοτυπίες
κληρονομημένων λέξεων, όπως γιοφύρι/γεφύρι & γιομάτος/γεμάτος, με τις διπλοτυπίες
τουρκισμών, όπως γκιουβέτσ΄/γκιβέτσ΄, με αποτέλεσμα να μή μπορεί να δώσει μια
συνολική ερμηνεία1, ενώ είναι προφανές οτι σε πάρα πολλά βόρεια ιδιώματα (ανάμεσα
στα οποία βρίσκονται τόσο το σουφλιώτικο ιδίωμα, όσο και τα δυτικομακεδόνικα) υπάρχει
μια ρευστότητα ανάμεσα ανάμεσα στο Σ΄u και το Σ΄i, κάτι που έχει το αντίστοιχό-του και
σε νότιου τύπου διαλέκτους (π.χ. γκιοβρέκι, γιομάτος κλπ.).

1 Χαρακτηριστικά μπορούμε να σημειώσουμε οτι ακόμα και ο ίδιος ο Κυρανούδης (1995:17) υποστηρίζει διστακτικά την
ερμηνεία-του: πρβλ. «είναι πιθανό οτι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε αναλογία» & «...ίσως χρησίμευσαν ώς
πρότυπα...».

/ 138 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι το φαινόμενο είναι ακόμα πιό γενικευμένο, καθως
δέν αφορά μόνο τα άτονα /e o/, αλλα και τα τονισμένα /é ó/ & /í ú/: π.χ. (α) το Γιώργος
εξελίχτηκε σε Γέργους στον Πολύγυρο1, (β) το γκιούμ΄ σε γκίμ΄ στο Βελβεντό, (γ) το
γκιούμα σε γκίμα σε κάποια απο τα ιδιώματα της Ορεινής Πιερίας και (δ) το τσίμπλα σε
τσιούμπλα στο Σουφλί και την Κοζάνη2.
Συνεπώς, -τουλάχιστον για τη Δυτική Μακεδονία- δέ μπορούμε να μιλάμε με
βεβαιότητα για απόδοση του /ü/ με [i], ενώ μπορούμε να θεωρήσουμε οτι τα γκιουβέτσ΄,
ιουρντώ3 & σιουμπιές εξελίχτηκαν σε γκιβέτσ΄, ιρουντώ4 & σιμπιές.
Επίσης, μπορούμε να συνδέσουμε τα τούρκικα güvezi, güvendi, gürültü & gülsuyu με
τα γκιβιζί, γκιβιντίζουμι, γκιλουρντί & γκιλτσουί μέσω μεταβατικών τύπων *γκιουβιζί,
*γκιουβιντίζουμι, *γκιουρουλντί (στη Σέλτσα γκιουρλουτί) & *γκιουλτσουί (στη Σιάτιστα
γκιούλτσουι).
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί και το γκιζλιμές, δηλαδή σάν εξέλιξη ενός
τύπου όπως το μελενικιώτικο γκιουζλιμές (<gözleme) και το γκισέμ΄ μέσω του γκιουσέμ΄
(<*gösem).
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι το δυτικομακεδόνικο γκισέμ΄ αντιστοιχεί στο ΚΝΕ
γκεσέμι (ΛΚΝ, ΛΝΕ), ενώ και απο την περίπτωση του κεφτές 5 (<κιοφτές <köfte)
ενισχύεται η αντιστοιχία με ζεύγη όπως γιοφύρι/γεφύρι & γιομάτος/γεμάτος.
Το οτι δέν έχουμε απόδοση του /ü/ με /ju/ ή /i/, αλλα ουρανικό [ḱ ǵ γ΄ ś ć], που
ακολουθείται απο [u] (ΚΝΕ /o/) και μπορεί να τραπεί σε [i] (ΚΝΕ /e/), επιβεβαιώνεται απο
την τύχη του /ö/, αλλα κυρίως απο τις περιπτώσεις sucuk> σιουτζιούκ΄> σιτζιούκ΄,
çoban> τζιουμπάνους> τζιμπάνους & τζιμπανάκ΄, çocuklar> τζιουτζιουκλάργια>
τζιτζικλάργια, çorap> τσιουράπ’> τσιράπ’ & yonce> γιουντζές> γιντζές, οπου
παρατηρούμε οτι και τα πισινά τούρκικα /o/ & /u/ μπορούν τελικά να δώσουν [i] στα
ελληνικά ιδιώματα, οπότε δέν είμαστε υποχρεωμένοι να συνδέσουμε τον μπροστινό
χαρακτήρα του ελληνικού [i] με τον μπροστινό χαρακτήρα του τούρκικου /ü/.

Γ:1.9.4.5. Όσον αφορά τα γκιουλτζίκ΄, μπρουντζίκ΄ & μπλίκ΄, πρέπει να


παρατηρήσουμε οτι με βάση την απόδοση /ü/ > /u/ θα περιμέναμε τα gölcük & bürüncük

1 Γλ.Πολύγ. «Γιώρς».
2 Κυρανούδης 1995:17, ΛΚΙ.
3 στο Πήλιο γιουρντάου.

4 αντί *γιρουντώ (όπως στα Βασιλικά).

5 Στη Σιάτιστα κιφτσές, ενώ στην Κοζάνη κιφτέδα.

/ 139 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

να δώσουν *γκιουλτζιούκ΄ & *μπρουντζιούκ΄ στην Κοζάνη, ενώ θα περιμέναμε το bölük


να δώσει και στη Σιάτιστα τον τύπο μπλούκ΄, άν κρίνουμε απο το ντόπιο τσιουρουκλούκ΄
(<çürüklük: Γ:1.9.2.).
Οι Γεωργιάδης (107-8) και Κυρανούδης (1995:19) εξετάζουν περιπτώσεις που τους
οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα οτι το τούρκικο /ü/ αποδίδεται και με το ελληνικό /i/1 και
το ίδιο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτι συμβαίνει και στις περιπτώσεις των
γκιουλτζίκ΄, μπρουντζίκ΄ & μπλίκ΄.
Το πρόβλημα είναι οτι δέ μπορούμε να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο με απόλυτη
βεβαιότητα με βάση το δυτικομακεδόνικο και ιδιαίτερα το κοζανίτικο υλικό, αλλα ούτε και
χρειάζεται, όπως δέ χρειάζεται να ερμηνεύσουμε το /i/ των ζαμπουνλίκ΄ & ουρσουζλίκ΄ με
βάση το /u/ των zabunluk & uğursuzluk. Έτσι, ακόμα και στις περιπτώσεις των
μπρουντζίκ΄ & μπλίκ΄ φαίνεται οτι εμπλέκονται τα επιθήματα -lºk & -Cºk:
Το επίθημα -lºk (γράφεται και <-lIk>) εμφανίζεται με τα αλλόμορφα -lık -lik -luk -lük
(Γ:1.1.2.3.) και σε όλες τις βαλκανικές γλωσσικές ποικιλίες που εξετάζει ο Κυρανούδης
(2009:378-83) μόνο μία φωνητική απόδοση τείνει να γενικεύεται κάθε φορά.
Στην ΚΝΕ αυτή η απόδοση είναι το -(ι)λίκι, με αποτέλεσμα το uğursuzluk να
αποδίδεται ώς ουρσουζλίκ΄ και το zabunluk ώς ζαμπουνλίκ΄.
Έτσι, μπορούμε π.χ. να υποστηρίξουμε οτι το βελβεντινό ζαμπουνλίκ΄ μας επιτρέπει
να θεωρήσουμε οτι το βελβεντινό μπλίκ΄ οφείλεται στο γεγονός οτι στο τέρμα του bölük
αναγνωρίστηκε το μπροστινό & στρογγυλό αλλόμορφο του επιθήματος -lºk και ώς τέτοιο
αποδόθηκε με τη γενικευμένη μορφή -λίκ΄.
Επιβεβαιώνεται λοιπόν οτι όπως για τα ουρσουζλίκ΄ & ζαμπουνλίκ΄, έτσι και για το
μπλίκ΄ είναι καταλληλότερη μια μορφολογική (μπλίκ΄ <bölük), παρά μια φωνητική
ερμηνεία (μπλίκ΄ <bölük) και ακόμα πιό χαρακτηριστικό είναι οτι το αντίστοιχο μπορούμε
να υποστηρίξουμε για το Σουφλί, οπου το bölük απαντά ώς μπιλΐκ΄2.
Σά μοναδικό παράδειγμα «τροπής» του /ü/ σε ϊ ο Κυρανούδης (1995:19) σημειώνει το
μπιλΐκ΄, χωρίς ομως να εξηγεί τί ακριβώς εννοεί, ενώ το ζήτημα είναι οτι η «τροπή» αυτή
δέ μπορεί ερμηνευτεί σάν απόδοση του /ü/ με το ϊ, καθως στο Σουφλί το /ü/ αποδίδεται με
τα /u/, /ju/ και /i/3, ενώ το ϊ4 αποδίδει το /w/1.

1 π.χ. στο Σουφλί müdür> Μιντιούρς, müzevir> μιζαβίρς, zümbül> ζιουμπίλ΄.


2 Κυρανούδης 1995:18, 19.
3 Κυρανούδης 1995:7, 18, 19.

4 ο Κυρανούδης το αποδίδει με το <î>.

/ 140 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

Στο σουφλιώτικο υλικό το επίθημα -lºk εμφανίζεται με τις μορφές -λΐκ΄, -λίκ΄ & -λούκ΄,
που αποδίδουν τα αλλόμορφα -lık, -lik & -luk/-lük αντίστοιχα2, ομως στην περίπτωση των
böceklik> μπιτζικλΐκια, έχουμε τη μορφή -λΐκ΄ αντί για την αναμενόμενη -λίκ΄·
δικαιολογημένα ο Κυρανούδης (2009:412) αποδίδει το μπιτζικλΐκια σε μορφολογική
γενίκευση, που οφείλεται στη μεγαλύτερη συχνότητα της μορφής -λΐκ΄ έναντι όλων των
άλλων 3 , κάτι που αντανακλά τη συχνότητα του αλλόμορφου -lık στα τούρκικα των
Βαλκανίων (Κυρανούδης 2009:382).
Φαίνεται λοιπόν οτι τόσο για το δυτικομακεδόνικο μπλίκ΄, όσο και για το σουφλιώτικο
μπιλΐκ΄ είναι καταλληλότερη μια μορφολογική ερμηνεία, καθως το τέρμα του bölük
θεωρήθηκε αλλόμορφο του επιθήματος -lºk, που αποδόθηκε με τη ντόπια γενικευμένη
μορφή.
Το υποκοριστικό επίθημα -Cºk (γράφεται και <-CIk>) έχει οχτώ αλλόμορφα (-cık -cik -
cuk -cük -çık -çik -çuk -çük), η μορφή των οποίων εξαρτάται (α) απο το τελευταίο
φωνήεν της βάσης (Γ:1.1.2.3.) και (β) απο το τελικό σύμφωνο της βάσης (Β:1.1.3.2.).4
Ο Κυρανούδης (2009:481-3) εξετάζει λέξεις με τέρματα οπου, όπως και στην
περίπτωση του -(ι)λίκι, βλέπουμε οτι εμφανίζεται μόνο το ελληνικό /i/, παρότι όλα τα
τούρκικα πρότυπα έχουν το αλλόμορφο -cık: maskaracık> μασκαρατζίκος, fukaracık>
φουκαρατζίκος, babacık> μπαμπατζίκους, dağarcık> ντραγατζίκια· κατα τον ίδιο τρόπο,
με το /i/ αποδόθηκε και το φωνήεν του -Cºk στην περίπτωση του gölcük, που στην
Κοζάνη κατέληξε γκιουλτζίκ΄.
Απο τις παραπάνω περιπτώσεις, μόνο στα gölcük, uğursuzluk & zabunluk μπορούμε
να μιλάμε πραγματικά για επιθήματα, καθως ούτε συγχρονικά, ούτε ιστορικά μπορούμε
να αναγνωρίσουμε στα τέρματα των bürüncük5 & bölük6 τα επιθήματα -Cºk & -lºk.
Φαίνεται λοιπόν οτι λόγω της φωνητικής ταύτισης των τερμάτων των bürüncük &
bölük με τα ομόηχα αλλόμορφα των -Cºk & -lºk, οι Δυτικομακεδόνες οδηγήθηκαν σε μια

1 Κυρανούδης 1995:6, 7.
2 Κυρανούδης 2009:408.
3 Άν ενδεικτικά συγκεντρώσουμε το υλικό που ο Κυρανούδης (2009) δίνει στη διατριβή-του, διαπιστώνουμε οτι οι αριθμοί

είναι συντριπτικά υπέρ του -lık, καθως έχουμε (α) για το -lik το μουζαβιρλίκ΄ (σελ. 415), (β) για το -luk το
μαϊμουντζουλούκ΄ και το γιαμουρλούκα (σελ. 414 & 412), (γ) για το -lük το ντουζλούκ΄ (σελ. 413), ενώ (δ) για το -lık τα
αραλΐκ΄, χαρτσ΄λΐκ΄, καλαμπαλΐκ΄, ουλταλΐκ΄, πισ΄μανλΐκ΄, αραμπαλΐκ΄, κατσιακλΐκ΄, κϊτλΐκ΄, κουρναζλΐκια &
παρμακλΐκ΄ (σελ. 410-5).
4 δές π.χ. Κυρανούδης 2009:480.

5 δές π.χ. Nişanyan 2009 & ΕτυμTietze[a-e] «bürümcük».

6 δές π.χ. Clauson 339, Nişanyan 2009 & ΕτυμTietze[a-e] «bölük».

/ 141 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.9.

λανθασμένη ανάλυση και, αναγνωρίζοντας τα επιθήματα -Cºk & -lºk, τα απέδωσαν ώς -


τζίκ΄ & -λίκ΄.

Γ Γ:1.9.4.6. Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται διπλά προβληματική η περίπτωση του


κοζανίτικου τιτιούν΄ (<tütün), οπου το πρώτο /ü/ φαίνεται να αποδίδεται με [i] και το
δεύτερο με /ju/, καθως η τύχη των ακολουθιών /t/ + /ü/ του tütün έρχεται σε αντίθεση με
όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις οδοντικών πρίν απο /ü/, που αποδίδονται στα
δυτικομακεδόνικα ιδιώματα με το αντίστοιχο μή ουρανικό οδοντικό πρίν απο /u/1.
Με άλλα λόγια, θα περιμέναμε το tütün να δώσει στα κοζανίτικα έναν τύπο *τουτούν΄
(πρβλ. π.χ. το τουτούνι στο ΕτυμΑνδρ), ενώ η απόδοση του δεύτερου /ü/ με /ju/ θυμίζει
τον αντίστοιχο βουλγάρικο τύπο tjutjun, που οφείλει τη μορφή-του στην απόδοση του
τούρκικου /ü/ με το βουλγάρικο /ju/2.
Τα οδοντικά του βουλγάρικου tjutjun [t΄ut΄ún] προφέρονται ώς ουρανικά (SlavLang
192), όπως ακριβώς και το οδοντικό του κοζανίτικου τιτιούν΄, ενώ κάτι ακόμα πιό
ενδιαφέρον είναι οτι στα βουλγάρικα είναι συνηθισμένη η ανομοίωση /ju-ju/ > /i-ju/3, όπως
εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς απο τις πολλές περιπτώσεις τουρκισμών, όπως
του διαλεκτικού τύπου kikjun {kikjún} (<kjukjun <tjutjun)4.
Έτσι, εφόσον διαπιστώνουμε δυσκολίες στην άμεση σύνδεση του κοζανίτικου τιτιούν΄
με το τούρκικο tütün, μπορούμε να αποδώσουμε το τιτιούν΄, όχι σε άμεσο δανεισμό, αλλα
σε μεσολάβηση ενός σλάβικου διαλεκτικού τύπου *titjun [tit΄ún], που αποτελεί εξέλιξη του
κοινού βουλγάρικου tjutjun, με ανομοίωση των ετυμολογικών /ju-ju/ σε /i-ju/.

Γ:1.9.5. Απο όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές οτι όσον αφορά τουλάχιστον τα
κοζανίτικα μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα μόνο για απόδοση του /ü/ με το /u/.

1 π.χ. kütük> κτούκ΄, tüfek> παλιουντούφικου, düzdü> ντουζτζίζου, dübek> ντουμπέκ΄ & üstübeç> στουμπέτσ΄.
2 Κοντοσόπουλος 1998(β):495.
3 BER «кикюн».

4 Πρβλ. επίσης (α) bölük> bjuljuk> biljuk, (β) kütük> βουλγ(ετ). кютюк ''пън, дънер''> βουλγ(ετ). китюк ''κούτσουρο

[пън, дънер]'', (γ) *müflüz> mühlüz> βουλγκ. мюхлюз & михлюз ''ξεπεσμένος, κατεστραμμένος έμπορος που δέν
πληρώνει τα χρέη του [изпаднал, разорил се търговец, който не си плаща дълговете]'', (δ) üstübeç> βουλγ(τρ).
юстюбеч & истюбеч ''zinc or lead oxide, white lead, used for pigment, glue, etc./цинков или оловен окис,
употребяван за белило, лепило и други'', (ε) τούρκ(κν). bülbül ''αηδόνι [nightingale]''> βουλγκ. бюлбюл & билбюл
''αηδόνι [славей]'', (στ) τούρκ(κν). kükürt ''θειάφι [sulfur, sulphur]''> βουλγ(ετ). кюкюрт ''сяра''> βουλγ(ετ). кикюрт
''θειάφι [сяра]'', (ζ) τούρκ(κν). mühür ''σφραγίδα [seal, signet]''> βουλγ(ετ). мюхюр ''печат''> βουλγ(ετ). михюр
''σφραγίδα [печат]'', (η) τούρκ(κν). sülük ''βδέλλα [leech]''> βουλγ(ετ). сюлюк ''пиявица''> βουλγ(ετ). силюк ''βδέλλα
[пиявица]'', (θ) τούρκ(οθ). sürtük ''always walking the streets (woman)''> βουλγ(ετ). сюртюк> βουλγ(ετ). сиртюк
''πρόβατο, που συνέχεια ξεκόβει απ’ το κοπάδι [овца, която непрекъснато се дели от стадото]''.

/ 142 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

Βέβαια, δέν αποκλείεται σε κάποια ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας να έχουμε


σπανιότερα και άλλες αποδόσεις (Γ:1.9.4.2.), αλλα για την Κοζάνη είναι μάλλον απίθανο
να προκύψει καινούργιο υλικό που να ανατρέπει την παραπάνω αντιστοιχία.

Γ:1.10. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΑΚΡΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Γ:1.10.1. Εκτός απο τα βραχέα a e ı i o ö u ü, που είναι τα κληρονομημένα, η τουρκική


διαθέτει και ακολουθίες όμοιων φωνηέντων, όπως και μακρά φωνήεντα.
Ακολουθίες όμοιων φωνηέντων έχουμε σε αραβοπερσικής προέλευσης λέξεις (π.χ.
zanaat) ή σε σύνθετες λέξεις όπως το karaağaç, ομως γενικά στις τουρκικές (Turkic)
γλώσσες η χασμωδία αποφεύγεται1.
Γι’ αυτό τον λόγο ο Eckmann (1962α:52, 53-4) παρατηρεί οτι στο ιδίωμα της
Αδριανούπολης οι ακολουθίες φωνηέντων μπορούν είτε να διασπώνται με την ανάπτυξη
ενός /j/ ή ενός /v/, είτε να συναιρούνται σε ένα μακρό φωνήεν, όπως θα δούμε παρακάτω
(Γ:1.10.2.).
Συνήθως στη φωνητική μεταγραφή με την άνω και κάτω τελεία δηλώνονται τα μακρά
φωνήεντα2, σύμβαση που χρησιμοποιούν και οι Göksel & Kerslake (TurkGram 3), ομως
πρέπει να σημειώσουμε οτι οι τελευταίες με τον ίδιο τρόπο δηλώνουν και τις ακολουθίες
όμοιων φωνηέντων (ή: διπλά φωνήεντα), προκαλώντας σύγχυση ώς προς το τί
δηλώνουν κάθε φορά με τη φωνητική μεταγραφή-τους: π.χ. αποδίδουν τα sevdiğim, uğur,
ağır, değil & daha ώς [sevdi:m], [u:ŗ] (TurkGram 7), [a:ŗ], [di:l] & [da:]3, αντί ώς [sevdiím],
[uúŗ], [aáŗ], [diíl] & [daá].
Φυσικά, στις περιπτώσεις αυτές δέν έχουμε να κάνουμε με συναίρεση και ο κίνδυνος
σύγχυσης είναι η αιτία που αναγκάζει τις Göksel & Kerslake να καταφεύγουν στην
ασφάλεια της αναλυτικής λεκτικής περιγραφής, όπως στις περιπτώσεις των ağır4, değil5
& daha 6 , αλλα και γενικά για τις ακολουθίες όμοιων φωνηέντων μεταξύ των οποίων

1 «vowel hiatus [is] avoided» (TurkLang 31).


2 δές π.χ. Χριστίδης 1107.
3 πρβλ. τη μεταγραφή [da:dan] του dağdan (TurkGram 7).

4 «‘a+ğ+ı’ sequences may either sound like a sequence of /a/ followed by /ı/ or like a sequence of two /a/ vowels (ağır

[aıɾ] or [a:ɾ] ‘heavy’)» (TurkGram 7). Πρβλ. τούρκδ. ağar ''ağır, yavaş''.
5 «‘e+ğ+i’ sequences may also sound like a sequence of two /i/ vowels, hence değil is often pronounced [di:l] in

colloquial speech» (TurkGram 7). Πρβλ. τον τύπο diyil (Β:1.10.1.).


6 «/h/ may be silent between two identical vowels, as in [...] daha [da:]» (TurkGram 8).

/ 143 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

εννοείται ένα /γ/: Note that vowel sequences formed as a result of an intervening ‘ğ’ are
made up of two distinct syllables and are not diphthongs or long vowels. In these vowel
sequences stress falls on the second syllable, provided that other conditions on word
stress are met (TurkGram 8).

Γ:1.10.2. Τα μακρά φωνήεντα της τουρκικής μπορεί είτε να έχουν αραβοπερσική


προέλευση1, είτε να οφείλονται σε φωνολογικές διαδικασίες της τουρκικής.
Ένα μακρό φωνήεν μπορεί να οφείλεται σε συναίρεση 2 δύο γειτονικών βραχέων
φωνηέντων: saat> sāt3, zanaat> zanāt. Συνήθως τα φωνήεντα έρχονται σε επαφή ύστερα
απο σίγηση (düşme) των μεσοφωνηεντικών /γ/ (Β:1.10.1.) & /h/ (Β:1.11.1.): π.χ.
τούρκ(κν). hastahāne> *hastaāne> τούρκ(κν). hastāne, τούρκ(κν). pastahāne>
*pastaāne> τούρκ(κν). pastāne, Hatice-hanım> *Haççeanım> Haççānım 4 , muhacir>
muacir 5 /muacır 6 > mācir 7 /mācır 8 , (baha> paha>) pahalı> paalı 9 > pālı 10 , rahat> raat 11 >
rāt 12 , sahan> *saan> sān 13 , düğün> *düün> dǖn, lahana> *(ı)laana> ılāna, mahalle>
maale> māle14, sığır> sīr15, pamuğu(n) ≈ *pamığı(n)16> pamī(n)17, kaşığı(m)> kaşī(m)18,
kuyruğu(m) ≈ *guyruğu(m)> guyrū(m)19, çocuğum20> çocūm = çucūm21, leğen> leen22>

1 δές π.χ. TurkGram 9.


2 Στα τούρκικα kaynaşma (Dallı 61, Olcay 17), ενώ στα αγγλικά ο Eckmann (1962α) χρησιμοποιεί τον όρο fusion και ο
Κρύσταλ (ΛΕΓΟ) το contraction.
3 Dallı 189 & Nişanyan 2009 «saat».

4 Eckmann 1962α:48.

5 Κυρανούδης 1998:131.

6 Olcay 74.

7 Κυρανούδης 1998:131.

8 Eckmann 1962α:52, 63, Kalay 152 [13:105], 199 [27:71], 264.

9 Eckmann 1962α:52, 65.

10 Dallı 188 & ΕτυμTietze[a-e] «baha», Nişanyan 2009 «paha».

11 Eckmann 1962α:65.

12 Dallı 188 & Nişanyan 2009 «rahat».

13 Dallı 189 & Nişanyan 2009 «sahan».

14 Dallı 83.

15 Dallı 61, 88.

16 πρβλ. sandıı(n) (Eckmann 1962α:54).

17 Dallı 93.

18 Dallı 98.

19 Dallı 98.

20 πρβλ. την αιτ. çocuu (Eckmann 1962α:54).

21 Olcay 59.

22 Κυρανούδης 1998:125.

/ 144 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

τούρκδ. lēn, ağız> aaz1> ās2, sağır> τούρκδ. sār 3, değil> di:l4, göğüs> göüs5> gǖs6,
tohum> *toum> tūm7, yoğurt> yourt> yūrt8, poğaça> *poaça9> pōça10, uğursuz> ūrsuz.
Επίσης, ένα μακρό φωνήεν μπορεί να οφείλεται σε ένα φαινόμενο που μπορούμε να
ονομάσουμε «αντέκταση» (ή «αναπληρωματική έκταση»), καθως θυμίζει το ομώνυμο
φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής: ένα βραχύ φωνήεν εκτείνεται υπο την επίδραση του
αμέσως επόμενου ταυτοσυλλαβικού συμφώνου, που εξασθένησε και σιγήθηκε.
Όπως είδαμε, στη ΣΚΤ ένα βραχύ φωνήεν εκτείνεται υπο την επίδραση του /γ/
(Β:1.10.1.), ενός /h/ (Β:1.11.1.) ή του [ʔ] (Β:2.4.4.), ενώ το ίδιο συμβαίνει σε διαλέκτους
και με άλλα σύμφωνα όπως το /j/ (Β:1.21.1.), το /r/ (Β:1.17.1.), το /n/ (Β:1.16.1.), το /v/
(Β:1.20.1.) και το /f/ (Β:1.8.1.).
Έτσι, το βαλκανικό τούρκικο çi: αντιστοιχεί τόσο στο κοινό çiy, όσο και στο κοινό çiğ
(Dallı 180), ενώ για τον ίδιο λόγο δέ μπορούμε να είμαστε σίγουροι άν τα μακρά
φωνήεντα των bāçe11 & bōça12 οφείλουν τη διάρκειά-τους στο /γ/ των παλιότερων bağçe
& boğça13 ή στο /h/ των κοινών bahçe & bohça.
Εξετάζοντας τα μακρά σύμφωνα ο Eckmann (1962α:53) και ο Dallı (60, 71)
συγκαταλέγουν και το /k/ στα σύμφωνα που προκαλούν έκταση, ομως το πρόβλημα με
αυτή την άποψη είναι οτι το /k/ ανήκει στα κλειστά σύμφωνα, σε αντίθεση με τα όλα τα
υπόλοιπα (/γ h j r n v f/), που είναι τριβόμενα (Β:1.1.1.).
Ο Olcay (17) επισημαίνει οτι διαφωνεί με την παραπάνω άποψη (ή καλύτερα:
διατύπωση) και τη διορθώνει αντιπροτείνοντας οτι αρχικά είχαμε τροπή του /k/ σε /γ/14,
που σε δεύτερο χρόνο προκάλεσε την έκταση: π.χ. akşam> ağşam> āşam.

1 Kakuk 1961:374.
2 Dallı 88, Κυρανούδης 1998:125.
3 Dallı 189 & Nişanyan 2009 «sağır».

4 Dallı 82, 88.

5 Κυρανούδης 1998:125 (το γράφει <göüş>).

6 Dallı 63, 88.

7 Dallı 83.

8 Dallı 63, 82, Κυρανούδης 1998:125, 132.

9 πρβλ. τούρκδ. buaça ''ekmek'' & τούρκδ. boaçça ''poğaça'' (<τούρκ(οθ). boğaça <poğaça).

10 Eckmann 1962α:65.

11 Elçin 245, 248, Dallı 178.

12 Elçin 246, DS.

13 Redhouse 403, DS.

14 Αξίζει ίσως να παρατηρήσουμε οτι η αντιστοιχία /k/ ~ /γ/ αποτελεί κανόνα στα πλαίσια των συμφωνικών εναλλαγών

στα όρια των λέξεων (TurkGram 14-6), ενώ το /k/ αποτελεί το μόνο κλειστό που εναλλάσσεται με ένα τριβόμενο στα
πλαίσια των εναλλαγών αυτών.

/ 145 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

Η ερμηνεία του Olcay επιβεβαιώνεται απο άλλες διαλέκτους, οπου αποτυπώνεται


καθαρά η τροπή /k/ > /γ/1, και μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε οτι τελικά μόνο ένα μή
κλειστό σύμφωνο2 μπορεί να προκαλέσει έκταση.

Γ:1.10.3. Πρίν η Τσολάκη (66-7) αποδείξει οτι στο ιδίωμα της Σαμοθράκης πρέπει να
μιλάμε για μακρά φωνήεντα, δέν υπήρχε συμφωνία για το άν τα μή βραχέα/μή απλά
φωνήεντα έπρεπε να θεωρηθούν «μακρά» ή «διπλά» και ο βασικός λόγος ήταν το
γεγονός οτι τα μακρά και τα διπλά φωνήεντα βρίσκονται φωνητικά κοντά.
Συνεπώς, το οτι στην πλειοψηφία των ελληνικών διαλέκτων δέν υπάρχουν μακρά
φωνήεντα, σημαίνει οτι τα τούρκικα μακρά θα μπορούσαν να αποδοθούν για μεγαλύτερη
ακρίβεια ώς διπλά, δηλαδή με ακολουθίες δύο όμοιων ελληνικών φωνηέντων, ενώ κάτι
αντίστοιχο μπορεί να συμβαίνει και στα βουλγάρικα: π.χ. kahve/kāve> κααβές 3 &
sağlam/sālam> βουλγ. saalam (Β:1.10.8.).
Ομως περιπτώσεις όπως του κααβές δέν είναι συνηθισμένες, καθως οι ακολουθίες
όμοιων συλλαβών, όμοιων φωνηέντων και άλλων όμοιων φθόγγων τείνουν να
απλοποιούνται στη μεσαιωνική και νεότερη ελληνική: (α) τα ζώο, ποίημα(ν) & ποίηση
εξελίχτηκαν στα υστβυζ. ζό, ποίμα(ν) & ποίση, (β) τα λόγια ΚΝΕ ποίημα & αλκοόλ
μπορούν να ακουστούν σε λαϊκό λόγο και σάν ποίμα & αλκόλ, (γ) το αμυγνταλέα στην
Έλυμπο Καρπάθου σχηματίζει πληθυντικό αμυγνταλέες κι συχνότερα αμυγνταλές4.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των νοτιοανατολικών ιδιωμάτων, οπου σιγούνται τα
τριβόμενα ηχηρά /δ γ v/, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ακολουθίες όμοιων
φωνηέντων, που απλοποιούνται.
Π.χ. όπως περιγράφει ο Χριστοδούλου Χαρ. (2015), στην Κύπρο τα αρσενικά σε -ές
σχηματίζουν πληθυντικό σε -έες [ées] (ΚΝΕ -έδες), που απλοποιούνται σε [és], π.χ.
καβές ''καφές'', με πληθ. [kavées] και [kavés] (σελ. 55), ενώ «[ο]ρισμένα θηλυκά σε -α
μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ανισοσύλλαβα, π.χ. η καπονά ‘ορνιθώνας’ - οι καπονάες, η
φορά ‘φοράδα’ - οι φοράες. Στην πραγματικότητα ομως πρόκειται για τύπους /kaponáδa/,
/foráδa/, οπου το μεσοφωνηεντικό /δ/ αποβλήθηκε και κατόπιν επήλθε απλοποίηση των
δύο /a/», δηλαδή έχουμε foráδa→ foráa→ [forá] (σελ. 56).

1 π.χ. τούρκδ. ağşam ''akşam''.


2 άν εξαιρέσουμε το μή ιθαγενές γλωσσιδικό κλειστό (Γ:1.10.2.).
3 Somavera 147 & 178.

4 Μηνάς 2002:61 κ.ε., όπου και περισσότερα παραδείγματα.

/ 146 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

Επίσης, στην Έλυμπο της Καρπάθου τα σε -ίδι(ο)ν συνέπεσαν πλήρως με τα σε -ί(ο)ν:


καρφίν-καρφίου:καρφία-καρφίων, καρίν-καρίου:καρία-καρίων & ψαλίν-ψαλίου:ψαλία-
ψαλίων. Είχαμε δηλαδή καρύδιον-καρυδίου:καρύδια-καρυδίων [1]> *καρύδιν-
καρυδίου:καρύδϊα-καρυδίων [2]> *καρύϊν-καρϋίου:καρύϊα-καρϋίων [3]> καρίν-
καρίου:καρία-καρίων [4].1
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στα ανατολικορωμυλιώτικα ιδιώματα, οπου το /l/
χελικοποιείται και σιγείται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (Β:1.20.4.), με αποτέλεσμα και
πάλι να δημιουργούνται ακολουθίες όμοιων φωνηέντων, που απλοποιούνται: αλαφρύς>
*αwαφρύς> *ααφρύς> αφρύς, λουλούδι> *wουwούδ΄> *ουούδ΄> ούδ΄, κουλούρα>
*κουwούρα> *κουούρα> κούρα, μούλουξι> *μούwουξι> μούουξι> μούξι κλπ.
(Γλ.Μοναστ. 87-8, 272).
Όπως είδαμε απο περιπτώσεις όπως των *wουwούδ΄> *ουούδ΄ (Β:1.20.4.),
απλοποιούνται και οι παρόμοιοι φθόγγοι [ǔ] & [u], ενώ απλοποίηση έχουμε και σε
περιπτώσεις όμοιων συλλαβών και γενικότερα όμοιων ακολουθιών: (α) διδάσκαλος>
δάσκαλος, (β) τέσσερα + -άρι> *τεσσεράρι> τεσσάρι (διαμέρισμα κλπ.)2 , (γ) αλκο(ο)λ-
ικός 3 + -ιλίκι> *αλκο(ο)λιλίκι> αλκο(ο)λίκι, (δ) υπάλληλος + -ιλίκι> *υπαλληλιλίκι>
υπαλληλίκι, (ε) δάσκαλος + -ιλίκι> δασκαλιλίκι> δασκαλίκι 4 , (στ) αγωγός> αγός
(Γλ.Ίμβρ.), (ζ) συνεννο(γι)ούμαι> *συνιννουιούμι> κοζ. συνουιούμι & (η) χρόνον> χρόν
(Μηνάς 2002:90).
Το αποτέλεσμα είναι τόσο τα μακρά φωνήεντα, όσο και οι ακολουθίες όμοιων
φωνηέντων (ή: διπλά φωνήεντα) της τουρκικής να αποδίδονται με τα ίδια ελληνικά
φωνήεντα που αποδίδουν και τα βραχέα (ή: απλά) τούρκικα φωνήεντα: π.χ. dōru>

1 Δές Μηνάς 2002:144 & 63 [υποσημ. 2].


2 Στο Ελατοχώρι της Ορεινής Πιερίας επιβιώνει ο πλήρης τύπος, καθως το ''τετράχρονο αρνί ή κατσίκι'' λέγεται τισσάρ΄ &
τισσιράρ΄ (Γλ.Πιερ.).
3 Όπως παρατηρεί ο Ντάγκας (2012:1025-6), «ένα ουσιαστικό ιδιότητας, για να χρησιμοποιηθεί ώς βάση, θα πρέπει να

είναι υποχρεωτικά [+ανθρώπινο]».


4 Κατα τον Κυρανούδη (2009:384) στα δασκαλίκι & υπαλληλίκι το επίθημα έχει τη μορφή -λίκι, αλλα έρχεται σε αντίφαση

με την ανάλυσή-του λίγες σελίδες παρακάτω, οπου θεωρεί δεδομένο οτι το δασκαλίκι είναι η απλοποιημένη μορφή του
-μαρτυρημένου- δασκαλιλίκι (σελ. 390). Η αντίφαση του Κυρανούδη οφείλεται στο οτι καί τα δύο μπορούν να ισχύουν
με το δασκαλίκι να μπορεί να θεωρηθεί απλοποιημένη μορφή είτε του δασκαλ-ιλίκι, είτε ενός *δασκαλ-λίκι (δές Ντάγκας
2012:1023). Τελικά φαίνεται οτι, τουλάχιστον για τα νεότερα αλκο(ο)λίκι & (δημοσιο)υπαλληλίκι, είναι πιό ασφαλές να
θεωρήσουμε δεδομένη τη μορφή -ιλίκι, καθως «στην παρούσα φάση της ΚΝΕ η μορφή -ιλίκι είναι η πλέον διαθέσιμη,
ενώ αντίθετα η μορφή -λίκι έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την διαθεσιμότητά-της», όπως παρατηρεί ο Ντάγκας
(2012:1023).

/ 147 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΤούΦων Γ:1.10.

ντουρού (δές και Γ:2.6.7.), âdet> αντέτ΄, sade1> σαντέθκους, çare2> τσιαρές, karaağaç>
καραγάτσ΄, Karadağlι> Καρανταλΐς, sağlam> σαλάμκους.

Γ:1.10.4. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε οτι τα μακρά φωνήεντα που οφείλονται στις
παραπάνω φωνολογικές διαδικασίες μπορούν να βραχύνονται 3 : çırağ> çıra, yağma>
yama, Ahmet> Āmet> Amet4, padişah> padişā> padişa5, ihtiyār> i:tiyar> itiyār6, zanaat>
zanāt> zanat, Karaağaç> *Karāç> Karaç7, uğursuz> ūrsuz> ursuz, muhacir> muacir>
8
mācir> macir , bedihava> *bediava> *bedāva> bedava, muhabbet> *muabbet>
*mābbet> mabbet, sora <sōra <sonra> sorna> *sōna> sona9.
Έτσι, τροπές όπως των yoğurt & ağız σε yurt & as10 μπορούν να ερμηνευτούν ώς
yoğurt> yourt> yūrt> yurt & ağız> aaz> ās> as.

Γ:1.10.5. Συνεπώς, τα απλά ελληνικά φωνήεντα κάποιων τύπων μπορούν να


αποδοθούν σε περισσότερα απο ένα ή δύο στάδια εξέλιξης: το ζανάτ΄ μπορεί να
αποδοθεί τόσο στο zanaat της κοινής, όσο και σε έναν απο τους βαλκανικούς τύπους
zanāt & zanat, ενώ τα ουρσουζ- μπορούν να αποδοθούν τόσο στο uğursuz [uursús] της
κοινής, όσο και στο ūrsuz ή το ursuz.
Επίσης, το μασλάτ΄ προφανώς δέ μπορεί να αποδοθεί στο maslahat της κοινής, αλλα
σε έναν βαλκανικό τύπο που έχασε το μεσοφωνηεντικό /h/ (Β:1.11.1.), δηλαδή είτε σε ένα
*maslaat, είτε σε ένα *maslāt, είτε σε ένα *maslat.
Στην περίπτωση των beğendi> μπιιντίζου/μπιιντώ η ακολουθία /eγe/ [e(j)e] δέν
απλοποιήθηκε, ίσως προκειμένου να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των θεματικών
συλλαβών ανάμεσα στους τύπους μπιιντ- και τον αόριστο μπιέν.τσα.

1 άλλη γραφή: sâde.


2 άλλη γραφή: çâre (Γ:1.2.1.).
3 δές π.χ. Eckmann 1962α:51, 52, 53.

4 Kakuk 1961:374.

5 Kakuk 1961:382.

6 Kakuk 1961:380.

7 Eckmann 1962α:48.

8 Κυρανούδης 1998:131.

9 Τους τύπους sora, sorna & sona καταγράφει η Kakuk (1961:383).

10 Κυρανούδης 1998:125.

/ 148 /
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Γ:2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Γ:2.1.1. Τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα όπως το κοζανίτικο διαθέτουν το γνωστό και


απο την ΚΝΕ πενταμελές φωνηεντικό σύστημα, που επηρεάζεται απο τον βόρειο
φωνηεντισμό, ενώ σε κάποια απο τα ιδιώματα απαντά επιπλέον και το /w/, που -στα
κοζανίτικα τουλάχιστον- δέν είναι ομαλά ενταγμένο στο φωνηεντικό σύστημα (Γ:1.4.6.).

Γ:2.1.2. Η στένωση (ή κώφωση) των άτονων φωνηέντων μεσαίου ανοίγματος και η


σίγηση (ή αποβολή, ή απώλεια) των άτονων κλειστών φωνηέντων είναι τα δύο βασικά
χαρακτηριστικά των βόρειων ιδιωμάτων της νέας ελληνικής, οπου εντάσσονται το
κοζανίτικο και τα υπόλοιπα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα.
Έτσι, σε άτονη θέση τα πρωτογενή /o e/ προφέρονται πάντα [u i] (peşkir> πισκίρ’,
çoban> τσιουμπάνους), ενώ τα πρωτογενή /u i/ μπορεί να διατηρούνται ή και να
σιγούνται, ειδικά σε τελική θέση (mutaf> *μουτάφι> μτάφ’).

Γ:2.1.3. Ώς αντιστένωση μπορεί να οριστεί ένα φαινόμενο που οφείλεται στην


κατάσταση που προέκυψε με βάση τον βόρειο φωνηεντισμό και κυρίως εξαιτίας της
στένωσης: (α) σε άτονη θέση τα στενωμένα /e o/ ταυτίζονται φωνητικά με τα μή
σιγούμενα /i u/, ενώ (β) η στένωση δημιουργεί την εντύπωση οτι τα βόρεια άτονα [i u]
μπορούν να αντιστοιχούν σε /e o/, που θα πραγματωθούν ώς [é ó] σε τονισμένη θέση.
Έτσι, τα /i u/ που δέ σιγούνται μπορούν να αντικατασταθούν απο τα /e o/, λόγω
επανερμηνείας των άτονων [i u]: π.χ. διαπιστώνουμε οτι το κοζανίτικο [áx΄iru] σχηματίζει
πληθυντικό αχέρατα και συνεπώς δέν αντιστοιχεί στο ΚΝΕ άχυρο, αλλα στο διαλεκτικό
άχερο, γι’ αυτό και πρέπει να γράφεται <άχιρου> 1 · επίσης, το ναουσέικο λιμπαντί
(<libade) έδωσε το σύνθετο μακρουλέμπαντου, καθως το [i] του λιμπαντί ερμηνεύτηκε ώς
άτονο /e/.2
Η Τσολάκη (87-8) περιγράφει το φαινόμενο και το ονομάζει «αντικώφωση»
παραπέμποντας για τον όρο σε άρθρο του Μάνεση. Ομως ο Μάνεσης με βάση τον όρο

1 Χριστοδούλου 2010:182-3.
2 Φυσικά, το φαινόμενο αυτό δέν περιορίζεται στους τουρκισμούς, αλλα εντοπίζεται και σε σλαβισμούς, όπως και σε
κληρονομημένες ελληνικές λέξεις: δές π.χ. Χριστοδούλου 2010:182-3.

/ 149 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

«κώφωσις», που παλιότερα χρησιμοποιούνταν για τη «στένωση» (Γ:2.1.2.), σχημάτισε


τον όρο «αντικώφωσις» για να περιγράψει το φαινόμενο κατα το οποίο ομιλητές βόρειων
ιδιωμάτων προφέρουν τα (άτονα) [i u] ώς [e o] και όχι την εμφάνιση των (τονισμένων) [é
ó] αντί των ετυμολογικά δικαιολογημένων [í ú], που στην προκειμένη περίπτωση μας
ενδιαφέρει.
Παρόλ’ αυτά, θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τον όρο «αντιστένωση» (ή αντίστοιχα:
«αντικώφωση») για το παραπάνω φαινόμενο, δηλαδή όπως τον χρησιμοποιεί η
Τσολάκη, καθως το φαινόμενο που περιγράφει ο Μάνεσης ανήκει στην ευρύτερη
κατηγορία των «υπερδιορθώσεων (αγγλ. hypercorrection, overcorrection)».

Γ:2.2. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ <α>

Γ:2.2.1.1. Το <α> αποδίδει το /a/, που είναι το πιό ανοιχτό (χαμηλό) φωνήεν της
ελληνικής και αρθρώνεται στον κεντρικό άξονα. Το /a/ για τυπογραφικούς λόγους στη
φωνητική μεταγραφή των ελληνικών τύπων του λημματολογίου αποδίδεται με το <a>,
που είναι πιό συνηθισμένο, άν και η σωστή απόδοσή-του στο ΔΦΑ είναι με το <ɐ>
(Αρβανίτη 169, ShW 70, HIPA ix).

Γ:2.2.1.2. Το τούρκικο <a> πραγματώνεται ώς [α] & [a], δηλ. αρθρώνεται στον πισινό
και τον μπροστινό άξονα (Γ:1.2.1.). Οι τρείς φθόγγοι [α ɐ a] καταλαμβάνουν το πιό
χαμηλό σημείο του στόματος, οπου υπάρχει πολύ λίγος αρθρωτικός χώρος, με
αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ελάχιστα ώς προς τον τόπο άρθρωσης και να μή
διακρίνονται εύκολα.
Ομως, ο καθοριστικός παράγοντας για την αδιάκριτη απόδοση τόσο του [α], όσο και
του [a] με το ελληνικό [ɐ] (Γ:1.2.2.) είναι το γεγονός οτι δέν υπάρχει δεύτερο αντίστοιχα
χαμηλό ελληνικό φωνήεν, που σε συνδυασμό με το [ɐ] θα επέτρεπε τη διακριτή απόδοση
των δύο τούρκικων φθόγγων.

Γ:2.2.2. Εκτός απο το τούρκικο /a/, το ελληνικό /a/ αποδίδει (α) το τούρκικο [æ]
(Γ:1.3.3.), (β) το τούρκικο [æ] στις περιπτώσεις των σιαντούκ΄ & σιαρπόζ΄, οπου το /a/
αποτελεί μέλος της διφθόγγου /ja/ (Γ:1.3.4.), (γ) το τούρκικο [e] σε κάποιες περιπτώσεις
(Γ:1.3.5.) και (δ) το τούρκικο /w/ σε άτονη θέση (Γ:1.4.5.).

Γ:2.2.3. Όπως θα δούμε παρακάτω, σε περιπτώσεις όπως των (α)τζιάκ΄, (α)ρμάν΄,


(α)ρνέκ΄ & (α)νάμ’ (Γ:2.7.2.) το μή ετυμολογικό α- μπορεί να ερμηνευτεί ώς αποτέλεσμα
επανανάλυσης.

/ 150 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

Γ:2.2.4. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:2.2.4.1. Το καταφυγιώτικο αβζάτ΄ προέρχεται απο ένα βαλκανικό τούρκικο


*avı(u)zotu, που αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο ağızotu, καθως είδαμε οτι το κοινό ağız
αντιστοιχεί στα διαλεκτικά avız & avuz (Γ:1.4.7.1.).
Ομως το ελληνικό /a/ δέν αποτελεί κανονική απόδοση του τούρκικου /o/ και συνεπώς
πρέπει να θεωρήσουμε υστερογενές το /a/ του αβζάτ΄, δηλαδή οτι το αβζάτ΄ αποτελεί
εξέλιξη ενός προγενέστερου καταφυγιώτικου *αβζότ΄, πρβλ. το βορειοελλαδίτικο αβζότ’
(ΙΛΝΕ «αγιζότι»).
Το αβζάτ΄ μπορεί να οφείλεται (α) σε προχωρητική αφομοίωση a-o> a-a (που ομως
δέν είναι συνηθισμένη: δές Γ:2.8.2.2.), αλλα και (β) σε παρετυμολογική επίδραση άλλων
ελληνικών λέξεων με τέρμα -άτι1 (π.χ. δεμάτι, κρεβάτι, μάτι, κομμάτι, μονοπάτι κλπ.).

Γ:2.2.4.2. Το κοζανίτικο απόιρας ''χείμαρρος'' μπορεί να προέρχεται τόσο απο το


σύγχρονο κοινό τούρκικο poyraz ''βορειοανατολικός άνεμος'', όσο και απο το
αρχαϊκότερο (οθωμανικό) poyras ''βοριάς'' (Β:1.22.3.).
Με την προϋπόθεση οτι ο πρωτότυπος τούρκικος τύπος ήταν οξύτονος2, μπορούμε να
παρατηρήσουμε οτι η αναμενόμενη απόδοση του τούρκικου [phojrás] (<poyras> /
<poyraz>) θα ήταν το *πουιράς3 , που δέν αποκλείεται να δέχτηκε επίδραση τόσο ώς
προς τη σημασία, όσο και ώς προς τη μορφή απο το σλάβικο póroj/porój
''χείμαρρος/μπόρα''4.
Το αρκτικό α- μπορεί να ερμηνευτεί σάν «προθετικό» 5 , που είναι πολύ συχνό στα
κοζανίτικα1 ή σάν αποτέλεσμα παρετυμολογικής επίδρασης του ρηματικού προθήματος
απο- (π.χ. σώνου> απουσώνου).

Γ:2.2.4.3. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το α- του αραβάν΄, που αντιστοιχεί στο
rahvan της κοινής: με βάση το rahvan θα μπορούσε να αποδοθεί σε επανανάλυση
(Γ:2.7.2.), ενώ το /a/ θα μπορούσε να θεωρηθεί και απόδοση του /w/ του διαλεκτικού

1 πρβλ. τα καρπ. α(β)ιντζέττον & αβουτζέττον, που δέχτηκαν την επίδραση των ουσιαστικών σε -έττον (<ιταλ. -etto).
2 Για τη θέση του τόνου θα γίνει λόγος παρακάτω (Δ:3.2.).
3 πρβλ. το ομόρριζο βουλγάρικο Pojras και για τη μορφολογική προσαρμογή τα müflis> μουφλής ''χρεοκοπημένος

[insolvabile]'' (Somavera 251) και τα abanos> αμπανός.


4 ΒΣΜ порој {póroj} ''χείμαρρος [torrent], κατακλυσμός [deluge], μπόρα [downpour, cloudburst]'', βουλγ(ερ). порой {porój}

= 1) δυνατός χείμαρρος μετά τη βροχή [силен воден поток след дъжд], 2) δυνατή καταρρακτώδης βροχή [силен
проливен дъжд].
5 δές π.χ. ΕτυμΑνδρ.

/ 151 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

τύπου ırahvan σε άτονη θέση (Γ:1.4.5.).


Το διαλεκτικό ırahvan καταγράφεται στο DS για την περιοχή της Αμάσειας (Amasya ve
köyleri), δηλαδή είναι μικρασιατικός, αλλα θα μπορούσε να είναι και βαλκανικός, καθως
το φαινόμενο της ανάπτυξης κλειστού φωνήεντος (/w i u ü/) πρίν απο /r ł/2 απαντά και
στα τούρκικα των Βαλκανίων: π.χ. laf> ılaf, raf> ıraf, rakı> ırakı, leğen> ileyen/ilēn, leş>
ileş, rende> irende, Rum> Urum, Rumeli> Urumeli, Rus> Urus, rüzgâr> ülüzgâr κλπ.1

Γ:2.2.4.4. Τα ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους αντιστοιχούν στο κοινό τούρκικο zebun,


ομως πρόκειται για μια φαινομενική απόδοση του τούρκικου [e] με το ελληνικό /a/ και
πρέπει να συνδέσουμε τους ελληνικούς τύπους με το διαλεκτικό zabun, που προέρχεται
απο το αρχαϊκότερο zebun με υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Άν και δέν είναι τελείως απίθανο το ελληνικό /a/ να αποδίδει το τούρκικο [e] (Γ:1.3.5.),
είναι πολύ πιθανότερο τα δυτικομακεδόνικα ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους να προέρχονται
απο το διαλεκτικό zabun με την κανονική απόδοση του τούρκικου /a/ με το ελληνικό /a/.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι στα Βαλκάνια απαντούν μόνο
τύποι με a (π.χ. αλβ. & σερβοκρ. zabun), κάτι που σημαίνει οτι κατα πάσα πιθανότητα οι
Τουρκόφωνοι των Βαλκανίων χρησιμοποιούσαν τον τύπο zabun, που αποτέλεσε το
πρότυπο και για τα δυτικομακεδόνικα ζαμπούν.τς & ζαμπούνκους.

Γ:2.2.4.5. Το καταφυγιώτικο ζαρζαβάτ΄, το κοζανίτικο ζαρζαβάτχια και το ΚΝΕ


ζαρζαβάτια αντιστοιχούν στο κοινό τούρκικο zerzevat, που εξελίχτηκε σε zerzavat και
κατόπιν σε zarzavat με διαδοχικές υποχωρητικές αφομοιώσεις (Γ:1.1.2.2.).

Τα ζαρζαβάτ΄ & ζαρζαβάτχια ενδέχεται να αντανακλούν (α) τόσο το zarzavat (με /a/>
/a/: Γ:1.2.2.), (β) όσο και το προγενέστερο zerzavat (με [æ]> /a/: Γ:1.3.3.).
Βέβαια, αυτό προϋποθέτει οτι στα Βαλκάνια ήταν συχνός ο τύπος zerzavat, ομως με
ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε αντανακλάται είτε το zarzavat (αλβ.
zarzavate, βουλγ., σλαβμακ., σερβοκρ. & ρουμ. zarzavat, ΚΝΕ ζαρζαβάτια>
ζαρζαβατικά), είτε, σπανιότερα, το zerzevat (π.χ. τα σλάβικα zerzevat & dzerdzevat [με
[z] > [dz]: Γ:2.7.3.]).
Δέ φαίνεται δηλαδή να μπορεί να τεκμηριωθεί μια αξιόλογη παρουσία του τύπου
zerzavat στα Βαλκάνια, ενώ το ενδεχόμενο δανεισμού μέσω του zerzevat είναι μάλλον

1 π.χ. ξάδερφος> αξάδιρφους.


2 δές Συμεωνίδης 1976:102-3, TurkLang 31.

/ 152 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

απίθανο: η πραγμάτωση [zærzeváth] θα μπορούσε να δώσει *ζαρβιζάτ΄ & *ζαρβιζάτχια


και στη συνέχεια ζαρζαβάτ΄ & ζαρζαβάτχια (με αφομοίωση), ομως θα ήταν
αντιοικονομικό να υποθέσουμε οτι κάτι αντίστοιχο έγινε ταυτόχρονα καί στο αλβανικό
zarzavate, καί στο βουλγάρικο zarzavat, καί στο βορειοσλαβομακεδόνικο zarzavat, καί
στο σερβοκροάτικο zarzavat, καί στο ρουμάνικο zarzavat.
Συνεπώς, είναι πολύ πιό πιθανή η εκδοχή του δανεισμού όλων των βαλκανικών
τουρκισμών του τύπου a-a-a μέσω του (μαρτυρημένα) βαλκανικού τούρκικου τύπου
zarzavat.

Γ:2.2.4.6. Το κοζανίτικο καλαούης {καλαούσης} αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο kılavuz,


που αποτελεί εξέλιξη του παλιότερου kulağuz/kulavuz 2 με υποχωρητική αφομοίωση
(Γ:1.1.2.2.).
Αντανάκλαση του παλιότερου /u/ (kulağ(v)uz) έχουμε σε περιπτώσεις όπως του
βουλγάρικου kulauz (> kolauz), ενώ τα ελληνικά κουλαούζης, κουλαούντζος &
κολαούζος μπορούν να προέρχονται τόσο απο το kulağ(v)uz3, όσο και απο το kılavuz με
/w/ > /u/ (δές Γ:2.6.3.).
Μια πρώτη πρόταση θα μπορούσε να βασίζεται στη συνηθισμένη απόδοση του
άτονου /w/ με το κοζανίτικο /a/ (Γ:1.4.5.), δηλαδή θεωρητικά θα μπορούσαμε να έχουμε
kılavuz> καλαούης, ενώ θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κανονική απόδοση του /w/ με
το /a/ του σλαβομακεδόνικου και σερβοκροάτικου kalauz (Γ:1.4.5.).
Μια δεύτερη άποψη θα μπορούσε να είναι οτι το κοζανίτικο /a/ οφείλεται σε
υποχωρητική αφομοίωση (Γ:2.8.1.): kulağuz/kulavuz/kılavuz> αρχικό κοζανίτικο
*κουλαούης (πρβλ. κουλαούζης & κουλαούντζος)> καλαούης, με *u-a> a-a.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι, ακόμα και στις γλώσσες
οπου υπάρχουν φωνήματα που επιτρέπουν τη διακριτή απόδοση των τούρκικων /w/ &
/a/ 4 , το φωνήεν τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης συλλαβής ταυτίζεται (αλβ.
kallauz, βουλγ. kala(v)uz, ρουμ. călăuză).
Έτσι, π.χ. το τούρκ(κν). kırkayak ''σαρανταποδαρούσα [centipede]'' έδωσε το ρουμάν.
cârcăiac ''σαρανταποδαρούσα [Tausendfüßler]'', οπου (α) το κλειστό κεντρικό â αποδίδει

1 Kakuk 1961:384, Eckmann 1962α:48, Elçin 247, Dallı 184, 191, Olcay 83, Kalay 263, 267.
2 δές π.χ. Clauson 617-8.
3 Για την προφορά του /v/ και τη σχέση του με το /γ/ των kılavuz/kulavuz δές Β:1.20.5..

4 αλβ. /ă a/ <ë, a>, βουλγ. /ă a/ <ъ, а>, ρουμ. /â ă a/ <â, ă, a>.

/ 153 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

το τούρκικο /w/ (Γ:1.4.5.), (β) το ενδιάμεσο κεντρικό ă το τούρκικο /a/ σε άτονη θέση1 και
(γ) το ανοιχτό a το /a/ σε τονισμένη θέση.
Βέβαια, το πρώτο ă του călăuză μπορεί να οφείλεται σε ρουμάνικη αφομοίωση και να
είχαμε kılavuz> *câlăuză> călăuză2, ενώ το αντίστοιχο μπορούμε να υποθέσουμε και για
κάθε έναν απο τους βαλκανικούς τύπους οπου ταυτίζεται το πρώτο με το δεύτερο
φωνήεν.
Ομως μια τέτοια ερμηνεία του κοινού βαλκανικού /a/ της πρώτης συλλαβής θα ήταν
αποσπασματική και αντιοικονομική, καθως θα έπρεπε να υποθέσουμε για πολλές
γλώσσες ξεχωριστά την ταυτόχρονη εμφάνιση ενός διαδεδομένου φαινομένου στην ίδια
λέξη.
Αντίθετα, πιό απλό είναι να υποθέσουμε οτι όλες οι εν λόγω γλώσσες δανείστηκαν τον
ίδιο τύπο και οτι συνεπώς η αφομοίωση έλαβε χώρα στο πλαίσιο των τούρκικων
ιδιωμάτων των Βαλκάνιων.
Μπορούμε λοιπόν να συνδέσουμε τους σχετικούς βαλκανικούς τύπους (αλβ. kallauz,
βουλγ. kala(v)uz, σλαβμακ. kalauz, σερβοκρ. kalauz, ρουμ. călăuză, κοζ. καλαούης) με
ένα βαλκανικό τούρκικο *kalavuz [khałaǔús] ''οδηγός'' (<kılavuz).

Γ:2.2.4.7. Το μακαβάς αντιστοιχεί στο κοινό τούρκικο mukavva.


Άν και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε mukavva> *mıkav(v)a> μακαβάς
(υποχωρητική αφομοίωση και στη συνέχεια απόδοση του τούρκικου */w/ με το ελληνικό
/a/: Γ:1.1.2.2., Γ:1.4.5.), με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι στα
Βαλκάνια απαντούν τύποι που κατα κανόνα προέρχονται απο το mukavva, ενώ πουθενά
δέ μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά για αντανάκλαση ενός *mıkav(v)a.
Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το μακαβάς προέρχεται απο το αρχαϊκότερο
μουκαβάς, με υποχωρητική αφομοίωση του [u] στα ελληνικά ιδιώματα: mukavva>
μουκαβάς> μακαβάς.

Γ:2.2.4.8. Περισσότερες απο μία ερμηνείες μπορεί να έχει το καταφυγιώτικο


πατλατζιάνα, που αντιστοιχεί στο σύγχρονο patlıcan, εξέλιξη ενός παλιότερου patlican.
Το πατλατζιάνα μπορεί να οφείλεται (α) σε αφομοίωση απο τα γειτονικά /a/ (patli(ı)can>
*πατλιτζιάνα> πατλατζιάνα, δές Γ:2.4.5.3.), (β) σε απόδοση του /w/ με /a/ (patlıcan>

1 πρβλ. sanduk> sănduc (Γ:1.3.7.4.).


2 πρβλ. cârcăiac> ρουμάν. cârcâiac.

/ 154 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.

πατλατζιάνα, δές Γ:1.4.5.), (γ) σε δανεισμό απο το βαλκανικό τούρκικο patlacan


(patli(ı)can> patlacan> πατλατζιάνα).
Η πιθανότητα ενός παλιότερου τύπου *πατλιτζιάνα ενισχύεται απο τον τύπο
πιτλιτζιάνα, που ενδεχομένως προέρχεται απο τα patlican/patlıcan με υποχωρητική
αφομοίωση, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα το καθοριστικό στοιχείο (Γ:2.4.5.3.).

Γ:2.2.4.9. Το καστοριανό σαντούκ΄ μπορεί να αντανακλά οποιονδήποτε απο τους


τύπους senduk/sanduk/sandık (Γ:1.3.7.4.), καθως το [ɐ] του σαντούκ΄ μπορεί να αποδίδει
είτε το [α] των sanduk/sandık, είτε το [æ] του senduk (Γ:2.2.2.), ενώ το /u/ μπορεί να
αποδίδει είτε το /u/, είτε το /w/ (Γ:2.6.3.).

Γ:2.2.4.10. Το κοζανίτικο τζιάμ΄ πλιάφ΄ προέρχεται απο το τούρκικο acem pilâvı, ομως
διαφοροποιείται απο αυτό ώς προς (α) την απουσία του αρκτικού /a/ (πρβλ. ΚΝΕ ατζέμ
πιλάφι) και (β) το κοζανίτικο /a/ στη θέση του τούρκικου /e/.
Ένα πρώτο ενδεχόμενο είναι το κοζανίτικο /a/ να αποτελεί άμεση απόδοση του [æ] του
acem pilâvı1, ενώ η απουσία του τούρκικου /a/ να είναι αποτέλεσμα επανανάλυσης, π.χ.
σε ονοματικές φράσεις όπως *κάν’ ατζιάμ΄ πλιάφ΄> κάνα τζιάμ΄ πλιάφ΄: acem pilâvı>
*ατζιάμ΄ πλιάφ΄> τζιάμ΄ πλιάφ΄.
Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι το τζιάμ΄ πλιάφ΄ να οφείλεται σε παρετυμολογική
επίδραση του ντόπιου τζιάμ΄ ''τζάμι'' (<cam) λόγω ηχητικής ομοιότητας: acem pilâvı>
*ατζιέμ΄ πλιάφ΄> (*τζιέμ΄ πλιάφ΄>) τζιάμ΄ πλιάφ΄.

Γ:2.2.4.11. Το πρώτο [ɐ] του τσιαρτσιαβές μπορεί χωρίς πρόβλημα να θεωρηθεί


απόδοση του [æ] του çerçeve (Γ:1.3.3.), ενώ το δεύτερο [ɐ] (τσιαρτσιαβές) μπορεί να
θεωρηθεί (α) αποτέλεσμα προχωρητικής αφομοίωσης απο το πρώτο [ɐ] (çerçeve
[čhærčhevέ]> *τσιαρτσιβές> τσιαρτσιαβές), (β) απόδοση του [e] με [ɐ], (γ) είτε ακόμα και
να αποδοθεί σε παρετυμολογική επίδραση του τσιαρτσιάφ΄ (Γ:1.3.5.).
Η τρίτη υπόθεση, άν και δέ μπορεί να αποκλειστεί, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί
σίγουρη, καθως ακόμα και για τον πιεριώτικο τύπο της ίδιας λέξης τσιαρτσιαφές (που
είναι ακόμα πιό κοντά στο τσιαρτσιάφ΄) δέ θα ήταν άστοχη μια αναγωγή σε έναν
βαλκανικό τούρκικο τύπο *çerçefe, πρβλ. το διαλεκτικό çerçife (<çerçive, απ’ όπου και το
çerçeve).

1 πρβλ. το σερβοκροάτικο Adžam (<Acem: Γ:1.3.3.).

/ 155 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.2.-4.

Γ:2.2.4.12. Στην περίπτωση του τσιαρίσ΄ (<çiriş) έχουμε μια μή κανονική απόδοση του
τούρκικου /i/ με το /a/. Πιθανώς, έχουμε να κάνουμε με μια παρετυμολογική επίδραση του
τσιαρές (<çare) στο κανονικό τσιρίσ΄, ενώ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι το άτονο
[i] ενός αρχικού τσιρίσ΄ θεωρήθηκε η στενωμένη απόδοση ενός τούρκικου */e/ 1 , που
είδαμε οτι μερικές φορές αποδίδεται με το /a/ (Γ:1.3.5.).

Γ:2.3. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ /e/

Γ:2.3.1. Κατα την περιγραφή της Αρβανίτη (169), το ελληνικό /e/ είναι ένα ενδιάμεσου
βαθμού ανοίγματος μπροστινό αστρόγγυλο φωνήεν, που αρθρώνεται ανάμεσα στο [e]
και το [ε] του ΔΦΑ.
Όπως και πάλι η Αρβανίτη παρατηρεί, το ελληνικό /e/ στην πραγματικότητα βρίσκεται
πιό κοντά στο [ε] (χωρίς να ταυτίζεται μαζί-του), αλλα συνήθως αποδίδεται με το <e>,
όπως και στην παρούσα εργασία.
Συνεπώς, λόγω του βόρειου φωνηεντισμού το κοζανίτικο /e/ σε τονισμένη θέση
προφέρεται [έ] και σε άτονη στενώνεται σε [i] (Γ:2.1.2.).

Γ:2.3.2. Το δυτικομακεδόνικο [é] αποδίδει το τούρκικο /e/ σε τονισμένη θέση (Γ:1.3.2.),


ενώ για τη σύγχυση ανάμεσα στα άτονα /e/ και τα άτονα /i/ που δέ σιγούνται θα γίνει
λόγος και παρακάτω (Γ:2.4.3., Γ:2.4.5.2.).

Γ:2.4. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ [i]

Γ:2.4.1. Το ελληνικό /i/ είναι ένα κλειστό μπροστινό αστρόγγυλο φωνήεν που
πραγματώνεται ώς [i]2 και το κοζανίτικο και γενικότερα το βορειοελληνικό /i/ σε τονισμένη
θέση προφέρεται [í], ενώ σε άτονη μπορεί μέν να σιγείται (ειδικά όταν βρίσκεται σε τελική
θέση: Γ:2.1.2.), αλλα σε εσωτερική θέση μπορεί και να διατηρείται.

Γ:2.4.2. Το δυτικομακεδόνικο [i] αντιστοιχεί (α) στο τούρκικο /e/ σε άτονη θέση
(Γ:1.3.2.), (β) στο τούρκικο /w/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.4.3.), (γ) στο τούρκικο /i/
σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.5.2.) και (δ) στα τούρκικα /ü ö o u/ σε άτονη θέση και
μετά απο ελληνικό ουρανικό σύμφωνο (Γ:1.9.4.4.).

1 Πρβλ. τα αντίστοιχα αλβανικά qerish & çeriç.


2 Αρβανίτη 169.

/ 156 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.

Γ:2.4.3. Η υποχρεωτική στένωση του άτονου /e/ σε [i] (Γ:2.3.1.2.) αφήνει το περιθώριο
να θεωρηθεί οτι οποιοδήποτε άτονο [i] βόρειου ιδιώματος μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα
άτονο /e/.
Έτσι, το άτονο /e/ ταυτίζεται φωνητικά με το μή σιγούμενο άτονο /i/ (Γ:2.4.1.), με
αποτέλεσμα (α) να έχουμε φαινόμενα αντιστένωσης (Γ:2.1.3.) και (β) να δημιουργείται
πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση περιπτώσεων όπως τα νινέ, τιφτίκ΄ & τσιχρές, που δέ
μπορούμε να τα αποδώσουμε με σιγουριά (α) ούτε στα nine, tiftik & çihre, (β) ούτε στα
nene, teftik & çehre.

Γ:2.4.4. Το οτι το ελληνικό [i] αποδίδει τόσο το τούρκικο /w/, όσο και το τούρκικο /i/
(Γ:2.4.2.) δημιουργεί πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων με [i],
καθως είδαμε οτι ένα /i/ σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /w/, με αφομοίωση ώς
προς τον τόπο άρθρωσης (Γ:1.1.2.2.): έτσι, το καστοριανό τσινάρ’ μπορεί να προέρχεται
τόσο απο το σύγχρονο çınar, όσο και απο το αρχικό çinar.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον μπορεί να μας βοηθήσει
να διαλέξουμε ανάμεσα στους δύο τύπους.
Π.χ. για το νισιαντίρ΄ ο ερευνητής πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα στους τύπους
nişadır & nışadır, ενώ παράλληλα είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψιν και τους τύπους
nishadër (αλβ.), nišadăr (βουλγ.), nišador (σλαβμακ., σερβοκρ.) & nişadâr (ρουμ.).
Στην περίπτωση αυτή, τόσο η απουσία τύπων που συνδέονται με το nışadır, όσο και
το οτι οι τύποι nishadër, nišadăr, nišador & nişadâr δέ μπορούν παρα να αποδίδουν το
αρχαϊκότερο nişadır, οδηγούν στο συμπέρασμα οτι πιθανότερος είναι και για τα ελληνικά
ο δανεισμός με βάση τον τύπο nişadır.
Σε άλλες περιπτώσεις η ασάφεια δέ μπορεί να παρακαμφθεί ούτε με ένταξη στο
βαλκανικό περιβάλλον, όπως για το πατλιτζιάν΄, που μπορεί να αποδίδει τόσο το
παλιότερο patlican, όσο και το patlıcan της σύγχρονης κοινής και, φυσικά, δέν πρέπει να
ξεχνάμε και τον ρόλο, δηλαδή τη μεσολάβηση των ντόπιων (βαλκανικών) τούρκικων
ιδιωμάτων, καθως χαρακτηριστικό είναι οτι καί οι δύο τύποι καταγράφονται για τα
ιδιώματα της Δυτικής Θράκης1, ενώ το οτι καί τα δύο μπορούσαν να αποτελούν βάση
δανεισμού στα Βαλκάνια επιβεβαιώνεται απο τα αλβανικά, οπου έχουμε patlican>
patlixhan & patlıcan> patllixhan2.

1 Κυρανούδης 1998:131.
2 Για τα τούρκικης προέλευσης αλβανικά <l> & <ll> δές Boretzky 1975:96-8.

/ 157 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.

Γ:2.4.5. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:2.4.5.1. Στην περίπτωση του κοζανίτικου ιτζιάκ΄, που αντιστοιχεί στο τούρκικο ocak
έχουμε μια φαινομενική απόδοση του /o/ με το [i]: στην πραγματικότητα το ocak έδωσε
τον -αρχαϊκό κοζανίτικο- τύπο ουτζιάκ΄, που έχασε το αρκτικό /o/, δίνοντας το -επίσης
κοζανίτικο- τζιάκ΄ (Γ:2.7.2.), που κατέληξε ιτζιάκ΄ με ανάπτυξη ενός [i].
Αυτό το ι- δέν έχει σχέση με το κοζανίτικο ι- που προηγείται των χρονικών
επιρρημάτων και αποτελεί αναλογική επέκταση του ε- του ἐχθές1, αλλα φαίνεται οτι έχει
σχέση με το τούρκικο /i/ που αναπτύσσεται πρίν απο τα αρκτικά συμφωνικά
συμπλέγματα.
Όπως περιγράφουν οι Göksel & Kerslake (TurkGram 12-3), τα συμπλέγματα στην
αρχή των λέξεων δέν είναι ανεκτά, οπότε είτε διασπώνται, είτε απομακρύνονται απο εκεί
με την ανάπτυξη ενός κλειστού φωνήεντος (/i/ ή /w/) και συνεπώς ένα δάνειο όπως το
spor προφέρεται είτε [siphóŗ], είτε [isphóŗ].
Απο τη θέση-τους τα φωνήεντα αυτά ονομάζονται αντίστοιχα «επενθετικά» και
«προθετικά» (δές π.χ. TurkLang 205).
Έτσι, μια πρώτη ερμηνεία για το ιτζιάκ΄ θα μπορούσε να είναι η συνειδητή
αποκατάσταση του προθετικού /i/ απο τους Κοζανίτες, κάτι που συνεπάγεται οτι το
κοζανίτικο [dź] αντιμετωπίστηκε ώς δισυμφωνικό σύμπλεγμα.
Την παραπάνω ερμηνεία ενισχύει το γεγονός οτι στα κοζανίτικα το αρκτικό /i/
διατηρείται σε περιπτώσεις όπως των ihram> ιχράμ΄, παρότι στις ελληνικής προέλευσης
λέξεις παρατηρείται το, γνωστό και απο την ΚΝΕ, φαινόμενο της σίγησης των αρκτικών
άτονων φωνηέντων2.
Βέβαια, στην περίπτωση του ihram ετυμολογικά δέν έχουμε να κάνουμε με το
προθετικό /i/, αλλα με το βραχύ αραβοπερσικό /i/.
Στα ελληνικά η λέξη συνήθως απαντά ώς χράμι (& χράμ΄) και η απουσία του τούρκικου
/i/ θα μπορούσε να αποδοθεί σε αποβολή επειδή αναγνωρίστηκε ώς προθετικό /i/, καθως
το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες και διαλέκτους: π.χ. το βουλγ(ετ).
скемле {skémle} ''σκαμνί [табуретка]'' προέρχεται απο το τούρκ(κν). iskemle {iskémle}
''σκαμνί [stool]'' (<τούρκδ. iskemli ''σκαμνί [tabure]'' <σκαμνί 3 ), ενώ απο το τούρκ(κν).

1 π.χ. προχτές> ιπρουχτέ(ς), πέρυσι> ιπέρσ΄ & τότε> ιτότι κατα το χθές-ἐχθές.
2 πρβλ. π.χ. τα μπουρώ (<υστβυζ. εμπορώ/ημπορώ) & μπλάστρ΄ (<εμπλάστρι: Somavera 115).
3 Eren & Nişanyan 2009 «iskemle».

/ 158 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.

iskambil = 1) παιχνίδι με χαρτιά, χαρτοπαίγνιο [any card game], 2) τραπουλόχαρτο [a


playing card], 3) τράπουλα [deck of cards] προέρχονται (α) το αλβαν. skambil ''checkers
(the game), draughts'', (β) το βουλγδ. скамбил {skambíl} ''είδος παιχνιδιού με χαρτιά ή
γενικά παιχνίδι με χαρτιά [вид игра на карти или изобщо игра на карти]'' και (γ) το
δυτικοκρητικό σκαμπίλια ''τραπουλόχαρτα''1.
Άν κρίνουμε απο την περίπτωση του καρδιτσιώτικου χιράμ’, φαίνεται οτι είχαμε μια
τούρκικου τύπου επανανάλυση και επαναδιαχείριση του συμπλέγματος /hr/ του ihram,
κατα την οποία αντί το /i/ να χρησιμοποιηθεί ώς προθετικό (όπως στο (i)spor [isphóŗ]),
χρησιμοποιήθηκε ώς επενθετικό (όπως στο s(i)por [siphóŗ]).
Έτσι, επειδή μετά το /i/ ακολουθεί το σύμπλεγμα /hr/ και με δεδομένο οτι αλλού λέγεται
χράμι/χράμ΄ το /i/ των ihram ~ ιχράμ΄ φαίνεται οτι στην Κοζάνη θεωρήθηκε προθετικό.
Επίσης, αντανάκλαση των τούρκικων αρθρωτικών συνηθειών έχουμε και στο
κοζανίτικο μπιρσίμ΄, που αντιστοιχεί στο κοινό ibrişim. Βέβαια, δέν είναι σίγουρο άν η
διάσπαση του συμπλέγματος /br/ συνέβη στα κοζανίτικα ή στα τούρκικα, καθως το
μπιρσίμ΄ θα μπορούσε να αποδοθεί (α) στο σημερινό ibrişim με αντιμετάθεση /ri/ > /ir/ και
απαλοιφή του προθετικού /i/, που πιθανώς αξιολογήθηκε ώς περιττό (ibrişim> *ιμπρισίμ΄>
*ιμπιρσίμ΄> μπιρσίμ΄) ή (β) στο οθωμανικό birişim με σίγηση του εσωτερικού άτονου /i/
(birişim> *μπιρισίμ΄> μπιρσίμ΄).
Τα ibrişim & birişim προέρχονται απο πέρσικο äbrīšüm, που αρχικά έδωσε τον τύπο
ebrişüm και κατόπιν εξελίχτηκε σε ebrişim με προχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.)· στη
συνέχεια το ebrişim έδωσε τόσο το ibrişim, όσο και το birişim.
Άν κρίνουμε τουλάχιστον απο την περίπτωση του birişim, φαίνεται οτι το e- με κάποιο
τρόπο χάθηκε και προκειμένου να μή βρεθεί το σύμπλεγμα /br/ στην αρχή της λέξης,
διασπάστηκε με την εισαγωγή του /i/, όπως στο s(i)por, ενώ θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε οτι με την ίδια αφετηρία στην περίπτωση του ibrişim είχαμε ανάπτυξη του
προθετικού /i/ όπως στο (i)spor: ebrişim> *brişim> birişim & ibrişim.
Βέβαια, είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε οτι το ebrişim εξελίχτηκε σε *brişim, καθως
κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε οτι χάθηκε το /e/, αφήνοντας μάλιστα ένα σύμπλεγμα σε
αρκτική θέση· συνεπώς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι αρχικά είχαμε αφομοίωση
(ebrişim> ibrişim) και κατόπιν προέκυψε το birişim με ανάλυση του /i/ ώς προθετικού
(κατα το (i)spor) και αντικατάστασή-του απο επενθετικό (κατα το s(i)por).

1 Ξανθινάκης 2000.

/ 159 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.

Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε οτι και η περίπτωση του μπιρσίμ΄ αντανακλά την
τούρκικη τάση για διάσπαση των συμφωνικών συμπλεγμάτων στην αρχή της λέξης.
Μπορούμε δηλαδή να προτείνουμε οτι πιθανώς στην περίπτωση του ιτζιάκ΄ έχουμε
ένα φαινόμενο ανάλογο με αυτό που οδήγησε στη σίγηση του [γ΄] του γιντζές (Β:1.21.4.):
δίπλα στη σίγηση των αρκτικών άτονων φωνηέντων, το ι- απομονώθηκε απο λέξεις
όπως το ιχράμ΄ σάν ένα χαρακτηριστικά τούρκικο γνώρισμα και ακολούθως
εμφανίστηκε/αποκαταστάθηκε στο ιτζιάκ΄, δηλαδή σάν ένδειξη «τουρκικότητας» και
πιθανώς επειδή οι Κοζανίτες ήξεραν οτι το τούρκικο πρότυπο άρχιζε με φωνήεν (ocak).
Ομως προθετικό ι- δέν παρατηρείται μόνο στο ιτζιάκ΄ που είναι τουρκισμός, αλλα και
σε δυτικά δάνεια, όπως τα ιβγιλί ''βιολί'' <βγιλί1 <βιολί & Ιβγένα ''Βιένη'' <*Βγένα.
Κι εδώ το ι- εμφανίζεται πρίν απο δισυμφωνικά συμπλέγματα και μια δεύτερη, πιό
βελτιωμένη, ερμηνεία θα μπορούσε να αποδίδει το ιτζιάκ΄ σε ανάπτυξη ενός [i] καθαρά
στα πλαίσια του κοζανίτικου ιδιώματος, οπου φαίνεται οτι είχε αρχίσει να γενικεύεται το
προθετικό /i/, πιθανώς απο τούρκικη επίδραση.
Άν δεχτούμε μία απο τις παραπάνω ερμηνείες, το ενδιαφέρον συμπέρασμα για την
ιστορία των φωνημάτων του κοζανίτικου ιδιώματος ειδικότερα και της ελληνικής γλώσσας
γενικότερα είναι οτι και στις δύο περιπτώσεις το [dź] του ιτζιάκ΄ αντιμετωπίζεται (ή
τουλάχιστον: αντιμετωπίστηκε) ώς συνδυασμός δύο φωνημάτων και όχι ώς μοναδικό
φώνημα.
Βέβαια, ανεξάρτητα απο το άν πρέπει να θεωρηθεί σύμπλεγμα, το [dź] δέ μπορεί να
θεωρηθεί μή ανεκτό στην αρχή της λέξης, καθως στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων παραμένει χωρίς πρόβλημα στην αρχή των τουρκισμών2, ενώ ακόμα και
τα /vγ/ των ιβγιλί & Ιβγένα, παρότι είναι συμπλέγματα, είναι ανεκτά στην αρχή της λέξης,
πρβλ. π.χ. βγάνου & βγαίνου.

Γ:2.4.5.2. Το τούρκικο minder έδωσε το κοζανίτικο μιντέρ΄, το σιατιστινό μιντζέρ’, το


μντέρ΄ στον Κολινδρό και τα μιντέρ’ & μντέρ’ στη Λήμνο.
Τα ιδιώματα της Λήμνου και του Κολινδρού ανήκουν στα ιδιώματα οπου έχουμε
απερρίνωση των ηχηρών κλειστών, ενώ τα κοζανίτικα και τα σιατιστινά στα ιδιώματα
οπου διατηρείται το έρρινο στοιχείο 3 : έτσι, στο κοζανίτικο μιντέρ΄ [ḿińd΄éŕ] και το

1 Τσιανάκας 1988:90.
2 π.χ. τζέπς, τζιάμ΄, τζιαμπάηζς κλπ. (Β:1.4.2.).
3 δές τον χάρτη ανάμεσα στις σελίδες 76 & 77 στα Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (τρίτος τόμος).

/ 160 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.4.

σιατιστινό μιντζέρ’ [mińdźéŗ] διαπιστώνουμε διατήρηση του έρρινου στοιχείου, ενώ το


minder έδωσε τον τύπο μιντέρ’ [midér] στη Λήμνο.
Φαίνεται δηλαδή οτι στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα η διατήρηση του έρρινου
συμπλέγματος απέτρεψε τη σίγηση του άτονου /i/, καθως σε διαφορετική περίπτωση θα
προέκυπτε ένα δυσπρόφερτο σύμπλεγμα (Γ:1.4.6.), ενώ στη Λήμνο και τον Κολινδρό δέν
υπήρξε ανάλογο κώλυμα, με αποτέλεσμα τη σίγηση του /i/ (μØντέρ’).
Στη συνέχεια στην Κοζάνη το άτονο /i/ αντικαταστάθηκε απο το /e/ (παλιουμέντιρου) με
αντιστένωση (Γ:2.1.3.), αλλα υπάρχει και το ενδεχόμενο αυτό να μήν ισχύει και απλά το
μιντέρ΄ στα κοζανίτικα να αποτελεί ενδοελληνικό δάνειο, δηλαδή να αποτελεί απόδοση
του μή βόρειου μεντέρι, οπου φαίνεται οτι είχαμε υποχωρητική αφομοίωση του /i/ ώς
προς τον βαθμό ανοίγματος: minder> *μιντέρι> μεντέρι> κοζ. μιντέρ΄.

Γ:2.4.5.3. Όπως ο τύπος πατλιτζιάν΄ (Γ:2.4.4.), έτσι και ο τύπος πιτλιτζιάνα ανάγεται
τελικά στα patlican/patlıcan. Η εμφάνιση του /a/ ώς [i] μπορεί να οφείλεται είτε (α) σε
υποχωρητική αφομοίωση (patli(ı)can> *πατλιτζιάνα> πιτλιτζιάνα), είτε (β) σε
παρετυμολογική επίδραση του ΚΝΕ μελιτζάνα.
Η πιθανότητα ενός παλιότερου τύπου *πατλιτζιάνα ενισχύεται απο τον τύπο
πατλατζιάνα, που ενδεχομένως προέρχεται απο τα patlican/patlıcan και όχι απο το
patlacan (Γ:2.2.4.8.), ενώ απο την άλλη η πιθανότητα της παρετυμολογικής επίδρασης
του μελιτζάνα ενισχύεται απο το οτι σε αυτήν ενδεχομένως οφείλεται και η ένταξη της
λέξης στα παρυξύτονα θηλυκά σε -α (Κυρανούδης 2009:111).

Γ:2.4.5.4. Το κοζανίτικο σιχνισίν΄ προέρχεται απο το πέρσικης προέλευσης τούρκικο


şahnişin, ομως δέ μπορούμε να μιλάμε για κανονική απόδοση του τούρκικου /a/ με
ελληνικό [i].
Το şahnişin εξελίχτηκε σε şehnişin με υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.), με
αποτέλεσμα ο τύπος şehnişin να καταγράφεται ήδη απο τον 17ο αιώνα (Meninski 2762),
όπως και στο λεξικό του Χλωρού, που αποδίδει τα τούρκικα της ύστερης οθωμανικής
περιόδου (τέλη 19ου αιώνα).
Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι ο τύπος şehnişin έδωσε το σιχνισίν΄ με κανονική
απόδοση του /e/ με [i] σε άτονη θέση (Γ:1.3.2.).
Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει οτι το σιχνισίν΄ δέν πρέπει να συνδεθεί
με το şehnişin, αλλα με το şahnişin, που μπορούμε να υποθέσουμε οτι αρχικά έδωσε
στην Κοζάνη ένα *σιαχνισίν΄ [śaxńiśíń], που κατόπιν εξελίχτηκε σε σιχνισίν΄ [śixńiśíń], με
υποχωρητική αφομοίωση (a-i> i-i, δές Γ:2.8.).

/ 161 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.5.

Φαίνεται οτι ο τύπος *σιαχνισίν΄ όντως χρησιμοποιούνταν παλιότερα στα κοζανίτικα,


καθως μαρτυρείται σε έγγραφα του 19ου αιώνα με τις γραφές <σιαχνεσήνι> [1874] και
<σιαχνησίνι> [1881], ομως δέν πρέπει να ξεχνάμε οτι τουλάχιστον απο τα τέλη του 17ου
αιώνα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα το αρχαϊκό şahnişin χρησιμοποιείται παράλληλα
με το πιό νεωτερικό şehnişin, κάτι που αποτυπώνεται στο λεξικό του Χλωρού (οπου το
şahnişin καταγράφεται δίπλα στο şehnişin), κι έτσι δέ μπορούμε να αποκλείσουμε το
ενδεχόμενο του άμεσου δανεισμού şehnişin> σιχνισίν΄.

Γ:2.4.5.5. Το [i] του καταφυγιώτικου τιλιτίνια (<telâtin) πιθανότατα οφείλεται σε


υποχωρητική αφομοίωση του κανονικού /a/ απο τα γειτονικά [i] (πρβλ. κοζ. τιλιατίν΄).

Γ:2.4.5.6. Το κοζανίτικο τσιλιστιμένους [ćil΄iśt΄iḿénus] πιθανότατα προέρχεται απο το


επίσης κοζανίτικο τσιαλιστιμένους [ćal΄iśt΄iḿénus] (<çalıştı) με υποχωρητική αφομοίωση
του κανονικού /a/ (δές Γ:2.8.).

Γ:2.5. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ /o/

Γ:2.5.1. Το ελληνικό /o/ είναι ένα ενδιάμεσου βαθμού ανοίγματος πισινό στρογγυλό
φωνήεν που πραγματώνεται ώς [o]1, ενώ το κοζανίτικο /o/ σε τονισμένη θέση προφέρεται
[ó] και σε άτονη στενώνεται σε [u] (Γ:2.1.2.).

Γ:2.5.2. Το δυτικομακεδόνικο [ó] αποδίδει τα τούρκικα /o/ & /ö/ σε τονισμένη θέση
(Γ:1.6.2., Γ:1.7.2.), ενώ για τα άτονα /o/ που εμφανίζονται σάν [u] θα γίνει λόγος
παρακάτω (Γ:2.6.2., Γ:2.6.8.), όπως και για τη σύγχυση ώς προς τον βαθμό ανοίγματος
των τούρκικων στρογγυλών (Γ:2.6.7.).

Γ:2.5.3. Επίδραση απο άλλες ποικιλίες φαίνεται οτι είχαμε στην περίπτωση του
δοβρανιώτικου μπατόκ΄.
Το μπατόκ΄ ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων με το βορειοελλαδίτικο μπατάκ΄, που
φαίνεται οτι συσχετίστηκε με το σλάβικο ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων με το
βορειοελλαδίτικο μπατάκ΄ (<batak), που φαίνεται οτι συσχετίστηκε με το σλάβικο potok2:

1 Αρβανίτη 169.
2 βουλγάρ. поток {potók} ''ρυάκι, ρέμα [stream, (water) course, brook, torrent]'', ΒΣΜ поток {pótok} ''stream, brook'',
σερβοκροάτ. поток / potok ''brook, stream''.

/ 162 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

το potok σε άλλα ιδιώματα έδωσε τον τύπο πουτόκ΄, που έχει ανάλογες σημασίες με τα
μπατόκ΄/μπατάκ΄1.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε λοιπόν οτι κατα πάσα πιθανότητα ο τύπος μπατόκ΄
οφείλεται σε συμφυρμό των μπατάκ΄ & πουτόκ΄.

Γ:2.6. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ <ου>

Γ:2.6.1. Το ελληνικό /u/ είναι ένα κλειστό πισινό στρογγυλό φωνήεν που
πραγματώνεται ώς [u] 2 και το κοζανίτικο και γενικότερα το βορειοελληνικό /u/ σε
τονισμένη θέση προφέρεται [ú], ενώ σε άτονη μπορεί μέν να σιγείται (ειδικά όταν
βρίσκεται σε τελική θέση: Γ:2.1.2.), αλλα σε εσωτερική θέση μπορεί και να διατηρείται.

Γ:2.6.2. Το δυτικομακεδόνικο [u] αποδίδει (α) το τούρκικο /w/ σε τονισμένη και άτονη
θέση (Γ:1.4.2.), (β) το τούρκικο /o/ σε άτονη θέση (Γ:1.6.2.), (γ) το τούρκικο /ö/ σε άτονη
θέση (Γ:1.7.2.), (δ) το τούρκικο /u/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.8.2.), (ε) το τούρκικο
/ü/ σε τονισμένη και άτονη θέση (Γ:1.9.2.) και (στ) αντιστοιχεί στα τούρκικα /e i/ σε άτονη
θέση και μετά απο ελληνικό ουρανικό σύμφωνο (Γ:1.9.4.4.).

Γ:2.6.3. Το οτι το ελληνικό [u] αποδίδει τόσο το τούρκικο /w/, όσο και το τούρκικο /u/
δημιουργεί πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων, καθως
παρατηρούνται δύο φαινόμενα, κατα τα οποία έχουμε αμοιβαία αντικατάσταση των
τούρκικων /w/ & /u/.
Το πρώτο είναι η αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης, καθως σε περιβάλλον /a/
ένα /u/ τρέπεται σε /w/ (Γ:1.1.2.2.): kulağuz> kılavuz, ahur> ahır, budak> bıdak, fukara>
fıkara, muhtar> mıhtar, sanduk> sandık, satur> satır.
Φυσικά, το φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στη ΣΚΤ (ahır, fıkara, kılavuz, sandık &
satır), αλλα και στα τούρκικα των Βαλκανίων (πρβλ. το βαλκανικό τούρκικο bıdak
''budak'': Dallı 179).
Το δεύτερο φαινόμενο είναι η στρογγύλωση, δηλαδή ένα /w/ σε περιβάλλον χειλικού
συμφώνου τρέπεται σε /u/ (Γ:1.1.2.3.): έτσι, με προχωρητική αφομοίωση ώς προς τον

1 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.


2 Αρβανίτη 169.

/ 163 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

τόπο άρθρωσης (Γ:1.1.2.2.) το αραβικής προέλευσης hamir εξελίχτηκε στο σήμερα


διαλεκτικό hamır1, που έδωσε το κοινό hamur.
Συνεπώς, άν και πιθανότατα το κοζανίτικο χαμούρ΄ αντανακλά το hamur, είναι γενικά
δύσκολο να αποφασίσει κανένας άν το ελληνικό [u] αποδίδει το τούρκικο /u/ ή το /w/: π.χ.
μουχτάρς <muhtar/mıhtar, μπουντάκ΄/μπντάκ΄ <budak/bıdak & φουκαράς
<fukara/fıkara.2
Έτσι, το καστοριανό σαντούκ΄ μπορεί να αντανακλά οποιονδήποτε απο τους τύπους
senduk, sanduk & sandık (Γ:1.3.7.4.), καθως το [ɐ] μπορεί να αποδίδει είτε το [α], είτε το
[æ] (Γ:2.2.4.9.), ενώ το /u/ (σαντούκ΄) μπορεί να αποδίδει είτε το /u/ των sanduk/senduk,
είτε το /w/ του sandık.
Θεωρητικά θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί και σε δανεισμό απο το διαλεκτικό
sendük (με /ü/> /u/), που ομως είδαμε οτι μάλλον πρέπει να αποκλειστεί σάν ενδεχόμενο
για τη βαλκανική πραγματικότητα (Γ:1.3.7.4.).
Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ένταξη στο βαλκανικό
περιβάλλον, ώστε να διαπιστώσουμε ποιόν απο τους δύο τύπους είχαν σάν πρότυπο οι
υπόλοιπες γλώσσες των Βαλκανίων.
Έτσι, π.χ. στην περίπτωση των αμφίβολων μπ(ου)ντάκ΄, το βουλγάρικο budak
συνηγορεί υπέρ του αρχαϊκότερου budak, ομως δέ μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και με
το σερβοκροάτικο (h)amur, καθως το σερβοκροάτικο /u/ μπορεί να αποδίδει τόσο το
τούρκικο /u/, όσο και το /w, όπως έχουμε δεί (Γ:1.3.7.4.), και κάπως έτσι επανέρχεται το
αίτημα για συλλογή στοιχείων απο όσο το δυνατόν περισσότερες ποικιλίες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του καστοριανού σατούρ’, που αντιστοιχεί στο
satır, σύγχρονο τύπο του αραβικής προέλευσης satur· έτσι το σατούρ’ μπορεί να
προέρχεται τόσο απο το satır, όσο και απο το αρχικό satur.
Mε ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι στα Βαλκάνια απαντούν
τύποι που με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν μόνο με το satır, π.χ. αλβ. satër, βουλγ.
satăr, σλαβμακ. satar, σερβοκρ. satara, ρουμ. satâr, ελλ. σατίρ’/σατίρι & σατίρα.

1 Για τον τύπο στα Βαλκάνια δές π.χ. Eckmann 1962α:61, Dallı 183 & Kalay 152 [13:93].
2 Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ετυμολόγοι καταλήγουν να παραθέτουν και τους δύο τύπους σε περιπτώσεις όπως των
αχούρι & αχούρ’ <ahur/ahır (δές π.χ. Γλ.Πιερ. 69 & ΛΚΝ).

/ 164 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

Συνεπώς, στην περίπτωση του σατούρ’ γίνεται πιθανότερη η εκδοχή του satır, χωρίς
ομως να μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ενός αρχαϊσμού με βάση το
παλιότερο satur.
Πιό ξεκάθαρη είναι η κατάσταση σε περιπτώσεις όπως των havuç> αούτσ’, οπου
μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι το αούτσ’ προέρχεται απο το havuç και όχι απο το
παλιότερο *havıç, καθως μόνο σε περιβάλλον στρογγυλού φωνήεντος (δηλαδή του /u/)
το /v/ πραγματώνεται ώς χειλικό ημίφωνο [ǔ], που εδώ αποδόθηκε με το Ø (Β:1.20.4.).
Επίσης, σε περιπτώσεις όπως του κοζανίτικου αχούρ΄ μπορούμε να είμαστε σίγουροι
οτι δέν έχουμε απόδοση ενός */w/, καθως το ahır θα έδινε στα κοζανίτικα *αχΐρ΄ [axẃŕ]
(πρβλ. kahır> καχΐρ΄)· έτσι, το /u/ του κοζανίτικου αχούρ΄ πρέπει να αποδοθεί σε ένα /u/,
είτε πρόκειται για το /u/ του παλιότερου ahur, είτε πρέπει να το αποδώσουμε σε έμμεσο
δανεισμό της τούρκικης λέξης, δηλ. σε δανεισμό του νεοελληνικού αχούρ’/αχούρι
(<ahur/ahır).

Γ:2.6.4. Το οτι το ελληνικό [u] αποδίδει τόσο το τούρκικο /u/, όσο και το /ü/ δημιουργεί
πρόβλημα κατα την ετυμολόγηση των ελληνικών τύπων με [u], καθως είδαμε οτι ένα /ü/
σε περιβάλλον /a/ μπορεί να εξελιχτεί σε /u/, με αφομοίωση ώς προς τον τόπο άρθρωσης
(Γ:1.1.2.2.): έτσι, το ντουσ΄μάνους μπορεί να αποδίδει τόσο το αρχικό düşman, όσο και
το μεταγενέστερο duşman.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον μπορεί να μας βοηθήσει
να διαλέξουμε ανάμεσα στους δύο τύπους: έτσι, π.χ. το ντουσ΄μάνους φαίνεται οτι δέν
προέρχεται απο το σήμερα κοινό düşman, αλλα πρέπει να συνδεθεί με τον τύπο
duşman, που όχι μόνο αντανακλάται απο το αλβανικό dushman και το βουλγάρικο
dušman(in)1, αλλα και μαρτυρείται άμεσα για διάφορα βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα.

Γ:2.6.5. Πιό περίπλοκη είναι η περίπτωση του μουσαφίρης, που μπορεί να αποδοθεί
σε οποιονδήποτε απο τους τύπους müsafir, musafir & mısāfir.
Ο αρχικός τύπος είναι το αραβικής προέλευσης müsafir, απ’ όπου προέρχεται το
misafir με υποχωρητική αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης, ενώ η ακριβής
προέλευση των τύπων musafir & mısāfir δέν είναι σίγουρη, παρότι ανάγονται κι αυτοί
στον τύπο müsafir.

1 αντί για *dyshman & *djušman (дюшман), που θα αντανακλούσαν το düşman.

/ 165 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

Έτσι, απο το müsafir προέρχεται πιθανώς το musafir, με αφομοίωση ώς προς τον


τόπο άρθρωσης (müsafir> musafir), αλλα δέν αποκλείεται να προέρχεται και απο το
mısāfir με στρογγύλωση (mısāfir> musafir: Γ:1.1.2.3.).
Απο την άλλη, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το mısāfir προέρχεται απο το misafir, με
αφομοίωση ώς προς τον τόπο άρθρωσης (misafir> mısāfir), αλλα δέν αποκλείεται να
προέρχεται και απο το musafir, με αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης (musafir>
mısāfir: Γ:1.1.2.2.)· γι’ αυτό και ο Eckmann (1950) στη σελ. 6 παράγει το mısāfir απο το
musafir και δυό σελίδες μετά απο το misafir.
Έτσι, μπορεί να είχαμε (α) müsafir> misafir> mısāfir> musafir ή (β) misafir <müsafir>
musafir, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το mısāfir μπορεί να προέρχεται τόσο απο το
misafir, όσο και απο το musafir.
Είδαμε οτι το ελληνικό /u/ αποδίδει οποιοδήποτε απο τα /ü u w/ και συνεπώς το
ελληνικό μουσαφίρ(η)ς μπορεί να αντανακλά οποιοδήποτε απο τα müsafir, musafir &
mısāfir, καθως οι τρείς τούρκικοι τύποι είτε καταγράφονται άμεσα ώς βαλκανικοί, είτε
αντανακλούν στους βαλκανικούς τουρκισμούς: τα διαλεκτικά musafir & mısāfir
καταγράφονται για βαλκανικά τούρκικα ιδιώματα, ενώ το müsafir έδωσε το βαλκανικό
τούρκικο müsàvir και το αλβανικό mysafir.
Δυστυχώς η προηγούμενη έρευνα είτε δέν έχει εντοπίσει όλα τα παραπάνω στοιχεία,
είτε δέν τα έχει ερμηνεύσει σωστά: ο Γεωργιάδης (119-20) και ο Κυρανούδης (1995:19,
2009:414) θεωρούν οτι το μουσαφίρ(η)ς προέρχεται απο το διαλεκτικό musafir, ενώ
σωστά αποκλείουν τον τύπο misafir απο την άμεση ετυμολόγηση του μουσαφίρ(η)ς.
Ο Κυρανούδης (2009:414), ενώ έχει πέσει στην αντίληψή-του ο τύπος müsafir (απο το
λημματολόγιο του Stachowski), για άγνωστο λόγο δέν τον λαμβάνει υπόψιν στην
ετυμολόγησή-του, ενώ ο Γεωργιάδης (106), αγνοώντας προφανώς την ύπαρξη του
müsafir, κάνει το λάθος να υποστηρίξει οτι το misafir προέρχεται απο το musafir,
προτείνοντας έτσι μια παραβίαση της συμφωνίας ώς προς τον τόπο άρθρωσης (Γ:1.1.1.),
ενώ δέ δίνει τη δέουσα προσοχή και στον μπροστινό χαρακτήρα του /ü/ του αλβανικού
mysafir, που έχει υπόψιν-του (σελ. 120).
Όπως είδαμε ομως, δέ μπορούμε να αποκλείσουμε το müsafir απο την ετυμολόγηση
βαλκανικών τουρκισμών όπως το μουσαφίρ(η)ς, καθως άν μή τί άλλο μόνο εκεί μπορεί
να αναχθεί με βεβαιότητα το αλβανικό mysafir.

/ 166 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

Γ:2.6.6. Φυσικά, ανάλογα προβλήματα με το μουσαφίρς έχουν και άλλες αραβικής


αρχής λέξεις που διαθέτουν ακολουθίες των /ü/ 1 & /a/, όπως π.χ. το μουχτάρς, που
μπορεί να αντανακλά οποιονδήποτε απο τους τύπους *mühtar, muhtar & mıhtar.

Γ:2.6.7. Το οτι τα τούρκικα ανοιχτά /o ö/ απαντούν μόνο στην πρώτη συλλαβή των
λέξεων (Γ:1.6.1.), σε συνδυασμό με (α) τη ρευστότητα ανάμεσα στα ανοιχτά και τα
κλειστά στρογγυλά (Γ:1.6.1.), (β) τον τονισμό των κληρονομημένων τούρκικων λέξεων
κατα κύριο λόγο στη λήγουσα (Δ:1.), (γ) την υποχρεωτική στένωση των ελληνικών
άτονων /o/ (Γ:2.5.1.) και (δ) τη διατήρηση κάποιων απο τα ελληνικά άτονα /u/ (Γ:2.6.1.),
έχουν σάν αποτέλεσμα το δυτικομακεδόνικο [u] να ενδέχεται να αποδίδει οποιοδήποτε
απο τα τούρκικα /o ö u ü/ σε αρχική άτονη συλλαβή.
Αυτό δυσκολεύει τον προσδιορισμό του άν (α) ο τούρκικος τύπος είχε ανοιχτό ή
κλειστό στρογγυλό φωνήεν ή άν (β) στις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις έχουμε να κάνουμε
με άτονο /o/ που στενώνεται ή άτονο με /u/ που δέ σιγείται 2 : π.χ. burani ≈ borani ~
μπουρανί, börek ≈ bürek ~ μπουρέκ΄, doğru/dōru ≈ dūru ~ ντου(γ)ρού, doğramacı ≈
dūramacı ~ ντουγραματζής, sufra ≈ sofra ~ σουφράς, hoşaf ≈ huşaf ~ χουσιάφ’ & koşaf
≈ kuşaf ~ κουσιάφ’.
Οι μόνες περιπτώσεις οπου μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι όταν το τούρκικο
στρογγυλό αποδίδεται με Ø, καθως τότε μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο οτι έχουμε
να κάνουμε με ελληνικό /u/ που σιγείται: hoşaf/huşaf> χσιάφ’, bölük/bülük>
μπλιούκ΄/μπλούκ΄/μπλίκ΄, kova> κουβάς> *κβάς> γκβάς, boğa/buğa> μπουγάς3> μπγάς,
bunar> μπνάρ’, buhari> μπ’χαρί.4
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι το ΚΝΕ κουβάς συμφωνεί με το
σιατιστινό γκβάς ώς προς το /u/: έτσι, το τούρκικο kova έδωσε το ΚΝΕ κουβάς, που σε
πολλά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας διατήρησε το /u/ (κουβάς, γκουβάς), ενώ σε
ιδιώματα όπως της Σιάτιστας το έχασε (γκØβάς).

1 Το /ü/ αποδίδει κατα κανόνα το βραχύ αραβοπερσικό /u/, ενώ το τούρκικο /u/ αποδίδει το αντίστοιχο μακρό: π.χ. düyun
''χρέη [borçlar]'' <αραβ. & πέρσ. düjūn ''debts'' (Steingass 556, Junker-Alavi 340): ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009
«düyun».
2 δές π.χ. Χριστοδούλου 2010:177-83.

3 Somavera 254, πρβλ. επών. Μπουγάς.

4 Υπογραμμισμένοι δίνονται οι μή δυτικομακεδόνικοι τύποι.

/ 167 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

Η περίπτωση του ΚΝΕ κουβάς δέν είναι μοναδική, καθως και απο άλλες περιπτώσεις
βλέπουμε οτι τα τούρκικα /o ö u ü/ σε άτονη αρχική συλλαβή εμφανίζονται ώς ΚΝΕ /u/1,
κάτι που επίσης δέ βοηθά στην αναγνώριση του βαθμού ανοίγματος των στρογγυλών
των τούρκικων λέξεων: boğa/buğa> μπουγάς, bölük/bülük> μπουλούκι, boğaça ~
buaça> μπουγάτσα, börek/bürek> μπουρέκι, doğru/*duğru> ντουγρού.

Γ:2.6.8. Στην ενότητα που αφορά το ελληνικό [u] εντάσσονται και λέξεις οπου έχουμε
άτονα /o/, που λόγω του βόρειου φωνηεντισμού εμφανίζονται σάν [u].

Γ:2.6.8.1. Μιά χαρακτηριστική περίπτωση είναι του κοζανίτικου ονόματος Τσιάπου,


που δίνεται σε θηλυκά σκυλιά (σε συνδυασμό με το Τσιάπς για τα αρσενικά) και διαθέτει
ένα [u], που δέ μπορεί παρά να αντιστοιχεί σε /o/ <-ω>, καθως σε περίπτωση ενός */u/
θα περιμέναμε κανονικά σίγηση σε τελική άτονη θέση.
Το Τσιάπου απαντά και στην Τσιαρπίστα Σερρών (οπου χρησιμοποιείται και
μεταφορικά) και φαίνεται οτι προέρχεται απο το πέρσικης προέλευσης διαλεκτικό
τούρκικο çapa ''κυνηγόσκυλο'', που απαντά με την ίδια σημασία στα αλβανικά (ώς çap),
ενώ εντοπίζεται και σε σλάβικα ιδιώματα, όπως στην περιοχή του Πίροτ (ΝΑ Σερβία) και
της ΝΔ Μακεδονίας ώς čapa.
Η παρουσία-του σε σλάβικα ιδιώματα είναι πολύ ενδιαφέρουσα, καθως δέν
αποκλείεται να σχετίζεται με το τέρμα -ου κάποιων απο τους θηλυκούς σλαβισμούς, που,
όπως ξέρουμε, προέρχονται απο θηλυκές κλητικές σε -o που αντιστοιχούν σε
ονομαστικές σε -a: π.χ. baba, babo> μπάμπου.
Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε σε σλάβικη μεσολάβηση τον τύπο Τσιάπου, καθως
φαίνεται οτι στην Κοζάνη και την Τσιαρπίστα σά βάση για τον δανεισμό είχαν τον τύπο
čapo, την κλητική δηλαδή του σλάβικου čapa2.

Γ:2.6.8.2. Σε άτονο /o/ φαίνεται οτι αντιστοιχεί το [u] του ζουκούμ’, που αντιστοιχεί στο
αραβικής προέλευσης κοινό τούρκικο zakkum.
Για τα ελληνικά ιδιώματα φαίνεται να καταγράφονται μόνο οι τύποι ζουκούμ’ &
ζουχούμ’ και συνεπώς δέν έχουμε ενδείξεις οτι η λέξη εισήλθε στα ελληνικά ιδιώματα
διατηρώντας το τούρκικο /a/, κάτι που σημαίνει οτι το ενδεχόμενο μιας ελληνικής

1 Γεωργιάδης 126-30.
2 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.

/ 168 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

υποχωρητικής αφομοίωσης, η υπόθεση δηλαδή οτι το ζουκούμ’ μπορεί να αποτελεί


εξέλιξη ενός παλιότερου *ζακούμ’ (<zakkum) μάλλον πρέπει να αποκλειστεί.
Το ζουκούμ’ θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με τους διαλεκτικούς τύπους zıkkım ή
zukkum (με το ελληνικό [u] να αποδίδει τα τούρκικα /w/ & /u/: Γ:2.6.3.), ομως για τις
βαλκανικές γλώσσες δέν καταγράφονται τύποι με δύο κλειστά κεντρικά ή δύο κλειστά
πισινά: στα Βαλκάνια αποδίδεται είτε το αρχικό *zekkum (σερβοκρ. zekum), είτε το
σύγχρονο zakkum (αλβ., βουλγ., σερβοκρ. zakum), είτε η λέξη απαντά ώς zokum (στα
βουλγάρικα και τα σλαβομακεδόνικα).
Αντίθετα, πιό πιθανό είναι το ενδεχόμενο το zokum να αντανακλά έναν βαλκανικό
τούρκικο τύπο *zokkum, που φαίνεται οτι προήλθε απο το zakkum με υποχωρητική
αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης (a-u> o-u1), ενώ στην αποκατάσταση ενός
βαλκανικού τούρκικου *zokkum συνηγορεί και το οτι στη συγκεκριμένη περίπτωση δέν
έχουμε ενδείξεις για μια ελληνική υποχωρητική αφομοίωση.

Γ:2.6.8.3. Όπως φαίνεται τόσο απο τη σημασία, όσο και απο τη μορφή της λέξης το
δυτικομακεδόνικο μουχόζ΄κους (που απαντά και στην Ορεινή Πιερία) ανήκει στην ίδια
οικογένεια λέξεων με το μαχόσ(ι)κους (στον Κάμπο της Βέροιας) και τα σερρέικα
μαϊχόζ΄κους και μαχόζ’κους και, τελικά, προέρχεται απο το τούρκικο mayhoş.
Άν και δέν είναι απίθανη μια τούρκικη αφομοίωση ώς προς τον τρόπο άρθρωσης (a-
o> o-o), παραμένει προβληματική η ερμηνεία της απώλειας του μπροστινού ημιφώνου
μετά απο μή μπροστινό φωνήεν, καθως με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον
διαπιστώνουμε οτι στα Βαλκάνια απαντούν μόνο τύποι που ανάγονται κατευθείαν στο
mayhoş, διατηρώντας το ημίφωνο (π.χ. αλβ. majhosh, βουλγ. majxoš & σερβοκρ.
majhoš).
Φαίνεται οτι τόσο η απώλεια του μπροστινού ημιφώνου, όσο και η τροπή /a/ > /u/
συνέβη στο πλαίσιο των μακεδονικών ιδιωμάτων, με υποχωρητική αφομοίωση του /a/
απο το /o/ (Γ:2.8.) και στένωση του άτονου /o/ σε [u]: mayhoş> *μαχόζ΄κους>
μουχόζ΄κους.

1 πρβλ. τούρκδ. orhudo ''αρκούδα [ayı]'' <αρκούδα (ΕτυμΤζιτζιλή «αρκούδα») & davul> dovul (Kalay 29).

/ 169 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.6.

Γ:2.6.9. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Γ:2.6.9.1. Με βάση τα ελληνικά δεδομένα προβληματική είναι η άμεση σύνδεση του


γαλατινιώτικου μπρουσίμ’ με το τούρκικο ibrişim, καθως δέν είναι κανονική η απόδοση
του τούρκικου /i/ με το ελληνικό [u].
Επίσης, παρατηρούμε σε όλες σχεδόν της περιπτώσεις το /i/ του τούρκικου ibrişim
αποδίδεται κανονικά με /i/ (βουλγ. & σλαβμακ. & σερβοκρ. ibrišim, ρουμ. ibrişim), ενώ
εξαιρείται το αλβανικό ibërshim, οπου παρατηρούμε οτι αντί για /ri/, έχουμε /ăr/.
Η απόδοση του /ri/ με /ăr/ θυμίζει οτι τα σερβοκροάτικα Hrist & Krist (''Χριστός'')
καταγράφονται και ώς Hrst & Κrst· επίσης, το ελληνικό τράπεζα έδωσε το trpeza, ενώ τα
τούρκικα çıkrık & terlik έδωσαν τους τύπους čekrk & trluci.
Το φαινόμενο χρονολογείται απο την αρχαία εκκλησιαστική σλαβική, οπου το τράπεζα
έδωσε τα trapeza & trъpeza, ενώ αντανακλά και στα αλβανικά, καθως το σλάβικο čekrk
έδωσε το çekërk1. Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε και το ibërshim σε έμμεσο δανεισμό
απο το τούρκικο ibrişim με μεσολάβηση ένος σλάβικου τύπου *ib(ă)ršim [ibărším] (πρβλ.
τον τύπο <ибршим>2).
Σε τύπο *ib(ă)ršim μπορούμε να αποδώσουμε και το γαλατινιώτικο μπρουσίμ’, που
φαίνεται οτι οφείλεται σε σλάβικη μεσολάβηση, όπως και το αλβανικό ibërshim: ibrişim>
*ib(ă)ršim> *μπουρσίμ’> μπρουσίμ’3.

Γ:2.6.9.2. Διπλή ερμηνεία μπορεί να έχει το σιατιστινό τσιουσ΄μές, που αντιστοιχεί στο
σύγχρονο κοινό τούρκικο çeşme, με βάση το οποίο θα περιμέναμε ένα *τσισ΄μές στη
Σιάτιστα, όπως καταγράφεται και για το Σουφλί.
Η πρώτη ερμηνεία θα ήταν να αποδώσουμε τον σιατιστινό τύπο στην τροπή τσι->
τσιου-, όπως υποστηρίζει ο Κυρανούδης (1995:16-7) για το Σουφλί (Γ:1.9.4.4.).
Η δεύτερη ερμηνεία θα ήταν να αποδώσουμε το τσιουσ΄μές σε δανεισμό όχι με βάση
το κοινό τούρκικο çeşme, αλλα με βάση το διαλεκτικό çoşme, απ’ όπου προέρχεται και το
βουλγάρικο διαλεκτικό čošma.
Τόσο το çeşme, όσο και το çoşme προέρχονται απο το πέρσικο čäšme, αλλα το
çoşme δέ μπορεί να προέρχεται απο το çeşme, γιατι έτσι θα παραβιαζόταν η συμφωνία

1 Για τις πηγές, αλλα και για περισσότερα παραδείγματα δές Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί: λήμμα
«ντριμόν’».
2 BER «ибришим».

3 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.

/ 170 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

ώς προς τον τόπο άρθρωσης: με στρογγύλωση του /e/ θα περιμέναμε έναν τύπο
*çöşme, καθως το χειλικό /ö/ αντιστοιχεί στο μή χειλικό /e/ (Γ:1.7.1.).
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι όπως το /ö/ αντιστοιχεί στο /e/, έτσι και το /o/
αντιστοιχεί στο /a/ (Γ:1.6.1.) και, κατα συνέπεια, το çoşme προέρχεται απο ένα παλιότερο
*çaşme, που συνδέεται άμεσα με το πέρσικο čäšme και εξελίχτηκε σε çeşme με
υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).
Τόσο η ιστορικότητα του τύπου *çaşme, όσο και η παρουσία-του στα Βαλκάνια,
τεκμηριώνονται και πάλι απο τα βουλγάρικα ιδιώματα, για τα οποία καταγράφονται οι
τύποι čašma & čăšma (με [a] > [ă] σε άτονη θέση: Γ:1.4.6.).
Έτσι, παρότι το çoşme καταγράφεται απο το DS μόνο για την Τραπεζούντα, μπορούμε
να θεωρήσουμε οτι χρησιμοποιούνταν και στα Βαλκάνια, όπως και το προγενέστερο
*çaşme.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε οτι όπως το /ö/ αντιστοιχεί στο /e/, έτσι και το /o/
αντιστοιχεί στο /a/ (Γ:1.6.1.) και, κατα συνέπεια, το çoşme προέρχεται απο ένα παλιότερο
*çaşme, που συνδέεται άμεσα με το πέρσικο čäšme και εξελίχτηκε σε çeşme με
υποχωρητική αφομοίωση (Γ:1.1.2.2.).

Γ:2.7. ΕΠΑΝΑΝΑΛΥΣΗ (ή ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑ)

Γ:2.7.1. Ο Anttila1 επισημαίνει στα αγγλικά περιπτώσεις «επανανάλυσης» (reanalysis)


ή «επανερμηνείας», κυρίως του /n/ απο την κτητική αντωνυμία ή το αόριστο άρθρο στο
ουσιαστικό και το αντίστροφο (π.χ. a-napron> an-apron).
Το αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρείται και στα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα, οπου το
άρθρο (στην οριστική ή την αόριστη μορφή-του) συνέβαλε στη συντόμευση ή την
επέκταση των ουσιαστικών: παραπάνω είδαμε περιπτώσεις επανανάλυσης (Β:1.16.3.,
Β:2.7.2., Γ:1.2.3.1.), ενώ αμέσως παρακάτω θα εξεταστούν διεξοδικότερα κάποιες
ενδιαφέρουσες περιπτώσεις επαναναλύσεων αρθρικών φωνηέντων και φωνηεντικών
άρθρων.

Γ:2.7.2. Σε αρκτικές θέσεις κάποια ιδιώματα διατηρούν το ετυμολογικό άτονο ου-


(<τούρκ. o-, ö-, u-, ü-), ενώ κάποια άλλα εμφανίζουν Ø- ή α-.

1 Raimo Anttila, Historical and comparative linguistics, Amsterdam/Philadelphia 1989: σελ. 93-4.

/ 171 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

Έτσι, τα τούρκικα ocak, orman & örnek (α) σε κάποια ιδιώματα απαντούν ώς ουτζιάκ΄,
ουρμάν΄ & ουρνέκ΄, (β) σε άλλα ώς τζιάκ΄, ρμάν΄ & ρνέκ΄ και (γ) σε κάποια άλλα ώς
ατζιάκ΄, αρμάν΄ & αρνέκ΄.
Όπως είδαμε, η απουσία του αρκτικού /o/ απο ουδέτερα οφείλεται σε επανανάλυση
των έναρθρων τύπων του ενικού (Γ:1.6.3., Γ:1.7.3.1., Γ:1.9.3.), ενώ η εμφάνιση του
προθετικού α- (αρμάν΄, ατζιάκ΄ & αρνέκ΄) οφείλεται στην επανανάλυση ονοματικών
φράσεων με πρώτο μέλος τα ένα, κάνα & τα.
Έτσι, λέξεις όπως τα τζιάκ΄, ρμάν΄, ρνέκ΄ & νάμ’ (<nam) εξελίχτηκαν σε ατζιάκ΄,
αρμάν΄, αρνέκ΄ & ανάμ’: π.χ. ένα τζιάκ΄> έν’ ατζιάκ΄, κάνα τζιάκ΄> κάν’ ατζιάκ΄, τα τζιάκια>
τ’ ατζιάκια (κλπ.).
Το ocak πέρασε και στην ΚΝΕ ώς τζάκι (Γ:1.6.3.), ενώ στους ομιλητές της ΚΝΕ είναι
γνωστό και το διαλεκτικό ρουμάνι, που καταγράφεται για διαλέκτους νότιου
φωνηεντισμού, όπως της Σαντορίνης, της Κρήτης και της Ρόδου.
Οι συντάκτες του ΛΚΝ θεωρούν οτι το orman έδωσε το ρουμάνι με μετάθεση του [r] και
[o] > [u] απο επίδραση του χειλικού [m].
Το νησιώτικο ρουμάνι είναι το ακριβώς αντίστοιχο του βορειοελλαδίτικου ρμάν΄, οπου
δέν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε την αναμενόμενη σίγηση του άτονου /u/, ενώ για
την ΚΝΕ το συμφωνικό σύμπλεγμα /rm/ δέν είναι ανεκτό στην αρχή λέξης.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε οτι όπως το βόρειο ουρμάν΄ εξελίχτηκε σε
ρμάν΄, έτσι και το υστβυζ. ορμάνι εξελίχτηκε σε ρουμάνι μέσω επανανάλυσης του
έναρθρου τύπου (τ’ ορμάνι), ενώ το /u/ αναπτύχθηκε, ώστε να διασπαστεί το σύμπλεγμα
/rm/.
Πράγματι, τα δύο κλειστά ελληνικά φωνήεντα /u i/ χρησιμοποιούνται σε διάφορες
διαλέκτους νότιου φωνηεντισμού, ώστε να διασπώνται τα συμφωνικά συμπλέγματα 1 :
έτσι, το τούρκικο halva (ΚΝΕ χαλβάς) έδωσε τα διαλεκτικά χαλουβάς & χαλιβάς, ενώ το
petmez έδωσε στην Κρήτη τα πετιμέζι & πετουμέζι.
Σά διάλεκτος νότιου φωνηεντισμού, η ΚΝΕ διατηρεί ίχνη του συγκεκριμένου
φαινομένου, όχι μόνο στα δανεισμένα πετιμέζι και ρουμάνι, αλλα και σε -κληρονομημένα-
ελληνικές λέξεις, καθως το αρχαιοελληνικό ἴγδις απέκτησε υποκοριστικό τύπο ἰγδίον,
που, όταν έχασε το αρκτικό /i/, πήρε τη μορφή του υστβυζ. γδί(ν) και τελικά κατέληξε
γουδί, καθως αναπτύχθηκε ένα /u/, ώστε να διασπαστεί το αρκτικό σύμπλεγμα /γδ/.

1 δές π.χ. Μηνάς 2002:74-5 & 76.

/ 172 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε οτι -πιθανώς μέσω ισχυρών ποικιλιών νότιου


φωνηεντισμού, όπως η ΚΝΕ- το φαινόμενο της διάσπασης των συμπλεγμάτων με την
ανάπτυξη ενός /u/ ή /i/ δέν περιορίζεται μόνο διαλέκτους που χαρακτηρίζονται απο τον
νότιο φωνηεντισμό, αλλα έχει επηρεάσει ακόμα και τα βόρεια ιδιώματα: έτσι, το πετιμέζι
απαντά στα κοζανίτικα ώς πιτ΄μέζ΄ και στα σιατιστινά ώς πιτσ΄μέζ΄, ενώ στην Αιανή
Κοζάνης το γουδί διατηρεί το άτονο /u/1.
Συνεπώς, το μόνο που καθιστά ανεκτά τα αρκτικά συμπλέγματα τύπων όπως ρμάν΄ &
ρνέκ΄ είναι η αίσθηση/υποψία των ομιλητών οτι μετά το /r/ «εννοείται/υπονοείται» ένα /u/
που σιγείται σε άτονη θέση και αυτό όχι σε όλα τα ιδιώματα: έτσι, στα σιατιστινά τα [rm] &
[rń] (ρμάν΄, ρνέκ΄) είναι ανεκτά σε αρκτική θέση, αλλα δέ συμβαίνει κάτι τέτοιο στα
κοζανίτικα, οπου προτιμούνται τα ουρμάν΄ & αρνέκ΄.
Όπως είδαμε, τα σιατιστινά ρμάν΄ & ρνέκ΄ οφείλονται στην τάση των ουδέτερων να
χάνουν το αρκτικό /o/, οπου οφείλονται και τα τζάκι (<ocak) & ρουμάνι (<orman), ενώ η
ίδια τάση επιβεβαιώνεται και για την Κοζάνη απο τις περιπτώσεις των ocak> ουτζιάκ΄>
τζιάκ΄ (> ιτζιάκ΄) & örnek> ουρνέκ΄> ρνέκ΄> αρνέκ΄.
Στην Κοζάνη σάν αντανάκλαση του ocak προτιμούνται τα νεότερα τζιάκ΄ & ιτζιάκ΄
(Γ:2.4.5.1.), με το ουτζιάκ΄ να πρέπει να θεωρηθεί αρχαϊσμός που απλά αντιστέκεται
στην εξαφάνιση.
Ομως, παρά την τάση για απώλεια του /o/, στην περίπτωση του orman επιτρέπεται
στην Κοζάνη μόνο το παλιότερο ουρμάν΄ που το διατηρεί, καθως η απουσία-του θα είχε
σάν αποτέλεσμα να βρεθεί στην αρχή της λέξης ένα μή ανεκτό σύμπλεγμα.
Όσον αφορά το örnek στα κοζανίτικα, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι ο τύπος
ουρνέκ΄ ξεχάστηκε και τελικά αντί για το *ρνέκ΄ προτιμήθηκε το αρνέκ΄, καθως φαίνεται
οτι το προθετικό α- στην ουσία εξυπηρετεί την ίδια ανάγκη με το [u] του ουρμάν΄ και το /u/
του ρουμάνι.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε οτι στην Κοζάνη προτιμούνται τύποι που ανήκουν σε
διαφορετικές φάσεις εξέλιξης όπως το αρχαϊκότερο ουρμάν΄ και το νεοτερικότερο αρνέκ΄,
ενώ και στην περίπτωση του αρμάν΄ το προθετικό α- έχει σάν άμεσο στόχο την
απομάκρυνση του συμπλέγματος απο την αρχή της λέξης και το ίδιο μπορούμε να
υποθέσουμε και για τις περιπτώσεις των κνά & κνάς που εξελίχτηκαν σε ικνά &
οκνάς/ακνάς, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

1 Χριστοδούλου 2012:151.

/ 173 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

Γ:2.7.3. Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι όλες οι περιπτώσεις δέ μπορούν να


αποδοθούν με βεβαιότητα σε επανανάλυση.
Π.χ. στις περιπτώσεις των λέξεων που έχουν χάσει το ετυμολογικό (*)ου- θα
μπορούσε κανείς να εντάξει και το δυτικομακεδόνικο ζινγκί, καθως αντιστοιχεί στο
τούρκικο κοινό üzengi: *τ’ ουζινγκί> του ζινγκί.
Βέβαια, η ερμηνεία αυτή απο μόνη-της θα ήταν απλοϊκή και εξαιρετικά μονόπλευρη και
περιοριστική, καθως άν μείνουμε σε αυτήν, δέν παίρνουμε υπόψιν τα διατοπικά
δεδομένα.
Έτσι, άν πάρουμε υπόψιν τις τούρκικες διαλέκτους, διαπιστώνουμε οτι η λέξη απαντά
και ώς özengi, zengi & zengü, καθως όλοι οι τύποι προέρχονται απο ένα αρχικό üzengü,
του οποίου το -ü αφομοιώθηκε απο το προηγούμενο /e/ (üzengü> üzengi, με τήρηση της
χειλικής αρμονίας: Γ:1.1.2.), ενώ το ü- είτε αφομοιώθηκε απο το επόμενο /e/ (üzengü>
üzengi> özengi, με αφομοίωση ώς προς τον βαθμό ανοίγματος: Γ:1.1.2.), είτε σιγήθηκε
(üzengü> zengü, üzengi> zengi).
Θα μπορούσαμε δηλαδή να θεωρήσουμε οτι το ελληνικό ζινγκί δέν αποδίδει το üzengi
(ή εναλλακτικά τα üzengü/özengi), αλλα το zengi.
Με ένταξη στο βαλκανικό περιβάλλον διαπιστώνουμε οτι καί οι δύο ερμηνείες είναι
βάσιμες: άλλοι απο τους βαλκανικούς τύπους μπορούν να αποδοθούν στο üzengi ή το
özengi (π.χ. αλβ. yzengji, βουλγ. (j)uzengija, σλαβμακ. & σερβοκρ. uzengija), ενώ άλλοι
στο zengi ή το zengü, π.χ. το αλβ. zengji, το βουλγ. zengija και όλοι οι τύποι της
υποδιαλέκτου του Πίροτ (ΝΑ Σερβία), οπου έχουμε zenđija, αλλα και dzenđija, dzanđija &
dzănđija, καθως σε αυτά τα ιδιώματα το [z] πολύ συχνά αντικαθίσταται απο το [dz]1.
Συνεπώς, με τα διαθέσιμα στοιχεία το δυτικομακεδόνικο ζινγκί δέ μπορεί να αποδοθεί
με βεβαιότητα σε επανανάλυση, καθως μπορεί συνδεθεί τόσο με τύπους όπως το κοινό
üzengi, όσο και με τύπους όπως το διαλεκτικό zengi.

Γ:2.7.4. Διάφορες επαναναλύσεις παρατηρούμε και στη λέξη για τη ''χένα'', για την
οποία η κοινή τουρκική χρησιμοποιεί τον τύπο kına.
Η λέξη απαντά ώς κινά (η)2 (στην Ίμβρο κ΄νά), κίνα3, στη Νάουσα ώς κνά (η), στο
Μελένικο ώς ικνά (η), σε πολλά μέρη της Μακεδονίας ώς ουκνά (η), σε δυτικομακεδόνικα

1 δές π.χ. ΛΙΠ 1:11 & BER «дзердзеват».


2 Κυρανούδης 2009:96.
3 https://youtu.be/Vo9KNdDI8ts?t=208.

/ 174 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

ιδιώματα ώς ίκνα, στο λεξικό του Σομαβέρα και τη Σάμο ώς κνάς (ο) και στη Ρόδο ώς
ακνάς (ο), ενώ στην υστεροβυζαντινή γραμματεία απαντά και ο τύπος οκνάς (ο). Στο
Μόκρο Κοζάνης απαντά ώς κνά (το), ενώ για τα ουδέτερα κινά & κνά δές Κυρανούδης
2009:96.
Όπως έχουμε ήδη δεί, το σύμπλεγμα /kn/ οφείλεται σε άμεση απόδοση του τούρκικου
/w/ με Ø (Γ:1.4.6.) και, με δεδομένο οτι ο τούρκικος τύπος αρχίζει με σύμφωνο (kına),
μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι κανένα απο τα αρκτικά φωνήεντα των ελληνικών ικνά1,
ουκνά, ακνάς & οκνάς δέν είναι ετυμολογικό, δηλαδή δέν οφείλεται σε απόδοση
τούρκικου φωνήεντος.
Συνεπώς, μπορούμε να θεωρήσουμε (α) οτι οι τύποι κνά (η), κνάς (ο) & κνά (το)
αποτελούν τα αρχικά στάδια της ένταξης του kına στην ελληνική γλώσσα και (β) οτι τόσο
η ύπαρξη των αρκτικών φωνηέντων των ικνά, ουκνά, ακνάς & οκνάς, όσο και η ποικιλία-
τους πρέπει να αποδοθούν σε ελληνικές διαδικασίες.
Έτσι, μια ομαδοποίηση με βάση το γένος μας οδηγεί να συνδέσουμε το θηλυκό ικνά με
το αρχικό κνά και τα αρσενικά ακνάς & οκνάς με το αρχικό κνάς.
Το /a/ του ακνάς μπορεί να ερμηνευτεί ώς το προθετικό α-, που απαντά π.χ. και στο
κοζανίτικο αξάδιρφους (<ξάδερφος: Γ:2.2.4.2.), ενώ τα κνάς ~ οκνάς θυμίζουν τις
περιπτώσεις των μυαλός> ομυαλός & φανός> οφανός, που ο Χατζηδάκης πιθανολογεί
οτι οφείλονται στο άρθρο ονομαστικής ενικού (ΜΝΕ 1:232).
Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι, όπως στις περιπτώσεις των ομυαλός, οφανός
& οκνάς, έτσι και στην περίπτωση του ικνά το αρκτικό φωνήεν ταυτίζεται με το άρθρο της
αντίστοιχης ονομαστικής ενικού.
Μάλιστα, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι οι έναρθρες ονομαστικές των (ι)κνά,
(ο)κνάς, (ο)μυαλός & (ο)φανός μπορούν να προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, λόγω των
τάσεων απλοποίησης (Γ:1.10.3.): η κνά = η ικνά [ikná], ο κνάς = ο οκνάς [oknás], ο φανός
= ο οφανός [ofanós] κλπ.
Έτσι, μπορούμε να αποδώσουμε τα ικνά & οκνάς σε επανερμηνεία: η κνά /i kná/
[ikná]> η ικνά /i ikná/ [ikná] & ο κνάς /o knás/ [oknás]> ο οκνάς /o oknás/ [oknás].

1 και συνεπώς και του ίκνα (δές Δ:3.3.3.).

/ 175 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΕλλΦων Γ:2.7.

Με ανάλογο τρόπο μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την εξέλιξη του οντάς (<oda) σε
ντάς1, καθως φαίνεται οτι η έναρθρη ονομαστική [odás] /o odás/ αναλύθηκε ώς /o dás/ (ο
ντάς), κάτι που πιθανότατα συνέβη και με το τσιουρμάς (<*ουτσιουρμάς: Γ:1.8.3.3.).
Η εξέλιξη των κνά & κνάς σε ικνά & οκνάς/ακνάς μπορεί να αποδοθεί σε μια
προσπάθεια απομάκρυνσης του /kn/ απο την αρχή των λέξεων (Γ:2.7.2.), καθως είναι
ένα συμφωνικό σύμπλεγμα που στη θέση αυτή φαίνεται οτι ξενίζει το γλωσσικό
αισθητήριο των φυσικών ομιλητών της δημοτικής: άν κρίνουμε απο το λημματολόγιο του
ΛΚΝ, το /kn/ μόνο σε περιπτώσεις δάνειων (ξένων και λόγιων) λέξεων απαντά σε αρκτική
θέση (κνησμός, κνούτο κλπ.).
Βλέπουμε λοιπόν οτι το kına σε άλλα ιδιώματα προσαρμόστηκε ώς θηλυκό (κνά> ικνά)
και σε άλλα ώς αρσενικό (κνάς> οκνάς/ακνάς), ομως αυτή η ερμηνεία αφήνει απ’ έξω το
θηλυκό ουκνά, καθως το θηλυκό δέν έχει αρθρικό τύπο με /o/.
Για την περίπτωση του ουκνά θα μπορούσε να προταθεί μια διαφορετική ερμηνεία,
που βασίζεται στο ουδέτερο άρθρο: είδαμε οτι το kına, εκτός απο αρσενικά και θηλυκά,
έδωσε και το ουδέτερο κνά, ομως ακόμα και άν υπήρχε κλιτικό παράδειγμα ουδέτερων
σε -ά, το κνά στη Δυτική Μακεδονία θα ήταν ουσιαστικά άκλιτο, καθως η λέξη δηλώνει
πρώτη ύλη και μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιείται αποκλειστικά στον ενικό, που είναι
μονοπτωτικός σε βόρεια ιδιώματα όπως το κοζανίτικο, καθως οι μονολεκτικές γενικές του
ουδέτερου ενικού και πληθυντικού έχουν αντικατασταθεί απο περιφράσεις με την
πρόθεση απο.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε οτι αρχικά το κνά εξελίχτηκε σε *ουκνά με
βάση την έναρθρη εκφορά (του κνά> τ’ ουκνά) και σε μια επόμενη φάση το άκλιτο *ουκνά
εντάχτηκε στην κατηγορία των θηλυκών λόγω του τέρματός-του.

1 Somavera 298.

/ 176 /
Ο ΤΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ-ΤΟΥ

Δ:1. Οι Göksel & Kerslake περιγράφουν λεπτομερώς τη θέση του τούρκικου τόνου
(TurkGram 26-34), διαλύοντας/παραμερίζοντας τη λανθασμένη -αλλα διαδεδομένη-
αντίληψη και φιλολογία/μυθολογία οτι όλες οι τούρκικες λέξεις τονίζονται στη λήγουσα,
κάτι που βασίζεται στο οτι ο τούρκικος τόνος όντως τείνει να βρίσκεται στην τελευταία
συλλαβή (HIPA 155).
Π.χ. μιά βασική λειτουργία του τούρκικου τόνου είναι ένας αδρομερής ετυμολογικός
διαχωρισμός, δηλαδή για να ξεχωρίσει τα μή ανατολικά δάνεια απο τα ανατολικά και το
ντόπιο υλικό: τόσο οι περισσότερες απλές τούρκικης προέλευσης, όσο και οι
περισσότερες αραβοπερσικής προέλευσης λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, ενώ οι δάνειες
λέξεις που δέν έχουν αραβοπερσική προέλευση τονίζονται στην παραλήγουσα, ακόμα κι
άν ο τόνος στη γλώσσα-πηγή βρισκόταν στη λήγουσα: π.χ. focáccia> poğáça> boğáça,
σκαμνί> iskémle, Πασκαλιά> τούρκ(κν). paskálya ''Easter'' & βουλγάρ. община [opštiná]
''δημαρχείο [town-/city-hall]''> βαλκ. τούρκ. opştúna ''δημαρχείο [belediye]'' (Dallı 187).
Επίσης, ο τόνος των οξύτονων ανεβαίνει στην παραλήγουσα για να δηλωθεί η κλητική:
π.χ. çocuklár ''(τα) παιδιά'', με κλητική Çocúklar ''Παιδιά!''.
Τα σύνθετα που αποτελούνται απο δύο ονοματικά συστατικά διατηρούν τον τόνο του
πρώτου στοιχείου: π.χ. gǘl & sú> gǘlsuyu, kará & ağáç> karáağaç, kará & dáğ>
Karádağ, kará & belá> Karábela (τούρκικο επώνυμο, απ’ όπου και το ελληνικό
Καράμπελας).
Όταν ένα επίθημα εφαρμόζεται σε μια λέξη που δέν είναι οξύτονη, τότε ο τόνος
παραμένει στην αρχική-του θέση: π.χ. Karádağ> εθνικό Karádağlι, iskémle> πληθ.
iskémleler.
Επιθήματα όπως το -lA, όπως και η κατάληξη οργανικής -(y)lA, δέν τονίζονται, καθως -
αντίθετα με άλλες καταλήξεις- ο τόνος παραμένει στην αρχική-του θέση: έτσι, π.χ. με
βάση τα kíş & túz έχουμε τα παροξύτονα παράγωγα kíşla & túzla, ενώ με βάση το sáç
σχηματίζεται ο τύπος οργανικής sáçla, σε αντίθεση με τη δοτ. saçá, την τοπ. saçtá, την
αφαιρ. saçtán κλπ.

Δ:2.1. Στους τουρκισμούς που αντανακλούν μή οξύτονους τούρκικους τύπους


μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι τουρκισμοί οπου έχουμε πιστή απόδοση του

/ 177 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:2.-3.

τούρκικου τόνου: άπανσιζ & άπανξις & άπαν.τσιους <ápansız, απουσούλα <pusúla,
(δ)γιάγμα & διάγουμας <yáğma, γκιούλτσουι <gǘlsuyu, μάξους <máhsus,
μπουγάτσια/ΚΝΕ μπουγάτσα <boğáça, ντάιμα <dáima, μπαγιάντα <payánda, τέντζιαρς
<téncere, τόκα <tóka & τούζλα <túzla.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι τουρκισμοί που τονίζονται στη λήγουσα: απανσίζ &
απανσούζ <ápansız, διαγουμάς <yáğma, γκιλτσουί <gǘlsuyu, καραγάτσ΄ <karáağaç,
Καρανταλΐς <Karádağlι, κασ΄λάς <kíşla, καστέν <kásten, κατανάς <katána, μακαράς
<makára, μαξούς <máhsus, ματαράς <matára, μουκαβάς/μακαβάς/μπακαβάς <mukávva,
μσουνταράς <musándıra, μπαγιαντάς <payánda & τουκάς <tóka.

Δ:2.2. Σε κάποιες περιπτώσεις η μεγάλη πλειοψηφία των τύπων μιας λέξης ανήκει
στην ίδια κατηγορία 1 , σε άλλες η αντιμετώπιση είναι διαφορετική ανάμεσα σε πιό
απομακρυσμένες γεωγραφικές ενότητες2 ή ακόμα και σε πιό κοντινές3, ενώ διαφορετική
αντιμετώπιση παρατηρούμε ακόμα και στο ίδιο ιδίωμα: χαρακτηριστικά είναι τα
παραδείγματα των máhsus & tóka, που στην Ίμβρο έδωσαν μάξους/μαξούς &
τόκα/τουκάς, ενώ το musándıra στον Κολινδρό Πιερίας έδωσε τόσο το ουδέτερο
μσάνταρου, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία 4 , όσο και το θηλυκό μσανταριά, που
ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, όπως θα δούμε παρακάτω (Δ:3.3.2.).

Δ:3.1. Κατα περίπτωση μπορούμε να δώσουμε ερμηνείες για την προτίμηση της μιάς
ή της άλλης λύσης: π.χ. (α) το ντάιμα κράτησε τον τόνο ακολουθώντας το πρότυπο των
πρόπαροξύτονων επιρρημάτων σε -α, (β) το karáağaç έδωσε το καραγάτσ΄ λόγω της
προσαρμογής κατα τα (παροξύτονα) ουδέτερα σε -ι, ενώ (γ) στα
τέντζιαρς/τέ(ν)τζερης/τέντζερες επετράπη να κρατήσουν τον τούρκικο τόνο ώς
πρόπαροξύτονα αρσενικά.
Επίσης, για τα παροξύτονα σε -a είναι δικαιολογημένη η προσαρμογή κατα τα
ελληνικά θηλυκά σε -α (Δ:2.1.), καθως είναι πρωτοτυπικά παροξύτονα (Δ:3.3.3.1.), αλλα,
ο κανόνας είναι η προσαρμογή-τους κατα τα οξύτονα αρσενικά σε -άς (όπως και για τα

1 π.χ. boğáça> μπουγάτσια & μπουγάτσα (πρώτη κατηγορία) και mukávva> μουκαβάς & μακαβάς & μπακαβάς (δεύτερη
κατηγορία).
2 tóka> τόκα στην Επανομή Χαλκιδικής και τουκάς στην Κοζάνη.

3 gǘlsuyu> γκιούλτσουι στη Σιάτιστα Κοζάνης και γκιλτσουί στην Κοζάνη.

4 Το μσάνταρου προέρχεται απο το musándıra με ανάλυση του τύπου μσάνταρα ώς τύπου πληθυντικού (πρβλ. yonca>

γιόντζια> γιόντζ΄: Κυρανούδης 2009:125).

/ 178 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.2.-3.

αντίστοιχα οξύτονα: Δ:3.3.2.): π.χ. κασ΄λάς, κατανάς, μακαράς, ματαράς, μουκαβάς,


μσουνταράς, μπαγιαντάς & τουκάς.
Η ισοπέδωση των τονικών διακρίσεων της τουρκικής οφείλεται σε μια τάση γενίκευσης
του τόνου στη λήγουσα, που αντιμετωπίστηκε ώς χαρακτηριστικά τούρκικο γνώρισμα.
Γι’ αυτόν τον λόγο προβληματικοί είναι τουρκισμοί όπως τα απόιρας, γιάκα & γιόντζια,
που αντιστοιχούν στα τούρκικα poyráz, yaká & yoncá: η θέση του ελληνικού τόνου είναι
διπλά δυσερμήνευτη, καθως δέ δικαιολογείται απο τη θέση του τόνου στις τούρκικες
λέξεις, ενώ επιπλέον έρχεται σε αντίθεση με την τάση για γενίκευση του τόνου στη
λήγουσα.

Δ:3.2. Ώς προς τα poyráz ~ απόιρας (Γ:2.2.4.2.), ο ελληνικός τόνος στην


πρόπαραλήγουσα μπορεί να ερμηνευτεί ώς συμμόρφωση στο πρωτοτυπικά
πρόπαροξύτονο μοντέλο των αρσενικών σε -ας 1 , ή ακόμα και ώς προσπάθεια να
αποφευχθεί ένας τύπος *πουιράς, οπου θα μπορούσε να αναγνωριστεί η παραγωγική
κατάληξη -άς, δηλαδή να θυμίζει κατασκευασμένη λέξη, ενώ κάτι τέτοιο δέν
επιβεβαιώνεται απο τη σημασία.
Θα μπορούσε βέβαια ο τόνος να οφείλεται και στην πρωτότυπη λέξη, μπορούμε
δηλαδή να αποδώσουμε το απόιρας σε έναν παροξύτονο τούρκικο τύπο, καθως η λέξη
είναι ελληνικής προέλευσης και ώς τέτοια είναι πολύ πιθανό αρχικά να ήταν παροξύτονη:
βοριάς> *póyras> (*póyraz>) απόιρας.
Ακόμα και το σήμερα οξύτονο poyráz μπορεί να ερμηνευτεί με βάση ένα *póyraz,
καθως ο τόνος απο την παραλήγουσα μπορεί να βρεθεί στη λήγουσα, άν η λέξη
αποχαρακτηριστεί ώς «ξένη», όπως παρατηρεί ο Johanson (TurkLang 35).

Δ:3.3.1. Ώς προς τα θηλυκά γιάκα & γιόντζια: ο Κυρανούδης (2009:124) θεωρεί οτι το
yonca είναι παροξύτονο και σ’ αυτό αποδίδει τους παροξύτονους τύπους όπως το
γιόντζια, ενώ αποδίδει τους τύπους γιοντζιάς & γιουντζιάς σε οξύτονο τύπο.
Ομως είναι ακατανόητο το οτι παρουσιάζει το yonca ώς παροξύτονο, απο τη στιγμή
που (α) δέν αναφέρει κάποια πηγή γι’ αυτό, (β) όλα τα τούρκικα λεξικά παραδίδουν το

1 Για τα πρόπαροξύτονα αρσενικά σε -ας δές π.χ. Drachman & Malikouti 908.

/ 179 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.

yonca ώς οξύτονο 1 , ενώ (γ) κι ο ίδιος καταγράφει για τη Δυτική Θράκη τους τύπους
yonca, yonce, yunce ώς οξύτονους2.
Τέλος, ακόμα κι άν μπορούσαμε να δεχτούμε τον ισχυρισμό του Κυρανούδη σάν
τεκμηριωμένο, θα ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο το να αποδώσουμε και το γιάκα σε
έναν «παροξύτονο» τύπο.

Δ:3.3.2. Ο Κυρανούδης (2009:89-96) εξετάζει διάφορες ερμηνείες για την προτίμηση


των αρσενικών σε -άς απο τα θηλυκά σε -ά ώς καταλληλότερης κατηγορίας για την
προσαρμογή των τούρκικων οξύτονων σε -a, ομως για όλες δίνει και το βασισμένο στα
δεδομένα αντεπιχείρημα, ενώ καταλήγει οτι «στην προσαρμογή επιδρά αποφασιστικά το
φωνητικό περιβάλλον που προηγείται του τελικού φωνήεντος της τουρκικής λέξης», που
αποτελεί μια εξαιρετικά καίρια επισήμανση.
Με μια αναγωγή στην αττική διάλεκτο μπορούμε να επαναλάβουμε οτι με την τροπή ᾱ
> η (εκτός άν προηγείται ε, ι & ρ), το θηλυκό πρωτοελληνικό -ᾱ περιορίστηκε σε τέρματα
μόνο μετά απο ε, ι & ρ, ενώ αργότερα τα -ία & -έα υπέστησαν συνίζηση με αποτέλεσμα
τα κληρονομημένα θηλυκά σε -ά να έχουν σήμερα κυρίως τέρματα -ιά ή -ρά.
Το οτι τα -ία & -έα αποτελούν παραγωγικές καταλήξεις συνεπάγεται όχι απλώς
μεγάλους αριθμούς θηλυκών με τέρμα -ιά, αλλα και τη δυνατότητα πολλαπλασιασμού-
τους, κάτι που δικαιολογεί την αριθμητική υπεροχή σε σχέση με τα τέρματα -ρά.
Η συντριπτική αριθμητική υπεροχή είναι ο λόγος που ο Κυρανούδης (2009:91)
επισημαίνει οτι «τα θηλ. σε -ά ήταν αντιληπτά ώς κατηγορία που σχεδόν συνέπιπτε με
την κατηγορία των θηλ. σε -ιά», κάτι που ισοδυναμεί με ισχυρή αναλογική πίεση των
θηλυκών σε -ιά σε βάρος των θηλυκών σε -ά.
Έτσι, το musandıra προσαρμόστηκε ώς μσανταριά αντί για *μσανταρά και για τον ίδιο
λόγο τα οξύτονα σλάβικα korá & kosá έδωσαν κουριά & κουσιά δίπλα στα αναμενόμενα
κουρά & κουσά3.
Το πλήθος των θηλυκών σε -ιά δίνει μια ικανοποιητική απάντηση στο γιατί τα άψυχα
τούρκικα σε -á έδωσαν χωρίς πρόβλημα θηλυκούς τύπους, όταν στο τέρμα τους
μπορούσε να αναγνωριστεί ένα -ιά 4 : π.χ. alaca> αλατζιά, yonca> γιοντζιά, konca>

1 δές π.χ. Χλωρός 2034, ΟθωμΛεξ, ΤούρκΛεξ & Doğan.


2 Κυρανούδης 1998:123, 133 (κατα τις συνήθειες της πλειοψηφίας των τούρκικων λεξικών (δές π.χ. ΤούρκΛεξ xi) ο
Κυρανούδης δέ σημειώνει τον τόνο, όταν βρίσκεται στη λήγουσα).
3 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.

4 δές Κυρανούδης 2009:91 κ.ε.

/ 180 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

κουντζιά, maya> μαγιά/μαϊά, maşa> μασιά, baca> μπατζιά, boya> μπογιά/μπουιά,


soya> σουιά.
Ακόμα ομως και σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω δέν αποκλείεται η προσαρμογή
ώς αρσενικά, καθως στα άψυχα δέν υπάρχει ανάγκη συμφωνίας γραμματικού και
φυσικού γένους1, ενώ είναι άμεσα διαθέσιμο το κλιτικό παράδειγμα των αρσενικών σε -
ιάς (<-έας 2 ): π.χ. alaca> αλατζιάς, yonca> γιο(υ)ντζιάς (Δ:3.3.1.), konca> κοντζάς,
maşa> μασιάς, baca> μπατζιάς, boya> μπογιάς, soya> σουγιάς.
Σε περιπτώσεις όπως των μσανταριά, κουριά & κουσιά το μειονέκτημα της
προσαρμογής ώς θηλυκών σε -ιά είναι η προβληματική φωνητική απόδοση, καθως
παραβιάζονται οι καθαρά φωνητικές αντιστοιχίες ώς προς το χαρακτηριστικό της
ουρανικότητας.
Απο την άλλη πλευρά, το οτι υπάρχουν διαθέσιμες οι κατηγορίες των αρσενικών σε -
άς & -ιάς σημαίνει οτι με προσαρμογή ώς αρσενικά είναι δυνατή η διατήρηση του [+/-
ουρανικού] χαρακτήρα του προηγούμενου συμφώνου3, κάτι που αποτελεί πλεονέκτημα
για την κατηγορία των αρσενικών, με αποτέλεσμα να έχουμε τα σουγιάς, μπογιάς κλπ.4
Το οτι η προσαρμογή των ξένων λέξεων σε -á ώς θηλυκών σε -ιά οφείλεται τελικά στη
συνίζηση επιβεβαιώνεται απο μια διάλεκτο που δέν επηρεάστηκε απο τη συνίζηση:
πρόκειται για τα ποντιακά, οπου τα -ία & -έα παρέμειναν ασυνίζητα5, ενώ τα τούρκικα σε -
á προσαρμόζονται ώς θηλυκά σε -ά1, π.χ. yaka> γιακά, yara> γιαρά.

Δ:3.3.3. Η ισοπέδωση των τονικών διακρίσεων της τουρκικής υπέρ του τόνου στη
λήγουσα (Δ:3.1.) συνεπάγεται οτι δέ μπορεί να ερμηνευτεί ώς αναμενόμενος ο ελληνικός
τόνος στην παραλήγουσα.
Έτσι, ο τόνος των γιάκα & γιόντζια πρέπει να αποδοθεί σε ελληνικό φαινόμενο, που
στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται οτι είναι η μετακίνηση.

Δ:3.3.3.1. Μετακίνηση του τόνου παρατηρείται στην περίπτωση του


δυτικομακεδόνικου ίκνα (> νίκνα & γίκνα), που ανήκει στην κατηγορία των θηλυκών

1 όπως στα dada> νταντά (Κυρανούδης 2009:89).


2 π.χ. βασιλιάς (<βασιλέας), βοριάς (<βορέας) κλπ.
3 π.χ. musandıra> μσουνταράς & soya> σουγιάς.

4 Σε αυτό το πλεονέκτημα αναφέρεται και ο Κυρανούδης, όταν επισημαίνει οτι «στην προσαρμογή επιδρά αποφασιστικά

το φωνητικό περιβάλλον που προηγείται του τελικού φωνήεντος της τουρκικής λέξης» (Δ:3.3.2.).
5 Παπαδόπουλος 1955:13-4. Π.χ. ζεμία {ζημιά} (σελ. 42), ποδέα {ποδιά} (σελ. 43), παιδία {παιδιά} & παιδίων {παιδιών}

(σελ. 46).

/ 181 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

τύπων του kına, μαζί με το κινά, το ιμβριώτικο κ΄νά, το ναουσέικο κνά, το μακεδονικό
ουκνά και το μελενικιώτικο ικνά.
Τα οξύτονα κινά και ικνά σε σχέση με τα κίνα και ίκνα βρίσκονται πιό κοντά στο
τούρκικο kıná, αλλα κατα τους Drachman & Malikouti (908) «τα θηλυκά δείχνουν μια
ξεκάθαρη προτίμηση στον τόνο στην παραλήγουσα, ενώ τα θηλυκά με τόνο στην
πρόπαραλήγουσα ή τη λήγουσα είναι οι εξαιρέσεις2».
Έτσι, τα δισύλλαβα οξύτονα θηλυκά όπως τα κινά και ικνά για διαλέκτους όπως η ΚΝΕ
δέν ανήκουν σε μια πρωτοτυπική μορφοσυντακτική κατηγορία, δηλαδή είναι
προβληματικά ώς προς τον συνδυασμό γένους και τόνου, με αποτέλεσμα να είναι
ασταθή.
Η ανάγκη για μορφοσυντακτική σταθερότητα δικαιολογεί τη μετακίνηση σε μια
μορφολογική κατηγορία που συγκεντρώνει περισσότερα πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά
και για τα θηλυκά η κατηγορία αυτή είναι των παροξύτονων και φαίνεται οτι γι’ αυτόν τον
λόγο το κινά μεταπήδησε απο την κατηγορία των οξύτονων στην κατηγορία των
παροξύτονων θηλυκών και κατέληξε κίνα, ενώ στη Δυτική Μακεδονία το ικνά εξελίχτηκε
σε ίκνα

Δ:3.3.3.2. Μετακίνηση του τόνου φαίνεται οτι είχαμε και στο ιμβριώτικο κόντζια, που
προέρχεται απο το τούρκικο konca.
Εφόσον δέν έχουμε λόγο να υποθέσουμε οτι τα συνώνυμα ιμβριώτικα κουντζιά &
κόντζια οφείλονται σε δύο αντίστοιχα τούρκικα τονικά παρώνυμα, μπορούμε να
υποθέσουμε οτι το κόντζια οφείλεται σε εξέλιξη στο εσωτερικό του ιμβριώτικου ιδιώματος,
δηλαδή οτι είχαμε koncá> κουντζιά> κόντζια.

Δ:3.3.3.3. Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε οτι ο Ανδριώτης θεωρεί πως το κόρα


αντανακλά το σλάβικο korá με επίδραση του ψίχα ώς προς τον τόνο (ΕτυμΑνδρ).
Άν και θα ήταν απλούστερη και ίσως προτιμότερη μια σύνδεση του κόρα με το
παροξύτονο σλάβικο kóra, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε οτι δέν είναι τελείως
περιττή, ούτε αβάσιμη η ερμηνεία του Ανδριώτη, καθως απο την εξέταση των
μακεδονικών, θεσσαλικών και ηπειρώτικων σλαβισμών φαίνεται οτι όντως είχαμε
μετακίνηση του τόνου, τόσο στον σχετικό σλαβισμό, όσο και σε άλλους.

1 Κυρανούδης 2009:94-5.
2 [...] feminines show a clear preference for penultimate stress, while the feminine forms with antepenult stress or final
stress are the exceptions.

/ 182 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

Τα σλάβικα kora ''κόρα'', kosa ''κόσα'' & kosa ''κοτσίδα'' έδωσαν στα ελληνικά ιδιώματα
τους τύπους κουρά, κουριά, κόρα, κουσά, κουσιά, κόσα & κλόσα και είδαμε ήδη οτι τα
κουριά & κουσιά αντικαθιστούν τους αναμενόμενους οξύτονους τύπους κουρά & κουσά
(Δ:3.3.2.), ενώ το δυτικομακεδόνικο κλόσα προέρχεται απο το κόσα, πιθανώς με
παρετυμολογική επίδραση του ντόπιου ρήματος κλώθω.
Ο G. Meyer επισημαίνει οτι το κουρά αποδίδει το βουλγάρικο korá1 και μπορούμε να
συνδέσουμε τα οξύτονα κουρά, κουριά, κουσά & κουσιά με τα σλάβικα korá, kosá & kosá
και τα παροξύτονα κόρα, κόσα & κλόσα με τα kóra, kósa & kósa.
Σε κάθε σλάβικη ποικιλία τα kora, kosa & kosa τονίζονται στην ίδια συλλαβή και, άν
θεωρήσουμε οτι κάθε ελληνικό ιδίωμα δανείζεται απο μία μόνο σλάβικη ποικιλία, θα
περιμέναμε και οι ελληνικοί σλαβισμοί να τονίζονται στην ίδια συλλαβή κάθε φορά, κάτι
που αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα:

''κόρα'' ''κόσα'' ''μαλλιά''/''κοτσίδα''2

κοινή βουλγαρική korá kosá kosá

πρώην Γιουγκοσλαβία kóra kósa kósa

Ρουμλούκι κουρά κουσά κουσά

Νεζερός κουριά κουσιά

Κανάλια Καρδίτσας κουριά κουσιά κουσιάνα

Ζερέτσι Καρδίτσας κουργιά κουσιά κουσιάνα

Ξεροβούνι κόρα κόσα κόσα

Λόσνιτσα κόρα κόσα κόσα

Ανασελίτσα κόρα κόσα κόσα

Γαλατινή κόρα κόσα

Σέλτσα κόσα κόσα & κλόσα

Κοζάνη κόρα κόσα κλόσα

1 Die slavischen, albanischen und rumänischen Lehnworte im Neugriechischen [Neugriechischen Studien II], Wien 1894:
σελ. 34.
2 Οι σλάβικοι και οι δυτικομακεδόνικοι τύποι απο το Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.

/ 183 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

Ομως παρατηρούμε οτι σε άλλα ιδιώματα δέν έχουμε αυτήν την ομοιομορφία:

''κόρα'' ''κόσα'' ''κοτσίδα''

Μόκρο κουριά κόσα κουσιά

Σλάτινα κουσιά κόσα

Δόβρανη κόρα κουσιά κόσα

Καταφύγι κόρα κουσά κόσα

Μικρόβαλτο κουριά κόσα

Πήλιο κουριά κουσιά κόσα

Νάουσα κόρα κουσάς κόσα

Φανάρι κόρα κουσιά κουσιάνα

Τσιαρπίστα κόρα (βουρλίδα) κουσά

Επανομή κουριά κόσα κουσιά

Πολύγυρος κουριά κόσα & κουσιά κουσιά

Πιερία κουριά κουσιά κόσια & κόσα

Η ανομοιομορφία της δεύτερης κατηγορίας των ιδιωμάτων θα μπορούσε να αποδοθεί


σε ενδοελληνικό δανεισμό και ενδεικτικά θα μπορούσε κάποιος να προτείνει οτι τα κόρα
& κόσα (εργαλείο) οφείλονται σε νεότερες επιδράσεις της ΚΝΕ σε ιδιώματα όπως της
Δόβρανης και του Μόκρου, ομως και πάλι θα έμεναν δυσερμήνευτα σχήματα όπως το
πηλιορίτικο κουριά, κουσιά & κόσα.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να αποδώσει τις διαφορές στον τόνο, τουλάχιστον
σε κάποιες απο τις περιπτώσεις, σε μετακίνηση που εξυπηρετεί δύο βασικές
(ενδο)συστημικές, δηλαδή δηλωτικές ανάγκες.
Η πρώτη απο τις ανάγκες αυτές αναφέρθηκε ήδη και είναι η ανάγκη για ένταξη των
θηλυκών σε -ά στην πρωτοτυπική κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών σε -α
(Δ:3.3.3.1.).
Η δεύτερη ανάγκη έχει να κάνει με την ομωνυμία των δύο απο τις τρείς λέξεις, που
αντιστοιχούν στα σλάβικα kosa1 & kosa2 και δηλώνουν την ''κόσα'' και την ''κοτσίδα'': η

/ 184 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

ομωνυμία αυτή αποτελεί ένα βασικό δηλωτικό πρόβλημα, καθως στέκεται εμπόδιο στη
σαφή λεξ(ιλογ)ική διαφοροποίηση, δηλαδή στην ακρίβεια του γλωσσικού σημείου.
Απόδειξη για τον προβληματικό χαρακτήρα της ομωνυμίας είναι το γεγονός οτι τα
ελληνικά ιδιώματα παρουσιάζουν μιά σαφή τάση να την αποφεύγουν: οποιαδήποτε και
άν ήταν τα στάδια της εξέλιξης και όσοι απο τους τρείς τύπους κι άν επηρεάστηκαν, το
αποτέλεσμα ήταν πάντα (ή καλύτερα: σταθερά) η άρση της ομωνυμίας.
Φυσικά, η τάση αυτή δέν παίρνει μόνο τη μορφή της μετακίνησης του τόνου: π.χ. στην
περιοχή της Καρδίτσας το αναμενόμενο κουσιά2 αντικαταστάθηκε απο το κουσιάνα, με
αποτέλεσμα το αρχικό ζεύγος κουσιά1 & *κουσιά2 να αντικατασταθεί απο το κουσιά ≠
κουσιάνα, ενώ στην Κοζάνη το αναμενόμενο ζεύγος κόσα1 & *κόσα2 αντικαταστάθηκε
απο το κόσα ≠ κλόσα.
Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι η ομωνυμία δέ φαίνεται να δημιουργεί πάντα
αξεπέραστα προβλήματα, ομως σε περιπτώσεις οπου έχουμε κόσα1 & κόσα2 (π.χ.
Δυτική Μακεδονία) και κουσά1 & κουσά2 (Ρουμλούκι) έχουμε απλά πιστές (ή:
συντηρητικές) αποδόσεις της κληρονομημένης ομωνυμίας των πρότυπων σλάβικων
ποικιλιών.
Έτσι, άν στις περιπτώσεις των κουρά, ικνά (κλπ.) υπήρχε μόνο η ανάγκη για ένταξη σε
μια πρωτοτυπική κατηγορία, στην περίπτωση των kosa1 & kosa2 υπήρχε επιπλέον και η
ανάγκη για σαφή λεξική δήλωση.
Πιό πρακτικά: άν θεωρήσουμε οτι και στα ιδιώματα οπου παρατηρείται διαφορετικός
τονισμός είχαμε δανεισμό με βάση την ίδια σλάβικη ποικιλία, μπορούμε να
υποστηρίξουμε οτι οι οξύτονοι τύποι αντανακλούν το σλάβικο kosá, ενώ οι παροξύτονοι
οφείλονται σε μετακίνηση του τόνου: τα αρχικά *κουσά1 & *κουσά2 (όπως στο Ρουμλούκι)
εξελίχτηκαν σε κόσα ≠ κουσιά (Μόκρο, Πολύγυρος, Επανομή) ή κουσιά ≠ κόσα (Σλάτινα,
Δόβρανη, Πήλιο), ενώ στο Καταφύγι το κουσά που δήλωνε την ''κόσα'' διατήρησε τη
μορφή-του, με το *κουσά που δήλωνε την ''κοτσίδα'' να αντικαθίσταται απο το κόσα.
Συνυπολογίζοντας και τον τύπο για την ''κόρα'' μπορούμε να έχουμε μια πιό
ολοκληρωμένη εικόνα: έτσι π.χ. μπορούμε να υποθέσουμε για το Πήλιο οτι τα σλάβικα
korá, kosá & kosá έδωσαν αρχικά *κουρά, *κουσά & *κουσά, κατόπιν κουριά, κουσιά &
*κουσά και στο τέλος κουριά, κουσιά & κόσα.
Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τις ενδιάμεσες φάσεις για
διάφορα ιδιώματα:

/ 185 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

ΙΔΙΩΜΑ *1Η ΦΑΣΗ *2Η ΦΑΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ

korá, kosá & kosá> *κουρά, κουριά, κόσα &


Μόκρο
*κουσά & *κουσά κουσιά

Σλάτινα kosá & kosá> *κουσά & *κουσά κουσιά & κόσα

korá, kosá & kosá> *κουρά, κόρα, κουσιά &


Δόβρανη
*κουσά & *κουσά κόσα

korá, kosá & kosá> *κουρά, κόρα, κουσά &


Καταφύγι
κουσά & *κουσά κόσα

Μικρόβαλτο korá & kosá> *κουρά & *κουσά κουριά & κόσα

korá, kosá & kosá> *κουρά, κουριά, κουσιά & κουριά, κουσιά &
Πήλιο
*κουσά & *κουσά *κουσά κόσα

Τσιαρπίστα korá & kosá> *κουρά & κουσά κόρα & κουσά

korá, kosá & kosá> *κουρά, κουριά, *κουσά & κουριά, κόσα &
Επανομή
*κουσά & *κουσά κουσιά κουσιά

Νεζερός korá, kosá> *κουρά, *κουσά κουριά, κουσιά

kóra, kósa & kósa> κόρα, κόσα κόρα, κόσα & κόρα, κόσα &
Κοζάνη
& *κόσα *κ(λ)όσα κλόσα

Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται το σχήμα του Ανδριώτη (korá> κόρα) και
μπορούμε να το συμπληρώσουμε ώς korá> *κορά> κόρα, με μεγαλύτερες πιθανότητες
για ιδιώματα όπως της Δόβρανης, του Καταφυγιού και της Τσιαρπίστας.

Βέβαια για τις παραπάνω αποκαταστάσεις δέ μπορούμε να είμαστε σε κάθε


περίπτωση σίγουροι, καθως προϋποθέτουν οτι (α) καί οι τρείς τύποι στα παραπάνω
ιδιώματα οφείλονται σε δανεισμό και μάλιστα απο σλάβικες ποικιλίες που τονίζουν τις
λέξεις στη λήγουσα, ενώ (β) αποκλείονται και οι ενδοελληνικές επιδράσεις που
βασίστηκαν βασίστηκαν στους παροξύτονους σλάβικους τύπους kóra, kósa & kósa.
Όσο πολλές ομως και άν είναι οι περιπτώσεις για τις οποίες θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε ενδοελληνικό δανεισμό, το σίγουρο είναι οτι τουλάχιστον κάποιες απο τις
παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να αποδοθούν σε μετακίνηση του τόνου.

/ 186 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

Οι ενδείξεις για μετακίνηση του τόνου ενισχύονται απο τα ιδιώματα της Ορεινής
Πιερίας, οπου την ''κοτσίδα'' δηλώνουν οι τύποι κόσια & κόσα. Ο τύπος κόσια δέ μπορεί
να οφείλεται σε εξέλιξη του συνώνυμου κόσα, καθως έτσι δέ μπορούμε να ερμηνεύσουμε
το [ś]1, αλλα προφανώς βασίστηκε σε έναν παλιότερο πιεριώτικο τύπο *κουσιά (<kosá),
είτε με μετακίνηση του τόνου (*κουσιά> κόσια), είτε με συμφυρμό του *κουσιά και του
μαρτυρημένου κόσα1.
Βέβαια, ο συμφυρμός προϋποθέτει τη συνύπαρξη των δύο τύπων υπο την ίδια
σημασία και μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι το [kuśá] στην Ορεινή Πιερία δέν
καταγράφεται με τη σημασία ''κοτσίδα'' (όπως το κόσα), αλλα με τη σημασία ''κόσα''· έτσι,
δέ μπορούμε να τεκμηριώσουμε τη συνύπαρξη των τύπων *κουσιά & κόσα και συνεπώς
ούτε τον συμφυρμό.
Άν συνυπολογίσουμε και τους τύπους για την ''κόρα'' και την ''κόσα'', που είναι
οξύτονοι (κουριά & κουσιά), καταλαβαίνουμε οτι για την Ορεινή Πιερία παρουσιάζεται
ακόμα πιθανότερο το ενδεχόμενο του δανεισμού με βάση σλάβικες ποικιλίες που τόνιζαν
τις λέξεις στη λήγουσα κι έτσι μπορούμε να προτείνουμε την παρακάτω αποκατάσταση
για τα συγκεκριμένα ιδιώματα:

ΣΛΑΒΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ *1Η ΦΑΣΗ *2Η ΦΑΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΑΣΗ

korá ''κόρα'' *κουρά κουριά κουριά

kosá1 ''κόσα'' *κουσά1 κουσιά1 κουσιά1

*κουσιά2α κόσια2α
2 2
kosá ''κοτσίδα'' *κουσά
*κουσά2β κόσα2β

Δ:3.3.3.4. Αλλα και πέρα απο τους σλαβισμούς (και ιδιαίτερα την περίπτωση του
κόσια), πρέπει να παρατηρήσουμε οτι μετακίνηση του τόνου, με διατήρηση μάλιστα του
ουρανικού στοιχείου έχουμε και σε κληρονομημένες ελληνικές λέξεις, καθως αρχαία σε -
(ε)ία αρχικά τράπηκαν σε οξύτονα λόγω της συνίζησης, αλλα τελικά επανεντάχτηκαν

1 Θα μπορούσε βέβαια ο τύπος [kóśa] να οφείλεται σε επανανάλυση ενός πληθυντικού *kóśis, αυτό ομως σε ιδιώματα
όπως της Κοζάνης και όχι στην Ορεινή Πιερία, οπου οι πληθυντικοί των τύπων κόσια & κόσα δέ συγχέονται, αφού δέν
έχουμε ουράνωση του /s/ πρίν απο /e/ (πρβλ. σεβαίνω-σέβηκα> [sivénu]-[séfka]: Γλ. Πιερ. «σιβαίνου») κι έτσι το [kósa]
έχει πληθυντικό [kósis].

/ 187 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.3.

στην κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών σε -α: π.χ. αρχ. ἑρμηνεία> υστβυζ.
ερμηνειά> υστβυζ. ερμήνεια, αρχ. ἀρρωστία> υστβυζ. αρρωστιά> ΚΝΕ αρρώστια, αρχ.
ὀρφανία> ορφανιά 2 > ΚΝΕ ορφάνια, παρηγορία> παρηγουργιά (Γλ.Μπουντ. 98)>
παρηγόργια (Γλ.Μπουντ. 98), ταλαιπωρία> *ταλαιπωριά> ταλαιπώρια, τυραννία>
*τυραννιά> τυράννια, Ουρανία> *(Ου)ρανιά> Ράνια κλπ.
Επίσης, μετακίνηση του τόνου φαίνεται οτι έχουμε και στη λέξη για την ''ουρά'', καθως
το διαλεκτικό νουρά στο χωριό Μοσχοπόταμος της Ορεινής Πιερίας απαντά και ώς
νούρα (Γλ.Πιερ.).
Για τους ίδιους λόγους, στα κοζανίτικα, στην Ορεινή Πιερία και σε άλλα ιδιώματα στην
κατηγορία των παροξύτονων μεταπηδούν και πρόπαροξύτονα θηλυκά: π.χ. μέλισσα>
μιλίσσα, όρνιθα> ουρνίθα> αρνίθα, πέρδικα> πιρδίκα (ΛΚΙ, Γλ.Πιερ.).
Έτσι, έχουμε λόγους να πιστεύουμε οτι τα yaká & yoncá έδωσαν αρχικά στη Δυτική
Μακεδονία τα οξύτονα θηλυκά *γιακά3 & *γιουντζιά4, που μετακινήθηκαν στην κατηγορία
των παροξύτονων θηλυκών, με αποτέλεσμα σήμερα να καταγράφονται ώς γιάκα &
γιόντζια.
Με τον ίδιο τρόπο είδαμε οτι μπορούμε να ερμηνεύσουμε και λέξεις όπως το
ιμβριώτικο κόντζια (<κουντζιά <koncá), το αργκοτικό τσαμπούκα (<*(τ)σαμπουκά (η)
<τούρκ. sabıká, απ’ όπου και το τσαμπουκάς)5, αλλα και το ΚΝΕ σούφρα (<* (<*σουφρά
<sufrá), καθως η λατινική ετυμολογία που προτείνει ο G. Meyer6 δέν είναι βέβαιη7.
Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι, όπως και στις περιπτώσεις των κινά/κ΄νά,
ουκνά & ικνά, κάποιοι οξύτονοι θηλυκοί τουρκισμοί διατήρησαν τον ετυμολογικό-τους
τόνο, όχι μόνο σε διαλέκτους όπως τα ποντιακά (Δ:3.3.2.), αλλα και σε διαλέκτους που
γενικά προτιμούν τα οξύτονα αρσενικά ή τη μετακίνηση του τόνου: π.χ. okká> ΚΝΕ οκά &
ουκά (Κοζάνη), yará> γιαρά> γιρά (Κάρπαθος & Ίμβρος) & koncá> κουντζιά (Ίμβρος).

1 όπως π.χ. στην περίπτωση της γενικής του ένας: ενός> ενού και κατόπιν ενός-ενού> ενούς (δές ΜΝΕ 2:15-16).
2 Somavera 300.
3 όπως στα ποντιακά (Δ:3.3.2.).

4 όπως στα Φλογητά Καππαδοκίας, οπου η λέξη απαντά ώς γιοντζιά.

5 Τους (μαρτυρημένους) τύπους εξετάζει ο Κυρανούδης (2009:445), που θεωρεί οτι ο τόνος του τσαμπούκα «μαρτυρεί»

την παρετυμολογική επίδραση του οξύτονου çabúk, χωρίς ομως να έχει εξετάσει -και επομένως χωρίς να αποκλείσει-
την πιθανότητα συμμόρφωσης με την πρωτοτυπική κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών (όπως προτείνεται εδώ),
ενώ την ίδια παρετυμολογική επίδραση υποθέτει και για το τσαμπουκάς, οπου ο τόνος του çabúk δέ φαίνεται να παίζει
ρόλο.
6 Die lateinischen Lehnworte im Neugriechischen, Wien 1895 [Neugriechischen Studien III]: σελ. 62.

7 δές π.χ. ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ.

/ 188 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.4.-5.

Δ:3.3.4. Θα μπορούσε κανένας να παρατηρήσει οτι άν το ζητούμενο ήταν η ένταξη


στην πρωτοτυπική κατηγορία των παροξύτονων θηλυκών, τότε θα περιμέναμε να συμβεί
το ίδιο και με το ουκνά, που επίσης απαντά στη Δυτική Μακεδονία, ομως φαίνεται οτι
υπάρχει άλλος λόγος που το ουκνά δέν εξελίχτηκε σε *όκνα, καθως μπορούμε να
υποστηρίξουμε οτι το ουκνά παρέμεινε οξύτονο, προκειμένου να αποφευχθεί η
ομωνυμία, δηλαδή η σύγχυση με το ντόπιο όκνα1, που είναι το σλάβικης προέλευσης
τονικό-του παρώνυμο και καταγράφεται με τελείως διαφορετικές σημασίες2.

Δ:3.3.5. Το οτι τα kına, yaka & yonca προσαρμόστηκαν στη Δυτική Μακεδονία σά
θηλυκά, σημαίνει οτι τα αρσενικά σε -άς δέν ήταν πάντα η προφανής επιλογή για τα
άψυχα σε -a. Ποιό ήταν ομως το πλεονέκτημα των θηλυκών σε -ά σε σχέση με τα
αρσενικά σε -άς;
Πέρα απο την αναλογική πίεση που δέχονται απο τα θηλυκά σε -ιά (Δ:3.3.2.) και σε -α
(Δ:3.3.3.), τα θηλυκά σε -ά με καθαρά φωνητικούς όρους αποτελούν έναν πολύ πιό
κατάλληλο απο τα αρσενικά σε -άς υποψήφιο για μια πιστή φωνητική απόδοση των
τούρκικων άψυχων σε -á: όπως παρατηρεί ο Κυρανούδης (2009:94), «[το θηλυκό γένος]
θα ήταν μια πιό οικονομική λύση για τη γλώσσα, εφόσον δέ θα χρειαζόταν η προσθήκη
του -ς στην ονομαστική ενικού».
Στο πνεύμα της παρατήρησης του Κυρανούδη, μπορούμε να παρατηρήσουμε οτι τα
θηλυκά είχαν το πλεονέκτημα οτι δέ χρειάζονται ούτε την προσθήκη του τελικού ν της
αιτιατικής: όπως στην ΚΝΕ, έτσι και σε ιδιώματα όπως του Τίρναβου Λάρισας3 και της
Κοζάνης το -ν έχει χαθεί απο τα θηλυκά, με αποτέλεσμα την πλήρη εξομοίωση της
αιτιατικής με την ονομαστική και την κλητική· χαρακτηριστικό είναι οτι το -ν του αυτήν έχει
σταματήσει πιά να δηλώνει την αιτιατική κι έτσι στην Κοζάνη επεκτάθηκε αναλογικά στην
ονομαστική, π.χ. αυτήν η μάνα-σ’.
Αντίθετα, το -ν διατηρείται στα αρσενικά ώς απαραίτητο στοιχείο για τη δήλωση της
αιτιατικής. Στην ΚΝΕ διατηρείται στα καθαρά γραμματικά στοιχεία 4 , ενώ σε ιδιώματα
όπως της Κοζάνης και σε άλλες θέσεις: το κοζανίτικο αρσενικό ουσιαστικό διατηρεί ώς

1 Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί.


2 Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των ρήγας:ρηγάδες, οπου έχουμε απόκλιση απο τον αναμενόμενο πληθυντικό
(ρήγας:*ρήγες [<λατ. rex:reges], πρβλ. dux:duces> δούκας:δούκες), καθως φαίνεται οτι το ρηγάδες προτιμήθηκε
στην ΚΝΕ, προκειμένου να μήν ταυτίζονται φωνητικά οι πληθυντικοί των ρίγα & ρήγας.
3 Γλ.Τίρν. 53.

4 άρθρα, αντωνυμίες (τον, αυτόν, εκείνον).

/ 189 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.5.

δείκτη αιτιατικής το -ν, όταν δέ συνοδεύεται απο προσδιοριστές (άρθρο, αντωνυμία ή


επίθετο)· έτσι, στην Κοζάνη έχουμε πολυμελείς ονοματικές φράσεις όπως τουν
άντρα/άνθρουπου, έναν άντρα/άνθρουπου, τέτοιουν άντρα/άνθρουπου, καλόν
άντρα/άνθρουπου, αλλα μονομελείς ονοματικές φράσεις όπως άντραν/άνθρουπουν1.
Για τον Τίρναβο Λάρισας η κατάσταση καταγράφεται πιό αρχαϊκή, καθως εκεί το -ν
διατηρείται σε περισσότερες θέσεις, όπως μαζί με τα άναρθρα επίθετα: π.χ. Έχ΄ άξιουν
άντραν. (Γλ.Τίρν. 53-5), κάτι που στην Κοζάνη είναι πλεονασμός και θα είχαμε Έχ΄
άξιουν άντρα.
Επιπλέον, πρέπει να παρατηρήσουμε οτι προφανώς και στην ΚΝΕ και τα κοζανίτικα η
κατάσταση παλιότερα ήταν πιό κοντά σε αυτήν που επικρατεί στον Τίρναβο, με το -ν να
κάνει ακόμα πιό αισθητή την παρουσία-του, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα
στα θηλυκά σε -ά.
Τον ρόλο του -ν στη διαδικασία του δανεισμού έρχεται να επιβεβαιώσει η περίπτωση
του σκαλοχωρίτικου χαβάς, που αντιστοιχεί στο τούρκικο havan. Το havan κανονικά
αποδίδεται με το ουδέτερο χαβάν’, με μόνη εξαίρεση το Σκαλοχώρι Καστοριάς, οπου το
αρσενικό χαβάς φαίνεται οτι οφείλεται σε ερμηνεία του τούρκικου τύπου σάν αιτιατικής
λόγω του τελικού /n/.
Κατα τον ίδιο τρόπο ερμηνεύονται και (α) το σαμιώτικο2 και κυπριακό αρσενικό κατράς
(<αιτ. κατράν <katran), (β) τα σουλιμάς/σουλουμάς/σουλουμές (<αιτ.
*σουλιμάν/*σουλουμάν/*σουλουμέν <sülümen3 [sül΄ümǽn], με [æ]> [a]: δές Γ:1.3.3.) και
(γ) ζαφορά (<αιτ. *ζαφοράν/*ζαφαράν <zaferan4), ενώ με παρόμοιο τρόπο ο Κυρανούδης
(2009:86-7) ερμηνεύει την προσαρμογή του yasemin ώς γιασεμί.
Επίσης, με αντίστοιχο τρόπο ερμηνεύονται τα αμπανός, απόιρας, γκαρντάς & φαράς
(Β:2.9.3.2.).
Βέβαια, θα μπορούσε κανένας να παρατηρήσει οτι πιθανώς το σκαλοχωρίτικο χαβάς
''μεταλλικό γουδί'' οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση απο το ομώνυμο ντόπιο χαβάς
= 1) κλίμα, 2) μελωδία (<hava), ομως έτσι οι δύο τουρκισμοί θα κατέληγαν ομώνυμοι, κάτι
που είναι μάλλον απίθανο, καθως είδαμε παραπάνω οτι η ομωνυμία είναι κάτι που οι
ομιλητές αποφεύγουν συστηματικά (Δ:3.3.3.3., Δ:3.3.4.).

1 Τί άντραν έχς; Άνθρουπουν δέ γλέπς! (δές π.χ. Γλ.Κοζ. 99-100).


2 Κυρανούδης 2009:114.
3 Κυρανούδης 2009:84-5.

4 Κυρανούδης 2009:84.

/ 190 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τόνος Δ:3.3.6.-7.

Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε οτι το -ν είναι ένα επιπλέον στοιχείο που στη Δυτική
Μακεδονία καθιστά ακόμα και σήμερα φωνητικά οικονομικότερη την επιλογή της
κατηγορίας των θηλυκών σε -ά.

Δ:3.3.6. Μπορούμε τέλος να προσθέσουμε οτι στην περίπτωση του tarhana αφενός
για λόγους οικονομίας και αφετέρου για να αποφευχθεί η ασταθής λύση του θηλυκού, στα
κοζανίτικα είχαμε προσαρμογή ώς ουδέτερο πληθυντικού: ο πληθυντικός ουδετέρου είναι
μονοπτωτισμένος κι έτσι, επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητα στο τούρκικο
πρότυπο, όταν σε φράσεις του τύπου φκιάνου + αιτιατική στα κοζανίτικα έχουμε τα
φκιάσου τραχανά, αντί για τα φκιάσου τραχανάν.
Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα πιθανώς επηρεάστηκε και
απο λέξεις της ίδιας σημασιολογικής κατηγορίας, όπως το πέτουρα ''χυλοπίτες''1.

Δ:3.3.7. Κλείνοντας μπορούμε να συνοψίσουμε οτι η συνίζηση επέφερε αναστάτωση


στο ελληνικό τονικό σύστημα δίνοντας συγκριτικό πλεονέκτημα στα αρσενικά σε -(ι)άς,
ευνοώντας μερικώς μόνο τα θηλυκά σε -ιά και τα παροξύτονα θηλυκά σε -α, όλα αυτά
ομως σε βάρος των θηλυκών σε -ά, ενώ τα παροξύτονα θηλυκά σε -α ευνοήθηκαν σε
βάρος και των πρόπαροξύτονων θηλυκών σε -α.

1 πρβλ. π.χ. το χωρίο: ‘Ν ίδια ‘ν ιπουχή, που του γάλα ήταν πουλύ κι παχύ, ζιούμουνιν τα τραχανά κι τα πέτουρα. (Θ.
Κουζιάκη, Κουζανιώτκα μασλάτια, Κοζάνη 2008: σελ. 69).

/ 191 /
ΛΗΜΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Οι δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί και η ετυμολογία-τους

Στο παρακάτω λημματολόγιο παρατίθενται οι δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί της εργασίας


και η ετυμολογία-τους, δηλαδή και οι σχετικές τούρκικες λέξεις, μαζί με υπόλοιπους
βαλκανικούς τουρκισμούς που συνεξετάστηκαν.

Για τις παραπομπές δείτε Α:2.2. (Γενική εισαγωγή), ενώ για τα χωρία οπου συζητιούνται
τα διάφορα ζητήματα και προβλήματα της ετυμολόγησης του κάθε τύπου μπορείτε να
χρησιμοποιήσετε τα Ευρετήρια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

αβζάτ΄ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης αβζάτ΄ [avzát΄] ''ποσότητα μπαρουτιού για τα
εμπροσθογεμή όπλα (γόμωση) ή τις ανατινάξεις στα λατομεία'' (Γλ.Καταφ. 74). Στην
Κάρπ. α(β)ιντζέττον & αβουτζέττον ''το σκαφιδωτό σημείο του πίσω μέρους των παλιών
εμπροσθογεμών όπλων, οπου έβαζαν το μπαρούτι και γινόταν η ανάφλεξη με τη βοήθεια
του τσακμακιού''.
αβζάτ΄ <*αβζότ΄ <βαλκ. τούρκ. *avızotu ή *avuzotu = τούρκ(κν). ağızotu ''γόμωση
μπαρουτιού [priming, primer (of a gun)]'', πρβλ. το βαλκ. τούρκδ. avuz ''ağız'' [Binbirdirek
-İstanbul] και το τούρκδ. avız ''ağız'' (<ağız: Clauson 98, Eren «ağız1», ΕτυμTietze «ağız
I», Nişanyan 2009 «ağız», Κυρανούδης 2009:209-10)

αβλαγάς [avlaγás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ελεύθερος χώρος, αδόμητο οικόπεδο, αλάνα''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ''χωράφι μέσα και γύρω απ’ τον οικισμό, περιφραγμένο με ξερολιθιά''
(Γλ.Γαλατ. 254). Στη Σιάτιστα Κοζάνης ''μεγάλο και εύφορο χωράφι κοντά στο σπίτι''
(Γλ.Σιάτ. «αυλ.»). Στην Ανασελίτσα ''μεγάλο, εύφορο χωράφι κοντά στην αυλή του
σπιτιού'' (Γλ.Ανασελ. «αυλ.»). Στη Δόβρανη Γρεβενών ''χωράφι πολύ κοντά στο σπίτι,
πολλές φορές πλάι στην αυλή'' (Γλ.Δόβρ. «αυλ.»). Στο Μόκρο Κοζάνης ''εύφορο
χωράφι κοντά στο χωριό'' (Γλ.Μόκρ. «αυλ.»). Στη Σέλτσα Κοζάνης ''οικόπεδο ή χωράφι,
μέσα ή κοντά στο χωριό'' (Γλ.Σέλ2. «αβλ.»).
<τούρκδ. avlağa ''αυλή, μικρός σπιτικός κήπος [avlu, evlerin küçük bahçesi]''

αβτζής (ουσ.) : Στην Κοζ. [av΄dźís] ''κυνηγός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [avdźís] ''κυνηγός''.
Στην Ανασελ. ''κυνηγός''.
<τούρκ(κν). avcı ''hunter, huntsman''

αγζότ΄ (ουσ.) : Στην Ίμβρο αγζότ΄ [aγzót΄] ''μικρή ποσότητα μπαρούτι που έρχεται σ’
επαφή με το καψούλι για να πυροδοτήσει τη γέμιση του τουφεκιού'' (Ξεινός 23, Γλ.Ίμβρ.).

/ 192 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α

Στη Δόβρ. Γρεβενών γκζότ’ [gzót] = 1) το μπαρούτι που έβαζαν παλιότερα στα
οπισθογεμή όπλα για να πάρει φωτιά, 2) παρότρυνση, «παροξυσμός». Στην Κοζ. γκζότ΄
[gzót΄] ''απορρυπαντικό πιάτων, υγρό πιάτων''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης γκζότσ΄ [gzóć]
''έναυσμα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67) / ''προσάναμμα, προθέρμανση, ξεκίνημα''
(Γλ.Σιάτ.).
τούρκ(κν). ağız ''η μπούκα, το στόμιο ενός πυροβόλου όπλου [muzzle (of a gun)]'' +
τούρκ(κν). ot ''χορτάρι [(a) wild grass; herb]''> τούρκ(κν). ağızotu ''γόμωση μπαρουτιού
[priming, primer (of a gun)]''> (α) αλβ(ερ). agzot ''ψιλό μπαρούτι για εμπροσθογεμές όπλο
[barut i imët, që vihej në bubëzën e armëve me strall]'', (β) αγζότ΄, γκζότ΄, γκζότσ΄.

αλάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Σιάτ. Κοζάνης [aláń] ''ανοιχτός χώρος: αλάνα''. Στη Λόσν.
Καστοριάς [alán] ''μέρος επίπεδο και ανοιχτό''.
<τούρκ(κν). alan ''ανοιχτός χώρος: αλάνα [open place, open field]''

αλατζιάς Ι [aladźás], αλατζιά [aladźá] (ουσ.) : Στην Κοζ. αλατζιάς ''γερό ύφασμα σάν τα
τζίν (με πλέξη καρό), με το οποίο έφτιαχναν εργατικά ρούχα'', αλατζιάδις ''χοντροκομμένα
ρούχα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης αλατζιάς ''βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας,
που το αγόραζαν, δέν το ύφαιναν'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989β:73). Στο Μικρό
Κεφαλόβρυσο Τρικάλων αλατζιά ''είδος αγοραστού υφάσματος, με το οποίο έφτιαχναν
ένα είδος γυναικείου πανωφοριού ή τόβαζαν για φόδρα σε σακάκια απο χοντρό ύφασμα''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1991:131, 132, 134).
<τούρκδ. alaca ''εγχώριο, υφασμένο στον αργαλειό, πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα
[yerlilerin el tezgâhlarında dokudukları renkli pamuklu bez]''

αλατζιάς ΙΙ [aladźás] : στην Κοζ. ''(αρσενικό) πολύχρωμο περιστέρι''.


<τούρκ(κν). alaca ''πολύχρωμος, παρδαλός [multi-colored, parti-colored; motley]''

αλμπάν.τς (ουσ.) : Στην Κοζ. αλμπάν.τς [albánc] ''πεταλωτής'' Πληθ: αλμπάνδις


[albáńδ΄is], ΠΑΡΑΓ: αλμπάνκους [albánkus]. Στη Σέλ. Κοζάνης αλμπάντ’ς ''πεταλωτής''.
<τούρκ(κν). nalbant (αιτ./κτητ. nalbandı) ''πεταλωτής [horseshoer, blacksmith, farrier]''
(<πέρσ. nä‘l-bänd ''a smith, farrier/Hufschmied'' (Junker-Alavi 808, Steingass 1412):
Nişanyan 2009 & Škaljić «nalbant», Skok «nalbanta», Dizdari «nallban», BER
«налбант»)

αλτσιάς (ουσ.) : Στον Πολύγ. Χαλκιδικής αλτσιάς = 1) πέταλο, 2) «μικρά, σιδερένια


ελάσματα» που καρφώνουν στα παπούτσια (τακούνια και μύτες) για να μή χαλάνε
γρήγορα οι σόλες. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας αλτσιάς [alćás] ''πέταλο''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών αλτσιάς ''πέταλο αλόγων και μουλαριών (σε αντιδιαστολή με τα
πέταλα-πλάκες για τα γαϊδούρια)''. Στο Πήλ. αλτσιάς ''αλογίσιο πέταλο''. Στο Λιτόχωρο
Πιερίας αλτσιάς ''σίδερο σε σχήμα περισπωμένης ή μισοφέγγαρου που καρφωνόταν τη
μύτη και το τακούνι των παπουτσιών'' (Γλ.Λιτόχ. 170, 80). Στην Καστορ. αλτσιάς
''σιδερένιο πλατυκέφαλο καρφί για τις σόλες των παπουτσιών και των τσαρουχιών''. Στον
Κολ. Πιερίας καλτσιάς [kalćás] = 1) το πέταλο του αλόγου ή του μουλαριού, 2) σιδεράκι
(σχήματος ημικυκλικού), που τοποθετείται κάτω απο τα τακούνια και τις μύτες των
παπουτσιών για να μή φθείρονται. Στη Νάουσ. Ημαθίας καλτσιάς = 1) πέταλο ζώου, 2)
ειδικό μεταλλικό έλασμα κάτω απο το παπούτσι για την προστασία της σόλας. Στην Κοζ.
αλτζιάς [al΄dźás] ''αλογίσιο πέταλο (στο γνωστό σχήμα)''.
<τούρκ(κν). nalça = 1) (U-shaped, surface-type) heel plate attached to the heel of a
person’s shoe, 2) horseshoe; oxshoe; shoe for an animal’s hoof <τούρκ(ερ). nalçe

/ 193 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α

''σιδερένιο έλασμα που καρφώνεται στα τακούνια για να τα προστατεύει απ’ τη φθορά
[aşınmasını önlemek için ayakkabıların ökçelerine çakılan demir]'' <πέρσ. nä‘lče ~
nä‘lčä1 ''προστατευτικό του τακουνιού [heel-plate or tip]'' (Steingass 1412, Junker-Alavi
808, Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «nalça», Škaljić «nalča», Skok «nalbanta», Dizdari
«nallçë», BER «налче») <αραβ. & πέρσ. nä‘l ''a shoe, sandal, or anything which defends
the feet of a man or beast; a horse-shoe'' (Steingass 1411, Junker-Alavi 808) + υπκρ.
επίθμ. -če ~ -čä (Steingass 403, ΟθωμΛεξ «-çе 2», Eren & Nişanyan 2009 «bahçe»,
ΕτυμTietze «bağçe»)

αμα [ama] (αντιθκ. σύνδ.) : στην Κοζ. ''αλλα, μα''.


<τούρκ(οθ). ama ''αλλα, μα [but, yet, still]''

αμπανός [abanós] (ουσ.) : στη Λέσβο ''οποιοδήποτε σκληρό ξύλο'' (ΙΛΝΕ).


πέρσ. ābnus ~ ābnūs ''ebony/schwarzes Holz, Ebenholz'' (Steingass 10, Junker-Alavi 5,
ΙΛΝΕ «αμπανόζι», Redhouse 14, Dizdari & Nişanyan 2009 & ΕτυμTietze «abanoz»,
Škaljić «abonos»)> τούρκ(οθ). abanos ''έβενος [ebony]''> (α) τούρκ(κν). abanoz ''ebony'',
(β) αλβαν. abanos ''ebony'', (γ) βουλγάρ. абанос {abanós} ''ebony'', (δ) ρουμάν. abanos
''έβενος [Ebenholz]'', (ε) Ν/ελλην. αμπανόσι (το) ''έβενος [ebano, ebeno]'' (Somavera
292), (στ) Ν/ελλην. αμπανός (ο) ''ebano (legno)'' (Somavera 106).

αμπάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ambáŕ] = 1) σιταποθήκη, σιλό, 2) σεντούκι με επίπεδο καπάκι
για το αλεύρι. Στη Λόσν. Καστοριάς [ambár] ''αποθήκη δημητριακών''.
<τούρκ(κν). ambar ''χώρος αποθήκευσης δημητριακών: σιταποθήκη/σιλό ή υπόγειο
[granary; grain bin; grain cellar]''

αμπατζιάς=> μπατζιάς

ανάμ’=> νάμ’

αντέτ’, ατζέτσ΄ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης αντέτ’ ''συνήθεια, έθιμο''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
αντέτ’ [adét] ''έθιμο, συνήθεια''. Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 34)
αντέτ΄ [ad΄ét΄] ''έθιμο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ατζέτσ΄ [adźéć] ''έθιμο''.
<τούρκ(κν). âdet ''έθιμο [custom, usage, practice]'' (<αραβ. & πέρσ. ādät ~ ‘ādät
''custom, mode, manner, habit, usage, rite, observation; practice; nature,
disposition/Gewohnheit; Eigenschaft; Brauch; Herkommen; Sitte; Ritus'' (Steingass 829,
Junker-Alavi 503): ΕτυμTietze «âdet Ι», Nişanyan 2009 «âdet2», Škaljić & Skok & Dizdari
«adet», BER «адет»)

αντιρί [ańd΄iŕí] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μακρύ μπλέ ρούχο (σά ράσο, σά ρόμπα) που το
φορούσαν και μέσα κι έξω απ’ το σπίτι άντρες και παιδιά''.
<βαλκ. τούρκ. anteri = 1) [kadın] üste giyilen, kollu, gömleği andıran bir giysi türüdür, 2)
[erkek] genellikle siyah renk kumaştan biçilen, astarlı ve kollu, üste giyilen bir entaridir
(Dallı 21, 35, 38) = τούρκ(οθ). anteri, ποικιλία του τούρκ(κν). entari = 1) κελεμπία [loose
robe worn by Arab men], 2) μακριά αντρική νυχτικιά [nightshirt] (πρβλ. αλβαν. anteri = 1)

1 Το τελικό φωνήεν προφέρεται πάντα ώς /e/: http://sites.la.utexas.edu/persian_online_resources/system-of-


transcription/.

/ 194 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α

αντρικό ή γυναικείο μακρυμάνικο ρούχο [long-sleeved tunic worn by men or women], 2)


γυναικείο μακρύ ρούχο ή νυχτικιά [long gown or nightgown for women], βουλγάρ.
антерия {anteríja} ''ενισχυμένο μπουφάν [padded jacket]'', ΒΣΜ антерија {anterija}
''padded jacket'', σερβοκροάτ. антерија / anterija ''είδος μακρυμάνικης ρόμπας [type of
long-sleeved robe]'', ρουμάν. anteriu = 1) Unterkleid der Bojaren, 2) Oberkleidung)

αούτσ’ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης αούτσ΄ [aúć] ''καρότο''. Στη Βέρ. Ημαθίας αούτσ’
''καρότο''.
πέρσ. *hävidž ~ hävīdž ''pot-herbs, seasonings'' (Steingass 434, Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu & Doğan «havuç»)> οθωμ. haviç = 1) herbs eaten as a condiment with bread,
2) καρότο [the carrot] (Redhouse 813)> (1) τούρκδ. heviç ''havuç'', (2) *havıç> τούρκ(κν).
havuç (αιτ./κτητ. havucu) ''carrot''> βουλγκ. авуч {avúč} & ауч {aúč} ''καρότο [морков]''.

απανσΐζ, άπανσιζ, απανσίζ (επίρ.) : Στην Κοζ. απανσΐζ [apansẃz] & άπανσΐζ [ápansẃz]
''ξαφνικά''. Στη Λόσν. Καστοριάς και την Ανασελ. άπανσιζ [ápansiz] ''ξαφνικά''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών απανσίζ [apansíz] ''ξαφνικά''. Στη Σιάτ. Κοζάνης απανσίζ [apanśís]
''ξαφνικά''. Στη Σέλ. Κοζάνης άπανξις ''ξαφνικά''. Στον Κολ. Πιερίας και τα Βασιλ.
Χαλκιδικής απανσούζ [apansúz] ''ξαφνικά''. Στη Βέρ. Ημαθίας άπανσ’ς ''ξαφνικά''. Στον
Τίρναβο Λάρισας άπαν.τσιους [ápanćus] ''ξαφνικά'' (Γλ.Τίρν. 13).
<τούρκ(κν). apansız {ápanswz} ''ξαφνικά [very unexpectedly, without warning, all of a
sudden, suddenly]''

απόιρας [apójras] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ορμητικά νερά μετά τη βροχή: χείμαρρος''.
βοριάς> *foryas> (1) foryaz ''ψυχρός βορειοανατολικός άνεμος [kuzey-doğundan esen
soğuk rüzgâr]'' (ΕτυμTietze 3:112), (2) poryaz ''βοριάς [kuzey rüzgâr]'' (ΕτυμTietze)>
boryaz & boyraz ''βορειοανατολικός άνεμος [poyraz]'' (ΕτυμTietze), (3) οθωμ. boyraz &
boyras & poyras ''βοριάς [λατ. boreas, borealis ventus, γερμ. der Nordwind]'' (Meninski
949)> τούρκ(κν). poyraz ''βορειοανατολικός άνεμος [northeast wind]''.

απουσούλα [apusúla] (ουσ.) : στην Πιερ. ''απόδειξη''.


<τούρκ(κν). pusula {pusúla} ''note, memorandum; chit (memorandun of a small debt);
itemized bill (written down on an odd piece of paper)''

αραβάν΄ [araváń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ο τριποδισμός του αλόγου''.


τούρκδ. ırahvan ''atın yavaş yürüyüşü, rahvan'' <τούρκ(κν). rahvan ''πλαγιοτροχασμός
[amble (an easy, four-beat gait)]'' <πέρσ. rāhvār ''a quick, easy, ambling-paced horse, a
good roadster/schnell und ruhig gehend (Pferd, Maultier)'' (Steingass 566, Junker-Alavi
350) & rähvār ''a swift, ambling horse/schnell und ruhig gehend (Pferd, Maultier)''
(Steingass 600, Junker-Alavi 350, ΟθωμΛεξ & Nişanyan 2009 & Eren & ΣερβοκρΤούρκ
«rahvan», Skok «ravan», BER «раван» & «рахван»)

αραδώ [araδó] (ρ.) : στην Κοζ. και το Μικρόβ. Κοζάνης ''ψάχνω''.


<aradı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). aramak ''ψάχνω [to search]''

αράπς [aráps] (επθ.) : στην Κοζ. ''μελαμψός''.


<τούρκ(κν). Arap = 1) Άραβας [Arab], 2) μαύρος, νέγρος [Black, Black person]

αργκαβανιά=> γιουργουβανιά

/ 195 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Α

αργκέν.τσα [arǵénca] (ουσ.) : στη Σλάτ. Καστοριάς = 1) εργένισσα, 2) παντρεμένη που


δέν έχει γεννήσει ακόμα.
<τούρκ(ερ). ergen ''ανύπαντρος νέος/νέα σε ηλικία γάμου, εργένης [evlenecek çağa
girmiş fakat henüz evlenmemiş genç, bekâr]''

αργκιλές=> χιργκιλές

αρμάν΄=> ουρμάν΄

αρνέκ΄=> ουρνέκ΄

αρπαλίκ΄, αρπαλούκ΄ (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς αρπαλίκ΄ [arpalíḱ] «οι κοπτήρες των
φορτηγών ζώων απ’ τους οποίους υπολογίζουν την ηλικία τους». Στο Φαν. Καρδίτσας
αρπαλίκ΄ ''σκυλόδοντο, κυνόδοντας, απ’ τον οποίο ο ζωέμπορας υπολογίζει την ηλικία
του αλόγου''. Στη Νάουσ. Ημαθίας αρπαλίκι ''ονομασία ενός απο τα δόντια του αλόγου''.
Στην Πιερ. αρπαλούκ΄ [arpalúḱ] = 1) η κεντρική ρίζα του δέντρου, 2) η ρίζα του δοντιού,
3) [πληθ.] τα δυό μεγάλα απάνω και πίσω δόντια των ζώων, που τους τα σπάζουν για να
μπορούν να μασήσουν, 4) παλούκι ή άλλο στήριγμα δέντρου. Στο Μόκρο Κοζάνης
τραπαλούκ΄ [trapalúḱ] ''φρονιμίτης'' (Γλ.Μόκρ.).
<οθωμ. arpalık ''the mark on the cutting surface of a young horse’s nippers, by which his
age can be known, but wears away with old age'' (Redhouse 60)

ασλάν΄ [asláń] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) λιοντάρι, 2) μτφ. άξιος, γενναίος άνθρωπος.
<τούρκ(κν). aslan = 1) λιοντάρι [lion], 2) γενναίος άντρας [brave man, plucky person]

αστάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 42, Μαργαρίτη-Ρόγκα
1989:74, 77) [astáŕ] ''φόδρα''. Στην Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών [astár] ''φόδρα''.
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [astár] = 1) κατώτερο πανί που συνήθ. το χρησιμοποιούν για
φόδρα, 2) φόδρα (Γλ.Λόσν. 343). Στο Βελβ. Κοζάνης [astáŕ] ''κατώτερο πανί που
συνήθ. το χρησιμοποιούν για φόδρα''.
<τούρκ(κν). astar ''φόδρα [lining]''

ατζέτσ΄=> αντέτ΄

ατζιάκ΄=> ουτζιάκ΄ Ι

αφχιόν΄ [af΄x΄óń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''υπνωτικό για να καλμάρουν τα πολύ ζωηρά άλογα''.
<τούρκ(κν). afyon ''όπιο [opium]''

αχμάκ’ς (επθ.) : Στη Σιάτιστα Κοζάνης [axmáḱs] ''αφελής, όχι πονηρός'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:25, Γλ.Σιάτ.). Στην Ανασελ. αχμάκ(η)ς [axmáḱs] ''κουτός, ηλίθιος''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών [axmáḱs] ''άνθρωπος κουτός''. Στην Κοζ. [axmáks] ''αγαθός,
αγαθιάρης, μπουνταλάς, αφελής, εύπιστος''.
<τούρκ(κν). ahmak ''fool, idiot''

αχούρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 45, 82) αχούρ΄ [axúŕ]
''στάβλος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης αχούρ’ [axúŗ] «στάβλος, αχούρι». Στη Λόσνιτσα
Καστοριάς (Γλ.Λόσν. 343) και τη Δόβρ. Γρεβενών αχούρ’ [axúr] ''στάβλος''. Στην
Ανασελ. αχούρ’ «ο στάβλος, κάθε ακάθαρτος τόπος».

/ 196 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Β-Γ

πέρσ. āxōr/*āxur ~ āxvur/*āxūr ''στάβλος [a stable, stall/Pferdestall, Pferdeboxe], παχνί


[Krippe], βουστάσιο [Viehstall]'' (Junker-Alavi 15, Steingass 26, Nişanyan 2009 & Eren &
Eyuboğlu «ahır», Škaljić & Skok «ahar», ΕτυμTietze[a-e] «ahır I» & «afur»)> (1) τούρκδ.
akur ''παχνί [hayvan yemliği]'', (2) *akur> τούρκδ. akır ''στάβλος [ahır]'', (3) τούρκδ. ahur
''hayvan yemliği''> τούρκδ. ahır ''hayvan yemliği'', (4) τούρκδ. ahur ''στάβλος [ahır,
tavla]''> τούρκ(κν). ahır ''στάβλος [stable, shed, barn]''.

βακΐτ΄ μισ΄μέρ΄ [vakẃt΄ ḿiśḿéŕ] (περίφρ.) : στην Κοζ. ''το χρονικό διάστημα μεταξύ 12.00
και 1.00 το μεσημέρι''.
τούρκ(κν). vakit (αιτ./κτητ. vakti) = 1) time, 2) η κατάλληλη ώρα [the right time, the time
(for doing something)]> οθωμ. vakıt = 1) time («χρόνος»), 2) a space or point of time
(«καιρός, ώρα»); also a season («εποχή»), 3) means, ability («ευκαιρία, άνεσις,
ευπορία») (Redhouse 2144, Χλωρός 1947) = βαλκ. τούρκ. vakıt ''vakit/Zeit/temps''
(Kakuk 1961:385, Kakuk 1972:282, Dallı 191, Kalay 28, 179 [24:80, 87, 101], 227
[36:37], Eckmann 1962β:127, Elçin 250)> (α) βουλγ(τρ). вакът {vakắt} ''time/време'', (β)
πομάκ. вакът [vakắt] = 1) στιγμή, 2) εποχή, 3) χρονικό σημείο, 4) χρόνος (ΠομΛεξ 41),
(γ) ΒΣΜ вакат {vakat} ''time'', (δ) σερβοκροάτ. вакат / vakat ''time, period'', (δ) κοζ. βακΐτ΄
μισ΄μέρ΄ (κππ. μερικό μτφρδ. ενός βαλκ. τούρκ. *öğle vaktı ''μεσημέρι'' = öğle vakti
''μεσημέρι'' (ΛΤ:Ε «öğle», Robert Avery, Serap Bezmez, Anna G. Edmonds, Mehlika
Yaylalı, İngilizce-Türkçe Redhouse sözlüğü / The Redhouse English-Turkish dictionary,
İstanbul 200740: λήμμα «noon») <τούρκ(κν). öğle ''noon, midday'' + κτητ. vakti).

βαρδάκ΄, βαρδάκα=> μπαρδάκ΄

γιάγμα [γ΄áγma]> δγιάγμα [δγ΄áγma], γιάμα [γ΄áma] (ουσ.) : Στη Σέλτσα Κοζάνης γιάγμα
(το) ''αρπαγή, λεηλασία'' στην έκφρ. φκιάνου γιάγμα {Οι κλέφτις έφκιασαν γιάγμα του
σπίτ΄.} (Γλ.Σέλ2. 92). Στη Βέρ. Ημαθίας γιάγμα (το) «σάρωμα». Στα Νταρνακοχ.
Σερρών γιάμα = 1) κατάληψη, αυθαίρετη κατάκτηση, 2) πέταμα χρημάτων απ’ το νονό
στην εκκλησία. Στο Μελέν. της ΝΔ. Βουλγαρίας γιάμα (το) ''λεηλασία'' Έκφρ: κάνου
γιάμα = λεηλατώ, αρπάζω. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς δγιάγμα (το) ''γρήγορη αρπαγή''
Έκφρ: δγιάγμα τόκαμαν = τ’ άρπαξαν, το πήραν γρήγορα (Γλ.Λόσν. 345).
τούρκ(κν). yağma {jáγma} ''λεηλασία, πλιάτσικο [looting, plundering, sacking, pillaging]''>
(α) βαλκ. τούρκ. yama {jáma} ''λεηλασία'' (Κυρανούδης 1998:132), (β) βουλγδ. яма
{jáma} & ягма {jagmá} ''κέρδος αποκτημένο άδικα, χωρίς δουλειά και χωρίς πληρωμή
[облага, получена незаслужено без труд и без заплащане], λεηλασία, πλιάτσικο
[грабеж]'', (γ) υστβυζ. διαγουμάς & διάγουμας = 1) λάφυρα, 2) λεηλασία, (δ) τούρκ(κν).
yağma etmek ''λεηλατώ, κάνω πλιάτσικο [to loot, plunder, sack, pillage]''> κά(μ)νου
(δ)γιά(γ)μα.

γιαζΐκ [γ΄azẃk] (επιφών.) : στην Κοζ. ''κρίμα''.


<τούρκ(κν). yazık ''Κρίμα! [What a pity!]''

γιάκα (ουσ.) : Στο Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:94), την Εράτυρα (Σέλτσα)
Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιακάς») και τον Πεντάλοφο Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιακάς») γιάκα (η)
[γ΄áka] ''γιακάς''. Στον Πόντ. γιακά (η) [γ΄aká] ''γιακάς''.
<τούρκ(κν). yaka ''collar''

γιακή, γιακί=> ιακή

γιάμα=> γιάγμα

/ 197 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

γιανγκΐν΄ [γ΄angẃń] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) πυρκαγιά, 2) μτφ. ερωτική φωτιά.


<τούρκ(κν). yangın = 1) (καταστροφική) φωτιά, πυρκαγιά [(a destructive) fire,
conflagration], 2) παθιασμένος έρωτας [passionate love] (<τούρκ(κν). yanmak = 1)
καίγομαι [to burn, be on fire; to burn up, burn down], 2) καίγομαι απο έρωτα [to be
inflamed with love for, be madly in love with]: Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «yangın»)

γιαράς (ο) [yarás]> γιράς (ο) [yirás], γιαρά (η) [yará]> γιρά (η) [yirá] (ουσ.) : Στον Κολ.
Πιερίας, τη Βέρ. Ημαθίας και τα Γιάν. γιαράς ''πληγή''. Στη Σέλτσα Κοζάνης (Γλ.Σέλ1.
«γηράς»), τη Γκόμπλιτσα Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 258), το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας
1988:81, Τσιανάκας 2000:87, 169), το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 104) και τη Δόβρ.
Γρεβενών γιράς ''πληγή''. Στην Κοζ. γιράς ''είδος πληγής''. Στην Κάρπ. γιαράς (ο) &
γιαρά (η) ''πληγή''. Στην Ίμβρο γιαρά & γιρά ''πληγή'' (Ξεινός 53, Γλ.Ίμβρ.). Στον Πόντ.
γερά (η) & γιαρά (η) ''πληγή''.
<τούρκ(κν). yara ''wound'' (<τούρκ(κν). yarmak ''to split; to split (something) in two; to
split (something) down the middle; to cleave, rend; to slit'': TurkGram 52, Nişanyan 2009
«yara»)

γιαρμάς [γ΄armás] ή (σπανιότ.) γιρμάς [γ΄irmás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κτηνάλευρο: :


ζωοτροφή απο χοντροαλεσμένο καλαμπόκι, κριθάρι, σιτάρι, βρώμη, καραμπουρτσιάκ΄,
ρόβι (κλπ.)''.
<τούρκδ. yarma ''κτηνάλευρο: ζωοτροφή απο κοπανισμένα (χοντροαλεσμένα)
δημητριακά, όπως κριθάρι, σιτάρι, καλαμπόκι κλπ. [hayvanlar için arpa, buğday, mısır
vb. tahıldan dövülerek yapılmış yem]''

γιασιά [γ΄aśá] (επιφών.) : στην Κοζ. ''μπράβο''.


<τούρκ(κν). yaşa ''Μπράβο! [Well done/Good for you!]'', προστ. του τούρκ(κν). yaşamak
''ζώ [to live]''

γίκνα=> κνά

γιλέκ΄, ιλέκ΄ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης γιλέκ΄ [γ΄il΄éḱ] ''είδος μακριού μάλλινου
πανωφοριού'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:74). Στη Λόσν. Καστοριάς γιλέκ΄ [γ΄iléḱ] & ιλέκ΄
[iléḱ] ''φόρεμα απο χοντρό, ντόπιο, μάλλινο ύφασμα''. Στην Κοζ. ιλέκ΄ [il΄éḱ] ''γιλέκο''.
τούρκ(κν). yelek ''γιλέκο [vest, βρετ. waistcoat]''> (α) αλβαν. jelek ''waistcoat, vest,
jerkin'', (β) βαλκ. τούρκ. elek ''γιλέκο'' (Κυρανούδης 1995:31), (γ) βουλγάρ. елек {elék}
''(sleeveless) jacket; bodice'', (δ) ΒΣΜ елек {élek} ''waistcoat, vest'', (ε) σερβοκροάτ.
јелек / jelek ''είδος κεντητού αμάνικου πανωφοριού [(a type of) sleeveless embroidered
jacket]''.

γιλιάτσ΄=> ιλιάτσ΄

γιμίσ΄, ιμίσ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς γιμίσ΄ (το) [γ΄imíš] & ιμίσ΄ (το) [imíš] ''φρούτο''.
Στη Γαλατινή Κοζάνης ιμίσια (τα) [imíša] ''κεράσματα'' (Γλ.Γαλατ. 259).
τούρκ(κν). yemiş ''(φρέσκο) φρούτο [(a) fresh fruit]''> (α) βουλγκ. емиш {emíš} ''φρούτα
[плодове, овощия]'', (β) ΒΣΜ емиш {emiš} ''fruit''.

γιντζές=> γιουντζές

/ 198 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

γιόντζια [γ΄óndźa] (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης γιόντζια (η) ''τριφύλλι''. Στη Λόσνιτσα
Καστοριάς γιόντζια (η) ''είδος τριφύλλι που ποτίζεται συχνά και θερίζεται πολλές φορές''
(Γλ.Λόσν. 320). Στη Σιάτιστα Κοζάνης (ΙΛΝΕ «γιοντζάς») και τη Γαλατινή Κοζάνης
(Γλ.Γαλατ. 265) λιόντζια (η) [l΄óńdźa] ''τριφύλλι''. Στο Βογατσικό Καστοριάς λόντζια (η)
''τριφύλλι'' (ΙΛΝΕ «γιοντζάς»). Στην Ανασελίτσα (Βόιο) λόντζια (η) ''τριφύλλι'' (Γλ.Γαλατ.
265). Στη Σέλ. Κοζάνης λόντζια (η) «τριφύλλι και μηδική». Στα Φλογητά Καππαδοκίας
γιοντζιά (η) [γ΄ondźá] ''τριφύλλι'' (ΙΛΝΕ «γιοντζάς»).
τούρκ(κν). yonca ''τριφύλλι [clover, trefoil]''> (α) σερβοκρ(τρ). јонџа / jondža ''τριφύλλι
[djetelina]'', (β) τούρκ(κν). kabayonca {kabájondža} ''Medicago sativa''> (1) αλβαν. jonxhë
''Medicago sativa'', (2) βουλγ(ετ). йонджа {jóndža} ''Medicago sativa''.

γιουμπρίκ΄, ιουμπρίκ΄ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης γιουμπρίκ΄ ''χάλκινο δοχείο νερού''. Στη
Λόσν. Καστοριάς γιουμπρίκ΄ [γ΄ubríḱ] «ιμπρίκι». Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
γιουμπρίκι [γ΄ubríḱi] ''κανάτι για να πλένονται''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιουμπρίκ΄ [jubríḱ]
''χάλκινο δοχείο για το πρωινό πλύσιμο''.
οθωμ. ibrik ''ψηλή μεταλλική ή πήλινη κανάτα με χερούλι και μακρύ στόμιο, που
χρησιμοπούν για να χύνουν νερό κατα το πλύσιμο κλπ. [a tall vessel with a handle and
long spout, used for pouring water in ablutions, etc., of metal or earthenware], κανάτα [an
ewer], σκεύος βρασμού του τσαγιού ή του καφέ [teapot, coffeepot], σκεύος με καπάκι,
χερούλι και στόμιο για το βράσιμο του νερού [kettle]'' (Redhouse 12)> (α) αλβαν. ibrik
''τσαγερό [teakettle]'', (β) βουλγ(ετ). ибрик {ibrík} ''πήλινο ή χάλκινο δοχείο για να χύνουν
νερό κατα την ώρα του πλυσίματος [глинен или меден съд за поливане вода при
миене]'', (γ) ΒΣΜ ибрик {íbrik} ''(χάλκινο) σκεύος με καπάκι, χερούλι και στόμιο για το
βράσιμο του νερού [(copper) kettle]'', (δ) σερβοκροάτ. ибрик / ibrik ''χάλκινο δοχείο νερού
με καπάκι και στενό λαιμό [copper, narrow-necked vessel, with a cover used as a
waterpot]'', (ε) ρουμάν. ibric {ibrík} ''μεταλλικό δοχείο νερού ανατολίτικου σχήματος,
συνήθ. με μακρύ στόμιο εκροής [metallene Wasserkanne von orientalischer Form,
gewöhnlich mit langer Ausflußöhre]''.

γιουντζές (ουσ.) : Στα Στεφανινά Θεσ/νίκης (Κατσάνης 1993:106) και την Τσιαρπ.
Σερρών γιουντζές ''τριφύλλι''. Στην Πιερ. γιουντζές [γ΄undzés] ''άγριο τριφύλλι κατάλληλο
για ζωοτροφή''. Στην Κοζ. γιουντζές [γ΄uńdźés] & γιντζές [γ΄ińdźés] & ιντζές [ińdźés]
''τριφύλλι''. Στην Κάλ. Κοζάνης γιντζές [γ΄ińdźés] ''τριφύλλι'' (Χριστοδούλου 2012:150).
Στο Βελβεντό Κοζάνης γιντζές «είδος τριφυλλιού» (Γλ.Καλινδ. 417, Τσιανάκας
2000:82).
ιντζές <γιντζές <γιουντζές <βαλκ. τούρκ. yonce ή yunce ''τριφύλλι'' (Κυρανούδης
1998:123, 133), πρβλ. βουλγ(ετ). йондже {jóndže} ''Medicago sativa''

γιουργάν’, ιουργάν΄, γιουργκάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. την Πιερ. και το Σουφλί Έβρου
(Κυρανούδης 1995:27) γιουργάν΄ [γ΄urγáń] ''πάπλωμα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη
Δόβρ. Γρεβενών γιουργάν’ [γ΄urγán] ''πάπλωμα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Γαλατινή
Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 260) ιουργάν΄ [jurγáń] ''πάπλωμα''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης και τα
Νταρνακοχ. Σερρών γιουργκάν΄ [γ΄urgáń] ''πάπλωμα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας γιουργκάνι
''πάπλωμα''.
<τούρκ(κν). yorgan ''πάπλωμα [quilt]''

γιουργουβανιά (ουσ.) : Στην Κοζ. γιουργουβάν΄ [γ΄urγuváń] ''το άνθος της πασχαλιάς'',
γιουργουβανιά [γ΄urγuvańá] ''(το θαμνώδες φυτό) πασχαλιά (Syringa vulgaris)''. Στα
Γιάν. γραβάνια [γraváńa] ''τα άνθη της πασχαλιάς'', γραβανιά [γravańá] ''πασχαλιά''
(Γλ.Ηπ. 105, Γλ.Γιάν.). Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης αργκαβανιά [argavańá] ''πασχαλιά''. Στη

/ 199 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

Δόβρ. Γρεβενών ραγκαβανιά [ragavańá] ''πασχαλιά''. Στην Ανασελ. ραγκαβανιά


''φυσαλλίς: θάμνος με αρωματώδη πυκνά άνθρη κατα τον Απρίλιο''.
πέρσ. ärġävān ''name of a tree whose fruit and flower are of a beautiful red'' (Steingass
38, ΕτυμTietze «ergavan», Skok «jorgοvan», BER «аргаван», Dizdari «argavan»)>
τούρκ(οθ). erguvan & ergavan ''Judas-tree (Cercis Siliquastrum)''> (α) αλβαν. jargavan
& argavan & ergavan ''πασχαλιά [lilac (Syringa vulgaris)]'', (β) διαλκ. βουλγ(ετ). аргаван
{argaván} & аргафан {argafán} & аргован {argován} ''люляк (Syringa vulgaris)'', (γ)
διαλκ. βουλγ(ετ). йоргован {jórgovan} ''люляк'', (δ) ΒΣΜ јоргован {jórgovan} ''lilac'', (ε)
σερβοκροάτ. јоргован / jorgοvan ''lilac'', (ζ) ρουμάν. iorgοvan {jorgován} ''Syringa
vulgaris''.

γιουρντάου=> ιουρντώ

γιρά(ς)=> γιαράς

γιρινέ, ιρινέ (πρόθ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς γιρινέ «τάχατες, αντί» {τρώει τυρί γιρινέ ◊
κουρτέλια γιρινέ κι’ αυτά ◊ δούλα γιρινέ ‘ν έχου}. Στη Νάουσ. Ημαθίας γιρινέ ''στη θέση
κάποιου άλλου πράγματος (κυρίως επι βρωσίμου)''. Στην Ίμβρ. γιρινέ [γ΄irinέ] ''αντί για,
στη θέση'' {Στρώναμ τσι ψάθις κλίμνια γιρινέ.}. Στη Σιάτιστα Κοζάνης ιρινιέ ή ιρινέ
[(j)irińέ] ''αντί'' {...ρούφσα ψια μπιανίτσα ιρινιέ ια νιρό...} (Παπαναούμ 2008:84-5).
<τούρκ(κν). yerine ''αντί (για), στη θέση (του) [instead of, in (someone’s) stead, in place
of]''

γιρμάς=> γιαρμάς

γιρουζντώ, γιρουντάει, γιρουντάρου=> ιουρντώ

γκαβουντούφικου=> τφέκ΄

γκαϊγκανάς [gajganás] (ουσ.) : Στην Καστορ. ''πρόχειρο φαγητό απο αλεύρι, χτυπητά
αβγά και λίπος''. Στη Νάουσ. Ημαθίας ''είδος φαγητού με αβγά, αλεύρι (κλπ.)''.
xājä ''an egg'' (Steingass 445)> πέρσ. xājä-gīnä ''fried egg, omelet'' (Steingass 446,
Tietze 1967:145, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «kaygana», BER «кайгана», Skok
& Škaljić «kajgana», Dizdari «kajkana»)> τούρκδ. kaygına ''μίγμα γιαουρτιού με αβγό
τηγανισμένο σε ελαιόλαδο [zeytinyağında kızartılan yoğurtla yumurta karışımı]''> τούρκδ.
kaygana ''ομελέτα [omlet]''> (α) βουλγ(ετ). кайгана {kajganá} ''τηγανητά αβγά [пържени
яйца]'', (β) ΒΣΜ кајгана {kájgana} ''ομελέτα [scrambled egg(s)]'', (γ) σερβοκροάτ. кајгана
/ kajgana ''scrambled eggs; buttered eggs (βρετ.)'', (δ) τούρκδ. gaygana ''ομελέτα
τηγανισμένη με αβγό, αλεύρι και λάδι [yumurta ve un, yağda kızartılarak yapılan bir çeşit
omlet]''> αλβαν. gajgana ''αβγά τηγανισμένα με πιπεριές, ντομάτα και μυρωδικά [eggs
fried with peppers, tomatoes, and spices]''.

γκαϊλές (ουσ.) : Στην Κοζ. [gajl΄és] ''στεναχώρια''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''βάσανο,
στενοχώρια''.
<τούρκ(κν). gaile ''trouble, worry, strain; burden, cares''

γκαϊρέτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκαϊρέτ΄ [gajŕét΄] ''κουράγιο, υπομονή'', συνήθ. στην έκφρ.
κάμνου γκαϊρέτ΄. Στα Νταρνακοχ. Σερρών γκαϊρέτ’ ''κουράγιο, προσπάθεια''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών γκαϊρέτ’ ''θάρρος, ζήλος, φιλοτιμία, ενθουσιασμός''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών καϊρέτ’ [kajrét] ''κουράγιο''. Στην Πιερ. καϊρέτ΄ [kajrét΄] ''βάσανο, καημός''. Στη

/ 200 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

Σιάτιστα Κοζάνης στην έκφρ. κάμνου καϊρέτσ΄ [kámnu kajréć] = κάνω υπομονή
(Παπαναούμ 2008:66).
αραβ. & πέρσ. ġejrät ~ ġäirät ''being jealous; jealousy; zeal; a nice sense of honour/Eifer,
Fleiß, Energie; Eifersucht; Enthusiasmus; Ehrgeiz'' (Steingass 901, Junker-Alavi 539,
Redhouse 1356, Χλωρός 1177)> τούρκ(κν). gayret (αιτ./κτητ. gayreti) ''προσπάθεια,
ενεργητικότητα, επιμονή [effort, energy, perseverance]''> (α) αλβαν. gajret = 1) κουράγιο,
θάρρος [pluck: guts, grit], 2) υπομονή [patience], στωικότητα [forbearance], (β)
βουλγ(ετ). гайрет {gajrét} ''ζήλος [усърдие], υπομονή [търпение]'' (BER «кайрет»), (γ)
ΒΣΜ гајрет {gajret} = 1) έγνοια, φροντίδα [solicitude, care, concern], βοήθεια [help, aid],
ζήλος [zeal], 2) θάρρος, καρτερία, στωικότητα [courage, fortitude, stoicism], (δ)
σερβοκρ(τρ). гајрет / gajret ''προσπάθεια [nastojanje, zauzimanje, revnost], βοήθεια
[pomoć], ζήλος [zagrijanost, privrženost]'', (ε) διαλκ. τούρκ. kayret (Γλ.Πιερ. 73) = οθωμ.
kayret = 1) zeal, 2) energy, emulation; a strong will, 3) jealousy as to rights or honor;
sense of honor (Redhouse 1428, 1356)> βουλγ(ετ). кайрет {kajrét} ''ζήλος [усърдие],
υπομονή [търпение]''.

γκαλντιρίμ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκαλντιρίμ΄ [gal΄d΄iŕíḿ] ''καλντερίμι''. Στην Κρήτη καλντιρίμι
[kaldirími] «λιθόστρωτο» (Γλ.ΔΚρήτ. 20, Γλ.Ηρακλ.).
τούρκ(κν). kaldırım ''καλντερίμι, λιθόστρωτο [stone pavement]''> (α) τούρκδ. galdırım
''kaldırım'', (β) αλβ(ερ). kalldrëm {kałdrắm} ''δρόμος στρωμένος με πέτρες τοποθετημένες
η μιά δίπλα στην άλλη: καλντερίμι [rrugë e shtruar me gurë të vendosur njëri pranë
tjetrit], στρώση απο πέτρες σε έναν δρόμο, μια αυλή κλπ. [shtresa me gurë e një rrugë, e
një oborri etj.]'', (γ) βουλγάρ. калдъръм {kaldărắm} ''cobblestone pavement/road;
cobbles'', (δ) ΒΣΜ калдрма [káłdărma] ''road paved with cobblestones; cobblestones'',
(ε) σερβοκροάτ. калдрма / kaldrma = 1) πέτρες για την κατασκευή καλντεριμιού
[cobblestones], 2) καλντερίμι [road paved with cobblestones].

γκανταΐφ΄ [gadaíf΄] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 96) ''καταΐφι''.
αραβ. & πέρσ. qätā’ëf ~ qätā’ïf ή qätājëf ~ *qätājïf (Steingass 976, Junker-Alavi 575,
Redhouse 1460, Χλωρός 1296, Nişanyan 2009 «kadayıf», Škaljić & Dizdari «kadaif»,
Skok «kadif», BER «кадаиф»)> οθωμ. kataif & katayif ''various kinds of sweet pastry
and the materials of which they are made'' (Redhouse 1460)> οθωμ. kadayif ''various
kinds of sweet pastry and the materials of which they are made/είδος ζυμαρικού και το εξ
αυτού γλύκισμα'' (Redhouse 1460, Χλωρός 1296) = βαλκ. τούρκ. kadayif ''κανταΐφι''
(Κυρανούδης 1995:20, 36)> (α) τούρκ(κν). kadayıf ''any of several desserts''> τούρκδ.
gadayıf ''kadayıf'', (β) αλβαν. kadaif ''dessert made by pouring boiled sugar syrup over
thin noodles baked with walnuts and almonds'', (γ) βουλγάρ. кадаиф {kadaíf} ''Turkish
syrup-soaked shredded sweet'', (δ) ΒΣΜ кадаиф {kadaif} ''oriental sweetmeat made of
pastry, nuts and syrup'', (ε) σερβοκροάτ. кадаиф / kadaif ''(type of) pastry'', (στ) ρουμάν.
cadaif {kadaíf} ''feine Nudeln'', (ζ) ΚΝΕ κανταΐφι [kadaífi].

γκαντιφές=> κατιφές

γκαντΐνα [gadẃna] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γυναίκα Τούρκου κατώτερης κοινωνικής τάξης''.
τούρκ(κν). kadın = 1) γυναίκα [woman], 2) μή παρθένα γυναίκα [woman who has lost her
virginity]> (α) βουλγ(ετ). кадъна {kadắna} ''Τουρκάλα, Μουσουλμάνα [туркиня, ханъма,
мохамеданка]'', (β) ΒΣΜ кадана {kadana} ''παντρεμένη Τουρκάλα [married Turkish
woman]'', (γ) σερβοκροάτ. кадуна / kaduna ''επιφανής γυναίκα [prominent woman]''.

γκαραγκάτσ΄=> καραγάτσ΄

/ 201 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

γκαρντάς (ο) [gardás] (ουσ.) : στο Βιβίστι Γρεβενών ''αδερφός'' (Γλ.Βιβ. 23).
<τούρκ(δ). kardaş ''brother''

γκβάς=> κουβάς

γκζότ΄, γκζότσ΄=> αγζότ΄

γκέλ΄μπιρί (ουσ.) : Στην Κοζ. γκέλ΄μπιρί [ǵél΄b΄iŕí] ''εργαλείο για να τραβάνε αναμμένα
ξύλα ή κάρβουνα έξω απ’ το τζάκι (θυμίζει τσουγκράνα, έχει ομως ένα σιδερένιο
μονοκόμματο έλασμα, αντί για δόντια)''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης γκέλ΄μπουρας
[ǵél΄buras] ''μακρύ ξύλο (με σιδερένια γυριστή λαβή), με το οποίο τραβάνε τη φωτιά όταν
καίνε τον φούρνο'' (Γλ.Καλινδ. 184 [υποσημ. 1]).
<τούρκδλ. gelberi ''εργαλείο για το τράβηγμα της φωτιάς στο μπροστινό μέρος του
τζακιού [ocaktaki ateşi öne çekmeye yarayan araç]''

γκιβέτσ’=> γκιουβέτσ΄

γκιβιζί (ουσ.) : Στην Κοζ. [ǵiv΄iźí] ''χρώμα μεταξύ του μπορντώ και του μόβ''. Στο Βελβ.
Κοζάνης ''μεταξένιο κόκκινο κεφαλομάντιλο, που ήταν μακρύ και στενό''.
<τούρκδ. güvezi ''σκούρο κόκκινο [koyu kırmızı, vişne çürüğü renk]''

γκιβιντίζουμι (ρ.) : στην Ανασελ. ''έχω ελπίδες, στηρίζομαι κάπου''.


<güvendi, με γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). güvenmek ''εμπιστεύομαι (κάποιον), βασίζομαι
σε κάποιον [to trust in, rely on, depend on, have confidence in, confide in]''

γκιβρέκ΄> γκιουβρέκ΄ (ουσ.) : Στην Κομοτηνή γκιβρέκ΄ ''είδος ξεροψημένου κουλουριού


με σουσάμι'' (ΙΛΝΕ «γκεβρέκι»). Στα Βουρλά Ιωνίας γκιοβρέκι ''είδος ξεροψημένου
κουλουριού με σουσάμι'' (ΙΛΝΕ «γκεβρέκι»). Στην Κοζ. γκιουβρέκ΄ [ǵuv΄ŕéḱ] ''κουλούρι''.
Στη Βέρ. Ημαθίας κιουβρέκ΄ ''κουλούρι''.
τούρκ(κν). gevrek ''τραγαν(ιστ)ός [crisp, brittle, friable]''> (1) τούρκ(οθ). gevrek ''φρυγανιά
[dry toast]'', (2) τούρκ(κν). gevrek ''(χοντρό και τραγανό) κρακεράκι [thick, crisp cracker]'',
(3) τούρκ(οθ). gevrek ''κουλούρι [ring shaped roll of bread]''> (α) αλβαν. gjevrek ''ring-
shaped cracker: pretzel'', (β) βουλγάρ. геврек {gevrék} ''pretzel, sesame ring'', (γ) ΒΣΜ
ѓеврек {ğevrek} ''κουλούρι [sesame ring]'', (δ) σερβοκροάτ. ђеврек / đevrek ''type of
round roll (with a hole in the center)''.

γκιζιρνώ [ǵiźirnó] (ρ.) : στην Κοζ. ''(α)μτβ. κάνω βόλτες, τριγυρίζω, σεργιανάω''.
<gezer, γ΄ εν. ενεστώτα διαρκείας (geniş zaman) του τούρκ(κν). gezmek ''κάνω βόλτες,
τριγυρίζω, σεργιανάω, βολτάρω, σουλατσάρω [to stroll, walk around, promenade]''

γκιζλιμές=> γκιουζλιμές

γκιλέπ΄=> κιλέπ΄

γκιλουρντί=> γκιουρλουτί

γκιλτσουί=> γκιούλτσουι

γκίμ΄, γκίμα, γκιμούλ΄=> γκιούμ’

/ 202 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

γκιντέρ΄, γκιτζέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιντέρ΄ [ǵid΄éŕ] ''πόνος βαρύς''. Στην Πιερ. γκιντέρ΄
[ǵidéŕ] ''βάσανο, καημός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης γκιτζέρ’ [ǵidźéŗ] ''βάσανο, στεναχώρια,
πολύχρονη αρρώστια''.
αραβ. & πέρσ. kädär ''trouble, affliction, agitation, perturbation, anxiety;
melancholy/Getrübtheit; Kummer, Gram, Verdruß'' (Steingass 1018, Junker-Alavi 596,
Nişanyan 2009 «keder», Dizdari «qeder», Škaljić «ćeder», Skok «čeder», BER
«кедер»)> τούρκ(κν). keder ''θλίψη [grief, sorrow]''> (α) αλβαν. qeder = 1) ζημιά [harm],
2) απώλεια [loss], 3) έγνοια/έννοια [worry, trouble, concern], θλίψη [grief], (β) βουλγ(ερ).
кедер [ḱedér] = 1) σκοτούρα [грижа, яд], 2) κατάλοιπο πληγής ή αρρώστιας [следа от
рана или болест], (γ) σερβοκρ(ετ). чедер / čeder & ћедер / ćeder ''ζημιά, θλίψη, έγνοια
[šteta, tuga, briga]'', (δ) ρουμάν. cheder {qedér} ''ζημιά [Schaden, Nachteil]''.

Γκιόκας [ǵókas] (ουσ.) : στην Κοζ. ''όνομα αλόγου''.


τούρκ(κν). gök ''μπλέ, γαλανός [blue, sky blue, azure]'' & τούρκ(κν). at ''άλογο [horse
(Equus caballus)]''> τούρκ(κν). gök at ''ανοιχτόχρωμο άλογο [blue-roan horse]''> (α)
αλβαν. gjok {ğók} ''gray/white horse'', (β) ΒΣΜ ѓок {ğók} & ѓокат {ğokat} ''white horse;
grey'', (γ) σερβοκροάτ. ђогат / đogat ''white horse''.

γκιόλ’ (το) (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης γκιόλ΄ [ǵól΄] ''νερολακκούβα'' (Γλ.Γαλατ. 256).
Στο Φαν. Καρδίτσας γκιόλ’ «βάλτος, λάκκος με νερό, τέλμα, μικρή λίμνη». Στο Μελέν.
της ΝΔ Βουλγαρίας γκιόλι [ǵóli] ''τέλμα, βάλτος''.
<τούρκ(κν). göl ''λίμνη [lake]''

γκιουβέτσ΄> γκιβέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιουβέτσ΄ [ǵuv΄éć] ή γκιβέτσ΄ [ǵiv΄éć] ''μικρό,
στρογγυλό πήλινο ή μεταλλικό ταψάκι για ψήσιμο φαγητών στον φούρνο ή το φαγητό
που ψήνεται στο σκεύος αυτό''. Στη Σιάτ. Κοζάνης γκιβέτσ΄ [ǵivéć] = 1) πήλινο ταψί, 2)
φαγητό ψητό στον φούρνο. Στη Σέλ. Κοζάνης γκιβέτσ’ ''μικρό ταψί''.
τούρκ(κν). güveç = 1) crock, earthenware cooking pot, 2) food cooked in a crock> (α)
αλβαν. gjyveç = 1) stew prepared in a deep earthenware pot, 2) deep two-handled clay
potcopper pan, (β) βουλγ(ερ). гювеч [ǵuvéč] = 1) ρηχό, πήλινο σκεύος για ψήσιμο
[плитък, глинен съд за печене], 2) φαΐ από κρέας με λαχανικά, ρύζι κλπ. [ястие от
месо със зеленчук, ориз и пр.], (γ) βορσλαβμακ. ѓувеч {ğuveč} = 1) φαΐ από διάφορα
λαχανικά (συνήθως με κρέας), που μαγειρεύεται σε πήλινο σκεύος [вид јадење со
разновиден зеленук, обично со месо, што се пече во земјен сад], 2) βαθύ πήλινο
σκεύος, πήλινο ταψί για το ѓувечΙ και παρόμοια φαγητά [подлабок земјен цад, земјена
тава за ѓувеч и слични јадења], (δ) σερβοκροάτ. ђувеч / đuveč = 1) stew (made of
lamb and vegetables), 2) pan for making stew, (ε) ΝΑ σέρβ. ђувеч {đuvéč} = 1) (& ђувеџ
{đuvédž}) φαγητό απο κρέας με πατάτες (και επιπλέον με αρακά, ντομάτες, φασολάκια,
κρεμμύδια, πιπεριές) [jelo od krompira i mesa (uz dodatak, graška, paradajza, boranije,
luka, paprike], 2) (& ђувечарка {đuvečárka} & ђувеџарка {đuvedžárka}) gleđosana
keramička posuda u obliku široke zarubljene kupe za pripremu đuveča i drugih gustih
jela, kao i mesa, (στ) ρουμάν. ghiveci = 1) γλάστρα [Blumentopf], 2) τηγάνι [Bratpfanne],
3) φαγητό από σιγοβρασμένα λαχανικά και κομμάτια κρέας [Eintopfgericht aus Gemüse
und Fleischstücken], (ζ) ΚΝΕ γιουβέτσι.

γκιουβρέκ΄=> γκιβρέκ΄

γκιουζλιμές> γκιζλιμές (ουσ.) : Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας γκιουζλιμές [ǵuzlimés]


''κομμάτι ζύμη που το ανοιγόταν σε μικρό φύλλο, αλειφόταν με λίπος και με 3-4
γκιουζλιμέδις άνοιγαν το μεγάλο φύλλο''. Στη Δόβρ. Γρεβενών γκιζλιμές [ǵizlimés] ''οι

/ 203 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ

δίπλες της πίτας που χωρίζονται μεταξύ τους με την επάλειψη λίπους ή λαδιού''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης γκιζλιμές [ǵizl΄imés] ''τρόπος ανοίγματος του φύλλου της πίτας''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης γκιζλιμές [ǵizl΄imés] ''το σχέδιο που σχηματίζεται απο τις πτυχές του
ζυμαριού στο πάνω φύλλο της πίτας'' (Γλ.Γαλατ. 256).
<τούρκδ. gözleme ''λεπτό, λιπαρό ψωμί ψημένο σε λαμαρίνα [sacda pişirilen yağlı ince
ekmek]''

γκιουλτζίκ΄, γκιουλτζίκα (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιουλτζίκ΄ [ǵul΄dźíḱ] ''μεγάλη λακκούβα οπου
μαζεύεται το βρόχινο νερό''. Στα Βασιλ. Χαλκιδικής γκιουλτζίκα ''μεγάλη λακκούβα στα
χωράφια, οπου μάζευαν τα βρόχινα νερά''.
<τούρκ(κν). gölcük ''λιμνούλα [small lake], νερόλακκος για το πότισμα των ζώων [pond],
νερόλακκος [puddle]'' (<göl ''λίμνη'' + υπκρ. επίθμ. -cük)

γκιούλτσουι, γκιλτσουί (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης γκιούλτσουι [ǵúlcuj] ''ροδόσταμο,


τριανταφυλλόνερο''. Στην Κοζ. γκιλτσουί [ǵilcuí] = 1) αρωματικό υγρό, όπως το ανθόνερο
και η κολόνια, 2) ειδικό μυροδοχείο που χρησιμοποιούσαν για να ραίνουν τους πιστούς
στην εκκλησία.
<τούρκ(κν). gülsuyu [ǵǘlsuju] ''ροδόσταμο [rose water]'' (<τούρκ(κν). gül ''τριαντάφυλλο
[rose]'' + τούρκ(κν). su ''νερό [water]'')

γκιούμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκιούμ΄ [ǵúḿ] ''μεταλλικό δοχείο για τη μεταφορά υγρών''
(υπκρ: γκιουμόπλου & γκιουμούλ΄). Στη Λόσν. Καστοριάς γκιούμ’ [ǵúm] ''χάλκινο δοχείο
νερού''. Στο Βελβεντό Κοζάνης γκίμ΄ [ǵíḿ] (Τσιανάκας 1988:25). Στην Πιερ. γκιούμα
[ǵúma] & (σπανιότ.) γκίμα [ǵíma] ''χάλκινο σκεύος με χερούλι, κατάλληλο για μεταφορά
νερού'', γκιούμ΄ [ǵúḿ] & γκιουμούλ΄ [ǵumúl΄] & (σπανιότ.) γκιμούλ΄ [ǵumúl΄] ''μικρή
γκιούμα''.
τούρκδ. gügüm & güğüm ''χάλκινο δοχείο νερού [bakır su ibriği]''> (α) σερβοκρ(ετ).
ђугум / đugum ''χάλκινο σκεύος για νερό [bakarni, mjedeni sud za vodu]''> σερβοκρ(ετ).
ђугумче / đugumče ''σκεύος για το ψήσιμο του καφέ ή το ζέσταμα του νερού στο μαγκάλι
[sud koji služi za kuhanje kave i grijanje vode na mangalu]'', (β) αλβαν. gjym ''ψηλό
χάλκινο/αλουμινένιο δοχείο με μακρύ χερούλι [tall copper/aluminum ewer with a large
curved handle]'', (γ) βουλγκ. гюм [ǵúm] ''ψηλό μεταλλικό σκεύος με στενό λαιμό και με
χερούλι, συνήθ. με καπάκι, που χρησιμοποιείται για να μεταφέρουν γάλα, μποζά, νερό
κ.τ.ό. [висок метален съд с тясно гърло и с дръжка, обикновено с похлупак, който
служи за пренасяне на мляко, боза, вода и подобни]''> βουλγκ. гюмче [ǵúmče]
''υπκρ. του гюм [умалително от гюм]'', (δ) ΒΣΜ ѓум {ğúm} ''χάλκινη στάμνα για νερό
[copper jug for water]''> ΒΣΜ ѓумче {ğúmče} (υπκρ. του ѓум), (ε) βαλκ. τούρκ. *gǖm
''güğüm''> βαλκ. τούρκ. gǖmçey ''güğümçeyi, küçük güğümü'' (Elçin 252).

γκιουρλουτί (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης γκιουρλουτί [ǵurlutí] ''φασαρία''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών γκιλουρντί [ǵilurdí] ''θόρυβος, φασαρία, ενόχληση''.
βαλκ. τούρκ. gürülti, ǵurulti ''θόρυβος [Lärm]'' (Kakuk 1961:379) ≈ τούρκ(κν). gürültü
''θόρυβος (δυνατός/ διαπεραστικός/ μή καθαρός/ ανεπιθύμητος ήχος) [noise (loud/ harsh/
confused/ undesired sound)]'' (<τούρκ(κν). gürül gürül ''with a loud, roaring sound,
rumblingly, thunderously'' + επίθμ. -tI: TurkGram 62)

γκιουσέμ’=> κιουσέμ’

/ 204 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Γ-Ζ

γκιρίζ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ǵiŕíź] ''υπόνομος''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [ǵiríź] ''υπόνομος''
(Γλ.Γαλατ. 256). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ǵiríś] ''υπόνομος''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''αποχετευτικό
αυλάκι''.
<τούρκ(κν). geriz ''υπόνομος [sewer]''

γκισέμ’=> κιουσέμ’

γκιτζέρ’=> γκιντέρ΄

γκουβάς=> κουβάς

γκουγκούν΄=> σουργκούν΄

γκουντζές (ο), γουντζιές (o) [γundźés], κουντζιές (o) [kundźés], κουντζιά (η) [kundźá],
κόντζια (η) [kóndźa] (ουσ.) : Στη Νάουσ. Ημαθίας γκουντζές & κουντζές ''μπουμπούκι''.
Στα Γιάν. γουντζιές ''μπουμπούκι''. Στον Κολ. Πιερίας κουντζιές ''το μισανοιγμένο
μπουμπούκι του τριαντάφυλλου''. Στην Ίμβρ. κουντζιές & κουντζιά & κόντζια ''είδος
άγριου θάμνου ύψους ενός μέτρου περίπου με στρογγυλά και αγκαθωτά άνθη''. Στα
δυτκρητ. κοτζές (ο) [kodzés] ''μπουμπούκι''.
πέρσ. ġönče ~ ġünčä ''a rose-bud/Knospe'' (Junker-Alavi 537, Steingass 896, Redhouse
1352, 1498, Nişanyan 2009 «gonca», Dizdari «gonxhe»)> τούρκ(ερ). gonçe
''μπουμπούκι [henüz açılmamış gül, tomurcuk, konca]''> τούρκ(ερ). gonce ''henüz
açılmamış gül, tomurcuk, konca''> (1) αλβαν. gonxhe ''μπουμπούκι [flower bud]'', (2)
βαλκ. τούρκ. *konce ''μπουμπούκι''> (α) αλβαν. konxhe ''flower bud'', (β) τούρκ(κν).
konca ''bud, flower bud''> υστβυζ. κοντζάς ''κάλυκας άνθους: μπουμπούκι''.

γκουρμπάν΄=> κουρμπάν΄

γκουρμπάτσ’, γκριμπάτσ΄=> κουρμπάτσ’

γουντζιές=> γκουντζές

γραβάνια, γραβανιά=> γιουργουβανιά

δγιάγμα=> γιάγμα

διφτέρ΄ [δift΄éŕ], τιφτέρ΄ [t΄if΄t΄éŕ] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης διφτέρ΄


«σημειωματάριο, πρόχειρο τετράδιο οπου γράφουν τους λογαριασμούς» (Γλ.Καταφ.
114-5). Στην Κοζ. τιφτέρ΄ = 1) σημειωματάριο, 2) βιβλίο λογαριασμών.
τούρκδλ. tefter ''defter'' <τούρκ(κν). defter = 1) τετράδιο [notebook, copybook, exercise
book], 2) κατάλογος, λίστα [register, inventory], 3) φορολογικός κατάλογος [tax roll], 4)
βιβλίο λογαριασμών [account book] (<αραβ. & πέρσ. däftär ''a book, record, register,
journal; a roll, list, catalogue, inventory, account-book, index; a bundle of papers or
written documents tied together in a cloth'' (Steingass 528, Junker-Alavi 318): Nişanyan
2009 & ΕτυμTietze «defter», Dizdari «tefter», ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ «τεφτέρι»)

ζαϊρές=> ζαχιρές

ζαΐφκους [zajífkus] (επθ.) : στην Κοζ. ''αρρωστιάρικος, λειψός''.


αραβ. & πέρσ. zä’if ~ zä’īf ''weak, feeble, infirm, impotent, attenuated, emaciated,
enfeebled, powerless, frail, fearful, timid/schwach, kraftlos; dünn, mager'' (Steingass 802,

/ 205 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ

Junker-Alavi 490, Redhouse 1211, Χλωρός 1046, Dizdari & Škaljić & Skok «zaif»,
Nişanyan 2009 «zayıf», BER «заиф»)> τούρκ(οθ). zaif ''αδύναμος, αδύνατος/λεπτός
[weak, thin], ασθενικός [infirm; weakly]''> (α) τούρκ(οθ). zayıf ''weak, thin; infirm; weakly'',
(β) αλβαν. zaif ''αδιάθετος [(colloquial) slightly ill, indisposed, unwell]'', (γ) βουλγ(ετ).
заиф {zaíf} ''αδύναμος, ανάπηρος [слаб, недъгав]'', (δ) σερβοκρ(ετ). заиф / zaif
''αδύνατος, λεπτός [slab, mršav, zabun]'', (ε) ρουμάν. zaif ''αδιάθετος [unwohl, unpäßlich,
leidend]''.

ζαμπούνκους=> ζαμπούν.τς

ζαμπουνλίκ΄ (ουσ.) : στο Βελβεντό Κοζάνης ''αδυναμία'' (Τσιανάκας 1988:78).


<οθωμ. zabunluk ''thinness, leanness/αδυναμία, καχεξία, ισχνότης'' (Redhouse 1004,
Χλωρός 864) <zabun ''αδύνατος'' (δές πκ.) + επίθμ. -luk

ζαμπούν.τς, ζαμπούνκους (επθ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών ζαμπούν.τς [zabúnc]


''αδιάθετος («αδύνατος, ανήμπορος, ασθενικός»)'' {Είμι λίγου ζαμπούν.τς κι θα κάτσου
στου σπίτ’.}. Στην Ίμβρ. ζαμπούν΄ς [zabúńs] ''αδύναμος, ανήμπορος φιλάσθενος'' Ουδ:
ζαμπούν΄κου [zabúńku] {Είνι ζαμπούν΄κου πιδί κι αρρουστά μι του παραμκρό.}. Στην
Κοζ. ζαμπούνκους [zabúnkus] ''αδύναμος, αρρωστιάρικος''.
πέρσ. zäbun ~ zäbūn ''αδύναμος, ασθενικός [weak, infirm, helpless]'' (Steingass 610,
Junker-Alavi 379, Dizdari & Škaljić & Skok «zabun»)> τούρκ(κν). zebun ''αδύναμος
[weak, helpless, powerless]''> τούρκδλ. zabun ''αδύνατος, αδύναμος [ince, zayıf,
güçsüz]'' = οθωμ. zabun = 1) weak, powerless, 2) thin, lean, scraggy/αδύνατος,
καχεκτικός, ισχνός (Redhouse 1004, Χλωρός 864)> (α) τούρκδλ. zabın ''ince, zayıf,
güçsüz'', (β) αλβαν. zabun στην έκφρ. është zabun ''είμαι άρρωστος [to be unwell]'', (γ)
σερβοκρ(ετ). забун / zabun ''λεπτός, αδύναμος (ζώο, παιδί) [mršav, slab, nemoćan,
bolan (stoka, djeca)]''.

ζανάτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [zanát΄] ''τέχνη που ασκείται για βιοπορισμό, κι όχι π.χ. το να
είσαι αγρότης''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [zanát] «επάγγελμα». Στο Καταφύγι Κοζάνης
[zanát΄] ''επάγγελμα, ειδικά του ξυλοκόπου'' (Γλ.Καταφ. 125).
βαλκ. τούρκ. zanat ''τέχνη βιοπορισμού [Handwerk]'' (Kakuk 1961:385) <βαλκ. τούρκ.
zanāt (Dallı 72) = οθωμ. zanāt ''a trade, calling, a craft, an art'' (Redhouse 1187)
<τούρκ(κν). zanaat ''τέχνη βιοπορισμού [craft, trade]'' (<τούρκ(κν). sınaat = 1) craft;
handicraft; trade, 2) profession requiring technical ability <αραβ. & πέρσ. sïnā’ät ''art,
industry; profession, trade, craft/Industrie'' (Steingass 793, Junker-Alavi 486): Nişanyan
2009 «zanaat», ΟθωμΛεξ «sınaat» & «zanaat», Doğan «sınaat» & «zanaat», Dizdari &
Škaljić & Skok «zanat», BER «занаят»)

ζαρζαβάτ΄, ζαρζαβάτχια (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης ζαρζαβάτ΄ (το) [zarzavát΄]


''(γενικά τα) λαχανικά'' (Γλ.Καταφ. 125-6). Στην Κοζ. ζαρζαβάτχια (τα) [zarzavát΄x΄a]
''λαχανικά, ζαρζαβάτια, ζαρζαβατικά''.
πέρσ. sebzevāt ''λαχανικά, ζαρζαβάτια, ζαρζαβατικά [sebzeler, zerzevat]'' (Kanar 779,
Skok «zerzevat»)> τούρκ(κν). zerzevat ''vegetables''> (1) σερβοκρ(ετ). зерзеват /
zerzevat [zerzévat] ''λαχανικά, ζαρζαβάτια, ζαρζαβατικά [zelen, povrće]'', (2) διαλκ.
βουλγ(ετ). дзердзеват {dzerdzevát} ''λαχανικά, ζαρζαβάτια, ζαρζαβατικά [зеленчук]'', (3)
ΝΑ σέρβ. ѕерѕеват {dzerdzevát} ''φρεσκοωρισμασμένο φρούτο [prvo zrelo voće]'', (4)
τούρκ(οθ). zerzavat ''vegetables''> τούρκ(οθ). zarzavat ''vegetables'', βαλκ. τούρκ.
zarzavat ''λαχανικό [sebze]'' (Dallı 193)> (α) αλβαν. zarzavate [πληθ. zarzavate(t)]
''vegetable'', (β) βουλγάρ. зарзават {zarzavát} ''vegetables, greens'', (γ) ΒΣΜ зарзават

/ 206 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ

{zárzavat} ''vegetables, greens'', (δ) σερβοκρ(τρ). зарзават / zarzavat ''povrće, zelen'',


(ε) ρουμάν. zarzavat ''λαχανικά, ζαρζαβάτια, ζαρζαβατικά [Gemüse]'', (στ) ΚΝΕ
ζαρζαβάτια> ΚΝΕ ζαρζαβατικά.

ζαρντέλ΄=> ζέρντιλου

ζαχιρές, ζαϊρές (ουσ.) : Στην Κοζ. ζαχιρές [zax΄iŕés] ''απόθεμα σε σανό, άχυρο και χόρτο
(για τον χειμώνα)''. Στη Σέλ. Κοζάνης ζαχιρές ''ζωοτροφές''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ζαχιρές
[zax΄irés] «εφόδιο, απόθεμα ζωοτροφής». Στο Καταφύγι Κοζάνης ζαϊρές [zajrés]
''βραστό ρύζι: πιλάφι'' (Γλ.Καταφ. 130).
<τούρκ(κν). zahire = 1) απόθεμα σε δημητριακά [stock of grain], 2) απόθεμα σε τρόφιμα,
προμήθειες, αναγκαία για ταξίδι [stock of foodstuffs, stores, provisions]

ζβανάς, ζουβανάς (ουσ.) : Στην Κοζ. ζβανάς [zvanás] ''καμπύλο, πτυσσόμενο και
πριονωτό κλαδευτήρι (π.χ. γι' αμπέλια)''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης [zvanás] ''μικρό γυριστό
πριόνι για κλάδεμα'' (Γλ.Σιάτ. «σβανάς»). Στην Ανασελίτσα [zvanás] ''πριόνι, μικρό
κλαδευτήρι'' (Γλ.Ανασελ. «σβανάς»). Στην Κύπρο [zvanás] ''χεροπρίονο, πριόνι'' (Ρόης
Παπαγγέλου, Το κυπριακό ιδίωμα, Αθήνα 2001: «σβανάς»). Στη Νάουσ. Ημαθίας
ζουβανάς [zuvanás] ''είδος πτυσσόμενου πριονωτού μαχαιριού''.
<βαλκ. τούρκδ. zıvana ''πτυσσόμενο πριονωτό κλαδευτήρι για τ’ αμπέλια [testere
biçiminde açılır kapanır bağ bıçağı]'' [Hamitabat *Lüleburgaz -Kırklareli], βαλκ. τούρκ.
zıvana ''μικρό πριόνι χειρός [küçük el testeresi]'' (Dallı 193)

ζέρντιλου (ουσ.) : Στην Πιερ. ζέρδαλου [zérδalu] & ζέρντιλου [zérdilu] & ζέρζιλου [zérzilu]
& ζέρδιλου [zérδilu] & ζιρδίλ΄ [zirδíl΄] & ζιρντίλ΄ [zirdíl΄] & τζέρτζιλου [dzérdzilu] ''βερίκοκο''
ΠΑΡΑΓ: ζιρδιλιά [zirδil΄á] & ζιρντιλιά [zirdil΄á] & τζιρτζιλιά [dzirdzil΄á] ''βερικοκιά''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [zérzilu] ''μικρό άσπρο δαμάσκηνο''. Στην Κοζ. τζέρτζιλου τζέρτζιλου
[dźéŕdźilu] ''βερίκοκο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά [dźiŕdźil΄á] ''βερικοκιά''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36, Γλ.Σιάτ.) και τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 282)
τζέρτζιλου [dźérdźilu] ''κορόμηλο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά [dźirdźil΄á] ''κορομηλιά''. Στη Σέλτσα
Κοζάνης τζέρτζιλου ''κορόμηλο'' ΠΑΡΑΓ: τζιρτζιλιά ''κορομηλιά'' (Γλ.Σέλ1. 172). Στην Ανατ.
Ρωμυλία ζαρντέλ΄ [zardél΄] ''βερίκοκο'' (Γλ.Μοναστ. 254). Στο Καταφύγι Κοζάνης
ζουρντέλ΄ [zurd΄él΄] ''είδος άγριου δαμάσκηνου'' (Γλ.Καταφ. 130). Στη Λευκ. ζέρδελο
[zérδelo] ''βερίκοκο''.
zärd ''κίτρινος («yellow/gelb»)'' (Steingass 614, Junker-Alavi 381) + ālu ~ ālū ''δαμάσκηνο
(«a plum/Pflaume»)'' (Steingass 95, Junker-Alavi 53)> πέρσ. zärd-ālu ~ zärd-ālū
''βερίκοκο [Aprikose]'' (Junker-Alavi 381, Steingass 614, Eren «zerdali», BER «зарзала»
& «зарделия», Škaljić & Skok «zerdelija», Dizdari «zerdeli»)> οθωμ. zerdalü (Meninski
2440)> (1) οθωμ. zerdelü (Meninski 2440), (2) τούρκ(κν). zerdali ''a variety of apricot
(Prunus armeniaca)'', (3) βαλκ. τούρκ. zerdeli ''zerdali'' (Dallı 193, Κυρανούδης
2009:105)> (α) αλβαν. zerdeli {zerdelí} ''variety of sweet-smelling apricot with small fruit
and a bitter-tasting kernel'', (β) βουλγ(ετ). зарделия {zardelíja} & зерделия {zerdelíja} &
зерделия {zerdélija} ''зарзала'', (γ) ΒΣΜ зарделија {zardelija} ''(Prunus armeniaca)
apricot (tree and fruit)'', (δ) σερβοκρ(ετ). зерделија / zerdelija [zerdélija] ''βερίκοκο
[kajsija], ροδάκινο [breskva]''.

ζιαφέτ’, ζιαφέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ζιαφέτ΄ [źiaf΄ét΄] ''γλέντι''. Στη Λόσν. Καστοριάς και
τη Δόβρ. Γρεβενών ζιαφέτ’ [ziafét] ''συμπόσιο, διασκέδαση''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
ζιαφέτσ΄ ''φαγοπότι''.
<τούρκ(κν). ziyafet ''πολυτελές γεύμα, συμπόσιο [lavish meal; banquet, feast]''

/ 207 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ζ-Ι

ζινγκί (ουσ.) : Στην Κοζ. [źińǵí] ''αναβολέας, αναβατήρας σέλας''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
[źinǵí] ''αναβολέας'' (Γλ.Γαλατ. 259). Στη Σλάτ. Καστοριάς [zinǵí] «αναβατήρας,
σπιρούνι». Στη Σιάτιστα Κοζάνης ''αναβολέας'' (Γλ.Σιάτ. «ζυγκί»).
üzengü (ΕτυμEren & ΕτυμNişanyan 2018 «üzengi»)> (1) τούρκδ. zengü ''özengi'', (2)
τούρκ(κν). üzengi ''αναβολέας [stirrup]''> (α) τούρκδ. özengi ''üzengi'', (β) τούρκδλ.
zengi ''üzengi'', (γ) αλβαν. yzengji & zengji ''stirrup'', (δ) βουλγ(τρ). юзенгия {juzengíja} &
узенгия {uzengíja} ''stirrup/стреме'', (ε) βουλγκ. зенгия {zengíja} ''стреме'', (στ) ΒΣΜ
узенгија {uzengija} ''stirrup'', (ζ) σερβοκροάτ. узенгија / uzengija ''stirrup'', (η) ΝΑ σέρβ.
ѕанђија {dzanđíja} & ѕенђија {dzenđíja} & ѕьнђија {dzănđíja} & зенђија {zenđíja}
''узенгија''.

ζιρδίλ΄, ζιρδιλιά, ζιρντίλ΄, ζιρντιλιά=> ζέρντιλου

ζουβανάς=> ζβανάς

ζουκούμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και στον Κολ. Πιερίας ζουκούμ΄ [zukúḿ] ''πικροδάφνη
(Nerium oleander)''. Στην Τσιαρπ. Σερρών ζουκούμ’ ''πικροδάφνη''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
ζουκούμ’ [zukúm] ''πικροδάφνη''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας ζουκούμ’ ή ζουχούμ’
''πικροδάφνη''. Στην Επαν. Χαλκιδικής ζουχούμ΄ [zuxúḿ] ''πικροδάφνη''.
αραβ. & πέρσ. zäqqum ~ zäqqūm ''an infernal tree (mentioned in the Qur’ān), the fruit of
which is supposed to be the heads of devils'' (Steingass 619, Junker-Alavi 384, Nişanyan
2009 & Eren «zakkum», Dizdari & Škaljić «zakum», BER «закум»)> τούρκ. *zekkum>
(a) σερβοκρ(τρ). зекум / zekum ''oleandar (Nerium oleander)'' (Škaljić «zakum»), (b)
οθωμ. zakkum = 1) a certain tree of hell mentioned in the Qur’an, 2) the food of the
damned, 3) any noxious or very unpleasant food, 4) the oleander (nerium oleander)
(Redhouse 1010)> (b1) *zakkım> τούρκδ. zıkkım = 1) δηλητήριο [ağı], 2) πικρός [acı],
(b2) τούρκδλ. zukkum ''ağı'', (b3) τούρκ(κν). zakkum ''Nerium oleander''> (1) αλβαν.
zakum {zakúm} ''Nerium oleander'', (2) βουλγκ. закум {zakúm} ''Nerium oleander'', (3)
σερβοκρ(τρ). закум / zakum ''oleandar (Nerium oleander)'', (4) βαλκ. τούρκ. *zokkum
''πικροδάφνη''> (α) βουλγκ. зокум {zokúm} ''Nerium oleander'', (β) ΒΣΜ зокум {zokum}
''oleander''.

ζουμπίλ΄ [zumb΄íl΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ζεμπίλι''.


<τούρκ(κν). zembil ''πλεχτός ψάθινος σάκος μεταφοράς αντικειμένων [(pliable) shopping
bag, tote bag (made of woven reeds)]'' <αραβ. & πέρσ. zämbil ~ zämbīl ''καλάθι [Korb],
ζεμπίλι (απο ίνες ξύλου, με δυό λαβές) [Tasche (aus Holzfasern, mit zwei Henkeln)]''
(Junker-Alavi 386, Steingass 624, Eren & Nişanyan 2009 & Skok «zembil», Škaljić
«zembilj», Dizdari «zymbylΙΙ», BER «зимбил2»)

ζουρντέλ΄=> ζέρντιλου

ζουχούμ’=> ζουκούμ’

ιακή η [jaḱí], ιακί το [jaḱí], γιακή η [γ΄aḱí], γιακί το [γ΄aḱí] (ΟΥΣ) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ιακή
''ειδικό κατάπλασμα για χτυπημένο ή στραμπουληγμένο μέρος του σώματος''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ιακί ''κατάπλασμα για διάστρεμμα, απο αβγό, αλάτι και μαλλί''
(Γλ.Γαλατ. 259). Στη Σέλτσα Κοζάνης γιακή ''πρακτικό έμπλαστρο απο άπλυτο
γιδόμαλλο, κρόκο αβγού, δυνατό τσίπουρο, λάδι και τριμμένο σαπούνι, για σπασίματα ή
στραμπουλήγματα (κατάγματα/διαστρέμματα)'' (Γλ.Σέλ2., ΙΛΝΕ «γιακί» [κατα τον
Νατσιόπουλο «γιακί»: Γλ.Σέλ1.]). Στον Νεζ. Λάρισας γιακί ''νάρθηκας για σπασμένα

/ 208 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ι

πόδια/χέρια από μαλλί ποτισμένο με μίγμα από τσίπουρο, αβγό και σαπούνι που
προσδίδει ακαμψία''. Στην Πιερ. γιακί ''κατάπλασμα για τον κοιλόπονο από λιβάνι, αβγό,
ρακή και σαπούνι''.
<τούρκδ. yakı & yaku ''γιατρικό που φτιάχνεται απο διάφορα χόρτα και συστατικά και
τοποθετείται πάνω σε ένα άρρωστο/πονεμένο σημείο του σώματος [çeşitli otlardan,
nesnelerden yapılarak, ağrıyan, hasta organ üstüne konulan bir em]'' (<τούρκ(κν).
yakmak = 1) καίω [to burn (something) up, burn (something) down, burn], 2) (for
chemicals, sun, wind, etc.) to burn; (for wool) to irritate (one’s) skin: ΕτυμEyuboğlu
«yakı», Dizdari «jaki»)

ιβλιάτ’, ιβλιάτσ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ιβλιάτ’ [ivl΄át] ''παιδί («παιδί μικρό»)''
{Πήρι(ν) κουντά-τ’ (= μαζί-του) κι τα ιβλιάτχια-τ’.} (Γλ.Λόσν. 322). Στην Ανασελ. ιβλιάτ’
[ivl΄át] ''παιδί («μικρό») ανθρώπου, ζώου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ιβλιάτ’ [ivl΄át] ''μικρό
παιδί, μωρό'' {Τί έχ΄ κι κλαίει αυτό του ιβλιάτ’;}. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιβλιάτσ΄ [ivl΄áć] ''χαϊδ.
για ζωηρό παιδί''.
<τούρκ(οθ). evlât (αιτ./κτητ. evlâdı) ''child'' (<αραβ. & πέρσ. oulād ~ aulād ''sons,
children, descendants; offspring, progeny/Nachkommen,Nachkommenschaft'' (Steingass
121, Junker-Alavi 68), πληθ. του väläd ''the offspring (of the brute creation) so long as
they are unable to feed themselves/Kind; Sohn'' (Steingass 1480, Junker-Alavi 841):
Nişanyan 2009 & Dizdari «evlat», ΕτυμTietze «evlâd», Eyuboğlu «evlât», BER «евлет»)

ίκνα, ικνά=> κνά

ιλέκ΄=> γιλέκ΄

ιλιάτσ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. ιλιάτσ΄ [il΄áć] ή γιλιάτσ΄ [γ΄il΄áć] ''πρακτικό φάρμακο: γιατρικό,
γιατροσόφι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [il΄áć] ''πρακτικό φάρμακο''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
[il΄áć] ''φάρμακο, ιδίως απο βρασμένα χόρτα'' (Γλ.Καταφ. 144). Στο Μόκρο Κοζάνης
[il΄áć] ''φάρμακο'' (Γλ.Μόκρ.). Στη Δόβρ. Γρεβενών ιλιάτσ’ [il΄ác] ''φάρμακο, γιατροσόφι''.
Στο Μικρόβ. Κοζάνης ιλιάτσια [il΄áća] (τα) ''γιατροσόφια''. Στη Σέλτσα Κοζάνης [il΄áć]
=1) γιατρικό, πρακτικό φάρμακο {Δουκίμασα πουλλά ιλιάτσια, αλλα δέ μ’ έκαμαν
τίπουτα.}, 2) θεραπεία, γιατρειά {Ιλιάτσ΄ βρήκα μόνι απο του πουντικόλαδου.} (Γλ.Σέλ2.
136). Στη Σλάτ. Καστοριάς [il΄ác] = 1) γιατρικό, 2) θεραπεία {Κάνι-μ’ κάνα ιλιάτσ’ στ’
αφτί, που μι πουνάει.}. Στην Ανασελ. ιλιάτσ’ ''θεραπεία''.
αραβ. & πέρσ. ëlādž ~ ‘ïlādž ''remedy, cure, treatment, management; a
medicine/ärztliche Behandlung; Kur; Heilmittel, Arznei'' (Steingass 861, Junker-Alavi 518,
Nişanyan 2009 & Dizdari & Eyuboğlu «ilaç», Škaljić «iladž», Skok «ilač», BER «илач»)>
τούρκ(οθ). ilâç (αιτ./κτητ. ilâcı) ''φάρμακο [medicine]''> (α) αλβαν. ilaç ''medicine, drug,
medicament; cure, remedy'', (β) βουλγ(ετ). илач {iláč} & иляч {iljáč} ''γιατρικό/φάρμακο
[цяр, лекарство]'', (γ) σερβοκρ(ετ). илач / ilač & иљач / iljač ''φάρμακο [lijek]'', (δ)
σερβοκρ(τρ). илаџ / iladž ''lijek''.

ιμάμ μπαϊλντΐ [imámbajldẃ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ιμάμ μπαϊλντί (το γνωστό φαΐ)''.
<τούρκ(οθ). imambayıldı ''ιμάμ μπαϊλντί [dish prepared with eggplant and olive oil]''

ιμίσ΄=> γιμίσ΄

/ 209 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ι

Ιμπιλί (το) [ib΄il΄í] : στην Κοζ. ''(το παλιό όνομα του χωριού) Ίμερα''.
<τούρκ. Heybeli1 <τούρκ(κν). heybe = 1) saddlebag; a pair of saddlebags, 2) shoulder
bag (made of thick cloth, often carpeting (ΕΛΝΟ «Χεϊμπελή»)

ιντζές=> γιουντζές

ιουμπρίκ΄=> γιουμπρίκ΄

ιουργάν΄=> γιουργάν’

ιουρντώ (ρ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης ιουρντώ [jurdó] ''επιτίθεμαι'' (Γλ.Γαλατ. 242). Στη
Σιάτιστα Κοζάνης [jurdó] & ιρουντώ [irudó] ''ορμάω'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:15,
Γλ.Σιάτ.). Στο Πήλ. γιουρντάου [γ΄urdáu] ''ορμάω, κάνω επίθεση''. Στα Βασιλ.
Χαλκιδικής γιρουντάει ''ορμάει''. Στην Τήν. γιρουντάρου ''ορμώ''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας
γιρουζντώ [γ΄iruzdó] ''ορμάω''.
<yürüdü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). yürümek ''to make haste, hurry, go quickly''

ιριν(ι)έ=> γιρινέ

ιρουντώ=> ιουρντώ

ιτζιάκ΄=> ουτζιάκ΄

ιτζιούκ΄=> σιουτζιούκ΄

ιχλής (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [ixl΄ís] ''πρακτικός ορθοπεδικός''. Στη Σέλ. Κοζάνης
''πρακτικός γιατρός, ειδικά για τα κατάγματα''. Στην Ανασελ. ''πρακτικός, έμπειρος
γιατρός''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ixl΄ís] ''επιδέξιος'' (Γλ.Καταφ. 144).
<ehli, έναρθ. αιτ. του τούρκ(κν). ehil = 1) ειδικός (σε κάτι) [a master of, an expert at, an
adept at/in (a job/a craft/ a profession)], 2) ικανός [capable, qualified]

ιχράμ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ιχράμ΄ [ixráḿ] ''λεπτό, μάλλινο υφαντό''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
χράμ΄ [xráḿ] ''μάλλινο κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι'' (Γλ.Καταφ. 475). Στα Γρεβενά [xráḿ]
''είδος κουβέρτας, που δέν την επεξεργάστηκαν στη νεροτριβή'' (ΓρεβΤουρκ 216). Στην
Αργιθέα Καρδίτσας χιράμ’ ''ελαφριά και λεπτή κουβέρτα που την υφαίνουν κάνοντάς
της μεγάλα τετράγωνα σχήματα διαφορετικού χρώματος (μαύρου, άσπρου κλπ.)''
(Γλ.Αργ. 223). Στο Φαν. Καρδίτσας χιράμ’ ''μάλλινο σκέπασμα με ξόμπλια''.
<τούρκ(κν). ihram = 1) η άσπρη μονοκόμματη κελεμπία των προσκυνητών στη Μέκκα
[seamless white garment worn by pilgrims in Mecca], 2) μάλλινη, άσπρη μονοκόμματη
κελεμπία των Βεδουίνων [seamless white woolen garment (worn by Bedouins)], 3)
μάλλινο ύφασμα (χρησιμοποιούμενο σάν κάλυμμα) [woolen cloth (used as a covering)]
(<αραβ. & πέρσ. ïhrām ''a pilgrim’s cloak/Kleidung eines Pilgers'' (Steingass 21, Junker-
Alavi 12): Γιαννουλέλλης «χράμι», Nişanyan 2009 & Škaljić & Dizdari «ihram», BER
«ихрам»)

1 Heybeli λέγεται και η Χάλκη στα Πριγκηπόνησα.

/ 210 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

ιχτιμπάρ’ (ουσ.) : Στον Κολ. Πιερίας ιχτιμπάρ΄ [ixt΄ibáŕ] ''υπόληψη''. Στα Γρεβενά
ιχτιμπάρ΄ ''υπόληψη'' (ΓρεβΤουρκ 84). Στη Δόβρ. Γρεβενών και τον Λαγκ. Θεσ/νίκης
ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''υπόληψη''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''εκτίμηση,
υπόληψη''. Στη Γαλατινή Κοζάνης ιχτιμπάρ’ [ixtibár] ''υπόληψη'' (Γλ.Γαλατ. 260). Στη
Βέρ. Ημαθίας ιχτιμπάρ’ & χτιμπάρ’ ''υπόληψη''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιχτσιμπάρ’
''υπόληψη, κύρος''.
αραβ. & πέρσ. ë‘tëbār ~ ï‘tïbār ''esteem, honour, reverence, venetration, respect''
(Steingass 72, Junker-Alavi 40, Nişanyan 2009 «itibar», Dizdari «itibar», BER
«ихтибар», Skok «iktibar»)> τούρκ(οθ). i‘tibar ''esteem; consideration, regard; honor''>
(1) τούρκ(κν). itibar [i:thibáŗ] ''εκτίμηση, σεβασμός, υπόληψη [esteem, consideration,
regard, honor]''> αλβ(τρ). itibar ''υπόληψη [nder, randësi që ka nji njeri në marrëdhanje
me botën, në vertyt të cilsive të tija morale a të zotsisë mendore; stimë, përfillje, besim,
konsideratë, çquarsi, reputacion, sajdi]'', (2) βαλκ. τούρκ. *ihtibar ''υπόληψη''> (α)
αλβ(τρ). ihtibar ''nder, randësi që ka nji njeri në marrëdhanje me botën, në vertyt të
cilsive të tija morale a të zotsisë mendore; stimë, përfillje, besim, konsideratë, çquarsi,
reputacion, sajdi'' (Dizdari «itibar»), (β) βουλγάρ. ихтибар {ixtibár} ''υπόληψη, σεβασμός
[honour, respect]'', (γ) σερβοκρ(ετ). иктибар / iktibar ''σεβασμός [poštovanje]''.

καβάκ΄ [kaváḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 152) ''λεύκα
(populus)''.
<τούρκ(κν). kavak ''λεύκα [poplar]''

καβούν΄ [kavúń], καούν΄ [kaúń] (ΟΥΣ) : Στο Μόκρο Κοζάνης καβούν΄ ''πεπόνι'' (Γλ.Μόκρ.).
Στο Σουφλί Έβρου (Κυρανούδης 1995:31), την Κρανιά Ελασσόνας (Γιώργος
Κατσαρός, Γλ.ΚρανΕλ.) και το Πήλ. καούν΄ ''πεπόνι''. Στην Κρήτη καούνι [kaúńi]
''πεπόνι'' (Γλ.ΑΚρήτ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ., Γλ.Ρεθύμν., Γλ.Κονδυλ.).
τούρκ(οθ). kavun ''πεπόνι [muskmelon, melon (Cucumis melo)]''> (α) διαλκ. αλβαν. kaun
''(regional: Kosovo) melon (casaba, honeydew, cantaloupe)'', (β) βουλγ(ετ). кавун
{kavún} & каун {kaún} ''πεπόνι [пъпеш]'', (γ) μακ. βουλγ. къунь {kăúń} & къвунь {kăvúń}
''пъпеш'' (BulgAtlas 6:174).

καβουρμάς [kavurmás]> καβρουμάς [kavrumás] (ουσ.) : Στην Κοζ. καβουρμάς ''χοιρινό


κρέας που το καβούρντιζαν για κάνα μισάωρο και το αποθήκευαν σε ντενεκέδες μαζί με
το λίπος-του μέχρι και τις απόκριες''. Στο Καταφύγι Κοζάνης καβουρμάς ''κρέας, λίγο
τηγανισμένο, που διατηρείται μέσα στο λίπος-του'' (Γλ.Καταφ. 152). Στο Μόκρο
Κοζάνης καβουρμάς ''καβουρδισμένο χοιρινό κρέας που διατηρείται μέσα σε λίγδα (στο
λίπος-του)'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 221). Στη Σιάτ. Κοζάνης καβρουμάς ''τηγανητό
φαγητό, κυρίως κρέας''.
τούρκ(ερ). kavurma ''κατεψυγμένο κρέας που έχει τηγανιστεί στο ίδιο του το λίπος για να
συντηρηθεί [yağda kavrulup saklanmak üzere kendi yağı ile dondurulmuş et]''> (α)
αλβαν. kaurma ''φαΐ απο συκώτι και έντερα μαγειρεμένα με μπαχαρικά σε σάλτσα με
αλεύρι [liver and intestines cooked with spices in a flour gravy]'', (β) βουλγ(ετ). кавърма
{kavărmá} & кавурма {kavurmá} ''φαΐ απο κομματάκια τηγανισμένου/τσιγαρισμένου
κρέατος [ястие от късчета пържено месо]'', (γ) ΒΣΜ кавурма {kavurma} & каурма
{kaurma} ''φαΐ απο μικρά κυβικά κομμάτια χοιρινού [dish made of diced pork]'', (δ)
σερβοκροάτ. каурма / kaurma & кавурма / kavurma ''λουκάνικο με συκώτι [liverwurst]''.

καζάν΄ [kazáń] (ουσ.) : Στην Κοζ. καζάν΄ = 1) καζάνι, 2) αποστακτήρας τσίπουρου, 3)


αποστακτήριο τσίπουρου, ρακουκάζανου [rakukázanu] ''αποστακτήρας τσίπουρου''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης καζάν΄ ''αποστακτήρας τσίπουρου'' (Σόρμας 106-7).

/ 211 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

τούρκ(κν). kazan ''καζάνι [caldron, cauldron, large cettle]''> (α) αλβαν. kazan = 1)
cauldron, 2) boiler, 3) αποστακτήρας [still (for distillation of liquids)], (β) βουλγάρ. казан
{kazán} ''καζάνι [cauldron], χάλκινο καζάνι [copper]'', (γ) ΒΣΜ казан {kázan} ''cauldron,
boiler; brandy still'', (δ) σερβοκροάτ. казан / kazan ''σκεύος για το βράσιμο νερού [kettle],
καζάνι [cauldron], καυστήρας [boiler]'' (rakijski kazan ''brandy still''), (ε) ρουμάν. cazan
{kazán} ''καζάνι [(Koch, Dampf-) Kessel]'', (στ) ΚΝΕ καζάνι.

καζίκ΄ [kaźíḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''επαγγελματική ή προσωπική κακοτυχία''. Στο Καταφύγι
Κοζάνης ''πάθημα'' (Γλ.Καταφ. 153).
<οθωμ. kazık ''απάτη [εν ληψοδοσία]/a trick; a piece of roguery'' (Redhouse 1414,
Χλωρός 1242)

καϊρέτ’, καϊρέτσ΄=> γκαϊρέτ’

καλάι [kaláj] (ουσ.) : στην Κοζ., τη Σιάτ. Κοζάνης και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
155) ''καλάι''.
<τούρκ(κν). kalay ''καλάι, κασσίτερος [tin]''

καλαϊτζής [kalajdźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γανωματής''.


<τούρκ(κν). kalaycı ''γανωματής, επικασσιτερωτής [tinner, tinsmith]''

καλαούης(ο) [kalaújs], κουλαούζους (ο) [kulaúzus], κουλαβούζους (ο) [kulavúzus] (ουσ.)


: Στην Κοζ. καλαούης ''οδηγός (είτε για άνθρωπο, είτε για ζώο (υποζύγιο) που πήγαινε
μπροστά και οδηγούσε τα άλλα)''. Στην Πιερ. κουλαούζους = 1) το μικρό γαϊδουράκι που
πάει μπροστά απο τις καμήλες και τις οδηγεί, 2) το άλογο που πάει μπροστά απο τα
μουλάρια και τα οδηγεί. Στην Ίμβρ. κουλαβούζους ''οδηγός''. Στην Κάρπ. (Έλυμπος)
κουλαούντζος ''οδηγός''.
οθωμ. kulağuz & kulavuz ''οδηγός, ηγέτης [guide, escorte, chef, qui conduit une
trouppe]'' (Meninski 3801-2)> (α) οθωμ. kılavuz ''οδηγός [a road-guide, leader]''
(Redhouse 1466), (β) αλβαν. kallauz ''local guide'', (γ) βουλγκ. калаузин {kalaúzin} &
калауз {kalaúz} & калавуз {kalavúz} ''οδηγός [водач]'', (δ) ΒΣΜ калауз {kálauz} ''guide'',
(ε) σερβοκροάτ. калауз / kalauz ''guide'', (στ) ρουμάν. călăuză {kălăúză} ''οδηγός
[Wegweiser, Führer]'', (ζ) υστβυζ. κουλαούζης ''οδηγός'', (η) ΚΝΕ κολαούζος, (θ)
βουλγ(ετ). кулауз {kulaúz} ''водач''> βουλγ(ετ). колауз {kolaúz} ''κατάσκοπος, μυστικός
πράκτορας [разузнавач]''.

καλπουζάν.τς, καλπουζάνς, καλπουζάνους, καλπαζάν΄ς (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών


καλπουζάν.τς [kalpuzánc] ''απατεώνας''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [kalpuzánc] ''τεμπέλης''
(Γλ.Γαλατ. 291). Στην Τσιαρπ. Σερρών καλπουζάνς «προσωνυμία ατόμου που ενοχλεί
με τη συμπεριφορά του, μικροαπατεώνας». Στη Βέρ. Ημαθίας καλπουζάνους
''απατεώνας''. Στην Ανασελ. καλπουζάνους [kalpuzánus] ''δόλιος''. Στα Νταρνακοχ.
Σερρών καλπαζάν΄ς ''επιτήδειος, δόλιος''.
πέρσ. qälb-zän ''a coiner of false money/Falschmünzer'' (Steingass 983, Junker-Alavi
577, Škaljić «kalpozan», Skok «kalp», BER «калп», Dizdari «kallpazan»)> τούρκ.
*kalpzan> (1) τούρκ(ερ). kalpazan = 1) αυτός που βγάζει πλαστά
κέρματα/χαρτονομίσματα και τα διοχετεύει στην αγορά: παραχαράκτης, πλαστογράφος
[kalp, sahte para basan ve piyasaya süren kimse], 2) μτφ. για κάποιον πλαστογράφο,
απατεώνα, ψεύτη, αναξιόπιστο [sahtekâr, hilekâr, yalancı, güvenilmez, kimse]> (a)
αλβαν. kallpazan ''counterfeiter, forger'', (b) βουλγκ. калпазан {kalpazán} ''калпазанин''>

/ 212 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

βουλγκ. калпазанин {kalpazánin} ''(αποδοκιμαστικά) άνθρωπος που είναι τεμπέλης ή


ανίκανος, άχρηστος για σοβαρή και χρήσιμη δραστηριότητα [(неодобрително) човек,
който е мързелив или неспособен, негоден за сериоза и полезна дейност;
мързеливец, безделник, лентяй, негодник, непрокопсаник, пройхода]'', (c) ΒΣΜ
калпазан {kalpazan} ''αδέξιος [bungler], άχρηστος [good-for-nothing]'', (d) σερβοκρ(ετ).
калпазан / kalpazan ''ψεύτης, απατεώνας [lažljivac, varalica]'' (Škaljić «kalp»), (2) βαλκ.
τούρκ. *kalpuzan = 1) παραχαράκτης, 2) μτφ. για κάποιον πλαστογράφο, απατεώνα,
ψεύτη, αναξιόπιστο> (α) βουλγκ. калпузанин {kalpuzánin} ''(αποδοκιμαστικά) άνθρωπος
που είναι τεμπέλης ή ανίκανος, άχρηστος για σοβαρή και χρήσιμη δραστηριότητα
[(неодобрително) човек, който е мързелив или неспособен, негоден за сериоза и
полезна дейност; мързеливец, безделник, лентяй, негодник, непрокопсаник,
пройхода]'' (ΛΒΓ «калпазанин»), (β) σερβοκρ(τρ). калпозан / kalpozan ''απατεώνας
[varalica, prevarant]'', (γ) ρουμάν. calpuzan {kalpuzán} "παραχαράκτης και κατ’ επέκταση
απατεώνας [Falschmünzer - Im weiten Sinne familiär: Betrüger, Spitzbube]'', (δ) Ν/ελλην.
καλπουζάνος "απατεώνας, ψεύτης'' (ΛΚΝ & ΛΝΕ).

καλτσιάς=> αλτσιάς

καλτσιούν΄ (ουσ.): : Στην Κοζ. καλτσιούν΄ (το) [kal΄ćúń] ''είδος πλεχτής παντόφλας:
τερλίκι''. Στη Νάουσ. Ημαθίας καλτσιούνι ''κοντή κάλτσα''. Στην Επαν. Χαλκιδικής
[kal΄ćúń] (το) ''πλεχτή, κοντή κάλτσα που φοριέται πάνω απο την κανονική, για να μή
λερώνεται''. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς καλτσούν’ ''κοντή κάλτσα''. Στη Θάσ. καλτσούν΄
[kalcúń] «κάλτσα». Στον Πολύγ. Χαλκιδικής [kalcúń] ''είδος γκέτας απο χοντρό ύφασμα,
κυρίως για τους τσοπάνηδες''. Στο Πήλ. [kalcúń] ''είδος παλιάς γκέτας απο σκουτί''. Στο
Ξυλοχ. Τρικάλων [kalcúń] ''κοντή μάλλινη κάλτσα''. Στο Φαν. Καρδίτσας καλτσούν’
''κοντή μάλλινη κάλτσα''. Στα Κανάλ. Καρδίτσας καλτσούν’ «χαλασμένη κάλτσα (χωρίς
πατούνα) για να προστατεύονται πόδια και χέρια μερικές φορές στις γεωργικές
εργασίες». Στη Σκλάτ. Καρδίτσας καλτσόν΄ [kalcóń] ''μάλλινο πατούμενο που φοριέται
πάνω απο τα τσιρέπχια (κάλτσες)''. Στην Κρήτη καρτσόνι [karcóńi] ''κάλτσα'' (Γλ.Κονδυλ.,
Γλ.ΔΚρήτ., Γλ.Ρεθύμν., Γλ.Ηρακλ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Σητ., Γλ.ΑΚρήτ.). Στην Κάρπ. καρτσόνιν
/karcónin/ ''κάλτσα''. Στο δυτ. Ξεροβ. Ηπείρου σκαλτσούνια ''αγοραστές κάλτσες''. Στο
Ξηρόμ. Αιτωλοακαρνανίας σκαλτσούνια ''κάλτσες''. Στη Λευκ. σκαλτσούνι ''(αντρική ή
γυναικεία) κάλτσα''. Στην Κέρκυρα σκαλτσούνι ''κάλτσα'' (Γλ.Κέρκ1.) ή σκαρτσούνι
''χοντρή πλεχτή κάλτσα'' (Γλ.Κέρκ2.). Στην Κεφαλον. σκαρτσούνια ή σκαλτζούνια ή
καλτζούνια ''χοντρές αντρικές κάλτσες'' (Γλ.Κεφαλον. «σκάρτσα»). Στη Ζάκυνθο
σκαρτσούνι ''κάλτσα'' (http://www.youtube.com/watch?v=kdTVuxD40GI&feature=related).
ιταλκ. calza ''κάλτσα [sock; stocking; hose]'' + μεγεθ. επίθμ. -one> ιταλ. *calzone (πληθ.
*calzoni /kalcóni/)> (1) καλτσούνι (ΕτυμΑνδρ «καλτσούνι»), (2) διαλκ. βουλγ(ετ). калцун
{kalcún} = 1) τερλίκι: είδος κάλτσας σάν παπούτσι, κατασκευασμένη απο αμπά ή σαγιάκι
[вид чорап като обувка, ушит от аба или шаяк], 2) μάλλινη πλεχτή κάλτσα [вълнен
плетен чорап], 3) κάλτσα [чорап], 4) μάλλινη παντόφλα [вълнен терлик], (3) ΒΣΜ
калцун {kalcun} ''thick knee sock(s); felt boot lining'', (4) ρουμάν. călțun {kălcún} = 1)
παπούτσι [Schuh], 2) κάλτσα [Strumpf], (5) οθωμ. kalçun ''παντόφλα/-ες απο ύφασμα ή
μαλλί [soccus, socci ex panno vel lana]'' (Meninski 3592)> (5α) διαλκ. βουλγ(ετ). калчун
{kalčún} ''σαγιακένια ή αμπαδένια κάλτσα, που φοριέται πάνω απο τη βράκα [шаячен
или абян чорап, който се носи върху потури]'', (5β) πομάκ. калчун [kalčún] = 1)
κάλτσα, 2) περικνημίδα (ΠομΛεξ 176), (5γ) ΒΣΜ калчун {kalčun} ''thick knee sock(s); felt
boot lining'', (5δ) τούρκ(κν). kalçın = 1) μαλακή εσωτερική μπότα απο κετσέ ή δέρμα [a
soft inner boot of felt/leather], 2) μακριά και βαριά κάλτσα που φοριέται μέσα απο τις
μπότες [long heavy stocking worn inside boots], 3) γκέτα [gaiter, legging] (Nişanyan 2009
«kalçın»)> (α) αλβαν. kallçinë {kałčínă} = 1) thick woolen foot warmer: gaiter; legging, 2)

/ 213 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

upper part of boots, (β) διαλκ. βουλγ(ετ). калчин {kalčín} =1) чорап, 2) γκέτα: σαγιακένια
κάλτσα χωρίς πατούσα, που φοριέται πάνω απο τη βράκα [шаячен чорап без стъпало,
който се носи върху потурите], (γ) θηλ. πληθ. σερβοκρ(τρ). калчине / kalčine ''γκέτες
απο αμπά, άσπρες γκέτες απο χοντρό ύφασμα που φοριούνται μαζί με τις μπότες
[dokoljenice od abe, suknene bijele dokoljenice koje se nose u čizmama]'.

καμπαρντίζου> καπαρντίζου> καπαρτζίζου (ρ.) : Στην Κοζ. καμπαρντίζου [kabaŕd΄ízu]


= 1) φουσκώνω {Άφκέ-του του φαΐ να καμπαρντίσ΄ λίγου.}, 2) κορδώνομαι, καμαρώνω.
Στη Λόσν. Καστοριάς καπαρντίζου [kapardízu] = 1) φουσκώνω, 2) [& καπαρντίζουμι]
κορδώνομαι, περηφανεύομαι. Στη Δόβρ. Γρεβενών [kapardízu] = 1) φουσκώνω, 2)
κορδώνομαι, περηφανεύομαι. Στη Σιάτ. Κοζάνης καπαρτζίζου [kapardźízu]
''καμαρώνω''.
<kabardı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(οθ). kabar(mak) = 1) φουσκώνω [to swell], 2)
κορδώνομαι [to swagger]

καμπαχάτ’ [kabaxát] (ουσ.) : στην Ανασελ. ''σφάλμα, ελάττωμα''.


<τούρκ(κν). kabahat = 1) σφάλμα, παράπτωμα [fault, offense], 2) πταίσμα
[misdemeanor]

κανάπ’, κνάπ’ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών κανάπ’ ''σπάγγος''. Στην Τσιαρπ.
Σερρών κνάπ’ ''σπάγγος, λεπτό σκοινί για το αρμάθιασμα και το στέγνωμα του καπνού''.
<τούρκ(κν). kınnap ''σπάγκος [string, twine, packthread]''

καν.τάρ΄ [kantáŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''καντάρι: ζυγαριά με βαρίδι, που κινείται σε οριζόντιο,
μεταλλικό, αριθμημένο άξονα''.
<τούρκ(κν). kantar ''ζυγαριά που αποτελείται απο μιά ατσάλινη βέργα μήκους μιάς
γιάρδας (0,914 μ.) [steelyard, lever scales]''

καντιφές=> κατιφές

καούν΄=> καβούν΄

καραγάτσ΄ [karaγáć], γκαραγκάτσ΄ [garagáć] (ουσ.) : Στην Κοζ., την Ανασελ., την Πιερ.,
τον Λαγκ. Θεσ/νίκης, την Τσιαρπ. Σερρών και το Σουφλί Έβρου (Κυρανούδης
1995:24) καραγάτσ΄ ''φτελιά (Ulmus)''. Στο Καταφύγι Κοζάνης καραγάτσ΄ «δέντρο σε
είδος φτελιάς» (Γλ.Καταφ. 161). Στη Σιάτιστα Κοζάνης γκαραγκάτσ΄ ''φτελιά''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:29, Γλ.Σιάτ.).
<τούρκ(κν). karaağaç {karáaγač} ''φτελιά [elm (Ulmus)]'' (<τούρκ(κν). kara ''μαύρος
[black]'' + τούρκ(κν). ağaç ''δέντρο [tree]'')

Καρανταλΐς [karadalẃs] : στην Κοζ. ''(επώνυμο, επίσημα γραμμένο) Καραδαλής''.


<τούρκ(κν). Karadağlι {karádaγlw} ''Μαυροβούνιος [Montenegrin (person)]'' (<τούρκ(κν).
Karadağ {karádaγ} ''Μαυροβούνιο [Montenegro]'' <kara + τούρκ(κν). dağ ''mountain'')

καράς [karás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ''μαύρο άλογο''. Στην Κοζ. = 1) μαύρο άλογο
(ονομασία για μαύρα άλογα), 2) το τρένο που καίει κάρβουνο, 3) κατάμαυρο αρσενικό
περιστέρι.
<τούρκ(κν). kara ''black'' (πρβλ. αλβαν. kara = 1) πολύ σκούρο άλογο [very dark horse],
2) περιστέρι με πολύ σκούρο φτέρωμα [pigeon with very dark plumage])

/ 214 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

Καρμαζΐς : Στην Κοζ. Καρμαζΐς [karmazẃs] ''(επώνυμο, επίσημα γραμμένο) Καρμαζής''.


Στο Καταφύγι Κοζάνης καρμιζίτ΄κους [karmiźít΄kus] ''χρώματος βυσσινύ'' (Γλ.Καταφ.
192-3).
τούρκ(κν). kırmızı ''κόκκινος, ανοιχτός μπορντώ ή μπορντώ [red; carmine; crimson]''
<βαλκ. τούρκ. kırmızi ''κόκκινος [rot/rouge, roux]'' (Kakuk 1961:380, Kakuk 1972:277) =
οθωμ. kırmızi ''red'' (Redhouse 1447) <αραβ. & πέρσ. qërmëzi ~ qïrmïzī ''το κόκκινο
χρώμα [Röte], μπορντώ [Purpur]'' (Junker-Alavi 572, Steingass 966, ΟθωμΛεξ «kırmızı»,
ΥστβυζΛεξ «κιρμιζής», ΛΝΕ & ΛΚΝ «κρεμεζής»)

καρμπάτσ’=> κουρμπάτσ’

καρπούζ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [karpúź] ''καρπούζι''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [karpúz]
''καρπούζι'' (Γλ.Λόσν. «φτάνου»).
<τούρκ(κν). karpuz ''watermelon'' <πέρσ. *xärböz ~ xärbüz ή xärböze ~ xärbüzä ή
xärbuze ~ xärbūzä ''a water-melon'' (Steingass 452, Junker-Alavi 269, Škaljić «karpuza»,
Eren & Eyuboğlu & Skok «karpuz», BER «карпуз», ΕτυμΜπαμπ «καρπούζι»)

καρσί (επίρ. τοπ.) : Στην Κοζ. [kaŕśí] ''απέναντι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [karśí] ''απέναντι''.
<τούρκ(κν). karşι ''απέναντι [facing, opposite]''

κασάπς=> χασάπς

κασιαΐ [kaśaí], κασιαή [kaśaí], κασιά [kaśá] (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών κασιαΐ ''ξυστρί''.
Στα Γιάν. κασιαή ''η τουφεκόβεργα για το καθάρισμα και το γέμισμα του
εμπροσθογεμούς όπλου''. Στον Νεζ. Λάρισας κασιά [kaśá] = 1) σιδερόβεργα για το
γέμισμα των εμπροσθογεμών όπλων (τουφεκόβεργα) ή για το γέμισμα των λουκάνικων
με τη βοήθεια ενός απλού χωνιού, 2) έμβολο.
τούρκ(κν). kaşağı ''ξυστρί [currycomb]''> (α) αλβαν. kashai {kašaí} ''currycomb'', (β)
σερβοκρ(τρ). кашагија / kašagija ''ξυστρί: σιδερένια βούρτσα με την οποία ξυστρίζονται
τα άλογα [željezna četka kojom se konj timari]'', (γ) διαλκ. τούρκ. *kaşa> (α) τούρκδ.
gaşa ''kaşağı'', (β) διαλκ. βουλγ(ετ). каша {kašá} ''ξυστρί για το καθάρισμα των αλόγων
[чесало за почистване на коне]''.

κασ΄καβάλ΄=> κατσ΄καβάλ΄

κασκαντίζου, κασκαντώ (ρ.) : Στο Μελισσοχώρι Θεσ/νίκης κασκαντίζου [kaskandízu]


''ζηλεύω'' (Κατσάνης 1993:91). Στο Μόκρο Κοζάνης κασκαντώ ''κάνω (κάποιον) να
ζηλέψει'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 313). Στη Σέλτσα Κοζάνης κασκαντίζου ''ερεθίζω,
ενοχλώ, κάνω (κάποιον) να θυμώσει'' (Γλ.Σέλ1. 162, Γλ.Σέλ2. 156). Στην Ανασελ.
κασκαντίζου ''πειράζω, περιπαίζω''. Στο Καταφύγι Κοζάνης κασκαντίζου ''πειράζω,
ειρωνεύομαι'' (Γλ.Καταφ. 193).
<kıskandı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). kıskanmak ''ζηλεύω [to be jealous of (someone); to
be jealous of, to envy (something possessed by someone)]''

κασ΄λάς [kaślás] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) στρατώνας, 2) ονομασία τοποθεσίας έξω απο την
Κοζάνη.
<τούρκ(κν). kışla {kẃšla} ''στρατώνας [barracks]'' (<τούρκ(κν). kış ''χειμώνας [winter]''+
επίθμ. -la: Nişanyan 2009 «kışla», Skok «kršla», TurkGram 31, 60)

/ 215 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κασμέτ΄, κασμέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. κασμέτ΄ [kasḿét΄] ''μοίρα, πεπρωμένο, το τυχερό,
το γραφτό'' Έκφρ: βγήκιν του κασμέτι-τ’ = φάνηκε το τυχερό του (λεγόταν όταν κάποιος
αρραβωνιαζόταν). Στη Σιάτιστα Κοζάνης κασμέτσ΄ [kasméć] ''τύχη'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα
1985:74, Γλ.Σιάτ.).
τούρκ(κν). kısmet = 1) μοίρα, γραφτό, πεπρωμένο [destiny, fortune, kismet], 2) το
τυχερό στον γάμο (μιας γυναίκας) [chance of marriage (for a woman)]> (α) αλβαν.
kësmet {kăsmét} ''(colloquial) kismet: good luck; fate'', (β) βουλγάρ. късмет {kăsmét} =
1) τύχη [luck, fortune; piece/stroke of luck/of good fortune, windfall], 2) μοίρα [fortune,
lot], (γ) ΒΣΜ касмет {kásmet} ''τύχη [luck, fortune], πεπρωμένο [kismet]'', (δ)
σερβοκροάτ. кисмет / kismet ''πεπρωμένο [kismet, fate]'', (ε) βουλγ(ετ). кърсмет
{kărsmét} ''късмет'', (στ) σερβοκρ. крсмет / krsmet [kắrsmet] ''μοίρα, γραφτό,
πεπρωμένο [sudbina, udes]'' (Škaljić & Skok «kismet»).

κασνάκ΄ [kasnáḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ξύλινο τελάρο ενός αντικειμένου (π.χ. του
κόσκινου)''.
<τούρκ(κν). kasnak ''στεφάνη/τελάρο (απο ένα κόσκινο/ντέφι) [hoop/rim (of a sieve/a
tambourine)]''

καστέν [kastén] (επίρ. τροπ.) : στην Ίμβρ. ''επίτηδες''.


<τούρκ(κν). kasten {kásten} ''επίτηδες [deliberately, intentionally, on purpose]''

κατανάς [katanás] : στην Κοζ. «ένα είδος υποζυγίου».


<τούρκ(κν). katana {katána} ''μεγαλόσωμο άλογο [big horse]''

κατιφές, καντιφές> γκαντιφές, κατφές, κατ΄φές (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης κατιφές
[kat΄ifés] ''βελούδο'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:75). Στα Νταρνακοχ. Σερρών καντιφές
/kadifés/ = 1) βελούδο, 2) μτφ. απαλός στην αφή. Στη Νάουσ. Ημαθίας γκαντιφές
/gadifés/ = α) βελούδινο ύφασμα, β) μικρό κομμάτι βελούδινου υφάσματος που
χρησιμοποιούσαν οι λούστροι για να γυαλίζουν τα παπούτσια. Στην Κοζ. κατ΄φές (ή
καντφές) [kat΄f΄és] ''βελούδο''. Στο Βιβίστι Γρεβενών κατφές ''βελούδο'' (Γλ.Βιβ. 35).
Στην Πιερ. κατφές «κατιφές».
αραβ. & πέρσ. qätife ~ qätīfä ''velvet, satin'' (Steingass 978, Junker-Alavi 576, Nişanyan
2009 & Dizdari «kadife», Škaljić «kadifa», Skok «kadif», BER «кадифе»)> τούρκ(οθ).
katife ''βελούδο [velvet]''> (1) ρουμάν. catifea ''βελούδο [Samt]'', (2) τούρκ(κν). kadife
''velvet''> (α) αλβαν. kadife ''velvet, plush'', (β) βουλγάρ. кадифе {kadifé} ''velvet'', (γ)
ΒΣΜ кадифе {kádife} ''velvet'', (δ) σερβοκροάτ. кадифа / kadifa ''velvet''.

κατράν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 194) κατράν΄ (το)
[katráń] ''πίσσα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και την Ανασελ. κατράν’ (η) [katrán].
<τούρκ(κν). katran ''πίσσα [tar]''

κατσιαμάκα [kaćamáka], κατσιαμάκ΄ [kaćamáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. κατσιαμάκα ''είδος


επιδορπίου απο το νερό με καλαμποκάλευρο, που συνοδεύεται με κάτι γλυκό (μέλι,
ζάχαρη, αλλα κατα προτίμηση πετιμέζι)''. Στη Σιάτ. Κοζάνης κατσιαμάκα ''πηχτός χυλός
απο καλαμποκάλευρο''. Στη Σέλ. Κοζάνης κατσιαμάκα ''πρόχειρο φαΐ απο
καλαμποκάλευρο''. Στο Μόκρο Κοζάνης κατσιαμάκα ''είδος φαγητού απο
καλαμποκάλευρο'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 76). Στην Ανασελ. κατσιαμάκα ''χυλός απο
καλαμποκάλευρο και λίπος, που καβουρντίζεται και περιχύνεται με πετιμέζι''. Στο Βιβίστι
Γρεβενών κατσιαμάκα ''ψημένος χυλός απο καλαμποκάλευρο'' (Γλ.Βιβ. 35). Στη Δόβρ.

/ 216 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

Γρεβενών κατσιαμάκα ''πρόχειρο φαΐ απο ψημένο καλαμποκάλευρο, που για νοστιμιά
βουτιέται και στο πετιμέζι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο βρασμένο
αλεύρι''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών κατσιαμάκ΄ ''είδος σούπας απο καλαμποκάλευρο''.
Στην Τσιαρπ. Σερρών κατσιαμάκ΄ ''γλύκισμα απο χυλό καλαμποκάλευρου, που
τρωγόταν με πετιμέζι''. Στην Παλαιοχ. Χαλκιδικής κατσιαμάκ΄ ''πρωινό απο βρασμένο
καλαμποκάλευρο''. Στα Βασιλ. Χαλκιδικής κατσιαμάκ΄ ''παρασκεύασμα απο
καλαμποκάλευρο, που τρωγόταν τον χειμώνα με πετιμέζι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης
κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο καλαμποκάλευρο που βράζεται πολύ μέχρι να στεγνώσει και
τρώγεται περιχυμένο με μέλι''. Στη Βέρ. Ημαθίας κατσιαμάκ΄ ''φαΐ απο
καλαμποκάλευρο''. Στον Κολ. Πιερίας κατσιαμάκ΄ ''ζυμάρι απο καλαμποκάλευρο, που
ψηνόταν στη φωτιά και τρωγόταν με λουκάνικο ή τυρί''. Στο Πήλ. κατσιαμάκ΄ ''περιχυμένο
με μέλι ή πετιμέζι, κουρκούτι απο καλαμποκάλευρο, συνηθισμένο σάν πρωινό τον
χειμώνα''. Στο Ξυλοχ. Τρικάλων κατσιαμάκ΄ ''φαγητό με βάση το καλαμποκάλευρο''. Στα
Κανάλ. Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''είδος φαγητού με βάση το καλαμποκάλευρο''. Στην
Αργιθέα Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''παχύρρευστο φαΐ απο καβουρντισμένο
καλαμποκάλευρο, που τσιγαρίζεται με λάδι και προστίθεται και νερό'' (Γλ.Αργ. 79). Στο
Φανάρι Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''πρόχειρο φαΐ απο καλαμποκάλευρο'' (Γλ.Φαν.
«κατσαμάκ’»). Στη Σκλάτ. Καρδίτσας κατσιαμάκ΄ ''είδος πρόχειρου φαγητού που
παρασκευάζεται με βάση το καλαμποκάλευρο και έχει το σχήμα του μελομακάρονου''.
<τούρκ(κν). kaçamak ''φαγητό απο καλαμποκάλευρο, νερό και βούτυρο [dish made with
cornmeal, water, and butter]''

κατσιαρντίζου, κατσιρντίζου, κατσιρντώ, κατσιρδίζου (ρ.) : Στην Κοζ. κατσιαρντίζου


[kaćaŕd΄ízu] στην έκφρ. του κατσιαρντίζου = το χάνω, χάνω τα μυαλά μου Αόρ:
κατσίρτσα [kaćirca], κατσιαρντΐ [kaćardẃ] σε εκφρ. του τύπου Άστουν αυτόν: είνι
κατσιαρντΐ! (= τόχει χαμένο). Στη Λόσν. Καστοριάς κατσιρντίζου [kaćirdízu] = 1) κρύβω,
φυγαδεύω {Του κατσίρτσι(ν) του κλαδιφτήρ[ι].}, 2) φεύγω {-Πούντους; -Του Κατσίρτσι(ν).}
Αόρ: κατσίρτσα [kaćírca]. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης κατσιρντίζου [kaćirdízu] ''ξεφεύγω'' {Μι
κατσίρτσι.}. Στη Δόβρ. Γρεβενών κατσιρντώ [kacirdó] ''φεύγω κρυφά'' Αόρ: κατσίρτσα
[kacírca]. Στον Νεζ. Λάρισας κατσιρντώ ''τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου''. Στον
Τίρναβο Λάρισας κατσιρντώ [kaćirdó] ''παραφρονώ'' Αόρ: κατσίρτσα (Γλ.Τίρν. 36). Στη
Βέρ. Ημαθίας κατσίρτσιν = 1) έφυγε, 2) (μτφ.) τρελάθηκε. Στο Πήλ. κατσιρδίζου
[kacirδízu] σε εκφρ. του τύπου Τόμ (=μόλις) τουν είδα, κατσίρδισα (=τρελάθηκα) απ’ του
φόβου μ’!
<kaçırdı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). kaçırmak = 1) βοηθάω/αφήνω κάποιον να
αποδράσει [to help someone escape; to let someone escape], 2) τρελαίνομαι [to go mad,
go off one’s nut]

κατσ΄καβάλ΄, κασ΄καβάλ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. κατσ΄καβάλ΄ [kaćkavál΄] ''κασέρι''. Στο


Μπλάτσι Κοζάνης κασ΄καβάλ΄ [kaśkavál΄] ''κασέρι'' (Γλ.Καλινδ. 439). Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας κασ΄καβάλι [kaśkaváli] ''κασέρι''.
ιταλκ. caciocavallo (πληθ. caciocavalli) ''hard Sicilian cheese, round or melon-shaped''
(Eren & Nişanyan 2009 «kaşkaval», Skok «kačkavalj», BER «кашкавал»)> βαλκ. τούρκ.
*kaçkaval> (α) αλβαν. kaçkavall {kačkaváł} ''salty cheese made of ewe’s milk:
caciocavallo cheese'', (β) σερβοκροάτ. качкаваљ / kačkavalj ''a hard cheese'', (γ)
τούρκ(οθ). kaşkaval ''sheep cheese''> (α) αλβαν. kashkavall {kaškaváł} ''salty cheese
made of ewe’s milk: caciocavallo cheese'', (β) βουλγ(ετ). кашкавал {kaškavál} ''είδος
σκληρού πρόβειου τυριού για πίτες [вид твърдо овче сирене на пити]'', (γ) ΒΣΜ
кашкавал {káškaval} ''hard yellow cheese'', (δ) ρουμάν. caşcaval {kaškavál} ''in eine
Form gepreßter Käse: Formkäse''.

/ 217 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κατφές=> κατιφές

καφαλτΐ (το, άκλ.) [kafaltẃ], καφαλτί (το) /kafaltí/, καφαλντί (το) /kafaldí/ (ουσ.) : Στην
Κοζ. καφαλτΐ ''το γεύμα ανάμεσα στο πρωινό και το μεσημεριανό (κατα τις 10-11):
κολατσιό, δεκατιανό''. Στη Σέλ. Κοζάνης, την Ανασελ. και τη Λόσν. Καστοριάς καφαλτί
''πρωινό''. Στη Δόβρ. Γρεβενών καφαλντί ''πρωινό''.
<τούρκ(κν). kahvaltι ''πρωινό [breakfast]'', βαλκ. τούρκ. kafāltι ''kahvaltı'' (Dallı 185)
<οθωμ. kahve altι (Meninski 3815)

καφάς [kafás] (ουσ.) : στο Μπλάτσι Κοζάνης ''η μεγαλύτερη μπίλια με την οποία χτυπάνε
τις μικρές'' (Γλ.Καλινδ. 284).
<τούρκ(κν). kafa ''η μεγάλη μπίλια με την οποία χτυπάνε τις άλλες [a large marble,
shooter (used in the game of marbles)]''

καχΐρ΄ [kaxẃŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''βάσανο, καημός''.


<τούρκ(κν). kahır ''βάσανο, καημός (με αίσθημα αδικίας) [pain and sadness, tribulation,
or suffering (accompanied by a rankling sense of injustice)]''

κιαμέτ΄ [ḱiaḿét΄] : στην Κοζ. στη φρ. ένα κιαμέτ΄ = ένα σωρό.
<τούρκ(κν). έκφρ. kıyamet kadar ''ένα σωρό [lots of, umpteen, …galore]'' (τούρκ(κν).
kıyamet = 1) η συντέλεια του κόσμου, η μέρα της κρίσης [doomsday, the end of the world
(when the dead will be ersurrected)], 2) αναταραχή [tumult, uproar, disturbance])

κιάρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [ḱáŗ] ''κέρδος''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ.
Γρεβενών [ḱár] ''κέρδος, όφελος, αμοιβή''.
<τούρκ(κν). kâr ''κέρδος [profit]''

κιαχί [ḱax΄í], κιχί [ḱix΄í] (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας κιαχί ''μικρή τυρόπιτα''. Στην Κοζ. κιχί
''κουλουριαστή τυρόπιτα ατομικού μεγέθους''. Στη Γαλατινή Κοζάνης κιχί ''τυροπιτάκι
τυλιχτό σε σχήμα κουλούρας'' (Γλ.Γαλατ. 261). Στη Σιάτ. Κοζάνης κιχί ''τυροπιτάκι''.
<τούρκ(οθ). kâhi ''είδος τριγωνικής τηγανίτας [kind of three-cornered pastry puff]''

κιιμάς [ḱijmás] (ουσ.) : στην Κοζ. και την Τσιαρπ. Σερρών ''κιμάς''.
<τούρκ(κν). kıyma ''κιμάς [ground meat, βρετ. mince]''

κιλέπ΄, γκιλέπ΄ (ουσ.) : Στην Πιερ. γκιλέπ΄ [ǵiléṕ] & κιλέπ΄ [ḱiléṕ] ''θηλειά που αποτελείται
απο μάλλινες κλωστές''. Στην Κοζ. γκιλέπ΄ [ǵil΄éṕ] ''το πρώτο τύλιγμα του νήματος (σάν
κουλούρα σκοινιού), πρίν γίνει κουβάρι''.
πέρσ. kälābä ''a raw thread as it is wound from the spindle, yarn; a ball of thread, a clew,
hank, skein'' (Steingass 1039, Eren «kelep»)> οθωμ. kelâbe = 1) κουβάρι κλωστής [a
ball of yarn or thread], 2) μασούρι κλωστής [a skein, hank, or tie of yarn or thread]
(Redhouse 1560)> τούρκ(οθ). kelebe ''skein (of spun cotton or silk)''> τούρκ(κν). kelep
(δοτ. kelebe) ''μεγάλο μασούρι κλωστής [large skein of thread]''> (α) βουλγ(ετ). келеп
{kelép} ''μασούρι κλωστής [гранка прежда]'', (β) τούρκδ. gelep ''μασούρι κλωστής [ip
çilesi, kelep]''.

κιλίμ΄ [ḱil΄íḿ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''χαλί χωρίς χνούδι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''υφαντό,
που το έστρωναν κυρίως στα κρεβάτια'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:75).
<τούρκ(κν). kilim ''χαλί χωρίς χνούδι [a pileless carpet]''

/ 218 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κιμέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiḿéŕ] ''χρηματοθήκη απο πανί ραμμένο στις δυό πλευρές, που
έμπαινε στο ζωνάρι: πουγκί''. Στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής κιμέρ’ ''ζωνάρι για τα
λεφτά'' (Γλ.Κασσάνδρ. 490-2).
<τούρκ(κν). kemer ''ζωνάρι για τα λεφτά [money belt]'' (πρβλ. βουλγ(ετ). кемер {kemér}
''δερμάτινο ζωνάρι ή πουγκί για τη μεταφορά και τη φύλαξη κερμάτων [кожен пояс или
кесия за носене и пазене на монети]'')

κιουβρέκ΄=> γκιβρέκ΄

κιούνκ΄, κιούνγκ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς κιούνγκ΄ [ḱúnǵ] ''σωλήνας''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών [ḱúnǵ] ''νεροσωλήνας''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης κιούνκ΄ [ḱúńḱ] ''πήλινος
αποχετευτικός σωλήνας'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:22, Γλ.Σιάτ. «κιούγκ»). Στην Κοζ.
κλιούνγκ΄ [kl΄úńǵ] & [ḱúńḱ] ''πήλινος νεροσωλήνας''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
κλιούνγκι [kl΄únǵi] ''πήλινος νεροσωλήνας''.
τούρκ(κν). künk ''(clay/cement) pipe; pipe''> (α) αλβαν. qyng {qǘng} ''σωλήνας [tube,
duct, pipe, conduit]'', (β) ΒΣΜ ќунк {qúnk} ''σωλήνας αποχέτευσης [(drain)pipe]'', (γ)
σερβοκρ(τρ). ћунак / ćunak ''σωλήνας ύδρευσης [vodovodna cijev]'', (δ) βουλγ(ετ). кюнк
{kjúnk} (πληθ. кюнци) ''πήλινος σωλήνας ύδρευσης [пръстена водопроводна тръба]''>
(1) βουλγ(ετ). кюнец {kjúnec} (πληθ. кюнци) ''φαρδύς πήλινος σωλήνας ύδρευσης και
αποχέτευσης [широка глинена тръба за водопровод и канализация]'', (2) βουλγ(ετ).
клюнк [kl΄únk] ''πήλινος σωλήνας ύδρευσης [глинена водопроводна тръба]''
[Беломорието (δές επίσης Atlas 1:156)].

κιούπ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱúṕ] ''πιθάρι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [ḱúp] ''πιθάρι («πίθος»)''.
<τούρκ(κν). küp ''πιθάρι [large, earthenware jar]''

κιουσέμ’, γκιουσέμ’> γκισέμ’ (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών κιουσέμ’ ''το πρώτο
πρόβατο στο κοπάδι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης γκιουσέμ΄ [ǵuśéḿ] ''ευνουχισμένο
κριάρι/τράγος που οδηγούσε το κοπάδι'' (Γλ.Καταφ. 98). Στην Κοζ. γκισέμ΄ [ǵiśéḿ] ''ζώο
που οδηγεί τα υπόλοιπα του είδους του (= 1) το κριάρι με μεγάλο ειδικό κουδούνι, που
πάει πρώτο οδηγώντας το κοπάδι: μπροστάρης, γκεσέμι, 2) το περιστέρι που οδηγεί τ’
άλλα να κατεβούνε στον περιστερώνα''. Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Σλάτ. Καστοριάς
γκισέμ’ [ǵisém] ''ο τράγος που πάει μπροστά στο κοπάδι''. Στη Σέλ. Κοζάνης γκισέμ’ ''το
πρόβατο που προπορεύεται στο κοπάδι''.
<τούρκ(κν). kösem ''κατσίκι, κριάρι ή πρόβατο που πάει μπροστά οδηγώντας το κοπάδι:
μπροστάρης [lead goat; lead ram; bellwether]''

κιουσές [ḱuśés] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''εξωτερική ή εσωτερική γωνία οικοδομικού


τετραγώνου''. Στη Γαλατινή Κοζάνης ''γωνία δρόμου που σχηματίζεται απο κτήρια''
(Γλ.Γαλατ. 261). Στη Σέλ. Κοζάνης ''γωνία''.
<τούρκ(κν). köşe = 1) γωνία [corner], 2) out-of-the-way place, secluded spot, nook

κιουστέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱuśt΄éḱ] ''πέτσινη ζωστή φυσιγγιοθήκη: φισεκλίκι''. Στη Σέλ.
Κοζάνης ''αλυσίδα που κρατάει το ρολόι τσέπης''.
<τούρκ(κν). köstek = 1) ποδοπέδη ζώων [hobble], 2) αλυσίδα ρολογιού [watch chain], 3)
τελαμώνας-αλυσίδα (απ’ όπου κρεμιόταν το θηκάρι του σπαθιού) [chain (of a sword
scabbard)]

/ 219 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κιουτούκ΄, κ(ου)τούκ΄ (ουσ.) : Στην Ίμβρο κιουτούκ΄ [ḱutúḱ] = 1) κούτσουρο, χοντρή ρίζα,
2) τύφλα στο μεθύσι (Γλ.Ίμβρ. 85). Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης [kutúḱ] = 1) κούτσουρο, 2)
μτφ. βλάκας. Στην Κοζ. κτούκ΄ [ktúḱ] = 1) κούτσουρο, 2) αυτός που δέν τα παίρνει τα
γράμματα, 3) ξεροκέφαλος. Στη Λόσν. Καστοριάς [ktúḱ] = 1) κούτσουρο, 2) άνθρωπος
που δύσκολα καταλαβαίνει, ανόητος.
<τούρκ(κν). kütük = 1) ριζιμιό κούτσουρο δέντρου/θάμνου [stump, stub (of a tree/bush)],
2) κούτσουρο [log], 3) το κούτσουρο του χασάπη [chopping block]

κιπαζές, κιπιζές (επθ.) : Στη Νάουσ. Ημαθίας κιπαζές [ḱipazés] ''ρεζίλης, καταγέλαστος,
γελοίος''. Στην Κοζ. γένουμι κιπιζές [ḱiṕiźés] ή φκιάνου κιπιζέν [ḱiṕiźén] = γίνομαι/κάνω
ρεζίλι.
τούρκ(κν). kepaze = 1) γελοίος και αξιοπεριφρόνητος [ridiculous and contemptible], 2)
αδιάντροπος, ξεδιάντροπος [disgraceful]> (α) αλβαν. qepaze ''shameful/disgraceful
(person)'', (β) βουλγ(ετ). кепазе {kepazé} & кепезе {kepezé} ''αναξιοπρεπής άνθρωπος
[човек без достойнство]''.

κιπένγκ΄ [ḱiṕéńǵ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''προεξέχον εξωτερικό ράφι καταστήματος, όπως
μπακάλικου ή του παλιού φούρνου, οπου έβγαζαν τα καυτά ψωμιά για να κρυώσουν
(έκλεινε με μεγάλα παραθυρόφυλλα ή σανιδένιο παραπέτασμα)''.
τούρκ(ερ). kepenk ''κάλυμμα που σκεπάζει την πρόσοψη των μαγαζιών, την πόρτα των
σπιτιών και τα παράθυρα [dükkânların ön cephelerini, evlerin kapı ve pencerelerini örten
hareketli kapak]''> (α) αλβαν. qepen & qepeng ή qepenk = 1) μεταλλικό ρολό μαγαζιού
[protective metal shutter over shop windows or doors], 2) trapdoor, (β) βουλγ(ετ). кепенк
[ḱepénk] ''επιφάνεια απο σανίδια ή μέταλλο, που χρησιμεύει για το κλείσιμο των
παραθύρων [дъсчена или металическа плоскост за затваряне на прозорци]'', (γ)
ΒΣΜ ќепенок {qepenok} ''ρολό βιτρίνας [large pull-down shutter (of shop window)]'', (δ)
σερβοκροάτ. ћепенак / ćepenak ''το θυρόφυλλο διπλής πόρτας, που όταν είναι ανοιχτή,
χρησιμεύει για την έκθεση εμπορευμάτων [wing of a double door (which, when opened,
serves to display goods)]'', (ε) ρουμάν. chepeng {qepéng} ''καταπακτή [Falltür]''.

κιπιζές=> κιπαζές

κιράς [ḱirás] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 195) και την Ανασελ. ''ενοίκιο,
αγώι''.
τούρκ(κν). kira ''νοίκι, ενοίκιο [rent (money)]''> (α) αλβαν. qira ''money paid for temporary
use or occupancy: rent'', (β) βουλγάρ. кирия {kiríja} ''rent; fare, charge'', (γ) ΒΣΜ кирија
{kírija} = 1) cartage, freight charges, 2) rent, (δ) σερβοκροάτ. кирија / kirija = 1) rent, 2)
hired labor, (ε) ρουμάν. chirie {qiríe} = 1) νοίκι [Miete, Mietzins], 2) έξοδα μεταφοράς
φορτίου: τα μεταφορικά [Frachgebühren (Plural), Fuhrlohn].

κιρατζής (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiradźís] ''αυτός που κάνει μεταφορές με υποζύγια για
λογαρισμό άλλων (αγωγιάτης) ή δικό του''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ḱiradźís]
''αγωγιάτης'' (Γλ.Καταφ. 171). Στη Σέλτσα Κοζάνης ''αγωγιάτης'' (Γλ.Σέλ1. 164). Στη
Σιάτιστα Κοζάνης κιρατζής [ḱiradźís] ''αγωγιάτης, αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα με
μουλάρια'' (πληροφορία Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, Γλ.Σιάτ. «κυραντζής»).
τούρκ(κν). kiracı = 1) εκμισθωτής [renter], ενοικιαστής, μισθωτής [tenant], 2) εκμισθωτής
υποζυγίων (αλόγων/γαϊδουριών) [person who hires out horses/donkeys]> (α) αλβαν.
qiraxhi = 1) tenant, renter, 2) αγωγιάτης [person paid to haul loads with horses],
εκμισθωτής αλόγων [person who rents out horses], (β) βουλγάρ. кираджия {kiradžíja} =

/ 220 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

1) tenant, lodger, 2) καροτσιέρης [carter, driver], (γ) ΒΣΜ кираџија {kiradžija} = 1) carter,
2) tenant, (δ) σερβοκροάτ. кирајџија / kirajdžija ''tenant'', (ε) σερβοκροάτ. кириџија /
kiridžija ''μισθωμένος αμαξάς [hired coachman]'', (στ) ρουμάν. chirigiu {qiridžíu} = 1)
καροτσιέρης που εκτελεί μεταφορές [(Fracht-)Fuhrmann], 2) ενοικιαστής, μισθωτής
[Mieter].

κιριστές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱiŕiśt΄és] ''οικοδομική ξυλεία''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
(Γλ.Γαλατ. 261) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 195) [ḱiriśt΄és] ''οικοδομική
ξυλεία''. Στην Ανασελ., τη Σέλ. Κοζάνης, τη Δόβρ. Γρεβενών και τη Σλάτ. Καστοριάς
''οικοδομική ξυλεία''.
<οθωμ. kereste ''οικοδομική ξυλεία [timber for use in building]'' (Redhouse 1537)

κιρμάς=> κριμάς

κιρχανάς (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης κιρχανάς [ḱiŗxanás] ''εργαστήρι γούνας''. Στην Αγία
Βαρβ. Ηρακλείου κερχανές ''εργoστάσιο''. Στα δυτκρητ. κερχανές ''μεγάλο λιοτρίβι''.
πέρσ. kār-xāne ~ kār-xānä ''a shop, workshop, manufactory/Werkstatt'' (Steingass 1002,
Junker-Alavi 587, Eren «kerhane», Skok «ćar», BER «керхана», Dizdari «qerhane»)>
οθωμ. kârhane ''εργαστήρι [a manufactory]'' (Redhouse 1514)> οθωμ. kerhane ''a
manufactory'' (Redhouse 1514)> (1) βουλγ(ετ). керхане {kerxané} ''εργαστήρι
[работилница]'', (2) βαλκ. τούρκ. *kerhana ''εργαστήρι''> (α) βουλγ(ετ). керхана
{kerxaná} ''работилница'', (β) ρουμάν. cherhana {qerxána} ''εργοστάσιο [Fabrik]'', (γ)
ΒΣΜ ќерана {qerána} ''φούρνος, αρτοποιείο [bakery]'', (δ) τούρκδ. kerhana ''φούρνος για
το ψήσιμο τούβλων και κεραμιδιών [tuğla ve kiremit ocağı]'', (ε) τούρκδλ. kerana
''κεραμοποιείο [tuğla, kiremit yapılan yer]''.

κιτσές [ḱićés] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κατεργασμένο, πεπιεσμένο μαλλί προβάτου: πίλημα''.
<τούρκ(κν). keçe ''πίλημα [felt]''

κιφτσές, κιφτέδα (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης κιφτσές [ḱifćés] ''κεφτές''. Στην Κοζ. κιφτέδα
[ḱif΄t΄éδa] ''κεφτές''.
kuftän ~ kōftän/*kūftän ''κοπανίζω, ψιλοκόβω [zerstoßen, zerkeinern]'' (Junker-Alavi 614,
Steingass 1062)> kufte ~ kōftä/*kūftä ''ψιλοκομμένο κρέας [hashed meat]'' (Steingass
1062)> πέρσ. kufte ~ kōftä/*kūftä ''κεφτές απο κιμά και ρύζι [Kloß, Bulette aus
Hackfleisch mit Reis]'' (Junker-Alavi 617, Steingass 1062, Eren & Nişanyan 2009
«köfte», Dizdari «qofte», Škaljić «ćufte», Skok «ćufta», BER «кьοфте», ΕτυμΜπαμπ
«κεφτές»)> τούρκδλ. küfte ''köfte''> (1) τούρκδ. kifde ''köfte'', (2) τούρκ(κν). köfte
''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι/γιουβαρλάκι [meatball]''> (α) αλβ(ερ). qofte ''μπιφτέκι ή
κεφτές: ψητός ή τηγανητός κιμάς με κρεμμύδι, αβγό και μπαχαρικά [mish i grirë, i përzier
me qepë, me vezë e me erëza dhe i ngjeshur si petull, që piqet a skuqet]'', (β) βουλγ(ετ).
кюфте [ḱufté] ''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι: ψητή ή τηγανητή ποσότητα αλεσμένου
κρέατος με μυρωδικά [печена или пържена питка от мляно месо с подправки]'', (γ)
βουλγ(ετ). кьοфте [ḱofté] ''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι/γιουβαρλάκι: τηγανητή, ψητή ή
βραστή μπάλα απο ψιλοκομμένο κρέας με μυρωδικά [пържено, печено или варено
изделие от кълцано месо с подправки]'', (δ) ΒΣΜ ќофте {qófte} ''rissole; hamburger;
meatball'', (ε) σερβοκροάτ. ћуфта / ćufta & ћуфте / ćufte ''meatball'', (στ) ρουμάν. chiftea
''κεφτές/μπιφτέκι/σουτζουκάκι (απο κιμά) [Klößchen aus gehacktem Fleisch]'', (ζ)
Ν/ελλην. κιοφτές> ΚΝΕ κεφτές, με πληθ. κεφτέδες> κοζ. κιφτέδα.

κιχί=> κιαχί

/ 221 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κιχριμπάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḱixŕibáŕ] ''κεχριμπάρι''. Στη Λόσν. Καστοριάς [ḱixribár]
''κεχριμπάρι''.
<τούρκ(κν). kehribar ''κεχριμπάρι [amber]''

κλιούνγκ΄, κλιούνγκι=> κιούνκ΄

κνά [kná], ικνά [ikná], ίκνα [íkna], γίκνα [yíkna], ουκνά [ukná], κ΄νά [ḱná], κνάς [knás],
ακνάς [aknás] (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης κνά (το) ''χένα'' (Λαογρ.Μόκρ., Γλ.Μόκρ.).
Στη Νάουσ. Ημαθίας κνά (η) ''κόκκινη χρωστική ουσία, βαφή''. Στο Μελέν. της ΝΔ
Βουλγαρίας ικνά (η) ''κινά, κόκκινη βαφή''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ίκνα (η) ''χρώμα
κοκκινωπό, με το οποίο βάφουν τα μαλλιά'' (Γλ.Λόσν. 347). Στη Σέλτσα Κοζάνης ίκνα
(η) ''κοκκινωπή σκόνη που την έφτιαχναν απο κηκίδι βελανιδιάς και με την οποία οι
γυναίκες έλουζαν τα μαλλιά-τους'' (Γλ.Σέλ2.). Στη Γαλατινή Κοζάνης ίκνα (η) ''βαφή
καστανοκόκκινου χρώματος για τα γυναικεία μαλλιά'' (Γλ.Γαλατ. 259). Στα Νάματ.
Κοζάνης νίκνα (η) ''κραγιόν''. Στην Κοζ. γίκνα (η) ''φυτική βαφή για τα μαλλιά: χένα''. Στη
Στη Σλάτ. Καστοριάς ουκνά (η) ''φλούδες φυτού, με το αφέψημα του οποίου βάφουν οι
γυναίκες τα μαλλιά-τους''. Στο Βελβεντό Κοζάνης ουκνά (?) ''είδος χρωστικής ουσίας σε
μορφή σκόνης'' (Τσιανάκας 1988:50, 68). Στην Πιερ. ουκνά (η) «κινά». Στον Πολύγ.
Χαλκιδικής ουκνά (η) ''σκόνη με την οποία έβαφαν οι γυναίκες τα μαλλιά-τους''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών ουκνά (η) ''μπογιά που πήγαιναν στη νύφη πρίν τον γάμο, με την
οποία τα κορίτσια, συγγενείς της νύφης, έβαφαν τα μαλλιά-τους''. Στην Ίμβρ. κ΄νά (η)
''καλλυντική σκόνη που αναμιγνύεται με κεραμιδόσκονη, νερό κλπ. και χρησιμοποιείται
για βάψιμο μαλλιών, νυχιών, φρυδιών κλπ. σε χρώμα καφέ-βυσσινί''. Στη Σάμ. κνάς (ο)
''κόκκινη βαφή νυχιών και μαλλιών''. Στη Ρόδ. ακνάς (ο) ''κόκκινη βαφή που βάζουν
κυρίως οι Οθωμανές''.
τούρκ(κν). kına ''χένα [henna]''> (α) αλβαν. këna {kăná} ''henna'', (β) βουλγάρ. къна
{kăná} ''henna'', (γ) ΒΣΜ кана {kana} ''henna'', (δ) σερβοκρ(τρ). кна / kna & крна / krna &
кана / kana, (ε) ρουμάν. a căni {akăní} ''βάφω τα μαλλιά [das Haar färben]''> ρουμάν.
căneală {kăn`álă} ''βαφή μαλλιών [Haarfärbemittel]'', (στ) κνάς (ο) ''terra che serve in
Turchia a tegnere in color castagno li capegli, le mani et i piedi'' (Somavera 184)>
υστβυζ. οκνάς (ο) ''είδος κόκκινης χρωστικής ουσίας απο φύλλα φυτού, που
χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, των νυχιών και του δέρματος'' (ΥστβυζΛεξ(επ)
«κινάς»).

κνάπ’=> κανάπ’

κνάς=> κνά

κόντζια=> γκουντζές

κόσ΄ [kóś], κόσια [kóśa], κουσεύου [kuśévu] (ρ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς κόσια ''τρέχα,
πήγαινε'' {Κόσια στου μαγαζί να φέρς λάδ’.}. Στην Ανασελ. κουσεύου ''τρέχω''
Προστ.αόρ: κόσια. Στα Κανάλ. Καρδίτσας κουσεύου ''τρέχω'' Αόρ: κόσιψα,
Αόρ.προστ: κόσιψι [kóśipśi] & κόσια. Στην Κοζ. κουσέβου [kuśévu] ''τρέχω'' Αόρ:
κόσιψα, Έκφρ: του κόσ΄ [tukóś] (τροπ. επίρ.) = τρέχοντας. Στην Κρανιά Ολύμπου
έφυγα του κόσ΄ πέρα = έτρεχα (Γλ.ΚρανΟλ1. «κουσεύου»).
<τούρκ(κν). koşmak ''τρέχω [to run]'' (με προστ. koş)

κουβάς [kuvás]> γκβάς [gvás] (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Λόσν. Καστοριάς και τα Γρεβενά
(ΓρεβΤουρκ 89) κουβάς ''κουβάς''. Στο Βελβεντό Κοζάνης (Γλ.Μπουντ. 18, Τσιανάκας

/ 222 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

1988:70, 101) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 108) γκουβάς [guvás] ''κουβάς''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης και τον Λαγκ. Θεσ/νίκης γκβάς ''κουβάς''.
<τούρκ(κν). kova ''κουβάς [bucket, pail]''

κουβέτ’, κουβέτσ΄ (ουσ.) : Στην Ανασελ. κουβέτ’ ''δύναμη, τόνωση του οργανισμού''. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης κουβέτσ΄ [kuvéć] ''δύναμη'' (Παπαναούμ 1968:67).
βαλκ. τούρκ. kuvet ''δύναμη [kuvvet, güç]'' (Dallı 185, Kalay 151 [13:41]) <τούρκ(κν).
kuvvet (αιτ./κτητ. kuvveti) ''δύναμη [strength, power; force; vigor]'' <αραβ. & πέρσ.
qövvät ~ qüvvät ''power, force, vigour, strength, firmness'' (Steingass 993, Junker-Alavi
582, ΟθωμΛεξ & Nişanyan 2009 «kuvvet», Dizdari & Skok «kuvet», BER «кувет»)

κουβούσ΄ (το) [kuvúś] (ουσ.) : Στην Ίμβρ. ''στρατιωτικός θάλαμος, κοιτώνας''. Στο
Σκαλοχ. Καστοριάς ''σπιτάκι''.
<τούρκ(κν). koğuş ''any large room sleeping many people; dormitory; (hospital) ward''

κουζάς [kuzás] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''το κουκούλι του μεταξοσκώληκα''.
<τούρκ(οθ). koza ''το κουκούλι του μεταξοσκώληκα [silk cocoon]''

κουκάς=> χουκάς

κουλαβούζους=> καλαούης

κουλάν΄ [kuláń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το λουρί που στερεώνει το σαμάρι περνώντας κάτω
απ’ την ουρά του ζώου: υπουρίδα''.
<τούρκ(κν). kolan ''το λουρί που στερεώνει τη σέλα περνώντας κάτω απο την κοιλιά του
ζώου: ίγκλα [(saddle) girth, cinch, bellyband, surcingle]''

κουλαούζους=> καλαούης

κουμάρ’, κουμάρου (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών κουμάρ’ ''κάθε τυχερό παιχνίδι που
παίζεται με στόχο το κέρδος σε χρήμα''. Στην Κοζ. κουμάρου [kumáru] ''χαρτιά,
χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο''. Στη Σέλτσα Κοζάνης [kumáru] ''τυχερό παιχνίδι'' (Γλ.Σέλ1.
163).
αραβ. & πέρσ. *qëmār/qömār ~ qïmār/*qümār ''playing at dice; dice or any game of
hazard/Hasardspiel'' (Steingass 987, Junker-Alavi 579, Nişanyan 2009 & Dizdari
«kumar», Škaljić «komar», BER «комар2»)> (1) οθωμ. kımar ''τυχερό παιχνίδι [giuoco di
rischio, di fortuna]'' (Meninski 3758), (2) οθωμ. kumar ''giuoco di rischio, di fortuna''
(Meninski 3758)> (α) αλβ(ερ). kumar ''τυχερό παιχνίδι [bixhoz]'', (β) βουλγάρ. комар
{komár} ''gambling, game of chance/hazard'', (γ) ΒΣΜ комар {kómar} ''ζάρια, τυχερό
παιχνίδι [dice, game of chance]'', (δ) σερβοκρ(τρ). комар / komar ''τυχερό παιχνίδι,
παιχνίδι με λεφτά [hazardna igra, igra u novac]''.

κουμαρτζής [kumaŕdźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χαρτοπαίχτης''.


<τούρκ(κν). kumarcı ''τζογαδόρος [(habitual) gambler]'' <kumar (δές ππ.) + επίθμ. -cı

κουμσιούς [kumśús], κουμσιού [kumśú], κουμτσής (ο) (ουσ.) : Στην Ίμβρ. κουμσιούς (ο)
''γείτονας'', κουμσιού (η) ''γειτόνισσα''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας κουμσιού (η) ''γειτόνισσα''.
Στα Γιάν. κουμτσής (ο) ''γείτονας''.
<τούρκ(κν). komşu ''γείτονας/γειτόνισσα [neighbor]''

/ 223 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

κουνουστώ, κουνουσ΄τίζου (ρ.) : Στην Κοζ. κουνουστώ [kunustó] ''συναναστρέφομαι /


κάνω παρέα κάποιον'' Αόρ: κουνούσ.τσα. Στη Λόσν. Καστοριάς κουνουσ΄τίζου
[kunuśtízu] ''συναναστρέφομαι'' Αόρ: κουνούσ΄τσα. Στην Ανασελίτσα κουνουσ΄τίζου
[kunuśtízu] ''συναναστρέφομαι'' (Γλ.Ανασελ. 126).
<konuştu, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). konuşmak ''συζητώ, συνομιλώ [to coverse, chat,
talk (with each other)]''

κουντζ(ι)ές, κουντζιά=> γκουντζές

κουπούκ΄ [kupúḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) αλήτης, αλητόβιος, άνθρωπος του
υποκόσμου''.
<τούρκ(κν). kopuk ''αλήτης, άστεγος [vagabond, tramp, bum]''

κουρί /kurí/ (ουσ.) : Στην Κοζ. [kuŕí] ''δασάκι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''δασάκι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης [kurí] ''δάσος''. Στη Σέλ. Κοζάνης και τη Δόβρ. Γρεβενών ''δάσος''.
<τούρκ(κν). koru ''δασάκι [grove, small wood]''

κουρμπάν΄ [kurbáń], γκουρμπάν΄ [gurbáń] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης κουρμπάν΄


''οικόσιτο ζώο που προορίζεται για σφάγιο σε γάμο'' (Γλ.Καταφ. 199). Στην Κοζ.
γκουρμπάν΄ ''ζώο (γουρούνι, αρνί) που προορίζεται για σφάξιμο: σφάγιο''. Στα Γρεβενά
γκουρμπάν΄ ''σφάγιο'' (ΓρεβΤουρκ 81).
αραβ. & πέρσ. qörbān ~ qürbān ''a sacrifice, victim, oblation'' (Steingass 963, Junker-
Alavi 571, Nişanyan 2009 & Dizdari & Škaljić & Skok «kurban», BER «курбан»)>
τούρκ(κν). kurban = 1) το ζώο της θυσιαστήριας τελετής [sacrificial animal, sacrifice], 2)
the Feast of the Sacrifice, the Greater Bairam> (α) τούρκδ. gurban ''kurban'', (β) αλβαν.
kurban ''sacrificial animal'', (γ) βουλγάρ. курбан {kurbán} = 1) προσφορά, θυσία [(votive)
offering/жертвоприношение], 2) το ζώο της θυσιαστήριας τελετής [sacrifice, victim,
offering], 3) βραστό αρνίσιο κρέας [boiled mutton], (δ) ΒΣΜ курбан {kúrban} = 1)
μουσουλμανική τελετή θυσίας ζώου [(Muslim) animal sacrifice oblation], 2) θυσία
[sacrifice, offering], (ε) σερβοκροάτ. курбан / kurban = 1) (Moslem) animal sacrifice, 2)
sacrifice, (στ) ρουμάν. curban {kurbán} ''Opfer bei den Türken''.

κουρμπάτσ’, καρμπάτσ’, γκουρμπάτσ’, γκριμπάτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. γκουρμπάτσ΄


[gurbáć] ''μαστίγιο''. Στη Σλάτ. Καστοριάς γκουρμπάτσ’ [gurbác] ''μαστίγιο''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης και Δόβρ. Γρεβενών γκριμπάτσ΄ [gribáć] ''μαστίγιο''. Στο Πήλ., τον Κολ.
Πιερίας, την Επαν. Χαλκιδικής και τα Νταρνακοχ. Σερρών κουρμπάτσ΄ [kurbáć]
''μαστίγιο''. Στη Βέρ. Ημαθίας καρμπάτσ’ & κουρμπάτσ’ ''μαστίγιο''.
τούρκ(κν). kırbaç ''whip'', βαλκ. τούρκ. gırbaş ''kırbaç'' (Kalay 188 [25:184], 262),
τούρκδ. gırpıç ''μαστίγιο [kamçı]''> (α) αλβαν. kërbaç {kărbáč} & gërbaç {gărbáč}
''instrument used to beat people: cudgel, club; whip'', (β) βουλγάρ. гърбач {gărbáč}
''horsewhip'', (γ) ΒΣΜ грбач [gărbač] ''whip'', (δ) ΒΣΜ корбач {korbač} ''whip, lash'', (ε)
σερβοκροάτ. корбач / korbač ''whip'', (στ) Ν/ελλην. κουρμπάτζο [kurbáco] & κουρμπάτζι
[kurbáci] ''sferza'' (Somavera 196).

κουσεύου=> κόσ΄

κουσή, κουσί=> κουσιού

κουσιάφ’, χουσιάφ’, χσιάφ’, ξιάφ’ (ουσ.) : Στο Ξυλοχ. Τρικάλων κουσιάφ΄ [kuśáf΄]
''κομπόστα απο αποξηραμένα κεράσια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, μήλα σε φέτες (κ.ά.)''.

/ 224 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Κ

Στα Γιάν. κουσιάφ’ [kuśáf] ''κομπόστα απο δαμάσκηνα''. Στο Βιβίστι Γρεβενών
κουσιάφια «τα αποξηραμένα φρούτα» (Γλ.Βιβ. 38). Στη Βέρ. Ημαθίας κουσιάφ’
''κομπόστα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας κουσιάφι [kuśáfi] ''είδος κομπόστας απο
αποξηραμένα φρούτα (δαμάσκηνα κλπ.)''. Στην Τσιαρπ. Σερρών κουσιάφ’ & χουσιάφ’
''είδος κομπόστας για περιόδους νηστείας''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης χουσιάφ’ [xuśáf]
''κομπόστα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [xuśáf] ''κομπόστα απο δαμάσκηνα, μήλα, κορόμηλα
ή άλλα αποξηραμένα φρούτα''. Στο Μικρόβ. Κοζάνης χουσιάφ’ ''κομπόστα απο
αποξηραμένα φρούτα''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης χσιάφ’ [xśáf] & ξιάφ’ [kśáf] ''κομπόστα
απο ξερά σύκα, σταφίδες, δαμάσκηνα κλπ.'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67, Γλ.Σιάτ.). Στη
Λόσν. Καστοριάς [xśáf] & [kśáf] ''κομπόστα''. Στην Κοζ. ξιάφ΄ [kśáf΄] ''κομπόστα απο
αποξηραμένα φρούτα''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [kśáf] ''κομπόστα'' (Γλ.Γαλατ. 273). Στη
Σέλτσα Κοζάνης ξιάφ’ ''κομπόστα'' (Γλ.Σέλ1. «κσιάφ»).
xōš ~ *xōš/xvuš/xväš ''καλός, γλυκός, ευχάριστος [good, sweet, pleasant, delightful]''
(Steingass 485, Junker-Alavi 287) + āb ''νερό, χυμός [Wasser, Saft]'' (Junker-Alavi 1,
Steingass 1)> xōšāb ''χυμός φρούτων [Obstsaft]'' (Junker-Alavi 288)> πέρσ.
xōšāb/*xušāb ~ *xūš-āb/xōš-āb/xvuš-āb ''κομπόστα [Kompott]'' (Junker-Alavi 288,
Steingass 487, Eyuboğlu & Nişanyan 2009 «hoşaf», Škaljić & Skok «hošaf», Dizdari
«hoshaf», BER «ошав» & «кушав»)> (1) τούρκδ. koşaf ''hoşaf, komposto'', (2) βαλκ.
τούρκ. kuşaf & huşaf & hoşaf ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα'' (Κυρανούδης
1998:131)> διαλκ. βουλγ(ετ). кушав [kušáf] ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα
[компот от сушени плодове]'', (3) τούρκ(κν). hoşaf ''κομπόστα [stewed fruit, compote]''>
(α) αλβαν. hoshaf ''dessert made of dried fruit and custard; compote of dried fruit; dried
fruit'', (β) σερβοκρ(ετ). (х)ошаф / (h)ošaf ''αποξηραμένα φρούτα (αχλάδια, μήλα,
δαμάσκηνα, που τρώγονται ξερά ή βρασμένα) [suho voće (kruške, jabuke, šljive; jedu se
suhe ili kuhane)]'', (γ) βουλγάρ. ошав [ošáf] ''κομπόστα απο αποξηραμένα φρούτα
[stewed dried fruit, dried fruit compote]'', (δ) απαρχ. ΒΣΜ ошав [ošaf] ''stewed fruit,
compote''.

κουσιό(ν), κουσιός=> κουσιού

κουσιού, κουσιός, κουσί, κουσή : Στο Φαν. Καρδίτσας κουσιού = 1) (το, ουσ.) τρέξιμο,
2) (επίρ. τροπ.) τρέχοντας. Στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων και την Αγία Τριάδα
Καρδίτσας κουσιού [kuśú] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας'' (Ρουσιάκης 2006:207). Στο Ξυλοχ.
Τρικάλων κουσιού [kuśú] & τα κουσιού [takuśú] & τ’ κουσιού [tkuśú] (επίρ. τροπ.)
''τρέχοντας''. Στο Μόκρο Κοζάνης τα κουσιού [takuśú] (επίρ. τροπ.)
''γρήγορα/τρέχοντας'' {Να πάς τακουσιού.} (Γλ.Μόκρ. «κουσιού»). Στο Μικρόβαλτο
Κοζάνης τακουσιού [takuśú] (επίρ. τροπ.) ''γρήγορα'' {Αντύθκι τα κουσιού... (Μανάδης
2014:158)}. Στη Δόβρ. Γρεβενών κουσιός [kuśós] ''τρέξιμο'', Έκφρ: τανγκουσιού
[tanguśú] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας''. Στην Κοζ. = 1) [kuśós] (ουσ.) τρέξιμο, τρεχάλα, 2)
τουν κουσιό [tunguśó] & κουσιόν [kuśón] (επίρ. τροπ.) τρέχοντας, Έκφρ: πχιάλτσα τουν
κουσιό = έτρεξα γρήγορα. Στη Σέλ. Κοζάνης και την Ανασελίτσα (Γλ.Ανασελ.
«κουσιεύου») [kuśós] ''τρέξιμο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [kuśós] «γρήγορο τρέξιμο». Στη Βέρ.
Ημαθίας και τη Νάουσ. Ημαθίας [kuśón] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας''. Στον Κολ. Πιερίας
[kuśós] «γρήγορο τρέξιμο», Έκφρ: πλάλ΄ξα κουσιόν [kuśón] = έτρεξα γρήγορα. Στην
Πιερ. [kuśós] ''τρέξιμο'', Έκφρ: έτριξα τουν κουσιό [tunguśó]. Στην Ίμβρο κουσιό [kuśó] ή
κουψιό [kupśó] (ουσ./επίρ. με χρήση ρήματος: ''φεύγω τρέχοντας'') {Κουσιό, ντέ, κι θα σι
πιάσ΄! (Ξεινός 88) ◊ Κουψιό ικείν΄, μόλις τ’ άκσι. (Γλ.Ίμβρ.)}. Στη Σλάτ. Καστοριάς κουσί
[kuśí] (επίρ. τροπ.) ''τρέχοντας, τροχάδην'' {πήγα κουσί}, κουσή (η) [kuśí] ''τρεχάλα''. Στο
δυτ. Ξεροβ. Ηπείρου κουσή (η) [kuśí] ''τρέξιμο''. Στη Λευκ. κοσί (επίρ. τροπ.)
''τρέχοντας'' {Εμπήκα σ’ άλογο καβάλα και το πήγα κοσί (ή: του ριχτού) να το ποτίσω.}.
Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας κουσί (το) [kuśí] ''τρέξιμο, αγώνας δρόμου'' {Τουν Αη-

/ 225 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Λ

Γιώργη τα άλουγα τα βγούν στου κουσί.}. Στην Τσιαρπ. Σερρών κουσί (το) [kuśí]
''τρέξιμο, αγώνας δρόμου''.
<τούρκ(κν). koşu ''κούρσα, αγώνας δρόμου [race]'', δυτβαλκ. τούρκ. koşi ''τρέξιμο,
αγώνας δρόμου'' (Κυρανούδης 2009:53, 123, 124, 365)

κουσκούν’ (το) (ουσ.) : Στην Κοζ. [kuskúń] ''το λουρί που περνάει κάτω απ’ την ουρά του
ζώου και στερεώνει το σαμάρι: υπουρίδα''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [kuskún] ''η υπουρίδα''.
<τούρκ(κν). kuskun ''υπουρίδα [crupper (harness strap)]''

κούσπα (η) [kúspa] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''κατάλοιπο απο την εξαγωγή του ελαιόλαδου:
ελαιόπιτα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας ''κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή του
σουσαμόλαδου''. Στη Βέρ. Ημαθίας ''κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή του σουσαμόλαδου,
του βαμβακέλαιου κλπ., κτηνοτροφή''. Στον Κολ. Πιερίας του κρασί είνι μαύρου κούσπα
(=κατάμαυρο).
<τούρκ(κν). küspe = 1) κατάλοιπο, πολτός απο λιωμένα φρούτα ή σπόρους [residue,
pulp of crushed fruits/seeds], 2) κατάλοιπο απ’ την εξαγωγή λαδιού, που χρησιμοποιείται
σά ζωοτροφή: ελαιόπιτα [oil cake]

κουτούκ΄=> κιουτούκ΄

κουψιό=> κουσιού

κριμάς (ο) /krimás/, κιρμάς (ο) [ḱirmás] (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης κριμάς
''ζωοτροφή απο αλεσμένο σε μυλόπετρες ρόβι'' (Γλ.Γαλατ. 264). Στην Τσιαρπ. Σερρών
κιρμάς ''ζωοτροφή απο χοντροαλεσμένο σιτάρι/κριθάρι/καλαμπόκι''.
<τούρκδ. kırma ''κάθε είδος δημητριακών που αλέθεται στο μύλο και ταΐζεται στα ζώα
[hayvanlara yedirilen, değirmende ufaltılmış, ezilmiş her çeşit tahıl]'' (<τούρκ(κν). kırmak
''συντρίβω, αλέθω [to crush; to grind coarsely]'')

κτούκ΄=> κιουτούκ΄

λαχούρ΄ [laxúŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κασκόλ''.


<τούρκ(οθ). Lâhur şalı ''σάλι της Λαχώρης [Lahore shawl]'' (Χριστοδούλου 2006:97)

λιγκέρ΄=> λινγκέρ΄

λιέν΄ [l΄iéń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''λεκάνη για πλύσιμο / ξύρισμα, εμαγιέ''.
<τούρκ(κν). leğen ''λεκάνη για πλύσιμο/νιπτήρας [washbowl (for washing hands and
face)]''

λιμόν΄-τουζού [l΄imóń tuzú] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κιτρικό οξύ, ξινό''.


<τούρκ(κν). limontozu {limóntozu} ''κιτρικό οξύ, ξινό [citric acid]''

λιμπαντές (ουσ.) : Στην Κοζ. λιμπαντές [l΄ibad΄és] ''το γιλέκο των τσολιάδων και
γυναικείων φορεσιών''. Στη Βέρ. Ημαθίας λιμπαντί ''γυναικείο ένδυμα''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας λιμπαντί ''είδος παλιάς κοντής ναουσέικης γυναικείας ζακέτας με μανίκια'' ΠΑΡΑΓ:
μακρουλέμπαντου ''είδος μακριού γυναικείου πανωφοριού, που ήταν χρυσοκεντημένο''.
<τούρκδ. libade = 1) γιλέκο [yelek], 2) είδος πανωφοριού που φοριέται πάνω απ’ τα
ρούχα των γυναικών στα χωριά [köy kadınlarının elbise üstüne giydikleri bir çeşit manto],

/ 226 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

3) βαμβακερή, φαρδυμάνικη γυναικεία ζακέτα [pamuklu, geniş kollu kadın ceketi, hırka],
4) κοντή κεντημένη ζακέτα με μακριά μανίκια [cepken]

λινγκέρ΄ [l΄ińǵéŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χάλκινη σουπιέρα''.


<τούρκ(οθ). lenger ''βαθιά χάλκινη σουπιέρα [large, deep copper dish]''

λ(ι)όντζια=> γιόντζια

μαγκάν΄=> μανγκάν΄

μαϊά [majá] (ουσ.) : στην Κοζ. και τη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:51)
''μαγιά''.
<τούρκ(ερ). maya ''πρόσθετη ουσία που έχει σκοπό να φουσκώσει το ζυμάρι και να
«δέσει» κάποιες άλλες ουσίες: μαγιά [hamuru kabartmak ve bazı başka maddeleri
kıvamlandırmak maksadıyla katılan madde, damızlık]''

μαϊμού (ουσ.) : Στην Κοζ. μαϊμού [majmú] ''μαϊμού, πίθηκος'' Πληθ: μαϊμές. Στην Τσιαρπ.
Σερρών μαϊμούν΄ [majmúń] ''μαϊμού''.
ΚΝΕ μαϊμού (Πληθ: μαϊμούδες) <τούρκ(κν). maymun ''monkey''

μαϊχόζ΄κους (επθ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών μαϊχόζ΄κους [majxóźkus] ''ξινούτσικος''.


Στην Τσιαρπ. Σερρών μαχόζ’κους ''ξινούτσικος''. Στη Βέρ. Ημαθίας και το Ρουμλ.
Ημαθίας μαχόσ’κους ''ξινούτσικος''. Στη Νάουσ. Ημαθίας μαχόσικους «πιπεράτος,
ευχάριστος». Στο Βελβ. Κοζάνης, το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 384) και την Πιερ.
μουχόζ΄κους [muxóźkus] ''ξινούτσικος''. Στην Κοζ. μουχόζ΄κους [muxóźkus] ή
[muxóśkus] ''ξινούτσικος''.
τούρκ(κν). mayhoş ''ξινούτσικος [agreeably tart, mildly sour]''> (α) αλβαν. majhosh
{majhóš} ''slightly sour, bittersweet'', (β) βουλγ(τρ). майхош {majxóš} ''tart, mildly
sour/приятно кисел'', (γ) σερβοκρ(τρ). мајхош / majhoš ''ξινούτσικο [pokiselo,
kiselkasto], γλυκό(επθ.) που ξινίζει λίγο [slatko koje malo kisi]''.

μακαβάς=> μουκαβάς

μακαράς [makarás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κουβαρίστρα, καρούλι''.


<τούρκ(κν). makara {makára} ''κουβαρίστρα, καρούλι [spool; bobbin; reel]''

μακάτ΄ [makát΄], μακάτσ΄ [makáć] (ουσ.) : Στην Κοζ. μακάτ΄ ''διακοσμητικό


στρωσίδι/σκέπασμα για τα μαξιλάρια στα μιντιρλίκια''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μακάτσ΄ «μικρό
υφαντό στρωσίδι, χώρισμα».
<τούρκ(κν). makat ''διακοσμητικό κάλυμμα μεγάλης μαξιλάρας [decorative cover (for a
large cushion)]''

μακρουλέμπαντου=> λιμπαντές

μαλάς [malás] (ουσ.) : στην Ανασελίτσα (Γλ.Ανασελ. 228), το Μπλάτσι Κοζάνης


(Γλ.Καλινδ. 442), τον Πεντάλοφο Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 442), την Κοζ. και τη Δόβρ.
Γρεβενών ''μυστρί''.
<τούρκ(κν). mala ''μυστρί [(bricklayer’s/plasterer’s) trowel]''

/ 227 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μανάβς [manáfs] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μανάβης''.


<τούρκ(κν). manav ''seller of fruits and vegetables, greengrocer''

μανγκάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [mangáń] ''μαγκάλι''. Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
228) και τη Σιάτ. Κοζάνης μαγκάν΄ ''μαγκάλι''.
αραβ. & πέρσ. mänqäl ''μαγκάλι [Kohlenbecken]'' (Junker-Alavi 771, Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu & Skok «mangal», Škaljić «mangala», Dizdari «mangall», BER «мангал»)>
τούρκ(κν). mangal ''brazier (used as a heater)''> (α) αλβαν. mangall ''brazier for holding
burning coals or charcoal'', (β) βουλγάρ. мангал {mangál} ''brazier'', (γ) ΒΣΜ мангал
{mángal} ''brazier'', (δ) σερβοκροάτ. мангал / mangal ''μαγκάλι [brazier]'', (ε) ρουμάν.
mangal ''Kohlenbecken, -pfanne'', (στ) ΚΝΕ μαγκάλι.

μαντές (ουσ.) : Στην Ανασελ. μαντές ''υπόθεση, πράγμα''. Στα Γιάν. μαντές [mandés]
''σοβαρό ζήτημα''.
<τούρκ(κν). madde = 1) ουσία [matter, substance], 2) υλικό, συστατικό [material,
component; ingredient], 3) θέμα, ζήτημα [question, matter, topic]

μαξούλ΄=> μαχσούλ΄

μάξους [máksus], μαξούς [maksús] (επίρ. τροπ.) : Στην Κοζ., το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 232), το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 364), τη Δόβρ. Γρεβενών και την
Αλικαρνασσό (Μ. Ασίας) (ΓΑΚ 111) μάξους ''επίτηδες''. Στο Μικρόβαλτο Κοζάνης
(Μανάδης 2014:175), το Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.) και το Πήλ. μαξούς ''επίτηδες''.
Στην Ίμβρ. και τα ανατκρητ. μάξους & μαξούς ''επίτηδες''. Στην Κάρπ. μαξούς (και
κάποτε μάξους) ''επίτηδες''.
αραβ. & πέρσ. mäxsus ~ mäxsūs ''peculiar, special, particular, proper, specific,
belonging to; private, domestic, intimate; addicted, dedicated; peculiarly ascribed or
attributed to; distinguished/besonders, eigenartig; privat; spezifisch'' (Steingass 1196,
Junker-Alavi 696, Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok & Dizdari «mahsus», BER
«максус»)> (α) τούρκ(κν). mahsus {máhsus} = 1) ειδικά [especially, particularly], 2)
επίτηδες [intentionally, deliberately, on purpose], (β) τούρκδ. maksus ''επίτηδες [bile bile,
isteyerek]'', (γ) αλβ(τρ). mahsus {mahsús} ''επίτηδες [nergut, apostafat, qellimthi, kastile,
monokal, gudel]'', (δ) διαλκ. βουλγ(ετ). махсус {máxsus} ''επίτηδες [нарочно]'' (BER
«максус»), (ε) βουλγ(ετ). максус {máksus} ''επίτηδες [нарочно, преднамерено,
обмислено]'', (στ) διαλκ. βουλγ(ετ). максус {maksús} ''επίτηδες, οπωσδήποτε [нарочно,
непременно]'', (ζ) σερβοκρ(τρ). махсус / mahsus & махсуз / mahsuz & максуз / maksuz
''ειδικός [naročit, specijalan, osobit]''.

μασάλ΄ [masál΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ανέκδοτο''.


<τούρκ(κν). masal ''παραμύθι [fairy tale], λαϊκός μύθος/θρύλος [folk tale], διδακτικός
μύθος [fable]''

μασάτ΄ [masát΄], μασάτσ΄ [masáć] (ουσ.) : Στην Κοζ. μασάτ΄ ''μεταλλικό ακονιστήρι, που
χρησιμοποιούσαν κυρίως οι χασάπηδες''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μασάτσ΄ «ακόνι
μαχαιριών».
<τούρκ(κν). masat ''ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων [butcher’s steel (for
sharpening knives)]''

/ 228 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μασιάς, μασιά (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης μασιάς [maśás] «τσιμπίδα». Στην Κοζ. μασιά
[maśá] ''η τσιμπίδα για τ’ αναμμένα κάρβουνα: πυράγρα''.
<τούρκ(κν). maşa ''τσιμπίδα (για διάφορα αντικείμενα) [tongs, pair of tongs], πυράγρα
[fire tongs]''

μασκαραλίκ΄ [maskaral΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κουβέντα ή πράξη που ταιριάζει σε έναν
μασκαρά: απρέπεια''.
<τούρκ(κν). maskaralık ''ντροπή, ρεζιλίκι [disgrace], επαίσχυντη πράξη [disgraceful
action]'' <maskara (δές πκ.) + επίθμ. -lık

μασκαράς [maskarás] (επθ.) : στην Κοζ. ''πρόστυχος, ξεδιάντροπος (άνθρωπος)''.


<τούρκ(κν). maskara ''περίγελως, ρεζίλι [clown, silly ass, laughing-stock]'' (<αραβ. &
πέρσ. mäsxäre ~ mäsxärä ''a buffon, fool, jester, droll, wag, facetious fellow; a
pleasantry, anything ridiculous or mirthful; sport/Narr, Clown; Scherz; Spott; Gegenstand
des Spottes'' (Steingass 1236, Junker-Alavi 719): Nişanyan 2009 & Eyuboğlu & Dizdari &
Škaljić «maskara», Skok «maskar», BER «маскара»)

μασλάτ΄ [maslát΄] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) κάτι που λέει κάποιος: κουβέντα, 2) διήγηση.
αραβ. & πέρσ. mäslähät ''an affair, business, subject; employment, transaction,
occupation; an urgent occasion; benevolence, kindness, peace, goodwill; welfare, that
which is best, a prudent measure, advisable thing; advice'' (Steingass 1254, Junker-Alavi
730, Nişanyan 2009 & Škaljić «maslahat», Skok «maslat», Dizdari «masllahat», BER
«маслахат»)> τούρκ(κν). maslahat (αιτ./κτητ. maslahatı) = 1) επιχειρηματική υπόθεση
[business matter], 2) σημαντικό ζήτημα [important matter], 3) αιτία για την οποία κάτι
είναι ωφέλιμο [reason why something is for the good]> (α) βουλγκ. маслахат {maslaxát}
= 1) αντικείμενο προς εξέταση, συζήτηση και έγκριση: ζήτημα, θέμα [нещо, което е
предмет на разглеждане, на обсъждане и разрешение; въпрос, работа], 2) αστείο
[шега], (β) βαλκ. τούρκ. *maslaat ''κουβέντα''> (1) βουλγ(ετ). маслаат {maslaát} ''μή
σοβαρή κουβέντα [несериозен разговор]'' (BER «маслахат»), (2) σερβοκρ(ετ).
masla(a)t / масла(а)т ''posao, uspjeh''.

ματαράς [matarás] (ουσ.) : στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 267) και τη Σέλ. Κοζάνης
''παγούρι''.
<τούρκ(κν). matara {matára} ''παγούρι [(metal/plastic) canteen/flask]''

ματκάπ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ματκάπ’ [matkáp] ''εργαλείο ξυλουργού: αρίδα
(=τρυπάνι)''. Στη Νάουσ. Ημαθίας ματικάπι [matikápi] & ματκάπι [matkápi] ''τρυπάνι
(«αρίδα»)''.
<τούρκ(κν). matkap ''τρυπάνι [drill; gimlet; auger]''

μαχαλάς [maxalás] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 236, 72, 232,
Σόρμας 143, 81) ''συνοικία''.
τούρκδ. mehle ''mahalle'' <βαλκ. τούρκ. mahle ''συνοικία, γειτονιά'' (Κυρανούδης
1998:131) <τούρκδ. māle ''mahalle'' = βαλκ. τούρκ. māle ''mahle'' (Dallı 71, 186)
<τούρκδ. maale ''mahalle'' = βαλκ. τούρκ. maale ''συνοικία, γειτονιά'' (Κυρανούδης
1998:131) <τούρκ(κν). mahalle ''neighborhood; quarter; district; ward (in a city/a town)''
(<αραβ. & πέρσ. mähälle ~ mähällä ''συνοικία [a quarter, part of the town, district,
division]'' (Steingass 1190, Junker-Alavi 693): Nişanyan 2009 «mahalle», Dizdari
«mahallë», Škaljić & Skok «mahala», BER «махала»)

/ 229 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μαχμούζ΄ [maxmúź] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) σπιρούνι, 2) το νύχι του κόκκορα, που κατα τις
κοκορομαχίες χρησιμοποιεί σάν όπλο.
<τούρκ(οθ). mahmuz = 1) σπιρούνι [spur], 2) νύχι κόκκορα [cockspur]
μαχμουρλούς (επθ.) : Στην Κοζ. μουχμουρλούς (ο) [muxmurlús] & μαχμουρλούς (ο)
[maxmurlús] ''αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής''.
αραβ. & πέρσ. mäxmur ~ mäxmūr ''μεθυσμένος [(be)trunken; berauscht]'' (Junker-Alavi
697, Steingass 1198, Dizdari & Eyuboğlu «mahmur», Škaljić «mahmuran», Skok
«mamuran», BER «махмурен» & «махмурлия»)> τούρκ(οθ). mahmur ''αυτός που
κοιμήθηκε μεθυσμένος και ξύπνησε κακοδιάθετος [heavy after a drunken sleep]''> (α)
τούρκ(κν). mahmur = 1) ζαλισμένος απο τον ύπνο [groggy, logy (from sleep)], 2)
μισόκλειστο/νυσταγμένο (μάτι) [half-closed (eye)], με νυσταγμένο βλέμμα [sleepy-eyed,
heavy-eyed], (β) αλβαν. mahmur ''μισομεθυσμένος [tipsy], ζαλισμένος απο το ποτό
[dopey from drinking: hung-over], νυσταγμένος [sleepy]'', (γ) βουλγ(ετ). махмурлия
{maxmurlíja} ''μισοξεμέθυστος, με βαρύ κεφάλι [недостатъчно изтрезнял, с натежала
глава]'', (δ) βουλγ(ετ). махмурен {maxmúren} ''νυσταγμένος μετά απο μεθύσι [сънен
след алкохолно опиянение]'', (ε) ΒΣΜ мамурлив {mámurliv} & мамурен {mámuren} =
1) κακοδιάθετος μετά απο μεθύσι [suffering a hangover], 2) αγουροξυπνημένος και
άκεφος [drowsy, sleepy], (στ) σερβοκροάτ. мамуран / mamuran = 1) μεθυσμένος [drunk,
intoxicated], 2) drowsy, (ζ) ΚΝΕ μαχμουρλής ''άκεφος/κακοδιάθετος μετά απο κακό
ύπνο''.

μαχόζ’κους, μαχόσ(ι)κους=> μαϊχόζ΄κους


μαχσούλ΄ [maxsúl΄]> μαξούλ΄ [maksúl΄] (ουσ.) : Στην Ίμβρο μαχσούλ΄ & μαξούλ΄ = 1)
σοδειά, συγκομιδή, 2) προϊόν (Ξεινός 97, Γλ.Ίμβρ.). Στην Κοζ. μαξούλ΄ ''σοδειά, αγροτική
παραγωγή, συγκομιδή''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μαξούλ΄ = 1) τελευταία συγκομιδή, 2)
επεξεργασμένος καπνός. Στη Λόσν. Καστοριάς μαξούλ΄ ''σοδειά (κυρίως
γαλακτοκομική)''. Στη Γαλατινή Κοζάνης μαξούλ΄ ''το εκλεκτότερο τμήμα ή είδος ενός
προϊόντος (του καπνού, βούτυρου κ.ά.)'' (Γλ.Γαλατ. 266).
αραβ. & πέρσ. mähsul ~ mähsūl ''σοδειά [harvest, in-gathering, crop/Produkt, Ernte]''
(Steingass 1187, Junker-Alavi 691, Nişanyan 2009 & Dizdari & Škaljić «mahsul», Skok
«masul1», BER «максул»)> τούρκ(κν). mahsul ''σοδειά, αγροτική παραγωγή, συγκομιδή
[produce, crop, yield]''> (α) αλβ(τρ). mahsul ''παραγωγή δημητριακών, φυτών,
οπωροφόρων δέντρων (κλπ.): σοδειά [prodhim drithënash, bimësh, pemësh, etj. korrë,
prodhë]'', (β) βουλγκ. максул {maksúl} ''το προϊόν ιδιωτικής αγροτικής ή κτηνοτροφικής
δραστηριότητας: σοδειά, παραγωγή [продукти от собствена земеделска или
скотовъдна дейност; реколта, добив]'', (γ) σερβοκρ(τρ). махсул / mahsul ή масул /
masul ''αγροτική παραγωγή, σοδειά [poljoprivredni proizvod, ljetina, rod zemlje],
γαλακτοκομικά προϊόντα [mliječni proizvodi]''> σερβοκρ(ετ). масул / masul ''κέρδος
[dobitak, plod, korist]'', (δ) σερβοκρ(ετ). максул / maksul = 1) εισόδημα [prihod, dohotak],
2) γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα [mlijeko i mliječni proizvodi] (Skok «masul1»), (ε)
υστβυζ. μαξούλι(ν) ''προϊόν, εσοδεία''.
μιιντάν’ (το), μιγντάν’ (το) (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών μιιντάν’ [mijdán] ''πλατεία''
Έκφρ: βγήκι κι’ αυτός στου μιιντάν’ = προσπαθεί κι αυτός ν’ αποδείξει οτι είναι κάτι. Στον
Τίρναβο Λάρισας μιιντάν’ [mijdáń] ''ανοιχτό και υπαίθριο μέρος'' (Γλ.Τίρν. 19). Στην
Ανασελ. [mijdán] «ξέφωτο, πλατεία, στα φόρα». Στην Κρανιά Ολύμπου μιιντάν’
«ανοιχτό μέρος, ξέφωτο, κορυφή» Έκφρ: βγήκι στου μιιντάν’ = εμφανίστηκε δημόσια,
βγήκε στη γύρα (Γλ.ΚρανΟλ2.). Στην Τσιαρπ. Σερρών μιιντάν΄ [mijdáń] ''ομαλό ανοιχτό
μέρος, επιφάνεια''. Στην Επαν. Χαλκιδικής μιγντάν΄ [ḿiγdáń] ή μιιντάν΄ [ḿijdáń]

/ 230 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

''πλατεία, ανοιχτό μέρος'' Έκφρ: βγήκι στου μιγντάν΄ = βγήκε στη δημοσιότητα,
παρουσιάστηκε. Στην Κοζ. στην έκφρ. βγάνου (έναν) στου μιγντάν΄ [ḿiγdáń] =
αποκαλύπτω (κάποιον) μπροστά σε όλους, φανερώνοντας ένα μυστικό του. Στη Σιάτ.
Κοζάνης μ’ έβγαλιν στου μιγντάν΄ [miγdáń] = φανέρωσε τις πράξεις ή τις σκέψεις μου.
Στο Καταφύγι Κοζάνης τουν έβγαλιν στου μιγντάν΄ [miγdáń] = τον έβγαλε στη φόρα, τον
αποκάλυψε (Γλ.Καταφ. 237). Στην Πιερ. μιγντάν΄ [miγdáń] «ανοιχτό μέρος» Έκφρ:
βγήκιν στου μιγντάν΄ = εμφανίστηκε δημόσια. Στην Κραν. Ελασσόνας μιγντάν’ ''ανοιχτός
δημόσιος χώρος, που γίνονται διάφορες εκδηλώσεις'' Έκφρ: βγήκαν όλα στου μιγντάν’ =
φανερώθηκαν όλα. Στα Νταρνακοχ. Σερρών [miγdáń] ''πλατεία, έκταση'' Έκφρ: βγήκι
στου μιγντάν΄ (= φανερώθηκε), τάβγαλι στου μιγντάν΄ όλα (Ζ.Σ.). Στη Βέρ. Ημαθίας
μιγντάν’ ''πλατεία'' Έκφρ: βγήκιν στου μιγντάν’, δα σι βγάλου στου μιγντάν’ =
φανερώθηκε/αποκαλύφτηκε, θα σε φανερώσω. Στο Λιτόχωρο Πιερίας μιγντάν΄ [ḿiγdáń]
«μεϊντάνι» (Μ. Πλαδή, Φωνολογική ανάλυση του ιδιώματος του Λιτοχώρου Πιερίας,
Θεσ/νίκη 1996 (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία): σελ. 24). Στη Νάουσ. Ημαθίας
μιγντάνι «κοινή θέα, μέρος ανοιχτό, προσπελάσιμο οπτικά απο παντού». Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας μιγκντάνι [migdáni] ''απόσταση''.
αραβ. & πέρσ. mejdān ~ maidān/mīdān ''an open field without buildings, an extensive
plain; a race-ground, or any place for exercises or walking; an arena, parade-ground; a
field of battle; war, battle, combat/Platz, Feld; Arena'' (Steingass 1360, Junker-Alavi 785,
Nişanyan 2009 «meydan», Dizdari & Skok & Škaljić «mejdan», BER «мегдан»)>
τούρκ(κν). meydan = 1) μεγάλη, επίπεδη, ανοιχτή, υπαίθρια περιοχή [(a) wide, flat,
open, outside area], ανοιχτός χώρος [open space], πλατεία [(public) square], 2) arena;
ring> (α) αλβαν. mejdan = 1) (old) open ground, plain, 2) battlefield; place for settling
disputes by fighting, 3) (μτφ.) open battle/contest, (β) διαλκ. βουλγ(ετ). мейдан {mejdán},
(γ) βουλγάρ. мегдан {megdán} ''πλατεία [square]'', (δ) ΒΣΜ мегдан {mégdan} = 1)
square, open place, 2) space, expanse, room, 3) field of battle, 4) fight, duel; contest, (ε)
σερβοκροάτ. мегдан / megdan = 1) μονομαχία [duel, combat], 2) πεδίο μάχης
[battleground], πεδίο μονομαχίας [dueling grounds], (στ) ρουμάν. maidan & măidan &
meidean & medean & meidan & medan = 1) ανοιχτός χώρος [(freier) Platz], 2) αλάνα
[(freier, Spiel-)Raum, freies Feld], (ζ) τούρκ(κν). έκφρ. meydana çıkarmak = 1) φέρνω
στο φώς, εκθέτω [to bring (something) to light; to expose (something) to view], 2)
δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω [to present (something) to the public; to make (something)
public, reveal]> βγάνου στου μιγντάν΄, (η) τούρκ(κν). έκφρ. meydana çıkmak ''to be
revealed, come to light; to become evident'' [çıkmak ''βγαίνω'']> βγαίνου στου
μιιντάν’/μιγντάν’.
μιλέζ΄κους [ḿil΄éźkus] ή [ḿil΄éśkus] (επθ.) : στην Κοζ. ''(ζώο/πουλί/άνθρωπος) που
προέρχεται απο διασταύρωση''.
αραβ. & πέρσ. mäläs ~ mäls ''mixture of darkness and light, i.e. twilight; a stuff of mixed
silk and cotton, or any two different materials; a mongrel, a mulatto/Mulatte, Mischling''
(Steingass 1308, Junker-Alavi 759, Eyuboğlu & Škaljić & Skok & Dizdari «melez», BER
«мелез»)> (1) τούρκδ. meles & melez ''ύφασμα απο μεταξωτή και βαμβακερή κλωστή
[ipek ve pamuk iplikle dokunmuş bez]'', (2) *meles> τούρκ(κν). melez = 1) οργανισμός
που προήλθε απο διασταύρωση, υβρίδιο [crossbred, hybrid], 2) μιγάδας [someone of
mixed race/blood], 3) (someone) whose parents do not share a common nationality> (α)
αλβαν. melez = 1) [επθ.] of mixed race/breed: crossbred, 2) [ουσ.] crossbreed, halfbreed,
(β) βουλγάρ. мелез {meléz} ''οργανισμός που προήλθε απο διασταύρωση, μιγάδας
[cross-breed, half-blood/half-breed]'', (γ) ΒΣΜ мелез {mélez} ''person of mixed race; half-
breed; mongrel; hybrid'', (δ) σερβοκροάτ. мелез / melez ''μιγάδας [mixed-blood, half-
breed]''.

/ 231 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μιλέτ΄ [ḿil΄ét΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''φυλή, ράτσα, κατηγορία ανθρώπου''.


<τούρκ(οθ). millet = 1) έθνος, λαός, εθνότητα [nation; people; nationality], 2)
θρησκευτική κοινότητα [religious community], ομάδα θρησκευτικά και γλωσσικά
καθορισμένη: φυλή [group defined by religion and language]
μιντέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. μιντέρ΄ [ḿińd΄éŕ] ''στρώμα'' ΣΥΝΘ: παλιουμέντιρου. Στη Σιάτ.
Κοζάνης μιντζέρ’ [mińdźéŗ] ''είδος μόνιμου χαμηλού καναπέ στις δυό ή τρείς πλευρές
του δωματίου''. Στη Λήμνο μιντέρ’ [midér] ή μντέρ’ [mdér] = 1) στρώμα, 2) καναπές
(Κοντονάτσιου 361). Στον Κολ. Πιερίας μντέρ΄ [md΄éŕ] ''στρώμα απο καλαμποκόφυλλα''.
Στην Κρήτη μεντέρι ''είδος χαμηλού καναπέ'' (Γλ.Ρεθύμν.). Στην Κεφαλον. μεντέρι
''καναπές, ντιβανοκασέλα (συνήθ. στο καθιστικό)''.
οθωμ. minder ''στρώμα χρησιμεύον ώς ανάκλιντρον εν τω δωματίω'' (Χλωρός 1792)>
(α) αλβαν. minder ''ξύλινος καναπές ενωμένος με τον τοίχο [wooden bench built into the
walls of a room], αχυρόστρωμα γι’ αυτό τον καναπέ [straw-padded mattress covering
such a bench]'', (β) βουλγάρ. миндер {mindér} ''καναπές [couch, seat]'', (γ) ΒΣΜ миндер
{minder} ''ανατολίτικο πεζούλι/καναπές με μαξιλάρια [Oriental cushioned wall bench]'', (δ)
ρουμάν. mindir & mender ''αχυρόστρωμα [Strohsack, Matratze]'', (ε) Ν/ελλην. μεντέρι
''στρώμα'' (Somavera 233, 389).
μιντιρλίκ΄ [ḿińd΄iŕl΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χτισμένος ή ξύλινος καναπές σ' όλο το μάκρος
του τοίχου· τα μεντερλίκια περιέτρεχαν τα παλιά επίσημα δωμάτια των αρχοντικών''.
οθωμ. minder ''στρώμα χρησιμεύον ώς ανάκλιντρον εν τω δωματίω'' (Χλωρός 1792)>
βαλκ. τούρκ. *minderlik ''καναπές (συνήθ. ενωμένος με τον τοίχο)''> (α) βουλγ(ετ).
миндерлък {minderlắk} ''ανυψωμένο μέρος στην άκρη του τοίχου (φτιαγμένο απο
σανίδες ή άλλο υλικό) που καλύπτεται και χρησιμοποιείται ώς κάθισμα [издигнато от
дъски или друго нещо край стената място, което се застила и служи за сядане]'', (β)
ΒΣΜ миндерлак {minderlak} ''καναπές [sofa]'', (γ) σερβοκροάτ. миндерлук / minderluk
''είδος καναπέ [type of sofa]''.
μιρακλούς, μιρακλής, μιρακλιούς (επθ.) : Στο Βελβεντό Κοζάνης μιρακλούς ''αυτός
που ενδιαφέρεται'' (Τσιανάκας 2000:35, 79). Στην Κοζ. μιρακλής ''αυτός που
ενδιαφέρεται για κάτι'' (Θηλ: μιρακλού), μιρακλίσιους ''μερακλήδικος''. Στο Μόκρο
Κοζάνης μιρακλής (ο) «ο άνθρωπος που έχει μεράκι για κάτι, που έχει γούστο, που είναι
εργατικός» (Γλ.Μόκρ.). Στην Πιερ. μιρακλής ''μερακλής'' (Θηλ: μιρακλού), μιρακλεύουμι
''λαχταρώ, επιθυμώ κάτι''. Στον Τίρναβο Λάρισας μιρακλιούς «μερακλής» (Γλ.Τίρν. 13).
<τούρκ(κν). meraklı = 1) αυτός που ενδιαφέρεται πολύ για κάτι [very fond of, having a
great interest in (something)], 2) απαιτητικός, σχολαστικός (με κάτι)
[particular/scrupulous/exacting (about)]
μισίν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḿiśíń] ''είδος ελαφρού δέρματος''. Στην Ανασελ. [miśín]
''κατεργασμένο δέρμα''. Στη Σέλ. Κοζάνης μισίνια ''δέρματα''.
<τούρκ(κν). meşin ''κατεργασμένο δέρμα [(tanned) leather]''
μιταλίκ΄ (ουσ.) : Στη Λήμνο μιταλίκ΄ [mital΄íḱ] ''τούρκικο νόμισμα (1/8 του γροσιού)''
(Κοντονάτσιου 233). Στον Πολύγ. Χαλκιδικής μιταλίκ΄ ''τούρκικο κέρμα (υποδιαίρεση
του γροσιού)''. Στο Καταφύγι Κοζάνης μιταλίκ΄ [mital΄íḱ] ''το νόμισμα της βασιλόπιτας:
φλουρί'' (Σόρμας 79). Στην Κοζ. μιτιλίκ΄ [ḿit΄il΄íḱ] ''όνομα τούρκικου κέρματος''.
τούρκ(κν). metalik ''μεταλλικός [metallic]''> τούρκ(οθ). metalik ''νόμισμα 10 «παράδων»
[coin of 10 paras]''> (α) βουλγ(ετ). металик {metalík} ''νόμισμα 10 «παράδων» [монета

/ 232 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

от 10 пари]'', (β) τούρκ(κν). metelik ''a coin worth 10 paras''> αλβαν. metelik ''coin worth
5 thousandths of a Turkish lira''.

μιτζίτ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ḿidźít΄] ''νόμισμα ίσο με 1/4 της τούρκ. λίρας (20 γρόσια)''. Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς [midźít] ''νόμισμα ίσο με 20 γρόσια'' (Γλ.Λόσν. 375).
<τούρκ(οθ). mecit ''ασημένιο νόμισμα είκοσι πιάστρων [silver coin of 20 piasters]''

μιτιλίκ΄=> μιταλίκ΄

μντέρ΄=> μιντέρ΄

μουαμπέτ’=> μουχαμπέτ’

μουζαβέζ΄κους=> μουσιαφέζ’κους

μουζαβιρλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [muzav΄iŕl΄íḱ] ''η πράξη του μουζαβίρ΄: ανακάτεμα,
συκοφαντία''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μουζαβιρλίκια (τα) [muzavirl΄íḱa] ''διαβολές,
συκοφαντίες''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''συκοφαντία, διαβολή'' (Γλ.Σέλ1. «μουζαβερλίκ’»). Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς «ραδιουργία, ψευτιά» (Γλ.Λόσν. «μουζαβίρς»). Στη Δόβρ.
Γρεβενών μουζαβιρλίκια (τα) [muzavirlíḱa] ''ραδιουργίες, συκοφαντίες''.
<τούρκ(κν). müzevirlik ''η καλλιέργεια διχαστικού κλίματος με συκοφαντίες [mischief-
making]'' <müzevir (δές πκ.) + επίθμ. -lik

μουζαβίρς (ουσ.) : Στην Κοζ. [muzav΄írs] ''αυτός που βάζει λόγια απο τον έναν στον άλλο:
ανακατωσιάρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρης, ανακατώστρας''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
[muzavíŗs] ''εκείνος που διαβάλλει κάποιον''. Στη Λόσν. Καστοριάς [muzavírs]
«ραδιούργος, ψεύστης». Στη Δόβρ. Γρεβενών [muzavírs] ''ραδιούργος, συκοφάντης''.
Στη Σέλ. Κοζάνης ''συκοφάντης''. Στην Ανασελ. «δύστροπος».
αραβ. & πέρσ. mözävvër ~ müzäüvïr ''a liar, knave, cheat, falsifier'' (Steingass 1223,
Junker-Alavi 712, BER «музавир» & «мюзевир(ин)», Škaljić «muzevir», Skok
«muzovir», Dizdari «myzevir»)> τούρκ(κν). müzevir ''αυτός που βάζει λόγια απο τον
έναν στον άλλο: ανακατωσιάρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρης, ανακατώστρας
[someone who stirs up trouble between people, who makes mischief]''> (α) αλβ(τρ).
myzevir {müzevír} ''ανακατωσούρης, δολοπλόκος, ραδιούργος, ιντριγκαδόρος [njeri që
shtje spica, gërgasë, therës, përzimës, ngallitës kusufer, intrigant]'', (β) βουλγ(ετ).
музавирка {muzavírka} ''κουτσομπόλα [клюкарка]'', (γ) βουλγ(ετ). мизавир {mizavír}
''χαφιές, κουτσομπόλης [шпионин, клюкар]'', (δ) βουλγ(ετ). мюзевир(ин) {mjuzevír(in)}
''κουτσομπόλης, απατεώνας, συκοφάντης [клюкар, измамник, клеветник]'', (ε)
σερβοκρ(τρ). музевир / muzevir ''δολοπλόκος/ραδιούργος, ανακατωσούρης [spletkar,
smutljivac]'', (στ) σερβοκρ(ετ). музовир / muzovir & музувир / muzuvir & мизевир /
mizevir ''συκοφάντης, κακοποιός [opadač, zlikovac]'', (ζ) ρουμάν. mozavir ''συκοφάντης
[Verleumder]''.

μουζαβίσκους=> μουσιαφέζ’κους

μουζντές (ο) [muzdés] (ουσ.) : Στην Ίμβρ. ''ευχάριστη είδηση/πληροφορία/νέο''. Στην


Ανατ. Ρωμυλία ''φιλοδώρημα για συχαρίκια'' (Γλ.Μοναστ. 255).
πέρσ. možde ~ müždä = 1) καλό νέο, καλά νέα [αγγλ. glad news, joyful tidings, γερμ.
gute, freudige Nachricht, τρκ. müjde], 2) φιλοδώρημα για συχαρίκια [τρκ. müjdelik, ödül]
(Steingass 1224, Junker-Alavi 712, Kanar 1316, ΕτυμTietze «müjde», Nişanyan 2009

/ 233 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

«müjde» & «muştu»)> (α) τούρκδ. mücüde ''sevindirici haber, muştu'', (β) οθωμ. muştu
''καλό νέο, καλά νέα [a piece of good news, glad tidings]'' (Redhouse 2030), (γ) βαλκ.
τούρκ. müzde ''müjde'' (Dallı 187), (δ) τούρκ(κν). müjde = 1) good news, joyful tidings, 2)
present given to someone who brings good news.

μουκαβάς [mukavás], μακαβάς [makavás], μπακαβάς [bakavás] (ουσ.) : Στα Γιάν.


μουκαβάς ''χαρτόνι''. Στη Σέλτσα Κοζάνης μουκαβάς = 1) χοντρό χαρτόνι, 2) χοντρό
εξώφυλλο βιβλίου (Γλ.Σέλ2.). Στα Γρεβενά μακαβάς & μουκαβάς ''χοντρό χαρτόνι''
(ΓρεβΤουρκ 187). Στην Κοζ. και την Κρανιά Ολύμπου (Γλ.ΚρανΟλ1., Γλ.ΚρανΟλ2.)
μακαβάς ''χαρτόνι''. Στο Μόκρο Κοζάνης μπακαβάς = 1) χαρτόνι, 2) χάρτινο σκληρό
εξώφυλλο βιβλίου (Γλ.Μόκρ.).
αραβ. & πέρσ. möqävvā ~ müqäuvā ''χαρτόνι [pasteboard, cardboard/(Papp-) Karton,
Pappe]'' (Junker-Alavi 753, Steingass 1296, Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «mukavva»,
Škaljić & Dizdari «mukava», BER «мукава»)> τούρκ(κν). mukavva {mukávva}
''cardboard''> (α) αλβαν. mukava {mukavá} ''cardboard, pasteboard'', (β) βουλγάρ.
мукава {mukavá} ''cardboard'', (γ) ΒΣΜ мукава {mukava} ''cardboard'', (δ) σερβοκρ(τρ).
мукава / mukava ''το χοντρό χαρτόνι [debeli karton]'', (ε) ρουμάν. mucava {mukavá}
''Pappe, Pappdeckel, Karton''.

μουλαΐμς, μουλαΐμκους [mulaímkus]> μουλαΐνγκους [mulaíngus] (επθ.) : Στην Ανασελ.


μουλαΐμκους & μουλαΐμς ''ήσυχος, γλυκός, μαλακός''. Στο Πήλ. μουλαΐμς & μουλαΐμκους
''ήπιος, ο ήσυχος και πράος άνθρωπος'' (Γλ.Πήλ. «μουλαϊμίζου»). Στα Κανάλ.
Καρδίτσας μουλαΐμκους ''ήσυχος: μή εκδηλωτικός'' (Γλ.Κανάλ. «μουλαΐμς» &
«μουλαϊμώ»). Στην Κοζ. μουλαΐνγκους ''ήσυχος, αμίλητος''.
τούρκ(οθ). mülâyim ''suitable, mild, gentle, affable; soft, submissive''> (α) αλβ(τρ).
mylaim ''καλόκαρδος [i urtë, zemërbutë, i përujtë]'', (β) βουλγ(ετ). мюлаим {mjulaím} &
милаим {milaím} & мелаим {melaím} ''τρυφερός [нежен], πράος [кротък]'', (γ) βουλγ(ετ).
мулаим {mulaím} ''καλόψυχος [добродушен], που βοηθάει τους άλλους [услужлив]'', (δ)
σερβοκρ(τρ). мулајим / mulajim ''ήρεμος [blag, miran], μαλακός [mekan]''.

μούλκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [múl΄ḱ] ''κτήμα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''κτήμα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης «το κτήμα, ιδιοκτησία, περιουσία».
<τούρκ(οθ). mülk ''περιουσία [property], ακίνητη περιουσία [real estate]''

μουσαφίρς (ουσ.) : Στην Κοζ. [musaf΄írs] ''φιλοξενούμενος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [musafírs]
''επισκέπτης, φιλοξενούμενος''.
αραβ. & πέρσ. musāfir = 1) ταξιδιώτης [αγγλ. traveller, γερμ. Reisender, τρκ. yolcu], 2)
επιβάτης [αγγλ. passenger, γερμ. Passagier], 3) προσωρινά φιλοξενούμενος [αγγλ.
temporary sojourner] (Steingass 1225, Junker-Alavi 713, Kanar 1317, Nişanyan 2009
«misafir», Škaljić «musafir», Skok «musafer», BER «мусафир(ин)» & «мисафир»,
Dizdari «mysafir»)> οθωμ. müsafir = 1) φιλοξενούμενος [a guest], 2) επισκέπτης [a
visitor] (Redhouse 1827)> (1) αλβαν. mysafir {müsafír} ''guest'', (2) βαλκ. τούρκ. müsàvir
''misafir'' (Kalay 189 [25:222, 224, 229], 265), (3) τούρκ(κν). misafir ''guest, visitor''>
διαλκ. βουλγ(ετ). мисафир {misafír} ''φιλοξενούμενος, επισκέπτης [гост]'', (4) διαλκ.
τούρκ. musafir ''φιλοξενούμενος/Gast'' (Γεωργιάδης 119-20, Κυρανούδης 1995:19,
1998:131), (5) βαλκ. τούρκ. musāfır ''Gast'' (Kakuk 1961:381), (6) βαλκ. τούρκ. mısāfir
''misafir'' (Dallı 186), (7) διαλκ. βουλγ(ετ). мусафир(ин) {musafír(in)} ''φιλοξενούμενος,
επισκέπτης [гост]'', (8) σερβοκροάτ. мусафир / musafir ''guest'', (9) ΚΝΕ μουσαφίρης.

/ 234 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μουσιαφέζ’κους (επθ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς μουσιαφέζ’κους [muśafézkus] ''δίβουλος,


ασταθής στις αποφάσεις του, αναποφάσιστος''. Στην Κοζ. μουζαβέζ΄κους [muzav΄éźkus]
ή [muzav΄éśkus] ''αμφίβολος''. Στη Σέλ. Κοζάνης μουζαβέζ’κου ''αμφίβολο''. Στην
Ανασελ. μουζαβίσκους [muzavískus] ''αμφίβολος''.
<τούρκ(οθ). müşevveş ''μπερδεμένος, αμφίβολος [confused, dubious (matter)],
μπερδεμένος [perplexed]'' (<αραβ. & πέρσ. möšävväš ~ müšäüväš ''disturbed,
distressed, uneasy, perplexed; confused, intricate, embroiled/aufgeregt, erregt, verstört;
beunruhigt; verworren; verwickelt'': Steingass 1249, Junker-Alavi 727)

μουσλούκ΄ [muslúḱ] (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών ''κρουνός, κάνουλα, βρύση''. Στην
Ανασελ. ''κάνουλα, σωλήνας, κρουνός''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''νιπτήρας''.
<τούρκ(κν). musluk ''βρύση [faucet, tap, spigot]''

μουταφτσής [mutaf΄ćís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''επαγγελματίας που υφαίνει προϊόντα απο
γιδόμαλλο''.
<τούρκ(οθ). mutafçı ''κατασκευαστής υφαντών απο γιδόμαλλο [maker of articles woven
of goat hair]''

μουφλιούηζς (ουσ.) : Στην Κοζ. μουφλιούηζς [muf΄l΄újzs] ''χρεοκοπημένος''. Στη Νάουσ.


Ημαθίας μουφλιούζης = 1) άπορος, φτωχός, 2) χρεοκοπημένος.
αραβ. & πέρσ. möflës ~ müflïs ''χρεοκοπημένος [insolvent, bankrupt], φτωχός [poor, a
pauper]'' (Steingass 1287, Junker-Alavi 749, Nişanyan 2009 «müflis», Dizdari «myflis»,
BER «мюхлюз(ин)», Škaljić & Skok «mufliz»)> τούρκ(κν). müflis ''bankrupt; insolvent''>
τούρκ(πλ). müflüs ''χρεοκοπημένος'' (ΛΕΤ-ΤΕ 326)> (1) βουλγ(ετ). муфлюс {mufljús}
''αργόσχολος, τεμπέλης [безделник, лентяй]'', (2) βαλκ. τούρκ. *müflüz
''χρεοκοπημένος''> (α) ΒΣΜ муфлуз {mufluz} = 1) bankrupt, 2) αλήτης [vagabond], (β)
σερβοκροάτ. муфљуз / mufljuz ''τζαμπατζής [parasite, sponger]'', (γ) ρουμάν. mofluz
''χρεοκοπημένος [Bankrotteur]'', (δ) υστβυζ. μουφλούζης ''χρεοκοπημένος, φτωχός'', (ε)
βαλκ. τούρκ. *mühlüz ''χρεοκοπημένος''> (a) τούρκδ. mühlüz ''άφραγκος, φτωχός
[parasız, yoksul]'', (b) βουλγ(ετ). мухлузин {muxlúzin} & мухлюзин {muxljúzin}
''τεμπέλης, χασομέρης [ленивец, безделник]'', (c) βουλγ(ετ). мюхлюз(ин) {mjuxljúz(in)}
''ξεπεσμένος έμπορος που δέν πληρώνει τα χρέη του [изпаднал търговец, който не си
плаща дълговете]''.

μουχαμπέτ’ (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών μουχαμπέτ’ [muxabét] ''συνομιλία,


κουβεντολόι''. Στο Μόκρο Κοζάνης μουχαμπέτ΄ [muxabét΄] ''ψιλοκουβέντα για να
περνάει η ώρα'' (Γλ.Μόκρ.). Στη Σλάτ. Καστοριάς μουαμπέτ’ [muabét] ''ήσυχο καθιστό
κουβεντολόι''. Στην Ανασελ. μουαμπέτ’ ''ευχάριστο κουβεντολόι''. Στην Κοζ. μουαμπέτ΄
[muab΄ét΄] ''γλέντι, καλοπέραση''.
τούρκ(κν). muhabbet ''friendly conversation, chat''> (α) αλβαν. muhabet ''κουβέντα [chat,
conversation, talk]'', (β) βουλγάρ. мухабет {muxabét} ''chat, talk'', (γ) ΒΣΜ муабет
{múabet} ''chat'', (δ) βαλκ. τούρκ. maabet ''συζήτηση'' (Κυρανούδης 1995:37, 1998:127),
(ε) βαλκ. τούρκ. mabbet {mabbét} ''φιλική κουβέντα [muhabbet, yarenlik]'' (Dallı 186).

μουχμουρλούς=> μαχμουρλούς

μουχόζ΄κους=> μαϊχόζ΄κους

/ 235 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μουχτάρς [muxtárs] (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης ''διορισμένος κοινοτάρχης κατα την
Τουρκοκρατία'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 271). Στην Κοζ. ''κοινοτάρχης κατα την
Τουρκοκρατία ''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''κοινοτάρχης'' (Γλ.Καταφ. 243).
αραβ. & πέρσ. möxtār ~ müxtār ''chosen, selected; most excellent, supreme, highest; a
free agent; invested with power or authority, a ruler, master; a resident
minister/bevollmächtigt; selbständig; unabhängig; (aus)erwählt; autorisiert; (selber)
wählend; frei handelnd'' (Steingass 1193, Junker-Alavi 694-5, Nişanyan 2009 & Škaljić &
Dizdari «muhtar», Skok «muktar»)> (1) τούρκδ. muktar ''muhtar'', (2) *mühtar> (a) βαλκ.
τούρκ. mǖtar ''muhtar/headman of a village or quarter'' (Eckmann 1960:192, 197,
1962α:52, 64, Kalay 150 [13:29])> βαλκ. τούρκ. müytar ''muhtar'' (Kalay 150 [13:24,
13:30], 151 [13:43]), (b) αλβ(τρ). myftar, (c) αλβ(τρ). miftar (Dizdari «muhtar»), (d) διαλκ.
σερβοκρ(ετ). мифтар / miftar ''διοικητής συνοικίας ή χωριού [mahalski, seoski knez,
starješina]'' (Skok «muktar»), (e) τούρκ(οθ). muhtar ''διοικητής συνοικίας ή χωριού [head
man, elder (of a quarter or village)]''> (α) τούρκδ. mıhtar ''muhtar'', (β) αλβ(τρ). muhtar,
(γ) βουλγ(ετ). мухтар {muxtár} ''κοινοτάρχης [селски първенец, кмет]'', (δ) βουλγ(ετ).
муфтар {muftár} ''κοινοτάρχης [турски селски управник, кмет]'', (ε) σερβοκρ(τρ).
мухтар / muhtar & муктар / muktar = 1) επικεφαλής συνοικίας πόλης [starješina mahale
u gradu], 2) κοινοτάρχης [seoski starješina, knez].

μπαγδα(ν)τί=> μπαγνταντί

μπαγιάντα, μπαγιαντάς=> παϊάντα

μπαγνταντί, μπαχτατζί, μπαγντατί, μπαγλαντί, μπαγδαντί, μπαγδατί (ουσ.) : Στο


Βιβίστι Γρεβενών μπαγνταντί ''ταβάνι'' (Γλ.Βιβ. 18, 46). Στην Ίμβρ. μπαγνταντί [baγdadí]
''ξύλινος μεσότοιχος (αλειμμένος απο τις δύο πλευρές με λάσπη και άχυρο και
ασβεστωμένος απο πάνω)''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μπαχτατζί [baxtadźí] ''μεσότοιχος με
πηχάκια και σοβά, χωρίς τούβλα ή άλλα υλικά''. Στην Κοζ. μπαγντατί [baγdat΄í] ''λεπτός
τοίχος στο εσωτερικό του σπιτιού (σε αντιδιαστολή με τα εξωτερικά και πέτρινα
ντ΄βάργια)''. Στη Σλάτ. Καστοριάς μπαγλαντί /baγladí/ = 1) ο χώρος μεταξύ ταβανιού και
σκεπής, 2) σοβατιστό ταβάνι. Στη Μακρ. Πηλίου μπαγδαντί [baγδadí] ''πρόχειρος,
λεπτός τοίχος, που διαχωρίζει δωμάτια (χρησιμοποιείται και για οροφή δωματίου), ενώ
είναι κατασκευασμένος απο λεπτά ξύλα επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα''. Στο Πήλ.
μπαγδατί [baγδatí] ''το ταβάνι ή ο λεπτός μεσότοιχος που είναι φτιαγμένα με λεπτά
πηχάκια επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα''. Στην Επαν. Χαλκιδικής μπαγδατί [baγδat΄í]
''κατασκευή απο καλαμωτή ή λεπτές ξύλινες πήχεις, καρφωμένες η μία δίπλα στην άλλη,
που επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα και δημιουργούσαν διαχωριστικό τοίχο ή οροφή
σπιτιού''.
<τούρκ. bağdadi ''τοίχος ή ταβάνι απο ξύλινους στύλους οπου καρφώνονται πηχάκια
επιχρισμένα με σοβά [ağaç direklere çakılmış çıtalara sıva vurularak yapılan duvar veya
tavan]'' (ΕτυμTietze)

μπαδιχαβά=> μπατχαβά

μπαϊάτ΄κους [baját΄kus], μπαγιάτ’κους [baγ΄átkus] (επθ.) : Στην Κοζ. μπαϊάτ΄κους


''μπαγιάτικος''. Στη Λόσν. Καστοριάς μπαγιάτ’κους ''μπαγιάτικος''.
<τούρκ(κν). bayat ''μπαγιάτικος [stale, not fresh, old]''

/ 236 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπαϊκούης [bajkújs] (ουσ.) : στην Ανασελ. ''κουκουβάγια''.


<τούρκ(κν). baykuş ''κουκουβάγια [owl]''

μπαΐρ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης [baíŕ] ''πλαγιά'' (Γλ.Καταφ. 244). Στην Ανασελ.
''επικλινής χέρσα γή''. Στην Κοζ. [baíŕ] ''χέρσο χωράφι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''χέρσο
χωράφι'' (Γλ.Λόσν. 328). Στη Σιάτιστα Κοζάνης [bajíŗ] ''χέρσο χωράφι'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:13, 45, Γλ.Σιάτ.). Στη Σέλ. Κοζάνης ''χερσότοπος''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
''ακαλλιέργητο χωράφι''.
<τούρκ(κν). bayır = 1) πλαγιά [slope], ελαφριά ανηφοριά [slight rise, ascent], 2) λόφος
[hill]
μπακαβάς=> μουκαβάς

μπακάλτς (ουσ.) : Στην Κοζ. μπακάλτς [bakálc] ''μπακάλης, παντοπώλης''. Στη Λόσν.
Καστοριάς μπακάλ΄τς [bakál΄c] ''μπακάλης''.
<τούρκ(κν). bakkal ''grocer, groceryman''
μπακαρέινους=> μπακΐρ’

μπακαρτζής (ουσ.) : Στην Κοζ. [bakaŕdźís] ''χαλκουργός, χαλκωματάς, μπακιρτζής (που


γάνωνε κιόλας)''. Στη Δόβρανη Γρεβενών ''χαλκουργός'' (Γλ.Δόβρ. «μπακίργια»). Στη
Σέλ. Κοζάνης ''γανωματής''.
<τούρκ(κν). bakırcı ''χαλκωματάς [coppersmith]''

μπακΐρ’, μπακούρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. μπακΐρ΄ [bakẃŕ] = 1) χαλκός (ΠΑΡΑΓ: μπακαρέινους
[bakaŕéjnus] ''χάλκινος''), 2) μπακΐργια = χάλκινα κουζινικά. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς
μπακΐρ’ [bakẃr] ''χαλκός'' (Γλ.Λόσν. «μπακήρ»). Στη Σιάτ. Κοζάνης μπακούρ’ [bakúŗ]
''χαλκός''.
<τούρκ(κν). bakır = 1) χαλκός [copper], 2) μπακίρια [copper kitchen utensils]

μπακλαβάς [baklavás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μπακλαβάς''.


<τούρκ(κν). baklava ''sweet pastry generally cut into diamond-shaped pieces, baklava,
baklawa''

μπακλαΐ (το) [baklaí], μπακλαή (η) [baklaí], μπακλαβί (το) /baklaví/, μπακλαβού (η)
[baklavú] (ουσ.) : Στην Καστορ. μπακλαΐ ''μπακλαβάς''. Στην Αργιθέα Καρδίτσας
μπακλαΐ ''ντόπιος μπακλαβάς με φύλλα, καρύδια, βούτυρο και μέλι'' (Γλ.Αργ. 126). Στα
Γιάννενα μπακλαή ''μπακλαβάς'' (Γλ.Ηπ. 102). Στη Νάουσ. Ημαθίας μπακλαβί
''μπακλαβάς''. Στην Ίμβρ. μπακλαβού ''μπακλαβάς''.
<τούρκδ. baklağı & baklavu & baklavı ''baklava'', baklağu (ΕτυμTietze & Nişanyan
2009 «baklava»)

μπακούρ’=> μπακΐρ’

μπαλτάς [baltás], μπαλντάς [baldás] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς μπαλτάς «είδος
πελέκεως». Στο Μόκρο Κοζάνης μπαλντάς ''μεγάλο μαχαίρι, χασαπομάχαιρο''
(Γλ.Μόκρ.). Στα Γρεβενά μπαλντάς «τσεκούρι» (ΓρεβΤουρκ 191). Στην Πιερ. μπαλντάς
''μπαλτάς''.
<τούρκ(κν). balta ''τσεκούρι [ax; hatchet]''

/ 237 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπαμπάς [babás]> παπάς [papás]> παπαδάκους [papaδákus] (ουσ.) : Στη Σλάτ.


Καστοριάς μπαμπάς ''ορθοστάτης ζευκτού σκεπής: το κάθετο δοκάρι της στέγης που
ενώνει τα δοκάρια του ταβανιού με τον καβαλάρη της σκεπής''. Στο Πήλιο μπαμπάς
''ορθοστάτης ζευκτού σκεπής: το κεντρικό όρθιο ξύλο στην κορυφή της σκεπής'' (Γλ.Πήλ.
«μπαμπάς» & «τσιμπίδγια»). Στην Κοζ. παπάς ''ορθοστάτης ζευκτού σκεπής: κάθε ένα
απο τα δύο κοντά και χοντρά ξύλα που στηρίζουν τον καβαλάρη''. Στα Κανάλ.
Καρδίτσας παπαδάκους ''ορθοστάτης ζευκτού σκεπής: κοντό και χοντρό ματέρι, πάνω
στο οποίο στηρίζονται τα τέσσερα κύρια ματέρια μιας στέγης ή η οριζόντια δοκός της
κορυφής της στέγης''. Στο Φαν. Καρδίτσας παπαδάκους ''ορθοστάτης ζευκτού σκεπής:
κοντό και χοντρό μαδέρι που στηρίζει τον καβαλάρη της στέγης''.
<τούρκ(κν). baba ''το βασικό ξύλο που στηρίζει την κορυφή του ζευκτού μιας σκεπής:
ορθοστάτης [king post; crown post], κάθε ένα απο τα δύο κατακόρυφα ξύλα που
στηρίζουν μιά πλευρά του ζευκτού [queen post (in the truss of a roof)]''
μπαμπατζιάν.τς (επθ.) : Στην Κοζ. μπαμπατζιάν.τς [babadźánc] ''λεβέντης''. Στο Μόκρο
Κοζάνης μπαμπατζιάνου [babadźánu] ''καλοθρεμμένη γυναίκα'' (Γλ.Μόκρ.).
<τούρκ(οθ). babacan ''καλόκαρδος [good-natured]''
μπαντγιαβά=> μπατχαβά
μπαξές=> μπαχτσές
μπαξίσ΄=> μπαχτσίσ΄
μπαρδάκ΄ [barδáḱ], βαρδάκ΄ [varδáḱ], μπαρντάκ΄ [bardáḱ] (ουσ.) : Στην Ανασελ.
μπαρδάκ΄ ''πήλινο δοχείο νερού'', μπαρδάκα [barδáka] ''πήλινη στάμνα με στόμιο, οπου
βάζουν ρακί, ξίδι κ.ά.''. Στην Πιερ. βαρδάκ΄ ''ξύλινο δοχείο νερού''. Στον Νεζ. Λάρισας
βαρδάκα [varδáka] ''ξύλινο κυλινδρικό δοχείο νερού σάν το ξυλοβάρελο'' & βαρδάκ΄
''στενόμακρο ξύλινο δοχείο νερού μικρότερο της βαρδάκας''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
βαρδάκ΄ ''μονοκόμματο βαρελάκι απο κορμό δέντρου'' (Γλ.Καταφ. 87). Στον Λαγκ.
Θεσ/νίκης και τα Γιάν. μπαρντάκ΄ ''στάμνα''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών μπαρντάκ΄
«μικρό δοχείο με νερό, στάμνα».
βαλκ. τούρκδ. bardak ''(πήλινη) στάμνα [toprak testi, küçük testi]'' [Çayırdere *Silivri -
Istanbul; Lüleburgaz ve çevresi -Kırklareli]> (α) αλβαν. bardhak {barδák} & bardak
{bardák} ''tall clay pot with a spout'', (β) βουλγκ. бардак {bardák} ''στάμνα [стомна]'', (γ)
βορειοσλαβομακ. бардак {bárdak} ''πήλινο ή χάλκινο δοχείο με λαβή και στόμιο για νερό,
κρασί ή ρακί [земјан или бакарен сад со рачка и дулец за вода, вино или за ракија]'',
(δ) σερβοκροάτ. бардак / bardak ''jug; pitcher''.
μπαρίσ΄ [baríś] : στη Δόβρ. Γρεβενών στην έκφρ. έκαμαν μπαρίσ΄ ''συμφιλιώθηκαν''.
<τούρκ(οθ). barış et(mek) ''συμφιλιώνομαι [to make peace (with one another), to
become reconciled]''
μπαρντάκ΄=> μπαρδάκ΄
μπασαμάκ΄ [basamáḱ] (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης, τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 268)
και τη Λόσν. Καστοριάς ''σκαλοπάτι, σκαλί''. Στη Σιάτ. Κοζάνης «πεζούλι, πέτρινο
σκαλί».
<τούρκ(κν). basamak ''σκαλοπάτι, σκαλί [step, stair]'' (<τούρκ(κν). basmak ''πατάω [to
step on/in, tread on; to set (one’s foot) on, put (ones foot) on (a place)]'' + επίθμ. -amak:
TurkGram 53, ΕτυμTietze & Nişanyan 2009 «basamak»)

/ 238 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπασκΐν΄ [baskẃń], μπασκούν΄ [baskúń] (ουσ.) : Στην Κοζ. μπασκΐν΄ ''(αστυνομική)


έρευνα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης μπασκούν΄ ''έρευνα'' (Γλ.Καταφ. 271).
<οθωμ. baskın ''a sudden visitation by the police/αιφνιδία κατ’ οίκον έρευνα ένεκα
προσβολής των δημοσίων ηθών'' (Redhouse 327, Χλωρός 319) (<τούρκ(κν). basmak
''κάνω έφοδο [to make an unexpected attack on, raid; (for the police) to bust]'' + επίθμ. -
kın: TurkGram 53, ΕτυμTietze «baskın I»)

μπατάκ΄ Ι [batáḱ] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς μπατάκ΄ ''βόρβορος, έλος''. Στην Κοζ.
μπατάκ΄ ''μέρος οπου το χώμα είναι βαρύ απ’ την υγρασία''. Στο Φαν. Καρδίτσας
μπατάκ΄ ''βούρκος, λάσπη οπου βυθίζεται κανείς''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών μπατάκ΄
''βούρκος''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπατόκ΄ [batóḱ] ''μέρος υγρό, που κρατάει νερό''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης πουτόκ΄ [putóḱ] ''έκταση γής που ρούφηξε πολύ νερό'' (Γλ.Καταφ.
341). Στην Πιερ. πουτόκ΄ ''μέρος που κρατάει νερό''. Στο Πήλ. πουτόκ΄ ''βάλτος, έλος''.
<τούρκ(κν). batak ''έλος, βάλτος, βαλτότοπος [swamp; marsh; bog; fen]''

μπατάκ΄ ΙΙ [batáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) απατεώνας, ο μή τίμιος, 2) (συνεκδ., υβρ.)


αλήτης, αλητόβιος, άνθρωπος του υποκόσμου. Στη Σιάτ. Κοζάνης ''ψεύτης και κλέφτης''.
Στη Λόσν. Καστοριάς ''αυτός που δέν πληρώνει το χρέος του''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
''απατεώνας''.
<τούρκδ. batak ''κακοπληρωτής, μπαταξής [batakçı]'' (<τούρκ(κν). batak ''αυτός που δέ
μπορεί να σωθεί/που δέν έχει ελπίδα [unsavable, hopeless]'' <τούρκ(κν). batmak
''βουλιάζω, βυθίζομαι [to sink]'': ΕτυμTietze & Nişanyan 2009 «batak»)

μπατζιά=> μπατζιάς

μπατζιανάκ’ς> μπατζιανάκους (ουσ.) : Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα


1985:166, 75) και τη Λόσν. Καστοριάς μπατζιανάκ΄ς [badźanáḱs] ''μπατζανάκης,
σύγαμπρος'' Πληθ: μπατζιανάκ΄δις [badźanáǵδis]. Στην Πιερ. μπατζιανάκς [badźanáks]
''σύγαμπρος'' Πληθ: μπατζιανάκδις [badźanágδis] & μπατζιανάκια [badźanáḱa]. Στην
Κοζ. μπατζιανάκους [badźanákus] ''μπατζανάκης, σύγαμπρος'' Πληθ: μπατζιανάκδις
[badźanágδ΄is]. Στο Βελβεντό Κοζάνης [badźanákus] ''μπατζανάκης'' (Τσιανάκας
1988:51, 92, Τσιανάκας 2000:82, 83).
<τούρκ(κν). bacanak ''μπατζανάκης, σύγαμπρος [the husband of one’s wife’s sister]''

μπατζιάς (ο) [badźás]> αμπατζιάς (ο) [abadźás], μπατζιά (η) [badźá] (ουσ.) : Στη Σέλ.
Κοζάνης μπατζιάς ''τρύπα που αφήνουν στο ταβάνι για να βγαίνουν στη σκεπή''. Στην
Ανασελίτσα μπατζιάς ''φεγγίτης σκεπής'' (Γλ.Ανασελ. «σπίτ», σελ. 231). Στον Λαγκ.
Θεσ/νίκης μπατζιάς ''το μέρος της καμινάδας που εξέχει απ’ τη σκεπή''. Στην Κοζ.
μπατζιάς ''νερομάνα''. Στη Βέρ. Ημαθίας αμπατζιάς ''φεγγίτης''. Στον Κολ. Πιερίας
αμπατζιάς ''μεγάλος φεγγίτης σκεπής''. Στην Ίμβρο μπατζιά ''το μέρος της καμινάδας
(απο το τζάκι μέχρι το ταβάνι) που μαυρίζει απο τον καπνό'' (Γλ.Ίμβρ. «μπατζά», Ξεινός
104).
<τούρκδ. baca ''παράθυρο, φεγγίτης, τρύπα που ανοίγεται στην οροφή για να βγαίνει ο
καπνός και να μπαίνει φώς στο σπίτι [pencere, tavan penceresi, dumanın çıkması ve
evin ışık alması için toprak damlarda açılan delik]''

μπατόκ΄=> μπατάκ΄ Ι

/ 239 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπατχαβά [batxavá], μπαχτχιαβά [baxt΄x΄avá], μπιτχαβά [bitxavá], μπιτσ΄χαβά


[bićxavá], μπαδιχαβά [baδixavá], μπαντγιαβά [badγ΄avá] (επίρ. τροπ.) : Στο Βελβεντό
Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:95), το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 267), την Κραν.
Ελασσόνας, τη Βέρ. Ημαθίας, την Επαν. Χαλκιδικής και τον Πολύγ. Χαλκιδικής
μπατχαβά ''τζάμπα''. Στην Κοζ. μπαχτχιαβά = 1) τζάμπα, 2) μάταια, ανώφελα. Στη Δόβρ.
Γρεβενών μπιτχαβά ''τζάμπα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης μπιτσ΄χαβά ''τζάμπα, χωρίς την
ανάλογη αμοιβή''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας μπαδιχαβά ''τζάμπα''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας μπαντγιαβά ''τζάμπα''. Στην Ίμβρ. μπινταβά [bidavá] ''τζάμπα''.
πέρσ. bādï hävā ''gratis, for nothing, gratuitously'' (Steingass 137, ΟθωμΛεξ & Eren
«bedava», ΕτυμTietze «badıhava», Dizdari «badihava», BER «бадева», Skok
«badava»)> οθωμ. badiheva ''gratis; for nothing or very cheap/δωρεάν'' (Redhouse 318,
Χλωρός 310, 311)> *badihava> (α) τούρκδ. bedihava ''bedava''> τούρκ(κν). bedava
''gratis, for nothing, free''> τούρκδ. bedafa ''bedava''> τούρκδ. bedofa ''bedava'', (β)
τούρκδ. beydefa ''bedava'', (γ) αλβαν. badihava & badiava & badjava ''gratis, for nothing,
for a song; very cheap, practically for nothing'', (δ) ΒΣΜ бадијава {badijava} & бадијала
{badíjala} = 1) for nothing, free, gratis, 2) μάταια, άσκοπα [in vain], (ε) βουλγ(ετ).
бади(х)ава {badi(x)avá} ''μάταια, ανώφελα [напразно, без полза], τζάμπα [даром]''
(BER «бадева»), (στ) βουλγάρ. бадева {badevá} ''gratis; dirt-cheap, for a song'', (ζ)
σερβοκροάτ. бадава / badava = 1) gratis, free, 2) in vain, for nothing.

μπαχτατζί=> μπαγνταντί

μπαχτσές> μπαξές (ουσ.) : Στην Κοζ., το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 429) και το
Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 248) και τη Λόσνιτσα Καστοριάς (Γλ.Λόσν. 428)
μπαχτσές [baxćés] ''κήπος''. Στο Μόκρο Κοζάνης μπαχτσές ''κήπος'' (Γλ.Μόκρ.). Στη
Σιάτ. Κοζάνης μπαχτσές [baxćés] ''λαχανόκηπος''. Στην Πιερ. μπαχτσές [baxcés]
''κήπος''. Στα Γρεβενά μπαξές & μπαχτσές ''κήπος'' (ΓρεβΤουρκ 191). Στη Νάουσ.
Ημαθίας μπαξές & μπαχτσές «αγρός, κήπος». Στη Σέλ. Κοζάνης μπαξές ''κήπος
(συνήθ. λαχανόκηπος)''.
<τούρκ(οθ). bahçe ''garden'' <τούρκ(οθ). bağçe ''garden'' <πέρσ. bāġče ~ bāġčä ''a little
garden, a garden'' (Steingass 148, Junker-Alavi 80, Γιαννουλέλλης «μπαξές», Eren &
Nişanyan 2009 «bahçe», ΕτυμTietze «bağçe», Dizdari «bahçe», Skok «bašča», BER
«бахча»)

μπαχτσιαβανλίκ΄ [baxćavańl΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το επάγγελμα του κηπουρού''.


<τούρκ(κν). bahçıvanlık ''κηπουρική, κηπευτική [gardening, horticulture]''

μπαχτσιαβάν.τς, μπαχτσιαβάνους (ουσ.) : κηπουρός, περιβολάρης. Στη Σιάτιστα


Κοζάνης μπαχτσιαβάν.τς [baxćavánc] (Παπαναούμ 2008:110, 117). Στην Κοζ.
μπαχτσιαβάνους [baxćavánus]. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [baxćavánus] (Γλ.Λόσν. 428).
<τούρκ(κν). bahçıvan ''κηπουρός [gardener]''

μπαχτσίσ΄, μπαξίσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Σιάτ. Κοζάνης μπαχτσίσ΄ [baxćíś]
''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ''. Στην Πιερ. μπαχτσίσ΄ [baxcíś] ''φιλοδώρημα''. Στη Σέλτσα
Κοζάνης μπαχτσίσ΄ ''φιλοδώρημα'' (Γλ.Σέλ1. 166, Γλ.Σέλ2. 226). Στα Γρεβενά
μπαχτσίσ΄ & μπαξίσ΄ ''φιλοδώρημα'' (ΓρεβΤουρκ 192). Στη Νάουσ. Ημαθίας μπαξίσι &
μπαχτσίσι ''φιλοδώρημα''.
πέρσ. bäxšëš/*bäxšiš ~ bäxšïš/bäxšīš ''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ [Trinkgeld]'' (Junker-
Alavi 85, Steingass 159, 160, Dizdari «bakshish», Nişanyan 2009 & ΕτυμTietze[a-e]

/ 240 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

«bahşiş», BER «бакшиш», Škaljić & Skok «bakšiš»)> (1) τούρκ(κν). bahşiş
''φιλοδώρημα, μπουρμπουάρ [tip, baksheesh, gratuity]'', (2) βαλκ. τούρκδ. bakşiş
''bahşiş'' [Manastır, Yugoslavya]> (α) βαλκ. τούρκ. bakşış ''bahşiş'' (Olcay 35, 53), (β)
αλβαν. bakshish {bakšíš} ''tip for service rendered, gratuity'', (γ) βουλγάρ. бакшиш
{bakšíš} ''tip, baksheesh, bakshish'', (δ) ΒΣΜ бакшиш {bákšiš} ''tip, gratuity, baksheesh'',
(ε) σερβοκροάτ. бакшиш / bakšiš ''tip, gratuity, baksheesh'', (στ) ρουμάν. bacşiş {bakšíš}
''Trinkgeld'', (ζ) Ν/ελλην. μπαξίσι ''tip, gratuity, baksheesh''.

μπαχτχιαβά=> μπατχαβά

μπγάς=> μπουγάς

μπέλ΄ (ουσ.) : Στο Μπλάτσι Κοζάνης [b΄él΄] ''σιδερένιο φτυάρι που πατούν με τα πόδια
και ξεριζώνουν κομμάτια χώμα'' (Γλ.Καλινδ. 430). Στη Γαλατινή Κοζάνης ''σκαπτικό
εργαλείο με διχάλα για τ’ αμπέλια'' (Γλ.Γαλατ. 268).
τούρκ(κν). bel ''διχαλωτό εργαλείο για σκάψιμο [digging fork]'' <τούρκ(κν). bel ''φτυάρι για
σκάψιμο [spade]'' <πέρσ. bil ~ bēl ''φτυάρι (για σκάψιμο ή για τη μετατόπιση αδρανών
υλικών) [a shovel, spade/Spaten; Schaufel]'' (Steingass 224, Junker-Alavi 117, Tietze
1967:136, Nişanyan 2009 «bel2», ΕτυμTietze «bel ΙV», Eyuboğlu «bel ΙΙ», Dizdari «belΙΙ»)

μπιέν.τσα=> μπιιντίζου

μπιζαβένκς=> πιζιβέγκς

μπιζιρνώ [b΄iźirnó] (ρ.) : στην Κοζ. ''βαριέμαι κάτι, μπουχτίζω με κάτι''.


<bezer, γ΄ εν. ενεστώτα διαρκείας (geniş zaman) του τούρκ(κν). bezmek ''βαριέμαι κάτι,
κουράζομαι με κάτι [to get tired (of), become disgusted (with)]''

μπιιντίζου, μπιιντώ (ρ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης μπιιντίζου ''επιδοκιμάζω, επαινώ,


ευχαριστιέμαι να βλέπω κάτι'' {Τουν μπιέν.τσα μιά χαρά.} (Γλ.Καταφ. 267). Στη Σιάτ.
Κοζάνης μπιιντώ ''επαινώ, λέω καλά λόγια, επικροτώ''. Στην Κοζ. [b΄iénca] σε εκφρ. του
τύπου σι μπιέν.τσα ''σε παραδέχομαι, σε βγάζω το καπέλο''.
τούρκ(κν). beğenmek ''μ’ αρέσει, θαυμάζω [to like, admire], εγκρίνω, ικανοποιούμαι με
[to approve (of), be pleased (with)]'', με γ΄ εν. αόρ. beğendi> (α) αλβαν. begenis &
bejendis ''to welcome/treat with condescension'', (β) Ν/ελλην. μπεϊεντίζω ''estimare''
(Somavera 253).

μπικιαρλίκ΄ [b΄iḱaŕl΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''εργένικη ζωή''.


<τούρκ(κν). bekârlık ''η κατάσταση/ζωή του εργένη, αγαμία [bachelorhood; celibacy]''

μπικιάρς [b΄iḱárs] (ουσ.) : στην Κοζ. ''εργένης, ανύπαντρος''.


<τούρκ(κν). bekâr ''εργένης [bachelor]''

μπικρής (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης ''μπεκρής'' (Γλ.Καταφ. 249). Στην Κοζ. [b΄ikŕís] =
1) μπεκρής, αλκοολικός, μεθύστακας, μέθυσος, 2) μικροσκοπικό έντομο που συχνάζει
στα τσίπουρα ή στις τάπες των κρασοβάρελων, οπότε και υπάρχει περίπτωση να κάνει
το κρασί να ξινίσει, γι’ αυτό σκέπαζαν την τάπα με ύφασμα, που απο πάνω το
ασβέστωναν.
<τούρκ(κν). bekri ''μπεκρής, μεθύστακας, αλκοολικός [drunkard]''

/ 241 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπικτσής> μπιχτσής (ουσ.) : Στη Θάσ. μπικτσής [bikcís] ''αγροφύλακας''. Στη Μακρ.
Πηλίου και τον Πολύγ. Χαλκιδικής μπικτσής ''αγροφύλακας''. Στην Ίμβρ. μπικτσής
[bikćís] «νυχτοφύλακας». Στο Πήλ. μπικτσής ή μπιχτσής ''αγροφύλακας''. Στα Βασιλ.
Χαλκιδικής και την Παλαιοχώρα Χαλκιδικής (Γλ.Παλαιοχ. 219) μπιχτσής
''αγροφύλακας''. Στην Πιερ. μπιχτσής [bixcís] ''αγροφύλακας''. Στο Σουφλί Έβρου
μπιχτσής [bixćís] ''αγροφύλακας'' (Κυρανούδης 2009:287, 362). Στην Επαν. Χαλκιδικής
μπιχτσής [b΄ixćís] ''αγροφύλακας''. Στην Κάρπ. μπεξής [beksís] ''αγροφύλακας''.
υστβυζ. μπεκτσής ''φύλακας, νυχτοφύλακας'' <τούρκ(κν). bekçi ''φύλακας [watchman],
νυχτοφύλακας [night-watchman]''

μπιλιάς (ουσ.) : Στην Κοζ. [b΄il΄ás] ''μπελάς''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και το Μελέν. της ΝΔ
Βουλγαρίας [bil΄ás] ''μπελάς''. Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 249), τα Γρεβενά
(ΓρεβΤουρκ 192), τον Πολύγ. Χαλκιδικής και την Τσιαρπ. Σερρών ''μπελάς''.
αραβ. & πέρσ. bälā ''δυστυχία [Unglück, Not], κακοτυχία [Mißgeschick]'' (Junker-Alavi
102, Steingass 196, Nişanyan 2009 & Dizdari «bela», BER «беля», Škaljić & Skok
«belaj», ΕτυμTietze «belâ Ι»)> τούρκ(οθ). belâ ''καταστροφή, κακοτυχία, συμφορά,
μπελάς [calamity, misfortune, evil, trouble]''> (α) αλβαν. bela = 1) trouble, 2) annoyance,
nuisance, (β) βουλγάρ. беля {beljá} ''μπελάς [nuisance, mischief; bother, trouble]'', (γ)
ΒΣΜ беља [béla] ''trouble'', (δ) σερβοκροάτ. белај / belaj = 1) misfortune, bad luck, 2)
chaos, mess, (ε) ρουμάν. belea = 1) δυσάρεστη κατάσταση [Ungemach, Widerwärtigkeit,
Verdrießlichkeit], 2) κάτι που προκαλεί μια δυσάρεστη κατάσταση [das, was Ungemach,
Widerwärtigkeit bringt], (στ) ΚΝΕ μπελάς [belás].

μπιλιούρ’ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών μπιλιούρ’ [bil΄úr] ''κρύσταλλο''. Στη Λόσν.
Καστοριάς μπλιούρ’ [bl΄úr] μτφ. σε εκφρ. του τύπου σάν του μπλιούρ’ (ή μπλιούρ’) τόχ΄
του πιδί-τς ''(εδώ) καλοαναθρεμμένο, παχουλό, ευτραφές''.
τούρκ(ερ). billûr ''κρύσταλλο [duru, berrak, kesme cam, kristal]''> (α) αλβαν. bilur {bilúr} =
1) πορσελάνη [porcelain, china], 2) crystal, clear glass, (β) βουλγ(ετ). билюр [bil΄úr]
''κρύσταλλο [кристално стъкло]'', (γ) βορειοσλαβομακ. билјур [bil΄ur] ''κρύσταλλο
[кристално стакло]'', (δ) σερβοκροάτ. биљур / biljur [bíl΄ur] ''κρύσταλλο [crystal]''.
μπιλ’μπίδ’=> νιμπιλμπί

μπιλμπίλ’ (ουσ.) : στην Ανασελ. ''αηδόνι''.


τούρκδ. bilbil ''αηδόνι [bülbül]''> (α) αλβαν. bilbil ''nightingale'', (β) βουλγκ. билбил {bilbíl}
''αηδόνι [славей]'' (ΛΒΓ «бюлбюл»), (γ) ΒΣΜ билбил {bílbil} & биљбиљ [bilbil] ''αηδόνι
[nightingale]''.
μπιμπίλ’, μπιμπλί, μπιμπλιά=> νιμπιλμπί
μπινάς [b΄inás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μεγάλο κτήριο''.
<τούρκ(κν). bina ''(a) building; edifice; structure, (a) construction''

μπινέκ΄ [binéḱ] (ουσ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών και την Ανασελ. ''άλογο για καβάλημα''.
<τούρκ(κν). binek ''ζώο για καβάλημα [mount, animal used for riding]''
μπινιβρέκ΄=> πινιβρέκ΄

/ 242 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπινλίκ΄ [b΄ińl΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μπουκάλι πέντε οκάδων''.


<τούρκ(οθ). binlik ''μπουκάλι 1000 δραμιών: (η) χιλιάρα [large wine bottle holding 1000
drams]''

μπινταβά=> μπατχαβά

μπιρδές=> μπιρντές

μπιρμπέρς /birbérs/ (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''κουρέας''.


<τούρκ(κν). berber ''barber''

μπιρμπίλ΄=> νιμπιλμπί

μπιρντέν [birdén] (επίρ. τροπ.) : στην Ίμβρο ''με μιάς, με τη μία, αμέσως'' (Ξεινός 105,
Γλ.Ίμβρ.).
<τούρκ(ερ). birden {bírden} = 1) ξαφνικά [âniden, bir anda, ansızın], 2) ταυτόχρονα
[hepsi bir, hep beraber]

μπιρντές [bird΄és], μπιρτζές [birdźés], μπιρδές [birδés] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης
μπιρντές ''κουρτίνα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:76). Στη Σιάτ. Κοζάνης μπιρτζές
''κουρτίνα, παραπέτασμα απο ύφασμα''. Στην Ίμβρ. μπιρδές ''κουρτίνα''.
πέρσ. pärde ~ pärdä ''κουρτίνα [Vorhang]'' (Junker-Alavi 128, Steingass 241, Nişanyan
2009 & Eren & Dizdari & Škaljić «perde», BER «перде», Skok «perda», ΕτυμΜπαμπ
«μπερντές»)> τούρκ(κν). perde ''κουρτίνα [curtain, drape]''> (α) αλβαν. perde ''curtain;
drapery'', (β) βουλγάρ. перде {perdé} ''κουρτίνα [curtain], παντζούρι παράθυρου [blind]'',
(γ) ΒΣΜ перде {perde} ''curtain; blind; drape'', (δ) σερβοκροάτ. перде / perde & перда /
perda ''κουρτίνα [curtain], παντζούρι παράθυρου [shade]'', (ε) ρουμάν. perdea
''Vorhang'', (στ) Ν/ελλην. μπερντές.

μπιρσίμ΄=> μπρισίμ’

μπιρτζές=> μπιρντές

μπισίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [b΄iśíḱ] ''(μωρουδίστικη) κούνια''. Στο Μόκρο Κοζάνης μπισίκ΄
''παιδική κούνια'' (Γλ.Μόκρ.).
<τούρκ(κν). beşik ''κούνια [cradle]''

μπιτσ΄κί, μπουτσ΄κί (ουσ.) : Στο Μπλάτσι Κοζάνης μπιτσ΄κί [b΄ićḱí] ''ειδικό μαχαίρι με
ξύλινη λαβή σάν πριόνι για το κλάδεμα των αμπελιών'' (Γλ.Καλινδ. 432). Στη Ντέβλα
(Κρυονέρι) Βοΐου μπουτσκί ''πριονωτός, σχετικά μεγάλος σουγιάς με καμπύλη λάμα,
που χρησιμοποιούνταν σάν κλαδευτήρι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης μπουτσ΄κί [bućḱí]
''μικρό δρεπάνι'' (Γλ.Γαλατ. 270).
<τούρκδ. bıçkı = 1) πριόνι [testere], 2) φαλτσέτα: ένα εργαλείο του τσαγκάρη και του
κατασκευαστή δερμάτινων ειδών και ιπποσκευής για το κόψιμο των δερμάτων [deri ve
kösele kesmek için ayakkabıcı ve saraçların kullandığı bir aygıt]

μπιτσ΄χαβά, μπιτχαβά=> μπατχαβά

μπιχτσής=> μπικτσής

/ 243 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπλιούκ΄ [b΄l΄úḱ], μπλούκ΄ [blúḱ], μπλίκ΄ [bl΄íḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. μπλιούκ΄ ''σύνολο
ατόμων: ομάδα''. Στη Νάουσ. Ημαθίας μπουλιούκι [bul΄úḱi] ''μπουλούκι: ασύντακτο
πλήθος ανθρώπων''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπλούκ΄ ''μπουλούκι''. Στο Μόκρο Κοζάνης
μπλούκ΄ = 1) ομάδα εργατών, 2) συνεργείο χτιστών (Γλ.Μόκρ.). Στη Σλάτ. Καστοριάς
μπλούκ΄ = 1) μπουλούκι, 2) κοπάδι απο ζώα. Στη Σιάτ. Κοζάνης μπλίκ΄ ''μπουλούκι,
ομάδα''. Στο Βελβεντό Κοζάνης μπλίκ΄ ''ομάδα'' (Τσιανάκας 1988:28, 90, 127).
τούρκ(κν). bölük = 1) (military) company, 2) group, body (of men)> (α) βαλκ. τούρκ.
bülük ''bölük'' (Olcay 32, 38, 57), (β) αλβαν. bylyk {bülǘk} = 1) [History] military unit in the
Ottoman Empire consisting of some 100-250 mercenary soldiers, 2) (old) crowd (of
people), flock (of animals), pile (of things), (γ) βουλγ(ετ). билюк {biljúk} & бюлюк {bjuljúk}
''μεγάλο πλήθος (συνήθ. ζώων) [голям множество (обикновено добитък)]'', (δ) ΒΣΜ
булук {búluk} = 1) herd; flock; pack, 2) (historical) company (in the Ottoman army), (ε)
σερβοκροάτ. буљук / buljuk = 1) (historical) military unit, company (in the Turkish army),
2) (figurative) crowd, mob, mass; herd, pack, (στ) ρουμάν. buluc {bulúk} = 1) Regiment,
Fähnlein, 2) πυκνό πλήθος των ανθρώπων [dichter Menschenhaufen], (ζ) ΚΝΕ
μπουλούκι.
μπλιούρ’=> μπιλιούρ’
μπλούκ΄=> μπλιούκ΄
μπνάρ’=> μπουνάρ΄
μπντάκ΄, μπντάκαβου=> μπουντάκ΄

μπόρτσ’, μπόρτζ’ (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης και τη Βέρ. Ημαθίας μπόρτσ’ ''χρέος''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης μπόρτσ΄ [bóŗć] ''χρέος, δανεικά χρήματα''. Στην Κοζ. μπόρτζ΄ [bóŕdź] ή
μπόρτσ΄ [bóŕć] ''χρέος''. Στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 269), το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 253, Σόρμας 138), τη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών μπόρτζ΄
[bórdź] ''χρέος''. Στην Ανασελ. και την Καστορ. μπόρτζ’ ''χρέος''.
<τούρκ(κν). borç ''debt; loan'' (πρβλ. αλβαν. borxh & borç = 1) loan, 2) debt)

μπουγάς [buγás], μπγάς [bγás] (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Σιάτ. Κοζάνης, το Μπλάτσι
Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 418) και τη Δόβρ. Γρεβενών μπουγάς ''ταύρος, βαρβάτο βόδι''.
Στη Σαμοθράκη μπγάς ''ταύρος: αρσενικό μοσχάρι, επιβήτορας'' (Κατσάνης 1996:276).
Στη Λευκάδα μπγάς ''ταύρος, βαρβάτο βόδι'' (Γλ.Λευκ. «μπουγάς»).
<τούρκ(κν). boğa ''bull'', τούρκδλ. buğa ''boğa'', βαλκ. τούρκ. buwa ''boğa'' (Dallı 179),
βαλκ. τούρκ. bua ''ταύρος'' (Κυρανούδης 1998:125)

μπουγάτσια [buγáća] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''πλατύ ψωμί που ψηνόταν με γάστρα σε ταψί κι
απο πάνω το στόλιζαν, ενώ άμα το πήγαιναν στις λεχώνες το άλειφαν απο πάνω με
αβγό κι έριχναν αμύγδαλα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''κουλούρα καμωμένη απο διαλεχτό
σταρένιο ψωμί, που ψήνεται στο ταψί με γάστρα και την έφτιαχναν συνήθ. σε επίσημες
περιστάσεις''. Στη Λόσν. Καστοριάς «μπογάτσια». Στην Επαν. Χαλκιδικής ''ψωμί
ζυμωμένο με ζάχαρη και ψημένο στο ταψί''.
<τούρκ(οθ). boğaça {boγáča} ''γλύκισμα απο πολύ παχιά ζύμη ψημένο συνήθ. χωρίς
κάποια γέμιση [cake of very fat pastry baked usually without any stuffing]'' (<τούρκ(οθ).
poğaça {poγáča} ''cake of very fat pastry baked usually without any stuffing'' <ιταλ.
focaccia: δές ΕτυμΑνδρ & ΛΚΝ & ΕτυμΜπαμπ «μπουγάτσα», Nişanyan 2009 «poğaça»,
ΕτυμTietze «poğaça» & «boğaça»)

/ 244 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

μπουιά (η) [bujá] (ουσ.) : Στην Κοζ. μπουιά = 1) χρώμα, 2) μπογιά. Στην Κρήτη μπογιάς
(ο) ''μπογιά'' (ΓΑΚ 16, Γλ.ΔΚρήτ., Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ.). Στην Κάρπ. μπουγιά (η) &
μπουγιάς (ο) ''μπογιά''.
<τούρκ(κν). boya = 1) μπογιά [paint], 2) βαφή [dye], 3) χρώμα [color]

μπουιατζής [bujadźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μπογιατζής, ελαιοχρωματιστής''.


<τούρκ(κν). boyacı ''μπογιατζής [house painter]''
μπουλιούκι=> μπλιούκ΄

μπουνάρ΄, μπνάρ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης μπουνάρ΄ [bunáŕ] «βαθύ πηγάδι»
(Γλ.Καταφ. 255). Στη Σέλ. Κοζάνης μπνάρ’ ''πηγάδι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών μπνάρ’
[bnár] ''πηγάδι''.
βαλκ. τούρκδ. bunar ''πηγάδι [kuyu]'' [Yugoslavya]> (α) αλβ(ερ). bunar ''πηγάδι (νερού)
[pus uji], δημόσια βρύση [krua, burim]'', (β) βουλγάρ. бунар {bunár} ''πηγάδι [well]'', (γ)
ΒΣΜ бунар {búnar} ''well'', (δ) σερβοκροάτ. бунар / bunar ''well''.

μπουντάκ΄, μπντάκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. μπουντάκ΄ [budáḱ] ''ρόζος (σε ξύλο)''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης μπουντάκ΄ ''ρόζος (σε ξύλο)'' (Γλ.Καταφ. 269). Στη Σέλ. Κοζάνης
μπντάκ΄ [bdáḱ] ''ρόζος σε ξύλο''. Στην Ανασελ. μπντάκαβου [bdákavu] ''σκληρό, με
ρόζους (για ξύλα)''.
τούρκ(κν). budak ''ρόζος (σε ξύλο) [knot (in timber)]''> (α) τούρκδ. bıdak ''budak''
(Clauson 301-2, ΕτυμTietze «budak I»), (β) βουλγκ. будак {budák} ''ρόζος σε ξύλο [сък в
дърво; чвор]''.

μπουντρούμ΄ [budrúḿ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''βαθύ, σκοτεινό και θολωτό υπόγειο''.
<τούρκ(κν). bodrum ''υπόγειο, κελάρι [subterranean vault, dungeon, cellar]''

μπουρανί /buraní/ (ουσ.) : Στην Κοζ. [burańí] ''είδος σπανακόρυζου στον φούρνο''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών ''σπανακόρυζο''. Στην Ανασελ. ''λαπατόρυζο''.
πέρσ. burāni ~ būrānī ''food made from the egg-plant/Spinat mit Sauermilch'' (Steingass
206, Junker-Alavi 107, ΟθωμΛεξ «borani» & «burani», Nişanyan 2009 «borani», Dizdari
«burani»)> οθωμ. burani ''φαγητόν μετά λαχανικών, ιδία σπανάκιον μετ’ ορύζης''
(Χλωρός 374) = τούρκδ. burani ''φαΐ απο σπανάκι, γιαούρτι και αβγό [ıspanak, yoğurt ve
yumurta ile yapılan bir çeşit yemek]''> (α) τούρκ(κν). borani ''a vegetable dish with yogurt
and rice'', (β) τούρκδ. borani ''φαΐ απο ψημένο λαχανικό με πλιγούρι ή ρύζι και γιαούρτι
απο πάνω [bulgur veya pirinçle pişirilen sebze üzerine yoğurt dökülerek yapılan
yemek]''> τούρκδ. boranı ''bulgur veya pirinçle pişirilen sebze üzerine yoğurt dökülerek
yapılan yemek'', (γ) αλβαν. burani ''dish made with rice and minced greens'', (δ) ΒΣΜ
боранија {boránija} ''πράσινα φασολάκια [string beans, green beans]'', (ε) σερβοκροάτ.
боранија / boranija & буранија / buranija ''string beans''.

μπουρέκ΄ [buŕéḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''είδος τυρόπιτας''.


πέρσ. būräk ''a kind of food; a sort of triangular paste or macaroni'' (Steingass 206,
Škaljić «burek», Nişanyan 2009 «börek»)> τούρκ. *burek> bürek/*borek> τούρκ(ερ).
börek ''πίτα: παρασκεύασμα απο ανοιγμένα φύλλα ζυμαριού που ψήνεται με γέμιση
τυρί, κιμά ή διάφορα λαχανικά [açılmış hamurun içine peynir, kıyma veya çeşitli sebzeler
koymak suretiyle pişirilen hamur işi]'', βαλκ. τούρκ. bürek ''börek'' (Olcay 35, 57)> (α)
αλβαν. byrek {bürék} ''πίτα [multi-layered pasty filled with meat, eggs, vegetables or

/ 245 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Μ

cheese]'' (δές τσουράκ΄), (β) βουλγάρ. бюрек {bjurék} ''cheese pasty'', (γ) ΒΣΜ бурек
{burek} ''πίτα (με διαφόρων ειδών γέμιση) [puff pastry with different fillings]'', (δ)
σερβοκροάτ. бурек / burek ''πίτα (συνήθ. κρεατόπιτα ή τυρόπιτα) [a type of pastry
(usually filled with meat or cheese)]'', (ε) Ν/ελλην. μπουρέκι> (1) ΚΝΕ μπουρεκάκι, (2)
ΚΝΕ γαλα(κ)τομπούρεκο.

μπουρμάς Ι [burmás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ.
270) ''κάνουλα βρύσης''. Στη Σέλ. Κοζάνης = 1) κάνουλα νιπτήρα, 2) φελός.
<τούρκ(κν). burma ''βρύση, κάνουλα βρύσης [tap, faucet, cock]'' (<τούρκ(κν). burmak
''στρίβω, σφίγγω στρίβοντας [to twist, screw], σφίγγω, στίβω [to wring]'')
μπουρμάς ΙΙ [burmás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το μεσαίο τμήμα της λάμπας πετρελαίου (οπου
και στερεώνεται το λαμπογυάλι), οπου περνάνε και ρυθμίζουν το φυτίλι μ’ εκείνη τη
«βίδα»''.
<τούρκ(οθ). burma ''στριφτός, σπιράλ [screwed, twisted, spiral], βίδα [screw], ότι έχει
σπείρα/έλικα [anything having a screw thread], σπείρα/έλικας [screw thread]'' (<burmak
''στρίβω'')
μπουρσούκ΄ [bursúq]> μπρουσούκ΄ [brusúq] (ουσ.) : Στην Ίμβρο μπουρσούκ΄ ''ασβός''
(Γλ.Ίμβρ., Ξεινός 106). Στην Τσιαρπ. Σερρών μπουρσούκ΄ & μπρουσούκ΄ ''ασβός''.
οθωμ. borsuk ''ασβός [Dachs/tasso]'' (Meninski 1680:914) = βαλκ. τούρκ. borsuk
''porsuk'' (Dallı 179)> (α) τούρκ(κν). porsuk ''ασβός [badger]'' (Eren & Nişanyan 2009
«porsuk»), (β) διαλκ. βουλγ(ετ). борсук {borsúk} ''ασβός [язовец]''> βουλγάρ. бурсук
{bursúk} ''badger (Meles meles)'', (γ) ρουμάν. bursuc ''Dachs''.
μπουτσ΄κί=> μπιτσ΄κί
μπουχάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [buxáŕ] ''προεξοχή του πάνω μέρους του τζακιού, που
συγκεντρώνει τον καπνό και τον παροχετεύει στην καμινάδα''. Στο Μόκρο Κοζάνης
[buxáŕ] ''καμινάδα'' (Γλ.Μόκρ.)/''τζάκι'' (Λαογρ.Μόκρ. 436). Στο Μικρόβ. Κοζάνης ''τζάκι''.
<τούρκδ. buhar ''καμινάδα [baca]'' (πρβλ. αλβαν. buhar ''fireplace mantel; chimney;
fireplace'')
μπουχαρί /buxarí/ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης μπουχαρί [buxarí] ''το μέρος του τζακιού
που προεξέχει και μαζεύει τον καπνό''. Στη Σέλ. Κοζάνης μπουχαρί ''το ράφι του
τζακιού''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''τα ράφια του τοίχου, πάνω απ’ το τζάκι'' (Γλ.Λόσν.
329). Στην Κοζ. μπουχαρί [buxaŕí] ''κεντητό διακοσμητικό, που έμπαινε πάνω απο το
τζιακλίκ΄ στο μπουχάρ΄''. Στο Πήλ. μπουχαρί ''καμινάδα''. Στην Αργιθέα Καρδίτσας
μπ’χαρί ''η καμινάδα του τζακιού'' (Γλ.Αργ. 124).
<τούρκδ. buhari = 1) καμινάδα [baca], 2) η κορυφή του τζακιού [ocak başı] (πρβλ.
αλβ(ερ). buhari ''το μέρος της καμινάδας που προεξέχει πάνω απ’ το τζάκι [pjesë e dalë
e oxhakut mbi vatër], καμινάδα [oxhak]'')
μπουχτσιάς [buxćás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''μπόγος, δέμα''. Στην Ανασελ. ''τετράγωνο πανί
για σχηματισμό μπόγου''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''μαντίλι οπου τύλιγαν τα δώρα της
νύφης'' (Γλ.Καταφ. 270).
<τούρκ(κν). bohça = 1) μπόγος, δέμα [bundle], 2) τετράγωνο ύφασμα για το τύλιγμα
αντικειμένων σε μπόγο [square cloth for wrapping a bundle]

/ 246 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν

μπρισίμ’, μπιρσίμ΄ (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς μπρισίμ’ [brisím] ''λεπτό μεταξωτό
κορδόνι για το κέντημα ενδυμασιών''. Στην Κοζ. μπιρσίμ΄ [b΄iŕśíḿ] ''γερή κλωστή
εισηγμένη απ’ την κεντρική Ευρώπη''. Στη Γαλατινή Κοζάνης μπρουσίμ’ [bruśím]
''κλωστή'' (Γλ.Γαλατ. 270).
πέρσ. äbrišöm ~ äbrīšüm ''silk'' (Steingass 8, Junker-Alavi 4, Eren & ΕτυμEyuboğlu &
Nişanyan 2009 «ibrişim», ΕτυμTietze «ebrişim», ΣερβοκρΤουρκ & ΕτυμΣΚ «ibrišim»,
ΕτυμΒουλγ «ибришим»)> οθωμ. ebrişüm ''μεταξοκλωστή'' (Χλωρός 8)> ebrişim
''μεταξωτή κλωστή [ipek iplik]'' (ΕτυμTietze)> (1) οθωμ. birişim ''μετάξι [λατ. sericum, ιτ.
seta]'' (Meninski 805), (2) τούρκ(κν). ibrişim ''silk thread''> (α) βουλγάρ. ибришим
{ibriším} ''twist, fine silk/cotton thread'', (β) ΒΣΜ ибришим {ibrišim} ''twist, fine silk
thread'', (γ) σερβοκρ(ετ). ибришим / ibrišim ''μεταξωτό νήμα για κέντημα [svileni konci za
vezenje]'', (δ) ρουμάν. ibrişim ''μεταξωτή κλωστή [gezwirnte Seide, Seidenzwirn]'', (ε)
βαλκ. σλάβ. *иб(ъ)ршим [ibărším]> αλβαν. ibërshim {ibărším} ''twisted embroidery thread
made of lustrous silk''.
μπρουντζίκ΄ [bruńdźíḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μεταξωτό ύφασμα''.
βαλκ. τούρκδ. bürüncük ''είδος υφάσματος απο ακατέργαστο μετάξι [ham ipekten
dokunmuş bez]'' [Hamidiye *Uzunköprü]> (α) αλβαν. byrynxhyk {büründžǘk} = 1) λεπτό
μεταξωτό νήμα [thin silk thread], 2) λεπτό μεταξωτό ύφασμα [sheer silk cloth], (β)
βουλγκ. бурунджук {burundžúk} = 1) ακατέργαστο μετάξι [сурова коприна], 2) μεταξωτό
ύφασμα [копринено платно], (γ) σερβοκρ(ετ). бурунџук / burundžuk ''λεπτό, άσπρο,
μεταξωτό ύφασμα [tanko bijelo svileno platno]''.
μπρουσίμ΄=> μπρισίμ’
μπρουσούκ΄=> μπουρσούκ΄
μπ’χαρί=> μπουχαρί
μσάνταρου (το) [msándaru], μσανταριά (η) [msandaŕá], μσουνταράς (ο) [msudarás]
(ουσ.) : Στον Κολ. Πιερίας μσάνταρου & μσανταριά ''εντοιχισμένη ντουλάπα, οπου
συνήθως έβαζαν στρωσίδια και τα σκεπάσματα του ύπνου''. Στα Γιάν. μσουνταράς
''ντουλάπα για στρώματα''.
<τούρκ(οθ). musandıra {musándwra} ''εντοιχισμένη ντουλάπα για στρώματα κλπ. [large
closet in a wall for storing mattresses, etc.]''
μτάφ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [mtáf΄] ''υφαντό απο γιδόμαλλο''. Στην Ανασελ. ''υφαντό απο
γιδόμαλλο''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [mtáf] ''κουβέρτα απο κατσικόμαλλο που
χρησιμοποιείται σά σκέπασμα για πράγματα που είναι φορτωμένα σε ζώα''.
<τούρκ(κν). mutaf ''υφαντό απο γιδόμαλλο (συνήθ. σαμαροσκούτι ή τορβάς) [article
made of goat’s hair (usually a saddlecloth/a feedbag)]''
νάμ’> ανάμ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [nám] ''ελάττωμα, κουσούρι''. Στη Γαλατινή
Κοζάνης [nám] & [anám] ''ελάττωμα'' (Γλ.Γαλατ. 271). Στην Πιερ. [anáḿ] ''καλό όνομα''.
Στη Σλάτ. Καστοριάς [anám] ''όνομα, φήμη (κακιά)'' {κλέφτς μι τ’ ανάμ’}.
<τούρκ(κν). nam = 1) όνομα [name], 2) φήμη, όνομα, υπόληψη [fame, renown;
reputation]
νικέηζ (επθ.) : Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [niḱéjz] ''φιλάργυρος, τσιγκούνης'' (Γλ.Λόσν.
329). Στο Βελβ. Κοζάνης και το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 340) ''τσιγκούνης
(«φιλάργυρος»)''.

/ 247 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν

πέρσ. nākäs ''unmanly, worthless, unworthy, mean, base, ignoble, vile; sordid,
avaricious; abject, illiberal; a lout, a clown; cowardly, timid, degenerate; a man of light
character, of no consequence; nobody; impotent, emasculated; a pederast/Halunke,
Schuft; Feigling, Memme; niederträchtig, gemein'' (Steingass 1377, Junker-Alavi 794,
Nişanyan 2009 «nekes», Dizdari «neqes», BER «некезин»)> οθωμ. nâkes ''πολύ κακός
(άνθρωπος) [mean, despicable (man)]'' (Redhouse 2066)> οθωμ. nekes ''mean,
despicable (man)'' (Redhouse 2066)> τούρκ(κν). nekes ''τσιγκούνης, σφιχτοχέρης
[stingy, tight-fisted]''> (1) τούρκδ. lekes & lekez ''τσιγκούνης [cimri]'', (2) βαλκ. τούρκ.
*nekez> (α) αλβαν. neqez ''stingy'', (β) βουλγ(ετ). некезин {nekézin} ''τσιγκούνης
[скъперник]''.

νίκνα=> κνά
νιμπιλμπί (ουσ.) : Στην Κοζ. νιμπιλμπί (το) [ńib΄il΄b΄í] ''στραγάλια''. Στο Βελβεντό
Κοζάνης μπιμπλί (το) ''στραγάλια'' (Τσιανάκας 2000:70, 170). Στον Κολ. Πιερίας
μπιλ΄μπίδ΄ [bil΄bíδ΄] ''στραγάλι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης μπιλμπίδ’ ''στραγάλι''. Στην Πιερ.
μπιλμπίδγια [bilbíδγ΄a] ''στραγάλια''. Στην Κοζ. μπιμπίλ΄ [b΄ib΄íl΄] ''στραγάλι''. Στη Δόβρ.
Γρεβενών μπιμπίλ’ [bibíl] ''στραγάλι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς μπιρμπίλ΄ [birbíl΄]
''σφυρίχτρα''.
πέρσ. läbläbu ~ läbläbū ''beet boiled and eaten with whey and garlic/gekochte rote
Beete'' (Steingass 1117, Junker-Alavi 648, Eren «leblebi»)> *leblebu> τούρκ(κν). leblebi
''ψητά ρεβίθια: στραγάλια [roasted chickpeas]''> (1) διαλκ. αλβ(τρ). leblebi ''qiqëra të
kafërtisuna, që i shesin ma së forti sheqerxhitë e Gorës së Lumës'', (2) βουλγ(τρ).
леблебия {leblebíja} ''roasted chickpeas/печен нахут'', (3) ΒΣΜ леблебија {leblebija}
''στραγάλι [roasted chick-pea]'', (4) σερβοκροάτ. леблебија / leblebija ''gram; chick-pea'',
(5) βαλκ. τούρκ. *neblebi ''στραγάλια''> (α) αλβ. neblebi ''qiqëra të kafërtisuna, që i
shesin ma së forti sheqerxhitë e Gorës së Lumës'' (Dizdari «leblebi», Škaljić «leblebija»),
(β) βουλγ(τρ). неблебия {neblebíja} ''roasted chickpeas/печен нахут''.
νινέ [ńińé] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''γιαγιά''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ''γιαγιά ή παραγιαγιά''.
<τούρκ(κν). nine ''γιαγιά [grandmother, granny]'', τούρκδ. nene ''γιαγιά [büyükanne,
nine]''
νισιάν΄ [ńiśáń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''σκόπευση, σημάδεμα, σημάδι''.
<τούρκ(κν). nişan ''στόχος [target]''
νισιαντίρ΄ [ńiśad΄íŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''φάρμακο για τις αμυγδαλές''.
αραβ. & πέρσ. nüšādïr/nïšādïr ~ näšādör/nöšādër ~ nüšādör/nïšādūr ''sal-
ammoniac/Salmiak/nişadır'' (Junker-Alavi 804, Steingass 1402, Kanar 1496, BER
«нишадър», Dizdari «nishadër», Skok «nišador», MisalliSözlük «nışadır»)> τούρκ(οθ).
nişadır ''αμμωνιακό άλας [sal ammoniac], αμμωνία [ammonia]''> (α) τούρκ(κν). nışadır
''αμμωνιακό άλας, χλωριούχο αμμώνιο [sal ammoniac, ammonium chloride]'', (β) αλβαν.
nishadër {nišádăr} ''sal ammoniac'', (γ) βουλγάρ. нишадър {nišadắr} ''sal ammoniac,
ammonium chloride'', (δ) ΒΣΜ нишадор {nišador} ''sal ammoniac'', (ε) σερβοκροάτ.
нишадор / nišador ''sal ammoniac'', (στ) ρουμάν. nişadâr {nišadấr} ''Salmiak''.
νουντάς (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Λόσν. Καστοριάς [nudás] ''δωμάτιο''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 277) ''δωμάτιο''.
<υστβυζ. οντάς ''δωμάτιο, θάλαμος, αίθουσα'' <τούρκ(κν). oda ''δωμάτιο [room]''

/ 248 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν

νταβάν΄ [daváń] (ουσ.) : στην Κοζ., το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 277) και τον Κολ.
Πιερίας ''ταβάνι''.
τούρκ(κν). tavan ''ταβάνι [ceiling]''> (α) τούρκδ. davan ''tavan'' (δές Eren & Nişanyan
2009 «tavan»), (β) αλβαν. tavan ''ceiling'', (γ) βουλγάρ. таван {taván} ''ceiling'', (δ) ΒΣΜ
таван {távan} = 1) ceiling, 2) attic; garret; loft, (ε) σερβοκροάτ. таван / tavan ''attic;
garret, loft'', (στ) σερβοκροάτ. таваница / tavanica ''ceiling'', (ζ) ρουμάν. tavan ''ταβάνι
[(Zimmer-) Decke]'', (η) ΚΝΕ ταβάνι.
νταβαλήδ’κους /davalíδkus/ (επθ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών ''αμφισβητούμενος'' {Αυτό του
χουράφ’ είνι νταβαλήδ’κου.}.
<τούρκ(κν). davalı ''αμφισβητούμενος [contested, disputed]''
νταβάς [davás] (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών νταβάς [davás] ''δίκη'' {Τουν έκαμα νταβά
για του χουράφ’.}. Στην Ανασελ. [davás] ''δίκη, αγωγή'', νταβίζου [davízu] ''ενάγω,
διεκδικώ''. Στην Πιερ. [davízu] ''ζητώ κάτι επίμονα'' (Γλ.Πιερ. 85). Στο Μόκρο Κοζάνης
[davízu] ''ζητώ, ζητιανεύω'' (Γλ.Μόκρ.). Στην Κοζ. νταβίζου [dav΄ízu] ''μιλάω πολύ''.
<τούρκ(κν). dava = 1) (νομική) αγωγή [(law) suit, lawsuit, action], 2) δίκη [(law) trial]
νταϊάκ΄ [dajáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) στήριγμα, 2) μπαστούνι. Στη Δόβρ. Γρεβενών
''στήριγμα''.
<τούρκ(οθ). dayak = 1) στήριγμα [prop, support, shore], 2) ραβδί [stick]
νταϊάντα [dajánda] (προστ.) : στην Κοζ. ''υπομονή, (κάνε) κουράγιο''.
προστ. ενός *νταϊαντώ <dayandı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(οθ). dayan(mak) ''αντέχω,
υπομένω [to resist, hold out; to endure, last; to support, tolerate]''
ντάιμα [dájma] (επίρ. χρον.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 279), τη Λόσν.
Καστοριάς, τον Κολ. Πιερίας και τον Τίρναβο Λάρισας (Γλ.Τίρν. 17) ''πάντα''. Στην
Κοζ. και την Πιερ. ''συχνά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών ''συχνά, συνεχώς''.
<τούρκ(κν). daima {dáima} ''πάντα, συνεχώς [always, continually]''
νταϊρές (ουσ.) : Στην Κοζ. [dajŕés] ''ντέφι''. Στην Ανασελ. και τον Κολ. Πιερίας ''ντέφι''.
<τούρκ(κν). daire ''ντέφι [tambourine]''
νταλάκα [daláka] (ουσ.) : στην Κοζ. ''φουσκωμένη κοιλιά''.
<τούρκ(κν). dalak ''σπλήνα [spleen]''
νταλντώ [daldó], νταλ΄ντάου [dal΄dáu], νταλντίζου /daldízu/ (ρ.) : Στην Κοζ. νταλντώ
''τολμάω''. Στη Λόσν. Καστοριάς νταλντώ = 1) χυμάω, επιτίθεμαι, 2) (μτφ.) αποφασίζω.
Στη Δόβρ. Γρεβενών νταλντώ ''χυμάω, επιτίθεμαι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς νταλ΄ντάου
''παίρνω απόφαση και ορμώ, επιτίθεμαι χωρίς να λογαριάζω τον κίνδυνο''. Στη Βέρ.
Ημαθίας νταλντώ ''αποτολμώ''. Στην Τσιαρπ. Σερρών νταλντώ ''ορμώ''. Στον Κολ.
Πιερίας νταλντώ ή νταλντίζου ''αποφασίζω να κάνω κάτι ανώτερο απ’ τις δυνάμεις μου,
τολμάω''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών νταλντίζου ''τολμάω''.
<daldı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). dalmak ''κάνω βουτιά να πιάσω τον αντίπαλο απ’ τα
πόδια (στην πάλη) [to dive for one’s opponent’s legs (wrestling)]''

/ 249 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν

ντάμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [dáḿ] ''άδειο, αχρησιμοποίητο, παλιό κτίσμα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
[dám] ''ερειπωμένο ή μεγάλο και ατελείωτο σπίτι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [dám] ''άθλιο
κτίσμα''. Στην Ανασελ. [dám] ''περιφρονητικά το παλιό σπίτι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς
[dám] σε εκφρ. του τύπου έχου του σπίτι ντάμ’ (= ανοιχτό πέρα για πέρα).
<τούρκ(κν). dam = 1) σκεπή/στέγη, υλικό στέγασης [roofing, roof, outer covering of a
roof], 2) επίπεδη σκεπή [flat roof], 3) μικρό κτίσμα (συνήθ. με επίπεδη στέγη και
μονόροφο) [small house (usually flat-roofed and one-story)], 4) στάβλος [stable, animal
shed]

νταμπάκ΄ [dabáḱ] (ουσ.) : στη Σλάτ. Καστοριάς ''δίσκος για κέρασμα''.


τούρκδ. dabak ''πιάτο [yemek tabağı]'' <τούρκ(κν). tabak ''πιάτο [plate], δίσκος [dish]''
(<αραβ. & πέρσ. täbäq ''a dish, plate, tray/Holzplatte; Schüssel, Schale; Teller''
(Steingass 809, Junker-Alavi 494): Nişanyan 2009 «tabak1», Dizdari «tabakII», Škaljić
«tabak (I)»)

νταμπάκους, νταμπάκ΄ς=> ταμπάκ΄ς

νταμπάν΄=> ταμπάν΄

νταμπαχανάς=> ταμπαχανάς

ντ΄βάρ΄, ντβάρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. ντ΄βάρ΄ [d΄váŕ] ''πέτρινος τοίχος: ντουβάρι''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης [d΄váŕ] ''τοίχος'' (πληροφορία Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, δές π.χ.
Γλ.Καταφ. 280 [ντιβάρι]). Στη Σιάτιστα Κοζάνης ντβάρ’ [dváŗ] ''ντουβάρι'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:67, 191). Στη Λόσν. Καστοριάς ντβάρ’ [dvár] «ντουβάρι, τοίχος».
ΚΝΕ ντουβάρι <τούρκ(κν). duvar ''wall'' <τούρκ(οθ). divar ''wall'' (<πέρσ. divār ~ dīvār ''a
wall'' (Steingass 554, Junker-Alavi 339): Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok
«duvar», ΕτυμTietze «divar», BER «дувар»)

ντένγκ΄ [d΄éńǵ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''τσουβάλι''.


<τούρκ(κν). denk = 1) το μισό του φορτίου ενός υποζυγίου [half a horse-load, one side of
an animal’s load], 2) μπόγος, δέμα [bundle (wrapped in cloth), bale, rolled bundle],
μπόγος απο κλινοσκεπάσματα [bedroll] (πρβλ. αλβ(ερ). deng ''μεγάλο τσουβάλι ξέχειλα
γεμάτο [thes i madh i mbushur plot me diçka], το μισό φορτίο του αλόγου, που
αποτελείται απο ένα τέτοιο (τιγκαρισμένο) τσουβάλι στη μιά πλευρά της ράχης-του [thes i
tillë, si njëra nga anët e barrës së kalit], ρούχα, εμπορεύματα κλπ. σφιχτοδεμένα μαζί:
μπόγος, δέμα [rroba, mallra etj. të mbështjella, të ngjeshura e të lidhura bashkë]'')

ντιμπισίρ’ [dibiśír] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''τεμπεσίρι, κιμωλία''.


τούρκ(κν). tebeşir ''κιμωλία [chalk]''> (α) αλβαν. tebeshir ''chalk'', (β) βουλγάρ. тебешир
{tebešír} ''chalk'', (γ) σερβοκρ(ετ). тебешир / tebešir ''κιμωλία [kreda]'', (δ) ΒΣΜ тебешир
{tebešir}, (ε) ρουμάν. tibişir ''κιμωλία [Kreide]'', (στ) Ν/ελλην. τεμπεσίρι ''κιμωλία''.

ντουγραματζής [duγramadźís] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 285) και την
Επαν. Χαλκιδικής ''μαραγκός''.
<τούρκ(οθ). doğramacı ''carpenter'', βαλκ. τούρκ. dūramacı ''carpenter'' (Eckmann
1962α:60)

/ 250 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ν

ντουγρού [duγrú], ντουρού [durú] (επίρ. τροπ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.) και την
Ανασελ. ντουγρού ''ίσια, κατευθείαν''. Στην Κοζ. και την Πιερ. ντουγρού & ντουρού
''ντουγρού, κατευθείαν, ίσια''.
<τούρκ(κν). doğru ''straight, directly'' = dōru ''κατευθείαν'' (Κυρανούδης 1998:118), βαλκ.
τούρκ. dūru ''doğru'' (Eckmann 1962α:60, Dallı 181, Olcay 14, Kalay 34)
ντουζτζίζου [duźdźízu] (ρ.) : στη Σιάτιστα Κοζάνης ''στολίζομαι, φορώ τα καλά μου''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:75, Γλ.Σιάτ. «ντουζντζίζου»).
<düzdü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). düzmek ''κανονίζω [to arrange, compose],
προετοιμάζω [to prepare, bring together]''
ντουμπέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ντουμπέκ΄ [dub΄éḱ] ''πέτρινο γουδί, που αποτελούνταν απο
μια πέτρα με βαθούλωμα στη μέση, οπου στούμπιζαν τα καβουρντισμένα συστατικά του
καφέ (κουκούτσια απο βερίκοκα, σίκαλη, πικραμύγδαλα, κριθάρι, ρεβίθια) με ένα
σιδερένιο γουδοχέρι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ντουμπέκ΄ ''μεγάλο πέτρινο γουδί''. Στο Μόκρο
Κοζάνης ντουμπέκ΄ ''μεγάλο πέτρινο γουδί για τον καφέ'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 437).
Στη Δόβρ. Γρεβενών ντουμπέκ΄ [dubéḱ] «γουδί» (φορητό, για τον καφέ) {Δώσι-μι λίγου
του ντουμπέκ΄, να στουμπίσου τουν καφέ.}. Στην Καστορ. τουμπέκ΄ ''λαξευτό στην πέτρα
γουδί, στη γωνία της εσωτερικής αυλής, οπου κοπάνιζαν τους καβουρντισμένους απο
πρίν κόκκους του καφέ''.
τούρκδ. dübek = 1) κοίλη πέτρα για το στούμπισμα του καφέ ή του πλιγουριού: πέτρινο
γουδί [içinde kahve ya da dulgur dövülen oyuk taş, taş havan], 2) ξύλινο γουδί [tahta
havan], 3) συσκευή για την εξαγωγή του βούτυρου απ’ το γιαούρτι ή το γάλα [yayık]> (α)
αλβαν. dybek {dübék} = 1) μεγάλο ξύλινο γουδί (ή γουδοχέρι) με το οποίο στουμπίζονται
σιτηρά για ν’ αποφλοιωθούν [large wooden mortar/pestle used to husk grain], 2)
συσκευή για να παίρνουμε το βούτυρο απο το γάλα, χτυπώντας το [milk churn], 3)
μεγάλο ξύλινο σφυρί για τη διάλυση των σβόλων χώματος (στο χωράφι) [(regional) large
wooden mallet used to break up clods], (β) ΝΔ βουλγ. дубек {dubék} ''γουδί [чутура]''
(Atlas 3:232), (γ) *дюбек [d΄ubék]> ιδιωμ. βουλγ. гюбек [ǵubék] ''чутура'' (Atlas 3:232).
ντουνιάς [duńás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κόσμος''.
<τούρκ(οθ). dünya = 1) world, Earth, 2) this life, 3) everyone, people
ντουρού=> ντουγρού
ντουσέκ΄ (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών και την Ανασελ. [duśéḱ] ''στρώμα''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [duséḱ] ''στρώμα''.
<τούρκ(κν). döşek ''mattress''
ντουσ΄μάνους [duśmánus] (ουσ.) : Στα Γρεβενά ''εχθρός'' (ΓρεβΤουρκ 198). Στη
Γαλατινή Κοζάνης = 1) αυταρχικός, 2) εχθρικός, κακός (Γλ.Γαλατ. 295). Στη Σιάτ.
Κοζάνης «ζωηρός, αυταρχικός».
πέρσ. döšmän ~ düšmän ''an enemy, foe, adversary/Feind, Gegner, Widersacher'' ή
*döšmān ~ düšmān ''an enemy'' (Steingass 526, Junker-Alavi 317, Nişanyan 2009 &
Eren & Eyuboğlu «düşman», ΕτυμTietze «düşmen», Skok «dušmanin», BER
«душманин», Dizdari «dushman»)> τούρκ(κν). düşman ''enemy''> οθωμ. duşman
''εχθρός [inimicus]'' (Meninski 2174) = βαλκ. τούρκ. duşman ''düşman/ennemi/Feind''
(Eckmann 1960:192, 1962α:52, 1962β:114, Kakuk 1961:377, 1972:274, Dallı 181)> (α)
αλβαν. dushman {dušmán} ''(colloquial) enemy, occupier, conqueror, invader'', (β)
βουλγάρ. душман(ин) {dušmán(in)} ''enemy, foe'', (γ) ΒΣΜ душман(ин) {dúšman(in)}
''enemy, foe; mortal enemy; murderer'', (δ) σερβοκροάτ. душман / dušman & душманин
/ dušmanin ''enemy, foe'', (ε) ρουμάν. duşman {dušmán} ''Feind''.

/ 251 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ο

ντφέκ΄=> τφέκ΄

ξιάφ’=> κουσιάφ’

ξίκλουσουν (έκφρ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης ξίκλουσουν [kśíklusun] ''να μας λείπει''
(Γλ.Καταφ. 296). Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 290) ξίκ΄ να γέν΄ [kśíḱ
naγ΄éń] ''να μας λείπει''.
<τούρκ(οθ). eksik olsun ''να μας λείπει (περιφρονητική άρνηση: refusing
contemtuously)''

ουκά [uká] (ουσ.) : στην Κοζ. ''οκά''.


<τούρκ(κν). okka ''οκά: μονάδα βάρους ίση με 400 δράμια ή 1282 γραμμάρια [oke, oka
(weight of 400 dirhems or 1282 grams)]''

ουκνά=> κνά

ουμούρ’ (το) (ουσ.) : Στην Κοζ. ουμούργια (τα) [umúŕγ΄a] ''νάζια, καμώματα, κόνξες''. Στην
Ίμβρ. ουμούρ΄ (το) [umúŕ] ''μεγάλο ζήτημα/θέμα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
ουμούρι (το) [umúri] ''γκρίνια''.
<τούρκ(οθ). umur ''σημαντικό ζήτημα [matter of importance, concern]'', οθωμ. umur
''φασαρία: μή απαραίτητη ή ενοχλητική δραστηριότητα [an unnecessary or annoying
ado]'' (Redhouse 202)

ουμουρτζής (επθ.) : στην Κοζ. [umuŕdźís] ''αυτός που κλαίγεται στους άλλους:
κλαψιάρης'' Θηλ: ουμουρτζού [umurdzú].
<οθωμ. umurcu ''αυτός που συνηθίζει να κάνει πολλή φασαρία για το τίποτα/ασχολείται
με μικροπράγματα [one who is habitually fussy]'' (Redhouse 203) <umur (δές ππ.) +
επίθμ. -cu

ουρλούκ΄ [urlúḱ] (ουσ.) : στα Βασιλικά Χαλκιδικής «γούρι» (Γλ.Βασιλ. 182).


<τούρκ(ερ). uğurluk ''πράγμα που έχει μαζί-του κάποιος για τύχη [uğur getirmesi için
taşınan şey]''

ουρμάν΄> ρμάν΄> αρμάν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ., τον Τίρναβο Λάρισας (Γλ.Τίρν. 59) και τα
Νταρνακοχ. Σερρών ουρμάν΄ [urmáń] ''δάσος''. Στο Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ.), την
Πιερ. και την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής (Γλ.Κασσάνδρ. 485) αρμάν΄ [armáń] ''δάσος''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης, το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 349), τον Κολ. Πιερίας και τη
Μακρ. Πηλίου ρμάν΄ [rmáń] ''δάσος''. Στη Σαντορίνη (Βάλσαμος Πιτσικάλης, Των
ανθρώπων και του τόπου (ποιήματα και πεζά), επιμ: Εμμ. Α. Λιγνός, Θήρα 2008: σελ.
121) και την Κρήτη (Γλ.Βαρβ., Γλ.Ρεθύμν.) ρουμάνι /rumáni/ ''δάσος''. Στη Ρόδ.
ρουμάνι(ν) ''δάσος''.
τούρκ(κν). orman ''forest''> (α) βουλγ(ετ). орман {ormán} ''δάσος [гора]'', (β) ΒΣΜ орман
{orman} ''δάσος [forest, wood]'', (γ) σερβοκρ(ετ). орман / orman ''πυκνό δάσος [gusta
šuma]'', (δ) υστβυζ. ορμάνι ''δάσος''> Ν/ελλην. ρουμάνι ''δάσος'' (ΛΝΕ).

ουρνέκ΄> ρνέκ΄> αρνέκ΄ (ουσ.) : Στην Ανασελ. ουρνέκ΄ = 1) δείγμα, 2) παράδειγμα


Έκφρ: Πήρις καλό ουρνέκ΄ (=παράδειγμα)! (ειρων.). Στη Σιάτιστα Κοζάνης ρνέκ΄ [rńéḱ]
''σχέδιο για ύφανση ή για κέντημα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:68, Γλ.Σιάτ.). Στην Κοζ.
αρνέκ΄ [aŕńéḱ] ''σχέδιο εργόχειρου που χρησιμοποιούνταν σάν υπόδειγμα για αντιγραφή''

/ 252 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ο

Έκφρ: παίρνου αρνέκ΄ απου (έναν) = αντιγράφω (κάποιον), μιμούμαι (κάποιον). Στο
Βελβ. Κοζάνης αρνέκ΄ ''υπόδειγμα για το κέντημα''.
<τούρκ(κν). örnek = 1) παράδειγμα [example, illustration; precedent], 2) μοντέλο,
πρότυπο [(ideal) model, example, exemplar], 3) δείγμα [specimen, sample]

ουρσούζα(βους), ουρσουζεύου, ουρσουζιά, ουρσούζ΄κους=> ουρσούηζς

ουρσουζλούκ΄, ουρσουζλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ουρσουζλούκ΄ [ursuzlúḱ] ''διαβολιά


παιδιών''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ουρσουζλούκ΄ [uŗsuzlúḱ] = 1) ιδιοτροπία, 2) (πληθ.)
άπρεπα και ανήθικα λόγια. Στη Βέροια Ημαθίας ουρσουζλούκια [ursuzlúḱa] ''ντροπές''
(Γλ.Βέρ. «ουρσούζ’ς»). Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών ουρσουζλίκ΄
[ursuzlíḱ] ''πράξη που αντιβαίνει στο θρησκευτικό νόμο και προκαλεί την οργή του Θεού''.
Στην Ανασελίτσα ουρσουζλίκια ''αναιδείς, ανήθικες πράξεις'' (Γλ.Ανασελ.
«ουρσουζεύου»). Στον Κολ. Πιερίας ουρσουζλίκ΄ «γουρσουζιά».
τούρκ(κν). uğursuzluk ''κακοτυχία [bad luck], γρουσουζιά, γκαντεμιά
[inauspiciousness]''> (α) ΒΣΜ угурсузлак {ugursuzlak} ''το να είσαι φασαριόζος
[rowdiness, rowdyism]'', (β) σερβοκροάτ. угурсузлук / ugursuzluk ''mischief, rowdyism'',
(γ) βουλγ(τρ). урсузлук {ursuzlúk} ''base, indicent, despicable thing/долна, ниска,
непралична, отвратителна работа''.

ουρσούηζς, ουρσούηζ, ουρσούης, ουρσούζ’ς, ουρσούζκους (επθ.) : Στην Κοζ.


ουρσούηζς [ursújzs] ''αναθεματισμένος, άτιμος'' Θηλ: ουρσούζα, Ουδ: ουρσούζ΄κου
[ursúźku] ή [ursúśku], ΠΑΡΑΓ: ουρσουζεύου [ursuźévu], ουρσουζιά [ursuźγ΄á]. Στη Σιάτ.
Κοζάνης ουρσούηζ [uŗsújs] ''ιδιότροπος, γρουσούζης''. Στην Τσιαρπ. Σερρών
ουρσούηζ [ursújz] ''γρουσούζης''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών [ursújz] ''άταχτος,
ανάποδος''. Στη Βέρ. Ημαθίας ουρσούζ’ς ''αδιάντροπος''. Στον Κολ. Πιερίας ουρσούζ’ς
«γουρσούζης». Στην Ανασελίτσα ουρσούης [ursújs] ''αναιδής'' ΠΑΡΑΓ: ουρσουζεύου,
ουρσουζιά (Γλ.Ανασελ. «ουρσουζεύου»). Στη Δόβρ. Γρεβενών [ursújs] ''άνθρωπος
χωρίς ήθος και με πολλά ελαττώματα''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης ουρσούης [ursújs] = 1)
γρουσούζης, 2) άτυχος, 3) κακός {Ξιέρς αμα τί ουρσούης άνθρουπους είνι;}. Στο Πήλ.
[ursújs] ''γρουσούζης''. Στην Πιερ. ουρσούζ΄κους [ursúźkus] = 1) γρουσούζης, 2)
ιδιότροπος, δύσκολος. Στη Λόσν. Καστοριάς ουρσούζ’κους ''μειωτ. χαρακτηρισμός για
ανθρώπους (όχι καλών ηθών, με πολλά ελαττώματα) ή ζώα (δύστροπα)''. Στο Βιβίστι
Γρεβενών ουρσούζαβους ''ιδιότροπος'', ουρσούζ’κους ''κακομαθημένος, ατίθασος,
ζημιάρης'' (Γλ.Βιβ. 58). Στα δυτκρητ. ογουρσούζης & ογρουσούζης ''γρουσούζης: αυτός
που φέρνει κακοτυχία''. Στα ανατκρητ. ογουρσούζης = 1) ακάθαρτος, ρυπαρός,
βρωμιάρης, 2) μτφ. ο ψυχικά και ηθικά ακάθαρτος, 3) μτφ. αυτός που προκαλεί ατυχία.
οθωμ. oğursuz = 1) δυσοίωνος [inauspicious; unlucky; that brings ill luck], 2) άταχτος
[mischievous; naughty] (Redhouse 258), τούρκ(οθ). uğursuz = 1) δυσοίωνος
[inauspicious; bringing bad luck; ill-omened], 2) παλιάνθρωπος [rascal]> (α) αλβαν.
ogursëz = 1) γκρινιάρης [grouch, grumbler], αυτός που καταριέται [cusser, curser], 2)
κακομοίρης [unlucky fellow: poor guy], (β) ΒΣΜ угурсуз {ugursuz} ''φασαριόζος [rowdy,
rascal], άχρηστος [good-for-nothing]'', (γ) σερβοκροάτ. угурсуз / ugursuz ''rowdy, brat'',
(δ) ΚΝΕ γρουσούζης, (ε) βαλκ. τούρκ. ūrsuz ''ill-omened'' (Eckmann 1962α:52, 67)>
τούρκδ. ursuz ''τεμπέλης [tembel]'', (στ) βουλγάρ. урсуз {ursúz} ''bad, wicked, crusty,
crabbed, bad-tempered''.

/ 253 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π

ουστάς [ustás] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ''μάστορας («έμπειρος τεχνίτης, τεχνίτης»)''.
Στη Δόβρ. Γρεβενών ''μάστορας («έμπειρος, τεχνίτης»)''.
<τούρκ(κν). usta ''μάστορας, τεχνίτης [master (of a trade/a craft); master workman,
skilled workman]''

ουτζιάκ΄ Ι [udźáḱ]> τζιάκ΄ [dźáḱ]> ατζιάκ΄ [adźáḱ] & ιτζιάκ΄ [idźáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ.
ουτζιάκ΄ & ιτζιάκ΄ & τζιάκ΄ ''τζάκι''. Στην Καστορ. και τη Λόσν. Καστοριάς τζιάκ΄ ''τζάκι''.
Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:36, Γλ.Σιάτ.), το Βελβεντό Κοζάνης
(Τσιανάκας 1988:69, 109, Τσιανάκας 2000:124) και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ.
42, Σόρμας 137) ατζιάκ΄ ''τζάκι''.
<τούρκ(κν). ocak ''fireplace''

ουτζιάκ΄ ΙΙ [udźáḱ]> τζιάκ΄ [dźáḱ]> ιτζιάκ΄ [idźáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ουτζιάκ΄ & ιτζιάκ΄ &
τζιάκ΄ ''καμινάδα, καπνοδόχος''. Στη Λόσν. Καστοριάς τζιάκ΄ ''καμινάδα, καπνοδόχος''.
<τούρκ(οθ). ocak ''chimney''

ουτζιακλίκ΄ [udźaklíḱ], τζιακλΐκ΄ [dźaklẃḱ], τζιακλούκ΄ [dźaklúḱ] (ουσ.) : Στην Πιερ.


ουτζιακλίκ΄ [udźaklíḱ] ''κεντημένο ύφασμα που τοποθετούν πάνω στο τζάκι''. Στη Βέρ.
Ημαθίας τζιακλΐκ΄ ''παραπέτασμα τζακιού''. Στην Καστορ. τζιακλούκ΄ ''το κάλυμμα της
επίπεδης επιφάνειας του τζακιού''. Στην Κοζ. τζιακλίκ΄ [dźakl΄íḱ] ''ύφασμα που κρεμόταν
απο τη μιά άκρη μέχρι την άλλη απ’ την προεξοχή του πάνω μέρους του τζακιού, για να
συγκρατά τον καπνό''.
<μακ. τούρκ. *ocaklık ''ύφασμα για το τζάκι'' <ocak ''τζάκι'' + επίθμ. -lık, που εδώ
δηλώνει το «κατάλληλο», πρβλ. τούρκ(οθ). ocaklık ''η πλάκα του τζακιού [hearthstone]'' &
τούρκ(οθ). ocaklık ''chimney''

παζάρ’ Ι (ουσ.) : Στην Κοζ. [pazáŕ] = 1) εμπορικό κέντρο αστικής περιοχής: η αγορά, τα
μαγαζιά, το παζάρι, 2) υπαίθρια αγορά μικροπωλητών: η λαϊκή, η λαϊκή αγορά, το
παζάρι. Στη Λόσν. Καστοριάς [pazár] ''αγορά, παζάρι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [pazár]
''χώρος οπου γίνονται αγοραπωλησίες: αγορά''.
<τούρκ(κν). pazar ''market, market place; bazaar'' <τούρκ(οθ). bazar ''market'' <πέρσ.
bāzār ''a market/Markt, Basar'' (Steingass 144, Junker-Alavi 77, ΕτυμTietze «bazar (I)»,
«bazar (II)» & «pazar», Dizdari & Skok & Eyuboğlu & Eren & Nişanyan 2009 «pazar»,
BER «пазар»)

παζάρ’ ΙΙ [pazár] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών


''διαπραγμάτευση για αγορά: παζάρεμα''.
<τούρκ(κν). pazar ''εμπόριο: αγορά και πώληση [trading, bying and selling]''

παζαρλίκ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς παζαρλίκ΄ [pazarlíḱ] ''διαπραγμάτευση γι’ αγορά
ή πώληση ενός πράγματος: παζάρι(α), παζάρεμα'' (Γλ.Λόσν. «παζάριμα»). Στο Πήλ.
παζαρλίκ΄ [pazarl΄íḱ] ''εμπορική διαπραγμάτευση: παζάρι(α), παζάρεμα'' (Γλ.Πήλ.
«παζάρ»). Στην Κοζ. παζαρλίκια [pazaŕl΄íḱa] ''παζάρια, παζαρέματα, διαπραγματεύσεις''.
Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας παζαρλούκι [pazarlúḱi] ''παζάρεμα''.
<τούρκ(κν). pazarlık ''διαπραγμάτευση γι’ αγορά ή πώληση: παζάρι(α), παζάρεμα
[bargaining; haggling]''

/ 254 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π

παζαρτζής [pazaŕdźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) άνθρωπος του παζαριού και των
παζαριών''.
υστβυζ. παζαρτζής «έμπορος της αγοράς» <τούρκ(οθ). pazarcı ''πωλητής σε (υπαίθριο)
παζάρι [seller in an outdoor market]''

παζβάν.τς [pazvánc] (ουσ.) : στην Κοζ. ''νυχτοφύλακας''.


πέρσ. pāsvān ''a watchman, guard'' (Steingass 231, Eren & Eyuboğlu «pazvant», Skok
«pazvan», Škaljić «pasvandžija», Dizdari «pazvan»)> τούρκ(οθ). pasvan ''watchman,
guard, sentinel''> *pazvan> (α) αλβαν. pazvan ''night watchman paid to guard a
marketplace'', (β) βουλγ(ετ). пазван {pazván} ''αγροφύλακας [полски пазач]'', (δ)
σερβοκρ(ετ). пазван / pazvan ''νυχτοφύλακας [noćni čuvar čaršije, kuća]'', (γ) τούρκ(κν).
pazvant ''νυχτοφύλακας [night watchman]''> βουλγκ. пазвант {pazvánt} ''νυχτοφύλακας
[нощен пазач]''.

παζί (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [paźí] ''παντζάρι''. Στην Κοζ. παζγιά (τα) [paźγ΄á]
''σέσκουλα''.
<τούρκ(κν). pazı ''σέσκουλο [chard]''

παϊάντα, μπαγιάντα, μπαγιαντάς (ουσ.) : Στη Νάουσ. Ημαθίας παϊάντα ''υποστήριγμα,


αντιστήριγμα του σπιτιού''. Στον Κολ. Πιερίας μπαγιάντα [baγ΄ánda] ''ξύλο που
τοποθετείται κάθετα σε στοίβα ξύλων για υποστήριγμα''. Στη Λόσν. Καστοριάς
μπαγιαντάς [baγ΄andás] ''ξύλινο υποστήριγμα''. Στην Ανασελίτσα μπαγιαντάς ''πλάγιο
ξύλινο υποστήριγμα'' (Γλ.Ανασελ. «κνώ»).
<τούρκ(κν). payanda {pajánda} ''υποστήριγμα [prop, support, shore]''

παλιουμέντιρου=> μιντέρ΄

παλιουντούφικου=> τφέκ΄

παπαδάκους, παπάς=> μπαμπάς

παπούτσ’ (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης [papúć] ''παπούτσι'' (Γλ.Καταφ. 312, 46, 79,
83, 167, 191, 245, 331, 366, 385, 418, 430, 451, Σόρμας 141). Στη Λόσν. Καστοριάς
[papúc] ''παπούτσι''.
<τούρκ(οθ). papuç ''shoe''

παπτσής [papćís] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''τσαγκάρης, παπουτσής'' Θηλ: παπτσού [papcú].
Στην Σιάτ. Κοζάνης ''τσαγκάρης, παπουτσής''.
<οθωμ. papuççu ''υποδηματοποιός ή παλαιορράφος, επιδιορθωτής, μπαλωματάς''
(Χλωρός 409)

παράδις /paráδis/ (ουσ. πληθ.) : Στην Κοζ. [paráδ΄is] (θηλ.) ''λεφτά, χρήματα''. Στη
Λόσνιτσα Καστοριάς (θηλ.) ''λεφτά, χρήματα'' (Γλ.Λόσν. «παράς»). Στο Καταφύγι
Κοζάνης (αρσ.) ''λεφτά, χρήματα'' (Γλ.Καταφ. 153, 314).
<τούρκ(κν). para ''λεφτά, χρήματα [money]''

παραλΐς [paralẃs] (ουσ.) : στην Κοζ. ''παραλής, πλούσιος''.


<τούρκ(κν). paralı ''πλούσιος [rich]''

/ 255 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π

παράς [parás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μικρό κέρμα που χρησιμοποιούσαν και σά φλουρί στη
βασιλόπιτα''.
<τούρκ(κν). para ''το 1 τεσσαρακοστό του γροσιού [one fortieth of a kuruş]''

παρμάκ΄ [parmáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ακτίνα (ξύλινου) τροχού''. Στη Σέλ. Κοζάνης
''ξύλινο κάγκελο σκάλας, τάφου, βεράντας κλπ.''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και την Ανασελ.
''κάγκελο''.
<τούρκ(κν). parmak = 1) δάχτυλο χεριού [finger], 2) δάχτυλο ποδιού [toe], 3) ακτίνα
τροχού [spoke (of a wheel)], 4) κάγκελο κιγκλιδώματος σκάλας [bar, rail (in a railing)]

παρτάλ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Λόσν. Καστοριάς [partál΄] ''κουρέλι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης [paŗtál΄] ''κουρέλι''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''κουρέλι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών και την
Ανασελ. [partál] ''κουρέλι''.
τούρκ(κν). partal ''παλιωμένος/κουρελιασμένος απ’ την πολλή χρήση (για ρούχα) [worn-
out, shabby]''> (α) αλβαν. partalle ''παλιοπράγματα χωρίς αξία [old and worthless odds
and ends: old junk]'', (β) βουλγ(ετ). партал {partál} ''κουρέλι [парцал]'', (γ) ΒΣΜ партал
{pártal} ''κουρέλι [rag]''.

πασβάν.τς=> παζβάν.τς

πασιάς [paśás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''πασάς''.


<τούρκ(οθ). paşa ''the highest title of civil and military officials''

πατλιτζιάν’, πατλατζιάνα, πιτλιτζιάνα (ουσ.) : Στην Κοζ. πατλιτζιάν΄ [pat΄l΄idźáń]


''μελιτζάνα''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης πατλιτζιάν΄ [patl΄idźáń] ''μελιτζάνα'' (Μαργαρίτη-
Ρόγκα 1985:74, Γλ.Σιάτ.). Στο Μόκρο Κοζάνης πατλιτζιάν΄ ''μελιτζάνα'' (Γλ.Μόκρ.). Στο
Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 337) και την Πιερ. πατλατζιάνα [patladźána] ''μελιτζάνα''.
Στη Γαλατινή Κοζάνης πιτλιτζιάνα [pitl΄idźána] ''μελιτζάνα'' (Γλ.Γαλατ. 275). Στη Λόσν.
Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών πιτλιτζιάνα [pitlidźána] ''μελιτζάνα''.
πέρσ. *bādëldžān ~ bādïldžān ή bādëndžān ~ bādïndžān ή bādëmdžān ~ *bādïmdžān
''μελιτζάνα [Aubergine, Eierfrucht]'' (Junker-Alavi 75, Steingass 140, ΕτυμTietze[a-e]
«badincan», Dizdari «patlixhan», Skok «patlidžan»)> τούρκ(οθ). badilcan ''eggplant''>
οθωμ. badlican ''the purple eggplant and its fruit (Solanum melongena)'' (Redhouse 317
& 318)> οθωμ. patlican «μελίταινα, μελιζάνα (στρύχνος ο κηπαίος, ο εδώδιμος)»
(Χλωρός 411, 416) = βαλκ. τούρκ. patlican ''μελιτζάνα'' (Κυρανούδης 1998:131)> (α)
αλβαν. patlixhan ''eggplant, aubergine'', (β) τούρκ(κν). patlıcan ''eggplant (Solanum
melongena)'' = βαλκ. τούρκ. patlıcan ''μελιτζάνα'' (Κυρανούδης 1998:131)> αλβαν.
patllixhan ''eggplant, aubergine'', (γ) βαλκ. τούρκ. patlacan ''μελιτζάνα'' (Κυρανούδης
1998:131).

πιζιβέγκς (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών πιζιβέγκς ''παλιάνθρωπος''. Στην Κοζ.


μπιζαβένκς [b΄izav΄énks] ''αναξιόπιστος· αυτός που άλλα λέει τη μιά κι άλλα την άλλη·
που λέει πολλά και χωρίς βάση''. Στον Κολ. Πιερίας μπιζαβέγγς [bizavéngs] ''αυτός που
βάζει σπιουνιές''. Στη Σιάτ. Κοζάνης «μπιζαβέγκς» ''απατεώνας''.
<τούρκ(κν). pezevenk (αιτ. pezevengi) = 1) νταβατζής, προαγωγός [pimp, procurer,
fancy man], 2) μπάσταρδος, πουτάνας γιός, κάθαρμα [bastard, son of a bitch, scoundrel]

/ 256 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π

πινέτα (ουσ.) : στην Ανασελίτσα ''πινακωτή: σανίδα με κοίλα χωρίσματα οπου βάζουν τα
ψωμιά και τα μεταφέρουν στον φούρνο για να ψηθούν'' (Γλ.Ανασελ. «πνακουτή»).
ελλην. πινακωτή (Tietze 1955:236, Eren «binit», BER «пинакота», ΕτυμTietze[a-e]
«binet»)> (1) τούρκδ. pinavut ''πινακωτή με 8/10 χωρίσματα για τη μεταφορά του
ζυμαριού του ζυμωτού ψωμιού στον φούρνο [mayalanmış ekmek hamurunu fırına
götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası]'', (2) βαλκ. τούρκδ. pinevet
''mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun
ekmek tahtası'' [*Hayrabolu, *Malkara -Tekirdağ]> διαλκ. βουλγ(ετ). пеневетки
{penevétki} ''πινακωτή: ξύλινο σκεύος ή σανίδα με πολλά (μικρά) διαχωριστικά για το
ζυμάρι που προορίζεται για ψωμί [дървен съд или дъска с много преградки за тесто
за хляб]'', (3) βαλκ. τούρκ. *pineğet ''πινακωτή''> (α) τούρκδ. pineyet ''πινακωτή με 8/10
χωρίσματα για τη μεταφορά του ζυμαριού του ζυμωτού ψωμιού στον φούρνο
[mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun
ekmek tahtası]''> τούρκδ. pineyit & pineyt ''mayalanmış ekmek hamurunu fırına götürmek
için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası''> διαλκ. βουλγ(ετ). пийнет {pijnét}
''σανίδα, πάνω στην οποία ζυμώνουν το ψωμί, και αφού έχει φουσκώσει το ζυμάρι το
πάνε μέχρι τον φούρνο [дъска, върху която размесват хляба, след като е втасало
тестото, и с която го носят до пещта]'', (β) τούρκδ. bineet ''ekmek olacak hamurların
(bezelerin) konulduğu ağaçtan, gözlü bir araç'', (γ) βαλκ. τούρκδ. pinet ''mayalanmış
ekmek hamurunu fırına götürmek için kullanılan sekiz, on gözlü, uzun ekmek tahtası''
[*Kartal köyleri -İstanbul].

πινιβρέκ΄ [ṕińiv΄ŕéḱ], μπινιβρέκ΄ [bińivréḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. πινιβρέκ΄ ''δεύτερο


βαμβακερό βρακί που το φορούσαν πάνω απο το πρώτο''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
μπινιβρέκ΄ ''το κάτω στενό μέρος του μάλλινου παραδοσιακού παντελονιού'' (Γλ.Γαλατ.
269).
ελλην. πανοβράκι (Tietze 1955:211, ΕτυμΑνδρ «μπενεβρέκι», Eren «menevrek»,
ΕτυμTietze[a-e] «benevrek»)> *penevrek> (α) τούρκδ. penevrenk ''γυναικείο βρακί απο
αμπά [kadınların giydiği abadan yapılmış don]'', (β) βαλκ. τούρκδ. benevrek ''βράκα
φτιαγμένη απο υφασμένο μαλλί ή χοντρό πανί [yün dokumadan veya kalın bezden
yapılmış şalvar]'' [Bayır, *Gelibolu -Çanakkale; İbriktepe *Ipsala -Edirne; Üsküp, Kılkış,
Manastır, Selânik ve çevresi]> (α) αλβαν. πληθ. benevrekë {benevrékă} ''wide-cut white
trousers; long underwear made of cotton and wool'', (β) βουλγάρ. πληθ. беневреци
{benevréci} ''στενή βράκα υφασμένη στο σπίτι [tight homespun breeches]'', (γ) ΒΣΜ
πληθ. беневреци {benevreci} ''trousers (in traditional costume)'', (δ) σερβοκροάτ. πληθ.
беневреци / benevreci [benévreci] ''trousers (on a folk costume)''.

πινιρλί [ṕińiŕl΄í] (ουσ.) : στην Κοζ. ''πίτα με γέμιση μόνο τυρί φέτα και ειδική διακόσμηση''.
<peynirli börek ''τυρόπιτα'' (Doğan «börek»)

πιρτσές (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης πιρτσές [piŗćés] ''φράντζα''. Στα ανατκρητ. μπερτσές
= 1) φράντζα: οι τούφες μαλλιών που πέφτουν στο αντρικό μέτωπο, 2) χαίτη αλόγου.
πέρσ. pärčäm ''φράντζα [a lock of hair (especially waving over the forehead)]'' (Steingass
240, Junker-Alavi 128, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «perçem», Dizdari «perçe»,
Škaljić & Skok «perčin», BER «перчем»)> τούρκ(κν). perçem ''lock of hair (hanging
down over one’s forehead); bangs''> (α) αλβαν. perçe ''shock of hair, tress; forelock;
mane'', (β) βουλγάρ. перчем {perčém} ''φράντζα [forelock]'', (γ) ΒΣΜ перче {pérče} = 1)
tuft of hair; lock (of hair), 2) κοτσίδα [plait (on crown of head), pigtail], (δ) ΒΣΜ перчин
{perčin} ''plait (on crown of head), pigtail'', (ε) σερβοκροάτ. перчин / perčin ''pigtail''.

/ 257 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Π

πισκέσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:73) [ṕiśḱéś]
''δώρο''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:130, Γλ.Σιάτ.) και το Καταφύγι
Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 324) [piśḱéś] ''δώρο''.
<τούρκ(οθ). peşkeş ''δώρο ή προσφορά σε κάποιον ανώτερο [gift or offering brought to
a superior]''

πισκίρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ṕiśḱíŕ] ''πετσέτα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [piśḱíŕ] ''πετσέτα,
που την έβαζαν και στην καλημέρα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:77). Στη Γαλατινή
Κοζάνης [piśḱír] ''πανί για την επεξεργασία του τυριού'' (Γλ.Γαλατ. 275).
<τούρκ(κν). peşkir = 1) πετσέτα [towel], πετσέτα χεριών [hand towel], 2) (βαμβακερή ή
λινή) πετσέτα φαγητού (συχνά κεντημένη) [(cotton/linen) table napkin (often
embroidered)], 3) (παλιότ.) κεντημένο ύφασμα, πάνω στο οποίο έτρωγαν, με τις άκρες
του να σκεπάζουν τα γόνατα όσων έτρωγαν [(formerly) embroidered cloth on which a
meal was spread (Its edges were spread over the knees of those who were eating)]

πιστιμάλ’, πιστσιμάλ΄ (ουσ.) : Στη Λόσνιτσα Καστοριάς πιστιμάλ΄ [piśtimál΄] ''ντόπια


μάλλινη ποδιά'' (Γλ.Λόσν. 333). Στο Καταφύγι Κοζάνης πιστιμάλ΄ [piśt΄imál΄] ''πρόχειρη
ποδιά'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:77). Στη Σιάτιστα Κοζάνης πιστσιμάλ΄ [piśćimál΄]
''μεγάλο ορθογώνιο υφαντό, που χρησιμοποιείται είτε σάν τραπεζομάντιλο, είτε για να
τυλίγουμε πράγματα'' (Γλ.Σιάτ., Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:67).
<τούρκ(κν). peştemal = 1) ύφασμα για τη μέση στο χαμάμ [cloth wrapped about the
waist while in a hamam, waist cloth], 2) ύφασμα που οι γυναίκες χρησιμοποιούν σάν
ποδιά ή κεφαλομάντιλο [cloth used as an apron/ a headcloth (by women)]

πιτλιτζιάνα=> πατλιτζιάν’

πιτ΄μέζ΄ [ṕit΄ḿéź], πιτσ΄μέζ΄ [pićméź] (ουσ.) : Στην Κοζ. πιτ΄μέζ΄ ''πετιμέζι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης πιτσ΄μέζ΄ ''πετιμέζι''. Στην Κρήτη πετιμέζι & πετουμέζι ''πετιμέζι'' (ΓΑΚ 87,
Γλ.ΔΚρήτ. «πετουμέζι»). Στην Κάρπ. πετουμέντζι(ν) ''πετιμέζι''.
ΚΝΕ πετιμέζι [petimézi] <βαλκ. τούρκ. petmez ''πετιμέζι/boiled grape juice'' (Eckmann
1962α:65, Olcay 47, 77, Κυρανούδης 1998:131) = οθωμ. petmez ''boiled grape-juice,
used as treacle'' (Redhouse 378)

πιτρίκ΄ [ṕit΄ŕíḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κουλούρα απο αφράτο, λαναρισμένο μαλλί''.
<τούρκδ. pedrik & pedirik ''κουβάρι καθαρισμένου, λαναρισμένου και κλωσμένου
βαμπακιού [temizlenip taranarak eğirilecek duruma getirilmiş pamuk yumağı]'' (πρβλ.
τούρκδ. tetrik ''λαναρισμένο μαλλί [taranmış yün]'')

πίτσ΄κου [ṕíćku] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) μυξιάρικο''.


<τούρκ(κν). piç = 1) μπάσταρδο, νόθο παιδί [bastard (illegitimate child)], 2)
κακομαθημένο παιδί [brat, bratty child]

πιτσ΄μέζ΄=> πιτ΄μέζ΄

/ 258 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Ρ

πλιάφ’, πιλιάφι (ουσ.) : Στην Κοζ. πλιάφ΄ [ṕl΄áf΄] = 1) πιλάφι, 2) μτφ. (χέρι) ξύλο,
μπερντάκι. Στη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:191, Γλ.Σιάτ.) και τη
Λόσνιτσα Καστοριάς (Γλ.Λόσν. «πλιάφ» & 334) πλιάφ’ [pl΄áf] ''πιλάφι''. Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας πιλιάφι [pil΄áfi] = 1) πιλάφι, 2) μτφ. ξύλο.
τούρκ(οθ). pilâv ''πιλάφι [pilaf, boiled rice prepared with butter, meat, fat, etc.]'', βαλκ.
τούρκ. pilāf ''πιλάφι [Pilaf]'' (Kakuk 1961:382), βαλκ. τούρκ. pil'af (Dallı 69, 84)> (α)
αλβαν. pilaf ''rice boiled with salt and butter and allowed to stand at warm temperature
until all the water is evaporated'', (β) βουλγκ. пилаф [piłáf] & пиляф [pil΄áf] ''πιλάφι:
φαγητό απο ρύζι βρασμένο με μυρωδικά και περιχυμένο με βούτυρο [ястие от сварен
ориз с подправки, залят с масло]'', (γ) ΒΣΜ пилав [píłaf] & пилаф [píłaf] & пиљав
[pilaf] ''pilaff (pilau, pilaw)'', (δ) σερβοκροάτ. пилав / pilav ''pilaf'', (ε) ρουμάν. pilaf ''Pilaw
(orientalisches Reisgericht)'', (στ) ΚΝΕ πιλάφι.

πούλ΄ [púl΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γραμματόσημο''.


<τούρκ(κν). pul ''γραμματόσημο, χαρτόσημο [stamp; postage stamp; revenue stamp]''

πουτόκ΄=> μπατάκ΄ Ι

πουτούρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης [putúŗ] ''είδος παντελονιού, φαρδιού πάνω, στενού
κάτω, που φτάνει στα μισά της γάμπας''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ''είδος κάπως κοντού
παντελονιού'' (Γλ.Λόσν. 334).
<τούρκ(κν). potur ''βράκα [full-gathered knee breeches worn with tight leggings]''

ραγκαβανιά=> γιουργουβανιά

ρακή [raḱí] (ουσ.) : στην Κοζ., τη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 408), το Μόκρο Κοζάνης
(Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 104-5), την Καστοριά (Γλ.Καστ. «τσίπουρα» & «ρακή»), τη
Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών ''αλκοολούχο ποτό που αποστάζεται απο τα
τσίπουρα (στέμφυλα): τσίπουρο''.
<τούρκ(κν). rakı ''είδος αποσταγμένου ποτού [raki, arrack]''

ριζές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ŕiźés] ''μεντεσές''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [riźés] ''μεντεσές''
(Γλ.Καταφ. 351). Στη Γαλατινή Κοζάνης [riźés] ''μεντεσές πόρτας'' (Γλ.Γαλατ. 277).
<τούρκ(κν). reze ''μεντεσές [pintle hinge; hook-and-eye hinge, gate hinge]''

ριν.τσ΄πέρς [rinćpérs] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''αυτός που αντί να εργάζεται,
γυρίζει στους δρόμους''.
<τούρκ(κν). rençper ''αγρεργάτης ή ανειδίκευτος οικοδόμος [farmhand or unskilled
construction worker]''

ριτσέλ΄ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ριτσέλ΄ [rićél΄] «πετιμέζι». Στην Κοζ. ριτσέλια [ŕićél΄a]
''στεγνωμένα κομμάτια απο φλούδα κολοκύθας ή στεγνά τζέρτζιλα ή κορόμηλα,
βρασμένα στο πετιμέζι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [rićél΄a] = 1) πετιμέζι απο ώριμα
αχλάδια, 2) κομμάτια απο κουλουκθίσιου μέσα στα ριτσέλια (Γλ.Γαλατ. 277).
<τούρκ(κν). reçel ''γλυκό του κουταλιού [preserves]''

ρμάν΄=> ουρμάν΄

ρνέκ΄=> ουρνέκ΄

/ 259 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σαγλάμκους [saγlámkus], σαλάμκους [salámkus] (επθ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης


σαγλάμκους ''σίγουρος, στερεός''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης σαγλάμκους (Γλ.Καλινδ. 384).
Στην Ανασελ. σαγλάμκους ''σίγουρος, σωστός, σταθερός'' {δλειά σαγλάμκ΄}. Στο Βιβίστι
Γρεβενών σαγλάμκους «δυνατός, ισχυρός», σαγλάμουσι «δυνάμωσε», σαγλαμουμένους
''γεροδεμένος'' (Γλ.Βιβ. 66). Στη Δόβρ. Γρεβενών σαγλάμκους ''σίγουρος, βέβαιος,
ασφαλής'' {Δέν κάμς κι καμνιά σαγλάμκ΄ δλειά. ◊ Μι φάνγκι σά να τουν είδα, μα δέν είμι κι
σαγλάμκους.} ΠΑΡΑΓ: σαγλαμώνου [saγlamónu] ''εξασφαλίζω'' {Τί ανάγκ΄ έχ΄ αυτός; Τα
σαγλάμουσι τα πιδγιά-τ’.}. Στο Μικρόβ. Κοζάνης σαγλάμκα ''σίγουρα''. Στο Μόκρο
Κοζάνης σαγλάμκους «ασφαλής, γερός» (Γλ.Μόκρ.). Στην Κραν. Ελασσόνας
σαγλάμκους ''γνωστικός''. Στον Νεζ. Λάρισας σαγλαμίζου «στερεώνω, ασφαλίζω». Στην
Πιερ. σαλάμκους = 1) υγιής, αρτιμελής, 2) καλός, σωστός ΠΑΡΑΓ: σαλαμίζου [salamízu]
''κάνω κάτι σωστά κι υπεύθυνα''. Στον Κολ. Πιερίας σαλάμκους ''σίγουρος, βέβαιος,
ασφαλής''. Στο Καταφύγι Κοζάνης σαλάμκους ''σταθερός, σίγουρος'' {Δέν είνι
σαλάμκους. (= αξιόπιστος)} (Γλ.Καταφ. 388). Στη Βέρ. Ημαθίας σαλάμκους ''δυνατός''.
Στη Νάουσ. Ημαθίας σαλάμικους [salámikus] ''άρτιος, ακέραιος, ασφαλής, στερεός,
βάσιμος''. Στο Ρουμλ. Ημαθίας σαλάμκους = 1) μή γερός (για πράγματα), 2) ασθενικός,
αδύνατος (άνθρωπος). Στην Επαν. Χαλκιδικής σαλάμκους ''σίγουρος, βέβαιος,
εγγυημένος'' {σαλάμκ΄ δλειά ◊ σαλάμκους λόους}. Στα Βασιλ. Χαλκιδικής σαλάμκους
''σίγουρος''. Στην Τσιαρπ. Σερρών σαλάμκους ''σωστός''.
τούρκ(ερ). sağlam = 1) αυτός που δέν είναι άρρωστος ή ανάπηρος: υγιής, γερός [hasta
veya sakat olmayan: sağlıklı, sıhhatli], 2) αυτός που δέν παθαίνει εύκολα
ζημιές/βλάβες/απώλειες: γερός [kolayca hasara uğramayan, bozulmayan, dayanıklı], 3)
αληθινός [doğru, gerçek, sahih], 4) αξιόπιστος, σίγουρος [güvenilir, emin], 5) στέρεος
[metin, müstahkem, kuvvetli], 6) μή σπασμένος [kırık veya bozuk olmayan], δυτβαλκ.
τούρκ. saglam (Kakuk 1961:383, Eckmann 1962β:136)> (α) αλβαν. sakllam & sagllam =
1) in good health: fit, sound, 2) αψεγάδιαστος [flawless], 3) μτφ. αξιόπιστος [reliable], (β)
σερβοκρ(τρ). саглам / saglam ''υγιής, γερός, αληθινός, ίσιος, αξιόπιστος, σωστός, τίμιος
[zdrav, čvrst, prav, pouzdan, ispravan, pošten]'', (γ) ΒΣΜ саглам {saglam} ''τίμιος,
ευπρεπής, αξιόπιστος [honest, decent, steady]'', (δ) διαλκ. βουλγ(ετ). саглам {saglám} =
1) όμορφος, καλός, υγιής, δυνατός, σίγουρος [хубав, добър, здрав, силен, сигурен]
{Доброславци, Софийско}, 2) καλός, υγιής [свестен, здрав] {Кюстендилско}, (ε) διαλκ.
βουλγ(ετ). саглам {saglám} ''σίγουρα [сигурно]'' {Кутугерци, Кюстендилско;
Бръложница, Софийско}, (στ) διαλκ. βουλγ(ετ). саглам {saglam} = 1) καλός, όμορφος
[свестен, хубав] {Пиянец, Кюстендилско}, 2) κατάλληλος, γερός [годен, здрав]
{Ломско}, (ζ) διαλκ. βουλγ(ετ). съглам {săglám} ''γερός, δυνατός [здрав, силен]''
{Бойница, Кулско}, (η) διαλκ. βουλγ(ετ). саглам {saglam} = 1) καλά [добре] {Милчин
лъка, Кулско}, 2) αρκετά [доста] {Глоговица, Трънско}, (θ) διαλκ. βουλγ(ετ). саалам
{saalám} ''γερός, σωστός [здрав; верен]'' {Странджа} (BER «саглам»), (ι) διαλκ.
βουλγ(ετ). съалам {săalám} ''γερός, ανθεκτικός [здрав, издръжлив]'' {Странджа} (BER
«саглам»), (ια) διαλκ. βουλγ(ετ). салам (сāлам) {sālám} = 1) γερός [здрав, як];
αξιόπιστος [благонадежден] {Смолско, Пирдопско}, 2) добре {Тръстеник, Плевенско}
(BER «саглам»), (ιβ) διαλκ. βουλγ(ετ). салам {salám} = 1) σωστός, ακριβής, σίγουρος
[верен, точен, сигурен] {Еленско}, 2) здрав, хубав {Горна и Долна Василица,
Ихтиманско}, 3) хубав, добър, здрав {Говедарци, Самоковско}, (ιγ) πομάκ. салам
[sałám] = 1) γερός, 2) εύρωστος, 3) βέβαιος (ΠομΛεξ 543-4).

/ 260 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σακαΐ (ουσ.) : Στην Κοζ. σακαΐ [sakaí] ''αρρώστια (σά συνάχι) των ζώων''. Στα ροδίτ.
σακκάς ''αρρώστια των φορτηγών [ζώων], μάλις, σακκαΐ (έχουν ανορεξία, βήχα,
καταρροή)''.
τούρκ(κν). sakağı ''υψηλής μεταδοτικότητας ασθένεια των αλόγων, που εκδηλώνεται με
ερεθισμό και εξέλκωση των βλενογόνων αδένων της αναπνευστικής οδού, του δέρματος
και των λεμφαδένων [glanders]''> (α) *сакаъ {sakaắ}> *сакъъ {sakăắ}> βουλγ(ετ). сакъ
{sakắ} ''αρρώστια των αλόγων [болест по конете]'' (BER «сака4»), (β) ΒΣΜ сакагија
{sakagija} ''glanders'', (γ) σερβοκροάτ. сакагија / sakagija ''glanders'', (δ) βαλκ. τούρκδ.
saka ''η αρρώστια των αλόγων sakağı [sakağı da denilen, atlarda olan mankafa
hastalığı]'' [Lüleburgaz -Kırklareli]> βουλγ(ετ). сака {saká} ''αρρώστια των αλόγων, κατα
την οποία απ’ τα ρουθούνια και τον λαιμό τους τρέχει πύο [болест по конете, при която
от ноздрите и гърлото им тече гной]''.

σακΐν [sakẃn] (προστ. μόρ.) : στην Κοζ. ''μή μιλάς''.


<τούρκ(κν). sakın ''φυλάξου, πρόσεχε, μήν το κάνεις [Beware!/Take Care!/Don’t do
it!/Don’t!]'', προστ. του τούρκ(κν). sakınmak ''αποφεύγω (κάτι ή κάποιον) [to avoid
(something/someone)], φροντίζω να αποφύγω (κάποιον) [to keep away from, steer clear
of (someone)]''

σαλαμίζου => σαγλάμκους

σαλάμικους=> σαγλάμκους

σαλάμκους=> σαγλάμκους

σαλάτα [saláta] (ουσ.) : στη Σλάτ. Καστοριάς ''αγγουράκι''.


τούρκ(κν). salata {saláta} ''salad'' + επίθμ. -lık (που εδώ δηλώνει το «κατάλληλο»)>
τούρκ(κν). salatalık ''(φαγώσιμο) κατάλληλο για την παρασκευή σαλάτας [(food) which is
suitable to use in making a salad]''> τούρκ(κν). salatalık ''αγγούρι [cucumber]''> βαλκ.
τούρκ. salata {saláta} ''αγγούρι [salatalık, hıyar/cucumber]'' (Dallı 189, Eckmann
1962α:65)> βουλγ(ετ). салата {sálata} ''αγγούρι [краставица]''.

σαντακά [sadaká] (επίρ. τροπ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Δόβρ. Γρεβενών ''τζάμπα''.
<τούρκ(κν). sadaka ''(κάτι που δίνεται σάν) ελεημοσύνη [alms (anything given freely to a
poor person)]''

σαντέθκους [sad΄éθkus] (επθ.) : στην Κοζ. = 1) μονόχρωμος (για υφάσματα, περιστέρια,


πετράδια κλπ.), 2) σκέτος (για τον καφέ).
<τούρκ(κν). sade {sādé} = 1) απλός, απέριττος [simple, plain, unadorned], 2) σκέτος
(καφές) [(coffee) that’s drunk black and usweetened]

σαντούκ΄=> σιντούκ΄

σαντράτσ΄ [sandráć] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ο κόφτης του πεταλωτή, που ομαλοποιεί την
κάτω επιφάνεια της οπλής του ζώου προκειμένου αυτή να δεχτεί το πέταλο''. Στη
Γαλατινή Κοζάνης ''κόφτης για τις οπλές των αλόγων'' (Γλ.Γαλατ. 278).
<τούρκδλ. santıraç ''είδος εργαλείου για το κόψιμο των οπλών των επιβατικών ζώων
[binek hayvanlarının tırnaklarını yontmakta kullanılan bir çeşit bıçak]'' (τούρκ(κν). suntıraş
& suntıraç ''farrier’s knife, paring iron'')

/ 261 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σαραϊλί [sarajl΄í] (ουσ.) : στην Κοζ. ''είδος σουφρωτού σιροπιαστού με καρύδια: σαραγλί''.
τούρκδ. saraylı ''στριφτό γλυκό [sarığıburma tatlısı]''> (α) βουλγ(ετ). сарайлия {sarajlíja}
''στριφτό γλυκό του ταψιού [вита сладка баничка]'', (β) ΒΣΜ сарајлија {sarajlija} ''είδος
στρόγγυλου κι επίπεδου καρβελιού [type of round flat loaf], είδος γλυκού [type of
sweetmeat]'', (γ) ρουμάν. sarailie ''γλυκό με φύλλο γεμισμένο με καρύδια [mit Nüssen
gefüllter Blätterkuchen]''.

σαραπόσ΄=> σιαρπόζ΄

σαράτς [sarác] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ο τεχνίτης που κατασκευάζει όλα τα αναγκαία
δερμάτινα εξαρτήματα ώστε να ζευτεί το άλογο στο κάρο (σαγή, χάμουρα, ιπποσκευή)''.
<τούρκ(κν). saraç (αιτ./κτητ. saracı) = 1) τεχνίτης/πωλητής δερμάτινων ειδών
[maker/seller of leather goods], 2) αυτός που κατασκευάζει/πουλάει σέλες και ιπποσκευή
(χάμουρα) [saddler, meker/seller of saddles and harness] (<αραβ. & πέρσ. särrādž
''σελοποιός/σαμαράς [a saddler/Sattler], πωλητής σελών [a vender of saddles]''
(Steingass 668, Junker-Alavi 410): Nişanyan 2009 & Dizdari & Eren & Eyuboğlu «saraç»,
Škaljić & Skok «sarač», BER «сарач»)

σαράφς [saráfs] : στην Κοζ. = 1) επθ. τσιγκούνης, 2) ουσ. = α) τοκογλύφος, β) συλλέκτης


νομισμάτων, γ) αργυραμοιβός.
<τούρκ(κν). sarraf = 1) έμπορος χρυσαφιού και άλλων πολύτιμων μετάλλων και
πολύτιμων λίθων [buyer and seller of gold and other precious metals/stones], 2)
αργυραμοιβός [moneychanger], επαγγελματίας δανειστής χρημάτων [moneylender]

σαργκί (ουσ.) : Στην Κοζ. [saŕǵí] ''πάγκος μικροπωλητή''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [sarǵí]
''υπαίθριος πάγκος μικροπωλητή''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''ο τούρκικος φόρος για την
έκθεση των προϊόντων για πούλημα''. Στην Τσιαρπ. Σερρών σιργκί ''πάγκος
μικροπωλητή σε παζάρι ή πανηγύρι''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας σιργκί [sirǵí] ''ο
πάγκος με τα εμπορεύματα που έβγαζαν στα πανηγύρια''. Στα κωακ. σεργί(ν) ''η
απλώστρα οπου απλώνουν τα ώριμα σύκα για να ξεραθούν (και στη συνέχεια να τα
φρύξουν (ψήσουν) στον φούρνο)''. Στα κωακ. σιργί(ν) ''χώρος αποξήρανσης των
φύλλων του καπνού'' (Γλ.Κωακ. «συργίν»). Στην Κάρπ. σερgίν ''ο τόπος στον οποίο
απλώνουν τα σταφύλια ή τα σύκα για να ξεραθούν''. Στην Πιερ. [sirǵí] ''αρμαθιές καπνού
που τις αράδιαζαν στο πάτωμα για να στεγνώσουν''.
τούρκ(κν). sermek ''απλώνω [to spread (something) out on (the ground/the floor); to
spread (something) over; to spread (something) out in (the sun)]'' + επίθμ. -gi (Nişanyan
2009 «sergi», Skok «sergija», BER «сергия2», Dizdari «sergji»)> οθωμ. sergi ''πάν ότι
εκτείνεται, εξαπλούται χαμαί (ώς τάπης, ψίαθος κλπ.)'' (Χλωρός 906)> (1) τούρκ(κν).
sergi ''rug; mat; cloth (on which a meal is laid out)'', (2) τούρκ(κν). sergi ''απλώστρα
οπου κάποια αγροτικά προϊόντα απλώνονται για να στεγνώσουν [rack on which certain
farm crops are spread to dry]'', (3) οθωμ. sergi ''a platform, mat, or carpet on which
wares are set out for sale'' (Redhouse 1054)> οθωμ. sergi ''a temporary stall for the sale
of goods/παράπηγμα εν αγορά, εν πλατεία, ένθα εκτίθενται προς πώλησιν οπώραι
διάφοροι ώς υδροπέπονες (κλπ.)'' (Redhouse 1054, Χλωρός 906)> (α) οθωμ. sergi
''έκθεσις βιομηχανική, γεωργική (κλπ.)'' (Χλωρός 906), (β) βουλγ(ετ). сергия {sergíja}
''αραδιασμένες σανίδες, τραπέζι κλπ., οπου εκτίθενται εμπορεύματα για υπαίθρια
πώληση [наредени дъски, маса и пр., където се излага стока за продажба на
открито]'', (γ) ΒΣΜ сергија {sergija} ''περίπτερο ή πάγκος μικροπωλητή [stall, stand]''.

/ 262 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σατίρ’ (το), σατίρα (η), σατούρ’ (το) (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας σατίρ’ & σατίρα ''μεγάλο
μαχαίρι''. Στην Επαν. Χαλκιδικής σατίρ΄ [sat΄íŕ] ''μεγάλο μαχαίρι σά μπαλτάς, με το
οποίο κόβουν το κρέας''. Στην Ίμβρ. σατίρ΄ [satíŕ] ''μπαλτάς: είδος μικρού τσεκουριού με
σιδερένια λαβή με το οποίο κόβουν κρέατα και σπάζουν κόκαλα''. Στην Τσιαρπ. Σερρών
σατίρ’ ''ειδικό μαχαίρι με φαρδιά λάμα με το οποίο έκοβαν τον καπνό για να στρίψουν
τσιγάρο''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς σατίρ’ [satír] ''είδος μαχαιριού με το οποίο κόβουν
φύλλα μουριάς (για να φάει ο μεταξοσκώληκας) και άλλα πράγματα'' (Γλ.Λόσν. «σατήρ»).
Στην Καστορ. σατούρ’ ''μπαλτάς κρέατος''.
αραβ. & πέρσ. sātur ~ sātūr ''a butcher’s large knife/Hackmesser, Fleischbeil'' (Steingass
641, Junker-Alavi 397, Eren «satır», Škaljić «satura», Skok «satara», BER «сатър»,
Dizdari 882-3)> οθωμ. satur ''πολύ μεγάλο μαχαίρι για τον τεμαχισμό του κρέατος:
μπαλτάς [a very large knife for cutting or chopping meat]'' (Redhouse 1028)> τούρκ(κν).
satır ''μπαλτάς [meat cleaver]''> (α) οθωμ. satır = 1) a cutter of a tobacco-cutting
machine, 2) κοντό σπαθί [a short sword] (Redhouse 1028)> τούρκ(οθ). satır ''το σπαθί
του δήμιου [executioner’s sword]'', (β) αλβαν. satër {satắr} = 1) meat cleaver, 2) το
τσεκούρι του δήμιου [executioner’s axe], πολεμικός πέλεκυς [battle axe], 3) κόφτης
καπνού [tobacco-shredding knife], (γ) βουλγάρ. сатър {satắr} ''ο μπαλτάς του χασάπη
[chopper, cleaver]'', (δ) ΒΣΜ сатар {sátar} ''chopper, cleaver'', (ε) σερβοκρ(ετ). сатара /
satara ''ο μπαλτάς του χασάπη, βαρύ κουζινομάχαιρο για το σπάσιμο των οστών και το
λιάνισμα του κρέατος [mesarka sjekira, težak kuhinski nož za razbijanje kostiju sjeckanje
mesa]'', (στ) ρουμάν. satâr ''μπαλτάς [Hackmesser]'', (ζ) Ν/ελλην. σατίρι ''spacchino''
(Somavera 362).

σάτσ΄, σάτσης (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς σάτσ΄ [sáć] ''γάστρα με την οποία ψήνουν
πίτα κ.ά.''. Στην Καστορ. σάτσης [sáćis] ''λαμαρινένιο ή σιδερένιο ημισφαιρικό κάλυμμα
του ταψιού της πίτας: γάστρα'' (Γλ.Καστ. «σάτσιης»). Στα δυτκρητ. σάτσι ''πλάκα απο
σίδερο ή ειδική πέτρα, στην οποία σιγοψήνεται ομοιόμορφα είδος μικρής πίτας''. Στα
ροδίτ. σάτσι(ν) ''γάστρα («ημισφαιρικό μεταλλικό σκεύος με το οποίο ψήνουν τις πίτες
στην ανθρακιά»)''.
τούρκ(κν). saç ''piece of sheet iron used for cooking/baking''> (α) αλβαν. saç ''γάστρα
[metal dome over which hot ashes are placed to bake the food underneath]'', (β)
βουλγ(ετ). сач {sáč} ''σιδερένιο ή πήλινο σκεύος του σπιτιού: γάστρα, πήλινο ταψί,
τηγάνι, ταψί για ψήσιμο [железен или глинен домакински съд: връшник, подница,
тиган, тава за печене]'', (γ) ΒΣΜ сач {sáč} ''iron lid covering dough during baking'', (δ)
σερβοκροάτ. сач / sač ''iron pan for baking bread''.
σβανάς=> ζβανάς

σέι (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης σέι (το) ''πράγμα'' Πληθ: σέα (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ.
311). Στην Κοζ. σέα (τα) [śéa] ή σέϊα (τα) [śéja] ''πράγματα''.
<τούρκ(κν). şey ''thing''

σιαϊάκ΄ [śajáḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χοντρό μάλλινο ύφασμα με το οποίο έφτιαχναν αντρικά
παντελόνια''.
<τούρκ(οθ). şayak ''a kind of homespun woolen cloth, serge''

σιαΐν΄ [śaíń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''το αρπακτικό πουλί «σαΐνι»: γεράκι''.
<τούρκ(κν). şahin ''falcon (Falco); buzzard (Buteo buteo)''

/ 263 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σιακάς (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς, τη Σλάτ. Καστοριάς και το Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 364) σιακάς [śakás] ''αστείο''. Στη Γαλατινή Κοζάνης (Γλ.Γαλατ. 279) και το
Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:69, 93, 110, Τσιανάκας 2000:50, 139) [śakás]
''αστείο'' Πληθ: σιακάδγια. Στη Σιάτιστα Κοζάνης σιακάδ’ [śakáθ] & [śakás] ''αστείο''
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:15 & 19, Γλ.Σιάτ.). Στην Κοζ. και το Μόκρο Κοζάνης
(Γλ.Μόκρ.) σιακάδ΄ [śakáδj] ''αστείο, χωρατό, καλαμπούρι''.
<τούρκ(κν). şaka ''αστείο, χωρατό, καλαμπούρι [joke, jest]''
σιακατζής [śakadźís] (επθ.) : Στην Κοζ. και το Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:69,
110) ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής'' Θηλ: σιακατζού [śakadzú]. Στο Καταφύγι Κοζάνης
(Γλ.Καταφ. 364) και τη Λόσν. Καστοριάς ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής («αστείος»)''.
<τούρκ(κν). şakacı ''καλαμπουρτζής, χωρατατζής [joker, person given to joking]''
σιαματάς [śamatás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''σαματάς, φασαρία''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
''φασαρία, καβγάς, θόρυβος'' (Γλ.Καταφ. 364).
<τούρκ(κν). şamata ''commotion, clamor, uproar, brouhaha, hullaballoo''

σιαντούκ΄=> σιντούκ΄
σιαντραβάν’ (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας σιαντραβάν’ ''πίδακας''. Στην Κοζ. σιατραβάν΄
[śatraváń] ''στρόγγυλη δεξαμενή νερού για διάφορες χρήσεις, όπως για τις ανάγκες
πλυσίματος στα χασάπικα ή για πότισμα''.
οθωμ. şadırvan ''δεξαμενή νερού με βρύσες στα τοιχώματα για τελετουρκικούς
καθαρμούς και μερικές φορές με πίδακα στο κέντρο (συνήθως κοντά σε ένα τζαμί) [a
tank of water, sometimes with a jet in the center, and with taps at the sides for ablutions;
usually attached to a mosque]'' (Redhouse 1107)> (α) αλβαν. shatërvan {šatărván}
''gushing well/spring; sudden outpour, gush'', (β) βουλγάρ. шадраван {šadraván}
''(δημόσια) βρύση, κρήνη [fountain]'', (γ) ΒΣΜ шадрван [šadărvan] = 1) fountain, 2) tank
(attached to mosques, for ablutions), (δ) σερβοκροάτ. шедрван / šedrvan ''σιντριβάνι
[water fountain (jet of water)]'', (ε) Ν/ελλην. σαντριβάνι ''σιντριβάνι [spiccio, zampillo]''
(Somavera 361)> ΚΝΕ σιντριβάνι.
σιαρμπέτ’ [śarbét] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''υγρό γλυκό''.
<τούρκ(οθ). şerbet ''γλυκό ποτό απο φρούτα [sweet fruit drink]''
σιαρπόζ΄ [śarpóź], σαραπόσ΄ [sarapóś] (ουσ.) : Στην Κοζ. σιαρπόζ΄ ''ύφασμα που
κάλυπτε τα καπούλια του ζώου (για να μήν κρυώνει). Στον Κολ. Πιερίας σαραπόσ΄
''γίδινο κάλυμμα για τα καπούλια του ζώου''.
<οθωμ. serpoş ''κάλυμμα για το κεφάλι, την κορυφή ή το άνοιγμα ενός πράγματος [any
cover for the head, or for the top or mouth of a thing]'' (Redhouse 1050)

σιατραβάν΄=> σιαντραβάν’
σιατσιάκ΄ [śaćáḱ] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''γείσο στέγης («προεξοχή της στέγης
σπιτιού»)''.
<τούρκ(κν). saçak ''γείσο στέγης [eave/eaves (of a building)]''
σικέρ’ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης σικέρ’ [śiḱéŗ] ''το πολύ γλυκό πεπόνι''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας σικέρι ''ζάχαρη''.
<τούρκ(κν). şeker ''sugar''

/ 264 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σικλέτ΄ [śikl΄ét΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''στεναχώρια, βάσανο, καημός, πόνος, σεκλέτι''.
τούρκ(κν). sıklet = 1) βάρος [weight, heaviness], 2) καταπιεστικότητα [oppressiveness],
καταπιεστική επιβάρυνση [depressing heaviness]> (α) αλβαν. siklet ''(colloquial) troubled
state: distress, worry; embarrassment'', (β) βουλγάρ. съклет {săklét} στην έκφρ. хваща
ме съклет ''έχω νευρικότητα [have/get the fidgets]'', (γ) ΒΣΜ саклет {sáklet} ''ανησυχία,
νευρικότητα [worry, anguish, uneasiness, discomfort]'', (δ) σερβοκρ. срклет / srklet ή
саклет / saklet = 1) δυσκολία, ανησυχία, νευρικότητα [tegoba, uzrujanost, nervoza,
uznemirenost], 2) διαταγή, εντολή [nalog, naredba] (Škaljić & Skok «srklet»), (ε) ρουμάν.
siclet {siklét} ''δυσκολία [(bisweilen) Schwere, Druck, Beschwerde]'', (στ) ΚΝΕ σεκλέτι.
σιλιάχ΄ [śil΄áx΄] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''σελάχι: δερμάτινη ζώνη με θήκες για όπλα''.
τούρκ(οθ). silâh ''όπλο [weapon, arm]''> (1) βουλγ(ετ). силях [sil΄áx] ''όπλο/όπλα
[оръжие]'', (2) τούρκ(οθ). silâhlık ''ζώνη για τα όπλα [belt for carrying weapons]''> (α)
βουλγ(ετ). силяхлък [sil΄axłắk] ''δερμάτινη ζώνη με κάποια στρώματα δέρμα στο
μπροστινό μέρος και με χωρίσματα για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων και
όπλων [кожен пояс с предна част от няколко пласта кожа, с отделения за поставяне
на различни вещи и оръжие]'', (β) αλβαν. silah ''ornamented wide leather belt (for
carrying small arms and ammunition)'', (γ) βουλγ(ετ). силях [sil΄áx] ''ζώνη για τα όπλα
[пояс за носене на оръжие]'', (δ) σερβοκρ(ετ). силах / silah ''δερμάτινη ζώνη για όπλα
[kožni pojas koji sprijeda ima više listova, gdje se zadijevaju male puške, jatagan,
harbija]'', (ε) ΚΝΕ σελάχι & σιλάχι (ΛΚΝ & ΛΝΕ «σελάχι2»).
σιμίτ’, σ΄μίτ΄, σ΄μίτσ΄ (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών σιμίτ’ ''λευκό κουλούρι''. Στην
Κοζ. σ΄μίτ΄ [śḿít΄] ''είδος τετράγωνου κουλουριού απο ρεβίθι, το οποίο έδινε γλυκιά
γεύση''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης σ΄μίτσ΄ [śmíć] «σιμίτι» (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:191).
<οθωμ. simit ''κουλούρι απο ψιλό αλεύρι [a Turkish breadcake of fine flour, shaped like a
ring]'' (Redhouse 1079)

σιμπιές=> σιουμπιές
σιμτσής [śimćís] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''φούρναρης''.
<τούρκ(ερ). simitçi ''αυτός που λειτουργεί φούρνο παρασκευής κουλουριών [simit fırını
işleten]'' (<τούρκ(ερ). simit ''κουλούρι: κυκλικού σχήματος είδος αρτοσκευάσματος με
σουσάμι [halka şeklinde bir çeşit susamlı çörek]'')
σιντούκ΄, σιαντούκ΄, σαντούκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. σιντούκ΄ [śindúḱ] = 1) μπαούλο,
σεντούκι, 2) φέρετρο, κάσα. Στη Λόσν. Καστοριάς σιντούκ΄ [sindúḱ] «κιβώτιο». Στη Σέλ.
Κοζάνης και το Σκαλοχ. Καστοριάς σιντούκ΄ ''μπαούλο, σεντούκι''. Στο Μπλάτσι
Κοζάνης σιαντούκ΄ [śandúḱ] ''φέρετρο, κάσα'' (Γλ.Καλινδ. 254). Στην Καστορ. σαντούκ΄
''μπαούλο, σεντούκι''.
αραβ. & πέρσ. sänduq ~ sändūq ''a chest, casket, coffer, box, trunk/Koffer, Truhe,
Kasten, Kiste (aus Holz oder Metall)'' (Steingass 793, Junker-Alavi 486, Eyuboğlu &
Nişanyan 2009 «sandık», Škaljić & Skok «sanduk», Dizdari «sandek», BER «сандък»)>
οθωμ. senduk ''μπαούλο, σεντούκι'' (senduch ''cassa'' (16. αι.): BER «сандък»)> (α)
τούρκδ. sendük ''sandık'' [Şehli, Piraziz -Giresun], (β) βουλγ(ετ). сендук {sénduk}
''сандък'' (BER «сандък»), (γ) ΚΝΕ σεντούκι ''μπαούλο'', (δ) οθωμ. sanduk ''μπαούλο,
σεντούκι [arca, capsa, scrinium/Kiste, Truhe/cassa, forziere/coffre, caisse]'' (Meninski
2992)> (1) αλβαν. sënduk {săndúk} ''wooden box with a lid: wooden chest'', (2)
βουλγ(ετ). съндук {săndúk} ''сандък'' (BER «сандък»), (3) ρουμάν. sănduc {săndúk}
''κιβώτιο [Kasten, Kiste]'', (4) τούρκ(κν). sandık ''μπαούλο, σεντούκι [(large) chest,

/ 265 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

trunk]''> βουλγάρ. сандък {sandắk} = 1) box, chest; trunk, 2) φέρετρο, κάσα [coffin] &
ΒΣΜ сандак {sándak} = 1) trunk; chest, 2) мртовечки сандак = coffin, (5) σερβοκροάτ.
сандук / sanduk = 1) trunk, chest, 2) box, 3) coffin.

σιουμπιές> σιμπιές (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών σιουμπιές
[śubiés] ''υποψία''. Στην Κοζ. σιμπιές [śib΄iés] ''απορία''.
<τούρκ(κν). şübhe = 1) υποψία [suspicion], αμφιβολία [doubt], 2) αβεβαιότητα
[uncertainty]

σιουτζιούκ΄> σιτζιούκ΄ (ουσ.) : Στην Καστορ. σιουτζιούκ΄ [śudźúḱ] ''κυλινδρικού


σχήματος έδεσμα απο μουσταλευριά, αλεύρι και μούστο βρασμένο και περιχυμένο σε
καρύδια καθαρισμένα και περασμένα σε κλωστή (κρεμιούνταν στο κελάρι κι αφού
στερεοποιούνταν τα αράδιαζαν σε κουτιά και διατηρούνταν τον χειμώνα)''. Στον
Κολινδρό Πιερίας [śudźúḱ] ''είδος γλυκίσματος απο αρμαθιά με αμύγδαλα και καρύδια,
βουτηγμένη στο πετιμέζι'' (Γλ.Κολ. 177). Στην Κοζ. [śudźúḱ] & σιτζιούκ΄ [śidźúḱ] = 1)
παρασκεύασμα απο καρυδόψιχα περασμένη σε κλωστή, βουτηγμένη αρκετές φορές σε
μουσταλευριά ώστε να δημιουργούνται αλλεπάληλα στρώματα (τότρωγαν όταν έπεφταν
τα χιόνια), 2) παγοκρύσταλλος (παγωμένο νερό στις σκεπές). Στη Δόβρ. Γρεβενών
σιτζιούκ΄ [sidźúḱ] ''είδος γλυκίσματος απο αρμαθιά με αμύγδαλα και καρύδια, βουτηγμένη
στο πετιμέζι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ιτζιούκ΄ [idźúḱ] & [śidźúḱ] ''χειμωνιάτικο γλύκισμα απο
καλυμμένη με παχύ στρώμα μουσταλευριάς καρυδόψιχα περασμένη σε κλωστή
(παρασκευάζεται την περίοδο του τρύγου και πρωτοτρώγεται με το πρώτο χιόνι)''.
οθωμ. sucuk ''γλύκισμα σε σχήμα λουκάνικου, απο μούστο βρασμένο και
στερεοποιημένο σε αρμαθιές απο καρύδια [a sausage-shaped sweetmeat, of grape-juice
boiled and dried on strings of nuts]'' (Redhouse 1190)> (α) αλβαν. suxhuk {sudžúk}
''Turkish delight filled with walnuts and shaped like a sausage'', (β) ΒΣΜ суџук {sudžuk}
''type of Turkish sweetmeat (made of grape juice and nuts in the form of a sausage)'', (γ)
σερβοκροάτ. суџук / sudžuk ''type of Turkish sweet pastry in the form of a sausage'', (δ)
ρουμάν. sugiuc {sudžúk} ''γλύκισμα σε σχήμα λουκάνικου [Naschwerk in Wurstform]''.

σιρμαϊές [śirmajés] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) απόθεμα χρημάτων: κεφάλαιο, κομπόδεμα, 2)


πραμάτεια, στόκ για πούλημα, 3) μεγάλο απόθεμα, πληθώρα.
<τούρκ(κν). sermaye ''κεφάλαιο [capital]''

σιτζίμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [śidźíḿ] ''σπάγκος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης «σιντζίμ’» ''λεπτός, αλλα
δυνατός σπάγκος''.
<τούρκ(κν). sicim ''σπάγκος [string, twine, packthread]''

σιτζιούκ΄=> σιουτζιούκ΄

σιχνισίν΄ [śixńiśíń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''υπερυψωμένο πατάρι (εσωτερικό) ή υπερυψωμένη


βεράντα (εξωτερική) στα παλιά αρχοντόσπιτα, που περιβαλλόταν απο ξύλινα κάγκελα''.
πέρσ. šāhnëšin ~ šāhnïšīn ''the seat of the king, i.e. a gallery or balcony projecting from
the palace, where the king shows himself to his people/Ehrenplatz auf dem Teppich''
(Steingass 728, Junker-Alavi 450)> (α) šāhnëšin ~ *šāhnïšīn ''εξέδρα [Podium]'' (Junker-
Alavi 450), (β) šāhnëšin ~ šāhnïšīn ''a balcony, gallery, portico, or similar
projection/Wandnische gegenüber dem Eingang'' (Steingass 728, Junker-Alavi 450)>
οθωμ. şahnişin ''εξώστης δωματίου προς την οδόν'' (Χλωρός 954)> (1) σιαχνησίνι
(Χριστόφορος [Φόρης] Κων. Τιτέλης, Επιλογή, Θεσ/νίκη 1973: σελ. 92, 94 [1881]) =

/ 266 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Σ

σιαχνεσήνι (Πασχαλίδης 194/196 [1-6-1874]), (2) οθωμ. şehnişin ''εξώστης δωματίου


προς την οδόν'' (Χλωρός 954).

σ΄μίτ(σ)΄=> σιμίτ’

σ΄νί [śńí] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) χάλκινο ταψί για πίτες (με μεγαλύτερη διάμετρο και
ρηχότερο απο τον ταβά) ή η ποσότητα που χωράει ένα τέτοιο ταψί, 2) χαμηλό και
στρόγγυλο τραπέζι φαγητού: σοφράς. Στη Σιάτ. Κοζάνης «μεγάλο και ρηχό ταψί».
πέρσ. sini ~ sīnī ''δίσκος/στρόγγυλο τραπέζι απο χρυσάφι, ασήμι, μπρούτζο ή χαλκό [a
salver, tray, round table of gold, silver, brass, or copper/Servierbrett, Tablett, Platte]''
(Steingass 719, Junker-Alavi 445, Eren & Nişanyan 2009 & Eyuboğlu & Dizdari «sini»,
Škaljić & Skok «sinija», BER «синия», ΕτυμΜπαμπ «σινί»)> οθωμ. sini ''μέγας δίσκος εκ
χαλκού ή ορειχάλκου, χρησιμεύων εν Ανατολή αντί τραπέζης, ότε και τίθεται επι
σκίμποδος/a round metal tray used as a table for meals'' (Redhouse 1104, Χλωρός
947)> βαλκ. τούρκ. sini ''σοφράς [sofra]'' (Dallı 189), βαλκ. τούρκ. *sini ''στρόγγυλο
μεγάλο ταψί''> (α) τούρκδ. zini ''στρόγγυλο μεγάλο ταψί [büyük yuvarlak tepsi, sini]'', (β)
αλβαν. sini ''μεγάλος χάλκινος δίσκος [large copper tray]'', (γ) βουλγδ. синия {siníja} = 1)
σοφράς: χαμηλό, στρόγγυλο, ξύλινο τραπεζάκι φαγητού [ниска, кръгла дървена
масичка за храдене], 2) μεγάλο στρόγγυλο ταψί [голяма кръгла тава], (δ) ΒΣΜ синија
{sinija} = 1) στρόγγυλος μεταλλικός δίσκος [round metal tray], επίπεδος δίσκος για
ψήσιμο [flat baking tray], 2) στρόγγυλο τραπέζι [round table], (ε) σερβοκροάτ. синија /
sinija ''είδος χαμηλού τραπεζιού [a type of low table]'', (στ) ρουμάν. sinie = 1) μεγάλος
στρόγγυλος μεταλλικός δίσκος για την προετοιμασία και το σερβίρισμα φαγητών [große
runde Metallplatte zum Zubereiten und Servieren von Speisen], 2) χαμηλό στρόγγυλο
τραπέζι: σοφράς [niedriger runder Tisch].

σόι [sój] (ουσ.) : στην Κοζ. = 1) σόι, συγγενείς, 2) ποικιλία σταφυλιών.


<τούρκ(κν). soy = 1) ράτσα [race], 2) σόι [line, lineage, family, people descended from a
common ancestor], 3) είδος [sort, kind; species] (πρβλ. αλβαν. soj = 1) είδος [sort, kind],
2) lineage, stock, 3) καλή οικογένεια [family of good repute: good family], 4) [βιολογία]
είδος, ποικιλία [(biology) variety])

σουιά (η) [sujá] (ουσ.) : στη Σέλτσα Κοζάνης ''σουγιάς'' (Γλ.Σέλ2.).


<τούρκδ. soya ''σουγιάς [çakı]''

σουκάκ΄ [sukáḱ] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''(μή κεντρικός) δρόμος αστικού δικτύου''. Στο
Καταφύγι Κοζάνης ''στενός δρόμος, σοκάκι'' (Γλ.Καταφ. 376).
αραβ. & πέρσ. zöqāq ~ züqāq ''σοκάκι, πάροδος [Gasse, Nebenstraße, Seitenstraße]''
(Junker-Alavi 384, Steingass 618, Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok & Dizdari
«sokak», BER «сокак», ΕτυμΜπαμπ «σοκάκι»)> τούρκ(οθ). zukak ''δρόμος [road,
street], δρομάκι, σοκάκι [alley]''> (1) *zuğak> τούρκδλ. zuvak ''sokak'', (2) τούρκ(οθ).
sokak ''road, street, alley''> (α) τούρκ(κν). sokak ''street'', (β) αλβαν. sokak ''στενό
καλντερίμι [narrow alley paved with cobblestone]'', (γ) βουλγάρ. сокак {sokák} ''δρόμος,
σοκάκι [street, lane]'', (δ) ΒΣΜ сокак {sókak} ''street; alley'', (ε) σερβοκροάτ. сокак /
sokak ''street'', (στ) ΚΝΕ σοκάκι.

σουργκούν΄> γκουγκούν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. σουργκούν΄ [surgúń] = 1) (& σουργκούνου)


χαμηλών ηθών, «εύκολη» γυναίκα, 2) υβρ. αυτός που γυρνάει, 3) (& γκουγκούν΄) μειωτ.
ο ντόπιος ελληνόφωνος χριστιανός κάτοικος χωριού της περιοχής (και μάλιστα του
Τσιαρτσιαμπά) Έκφρ: κάμνου έναν (κάποιον) σουργκούν΄ = εξορίζω. Στη Λόσν.

/ 267 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

Καστοριάς κάμνου σουργκούν’ [surgún] ''εξορίζω''. Στη Δόβρ. Γρεβενών έκαμα


σουργκούν’ [surgún] ''διαπόμπευσα (γυναίκα, για απιστία)''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης
σουργκιούν΄ [surǵúń] ''εξορία''. Στο δυτ. Ξεροβ. Ηπείρου σουργούνς [surγúns]
''εξόριστος''. Στη Ρόδο σουργκούνης ή σουργιούνης ''(υβρ.) ο φυγάς'' (Γλ.Ρόδ.
«σουρgούνης»).
τούρκ(κν). sürmek ''εξορίζω [to exile (someone) to (a place)]'' + επίθμ. -gün (TurkGram
53, Nişanyan 2009 «sürgün»)> τούρκ(κν). sürgün = 1) εξορία [exile, banishment], 2)
εξόριστος [(an) exile], 3) sürgün etmek ''to exile''> (α) αλβαν. syrgjyn {sürğǘn} ''εξόριστος
[exiled person: exile]'', (β) αλβαν. bën syrgjyn ''εξορίζω [to send ito exile]'' (Newmark
«bën»), (γ) βουλγ(ετ). сюргюн [śurǵún] ''εξορία [заточение]'', (δ) βουλγ(ετ). сургун
{surgún} & сургюн [surǵún] ''заточение'', (ε) βουλγ(ετ). сургун {surgún} ''χασομέρης,
αλήτης, χαραμοφάης [хаймана (безделник, скитник, нехранмайко)]'', (στ) σερβοκρ(τρ).
сургун / surgun = 1) εξορία [progonstvo, izgnanstvo], 2) εξόριστος [prognan, protjeran],
(ζ) ρουμάν. surghiun {surğún} & surgun {surgún} = 1) εξόριστος [Verbannter], 2) εξορία
[Verbannung].
σουρέτ’ [surét] (ουσ.) : στην Ανασελ. ''μορφή, είδος, σχήμα''.
<τούρκ(κν). suret ''μορφή, σχήμα [form, shape, figure]''
σουρντίζου [suŕd΄ízu] (ρ.) : στην Κοζ. ''μαθαίνω τα περιστέρια να πετάνε''.
<sürdü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). sürmek ''οδηγώ (ζώο) [to drive (an animal)]''
σουφράς (ο) [sufrás] (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Σιάτ. Κοζάνης σουφράς ''σοφράς (είδος
τραπεζιού)''. Στην Κάρπ. σουφράς (ο) [sufrás] (Έλυμπος) & σοφράς (ο) [sofrás] (βόρεια,
κεντρικά & νότια ιδιώματα) = 1) πλατύς, χάλκινος, αβαθής δίσκος, 2) τραπέζι φαγητού.
αραβ. & πέρσ. söfre ~ süfrä ''anything on or in which victuals are placed; the
buttocks/Tischtuch; Mittagstisch, Tafel'' (Steingass 685, Junker-Alavi 423, Eren &
Nişanyan 2009 & Eyuboğlu & Škaljić & Skok «sofra», Dizdari «sofër», BER «софра»)>
τούρκδ. sufra ''sofra''> (1) τούρκδ. zufra ''sofra'', (2) αλβαν. sufër-sufra ''low round
wooden table around which people sit (on the floor) to eat; dining table'', (3) ΚΝΕ
σούφρα (η) ''(αργκό) ο σφιγκτήρας του πρωκτού'' (ΛΝΕ & ΛΚΝ), (4) τούρκ(οθ). sofra =
1) τραπέζι φαγητού [dining table], ξύλινος ή μεταλλικός δίσκος που χρησιμοποιείται σάν
τραπέζι [wooden or metal tray serving as a table], 2) πρωκτός [anus]> (α) αλβαν. sofër-
sofra ''low round wooden table around which people sit (on the floor) to eat; dining table'',
(β) βουλγάρ. софра {sofrá} ''χαμηλό, στρόγγυλο τραπέζι φαγητού: σοφράς [(low round
dining) table]'', (γ) ΒΣΜ софра {sofra} ''χαμηλό, ξύλινο τραπέζι φαγητού: σοφράς [low
wooden dining table]'', (δ) σερβοκροάτ. софра / sofra ''table'', (ε) ρουμάν. sofra ''τραπέζι
[Tisch]'', (στ) ΚΝΕ σοφράς ''παλιού τύπου τραπέζι, στρόγγυλο και χαμηλό, στο οποίο
έτρωγαν καθισμένοι σταυροπόδι στο πάτωμα''.
στουμπέτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [stub΄éć] ''άσπρη βαφή παπουτσιών σε σκόνη (ανθρακικός
μόλυβδος): στουπέτσι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης «λευκή σκόνη, τσίγκος».
<τούρκ(κν). üstübeç ''λευκός μόλυβδος: στουπέτσι [white lead]''
ταζέδκους, ταζέθκους, ταζέτ’κους (επθ.) : Στην Ανασελ. και τη Σλάτ. Καστοριάς
ταζέδκους [tazéδkus] ''φρέσκος''. Στην Κοζ. ταζέθκους [taźéθkus] ''φρέσκος''. Στο Μόκρο
Κοζάνης ταζέθκους ''φρέσκος'' (Γλ.Μόκρ.). Στην Κρήτη ταζέδικος ''φρέσκος'' (Γλ.ΑΚρήτ.,
Γλ.Σητ.). Στο Καταφύγι Κοζάνης ταζέτ’κους [taźét΄kus] ''φρέσκος'' (Γλ.Καταφ. 428-9).
Στη Σλάτ. Καστοριάς ταζέτ’κους [tazétkus] ''φρέσκος''.
<τούρκ(κν). taze ''φρέσκος [fresh]''

/ 268 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τάι [táj] (ουσ.) : Στην Ανασελ. ''πουλάρι αλόγου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''νεογέννητο
πουλάρι αλόγου''.
<τούρκ(κν). tay ''πουλάρι αλόγου (κάτω απο 3 ετών) [colt/filly (young horse not yet three
years old)]''

ταϊλιάκ΄ [tajl΄áḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''πουλάρι αλόγου''.


<τούρκ(κν). taylak ''πουλάρι (αλόγου) [colt (of a horse)]''

τακάτ’ [takát] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς ''δύναμη'' {Δέν έχ΄ τακάτ’ να δλέψ’.}. Στην
Ανασελ. ''κουράγιο, δύναμη'' {Δέν έχ΄ του τακάτ’.}. Στη Δόβρ. Γρεβενών ''δύναμη,
αντοχή'' {Δέν έχου τακάτ’ να δλέψου άλλου.}.
<τούρκ(κν). takat ''δυνάμεις, αντοχή [strength, fund of strength]''

ταμάχ΄ [tamáx΄] (ουσ.) : Στην Κοζ. και τη Δόβρ. Γρεβενών (ουδ.) ''απληστία, πλεονεξία''.
Στο Καταφύγι Κοζάνης (ουδ.) «λαιμαργία, απληστία» (Γλ.Καταφ. 429). Στη Σιάτ.
Κοζάνης (θηλ.) ''απληστία''.
<τούρκ(κν). tamah ''απληστία [greed, cupidity, graspingness]''

ταμαχιαρλίκ΄ [tamax΄arlíḱ] (ουσ.) : στη Λόσν. Καστοριάς ''πλεονεξία, απληστία''.


<τούρκ(κν). tamahkârlık ''απληστία [greediness, graspingness]''

ταμαχιάρς (επθ.) : Στην Κοζ., το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 406), τη Λόσν.


Καστοριάς, τη Δόβρ. Γρεβενών, τη Βέρ. Ημαθίας, τον Λαγκ. Θεσ/νίκης, το Πήλ. και
την Τσιαρπ. Σερρών ταμαχιάρς [tamax΄árs] ''άπληστος, πλεονέκτης''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [tamax΄árs] ''λαίμαργος, αχόρταγος, άπληστος''. Στη Λήμνο ταμαχκιάρς
[tamaxḱárs] ''άπληστος, πλεονέκτης'' (Κοντονάτσιου 392). Στο Μελέν. της ΝΔ
Βουλγαρίας ταμαχκιάρης [tamaxḱáris] «ταμαχιάρης, αχόρταγος».
<τούρκ(κν). tamahkâr ''άπληστος [greedy, grasping]''

ταμπάκ΄ς> νταμπάκ΄ς> νταμπάκους (ουσ.) : Στο Πήλιο ταμπάκ΄ς [tabáḱs]


''βυρσοδέψης''. Στη Βέρ. Ημαθίας, τη Μακρινίτσα Πηλίου (Γλ.Μακρ. «ταμπάχανας»)
και το Φαν. Καρδίτσας ταμπάκ’ς ''βυρσοδέψης''. Στη Σιάτ. Κοζάνης νταμπάκ΄ς [dabáḱs]
''βυρσοδέψης'' Πληθ: νταμπάκ΄δις [dabáǵδis]. Στην Κοζ. νταμπάκους [dabákus]
''βυρσοδέψης'' Πληθ: νταμπάκδις [dabágδ΄is]. Στην Αγία Βαρβ. Ηρακλείου νταμπάκης
ή ταμπάκης ''βυρσοδέψης''. Στην Κρήτη νταμπάκης ''βυρσοδέψης'' (Γλ.ΔΚρήτ.,
Γλ.Ηρακλ., Γλ.Σητ.).
αραβ. & πέρσ. däbbāġ ''a tanner, a currier/Lederarbeiter, Gerber, Lohgerber'' (Steingass
503, Junker-Alavi 300, Škaljić «tabak (ΙΙΙ)», Dizdari «tabakΙ», Skok & Nişanyan 2009
«tabak2», ΕτυμTietze[a-e] «dabak Ι», BER «табак2»)> τούρκ(κν). debbağ ''tanner (of
animal hides)''> τούρκδ. dabak ''βυρσοδέψης [ham deriyi işleyen kimse]''> τούρκ(κν).
tabak ''tanner (of animal hides)''> (α) αλβαν. tabak ''tanner'', (β) βουλγ(ετ). табак {tabák}
''βυρσοδέψης [кожар]'', (γ) ΒΣΜ табак {tabak} ''tanner'', (δ) σερβοκροάτ. табак / tabak
''βυρσοδέψης [tanner]'', (ε) ρουμάν. tabac {tabák} ''βυρσοδέψης [Gerber]'', (στ) Ν/ελλην.
ταμπάκης [tabáḱis] ''βυρσοδέψης/cuoiaio, conciacorame, conciapelli'' (Somavera 402,
ΛΚΝ, ΛΝΕ).

ταμπάν΄, νταμπάν΄ [dabáń] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ταμπάν΄ = 1) στρώση, 2) φόδρα,
3) ένα χέρι ξύλο. Στον Κολ. Πιερίας ταμπάν΄ [tabáń] ''χοντρό οριζόντιο δοκάρι που
στηρίζει άλλα λεπτότερα στο ταβάνι ή το πάτωμα''. Στην Κοζ. νταμπάν΄ ''(πρόσθετος)

/ 269 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

πάτος παπουτσιών''. Στη Σλάτ. Καστοριάς νταμπάν΄ ''δοκάρι που (όντας πιό χοντρό)
στήριζε τις γριντές''.
τούρκ(οθ). taban = 1) πατούσα ποδιού ή σόλα παπουτσιού [sole (of a foot or shoe)], 2)
δοκάρι [girder, wall-plate], 3) πάτωμα [floor], βάση [base], υψίπεδο [plateau]> (α) τούρκδ.
daban = 1) πατούσα (ποδιού) [ayağın altı, taban], 2) βάση [esas, asıl, taban], 3) πάτωμα
[döşeme], 4) δοκάρι για πάτωμα απο 3-4 εκατοστά [üç dört santimetreden kalın tahta,
kalas, döşemelik tahta], 5) değirmen taşının altına konulan kiriş (δές Clauson 441,
ΕτυμTietze[a-e] «daban I»), (β) αλβαν. taban = 1) πατούσα ποδιού ή σόλα παπουτσιού
[sole (of the foot/shoe)], πάτος παπουτσιού [insole of a shoe], 2) hard foundation layer:
hard stratum luing under cultivated ground, bedrock, bed (of a river); native soil, 3) thick
supporting beam: roof beam, 4) crown oh the head: pate, (γ) βουλγάρ. табан {tabán}
''sole (of foot or shoe)'', (δ) ΒΣΜ табан {tában} ''sole (of foot/shoe)'', (ε) σερβοκροάτ.
табан / taban = 1) sole (of a foot), 2) landside (on a plow), (στ) ρουμάν. taban =1) πάτος
παπουτσιού [Brandsohle], 2) Verbrämung aus Schafpelz an Bauernmänteln, 3) Schlitten,
Sohle des Pflugs, 4) Sohlbalken, 5) Feigenkranz.

ταμπαχανάς [tabaxanás], νταμπαχανάς [dabaxanás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης


νταμπαχανάς & ταμπαχανάς ''βυρσοδεψείο''. Στο Πήλ. ταμπαχανάς ''βυρσοδεψείο''.
τούρκ(κν). tabakhane ''βυρσοδεψείο [tannery]''> (α) αλβαν. tabakhane ''(old) tannery'',
(β) βουλγ(ετ). табакхана {tabakxaná} & табахана {tabaxaná} ''βυρσοδεψείο
[работилница за щавене на кожи]'', (γ) βορσλαβμακ. табана {tabáana} ''βυρσοδεψείο
[кожарска работилница]'' (Прилеп: ΕτυμΒουλγ «табакхана»)> ΒΣΜ табана {tabana}
''tannery'', (δ) σερβοκροάτ. табакана / tabakana ''tannery''.

ταξιράτ’ (ουσ.) : Στην Ανασελ. ταξιράτ’ ''γραφτό, πεπρωμένο''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
ταξιράτ’ [taksirát] ''βάσανο, ατυχία''. Στη Σιάτ. Κοζάνης ταξιράτσ΄ [takśiráć] ''συμφορά,
ζημιά''.
<τούρκ(οθ). taksirat ''λάθος, αμαρτία [fault, sin], μοίρα, πεπρωμένο [fate, destiny]''

ταπού, ταπί (ουσ.) : Στην Ίμβρ. ταπού (το, άκλ.) [tapú] ''συμβόλαιο, τίτλος ιδιοκτησίας''.
Στη Σέλ. Κοζάνης, την Καστορ., την Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών ταπί (το) /tapí/
''τίτλος ιδιοκτησίας''. Στην Κοζ. και το Μπλάτσι Κοζάνης (Γλ.Καλινδ. 430) ταπί (το) [taṕí]
''τίτλος ιδιοκτησίας''.
<τούρκ(κν). tapu ''τίτλος ιδιοκτησίας [deed, title deed]'', βαλκ. τούρκ. tapı ''tapu'' (Dallı
190), δυτβαλκ. τούρκ. tapi ''tapu'' (Elçin 252)

ταρατόρ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τιρατόρ΄ [t΄iratóŕ] & ταρατόρ΄ [taratóŕ] ''δροσιστικό απο
αγγούρι, σκόρδο, τριμμένο ψωμί, ξίδι (καλό), που το έτρωγαν με παγωμένο νερό που το
πρόσθεταν αμέσως πρίν το σερβίρισμα (ιδιαίτερα δημοφιλές στο θέρο (εποχή του
θερισμού))''.
<τούρκ(ερ). tarator ''ορεκτικό φτιαγμένο απο ψίχα ψωμιού, κοπανισμένα φουντούκια ή
καρύδια, σκόρδο, ξίδι και ελαιόλαδο [ekmek içi, fındık veya çeviz ezmesi, sarmısak, sirke
ve zeytinyağı ile yapılan meze]''

ταρχανάς, τραχανάς, τραχανά (ουσ.) : Στην Καστορ. ταρχανάς (ο) [tarxanás] ''τραχανάς:
παρασκεύασμα απο ειδικά αλεσμένο σιτάρι και γάλα''. Στον Τίρναβο Λάρισας τραχανάς
(ο) [traxanás] ''τραχανάς'' (Γλ.Τίρν. 54). Στην Κοζ. τραχανάς (ο) [traxanás] & τραχανά
(τα) [traxaná] ''τραχανάς''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τραχανά (τα) ''τραχανάς:
ζυμαρικό που γίνεται απο ξινό γάλα κι αλεύρι''.

/ 270 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

<τούρκ(οθ). tarhana ''preparation of dried curds and flour; soup made of this
preparation'' (<πέρσ. tärxāne ~ tärxānä ''thick pottage, frumenty, portable soup/(eine Art)
dicke Suppe'' (Steingass 293, Junker-Alavi 163): Eren & Nişanyan 2009 & Škaljić
«tarhana», Skok «tarana», BER «тархана», ΕτυμΜπαμπ «τραχανάς»)

ταρχΐν΄, ταρχούν’=> ταχΐν΄


τατλί /tatlí/ (ουσ.) : στην Καστορ. ''γλυκό''.
<τούρκ(κν). tatlı ''γλυκό (ιδίως σιροπιαστό) [sweet dessert, sweet (especially a pastry
soaked in syrup)]''
ταχΐν΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. ταχΐν΄ [taxẃń] ή τραχΐν΄ [traxẃń] ή ταρχΐν΄ [tarxẃń] ''πολτός απο
αλεσμένο σουσάμι: ταχίνι''. Στη Βέρ. Ημαθίας ταρχούν’ (το) «ταχίνη». Στο Μελέν. της
ΝΔ Βουλγαρίας τραχούνι [traxúni] ''ταχίνι''.
τούρκ(κν). tahin ''ταχίνι [tahini, crushed sesame seeds (forming a thick fluid of sesame
husks and oil)]''> οθωμ. tahın ''meal of sesame seed/σήσαμον ηλεσμένον'' (Redhouse
1234, Χλωρός 1070)> (α) βουλγ(τρ). тахън {taxắn} ''paste from ground baked sesame
seeds, used for making halva/каша от смлян печен сусам, от която се приготвя
халва'', (β) ρουμάν. tahân {tahấn} ''ταχίνι [Sesammehl]'', (γ) βλάχ. tăhîne ''πολτός εκ
σησάμεως: ταχίνι'' (Νικολαΐδης 525, Papahagi 1169).
τέντζιαρς, τέντζιρς (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς τέντζιαρς [téndźars] ''χάλκινη
κατσαρόλα («χύτρα»)'' Πληθ: τιντζιρέδις [tindźiréδis] ή τιντζιρέδγια [tindźiréδγ΄a]. Στη
Δόβρ. Γρεβενών τέντζιρς [téndzirs] ''χάλκινη κατσαρόλα'' Πληθ: τιντζιρέδις [tindziréδis] ή
τιντζιρέδγια [tindziréδγ΄a]. Στην Κοζ. τσέντζιαρς [ćéńdźars] ή τέντζιαρς [t΄éńdźars]
''χάλκινη κατσαρόλα'' Πληθ: τ(σ)ιντζιρέδις ή τ(σ)ιντζιρέδγια. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τσέντζιαρς [ćéńdźars] ''χάλκινη κατσαρόλα («χύτρα»)'' Πληθ: τσιντζιρέδις [ćińdźiréδis]
(Γλ.Καταφ. 420, 424). Στη Σιάτ. Κοζάνης τσέντζιρς [ćéńdźiŗs] ''χάλκινη κατσαρόλα''.
τούρκ(οθ). tencere {téndžere} ''κατσαρόλα [saucepan]''> (α) Ν/ελλην. τέντζερες
''κατσαρόλα [pentola]'' (Somavera 405), (β) ΚΝΕ τέντζερης, (γ) τούρκδ. çencere
''tencere'' (ΕτυμTietze[a-e] «çencere»).
τζέπς, τζέπ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. τζέπς (ο) [dźéps] ''τσέπη'' Πληθ: τζέπδις (οι) [dźéb΄δ΄is] &
τζέπχια (τα) [dźéṕx΄a]. Στην Τσιαρπ. Σερρών τζέπ’ (το) ''τσέπη'' Πληθ: τζέπχια.
<τούρκ(κν). cep ''τσέπη [pocket]''

τζέρτζιλου=> ζέρντιλου

τζιάκ΄=> ουτζιάκ΄

τζιακλίκ΄, τζιακλΐκ΄, τζιακλούκ΄=> ουτζιακλίκ΄


τζιάμ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 408) [dźáḿ] ''τζάμι''. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης [dźám] ''τζάμι'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:22, Γλ.Σιάτ.).
<τούρκ(κν). cam ''τζάμι [pane of glass; windowpane]''
τζιαμλίκ΄ (ουσ.) : Στη Σιάτιστα Κοζάνης [dźaml΄íḱ] ''τζαμαρία'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα
1985:77, Γλ.Σιάτ.). Στην Κοζ. [dźamb΄l΄íḱ] = 1) τζαμαρία ώς νότιος τοίχος σε ηλιόλουστο
δωμάτιο, 2) το τζαμένιο κομμάτι μιας εξώπορτας. Στη Λόσν. Καστοριάς [dźaml΄íḱ]
''διαχωριστικό με τζάμια''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [dźamlíḱ] ''διαχωριστικό με τζάμια''.
<τούρκ(πλ). camlık ''τζαμαρία («υαλόφραξις»)''

/ 271 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τζιαμπάηζς (ουσ.) : Στην Κοζ. τζιαμπάηζς [dźambájzs] ή τσιαμπάης [ćambájs]


''ζωέμπορος (ιδίως ο έμπορος αλόγων)''. Στη Λόσν. Καστοριάς τζιαμπάηζ [dźambájz]
''ζωέμπορος''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [dźambájz] ''μεσίτης αλόγων'' (Γλ.Γαλατ. 282). Στη
Δόβρ. Γρεβενών [ćambájs] ''ζωέμπορος''.
πέρσ. džān-bāz ''playing with life, venturesome; a rope-dancer or other person following
a dangerous calling; a soldier; a horse-dealer'' (Steingass 352, Junker-Alavi 206, Škaljić
& Skok «džambas», BER «джамбазин», Dizdari «xhanbaz», Eren & Nişanyan 2009
«cambaz», ΕτυμTietze[a-e] «canbaz Ι»)> τούρκ(οθ). canbaz = 1) ακροβάτης [acrobat],
ισορροπιστής [rope dancer], 2) έμπορος αλόγων [horse dealer]> τούρκ(κν). cambaz = 1)
acrobat; rope dancer, 2) horse dealer> (α) αλβαν. xhambaz {džambáz} ''έμπορος
αλόγων [dealer in horses, horsetrader], εκπαιδευτής αλόγων [horsetrainer]'', (β)
βουλγ(ετ). джамбаз(ин) {džambáz(in)} ''έμπορος ζώων, κυρίως αλόγων [търговец на
добитък, обикновено на коне]'', (γ) ΒΣΜ џамбаз {džambaz} = 1) acrobat, 2) horse-
breaker; horse-trader, (δ) σερβοκροάτ. џамбас / džambas ''horse seller'', (ε) Ν/ελλην.
τζαμπάσης ''ciurmadore, ciurmatore, saltimbanco'' (Somavera 408).

τζιάμ΄ πλιάφ΄ [dźáḿ ṕl΄áf΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γλυκό απο βρασμένο ρύζι, καβουρντισμένο
φιδέ, ζάχαρη, κανέλα κ.ά.''.
<τούρκ(οθ). acem pilâvı ''rice stewed with meat''

τζιαμτζής [dźamdźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''τζαμάς''.


<τούρκ(κν). camcı ''τζαμάς [glazier, glassworker]''

τζιάν΄ [dźáń] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 430) στην έκφρ. μ’
έφαγιν του τζιάν΄ ''μ' έφαγε την ψυχή''.
<τούρκ(κν). can = 1) ψυχή [soul], 2) ζωή [life]

τζιανταρμάς=> τζιαντιρμάς

τζιαντέ [dźadé] (θηλ. ουσ.) : στη Σλάτ. Καστοριάς ''γυναίκα του δρόμου''.
τούρκδ. çadı ''κακόψυχη γυναίκα: στρίγγλα [kötü huylu kadın]'' <τούρκ(κν). cadı = 1)
μάγισσα [witch], 2) στρίγγλα και άσχημη γριά [hag, cantankerous and ugly old woman]
<τούρκ(οθ). cadu ''μάγισσα [witch], μάγος [wizard]'' <πέρσ. džādu ~ džādū ''μάγος
[Zauberer, Schwarzkünstler, Hexenmeister/a conjurer]'' (Junker-Alavi 204, Steingass
349, Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «cadı», ΕτυμTietze[a-e] «cadu», Dizdari «xhadi»,
Škaljić «džadija»)

τζιαντές (ουσ.) : Στην Κοζ. [dźad΄és] ''λεωφόρος ή κεντρικός δρόμος πόλης''. Στη Σλάτ.
Καστοριάς [dźadés] ''ίσιος και φαρδύς δρόμος''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [dźad΄és]
''δημόσιος δρόμος'' (Γλ.Καταφ. 430).
<τούρκ(κν). cadde ''κεντρικός δρόμος πόλης [avenue, main street in a city,
thoroughfare]''

τζιαντίρ’=> τζιαντΐρ΄

τζιαντιρμάς> τζιντιρμάς, τζιανταρμάς (ουσ.) : Στην Κοζάνη τζιαντιρμάς [dźańd΄irmás] &


τζιανταρμάς [dźandarmás] & τζιντιρμάς [dźińd΄irmás] ''χωροφύλακας''. Στην Επαν.
Χαλκιδικής τζιαντιρμάς [dźad΄irmás] ''χωροφύλακας''.

/ 272 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

γαλλ. gendarme> (α) τούρκ(οθ). jandarma {žandárma} ''χωροφύλακας [police soldier,


gendarme]'', (β) τούρκ(οθ). candarma {džandárma} ''police soldier, gendarme'' = οθωμ.
candarma {džandárma} ''χωροφύλαξ'' (Χλωρός 606), (γ) βαλκ. τούρκ. candarma
''gendarme'' (Eckmann 1962α:59), (δ) βαλκ. τούρκ. candarma {džandarmá} ''jandarma''
(Dallı 179), (ε) τούρκ(Tz). candırma.

τζιαντΐρ΄, τζιαντίρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. τζιαντΐρ΄ [dźadẃŕ] ''σκηνή''. Στη Σλάτ. Καστοριάς
τζιαντίρ’ [dźadír] = 1) σκηνή, 2) πρόχειρη καλύβα απο ξύλα και κλαδιά.
τούρκ(κν). çadır ''σκηνή [tent]''> (α) αλβαν. çadër {čádăr} = 1) tent, 2) protective shelter;
shield, aegis, special protection, (β) ΒΣΜ чадор {čádor} & чадар {čadar} ''tent'', (γ)
σερβοκροάτ. чадор / čador ''tent'', (δ) ΝΑ σέρβ. чадьр {čadắr} ''σκηνή [šator]'', (ε)
ρουμάν. ceadâr {čadấr} ''η “σκηνή” στα τούρκικα [Zelt bei den Türken]'', (στ) ΚΝΕ
τσαντίρι.

τζιζβές (ουσ.) : Στον Λαγκαδά Θεσ/νίκης τζιζβές [dźizvés] ''μπρίκι'' (Γλ.Λαγκ. «τζισβές»).
Στην Κοζ. τζιτζ΄βές [dźidźv΄és] ''το (χάλκινο) μπρίκι του καφέ''. Στη Γαλατινή Κοζάνης
τζιτζ΄βές [dźidźvés] ''μπρίκι'' (Γλ.Γαλατ. 283). Στη Σέλ. Κοζάνης και το Καταφύγι
Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 410) τζιτζβές ''μπρίκι''. Στο Μόκρο Κοζάνης τζιουτζιουβές ''μπρίκι''
(Γλ.Μόκρ.). Στη Δόβρ. Γρεβενών τζιουτζιουβές [dźudźuvés] ''μπρίκι''.
<τούρκ(κν). cezve ''μπρίκι [a small, long-handled pot for making Turkish coffee]''
τζιλές [dźil΄és] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μακρόστενο μασουράκι κλωστής για το κέντημα:
τσιλές''.
<τούρκ(κν). çile ''μασούρι νήματος [hank, skein]''
τζιλιάς [dźil΄ás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''βερνίκι παπουτσιών''. Στον Κολ. Πιερίας και την
Επαν. Χαλκιδικής ''είδος βερνικιού παπουτσιών''.
<τούρκ(οθ). cilâ ''βερνίκι [varnish]''
τζιλιάτς (ουσ.) : Στα Νταρνακοχ. Σερρών τζιλιάτς ''δήμιος''. Στη Σλάτ. Καστοριάς τζιλιάτς
[dźil΄ác] «δήμιος, τύραννος», τζιλιατεύου [dźil΄atévu] «κατακρεουργώ, κατατυραννώ,
καταπονώ». Στη Βέρ. Ημαθίας τζιλιατεύου ''βασανίζω''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τζιλιατσεύου
[dźil΄aćévu] «σφάζω, κρεουργώ». Στον Κολ. Πιερίας τζιλιτεύου [dzilit΄évu] ''παιδεύω,
βασανίζω''.
αραβ. džäld ''striking, lashing, whipping'' (Steingass 368)> αραβ. *džällād ''μαστιγωτής''>
αραβ. & πέρσ. džällād ''δήμιος ή μαστιγωτής [an executioner, or whipper]'' (Steingass
367, Junker-Alavi 214, Nişanyan 2009 «cellat», ΕτυμTietze[a-e] «cellâd», Dizdari
«xhelat», Škaljić & Skok «dželat», BER «джелат(ин)»)> οθωμ. cellât (αιτ./κτητ. cellâdı)
= 1) μαστιγωτής [a public scourger], 2) an executioner, 3) a pitiless turant; a cruel
mistress (Redhouse 667)> (α) αλβαν. xhelat = 1) executioner, 2) cruel and bloodthirsty
person, (β) βουλγάρ. джелатин {dželátin} ''executioner, hangman'', (γ) ΒΣΜ џелат
{džélat} = 1) executioner, hangman, 2) (μτφ.) ο χασάπης, ο σφαγέας [(figurative) killer,
butcher, thug, cutthroat], (figurative) νταής [(figurative) bully], (δ) σερβοκροάτ. џелат /
dželat = 1) hangman, executioner, 2) (μτφ.) ο τύραννος [(figurative) oppressor,
tormentor], (ε) ρουμάν. gealat & gelat ''δήμιος [Henker, Scharfrichter]''.
τζιμπανάκ΄=> τσιουμπάνους
τζιμπάνους=> τσιουμπάνους
τζιντιρμάς=> τζιαντιρμάς

/ 273 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τζιόπ’, τζιόπς (ουσ.) : Στο Πήλ. τζιόπ’ (το) ''τσέπη''. Στη Λόσν. Καστοριάς τζιόπς (ο)
[dźóps] ''τσέπη'' Πληθ: τζιόπχια (τα) [dźópx΄a]. Στη Σιάτ. Κοζάνης [dźóps] (ο) ''τσέπη''.
Στο Καταφύγι Κοζάνης τσιόπς (ο) [ćóps] ''τσέπη'' (Γλ.Καταφ. 425, Μαργαρίτη-Ρόγκα
1989:79).
τούρκδ. cöp ''τσέπη [cep]''> (α) διαλκ. βουλγ. джуп [džúp] ''джоб'' (Atlas 3:44), (β)
βουλγάρ. джоб [džóp] ''pocket''.
τζιουάπ΄ (το) [dźuáṕ], τζιουγάπι (το) [dźuγápi] (ουσ.) : Στην Ανατ. Ρωμυλία τζιουάπ΄
''απάντηση, απόκριση, απολογία'' (Γλ.Μοναστ. 255). Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας
τζιουγάπι ''κατάλληλη και δηκτική απάντηση''.
τούρκ(κν). cevap ''απάντηση [answer, reply]''> (α) τούρκδ. cevaf ''cevap'' [Karakoyunlu -
Kars]> τούρκδ. cavaf ''cevap'' [Karakoyunlu -Kars], (β) *cavap> τούρκδ. covap ''cevap''>
βαλκ. τούρκ. cuvap ''answer'' (Eckmann 1962α:48, 59) = βαλκ. τούρκ. cuwap
''απάντηση [yanıt]'' (Dallı 180).
Τζιουμάς [dźumás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(το παλιό χωριό) Χαραυγή''.
<τούρκ(κν). cuma ''Friday''

τζιουμπανλίκ΄ [dźubańl΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''η δουλειά/ζωή του βοσκού''.


<τούρκ(κν). çobanlık ''το επάγγελμα του βοσκού [occupation of a shepherd]''

τζιουμπάνους=> τσιουμπάνους

τζιουμπές [dźub΄és] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κοντό παλτό της ντόπιας γυναικείας φορεσιάς''.
<τούρκ(οθ). cübbe ''τήβεννος των ιμάμηδων, των καδήδων, των δικηγόρων και
καθηγητών [robe worn by imams, judges, barristers and professors, with full sleeves and
long skirts]'' (πρβλ. βουλγ(ετ). джубе {džubé} ''είδος κοντού πανωφοριού [вид къса
горна дреха]'')

τζιουμπούσ΄ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς τζιουμπούσ΄ [dźumbúś] ''διασκέδαση (ώς


γεγονός)''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τζιουμπούζ΄ ''διασκέδαση, ξεφάντωμα''. Στην Ανασελ.
τσιουμπούσ΄ ''συμπόσιο, φαγοπότι («ευωχία»)''.
<τούρκ(οθ). cümbüş ''γλέντι, ξεφάντωμα [merrymaking, revel]''

τζιουντάν΄ (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης τζιουντάν΄ ''πορτοφόλι'' (Γλ.Μόκρ.). Στη


Γαλατινή Κοζάνης [dźundáń] ''μικρή δερμάτινη σακούλα για χρήματα'' (Γλ.Γαλατ. 282).
<τούρκ(κν). cüzdan ''πορτοφόλι [wallet; billfold]''

τζιουτζές (ουσ.) : Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τζιουτζιές [dźudźés] = 1) νάνος, 2)


αστείος. Στη Σιάτ. Κοζάνης τζιουτζές [dźudźés] ''άτομο χωρίς προσωπικότητα, χωρίς
αξία''. Στη Δόβρ. Γρεβενών τζιουτζιουβές [dźudźuvés] ''μτφ. άνθρωπος κοντόχοντρος,
αρκετά μικροσκοπικός''. Στην Πιερ. τζιτζβές [dzidzvés] ''κοντός άνθρωπος''.
<τούρκ(κν). cüce ''νάνος [dwarf]''

τζιουτζιουβές Ι=> τζιζβές

τζιουτζιουβές ΙΙ=> τζιουτζές

τζιουτζιουκλάργια=> τσιουτζιουκλάργια

/ 274 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τζιρβέν΄ [dźirvéń] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''στενό ορεινό πέρασμα''.


<οθωμ. dervent ''ορεινό πέρασμα [a mountain pass, a defile]'' (Redhouse 894)

τζιρτζιλιά=> ζέρντιλου

τζιτζβές Ι=> τζιζβές

τζιτζβές ΙΙ=> τζιουτζές

τζιτζικλάργια=> τσιουτζιουκλάργια

τζουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄

τιβικέλτς [tiviḱélc] (επθ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών = 1) σπάταλος, 2) ανοιχτοχέρης.


<τούρκ(κν). tevekkel ''αυτός που χαίρεται τη ζωή του χωρίς να φροντίζει για το μέλλον
[(someone) who leaves things to chance, happy-go-lucky]''

τιλιάλτς [t΄il΄álc] (ουσ.) : στην Κοζ. ''τελάλης''.


τούρκ(οθ). tellâl ''τελάλης [town-crier]''> (α) αλβαν. tellall ''town-crier'', (β) βουλγ(ετ).
телял {teljál} & телал {telál} ''τελάλης [глашатай]'', (γ) ΒΣΜ телал [téłał] ''town crier'', (δ)
σερβοκροάτ. телал / telal ''crier, town crier'', (ε) ρουμάν. telal ''τελάλης [Ausrufer]'', (στ)
ΚΝΕ τελάλης.

τιλιατίν΄ (άκλ. επθ.) : Στην Κοζ. τιλιατίν΄ [t΄il΄at΄íń] ''πολύ λεπτός''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τιλιτίνια [t΄il΄it΄íńa] ''τσαρούχια απο κατεργασμένο δέρμα, που τ’ αγόραζαν και είχαν
φούντες'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:78).
ρώσ. телятина ''μοσχαρίσιο κρέας''> τούρκ(οθ). telâtin ''δέρμα ρώσικης προέλευσης
[Russian leather]''> (α) Ν/ελλην. τελατίνι ''κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για
την κατασκευή παπουτσιών'' (ΛΚΝ), (β) αλβ(ερ). telatin(ë) ''κατεργασμένο, στιλπνό και
μαλακό δέρμα καλής ποιότητας (συνήθ. μοσχαρίσιο), που χρησιμοποιείται για
παπούτσια, μπότες κλπ. [lëkurë e mirë (zakonisht lëkurë viçi), e përpunuar, e ndritur dhe
e butë, që përdoret për këpucë, për çizme etj.]'' (ΟθωμΛεξ «telâtin», ΛΚΝ «τελατίνι»,
Dizdari «telatin»).

τιμινάς [t΄iḿinás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''υπόκλιση''.


<τούρκ(κν). temenna ''(παλιομοδίτικη) χειρονομία χαιρετισμού, με ελαφρό χαμήλωμα του
δεξιού χεριού και μετά με άγγιγμα των δαχτύλων στα χείλη και ύστερα στο μέτωπο [an
old-fashioned gesture of salutation made by first lowering the right hand a bit and then
touching the fingers of the right hand first to the lips and then to the forehead]''

τιμπέλτς (επθ.) : Στην Κοζ. [t΄imb΄élc] ''τεμπέλης''. Στη Λόσν. Καστοριάς [timbél΄c]
''τεμπέλης''.
<τούρκ(κν). tembel ''τεμπέλης [lazy, indolent, slothful, supine]''

τινικές [t΄ińiḱés] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(το δοχείο) τενεκές''.


<τούρκ(ερ). teneke = 1) λεπτό φύλλο απο σίδερο καλυμμένο με κασσίτερο:
λευκοσίδηρος, τενεκές [kalay kaplanmış ince demir saç], 2) δοχείο φτιαγμένο απο
λευκοσίδηρο/τενεκέ: τενεκές [bu saçtan yapılmış kab]

/ 275 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τιντζιρέδγια=> τέντζιαρς

τιντζιρέδις=> τέντζιαρς

τιρατόρ΄=> ταρατόρ΄

τιρλίκ΄ [t΄irl΄íḱ], τσιρλίκ΄ [ćirl΄íḱ] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης τιρλίκ΄ ''είδος γυναικείας
παντόφλας, που παλιότερα την έφτιαχναν απο μάλλινο ύφασμα και κατόπιν άρχισαν να
την πλέκουν'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:78). Στη Σιάτιστα Κοζάνης τσιρλίκ΄ ''σοσόνι απο
χοντρό ύφασμα ή πλεγμένο με μαλλί'' (Γλ.Σιάτ., Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:77).
τούρκ(κν). terlik ''παντόφλα [house slipper, house shoe; bedroom slipper]''> (α) αλβαν.
terliqe ''παντόφλα απο λεπτό δέρμα [house slipper made of thin leather]'', (β) βουλγάρ.
терлик {terlík} ''παντόφλα [slipper], παιδικό τερλίκι (κοντή μάλλινη κάλτσα για το σπίτι)
[bootee]'', (γ) ΒΣΜ терлик {terlik} ''κεντητή δερμάτινη παντόφλα [embroidered leather
slipper, mule]'', (δ) σερβοκρ(ετ). терлуци / terluci [térłuci] & трлуци / trluci [tắrłuci]
''γυναικεία παπούτσια απο μαλακό δέρμα [ženske cipele od meke kožice, na koje se
može još drygo obuti]'', (ε) ΚΝΕ τερλίκι.
τισκιρές [t΄iśḱiŕés], τσισκιρές [ćiśḱirés] (ουσ.) : Στην Κοζ. τισκιρές = 1) γράμμα, 2)
σημείωμα, 3) πιστοποιητικό, 4) συνταγή γιατρού, 5) λογαριασμός/εντολή πληρωμής
(γραπτή). Στη Σιάτ. Κοζάνης τσισκιρές ''σημείωμα, ραβασάκι, μικρή επιστολή''.
αραβ. & πέρσ. täzkere ~ täzkärä ''υπηρεσιακό σημείωμα [official note]'' (Steingass 290,
Junker-Alavi 160, Nişanyan 2009 «tezkere», Dizdari «tezqere», Škaljić & Skok
«teskera»)> οθωμ. tezkere = 1) ραβασάκι [a short note or letter, a billet], 2) διαβατήριο
[a passport], 3) οποιοδήποτε κρατικό πιστοποιητικό που απαλλάσσει τους πολίτες απο
κάποια υποχρέωση, όπως το απολυτήριο απο τον στρατό, η απόδειξη πληρωμής
φόρων, ή οποιουδήποτε είδους άδεια [any document issued by the government to clear
people from some responsibility; as, a soldier’s discharge, a tax receipt, a license or
permit of any kind], 4) βιογραφικό σημείωμα [a biografical memoir] (Redhouse 523)>
βαλκ. τούρκ. teskere (yārimin cebinde teskere: Olcay 43)> (α) *teşkere> τούρκδ. keştere
& keşkere ''tezkere'', (β) αλβαν. tesqere = 1) απολυτήριο απ’ τον οθωμ. στρατό
[discharge document given to a soldier finishing his military service during the Ottoman
occupation of Albania], 2) αναγγελτήρια κάρτα γάμου ή θανάτου [card announcing a
wedding/death], (γ) βουλγ(ερ). тескере {teskeré} ''παλιότερο ταξιδιωτικό έγγραφο ή
διαβατήριο για το εσωτερικό της οθωμ. επικράτειας [някогашен пътен лист или паспорт
за пътуване вътре в турската държава]'', (δ) ΒΣΜ тескере {teskere} = 1) έγγραφο,
ταυτότητα [document, identity card], (έγγραφο) αποδεικτικό [certificate], 2) (έγγραφη)
πρόσκληση [invitation], (ε) σερβοκρ(ετ). тескера / teskera ''επίσημο αποδεικτικό,
έγγραφο, ταξιδιωτικό έγγραφο [zvanično pismo, objava, putna isprava]''.
τιτιούν΄ [t΄it΄úń] (ουσ.) : στην Κοζ. ''κομμένος και τριμμένος καπνός, έτοιμος για
κάπνισμα''.
τούρκ(κν). tütün = 1) το φυτό καπνός [tobacco (Nicotiana tabacum)], 2) καπνός έτοιμος
για κάπνισμα/μάσημα [tobacco (ready for smoking/chewing)]> (α) ρουμάν. tutun ''Tabak
(von der Pflanze (Nicotiana tabacum) und deren Erzeugnissen); Rauch-, Kautabak'', (β)
σερβοκροάτ. тутун / tutun ''tobacco'', (γ) ΒΣΜ тутун {tútun} ''tobacco (plant and
product)'', (δ) βουλγδ. тутун {tutún} ''тютюн'', (ε) βουλγάρ. тютюн {tjutjún} ''tobacco''>
βουλγ(ετ). кикюн {kikjún} & кюкюн {kjukjún} ''тютюн''.
τιφτέρ΄=> διφτέρ΄

/ 276 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τιφτίκ΄, τσιφτσίκ΄ (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης τιφτίκ΄ [t΄ift΄íḱ] ''λιωμένο απ’ την
πολυκαιρία και σκοροφαγωμένο παλιό ρούχο'' (Γλ.Γαλατ. 283). Στη Σιάτ. Κοζάνης
τσιφτσίκ΄ [ćifćíḱ] «πολύ φθαρμένο ρούχο, φθηνό ύφασμα».
τούρκ(κν). tiftik = 1) είδος μαλλιού [angora, mohair], 2) λεπτό, μαλακό πρόβειο μαλλί
που κουρεύεται την άνοιξη [fine, soft wool clipped from sheep in the spring] <τούρκδ.
teftik ''λεπτό μαλλί [ince yün]'' <πέρσ. täftik ~ täftīk ''μαλακό γιδόμαλλο [weiche
Ziegenwolle]'' (Junker-Alavi 177, Steingass 312, ΟθωμΛεξ & Eren «tiftik»)
τιψί [tipsí] (ουσ.) : στη Δόβρ. Γρεβενών ''ταψί''.
<τούρκ(κν). tepsi ''ταψί [(large, shallow, open) baking tin]''
τ’κάλ’=> τουτκάλ΄
τόζ’ (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών τόζ’ (το) [tóz] ''σκόνη''. Στην
Καστορ. τόζ’ (το) ''σκόνη''. Στη Σέλ. Κοζάνης τόζια (τα) [tóźa] ''σκόνες''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης τόζ΄ (το) [tóś] ''σκόνη απο τριμμένο κάρβουνο, ασβέστη κλπ.''. Στην Ανασελ.
τόζ’ (η) [tóz] ''σκόνη''.
<τούρκ(κν). toz = 1) σκόνη [dust], 2) σκόνη [powder]

τόκα (η) [tóka], τουκάς (ο) [tukás] (ουσ.) : Στην Ίμβρ. τόκα ''κοκαλάκι: μικρό κοκάλινο
αντικείμενο με το οποίο οι γυναίκες στερεώνουν τα μαλλιά-τους'', τουκάς ''αγκράφα
(ζώνης, παπουτσιού κλπ.)''. Στην Επαν. Χαλκιδικής τόκα ''αγκράφα''. Στην Κοζ. τουκάς
= 1) αγκράφα (ζώνης, χαλιναριού κλπ.), 2) πλατύ, πλούσια διακοσμημένο έλασμα απο
πολύτιμο μέταλλο, δεμένο με διάφορα άλλα αντκμ. στη μέση σά ζώνη.
<τούρκ(κν). toka {tóka} ''αγκράφα [buckle (as of a belt)]''

τόπ’ (το) (ουσ.) : στην Καστορ. ''το τούρκικο κανονάκι με το οποίο ανήγγελαν τη λήξη της
νηστείας του Ραμαζανιού με τη δύση του ήλιου''.
<τούρκ(κν). top ''κανόνι [cannon]''

τόπα (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Μόκρο Κοζάνης (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 171-2) τόπα
[tópa] ''μπάλα (για παιχνίδι), τόπι''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [tópa] = 1) τόπι, 2) χιονόμπαλα.
Στη Σιάτ. Κοζάνης τόπκα [tópka] ''τόπι, μπαλάκι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [tópka] ''τόπι
απο πανιά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών [tópka] ''μικρή ελαστική μπάλα απο διάφορα υλικά,
όπως πανιά, συμπιεσμένες τρίχες, λάστιχο κλπ.''.
τούρκ(κν). top ''μπάλα [ball]''> (α) αλβαν. top ''ball'', (β) ΚΝΕ τόπι [tópi], (γ) βαλκ. σλάβ.
tópka (βουλγάρ. топка {tópka} ''ball'', ΒΣΜ топка {tópka} ''ball'')> μακ. τόπκα.

τούζλα /túzla/ (επθ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών ''αλυκή''. Στον Κολ. Πιερίας ''χαρακτηρισμός
του πολύ αλμυρού φαγητού''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''πάρα πολύ αλμυρό φαγητό''
(Γλ.Καταφ. 440).
<τούρκ(κν). tuzla {túzla} ''αλυκή [saltpan (depression where salt water is evaporated)]''
(<τούρκ(κν). tuz ''αλάτι [salt, table salt]''+ επίθμ. -la: TurkGram 31, 60, Skok «kršla»)

τουκάς=> τόκα

τουλούμ΄ [tulúḿ] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 413)
''δερμάτινος ασκός''.
<τούρκ(οθ). tulum ''δερμάτινος ασκός [skin made into a bag (to hold water, etc.)]''

/ 277 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τουμπέκ΄=> ντουμπέκ΄

τούντζ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τούντζ΄ [túńdź] ''μπρού(ν)τζος, ορείχαλκος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
τούντζ΄ [túńć] ''μπρούτζος''. Στο Πήλ. τούντζ΄ ''μπρούτζος''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τούντζια ''άχρηστα υλικά για πέταμα'' (Γλ.Καταφ. 431). Στη Βέρ. Ημαθίας τούν.τσ’
''μπρούτζος''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών τούν.τσ΄ ''χαλκός''. Στην Παλαιοχ. Χαλκιδικής
τούν.τσα [túnca] ''μπρούτζινο κουδούνι για τα γίδια''.
<τούρκ(κν). tunç ''μπρούτζος [bronze]'' (πρβλ. αλβαν. tunxh ''μπρούτζος [brass]'')

τουπτάν [tuptán] (επίρ. τροπ.) : Στην Καστοριά (Γλ.Καστ. «τοπτάν») και τη Δόβρανη
Γρεβενών τουπτάν ''χονδρικώς'' {Τα σταφύλια τα πούλτσα τουπτάν. (Γλ.Δόβρ. «πτάν»)}.
Στη Σιάτιστα Κοζάνης μι τουπτάν΄ [mituptáń] ''χοντρικά'' (Παπαναούμ 1968:59, 72).
<τούρκ(κν). toptan ''στη χοντρική, χοντρικώς, χονδρικώς [wholesale]''

τουρλιού, τουρλί (ουσ.) : Στην Κοζ. τουρλιού (το, άκλ.) [tuŕl΄ú] ''τουρλού: φαΐ απο διάφορα
ζαρζαβατικά''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τουρλί (το) [turlí] ''τουρλού (το φαγητό)''.
<τούρκ(ερ). türlü ''φαγητό απο διάφορα λαχανικά που μαγειρεύονται μαζί [çeşitli
sebzeleri birlikte pişirerek yapılan yemek]'', δυτβαλκ. τούρκ. türli (Κυρανούδης 2009:54)

τουρλιού τουρλιού [tuŕl΄ú tuŕl΄ú] (επθ.) : στην Κοζ. ''λογής λογής, τουρλού τουρλού''.
<τούρκ(κν). türlü türlü ''λογής λογής [all sorts of, all manner of]''
τουτκάλ΄ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης τουτκάλ΄ [tutkál΄] ''ψαρόκολλα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης και τη Λόσν. Καστοριάς τκάλ΄ [tkál΄] ''ψαρόκολλα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών τκάλ’
[tkál] ''ψαρόκολλα''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [tkál΄] ''είδος κόλλας για σπασμένα
αντικείμενα'' (Γλ.Καταφ. 431). Στην Κοζ. τ΄κάλ΄ [t΄kál΄] ''κολλητική ουσία των
τσαγκάρηδων (για να κολλάνε τις σόλες), των μαραγκών κλπ.''.
<τούρκ(κν). tutkal ''κόλλα [glue]''
τουφάνι, τφάν΄, τ΄φάν΄ (ουσ.) : Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τουφάνι [tufáni] ''δυνατός
αέρας, ανεμοστρόβιλος''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τφάν΄ [tfáń] ''χιονοθύελλα''. Στην Κοζ. στην
έκφρ. βαρέν[ν] / κρούν τα τ΄φάνια [t΄fáńa] ''έχει μεγάλη κακοκαιρία''.
<τούρκ(οθ). tufan ''κατακλυσμός [flood], βίαιη νεροποντή [violent rainstorm]''
τρακάζ’ (ουσ.) : Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης τρακάζ΄ [trakáź] ''σύρτης''. Στα Νταρνακοχ.
Σερρών [trakáź] ''μικρός σύρτης''. Στη Θάσ. τρακάζ’ [trakáz] ''το πάνω πλατύ μέρος του
πόμολου της πόρτας, που όταν το πατάς σηκώνεται το συρτάκι απο πίσω''. Στην Κοζ.
τρακάσ΄ [trakáś] ''είδος πρόχειρης κλειδαριάς που ανοίγει την πόρτα με την πίεση του
αντίχειρα''.
<τούρκ(οθ). tırkaz ''αμπάρα πίσω απο την πόρτα για να την κρατάει κλειστή [bar behind
a door to keep it shut]''
τραπαλούκ΄=> αρπαλίκ΄
τραχανά=> ταρχανάς
τραχανάς=> ταρχανάς
τραχΐν΄=> ταχΐν΄
τραχούνι=> ταχΐν΄

/ 278 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τρουβάς [truvás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''ταγάρι, τορβάς''. Στο Καταφύγι Κοζάνης ''ο
φτιαγμένος απο πανί τορβάς'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:79). Στη Σέλ. Κοζάνης ''υφαντός
τορβάς''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''μάλλινο σακκίδιο''.
<ΚΝΕ τορβάς ''ταγάρι'' <τούρκ(κν). torba ''σακούλι, ταγάρι, σάκος κ.ά. παρόμοια
αντικείμενα [bag, sack]''
τσαρούχ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσαρούχ΄ [carúx΄] ''τσαρούχι του τσολιά με φούντα'',
γρουνουτσάρχου [γrunucárxu] ''τσαρούχι απο δέρμα γουρουνιού''.
τούρκδ. çaruk ''çarık''> (1) τούρκ(κν). çarık ''τσαρούχι [rawhide sandal]'' (Γιαννουλέλλης
«τσαρούχι», Eren & Eyuboğlu «çarık», ΕτυμTietze[a-e] «çaruk»), (2) τούρκδ. çarux &
çarıx ''çarık''> ΚΝΕ τσαρούχι [carúx΄i]> (α) κοζ. τσαρούχ΄, (β) αλβαν. caruqe {carúqe}
''leather moccasin with ornamental straps and thin turned-up toe'' (ΕτυμΚυριαζή
«τσαρούχι»).

τσαρτσάφ΄=> τσιαρτσιάφ’

τσέντζιρς, τσέντζιαρς=> τέντζιαρς


τσιάι [ćáj] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 420), τη Σιάτιστα Κοζάνης
(Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:22) και την Κοζ. ''τσάι''.
<τούρκ(κν). çay = 1) tea, tea plant (Camellia sinensis/Thea sinensis), 2) tea (dried tea
leaves), 3) tea (as a drink)
τσιαΐρ’ (ουσ.) : Στην Ανασελίτσα ''λιβάδι για βοσκή'' (Γλ.Ανασελ. 249). Στην Κοζ. [ćaíŕ]
''ακαλλιέργητο χωράφι που χρησιμοποιείται σά βοσκοτόπι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćaíŗ]
''χέρσο χωράφι''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''χερσότοπος''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćaíŕ]
''χωράφι οπου καλλλιεργείται σκέτο αγριόχορτο, που όταν μεγάλωνε το θερίζανε με την
κόσα, το μαζεύανε και το χρησιμοποιούσαν σά ζωοτροφή τον χειμώνα'' (Γλ.Καταφ. 420-
1).
<τούρκ(κν). çayır ''λιβάδι [meadow], βοσκοτόπι [pasture]''
τσιακάλ΄ [ćakál΄] (ουσ.) : στο Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 421) και την Πιερ. ''τσακάλι''.
<τούρκ(κν). çakal ''jackal (Canis aureus)''
τσιακΐλ΄ Ι, τσιακίλ’ (ουσ.) : Στο Μπλάτσι Κοζάνης τσιακΐλ΄ [ćakẃl΄] ''χαλίκι'' (Γλ.Καλινδ.
408). Στη Δόβρ. Γρεβενών τσιακίλ’ [ćaḱíl] = 1) σπασμένη σκληρή πέτρα, 2) πετρώδης
τόπος. Στα Γιάν. τσιακίλ΄ [ćaḱíl΄] ''χαλίκι, χαλικάκι («σκύρο»)''. Στην Ίμβρο [ćaḱíl΄]
''χαλίκι(α)'' {Ντ’ μπέτρα ντ’ σπάζ΄ μι του βαριό κι κάν΄ τσιακίλ΄... (Γλ.Ίμβρ. «τσακίλ’»)}.
<τούρκ(κν). çakıl = 1) βότσαλο, πετραδάκι [pebble, small stone], 2) αμμοχάλικο [gravel]
τσιακΐλ΄ ΙΙ [ćakẃl΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χαμηλός τοίχος χτισμένος απο σκέτη πέτρα (χωρίς
συνδετικό κονίαμα ή λάσπη), που ορίζει μιά έγγεια ιδιοκτησία: ξερολιθιά''.
<τούρκδ. çakıl ''ξερολιθιά: πέτρινο ντουβάρι χτισμένο χωρίς λάσπη ή κονίαμα [çamursuz
ve harçsız örülmüş taş duvar]'' (πρβλ. αλβαν. çakëll ''ξερολιθιά [rock wall, stone wall
constructed without mortar]'')
τσιαλιστιμένους (μτχ.) : Στην Κοζ. τσιαλιστιμένους [ćal΄iśt΄iḿénus] ή τσιλιστιμένους
[ćil΄iśt΄iḿénus] ''προκομμένος''.
<çalıştı, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(κν). çalışmak = 1) δουλεύω [to work], 2) προσπαθώ,
πασχίζω (να κάνω κάτι) [to try/strive (to do something)]

/ 279 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τσιάμ’ (ουσ.) : Στα Γιάν. και τη Βέρ. Ημαθίας ''πεύκο''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών ''είδος
πεύκου''. Στη Δόβρ. Γρεβενών [ćám] «είδος δέντρου». Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćám]
''έλατο''.
<τούρκ(κν). çam ''πεύκο [pine, pine tree (Pinus)]''

τσιαμπάης=> τζιαμπάηζς

τσιαπάρ’: Στη Σιάτ. Κοζάνης τσιαπάρ’ [ćapáŗ] «είδος κορδέλας, εξτραφόρ». Στη Σέλ.
Κοζάνης τσιαπάργια [ćapárγ΄a] ''χρυσά σιρίτια''. Στην Κοζ. τσιαπάρκα [ćapárka] ''σταχτιά
περιστέρια με άσπρη ουρά και φτερά''.
<τούρκδ. çapar = 1) πιτσιλωτό, πολύχρωμο ζώο [benekli, alacalı hayvan], 2) κότα με
φτερά ανάμικτων χρωμάτων [karışık renkli tüyleri olan tavuk], 3) φίδι με ανάμικτο χρώμα
[karışık renkli yılan] (πρβλ. αλβαν. çapar = 1) κορδέλα με χρυσές ή ασημιές κλωστές,
που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση ρούχων [ribbon with gold or silver threads used
to decorate clothes], μεταξωτό διακοσμητικό κορδόνι [decorative silken cord], 2)
λαμπερή ρίγα στο δέρμα ενός ζώου [bright line marking on an animal’s skin], 3) φίδι με
λαμπερές ρίγες [snake with a bright line marking])

τσιαπλακιά=> τσιουπλάκ΄

Τσιάπου η [ćápu], Τσιάπς ου [ćáps] : Στην Κοζ. Τσιάπς & Τσιάπου (ονομασία για
αρσενικό και θηλυκό σκυλί αντίστοιχα). Στην Τσιαρπ. Σερρών τσιάπου = 1) δύστροπη,
ιδιότροπη, ενοχλητική γυναίκα (χρησιμοποιείται σάν παρατσούκλι), 2) όνομα σκυλιών.
πέρσ. čäpä ''έξυπνο σκυλί [a sagacious dog]'' (Steingass 388, ΕτυμTietze «çapa V»)>
τούρκδ. çapa ''κυνηγόσκυλο [av köpeği]''> (α) αλβαν. çap ''κυνηγόσκυλο [hunting dog,
hound]'', (β) ΝΑ σέρβ. чапа {čápa} ''σκυλί ή πρόβατο με μοτίβο στο πόδι με τη μορφή
κάλτσας [pas ili ovca ca šarom na nozu u vidu čarape]'', (γ) μακ. σλάβ. čápa ''σκύλα''
(lóša čápa ''κακιά σκύλα'' (υβριστικά), lóvna čápa ''κυνηγόσκυλο'') (Κόμανος Κοζάνης:
Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί).
τσιαράκ΄=> τσιουράκ΄
τσιαραλίκ΄, τσιαραλούκ΄=> τσιραλίκ΄
τσιαράπ’=> τσιουράπ’

τσιαρδάκ΄ [ćarδáḱ], τσιαρντάκ΄ [ćardáḱ] (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς τσιαρδάκ΄ ''μέρος
των πάνω πατωμάτων του σπιτιού ανάμεσα στα δωμάτια''. Στη Σέλ. Κοζάνης τσιαρδάκ΄
''η πάνω σάλα του διώροφου σπιτιού''. Στο Μόκρο Κοζάνης τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρο
στέγαστρο που στηριζόταν σε τέσσερις φούρκες μπηγμένες σε τέσσερα σημεία, που τις
ένωναν πάνω με σανίδες και άχυρο'' (Γλ.Μόκρ., Λαογρ.Μόκρ. 111). Στο Καταφύγι
Κοζάνης τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρη καλύβα απο κλαδιά'' (Γλ.Καταφ. 419). Στην Κραν.
Ελασσόνας τσιαρδάκ΄ ''πρόχειρο ισκιάδι με κλαδιά, που γίνεται απο τους γεωργούς σε
άδεντρα χωράφια''. Στα Γιάν. τσιαρδάκ΄ ''καλύβι απο κλαδιά''. Στην Τσιαρπ. Σερρών
τσιαρντάκ΄ ''κιόσκι ή απλό σκιάδι απο κλαδιά δέντρων''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών
τσιαρντάκ΄ ''ανοιχτό σαλόνι''.
τούρκ(κν). çardak ''απλό υπόστεγο χωρίς πλευρικά τοιχώματα με οροφή απο κλαδιά ή
ψάθα [booth, rude shelter open on all sides with a roof of branches/thatch]'' <οθωμ.
çardak ''an open stage built on the roof of a house, for drying linen etc.'' (Redhouse 703)
(<οθωμ. çartak ''a chamber surrounded by four arches supported on four columns''
(Redhouse 703) <πέρσ. čār-tāq ~ čār tāq ''four columns, i.e. a princiapal room on the top

/ 280 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

of Eastern houses, open in front and supported by four pillars; a kind of quadrangular
tent; a kitchen-tent/vierflächige Kuppel; Schutzdach'' (Steingass 385, Junker-Alavi 237)
<čār ''four/vier'' (Steingass 384, Junker-Alavi 236) + [αραβ. &] πέρσ. tāq ''an arch; an
arched building, cupola, or any kind of vaulted work; a window, balcony/Bogen, Gewölbe,
Kuppel'' (Steingass 806, Junker-Alavi 493): Škaljić & Skok «čardak», Dizdari & Nişanyan
2009 & ΕτυμTietze[a-e] & Eyuboğlu «çardak», ΕτυμΜπαμπ «τσαρδάκι»)

τσιαρές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕés] ''τρόπος'', συνήθ. στις εκφρ. (α) γένιτι τσιαρές = υπάρχει
τρόπος, (β) κάμνου τουν τσιαρέ-μ’ = κάνω το κουμάντο μου, κάνω ότι είναι δυνατό,
βρίσκω τρόπο. Στη Γαλατινή Κοζάνης ''τρόπος, διέξοδος'' (Γλ.Γαλατ. 284).
<τούρκ(κν). çare {čāré} ''λύση, θεραπεία, τρόπος επίλυσης/διόρθωσης ενός
προβλήματος ή κατάστασης [solution, remedy, cure, way to solve/remedy a problem/a
situation]''
τσιαρίσ΄=> τσιρίσ΄
τσιαρντάκ΄=> τσιαρδάκ΄

τσιαρσί (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕśí] ''το κέντρο της πόλης''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćarśí]
''η πρόχειρη αγορά'' (Γλ.Καταφ. 422).
πέρσ. čār-su ~ čār sū ''σταυροδρόμι, διασταύρωση [Strassenkreuzung], τόπος/πλατεία
στη διασταύρωση δύο εμπορικών δρόμων [Platz auf der Kreuzung zweier
Handelswege], αγορά [Markt]'' (Junker-Alavi 236-7, Steingass 385, Γιαννουλέλλης
«τσαρσί», Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu «çarşı», ΕτυμTietze[a-e] «çarşı» &
«çarsu», Škaljić & Skok «čaršija»)> οθωμ. çarsu ''a street of shops; also a collection of
streets of shops'' (Redhouse 703)> οθωμ. çarşu & çarşı ''αγορά, εμπορική περιοχή [a
street of shops, a market-place; also a group of street of shops]'' (Redhouse 703)> (α)
αλβαν. çarshi ''(old) covered market; street with rows of shops along both sides'', (β)
βουλγάρ. чаршия {čaršíja} ''bazaar, market'', (γ) ΒΣΜ чаршија {čáršija} ''market (place),
bazaar; shops'', (δ) σερβοκροάτ. чаршија / čaršija ''το (επιχειρηματικό) κέντρο της πόλης
[business district, downtown]''.

Τσιαρσιαμπάς [ćaŕśambás] ή Τσιαρτσιαμπάς [ćaŕćambás] (ουσ.) : στην Κοζ. ''ομάδα


χωριών με ντόπιο (χριστιανικό) πληθυσμό''.
<οθωμ. Çarşamba ''name of several towns'' (Redhouse 703) <τούρκ(κν). çarşamba
''Wednesday''
τσιαρτσιαβές=> τσιρτσιβές
Τσιαρτσιαμπάς=> Τσιαρσιαμπάς

τσιαρτσιάφ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćaŕćáf΄] ''σεντόνι''. Στη Γαλατινή Κοζάνης [ćarćáf]
''σεντόνι'' (Γλ.Γαλατ. 284). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćaŗćáf] ''σεντόνι παπλώματος''. Στην
Τσιαρπ. Σερρών ''σεντόνι παπλώματος''. Στη Βέρ. Ημαθίας ''κάλυμμα παπλώματος''.
Στα Νταρνακοχ. Σερρών [ćarćáf] ''παπλωματοθήκη''. Στη Θάσ. τσαρτσάφ΄ [carcáf΄]
''σεντόνι''.
πέρσ. čādör-šäb ~ čādärï šäb ''σεντόνι [Laken]'' (Junker-Alavi 224, Steingass 384,
Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «çarşaf», Škaljić & Skok «čaršaf», ΕτυμTietze[a-e] «çarşaf»
& «çaderşeb»)> οθωμ. çadırşeb ''a sheet for a bed'' (Redhouse 701)> οθωμ. çarşeb
(Redhouse 703)> *çarşev> (a) *çerşav> τούρκδ. çerşov ''çarşaf'', (b) οθωμ. çarşef
(Redhouse 703)> τούρκδ. çerçef ''çarşaf'', (c) *çarşav> (1) τούρκδ. çarşov ''σεντόνι

/ 281 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

[çarşaf, örtü]'', (2) *чаршав> βουλγ(τρ). чершав {čeršáv} ''bedsheet'', (3) βουλγ(τρ).
чарчав {čarčáv} ''bedsheet'', (4) σερβοκροάτ. чаршав / čaršav ''sheet'', (5) τούρκ(κν).
çarşaf ''σεντόνι [bed sheet, sheet]''> (α) αλβαν. çarçaf ''bedsheet, sheet'', (β) βουλγάρ.
чаршаф {čaršáf} ''(bed) sheet'', (γ) ΒΣΜ чаршаф {čáršaf} ''sheet'', (δ) ρουμάν. cearşaf
{čaršáf} ''Bettuch, Laken''.
τσιαρτσιαφές=> τσιρτσιβές

τσιασίτ΄ [ćaśít΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''είδος''.


<τούρκ(κν). çeşit ''είδος [kind, sort, variety]''

τσιατάλ΄ [ćatál΄] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης «διχάλα, δίκρανο, προεξοχή σε ξύλο».
<τούρκ(κν). çatal = 1) πιρούνι [fork (used for eating, serving, etc.)], 2) διχάλα [fork,
bifurcation], 3) «δόντι» πιρουνιού [prong], «δόντι», άκρη διχαλωτού αντικειμένου [branch
of a forked object], 4) δικράνι [pitchfork]

τσιατί (ουσ.) : Στη Σλάτ. Καστοριάς [ćatí] ''ο ξύλινος σκελετός της σκεπής''. Στη Σέλ.
Κοζάνης, το Μόκρο Κοζάνης (Λαογρ.Μόκρ. 444), τη Λόσν. Καστοριάς και τη Δόβρ.
Γρεβενών ''σκεπή''. Στην Κοζ. [ćat΄í] ''σκεπή''.
<τούρκ(κν). çatι ''σκελετός της σκεπής (όχι το υλικό που τον καλύπτει) [framework of a
roof (not the roofing material covering it)]''

τσιατσ΄μάδ’, τσιτσ΄μάδ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιατσ΄μάδ΄ [ćaćmáδ΄] ή τσιτσ΄μάδ΄ [ćićmáδ΄]


''σκάγι κυνηγετικού όπλου''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τσιατσ΄μάδ’ [ćaćmáθ] ''σκάγι κυνηγετικού
φυσιγγίου''. Στη Σέλ. Κοζάνης τσιατσμάδια ''σκάγια''.
<τούρκ(κν). saçma ''σκάγι [shot, buckshot, or BB pellets]'' (<τούρκ(κν). saçmak
''σκορπίζω, σκορπάω [to scatter, strew]'': Dizdari «saçma», Skok «sačma», BER
«сачма»)
τσιαχρές=> τσιχρές

τσιβί, τσιουβί (ουσ.) : Στην Ανασελ. τσιβί ''ξύλινη σφήνα για το βούλωμα των βαρελιών
και άλλων πραγμάτων''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσιουβί [ćuví] = 1) ξύλινο καρφί, 2)
διαβολή. Στην Κοζ. τσιουβί [ćuv΄í] ''ξυλόπροκα''.
<τούρκ(οθ). çivi = 1) καρφί [nail], 2) ξυλόπροκα, σφήνα, πίρος (βαρελιού) [peg, pin]
τσιγρέκ΄=> τσιρέκ΄

τσικμιτζές (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćikḿidźés] ''το συρτάρι στον πάγκο μαγαζιού που
χρησιμοποιούνταν σάν ταμείο: ο μπεζαχτάς''. Στη Σέλ. Κοζάνης ''ταμείο''. Στη Βέρ.
Ημαθίας ''συρτάρι''.
<τούρκ(κν). çekmece ''συρτάρι [drawer], μπεζαχτάς [till]'' (<τούρκ(κν). çekmek ''τραβάω
[to pull]'': TurkGram 54, Nişanyan 2009 «çek[mek», Skok «čekmedže», Škaljić
«čekmedže», Dizdari «çekme»)

τσικρίκ΄, τσιουκρίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσικρίκ΄ [ćikŕíḱ] ''ρόδα οπου μαζεύεται το μαλλί:
ανέμη''. Στο Καταφύγι Κοζάνης τσικρίκ΄ [ćikríḱ] ''ανέμη'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989:79).
Στη Λόσν. Καστοριάς τσικρίκ΄ [ćikríḱ] ''είδος εργαλείου για την κατεργασία του μαλλιού''.
Στη Δόβρ. Γρεβενών τσιουκρίκ΄ [ćukríḱ] ''ξύλινο εργαλείο με το οποίο γνέθουν το μαλλί

/ 282 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

και το κάνουν νήμα''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τσικρίκι [cikríḱi] & τσικούρκι
[cikúrḱi] ''όργανο με το οποίο κλώθουν το μαλλί''.
τούρκ(κν). çıkrık = 1) βαρούλκο [windlass], 2) ανέμη [spinning wheel], 3) η ρόδα της
τροχαλίας [sheave, pulley wheel]> (α) αλβαν. çikrik {čikrík} = 1) winding reel; winch,
windlass, capstan, 2) water wheel; turbine, 3) μικρή κουβαρίστρα [small spool (of
thread)], (β) βουλγάρ. чекрък {čekrắk} ''spinning-wheel'', (γ) ΒΣΜ чекрек {čékrek} &
чекрк [čekărk] = 1) spindle; distaff; spinning-wheel, 2) winch, windlass; pulley, (δ)
σερβοκροάτ. чекрк / čekrk [čékărk] ''windlass, winch'', (ε) βαλκ. σλάβ. *чек(ъ)рк
[čekắrk]> αλβαν. çekërk {čekắrk} = 1) winding reel; winch, windlass, capstan, 2) water
wheel; turbine, 3) small spool (of thread).
τσιλιστιμένους=> τσιαλιστιμένους

τσιμιλίκ΄ [ćiḿil΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''γρασίδι''.


<τούρκ(κν). çimenlik ''λιβάδι [meadow, grassy spot]'' (<τούρκ(κν). çimen ''γρασίδι [wild
grass]'')

τσινάρ’ (ουσ.) : στην Καστορ. ''πλάτανος''.


οθωμ. çınar ''πλάτανος'' (Χλωρός 662) <βαλκ. τούρκ. çinar ''platane'' (Kakuk 1972:274),
οθωμ. çinar ''the plane-tree (Platanus orientalis)'' (Meninski 1658, Redhouse 731)
<πέρσ. čënār ~ čänār/*čïnār ''a plane-tree/Platane'' (Junker-Alavi 234, Steingass 399,
Dizdari «çinar», Eren & ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009 & Eyuboğlu «çınar»)

τσινί, τσ’νί (ουσ.) : Στην Κοζ. τσινί [ćińí] ''πιάτο''. Στη Σιάτ. Κοζάνης τσ΄νί [ćńí] ''πιάτο
εμαγιέ ή γυάλινο''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσ΄νί [ćní] «πιάτο πορσελάνης ή τσίγκινο,
εμαγιέ, σμαλτωμένο». Στη Σέλ. Κοζάνης τσ’νί ''πιάτο πορσελάνης''.
<οθωμ. çini ''(σκεύη απο) πορσελάνη, γνήσια ή ιμιτασιόν [chinaware, porcelain, real or
imitation]'' (Redhouse 748)
τσιντζιρέδις, τσιντζιρέδγια=> τέντζιαρς
τσ’νί=> τσινί

τσιόζια τα [ćóźa] (ουσ.) : στην Κοζ. ''λιπώδες μέρος απο τα σπλάχνα των σφαγίων''.
<τούρκ(κν). çöz = 1) έντερο ζώου [large intestine (of an animal)], 2) λίπος απο τα
σπλάχνα των ζώων [intestinal fat (of an animal)]
τσιόκ.τσα=> τσιουκτίζου
τσιόπς=> τζιόπ’
τσιόρβα=> τσιουρβάς

τσιουβάλ΄ [ćuvál΄] (ουσ.) : στην Κοζ., τη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:185)


και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 425) ''τσουβάλι, σακί''.
<τούρκ(κν). çuval ''τσουβάλι, σακί [sack]''
τσιουβί=> τσιβί
τσιουκρίκ΄=> τσικρίκ΄

/ 283 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τσιουκτίζου, τσιουκτσίζου (ρ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς τσιουκτίζου [ćuktízu] ''χάνω


δυνάμεις'' Αόρ: τσιόκ.τσα. Στη Σιάτ. Κοζάνης τσιουκτσίζου [ćukćízu] ''χάνω τη δύναμή
μου, γερνάω, καταβάλλομαι'' Αόρ: τσιόκ.τσα.
<çöktü, γ΄ εν. αόρ. του τούρκ(οθ). çök(mek) ''είμαι τσακισμένος απο την ηλικία ή την
κούραση, καταρρέω [to be prostrated by age or fatigue, to break down]''

τσιούλ΄ [ćúl΄] (ουσ.) : στην Κοζ. ''καλό (επίσημο) χαλί απο γιδόμαλλο''.
<τούρκ(ερ). çul ''χαλί φτιαγμένο απο γιδόμαλλο [keçi kılından yapılan kilim]''

τσιουμπάνους> τζιουμπάνους> τζιμπάνους (ουσ.) : Στη Λόσν. Καστοριάς


τσιουμπάνους [ćubánus] ''βοσκός αιγοπροβάτων, τσομπάνος''. Στην Καστορ.
τσιουμπάνους ''βοσκός''. Στην Κοζ., τη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:20,
Γλ.Σιάτ.), τη Δόβρ. Γρεβενών και την Πιερ. τζιουμπάνους [dźubánus] ''βοσκός''. Στη
Μηλιά Πιερ. τζιμπανάκ΄ [dzibanáḱ] ''μικρός τζιουμπάνους''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τζιουμπάνους ''βοσκός'' (Γλ.Καταφ. 409). Στο Βελβεντό Κοζάνης τζιμπάνους ''βοσκός''
(Τσιανάκας 1988:25).
τούρκ(κν). çoban ''βοσκός [shepherd; herdsman, herder]''> (α) αλβαν. çoban ''person
who tends livestock, herdsman: shepherd, cowherd, goatherd'', (β) βουλγάρ. чобан(ин)
{čobán(in)} ''shepherd'', (γ) ΒΣΜ чобан {čóban} ''shepherd'', (δ) σερβοκροάτ. чобан(ин) /
čoban(in) ''shepherd, herdsman'', (ε) ρουμάν. cioban {čobán} ''βοσκός προβάτων
[(Schaf-) Hirt, Schäfer]'', (στ) ΚΝΕ τσοπάνης & τσοπάνος & τσομπάνος & τσομπάνης.

τσιουπλάκ΄, τσιουπλάκ’ς, τσιουπλακιά, τσιαπλακιά : Στη Σλάτ. Καστοριάς τσιουπλάκ΄


[ćupláḱ] ''ασαμάρωτο μικρό πουλάρι''. Στην Τσιαρπ. Σερρών τσιουπλάκ’ς ''φτωχός,
ενδεής, άφραγκος''. Στην Κοζ. τσιουπλακιά [ćuplaḱá] ''η κατώτερη κοινωνική τάξη''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης [ćuplaḱá] ''αληταρία, ομάδα απο αλήτες''. Στη Λόσν. Καστοριάς
τσιαπλακιά [ćaplaḱá] ''άνθρωποι κατώτεροι, φλύαροι και με όχι καλούς τρόπους''.
<τούρκ(κν). çıplak = 1) γυμνός [naked, nude], 2) φτωχός [poor person, (an) indigent]

τσιουράκ΄ [ćuráḱ], τσιαράκ΄ [ćaráḱ] (ουσ.) : Στο Καταφύγι Κοζάνης τσιουράκ΄


''μαθητευόμενος σε τεχνίτη'' (Γλ.Καταφ. 426). Στη Σέλ. Κοζάνης τσιουράκ΄
«μικροϋπάλληλος». Στην Καστορ. τσιαράκ΄ ''ο μαθητευόμενος ενός γουναράδικου ή
γενικότερα ενός μαγαζιού''.
<τούρκ(κν). çırak = 1) μαθητευόμενος (σε τεχνίτη), παραγιός [apprentice], 2)
παραγιός/παρακόρη, ψυχογιός/ψυχοκόρη [person brought up as a servant in a great
household and later married off and set up in life]

τσιουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄

τσιουράπ’> τσιράπ’, τσιαράπ’ (ουσ.) : Στα Γιάν. τσιουράπ’ [ćuráp] ''κάλτσα''. Στα
Γρεβενά τσιράπ΄ [ćiráṕ] & τσιουράπ΄ [ćuráṕ] ''κάλτσα'' (ΓρεβΤουρκ 212). Στη Γαλατινή
Κοζάνης τσιράπ’ [ćiráp] ''χοντρή μάλλινη ψηλή κάλτσα'' (Γλ.Γαλατ. 285). Στη Σιάτ.
Κοζάνης, το Σκαλοχ. Καστοριάς και τη Σλάτ. Καστοριάς [ćiráp] ''μάλλινη κάλτσα''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών [ćiráp] ''πλεχτή μάλλινη κάλτσα''. Στη Λόσν. Καστοριάς τσιαράπ’
[ćaráp] ''κάλτσα''.
αραβ. & πέρσ. džurāb ~ džōrāb/*džūrāb ''κάλτσα [Strumpf, Socke/a stocking]'' ή džouräb
~ džauräb ''a shoe, sandal; a stocking/(allerlei) Schuhwerk'' (Junker-Alavi 220, Steingass
377, Nişanyan 2009 & Eren & Eyuboğlu & Dizdari «çorap», ΕτυμTietze[a-e] «çorab»,
Škaljić «čarapa»)> τούρκ. *curap ''κάλτσα''> (1) τούρκδ. corap ''çorap''> βουλγ(τρ).

/ 284 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

джорап {džoráp} ''κάλτσα [sock, stocking]''> βουλγ(ετ). жорап {žoráp} ''κάλτσα [чорап]'',
(2) τούρκδ. carap ''çorap'', (3) βαλκ. τούρκ. *çurap ''κάλτσα''> αλβαν. çurap ''stocking,
sock'' (5) τούρκ(κν). çorap (αιτ./κτητ. çorabı) ''stocking, sock, hose''> (α) αλβαν. çorap
''stocking, sock'', (β) βουλγάρ. чорап {čoráp} ''sock, stocking'', (γ) ΒΣΜ чорап {čórap}
''sock; stocking'', (δ) ρουμάν. ciorap {čoráp} ''Strumpf'', (ε) βαλκ. τούρκ. *çarap ''κάλτσα''>
(a) αλβαν. çarap ''stocking, sock'', (b) σερβοκροάτ. чарапа / čarapa [čárapa] ''stocking;
sock''.

τσιουρβάς [ćurvás], τσιουρμπάς [ćurbás] (ουσ.) : Στη Σέλ. Κοζάνης, τη Λόσν.


Καστοριάς, τη Βέρ. Ημαθίας και τα Γιάν. τσιουρβάς ''σούπα''. Στη Σιάτ. Κοζάνης
τσιουρβάς ''σούπα, ψαρόσουπα με τσιρόνια λίμνης''. Στην Κοζ. τσιουρουβάς [ćuruvás]
''είδος φαγητού απο καλαμποκάλευρο (σάν κουρκούτι)''. Στη Σλάτ. Καστοριάς τσιόρβα
[ćórva] ''σούπα τραχανάς'' Έκφρ: Μάλουσαν κι γίγγαν τσιόρβα (=άνω κάτω). Στον Λαγκ.
Θεσ/νίκης και την Τσιαρπ. Σερρών τσιουρμπάς ''σούπα''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών
τσιουρμπάς ''σούπα αραιή''. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας τσιουρμπάς ''σούπα μ’
εντόσθια''.
πέρσ. šurbā ~ šōrbā & šurvā ~ šōrvā ''σούπα [broth, soup, gruel/Suppe, Brühe]''
(Steingass 765, Junker-Alavi 470, ΟθωμΛεξ «çorba» & «şorba», Eren & ΕτυμTietze[a-e]
& Eyuboğlu «çorba», Skok «čorba»)> (1) τούρκδ. şorva ''çorba'', (2) τούρκδ. şorba
''çorba''> τούρκ(κν). çorba ''σούπα [soup]''> (α) αλβαν. çorbë = 1) μαγειρίτσα [soup made
with innards and thickened with rice or noodles], 2) sourdough mixed with yogurt or milk,
dried in the sun, and then crumbled into small pieces: porridge, 3) χορτόσουπα
[vegetable soup], (β) βουλγάρ. чорба {čorbá} ''σούπα [broth, soup]'', (γ) ΒΣΜ чорба
{čórba} ''παχιά σούπα [thick soup, chowder]'', (δ) σερβοκροάτ. чорба / čorba ''(thick)
soup; chowder'', (ε) ρουμάν. ciorbă {čórbă} ''σούπα [Suppe]''.

τσιουρέκ΄, τσουράκ΄ (ουσ.) : Στα Γρεβενά τσιουρέκ΄ ''τσουρέκι'' (ΓρεβΤουρκ 212). Στην
Κοζ. τσουράκ΄ [curáḱ] ''τσουρέκι''.
<τούρκ(κν). çörek ''στρόγγυλο/με τρύπα στη μέση/πλεχτό αρτοσκεύασμα (συνήθως με
γλυκιά γεύση) [a round/ring-shaped/braided cookie or bread roll (usually sweet)]''

τσιουρμάς [ćurmás] (ουσ.) : στην Ανασελ. ''χαρταετός''.


<τούρκ(οθ). uçurtma & uçurma ''χαρταετός [kite (toy)]''
τσιουρμπάς=> τσιουρβάς

τσιουρμπατζής [ćurbadźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''πλούσιος άνθρωπος με πολιτική


επιρροή''.
<τούρκ(κν). çorbacı ''σημαίνων χριστιανός στις οθωμ. πόλεις [Christian notable in
Turkish towns]''
τσιουρουβάς=> τσιουρβάς

τσιουρούκ΄, τσιουρούκ΄κους> τσιρούκ΄κους (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών τσιουρούκ΄


[ćurúḱ] ''αναπηρία («σωματικό ελάττωμα»)'' {Έπισα κι χτύπσα κι του πουδάρ’ απόμκι με
τσιουρούκ΄.}, τσιουρούκ΄κους [ćurúḱkus] ''ανάπηρος («ελαττωματικός»)'' {Του χέρ’ τόχου
τσιουρούκ΄κου.}, τσιουρουκεύου [ćuruḱévu] ''μένω με αναπηρία («σωματικό ελάττωμα»)''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης τσιουρούκ΄κους [ćurúḱkus] ''ετοιμόρροπος'', τσιουρουκεύου = 1)
αδυνατίζω, 2) χάνω δυνάμεις λόγω αρρώστιας ή γερατιών, 3) γίνομαι ετοιμόρροπος (για
κτίρια). Στο Πήλ. τσιρούκ΄κους [cirúḱkus] & τσιρούλ΄κους [cirúl΄kus] = 1) ετοιμόρροπος,

/ 285 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

2) φιλάσθενος, 3) επισφαλής. Στον Κολ. Πιερίας τσιρουκεύου = 1) κόβω, σκίζω


καυσόξυλα, 2) μένω ανάπηρος, σακάτης μτχ.Πρκ: τσιρουκιμένους. Στη Βέρ. Ημαθίας
τσιρούθκους «ευαίσθητος, αδύνατος». Στα Βασιλ. Χαλκιδικής τσιρούζ’κους ''αδύνατος''.
<τούρκ(κν). çürük = 1) σάπιος [rotten, decayed], 2) σαθρός [not well made, unstable, not
up to specifications], 3) αστήριχτος, αβάσιμος [without a reasonable basis, unfounded;
untenable], 4) μελανιά [bruise, discoloration, black-and-blue spot]

τσιουρουκλούκ΄ (το) [ćuruklúḱ] (ουσ.) : στη Σιάτ. Κοζάνης ''ετοιμόρροπο κτίσμα''.


<τούρκ(ερ). çürüklük ''η κατάσταση του çürük [çürük olma hâli, çürük olanın hâli]'',
τούρκ(κν). çürüklük ''σκουπιδότοπος, χωματερή [garbage dump]'', οθωμ. çürüklük
''λάκκος, ένθα ρίπτουσι πτώματα, νεκροταφείον πτωχών, ένθα αλλεπάλληλοι τίθενται οι
νεκροί'' (Χλωρός 666)
τσιουρτσιουβές=> τσιρτσιβές

τσιουσ΄μές : Στη Σιάτιστα Κοζάνης τσιουσ΄μές [ćuśmés] ''δημόσια βρύση, κρήνη''


(Παπαναούμ 1968:72, Γλ.Σιάτ.). Στο Σουφλί Έβρου τσιουσ΄μές & τσισ΄μές «βρύση»
(Κυρανούδης 1995:16).
πέρσ. čäšme ~ čäšmä ''πηγή [Quelle, Ursprung/a fountain, source, spring]'' (Junker-Alavi
231, Steingass 394, Tietze 1967:139, Eren & ΕτυμTietze[a-e] & Eyuboğlu «çeşme»,
Dizdari «çeshme», Škaljić & Skok «česma», ΕρμΒουλγ «чесма»)> τούρκ. *çaşme
''βρύση, κρήνη''> (α) ΒΔ βουλγ. чашма {čašmá} ''чешма'' (BulgAtlas 4:61)> ΒΔ βουλγ.
чъшма {čăšmá} ''чешма'' (BulgAtlas 4:61), (β) τούρκδ. çoşme ''çeşme'' [Anaraş
*Sürmene -Trabzon]> διαλκ. βουλγ. чошма {čóšma} & чошма {čošmá} ''чешма'' (4:61,
6:12), (γ) οθωμ. çeşme ''κρήνη με κρουνό ή στρόφιγγα απ’ όπου τρέχει το νερό [fountain,
with a spout or tap whence water flows]'' (Redhouse 722)> (1) αλβαν. çezmë & çesme &
çesmë ''water spring; water fountain'', (2) βουλγάρ. чешма {češmá} ''fountain; tap,
faucet'', (3) ΒΣΜ чешма {čéšma} = 1) spring, fountain; drinking fountain, 2) tap, faucet,
(4) σερβοκροάτ. чесма / česma = 1) κρήνη [fountain, drinking fountain], 2) νεροχύτης
[sink], βρύση [faucet, tap], (5) ΝΑ σέρβ. чешма {češmá} ''česma''.

τσιουτζιουκλάργια> τζιουτζιουκλάργια> τζιτζικλάργια (ουσ.) : Στο Μόκρο Κοζάνης


τσιουτζιουκλάργια & τζιουτζιουκλάργια ''παιδιά'' (Λαογρ.Μόκρ. 445 & 443). Στην Κοζ.
τζιουτζιουκλάργια [dźudźukláŕγ΄a] ''παιδιά''. Στη Σέλτσα Κοζάνης (Γλ.Σέλ2. 396) και τη
Δόβρ. Γρεβενών τζιουτζιουκλάργια ''παιδιά''. Στο Καταφύγι Κοζάνης τζιτζικλάργια
[dźidźikláŕγ΄a] ''μικρά παιδιά'' (Γλ.Καταφ. 440).
<çocuklar, πληθ. του τούρκ(κν). çocuk ''(μικρό) παιδί [child, infant]''

τσιουφλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćuf΄l΄íḱ] ''τσιφλίκι''. Στη Λόσν. Καστοριάς ''μεγάλο
αγρόκτημα οπου εργάζονται κολίγοι: τσιφλίκι''.
τούρκ(κν). çiftlik ''farm; farmstead''> τούρκ(οθ). çiflik ''αγρόκτημα [farm, agricultural
estate]''> (α) αλβαν. çiflig & çiflik = 1) hereditary quasi-private estate in the later Ottoman
Empire: baronial estate, manor; manor house, buildings, and surrounding land, 2)
[colloquial] field on a farm, (β) βουλγ(ερ). чифлик {čiflík} ''μεγάλη ακίνητη περιουσία για
γεωργική η κτηνοτροφική εκμετάλλευση [голям недвижим имот за земеделие и
скотовъдство]'', (γ) ΒΣΜ чифлиг [číflik] = 1) feudal agricultural estate, 2) farm;
smallholding, (δ) σερβοκροάτ. чифлук / čifluk ''(historical) estate; farm'', (ε) ρουμάν. ceflic
{čeflík} & ciflic {čiflík} ''αγρόκτημα επι Τουρκοκρατίας [Landgut in der Türkei]'', (στ) ΚΝΕ
τσιφλίκι.

/ 286 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

τσιουφτές=> τσιφτές

τσιραλίκ΄, τσιαραλούκ΄, τσιαραλίκ΄, τσιουραλίκ΄, τσουραλίκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ.


τσιραλίκ΄ [ćiral΄íḱ] ''πολύ ξερό, λιανό ξύλο, κατάλληλο για προσάναμμα (συνήθ. απο
αμπέλι)''. Στην Πιερ. τσιαραλούκ΄ [ćaralúḱ] & τσιαραλίκ΄ [ćaralíḱ] & τσιουραλίκ΄ [ćuralíḱ]
''μισοκαμένο ξύλο''. Στον Κολ. Πιερίας [ćaralúḱ] ''κομμάτι μισοκαμένου καυσόξυλου''. Στο
Πήλ. τζουραλίκ΄ [dzural΄íḱ] & τσουραλίκ΄ [cural΄íḱ] ''μαυρισμένο και μισοκαμένο ξύλο''.
πέρσ. čerāġ ''λάμπα [τρκ. lamba, γερμ. Lampe, αγγλ. a lamp], φώς [τρκ. ışık, γερμ.
Leuchte; Licht, αγγλ. light], καντήλι [τρκ. kandil], φιτίλι κεριού [αγγλ. the wick of a candle],
φανάρι [γερμ. Laterne]'' (Junker-Alavi 228 <čerāġ>, Kanar 552 <çerâg>, Steingass 389
<chirāgh>, Tietze 1967:139, Nişanyan 2018 & Eren «çıra», ΕτυμTietze «çıra» & «çirâğ»,
Dizdari «çirakI»)> τούρκ(οθ). çirağ ''λάμπα [lamp], φώς [light], κερί [candle], δάδα,
πυρσός [torch]''> τούρκ(κν). çırağ ''lamp; light; candle; torch''> (1) τούρκδ. çıra ''φώς
[ışık, aydınlık]'', (2) τούρκδ. çıra ''καντήλι [kandil]'', (3) τούρκδ. çıra ''λάμπα [lamba]''>
*çıralık ''κάτι το κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί σά λάμπα''> τούρκδ. çıralık ''lamba'', (4)
τούρκ(κν). çıra ''δαδί: κομμάτι ξύλου με ρετσίνι [resinous piece of wood]''> βαλκ. τούρκ.
*çıra ''προσάναμμα''> βαλκ. τούρκ. *çıralık ''κομμάτι ξύλου κατάλληλο για προσάναμμα:
δαδί''> (α) βουλγ(τρ). чаралък {čaralắk} ''firewood/сухи дърва за горене'', (β) διαλκ.
σερβοκρ. чиральк {čiralăk} ''ξερό ξύλο που χρησιμοποιείται σάν προσάναμμα στους
επαγγελματικούς φούρνους [suho drvo kojim pekari potpaljuju vatru u pekarnici]'' (Skok
«čirak»).

τσιράπ’=> τσιουράπ’

τσιρέκ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιρέκ΄ [ćiŕéḱ] ''το τέταρτο της ώρας ή το τεταρτημόριο''. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης τσιρέκ΄ [ćiréḱ] ''το ένα τέταρτο (του σφαγμένου ζώου)'' (Γλ.Σιάτ.,
Παπαναούμ 1968:55, 72). Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćiréḱ] ''1/4 ψωμιού'' (Γλ.Καταφ. 437).
Στη Λόσνιτσα Καστοριάς [ćiréḱ] ''τεταρτημόριο, ή του 20γροσου μετζιτιού (δηλ. 5
γρόσια), ή άλλου πράγματος'' (Γλ.Λόσν. 375). Στη Σαμοθράκη τσιγρέκ΄ [ciγréḱ] ''1/4
ψωμιού'' (Κατσάνης 1996:112). Στα δυτκρητ. τσεϊρέκι ''τέταρτο της ώρας''.
πέρσ. čār-jek ~ čār jäk ''one of four, a fourth/Viertel, der vierte Teil'' (Steingass 386,
Junker-Alavi 237, Tietze 1967:138-9, Eren & ΕτυμTietze[a-e] & Nişanyan 2009 &
Eyuboğlu «çeyrek», Dizdari «çerek», Škaljić & Skok «čejrek»)> τούρκ(οθ). çaryek ''one
fourth, quarter''> τούρκ(οθ). çeyrek ''τεταρτημόριο, ένα τέταρτο [a quarter, one fourth],
τέταρτο της ώρας [quarter of an hour]''> (1) βουλγδ. чейрек {čejrék} ''τεταρτημόριο, ένα
τέταρτο [четвърт, четвъртина]'', (2) σερβοκρ(ετ). чејрек / čejrek ''τεταρτημόριο [četvrt]'',
(3) τούρκδ. çerek ''çeyrek''> (α) αλβαν. çerek {čerék} ''quarter, fourth'', (β) βουλγδ. черек
{čerék} ''четвърт, четвъртина'', (γ) ΒΣΜ черек {čérek} ''quarter'', (δ) σερβοκροάτ. черек
/ čerek ''1/4 κρέατος [quarter of meat]'', (ε) ΝΑ σέρβ. черек {čerék} ''το ένα τέταρτο του
σφαγμένου ζώου [četvrtina zaklane životinje]''.

τσιρίσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιρίσ΄ [ćiŕíś] ''κόλλα απο άμυλο''. Στο Καταφύγι Κοζάνης
τσιαρίσ΄ [ćaríś] ''κόλλα απο άμυλο, που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες'' (Γλ.Καταφ.
437). Στη Σιάτ. Κοζάνης [ćaríś] ''ειδική κόλλα των τσαγκάρηδων''. Στη Δόβρ. Γρεβενών
τσιρίζ’ [ćiríz] ''είδος κολλητικής ουσίας, ιδίως το παχύρευστο υγρό, που βγαίνει απ’ κορμό
της κερασιάς (το ρετσίνι)''.
τούρκ(κν). çiriş ''κόλλα απο κονιορτοποιημένη ρίζα ασφόδελου, που χρησιμοποιούν οι
τσαγκάρηδες κι οι βιβλιοδέτες [glue (made with powdered asphodel root, used by
bookbinders and cobblers)]''> (α) αλβαν. qiriç {qiríč} & qerish {qeríš} & çirish {čiríš}
''κόλλα [paste; size, sizing; glue]'', (β) αλβαν. çeriç {čeríč} ''cobbler’s glue'', (γ) βουλγάρ.

/ 287 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Τ

чириш {čiríš} ''η κόλλα του τσαγκάρη [shoemaker’s glue]'', (δ) ΒΣΜ чириш {čiriš}
''shoemaker’s glue'', (ε) σερβοκροάτ. ћириш / ćiriš ''cobbler’s glue''.

τσιρλίκ΄=> τιρλίκ΄

τσιρούζ’κους, τσιρούθκους, τσιρουκεύου, τσιρούκ΄κους, τσιρούλ΄κους=> τσιουρούκ΄

τσισκιρές=> τισκιρές

τσιρτσιβές, τσιουρτσιουβές, τσιαρτσιαβές (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιουρτσιουβές


[ćuŕćuv΄és] & τσιρτσιβές [ćiŕćiv΄és] = 1) πλαίσιο τζαμιού παραθύρου, 2) κάσα, κούφωμα
παραθύρου. Στη Γαλατινή Κοζάνης [ćirćivés] ''κούφωμα'' (Γλ.Γαλατ. 286). Στη Σιάτ.
Κοζάνης τσιρτσιβές [ćiŗćivés] ''κανάτι παραθύρου, παραθυρόφυλλο''. Στο Καταφύγι
Κοζάνης τσιαρτσιαβές [ćarćavés] ''πρόχειρο και φτηνό ξύλινο πλαίσιο για τα τζάμια''
(Γλ.Καταφ. 422). Στην Πιερ. [ćarćavés] & τσιρτσιβές [circivés] & τσιαρτσιαφές [ćarćafés]
''το πλαίσιο του παράθυρου''.
πέρσ. čār-čube ~ čār čūbä ''ξύλινο πλαίσιο [Holzrahmen]'' (Junker-Alavi 236, Steingass
384, ΟθωμΛεξ «çerçeve» & «çarçube», ΕτυμTietze «çerçeve» & «çarçube», Nişanyan
2018 & Eyuboğlu «çerçeve», Škaljić «ćerčivo», Skok «ćerčiva», Dizdari «çerçive»)>
τούρκ(οθ). çarçube ''frame''> *çarçibe> τούρκδ. çerçibe ''çerçeve''> οθωμ. çerçive ''a
frame of a picture, etc.'' (Redhouse 703)> (1) αλβαν. çerçive ''κάσα πόρτας ή παράθυρου
[door/window sash, door/window frame]'', (2) σερβοκρ(ετ). ћерчива / ćerčiva = 1)
κάσα/κούφωμα πόρτας ή παράθυρου [okvir, ram ili rama od prozora, od vrata], 2)
πλαίσιο τζαμιού παραθύρου, εφοδιασμένο με εγκοπή [ižlijebljen ram za staklo na
prozoru], (3) ΝΑ σέρβ. черчиво {čérčivo} ''ξύλινο κούφωμα παραθύρου [drveni ram za
prozorski otvor]'', (4) τούρκδ. çerçife ''çerçeve'', (5) τούρκ(κν). çerçeve ''κάσα
παράθυρου ή πόρτας [frame/sash (of a window/a door)]''> (α) βουλγάρ. черчеве
{čerčevé} ''window-frame, sash'', (β) ΒΣΜ черчеве {čerčeve} ''frame (especially of a
door, window)''.

τσισ΄μές=> τσιουσ΄μές

τσιτσ΄μάδ΄=> τσιατσ΄μάδ’

τσιφτές> τσιουφτές (ουσ.) : Στην Ανασελ. τσιφτές ''δίκαννο''. Στη Σέλ. Κοζάνης
τσιουφτές ''δίκαννο''.
<τούρκ(κν). çifte ''δίκαννο [double-barreled gun]''

τσιφτσής (ουσ.) : Στην Κοζ. [ćif΄ćís] ''γεωργός''. Στη Σιάτ. Κοζάνης και τη Λόσν.
Καστοριάς [ćifćís] ''γεωργός''. Στην Ανασελ., το Μικρόβ. Κοζάνης και τη Σέλ. Κοζάνης
''γεωργός''.
τούρκ(κν). çiftçi ''γεωργός [farmer]''> βαλκ. τούρκ. çifçi ''çiftçi'' (Dallı 180, Olcay 58,
Κυρανούδης 2009:362)> (α) αλβ(ερ). çifçi ''κολίγος: ακτήμονας αγρότης, που καλλιεργεί
ένα κομμάτι γής ιδιοκτησίας τσιφλικά και κρατάει για τον εαυτό του ένα μέρος της
παραγωγής (στο φεουδαρχικό σύστημα) [bujk pa tokë, që punonte një ngastër nga
pronat e çifligarit dhe që mbante për vete vetëm një pjesë të prodhimit (në sistemin
feudal)]'', (β) βουλγδ. чифчия {čifčíja} ''γεωργός, αγρότης [земеделец]'', (γ) ΒΣΜ
чифчија {čifčija} = 1) αγρότης που καλλιεργεί νοικιασμένη γή [tenant farmer, métayer,
sharecropper], 2) δουλοπάροικος, κολίγος [serf], αγροτικός εργάτης [farm-hand], (δ)
σερβοκροάτ. чифчија / čifčija ''κολίγος (σε τσιφλίκι) [peasant (living on a estate/farm)]''.

/ 288 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Φ

τσιφτσίκ΄=> τιφτίκ΄

τσιχρές, τσιαχρές (ουσ.) : Στην Κοζ. τσιχρές [ćixŕés] ή τσιαχρές [ćaxŕés] ''το χρώμα του
προσώπου, η όψη κάποιου''. Στη Γαλατινή Κοζάνης τσιχρές [ćixrés] ''το χρώμα του
προσώπου, η όψη κάποιου'' (Γλ.Γαλατ. 286). Στην Ανασελ. τσιχρές «πρόσωπο, όψη,
χρώμα, φυσιογνωμία» {Άλλαξι ου τσιχρές-τ’.}. Στη Σιάτ. Κοζάνης και την Κραν.
Ελασσόνας τσιαχρές ''το χρώμα του προσώπου''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης [ćaxŕés]
«όψις προσώπου κανονική» (Γλ.Καλινδ. 327). Στο Καταφύγι Κοζάνης [ćixrés]
''άνθρωπος με ισχνό πρόσωπο'' (Γλ.Καταφ. 438).
πέρσ. čihre ''πρόσωπο [αγγλ. face, countenance, γερμ. Gesicht, Antlitz, τρκ. yüz, surat,
çehre], όψη, παρουσιαστικό [αγγλ. air, mien], το χρώμα του προσώπου [αγγλ.
complexion, τρκ. beniz]'' (Steingass 405 <chihra, chahra>, Junker-Alavi 237 <čehre>,
Kanar 565 <çihre>, Dizdari & Nişanyan 2018 & Eren «çehre», ΕτυμTietze «çehre» &
«çihre», Škaljić & Skok «čehra»)> οθωμ. çihre = 1) a face, a countenance, physiognony;
features, 2) an aspect, an appearance (Redhouse 742)> τούρκ(κν). çehre = 1) face, 2)
όψη, παρουσιαστικό [aspect, appearance]> (α) αλβαν. çehre = 1) η όψη του προσώπου
[facial appearance, look, countenance, mien], 2) το χρώμα του προσώπου [facial color,
complexion, pallor], 3) η έκφραση του προσώπου [facial expression], (β) σερβοκρ(ετ).
чехра / čehra = 1) πρόσωπο [lice], 2) το χρώμα του προσώπου, παρουσιαστικό [boja
lica, izgled].

τσ’νί=> τσινί

τσουράκ΄=> τσιουρέκ΄

τσουραλίκ΄=> τσιραλίκ΄

τ(΄)φάν΄=> τουφάνι

τφέκ΄, τ΄φέκ΄/ντφέκ΄ (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης τφέκ΄ [tféḱ] ''τουφέκι, όπλο''. Στη Λόσν.
Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών τφέκ΄ ''τουφέκι, όπλο''. Στην Κοζ. τ΄φέκ΄ ή ντφέκ΄
[t΄f΄éḱ] ''τουφέκι'' ΠΑΡΑΓ: γκαβουντούφικου, παλιουντούφικου. Στον Τίρναβο Λάρισας
τφέκ΄ ΠΑΡΑΓ: παλιουντούφικου (Γλ.Τίρν. 11).
τούρκ(κν). tüfek ''τουφέκι [rifle, gun]''> (α) βουλγδ. тюфек {tjufék} ''τουφέκι [пушка]'', (β)
ΒΣΜ туфек {tufek} ''μουσκέτο (είδος παλιού τουφεκιού) [musket, flintlock]'', (γ)
σερβοκρ(ετ). туфек / tufek ''τουφέκι [puška]'', (δ) αλβ(ερ). dyfek ''τουφέκι [pushkë]'', (ε)
αλβαν. tyfek & dufek ''dyfek'', (στ) Ν/ελλην. ντουφέκι> (1) κοζ. τ΄φέκ΄/ντφέκ΄, (2) ΚΝΕ
ψαροντούφεκο.

φαράσ΄ (το) [faráś], φαράς (ο) [farás] (ουσ.) : Στην Κοζ. φαράσ΄ (το) ''φαράσι''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης φαράσ΄ (το) ''φαράσι: φτυάρι για σκουπίδια''. Στο Καταφύγι Κοζάνης φαράσ΄
(το) ''φαράσι: μικρό ξύλινο φτυάρι για σκουπίδια'' (Γλ.Καταφ. 446). Στο Βιβίστι
Γρεβενών φαράς (ο) «το μικρό φτυάρι» (Γλ.Βιβ. 82).
<τούρκ(κν). faraş ''φαράσι [dustpan]''

φουκαράς [fukarás] (επθ.) : στην Κοζ. ''κακομοίρης, φουκαράς''.


αραβ. & πέρσ. föqärā ~ füqärā’ ''the poor, the common people (in modern Persian also
used as a singular)'' (πληθ. του fäqir ~ fäqīr ''possessed of one day’s sufficiency fr self
and family, disabled by disease and without a handicraft; needy/arm, mittellos'')
(Steingass 935, Junker-Alavi 557, Nişanyan 2009 & Škaljić & Dizdari & Skok & Eyuboğlu

/ 289 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

«fukara», ΕτυμΜπαμπ «φουκαράς»)> τούρκ(κν). fukara & fıkara = 1) επθ. φτωχός


[poor, destitute, indigent], 2) ουσ. φτωχός (άνθρωπος) [poor person], φτωχολογιά [the
poor], 3) φουκαράς, κακομοίρης [poor, miserable, unlucky]> (α) αλβαν. fukara = 1) επθ.
φτωχός [poor, in poverty], 2) ουσ. φτωχός (άνθρωπος) [poor man, poor person], 3)
φτωχολογιά [the poor, poor people], (β) βουλγάρ. фукара {fukará} ''poor man/woman,
beggar, pauper'', (γ) ΒΣΜ фукара {fúkara} = 1) wretch, 2) [pejorative] scoundrel, cad,
[colloquial] heel, (δ) σερβοκροάτ. фукара / fukara ''scoundrel, cad'', (ε) ΚΝΕ φουκαράς
''wretched, miserable, pitiful, poor man''.

χαβάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xaváń] = 1) μπρούτζινο γουδί για σκληρά υλικά (όπως κανέλα,
πιπέρι, καρύδια κλπ.), 2) είδος μαχαιριού για το κόψιμο των φύλλων του καπνού. Στη
Σιάτιστα Κοζάνης [xaváń] = 1) μπρούτζινο γουδί, 2) ειδικό μαχαίρι που κόβει τον καπνό
για τσιγάρα (Χατσιούλης 1995). Στη Σλάτ. Καστοριάς [xaván] ''εργαλείο που κόβει τον
καπνό''. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς χαβάς (ο) [xavás] ''μεταλλικό γουδί''.
<τούρκ(οθ). havan = 1) γουδί [mortar (for pounding)], 2) tobacco-cutting machine

χαβάς Ι (ο) [xavás] (ουσ.) : Στην Κοζ. = 1) καιρός, 2) κλίμα. Στο Σκαλοχ. Καστοριάς = 1)
κλίμα, 2) μελωδία.
<τούρκ(κν). hava = 1) weather, 2) climate, 3) melody, tune, air
χαβάς ΙΙ=> χαβάν’

χαβλί /xavlí/ (ουσ.) : Στη Βέρ. Ημαθίας και τη Νάουσ. Ημαθίας ''πετσέτα προσώπου
(«προσόψι»)''. Στη Λόσνιτσα Καστοριάς ''άσπρο κεφαλομάντιλο των γριών, πάνω απ’
το οποίο φορούσαν το (συνήθ. μαύρο) εξωτερικό κεφαλομάντιλο'' (Γλ.Λόσν. «χαυλί»).
Στη Σητ. Λασιθίου ''άσπρο κεφαλομάντιλο''.
<τούρκ(κν). havlu ''πετσέτα [towel]'', τούρκ(οθ). havlı ''towel, Turkish towel'', τούρκδ.
havli ''havlu''

χαβούζ΄ [xavúź] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''δεξαμενή, στέρνα''. Στα Γρεβενά ''μεγάλη δεξαμενή
για συγκέντρωση βρόχινου νερού'' (ΓρεβΤουρκ 214).
αραβ. & πέρσ. houz ~ hauz ''a large reservoir of water, basin of a fountain, pond, tank,
vat/Bassin, Wasserbehälter; Teich, Weiher; Zisterne'' (Steingass 434, Junker-Alavi 257,
Eren & Škaljić & Skok «havuz», Dizdari «hauz», ΕτυμΜπαμπ «χαβούζα»)> οθωμ. havz
''an artificial basin, reservoir or tank for water'' (Redhouse 812)> τούρκ(κν). havuz
''(τεχνητή) στέρνα/λιμνούλα [(man-made) basin/pool]''> (α) αλβαν. hauz ''στέρνα [water
reservoir], τεχνητή λιμνούλα [pond]'', (β) βουλγδ. хавуз {xavúz} & хауз {xaúz} ''στέρνα
[басейн]'', (γ) διαλκ. σερβοκρ(ετ). хауз / hauz ''χαντάκι για τη συλλογή νερού [jarak za
sakupljanje vode, za polijevanje bašte]'' (Skok «havuz»), (δ) ρουμάν. havuz = 1)
(τεχνητή) δεξαμενή νερού [(künstliches Wasser-)Becken, Bassin], 2) βρύση, κρήνη
[Springbrunnen], (ε) ΚΝΕ χαβούζα.

χαζΐρκους [xazẃrkus] (επθ.) : στην Κοζ. ''έτοιμος''.


<τούρκ(κν). hazır ''έτοιμος [ready, prepared]''

χαϊβάν’ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xajváń] ''γαϊδούρι''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [xajván] ''γάιδαρος''.
Στη Σιάτ. Κοζάνης [xajváń] «γαϊδούρι, αφελής». Στο Καταφύγι Κοζάνης [xajváń] ''ζώο''
(Γλ.Καταφ. 463). Στην Ανασελ. [xajván] ''ζώο''.
<τούρκ(κν). hayvan = 1) ζώο, ζωντανό [animal], 2) άλογο [horse], άλογο για ίππευση
[mount], υποζύγιο [pack animal]

/ 290 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

χαΐρ΄ [xaíŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''προκοπή''.


αραβ. & πέρσ. xejr ~ xair ''ευημερία, προκοπή [Wohl, Wohltat; Wohlergehen, Wohlfahrt]''
(Junker-Alavi 292, Steingass 491, Škaljić & Dizdari & Skok «hair», Eyuboğlu «hayır»,
Nişanyan 2009 «hayır2», ΕτυμΜπαμπ «χαΐρι»)> οθωμ. hayr ''οτιδήποτε καλό ή
επιθυμητό, όπως η υγεία ή η ευημερία/προκοπή [good, any thing good or desirable; as,
health, welfare, prosperity, etc.]'' (Redhouse 876)> (1) αλβαν. hajr ''success (in life); gain,
benefit, profit; value, utility, use'', (2) τούρκ(οθ). hayır [αιτ. hayrı] = 1) ευημερία, προκοπή
[prosperity], υγεία [health], 2) κέρδος [profit, advantage]> (α) αλβαν. hair ''success (in
life); gain, benefit, profit; value, utility, use'', (β) βουλγδ. хаир {xaír} ''ευημερία, προκοπή
[добро, благополучие, благочестина]'', (γ) ΒΣΜ аир {áir} = 1) (good) luck, 2)
advantage, profit, (δ) σερβοκροάτ. хаир / hair ''benefit, advantage, profit'', (ε) παλιότ.
ΚΝΕ χαΐρι ''προκοπή'' (ΛΚΝ, ΛΝΕ).
χαϊρσΐηζς [xajrsẃjzs] (επθ.) : στην Κοζ. ''υβρ. για άταχτα αγόρια'' Ουδ: χαϊρσΐζ΄κου
[xajrsẃźku] ή [xajrsẃśku].
<τούρκ(κν). hayırsız = 1) αυτός που ποτέ του δέν έχει κάνει μιά καλή πράξη [who has
never done a good turn], 2) ανυπάκουος [undutiful, uncaring]
χαλβάς (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 464) χαλβάς [xalvás]
''χαλβάς''. Στην Κρήτη χαλιβάς ''χαλβάς'' (Γλ.Βαρβ., Γλ.Ηρακλ.). Στα Δωδεκάνησα
χαλουβάς ''χαλβάς'' (Γλ.Ρόδ., ΛΙΚ, Γλ.Κώ).
τούρκδ. halva ''χαλβάς [helva]''> (α) αλβαν. hallvë ''halvah'', (β) βουλγάρ. халва {xalvá}
''khalva'', (γ) ΒΣΜ алва {álva} ''halva'', (δ) σερβοκρ(τρ). халва / halva ''γλύκισμα απο
(σταρένιο) αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη [slatko jelo od pšeničnog ili bijelog brašna, masla
i šećera]'', (ε) ρουμάν. halva ''χαλβάς, ανατολίτικο γλυκό απο ζάχαρη και ταχίνι [Halwa,
orientalishes Naschwerk aus Zucker und Sesammehl]'', (στ) ΚΝΕ χαλβάς.
χαλές (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Σιάτιστα Κοζάνης (Παπαναούμ 2008:67, Γλ.Σιάτ.), το
Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 464) και το Σκαλοχ. Καστοριάς [xal΄és] ''καμπινές,
αποχωρητήριο''. Στη Σλάτ. Καστοριάς [xalés] ''αποχωρητήριο''.
<οθωμ. hale ''αποχωρητήριο [latrina]'' (Meninski 1714)
χαμαϊλί (ουσ.) : Στην Κοζ. [xamajl΄í] ''χαϊμαλί, φυλαχτό''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [xamajl΄í]
''χαϊμαλί''. Στο Καταφύγι Κοζάνης [xamajl΄í] ''φυλαχτό που κρεμιέται στον λαιμό''
(Γλ.Καταφ. 465). Στη Λόσν. Καστοριάς [xamajlí] ''χαϊμαλί, φυλαχτό: μικρός
σταυρός/εικόνα ή άλλα ιερά πράγματα, που κρεμάνε (ιδίως στα παιδιά) για προφύλαξή-
τους απο αρρώστιες κ.ά. κακά''.
<τούρκ(κν). hamaylı ''φυλαχτό, γούρι [amulet, charm]''
χαμούρ΄ [xamúŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''μίγμα ώς (α) γέμιση της πίτας, (β) άμμος
ανακατεμένη με τσιμέντο, (γ) ζυμάρι για το ψωμί''.
αραβ. & πέρσ. xämir ~ xämīr ''dough, leaven, or anything put into a mass of paste to
ferment it/Teig'' (Steingass 475, Junker-Alavi 282, Nişanyan 2009 & Škaljić & Skok &
Dizdari «hamur»)> (1) *ħamir> τούρκδ. ħemir ''hamur'', (2) οθωμ. hamir = 1) προζύμι,
μαγιά [leaven], 2) οποιαδήποτε ουσία που προκαλεί ζύμωση [anything used as a
ferment], 3) (ζυμωμένο) ζυμάρι [dough; especially, fermented dough], 4) οποιαδήποτε
μάζα απο ανακατεμένα συστατικά [any kneaded mass of ingredients] (Redhouse 865)>
τούρκδ. hamır ''hamur''> (α) οθωμ. hamur = 1) leaven, 2) anything used as a ferment, 3)
dough; especially, fermented dough, 4) any kneaded mass of ingredients (Redhouse
865), (β) σερβοκρ(ετ). хамур / hamur ''προζύμι [pjenica]'', (δ) σερβοκρ(ετ). амур / amur
''ζυμάρι [tijesto]'' (Skok «hamur»).

/ 291 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

χάν΄ [xáń] (ουσ.) : στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 465) ''χάνι,
πανδοχείο''.
<τούρκ(οθ). han ''πανδοχείο [inn]''

χανούμσα [xanúmsa] (ουσ.) : στην Κοζ. ''(μειωτ.) γυναίκα που την αρέσει το μέσα, που δέ
βγαίνει απ’ το σπίτι''.
<τούρκ(κν). hanım = 1) κυρία [lady], 2) σύζυγος [wife], 3) νοικοκυρά [the lady of the
house]

χαντζής [xańdźís] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης ''πανδοχέας''. Στην Κοζ. ''πανδοχέας'' Θηλ:
χαντζού [xandzú].
<τούρκ(οθ). hancı ''πανδοχέας [innkeeper]''

χαντούμς [xadúms] (επθ.) : στην Κοζ. = 1) ανίκανος σεξουαλικά, 2) ευνουχισμένος.


<τούρκ(κν). hadım ''eunuch'' <οθωμ. hadim ''a eunuch'' (<αραβ. & πέρσ. xādëm ~ xādïm
''a eunuch/Eunuch'' (Steingass 437, Junker-Alavi 259): Nişanyan 2009 «hadım», Škaljić
& Skok «hadum», Dizdari «hadëm»)

χαρανί (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης [xarańí] ''καζάνι'' (Γλ.Γαλατ. 288). Στη Σέλ.
Κοζάνης ''καζάνι''. Στη Σιάτ. Κοζάνης [xarańí] ''χάλκινο καζάνι με χερούλια''.
πέρσ. härānī ''καζάνι [a cauldron, kettle]'' (Steingass 1494, Eren «haranı»)> τούρκδ.
herani ''καζάνι [kazan]''> *harani> (α) βαλκ. τούρκδ. haranı ''kazan'' [Edirne; Lüleburgaz
-Kırklareli; Bulgaristan], (β) τούρκδ. arani ''καζάνι που χρησιμοποιείται για το βράσιμο
πετιμεζιού, πλιγουριού [pekmez, bulgur kaynatmak için kullanılan kazan]'', (γ) ΝΔ βουλγ.
харания {xaraníja} ''μεγάλο καζάνι [голям котел]'' (Atlas 3:233), (δ) ΒΑ βουλγ. арания
{araníja} ''μεγάλο χάλκινο σκεύος για το ζέσταμα του νερού: καζάνι [голям меден съд за
топлене на вода; котел]'' (Atlas 2:219), (ε) βορειοσλαβομακ. аранија {aranija} ''μεγάλο
χάλκινο καζάνι [голем бакарен котел]''.

χάρτσ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. χάρτσ΄ [xáŕć] ''σοβάς, αμμοκονίαμα, ασβεστοκονίαμα''. Στη
Δόβρ. Γρεβενών χάρτζ΄(;) ''αμμοκονίαμα'' ΠΑΡΑΓ: χαρτσιώνου [xarćónu] ''βάζω
αμμοκονίαμα''.
<τούρκ(κν). harç = 1) ασβεστοκονίαμα [mortar], 2) σοβάς [plaster, material for plastering
walls]

χασάπς (ουσ.) : Στην Κοζ., τη Σιάτιστα Κοζάνης (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:75), το


Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 467) και τη Λόσν. Καστοριάς χασάπς [xasáps]
''χασάπης, κρεοπώλης''. Στην Τσιαρπ. Σερρών κασάπς ''κρεοπώλης''. Στη Νάουσ.
Ημαθίας, την Κρήτη (ΓΑΚ 16, Γλ.ΔΚρήτ.) και τη Ρόδ. κασάπης [kasápis] ''χασάπης''.
αραβ. & πέρσ. qässāb ''a butcher/Fleischer'' (Steingass 972, Junker-Alavi 574, Eren &
Škaljić & Skok & Dizdari «kasap», BER «касап(ин)», ΕτυμΜπαμπ «χασάπης»)> τούρκ.
*kessap> (1) τούρκδ. gessep ''kasap'', (2) τούρκ(κν). kasap (αιτ./κτητ. kasabı) ''χασάπης
[butcher]''> (α) αλβαν. kasap ''butcher'', (β) βουλγ(ετ). касап(ин) {kasáp(in)} ''χασάπης
[месар]'', (γ) ΒΣΜ касап {kásap} ''butcher'', (δ) σερβοκροάτ. касап(ин) / kasap(in)
''butcher'', (ε) ρουμάν. casap {kasáp} ''Fleischer, Metzger'', (στ) ΚΝΕ χασάπης.

/ 292 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

χασίλ’ (ουσ.) : Στην Τσιαρπ. Σερρών ''πρώιμο σιτάρι ή κριθάρι, που κατα το στάδιο της
ανάπτυξής του προορίζεται για ζωοτροφή, είτε ώς βοσκή, είτε μετά απο κόσισμα για
τάισμα στο σπίτι''. Στα Νταρνακοχ. Σερρών ''χορτοβοσκή, σιτάρι ή κριθάρι
χλωροπράσινο που θα χρησιμεύσει για τροφή των ζώων''. Στην Κοζ. [xaśíl΄] ''είδος
φυτού κατάλληλο και για βοσκή''.
<τούρκ(κν). hasıl = 1) δημητριακά που είναι ακόμα πράσινα στα χωράφια [grain still
green in the field], 2) πράσινο ακόμα κριθάρι χρησιμοποιούμενο σά ζωοτροφή [green
barley used as fodder]

χατάς [xatás] (ουσ.) : Στη Λήμνο ''λάθος'' (Κοντονάτσιου 403). Στην Κοζ., τη Λόσν.
Καστοριάς και τη Δόβρ. Γρεβενών ''ζημιά''.
<τούρκ(κν). hata ''λάθος [mistake, error, fault]''

χατζής [xadźís] (ουσ.) : στην Κοζ. ''αυτός που έχει πάει στους Αγίους Τόπους: χατζής''.
<τούρκ(οθ). hacı = 1) one who has performed the rite of pilgrimage at Mecca, pilgrim, 2)
Christian pilgrim to Jerusalem

χατζιλίκ΄ [xadźil΄íḱ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''προσκύνημα στους Αγίους Τόπους''.


<οθωμ. hacılık ''the quality, duty, or acts of a pilgrim'' (Redhouse 750)

χατίλ’, χατσίλ΄ (ουσ.) : Στη Δόβρ. Γρεβενών χατίλ’ [xatíl] ''το κατώφλι της πόρτας''. Στη
Σιάτ. Κοζάνης χατσίλ΄ [xaćíl΄] ''κάσωμα πόρτας ή παράθυρου''.
<τούρκ(κν). hatıl ''οριζόντιο δοκάρι, που χρησιμεύει σάν εσωτερική ενίσχυση ενός
πέτρινου τοίχου [horizontal beam embedded in a stone wall to strengthen it]''

χατίρ΄ (ουσ.) : Στην Κοζ. [xat΄íŕ] ''χατίρι''. Στο Βελβεντό Κοζάνης (Τσιανάκας 1988:108)
και τα Γρεβενά (ΓρεβΤουρκ 216) ''χατίρι''.
<οθωμ. hatır = 1) a thought, an idea, a suggestion, 2) the mind, 3) the memory, 4) the
heart as a seat of thoughts and impressions, 5) a recollection of a person or thing,
accompanied with love, respect, or veneration; one’s sake or love, 6) one’s feelings,
frame of mind, health, 7) one’s influence, consideration, weight (Redhouse 821-2)

χατιρτζής (επθ.) : Στην Κοζ. χατιρτζής [xat΄iŕdźís] ''αυτός που κάνει χατίρια'' Θηλ:
χατιρτζού [xat΄irdzú]. Στα Γρεβενά χατιρτζής «πρόθυμος, επιεικής, πολύ φιλότιμος»
(ΓρεβΤουρκ 216). Στο Βελβεντό Κοζάνης χατιρτζού ''αυτή που κάνει χατίρια''
(Τσιανάκας 1988:113).
hatır (δές ππ.) + επίθμ. -cı> βαλκ. τούρκ. *hatırcı> (α) βουλγάρ. хатърджия {xatărdžíja}
''ανεκτικό, ενδοτικό άτομο [indulgent, compliant person]'', (β) σερβοκρ(τρ). хатарџија /
hatardžija & хатерџија / haterdžija & хаторџија / hatordžija & хатурџија / haturdžija
''άτομο που λειτουργεί με βάση τη συμπάθεια (μεροληπτικά), την υποκειμενική του
προτίμηση και την αγάπη του [onaj koji radi po hataru, tj. pristrano, po svojoj ličnoj
naklonosti i ljubavi]'', (γ) ρουμάν. hatârgiu {xatârdžíu} ''αυτός που κάνει χάρες, χατίρια
[Begünstigter]''.

χατσίλ΄=> χατίλ’

χιράμ’=> ιχράμ΄

/ 293 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

χιργκιλές, αργκιλές (ουσ.) : Στη Γαλατινή Κοζάνης χιργκιλές [x΄irǵil΄és] ''κοπάδι απο
αλογομούλαρα που βόσκουν στο βουνό'' (Γλ.Γαλατ. 288). Στη Σιάτ. Κοζάνης χιργκιλές
[x΄irǵil΄és] ''αγέλη μεγάλων ζώων σε βοσκή''. Στη Σέλτσα Κοζάνης χιργκιλές ''κοπάδι,
αγέλη'' (Γλ.Σέλ1. 175). Στη Σλάτ. Καστοριάς αργκιλές [arǵilés] ''κοπάδι απο ασαμάρωτα
αλογομούλαρα''. Στη Δόβρ. Γρεβενών αργκιλές [arǵilés] ''σύνολο ζώων, ιδίως αλόγων,
που ζούν ομαδικά, χωρίς περιορισμούς, δέν έχουν σαμαρωθεί και δέν τα έχουν βάλει
ακόμα στη δουλειά''.
πέρσ. xär ''γαϊδούρι [an ass/Esel]'' (Junker-Alavi 268, Steingass 450) + gälle ~ gälä/gällä
''κοπάδι [a flock, herd, bevy/Herde (Vieh)]'' (Junker-Alavi 635, Steingass 1096, Dizdari
«hergjele», Nişanyan 2009 & Eren «hergele», Škaljić «hergela», Skok «ergela»)> πέρσ.
*xär-gälle ''κοπάδι γαϊδουριών'' (σύγκρ. xar + bār ''a burden, load, weight, charge''
[Steingass 141]> xar-bār ''an ass load'' [Steingass 452])> οθωμ. hargele ''a breeding
stud of mares and colts/αγέλη ίππων, ημιόνων, όνων ατιθάσσων'' (Redhouse 841,
Χλωρός 736)> (1) *hargeleci ''βοσκός ιπποειδών''> τούρκδ. hargeleci ''βοσκός [çoban]'',
(2) τούρκ(κν). hergele ''κοπάδι άγριων αλόγων/γαϊδάρων/μουλαριών [herd of unbroken
horses/donkeys/mules]''> (α) αλβαν. hergjele ''ομάδα ελκτικών ζώων που τα επιτρέπουν
να βόσκουν ελεύθερα [group of draft animals allowed to browse freely]'', (β) βουλγδ.
хергеле {xergelé} & хергеля {xergeljá} ''κοπάδι αλόγων [стадо коне]'', (γ) βουλγκ.
ергеле {ergelé} ''хергеле'', (δ) ΒΣΜ ергела {ergela} & ергеле {ergele} ''stud farm (for
horses); herd of horses'', (ε) σερβοκροάτ. ергела / ergela = 1) stud farm, horse farm, 2)
herd of horses, (στ) ρουμάν. herghelie ''κοπάδι αλόγων [Pferdeherde]''.

χνέρ’ (ουσ.) : Στην Κοζ. και το Καταφύγι Κοζάνης (Γλ.Καταφ. 469) [xńéŕ] ''χουνέρι,
πάθημα, κάζο''. Στη Σιάτιστα Κοζάνης [xńéŗ] ''πάθημα'' (Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985:30,
Γλ.Σιάτ.).
<ΚΝΕ χουνέρι ''an unfortunate accident: mishap'' <τούρκ(κν). hüner ''δεξιότητα [skill,
technical ability, dexterity]''

χόσ΄κους (επθ.) : Στην Ανασελ. και τη Δόβρ. Γρεβενών χόσ΄κους [xóśkus] ''αστείος'',
χόσ΄κου [xóśku] ''αστείο'' {Μας λέει χόσ΄κα κι γιλούμι. (Γλ.Δόβρ.)}. Στη Γαλατινή
Κοζάνης χόζ΄κα [xóźka] ''αστεία, καλαμπούρια, χωρατά'' (Γλ.Γαλατ. 288).
<τούρκ(κν). hoş ''ευχάριστος [pleasant, nice, agreeable, pleasing, genial]''

χουβαρδάς [xuvarδás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''χουβαρντάς, ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος''.


Στο Καταφύγι Κοζάνης «γενναιόδωρος, σπάταλος» (Γλ.Καταφ. 470).
<τούρκ(οθ). hovarda ''σπάταλος [spendthrift, prodigal], ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
[generous]''

χουζούρ΄ [xuzúŕ] (ουσ.) : στην Κοζ. ''χουζούρι''.


<οθωμ. huzur = 1) a being or becoming present; presence; a call, a visit; especially, the
presence of the sovereign; also, of any high dignitary, 2) a living in a settled region, 3) a
remaining at home, 4) a being or becoming in repose, quiet, ease, and freedom from
anxiety or suffering (Redhouse 791)

χουζουρτζής [xuzuŕdźís] (επθ.) : στην Κοζ. ''αυτός που τον αρέσει το χουζούρι''.
<βαλκ. τούρκ. *huzurcu <huzur (δές ππ.) + επίθμ. -cu

/ 294 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Λημματολόγιο - Χ

χούι (το) [xúj] (ουσ.) : στην Κοζ., την Πιερ. και την Τσιαρπ. Σερρών ''ιδιοτροπία''.
<τούρκ(ερ). huy ''κακιά, βλαβερή συνήθεια, κακός χαρακτήρας [kötü, zararlı alışkanlık,
kötü tabiat]''

χουιλούς, χουιλού (επθ.) : Στην Κοζ. χουιλούς (ο) [xujlús] ''αυτός που έχει χούια:
ιδιότροπος'' Θηλ: χουιλού. Στην Τσιαρπ. Σερρών χουιλής (ο) ''αυτός που έχει χούια''
Θηλ: χουιλού. Στο Μελέν. της ΝΔ Βουλγαρίας χουιλής (ο) ''κακομαθημένος,
ιδιότροπος''. Στην Πιερ. χουιλής (ο) [xujlís] ''ιδιότροπος''.
<τούρκ(ερ). huylu ''αυτός που έχει κακό χαρακτήρα [kötü huy sahibi olan]''

χουκάς [xukás], χουχάς [xuxás], κουκάς [kukás] (ουσ.) : Στη Σιάτ. Κοζάνης χουκάς
''πήλινο ή γυάλινο βάζο για το γλυκό του κουταλιού''. Στο Μπλάτσι Κοζάνης χουκάς
''πήλινο βάζο για γλυκό συνήθως'' (Γλ.Καλινδ. 178 [υποσημ. 1], 346). Στην Κοζ. χουχάς
''βάζο για το γλυκό του κουταλιού''. Στο Φαν. Καρδίτσας κουκάς ''μικρό, γυάλινο ή
πήλινο βάζο για το γλυκό''. Στο Πήλ. κουκάς ''είδος πήλινου δοχείου (συνήθ. βάζου) με
ωραίο σχήμα και σχέδια''. Στον Κολ. Πιερίας κουκάς ''πήλινο βάζο για το γλυκό του
κουταλιού''. Στη Βέρ. Ημαθίας κουκάς ''πήλινο τσουκάλι''. Στον Λαγκ. Θεσ/νίκης κουκάς
''γυάλινο δοχείο γλυκού''. Στα Βασιλικά Χαλκιδικής κουκάς ''μπολ για γλυκό'' (Γλ.Βασιλ.
175). Στον Πολύγ. Χαλκιδικής κουκάς «γυάλινο μικρό σερβίτσιο οπου έβαζαν το γλυκό
του κουταλιού και κερνούσαν στα σπίτια».
<τούρκ(πλ). hokka ''δοχείο προωρισμένο για το ρετσέλι, γλυκό του κουταλιού κλπ.'',
οθωμ. hokka ''μονοκόμματο μικρό κουτί, δοχείο ή κύπελλο, κυρίως το μελανοδοχείο
[small box, pot, or cup hollowed from a single piece; especially, an inkstand]'' (Redhouse
795)

χουρατάς [xuratás] (ουσ.) : Στην Κοζ. ''συνάθροιση των γυναικών στα πεζούλια έξω απο
τα σπίτια κατα τις καλοκαιρινές βραδινές ώρες, όταν είχαν τελειώσει οι δουλειές στο
σπίτι, οπου κουτσομπόλευαν, αστειεύονταν και γενικά χουράτιβαν: βεγκέρα''. Στη Σιάτ.
Κοζάνης ''συγκέντρωση των γειτόνων στο σοκάκι τα καλοκαιρινά βράδια και συζήτηση
για όλα τα θέματα και γεγονότα της μέρας''.
<τούρκδ. horata = 1) αστείο [şaka], 2) ψυχαγωγικά παιχνίδια [güldürücü oyunlar], 3)
διασκεδαστικός τύπος/άνθρωπος [eğlendirici, maskara], 4) γλέντι [eğlence], 5)
κουτσομπολιό [dedikoku], 6) συνάθροιση για κουβεντούλα/κουβεντολόι [sohbet
toplantısı], 7) κουβέντα, κουβεντούλα, κουβεντολόι [laf, söz, sohbet], τούρκδλ. horata =
1) αστείο [şaka], 2) συζήτηση, κουβέντα [söz, konuşma], 3) συζήτηση πρόσωπο με
πρόσωπο [karşılıklı görüşme] (πρβλ. βουλγ(ερ). хората {xoratá} ''συζήτηση [говорене,
приказка]'')

χουσιάφ’=> κουσιάφ’

χουχάς=> χουκάς

χράμ΄=> ιχράμ΄

χσιάφ’=> κουσιάφ’

χτιμπάρ’=> ιχτιμπάρ’

/ 295 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ευρετήρια

Εισαγωγικά

Τα ευρετήρια αποτελούν συμπλήρωμα του πρώτου μέρους και στόχο έχουν να διευκολύνουν τη
μετάβαση απο το υλικό στην ανάλυση.
Αστερίσκοι: ο αστερίσκος (*) πρίν απο μια λέξη σημαίνει οτι η λέξη είναι αποκατεστημένη
(υποθετική), ενώ ο διπλός αστερίσκος (**) πρίν απο το χωρίο σημαίνει οτι γίνεται παραπομπή σε
υποσημείωση του χωρίου. Όταν ο τύπος δίνεται τόσο στο κυρίως κείμενο ενός χωρίου, όσο και σε
υποσημείωση του ίδιου χωρίου, ο διπλός αστερίσκος δέ σημειώνεται.
Οι ενότητες των ευρετηρίων έχουν καθοριστεί βάσει γλώσσας, παρότι κάτι τέτοιο είναι πολλές
φορές αμφισβητήσιμο, καθως πολλές διάλεκτοι γίνονται αντικείμενο διεκδικήσεων απο
ανταγωνιστικά κράτη.
Η σειρά των ευρετηρίων είναι η εξής: αγγλικά> αραβικά> πέρσικα> ιταλικά> βλάχικα>
ρουμάνικα> αλβανικά> σερβοκροάτικα [κυριλλικό]> σερβοκροάτικα [λατινικό]> σλαβομακεδόνικα
[κυριλλικό]> σλαβομακεδόνικα [λατινικό]> βουλγάρικα [κυριλλικό]> βουλγάρικα [λατινικό]>
πομάκικα> τούρκικα> ελληνικά.
Γενικά, στα ευρετήρια χρησιμοποιούνται τα καθιερωμένα αλφάβητα, ομως για τη διευκόλυνση
του αναγνώστη οι αραβικές και οι πέρσικες λέξεις δίνονται σε λατινική γραφή, ενώ για τον ίδιο λόγο
οι κυριλλογράμματες λέξεις δίνονται παράλληλα και σε λατινικό αλφάβητο, με τη μέθοδο του
μεταγραμματισμού (transliteration).
Σε κάποιες περιπτώσεις ένα λήμμα περιέχει περισσότερους απο έναν τύπους, αντί για δύο (ή
περισσότερα) διαδοχικά λήμματα, που το ένα θα βρίσκεται αμέσως μετά/πρίν το άλλο: π.χ. για
τους τύπους baklağı & baklağu, αντί να δημιουργηθούν δύο ξεχωριστά λήμματα («baklağı:
Β:1.20.5.» & «baklağu: Β:1.20.5.»), δίνονται καί οι δύο τύποι στο ίδιο λήμμα («baklağı, baklağu:
Β:1.20.5.»).
Αυτό συμβαίνει, όταν οι εν λόγω τύποι (α) δέ μπορούν παρα να τοποθετηθούν σε συνεχόμενες
αλφαβητικές θέσεις, (β) είναι συγγενικοί (δηλαδή ο ένας αποτελεί παραλλαγή του άλλου ή ο ένας
παράγεται απο τον άλλο) και (γ) αναφέρονται στο ίδιο χωρίο (ή χωρία).
Έτσι, για τους τύπους fıkara & fukara δίνονται ξεχωριστά λήμματα, επειδή πληρούνται μόνο τα
δύο πρώτα κριτήρια, δηλαδή τοποθετούνται σε συνεχόμενες θέσεις και είναι συγγενικοί (fukara>
fıkara), αλλα δέν αναφέρονται στα ίδια χωρία: «fıkara: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.», «fukara: Β:1.8.2.,
Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.».
Αντίστοιχα, μπορούμε να παρατηρήσουμε για τους τύπους çerçeve, çerçife & çerçive, οτι,
παρότι τοποθετούνται σε συνεχόμενες θέσεις και είναι συγγενικοί (çerçive> çerçeve & çerçife), δέν
αναφέρονται καί οι τρείς στα ίδια χωρία, οπότε οι διαλεκτικοί τύποι çerçife & çerçive

/ 296 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ευρετήρια

λημματοποιούνται μαζί, ενώ ο τύπος çerçeve, που ανήκει στην κοινή, καταλαμβάνει ξεχωριστό
λήμμα: «çerçeve: Β:1.5.2., Β:1.20.2., Γ:1.3.2., Γ:1.3.5., Γ:1.3.6., Γ:2.2.4.11.» & «çerçife, çerçive:
Γ:2.2.4.11.».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε οτι οι διάφοροι τύποι των λημμάτων χωρίζονται με κόμματα, ομως
ο αναγνώστης θα παρατηρήσει οτι κάποιες φορές δύο τύποι χωρίζονται, ή καλύτερα: ενώνονται με
μια κάθετη μπάρα, κάτι που σημαίνει οτι δέν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς τύπους, αλλα με
διαφορετικές γραφές του ίδιου τύπου.
Έτσι, σε λήμματα όπως το «namas/namaz, namazlā: Β:1.22.3.» ουσιαστικά δίνονται μόνο δύο
τούρκικοι τύποι, απο τους οποίους ο πρώτος μπορεί να γραφτεί με δύο τρόπους.
Φυσικά, εκτός του οτι οι δύο αυτοί τύποι είναι συγγενικοί, πληρούνται επίσης και τα άλλα δύο
κριτήρια, δηλαδή (α) δέ μπορούν παρα να τοποθετηθούν σε συνεχόμενες θέσεις και (β)
αναφέρονται στα ίδια χωρία.

/ 297 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αγγλικά, Αραβικά, Πέρσικα [1-3]

Αγγλικά

a, an: Γ:2.7.1. car: Γ:1.2.1. napron: Γ:2.7.1.


apron: Γ:2.7.1. father: Γ:1.2.1. star: Γ:1.2.1.
art: Γ:1.2.1. glass: Γ:1.2.1. whisk(e)y: Β:1.20.4.

Αραβικά

a: Γ:1.3.7.4. mahsūl: Β:2.2.3. sandūq: Γ:1.3.7.4.


aulād: Β:1.7.1. maxsūs: Β:2.2.3. sarrādž: Β:1.5.1.
Baġdād, baġdādī: Β:2.1.3.2.1. muxtār: Β:2.2.3. u: **Γ:2.6.6.
dujūn: **Γ:2.6.6. na‘l: Β:2.1.3.2.2. ū: **Γ:2.6.6.
džallād: Β:1.7.1. qassāb: Β:1.3.1. x: Β:2.2.3.
džurāb: Β:1.3.1. qurbān: Β:2.1.3.3. ‘ilādž: Β:1.5.1.

Πέρσικα

a: Γ:1.3.7.4. džallād: Β:1.7.1. panīr: Β:1.21.6.


abrīšum: Γ:2.4.5.1. džurāb: Β:1.3.1. qassāb: Β:1.3.1.
aulād: Β:1.7.1. havīdž: Β:1.5.1. qurbān: Β:2.1.3.3.
āxūr: Β:2.2.3. mahsūl: Β:2.2.3. sandūq: Γ:1.3.7.4.
Baġdād, baġdādī: Β:2.1.3.2.1. maxsūs: Β:2.2.3. sarrādž: Β:1.5.1.
baxšiš, baxšīš: Β:2.2.3., muxtār: Β:2.2.3. u: **Γ:2.6.6.
Β:2.10.4.3. mužde: Β:1.12.2. ū: **Γ:2.6.6.
čašme: Γ:2.6.9.2. na‘l: Β:2.1.3.2.2. x: Β:2.2.3., Β:2.10.4.3.
dīvār: Β:2.13.3. na‘l-band: Β:1.7.1. xōšāb: Β:2.2.3.
dujūn: **Γ:2.6.6. na‘lče: Β:2.1.3.2.2. ‘ilādž: Β:1.5.1.

/ 298 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ιταλικά, Βλάχικα, Ρουμάνικα [4-6]

Ιταλικά1

●bastón, bastone: Β:2.10.4.1. focáccia: Δ:1.


boccone, ●bocón: Β:2.10.4.1. -n-: **Β:2.10.4.1.
caciocavallo: Β:2.10.4.2. -on(e): Β:2.10.4.1.
calza, calzino, *calzon(e): Β:2.10.4.1. ●sperón, sperone, ●spirón: Β:2.10.4.1.
●cassón, cassone: Β:2.10.4.1. z: Β:2.10.4.1.
-e: **Β:2.10.4.1. zucca: Β:2.10.4.1.
-etto: **Γ:2.2.4.1.

Βλάχικα

a: Γ:1.4.6. e: Γ:1.4.6. î: Γ:1.4.6. tăhîne: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.3.


ă: Γ:1.4.6. i: Γ:1.4.6. o: Γ:1.4.6. u: Γ:1.4.6.

Ρουμάνικα

a: Β:1.20.4., Γ:2.2.4.6. cârcăiac: **Γ:1.3.7.4., nişadâr: Γ:1.4.5., Γ:2.4.4.


ă: Β:1.20.4., Γ:1.3.7.4., Γ:2.2.4.6. o: Β:1.20.4.
Γ:1.4.5., Γ:2.2.4.6. curban: Β:2.1.3.3. pilaf: Β:1.20.3.
â: Γ:2.2.4.6. havuz: Β:1.20.4. satâr: Γ:1.4.5., Γ:2.6.3.
bacşiş: Β:2.10.4.3. herghelie: Γ:1.3.7.1. sănduc: Γ:1.3.7.4.,
călăuză: Β:1.20.4., i: Γ:2.6.9.1. **Γ:2.2.4.6.
Β:1.20.5., Γ:2.2.4.6. ibrişim: Γ:2.6.9.1. surghiun, surgun: Β:1.9.2.
casap: Β:1.13.5. î: Β:1.20.4. tahân: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.3.
caşcaval: Β:2.10.4.2. mangal: **Β:2.7.3. u: Β:1.20.4.
cazan: Β:1.13.5. med(e)an, meid(e)an: whisky: Β:1.20.4.
cârcâiac: **Γ:2.2.4.6. Β:2.5.3. zarzavat: Γ:2.2.4.5.
mofluz: Β:1.22.4.

1 Με το σύμβολο ● δηλώνονται οι βενετσιάνικοι τύποι.

/ 299 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αλβανικά [7]

Αλβανικά

a: **Γ:2.2.4.6. kaun: Β:1.20.4.


agëzot, agzot: Β:2.3.3., Γ:1.4.6. kaurma: Β:1.20.4.
argavan: Γ:1.3.3. kazan: Β:1.13.5.
badiava, badihava, badjava: Β:2.12.3.2. kurban: Β:2.1.3.3.
bakshish: Β:2.10.4.3. l: **Γ:2.4.4.
bërrucë: Γ:1.4.6. ll: **Γ:2.4.4.
borxh: Β:2.1.3.1. mahsus: **Β:2.2.3.3.
c: Β:2.10.3. majhosh: Γ:2.5.3.1.
caruqe: Β:2.10.3. mangall: **Β:2.7.3.
ç: Β:2.10.3., Β:2.10.4.2. miftar, muhtar, myftar: Β:2.2.3.2.
çakëll: Α:4.3.3. mysafir: Γ:2.6.5.
çap: Γ:2.6.8.1. neblebi: Β:1.16.4.1.
çarçaf: Β:1.19.4.2. neqez: Β:1.22.4.
çekërk: Γ:2.6.9.1. -ng: Β:2.1.3.1.
çerek: **Β:1.21.6. nishadër: Γ:1.4.5., Γ:2.4.4.
çeriç: **Γ:2.2.4.12. patlixhan, patllixhan: Γ:2.4.4.
deng: Β:2.1.3.1. pilaf: Β:1.20.3.
dushman: Γ:2.6.4. qepeng: Β:2.1.3.1.
ergavan: Γ:1.3.3. qerish: **Γ:2.2.4.12.
ë: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.5., Γ:1.4.6., **Γ:2.2.4.6. qyng: Β:2.1.3.1.
ër: Γ:2.6.9.1. sagllam, sakllam: Β:1.10.8.
hauz: Β:1.20.4. satër: Γ:1.4.5., Γ:2.6.3.
hergjele: Γ:1.3.7.1. sënduk: Γ:1.3.7.4.
ibërshim: Γ:2.6.9.1. skambil: Γ:2.4.5.1.
ihtibar: Β:2.4.4. tesqere: Β:1.18.4.4.
j: Β:1.21.4., Γ:2.5.3.1. tunxh: Β:2.1.3.1.
jargavan: Γ:1.3.3., Γ:1.3.4. uiski: Β:1.20.4.
jelek: Β:1.21.4. y: Γ:2.6.5.
kaçkavall: Β:2.10.4.2. yzengji: Γ:2.7.3.
kallauz: Β:1.20.4., Β:1.20.5., Γ:2.2.4.6. -z: Β:1.22.4.
kallçinë: Β:2.10.4.1. zabun: Γ:2.2.4.4.
*kalldërëm, kalldrëm: Γ:1.4.6. zakum: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
kasap: Β:1.13.5. zarzavate: Γ:2.2.4.5.
kashkavall: Β:2.10.4.2. zengji: Γ:2.7.3.

/ 300 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]

Σερβοκροάτικα1

[ћирилица / ćirilica]

а / a: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.2.4.6. зарзават / zarzavat: Γ:2.2.4.5.


-а / -a: Γ:2.6.8.1. зекум / zekum: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
амур / amur: Γ:2.6.3. зенђија / zenđija: Γ:2.7.3.
Аџам / Adžam: Γ:1.3.3., **Γ:2.2.4.10. зерзеват / zerzevat: Γ:2.2.4.5.
ашкуна / aškúna: **Γ:1.4.6. и / i: Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1.
баба / baba, бабо / babo: Γ:2.6.8.1. ибришим / ibrišim: Γ:2.6.9.1.
бадава / badava: **Β:2.12.3.2. иктибар / iktibar: Β:2.4.4.
бакшиш / bakšiš: Β:2.10.4.3. илаџ / iladž: Β:2.1.3.1.
брк / brk: Γ:1.4.5. ј / j: Β:1.21.3., Β:1.21.4., Γ:2.6.8.3.
вакат / vakat: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2. јелек / jelek: Β:1.21.4.
грба / grba: Γ:1.4.5. к / k: Β:2.2.3.2., Β:2.2.3.3., Β:2.4.4.,
ђерђеф / đerđef: **Β:1.9.2. Β:2.10.4.3.
ђувеч / đuveč, ђувечарка / đuvečarka: кавурма / kavurma: Β:1.20.4.
Β:2.1.3.1. казан / kazan: Β:1.13.5.
ђувеџ / đuvedž, ђувеџарка / đuvedžarka: калауз / kalauz: Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
Β:2.1.3.1. Γ:2.2.4.6.
ђумрук / đumruk: **Β:1.9.2. калчине / kalčine: Β:2.10.4.1.
е / e: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6. кана / kana: Γ:1.4.6.
ергела / ergela: Γ:1.3.7.1. касап / kasap: Β:1.13.5.
ѕ / dz: Γ:2.7.3., Γ:2.2.4.5. каурма / kaurma: Β:1.20.4.
ѕанђија / dzanđija, ѕенђија / dzenđija: качкаваљ / kačkavalj: Β:2.10.4.2.
Γ:2.7.3. кна / kna: Γ:1.4.6.
ѕерѕеват / dzerdzevat: Γ:2.2.4.5. кора / kora: Δ:3.3.3.3.
ѕьнђија / dzănđija: Γ:2.7.3. коса / kosa (1): Δ:3.3.3.3.
з / z: Γ:2.7.3., Γ:2.2.4.5. коса / kosa (2): Δ:3.3.3.3.
забун / zabun: Γ:2.2.4.4. Крист / Krist: Γ:2.6.9.1.
закум / zakum: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2. крна / krna: Γ:1.4.6.

1 Την πλήρη σειρά του κυριλλικού σερβοκροάτικου αλφαβήτου θα βρεί κανείς στη συντομογραφία ΛΙΠ.

/ 301 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]

крпа / krpa: Γ:1.4.5. саглам / saglam: Β:1.10.8.


Крст / Krst: Γ:2.6.9.1. сандак / sandak, сандек / sandek, сандук /
курбан / kurban: Β:2.1.3.3. sanduk, сандьк / sandăk: Γ:1.3.7.4.
мајхош / majhoš: Γ:2.6.8.3. сатара / satara: Γ:2.6.3.
максуз / maksuz: Β:2.2.3.3. Сербез / Serbez: **Β:1.1.3.1.
мангал / mangal: **Β:2.7.3. сургун / surgun: Β:1.9.2.
махсуз / mahsuz, махсус / mahsus: тескера / teskera: Β:1.18.4.4.
**Β:2.2.3.3. трпеза / trpeza: Γ:2.6.9.1.
мегдан / megdan: Β:2.5.3. у / u: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.6.3.
мифтар / miftar: Β:2.2.3.2. узенгија / uzengija: Γ:2.7.3.
мој / moj, моја / moja, моје / moje, моји / х / h: Β:2.2.3.2.
moji: Β:1.21.3. хамур / hamur: Γ:2.6.3.
муктар / muktar: Β:2.2.3.2. хауз / hauz: Β:1.20.4.
муфљуз / mufljuz: Β:1.22.4. Христ / Hrist, Хрст / Hrst: Γ:2.6.9.1.
мухтар / muhtar: Β:2.2.3.2. ч / č: Β:2.10.4.2.
нишадор / nišador: Γ:2.4.4. чапа / čapa: Γ:2.6.8.1.
о / o: Γ:1.4.6. чекрк / čekrk: Γ:2.6.9.1.
-о / -o: Γ:2.6.8.1. черек / čerek: **Β:1.21.6.
поток / potok: Γ:2.5.3.2. џамбас / džambas: Β:1.22.3.
р / r: Γ:1.4.5., Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1. ь / ă: Γ:1.3.7.4.

[latinica / латиница]

a / а: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.2.4.6. čekrk / чекрк: Γ:2.6.9.1.


-a / -а: Γ:2.6.8.1. čerek / черек: **Β:1.21.6.
Adžam / Аџам: Γ:1.3.3., **Γ:2.2.4.10. dz / ѕ: Γ:2.7.3., Γ:2.2.4.5.
amur / амур: Γ:2.6.3. dzanđija / ѕанђија, dzănđija / ѕьнђија,
aškúna / ашкуна: **Γ:1.4.6. dzenđija / ѕенђија: Γ:2.7.3.
ă / ь: Γ:1.3.7.4. dzerdzevat / ѕерѕеват: Γ:2.2.4.5.
baba / баба, babo / бабо: Γ:2.6.8.1. džambas / џамбас: Β:1.22.3.
badava / бадава: **Β:2.12.3.2. đerđef / ђерђеф: **Β:1.9.2.
bakšiš / бакшиш: Β:2.10.4.3. đumruk / ђумрук: **Β:1.9.2.
brk / брк: Γ:1.4.5. đuveč / ђувеч, đuvečarka / ђувечарка:
č / ч: Β:2.10.4.2. Β:2.1.3.1.
čapa / чапа: Γ:2.6.8.1.

/ 302 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σερβοκροάτικα [8]

đuvedž / ђувеџ, đuvedžarka / ђувеџарка: maksuz / максуз: Β:2.2.3.3.


Β:2.1.3.1. mangal / мангал: **Β:2.7.3.
e / е: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6. megdan / мегдан: Β:2.5.3.
ergela / ергела: Γ:1.3.7.1. miftar / мифтар: Β:2.2.3.2.
grba / грба: Γ:1.4.5. moj / мој, moja / моја, moje / моје, moji /
h / х: Β:2.2.3.2. моји: Β:1.21.3.
hamur / хамур: Γ:2.6.3. mufljuz / муфљуз: Β:1.22.4.
hauz / хауз: Β:1.20.4. muhtar / мухтар, muktar / муктар:
Hrist / Христ, Hrst / Хрст: Γ:2.6.9.1. Β:2.2.3.2.
i / и: Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1. nišador / нишадор: Γ:2.4.4.
ibrišim / ибришим: Γ:2.6.9.1. o / о: Γ:1.4.6.
iktibar / иктибар: Β:2.4.4. -o / -о: Γ:2.6.8.1.
iladž / илаџ: Β:2.1.3.1. potok / поток: Γ:2.5.3.2.
j / ј: Β:1.21.3., Β:1.21.4., Γ:2.6.8.3. r / р: Γ:1.4.5., Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1.
jelek / јелек: Β:1.21.4. saglam / саглам: Β:1.10.8.
k / к: Β:2.2.3.2., Β:2.2.3.3., Β:2.4.4., sandak / сандак, sandăk / сандьк, sandek /
Β:2.10.4.3. сандек, sanduk / сандук : Γ:1.3.7.4.
kačkavalj / качкаваљ: Β:2.10.4.2. satara / сатара: Γ:2.6.3.
kalauz / калауз: Β:1.20.4., Β:1.20.5., Serbez / Сербез: **Β:1.1.3.1.
Γ:2.2.4.6. surgun / сургун: Β:1.9.2.
kalčine / калчине: Β:2.10.4.1. teskera / тескера: Β:1.18.4.4.
kana / кана: Γ:1.4.6. trpeza / трпеза: Γ:2.6.9.1.
kasap / касап: Β:1.13.5. u / у: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.6.3.
ka(v)urma / ка(в)урма: Β:1.20.4. uzengija / узенгија: Γ:2.7.3.
kazan / казан: Β:1.13.5. vakat / вакат: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2.
kna / кна: Γ:1.4.6. z / з: Γ:2.7.3., Γ:2.2.4.5.
kora / кора: Δ:3.3.3.3. zabun / забун: Γ:2.2.4.4.
kosa / коса (1): Δ:3.3.3.3. zakum / закум: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
kosa / коса (2): Δ:3.3.3.3. zarzavat / зарзават: Γ:2.2.4.5.
Krist / Крист: Γ:2.6.9.1. zekum / зекум: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
krna / крна: Γ:1.4.6. zenđija / зенђија: Γ:2.7.3.
krpa / крпа: Γ:1.4.5. zerzevat / зерзеват: Γ:2.2.4.5.
Krst / Крст: Γ:2.6.9.1.
kurban / курбан: Β:2.1.3.3.
mahsus / махсус, mahsuz / махсуз:
**Β:2.2.3.3.
majhoš / мајхош: Γ:2.6.8.3.

/ 303 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σλαβομακεδόνικα [9]

Σλαβομακεδόνικα

а <a>: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.2.4.6. курбан <kurban>: Β:2.1.3.3.


-а <-a>: Γ:2.6.8.1. мегдан <megdan>: Β:2.5.3.
баба <baba>, бабо <babo>: Γ:2.6.8.1. мангал <mangal>: **Β:2.7.3.
бадијава <badijava>, бадијала <badijala>: мое <moe>, мои <moi>, мој <moj>, моја
Β:2.12.3.2. <moja>: Β:1.21.3.
бакшиш <bakšiš>: Β:2.10.4.3. муфлуз <mufluz>: Β:1.22.4.
бишка <biška>: Β:2.9.3.2. нишадор <nišador>: Γ:2.4.4.
вакат <vakat>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2. о <o>: Γ:1.4.6.
е <e>: Β:1.21.4., Γ:1.4.6. -о <-o>: Γ:2.6.8.1.
елек <elek>: Β:1.21.4. пилаф <pilaf>: Β:1.20.3.
емиш <emiš>: Β:1.21.4. порој <poroj>: Γ:2.2.4.2.
ергела <ergela>, ергеле <ergele>: Γ:1.3.7.1. поток <potok>: Γ:2.5.3.2.
зарделија <zardelija>: Γ:1.3.3. р <r>: Γ:1.4.5., Γ:1.4.6.
зарзават <zarzavat>: Γ:2.2.4.5. саглам <saglam>: Β:1.10.8.
зокум <zokum>: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2. саклет <saklet>: Γ:1.4.5.
и <i>: Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1. сандак <sandak>: Γ:1.3.7.4.
ибришим <ibrišim>, ибршим <ibršim>: сатар <satar>: Γ:2.6.3.
Γ:2.6.9.1. табаана <tabaana>, табана <tabana>:
ј <j>: Β:1.21.3., Β:1.21.4. Β:1.13.5.
кавурма <kavurma>: Β:1.20.4. тескере <teskere>: Β:1.18.4.4.
казан <kazan>: Β:1.13.5. у <u>: Γ:1.4.6.
калауз <kalauz>: Β:1.20.4., Β:1.20.5., узенгија <uzengija>: Γ:2.7.3.
Γ:2.2.4.6. х <x>: Β:2.10.4.3.
калцун <kalcun>, калчун <kalčun>: ц <c>: Β:2.10.4.1.
Β:2.10.4.1. ч <č>: Β:2.10.4.1.
касап <kasap>: Β:1.13.5. чапа <čapa>: Γ:2.6.8.1.
касмет <kasmet>: Γ:1.4.5. чекрк <čekrk>: Γ:2.6.9.1.
каурма <kaurma>: Β:1.20.4. черек <čerek>: **Β:1.21.6.
кашкавал <kaškaval>: Β:2.10.4.2.
кора <kora>: Δ:3.3.3.3.
коса <kosa> (1): Δ:3.3.3.3.
коса <kosa> (2): Δ:3.3.3.3.
кршла <kršla>: Γ:1.4.5.

/ 304 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Σλαβομακεδόνικα [9]

mangal <мангал>: **Β:2.7.3.


[λατινική μεταγραφή / латинска
moe <мое>, moi <мои>, moj <мој>, moja
транслитерација]
<моја>: Β:1.21.3.
a <а>: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., Γ:2.2.4.6.
mufluz <муфлуз>: Β:1.22.4.
-a <-а>: Γ:2.6.8.1.
nišador <нишадор>: Γ:2.4.4.
baba <баба>, babo <бабо>: Γ:2.6.8.1.
o <о>: Γ:1.4.6.
badijala <бадијала>, badijava <бадијава>:
-o <-о>: Γ:2.6.8.1.
Β:2.12.3.2.
pilaf <пилаф>: Β:1.20.3.
bakšiš <бакшиш>: Β:2.10.4.3.
poroj <порој>: Γ:2.2.4.2.
biška <бишка>: Β:2.9.3.2.
potok <поток>: Γ:2.5.3.2.
c <ц>: Β:2.10.4.1.
r <р>: Γ:1.4.5., Γ:1.4.6.
č <ч>: Β:2.10.4.1.
saglam <саглам>: Β:1.10.8.
čapa <чапа>: Γ:2.6.8.1.
saklet <саклет>: Γ:1.4.5.
čekrk <чекрк>: Γ:2.6.9.1.
sandak <сандак>: Γ:1.3.7.4.
čerek <черек>: **Β:1.21.6.
satar <сатар>: Γ:2.6.3.
e <е>: Β:1.21.4., Γ:1.4.6.
tabaana <табаана>, tabana <табана>:
elek <елек>: Β:1.21.4.
Β:1.13.5.
emiš <емиш>: Β:1.21.4.
teskere <тескере>: Β:1.18.4.4.
ergela <ергела>, ergele <ергеле>: Γ:1.3.7.1.
u <у>: Γ:1.4.6.
i <и>: Γ:1.4.6., Γ:2.6.9.1.
vakat <вакат>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2.
ibrišim <ибришим>, ibršim <ибршим>:
x <х>: Β:2.10.4.3.
Γ:2.6.9.1.
zardelija <зарделија>: Γ:1.3.3.
j <ј>: Β:1.21.3., Β:1.21.4.
zarzavat <зарзават>: Γ:2.2.4.5.
kalauz <калауз>: Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
Γ:2.2.4.6.
kalcun <калцун>, kalčun <калчун>:
Β:2.10.4.1.
kasap <касап>: Β:1.13.5.
kasmet <касмет>: Γ:1.4.5.
kaškaval <кашкавал>: Β:2.10.4.2.
ka(v)urma <ка(в)урма>: Β:1.20.4.
kazan <казан>: Β:1.13.5.
kora <кора>: Δ:3.3.3.3.
kosa <коса> (1): Δ:3.3.3.3.
kosa <коса> (2): Δ:3.3.3.3.
kršla <кршла>: Γ:1.4.5.
kurban <курбан>: Β:2.1.3.3.
megdan <мегдан>: Β:2.5.3.

/ 305 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]

Βουλγάρικα

а <a>: Γ:1.4.6., **Γ:2.2.4.6., Γ:2.6.9.2. истюбеч <istjubeč>: **Γ:1.9.4.6.


-а <-a>: Γ:2.6.8.1. и-ю <i-ju>: Γ:1.9.4.6.
авуч <avuč>: Β:1.20.4. ихтибар <ixtibar>: Β:2.4.4.
аргаван <argavan>, аргован <argovan>: й <j>: Β:1.21.3., Β:1.21.4., Γ:2.6.8.3.
Γ:1.3.3. кавун <kavun>: Β:1.20.4.
ауч <auč>: Β:1.20.4. кавурма <kavurma>: Β:1.20.4.
баба <baba>, бабо <babo>: Γ:2.6.8.1. казан <kazan>: Β:1.13.5.
бадева <badeva>: **Β:2.12.3.2. калавуз <kalavuz>: Β:1.20.4., Γ:2.2.4.6.
бади(х)ава <badi(x)ava>: Β:2.12.3.2. калауз <kalauz>: Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
*бадява <badjava>: **Β:2.12.3.2. Γ:2.2.4.6.
бакшиш <bakšiš>: Β:2.10.4.3. калцун <kalcun>, калчин <kalčin>, калчун
билбюл <bilbjul>: **Γ:1.9.4.6. <kalčun>: Β:2.10.4.1.
билюк <biljuk>: **Γ:1.9.4.6. кашкавал <kaškaval>: Β:2.10.4.2.
будак <budak>: Γ:2.6.3. кикюн <kikjun>: Γ:1.9.4.6.
бюлбюл <bjulbjul>: **Γ:1.9.4.6. кикюрт <kikjurt>: **Γ:1.9.4.6.
бюлюк <bjuljuk>: **Γ:1.9.4.6. китюк <kitjuk>: **Γ:1.9.4.6.
вакът <vakăt>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2. колауз <kolauz>: Γ:2.2.4.6.
гърба <gărba>: Γ:1.4.5. кора <kora>: Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
дз <dz>: Γ:2.2.4.5. коса <kosa> (1): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
дзердзеват <dzerdzevat>: Γ:2.2.4.5. коса <kosa> (2): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
душман(ин) <dušman(in)>: Γ:2.6.4. кс <ks>: Β:2.2.3.3.
е <e>: Β:1.21.4., Γ:1.4.6. кулауз <kulauz>: Γ:2.2.4.6.
елек <elek>: Β:1.21.4. курбан <kurban>: Β:2.1.3.3.
емиш <emiš>: Β:1.21.4. кърпа <kărpa>: Γ:1.4.5.
ергеле <ergele>: Γ:1.3.7.1. кюкюн <kjukjun>: Γ:1.9.4.6.
з <z>: Γ:2.2.4.5. кюкюрт <kjukjurt>: **Γ:1.9.4.6.
закум <zakum>: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2. кюнк <kjunk>: Β:1.13.6.3.
зарделия <zardelija>: Γ:1.3.3. кютюк <kjutjuk>: **Γ:1.9.4.6.
зарзават <zarzavat>: Γ:2.2.4.5. майхош <majxoš>: Γ:2.6.8.3.
зенгия <zengija>: Γ:2.7.3. максул <maksul>: Β:2.2.3.3.
зокум <zokum>: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2. максус <maksus>: Β:2.2.3.3.
и <i>: Γ:1.4.6., Γ:1.9.4.6., Γ:2.6.9.1. мангал <mangal>: **Β:2.7.3.
ибришим <ibrišim>, ибршим <ibršim>, *махсул <*maxsul>: Β:2.2.3.3.
*ибършим <*ibăršim>: Γ:2.6.9.1. махсус <maxsus>: **Β:2.2.3.3.

/ 306 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]

мегдан <megdan>: Β:2.5.3. сюлюк <sjuljuk>: **Γ:1.9.4.6.


михлюз <mixljuz>: **Γ:1.9.4.6. сюргюн <sjurgjun>: Β:1.9.2.
михюр <mixjur>: **Γ:1.9.4.6. сюртюк <sjurtjuk>: **Γ:1.9.4.6.
мое <moe>, мои <moi>, мой <moj>, моя табахана <tabaxana>: Β:1.13.5.
<moja>: Β:1.21.3. тахън <taxăn>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.3.
муфтар <muftar>: Β:2.2.3.2. тескере <teskere>: Β:1.18.4.4.
мухлузин <muxluzin>, мухлюзин *титюн <*titjun>: Γ:1.9.4.6.
<muxljuzin>: Β:1.22.4. Търново <Tărnovo>: Γ:1.4.5.
мухтар <muxtar>: Β:2.2.3.2. тютюн <tjutjun>: Γ:1.9.4.6.
мюхлюз <mjuxljuz>: Β:1.22.4., **Γ:1.9.4.6. у <u>: Γ:1.4.6.
мюхлюзин <mjuxljuzin>: Β:1.22.4. узенгия <uzengija>: Γ:2.7.3.
мюхюр <mjuxjur>: **Γ:1.9.4.6. уиски <uiski>: Β:1.20.4.
неблебия <neblebija>: Β:1.16.4.1. хавуз <xavuz>, хауз <xauz>: Β:1.20.4.
некезин <nekezin>: Β:1.22.4. хергеле <xergele>: Γ:1.3.7.1.
нишадър <nišadăr>: Γ:1.4.5., Γ:2.4.4. *хс <*xs>: Β:2.2.3.3.
о <o>: Γ:1.4.6. ц <c>: Β:2.10.4.1.
-о <-o>: Γ:2.6.8.1. ч <č>: Β:2.10.4.1.
община <obština>: Δ:1. чапа <čapa>: Γ:2.6.8.1.
пилаф <pilaf>, пиляф <piljaf>: Β:1.20.3. чарчав <čarčav>: Β:1.19.4.2.
порой <poroj>: Γ:2.2.4.2. чашма <čašma>: Γ:2.6.9.2.
поток <potok>: Γ:2.5.3.2. черек <čerek>: **Β:1.21.6.
пръч <prăč>, пърч <părč>: Γ:1.4.5. чошма <čošma>, чъшма <čăšma>:
саалам <saalam>: Β:1.10.8., Γ:1.10.3. Γ:2.6.9.2.
саглам <saglam>: Β:1.10.8. ъ <ă>: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., **Γ:2.2.4.6.,
салам <salam>: Β:1.10.8. Γ:2.6.9.2.
сандък <sandăk>: Γ:1.3.7.4. ю <ju>: Γ:1.9.4.6.
сатър <satăr>: Γ:1.4.5., Γ:2.6.3. юзенгия <juzengija>: Γ:2.7.3.
сендук <senduk>: Γ:1.3.7.4. юстюбеч <justjubeč>: **Γ:1.9.4.6.
Сербез <Serbez>: **Β:1.1.3.1. ю-ю <ju-ju>: Γ:1.9.4.6.
силюк <siljuk>: **Γ:1.9.4.6.
сиртюк <sirtjuk>: **Γ:1.9.4.6.
[λατινική μεταγραφή / латинска
скамбил <skambil>: Γ:2.4.5.1.
транслитерация]
скемле <skemle>: Γ:2.4.5.1.
сургун <surgun>, сургюн <surgjun>: Β:1.9.2. a <а>: Γ:1.4.6., **Γ:2.2.4.6., Γ:2.6.9.2.
съалам <săalam>, съглам <săglam>: -a <-а>: Γ:2.6.8.1.
Β:1.10.8. argavan <аргаван>, argovan <аргован>:
съндук <sănduk>: Γ:1.3.7.4. Γ:1.3.3.

/ 307 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα [10]

auč <ауч>, avuč <авуч>: Β:1.20.4. ju <ю>, ju-ju <ю-ю>: Γ:1.9.4.6.


ă <ъ>: Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.6., **Γ:2.2.4.6., justjubeč <юстюбеч>: **Γ:1.9.4.6.
Γ:2.6.9.2. juzengija <юзенгия>: Γ:2.7.3.
baba <баба>, babo <бабо>: Γ:2.6.8.1. kalauz <калауз>: Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
badeva <бадева>: **Β:2.12.3.2. Γ:2.2.4.6.
badiava <бадиава>, badixava <бадихава>: kalavuz <калавуз>: Β:1.20.4., Γ:2.2.4.6.
Β:2.12.3.2. kalcun <калцун>, kalčin <калчин>, kalčun
badjava <*бадява>: **Β:2.12.3.2. <калчун>: Β:2.10.4.1.
bakšiš <бакшиш>: Β:2.10.4.3. kaškaval <кашкавал>: Β:2.10.4.2.
bilbjul <билбюл>: **Γ:1.9.4.6. kavun <кавун>: Β:1.20.4.
biljuk <билюк>: **Γ:1.9.4.6. kavurma <кавурма>: Β:1.20.4.
bjulbjul <бюлбюл>: **Γ:1.9.4.6. kazan <казан>: Β:1.13.5.
bjuljuk <бюлюк>: **Γ:1.9.4.6. kărpa <кърпа>: Γ:1.4.5.
budak <будак>: Γ:2.6.3. kikjun <кикюн>: Γ:1.9.4.6.
c <ц>: Β:2.10.4.1. kikjurt <кикюрт>: **Γ:1.9.4.6.
č <ч>: Β:2.10.4.1. kitjuk <китюк>: **Γ:1.9.4.6.
čapa <чапа>: Γ:2.6.8.1. kjukjun <кюкюн>: Γ:1.9.4.6.
čarčav <чарчав>: Β:1.19.4.2. kjukjurt <кюкюрт>: **Γ:1.9.4.6.
čašma <чашма>, čăšma <чъшма>: kjunk <кюнк>: Β:1.13.6.3.
Γ:2.6.9.2. kjutjuk <кютюк>: **Γ:1.9.4.6.
čerek <черек>: **Β:1.21.6. kolauz <колауз>: Γ:2.2.4.6.
čošma <чошма>: Γ:2.6.9.2. kora <кора>: Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
dušman(in) <душман(ин)>: Γ:2.6.4. kosa <коса> (1): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
dz <дз>: Γ:2.2.4.5. kosa <коса> (2): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3.
dzerdzevat <дзердзеват>: Γ:2.2.4.5. ks <кс>: Β:2.2.3.3.
e <е>: Β:1.21.4., Γ:1.4.6. kulauz <кулауз>: Γ:2.2.4.6.
elek <елек>: Β:1.21.4. kurban <курбан>: Β:2.1.3.3.
emiš <емиш>: Β:1.21.4. majxoš <майхош>: Γ:2.6.8.3.
ergele <ергеле>: Γ:1.3.7.1. maksul <максул >: Β:2.2.3.3.
gărba <гърба>: Γ:1.4.5. maksus <максус>: Β:2.2.3.3.
i <и>: Γ:1.4.6., Γ:1.9.4.6., Γ:2.6.9.1. mangal <мангал>: **Β:2.7.3.
*ibăršim <*ибършим>, ibrišim <ибришим>, *maxsul <*махсул>: Β:2.2.3.3.
ibršim <ибршим>: Γ:2.6.9.1. maxsus <махсус>: **Β:2.2.3.3.
i-ju <и-ю>: Γ:1.9.4.6. megdan <мегдан>: Β:2.5.3.
istjubeč <истюбеч>: **Γ:1.9.4.6. mixjur <михюр>: **Γ:1.9.4.6.
ixtibar <ихтибар>: Β:2.4.4. mixljuz <михлюз>: **Γ:1.9.4.6.
j <й>: Β:1.21.3., Β:1.21.4., Γ:2.6.8.3. mjuxjur <мюхюр>: **Γ:1.9.4.6.

/ 308 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Βουλγάρικα, Πομάκικα [10-11]

mjuxljuz <мюхлюз>: Β:1.22.4., **Γ:1.9.4.6. Serbez <Сербез>: **Β:1.1.3.1.


mjuxljuzin <мюхлюзин>: Β:1.22.4. siljuk <силюк>: **Γ:1.9.4.6.
moe <мое>, moi <мои>, moj <мой>, moja sirtjuk <сиртюк>: **Γ:1.9.4.6.
<моя>: Β:1.21.3. sjuljuk <сюлюк>: **Γ:1.9.4.6.
muftar <муфтар>: Β:2.2.3.2. sjurgjun <сюргюн>: Β:1.9.2.
muxljuzin <мухлюзин>, muxluzin sjurtjuk <сюртюк>: **Γ:1.9.4.6.
<мухлузин>: Β:1.22.4. skambil <скамбил>: Γ:2.4.5.1.
muxtar <мухтар>: Β:2.2.3.2. skemle <скемле>: Γ:2.4.5.1.
neblebija <неблебия>: Β:1.16.4.1. surgjun <сургюн>, surgun <сургун>: Β:1.9.2.
nekezin <некезин>: Β:1.22.4. tabaxana <табахана>: Β:1.13.5.
nišadăr <нишадър>: Γ:1.4.5., Γ:2.4.4. taxăn <тахън>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.3.
o <о>: Γ:1.4.6. Tărnovo <Търново>: Γ:1.4.5.
-o <-о>: Γ:2.6.8.1. teskere <тескере>: Β:1.18.4.4.
obština <община>: Δ:1. *titjun <*титюн>, tjutjun <тютюн>: Γ:1.9.4.6.
părč <пърч>: Γ:1.4.5. u <у>: Γ:1.4.6.
pilaf <пилаф>, piljaf <пиляф>: Β:1.20.3. uiski <уиски>: Β:1.20.4.
poroj <порой>: Γ:2.2.4.2. uzengija <узенгия>: Γ:2.7.3.
potok <поток>: Γ:2.5.3.2. vakăt <вакът>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2.
prăč <пръч>: Γ:1.4.5. xauz <хауз>, xavuz <хавуз>: Β:1.20.4.
saalam <саалам>: Β:1.10.8., Γ:1.10.3. xergele <хергеле>: Γ:1.3.7.1.
saglam <саглам>: Β:1.10.8. *xs <*хс>: Β:2.2.3.3.
salam <салам>: Β:1.10.8. z <з>: Γ:2.2.4.5.
sandăk <сандък>: Γ:1.3.7.4. zakum <закум>: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
satăr <сатър>: Γ:1.4.5., Γ:2.6.3. zardelija <зарделия>: Γ:1.3.3.
săalam <съалам>, săglam <съглам>: zarzavat <зарзават>: Γ:2.2.4.5.
Β:1.10.8. zengija <зенгия>: Γ:2.7.3.
sănduk <съндук>: Γ:1.3.7.4. zokum <зокум>: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
senduk <сендук>: Γ:1.3.7.4.

Πομάκικα

вакът <vakăt>: Α:3.8.1., Γ:1.4.7.2. салам <salam>: Β:1.10.8.


калчун <kalčun>: Β:2.10.4.1. ч <č>: Β:2.10.4.1.

/ 309 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

Τούρκικα

a: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.1., Γ:1.2., ağzı: Β:1.10.8.


Γ:1.3.1., Γ:1.4.1., Γ:1.6.1., Γ:1.10.1., ah: Β:2.4.4.
**Γ:1.10.1., Γ:2.2.1.2., Γ:2.2.4.4., ahır: Β:2.2.3., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
Γ:2.2.4.5., Γ:2.2.4.6., Γ:2.2.4.9., ahlat: Β:1.11.1.
Γ:2.2.4.10., Γ:2.4.4., Γ:2.4.5.3., Γ:2.4.5.4., ahmak: Β:1.11.2., Β:1.13.2., Β:1.15.2.
Γ:2.4.5.5., Γ:2.4.5.6., Γ:2.6.3., Γ:2.6.4., Ahmet, Ahmedin/Ahmet’in: Β:1.11.1.,
Γ:2.6.6., Γ:2.6.8.2., Γ:2.6.8.3., Γ:2.6.9.2. **Β:2.1.3.2.1., Γ:1.10.4.
â: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.9.4.3. ahret: Β:1.11.1.
A: Γ:1.1.2.4. ahur: Β:1.11.2., Β:2.2.3., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
-a: Δ:2., Δ:3.1., Δ:3.3.2., Δ:3.3.5. akır: Β:2.2.3.
-á: Δ:2., Δ:3.3.2., Δ:3.3.5. akşam: Γ:1.10.2.
aaç: Β:1.10.8. akur: Β:2.2.3.
aaz: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. alaca: Β:1.4.2., Β:1.14.2., Δ:3.3.2.
abanos, abanoz: Β:1.22.3., Β:2.9.3.2. alan: Β:1.14.2., Β:1.16.2.
abdest: Β:1.22.3. ālat: Β:1.11.1.
Acem: Γ:1.3.3., **Γ:2.2.4.10. alışveriş: **Β:2.9.3.2.
acem pilâvı: Β:1.4.2., Γ:1.2.3.2., Γ:2.2.4.10. Allā/Allah: Β:1.11.1.
adamlar/adamnā: Β:1.14.6. almaskan, almazken: Β:1.1.3.2.
âdet: Β:1.6.2., Β:1.7.2., Β:2.1.3.1., Β:2.10.1., almıj-bin-nira/almış bin lira: Β:1.12.4.
Γ:1.2.1., Γ:1.2.2., Γ:1.3.2., Γ:1.10.3. alt: Β:2.1.3.2.2.
afyon: Β:1.8.2., Β:1.21.2. altmıj-beş/altmış beş: Β:1.12.4.
agaç: Β:1.10.8. ama: Β:1.15.2.
*agızot: Β:2.3.3. ambar: Β:1.17.2.
agis: Β:2.3.3. Amet: Γ:1.10.4.
ağ: Β:2.5.3. Āmet: Β:1.11.1., Γ:1.10.4.
ağaç: Β:1.10.1., Β:1.10.8., Δ:1. anahtar/anātar: Β:1.11.1.
ağar: **Γ:1.10.1. anız: **Β:1.1.3.1.
ağır: Β:1.10.1., Γ:1.10.1. anlamak/annamak: Β:1.14.6.
ağız: **Β:1.20.5., Β:1.22.3., Γ:1.4.7.1., anteri: Β:1.16.2., Β:1.17.2., Γ:1.2.2.
Γ:1.10.2., Γ:1.10.4., Γ:2.2.4.1. apansız: Δ:2.1.
ağızotu: Β:1.7.2., Β:1.22.2., Β:2.3.3., aptes/aptez: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
Β:2.10.1., Γ:1.2.3.1., Γ:1.4.6., Γ:1.4.7.1., Arab-: Β:2.1.3.1.
Γ:1.6.2., Γ:2.2.4.1. aradı: Β:1.6.3.1., Β:2.15.3.
ağşam: Γ:1.10.2. Arap: Β:1.3.2., Β:2.1.3.1.

/ 310 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

āret: Β:1.11.1. bağçe: Β:2.4.4., Γ:1.10.2.


Arnavut: Β:1.20.4. Bağdadı: Β:2.1.3.2.1.
arpalık: Γ:1.4.2., Γ:1.4.3. bağdadi: **Β:1.6.2., Β:1.6.3.2., Β:1.10.2.,
as: Γ:1.10.4. Β:1.10.7., Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3.,
ās: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. Β:2.10.1., Β:2.12.2.
aslan: Β:1.14.2., Β:1.18.2. Bağdat: Β:2.1.3.2.1.
astar: Β:1.7.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2. Bağdat’ı: **Β:2.1.3.2.1.
āşam: Γ:1.10.2. bağladı: Β:1.1.3.2.
aşkıná: **Γ:1.4.6. baha: Γ:1.10.2.
atej-gibi/ateş gibi, ateşe, ateşi: Β:1.12.4. bahçe: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:2.4.4.,
atĭyélā: Γ:1.4.6. Β:2.10.4.3., Γ:1.10.2.
avcı: Β:1.20.2. bahçıvan: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:1.16.2.,
-avı-: Β:1.20.4. Β:1.20.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.
avıt: **Β:1.20.4. bahçıvanlık: Β:1.11.2., Β:1.14.6., Β:1.16.2.,
avız: **Β:1.20.5., Γ:1.4.7.1., Γ:2.2.4.1. Β:1.16.4.2., Γ:1.2.2.
*avızotu: Γ:1.2.2., Γ:1.4.7.1., Γ:1.6.5.1., bahçivan: Γ:1.4.5.
Γ:2.2.4.1. bahşiş: Β:1.11.4.2., Β:1.19.4.4., Β:2.2.3.,
avlağa: Β:1.10.2., Β:1.14.2., Β:1.20.2. Β:2.4.2., Β:2.10.4.3.
-avu-: Β:1.20.4. bakır: Β:1.17.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.2., Γ:1.4.4.
avurt: **Β:1.20.4. bakırcı: Β:1.17.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.
avuz: Γ:1.4.7.1., Γ:2.2.4.1. bakkal: Β:1.13.3., Β:1.14.2.
*avuzotu: Γ:1.2.2., Γ:1.4.7.1., Γ:1.6.5.1. baklağı, baklağu: Β:1.20.5.
āzi: Β:1.10.8. baklava: Β:1.14.2., Β:1.20.2.
b: Α:4.4., Β:1.1.2., Β:1.2., Β:2.1.3., Β:2.1.4., baklavu: Β:1.20.5.
Β:2.17.2., Β:2.19.2. bakşış: Β:2.2.3., Β:2.10.4.3., Γ:1.1.2.2.
*b-: Β:1.1.3.3. bakşiş: Β:1.2.2., Β:1.19.2., Β:2.2.3.,
baba: Γ:1.6.1. Β:2.10.4.3., Γ:1.1.2.2.
babacan: Β:1.4.2. balta, baltu: Β:2.1.3.2.2.
babacık: Γ:1.9.4.5. bardak: Β:2.1.4.
baca: Δ:3.3.2. barış: Γ:1.2.2., Γ:1.4.3.
bacaksız: Β:1.22.3. barmak: Α:4.4., Β:1.1.3.3.
bacanak: Β:1.4.2. baskın: Β:1.1.3.2., Β:1.16.2., Β:1.18.2.,
bāçe: Γ:1.10.2. Γ:1.2.2., Γ:1.4.2., Γ:1.4.4.
*badhava: Β:1.20.2. batak: Γ:2.5.3.
*badihava, badiheva: Β:2.12.3.2., Γ:1.1.2.2. bayat: Β:1.2.2., Β:1.7.2., Β:1.21.2.
badilcan: Β:1.1.3.3. bayır: Β:1.21.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3.
bagaj/bagaş: Β:1.12.3. baykuş: Γ:1.8.2.

/ 311 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

bazar: Β:1.1.3.3. bogün: Γ:1.6.1.


bedafa: **Β:2.12.3.2. boğa: Β:1.2.2., Β:1.10.2., Β:1.20.4., Γ:2.6.7.
bedava: Β:2.12.3.2., Γ:1.10.4. boğaça: Β:1.5.2., Β:1.10.2., **Γ:1.10.2.,
bedihava: Β:2.12.3.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.10.4. Γ:2.6.7., Δ:1., Δ:2.
bedofa: **Β:2.12.3.2. boğaz: **Β:1.1.3.1., Β:1.10.8., Β:1.20.4.
beğendi: Γ:1.3.2., Γ:1.10.5. boğça: Β:2.4.4., Γ:1.10.2.
beğendim: Β:1.10.8. bohça: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:2.4.4.,
beğenmek: Β:1.10.1. Γ:1.6.2., Γ:1.10.2.
bekâr: Β:1.13.2., Β:1.17.2., Γ:1.2.2. borani: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.6.1.,
bekârlık: Β:1.17.2. Γ:2.6.7.
bekçi: Β:2.10.4.3. borc-: Β:1.4.2., Β:2.1.3.1.
bekri: Β:1.13.2. borç: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Β:2.1.3.1.,
belâ: Β:1.14.1., Β:1.14.3., Β:1.14.4., Γ:1.2.1., Β:2.9.3.1., Β:2.9.3.4., Γ:1.6.2.
Γ:1.2.2., Δ:1. borsuk: Α:4.4., Β:1.1.3.3.
benle/benne: Β:1.14.6. boryaz: Β:1.1.3.3.
beşik: Β:1.2.2., Β:1.13.2., Β:1.19.2., Γ:1.5.2. bostanlık/bostannık: Β:1.14.6.
beydefa: **Β:2.12.3.2. boya: Β:1.21.2., Γ:1.6.2., Δ:3.3.2.
beyëndim: Β:1.10.8. böceklik: Γ:1.9.4.5.
beyenmek: **Β:1.10.1. bȫle: Β:1.21.1.
bezer: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2. bölük: Β:1.2.2., Β:1.14.3., Β:1.14.4., Γ:1.9.2.,
bıçkı: Β:1.13.2., Γ:1.4.2., Γ:1.4.3. Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.5., **Γ:1.9.4.6., Γ:2.6.7.
bıdak: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3. börek: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Γ:2.6.7.
bıktı: **Β:2.2.3.2. böyle: Β:1.21.1.
bırak, bırakmak, bırakmam: Γ:1.4.6. brāmam: Γ:1.4.6.
bıyık: Γ:1.4.5. bu: Β:1.21.1.
bilemiyoruz, bilemiyos: **Β:1.1.3.1. buaça: **Γ:1.10.2., Γ:2.6.7.
billûr: Β:1.14.1., Β:1.14.3. buba: Γ:1.6.1.
bineet: Β:1.10.5. budak: Β:1.6.2., Β:1.13.2., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
binek: Γ:1.5.2. bugün: Γ:1.6.1.
binlik: Β:1.13.2., Β:1.14.6., Β:1.16.2., Γ:1.5.2. buğa: Β:1.2.2., Β:1.10.2., Γ:2.6.7.
biraz: Β:1.22.3. buhar: Β:1.11.2.
birişim: Γ:2.4.5.1. buhari: Β:1.11.2., Γ:2.6.7.
bis/biz, bizde, bize: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3. bulmas/bulmaz: Β:1.22.3.
boaçça: **Γ:1.10.2. bulmassan/bulmazsan: Β:1.1.3.2.
boba: Γ:1.6.1. bulmaz/bulmas, bulmaz-: Β:1.22.3.
bōça: Γ:1.10.2. bulmazsan/bulmassan: Β:1.1.3.2.
bodrum: Β:1.6.2., Γ:1.8.2. bunar: Γ:1.8.2., Γ:2.6.7.

/ 312 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

bunlar(-), bunnā(-), bunnar-: Β:1.17.1. ciyer: Β:1.10.8.


burani: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:1.17.2., *coğap: Β:1.20.5.
Γ:1.1.2.2., Γ:1.6.1., Γ:2.6.7. corap: Β:1.1.3.3.
burma: Γ:1.8.2. covap: Β:1.20.4., Β:1.20.5.
buvaz: **Β:1.1.3.1. cöp: Γ:1.7.2.
buwa: Β:1.20.4. *cuğap: Β:1.20.5.
buwas: Β:1.10.8., Β:1.20.4. -cuk: Γ:1.9.4.5.
bülbül: **Γ:1.9.4.6. cuma: Β:1.4.2., Γ:1.8.2.
bǖle: Β:1.21.1. cuwap: Β:1.20.4., Β:1.20.5.
bülük: Γ:2.6.7. cübbe: Β:1.2.2., Β:1.4.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3.
bürek: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Γ:2.6.7. cüce: Γ:1.9.2.
bürüncük: Β:1.2.2., Β:1.4.2., Γ:1.9.2., -cük: Γ:1.9.4.5.
Γ:1.9.4.5. cümbüş: Β:2.9.3.3., Γ:1.9.2.
bütün: Γ:1.9.4.2. cüzdan: Γ:1.9.2.
büyle: Β:1.21.1. ç: Β:1.1.2., Β:1.5., Β:1.19.4.2., Β:1.19.4.3.,
c: Β:1.1.2., Β:1.4., Β:2.1.3., Β:2.9.3.1., Β:2.1.3., Β:2.9.3.1., Β:2.9.3.4., Β:2.10.,
Β:2.9.3.4., Β:2.11., Γ:1.9.4.3. Β:2.10.4.2., Γ:1.9.4.3.
-CA: Β:2.1.3.2.2. -ça: Β:2.1.3.2.2.
cadde: Β:1.4.2., Β:1.6.2. çabuk: **Δ:3.3.3.4.
cam: Β:1.4.2., Γ:2.2.4.10. çadır: Β:1.6.2., Β:2.1.3.3.
cambas: Β:1.22.3. çakıl: Α:4.3., Β:1.5.2., Β:1.13.2., Γ:1.4.3.,
cambaz: Β:1.4.2., Β:1.22.2., Β:1.22.3. Γ:1.4.4.
camcı, camlık: Β:1.4.2. çalıştı: Β:1.5.2., Β:1.7.2., Β:1.14.2., Β:1.19.2.,
can: Β:1.4.2. Γ:1.2.2., Γ:1.2.3.3., Γ:1.4.3., Γ:2.4.5.6.
candarma: Β:1.4.2., Β:1.12.2. çapa: Γ:2.6.8.1.
ceb-: Β:2.1.3.1. çapar: Β:1.3.2., Β:1.5.2.
cellât(-), cellâd-: Β:1.7.1., Β:1.14.3., Γ:1.2.2. *çarçaf: Β:1.19.4.2.
cep: Β:1.3.2., Β:1.4.2., Β:2.1.3.1. çardak: Β:1.1.3.3., Β:2.1.4.
cevap: Β:1.20.4. çare/çâre: Β:1.5.2., Γ:1.2.1., Γ:1.3.5.,
cezve: Β:1.4.2., Β:1.20.2. Γ:1.10.3., Γ:2.2.4.12.
-CI: Β:2.10.3. çarşaf: Β:1.8.2., Β:1.17.2., Β:1.19.4.2.
-cI: Β:1.4.3. Çarşamba: Β:1.5.2., Β:1.19.2., Β:1.19.4.2.
-CIk, -cIk, -cık: Β:1.1.3.2., Γ:1.9.4.5. çarşı: Β:1.5.2.
cımbız: Β:1.22.3. çartak: Β:1.1.3.3.
ciğer: Β:1.10.8. *çaşme: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.9.2.
-cik: Γ:1.9.4.5. çatι: Β:1.5.2., Β:1.7.2.
cilâ: Β:1.4.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.5.2. çavış: **Β:1.20.4.

/ 313 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

çavuj-dǖme: Β:1.12.4. çihre: Γ:1.1.2.2., Γ:2.4.3.


çavuş: Β:1.20.4. -çik: Γ:1.9.4.5.
çavuş döğmeye: Β:1.12.4. çile: Γ:1.5.2.
çay: Β:1.5.2., Β:1.21.2., **Β:2.10.4.1. çimenlik: Β:1.5.2., Β:1.14.6., Β:1.16.4.2.,
çayır: Β:1.5.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.3. Γ:1.3.2., Γ:1.5.2.
çehre: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.2., *çimennik: Β:1.14.6.
Γ:1.3.5., Γ:2.4.3. çinar: Γ:1.1.2.2., Γ:2.4.4.
çekmece: Β:1.4.2., Β:1.5.2., Β:1.13.2., çini: Β:1.5.2., Γ:1.5.2.
Β:1.15.2. çi:rek: Β:1.21.1., Β:1.21.6.
çember: Γ:1.9.4.4. çiriş: Β:1.5.2., Β:1.19.2., Β:2.9.3.4.,
çerçef: Β:1.19.4.2. Γ:2.2.4.12.
*çerçefe: Γ:2.2.4.11. çi:t: Β:1.8.1.
çerçeve: Β:1.5.2., Β:1.20.2., Γ:1.3.2., Γ:1.3.5., çivi: Β:1.20.2., Γ:1.5.2., Γ:1.5.3., Γ:1.9.4.4.
Γ:1.3.6., Γ:2.2.4.11. çiy: Γ:1.10.2.
çerçife, çerçive: Γ:2.2.4.11. çiynedim: Β:1.10.8.
çerek: Β:1.21.6. çoban: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2.,
çeşit (/çeşid-): Β:1.5.2., Β:1.7.2., Β:1.19.2., Γ:1.6.2., Γ:1.6.4., Γ:1.9.4.4., Γ:2.1.2.
Β:2.1.3.1., Γ:1.3.5., Γ:1.5.2. çobanlık: Β:1.14.6., Β:1.16.2., Β:1.16.4.2.
çeşme: Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.7.6., Γ:2.6.9.2. çocuğum: Γ:1.10.2.
çeyrek: Β:1.21.1., Β:1.21.6. çocuk: Γ:1.6.1.
-çI: Β:2.10.3., Β:2.11.3. çocuklar: Β:1.4.2., Β:1.14.2., Β:1.17.2.,
-çık: Γ:1.9.4.5. Β:2.1.3.3., Γ:1.6.2., Γ:1.6.4., Γ:1.8.3.1.,
-çIk: Β:1.1.3.2. Γ:1.9.4.4., Δ:1.
çıkrık: Β:1.5.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.7.6., Γ:2.6.9.1. çocūm: Γ:1.10.2.
çınar: Γ:1.1.2.2., Γ:2.4.4. çocuu: **Γ:1.10.2.
çıplak: Β:1.3.2., Γ:1.4.5., Γ:1.4.7.6. çorap(-), çorab-: Β:1.1.3.3., Β:1.3., Γ:1.6.4.,
çıra, çırağ: Γ:1.10.4. Γ:1.9.4.4.
çırak: Γ:1.4.5., Γ:1.4.7.6. çorba: Β:1.5.2., Β:1.17.2., Β:2.1.4.
çıralık: Β:1.5.2. çorbacı: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.17.2., Β:2.1.4.
çi:: Γ:1.10.2. çoşme: Γ:1.6.5.2., Γ:2.6.9.2.
çifçi: Β:1.5.2., Β:1.8.2., Γ:1.5.2. çöktü: Γ:1.7.2.
çiflik: Β:1.8.2., Β:1.14.2., Γ:1.5.3., Γ:1.9.4.4. çörek: Β:2.10.3., Γ:1.9.4.4.
çift: Β:1.8.1. *çöşme: Γ:2.6.9.2.
çiftçi: Γ:1.5.2. çöz: Β:1.5.2., Γ:1.7.2.
çifte: Γ:1.5.2., Γ:1.5.3., Γ:1.9.4.4. çt: Β:2.10.4.2.
çiğ: Γ:1.10.2. çucuk: Γ:1.6.1.
çiğnedim: Β:1.10.8. çucūm: Γ:1.10.2.

/ 314 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

-çuk: Γ:1.9.4.5. -DI: Β:1.1.3.2., Β:2.1.3.2.2.


çul: Β:1.5.2., Γ:1.8.2. *dıvar: Β:2.13.3., Γ:1.1.2.2., Γ:1.1.2.3.
çuval: Β:1.5.2., Β:1.20.2., **Β:2.10.4.1. diğer: Β:1.10.1.
-çük: Γ:1.9.4.5. diğil: Β:1.10.1.
çürük: Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3. di:l: Γ:1.10.2.
çürüklük: Β:1.14.4., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.5. dinlemek/dinnemek: Β:1.14.6.
d: Α:4.4., Β:1.1.2., Β:1.6., Β:1.7.1., Β:2.1.3., dirhem: Γ:1.3.3.
Β:2.1.4., Β:2.12.3.2., Β:2.13. divar: Α:4.2., Β:1.6.2., Β:1.20.2., Β:2.13.3.,
d-: Β:1.1.3.3. Γ:1.1.2.2., Γ:1.5.2.
-dA: Β:1.1.3.2. diyil: **Β:1.10.1., **Γ:1.10.1.
-DA: Β:1.1.3.2., Β:2.1.3.2.2. dogri: Β:1.10.8.
dabak: Β:1.1.3.3., Β:2.1.3.3. doğan: Β:1.10.8., Β:1.20.4.
daban: Β:2.1.3.3. doğramacı: Β:1.10.2., Β:1.10.8., Γ:1.6.2.,
dada: **Δ:3.3.2. Γ:2.6.7.
dağ: Β:1.10.1., Δ:1. doğrı: Β:1.10.8.
dağarcık: Γ:1.9.4.5. doğru: Β:1.10.2., Β:1.10.4., Β:1.10.8.,
dağdan: **Γ:1.10.1. Γ:1.8.2., Γ:2.6.7.
dağlar: Β:1.10.1. doğu: Β:1.10.1., Β:1.10.8.
daha: Γ:1.10.1. dokuz: Β:1.1.3.3.
daima: Δ:2.1. domus/domuz, domuz-: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
dalak: Β:1.14.2. dōru: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Γ:1.8.2., Γ:1.10.3.,
-DAn, -dAn: Β:1.1.3.2. Γ:2.6.7.
darçın: Α:4.4. dovul: **Γ:2.6.8.2.
dava: Β:1.6.2., Β:1.20.2. dowu: **Β:1.10.1.
davan: Β:2.1.3.3. dökme: Γ:1.6.1.
davıl: **Β:1.20.4. dört: Β:1.1.3.3.
davul: Β:1.20.4., **Γ:2.6.8.2. döşek: Γ:1.7.2.
Davutlu: Β:1.10.8. dövdü: Β:1.1.3.2.
dayak: Β:1.21.2. dua: Β:1.20.4.
debbağ: Β:1.1.3.3., Β:2.1.3.3. duğramacı/dūramacı, duğru: Γ:2.6.7.
defter: Β:1.1.3.3. dūri: Β:1.10.8.
değil: Β:1.10.1., Γ:1.10.1., Γ:1.10.2. dūru: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Γ:1.8.2., Γ:2.6.7.
delikanlı/delikannı: Β:1.14.6. duşman: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.4.
delmij-duvarı: Β:1.12.4. duva: **Β:1.20.4.
denk(-), dengi: Β:1.6.2., Β:1.10.8., Β:1.16.2., duvar: Β:1.20.4., Β:2.13.3., Γ:1.1.2.3., Γ:1.8.2.
Β:2.1.3.1. duvarı delmiş: Β:1.12.4.
depe: Β:1.1.3.3. duwa: Β:1.20.4.

/ 315 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

duwan: Β:1.10.8., Β:1.20.4. eksik olsun: Γ:1.5.2., Γ:1.6.2., Γ:1.8.2.


duwar: Β:1.20.4. elek: Β:1.21.4.
dübek: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6. elimis/elimiz, elimiz-: Β:1.22.3.
düğme: Β:1.10.1. ergavan: Β:1.9.2., Γ:1.3.3., Γ:1.3.4.
düğüm: Β:1.10.1. ergen: Β:1.9.2., Γ:1.3.2., Γ:1.3.3.
düğün: Β:1.10.1., Γ:1.10.2. erguvan: Β:2.1.4., Γ:1.3.3.
dükme: Γ:1.6.1. evlât(-), evlâd-: Β:1.7.1., Β:1.14.3., Β:2.10.1.,
dǖn: Γ:1.10.2. Γ:1.2.2., Γ:1.3.2.
dünya: Β:1.21.2., Γ:1.9.2. ey: Β:2.5.3.
dürüs/dürüz: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3. eylendim: Β:1.10.8.
dürüst: Β:1.22.3. eylenmek: **Β:1.10.1.
dürüz/dürüs: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3. f: Β:1.1.2., Β:1.8., Β:2.16.2., Γ:1.10.2.
dürüzlük: Β:1.22.3. faraş: Β:1.8.2., Β:1.19.2., Β:2.9.3.2.
düs: Β:1.1.3.1. fıkara: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
düşman: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.4. fukara: Β:1.8.2., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
*düün: Γ:1.10.2. fukaracık: Γ:1.9.4.5.
düyme: **Β:1.10.1. g: Β:1.1.2., Β:1.9., Β:2.1.3., Β:2.1.4., Β:2.3.2.,
düyüm: **Β:1.10.1. Β:2.3.3., Β:2.5.2., Γ:1.9.4.2., Γ:1.9.4.3.
düyün: **Β:1.10.1., **Γ:2.6.6. gadayıf: Β:2.1.3.3.
düz: Β:1.1.3.1. gaile: Β:1.9.2., Β:1.14.2.
düzdü: Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6. galdırım: Β:2.1.3.3.
e: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Β:1.21.1., garageç: **Β:1.10.8.
Β:2.5.3., Γ:1.1., Γ:1.2.1., Γ:1.3., Γ:1.5.1., *gara(a)gaç: Β:1.10.8.
Γ:1.6.1., Γ:1.7.1., Γ:1.9.4.4., Γ:1.10.1., gâvur: Β:1.9.1., Γ:1.2.1.
**Γ:1.10.1., Γ:2.2.2., Γ:2.2.4.4., Γ:2.2.4.5., gaygana: Β:1.1.3.3., Β:2.1.3.3.
Γ:2.2.4.9., Γ:2.2.4.10., Γ:2.2.4.11., gayret(-): Β:1.1.3.3., Β:1.7.2., Β:1.9.2.,
Γ:2.3.2., Γ:2.4.2., Γ:2.4.5.1., Γ:2.4.5.4., Β:1.17.2., Β:1.21.2., Β:2.1.3.1.,
Γ:2.6.2., Γ:2.6.3., Γ:2.6.9.2., Γ:2.7.3., Β:2.1.3.3., Β:2.10.1.
Δ:3.3.5. gelberi: Β:1.2.2.
ebrişim, ebrişüm: Γ:1.1.2.2., Γ:2.4.5.1. geldi: Β:1.1.3.2.
*eğ: Β:2.5.3. gelep: Β:1.1.3.3., Β:1.3.2., Β:1.9.2., Β:1.14.2.,
eğlendim: Β:1.10.8. Β:2.1.3.3.
eğlenmek: Β:1.10.1. gelinlik/gelinnik: Β:1.14.6.
eğrek: Β:1.21.1. gerdan: Γ:1.3.6., Γ:1.9.4.4.
eğri: Β:1.21.1. geriz: Β:1.9.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2., Γ:1.3.2.,
-eh-: Γ:1.3.5. Γ:1.5.2.
ehli: Β:1.11.2. gessep: Β:1.1.3.3.

/ 316 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

gevrek: Β:1.13.2., Β:1.17.2., Β:1.20.2., guyrū, *guyruğu, *guyruğum, guyrūm:


Γ:1.3.6., Γ:1.9.4.4. Γ:1.10.2.
gezer: Β:1.17.2., Β:1.22.2. gügercin, *güğercin: Β:1.20.5.
gidiyoruz: Β:1.22.3. güğüm: Β:1.10.1., Β:1.10.4.
-GIn: Β:1.1.3.2. gül: Δ:1.
gırba: Γ:1.4.5. gülsuyu: Β:1.9.2., Β:1.14.2., Β:1.18.2.,
*gırbaç, gırbaş, gırpıç: Β:2.1.3.3. Β:1.21.2., Γ:1.8.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4.,
gonca: Β:1.1.3.3. Δ:1., Δ:2.1.
gonçe: Γ:1.1.2.2. gǖm: Β:1.9.2., Β:1.15.2.
govan: Β:1.20.4. günej-dogar, günej-duvar, güneş doğar:
göğel: Β:1.20.5. Β:1.12.4.
göğen: Β:1.20.5. gürül gürül: Β:2.1.3.2.2.
göğer: Β:1.20.5. gürülti: Β:1.10.8.
göğüs: Β:1.10.1., Β:1.10.8., Γ:1.10.2. gürültü: Β:1.1.3.2., Β:1.9.2., Β:1.10.8.,
gök at: Β:1.9.2., Γ:1.7.2. Β:2.1.3.2.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4.
göl: Β:1.9.2., Γ:1.7.2. gǖs: Γ:1.10.2.
gölcük: Β:1.4.2., Β:1.9.2., Β:1.14.2., Γ:1.7.2., güveç(-)/güvec-: Β:1.5.2., Β:1.9.2., Β:1.20.2.,
Γ:1.9.4.5. Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4.
görmek: Β:1.1.3.3. güvendi: Γ:1.9.4.4.
görüşürüz: Β:1.22.3. güvercin: Β:1.20.5.
gös/göz: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3. güvezi: Β:1.20.2., Β:1.22.2., Γ:1.9.4.4.
*gösem: Β:1.18.2., Β:2.1.3.3., Γ:1.7.2., güyüm: **Β:1.10.1.
Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.4. -ğ(-): Β:1.1.2., Β:1.10., Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
gössüs: Β:1.1.3.2. Β:1.21.1., Β:2.3.3., Β:2.5.3., Γ:1.4.7.1.,
göüs: Β:1.10.8., Γ:1.10.2. Γ:1.10.1., Γ:1.10.2.
gövel: Β:1.20.5. h: Β:1.1.2., Β:1.11., Β:1.21.1., Β:2.2.3.,
göven: Β:1.20.5. Β:2.3.2., Β:2.4.2., Β:2.4.4., Β:2.10.4.3.,
göver: Β:1.20.5. Β:2.12.3.2., **Γ:1.10.1., Γ:1.10.2.,
gövüs, göwüs, göyüs: **Β:1.10.1. Γ:1.10.5.
göz: Β:1.1.3.1. hacı, hacılık: Β:1.4.2., Β:1.11.2.
gözleme: Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.4. Haççānım, *Haççeanım: Γ:1.10.2.
gözsüz: Β:1.1.3.2. hadım: Β:1.6.2., Β:1.11.2., Γ:1.4.2.
gözüm: Β:1.22.3. hale: Β:1.11.2., Β:1.14.2.
gurban: Β:1.1.3.3., Β:1.2.2., Β:2.1.3.3., halva: Β:1.11.2., Β:1.14.2., Β:1.20.2., Γ:2.7.2.
Γ:1.8.2. hamaylı: Β:1.11.2., Β:1.14.2., Β:1.21.2.
ǵurulti: Β:1.10.8. hamır: Β:1.11.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.1.2.3.,
guwan: Β:1.20.4. Γ:2.6.3.

/ 317 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

hamir: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3. hoj-geldın: Β:1.12.4.


hamur: Β:1.11.2., Γ:1.1.2.3., Γ:2.6.3. hoj-geldin: Β:1.1.3.2., Β:1.12.4.
han: Β:1.11.2., Β:1.16.2. hokka: Β:1.11.2., Β:1.13.3., Β:1.13.6.1.
hancı: Β:1.11.2., Β:1.16.2., Β:2.11.3. horata: Β:1.7.2., Β:1.11.2.
hanım: Β:1.11.2. horos/horoz: Β:1.1.3.1.
haranı: Β:1.11.2. hoş: Β:1.11.2.
harç, harc-: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:2.1.3.1., hoşaf: Α:4.4., Β:1.11.2., Β:2.2.3., Β:2.2.3.1.,
Β:2.9.3.4. Γ:2.6.7.
hargele: Β:1.11.3., Γ:1.3.7.1. hoş geldin: Β:1.1.3.2., Β:1.12.4.
hasıl: Β:1.11.2., Β:1.18.2. hoş-keldin: Β:1.1.3.2.
*hastaāne, hastahāne, hastāne: Γ:1.10.2. hovarda: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:2.1.4.
hata: Β:1.11.2. huşaf: Α:4.4., Β:1.11.2., Β:2.2.3., Β:2.2.3.1.,
hatıl: Β:1.11.2., Γ:1.4.3. Γ:2.6.7.
hatır: Β:1.7.2., Β:1.11.2., Β:1.17.2., Γ:1.4.3. huy: Β:1.11.2., Β:1.21.2., Γ:1.8.2.
*hatırcı: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:2.11.3. huylu: Β:1.11.2., Β:1.14.2., Β:1.21.2.,
Hatice-hanım: Γ:1.10.2. Β:2.11.3., Γ:1.8.2.
hava: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Δ:3.3.5. huzur: Β:1.11.2., Β:1.22.2.
havan: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Δ:3.3.5. *huzurcu: Β:1.11.2.
*havıç: Γ:2.6.3. hüner: Β:1.11.2., Γ:1.9.2.
havlu: Β:1.10.8., Β:1.11.2. ı: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Β:2.20.2.,
havruz: Β:1.20.4. Γ:1.1., Γ:1.2.1., Γ:1.3.7.4., Γ:1.4., Γ:1.5.1.,
havuç(-), havuc-: Β:1.5.1., Β:1.20.4., Γ:2.6.3. Γ:1.6.1., Γ:1.8.1., Γ:1.9.1., Γ:1.10.1.,
havuz: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:1.20.4., **Γ:1.10.1., Γ:2.2.2., Γ:2.2.4.3., Γ:2.2.4.6.,
Β:1.22.2., Γ:1.8.2. Γ:2.2.4.9., Γ:2.4.2., Γ:2.4.4., Γ:2.4.5.1.,
havz: Β:1.20.4. Γ:2.6.2., Γ:2.6.3., Γ:2.6.5., Γ:2.6.8.2.,
hayvan: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:1.21.2. Γ:2.7.4.
hayır: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.3. I: Γ:1.1.2.4.
hayırsız: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2., ıhlamur: Β:1.11.1.
Β:1.22.2., Γ:1.4.4. *ılaana: Γ:1.10.2.
hazır: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2., Γ:1.4.4. ılaf: Γ:2.2.4.3.
hepsimis/hepsimiz: **Β:1.1.3.1. īlamur: Β:1.11.1.
hepsinis/hepsiniz: **Β:1.1.3.1. ılāna: Γ:1.10.2.
hergele: Β:1.9.2., Β:1.11., Γ:1.3.2., Γ:1.3.7.1. ıraf: Γ:2.2.4.3.
herkes/herkez, herkez-: Β:1.22.3. ırahvan: Β:1.11.3., Β:1.16.2., Β:1.17.2.,
heybe: Β:1.21.1. Β:1.20.2., Γ:1.2.2., Γ:2.2.4.3.
Heybeli: Β:1.21.6. ĭrák: Γ:1.4.6.
hi:be: Β:1.21.1. ırakı: Γ:2.2.4.3.

/ 318 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

*ırāvan: Β:1.11.3.2. jandarma: Β:1.12.2.


i: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Β:2.4.4., k: Β:1.1.2., Β:1.13., Β:2.1.3., Β:2.2.2.,
Β:2.13.3., Γ:1.1., Γ:1.3.1., Γ:1.4.1., Β:2.2.3., Β:2.3.2., Β:2.10.4.3., Γ:1.9.4.2.,
Γ:1.4.7.2., Γ:1.4.7.3., Γ:1.5., Γ:1.6.1., Γ:1.9.4.3., Γ:1.10.2.
Γ:1.10.1., **Γ:1.10.1., Γ:2.2.4.3., *k-: Β:1.1.3.3.
Γ:2.2.4.12., Γ:2.4.2., Γ:2.4.4., Γ:2.4.5.1., kabahat: Β:1.11.2.
Γ:2.6.2., Γ:2.6.9.1. kabardı: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.17.2.
i:: Β:1.21.1. kaçamak: Β:1.5.2., Β:1.15.2.
-i: Β:1.10.8. *kaçkaval: Β:2.10.4.2.
ibrik: Γ:1.5.2. kadayıf: Β:2.1.3.3., Γ:1.1.2.2.
ibrişim: Γ:2.4.5.1., Γ:2.6.9.1. kadayif: Β:1.6.2., Β:1.8.2., Β:2.1.3.3.,
ihram: Β:1.11.2., Β:1.15.2., Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.1. Γ:1.1.2.2., Γ:1.2.2.
*ihtibar: Α:4.3. kadın: Β:2.1.3.3.
ihtiyar, ihtiyār: Β:1.11.1., Γ:1.10.4. kadınlar: **Β:1.14.6.
ilâç(-), ilâc-: Β:1.5.1., Β:1.5.2., Β:1.14.3., kadife: Β:1.1.3.3., Β:2.1.3.3., Β:2.12.3.1.
Β:1.21.4., Β:2.1.3.1., Γ:1.2.2., Γ:1.5.2. kahır: Β:1.11.2., Β:1.13.2., Β:1.17.2., Γ:1.2.2.,
-ile: Β:1.21.1. Γ:1.4.4., Γ:2.6.3.
ilēn: Γ:2.2.4.3. kâhi: Β:1.11.2.
ileş: Γ:2.2.4.3. kahvaltι: Β:1.7.2., Β:2.1.3.2.2., Γ:1.4.4.
ileyen: Γ:2.2.4.3. kahve/kāve: Β:1.11.1., Β:2.1.3.2.2., Γ:1.10.3.
imambayıldı: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.14.2., kahve altι: Β:2.1.3.2.2.
Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.4., Γ:1.5.2. *kalavuz: Β:1.20.4., Β:1.22.3., Γ:2.2.4.6.
ince: Β:1.21.4. kalay: Β:1.13.2., Β:1.21.2.
insan: Β:1.16.1. kalaycı: Β:1.21.2.
i:rek: Β:1.21.1. kalçın, kalçun: Β:2.10.4.1.
irende: Γ:2.2.4.3. kaldırım: Β:2.1.3.3., Γ:1.4.6.
i:ri: Β:1.21.1. *kalpuzan: Β:1.13.2., Γ:1.8.2.
i:san: Β:1.16.1. kâr: Β:1.13.1., Β:1.13.2., Γ:1.2.1., Γ:1.2.2.
iskambil: Γ:2.4.5.1. kara: Δ:1.
iskemle: Γ:2.4.5.1., Δ:1. *karaagaç: Β:1.10.8.
iskemli: Γ:2.4.5.1. karaağaç, karaağac-: Β:1.5.2., Β:1.10.2.,
ispor: Γ:2.4.5.1. Β:1.10.8., Β:2.1.3.1., Γ:1.10.1., Γ:1.10.3.,
istiyoruz: Β:1.22.3. Δ:1., Δ:2.1., Δ:3.1.
itibar, i‘tibar: Β:2.4.4. Karaağaç: Γ:1.10.4.
itiyār: Γ:1.10.4. Karabela: Δ:1.
i:tiyar: Β:1.11.1., Γ:1.10.4. Karaç, *Karāç: Γ:1.10.4.
j: Β:1.12. Karadağ: Δ:1.

/ 319 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

Karadağlι: Β:1.6.2., Β:1.10.4., Β:1.14.2., kehribar: Β:1.2.2., Β:1.11.2., Β:1.13.2.,


Γ:1.10.3., Δ:1., Δ:2.1. Γ:1.3.2., Γ:1.5.2.
Karadālı: Β:1.10.4. keleb-: Β:2.1.3.1.
*karagaç, karageç: **Β:1.10.8. kelek: Γ:1.9.4.4.
kardaj-der: Β:1.12.4. kelep(-): Β:1.1.3.3., Β:1.3., Β:2.1.3.1.,
kardaş: Β:2.9.3.2. Β:2.1.3.3.
kardaşa: Β:1.12.4. kemer: Β:1.13.2.
karpuz: Β:1.3.2., Β:1.22.2., Γ:1.2.2., Γ:1.8.2. kendimis/kendimiz, kendimiz-: Β:1.22.3.
karşι: Β:1.19.2. kendimle/kendimne: Β:1.14.6.
kas/kaz: Β:1.1.3.1. kendinle/kendinne: Β:1.14.6.
kasap(-)/kasab-: Β:1.1.3.1., Β:1.3., Β:1.13.5., kepaze: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Β:1.22.2.
Β:2.1.3.1. kepenk(-), kepengi: Β:1.3.2., Β:1.13.2.,
kasnak: Β:1.16.2., Β:1.18.2., Γ:1.2.2. Β:1.16.2., Β:2.1.3.1.
kasten: Δ:2.1. kereste: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:1.18.2.
kaşī/kaşığı, kaşığım/kaşīm: Γ:1.10.2. *kessap: Β:1.1.3.3.
kaşkaval: Β:1.19.4.3., Β:2.10.4.2. kılavuz: Β:1.20.4., Γ:1.1.2.2., Γ:2.2.4.6.,
katana: Β:1.7.2., Β:1.16.2., Δ:2.1. Γ:2.6.3.
katife: Β:1.1.3.3., Β:1.8.2., Β:2.1.3.3., kına: Β:1.13.2., Β:1.21.4., Γ:1.2.2., Γ:1.4.6.,
Β:2.12.3.1., Γ:1.5.2. Γ:2.7.4., Δ:3.3.
katran: Β:1.7.2., Δ:3.3.5. kınnap: Γ:1.4.6.
kavak: Β:1.13.2., Β:1.20.2. kırbaç, kırbac-: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:2.1.3.1.,
kāve/kahve: Β:1.11.1., Γ:1.10.3. Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.2.
kavışmak: **Β:1.20.4. kırkayak: **Γ:1.3.7.4., Γ:2.2.4.6.
kavun: Β:1.20.4. kırma: Β:1.13.2., Γ:1.2.2.
kavurma: Β:1.13.2., Β:1.20.2., Β:1.20.4., kırmızı: Β:1.10.8., Β:1.22.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.4.,
Γ:1.8.2. Γ:1.4.5.
kavuşmak: **Β:1.20.4. kırmızi: Β:1.10.8.
kaygana: Β:1.1.3.3., Β:1.9.2., Β:2.1.3.3. kırpa: Γ:1.4.5.
kayret: Β:1.1.3.3., Β:1.13.2., Β:2.1.3.3., kıs/kız: Β:1.22.3.
Β:2.10.1. kıskandı: Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.
kaz/kas: Β:1.1.3.1. kısmet: Β:1.7.2., Β:1.15.2., Β:2.1.3.1.,
kazan: Β:1.13.2., Β:1.13.5., Β:1.22.2. Β:2.10.1., Γ:1.4.5.
kazık: Β:1.13.2., Β:1.22.2., Γ:1.4.3. kış: Δ:1.
keçe: Β:1.5.2., Β:1.13.2. kışla: Β:1.14.2., Β:1.19.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.,
keder: Β:1.6.2., Β:1.17.2., Β:2.1.3.3. Δ:1., Δ:2.1.
kehle: Β:1.21.1. kıyamet(-): Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:2.1.3.1.,
Γ:1.2.2., Γ:1.3.2., Γ:1.4.3.

/ 320 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

kıyma: Β:1.13.2., Β:1.21.5., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3. kulağuz: Β:1.13.2., Β:1.14.2., **Β:1.20.5.,


kız/kıs, kızım, kızi: Β:1.22.3. Γ:1.1.2.2., Γ:1.2.2., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.6.,
ki:le: Β:1.21.1. Γ:2.6.3.
kilim: Β:1.13.2., Β:1.14.2., Β:1.15.2., Γ:1.5.2. kulavuz: **Β:1.20.5., Γ:2.2.4.6.
kimler(-), kimnē(-), kimner-: Β:1.17.1. kumar: Β:1.17.2.
kira: Β:1.13.2., Γ:1.5.2. kurban: Β:1.1.3.3., Β:1.2.2., Β:1.13.2.,
kiracı: Γ:1.5.2. Β:2.1.3.3., Γ:1.8.2.
kiraz, kirez: **Β:1.1.3.1. kuskun: Β:1.18.2., Γ:1.8.2.
koğa: Β:1.20.5. kuskus/kuskuz, kuskuzu: Β:1.22.3.
koğan: Β:1.20.5. kuşaf: Α:4.4., Β:1.13.2., Β:2.2.3., Β:2.2.3.1.,
koğuş (q-): Β:1.10.1., Β:1.10.3., Β:1.20.5. Γ:2.6.7.
kolan: Β:1.14.2. kuvet, kuvvet: Β:2.10.1., Γ:1.8.2.
konca: Β:1.1.3.3., Γ:1.1.2.2., Δ:3.3.2., Δ:3.3.3. kuyruğu(m): Γ:1.10.2.
konç, koncu: Β:2.1.3.1. küçük: Β:1.13.2.
konuştu: Β:1.1.3.2., Β:1.7.2., Β:1.16.2., küfte: Γ:1.1.2.2.
Β:1.19.4.1., Β:2.8.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.8.2. kükürt: **Γ:1.9.4.6.
kopuk: Β:1.3.2., Γ:1.8.2. kümes(-): Β:1.1.3.1.
koraf: Β:2.2.3. künk(-), küngü: Β:1.13.2., Β:1.13.6.3.,
koru: Β:1.10.8. Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2.
koş: Β:1.19.2., Γ:1.6.2. küp(-): Β:1.3.2., Β:1.13.2., Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2.,
koşaf: Α:4.4., Β:1.13.2., Β:2.2.3., Β:2.2.3.1., Γ:1.9.4.3.
Γ:2.6.7. küspe: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.2.
koşi: Β:1.10.8. kütük: Β:1.7.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6.
koşmak: Β:1.19.2., Γ:1.6.2. l: Β:1.1.2., Β:1.14., Β:1.16.4.1., Β:2.1.3.2.2.,
koşu: Β:1.10.8., Γ:1.8.2. Β:2.6.2., Β:2.7.3., Β:2.10.4.2., Γ:1.3.1.
kov-: Β:1.20.1. l-: Γ:2.2.4.3.
kova: Β:1.20.2., Β:1.20.4., Β:1.20.5., Γ:2.6.7. -lA: Δ:1.
kovan: Β:1.20.4., Β:1.20.5. *laana: Γ:1.10.2.
kovuk: Β:1.20.4. laf: Γ:2.2.4.3.
*kovuş: Β:1.20.5. lahana: Γ:1.10.2.
köfte: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.7.3.2., Lâhur: Β:1.11.2., Β:1.14.4., Γ:1.2.2., Γ:1.8.2.
Γ:1.9.4.4. -lar: Γ:1.1.2.4.
kör-: Β:1.1.3.3. -lAr: Γ:1.1.2.4.
kösem: Β:2.1.3.3. ld: Β:2.1.3.2.2.
köstek: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:1.18.2. leblebi: Β:1.14.5., Β:1.16.4.1.
köşe: Β:1.13.2., Β:1.19.2., Γ:1.7.2. leen: Β:1.10.8., Γ:1.10.2.
leğen: Β:1.10.8., Γ:1.3.2., Γ:1.10.2., Γ:2.2.4.3.

/ 321 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

lekes: Β:1.16.4.1., Β:1.22.4. mahsus: Β:1.11.1., Β:2.2.3., Β:2.2.3.3., Δ:2.1.


lekes/lekez: Β:1.22.4. makara: Δ:2.1.
lēlek: Β:1.21.1. makat(-): Β:1.7.1., Β:1.7.2., Β:2.1.3.1.,
lēn: Γ:1.10.2. Β:2.10.1.
lenger: Β:1.9.2., Β:1.14.2., Β:1.16.2. mākeme: Β:1.11.1.
-ler: Γ:1.1.2.4. maksus: Β:2.2.3., Β:2.2.3.3.
leş: Γ:2.2.4.3. māk΄um: Β:1.11.1.
leylek: Β:1.21.1. mala: Β:1.14.2.
-lık: Γ:1.1.2.4., Γ:1.9.4.5. māle: Β:2.4.4., Γ:1.10.2.
-lIk: Γ:1.1.2.4., Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5. mālūkat: Β:1.11.1.
libade: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.14.2., Γ:1.5.2., Māmıt, Māmut: Β:1.11.1.
Γ:2.1.3. manaf: Β:1.1.3.1.
-lik: Γ:1.1.2.4., Γ:1.9.4.5. manav: Β:1.1.3.1., Β:1.20.2.
li:lek: Β:1.21.1. mangal: Β:2.7.3.
limontozu: Β:1.7.2., Β:1.22.2., Γ:1.6.2., mapus/mapuz, mapuzluk: Β:1.22.3.
Γ:1.8.2. māraba: Β:1.11.1.
lodos: Β:1.16.4.1. mārama: Β:1.11.1.
lt: Β:2.1.3.2.2. *marangos, marangoz: Β:1.22.3.
-luk, -lük: Γ:1.1.2.4., Γ:1.9.4.5. masad-: Β:2.1.3.1.
m: Β:1.1.2., Β:1.15., Β:2.20.2., Γ:1.3.1. masal: Β:1.14.2., Β:1.18.2.
maale: Γ:1.10.2. masat: Β:1.7.2., Β:1.18.2., Β:2.1.3.1.,
mabbet, *mābbet: Γ:1.10.4. Β:2.10.1.
mācır, macir: Γ:1.10.2. maskara: Β:1.18.2.
mācir: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. maskaracık: Γ:1.9.4.5.
mahalle: Γ:1.10.2. maslahat(-), *maslaat, *maslāt, *maslat:
mahkeme: Β:1.11.1. Β:1.7.2., Β:1.11.3., Β:1.14.2., Β:1.18.2.,
mahkûm: Β:1.11.1. Β:2.1.3.1., Γ:1.10.5.
mahle: Β:2.4.4. mastika: Β:2.2.3.
mahlûkat: Β:1.11.1. māsus: Β:1.11.1.
mahmur: Β:1.11.2., Γ:1.8.2. maşa: Β:1.19.2., Δ:3.3.2.
Mahmut: Β:1.11.1. matara: Δ:2.1.
Mahmutlu: Β:1.10.8. matkap: Γ:1.4.6.
mahmuz: Β:1.11.2., Β:1.22.2., Γ:1.8.2. maya: Β:1.21.3., Δ:3.3.2.
*mahraba: Β:1.11.1. maydanoz: Β:1.22.3.
mahrama: Β:1.11.1., Β:1.11.2. mayhoş: Β:1.11.2., Β:2.9.3.1., Γ:1.6.2.,
mahsul: Β:1.11.4.1., Β:1.14.2., Β:1.18.4.1., Γ:2.6.8.3.
Β:2.2.3., Β:2.2.3.3., Β:2.3.3. maymun: Β:1.21.2.

/ 322 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

mecit: Β:1.4.2., Β:1.7.2. muştu: Β:1.12.2.


*mēdan, *meğdan: Β:2.5.3. mutaf: Β:1.8.2., Γ:1.2.2., Γ:1.8.2., Γ:2.1.2.
Mehmet: Β:1.11.1. mutafçı: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Β:1.15.2., Γ:1.8.2.
meles: Β:1.22.3. *mücde, mücüde: Β:1.12.2.
meles/melez: Β:1.14.2., Β:1.22.2., Β:1.22.3. müdür: Γ:1.9.4.1., **Γ:1.9.4.5.
melis/meliz: Β:1.22.3. müflis, müflüs: Β:1.22.4.
Mēmet: Β:1.11.1. *müflüz: Α:4.2., Β:1.8.2., Β:1.14.3., Β:1.15.2.,
merhaba: Β:1.11.1. Β:1.22.4., Β:2.9.3.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6.
meşin: Β:1.19.2., Γ:1.5.2. müftü: Β:1.11.1.
metelik: Β:1.7.2. mühlet: Β:1.11.1.
meydan: Β:1.21.1., Β:1.21.5., Β:1.21.7., mühlüz: Β:1.22.4., **Γ:1.9.4.6.
Β:2.5.3. *mühtar: Β:1.11.1., Β:2.2.3., Β:2.4.4.,
mıhtar: **Β:2.2.3.2., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.6.
Γ:2.6.6. mühtü: Β:1.11.1.
mısāfir: Γ:1.1.2.2., Γ:1.1.2.3., Γ:2.6.5. mühür: Γ:1.9.4.1., **Γ:1.9.4.6.
mi:dan: Β:1.21.1., Β:2.5.3. müjde: Β:1.12.2.
millet(-): Β:1.7.2., Β:1.14.2., Β:2.1.3.1., mülâyim: Β:1.14.4., Β:1.15.3., Β:1.21.2.,
Γ:1.5.2. Γ:1.2.2., Γ:1.9.2.
minder: Β:1.15.2., Β:1.16.2., Γ:2.4.5.2. mǖlet: Β:1.11.1.
*minderlik: Β:1.17.2. mülk: Β:1.13.2., Β:1.14.2., Γ:1.9.2.
misafir: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.5. müsafir: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.5.
ml/mn: Β:1.14.6. müsàvir: Γ:2.6.5.
*muabbet: Γ:1.10.4. müşevveş: Β:1.20.2., Γ:1.3.5., Γ:1.3.7.2.,
muacır: Γ:1.10.2. Γ:1.3.7.3., Γ:1.9.2.
muacir: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. mǖtar: Β:1.11.1., Β:2.4.4.
muhabbet: Β:1.2.2., Β:1.7.2., Β:1.11.2., mǖtü: Β:1.11.1.
Β:1.11.3., Β:2.1.3.1., Γ:1.8.2., Γ:1.10.4. müytar: Β:2.4.4.
muhacir: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. müzde: Β:1.12.2.
muhtar: Β:1.11.2., Β:2.2.3., **Β:2.2.3.2., müzevir: Β:1.17.2., Β:1.20.2., Β:1.22.2.,
Β:2.4.4., Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.6. Γ:1.3.5., Γ:1.5.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.5.
mukavva: Β:1.20.2., Β:2.19.3., Γ:1.2.2., müzevirlik: Β:1.17.2.
Γ:1.8.3.4., Γ:2.2.4.7., Δ:2. muzdulamak, müzdulık: Β:1.12.2.
muktar: Β:2.2.3., Β:2.2.3.2. n: Β:1.1.2., Β:1.16., Β:2.1.3.2.2., Β:2.7.2.,
musafir: Γ:1.1.2.2., Γ:1.1.2.3., Γ:2.6.5. Γ:1.3.1., Γ:1.10.2.
musandıra: Δ:2., Δ:3.3.2. nalbant(-), nalband-: Β:1.2.2., Β:1.7.1.,
musavvir: Γ:1.3.5. Β:1.14.2., Β:1.16.2.
musluk: Β:1.13.2., Γ:1.8.2.

/ 323 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

nalça: Β:1.14.2., Β:1.16.3., Β:2.1.3.2.2., opştúna: Δ:1.


Γ:1.1.2.2. orhudo: **Γ:2.6.8.2.
nalçe: Β:2.1.3.2.2., Γ:1.1.2.2. orman: Β:1.16.2., Γ:1.6.2., Γ:1.6.3., Γ:2.7.2.
namas/namaz, namazlā: Β:1.22.3. otuz: Β:1.22.3.
nd: Β:2.1.3.2.2. ova: Β:1.20.4.
*neblebi: Β:1.16.4.1. ö: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.1.,
nekes: Β:1.16.4.1., Β:1.22.4. Γ:1.3.1., Γ:1.6.1., Γ:1.7., Γ:1.9.1.,
*nekez: Β:1.22.4., Β:2.9.3.2. Γ:1.10.1., Γ:2.4.2., Γ:2.5.2., Γ:2.6.2.,
nene: Β:1.16.2., Γ:2.4.3. Γ:2.6.7., Γ:2.6.9.2.
nışadır: Γ:1.1.2.2., Γ:2.4.4. ö-: Γ:2.7.2.
nine: Β:1.16.2., Γ:2.4.3. ög-: Β:1.20.5.
nişadır: Β:1.6.2., Β:1.19.2., Γ:1.1.2.2., öğeç: Β:1.20.5.
Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.5., Γ:1.5.2., öğle vakti: Γ:1.4.7.2.
Γ:2.4.4. öğmek: Β:1.10.1., Β:1.20.5.
nişan: Β:1.19.2., Γ:1.5.2. öğünmek: Β:1.10.1.
nişanlı/nişannı: Β:1.14.6. öküs/öküz, öküzün: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
-nk: Β:1.13.4., Β:2.1.3.1. ȫle: Β:1.21.1.
nl/nn: Β:1.14.6. öper: Γ:1.6.1.
notos: Β:1.16.4.1. örnek: Β:1.16.2., Β:1.17.2., Γ:1.7.2.,
nt: Β:2.1.3.2.2. Γ:1.7.3.1., Γ:2.7.2.
o: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.1., öveç: Β:1.20.5.
Γ:1.2.1., Γ:1.6., Γ:1.7.1., Γ:1.8.1., övmek: Β:1.20.5.
Γ:1.9.4.4., Γ:1.10.1., Γ:2.2.4.1., Γ:2.4.2., öyle: Β:1.21.1.
Γ:2.4.5.1., Γ:2.5.2., Γ:2.6.2., Γ:2.6.7., öymek, öyünmek: **Β:1.10.1.
Γ:2.6.8.2., Γ:2.6.8.3., Γ:2.6.9.2. özengi: Γ:2.7.3.
o-: Γ:2.7.2. p: Α:4.4., Β:1.1.2., Β:1.3., Β:2.1.3., Β:2.18.2.,
ocak: Β:1.4.2., Γ:1.6.2., Γ:1.6.3., Γ:2.4.5.1., Β:2.19.2.
Γ:2.7.2. p-: Β:1.1.3.3.
ocaklık: Β:1.14.2. -p: Β:2.1.3.1.
oda: Β:1.6.2., Β:2.7.2., Γ:1.6.2., Γ:2.7.4. paalı: Γ:1.10.2.
oğ: Β:2.5.3. padişah, padişā, padişa: Β:1.11.1., Γ:1.10.4.
oğursuz: Β:1.10.8. paha, pahalı/pālı: Γ:1.10.2.
oh: Β:2.4.4. paltu: Β:2.1.3.2.2.
oj-geldin: Β:1.12.4. *pamığı/pamī, *pamığın/pamīn, pamuğu,
okka: Β:1.13.3., Δ:3.3.3.4. pamuğun: Γ:1.10.2.
olmaz: Β:1.22.3. papas/papaz: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
olmuj-demiş, olmuj-gelin, olmuş: Β:1.12.4. papuç: Γ:1.8.2.

/ 324 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

papuççu: Β:2.11.3., Γ:1.8.2. pil'af: Β:1.20.3.


paralı: Β:1.14.2., **Β:2.11.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.4. pilâv: Β:1.3.2., Β:1.14.3., Β:1.14.4., Β:1.20.3.,
parmak: Α:4.4., Β:1.1.3.3. Γ:1.2.2.
partal: Β:1.14.2. pilāv: Β:1.1.3.1., Γ:1.5.2.
paskalya: Δ:1. *pineğet, pineyet, *pineet, *pinēt, pinet:
pastahāne, *pastaāne, pastāne: Γ:1.10.2. Β:1.10.5., Γ:1.5.2.
pasvan: Β:1.1.3.3., Β:1.20.2. pinir: Β:1.21.6.
paşa: Β:1.19.2. pi:nir: Β:1.21.1., Β:1.21.6.
patlacan: Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.5.3. *poaça: Γ:1.10.2.
patlıcan: Γ:1.1.2.2., Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.4., pōça: Β:2.4.4., Γ:1.10.2.
Γ:2.4.5.3. poğaça: Β:2.4.4., Γ:1.10.2., Δ:1.
patlican: Β:1.1.3.3., Β:1.3.2., Β:1.4.2., pohça: Β:2.4.4.
Β:1.7.2., Β:1.14.2., Β:1.16.2., Γ:1.1.2.2., popaz: **Β:1.1.3.1.
Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.4., Γ:2.4.5.3. porsuk: Α:4.4., Β:1.1.3.3.
payanda: Δ:2.1. potur: Γ:1.6.2., Γ:1.8.2.
pazar: Β:1.1.3.3., Β:1.3.2., Β:1.22.2. poyras: Α:4.4., Β:1.3.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2.,
pazvant: Β:1.1.3.3. Β:1.22.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.6.2., Γ:2.2.4.2.,
pedirik, pedrik: Γ:1.5.2. Δ:3.2.
pekmez: **Β:1.1.3.1. poyraz: Α:4.4., Β:1.3.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2.,
*penevrek: Β:1.3.2., Β:1.20.2. Β:1.22.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.6.2., Γ:2.2.4.2.,
penir: Β:1.21.6. Δ:3.1., Δ:3.2.
perçem: Β:2.1.3.3. pul: Β:1.3.2., Β:1.14.2., Γ:1.8.2.
perde: Β:2.1.3.3. pusula: Δ:2.1.
peşkeş: Β:1.19.2. qoğuş/qowuş: **Β:1.10.1.
peşkir: Β:1.19.2., Γ:1.3.2., Γ:1.5.2., Γ:2.1.2. r: Β:1.1.2., Β:1.17., Β:2.1.3.2.2., Β:2.1.4.,
petmes/petmez: Β:1.1.3.1., Β:1.7.2., Β:2.5.2., Β:2.17.2., Β:2.21.2., Γ:1.3.1.,
Β:1.15.2., Β:1.22.2., Β:2.9.3.2., Γ:2.7.2. Γ:1.10.2.
peynir: Β:1.21.1., Β:1.21.6. r-: Γ:2.2.4.3.
peynirci: Β:1.21.6. raat: Γ:1.10.2.
peynirli (börek): Β:1.14.2., Β:1.17.2., raf: Γ:2.2.4.3.
Β:1.21.6., Γ:1.5.2. rahat: Γ:1.10.2.
pezevenk: Β:1.20.2., Β:1.22.2., Γ:1.3.2., rahle: Β:1.11.1.
Γ:1.3.5. rahmet: Β:1.11.1.
pĭrás: Γ:1.4.6. rahvan: Β:1.11.3., Β:1.16.2., Β:1.17.2.,
pırç: Γ:1.4.5. Β:1.20.2., Γ:1.2.2., Γ:2.2.4.3.
piç: Β:1.3.2., Β:1.5.2., Γ:1.5.2. rakı: Β:1.13.2., Γ:2.2.4.3.
pilāf: Β:1.1.3.1., Β:1.20.3. rāle: Β:1.11.1.

/ 325 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

rāmet: Β:1.11.1. sanduk: Α:3.4., Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.7.4.,


rāt: Γ:1.10.2. **Γ:2.2.4.6., Γ:2.2.4.9., Γ:2.6.3.
*rāvan: Β:1.11.3.2. santıraç: Γ:1.4.6.
reçel: Β:1.5.2., Β:1.14.2. sār: Γ:1.10.2.
rende: Γ:2.2.4.3. saraç(-), sarac-: Β:1.5.1., Β:1.5.2., Β:2.1.3.1.
reze: Β:1.22.2. saraylı: Β:1.14.2., Β:1.21.2.
rd: Β:2.1.3.2.2. sarraf: Β:1.8.2., Β:1.17.2.
rg: Β:2.5.2. sáşla, saştá, saştán: Β:2.10.4.2.
rt: Β:2.1.3.2.2. sāt: Γ:1.10.2.
Rum, Rumeli: Γ:2.2.4.3. satır: Γ:1.1.2.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.5.,
Rus: Γ:2.2.4.3. Γ:2.6.3.
rüzgâr: Γ:2.2.4.3. satur: Γ:1.1.2.2., Γ:2.6.3.
s: Β:1.1.2., Β:1.18. savırmak, savurmak: **Β:1.20.4.
-s: Β:1.1.3.1., Β:1.18.3., Β:1.22.3., Β:1.22.4., sekis/sekiz, sekizē/sekizer: Β:1.22.3.
Β:2.8.2., Β:2.8.5., Β:2.9.3.3. senduk: Α:3.4., Α:4.2., Β:1.16.2., Β:1.18.2.,
*saan: Γ:1.10.2. Β:1.18.4.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.4.,
saat: Γ:1.10.2. Γ:1.3.7.4., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.9., Γ:2.6.3.
sabah/sabā, sabahdan/sabādan: Β:1.11.1. sendük: Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.7.4., Γ:2.6.3.
sabahleyin, sabālayın: Β:1.11.1. serbes/serbez: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
sabıka: Δ:3.3.3.4. serbest: Β:1.22.3.
saç: Β:2.10.4.2., Δ:1. serbez/serbes: Β:1.1.3.1., Β:1.22.3.
saçak: Β:1.18.4.3., Β:2.8.5. serbezlik: Β:1.22.3.
sáçla: Β:2.10.4.2., Δ:1. sērek: Β:1.21.1.
saçma: Β:1.5.2. sergi: Β:1.9.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2., Γ:1.3.3.
saçtá, saçtán: Β:2.10.4.2., Δ:1. sermaye: Β:1.18.2., Β:1.21.2.
sadaka: Γ:1.2.2. serpoş: Β:1.3.2., Β:1.18.4.2., Β:2.9.3.,
sade/sâde: Β:1.6.2., Γ:1.2.1., Γ:1.10.3. Γ:1.3.4., Γ:1.6.2.
sağır: Γ:1.10.2. sevdiğim: Β:1.10.1., Γ:1.10.1.
sağlam: Β:1.10.2., Β:1.10.4., Β:1.10.8., seyrek: Β:1.21.1.
Γ:1.10.3., Γ:1.10.3. sığan: Β:1.10.1.
sahan: Γ:1.10.2. sığınak: Β:1.10.1.
sakın: Γ:1.2.2., Γ:1.4.4. sığır: Γ:1.10.2.
sālam: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Γ:1.10.3. sıklet: Β:1.14.2., Β:1.18.2., Γ:1.4.5.
sān: Γ:1.10.2. sınaat: Β:1.1.3.3., Γ:1.1.2.2.
sandıı(n): **Γ:1.10.2. sīr: Γ:1.10.2.
sandık: Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.7.4., Γ:2.2.4.9., sicim: Β:1.4.2., Β:1.18.2., Γ:1.5.2.
Γ:2.6.3. siktir: **Β:2.2.3.2.

/ 326 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

silâh: Β:1.11.2., Β:1.14.3., Β:1.14.4., Γ:1.2.2., sufra: Β:1.1.3.3., Β:1.18.2., Γ:1.1.2.2.,


Γ:1.5.2. Γ:1.6.1., Γ:2.6.7., Δ:3.3.3.4.
simit, simid-: Β:1.7.2., Β:1.15.2., Β:1.18.2., suret: Γ:1.8.2.
Β:2.1.3.1., Β:2.10.1., Γ:1.5.2. sus: Β:1.22.3., Β:1.22.4., Β:2.9.3.2.
simitçi: Γ:1.5.2. suwan: Β:1.20.4.
sini: Β:1.1.3.3., Β:1.16.2., Β:1.18.2., Γ:1.5.2. sülük: **Γ:1.9.4.6.
sipor: Γ:2.4.5.1. sülümen: Δ:3.3.5.
si:rek: Β:1.21.1. sürdü: Β:1.6.2., Β:1.18.2., Γ:1.9.2.
sis/siz: Β:1.22.3. sürgün: Β:1.1.3.2., Β:1.9.2., Γ:1.9.2.,
siyā/siyah: Β:1.11.1. Γ:1.9.4.2., Γ:1.9.4.3.
siz/sis: Β:1.22.3. sürtük: **Γ:1.9.4.6.
-sk-: Β:1.18.4.4. süs/süz, süzüm: Β:1.22.3.
sofra: Β:1.8.2., Β:1.18.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.6.1., ş: Β:1.1.2., Β:1.5.1., Β:1.19., Β:2.8.2.,
Γ:2.6.7. Β:2.8.5., Β:2.9.2., Β:2.9.3.1., Β:2.9.3.3.,
soğan: Β:1.10.1., Β:1.20.4. Β:2.10.4.2., Γ:1.9.4.3.
soğuk: Β:1.10.1., Β:1.10.8., Β:1.20.4. şā: Β:1.11.1.
sokak: Β:1.1.3.3., Β:1.18.2., Γ:1.1.2.2., şadırvan: Β:1.19.2., Β:1.20.2., Γ:1.4.5.
Γ:1.6.1., Γ:1.6.2. şah: Β:1.11.1.
sona, *sōna: Γ:1.10.4. şahin: Β:1.11.3.
sonra, sora, sōra: Β:1.16.1., Γ:1.10.4. şahnişin: Β:1.11.2., Β:1.16.2., Β:1.19.2.,
sorna: Γ:1.10.4. Γ:1.1.2.2., Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.4.
sowan: **Β:1.10.1. şaka: Β:1.19.2.
sowuk: **Β:1.10.8., Β:1.20.4. şakacı: Β:2.11.3.
sowuq: **Β:1.10.1. şamata: Β:1.7.2., Β:1.19.2.
soy: Β:1.18.2., Β:1.21.2., Γ:1.6.2. şayak: Β:1.19.2., Β:1.21.2.
soya: Δ:3.3.2. şehnişin: Β:1.11.2., Β:1.16.2., Β:1.19.2.,
söğüt: Β:1.10.1. Γ:1.1.2.2., Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.4.
sȫlemek/söylemek: Β:1.21.1. şerbet: Γ:1.3.3., Γ:1.9.4.4.
söylüyoruz: Β:1.22.3. şeytan, şi:tan: Β:1.21.1.
söyüt: **Β:1.10.1. şȫle/şöyle: Β:1.21.1.
söz, sözüm: Β:1.22.3. şt: Β:2.10.4.2.
spor: Γ:2.4.5.1. şübhe: Β:1.2.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3.
-st: **Β:1.22.3. t: Α:4.4., Β:1.1., Β:1.6.1., Β:1.7., Β:2.1.3.,
su: Δ:1. Β:2.10.4.2., Β:2.12.3.2., Γ:1.9.4.6.
sucuk: Β:1.4.2., Β:1.18.4.3., Β:2.8.5., Γ:1.8.2., -ta: Β:2.1.3.2.2.
Γ:1.8.3.1., Γ:1.9.4.4. -tA: Β:1.1.3.2.
tabak: Β:1.1.3.3., Β:1.2.2., Β:2.1.3.3.

/ 327 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

tabakhane: Β:1.13.5. teskere: Β:1.1.3.2., Β:1.7.2., Β:1.13.2.,


taban: Β:1.2.2., Β:2.1.3.3. Β:1.17.2., Β:1.18.4.4., Γ:1.3.2.
tahın: Α:3.8.2., Β:1.7.2., Β:1.11.2., Β:1.16.2., tevekkel: Β:1.13.3.
Β:2.21.2., Γ:1.1.2.2., Γ:1.4.7.3. Tevfik: Β:1.20.1.
tahin: Α:3.8.1., Γ:1.1.2.2., Γ:1.4.7.3. teyze: Β:1.21.1.
tahta: Β:1.11.1. tezkere: Β:1.1.3.2., Β:1.18.4.4., Β:1.22.5.
taksirat: Γ:1.5.2. -tι: Β:2.1.3.2.2.
talas/talaz: Β:1.22.3. -tI: Β:1.1.3.2., Β:2.1.3.2.2.
tamah: Β:1.11.2. Tırnavı: Γ:1.4.5.
tamahkâr: Β:1.13.6.2., Γ:1.2.2. tiftik: Γ:2.4.3.
-tAn: Β:1.1.3.2. ti:ze: Β:1.21.1.
tapı, tapu: Β:1.3.2. tohum: Γ:1.10.2.
tarator: Γ:1.2.2., Γ:1.6.2. tóka: Δ:2.
tarçın: Α:4.4. tokkuz, tokuz: Β:1.1.3.3.
tarhana: Β:2.21.2., Δ:3.3.6. top: Β:1.3.2., Β:1.7.2., Γ:1.6.2.
Tarık, Tarığın/Tarık’ın: **Β:2.1.3.2.1. torba: Β:1.7.2., Β:2.1.4.
tāta: Β:1.11.1. *toum: Γ:1.10.2.
tavan: Β:1.16.2., Β:1.20.2., Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2. toz: Γ:1.6.2.
tavık: **Β:1.20.4. tört, tȫrt: Β:1.1.3.3.
tavuk, tavuk göğsü: Β:1.20.4. tufan: Β:1.8.2.
taylak: Β:1.21.2. tulum: Β:1.14.2., Γ:1.8.2.
taze: Β:1.7.2., Β:1.22.2. tūm: Γ:1.10.2.
tebeşir: Β:2.1.3.3., Γ:1.5.2. tunc-: Β:1.4.2., Β:2.1.3.1.
Tēfik: Β:1.20.1. tunç: Β:1.7.2., Β:1.16.2., Β:2.1.3.1., Β:2.9.3.1.
tefter: Β:1.1.3.3., Β:1.7.2., Β:1.8.2. tus/tuz: Β:1.22.3.
teftik: Γ:2.4.3. tutkal: Γ:1.8.2.
tekne: **Γ:1.4.6. tuz/tus: Β:1.22.3., Δ:1.
telâtin: Β:1.7.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.3.2., tuzla: Γ:1.8.2., Δ:1., Δ:2.1.
Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.5. tuzluk, tuzum: Β:1.22.3.
tellâl: Β:1.7.2., Β:1.14.3., Β:1.14.4., Γ:1.2.2. -tü: Β:2.1.3.2.2.
tembel: Β:1.14.2. tǖ: Β:1.21.1.
temenna: Β:1.16.2. tüfek: Β:1.8.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6.
téncere: Δ:2.1. türli: Β:1.10.8.
tepe: Β:1.1.3.3. türlü: Β:1.7.2., Β:1.10.8., Β:1.14.3., Β:1.17.2.,
tepsi: Γ:1.3.5. Γ:1.9.2.
terlik: Γ:1.5.2., Γ:2.6.9.1. türşî: Β:1.10.8.
tütün: Γ:1.9.4.2., Γ:1.9.4.6.

/ 328 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

tüy: Β:1.21.1. üsbaş, üstbaş: Β:1.1.3.2.


u: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Β:2.13.3., üstübeç: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.7.2.,
Γ:1.1., Γ:1.4.1., Γ:1.6.1., Γ:1.8., Γ:1.9.1., Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2., Γ:1.9.3., **Γ:1.9.4.6.
Γ:1.9.4.4., Γ:1.9.4.5., Γ:1.10.1., Γ:2.2.4.3., üy: Β:2.4.4.
Γ:2.2.4.6., Γ:2.2.4.9., Γ:2.4.2., Γ:2.5.2., üzbaş: Β:1.1.3.2.
Γ:2.6. üzengi: Β:1.9.2., Β:1.16.2., Β:1.22.2., Γ:2.7.3.
û: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.9.4.3. üzengü: Γ:2.7.3.
u-: Γ:2.7.2. v: Β:1.1.2., Β:1.20., Β:2.17.2., Γ:1.4.7.1.,
-u: Β:2.11.3. Γ:1.10.1., Γ:1.10.2., Γ:2.6.3.
uçurma, uçurtma: Γ:1.8.2., Γ:1.8.3.3. vakıt: Α:3.8.2., Α:3.8.3., Β:1.7.2., Β:1.20.2.,
uğur: Β:1.10.1., Γ:1.10.1. Γ:1.1.2.2., Γ:1.4.7.2.
Uğurlu: Β:1.10.8. vakit: Α:3.8.1., Γ:1.1.2.2., Γ:1.4.7.2.
uğursuz: **Β:1.1.3.1., Β:1.10.4., Β:1.10.8., w: Β:1.20.4.
Β:1.18.2., Β:1.22.2., Β:2.8.4., y: Β:1.1.2., Β:1.21., Β:2.4.4., Β:2.5.3.,
**Β:2.9.3.2., Γ:1.8.2., Γ:1.10.2., Γ:1.10.4., Γ:1.10.1., Γ:1.10.2., Γ:2.6.8.3.
Γ:1.10.5. yağma: Γ:1.10.4., Δ:2.1.
uğursuzluk: Β:1.14.2., Β:1.22.2., Γ:1.8.2., yahni: Β:1.11.1.
Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5. yaka: Β:1.13.2., Β:1.21.2., Γ:1.2.2., Δ:3.1.,
umur: Β:1.17.2. Δ:3.3.
umurcu: Β:1.17.2., Β:2.11.3. yakı: Β:1.13.2., Β:1.21.3.
ursuz: Β:1.10.8., Γ:1.10.4., Γ:1.10.5. yaku: Β:1.13.2.
ūrsuz: **Β:1.1.3.1., Β:1.10.8., Γ:1.10.2., yama: Γ:1.10.4.
Γ:1.10.4., Γ:1.10.5. yanaştĭríp: Γ:1.4.6.
Urum, Urumeli: Γ:2.2.4.3. yangın: Β:1.21.2., Γ:1.4.4.
Urus: Γ:2.2.4.3. yānı: Β:1.11.1.
usta: Γ:1.8.2. yanĭná: Γ:1.4.6.
uwa: Β:1.20.4. yanlız/yannız: **Β:1.1.3.1.
ü: Β:1.9.1., Β:1.13.1., Β:1.14.1., Γ:1.1., yapacās/yapacağız: **Β:1.1.3.1.
Γ:1.3.7.4., Γ:1.5.1., Γ:1.6.1., Γ:1.7.1., yara: Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.4.
Γ:1.8.1., Γ:1.9., Γ:1.10.1., Γ:2.2.4.3., yarma: Β:1.15.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2.,
Γ:2.4.2., Γ:2.5.2., Γ:2.6.2.-7. Γ:1.2.2.
ü-: Γ:2.7.2., Γ:2.7.3. yasemin: Δ:3.3.5.
-ü: Γ:2.7.3. yaşa: Β:1.19.2., Β:1.21.2., Γ:1.2.2.
üc büçük, üç buçuk: Β:1.1.3.2. yazık: Β:1.13.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.4.
üküs/üküz, üküzün: Β:1.22.3. yedi: Β:1.1.3.3.
ülüzgâr: Γ:2.2.4.3. yelek: Β:1.21.4.
üper: Γ:1.6.1. yemiş: Β:1.21.3., Β:1.21.4., Γ:1.3.2., Γ:1.5.2.

/ 329 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Τούρκικα [12]

yerine: Β:1.21.3. zerdali, zerdeli: Γ:1.3.3.


yeti: Β:1.1.3.3. zerzavat, zerzevat: Γ:1.1.2.2., Γ:2.2.4.5.
-(y)lA: Δ:1. zētyağı: Β:1.21.1.
yoğurt: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. Zeynep: Β:1.21.1.
yonca: Γ:1.6.2., Δ:3.1., Δ:3.3. zeytin, zeytinyağı: Β:1.21.1.
yonce: Β:1.4.2., Β:1.16.2., Β:1.21.2., zıkkım: Γ:2.6.8.2.
Γ:1.9.4.4., Δ:3.3.1. zıvana: Β:1.16.2., Β:1.20.2., Β:1.22.2.,
yorgan: Β:1.17.2., Β:1.21.2., Β:1.21.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.6.
Β:2.1.4., Γ:1.6.2. Zi:nep: Β:1.21.1.
yourt: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. zini: Β:1.1.3.3.
yunce: Δ:3.3.1. zi:tin: Β:1.21.1.
yurt: Γ:1.10.4. ziyafet: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Β:1.22.2.,
yūrt: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4. Β:2.1.3.1., Β:2.10.1.
yürüdü: Β:1.21.3., Γ:1.9.2. -zk-: Β:1.18.4.4.
z: Β:1.1.2., Β:1.22., Β:2.8.4., Β:2.9.2. *zokkum: Γ:2.6.8.2.
-z: Β:1.1.3.1., Β:1.18.3., Β:1.22.3., Β:1.22.4., zufra: Β:1.1.3.3.
Β:2.9.3.3. zukak: Β:1.1.3.3., Γ:1.1.2.2., Γ:1.6.1.
zabun: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:1.22.2., zukkum: Γ:2.6.8.2.
Γ:1.1.2.2., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.4. züğürt: Β:1.10.1.
zabunluk: Γ:1.8.2., Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5. Zühre: Β:1.11.1.
zaferan: Δ:3.3.5. zümbül: Γ:1.9.4.1., **Γ:1.9.4.5.
zahire: Β:1.11.2., Β:1.11.3., Β:1.17.2., Γ:1.5.2. Zǖre: Β:1.11.1.
zaif: Β:1.8.2., Β:1.21.1., Β:1.22.2., Γ:1.1.2.2. züyürt, züyüt: **Β:1.10.1.
zakkum: Β:1.13.3., Β:1.13.5., Β:1.22.2.,
Γ:1.8.2., Γ:2.6.8.2.
zanaat: Β:1.1.3.3., Β:1.7.2., Β:1.16.2.,
Β:2.1.3.1., Γ:1.1.2.2., Γ:1.10.1., Γ:1.10.2.,
Γ:1.10.4., Γ:1.10.5.
zanat: Γ:1.10.4., Γ:1.10.5.
zanāt: Γ:1.10.2., Γ:1.10.4., Γ:1.10.5.
zarzavat: Β:1.7.2., Β:1.20.2., Γ:1.1.2.2.,
Γ:2.2.4.5.
zayıf: Β:1.21.1., Γ:1.1.2.2., Γ:1.2.2.
zebun: Γ:1.1.2.2., Γ:1.3.7.5., Γ:2.2.4.4.
*zekkum: Γ:2.6.8.2.
zengi: Β:1.9.2., Β:1.16.2., Β:1.22.2., Γ:2.7.3.
zengü: Γ:2.7.3.

/ 330 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

Ελληνικά

α: Β:2.8.5., Γ:1.2.2., Γ:1.2.3.3., Γ:1.3.3., αλατζιάς (ο): Β:1.4.2., Β:1.14.2., Δ:3.3.2.


Γ:1.3.4., Γ:1.3.5., Γ:1.3.7.1., Γ:1.3.7.5., αλαφρύς: Γ:1.10.3.
Γ:1.4.5., Γ:1.4.6., Γ:1.4.7.4., Γ:1.6.5.1., αλιζ΄βιρίσ΄: **Β:2.9.3.2.
Γ:1.8.3.4., Γ:1.9.4.3., Γ:2.2., Δ:3.3.5. αλκόλ, αλκολίκι, αλκολικός: Γ:1.10.3.
α-: Β:2.3.3., Γ:1.2.3.1., Γ:2.2.3., Γ:2.2.4.2., αλκοόλ, αλκοολίκι, αλκοολικός, *αλκοολιλίκι:
Γ:2.2.4.3., Γ:2.7.2. Γ:1.10.3.
-α: Γ:1.2.3.1., Γ:1.10.3., Γ:2.4.5.3., Δ:3. αλμπάν΄: Β:1.16.2., Β:1.16.3.
-ά: Δ:3.3. αλμπάνδις: Β:1.16.2.
ᾱ, -ᾱ (πρωτοελλ., αττ.): Δ:3.3.2. αλμπάνκους: Β:1.16.2.
αβγό: Β:2.4.3. αλμπάν.τς: Β:1.2.2., Β:1.14.2., Β:1.16.2.,
αβζάτ΄: Γ:1.2.2., Γ:1.4.7.1., Γ:1.6.5.1., Β:1.16.3.
Γ:2.2.4.1. αλτζιάς: Β:1.14.2., Β:1.16.3., Β:2.1.3.2.2.
αβζότ’: Γ:2.2.4.1. αλτσιάς: Β:1.16.3., Β:2.1.3.2.2.
αβιζότι, αβιζότο: **Γ:1.4.7.1. αμα: Β:1.15.2.
αβιντζέττον: Γ:1.4.7.1., **Γ:2.2.4.1. αμπανός: Β:2.9.3.2., Δ:3.3.5.
αβλαγάς: Β:1.10.2., Β:1.14.2., Β:1.20.2. αμπάρ΄: Β:1.17.2.
αβουτζέττον: Γ:1.4.7.1., **Γ:2.2.4.1. αμπότσα, αμπουδήσου, αμπουδώ: Β:2.15.3.
αβτζής: Β:1.20.2. αμυγνταλέα, αμυγνταλέες/αμυγνταλές:
αγγιζότι: **Γ:1.4.7.1. Γ:1.10.3.
αγζότ΄: Β:2.3.3., Γ:1.2.3.1. ανάμ’: Γ:2.2.3., Γ:2.7.2.
αγ΄ζότ’, αγιζότι: **Γ:1.4.7.1. ανέβηκα/ανέβκα: **Β:2.9.3.2.
*αγκζότ΄: Γ:1.2.3.1. ανέγκδοτο/ανέκδοτο: **Β:2.9.3.2.
αγκζότι, αγκιζότι: Β:2.3.3. ανέφκα: **Β:2.9.3.2.
αγός: Γ:1.10.3. αντέτ΄: Β:1.6.2., Β:1.7.2., Β:2.1.3.1., Β:2.10.1.,
αγουζέτι: **Γ:1.4.7.1. Γ:1.2.2., Γ:1.3.2., Γ:1.10.3.
αγωγός: Γ:1.10.3. αντιρί: Β:1.16.2., Β:1.17.2., Γ:1.2.2.
αίμα: Β:1.21.4. αξάδιρφους: **Γ:2.2.4.2., Γ:2.7.4.
αϊντζέττον: Γ:1.4.7.1., **Γ:2.2.4.1. αούτσ’: Β:1.20.4., Γ:2.6.3.
-αίοι: Α:3.1. άπανξις, άπανσιζ, απανσίζ, απανσούζ,
-άκ΄/-άκι: Β:2.10.3. άπαν.τσιους: Δ:2.1.
ακνάς: Γ:2.7.2., Γ:2.7.4. απο: Γ:2.7.4.
ακούου: **Β:1.20.4. απο-: Γ:2.2.4.2.
αλάν΄: Β:1.14.2., Β:1.16.2.
αλατζιά (η): Δ:3.3.2.

/ 331 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

απόιρας: Α:4.4., Β:1.3.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2., αυτήν: Δ:3.3.5.


Β:1.22.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.6.2., Γ:2.2.4.2., Αφγανιστάν: **Β:2.9.3.2.
Δ:3.1., Δ:3.2., Δ:3.3.5. αφκό: Β:2.4.3.
απουσούλα: Δ:2.1. αφρύς: Γ:1.10.3.
απουσώνου: Γ:2.2.4.2. αφχιόν΄: Β:1.8.2., Β:1.21.2.
αραβάν΄: Β:1.11.3., Β:1.16.2., Β:1.17.2., αχέρατα, άχερο, άχιρου: Γ:2.1.3.
Β:1.20.2., Γ:1.2.2., Γ:2.2.4.3. αχμάκ΄: Β:1.13.2.
αράδα: Β:2.15.3. αχμάκς: Β:1.11.2., Β:1.15.2.
αραδώ: Β:1.6.3.1., Β:2.15.3. αχούρ’: Β:1.11.2., Γ:2.6.3.
-αραίοι: Α:3.1. αχούρι: Α:1.4., Γ:2.6.3.
αραλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5. άχυρο: Γ:2.1.3.
αραμπαλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5. β: Β:1.10.3., Β:1.20.2., Β:1.20.4., Β:1.20.5.,
*αραντώ: Β:2.15.3. Β:2.1.1., Β:2.1.4., Β:2.17., Γ:1.10.3.
αράπς, αράπ΄: Β:1.3.2., Β:2.1.3.1. βακΐτ΄: Α:3.8.1., Β:1.7.2., Β:1.20.2., Γ:1.4.7.2.
αράτσα: Β:2.15.3. βακΐτ΄ μισ΄μέρ΄: Γ:1.4.7.2.
αργκαβανιά: Β:1.9.2., Β:2.1.4., Γ:1.3.3. βάλι: Γ:1.4.6.
αργκέν.τσα: Β:1.9.2., Γ:1.3.2., Γ:1.3.3. βασιλέας, βασιλιάς: **Δ:3.3.2.
αργκιλές: Β:1.11.3., Γ:1.3.7.1. βγ-: Γ:2.4.5.1.
-άρι: Γ:1.10.3. βγαίνου: Γ:2.4.5.1.
άρκλα: Β:2.7.2. βγαίνω: Β:2.4.3.
αρκούδα: **Γ:2.6.8.2. βγάλλω: Β:2.4.3.
αρμάν΄: Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. βγάνου: Γ:2.4.5.1.
αρνέκ΄: Β:1.16.2., Β:1.17.2., Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. *Βγένα: Γ:2.4.5.1.
αρνίθα: Δ:3.3.3.4. βγιλί: Γ:2.4.5.1.
αρπαλίκ΄: Γ:1.4.3. βηχάει: **Β:2.9.3.2.
αρπαλούκ΄: Γ:1.4.2. β(ι) [ουρανικό τριβόμενο ηχηρό χειλοδοντικό]:
ἀρρωστία, αρρωστιά, αρρώστια: Δ:3.3.3.4. Β:1.20.2., Β:2.17.1.
-ας (πρόπρξτ. αρσ.): Δ:3.2. βιολί: Γ:2.4.5.1.
-άς: Δ:3. βόλους (τους-): **Β:2.9.3.2.
ασ΄κάθκα: Β:2.9.3.2. βορέας: **Δ:3.3.2.
ασλάν΄: Β:1.14.2., Β:1.18.2. βοριάς: Β:1.22.3., Δ:3.2., **Δ:3.3.2.
αστάρ΄: Β:1.7.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2. βουβάλι: Γ:1.4.6.
ασ΄χάθκα: Β:2.9.3.2. γ: Β:1.9.3., Β:2.1.1., Β:2.1.4., Β:2.5., Γ:1.10.3.
ατζέμ πιλάφι: Γ:2.2.4.10. -γ-: Β:1.10.2.
ατζέτσ΄: **Β:1.6.2., **Β:1.7.2., Β:2.10.1. γαίμα: Β:1.21.4.
ατζιάκ΄: Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. γάλα: Β:1.20.4.
-άτι: Γ:2.2.4.1. γδ: Β:2.4.3., Γ:2.7.2.

/ 332 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

γδί(ν): **Β:2.4.3., Γ:2.7.2. γιοντζιά (η), γιοντζιάς (ο): Δ:3.3.


γειτονιά: Β:1.21.3. γιορντάνι: Γ:1.9.4.4.
γεμάτος: Γ:1.9.4.4. γιουματίζου: Γ:1.9.4.4.
Γεννάρη: Β:1.21.3. γιουμάτους: Γ:1.9.4.4.
Γέργους: Γ:1.9.4.4. γιουμπρίκ΄: Γ:1.5.2.
γέρμους: Β:1.21.4. γιουντζές: Β:1.4.2., Β:1.16.2., Β:1.21.4.,
γεύμα, γευματίζω: Γ:1.9.4.4. Γ:1.9.4.4.
γεφύρι: Γ:1.9.4.4. *γιουντζιά (η), γιουντζιάς (ο): Δ:3.3.
-γζ-: Β:2.3.3. γιουργάν΄: Β:1.17.2., Β:1.21.2., Β:2.1.4.,
γήλιους: Β:1.21.4. Γ:1.6.2.
γ(ι) [ηχηρό τριβόμενο ουρανικό]: Β:1.21.2., γιουργκάν΄: Β:2.1.4.
Β:1.21.3., Β:1.21.4., Β:2.5.1., Β:2.5.2., γιουργουβανιά: Β:2.1.4.
Β:2.12.3.2., Γ:2.4.5.1. γιουρντάου: **Γ:1.9.4.4.
γιάγμα: Δ:2.1. γιουφύρ΄/γιοφύρι: Γ:1.9.4.4.
γιαζΐκ: Β:1.13.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.4. γιρά: Δ:3.3.3.4.
γιάκα: Δ:3.1., Δ:3.3. γιρουντώ: **Γ:1.9.4.4.
γιακά: Δ:3.3. γιτιά: Β:1.21.4.
γιακάς: Β:1.13.2., Β:1.21.2., Γ:1.2.2. Γιώργος: Γ:1.9.4.4.
γιακή: Β:1.13.2. γκ: Β:1.9.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.2.2.,
γιαμουρλούκα: **Γ:1.9.4.5. Β:2.3., Γ:1.9.4.2.
γιανγκΐν΄: Β:1.21.2., Γ:1.4.4. γκαβουντούφικου: Β:2.12.3.1.
γιαρά (η): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.4. γκαϊγκανάς: Β:1.9.2., Β:2.1.3.3.
γιαρμάς: Β:1.15.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2., γκαϊλές: Β:1.9.2., Β:1.14.2.
Γ:1.2.2. γκαϊρέτ’: Β:1.7.2., Β:1.9.2., Β:1.17.2.,
γιασεμί: Δ:3.3.5. Β:1.21.2., Β:2.1.3., Β:2.10.1.
γιασιά: Β:1.19.2., Β:1.21.2., Γ:1.2.2. γκαλντιρίμ΄: Β:2.1.3.3.
γιατρός: Β:1.21.2., Β:1.21.3. γκανταΐφ΄: Β:1.6.2., Β:1.8.2., Β:2.1.3.3.,
γίδα: Β:1.21.3. Γ:1.2.2.
γίκνα: Β:1.21.4., Δ:3.3.3.1. γκαντιφές: **Β:2.12.3.1.
γιλέκ΄: Β:1.21.4. γκαντΐνα: Β:2.1.3.3.
γιλιάτσ΄: Β:1.21.4. γκαραγκάτσ΄: Β:1.10.8.
γιμίσ΄: Β:1.21.4., Γ:1.3.2., Γ:1.5.2. γκαρντάς: Β:2.9.3.2., Δ:3.3.5.
γίνα: Β:1.21.4. γκβάρ’: **Β:2.9.3.2.
γιντζές: Β:1.21.4., Γ:1.9.4.4., Γ:2.4.5.1. γκβάς: **Β:2.9.3.2., Γ:2.6.7.
γιόμα: Γ:1.9.4.4. γκδούν΄: **Β:2.9.3.2.
γιομάτος: Γ:1.9.4.4. γκέλ΄μπιρί: Β:1.2.2.
γιόντζια (η): Γ:1.6.2., Δ:3.1., Δ:3.3. γκεσέμι: **Β:2.1.3.3., Γ:1.9.4.4.

/ 333 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

-γκζ-: Β:2.3.3. γκιούμ΄: Β:1.9.2., Β:1.10.4., Β:1.15.2.,


γκζότ’: Β:1.7.2., Β:1.22.2., Β:2.3.3., Β:2.10.1., Γ:1.9.4.4.
Γ:1.2.3.1., Γ:1.6.2. γκιούμα: Γ:1.9.4.4.
γκζότσ΄: Β:2.10.1. γκιουρλουτί: Β:1.9.2., Β:1.10.8., Β:2.1.3.2.2.,
γκ(ι) [ηχηρό κλειστό ουρανικό]: Β:1.9.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4.
Β:2.3., Γ:1.3.6., Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.1., γκιουρντάν΄: Γ:1.3.6., Γ:1.9.4.4.
Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4. *γκιουρουλντί: Γ:1.9.4.4.
γκιβέτσ΄: Β:1.9.2., Γ:1.9.4.4. *γκιουρουλτί: Β:2.1.3.2.2.
γκιβιζί: Β:1.20.2., Β:1.22.2., Γ:1.9.4.4. γκιουσέμ΄: Β:2.1.3.3., Γ:1.7.2., Γ:1.9.4.4.
γκιβιντίζουμι: Γ:1.9.4.4. γκιρίζ’: Β:1.9.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2., Γ:1.3.2.,
γκιβρέκ΄: Γ:1.9.4.4. Γ:1.5.2.
γκιζιρνώ: Β:1.17.2., Β:1.22.2. γκιρντάν΄: Γ:1.9.4.4.
γκιζλιμές: Β:1.9.2., Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.4. γκισέμ’: Β:1.9.2., Β:1.18.2., **Β:2.1.3.3.,
γκιλέπ΄: Β:1.3.2., Β:1.9.2., Β:2.1.3.5.8.2., Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.4.
Β:1.14.2., Β:2.1.3.1., Β:2.1.3.3. γκουβάς: Γ:2.6.7.
γκιλουρντί: Β:1.9.2., Β:1.10.8., Β:2.1.3.2.2., γκουρμπάν΄: Β:1.2.2., Β:2.1.3.3., Β:2.3.2.,
Γ:1.9.4.4. Γ:1.8.2.
γκιλτσουί: Β:1.9.2., Β:1.14.2., Β:1.18.2., γκουρμπάτσ’: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:2.1.3.1.,
Β:1.21.2., Γ:1.8.2., Γ:1.9.4.4., Δ:2. Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.2.
γκίμ΄, γκίμα: Γ:1.9.4.4. γντ: Β:2.4.3.
γκιντέρ΄: Β:1.6.2., Β:1.17.2., Β:2.1.3.3. γουδί: **Β:2.4.3., Γ:2.7.2.
γκιοβρέκι: Γ:1.9.4.4. γουρνάρης, γουρνουτόμαρου, γουρουνάρης,
Γκιόκας: Β:1.9.2., Γ:1.7.2. γουρουνίσκιους, γουρουνίτικους: Γ:1.4.6.
γκιόλ΄: Β:1.9.2., Γ:1.7.2. γρουσούζα, γρουσούζη, γρουσούζικο:
γκιουβέτσ΄: Β:1.5.2., Β:1.9.2., Β:1.20.2., **Β:2.9.3.2.
Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4. γτ: Β:2.4.3.
*γκιουβιζί: Γ:1.9.4.4. γυναίκα: Β:1.21.3.
*γκιουβιντίζουμι: Γ:1.9.4.4. γυνί: Β:1.21.4.
γκιουβρέκ΄: Β:1.13.2., Β:1.17.2., Β:1.20.2., *γύρεψεν: Β:1.21.3.
Γ:1.3.6., Γ:1.9.4.4. γύρησα: Β:1.21.3.
γκιουζλιμές: Γ:1.9.4.4. γυφαίνου: Β:1.21.4.
γκιουλτζίκ΄: Β:1.4.2., Β:1.9.2., Β:1.14.2., δ: Β:2.1.1., Β:2.1.4., Β:2.15., Γ:1.10.3.
Γ:1.7.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.5. δασκαλίκι, δασκαλιλίκι, δάσκαλος: Γ:1.10.3.
γκιούλτσουι: Β:1.9.2., Β:1.14.2., Β:1.18.2., δγιάγμα: Δ:2.1.
Γ:1.8.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4., Δ:2. δεμάτι: Γ:2.2.4.1.
*γκιουλτσουί: Γ:1.9.4.4. δένδρον, δέντρο: **Β:1.10.8.
δημοσιοϋπαλληλίκι: **Γ:1.10.3.

/ 334 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

δ(ι) [ουρανικό ηχηρό τριβόμενο οδοντικό]: ζαϊρές: Β:1.11.3.


Β:2.12.1., Β:2.15.1. ζαΐφκους: Β:1.8.2., Β:1.22.2., Γ:1.2.2.
διάγουμας, διαγουμάς: Δ:2.1. ζαμπούνκους: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:1.22.2.,
διδάσκαλος: Γ:1.10.3. Γ:1.3.7.5., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.4.
δικός-μου/δκός-μ’: **Β:2.9.3.2. ζαμπουνλίκ΄: Γ:1.8.2., Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5.
δουλεύσω, δουλέψω: Β:2.2.3. ζαμπούν.τς: Γ:1.3.7.5., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.4.
δράμι: Γ:1.3.3. ζανάτ΄: Β:1.7.2., Β:1.16.2., Β:2.1.3.1.,
*δσ: Β:2.15.3. Γ:1.10.5.
ε: Β:2.2.1., Β:2.3.1., Β:2.4.1., Β:2.6.1., ζαρζαβάτ΄, ζαρζαβατικά: Γ:2.2.4.5.
Β:2.7.1., Β:2.8.1., Β:2.8.5., Β:2.9.1., ζαρζαβάτχια: Β:1.7.2., Β:1.20.2., Γ:2.2.4.5.
Β:2.9.3.2., Β:2.10.1., Β:2.11.1., Β:2.12.1., ζαρντέλ΄: Γ:1.3.3.
Β:2.13.1., Β:2.14.1., Β:2.15.1., Β:2.16.1., ζαφορά: Δ:3.3.5.
Β:2.17.1., Β:2.19.1., Β:2.20.1., Β:2.21.1., ζαχιρές: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Γ:1.5.2.
Γ:1.3.2., Γ:1.3.3., Γ:1.3.5., Γ:1.4.6., ζβανάς: Β:1.16.2., Β:1.20.2., Β:1.22.2.,
Γ:1.5.4., Γ:1.9.4.4., Γ:2.1., Γ:2.3., Γ:2.4.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.6.
Δ:3.3.2., **Δ:3.3.3.3. ζέρδαλου: Γ:1.3.3.
ε-: Γ:2.4.5.1. ζ(ι) [ουρανικό ηχηρό φατνιακό συριστικό]:
-έα: Γ:1.10.3., Δ:3.3.2. Β:1.22.2., Β:2.8.4., Β:2.9.3.2., Β:2.9.3.3.
-έας: Δ:3.3.2. -ζι: Β:2.9.3.3.
-έδες, -έες: Γ:1.10.3. ζιαφέτ΄: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Β:1.22.2.,
-εία: Δ:3.3.3.4. Β:2.1.3.1., Β:2.10.1.
ειτουνιά: Β:1.21.3. ζιαφέτσ΄: Β:2.10.1.
εκδρομή: **Β:2.9.3.2. ζινγκί: Β:1.9.2., Β:1.16.2., Β:1.22.2., Γ:2.7.3.
έκλαψα, έκwαψα: **Β:1.20.4. ζιουμπίλ΄: Γ:1.9.4.1., **Γ:1.9.4.5.
εμπλάστρι: **Γ:2.4.5.1. -ζ΄κου(ς): Β:2.8.4., Β:2.9.3.2.
εμπορώ: **Γ:2.4.5.1. ζντιρουγούδ’, ζ΄ντιρουγούδ΄: **Β:2.4.3.
ένα: Γ:2.7.2. ζό: Γ:1.10.3.
ένας, ενός, ενού, ενούς: **Δ:3.3.3.3. ζουβανάς: Γ:1.4.6.
ἑρμηνεία, ερμηνειά, ερμήνεια: Δ:3.3.3.4. ζουγράβζα: **Β:2.9.3.2.
έρμους: Β:1.21.4. ζουκούμ’: Β:1.13.3., Β:1.13.5., Β:1.22.2.,
-ές (εν. & πληθ.): Γ:1.10.3. Γ:1.8.2., Γ:2.6.8.2.
ετοιμάστηκα: Β:2.9.3.2. ζουχούμ’: Β:1.13.5., Γ:2.6.8.2.
-έττον: **Γ:2.2.4.1. ζωγράφιζα: **Β:2.9.3.2.
ἐχθές: Γ:2.4.5.1. ζώο: Γ:1.10.3.
ζ: Β:1.22.2., Β:1.22.4., Β:2.1.1., Β:2.9., η (άρθρο): Γ:2.7.4.
Β:2.11.1., Γ:1.3.7.2. η (αττ.): Δ:3.3.2.
-ζ-: Β:1.19.3. -ή: Β:1.10.8.

/ 335 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

ήλιος: Β:1.21.2., Β:1.21.4. ίκνα: Β:1.21.4., Β:2.7.2., Γ:1.4.6., Γ:2.7.4.,


ήλιους: Β:1.21.2. Δ:3.3.3.1.
ημπορώ: **Γ:2.4.5.1. ικνά: Γ:1.4.6., Γ:2.7.2., Γ:2.7.4., Δ:3.3.3.
θ: Β:2.1.1., Β:2.14. ιλέκ΄: Β:1.21.4.
θάλασσα: Β:1.22.3. ιλιάτσ΄: Β:1.5.2., Β:1.14.3., Β:1.21.4.,
θ(ι) [ουρανικό άηχο τριβόμενο οδοντικό]: Β:2.1.3.1., Γ:1.5.2.
Β:2.12.1., Β:2.14.1. -ιλίκι: Γ:1.9.4.5., Γ:1.10.3.
θκός-μ’: **Β:2.9.3.2. ιμάμ μπαϊλντΐ: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.14.2.,
ι: Β:2.2.1., Β:2.3.1., Β:2.4.1., Β:2.6.1., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.4., Γ:1.5.2.
Β:2.7.1., Β:2.8.1., Β:2.8.5., Β:2.9.1., ιμίσ΄, ιμίσια: Β:1.21.3.
Β:2.9.3.2., Β:2.10.1., Β:2.11.1., Β:2.11.3., Ιμπιλί: Β:1.21.6.
Β:2.12.1., Β:2.12.3., Β:2.13.1., Β:2.14.1., -ίν: Γ:1.10.3.
Β:2.15.1., Β:2.16.1., Β:2.17.1., Β:2.19.1., ίνα: Β:1.21.4.
Β:2.20.1., Β:2.21.1., Γ:1.3.2., Γ:1.3.5., Ιννάρ’: Β:1.21.3.
Γ:1.3.7.3., Γ:1.3.7.4., Γ:1.4.3., Γ:1.4.5., ιντζές: Β:1.21.4.
Γ:1.4.6., Γ:1.4.7.5., Γ:1.4.7.6., Γ:1.5.2., -ίον: Γ:1.10.3.
Γ:1.5.4., Γ:1.6.4., Γ:1.7.3.2., Γ:1.8.3.1., ιου: Γ:1.9.4.
Γ:1.9.4., Γ:2.1., Γ:2.3., Γ:2.4., Γ:2.7.2., ιουργάν΄: Β:1.21.3.
Δ:3.3.2. ιουρντώ: Β:1.21.3., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4.
-ι: Δ:3.1. ιπέρσ΄: **Γ:2.4.5.1.
-ί: Β:1.10.8. ιπρουχτέ(ς): **Γ:2.4.5.1.
-ία, -ιά: Δ:3.3. ιρινέ: Β:1.21.3.
ιακή, ιακί: Β:1.21.3. ιρουντώ: Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.4.
-ιάρ(η)ς: Β:1.13.6.2. ἰτέα: Β:1.21.4.
-ιάς: Δ:3.3. ιτζιάκ΄: Γ:2.4.5.1., Γ:2.7.2.
ἰατρός: Β:1.21.2. ιτότι: **Γ:2.4.5.1.
ιατρός: Β:1.21.3. ιυναίκα: Β:1.21.3.
Ιβγένα: Γ:2.4.5.1. ιύριψιν: Β:1.21.3.
ιβγιλί: Γ:2.4.5.1. ιύρσα: Β:1.21.3.
ιβλιάτ’: Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.3.2. ιχλής: Β:1.11.2.
ιβλιάτσ΄: Β:2.10.1., Γ:1.2.2. ιχράμ΄: Β:1.11.2., Β:1.15.2., Γ:1.5.2.,
ἰγδίον, ἴγδις: Γ:2.7.2. Γ:2.4.5.1.
-ίδι(ο)ν: Γ:1.10.3. ιχτιμπάρ’, ιχτσιμπάρ’: Β:2.4.4.
ιειτουνιά: Β:1.21.3. ϊ: Γ:1.4.4., Γ:1.4.6., Γ:1.4.7.2., Γ:1.4.7.3.,
ιίδα: Β:1.21.3. Γ:1.9.4.5., Γ:2.1.1.
*Ιιννάρ’: Β:1.21.3. κ: Β:1.13.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.2.,
Β:2.3.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.9.4.2.

/ 336 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

κααβές: Γ:1.10.3. Καράμπελας: Δ:1.


καβάκ΄: Β:1.13.2., Β:1.20.2. Καρανταλΐς: Β:1.6.2., Β:1.10.4., Β:1.14.2.,
καβέες, καβές (εν. & πληθ.): Γ:1.10.3. Γ:1.10.3., Δ:2.1.
καβούν΄: Β:1.20.4. καρία, καρίν, καρίου, καρίων: Γ:1.10.3.
καβουρμάς: Β:1.13.2., Β:1.20.2., Β:1.20.4., Καρμαζΐς: Β:1.10.8., Β:1.22.2., Γ:1.4.4.,
Γ:1.8.2. Γ:1.4.5.
καζάν΄: Β:1.13.2., Β:1.22.2. καρμιζίτ΄κους: Γ:1.4.3., Γ:1.4.5.
καζάνι: Β:1.13.5. καρπούζ΄: Β:1.3.2., Β:1.22.2., Γ:1.2.2.,
καζαντώ: **Β:2.15.3. Γ:1.8.2.
καζίκ΄: Β:1.13.2., Β:1.22.2., Γ:1.4.3. καρσί: Β:1.19.2.
καϊρέτ’: Β:1.13.2., Β:2.1.3.3. καρτσόνι(ν): Β:2.10.4.1.
καϊρέτσ΄: Β:2.10.1. καρύδια, *καρύδιν, καρύδιον, καρυδίου,
καλάι: Β:1.13.2., Β:1.21.2. καρυδίων: Γ:1.10.3.
καλαϊτζής: Β:1.21.2. *καρύϊα, *καρύϊν, *καρϋίου, *καρϋίων:
καλαμπαλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5. Γ:1.10.3.
καλαούης: Α:1.4., Β:1.13.2., Β:1.14.2., καρφία, καρφίν, καρφίου, καρφίων: Γ:1.10.3.
Β:1.20.4., Β:1.20.5., Β:1.22.3., Γ:1.2.2., κασάπης/κασάπς: Β:1.13.5.
Γ:1.4.7.4., Γ:1.8.2., Γ:2.2.4.6. κασ΄καβάλ΄/κασ΄καβάλι: Β:2.10.4.2.
καλντερίμι, *καλντιρίμ΄, καλντιρίμι: Β:2.1.3.3. κασκαντώ: Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.
καλός: Β:1.20.4. κασ΄λάς: Β:1.14.2., Β:1.19.2., Γ:1.2.2.,
καλπουζάνους: Γ:1.8.2. Γ:1.4.5., Δ:2.1., Δ:3.1.
καλπουζάν.τς: Β:1.13.2., Γ:1.8.2. κασμέτ΄: Β:1.7.2., Β:1.15.2., Β:2.1.3.1.,
καλτσιούν΄/καλτσιούνι: Β:2.10.4.1. Β:2.10.1., Γ:1.4.5.
καλτσόν΄/καλτσόνι: Β:2.10.4.1. κασμέτσ΄: Β:2.10.1.
καλτσούν΄/καλτσούνι: Β:2.10.4.1. κασνάκ΄: Β:1.16.2., Β:1.18.2., Γ:1.2.2.
καμπαρντίζου: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.17.2. κασόνι, κασούνι: Β:2.10.4.1.
καμπαχάτ’: Β:1.11.2. καστέν: Δ:2.1.
κάνα: Γ:2.7.2. κατανάς: Β:1.7.2., Β:1.16.2., Δ:2.1., Δ:3.1.
*κανταΐφ΄, κανταΐφι: Β:2.1.3.3. κατιφές: **Β:2.12.3.1.
καντιφές: **Β:2.12.3.1. κατράν: Δ:3.3.5.
*καντΐνα: Β:2.1.3.3. κατράν΄: Β:1.7.2.
καντφές: Β:2.12.3.1. κατράς: Δ:3.3.5.
καός: Β:1.20.4. κατσιακλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5.
καούν΄/καούνι: Β:1.20.4. κατσιαμάκα: Β:1.5.2., Β:1.15.2.
καπονά, *καπονάδα, καπονάες: Γ:1.10.3. κατσ΄καβάλ΄: Β:1.19.4.3., Β:2.10.4.2.
καραγάτσ΄: Β:1.5.2., Β:1.10.2., Β:1.10.8., κατ΄φές: Β:1.8.2., Β:2.12.3.1., Γ:1.5.2.
Β:2.1.3.1., Γ:1.10.3., Δ:2.1., Δ:3.1. καφαλντί, καφαλτί: Β:2.1.3.2.2.

/ 337 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

καφαλτΐ: Β:1.7.2., Β:2.1.3.2.2., Γ:1.4.4. κιχί: Β:1.11.2.


καχΐρ΄: Β:1.11.2., Β:1.13.2., Β:1.17.2., κιχριμπάρ΄: Β:1.2.2., Β:1.11.2., Β:1.13.2.,
Γ:1.2.2., Γ:1.4.4., Γ:2.6.3. Γ:1.3.2., Γ:1.5.2.
*κβάς: **Β:2.9.3.2., Γ:2.6.7. κϊτλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5.
κεφτές: Γ:1.9.4.4. κλάνω: Β:1.20.4.
κ(ι) [άηχο κλειστό ουρανικό]: Β:1.13.2., κλιούνγκ΄: Α:4.2., Β:1.13.6.3.
Γ:1.7.3.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4. κλιούνγκι: Β:1.13.6.3.
κιαμέτ΄: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:2.1.3.1., κλόσα: Δ:3.3.3.3.
Γ:1.2.2., Γ:1.3.2., Γ:1.4.3. κλώθω: Δ:3.3.3.3.
κιάρ’: Β:1.13.2., Γ:1.2.2. (-)κν-: Γ:1.4.6., Γ:2.7.4.
κιιμάς: Β:1.13.2., Β:1.21.5., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3. κνά (η): Β:1.13.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.6., Γ:2.7.2.,
κιλέπ΄: Β:2.1.3.3. Γ:2.7.4., Δ:3.3.3.1.
κιλίμ΄: Β:1.13.2., Β:1.14.2., Β:1.15.2., Γ:1.5.2. κνά (το): Β:1.13.2., Γ:1.2.2., Γ:2.7.2., Γ:2.7.4.
κιμέρ΄: Β:1.13.2. κ΄νά: Γ:2.7.4., Δ:3.3.
κινά (η): Γ:2.7.4., Δ:3.3. κνάπ’: Γ:1.4.6.
κινά (το): Γ:2.7.4. κνάς: Γ:1.4.6., Γ:2.7.2., Γ:2.7.4.
κίνα: Γ:2.7.4., Δ:3.3.3.1. κνησμός: Γ:2.7.4.
*κιντέρ΄: Β:2.1.3.3. κνούτο: Γ:2.7.4.
κιουλέκ΄: Γ:1.9.4.4. κόασα: Β:1.20.4.
κιούνγκ΄: Β:1.13.2., Β:1.13.6.3., Β:2.1.3.1., κολαούζος: Β:1.20.5., Γ:2.2.4.6.
Γ:1.9.2. κοντζάς (ο): Δ:3.3.2.
κιούνκ΄: Β:1.13.2., Β:1.13.6.3., Γ:1.9.2. κόντζια (η): Β:2.1.3.1., Δ:3.3.3.2., Δ:3.3.3.4.
κιούπ΄: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Β:2.1.3.1., κομμάτι: Γ:2.2.4.1.
Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3. κομμάτια: Β:1.21.2.
κιουσές: Β:1.13.2., Β:1.19.2., Γ:1.7.2. κόρα, *κορά: Δ:3.3.3.3.
κιουστέκ΄: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:1.18.2. κόσα: Δ:3.3.3.3.
κιοφτές: Γ:1.9.4.4. κόσια (η): Γ:1.6.2., Δ:3.3.3.3., Δ:3.3.3.4.
κιπένγκ΄: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Β:1.16.2., κόσια (ρ.): Β:1.19.2.
Β:2.1.3.1. κόσις (οι)**Δ:3.3.3.3.
κιπιζές: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Β:1.22.2. κόσιψα: Γ:1.6.2.
κιράς: Β:1.13.2., Γ:1.5.2. κουάνου: Β:1.20.4.
κιρατζής: Γ:1.5.2. κουβάρι: **Β:2.9.3.2.
κιριστές: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:1.18.2. κουβάς: Β:1.20.2., **Β:2.9.3.2., Γ:2.6.7.
κιτσές: Β:1.5.2., Β:1.13.2. κουβέτ’: Γ:1.8.2.
κιφτέδα: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Γ:1.7.3.2., κουβέτσ΄: Β:2.10.1.
**Γ:1.9.4.4. κουβούσ΄: Β:1.10.3.
κιφτσές: **Γ:1.9.4.4. κουδούνι: **Β:2.9.3.2.

/ 338 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

κουκάς: Β:1.13.6.1., Β:1.20.5. κρύου: **Β:1.20.4.


κουλαβούζους: Β:1.20.4. κσ: Β:2.2.3.
κουλάν΄: Β:1.14.2. κσιάφ’: Β:2.2.3.1.
κουλαούζης, κουλαούντζος: Β:1.20.5., κτ: Β:2.2.3.2., Β:2.4.3.
Γ:2.2.4.6. κτούκ΄: Β:1.7.2., Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6.
κουλούρα: Γ:1.10.3. λ: Β:1.14.2., Β:1.14.4., Β:1.14.6., Β:2.1.1.,
κουμάρου: Β:1.17.2. Β:2.1.3.3., Β:2.6., Γ:1.10.3.
κουμμάτχια: Β:1.21.2. λάδι: Β:1.20.4.
κουνουστώ: Β:1.7.2., Β:1.16.2., Β:1.19.4.1., λαχούρ΄: Β:1.11.2., Β:1.14.4., Γ:1.2.2.,
Β:2.8.3., Β:2.9.3.2., Γ:1.8.2. Γ:1.8.2.
κουντζιά (η): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.2., Δ:3.3.3.4. λέου: **Β:1.20.4.
κουπούκ΄: Β:1.3.2., Γ:1.8.2. λ(ι) [ουρανικό φατνοδοντικό πλευρικό]:
κούρα: Γ:1.10.3. Β:1.14.2., Β:1.14.3., Β:1.14.6., Β:2.1.1.,
κουρά: Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3. Β:2.6., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.3.
κουργιά: Δ:3.3.3.3. λιέν΄: Γ:1.3.2.
κουρί: Β:1.10.8. -λίκ΄: Α:1.2., Β:1.16.4.2., Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5.
κουριά: Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3. -λίκι: Γ:1.9.4.5., **Γ:1.10.3.
κουρμπάν΄: Β:1.13.2., Β:2.1.3.3., Γ:1.8.2. λιμόν΄-τουζού: Β:1.7.2., Β:1.22.2., Γ:1.6.2.,
κουρμπάτσ’: Β:2.1.3.3. Γ:1.8.2.
κουρναζλΐκια: **Γ:1.9.4.5. λιμπαντές: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Β:1.14.2.,
κουσά (η): Δ:3.3. Γ:1.5.2.
κουσάς (ο): Δ:3.3.3.3. λιμπαντί: Γ:2.1.3.
κουσεύου: Β:1.19.2., Γ:1.6.2. λινγκέρ΄: Β:1.9.2., Β:1.14.2., Β:1.16.2.
κουσή, κουσί: Β:1.10.8. -λΐκ΄: Γ:1.9.4.5.
κουσιά (η): Δ:3.3.2., Δ:3.3.3.3. λόγια, λόια: Β:1.21.2., Β:1.21.3.
κουσιάνα (η): Δ:3.3.3.3. -λούκ΄: Γ:1.9.4.5.
κουσιάφ’: Α:4.4., Β:1.13.2., Β:2.2.3.1., λουλούδι: Β:1.20.4., Γ:1.10.3.
Γ:2.6.7. μ: Β:1.15.2., Β:1.15.3., Β:2.1.1., Β:2.20.
κουσιός: Β:1.10.8. μαγιά: Δ:3.3.2.
κουσιού: Β:1.10.8., Γ:1.8.2. μαγκάλι: **Β:2.7.3.
κουσκούν΄: Β:1.18.2., Γ:1.8.2. μαγκάνι: Β:2.7.3.
κούσπα: Β:1.3.2., Β:1.13.2., Γ:1.9.2., μαϊά: Β:1.21.3., Δ:3.3.2.
Γ:1.9.4.2. μαϊμού: Β:1.21.2.
κούτσικος, Κουτσούκης, Κουτσούκος: μαϊμουντζουλούκ΄: **Γ:1.9.4.5.
Β:1.13.2. μαϊντανός: Β:1.22.3.
κρεβάτι: Γ:2.2.4.1. μαϊχόζ΄κους: Β:2.9.3.2., Γ:2.6.8.3.
κριμάς: Β:1.13.2., Γ:1.2.2.

/ 339 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

μακαβάς: Β:1.20.2., Β:2.19.3., Γ:1.2.2., μεϊντάνι: Β:1.21.5.


Γ:1.8.3.4., Γ:2.2.4.7., Δ:2. μέλισσα: Β:1.22.3., Δ:3.3.3.4.
μακαράς: Δ:2.1., Δ:3.1. μελιτζάνα: Γ:2.4.5.3.
μακάτ΄: Β:1.7.2., Β:2.1.3.1., Β:2.10.1. μεντέρι: Γ:2.4.5.2.
μακάτσ΄: Β:2.10.1. μ(ι) [ουρανικό διχειλικό ρινικό]: Β:1.15.2.,
μακρουλέμπαντου: Γ:2.1.3. Β:2.20.1.
μαλάς: Β:1.14.2. μιγντάν’: Β:1.21.7., Β:2.5.3.
μανάβς: Β:1.20.2. μιζαβίρς: **Γ:1.9.4.5.
Μανάφης: Β:1.1.3.1. μιιντάν’: Β:1.21.5.
μανγκάν΄: Β:2.7.3. μιλέζ΄κους: Β:1.14.2., Β:1.22.2., Β:1.22.3.
μαξούλ΄: Β:1.11.4.1., Β:1.14.2., Β:1.18.4.1., μιλέτ΄: Β:1.7.2., Β:1.14.2., Β:2.1.3.1., Γ:1.5.2.
Β:2.2.3., Β:2.3.3. μιλίσσα: Δ:3.3.3.4.
μάξους, μαξούς: Β:2.2.3., Δ:2. μιντέρ’: Β:1.15.2., Β:1.16.2., Γ:1.4.6.,
μαραγκός: Β:1.22.3. Γ:2.4.5.2.
μασάλ΄: Β:1.14.2., Β:1.18.2. μιντζέρ’: Γ:1.4.6., Γ:2.4.5.2.
μασάτ΄: Β:1.7.2., Β:1.18.2., Β:2.1.3.1., Μιντιούρς: Γ:1.9.4.1., **Γ:1.9.4.5.
Β:2.10.1. μιντιρλίκ΄: Β:1.17.2.
μασάτσ΄: Β:2.10.1. μισίν’: Β:1.19.2., Γ:1.5.2.
μασιά (η): Β:1.19.2., Δ:3.3.2. μιτζίτ’: Β:1.4.2., Β:1.7.2.
μασιάς (ο): Δ:3.3.2. μιτιλίκ΄: Β:1.7.2.
μασκαράς: Β:1.18.2. μιχιούρ΄: Γ:1.9.4.1.
μασκαρατζίκος: Γ:1.9.4.5. μντέρ’: Γ:2.4.5.2.
μασλάτ΄: Β:1.7.2., Β:1.11.3., Β:1.14.2., μονοπάτι: Γ:2.2.4.1.
Β:1.18.2., Β:2.1.3.1., Γ:1.10.5. μουαμπέτ΄: Β:1.2.2., Β:1.7.2., Β:1.11.3.,
μαστίχα: Β:2.2.3. Β:2.1.3.1., Γ:1.8.2.
ματαράς: Δ:2.1., Δ:3.1. μουζαβέζ΄κους: Β:1.20.2., Γ:1.3.7.2.
μάτι: Γ:2.2.4.1. μουζαβίρ΄: Β:1.17.2.
ματικάπι, ματκάπι: Γ:1.4.6. μουζαβιρλίκ΄: Β:1.17.2., **Γ:1.9.4.5.
μαχμούζ΄: Β:1.11.2., Β:1.22.2., Γ:1.8.2. μουζαβίρς: Β:1.17.2., Β:1.20.2., Β:1.22.2.,
μαχμουρλούς: Β:1.11.2., Γ:1.8.2. Γ:1.3.5., Γ:1.3.7.2., Γ:1.3.7.3., Γ:1.5.2.,
μαχόζ’κους: Β:2.9.3.2., Γ:2.6.8.3. Γ:1.9.2.
μαχόσικους: Γ:2.6.8.3. μουζαβίσκους: Γ:1.3.7.3.
μαχόσ’κους: Β:2.9.3.1., Γ:2.6.8.3. μουκαβάς: Γ:2.2.4.7., Δ:2., Δ:3.1.
Μαχμουτλί: Β:1.10.8. μουλαΐμκους: Β:1.14.4., Β:1.15.3., Γ:1.2.2.,
μαχραμάς: Β:1.11.2. Γ:1.9.2.
μαχσούλ΄: Β:1.11.4.1., Β:1.18.4.1., Β:2.2.3., μουλαΐμς: Β:1.14.4., Γ:1.2.2., Γ:1.9.2.
Β:2.3.2.

/ 340 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

μουλαΐνγκους: Β:1.14.4., Β:1.15.3., Β:1.21.2., μπακαρέινους: **Γ:1.4.5.


Γ:1.2.2., Γ:1.9.2. μπακαρτζής: Β:1.17.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.5.
μούλκ΄: Β:1.13.2., Β:1.14.2., Γ:1.9.2. μπακΐρ’: Β:1.17.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.4.,
μούλουξι, μούξι, μούουξι: Γ:1.10.3. **Γ:1.4.5.
μουσαφίρης/μουσαφίρς: Α:1.4., Γ:2.6.5., μπακλαβάς: Β:1.14.2., Β:1.20.2.
Γ:2.6.6. μπακλαή: Α:1.4., Β:1.20.5.
μουσιαφέζ’κους: Β:2.9.3.2., Γ:1.3.5., μπακλαΐ: Α:1.4., Β:1.10.6., Β:1.20.5.
Γ:1.3.7.2., Γ:1.9.2. μπακούρ’: Γ:1.4.2.
μουσλούκ΄: Β:1.13.2., Γ:1.8.2. μπακσίσι: Β:2.10.4.3.
*μουτάφι: Γ:2.1.2. μπαλντάς, μπαλτάς: Β:2.1.3.2.2.
μουταφτσής: Β:1.7.2., Β:1.8.2., Β:1.15.2., μπαμπατζιάν.τς: Β:1.4.2.
Γ:1.8.2. μπαμπατζίκους: Γ:1.9.4.5.
μουφλιούηζς: Α:4.2., Β:1.8.2., Β:1.14.3., μπάμπου: Γ:2.6.8.1.
Β:1.15.2., Β:1.22.4., Β:2.9.3.2., Γ:1.9.2. μπαντγιαβά, *μπαντιχαβά, *μπαντχαβά:
μουφλούζης: Β:1.22.4. Β:2.12.3.2.
μουχαμπέτ’: Β:1.11.2., Γ:1.8.2. μπαξεβάνης: Γ:1.4.5.
μουχόζ΄κους: Β:1.11.2., Β:2.9.3.1., Γ:1.6.2., μπαξές: Β:2.10.4.3., Γ:1.4.5.
Γ:2.6.8.3. μπαξίσι: Β:2.10.4.3.
μουχόσ΄κους: Β:2.9.3.1. Μπάοκ: **Β:2.1.3.3.
μουχτάρς: Β:1.11.2., Β:2.2.3.2., Γ:2.6.3., μπαρδάκ΄: Β:2.1.4.
Γ:2.6.6. μπαρίσ΄: Γ:1.2.2., Γ:1.4.3.
μπ: Β:1.2.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.18.2., μπαρντάκ΄: Β:2.1.4.
Β:2.19. μπασκΐν΄: Β:1.16.2., Β:1.18.2., Γ:1.2.2.,
μπαγδαντί: Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3. Γ:1.4.4.
μπαγδατί: Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3., Β:2.12.2. μπασκούν΄: Γ:1.4.2.
μπαγιάντα (η): Δ:2.1. μπαστούνι: Β:2.10.4.1.
μπαγιαντάς (ο): Δ:2.1., Δ:3.1. μπατάκ΄: Γ:2.5.3.
μπαγνταντί: Β:1.10.2., Β:2.1.3., Β:2.4.3. μπατζιά (η): Δ:3.3.2.
μπαγντατί: Β:1.10.2., Β:2.1.3., Β:2.4.3., μπατζιανάγκδις, μπατζιανάγκ΄δις: **Β:2.9.3.2.
Β:2.12.2. μπατζιανάκους: Β:1.4.2., **Β:2.9.3.2.
μπαδιχαβά: Β:2.12.3.2. μπατζιανάκς, μπατζιανάκ΄ς: **Β:2.9.3.2.
μπαϊάτ΄κους: Β:1.2.2., Β:1.7.2., Β:1.21.2. μπατζιάς (ο): Δ:3.3.2.
μπαϊκούης: Γ:1.8.2. μπατόκ΄: Γ:2.5.3.
μπαΐρ’: Β:1.21.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3. μπατχαβά: Β:2.12.3.2.
μπακαβάς: Β:2.19.3., Δ:2. *μπαχσές: Β:2.10.4.3.
μπάκακας: Β:2.19.3.
μπακάλτς: Β:1.13.3., Β:1.14.2.

/ 341 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

μπαχτατζί: **Β:1.6.2., Β:1.6.3.2., **Β:1.10.2., μπινλίκ΄: Β:1.13.2., Β:1.14.6., Β:1.16.2.,


Β:1.10.7., **Β:2.1.3.2.1., Β:2.4.3., Γ:1.5.2.
Β:2.10.1., Β:2.12.2. *μπιντχαβά: Β:2.12.3.2.
μπαχτσές: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:2.10.4.3., μπιρντές: Β:2.1.3.3.
Γ:1.4.5. μπιρσίμ΄: Γ:2.4.5.1.
μπαχτσιαβανλίκ΄: Β:1.11.2., Β:1.14.6., μπισίκ΄: Β:1.2.2., Β:1.13.2., Β:1.19.2., Γ:1.5.2.
Β:1.16.2., Β:1.16.4.2., Γ:1.2.2. μπίσ΄κα: Β:2.9.3.2.
μπαχτσιαβάνους: Β:1.5.2., Β:1.11.2., μπιτζικλΐκια: Γ:1.9.4.5.
Β:1.16.2., Β:1.16.4.2., Β:1.20.2., *μπιτζ΄χαβά: Β:2.12.3.2.
Β:2.10.4.3., Γ:1.2.2., Γ:1.4.5. μπιτούνκου: Γ:1.9.4.2.
μπαχτσιαβάν.τς: Γ:1.4.5. μπιτσ΄κί: Β:1.13.2., Γ:1.4.3.
μπαχτσιάς: Γ:1.4.5. μπιτσ΄χαβά, μπιτχαβά: Β:2.12.3.2.
μπαχτσίσ΄/μπαχτσίσι: Β:1.2.2., Β:1.11.4.2., μπιχτσής: Β:2.10.4.3.
Β:1.19.2., Β:1.19.4.4., Β:2.4.2., μπλάστρ΄: **Γ:2.4.5.1.
**Β:2.9.3.2., Β:2.10.4.3. μπλίκ΄: Β:2.1.3.2.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.5.,
μπαχτχιαβά: Β:1.20.2., Β:2.12.3.2. Γ:2.6.7.
μπγάς: Γ:2.6.7. μπλιούκ΄: Β:1.2.2., Β:1.14.3., Γ:1.9.2.,
μπεκτσής: Β:2.10.4.3. Γ:1.9.4.3., Γ:2.6.7.
μπελάς: Β:1.14.4. μπλιούρ’: Β:1.14.3.
*μπεντιχαβά: Β:2.12.3.2. μπλούκ΄: Β:1.14.4., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.5.,
μπεξής: Β:2.10.4.3. Γ:2.6.7.
μπερτσές: Β:2.1.3.3. μπνάρ’: Γ:1.8.2., Γ:2.6.7.
*μπετζιχαβά: Β:2.12.3.2. μπντάκ΄: Γ:2.6.3.
μπ(ι) [ουρανικό ηχηρό κλειστό διχειλικό]: μπογιά (η), μπογιάς (ο): Δ:3.3.2.
Β:1.2.2., Β:2.19.1. μπόρτζ΄: Β:1.2.2., Β:1.4.2., Β:1.17.2.,
μπιέν.τσα: Γ:1.3.2. Β:2.1.3., Β:2.9.3.1., Β:2.9.3.4., Γ:1.6.2.
μπιζαβένκς: Β:1.20.2., Β:1.22.2., Γ:1.3.5. μπόρτσ΄: Β:2.1.3.
μπιζιρνώ: Β:1.2.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2. μπουγάς: Β:1.2.2., Β:1.10.2., Γ:2.6.7.
μπιιντίζου, μπιιντώ: Γ:1.3.2. μπουγάτσα: Γ:2.6.7., Δ:2.
μπικιάρ΄: Β:1.17.2. μπουγάτσια: Β:1.5.2., Β:1.10.2., Δ:2.
μπικιαρλίκ΄: Β:1.17.2. μπουζουκτσής, μπουζουξής: Β:2.10.4.3.
μπικιάρς: Β:1.13.2., Β:1.17.2., Γ:1.2.2. μπουιά (η): Β:1.21.2., Γ:1.6.2., Δ:3.3.2.
μπικρής: Β:1.13.2. μπουκούνι: Β:2.10.4.1.
μπικτσής: Β:2.10.4.3. μπουλούκι: Β:1.14.4., Γ:2.6.7.
μπιλιάς: Β:1.14.3., Γ:1.2.2. μπουνάρ΄: Γ:1.8.2.
μπιλΐκ΄: Γ:1.9.4.5. μπουντάκ΄: Β:1.6.2., Β:1.13.2., Γ:2.6.3.
μπινέκ΄: Γ:1.5.2. μπουντρούμ΄: Β:1.6.2., Γ:1.8.2.

/ 342 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

μπουρανί: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:1.17.2., νισιαντίρ΄: Β:1.6.2., Β:1.19.2., Γ:1.2.2.,


Γ:2.6.7. Γ:1.4.3., Γ:1.5.2., Γ:2.4.4.
μπουρέκ΄/μπουρέκι: Β:1.2.2., Β:1.17.2., -νλ-: Β:1.14.6.
Γ:2.6.7. νοικουκύρς: Β:2.7.2.
μπουρμάς: Γ:1.8.2. νουντάς: Β:1.6.2., Β:2.7.2., Γ:1.6.2.
*μπουρσίμ’: Γ:2.6.9.1. νούρα: Δ:3.3.3.4.
μπουρώ: **Γ:2.4.5.1. νουρά: Β:2.7.2., Δ:3.3.3.4.
μπουτσ΄κί: Β:1.13.2., Γ:1.4.2. νουφαλός: Β:2.7.2.
μπουχάρ’: Β:1.11.2. ντ: Β:1.6.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.10.1.,
μπουχαρί: Β:1.11.2. Β:2.11.1., Β:2.11.2., Β:2.12.2., Β:2.12.3.1.,
μπουχτίζω: **Β:2.2.3.2. Β:2.13.
μπουχτσιάς: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.11.2., νταβάν΄: Α:4.2., Β:1.16.2., Β:1.20.2.,
Γ:1.6.2. Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2.
μπράκ: Γ:1.4.6. νταβίζου: Β:1.6.2., Β:1.20.2.
μπρουντζίκ΄: Β:1.2.2., Β:1.4.2., Β:2.1.3.2.2., νταϊάκ΄: Β:1.21.2.
Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.5. ντάιμα: Δ:2.1., Δ:3.1.
μπρουσίμ’: Α:4.2., Γ:2.6.9.1. νταλάκα: Β:1.14.2.
μπρούτσα: Γ:1.4.6. νταμπάκ΄ς: Β:2.1.3.3.
μπ’χαρί: Γ:2.6.7. νταμπάκους: Β:1.2.2.
μσανταριά (η): Δ:2.2., Δ:3.3.2. νταμπάν΄: Β:1.2.2., Β:2.1.3.3.
μσάνταρου: Δ:2.2. νταμπαχανάς: Β:1.13.5.
μσουνταράς (ο): Δ:2.1., Δ:3.1. νταντά: **Δ:3.3.2.
μτάφ’: Β:1.8.2., Γ:1.2.2., Γ:1.8.2., Γ:2.1.2. νταούλι: Β:1.20.4.
μυαλός: Γ:2.7.4. Νταουτλί: Β:1.10.8.
ν(-): Β:1.14.5., Β:1.16., Β:2.1.1., Β:2.6. ντάς: Γ:2.7.4.
-ν: Δ:3.3.5. ντβάρ’: Β:2.13.3., Γ:1.8.2.
*ναλμπάν΄: Β:1.16.3. ντ΄βάρ΄: Α:4.2., Α:4.4., Β:1.6.2., Β:1.20.2.,
νάμ’: Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. Β:2.13.3., Γ:1.5.2.
νάρκλα: Β:2.7.2. ντελικαλής, ντελικαλλής, ντελικανής,
-νγκ΄: Β:1.13.4. *ντελικανλής: Β:1.14.6.
νησ΄κός/νηστικός: Β:2.9.3.2. ντένγκ΄: Β:1.6.2., Β:1.16.2., Β:2.1.3.1.
ν(ι) [ουρανικό φατνοδοντικό ρινικό]: Β:2.7. ντ(ι) [ουρανικό ηχηρό κλειστό φατνοδοντικό]:
νικέηζ: Β:1.22.4., Β:2.9.3.2. Β:1.6.2., Β:2.1.1., Β:2.10.1., Β:2.13.
νίκνα: Β:2.7.2., Δ:3.3.3.1. *ντιβάρι: Β:2.13.3.
νιμπιλμπί: Β:1.16.4.1. ντιμπισίρ’: Β:2.1.3.3., Γ:1.5.2.
νινέ: Β:1.16.2., Γ:2.4.3. ντουβάρι: Β:2.13.3.
νισιάν΄: Β:1.19.2., Γ:1.5.2.

/ 343 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

ντουγραματζής: Β:1.10.2., Β:1.10.8., Γ:1.6.2., ορφάνια, ὀρφανία, ορφανιά: Δ:3.3.3.4.


Γ:2.6.7. *οτζάκι: Γ:1.6.3.
ντουγρού: Β:1.10.2., Β:1.10.8., Γ:1.8.2., ου: Β:2.2.3.1., **Β:2.4.3., Β:2.8.5.,
Γ:2.6.7. Β:2.12.3.1., Β:2.21.2., Γ:1.3.5., Γ:1.3.6.,
ντουζλούκ΄: **Γ:1.9.4.5. Γ:1.4.2., Γ:1.4.6., Γ:1.4.7.6., Γ:1.6.2.,
ντουζτζίζου: Γ:1.9.2., **Γ:1.9.4.6. Γ:1.6.5.2., Γ:1.7.2., Γ:1.8.2., Γ:1.9.2.,
ντουμπέκ΄: Β:1.2.2., Β:1.6.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4., Γ:1.9.5., Γ:1.10.3., Γ:2.1.,
**Γ:1.9.4.6. Γ:2.2.4.6., Γ:2.2.4.9., Γ:2.5.1., Γ:2.5.2.,
ντουνιάς: Β:1.21.2., Γ:1.9.2. Γ:2.6., Γ:2.7.2.
ντουρού: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Γ:1.8.2., ου-: Γ:1.6.3., Γ:1.7.3.1., Γ:1.8.3.3., Γ:1.9.3.,
Γ:1.10.3., Γ:2.6.7. Γ:2.7.2.
ντουσέκ΄: Γ:1.7.2. -ου: Γ:2.6.8.1.
ντουσ΄μάνους: Γ:2.6.4. -ού: Β:2.11.3.
ντουφέκι: Β:2.12.3.1., Γ:1.9.2. ούδ΄: Β:1.20.4., Γ:1.10.3.
ντραγατζίκια: Γ:1.9.4.5. ουίσκι: Β:1.20.4.
*ντσ: Β:2.15.3. ουκά: Β:1.13.3., Δ:3.3.3.4.
ντφέκ΄: Β:2.12.3.1. ουκνά (η): Γ:2.7.4., Δ:3.3.3.1., Δ:3.3.3.4.,
νώμους: Β:2.7.2. Δ:3.3.4.
ξ: Β:2.2.3., Β:2.10.4.3. ουλταλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5.
ξάδερφος: **Γ:2.2.4.2., Γ:2.7.4. ουμούργια: Β:1.17.2.
ξιάφ’: Α:4.4., Β:2.2.3.1. ουμουρτζής, ουμουρτζού: Β:1.17.2., Β:2.11.3.
ξίκλουσουν: Γ:1.5.2., Γ:1.6.2., Γ:1.8.2. -ούνι: Β:2.10.4.1.
ξιλάγκζα, ξιλακκίζου: **Β:2.9.3.2. ουντά (τουν-): Β:2.7.2.
ξός: Β:2.2.3. ουόχ΄: Β:1.20.4.
ο: Β:2.8.5., Γ:1.3.5., Γ:1.4.6., Γ:1.6.2., ουρά: Β:2.7.2.
Γ:1.7.2., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4., Γ:2.1., Ουρανία: Δ:3.3.3.4.
Γ:2.2.4.1., Γ:2.5., Γ:2.6.7., Γ:2.7.4. Ουρλί: Β:1.10.8.
ο-: Γ:2.7.2. ούρδα: Β:1.20.4.
οικοκύρης: Β:2.7.2. ουρμάν΄: Β:1.16.2., Β:1.20.4., Γ:1.6.2.,
οκά: Δ:3.3.3.4. Γ:1.6.3., Γ:2.7.2.
όκνα (η): Δ:3.3.4. ουρνέκ΄: Γ:1.7.2., Γ:1.7.3.1., Γ:2.7.2.
οκνάς (ο): Γ:2.7.2., Γ:2.7.4. ουρνίθα: Δ:3.3.3.4.
ομυαλός: Γ:2.7.4. ουρσούζ-: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Β:1.22.2.,
-όνι: Β:2.10.4.1. Γ:1.10.5., **Β:2.9.3.2.
οντάς: Γ:2.7.4. ουρσούζ΄κου/ουρσούσ΄κου: Β:1.10.4.,
ορμάνι: Γ:2.7.2. Β:1.22.2., Β:2.8.4., Β:2.9.3.2.
όρνιθα: Δ:3.3.3.4. ουρσουζλίκ΄: Γ:1.8.2., Γ:1.8.3.2., Γ:1.9.4.5.

/ 344 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

ουρσουζλούκ΄: Β:1.14.2., Β:1.22.2., Γ:1.8.2., πατλιτζιάν΄: Α:1.4., Β:1.3.2., Β:1.4.2., Β:1.7.2.,


Γ:1.8.3.2. Β:1.14.2., Β:1.16.2., Γ:1.4.7.5., Γ:2.4.4.,
ουρσούηζ: Β:1.10.4., Γ:1.8.2. Γ:2.4.5.3.
ουρσούηζς: Β:1.10.4., Β:1.18.2., Γ:1.8.2. *πατλιτζιάνα: Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.5.3.
ουρσούης: Β:1.10.4. πέρδικα: Δ:3.3.3.4.
ουρσούσ΄κου/ουρσούζ΄κου: Β:1.22.2. πέρυσι: **Γ:2.4.5.1.
-ούς: Β:2.11.3. πετιμέζι: Β:2.9.3.2., Γ:2.7.2.
ουστάς: Γ:1.8.2. πετουμέζι: Γ:2.7.2.
ουτζιάκ΄: Β:1.4.2., Γ:1.6.2., Γ:1.6.3., πέτουρα: Δ:3.3.6.
Γ:2.4.5.1., Γ:2.7.2. π(ι) [ουρανικό άηχο κλειστό διχειλικό]:
οφαλός: Β:2.7.2. Β:1.3.2., Β:2.18.1.
οφανός: Γ:2.7.4. πιζιβέγκς: Γ:1.3.2.
π: Β:1.3.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.18. πιλάφι: Β:1.14.4., Β:1.20.3.
παγαίνω: Β:1.21.2. πινακωτή: Β:1.10.5.
παζάρ΄: Β:1.3.2., Β:1.22.2. πινέτα: Β:1.10.5., Γ:1.5.2.
παζβάν.τς: Β:1.20.2. πινιβρέκ΄: Β:1.3.2., Β:1.20.2.
παϊαίνου: Β:1.21.2. πινιρλί: Β:1.14.2., Β:1.17.2., Β:1.21.6.,
παλιουμέντιρου: Γ:2.4.5.2. Γ:1.5.2.
παλιουντούφικου: Β:2.12.3.1., Γ:1.9.2., Πινιρτζής: Β:1.21.6.
**Γ:1.9.4.6. πιρδίκα: Δ:3.3.3.4.
Πάοκ: **Β:2.1.3.3. *πιρντές: Β:2.1.3.3.
πάου: **Β:1.20.4. πιρτσές: Β:2.1.3.3.
Παπάζογλου: Β:1.1.3.1. πισκέσ΄: Β:1.19.2., Β:1.19.4.1., **Β:2.9.3.2.
παπάς: Β:1.22.3. πισκίρ’: Β:1.19.2., Β:1.19.4.1., Γ:1.3.2.,
παπούτσ’: Γ:1.8.2. Γ:1.5.2., Γ:2.1.2.
παπτσής: Β:2.11.3., Γ:1.8.2. πισ΄μανλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5.
παπτσού: Β:2.11.3. πιστεύσω, πιστέψω: Β:2.2.3.
παραλΐς: Β:1.14.2., **Β:2.11.3., Γ:1.2.2., πιτλιτζιάνα: Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.5.3.
Γ:1.4.4. πιτ΄μέζ΄: Β:1.7.2., Β:1.15.2., Β:1.22.2.,
παρηγόργια, παρηγορία, παρηγουργιά: Β:2.9.3.2., Γ:2.7.2.
Δ:3.3.3.4. πιτρίκ΄: Γ:1.5.2.
παρμακλΐκ΄: **Γ:1.9.4.5. πίτσ΄κου: Β:1.3.2., Β:1.5.2., Γ:1.5.2.
παρτάλ΄: Β:1.14.2. πιτσ΄μέζ΄: Γ:2.7.2.
πασιάς: Β:1.19.2. πλιάφ΄: Β:1.3.2., Β:1.14.3., Β:1.20.3., Γ:1.2.2.,
Πασκαλιά: Δ:1. Γ:1.5.2.
πατλατζιάνα: Γ:2.2.4.8., Γ:2.4.5.3. ποίημα(ν), ποίηση, ποίμα(ν), ποίση: Γ:1.10.3.
πουακίδα: Β:1.20.4.

/ 345 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

πούλ΄: Β:1.3.2., Β:1.14.2., Γ:1.8.2. σατίρα: Γ:2.6.3.


πουλακίδα: Β:1.20.4. σατίρι: Γ:2.6.3.
πουτόκ΄: Γ:2.5.3. σατούρ’: Α:1.4., Γ:2.6.3.
πουτούρ’: Γ:1.6.2., Γ:1.8.2. *σατσιάκ΄: Β:2.8.5.
προχτές: **Γ:2.4.5.1. σεβαίνω, σέβηκα: **Δ:3.3.3.3.
ρ: Β:1.17., Β:2.1.1., Β:2.1.3.3., Β:2.1.4., σεντούκι: Γ:1.3.7.4.
Β:2.15.2., Β:2.17.2., Β:2.21., Γ:2.7.2., Σερμπέζης: **Β:1.1.3.1.
Δ:3.3.2. σέφκα: **Δ:3.3.3.3.
-ρά: Δ:3.3.2. σηκώνω: Β:2.9.3.2.
ραγκαβανιά: Β:1.9.2., Γ:1.3.3. -σι: Β:2.9.3.2.
ρακή: Β:1.13.2. σ(ι) [ουρανικό άηχο φατνιακό συριστικό]:
Ράνια: Δ:3.3.3.4. Β:1.18., Β:1.19.2., Β:1.19.4., Β:2.8.,
-ργ-: Β:2.5.2. Β:2.9.2., Β:2.9.3.2., Β:2.9.3.3., Γ:1.3.7.2.,
ρ(ι) [ουρανικό]: Β:1.17.2., Β:2.13.3., Β:2.21.1. Γ:1.9.4., Δ:3.3.3.3.
ριζές: Β:1.22.2. σιαϊάκ΄: Β:1.19.2., Β:1.21.2.
ριτσέλ΄: Β:1.5.2., Β:1.14.2. σιαΐν΄: Β:1.11.3.
ρμ: Γ:2.7.2. σιακάδ΄: Β:1.19.2.
ρμάν΄: Γ:1.6.3., Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. σιακατζής, σιακατζού: Β:2.11.3.
ρνέκ΄: Γ:1.7.3.1., Γ:2.2.3., Γ:2.7.2. σιαματάς: Β:1.7.2., Β:1.19.2.
ρουμάνι: Γ:2.7.2. σιαντούκ΄: Α:4.2., Α:4.4., Β:1.18.4.2., Γ:1.3.4.,
σ: Β:1.18.2., Β:1.18.4.4., Β:1.22.5., Β:2.1.1., Γ:1.3.7.4., Γ:2.2.2.
Β:2.8., Β:2.9.2., Β:2.9.3.2., Β:2.10.1., σιαρμπέτ’: Γ:1.3.3.
Γ:1.9.4.3., **Δ:3.3.3.3. σιαρπόζ΄: Β:1.3.2., Β:1.18.4.2., Β:2.9.3.,
-ς: Β:1.22.3. Γ:1.3.4., Γ:1.6.2., Γ:2.2.2.
σαγλάμκους.: Β:1.10.2., Β:1.10.8. σιατραβάν΄: Β:1.19.2., Β:1.20.2., Γ:1.4.5.
σακΐν: Γ:1.2.2., Γ:1.4.4. σιατσιάκ΄: Β:1.18.4.3., Β:2.8.5.
σαλάμκους: Β:1.10.4., Β:1.10.8., Γ:1.10.3. *σιαχνισίν΄: Γ:2.4.5.4.
σαντακά: Γ:1.2.2. σιβαίνου: **Δ:3.3.3.3.
σαντέθκους: Β:1.6.2., Γ:1.10.3. *σιδερόγδι: Β:2.4.3.
σαντούκ΄: Γ:2.2.4.9., Γ:2.6.3. σιδιργούδ΄, σιδιρουγούδ’: **Β:2.4.3.
σαντράτσ΄: Γ:1.4.6. σιδιρόχτ΄: Β:2.4.3.
σαραϊλί: Β:1.14.2., Β:1.21.2. σικλέτ΄: Β:1.14.2., Β:1.18.2.
σαραπόσ΄: Β:2.9.3.1. σιλάχι: Β:1.14.4.
σαράτσ΄: Β:1.5.2., Β:2.1.3.1. σιλιάχ΄: Β:1.11.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.5.2.
σαράφς: Β:1.8.2., Β:1.17.2. σιμπιές: Β:1.2.2., Γ:1.9.4.4.
σαργκί: Β:1.9.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2., Γ:1.3.3. σιμτσής: Γ:1.5.2.
σατίρ’: Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:2.6.3.

/ 346 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

σιντούκ΄: Α:4.2., Α:4.4., Β:1.16.2., Β:1.18.2., σπιρούνι: Β:2.10.4.1.


Γ:1.3.7.4., Γ:1.8.2. στουμπέτσ΄: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.7.2.,
σιουμπιές: Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4. Β:2.1.3.1., Γ:1.9.2., Γ:1.9.3., **Γ:1.9.4.6.
σιουρμπέτ΄: Γ:1.9.4.4. ΣτΣ: Β:2.10.4.3.
σιουτζιούκ΄: Β:1.4.2., Β:1.18.4.3., Β:2.8.5., συνεννο(γι)ούμαι, *συνιννουιούμι, συνουιούμι:
Γ:1.8.2., Γ:1.9.4.4. Γ:1.10.3.
σιρμαϊές: Β:1.18.2., Β:1.21.2. σώνου: Γ:2.2.4.2.
σιτζίμ΄: Β:1.4.2., Β:1.18.2., Γ:1.5.2. τ: Β:1.7.2., Β:2.1.1., Β:2.1.3., Β:2.10.1.,
σιτζιούκ΄: **Β:2.8.5., Γ:1.8.3.1., Γ:1.9.4.4. Β:2.11.1., Β:2.12.1., Β:2.12.2., Β:2.12.3.2.,
σιχάθηκα: Β:2.9.3.2. Β:2.13.2.
σιχνισίν΄: Β:1.11.2., Β:1.16.2., Β:1.19.2., τα: Γ:2.7.2.
Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.4. τα κουσιού: Γ:1.8.2.
σιχτίρ: **Β:2.2.3.2. *ταβάν΄, ταβάνι: Β:2.1.3.3.
-σ΄κ-: Β:2.9.3.2. ταζέθκους: Β:1.7.2., Β:1.22.2.
σκαλτσούνι: Β:2.10.4.1. ταϊλιάκ΄: Β:1.21.2.
σκαμνί: Γ:2.4.5.1., Δ:1. ταλαιπώρια, ταλαιπωρία, *ταλαιπωριά:
σκαμπίλια: Γ:2.4.5.1. Δ:3.3.3.4.
Σκαρκιώτς, Σκΐρκα: **Γ:1.4.5. ταμάχ΄: Β:1.11.2., Β:1.13.6.2.
σ΄κώνου: Β:2.9.3.2. ταμαχιάρς: Β:1.13.6.2., Γ:1.2.2.
σ΄μίτ΄: Β:1.7.2., Β:1.15.2., Β:1.18.2., ταμαχκιάρς: Β:1.13.6.2.
Β:2.1.3.1., Β:2.10.1., Γ:1.5.2. ταμπάκης, ταμπάκ΄ς: Β:2.1.3.3.
σ΄μίτσ΄: Β:2.10.1. ταμπάν΄: Β:2.1.3.3.
σ΄νί: Β:1.16.2., Β:1.18.2., Γ:1.5.2. ταμπαχανάς: Β:1.13.5.
σόι: Β:1.18.2., Β:1.21.2., Γ:1.6.2. ταξιράτ’: Γ:1.5.2.
σουγιάς (ο): Δ:3.3.2. ταούκ γκιοξού: Β:1.20.4.
σούζ: Β:1.22.3., Β:1.22.4. ταπί: Β:1.3.2.
σουιά (η): Δ:3.3.2. ταρατόρ΄: Γ:1.2.2., Γ:1.6.2.
σουκάκ΄: Β:1.18.2., Γ:1.6.2. ταρχανάς: Β:2.21.2.
σουλιμάς, σουλουμάς, σουλουμές: Δ:3.3.5. ταρχΐν΄, ταρχούν’: Β:2.21.2.
σουργκούν’: Β:1.9.2., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.2., ταχΐν΄: Α:3.8.1., Β:1.7.2., Β:1.11.2., Β:1.16.2.,
Γ:1.9.4.3. Β:2.21.2., Γ:1.4.7.3.
σουρέτ’: Γ:1.8.2. ταψί: Γ:1.3.5.
σουρντίζου: Β:1.6.2., Β:1.18.2., Β:2.1.4., τεκνές: **Γ:1.4.6.
Γ:1.9.2. τελάλης: Β:1.14.4.
*σουτζιούκ΄: Β:2.8.5. τέντζερες, τέντζερης: Δ:3.1.
σούφρα (η), *σουφρά (η): Δ:3.3.3.4. τέντζιαρς: Δ:2.1., Δ:3.1.
σουφράς (ο): Β:1.8.2., Β:1.18.2., Γ:2.6.7. τεσσάρι, τέσσερα, *τεσσεράρι: Γ:1.10.3.

/ 347 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

τέτζερης: Δ:3.1. τζιουμπανλίκ΄: Β:1.14.6., Β:1.16.2.,


τζ: Β:1.4.3., **Β:2.1.1., Β:2.11.1., Β:2.11.3. Β:1.16.4.2.
τζάκι: Γ:1.6.3., Γ:2.7.2. τζιουμπάνους: Β:1.2.2., Β:1.16.2., Β:1.16.4.2.,
τζαμπάσης: Β:1.22.3. Β:2.1.3.3.
τζέπ΄: Β:1.3.2., Β:2.1.3.1. τζιουμπές: Β:1.2.2., Β:1.4.2., Γ:1.9.2.,
τζέπς: Β:1.3.2., Β:1.4.2., **Γ:2.4.5.1. Γ:1.9.4.3.
τζέπχια: Β:1.3.2. τζιουμπούζ΄: Β:2.9.3.3.
-τζής: Α:1.2., Β:2.11.3. τζιουμπούσ΄: Β:2.9.3.3., Γ:1.9.2.
τζ(ι) [ουρανικό ηχηρό φατνιακό τζιουντάν΄: Γ:1.9.2.
προστριβόμενο]: Β:1.4.2., Β:1.5.3., τζιουτζές: Γ:1.9.2.
Β:2.8.5., Β:2.9.3.1., Β:2.10.1., Β:2.10.2., τζιουτζιουκλάργια: Β:1.14.2., Β:1.17.2.,
Β:2.11., Β:2.12.3.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.3., Β:2.1.3.3., Γ:1.9.4.4.
Γ:2.4.5.1. τζιτζ΄βές: Β:1.4.2., Β:1.20.2.
τζιάκ΄: Γ:1.6.3., Γ:2.2.3., Γ:2.4.5.1., Γ:2.7.2. τζιτζικλάργια: Γ:1.6.4., Γ:1.8.3.1., Γ:1.9.4.4.
τζιακλίκ΄: Β:1.14.2. -τζού: Β:1.4.3., Β:2.11.3.
τζιάμ΄: Β:1.4.2., Γ:2.2.4.10., **Γ:2.4.5.1. τ(ι) [ουρανικό άηχο κλειστό φατνοδοντικό]:
τζιάμ΄ πλιάφ΄: Β:1.4.2., Γ:1.2.3.2., Γ:1.3.7.7., Β:1.7.2., Β:2.10.1., Β:2.12.1., Β:2.12.3.1.,
Γ:2.2.4.10. Β:2.13.1., Β:2.13.2.
τζιαμλίκ΄: Β:1.4.2. τιβικέλτς: Β:1.13.3.
τζιαμπάηζς: Β:1.4.2., **Γ:2.4.5.1. τιλιάλτς: Β:1.7.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2.
τζιαμπάζ΄: Β:1.22.2. τιλιατίν΄: Β:1.7.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.3.2.,
τζιαμτζής: Β:1.4.2. Γ:1.5.2., Γ:2.4.5.5.
τζιάν΄: Β:1.4.2. τιλιτίνια: Γ:2.4.5.5.
τζιανταρμάς: Β:1.4.2., Β:1.12.2. τιμινάς: Β:1.16.2.
τζιαντές: Β:1.4.2., Β:1.6.2. τιμπέλτς: Β:1.14.2.
τζιαντίρ’: Β:2.1.3.3. *τιμπισίρ’: Β:2.1.3.3.
τζιαντΐρ΄: Β:1.6.2., Β:2.1.3.3. τιρλίκ΄: Γ:1.5.2.
-τζίκ΄: Γ:1.9.4.5. τισκιρές: Β:1.7.2., Β:1.13.2., Β:1.17.2.,
τζιλές: Γ:1.5.2. Β:1.18.4.4., Β:1.22.5., Γ:1.3.2.
τζιλιάς: Β:1.4.2., Β:1.14.3., Γ:1.2.2., Γ:1.5.2. τισσάρ΄, τισσιράρ΄: **Γ:1.10.3.
τζιλιάτς: Β:1.14.3., Γ:1.2.2. τιτιούν΄: Α:4.2., Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.2.,
τζιμπανάκ΄: Γ:1.9.4.4. Γ:1.9.4.6.
τζιμπάνους: Γ:1.6.4., Γ:1.9.4.4. τιφτέρ΄: Β:1.7.2., Β:1.8.2.
τζιόπς: Γ:1.7.2. τιφτίκ΄: Γ:2.4.3.
τζιουγάπι: Β:1.20.5. τκάλ΄: Γ:1.8.2.
Τζιουμάς: Β:1.4.2., Γ:1.8.2. τ΄μάσ΄κα: Β:2.9.3.2.
το: Γ:1.6.3.

/ 348 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

τόζ’: Γ:1.6.2. τσ(ι) [ουρανικό άηχο φατνιακό


τόκα (η): Δ:2. προστριβόμενο]: Β:1.5.2., Β:2.8.5.,
τον καιρό: **Β:2.1.3.1. Β:2.9.3.4., Β:2.10., Β:2.11., Β:2.12.3.2.,
τόπ’: Γ:1.6.2. Γ:1.3.6., Γ:1.5.3., Γ:1.6.4., Γ:1.8.3.1.,
τόπα: Β:1.3.2., Β:1.7.2., Γ:1.6.2. Γ:1.9.4.1., Γ:1.9.4.3., Γ:1.9.4.4.
τορβάς: Β:2.1.4. τσι-: Γ:2.6.9.2.
τότε: **Γ:2.4.5.1. τσιάι: Β:1.5.2., Β:1.21.2., Β:2.10.4.1.
του: Γ:1.6.3., Γ:1.7.3.1., Γ:1.9.3., Γ:2.7.4. τσιαΐρ’: Β:1.5.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.3.
τούζλα: Γ:1.8.2., Δ:2.1. τσιακίλ’: Γ:1.4.3.
τουκάς (ο): Δ:2., Δ:3.1. τσιακΐλ΄: Α:4.3., Β:1.5.2., Β:1.13.2., Γ:1.4.4.
τουλούμ΄: Β:1.14.2., Γ:1.8.2. τσιαλιστιμένους: Β:1.5.2., Β:1.7.2., Β:1.14.2.,
τουν κιρό: **Β:2.1.3.1. Β:1.19.2., Γ:1.2.2., Γ:1.4.3., Γ:2.4.5.6.
τούντζ΄: Β:1.4.2., Β:1.7.2., Β:1.16.2., *τσιαντίρ’, *τσιαντΐρ΄: Β:2.1.3.3.
Β:2.1.3.1., Β:2.9.3.1. τσιαπάρκα: Β:1.3.2., Β:1.5.2.
*τουρβάς: Β:2.1.4. τσιαπλακιά: Γ:1.4.5.
τουρλιού: Β:1.7.2., Β:1.10.8., Β:1.14.3., Τσιάπου: Α:4.2., Γ:2.6.8.1.
Β:1.17.2., Γ:1.9.2. Τσιάπς: Γ:2.6.8.1.
τουρλού: Β:1.10.8. τσιαράκ΄: Γ:1.4.5., Γ:2.6.8.1.
τουρσί: Β:1.10.8. τσιαρδάκ΄: Β:2.1.4.
*τουτούν΄, τουτούνι: Γ:1.9.4.6. τσιαρές: Β:1.5.2., Γ:1.10.3., Γ:2.2.4.12.
τουφέκι: Β:2.12.3.1. τσιαρίσ΄: Γ:2.2.4.12.
τρακάσ΄: **Β:2.9.3.2. τσιαρντάκ΄: Β:2.1.4.
τραπαλούκ΄: Γ:1.4.2. τσιαρσί: Β:1.5.2.
τράπεζα: Γ:2.6.9.1. Τσιαρσιαμπάς: Β:1.5.2., Β:1.19.2., Β:1.19.4.2.
τραχανά (τα), τραχανάς (ο): Β:2.21.2., *τσιαρσιάφ΄: Β:1.19.4.2.
Δ:3.3.6. τσιαρτσιαβές: Γ:1.3.5., Γ:2.2.4.11.
τραχΐν΄, τραχούνι: Β:2.21.2. Τσιαρτσιαμπάς: Β:1.19.4.2.
τρουβάς: Β:1.7.2., Β:2.1.4. τσιαρτσιάφ’: Β:1.8.2., Β:1.17.2., Β:1.19.4.2.,
τρώου: **Β:1.20.4. Γ:1.3.5., Γ:2.2.4.11.
τσ: Β:1.5.3., **Β:2.1.1., Β:2.10.1., Β:2.10.3., τσιαρτσιαφές: Γ:1.3.5., Γ:2.2.4.11.
Β:2.10.4.1., Β:2.11.3., Β:2.15.3. τσιασίτ΄: Β:1.5.2., Β:1.7.2., Β:1.19.2.,
τσάι: Β:2.10.4.1. Β:2.1.3.1., Γ:1.5.2.
τσαμπούκα, τσαμπουκάς: Δ:3.3.3.4. τσιατί: Β:1.5.2., Β:1.7.2.
τσαντίρι: Β:2.1.3.3. τσιατσ΄μάδ΄: Β:1.5.2.
τσαρούχ΄/τσαρούχι: Β:2.10.3. τσιαχρές: Β:1.5.2.
-τσής: Β:2.10.3., Β:2.11.3. τσιβί: Γ:1.5.2., Γ:1.9.4.4.

/ 349 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

τσικμιτζές: Β:1.4.2., Β:1.5.2., Β:1.13.2., τσιουρτσιουβές: Γ:1.3.6., Γ:1.9.4.4.


Β:1.15.2. τσιουσ΄μές: Γ:1.3.7.6., Γ:1.6.5.2., Γ:2.6.9.2.
τσικρίκ΄: Β:1.5.2., Γ:1.4.3., Γ:1.4.7.6. τσιουτζιουκλάργια: Β:1.4.2., Β:2.1.3.3.,
τσιλιστιμένους: Γ:1.2.3.3., Γ:2.4.5.6. Γ:1.6.2.
τσιμιλίκ΄: Β:1.5.2., Β:1.14.6., Β:1.16.4.2., τσιουφλίκ΄: Β:1.8.2., Β:1.14.2., Γ:1.5.3.,
Γ:1.3.2., Γ:1.5.2. Γ:1.9.4.4.
τσίμπλα: Γ:1.9.4.4. τσιουφτές: Γ:1.5.3., Γ:1.9.4.4.
τσιμπούσι: **Β:2.9.3.3. *τσιπλάκ΄: Γ:1.4.7.6.
τσινάρ’: Γ:1.4.7.5., Γ:2.4.4. *τσιράκ΄, τσιράκι: Γ:1.4.7.6.
τσινί: Β:1.5.2., Γ:1.5.2. τσιραλίκ΄: Β:1.5.2.
τσιόζια: Β:1.5.2., Γ:1.7.2. τσιράπ’: Γ:1.6.4., Γ:1.9.4.4.
τσιόκ.τσα: Γ:1.7.2. τσιρέκ΄: Β:1.21.6., Γ:1.9.4.4.
τσιόρβα: Β:2.1.4. τσιρίζ’: Β:2.9.3.4.
τσιου-: Γ:2.6.9.2. τσιρίσ΄: Β:1.5.2., Β:1.19.2., **Β:2.9.3.2.,
τσιουβάλ΄: Β:1.5.2., Β:1.20.2., **Β:2.10.4.1. Β:2.9.3.4., Γ:2.2.4.12.
τσιουβί: Β:1.20.2., Γ:1.5.3., Γ:1.9.4.4. τσιρτσιβές: Β:1.5.2., Β:1.20.2., Γ:1.3.2.,
τσιουκρίκ΄: Γ:1.4.7.6. Γ:1.9.4.4.
τσιουκτίζου: Γ:1.7.2. τσισκιρές: Β:1.18.4.4., Β:1.22.5.
τσιούλ΄: Β:1.5.2., Γ:1.8.2. τσισ΄μές: Γ:2.6.9.2.
τσιουμπάνους: Β:2.1.3.3., Γ:1.2.2., Γ:1.6.2., *τσιφλίκ΄/τσιφλίκι: Γ:1.9.4.4.
Γ:2.1.2. τσιφτές: Γ:1.5.2., Γ:1.9.4.4.
τσιουμπέρ΄: Γ:1.9.4.4. τσιφτσής: Β:1.5.2., Β:1.8.2., Γ:1.5.2.
τσιούμπλα: Γ:1.9.4.4. τσιχρές: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Γ:1.3.2., Γ:2.4.3.
τσιουμπούσ΄: Β:2.9.3.3. τσκάλ΄: Β:2.10.4.1., Γ:1.4.6.
τσιουπλάκ΄: Γ:1.4.7.6. τσ΄νί: Γ:1.5.2.
τσιουπλακιά: Β:1.3.2. τσομπάνης, τσοπάνης: Β:2.1.3.3.
τσιουράκ΄: Γ:1.4.7.6. -τσού: Β:2.10.3., Β:2.11.3.
τσιουράπ’: Γ:1.9.4.4. τσουβάλι: **Β:2.10.4.1.
τσιουρβάς: Β:2.1.4. τσούκα: Β:2.10.4.1.
τσιουρέκ΄: Β:2.10.3. τσουκαλάς: Β:2.10.4.1., Γ:1.4.6.
τσιουρμάς: Γ:1.8.2., Γ:1.8.3.3., Γ:2.7.4. τσουκάλι(ν): Β:2.10.4.1.
τσιουρμπατζής: Β:1.2.2., Β:1.5.2., Β:1.17.2., τσουκνίδα: **Γ:1.4.6.
Β:2.1.4. τσουράκ΄, τσουρέκι: Β:2.10.3.
τσιουρμπάς: Β:2.1.4. τυράννια, τυραννία, *τυραννιά: Δ:3.3.3.4.
τσιουρουβάς: Β:1.5.2., Β:1.17.2., Β:2.1.4. τφάν΄, τ΄φάν΄: Β:1.8.2.
τσιουρούκ΄: Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.3. τ΄φέκ΄: Β:1.8.2., Β:2.12.3.1., Γ:1.9.2.
τσιουρουκλούκ΄: Β:1.14.4., Γ:1.9.2., Γ:1.9.4.5. υναίκις: Β:1.21.3.

/ 350 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

υνί: Β:1.21.4. χαζΐρκους: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.22.2.,


υπαλληλίκι, *υπαλληλιλίκι, υπάλληλος: Γ:1.4.4.
Γ:1.10.3. χαϊβάν’: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:1.21.2.
ύριψιν: Β:1.21.3. χαΐρ΄: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.21.2., Γ:1.4.3.
υφαίνω: Β:1.21.4. χαϊρσΐηζς: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:1.18.2.,
φ: Β:1.8.2., Β:2.1.1., Β:2.16. Γ:1.4.4.
φαγείν, φαγί: Β:1.21.2. χαϊρσΐζ΄: Β:1.22.2.
φαγιά: Β:1.21.2., Β:1.21.3. χαϊρσΐζ΄κου: Β:1.22.2., Β:2.9.3.2.
φαΐ: Β:1.21.2. χαλβάς: Β:1.11.2., Β:1.14.2., Β:1.20.2.,
φαϊά: Β:1.21.2., Β:1.21.3. Γ:2.7.2.
φανός: Γ:2.7.4. χαλές: Β:1.11.2., Β:1.14.2.
φαράς: Β:2.9.3.2., Δ:3.3.5. χαλιβάς, χαλουβάς: Γ:2.7.2.
φαράσ΄: Β:1.8.2., Β:1.19.2., **Β:2.9.3.2. χαμαϊλί: Β:1.11.2., Β:1.14.2., Β:1.21.2.
φ(ι) [ουρανικό τριβόμενο άηχο χειλοδοντικό]: χαμούρ΄: Β:1.11.2., Γ:2.6.3.
Β:1.8.2., Β:2.12.3.1., Β:2.16.1. χάν΄: Β:1.11.2., Β:1.16.2.
ΦιΦ [ακολουθία φωνήεντος-ημιφώνου- χανούμσα: Β:1.11.2.
φωνήεντος]: Β:1.21.2., Β:2.5.1. χαντζής: Β:1.11.2., Β:1.16.2., Β:2.11.3.
φκαίν-νω: Β:2.4.3. χαντζού: Β:1.16.2., Β:2.11.3.
φκάλ-λω: Β:2.4.3. χαντούμς: Β:1.6.2., Β:1.11.2., Γ:1.4.2.
φοβηθώ: **Β:2.9.3.2. χαρανί: Β:1.11.2.
φορά, φοράα, φοράδα, φοράες: Γ:1.10.3. χάρτζ΄: Β:2.9.3.4.
φουβθώ: **Β:2.9.3.2. χάρτσ΄: Β:1.5.2., Β:1.11.2., Β:2.1.3.1.,
φουκαράς: Β:1.8.2., Γ:2.6.3. Β:2.9.3.4.
φουκαρατζίκος: Γ:1.9.4.5. χαρτσιώνου: Β:2.9.3.4.
φουφθώ: **Β:2.9.3.2. χαρτσ΄λΐκ΄: **Γ:1.9.4.5.
φχάει: **Β:2.9.3.2. χασάπ΄: Β:1.3.2., Β:2.1.3.1.
χ: Β:1.11.2., Β:2.1.1., Β:2.2.3., Β:2.4., χασάπης: Β:1.13.5.
Β:2.12.3.2. χασάπς: Β:1.3.2., Β:1.13.5.
χαβάν’: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Δ:3.3.5. χασίλ΄: Β:1.11.2., Β:1.18.2.
χαβάς (1): Β:1.11.2., Β:1.20.2., Δ:3.3.5. χατάς: Β:1.11.2.
χαβάς (2): Δ:3.3.5. χατζής, χατζιλίκ΄: Β:1.4.2., Β:1.11.2.
χαβλί: Β:1.10.8., Β:1.11.2. χατίλ’: Β:1.11.2., Γ:1.4.3.
χαβούζ΄: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:1.20.4., χατίρ΄: Β:1.7.2., Β:1.11.2., Β:1.17.2., Γ:1.4.3.
Β:1.22.2., Γ:1.8.2. χατιρτζής: Β:1.11.2., Β:1.17.2., Β:2.11.3.
χαβούζα: Β:1.20.4. χατιρτζού: Β:1.17.2., Β:2.11.3.
χαζάνι: Β:1.13.5. χατσίλ΄: Β:1.11.2.
χθ: Β:2.4.3.

/ 351 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Ελληνικά [13]

χθές: **Γ:2.4.5.1.
χ(ι) [άηχο τριβόμενο ουρανικό]: Β:1.11.2.,
Β:1.21.2., Β:2.4., Β:2.12.3.2.
χιράμ’: Γ:2.4.5.1.
χιργκιλές: Β:1.9.2., Β:1.11.2., Γ:1.3.2.
χνέρ’: Β:1.11.2., Γ:1.9.2.
χόζ΄κα, χόσ΄κα: Β:2.9.3.2.
χόσ΄κους: Β:1.11.2.
χουβαρδάς: Β:1.11.2., Β:1.20.2., Β:2.1.4.
χουβαρντάς: Β:2.1.4.
χουζούρ΄: Β:1.11.2., Β:1.22.2.
χουζουρτζής: Β:1.11.2.
χούι: Β:1.11.2., Β:1.21.2., Γ:1.8.2.
χουιλού, χουιλούς: Β:1.11.2., Β:1.14.2.,
Β:1.21.2., Β:2.11.3., Γ:1.8.2.
χουκάς: Β:1.11.2., Β:1.13.3., Β:1.13.6.1.
χουνέρι: Γ:1.9.2.
χουρατάς: Β:1.7.2., Β:1.11.2.
χουσιάφ’: Α:4.4., Β:1.11.2., Β:2.2.3.1.,
Γ:2.6.7.
χράμ΄: Β:1.11.2., Γ:2.4.5.1.
χράμι: Γ:2.4.5.1.
χρόν/χρόνον: Γ:1.10.3.
χρσός/χρυσός: Β:2.2.3.
χσ: Β:2.2.3., Β:2.10.4.3.
χσιάφ’: Β:2.2.3.1., Γ:2.6.7.
χσός: Β:2.2.3.
χτ: Β:2.2.3.2., Β:2.4.3.
χτιμπάρ’: Β:2.4.4.
χτσ: Β:2.10.4.3.
χωράφι: Β:2.2.3.
ψαλία, ψαλίν, ψαλίου, ψαλίων: Γ:1.10.3.
ψαροντούφεκο: Β:2.12.3.1.
ψίχα: Δ:3.3.3.3.
-ω: Γ:2.6.8.1.
ώμος: Β:2.7.2

/ 352 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

(Ι) ελληνογράμματες συντομογραφίες

αιτ(ιατική πτώση)
αλβ(ανικός)
αλβαν.=> Newmark
αλβ(ερ).=> ΕρμΑλβ
αλβ(τρ).=> Dizdari
Ανασελ. & ανασελ.=> Γλ.Ανασελ.
ανατβαλκ. = ανατολικοβαλκανικός
ανατκρητ.=> Γλ.ΑΚρήτ.
Αρβανίτη = Amalia Arvaniti, Standard Modern Greek [Journal of the International Phonetic
Association (1999), 29 (2)].
αρσ(ενικός)
αττ(ικός)
αφαιρ(ετική πτώση)
Βακαλόπουλος = Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας (1354-1833),
Θεσ/νίκη 1992 [γ΄ ανατ.].
βαλκ(ανικός)
Βαρβ.=> Γλ.Βαρβ.
Βασιλ. & βασιλ.=> Γλ.Βασιλ.
Βελβ. & βελβ.=> Γλ.Μπουντ.
Βέρ. & βερ.=> Γλ.Βέρ.
βορειοσλαβομακ.=> ΕρμΒΣΜ
βορσλαβμακ. = βορειοσλαβομακεδόνικο
βουλγ(άρικος)
βουλγάρ.=> ΒουλγΛεξ
βουλγδ.=> ΛΒΙ
βουλγ(ερ).=> ΕρμΒουλγ
βουλγ(ετ).=> BER
βουλγκ.=> ΛΒΓ

/ 353 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΒουλγΛεξ [βουλγάρικο λεξικό] = T. Atanassova, M. Rankova, R. Roussev, D. Spassov, Vl.


Phillipov, G. Chakalov, Българско-английски речник/Bulgarian-English
dictionary, Sofia 1988 (third phototype edition with addenda). Το υλικό
αναφέρεται ώς «βουλγάρικο» (βουλγάρ.).
ΒουλγΤουρκ [βουλγάρικοι τουρκισμοί] = Alf Grannes, Kjetil Rå Hauge, Hayriye
Süleymanoğlu, A dictionary of Turkisms in Bulgarian, Oslo 2002. Το υλικό
αναφέρεται ώς «βουλγάρικο του λεξικού των τουρκισμών» (βουλγ(τρ).).
βουλγ(τρ).=> ΒουλγΤουρκ
ΒΣΜ=> ΒΣΜΛεξ
ΒΣΜΛεξ [βορειοσλαβομακεδόνικο λεξικό] = Routledge, Macedonian-English dictionary,
London & New York 1998. To υλικό αναφέρεται ώς «βορειοσλαβομακεδόνικο»
(ΒΣΜ).
ΓΑΚ 10 = Νικόλαος Κοντοσόπουλος, Γλωσσικός άτλας της Κρήτης, Ηράκλειο 1988 [ανατ.
Μάρτιος 2006]: σελ. 10.
γαλλ(ικός)
γεν(ική πτώση)
Γεωργιάδης = Pavlos Georgiadis, Die lautlichen Veränderungen der türkischen
Lehnwörter im Griechischen, München 1974 (διδακτορική διατριβή).
Γιάν. & γιαννιώτ.=> Γλ.Γιάν.
Γιαννουλέλλης = †Γιώργος Γιαννουλέλλης, Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες απο
ξένες γλώσσες, Αθήνα 1982 [ανατ. 2003].
Γιαννουλοπούλου, Καραντζόλα & Τικτοπούλου 2017 = Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου,
Ελένη Καραντζόλα, Κατερίνα Τικτοπούλου, Ετυμολόγηση λέξεων σε νοταριακά
κείμενα του 16ου αιώνα [ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ 2017:372-93].
Γλ.ΑΚρήτ. [γλωσσάρι για την ανατολική Κρήτη] = †Μανώλης Πιτυκάκης, Το γλωσσικό
ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, 2 τόμ., Νεάπολη Κρήτης 20012. Πρόκειται για
φωτοτυπική ανατύπωση της (πρώτης) έκδοσης του 1983 (τόμ. Α΄, σελ. ζ΄, ι΄).
Το υλικό αναφέρεται ώς «ανατολικοκρητικό» (ανατκρητ.).
Γλ.Ανασελ. [γλωσσάρι για την Ανασελίτσα] = Φώτης Παπανικολάου, Γλώσσα και
λαογραφία επαρχίας Βοΐου, Θεσ/νίκη 1973. Το υλικό καταγράφεται για την
Ανασελ(ίτσα) (σήμερα Βόιο: σελ. 5) και αναφέρεται ώς «ανασελιτσιώτικο»
(ανασελ.).
Γλ.Αργ. [γλωσσάρι για την Αργιθέα] = Ξενοφών Στεργίου, Η αργιθεάτικη διάλεκτος, Αθήνα
2001.
Γλ.Βαρβ. [γλωσσάρι Αγίας Βαρβάρας] = Γεώργιος Αποστολάκης, Παλαιινές κρητικές
αθιβολές/Λεξικό: λέξεις, φράσεις & μαντινάδες του κρητικού γλωσσικού
ιδιώματος, Ηράκλειο 2008. Το υλικό καταγράφεται κυρίως για την Αγία
Βαρβ(άρα) Ηρακλείου (σελ. 12, 11).
Γλ.Βασιλ. [γλωσσάρι για τα Βασιλικά] = Αχιλλέας Βαμβακούδης, Βασιλικά (ιστορία-
λαογραφία), Θεσ/νίκη 1972 [μονογραφία στα ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 21-
22]. Το υλικό που δίνεται στο γλωσσάρι (σελ. 167-92), καταγράφεται για τα
Βασιλ(ικά) Χαλκιδικής (διοικητικά υπάγονται στον νομό Θεσ/νίκης) και
αναφέρεται ώς «βασιλικιώτικο» (βασιλ.).

/ 354 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γλ.Βέρ. [γλωσσάρι για τη Βέροια] = Στέλιος Σβαρνόπουλος, Γλωσσάριο της Βέροιας,


Βέροια 1973. Το υλικό καταγράφεται για τη Βέρ(οια) Ημαθίας και αναφέρεται
ώς «βεριώτικο» (βερ.).
Γλ.Βιβ. [γλωσσάρι για το Βιβίστι] = Ρίκα Τζιαμπίρη-Στούπα, Ντοπιολαλιές γρεβενιώτικες,
φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Στούπας, Θεσ/νίκη 2009. Το υλικό αφορά το
ιδιόλεκτο της συντάκτριας, που κατάγεται απο το Βιβίστι Γρεβενών (σήμερα
Εκκλησιές: σελ. 11, 17, 90-2).
Γλ.Γαλατ. [γλωσσάρι για τη Γαλατινή] = Γεώργιος Τσότσος, Γαλατινή Βοΐου Κοζάνης,
Θεσ/νίκη 1998.
Γλ.Γιάν. [γλωσσάρι για τα Γιάννενα] = Νίκος Β. Κοσμάς, Το γλωσσικό ιδίωμα των
Ιωαννίνων, Δωδώνη: Αθήνα-Γιάννινα 1997. Το υλικό καταγράφεται για τα
Γιάν(νενα) και αναφέρεται ώς «γιαννιώτικο» (γιαννιώτ.).
Γλ.ΔΚρήτ. [γλωσσάρι για τη δυτική Κρήτη] = Αντώνιος Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και
ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος [πρόλογος: Χρ.
Χαραλαμπάκης], Ηράκλειο 20094 (αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση). Το
υλικό αναφέρεται ώς «δυτικοκρητικό» (δυτκρητ.).
Γλ.Δόβρ. [γλωσσάρι για τη Δόβρανη] = Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Το γλωσσάριο των
Γρεβενών, Θεσ/νίκη 1976. Το υλικό καταγράφεται για τη Δόβρ(ανη)
Γρεβενών (σήμερα Έλατος: σελ. 7) και αναφέρεται ώς «δοβρανιώτικο»
(δοβρ.).
Γλ.Επαν. [γλωσσάρι για την Επανομή] = Θεοχάρης Παζαράς, Τ’ απανουμίτ΄κα: το
γλωσσικό ιδίωμα της Επανομής, γλωσσολογική επιμ: Χρ. Χριστοδούλου,
Θεσ/νίκη 2012. Το υλικό καταγράφεται για την Επαν(ομή) Χαλκιδικής
(διοικητικά υπάγεται στον νομό Θεσ/νίκης) και αναφέρεται ώς «επανομίτικο»
(επαν.).
Γλ.Ηπ. [γλωσσάρι Ηπείρου] = Ευάγγελος Μπόγκας, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου,
τόμ. Α΄, γιαννιώτικο και άλλα λεξιλόγια, Ιωάννινα 1964.
Γλ.Ηρακλ. [γλωσσάρι Ηρακλείου] = Μαρίνος Ιδομενέως, Κρητικό γλωσσάριο, Ηράκλειο
2006. Το υλικό καταγράφεται κυρίως για τον νομό Ηρακλείου (σελ. 7).
Γλ.Θάσ. [γλωσσάρι για τη Θάσο] = Δημήτριος Τομπαΐδης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Θάσου,
Θεσ/νίκη 1967. Το υλικό καταγράφεται για τη Θάσ(ο) και αναφέρεται ώς
«θασιώτικο» (θασιώτ.).
Γλ.Ίμβρ. [γλωσσάρι για την Ίμβρο] = Ξενοφών Τζαβάρας, Λεξικό του ιμβριακού ιδιώματος,
Αθήνα 2011. Το υλικό καταγράφεται για την Ίμβρ(ο).
Γλ.Καλινδ. [γλωσσικά Καλινδέρη] = Μιχαήλ Καλινδέρης, Ο βίος της κοινότητος Βλάτσης
επι Τουρκοκρατίας, εις το πλαίσιον του δυτικομακεδονικού περιβάλλοντος,
Θεσ/νίκη 1982. Το υλικό καταγράφεται για το Μπλάτσι Κοζάνης (σήμερα
Βλάστη) και άλλα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα.
Γλ.Κανάλ. [γλωσσάρι για τα Κανάλια] = Κώστας Μαυρομμάτης, Λεξικό τοπικών όρων και
ιδιωματισμών Καναλίων Καρδίτσας, Θεσ/νίκη 1987. Το υλικό καταγράφεται για
τα Κανάλ(ια) Καρδίτσας και αναφέρεται ώς «καναλιώτικο» (καναλ.).
Γλ.Κασσάνδρ. [γλωσσικά για την Κασσάνδρεια] = Βασ. Ματαυτσής, Λαογραφικά
Κασσάνδρας: είκοσι απο τους χιουμοριστικούς και διδακτικούς μύθους που
λέγονται στην Κασσάνδρεια (Βάλτα) γραμμένοι με το τοπικό λεκτικό ιδίωμα,

/ 355 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Θεσ/νίκη 1966 [ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 11-12]. Το υλικό καταγράφεται


για την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής.
Γλ.Καταφ. [γλωσσάρι για το Καταφύγι] = Γεώργιος Κρήτος, Ιδιορρυθμίες και ιδιομορφίες
της λαϊκής γλώσσας του Καταφυγίου των Πιερίων Κοζάνης, Θεσ/νίκη 1984.
Γλ.Κέρκ1. [γλωσσικά για την Κέρκυρα] = Γεράσιμος Χυτήρης, Κερκυραϊκό γλωσσάρι
(ακατάγραφες και δίσημες λέξεις), Επίμετρο: γραμματικά στοιχεία του
γλωσσικού ιδιώματος της Κέρκυρας, έκδοση δεύτερη με συμπλήρωμα (σελ.
259-85), Κέρκυρα 1992.
Γλ.Κέρκ2. [γλωσσάρι για την Κέρκυρα] = †Ιωάννης Κόλλας, Κορφιάτικα (ειδικό δελτίο με
5.000 γλωσσικούς ιδιωματισμούς της Κέρκυρας με μερικές εικόνες), Κέρκυρα
1994.
Γλ.Κεφαλον. [γλωσσάρι για την Κεφαλονιά] = Σπύρος Γασπαρινάτος & Μαίρη
Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου, Γλωσσάριο και ιδιωματικές εκφράσεις της
Κεφαλονιάς, Αθήνα 2004. Το υλικό καταγράφεται για την Κεφαλον(ιά) και
αναφέρεται ώς «κεφαλονίτικο» (κεφαλον.).
Γλ.Κοζ. [γλωσσάρι για την Κοζάνη] = Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ’κα
(λεξικό του κοζανίτικου ιδιώματος), Κοζάνη 2003.
Γλ.Κολ. [γλωσσικά για τον Κολινδρό] = Γ. Τσαμπούρης & Κ. Βουδριάς, Λαογραφικά και
γλωσσικό ιδίωμα του Κολινδρού, Κολινδρός 19862. Το υλικό (σελ. 115-92)
καταγράφεται για τον Κολ(ινδρό) Πιερίας και αναφέρεται ώς «κολινδριώτικο»
(κολ.).
Γλ.Κονδυλ. [γλωσσάρι Κονδυλάκη] = †Ιωάννης Κονδυλάκης, Κρητικόν λεξιλόγιον,
φιλολογική επιμ: Θεοχάρης Ε. Δετοράκης, Ηράκλειο 1990.
Γλ.ΚρανΕλ. [γλωσσικά για την Κρανιά Ελασσόνας] = †Ελευθέριος Ευαγγ. Λάλος, Η
Κρανιά Ελασσόνας (ιστορία, λαογραφία), τόμ. Β΄ Λαογραφία, επιμ: Ευάγγελος
Ελευθ. Λάλος, Θεσ/νίκη 20083. Το υλικό, που δίνεται τόσο μαζί με λαογραφικές
πληροφορίες, όσο και στο (αναθεωρημένο) γλωσσάρι (σελ. 465-563),
καταγράφεται για την Κραν(ιά) Ελασσόνας (βρίσκεται στον νομό Λάρισας,
όπως και η Κρανιά Ολύμπου: δές πκ.).
Γλ.ΚρανΟλ1. [(πρώτο) γλωσσάρι για την Κρανιά Ολύμπου] = Νίκος Νικούλης,
Ντοπιολαλιές Κρανιάς Ολύμπου, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Θεσσαλίας (χωρίς χρονολογία). Το υλικό καταγράφεται για την Κρανιά
Ολύμπου (βρίσκεται στον νομό Λάρισας, όπως και η Κρανιά Ελασσόνας:
δές ππ.).
Γλ.ΚρανΟλ2. [(δεύτερο) γλωσσάρι για την Κρανιά Ολύμπου] = Γιάννης Μπασλής, Το
γλωσσικό ιδίωμα της Κρανιάς Ολύμπου 1 : το ιδιωματικό λεξιλόγιο (τόμ. Α΄),
Αθήνα 2010. Το υλικό καταγράφεται για την Κρανιά Ολύμπου.
Γλ.Κώ [γλωσσάρι για την Κώ] = Μιχάλης Σκανδαλίδης, Λεξικό των κωακών ιδιωμάτων:
συμβολή στη συγκριτική μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων της Κώ, Αθήνα
2006. Το υλικό αναφέρεται ώς «κωακό» (κωακ.).

1 Στο εξώφυλλο: Το γλωσσικό ιδίωμα του Ολύμπου.

/ 356 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γλ.Λαγκ. [γλωσσικά για τον Λαγκαδά Θεσ/νίκης] = Νίκος Κοσμάς, Το γλωσσικό ιδίωμα του
Λαγκαδά, Θεσ/νίκη 1972 [ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ιβ΄, σελ. 317-60]. Το υλικό (σελ. 332-58)
καταγράφεται για τον Λαγκ(αδά) Θεσ/νίκης και αναφέρεται ώς «λαγκαδιανό»
(λαγκ.).
Γλ.Λευκ. [γλωσσάρι για τη Λευκάδα] = Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου
γλωσσικού ιδιώματος, Αθήνα 2001. Το υλικό καταγράφεται για τη Λευκ(άδα)
και αναφέρεται ώς «λευκαδίτικο» (λευκ.).
Γλ.Λιτόχ. [γλωσσάρι για το Λιτόχωρο] = Νικόλαος Ντάβανος, Λιτουχουρνή ντουπιουλαλιά,
Λιτόχωρο 1999. Το υλικό καταγράφεται για το Λιτόχωρο Πιερίας και
αναφέρεται ώς «λιτοχωρινό» (λιτοχ.).
Γλ.Λόσν. [γλωσσάρι για τη Λόσνιτσα] = Χρίστος Γεωργίου, Το γλωσσικό ιδίωμα Γέρμα
Καστοριάς, Θεσ/νίκη 1962. Το υλικό που δίνεται στο γλωσσάρι (με δύο
συμπληρώσεις του βασικού λημματολογίου: σελ. 317 & 342) καταγράφεται για
τη Λόσν(ιτσα) Καστοριάς (σήμερα Γέρμας ή Γέρμα) και αναφέρεται ώς
«λοσνιτσιώτικο» (λοσν.).
Γλ.Μακρ. [γλωσσάρι για τη Μακρινίτσα] = Αποστολία Νάνου-Σκοτεινιώτη, Το γλωσσάρι
της Μακρινίτσας, Μακρινίτσα 1995. Το υλικό καταγράφεται για τη
Μακρ(ινίτσα) Πηλίου και αναφέρεται ώς «μακρινιτσιώτικο» (μακρ.).
Γλ.Μελέν. [γλωσσάρι για το Μελένικο] = †Νικόλαος Ανδριώτης, Το γλωσσικό ιδίωμα του
Μελένικου, επιμέλεια, πρόλογος, εισαγωγή: Ε. Παπαδοπούλου & Χρ.
Τζιτζιλής, Θεσ/νίκη 1989. Το υλικό καταγράφεται για το Μελέν(ικο) της ΝΔ
Βουλγαρίας και αναφέρεται ώς «μελενικιώτικο» (μελεν.).
Γλ.Μόκρ. [γλωσσάρι για το Μόκρο] = Έφη Νίκου-Γιωλτζόγλου, Μουκριώτκα: γλωσσικές
εικόνες του Μόκρου - Λιβαδερού Κοζάνης, Κοζάνη 2015.
Γλ.Μοναστ. [γλωσσικά για το Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι Ανατολικής Ρωμυλίας] =
Παύλος Αλμπανούδης, Το γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών (περιοχής
Καβακλί) Ανατολικής Ρωμυλίας, Θεσ/νίκη 2014.
Γλ.Μπουντ. [γλωσσικά Μπουντώνα] = Ευθύμιος Μπουντώνας, Μελέτη περι του
γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, Αθήνα 1892. Το
υλικό (σελ. 70-108) που καταγράφεται για το Βελβ(εντό) Κοζάνης αναφέρεται
ώς «βελβεντινό» (βελβ.).
Γλ.Νάματ. [γλωσσάρι για τα Νάματα] = Αναστασία Δ. Παπαθωμά-Πήλιουρη, Ναματιανές
ντοπιολαλιές και δοξασίες: πιπιλισ(τι)νό γλωσσάριο, τοπικές παροιμίες, λαϊκές
προλήψεις στα Νάματα Βοΐου-Ασκίου Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 2018. Το υλικό
καταγράφεται για τα Νάματ(α) Κοζάνης (παλ. Πιπιλίστα) και αναφέρεται ώς
«ναματιανό» (ναματ.).
Γλ.Νάουσ. [γλωσσάρι για τη Νάουσα] = Στέργιος Αποστόλου, Λεξικό του γλωσσικού
ιδιώματος της Νάουσας (με στοιχεία φωνητικής και μορφολογίας), Νάουσα
2007. Το υλικό καταγράφεται για τη Νάουσ(α) Ημαθίας και αναφέρεται ώς
«ναουσέικο» (ναουσ.).
Γλ.Νεζ. [γλωσσάρι για τον Νεζερό] = Κώστας Πατούλιας, Το γλωσσάρι της Καλλιπεύκης
του Ολύμπου, Λάρισα 2002 [στις ΘΗΜ(42) 337-62]. Το υλικό (σελ. 338-62)
καταγράφεται για τον Νεζ(ερό) Λάρισας (σήμερα Καλλιπεύκη: σελ. 337
[υποσημ. 2]).

/ 357 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γλ.Νταρν. [γλωσσάρι για τα Νταρνακοχώρια] = Ζαχαρίας Σπίντιος, Δαρνάκικο γλωσσάρι,


Σέρρες 20005 [ιδιωτ. εκτύπ.]. Το υλικό καταγράφεται για τα Νταρνακοχ(ώρια)
Σερρών και αναφέρεται ώς «νταρνάκικο» (νταρν.).
Γλ.Ξεροβ. [γλωσσάρι για το (δυτικό) Ξεροβούνι] = Αλκιβιάδης Σέβης, «Γλωσσάρι» δυτικού
Ξεροβουνίου Ηπείρου, Γιάννενα 1997. Το υλικό καταγράφεται για το δυτ(ικό)
Ξεροβ(ούνι) Ηπείρου και αναφέρεται ώς «ξεροβουνιώτικο» (ξεροβ.).
Γλ.Ξηρόμ. [γλωσσάρι για το Ξηρόμερο] = Μπάμπης Κουβέλης, Λεξιλόγιο του Ξηρομέρου,
Αθήνα 1999. Το υλικό καταγράφεται για το Ξηρόμ(ερο) Αιτωλοακαρνανίας
(επίσημη ονομασία: Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου: σελ. 9) και αναφέρεται
ώς «ξηρομερίτικο» (ξηρομ.).
Γλ.Ξυλοχ. [γλωσσάρι για το Ξυλοχώρι] = Κωνσταντίνος Ασπρούδης, Το γλωσσικό ιδίωμα
Ξυλοχωρίου Τρικάλων, Τρίκαλα 2010. Το υλικό καταγράφεται για το
Ξυλοχ(ώρι) Τρικάλων (με το παλιό Τυχάι: σελ. 11) και αναφέρεται ώς
«ξυλοχωρίτικο» (ξυλοχ.).
Γλ.Παλαιοχ. [γλωσσάρι για την Παλαιοχώρα] = Δημ. Τσιότρας, Λαογραφικά και Ιστορικά
Παλαιοχώρας, Θεσ/νίκη 1965 [«Χρονικά της Χαλκιδικής», τεύχ. 8, σελ. 155-
223]. Το υλικό που δίνεται στο γλωσσάρι (σελ. 215-23), καταγράφεται για την
Παλαιοχ(ώρα) Χαλκιδικής και αναφέρεται ώς «παλαιοχωρίτικο» (παλαιοχ.).
Γλ.Πήλ. [γλωσσάρι για το Πήλιο] = Κώστας Λιάπης, Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου,
Βόλος 1996. Το υλικό καταγράφεται για το Πήλ(ιο) και αναφέρεται ώς
«πηλιορίτικο» (πηλιορ.).
Γλ.Πιερ. [γλωσσάρι (για χωριά της) ορεινής Πιερίας] = Ευανθία Δουγά-Παπαδοπούλου &
Χρήστος Τζιτζιλής, Το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Πιερίας (λεξιλόγιο,
παραγωγικό), Θεσ/νίκη 2006. Το υλικό καταγράφεται για την (ορεινή) Πιερ(ία)
και αναφέρεται ώς «πιεριώτικο» (πιερ.).
Γλ.Πολύγ. [γλωσσάρι για τον Πολύγυρο] = †Φίλιππας Τάσιος, Γλωσσάριο του Πολυγύρου,
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 37-38 (1982-83). Το υλικό καταγράφεται για τον
Πολύγ(υρο) Χαλκιδικής και αναφέρεται ώς «πολυγυρινό» (πολυγ.).
Γλ.Ρεθύμν. [γλωσσάρι (νομού) Ρεθύμνου] = Κωνσταντίνος Κωστογιάννης, Η κρητική λαλιά
στο πέρασμα των αιώνων, Αθήνα 2011. Το υλικό φαίνεται οτι προέρχεται
κυρίως απο τον νομό Ρεθύμνου: δές π.χ. (α) σελ. 10-11, (β) λ. ψοματαρέ, (γ)
λέξεις κούκλης και σπάος/σπάγος (δές ΓΑΚ 77, 94).
Γλ.Ρόδ. [γλωσσάρι για τη Ρόδο] = Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου, Λεξικό των
ροδίτικων ιδιωμάτων, Αθήνα 1986. Το υλικό καταγράφεται για τη Ρόδ(ο) και
αναφέρεται ώς «ροδίτικο» (ροδίτ.).
Γλ.Ρουμλ. [γλωσσάρι για το Ρουμλούκι] = Δημήτρης Δελιόπουλος, Το ρουμλουκιώτικο
ιδίωμα, Αλεξάνδρεια (Γιδάς) Ημαθίας 2008. Το υλικό καταγράφεται για το
Ρουμλ(ούκι) Ημαθίας και αναφέρεται ώς «ρουμλουκιώτικο» (ρουμλ.).
Γλ.Σάμ. [γλωσσάρι για τη Σάμο] = Μενεκράτης Ζαφειρίου, Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου,
Αθήνα 1995. Το υλικό καταγράφεται για τη Σάμ(ο) και αναφέρεται ώς
«σαμιώτικο» (σαμιώτ.).
Γλ.Σέλ1. [(πρώτο) γλωσσάρι για τη Σέλτσα] = Ιωάννης Νασιόπουλος, Λαογραφικά
Εράτυρας, Θεσ/νίκη 1993. Το υλικό (σελ. 157-75) καταγράφεται για τη
Σέλ(τσα) Κοζάνης (σήμερα Εράτυρα) και αναφέρεται ώς «σελτσιώτικο»
(σελτσ.).

/ 358 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γλ.Σέλ2. [(δεύτερο) γλωσσάρι για τη Σέλτσα] = Γρηγόριος Βέλκος, Το γλωσσικό ιδίωμα της
Εράτυρας (Σέλιτσας) Κοζάνης, Θεσ/νίκη 2014.
Γλ.Σητ. [γλωσσάρι για τη Σητεία] = Νίκος Γαρεφαλάκης, Λεξικό ιδιωματισμών κρητικής
διαλέκτου (περιοχής Σητείας), Σητεία Κρήτης 2002. Το υλικό καταγράφεται για
τη Σητ(εία) Λασιθίου.
Γλ.Σιάτ. [γλωσσάρι για τη Σιάτιστα] = Μιχαήλ Χατσιούλης, Σιατιστινή ντοπιολαλιά «Τα
σιατσνά» (γλωσσάριο, παροιμίες, ιστορίες και άλλα), Σιάτιστα 2004. Το υλικό
καταγράφεται για τη Σιάτ(ιστα) Κοζάνης και αναφέρεται ώς «σιατιστινό»
(σιατ.).
Γλ.Σκλάτ. [γλωσσάρι για τη Σκλάταινα] = Δημήτριος Τσιουρής, Σταυρούλα Δ. Τσιουρή,
Αθανασία Δ. Τσιουρή, Η γλώσσα της Δρακότρυπας Αγράφων, Καρδίτσα 2010.
Το υλικό καταγράφεται για τη Σκλάτ(αινα) Καρδίτσας (σήμερα Δρακότρυπα:
σελ. 13) και αναφέρεται ώς «σκλαταινιώτικο» (σκλατ.).
Γλ.Σλάτ. [γλωσσάρι για τη Σλάτινα] = Αντρέας Στεφόπουλος, Το γλωσσάρι της Χρυσής
Καστοριάς, Θεσ/νίκη 1978 [ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ιη΄, σελ. 241-87]. Το υλικό
καταγράφεται για τη Σλάτ(ινα) Καστοριάς (σήμερα Χρυσή: σελ. 241) και
αναφέρεται ώς «σλατινιώτικο» (σλατ.).
Γλ.Τήν. [γλωσσάρι για την Τήνο] = Γεώργιος Δώριζας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Τήνου με
λέξεις και φράσεις, Αθήνα 1973. Το υλικό καταγράφεται για την Τήν(ο).
Γλ.Τίρν. [γλωσσικά για τον Τίρναβο] = Αχιλλέας Τζάρτζανος, Περί της συγχρόνου
θεσσαλικής διαλέκτου, Αθήνα 1909 [ανατ. στο ΕλληνΔιαλεκτολ 1]. Το υλικό
καταγράφεται κυρίως για τον Τίρναβο Λάρισας (σελ. 7).
Γλ.Τσιαρπ. [γλωσσάρι για την Τσιαρπίστα (και τη Νιγρίτα)] = Νίκος Πασχαλούδης, Τα
τερπνιώτικα και τα νιγριτινά, Αθήνα 2000. Το υλικό καταγράφεται κυρίως για
την Τσιαρπ(ίστα) Σερρών (σήμερα Τερπνή: σελ. 271).
Γλ.Φαν. [γλωσσάρι για το Φανάρι] = Δημήτριος Χαντζιάρας, Το θεσσαλικό γλωσσικό
ιδίωμα: γλωσσάρι - λεξικό, Αθήνα 1995. Το ιδιωματικό-του υλικό αναφέρεται
σά «φαναριώτικο» (φαν.), καθως ουσιαστικά καταγράφεται για το Φαν(άρι)
Καρδίτσας, του οποίου το ιδίωμα ο συντάκτης θεωρεί οτι μπορεί να
αντιπροσωπεύσει τα ιδιώματα όλης της Θεσσαλίας (σελ. 7-9).
ΓρεβΤουρκ [γρεβενιώτικοι τουρκισμοί] = Βασίλειος Αναστασιάδης, Η επίδραση της
τουρκικής γλώσσας στο λεξιλόγιο του γρεβενιώτικου γλωσσικού ιδιώματος,
Θεσ/νίκη 2006 [Ελιμειακά 56:69-90 (α΄), Ελιμειακά 57:187-216 (β΄)].
διαλκ. = διαλεκτικός
Δόβρ. & δοβρ.=> Γλ.Δόβρ.
δοτ(ική πτώση)
δυτβαλκ. = δυτικοβαλκανικός
δυτκρητ.=> Γλ.ΔΚρήτ.
ΔΦΑ = Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
έκφρ(αση), εκφρ(άσεις)
Ελιμειακά = εξαμηνιαία έκδοση του συλλόγου Κοζανιτών Θεσ/νίκης «ο Άγιος Νικόλαος»:
περιοδικό «Ελιμειακά».

/ 359 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΕλληνΔιαλεκτολ = Ελληνική Διαλεκτολογία: ετήσια έκδοση διαλεκτολογικών μελετών,


εκδότες: Ν. Κατσάνης, Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, 5 τεύχη, Θεσ/νίκη 1989-1998
[εκδ. Κυριακίδη].
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ 2017 = Ελληνική Γλώσσα: Συγχρονία και Διαχρονία -1,
Ελληνική ετυμολογία / Greek etymology, Επιμέλεια: Χρήστος Τζιτζιλής &
Γιώργος Παπαναστασίου, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη): Θεσσαλονίκη 2017.
ΕΛΝΟ [ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων] = Χαράλαμπος Συμεωνίδης,
Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων (2 τόμ.), Λευκωσία-
Θεσσαλονίκη 2010.
εν(ικός)
Επαν. & επαν.=> Γλ.Επαν.
επίθμ. = επίθημα
επρ. = επίρρημα
επών(υμο)
ΕρμΑλβ [αλβανικό ερμηνευτικό λεξικό] = Akademia e Shkencave e Shqipërisë (Instituti i
gjuhësisë dhe i letërsisë), Fjalor i shqipes së sotme, Τίρανα 2002. Το υλικό
αναφέρεται ώς «αλβανικό του ερμηνευτικού λεξικού» (αλβ(ερ).).
ΕρμΒουλγ [βουλγάρικο ερμηνευτικό λεξικό] = Л. Андрейчин, Л. Георгиев, Ст. Илчев, И.
Костов, Хв. Леков, Ст. Стойков, Цв. Тодоров, Български тълковен
речник, София 19733. To υλικό αναφέρεται ώς «βουλγάρικο του ερμηνευτικού
λεξικού» (βουλγ(ερ).).
ΕρμΒΣΜ [ερμηνευτικό βορειοσλαβομακεδόνικο λεξικό] = Институт за македонски јазик
«Крсте Мисирков», Толковен речник на македонскиот јазик, том Ι, а-ж,
Скопје 2003. To υλικό αναφέρεται ώς «βορειοσλαβομακεδόνικο»
(βορειοσλαβομακ.).
ΕτυμΑνδρ [ετυμολογικό λεξικό του Ανδριώτη] = †Νικόλαος Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό
της κοινής νεοελληνικής, Θεσ/νίκη 19953.
ΕτυμΚυριαζή [ετυμολογικό λεξικό Κυριαζή] = Δ. Κυριαζής, Λεξικό των ελληνικών δανείων
της αλβανικής, Θεσ/νίκη 2001 [το β΄ μέρος του Κυριαζής 2001*].
ΕτυμΜπαμπ [ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη] = Γ. Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό λεξικό
της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2009.
ΕτυμΤζιτζιλή [Τζιτζιλής: ετυμολογικό λεξικό τούρκικων λέξεων ελληνικής προέλευσης] =
Christos Tzitzilis, Griechische Lehnwörter im Türkischen (mit besonderer
Berücksichtigung der anatolischen Dialekte), Wien 1987.
ΕτυμTietze [τούρκικo ετυμολογικό λεξικό του Tietze] = Andreas Tietze, Tarihî ve etimolojik
Türkiye türkçesi lugati, 2016 (1. cilt (a-b), 2. cilt (c-e), 3. cilt (f-j), 4. cilt (k-l); ed.
Semih Tezcan [1942-2017]), 2018 (5. cilt (m-n), 6. cilt (o-r); ed. Nurettin Demir
& Emine Yılmaz), 2019 (7. cilt (s-ş); ed. N. Demir & E. Yılmaz).
ΕτυμTietze[a-e] [πρώτος τόμος του τούρκικoυ ετυμολογικού λεξικού του Tietze: a-e] =
Andreas Tietze, Tarihi ve etimolojik Türkiye türkçesi lugatı /
Sprachgeschichtliches und etymologisches Wörterbuch des Türkei-türkischen,
cilt 1, a-e, İstanbul-Wien 2002.

/ 360 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Θάσ. & θασιώτ.=> Γλ.Θάσ.


θηλ(υκός)
ΙΕΓ = Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιστημονική επιμέλεια), Ιστορία της ελληνικής
γλώσσας (απο τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα), Θεσ/νίκη 2001.
ΙΛΝΕ = Ακαδημία Αθηνών, Ιστορικόν λεξικόν της νέας ελληνικής (της τε κοινώς
ομιλουμένης και των ιδιωμάτων), 5 τόμ. (α - δαχτυλωτός), Αθήνα 1933-89.
Ίμβρ.=> Γλ.Ίμβρ.
ιταλ(ικός)
ιταλκ.=> Reynolds
Κανάλ. & καναλ.=> Γλ.Κανάλ.
Κάρπ. & καρπ.=> ΛΙΚ
Κατσάνης 1993 = Νικόλαος Κατσάνης, Γλωσσογραφία της επαρχίας [ενν. περιοχής]
Λαγκαδά (νομός Θεσ/νίκης): ΕλληνΔιαλεκτολ 3 (1993).
Κατσάνης 1996 = Ν. Κατσάνης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Σαμοθράκης, Θεσ/νίκη 1996.
Κεφαλον. & κεφαλον.=> Γλ.Κεφαλον.
κλητ(ική πτώση)
ΚΝΕ = κοινός νεοελληνικός
Κοζ. & κοζ.=> ΛΚΙ
Κοζανιτολόγιο (= ΛΚΙ)
Κολ. & κολ.=> Γλ.Κολ.
Κοντονάτσιου = Δέσποινα Κοντονάτσιου, Η διάλεκτος της Λήμνου: εθνογλωσσολογική
προσέγγιση, Θεσ/νίκη 1989 (διδακτορική διατριβή).
Κοντοσόπουλος 1998(β) = Νικόλαος Κοντοσόπουλος, Γλώσσες και διάλεκτοι της
Ευρώπης, Αθήνα 1998, τόμ. 2ος.
Κοντοσόπουλος 2000 = Ν. Κοντοσόπουλος, Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής,
Αθήνα 20003.
Κραν(ιά) Ελασσόνας=> Γλ.ΚρανΕλ.
κτητ(ική πτώση)
Κυρανούδης 1995 = Παναγιώτης Κυρανούδης, Φωνητική των τουρκικών δανείων του
ιδιώματος Σουφλίου, Θεσ/νίκη (Φεβρ.) 1995 (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή
εργασία, κατατεθειμένη στη βιβλιοθήκη του τομέα Γλωσσολογίας του ΑΠΘ).
Κυρανούδης 1998 = Π. Κυρανούδης, Η γλώσσα των τουρκόφωνων μουσουλμάνων της
Θράκης: ΕλληνΔιαλεκτολ 5 (1998).
Κυρανούδης 2009 = Π. Κυρανούδης (μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης), Μορφολογία
των τουρκικών δανείων της ελληνικής, Θεσ/νίκη 2009.
Κυριαζής 2001 = Δώρης Κυριαζής, Ελληνικές επιδράσεις στην αλβανική: Ι. Φωνητική και
μορφολογική προσαρμογή των ελληνικών δανείων, Θεσ/νίκη 2001
(διδακτορική διατριβή).
κωακ.=> Γλ.Κώ

/ 361 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Λαγκ. & λαγκ.=> Γλ.Λαγκ.


Λαογρ.Μόκρ. [λαογραφικά για το Μόκρο] = Έφη Νίκου-Γιωλτζόγλου, Λιβαδερό (Μόκρο): η
λαϊκή μας παράδοση, επιμ: Σταύρος Γιωλτζόγλου, Θεσ/νίκη 1999. Το υλικό
(σελ. 423-47) καταγράφεται για το Μόκρ(ο) Κοζάνης (σήμερα Λιβαδερό) και
αναφέρεται ώς «μοκριώτικο» (μοκρ.).
ΛΒΓ [λεξικό της βουλγάρικης γλώσσας] = Българска Академия на Науките (Институт за
Български Език), Речник на българския език, Σόφια. Το υλικό αναφέρεται
ώς «βουλγάρικο» (βουλγκ.).
ΛΒεν [λεξικό της βενετσιάνικης διαλέκτου] = Giuseppe Boerio, Dizionario del dialetto
veneziano, Βενετία 18674.
ΛΒΙ [λεξικό βουλγάρικων ιδιωματισμών] = Стефан Илчев, Анна Иванова, Ангелина
Димова, Мария Павлова (под редакцияата на Стефан Илчев), Речник на
редки, остарели и диалектни думи в литературата ни от XIX и XX век,
Σόφια 1998. Το υλικό αναφέρεται ώς «βουλγάρικο διαλεκτικό» (βουλγδ.).
ΛΕΓΟ [λεξικό γλωσσολογικών όρων] = Ντέιβιντ Κρύσταλ (David Crystal), Λεξικό
γλωσσολογίας και φωνητικής (μετάφραση Γιώργος Ξυδόπουλος), Αθήνα 2003.
ΛΕΤ-ΤΕ [λεξικό ελληνο-τουρκικό & τουρκο-ελληνικό]= Μενελάος Δημητριάδης, Λεξικόν
ελληνο-τουρκικόν και τουρκο-ελληνικόν, Κακουλίδης: Αθήνα 1962 [ανατ. 2001].
Το υλικό αναφέρεται ώς «τούρκικο του παλιότερου λεξικού» (τούρκ(πλ).).
Λευκ. & λευκ.=> Γλ.Λευκ.
ΛΙΚ [λεξικό των ιδιωμάτων της Καρπάθου] = Κωνσταντίνος Μηνάς, Λεξικό των ιδιωμάτων
της Καρπάθου, Κάρπαθος 2006. Το υλικό καταγράφεται για την Κάρπ(αθο)
και αναφέρεται ώς «καρπαθιώτικο» (καρπ.).
ΛΙΠ [λεξικό ιδιωμάτων Πίροτ] = Dragoljub Zlatković, Rečnik pirotskog govora [Речник
пиротског говора], Službeni glasnik 2014, 2 τόμ.: 1 (а-њ), 2 (о-ш). Σύμφωνα
με τον τίτλο πρόκειται για «λεξικό του ιδιώματος του Πίροτ», ομως στην
πραγματικότητα πρόκειται για γλωσσάρι που λημματογραφεί τις ιδιαιτερότητες
των ιδιωμάτων της περιοχής του Πίροτ, δηλαδή της υποδιαλέκτου της πόλης
του Πίροτ, της Μπέλα Παλάνκα και των γύρω οικισμών (belopalanačko-pirotski
poddijalekt: Okuka 2018:293), που αποτελεί υποσύνολο της διαλέκτου Timok-
Lužnica (timočko-lužnički dijalekt: Okuka 2018:283 κ.ε.) και εντοπίζεται στη ΝΑ
Σερβία. Το υλικό του γλωσσαρίου αναφέρεται ώς «νοτιοανατολικό σέρβικο»
(ΝΑ σέρβ.). Αλφαβητική σειρά [σε παρένθεση τα στοιχεία που λείπουν απο το
επίσημο κυριλλικό αλφάβητο της σερβοκροατικής]: а б в г д ђ е ж (ѕ) з и ј к л
љ м н њ о п р с т ћ у ф х ц ч џ ш (ь).
λιτοχ.=> Γλ.Λιτόχ.
ΛΚΙ [λεξικό του κοζανίτικου ιδιώματος] = Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου, Κοζανιτολόγιο,
τόμος Α΄: λεξικό του κοζανίτικου ιδιώματος, Κοζάνη 2017. Το υλικό
καταγράφεται για την Κοζ(άνη) και αναφέρεται ώς «κοζανίτικο» (κοζ.).
ΛΚΝ [λεξικό της κοινής νεοελληνικής] = Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα
Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Θεσ/νίκη 1999.
ΛΝΓ [λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας] = Ακαδημία Αθηνών, Χρηστικό λεξικό της
νεοελληνικής γλώσσας, επιμέλεια: Χριστόφορος Γ. Χαραλαμπάκης, ΔΟΛ («Το
Βήμα»): Αθήνα 20162 (με προσθήκες και βελτιώσεις). Στην πραγματικότητα

/ 362 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

πρόκειται για λεξικό της κοινής νεοελληνικής (δές Γενική εισαγωγή,


Α:4.5.1.3.).
ΛΝΕ [λεξικό της νέας ελληνικής] = Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής
γλώσσας, Αθήνα 20083. Στην πραγματικότητα πρόκειται για λεξικό της κοινής
νέας ελληνικής (δές Γενική εισαγωγή, Α:4.5.1.3.).
Λόσν. & λοσν.=> Γλ.Λόσν.
ΛΣΔ [λεξικό της σύγχρονης δημοτικής] = Εμμανουήλ Κριαράς, Λεξικό της σύγχρονης
ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Αθήνα 1995.
μακ(εδονικός)
Μακρ. & μακρ.=> Γλ.Μακρ.
Μαλικούτη & Drachman = Αγγελική Μαλικούτη-Drachman & Gabriel Drachman, Τύποι
φωνολογικών νόμων και βόρεια ιδιώματα, στο Α΄ συμπόσιο γλωσσολογίας του
βορειοελλαδικού χώρου: Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη (28-30 Απριλίου 1976),
πρακτικά: Θεσ/νίκη 1977: σελ. 37-50.
Μανάδης 2014 = πρεσβυτέρα Αφροδίτη παπαΧρίστου Μανάδη & αρχιμανδρίτης
Νικηφόρος παπαΧρίστου Μανάδη, Μικροβάλτου περιλειπόμενα, Πτολεμαΐδα
20142. Είναι γραμμένο στο μητρικό ιδίωμα του παπαΝικηφόρου (κατα κόσμον
Νικόλαος Μανάδης: σελ. 17), το ιδίωμα του Μικροβάλτου Κοζάνης και στην
ουσία αποτελεί έργο του παπαΝικηφόρου, που το συνέγραψε με τη βοήθεια
της μητέρας-του, Αφροδίτης/Φουρδίτους (το γένος Πιτσιλοπούλου: σελ. 105,
160, 162), την οποία και τίμησε αναφέροντάς-την ώς συγγραφέα (σελ. 8).
Μάνεσης = Σταύρος Μάνεσης, Αντικωφωτικά φαινόμενα βορείων ιδιωμάτων,
Λεξικογραφικόν Δελτίον 11 (1966-67).
Μαργαρίτη-Ρόγκα 1985 = Μαριάννα Μαργαρίτη-Ρόγκα, Φωνολογική ανάλυση του
σιατιστινού ιδιώματος, Θεσ/νίκη 1985 (διδακτορική διατριβή).
Μαργαρίτη-Ρόγκα 1989 = Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, Όροι υφαντικής και ενδυμασίας
Καταφυγίου (νομός Κοζάνης): ΕλληνΔιαλεκτολ 1 (1989).
Μαργαρίτη-Ρόγκα 1991 = Μ. Μαργαρίτη-Ρόγκα, Όροι υφαντικής και ενδυμασίας Μικρού
Κεφαλόβρυσου (νομός Τρικάλων): ΕλληνΔιαλεκτολ 2 (1991).
μεγεθ(υντικός)
μειωτ(ικός)
Μελέν. & μελεν.=> Γλ.Μελέν.
Μηνάς 2002 = Κωνσταντίνος. Μηνάς, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Καρπάθου, Ρόδος 20022.
ΜΝΕ = Γεώργιος Χατζηδάκης, Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, 2 τόμ., Αθήνα 1905, 1907
[ανατ. 1991, 1992].
Μόκρ. & μοκρ.=> Λαογρ.Μόκρ.
Νάματ. & ναματ.=> Γλ.Νάματ.
Νάουσ. & ναουσ.=> Γλ.Νάουσ.
ΝΑ σέρβ.=> ΛΙΠ
Νεζ. & νεζ.=> Γλ.Νεζ.
Ν/ελλην. = νεοελληνικός

/ 363 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Νικολαΐδης = Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν λεξικόν της κουτσοβλαχικής


γλώσσης, Αθήνα 1909.
Ντάγκας 2012 = Νικόλαος Ντάγκας, Το επίθημα -(ι)λίκι στην κοινή νεοελληνική [Ζωή
Γαβριηλίδου, Αγγελική Ευθυμίου, Ευαγγελία Θωμαδάκη, Πηνελόπη Καμπάκη-
Βουγιουκλή (εκδ.), Tenth international conference of Greek linguistics (10th
ICGL), Κομοτηνή 2012, σελ. 1021-9].
νταρν. & Νταρνακοχ.=> Γλ.Νταρν.
Ξανθινάκης 2000 = Αντώνιος Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του
δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος (πρόλογος, επιμέλεια: Χριστόφορος
Χαραλαμπάκης), Ηράκλειο 20001.
Ξεινός = Κώστας Ξεινός, Του νησιού-μας η γλώσσα: γλωσσάρι της Ίμβρου, Θεσ/νίκη
1981.
Ξεροβ. & ξεροβ.=> Γλ.Ξεροβ.
Ξηρόμ. & ξηρομ.=> Γλ.Ξηρόμ.
Ξυλοχ. & ξυλοχ.=> Γλ.Ξυλοχ.
οθωμ(ανικός)
ΟθωμΛεξ [οθωμανικό λεξικό] = J. Redhouse, Türkçe/Osmanlıca-İngilizce Redhouse
sözlüğü / Redhouse Turkish/Ottoman-English dictionary: a dictionary based
largely on the «Turkish-English Lexicon» prepared by Sir James Redhouse
and published in 1890 by the Publication Department of the American Board,
İstanbul 1968 [ανατ. Αύγουστος 199917]. Το υλικό αναφέρεται ώς «τούρκικο
οθωμανικό» (τούρκ(οθ).).
Οικονόμου = Κώστας Οικονόμου, Η αλβανική γλωσσική επίδραση στα ηπειρωτικά
ιδιώματα, Ιωάννινα 1997.
ονομ(αστική πτώση)
οργαν(ική πτώση)
ουδ(έτερος)
Παλαιοχ. & παλαιοχ.=> Γλ.Παλαιοχ.
Παπαδόπουλος 1955 = Άνθιμος Παπαδόπουλος, Ιστορική γραμματική της ποντικής
διαλέκτου, Αθήνα 1955.
παράγ(ωγος)
Πασχαλίδης = Βασίλειος Πασχαλίδης, Το Αρχοντικό των Σακελλαρίων στην Κοζάνη (1670
- 1977), Κοζάνη 1999.
Πετρούνιας 2002 = Ευάγγελος Πετρούνιας, Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική
(«αντιπαραθετική») ανάλυση (τόμ. Α΄), Θεσ/νίκη 20022.
Πήλ. & πηλιορ.=> Γλ.Πήλ.
Πιερ. & πιερ.=> Γλ.Πιερ.
πκ. = παρακάτω
πληθ(υντικός)
Πολύγ. & πολυγ.=> Γλ.Πολύγ.

/ 364 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

πομάκ(ικος)
ΠομΛεξ [πομάκικο λεξικό] = Πέτρος Θεοχαρίδης, Πομακο-ελληνικό λεξικό / Πομάχτσκου -
ουρούμτσκου λεκσικό, Θεσ/νίκη 1996.
ππ. = παραπάνω
πρξτ. = παροξύτονος
πρόθ(εση)
πρόπρξτ. = πρόπαροξύτονος
προστ(ακτική έγκλιση)
πρωτοελλ(ηνικός)
Πτωχοπρόδρομος = Τα τέσσερα πτωχοπροδρομικά ποιήματα (κατα την κριτική έκδοση
Eideneier 2012) δηλώνονται με κεφαλαία ελληνικά γράμματα (Α, Β, Γ, Δ), ενώ
οι στίχοι με αραβικούς αριθμούς.
Ρόδ. & ροδίτ.=> Γλ.Ρόδ.
ρουμ(άνικος)
ρουμάν.=> Tiktin
Ρουμλ. & ρουμλ.=> Γλ.Ρουμλ.
Ρουσιάκης 2006 = Σωτήριος Ρουσιάκης, Το ιδίωμα των χωριών Μεγάλα Καλύβια
Τρικάλων και Αγία Τριάδα Καρδίτσας: φωνητική, μορφολογία, ΑΠΘ: Θεσ/νίκη
2006 (μεταπτυχιακή εργασία).
ρώσ(ικος)
Σάμ. & σαμιώτ.=> Γλ.Σάμ.
Σέλ.=> Γλ.Σέλ1.
σελ(ίδα)
σελτσ.=> Γλ.Σέλ1.
σερβοκρ(οάτικος)
σερβοκρ(ετ).=> Skok
σερβοκροάτ.=> Benson
σερβοκρ(τρ).=> Škaljić
Σητ.=> Γλ.Σητ.
συνήθ(ως)
Σιάτ. & σιατ.=> Γλ.Σιάτ.
Σκλάτ. & σκλατ.=> Γλ.Σκλάτ.
ΣΚΤ = Σύγχρονη Κοινή Τουρκική
σλαβμακ. = σλαβομακεδόνικο
Σλάτ. & σλατ.=> Γλ.Σλάτ.
Σόρμας = Νικόλαος Σόρμας, Λαογραφικοί απόηχοι του Καταφυγίου Πιερίων-Κοζάνης,
Κατερίνη 2007. Στο τέλος του παραρτήματος (οπου οι σελίδες δέν
αριθμούνται) υπάρχουν και πέντε σελίδες γλωσσάρι.

/ 365 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Συμεωνίδης 1971-72 = Charalambos Symeonidis, Lautlehre der türkischen Lehnwörter im


neugriechischen Dialekt des Pontos, Αθήνα 1971-72 [Αρχείον πόντου 31:19-
234].
Συμεωνίδης 1976 = Ch. Symeonidis, Der Vokalismus der griechischen Lehnwörter im
Türkischen, Θεσ/νίκη 1976.
Τζιτζιλής 1990 = Христос Дзидзилис, Фонетични проблеми при етимологизуване на
гръцките заемки в българския език, София 1990.
Τήν.=> Γλ.Τήν.
τοπ(ική πτώση)
τοπ(ικός)
τούρκ(ικος)
τούρκ(δ).=> ΤούρκΛεξ
τούρκδ.=> DS
τούρκδλ.=> DS
τούρκ(ερ).=> Doğan
τούρκ(κν).=> ΤούρκΛεξ
ΤούρκΛεξ [τούρκικο λεξικό] = Serap Bezmez & C. H. Brown, Türkçe-İngilizce Redhouse
sözlüğü / The Redhouse Turkish-English dictionary, İstanbul 1999 [ανατ.
20023]. Οι λέξεις της κοινής αναφέρονται ώς «τούρκικες της κοινής»
(τούρκ(κν).), ενώ οι λέξεις με την ένδειξη prov(incial) αναφέρονται ώς
«τούρκικες διαλεκτικές» (τούρκ(δ).).
τούρκ(οθ).=> ΟθωμΛεξ
τούρκ(πλ).=> ΛΕΤ-ΤΕ
τροπ(ικός)
Τσιανάκας 1988 = Τόλιος Τσιανάκας, Βιλβινά μασλάτχια, επιμ: Α. Ι. Θαβώρης, Βελβεντό
1988.
Τσιανάκας 2000 = Τ. Τσιανάκας, Τα θεατρικά, Βελβεντό 2000.
Τσιαρπ.=> Γλ.Τσιαρπ.
Τσολάκη = Μαρία Τσολάκη, Μορφολογία του ιδιώματος της Σαμοθράκης: ονοματικό και
ρηματικό σύστημα, Θεσ/νίκη 2009 (διδακτορική διατριβή).
υβρ(ιστικός)
υπκρ. = υποκοριστικός
υστβυζ.=> ΥστβυζΛεξ

/ 366 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΥστβυζΛεξ [υστεροβυζαντινό λεξικό] = Εμμανουήλ Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής


ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100 - 1669, 21 τόμ. (α - συνεορτάζω),
Θεσ/νίκη 1969-2019.1 Το υλικό αναφέρεται ώς «υστεροβυζαντινό» (υστβυζ.)2.
ΥστβυζΛεξ(επ) [υστεροβυζαντινό λεξικό (επιτομή)] = Ι. Ν. Καζάζης & Τ. Α. Καραναστάσης,
Επιτομή του λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας
1100 - 1669 του Εμμανουήλ Κριαρά [ΥστβυζΛεξ*], Θεσ/νίκη 2001 (τόμ. Α΄, α
- κ), Θεσ/νίκη 2003 (τόμ. Β΄, λ - παραθήκη).
Φαν. & φαν.=> Γλ.Φαν.
Χλωρός = Ι. Χλωρός, Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Κωνσταντινούπολη 1899 (τόμ. Α΄, σελ. 1-
1050), 1900 (τόμ. Β΄, σελ. 1051-2102).
Χριστοδούλου 2004 = Χρ. Χριστοδούλου, Διορθώσεις και συμπληρώσεις στα
«κουζιανιώτ’κα», Ελιμειακά 52 (2004).
Χριστοδούλου 2006 = Χρ. Χριστοδούλου, Τα τούρκικα περιφραστικά ονόματα, Ελιμειακά
56 (2006).
Χριστοδούλου 2010 = Χρ. Χριστοδούλου, Συλλογή λεξιλογικού υλικού τοπικών
ιδιωμάτων: γλωσσάρι ή λεξικό;, Ελιμειακά 65 (2010).
Χριστοδούλου 2012 = Χρ. Χριστοδούλου, Το ιδίωμα της Αιανής Κοζάνης στο γεωγραφικό
του πλαίσιο: προφορά, δομές, σύντομο γλωσσάριο, Ελιμειακά 68-69 (2012).
Χριστοδούλου 2017 (= ΛΚΙ)
Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι Σλαβισμοί = Χρ. Χριστοδούλου, Δυτικομακεδόνικοι
σλαβισμοί. Δημοσιεύτηκε στα Ελιμειακά σε τέσσερα κομμάτια και με τον τίτλο
«Βαλκανικά λεξιλογικά δάνεια» [τεύχη: (α) 71 (2013), (β) 72 (2014), (γ) 73
(2014) & (δ) 74-75 (2015)] και αναρτήθηκε ενιαία στο Κοζανιτολόγιο και το
Γλωσσολόγιο.
Χριστοδούλου Χαρ. 2015 = Χαράλαμπος Χριστοδούλου, Το γλωσσικό ιδίωμα της
βορειοδυτικής Πάφου: φωνολογική περιγραφή, ΑΠΘ: Θεσ/νίκη 2015
(διδακτορική διατριβή).

(ΙΙ) λατινογράμματες συντομογραφίες

Benson = Morton Benson, SerboCroatian-English dictionary (with the collaboration of


Biljana Šljivić-Šimšić), Cambridge 19941 [ανατ. 1999]. Το υλικό (που δίνεται
και με τις δύο γραφές: σελ. LXVI) και αναφέρεται ώς «σερβοκροάτικο»
(σερβοκροάτ.).

1 Απο τον 15ο τόμο (2006) εκδίδεται ώς Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100 - 1669 του
Εμμανουήλ Κριαρά.
2 Στη βιβλιογραφία επικρατεί ο όρος «μεσαιωνικό».

/ 367 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

BER = Българска Академия на Науките (Институт за Български Език), Български


етимологичен речник, 7 τόμ. (а - терясвам), София 1971-2010. Το υλικό
αναφέρεται ώς «βουλγάρικο του ετυμολογικού λεξικού» (βουλγ(ετ).).
Boretzky 1975 = Norbert Boretzky, Der türkische Einfluss auf das Albanische, Teil 1:
Phonologie und Morphologie der albanischen Turzismen, Wiesbaden 1975.
BulgAtlas = Българска Академия на Науките (Институт за Български Език):
Български Диалектен Атлас, София.
(1) Югоизточна България, 1964 (съставен под ръководството на Ст. Стойков
и С. Б. Бернщейн).
(2) Североизточна България, 1966 (съставен под ръководството на Ст.
Стойков).
(3) Югозападна България, 1974, 1975 (съставен под ръководството на Ст.
Стойков).
(4) Северозападна България, 1980, 1981 (съставен под ръководството на Ст.
Стойков).
(5) Ранкел Божков, Северозападни български говори в Царибродско и
Босилиградско, 1986. Χαρτογραφούνται τα ιδιώματα των περιοχών του (α)
Τσάριμπροντ (Цариброд/Caribrod- καινούργια ονομασία:
Димитровград/Dimitrovgrad) και του (β) Μποσίλεγκραντ
(Босилеград/Босилиград), που βρίσκονται στα ΝΑ σύνορα της Σερβίας, με τη
Βουλγαρία.
(6) Йордан И. Иванов, Български говори от Егейска Македония (Ι): Драмско,
Сярско, Валовишко и Зиляховско, София 1972. Χαρτογραφούνται τα
ιδιώματα των περιοχών (α) Δράμας (Драма), (β) Σερρών (Сяр/Сер), (γ)
Σιδηροκάστρου (Валовища) και (δ) Νέας Ζίχνης (Зиляхово).
Clauson = Sir Gerard Clauson, An etymological dictionary of pre-thirteenth-century
Turkish, Oxford, Clarendon Press 1972.
Dallı = Hüseyin Dallı, Kuzeydoğu Bulgaristan Türk ağızları üzerine araştırmalar, Ankara
19912.
Dizdari = Tahir N. Dizdari, Fjalor i orientalizmavë në gjuhën shqipe (= Λεξικό των
ανατολισμών στην αλβανική γλώσσα / Dictionary of oriental loanwords in
Albanian [σελ. 1181]), Tiranë 2005. Το υλικό αναφέρεται ώς «αλβανικό του
λεξικού των τουρκισμών» (αλβ(τρ).).
Doğan = D. Mehmet Doğan, Doğan büyük Türkçe sözlük, İstanbul: eylül 20052. Το υλικό
αναφέρεται ώς «τούρκικο του ερμηνευτικού λεξικού» (τούρκ(ερ).).
Drachman & Malikouti = Gabriel Drachman & Angeliki Malikouti-Drachman, Greek word
accent [Harry van der Hulst (εκδ.), Word prosodic systems in the languages of
Europe, Berlin-New York 1999].
DS [derleme sözlüğü] = Türk Dil Kumuru, Türkiye’de halk ağzından derleme sözlüğü, 12
τόμ., Ankara 19932. Το υλικό του κυρίως μέρους (τόμοι 1-11) αναφέρεται ώς
«τούρκικο διαλεκτικό» (τούρκδ.), ενώ του συμπληρώματος (τόμ. 12) ώς
τούρκδλ..
Eckmann 1950 = János Eckmann, Razgrad Türk ağzı [Türk dili ve tarihi hakkında
araştırmalar 1 (1950): σελ. 1-25].

/ 368 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Eckmann 1960 = J. Eckmann, Dinler (Makedonya) Türk ağzı [Türk Dili Araştırmaları Yıllığı
Belleten, Ankara 1960: σελ. 189-204].
Eckmann 1962α = J. Eckmann, The Turkish dialect of Edirne [American Studies in Altaic
Linguistics (Indiana University Publications), Uralic and Altaic Series 13
(1962): σελ. 45-69].
Eckmann 1962β = J. Eckmann, Kumanova (Makedonya) Türk ağzı, [J. Eckmann κ.ά.
(επιμ.), Németh Armağanı, Ankara 1962: σελ. 111-44].
Eideneier 2012 = Hans Eideneier, Πτωχοπρόδρομος (κριτική έκδοση), Ηράκλειο 2012.
Elçin = Şükrü Elçin, Florina ağzı [Türk kültürü araştırmaları, yıl 1, sayı 2 (Ankara 1964):
σελ. 244-53].
Eren = Hasan Eren, Türk dilinin etimolojik sözlüğü, Ankara 19992.
Eyuboğlu = İsmet Zeki Eyuboğlu, Türk dilinin etimoloji sözlüğü, İstanbul 1988.
FonetRom = Svetlana Dermenji-Gurgurov (catedra de filologie română), Fonetica limbii
române (suport de curs), Universitatea de Stat «Bogdan Petriceicu Hasdeu»
din Cahul.
Hazai 1959 = György Hazai, Les dialectes turcs du Rhodope, Acta Orientalia Academiae
Scientiarum Hungaricae 9 (1959): σελ. 205-29.
Hazai & Kappler = György Hazai & Matthias Kappler, Der Einfluss des Türkischen in
Südosteuropa: Uwe Hinrichs (εκδ.), Handbuch der Südosteuropa-Linguistik,
Wiesbaden 1999: σελ. 649-75.
HIPA = The International Phonetic Association, Handbook of The International Phonetic
Association: a guide to the use of the International Phonetic Alphabet,
Cambridge 1999.
HTS = György Hazai (εκδ.), Handbuch der türkischen Sprachwissenschaft, Wiesbaden
1990.
Junker-Alavi = Heinrich F. J. Junker & Bozorg Alavi, Persisch-deutsches Wörterbuch,
Wiesbaden 20029 [unveränderte Auflage]. Διαφορετικές αποδόσεις των
φθογγοσήμων έχουμε στις εξής περιπτώσεις: (α) χρησιμοποιείται το <ä> για το
(βραχύ) <a>, (β) για το džīm (Redhouse xiii, Junker-Alavi 204, Steingass 348)
χρησιμοποιείται το <dž> αντί του <ğ> (π.χ. <džāmedān> αντί <ğāmedān>
[σελ. 206]), (γ) για το qāf (Redhouse xiii, Junker-Alavi 562, Steingass 348)
χρησιμοποιείται το (συνηθισμένο) <q> αντί του <ġ> (π.χ. <qässāb, qätife,
qomār, qomāš, qähve> αντί <ġässāb, ġätife, ġomār, ġomāš, ġähwe> σελ.
574, 576, 579, 583]), (δ) για το wāw (Redhouse xiii, Junker-Alavi 827)
χρησιμοποιείται το <v> αντί για <v/w>. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το
Steingass*.
Kakuk 1961 = Zsuzsanna Kakuk, Die türkische Mundart von Küstendil und Michailovgrad,
Acta linguistica Academiae Scientiarum Hungaricae 11 (1961): σελ. 301-86.
Kakuk 1972 = Suzanne Kakuk, Le dialecte turc d’Ohrid en Macédoine, Acta Orientalia
Academiae Scientiarum Hungaricae 26 (1972): σελ. 227-83.
Kalay = Emin Kalay, Edirne ili ağızları (inceleme-metin), inceleyen: Tuncer Gülensoy,
Ankara 1998.
Kanar 2016 = Mehmet Kanar, Kanar büyük Farsça-Türkçe sözlük, Say Yayınları: Ankara
20161.

/ 369 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Meninski = Franciscus à Mesgnien Meninski, Thesaurus linguarum orientalium (turcicae,


arabicae, persicae): lexicon turcico-arabico-persicum (τόμ. Ι-ΙΙΙ), Vienna 1680
[ανατ. İstanbul 2000].
MisalliSözlük = Misalli Büyük Türkçe Sözlük, İlhan Ayverdi, Ahmet Topaloğlu
(redaksiyon - etimoloji), Hayri Bilecik (etimoloji: Arapça, Farsça), Mustafa
Tahralı (imlâ (uygulama) - etimoloji: Arapça, Farsça), Kubbealtı Lugatı:
İstanbul Febryary/Şubat 20163.
Mollova = Mefküre Mollova, Parler turc de Florina [Балканско Езикознание/Linguistique
Balkanique 13 (1968): σελ. 95-127].
Newmark = Leonard Newmark, Albanian-English dictionary, Oxford University Press: New
York 19991. Το υλικό αναφέρεται ώς «αλβανικό» (αλβαν.).
Nişanyan 2009 = Sevan Nişanyan, Sözlerin soyağacı: çağdaş Türkçenin etimolojik
sözlüğü, İstanbul 2009.
Nişanyan 2018 = Sevan Nişanyan, Nişanyan Sözlük: çağdaş Türkçenin etimolojisi,
İstanbul 2018.
Okuka 2018 = Miloš Okuka, Srpski dijalekti [Спрски дијалекти], Novi Sad 2018.
Olcay = Selâhattin Olcay, Doğu Trakiya yerli ağzı: inceleme-derleme-dizin, Ankara 1995.
Papahagi = Papahagi Tache, Dicţionarul dialectui Aromân general şi etimologic [ediţia a
doua augmentată], Bucureşti 1974.
Petrović = Snežana Petrović, Some problems of Balkan turkisms, στo Χρήστος Τζιτζιλής
& Χαράλαμπος Συμεωνίδης (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Βαλκανική
Γλωσσολογία: συγχρονία και διαχρονία (Θεσ/νίκη 30/10/1997-1/11-1997)»,
Θεσσαλονίκη 2000: σελ. 175-87.
Redhouse = Sir James W. Redhouse, Turkish and English Lexicon, Constantinople 1890
[ανατ. 2001].
Reynolds = Barbara Reynolds (general editor), The Cambridge Italian dictionary, volume
I: Italian-English, Cambridge 19812. Το υλικό αναφέρεται ώς «ιταλικό» (ιταλκ.).
ShW = Nuri Sılay & Σπύρος Αρμοστή, SharedWor!ds: Shared words between Greek and
Turkish, τόμ. 1, Λευκωσία (Nicosia) 2013.
Skok = Petar Skok, Etimologijski rječnik hrvatskoga ili srpskoga jezika, 4 τόμ., Zagreb
1971-4, Uredili akademici: Mirko Deanović et Ljudevit Jonke. Surađivao u
predradnjama i priredio za tisak: Valentin Putanec. Το υλικό αναφέρεται ώς
«σερβοκροάτικο του ετυμολογικού λεξικού» (σερβοκρ(ετ).) και δίνεται και στο
κυριλλικό και στο λατινικό αλφάβητο.
Škaljić = Abdulah Škaljić, Turcizmi u srpskohrvatskom jeziku, Svjetlost: Sarajevo 19855.
Το υλικό αναφέρεται ώς «σερβοκροάτικο του λεξικού των τουρκισμών»
(σερβοκρ(τρ).).
SlavLang = Bernard Comrie & Greville G. Gorbett (εκδ.), The Slavonic languages,
Routledge: London and New York 1993.
Somavera = Alessio da Somavera, Tesoro della lingua greca-volgare ed
italiana/Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας, Παρίσι 1709.

/ 370 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

StandardAlb = Leonard Newmark, Philip Hubbard, Peter Prifti, Standard Albanian: a


reference grammar for students, Stanford University Press: Stanford,
California 1982.
Steingass = F. Steingass, A comprehensive Persian-English dictionary (including the
Arabic words and phrases to be met with in Persian literature), İstanbul 2005.
(α) Για τη μεταγραφή των συμφώνων χρησιμοποιείται το (τροποποιημένο)
σύστημα που χρησιμοποιείται και για το Junker-Alavi: έτσι, αντί για τα <j, ch,
kh, zh, sh, gh, v/w> χρησιμοποιούνται τα <dž, č, x, ž, š, ġ, v>, ενώ τα διάφορα
z, s, t, h δέν ακολουθούνται απο διακριτικά σημάδια. (β) Όσον αφορά τα
φωνήεντα επειδή μεταξύ του Junker-Alavi και του Steingass ακολουθείται
διαφορετικό σύστημα απόδοσης (εκτός απ’ το <ā>, που είναι παντού ίδιο)
χρησιμοποιούνται οι τύποι του Junker-Alavi και ακολουθούνε μετά απο το
σύμβολο ~ οι τύποι του Steingass: π.χ. όταν το Junker-Alavi (213) δίνει džoft1
και το Steingass (365) džuft, džift2, τότε ο τύπος καταγράφεται ώς <džoft ~
džuft/džift>. (δ) Όταν δέν καταγράφονται οι τύποι στο Junker-Alavi, αλλα
αποκαθίστανται, τότε σημαδεύονται με τον αστερίσκο και ακολουθούνε μετά
απο το ~ οι τύποι του Steingass. (ε) Όταν τα ερμηνεύματα των δύο λεξικών
είναι ισάξια και δέν υπερτερεί το γερμανικό σε σαφήνεια, τότε προτιμάται το
αγγλικό.
Tietze 1955 = Andreas Tietze, Griechische Lehnwörter im anatolischen Türkisch, Oriens 8
(1955): σελ. 204-57.
Tietze 1957 = Andr. Tietze, Slavische Lehnwörter in der türkischen Volkssprache, Oriens
10 (1957): σελ. 1-47.
Tietze 1967 = Andr. Tietze, Persian loanwords in Anatolian Turkish, Oriens 20 (1967):
σελ. 125-68.
Tiktin = H. Tiktin, Rumänisch-deutches Wörterbuch (neubearbeitete Auflage von Paul
Miron und Elsa Lüder), 3 τόμ. (a - z), Wiesbaden 2001-53. Το υλικό αναφέρεται
ώς «ρουμάνικο» (ρουμάν.).
TurkGram = Aslı Göksel & Celia Kerslake, Turkish: a comprehensive grammar,
Routledge: London and New York 2005.
TurkLang = Lars Johanson & Éva Ágnes Csató (εκδ.), The Turkic languages, Routledge:
London and New York 1998.

1 σύμφωνα με το σύστημα μεταγραφής των συμφώνων που χρησιμοποιεί <ğoft>.


2 σύμφωνα με το σύστημα μεταγραφής των συμφώνων που χρησιμοποιεί <juft, jift>.

/ 371 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Greek abstract

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το βασικό θέμα της εργασίας είναι η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων στα
ελληνικά ιδιώματα (αγγλ. microdialects) της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας, ενώ γενικά
αποφεύχθηκαν θέματα μορφολογικής προσαρμογής. Επίκεντρο ήταν οι τουρκισμοί του
ιδιώματος της Κοζάνης, ενώ ερμηνείες επιχειρήθηκαν και για τα υπόλοιπα ιδιώματα του
βορειοελλαδικού χώρου, για την ΚΝΕ και πιό απομακρυσμένες ελληνικές διαλέκτους, όπως τα
κρητικά και τα ποντιακά, αλλα και γενικότερα για διάφορες βαλκανικές ποικιλίες
(γλώσσες/διαλέκτους/ιδιώματα), πάντα ομως σε σχέση με τα ζητήματα που θέτει το (ελληνικό)
υλικό της Δυτικής Μακεδονίας. Εξετάζοντας το γλωσσογεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο,
διαπιστώνουμε οτι το κοζανίτικο ιδίωμα είναι σαφώς ενταγμένο στο πλαίσιο των
δυτικομακεδόνικων ιδιωμάτων της ελληνικής (και όχι άλλων ομάδων βόρειων ελληνικών
ιδιωμάτων) και, συνεπώς, έχει έρθει σε επαφή με την τουρκική απο τα τέλη του 14ου αιώνα.
Με δεδομένο οτι ο δανεισμός συντελέστηκε σε επίπεδο διαλέκτων, έγινε προσπάθεια
διερεύνησης των χαρακτηριστικών των τούρκικων ποικιλιών με τις οποίες ήρθαν σε επαφή οι
Δυτικομακεδόνες. Το συμπέρασμα ήταν οτι τα δυτικομακεδόνικα ιδιώματα ήρθαν σε επαφή με
τούρκικες ποικιλίες που δέν απέχουν δραματικά απο τη σύγχρονη κοινή τουρκική (ΣΚΤ), αλλα
διαφοροποιούνται απο αυτήν σε επιμέρους στοιχεία. Έτσι, η ΣΚΤ χρησιμοποιείται σάν
ερευνητική αφετηρία, αλλα ταυτόχρονα αναλύεται και το διαθέσιμο τούρκικο υλικό απο τα
Βαλκάνια, ενώ το υλικό εντάσσεται στο ευρύτερο βαλκανικό περιβάλλον, δηλαδή
συνεξετάζονται και οι αντίστοιχοι τύποι στις υπόλοιπες γλωσσικές ποικιλίες των Βαλκανίων. Η
έρευνα επεκτάθηκε και σε οθωμανικά λεξικά, με στόχο τον εντοπισμό διαλεκτικών ή αρχαϊκών
τούρκικων στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μορφή των δυτικομακεδόνικων
τουρκισμών, καθως εκτός απο τη διατοπική, η εργασία εξετάζει και τη διαχρονική διάσταση
των δυτικομακεδόνικων τουρκισμών, κάτι απόλυτα απαραίτητο για να σχηματίσει ο ερευνητής
μια σφαιρική εικόνα. Επίσης, εξετάστηκε το κατα πόσο οι δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί
αποτελούν προϊόν άμεσου ή έμμεσου δανεισμού, καθως υπάρχουν και περιπτώσεις
τουρκισμών που οφείλονται σε επαφή με άλλες βαλκανικές γλώσσες. Τέλος, πρέπει να
επισημανθεί οτι μιά γενικότερη συμβολή της παρούσας εργασίας στην ερευνητική διαδικασία
είναι οτι προτείνονται λύσεις για μερικές βασικές προβληματικές ερευνητικές πρακτικές που
διαστρεβλώνουν τα γλωσσικά δεδομένα και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε
αποπροσανατολισμό της γλωσσολογικής (διαλεκτολογικής, τουρκολογικής κλπ.) έρευνας.

/ 372 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί Αγγλική περίληψη

ABSTRACT

The main topic of this paper is the phonetic adaptation of the Turkisms (Turkish
loanwords) into the Greek “microdialects” (linguistic microvarieties) of SW Macedonia
(Greek administrative region (prefecture) of “Western Macedonia”), while morphological
adaptation issues were avoided. The Turkisms of the microdialect of the town of Kozani
(Kozani Greek) are at the forefront, while interpretations are also made for the Turkisms of
other Northern Greek varieties, of Standard Modern Greek and of more distant
(geographically and liguistically) Greek varieties, such as the Cretan and the Pontic
dialect, but also of Balkan varieties (languages/(micro)dialects), always in relation to the
issues raised by the (Greek) material from SW Macedonia. While examining the linguistic
and historical context, we find that Kozani Greek is clearly a part of the Greek environment
of SW Macedonia and came into contact with Turkish from the late 14th century. Given
that the language contact occured at dialectal level, an attempt was made to investigate
the characteristics of the Turkish varieties with which the Greeks of SW Macedonia came
into contact. The conclusion is that the Greek microdialects of SW Macedonia came into
contact with Turkish varieties that are not fundamentally distant from the Modern Turkish
Koine (MTK), but differ from it in some aspects. Thus, MTK is used as a starting point for
examination, but at the same time the available Turkish material from the Balkans is
analyzed, while the material from other Balkan languages is also taken into account. The
research also includes Ottoman dictionaries, with the aim of identifying dialectal or archaic
Turkish elements that could explain the form of the Greek Turkisms, while in addition to
the geographical dimension, the paper examines also the historical dimension of the
Greek Turkisms of SW Macedonia, because this is absolutely essential for the researcher,
in order to form a complete picture of the situation. Another issue that has been examined
is whether the Turkisms are a product of direct or indirect borrowing, because there are
cases in which Turkisms were introduced to Greek via other Balkan languages. Finally, it
should be noted that a more general contribution of the present paper to the research
process is that solutions are proposed to some of the main problematic research practices
which distort linguistic data and may even lead to disorientation of the linguistic
(dialectological, turkological, etc.) research.

/ 373 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΝΑΛΥΣΗ ................................................................ 4 - 191

Α. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................... 4 - 18

Β. ΣΥΜΦΩΝΑ ..................................................................................... 19 - 114


Β:1. ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ........................................................... 19 - 76
Β:1.1. Εισαγωγή ............................................................................... 19-24
Β:1.2. <b> ........................................................................................... 24-5
Β:1.3. <p> ........................................................................................... 25-6
Β:1.4. <c> .............................................................................................. 26
Β:1.5. <ç> ........................................................................................... 26-7
Β:1.6. <d> ........................................................................................... 27-8
Β:1.7. <t> ............................................................................................ 28-9
Β:1.8. <f> ............................................................................................... 30
Β:1.9. <g> ........................................................................................... 30-1
Β:1.10. <ğ> ....................................................................................... 31-42
Β:1.11. <h> ......................................................................................... 43-5
Β:1.12. <j> .......................................................................................... 45-6
Β:1.13. <k> ....................................................................................... 47-50
Β:1.14. <l> .......................................................................................... 50-3
Β:1.15. <m> ........................................................................................ 53-4
Β:1.16. <n> ......................................................................................... 54-5
Β:1.17. <r> .......................................................................................... 56-7
Β:1.18. <s> ......................................................................................... 57-8
Β:1.19. <ş> ......................................................................................... 58-9
Β:1.20. <v> ......................................................................................... 60-5
Β:1.21. <y> ....................................................................................... 66-72
Β:1.22. <z> ......................................................................................... 73-6
Β:2. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ......................................................... 77 - 114
Β:2.1. Εισαγωγή ............................................................................... 77-85
Β:2.2. [k ḱ] .......................................................................................... 85-8
Β:2.3. [g ǵ] ............................................................................................. 88

/ 374 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Β:2.4. [x x΄] ....................................................................................... 89-91


Β:2.5. [γ γ΄ j]........................................................................................ 91-2
Β:2.6. [l l΄] .............................................................................................. 93
Β:2.7. [n ń] ............................................................................................. 93
Β:2.8. [s ś] .......................................................................................... 94-5
Β:2.9. [z ź] ...................................................................................... 95-100
Β:2.10. [c ć] ...................................................................................... 100-6
Β:2.11. [dz dź]................................................................................... 107-8
Β:2.12. [t t΄] ..................................................................................... 108-10
Β:2.13. [d d΄] ..................................................................................... 110-1
Β:2.14. [θ θ΄] ........................................................................................ 111
Β:2.15. [δ δ΄] ..................................................................................... 111-2
Β:2.16. [f f΄] .......................................................................................... 112
Β:2.17. [v v΄] ........................................................................................ 112
Β:2.18. [p ṕ] ......................................................................................... 113
Β:2.19. [b b΄] ........................................................................................ 113
Β:2.20. [m ḿ] ....................................................................................... 114
Β:2.21. [r ŕ] ........................................................................................... 114

Γ. ΦΩΝΗΕΝΤΑ ................................................................................. 115 - 176


Γ:1. ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ ..................................................... 115 - 148
Γ:1.1. Εισαγωγή ................................................................................ 115-8
Γ:1.2. <a> ......................................................................................... 118-9
Γ:1.3. <e> ....................................................................................... 119-23
Γ:1.4. <ı> ........................................................................................ 123-30
Γ:1.5. <i>.............................................................................................. 131
Γ:1.6. <o> ......................................................................................... 132-3
Γ:1.7. <ö> ......................................................................................... 133-4
Γ:1.8. <u> ......................................................................................... 134-5
Γ:1.9. <ü> ....................................................................................... 135-43
Γ:1.10. Ακολουθίες φωνηέντων και μακρά φωνήεντα ....................... 143-8
Γ:2. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ ..................................................... 149 - 176
Γ:2.1. Εισαγωγή .............................................................................. 149-50
Γ:2.2. <α> ......................................................................................... 150-6
Γ:2.3. /e/............................................................................................... 156
Γ:2.4. [i] ............................................................................................. 156-2
Γ:2.5. /o/............................................................................................ 162-3
Γ:2.6. <ου> ..................................................................................... 163-71
Γ:2.7. Επανανάλυση/επανερμηνεία .................................................. 171-6
Δ. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΟΝΟΥ .................................................................. 177 - 191

/ 375 /
Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΛΗΜΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ........................................... 192 - 295

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ........................................................... 296 - 352


Εισαγωγή .......................................................................................... 296-7
[1] Αγγλικά ........................................................................................... 298
[2] Αραβικά .......................................................................................... 298
[3] Πέρσικα .......................................................................................... 298
[4] Ιταλικά............................................................................................. 299
[5] Βλάχικα ........................................................................................... 299
[6] Ρουμάνικα....................................................................................... 299
[7] Αλβανικά ......................................................................................... 300
[8] Σερβοκροάτικα............................................................................. 301-3
[9] Σλαβομακεδόνικα ........................................................................ 304-5
[10] Βουλγάρικα ................................................................................ 306-9
[11] Πομάκικα ...................................................................................... 309
[12] Τούρκικα .................................................................................. 310-30
[13] Ελληνικά .................................................................................. 331-52

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΟΡΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ............................ 353 - 371

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ / ABSTRACTS ........................................................... 372 - 373


Greek abstract ..................................................................................... 372
Αγγλική περίληψη ................................................................................ 373

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ................................................................................ 374 - 376

/ 376 /

You might also like