You are on page 1of 468

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΚΗΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΟΥ

ΑΝΤΩΝΙΟΥ Σ. ΠΕΠΟΥΔΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013

i
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ………………………………………………………………………................................ 1

ΙΙ. ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ ………………………………………………………………………......................... 9

A. ΠΕΡΙ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ (κεφ. 1-10) ………………………………………………………………… 9

I. Περί κακοηθείας του Ηροδότου: Η κακοήθης διήγηση του Ηροδότου

εξαπατά τους αναγνώστες του∙ αναγγελία της μεθόδου του Πλουτάρχου (κεφ. 1) ….. 9

II. Ίχνη και γνωρίσματα κακοήθους διηγήσεως: ορισμός κακοηθείας (κεφ. 2-10) ……… 16

B. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ (κεφ. 11-43) ………........................... 35

I. Τα των βαρβάρων (κεφ. 11-18∙ παρεκβάσεις: κεφ. 15-17) …………………………………. 35

II. Τα Ελληνικά (κεφ. 19-43) ……………………………………………………………………… 86

Επίλογος (κεφ. 43) ………………………………………………………………………………. 412

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ……………………………………………………………………………... 422

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ …………………………………………………………………………………….. 429

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ……………………………………………………………………………………… 430

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΩΝ ΠΗΓΩΝ, ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ……… 442

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ……………………….……………………………………………….. 450

ii
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΡ. ΒΕΛΗΓΙΑΝΝΗ – ΤΕΡΖΗ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΓΚΡΙΣΕΩΣ: 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και

Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει

αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέως.

iii
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Κατά την τριετή φοίτησή μου στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Α’ κύκλου

Σπουδών του τομέα της Αρχαίας Ιστορίας νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω

όλους τους καθηγητές οι οποίοι με τις γνώσεις, τις συμβουλές και τις προτροπές

τους βοήθησαν στην ανέλιξή μου και στην επιτυχή περάτωση τις φοιτήσεώς μου.

Ιδιαίτερα όμως θέλω να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια κ.

Βεληγιάννη –Τερζή για τη συνεργασία μας δηλώνοντας πως κοντά της έμαθα να

εργάζομαι μεθοδικά και αντικειμενικά ως προς την πραγμάτευση των πηγών.

Αρωγός στην προσπάθειά μου αυτή στάθηκε η οικογένειά μου που με

παρότρυνε, στήριξε παντοίω τρόπω και μου έδωσε τη δυνατότητα να ανταπεξέλθω

στις δυσκολίες που αντιμετώπισα.

Τέλος, ύστατη αλλά όχι τελευταία, θέλω να ευχαριστήσω την Δέσποινα

Γρηγοριάδου για τη στήριξη, τη βοήθεια που μου προσέφερε αλλά και την

κατανόηση που επέδειξε κατά τη θητεία μου στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα

Σπουδών.

iv
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Περιγραφή του θέματος

Στην παρούσα εργασία γίνεται ιστορικός σχολιασμός του έργου του Πλουτάρχου

«Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας» (Ηθικά 854E-874C)∙ βέβαια, για την πλήρη κατανόηση του

εν λόγω πλουτάρχειου έργου, δίδεται το κείμενο του βιογράφου και η νεοελληνική

απόδοση αυτού. Από τον τίτλο του έργου γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο Πλούταρχος

κρίνει αρνητικά τον ιστορικό Ηρόδοτο προσδίδοντάς του την κατηγορία της κακοηθείας,

δηλαδή της κακίας, της αχρειότητος1 στη συγγραφή των Ιστοριών του, ενώ, κατά τον L.

Pearson, ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο όχι μονάχα για κακία, διπροσωπία και

προτίμηση της χειροτέρας ερμηνείας για τις πράξεις των άλλων ανθρώπων, αλλά και για

ανειλικρίνεια και σκόπιμη νόθευση των γεγονότων, κατηγορίες που περιλαμβάνονται στον

όρο ‘’κακοήθεια’’.2 Έτσι, είναι προφανές ότι στην παρούσα εργασία γίνεται σύγκριση

μεταξύ της απόψεως του βιογράφου και της απόψεως του Ηροδότου, που ο τελευταίος

αναφέρει ή αφήνει να εννοηθεί ή συμπεραίνεται από τη διήγησή του, ώστε να διαπιστωθεί

ποιός από τους δύο έχει δίκαιο επί τη βάσει εκείνων των ηροδότειων χωρίων που παραθέτει

ο βιογράφος και στα οποία διακρίνεται η, κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, κακοήθεια του

ιστορικού.

Τα ηροδότεια χωρία που αναφέρει ο βιογράφος προέρχονται από το σύνολο των

Ιστοριών. Στα πρώτα δέκα, ωστόσο, κεφάλαια του παρόντος έργου του Πλουτάρχου, που

αποτελούν την εισαγωγή του έργου, δεν μνημονεύονται χωρία του Ηροδότου, αλλά άλλα

πρόσωπα∙ κατονομάζονται ιστορικοί (Θουκυδίδης, Φίλιστος και Έφορος) και ένας μουσικός

και φιλόσοφος (ο Αριστόξενος), ενώ άλλοι μνημονεύονται με τους γενικούς όρους κωμικοί

(δηλ. κωμωδιογράφοι) και σοφιστές, τους οποίους παρουσιάζει ο βιογράφος είτε ως

πρότυπο ιστορικής αφηγήσεως, σε σχέση με το συγκεκριμένο κάθε φορά ορισμό

1
Βλ. για τη σημασία της λέξεως LSJ9 λ. «κακοήθεια».
2
Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας, Plutarch’s Moralia XI,
London/Cambridge/Massachusetts 1965, σ. 2 (introduction).

1
κακοηθείας που ανέφερε, είτε ως συγγραφείς που διηγούνται κάποιο γεγονός με τον

«κακό» αφηγηματικό τρόπο του Ηροδότου. Στην εισαγωγή του πλουτάρχειου έργου

περιγράφονται τα οκτώ χαρακτηριστικά ή ορισμοί κακοηθείας που διακρίνει ο βιογράφος

στο ηροδότειο έργο, προσθέτοντας ότι τα χωρία του ιστορικού θα εξεταστούν επί τη βάσει

αυτών των κατηγοριών κακοηθείας, δήλωση όμως που δεν πραγματοποιείται από τον

Πλούταρχο.

Έπειτα αρχίζει η πραγμάτευση των ηροδότειων χωρίων στα κεφάλαια 11-43, από τα

οποία τα κεφάλαια 11-18 περιγράφουν γεγονότα σχετικά με τους βαρβάρους, στα οποία

εμπεριέχεται παρέκβαση (κεφ. 15-17), ενώ τα κεφάλαια 19-43 αφορούν γεγονότα σχετικά

με τους Έλληνες. Στα γεγονότα σχετικά με τους βαρβάρους (κεφ. 11-18) ο Πλούταρχος

παραθέτει χωρία του Ηροδότου που πραγματεύονται την απαγωγή της Ιούς και των

γυναικών του Άργους από τους Φοίνικες (κεφ. 11), την τέλεση ανθρωποθυσιών από τους

Έλληνες (κεφ. 12), το ζήτημα της παιδεραστίας (κεφ. 13), τα θρησκευτικά ζητήματα των

Αιγυπτίων (κεφ. 13), την βαρβαρική καταγωγή του Ηρακλέους (κεφ. 14), την παρουσίαση

του Κροίσου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας

του, και την ανάρρηση του Δηιόκη στη βασιλεία των Μήδων (κεφ. 18)∙ η παρέκβαση στην

πλουτάρχεια αφήγηση αφορά την φοινικική καταγωγή του Θαλή του Μιλησίου, τις

αντιλήψεις του Σόλωνος για τους θεούς, τη φυγή του ποιητού Αλκαίου από μάχη μεταξύ

Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο (κεφ. 15), τη συναλλαγή των Αλκμεωνιδών με

τον Πεισίστρατο με σκοπό την εγκαθίδρυση τυραννίδος από τον τελευταίο στην Αθήνα

(κεφ. 16) και την αυτοχειρία του Λακεδαιμονίου Οθρυάδου, του μοναδικού επιζώντος της

πρώτης μάχης μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αργείων για την κατοχή της Θυρέας (κεφ. 17).

Στα γεγονότα σχετικά με τους Έλληνες (κεφ. 19-43) ο Πλούταρχος παραθέτει χωρία του

Ηροδότου που πραγματεύονται τους Ίωνες (κεφ. 19), τη συμμετοχή της Κύμης, της

Μυτιλήνης και της Χίου στην παράδοση του Λυδού Πακτύη στους Πέρσες (κεφ. 20), την

αιτία της εκστρατείας των Λακεδαιμονίων και των Κορινθίων εναντίον του τυράννου της

Σάμου Πολυκράτους (κεφ. 21-22), τις συνθήκες απαλλαγής των Αθηνών από την

τυραννίδα των Πεισιστρατιδών, την καταγωγή του Αθηναίου Ισαγόρα και του

Αριστογείτονος, και την απόπειρα επαναφοράς του Ιππία ως τυράννου στην Αθήνα από

2
τους Λακεδαιμονίους (κεφ. 23), τη συμμετοχή των Αθηναίων και των Ερετριέων στην

Ιωνική επανάσταση (κεφ. 24), τις συνθήκες αναζητήσεως προστασίας των Πλαταιέων από

τους Αθηναίους (κεφ. 25), τη μάχη του Μαραθώνος (κεφ. 26-27), την ουδετερότητα του

Άργους κατά τους Μηδικούς πολέμους (κεφ. 28), την καταλυτική συμβολή των Αθηναίων

στη νίκη των συμμάχων εναντίον των Περσών (κεφ. 29), το περιστατικό πλουτισμού του

Αμεινοκλέους (κεφ. 30), τον μηδισμό των Θηβαίων στις Θερμοπύλες (κεφ. 31-33), τη

ναυμαχία του Αρτεμισίου (κεφ. 34), την αιτία παραμονής των Φωκέων στο πλευρό των

συμμάχων (κεφ. 35), την προσχώρηση των Ναξίων στην ελληνική παράταξη πριν τη

ναυμαχία της Σαλαμίνος (κεφ. 36), τη σύλληψη του σχεδίου του Θεμιστοκλέους να

ναυμαχήσουν οι Έλληνες εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα (κεφ. 37-38), τη φυγή του

κορινθιακού στόλου υπό την αρχηγία του Αδειμάντου από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα

(κεφ. 39), τα γεγονότα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος σχετικά με την απονομή βραβείων

σε στρατηγό και πόλη (κεφ. 40), τις συνθήκες πραγματοποιήσεως της εκστρατείας των

Σπαρτιατών στις Πλαταιές (κεφ. 41 - αρχές του κεφ. 42) και τα γεγονότα της εν λόγω μάχης

(το υπόλοιπο κεφ. 42)∙ επιπλέον ο βιογράφος κάνει δύο παρεκβάσεις, την πρώτη για τους

Ερετριείς (κεφ. 27) και την δεύτερη σχετικά με τη νυκτερινή έφοδο του Λεωνίδα και των

Σπαρτιατών στο περσικό στρατόπεδο, και με το εγκώμιο του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών

που πολέμησαν στις Θερμοπύλες (κεφ. 32), ενώ στον επίλογο του εν λόγω έργου του

Πλουτάρχου γίνεται ανακεφαλαίωση των τεσσάρων μαχών – του Αρτεμισίου, των

Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας και των Πλαταιών - των Ελλήνων εναντίον του πεζικού και

του ναυτικού του Ξέρξη (κεφ. 43).

Ο Πλούταρχος στην αφήγησή του περί βαρβάρων (κεφ. 11-18) δεν χρησιμοποιεί

καμία άλλη πηγή πλην Ηροδότου, και αρκείται να επισημάνει την κακοήθεια του ιστορικού

χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που εδράζονται κυρίως στη λογική. Στην αφήγησή του,

όμως, για τους Έλληνες (κεφ. 19-43) συνεχίζει την παράθεση πηγών που είχε αρχίσει στα

εισαγωγικά κεφάλαια (1-10), με τη διαφορά ότι οι πηγές περί των Ελλήνων μνημονεύουν

διαφορετική εκδοχή των γεγονότων από αυτήν που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, ή απλά

ενισχύουν την άποψη και τα επιχειρήματα του βιογράφου. Ο Χάρων ο Λαμψακηνός είναι ο

πρώτος ιστορικός που αναφέρει ο βιογράφος και ο οποίος μνημονεύεται συνολικά δύο

3
φορές (κεφ. 20, 24), έπειτα ο Αντήνωρ και το έργο αυτού ‘’Κρητικά’’ καθώς και ο Διονύσιος

ο Χαλκιδεύς με το έργο ‘’Κτίσεις’’ (κεφ. 22), ο Λυσανίας ο Μαλλώτης και το έργο του ‘’Περί

Ερετρίας’’ (κεφ. 24), ο Αθηναίος Δίυλλος (κεφ. 26), ο Αριστοφάνης ο Βοιωτός δύο φορές

(κεφ. 31, 33), ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (κεφ. 33), ο Πίνδαρος (κεφ. 34), ο Ελλάνικος (κεφ.

36), ο Έφορος (κεφ. 36) και ο Θουκυδίδης (κεφ. 39), με τους δύο τελευταίους να

μνημονεύονται και στην εισαγωγή. Επιπλέον γίνονται αναφορές σε οκτώ επιγράμματα

(κεφ. 34, 39, 42) συμπεριλαμβανομένου του πολλάκις μνημονευομένου επιγράμματος των

Ελλήνων στους Δελφούς (κεφ. 39 και 42), και σε άλλα τρία που παρατίθενται με το όνομα

του Σιμωνίδη (κεφ. 36, 39, 42). Βέβαια δεν απουσιάζουν και οι γενικές αναφορές σε άλλους

συγγραφείς που όμως δεν κατονομάζονται (κεφ. 21, 24, 36), ενώ οι άλλες μνείες του

Πλουτάρχου σε ολόκληρο το έργο, σε Σοφοκλή (κεφ. 1), Ευριπίδη – χωρίς να τον

κατονομάζει - (κεφ. 28), Αίσωπο (κεφ. 40), Πίγρητα και Όμηρο (κεφ. 43) είναι επουσιώδεις.

Η ηθική προσέγγιση της ιστορίας από τον Πλούταρχο

Για ποιό λόγο ο Πλούταρχος έγραψε αυτήν την δριμεία κριτική εναντίον του

Ηροδότου; Το έκανε, επειδή πράγματι θεωρούσε τις ηροδότειες Ιστορίες έργο που δεν

απέδιδε την πραγματικότητα και την αλήθεια των γεγονότων που πραγματεύεται; Και

πώς θα ήταν δυνατόν ο Πλούταρχος, του οποίου ο βίος χρονολογείται περί το 45 μ.Χ. έως

πριν το 125 μ.Χ.,3 όχι μονάχα να γνώριζε με μεγαλυτέρα ακρίβεια τα γεγονότα που ιστορεί

ο Ηρόδοτος, από τα οποία τουλάχιστον η εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος

συνέπιπτε με την αρχή του βίου του ιστορικού (485 - 424 π.Χ.),4 αλλά και να υπερασπίζει

την άποψή του με τόση βεβαιότητα υπέρ της εσφαλμένης ιστορικής διηγήσεως του

Ηροδότου δίχως να αποδίδει έστω το ελαφρυντικό της απουσίας δόλου από τον ιστορικό, ή

να μην αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο σφάλματος στον εαυτό του; Ο ίδιος ο βιογράφος,

όπως αναφέρει στο εν λόγω έργο, υπερασπίζεται τους προγόνους του Βοιωτούς (κεφ. 1

(Ηθικά 854F): «ἀμυνομένοις ὑπέρ τῶν προγόνων»), καθιστώντας εμφανή στον αναγνώστη

3
Βλ. για τον χρόνο του βίου του Πλουτάρχου C.B.R. Pelling, “Plutarchus [2]”, ΒNP 11 (2007), σ. 410-411.
4
Ο Ηρόδοτος έζησε περί το 485 - 424 π.Χ.: βλ. K. Meister, “Herodotus [1]”, ΒNP 6 (2005), σ. 265-266.

4
την, κατά τη γνώμη μου, αφορμή συγγραφής αυτού του πονήματος που δεν είναι άλλη από

την, κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, προσβολή των Βοιωτών από τον Ηρόδοτο στο ζήτημα

του μηδισμού των τελευταίων κατά τους Μηδικούς πολέμους, και δη κατά την εκστρατεία

του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος. Και τούτη η προσβολή εναντίον των Βοιωτών αποτελεί

την αφορμή συγγραφής αυτού του πλουτάρχειου έργου, καθώς ο βιογράφος αποφαίνεται

πως ο Ηρόδοτος δεν είναι ψευδής μονάχα στο ζήτημα του μηδισμού των Βοιωτών, και

συγκεκριμένα των Θηβαίων, αλλά σε όλο το ιστορικό του έργο, διότι, αφ΄ ενός κάνει ρητά

λόγο για τα άλλα ψεύδη του ιστορικού που θα χρειαζόταν κάποιος πολλά βιβλία για να τα

πραγματευθεί (κεφ. 1 (Ηθικά 854F): «τά γ΄ ἄλλα ψεύσματα καί πλάσματα βουλομένοις

ἐπεξιέναι πολλῶν ἄν βιβλίων δεήσειεν»), αφ΄ ετέρου τα ηροδότεια χωρία που παραθέτει

προέρχονται από το σύνολο των Ιστοριών του Ηροδότου. Ποιός, όμως, είναι ο κύριος λόγος

συγγραφής αυτού του έργου από τον Πλούταρχο; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το εν λόγω

έργο του Πλουτάρχου είναι μία ηθική πραγματεία και όχι μία απόπειρα ιστορικής κριτικής

ή πολιτικού φυλλαδίου προς υπεράσπιση των Βοιωτών.5 Ο Πλούταρχος, στο προοίμιο6 της

παράλληλης βιογραφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Ιουλίου Καίσαρος, καθιστά

σαφή στους αναγνώστες του τον τρόπο που προσεγγίζει τα ιστορικά πρόσωπα και

γεγονότα. Ο βιογράφος εστιάζει ‘’στο ήθος και στην ψυχή του προσώπου περί του οποίου

συγγράφει, ώστε να διαφανεί η αρετή ή η κακία αυτού’’∙ βέβαια, στην προκειμένη

περίπτωση ο Πλούταρχος δεν συγγράφει ιστορία και, συγκεκριμένα, στρατιωτική ιστορία,

αλλά βιογραφίες και αυτό το αναφέρει ρητά στο εν λόγω προοίμιο. Στο έργο «Περί τῆς

5
Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη L. Pearson, Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας, σ. 6 (introduction).
6 1: «Τὸν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως βίον καὶ τοῦ Καίσαρος, ὑφ' οὗ κατελύθη Πομπήϊος, ἐν τούτῳ τῷ
βιβλίῳ γράφοντες, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὑποκειμένων πράξεων οὐδὲν ἄλλο προεροῦμεν ἢ
παραιτησόμεθα τοὺς ἀναγινώσκοντας, ἐὰν μὴ πάντα μηδὲ καθ' ἕκαστον ἐξειργασμένως τι τῶν
περιβοήτων ἀπαγγέλλωμεν, ἀλλ' ἐπιτέμνοντες τὰ πλεῖστα, μὴ συκοφαντεῖν. οὔτε γὰρ ἱστορίας
γράφομεν, ἀλλὰ βίους, οὔτε ταῖς ἐπιφανεστάταις πράξεσι πάντως ἔνεστι δήλωσις ἀρετῆς ἢ κακίας,
ἀλλὰ πρᾶγμα βραχὺ πολλάκις καὶ ῥῆμα καὶ παιδιά τις ἔμφασιν ἤθους ἐποίησε μᾶλλον ἢ μάχαι
μυριόνεκροι καὶ παρατάξεις αἱ μέγισται καὶ πολιορκίαι πόλεων. ὥσπερ οὖν οἱ ζῳγράφοι τὰς ὁμοιό-
τητας ἀπὸ τοῦ προσώπου καὶ τῶν περὶ τὴν ὄψιν εἰδῶν οἷς ἐμφαίνεται τὸ ἦθος ἀναλαμβάνουσιν,
ἐλάχιστα τῶν λοιπῶν μερῶν φροντίζοντες, οὕτως ἡμῖν δοτέον εἰς τὰ τῆς ψυχῆς σημεῖα μᾶλλον
ἐνδύεσθαι, καὶ διὰ τούτων εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον, ἐάσαντας ἑτέροις τὰ μεγέθη καὶ τοὺς
ἀγῶνας».

5
Ἡροδότου κακοηθείας», όμως, δεν συγγράφει το βίο κάποιου ενδόξου ανδρός, αλλά κρίνει

τον Ηρόδοτο για τη συγγραφή του ιστορικού του έργου. Έτσι, κατά τη γνώμη μου, η

δήλωσή του στο προοίμιο της παράλληλης βιογραφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του

Ιουλίου Καίσαρος, ότι δηλαδή εστιάζει ‘’στο ήθος και στην ψυχή του προσώπου περί του

οποίου συγγράφει, ώστε να διαφανεί η αρετή ή η κακία αυτού’’, μετασχηματίζεται, κατά τη

γνώμη μου, στο έργο του «Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας» σε ‘’αποδοχή εκείνων των

ηθικών και ψυχικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου ή λαού κάποιας πόλεως που

αναδεικνύουν την αρετή τους, και παράλληλα αποσιώπηση όσων στοιχείων του ιδίου

προσώπου ή λαού της πόλεως αναδεικνύουν την κακία τους και περιορίζουν αντίστοιχα

την αρετή τους’’, το οποίο γίνεται αντιληπτό σε ολόκληρο το παρόν έργο του Πλουτάρχου.

Την αποσιώπηση, λοιπόν, εκείνων των ‘’αρνητικών’’ στοιχείων δεν την πραγματοποίησε ο

Ηρόδοτος στο ιστορικό του έργο με αποτέλεσμα να ασκείται αρνητική κριτική από τον

Πλούταρχο. Η ηθική, όμως, προσέγγιση της ιστορίας από τον Πλούταρχο που, πιθανότατα

κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το κριτήριο συγγραφής του εν λόγω έργου εναντίον του

Ηροδότου, το οποίο γίνεται διακριτό και από τον όρο ‘’κακοηθείας’’ στον τίτλο, δεν θα

πρέπει να αποτελεί δικαιολογία της εν γένει στο σύνολο του έργου, αφ΄ ενός ειρωνικής

διαθέσεως του Πλουτάρχου προς το πρόσωπο του ιστορικού, αφ΄ ετέρου μεροληπτικής

προσεγγίσεως υπέρ όσων έχουν αδικηθεί, κατά την κρίση του βιογράφου, από τον

Ηρόδοτο.

Πηγές

Η εξέταση του θέματος βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε γραμματειακά έργα∙ οι

επιγραφές που μνημονεύονται είναι ελάχιστες και δευτερευούσης σημασίας. Η γνώση μας

για τα παρατιθέμενα από τον Πλούταρχο ηροδότεια χωρία εμπλουτίζεται βεβαίως σε

μέγιστο βαθμό από την σχετική με τα εξεταζόμενα γεγονότα ιστορική διήγηση του

Ηροδότου, από την αφήγηση του εν λόγω έργου του Πλουτάρχου αλλά και από πλήθος

άλλων έργων του βιογράφου, από την ιστορία του Θουκυδίδη και του Διοδώρου (κυρίως το

ενδέκατο βιβλίο), τη συγγραφή του περιηγητή Παυσανία, και σε λιγότερο βαθμό από άλλες

6
πηγές, (π.χ. Αισχύλου, Ευριπίδη, Αθήναιου, Ισοκράτους, Αριστοφάνους, Στράβωνος), που

συμπληρώνουν ή προσφέρουν άλλη εκδοχή για τα γεγονότα.

Διάρθρωση και μεθοδολογία της εργασίας

Η εργασία αποτελείται από την εισαγωγή, το κυρίως θέμα και τα συμπεράσματα.

Στο κυρίως θέμα ακολουθείται η ροή του κειμένου του Πλουτάρχου το οποίο διαιρείται σε

δύο μέρη: A. Περί κακοηθείας, που περιλαμβάνει τα κεφ. 1-10 του έργου του Πλουτάρχου,

και B. Παραδείγματα κακοηθείας του Ηροδότου, που αφορά τα κεφ. 11-43. Το πρώτο μέρος

(A. Περί κακοηθείας), υποδιαιρείται σε δύο μέρη: I. Περί κακοηθείας του Ηροδότου: Η

κακοήθης διήγηση του Ηροδότου εξαπατά τους αναγνώστες του∙ αναγγελία της μεθόδου

του Πλουτάρχου (κεφ. 1), και II. Ίχνη και γνωρίσματα κακοήθους διηγήσεως: ορισμός

κακοηθείας (κεφ. 2-10). Το δεύτερο μέρος (B. Παραδείγματα κακοηθείας του Ηροδότου),

υποδιαιρείται και αυτό σε δύο μέρη: I. Τα των βαρβάρων (κεφ. 11-18∙ παρεκβάσεις: κεφ. 15-

17) όπου παρουσιάζονται 12 παραδείγματα κακοηθείας, και II. Τα Ελληνικά (κεφ. 19-43)

που απαρτίζονται από 23 παραδείγματα κακοηθείας∙ τα παραδείγματα 1-7 της

υποενότητας ΙΙ. Ελληνικά αφορούν γεγονότα προ της Ιωνικής επαναστάσεως, ενώ τα

παραδείγματα 8-23 την Ιωνική επανάσταση και τους Περσικούς πολέμους. Και τέλος ο

επίλογος του Πλουτάρχου (κεφ. 43). Σε κάθε κεφάλαιο στο πρώτο μέρος (A. Περί

κακοηθείας), ή σε κάθε παράδειγμα στο δεύτερο μέρος (B. Παραδείγματα κακοηθείας του

Ηροδότου), παρουσιάζεται η εξής σειρά πραγματεύσεως του εκάστοτε θέματος: τίτλος (του

κεφαλαίου ή του παραδείγματος), κείμενο, νεοελληνική απόδοση και ιστορικός

σχολιασμός. Η διαίρεση του έργου του Πλουτάρχου σε παραδείγματα έγινε με βάση την

θεματική αυτοτέλεια κάθε γεγονότος που μνημονεύεται στην αφήγηση του βιογράφου.

Έτσι, ένα παράδειγμα περιλαμβάνει συνήθως ένα κεφάλαιο του έργου του Πλουτάρχου,

αλλά σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεί μέρος ενός κεφαλαίου, ή εμπεριέχει δύο ή ακόμη

και τρία κεφάλαια.

7
Στην παρούσα εργασία η σύγκριση των δύο διαφορετικών θέσεων του Πλουτάρχου

και του Ηροδότου περί των ιστορικών γεγονότων και προσώπων γίνεται επί τη βάσει των

παρατιθεμένων από το βιογράφο ηροδότειων χωρίων, λαμβάνοντας υπόψη τα

μνημονευόμενα επιχειρήματα και στοιχεία του Πλουτάρχου και κρίνοντάς τα σε

αντιπαραβολή με την ιστορική διήγηση του Ηροδότου, σε συνδυασμό με τα σχετικά με τα

χωρία του Ηροδότου πονήματα της συγχρόνου ερεύνης, ώστε, ει δυνατόν, να εξακριβωθεί η

αλήθεια ή μη των κατηγοριών του βιογράφου εναντίον του ήθους του Ηροδότου.

Μετά την αναλυτική εξέταση στο κύριο μέρος της εργασίας ακολουθούν τα

συμπεράσματα, στα οποία συνοψίζονται με συστηματικό τρόπο τα αποτελέσματα του

ελέγχου της κριτικής του Πλουτάρχου στον Ηρόδοτο όπως αυτά διαφαίνονται σε κάθε

παράδειγμα στην αναλυτική εξέταση. Έτσι η κριτική του Πλουτάρχου στον Ηρόδοτο

διαχωρίζεται: α) σε αιτιολογημένη και ορθή κριτική και β) σε μη αιτιολογημένη και

μεροληπτική κριτική. Η εργασία συμπληρώνεται με καταλόγους βιβλιογραφίας, πηγών και

ονομάτων.

8
ΙΙ. ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

A. ΠΕΡΙ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ (κεφ. 1-10).

I. Περί κακοηθείας του Ηροδότου: Η κακοήθης διήγηση του Ηροδότου εξαπατά τους

αναγνώστες του∙ αναγγελία της μεθόδου του Πλουτάρχου (κεφ. 1).

854 E Κεφ. 1. «Πολλοὺς μέν, ὦ Ἀλέξανδρε, τοῦ Ἡροδότου

καὶ ἡ λέξις ὡς ἀφελὴς καὶ δίχα πόνου καὶ ῥᾳδίως

ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν ἐξηπάτηκε∙ πλείονες

δὲ τοῦτο πρὸς τὸ ἦθος αὐτοῦ πεπόνθασιν. οὐ γὰρ

F μόνον, ὥς φησιν ὁ Πλάτων, τῆς ἐσχάτης ἀδικίας μὴ

ὄντα δοκεῖν εἶναι δίκαιον, ἀλλὰ καὶ κακοηθείας

ἄκρας ἔργον εὐκολίαν μιμούμενον καὶ ἁπλότητα δυσ-

φώρατον εἶναι.* * * μάλιστα πρός τε Βοιωτοὺς

καὶ Κορινθίους κέχρηται μηδὲ τῶν ἄλλων τινὸς

ἀπεσχημένος, οἶμαι προσήκειν ἡμῖν, ἀμυνομένοις

ὑπὲρ τῶν προγόνων ἅμα καὶ τῆς ἀληθείας, κατ’

αὐτὸ τοῦτο τῆς γραφῆς τὸ μέρος∙ ἐπεὶ τά γ’ ἄλλα

ψεύσματα καὶ πλάσματα βουλομένοις ἐπεξιέναι πολ-

λῶν ἂν βιβλίων δεήσειεν. ἀλλὰ

δεινὸν τὸ τᾶς Πειθοῦς πρόσωπον,

855 A ὥς φησιν ὁ Σοφοκλῆς, μάλιστα δ’ ὅταν ἐν λόγῳ

χάριν ἔχοντι καὶ δύναμιν τοσαύτην ἐγγένηται τάς

τ’ ἄλλας ἀτοπίας καὶ τὸ ἦθος ἀποκρύπτειν τοῦ

συγγραφέως. ὁ μὲν γὰρ Φίλιππος ἔλεγε πρὸς τοὺς

ἀφισταμένους Ἕλληνας αὐτοῦ καὶ τῷ Τίτῳ προστι-

9
θεμένους, ὅτι λειότερον μὲν μακρότερον δὲ κλοιὸν

μεταλαμβάνουσιν∙ ἡ δ’ Ἡροδότου κακοήθεια λειο-

τέρα μέν ἐστιν ἀμέλει καὶ μαλακωτέρα τῆς Θεο-

πόμπου, καθάπτεται δὲ καὶ λυπεῖ μᾶλλον, ὥσπερ οἱ

κρύφα διὰ στενοῦ παραπνέοντες ἄνεμοι τῶν δια-

κεχυμένων.

Δοκεῖ δέ μοι βέλτιον εἶναι τύπῳ τινὶ λαβόντας

B ὅσα κοινῇ μὴ καθαρᾶς μηδ’ εὐμενοῦς ἐστιν ἀλλὰ

κακοήθους οἷον ἴχνη καὶ γνωρίσματα διηγήσεως,

εἰς ταῦτα τῶν ἐξεταζομένων ἕκαστον, ἂν ἐναρμόττῃ,

τίθεσθαι».

«Πολλούς, Αλέξανδρε, έχει εξαπατήσει το ύφος του Ηροδότου που είναι απλό, δεν

αποτελεί προϊόν μόχθου και πραγματεύεται αβασάνιστα τα γεγονότα. Όμως περισσότεροι

έχουν εξαπατηθεί από το ήθος του Ηροδότου. Δηλαδή, όχι μόνο αδικεί στο μεγαλύτερο

βαθμό αυτός που θεωρείται δίκαιος ενώ δεν είναι, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, αλλά είναι

και άκρως κακοήθης αυτός που υποκρίνεται καλοπροαίρετη διάθεση και ειλικρίνεια, που

είναι δύσκολο να αποκαλυφθούν.7 (Αυτό αρέσει περισσότερο απ’ όλα στον Ηρόδοτο να

κάνει, σε άλλους να δείχνει εύνοια με το πιο αίσχιστο είδος κολακείας και άλλους να τους

διαβάλλει και να συκοφαντεί. Έως σήμερα κανείς δεν έχει τολμήσει να αποδείξει τα

ψέματα του), και αυτό το κάνει κυρίως εναντίον των Βοιωτών και Κορινθίων χωρίς να

αφήνει κανένα άλλο. Θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μου8 να υπερασπιστώ τους προγόνους

7 Σ΄ αυτό το σημείο υπάρχει χάσμα 160 περίπου γραμμάτων. Εντός της παρενθέσεως ακολουθεί
απόδοση, βασισμένη στη συμπλήρωση του κειμένου από τον L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου
κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 1, σημ. 3 (Ηθικά 854 F), πολύ κοντά στο νόημα του πραγματικού
κειμένου.
8 Τίθεται το ερώτημα για ποιόν λόγο χρησιμοποιείται η προσωπική αντωνυμία «ἡμῖν» στον
πληθυντικό αριθμό αντί του ενικού αριθμού «μοί». Δύο είναι οι δυνατές ερμηνείες: α) να εννοούνται
και ο Πλούταρχος και ο Αλέξανδρος, στον οποίο απευθύνεται ο πρώτος, β) ο πληθυντικός «ἡμῖν»
του αρχαίου κειμένου να μην συμπεριλαμβάνει τον Αλέξανδρο, επειδή η φράση «ὑπέρ τῶν
προγόνων» που ακολουθεί, παραπέμπει, κατά τη γνώμη μου, στους προαναφερθέντες Βοιωτούς που
υπήρξαν πρόγονοι του Πλουτάρχου και όχι γενικά στους Έλληνες προγόνους και του Πλουτάρχου

10
μου και την αλήθεια, σε ό,τι αφορά αυτό το μέρος της συγγραφής του. Θα χρειαζόταν

κανείς πολλά βιβλία για να εξετάσει τα άλλα του ψεύδη και τις πλαστές διηγήσεις του.

Αλλά

έχει φοβερή όψη το πρόσωπο της Πειθούς,

όπως γράφει ο Σοφοκλής, και προπαντός όταν μπορεί να αποκρύψει, εκτός από τα άλλα

του ατοπήματα, και το ήθος του με λόγο που έχει μεγάλη δύναμη και χάρη. Ο Φίλιππος (Ε’)

έλεγε στους Έλληνες που αποστατούσαν από τη συμμαχία του και συντάσσονταν με τον

Τίτο (Φλαμινίνο), ότι λαμβάνουν ως αντάλλαγμα πιο ελαφριάς μορφής δουλεία, αλλά που

διαρκεί περισσότερα χρόνια. Έτσι και η κακοήθης διήγηση του Ηροδότου είναι αναμφίβολα

πιο ήπιας μορφής από αυτήν του (ιστορικού) Θεοπόμπου, μένει όμως το ‘στίγμα’ της και

προκαλεί μεγαλύτερη θλίψη, όπως οι άνεμοι που πνέουν κρυφά μέσα από στενό σε

σύγκριση με τους διάχυτους ανέμους.

Νομίζω πως είναι προτιμότερο να διατυπώσω κάποιους ορισμούς για ίχνη και

γνωρίσματα που αποτελούν χαρακτηριστικά κακοήθους και όχι καλοήθους διηγήσεως.

Έπειτα, κάθε εξεταζόμενο χωρίο θα υπάγεται σ΄ αυτούς τους ορισμούς, αν, φυσικά,

ταιριάζει».

Στο πρώτο κεφάλαιο του έργου του ο Πλούταρχος περιορίζεται σε δύο

κατευθύνσεις: στην ηθική προσέγγιση των Ιστοριών του Ηροδότου και στη μέθοδο που

πρόκειται να ακολουθήσει. Στην πρώτη περίπτωση, για να καταδείξει, ως κύρια αιτία

εξαπατήσεως των αναγνωστών του έργου του Ηροδότου, την κακεντρέχειά του, που

διακρίνεται και στον τίτλο του έργου∙ στη δεύτερη περίπτωση, να μας πληροφορήσει για το

σχέδιο συγγραφής που έχει επεξεργαστεί στο νου του. Στην προσπάθειά του να πείσει για

την κακοήθη διήγηση του Ηροδότου, επικαλείται έναν φιλόσοφο, έναν τραγικό ποιητή και

έναν βασιλέα, και τέλος, επιλέγει την σύγκριση με τον ιστορικό Θεόπομπο.

και του Αλεξάνδρου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι Αθηναίοι, πρόγονοι του
Αλεξάνδρου, αν δεχθούμε την άποψη ότι ο Αλέξανδρος ήταν Αθηναίος (βλ. παρακάτω στο κείμενο
για τον Αλέξανδρο).

11
Ο Αλέξανδρος στον οποίο απευθύνεται ο Πλούταρχος, προφανώς γνώριζε το έργο

του Ηροδότου. Πρόκειται, πιθανότατα, για τον Επικούρειο φιλόσοφο Αλέξανδρο που

αναφέρει ο Πλούταρχος στο έργο του «Περί Συμποσιακών προβλημάτων, βιβλίο 2,

Πρόβλημα Γ (κεφ. 1)» (Ηθικά 635F). Ο A.E. Raubitschek θεωρεί τον Αλέξανδρο Αθηναίο,

καθώς τον ταυτίζει με το πρόσωπο της επιγραφής IG II2, αρ. 3793 όπου τιμάται από τους

μαθητές του ο καθηγητής Αλέξανδρος, ο γιός του Μάρωνος από το Φάληρο, καθώς η

ιδιότητα του καθηγητή αφορούσε τους διδασκάλους της Επικούρειας σχολής.9

Ο Πλούταρχος επικαλείται την αυθεντία του Πλάτωνος, καθώς αναφέρει για

δεύτερη φορά10 στο σύνολο των έργων του αυτή τη φράση του φιλοσόφου από το έργο του

Πολιτεία.11 Ο Πλούταρχος αναφέρει τον Πλάτωνα περί τις επτακόσιες φορές στο σύνολο

του έργου του∙ μόνο ο Όμηρος μνημονεύεται πιο συχνά.12 Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον

Ηρόδοτο για υποκρισία. Όπως ο Πλάτων θεωρεί πάρα πολύ άδικο αυτόν που υποκρίνεται

δικαιοσύνη στους άλλους, έτσι και ο Πλούταρχος χαρακτηρίζει κακοηθέστατο αυτόν που

υποκρύπτει τον κακεντρεχή του χαρακτήρα με φαινομενικά καλή και ειλικρινή

συμπεριφορά. Το συμπέρασμα του Πλουτάρχου για τον υπερθετικό βαθμό κακοηθείας του

Ηροδότου δεν πείθει, καθώς αφήνει αναπόδεικτο τον θετικό βαθμό κακοήθειάς του, που

τον θεωρεί εξ αρχής δεδομένο.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Ηρόδοτος βάλλει εναντίον των Βοιωτών και

Κορινθίων. Γι’ αυτό το λόγο, νιώθει την υποχρέωση να υπερασπιστεί, αφ’ ενός τους

προγόνους του, καθώς είχε πατρίδα του την Χαιρώνεια, και αφ’ ετέρου τους Κορινθίους,

επειδή θεωρεί ότι προσβάλλονται περισσότερο από τους άλλους Έλληνες, κυρίως, μέσω

του στρατηγού τους κατά τους μηδικούς πολέμους, Αδειμάντου∙ στην πραγματικότητα,

9 Βλ. για τον Αλέξανδρο A.E. Raubitschek, “Phaidros and his Roman Pupils”, Hesperia 18 (1949), σ. 99.
10 Η ίδια φράση αναφέρεται στο έργο του Πλουτάρχου «Περί Συμποσιακῶν προβλημάτων, βιβλίο 1,
Πρόβλημα Α (κεφ. 3)» (Ηθικά 613F- 614Α).
11 Πλάτ., Πολ. ΙΙ, κεφ. 4 (361Α).
12 Βλ. για τις επικλήσεις αρχαίων προσώπων στο έργο του Πλουτάρχου A. Bowen, Plutarch: The
Malice of Herodotus, Warminster 1992, σχόλια στο κεφ. 1 (Ηθικά 854E).

12
Αθηναίοι και Σπαρτιάτες μνημονεύονται πιο συχνά από τον Πλούταρχο, ως θύματα

προσβλητικής αντιμετώπισης από τον Ηρόδοτο, όχι όμως με τον ίδιο έντονο τρόπο.13

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος μνημονεύει στίχο από την τραγική ποίηση του

Σοφοκλή. Αν και δε γνωρίζουμε το νοηματικό πλαίσιο όπου ο ποιητής χρησιμοποίησε αυτή

τη φράση, ο Πλούταρχος την αναφέρει για να αναδείξει τη δύναμη της πειθούς.14 Η

περιγραφή της όψεως της προσωποποιημένης Πειθούς που προκαλεί φόβο υποδηλώνει τη

χρήση πλαγίων τρόπων και μέσων στα οποία καταφεύγει κανείς προκειμένου να πείσει. Το

ίδιο κάνει και ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, καθώς χρησιμοποιεί το

λογοτεχνικό του τάλαντο, την αφηγηματική του δύναμη και χάρη, που αποκρύπτουν την

κακοήθειά του. Η συγκεκριμένη, όμως, επίκληση της φράσεως του Σοφοκλή δεν αποτελεί

επιχείρημα, επειδή ο Σοφοκλής, προφανώς, δεν το έγραψε για τον Ηρόδοτο. Τέτοιες

ποιητικές φράσεις, κατά τη γνώμη μου, είναι αποδεκτές στον ποιητικό λόγο, όχι όμως σε

πεζό κείμενο που έχει σκοπό να πείσει τον αναγνώστη.

Η επόμενη αναφορά του Πλουτάρχου είναι στο πρόσωπο του βασιλέως της

Μακεδονίας Φιλίππου Ε’, καθώς και στο όνομα του Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου, του ρωμαίου

υπάτου και στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τη νίκη των ρωμαϊκών

στρατευμάτων επί του μακεδονικού στρατού και του Φιλίππου Ε’ το 197 π.Χ. στις Κυνός

Κεφαλές κατά τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200 π.Χ. - 197 π.Χ.).15 Ο Πλούταρχος αναφέρει

ρήση του Φιλίππου Ε’ την οποία εντάσσει στο εξής αφηγηματικό σχήμα:

Ο Φίλιππος (λέει → Έλληνες που → και συντάχτηκαν → (ότι θα έχουν)


στους) αποστάτησαν με τον Τίτο λιγότερο πιεστική
αλλά πιο
μακροχρόνια

13 Βλ. για τις πόλεις που προσβάλλονται περισσότερο από τον Ηρόδοτο A. Bowen, Plutarch: The
Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 1 (Ηθικά 854F).
14 Βλ. για την ερμηνεία αυτή A.C. Pearson, The fragments of Sophocles, volume III, Cambridge 1917,
σχόλια στο απ. 865.
15 Βλ. αναλυτικά για τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο και τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές R.M. Errington,
“Rome against Philip and Antiochus”, στο CAH VIII2 2 (1989), σ. 261-269.

13
δουλεία

Με τη φράση αυτή του Φιλίππου Ε’ υποδηλώνεται η εξής πρόταση από τον Πλούταρχο:

Ο Πλούταρχος (λέει → αναγνώστες → ως καλοήθη την → ότι η αφήγησή του


στους) των Ιστοριών αφήγηση του έχει χάρη και
(που αποδέχονται) Ηροδότου δύναμη, αλλά
προσκολλάται
(‘στιγματίζει’) και
στενοχωρεί

Ο Φίλιππος Ε’ «απαντά» στους Έλληνες ότι η αποστασία τους δε θα έχει ως αποτέλεσμα

την ποθητή ελευθερία, αλλά την μακροχρόνια16 δουλεία,17 «μακρότερον κλοιόν». Έτσι και ο

Πλούταρχος, προτρέπει εμμέσως τους αναγνώστες των Ιστοριών του Ηροδότου να

αφυπνισθούν και να συνειδητοποιήσουν την κακεντρεχή διήγηση του ιστορικού. Αντί,

λοιπόν, ο Πλούταρχος να προσαρμόσει την πολιτική-φιλοσοφική φράση του Φιλίππου Ε’

περί δουλείας σε κάποια μορφή «πνευματικής υποδούλωσης» όσων αποδέχονται ως

καλοήθη τη διήγηση του Ηροδότου, χρησιμοποιεί τους προσδιορισμούς «λειοτέρα» και

«μαλακωτέρα», που αποτελούν χαρακτηρισμούς της δουλείας, και όχι την ίδια τη δουλεία.

Τη λέξη «λειότερος» από τη φράση του Φιλίππου Ε’ χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος ως κοινό

όρο σύγκρισης του Ηροδότου με τον ιστορικό Θεόπομπο,18 χωρίς όμως να υπάρχει

σαφήνεια και λογική αλληλουχία με τη ρήση του Φιλίππου Ε’. Έτσι προκαλείται σύγχυση

16 Ο Πλούταρχος στο βίο του Τίτου Φλαμινίνου (κεφ. 10), αναφέρει τη λέξη «βαρύτερον», ως
προσδιορισμό του ουσιαστικού «κλοιόν», αντί της λέξεως «μακρότερον» στο Περί τῆς Ὴροδότου
κακοηθείας, και δεν είναι ο Φίλιππος Ε΄ αυτός που απευθύνεται στους Έλληνες λέγοντάς τους αυτή
τη φράση, αλλά οι Αιτωλοί.
17 Βλ. για τον «κλοιό» A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 1 (Ηθικά 855 Α): τα
δεσμά στον λαιμό, «κλοιός», ήταν η τιμωρία για τους δούλους και ιδιαίτερα για τους δραπέτες.
18 Ο Θεόπομπος ο Χίος, ιστορικός του 4ου αι. π.χ., έγραψε, μεταξύ άλλων έργων του, και τα
«Φιλιππικά» στα οποία πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 362 π.Χ. – 336 π.Χ., δηλαδή την
περίοδο βασιλείας του Φιλίππου Β’. Βλ. αναλυτικά για τον Θεόπομπο M. Ostwald - J.P. Lynch, “The
growth of schools and the advance of knowledge”, στο CAH VI2 (1994), σ. 601-602.

14
στον αναγνώστη με αποτέλεσμα να μη γίνεται κατανοητό το επιχείρημα του Πλουτάρχου.

Ο Πλούταρχος, συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής:

Η κακοήθεια του Ηροδότου πιο ήπιας μορφής από αλλά προσκολλάται

(είναι) → αυτήν του Θεοπόμπου → (‘στιγματίζει’) και

στενοχωρεί περισσότερο

Ενώ θα περιμέναμε επιχείρημα που θα ανεδείκνυε την κακοήθεια του Ηροδότου

μεγαλύτερη από των άλλων ιστορικών, την αναφέρει ως μικρότερη από αυτήν του

Θεοπόμπου, με άμεσο αντίκτυπο την εξασθένηση του επιχειρήματός του. Η κακεντρέχεια

του Ηροδότου, αφ’ ενός περιορίζεται καθώς είναι πιο ήπιας μορφής από αυτή του

Θεοπόμπου, αφ’ ετέρου, όμως, υποκρύπτεται με έντεχνο τρόπο από τον Ηρόδοτο που, όταν

γίνει αντιληπτή από τον αναγνώστη, του προκαλεί θλίψη. Βέβαια, η σύγκριση του

Ηροδότου με τον ιστορικό Θεόπομπο, γνωστού για το «στίγμα»19 που άφηνε σε πρόσωπα η

ιστορική του αφήγηση, δεν είναι εσφαλμένη, απλά δεν χρησιμοποιείται με σωστό τρόπο.

Όσο δίκαια και αν είναι η κρίση του Πλουτάρχου για την κακοήθη διήγηση του Ηροδότου,

ότι δηλαδή προκαλεί μεγαλύτερη θλίψη καθώς δεν γίνεται αντιληπτή από την αρχή, δε

μεταβάλλει την πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι η διήγηση του

Ηροδότου είναι λιγότερο κακοήθης από ενός άλλου ιστορικού. Χωρίς να υπάρχει λογική

συνοχή με τη ρήση του Φιλίππου Ε’, το νόημα επικεντρώνεται στις διαφορές μεταξύ των

δύο ιστορικών. Και συνεχίζει ο Πλούταρχος την αφήγησή του με μια παρομοίωση από τη

φύση:

Η κακοήθης διήγηση του προσκολλάται από την κακοήθη διήγηση

Ηροδότου → (‘στιγματίζει') και του Θεοπόμπου

στενοχωρεί περισσότερο →

19 Βλ. για το χαρακτηρισμό αυτό προς τον ιστορικό Θεόπομπο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου
κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 1, σημ. d (Ηθικά 855Α).

15
(όπως) οι άνεμοι που πνέουν στενοχωρούν περισσότερο απ’ ότι οι διάχυτοι άνεμοι

κρυφά μέσα από στενό → →

Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί τη δύναμη ενός στοιχείου της φύσεως και,

συγκεκριμένα, την ορμητική δύναμη του ανέμου, για να επαυξήσει τα αρνητικά

συναισθήματα που νιώθει ο αναγνώστης, όταν διαβάζει το έργο του Ηροδότου. Όπως ο

άνεμος που φυσά από εκεί που δεν το περιμένεις και σου προκαλεί θλίψη, έτσι και η

κακοήθης διήγηση του Ηροδότου, που δεν είναι εμφανής στο ευρύ αναγνωστικό κοινό,

προκαλεί στενοχώρια. Κατά τη γνώμη μου, η παρομοίωση από τη φύση είναι

χαρακτηριστικό της ποίησης και της ελευθερίας που παρέχει αυτό το είδος στον εκάστοτε

ποιητή. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση πρόκειται για πεζό κείμενο που σκοπό έχει όχι

να τέρψει αλλά να πείσει τον αναγνώστη.

II. Ίχνη και γνωρίσματα κακοήθους διηγήσεως: ορισμός κακοηθείας (κεφ. 2-10).

1. Πρώτο χαρακτηριστικό κακοηθείας: χρήση ενοχλητικών, αντί ευπρεπών,

χαρακτηρισμών σε πρόσωπα της αφήγησης (κεφ. 2).

Κεφ. 2. «Πρῶτον μὲν οὖν ὁ τοῖς δυσχερεστάτοις ὀνό-

μασι καὶ ῥήμασιν, ἐπιεικεστέρων παρόντων, ἐν τῷ

λέγειν τὰ πεπραγμένα χρώμενος (ὥσπερ εἰ θειασμῷ

προσκείμενον ἄγαν ἐξὸν εἰπεῖν τὸν Νικίαν ὁ δὲ

θεόληπτον προσείποι, ἢ θρασύτητα καὶ μανίαν

855 C Κλέωνος μᾶλλον ἢ κουφολογίαν) οὐκ εὐμενής ἐστιν,

ἀλλ’ οἷον ἀπολαύων τῷ † σοφῶς † διηγεῖσθαι τοῦ

πράγματος».

«Πρώτον, ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί κατά τη διήγησή των γεγονότων λέξεις

που προκαλούν στενοχώρια, ενώ υπάρχουν άλλες πιο ευπρεπείς, όπως π.χ. για τον Νικία,

ενώ θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει θεοσεβή, τον αποκαλεί θρησκόληπτο, ή όταν

αναφέρεται στη θρασύτητα και μανία του Κλέωνος αντί για την δίχως στοχασμό ομιλία

16
του, δεν δείχνει εύνοια, αλλά φαίνεται να διηγείται το γεγονός απολαμβάνοντας τους

«ευφυείς»20 του χαρακτηρισμούς».

Οι όροι που αναφέρει ο Πλούταρχος για το Νικία και τον Κλέωνα, δεν αποτελούν

χαρακτηρισμούς του Ηροδότου που διηγήθηκε τα Μηδικά, αλλά του Θουκυδίδη και

αφορούν σημαίνοντα πρόσωπα του Πελοποννησιακού πολέμου.21 Ο Πλούταρχος

παραθέτει ενδεικτικά δύο παραδείγματα χρησιμοποιώντας το εξής χιαστί σχήμα:

(Νικίας) θειασμῷ προσκείμενον ἄγαν θεόληπτον

(Κλέων) Θρασύτητα και μανίαν κουφολογία

Συγκεκριμένα, η φράση του κειμένου «θειασμῷ προσκείμενον ἄγαν» για το Νικία,

που, κατά τον Πλούταρχο, δεν χρησιμοποιείται από τον Αθηναίο ιστορικό ως ορθότερη,

αναφέρεται στην πραγματικότητα από τον Θουκυδίδη.22 Άρα, ο Πλούταρχος είτε σφάλλει

είτε, που είναι και το πιθανότερο, εννοεί τη θετική σημασία της φράσεως – τη θεοσέβεια

δηλαδή του Νικία, και όχι την αρνητική σημασία που έχει αποδώσει ο Θουκυδίδης στο

Νικία, καθώς στη συνέχεια της φράσεως ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί ως ενοχλητική τη

λέξη «θεόληπτον» - θρησκόληπτο δηλαδή. Αλλά ο Πλούταρχος, αν πράγματι εννοεί τη

θετική σημασία της φράσεως, αντιφάσκει, καθώς στο έργο του «Περί δεισιδαιμονίας (κεφ.

8)» (Ηθικά 169Α) αναφέρει τη λέξη «δεισιδαιμονία» για τον Κλέωνα και ότι το καλύτερο γι’

αυτόν θα ήταν να απαλλαγεί από αυτήν.

20 Βλ. για τη δυσκολία στην ερμηνεία της φράσεως L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας,
σχόλια στο κεφ. 2, σημ. a (Ηθικά 855 B): το νόημα στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου διαφωτίζεται
στο έργο του Πλουτάρχου «Περί Συμποσιακῶν προβλημάτων, βιβλίο 2» Πρόβλημα Α (κεφ. 3) (630F),
όπου αναφέρεται η απόλαυση όσων διηγούνται και μνημονεύουν τις επιτυχίες τους ή τις αποτυχίες
των εχθρών τους ή, αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «σοφῶς» με τη λέξη «σοφιστικῶς», το νόημα θα
είναι: «απολαμβάνει να διηγείται τα γεγονότα με σοφιστικό τρόπο».
21 Βλ. για τη δραστηριότητα του Νικία και του Κλέωνα D.M. Lewis, “The Archidamian War”, στο CAH
V (1992), σ. 387-432∙ A. Andrewes, “The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition”, στο CAH V2 (1992),
2

σ. 433-463.
22 Θουκ. 7. 50. 4.

17
Ο Πλούταρχος θεωρεί ενοχλητικές τις λέξεις «θρασύτητα» και «μανία»23 για τον

Κλέωνα, ενώ ως κατάλληλη προτάσσει τη λέξη «κουφολογία». Το παράδειγμα, όμως, του

Πλουτάρχου πάλι δημιουργεί προβλήματα, γιατί η λέξη «κουφολογία» διατυπώνεται από

τον Θουκυδίδη (4. 28. 5) για τον Κλέωνα, δηλαδή ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί και τους δύο

όρους, και τον θετικά και τον αρνητικά, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, φορτισμένο.

Πιθανότατα ο Πλούταρχος εννοεί ότι από τους δύο χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο

Αθηναίος ιστορικός, προτιμά την «κουφολογία» - δηλαδή την χωρίς στοχασμό ομιλία του,

από τη λέξη «μανία». Αλλά, ενώ στο έργο του «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» ο

Πλούταρχος διακρίνει ως ενοχλητική τη λέξη «μανίαν» και πιο ορθή την «κουφολογία» ως

χαρακτηρισμό για τον Κλέωνα, στο βίο του Νικία (κεφ. 7. 6) χρησιμοποιεί τους όρους

«κουφότητα» και «μανίαν» για τον Κλέωνα. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι φάσκει και

αντιφάσκει.

2. Δεύτερο χαρακτηριστικό κακοηθείας: οι παρεκβάσεις που περιέχουν κακούς

χαρακτηρισμούς για κάποιο πρόσωπο (κεφ. 3).

855 C Κεφ. 3. «Δεύτερον, ὅτῳ κακὸν πρόσεστιν ἄλλως τῇ δ’

ἱστορίᾳ μὴ προσῆκον, ὁ δὲ συγγραφεὺς ἐπιδράτ-

τεται τούτου καὶ παρεμβάλλει τοῖς πράγμασιν

οὐδὲν δεομένοις, ἀλλὰ τὴν διήγησιν ἐπεξάγων καὶ

κυκλούμενος, ὅπως ἐμπεριλάβῃ ἀτύχημά τινος ἢ

πρᾶξιν ἄτοπον καὶ οὐ χρηστήν, δῆλός ἐστιν ἡδό-

μενος τῷ κακολογεῖν. ὅθεν ὁ Θουκυδίδης οὐδὲ τῶν

Κλέωνος ἁμαρτημάτων ἀφθόνων ὄντων ἐποιήσατο

23 Ο Θουκυδίδης (4. 39. 3), χαρακτηρίζει τον Κλέωνα μονάχα με τη λέξη «μανίαν» και όχι και τη λέξη
«θρασύτητα» που αναφέρει ο Πλούταρχος: η «μανία» αποτελεί χαρακτηρισμό του Θουκυδίδη για
την υπόσχεση που είχε δώσει ο Αθηναίος πολιτικός στους συμπολίτες του ότι εντός είκοσι ημερών
θα οδηγούσε ως αιχμαλώτους τους Λακεδαιμονίους, που είχαν αποκλειστεί στη νήσο Σφακτηρία,
στην Αθήνα. Βλ. για τα γεγονότα τα σχετικά με τη νήσο Σφακτηρία (425 π.Χ.) D.M. Lewis, “The
Archidamian War”, στο CAH V2 (1992), σ. 414-419.

18
σαφῆ διήγησιν, Ὑπερβόλου τε τοῦ δημαγωγοῦ

θιγὼν ἑνὶ ῥήματι καὶ μοχθηρὸν ἄνθρωπον προσει-

πὼν ἀφῆκε. Φίλιστος δὲ καὶ Διονυσίου τῶν πρὸς

τοὺς βαρβάρους ἀδικιῶν ὅσαι μὴ συνεπλέκοντο τοῖς

D Ἑλληνικοῖς πράγμασιν ἁπάσας παρέλιπεν∙ αἱ γὰρ

ἐκβολαὶ καὶ παρατροπαὶ τῆς ἱστορίας μάλιστα τοῖς

μύθοις δίδονται καὶ ταῖς ἀρχαιολογίαις, ἔτι δὲ πρὸς

τοὺς ἐπαίνους∙ ὁ δὲ παρενθήκην λόγου τὸ βλασφη-

μεῖν καὶ ψέγειν ποιούμενος ἔοικεν εἰς τὴν τραγικὴν

ἐμπίπτειν κατάραν,

θνητῶν ἐκλέγων τὰς συμφοράς».

«Δεύτερον, όταν αποδίδει κακό στοιχείο σε κάποιον που δεν αρμόζει στην ιστορική

αφήγηση, και ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί και το παρεμβάλλει στα γεγονότα, ενώ δεν

υπάρχει ανάγκη, επιμηκύνοντας έτσι τη διήγησή του και κάνοντάς την κυκλική, για να

περιλάβει την αποτυχία ή την ασυνήθιστη και όχι χρηστή πράξη κάποιου, είναι φανερό ότι

ευχαριστιέται με την κακολογία. Γι’ αυτό και ο Θουκυδίδης δεν διηγήθηκε με σαφή τρόπο

τα σφάλματα του Κλέωνος, παρόλο που είναι πολλά, ενώ ανέφερε με μία λέξη το

δημαγωγό Υπέρβολο ως μοχθηρό άνθρωπο και τον άφησε. Ο Φίλιστος, επίσης, παρέλειψε

(να αναφέρει) όλες τις αδικίες του Διονυσίου Α’ προς τους βαρβάρους που δεν συνδέονταν

με τις ελληνικές υποθέσεις. Πράγματι, οι παρεκβάσεις και οι εκτροπές στην ιστορία του

αναφέρονται προ πάντων σε μύθους και σε διηγήσεις για τα πολύ παλαιά χρόνια, αλλά

και σε επαίνους (για τα πρόσωπα της ιστορίας του). Αυτός, όμως, που παρεμβάλλει στο

λόγο του βλασφημίες και ψόγους φαίνεται να εκθέτει τον εαυτό του στην κατάρα της

τραγωδίας,

αφού συλλέγει των ανθρώπων τις συμφορές».24

24 Η φράση είναι αγνώστου ποιητή. Την αναφέρει ο Πλούταρχος και στο έργο του «Περί
πολυπραγμοσύνης (κεφ. 10)» (Ηθικά 520 Β), με μόνη διαφορά την προσθήκη στην αρχή της φράσεως
της λέξης «ὄλοιο».

19
Ο Πλούταρχος, και σ’ αυτό το κεφάλαιο, δεν αναπτύσσει την επιχειρηματολογία

του βασιζόμενος στην κριτική χωρίων του Ηροδότου, αλλά στο σχολιασμό του ιστορικού

έργου του Θουκυδίδη. Ενώ αναφέρει για τον Θουκυδίδη ότι παρέλειψε να αφηγηθεί με

σαφήνεια τα σφάλματα του Κλέωνος, εμείς, όμως, διαβάζοντας την ιστορία του

Πελοποννησιακού πολέμου25 πληροφορούμαστε τα γεγονότα σχετικά με τη νήσο

Σφακτηρία και την Αμφίπολη και αποκτούμε σαφή εικόνα για τον Αθηναίο ρήτορα και

πολιτικό∙ ειδικότερα για τα σφάλματα του Κλέωνος ως στρατηγού κατά τη μάχη της

Αμφίπολης.26 Τα σφάλματα όμως του Κλέωνος που, κατά τη γνώμη του Πλουτάρχου,

παραλείπει να αναφέρει με σαφή τρόπο ο Θουκυδίδης, δεν αναφέρονται καθόλου από τον

Πλούταρχο.

Ο Θουκυδίδης ανέφερε τον Υπέρβολο που έπεσε θύμα δολοφονίας το 411 π.Χ. από

τριακοσίους ολιγαρχικούς Σαμίους, με τη συνέργεια ενός Αθηναίου στρατηγού, του

Χαρμίνου, και μερικών άλλων Αθηναίων ολιγαρχικών στη Σάμο, όπου έδρευε ο Αθηναϊκός

στόλος.27 Τη λέξη, όμως, «μοχθηρός» για τον Υπέρβολο δεν την χρησιμοποίησε πουθενά

στο έργο του ο Θουκυδίδης.28

Ο Πλούταρχος δεν είναι αρνητικός στη χρήση παρεκβάσεων,29 καθώς αναφέρει ότι,

όπου ο μύθος δεν μπορεί να αποκτήσει αποδεκτό ιστορικό περιεχόμενο, ο συγγραφέας δεν

25 Θουκ. 4. 26-39 (σχετικά με τη Σφακτηρία), και 5. 6-10 (σχετικά με την Αμφίπολη). Βλ. για τα
γεγονότα της Αμφιπόλεως (422 π.Χ.) D.M. Lewis, “The Archidamian War”, στο CAH V2 (1992), σ. 429-
430.
26 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 3 (Ηθικά
855C).
27 Θουκ. 8. 73. 3. Ο Υπέρβολος υπήρξε ο τελευταίος Αθηναίος πολιτικός που είχε εξοστρακιστεί το
417 ή 416 π.Χ., ύστερα από συνεννόηση των δύο μεγάλων πολιτικών αντιπάλων της εποχής, του
Νικία και του Αλκιβιάδη. Βλ. για τον Υπέρβολο A. Andrewes, ”The Peace of Nicias and the Sicilian
Expedition”, στο CAH V2 (1992), σ. 442-443. Ο Πλούταρχος, στο βίο του Νικία (κεφ. 11), κάνει εκτενή
αναφορά για τον εξοστρακισμό του Υπερβόλου.
28 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 3 (Ηθικά
855C).
29 Ο Πλούταρχος, στο παρόν κεφάλαιο, δεν αναφέρει το όνομα του ιστορικού που χρησιμοποιεί στην
διήγησή του παρεκβάσεις με μυθικό περιεχόμενο αλλά και επαίνους. Ο L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 3, σημ. d αναφέρει: ο Πλούταρχος, αν δεν εννοεί το ιστορικό
έργο του Φιλίστου, τότε πιθανόν να κάνει λόγο γενικά για το ιστορικό συγγραφικό είδος, χωρίς

20
έχει άλλη επιλογή από την εξιστόρηση των πολύ παλαιών γεγονότων.30 Αρκεί, βέβαια, να

μην περιέχουν ύβρεις και ψόγους,31 που δίδουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι ο

ιστορικός μετατρέπεται σε τραγικό ποιητή, που παραθέτει τα σφάλματα και τη δυστυχία

των ανθρώπων. Αυτό κάνει ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ενώ ως

υποδειγματικές παρουσιάζονται οι παρεκβάσεις των δύο άλλων ιστορικών, του Θουκυδίδη

και του Φιλίστου.32

Ενώ η δεύτερη κατηγορία κακοηθείας κάνει λόγο για πρόσθεση στην αφήγηση

κάποιου κακού στοιχείου για κάποιο πρόσωπο, που εκτείνει περισσότερο την ιστορική

διήγηση, ο Πλούταρχος αναφέρει τον Θουκυδίδη ως παράδειγμα καλοήθους ιστορικού. Ο

Θουκυδίδης, κατά τον Πλούταρχο, αφηγείται με ασαφή τρόπο τα λάθη που έπραξε ο

Κλέων. Η έλλειψη, όμως, σαφήνειας δε σημαίνει απαραίτητα περιορισμένης έκτασης λόγο,

αλλά αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για εκτεταμένη αφήγηση από τον Θουκυδίδη, το οποίο

έρχεται σε αντίθεση με τον ορισμό κακοηθείας στην αρχή του τρίτου κεφαλαίου, που

αναφέρεται σε επιμήκυνση της αφήγησης. Αλλά και η παράλειψη, όμως, από τον

Θουκυδίδη των πολλών σφαλμάτων του Κλέωνος, σημαίνει ότι ο Θουκυδίδης ανέφερε,

έστω λίγα, λάθη που έπραξε ο Κλέων, δηλαδή λίγα κακά στοιχεία για κάποιο πρόσωπο, το

όμως να αποκλείεται και η εκδοχή να αναφέρεται στην ιστορία του Θουκυδίδη που εμπεριέχει
παρεκβάσεις μυθολογικού περιεχομένου, αναφορά σε παλαιά γεγονότα αλλά και επαίνους για τον
Θησέα (2. 15. 2) και τον Θεμιστοκλή (1. 138. 3).
30 Πλούτ. Θησ., 1: «Εἴη μέν οῦν ἡμῖν ἐκκαθαιρόμενον λόγῳ τό μυθώδες ὑπακοῦσαι καί λαβεῖν
ἱστορίας ὄψιν, ὅπου δ’ ἄν αὐθαδῶς τοῦ πιθανοῦ περιφρονῇ καί μή δέχηται τήν πρός τό εἰκός μεῖξιν,
εὐγνωμόνων ἀκροατῶν δεησόμεθα καί πρᾴως τήν ἀρχαιολογίαν προσδεχομένων».
31 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 3 (Ηθικά 855C) αναφέρει πως ίσως ο
Πλούταρχος έχει στο νου του τον Μάγνητα Αμεινοκλή (βλ. παρακάτω στο Β’ μέρος του έργου κεφ.
30)∙ δεν μπορούμε, όμως, να είμαστε βέβαιοι.
32 Ιστορικός από τις Συρακούσες, έζησε στο διάστημα περί το 430 π.Χ - 356 π.Χ. Υπήρξε υποστηρικτής
του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α’, αργότερα όμως εξορίστηκε από αυτόν. Κατά τη
διάρκεια της εξορίας του έγραψε τα «Σικελικά», ιστορικό έργο για τη Σικελία που πραγματεύεται
την περίοδο από την κάθοδο των Ηρακλειδών ως το έτος 363/2 π.Χ., δηλαδή ως τα χρόνια του
τυράννου Διονυσίου Β’, ο οποίος τον ανακάλεσε από την εξορία. Στο ιστορικό του έργο, από το οποίο
σώζονται αποσπάσματα, τηρεί ευνοϊκή στάση για τον Διονύσιο Α’. Βλ. για τον Φίλιστο K. Meister,
“Philistus”, ΒNP 11 (2007), σ. 48-49∙ D.M. Lewis, “Sicily, 413-368 B.C.”, στο CAH VI2 (1994), σ. 123, 151-152∙
H.D. Westlake, “Dion and Timoleon”, στο CAH VI2 (1994), σ. 693, 695-696, 699. Ο Πλούταρχος, στο βίο
του Δίωνος (κεφ. 36. 2), χαρακτηρίζει τον Φίλιστο «φιλοτυραννότατο».

21
οποίο έρχεται σε αντίθεση με την κατηγορία κακοηθείας του παρόντος κεφαλαίου, που

κάνει λόγο για πρόσθεση κακού στοιχείου στην αφήγηση. Αλλά και η παράλειψη από τον

Θουκυδίδη των πολλών σφαλμάτων του Κλέωνος, η οποία επαινείται από τον Πλούταρχο,

σημαίνει και την ελλιπή πληροφόρηση του αναγνώστη για τον Κλέωνα, η οποία θα τον

βοηθούσε να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα για τον Αθηναίο πολιτικό.

Και βέβαια, η αναφορά μιας μονάχα λέξεως από τον Θουκυδίδη, συγκεκριμένα για

τον Υπέρβολο, που στην πραγματικότητα δεν την ανέφερε ο Θουκυδίδης, δεν αποτελεί σε

καμία περίπτωση επιμήκυνση της αφήγησης, για την οποία κάνει λόγο ο ορισμός

κακοηθείας του Πλουτάρχου στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου. Πώς, όμως, είναι

δυνατόν να θεωρεί ο Πλούταρχος ως πρότυπο ιστορικής αφήγησης, σε ό,τι αφορά τις

παρεκβάσεις, τον Θουκυδίδη, που δεν τεκμηριώνει τον αρνητικό χαρακτηρισμό που, δήθεν,

αποδίδει στον Υπέρβολο; Ο Πλούταρχος, μ’ αυτόν τον τρόπο, δίνει την εντύπωση στον

αναγνώστη ότι λειτούργησαν τα προσωπικά κίνητρα του Αθηναίου ιστορικού εναντίον του

Υπερβόλου. Αλλά και η παράλειψη όλων των αδικιών του Διονυσίου Α’33 προς τους

βαρβάρους από τον ιστορικό Φίλιστο, είναι βέβαιο ότι επικεντρώνει την αφήγηση στα

ελληνικά γεγονότα, αποκρύπτει, όμως, πληροφορίες για τον τύραννο και για τις σχέσεις

του με τους βαρβάρους, που θα βοηθούσαν τον αναγνώστη να αποκτήσει μια πιο πλήρη

εικόνα για το χαρακτήρα του τυράννου. Ο Πλούταρχος, σ’ αυτό το κεφάλαιο, μας δίνει την

εντύπωση ότι δεν έχει ελέγξει τις παραπομπές που χρησιμοποιεί και δεν έχει επεξεργαστεί

σωστά το γραπτό του, με αποτέλεσμα τα επιχειρήματά του να δημιουργούν προβλήματα

κατανοήσεως από τον αναγνώστη.

3. Τρίτο χαρακτηριστικό κακοηθείας: η παράλειψη ενός καλού στοιχείου που επαινεί

κάποιο πρόσωπο στην αφήγηση (κεφ. 4).

Κεφ. 4. «Καὶ μὴν τό γ’ ἀντίστροφον τούτῳ παντὶ δῆλον

33 Πρόκειται για τον Διονύσιο Α’ και όχι για το γιό του τον τύραννο Διονύσιο Β’. Ο Διονύσιος Α’
εγκαθίδρυσε τυραννία στις Συρακούσες το 405 π.Χ. και τη διατήρησε ως το θάνατό του το 367 π.Χ.
Βλ. για τη διαπίστωση αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 3 (Ηθικά
855C).

22
ὡς καλοῦ τινος κἀγαθοῦ παράλειψίς ἐστιν, ἀνυπεύ-

θυνον δοκοῦν πρᾶγμα εἶναι, γινόμενον δὲ κακοήθως,

855 E ἄνπερ ἐμπίπτῃ τὸ παραλειφθὲν εἰς τόπον προσή-

κοντα τῇ ἱστορίᾳ∙ τὸ γὰρ ἀπροθύμως ἐπαινεῖν τοῦ

ψέγοντα χαίρειν οὐκ ἐπιεικέστερον, ἀλλὰ πρὸς τῷ

μὴ ἐπιεικέστερον ἴσως καὶ χεῖρον».

«Και, βέβαια, είναι φανερό στον καθένα ότι η αντίθετη πρακτική στην επιλογή του

ιστορικού (στην δεύτερη δηλαδή κατηγορία κακοηθείας) είναι η παράλειψη κάποιου καλού

και ενάρετου στοιχείου, που δίνει την εντύπωση ότι δεν υπόκειται σε έλεγχο και γίνεται με

κακοήθεια, αν, βέβαια, η παραληφθείσα πράξη είναι κατάλληλη να αναφερθεί στην

ιστορική διήγηση. Πράγματι, το να επαινεί κανείς χωρίς να το επιθυμεί δεν είναι καλύτερο

από το να κατηγορεί με ευχαρίστηση, αλλά εκτός του ότι δεν είναι καλύτερο, είναι ίσως και

χειρότερο».

Ο Πλούταρχος στην αρχή του κεφαλαίου αναφέρει έναν ακόμη ορισμό κακοηθείας,

την παράλειψη δηλαδή του καλού και ενάρετου στοιχείου,34 χωρίς, όμως, να παραθέτει

κάποιο παράδειγμα. Στη συνέχεια, σε χιαστί αφηγηματικό σχήμα, περιγράφει τα

συναισθήματα του ιστορικού κατά τη διάρκεια γραφής του έργου του: ο Ηρόδοτος δεν

επιθυμεί να επαινεί, ενώ όταν κατηγορεί, το κάνει με ευχαρίστηση:

ἀπροθύμως ἐπαινεῖν

οὐκ ἐπιεικέστερον

τοῦ ψέγοντα χαίρειν

Στις λέξεις του Πλουτάρχου διακρίνουμε την σύνδεση της καλής και ενάρετης πράξης με

το απαρέμφατο «ἐπαινεῖν», δηλαδή τον έπαινο μιας καλής και ενάρετης πράξης ενός

προσώπου. Αυτό, όμως, έρχεται σε αντίφαση με τον ορισμό κακοηθείας στην αρχή του

τετάρτου κεφαλαίου, καθώς η παράλειψη της αναφοράς από τον Ηρόδοτο του καλού και

34 Ο Πλούταρχος ίσως να είχε στο νου του το ανδραγάθημα του Πιττακού του Μυτιληναίου (βλ.
παρακάτω στο Β’ μέρος του έργου κεφ. 15), που παρέλειψε να αναφέρει στην ιστορία του ο
Ηρόδοτος.

23
ενάρετου στοιχείου, ουσιαστικά η παράλειψη του επαίνου, αναιρεί τα μετέπειτα λόγια του

Πλουτάρχου που αναφέρονται στο γεγονός ότι ο Ηρόδοτος, αν και δεν το επιθυμεί, επαινεί

στο έργο του. Αλλά και ο έπαινος, αφού, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ταυτίζεται με το

καλό και ενάρετο στοιχείο, δε θα πρέπει να αποτελεί απαραίτητα κακόηθες

χαρακτηριστικό οποιουδήποτε ιστορικού, όταν καταγράφει την ιστορική πραγματικότητα.

Αλλά ο Πλούταρχος προκαλεί αντίφαση καθώς από τη μια αναφέρει την παράλειψη του

καλού στοιχείου, και από την άλλη τη μη παράλειψη του επαίνου από τον Ηρόδοτο, που,

όπως προανέφερα, ταυτίζεται με το καλό και ενάρετο στοιχείο. Ο Πλούταρχος θεωρεί,

απροσδόκητα για εμάς, χειρότερο τον έπαινο, που τον αναφέρει ο ιστορικός δίχως να το

θέλει, από τον ψόγο που τον περιγράφει με ευχαρίστηση. Πιθανότατα οδηγείται σ’ αυτό το

συμπέρασμα για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο κακόηθες χαρακτηριστικό του

Ηροδότου, στην παράλειψη του επαίνου, δηλαδή στην παράλειψη του καλού και ενάρετου

στοιχείου.

4. Τέταρτο χαρακτηριστικό κακοηθείας: η αναφορά μιας αναξιόπιστης και δυσμενούς

εκδοχής για κάποιο ζήτημα, ενώ υπάρχουν πιο αξιόπιστες και πιο ευνοϊκές εκδοχές (κεφ.

5).

Κεφ. 5. «Τέταρτον τοίνυν τίθεμαι σημεῖον οὐκ εὐμενοῦς

ἐν ἱστορίᾳ τρόπου τὸ δυοῖν ἢ πλειόνων περὶ ταὐτοῦ

λόγων ὄντων τῷ χείρονι προστίθεσθαι. τοῖς γὰρ

σοφισταῖς ἐφεῖται πρὸς ἐργασίαν ἢ δόξαν ἔστιν ὅτε

τῶν λόγων κοσμεῖν τὸν ἥττονα παραλαμβάνοντας∙

οὐ γὰρ ἐμποιοῦσι πίστιν ἰσχυρὰν περὶ τοῦ πράγ-

855 F ματος οὐδ’ ἀρνοῦνται πολλάκις εἰς τὸ παράδοξον

ἐπιχειρεῖν ὑπὲρ τῶν ἀπίστων. ὁ δ’ ἱστορίαν γρά-

φων ἃ μὲν οἶδεν ἀληθῆ λέγων δίκαιός ἐστι, τῶν δ’

ἀδήλων τὰ βελτίονα δοκεῖν ἀληθῶς λέγεσθαι μᾶλλον

ἢ τὰ χείρονα. πολλοὶ δ’ ὅλως τὰ χείρονα παραλεί-

24
πουσιν∙ ὥσπερ ἀμέλει περὶ Θεμιστοκλέους Ἔφορος

μέν, εἰπὼν ὅτι τὴν Παυσανίου προδοσίαν ἔγνω καὶ

τὰ πρασσόμενα πρὸς τοὺς βασιλέως στρατηγούς,

“ἀλλ’ οὐκ ἐπείσθη,” φησίν, “οὐδὲ προσεδέξατο

κοινουμένου καὶ παρακαλοῦντος αὐτὸν ἐπὶ τὰς

ἐλπίδας”∙ Θουκυδίδης δὲ καὶ τὸ παράπαν τὸν λό-

γον τοῦτον ὡς κατεγνωκὼς παρῆκεν».

«Τέταρτο σημείο δυσμενούς διαθέσεως στην ιστορία του Ηροδότου θεωρώ να

παραθέτει ο ιστορικός τη χειρότερη εκδοχή, ενώ υπάρχουν δύο ή περισσότερες εκδοχές για

το ίδιο ζήτημα. Στους σοφιστές επιτρέπεται μερικές φορές, για την άσκησή τους ή για

επίδειξη, να υιοθετούν τη χειρότερη εκδοχή και να προσπαθούν να την ενισχύουν με

επιχειρήματα. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν δημιουργούν ισχυρά επιχειρήματα (για

την εκδοχή που υιοθετούν) σε ό,τι αφορά κάποιο ζήτημα, ούτε αρνούνται ότι πολλές φορές

επιχειρούν (να πείσουν) για κάτι παράδοξο υπερασπιζόμενοι το απίστευτο. Αυτός, όμως,

που συγγράφει ιστορία είναι δίκαιος όταν αναφέρει ως αληθή όσα γνωρίζει, όταν, όμως, τα

πράγματα δεν είναι σαφή, τότε αναφέρει ως αληθινή την εκδοχή που νομίζει περισσότερο

αξιόπιστη και όχι τη λιγότερο αξιόπιστη. Πολλοί, όμως, παραλείπουν εντελώς τις

δυσμενείς εκδοχές. Για παράδειγμα ο Έφορος, όταν αναφέρεται στον Θεμιστοκλή,

λέγοντας ότι γνώριζε την προδοσία του Παυσανία και τις συνεννοήσεις του με τους

στρατηγούς του βασιλέως των Περσών, ισχυρίζεται “ότι (ο Θεμιστοκλής) δεν πείσθηκε ούτε

αποδέχτηκε, όταν ο Παυσανίας του ανακοίνωσε και τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στα

προσδοκώμενα κέρδη. Ο Θουκυδίδης, μάλιστα, έχει καταδικάσει την αφήγηση αυτή

παραλείποντάς τη εντελώς από το έργο του».

Στην τέταρτη κατηγορία κακοηθείας τίθεται το εξής δίλημμα για τον ιστορικό, όταν

έχει περισσότερες από μία εκδοχές στη διάθεσή του για κάποιο ζήτημα: ποιά να

25
καταγράψει ως ορθότερη; Ο Πλούταρχος ταυτίζει την πρακτική του Ηροδότου με αυτή των

σοφιστών:35

Ο Ηρόδοτος → υιοθετεί την λιγότερο αξιόπιστη εκδοχή

Οι σοφιστές → υιοθετούν, ενίοτε, την λιγότερο αξιόπιστη

εκδοχή

Οι σοφιστές, όμως, δικαιολογούνται, επειδή το κάνουν αυτό για άσκηση ή επίδειξη των

ικανοτήτων τους. Έτσι τίθεται εμμέσως το ερώτημα από τον Πλούταρχο: ο Ηρόδοτος για

ποιόν ακριβώς λόγο το κάνει; Η απάντηση, αν και δεν αναφέρεται ρητά από τον

Πλούταρχο, είναι εμφανής: επειδή είναι κακοήθης! Οι σοφιστές, επίσης, δεν αρνούνται ότι

υιοθετούν την λιγότερο αξιόπιστη και συνάμα δυσμενή εκδοχή. Αυτό αποτελεί υπαινιγμό

του Πλουτάρχου για τον Ηρόδοτο ότι το αρνείται, με το να μην το αναφέρει ρητά στις

Ιστορίες του. Όμως, ο Ηρόδοτος έχει διατυπώσει στο έργο του διαφορετική πρακτική από

αυτήν που του καταλογίζει ο Πλούταρχος, καθώς ο ιστορικός θεωρεί ως απαράβατη αρχή,

στο σύνολο του έργου του, να εκθέτει κάθε εκδοχή που έχει ακούσει για κάποιο ζήτημα,

χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι τις πιστεύει.36

Ο Πλούταρχος παρουσιάζει τον Έφορο37 να αποφαίνεται με απόλυτη βεβαιότητα

για την άρνηση του Θεμιστοκλή να συμμετάσχει στη συνωμοσία που του πρότεινε ο

Παυσανίας.38 Γνωρίζουμε, όμως, ότι οι μυστικές συνεννοήσεις μεταξύ δύο ατόμων δεν

35 Ο Πλούταρχος παρουσιάζει τους σοφιστές με σεβασμό, σε αντίθεση με την πολεμική που άσκησε
σ’ αυτούς ο Αριστοφάνης (βλ. το έργο «Νεφέλαι»): βλ. για τη διαπίστωση αυτή A. Bowen, Plutarch:
The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 5 (Ηθικά 855Ε).
36 Ηρόδ. 7. 152. 3 :«ἐγώ δέ ὀφείλω λέγειν τά λεγόμενα, πείθεσθαί γε μέν οὐ παντάπασι ὀφείλω, καί
μοι τοῦτο τό ἔπος ἐχέτω ἐς πάντα λόγον», και 2. 123. 1: «ἐμοί δε παρά πάντα τόν λόγον ὑπόκειται ὅτι
τά λεγόμενα ὑπ’ ἑκάστων ἀκοῇ γράφω».
37 Ιστορικός από την Κύμη, γεννήθηκε περί το 400 π.Χ., έζησε στην Αθήνα και πέθανε περί το 330
π.Χ. Ήταν ο πρώτος που έγραψε ενιαία ελληνική ιστορία αρχίζοντας από την κάθοδο των
Ηρακλειδών μέχρι το έτος 341 π.Χ. Από το έργο του σώζονται αποσπάσματα. Βλ. αναλυτικά για τον
Έφορο K. Meister, “Ephorus”, ΒNP 4 (2004), σ. 1035-1036∙ M. Ostwald - J.P. Lynch, “The growth of
schools and the advance of knowledge”, στο CAH VI2 (1994), σ. 601-602.
38 Ο Διόδωρος 11. 54. 4 και ο Πλούταρχος, στο βίο του Θεμιστοκλή (κεφ. 23), αφηγούνται το ίδιο
συμβάν∙ ο Πλούταρχος, όμως, δεν αναφέρει αυτή τη φορά την πηγή του, τον Έφορο δηλαδή. Ο

26
προσφέρονται για ασφαλή και βέβαια συμπεράσματα, καθώς είναι πολύ δύσκολο να

επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν.

5. Πέμπτο χαρακτηριστικό κακοηθείας: η υιοθέτηση της χειρότερης εκδοχής για γεγονότα

των οποίων είναι ασαφή η αιτία τους και τα κίνητρα του ενεργούντος προσώπου (κεφ. 6).

Κεφ. 6. «Ἔτι τοίνυν ἐπὶ τῶν ὁμολογουμένων πεπρᾶ-

χθαι, τὴν δ’ αἰτίαν ἀφ’ ἧς πέπρακται καὶ τὴν διά-

νοιαν ἐχόντων ἄδηλον, ὁ πρὸς τὸ χεῖρον εἰκάζων

δυσμενής ἐστι καὶ κακοήθης∙ ὥσπερ οἱ κωμικοὶ

856 Α τὸν πόλεμον ὑπὸ τοῦ Περικλέους ἐκκεκαῦσθαι δι’

Ἀσπασίαν ἢ διὰ Φειδίαν ἀποφαίνοντες, οὐ φιλο-

τιμίᾳ τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ μᾶλλον στορέσαι τὸ

φρόνημα Πελοποννησίων καὶ μηδενὸς ὑφεῖσθαι

Λακεδαιμονίοις ἐθελήσαντος. εἰ μὲν γάρ τις

εὐδοκιμοῦσιν ἔργοις καὶ πράγμασιν ἐπαινουμένοις

αἰτίαν φαύλην ὑποτίθησι καὶ κατάγεται ταῖς δια-

βολαῖς εἰς ὑποψίας ἀτόπους περὶ τῆς ἐν ἀφανεῖ

προαιρέσεως τοῦ πράξαντος, αὐτὸ τὸ πεπραγμένον

ἐμφανῶς οὐ δυνάμενος ψέγειν (ὥσπερ οἱ τὸν ὑπὸ

Θήβης Ἀλεξάνδρου τοῦ τυράννου φόνον οὐ μεγα-

λονοίας οὐδὲ μισοπονηρίας, ζήλου δέ τινος ἔργον

B καὶ πάθους γυναικείου τιθέμενοι∙ καὶ Κάτωνα λέ-

Θουκυδίδης (1. 135), αναφέρει την καταδίωξη του Θεμιστοκλή από τους Αθηναίους και τους
Λακεδαιμονίους που αμφότεροι τον θεώρησαν συνυπαίτιο με τον Παυσανία για προδοσία, χωρίς,
όμως, ο Θουκυδίδης να επιβεβαιώνει ή να διαψεύδει την κατηγορία εναντίον του Θεμιστοκλή. Βλ.
για την καταδίωξη του Θεμιστοκλέους P.J. Rhodes, ”The Athenian revolution”, στο CAH V2 (1992), σ.
65-66. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 5 (Ηθικά 855 F) αναφέρει ότι
υπάρχουν δύο περιπτώσεις: είτε ο Θεμιστοκλής ήλθε πράγματι σε μυστικές συνεννοήσεις με τον
Παυσανία και αρνήθηκε την πρόταση του δευτέρου για προδοσία, κάτι που δε γνώριζε ο Θουκυδίδης
για να το συμπεριλάβει στο έργο του, είτε δε συνέβη καθόλου.

27
γοντες ἑαυτὸν ἀνελεῖν δείσαντα τὸν μετ’ αἰκίας

θάνατον ὑπὸ Καίσαρος), εὔδηλον ὅτι φθόνου καὶ

κακοηθείας ὑπερβολὴν οὐ λέλοιπε».

«Επιπλέον, για γεγονότα που όλοι συμφωνούν ότι συνέβησαν, αλλά δεν είναι

σαφής η αιτία των γεγονότων και τα κίνητρα (του προσώπου που ενεργεί), αυτός που

υιοθετεί τη χειρότερη εικασία, φανερώνει δυσμένεια και κακοήθεια. Όπως οι

κωμωδιογράφοι που αποφαίνονται ότι ο Περικλής είχε προκαλέσει τον πόλεμο λόγω της

Ασπασίας ή του Φειδία και όχι τόσο από αγάπη για δόξα και έριδες, με σκοπό να πλήξει

την αλαζονεία των Πελοποννησίων και επειδή δεν δέχτηκε να κάνει καμία παραχώρηση

στους Λακεδαιμονίους. Δηλαδή, αν κάποιος συγγραφέας θέτει ως βάση κάποια φαύλη

αιτία για έργα λαμπρά και πράξεις που επαινούνται, και οδηγείται από τις διαβολές σε

παράλογες υποψίες σχετικά με τα ασαφή κίνητρα του προσώπου που πρόκειται να

ενεργήσει, την ίδια την πράξη δεν είναι δυνατόν να την κατηγορεί δημοσίως. (Όπως αυτοί

που θεωρούν τον φόνο του τυράννου Αλεξάνδρου από τη Θήβη έργο όχι μεγαλοφροσύνης

ούτε μίσους κατά του κακού, αλλά πράξη ζήλιας και γυναικείου πάθους. Και, επίσης, αυτοί

που λένε για τον Κάτωνα ότι αυτοκτόνησε από φόβο για το θάνατο με κακοποίηση που του

ετοίμαζε ο Καίσαρ), είναι ολοφάνερο ότι έχει φτάσει στην αποκορύφωση του φθόνου και

της κακοηθείας».

Ο Πλούταρχος, για γεγονότα με άδηλη την αιτία τους και την πρόθεση του

ανθρώπου που ενεργεί σ’ αυτά, χρησιμοποιεί τρία παραδείγματα που, όμως, δεν

αποτελούν μέρος της ιστορικής αφήγησης του Ηροδότου. Το πρώτο παράδειγμα

αναφέρεται στην αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου και στα κίνητρα του Περικλή που

είχε πείσει τους Αθηναίους να μην υποχωρήσουν στις αξιώσεις των Λακεδαιμονίων. Ο

Πλούταρχος αναφέρει τους ποιητές κωμωδιών39 να υιοθετούν την χειρότερη εκδοχή,

39 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 6 (Ηθικά 855F) αναφέρει ότι τα
μόνα σωζώμενα ολοκληρωμένα κωμικά έργα του 5 ου αι. π.Χ. ήταν του Αριστοφάνους. Στο έργο του
Πλουτάρχου «Συγκρίσεως Ἀριστοφάνους και Μενάνδρου ἐπιτομή» (Ηθικά 853 Α-854D), ασκεί
δριμυτάτη κριτική στον ελευθεριάζοντα λόγο του Αριστοφάνη. Οι άλλοι ποιητές κωμωδιών στους
οποίους αναφέρεται ο Πλούταρχος είναι, πιθανότατα, αυτοί της αρχαίας κωμωδίας στους οποίους

28
συσχετίζοντάς τους, χωρίς, όμως, να το λέει ρητά, με τον Ηρόδοτο που ακολουθεί την ίδια

πρακτική στην ιστορική του διήγηση. Η εκδοχή που υιοθετούν οι κωμωδιογράφοι, και με

την οποία δεν συμφωνεί ο Πλούταρχος, είναι πως ο Περικλής προκάλεσε τον πόλεμο χάριν

της Ασπασίας40 ή του Φειδία.41 Και ο Πλούταρχος θεωρεί περισσότερο ως αιτία του πολέμου

την αγάπη του Περικλή για δόξα και έριδες και την έλλειψη συμβιβαστικής διαθέσεως του

Αθηναίου πολιτικού στις απαιτήσεις των Σπαρτιατών.42 Γνωρίζουμε, όμως, καλά, ότι ο

Θουκυδίδης στο συγγραφικό του έργο έχει ορθώς ισχυριστεί ως κυριότερη αιτία του

πολέμου τον φόβο των Λακεδαιμονίων για τη συνεχή αύξηση της Αθηναϊκής δυνάμεως,43

ασκεί αρνητική κριτική στο έργο του «Συμποσιακῶν προβλημάτων, βιβλίο 7, κεφ. 3» (Ηθικά 711 F-
712A).
40 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Περικλή (κεφ. 30. 4 - 31. 1), αναφέρει τετράστιχο από την κωμωδία του
Αριστοφάνη «Ἀχαρναί» 524 - 527, και καταγράφει τη γνώμη του κωμωδιογράφου, ότι η Ασπασία,
ενοχλημένη από την απαγωγή από Μεγαρείς δύο ιεροδούλων γυναικών που ήταν υπό την
προστασία της, έπεισε τον Περικλή για το Μεγαρικό ψηφίσμα, που είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη
του Πελοποννησιακού πολέμου. Βλ. αναλυτικά για το Μεγαρικό ψήφισμα D.M. Lewis, “The
Archidamian War”, στο CAH V2 (1992), σ. 376-378.
41 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Περικλή (κεφ. 31. 2-5 και κεφ. 32. 3), αναφέρει την άποψη του
Αριστοφάνη, που είχε καταγραφεί από τον Αθηναίο κωμωδιογράφο στην κωμωδία «Εἰρήνη» 605 κε.
Αναφέρεται ότι ο Περικλής πρωτοστάτησε για το Μεγαρικό ψήφισμα και απέτρεψε τον συμβιβασμό
με τους Λακεδαιμονίους, για ν’ αποσπάσει το λαό από εσωτερικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και
είχαν να κάνουν με τον δικαστικό αγώνα που αντιμετώπιζε ο γλύπτης Φειδίας. Αυτός, στενός φίλος
του Περικλή, κατηγορήθηκε για καταχρήσεις που είχαν να κάνουν με το οικοδομικό πρόγραμμα της
Ακροπόλεως και κλείστηκε στη φυλακή, όπου πέθανε, κατά τον Πλούταρχο, από αρρώστια ή από
δηλητήριο που του έδωσαν οι εχθροί του Περικλή με σκοπό να κατηγορήσουν τον ίδιο. Έτσι,
αναφέρει ο Πλούταρχος, χωρίς να λαμβάνει σαφή θέση, ότι ο Περικλής, από φόβο μήπως οι
Αθηναίοι τον οδηγήσουν σε δίκη για συνέργεια στις παράνομες πράξεις του Φειδία, αποφάσισε να
οδηγήσει την Αθήνα στην πολεμική αναμέτρηση, ώστε να εκτονώσει το εις βάρος του αρνητικό
κλίμα. Βλ. γενικώς για τον Φειδία C.C. Davison, Pheidias: the sculptures and ancient sources 1, London
2009, σ. 617-628.
42 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Περικλή (κεφ. 31. 1), δεν λαμβάνει σαφή θέση για τα κίνητρα του
Περικλή που τον ώθησαν να τηρήσει αρνητική στάση σε ενδεχόμενη ακύρωση του Μεγαρικού
ψηφίσματος. Ενώ σε άλλο σημείο (κεφ. 32. 3) αναφέρει ότι δεν είναι σαφής η αλήθεια για τα αίτια
αρνήσεως του Αθηναίου πολιτικού να έλθουν σε συμβιβασμό Αθήνα και Σπάρτη.
43 Θουκ. 1. 23. 6: «τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους
ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ
πολεμεῖν».

29
και συνεπώς, οι παρουσιαζόμενες από τον Πλούταρχο ως αιτίες του Πελοποννησιακού

πολέμου αποτελούν, αν ευσταθούν, τις αφορμές ενάρξεώς του.

Το δεύτερο παράδειγμα είναι η δολοφονία του τυράννου Αλεξάνδρου από τη σύζυγό

του Θήβη.44 Τα κίνητρα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, είναι ευτελή όταν εξυπηρετούν

προσωπικούς στόχους, όπως μερικοί, χωρίς να τους κατονομάζει ο Πλούταρχος,

αποφαίνονται για το φόνο που διέπραξε η Θήβη. Έτσι, ο βιογράφος θεωρεί ότι πρέπει να

διατυπώνεται η καλύτερη εκδοχή γι’ αυτό το συμβάν, που είναι τα αντιτυραννικά

φρονήματα της Θήβης. Είναι, όμως, τέτοιο το παράδειγμα που χρησιμοποιείται από τον

Πλούταρχο, δηλαδή μια δολοφονία, και μάλιστα τυράννου, που καθιστά τις μαρτυρίες για

τα αληθινά κίνητρα της Θήβης επισφαλείς.

Και το τρίτο παράδειγμα της αυτοκτονίας του Κάτωνος45 μετά τη μάχη της Θάψου,46

πραγματεύεται τα κίνητρα του ρωμαίου πολιτικού. Η πρόθεση του Κάτωνος είναι να μην

βρεθεί ζωντανός στα χέρια του Καίσαρα, το οποίο και επιτυγχάνει. Ο Πλούταρχος θεωρεί

ως κακή την εκδοχή κάποιων συγγραφέων, που και αυτή τη φορά δεν τους κατονομάζει, ο

Κάτων να οδηγήθηκε στην αυτοχειρία από φόβο για κακομεταχείρισή του από τον

Καίσαρα. Αλλά και πάλι αυτή η πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς.

44 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Πελοπίδα (κεφ. 35), αναφέρει πως ο Αλέξανδρος, τύραννος των Φερών
στο διάστημα 369 π.Χ. – 359 π.Χ., δολοφονήθηκε από τη Θήβη, σύζυγο του τυράννου, και τα τρία
αδέλφια της, το έτος 359 π.Χ. Βλ. για την τυραννίδα του Αλεξάνδρου J. Roy, “Thebes in the 360s B.C.”,
στο CAH VI2 (1994), σ. 189, 194-196, 202-203∙ Βλ. για τη δολοφονία του τυράννου Αλεξάνδρου Ξεν.,
Ελλ., 6. 4. 35-37∙ Διόδ. 16. 14. 1∙ Κικ., Div. Ι 25. Στο έργο, όμως, του Πλουτάρχου «Ἐρωτικός», κεφ. 23
(Ηθικά 768F) αναφέρεται πως ένας από τους αδελφούς της Θήβης, ο Πυθόλαος, σκότωσε τον
τύραννο, παραλείποντας τη συμμετοχή των τριών άλλων αδελφών.
45 Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων ή Κάτων ο Νεώτερος (95 π.Χ. – 46 π.Χ.) ήταν ρωμαίος φιλόσοφος και
πολιτικός, υπέρμαχος των δημοκρατικών ιδεών. Μετά την ήττα των δημοκρατικών από τα
στρατεύματα του Ιουλίου Καίσαρα στη μάχη της Θάψου το 46 π.Χ., αυτοκτόνησε. Ο Πλούταρχος, στο
βίο του Κάτωνος (κεφ. 72), θεωρεί ότι ο Καίσαρ θα είχε λυπηθεί τον Κάτωνα και θα του είχε χαρίσει
τη ζωή, αν δεν αυτοκτονούσε. Βλ. για τον Κάτωνα T. Frigo, “[I 7] P. Cato (Uticensis), M.”, ΒNP 11
(2007), σ. 631-634.
46 Βλ. για τη μάχη της Θάψου (46 π.Χ.) E. Rawson, “Caesar: civil war and dictatorship”, στο CAH IX2
(1992), σ. 436.

30
6. Έκτο χαρακτηριστικό κακοηθείας: όταν κάποιο κατόρθωμα αποδίδεται σε εξωγενείς

παράγοντες και όχι στην προσωπική συμβολή του ανθρώπου που το πραγματοποίησε

(κεφ. 7).

Κεφ. 7. «Δέχεται δὲ καὶ παρὰ τὸν τρόπον τοῦ ἔργου

διήγησις ἱστορικὴ κακοήθειαν, ἂν χρήμασι φάσκῃ

μὴ δι’ ἀρετῆς κατειργάσθαι τὴν πρᾶξιν, ὡς Φίλιπ-

πον ἔνιοι φάσκουσιν∙ ἂν σὺν οὐδενὶ πόνῳ καὶ

ῥᾳδίως, ὡς Ἀλέξανδρον∙ ἂν μὴ φρονίμως ἀλλ’

εὐτυχῶς, ὡς Τιμόθεον οἱ ἐχθροί, γράφοντες ἐν

πίναξιν εἰς κύρτον τινὰ τὰς πόλεις αὐτάς, ἐκείνου

καθεύδοντος, ὑποδυομένας. δῆλον γὰρ ὅτι τῶν

856 C πράξεων ἐλαττοῦσι τὸ μέγεθος καὶ τὸ κάλλος οἱ τὸ

γενναίως καὶ φιλοπόνως καὶ κατ’ ἀρετὴν καὶ δι’

αὑτῶν ἀφαιροῦντες».

«Η ιστορική διήγηση χαρακτηρίζεται κακοήθης και σε σχέση με τον τρόπο που έγινε

μία πράξη, αν λέει ο συγγραφέας πως η επιτυχία πραγματοποιήθηκε με χρήματα και όχι

με αρετή, όπως μερικοί ισχυρίζονται για τον Φίλιππο, ή για τον Αλέξανδρο ότι επέτυχε

χωρίς κανένα κόπο και με ευκολία. Ή για τον Τιμόθεο ότι επέτυχε χάρη όχι στη φρόνηση

αλλά στην τύχη, όπως ισχυρίζονται οι εχθροί του, όταν ζωγραφίζουν σε πινακίδες εικόνες

που παριστάνουν τις πόλεις να μπαίνουν από μόνες τους σε κάποιο είδος παγίδας, ενώ

εκείνος κοιμάται. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν το

μέγεθος και το κάλλος των πράξεων, όταν δεν αποδέχονται ότι αυτές τελέστηκαν με

γενναιότητα, φιλοπονία, αρετή και προσωπική συμβολή».

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τρείς ιστορικές μορφές, ο Φίλιππος Β’,47 ο Μέγας

Αλέξανδρος48 και ο Τιμόθεος,49 των οποίων το όνομα συνδέθηκε με ένδοξες πράξεις,

47 Βασιλεύς της Μακεδονίας το διάστημα 359 π.Χ. – 336 π.Χ. Βλ. για τον Φίλιππο Β’ J.R. Ellis,
“Macedon and north-west Greece”, στο CAH VI2 (1994), σ. 730-759∙ J.R. Ellis, “Macedonian hegemony
created”, στο CAH VI2 (1994), σ. 760-790.

31
αδικούνται από μερικούς συγγραφείς. Αυτοί οι συγγραφείς δεν κατονομάζονται από το

βιογράφο. Ο ιστορικός Ηρόδοτος δεν θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς, καθώς έζησε

σε προγενέστερη εποχή. Εμμέσως, όμως, υποδεικνύεται από τον Πλούταρχο πως το ίδιο

πράττει και ο πατέρας της ιστορίας για πρόσωπα που αφηγείται στις Ιστορίες του.

7. Έβδομο χαρακτηριστικό κακοηθείας: όσοι, διαβάλλοντας με πλάγιο τρόπο τα πρόσωπα

της αφήγησης, αρνούνται την κακοήθειά τους, κατηγορούνται επιπλέον και για

μικροπρέπεια (κεφ. 8).

(856 C) Κεφ. 8. «Ἔστι τοίνυν τοῖς ἀπ’ εὐθείας οὓς βούλονται

κακῶς λέγουσι δυσκολίαν ἐπικαλεῖν καὶ θρασύτητα

καὶ μανίαν, ἐὰν μὴ μετριάζωσιν∙ οἱ δὲ πλαγίως οἷον

ἐξ ἀφανοῦς βέλεσι χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς, εἶτα

περιιόντες ὀπίσω καὶ ἀναδυόμενοι, τῷ φάσκειν ἀπι-

στεῖν ἃ πάνυ πιστεύεσθαι θέλουσιν, ἀρνούμενοι

κακοήθειαν ἀνελευθερίαν τῇ κακοηθείᾳ προσοφλι-

σκάνουσιν».

«Είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για δυστροπία, θρασύτητα και μανία, αν

υπερβαίνουν το μέτρο, όσοι θέλουν να κακολογούν τα πρόσωπα στα οποία επιτίθενται

48 Γιός του Φιλίππου Β’, βασιλεύς της Μακεδονίας το διάστημα 336 π.Χ. – 323 π.Χ., κατά το οποίο
κατέλυσε την περσική αυτοκρατορία. Βλ. για τον Αλέξανδρο A.B. Bosworth, “Alexander the Great
part I: The events of the reign”, στο CAH VI2 (1994), σ. 791-845∙ A.B. Bosworth, “Alexander the Great part
2: Greece and the conquered territories”, στο CAH VI2 (1994), σ. 846-875.
49 Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός κατά τη δεκαετία του 370 π.Χ. και 360 π.Χ., γιος του γνωστού
Αθηναίου στρατηγού Κόνωνα. Διαδραμάτισε δραστήριο ρόλο στην ανάπτυξη της Β’ Αθηναϊκής
συμμαχίας. Βλ. για τον Τιμόθεο R. Seager, “The King’s Peace and the Second Athenian Confederacy”,
στο CAH VI2 (1994), σ. 174, 176-178. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 7
(Ηθικά 856B) αναφέρει: φαίνεται ότι πρόκειται για κάτι ανάλογο με τις σημερινές πολιτικές
γελοιογραφίες∙ αναμφίβολα, οι πληροφορίες γι’ αυτές τις εικόνες έφτασαν στον Πλούταρχο μέσω
κάποιας γραμματειακής καταγραφής και όχι της ίδιας της γελοιογραφίας. Ο Πλούταρχος, στο έργο
του «Ἀποφθέγματα βασιλέων καί στρατηγῶν, Τιμοθέου 1» (Ηθικά 187Β-C) και στο βίο του Σύλλα
(κεφ. 6. 3-4), καθώς και ο Αιλιανός, Ποικίλη ἱστορία, 13. 43 αναφέρουν την ίδια πολιτική
γελοιογραφία για τον Τιμόθεο.

32
ανοικτά. Όσοι, ομως, χρησιμοποιούν τις διαβολές με πλάγιο τρόπο, σαν να ρίχνουν βέλη

από σημείο που δεν φαίνονται, και μετά στρέφονται προς τα πίσω και οπισθοχωρούν,

ισχυριζόμενοι ότι δεν πιστεύουν όσα προπάντων θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι άνθρωποι,

με το να αρνούνται την κακοήθειά τους κατηγορούνται εκτός από κακοήθεια και για

μικροπρέπεια».

Σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Πλούταρχος δεν παραθέτει κάποιο παράδειγμα για την

κατηγορία κακοηθείας που παρουσιάζει. Με την παρομοίωση, όμως, ο βιογράφος θέλει να

αναδείξει με παραστατικό τρόπο τη δειλία του Ηροδότου που συκοφαντεί με πλάγιο τρόπο

και όχι ευθέως τα πρόσωπα της αφήγησής του, όπως ακριβώς ο τοξότης που από ασφαλές

σημείο ρίχνει τα βέλη του στον εχθρό και έπειτα οπισθοχωρεί για να μείνει αλώβητος από

τις επιθέσεις του εχθρού. Έτσι και ο Ηρόδοτος, κατά τον Πλούταρχο, φοβάται να

διατυπώσει ανοικτά τις διαβολές του και γι’ αυτό το λόγο δεν παρομοιάζεται με έναν

οπλίτη πρόμαχο και άμεσα εκτεθειμένο στις βολές του εχθρού. Αντιθέτως, ο ιστορικός

παρουσιάζεται, κατά το βιοφράφο, να μην πιστεύει αυτό που οι άλλοι άνθρωποι θεωρούν

αληθές.50 Επιπλέον ο Ηρόδοτος, παρ’ όλες του τις συκοφαντίες, σύμφωνα με τον

Πλούταρχο, για πρόσωπα στο έργο του, δεν προσπαθεί να δικαιολογηθεί και δεν δείχνει

καμία μεταμέλεια γι’ αυτή του τη συμπεριφορά. Γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται, εκτός

από κακοήθης, και μικροπρεπής.

8. Όγδοο χαρακτηριστικό κακοηθείας: η ανάμειξη μαζί με τους επαίνους και ψόγων, για να

γίνουν οι τελευταίοι πιστευτοί (κεφ. 9).

Κεφ. 9. «Ἐγγὺς δὲ τούτων εἰσὶν οἱ τοῖς ψόγοις ἐπαί-

νους τινὰς παρατιθέντες, ὡς ἐπὶ Σωκράτους Ἀρι-

856 D στόξενος, ἀπαίδευτον καὶ ἀμαθῆ καὶ ἀκόλαστον

εἰπών, ἐπήνεγκεν “ἀδικία δ’ οὐ προσῆν.” ὥσπερ

50 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 8, σημ. b (Ηθικά 856C) αναφέρει: ο
Πλούταρχος έχει στο νου του το χωρίο του Ηροδότου 8. 94, σχετικά με τη φυγή του Κορίνθιου
ναυάρχου Αδειμάντου στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Πλούταρχος δεν συμφωνεί ότι ο Αδείμαντος
τράπηκε σε φυγή.

33
γὰρ οἱ σύν τινι τέχνῃ καὶ δεινότητι κολακεύοντες

ἔστιν ὅτε πολλοῖς καὶ μακροῖς ἐπαίνοις ψόγους

παραμιγνύουσιν ἐλαφρούς, οἷον ἥδυσμα τῇ κολακείᾳ

τὴν παρρησίαν ἐμβάλλοντες, οὕτω τὸ κακόηθες εἰς

πίστιν ὧν ψέγει προϋποτίθεται τὸν ἔπαινον».

«Κοντά σ’ αυτούς είναι όσοι συγγραφείς παραθέτουν μαζί με τους ψόγους και

κάποιους επαίνους, όπως ο Αριστόξενος που χαρακτηρίζει τον Σωκράτη απαίδευτο, αμαθή

και ακόλαστο, αλλά πρόσθεσε ότι ‘δεν ήταν άδικος’. Όπως δηλαδή οι άνθρωποι που

κολακεύουν με κάποια δεξιοτεχνία και ικανότητα, αναμειγνύουν μερικές φορές στους

πολλούς και μακροσκελείς επαίνους τους και κάποιες ελαφρές κατηγορίες, βάζοντας ως

μυρωδικό την παρρησία στην κολακεία, έτσι και η κακοήθεια επιρρίπτει λίγο έπαινο στην

αρχή για να γίνουν πιστευτοί οι ψόγοι».

Για τον Πλούταρχο, είναι σαφής ο στόχος ενός συγγραφέως που παραθέτει μικρό

έπαινο στους ψόγους του για το ίδιο πρόσωπο: να το κατηγορήσει. Ο τρόπος είναι αυτός

που ακολουθεί ο Αριστόξενος,51 να παραθέτει δηλαδή μαζί με τους ψόγους και κάποιους

επαίνους, αφ’ ενός για να πείσει ευκολότερα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας του λόγου που

διέπει τον συγγραφέα, και αφ’ ετέρου, για να μη κατηγορηθεί ο ίδιος για εμπάθεια. Όμως ο

έπαινος που αναφέρει ο Πλούταρχος ότι διατύπωσε ο Αριστόξενος για τον Σωκράτη

«ἀδικία δ’ οὐ προσῆν», δεν αποτελεί στην ουσία έπαινο. Και αυτό, επειδή αυτός που δεν

είναι άδικος δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι δίκαιος. Και ο Αριστόξενος, αν πραγματικά

ήθελε να επαινέσει τη δικαιοσύνη του Σωκράτη, δεν θα χρησιμοποιούσε το σχήμα

λιτότητας οὐ + ἀδικία ( α στερ. + δίκαιος), αλλά θα δήλωνε με σαφή τρόπο ότι ο Σωκράτης

είναι δίκαιος. Έτσι, η κατηγορία του Πλουτάρχου για κακοήθη κριτική του Αριστοξένου

στον Σωκράτη, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Λείπει, όμως το κείμενο στο οποίο εντάσσεται η

φράση και που θα μας βοηθούσε να αποκτήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τους

χαρακτηρισμούς του Αριστοξένου. Το ίδιο κακοήθεις είναι για τον Πλούταρχο και όσοι

51 Ο Αριστόξενος (376 π.Χ - ;) ήταν μουσικός και φιλόσοφος από τον Τάραντα. Διδάχθηκε την
πυθαγόρειο φιλοσοφία και έπειτα μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Έγραψε πραγματείες περί
μουσικής αλλά και φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίων και βίους φιλοσόφων. Βλ. για τον Αριστόξενο F.
Zaminer, “Aristoxenus”, ΒNP 1 (2002), σ. 1154-1155.

34
επιλέγουν να κολακεύουν αναμειγνύοντας στους πολλούς επαίνους και κάποιες

κατηγορίες, με στόχο να γίνουν πειστικοί, χρησιμοποιώντας ως μυρωδικό την παρρησία

στην κολακεία.52 Ο Πλούταρχος, στην περίπτωση όχι μόνο του Αριστοξένου αλλά, κατ’

επέκταση, και του Ηροδότου, διαβλέπει δόλο και όχι αμεροληψία και αντικειμενικότητα.

Οι προαναφερθέντες ορισμοί κακοηθείας επαρκούν για την κατανόηση της κακοηθείας

του Ηροδότου (κεφ. 10).

(856 D) Κεφ. 10. «Ἦν δὲ καὶ πλείονας καταριθμεῖσθαι τῶν χα-

ρακτήρων∙ ἀρκοῦσι δ’ οὗτοι κατανόησιν τἀνθρώ-

που τῆς προαιρέσεως καὶ τοῦ τρόπου παρασχεῖν».

«Θα μπορούσα, όμως, να απαριθμήσω περισσότερα χαρακτηριστικά κακοηθείας.

Αυτά, όμως, που παρέθεσα επαρκούν για την κατανόηση του σκοπού και της

συμπεριφοράς του ιστορικού».

Ο Πλούταρχος, στα εισαγωγικά κεφάλαια, δεν χρησιμοποίησε παραδείγματα από

το ιστορικό έργο του Ηροδότου αλλά από άλλους συγγραφείς, ενίοτε κατονομάζοντάς

τους. Άλλους από αυτούς τους παρουσίασε ως πρότυπο ιστορικής αφήγησης, σε σχέση με

το συγκεκριμένο κάθε φορά ορισμό κακοηθείας που ανέφερε, και άλλους κατέκρινε ως

συγγραφείς που διηγούνται κάποιο γεγονός με τον «κακό» ηροδότειο αφηγηματικό τρόπο.

B. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ (κεφ. 11-43).

I. Τα των βαρβάρων (κεφ. 11-18∙ παρεκβάσεις: κεφ. 15-17)

1. Ο Ηρόδοτος κατηγορεί την Ιώ και τις γυναίκες του Άργους για την απαγωγή τους από

τους Φοίνικες (κεφ. 11).

Κεφ. 11. « Πρῶτα δὴ πάντων ὥσπερ ἀφ’ ἑστίας ἀρξά-

52 Πβ. Πλούταρχος, «Πῶς ἄν τις διακρίνειε τόν κόλακα τοῦ φίλου», κεφ. 5 (Ηθικά 51C-D).

35
μενος Ἰοῦς τῆς Ἰνάχου θυγατρός, ἣν πάντες Ἕλλη-

856 E νες ἐκτεθειῶσθαι νομίζουσι ταῖς τιμαῖς ὑπὸ τῶν

βαρβάρων καὶ καταλιπεῖν ὄνομα πολλαῖς μὲν θα-

λάτταις, πορθμῶν δὲ τοῖς μεγίστοις ἀφ’ αὑτῆς διὰ

τὴν δόξαν, ἀρχὴν δὲ καὶ πηγὴν τῶν ἐπιφανεστάτων

καὶ βασιλικωτάτων γενῶν παρασχεῖν∙ ταύτην ὁ γεν-

ναῖος ἐπιδοῦναί φησιν ἑαυτὴν Φοίνιξι φορτηγοῖς,

ὑπὸ τοῦ ναυκλήρου διαφθαρεῖσαν ἑκουσίως καὶ

φοβουμένην μὴ κύουσα φανερὰ γένηται. καὶ κατα-

ψεύδεται Φοινίκων ὡς ταῦτα περὶ αὐτῆς λεγόντων.

Περσῶν δὲ τοὺς λογίους μαρτυρεῖν φήσας, ὅτι τὴν

Ἰοῦν μετ’ ἄλλων γυναικῶν οἱ Φοίνικες ἀφαρπά-

F σειαν, εὐθὺς ἀποφαίνεται γνώμην τὸ κάλλιστον

ἔργον καὶ μέγιστον τῆς Ἑλλάδος ἀβελτερίᾳ τὸν

Τρωικὸν πόλεμον γενέσθαι διὰ γυναῖκα φαύλην.

“δῆλον γάρ,” φησίν, “ὅτι, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο,

οὐκ ἂν ἡρπάζοντο.” καὶ τοὺς θεοὺς τοίνυν ἀβέλ

τερα ποιεῖν λέγωμεν, ὑπὲρ τῶν Λεύκτρου θυγα-

τέρων βιασθεισῶν μηνίοντας Λακεδαιμονίοις καὶ

κολάζοντας Αἴαντα διὰ τὴν Κασάνδρας ὕβριν∙ δῆλα

γὰρ δὴ καθ’ Ἡρόδοτον ὅτι, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο,

οὐκ ἂν ὑβρίζοντο. καίτοι καὶ Ἀριστομένη φησὶν

αὐτὸς ὑπὸ Λακεδαιμονίων ζῶντα συναρπασθῆναι,

καὶ Φιλοποίμην ὕστερον ὁ τῶν Ἀχαιῶν στρατηγὸς

857 A ταὐτὸ τοῦτ’ ἔπαθε, καὶ Ῥηγοῦλον ἐχειρώσαντο

Καρχηδόνιοι τὸν Ῥωμαίων ὕπατον∙ ὧν ἔργον

εὑρεῖν μαχιμωτέρους καὶ πολεμικωτέρους ἄνδρας.

ἀλλὰ θαυμάζειν οὐκ ἄξιον, ὅπου καὶ παρδάλεις

ζώσας καὶ τίγρεις συναρπάζουσιν ἄνθρωποι∙ Ἡρό-

36
δοτος δὲ κατηγορεῖ τῶν βιασθεισῶν γυναικῶν,

ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῶν ἁρπασάντων»

«Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, αρχίζοντας, όπως ακριβώς από την εστία, με την Ιώ, τη

θυγατέρα του Ινάχου, για την οποία όλοι οι Έλληνες θεωρούν ότι έλαβε θεϊκές τιμές από

τους βαρβάρους και ότι πολλές θάλασσες και οι μεγαλύτεροι πορθμοί πήραν τ’ όνομά τους

από την ίδια, λόγω της δόξας της, και ότι από αυτήν προήλθαν και πήγασαν τα πιο

επιφανή και βασιλικά γένη. Γι’ αυτήν, ο ευγενής («ὁ γενναῖος») Ηρόδοτος λέει ότι

παραδόθηκε από μόνη της σε φοινικικά εμπορικά πλοία, αφού προηγουμένως τη διέφθειρε

ο ναύκληρος με τη θέλησή της και επειδή φοβήθηκε μήπως αποκαλυφθεί η εγκυμοσύνη

της. Και αναφέρει ψευδώς για τους Φοίνικες να λένε για εκείνη αυτήν εδώ την ιστορία,

καθώς ισχυρίζεται πως υπάρχουν οι μαρτυρίες των λογίων Περσών ότι οι Φοίνικες

άρπαξαν την Ιώ μαζί με άλλες γυναίκες∙ έπειτα, αμέσως αποφαίνεται ότι το ωραιότερο και

το σπουδαιότερο έργο της Ελλάδος, ο Τρωικός πόλεμος, συνέβη από ανοησία εξαιτίας μιας

ανάξιας γυναίκας. ‘Γιατί είναι φανερό’, λέει, ‘ότι, αν οι ίδιες δεν το ήθελαν, δεν θα τις

άρπαζαν’. Ας πούμε, λοιπόν, ότι και οι θεοί ενεργούν ανόητα, όταν οργίζονται με τους

Λακεδαιμονίους, επειδή βίασαν τις θυγατέρες του Λεύκτρου, και όταν τιμωρούν τον

Αίαντα για την προσβολή που έκανε στην Κασσάνδρα. Είναι φανερό, λοιπόν, για τον

Ηρόδοτο ότι, αν οι ίδιες δεν το ήθελαν, δεν θα υφίσταντο την προσβολή. Και, όμως, ο ίδιος

ισχυρίζεται ότι τον Αριστομένη τον άρπαξαν ζωντανό οι Λακεδαιμόνιοι, και σε

μεταγενέστερη εποχή, το ίδιο ακριβώς έπαθε ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, ενώ

τον ρωμαίο ύπατο Ρήγουλο συνέλαβαν οι Καρχηδόνιοι. Το να εύρεις άνδρες πιο ικανούς

στη μάχη και στον πόλεμο από αυτούς είναι δύσκολο. Αλλά δεν είναι ν’ απορεί κανείς, τη

στιγμή που οι άνθρωποι συλλαμβάνουν ζωντανές και λεοπαρδάλεις και τίγρεις. Ο

Ηρόδοτος, αντίθετα, κατηγορεί τις γυναίκες που βιάστηκαν, ενώ υπερασπίζεται αυτούς

που τις απήγαγαν».

Ο Ηρόδοτος παρουσιάζεται εσφαλμένα από τον Πλούταρχο να υιοθετεί την εκδοχή

των Φοινίκων ως ορθότερη για την άφιξη της Ιούς53 στην Αίγυπτο. Στην πραγματικότητα ο

53 Πρόκειται για την Αργεία Ιώ, κόρη του βασιλέως του Άργους Ινάχου και της Μελίας. Κατ’ άλλη
εκδοχή, ήταν κόρη του Ιάσου ή του Πειρήνα, πιθανόν αδελφού του Βελλεροφόντη, και έτσι, σ’ αυτή

37
ιστορικός αναφέρει και τις δύο εκδοχές, αυτή των Περσών λογίων54 που κάνει λόγο για

αρπαγή της Ιούς από τους Φοίνικες, και αυτή των Φοινίκων55 που αναφέρει την εθελούσια

φυγή της θυγατρός του Ινάχου, χωρίς να λαμβάνει θέση για το ποιά είναι η ορθή.56 Ο

Πλούταρχος, όμως, αποφαίνεται υπέρ της αρπαγής της Ιούς - εκδοχή των λογίων Περσών,

χωρίς, όμως, να αιτιολογεί την άποψή του. Έπειτα, η φράση του Ηροδότου «εἰ μὴ αὐταὶ

ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο»,57 την οποία αναφέρει ο Πλούταρχος, φανερώνει,

ουσιαστικά, την επιθυμία των γυναικών να φύγουν μαζί με τους Φοίνικες, δεν εδράζεται,

όμως, στη λογική, καθώς οι Αργείες γυναίκες, αν ήθελαν να παραμείνουν στο Άργος, είναι

πολύ πιθανό να είχαν απαχθεί, αν είχαν αποτελέσει στόχο των Φοινίκων απαγωγέων.

Αυτή τη φράση που αναφέρει ο Ηρόδοτος στο έργο του, τη δυνατότητα δηλαδή των

Αργείων γυναικών να αποφύγουν την αρπαγή εφ’ όσον δεν επιθυμούσαν να φύγουν με

τους απαγωγείς, τη χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να εκθέσει τον ιστορικό στον

την περίπτωση, ανήκει στον βασιλικό οίκο της Κορίνθου. Την ερωτεύτηκε ο Δίας, απέκτησε από
εκείνη τον Έπαφο και την μεταμόρφωσε σε δαμάλα για να την προστατεύσει από τη ζήλια της
Ήρας. Από την Ιώ πήραν το όνομά τους το Ιόνιο πέλαγος και ο Βόσπορος (πέρασμα της
μεταμορφωμένης, από το Δία, Ιούς σε αγελάδα)∙ πβ. Αισχ., Προμ. 733-734 και 840-841. Βλ. αναλυτικά
για την Ιώ P. Grimal, “Ιώ”, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, (Επιμέλεια ελλην.
έκδοσης: Β. Άτσαλος), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 332-333. Ο A. Bowen, σχετικά με τις θεϊκές τιμές που
αποδόθηκαν στην Ιώ, αναφέρει ότι η λατρεία της Ιούς έχει ομοιότητες με αυτήν της Ίσιδος στην
Αίγυπτο και της Αστάρτης στη Συρία: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο
κεφ. 11 (Ηθικά 856D). Επιφανή βασιλικά γένη προήλθαν από τα τρισέγγονα της Ιούς, τον Αίγυπτο
και τον Δαναό. Ο πρώτος κατέλαβε τον τόπο που πήρε το όνομά του: βλ. P. Grimal, “Αίγυπτος”,
Λεξικό Μυθολογίας, σ. 56∙ ο Δαναός βασίλευσε στη Λιβύη και έπειτα στο Άργος: βλ. P. Grimal,
“Δαναός”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 162.
54 Ηρόδ. 1. 1.
55 Ηρόδ. 1. 5. 2-3.
56 Ηρόδ. 1. 5. 3: «Ταῦτα μέν νυν Πέρσαι τε καὶ Φοίνικες λέγουσι. Ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι
ἐρέων ὡς οὕτως ἢ ἄλλως κως ταῦτα ἐγένετο».
57 Ηρόδ. 1. 4. 2. Η φράση αυτή της ηροδότειας διηγήσεως δεν αναφέρεται μόνο στις Αργείες γυναίκες,
όπως ο Πλούταρχος εννοεί, αλλά και στη θυγατέρα του βασιλέως της Φοινίκης Ευρώπη (1. 2), στη
θυγατέρα του βασιλέως των Κόλχων Μήδεια (1. 2) και στην ωραία Ελένη (1. 3). Κατά τον L. Pearson,
Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 11, σημ. a (Ηθικά 856 F), η φράση δεν αποτελεί
γνώμη του ιστορικού αλλά των λογίων Περσών. Αν, όμως, αυτή η φράση είναι πράγματι άποψη των
λογίων Περσών, υπάρχει αντίφαση, καθώς οι λόγιοι Πέρσες ισχυρίστηκαν αρχικά ότι οι γυναίκες
του Άργους απήχθησαν από τους Φοίνικες, δηλαδή έφυγαν χωρίς τη θέλησή τους.

38
αναγνώστη. Με τα παραδείγματα των βιασθεισών γυναικών, δηλαδή των θυγατέρων του

Λεύκτρου58 και της Κασσάνδρας59 που αναφέρει έπειτα ο βιογράφος, περιγράφεται η εικόνα

του αναπόφευκτου και της πλήρους αδυναμίας των γυναικών να αποτρέψουν τις

εγκληματικές πράξεις ανδρών που στρέφονται εναντίον τους. Και χρησιμοποιώντας ο

Πλούταρχος την ίδια φράση, αλλάζοντας μονάχα το ρήμα «ἡρπάζοντο» σε «ὑβρίζοντο»,

προσπαθεί να γελοιοποιήσει τον Ηρόδοτο. Έτσι ο βιογράφος παρουσιάζει τον ιστορικό να

έχει την ίδια γνώμη με αυτήν που διετύπωσε για τις γυναίκες του Άργους, πως οι

θυγατέρες δηλαδή του Λεύκτρου συνευρέθησαν με τους Λακεδαιμονίους και η Κασσάνδρα

με τον Αίαντα με τη θέλησή τους, ειδάλλως, αν δεν ήθελαν, θα μπορούσαν να αποτρέψουν

τον βιασμό. Ο Πλούταρχος τονίζει ότι, αν είχε δίκαιο ο Ηρόδοτος, τότε οι θεοί δεν θα

οργίζονταν με τους βιαστές αλλά με τις γυναίκες που, ενώ μπορούσαν να αποφύγουν το

βιασμό, δεν το έκαναν. Ο συλλογισμός του Πλουτάρχου είναι ο εξής:

Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Έλληνες είναι Επειδή έκαναν τον Τρωικό πόλεμο λόγω της

ανόητοι → οργής τους για την απαγωγή της Ελένης από

τους Τρώες

58 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 11, σημ. b (Ηθικά 856F) αναφέρει: Η
ιστορία είναι πως κάποιες γυναίκες από τα Λεύκτρα βιάσθηκαν από πρέσβεις της Λακεδαίμονος και
έπειτα αυτοκτόνησαν∙ ο Πλούταρχος στο έργο του «Ἐρωτικαί διηγήσεις Γ» (Ηθικά 773Β - 774D) και στο
βίο του Πελοπίδα (κεφ. 20. 4-6), αλλά και ο περιηγητής Παυσανίας 9. 13. 5-6, τις αναφέρουν ως
θυγατέρες του Σκεδάσου∙ αλλά ο Διόδωρος 15. 54. 2-3, τις αναφέρει ως θυγατέρες του Σκεδάσου και
του Λεύκτρου∙ ο Ξενοφών, Ελληνικά 6. 4. 7, καταγράφει την ιστορία χωρίς να αναφέρει το όνομα του
πατρός. Ο Πλούταρχος συνδέει την ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα (371
π.Χ.) με την εκδίκηση των θεών για τον βιασμό που είχαν διαπράξει στο παρελθόν πρέσβεις των
Σπαρτιατών εις βάρος των θυγατέρων του Λεύκτρου. Βλ. για τη μάχη στα Λεύκτρα J. Roy, “Thebes in
the 360s B.C.”, στο CAH VI2 (1994), σ. 182-184.
59 Ο Αίας ο Λοκρός, γιός του Οιλέα, βίασε την Κασσάνδρα, θυγατέρα του Πριάμου, σύροντάς την από
το άγαλμα της Αθηνάς όπου είχε καταφύγει για προστασία κατά την κατάληψη της Τροίας από
τους Έλληνες. Η τιμωρία που του επέβαλαν οι θεοί ήταν θάνατος με πνιγμό στη θάλασσα, ύστερα
από ναυάγιο. Βλ. για τον Αίαντα P. Grimal, “Αίαντας”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 47-49.

39
Ο Πλούταρχος λέει ότι, κατά τον Επειδή οργίζονται με τους Λακεδαιμονίους

ηροδότειο τρόπο σκέψης, και οι και τον Αίαντα λόγω του βιασμού των

θεοί ενεργούν ανόητα → θυγατέρων του Λεύκτρου και της

Κασσάνδρας αντίστοιχα

Ο Ηρόδοτος είναι ανόητος → Επειδή κατηγορεί τις βιασθείσες γυναίκες

και υπερασπίζεται τους απαγωγείς

Ο Πλούταρχος, όμως, θεωρεί ότι οι θεοί δεν ενεργούν ανόητα όταν οργίζονται με τους

βιαστές, ούτε και οι Έλληνες έκαναν από ανοησία το σπουδαιότερο έργο, τον Τρωικό

πόλεμο, οργισμένοι με τους Τρώες για την απαγωγή της Ελένης. Και ότι ο Ηρόδοτος είναι

ανόητος όταν οργίζεται με τα θύματα της απαγωγής και όχι με τους ίδιους τους

απαγωγείς. Αυτή, όμως, η κατηγορία του Πλουτάρχου προς τον Ηρόδοτο είναι αβάσιμη,

καθώς ο ιστορικός, αφ’ ενός δεν αποφαίνεται υπέρ της αρπαγής της Ιούς και των άλλων

Αργείων γυναικών, και συνεπώς δεν θεωρεί ότι αυτές υπήρξαν θύματα απαγωγής, αφ’

ετέρου δεν αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο στην αφήγησή του. Ο Πλούταρχος, κατά τη

γνώμη μου, δίδει υπερβολικές διαστάσεις σε μια ατυχή φράση της ιστορικής διήγησης του

Ηροδότου, «εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο», που θα μπορούσε ευκόλως να

παρερμηνευθεί.

Και συνεχίζει ο Πλούταρχος την παράθεση παραδειγμάτων με τη σύλληψη του

αρχηγού των Μεσσηνίων Αριστομένη60 από τους Σπαρτιάτες, την οποία εσφαλμένα

αποδίδει ο βιογράφος στον Ηρόδοτο, τη σύλληψη του Αχαιού στρατηγού Φιλοποίμενος61

60 Ο Αριστομένης, ο αρχηγός των Μεσσηνίων κατά τον Β’, πιθανότατα, Μεσσηνιακό πόλεμο, δεν
αναφέρεται σε κανένα χωρίο της ιστορικής διήγησης του Ηροδότου. Η ιστορία της συλλήψεώς του
από τους Σπαρτιάτες αναφέρεται μόνο από μεταγενεστέρους συγγραφείς∙ βλ. Πολύαιν. Στρατ. 2. 31.
2∙ Παυσ. 4. 17. 1 και 18. 4. Βλ. για τον Αριστομένη M. Meier, “Aristomenes [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 1118.
Βλ. για τον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (β’ ήμισυ του 7ου αι. π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”,
στο CAH III2 3 (1982), σ. 351-352.
61 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Φιλοποίμενος (κεφ. 18), αναφέρει τη σύλληψη του ανδρός (182 π.Χ.)
από Μεσσηνίους, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον της Μεσσήνης που είχε αποστατήσει
από την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο Φιλοποίμην (253 – 182 π.Χ.) υπήρξε διακεκριμένος στρατηγός της

40
και αυτή του ρωμαίου υπάτου Ρηγούλου.62 Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να καταδείξει πως, σε

συνθήκες οργανωμένου σχεδίου, θύματα ενδέχεται να είναι όχι μονάχα αδύναμες και

ανυπεράσπιστες γυναίκες αλλά και άνδρες, και μάλιστα ηγέτες που ευρίσκονται σε

εμπόλεμη κατάσταση, είναι γνωστοί για τα κατορθώματά τους και, επιπλέον, διαθέτουν

στρατό φυλάξεώς τους. Αυτοί οι ηγέτες δεν ήθελαν να πάθουν μια τέτοια προσβολή, όπως

και οι Αργείες γυναίκες δεν ήθελαν να αποτελέσουν θύματα απαγωγής, αλλά συνέβη. Για

όσους είναι δύσπιστοι ότι ικανοί ηγέτες έχουν συλληφθεί ζωντανοί, ο Πλούταρχος

αναφέρει ότι δεν είναι απίστευτο τη στιγμή που οι άνθρωποι κυνηγούν και συλλαμβάνουν

ζωντανά και άγρια ζώα. Ο συλλογισμός του Πλουτάρχου διατυπώνεται ως εξής:

Οι Αργείες γυναίκες Επειδή δεν είχαν τη Όπως δεν είχαν τη Όπως δεν είχε τη

απήχθησαν από δυνατότητα να το δυνατότητα να δυνατότητα να

τους φοίνικες → αποτρέψουν → αντιδράσουν οι αντιδράσει η

γυναίκες που Κασσάνδρα που

βιάσθηκαν από τους βιάσθηκε από τον

Λακεδαιμονίους → Αίαντα →

Και όχι μονάχα γυναίκες Όπως ο Αριστομένης, ο Δεν είναι απίστευτο να

έπεσαν σε παγίδα αλλά Φιλοποίμην και ο έχουν πέσει σε παγίδα

και ικανοί άνδρες → Ρήγουλος που ικανοί άνδρες τη στιγμή που

συνελήφθησαν ζωντανοί συλλαμβάνονται ζωντανά


→ και άγρια ζώα

Αχαϊκής Συμπολιτείας. Βλ. αναλυτικά για τον Φιλοποίμενα L.-M. Gunther, “Philopoemen”, ΒNP 11
(2007) σ. 88-89. Βλ. για την Αχαϊκή Συμπολιτεία S.R. Tokhtas’ev, “Achaeans, Achaea”, ΒNP 1 (2002), σ.
73-75.
62 Ο Μάρκος Ατίλιος Ρήγουλος, ύπατος της Ρώμης το 256 π.Χ., ηττήθηκε σε μάχη που έγινε στην
Αφρική την άνοιξη του επομένου έτους εναντίον των Καρχηδονίων, κατά τη διάρκεια του Α’
Καρχηδονιακού πολέμου (264 π.Χ. – 241 π.Χ.), και συνελήφθη αιχμάλωτος. Βλ. για τον Μάρκο Ατίλιο
Ρήγουλο K.-L. Elvers, “[I 21] A. Regulus, M.”, ΒNP 2 (2003), σ. 289. Βλ. για τον Α’ Καρχηδονιακό
πόλεμο και την ήττα των Ρωμαίων στην Αφρική το 255 π.Χ. H.H. Scullard, “Carthage and Rome”, στο
CAH VII2 2 (1989), σ. 545—566.

41
Αλλά η προσπάθεια του Πλουτάρχου να γελοιοποιήσει τον Ηρόδοτο είναι ανεπιτυχής,

διότι η βάση του συλλογισμού του, η φράση «εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο»,

δεν έχει την απαραίτητη αποδεικτική ισχύ, ώστε να χρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο

ως επιχείρημα κακοήθους διηγήσεως του Ηροδότου.

2. Ο Ηρόδοτος είναι φιλοβάρβαρος, διότι αποδίδει τέλεση ανθρωποθυσιών όχι στους

Αιγυπτίους αλλά στους Έλληνες (κεφ. 12).

Κεφ. 12. «Οὕτω δὲ φιλοβάρβαρός ἐστιν, ὥστε Βούσιριν

ἀπολύσας τῆς λεγομένης ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενο-

κτονίας, καὶ πᾶσιν Αἰγυπτίοις ὁσιότητα πολλὴν

καὶ δικαιοσύνην μαρτυρήσας, ἐφ’ Ἕλληνας ἀναστρέ-

φει τὸ μύσος τοῦτο καὶ τὴν μιαιφονίαν. ἐν γὰρ τῇ

857 B δευτέρᾳ βίβλῳ Μενέλαόν φησι παρὰ Πρωτέως

ἀπολαβόντα τὴν Ἑλένην καὶ τιμηθέντα δωρεαῖς

μεγάλαις ἀδικώτατον ἀνθρώπων γενέσθαι καὶ κά-

κιστον∙ ὑπὸ γὰρ ἀπλοίας συνεχόμενον “ἐπιτεχνή-

σασθαι πρᾶγμα οὐχ ὅσιον, καὶ λαβόντα δύο παιδία

ἀνδρῶν ἐπιχωρίων ἔντομά σφεα ποιῆσαι∙ μιση-

θέντα δ’ ἐπὶ τούτῳ καὶ διωκόμενον οἴχεσθαι φεύ-

γοντα τῇσι νηυσὶν ἐπὶ Λιβύης.” τοῦτον δὲ τὸν

λόγον οὐκ οἶδ’ ὅστις Αἰγυπτίων εἴρηκεν∙ ἀλλὰ

τἀναντία πολλαὶ μὲν Ἑλένης πολλαὶ δὲ Μενελάου

τιμαὶ διαφυλάττονται παρ’ αὐτοῖς».

«Είναι, όμως, τόσο φιλοβάρβαρος, ώστε απαλλάσσει τον Βούσιρι από την

αποδιδομένη σ’ αυτόν ανθρωποθυσία και ξενοκτονία, και μαρτυρεί για όλους τους

Αιγυπτίους μεγάλη ευσέβεια και δικαιοσύνη, αναστρέφοντας σε βάρος των Ελλήνων αυτή

τη μυσαρή πράξη και τη μίανση από φόνο. Στο δεύτερο βιβλίο, πράγματι, λέει ότι ο

42
Μενέλαος, αφού πήρε την Ελένη από τον Πρωτέα και αφού τιμήθηκε με μεγάλες δωρεές,

έγινε ο πιο άδικος και κακός άνθρωπος. Εμποδιζόμενος ν’ αποπλεύσει λόγω κακοκαιρίας,

‘μηχανεύτηκε ανόσια πράξη και, αφού πήρε δύο παιδιά ιθαγενών ανδρών τα θυσίασε

κόβοντάς τα σε κομμάτια. Από μίσος γι’ αυτή του την πράξη (οι Αιγύπτιοι) τον κατεδίωξαν

και εκείνος διέφυγε με τα πλοία του στη Λιβύη’. Δεν γνωρίζω, όμως, ποιος Αιγύπτιος του

είπε αυτήν την ιστορία. Αντίθετα, αυτοί διατηρούν πολλές τιμές και για την Ελένη και για

τον Μενέλαο».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν κεφάλαιο, πραγματεύεται ιστορίες ανθρωποθυσιών και

κατηγορεί ρητά τον Ηρόδοτο για υπέρμετρο φιλοβαρβαρισμό, υπονοώντας ότι στο πρώτο

παράδειγμα (κεφ. 11) είναι λιγότερο φιλοβάρβαρος. Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο

για φιλοβαρβαρισμό, καθώς ο ιστορικός περιγράφει τους Έλληνες να έχουν τελέσει

ανθρωποθυσίες εις βάρος των Αιγυπτίων και όχι να συνέβη το αντίστροφο. Τα περιστατικά

είναι δύο και αφορούν μύθους. Ο φόνος του Αιγυπτίου βασιλέως Βουσίριδος από τον

Ηρακλή, ενώ ο ήρωας οδηγούνταν στο βωμό για να θυσιαστεί, και η θυσία δύο επιχώριων

παιδιών στην Αίγυπτο από τον Μενέλαο για να εξευμενίσει τους θεούς και να

δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για πλου και αναχώρηση από την Αίγυπτο.

Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον ιστορικό επειδή είναι φιλικός με τους Αιγυπτίους,

καθώς ο Ηρόδοτος απαλλάσσει τον Βούσιρι63 από την κατηγορία της ανθρωποθυσίας

ξένων. Όμως ο ιστορικός στο χωρίο 2. 45, περιγράφοντας την πρόθεση του βασιλέως της

Αιγύπτου να θυσιάσει τον Ηρακλή στην Αίγυπτο, παραλείπει να αναφέρει το όνομα

Βούσιρις ως το πρόσωπο εκείνο που ευθύνεται για τις ανθρωποθυσίες, παρά μονάχα

δηλώνεται σε ορισμένα χωρία (Ηρόδ. 2. 59. 1 και 61. 1) ως όνομα πόλεως όπου τελείται

63 Ο Βούσιρις στην ελληνική μυθολογία ήταν βασιλεύς της Αιγύπτου. Ύστερα από περίοδο κακών
σοδειών στην Αίγυπτο, ο Βούσιρις αποφάσισε την ανθρωποθυσία ενός ξένου κάθε έτος προς τιμήν
του Διός, έπειτα από συμβουλή ενός Κύπριου μάντη, του Φράσιου, για να επανέλθει η ευφορία στη
χώρα∙ ο Φράσιος υπήρξε το πρώτο θύμα. Ο Ηρακλής σκότωσε τον Αιγύπτιο βασιλέα είτε όταν πήγε
ο ήρωας να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων, είτε όταν, κατά το πέρασμά του από την Αίγυπτο,
αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε από τον Βούσιρι για ανθρωποθυσία, έσπασε τα δεσμά του και
φόνευσε τον Αιγύπτιο βασιλέα. Βλ. για τον Βούσιρι P. Grimal, “Βούσιρις”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 138.

43
εορτή προς τιμήν της θεάς Ίσιδος.64 Ο Ηρόδοτος διαβεβαιώνει με τον πλέον

κατηγορηματικό τρόπο ότι οι Έλληνες έχουν άγνοια για τα αιγυπτιακά έθιμα και ότι

ανθρωποθυσίες δεν τελέστηκαν στην Αίγυπτο, καθώς οι Αιγύπτιοι σέβονται την

ανθρώπινη ζωή και επιτρέπουν τη θυσία μονάχα συγκεκριμένων ζώων, και από αυτά,

μόνο όσων είναι «καθαρά».65 Οι W.W. How - J. Wells ερμηνεύουν το χωρίο του Ηροδότου ως

άρνηση τελέσεως ανθρωποθυσιών στην Αίγυπτο, στην εποχή μονάχα του ιστορικού, και

όχι παλαιότερα.66 Ο βιογράφος ισχυρίζεται επιπλέον ότι ο Ηρόδοτος, αντί στο έργο του να

κατηγορεί τους Αιγυπτίους για τέλεση ανθρωποθυσίας, κατηγορεί τους Έλληνες γι’ αυτή

την πράξη, ότι ο Ηρακλής δηλαδή δεν φόνευσε τον Βούσιρι αλλά τον θυσίασε. Ο Ηρόδοτος,

όμως, στο σχετικό χωρίο (2. 45. 1), δεν αναφέρει ότι ο Ηρακλής θυσίασε τον Βούσιρι ή

κάποιον άλλο Αιγύπτιο, αλλά κάνει λόγο για φόνο από τον Ηρακλή όλων των

παρευρισκομένων Αιγυπτίων, χρησιμοποιώντας το απαρέμφατο «καταφονεῦσαι».

Αντίθετα ο Πλούταρχος, στο βίο του Θησέα (κεφ. 11), είναι αυτός που κάνει λόγο για

ανθρωποθυσία του Βουσίριδος από τον Ηρακλή. Συγκεκριμένα, περιγράφοντας ο

Πλούταρχος τους άθλους του Θησέα, που σκότωνε τους αντιπάλους του με τον ίδιο τρόπο

που φόνευαν οι ίδιοι τα ανυποψίαστα θύματά τους, αναφέρει ότι ο Ηρακλής σκότωσε τον

Βούσιρι θυσιάζοντάς τον, επιλέγοντας τον ίδιο τρόπο θανάτου με τον οποίο ήθελε ο

64 Βλ. αναλυτικά για την Αιγύπτια θεά Ίσιδα R. Grieshammer, “Isis”, BNP 6 (2005), σ. 966∙ S.A. Takacs,
“Isis”, BNP 6 (2005), σ. 966, 969-972∙ M. Haase, “Isis”, BNP 6 (2005), σ. 967-968.
65 Ηρόδ. 2. 45. 2: «Ἐμοὶ μέν νυν δοκέουσι ταῦτα λέγοντες τῆς Αἰγυπτίων φύσιος καὶ τῶν νόμων
πάμπαν ἀπείρως ἔχειν οἱ Ἕλληνες. Τοῖσι γὰρ οὐδὲ κτήνεα ὁσίη θύειν ἐστὶ χωρὶς ὑῶν καὶ ἐρσένων
βοῶν καὶ μόσχων, ὅσοι ἂν καθαροὶ ἔωσι, καὶ χηνῶν, κῶς ἂν οὗτοι ἀνθρώπους θύοιεν;».
66 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary on Herodotus, I2 (Books I-IV), Oxford 1928, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 2. 45. 2, αναφέρουν γραμματειακές πηγές για ανθρωποθυσίες τα παλαιά χρόνια στην
Αίγυπτο: α) τον Διόδωρο 1. 88. 5: «καὶ τῶν ἀνθρώπων δὲ τοὺς ὁμοχρωμάτους τῷ Τυφῶνι τὸ παλαιὸν
ὑπὸ τῶν βασιλέων φασὶ θύεσθαι πρὸς τῷ τάφῳ τῷ Ὀσίριδος»∙ β) τον Πορφύριο «Περί ἐγκρατείας» 2.
55: «κατέλυσε δὲ καὶ ἐν Ἡλίου πόλει τῆς Αἰγύπτου τὸν τῆς ἀνθρωποκτονίας νόμον Ἄμωσις, ὡς
μαρτυρεῖ Μανεθὼς ἐν τῷ περὶ ἀρχαϊσμοῦ καὶ εὐσεβείας»∙ γ) τον Πλούταρχο «Περί Ἴσιδος και
Ὀσίριδος» κεφ. 73 (Ηθικά 380D): «καὶ γὰρ ἐν Εἰλειθυίας πόλει ζῶντας ἀνθρώπους κατεπίμπρασαν,
ὡς Μανεθὼς ἱστόρηκε, Τυφωνείους καλοῦντες καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λικμῶντες ἠφάνιζον καὶ
διέσπειρον. ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἐδρᾶτο φανερῶς καὶ καθ’ ἕνα καιρὸν ἐν ταῖς κυνάσιν ἡμέραις». Αλλά οι
W.W. How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, θεωρούν ότι τις πιο αξιόπιστες αποδείξεις για ανθρωποθυσίες
τις προσφέρουν οι απεικονίσεις δούλων που βρέθηκαν σε τύμβους πλουσίων Αιγυπτίων.

44
Αιγύπτιος βασιλεύς να σκοτώσει τον ήρωα.67 Άρα ο Πλούταρχος είναι αυτός που ερμηνεύει

το απαρέμφατο «καταφονεῦσαι» της ηροδότειας αφήγησης ως ανθρωποθυσία και όχι ως

απλό φόνο. Κατά τη γνώμη μου, ο Πλούταρχος στο βίο του Θησέως, αποδίδοντας την

ανθρωποθυσία του Βουσίριδος από τον Ηρακλή στον ίδιο παραδειγματικό τρόπο με τον

οποίο ήθελε να τιμωρήσει ο ήρωας τον Αιγύπτιο βασιλέα, ήθελε να τονίσει ότι η

ανθρωποθυσία δεν αποτελεί καθολική συνήθεια των Ελλήνων, αλλά στιγμιαία εκδικητική

απόφαση. Ο Πλούταρχος, επίσης, διαφωνεί με τη δήλωση του Ηροδότου ότι οι Αιγύπτιοι

είναι ο πιο ευσεβής λαός.68 Όμως η θεοσέβεια (ή η προκατάληψη) των Αιγυπτίων είναι

παροιμιώδης εξαιτίας της καθαριότητας των σωμάτων τους και των περίτεχνων

τελετουργικών τους.69

Το δεύτερο περιστατικό ανθρωποθυσίας που αναφέρει ο Πλούταρχος έχει σχέση με

την παρουσία του Μενελάου70 στην Αίγυπτο, στην προσπάθειά του για αναζήτηση της

Ελένης71 που ευρίσκετο κοντά στον βασιλέα Πρωτέα.72 Ο Μενέλαος αποφασίζει να

θυσιάσει δύο επιχώρια αγόρια για τον εξευμενισμό των θεών και την επίτευξη ευνοϊκού

πλου, ώστε να επιστρέψει με την Ελένη στην Σπάρτη.73 Δεν έχει γίνει, όμως, κατανοητό

στον αναγνώστη, σε ποιό ακριβώς σημείο αυτής της ιστορίας, αποδίδει ο Πλούταρχος την

κατηγορία για φιλοβαρβαρισμό του Ηροδότου, για την οποία κάνει λόγο στην αρχή του

παρόντος κεφαλαίου. Θα μπορούσε κάποιος εύλογα να υποθέσει ότι ο Ηρόδοτος είναι

φιλικός με τους Αιγυπτίους, καθώς υιοθετεί και συμπεριλαμβάνει στη διήγηση του την

67 Πλούτ., Θησ. 11. 1-2: «Ἐν δ’ Ἐλευσῖνι Κερκυόνα τὸν ἐξ Ἀρκαδίας καταπαλαίσας ἀνεῖλε, καὶ μικρὸν
προελθὼν Δαμάστην ἐν Ἐρινεῷ τὸν Προκρούστην, ἀναγκάσας αὑτὸν ἀπισοῦν τοῖς κλιντῆρσιν,
ὥσπερ τοὺς ξένους ἐκεῖνος. ἔπραττε δὲ ταῦτα μιμούμενος τὸν Ἡρακλέα. καὶ γὰρ ἐκεῖνος οἷς
ἐπεβουλεύετο τρόποις ἀμυνόμενος τοὺς προεπιχειροῦντας, ἔθυσε τὸν Βούσιριν».
68 Ηρόδ. 2. 37. 1: «Θεοσεβέες δὲ περισσῶς ἐόντες μάλιστα πάντων ἀνθρώπων νόμοισι τοιοισίδε
χρέωνται».
69 Βλ. για την άποψη αυτή W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηροδ. 2. 37. 1, λ.
«Θεοσεβέες».
70 Βλ. αναλυτικά για τον Μενέλαο E. Visser, “Menelaus [1]”, BNP 8 (2006), σ. 678-679.
71 Βλ. αναλυτικά για την Ελένη R-E. Harder, “Helena [1]”, BNP 6 (2005), σ. 62-64.
72 Ο Πρωτεύς, θαλασσινή θεότητα στην Οδύσσεια, παρουσιάζεται από τον Ηρόδοτο και τους
μετέπειτα συγγραφείς ως βασιλεύς της Αιγύπτου και σύγχρονος του Μενελάου. Βλ. για τον Πρωτέα
P. Grimal, “Πρωτέας”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 596.
73 Ηρόδ. 2. 119.

45
ιστορία που του είπαν οι Αιγύπτιοι ιερείς74 για τέλεση ανθρωποθυσίας από τους Έλληνες.

Οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι η ιστορία της ανθρωποθυσίας των δύο αγοριών από

τον Μενέλαο ίσως να απηχεί παλαιές διαμάχες μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδος, αλλά,

πιθανότατα, αποτελεί επινόηση των Αιγυπτίων ως απάντηση στην κατηγορία που τους

αποδίδουν οι Έλληνες ότι τελούν ανθρωποθυσίες στην Αίγυπτο (Ηρόδ. 2. 45).75 Οι D. Asheri

- A.B. Lloyd - A. Corcella, και ο D. Fehling, συμφωνούν με τους προηγουμένους ότι η ιστορία

είναι επινοημένη, και αναφέρουν ότι ο Ηρόδοτος την έχει εμπνευστεί από την Οδύσσεια δ

351 κ.ε., συμπληρώνοντας την ανθρωποθυσία, που δεν την αναφέρει ο Όμηρος, από τη

θυσία της Ιφιγένειας76 στην Αυλίδα.77 Το περιστατικό αυτό θυμίζει πράγματι την

περίπτωση της θυσίας της Ιφιγένειας από τους Έλληνες στην Αυλίδα, η οποία, όμως, στην

πραγματικότητα δε συνέβη. Ο βιογράφος δεν αιτιολογεί τη θέση του επί του ζητήματος,

δηλαδή την άρνηση τελέσεως ανθρωποθυσίας από τον Μενέλαο, απλά περιορίζεται στην

αναφορά ότι οι Αιγύπτιοι τιμούν σε μεγάλο βαθμό, έως την εποχή του, τον Μενέλαο και

την Ελένη, υπονοώντας ότι δεν θα τους απέδιδαν τιμές, και μάλιστα πολλές, αν είχαν

κάνει αυτήν την ανόσια πράξη. Κατά τον L. Pearson, δεν υπάρχει απόδειξη ότι τιμήθηκαν ο

Μενέλαος και η Ελένη στην Αίγυπτο.78 Ο Α. Bowen, αντίθετα, αφήνει ανοικτό το

74 Ηρόδ. 2. 120. 1. Το ταξίδι του Ηροδότου στην Αίγυπτο συνέβη κατά τη βασιλεία του Πέρση
Αρταξέρξη Α’ (464 - 424 π.Χ.), πιθανόν μεταξύ των ετών 448 π.Χ., όταν έγινε η συνθήκη ειρήνης με
την Περσία, και 445 π.Χ., όταν ο ιστορικός ευρίσκετο στην Αθήνα, και διήρκεσε όχι περισσότερο από
τρεισήμισι μήνες, πιθανόν από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο λόγω της πλημμύρας του ποταμού
Νείλου: βλ. W.G. Waddell, Herodotus Book II, London 1959, σ. 6 (και σημ. 5) – 7, καθώς και σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 2. 1. 1. Ο J.E. Powell, The History of Herodotus, Amsterdam 1967, σ. 25 κ.ε. κάνει λόγο για
δύο ταξίδια του Ηροδότου στην Αίγυπτο, το πρώτο πριν το 461 π.Χ. (μάχη στο Πηλούσιο) στην
περιοχή του Δέλτα του Νείλου, και το δεύτερο μετά το 455, και πιθανόν μετά το 448 π.Χ., έως την
πόλη της Ελεφαντίνης.
75 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηροδ. 2. 119. Και ο W.G. Waddell,
Herodotus Book II, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 2. 119. 8, λ. «πρῆγμα οὐκ ὅσιον» θεωρεί πως πρόκειται για
αιγυπτιακή απάντηση στην κατηγορία των Ελλήνων για ανθρωποθυσία από μέρους των
Αιγυπτίων.
76 Βλ. αναλυτικά για την Ιφιγένεια S.I. Johnston, “Iphigenia”, BNP 6 (2005), σ. 927-929.
77 Βλ. D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary on Herodotus, Books I-IV, Oxford/New York
2007, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 2. 119. 2-3∙ D. Fehling, Herodotus and his ‘Sourses’: citation, invention and
narrative art, (αγγλική μτφ.: J.G. Howie), Leeds 1989, σ. 62.
78 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 12, σημ. a (Ηθικά 857Β).

46
ενδεχόμενο να πληροφορήθηκε ο Πλούταρχος για τις τιμές των Αιγυπτίων στα δύο

πρόσωπα, ύστερα από το ταξίδι του βιογράφου στην Αίγυπτο.79 Ο Πλούταρχος φαίνεται ότι

δεν απαξιώνει μόνο την πηγή του Ηροδότου που του αφηγήθηκε αυτήν την ιστορία,

δηλαδή τους Αιγυπτίους ιερείς, αλλά και τον ίδιο τον ιστορικό που άκριτα τη συμπεριέλαβε

στη διήγησή του.80

Έτσι, ο Πλούταρχος προσδίδει και άλλη κατηγορία στον Ηρόδοτο, εκτός του

φιλοβαρβαρισμού, αυτή του ανθελληνισμού, που δεν την αναφέρει όμως ρητά στο έργο,

καθώς παρουσιάζει τον Ηρόδοτο να αποδίδει στους Έλληνες την τέλεση των

ανθρωποθυσιών. Όμως, όπως προανέφερα, μονάχα στη δευτέρα περίπτωση, αυτή του

Μενελάου, αποδίδει ο Ηρόδοτος την τέλεση ανθρωποθυσίας σε Έλληνα. Κατά τη γνώμη

μου, η πληροφορία τελέσεως ανθρωποθυσιών, που απορρέει από αφήγηση μύθων, δεν

παρέχει πρόσφορο έδαφος για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος υπέρ ή κατά της

τελέσεως ανθρωποθυσίας.

3. Ο Ηρόδοτος είναι φιλοβάρβαρος, καθώς στο ζήτημα της παιδεραστίας τάσσεται με το

μέρος των Περσών (κεφ. 13).

Κεφ. 13. « Ὁ δὲ συγγραφεὺς ἐπιμένων Πέρσας μέν φησι

857 C παισὶ μίσγεσθαι παρ’ Ἑλλήνων μαθόντας. καίτοι

πῶς Ἕλλησι Πέρσαι διδασκάλια ταύτης ὀφείλουσι

τῆς ἀκολασίας, παρ’ οἷς ὀλίγου δεῖν ὑπὸ πάντων

ὁμολογεῖται παῖδας ἐκτετμῆσθαι, πρὶν Ἑλληνικὴν

ἰδεῖν θάλασσαν;».

«Ο συγγραφέας, όμως, επιμένει και λέει πως οι Πέρσες έμαθαν την παιδεραστία

από τους Έλληνες. Και όμως, πώς οι Πέρσες οφείλουν τη μάθηση αυτής της ακολασίας

79 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 12 (Ηθικά 857Β).
80 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 12 (Ηθικά
857Β).

47
στους Έλληνες, ενώ όλοι ομολογούν ότι οι Πέρσες έκαναν ευνουχισμούς των παιδιών πριν

αντικρύσουν την ελληνική θάλασσα;».

Ο Πλούταρχος, και σ’ αυτό το κεφάλαιο, συνεχίζει την κατηγορία για

φιλοβαρβαρισμό του Ηροδότου. Αυτή τη φορά ο ιστορικός παρουσιάζεται φιλικός με τους

Πέρσες.

Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει81 τους Πέρσες να υιοθετούν συνήθειες ξένων λαών,

μαθαίνοντας από τους Έλληνες την παιδεραστία. Ενώ θα περιμέναμε ο Πλούταρχος να

διαφωνεί με την παιδεραστία των Ελλήνων, βλέπουμε να την αποδέχεται, καθώς δεν

αντιδρά σ’ αυτή τη θέση του Ηροδότου. Ο Πλούταρχος πίστευε στην ανωτερότητα του

ετεροφυλοφιλικού έρωτα στο γάμο, όπως την εξέφρασε στο έργο του «Ἐρωτικός» (Ηθικά

748Ε-771Ε).82 Και αντιτάσσει, με ρητορική ερώτηση, ως επιχείρημα τον ευνουχισμό που είχαν

ως έθιμο οι Πέρσες πριν δουν το Αιγαίο πέλαγος.83 Δηλαδή συνδέει τον ευνουχισμό με την

παιδεραστία, υπονοώντας ότι οι Πέρσες είχαν το θεσμό της παιδεραστίας πριν έλθουν σε

επαφή με τους Έλληνες. Οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν απόσπασμα (FHG I, σ. 68, απ.

169) των σχολίων του Αιλίου Δονάτου για τον «Ευνούχο» (1. 2. 87) του Τερεντίου που κάνει

λόγο για τον ιστορικό Ελλάνικο ο οποίος θεωρούσε ότι οι Πέρσες είχαν μάθει την

παιδεραστία από τους Βαβυλωνίους.84 Προς ενίσχυση αυτής της ιστορικής κρίσης του

Ελλανίκου, ο Ηρόδοτος (3. 92. 1), αναφέρει τον Πέρση βασιλέα να εισπράττει ως ετήσιο

φόρο από την Βαβυλώνα και την υπόλοιπη Ασσυρία χίλια τάλαντα ασήμι και πεντακόσια

ευνουχισμένα αγόρια. Η θέση που αφήνει ο Πλούταρχος να εννοηθεί είναι ότι, αν κάποιος

λαός υιοθέτησε την παιδεραστία, αυτοί ήταν οι Έλληνες, και ότι την έμαθαν, από τους

Πέρσες που, κατά το βιογράφο, την είχαν πριν από τους Έλληνες. Ενώ ο Πλούταρχος στην

αφήγησή του θεωρεί ότι η παιδεραστία είναι ακόλαστη πράξη, τον βλέπουμε να θεωρεί

81 Ηρόδ. 1. 135. Βλ. για την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα K.J. Dover, H ομοφυλοφιλία στην
αρχαία Ελλάδα, (Ελληνική μτφ.: Π. Χιωτέλλης), Αθήνα 1990.
82 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 13 (Ηθικά
857Β).
83 Οι Πέρσες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην ακτές της Ιωνίας περί το 540 π.Χ. Βλ. για τη
χρονολογία W.G.G. Forrest, “Central Greece and Thessaly”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 318.
84 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 135.

48
αξιόμεμπτους τους Πέρσες που, σύμφωνα με το βιογράφο, μιμήθηκαν τους Έλληνες, και

δεν θεωρεί αξιόμεμπτους και τους δύο λαούς που ήταν φορείς αυτής της συνήθειας.

4. Ο Ηρόδοτος είναι φιλοβάρβαρος, καθώς στα θρησκευτικά ζητήματα τάσσεται με το

μέρος των Αιγυπτίων (κεφ. 13).

(857 C) Κεφ. 13. «Ἕλληνας δὲ μαθεῖν παρ’ Αἰγυ-

πτίων πομπὰς καὶ πανηγύρεις, καὶ τὸ τοὺς δώδεκα

θεοὺς σέβεσθαι∙ Διονύσου δὲ καὶ τοὔνομα παρ’

Αἰγυπτίων Μελάμποδα μαθεῖν καὶ διδάξαι τοὺς

ἄλλους Ἕλληνας∙ μυστήρια δὲ καὶ τὰς περὶ Δή-

μητρα τελετὰς ὑπὸ τῶν Δαναοῦ θυγατέρων ἐξ

Αἰγύπτου κομισθῆναι. καὶ τύπτεσθαι μὲν Αἰγυ-

πτίους φησὶ καὶ πενθεῖν, ὃν δὲ θεὸν οὐ βούλεσθαι

D αὐτὸς ὀνομάζειν, ἀλλ’ εὐστόμως κεῖσθαι περὶ τῶν

θείων. Ἡρακλέα δὲ καὶ Διόνυσον οὓς μὲν Αἰγύ-

πτιοι σέβονται, παλαιοὺς ἀποφαίνων ὄντας θεούς,

οὓς Ἕλληνες δέ, ἀνθρώπους καταγεγηρακότας,

οὐδαμοῦ ταύτην προύθετο τὴν εὐλάβειαν. καίτοι

καὶ τὸν Αἰγύπτιον Ἡρακλέα τῶν δευτέρων θεῶν

γενέσθαι λέγει καὶ τὸν Διόνυσον τῶν τρίτων, ὡς

ἀρχὴν ἐσχηκότας γενέσεως καὶ οὐκ ὄντας ἀιδίους∙

ἀλλ’ ὅμως ἐκείνους μὲν ἀποφαίνει θεούς, τούτοις δ’

ὡς φθιτοῖς καὶ ἥρωσιν ἐναγίζειν οἴεται δεῖν ἀλλὰ

μὴ θύειν ὡς θεοῖς. ταὐτὰ καὶ περὶ Πανὸς εἴρηκε,

E ταῖς Αἰγυπτίων ἀλαζονείαις καὶ μυθολογίαις τὰ

σεμνότατα καὶ ἁγνότατα τῶν Ἑλληνικῶν ἱερῶν

ἀνατρέπων».

49
«(Ο Ηρόδοτος αναφέρει) πως οι Έλληνες έμαθαν από τους Αιγυπτίους τις πομπές

και τις πανηγύρεις και τη λατρεία των δώδεκα θεών. Και πως το όνομα του Διονύσου το

έμαθε από τους Αιγυπτίους ο Μελάμπους, ο οποίος το δίδαξε στους άλλους Έλληνες.

Επίσης, πως τα μυστήρια και τις τελετές της Δήμητρος τα μετέφεραν από την Αίγυπτο οι

θυγατέρες του Δαναού. Και λέει ότι οι Αιγύπτιοι κτυπούν τα στήθη τους και πενθούν, αλλά

δεν θέλει να αναφέρει προς τιμήν ποιού θεού το κάνουν αυτό, γιατί προσέχει τα λόγια του

στα ιερά ζητήματα. Για τον Ηρακλή, όμως, και τον Διόνυσο, τους οποίους τιμούν οι

Αιγύπτιοι, τους παρουσιάζει να τιμώνται ως αρχαίοι θεοί, ενώ οι Έλληνες τους τιμούν ως

ανθρώπους που γέρασαν, χωρίς να δείχνει πουθενά την ίδια ευσέβεια. Παρ’ όλα αυτά, λέει

πως ο Αιγύπτιος Ηρακλής ανήκει στους δεύτερους θεούς και ο Διόνυσος στους τρίτους, υπό

την έννοια πως κάποτε γεννήθηκαν και πως δεν είναι αιώνιοι. Αλλά, όμως, ενώ

αποφαίνεται πως οι Αιγύπτιοι Ηρακλής και Διόνυσος είναι θεοί, θεωρεί πως για τους

Έλληνες Ηρακλή και Διόνυσο πρέπει να προσφέρουμε προσφορές σαν να πρόκειται για

θνητούς και ήρωες, και όχι να προσφέρουμε θυσίες σαν να πρόκειται για θεούς. Τα ίδια

έχει πει και για τον Πάνα, ανατρέποντας, με τους ψευδείς κομπασμούς και τις διηγήσεις

μύθων των Αιγυπτίων, τα πιο σεβαστά και τα πιο αγνά στοιχεία της ελληνικής

θρησκείας».

Ο Ηρόδοτος αναφέρει τους Έλληνες να έμαθαν από τους Αιγυπτίους τα ονόματα

των δώδεκα θεών85 καθώς και τις πομπές και τις πανηγύρεις.86 Συγκεκριμένα για τις

πομπές και τις πανηγύρεις, ο Ηρόδοτος αποφαίνεται ότι οι Αιγύπτιοι τις τελούν από πολύ

παλαιά σε σύγκριση με τους Έλληνες που πρόσφατα τις καθιέρωσαν, ισχυριζόμενος ότι

του είναι φανερό πως έτσι έχουν τα πράγματα,87 χωρίς, στην πραγματικότητα, να

παραθέτει κάποια απόδειξη. O A.B. Lloyd θεωρεί εσφαλμένη τη διαπίστωση του Ηροδότου

πως οι Έλληνες προσφάτως καθιέρωσαν τις πανηγύρεις, καθώς αυτές είναι πιστοποιημένο

85 Ηρόδ. 2. 4. 2.
86 Ηρόδ. 2. 58.
87 Ηρόδ. 2. 58.

50
ότι υπήρχαν στον Αιγαιακό κόσμο κατά την εποχή του Χαλκού.88 Και, σύμφωνα με τον

Ηρόδοτο, ο Μελάμπους89 του Αμυθάωνος έμαθε από τους Αιγυπτίους το όνομα του

Διονύσου και το δίδαξε στη συνέχεια στους Έλληνες.90 Δεν πρόκειται, όμως, για τον

Διόνυσο, το γιό της Σεμέλης, θυγατέρας του Κάδμου, για τον οποίο κάνει λόγο ο ιστορικός

στο χωρίο (Ηρόδ. 2. 145. 4), αλλά για τον πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία Αιγύπτιο θεό που ο

Ηρόδοτος τον αποκαλεί Διόνυσο.91

Και, λέει, επιπλέον, ο Ηρόδοτος πως τις τελετές της Δήμητρος, που στην Ελλάδα τις

ονομάζουν Θεσμοφόρια,92 τις έμαθαν οι Έλληνες μέσω των θυγατέρων του Δαναού, όταν

ήλθαν από την Αίγυπτο στην Πελοπόννησο, και ότι αυτές διασώθηκαν και μεταδόθηκαν

στους άλλους Έλληνες από τους Αρκάδες που παρέμειναν στον τόπο τους μετά την

κάθοδο των Δωριέων.93 Ο ιστορικός, σε αυτό το χωρίο (2. 171), ταυτίζει την ελληνίδα θεά

Δήμητρα με την Αιγύπτια Ίσιδα, αδελφή και συνάμα σύζυγο του Οσίριδος94 στην Αίγυπτο,

συνδέοντας έτσι εσφαλμένα τα Θεσμοφόρια με τη λατρεία της Ίσιδος στην Αίγυπτο.95 Και ο

L.R. Farnell απορρίπτει τον ισχυρισμό του Ηροδότου ότι τα Ελευσίνια μυστήρια προήλθαν

από την Αίγυπτο∙ και αυτό, επειδή θεωρεί ότι, παρά τα αρχαιολογικά ευρήματα που

88 Βλ. D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 2. 58. Βλ. για την
εποχή του Χαλκού (περί τα τέλη της τρίτης χιλιετίας - περί το 1180 π.Χ.) F.H. Stubbings, “The Aegean
Bronze Age”, στο CAH I3 1 (1970), σ. 242-247.
89 Ο Μελάμπους ήταν γιός του Αμυθάωνος και της Ειδομένης, περίφημος μάντης και ιερέας που
θεράπευε τους αρρώστους με καθαρμούς. Βλ. αναλυτικά για τον Μελάμποδα P. Grimal,
“Μελάμπους”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 431-432. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 2. 49. 1 αναφέρουν τον Μελάμποδα στην τετάρτη γενεά μετά την ωραία Ελένη και ότι
ήταν Αιγύπτιος ή ότι είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο.
90 Ηρόδ. 2. 49. 1.
91 Βλ. για τη διευκρίνιση αυτή D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 2. 49. 1.
92 Τα Θεσμοφόρια ήταν εορτή με τη συμμετοχή αποκλειστικά γυναικών προς τιμήν της Δήμητρος
Θεσμοφόρου και τελούνταν στην Αθήνα στις 11-13 του μηνός Πυανεψιώνος - αρχές Οκτωβρίου έως
αρχές Νοεμβρίου. Βλ. για τα Θεσμοφόρια H.W. Parke, Festivals of the Athenians, London 1977, σ. 82-
88.
93 Ηρόδ. 2. 171. 2-3.
94 Βλ. αναλυτικά για τον Αιγύπτιο θεό Όσιρι A. v. Lieven, “Osiris”, BNP 10 (2007), σ. 276-277.
95 Βλ. για την άποψη αυτή D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ.
2. 171. 2.

51
βρέθηκαν στην Νεκρόπολη της Ελευσίνας και πιστοποιούν την εισαγωγή αγγείων, που

φέρουν τη μορφή της Ίσιδος, στην Ελευσίνα από την Αίγυπτο, και παρά τις ομοιότητες

μεταξύ του μύθου της Ίσιδος και αυτού της Δήμητρος, οι διαφορές μεταξύ των δύο μύθων

είναι πολλές και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η λατρεία της Ίσιδος στην Αίγυπτο αποτελεί

κοντινό παράλληλο με τα Ελευσίνια μυστήρια.96 Στη συνέχεια ο Πλούταρχος ειρωνεύεται

τον ιστορικό επειδή ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας97 τους Αιγυπτίους και τις Αιγύπτιες να

κτυπούν το στήθος τους μετά τη θυσία που τελούν προς τιμήν της Ίσιδος στην πόλη

Βούσιρι, δεν αναφέρει το όνομα του θεού προς τιμήν του οποίου πενθούν οι Αιγύπτιοι κατ’

αυτόν τον τρόπο. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως δεν αποκαλύπτει το όνομα του Οσίριδος από

σεβασμό στα θεία, κάτι που φαίνεται να προκαλεί τον Πλούταρχο που θεωρεί ότι ο

Ηρόδοτος δεν δείχνει τον ίδιο σεβασμό και στους Έλληνες θεούς. Και αυτό, επειδή ο

ιστορικός, σύμφωνα με τον βιογράφο, αποκαλύπτει εξ ίσου πολύ σημαντικές πληροφορίες

για τον Ηρακλή και τον Διόνυσο, αναφέροντας τους, όμως, με το όνομά τους, σε σύγκριση

με την αναφορά του Ηροδότου στη λατρεία του Οσίριδος, του οποίου το όνομα από

σεβασμό παραλείπει να αναφέρει ο ιστορικός.

Επιπλέον, ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή παρουσίασε τους

Αιγυπτίους Ηρακλή και Διόνυσο να τιμώνται ως θεοί ενώ τους Έλληνες Ηρακλή και

Διόνυσο να δέχονται τιμές ως θνητοί. Κατά τον L. Pearson, το ακριβές χωρίο του Ηροδότου

το οποίο σχολιάζει ο Πλούταρχος είναι αβέβαιο, αλλά η διαφωνία μεταξύ του ιστορικού και

του βιογράφου είναι φανερή: ο ιστορικός στα σχετικά χωρία (Ηρόδ. 2. 43-44 και 145-146),

δεν ταυτίζει τους Αιγυπτίους Ηρακλή και Διόνυσο με τους Έλληνες θεούς που φέρουν τα

ίδια ονόματα, καθώς αναφέρει τους πρώτους ως θεούς που υπήρξαν σε πολύ παλαιά εποχή

σε σχέση με τους Έλληνες Ηρακλή και Διόνυσο που γεννήθηκαν άνθρωποι,

χρονολογούνται σε μεταγενέστερη εποχή και, ίσως, να απέκτησαν ως θνητοί τα ονόματα

των Αιγυπτίων θεών.98 Ο Ηρόδοτος υιοθετεί τη θεωρία της διαχύσεως του πολιτισμού,

96 Βλ. για την άποψη αυτή και τα επιχειρήματα που την στηρίζουν L.R. Farnell, The Cults of the Greek
States III, Oxford 1907, σ. 141-142.
97 Ηρόδ. 2. 61. 1.
98 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 13, σημ. b
(Ηθικά 857D).

52
θεωρώντας πως κάτι νεώτερο που ομοιάζει με κάτι παλαιότερο, προέρχεται από το

τελευταίο∙ έτσι από την έρευνά του ο Ηρόδοτος κατέληξε στην παλαιότητα του

αιγυπτιακού πολιτισμού και στο συμπέρασμα πως υπάρχουν δύο Ηρακλείς.99 Για τον

Πλούταρχο, ο Ηρόδοτος αντιφάσκει, καθώς, ενώ αναφέρει τους Αιγυπτίους Ηρακλή και

Διόνυσο ως θεούς, τους παρουσιάζει έπειτα ως θεούς δευτέρας (τον Ηρακλή) και τρίτης

γενεάς (τον Διόνυσο),100 δηλαδή ως αποτέλεσμα γεννήσεως, κάτι που αποτελεί

χαρακτηριστικό των ανθρώπων. Ο Ηρόδοτος, πράγματι αναφέρει το ρήμα «ἐγένοντο» στο

χωρίο αυτό (2. 145. 1), συγκεκριμένα τη γέννηση του Διονύσου, που ανήκει στην τρίτη

γενεά των Αιγύπτιων θεών, από τους θεούς της δευτέρας γενεάς (δώδεκα στον αριθμό)

στους οποίους ανήκει και ο Αιγύπτιος Ηρακλής. Και έτσι ο Πλούταρχος, χωρίς να το λέει

ρητά ο Ηρόδοτος, εύλογα, όμως, κατά τη γνώμη μου, θεωρεί ότι ο Ηρακλής που ανήκει στη

δευτέρα γενεά, γεννήθηκε από τους θεούς της πρώτης γενεάς (οκτώ στον αριθμό). Αλλά ο

Ηρόδοτος δεν ανέφερε τη φράση «οὐκ ἀίδιοι», που τη χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος ως

συμπέρασμα της ηροδότειας διηγήσεως, ότι δηλαδή οι θεοί Ηρακλής και Διόνυσος δεν είναι

αιώνιοι∙ κατά τη γνώμη μου, ο Πλούταρχος, πιθανότατα, κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα

συλλογιζόμενος σε ανθρώπινα πλαίσια ότι η γέννηση έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο και

άρα την μη αιώνια ύπαρξη των θεών.

Και συνεχίζει ο Πλούταρχος λέγοντας πως ο Ηρόδοτος δεν μεταχειρίζεται με ίσο και

όμοιο τρόπο τους Έλληνες Ηρακλή και Διόνυσο με τους ομωνύμους Αιγυπτίους θεούς,

επειδή, ενώ οι πρώτοι γεννήθηκαν, όπως και οι δεύτεροι, τους πρώτους τους θεωρεί

θνητούς που τιμώνται ως άνθρωποι, ενώ τους δευτέρους, θεούς που τους τιμούν οι

άνθρωποι με θυσίες. Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι, εφ’ όσον οι Αιγύπτιοι Ηρακλής και

Διόνυσος έχουν γεννηθεί, θα πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας αντιμετωπίσεως με τους

Έλληνες Ηρακλή και Διόνυσο που και αυτοί έχουν γεννηθεί. Και ο βιογράφος, επειδή

πιστεύει ότι οι Έλληνες Ηρακλής και Διόνυσος είναι θεοί που θα πρέπει να τιμώνται ως

τέτοιοι, επιδιώκει την αποκατάσταση της αλήθειας με την εξομοίωση τους με τους

99 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 13 (Ηθικά
857D).
100 Ηρόδ. 2. 145. 1.

53
Αιγυπτίους Ηρακλή και Διόνυσο που τιμώνται ως θεοί. Στην πραγματικότητα, όμως, ο

Ηρόδοτος αναφέρεται μόνο στον Ηρακλή και όχι, όπως εσφαλμένα αναφέρει ο

Πλούταρχος, και στον Διόνυσο. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει101 και συμφωνεί με την

άποψη κάποιων Ελλήνων102 που τιμούν δύο πρόσωπα με το όνομα του Ηρακλέους, έναν

Ολύμπιο Ηρακλή, που του αποδίδουν θεϊκές τιμές, και έναν ήρωα, τον γιό του

Αμφιτρύωνος, που του αποδίδουν προσφορές που αρμόζουν σε ανθρώπους. Ο Πλούταρχος,

κατά τη γνώμη μου, έκρινε πως, αφού ο Ηρόδοτος θεωρεί πως ο Έλληνας ήρωας Ηρακλής

προήλθε από θνητούς γονείς, ως γιος του Αμφιτρύωνος και της Αλκμήνης (Ηρόδ. 2. 43), και

συνεπώς του αρμόζουν προσφορές αντί θυσιών, το ίδιο θα ισχύει και για τον Διόνυσο ως

γιό της θνητής Σεμέλης, κόρης του Κάδμου (Ηρόδ. 2. 145. 4), και ότι έτσι είναι φυσικό

επακόλουθο και στον Διόνυσο να αποδοθούν οι ίδιες τιμές που αρμόζουν σε θνητούς.

Εκτός, όμως, του Ηρακλέους και του Διονύσου, ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με τον

Πλούταρχο, υποτιμά κατά τον ίδιο τρόπο και τον Έλληνα θεό Πάνα. Κατά τη γνώμη μου, ο

Πλούταρχος δεν συμπεριέλαβε στην ανάλυσή του το θεό Πάνα με τους δύο άλλους θεούς

και περιορίζεται σε μία μόνο πρόταση γι’ αυτόν, επειδή ο ιστορικός στα σχετικά χωρία

(Ηρόδ. 2. 46. 1 και 145. 1) τον κατατάσσει στην πρώτη γενεά103 των Αιγυπτίων θεών που

σημαίνει ότι δεν γεννήθηκε και άρα ότι είναι αιώνιος θεός που δέχεται θεϊκές τιμές, σε

αντίθεση με τους άλλους δύο, τον Ηρακλή και Διόνυσο, που γεννήθηκαν και δέχονται

101 Ηρόδ. 2. 44. 5.


102 Ο περιηγητής Παυσανίας (2. 10. 1) αναφέρει τους Σικυωνίους να έχουν δύο ιερά προς τιμήν του
Ηρακλέους: «ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τῆς ἀγορᾶς ὄντι οὐ μακρὰν Ἡρακλῆς ἀνάκειται
λίθου, Σκόπα ποίημα. ἔστι δὲ καὶ ἑτέρωθι ἱερὸν Ἡρακλέους∙ τὸν μὲν πάντα ἐνταῦθα περίβολον
Παιδιζὴν ὀνομάζουσιν, ἐν μέσῳ δέ ἐστι τῷ περιβόλῳ τὸ ἱερόν, ἐν δὲ αὐτῷ ξόανον ἀρχαῖον, τέχνη
Φλιασίου Λαφάους. ἐπὶ δὲ τῇ θυσίᾳ τοιάδε δρᾶν νομίζουσι. Φαῖστον ἐν Σικυωνίᾳ λέγουσιν ἐλθόντα
καταλαβεῖν Ἡρακλεῖ σφᾶς ὡς ἥρωι ἐναγίζοντας∙ οὔκουν ἠξίου δρᾶν οὐδὲν ὁ Φαῖστος τῶν αὐτῶν,
ἀλλ’ ὡς θεῷ θύειν. καὶ νῦν ἔτι ἄρνα οἱ Σικυώνιοι σφάξαντες καὶ τοὺς μηροὺς ἐπὶ τοῦ βωμοῦ
καύσαντες τὰ μὲν ἐσθίουσιν ὡς ἀπὸ ἱερείου, τὰ δὲ ὡς ἥρωι τῶν κρεῶν ἐναγίζουσι».
103 Οι D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο (Ηρόδ. 2. 46. 1 και 145. 1),
αλλά και ο A.B. Lloyd, “Herodotus’ Account of Pharaonic History”, Historia 37 (1988), σ. 33,
αναφέρουν: ο Ηρόδοτος στο χωρίο 2. 46. 4, λέει ότι το αιγυπτιακό όνομα του Πανός είναι Μένδης∙
κανένα, όμως, αιγυπτιακό κείμενο δεν κατατάσσει ρητά τον Μένδη στους οκτώ θεούς, αλλά σε
μερικά θρησκευτικά κέντρα αναφέρεται ως ένας από τους πρωταρχικούς θεούς της αιγυπτιακής
λατρείας, στους οποίους φαίνεται ότι ανήκει η πρώτη γενεά των οκτώ θεών.

54
ανθρώπινες τιμές. Ο Πλούταρχος, δηλαδή, δεν προσάπτει κάποια συγκεκριμένη κατηγορία

στον Ηρόδοτο, σε ό,τι αφορά τον Πάνα, γιατί ο ιστορικός, στη διήγησή του, δεν αναφέρει

κάτι που μπορεί να εκληφθεί από τον Πλούταρχο ως διαστρέβλωση της ελληνικής

θρησκείας.

5. Ο Ηρόδοτος είναι φιλοβάρβαρος, καθώς παρουσιάζει τον ήρωα Ηρακλή όχι με ελληνική

αλλά με αιγυπτιακή ή φοινικική καταγωγή (κεφ. 14).

857 Ε Κεφ. 14. «Καὶ οὐ τοῦτο δεινόν· ἀλλ’ ἀναγαγὼν εἰς

Περσέα τὸ Ἡρακλέους γένος Περσέα μὲν Ἀσσύ-

ριον γεγονέναι λέγει κατὰ τὸν Περσῶν λόγον∙ “οἱ

δὲ Δωριέων,” φησίν, “ἡγεμόνες φαίνοιντ’ ἂν Αἰ-

γύπτιοι ἰθαγενέες ἐόντες, καταλέγοντι τοὺς ἄνω

Δανάης καὶ Ἀκρισίου πατέρας.” τὸν γὰρ Ἔπα-

φον καὶ τὴν Ἰὼ καὶ τὸν Ἴασον καὶ τὸν Ἄργον

ὅλως ἀφῆκε, φιλοτιμούμενος μὴ μόνον ἄλλους

Ἡρακλεῖς Αἰγυπτίους καὶ Φοίνικας ἀποφαίνειν,

ἀλλὰ καὶ τοῦτον, ὃν αὐτὸς τρίτον γεγονέναι φησίν,

F εἰς βαρβάρους ἀποξενῶσαι τῆς Ἑλλάδος. καίτοι

τῶν παλαιῶν καὶ λογίων ἀνδρῶν οὐχ Ὅμηρος οὐχ

Ἡσίοδος οὐκ Ἀρχίλοχος οὐ Πείσανδρος οὐ Στη-

σίχορος οὐκ Ἀλκμὰν οὐ Πίνδαρος Αἰγυπτίου ἔσχον

λόγον Ἡρακλέους ἢ Φοίνικος, ἀλλ’ ἕνα τοῦτον

ἴσασι πάντες Ἡρακλέα τὸν Βοιώτιον ὁμοῦ καὶ

Ἀργεῖον».

«Και αυτό δεν είναι το φοβερό. Ανάγοντας την καταγωγή του Ηρακλέους στον

Περσέα, λέει ότι ο Περσεύς ήταν Ασσύριος στην καταγωγή, σύμφωνα με την παράδοση

των Περσών, ‘και οι ηγεμόνες των Δωριέων’, ισχυρίζεται, ‘θ’ αποδεικνύονταν ότι είναι

ιθαγενείς της Αιγύπτου, αν λογαριάσει κανείς έναν προς έναν τους προγόνους πέρα από

55
τη Δανάη και τον Ακρίσιο.’ Πράγματι, άφησε τελείως τον Έπαφο, την Ιώ, τον Ίασο και τον

Άργο, αγωνιζόμενος με ζήλο να παρουσιάσει όχι μόνο άλλους Ηρακλείς ως Αιγυπτίους και

Φοίνικες, αλλά και τον δικό μας Ηρακλή, για τον οποίο λέει ότι γεννήθηκε τρίτος στη σειρά

μετά τους δύο προαναφερθέντες, ότι θέλει να τον αποσπάσει από την Ελλάδα και να τον

δώσει στους βαρβάρους. Ωστόσο από τους παλαιούς λογίους άνδρες, ούτε ο Όμηρος ούτε ο

Ησίοδος ούτε ο Αρχίλοχος ούτε ο Πείσανδρος ούτε ο Στησίχορος ούτε ο Αλκμάν ούτε ο

Πίνδαρος έκαναν λόγο για Ηρακλή Αιγυπτιακής ή Φοινικικής καταγωγής, αλλά όλοι

γνωρίζουν αυτόν τον ένα Ηρακλή, που ήταν και Βοιωτός και Αργείος συνάμα».

Ο Πλούταρχος υπερασπίζει, στο παρόν κεφάλαιο, την ελληνική καταγωγή του

Ηρακλέους.104 Ο Ηρόδοτος, κάνοντας λόγο για την καταγωγή των Δωριέων βασιλέων,

αναφέρει ότι οι γενεές έως τον Περσέα105 ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ πριν τον Περσέα

αιγυπτιακής καταγωγής∙ ο Περσέας, ως το μεταίχμιο αυτών των δύο γενεαλογικών

ομαδοποιήσεων, είχε ασσυριακή καταγωγή.106 Ο ιστορικός, στο σχετικό χωρίο (6. 53),

περιγράφει την άποψη των άλλων Ελλήνων, πλην Λακεδαιμονίων, ότι δηλαδή οι βασιλείς

των Δωριέων, αν υπολογιστούν οι πρόγονοί τους πέρα από τη Δανάη,107 έχουν αιγυπτιακή

καταγωγή, άποψη με την οποία συμφωνεί ο Ηρόδοτος∙ η μοναδική μνεία της ηροδότειας

αφήγησης στην άποψη των Περσών, επί του ζητήματος της καταγωγής των Δωριέων

βασιλέων, έχει σχέση με την ασσυριακή καταγωγή του Περσέως (6. 54). Ο Ηρόδοτος στο

χωρίο 6. 53, δεν θεωρεί ελληνική την καταγωγή του Περσέως επειδή δεν υπήρξε τέκνο

κάποιου θνητού Έλληνος, αλλά θεού, του Διός, τον οποίο αποκλείει ως πατέρα του

Περσέως. Αυτό δείχνει ότι η καταγωγή, κατά τον ιστορικό, προέρχεται από τον θνητό

πατέρα και όχι από τη μητέρα, τη Δανάη, που ήταν ελληνίδα. Επιπλέον, ο Ηρόδοτος θεωρεί

104 Ο Ηρακλής ήταν Βοιωτός και Αργείος, γιατί γεννήθηκε συμπτωματικά στη Θήβα, ενώ η
καταγωγή του ήταν από το Άργος. Βλ. αναλυτικά για τον Ηρακλή P. Grimal, “Ηρακλής”, Λεξικό
Μυθολογίας, σ. 248-273.
105 Βλ. για τον Περσέα P. Grimal, “Περσέας”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 553-557.
106 Ηρόδ. 6. 53-54.
107 Βλ. για τη Δανάη P. Grimal, “Δανάη”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 160-161.

56
τους προγόνους πέρα από τον Ακρίσιο,108 πατέρα της Δανάης, Αιγυπτίους στην καταγωγή.

Το γενεαλογικό δένδρο109 του Ηρακλέους, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, είναι το εξής:

Άργος + Ισμήνη → Ίασος110 → Ιώ + Δίας → Έπαφος + Μέμφις → Λιβύη + Ποσειδών → Βήλος +

Αγχινόη → Δαναός και Αίγυπτος → Υπερμ(ν)ήστρα (θυγατέρα του Δαναού) + Λυγκέας (γιός

του Αιγύπτου) → Άβας + Αγλαΐα → Ακρίσιος + Ευρυδίκη → Δανάη + Δίας → Περσεύς +

Ανδρομέδα→ Αλκαίος + Αστυδάμεια → Αμφιτρύων (ή Δίας) + Αλκμήνη → Ηρακλής

Ηλεκτρύων111 + Αναξώ → Αλκμήνη + Αμφιτρύων (ή Δίας) → Ηρακλής

Ο Πλούταρχος, όμως, διαφωνεί με τον Ηρόδοτο και θεωρεί, ορθώς κατά τη γνώμη μου, τον

έκτο ως τον ένατο πρόγονο του Ακρισίου, δηλαδή τον Έπαφο, την Ιώ, τον Ίασο και τον

Άργο,112 ελληνικής καταγωγής. Όμως ο βιογράφος παραλείπει να αναφέρει τους πέντε

πρώτους προγόνους του Ακρισίου ως Έλληνες, στους οποίους εδράζεται η άποψη του

Ηροδότου για την αιγυπτιακή καταγωγή των προγόνων του Περσέως. Ο Ηρόδοτος

αναφέρει ως αιγυπτιακής καταγωγής τους προγόνους της Δανάης, χωρίς να οριοθετεί σε

κάποιο μυθικό πρόσωπο την απαρχή αυτής της γενεαλογίας. Συγκεκριμένα, εκτός του

Δαναού και του ανιψιού και γαμπρού του Λυγκέως, τους οποίους ο ιστορικός στο σχετικό

χωρίο (Ηρόδ. 2. 91) κατονομάζει ρητώς ότι έλκουν την καταγωγή τους από την Αίγυπτο,

σύμφωνα με την πεποίθηση των Αιγυπτίων, ο Ηρόδοτος, κατά τη γνώμη μου, εννοεί,

τουλάχιστον, και τον Άβαντα, τον Βήλο και την Λιβύη, τη θυγατέρα του Επάφου. Από τον

Έπαφο έως και τον Άργο, ο Πλούταρχος δηλώνει κατηγορηματικά την ελληνική τους

καταγωγή και, συνεπώς, ότι οι απόγονοι αυτών, αναμφισβήτητα, είναι Έλληνες στο γένος.

108 Βλ. P. Grimal, “Ακρίσιος”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 68-69.


109 Βλ. P. Grimal, “Γενεαλογικοί πίνακες 17, 20 και 34”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 306, 337 και 554
αντίστοιχα.
110 Υπάρχουν δύο εκδοχές για το ποιός ήταν ο πατέρας του Ιάσου: ο Πλούταρχος ακολουθεί την
εκδοχή που αναφέρει πατέρα του Ιάσου τον Άργο, γιό του Αγήνορα, ενώ η άλλη εκδοχή τον
παρουσιάζει ως γιό του Τριόπα, γιού του Φόρβαντα. Βλ. για τον Ίασο P. Grimal, “Ίασος [1]”, Λεξικό
Μυθολογίας, σ. 304-305.
111 Ο Ηλεκτρύων, σύμφωνα με μια βοιωτική γενεαλογία, δεν έχει πατέρα τον Περσέα αλλά τον
Ιτωνό. Βλ. P. Grimal, “Ηλεκτρύων”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 239.
112 Βλ. για τον Άργο P. Grimal, “Άργος [2]”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 103.

57
Ο Πλούταρχος αναρωτιέται, πώς είναι δυνατόν, όταν ο Έπαφος είναι ελληνικής

καταγωγής, η θυγατέρα του η Λιβύη να μην είναι ελληνίδα, αφού η καταγωγή προέρχεται

από τον πατέρα; Η εξήγηση είναι απλή: όπως και στην περίπτωση του Περσέως, ο

ιστορικός δεν αποδέχεται τη θεϊκή καταγωγή μυθικών προσώπων. Έτσι και για τον

Έπαφο,113 ελλείψει θνητού πατρός, ο ιστορικός δεν αποδέχεται την ελληνική παράδοση ότι

είναι τέκνο ενός θεού, του Διός, αλλά θεωρεί την καταγωγή του αιγυπτιακή καθώς

γεννήθηκε και βασίλευσε στην Αίγυπτο. Και ούτε η μητέρα του Επάφου, η ελληνίδα

Αργεία Ιώ, καθορίζει, κατά τον Ηρόδοτο, την καταγωγή του γιου της, ελλείψει θνητού

πατρός του Επάφου. Ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (6. 54), αναφέρει ότι ο Περσεύς, κατά τα

λεγόμενα των ίδιων των Περσών, ήταν Ασσύριος και έπειτα έγινε Έλληνας. Πώς, όμως,

είναι δυνατόν να έχει μεταβληθεί η καταγωγή του Περσέως από ασσυριακή σε ελληνική, ή

των προγόνων του από αιγυπτιακή σε ασσυριακή; Κατά τη γνώμη μου, για τον Ηρόδοτο, το

πρώτο στοιχείο που καθορίζει την καταγωγή ενός μυθικού προσώπου είναι η γέννηση από

θνητό πατέρα∙ όταν δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο, τότε την καταγωγή την καθορίζει ο

τόπος δράσεως του προσώπου. Έτσι, ο ιστορικός θεώρησε αιγυπτιακή την καταγωγή των

έξι, κατά τη γνώμη μου, αμέσων προγόνων του Ακρισίου (από τον Άβαντα έως τον

Έπαφο), επειδή είτε αυτοί είχαν Αιγύπτιο πατέρα (ο Άβας114, ο Λυγκέας115 και ο

Αίγυπτος116), είτε γεννήθηκαν και έδρασαν στην Αίγυπτο (ο Βήλος117 και ο Έπαφος). Γι’

αυτό το λόγο και ο Περσεύς δεν παρουσιάζεται ως Αιγύπτιος από τον Ηρόδοτο, καθώς

είναι αγνώστου θνητού πατρός. Αλλά και ο Πλούταρχος, για να μην αναφέρει τους

αμέσους προγόνους του Ακρισίου ως Έλληνες, ίσως να θεωρούσε ότι οι μυθικές διηγήσεις

113 Βλ. για τον Έπαφο P. Grimal, “Έπαφος”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 204.
114 Ο Άβας ήταν γιός του Λυγκέως. Βλ. για τον Άβαντα P. Grimal, “Άβας [2]”, Λεξικό Μυθολογίας, σ.
27.
115 Ο Λυγκέας, αν και διαδέχθηκε στο θρόνο του Άργους τον Δαναό, είχε, σύμφωνα με την ηρόδοτεια
άποψη περί της καταγωγής μυθικών προσώπων, αιγυπτιακή καταγωγή καθώς είχε πατέρα τον
Αίγυπτο. Βλ. για τον Λυγκέα P. Grimal, “Λυγκέας [1]”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 412.
116 Ο Αίγυπτος είχε πατέρα τον Αιγύπτιο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, Βήλο. Βλ. για τον Αίγυπτο P.
Grimal, “Αίγυπτος”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 56.
117 Ο Βήλος, ήταν γιος θεού, του Ποσειδώνος, αλλά θεωρήθηκε Αιγύπτιος, κατά τη γνώμη μου, από
τον Ηρόδοτο καθώς γεννήθηκε και βασίλευσε στην Αίγυπτο. Βλ. για τον Βήλο P. Grimal, “Βήλος”,
Λεξικό Μυθολογίας, σ. 136.

58
ενισχύουν τη μη ελληνική καταγωγή των προσώπων. Ο L. Pearson, όμως, αναφέρει ότι ο

Δαναός ήταν προπάππος του Ακρισίου, πατρός της Δανάης, και ήταν Έλληνας στην

καταγωγή, αν κατάγεται από τον Έπαφο τον γιό της Ιούς.118 Στο ίδιο εύλογο πόρισμα

καταλήγει και ο Πλούταρχος, χωρίς όμως να το αναφέρει ρητά, καθώς ο Έπαφος, η Ιώ, ο

Ίασος και ο Άργος, ως Έλληνες, γεννούν απογόνους ελληνικής καταγωγής. Ο ιστορικός,

στο σχετικό χωρίο (6. 53. 2), αναφέρει ότι οι ηγεμόνες των Δωριέων πέρα από τη Δανάη θα

φαίνονταν ότι είναι ιθαγενείς Αιγύπτιοι, χρησιμοποιώντας τη δυνητική Ευκτική «φαινοίατο

ἄν ἐόντες οἱ τῶν Δωριέων ἡγεμόνες Αἰγύπτιοι ἰθαγενέες». Δηλαδή, ότι υπάρχει η

δυνατότητα, με περαιτέρω ανάλυση των γενεαλογιών, οι πρόγονοι της Δανάης να

αποδειχθούν Αιγύπτιοι στο γένος. Αυτή, όμως, η δυνατότητα γίνεται βεβαιότητα στο

αμέσως επόμενο κεφάλαιο Ηρόδ. 6. 54: «τούτους δέ εἶναι, κατά περ Ἕλληνες λέγουσι,

Αἰγυπτίους». Ο Ηρόδοτος, όμως, θεωρεί ότι οι Αιγύπτιοι πρόγονοι της Δανάης δεν

καθορίζουν, ως παλαιότεροι στο γενεαλογικό δένδρο, την καταγωγή όλων των απογόνων

τους, όπως ερμηνεύει εσφαλμένα ο Πλούταρχος τα γραφόμενα του ιστορικού,

κατηγορώντας τον Ηρόδοτο ότι και τον Ηρακλή τον θεωρούσε Αιγύπτιο. Αντίθετα, ο

Ηρόδοτος στο χωρίο αυτό (6. 53. 2) αναφέρει την ελληνική καταγωγή του Ηρακλέους,

καθώς δηλώνει ότι προέρχεται από θνητό Έλληνα, τον Αμφιτρύωνα, αλλά και στην

προηγούμενη παράγραφο (6. 53. 1), δηλώνει την ελληνική καταγωγή των Δωριέων

βασιλέων ως τον Περσέα. Ο Πλούταρχος δείχνει να μην έχει αναγνώσει ορθά το ηροδότειο

έργο, θεωρώντας, ως θέση του ιστορικού, ότι οι Αιγύπτιοι πρόγονοι της Δανάης γεννούν,

ως παλαιότεροι στο γενεαλογικό δένδρο, αιγυπτίους στην καταγωγή απογόνους, και

συνεπώς, ότι οι απόγονοι τους έως τον Ηρακλή, αλλά και έπειτα, είναι Αιγύπτιοι. Έτσι,

σύμφωνα με το συλλογισμό του Πλουτάρχου, οι ακόμη παλαιότεροι στη προγονική

γενεαλογική πυραμίδα του Ηρακλέους, δηλαδή ο Άργος, ο Ίασος, η Ιώ και ο Έπαφος, ως

Έλληνες δίδουν Έλληνες απογόνους και άρα όλοι οι απόγονοί αυτών ως τον Ηρακλή, αλλά

και οι απόγονοι αυτού, έχουν ελληνική καταγωγή.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει τη γνώμη των Περσών για την ασσυριακή καταγωγή του

Περσέως, δηλαδή ότι προέρχεται από Ασσύριο θνητό πατέρα, η οποία, όμως, έρχεται σε

118 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 14, σημ. b (Ηθικά 857E).

59
αντίθεση με την εκδοχή των Ελλήνων που παρουσιάζει ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (7.

61. 3). Σ΄ αυτό το χωρίο γίνεται λόγος για το ταξίδι του Περσέως από το Άργος στον Κηφέα,

τον βασιλέα των Κηφήνων, για το γάμο του με την κόρη του Κηφέα Ανδρομέδα119 και τη

γέννηση του γιου του Πέρση, που παρέμεινε στον τόπο γεννήσεώς του και έγινε προπάτωρ

των Περσών∙ ο Περσεύς έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα. Όμως στο σχετικό χωρίο (Ηρόδ. 7.

150), περιγράφονται οι Πέρσες απεσταλμένοι στο Άργος να αποδέχονται την ελληνική

παράδοση για την καταγωγή του προγόνου τους Πέρση από τον Περσέα, και του Περσέως

από τη Δανάη. Αλλά αυτή η αντίφαση ίσως να εξηγείται από τη διπλωματική σκοπιμότητα

των Περσών να επιτύχουν τον προσεταιρισμό του Άργους στον Μηδικό πόλεμο. 120 Έτσι,

κατά τη γνώμη μου, ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με το χωρίο 6. 53, θεωρώντας ότι η καταγωγή

του Περσέως, ελλείψει θνητού πατρός, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, αναφέρει απλά την

περσική εκδοχή, χωρίς, όμως, να την υιοθετεί.

Και, έπειτα, ο βιογράφος αναφέρει ότι όλοι οι γνωστοί ποιητές, ο Όμηρος, 121 ο

Ησίοδος,122 ο Αρχίλοχος,123 ο Πείσανδρος,124 ο Στησίχορος,125 ο Αλκμάν126 και ο Πίνδαρος,127

119 Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Περσεύς συνάντησε την Ανδρομέδα στην Αιθιοπία: βλ. P. Grimal,
“Περσέας”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 555.
120 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 14 (Ηθικά
857Ε). Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary on Herodotus, II2, (Books V-IX), Oxford 1928, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 7. 150. 2, αναφέρουν ότι η σύνδεση του Αργείου Περσέως με τους Πέρσες είναι ελληνικό
δημιούργημα. Βλ. για την αποστολή περσικής πρεσβείας στο Άργος (481 π.Χ.) L.H. Jeffery, “Greece
before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 355.
121 Βλ. για τον επικό ποιητή της Ιλιάδος και της Οδυσσείας J. Latacz, “Homerus [1]”, BNP 6 (2005), σ.
450-463.
122 Βλ. για τον ποιητή από την Άσκρα της Βοιωτίας A. Green, “Hesiodus”, BNP 6 (2005), σ. 279-284.
123 Βλ. για τον Αρχίλοχο τον Πάριο (α’ ήμισυ του 7 ου αι. π.Χ.) που συνέθεσε ελεγειακή ποίηση,
ιαμβική και επωδούς E. Bowie, “Archilochus”, BNP 1 (2002), σ. 990-993.
124 Βλ. για τον ποιητή Πείσανδρο (7ος – 6ος αι. π.Χ.) από την Κάμειρο της Ρόδου S. Fornaro, “Peisander
[6]”, BNP 10 (2007), σ. 682-683.
125 Βλ. για τον λυρικό ποιητή Στησίχορο (περί το 630 – περί το 550 π.Χ.) από την Ιμέρα της Σικελίας E.
Robbins, “Stesichoros [1]”, BNP 13 (2008), σ. 828-830.
126 Βλ. για τον ποιητή Αλκμάνα που έγραψε τα ποιήματά του στη Σπάρτη στα τέλη του 7 ου αι. π.Χ C.
Calame, “Alcman”, BNP 1 (2002), σ. 457-460.
127 Βλ. για τον Θηβαίο ποιητή Πίνδαρο (περί το 520 – περί το 440 π.Χ.) E. Robbins, “Pindarus [2]”, BNP
11 (2007), σ. 266-272.

60
παρουσίασαν τους μύθους του Ηρακλέους χωρίς να του αποδώσουν την αιγυπτιακή ή την

φοινικική καταγωγή. Ο Πλούταρχος δηλαδή χρησιμοποιεί ως επιπλέον αποδεικτικό

στοιχείο για την ελληνική καταγωγή του Ηρακλέους τη ‘’σιωπή’’ και όχι κάποια ρητή

δήλωση των προαναφερθέντων λογίων ποιητών για μη αιγυπτιακό ή φοινικικό γένος του

Έλληνος ήρωος. Ο βιογράφος, μ’ αυτόν τον τρόπο, εννοεί ότι ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τον

Ηρακλή να έχει αιγυπτιακή ή φοινικική καταγωγή. Ο Πλούταρχος, όμως, δείχνει να αγνοεί

τη φράση που χρησιμοποίησε ο ίδιος στην αρχή του παρόντος παραδείγματος και κάνει

λόγο για αιγυπτιακή καταγωγή του Ηρακλέους ως άποψη των λογίων Περσών και όχι ως

άποψη του Ηροδότου. Η φοινικική καταγωγή του Ηρακλέους, κρίση που ο βιογράφος

περιγράφει ως άποψη του ιστορικού, εξηγείται, κατά τη γνώμη μου, από το σύζυγο της Ιούς

και πατέρα του Επάφου, που για τον Ηρόδοτο δεν είναι ο Δίας. Ο Πλούταρχος δηλαδή

θεωρεί ότι, αφού ο Ηρόδοτος διηγείται για κάποιον Φοίνικα που άρπαξε την Ιώ από το

Άργος ή ότι αυτή έφυγε μαζί του με τη θέλησή της,128 ο Έπαφος έχει, εκτός της αιγυπτιακής

καταγωγής, και φοινικική, όπως και οι απόγονοί του, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται

και ο Ηρακλής. Αλλά ο Ηρόδοτος δεν έχει κάνει καθόλου λόγο για φοινικική καταγωγή του

Ηρακλέους, και, όπως προανέφερα, δεν αμφισβητεί την ελληνική ιθαγένεια του ήρωος∙

αντιθέτως, ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (6. 53), δηλώνει την ελληνική καταγωγή του

Ηρακλέους μέσω του θνητού πατρός του ήρωος, του Αμφιτρύωνος.

6. Ο Ηρόδοτος είναι φιλοβάρβαρος, καθώς θεωρεί τον Θαλή τον Μιλήσιο φοινικικής

καταγωγής (κεφ. 15).

Κεφ. 15. «Καὶ μὴν τῶν ἑπτὰ σοφῶν, οὓς αὐτὸς σοφι-

στὰς προσεῖπε, τὸν μὲν Θάλητα Φοίνικα τῷ γένει

τὸ ἀνέκαθεν ἀποφαίνεται βάρβαρον».

128 Βλ. αναλυτικά για την αρπαγή της Ιούς από τους Φοίνικες τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, I,
1, σ. 37-42.

61
«Και, βέβαια, από τους επτά σοφούς, τους οποίους ο Ηρόδοτος αποκάλεσε σοφιστές,

αποφαίνεται ότι ο Θαλής ήταν βάρβαρος, καθώς η καταγωγή του ήταν εξ αρχής

φοινικική».

Ο Πλούταρχος, συνεχίζοντας από το προηγούμενο παράδειγμα την αναφορά του

περί της καταγωγής, εισάγει παρέκβαση στη διήγησή του κάνοντας λόγο για την

καταγωγή ενός Έλληνος και συγκεκριμένα, ενός από τους επτά σοφούς, του Θαλή του

Μιλησίου.

Ο βιογράφος παρουσιάζει τον Ηρόδοτο να αποκαλεί129 υποτιμητικά τους επτά

σοφούς130 ως σοφιστές, δηλαδή ως διδάσκοντες αντί χρημάτων τη ρητορική, τις φυσικές

επιστήμες, την αστρονομία, τη μουσική, την πολιτική και τα μαθηματικά. 131 Ο Πλούταρχος,

όμως, σφάλλει, καθώς η λέξη «σοφιστής» στους πρώιμους Έλληνες συγγραφείς είχε τη

σημασία «σοφός», και μ’ αυτή τη σημασία χρησιμοποιεί τη λέξη ο Ηρόδοτος στο σχετικό

χωρίο (1. 29. 1) για τους επτά σοφούς.132

Για τον Θαλή τον Μιλήσιο, ο ιστορικός αποφαίνεται ότι από παλαιά έχει φοινικική

καταγωγή.133 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 1. 146, αναφερόμενος στην ιωνική δωδεκάπολη134 στη

δυτική Μ. Ασία, παρουσιάζει τη σύσταση των αποικιών με όχι αμιγή ιωνικό πληθυσμό,

αλλά με τη συμμετοχή αποίκων από διαφορετικά φύλα, μεταξύ των οποίων και οι

129 Ηρόδ. 1. 29. 1.


130 Βλ. για τους επτά σοφούς J. Christes, “Seven Sages”, BNP 13 (2008), σ. 351-352.
131 Βλ. για τους σοφιστές M. Narcy, “Sophists”, BNP 13 (2008), σ. 636-639.
132 Βλ. για τη σημασία της λέξεως σοφιστής στο χωρίο Ηρόδ. 1. 29. 1, J.E. Powell, “σοφιστής”, A
Lexicon to Herodotus, Cambridge 1938, σ. 335. Κατά τον W.C. Helmbold, Περί φιλαδελφίας, σχόλια
στο κεφ. 1, σημ. d (Ηθικά 478C), και τον L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ.
15, σημ. c (Ηθικά 857F), ο Πλούταρχος πρέπει να γνώριζε αυτή τη σημασία της λέξεως.
133 Ηρόδ. 1. 170. 3. Πβ. Διογ. Λαέρτ. Ι 22: «Ἦν τοίνυν ὁ Θαλῆς, ὡς μὲν Ἡρόδοτος καὶ Δοῦρις καὶ
Δημόκριτός φασι, πατρὸς μὲν Ἐξαμύου, μητρὸς δὲ Κλεοβουλίνης, ἐκ τῶν Θηλιδῶν, οἵ εἰσι Φοίνικες,
εὐγενέστατοι τῶν ἀπὸ Κάδμου καὶ Ἀγήνορος». Βλ. για τον Θαλή τον Μιλήσιο C.H. Kahn, ”Thales”,
OCD3 (1996), σ. 1491.
134 Την ιωνική δωδεκάπολη αποτελούσαν οι εξής πόλεις: Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος,
Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθραί, και οι δύο νησιωτικές πόλεις Χίος και
Σάμος. Βλ. αναλυτικά για την ιωνική δωδεκάπολη (περί το 1000 π.Χ.) J.M. Cook, ”Greek Settlement in
the Eastern Aegean and Asia Minor”, στο CAH II3 2 (1975), σ. 782-790.

62
Καδμείοι135 των Θηβών∙ προφανώς, ο ιστορικός αποδίδει στον Θαλή φοινικική καταγωγή,

καθώς, σύμφωνα με τα αναφερθέντα χωρία (Ηρόδ. 1. 170. 3. και 1. 146), υπονοεί ότι έγινε

εγκατάσταση Φοινίκων στη Μίλητο. Οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν τα εξής χωρία για

εγκατάσταση Βοιωτών σε άλλο τόπο: α) ο Ηρόδοτος (5. 61. 2) κάνει λόγο, αφ’ ενός για τους

Καδμείους που εκδιώχθηκαν από τους Αργείους και κατέφυγαν στους Εγχελείς, όταν

βασίλευε στη Θήβα ο Λαοδάμας,136 αφ’ ετέρου για τους Γεφυραίους που αναχώρησαν

αργότερα από τη Θήβα για την Αθήνα, β) ότι οι Θηβαίοι, σύμφωνα με τον Παυσανία, κατά

τον ιωνικό αποικισμό της δυτικής Μ. Ασίας, εγκαταστάθηκαν στην Πριήνη (Παυσ. 7. 2. 10)

και στην Κολοφώνα (Παυσ. 7. 3. 1-3), και όχι στη Μίλητο, όπως υπαινίσσεται ο Ηρόδοτος∙ η

εγκυρότητα, όμως, αυτών των μαρτυριών είναι αδύνατο να ελεγχθεί.137 Σύμφωνα με τον

T.F.R.G. Braun, η σύνδεση του Κάδμου, η παρουσία του οποίου χρονολογείται πάνω από

χίλια έτη από την εποχή του Ηροδότου, με την περιοχή της Φοινίκης αποτελεί λογοτεχνική

επινόηση∙ ο υποτιθέμενος αποικισμός των Φοινίκων, αν έχει ιστορική βάση, έχει

προχρονολογηθεί, καθώς στοιχεία, όπως η διείσδυση των Φοινίκων στην Ελλάδα που

συνέβη μεταξύ 9ου και 6ου αι. π.Χ., έχουν μετατοπιστεί χρονικά στο παρελθόν.138 Έτσι,

σύμφωνα με τον T.F.R.G. Braun, η άποψη του Ηροδότου για παρουσία Φοινίκων στην

Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Θήβα, κατά την εποχή του Κάδμου, δεν είναι ιστορικά

ακριβής. Ακολούθως, οι Βοιωτοί που έλαβαν μέρος στον ιωνικό αποικισμό στη δυτική Μ.

Ασία που έγινε περί το 1000 π.Χ. δεν ήταν φοινικικής καταγωγής, καθώς η διείσδυση των

Φοινίκων στην Ελλάδα συνέβη μεταξύ 9ου και 6ου αι. π.Χ. Ο Στράβων αναφέρει139 ότι

135 Βλ. αναλυτικά για το μυθικό ιδρυτή των Θηβών Κάδμο και τους Καδμείους T. Heinze, “Cadmus
[1]”, BNP 2 (2003), σ. 867-868∙ A. Schachter, “Cadmus”, OCD3 (1996), σ. 267.
136 Βλ. για τον γιο του Ετεοκλέους Λαοδάμα που, σύμφωνα με μία εκδοχή, ύστερα από ήττα,
αποσύρθηκε με τους συντρόφους του στους Εγχελείς στην Ιλλυρία, R. Michel, “Laodamas [1]”, BNP 7
(2005), σ. 227-228.
137 Βλ. για την κρίση αυτή και για τα χωρία του Ηροδότου και Παυσανία W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 146. 1, λ. «Μινύαι».
138 Βλ. T.F.R.G. Braun, “The Greeks in the Near East”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 7.
139 Στράβ. 14. 1. 3: ἄρξαι δέ φησιν Ἄνδροκλον τῆς τῶν Ἰώνων ἀποικίας, ὕστερον τῆς Αἰολικῆς, υἱὸν
γνήσιον Κόδρου τοῦ Ἀθηνῶν βασιλέως», και στο ίδιο χωρίο: «Μίλητον δ’ ἔκτισεν Νηλεὺς ἐκ Πύλου
τὸ γένος ὤν». Ο Παυσανίας, όμως, στο χωρίο (7. 2. 1) αναφέρει ότι ο Νηλεύς ήταν ο δεύτερος γιος του
Κόδρου και, μαζί με τα άλλα αδέλφια του, ηγέτης της αποικιστικής αποστολής στη Μ. Ασία: «ὁ

63
αρχηγός της ιωνικής αποικιστικής αποστολής ήταν ο Άνδροκλος,140 γιος του βασιλέως των

Αθηνών Κόδρου,141 και οικιστής της Μιλήτου ο Νηλεύς142 από την Πύλο. Ο J.M. Cook,

ερμηνεύει ως εξής τα χωρία του Στράβωνος (14. 1. 3) και της ηροδότειας διηγήσεως (1. 142-

148) σχετικά με τη συμμετοχή Ιώνων και μη Ιώνων στην αποικιστική αποστολή: Οι

Αθηναίοι είχαν την αρχηγία της αποστολής, το κύριο σώμα των αποίκων αποτελούνταν

από Ίωνες, και οι υπόλοιποι άποικοι που προέρχονταν από την Πύλο, τη Βοιωτία, την

Εύβοια και άλλα μέρη, ήταν εξόριστοι πολιτικοί πρόσφυγες που συμμετείχαν στην

αποστολή με το δικό τους επώνυμο οικιστή.143 Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία του J.M.

Cook, οι Βοιωτοί, που συμμετείχαν στην αποικιστική αποστολή, ήταν λίγοι σε αριθμό και

εξόριστοι από τις πόλεις τους, χωρίς να αναφέρεται ότι δεν ήταν Έλληνες στο γένος. Και

επιπλέον, ότι θα πρέπει να είχαν δικό τους οικιστή όπως ο Νηλεύς από την Πύλο που δεν

θα πρέπει να θεωρείται οικιστής της Μιλήτου, αλλά ως ο αρχηγός εκείνων των ανθρώπων

που αποίκισαν τη Μίλητο και κατάγονταν από την Πύλο.

Σύμφωνα με την καταγεγραμμένη άποψη του Ηροδότου, ότι ο Θαλής, ως Μιλήσιος,

καταγόταν μέσω του Κάδμου από τη Φοινίκη και, συνεπώς, είχε φοινικική καταγωγή, και

στον ίδιο τον Πλούταρχο θα μπορούσε να αποδοθεί φοινικική καταγωγή, καθώς ο Κάδμος

ήταν ο ιδρυτής των Βοιωτικών Θηβών.144 Είναι, όμως, πιθανό ο Πλούταρχος να συνδύασε

την καταγωγή των Μιλησίων από τη Φοινίκη με αυτή των Θηβαίων, ώστε να προσδώσει

εμμέσως στον Ηρόδοτο, εκτός της κατηγορίας για φοινικική καταγωγή του Θαλή, και την

κατηγορία για φοινικική καταγωγή των Θηβαίων; Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι πιθανό

αυτό το ενδεχόμενο, καθώς ο Πλούταρχος θα κατέγραφε τη σύνδεση αυτή μεταξύ

Νειλεὺς καὶ οἱ λοιποὶ τῶν Κόδρου παίδων ἐς ἀποικίαν ἀπεστάλησαν, ἀγαγόντες μὲν καὶ αὐτῶν
Ἀθηναίων τὸν βουλόμενον, τὸ δὲ πλεῖστόν σφισιν ἦσαν τοῦ στρατεύματος οἱ Ἴωνες».
140 Βλ. για τον Άνδροκλο F. Graf, “Androclus”, BNP 1 (2002), σ. 683.
141 Βλ. για το μυθικό βασιλέα των Αθηνών Κόδρο F. Graf, ”Codrus”, BNP 3 (2003), σ. 503.
142 Βλ. για το μυθικό ιδρυτή της Μιλήτου Νηλέα L. Kappel, “Ne(i)leus [1]”, BNP 9 (2006), σ. 619.
143 Βλ. J.M. Cook, ”Greek Settlement in the Eastern Aegean and Asia Minor”, στο CAH II3 2 (1975), σ. 783-
784.
144 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 15, λ. «Thales
… a Phoenician» (Ηθικά 857F).

64
Μιλησίων και Θηβαίων μέσω του Κάδμου ως ευκαιρία για να φανερώσει την εναντίον των

Θηβαίων έμμεση κακοήθεια του Ηροδότου.

7. Ο Ηρόδοτος, παρουσιάζοντας, μέσω του Σόλωνος, την άποψή του για τους θεούς, είναι

βλάσφημος (κεφ. 15).

Κεφ. 15. «τοῖς δὲ θεοῖς

λοιδορούμενος ἐν τῷ Σόλωνος προσωπείῳ ταῦτ’

εἴρηκεν∙ “ὦ Κροῖσε, ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν

858 A ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες ἐπειρωτᾷς ἀνθρω-

πηίων πραγμάτων πέρι”∙ ἃ γὰρ αὐτὸς ἐφρόνει

περὶ τῶν θεῶν τῷ Σόλωνι προστριβόμενος κακοή-

θειαν τῇ βλασφημίᾳ προστίθησι».

«Χρησιμοποιεί το προσωπείο του Σόλωνος για να λοιδορεί τους θεούς λέγοντας τα

εξής: ‘Κροίσε, ρωτάς εμένα που γνωρίζω καλά ότι το θείο είναι ολότελα φθονερό και

προκαλεί ταραχή στα ανθρώπινα πράγματα’. Όσα δηλαδή πίστευε ο ίδιος για τους θεούς,

τα αποδίδει στον Σόλωνα, προσθέτοντας στον εαυτό του, εκτός της κατηγορίας της

κακοηθείας, και την βλασφημία».

Ο Πλούταρχος συνεχίζει την παρέκβασή του για τα ελληνικά πρόσωπα

μεταβαίνοντας από τον Θαλή σε έναν άλλον Έλληνα σοφό, το Σόλωνα145 τον Αθηναίο. Ο

Σόλων, κατά την ερώτηση που του είχε διατυπώσει ο Κροίσος146 ποιόν άνθρωπο θεωρεί ο

ίδιος τον πιο ευτυχισμένο, χαρακτηρίζει το θείο «φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες».147

145 Βλ. για τον Αθηναίο πολιτικό, ποιητή και έναν από τους επτά σοφούς Σόλωνα (περί το 640 π.Χ. –
μετά το 560 π.Χ.) M. Meier, “Solon [1]”, BNP 13 (2008), σ. 620-623∙ E. Bowie, “Solon [1]”, BNP 13 (2008),
σ. 623-625.
146 Βλ. για τον Λυδό βασιλέα (βασίλευσε περί το 560 - 547 π.Χ.) P. Hogemann, “Croesus”, BNP 3 (2003),
σ. 955-956.
147 Ηρόδ. 1. 32. 1. Ο Πλούταρχος, στο βίο του Σόλωνος (κεφ. 27. 1), αναφέρει ότι μερικοί θεωρούν
ανύπαρκτη τη συνάντηση μεταξύ Σόλωνος και Κροίσου, επειδή δεν έζησαν το ίδιο χρονικό
διάστημα: «Τὴν δὲ πρὸς Κροῖσον ἔντευξιν αὐτοῦ δοκοῦσιν ἔνιοι τοῖς χρόνοις ὡς πεπλασμένην
ἐξελέγχειν».

65
Συγκεκριμένα, ο Σόλων παρουσιάζεται από τον Ηρόδοτο να χρησιμοποιεί αυτούς τους

όρους στην προσπάθειά του να δικαιολογηθεί στον Κροίσο για ποιό λόγο δεν θεωρεί τον

Λυδό βασιλέα μεταξύ των πιο ευτυχισμένων ανθρώπων. Έτσι, κατά τον Σόλωνα, το πιο

σημαντικό κριτήριο για την ευτυχία του ανθρώπου είναι ο τρόπος θανάτου του, ως

αποτέλεσμα της τύχης και της εύνοιας ή δυσμένειας από τους θεούς.148 Η λέξη «φθονερόν»

σημαίνει τον φθόνο που νοιώθουν οι θεοί για τον ευτυχή και αδιατάρακτο βίο των

ανθρώπων, και η λέξη «ταραχῶδες» σημαίνει την τάση των θεών να προκαλούν ταραχή

στη ζωή των θνητών, ως αποτέλεσμα του φθόνου που τους διακατέχει για τους

ανθρώπους.149 Αυτή την ανάγκη εξυπηρετούν οι χαρακτηρισμοί του Σόλωνος, δηλαδή, όταν

ο άνθρωπος στο βίο του περιπέσει σε συμφορές, τη στιγμή που νοιώθει ευτυχία, αυτό

αποδίδεται στον φθόνο και στην ταραχή που προκαλούν οι θεοί στους ανθρώπους.150 Αν

είναι σωστή αυτή η ερμηνεία, είναι ανεξήγητη η χρησιμοποίηση αυτών των

χαρακτηρισμών από τον Πλούταρχο ως επιχείρημα κακοηθείας και βλασφημίας του

Ηροδότου, ακόμα και αν οι χαρακτηρισμοί αποτελούν πράγματι άποψη του ιστορικού και

όχι του Σόλωνος. Και αυτό, επειδή αυτή ήταν η πεποίθηση των Ελλήνων για τους θεούς

στα χρόνια του Ηροδότου, η οποία εκφράζεται συχνά στις τραγωδίες.151 Ο Ηρόδοτος

πουθενά στο έργο του δεν απέδωσε ο ίδιος στον φθόνο των θεών την ήττα ή την πτώση

κάποιου μεγάλου ηγέτη που ξεπέρασε τα ανθρώπινα όρια.152 Η φράση, όμως, της

ηροδότειας διηγήσεως «ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες»

είναι παρόμοια με τη φράση που απηύθηνε σε επιστολή του ο βασιλεύς της Αιγύπτου

148 Στα χωρία του Ηροδότου (1. 30-32), περιέχεται όλος ο διάλογος των ερωταποκρίσεων μεταξύ
Σόλωνος και Κροίσου.
149 Βλ. για τη σημασία της λέξεως «φθονερόν» του χωρίου (Ηρόδ. 1. 32. 1) J.E. Powell, “φθονερός, η,
όν”, Lexicon, σ. 373∙ βλ. για τη σημασία της λέξεως «ταραχῶδες» στο ίδιο χωρίο του Ηροδότου J.E.
Powell, “ταραχῶδες”, Lexicon, σ. 350.
150 Βλ. για την ανάλυση του διαλόγου μεταξύ Σόλωνος και Κροίσου C.C. Chiasson, “The Herodotean
Solon”, GRBS 27 (1986), σ. 251.
151 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 15, λ. “Solon”
(Ηθικά 857F).
152 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή M.L. Lang, Herodotean Narrative and Discourse,
Harvard/Cambridge/London 1984, σ. 61.

66
Άμασις153 προς τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη,154 Ηρόδ. 3. 40. 2: «ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον

ὡς ἔστι ἐὸν φθονερόν».155 Κατά τη γνώμη μου, είναι πιθανό οι επαναλήψεις του θεϊκού

φθόνου156 στην ηροδότεια διήγηση να αποτελούν άποψη του ίδιου του ιστορικού και όχι του

προσώπου που φέρεται να τις λέει. Αντιθέτως, ο C.C. Chiasson θεωρεί ότι ο φθόνος των

θεών δεν αποτελεί άποψη του ιστορικού, καθώς η θέση αυτή αναιρείται από τη φράση του

Ηροδότου στο τέλος του τετάρτου βιβλίου,157 ότι οι θεοί απεχθάνονται τις πολύ σκληρές

τιμωρίες των ανθρώπων, φράση που ανέφερε με αφορμή τον τραγικό θάνατο της

Φερετίμης, της βασίλισσας της Κυρήνης.158 Αυτή, όμως, η φράση του ιστορικού, κατά τη

γνώμη μου, δηλώνει την ύπαρξη του θεϊκού φθόνου, καθώς υπονοείται ότι οι θεοί

αποδέχονται τη λιγότερο σκληρή τιμωρία για τους ανθρώπους και άρα, επιβεβαιώνει τον

φθόνο των θεών, αποτέλεσμα του οποίου είναι η τιμωρία. Οι χαρακτηρισμοί, όμως,

«φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες», θα μπορούσαν να αποτελούν άποψη του Σόλωνος για τους

θεούς, καθώς εντάσσονται στη γενικότερη συμπεριφορά του Αθηναίου σοφού έναντι των

θεών που δεν είναι ασυνήθιστη και εμφανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεχώς στην

αρχαία γραμματεία.159

153 Βλ. για τον βασιλέα της Αιγύπτου Άμασι (570-526 π.Χ) K. Jansen-Winkeln, “Amasis [2]”, BNP 1
(2002), σ. 561.
154 Βλ. για τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη (περί το 540-522 π.Χ) J. Cobet, “Polycrates [1]”, BNP 11
(2007), σ. 515-516.
155 Άλλες φράσεις στον Ηρόδοτο που δείχνουν τον φθόνο των θεών είναι αυτές που απηύθηνε ο
Αρτάβανος, ο θείος του Ξέρξη, προς τον Πέρση βασιλέα, Ηρόδ. 7. 10. 5: «ὁ θεὸς φθονήσας φόβον
ἐμβάλῃ ἢ βροντήν», και Ηρόδ. 7. 46. 4: «ὁ δὲ θεὸς γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα φθονερὸς ἐν αὐτῷ
εὑρίσκεται ἐών», και του Θεμιστοκλέους, εξηγώντας την ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα, Ηρόδ. 8. 109.
3: «Τάδε γὰρ οὐκ ἡμεῖς κατεργασάμεθα, ἀλλὰ θεοί τε καὶ ἥρωες, οἳ ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς τε
Ἀσίης καὶ τῆς Εὐρώπης βασιλεῦσαι».
156 Κατά τον M.L. Lang, Herodotean Narrative and Discourse, σ. 62, ο φθόνος των θεών στην ηροδότεια
διήγηση αποτελεί απόφθεγμα που χρησιμοποιείται ρητορικά, αλλά δεν έχει αξία για τον Ηρόδοτο
ως ιστορικό ώστε να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει ως αιτία για ιστορικά γεγονότα.
157 Ηρόδ. 4. 205: «ὡς ἄρα ἀνθρώποισι αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται».
158 Βλ. C.C. Chiasson, GRBS 27 (1986), σ. 260. Βλ. για την Φερετίμη, σύζυγο του Βάττου Γ’, η οποία
βασίλευσε στην Κυρήνη μετά τον θάνατο του γιού της Αρκεσιλάου Γ’ (περί τα τέλη του 6 ου αι. π.Χ.),
B. Patzek, “Pheretima”, BNP 10 (2007), σ. 953.
159 Βλ. για την άποψη αυτή L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 15, σημ. f
(Ηθικά 858A). Ο C.C. Chiasson, GRBS 27 (1986), σ. 261-262, αναφέρει ότι στην ποίηση του Σόλωνος ο

67
Ο βιογράφος, παρουσιάζοντας τον Ηρόδοτο να χρησιμοποιεί το προσωπείο κάποιου

άλλου, του προσδίδει εκτός της κατηγορίας της κακοηθείας και βλασφημίας, εμμέσως και

αυτήν της δειλίας, στην προσπάθεια του ιστορικού όχι μόνο να εκθέσει τις δικές του

απόψεις, αλλά και να πείσει για την ορθότητα αυτών. Κατά τη γνώμη μου, όμως, ο

Πλούταρχος, στην προσπάθειά του να κατηγορήσει τον ιστορικό, ερμήνευσε με απόλυτα

αρνητικό τρόπο αυτή τη φράση της ηροδότειας διηγήσεως, δίδοντάς της υπερβολική

σημασία.

8. Ο Ηρόδοτος είναι κακοήθης διότι, κατά τη διήγηση του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και

Μυτιληναίων για το Σίγειο, παραλείπει τη χρηστή πράξη του Πιττακού, ενώ αναφέρει την

αισχρή φυγή του ποιητού Αλκαίου από τη μάχη (κεφ. 15).

Κεφ. 15. «Πιττακῷ τοίνυν

εἰς μικρὰ καὶ οὐκ ἄξια λόγου χρησάμενος, ὃ μέγι-

στόν ἐστι τῶν πεπραγμένων τἀνδρὶ καὶ κάλλιστον,

ἐν ταῖς πράξεσι γενόμενος, παρῆκε. πολεμούντων

γὰρ Ἀθηναίων καὶ Μυτιληναίων περὶ Σιγείου καὶ

Φρύνωνος τοῦ στρατηγοῦ τῶν Ἀθηναίων προκαλε-

σαμένου τὸν βουλόμενον εἰς μονομαχίαν, ἀπήντη-

B σεν ὁ Πιττακὸς καὶ δικτύῳ περιβαλὼν τὸν ἄνδρα

ῥωμαλέον ὄντα καὶ μέγαν ἀπέκτεινε∙ τῶν δὲ Μυτι-

ληναίων δωρεὰς αὐτῷ μεγάλας διδόντων, ἀκοντίσας

τὸ δόρυ τοῦτο μόνον τὸ χωρίον ἠξίωσεν ὅσον

ἐπέσχεν ἡ αἰχμή∙ καὶ καλεῖται μέχρι νῦν Πιττά-

κειον. τί οὖν ὁ Ἡρόδοτος, κατὰ τὸν τόπον γενό-

μενος τοῦτον; ἀντὶ τῆς Πιττακοῦ ἀριστείας τὴν

Ἀλκαίου διηγήσατο τοῦ ποιητοῦ φυγὴν ἐκ τῆς

Δίας τιμωρεί μονάχα όσους έχουν συσσωρεύσει μεγάλα πλούτη με άδικο τρόπο, συνδέοντας έτσι
την τιμωρία του Διός με τον φθόνο των θεών του ηροδότειου χωρίου για την απόκτηση πλούτου.

68
μάχης, τὰ ὅπλα ῥίψαντος∙ τῷ τὰ μὲν χρηστὰ μὴ

γράψαι τὰ δ’ αἰσχρὰ μὴ παραλιπεῖν μαρτυρήσας

τοῖς ἀπὸ μιᾶς κακίας καὶ τὸν φθόνον φύεσθαι καὶ

τὴν ἐπιχαιρεκακίαν λέγουσι».

«Τον Πιττακό τον χρησιμοποίησε για τα μικρά και όχι αξιόλογα ζητήματα, αλλά

όταν διηγήθηκε τις πράξεις του, παρέλειψε το σπουδαιότερο και ωραιότερο επίτευγμα του

ανδρός. Όταν, δηλαδή, πολεμούσαν οι Αθηναίοι και οι Μυτιληναίοι για το Σίγειο, και ο

στρατηγός των Αθηναίων Φρύνων προκάλεσε να μονομαχήσει μαζί του όποιος (από τους

αντιπάλους) ήθελε, δέχθηκε την πρόκληση ο Πιττακός και, αφού τον έπιασε με δίχτυ,

εκείνον που ήταν ρωμαλέος και μεγαλόσωμος, τον σκότωσε. Τότε οι Μυτιληναίοι του

προσέφεραν μεγάλες δωρεές, εκείνος, όμως, έριξε το δόρυ και ζήτησε μονάχα την έκταση

μέχρι εκεί που έφθασε η αιχμή. Το μέρος, έως και σήμερα, ονομάζεται Πιττάκειο. Τί κάνει,

λοιπόν, ο Ηρόδοτος όταν η διήγησή του φτάνει σ’ αυτό το σημείο; Αντί για την ανδραγαθία

του Πιττακού διηγήθηκε τη φυγή του ποιητού Αλκαίου από τη μάχη, αφού έριξε τα όπλα

του. Χωρίς να γράφει από τη μια τις χρηστές πράξεις, ενώ από την άλλη δεν παραλείπει να

αναφέρει τις αισχρές, επιβεβαιώνει τα λόγια αυτών που αναφέρουν ότι ο φθόνος και η

χαρά για συμφορές άλλων αναφύονται από την ίδια κακία».

Από τον Αθηναίο σοφό Σόλωνα, η παρέκβαση του Πλουτάρχου συνεχίζει με τον

πόλεμο Αθηναίων και Μιτυληναίων για το Σίγειο. Ο βιογράφος, έπειτα από τον Θαλή και

τον Σόλωνα, αναφέρει και άλλο σοφό, τον Πιττακό.160 Η κατηγορία που διατυπώνει ο

Πλούταρχος είναι πως ο ιστορικός, κατά την περιγραφή του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και

Μυτιληναίων για το Σίγειο,161 παρέλειψε εσκεμμένα να αναφέρει το μεγαλύτερο

ανδραγάθημα του Πιττακού και περιορίστηκε στη διήγηση των λιγότερο αξιόλογων

160 Βλ. για τον Πιττακό τον Μυτιληναίο, τύραννο της Μυτιλήνης (αρχές του 6 ου αι. π.Χ.) και έναν από
τους επτά σοφούς J. Cobet, “Pittacus”, BNP 11 (2007), σ. 308-309.
161 Βλ. για την τοποθεσία του Σιγείου στην περιοχή της Τρωάδος στη ΒΔ Μικρά Ασία και την ίδρυσή
του από Μυτιληναίους Ε. Schwertheim, “Sigeum”, ΒNP 13 (2008), σ. 446. Το Σίγειο έγινε αθηναϊκή
αποικία περί το 600 π.Χ. και, ύστερα από συνεχείς αγώνες μεταξύ Αθηναίων και Μιτυληναίων για
την εν λόγω περιοχή, το 530 ή 546 π.Χ. περιήλθε αναμφισβήτητα στην κυριαρχία των Αθηναίων: βλ.
A.J. Graham, “The colonial expansion of Greece”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 121 και 162 (Χρον. πίν).

69
πράξεών του. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει μία μόνο φορά το όνομα του Πιττακού

σε ένα χωρίο (1. 27. 2-4) για ασήμαντο περιστατικό που, κατά τον ιστορικό, δεν είναι βέβαιο

αν πρόκειται για τον Πιττακό ή τον Βίαντα τον Πριηνέα.162 Το περιστατικό αφορούσε ένα

γνωμικό ως απάντηση του σοφού στον Κροίσο, για να αποτρέψει τον Λυδό βασιλέα να

εκστρατεύσει εναντίον των νήσων του Αιγαίου. Το σπουδαιότερο, όμως, ανδραγάθημα του

Πιττακού ήταν ότι αποδέχθηκε την πρόκληση του Αθηναίου στρατηγού Φρύνωνος163 για

μονομαχία και νίκησε σ’ αυτήν επί του δυνατοτέρου αντιπάλου.164 Συγκεκριμένα, ο

Ηρόδοτος (5. 94-95), αναφέρει ότι οι Αθηναίοι και οι Μυτιληναίοι εμπιστεύθηκαν τη λύση

του πολέμου στον Περίανδρο,165 τον τύραννο της Κορίνθου, ο οποίος αποφάσισε το Σίγειο

να δοθεί στους Αθηναίους.166 Και αυτό που κάνει το κατόρθωμα του Πιττακού ξεχωριστό

είναι ότι δε νίκησε στη μονομαχία με τη δύναμή του, αλλά με την πονηριά του,

εγκλωβίζοντάς τον Φρύνωνα με ένα δίχτυ και σκοτώνοντάς τον. Και δεν δέχθηκε τις

μεγάλες τιμές των συμπολιτών του, αλλά μόνο μία μικρή έκταση γης, της οποίας η ύπαρξη

στα χρόνια του Πλουτάρχου αποδεικνύει, κατά το βιογράφο, το αληθές του

ανδραγαθήματος.

Κατά τον πόλεμο Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο, ο ιστορικός, σύμφωνα

με τον Πλούταρχο, αντί του ανδραγαθήματος του Πιττακού, αναφέρει τη φυγή από τη

162 Βλ. για τον Βίαντα τον Πριηνέα (αρχές του 6 ου αι. π.Χ.) και έναν από τους επτά σοφούς K.-J.
Holkeskamp, “Bias [2]”, ΒNP 2 (2003), σ. 622-623.
163 Βλ. για το νικητή στους Ολυμπιακούς αγώνες (636 π.Χ.) και Αθηναίο στρατηγό Φρύνωνα, που
πέθανε το 607/6 π.Χ. από τον Πιττακό, W. Decker, “Phrynon [1]”, ΒNP 11 (2007), σ. 201-202.
164 Το ίδιο περιστατικό για τον Πιττακό αναφέρει και ο Διογένης Λαέρτιος Ι 74. Ο Πλούταρχος δεν
αναφέρει την πηγή του γι’ αυτό το κατόρθωμα του Πιττακού∙ ίσως πρόκειται για τον ιστορικό
Ελλάνικο: βλ. γι’ αυτή την άποψη A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 15, λ.
“Pittacus” (Ηθικά 858A). Βλ. για τον ιστορικό Ελλάνικο τον Μυτιληναίο του οποίου τα έργα
χρονολογούνται στο τελευταίο τρίτο του 5ου αι. π.Χ., σε αντίθεση με την παράδοση που τον
κατατάσσει παλαιότερα, K. Meister, “Hellanicus [1] of Mytilene”, ΒNP 6 (2005), σ. 79-80.
165 Βλ. για τον τύραννο της Κορίνθου Περίανδρο (περί το 655/627 π.Χ. - ;) B. Patzek, “Periander”, ΒNP
10 (2007), σ. 775-776.
166 Βλ. για τον πόλεμο Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο, που διεξήχθη πιθανότατα περί τα
τέλη του 7ου αι. π.Χ., A. Andrewes, “The growth of the Athenian state”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 374.

70
μάχη του ποιητού Αλκαίου, αφού έριξε πρώτα τα όπλα του.167 Ο βιογράφος θεωρεί, ότι ο

Ηρόδοτος αφηγήθηκε τη φυγή του ριψάσπιδος ποιητού Αλκαίου από τη μάχη, επειδή είναι

στη φύση αυτού του ιστορικού να χαίρεται για τις συμφορές άλλων ανθρώπων, και ότι

παρέλειψε το λαμπρό κατόρθωμα του Πιττακού, από φθόνο για τα ανδραγαθήματα των

άλλων. Μια αμερόληπτη περιγραφή του πολέμου για το Σίγειο θα έπρεπε να περιλαμβάνει

και τα δύο γεγονότα. Αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ο Ηρόδοτος παρέλειψε

το κατόρθωμα του Πιττακού ενώ γνώριζε το περιστατικό. Και ο Πλούταρχος δεν αφήνει,

δυστυχώς, καμία πιθανότητα να σφάλλει ο ίδιος στην κρίση του για μεροληψία του

ιστορικού στην αφήγηση του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο,

αλλά αποφαίνεται με βεβαιότητα ότι ο Ηρόδοτος γνώριζε το περιστατικό και ότι το

παρέλειψε με δόλο.

9. Ο Ηρόδοτος κατηγορεί τους Αλκμεωνίδες ότι συνηλλάγησαν με τον Πεισίστρατο και τον

βοήθησαν να εγκαθιδρύσει τυραννίδα στην Αθήνα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αυτοί

που απάλλαξαν την πόλη από την τυραννίδα (κεφ. 16).

858 C Κεφ. 16. «Μετὰ ταῦτα τοὺς Ἀλκμεωνίδας, ἄνδρας

γενομένους καὶ τὴν πατρίδα τῆς τυραννίδος ἐλευ-

θερώσαντας, εἰς αἰτίαν ἐμβαλὼν προδοσίας δέξα-

σθαί φησι τὸν Πεισίστρατον ἐκ τῆς φυγῆς καὶ

συγκαταγαγεῖν ἐπὶ τῷ γάμῳ τῆς Μεγακλέους

θυγατρός∙ τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι

τὴν ἑαυτῆς ὅτι “ὦ μαμμίδιον, ὁρᾷς; οὐ μίγνυταί

μοι κατὰ νόμον Πεισίστρατος.” ἐπὶ τούτῳ δὲ τοὺς

Ἀλκμεωνίδας τῷ παρανομήματι σχετλιάσαντας ἐξ-

ελάσαι τὸν τύραννον».

167 Ηρόδ. 5. 95. Ο Στράβων (13. 1. 38-39), αναφέρει και τα δύο περιστατικά: τη φυγή του Αλκαίου και
τη νίκη του Πιττακού στη μονομαχία του με τον Φρύνωνα. Βλ. για τον λυρικό ποιητή Αλκαίο από τη
Μυτιλήνη, που συμμετείχε, ήδη μεγάλος σε ηλικία (τέλη του 7 ου αι. π.Χ.) στον πόλεμο μεταξύ
Μυτιληναίων και Αθηναίων για το Σίγειο, E. Robbins, “Alcaeus [4]”, ΒNP 1 (2002), σ. 436-438.

71
«Έπειτα, κατηγορώντας για προδοσία τους Αλκμεωνίδες, οι οποίοι αναδείχθηκαν

ανδρείοι και ελευθέρωσαν την πατρίδα τους από την τυραννίδα, ισχυρίζεται ότι δέχτηκαν

τον Πεισίστρατο από την εξορία και ότι βοήθησαν για την αποκατάστασή του στην

εξουσία, υπό τον όρο να νυμφευθεί τη θυγατέρα του Μεγακλέους. Η θυγατέρα του

Μεγακλέους εκμυστηρεύθηκε στη μητέρα της: “βλέπεις, μανούλα; Ο Πεισίστρατος δεν

συνευρίσκεται μαζί μου με φυσιολογικό τρόπο”. Και έτσι οι Αλκμεωνίδες, αγανακτισμένοι

σφόδρα γι’ αυτή την προσβολή, εξόρισαν τον τύραννο».

Έπειτα από τον πόλεμο Αθηναίων και Μυτιληναίων για την περιοχή του Σιγείου,

ο Πλούταρχος πραγματεύεται στην παρέκβασή του τα χωρία της διηγήσεως του Ηροδότου

που αναφέρονται στην αθηναϊκή ιστορία, και συγκεκριμένα την οικογένεια των

Αλκμεωνιδών και τις σχέσεις της με τον τύραννο Πεισίστρατο.168 Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι

ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής169 βοήθησε τον Πεισίστρατο να επανέλθει στην Αθήνα και να

αναλάβει την τυραννίδα για δεύτερη φορά, με τον όρο να νυμφευθεί τη θυγατέρα του∙ όταν

έγινε γνωστό ότι ο Πεισίστρατος δεν ήθελε να αποκτήσει παιδιά170 από το γένος των

168 Βλ. για τους Αλκμεωνίδες E. Stein- Hölkeskamp, “Alcmaeonids”, ΒNP 1 (2002), σ. 455-456. Βλ. για
τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο (πριν το 600-527 π.Χ.), που, σύμφωνα με το χωρίο του
Ηροδότου (1. 59. 3), ήταν αρχηγός της πολιτικής παρατάξεως των «ὑπερακρίων», έγινε τύραννος των
Αθηνών συνολικά τρείς φορές, τα έτη 561-556 π.Χ. (τις δύο πρώτες φορές), και 546-527 π.Χ., K. Kinzl,
“Peisistratus [4]”, ΒNP 10 (2007), σ. 686-687∙ A. Andrewes, “The tyranny of Pisistratus”, στο CAH III2 3
(1982), σ. 399-400.
169 Βλ. για τον Μεγακλή, που σύμφωνα με το χωρίο του Ηροδότου (1. 59. 3), ήταν αρχηγός της
πολιτικής παρατάξεως των «παράλων» και υπήρξε για δεκαετίες (6 ος αι. π.Χ.) πολιτικός ηγέτης των
Αθηνών K. Kinzl, ”Megacles [2]”, ΒNP 8 (2006), σ. 594.
170 Ο Πλούταρχος αποδίδει στον ευθύ και όχι στον πλάγιο λόγο τη φράση της ηροδότειας αφηγήσεως
που φέρεται ότι είπε στη μητέρα της η κοπέλα. Αυτή η αλλαγή, κατά τον A. Bowen, Plutarch: The
Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 16 (Ηθικά 858 C), οφείλεται πιθανόν σε σφάλμα του
Πλουτάρχου που εργαζόταν βασιζόμενος στη γνώση του ηροδότειου έργου από μνήμης. Αλλά, κατά
τη γνώμη μου, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο βιογράφος να επεδίωκε, μέσω του ευθέος
λόγου, την ειρωνεία, ώστε να γίνει πιο διακριτή η ευτελής αιτία διακοπής της συνεργασίας μεταξύ
Μεγακλέους και Πεισιστράτου, και έτσι να φανεί αναληθής η ιστορική διήγηση του Ηροδότου περί
μυστικής συμφωνίας των δύο ανδρών.

72
Αλκμεωνιδών, επειδή θεωρούνταν καταραμένοι,171 οι Αλκμεωνίδες τον έδιωξαν από την

Αθήνα.172 Ο Πλούταρχος προσπαθεί να αποδώσει στον Ηρόδοτο την κατηγορία του

ψευδολόγου με το επιχείρημα, πώς θα μπορούσαν οι Αλκμεωνίδες να βοηθήσουν τον

Πεισίστρατο, όταν ήταν αυτοί που ελευθέρωσαν την Αθήνα από την τυραννίδα. Αλλά δεν

πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που συνεργάστηκε και έπειτα εξεδίωξε οριστικά την

τυραννίδα του Πεισιστράτου από την Αθήνα. Ο Μεγακλής συμμετείχε, πράγματι, στην

εκδίωξη του Πεισιστράτου το 561/0 ή 560/59 π.Χ. κατά την πρώτη περίοδο της τυραννίδος

του, έπειτα έγινε συνεργός της πρώτης καθόδου του τυράννου στην Αθήνα το 557/6 ή 556/5

π.Χ. και αυτός που τον έδιωξε τη δεύτερη φορά από την Αθήνα το 556/5 π.Χ.∙ αλλά ο

Πεισίστρατος επανήλθε για την τρίτη περίοδο της τυραννίδος του μετά τη νίκη του στην

Παλλήνη το 546/5 π.Χ. και σταθεροποίησε την τυραννίδα στην πόλη.173 Έτσι ο Πλούταρχος,

σχετικά με την οριστική εκδίωξη της τυραννίδος, πιθανότατα, δεν αναφέρεται στον

Μεγακλή και στην περίοδο που αυτός ήταν ηγέτης των Αλκμεωνιδών, αλλά στην περίοδο

του γιου του, του Κλεισθένη,174 όταν οι Αλκμεωνίδες επέτυχαν την οριστική εξορία175 του

171 Βλ. για το Κυλώνειο άγος που «στιγμάτισε» τους Αλκμεωνίδες πιθανότατα το 636 π.Χ. ή τους
επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες A. Andrewes, “The growth of the Athenian state”, στο CAH III2 3
(1982), σ. 368-370.
172 Ηρόδ. 1. 60-61.
173 Βλ. για τις χρονολογίες της τυραννίδος του Πεισιστράτου P.J. Rhodes, A Commentary on the
Aristotelian Athenaion Politeia, Oxford 1981, σ. 189-198. Βλ. για το ρόλο του Μεγακλέους στην εκδίωξη
και κάθοδο του Πεισιστράτου A. Andrewes, “The tyranny of Pisistratus”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 398-
400.
174 Βλ. αναλυτικά για τον Αθηναίο πολιτικό και μεταρρυθμιστή Κλεισθένη στα τέλη του 6 ου αι. π.Χ.
P.J. Rhodes, “Cleisthenes [2]”, ΒNP 3 (2003), σ. 419-420.
175 Στην πραγματικότητα, η Σπάρτη έστειλε τον βασιλέα Κλεομένη Α’ με στρατό στην Αθήνα όπου,
ύστερα από μάχη και πολιορκία των τυράννου στην Ακρόπολη, εξεδίωξαν τον Ιππία και τερμάτισαν
την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών∙ οι Αλκμεωνίδες ήταν αυτοί που επηρέασαν τους Σπαρτιάτες,
μέσω χρησμού του μαντείου των Δελφών που τους έλεγε να εκστρατεύσουν και να απαλλάξουν την
Αθήνα από την τυραννίδα. Οι Αλκμεωνίδες επέτυχαν τον ευνοϊκό αυτό χρησμό με δωροδοκία της
Πυθίας κατά την ανοικοδόμηση του ναού των Δελφών που είχαν αναλάβει να φέρουν εις πέρας
(Ηρόδ. 5. 62-65). Βλ. για το τέλος της τυραννίδος στην Αθήνα (510 π.Χ.) D.M. Lewis, “The tyranny of
the Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 301-302.

73
γιου του Πεισιστράτου Ιππία,176 που τότε ήταν τύραννος στην Αθήνα. Αλλά, όμως, και ο

Κλεισθένης, ως άρχων το 525/524 π.Χ., φαίνεται ότι συναλλάσσετο με τους

Πεισιστρατίδες,177 μετά το θάνατο του Πεισιστράτου το 527 π.Χ.,178 όπως έκανε και ο

πατέρας του Μεγακλής με τον Πεισίστρατο.179 Έτσι, η θέση του Πλουτάρχου ότι οι

Αλκμεωνίδες δεν συνηλλάγησαν με τους τυράννους, δεν ισχύει, καθώς, είτε ο Μεγακλής,

που τον αναφέρει ρητά ο βιογράφος, είτε ο γιος του Κλεισθένης, ήλθαν σε συναλλαγή με

τους τυράννους.

Επίσης, ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε μυστική συμφωνία μεταξύ Μεγακλέους και

Πεισιστράτου για την ανάληψη, για δεύτερη φορά, της εξουσίας από τον Πεισίστρατο. Η

αιτία, όμως, της συνεργασίας μεταξύ Μεγακλέους και Πεισιστράτου ήταν αποτέλεσμα της

διαμάχης για την εξουσία που είχε ξεσπάσει μεταξύ του Μεγακλέους και του

Λυκούργου,180 δηλαδή του αρχηγού των παράλων και του αρχηγού των πεδινών

αντίστοιχα, μετά την πρώτη φυγή του Πεισιστράτου (Ηρόδ. 1. 60. 1-2). Αλλά και η

συμφωνία μεταξύ Μεγακλέους και Πεισιστράτου να νυμφευθεί ο δεύτερος τη θυγατέρα

του πρώτου, αποσκοπούσε στη δημιουργία συγγενικού δεσμού μεταξύ των δύο ανδρών που

θα διατηρούσε τον Πεισίστρατο στην εξουσία και θα ωφελούσε τον Μεγακλή ως συγγενή

του τυράννου. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η πολιτική του Μεγακλέους είχε εξ αρχής

μακροπρόθεσμη προοπτική και αποσκοπούσε όχι μόνο στην εγκαθίδρυση τυραννικού

καθεστώτος από τον Πεισίστρατο, αλλά και στην εδραίωσή του. Όμως η βοήθεια του

176 Βλ. για τον Ιππία που διαδέχτηκε στην τυραννίδα τον πατέρα του Πεισίστρατο, ως μεγαλύτερος
γιος του (527-510 π.Χ.), B. Patzek, “Hippias [1]”, ΒNP 6 (2005), σ. 343.
177 Βλ. για τους Πεισιστρατίδες, δηλαδή τους νόμιμους γιούς του Πεισιστράτου Ιππία, Ίππαρχο και,
κατά τον Θουκυδίδη (6. 55. 1), Θεσσαλό, που άσκησαν την εξουσία στην Αθήνα μετά το θάνατο του
πατρός τους, καθώς και για τον Ιοφώντα και Ηγησίστρατο που απέκτησε ο Πεισίστρατος από την
Αργεία Τιμόνασσα K. Kinzl, “Peisistratids”, ΒNP 10 (2007), σ. 685∙ A. Andrewes, “The tyranny of
Pisistratus”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 400-401.
178 Βλ. για το έτος θανάτου του Πεισιστράτου (527 π.Χ.) D.M. Lewis, “The tyranny of the Pisistratidae”,
στο CAH IV2 (1988), σ. 287.
179 Βλ. για την ανάληψη του αξιώματος του άρχοντος από τον Κλεισθένη (525/524 π.Χ.) D.M. Lewis,
“The tyranny of the Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 288∙ D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 61. 1, λ. «Μεγακλέα».
180 Βλ. για τον Λυκούργο, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (1. 59. 3) ήταν αρχηγός της πολιτικής
παρατάξεως των πεδινών (περί το 560 π.Χ.), E. Stein-Holkeskamp, “Lycurgus [5]”, ΒNP 7 (2005), σ. 933.

74
Μεγακλέους στον Πεισίστρατο και η σύναψη συγγενικών δεσμών μαζί του, είναι

αντιφατική με την περιγραφή του Ηροδότου (6. 121 και 123) για το μίσος που ένιωθαν οι

Αλκμεωνίδες για την τυραννίδα.181 Έπειτα, σύμφωνα με τον ιστορικό, η διαμάχη μεταξύ

Μεγακλέους και Πεισιστράτου προήλθε από αγανάκτηση και οργή του πρώτου για τον

δεύτερο λόγω της προσβολής που του έκανε ο τύραννος (1. 61. 1-2) και όχι από τα

δημοκρατικά φρονήματα του Μεγακλέους, όπως αφήνει ο Πλούταρχος να φανεί στην

αφήγησή του. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να φαίνεται απίθανη στο βιογράφο η

συναλλαγή μεταξύ Μεγακλέους και Πεισιστράτου, καθώς ο Μεγακλής εφήρμοζε

πολιτικούς ελιγμούς με στόχο την εξυπηρέτηση των φιλόδοξων στόχων του για εξουσία,

όπως ακριβώς έκανε και ο γιος του Κλεισθένης αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις κατά την

τυραννίδα του Ιππία. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι οι Αλκμεωνίδες, όπως ο Μεγακλής και ο

γιος του Κλεισθένης που ήλθαν σε συνεννόηση με τους τυράννους στην Αθήνα, δεν

έτρεφαν αισθήματα μίσους γι’ αυτούς, αφού είχαν εξοριστεί182 από αυτούς και, κατά τη

διάρκεια της εξορίας τους, έκαναν πολλές απόπειρες για να εκδιώξουν τους τυράννους,

έως ότου το επέτυχαν το 510 π.Χ.

10. Ο Ηρόδοτος, αμαυρώνοντας το όνομα του Λακεδαιμονίου Οθρυάδου, του μοναδικού

επιζώντος της πρώτης μάχης μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αργείων για την κατοχή της

Θυρέας, καταλογίζει την ήττα στους Λακεδαιμονίους (κεφ. 17).

Κεφ. 17. « Ἵνα τοίνυν μηδ’ οἱ Λακεδαιμόνιοι τῶν Ἀθη-

ναίων ἔλαττον ἔχωσι τῆς κακοηθείας, τὸν ἐν αὐτοῖς

μάλιστα θαυμαζόμενον καὶ τιμώμενον ὅρα πῶς

181 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 60. 2.
182 Ηρόδ. 5. 62 (για την εξορία των Αλκμεωνιδών κατά τη διάρκεια της τυραννίδος των
Πεισιστρατιδών). Βλ. για την απουσία των Αλκμεωνιδών από την Αθήνα μετά τη μάχη της
Παλλήνης (546 π.Χ.), τη συμφιλίωση τους έπειτα με τον Πεισίστρατο ή με τους Πεισιστρατίδες κατά
το θάνατο του Πεισιστράτου (527 π.Χ.), και εξορία πάλι για τους Αλκμεωνίδες ως επακόλουθο της
δολοφονίας του Ιππάρχου (514 π.Χ.) P.J. Rhodes, Athenaion Politeia, σχόλια στο χωρίο 19. 3, λ. «οἱ
φυγάδες ὧν οἱ Ἀλκμεωνίδαι προειστήκεσαν».

75
858 D διαλελύμανται, τὸν Ὀθρυάδαν∙ “τὸν δὲ ἕνα,” φησί,

“τὸν περιλειφθέντα τῶν τριηκοσίων αἰσχυνόμενον

ἀπονοστέειν ἐς Σπάρτην, τῶν συλλοχιτέων διεφθαρ-

μένων, αὐτοῦ μιν ἐν τῇσι Θυρέῃσι καταχρήσασθαι

ἑωυτόν.” ἄνω μὲν γὰρ ἀμφοτέροις ἐπίδικον εἶναι

τὸ νίκημά φησιν, ἐνταῦθα δὲ τῇ αἰσχύνῃ τοῦ

Ὀθρυάδου τὴν ἧτταν τῶν Λακεδαιμονίων κατε-

μαρτύρησεν∙ ἡττηθέντα μὲν γὰρ ζῆν αἰσχρὸν ἦν,

περιγενέσθαι δὲ νικῶντα κάλλιστον».

«Για να μη λάβουν, λοιπόν, οι Λακεδαιμόνιοι, σε σύγκριση με τους Αθηναίους,

μικρότερο μερίδιο κακοηθείας του Ηροδότου, βλέπε (αναγνώστη) πώς έβλαψε σφόδρα τον

Οθρυάδα, τον οποίο θαυμάζουν και τιμούν περισσότερο απ’ όλους οι Λακεδαιμόνιοι. Λέει

“΄ότι ο μοναδικός επιζών από τους τριακοσίους Σπαρτιάτες, επειδή ντρεπόταν να

επιστρέψει στη Σπάρτη, καθώς οι συμπολεμιστές του είχαν σκοτωθεί, αυτοκτόνησε στη

Θυρέα”. Ενώ προηγουμένως στην αφήγησή του ισχυρίζεται ότι η νίκη είναι

αμφισβητούμενη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους, σ’ αυτό εδώ το σημείο, μέσω της

αισχύνης του Οθρυάδου, καταμαρτυρεί την ήττα στους Λακεδαιμονίους, διότι να ζει κανείς,

ύστερα από ήττα, ήταν αισχρό, ενώ να επιβιώσει, μετά από νίκη, λαμπρότατο».

Ο βιογράφος ολοκληρώνει την παρέκβασή του περί των Ελλήνων και περί των

ελληνικών γεγονότων μεταβαίνοντας από την αναφορά του για τους Αθηναίους στους

Λακεδαιμονίους, για να μη φανούν οι τελευταίοι ότι υφίστανται από τον ιστορικό λιγότερη

κακοήθεια απ’ ό,τι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με την αφήγηση του Πλουτάρχου. Ο

Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται το χωρίο του Ηροδότου που

περιγράφει τα γεγονότα της διαμάχης μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αργείων για την

περιοχή της Θυρέας.183 Συγκεκριμένα, ο ιστορικός περιγράφει184 τις δύο μάχες185 που είχαν

183 Πρόκειται για την περιοχή της Κυνουρίας ή αλλιώς της Θυρεάτιδος, που έπειτα αποκαλούνταν
Θυρέα: βλ. A.J.S. Spawforth, ”Cynuria”, OCD3 (1996), σ. 419. Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 73. 3, αναφέρει
τους Κυνουρίους να εξουσιάζονται από τους Αργείους. Ο Θουκυδίδης στο χωρίο 5. 41. 2, αναφέρει
ότι η περιοχή της Κυνουρίας, την οποία νέμονται οι Λακεδαιμόνιοι τον 5ο αι. π.Χ., έχει την πόλη
Θυρέα και Ανθήνη. Για την τοποθεσία της Θυρέας στον κόλπο της Αργολίδος στα ΒΑ του όρους

76
ως αποτέλεσμα την επικράτηση, εν τέλει, των Λακεδαιμονίων και την κατοχή από αυτούς

της περιοχής της Θυρέας. Ο ιστορικός παραθέτει στη διήγησή του τη φιλονεικία μεταξύ

Άργους και Σπάρτης με αφορμή την αποστολή πρέσβεων από τον Κροίσο στην Σπάρτη με

αίτημα την παροχή βοηθείας προς τους Λυδούς που πολιορκούνταν από τους Πέρσες στις

Σάρδεις.186 Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο για αντίφαση στην αφήγησή του, καθώς

ο βιογράφος αναφέρει ότι, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση, ενώ η μάχη187 ανάμεσα

στους Λακεδαιμονίους και τους Αργείους ήταν αμφισβητούμενη, έπειτα, με την

αυτοχειρία188 του Οθρυάδου,189 οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν στη μάχη. Ο Ηρόδοτος

καταγράφει την αυτοκτονία του Οθρυάδου στη Θυρέα χρησιμοποιώντας το γ’ πληθυντικού

Πάρνωνος βλ. Y. Lafond, ”Cynuria [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 1063. Η Θυρεάτιδα αποτελούσε πεδίο
ανταγωνισμού μεταξύ του Άργους και της Σπάρτης τον 5ο αι. π.Χ. Για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ
των δύο πόλεων τον χειμώνα του 421 π.Χ. (Θουκ. 5. 41) βλ. A. Andrewes, “The Pease of Nicias and the
Sicilian Expedition”, στο CAH V2 (1992), σ. 435.
184 Ηρόδ. 1. 82.
185 Βλ. για τις δύο μάχες μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αργείων στην Θυρεάτιδα (περί το 546 π.Χ.)
N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 356.
186 Ηρόδ. 1. 83. Βλ. για την πολιορκία των Σάρδεων και την υποδούλωση των Λυδών στους Πέρσες
(547 π.Χ.) T. Cuyler Young, “The early history of the Medes and the Persians and the Achaemenid empire
to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ. 34-35.
187 Οι D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 82. 4, αναφέρουν
ότι η μάχη διεξήχθη στο Πάρπαρον, όπου βρέθηκε ο τύμβος των σκοτωμένων στρατιωτών (Παυσ. 2.
38. 5). Βλ. για την τοποθεσία Πάρπαρον και για την καθιέρωση της εορτής των Παρπαρονίων στη
Σπάρτη ως ανάμνηση της νίκης Y. Lafond, “Parparus”, ΒNP 10 (2007), σ. 555-556.
188 Για το ενδεχόμενο η αυτοχειρία του Οθρυάδου να είναι επινόηση της λαϊκής σπαρτιατικής
παραδόσεως λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει με τη μάχη των Θερμοπυλών βλ. E. David,
“Suicide in Spartan society”, στο T.J. Figueira (ed.), Spartan Society, Llandysul 2004, σ. 29-30. Οι W.W.
How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 82. 8, αναφέρουν δύο καταγραφές σχετικές
με τον Οθρυάδα: α) χωρίο του Παυσανία (2. 20. 7) που αναφέρει ότι τον Οθρυάδα τον σκότωσε ο
Αργείος Περίλαος, γιός του ενός εκ των δύο επιζώντων της πρώτης μάχης Αλκήνορος: «ἐν δὲ αὐτῷ
καὶ ἄλλα θέας ἄξια καὶ ἀνὴρ φονεύων ἐστὶν ἄνδρα, Ὀθρυάδαν τὸν Σπαρτιάτην Περίλαος Ἀργεῖος ὁ
Ἀλκήνορος», και β) απόσπασμα (FHG IV, σ. 361, απ. 2) του Κορίνθιου συγγραφέως Χρύσερμου, για
τον οποίο δε γνωρίζουμε σε ποιά εποχή έζησε, στο οποίο ο Χρύσερμος προσθέτει στοιχεία στην
ηροδότεια αφήγηση, παρουσιάζοντας τον Οθρυάδα σοβαρά τραυματισμένο από τη μάχη να στήνει
τρόπαιο νίκης με επιγραφή γραμμένη με το αίμα του. Βλ. αναλυτικά για την αυτοχειρία των
Σπαρτιατών E. David, “Suicide in Spartan society”, σ. 25-46.
189 Βλ. για τον Οθρυάδα M. Meier, “Othryadas”, ΒNP 10 (2007), σ. 296.

77
προσώπου ρήμα «λέγουσι», εννοώντας, πιθανότατα, τους Σπαρτιάτες να το λένε190 αυτό. Ο

Πλούταρχος, όμως, αναφέρει την ίδια ιστορία, χρησιμοποιώντας το γ’ ενικού προσώπου

ρήμα «φησίν» (αντί του ρήματος «λέγουσι»), αποδίδοντας την πληροφορία στον Ηρόδοτο.

Αυτό το κάνει ο βιογράφος επειδή θέλει, κατά τη γνώμη μου, να αποδώσει στον ιστορικό τη

δήλωση της ήττας των Λακεδαιμονίων στη μάχη με τους Αργείους, που έρχεται σε

αντίφαση με την άλλη δήλωση του Ηροδότου για αμφισβητούμενο αποτέλεσμα της μάχης,

εκθέτοντας έτσι τον ιστορικό στα μάτια του αναγνώστη.

Σύμφωνα, όμως, με το ηροδότειο χωρίο (1. 82), έγιναν δύο μάχες μεταξύ των

αντιπάλων. Στην πρώτη συμμετείχαν τριακόσιοι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές,

χωρίς, όμως, να επιτευχθεί νίκη, καθώς από τους τρείς επιζώντες της μάχης, δύο Αργείους

και έναν Σπαρτιάτη, τον Οθρυάδα, οι μεν Αργείοι έφυγαν από το πεδίο της μάχης με την

πεποίθηση ότι ήταν οι νικητές, ο δε Οθρυάδας, αν και ένας, παρέμεινε στον τόπο, σκύλευσε

τους νεκρούς Αργείους και επέστρεψε στο στρατόπεδο με τα λάφυρα ως απόδειξη της

νίκης∙ ο Ηρόδοτος αναφέρει το σκότος ως αιτία για την παύση της μάχης. Η αφήγηση,

όμως, του ιστορικού δημιουργεί εύλογο ερώτημα: οι δύο Αργείοι επιζώντες, ο Αλκήνωρ και

ο Χρομίος, έφυγαν από το πεδίο της μάχης χωρίς τουλάχιστον να εξαναγκάσουν πρώτα σε

φυγή, αν όχι να σκοτώσουν, τον μοναδικό Σπαρτιάτη επιζώντα και να ασφαλίσουν έτσι τη

νίκη για το Άργος, παρά του επέτρεψαν να σκυλεύσει ανενόχλητα τους σκοτωμένους

συμπολεμιστές τους, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους Σπαρτιάτες να διεκδικήσουν

τη νίκη; Όταν την επομένη ημέρα συναντήθηκαν οι δύο στρατοί και διαπιστώθηκε

διχογνωμία για τον τελικό νικητή, έγινε μάχη που έληξε με νίκη των Λακεδαιμονίων. Ο

Πλούταρχος, όμως, δεν αναφέρει ολοκληρωμένη την ηροδότεια διήγηση, ότι δηλαδή

ακολούθησε και δεύτερη πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο πλευρές που έκρινε το

νικητή και, συνεπώς, την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων στη Θυρέα, αλλά εστιάζει στο

αμφισβητούμενο αποτέλεσμα της πρώτης μάχης.

Και με την αναφορά του βιογράφου στην αυτοκτονία του Οθρυάδου στη Θυρέα

επιδιώκει να διαστρεβλώσει την ίδια τη διήγηση του ιστορικού καταλογίζοντάς του ότι

190 Βλ. για την εύλογη αυτή ερμηνεία D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 1. 82. 4.

78
υπονοεί την ήττα των Λακεδαιμονίων στη μάχη, παραλείποντας τη ρητή δήλωση του

Ηροδότου ότι στην δεύτερη και τελική αναμέτρηση νίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι. Προσπαθεί,

δηλαδή, ο Πλούταρχος να εκμεταλλευθεί την αναφορά του ιστορικού στην αυτοχειρία του

Οθρυάδου, και να του προσάψει τη δήλωση περί ήττας των Λακεδαιμονίων στη μάχη,

καθώς οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν αισχρή την επιβίωση των στρατιωτών ύστερα από ήττα,

σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του βιογράφου. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση δεν

έχουμε την ήττα των Σπαρτιατών που θα δικαιολογούσε την αυτοχειρία του Οθρυάδου και

θα δικαίωνε την κακοήθεια που προσάπτει ο Πλούταρχος στον Ηρόδοτο. Η αιτία της

αυτοκτονίας του Οθρυάδου, σύμφωνα με τον ιστορικό, ήταν η αισχύνη που ένιωθε, καθώς

όλοι οι συλλοχίτες σκοτώθηκαν ενώ εκείνος σώθηκε.

Δεν είναι καθόλου κατανοητή η χρήση του ρήματος «διαλελύμανται» από τον

Πλούταρχο, καθώς ο Ηρόδοτος, κατά τη γνώμη μου, δεν προσβάλλει καθόλου τον

Οθρυάδα στην ιστορική του διήγηση. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο

Ηρόδοτος, σύμφωνα με τη διήγησή του, τον εγκωμιάζει, καθώς δεν έφυγε από το πεδίο της

μάχης, όντας αυτός ένας εναντίον δύο Αργείων, μένοντας πιστός στο καθήκον του. Και

σχετικά με την αυτοκτονία του στη Θυρέα, ο Ηρόδοτος απλά παραθέτει το γεγονός χωρίς

να κρίνει θετικά ή αρνητικά την πράξη.

11. Ο Ηρόδοτος περιγράφει με αντιφάσεις τον Κροίσο, παρουσιάζοντάς τον, κατά την

αιχμαλωσία του, ως σοφό σύμβουλο του Κύρου, ενώ πριν, κατά τη διάρκεια της βασιλείας

του, ως άνθρωπο δίχως σύνεση και ασεβή, καθώς τα αναθήματα που προσέφερε στους

θεούς ήταν προϊόν εγκληματικής πράξεως (κεφ. 18).

Κεφ. 18. «Ἐῶ τοίνυν ὅτι τὸν Κροῖσον ἀμαθῆ καὶ ἀλα-

ζόνα καὶ γελοῖον φήσας ἐν πᾶσιν, ὑπὸ τούτου φησίν,

αἰχμαλώτου γενομένου, καὶ παιδαγωγεῖσθαι καὶ

νουθετεῖσθαι τὸν Κῦρον, ὃς φρονήσει καὶ ἀρετῇ καὶ

858 E μεγαλονοίᾳ πολὺ πάντων δοκεῖ πεπρωτευκέναι τῶν

βασιλέων∙ τῷ δὲ Κροίσῳ μηδὲν ἄλλο καλὸν ἢ τὸ

79
τιμῆσαι τοὺς θεοὺς ἀναθήμασι πολλοῖς καὶ μεγάλοις

μαρτυρήσας, αὐτὸ τοῦτο πάντων ἀσεβέστατον ἀπο-

δείκνυσιν ἔργον. ἀδελφὸν γὰρ αὐτοῦ Πανταλέοντα

περὶ τῆς βασιλείας αὐτῷ διαφέρεσθαι, ζῶντος ἔτι

τοῦ πατρός∙ τὸν οὖν Κροῖσον, ὡς εἰς τὴν βασιλείαν

κατέστη, τῶν ἑταίρων καὶ φίλων τοῦ Πανταλέοντος

F ἕνα τῶν γνωρίμων ἐπὶ κνάφου διαφθεῖραι καταξαι-

νόμενον, ἐκ δὲ τῶν χρημάτων αὐτοῦ ποιησάμενον

ἀναθήματα τοῖς θεοῖς ἀποστεῖλαι».

«Παραλείπω, όμως, τον ισχυρισμό του Ηροδότου ότι ο Κροίσος είναι σε όλα τα

ζητήματα αμαθής, αλαζών και γελοίος, ενώ, αφ’ ότου αιχμαλωτίστηκε, λέει ότι

παιδαγώγησε και νουθέτησε τον Κύρο, ο οποίος θεωρείται ότι είναι ανώτερος κατά πολύ

απ’ όλους τους βασιλείς στη φρόνηση, στην αρετή και στη μεγαλοφυΐα. Για τον Κροίσο δεν

μαρτυρεί καμιά άλλη αρετή, παρά ότι τίμησε με πολλά και μεγάλα αναθήματα τους θεούς,

αλλά και αυτή εδώ την αρετή την παρουσιάζει ως την πιο ασεβή πράξη απ’ όλες. Λέει,

δηλαδή, ότι ο αδελφός του ο Πανταλέων διεκδικούσε από τον Κροίσο τη βασιλεία, ενώ ο

πατέρας τους ζούσε ακόμα. Όταν ο Κροίσος έγινε βασιλεύς, σκότωσε κάποιον πολύ

πλούσιο άνθρωπο, που ήταν φίλος και σύντροφος του Πανταλέοντος, τεμαχίζοντάς τον με

κτένα, και από την περιουσία εκείνου κατασκεύασε αναθήματα που τα έστειλε στους

θεούς».

Ο Πλούταρχος, σ’ αυτό το κεφάλαιο, συνεχίζοντας από το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο

την αφήγησή του για τους βαρβάρους, πραγματεύεται τους κακοήθεις, κατά το βιογράφο,

χαρακτηρισμούς του Ηροδότου για τον βασιλέα των Λυδών Κροίσο. Συγκεκριμένα, ο

Πλούταρχος αναδεικνύει δύο ζητήματα σχετικά με τον Κροίσο.

Το πρώτο, αν και ρητά δηλώνει ο βιογράφος ότι απλά το αναφέρει χωρίς να του δίδει

πρωτεύουσα σημασία στο παρόν κεφάλαιο, είναι η αντίφαση που υπάρχει στην ηροδότεια

διήγηση. Δηλαδή ο ιστορικός, κατά τον Πλούταρχο, αφ’ ενός χαρακτηρίζει τον Κροίσο

αμαθή, αλαζόνα και γελοίο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, αφ’ ετέρου τον

80
παρουσιάζει να συμβουλεύει191 τον μεγαλοφυή και ενάρετο Κύρο,192 έπειτα από την ήττα193

του Λυδού βασιλέως στον πόλεμο που διεξήγαγε εναντίον των Περσών. Τους αρνητικούς,

όμως, χαρακτηρισμούς που αποδίδει ο Πλούταρχος στον Ηρόδοτο ότι κατέγραψε στις

Ιστορίες του για τον Κροίσο, δεν τους ανέφερε καθόλου στη διήγησή του ο ιστορικός∙ ο

Πλούταρχος καταλήγει σ’ αυτούς τους αρνητικούς όρους για τον Κροίσο ύστερα από κρίση

των ηροδότειων χωρίων194 στα οποία ο ιστορικός περιγράφει τα έργα και τα λόγια του

Λυδού βασιλέως. Κατά τη γνώμη μου, τα χωρία αυτά επιβεβαιώνουν τους χαρακτηρισμούς

του Πλουτάρχου για τον Κροίσο, αλλά δεν προσφέρονται όλα μόνο για την ανάδειξη των

αρνητικών στοιχείων του Κροίσου.195

191 Ηρόδ. 1. 88-90. 1. Ο Κύρος, κατά τον Α. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ.
18 (Ηθικά 858D), μεταχειρίστηκε τον Κροίσο όπως έκανε πριν με τον Αστυάγη, τον βασιλέα των
Μήδων (Ηρόδ. 1. 130. 3).
192 Βλ. αναλυτικά για τον Κύρο (II.?), τον ιδρυτή της περσικής αυτοκρατορίας (βασίλευσε τα έτη 559? –
530 π.Χ.) J. Wiesehofer, “[2] Cyrus”, ΒNP 4 (2004), σ. 17-20.
193 Βλ. για τον πόλεμο μεταξύ Λυδών και Περσών, την ήττα και υποδούλωση των πρώτων στους
δεύτερους (547 π.Χ.) T. Cuyler Young, “The early history of the Medes and the Persians and the
Achaemenid empire to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ. 33-35.
194 Κατά τον L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 18, σημ. d (Ηθικά 858D), τα
χωρία του Ηροδότου στα οποία αναφέρεται ο βιογράφος είναι τα εξής: α) το τέχνασμα του Βίαντα
από την Πριήνη ή του Πιττακού από την Μυτιλήνη να αποτρέψει τον Κροίσο να εκστρατεύσει
εναντίον των νήσων του Αιγαίου (Ηρόδ. 1. 27), β) η απάντηση του Σόλωνος στην ερώτηση του Λυδού
βασιλέως για το ποιόν άνθρωπο θεωρεί τον πιο ευτυχισμένο στον κόσμο, αναφέροντας τον Τέλλο
τον Αθηναίο και τους αδελφούς Κλέοβη και Βίτωνα και όχι τον ίδιο τον Κροίσο (Ηρόδ. 1. 30-33), γ) η
εσφαλμένη ερμηνεία των πυθικών χρησμών από τον Κροίσο που τον ώθησαν στον καταστρεπτικό
πόλεμο εναντίον των Περσών (Ηρόδ. 1. 53-56), δ) τα σοφά λόγια του Λυδού Σανδάνη στον Κροίσο να
μην εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, συμβουλή που δεν ακολούθησε ο Λυδός βασιλεύς (Ηρόδ. 1.
71), και ε) η συμβουλή του Θαλή του Μιλησίου στον Κροίσο για την εκτροπή του ποταμού Άλυος,
δίνοντας λύση στο πρόβλημα του στρατού του Λυδού βασιλέως να διαβεί τον ποταμό και να
αναμετρηθεί με τους Πέρσες (Ηρόδ. 1. 75).
195 Κατά τη γνώμη μου, το σχετικό χωρίο (Ηρόδ. 1. 27), δεν αναδεικνύει μονάχα την ευπιστία του
Κροίσου στο τέχνασμα του Βίαντα ή του Πιττακού να αποτρέψει τον Λυδό βασιλέα να εκστρατεύσει
εναντίον των νήσων του Αιγαίου, αλλά και τη σύνεση του Κροίσου που πείστηκε από τον Έλληνα
σοφό ότι δεν θα έπρεπε να δοκιμάσει το στόλο του εναντίον των έμπειρων στις ναυμαχίες Ελλήνων.
Επίσης, το σχετικό χωρίο (Ηρόδ. 1. 75), όπου στο πρόβλημα να διαβεί ο στρατός του Κροίσου τον
ποταμό Άλυ έδωσε τη λύση ο Θαλής με εκτροπή του ρού του ποταμού, αναδεικνύει βέβαια την
αμηχανία του Κροίσου και την έλλειψή του να δώσει πρακτική λύση, δείχνει, όμως, ότι είναι ικανός

81
Από τη διήγηση του Πλουτάρχου είναι δύσκολο να εξαχθεί η γνώμη του βιογράφου

για τον Κροίσο. Και αυτό επειδή, αφ’ ενός, τον χαρακτηρίζει αμαθή, αλαζόνα και γελοίο,

παρουσιάζοντας τους όρους αυτούς ως κρίσεις του Ηροδότου, τις οποίες, όμως, δεν

κατέγραψε στο έργο του ο ιστορικός. Αφ’ ετέρου, παρουσιάζει εμμέσως τον Κροίσο να μην

έχει αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά, καθώς η απόφαση του Κύρου να επιλέξει τον

Κροίσο ως σύμβουλό του, δείχνει ότι εκτίμησε τη δυνατότητα του τελευταίου να παρέχει

σοφές συμβουλές, διαφορετικά ο Κύρος δεν θα ήταν ο πιο σώφρων και ο πιο μεγαλοφυής

απ’ όλους τους βασιλείς, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Πλουτάρχου. Αλλά και η άποψη

του βιογράφου ότι ο Κροίσος, έπειτα από την υποταγή του στον Κύρο, παρουσιάζεται από

τον Ηρόδοτο με απόλυτα θετικό τρόπο ως σοφός σύμβουλος και παιδαγωγός του Πέρση

βασιλέως, μεταβάλλοντας ο Κροίσος την έως τότε αμάθεια, αλαζονεία και γελοιότητά του

σε σοφία, είναι επισφαλής. Και αυτό, επειδή ο ιστορικός, κατά τη γνώμη μου, δεν

περιγράφει τον Κροίσο μόνο με θετικούς χαρακτηρισμούς από τη στιγμή που

αιχμαλωτίζεται από τον Κύρο, αλλά τον παρουσιάζει και με αρνητικό τρόπο. Στα χωρία

του ιστορικού (1. 90. 2 - 91) δίδεται η εντύπωση ότι ο Κροίσος, ως σοφός πλέον σύμβουλος

του Κύρου, δεν έχει αλλάξει καθόλου τρόπο σκέψεως από τότε που βασίλευε, καθώς

απέδιδε την απώλεια του βασιλείου του στους χρησμούς του Απόλλωνος και όχι στην

εσφαλμένη ερμηνεία που τους έδωσε, σφάλμα το οποίο αποδέχθηκε ύστερα από την

εξήγηση της Πυθίας. Κατά τη γνώμη μου, ο Ηρόδοτος περιγράφει έναν αμετάβλητο στις

σκέψεις και πράξεις Κροίσο και όχι δύο διαφορετικούς, όπως θεωρεί ο Πλούταρχος, δηλαδή

έναν ανόητο βασιλέα και έναν υπήκοο – σοφό σύμβουλο του Κύρου. Από τη διήγηση,

λοιπόν, του Πλουτάρχου είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε αν ο βιογράφος, που

κατηγορούσε τον Ηρόδοτο επειδή παρουσίασε τον Κροίσο αμαθή, αλαζόνα και γελοίο σε

όλα τα ζητήματα, αποδεχόταν αυτούς τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τον Κροίσο, με

μόνη διαφορά από τον ιστορικό ότι δεν θεωρούσε τέτοιο τον Λυδό βασιλέα σε όλα τα

ζητήματα∙ ή αν οδηγήθηκε ο βιογράφος στην περιγραφή των δύο ηροδότειων Κροίσων,

λόγω της προδιαθέσεώς του να παρουσιάσει αντιφατική την διήγηση του ιστορικού. Ο

ηγέτης καθώς έχει δίπλα του, ως συμβούλους, ευφυείς ανθρώπους, αλλά και ότι έχει την διαύγεια
πνεύματος να αποδεχθεί εκείνη την πρόταση που θα λύσει το υπάρχον πρόβλημα.

82
Ηρόδοτος στην ιστορική του διήγηση δεν παρουσιάζει τον Κροίσο ρητά με αυτούς τους

αρνητικούς όρους και έτσι, είναι εύλογο να υποθέσουμε, ότι δεν έχει μονάχα αρνητική

γνώμη για τον Λυδό βασιλέα ή, στην ακραία περίπτωση, ότι ο ιστορικός δεν τον θεωρεί

αμαθή, αλαζόνα και γελοίο σε όλα τα ζητήματα, το οποίο, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου,

ισχυρίζεται για τον Ηρόδοτο ο βιογράφος.

Το δεύτερο ζήτημα που πραγματεύεται ο Πλούταρχος έχει σχέση με τα χρήματα

που δαπάνησε ο Κροίσος για την κατασκευή των πολλών και μεγάλων αναθημάτων που

προσέφερε στους θεούς. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κροίσος, αφού έγινε

βασιλεύς της Λυδίας, τιμώρησε με οικτρό θάνατο κάποιον πλούσιο εχθρό196 του που, κατά

τη διαμάχη για τη διαδοχή στο λυδικό θρόνο, οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του με σκοπό

να γίνει βασιλεύς ο αδελφός του Κροίσου ο Πανταλέων∙197 την περιουσία του

δολοφονηθέντος εχθρού του την άρπαξε και τη διέθεσε για αναθήματα στους θεούς. 198 Ο

Πλούταρχος, όμως, υπονοεί ότι ο Κροίσος υπήρξε ευσεβής και ότι η ιστορία με τον

Πανταλέοντα, αν δεν είναι επινόηση του Ηροδότου, στην καλύτερη περίπτωση δεν

αποδίδει την ιστορική πραγματικότητα. Γι’ αυτή του, όμως, τη θέση δεν αναφέρει κάποιο

στοιχείο που να την ενισχύει.

Ο ιστορικός αναφέρει επιπλέον στη διήγησή του ότι την αρπαχθείσα περιουσία από

πριν την είχε τάξει στους θεούς ο Κροίσος.199 Αλλά και ότι την προσέφερε ως αναθήματα σε

συγκεκριμένα ιερά και όχι πως όλες οι αναθέσεις του Λυδού βασιλέως σε ιερά προήλθαν

μονάχα από την περιουσία που άρπαξε από τον εχθρό του, όπως αφήνει ο βιογράφος να

196 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 92. 2, λ. «ἀνδρός», και ο Α.
Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 18 (Ηθικά 858Ε) αναφέρουν χωρίο του
συγγραφέως Νικολάου Δαμασκηνού (FGrH 90 F 65) που λέει: o εχθρός του Κροίσου ήταν ο
Σαδυάττης, ένας πολύ πλούσιος Λυδός έμπορος που αρνήθηκε να δανείσει χρήματα στον Κροίσο,
που τότε ακόμη δεν είχε διαδεχθεί στο θρόνο της Λυδίας τον πατέρα του Αλυάττη. Γι’ αυτήν την
προσβολή του Σαδυάττη ο Κροίσος υποσχέθηκε, όταν θα γινόταν βασιλεύς, να τον εκδικηθεί
αφιερώνοντας όλη την περιουσία του εμπόρου στη θεά Αρτέμιδα. Βλ. για το συγγραφέα Νικόλαο
Δαμασκηνό (67 π.Χ. - ; μ.Χ.) K. Meister, “[3] Nicolaus of Damascus”, ΒNP 9 (2006), σ. 725-728.
197 Ηρόδ. 1. 92. 3 (για τον ετεροθαλή αδελφό του Κροίσου Πανταλέοντα, που ήταν γιος του Αλυάττη
και μιας γυναίκας από την Ιωνία).
198 Ηρόδ. 1. 92.
199 Ηρόδ. 1. 92. 3: «τὴν δὲ οὐσίην αὐτοῦ ἔτι πρότερον κατιρώσας».

83
εννοηθεί.200 Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι τα αναθήματα που αφιέρωσε σε ελληνικά ιερά ο

Κροίσος, αφού είναι απόρροια εγκληματικής πράξεως του αναθέτη, δείχνουν ασέβεια προς

τα θεία και ακυρώνουν τη μοναδική, κατά τον βιογράφο, αρετή, που περιέγραψε ο

Ηρόδοτος για τον Κροίσο, τη θεοσέβειά του. Αλλά, όπως προανέφερα, ο Ηρόδοτος

κατέγραψε στη διήγησή του ότι ο Λυδός βασιλεύς αφιέρωσε αναθήματα σε ελληνικά ιερά

και από τη δική του περιουσία, που σημαίνει ότι ήταν θεοσεβής και ότι τιμούσε τους θεούς,

για να αποκτήσει και, έπειτα, να διατηρήσει την εύνοιά τους. Η θεοσέβεια του Κροίσου

διαπιστώνεται, επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, και από την απόφασή του να μην καρπωθεί

την αρπαχθείσα περιουσία για προσωπικό του όφελος, αλλά να προτιμήσει να την

αναθέσει στους θεούς.

12. Ο Ηρόδοτος, εσφαλμένα αναφέρει στη διήγησή του, ότι ο Δηιόκης έγινε ηγεμών των

Μήδων προσποιούμενος τον δίκαιο (κεφ. 18).

(858 F) Κεφ. 18. «Δηιόκην δὲ τὸν

Μῆδον ἀρετῇ καὶ δικαιοσύνῃ κτησάμενον τὴν ἡγε-

μονίαν οὐ φύσει γενέσθαι φησὶ τοιοῦτον, ἐρασθέντα

δὲ τυραννίδος ἐπιθέσθαι προσποιήματι δικαιοσύνης».

«Για τον Δηιόκη τον Μήδο λέει ότι απέκτησε την ηγεμονία με αρετή και δικαιοσύνη,

χωρίς, όμως, από τη φύση του να είναι τέτοιος άνθρωπος, αλλά ότι από αγάπη για την

εξουσία προσποιήθηκε τον δίκαιο».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται τις συνθήκες κατά τις

οποίες ο Δηιόκης201 ανέλαβε την ηγεσία των Μήδων. Ο Ηρόδοτος στην ιστορική του

200 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 1. 92. 2, διαχωρίζει τα αναθήματα που προσέφερε ο Κροίσος σε ελληνικά
ιερά ως εξής: στο ιερό της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς (Ηρόδ. 1. 92. 1) και στο ναό του Ισμηνίου
Απόλλωνος στη Θήβα προς τιμήν του Αμφιάραου (Ηρόδ. 1. 52) προσέφερε αφιερώματα από τη δική
του περιουσία, ενώ την αρπαχθείσα περιουσία την προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της
Αρτέμιδος στην Έφεσο (Ηρόδ. 1. 92. 1) και στο ναό των Βραγχιδών στη Μίλητο (Ηρόδ. 1. 92. 1-2).
201 Βλ. αναλυτικά για τον Δηιόκη, τον γιο του Φραόρτη και πρώτο ηγέτη των Μήδων (βασίλευσε 53
έτη), ο οποίος ταυτίζεται με το όνομα Daiaukku (τέλη του 8ου αι. π.Χ.) που αναφέρεται σε ασσυριακές

84
διήγηση περιγράφει τις συνθήκες αδικίας και ανομίας που επικρατούσαν στον καθημερινό

βίο των Μήδων, τις οποίες εκμεταλλεύθηκε ο Δηιόκης, προσποιήθηκε τον δίκαιο και

κατόρθωσε στην αρχή να γίνει δικαστής και έπειτα βασιλεύς των Μήδων.202 Οι Μήδοι, στην

ανάγκη τους να εμπιστευθούν έναν δίκαιο άνθρωπο που θα έθετε σε τάξη τα πράγματα

και θα επέβαλε καθεστώς ευνομίας, αποδέχθηκαν, σε συγκέντρωση που συνεκλήθη, την

πρόταση κάποιων φίλων του Δηιόκη να του αναθέσουν να γίνει βασιλεύς τους.203 Από την

αφήγηση του Πλουτάρχου γίνεται αντιληπτό ότι ο βιογράφος διαφωνεί με την ηροδότεια

άποψη που λέει ότι ο Δηιόκης κατόπιν σχεδίου υποκρίθηκε τον δίκαιο με στόχο να γίνει

ηγεμών των Μήδων, αλλά θεωρεί ότι ήταν πράγματι δίκαιος. Αυτή του, όμως, τη θέση ο

βιογράφος την υπονοεί και δεν τη στηρίζει καθόλου με επιχειρήματα.

Κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο του Δηιόκη, έτσι όπως το παρουσιάζει ο ιστορικός,

φαίνεται μακροπρόθεσμο και με αβέβαιη έκβαση. Και αυτό, επειδή κάποιος που επιθυμεί

να αποκτήσει την υπερτάτη εξουσία, συνήθως δεν διαθέτει την υπομονή να θέσει σε

εφαρμογή σχέδιο που η διάρκειά του είναι απροσδιόριστη και που για την επιτυχία του

στηρίζεται στην ευνοϊκή εξέλιξη των γεγονότων και στην ευμενή προς το πρόσωπό του

διάθεση των ομοφύλων του. Έτσι, οδηγείται σε σχέδιο που είναι δυνατόν να εκτελεστεί σε

σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς θα ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες να αποκαλυφθεί

και, κατ’ επέκταση, να αποτύχει. Γι’ αυτούς τους λόγους αποφασίζει τη βίαιη οδό204 των

όπλων που έχει γρήγορα αποτελέσματα. Η ανέλιξη, όμως, του Δηιόκη στη βασιλεία των

πηγές, A. kuhrt - H. Sancisi-Weerdenburg, “Deioces”, ΒNP 4 (2004), σ. 188-189∙ W.W. How - J. Wells, A
Commentary, App. III, 3.
202 Ηρόδ. 1. 96. 2. Ο ιστορικός, αναφερόμενος στον Δηιόκη, χρησιμοποιεί τρείς φορές τη λέξη
«τυραννίδα» στα χωρία Ηρόδ. 1. 96. 1-2, 100. 1, ενώ στα χωρία Ηρόδ. 1. 97. 3-99. 1, χρησιμοποιεί τον
όρο «βασιλεία» ή παράγωγά του οκτώ φορές. Κατά τον V. Parker, “Τύραννος. The semantics of a
political concept from Archilochus to Aristotle”, Hermes 126 (1998), σ. 161-164, ο όρος «τύραννος»
χρησιμοποιείται από τον Ηρόδοτο ως συνώνυμος του όρου «βασιλεύς». Σύμφωνα, όμως, με τη
διαπίστωση των W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 96, στοιχεία όπως οι
φίλοι του τυράννου στο χωρίο Ηρόδ. 1. 97. 2, οι σωματοφύλακες στο χωρίο Ηρόδ. 1. 98. 2 και οι
κατάσκοποι στο χωρίο Ηρόδ. 1. 100. 2 παραπέμπουν σε συνωδά χαρακτηριστικά της ελληνικής
τυραννίδος.
203 Ηρόδ. 1. 97. 2-98. 1.
204 Βλ. για τη χρήση βίας των επίδοξων σφετεριστών της εξουσίας A. Andrewes, The Greek Tyrants,
London 1960, σ. 7.

85
Μήδων, σύμφωνα με την περιγραφή του Ηροδότου, δεν βασίστηκε στη χρήση βίας. Ο

Δηιόκης, αν ο Ηρόδοτος περιγράφει ορθά τις εξ αρχής ηγεμονικές του προθέσεις, δείχνει

ότι έχει επενδύσει πολύ χρόνο υποκρινόμενος τον δίκαιο, στην αρχή για να αποκτήσει την

αναγνώριση των συγχωριανών του ώστε να τον προτείνουν για δικαστή της κώμης τους, 205

έπειτα για να εξαπλωθεί η φήμη της δικαιοσύνης του στις γειτονικές κώμες και κατόπιν σε

όλη την επικράτεια των Μήδων,206 για να τον εμπιστευθούν και στη συνέχεια για να του

προτείνουν τη βασιλεία. Αν και δεν διαθέτουμε άλλες πληροφορίες εκτός από αυτές της

διηγήσεως του Ηροδότου για την ανάδειξη του Δηιόκη ως ηγεμόνος της Μηδίας, και

κρίνοντας από τη σιωπή του Πλουτάρχου ότι ο βιογράφος δεν γνώριζε κάτι περισσότερο, η

πιο πιθανή, κατά τη γνώμη μου, εξήγηση για την ανέλιξη του Δηιόκη είναι ότι ήταν

πράγματι δίκαιος και πριν και μετά την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας του. Και αυτό, επειδή ο

ιστορικός αναφέρει ότι ο Δηιόκης εξακολουθούσε να δικάζει με δίκαιο τρόπο τις υποθέσεις

των υπηκόων του μετά την εδραίωση της ηγεμονίας του.207 Αλλά αυτή η αναφορά του

Ηροδότου προκαλεί αντίφαση, καθώς θα αναμέναμε να αναγνώσουμε από τον ιστορικό

ότι ο Δηιόκης δικάζει πλέον με άδικο τρόπο, ώστε να είναι πιο πειστική η άποψη του

ιστορικού ότι ανεδείχθη ηγεμών των Μήδων προσποιούμενος τον δίκαιο ενώ δεν ήταν. Και

ούτε αναφέρει ο ιστορικός ότι ο Δηιόκης συνεχίζει να προσποιείται ότι δικάζει δίκαια για

να αποφύγει μια ενδεχόμενη δυσαρέσκεια του λαού στο πρόσωπό του που θα μπορούσε να

τον οδηγήσει σε απόπειρα ανατροπής από την εξουσία του. Πριν, όμως, αναδειχθεί ηγέτης

στη Μηδία, άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται η δικαιοσύνη του από τους συμπατριώτες

του και να τον τιμούν με αξιώματα, δίδοντάς του έτσι τη δυνατότητα να θέσει σε εφαρμογή

τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για την ηγεμονία των Μήδων.

II. Τα Ελληνικά (κεφ. 19-43).

Προ της Ιωνικής επαναστάσεως

205 Ηρόδ. 1. 96. 2.


206 Ηρόδ. 1. 96. 3.
207 Ηρόδ. 1. 100.

86
1. Ο Ηρόδοτος περιγράφει με προσβλητικό τρόπο τους Ίωνες (κεφ. 19).

(858 F) Κεφ. 19. «Ἀλλ’ ἀφίημι τὰ τῶν βαρβάρων· ἀφθονίαν

γὰρ αὐτὸς ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς πεποίηκεν. Ἀθη-

ναίους τοίνυν καὶ τοὺς πολλοὺς τῶν ἄλλων Ἰώνων

ἐπαισχύνεσθαι τῷ ὀνόματι τούτῳ, μὴ βουλομένους

ἀλλὰ φεύγοντας Ἴωνας κεκλῆσθαι, τοὺς δὲ νομί-

ζοντας αὐτῶν γενναιοτάτους εἶναι καὶ ὁρμηθέντας

ἀπὸ τοῦ πρυτανηίου τῶν Ἀθηναίων ἐκ βαρβάρων

παιδοποιήσασθαι γυναικῶν, πατέρας αὐτῶν καὶ ἄν-

δρας καὶ παῖδας φονεύσαντας∙ διὸ τὰς γυναῖκας

νόμον θέσθαι καὶ ὅρκους ἐπελάσαι καὶ παραδοῦναι

ταῖς θυγατράσι, μήποτε ὁμοσιτῆσαι τοῖς ἀνδράσι

μηδ’ ὀνομαστὶ βοῆσαι τὸν αὑτῆς ἄνδρα∙ καὶ τοὺς

859 Α νῦν ὄντας Μιλησίους ἐξ ἐκείνων γεγονέναι τῶν

γυναικῶν. ὑπειπὼν δὲ καθαρῶς Ἴωνας γεγονέναι

τοὺς Ἀπατούρια ἄγοντας ἑορτήν, “ἄγουσι δὲ πάν-

τες,” φησί, “πλὴν Ἐφεσίων καὶ Κολοφωνίων.”

τούτους μὲν οὕτως ἐκκέκλεικε τῆς εὐγενείας».

«Αλλά αφήνω τα ηροδότεια χωρία που αναφέρονται στους βαρβάρους∙ προσφέρει,

άλλωστε, αφθονία παραδειγμάτων για τα ελληνικά ζητήματα. (Ο Ηρόδοτος λέει) πως οι

Αθηναίοι και πολλοί άλλοι Ίωνες αισχύνονται για το όνομά τους, πως δεν θέλουν και

αποφεύγουν να αποκαλούνται Ίωνες, και πως εκείνοι που νομίζουν ότι είναι οι

ευγενέστεροι Ίωνες και ήλθαν από το πρυτανείο των Αθηνών, απέκτησαν παιδιά με

βάρβαρες γυναίκες, αφού σκότωσαν τους πατέρες, τους συζύγους και τα παιδιά τους. Γι’

αυτό το λόγο οι γυναίκες αποφάσισαν και έδωσαν όρκους, που τους μεταβίβασαν στις

θυγατέρες τους, ποτέ να μη τρώνε μαζί με τους άνδρες τους και καθεμιά να μην αποκαλεί

το σύζυγό της με το όνομά του. Και πως οι σημερινοί Μιλήσιοι κατάγονται από εκείνες τις

87
γυναίκες. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι ’’καθαροί’’ Ίωνες είναι εκείνοι που τελούν την εορτή

των Απατουρίων, την οποία, ισχυρίζεται, ’’ότι την τελούν όλοι εκτός από τους Εφεσίους και

τους Κολοφωνίους.’’ Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο αποκλείει τους προαναφερθέντες από

την ευγενική καταγωγή».

Ο Πλούταρχος, στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, δηλώνει ότι αφήνει τα ηροδότεια

χωρία τα σχετικά με τους βαρβάρους και ότι θ’ ασχοληθεί με τα χωρία που αναφέρονται

στους Έλληνες. Ο βιογράφος αρχίζει την αναφορά του με τους Ίωνες και, συγκεκριμένα, με

την αισχύνη που ένιωθαν για το όνομά τους, με την ευγενεστάτη καταγωγή των Μιλησίων

και με την καταγωγή των Εφεσίων και των Κολοφωνίων.

Ο βιογράφος παρουσιάζει τον ιστορικό να λέει ότι οι Αθηναίοι και οι άλλοι Ίωνες,

πλην εκείνων της ιωνικής δωδεκαπόλεως, αισχύνονται με το όνομά τους και ότι

αποφεύγουν να αποκαλούνται Ίωνες.208 Ο Πλούταρχος, όμως, απλά αναφέρει αυτό το

ηροδότειο χωρίο χωρίς να διαφωνεί ρητά με τη διήγηση του ιστορικού και χωρίς να εκθέτει

κάποιο επιχείρημα που να αντικρούει τη θέση του Ηροδότου. Κατά τον A. Bowen, o ίδιος ο

ιστορικός διαψεύδει τη διήγησή του, καθώς, αφ’ ενός παρουσιάζει τους Αθηναίους και τους

άλλους Ίωνες να αισχύνονται με το όνομά τους, αφ’ ετέρου στο χωρίο 5. 97. 2 περιγράφει

τον Μιλήσιο Αρισταγόρα να επικαλείται τους δεσμούς αίματος που έχουν οι Μιλήσιοι με τη

μητρόπολή τους Αθήνα, κατά το αίτημά του για παροχή βοηθείας των Αθηναίων προς τους

επαναστατημένους εναντίον των Περσών Ίωνες∙209 όμως στο χωρίο αυτό (Ηρόδ. 5. 97. 2), ο

ιστορικός δεν αναφέρει τη λέξη Ίωνες μεταξύ των λέξεων που χρησιμοποίησε στο λόγο του

ο Αρισταγόρας προς τους Αθηναίους, αλλά ακόμη και αν την έλεγε θα επιβεβαίωνε τη

ρήση του ιστορικού ότι οι Ίωνες της Μ. Ασίας δεν αισχύνονται με το όνομά τους και, γι’

208 Ηρόδ. 1. 143. 3. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος, για τους Ίωνες που αισχύνονται με το όνομά τους,
αναφέρει επί λέξει: «Ἀθηναίους τοίνυν καὶ τοὺς πολλοὺς τῶν ἄλλων Ἰώνων ἐπαισχύνεσθαι τῷ
ὀνόματι τούτῳ..», ενώ ο Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (1. 143. 3) με τη φράση: «Οἱ μέν νυν ἄλλοι Ἴωνες
καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφευγον τὸ οὔνομα, οὐ βουλόμενοι Ἴωνες κεκλῆσθαι, ἀλλὰ καὶ νῦν φαίνονταί μοι οἱ
πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», δεν κάνει λόγο για «πολλούς άλλους Ίωνες» που
αναφέρει ο βιογράφος αλλά για «άλλους Ίωνες», ενώ τη λέξη «πολλούς», την οποία χρησιμοποιεί ο
Πλούταρχος, ο ιστορικός την αναφέρει για τους Ίωνες της εποχής του.
209 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 19 (Ηθικά 858F). Βλ. για την
Ιωνική επανάσταση (499-493 π.Χ.) O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 480-490.

88
αυτό το λόγο δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, αντίφαση με το χωρίο 1. 143. 3. Ο Ηρόδοτος

αναφέρει, ως αιτία της αισχύνης που νιώθουν οι άλλοι Ίωνες για το όνομά τους, την

‘’αδυναμία’’ των Ιώνων σε σύγκριση με τα άλλα ελληνικά έθνη∙210 ο ιστορικός, όμως, δεν

αναλύει τη μορφή της ‘’αδυναμίας’’ των Ιώνων.211 Κατά τον J.M. Cook, ο Ηρόδοτος δηλώνει

διαφορετικά πράγματα καθώς, αφ’ ενός θαυμάζει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, αφ’

ετέρου κάνει λόγο για αδυναμία των Ιώνων σε παλαιότερες εποχές.212 Ο ιστορικός, ενώ

παρουσιάζει την Αθήνα ως την μόνη υπολογίσιμη πόλη όλων των Ιώνων, έπειτα αναφέρει

όχι μονάχα τους Αθηναίους να ντρέπονται για το όνομά τους αλλά και τους άλλους Ίωνες,

εκτός αυτών της δωδεκαπόλεως, να αισχύνονται εξ ίσου με το όνομα. Δηλαδή, ενώ θα

περιμέναμε μονάχα οι Αθηναίοι να αποφεύγουν τη σύνδεση με τους υπολοίπους

‘‘αδύναμους’’ Ίωνες, αναγιγνώσκουμε ότι και οι άλλοι Ίωνες, πλην αυτών της ιωνικής

δωδεκαπόλεως, νιώθουν την ίδια ντρόπη. Και ενώ θα περιμέναμε να νιώθουν την ίδια

αισχύνη και οι Ίωνες δωδεκαπόλεως, αναγιγνώσκουμε, αντιθέτως, ότι νιώθουν

υπερηφάνεια, χωρίς αυτή να αιτιολογείται από τον Ηρόδοτο.213 Οι W.W. How - J. Wells

θεωρούν ότι, σύμφωνα με χωρία214 του Θουκυδίδη, υπήρχε κάποιου είδους περιφρόνηση για

210 Ηρόδ. 1. 143. 2.


211 Οι D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 143. 2-3, θεωρούν
ότι ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην ιωνική μετανάστευση που έλαβε χώρα σε περίοδο ‘‘αδυναμίας’’
των Ιώνων.
212 Βλ. J.M. Cook, “The eastern Greeks”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 218.
213 Ηρόδ. 1. 143. 3.
214 Θουκ. 5. 9. 1 (λόγος του Βρασίδα): «Ἄνδρες Πελοποννήσιοι, ἀπὸ μὲν οἵας χώρας ἥκομεν, ὅτι αἰεὶ
διὰ τὸ εὔψυχον ἐλευθέρας, καὶ ὅτι Δωριῆς μέλλετε Ἴωσι μάχεσθαι, ὧν εἰώθατε κρείσσους εἶναι,
ἀρκείτω βραχέως δεδηλωμένον». Θουκ. 6. 77. 1 (λόγος του Ερμοκράτους): «οὐ ξυστραφέντες
βουλόμεθα προθυμότερον δεῖξαι αὐτοῖς ὅτι οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσὶν οὐδ’ Ἑλλησπόντιοι καὶ νησιῶται, οἳ
δεσπότην ἢ Μῆδον ἢ ἕνα γέ τινα αἰεὶ μεταβάλλοντες δουλοῦνται, ἀλλὰ Δωριῆς ἐλεύθεροι ἀπ’
αὐτονόμου τῆς Πελοποννήσου τὴν Σικελίαν οἰκοῦντες». Θουκ. 8. 25. 3: «καὶ οἱ μὲν Ἀργεῖοι τῷ
σφετέρῳ αὐτῶν κέρᾳ προεξᾴξαντες καὶ καταφρονήσαντες, ὡς ἐπ’ Ἴωνάς τε καὶ οὐ δεξομένους
ἀτακτότερον χωροῦντες, νικῶνται ὑπὸ τῶν Μιλησίων». Βλ. για τον Σπαρτιάτη Βρασίδα και τη δράση
του κατά τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.) K.-W. Welwei, “Brasidas”, ΒNP 2 (2003), σ. 749-750. Βλ.
για τον Συρακούσιο πολιτικό και στρατηγό Ερμοκράτη (5 ος αι. π.Χ.) K. Meister, “Hermocrates [1]”,
ΒNP 6 (2005), σ. 229-230.

89
τους Ίωνες τον 5ο αι. π.Χ. λόγω της υποδουλώσεώς τους στους βαρβάρους (Θουκ. 6. 77. 1)

και λόγω της αυξανομένης αναμείξεώς τους με ανατολικά στοιχεία (Ηρόδ. 5. 87. 3).215

Έπειτα, ο βιογράφος αναφέρει χωρίο του ιστορικού216 που λέει, ότι οι άποικοι που

ξεκίνησαν από το πρυτανείο217 των Αθηνών με σκοπό την ίδρυση της Μιλήτου,218

απέκτησαν ως συζύγους Καίρες219 γυναίκες αφού προηγουμένως σκότωσαν τους πατέρες,

τους άνδρες και τα παιδιά τους και, συνεπώς, ότι οι απόγονοί τους δεν είναι οι ευγενέστεροι

των Ιώνων, όπως θεωρούν οι ίδιοι οι Μιλήσιοι. Και οι Καίρες γυναίκες, ως αντίδραση στους

φόνους που διέπραξαν οι άποικοι, αποφάσισαν να δώσουν όρκους μεταξύ τους, που τους

παρέδωσαν στις θυγατέρες τους, να μη συντρώγουν με τους συζύγους τους ούτε να τους

αποκαλούν με το όνομά τους. Ο J.M. Cook θεωρεί ότι οι Αθηναίοι είχαν την αρχηγία της

αποικιστικής ιωνικής αποστολής.220 Σύμφωνα, όμως, με άλλη άποψη, οι ίδιοι οι Αθηναίοι

είχαν επινοήσει την επίσημη ίδρυση της ιωνικής δωδεκαπόλεως από την Αθήνα ως

μητρόπολη, καθώς η δημοκρατική Αθήνα, αντί να επιβάλλει δημοκρατικό πολίτευμα στη

Μίλητο, υποστήριζε έως το 449 π.Χ. το ολιγαρχικό πολίτευμα στην πόλη στο πρόσωπο των

215 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 143. 2, λ. «ἀσθενέστατον». Οι
W.W. How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, αναφέρουν επιγραφή στην οποία διαχωρίζονται οι Αθηναίοι
από τους Ίωνες (Παυσ. 5. 10. 4: «ναὸς μὲν φιάλαν χρυσέαν ἔχει, ἐκ δὲ Τανάγρας τοὶ Λακεδαιμόνιοι
συμμαχία τ’ ἀν<έ>θεν δῶρον ἀπ’ Ἀργείων καὶ Ἀθαναίων καὶ Ἰώνων, τὰν δεκάταν νίκας εἵνεκα τῶ
πολέμω»).
216 Ηρόδ. 1. 146. 2-3.
217 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 19, λ. “Government House” (Ηθικά
858F), αναφέρει ότι ο όρος «πρυτανείο» αποτελεί αναχρονισμό, όπως και στο χωρίο του Θουκυδίδη (2.
15), καθώς τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν την ύπαρξη κάποιου οικήματος ως πρυτανείου
περί το 550 π.Χ. Βλ. για το πρυτανείο, το κτίριο των πρυτάνεων W. Eder, “Prytaneion”, ΒNP 12 (2008),
σ. 95.
218 Βλ. για ιωνική εγκατάσταση στη Μίλητο (πρίν το 1000 π.Χ.) J.M. Cook, ”Greek Settlement in the
Eastern Aegean and Asia Minor”, στο CAH II3 2 (1975), σ. 785.
219 Η ονομαστική θηλυκού γένους του εθνικού «ὁ Κάρ» εμφανίζεται με τους τύπους «ἡ Καῖρα», «ἡ
Κάιρα», «ἡ Κάειρα»: βλ. W. Pape – G.E. Benseler, Handworterbuch der griechischen Sprache: in vier
Banden, Dritter Band, Worterbuch der Griechischen eigennamen. Erste halfte, A – K, Braunschweig 18633,
λ. «Καῖρα»∙ Στ. Βυζ., λ. «Καρία».
220 Βλ. J.M. Cook, ”Greek Settlement in the Eastern Aegean and Asia Minor”, στο CAH II3 2 (1975), σ. 783-
784.

90
Νηλειδών, απογόνων του μυθικού ιδρυτή της Μιλήτου Νηλέως.221 Κατά τη γνώμη μου,

ακόμη και αν είναι αληθής η προπαγανδιστική πολιτική των Αθηνών κατά τη διάρκεια της

Αττικής – Δηλιακής ναυτικής συμμαχίας τον 5ο αι. π.Χ., είχε βασιστεί στην ήδη υπάρχουσα

παράδοση222 για σύνδεση των Αθηνών με την ιωνική αποικιστική αποστολή, ειδάλλως δεν

θα είχε εξ αρχής πιθανότητες επιτυχίας. Από την αφήγηση του Πλουτάρχου γίνεται

κατανοητό ότι ο βιογράφος τάσσεται, εμμέσως πλην σαφώς, υπέρ της ευγενεστάτης

ιωνικής καταγωγής των Μιλησίων από τους Αθηναίους, αλλά χωρίς να παρουσιάζει

κάποιο επιχείρημα που να στηρίζει τη θέση του ή να αντικρούει την άποψη του Ηροδότου.

Γνωρίζουμε ότι η καταγωγή223 καθορίζεται από τον πατέρα και όχι από τη μητέρα και,

επομένως, οι Μιλήσιοι, σύμφωνα μ’ αυτήν την προσέγγιση περί καταγωγής, δικαίως

θεωρούσαν τους εαυτούς τους από τους ευγενεστέρους των Ιώνων. Ο Ηρόδοτος, όμως,

θεωρεί,224 αφ’ ενός ότι οι Ίωνες της δωδεκαπόλεως, μεταξύ των οποίων είναι και οι

Μιλήσιοι, δεν είναι περισσότερο Ίωνες ή ότι δεν έχουν ευγενέστερη καταγωγή από τους

άλλους Ίωνες, αφ’ ετέρου δεν αναφέρει ρητά ότι οι Μιλήσιοι έλκουν την καταγωγή τους

από Καίρες γυναίκες, όπως ο Πλούταρχος καταγράφει στην αφήγησή του. Κατά τη γνώμη

μου, ο Ηρόδοτος, εξιστορώντας το περιστατικό με τις καρικής καταγωγής συζύγους των

αποίκων της Μιλήτου, αναγνωρίζει τη μερική συμμετοχή των γυναικών στον καθορισμό

της καταγωγής των απογόνων τους. Και λέω μερική, καθώς οι γυναίκες, κατά τον

Ηρόδοτο, διαμορφώνουν την καταγωγή των απογόνων σε τέτοιο βαθμό που αλλοιώνουν

221 Βλ. για την άποψη αυτή J.P. Barron, “Milesian Politics and Athenian Propaganda c. 460-440 B.C.”, JHS
82 (1962), σ. 1-6∙ D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 146. 2,
λ. «ἀπὸ τοῦ πρυτανηίου». Ο R. Meiggs, The Athenian Empire, Oxford 1972, σ. 293-298, θεωρεί πως ένα
από τα μέτρα που αποφάσισε η Αθήνα για να αποφύγει τη διάλυση της Αττικής – Δηλιακής
ναυτικής συμμαχίας περί τις αρχές της δεκαετίας του 440 π.Χ., ύστερα από την συνθήκη ειρήνης με
την Περσία, ήταν η επιβολή στους συμμάχους προσφορών (αγελάδος και πανοπλίας) στα Μεγάλα
Παναθήναια, συσφίγγοντας, έτσι, με την υποχρέωση μιας αποικίας προς τη μητρόπολή της, τη
σύνδεση μεταξύ των Αθηνών και του ιωνικού αποικισμού.
222 Βλ. για τα στοιχεία που πιστοποιούν τη σύνδεση των Αθηνών με τον ιωνικό αποικισμό J.P. Barron,
JHS 82 (1962), σ. 6∙ R. Meiggs, The Athenian Empire, σ. 294. Βλ. για την Αττική – Δηλιακή ναυτική
συμμαχία (478/7- 449 π.Χ.) P.J. Rhodes, “The Delian League to 449 B.C.”, στο CAH V2 (1992), σ. 34-61.
223 Βλ. για την ελληνική αντίληψη περί καθορισμού της καταγωγής από τον πατέρα A.J. Graham,
“The colonial expansion of Greece”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 148.
224 Ηρόδ. 1. 146. 1.

91
αφ’ ενός την ευγενεστάτη ιωνική καταγωγή των Μιλησίων της εποχής του Ηροδότου, αφ’

ετέρου, όχι τόσο πολύ που να τίθεται ζήτημα για μη ελληνική-ιωνική καταγωγή των

Μιλησίων, δηλαδή για καρική καταγωγή. Μ’ αυτήν εξ άλλου την προοπτική, δηλαδή τη

διατήρηση της ιωνικής καταγωγής των απογόνων, οι άποικοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο,225

δεν έλαβαν γυναίκες από την Αθήνα ως συζύγους, αλλά νυμφεύθηκαν γυναίκες της

περιοχής στην οποία ίδρυσαν την αποικία. Ο Πλούταρχος, όμως, παρερμηνεύει το χωρίο

του ιστορικού που αναφέρεται στις Καίρες γυναίκες, παρουσιάζοντας τον Ηρόδοτο να

αποφαίνεται περί καρικής καταγωγής των Μιλησίων, παραλείποντας έτσι την αρχική

δήλωση του ιστορικού ότι οι Ίωνες της δωδεκαπόλεως δεν είναι περισσότερο Ίωνες ή ότι

δεν έχουν ευγενέστερη καταγωγή από τους άλλους Ίωνες, εννοώντας, δηλαδή, ότι είναι εξ

ίσου Ίωνες με τους άλλους.226

Ο Πλούταρχος στη συνέχεια παρουσιάζει τον Ηρόδοτο να αποκλείει από την

ευγενική ιωνική καταγωγή τους Εφεσίους και τους Κολοφωνίους επειδή δεν εορτάζουν τα

Απατούρια,227 τα οποία τελούν οι ‘’καθαροί’’ Ίωνες. Ο βιογράφος, όμως, δεν αναφέρει με

ακρίβεια το ηροδότειο χωρίο. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει228 ότι «Ἲωνες», και όχι

‘’καθαροί’’229 Ίωνες όπως καταγράφει ο Πλούταρχος στην αφήγησή του, είναι όσοι

225 Ηρόδ. 1. 146. 2.


226 Ο ιστορικός στο χωρίο 5. 97. 2, περιγράφοντας τους τρόπους που χρησιμοποίησε ο Μιλήσιος
Αρισταγόρας για να πείσει τους Αθηναίους να παράσχουν βοήθεια στους Μιλησίους για τον πόλεμο
των επαναστατημένων Ιώνων της δωδεκαπόλεως εναντίον των Περσών, αναφέρει τον Αρισταγόρα
να κάνει επίκληση στους δεσμούς αίματος μεταξύ των Αθηνών και της Μιλήτου, ακυρώνοντας, μ’
αυτόν τον τρόπο, τον ισχυρισμό του Πλουτάρχου ότι ο Ηρόδοτος έκανε λόγο για καρική καταγωγή
των Μιλησίων.
227 Τα Απατούρια ήταν τριήμερη εορτή στην Αθήνα τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριος-Νοέμβριος).
Κατά τη διάρκεια της τρίτης ημέρας εγγράφονταν στις φρατρίες οι έφηβοι Αθηναίοι και, την ίδια
ημέρα, γίνονταν δεκτά στην αθηναϊκή κοινότητα τα παιδιά που είχαν γεννηθεί το προηγούμενο
έτος∙ δηλαδή γίνονταν δύο εγγραφές του ιδίου προσώπου στη φρατρία: βλ. αναλυτικά για την
αττική-ιωνική εορτή Απατούρια F. Graf, “Apatouria”, ΒNP 1 (2002), σ. 818-819∙ H.W. Parke, Festivals, σ.
88-92.
228 Ηρόδ. 1. 147. 1-2.
229 Η φράση του Ηροδότου «καθαρῶς γεγονότες Ἲωνες» χρησιμοποιείται στην προηγούμενη
πρόταση (1. 147. 1) από τον ιστορικό με χαριστικό, θα λέγαμε, τρόπο για τους Ίωνες της
δωδεκαπόλεως, επειδή δίδουν μεγαλύτερη σημασία στο όνομά τους από τους άλλους Ίωνες.

92
κατάγονται από τους Αθηναίους και εορτάζουν τα Απατούρια, και ότι την εορτή αυτή την

τελούν όλοι οι Ίωνες της δωδεκαπόλεως εκτός από τους Εφεσίους και τους Κολοφωνίους230

εξ αιτίας κάποιου φόνου που έγινε. Αλλά τα Απατούρια εορτάζονταν και σε πόλεις που

ποτέ δεν θεωρήθηκαν αθηναϊκές αποικίες, όπως στη Δήλο,231 που σημαίνει ότι ο Ηρόδοτος

σφάλλει, καθώς τα Απατούρια τα εόρταζαν Ίωνες αλλά και μη Ίωνες. Ο Ηρόδοτος

ουσιαστικά αποφαίνεται ότι οι Εφέσιοι και οι Κολοφώνιοι, δεν τελούν τα Απατούρια όχι

λόγω μη ιωνικής τους καταγωγής, όπως ο Πλούταρχος αφήνει να εννοηθεί στην αφήγησή

του, αλλά λόγω κάποιου φόνου που δεν ονομάζει. Και συνεπώς, ο Ηρόδοτος δεν στερεί τη

δυνατότητα από τους Εφεσίους και τους Κολοφωνίους, ως Ίωνες στο γένος, να έχουν

ευγενική καταγωγή, όπως δηλώνει κατηγορηματικά ο βιογράφος, διαστρεβλώνοντας τη

διήγηση του Ηροδότου.

2. Ο Ηρόδοτος, στο περιστατικό της παραδόσεως του Λυδού Πακτύη στους Πέρσες,

σφάλλει, καθώς οι ελληνικές πόλεις Κύμη, Μυτιλήνη και Χίος δεν συνηλλάγησαν με τους

Πέρσες για την παράδοση του Πακτύη, αλλά οι ίδιοι οι Πέρσες τον συνέλαβαν (κεφ. 20).

(859 Α) Κεφ. 20. «Πακτύην δ’ ἀποστάντα Κύρου φησὶ Κυ-

μαίους καὶ Μυτιληναίους ἐκδιδόναι παρασκευάζε-

σθαι τὸν ἄνθρωπον “ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή, οὐ γὰρ

ἔχω γε εἰπεῖν ἀτρεκέως” (εὖ τὸ μὴ διαβεβαιοῦσθαι

230 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 147. 2, θεωρούν, χωρίς καμιά
αμφιβολία, ότι η απουσία των Απατουρίων από το εορτολόγιο της Εφέσου οφείλεται στην υιοθέτηση
ανατολικών εθίμων από την πόλη, όπως η λατρεία της Αρτέμιδος που είχε πλήθος ανατολικών
στοιχείων ή η υιοθέτηση των πέντε φυλών στην Έφεσο αντί της ιωνικής διαιρέσεως των τεσσάρων
φυλών∙ ίσως και η συμμετοχή της πόλεως στην Ιωνική επανάσταση να ήταν μικρή εξ αιτίας της
ανατολικής επιδράσεως. Οι W.W. How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, αναφέρουν για την Κολοφώνα ότι,
σύμφωνα με χωρίο του Θουκυδίδη (3. 34. 1), είχε πολιτική παράταξη που, κατά τη στάση που συνέβη
στην πόλη περί την δευτέρα εισβολή των Πελοποννησίων στην Αττική [βλ. για την δευτέρα εισβολή
των Πελοποννησίων στην Αττική (430 π.Χ.) D.M. Lewis, “The Archidamian War”, στο CAH V2 (1992),
σ. 396-397], βοηθήθηκε από βαρβάρους.
231 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 1. 147. 2, λ. «Ἀπατούρια».

93
πόσος ἦν ὁ μισθός, τηλικοῦτο δ’ Ἑλληνίδι πόλει

προσβαλεῖν ὄνειδος, ὡς δὴ σαφῶς εἰδότα)∙ Χίους

B μέντοι τὸν Πακτύην κομισθέντα πρὸς αὐτοὺς ἐξ

ἱροῦ Ἀθηναίης πολιούχου ἐκδοῦναι, καὶ ταῦτα

ποιῆσαι τοὺς Χίους τὸν Ἀταρνέα μισθὸν λαβόντας.

καίτοι Χάρων ὁ Λαμψακηνός, ἀνὴρ πρεσβύτερος, ἐν

τοῖς περὶ Πακτύην λόγοις γενόμενος, τοιοῦτον

οὐδὲν οὔτε Μυτιληναίοις οὔτε Χίοις ἄγος προστέ-

τριπται∙ ταυτὶ δὲ κατὰ λέξιν γέγραφε, “Πακτύης

δὲ ὡς ἐπύθετο προσελαύνοντα τὸν στρατὸν τὸν

Περσικὸν ᾤχετο φεύγων ἄρτι μὲν εἰς Μυτιλήνην,

ἔπειτα δὲ εἰς Χίον∙ καὶ αὐτοῦ ἐκράτησε Κῦρος”».

«Ο Ηρόδοτος λέει ότι όταν ο Πακτύης αποστάτησε από τον Κύρο, οι Κυμαίοι και οι

Μυτιληναίοι ετοιμάστηκαν να παραδώσουν τον άνδρα ‘’με αντίτιμο χρηματική αμοιβή, δεν

γνωρίζω, όμως, να πω το ακριβές ποσό’’ (είναι, όμως, σωστό να μην αναφέρει τη χρηματική

αμοιβή, και παρ’ όλ’ αυτά να επιρρίπτει τόσο μεγάλη προσβολή σε ελληνική πόλη, σαν να

γνώριζε με σαφήνεια το γεγονός). Λέει επίσης ότι οι Χίοι, όταν ο Πακτύης έφθασε στον

τόπο τους, τον έβγαλαν από το ιερό της Πολιούχου Αθηνάς, και ότι οι Χίοι το έκαναν αυτό

με αντάλλαγμα την περιοχή του Αταρνέα. Όμως ο Χάρων ο Λαμψακηνός, μεγαλύτερος σε

ηλικία (από τον Ηρόδοτο), αναφερόμενος στα γεγονότα σχετικά με τον Πακτύη, δεν

προσάπτει τέτοιο άγος ούτε στους Μυτιληναίους ούτε στους Χίους∙ έχει γράψει κατά λέξη

τα εξής: ‘’ο Πακτύης, όταν πληροφορήθηκε ότι ο περσικός στρατός προελαύνει εναντίον

του, έφυγε και πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στη Χίο, όπου εκεί τον συνέλαβε ο

Κύρος».

Ο Πλούταρχος, σ’ αυτό το παράδειγμα, αναφέρει τα γεγονότα που πραγματεύεται ο

Ηρόδοτος232 σχετικά με την αποστασία και σύλληψη του Λυδού Πακτύη από τον βασιλέα

των Περσών Κύρο. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός κάνει λόγο για προδοσία του Πακτύη στον

Κύρο, καθώς ο βασιλεύς των Περσών του είχε αναθέσει τη μεταφορά του λυδικού χρυσού

232 Ηρόδ. 1. 157-160.

94
στην Περσία,233 την οποία ο Πακτύης όχι μόνο δεν πραγματοποίησε, αλλά τουναντίον,

ηγήθηκε της επαναστάσεως των Λυδών εναντίον των Περσών.234 Στην αρχή ο Πακτύης

πολιορκούσε τον έμπιστο του Κύρου Πέρση Τάβαλο που ευρίσκετο αποκλεισμένος στην

ακρόπολη των Σάρδεων,235 έπειτα όμως, μετά την είδηση ότι ο Μήδος Μαζάρης, κατόπιν

διαταγής του Πέρση βασιλέως, ερχόταν με στρατό για να καταπνίξει τη λυδική

επανάσταση, κατέφυγε στην αιολική Κύμη.236 Οι Κυμαίοι, ύστερα από την απαίτηση του

Μαζάρη να του παραδώσουν τον Πακτύη, απευθύνθηκαν στο μαντείο του Απόλλωνος στα

Δίδυμα που ευρίσκετο στην περιοχή της Μιλήτου και έλαβαν χρησμό που έλεγε να τον

παραδώσουν στους Πέρσες∙ με τέχνασμα, όμως, του Κυμαίου Αριστοδίκου ο Πακτύης δεν

δόθηκε στους Πέρσες.237 Οι Κυμαίοι έπειτα τον έστειλαν στη Μυτιλήνη, απ’ όπου, όμως, τον

ξαναπήραν, επειδή οι Μυτιληναίοι διαπραγματεύονταν με τους Πέρσες την παράδοσή του

Πακτύη αντί κάποιου τιμήματος που δεν προσδιορίζεται από τον Ηρόδοτο.238 Έπειτα, οι

Κυμαίοι τον μετέφεραν στους Χίους, οι οποίοι, αφού τον έβγαλαν δια της βίας απο το ιερό

της Πολιούχου Αθηνάς όπου είχε καταφύγει, τον παρέδωσαν στον Μαζάρη με

αντάλλαγμα την περιοχή του Αταρνέα που ευρίσκετο απέναντι από την Λέσβο.239

Η θέση του βιογράφου στο παρόν κεφάλαιο είναι η εξής: ο Ηρόδοτος δεν γνωρίζει

με σαφήνεια το γεγονός της παραδόσεως του Πακτύη στους Πέρσες, καθώς οι ελληνικές

πόλεις που αναμείχθηκαν στο περιστατικό δεν συμμετείχαν στην παράδοση του Πακτύη,

233 Ηρόδ. 1. 153. 3.


234 Ηρόδ. 1. 154.
235 Ηρόδ. 1. 154.
236 Ηρόδ. 1. 157. 1.
237 Ηρόδ. 1. 157. 3 - 159. Βλ. αναλυτικά για το μαντείο του Απόλλωνος στα Δίδυμα (ή κατ’ άλλη
ονομασία Βραχχίδες) μεταξύ Καρίας και Ιωνίας, K. Tuchelt, “Didyma”, BNP 4 (2004), σ. 390-392.
238 Ηρόδ. 1. 160. 1-3.
239 Ηρόδ. 1. 160. 3-4. Σύμφωνα με τον F. Graf, “Athena (C. I. Protectress of the city)”, BNP 2 (2003), σ. 234,
το ιερό της Πολιούχου Αθηνάς ευρίσκετο στην ακρόπολη του Εμπορίου της Χίου. Βλ. για την ιωνική
πόλη Αταρνεύς στην αιολίδα της Μ. Ασίας απέναντι από τη Λέσβο E. Schwertheim, “Atarneus”, BNP
2 (2003), σ. 220. Σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση (1. 154), τα γεγονότα σχετικά με τον Πακτύη
συνέβησαν αμέσως μετά την αναχώρηση του Κύρου από τις Σάρδεις, τις οποίες είχε κυριεύσει: βλ.
για την κατάληψη των Σάρδεων (Νοέμβριος του 547 π.Χ.) και τα γεγονότα σχετικά με τον Πακτύη
T.C. Young, “The early history of the Medes and the Persians and the Achaemenid empire to the death of
Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ. 34-35.

95
αλλά οι Πέρσες, μόνοι τους, τον συνέλαβαν. Ο Πλούταρχος, όμως, στην αρχή της

αφηγήσεώς του είναι ανακριβής, καθώς αναφέρει ότι οι Κυμαίοι και οι Μυτιληναίοι

διαπραγματεύονταν με τους Πέρσες την παράδοση του Πακτύη αντί κάποιας χρηματικής

αμοιβής, ενώ ο ιστορικός κάνει λόγο μόνο για τους Μυτιληναίους να έρχονται σε

συναλλαγή με τους Πέρσες∙ οι Κυμαίοι, μάλιστα, ήταν αυτοί που απεσόβησαν, έστω

προσωρινά, την παράδοση του Πακτύη καθώς τον απέσπασαν από τους Μυτιληναίους. Το

επιχείρημα του Πλουτάρχου είναι ότι η αγνοια του Ηροδότου για το χρηματικό ποσό με το

οποίο θα παρέδιδαν οι Μυτιληναίοι τον Πακτύη υποδηλώνει την γενικότερη άγνοια του

ιστορικού για όλο το περιστατικό. Το επιχείρημα, όμως, του βιογράφου δεν πείθει, αφ’ ενός

επειδή ο ιστορικός δικαιολογεί την παράλειψη αυτή με την μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ

Μυτιληναίων και Περσών απεσταλμένων για το ποσό, υπονοώντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι

γίνονταν διαπραγματεύσεις,240 αφ’ ετέρου διότι είναι δευτερεύουσα πληροφορία στην

ιστορική διήγηση που δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ηρόδοτος είχε άγνοια του

γεγονότος.

Ο Πλούταρχος έπειτα κατηγορεί τον Ηρόδοτο, καθώς ο ιστορικός παρουσιάζει τους

Χίους, αφού οι Κυμαίοι μετέφεραν τον Πακτύη από τη Μυτιλήνη στη Χίο, να αποσπούν δια

της βίας τον Λυδό από το ιερό της Πολιούχου Αθηνάς στο οποίο είχε καταφύγει ως ικέτης

για να προστατευθεί και να μην παραδοθεί από τους Χίους στους Πέρσες. Και συνεχίζει ο

βιογράφος τις κατηγορίες εναντίον του Ηροδότου λέγοντας ότι ο ιστορικός δεν παρουσίασε

τους Χίους να παραδίδουν τον Πακτύη από φόβο για την μεγάλη δύναμη των Περσών,

αλλά από φιλαργυρία, καθώς έλαβαν ως αντάλλαγμα την περιοχή του Αταρνέα. Ήταν,

λοιπόν, τόσο σημαντική για τους ιωνικής καταγωγής Χίους η περιοχή του Αταρνέα στην

μακρινή από τη Χίο αιολική241 γη που άξιζε να χαρακτηριστούν ιερόσυλοι από τους

ανθρώπους και να διακινδυνεύσουν να υποστούν την μήνιν της θεάς Αθηνάς; Σύμφωνα με

τους W.W. How - J. Wells, οι Χίοι, λόγω του μεγάλου πληθυσμού τους (Θουκ. 8. 40. 2),

έπρεπε να αποκτήσουν περιοχή από την οποία θα κάλυπταν τις διατροφικές τους ανάγκες∙

240 Ηρόδ. 1. 160. 2-3.


241 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 20, λ. “district of Atarneus” (Ηθικά
859Β), αναφέρει ότι δεν είναι ξεκάθαρο πώς η ιωνική Χίος εξακολουθούσε να κατέχει γη τόσο μακριά
στην Αιολίδα της Μ. Ασίας 150 έτη αργότερα (Ξεν. Ελλ. 3. 2. 11).

96
η επιλογή της εύφορης περιοχής (Ηρόδ. 6. 28. 2) του Αταρνέα τους εξυπηρετούσε.242 Αν

πράγματι υπήρχε επισιτιστικό πρόβλημα στη Χίο, τότε οι Χίοι έχουν κάποιο ελαφρυντικό

στην κατηγορία που τους αποδίδει ο Ηρόδοτος, καθώς από ανάγκη οδηγήθηκαν στην βίαιη

απόσπαση του Πακτύη από το ιερό της Αθηνάς και στην παράδοσή του στους Πέρσες.

Αλλά και ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας243 τους Χίους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από

την παράδοση του Πακτύη να μην χρησιμοποιούν καθόλου καρπούς της γης του Αταρνέα

για προσφορές στους θεούς, δείχνει ότι οι Χίοι κατενόησαν από την αρχή τη βέβηλη πράξη

τους και προσπαθούσαν, έστω μ’ αυτόν τον τρόπο, να μην επισύρουν περαιτέρω την οργή

και την τιμωρία των θεών∙ αλλά και η πληροφορία που εξάγεται από την ιστορική διήγηση

του Ηροδότου, ότι, δηλαδή, οι Χίοι χρησιμοποιούσαν παρά την ιερόσυλη πράξη τους τους

καρπούς της γης του Αταρνέα για τη διατροφή τους, δείχνει ότι η περιοχή ήταν ζωτικής

σημασίας για την επιβίωσή τους. Φιλαργυρία, όμως, επέδειξαν και οι Μυτιληναίοι, χωρίς,

όμως, να αναφέρει ο Ηρόδοτος ότι ο Πακτύης είχε καταφύγει ως ικέτης σε κάποιο ιερό της

Μιτυλήνης ούτε ότι οι Μυτιληναίοι βεβήλωσαν κάποιο ιερό τους χώρο, και έτσι δεν θα

μπορούσε να τους αποδοθεί επιπλέον η κατηγορία της ιεροσυλίας, όπως απεδόθη στους

Χίους.

Το δεύτερο επιχείρημα του Πλουτάρχου είναι ότι ο ιστορικός Χάρων ο

Λαμψακηνός,244 όταν διηγήθηκε τα γεγονότα σχετικά με τον Πακτύη, δεν ανέφερε όλες

αυτές τις προσβολές για τις ελληνικές πόλεις που κατέγραψε στις Ιστορίες του ο Ηρόδοτος.

Δηλαδή το επιχείρημα του βιογράφου στηρίζεται στη ‘’σιωπή’’ της ιστορικής διηγήσεως του

Χάρωνος σε ό,τι αφορά τα ανταλλάγματα που ζήτησαν η Μυτιλήνη και η Χίος από τους

Πέρσες για την παράδοση του Πακτύη, και όχι σε διαφορετικές ιστορικές πληροφορίες του

Λαμψακηνού ιστορικού που έρχονται σε αντίθεση με τη διήγηση του Ηροδότου. Και ως

επιπλέον στοιχείο ιστορικής εγκυρότητος του Χάρωνος, ο βιογράφος δηλώνει ότι είναι

242 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 1. 160. 4.
243 Ηρόδ. 1. 160. 5.
244 Βλ. αναλυτικά για τον ιστορικό Χάρωνα τον Λαμψακηνό, του οποίου δεν σώζεται κανένα έργο, K.
Meister, “Charon [3]”, BNP 3 (2003), σ. 203-204.

97
μεγαλύτερος245 σε ηλικία από τον Ηρόδοτο και, συνεπώς, πιο κοντά χρονικά στα γεγονότα.

Αυτό, όμως, δε σημαίνει, ακόμη και αν πράγματι ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον

Ηρόδοτο, ότι ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα που περιγράφει ή ότι τα παρουσιάζει με

αμεροληψία και ιστορική ακρίβεια. Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι λειτούργησαν τα

προσωπικά κίνητρα του Πλουτάρχου, καθώς ο βιογράφος επέλεξε ως ορθή από τις δύο

ιστορικές διηγήσεις για τον Πακτύη αυτήν που πραγματικά τον εξυπηρετούσε. Αυτό, όμως,

που μπορούμε να πούμε για τον Χάρωνα, αν πράγματι ο Πλούταρχος αναφέρει επί λέξει

τη φράση του Λαμψακηνού ιστορικού, είναι ότι διηγήθηκε περιληπτικά τα γεγονότα

σχετικά με τον Πακτύη, σε σύγκριση με τον Ηρόδοτο, χωρίς να κάνει καθόλου λόγο για τον

τρόπο που συνελήφθη από τους Πέρσες. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε τη διήγηση του

Χάρωνος με την οποία συμφωνεί ο Πλούταρχος, ότι δηλαδή οι Πέρσες συνέλαβαν τον

Πακτύη στη Χίο, αυτό, πιθανότατα, θα συνέβη κατόπιν συνεννοήσεως των Περσών με τους

Χίους, αρχικά για αποβίβαση των πρώτων στη νήσο και, έπειτα, για τη σύλληψη του

Πακτύη∙ άρα, τουλάχιστον, η διήγηση του Χάρωνος προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, την

ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών.

Ο Πλούταρχος δείχνει ότι η πίστη του στην θεοσέβεια των Ελλήνων είναι ακλόνητη,

καθώς του φαίνεται απίστευτο μία ελληνική πόλη να έχει αποσπάσει από κάποιο ιερό της

έναν ικέτη, και μάλιστα για να λάβει κάποιο αντάλλαγμα. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις

για μια πόλη, όπως για τη Χίο, η παράδοση του Πακτύη στους Πέρσες χωρίς αντιπαροχή,

ίσως να μην ήταν τόσο ντροπιαστική για την πόλη και ίσως ούτε ο Πλούταρχος να το

κατέγραφε στην αφήγησή του ως στοιχείο κακοηθείας του Ηροδότου. Η γνώμη, όμως, του

Πλουτάρχου ότι ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τους Μυτιληναίους να διαπραγματεύονται

αντί χρημάτων την παράδοση του Πακτύη, προκάλεσε πολύ μεγάλο όνειδος στους

Μυτιληναίους, είναι ανεξήγητη. Και αυτό, επειδή στη διήγηση του ιστορικού οι

Μυτιληναίοι δεν φέρονται να έχουν αποσπάσει τον Πακτύη από κάποιο ιερό τους και να

245 Υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το πότε έζησε ο Χάρων ο Λαμψακηνός: α) ο Χάρων
είναι ένας από τους οκτώ ιστορικούς που έζησαν πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και β) σύμφωνα
με τα σχόλια του F. Jacoby στο απόσπασμα FGrH 262 F 9-10, ο Χάρων δεν έγραψε τα έργα του πριν
τον Πελοποννησιακό πόλεμο: βλ. για τις δύο αυτές απόψεις A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 20, λ. “Charon of Lampsacus” και “an older writer” (Ηθικά 859Β).

98
τον παραδίδουν στους Πέρσες διαπράττοντας ασέβεια προς τους θεούς. Και ούτε οι

Έλληνες εκείνη την εποχή, δηλαδή την περίοδο της υποδουλώσεως των Λυδών στον Κύρο

(547 π.Χ.),246 θεωρούσαν τους Πέρσες προαιωνίους εχθρούς τους ώστε να αποτελεί όνειδος

οποιαδήποτε συνδιαλλαγή μαζί τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στους Μυτιληναίους,

σε ένα αδιάφορο γι’ αυτούς ζήτημα, δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσουν χρήματα και

προσπάθησαν να την εκμεταλλευθούν. Ο Ηρόδοτος στη διήγησή του περιγράφει τις δύο

πόλεις, δηλαδή την Μυτιλήνη και την Χίο, να θέλουν να παραδώσουν τον Πακτύη στους

Πέρσες. Η μεν Μυτιλήνη βλέποντας το ως ευκαιρία να αποκτήσει χρήματα, η δε Χίος ως

ευκαιρία να επεκτείνει την κυριαρχία της στην Μ. Ασία προσθέτοντας στον έλεγχό της την

περιοχή του Αταρνέα, διαπράττοντας, όμως, ανόσιο έργο. Η Κύμη, προσπάθησε να

αποφύγει να προκληθεί κακό στην ίδια την πόλη αλλά και στον ίδιο τον Πακτύη που,

πιθανότατα, είχε φίλους στην πόλη. Αυτό το κατόρθωσαν οι Κυμαίοι, αφ’ ενός με την

άρνηση τους να παραδώσουν τον Πακτύη στους Πέρσες, αποφεύγοντας, μ’ αυτόν τον

τρόπο, την οργή του Απόλλωνος για μη προστασία των ικετών, αφ’ ετέρου με τη μεταφορά

του Λυδού σε νήσο, αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στη Χίο, προστατεύονταν ο Πακτύης

από τους Πέρσες. Η απόφαση των Κυμαίων να φυγαδεύσουν τον Πακτύη σε νήσο για να

τον προστατεύσουν από τους Πέρσες, επιβεβαιώνει, κατά τη γνώμη μου, το χωρίο του

Ηροδότου (1. 143. 1) που λέει ότι οι Έλληνες των νήσων δεν διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο από

τους Πέρσες, καθώς οι Πέρσες εκείνη την εποχή – την περίοδο υποδουλώσεως των Λυδών

στους Πέρσες - δεν ήταν ναυτικοί και δεν είχαν υπηκόους τους Φοίνικες ώστε να μπορούν

να χρησιμοποιήσουν το ναυτικό τους εναντίον των ελληνικών νήσων. Ότι οι Έλληνες

νησιώτες εκείνη την εποχή δεν ένιωθαν κανένα φόβο για τους Πέρσες πιστοποιείται, κατά

τη γνώμη μου, και από την αντιπαροχή που ζητούσε τόσο η Μυτιλήνη όσο και η Χίος από

τους Πέρσες για την παράδοση του Πακτύη, καθώς, στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν

οι Έλληνες νησιώτες ένιωθαν φόβο για την περσική δύναμη, θα παρέδιδαν άνευ όρων τον

Πακτύη για να μην προκαλέσουν την οργή και μια ενδεχόμενη επίθεση των Περσών που

246 Βλ. για την υποδούλωση των Λυδών στους Πέρσες (547 π.Χ.) T.C. Young, “The early history of the
Medes and the Persians and the Achaemenid empire to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ.
33-36.

99
θα υποδούλωνε τις νήσους. Σχετικά με την αρχική ανάθεση του ζήτηματος από τους

Κυμαίους στη βούληση του θεού ίσως να υποδηλώνεται ότι ο Πακτύης κατέφυγε σε κάποιο

ιερό της Κύμης για να προστατευθεί, όπως έπραξε στη Χίο, και έτσι οι Κυμαίοι ένιωθαν ότι

είχαν την πλήρη ευθύνη της τύχης του από τούδε και στο εξής. Οι Κυμαίοι επέτυχαν και

έσωσαν τον Πακτύη από τους φιλοχρήματους Μυτιληναίους, όχι, όμως, και από τους

ασεβείς προς τους θεούς Χίους.

3. Ο Ηρόδοτος, για την εκστρατεία των Λακεδαιμονίων εναντίον του τυράννου της Σάμου

Πολυκράτους, αναφέρει ως αιτία της εκστρατείας όχι το μίσος των Λακεδαιμονίων

εναντίον της τυραννίδος, αλλά την αρπαγή κάποιου κρατήρος και θώρακος από τους

Σαμίους, ενώ για τη συμμετοχή των Κορινθίων στην εκστρατεία ο ιστορικός εσφαλμένα

την αποδίδει σε προσβολή των Σαμίων εναντίον του τυράννου τους Περιάνδρου (κεφ. 21-

22).

(859 Β) Κεφ. 21. «Ἐν δὲ τῇ τρίτῃ τῶν βίβλων διηγούμενος

τὴν Λακεδαιμονίων ἐπὶ Πολυκράτη τὸν τύραννον

C στρατείαν, αὐτοὺς μὲν οἴεσθαί φησι καὶ λέγειν

Σαμίους, ὡς χάριν ἐκτίνοντες αὐτοῖς τῆς ἐπὶ Μεσ-

σηνίους βοηθείας στρατεύσειαν, τούς τε φεύγοντας

κατάγοντες τῶν πολιτῶν καὶ τῷ τυράννῳ πολεμοῦν-

τες∙ ἀρνεῖσθαι δὲ τὴν αἰτίαν ταύτην Λακεδαιμο-

νίους, καὶ λέγειν ὡς οὐ βοηθοῦντες οὐδ’ ἐλευθε-

ροῦντες ἀλλὰ τιμωρούμενοι Σαμίους στρατεύσαιντο,

κρατῆρά τινα πεμπόμενον Κροίσῳ παρ’ αὐτῶν καὶ

θώρακα πάλιν παρ’ Ἀμάσιδος κομιζόμενον αὐτοῖς

ἀφελομένους. καίτοι πόλιν ἐν τοῖς τότε χρόνοις

οὔτε φιλότιμον οὕτως οὔτε μισοτύραννον ἴσμεν ὡς

τὴν Λακεδαιμονίων γενομένην∙ ποίου γὰρ ἕνεκα

θώρακος ἢ τίνος κρατῆρος ἑτέρου Κυψελίδας μὲν

100
D ἐξέβαλον ἐκ Κορίνθου καὶ Ἀμπρακίας ἐκ δὲ Νάξου

Λύγδαμιν ἐξ Ἀθηνῶν δὲ τοὺς Πεισιστράτου παῖδας

ἐκ δὲ Σικυῶνος Αἰσχίνην ἐκ Θάσου δὲ Σύμμαχον

ἐκ δὲ Φωκέων Αὖλιν ἐκ Μιλήτου δ’ Ἀριστογένη,

τὴν δ’ ἐν Θετταλοῖς δυναστείαν ἔπαυσαν, Ἀριστο-

μήδη καὶ Ἀγέλαον καταλύσαντες διὰ Λεωτυχίδου

τοῦ βασιλέως; περὶ ὧν ἐν ἄλλοις ἀκριβέστερον

γέγραπται. κατὰ δ’ Ἡρόδοτον οὔτε κακίας οὔτ’

ἀβελτερίας ὑπερβολὴν λελοίπασιν, εἰ τὴν καλλίστην

καὶ δικαιοτάτην τῆς στρατείας ἀρνούμενοι πρόφασιν

ὡμολόγουν διὰ μνησικακίαν καὶ μικρολογίαν ἐπι-

τίθεσθαι δυστυχοῦσιν ἀνθρώποις καὶ κακῶς πράτ-

τουσιν».

859 E Κεφ. 22. «Οὐ μὴν ἀλλὰ Λακεδαιμονίους μὲν ἁμωσγέ-

πως ὑποπεσόντας αὐτοῦ τῷ γραφείῳ προσέχρωσε∙

τὴν δὲ Κορινθίων πόλιν, ἐκτὸς δρόμου κατὰ τοῦ-

τον οὖσαν τὸν τόπον, ὅμως προσπεριλαβὼν ὁδοῦ,

φασί, πάρεργον ἀνέπλησεν αἰτίας δεινῆς καὶ μοχ-

θηροτάτης διαβολῆς. “συνεπελάβοντο γάρ,” φησί,

“τοῦ στρατεύματος τοῦ ἐπὶ Σάμον ὥστε γενέσθαι

F καὶ Κορίνθιοι προθύμως, ὑβρίσματος εἰς αὐτοὺς

ὑπὸ Σαμίων πρότερον ὑπάρξαντος. ἦν δὲ τοιοῦτο∙

Κερκυραίων παῖδας τριακοσίους τῶν πρώτων Περί-

ανδρος ὁ Κορίνθου τύραννος ἐπ’ ἐκτομῇ παρ’ Ἀλυ-

άττην ἔπεμπε∙ τούτους ἀποβάντας εἰς τὴν νῆσον

οἱ Σάμιοι διδάξαντες ἐν ἱερῷ Ἀρτέμιδος ἱκέτας καθ-

ίζεσθαι καὶ τρωκτὰ προτιθέντες αὐτοῖς ὁσημέραι

σησάμου καὶ μέλιτος περιεποίησαν.” τοῦθ’ ὕβρισμα

Σαμίων εἰς Κορινθίους ὁ συγγραφεὺς προσαγορεύει

101
καὶ διὰ τοῦτό φησι συμπαροξῦναι Λακεδαιμονίους

κατ’ αὐτῶν ἔτεσιν οὐκ ὀλίγοις ὕστερον, ἔγκλημα

ποιησαμένους ὅτι τριακοσίους παῖδας Ἑλλήνων ἐφύ-

λαξαν ἄνδρας. ὁ δὲ τοῦτο Κορινθίοις προστριβόμε-

νος τοὔνειδος ἀποφαίνει τοῦ τυράννου μοχθηροτέραν

τὴν πόλιν∙ ἐκεῖνος μέν γε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Κερκυ-

ραίους ἀνελόντας ἠμύνατο, Κορίνθιοι δὲ τί παθόν-

τες ἐτιμωροῦντο Σαμίους ἐμποδὼν στάντας ὠμότητι

καὶ παρανομίᾳ τοσαύτῃ, καὶ ταῦτα μετὰ τρεῖς γε-

νεὰς ὀργὴν καὶ μνησικακίαν ἀναφέροντες ὑπὲρ τυ-

860 A ραννίδος, ἧς καταλυθείσης πᾶν τε μνῆμα καὶ πᾶν

ἴχνος ἐξαλείφοντες καὶ ἀφανίζοντες οὐκ ἐπαύοντο,

χαλεπῆς καὶ βαρείας αὐτοῖς γενομένης;

Ἀλλὰ δὴ τὸ μὲν ὕβρισμα τοιοῦτον ἦν τὸ

Σαμίων εἰς Κορινθίους∙ τὸ δὲ τιμώρημα ποῖόν τι τὸ

Κορινθίων εἰς Σαμίους; εἰ γὰρ ὄντως ὠργίζοντο

Σαμίοις, οὐ παροξύνειν, ἀποτρέπειν δὲ μᾶλλον

αὐτοῖς ἦν προσῆκον Λακεδαιμονίους ἐπὶ Πολυκράτη

B στρατευομένους, ὅπως μὴ τοῦ τυράννου καταλυ-

θέντος ἐλεύθεροι Σάμιοι γένοιντο καὶ παύσαιντο

δουλεύοντες. ὃ δὲ μέγιστόν ἐστι, τί δήποτε

Κορίνθιοι Σαμίοις μὲν ὠργίζοντο βουληθεῖσι σῷσαι

καὶ μὴ δυνηθεῖσι Κερκυραίων παῖδας, Κνιδίοις δὲ

τοῖς σῴσασι καὶ ἀποδοῦσιν οὐκ ἐνεκάλουν; καίτοι

Κερκυραῖοι Σαμίων μὲν ἐπὶ τούτῳ λόγον οὐ πολὺν

ἔχουσι, Κνιδίων δὲ μέμνηνται καὶ Κνιδίοις εἰσὶ τι-

μαὶ καὶ ἀτέλειαι καὶ ψηφίσματα παρ’ αὐτοῖς∙ οὗτοι

γὰρ ἐπιπλεύσαντες ἐξήλασαν ἐκ τοῦ ἱεροῦ τοὺς Περι-

C άνδρου φύλακας, αὐτοὶ δ’ ἀναλαβόντες τοὺς παῖδας

102
εἰς Κέρκυραν διεκόμισαν, ὡς Ἀντήνωρ ἐν τοῖς

Κρητικοῖς ἱστόρηκε καὶ Διονύσιος ὁ Χαλκιδεὺς

ἐν ταῖς Κτίσεσιν.

Ὅτι δ’ οὐ τιμωρούμενοι Σαμίους ἀλλ’ ἐλευθε-

ροῦντες ἀπὸ τοῦ τυράννου καὶ σῴζοντες ἐστράτευ-

σαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, Σαμίοις αὐτοῖς ἔστι χρή-

σασθαι μάρτυσιν. Ἀρχίᾳ γὰρ ἀνδρὶ Σπαρτιάτῃ

λαμπρῶς ἀγωνισαμένῳ τότε καὶ πεσόντι τάφον εἶ-

ναι δημοσίᾳ κατεσκευασμένον ἐν Σάμῳ καὶ τιμώ-

μενον ὑπ’ αὐτῶν λέγουσι∙ διὸ καὶ τοὺς ἀπογόνους

τἀνδρὸς ἀεὶ διατελεῖν Σαμίοις οἰκείως καὶ φιλαν-

θρώπως προσφερομένους, ὡς αὐτὸς Ἡρόδοτος ταῦ-

τα γοῦν ἀπομεμαρτύρηκεν».

«Ο Ηρόδοτος, διηγούμενος στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του την εκστρατεία των

Λακεδαιμονίων εναντίον του τυράννου Πολυκράτους, ισχυρίζεται, σύμφωνα με όσα

πιστεύουν και λένε οι Σάμιοι, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν ανταποδίδοντας στους

Σαμίους τη βοήθεια που τους είχαν προσφέρει εναντίον των Μεσσηνίων, προσπαθώντας

να επαναφέρουν στη Σάμο τους εξορίστους πολίτες και πολεμώντας εναντίον του

τυράννου. Λέει, όμως, ότι οι Λακεδαιμόνιοι αρνούνται αυτήν την αιτία (που επικαλούνται

οι Σάμιοι), και λένε ότι εκστράτευσαν όχι για να βοηθήσουν ή να ελευθερώσουν τους

Σαμίους, αλλά για να τους τιμωρήσουν, επειδή τους είχαν αφαιρέσει κάποιον κρατήρα που

είχαν στείλει στον Κροίσο και έναν θώρακα που τους έστειλε ο Άμασις. Και όμως, για

εκείνα τα χρόνια, δεν γνωρίζουμε πόλη που να έδειξε τόσο μεγάλη φιλοτιμία και τόσο

μεγάλο μίσος για τους τυράννους όσο η πόλη των Λακεδαιμονίων. Για ποιόν, δηλαδή,

θώρακα ή για ποιόν άλλο κρατήρα έδιωξαν τους Κυψελίδες από την Κόρινθο και την

Αμπρακία, τον Λύγδαμι από τη Νάξο, τους γιούς του Πεισιστράτου από την Αθήνα, τον

Αισχίνη από τη Σικυώνα, τον Σύμμαχο από τη Θάσο, τον Αύλι από τη Φωκίδα, τον

Αριστογένη από τη Μίλητο, τη δυναστεία του Αριστομήδη και του Αγελάου στη Θεσσαλία

την κατέλυσαν με βασιλέα τον Λεωτυχίδη; Γι’ αυτά τα γεγονότα έχουν γράψει με

103
μεγαλύτερη ακρίβεια άλλοι συγγραφείς. Σύμφωνα, όμως, με τον Ηρόδοτο, οι

Λακεδαιμόνιοι έφθασαν σε υπερβολικό βαθμό κακίας και ανοησίας αν, αρνούμενοι την

ωραιοτάτη και δικαιοτάτη αιτιολόγηση της εκστρατείας τους, παραδέχονταν ότι

επιτέθηκαν από μνησικακία και ασημαντολογία εναντίον κακότυχων και δυστυχισμένων

ανθρώπων.

(Κεφ. 22) Οι Λακεδαιμόνιοι βέβαια έπεσαν κατά κάποιο τρόπο στη γραφίδα του και

αμαυρώθηκαν. Την πόλη, όμως, των Κορινθίων την συμπεριέλαβε στη διήγησή του, αν και

σ’ αυτό το σημείο της αφηγήσεώς του ήταν εκτός του προκειμένου ζητήματός του, όπως

λέει, και ως πάρεργο της προσήψε φοβερή κατηγορία και μοχθηροτάτη προσβολή. Λέει ότι

‘’οι Κορίνθιοι με προθυμία έλαβαν μέρος στην πραγματοποίηση της εκστρατείας εναντίον

της Σάμου, καθώς οι Σάμιοι παλαιότερα τους είχαν προσβάλλει. Η προσβολή ήταν περίπου

η εξής: ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος έστελνε στον Αλυάττη τριακόσιους

Κερκυραίους νέους από τους ευγενείς για να τους ευνουχίσει. Αυτοί όταν αποβιβάστηκαν

στη Σάμο, οι Σάμιοι τους συμβούλευσαν να καταφύγουν ως ικέτες στο ιερό και

προμηθεύοντάς τους καθημερινά γλυκίσματα από σουσάμι και μέλι τους έσωσαν’’. Αυτήν

την πράξη ο συγγραφεύς την ονομάζει προσβολή των Σαμίων στους Κορινθίους, και γι’

αυτό το λόγο ισχυρίζεται ότι οι Κορίνθιοι παρόξυναν τους Λακεδαιμονίους εναντίον των

Σαμίων πολλά χρόνια αργότερα, θεωρώντας ως αιτία ότι προστάτευσαν τριακοσίους

Έλληνες νέους ώστε να παραμείνουν άνδρες. Αυτός, όμως, που αποδίδει τέτοιο όνειδος

στους Κορινθίους, παρουσιάζει την πόλη χειρότερη από τον τύραννο. Ο Περίανδρος,

τουλάχιστον, εκδικήθηκε τους Κερκυραίους για το φόνο του γιου του. Οι Κορίνθιοι, όμως, τί

έπαθαν για να θέλουν να τιμωρήσουν τους Σαμίους οι οποίοι εμπόδισαν τόσο μεγάλη

ωμότητα και παρανομία, και μάλιστα μεταφέροντας την οργή και τη μνησικακία τους δύο

γενεές αργότερα, υπερασπιζόμενοι την τυραννίδα, της οποίας, μετά την κατάλυσή της, δεν

σταμάτησαν να εξαλείφουν και να αφανίζουν κάθε ίχνος και ανάμνηση της, καθώς

υπήρξε γι’ αυτούς σκληρή και βαριά;

Αλλά έστω ότι αυτή ήταν η προσβολή των Σαμίων στους Κορινθίους∙ ποιά, όμως,

υπήρξε η τιμωρία των Κορινθίων προς τους Σαμίους; Διότι αν όντως ήταν οργισμένοι με

τους Σαμίους, έπρεπε όχι να παροξύνουν, αλλά περισσότερο ν’ αποτρέπουν τους

104
Λακεδαιμονίους να εκστρατεύσουν εναντίον του Πολυκράτους, για να μην ελευθερωθούν

οι Σάμιοι και παύσουν να είναι δούλοι, αφού θα είχε καταλυθεί η τυραννίδα. Το

σπουδαιότερο, όμως, είναι το εξής: για ποιό λόγο, λοιπόν, οργίστηκαν οι Κορίνθιοι με τους

Σαμίους που ήθελαν να σώσουν τους Κερκυραίους νέους αλλά δεν μπόρεσαν, ενώ δεν

κατηγόρησαν τους Κνιδίους που τους έσωσαν και τους έστειλαν στην πατρίδα τους; Οι

Κερκυραίοι, πάντως, δεν δίδουν μεγάλη σημασία στη συμμετοχή των Σαμίων στην

υπόθεση, αλλά τους Κνιδίους θυμούνται και γι’ αυτούς έχουν θεσπίσει τιμές, φορολογική

ατέλεια και ψηφίσματα. Διότι οι Κνίδιοι έπλευσαν (στη Σάμο) και έδιωξαν από το ιερό τους

φύλακες του Περιάνδρου και, αφού πήραν τους νέους, οι ίδιοι τους μετέφεραν στην

Κέρκυρα, όπως έχει ιστορήσει ο Αντήνωρ στα ‘’Κρητικά’’ και ο Διονύσιος ο Χαλκιδεύς στις

‘’Κτίσεις’’.

Ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν όχι για να τιμωρήσουν τους Σαμίους αλλά για

να τους απελευθερώσουν από τον τύραννο και να τους σώσουν, μπορούμε να

χρησιμοποιήσουμε ως μάρτυρες τους ίδιους τους Σαμίους. Λένε πως στη Σάμο υπάρχει

κατασκευασμένος δημοσία δαπάνη ο τάφος του Σπαρτιάτη Αρχία τον οποίο τιμούν οι

Σάμιοι, καθώς αγωνίστηκε τότε λαμπρά και έπεσε νεκρός. Γι’ αυτό και οι απόγονοι του

Αρχία διατηρούν πάντοτε στενές φιλικές σχέσεις με τους Σαμίους, όπως ο ίδιος ο

Ηρόδοτος, αυτά τουλάχιστον, τα μαρτυρεί».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, αναφέρεται στους Δωριείς, και

συγκεκριμένα στους Λακεδαιμονίους και στους Κορινθίους, εστιάζοντας στην αιτία της

ανεπιτυχούς εκστρατείας που έκαναν αυτοί το 525 π.Χ. εναντίον του τυράννου της Σάμου

Πολυκράτους.247

Σε ό,τι αφορά τους Λακεδαιμονίους, ο βιογράφος διαφωνεί με την αναφορά του

Ηροδότου που λέει248 ότι οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι επικαλούνται ως αιτία της εκστρατείας

όχι την παροχή βοηθείας προς τους Σαμίους ή την απόπειρα για απαλλαγή τους από την

τυραννίδα, αλλά την τιμωρία των Σαμίων, επειδή τους είχαν αφαιρέσει κάποιον κρατήρα

247 Βλ. για την αποτυχημένη εκστρατεία των Λακεδαιμονίων και Κορινθίων εναντίον του
Πολυκράτους (525 π.Χ.) W.G.G. Forrest, “Euboea and the islands”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 259.
248 Ηρόδ. 3. 47. 1.

105
που προορίζονταν για τον Κροίσο και έναν θώρακα249 που τους έστειλε ο βασιλεύς της

Αιγύπτου Άμασις.250 Ο βιογράφος αναφέρει και την άποψη των Σαμίων που παραθέτει ο

Ηρόδοτος και λέει251 ότι οι Λακεδαιμόνιοι, πολεμώντας εναντίον του τυράννου και

προσπαθώντας να επαναφέρουν στη Σάμο τους εξορίστους πολίτες, ανταπέδωσαν στους

Σαμίους τη ναυτική βοήθεια που τους είχαν προσφέρει στον πόλεμο εναντίον των

Μεσσηνίων. Η ναυτική βοήθεια των Σαμίων στους Λακεδαιμονίους είναι άγνωστο

γεγονός, πιθανότατα του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου.252 Σύμφωνα με την ιστορική διήγηση

του Ηροδότου η Σάμος είχε ολιγαρχικό πολίτευμα όταν βοήθησε τη Σπάρτη, και οι

εξόριστοι, πλέον, Σάμιοι ολιγαρχικοί, ως πολιτικοί κληρονόμοι αυτών που παλαιότερα

προσέφεραν αρωγή στους Λακεδαιμονίους, ζητούσαν ανταπόδωση της ευργεσίας.253 Ο

Πλούταρχος θεωρεί ως πραγματική αιτία της εκστρατείας το μίσος που ένιωθαν οι

Λακεδαιμόνιοι εναντίον της τυραννίδος254 και την αγάπη τους για τιμές. Κατά τη γνώμη

μου, ο βιογράφος δεν διαφωνεί με την εκδοχή των Σαμίων, καθώς οι Σάμιοι περιγράφουν

τους Λακεδαιμονίους με ευνοϊκό τρόπο, παρουσιάζοντάς τους να ανταποδίδουν την

249 Ηρόδ. 1. 70 (για την περιγραφή του κρατήρος) και Ηρόδ. 3. 47. 2-3 (για την περιγραφή του
θώρακος).
250 Βλ. για τον Αιγύπτιο βασιλέα Άμασιν (570-526 π.Χ.) K. Jansen – Winkeln, “Amasis [2]”, BNP 1 (2002),
σ. 561.
251 Ηρόδ. 3. 47. 1. Στο χωρίο 3. 44-45, ο ιστορικός αναφέρει ότι οι Σάμιοι, που ζήτησαν τη συνδρομή
των Λακεδαιμονίων εναντίον του Πολυκράτους, είχαν προηγουμένως επιλεγεί από τον τύραννο ως
οι πιο ύποπτοι για επανάσταση και είχαν αποσταλεί με σαράντα τριήρεις για να βοηθήσουν τον
βασιλέα των Περσών Καμβύση στην εκστρατεία του εναντίον της Αιγύπτου. Αυτοί, είτε δεν
έφτασαν ποτέ στον Καμβύση, είτε απέδρασαν από αυτόν, επέστρεψαν στη Σάμο χωρίς, όμως, να
επιτύχουν να εκδιώξουν τον Πολυκράτη. Έτσι οι Σάμιοι στράφηκαν για βοήθεια προς τους
Λακεδαιμονίους, όπου μετα την ανεπιτυχή εκστρατεία των Λακεδαιμονίων και Κορινθίων εναντίον
του Πολυκράτους, ίδρυσαν την Κυδωνία στην Κρήτη.
252 O P. Cartledge, “Sparta and Samos: a special relationship?”, CQ 32 (1982), σ. 258-259, θεωρεί πως ο Α’
Μεσσηνιακός πόλεμος (περί το 735 - 715 π.Χ.) περιορίστηκε στη στεριά και πως η βοήθεια των
Σαμίων θα ήταν ωφελιμότερη για τη Σπάρτη κατά το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο για τον έλεγχο των
παραλιακών πόλεων της Μεσσηνίας.
253 Βλ. για την ερμηνεία αυτή D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 3. 47. 1, λ. «εὐεργεσίας ἐκτίνοντες».
254 Ο N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 356, οριοθετεί την πολιτική της
αυτοανακηρύξεως της Σπάρτης ως απελευθερωτού των ελληνικών πόλεων από την τυραννίδα μετά
το 560 π.Χ.

106
ευεργεσία που τους είχαν προσφέρει παλαιότερα οι Σάμιοι, και θα τολμούσαμε να πούμε

ότι συνδυάζεται ως αφορμή του πολέμου μεταξύ των Λακεδαιμονίων και του Πολυκράτους

με τη δεδομένη, κατά τον Πλούταρχο, αιτία, την απέχθεια, δηλαδή, των Λακεδαιμονίων για

τους τυράννους. Ο Πλούταρχος, όμως, διαφωνεί με την άλλη εκδοχή, αυτή των

Λακεδαιμονίων που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, το οποίο γίνεται αντιληπτό στο τέλος του

εικοστού πρώτου και στο τέλος του εικοστού δευτέρου κεφαλαίου της αφηγήσεως του

Πλουτάρχου. Η ακριβής, ωστόσο, διατύπωση του Ηροδότου για την εκδοχή των

Λακεδαιμονίων είναι ότι «οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν όχι τόσο για να βοηθήσουν τους

Σαμίους, αλλά επειδή ήθελαν να εκδικηθούν για την αρπαγή του κρατήρος και του

θώρακος». Δηλαδή ο ιστορικός δεν απέκλεισε και τα, έστω δευτερεύοντα, αγαθά κίνητρα

που ώθησαν τους Λακεδαιμονίους στην εκστρατεία, τα οποία όχι μόνο παραλείπει να

αναφέρει ο βιογράφος στην αφήγησή του, αλλά τουναντίον, αποφαίνεται με βεβαιότητα

ότι δεν εκστράτευσαν για να βοηθήσουν, εστιάζοντας μονάχα στην αρπαγή των τιμαλφών.

Ο Ηρόδοτος, στην ιστορική του διήγηση, απλά αναφέρει τις δύο διαφορετικές εκδοχές που

έχει ακούσει από τους Σαμίους και τους Λακεδαιμονίους, χωρίς να τάσσεται άμεσα ή

έμμεσα υπέρ της μιας ή της άλλης. Ο Πλούταρχος, όμως, θεωρεί ότι η εκδοχή των

Λακεδαιμονίων, που περιγράφει ο ιστορικός ως αιτία της εκστρατείας, δεν είναι η ορθή. Και

αυτό, επειδή ο βιογράφος αφήνει να εννοηθεί στην αφήγησή του, σωστά κατά τη γνώμη

μου, ότι του είναι απίστευτο οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι να αμαυρώνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο

τους εαυτούς τους, παρουσιαζόμενοι από τον Ηρόδοτο να ακυρώνουν οι ίδιοι την αγαθή,

κατά τον Πλούταρχο, πρόθεση τους να βοηθήσουν τις ελληνικές πόλεις να απαλλαγούν

από την τυραννίδα.

Ο Πλούταρχος, στηρίζοντας την άποψή του ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν

εναντίον του Πολυκράτους από μίσος για τους τυράννους, αναφέρει τους Λακεδαιμονίους

να έχουν διώξει πολλούς τυράννους από ελληνικές πόλεις: τους Κυψελίδες255 από την

255 Βλ. για τους Κυψελίδες, τη δυναστεία δηλαδή που εγκαθίδρυσε ο τύραννος της Κορίνθου Κύψελος
(περί τα μέσα του 7ου αι. π.Χ.), τον οποίο διεδέχθη ο Περίανδρος και, μετά απ’ αυτόν, ο Ψαμμήτιχος,
συνολικής διάρκειας περί τα 73 έτη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Πολ. 1315b, 11κε.), B. Patzek,
“Cypselides”, BNP 3 (2003), σ. 1081-1082. Η Κόρινθος απαλλάχθηκε από τον τύραννο Κύψελο Β’ ή

107
Κόρινθο και την Αμπρακία, τον Λύγδαμι256 από τη Νάξο, τους γιους του Πεισιστράτου από

την Αθήνα, τον Αισχίνη από τη Σικυώνα, τον Σύμμαχο από τη Θάσο, τον Αύλι από τη

Φωκίδα, τον Αριστογένη από τη Μίλητο, τον Αριστομήδη και τον Αγέλαο257 από τη

Θεσσαλία. Ο βιογράφος αναφέρει258 ότι οι Σπαρτιάτες δεν ανέτρεπαν πάντοτε μία

τυραννίδα με άσκηση βίας από το στρατό τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις

χρησιμοποιούσαν την αποστολή ενός μονάχα πρεσβευτού. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε

πιθανότατα συνέβαινε με φανερή δημόσια υποστήριξη της Σπάρτης σε όσους ήθελαν να

ανατρέψουν τον τύραννο.259 Απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις επιτυχούς, κατά τον

Πλούταρχο, σπαρτιατικής επεμβάσεως για την εκδίωξη της τυραννίδος, ο Ηρόδοτος

αναφέρει μονάχα αυτή των Πεισιστρατιδών (5. 63-65)∙ η άλλη απόπειρα που καταγράφει ο

ιστορικός στη διήγησή του είναι η αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Πολυκράτους (3.

54-56). Ο Πλούταρχος, όμως, παραλείπει να αναφέρει τη διήγηση του ιστορικού που κάνει

λόγο260 για προσπάθεια του βασιλέως Κλεομένη Α’ να εγκαταστήσει τον Ισαγόρα ως

τυράννο στην Αθήνα, αλλά και για απόπειρα των Λακεδαιμονίων να επαναφέρουν τον

τύραννο Ιππία στην Αθήνα, οι οποίες εν τέλει δεν πραγματοποιήθηκαν. Εύλογα θα

αλλιώς Ψαμμήτιχο περί το 583 π.Χ., ενώ η Αμπρακία από τον Αρχίνο περί το 560 π.Χ.: βλ. N.G.L.
Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 354.
256 Ο Λύγδαμις βοήθησε το 546 π.Χ. τον Πεισίστρατο να αναλάβει την εξουσία στην Αθήνα, ο
Πεισίστρατος έπειτα βοήθησε τον Λύγδαμι να γίνει τύραννος στη Νάξο, και ο Λύγδαμις στη
συνέχεια βοήθησε τον Πολυκράτη να επιβάλλει την τυραννίδα στη Σάμο: βλ. W.G.G. Forrest,
“Euboea and the islands”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 259∙ W. Kierdorf, “Lygdamis [1]”, BNP 8 (2006), σ. 15.
257 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 21, σημ. e (Ηθικά 859D), αναφέρει
ότι οι τύραννοι: Σύμμαχος της Θάσου, Αύλις της Φωκίδος, Αριστογένης της Μίλητου, Αριστομήδης
και Αγέλαος στη Θεσσαλία, είναι άγνωστοι, και η σπαρτιατική ανάμειξη στη Θάσο και στη Μίλητο
δύσκολα γίνεται πιστευτή.
258 Λυκ. 30. 2: «κατέλυε τὰς ἀδίκους δυναστείας καὶ τυραννίδας ἐν τοῖς πολιτεύμασι, καὶ
πολέμους ἐβράβευε καὶ στάσεις κατέπαυε, πολλάκις οὐδ’ ἀσπίδα κινήσασα μίαν, ἀλλ’ ἕνα πέμψασα
πρεσβευτήν, ᾧ πάντες εὐθὺς ἐποίουν τὸ προστασσόμενον».
259 Βλ. για την άποψη αυτή D.M. Leahy, JHS 77 (1957), σ. 273.
260 Ηρόδ. 5. 74-75 (για τον Ισαγόρα) και Ηρόδ. 5. 90-94. 1 (για τον Ιππία). O P. Cartledge, CQ 32 (1982),
σ. 257, αναφέρει ότι περί το 506 π.Χ ο βασιλεύς της Σπάρτης Κλεομένης Α’ σκόπευε να εγκαταστήσει
τον Ισαγόρα ως τύραννο στην Αθήνα, και περί το 504 π.Χ συνέβη η προσπάθεια των Σπαρτιατών να
επαναφέρουν τον τύραννο Ιππία στην Αθήνα. Βλ. αναλυτικά για τον Ισαγόρα, E. Stein-Hölkeskamp,
“Isagoras [1]”, BNP 6 (2005), σ. 954.

108
μπορούσε κάποιος να σκεφθεί ότι ο Πλούταρχος παραλείπει τα προαναφερθέντα χωρία

του Ηροδότου, που κάνουν λόγο για προάσπιση των σπαρτιατικών συμφερόντων μέσω της

εγκαθιδρύσεως τυραννίδος στην Αθήνα, επειδή ανατρέπουν την άποψή του ότι οι

Λακεδαιμόνιοι απεχθάνονταν την τυραννίδα. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη και τον

Αριστοτέλη, οι Λακεδαιμόνιοι έδιωξαν τους περισσοτέρους τυράννους από τις ελληνικές

πόλεις.261 Οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν τα εξής για τους τυράννους που φέρονται από

το βιογράφο να έχουν εκδιωχθεί με την επέμβαση της Σπάρτης: οι Σπαρτιάτες δεν είναι

πιθανό να εκδίωξαν βιαίως τους Κυψελίδες, αφ’ ενός από την Κόρινθο, καθώς ο Ηρόδοτος

στο χωρίο 5. 92 δεν αναφέρει κάτι τέτοιο ενώ ο Νικόλαος Δαμασκηνός (FGrH 90 F 60) κάνει

λόγο για εξορία της τυραννίδος από το δήμο,262 αφ’ ετέρου από την Αμπρακία, καθώς η

αφήγηση του Αριστοτέλους (Πολ. 1304a 31-33, 1311a 39) δεν κάνει λόγο για επέμβαση της

Σπάρτης στην εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στην πόλη∙ τον Λύγδαμι θα

μπορούσαν να τον είχαν διώξει από τη Νάξο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον

του Πολυκράτους το 525 π.Χ.,263 παρ’ όλο που δεν αναφέρει το γεγονός ο Ηρόδοτος∙ τον

261 Θουκ. 1. 18. 1: «Ἐπειδὴ δὲ οἵ τε Ἀθηναίων τύραννοι καὶ οἱ ἐκ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἐπὶ πολὺ καὶ πρὶν
τυραννευθείσης οἱ πλεῖστοι καὶ τελευταῖοι πλὴν τῶν ἐν Σικελίᾳ ὑπὸ Λακεδαιμονίων κατελύθησαν».
Αριστ. Πολ. 1312b 7-8: «διὸ Λακεδαιμόνιοι πλείστας κατέλυσαν τυραννίδας». Οι W.W. How - J. Wells,
A Commentary, App. XVI. 10, ερμηνεύουν τα χωρία ως έμμεση και όχι άμεση εμπλοκή των
Σπαρτιατών στην εξορία των τυράννων.
262 Ο A. Bowen, Plutarch The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 21, λ. “Corinth … Ambracia” (Ηθικά
859D) προσθέτει ότι η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να δεχθεί πρόταση των Κορινθίων για ανατροπή της
τυραννίδος στην Κόρινθο τη δεκαετία του 580 π.Χ., καθώς η θέση της στην Πελοπόννησο ήταν
επισφαλής∙ η Σπάρτη θα ήταν σε θέση να δεχτεί κατα τη δεκαετία του 550 π.Χ.
263 Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 21,
σημ. c (Ηθικά 859D). Ο W.G.G. Forrest, “Euboea and the islands”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 259 θεωρεί
ότι οι Σπαρτιάτες εξόρισαν τον Λύγδαμι είτε το 525 είτε το 515 π.Χ. για να ευνοήσουν τους Ναξίους
αριστοκράτες. Υπάρχει και ένα χωρίο του Πλουτάρχου, Ἀποφθέγματα Λακωνικά 67 (Ηθικά 236 C-D),
που κάνει λόγο για μια σπαρτιατική αποστολή προς έναν τύραννο με το όνομα Λύγδαμις, ο οποίος
αρνούνταν να την δεχθεί: «Ἧκόν ποτε κατὰ πρεσβείαν Λάκωνες πρὸς Λύγδαμιν τὸν τύραννον∙ ὡς δ’
ἐκεῖνος ὑπερτιθέμενος πολλάκις συντυχεῖν ἀνεβάλλετο, τὸ δ’ ἐπὶ πᾶσι μαλακῶς ἔχειν αὐτὸν ἔφη
τις, οἱ πρέσβεις ‘λέγε αὐτῷ’ εἶπον ‘ὅτι μὰ τοὺς θεοὺς οὐ παλαισόμενοι πρὸς αὐτὸν ἐληλύθαμεν,
ἀλλὰ διαλεχθησόμενοι». Ο D.M. Leahy, JHS 77 (1957), σ. 272-275, θεωρεί πως πρόκειται για τον
τύραννο Λύγδαμι της Νάξου και πως η αποστολή της Σπάρτης αποσκοπούσε στην εξασφάλιση
ουδετερότητος του τυράννου στην προαποφασισμένη εκστρατεία της Σπάρτης εναντίον του

109
Αισχίνη264 θα μπορούσαν να τον έχουν εξορίσει με τους Πεισιστρατίδες, ενώ οι υπόλοιποι

τύραννοι είναι απλώς ονόματα για εμάς.265

Για την άλλη πόλη που συμμετείχε στην εκστρατεία, την Κόρινθο, 266 ο Πλούταρχος

διαφωνεί με την αιτία που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος στη διήγησή του και η οποία ώθησε

τους Κορινθίους να λάβουν μέρος σ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει ότι ο

τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος έστειλε τριακοσίους νέους από τις πρώτες οικογένειες

της Κέρκυρας προς τον Αλυάττη267 για ευνουχισμό∙ κατα το πέρασμά τους από τη Σάμο, οι

Πολυκράτους. Κατά τη γνώμη μου, οι πληροφορίες που μας παρέχει το συγκεκριμένο λακωνικό
απόσπασμα δεν επαρκούν για να στηρίξουν με αξιώσεις αυτήν την υπόθεση του D.M. Leahy.
264 Ο Αισχίνης δεν αναφέρεται πουθενά αλλού παρά μονάχα σε παπυρικό απόσπασμα του 2 ου αι.
π.Χ.: FGrH 105 F 1: «Χίλων δέ ὁ Λάκων ἐφορεύσας και στρα[τηγή]σας Ἀναξανδρίδη[ς τε] τάς ἐν τοῖς
Ἕλλη[σ]ιν τ[υρα]ννίδας κατέλυσα[ν]∙ ἐν Σικυών[ι] μέν Αἰ[σχ]ίνην, Ἱππίαν δέ [Ἀθήνησιν (?)]
Πεισιστ[ρατ-]», όπου είχε εξοριστεί ο ίδιος και ο Ιππίας από τον Σπαρτιάτη βασιλέα Αναξανδρίδη,
όταν έφορος στη Σπάρτη ήταν ο Χίλων. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο
κεφ. 21, λ. “Athens … Sicyon” (Ηθικά 859D) αναφέρει τα εξής σχετικά με το παπυρικό απόσπασμα: ο
Χίλων, που υπήρξε έφορος στη Σπάρτη το 556/5 π.Χ., και ο Αναξανδρίδης θα μπορούσαν να
εξορίσουν τον Αισχίνη, όχι όμως μετά το 550 π.Χ., ενώ τον Αθηναίο τύραννο Ίππία δεν θα ήταν
δυνατό να τον εξορίσουν το 510 π.Χ. καθώς και ο Χίλων και ο Αναξανδρίδης ήταν ήδη νεκροί.
Σύμφωνα με τον N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 354 και 346, κάποιος
Ιππίας το 556/5 π.Χ. ίσως να ήταν τύραννος κάπου αλλού, πιθανότατα στα Μέγαρα, και το όνομα
του Πεισιστράτου, που διαφαίνεται από τα πρώτα γράμματα του ονόματός του στο απόσπασμα,
πιθανότατα αναφέρεται στην εξορία του Πεισιστράτου από την Αθήνα.
265 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XVI. 10. Η εξορία, όμως, του Αριστομήδη και του
Αγελάου από τη Θεσσαλία με τη συμβολή του βασιλέως της Σπάρτης Λεωτυχίδη δε συνδέεται με το
μίσος που έτρεφε η Σπάρτη για τους τυράννους, όπως αποφαίνεται με βεβαιότητα ο Πλούταρχος,
αλλά με την τιμωρία των μηδιζόντων κατά τους περσικούς πολέμους Ελλήνων (Ηρόδ. 6. 72). Και ο
ιστορικός, στο ίδιο χωρίο (6. 72), αναφέρει ότι ο βασιλεύς Λεωτυχίδης, αρχηγός του εκστρατευτικού
σώματος της Σπάρτης εναντίον των Αλευαδών της θεσσαλίας, δεν επέτυχε την εξορία των
τυράννων, την οποία υποστηρίζει ο βιογράφος, αλλά τουναντίον, ο ίδιος εξορίστηκε από τη Σπάρτη
επειδή δωροδοκήθηκε από τους Αλευάδες∙ σε χωρίο του Παυσανία (3. 7. 9) αναφέρεται η ίδια
ηροδότεια διήγηση. Βλ. για το βασιλέα της Σπάρτης Λεωτυχίδη K.-W. Welwei, “Leotychidas [2]”, BNP
7 (2005), σ. 412-413.
266 Η Κόρινθος, πιθανότατα, ήταν ήδη σε συμμαχία με τη Σπάρτη όταν έγινε η εκστρατεία εναντίον
του Πολυκράτους: βλ. L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 351∙ J.B.
Salmon, Wealth Corinth: a history of the city to 338 B.C., Oxford 1984, σ. 240-245.
267 Βλ. για τον Λυδό βασιλέα Αλυάττη (περί το 600 -561 π.Χ.) C. Hocker, “Alyattes”, BNP 1 (2002), σ.
553.

110
Σάμιοι συμβούλευσαν τους νέους να καταφύγουν ως ικέτες στο ιερό της Αρτέμιδος268 και με

γλυκίσματα από σουσάμι και μέλι τους έσωσαν τη ζωή.269 Οι τριακόσιοι Κερκυραίοι νέοι

εστάλησαν από τον Περίανδρο προς τον Αλυάττη, επειδή ο Περίανδρος ήθελε να τιμωρήσει

τους Κερκυραίους επειδή είχαν σκοτώσει το γιό του Λυκόφρωνα∙270 οι Κερκυραίοι σκότωσαν

τον Λυκόφρωνα επειδή δεν επιθυμούσαν να εξουσιάζει ο ίδιος ο Περίανδρος την Κέρκυρα,

καθώς υπήρξε η συμφωνία να διοικεί ο Λυκόφρων στην Κόρινθο ως διάδοχος του

Περιάνδρου, και ο Περίανδρος στην Κέρκυρα∙ ο Λυκόφρων εστάλη στην Κέρκυρα καθώς

είχε έλθει σε ρήξη πριν με τον πατέρα του τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο του θανάτου της

μητρός του και συζύγου του Περιάνδρου Μελίσσης.271

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος εναντίον της απόψεως του

Ηροδότου στηρίζονται στη λογική. Αναφέρει, δηλαδή, ο βιογράφος ότι δεν είναι εύλογο οι

Κορίνθιοι να είχαν προσβληθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο από τους Σαμίους, αφ’ ενός καθώς οι

Σάμιοι έπραξαν ορθά που έσωσαν τους νέους από τον ευνουχισμό, αφ’ ετέρου αυτό συνέβη

εναντίον του Περιάνδρου, που δυνάστευε τους Κορινθίους, και όχι εναντίον της πόλεως και

του λαού των Κορινθίων, ενώ κατά το διάστημα που οι Κορίνθιοι αποφάσισαν την

πραγματοποίηση της εκστρατείας είχαν αποβάλει τη σκληρή και βαριά τυραννίδα και

προσπαθούσαν να εξαλείψουν κάθε ίχνος της. Πράγματι, οι Κορίνθιοι, μετά την ανατροπή

της σκληρής272 τυραννίδος τους, θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες με όσους προκάλεσαν

προβλήματα στους Κυψελίδες, μεταξύ αυτών και με τους Σαμίους. Και σύμφωνα με το

συλλογισμό του Πλουτάρχου, αν οι Κορίνθιοι ήταν πράγματι οργισμένοι με τους Σαμίους,

όχι μόνο δεν θα έπρεπε να παροξύνουν τους Λακεδαιμονίους σε εκστρατεία εναντίον τους,

αλλά, αντιθέτως, να τους αποτρέπουν από αυτήν, για να μην αποκτήσουν οι Σάμιοι την

ελευθερία τους. Πράγματι, ένα από τα κακά που θα μπορούσαν να κάνουν οι Κορίνθιοι

268 Το ιερό της Αρτέμιδος ταυτίζεται με τα ερείπια της ανασκαφής κοντά στο σύγχρονο Πυθαγόρειο
στη Σάμο: βλ. Κ. Τσάκος, “Ένα ιερό της Αρτέμιδος στη Σάμο”, Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν,
13 (1980), σ. 305-318.
269 Ηρόδ. 3. 48.
270 Βλ. για το νεώτερο γιό του Περιάνδρου τον Λυκόφρωνα B. Patzek, “Lycophron [1]”, BNP 7 (2005), σ.
925.
271 Ηρόδ. 3. 50-53.
272 Ηρόδ. 5. 92ε-θ.

111
προς τους Σαμίους ήταν να παραμείνουν άπρακτοι και να μην υλοποιήσουν την

εκστρατεία που θα τους απάλλασε από την τυραννίδα. Η τυραννίδα, όμως, ήταν μια δεινή

κατάσταση που προκάλεσε ο Πολυκράτης και όχι οι Κορίνθιοι στους Σαμίους, και οι

Κορίνθιοι, αν δεν πραγματοποιούσαν την εκστρατεία, δεν θα ένιωθαν ότι εκδικούνταν τους

Σαμίους, καθώς δεν θα πάθαιναν κάποιο κακό οι Σάμιοι απ’ αυτούς. Το σημαντικό, κατά

τη γνώμη μου, με αυτόν που θέλει να εκδικηθεί είναι να ευχαριστιέται ο ίδιος με το κακό

που προξένησε στον άλλο, και αυτός που δέχτηκε το κακό να αναγνωρίζει ότι το έπαθε

από εκείνον που το προκάλεσε∙ έτσι οι Κορίνθιοι δεν θα εκδικούνταν αν δεν έπρατταν κάτι

εναντίον των Σαμίων∙ αλλά με την εκστρατεία εναντίον των Σαμίων δεν θα έκαναν κακό

σ’ αυτούς αλλά καλό, όπως ορθά επεσήμανε ο Πλούταρχος. Άρα η οργή των Κορινθίων

που περιγράφει ο ιστορικός ως αιτία της εκστρατείας εναντίον των Σαμίων, κατά τη γνώμη

μου, δεν είναι ικανοποιητική.

Ο Πλούταρχος στη συνέχεια χρησιμοποιεί μια διαφορετική ιστορική εκδοχή περί

αυτών που έσωσαν εν τέλει τους Κερκυραίους νέους. Ο βιογράφος δεν αποδέχεται την

αφήγηση273 του Ηροδότου ότι οι Σάμιοι μετέφεραν τους νέους στην πατρίδα τους την

Κέρκυρα, αλλά αποδίδει την πράξη αυτή στους Κνιδίους. Συγκεκριμένα, ο Πλούταρχος

υιοθετεί ως ορθή την ιστορική διήγηση του Αντήνορος στο έργο του ‘’Κρητικά’’ και του

Διονυσίου του Χαλκιδέως στο έργο του ‘’Κτίσεις’’.274 Αυτοί, σύμφωνα με το βιογράφο,

αναφέρουν ότι οι Κνίδιοι έδιωξαν τους φύλακες του Περιάνδρου από το ιερό της Αρτέμιδος

στη Σάμο, πήραν τους νέους και τους μετέφεραν με ασφάλεια στην Κέρκυρα. Και η

απόδειξη, κατά τον Πλούταρχο, ότι οι Κνίδιοι έσωσαν τους νέους είναι ότι οι ίδιοι οι

Κερκυραίοι δεν μνημονεύουν τόσο τη συμμετοχή των Σαμίων στο περιστατικό αλλά αυτή

273 Ηρόδ. 3. 48. 4.


274 Βλ. για τον Αντήνορα (έζησε το αργότερο τον 2 ο αι. π.Χ.) που έγραψε τοπική ιστορία της Κρήτης E.
Schwartz, “Antenor (7)”, RE I 2 (1894), σ. 2353∙ ο A. Bowen, Plutarch The Malice of Herodotus, σχόλια
στο κεφ. 22, λ. “Antenor … Dionysius” (Ηθικά 860B) αναφέρει ότι ο Αντήνωρ πιθανότατα έζησε περί
τα τέλη της ελληνιστικής περιόδου. Βλ. για τον Διονύσιο Χαλκιδέα (4ος αι. π.Χ.) που έγραψε πέντε
βιβλία για ιδρύσεις πόλεων E. Schwartz, “Dionysios (107)”, RE V 1 (1903), σ. 929∙ A. Bowen, Plutarch
The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 22, λ. “Antenor … Dionysius” (Ηθικά 860B).

112
των Κνιδίων τους οποίους ευχαρίστησαν με τιμές, φορολογικές ατέλειες και ψηφίσματα.275

Ο Ηρόδοτος, όμως, δεν μνημονεύει καθόλου τους Κνιδίους στο περιστατικό αυτό. Και από

την άλλη, τί ήταν αυτό που ώθησε τον Πλούταρχο να αποδεχθεί ως αληθή και

αποφασιστική για τη σωτηρία των νέων τη συμμετοχή των Κνιδίων από αυτή των Σαμίων

που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, και να αποφανθεί με τόση βεβαιότητα για την εγκυρότητα

της ιστορικής διηγήσεως του Αντήνορος και του Διονυσίου; Σύμφωνα με τον Πλούταρχο οι

Κορίνθιοι, αν πράγματι ήταν οργισμένοι με τη σωτηρία των νέων, δεν θα έπρεπε να

οργισθούν με τους Σαμίους που ήθελαν, όμως δεν μετέφεραν τους νέους στην Κέρκυρα,

αλλά με τους Κνιδίους που, σύμφωνα με τη γνώμη του βιογράφου, αυτοί τους μετέφεραν

και τους έσωσαν. Η ορθότητα του επιχειρήματος του Πλουτάρχου προϋποθέτει οι Κνίδιοι

να ήταν αυτοί που μετέφεραν τους νέους και όχι οι Σάμιοι. Αλλά αν ακολουθήσουμε την

ηροδότεια διήγηση, την οποία δεν αμφισβητεί ο Πλούταρχος, η συμμετοχή των Σαμίων

φαίνεται καθοριστική για την επιβίωση των νέων, αρχικά όταν συμβουλεύουν τους νέους

να καταφύγουν ως ικέτες στο ιερό, έπειτα όταν τους διατηρούν στη ζωή δίδοντάς τους

τρόφιμα. Αλλά και στη συνέχεια, σύμφωνα με την αφήγηση του Πλουτάρχου, όταν οι

Κνίδιοι κατέφθασαν στη Σάμο, εξεδίωξαν από τη νήσο τους φύλακες του Περιάνδρου και

έπειτα μετέφεραν τους νέους στην Κέρκυρα, όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν θα

γίνονταν χωρίς την θέληση ή την ανοχή των Σαμίων. Επομένως, σε αντίθεση με την

άποψη του βιογράφου, είχαν κάθε λόγο να είναι οργισμένοι οι Κορίνθιοι με τους Σαμίους,

αν πράγματι είχαν προσβληθεί με αυτή τους την πράξη, καθώς ήθελαν να σώσουν τους

νέους. Από την άλλη, αν οι Κνίδιοι είχαν την κύρια συμμετοχή στη διάσωση των νέων,

όπως υποστηρίζει ο Πλούταρχος, θα έπρεπε οι Κορίνθιοι να είναι οργισμένοι, αν όχι κυρίως

μ’ αυτούς, και μ’ αυτούς∙ αλλά κάτι τέτοιο δεν μνημονεύεται καθόλου από τον Ηρόδοτο.

275 Κατά τον L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 22, σημ. a (Ηθικά 860B), δεν
σώζονται επιγραφές από την Κέρκυρα που να περιέχουν τιμητικά ψηφίσματα των Κερκυραίων για
τους Κνιδίους. O R.L. Beaumont, “Greek influence in the Adriatic sea before the fourth century B.C.”,
JHS 56 (1936), σ. 174, αναφέρει ότι οι Κερκυραίοι είχαν καλές φιλικές σχέσεις με τους Κνιδίους, καθώς
οι Κνίδιοι, κατά την ίδρυση της αποικίας τους στην Αδριατική, είτε επειδή ήθελαν να τιμήσουν τους
φίλους τους Κερκυραίους είτε επειδή ίσως συμμετείχαν και Κερκυραίοι στην ίδρυση της αποικίας,
ονόμασαν την αποικία τους Κέρκυρα, η αποκαλούμενη αλλιώς και ‘’Μέλαινα’’ από το πυκνό δάσος
που υπήρχε τότε στη νήσο.

113
Ο Πλούταρχος, ενώ στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο προσπαθεί να αποδείξει ότι η

αιτία που, σύμφωνα με τον ιστορικό, ώθησε τους Κορινθίους στην εκστρατεία, είναι

εσφαλμένη, στο τέλος του κεφαλαίου πραγματεύεται πάλι τους Λακεδαιμονίους καθώς

επικαλείται την ηροδότεια διήγηση σχετικά με τον τάφο του Σπαρτιάτη Αρχία στη Σάμο. Ο

Αρχίας μαζί με έναν άλλο Σπαρτιάτη τον Λυκώπη ανδραγάθησαν στη μάχη,

αποκλείστηκαν μέσα στα τείχη και σκοτώθηκαν∙ οι Σάμιοι ετίμησαν τον Αρχία θάβοντάς

τον δημοσία δαπάνη.276 Ο δημοσία δαπάνη τάφος του Αρχία θα πρέπει να είχε ανεγερθεί

από τους Σαμίους αριστοκράτες μετά την πτώση της τυραννίδος στη Σάμο. Ο βιογράφος

χρησιμοποιεί την απόδοση τιμών από τους Σαμίους προς τον Αρχία ως στοιχείο που, κατά

τον ίδιο, δείχνει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν όχι για να τιμωρήσουν τους Σαμίους

αλλά για να τους απελευθερώσουν από την τυραννίδα, υπονοώντας ότι οι Σάμιοι δεν θα

τιμούσαν κάποιον ξένο εισβολέα που θα ήθελε να τους εκδικηθεί. Και ο Πλούταρχος το

κάνει αυτό επικαλούμενος ως μάρτυρες τους ίδιους τους Σαμίους, χρησιμοποιώντας το

ρήμα «λέγουσι» στην αφήγησή του∙ ο Ηρόδοτος, όμως, δεν αναφέρει ως πληροφοριοδότες

τους Σαμίους, αλλά τον συνονόματο εγγονό του Αρχία τον οποίο συνάντησε ο ιστορικός. 277

Ίσως ο βιογράφος να απέφυγε τη ρητή αναφορά στη μαρτυρία ενός Σπαρτιάτη, και

μάλιστα απογόνου ενός ήρωα που έλαβε μέρος στην εκστρατεία, καθώς θα

δημιουργούνταν αντίφαση. Και αυτό, επειδή ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τις

αποδιδόμενες προς τον ήρωα Αρχία τιμές από τους Σαμίους στο συγκεκριμένο χωρίο

(Ηρόδ. 3. 55) ως στοιχείο που στηρίζει τη θέση του ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν από

μίσος για την τυραννίδα, ενώ από την άλλη, η μαρτυρία ενός Σπαρτιάτη, του εγγονού του

ήρωος Αρχία, θα έρχονταν σε αντίθεση με την εκδοχή των συμπατριωτών του Σπαρτιατών

που παρουσιάζει ο ιστορικός στη διήγησή του και λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν

για να εκδικηθούν τους Σαμίους. Εν πάσει περιπτώσει, το επιχείρημά του Πλουτάρχου, ότι,

δηλαδή, οι Σάμιοι δεν θα τιμούσαν κάποιον ξένο εισβολέα που θα ήθελε να τους εκδικηθεί,

είναι εύλογο, όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν από μίσος

276 Ηρόδ. 3. 55.


277 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 3. 55. 2, λ. «Ἀρχίῃ», αναφέρουν ότι
οι πληροφορίες του Ηροδότου βασίζονται αφ’ ενός στη σαμιακή παράδοση, αφ’ ετέρου στην
οικογενειακή παράδοση του Αρχία.

114
για την τυραννίδα, όπως πιστεύει ακράδαντα ο βιογράφος. Αναμφίβολα, οι τιμές των

Σαμίων προς τον ήρωα Αρχία αλλά και του εγγονού του Αρχία προς τους Σαμίους

δείχνουν, τουλάχιστον, τις πολύ καλές σχέσεις μεταξύ της Σπάρτης και της Σάμου και μια

διάθεση ανταποδοτική∙ ίσως οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν την εκστρατεία εναντίον του

Πολυκράτους λόγω των πολύ καλών σχέσεων που είχαν οι αριστοκράτες της Σάμου με

τους Σπαρτιάτες και λόγω των συμφερόντων της Σπάρτης να εγκαταστήσουν στην

εξουσία ανθρώπους φίλα προσκείμενους σ’ αυτούς.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σάμιοι έκλεψαν τον κρατήρα278 που προορίζονταν για

τον Κροίσο και, ένα έτος νωρίτερα, τον θώρακα που έστειλε ο Άμασις στους

Λακεδαιμονίους.279 Σύμφωνα με το ηροδότειο χωρίο 1. 70, η κλοπή του κρατήρος συνέβη

περί την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες, η οποία χρονολογείται περί το 547

π.Χ.,280 και, συνεπώς, ο θώρακας εκλάπη από τους Σαμίους περί το 548 π.Χ. Αυτήν, λοιπόν,

την εποχή ο Πολυκράτης, με ή χωρίς τα αδέλφια του, θα έπρεπε να ήταν τύραννος στη

Σάμο.281 Αν, πράγματι, ο λόγος της εκστρατείας των Λακεδαιμονίων εναντίον του

Πολυκράτους ήταν η κλοπή αυτών των δύο δώρων, για ποιό λόγο άργησαν αρκετά έτη -

περί την μία γενεά – για να την πραγματοποιήσουν; Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη οι

Λακεδαιμόνιοι ήταν διστακτικοί στην απόφαση κάποιας εκστρατείας.282 Ο δισταγμός τους,

όμως, θα ήταν δυνατό να διαρκέσει περί την μία γενεά; Και γνωρίζουμε ότι η οργή που

προκαλείται στους ανθρώπους για κλοπές πραγμάτων που τους ανήκουν είναι εντονότερη

278 Ο Ηρόδοτος, όμως, στο χωρίο 1. 70, αναφέρει ότι, εκτός της απόψεως των Λακεδαιμονίων που
κάνουν λόγο για κλοπή του κρατήρος από τους Σαμίους, υπάρχει και η γνώμη των Σαμίων που λέει
ότι οι Λακεδαιμόνιοι, λόγω της καταλήψεως των Σάρδεων από τους Πέρσες και της αιχμαλωσίας
του Κροίσου, πούλησαν τον κρατήρα σε Σαμίους οι οποίοι τον ανέθεσαν στο Ηραίον∙ ο ιστορικός,
μάλιστα, κάνει την υπόθεση να έχουν δίκαιο οι Σάμιοι, και ότι οι Λακεδαιμόνιοι που πούλησαν τον
κρατήρα να επικαλέστηκαν ψευδώς στην Σπάρτη την κλοπή του κρατήρος από τους Σαμίους.
279 Ηρόδ. 3. 47. 1-2.
280 Βλ. για την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες (547 π.Χ.) T.C. Young, “The early history of
the Medes and the Persians and the Achaemenid empire to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988),
σ. 33-35.
281 Ο Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (3. 39. 1) αναφέρει ότι ο Πολυκράτης μοιραζόταν στην αρχή την
εξουσία στη Σάμο με τα δύο αδέλφια του Παντάγνωτο και Συλοσώντα.
282 Θουκ. 1. 118. 2: «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι αἰσθόμενοι οὔτε ἐκώλυον εἰ μὴ ἐπὶ βραχύ, ἡσύχαζόν τε τὸ
πλέον τοῦ χρόνου, ὄντες μὲν καὶ πρὸ τοῦ μὴ ταχεῖς ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἢν μὴ ἀναγκάζωνται».

115
στην αρχή και έπειτα, σταδιακά, αρχίζει και εξασθενεί. Στην περίπτωση, όμως, των

Λακεδαιμονίων η οργή τους παρέμεινε τόσο έντονη που, έπειτα από χρόνια, αποφάσισαν

να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία που επί χρόνια είχαν αμελήσει. Κάτι τέτοιο, κατά τη

γνώμη μου, δεν είναι πιθανό. Αν πράγματι οι κλοπές αυτών των δώρων έγιναν περί την

μία γενεά νωρίτερα από την εκστρατεία, αυτές, κατά τη γνώμη μου, θα είχαν τη μικρότερη

συμβολή στην απόφαση των Λακεδαιμονίων για εκστρατεία, καθώς δεν θα αποτελούσαν

σε καμιά περίπτωση την αφορμή, αφού είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το συμβάν.

Περί την μία γενεά πριν από την εκστρατεία συνέβη, κατά τον Ηρόδοτο, 283 και η

προσβολή των Σαμίων στους Κορινθίους. Η διήγηση, όμως, του Ηροδότου δημιουργεί

σύγχυση σχετικά με τη χρονολογία, καθώς ο Περίανδρος πέθανε περί το 585 π.Χ.284 και άρα

η προσβολή που υπέστη από τους Σαμίους θα συνέβη ολίγο χρονικό διάστημα νωρίτερα.285

Έτσι, ενώ η εκστρατεία, όπως προανέφερα, συνέβη περί το 525 π.Χ., η αναφορά του

Ηροδότου ότι η προσβολή των Σαμίων προς τους Κορινθίους συνέβη περί την μία γενεά

προ αυτής, δεν ταυτίζεται με την εποχή που έζησε ο Περίανδρος.286 Ο Πλούταρχος, όμως,

καταγράφει ότι η εκστρατεία έγινε «μετὰ τρεῖς γενεὰς», δηλαδή δύο γενεές αργότερα από

283 Ηρόδ. 3. 48. 1.


284 Βλ. για το έτος θανάτου του Περιάνδρου A.J. Graham, “The colonial expansion of Greece”, στο CAH
III2 3 (1982), σ. 131 και 466 (Χρον. πίν.).
285 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 3. 53. 1 αναφέρει ότι ο Περίανδρος ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία και δεν
μπορούσε πλέον να διοικεί.
286 Το χωρίο του Ηροδότου (3. 48. 1) έχει προβληματίσει τους μελετητές. Οι W.W. How - J. Wells, A
Commentary, App. XIV. 6, κάνουν λόγο για αδυναμία του ιστορικού να καταγράψει χρονολογικά τα
γεγονότα πριν το 500 π.Χ. και, στην προκειμένη περίπτωση, για συγχρονισμό, με πρόχειρο τρόπο
από τον Ηρόδοτο, των προσβολών που έκαναν οι Σάμιοι στους Λακεδαιμονίους και στους
Κορινθίους. Οι D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 3. 48. 1, λ.
«γενεῇ…», χωρίς να αποφαίνονται επί του ζητήματος, αναφέρουν τα εξής: ποικίλες απόπειρες
έχουν γίνει για τη διόρθωση του χωρίου, είτε με την προσθήκη του «γ’» πριν τη λέξη «γενεῇ» (κατά
μίμηση του Πλουτάρχου, Ηθικά 589F), ή του «οὐ» πριν τη φράση «κατά δέ τόν αὐτόν χρόνον», ή
εξοβελίζοντας τη φράση «κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦ κρητῆρος τῇ ἁρπαγῇ γεγονός» ως σχόλιο
επί του κειμένου∙ ο ιστορικός πιθανότατα διαίρεσε την περίοδο από το 625 - 525 π.Χ. σε τρείς γενεές,
σύμφωνα με τη δήλωση του Ηροδότου στο χωρίο 2. 142. 2: «γενεαὶ γὰρ τρεῖς ἀνδρῶν ἑκατὸν ἔτεά
ἐστι», αντιπροσωπευόμενες από τους α) Αλυάττη-Περίανδρο, β) Κροίσο-Κύρο και γ) Πολυκράτη-
Καμβύση∙ έτσι, ο ιστορικός θα έπρεπε να αναφέρει ότι η προσβολή των Σαμίων έγινε μία γενεά πριν
από την κλοπή του κρατήρος και όχι μία γενεά πριν την εκστρατεία.

116
την προσβολή των Σαμίων. Μήπως ο Πλούταρχος γνώριζε το σφάλμα του ιστορικού και

ήθελε να το διορθώσει;287 Αν πράγματι ο βιογράφος γνώριζε το σφάλμα του Ηροδότου, δεν

θα το χρησιμοποιούσε ως στοιχείο αναξιοπιστίας και, συνεπώς, κακοηθείας του ιστορικού;

Και δεν θα προσπαθούσε να αναδείξει ως ψευδή ή επινοημένη από τον ιστορικό την

προσβολή που υπέστησαν οι Κορίνθιοι από τους Σαμίους, και συνεπώς να αποδυναμώσει

την φερόμενη από τον Ηρόδοτο ως αιτία της εκστρατείας των Κορινθίων εναντίον του

Πολυκράτους, αφού ο ιστορικός υπέπεσε σ’ ένα τόσο σοβαρό χρονολογικό σφάλμα; Ο

βιογράφος, αν διεπίστωνε το σφάλμα του ιστορικού σχετικά με τη χρονολογία, κατά τη

γνώμη μου, θα το αξιοποιούσε ως στοιχείο εναντίον του Ηροδότου. Ίσως ο Πλούταρχος να

χρησιμοποίησε τη χρονολογία από κάποια από τις δύο πηγές του, τον Αντήνορα ή τον

Διονύσιο. Αν, όμως, έχει συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η διήγηση του Αντήνορος και του

Διονυσίου ότι οι Κνίδιοι μετέφεραν και έσωσαν τους νέους, εν συγκρίσει μ’ αυτήν του

Ηροδότου, έχει αρκετές πιθανότητες να είναι ορθή∙ κάτι τέτοιο, όμως, είναι αδύνατο να

ελεγχθεί, καθώς δεν μας σώζονται τα έργα τους. Ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι

προσβολές των Σαμίων σε Λακεδαιμονίους και Κορινθίους έγιναν περί την ίδια εποχή,

στην περίπτωση των κλοπών του κρατήρος και του θώρακος υπονοείται ότι έγιναν από τον

Πολυκράτη, ενώ σε ό,τι αφορά την προσβολή των Σαμίων στους Κορινθίους δεν κάνει

καθόλου λόγο για τον τύραννο Πολυκράτη αλλά για Σαμίους. Ίσως η προσβολή των

Σαμίων προς τους Κορινθίους να συνέβη κάποια έτη νωρίτερα από την προσβολή προς

τους Λακεδαιμονίους, κατά το διάστημα που ο Πολυκράτης δεν είχε επιβάλει ακόμη

τυραννίδα στη Σάμο, ίσως και δύο γενεές πριν την εκστρατεία στην περίοδο της τυραννίδος

του Περιάνδρου. Αν πράγματι οι Κορίνθιοι προσεβλήθησαν από τους Σαμίους κατά τη

διάρκεια της τυραννίδος του Περιάνδρου, και εκστράτευσαν κατά του τυράννου

Πολυκράτους δύο γενεές αργότερα, τότε η εκστρατεία τους δεν θα πρέπει να οφείλεται,

κατά τη γνώμη μου, στην προσβολή των Σαμίων. Και αυτό, επειδή με άλλο πολίτευμα

287 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 22, λ. “two generations later”
(Ηθικά 860A), αναφέρει ότι ο Πλούταρχος ήταν πιθανόν να διόρθωσε από μόνος του το σφάλμα του
ιστορικού, ή ότι θα μπορούσε να είχε στη διάθεσή του κάποιο κείμενο του Ηροδότου που να περιείχε
το γράμμα «γ’» ως αριθμητικό που προσδιόριζε τη λέξη «γενεῇ» και λείπει από το κείμενο του
ιστορικού που έχουμε στην εποχή μας.

117
συνέβη η προσβολή των Σαμίων – τυραννίδα στην Κόρινθο και πιθανότατα ολιγαρχία στη

Σάμο, ενώ κατά το διάστημα της εκστρατείας το αντίστροφο – ολιγαρχία στην Κόρινθο και

τυραννίδα στη Σάμο. Έτσι, δε μου φαίνεται πιθανό να εκδικούνται οι Κορίνθιοι για

προσβολή που υπέστη ο μισητός γι’ αυτούς τύραννός τους Περίανδρος, και μάλιστα να

εκστρατεύουν εναντίον του Πολυκράτους που, πιθανότατα, δεν ευθυνόταν γι’ αυτού του

είδους την προσβολή. Άρα, η εκστρατεία των Κορινθίων εναντίον του Πολυκράτους, που

έγινε με προθυμία, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είχε ως στόχο την ανατροπή του

τυράννου, όχι όμως ως αποτέλεσμα εκδικήσεως εναντίον των Σαμίων που υποστηρίζει ο

Ηρόδοτος. Σ’ αυτό συνηγορεί και ο χρόνος περί της μίας ή των δύο γενεών που μεσολάβησε

από την προσβολή των Σαμίων έως την εκστρατεία, που μας δείχνει ότι δεν έγινε για

εκδικητικούς λόγους, ούτε από πλευράς των Κορινθίων αλλά ούτε και από πλευράς των

Λακεδαιμονίων. Αυτό υπονοείται και στη ρητορική ερώτηση του Πλουτάρχου που

συμπεριλαμβάνει τη φράση «μετὰ τρεῖς γενεὰς», καθώς ο βιογράφος ήθελε να αναδείξει το

περίεργο του πράγματος, ότι δηλαδή, ακόμη και αν υπήρχε η οργή και η μνησικακία των

Κορινθίων για την προσβολή των Σαμίων, αυτή δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για δύο

γενεές και να είναι τόσο έντονη που να τους ωθήσει στην απόφαση για εκστρατεία.

Αν αποδεχθούμε την ηροδότεια διήγηση ότι οι Σάμιοι έσωσαν τους νέους, εκείνο

που δε γνωρίζουμε είναι ο λόγος που οι Σάμιοι βοήθησαν τους νέους. Το έκαναν από

ευσπλαχνία για τους νέους ή από αισθήματα φιλίας προς τους Κερκυραίους; Αλλά όποιος

και ήταν ο λόγος που το έκαναν αυτό, γνώριζαν ότι με αυτή τους την πράξη θα έθεταν

τους εαυτούς τους σε κίνδυνο, λόγω της οργής που θα προκαλούσαν στον Περίανδρο,

γνωστό για τη σκληρότητά του. Αλλά και οι στενές φιλικές σχέσεις που ενδεχομένως να

είχαν οι Σάμιοι με τους Κερκυραίους, πιθανότατα δεν θα τους βοηθούσαν όταν,

ευρισκόμενοι σε κίνδυνο από τον Περίανδρο λόγω της βοήθειας που προσέφεραν στους

νέους της Κερκύρας, θα αναζητούσαν τη στήριξη από τους Κερκυραίους αλλά δεν θα

εύρισκαν ανταπόκριση, καθώς ο Περίανδρος, σύμφωνα με τον ιστορικό, είχε υπό τον

έλεγχό του και την Κέρκυρα.288

288 Ηρόδ. 3. 52. 6.

118
Στο σχετικό χωρίο (3. 49) ο ιστορικός κάνει λόγο για τις έντονες διαμάχες 289 μεταξύ

της Κορίνθου και της αποικίας της της Κερκύρας που, αν έπαυαν να υπάρχουν, τότε, κατά

τη γνώμη του, η Κόρινθος δεν θα ελάμβανε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Σάμου με

αιτία την προσβολή που τους έκαναν οι Σάμιοι. Αυτό το ηροδότειο χωρίο δείχνει ότι η

συμμετοχή της Κορίνθου στην εκστρατεία ήταν σε συνάρτηση με τις σχέσεις που είχε με

την Κέρκυρα. Και εφ’ όσον οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων ήταν κακές, οι Κορίνθιοι θα

μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον της Σάμου∙ αν όμως ήταν καλές δεν θα γινόταν η

εκστρατεία, σύμφωνα με τον ιστορικό, που σημαίνει ότι η Κέρκυρα θα πρέπει να είχε στενή

σχέση με τη Σάμο. Ήταν, όμως, τόσο μεγάλο το μίσος των Κορινθίων για τους Κερκυραίους

που ξεπερνούσε το μίσος που ένιωθαν για την τυραννίδα των Κυψελιδών, ώστε να

ταυτίσουν τα συμφέροντα τους με τα συμφέροντα του Περιάνδρου και να προσπαθήσουν

να εκδικηθούν γι’ αυτά, ενώ επεδίωκαν παράλληλα να εξαλείψουν κάθε ίχνος της

τυραννίδος του; Είναι πιθανό την εκστρατεία εναντίον του Πολυκράτους να την έκαναν οι

Κορίνθιοι λόγω της προσβολής που έκαναν οι Σάμιοι στον τύραννο Περίανδρο, ενώ ο

άμεσα θιγμένος από τους Σαμίους Περίανδρος να μην αναφέρεται καθόλου από τον

Ηρόδοτο ότι έκανε κάποια εκστρατεία εναντίον τους για να εκδικηθεί; Λογω, όμως, της

ατεκμηρίωτης απόψεως του Ηροδότου όλα αυτά παραμένουν εύλογες απορίες.

Εν κατακλείδι, η αιτία που ώθησε τους Σπαρτιάτες στην απόφαση για την

εκστρατεία δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, οι κλοπές των δώρων από τον Πολυκράτη, λόγω

της χρονικής αποστάσεως που χωρίζει τα δύο γεγονότα σε συνδυασμό με το ευτελές της

αιτίας. Η εκδοχή των Σαμίων προσφέρει πιο βάσιμο λόγο ώστε να παρακινήσει τους

Σπαρτιάτες για εκστρατεία∙ είναι, όμως, αδύνατο να ελεγχθεί η αξία αυτής της ηροδότειας

πληροφορίας. Ο A. Andrewes θεωρεί πως οι Σπαρτιάτες εκστράτευσαν εναντίον του

Πολυκράτους για να ανατρέψουν τον τύραννο της Σάμου και να αποτρέψουν έτσι την

περσική επέκταση στο Αιγαίο, καθώς ο τύραννος συνήψε συμμαχία με τον Πέρση βασιλέα

289 Σύμφωνα με χωρίο του Θουκυδίδη (1. 13. 4-5): «ναυμαχία τε παλαιτάτη ὧν ἴσμεν γίγνεται
Κορινθίων πρὸς Κερκυραίους∙ ἔτη δὲ μάλιστα καὶ ταύτῃ ἑξήκοντα καὶ διακόσιά ἐστι μέχρι τοῦ αὐτοῦ
χρόνου».

119
Καμβύση το 525 π.Χ.290 Σύμφωνα με τους W.W. How - J. Wells, δεν θα πρέπει να θεωρείται

ορθή η γνώμη του Πλουτάρχου για εκ πεποιθήσεως εχθρότητα των Λακεδαιμονίων για την

τυραννίδα, και κάνουν λόγο για ώθηση της Σπάρτης στην εκστρατεία από τις εμπορικές

συμμαχικές πόλεις, και ιδιαίτερα από την Κόρινθο που έβλεπε το εμπόριό της να

απειλείται στο Αιγαίο από την πειρατική δύναμη του Πολυκράτους.291 Ο J.B. Salmon θεωρεί

πως η Σπάρτη επιθυμούσε να επεκτείνει την επιρροή της στη Σάμο.292 Ο P. Cartledge, την

άποψη του οποίου θεωρώ πιο πιθανή, αναφέρει πως η εκστρατεία των Λακεδαιμονίων

εναντίον του Πολυκράτους δεν έγινε για κανέναν από τους προαναφερθέντες λόγους,

αλλά λόγω των στενών προσωπικών σχέσεων μεταξύ αυτών που ηγούνταν στη Σπάρτη

και μελών της αριστοκρατίας της Σάμου.293 Η εκστρατεία, όμως, έγινε και με τη συμμετοχή

της Κορίνθου, την οποία δεν διαφωτίζει η ιστορική διήγηση του Ηροδότου. Η προσβολή των

Σαμίων στους Κορινθίους που περιγράφει ο ιστορικός δεν είναι, κατά τη γνώμη μου,

ικανοποιητική ως αιτία για τη συμμετοχή των Κορινθίων στην εκστρατεία. Και αυτό,

επειδή, ακόμη και να συνέβη ως γεγονός στην περίοδο της τυραννίδος του Περιάνδρου,

παρά τα προβλήματα που δημιουργεί το ηροδότειο κείμενο (3. 48. 1) και παρά το απίστευτο

του πράγματος να εκδικηθούν οι απελευθερωμένοι από την τυραννίδα Κορίνθιοι μία

προσβολή που υπέστη ο πλέον σκληρός απ΄ όλους τους τυράννους της Κορίνθου

Περίανδρος και όχι οι ίδιοι Κορίνθιοι, η προσβολή των Σαμίων δεν αποτελεί, κατά τη

γνώμη μου, την «ἀληθεστάτην πρόφασιν». Οι Σάμιοι αριστοκράτες πιθανότατα να είχαν

καλές σχέσεις όχι μονάχα με τους Λακεδαιμονίους αλλά και με τους Κορινθίους. Κατά την

L.H. Jeffery, με την προσέγγιση της οποίας συμφωνώ, αναφέρει ότι είναι πιθανόν πολλές

αριστοκρατικές οικογένειες της Κορίνθου να είχαν σχέσεις ‘’ξενίας’’ με αριστοκράτες της

Σάμου, και όταν οι Σάμιοι αριστοκράτες, κατά τη διάρκεια της εξορίας τους, επέτυχαν την

290 Βλ. A. Andrewes, Tyrants, σ. 122.


291 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XVI. 10.
292 Βλ. J.B. Salmon, Wealth Corinth, σ. 244.
293 Βλ. P. Cartledge, CQ 32 (1982), σ. 256-265. Και ο D.M. Leahy, JHS 77 (1957), σ. 274, θεωρεί δεδομένες
τις φιλικές σχέσεις μεταξύ της Σπάρτης και της σαμιακής αριστοκρατίας για την πραγματοποίηση
της εκστρατείας, χαρακτηρίζοντας μη ικανοποιητική αιτία την οργή των Σπαρτιατών για τις κλοπές
των δώρων.

120
σπαρτιατική στρατιωτική επέμβαση εναντίον του Πολυκράτους, οι Κορίνθιοι με προθυμία

υποστήριξαν την κάθοδό τους στη Σάμο.294

4. Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τους Λακεδαιμονίους να απαλλάσσουν την Αθήνα από την

τυραννίδα βασιζόμενοι όχι σε αληθινούς αλλά σε ψευδείς χρησμούς, προσάπτει στην

Πυθία και στον Κλεισθένη την κατηγορία για ραδιουργία και ασέβεια, και στο θεό τον

άδικο χρησμό (κεφ. 23).

(860 C) Κεφ. 23. «Ἐν δὲ τῇ πέμπτῃ, τῶν ἀρίστων Ἀθήνησι

καὶ πρώτων ἀνδρῶν Κλεισθένη μὲν ἀναπεῖσαί φησι

D τὴν Πυθίαν ψευδόμαντιν γενέσθαι, προφέρουσαν

ἀεὶ Λακεδαιμονίοις ἐλευθεροῦν ἀπὸ τῶν τυράννων

τὰς Ἀθήνας, καλλίστῳ μὲν ἔργῳ καὶ δικαιοτάτῳ

προσάπτων ἀσεβήματος διαβολὴν τηλικούτου καὶ

ῥᾳδιουργήματος, ἀφαιρούμενος δὲ τοῦ θεοῦ μαν-

τείαν καλὴν καὶ ἀγαθὴν καὶ τῆς λεγομένης συμπρο-

φητεύειν Θέμιδος ἀξίαν».

«Στο πέμπτο βιβλίο ισχυρίζεται ότι ο Κλεισθένης, που καταγόταν από τις πρώτες

και πιο ευγενείς οικογένειες των Αθηνών, έπεισε την Πυθία να δώσει ψευδείς χρησμούς,

λέγοντας κάθε φορά η ιέρεια στους Λακεδαιμονίους να απελευθερώσουν την Αθήνα από

τους τυράννους. Έτσι, ο Ηρόδοτος προσάπτει στην ωραιότατη και δικαιότατη πράξη πολύ

μεγάλη ασέβεια και ραδιουργία, και αφαιρεί από το θεό τον καλό και σωστό χρησμό, άξιο

της Θέμιδος, που λέγεται ότι συμμετέχει στις προφητείες».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, θεωρεί ότι ο ιστορικός, περιγράφοντας295

στη διήγησή του τη δωροδοκία της Πυθίας από τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη ώστε να

294 Βλ. L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 351. Ο A. Bowen,
Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 22, λ. “spurred on the…expedition” (Ηθικά 860A),
αναφέρει τη συνεργασία της Σάμου και της Κορίνθου για να βοηθήσουν στα τέλη του 8 ου αι. π.Χ. τη
Χαλκίδα στον πόλεμο εναντίον της Ερετρίας για το Ληλάντιο πεδίο.
295 Ηρόδ. 5. 63. 1.

121
απαλλαγούν οι Αθηναίοι από την τυραννίδα με τη στρατιωτική βοήθεια των

Λακεδαιμονίων, προσάπτει, ουσιαστικά, ασέβεια και ραδιουργία στην Πυθία και στον

Κλεισθένη, και τον άδικο296 χρησμό στο θεό. Ο Ηρόδοτος, όμως, αναφέρει ότι, σύμφωνα με

τα λεγόμενα των ίδιων των Αθηναίων, οι Αλκμεωνίδες, και όχι μονάχα ο Κλεισθένης όπως

αναφέρει ο Πλούταρχος στην αφήγησή του, κατά την παρουσία τους στους Δελφούς που

αφορούσε την ανοικοδόμηση του ναού,297 δωροδόκησαν την Πυθία, ώστε κάθε φορά που

έρχονταν οι Λακεδαιμόνιοι για να ζητήσουν χρησμό, είτε για ιδιωτικές υποθέσεις είτε για

δημόσιες υποθέσεις τους, η Πυθία να τους συνιστά να απελευθερώσουν την Αθήνα από

την τυραννίδα.298 Έτσι και έγινε, οι Πεισιστρατίδες έφυγαν από την Αθήνα με την εισβολή

του Κλεομένους Α’, ύστερα από την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα της Σπάρτης να

καταλύσει την τυραννίδα στην Αθήνα με αρχηγό τον Αγχιμόλιο.299 Ο βιογράφος, με τον

όρο «ψευδόμαντιν» που αναφέρει στην αφήγησή του, αποδίδει στον Ηρόδοτο την

κατηγορία ότι ο ιστορικός περιέγραψε την Πυθία να δίδει ψευδείς χρησμούς στους

Λακεδαιμονίους. Ο ιστορικός, όμως, στο χωρίο (5. 63. 1) δε χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο,

αλλά το απαρέμφατο «προφέρειν» με τη σημασία της προβολής ως έργου,300 της

προτροπής, δηλαδή, στους Λακεδαιμονίους, που κάθε φορά έρχονταν στους Δελφούς για

296 Η Θέμις ήταν θεά του Νόμου και η προσωποποίηση της Δικαιοσύνης, καθώς και η προκάτοχος
του θεού Απόλλωνος στο μαντείο των Δελφών: βλ. P. Grimal, “Θέμις”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 281-
282. Η θέση της στους Δελφούς ήταν δεύτερη: βλ. Αισχ. Ευμ. 2-4: «ἐκ δὲ τῆς Θέμιν, ἣ δὴ τὸ μητρὸς
δευτέρα τόδ’ ἕζετο μαντεῖον». Ο Πλούταρχος, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιεί τη θεότητα «Θέμις»
αντί της λέξεως δικαιοσύνη.
297 Οι Αλκμεωνίδες ανέλαβαν την ανοικοδόμησή του ναού, που είχε καεί το 548 π.Χ., το 514 π.Χ. και η
αποπεράτωσή του έγινε, πιθανότατα, μετά το 510 π.Χ - κάθοδό τους στην Αθήνα: βλ. W.W. How - J.
Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 62. 2, λ. «παρ’ Ἀμφικτυόνων».
298 Ηρόδ. 5. 62. 2 – 63. 1. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 23, λ. «he says
that Cleisthenes…’’bribed the priestess’’» (Ηθικά 860C) θεωρεί πως ο Κλεισθένης ήταν αρχηγός της
οικογενείας των Αλκμεωνιδών πιθανότατα από το 525/4 π.Χ. – έτος που ήταν άρχων στην Αθήνα,
αλλά η αρχηγία του καταγράφεται με σαφή τρόπο μετά την εξορία του Ιππία, στην περίοδο της
πολιτικής διαμάχης που είχε με τον Ισαγόρα.
299 Ηρόδ. 5. 63. 2 - 65. 2.
300 Βλ. για τη σημασία αυτή LSJ9 λ. «προφέρω». Και ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για προτροπή της
Πυθίας στους Λακεδαιμονίους να καταλύσουν την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών: Αθ. Πολ. 19. 4: «ἡ
δὲ Πυθία προέφερεν αἰεὶ τοῖς Λακεδαιμονίοις χρηστηριαζομένοις ἐλευθεροῦν τὰς Ἀθήνας, εἰς τοῦθ’
ἕως προύτρεψε τοὺς Σπαρτιάτας».

122
να ζητήσουν χρησμό για ιδιωτικά ή δημόσια ζητήματά τους, να απαλλάξουν την Αθήνα

από την τυραννίδα, και με την αμέσως επόμενη φράση της ηροδότειας διηγήσεως

«Λακεδαιμόνιοι δέ, ὥς σφι αἰεὶ τὠυτὸ πρόφαντον ἐγίνετο» ο ιστορικός χρησιμοποίησε τη

λέξη «πρόφαντον» που δηλώνει και αυτή τον χρησμό.301 Η ιστορική διήγηση του Ηροδότου

με τις λέξεις «προφέρειν» και «πρόφαντον» εννοεί αφ’ ενός ότι ο χρησμός έλεγε οι

Λακεδαιμόνιοι να απαλλάξουν τους Αθηναίους από την τυραννίδα, αφ’ ετέρου δεν μπορεί

να αποκλειστεί, κατά τη γνώμη μου, και η ερμηνεία να μην είναι ο χρησμός, αλλά τα

συμβουλευτικά-προτρεπτικά λόγια της ιέρειας που συνόδευαν τον χρησμό που δινόταν

κάθε φορά στους Λακεδαιμονίους που έρχονταν στους Δελφούς για να συμβουλευθούν το

μαντείο για το εκάστοτε ζήτημά τους. Φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ήταν προσεκτικός στα

γραφόμενά του, καθώς δεν έκανε φανερά λόγο για ψευδείς πυθικούς χρησμούς και,

συνεπώς, δεν κατηγόρησε ευθέως τον Απόλλωνα για χρησμό που βασίζεται στην αδικία,

όπως ερμήνευσε, εύλογα κατά τη γνώμη μου, ο Πλούταρχος στην αφήγησή του. Διότι, αν η

Πυθία έδωσε ψευδείς χρησμούς στους Λακεδαιμονίους, μαζί με την ιέρεια πλήττεται και η

δικαιοσύνη και η φήμη του θεού Απόλλωνος. Αλλά ακόμη και αν αποδεχθούμε την εκδοχή

της προτροπής της Πυθίας στους Λακεδαιμονίους και όχι την ψευδή προφητεία, η Πυθία

απαλλάσσεται από την κατηγορία ότι έδωσε ψευδείς χρησμούς, όχι όμως και από τη

δωροδοκία που, σύμφωνα με τον ιστορικό, φέρεται πως έκαναν οι Αλκμεωνίδες. Ο

Ηρόδοτος, όμως, στο χωρίο 6. 123. 2 με τη φράση: «Ἀλκμεωνίδαι δὲ ἐμφανέως

ἠλευθέρωσαν, εἰ δὴ οὗτοί γε ἀληθέως ἦσαν οἱ τὴν Πυθίην ἀναπείσαντες προσημαίνειν

Λακεδαιμονίοισι ἐλευθεροῦν τὰς Ἀθήνας», θέτει σε αμφισβήτηση τη δωροδοκία της Πυθίας

από τους Αλκμεωνίδες. Επιπλέον, το χωρίο302 του Αριστοτέλους που αναφέρεται στην

απελευθέρωση των Αθηνών από τους Πεισιστρατίδες, δεν κάνει καθόλου μνεία

χρηματισμού της Πυθίας από τους Αλκμεωνίδες, και προσθέτει ως σημαντικό λόγο για την

εκδίωξη των τυράννων τις φιλικές σχέσεις των Πεισιστρατιδών με το Άργος. Ο R.W. Macan,

στηριζόμενος στην απουσία χρηματισμού της Πυθίας από τους Αλκμεωνίδες στο

301 Βλ. για τη σημασία αυτή LSJ9 λ. «πρόφαντος, ον».


302 Αθ. Πολ. 19. 4: «συνεβάλλετο δὲ οὐκ ἐλάττω μοῖραν τῆς ὁρμῆς τοῖς Λάκωσιν ἡ πρὸς τοὺς Ἀργείους
τοῖς Πεισιστρατίδαις ὑπάρχουσα φιλία».

123
αριστοτέλειο χωρίο (Αθ. Πολ. 19. 4), θεωρεί ότι δεν ήταν οι Αθηναίοι αυτοί που

ισχυρίστηκαν τη δωροδοκία της Πυθίας από τους Αλκμεωνίδες (Ηρόδ. 5. 63. 1), αλλά πως οι

Λακεδαιμόνιοι διέδωσαν αυτή τη φήμη.303 Ωστόσο, το επιχείρημα που πηγάζει από τη

‘’σιωπή’’ κάποιας πηγής δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, την απαιτούμενη ισχύ για να πείσει.

Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 6. 66 κάνει λόγο για εξορία του Κόβωνος, ανθρώπου με πολύ

μεγάλη επιρροή στους Δελφούς, και απώλεια του αξιώματος της ιέρειας των Δελφών

Περίαλλας, όταν αποκαλύφθηκε ο ψευδής χρησμός που έδωσε, καθ’ υπαγόρευση του φίλου

του Κόβωνος και βασιλέως της Σπάρτης Κλεομένους Α’, ότι δηλαδή ο Δημάρατος304 δεν

ήταν γιος του Αρίστωνος, στην περίπτωση όμως της δωροδοκίας της Πυθίας από τους

Αλκμεωνίδες ο ιστορικός δεν αναφέρει κάποια τιμωρία είτε για την Πυθία είτε για κάποιο

άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο. Η παράλειψη από τον Πλούταρχο της απώλειας του

ιερατικού αξιώματος της Περίαλλας ως ευκαιρίας για απόδοση κακοηθείας στον Ηρόδοτο,

προκαλεί εύλογα ερωτηματικά∙ ίσως ο τραγικός θάνατος του Κλεομένους Α’ να

ερμηνεύτηκε από τον Πλούταρχο ως επιβεβαίωση της ύβρεως του Σπαρτιάτη βασιλέως

προς το θεό.305 Μήπως, όμως, η κατηγορία για δωροδοκία της Πυθίας από τους

Αλκμεωνίδες δεν συνέβη στην πραγματικότητα και η διάδοση της φήμης να οφείλεται

στους Λακεδαιμονίους; Ή μήπως η αποκάλυψη της απάτης δεν είχε κυρώσεις για κανένα

πρόσωπο; Ή υπήρξαν κυρώσεις τις οποίες, όμως, δεν γνώριζε ο Ηρόδοτος ώστε να τις

303 Βλ. R.W. Macan, Herodotus: the fourth, fifth and sixth books, with introduction, notes, appendices,
indices, maps, Vols. I and II, New York 1895, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 63. 1, λ. «οἱ Ἀθηναῖοι»∙ Την ίδια
άποψη συμμερίζεται και ο R. Sealey, A History of the Greek City States ca 700 – 338 B.C., Berkeley/Los
Angeles/London 1976. Και ο W.G. Forrest, “The Tradition of Hippias’ Expulsion from Athens”, GRBS 10
(1969), σ. 281, θεωρεί πως αυτοί που είχαν όφελος να διαδώσουν αυτήν την ιστορία δεν ήταν οι
Αθηναίοι αλλά οι Λακεδαιμόνιοι, καθώς οι τελευταίοι προσπαθούσαν να πείσουν τους συμμάχους
τους να επαναφέρουν τον Ιππία στην Αθήνα και είχαν από το 508 π.Χ. αντιπάθεια για τους
Αλκμεωνίδες. Ο ιστορικός, όμως, στο χωρίο 6. 115, περιγράφει καταγγελία που έγινε από Αθηναίους
εναντίον των Αλκμεωνιδών για συνεννόησή τους με τους Πέρσες ώστε να επιτεθούν οι τελευταίοι
με το στόλο τους στην αφρούρητη Αθήνα αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα∙ ωστόσο, στο χωρίο
6. 123, ο ιστορικός αρνείται την κατηγορία για προδοσία των Αλκμεωνιδών.
304 Βλ. για το βασιλέα της Σπάρτης Δημάρατο K.-W. Welwei, “Damaratus”, BNP 4 (2004), σ. 50.
305 Βλ. για την άποψη αυτή A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 23, λ. «a
false response’’» (Ηθικά 860D).

124
καταγράψει στην ιστορική του διήγηση; Δυστυχώς, τα υπάρχοντα στοιχεία μας οδηγούν

μονάχα σε εικασίες.

Ο βιογράφος δεν παρουσιάζει κάποιο στοιχείο ή επιχείρημα που να στηρίζει τη θέση

του, ότι δηλαδή η Πυθία ούτε ψευδή χρησμό έδωσε ούτε χρήματα πήρε με σκοπό να

παραπλανήσει τους Λακεδαιμονίους να εξορίσουν τους Πεισιστρατίδες από την Αθήνα.

Από την αφήγηση του Πλουτάρχου γίνεται αντιληπτό πόσο απίστευτη φαίνεται στο

βιογράφο αυτή η κατηγορία στο πρόσωπο της ιέρειας του Απόλλωνος, και ουσιαστικά

στον ίδιο το θεό, ο οποίος, κατά τον Πλούταρχο, δίδει καλούς και δίκαιους χρησμούς και όχι

άδικους, όπως υπονοεί ο ιστορικός στη διήγησή του. Αν και στην αφήγηση του Πλουτάρχου

διαφαίνεται η υπερβολική πίστη του στην ορθότητα της απόψεώς του, η πραγμάτευση του

ηροδότειου χωρίου σχετικά με το χρηματισμό της ιέρειας του Απόλλωνος, ένα θέμα που

από τη φύση του είναι δύσκολο να στηριχθεί με απτά στοιχεία, δείχνει ότι η επιλογή του

βιογράφου δεν ήταν ορθή.

5. Ο Ηρόδοτος προσάπτει στον Ισαγόρα την ανοχή που επέδειξε στις ερωτικές σχέσεις του

Κλεομένη Α’ με τη γυναίκα του, και καρική καταγωγή (κεφ. 23).

Κεφ. 23. «Ἰσαγόραν δὲ τῆς γαμετῆς

ὑφίεσθαι Κλεομένει φοιτῶντι παρ’ αὐτήν∙ ὡς δ’

εἰώθει, παραμιγνὺς πίστεως ἕνεκα τοῖς ψόγοις ἐπαί-

860 E νους τινάς, “Ἰσαγόρης δέ,” φησίν, “ὁ Τισάνδρου

οἰκίης μὲν ἦν δοκίμου, ἀτὰρ τὰ ἀνέκαθεν οὐκ ἔχω

φράσαι∙ θύουσι δὲ οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ Διὶ Καρίῳ.”

εὔρυθμός γε καὶ πολιτικὸς ὁ μυκτὴρ τοῦ συγγρα-

φέως, εἰς Κᾶρας ὥσπερ εἰς κόρακας ἀποδιοπομ-

πουμένου τὸν Ἰσαγόραν».

«Λέει επίσης ότι ο Ισαγόρας υποχώρησε στις επισκέψεις του Κλεομένους (Α’) προς

τη γυναίκα του και, όπως άλλωστε το συνήθιζε, ανέμειξε με τους ψόγους και κάποιους

επαίνους για να πείσει. Ο Ηρόδοτος λέει: ‘’ο Ισαγόρας του Τισάνδρου καταγόταν από

125
διακεκριμένη οικογένεια, ωστόσο δεν γνωρίζω την απώτερη καταγωγή του∙ οι συγγενείς

του προσφέρουν θυσίες στον Κάριο Δία’’. Εύηχος και ρητορικός ο χλευασμός του

συγγραφέως, ο οποίος στέλνει τον Ισαγόρα στους Κάρες, όπως λέμε στους κόρακες».

Ο Πλούταρχος προσάπτει δύο κατηγορίες στον ιστορικό. Η πρώτη κατηγορία αφορά

την ηροδότεια φράση περί ανεκτικότητος του γιου του Τισάνδρου Ισαγόρα στις επισκέψεις

του Κλεομένους Α’ στη σύζυγο του πρώτου, όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης φιλοξενήθηκε

στο σπίτι του Ισαγόρα κατά την επιτυχή πολιορκία των Πεισιστρατιδών που είχαν

καταφύγει στην ακρόπολη.306 Κατά τον L. Pearson πρόκειται για φήμη που περιγράφει στην

αφήγησή του ο ιστορικός και όχι για γεγονός.307 Ο Πλούταρχος φαίνεται πως διαφωνεί, αν

και δεν το λέει ρητά στην αφήγησή του, με την καταγραφή αυτής της πληροφορίας για τον

Ισαγόρα στην ιστορική διήγηση του Ηροδότου. Η δεύτερη κατηγορία, που διατυπώνει με

ρητό τρόπο ο Πλούταρχος για τον Ηρόδοτο, είναι η καρική καταγωγή που, κατα τη γνώμη

του βιογράφου, αποδίδει ο ιστορικός στον Ισαγόρα.308 Ο Πλούταρχος εντάσσει το

παράδειγμα περί της καταγωγής του Ισαγόρα στο όγδοο χαρακτηριστικό κακοηθείας του

Ηροδότου για το οποίο έκανε λόγο ο βιογράφος στην εισαγωγή του. Θεωρεί, δηλαδή, ο

Πλούταρχος πως ο ιστορικός αναμειγνύει κάποιους επαίνους με ψόγους με σκοπό να

πείσει για τις κατηγορίες που αποδίδει στο πρόσωπο του Ισαγόρα. Ο έπαινος στην

προκειμένη περίπτωση δεν είναι μονάχα η διακεκριμένη οικογένεια, «οἰκίης δοκίμου» του

Ισαγόρα, αλλά και ο «εὔρυθμός γε καὶ πολιτικὸς», δηλαδή ο εύηχος και ρητορικός, κατά τον

Πλούταρχο, τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε ο ιστορικός για το γιο του Τισάνδρου, ενώ ο

ψόγος είναι οι θυσίες των συγγενών309 του Ισαγόρα στον Κάριο Δία. Αυτή την αναφορά του

Ηροδότου ερμήνευσε ο βιογράφος ως δήλωση για καρική καταγωγή του Ισαγόρα. Ο τρόπος

με τον οποίο ο Πλούταρχος κατέγραψε τη διαφωνία του είναι ο εξής: χρησιμοποίησε ως

δεύτερο όρο συγκρίσεως τη λέξη «κόρακας», ομόηχη της λέξεως «Κᾶρας» - πρώτος όρος

306 Ηρόδ. 5. 70. 1.


307 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 23, σημ. f (Ηθικά 860D).
308 Ηρόδ. 5. 66. 1.
309 Με τη λέξη «συγγενέες» του ηροδότειου κειμένου εννοούνται από τον ιστορικό είτε τα μέλη της
οικογενείας του είτε της φυλής στην οποία ήταν ενταγμένος ο Ισαγόρας: βλ. W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 66. 1, λ. «συγγενέες».

126
συγκρίσεως, αλλά και την θρησκευτικής σημασίας μετοχή «ἀποδιοπομπουμένου»310

κάνοντας εμφανή υπαινιγμό στην προσφορά θυσιών των συγγενών του Ισαγόρα στον

Κάριο Δία∙ ομολογουμένως, ευφυές το σχήμα της παρηχήσεως, καταδεικνύει, όμως, την

οργή του βιογράφου, που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, αποτρεπτικό παράγοντα για μια

αντικειμενική προσέγγιση και κριτική του ηροδότειου χωρίου. Ο R.W. Macan, θεωρεί

πιθανότερο να εννοεί εδώ ο ιστορικός τις θυσίες προς τον Δία που λατρευόταν στην

ακρόπολη των Μεγάρων που ονομαζόταν Καρία, σύμφωνα με χωρίο του Παυσανία,311 αν

και στην εποχή του περιηγητή λατρευόταν ο Ολύμπιος Ζεύς.312 Ο D.M. Lewis θεωρεί πως

πρόκειται για τοπική λατρεία προς τιμήν του Καρίου Διός στον αττικό δήμο Ικαρία στην

περιοχή της Πεντέλης∙313 και ο A. Bowen συμφωνεί με την άποψη του D.M. Lewis,

ερμηνεύοντας στο ηροδότειο κείμενο την απουσία του αρχικού γράμματος «Ἰ» από τη λέξη

«Καρίῳ» ως σφάλμα κατά τη μεταγραφή της φράσεως λόγω του ομοίου γράμματος που

προηγούνταν, καθώς η φράση ήταν σε δοτική πτώση «ΔΙΙΙΚΑΡΙΟΙ».314 Ο ιστορικός αναφέρει

ρητά ότι δεν γνωρίζει κάτι για το απώτερο παρελθόν του Αθηναίου πολιτικού, και η

αναφορά στον Κάριο Δία δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο ιστορικός τον χαρακτηρίζει Κάρα

στο γένος∙ ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί, κατά τη γνώμη μου, και η ερμηνεία που

δίδει ο Πλούταρχος, καθώς στη φράση υπάρχει κάποιος υπαινιγμός του Ηροδότου για

καρική καταγωγή του Ισαγόρα. Δεν αποκλείεται ο ιστορικός να είχε απλά ενδείξεις για την

καταγωγή του ανδρός που προέρχονταν από πληροφορίες για τις θρησκευτικές

προτιμήσεις των συγγενών του, δεν ήταν, όμως, βέβαιος ώστε να το δηλώσει ρητά στη

διήγησή του, καθώς, όπως αναφέρει ο ίδιος, δεν γνώριζε τίποτα για την απώτερη

καταγωγή του Ισαγόρα.

310 Σαν να επρόκειτο ο Ισαγόρας για μιαρό πρόσωπο, για αποδιοπομπαίο τράγο, που οδηγούνταν
έξω από τα τείχη της πόλεως: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 23,
σημ. b (Ηθικά 860E).
311 Παυσ. 1. 40. 6: «μετὰ δὲ τοῦ Διὸς τὸ τέμενος ἐς τὴν ἀκρόπολιν ἀνελθοῦσι καλουμένην ἀπὸ Καρὸς
τοῦ Φορωνέως καὶ ἐς ἡμᾶς ἔτι Καρίαν, ἔστι μὲν Διονύσου ναὸς Νυκτελίου, πεποίηται δὲ Ἀφροδίτης
Ἐπιστροφίας ἱερὸν καὶ Νυκτὸς καλούμενόν ἐστι μαντεῖον καὶ Διὸς Κονίου ναὸς οὐκ ἔχων ὄροφον».
312 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 66. 4, λ. «Τισάνδρου».
313 Βλ. D.M. Lewis, “Cleisthenes and Attica”, Historia 12 (1963), σ. 26.
314 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 23, λ. «Carian Zeus» (Ηθικά 860E).

127
6. Ο ιστορικός αποδίδει στον Αριστογείτονα φοινικική καταγωγή (κεφ. 23).

Κεφ. 23. «Ἀριστογείτονα μέντοι

οὐκέτι κύκλῳ καὶ κακῶς, ἀλλ’ ἄντικρυς διὰ πυ-

λῶν εἰς Φοινίκην ἐξελαύνει, Γεφυραῖον γεγονέναι

λέγων ἀνέκαθεν∙ τοὺς δὲ Γεφυραίους οὐκ ἀπ’ Εὐ-

F βοίας οὐδ’ Ἐρετριεῖς, ὥσπερ οἴονταί τινες, ἀλλὰ

Φοίνικας εἶναί φησιν, αὐτὸς οὕτω πεπυσμένος».

«Για τον Αριστογείτονα δεν ακολουθεί, βέβαια, κυκλική και ταπεινή διήγηση, αλλά

τον στέλνει απ’ ευθείας μέσα από τις πύλες στη Φοινίκη, λέγοντας πως από παλιά ήταν

Γεφυραίος στην καταγωγή∙ για τους Γεφυραίους, μάλιστα, λέει ότι δεν είναι Ευβοείς ούτε

Ερετριείς, όπως μερικοί πιστεύουν, αλλά Φοίνικες, όπως ο ίδιος είχε πληροφορηθεί».

Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο ιστορικός ανέφερε πως ο

Αριστογείτων είναι Φοίνικας στο γένος και όχι Ερετριεύς. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος

περιγράφει όχι μονάχα τον Αριστογείτονα αλλά και τον Αρμόδιο, οι οποίοι σκότωσαν τον

Πεισιστρατίδη Ίππαρχο, να είναι Γεφυραίοι.315 Έπειτα, ο ιστορικός αναφέρει ότι οι

Γεφυραίοι δεν κατάγονται από την Ερέτρια, όπως οι ίδιοι οι Γεφυραίοι ισχυρίζονται, αλλά

ότι, σύμφωνα με προσωπική του έρευνα, είναι Φοίνικες στο γένος, καθώς είχαν έλθει με

τον Κάδμο στη Βοιωτία και είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή της Τανάγρας.316 Αργότερα,

όταν οι Αργείοι έδιωξαν τους Καδμείους από τη Βοιωτία και οι Βοιωτοί τους Γεφυραίους, οι

τελευταίοι κατέφυγαν στην Αθήνα όπου απέκτησαν, όχι πλήρη, την ιδιότητα του Αθηναίου

πολίτη.317 Ο Πλούταρχος, με τη φράση του «ὥσπερ οἴονταί τινες», δεν κατονομάζει τα

πρόσωπα που αναφέρουν την άλλη εκδοχή περί της καταγωγής του Αριστογείτονος από

την Ερέτρια, ένα από τα οποία είναι και ο Ηρόδοτος, ίσως και ο μοναδικός. Πιθανότατα, ο

Πλούταρχος παραλείπει τα ονόματα για να μη σκεφθεί ο αναγνώστης πως η ίδια η πηγή

315 Ηρόδ. 5. 55. Βλ. για τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο E. Steim-Hölkeskamp, “Aristogiton [1]”,
BNP 1 (2002), σ. 1115.
316 Ηρόδ. 5. 57. 1.
317 Ηρόδ. 5. 57. 2.

128
του βιογράφου, στην οποία στηρίζεται η άποψή του περί της ευβοϊκής καταγωγής του

Αριστογείτονος, είναι ο Ηρόδοτος, για τη διήγηση του οποίου ο Πλούταρχος έχει

αποφανθεί και προσπαθεί με ζήλο να αποδείξει ότι είναι κακοήθης. Και η αναφορά

μονάχα του ονόματος του Αριστογείτονος και όχι και του Αρμοδίου στην αφήγηση του

Πλουτάρχου, τους οποίους ο ιστορικός θεωρεί Γεφυραίους, μάλλον δεν κρίθηκε

απαραίτητη από το βιογράφο, καθώς δεν ήθελε να εστιάσει στους τυραννοκτόνους αλλά

στην καταγωγή τους∙ έτσι, η αναφορά σε έναν Γεφυραίο του ήταν αρκετή.

Για ποιό λόγο, όμως, ο Ηρόδοτος δεν πίστεψε τα ίδια τα λεγόμενα των Γεφυραίων

περί της καταγωγής τους από την Ερέτρια, και αποδέχθηκε ως ορθή την εκδοχή ότι είναι

Φοίνικες στο γένος, στέλνοντας τον Αριστογείτονα κατ’ ευθείαν στη Φοινίκη, σύμφωνα με

την παραστατική εικόνα που χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος στην αφήγησή του; Και ο

Ηρόδοτος είναι τόσο βέβαιος για τη θέση που διατυπώνει, ώστε ο ίδιος να αναφέρει και

διαφορετική εκδοχή, και μάλιστα αυτή των ίδιων των Γεφυραίων, την οποία να μην

υιοθετεί ως ορθή; Απ’ ό,τι φαίνεται είναι βέβαιος. Ο ιστορικός αναφέρει βέβαια ότι,

σύμφωνα με την έρευνά του, οι Γεφυραίοι είναι Φοίνικες στο γένος και ήλθαν από τη

Βοιωτία στην Αθήνα, χωρίς, όμως, να αποκαλύπτει την πηγή του ή τους λόγους που τον

οδήγησαν να αποδεχθεί αυτή τη θέση ως ορθή και όχι τα ίδια τα λόγια των Γεφυραίων που,

θεωρητικά, θα πρέπει να γνώριζαν περισσότερα πράγματα για τον εαυτό τους απ’ ό,τι

ενδεχομένως να γνώριζαν άλλοι γι’ αυτούς. Κατά την L.H. Jeffery ίσως να υπήρχαν αρχικά

δύο διακλαδώσεις των Γεφυραίων, μία στην Εύβοια και μία στη Βοιωτία, πριν την τελική

τους εγκατάσταση στην Αθήνα,318 ενώ κατά τον J.K. Davies οι Γεφυραίοι, όταν

εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, αποκήρυξαν τη βοιωτική τους καταγωγή λόγω της

εχθρότητος μεταξύ Θηβών και Αθηνών μετά το 519 π.Χ. και ισχυρίστηκαν ότι είναι

Ερετριείς λόγω των μακροχρόνιων και στενών σχέσεων που είχε η Ερέτρια με την Αθήνα

και λόγω της επιρροής της στον Ωρωπό, αν και ο Ωρωπός, σύμφωνα με τον J.K. Davies, δεν

είναι Τανάγρα.319 Οι W.W. How - J. Wells, με την προσέγγιση των οποίων συμφωνώ,

θεωρούν πολύ πιο πιθανή την εκδοχή των ίδιων των Γεφυραίων ότι, δηλαδή, κατάγονται

318 Βλ. L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 358.
319 Βλ. J.K. Davies, Athenian Propertied Families 600 – 300 B.C., Oxford 1971, σ. 472-473.

129
από την Εύβοια, καθώς, ακόμη και αν οι Θήβες υπήρξαν φοινικική εγκατάσταση, δεν

υπάρχει λόγος να συνδέσουμε τους Γεφυραίους της Τανάγρας με την πόλη των Θηβών.320

7. Η ιστορική διήγηση του Ηροδότου είναι κακοήθης, καθώς ο ιστορικός, θέλοντας να

μειώσει και να ντροπιάσει την πράξη των Λακεδαιμονίων να εκδιώξουν τους

Πεισιστρατίδες από την Αθήνα, παρουσιάζει ψευδώς τους Λακεδαιμονίους να έχουν

μετανιώσει γι’ αυτή τους την πράξη και να έχουν αποπειραθεί να επαναφέρουν τον Ιππία

ως τύραννο στην Αθήνα (κεφ. 23).

Κεφ. 23. «Ἀφελέσθαι τοίνυν Λακεδαιμονίους μὴ δυνάμενος

τὴν Ἀθηναίων ἐλευθέρωσιν ἀπὸ τῶν τυράννων

αἰσχίστῳ πάθει κάλλιστον ἔργον οἷός τ’ ἐστὶν

ἀφανίζειν καὶ καταισχύνειν. ταχὺ γὰρ μετανοῆσαι

φησιν αὐτούς, ὡς οὐ ποιήσαντας ὀρθῶς, ὅτι “κιβ-

δήλοισι μαντηίοισιν ἐπαρθέντες ἄνδρας ξείνους

ὄντας αὐτοῖσι καὶ ὑποσχομένους ὑποχειρίας παρ-

έξειν τὰς Ἀθήνας ἐξήλασαν ἐκ τῆς πατρίδος τοὺς

τυράννους καὶ δήμῳ ἀχαρίστῳ παρέδωκαν τὴν

πόλιν.” εἶτα μεταπεμψαμένους Ἱππίαν ἀπὸ Σι-

γείου κατάγειν εἰς τὰς Ἀθήνας∙ ἀντιστῆναι δὲ

861 A Κορινθίους αὐτοῖς καὶ ἀποτρέψαι, Σωκλέους δι-

ελθόντος ὅσα Κύψελος καὶ Περίανδρος κακὰ τὴν

Κορινθίων πόλιν εἰργάσαντο τυραννοῦντες. καίτοι

320 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 57. 1, λ. «Γεφυραῖοι». Οι W.W.
How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, αναφέρουν, επιπλέον, άλλες εικασίες που τάσσονται υπέρ της
εσφαλμένης απόψεως του Ηροδότου: α) ο Ηρόδοτος ίσως να ταύτισε τη Γέφυρα, την άλλη, δηλαδή,
ονομασία της Τανάγρας (Στέφ. Βυζ.: «Γέφυρα, πόλις Βοιωτίας. τινὲς δὲ τοὺς αὐτοὺς εἶναι καὶ
Ταναγραίους φασίν, ὡς Στράβων καὶ Ἑκαταῖος»), με την τοποθεσία Γέφυρα στη Συρία, και να
θεώρησε ότι οι Γεφυραίοι κατάγονται από την Φοινίκη, και β) ο Ηρόδοτος ίσως να συνέδεσε
εσφαλμένα τον Φοίνικα, το δάσκαλο του Αχιλλέως που κατοικούσε στον Ελεώνα της Βοιωτίας κοντά
στην Τανάγρα, με τους Ταναγραίους, και τους τελευταίους με τον ‘’Φοίνικα’’ Κάδμο.

130
Περιάνδρου σχετλιώτερον οὐδὲν οὐδ’ ὠμότερον

ἔργον ἱστορεῖται τῆς ἐκπομπῆς τῶν τριακοσίων

ἐκείνων, οὓς ἐξαρπάσασι καὶ διακωλύσασι παθεῖν

ταῦτα Σαμίοις ὀργίζεσθαί φησι καὶ μνησικακεῖν

Κορινθίους ὥσπερ ὑβρισθέντας. τοσαύτης ἀναπίμ-

πλησι ταραχῆς καὶ διαφωνίας τὸ κακόηθες αὐτοῦ

τὸν λόγον, ἐξ ἁπάσης τῇ διηγήσει προφάσεως

ὑποδυόμενον».

«Επειδή δεν μπορεί να παραλείψει το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι ελευθέρωσαν

την Αθήνα από τους τυράννους, είναι ικανός να μειώσει και να ντροπιάσει το ωραιότατο

έργο με το αίσχιστο πάθος. Ισχυρίζεται, δηλαδή, ότι γρήγορα μετανόησαν οι

Λακεδαιμόνιοι, πως τάχα δεν έπραξαν σωστά, επειδή ‘’παρασυρόμενοι από ψευδείς

χρησμούς, έδιωξαν τους τυράννους από την πόλη, που ήταν φίλοι τους και που τους

υπόσχονταν να τους παραδώσουν την Αθήνα, και παρέδωσαν την πόλη στον αχάριστο

δήμο’’. Έπειτα, (παρουσιάζει τους Λακεδαιμονίους) να στέλνουν απεσταλμένους και να

καλούν τον Ιππία από το Σίγειο με σκοπό να τον επαναφέρουν στην Αθήνα∙ (λέει όμως) ότι

αντέδρασαν οι Κορίνθιοι και το απέτρεψαν, καθώς ο Σω(σι)κλής διηγήθηκε όσα κακά

έκαναν στην Κόρινθο ο Κύψελος και ο Περίανδρος όταν ήταν τύραννοι. Και βέβαια δεν

ιστορείται έργο του Περιάνδρου πιο σκληρό και πιο ωμό από την αποστολή των τριακοσίων

νέων, τους οποίους, επειδή οι Σάμιοι τους πήραν και εμπόδισαν να υποστούν τον

ευνουχισμό, ισχυρίζεται ότι οι Κορίνθιοι οργίστηκαν και διατήρησαν στη μνήμη τους την

έχθρα, σαν να είχαν προσβληθεί. Η κακοήθειά του, λοιπόν, που εισχωρεί με κάθε αφορμή

στη διήγησή του, γεμίζει με τόση πολλή ταραχή και αντίφαση το λόγο του».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, θεωρεί ότι ο ιστορικός προσπαθεί να

αμαυρώσει το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι εκδίωξαν τους τυράννους από την Αθήνα. Και

αυτό το κάνει ο Ηρόδοτος, κατά το βιογράφο, περιγράφοντας321 τους Λακεδαιμονίους στο

συνέδριο των συμμάχων που έγινε στη Σπάρτη να μετανοούν για την πράξη τους να

εξορίσουν τους τυράννους από την Αθήνα για τους εξής λόγους: α) η απόφασή τους να

321 Ηρόδ. 5. 90.

131
διώξουν τους τυράννους στηρίχθηκε σε ψευδείς χρησμούς της Πυθίας, β) είχαν δεσμούς

φιλίας με τους τυράννους και γ) οι Πεισιστρατίδες υπόσχονταν να έχουν υποχείριους τους

Αθηναίους στη Σπάρτη. Οι Λακεδαιμόνιοι πριν απο το συνέδριο είχαν καλέσει με

απεσταλμένους τον Ιππία από το Σίγειο, όπου είχε καταφύγει μετά τη φυγή του από την

Αθήνα, στη Σπάρτη, και στο συνέδριο προσπαθούσαν να πείσουν τους συμμάχους τους να

τον επαναφέρουν στην Αθήνα επιβάλλοντας τυραννικό πολίτευμα.322 Οι λόγοι, όμως, αυτοί

που ο Πλούταρχος τους επισημαίνει, αποτελούν λόγια των Λακεδαιμονίων στους

συμμάχους τους κατά το συνέδριο. Ο ιστορικός, όμως, αναφέρει και άλλους λόγους, τους

οποίους παραλείπει στην αφήγησή του ο βιογράφος: α) τους χρησμούς που έφερε ο

Κλεομένης Α’ από την ακρόπολη των Αθηνών, κατά την αποτυχημένη απόπειρά του να

επιβάλει ολιγαρχικό πολίτευμα στην Αθήνα υπό την ηγεσία του Ισαγόρα, και έκαναν λόγο

για συμφορές που θα πάθαιναν οι Σπαρτιάτες από τους Αθηναίους, β) την αύξηση της

Αθηναϊκής δυνάμεως, γ) την ανυπακοή των Αθηναίων στους Σπαρτιάτες και δ) τον

εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο εκδίωξαν τον βασιλέα Κλεομένη Α’ από την Αθήνα∙

αυτοί οι λόγοι προβλημάτιζαν τους Σπαρτιάτες και τους ώθησαν, σύμφωνα με τον

Ηρόδοτο, στην απόφαση να επιβάλουν στην Αθήνα την τυραννίδα ως το πολίτευμα που θα

διατηρούσε σε αδυναμία και υπακοή τους Αθηναίους στη Σπάρτη.323 Για ποιόν λόγο, όμως,

παραλείπει ο Πλούταρχος αυτές τις αιτίες που, κατά τον Ηρόδοτο συνετέλεσαν, αν δεν

αποτέλεσαν τους κύριους λόγους, στην απόφαση των Σπαρτιατών να επαναφέρουν τον

Ιππία στην Αθήνα; Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η θέση του Πλουτάρχου, αν και δεν

καταγράφεται ρητά, είναι ότι ο Ηρόδοτος ψεύδεται σχετικά με τη μεταμέλεια των

Σπαρτιατών για την εκδίωξη της τυραννίδος από την Αθήνα και την απόπειρα, έπειτα,

επαναφοράς των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα. Αν ο βιογράφος παρέλειψε σκόπιμα τις

άλλες αιτίες που ανέφερε ο ιστορικός, τότε, κατά τη γνώμη μου, αυτό συνέβη επειδή ο

322 Ηρόδ. 5. 91. O W.G. Forrest, A History of Sparta 950-192 B.C., London 1968, σ. 89, εικάζει πως την
απόπειρα για επαναφορά του Ιππία στην Αθήνα την υποκίνησε στη Σπάρτη ο Κλεομένης Α’, ενώ
κατά τον G.E.M. de ste Croix , The Origins of the Peloponnesian War, Duckworth 1972, σ. 116, σημ. 72,
δεν ήταν ο Κλεομένης Α’, αλλά οι πολιτικοί του αντίπαλοι που υπερείχαν ύστερα από την αποτυχία
του Κλεομένη Α’ να εγκαταστήσει τύραννο στην Αθήνα τον Ισαγόρα το 506 π.Χ.
323 Ηρόδ. 5. 90. 2 - 91. 2.

132
Πλούταρχος θεώρησε ότι οι αιτίες αυτές είχαν κάποια λογική βάση και θα μπορούσαν να

πείσουν το αναγνωστικό κοινό, γι’ αυτό και θα έπρεπε να παραλειφθούν από την αφήγησή

του. Ας δούμε πρώτα τις αιτίες που αναφέρει ο Πλούταρχος.

Αν, πράγματι, οι Λακεδαιμόνιοι οργίστηκαν με τους, κατά τον Ηρόδοτο, ψευδείς

χρησμούς της Πυθίας που τους προέτρεπαν να απαλλάξουν την Αθήνα από τους

Πεισιστρατίδες, τότε η οργή τους θα πρέπει να κατευθυνόταν, αφ’ ενός εναντίον των

Αλκμεωνιδών, αφ’ ετέρου εναντίον της Πυθίας, και όχι εναντίον του αθηναϊκού λαού

στερώντας του το δικαίωμα του ελευθέρως πολιτεύεσθαι. Για την επαναφορά του Ιππία

στην Αθήνα με τη συμβολή των Σπαρτιατών που, κατά τον Ηρόδοτο, είχε ως στόχο τον

περιορισμό της αθηναϊκής δυνάμεως και την υπακοή του αθηναϊκού δήμου, δεν γίνεται

πουθενά λόγος από τον ιστορικό για τιμωρία των Αλκμεωνιδών ή της Πυθίας. Βέβαια, στην

ηροδότεια διήγηση (5. 70 και 72. 1-2) αναφέρεται η εξορία του Κλεισθένους και επτακοσίων

αθηναϊκών οικογενειών από τον Κλεομένη Α’, αλλά αυτή η πληροφορία καταγράφεται ως

απόπειρα, και μάλιστα αποτυχημένη, του Κλεομένη Α’ να εγκαταστήσει ολιγαρχικό

πολίτευμα στην Αθήνα με ηγέτη τον Ισαγόρα, χωρίς καθόλου να γίνεται υπαινιγμός από

τον ιστορικό για τιμωρία των Αλκμεωνιδών λόγω της παραπλανήσεως των Λακεδαιμονίων

μέσω των ψευδών χρησμών της Πυθίας. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο που αναφέρει ο

Πλούταρχος, δηλαδή τους δεσμούς φιλίας των Πεισιστρατιδών με τους Λακεδαιμονίους, ο

βιογράφος, αν και δεν το αναφέρει ρητά, αφήνει να εννοηθεί στην αφήγησή του ότι είναι

απίστευτο οι Σπαρτιάτες να είχαν φιλική σχέση με τυράννους τους οποίους εξεδίωξαν. Ο

W.G. Forrest θεωρεί πως δεν ισχύουν οι αποδείξεις που κάνουν λόγο για φιλία μεταξύ των

Σπαρτιατών και των Πεισιστρατιδών.324 Αν αποδεχθούμε πως οι Σπαρτιάτες είχαν

πράγματι φιλικές σχέσεις με τους Πεισιστρατίδες, γνώριζαν οι πρώτοι, πριν εκδιώξουν

τους τυράννους, πως την φιλία των Πεισιστρατιδών θα την έχαναν, καθώς είχαν πάρει ήδη

την απόφαση να τους εξορίσουν. Σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο για τον οποίο οι Σπαρτιάτες

μετάνιωσαν που έδιωξαν από την Αθήνα τους Πεισιστρατίδες, δηλαδή την υπακοή του

αθηναϊκού λαού που ήταν σε θέση να υποσχεθούν οι τύραννοι στους Λακεδαιμονίους, ο

Πλούταρχος δεν αντιτίθεται ρητά και σ’ αυτήν την αιτία που περιγράφει ο ιστορικός, αλλά

324 Βλ. W.G. Forrest, GRBS 10 (1969), σ. 281, σημ. 7.

133
από την αφήγησή του γίνεται αντιληπτό ότι δε συμφωνεί με την ηροδότεια διήγηση. Αν

δεχθούμε την ιστορική διήγηση του Ηροδότου, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι πως οι

Σπαρτιάτες, κατά το συνέδριο της Πελοποννησιακής συμμαχίας, είχαν πιστέψει τις

εξαγγελίες των Πεισιστρατιδών για εξασφάλιση της υπακοής του αθηναϊκού λαού στα

κελεύσματα της Σπάρτης. Δεν είμαστε, όμως, σε θέση να γνωρίζουμε αν η υπακοή του

αθηναϊκού λαού στη Σπάρτη είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια που οι Πεισιστρατίδες ήταν

τύραννοι. Πιθανότατα προβλημάτιζε τη Σπάρτη η ανυπακοή των Αθηναίων ύστερα από τη

φυγή των Πεισιστρατιδών, και η απόφαση των Σπαρτιατών να επαναφέρουν τον Ιππία,

διορθώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το πρότερο σφάλμα τους να τον εξορίσουν, ίσως δείχνει

την απελπισία στην οποία είχαν περιέλθει οι Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν,

πιθανότατα, πως με την εξορία των Πεισιστρατιδών θα μπορούσαν να κερδίσουν την

εύνοια των Αθηναίων, καθώς οι τελευταίοι θα τους θεωρούσαν ευγνώμονες για την

εκδίωξη των τυράννων και θα ήταν υποχείριοι σ’ αυτούς∙ οι Αθηναίοι, όμως, δεν

αποδείχθηκαν ευγνώμονες προς τους Σπαρτιάτες.325 Ας δούμε τώρα τους λόγους που

παραλείπει να αναφέρει ο βιογράφος.

Οι χρησμοί που έφερε ο Κλεομένης Α’ από την ακρόπολη των Αθηνών326 ίσως να

παρακινούσαν τους Σπαρτιάτες για μια εκστρατεία εναντίον των Αθηναίων με σκοπό την

επιβολή τυραννίδος στην πόλη,327 δεν είναι, όμως, βέβαιο ότι η εγκαθίδρυση τυραννικού

πολιτεύματος στην Αθήνα θα είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, δηλαδή την αποφυγή

των συμφορών που θα πάθαιναν οι Σπαρτιάτες από τους Αθηναίους, σύμφωνα με τους

χρησμούς∙ κατά τη γνώμη μου, δείχνει περισσότερο να είναι αφορμή παρά αιτία, αν

πράγματι ευσταθεί η ηροδότεια διήγηση. Ο δεύτερος λόγος που παραλείπει να αναφέρει ο

325 Ηρόδ. 5. 90. 1.


326 Κατά τον M. Ostwald, “The reform of the Athenian state by Cleisthenes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 307,
ο Κλεομένης Α’, ύστερα από παράκληση του Ισαγόρα, εισέβαλε στην Αθήνα πρίν τα μέσα
καλοκαιριού του 407 π.Χ. με σκοπό να επιβάλλει ολιγαρχικό πολίτευμα. Οι Αθηναίοι, όμως,
αντέδρασαν και πολιόρκησαν τον στρατό του Κλεομένη Α’ στην ακρόπολη, όπου, έπειτα από
συνθηκολόγηση, έφυγε από την Αθήνα.
327 O W.G. Forrest, History of Sparta, σ. 89, είναι βέβαιος πως η απόπειρα της Σπάρτης για επαναφορά
του Ιππία στην Αθήνα βασίστηκε στους χρησμούς που έφερε από την ακρόπολη των Αθηνών στη
Σπάρτη ο Κλεομένης Α’.

134
βιογράφος, δηλαδή η αύξηση της αθηναϊκής δυνάμεως, μας θυμίζει την «ἀληθεστάτην

πρόφασιν» του Θουκυδίδη για την αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Ηρόδοτος,

όμως, παρουσιάζει την Αθήνα να είναι ισχυρή ήδη στα χρόνια του Πεισιστράτου, όταν ο

Κροίσος μαθαίνει, ύστερα από προτροπή ενός χρησμού που έκανε λόγο για ανεύρεση

ελληνικών συμμαχιών για τον επικείμενο πόλεμο Λυδίας - Περσίας, ότι οι δύο ισχυρότερες

πόλεις στον ελληνικό χώρο είναι η Σπάρτη και η Αθήνα.328 Αλλά η επιλογή του Κροίσου να

αναζητήσει συμμαχία μονάχα από τη Σπάρτη και όχι και από την Αθήνα,329 σημαίνει ότι η

δωρική πόλη ήταν, αναμφισβήτητα, η πρώτη στρατιωτική δύναμη στον ελληνικό χώρο.

Άρα η Αθήνα ήταν από παλαιά ισχυρή, όχι, όμως, τόσο ισχυρή ώστε η Σπάρτη να

ανησυχήσει και να κινητοποιήσει τότε τις δυνάμεις της εναντίον της. Σύμφωνα με το

ηροδότειο χωρίο (5. 78), οι Αθηναίοι αύξησαν περισσότερο τη δύναμή τους λόγω του

δημοκρατικού πολιτεύματος που έδιδε τη δυνατότητα στον πολίτη να κατορθώσει

περισσότερα πράγματα στον πόλεμο εν συγκρίσει με την τυραννίδα, ενώ στο χωρίο 5. 91. 2,

οι Λακεδαιμόνιοι ανέφεραν στο συνέδριο των συμμάχων ότι οι Αθηναίοι άρχισαν να

ισχυροποιούνται εναντίον των Βοιωτών και των Χαλκιδέων. Πιθανότατα, οι Λακεδαιμόνιοι

ανησύχησαν για την αύξηση της αθηναϊκής δυνάμεως, την οποία ερμήνευσαν ως

αποτέλεσμα του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα. Σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο,

που σχετίζεται άμεσα με τον προηγούμενο καθώς είναι αποτέλεσμα της αυξήσεως της

αθηναϊκής δυνάμεως, οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ότι η υπακοή του αθηναϊκού λαού δεν θα

μπορούσε να επιτευχθεί με το δημοκρατικό πολίτευμα του Κλεισθένη στην Αθήνα, αλλά

με ολιγαρχία, όπως έδειξαν με την εισβολή του Κλεομένη Α’ και την απόπειρα να την

επιβάλουν με ηγέτη τον Ισαγόρα. Επειδή, όμως, απέτυχαν στράφηκαν στη δεύτερη λύση

που είχαν στο νου τους, την επιβολή τυραννίδος. Και σε ό,τι αφορά τον τέταρτο λόγο,

δηλαδή τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο εκδίωξαν οι Αθηναίοι τον Κλεομένη Α’ από

την Αθήνα, ο ιστορικός (5. 74-76) αναφέρει ότι ο Κλεομένης Α’ αποπειράθηκε να εκδικηθεί

τους Αθηναίους θέλοντας να επιβάλει ως τύραννο στην Αθήνα τον Ισαγόρα, αλλά δεν το

κατόρθωσε καθώς οι σύμμαχοί του τον εγκατέλειψαν. Ο Κλεομένης Α’, κατά το συνέδριο

328 Ηρόδ. 1. 53 και 56.


329 Ηρόδ. 1. 69.

135
των συμμάχων με θέμα την επαναφορά του Ιππία στην Αθήνα, είχε κάθε λόγο να

υποστηρίξει την προσπάθεια εγκαθιδρύσεως τυραννίδος, καθώς είχε επιπλέον προσωπικό

κίνητρο να εκδικηθεί με μια ακόμη, αυτή τη φορά επιτυχημένη, εισβολή τους Αθηναίους.

Κατά τη γνώμη μου, η εκδίκηση του Σπαρτιάτη βασιλέως δεν αποτελεί την κύρια αιτία της

προσπάθειας των Σπαρτιατών να επαναφέρουν τον Ιππία στην Αθήνα, καθώς οι

Λακεδαιμόνιοι έδειξαν με τις προηγούμενες επεμβάσεις τους στην Αθήνα ότι τους

ενδιέφερε πρωτίστως να επιβάλουν ένα πολίτευμα στην Αθήνα ευμενές προς τα

συμφέροντά τους∙ οι προσωπικοί λόγοι του ενός εκ των δύο βασιλιάδων της Σπάρτης θα

πρέπει να συνετέλεσαν στον επηρεασμό μεγαλυτέρας μερίδας των Σπαρτιατών για

επέμβαση στην Αθήνα, όχι όμως και στον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της

Σπάρτης, καθώς η απόφαση των Σπαρτιατών να επιβάλουν φιλικό προς τους ιδίους

καθεστώς στην Αθήνα ήταν, κατά τη γνώμη μου, ειλημμένη.

Έπειτα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι, κατά το συνέδριο των συμμάχων που έγινε

παρουσία και του Ιππία, οι Κορίνθιοι αντέδρασαν στην επιθυμία των Σπαρτιατών να

επαναφέρουν τον Ιππία ως τύραννο στην Αθήνα με τον εκπρόσωπό τους τον Σω(σι)κλή να

παραθέτει τα εγκλήματα του Κυψέλου και του γιου του Περιάνδρου κατά τη διάρκεια της

τυραννίδος τους στην Κόρινθο.330 Ο Πλούταρχος, όμως, στη συνέχεια αναφέρει το

μεγαλύτερο έγκλημα του Περιάνδρου, το οποίο παραλείπει να αναφέρει ο Σω(σι)κλής στο

λόγο του, δηλαδή την αποστολή των τριακοσίων Κερκυραίων νέων στον Κροίσο για

ευνουχισμό. Μ’ αυτό το περιστατικό ο βιογράφος, αν και δεν το λέει ρητά στην αφήγησή

του, δεν επιδιώκει, κατά τη γνώμη μου, να παρουσιάσει τους Κορινθίους αντιφατικούς και

αναξιόπιστους, ότι δηλαδή, αφ’ ενός θεωρούν, δια στόματος του Σω(σι)κλέους, κακό

330 Ηρόδ. 5. 92. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 23, λ. «The Corinthians»
(Ηθικά 860F), αναφέρει ότι η ευμενής διάθεση των Κορινθίων απέναντι στην Αθήνα τερματίστηκε με
την αναζήτηση αθηναϊκής βοηθείας από τους Μεγαρείς (Θουκ. 1. 103. 4), και ότι μέχρι τότε οι
Κορίνθιοι υποστήριζαν τους Αθηναίους με: α) την άρνηση τους να εγκαταστήσουν τύραννο στην
Αθήνα τον Ισαγόρα (Ηρόδ. 5. 72), β) την άρνηση τους να επαναφέρουν τον Ιππία ως τύραννο στην
Αθήνα (Ηρόδ. 5. 92), γ) την ευνοϊκή προς τους Αθηναίους διαιτησία του Περιάνδρου για τον πόλεμο
μεταξύ Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο (Ηρόδ. 5. 95), δ) την προστασία των Πλαταιών ως
συμμάχου πόλεως των Αθηνών (Ηρόδ. 6. 108. 5) και ε) την πώληση με πολύ χαμηλό τίμημα είκοσι
πλοίων στους Αθηναίους για τον πόλεμο εναντίον της Αίγινας (Ηρόδ. 6. 89).

136
πράγμα την τυραννίδα, αφ’ ετέρου την υπερασπίζουν θέλοντας να εκδικηθούν για

προσβολή που υπέστη ο τύραννός τους Περίανδρος από τους Σαμίους οι οποίοι διέσωσαν

τους Κερκυραίους νέους. Και αυτό, επειδή ο βιογράφος, σε προηγούμενο παράδειγμα των

Ελληνικών του (II, 3), είχε διατυπώσει την άποψη ότι αποκλείεται οι Κορίνθιοι να

εκδικήθηκαν τους Σαμίους γι’ αυτήν την προσβολή. Ο Πλούταρχος, λοιπόν, κατά τη γνώμη

μου, αφήνει να εννοηθεί στην αφήγησή του ότι ο Ηρόδοτος είναι αντιφατικός και,

συνεπώς, αναξιόπιστος στη διήγησή του, καθώς αφ’ ενός αναφέρει τα εγκλήματα των

τυράννων στην Κόρινθο δια στόματος Σω(σι)κλέους, αφ’ ετέρου την εκστρατεία των

Κορινθίων εναντίον του Πολυκράτους λόγω της προσβολής των Σαμίων στον Περίανδρο,

σαν να είχαν προσβληθεί, κατά το βιογράφο, οι ίδιοι οι Κορίνθιοι. Και η αναξιόπιστη, κατά

τον Πλούταρχο, διήγηση του Ηροδότου δεν περιορίζεται μονάχα στους Κορινθίους, αλλά

επεκτείνεται και στους Λακεδαιμονίους και, συγκεκριμένα, στη μεταμέλεια των

Σπαρτιατών για την εξορία των Πεισιστρατιδών και την επιθυμία τους να τους

επαναφέρουν στην Αθήνα. Έτσι, λοιπόν, η ιστορική διήγηση του Ηροδότου είναι, κατά το

βιογράφο, κακοήθης λόγω της ταραχής και της αντιφάσεως που προκαλεί ο ιστορικός στο

έργο του.

Ο Πλούταρχος, όμως, δεν χρησιμοποιεί επιχειρήματα για να στηρίξει τη θέση του,

απλά αναφέρει, αν και ελλειπώς, την ηροδότεια διήγηση δίδοντας την εντύπωση στον

αναγνώστη πόσο απίστευτη του φαίνεται η ιστορική διήγηση του Ηροδότου, γνώμη την

οποία περιμένει να υιοθετήσει και ο αναγνώστης. Σύμφωνα με τους W.W. How - J. Wells, ο

ισχυρισμός ότι η Σπάρτη ήθελε να επιβάλει τυραννίδα στην Αθήνα για να αποδυναμώσει

τη συνεχώς αυξανομένη δύναμή της ίσως να προέρχεται από την αθηναϊκή παράδοση,

καθώς η Σπάρτη, σύμφωνα με χωρία331 του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλους, ευνοούσε τα

ολιγαρχικά καθεστώτα και όχι την τυραννίδα.332 Κατά τη γνώμη μου, οι Λακεδαιμόνιοι,

μετά την αποτυχημένη απόπειρά τους να επιβάλουν το επιθυμητό με τα συμφέροντά τους

ολιγαρχικό πολίτευμα στην Αθήνα υπό την ηγεσία του Ισαγόρα, ίσως να θεώρησαν ότι

331 Θουκ. 1. 19: «καὶ οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι οὐχ ὑποτελεῖς ἔχοντες φόρου τοὺς ξυμμάχους ἡγοῦντο,
κατ’ ὀλιγαρχίαν δὲ σφίσιν αὐτοῖς μόνον ἐπιτηδείως ὅπως πολιτεύσουσι θεραπεύοντες». Αριστ. Πολ.
1307b 22-24: «οἱ μὲν γὰρ Ἀθηναῖοι πανταχοῦ τὰς ὀλιγαρχίας, οἱ δὲ Λάκωνες τοὺς δήμους κατέλυον».
332 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 91. 1.

137
είναι προτιμότερη η επιβολή της τυραννίδος στην Αθήνα (αρχικά με τον Ισαγόρα, έπειτα

με την επαναφορά του Ιππία) από το ανεπιθύμητο γι’ αυτούς δημοκρατικό πολίτευμα, το

οποίο σταδιακά αύξανε τη δύναμη των Αθηνών και την πίστη των Αθηναίων στις

δυνατότητές τους.

Ιωνική επανάσταση και Περσικοί πόλεμοι

8. Ο Ηρόδοτος, σχετικά με τα γεγονότα της ιωνικής επαναστάσεως, διαστρεβλώνει τη

συμμετοχή των Αθηναίων και των Ερετριέων και, ουσιαστικά, ακυρώνει τη βοήθεια και τα

κατορθώματά τους (κεφ. 24).

(861 Α) Κεφ. 24. «Ἐν δὲ τοῖς ἐφεξῆς τὰ περὶ Σάρδεις διηγού-

μενος, ὡς ἐνῆν μάλιστα διέλυσε καὶ διελυμήνατο

τὴν πρᾶξιν, ἃς μὲν Ἀθηναῖοι ναῦς ἐξέπεμψαν Ἴωσι

τιμωροὺς ἀποστᾶσι βασιλέως ἀρχεκάκους τολμή-

B σας προσειπεῖν, ὅτι τοσαύτας πόλεις καὶ τηλικαύτας

Ἑλληνίδας ἐλευθεροῦν ἐπεχείρησαν ἀπὸ τῶν βαρ-

βάρων, Ἐρετριέων δὲ κομιδῇ μνησθεὶς ἐν παρέργῳ

καὶ παρασιωπήσας μέγα κατόρθωμα καὶ ἀοίδιμον.

ἤδη γὰρ ὡς τῶν περὶ τὴν Ἰωνίαν συγκεχυμένων

καὶ στόλου βασιλικοῦ προσπλέοντος, ἀπαντήσαντες

ἔξω Κυπρίους ἐν τῷ Παμφυλίῳ πελάγει κατεναυ-

μάχησαν∙ εἶτ’ ἀναστρέψαντες ὀπίσω καὶ τὰς ναῦς

ἐν Ἐφέσῳ καταλιπόντες ἐπέθεντο Σάρδεσι καὶ

Ἀρταφέρνην ἐπολιόρκουν εἰς τὴν ἀκρόπολιν κατα-

C φυγόντα, βουλόμενοι τὴν Μιλήτου λῦσαι πολιορ-

κίαν∙ καὶ τοῦτο μὲν ἔπραξαν καὶ τοὺς πολεμίους

ἀνέστησαν ἐκεῖθεν, ἐν φόβῳ θαυμαστῷ γενομένους∙

πλήθους δ’ ἐπιχυθέντος αὐτοῖς ἀπεχώρησαν. ταῦτα

138
δ’ ἄλλοι τε καὶ Λυσανίας ὁ Μαλλώτης ἐν τοῖς περὶ

Ἐρετρίας εἴρηκε∙ καὶ καλῶς εἶχεν, εἰ καὶ διὰ

μηδὲν ἄλλο, τῇ γοῦν ἁλώσει καὶ φθορᾷ τῆς πόλεως

ἐπειπεῖν τὸ ἀνδραγάθημα τοῦτο καὶ τὴν ἀριστείαν.

ὁ δὲ καὶ κρατηθέντας αὐτοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων

φησὶν εἰς τὰς ναῦς καταδιωχθῆναι, μηδὲν τοιοῦτο

τοῦ Λαμψακηνοῦ Χάρωνος ἱστοροῦντος, ἀλλὰ ταυτὶ

γράφοντος κατὰ λέξιν∙ “Ἀθηναῖοι δ’ εἴκοσι τριή-

D ρεσιν ἔπλευσαν ἐπικουρήσοντες τοῖς Ἴωσι, καὶ εἰς

Σάρδεις ἐστρατεύσαντο καὶ εἷλον τὰ περὶ Σάρδεις

ἅπαντα χωρὶς τοῦ τείχους τοῦ βασιληίου∙ ταῦτα δὲ

ποιήσαντες ἐπαναχωροῦσιν εἰς Μίλητον”».

«Έπειτα, διηγούμενος τα γεγονότα σχετικά με τις Σάρδεις, κάνει ό,τι μπορεί για να

καταστρέψει και να αφανίσει την πράξη. Τόλμησε να πει ότι τα πλοία που έστειλαν οι

Αθηναίοι για να βοηθήσουν τους Ίωνες που αποστάτησαν από τον βασιλέα ήταν η αρχή

του κακού, διότι επεχείρησαν να ελευθερώσουν τόσες πολλές και τόσο μεγάλες ελληνικές

πόλεις από τους βαρβάρους, ενώ μνημονεύει τυχαία τους Ερετριείς και αποσιωπά το

μεγάλο και φημισμένο κατόρθωμά τους. Όταν, δηλαδή, τα πράγματα στην Ιωνία ήταν

συγκεχυμένα και ο στόλος του βασιλέως πλησίαζε, βγήκαν προς συνάντησή του και

νίκησαν σε ναυμαχία τους Κυπρίους στο Παμφυλιακό πέλαγος. Έπειτα, επιστρέφοντας

πίσω, άφησαν τα πλοία τους στην Έφεσο, επιτέθηκαν στις Σάρδεις και πολιορκούσαν τον

Αρταφέρνη στην ακρόπολη, όπου είχε καταφύγει, θέλοντας να λύσουν την πολιορκία της

Μιλήτου. Και το κατόρθωσαν αυτό καθώς ανάγκασαν τους εχθρούς να αποχωρήσουν από

τη Μίλητο προκαλώντας τους μεγάλο φόβο∙ όταν, όμως, τους επιτέθηκε πολυάριθμος

στρατός, υποχώρησαν. Τα γεγονότα αυτά τα διηγήθηκαν και άλλοι συγγραφείς, ανάμεσά

τους και ο Λυσανίας ο Μαλλώτης στις Ιστορίες του για την Ερέτρια. Θα ήταν σωστό, αν όχι

για κάποιο άλλο λόγο, τουλάχιστον για την άλωση και την καταστροφή της πόλεως να

αφηγηθεί το ανδραγάθημα και το κατόρθωμα αυτό. Ο Ηρόδοτος, όμως, ισχυρίζεται πως

εκείνοι ηττήθηκαν από τους βαρβάρους και καταδιώχθηκαν στα πλοία τους, ενώ ο Χάρων ο

139
Λαμψακηνός δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, αλλά γράφει επί λέξει τα εξής: ‘’οι Αθηναίοι

έπλευσαν με είκοσι πλοία για να βοηθήσουν τους Ίωνες, εκστράτευσαν στις Σάρδεις και

κυρίευσαν όλη την περιοχή των Σάρδεων εκτός του βασιλικού τείχους∙ μετά από αυτά

επέστρεψαν στη Μίλητο’’».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται τα χωρία της ηροδότειας

διηγήσεως σχετικά με τη στρατιωτική βοήθεια που έστειλαν333 η Αθήνα και η Ερέτρια στις

πόλεις της Ιωνίας, που είχαν αποστατήσει από τον Πέρση βασιλέα, και τα κατορθώματα

που αυτές επέτυχαν.

Αρχικά, ο βιογράφος αναφέρει τη φράση του ιστορικού που λέει ότι τα είκοσι πλοία

που έστειλαν ως βοήθεια οι Αθηναίοι αποτέλεσαν την αρχή των συμφορών για τους

Έλληνες και τους βαρβάρους.334 Ο Πλούταρχος απορεί με αυτή τη φράση του Ηροδότου,

επειδή η αποστολή βοηθείας από ελληνική πόλη σε άλλες ελληνικές πόλεις που

ευρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση δεν αποτελεί κακή ενέργεια, αλλά καλή, καθώς είχε

ως στόχο την απελευθέρωση πολλών και μεγάλων πόλεων της Ιωνίας από τους Πέρσες. Ο

R.W. Macan θεωρεί πως στην φράση του Ηροδότου υπάρχει υπερβολή που, με τα επικά

στοιχεία της φράσεως, έχει σκοπό τη δραματοποίηση της ιστορικής διηγήσεως.335 Κρίνοντας

κυριολεκτικά τη φράση του Ηροδότου, η αποστολή της αθηναϊκής βοηθείας δεν αποτέλεσε

την αρχή των συμφορών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, καθώς η αρχή συνέβη

παλαιότερα∙ σε ό,τι αφορά τα δεινά μεταξύ Ελλήνων και Περσών, η αρχή συνέβη στον

πόλεμο που είχαν οι ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας με τους Πέρσες αμέσως μετά την

κατάληψη της πρωτεύουσας του Λυδικού κράτους, των Σάρδεων, από τον Πέρση βασιλέα

333 Οι Αθηναίοι έστειλαν είκοσι πλοία στην Μίλητο και οι Ερετριείς πέντε (άνοιξη του 498 π.Χ.): βλ. O.
Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 482.
334 Ηρόδ. 5. 97. 3. Ο Ηρόδοτος απέδωσε το ομηρικό επίθετο «ἀρχέκακος» (Ε 62-63: «νῆας ἐΐσας
ἀρχεκάκους») με τη μορφή «ἀρχή κακῶν», όπως, εξ άλλου, και ο Θουκυδίδης το απέδωσε με
διαφορετικό τρόπο (2. 12. 3: «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει»), ενώ ο Πλούταρχος
χρησιμοποίησε την ομηρική συνθετική λέξη «ἀρχεκάκους»: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 24, λ. “the beginning of evil” (Ηθικά 861A).
335 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 97. 16, λ. «ἀρχή κακῶν».

140
Κύρο το 547 π.Χ.,336 και σε ό,τι αφορά τα δεινά εν γένει μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων,

γνωρίζουμε ότι προηγήθηκαν της πρώτης Ελληνοπερσικής συγκρούσεως οι πόλεμοι των

πόλεων της Ιωνίας εναντίον των Λυδών.337 Ο Ηρόδοτος, όμως, με τη φράση αυτή εννοούσε,

προφανώς, την αφορμή που έδωσαν οι Αθηναίοι, αλλά και οι Ερετριείς, στους Πέρσες να

εκστρατεύσουν αργότερα στη δυτική πλευρά του Αιγαίου, τους αποκαλούμενους Μηδικούς

πολέμους, με επιπτώσεις τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους βαρβάρους.338

Έπειτα, ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο ιστορικός μνημονεύει κατά τυχαίο ή

δευτερεύοντα τρόπο τους Ερετριείς. Ο ιστορικός μνημονεύει τους Ερετριείς στο χωρίο 5. 99

περιγράφοντας τους να στέλνουν πέντε πλοία ως ανταπόδοση της βοηθείας που τους

είχαν προσφέρει οι Μιλήσιοι στον πόλεμο339 εναντίον των Χαλκιδέων, και στο χωρίο 5. 102.

3, όταν οι Έλληνες, κατά τη μάχη τους με τους Πέρσες στην Έφεσο, υπέστησαν δεινή ήττα

και μεταξύ των επιφανών που έχασαν τη ζωή τους ήταν και ο στρατηγός των Ερετριέων

336 Βλ. για τον πόλεμο (η διάρκειά του πιθανολογείται σε δύο έως τρία έτη) του Αρπάγου,
απεσταλμένου στρατηγού του Κύρου, μετά την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες το 547
π.Χ., εναντίον των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας T.C. Young, “The early history of the Medes and
the Persians and the Achaemenid empire to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ. 35.
337 Βλ. για τον πόλεμο μεμονωμένων πόλεων της Ιωνίας με το Λυδικό βασίλειο, αρχικά της Μιλήτου
πρώτα με τον βασιλέα των Λυδών Σαδυάττη (περί το 615-610 π.Χ.) και έπειτα με το γιο του
τελευταίου τον Αλυάττη (μεταξύ των ετών 610-600 π.Χ.), την άλωση της Σμύρνης από τον Αλυάττη
(περί το 600 π.Χ.) και την αποτυχημένη προσπάθεια του τελευταίου να καταλάβει τις Κλαζομενές,
και, τέλος, τον πόλεμο του γιου του Αλυάττη Κροίσου (βασίλευσε από το 560-547 π.Χ.) με πόλεις της
Ιωνίας M. Mellink, ”The native kingdoms of Anatolia”, στο CAH III2 2 (1982), σ. 647-648 και 651.
338 Η άποψη του A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 24, λ. “the beginning of
evil” (Ηθικά 861A) ότι ο Ηρόδοτος εννοεί και την αποτυχία της Ιωνικής επαναστάσεως, δεν με
ευρίσκει σύμφωνο, καθώς η «αρχή των κακών», που σχετίζεται με την αποστολή αθηναϊκής
ναυτικής αρωγής, παραπέμπει αποκλειστικά στα δεινά των Μηδικών πολέμων, ειδάλλως ο
ιστορικός θα συσχέτιζε την αρχή των συμφορών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους με την
έναρξη της Ιωνικής επαναστάσεως.
339 Βλ. αναλυτικά για τον πόλεμο μεταξύ της Ερέτριας και της Χαλκίδος για το Ληλάντιο πεδίο (περί
τα τέλη του 8ου αι. π.Χ.) J. Boardman, “The islands”, στο CAH III2 1 (1982), σ. 760-763.

141
Ευαλκίδας340 που είχε νικήσει σε στεφανηφόρους αγώνες∙ αυτά τα δύο χωρία θεωρεί ο

Πλούταρχος ως τυχαία ή δευτερεύουσα μνεία του Ηροδότου για τους Ερετριείς.

Και συνεχίζει ο βιογράφος λέγοντας πως ο ιστορικός παραλείπει το κατόρθωμα των

Ερετριέων, ότι, δηλαδή, όταν τα πράγματα στην Ιωνία ήταν συγκεχυμένα και ο βασιλικός

στόλος πλησίαζε, νίκησαν σε ναυμαχία τους Κυπρίους στο Παμφυλιακό πέλαγος.341 Η

ιστορική διήγηση του Ηροδότου, πράγματι, δεν εμπεριέχει τη ναυμαχία αυτή, η οποία, κατά

το βιογράφο, προηγήθηκε της ελληνικής επιθέσεως στις Σάρδεις. Η πρώτη ναυμαχία που

μνημονεύει ο ιστορικός, και στην οποία δεν έλαβαν μέρος οι Αθηναίοι καθώς είχαν

εγκαταλείψει τους Ίωνες (5. 103. 1), ακολούθησε την ελληνική επίθεση στις Σάρδεις (5. 105.

1 και 108), διεξήχθη, πιθανότατα, στο ακρωτήριο Κλείδες της Κύπρου (5. 108. 3), και η νίκη

που κατήγαγαν οι Ίωνες επετεύχθη εναντίον των Φοινίκων (5. 112. 1).342 Ο L. Pearson

αναφέρει ότι η ναυμαχία που μνημονεύει ο Πλούταρχος περιγράφεται από τον Γεώργιο

Γεμιστό ή Πλήθωνα,343 αλλά, κατά τη γνώμη μου, με μία σημαντική διαφορά σε σχέση με

την αφήγηση του βιογράφου, ότι, δηλαδή, οι Έλληνες δεν νίκησαν τους Κυπρίους, όπως

ισχυρίζεται ο βιογράφος, αλλά τον βασιλικό στόλο που άνοιξε πανιά από την Κύπρο και

έπλεε προς τις ακτές της Ιωνίας. Ο A. Bowen, όμως, επιλύει τη διαφορά ανάμεσα στην

παράφραση του Γεωργίου Γεμιστού και στην αφήγηση του Πλουτάρχου θεωρώντας πως οι

Κύπριοι αποτελούσαν μέρος του περσικού στόλου.344 Αν και στο σχετικό χωρίο (5. 109. 2)

340 Ο Ευαλκίδας από την Ήλιδα είχε νικήσει σε αγώνες πυγμαχίας παίδων στην Ολυμπία (βλ. Παυσ.
6. 16. 6), και ταυτίζεται με το στρατηγό των Ερετριέων κατά την Ιωνική επανάσταση Ευαλκίδα: βλ. J.
Kirchner, “Eualkidas”, RE VΙ 1 (1907), σ. 837.
341 Βλ. για τα συντακτικά προβλήματα που δημιουργεί αυτή η φράση A. Bowen, Plutarch: The Malice
of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 24, λ. “Since Ionia … Pamphylian waters” (Ηθικά 861Β).
342 Συγκεκριμένα πρόκειται για διπλή σύγκρουση: νίκη των Ελλήνων σε ναυμαχία εναντίον των
Φοινίκων, και ήττα σε μάχη των επαναστατημένων Κυπρίων από τους Πέρσες (αρχές καλοκαιριού
του 497 π.Χ.;): βλ. O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 483.
343 «στόλῳ βασιλικῶ ἐκ Κύπρου τῇ Ἰωνίᾳ προσπλέοντι ἔξω ἐν τῷ Παμφυλίῳ πελάγει ἀπαντήσαντες
κατεναυμάχησαν»: βλ. γι΄ αυτό το χωρίο του Γεωργίου Γεμιστού L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου
κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 24, σημ. 6 (Ηθικά 861 Β). Βλ. αναλυτικά για το Νεοπλατωνικό φιλόσοφο
Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (περί το 1360 - 26 Ιουν. 1452 μ.Χ.) A.-M. Talbot, “PLETHON, GEORGE
GEMISTOS”, ODB 3 (1991), σ. 1685.
344 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 24, λ. “Since Ionia … Pamphylian
waters” (Ηθικά 861Β).

142
υπονοείται η έλλειψη πλοίων στην Κύπρο, καθώς οι επαναστατημένοι Κύπριοι δηλώνουν

ότι θα πολεμήσουν στη θάλασσα με τα πλοία των Ιώνων αν οι σύμμαχοί τους Ίωνες το

επιθυμούσαν, που ενισχύει την άποψη του A. Bowen με τη σκέψη ότι οι Κύπριοι είχαν χάσει

τα πλοία τους σε προηγούμενη ναυμαχία, εν τούτοις η αφήγηση του Πλουτάρχου

αναφέρεται στους Κυπρίους ως συμμάχους των Περσών και όχι ως εχθρούς τους που κάνει

λόγο ο ιστορικός στο χωρίο 5. 104. 1 διηγούμενος ότι «όλοι οι Κύπριοι προσχώρησαν

εθελοντικά στους Ίωνες εκτός από τους Αμαθουσίους»,345 και ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει στη

διήγησή του ότι οι Κύπριοι, με την έναρξη της Ιωνικής επαναστάσεως, ήταν συνταγμένοι

με τους Πέρσες σε ναυμαχία, ή ότι ναυμάχησαν μόνοι τους εναντίον των Ελλήνων και,

έπειτα, προσχώρησαν στους Ίωνες. Αν, πράγματι, συνέβη η ναυμαχία αυτή και το

κατόρθωμα των Ερετριέων σ’ αυτήν, το βέβαιο είναι πως δεν ναυμάχησαν μονάχα οι

Ερετριείς346 εναντίον του εχθρικού στόλου, αλλά ότι, συμμετέχοντες σ’ αυτήν, αρίστευσαν∙

και το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως συνέβη κατά την εκστρατεία των Ιώνων

εναντίον των Σάρδεων.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Ίωνες, αφήνοντας τα πλοία τους στην Έφεσο,

επιτέθηκαν στις Σάρδεις και πολιορκούσαν τον Αρταφέρνη347 στην ακρόπολη, όπου είχε

καταφύγει, με απώτερο σκοπό να ‘’λύσουν’’ την πολιορκία της Μιλήτου∙ και ότι το

κατόρθωσαν αυτό οι Έλληνες, καθώς οι εχθροί που πολιορκούσαν τη Μίλητο, από φόβο,

έσπευσαν σε βοήθεια του Αρταφέρνη∙ και όταν οι Ίωνες δέχθηκαν επίθεση από

345 Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ονήσιλος, αδελφός του βασιλέως της Σαλαμίνος της
Κύπρου Γόργου, επιθυμούσε να αποστατήσει η Σαλαμίνα από τους Πέρσες και, μετά την είδηση για
την αποστασία των Ιώνων, επέμενε ακόμα περισσότερο, αλλά δεν έπειθε τον αδελφό του∙ έτσι, όταν
ο Γόργος βγήκε έξω από τα τείχη της πόλεως, ο Ονήσιλος, αξιοποιώντας την ευκαιρία, έλαβε την
εξουσία της Σαλαμίνος και έπεισε όλους τους Κυπρίους, πλην των Αμαθουσίων, να
επαναστατήσουν εναντίον των Περσών (5. 104)∙ ο ιστορικός μνημονεύει τρείς πόλεις της Κύπρου
που είχαν προσχωρήσει στους Ίωνες, τη Σαλαμίνα, τους Σόλους και το Κούριον (5. 110 και 113), από
τις οποίες, κατά τη μάχη εναντίον των Περσών, οι Κουριείς και τα πολεμικά άρματα των
Σαλαμινίων αυτομόλησαν στους Πέρσες (5. 113).
346 Και πώς θα ήταν αυτό δυνατό να συμβεί όταν ο Ηρόδοτος (5. 99. 1) μνημονεύει τη συμμετοχή των
Ερετριέων με πέντε μόλις πλοία;
347 Ο Αρταφέρνης ορίστηκε ύπαρχος των Σάρδεων από τον ομοπάτριο αδελφό του Πέρση βασιλέα
Δαρείο Α’ (Ηρόδ. 5. 25).

143
πολυάριθμο στρατό, υποχώρησαν. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο βιογράφος,

αναφέρει ότι τα γεγονότα αυτά τα διηγήθηκαν πολλοί συγγραφείς, ανάμεσά τους και ο

Λυσανίας ο Μαλλώτης στις Ιστορίες του για την Ερέτρια.348 Ο Ηρόδοτος στην ιστορική του

διήγηση για την εκστρατεία στις Σάρδεις ανέφερε ότι οι Ίωνες, αφήνοντας τα πλοία τους

στον Κορυσό349 της Εφέσου, προχώρησαν προς τις Σάρδεις τις οποίες κατέλαβαν χωρίς

αντίσταση, εκτός από την ακρόπολή της την οποία υπεράσπιζε ο Αρταφέρνης με πολύ

στρατό.350 Αν και ο ιστορικός (5. 100) δεν καταγράφει ρητά την πολιορκία της ακροπόλεως

των Σάρδεων από την ιωνική εκστρατευτική δύναμη, την οποία, όμως, αναφέρει ο

Πλούταρχος στην αφήγησή του, η ηροδότεια διήγηση αφήνει, κατά τη γνώμη μου, πιθανό

ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ενώ, όμως, ο βιογράφος αναφέρει ότι η εκστρατεία στις Σάρδεις

έγινε ως αντιπερισπασμός, για να ‘’λύσουν’’, δηλαδή, οι Έλληνες την πολιορκία της

Μιλήτου, κάτι τέτοιο δεν αναφέρει ρητά ο Ηρόδοτος ούτε το υπονοεί στη διήγησή του. Ο

R.W. Macan θεωρεί εύλογη και συναφή με τα γεγονότα την αφήγηση του Πλουτάρχου περί

πολιορκίας της Μιλήτου από ένα τμήμα των περσικών δυνάμεων, καθώς έτσι εξηγείται η

απόσυρση του Αρταφέρνη στην ακρόπολη των Σάρδεων, η μεταφορά των Ελλήνων με

πλοία στον Κορησό της Εφέσου και η πυρπόληση και εκκένωση των Σάρδεων.351 Και ο

Πλούταρχος έπειτα αναφέρει ότι οι Έλληνες δέχθηκαν επίθεση από πλήθος εχθρών και

υποχώρησαν («πλήθους δ’ ἐπιχυθέντος αὐτοῖς ἀπεχώρησαν»). Παρόμοια φράση αναφέρει

και ο Ηρόδοτος στο χωρίο 5. 101. 3. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει τα εξής: φωτιά που

άναψε από χέρι Έλληνος στρατιώτου και επεκτείνονταν περιφερειακά σε ολόκληρη την

πόλη, είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός της, Λυδοί και Πέρσες, στην

348 FGrH 426. Είναι η μοναδική καταγραφή για τον Λυσανία από τον Μαλλό και δεν είναι δυνατό να
προσδιοριστεί χρονικά πότε έζησε∙ αν ο τίτλος «Περί Ἐρετρίας» αναφέρεται σε ολόκληρο ή μέρος του
έργου του, δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, και θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει τον Λυσανία
συγγραφέα τοπικού Χρονικού: βλ. γι΄ αυτές τις πληροφορίες E. Bux, “Lysanias (7)”, RE ΧΙΙΙ 2 (1927), σ.
2508.
349 Πρόκειται για το όρος νοτίως του ποταμού Καΰστρου: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 100. 1, λ. «Κορησῷ».
350 Ηρόδ. 5. 100. Βλ. για την επίθεση των Ιώνων στις Σάρδεις (498 π.Χ.) O. Murray, “The Ionian Revolt”,
στο CAH IV2 (1988), σ. 482-483.
351 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 100. 5, λ. «οὐδενός ἀντιωθέντος».

144
αγορά και στις όχθες του Πακτωλού ποταμού, όπου αναγκάζονταν σε άμυνα εναντίον της

ελληνικής δυνάμεως∙ οι Έλληνες, επειδή έβλεπαν τους Λυδούς και τους Πέρσες να

αμύνονται, αλλά και πλήθος άλλων να έρχονται εναντίον τους («σύν πλήθεϊ πολλῷ

προσφερομένους»), υποχώρησαν στο όρος Τμώλος και από εκεί, τη νύκτα, κατευθύνθηκαν

προς τα πλοία στην Έφεσο.352 Από την ηροδότεια διήγηση εξάγεται ότι το πλήθος των

εχθρών δεν θα ήταν δυνατό να είναι οι πολέμιοι που έλυσαν την πολιορκία της Μιλήτου

και έσπευσαν σε βοήθεια των Σάρδεων, καθώς ο ιστορικός δεν έκανε πουθενά λόγο περί

πολιορκίας της Μιλήτου από τους Πέρσες. Από την αφήγηση, όμως, του Πλουτάρχου είναι

δυνατόν να εξαχθεί, κατά τη γνώμη μου, ως συμπέρασμα ότι το πλήθος που επιτίθετο

στην ελληνική εκστρατευτική δύναμη ήταν εκείνες οι περσικές δυνάμεις που

πολιορκούσαν την Μίλητο. Οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν ότι το πλήθος που έσπευδε

σε βοήθεια εναντίον των Ελλήνων, πιθανότατα, ήταν η φρουρά της ακροπόλεως.353 Ο R.W.

Macan, που αποδέχεται ως γεγονός την πολιορκία της Μιλήτου, θεωρεί ότι το εχθρικό

πλήθος είναι εκείνο το τμήμα των περσικών δυνάμεων που πολιορκούσε την Μίλητο.354 Ο

R.W. Macan, όμως, προσπαθεί με λογική επεξεργασία να πληρώσει τα κενά της ηροδότειας

διηγήσεως με την αφήγηση του Πλουτάρχου∙ λόγω, όμως, ελλείψεως πρόσθετων

πληροφοριών για την εκστρατεία των Ελλήνων στις Σάρδεις, αλλά και για τη νικηφόρα

ναυμαχία των Ελλήνων στο Παμφυλιακό πέλαγος που μνημονεύει ο Πλούταρχος, κάθε

άποψη παραμένει εύλογη εικασία.

Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο, επειδή ο ιστορικός δεν διηγήθηκε τα

γεγονότα σχετικά με την εκστρατεία αυτή όπως αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα.

Και ότι ο Ηρόδοτος, κατά τον Πλούταρχο, θα μπορούσε να αποδώσει τα πραγματικά

γεγονότα, αν όχι χάριν της αληθείας των γεγονότων, χάριν της υστεροφημίας της

Ερέτριας,355 μιας πόλεως που αργότερα αλώθηκε και καταστράφηκε από τους Πέρσες. Τα

352 Ηρόδ. 5. 101.


353 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 101. 3.
354 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 5. 100. 14, λ. «τούς μέν .. τους δέ».
355 Ο Πλούταρχος δεν κατονομάζει την πόλη για την άλωση και την καταστροφή της οποίας θα
έπρεπε ο Ηρόδοτος να μνημονεύσει το ανδραγάθημα των πολιτών της. Ο L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, μτφρ. του κεφ. 24, (Ηθικά 861 C) αναφέρει ότι αυτή η πόλη είναι η Μίλητος,

145
γεγονότα αυτά που αναφέρει ο Ηρόδοτος ως αληθινά, και που για τον ίδιο τον Πλούταρχο

δεν αποδίδουν την πραγματικότητα, είναι η ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες στην Έφεσο

κατά την επιστροφή τους από τις Σάρδεις και η καταδίωξή τους έως τα πλοία.

Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει ότι οι εντός του Άλυος ποταμού Πέρσες,356 επειδή δεν

πρόφθασαν τους Έλληνες στις Σάρδεις, τους ακολούθησαν357 κατά πόδας και τους

πρόφθασαν στην Έφεσο όπου διεξήχθη μάχη στην οποία οι Ίωνες υπέστησαν δεινή ήττα∙

μεταξύ των επιφανών που σκοτώθηκαν από την ελληνική πλευρά ήταν και ο

προαναφερθείς στρατηγός των Ερετριέων Ευαλκίδας.358 Ο Ηρόδοτος, όμως, δεν κάνει

καθόλου ρητά λόγο για καταδίωξη των Ελλήνων έως τα πλοία τους από τους Πέρσες, και

έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αδίκως κατηγορεί ο Πλούταρχος τον ιστορικό σ’ αυτό το

σημείο της αφηγήσεώς του∙ ίσως ο βιογράφος να το συνεπέρανε αυτό λόγω της ηροδότειας

περιγραφής περί δεινής ήττας των Ιώνων στην Έφεσο που, πιθανότατα, να συνοδεύθηκε

από τη φυγή των ηττηθέντων Ελλήνων στα πλοία που ευρίσκονταν προσορμισμένα στον

Κορησό. Ο βιογράφος επικαλείται την ιστορική διήγηση του Χάρωνος του Λαμψακηνού359

για να αποδείξει ότι η ήττα των Ελλήνων στην Έφεσο και η καταδίωξή τους έως τα πλοία

από τους Πέρσες δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα. Η διήγηση, όμως, του Χάρωνος,

που ο βιογράφος λέει ότι την αναφέρει επί λέξει, δεν είναι παρά μία περιληπτική

περιγραφή της εκστρατείας στις Σάρδεις. Επιπρόσθετα, το χωρίο του Χάρωνος

καταδεικνύει τη ‘’σιωπή’’ της ιστορικής διηγήσεώς του για την ήττα και καταδίωξη των

επικεντρωνόμενος στην ιωνική επανάσταση και στην καταστροφή που υπέστη η πόλη. Κατά τη
γνώμη μου, όμως, ο L. Pearson σφάλλει, καθώς ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, εστιάζει
ξεκάθαρα στο ζήτημα του κατορθώματος των Ερετριέων, που παραλείπει να αναφέρει ο ιστορικός,
και προσπαθεί να εξυμνήσει το ανδραγάθημα της Ερέτριας ως μνημόσυνο για την καταστροφή της
πόλεως κατά τους Μηδικούς πολέμους. Βλ. για την άλωση της Ερέτριας (Σεπτέμβριος του 490 π.Χ.)
N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 505-507. Βλ. για
την άλωση της Μιλήτου (494 π.Χ.) O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 487-489.
356 Εννοούνται οι Πέρσες στα δυτικά του Άλυος ποταμού: βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 5. 102. 4, λ. «ἐντός Ἅλυος».
357 Ο O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 483, αναφέρει ότι η επιτυχής καταδίωξη
των Ελλήνων από τους Πέρσες οφειλόταν στο περσικό ιππικό.
358 Ηρόδ. 5. 102.
359 FGrH 262 F 10.

146
Ελλήνων στα πλοία και όχι την άρνησή του για τα γεγονότα αυτά, ώστε να

χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από τον Πλούταρχο, και, συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, δεν

έχει την απαιτούμενη ισχύ για να πείσει. Και μάλιστα, αντί ο βιογράφος να αναφέρει

κάποιο χωρίο του Χάρωνος που να μνημονεύει τους Ερετριείς, καθ’ ότι κύριο μέλημα του

Πλουτάρχου στο παρόν κεφάλαιο φαίνεται ότι είναι η απόδειξη των κατορθωμάτων των

Ερετριέων, το χωρίο αυτό που επιλέγει μνημονεύει αποκλειστικά τους Αθηναίους και όχι

και τους Ερετριείς∙ ίσως, όμως, να συλλογίσθηκε ο βιογράφος ότι μέσω των Αθηναίων να

υπονοούνται και οι πράξεις των Ερετριέων∙ ίσως, όμως, που είναι και το πιθανότερο κατά

τη γνώμη μου, ο Πλούταρχος να μην εστιάζει στο παρόν παράδειγμα μονάχα στους

Ερετριείς, αλλά και στους Αθηναίους∙ όπου, όμως, και αν εστιάζει ο Πλούταρχος, στην

πραγματικότητα συμπεριλαμβάνονται όλοι όσοι συμμετείχαν στην εκστρατεία εναντίον

των Σάρδεων, η Αθήνα, η Ερέτρια, η Έφεσος και κυρίως η Μίλητος.360

Συνοψίζοντας, παρ΄ ότι η ιστορική διήγηση του Ηροδότου εν γένει για την Ιωνική

επανάσταση δεν είναι πλήρης, πιθανότατα από έλλειψη πληροφοριών γι΄ αυτήν, δεν

διαπιστώνεται, κατά τη γνώμη μου, απόπειρα αμαυρώσεως από τον Ηρόδοτο των

γεγονότων σχετικά με την εκστρατεία των Ιώνων εναντίον των Σάρδεων και, ιδιαίτερα, με

τη συμμετοχή των Αθηναίων και των Ερετριέων σ΄ αυτήν, που αποδέχεται αναμφίβολα ο

Πλούταρχος. Ο ιστορικός κάνει ρητά λόγο για την εγκατάλειψη των Ιώνων, μετά την

εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων, από τους Αθηναίους (5. 103. 1) και, θα μπορούσαμε να

προσθέσουμε, από τους Ερετριείς, εικάζοντάς το εύλογα από τη δεινή ήττα και το θάνατο

του στρατηγού τους Ευαλκίδα στην Έφεσο και, κυρίως, από τη ‘’σιωπή’’ της ηροδότειας

διηγήσεως για την παρουσία τους στην εξέλιξη των μετέπειτα γεγονότων της Ιωνικής

επαναστάσεως.361 Το γεγονός, όμως, ότι ο Πλούταρχος δεν κατηγορεί τον Ηρόδοτο σχετικά

με αυτήν την αναφορά του ιστορικού (5. 103. 1) σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο

360 Η επίθεση των Ιώνων στις Σάρδεις έγινε κυρίως από Μιλησίους με την αρωγή των Αθηναίων και
των Ερετριέων∙ η Έφεσος εφοδίασε την εκστρατευτική δύναμη τουλάχιστον με οδηγούς, ενώ η
συμμετοχή των άλλων Ιώνων είναι άγνωστη: βλ. O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988),
σ. 482-483.
361 Ο O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 483 θεωρεί ότι και οι Ερετριείς
επέστρεψαν στην πατρίδα τους μαζί με τους Αθηναίους.

147
βιογράφος αποδέχεται ότι, όχι μόνον οι Αθηναίοι, αλλά και οι Ερετριείς, δεν συνέχισαν να

προσφέρουν πολεμική αρωγή στους Ίωνες της Μ. Ασίας μετά την εκστρατεία εναντίον των

Σάρδεων. Η συμφωνία του βιογράφου με αυτήν την ηροδότεια καταγραφή επιβεβαιώνεται,

κατά τη γνώμη μου, από το γεγονός ότι η πραγμάτευση από τον Πλούταρχο της

συμμετοχής των Αθηναίων και των Ερετριέων στην Ιωνική επανάσταση περατώνεται με

την εκστρατεία των Ιώνων εναντίον των Σάρδεων∙ αυτό, δηλαδή, σημαίνει ότι και ο ίδιος ο

βιογράφος, ενώ προσπαθεί να αποδείξει στο παρόν παράδειγμα την βοήθεια και τα

κατορθώματα των Αθηναίων και των Ερετριέων κατά την Ιωνική επανάσταση, ακουσίως

καταδεικνύει την μικρής χρονικής διάρκειας αρωγή που προσέφεραν οι Αθηναίοι και οι

Ερετριείς εν συγκρίσει με το χρόνο που διήρκεσε η Ιωνική επανάσταση.362 Ακόμη και αν

είναι πραγματικό γεγονός η ναυμαχία στο Παμφυλιακό πέλαγος που παραθέτει ο

βιογράφος, δεν θα πρέπει να θεωρούμε την παράλειψή της σκόπιμη από τον ιστορικό∙ και ο

Πλούταρχος, αποδεχόμενος αβίαστα την ιστορία του Λυσανία, δεν θα έπρεπε να κατηγορεί

με απόλυτη βεβαιότητα τον Ηρόδοτο. Σχετικά με το χωρίο του Χάρωνος που παραθέτει ο

βιογράφος, διαπιστώνεται, κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη ισχυρών επιχειρημάτων από τον

Πλούταρχο, αλλά και η μεροληψία του στην αποδοχή και ερμηνεία των ιστορικών πηγών.

9. Ο Ηρόδοτος είναι κακοήθης, καθώς περιγράφει, εσφαλμένα, τους Λακεδαιμονίους να

συμβουλεύουν με δόλο τους Πλαταιείς να ζητήσουν προστασία από την Αθήνα, με σκοπό

να δημιουργήσουν προβλήματα στους Αθηναίους από τη διένεξη που θα είχαν με τους

Βοιωτούς (κεφ. 25).

(861 D) Κεφ. 25. «Ἐν δὲ τῇ ἕκτῃ διηγησάμενος περὶ Πλα-

ταιέων, ὡς σφᾶς αὐτοὺς ἐδίδοσαν Σπαρτιάταις, οἱ

362 Τα πλοία των Αθηναίων και των Ερετριέων αφίχθησαν στην Μίλητο την άνοιξη του 498 π.Χ. και
επέστρεψαν αμέσως στις πόλεις τους μετά την εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων και την ήττα στην
Έφεσο, ενώ η Ιωνική επανάσταση διήρκεσε από το 499 – 493 π.Χ.: βλ. για τις χρονολογίες O. Murray,
“The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 482-483 (σχετικά με την ολιγόχρονη παρουσία των
Αθηναίων και Ερετριέων στην Ιωνία), 480 και 489 (σχετικά με τη διάρκεια της Ιωνικής
επαναστάσεως).

148
δὲ μᾶλλον ἐκέλευσαν πρὸς Ἀθηναίους τρέπεσθαι

“πλησιοχώρους ἐόντας αὐτοῖς καὶ τιμωρέειν οὐ

κακούς,” προστίθησιν οὐ καθ’ ὑπόνοιαν οὐδὲ δόξαν,

ἀλλ’ ὡς ἀκριβῶς ἐπιστάμενος, ὅτι “ταῦτα συν-

εβούλευον οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ κατ’ εὔνοιαν οὕτω

τῶν Πλαταιέων, ὡς βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους

E ἔχειν πόνους συνεστεῶτας Βοιωτοῖς.” οὐκοῦν εἰ

μὴ κακοήθης Ἡρόδοτος, ἐπίβουλοι μὲν Λακεδαι-

μόνιοι καὶ κακοήθεις, ἀναίσθητοι δ’ Ἀθηναῖοι

παρακρουσθέντες, Πλαταιεῖς δ’ οὐ κατ’ εὔνοιαν

οὐδὲ τιμὴν ἀλλὰ πολέμου πρόφασις εἰς μέσον ἐρρί-

φησαν».

«Στο έκτο βιβλίο των Ιστοριών του διηγείται σχετικά με τους Πλαταιείς με ποιόν

τρόπο προσέφεραν τους εαυτούς τους στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τους προέτρεψαν να

στραφούν περισσότερο προς τους Αθηναίους ‘’που ήταν γείτονές τους και ικανοί για να

τους βοηθήσουν’’, και προσθέτει, όχι ως εικασία του ούτε ως γνώμη του, αλλά σαν να το

γνωρίζει με ακρίβεια, ότι, δηλαδή, ‘’αυτά τα συμβούλευαν οι Λακεδαιμόνιοι όχι τόσο από

ευνοϊκή διάθεση για τους Πλαταιείς, όσο επειδή ήθελαν να προκαλέσουν προβλήματα

στους Αθηναίους, εμπλέκοντάς τους με τους Βοιωτούς’’. Αν, λοιπόν, δεν είναι κακοήθης ο

Ηρόδοτος, ήταν επίβουλοι και κακοήθεις οι Λακεδαιμόνιοι, ανόητοι και παραπλανημένοι οι

Αθηναίοι, και οι Πλαταιείς ρίχτηκαν στη μέση ως πρόφασις πολέμου χωρίς κάποιος να έχει

γι’ αυτούς ούτε ευνοϊκή διάθεση ούτε αισθήματα τιμής».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται το χωρίο του Ηροδότου που

αναφέρεται στους Πλαταιείς και πώς αυτοί ανεζήτησαν και επέτυχαν την προστασία των

Αθηναίων, ύστερα από την άρνηση των Λακεδαιμονίων. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός

αναφέρει ότι οι Πλαταιείς, επειδή δέχονταν την πίεση των Θηβαίων να εισέλθουν στην

Βοιωτική ομοσπονδία,363 στράφηκαν για βοήθεια στον Κλεομένη Α’ και στους

363 Λόγο περί Βοιωτικής ομοσπονδίας κάνει ο D.M. Lewis, “The Tyranny of the Pisistratidae”, στο CAH
IV2 (1988), σ. 298.

149
Λακεδαιμονίους στους οποίους προσέφεραν αρχικά τους εαυτούς τους∙ οι Λακεδαιμόνιοι

αρνήθηκαν, επειδή δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν εγκαίρως στο αίτημα τους για

βοήθεια λόγω της μακρινής αποστάσεως που τους χώριζε από τις Πλαταιές, και τους

συμβούλευσαν να στραφούν στους Αθηναίους, επειδή ήταν γείτονές τους αλλά και ικανοί

για να τους προστατεύσουν∙ ο Ηρόδοτος, όμως, δεν δέχεται ότι η συμβουλή των

Λακεδαιμονίων έγινε από αγαθά κίνητρα για τους Πλαταιείς, αλλά ότι οι Σπαρτιάτες

εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία για να δημιουργήσουν προβλήματα στους Αθηναίους

ωθώντας τους τελευταίους σε διαμάχη με τους Βοιωτούς για τους Πλαταιείς∙ οι Πλαταιείς,

ακολουθώντας τη συμβουλή των Σπαρτιατών, επέτυχαν την προστασία των Αθηναίων με

τον εξής τρόπο, κάθισαν ικέτες στο βωμό των δώδεκα θεών και παρέδωσαν τους εαυτούς

τους στους Αθηναίους.364 Η παρέκβαση του Ηροδότου για τους Πλαταιείς έγινε με αφορμή

τη συμμετοχή των Πλαταιέων στη μάχη του Μαραθώνος το 490 π.Χ.365 Ο Πλούταρχος

κατακρίνει τον ιστορικό, επειδή στη διήγησή του δεν αναφέρει ότι η συμβουλή των

Λακεδαιμονίων προς τους Πλαταιείς, που είχε, κατά τον Ηρόδοτο, απώτερο σκοπό να

βλάψει τους Αθηναίους, αποτελεί εικασία ή γνώμη του, αλλά αποφαίνεται με βεβαιότητα

ότι έτσι έχουν τα πράγματα, χωρίς να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να σφάλλει. Ο

Ηρόδοτος αναφέρει την άποψή του χωρίς να μνημονεύει ρητά στις Ιστορίες του ότι

γνωρίζει με ακρίβεια το γεγονός∙ τη θέση του, όμως, δεν την ενισχύει με κάποιο στοιχείο ή

επιχείρημα ή επίκληση της μαρτυρίας κάποιου προσώπου που γνώριζε τις ‘’πραγματικές’’

364 Ηρόδ. 6. 108. 1-4. Ο G.S. Shrimpton, “When Did Plataea Join Athens?”, CPh 79 (1984), σ. 302-303
αναφέρει ότι η ηροδότεια φράση του χωρίου 6. 108. 1 «ἐδεδώκεσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι οἱ
Πλαταιέες» δεν καθιστά σαφή την ιδιότητα με την οποία οι Πλαταιείς παρέδωσαν τους εαυτούς τους
στους Αθηναίους, δηλαδή την ανθρώπινη, την πολιτική ή τη συμμαχική ιδιότητα, θεωρώντας ο ίδιος
ως ορθή την πολιτική, δηλαδή ότι παρέδωσαν την πόλη και τη γη τους στους Αθηναίους έχοντας
περιορισμένη συμμετοχή στα κοινά της αθηναϊκής πολιτείας μέχρι το 479 π.Χ. Ο βωμός των δώδεκα
θεών ευρίσκετο στο βόρειο άκρο της πλατείας της αγοράς των Αθηνών και το λίθινο κτήριο που
παραμένει σήμερα χρονολογείται μόλις τον 5ο αι. μ.Χ.∙ αποτελούσε το κεντρικό σημείο του
αθηναϊκού οδικού δικτύου και στους Ελληνιστικούς χρόνους ήταν, μαζί με το μνημείο των
επωνύμων ηρώων των φυλών, τα μόνα κτήρια της πλατείας της αγοράς: βλ. H.R. Goette, “Athens [1],
II TOPOGRAPHY, 4. AGORA”, ΒNP 2 (2003), σ. 263-264.
365 Ηρόδ. 6. 108. 6. Βλ. αναλυτικά για τη μάχη του Μαραθώνος (Σεπτέμβριος του 490 π.Χ.) N.G.L.
Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 506-517.

150
επιδιώξεις των Λακεδαιμονίων. Και ο βιογράφος, που δεν εμπιστεύεται την κρίση του

Ηροδότου για τα κίνητρα των Λακεδαιμονίων, θεωρεί πως, αν αποδεχθούμε ως ορθή την

ηροδότεια διήγηση, τότε κακοήθης δεν είναι ο ιστορικός, αλλά κακοήθεις και επίβουλοι

είναι οι Λακεδαιμόνιοι, οι δε Αθηναίοι λίγο πολύ ανόητοι που δεν αντιλήφθηκαν την

παγίδα των Λακεδαιμονίων, ενώ οι Πλαταιείς χρησιμοποιήθηκαν από τους

Λακεδαιμονίους ως αιτία πολέμου μεταξύ των Αθηναίων και των Θηβαίων χωρίς κανείς να

τρέφει γι’ αυτούς φιλικά αισθήματα ή να νιώθει την ανάγκη να τους τιμήσει.

Οι οφειλόμενες, κατά τον Πλούταρχο, τιμές ή εύνοια προς τους Πλαταιείς,

πιθανότατα, έχουν σχέση με τη συμμετοχή των Πλαταιέων στους Μηδικούς πολέμους∙ αν

αυτό ισχύει, τότε πρόκειται για αναχρονισμό του βιογράφου, καθώς η συμμετοχή των

Πλαταιέων στην πρώτη μεγάλη μάχη των Μηδικών πολέμων, αυτή του Μαραθώνος,

συνέβη το 490 π.Χ, δηλαδή αργότερα από την παράδοση των Πλαταιέων στους Αθηναίους

που, σύμφωνα με χωρίο366 του Θουκυδίδη συνέβη ενενήντα δύο έτη πριν την καταστροφή

των Πλαταιών το 427 π.Χ., δηλαδή το 519 π.Χ.367 Ο A.W. Gomme αποδέχεται ότι οι Πλαταιείς

προσέφεραν τους εαυτούς τους στους Αθηναίους το 519 π.Χ., απορρίπτοντας τη διόρθωση

της λέξεως «ἐνενηκοστῷ» του θουκυδίδειου χωρίου (3. 68. 5) σε «ὀγδοηκοστῷ» (509 π.Χ.) ή

«ἑβδομηκοστῷ» (499 π.Χ.).368 Αν οι Πλαταιείς ανεζήτησαν τη συμμαχία των Αθηνών το 519

π.Χ., τότε η προσφορά έγινε δεκτή από τους Πεισιστρατίδες.369 Ο S.G. Shrimpton, όμως,

θεωρεί πως, σύμφωνα με το ηροδότειο χωρίο (5. 63), υπήρχαν στενοί φιλικοί δεσμοί μεταξύ

366 3. 68. 5: «καὶ τὰ μὲν κατὰ Πλάταιαν ἔτει τρίτῳ καὶ ἐνενηκοστῷ ἐπειδὴ Ἀθηναίων ξύμμαχοι
ἐγένοντο οὕτως ἐτελεύτησεν».
367 Βλ. για τις χρονολογίες 427 π.Χ. και 519 π.Χ W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 6. 108. 1.
368 Βλ. A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides, Vol. II (Books II-III), Oxford 1956, σχόλια
στο χωρίο Θουκ. 3. 68. 5. Το έτος 519 π.Χ. θεωρεί πιο πιθανή χρονολογία για τη συμμαχία μεταξύ των
Αθηναίων και Πλαταιέων ο J. Wells, “Some points as to the chronology of the reign of Cleomenes I”,
JHS 25 (1905), σ. 197-203, ο W.G.G. Forrest, ‘Central Greece and Thessaly”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 294, o
D.M. Lewis, “The Tyranny of the Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 298, ο R.J. Buck, A History of
Boeotia, Edmonton 1979, σ. 107-117, και ιδιαίτερα 114 και 117.
369 Οι Πεισιστρατίδες ανέλαβαν την τυραννίδα στην Αθήνα ύστερα από το θάνατο του πατρός τους
Πεισιστράτου το 527 π.Χ. και την διετήρησαν έως το 510 π.Χ.: βλ. D.M. Lewis, “The tyranny of the
Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 287.

151
των Λακεδαιμονίων και των Πεισιστρατιδών, και πως αν δεχθούμε ότι το 519 π.Χ., όταν

δηλαδή οι Πεισιστρατίδες ήταν τύραννοι στην Αθήνα, ο Κλεομένης Α’370 συμβούλευσε τους

Πλαταιείς να στραφούν για προστασία στην πόλη των Αθηνών έχοντας στο νου του να

προκαλέσει προβλήματα στις σχέσεις των Αθηνών με τη Θήβα (Ηρόδ. 6. 108. 3), τότε

υπάρχει αντίφαση στην ηροδότεια διήγηση.371 Οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι οι

Πλαταιείς παρέδωσαν τους εαυτούς τους στους Αθηναίους πιθανότατα μετά την

απαλλαγή των τελευταίων από την τυραννίδα.372 Ο G.S. Shrimpton θεωρεί ως πιθανότερη

περίσταση αναζήτησης από τους Πλαταιείς της προστασίας των Αθηνών μία από τις τρείς

εισβολές που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5. 64-76) ότι έκανε ο Κλεομένης Α’ στην Αττική το

διάστημα περί το 510 – περί το 506 π.Χ., η πρώτη για να εξορίσει τους Πεισιστρατίδες και οι

άλλες δύο για να στηρίξει τον Ισαγόρα, προτείνοντας ως επικρατέστερη χρονολογία το

έτος 506 π.Χ., την αποτυχημένη, δηλαδή, απόπειρα του Κλεομένους Α’ να εγκαταστήσει ως

τύραννο στην Αθήνα τον Ισαγόρα.373 Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος να

αμφισβητήσουμε την χρονολογία 519 π.Χ. που μνημονεύει ο Θουκυδίδης ως έτος της

συμμαχίας μεταξύ των Πλαταιέων και των Αθηναίων λόγω, αφ΄ ενός της εγκυρότητος του

Αθηναίου ιστορικού, αφ΄ ετέρου της απουσίας αντιφάσεως στην ηροδότεια διήγηση∙ και

αυτό, επειδή δεν είναι πιθανό, κατά τη γνώμη μου, η συμβουλή των Λακεδαιμονίων προς

τους Πλαταιείς, να στραφούν, δηλαδή, οι τελευταίοι στους Αθηναίους για προστασία, να

εκλαμβάνετο από τους Πεισιστρατίδες ως εχθρική ενέργεια και, ακολούθως, να

διατάρασσε τις στενές φιλικές σχέσεις που είχαν με τους Λακεδαιμονίους, οι οποίες, κατά

τον ιστορικό (5. 63), διερράγησαν αργότερα με την αποστολή στρατού εκ μέρους των

370 Εικάζεται ότι ο Κλεομένης Α’ ευρίσκετο εκείνο το διάστημα με στρατεύματα στην πόλη των
Μεγάρων για να αναγκάσει τα Μέγαρα να εισέλθουν στην Πελοποννησιακή συμμαχία: βλ. A.R.
Burn, Persia and the Greeks: the Defence of the West, c. 546-478 B.C., London 1962, σ. 171∙ L.H. Jeffery,
“Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 352 και 360∙ D.M. Lewis, “The Tyranny of
the Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 298.
371 Βλ. G.S. Shrimpton, CPh 79 (1984), σ. 296 και σημ. 5.
372 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 108. 1.
373 Βλ. G.S. Shrimpton, CPh 79 (1984), σ. 296-299 και 303.

152
Λακεδαιμονίων με σκοπό την εκδίωξη του τυράννου Ιππία από την Αθήνα το 510 π.Χ.374

Αυτό που πρέπει αρχικά να αναλογιστούμε είναι αν η πράξη των Λακεδαιμονίων να

στρέψουν τους Πλαταιείς προς την πόλη των Αθηνών για προστασία ήταν ευνοϊκή για

τους Αθηναίους ή όχι. Κατά τη γνώμη μου ήταν ευνοϊκή, επειδή έδιδε τη δυνατότητα στην

πόλη των Αθηνών να επεκτείνει την κυριαρχία της στη Βοιωτία, που σημαίνει ότι ήταν

στην ευχέρεια των Πεισιστρατιδών να κρίνουν την κατάσταση και να αποφασίσουν το

καλύτερο για την πόλη των Αθηνών. Και δεχόμενοι οι Πεισιστρατίδες την παράδοση των

Πλαταιέων, προφανώς, αφ΄ ενός θεώρησαν ότι δεν υπήρχε δόλος από πλευράς των

Λακεδαιμονίων, αφ΄ετέρου γνώριζαν ότι θα προκαλούσαν ένταση στις σχέσεις τους με

τους Θηβαίους, καθώς η πίεση που είχαν ασκήσει οι τελευταίοι στους Πλαταιείς θα ήταν

βέβαια γνωστή στους τυράννους των Αθηνών.

Το ζήτημα του παρόντος παραδείγματος είναι αν οι Λακεδαιμόνιοι προέτρεψαν τους

Πλαταιείς να αναζητήσουν την προστασία των Αθηναίων με σκοπό να προκαλέσουν

προβλήματα στους τελευταίους. Η φύση, όμως, ενός τέτοιου ζητήματος καθιστά αδύνατη

τη διερεύνηση της αλήθειας, καθώς δεν θα μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε ή να

αρνηθούμε με ασφάλεια την ηροδότεια διήγηση περί του δόλου των Λακεδαιμονίων, και,

κατά τη γνώμη μου, ούτε ο ιστορικός θα ήταν δυνατόν να γνώριζε τον απώτερο σκοπό, αν

υπήρχε, των Λακεδαιμονίων. Αν και ο ίδιος ο ιστορικός δεν αναφέρει κάποιο περιστατικό

που θα προκαλούσε έριδα μεταξύ των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων ή δυσαρέσκεια

στους Λακεδαιμονίους από κάποια πράξη των Αθηναίων, μπορούμε καλοπροαίρετα να

συμφωνήσουμε με αυτό που αφήνει ο ιστορικός να εννοηθεί στη διήγησή του, ότι, δηλαδή,

οι Λακεδαιμόνιοι ήταν οργισμένοι ή δυσαρεστημένοι με τους Αθηναίους για κάποιον

άγνωστο σε εμάς λόγο∙ το ενδεχόμενο οι Λακεδαιμόνιοι να ήταν απλώς κακόβουλοι δεν

είναι πιθανό, κατά τη γνώμη μου, λόγω της στενής φιλίας που τους συνέδεε με τους

Πεισιστρατίδες. Όντας, όμως, οι Λακεδαιμόνιοι οργισμένοι ή δυσαρεστημένοι με τους

Αθηναίους, δεν θα έπρεπε να προβούν σε κάποια εμφανή εχθρική πράξη ή τουλάχιστον σε

κάποια διαμαρτυρία προς τους Αθηναίους ώστε να τους καταστήσουν σαφές ότι

374 Βλ. για την εκδίωξη του τυράννου Ιππία από την Αθήνα (510 π.Χ.) D.M. Lewis, “The Tyranny of the
Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 301-302.

153
ενοχλήθηκαν; Πιθανότατα ναι! Και είναι πιθανόν οι Λακεδαιμόνιοι να αφήνουν στην

κρίση, αρχικά των Πλαταιέων ότι θα αποδεχθούν τη συμβουλή τους να αναζητήσουν την

προστασία των Αθηναίων, και έπειτα των ίδιων των Αθηναίων ότι θα κάνουν δεκτό το

αίτημα των Πλαταιέων, την ικανοποίηση της οργής τους; Βεβαιότατα όχι! Το ενδεχόμενο οι

Αθηναίοι να επέκτειναν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία τους στην Βοιωτία, εκτός των

Πλαταιών, δεν απασχολούσε τους Λακεδαιμονίους; Και αν οι Αθηναίοι, με την παράδοση

των Πλαταιέων στους Αθηναίους, αντιμετώπιζαν πράγματι προβλήματα από τους

Βοιωτούς, για ποιό λόγο οι Λακεδαιμόνιοι να ένιωθαν ικανοποιημένοι, τη στιγμή που οι

ίδιοι δεν θα αναγνωρίζονταν από τους Αθηναίους ως υπαίτιοι των αθηναϊκών

προβλημάτων, αλλά οι Βοιωτοί; Και για ποιό λόγο οι Λακεδαιμόνιοι να επιλέξουν αυτόν

τον χρονοβόρο και αβέβαιο τρόπο τιμωρίας των Αθηναίων και όχι κάποιον άμεσο και

περισσότερο ασφαλή; Όλες αυτές οι εύλογες, κατά τη γνώμη μου, ρητορικές ερωτήσεις με

οδηγούν στο συμπέρασμα πως, σχετικά με το δόλο των Λακεδαιμονίων προς τους

Αθηναίους, ο Ηρόδοτος, πιθανότατα, σφάλλει και, ακολούθως, ο Πλούταρχος έχει δίκαιο.

Η χρονολογία της παραδόσεως των Πλαταιέων στους Αθηναίους συσχετίζεται,

εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, με την πρόκληση προβλημάτων από τους Λακεδαιμονίους

προς τους Αθηναίους∙ και αυτό, επειδή, αν και ο ιστορικός δεν το λέει ρητά στη διήγησή

του, η αναφορά του Ηροδότου περί δόλου των Λακεδαιμονίων δεν αποτελεί

αναμφισβήτητο γεγονός αλλά εικασία του ιστορικού, και μάλιστα ατεκμηρίωτη. Έτσι,

επειδή το 519 π.Χ. δεν διαπιστώνονται λόγοι που θα ωθούσαν τους Λακεδαιμονίους σε

εχθρική συμπεριφορά προς τους Πεισιστρατίδες με τους οποίους συνδέονταν φιλικά, η

παράδοση των Πλαταιέων στους Αθηναίους μετατίθεται χρονικά μετά την εκδίωξη του

Ιππία από την Αθήνα που συνέβη το 510 π.Χ.∙ σ΄ αυτήν την άποψη συντείνουν βέβαια, κατά

τη γνώμη μου: α) η ενδεχόμενη ανησυχία των Λακεδαιμονίων για την «αὔξησιν» των υπό

του δημοκρατικού πολιτεύματος Αθηναίων που αναφέρει ο ιστορικός μετά την εκδίωξη της

τυραννίδος από την Αθήνα (5. 78) και β) οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των Αθηναίων και

του Σπαρτιάτη βασιλέως Κλεομένους Α’ (Ηρόδ. 5. 72 και 74), του οποίου το όνομα

εμπλέκεται στην ηροδότεια διήγηση σχετικά με τη συμβουλή των Λακεδαιμονίων προς

τους Πλαταιείς να ζητήσουν οι τελευταίοι την προστασία των Αθηναίων. Κατά τη γνώμη

154
μου, όμως, η καταγραφή του Ηροδότου περί προκλήσεως προβλημάτων στους Αθηναίους

από τους Λακεδαιμονίους οφείλεται σε εικασία του ιστορικού και έτσι πρέπει να

εκλαμβάνεται από κάθε μελετητή, και όχι να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για καθορισμό της

χρονολογίας του γεγονότος της παραδόσεως των Πλαταιέων στους Αθηναίους.

Αυτό που συνάγεται από την ηροδότεια διήγηση (6. 108) είναι ότι οι Πλαταιείς είχαν

άσπονδη εχθρότητα με τους Θηβαίους, καθώς προτιμούσαν να παραδοθούν σε κάποια

άλλη πόλη παρά στην πόλη των Θηβών. Έτσι, οι Πλαταιείς ανεζήτησαν ισχυρό σύμμαχο

στην Σπάρτη, αλλά, καθώς διηγείται ο ιστορικός, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να μην

επεκτείνουν περισσότερο την κυριαρχία τους στην Βοιωτία, χωρίς να είμαστε σε θέση να

εξακριβώσουμε τους πραγματικούς λόγους αυτής της αποφάσεως. Αν, ωστόσο,

θεωρήσουμε ορθή την καταγραφή του Ηροδότου περί της σκόπιμης συμβουλής των

Λακεδαιμονίων προς τους Πλαταιείς, ώστε να δημιουργηθούν προβλήματα στους

Αθηναίους, κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να την αποδώσουμε στην κακή και

επίβουλη διάθεση των Λακεδαιμονίων, ούτε να χαρακτηρίζουμε τους Αθηναίους λίγο πολύ

ανοήτους που δεν αντιλήφθηκαν την παγίδα των Λακεδαιμονίων, όπως κάνει λόγο ο

Πλούταρχος, αλλά θα πρέπει να την εντάξουμε στο πλαίσιο προωθήσεως της εξωτερικής

πολιτικής τόσο της Λακεδαίμονος όσο και των Αθηνών. Και σε ό,τι αφορά τον τομέα της

εξωτερικής πολιτικής κάθε πόλεως, πολλώ δε μάλλον μιας πολύ δυνατής στρατιωτικά

πόλεως, όπως της Σπάρτης, δεν είναι ‘’χώρος’’ όπου υπάρχει ηθική, την οποία, ωστόσο, ο

βιογράφος λαμβάνει υπόψη ακόμη και για τα συμφέροντα κάθε πόλεως. Ενώ από πλευράς

Αθηνών οι Πεισιστρατίδες έκριναν τη δεδομένη στιγμή ότι είναι προς το συμφέρον της

πόλεως να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Βοιωτία, παρά το αντίτιμο της εμπολέμου

διενέξεως με τους Θηβαίους, που θα προκαλούσε μία τέτοια απόφαση.

10. Ο Ηρόδοτος μειώνει τη νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα λέγοντας ψεύδη στη διήγησή

του σχετικά, με την καθυστερημένη άφιξη των Λακεδαιμονίων στο Μαραθώνα λόγω

αναμονής της πανσελήνου, με την ημέρα που διεξήχθη η μάχη, και με τον μικρό αριθμό

των πεσόντων βαρβάρων (κεφ. 26).

155
(861 E) Κεφ. 26. «Καὶ μὴν τὴν πανσέληνον ἤδη σαφῶς ἐξελή-

λεγκται Λακεδαιμονίων καταψευδόμενος, ἥν φησι

περιμένοντας αὐτοὺς εἰς Μαραθῶνα μὴ βοηθῆσαι

τοῖς Ἀθηναίοις. οὐ γὰρ μόνον ἄλλας μυρίας ἐξόδους

καὶ μάχας πεποίηνται μηνὸς ἱσταμένου, μὴ περι-

F μείναντες τὴν πανσέληνον, ἀλλὰ καὶ ταύτης τῆς

μάχης, ἕκτῃ Βοηδρομιῶνος ἱσταμένου γενομένης,

ὀλίγον ἀπελείφθησαν, ὥστε καὶ θεάσασθαι τοὺς

νεκροὺς ἐπελθόντες ἐπὶ τὸν τόπον. ἀλλ’ ὅμως

ταῦτα περὶ τῆς πανσελήνου γέγραφεν, “ἀδύνατα δέ

σφι τὸ παραυτίκα ποιέειν ταῦτα, οὐ βουλομένοισι

λύειν τὸν νόμον∙ ἦν γὰρ ἱσταμένου τοῦ μηνὸς ἐνάτη∙

ἐνάτῃ δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθαι ἔφασαν, οὐ πλήρεος

ἐόντος τοῦ κύκλου. οὗτοι μὲν οὖν τὴν πανσέληνον

ἔμενον.”

Σὺ δὲ μεταφέρεις τὴν πανσέληνον εἰς ἀρχὴν

μηνὸς ἐκ διχομηνίας, καὶ τὸν οὐρανὸν ὁμοῦ καὶ τὰς

ἡμέρας καὶ πάντα πράγματα συνταράσσεις. καὶ

862 A τὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπαγγελλόμενος γράφειν ὡς μὴ

ἀκλεᾶ γένηται, ἐσπουδακὼς δὲ περὶ τὰς Ἀθήνας

διαφερόντως, οὐδὲ τὴν πρὸς Ἄγρας πομπὴν ἱστό-

ρηκας, ἣν πέμπουσιν ἔτι νῦν τῇ ἕκτῃ χαριστήρια

τῆς νίκης ἑορτάζοντες.

Ἀλλὰ τοῦτό γε βοηθεῖ τῷ Ἡροδότῳ πρὸς ἐκείνην

τὴν διαβολὴν ἣν ἔχει, κολακεύσας τοὺς Ἀθηναίους

ἀργύριον πολὺ λαβεῖν παρ’ αὐτῶν. εἰ γὰρ ἀνέγνω

ταῦτ’ Ἀθηναίοις, οὐκ ἂν εἴασαν οὐδὲ περιεῖδον

ἐνάτῃ τὸν Φιλιππίδην παρακαλοῦντα Λακεδαι-

B μονίους ἐπὶ τὴν μάχην ἐκ τῆς μάχης γεγενημένον,

156
καὶ ταῦτα δευτεραῖον εἰς Σπάρτην ἐξ Ἀθηνῶν, ὡς

αὐτός φησιν, ἀφιγμένον∙ εἰ μὴ μετὰ τὸ νικῆσαι

τοὺς πολεμίους Ἀθηναῖοι μετεπέμποντο τοὺς συμ-

μάχους. ὅτι μέντοι δέκα τάλαντα δωρεὰν ἔλαβεν

ἐξ Ἀθηνῶν Ἀνύτου τὸ ψήφισμα γράψαντος, ἀνὴρ

Ἀθηναῖος, οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ, Δίυλ-

λος εἴρηκεν.

Ἀπαγγείλας δὲ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην ὁ Ἡρό-

δοτος *** ὡς μὲν οἱ πλεῖστοι λέγουσι, καὶ τῶν

νεκρῶν τῷ ἀριθμῷ καθεῖλε τοὔργον. εὐξαμένους

γάρ φασι τοὺς Ἀθηναίους τῇ Ἀγροτέρᾳ θύσειν

χιμάρους ὅσους ἂν τῶν βαρβάρων καταβάλωσιν,

C εἶτα μετὰ τὴν μάχην, ἀναρίθμου πλήθους τῶν νε-

κρῶν ἀναφανέντος, παραιτεῖσθαι ψηφίσματι τὴν

θεόν, ὅπως καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἀποθύωσι πεντα-

κοσίας τῶν χιμάρων».

«Έχει αποδειχθεί καθαρά ότι ψεύδεται σχετικά με τους Λακεδαιμονίους στο ζήτημα

της πανσελήνου, την οποία, λέει, ότι περίμεναν οι Λακεδαιμόνιοι και γι’ αυτό δεν

βοήθησαν τους Αθηναίους στο Μαραθώνα. Όχι μόνο έχουν κάνει άλλες αμέτρητες εξόδους

και μάχες στην αρχή του μηνός χωρίς να περιμένουν την πανσέληνο, αλλά και σ’ αυτήν

εδώ τη μάχη που έγινε την έκτη ημέρα του μηνός Βοηδρομιώνος, ολίγο καθυστέρησαν,

ώστε όταν έφθασαν στον τόπο της μάχης είδαν τους νεκρούς. Αυτός, όμως, έχει γράψει για

την πανσέληνο τα εξής: ‘’ήταν αδύνατο να κινήσουν τις δυνάμεις τους αμέσως, επειδή δεν

ήθελαν να παραβούν το νόμο τους, καθώς ήταν η ενάτη ημέρα του μηνός, και είπαν ότι δεν

επιτρεπόταν να εκστρατεύσουν αυτήν την ημέρα, επειδή δεν ήταν πλήρης ο κύκλος της

σελήνης. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι περίμεναν την πανσέληνο’’.

Σύ, όμως, μεταφέρεις την πανσέληνο από τη μέση του μηνός στην αρχή και

αναταράσσεις τον ουρανό και τις ημέρες και όλα τα πράγματα. Και ενώ εξαγγέλλεις ότι

γράφεις τα γεγονότα σχετικά με την Ελλάδα για να μη μείνουν άδοξα, και ενώ

157
ασχολήθηκες ειδικά με την Αθήνα, δεν έχεις ιστορήσει ούτε την πομπή προς την Άγρα, την

οποία τελούν ακόμη και σήμερα την έκτη ημέρα του Βοηδρομιώνος εορτάζοντας τα

ευχαριστήρια της νίκης.

Αλλά αυτό, τουλάχιστον, βοηθάει τον Ηρόδοτο εναντίον εκείνης της κατηγορίας

που του απεδόθη, ότι, δηλαδή, επειδή κολάκευσε τους Αθηναίους, πήρε από αυτούς πολλά

χρήματα. Αν, πράγματι, ανέγνωσε αυτά εδώ στους Αθηναίους, δεν θα το επέτρεπαν και

δεν θα παρέβλεπαν ότι ο Φιλιππίδης κάλεσε τους Λακεδαιμονίους στη μάχη την ενάτη

ημέρα του μηνός όταν η μάχη είχε τελειώσει, και ιδίως μάλιστα, όπως λέει ο Ηρόδοτος,

όταν ο Φιλιππίδης έφθασε στην Σπάρτη τη δεύτερη ημέρα από την αναχώρησή του από

την Αθήνα, εκτός και αν οι Αθηναίοι μετά τη νίκη έστειλαν απεσταλμένους στους

συμμάχους για βοήθεια. Ότι έλαβε δέκα τάλαντα από τους Αθηναίους, ύστερα από

ψήφισμα που πρότεινε ο Άνυτος, το ανέφερε ο Αθηναίος Δίυλλος, όχι αμελητέος ιστορικός.

Διηγούμενος τη μάχη του Μαραθώνος, ο Ηρόδοτος, όπως λένε οι περισσότεροι,

μείωσε το μέγεθος του έργου και με τον αριθμό των νεκρών. Λένε, δηλαδή, ότι οι Αθηναίοι

υποσχέθηκαν στην Αγροτέρα Αρτέμιδα ότι όσους βαρβάρους σκοτώσουν τόσες αίγες θα

της προσφέρουν θυσία και, μετά τη μάχη, όταν φάνηκε ότι το πλήθος των νεκρών ήταν

αναρίθμητο, αποφάσισαν να παρακαλέσουν τη θεά να τους απαλλάξει από την

υποχρέωση με αντάλλαγμα να θυσιάζουν προς τιμήν της θεάς κατ’ έτος πεντακόσιες

αίγες».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται αρχικά τα γεγονότα πριν τη

μάχη του Μαραθώνος σχετικά με την καθυστερημένη αποστολή βοηθείας των

Λακεδαιμονίων στον τόπο της μάχης. Συγκεκριμένα, ο βιογράφος κατηγορεί τον Ηρόδοτο

για ψευδή διήγηση, καθώς ο ιστορικός παρουσίασε375 τους Λακεδαιμονίους να μην

ανταποκρίνονται στο αίτημα των Αθηναίων για βοήθεια την ενάτη ημέρα του μηνός,

επειδή τους το απαγόρευε ο νόμος, αλλά να περιμένουν την πανσέληνο για να κινήσουν

τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Ο Πλούταρχος απορεί με τη διήγηση του ιστορικού περί

αναμονής της πανσελήνου από τους Λακεδαιμονίους αναφέροντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι

375 Ηρόδ. 6. 106. 3.

158
έχουν εκστρατεύσει αναρίθμητες φορές στην αρχή του μηνός,376 χωρίς, όμως, να

κατονομάζει ο βιογράφος κάποια εκστρατεία τους. Και ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να

βοηθήσουν τους Αθηναίους στο Μαραθώνα, επιβεβαιώνεται, κατά τον Πλούταρχο, από

τον ιστορικό που λέει377 ότι εκστράτευσαν τάχιστα, αλλά δεν πρόφθασαν, καθώς

αφίχθησαν στην Αθήνα μετά τη μάχη, και ότι έπειτα πήγαν στον Μαραθώνα για να δουν

από κοντά τους νεκρούς.

Ο βιογράφος αναφέρει ότι η μάχη είχε γίνει την έκτη ημέρα του μηνός

Βοηδρομιώνος,378 καθώς αυτήν την ημέρα τελείται, έως τα χρόνια του Πλουτάρχου, η

πομπή προς την Άγρα379 που θέσπισαν οι Αθηναίοι εορτάζοντας τα ευχαριστήρια της νίκης

στον Μαραθώνα, διαφωνώντας με τον ιστορικό που παρουσιάζει τον Αθηναίο

«ἡμεροδρόμον» Φιλιππίδη380 να φθάνει381 στην Σπάρτη αργότερα και να ζητά βοήθεια την

ενάτη ημέρα του μηνός, κατά την οποία οι Λακεδαιμόνιοι περίμεναν την πανσέληνο (Ηρόδ.

376 Δεν γνωρίζουμε αν η δια νόμου απαγόρευση που υπήρχε στους Λακεδαιμονίους να μην
εκστρατεύουν πριν την πανσέληνο περιοριζόταν στον συγκεκριμένο μήνα ή αν επεκτείνονταν σε
όλους τους μήνες του έτους. Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 106. 11, λ. «ἦν γὰρ»
και οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 106. 3 θεωρούν ότι ο
Πλούταρχος στο παρόν έργο του, ο Παυσανίας (1. 28. 4) και ο σχολιαστής του Αριστοφάνους (Αχαρν.
84) αντιλαμβάνονται την απαγόρευση να ισχύει για όλους τους μήνες, ενώ ο Ηρόδοτος ίσως
αναφέρεται μονάχα στο μήνα Καρνείο που διεξήχθη η μάχη.
377 Ηρόδ. 6. 120.
378 Πβ. Πλούτ., «Πότερον Ἀθηναῖοι κατά πόλεμον ἤ κατά σοφίαν ἐνδοξότεροι» κεφ. 7 (Ηθικά 349 Ε)∙
Κάμ. (κεφ. 19).
379 H τοποθεσία «Άγραι» ευρίσκετο κοντά στο νοτιοανατολικό τείχος των Αθηνών, ανήκε στο δήμο
της Αγρυλής, και στην περιοχή της ευρίσκετο το ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος: βλ. αναλυτικά για
τις Άγρες C. Wachsmuth, “Agrai”, RE Ι 1 (1893), σ. 887-888.
380 Ο Ηρόδοτος τον αναφέρει Φειδιππίδη. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 6. 105. 1, λ. «Φιλιππίδης» θεωρούν ότι η σωστή ονομασία είναι Φιλιππίδης, καθώς, εκτός από
τον Πλούταρχο στο παρόν έργο του, τον αναφέρει ως Φιλιππίδη και ο Παυσανίας (1. 28. 4 και 8. 54.
6), απορρίπτοντας το όνομα Φειδιππίδης στον Αριστοφάνη (Νεφ. 67) ως ευφυολόγημα του κωμικού
ποιητού∙ την ίδια άποψη έχει και ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26,
σημ. b (Ηθικά 862Α).
381 Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του κάνει λόγο για απόσταση 1200 σταδίων μεταξύ Αθηνών και
Σπάρτης: κεφ. 87: «τοὺς δ' ἐν τρισὶν ἡμέραις καὶ τοσαύταις νυξὶ διακόσια καὶ χίλια στάδια διελθεῖν
στρατοπέδῳ πορευομένους». Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 106. 3, λ.
«δευτεραῖος» αναφέρει ότι η απόσταση είναι 1240 στάδια, θεωρώντας ότι από τα 1140 (MCXL) στάδια
που αναφέρει ο Πλίνιος (7. 20. 84) έχει εκπέσει ένα C.

159
6. 106). Ο Πλούταρχος κατηγορεί τον ιστορικό ότι μετέφερε την πανσέληνο από τα μέσα

του μηνός στην αρχή, μεταβάλλοντας τη συνηθισμένη πορεία των ουρανίων σωμάτων και,

συνεπώς, τις ημέρες που συνέβησαν τα γεγονότα. Ο Ηρόδοτος, όμως, δεν μετέφερε την

πανσέληνο στην αρχή του μηνός, όπως υποστηρίζει ο βιογράφος, αλλά, αναφέροντας τη

φράση «εἰνάτῃ δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθαι ἔφασαν μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου», που

σημαίνει ότι «την ενάτη ημέρα δεν θα εκστρατεύσουν, καθώς δεν είναι πλήρης ο κύκλος

της σελήνης», αφήνει να εννοηθεί ότι για κάποιο χρονικό διάστημα ημερών έως την

πανσέληνο δεν επιτρέπεται να εκστρατεύσουν, και ότι το διάστημα αυτό περιλαμβάνει,

τουλάχιστον, και την ενάτη ημέρα.382 Ο Ηρόδοτος, ωστόσο, δεν αναφέρει το μήνα κατά τον

οποίο συνέβησαν τα γεγονότα που περιγράφει, με αποτέλεσμα να συσκοτίζει την

ημερομηνία που διεξήχθη η μάχη. Οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν ότι το μήνα Καρνείο

(Αττικό Μεταγειτνιώνα) εορτάζονταν τα Κάρνεια προς τιμήν του Καρνείου Απόλλωνος

από την εβδόμη έως την δεκάτη πέμπτη ημέρα383 που ήταν η πανσέληνος (Ευρ., Άλκ. 449-

451), και όλοι οι Δωριείς απείχαν από τον πόλεμο (Ηρόδ. 7. 206∙ Θουκ. 5. 54 και 75),

προτείνοντας ως πιο πιθανή ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης, με τον στρατό να

αναχωρεί την πρώτη ημέρα που ο νόμος επέτρεπε στους Λακεδαιμονίους να εκκινήσουν

από τη Σπάρτη για να βοηθήσουν τους Αθηναίους και να φθάνει, κατά τον ιστορικό (6.

120), μετά τη μάχη στην Αττική την τρίτη ημέρα από την αναχώρηση, την δεκάτη εβδόμη

του Μεταγειτνιώνος, δηλαδή δώδεκα Σεπτεμβρίου.384 Ο A.R. Burn, προσδιορίζει τη μάχη ένα

μήνα νωρίτερα, στις 12 ή 13 Αυγούστου.385 Γνωρίζουμε ότι ο Βοηδρομιών είναι ο τρίτος

382 Ο W.K. Pritchett, The Greek State at War, Part I: Ancient Greek military practices, Berkeley/Los
Angeles/London 1971, σ. 118 θεωρεί ότι η φράση του Ηροδότου «μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου»
είναι ισοδύναμη με τη φράση «ἐάν μή πλήρης ᾖ» και ότι η σωστή ερμηνεία είναι: «εκτός και αν
υπήρχε πανσέληνος εκείνη την ημέρα», ισχυριζόμενος, δηλαδή, ότι η ενάτη ημέρα του μηνός θα
μπορούσε να ήταν αυτή της πανσελήνου, καθώς το σπαρτιατικό ημερολόγιο, όπως και το αθηναϊκό,
είχε δεχθεί επεμβάσεις από αξιωματούχους της πόλεως.
383 Σύμφωνα με τον Αθήναιο τα Κάρνεια ήταν εορτή που διαρκούσε εννέα ημέρες: 4 (141 F): «καί
γίνεται ἡ τῶν Καρνείων ἑορτή ἐπί ἡμέρας θ’». Βλ. αναλυτικά για τα Κάρνεια G. Baudy, “Carnea,
Carneus, Carnus”, ΒNP 2 (2003), σ. 1116-1118.
384 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 106. 3.
385 Βλ. A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 240 σημ. 10 και 257.

160
μήνας ενώ ο Μεταγειτνιών ο δεύτερος μήνας του αθηναϊκού έτους,386 και ότι ο βιογράφος,

αναφέροντας στο βίο του Νικία ότι ο σπαρτιατικός μήνας Καρνείος αντιστοιχεί στον

αθηναϊκό Μεταγειτνιώνα,387 προφανώς θεωρεί ότι ο αττικός μήνας Βοηδρομιών, που τον

αναφέρει ως μήνα τελέσεως της μάχης του Μαραθώνος, δεν αντιστοιχεί στον σπαρτιατικό

μήνα Καρνείο. Πώς, λοιπόν, δύναται να εξηγηθεί η διάσταση της ηροδότειας διηγήσεως με

την αφήγηση του Πλουτάρχου σχετικά με την ημέρα που διεξήχθη η μάχη, αν όχι και με το

μήνα; Ο W.K. Pritchett διατηρεί τις αμφιβολίες του σχετικά με την αντιστοιχία του

σπαρτιατικού μηνός Καρνείου και του αττικού Μεταγειτνιώνος, καθώς και η Σπάρτη και η

Αθήνα εισήγαγαν εμβόλιμους μήνες σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.388 Κατά τον L.

Pearson, ο Πλούταρχος φαίνεται να πιστεύει ότι οι Σπαρτιάτες, ομιλώντας για την ενάτη

ημέρα του μηνός, εννοούν το μήνα Βοηδρομιώνα αντί του Καρνείου, και δεν

αντιλαμβάνεται ο βιογράφος ότι οι δύο αυτοί μήνες συμπίπτουν, καθώς οι διαφορετικές

ημερομηνίες οφείλονται στην ανεξάρτητη από τις άλλες πόλεις προσαρμογή που έκανε

κάθε πόλη στο ημερολόγιό της.389 Ο N.G.L. Hammond, αν και βασίζεται στην ηροδότεια

διήγηση, καταγράφει ως μήνα των γεγονότων τον Βοηδρομιώνα, για τον οποίο έκανε λόγο

ο Πλούταρχος, θεωρώντας ότι η αναχώρηση του Φιλιππίδη από την Αθήνα με προορισμό

την Σπάρτη έγινε την ογδόη ημέρα του Βοηδρομιώνος, επέστρεψε στην Αθήνα την

ενδεκάτη (πβ. Ηρόδ. 6. 106) του μηνός λέγοντας ο N.G.L. Hammond πως οι Λακεδαιμόνιοι

θα έστελναν στρατό για να τους βοηθήσει, αλλά ότι η βοήθεια θα έφθανε στον Μαραθώνα

την δεκάτη ογδόη του Βοηδρομιώνος, ενώ η μάχη διεξήχθη την δεκάτη εβδόμη∙390 έπειτα, ο

N.G.L. Hammond αναφέρει ότι ο σπαρτιατικός μήνας των γεγονότων ήταν πιθανόν ο

Καρνείος, που σημαίνει ότι ταυτίζει τον αθηναϊκό Βοηδρομιώνα με τον σπαρτιατικό

386 Δημ., Ολ., 3. 5: «καί μετά ταῦτα διελθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ τούτου ἑκατομβαιών, μεταγειτνιών,
βοηδρομιών». Βλ. για την δευτέρα και τρίτη θέση αντίστοιχα του Μεταγειτνιώνος και του
Βοηδρομιώνος στο αθηναϊκό ημερολόγιο A.E. Samuel, Greek and Roman Chronology: Calendars and
Years in Classical Antiquity, Handbuch der Altertumswissenschaft I, 7, München 1972, σ. 57.
387 28. 1: «ἡμέρα δ’ ἦν τετρὰς φθίνοντος τοῦ Καρνείου μηνός, ὃν Ἀθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα
προσαγορεύουσι».
388 Βλ. W.K. Pritchett, Ancient Greek, σ. 117-118.
389 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26, σημ. c (Ηθικά 861F).
390 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 507-508.

161
Καρνείο.391 Ο B.D. Meritt, με τη διαπίστωση του οποίου συμφωνώ απόλυτα, αναγνωρίζει τις

δυσκολίες για την ημερομηνία της μάχης λέγοντας ότι είναι πρόβλημα που εδράζεται στο

κείμενο και στην ιστορική ερμηνεία αυτού, καθώς και στο ημερολόγιο.392 Για την έκτη

ημέρα του Βοηδρομιώνος που αναφέρει ο βιογράφος ως ημέρα της μάχης στο Μαραθώνα,

οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι ο Πλούταρχος ευρίσκεται σε σύγχυση μεταξύ της

πραγματικής ημέρας που διεξήχθη η μάχη και της ετήσιας θυσίας προς την Αγροτέρα

Αρτέμιδα.393 Λόγω της διαστάσεως της ηροδότειας διηγήσεως με την αφήγηση του

Πλουτάρχου σχετικά με την ημέρα που έγινε η μάχη, η πιο πιθανή, κατά τη γνώμη μου,

εξήγηση είναι ότι οι Αθηναίοι δεν επέλεξαν την πραγματική ημέρα της μάχης ως

ανάμνηση της νίκης στο Μαραθώνα, αλλά συμβατικά μια άλλη ημέρα, την έκτη

Βοηδρομιώνος, συνδυάζοντας το κατόρθωμα στον Μαραθώνα με άλλο εορταστικό

γεγονός.394

Ο C. Hignett, λαμβάνοντας υπόψη του το χωρίο του Ηροδότου που κάνει λόγο για

την αποστολή μικρής σπαρτιατικής δυνάμεως στις Θερμοπύλες και όχι πανστρατιάς λόγω

της εορτής των Καρνείων,395 θεωρεί ότι ο βασιλεύς της Σπάρτης Λεωνίδας το 480 π.Χ.

391 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 514.
392 Βλ. B. D. Meritt, The Athenian Year, Berkeley/Los Angeles 1961, σ. 239.
393 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 106. 3.
394 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26, σημ. a (Ηθικά 862A) θεωρεί ότι
επιλέχθηκε συμβατικά η έκτη ημέρα, επειδή αυτή η ημέρα κάθε μηνός ήταν ιερή για την Αρτέμιδα.
Ο F. Jacoby, “Patrios Nomos: state burial in Athens and the public cemetery in Kerameikos”, JHS 64
(1944), σ. 62 και σημ. 121 θεωρεί ότι οι Αθηναίοι όρισαν ως επετειακή εορτή για τη νίκη στο
Μαραθώνα την έκτη του Βοηδρομιώνος και όχι την ημέρα που έγινε η μάχη, καθώς ήθελαν να
συνδέσουν τη νίκη με τη γενική εορτή της πόλεως για τους νεκρούς που τελούνταν την πέμπτη του
Βοηδρομιώνος. Ο N.G.L. Hammond, “The Campaign and the Battle of Marathon”, JHS 88 (1968), σ. 41
θεωρεί ότι η αρχική υπόσχεση των Αθηναίων στην Αρτέμιδα και την οποία δεν μπόρεσαν εν τέλει
να πραγματοποιήσουν, ότι, δηλαδή, θα θυσίαζαν προς τιμήν της τόσες αίγες όσος θα ήταν ο
αριθμός των νεκρών βαρβάρων στη μάχη, έγινε την έκτη Βοηδρομιώνος του 490 π.Χ., και μετά τη
μάχη, επειδή οι Αθηναίοι συνέδεσαν τη νίκη στον Μαραθώνα με τη βοήθεια της Θεάς, όρισαν τα
ευχαριστήρια της νίκης να τελούνται προς τιμήν της κατ’ έτος την έκτη του Βοηδρομιώνος και όχι
την ημέρα που διεξήχθη η μάχη.
395 7. 206. 1: «Τούτους μὲν τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην πρώτους ἀπέπεμψαν Σπαρτιῆται, ἵνα τούτους ὁρῶντες
οἱ ἄλλοι σύμμαχοι στρατεύωνται μηδὲ καὶ οὗτοι μηδίσωσι, ἢν αὐτοὺς πυνθάνωνται

162
μπορούσε, κατά τον χρόνο της εορτής των Καρνείων, να οδηγήσει την εκστρατευτική του

δύναμη στις Θερμοπύλες.396 Αν αποδεχθούμε αυτήν την άποψη του C. Hignett για τις

Θερμοπύλες, και χωρίς να έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε ότι οι Λακεδαιμόνιοι εόρταζαν

τα Κάρνεια κατά τη διεξαγωγή της μάχης του Μαραθώνος, τότε οι Λακεδαιμόνιοι θα

μπορούσαν να στείλουν έστω μία μικρή εκστρατευτική δύναμη και στον Μαραθώνα κατά

τη διάρκεια της εορτής των Καρνείων. Αν, όμως, οι Λακεδαιμόνιοι μπορούσαν να στείλουν

κάποιο στράτευμα για βοήθεια προς τους Αθηναίους στον Μαραθώνα, τότε ανατρέπεται η

διήγηση του Ηροδότου περί υποχρεωτικής παραμονής των Λακεδαιμονίων στην πατρίδα

τους κατά τη διάρκεια των Καρνείων. Η ηροδότεια, όμως, διήγηση (7. 206. 1) εννοεί, κατά τη

γνώμη μου, ότι η μικρή σε αριθμό εκστρατευτική δύναμη του Λεωνίδα εστάλη στις

Θερμοπύλες πριν από την εορτή των Καρνείων, δηλαδή σε περίοδο που επιτρεπόταν η

εκστρατεία εκτός Λακεδαίμονος, ενώ η αγγελία των Αθηναίων δια του Φιλιππίδη στην

Σπάρτη για παροχή στρατιωτικής βοηθείας στη μάχη του Μαραθώνος έτυχε να συμπέσει

χρονικά με το διάστημα της υποχρεωτικής παραμονής των Λακεδαιμονίων στην πατρίδα

τους.

Ο Πλούταρχος, έπειτα, αναφέρει ότι, αν ο ιστορικός είχε αναγνώσει τις Ιστορίες του

στους Αθηναίους, οι τελευταίοι θα αντιδρούσαν, καθώς θα αντιλαμβάνονταν το σφάλμα

του ιστορικού ότι, δηλαδή, η μάχη του Μαραθώνος, ενώ έγινε, κατά το βιογράφο, την έκτη

ημέρα του Βοηδρομιώνος, ο Ηρόδοτος την περιγράφει να συνέβη αργότερα. Και αυτό,

επειδή ο ιστορικός περιγράφει τον Φιλιππίδη, την δεύτερη ημέρα της αναχωρήσεώς του

από την Αθήνα, να φθάνει στην Σπάρτη την ενάτη ημέρα του μηνός, δηλαδή ο Ηρόδοτος

παρουσιάζει τους Αθηναίους να στέλνουν τον Φιλιππίδη στην Σπάρτη για βοήθεια μετά τη

νίκη στον Μαραθώνα την ογδόη του μηνός∙ το επιχείρημα του Πλουτάρχου είναι εύλογο,

ὑπερβαλλομένους∙ μετὰ δέ, Κάρνεια γάρ σφι ἦν ἐμποδών, ἔμελλον ὁρτάσαντες καὶ φύλακας
λιπόντες ἐν τῇ Σπάρτῃ κατὰ τάχος βοηθέειν πανδημεί».
396 Βλ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion of Greece, Oxford 1963, σ. 63. Και ο W.K. Pritchett, Ancient Greek, σ.
124 θεωρεί ότι κατά την εορτή των Καρνείων του 480 π.Χ., τα οποία συνέπεσαν χρονικά εκείνο το
έτος με τα Ολύμπια, εστάλησαν ολίγες δυνάμεις για να υπερασπιστούν τις Θερμοπύλες, ενώ η
πλειονότητα των Λακεδαιμονίων παρέμεινε στη Σπάρτη για να συμμετάσχει στις εορταστικές
εκδηλώσεις. Βλ. για τον βασιλέα της Σπάρτης Λεωνίδα (περί το 490/89 - 480 π.Χ.) K.-W. Welwei,
“Leonidas [1]”, ΒNP 7 (2005), σ. 399-400.

163
προϋποθέτει, όμως, η μάχη να διεξήχθη την έκτη ημέρα του Βοηδρομιώνος και η ενάτη

ημέρα, που αναφέρει ο Ηρόδοτος ότι έφθασε ο Φιλιππίδης στην Σπάρτη, να είναι του μηνός

Βοηδρομιώνος. Προφανώς ο Πλούταρχος σφάλλει στο συλλογισμό του, καθώς ο ιστορικός

δεν εννοεί, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, ότι η μάχη διεξήχθη νωρίτερα από την

αποστολή του Φιλιππίδη στην Σπάρτη, αλλά, είτε ότι η μάχη έγινε άλλον μήνα, είτε τον

μήνα Βοηδρομιώνα αλλά με τη διαφορά ότι η ημέρα της μάχης είναι μετά την ενάτη του

μηνός∙ το ζήτημα, όμως, είναι αδιευκρίνιστο λόγω, αφ΄ ενός της μη καταγραφής του μηνός

από τον ιστορικό, αφ΄ ετέρου των εμβόλιμων μηνών που προσέθετε κάθε πόλη στο

ημερολόγιό της.

Ο Πλούταρχος έπειτα ισχυρίζεται ότι ο ιστορικός, λέγοντας αυτές τις ανακρίβειες

στην Αθήνα σχετικά με την ημέρα διεξαγωγής της μάχης στον Μαραθώνα, δεν θα

ελάμβανε χρηματική δωρεά από τους Αθηναίους, και έτσι θα εξασθενούσε η κατηγορία

που του έχει αποδοθεί, ότι, δηλαδή, έλαβε χρήματα από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε

κολακεύσει στην ιστορική του διήγηση. Στη συνέχεια, όμως, ο βιογράφος αφήνει να

εννοηθεί ότι η κατηγορία είναι βάσιμη λέγοντας ότι, τη διήγηση για τα δέκα τάλαντα που

δόθηκαν στον ιστορικό με ψήφισμα του Ανύτου, την εξιστόρησε ένας έγκυρος Αθηναίος

ιστορικός, ο Δίυλλος∙397 δηλαδή φάσκει και αντιφάσκει ο Πλούταρχος κατά πως τον

εξυπηρετεί κάθε φορά. Αν, όμως, ο Δίυλλος έχει δίκαιο σχετικά με την κατηγορία που,

σύμφωνα με το βιογράφο, έχει αποδώσει στον Ηρόδοτο, τότε ο ιστορικός, αφού επαινέθηκε

για την αξία του έργου του από τους Αθηναίους, έχει δίκαιο για την ημέρα διεξαγωγής της

μάχης στο Μαραθώνα και όχι ο Πλούταρχος. Το πιο πιθανό, όμως, κατά τη γνώμη μου,

είναι πως ο βιογράφος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να κατηγορήσει τον Ηρόδοτο και για

χρηματισμό του από τους Αθηναίους, χωρίς όμως να συλλογισθεί ότι οι υπόνοιες που

αφήνει να εννοηθούν ότι, δηλαδή, ο ιστορικός πράγματι κολάκευσε τους Αθηναίους για να

λάβει χρήματα, έρχονται σε αντίφαση με το επιχείρημα που χρησιμοποίησε πριν περί της

397 FGrH 73 F 3. Ο Αθηναίος Δίυλλος υπήρξε ιστορικός (α’ ήμισυ του 3 ου αι. π.Χ.) που έγραψε σε 27
βιβλία τα γεγονότα από το 357/6 έως το θάνατο του γιου του Κασσάνδρου Φιλίππου Δ’,
συνεχίζοντας τη διήγηση του Εφόρου: βλ. K. Meister, “Diyllus”, ΒNP 4 (2004), σ. 583. Ο θάνατος του
Φιλίππου Δ’ συνέβη λίγο μετά το θάνατο του πατρός του που έγινε το 298 ή 297 π.Χ.: βλ. E. Will, ”The
formation of the Hellenistic Kingdoms”, στο CAH VII2 1 (1984), σ. 104.

164
μη ευσταθούς κατηγορίας για χρηματισμό του Ηροδότου. Το βέβαιο είναι πως ο

Πλούταρχος, σ’ αυτό το σημείο της αφηγήσεώς του, δεν επεξεργάστηκε με προσοχή το

γραπτό του ώστε να διορθώσει τις αντιφάσεις που ο ίδιος, πιθανόν από απροσεξία,

προκαλεί στο έργο του. Αν, πράγματι, ο Ηρόδοτος ανέγνωσε μέρος του ιστορικού του έργου

ενώπιον των Αθηναίων, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το χωρίο 6. 106 περί της

ημέρας που διεξήχθη η μάχη του Μαραθώνος ήταν μεταξύ αυτών. Ο A. Bowen αναφέρει

ότι ο Άνυτος είναι βέβαια το πρόσωπο που έλαβε μέρος στη δικαστική δίωξη του

Σωκράτους το 399 π.Χ.,398 αλλά αν η δωρεά των δέκα ταλάντων συνέβη το 445/4 π.Χ., έτος

που μνημονεύει ο Ευσέβιος, επίσκοπος του 4ου αι. μ.Χ., ότι τιμήθηκε ο Ηρόδοτος από τους

Αθηναίους,399 τότε πιθανόν να πρόκειται για άλλο πρόσωπο με το ίδιο όνομα, θεωρώντας ο

A. Bowen ότι οι Ιστορίες, δίχως αμφιβολία, δεν είχαν τη σημερινή τους μορφή τόσο νωρίς

(445/4 π.Χ.), και ότι, ίσως, ο Ηρόδοτος να δοκίμαζε μια πρώιμη εκδοχή των Ιστοριών του.400

Αλλά ακόμη και να ανεγνώσθη το σχετικό χωρίο (Ηρόδ. 6. 106) στην Αθήνα, δεν είναι

κατανοητό για ποιό λόγο οι Αθηναίοι να αντιδρούσαν και να μην αποδέχονταν την

ηροδότεια διήγηση ως ορθή εξ αιτίας ενός ‘’χρονικού’’ σφάλματος του ιστορικού, όταν τα

γεγονότα αποδόθηκαν κατά απόλυτα αποδεκτό για τους Αθηναίους τρόπο. Ο A. Bowen, αν

και αναφέρει ότι τα δέκα τάλαντα (60.000 δραχμές) είναι πολύ μεγάλο ποσό χρημάτων,

καθώς μία γενεά αργότερα ένας οικοδόμος που εργαζόταν στην Ακρόπολη έπαιρνε μισθό

μία δραχμή την ημέρα (IG 13 475), ενώ ο ποιητής Πίνδαρος έλαβε 10.000 δραχμές από τους

398 Βλ. αναλυτικά για τον Άνυτο το διάστημα μεταξύ των ετών 409 και 396 π.Χ. M. Meier, “Anytus“,
ΒNP 1 (2002), σ. 813. Βλ. αναλυτικά για τον Αθηναίο φιλόσοφο Σωκράτη (469-399 π.Χ.) και την
δικαστική του δίωξη το 399 π.Χ. που έληξε με την καταδίκη του σε θάνατο K. Döring, “Socrates [2]”,
ΒNP 13 (2008), σ. 588-599.
399 Ο A. Bowen κάνει λόγο για τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο {βλ. αναλυτικά για τον Ευσέβιο
Καισαρείας (γεννήθηκε ολίγο μετά το 260 – πέθανε μεταξύ των ετών 337 και 340 μ.Χ.) J. Rist, “[7]
Eusebius of Caesarea”, ΒNP 5 (2004), σ. 225-226}, του οποίου το έργο «Χρονικόν», εκτός από την
αρμενική έκδοση που μας έχει παραδοθεί, σώζεται μεταφρασμένο και στα λατινικά απο τον Ευσέβιο
Ιερώνυμο: βλ. U. Eigler, “Hieronymus [8] Jerome”, ΒNP 6 (2005), σ. 319. Το σχετικό χωρίο που
χρησιμοποιεί ο A. Bowen είναι αυτό που παραθέτει ο F. Jacoby στα σχόλιά του για τον Δίυλλο (FGrH
73 F 3): Ολ. 83. 4: «445/4 Herodotus cum Athenis libros suos in concilio legisset honoratus est».
400 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 26, λ. “Diyllus … Anytus … ten
talents” (Ηθικά 862Β).

165
Αθηναίους (Ισοκ., Αντίδ. 166) και το ίδιο ποσό έχει αποδοθεί στους συγχρόνους του

Ηροδότου σοφιστές Πρωταγόρα (Διογ. Λαέρτ. 9. 52) και Ζήνωνα (Πλάτ. Αλκιβ. 119Α), θεωρεί

πιθανό να έχει δοθεί αυτό το ποσό χρημάτων στον Ηρόδοτο.401 Αν δόθηκαν χρήματα από

τους Αθηναίους στον Ηρόδοτο, ανεξαρτήτως ποσού, δεν θα πρέπει να αποτελεί, κατά τη

γνώμη μου, κατηγορία εναντίον του Ηροδότου, παρά μονάχα αν αλλοιώθηκαν τα

πραγματικά ιστορικά γεγονότα προς όφελος της υστεροφημίας των Αθηναίων.

Ο Πλούταρχος στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με τα λόγια των

περισσοτέρων, μείωσε τη νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα και με τον αριθμό των νεκρών.

Ο βιογράφος προφανώς εννοεί τον μικρό αριθμό των νεκρών Περσών που περιέγραψε ο

Ηρόδοτος για τη μάχη του Μαραθώνος και ότι, και μ’ αυτήν την περιγραφή, διαπιστώνεται,

κατά τον Πλούταρχο, η προσπάθεια του ιστορικού να υποβαθμίσει το κατόρθωμα της

νίκης. Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 6. 117. 1, αναφέρει ότι ο αριθμός των πεσόντων βαρβάρων

ανερχόταν στους 6.400. Το περιστατικό που αφηγείται στη συνέχεια ο βιογράφος για να

πείσει για τον πολύ μεγαλύτερο, σε σχέση με τη διήγηση του Ηροδότου, αριθμό των

νεκρών βαρβάρων στη μάχη είναι το εξής: οι Αθηναίοι, ενώ υποσχέθηκαν ότι θα

θυσιάσουν στην Αγροτέρα402 Αρτέμιδα τόσες αίγες όσος θα ήταν ο αριθμός των πεσόντων

βαρβάρων στη μάχη, αυτοί δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους λόγω του αναρίθμητου

πλήθους των νεκρών, και έτσι αποφάσισαν να θυσιάζουν στην Αγροτέρα Αρτέμιδα κατ’

έτος πεντακόσιες αίγες.403 Αν είναι αληθής η αφήγηση του Πλουτάρχου, τότε, είτε οι

Αθηναίοι δεν πίστευαν ότι θα σκότωναν τόσους πολλούς βαρβάρους, είτε ότι επέλεξαν να

τιμήσουν τη θεά μ’ αυτόν τον ασαφή αριθμό αιγών για να ‘’λάβουν’’ την όσο το δυνατόν

401 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 26, λ. “Diyllus … Anytus … ten
talents” (Ηθικά 862Β).
402 Το επίθετο «Ἀγροτέρα» ως προσδιορισμός της Αρτέμιδος σημαίνει την κυνηγό Αρτέμιδα, η οποία
λατρευόταν στην Άγρα της Αττικής, στη Σπάρτη, αλλά και αλλού: βλ. LSJ9, λ. «ἀγρότερος, α, ον». Βλ.
επίσης G. Wentzel, “Agrotera (Ἀγροτέρα)”, RE Ι 1 (1893), σ. 906-907 και P. Stengel, “Ἀγροτέρας θυσία”,
στον ίδιο τόμο της RE, σ. 907-908.
403 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26, σημ. b (Ηθικά 862C) αναφέρει ότι
ο Ξενοφών (Ανάβ. 3. 2. 12), ο σχολιαστής του Αριστοφάνους (Ιππ. 660) και ο Αιλιανός (Π. Ιστ. 2. 25)
καταγράφουν, με ελαφρές παραλλαγές, τη θυσία που αποφάσισαν να προσφέρουν οι Αθηναίοι
στην Αγροτέρα Αρτέμιδα.

166
μεγαλύτερη εύνοια της Αρτέμιδος προς αυτούς κατά τη μάχη, αλλά και συγχρόνως

φανερώνει την κρίσιμη στιγμή για τους Αθηναίους και την πόλη τους που τους ωθούσε να

υποσχεθούν ενδεχομένως το αδύνατο, ακόμη και σε θεότητα. Προφανώς ο Πλούταρχος, αν

και δεν το λέει ρητά στην αφήγησή του, θεωρεί πως οι 6.400 πεσόντες βάρβαροι που

αναφέρει ο ιστορικός στο χωρίο 6. 117. 1 δεν αποδίδουν τον πραγματικό αριθμό των νεκρών

και ότι μειώνουν τη νίκη στο Μαραθώνα. Αν κρίνουμε το περιστατικό που αναφέρει ο

βιογράφος, τότε τις 6.400 αίγες που θα έπρεπε να προσφέρουν οι Αθηναίοι ως θυσία στην

Αγροτέρα Αρτέμιδα, σύμφωνα με τον αριθμό των νεκρών που περιγράφει ο ιστορικός, δεν

τις διέθεταν. Και η απόφαση να θυσιάζουν κατ’ έτος πεντακόσιες αίγες δείχνει ότι οι

Αθηναίοι απείχαν πολύ από τις 6.400 που έπρεπε να θυσιάσουν μετά τη μάχη. Ο N.G.L.

Hammond θεωρεί ότι η περσική εκστρατευτική δύναμη, για να είναι ανταγωνιστική

εναντίον των Ελλήνων, θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 25.000 στρατιώτες, προτείνοντας ο

ίδιος τον αριθμό των 30.000 ανδρών,404 μη αποδεχόμενος, προφανώς, το χωρίο του

Ηροδότου που λέει ότι οι Αθηναίοι ενίκησαν μόνοι τους σαράντα έξι έθνη.405 Αν πράγματι η

αρχική δύναμη των Περσών ήταν περίπου αυτή που περιγράφει ο N.G.L. Hammond, ο

αριθμός των πεσόντων βαρβάρων που περιγράφει ο Ηρόδοτος, κατά τη γνώμη μου, δεν

είναι καθόλου ευκαταφρόνητος, όπως υπονοεί ο Πλούταρχος στην αφήγησή του. Ίσως ο

βιογράφος να είχε στο νου του πολύ μεγαλύτερους αριθμούς για τους νεκρούς βαρβάρους

404 Βλ. N.G.L. Hammond, JHS 88 (1968), σ. 32 και σημ. 89. Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 71 και
ιδιαίτερα σημ. 4, θεωρεί ότι η συνολική εκστρατευτική δύναμη των Περσών ήταν 20.000 άνδρες.
405 Ηρόδ. 9. 27. 5: «ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐν Μαραθῶνι ἔργου ἄξιοί εἰμεν τοῦτο τὸ γέρας ἔχειν καὶ ἄλλα
πρὸς τούτῳ, οἵτινες μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ καὶ ἔργῳ τοσούτῳ
ἐπιχειρήσαντες περιεγενόμεθα καὶ ἐνικήσαμεν ἔθνεα ἕξ τε καὶ τεσσεράκοντα». Ο A. Bowen,
Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 26, λ. “numbers of the dead” (Ηθικά 862Β) αναφέρει
τις καταγραφές των μεταγενεστέρων συγγραφέων σχετικά με τον αριθμό του περσικού
στρατεύματος επισημαίνοντας ότι είναι ανακριβείς: ο Κορνήλιος Νέπως, στο βίο του Μιλτιάδου
αναφέρει 10.000 ιππικό και 100.000 πεζικό: κεφ. 5: «Itaque in aciem peditum centum, equitum decem
milia produxit proeliumque commisit», ενώ ο Πλάτων στο έργο «Μενέξενος» κάνει λόγο για 500.000
στρατιώτες: κεφ. 10 (240Α): «Αἰτιασάμενος δὲ Δαρεῖος ἡμᾶς τε καὶ Ἐρετριέας Σάρδεσιν ἐπιβουλεῦσαι
[προφασιζόμενος], πέμψας μυριάδας μὲν πεντήκοντα ἔν τε πλοίοις καὶ ναυσίν».

167
στο Μαραθώνα.406 Ο Πλούταρχος, όμως, δεν αναφέρει στην αφήγησή του κάποιο

συγκεκριμένο αριθμό για τους νεκρούς, κατά τη γνώμη μου, είτε επειδή δεν είναι βέβαιος,

είτε επειδή με τη φράση «ἀναρίθμου πλήθους τῶν νεκρῶν ἀναφανέντος» θέλει να

καταδείξει την αδυναμία να μετρηθούν. Ο βιογράφος δε στηρίζει τη θέση του για

αναρίθμητο πλήθος νεκρών βαρβάρων κατά τη μάχη, καθώς δεν αναφέρει τα ονόματα

εκείνων των συγγραφέων που θεωρούν πως ο ιστορικός μείωσε, με το μικρό αριθμό των

νεκρών, το κατόρθωμα στο Μαραθώνα. Ο βιογράφος αναφέροντας το συμπλεκτικό

σύνδεσμο «και» στη φράση «καὶ τῶν νεκρῶν τῷ ἀριθμῷ καθεῖλε τοὔργον» εννοεί ότι ο

ιστορικός μείωσε και με άλλο ή άλλους τρόπους τη νίκη στο Μαραθώνα. Η σκέψη μας

περιορίζεται στο κυρίως θέμα του παρόντος παραδείγματος, την ημερομηνία, δηλαδή, της

μάχης και την καθυστερημένη άφιξη της βοηθείας των Λακεδαιμονίων στον Μαραθώνα

λόγω αναμονής της πανσελήνου, τα οποία, όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν μειώνουν τη

νίκη των Ελλήνων στο Μαραθώνα, καθώς δεν αφορούν τα γεγονότα της μάχης.

Ο Πλούταρχος διαφωνεί με την αιτία που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος στη διήγησή του

που λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθυστέρησαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους στον

Μαραθώνα λόγω του νόμου που τους απαγόρευε να εκστρατεύουν πριν την πανσέληνο

του μηνός. Αυτή η αιτιολόγηση δεν ικανοποιεί τον Πλούταρχο. Για ποιό λόγο, όμως, ο

βιογράφος θεωρεί ότι η διήγηση του Ηροδότου είναι ψευδής; Η αιτία, ωστόσο, που

περιγράφει ο Ηρόδοτος δεν είναι υποτιμητική για τους Λακεδαιμονίους, καθώς αυτοί

παρουσιάζονται θεοσεβείς, κάτι, όμως, που δεν αναγνωρίζει καθόλου ο βιογράφος. Ο

Πλούταρχος είναι βέβαιος ότι ο ιστορικός ψεύδεται, καθώς η πομπή των Αθηναίων προς

την Άγρα την έκτη Βοηδρομιώνος τον παραπέμπει σε διαφορετική ημέρα διεξαγωγής της

μάχης από αυτήν που αφήνει να εννοηθεί ο Ηρόδοτος στη διήγησή του. Η θέση του

Πλουτάρχου για την καθυστερημένη άφιξη των Λακεδαιμονίων στον Μαραθώνα είναι,

κατά τη γνώμη μου, η εξής: οι Λακεδαιμόνιοι έσπευσαν να βοηθήσουν, αλλά δεν πρόλαβαν

406 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26, σημ. a (Ηθικά 862Β) αναφέρει
χωρίο του Ιουστίνου που κάνει λόγο για τον απίστευτο αριθμό των 200.000 νεκρών στο Μαραθώνα:
2. 9. 20: «Ducenta milia Persae eo proelio siue naufragio amisere».

168
τη μάχη.407 Αν, όμως, οι Λακεδαιμόνιοι μπορούσαν να εκστρατεύσουν αμέσως, για ποιό

λόγο δεν πρόλαβαν τη μάχη; Μήπως επειδή καθυστέρησε η κινητοποίηση του

σπαρτιατικού στρατού; Κατά τη γνώμη μου αυτή η εικασία δεν είναι πιθανή, καθώς οι

Λακεδαιμόνιοι θα γνώριζαν για την περσική εκστρατεία αν μη τι άλλο από τους ίδιους τους

Αθηναίους που θα τους είχαν ενημερώσει για τον κίνδυνο και θα τους είχαν ζητήσει

συνδρομή στον πόλεμο, την οποία, προφανώς, είχαν επιτύχει πριν από την αποστολή του

«ἡμεροδρόμου» Φιλιππίδη που καταγράφει ο ιστορικός στη διήγησή του∙ έτσι οι

Λακεδαιμόνιοι ήταν έτοιμοι για πόλεμο αναμένοντας την τελική ειδοποίηση των

Αθηναίων για εκκίνηση του στρατού τους, και δεν περίμεναν πρώτα την αποστολή του

Φιλιππίδη για να επιστρατεύσουν τις δυνάμεις τους. Αν η εκδοχή του Πλουτάρχου είναι

ορθή, τότε θα πρέπει να ευθύνονται οι Αθηναίοι που δεν ειδοποίησαν εγκαίρως τους

Λακεδαιμονίους να σπεύσουν σε βοήθεια. Ο Ηρόδοτος, όμως, αναφέρει ότι ο Φιλιππίδης

έφθασε στην Σπάρτη πολύ γρήγορα, τη δεύτερη ημέρα από την αναχώρησή του από την

Αθήνα (6. 106. 1), και ότι εστάλη από τους στρατηγούς όταν οι τελευταίοι ευρίσκονταν

ακόμη στην Αθήνα (6. 105. 1) και είχαν πληροφορηθεί την αποβίβαση των Περσών στο

Μαραθώνα (6. 102-103. 1)∙ και γνωρίζουμε ότι η μάχη δε συνέβη αμέσως, αλλά ότι

καθυστέρησε κάποιες ημέρες, καθώς, αρχικά, υπήρχε διχογνωμία μεταξύ των στρατηγών,

επειδή άλλοι ήθελαν και άλλοι δεν ήθελαν άμεσα τη μάχη (Ηρόδ. 6. 109. 1), ενώ στη

συνέχεια οι στρατηγοί που επιζητούσαν τη μάχη και ακολουθούσε η σειρά τους για να

407 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 26, σημ. d (Ηθικά 861F) αναφέρει ότι
ο Πλούταρχος θα προτιμούσε την άποψη την οποία καταγράφει ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του,
ότι, δηλαδή, οι Αθηναίοι δεν ανέμεναν στον Μαραθώνα τους Λακεδαιμονίους, που έσπευσαν με
ταχύτητα για να βοηθήσουν: κεφ. 86-87: «Ἀποβάντων γὰρ αὐτῶν εἰς τὴν Ἀττικὴν οἱ μὲν οὐ
περιέμειναν τοὺς συμμάχους, ἀλλὰ τὸν κοινὸν πόλεμον ἴδιον ποιησάμενοι πρὸς τοὺς ἁπάσης τῆς
Ἑλλάδος καταφρονήσαντας ἀπήντων τὴν οἰκείαν δύναμιν ἔχοντες, ὀλίγοι πρὸς πολλὰς μυριάδας,
ὥσπερ ἐν ἀλλοτρίαις ψυχαῖς μέλλοντες κινδυνεύσειν, οἱ δ' οὐκ ἔφθασαν πυθόμενοι τὸν περὶ τὴν
Ἀττικὴν πόλεμον καὶ πάντων τῶν ἄλλων ἀμελήσαντες ἧκον ἡμῖν ἀμυνοῦντες, τοσαύτην
ποιησάμενοι σπουδὴν ὅσην περ ἂν τῆς αὑτῶν χώρας πορθουμένης. Σημεῖον δὲ τοῦ τάχους καὶ τῆς
ἁμίλλης· τοὺς μὲν γὰρ ἡμετέρους προγόνους φασὶν τῆς αὐτῆς ἡμέρας πυθέσθαι τε τὴν ἀπόβασιν
τὴν τῶν βαρβάρων καὶ βοηθήσαντας ἐπὶ τοὺς ὅρους τῆς χώρας μάχῃ νικήσαντας τρόπαιον στῆσαι
τῶν πολεμίων, τοὺς δ' ἐν τρισὶν ἡμέραις καὶ τοσαύταις νυξὶ διακόσια καὶ χίλια στάδια διελθεῖν
στρατοπέδῳ πορευομένους· οὕτω σφόδρ' ἠπείχθησαν οἱ μὲν μετασχεῖν τῶν κινδύνων, οἱ δὲ φθῆναι
συμβαλόντες πρὶν ἐλθεῖν τοὺς βοηθήσοντας».

169
αναλάβουν την αρχηγία του στρατεύματος που διαρκούσε μία ημέρα, εκείνοι την

παραχωρούσαν στον Μιλτιάδη που, δεν αποφάσιζε, όμως, τη διεξαγωγή της μάχης πριν

έλθει η καθορισμένη ημέρα της αρχηγίας του (Ηρόδ. 6. 110).408 Αν κρίνουμε τη θέση του

Πλουτάρχου, οι Λακεδαιμόνιοι θα έπρεπε να προλάβουν τη μάχη καθώς, σύμφωνα με την

ηροδότεια διήγηση, αφ’ ενός αυτή δεν διεξήχθη αμέσως (6. 109-110), αφ’ ετέρου οι

Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους και έσπευσαν με ταχύτητα 2.000

στρατιώτες φθάνοντας στην Αττική την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή τους από τη

Σπάρτη (6. 120). Αυτές, όμως, οι πληροφορίες περιγράφονται από τον Ηρόδοτο και όχι από

τον Πλούταρχο, ο οποίος αφήνει να διαφανεί ότι δεν αποδέχεται καθόλου την αλληλουχία

των γεγονότων που παρουσιάζει ο ιστορικός. Κρίνοντας τη θέση του Πλουτάρχου, ότι,

δηλαδή, οι Σπαρτιάτες έσπευσαν, αλλά δεν πρόλαβαν τη μάχη, η σκέψη μου με οδηγεί στο

εξής συμπέρασμα: ο βιογράφος υπονοεί, ενάντια στην ηροδότεια διήγηση, είτε ότι

καθυστέρησε η αποστολή του Φιλιππίδη στην Σπάρτη για βοήθεια, είτε ότι η μάχη

διεξήχθη αμέσως, είτε και τα δύο. Αν αποδεχθούμε την ηροδότεια διήγηση που λέει ότι οι

Σπαρτιάτες ήθελαν πράγματι να βοηθήσουν τους Αθηναίους και, κατά τη γνώμη μου, δεν

υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε ότι οι Αθηναίοι θα έστελναν εγκαίρως, αμέσως μετά

την αποβίβαση των Περσών στο Μαραθώνα, τον Φιλιππίδη στην Σπάρτη, που σημαίνει ότι

οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να προλάβουν τη μάχη, τότε, για να αφιχθούν οι Σπαρτιάτες

μετά τη μάχη, δύο είναι οι πιθανές εξηγήσεις: είτε ότι οι Αθηναίοι αποφάσισαν να

πολεμήσουν αμέσως τους Πέρσες χωρίς να αναμένουν τη βοήθεια από τη Σπάρτη, είτε ότι

οι Σπαρτιάτες άργησαν να εκστρατεύσουν λόγω κάποιου κωλύματος. Η πρώτη, όμως,

εικασία, αν και μνημονεύεται409 από τον Ισοκράτη στον Πανηγυρικό του, αντιτίθεται στην

408 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 507-508
αναφέρει ότι οι Αθηναίοι δεν άρχισαν τη μάχη παρά μετά από οκτώ ημέρες αναμονής στο
Μαραθώνα (από την ενάτη έως την δεκάτη εβδόμη του Βοηδρομιώνος).
409 Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του αναφέρει ότι οι Αθηναίοι πολέμησαν την ίδια ημέρα που
πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στον Μαραθώνα, που σημαίνει ότι δεν ανέμεναν τη
βοήθεια των Λακεδαιμονίων: κεφ. 87: «τοὺς μὲν γὰρ ἡμετέρους προγόνους φασὶν τῆς αὐτῆς ἡμέρας
πυθέσθαι τε τὴν ἀπόβασιν τὴν τῶν βαρβάρων καὶ βοηθήσαντας ἐπὶ τοὺς ὅρους τῆς χώρας μάχῃ
νικήσαντας τρόπαιον στῆσαι τῶν πολεμίων, τοὺς δ' ἐν τρισὶν ἡμέραις καὶ τοσαύταις νυξὶ διακόσια

170
ιστορική διήγηση του Ηροδότου που ρητά κάνει λόγο για διάστημα κάποιων ημερών

πολεμικής απραξίας των Αθηναίων λόγω, αφ΄ ενός της διχογνωμίας των στρατηγών για

άμεση διεξαγωγή της μάχης, αφ΄ ετέρου της αναμονής του Μιλτιάδου να φθάσει η

καθορισμένη ημέρα της στρατηγίας του (6. 109-110)∙ κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος

να αμφισβητήσουμε τη διήγηση του ιστορικού Ηροδότου και να αποδεχθούμε ως αληθινή

την καταγραφή του Ισοκράτους που δεν είναι ιστορικός αλλά λογογράφος και δάσκαλος

ρητορικής.410 Σχετικά με τη δευτέρα εικασία, ο λόγος που οι Λακεδαιμόνιοι καθυστέρησαν

οφείλεται, κατά τον Ηρόδοτο, σε αναμονή της πανσελήνου. Ο Πλάτων, όμως, αναφέρει ότι

οι Λακεδαιμόνιοι ήταν απασχολημένοι με πόλεμο εναντίον της Μεσσήνης.411 Από την

αφήγηση, όμως, του φιλοσόφου στο σχετικό χωρίο (698Ε) είναι διακριτή η ελλιπής

πληροφόρησή του σχετικά με τους λόγους που συνέβαλαν στην καθυστερημένη άφιξη των

Λακεδαιμονίων στο Μαραθώνα, καθώς αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρχαν και

άλλοι λόγοι χωρίς, ωστόσο, να τους γνωρίζει. Επιπλέον, λέγοντας ο Πλάτων ότι οι

Λακεδαιμόνιοι καθυστέρησαν μία ημέρα για τη μάχη, αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν

συνάδει με την αιτία της καθυστερήσεώς τους, δηλαδή τον πόλεμο με τη Μεσσήνη, καθώς

θα περιμέναμε να αναγνώσουμε ότι οι Λακεδαιμόνιοι, λόγω της ανάγκης παραμονής του

στρατού τους στη Σπάρτη, αλλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο, δεν έστειλαν καθόλου

στρατό ή ότι έστειλαν ένα πολύ μικρό μέρος του. Ο Ηρόδοτος, όμως, κάνει λόγο για

αποστολή δύο χιλιάδων Λακεδαιμονίων, που αποτελεί σημαντική βοήθεια, και έτσι

καθιστά, κατά τη γνώμη μου, αδύναμη την αναφορά του Πλάτωνος για πόλεμο των

καὶ χίλια στάδια διελθεῖν στρατοπέδῳ πορευομένους· οὕτω σφόδρ' ἠπείχθησαν οἱ μὲν μετασχεῖν
τῶν κινδύνων, οἱ δὲ φθῆναι συμβαλόντες πρὶν ἐλθεῖν τοὺς βοηθήσοντας».
410 Βλ. αναλυτικά για τον Αθηναίο λογογράφο και δάσκαλο ρητορικής Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) M.
Weißenberger, “Isocrates”, ΒNP 6 (2005), σ. 979-983.
411 Νόμ. 3 (698D-Ε): «πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελεν πλήν γε Λακεδαιμονίων∙ οὗτοι δὲ ὑπό τε τοῦ
πρὸς Μεσσήνην ὄντος τότε πολέμου καὶ εἰ δή τι διεκώλυεν ἄλλο αὐτούς, οὐ γὰρ ἴσμεν λεγόμενον,
ὕστεροι δ’ οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ». O W.P. Wallace,
“Kleomenes, Marathon, the Helots, and Arcadia”, JHS 74 (1954), σ. 35 θεωρεί πως η απειλή που
ένιωθαν οι Σπαρτιάτες από το Αρκαδικό Κοινό και από την εξέγερση των ειλώτων αποτελεί πιο
πιθανή αιτία για την απροθυμία των Σπαρτιατών να βοηθήσουν την Αθήνα στον Μαραθώνα από
το θρησκευτικού περιεχομένου κώλυμα που περιγράφει ο Ηρόδοτος.

171
Λακεδαιμονίων με τη Μεσσήνη.412 Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, πιο πιστευτή είναι η εκδοχή

του ιστορικού από αυτήν του φιλοσόφου, καθώς αιτιολογεί, έστω με την αναμονή της

πανσελήνου, την καθυστερημένη εκκίνηση των Λακεδαιμονίων από τη Σπάρτη.

11. Ο Ηρόδοτος διηγούμενος τα γεγονότα αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνος, δια της

κατηγορίας που διατυπώνει εναντίον των Αλκμεωνιδών πως δήθεν πρόδωσαν τους

Αθηναίους ερχόμενοι σε συνεννόηση με τους Πέρσες, μειώνει το κατόρθωμα της νίκης στο

Μαραθώνα∙ παρέκβαση για τους Ερετριείς (κεφ. 27).

(862 C) Κεφ. 27. «Οὐ μὴν ἀλλὰ τοῦτ’ ἐάσαντες ἴδωμεν τὰ μετὰ

τὴν μάχην· “τῇσι δὲ λοιπῇσι,” φησίν, “οἱ βάρ-

βαροι ἐξανακρουσάμενοι, καὶ ἀναλαβόντες ἐκ τῆς

νήσου ἐν τῇ ἔλιπον τὰ ἐξ Ἐρετρίης ἀνδράποδα,

περιέπλεον Σούνιον, βουλόμενοι φθῆναι τοὺς Ἀθη-

ναίους ἀφικόμενοι εἰς τὸ ἄστυ∙ αἰτίη δὲ ἔσχεν

Ἀθηναίοισι ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς αὐτοὺς

ταῦτα ἐπινοηθῆναι∙ τούτους γὰρ συνθεμένους τοῖσι

Πέρσῃσιν ἀναδεῖξαι ἀσπίδα ἐοῦσιν ἤδη ἐν τῇσι

νηυσί∙ οὗτοι μὲν δὴ περιέπλεον Σούνιον.” ἐνταῦθα

D τὸ μὲν τοὺς Ἐρετριέας ἀνδράποδα προσειπεῖν, οὔτε

τόλμαν Ἑλλήνων οὐδενὸς οὔτε φιλοτιμίαν ἐνδεε-

στέραν παρασχομένους καὶ παθόντας ἀνάξια τῆς

ἀρετῆς, ἀφείσθω∙ διαβεβλημένων δὲ τῶν Ἀλκμεω-

νιδῶν, ἐν οἷς οἱ μέγιστοί τε τῶν οἴκων καὶ δοκιμώ-

τατοι τῶν ἀνδρῶν ἦσαν, ἐλάττων λόγος∙ ἀνατέ-

τραπται δὲ τῆς νίκης τὸ μέγεθος καὶ τὸ τέλος εἰς

412 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 514, σημ. 41
θεωρεί πως η αναφορά του Πλάτωνος είναι μη ιστορική. Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 63 θεωρεί
ότι τον 4ο αι. π.Χ. η δικαιολογία του Ηροδότου για την καθυστερημένη άφιξη των Λακεδαιμονίων
στο Μαραθώνα δεν ήταν πειστική, και έτσι αποδόθηκε σε εξέγερση των ειλώτων.

172
οὐδὲν ἥκει τοῦ περιβοήτου κατορθώματος, οὐδ’

ἀγών τις ἔοικεν οὐδ’ ἔργον γεγονέναι τοσοῦτον,

ἀλλὰ πρόσκρουσμα βραχὺ τοῖς βαρβάροις ἀπο-

βᾶσιν (ὥσπερ οἱ διασύροντες καὶ βασκαίνοντες

λέγουσιν), εἰ μετὰ τὴν μάχην οὐ φεύγουσι κόψαντες

E τὰ πείσματα τῶν νεῶν, τῷ φέροντι προσωτάτω τῆς

Ἀττικῆς ἀνέμῳ παραδόντες αὑτούς, ἀλλ’ αἴρεται

μὲν ἀσπὶς αὐτοῖς προδοσίας σημεῖον, ἐπιπλέουσι

δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐλπίζοντες αἱρήσειν, καὶ καθ’

ἡσυχίαν Σούνιον κάμψαντες ὑπεραιωροῦνται Φαλή-

ρων οἱ δὲ πρῶτοι καὶ δοκιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν

προδιδόασιν ἀπεγνωκότες τὴν πόλιν. καὶ γὰρ ἀπο-

λύων ὕστερον Ἀλκμεωνίδας ἑτέροις τὴν προδοσίαν

ἀνατίθησιν∙ “ἀνεδείχθη μὲν γὰρ ἀσπίς, καὶ τοῦτο

F οὐκ ἔστιν ἄλλως εἰπεῖν,” φησὶν αὐτὸς ἰδών. τοῦτο

δ’ ἀμήχανον μὲν ἦν γενέσθαι, νενικηκότων κατὰ

κράτος τῶν Ἀθηναίων∙ γενόμενον δ’ οὐκ ἂν ὑπὸ

τῶν βαρβάρων συνώφθη, φυγῇ καὶ πόνῳ πολλῷ καὶ

τραύμασι καὶ βέλεσιν εἰς τὰς ναῦς ἐλαυνομένων καὶ

ἀπολιπόντων τὸ χωρίον, ὡς ἕκαστος τάχους εἶχεν.

ἀλλ’ ὅταν γε πάλιν ὑπὲρ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν ἀπο-

λογεῖσθαι προσποιῆται, μεθεὶς ἃ πρῶτος ἀνθρώ-

πων ἐπενήνοχεν ἐγκλήματα, καὶ εἴπῃ “θῶμα δέ

μοι καὶ οὐκ ἐνδέχομαι τὸν λόγον, Ἀλκμεωνίδας

ἄν ποτε ἀναδεῖξαι Πέρσῃσιν ἐκ συνθήματος ἀσπίδα,

βουλομένους ὑπὸ βαρβάροισί τε εἶναι Ἀθηναίους

καὶ ὑπὸ Ἱππίῃ,” κόμματός τινος ἀναμιμνήσκομαι

παροιμιακοῦ∙

173
μένε, καρκίνε, καί σε μεθήσω.

τί γὰρ ἐσπούδακας καταλαβεῖν, εἰ καταλαβὼν μεθ-

863 A ιέναι μέλλεις; καὶ σὺ κατηγορεῖς, εἶτ’ ἀπολογῇ∙

καὶ γράφεις κατ’ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν διαβολάς, ἃς

πάλιν ἀναιρεῖς, ἀπιστῶν δὲ σεαυτῷ δηλονότι∙

σεαυτοῦ γὰρ ἀκήκοας λέγοντος Ἀλκμεωνίδας ἀνα-

σχεῖν ἀσπίδα νενικημένοις καὶ φεύγουσι τοῖς βαρ-

βάροις. καὶ μὴν ἐν οἷς περὶ Ἀλκμεωνιδῶν ἀπολογῇ

σεαυτὸν ἀποφαίνεις συκοφάντην∙ εἰ γὰρ “μᾶλλον ἢ

ὁμοίως Καλλίῃ τῷ Φαινίππου, Ἱππονίκου δὲ πατρί,

φαίνονται μισοτύραννοι ἐόντες,” ὡς ἐνταῦθα γρά-

φεις, Ἀλκμεωνίδαι, ποῦ θήσεις αὐτῶν ἐκείνην τὴν

συνωμοσίαν ἣν ἐν τοῖς πρώτοις γέγραφας; ὡς ἐπι-

B γαμίαν ποιησόμενοι Πεισιστράτῳ κατήγαγον αὐτὸν

ἀπὸ τῆς φυγῆς ἐπὶ τὴν τυραννίδα καὶ οὐκ ἂν ἐξήλα-

σαν αὖθις, ἕως διεβλήθη παρανόμως τῇ γυναικὶ

μιγνύμενος.

Ταῦτα μὲν οὖν τοιαύτας ἔχει ταραχάς∙ ἐν μέσῳ

γὰρ τῆς Ἀλκμεωνιδῶν διαβολῆς καὶ ὑπονοίας τοῖς

Καλλίου τοῦ Φαινίππου χρησάμενος ἐπαίνοις καὶ

προσάψας αὐτῷ τὸν υἱὸν Ἱππόνικον, ὃς ἦν καθ’

Ἡρόδοτον ἐν τοῖς πλουσιωτάτοις Ἀθηναίων, ὡμο-

λόγησεν ὅτι μηδὲν τῶν πραγμάτων δεομένων, ἀλλὰ

θεραπείᾳ καὶ χάριτι τοῦ Ἱππονίκου τὸν Καλλίαν

παρενέβαλεν».

«Ας αφήσουμε, όμως, αυτά και ας δούμε τα μετά τη μάχη (του Μαραθώνος). (Ο

Ηρόδοτος) λέει ‘’με τα υπόλοιπα πλοία τους οι βάρβαροι αναχώρησαν και αφού πήραν από

174
τη νήσο, όπου είχαν αφήσει, τα ανδράποδα από την Ερέτρια, περιέπλεαν το Σούνιο

θέλοντας να φθάσουν στην Αθήνα πριν τον αθηναϊκό στρατό. Από τους Αθηναίους, όμως,

διατυπώθηκε κατηγορία ότι αυτά σχεδιάστηκαν ύστερα από μηχανορραφία των

Αλκμεωνιδών. Ότι, δηλαδή, οι Αλκμεωνίδες, συνεννοημένοι με τους Πέρσες, σήκωσαν

ασπίδα (ως σύνθημα για να εκκινήσουν οι τελευταίοι) όταν οι Πέρσες ήταν ήδη μέσα στα

πλοία. Έτσι, λοιπόν, οι Πέρσες περιέπλεαν το Σούνιο’’. Σ’ αυτό το σημείο ας αφήσω κατά

μέρος ότι αποκάλεσε τους Ερετριείς ανδράποδα, οι οποίοι σε τόλμη και σε φιλοτιμία δεν

φάνηκαν κατώτεροι από κανέναν Έλληνα και έπαθαν ανάξιες συμφορές για την ανδρεία

(που επέδειξαν). Ότι διαβάλλει, ωστόσο, τους Αλκμεωνίδες, στους οποίους

συγκαταλέγονται οι μεγαλύτερες οικογένειες και οι επιφανέστεροι άνδρες, είναι μικρότερο

ζήτημα∙ ανατρέπεται, όμως, το μέγεθος της νίκης και το περιβόητο κατόρθωμα καταλήγει

να είναι μηδαμινό, καθώς δεν μοιάζει να συνέβη τόσο μεγάλη μάχη ούτε τόσο σπουδαίο

κατόρθωμα, αλλά μικρή σύγκρουση με τους αποβιβασθέντες βαρβάρους (όπως λένε οι

συκοφάντες που προσπαθούν να μειώσουν το γεγονός), (υπονοώντας ότι οι Πέρσες) δεν

υποχώρησαν μετά τη μάχη κόβοντας τα σχοινιά των πλοίων τους και αφήνοντας τους

εαυτούς τους στον άνεμο που θα τους οδηγούσε όσο γίνεται πιο μακριά από την Αττική,

αλλά (λέει) ότι σηκώθηκε μία ασπίδα στους Πέρσες ως σημάδι της προδοσίας, και ότι αυτοί

έπλευσαν προς την Αθήνα με την ελπίδα να την κυριεύσουν, και αφού περιέπλευσαν το

Σούνιο με την ησυχία τους, άραξαν για λίγο στα ανοιχτά του Φαλήρου, τη στιγμή που οι

πρώτοι και επιφανέστεροι άνδρες, ευρισκόμενοι σε απόγνωση, πρόδιδαν την πόλη. Ύστερα

απαλλάσσει τους Αλκμεωνίδες από την κατηγορία για προδοσία και την επιρρίπτει σε

άλλους: ‘’επειδή σηκώθηκε κάποια ασπίδα, και αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε’’, λέει

αυτός που το είδε! Αυτό, όμως, ήταν αδύνατο να συμβεί, καθώς οι Αθηναίοι είχαν νικήσει

κατά κράτος∙ αν, όμως, είχε συμβεί, δεν θα μπορούσαν να το δουν οι βάρβαροι, καθώς,

τρεπόμενοι σε φυγή και μέσα στον πολύ μόχθο και όντας τραυματισμένοι καταδιώκονταν

έως τα πλοία δεχόμενοι βέλη, εγκαταλείποντας την περιοχή όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο

καθένας τους. Όταν, όμως, πάλι προσποιείται ότι υπερασπίζεται τους Αλκμεωνίδες,

αφήνοντας κατά μέρος τις κατηγορίες, τις οποίες πρώτος αυτός τις διετύπωσε, λέει:

‘’εκπλήσσομαι και δεν αποδέχομαι τη φήμη πως οι Αλκμεωνίδες θα μπορούσαν ποτέ να

175
δώσουν το σύνθημα στους Πέρσες σηκώνοντας την ασπίδα, έχοντας την επιθυμία να

υποταχθούν οι Αθηναίοι στους βαρβάρους και στον Ιππία.’’ Μου έρχεται, όμως, στο νου ο

εξής παροιμιακός στίχος:

περίμενε, κάβουρα (να σε πιάσω), και (έπειτα) θα σ’ ελευθερώσω.

Για ποιό λόγο μόχθησες να τον πιάσεις, αφού μόλις τον έπιασες σκοπεύεις να τον

ελευθερώσεις; Και σύ (Ηρόδοτε στην αρχή) κατηγορείς και έπειτα υπερασπίζεσαι. Και

γράφεις εναντίον επιφανών ανδρών συκοφαντίες, τις οποίες πάλι αναιρείς, προφανώς

επειδή δεν πιστεύεις τον εαυτό σου. Τον εαυτό σου, δηλαδή, άκουσες να λέει πως οι

Αλκμεωνίδες σήκωσαν την ασπίδα στους βαρβάρους που είχαν ηττηθεί και έφευγαν. Και

βέβαια, στο χωρίο όπου υπερασπίζεσαι τους Αλκμεωνίδες αποδεικνύεις τον εαυτό σου

συκοφάντη. Άν, δηλαδή, οι Αλκμεωνίδες ‘’μισούν την τυραννίδα περισσότερο ή το ίδιο με

τον Καλλία το γιο του Φαινίππου και πατέρα του Ιππονίκου,’’ όπως γράφεις σ’ αυτό το

χωρίο, πού θα τοποθετήσεις τη συνωμοσία τους εκείνη, για την οποία γράφεις την πρώτη

φορά (που αναφέρεσαι σ’ αυτούς); (Γράφεις ότι οι Αλκμεωνίδες) επανέφεραν τον

Πεισίστρατο από την εξορία και τον αποκατέστησαν στην τυραννίδα συγγενεύοντας μαζί

του με επιγαμία, και ότι δεν είχαν πρόθεση να τον διώξουν πάλι, έως ότου κατηγορήθηκε

ότι συνευρέθηκε με τη γυναίκα του παρά φύση.

Η ιστορική του διήγηση τέτοια ταραχώδη στοιχεία έχει. Διότι, ενώ συκοφαντεί και

προκαλεί υπόνοιες για τους Αλκμεωνίδες, επαινεί τον γιο του Φαινίππου Καλλία, και

προσθέτοντας στη διήγηση το όνομα του γιου του, του Ιππονίκου, που ήταν από τους

πλουσιοτέρους Αθηναίους της εποχής του Ηροδότου, παραδέχθηκε ότι παρενέβαλε το

όνομα του Καλλία χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, αλλά για να κολακεύσει και να

ευχαριστήσει τον Ιππόνικο».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται τα γεγονότα αμέσως μετά

τη μάχη του Μαραθώνος. Συγκεκριμένα, ο βιογράφος θεωρεί πως είναι συκοφαντία η

αναφορά του ιστορικού ότι οι Αλκμεωνίδες, όταν οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία τους

ύστερα από την ήττα τους στο Μαραθώνα, ύψωσαν μία ασπίδα ως σύνθημα για τους

176
Πέρσες για να κατευθυνθούν οι τελευταίοι προς την Αθήνα και να την κυριεύσουν πριν

επιστρέψει στην πόλη ο αθηναϊκός στρατός∙ οι Πέρσες περιέπλευσαν το Σούνιο με

προορισμό την Αθήνα αφού επιβίβασαν στα πλοία τους τους αιχμαλώτους Ερετριείς που

είχαν αφήσει στη νήσο.413

Ο χαρακτηρισμός, όμως, «ἀνδράποδα» για τους Ερετριείς που χρησιμοποιεί ο

Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (6. 115), δεν είναι αρεστός στον Πλούταρχο, ο οποίος τον

σχολιάζει στην μικρή σε έκταση παρέκβασή του. Θεωρεί, δηλαδή, ο βιογράφος πως αυτός ο

όρος είναι υποτιμητικός για τους Ερετριείς, πως δεν αναδεικνύει την τόλμη, τη φιλοτιμία

και την ανδρεία που επέδειξαν στον αγώνα τους εναντίον των Περσών, και πως εν τέλει

έπαθαν ανάξια πράγματα. Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 6. 101, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας

της Ερέτριας από τους Πέρσες, που προηγήθηκε της μάχης του Μαραθώνος, μνημονεύει

την εξαήμερη αντίσταση που προέβαλαν οι Ερετριείς και την άλωση της πόλεως την

εβδόμη ημέρα ύστερα από προδοσία δύο επιφανών πολιτών, του Ευφόρβου και του

Φιλάγρου.414 Αν και δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την ανδρεία των Ερετριέων

εναντίον των Περσών κατά το διάστημα της ολιγοήμερης πολιορκίας της Ερέτριας από

τους Πέρσες, που, άλλωστε, την αναγνωρίζει εμμέσως και ο ιστορικός (6. 101), ο Ηρόδοτος

χρησιμοποίησε τον όρο «ἀνδράποδα», κατά τη γνώμη μου, απλά για να καταδείξει την

413 Ηρόδ. 6. 115. Η ασπίδα θα πρέπει να υψώθηκε από το Πεντελικόν όρος ή το όρος Αγριελίκι: βλ.
R.W. Macan, Herodotus, App. X, 8, σ. 166∙ N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”,
στο CAH IV2 (1988), σ. 512. Οι Πέρσες είχαν αφήσει τους αιχμαλώτους Ερετριείς στη νήσο των
Στυρέων Αιγλεία (Ηρόδ. 6. 107. 2). Τα Στύρα είναι πόλη στη νοτιοδυτική Εύβοια απέναντι από τον
Μαραθώνα, και στο λιμάνι της είναι η νήσος Αίγλεια: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 107. 2. Το σύνθημα της υψώσεως ασπίδος, εκτός από τον Ηρόδοτο,
αναφέρεται και από τον Ξενοφώντα, όταν οι κατάσκοποι του Λυσάνδρου ύψωσαν ασπίδα προς τον
Σπαρτιάτη στρατηγό για να εκκινήσει ο σπαρτιατικός στόλος και να καταλάβει αμαχητί τον
Αθηναϊκό στόλο στους Αιγός ποταμούς: Ελλ. 2. 1. 27: «Λύσανδρος δ’, ἐπεὶ ἦν ἡμέρα πέμπτη
ἐπιπλέουσι τοῖς Ἀθηναίοις, εἶπε τοῖς παρ’ αὐτοῦ ἑπομένοις, ἐπὰν κατίδωσιν αὐτοὺς ἐκβεβηκότας καὶ
ἐσκεδασμένους κατὰ τὴν Χερρόνησον, ὅπερ ἐποίουν πολὺ μᾶλλον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, τά τε σιτία
πόρρωθεν ὠνούμενοι καὶ καταφρονοῦντες δὴ τοῦ Λυσάνδρου, ὅτι οὐκ ἀντανῆγεν, ἀποπλέοντας
τοὔμπαλιν παρ’ αὐτὸν ἆραι ἀσπίδα κατὰ μέσον τὸν πλοῦν».
414 Βλ. για την πολιορκία και άλωση της Ερέτριας από τους Πέρσες (Σεπτέμβριος του 490 π.Χ.) N.G.L.
Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 505-507.

177
απώλεια της ελευθερίας και την υποδούλωση των Ερετριέων στους Πέρσες.415 Ο

Πλούταρχος, όμως, δεν δείχνει καλή πίστη στον χαρακτηρισμό του ιστορικού για τους

Ερετριείς και με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να αναδείξει την κακοήθεια της διηγήσεώς του∙

ας μη δώσουμε, όμως, μεγαλύτερη σημασία σε έναν χαρακτηρισμό του Ηροδότου, όπως

έκανε ο βιογράφος, και ας επανέλθουμε στο κυρίως θέμα του παρόντος παραδείγματος.

Ο Πλούταρχος θεωρεί πως η συκοφαντία του Ηροδότου εναντίον των

Αλκμεωνιδών, στους οποίους συγκαταλέγονται οι επιφανέστεροι άνδρες και οι

σημαντικότερες οικογένειες των Αθηνών, δεν είναι το σπουδαιότερο ζήτημα, αλλά οι

υπόνοιες που αφήνει ο ιστορικός στη διήγησή του και μειώνουν το μεγαλείο της νίκης στο

Μαραθώνα. Ισχυρίζεται, δηλαδή, ο βιογράφος ότι ο Ηρόδοτος, κάνοντας λόγο για

συνεννόηση των Αλκμεωνιδών με τους Πέρσες, αφήνει να εννοηθεί ότι έγινε μικρής

εκτάσεως μάχη, όπως ισχυρίζονται οι συκοφάντες,416 ότι οι Πέρσες έπειτα δεν υποχώρησαν

ατάκτως με το στόλο τους κόβοντας τα σχοινιά των πλοίων τους για να σωθούν, και ότι δεν

προσπάθησαν να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν από την Αττική, αλλά ότι

κατευθύνθηκαν προς την Αθήνα. Ο Πλούταρχος, στο βίο του Αριστείδου, εξηγεί τον πλου

του περσικού στόλου προς την Αθήνα λέγοντας ότι ο άνεμος τον ώθησε τυχαία προς τα

εκεί∙417 δεν εξηγεί, όμως, ο βιογράφος την γρήγορη επιστροφή του αθηναϊκού στρατού στην

Αθήνα.418 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 6. 113 κάνει λόγο για μεγάλης διάρκειας μάχη,419 για

415 Η λέξη «ἀνδράποδον» καταγράφεται για πρώτη φορά στις Ιστορίες του Ηροδότου και σημαίνει
τον αιχμαλωτισθέντα στον πόλεμο και πωληθέντα ως δούλο: βλ. LSJ9 λ. «ἀνδράποδον».
416 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 27, σημ. a (Ηθικά 862D) αναφέρει ότι
ίσως ο πιο φημισμένος από αυτούς να ήταν ο ιστορικός Θεόπομπος που, σύμφωνα με τμήμα του
αποσπάσματος (FGrH 115 F 153: «ἔτι δέ καί τήν ἐν Μαραθῶνι μάχην οὐχ οἵαν ἅπαντες ὑμνοῦσι
γεγενημένην, ‘’και ὅσα ἄλλα’’ φησίν ‘’ἡ Ἀθηναίων πόλις ἀλαζονεύεται καί παρακρούεται τούς
Ἕλληνας’’»), εξέφρασε την άποψη ότι η αθηναϊκή προπαγάνδα μεγαλοποίησε την επιτυχία της
νίκης στο Μαραθώνα.
417 5. 5: «ἐπεὶ δὲ τρεψάμενοι τοὺς βαρβάρους εἰς τὰς ναῦς ἐνέβαλον, καὶ πλέοντας οὐκ ἐπὶ νήσων
ἑώρων, ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ πνεύματος καὶ τῆς θαλάσσης εἴσω πρὸς τὴν Ἀττικὴν ἀποβιαζομένους». Ο A.
Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 27, λ. “the wind that would take them
furthest from Attica” (Ηθικά 862D) θεωρεί πιθανό ο άνεμος κατά τη διάρκεια της ημέρας να ώθησε
τον περσικό στόλο προς την Αθήνα.
418 Βλ. γι΄ αυτή τη διαπίστωση A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 27, λ. “the
wind that would take them furthest from Attica” (Ηθικά 862D).

178
καταδίωξη και σφαγή των Περσών από τους Αθηναίους, καθώς και για προσπάθεια των

τελευταίων να κυριεύσουν και να πυρπολήσουν τα περσικά πλοία, το οποίο έρχεται σε

αντίθεση, όπως ορθά παρατηρεί ο Πλούταρχος, με τις συνθήκες που αφήνει ο ιστορικός να

εννοηθούν, όταν διηγείται την κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον των Αλκμεωνιδών

στην Αθήνα για συναλλαγή των τελευταίων με τους Πέρσες, τη στιγμή που αυτοί ήταν στα

πλοία. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι, όταν υψώθηκε η ασπίδα,420 οι Πέρσες ήταν

ήδη στα πλοία (6. 115), εννοώντας ότι το σύνθημα εδόθη μετά τη μάχη, αλλά δεν είμαστε

σε θέση να γνωρίζουμε αν ο ιστορικός εννοεί ότι όλοι οι Πέρσες είχαν επιβιβαστεί και πώς

έγινε η επιβίβαση των Περσών στα πλοία. Δηλαδή, αν η επιβίβαση των Περσών στα πλοία

συνέβη υπό την πίεση της καταδιώξεως των Ελλήνων, τότε οι επιζώντες που

επιβιβάστηκαν στα πλοία δεν θα ήταν εύλογο να απομακρυνθούν τάχιστα από τον τόπο

και, πιθανότατα, να εγκαταλείψουν το σχέδιο που είχαν στο νου τους να πορευθούν προς

την Αθήνα, λόγω της ήττας που είχαν υποστεί στη μάχη; Στη διήγηση του Ηροδότου δεν

γίνεται λόγος για συμμετοχή του βαρβαρικού ιππικού στη μάχη. Η απουσία, λοιπόν, του

περσικού ιππικού από τη μάχη είναι δυνατόν να εξηγηθεί με την εικασία πως ήδη είχε

επιβιβαστεί στα πλοία, ειδάλλως, αν είχε συμμετάσχει στη σύγκρουση, η καταδίωξη από

419 Αντιθέτως, ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 251 θεωρεί ότι η εκ του συστάδην συμπλοκή
μεταξύ Ελλήνων και Περσών θα πρέπει να μετρηθεί σε λεπτά και όχι σε ώρες.
420 Η φράση «ἀναδέξαι ἀσπίδα» που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος στο χωρίο 6. 115 σημαίνει «κρατώ
ψηλά μία ασπίδα ως σήμα»: βλ. για τη σημασία αυτή LSJ9 λ. «ἀναδείκνυμι και -ύω». Άρα ο ιστορικός
περιέγραψε την ανύψωση κάποιας ασπίδος, χωρίς, όμως, να αναφέρει πώς μεταδόθηκε το μήνυμα.
Ο R.W. Macan, Herodotus, App. X, 8, σ. 166, θεωρεί πως το μήνυμα εστάλη στους Πέρσες με λάμψη
που δημιουργήθηκε από τις ακτίνες του ηλίου ή της σελήνης. Για τη δημιουργία της λάμψης
απαιτείται συγκεκριμένη θέση του πομπού του μηνύματος και του παραλήπτη – περσικού στόλου,
καθώς και καθορισμένη χρονική στιγμή που θα εδίδετο το σήμα, ώστε να γίνει ορατό από τους
Πέρσες. Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 512
αναφέρει ότι το σύνθημα εδόθη τις πρωινές ώρες, πιθανότατα την ενάτη ώρα. Οι A.T. Hodge – L.A.
Losada, “The Time of the Shield Signal at Marathon”, AJA 74 (1970), σ. 32-36, αν και αποδέχονται ότι το
μήνυμα εστάλη μέσω της αντανακλάσεως των ηλιακών ακτίνων στην επιφάνεια της ασπίδος,
θεωρούν ότι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί χρονικά η λάμψη του ηλίου με υπολογισμό των γωνιών,
καθώς, αφ’ ενός είναι απροσδιόριστη από τον ιστορικό η θέση του παραλήπτη, δηλαδή του περσικού
στόλου, αλλά και του δότη του μηνύματος, αφ’ ετέρου το μήνυμα δεν θα μπορούσε να δοθεί
αποκλειστικά τις πρωινές ώρες, όταν ο ήλιος ευρίσκετο ανατολικά με πορεία προς νότο, αλλά και τις
άλλες ώρες της ημέρας.

179
τους Έλληνες θα έκανε πολύ δύσκολη έως και αδύνατη την επιβίβαση των ίππων στα

πλοία∙ ο C. Tuplin, όμως, θεωρεί ότι, όσοι Πέρσες ιππείς δεν είχαν προλάβει να

επιβιβαστούν στα πλοία κατά τη φυγή τους, θα είχαν εγκαταλείψει τους ίππους τους για

να σωθούν.421 Ο N.G.L. Hammond, βασιζόμενος: α) σε αναπαράσταση της Ποικίλης422 Στοάς

ενός Πέρση ιππέα που είχε σκοτωθεί στην εν λόγω μάχη και ο ίππος του είχε

αιχμαλωτισθεί, β) σε χωρίο423 του Αίλιου Αριστείδη που αναφέρει τους ίππους πρώτους

μεταξύ των λαφύρων που συγκέντρωσαν οι Αθηναίοι, γ) σε χωρίο424 του Παυσανία που

κάνει λόγο για ίππους στη μάχη και δ) σε χωρίο425 του Κορνηλίου Νέπωτος που αναφέρει

τη συμμετοχή του ιππικού του Δάτιδος στη μάχη, θεωρεί πως το βαρβαρικό ιππικό έλαβε,

αν και καθυστερημένα, μέρος στη μάχη∙ ο N.G.L. Hammond εικάζει ότι η καθυστερημένη

άφιξή του στον τόπο της συγκρούσεως οφειλόταν σε σφάλμα των ιπποκόμων που, ενώ

οδήγησαν τη νύκτα τους ίππους μακριά από το περσικό στρατόπεδο για ύδωρ και βοσκή,

δεν επέστρεψαν εγκαίρως την αυγή της επομένης ημέρας.426 Όλες οι αναφορές του N.G.L.

421 Βλ. C. Tuplin, “Marathon. In Search of a Persian Dimension”, στο MARATHON: The Battle and the
Ancient Deme, Athens 2010, σ. 268, σημ. 72.
422 Η Ποικίλη Στοά, ή Στοά των Ερμών λόγω ευρημάτων από Ερμαϊκά αγάλματα, ευρίσκετο στην
βόρεια πλευρά της αγοράς: βλ. H.R. Goette, “Athens [1], II TOPOGRAPHY, 4. AGORA”, ΒNP 2 (2003),
σ. 264.
423 Παναθ. (202D): «καί γάρ ἵπποι καί βέλη καί νῆες καί ψέλια καί στρεπτοί καί κύνες καί πάντα
χρήματα δῶρα τῆς τύχης ἐστίν προκείμενα τοῖς κρείττοσι, καί πάντα ταῦτα ἡ νίκη παραδίδωσι» και
λίγο μετά στο ίδιο χωρίο: «καί ἵπποι συνελαμβάνοντο». Βλ. αναλυτικά για τον σοφιστή Αίλιο
Αριστείδη (26 Νοεμ. 117 – 177 ή 187 μ.Χ.) E. Bowie, “Aristides, [3] P. Aelius”, ΒNP 1 (2002), σ. 1096-1100.
424 1. 32. 4: «ἐνταῦθα ἀνὰ πᾶσαν νύκτα καὶ ἵππων χρεμετιζόντων καὶ ἀνδρῶν μαχομένων
ἔστιν αἰσθέσθαι».
425 Milt. 5. 4: «Datis etsi non aequum locum uidebat suis, tamen fretus numero copiarum suarum
confligere cupiebat, eoque magis, quod, priusquam Lacedaemonii subsidio uenirent, dimicare utile
arbitrabatur. itaque in aciem peditum centum, equitum decem milia produxit proeliumque commisit». Ο
Κορνήλιος Νέπως (περί το 100 - 24 π.Χ.) έγραψε ερωτικά ποιήματα που δεν σώζωνται, ένα έργο
«Chronica» από το οποίο σώζωνται αποσπάσματα, ένα έργο με τίτλο «Exempla» που αποτελεί
συλλογή ελληνορωμαϊκών ανεκδότων, και το βασικό του έργο «De viris illustribus»: βλ. H. Leppin,
“Nepos, [2] Cornelius N.”, ΒNP 9 (2006), σ. 659-660.
426 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 511-512 και
516-517∙ ο N.G.L. Hammond, σ. 516-517 προσθέτει και ένα πέμπτο στοιχείο για τη συμμετοχή του
περσικού ιππικού στη μάχη, την αναπαράσταση ιππέων στο νότιο διάζωμα του ναού της Νίκης,
αλλά η μάχη την οποία αναπαριστά δεν είναι βέβαιο, όπως αναφέρει ο N.G.L. Hammond, ότι

180
Hammond κάνουν, βέβαια, λόγο για παρουσία του βαρβαρικού ιππικού στη μάχη, αλλά,

εκτός του χωρίου του Κορνήλιου Νέπωτος, δεν αποτελούν ρητές καταγραφές περί

συμμετοχής του περσικού ιππικού στη μάχη και, συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν

ενδείξεις και όχι αποδείξεις∙ το χωρίο του Κορνήλιου Νέπωτος για το περσικό ιππικό, αν

και αποτελεί τη μόνη ρητή καταγραφή περί της συμμετοχής του βαρβαρικού ιππικού στη

μάχη, είναι, κατά τη γνώμη μου, αμφίβολο, καθώς παραθέτει μεγάλους αριθμούς τόσο για

το πεζικό όσο και για το ιππικό των Πέρσων∙ επιπρόσθετα, το χωρίο του Παυσανία δεν

προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα, καθώς περιγράφει με μεταφυσικό τρόπο πως,

όσοι παρευρίσκονταν τη νύκτα στον τόπο όπου είχε διεξαχθεί η μάχη, μπορούσαν να

αντιληφθούν μέσω της ακοής τους τους ίππους και τους πολεμιστές∙ σε ό,τι αφορά την

αναπαράσταση της Ποικίλης Στοάς, δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, αξιόπιστη

μαρτυρία, καθώς αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να αποτυπώνεται η φαντασία του

καλλιτέχνη ή η εικαστική επιθυμία του αθηναϊκού πλήθους. Και για ποιό λόγο, έπειτα, να

χρονοτριβήσουν οι Πέρσες επιβιβάζοντας τους αιχμαλώτους Ερετριείς στα πλοία τους, ενώ

είχαν ως στόχο να σπεύσουν τάχιστα προς την Αθήνα και να την κυριεύσουν πριν

επιστρέψει ο αθηναϊκός στρατός από τον Μαραθώνα; Οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι,

η ασπίδα που υψώθηκε ως σύνθημα για τους Πέρσες, δεν συνέβη μετά τη μάχη όπως

αναφέρει ο ιστορικός, αλλά πριν από αυτήν, με αποτέλεσμα, αφ΄ ενός τη διαίρεση των

περσικών δυνάμεων πριν τη σύγκρουση κατά την οποία το ένα τμήμα πολέμησε στο

Μαραθώνα και το άλλο πορεύθηκε προς την Αθήνα, κάτι που εξηγεί και την απουσία από

τη μάχη του βαρβαρικού ιππικού που είχε επιβιβαστεί στα πλοία με προορισμό την Αθήνα,

αφ΄ ετέρου την αξίωση του Μιλτιάδη για άμεση μάχη μετά τη διαίρεση των εχθρικών

δυνάμεων∙ το τμήμα των Περσών που ηττήθηκε στο Μαραθώνα πορεύθηκε προς την

Αθήνα για να συναντήσει τον υπόλοιπο στόλο, αφού προηγουμένως είχε επιβιβάσει στα

πρόκειται γι΄ αυτήν του Μαραθώνος. Και ο C. Tuplin, “Marathon. In Search of a Persian Dimension”, σ.
267-271 είναι βέβαιος περί της συμμετοχής του περσικού ιππικού στην εν λόγω μάχη με το
επιχείρημα πως ο ιστορικός παρέλειψε να κάνει μνεία περί αυτού λόγω του μικρού αριθμού Περσών
ιππέων.

181
πλοία του τους αιχμαλώτους Ερετριείς.427 Η διαίρεση των περσικών δυνάμεων δικαιολογεί

την τάχιστη επιστροφή των Αθηναίων στην πόλη από φόβο για μία ενδεχόμενη επίθεση

των Περσών στην ανυπεράσπιστη Αθήνα, αλλά ο ίδιος φόβος θα μπορούσε να επισπεύσει

την επιστροφή του νικηφόρου αθηναϊκού στρατού στην πόλη και σε περίπτωση που δεν

υπήρχε διαίρεση των περσικών δυνάμεων, με τη σκέψη μονάχα πως ο περσικός στόλος

κατευθυνόταν στην Αθήνα για να επιτεθεί στην πόλη. Το σύνθημα με την ανύψωση της

ασπίδος προϋποθέτει ότι οι υποστηρικτές της τυραννίδος στην Αθήνα ήλθαν σε

επικοινωνία με τους Πέρσες και τον Ιππία πριν τη μάχη, και όχι μονάχα πριν τη μάχη,

αλλά και νωρίτερα, αφ΄ ότου οι Πέρσες είχαν αποβιβασθεί στο Μαραθώνα, ώστε να

συμφωνηθεί ο ακριβής τόπος και ο κατά προσέγγιση χρόνος που θα υψωνόταν η ασπίδα.428

Αν, όμως, πριν τη μάχη υπήρχε συνεννόηση των Αλκμεωνιδών με τους Πέρσες, για ποιό

λόγο οι Αλκμεωνίδες να σηκώσουν ασπίδα στους Πέρσες με τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η

προδοσία τους και να μην πορευθούν οι Πέρσες κατ’ ευθείαν προς την Αθήνα, όπως είχαν

προσυμφωνήσει, ή για ποιό λόγο να μην προτιμηθεί η άμεση επικοινωνία από την έμμεση

(ανύψωση ασπίδος); Θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι προτιμήθηκε η ασπίδα για λόγους

ταχυτέρας αποστολής του μηνύματος ή αδυναμίας κάποιας από τις δύο πλευρές να

χρησιμοποιήσει την άμεση οδό επικοινωνίας (είτε με συνάντηση είτε με επιστολή) για

μήνυμα που, βεβαίως, θα ήταν η έγκριση ή η μη έγκριση του πλου του περσικού στόλου

προς την Αθήνα και καμία άλλη ειδοποίηση.429 Αν, πράγματι, υψώθηκε ασπίδα, αυτό, κατά

τη γνώμη μου, σημαίνει ότι η προδοσία που προσχεδιαζόταν στην Αθήνα θα

αποκαλύπτετο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή που θα έπρεπε να συγχρονιστεί με τον

πλου του περσικού στόλου προς την Αθήνα. Όμως, πώς είναι δυνατόν οι Αλκμεωνίδες να

συνεχίζουν μέχρι τέλους το σχέδιο της προδοσίας τη στιγμή που οι Πέρσες είχαν ηττηθεί

στη μάχη; Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει σ’ αυτήν την εύλογη ερώτηση ότι η μυστική

συμφωνία ήταν να πορευθούν οι Πέρσες την προκαθορισμένη ώρα προς την Αθήνα και

427 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XVIII, 8 και 9. Για διαίρεση των περσικών δυνάμεων
πριν τη μάχη κάνει λόγο και ο P.K.B. Reynolds, “The Shield Signal at the Battle of Marathon”, JHS 49
(1929), σ. 103-104.
428 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή P.K.B. Reynolds, JHS 49 (1929), σ. 101.
429 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή P.K.B. Reynolds, JHS 49 (1929), σ. 101-102.

182
έτσι στηρίζονταν περισσότερο σε προδοσία και παράδοση της πόλεως από τους Αθηναίους

παρά στη μάχη που θα διεξαγόταν στο Μαραθώνα. Και αν είναι σωστή η προαναφερθείσα

γνώμη των W.W. How - J. Wells για διαίρεση του στόλου πριν τη μάχη, τότε τη μεγαλύτερη

ευθύνη για την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας την είχε το τμήμα του στόλου που

πορευόταν προς την Αθήνα∙430 σ’ αυτήν, όμως, την εικασία αντιτίθεται η ιστορική διήγηση

του Ηροδότου.

Έπειτα, ο Πλούταρχος αναφέρει χωρίο του Ηροδότου που, απαλλάσσει μεν τους

Αλκμεωνίδες από την κατηγορία της προδοσίας, την αποδίδει δε σε άλλους, καθώς θεωρεί

ότι σηκώθηκε κάποια ασπίδα ως σύνθημα για τους Πέρσες.431 Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό

χωρίο (6. 124), εικάζει ότι την ασπίδα θα πρέπει να την ύψωσε κάποιος που ήταν

δυσαρεστημένος με το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών, αποκλείοντας τους

Αλκμεωνίδες οι οποίοι, κατά τη γνώμη του ιστορικού, δεν είχαν λόγο να είναι

δυσαρεστημένοι, καθώς ήταν οι σημαντικότεροι άνδρες στην πόλη και δέχονταν τις

μεγαλύτερες τιμές από όλους τους πολίτες. Κατά τους W.W. How - J. Wells, η άποψη του

Ηροδότου, ότι, δηλαδή, οι Αλκμεωνίδες ήταν οι σημαντικότεροι και οι πιο τιμημένοι άνδρες

στην Αθήνα, αναιρείται: α) από την υψηλή θέση που είχε ο Μιλτιάδης εκείνη την περίοδο

που ανήκε στην αντίπαλη οικογένεια των Φιλαϊδών,432 β) από τον οστρακισμό του

Μεγακλέους, γιου του Αλκμεωνίδη Ιπποκράτους, το 487-486 π.Χ. που μνημονεύει433 ο

430 Ο P.K.B. Reynolds, JHS 49 (1929), σ. 102-104 θεωρεί πως η ανύψωση της ασπίδος
πραγματοποιήθηκε κατά τον πλου του περσικού στόλου προς την Αθήνα και ότι δεν σήμαινε την
υποστήριξη των συνωμοτών στους Πέρσες, αλλά το αντίθετο, ότι, δηλαδή, οι συνωμότες μέσα στην
πόλη δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους Πέρσες που θα πλησίαζαν στην Αθήνα.
431 Ηρόδ. 6. 124.
432 Βλ. αναλυτικά για την ευγενή, αθηναϊκή οικογένεια των Φιλαϊδών που έλαβε το όνομά της από
τον Φίλαιο, τον γιο του του μυθικού ήρωος Αίαντος, και παρείχε μία σειρά από διακεκριμένους
στρατηγούς και πολιτικούς τον 6ο και 5ο αι. π.Χ., όπως τον Μιλτιάδη και το γιο του Κίμωνα, E. Stein -
Hölkeskamp, “Philaidae [2]”, ΒNP 11 (2007), σ. 11-12.
433 Αθ. Πολ. 22. 5-6: « καὶ ὠστρακίσθη Μεγακλῆς Ἱπποκράτους Ἀλωπεκῆθεν». Ο Μεγακλής του
Ιπποκράτους ήταν αδελφός της μητρός του Περικλέους Αγαρίστης, εξορίσθηκε με οστρακισμό το
487/6 π.Χ. και νίκησε σε αρματοδρομία κατά τους Πυθικούς αγώνες του 486 π.Χ.∙ η κάθοδός του το
480 π.Χ. δεν πιστοποιείται, ενώ δεύτερη εξορία με οστρακισμό τη δεκαετία του 480 π.Χ. παραμένει
υποθετική: βλ. K. Kinzl, “Megacles [4]”, ΒNP 8 (2006), σ. 594.

183
Αριστοτέλης, και γ) από τον υπαινιγμό434 του Πινδάρου για την κακή φήμη των

Αλκμεωνιδών.435 Αλλά ακόμη και αν δεν είχαν πρωτεύουσα θέση και καλή φήμη οι

Αλκμεωνίδες στην Αθήνα περί τον χρόνο της μάχης του Μαραθώνος, δε σημαίνει

απαραίτητα πως αυτοί θα πρόδιδαν την πατρίδα τους.

Ο Πλούταρχος, λέγοντας ότι ο Ηρόδοτος είδε με τα μάτια του την ύψωση της

ασπίδος, ειρωνεύεται τη βεβαιότητα του ιστορικού για το ζήτημα και θεωρεί ότι κάτι τέτοιο

δεν θα μπορούσε ο ιστορικός να το γνωρίζει∙ έτσι, ο βιογράφος υπερασπίζεται, εκτός από

τους Αλκμεωνίδες, και τον άγνωστο άνδρα που ο ιστορικός κατηγορεί για προδοσία. Κατά

το βιογράφο η ύψωση της ασπίδος δεν θα μπορούσε να συμβεί, επειδή οι Αθηναίοι είχαν

νικήσει κατά κράτος. Αν, όμως, οι Αθηναίοι είχαν νικήσει κατά κράτος, τότε, κατά τον A.

Bowen, δεν υπήρχε ανάγκη να επιστρέψει γρήγορα στην Αθήνα ο αθηναϊκός στρατός.436 Αν

και ο Ηρόδοτος δεν παραθέτει το αρχικό πλήθος των βαρβαρικών δυνάμεων, ο αριθμός

των 6.400 πεσόντων βαρβάρων που μνημονεύει κατά τη μάχη (6. 117. 1) ίσως δεν ήταν

αποθαρρυντικός για μία αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Αθηνών, η οποία υπονοείται

από τον ιστορικό: α) με τη δήλωσή του ότι ο περσικός στόλος ήθελε να φθάσει στην Αθήνα

πριν τον αθηναϊκό στρατό (6. 115), β) με την ύψωση ασπίδος (6. 115) και γ) με τη στάθμευση

του περσικού στόλου για λίγο στα ανοικτά του Φαλήρου, πριν αποπλεύσει για την Ασία (6.

116). Η αργοπορία, ωστόσο, του περσικού στόλου για την περισυλλογή των αιχμαλώτων

Ερετριέων ανατρέπει τη διήγηση του ιστορικού για γρήγορο πλου του περσικού στόλου

προς την Αθήνα. Σχετικά με τη διαίρεση των περσικών δυνάμεων λίγο πριν τη μάχη που

προτείνουν οι W.W. How - J. Wells, ώστε να εξηγηθεί, προφανώς, και η απουσία από τη

μάχη του βαρβαρικού ιππικού, δημιουργείται το εύλογο ερώτημα, για ποιό λόγο το τμήμα

του περσικού στόλου που κατευθυνόταν προς το Φάληρο να μην προλάβει να φθάσει στην

Αθήνα πριν τον αθηναϊκό στρατό, αφού ο τελευταίος ήταν επιφορτισμένος με τη

διεξαγωγή της μάχης. Ο N.G.L. Hammond αναφέρει δύο οδούς από την Αθήνα έως τον

Μαραθώνα, η μία είχε μήκος περί τα 35 χιλιόμετρα και οδηγούσε πέρα από τους λόφους

434 Πυθ. 7. 18-19: «τὸ δ’ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα».


435 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 124. 1 και App. XVIII, 6.
436 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 27, λ. “a decisive victory” (Ηθικά
862E).

184
μεταξύ Πάρνηθος και Πεντέλης, και η άλλη περί τα 40 χιλιόμετρα και οδηγούσε πέρα από

το χαμηλό πέρασμα μεταξύ Πεντέλης και Υμηττού μέσω της Παλλήνης και στη συνέχεια

κατά μήκος της ακτής∙437 συνεπώς, λόγω της σχετικά όχι μεγάλης αποστάσεως από τον

Μαραθώνα έως την Αθήνα, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την ηροδότεια διήγηση

ότι οι Αθηναίοι, όποια οδό και αν επέλεξαν για την επιστροφή τους στην πόλη,

πρόφθασαν, κινούμενοι τάχιστα, να αφιχθούν στην Αθήνα πριν τον περσικό στόλο. Για

ποιό λόγο, όμως, οι Πέρσες να μην πορεύονταν τη νύκτα προς το Φάληρο ώστε να

διασφαλίσουν την βέβαιη άφιξή τους στην Αθήνα πριν την επιστροφή του αθηναϊκού

στρατού στην πόλη; Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες που θα συμπλήρωναν τα

κενά της ηροδότειας διηγήσεως. Κατά τη γνώμη μου, οι πιθανές εκδοχές που αφήνει η

ιστορική διήγηση του Ηροδότου στον αναγνώστη να συμπεράνει είναι οι εξής: α) είτε οι

Πέρσες δεν είχαν καθόλου στο νου τους να επιτεθούν στην πόλη των Αθηνών, β) είτε

υπήρξε διαίρεση των δυνάμεών τους μετά τη μάχη, όπου το ένα τμήμα πορεύθηκε κατ΄

ευθείαν προς την Αθήνα και το άλλο για την περισυλλογή των Ερετριέων αιχμαλώτων, γ)

είτε η διαίρεση του περσικού στόλου συνέβη λίγο πριν τη μάχη. Όποια εικασία και αν

αποδεχθούμε από αυτές τις τρείς ως ορθή, θα πρέπει να αμφισβητήσουμε κάποιο ή κάποια

γεγονότα της ηροδότειας διηγήσεως∙ σχετικά με την πρώτη εκδοχή θα πρέπει να

αμφισβητήσουμε τις υπόνοιες περί περσικής επιθέσεως στην πόλη των Αθηνών μετά τη

μάχη που αφήνει η ηροδότεια διήγηση να εννοηθούν, ενώ στις δύο άλλες εκδοχές

αντιτίθεται η ηροδότεια διήγηση που δεν μνημονεύει διαίρεση των περσικών δυνάμεων

και, επιπλέον, σε ό,τι αφορά την τρίτη εκδοχή, δημιουργείται η εύλογη, κατά τη γνώμη μου,

απορία για ποιό λόγο να μην εκκινήσει ο περσικός στόλος τη νύκτα ώστε, αφ΄ ενός να

εξασφαλίσει τον αναγκαίο χρόνο για επίθεση εναντίον των Αθηνών, αφ΄ ετέρου τη νύκτα

είναι πιο ευνοϊκές οι συνθήκες για παράδοση της πόλεως από τους οπαδούς του Ιππία, πριν

την επιστροφή του αθηναϊκού στρατού. Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι οι

Αθηναίοι, μετά τη νίκη στο Μαραθώνα, να σκέφθηκαν ότι θα μπορούσαν οι Πέρσες να

κατευθυνθούν προς την Αθήνα, καθώς δεν μνημονεύεται καθόλου από τον ιστορικό ο

αθηναϊκός στόλος και η δυνατότητα παρεμποδίσεως του πλου του περσικού στόλου προς

437 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 507.

185
το Φάληρο, με την ελπίδα ότι ο αθηναϊκός στρατός δεν θα επέστρεφε αμέσως για να την

υπερασπιστεί και, ενδεχομένως, με την προσδοκία της προδοσίας της πόλεως, καθώς ο

Ιππίας θα είχε κάποιους εναπομείναντες φίλους στην πόλη∙ οι Αθηναίοι, όμως, έφθασαν

στην πόλη πριν τον περσικό στόλο και ανέτρεψαν όποια σκέψη είχαν στο νου τους οι

Πέρσες για την εκπόρθηση της πόλεως, η οποία υποδηλώνεται, κατά τη γνώμη μου, με την

αναμονή του περσικού στόλου στο Φάληρο.

Και ο Πλούταρχος συνεχίζει και λέει πως, και αν ακόμη είχε συμβεί η ύψωση

κάποιας ασπίδος, δεν θα μπορούσαν να την δουν οι βάρβαροι, καθώς τραυματισμένοι

καταδιώκονταν από τους εχθρούς τους οι οποίοι τους έριχναν βέλη, και προσπαθούσαν

μέσα στην ένταση της φυγής τους να εγκαταλείψουν τον τόπο όσο το δυνατόν

γρηγορότερα. Η ασπίδα, όμως, υψώθηκε όταν οι Πέρσες ευρίσκονταν μέσα στα πλοία και

όχι κατά τη διάρκεια της καταδιώξεώς τους από τους Έλληνες στη στεριά. Και ο περσικός

στόλος δεν τράπηκε αμέσως σε φυγή καθώς, αφ΄ ενός δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος από

τον αθηναϊκό στόλο, που δεν μνημονεύεται καθόλου από τον Ηρόδοτο, και, σύμφωνα με

τον ιστορικό, οι Αθηναίοι δεν αποδυνάμωσαν τον περσικό στόλο, καθώς κυρίευσαν επτά

μόλις βαρβαρικά πλοία (6. 115), αφ΄ ετέρου, στο ίδιο χωρίο (Ηρόδ. 6. 115), ο περσικός στόλος

κατευθύνθηκε πρώτα στη νήσο Αιγλεία για να επιβιβάσει τους αιχμαλώτους Ερετριείς που

πριν είχε αφήσει. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι δεν γνωρίζουμε σημαντικές

πληροφορίες για τα γεγονότα πριν, κατά τη διάρκεια της μάχης και έπειτα από αυτήν, που

θα πλήρωναν τα κενά της ηροδότειας διηγήσεως∙ έτσι, περιοριζόμαστε μονάχα σε εύλογες

εικασίες.

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο για αντίφαση, καθώς ο

ιστορικός, αφ’ ενός κατηγορεί τους Αλκμεωνίδες για προδοσία, αφ’ ετέρου τους

υπερασπίζεται απαλλάσσοντάς τους από την κατηγορία. Ο Ηρόδοτος, όμως, ανέφερε στο

έργο του την κατηγορία για προδοσία που είχε διατυπωθεί από τους Αθηναίους στους

Αλκμεωνίδες, ενώ ο Πλούταρχος θεωρεί ότι η κατηγορία αυτή αποτελεί επινόηση του

ιστορικού. Στο χωρίο 6. 121. 1, που μνημονεύει ο Πλούταρχος για να καταδείξει την

αντίφαση του Ηροδότου ο οποίος υπερασπίζεται τους Αλκμεωνίδες που πριν

συκοφαντούσε, ο ιστορικός απλώς εξέφρασε την προσωπική του γνώμη λέγοντας ότι οι

186
Αλκμεωνίδες δεν θα βοηθούσαν ποτέ στην υποδούλωση των Αθηναίων από τους

βαρβάρους και στην κάθοδο του Ιππία λόγω του μίσους που ένιωθαν προς τους τυράννους.

Ο R.W. Macan και οι W.W. How - J. Wells θεωρούν παράλογη και μη πειστική την

προσπάθεια του Ηροδότου να αποδείξει ότι οι Αλκμεωνίδες μισούσαν τους βαρβάρους και

την τυραννίδα, καθώς, σύμφωνα με τη διήγηση του ιστορικού, οι Αλκμεωνίδες είχαν

φιλικές σχέσεις, αφ’ ενός με τον Κροίσο (6. 125) ο οποίος ήταν ο πρώτος βάρβαρος που

υποδούλωσε Έλληνες (1. 6. 2), αφ’ ετέρου με τον τύραννο της Σικυώνος Κλεισθένη ο οποίος

έδωσε τη θυγατέρα του ως σύζυγο στον Αλκμεωνίδη Μεγακλή (6. 126-130), και,

επιπρόσθετα, επειδή συνεργάστηκαν με τον Πεισίστρατο στην πρώτη κάθοδο του

τυράννου (1. 60)∙438 στο επιχείρημα του R.W. Macan και των W.W. How - J. Wells θα

μπορούσε να προστεθεί και το αξίωμα του άρχοντος στην Αθήνα από τον Αλκμεωνίδη

Κλεισθένη το 525/4 π.Χ. που καθιστά αναμφισβήτητη τη συναλλαγή των Αλκμεωνιδών με

τους Πεισιστρατίδες.439 Είναι, όμως, δυνατόν οι Αλκμεωνίδες να έχουν λησμονήσει τους

αγώνες τους να διώξουν τους Πεισιστρατίδες από την Αθήνα (Ηρόδ. 5. 62-63. 1) και να

έχουν συνεργαστεί με τους Πέρσες επαναφέροντας τον Ιππία στην Αθήνα; Παρά τα

στοιχεία που δείχνουν ότι οι Αλκμεωνίδες προσπαθούσαν να προασπίσουν τα συμφέροντά

τους συναλλασσόμενοι ακόμη και με τους εχθρούς τους, κάτι που καταγράφει και ο

ιστορικός στην περίπτωση της πρώτης καθόδου του Πεισιστράτου, ο Ηρόδοτος αποκλείει

την πιθανότητα να συνέβη προδοσία από τους Αλκμεωνίδες αμέσως μετά τη μάχη του

Μαραθώνος. Ο βιογράφος, με τον παροιμιακό στίχο440 που αναφέρει θέλει, αφ’ ενός να

καταδείξει την αντιφατική διήγηση του ιστορικού, αφ’ ετέρου το ατελέσφορο του

πράγματος, καθώς ο Ηρόδοτος αναιρεί την κατηγορία που πριν μόχθησε να αποδείξει την

ορθότητά της. Και όταν ο Πλούταρχος αναφέρει τη φράση του Ηροδότου που λέει ότι οι

438 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 121. 1, λ. «οὐκ ἐνδέκομαι τόν λόγον»∙ W.W.
How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 121. 1. Βλ. για τον τύραννο της Σικυώνος
Κλεισθένη (περί το 600 – 570 π.Χ.) B. Patzek, ‘’Cleisthenes [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 419.
439 Βλ. τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, I, 9, σ. 73-75.
440 Ίσως πρόκειται για φράση από μύθο που την αναφέρει, πιθανότατα, το φίδι στον κάβουρα: βλ. L.
Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 27, σημ. b (Ηθικά 862F). Ο στίχος μετρικά
είναι αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια
στο κεφ. 27, λ. “Wait, little crab … let you go!” (Ηθικά 862F).

187
Αλκμεωνίδες μισούσαν τους τυράννους περισσότερο ή εξ ίσου με τον Καλλία, το γιο του

Φαινίππου και πατέρα του Ιππονίκου, που μηχανευόταν τα πάντα εναντίον του

Πεισιστράτου και είχε την τόλμη να αγοράσει την περιουσία του τυράννου μετά την

εκδίωξή του τελευταίου από την Αθήνα,441 θέλει να καταδείξει την αντίφαση της

ηροδότειας διηγήσεως. Εκτός αυτού, ο Πλούταρχος, με αφορμή τη μικρή παρέκβαση442 του

Ηροδότου για το βίο και τα έργα του Καλλία, ισχυρίζεται ότι ο ιστορικός παραδέχθηκε πως

ανέφερε το όνομα του Καλλία για να κολακεύσει και να ευχαριστήσει το γιο αυτού

Ιππόνικο, που ήταν από τους πλουσιοτέρους Αθηναίους της εποχής του Ηροδότου.443 Ο

Ηρόδοτος, όμως, δεν ομολογεί κάτι τέτοιο στη διήγησή του, αλλά μονάχα ότι ο Καλλίας

είναι αξιομνημόνευτος για πολλά πράγματα (6. 122). Και όταν ο ιστορικός αναφέρει ότι οι

Αλκμεωνίδες βοήθησαν στην πρώτη κάθοδο του Πεισιστράτου στην Αθήνα, συνδέθηκαν

μαζί του με επιγαμία και ότι δεν είχαν σκοπό να τον διώξουν πάλι, μέχρις ότου έμαθαν ότι

συνευρίσκετο με τη σύζυγό του – θυγατέρα του Μεγακλέους - παρά φύση,444 ο Πλούταρχος

αναρωτιέται πώς θα ήταν αυτό δυνατόν να συμβεί, ενώ μισούσαν τους τυράννους. Τα

αντιφατικά, λοιπόν, στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ιστορικός στη διήγησή του, κατά τον

Πλούταρχο, προκαλούν ταραχή στον αναγνώστη. Η απλή, όμως, καταγραφή από τον

ιστορικό της κατηγορίας για προδοσία που απεδόθη από τους Αθηναίους στους

Αλκμεωνίδες μετά τη μάχη του Μαραθώνος, αλλά και η ειλικρίνεια της γνώμης του

Ηροδότου υπέρ της αθωότητος των Αλκμεωνιδών, δεν αναγνωρίζεται, εσφαλμένα κατά τη

γνώμη μου, από τον Πλούταρχο που είναι πεπεισμένος ότι ο ιστορικός είναι συκοφάντης.

441 Ηρόδ. 6. 121. Βλ. αναλυτικά για τον Καλλία (περί το 590 π.Χ. – περί το 520 π.Χ.) που ήταν μέλος της
οικογένειας που ανήκε στο γένος των Κηρύκων J.K. Davies, Athenian propertied families, σ. 254-256.
442 Ηρόδ. 6. 122.
443 Ο Πλούταρχος συγχέει δύο συγγενείς με το ίδιο όνομα, καθώς ο Ιππόνικος, που είναι σύγχρονος
του Ηροδότου και, σύμφωνα με χωρίο του Θουκυδίδη (3. 91. 4), ένας από τους στρατηγούς των
Αθηνών το 426-425 π.Χ., δεν ήταν ο γιος του Καλλία γιου του Φαινίππου, αλλά δισέγγονος αυτού: βλ.
J.K. Davies, Athenian propertied families, σ. 254 κ.ε.∙ A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus,
σχόλια στο κεφ. 27, λ. “Callias son of Phaenippus, not omitting his son Hipponicus” (Ηθικά 863Β).
444 Ηρόδ. 1. 60-61 και 5. 62. Βλ. τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, I, 9, σ. 72-75.

188
12. Ο Ηρόδοτος σφάλλει πως οι Αργείοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν στο πλευρό των

Ελλήνων και πως ήταν αυτοί που κάλεσαν τους Πέρσες σε εκστρατεία εναντίον της

Ελλάδος, αλλά, τουναντίον, ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των Περσών ζητώντας την

ηγεμονία του ημίσεως ελληνικού συμμαχικού στρατεύματος, επειδή δεν υπέμεναν να

δέχονται διαταγές από τους Λακεδαιμονίους που ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους (κεφ. 28).

863 B Κεφ. 28. «Ἐπεὶ δ’ Ἀργείους ἅπαντες ἴσασιν οὐκ ἀπει-

παμένους τοῖς Ἕλλησι τὴν συμμαχίαν, ἡγεῖσθαι δὲ

κατὰ τὸ ἥμισυ πάσης τῆς συμμαχίας ἀξιώσαντας,

C ὡς ἂν μὴ Λακεδαιμονίοις ἐχθίστοις καὶ πολεμιω-

τάτοις οὖσι ποιοῦντες ἀεὶ τὸ προστασσόμενον

ἕπωνται, καὶ τοῦτ’ ἄλλως οὐκ ἦν, αἰτίαν κακοηθε-

στάτην ὑποβάλλεται, γράφων, “ἐπεὶ δέ σφεας

παραλαμβάνειν τοὺς Ἕλληνας, οὕτω δὴ ἐπιστα-

μένους, ὅτι οὐ μεταδώσουσι τῆς ἀρχῆς Λακεδαι-

μόνιοι, μεταιτέειν, ἵνα ἐπὶ προφάσεως ἡσυχίαν

ἄγωσι.” τούτων δ’ ὕστερον ἀναμνῆσαί φησιν

Ἀρταξέρξην ἀναβάντας εἰς Σοῦσα πρέσβεις Ἀρ-

γείων, κἀκεῖνον εἰπεῖν ὡς “οὐδεμίαν νομίζοι πόλιν

Ἄργεος φιλιωτέρην”∙ εἶθ’ ὑπειπών, ὥσπερ εἴωθε,

καὶ ἀναδυόμενος οὐκ εἰδέναι φησὶ περὶ τούτων

ἀτρεκέως, εἰδέναι δ’ ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις ἐστὶν

D ἐγκλήματα, “καὶ οὐκ Ἀργείοισιν αἴσχιστα πεποίη-

ται. ἐγὼ δὲ λέγειν ὀφείλω τὰ λεγόμενα, πείθε-

σθαί γε μὴν οὐ παντάπασι ὀφείλω, καί μοι τὸ ἔπος

τοῦτο ἐχέτω ἐς πάντα τὸν λόγον. ἐπεὶ καὶ ταῦτα

λέγεται, ὡς ἄρα Ἀργεῖοι ἦσαν οἱ ἐπικαλεσάμενοι

τὸν Πέρσην ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐπειδή σφιν πρὸς

τοὺς Λακεδαιμονίους κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε, πᾶν

189
δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρούσης

λύπης.”

Ἆρ’ οὖν οὐχ, ὅπερ αὐτὸς τὸν Αἰθίοπά φησι πρὸς

E τὰ μύρα καὶ τὴν πορφύραν εἰπεῖν, ὡς δολερὰ μὲν

τὰ χρίματα δολερὰ δὲ τὰ εἵματα τῶν Περσέων

ἐστί, τοῦτ’ ἄν τις εἴποι πρὸς αὐτόν, ὡς δολερὰ μὲν

τὰ ῥήματα δολερὰ δὲ τὰ σχήματα τῶν Ἡροδότου

λόγων,

ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιὲς ἀλλὰ πᾶν πέριξ,

ὥσπερ οἱ ζῳγράφοι τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα

ποιοῦσιν, οὕτω ταῖς ἀρνήσεσι τὰς διαβολὰς ἐπιτεί-

νοντος αὐτοῦ καὶ τὰς ὑπονοίας ταῖς ἀμφιβολίαις

βαθυτέρας ποιοῦντος; Ἀργεῖοι δ’ ὅτι μὲν οὐ συν-

αράμενοι τοῖς Ἕλλησιν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἡγεμονίαν

F καὶ τῆς ἀρετῆς Λακεδαιμονίοις ἐκστάντες, κατῄ-

σχυναν τὸν Ἡρακλέα καὶ τὴν εὐγένειαν, οὐκ ἔστιν

ἀντειπεῖν. ὑπὸ Σιφνίοις γὰρ ἦν καὶ Κυθνίοις

ἄμεινον ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας ἢ Σπαρτιάταις

φιλονεικοῦντας ὑπὲρ ἀρχῆς ἐγκαταλιπεῖν τοσούτους

καὶ τοιούτους ἀγῶνας. εἰ δ’ αὐτοὶ ἦσαν οἱ ἐπι-

καλεσάμενοι τὸν Πέρσην ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα διὰ τὴν

κακῶς ἑστῶσαν αὐτοῖς αἰχμὴν πρὸς Λακεδαιμο-

νίους, πῶς οὐκ ἐμήδιζον ἀναφανδὸν ἥκοντος οὐδ’,

εἰ μὴ συστρατεύειν ἐβούλοντο βασιλεῖ, τὴν γοῦν

Λακωνικὴν ὑπολειπόμενοι κακῶς ἐποίουν, ἢ Θυρέας

ἥπτοντο πάλιν ἢ τρόπον ἄλλον ἀντελαμβάνοντο καὶ

864 A παρηνώχλουν Λακεδαιμονίοις, μέγα βλάψαι δυνά-

190
μενοι τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ παρῆκαν εἰς Πλαταιὰς

ἐκείνους ἐκστρατεῦσαι τοσούτοις ὁπλίταις».

«Όλοι γνωρίζουν ότι οι Αργείοι δεν αρνήθηκαν να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των

Ελλήνων, αξίωσαν όμως την ηγεμονία του ημίσεως συμμαχικού στρατεύματος, για να μην

ακολουθούν πάντοτε τους Λακεδαιμονίους, που ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους, και να μην

εκτελούν κάθε φορά τις διαταγές τους. Και έτσι ήταν τα πράγματα, ενώ (ο Ηρόδοτος)

αναφέρει την πιο κακοήθη αιτία (για το ζήτημα), γράφοντας ‘’όταν οι Έλληνες ζήτησαν τη

βοήθειά τους, (οι Αργείοι) υπέβαλαν το αίτημά τους, γνωρίζοντας καλά ότι οι

Λακεδαιμόνιοι δεν θα τους παραχωρήσουν συμμετοχή στην ηγεσία, ώστε να έχουν

πρόφαση για να παραμείνουν άπραγοι.’’ Λέει επίσης ότι σε μεταγενέστερη εποχή, όταν

Αργείοι πρέσβεις ανέβηκαν στα Σούσα και υπενθύμισαν στον Αρταξέρξη (τη στάση τους

στους Μηδικούς πολέμους), εκείνος είπε ότι ‘’καμιά πόλη δε θεωρούσε πιο φιλική από το

Άργος.’’ Και στη συνέχεια υποχωρεί και λέει, όπως άλλωστε το συνηθίζει, ότι δεν γνωρίζει

με βεβαιότητα αυτά τα ζητήματα, αλλά ότι γνωρίζει πως για όλους τους ανθρώπους

μπορούν να διατυπωθούν κατηγορίες, ‘’και οι Αργείοι δεν είναι αυτοί που έχουν κάνει τα

χειρότερα. Εγώ οφείλω να καταγράφω όσα λέγονται, δεν οφείλω, όμως, να τα πιστεύω με

κανένα τρόπο, και αυτό ισχύει για το σύνολο του έργου μου. Λέγεται, επίσης, και το εξής,

πως, δηλαδή, οι Αργείοι ήταν αυτοί που κάλεσαν τους Πέρσες εναντίον της Ελλάδος,

επειδή η διαμάχη με τους Λακεδαιμονίους είχε κακή τροπή, και πίστευαν πως ο,τιδήποτε

θα ήταν προτιμότερο από τις παρούσες δυσκολίες’’.

Δεν είναι, λοιπόν, σωστό, αυτό το οποίο ο ίδιος ο Ηρόδοτος λέει ότι είπε ο Αιθίοψ

βασιλεύς, όταν του προσέφεραν αρώματα και ενδύματα βαμμένα με το χρώμα της

πορφύρας, ότι, δηλαδή, απατηλά είναι τα αρώματα, απατηλά και τα (πορφυρά) ενδύματα

των Περσών, το ίδιο να μπορεί να πει κάποιος για τον ιστορικό, ότι, δηλαδή, απατηλές είναι

οι λέξεις, απατηλά και τα σχήματα των λόγων που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος,

συνεστραμμένα, και κανένα σωστό, αλλά όλα περιστρεφόμενα,

191
όπως οι ζωγράφοι τονίζουν τα λαμπερά χρώματα με την αντίθεση της σκιάς, έτσι και ο

ιστορικός με τις αρνήσεις του επιτείνει τις διαβολές και με τις αμφιβολίες του κάνει τις

υποψίες πιο βαθιές. Δεν μπορεί, όμως, να φέρει αντίρρηση (στο γεγονός) ότι οι Αργείοι

ντρόπιασαν τον Ηρακλή και την ευγενική τους καταγωγή, καθώς αρνήθηκαν να

συμπράξουν με τους Έλληνες, αφήνοντας στους Λακεδαιμονίους (τον τίτλο) της ανδρείας,

επειδή (οι Αργείοι) επέμεναν να αναλάβουν την ηγεμονία. Γιατί ήταν προτιμότερο (να

πολεμήσουν) για την ελευθερία των Ελλήνων υπό την ηγεσία των Σιφνίων ή των Κυθνίων

παρά να φιλονικούν με τους Σπαρτιάτες για την ηγεμονία και να εγκαταλείψουν τόσο

πολλούς και τόσο μεγάλους αγώνες. Αν, όμως, ήταν αυτοί που κάλεσαν τους Πέρσες (σε

εκστρατεία) εναντίον της Ελλάδος λόγω της κακής τροπής που είχε η αναμέτρηση με τους

Λακεδαιμονίους, πώς δεν μήδισαν αμέσως μόλις έφτασαν οι Πέρσες και, αν δεν ήθελαν να

συστρατευθούν με τον Πέρση βασιλέα, γιατί δεν λεηλάτησαν τη Λακωνική γή αφού

έμειναν στον τόπο τους, ή γιατί δεν προσπάθησαν να καταλάβουν πάλι τη Θυρέα, ή γιατί

με κάποιον άλλο τρόπο δεν έλαβαν μέρος στον κίνδυνο προκαλώντας προβλήματα στους

Λακεδαιμονίους; Μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημία στους Έλληνες, αν δεν

επέτρεπαν στους Λακεδαιμονίους να εκστρατεύσουν στις Πλαταιές με τόσους πολλούς

οπλίτες».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται την ουδετερότητα των

Αργείων κατά τους Μηδικούς πολέμους. Συγκεκριμένα, στην αρχή του παρόντος

παραδείγματος, καταγράφει τη θέση του επί του ζητήματος: οι Αργείοι δεν αρνήθηκαν να

πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, ζήτησαν, όμως, την ηγεμονία του ημίσεως

ελληνικού συμμαχικού στρατεύματος, καθώς δεν ήθελαν να δέχονται διαταγές από τους

Λακεδαιμονίους που ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους.445 Ο βιογράφος στη συνέχεια

παραθέτει χωρίο του Ηροδότου με το οποίο διαφωνεί, καθώς ο ιστορικός αναφέρει ότι το

445 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 28, λ. “Everybody knows” (Ηθικά
863Β) αναφέρει ότι ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί ρητορικό τέχνασμα με τη φράση «ἅπαντες ἴσασιν»
έχοντας ως πρόθεση, σε όσους έχουν διαφορετική άποψη επί του ζητήματος, να μην τολμήσουν να
την εκφράσουν ή, όσοι τολμήσουν να τη διατυπώσουν, οι υποστηρικτές της απόψεως του βιογράφου
να τους κάνουν να σιωπήσουν. Η πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Άργους και Σπάρτης άρχισε το α΄
ήμισυ του 8ου αι. π.Χ.: βλ. N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 326.

192
αίτημα των Αργείων για δυαρχία στο ελληνικό στράτευμα αποτελούσε κατ’ επίφαση όρο,

και ότι τον επικαλέστηκαν, επειδή γνώριζαν πως οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα τον

αποδέχονταν, θέλοντας να έχουν οι Αργείοι κάποια δικαιολογία για την

προαποφασισμένη ουδετερότητά τους.446 Επιπρόσθετα, ο Πλούταρχος, για να καταδείξει

την κακοήθεια της διηγήσεως του Ηροδότου, αναφέρει το περιστατικό που συνέβη πολλά

έτη αργότερα όταν πρέσβεις από το Άργος έφθασαν στα Σούσα, ενώ αθηναϊκή πρεσβεία με

τον Καλλία του Ιππονίκου ευρίσκετο και αυτή στα Σούσα για άλλο ζήτημα,447 για να

ρωτήσουν τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη448 αν ισχύει η φιλία που είχαν συνάψει με τον

πατέρα του τον Ξέρξη ή αν τους θεωρεί εχθρούς∙ η απόκριση του Αρταξέρξη ήταν ότι μένει

σταθερός σ’ αυτήν και ότι καμιά πόλη δεν θεωρεί πιο φιλική από το Άργος. 449 Οι W.W. How

- J. Wells θεωρούν ότι υπάρχει κάποια δόση αληθείας στην ιστορία με τον κατ΄ επίφαση όρο

που έθεσαν οι Αργείοι στους Λακεδαιμονίους για δυαρχία στο ελληνικό στράτευμα, όχι

μόνο λόγω της υποδοχής των Αργείων απεσταλμένων στα Σούσα, αλλά και από το

μήνυμα των Αργείων στον Μαρδόνιο περί εκκινήσεως του σπαρτιατικού στρατού εναντίον

των Περσών και αδυναμίας των Αργείων να τον παρεμποδίσουν (Ηρόδ. 9. 12) που δείχνει

με σαφήνεια ότι υπήρχε υπόσχεση συνεργασίας με τους Πέρσες.450 Είναι, όμως, δύσκολο να

πιστέψουμε, αν πράγματι συνέβη η αποστολή περσικής πρεσβείας στο Άργος που

περιγράφει ο ιστορικός στο χωρίο 7. 150,451 πως η επιθυμία του Ξέρξη ήταν η ουδετερότητα

446 Ηρόδ. 7. 150. 3.


447 Πρόκειται για την ειρήνη του Καλλία (448 π.Χ.): βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 7. 151, λ. «ἑτέρου πρήγματος εἵνεκα». Βλ. αναλυτικά για τον Καλλία του Ιππονίκου
W. Will, “Callias [4]”, ΒNP 2 (2003), σ. 961-962. Βλ. αναλυτικά για την ειρήνη του Καλλία (μετά την
άνοιξη του 449 π.Χ.) D.M. Lewis, “The Thirty Years’ Peace”, στο CAH V2 (1992), σ. 121-127.
448 Βλ. αναλυτικά για τον βασιλέα των Περσών Αρταξέρξη Α’ τον ‘Μακρόχειρα’ (465 π.Χ. – 424/3 π.Χ.)
A. Kuhrt and H. Sancisi-Weerdenburg, “Artaxerxes [1]”, ΒNP 2 (2003), σ. 56-57.
449 Ηρόδ. 7. 151.
450 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 150. 1. Βλ. αναλυτικά για τα
έργα του Πέρση Μαρδονίου από το 494 π.Χ. έως τον θάνατό του στις Πλαταιές το 479 π.Χ. J.
Wiesehöfer, “Mardonius [1]”, ΒNP 8 (2006), σ. 331-332.
451 Κατά τον R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 150. 5, λ. «ἡμεῖς νομίζομεν …
Ἀνδρομέδης», η αποστολή περσικής πρεσβείας στο Άργος αποτελεί ελληνική επινόηση, καθώς
διαψεύδεται από το ηροδότειο χωρίο (6. 54) όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Περσών, ο Περσεύς

193
των Αργείων και όχι ο προσεταιρισμός αυτών. Το κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο αυτών

χωρίων (7. 150-151), που δεν αναφέρει όμως ρητά ο βιογράφος σ΄ αυτά τα κεφάλαια, είναι η

φιλοπερσική συμπεριφορά των Αργείων καθώς, αφ’ ενός αυτοί έμειναν ουδέτεροι

εκπληρώνοντας την επιθυμία του Ξέρξη μέσω του Πέρση απεσταλμένου, αφ’ ετέρου,

πολλά έτη αργότερα, ανταμείφθηκαν από τον Αρταξέρξη, για τη στάση τους κατά την

εκστρατεία του πατρός του εναντίον της Ελλάδος, με τη διατήρηση της φιλίας μεταξύ

Αργείων και Περσών και με την εγκωμιαστική φράση του Πέρση βασιλέως για την

υπέρμετρα φιλική διάθεση του Άργους προς την Περσία. Στο χωρίο 7. 150 ο ιστορικός

αναφέρει ότι την περσική πρεσβεία στο Άργος και τον κατ’ επίφαση όρο περί δυαρχίας στο

ελληνικό στράτευμα, που έθεσαν οι Αργείοι και είχε ως αποτέλεσμα την ουδετερότητα των

Αργείων, τα έλεγαν σε όλη την Ελλάδα, ενώ το συμβάν του χωρίου 7. 151 σχετικά με την

αποστολή των Αργείων στα Σούσα το ανέφεραν μερικοί Έλληνες, με το νου μας να μας

οδηγεί στην αθηναϊκή πρεσβεία που, σύμφωνα με τη διήγηση του ιστορικού, έτυχε να

ευρίσκεται και αυτή στα Σούσα∙452 αυτή ήταν, δηλαδή, η εκδοχή των Ελλήνων περί της

ουδετερότητος των Αργείων στον Μηδικό πόλεμο που καταγράφει ο Ηρόδοτος στο έργο

του, και την κακοήθεια αυτής προσπαθεί να αποδείξει ο βιογράφος.

Η εκδοχή, όμως, των ίδιων των Αργείων, την οποία παραλείπει να αναφέρει ο

Πλούταρχος, είναι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, πως, όταν οι Αργείοι πληροφορήθηκαν την

πολεμική προετοιμασία του Ξέρξη και ότι οι Έλληνες θα τους έστελναν πρεσβεία για να

τους πείσουν να συνταχθούν με την παράταξή τους, έστειλαν εκπροσώπους στους

Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό, επειδή προσφάτως είχαν φονευθεί σε μάχη έξι χιλιάδες

Αργείοι από τους Λακεδαιμονίους που είχαν αρχηγό τον Κλεομένη Α’,453 και ο χρησμός454

ήταν Ασσύριος και έπειτα έγινε Έλληνας, ενώ, κατά τα λεγόμενα των Ελλήνων, οι πρόγονοί του
ήταν Αιγύπτιοι.
452 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 28, λ. “he cannot guarantee the
story” (Ηθικά 863C) είναι βέβαιος ότι το περιστατικό της αποστολής των Αργείων απεσταλμένων
στον Αρταξέρξη οφείλεται στους Αθηναίους πρέσβεις που έτυχε να βρεθούν στα Σούσα το διάστημα
που επισκέφθηκαν και οι Αργείοι τον Πέρση βασιλέα.
453 Ηρόδ. 6. 76-81 (σχετικά με τη μάχη, τα τεχνάσματα και τη σκληρότητα του Κλεομένους Α’ προς
τους Αργείους)∙ πβ. σχετικά με τη μάχη Παυσ. 3. 4. 1. Βλ. αναλυτικά για τη μάχη στη Σήπεια κοντά

194
τους προέτρεπε να τηρήσουν ουδετερότητα∙ όταν έφθασαν455 οι πρέσβεις από τις ελληνικές

πόλεις που αποφάσισαν να αντιταχθούν στους Πέρσες, οι Αργείοι πρότειναν δύο όρους για

να συνταχθούν με τους Έλληνες: α) σύναψη τριακονταετούς ειρήνης με τους

Λακεδαιμονίους και β) ηγεμονία κατά το ήμισυ της συμμαχικής στρατιωτικής δυνάμεως∙ οι

Σπαρτιάτες πρέσβεις απάντησαν ότι το πρώτο αίτημα θα τεθεί στους πολλούς («ἐς τούς

πλεῦνας»), ενώ για το δεύτερο αίτημα είπαν ότι υπάρχει δυαρχία, καθώς η ηγεσία του

στρατού μοιράζεται στους δύο Σπαρτιάτες βασιλείς,456 και πρότειναν τριαρχία με τρείς

ισότιμους ψήφους, οι δύο να ανήκουν στους δύο βασιλείς της Σπάρτης και η τρίτη ψήφος

στην Τίρυνθα (494 π.Χ.) L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 364∙
N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 497.
454 Κατά τον N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 542, ο χρησμός
εδόθη στους Αργείους περί τον Αύγουστο του 481 π.Χ. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 148. 2., λ. «τῶν δή εἳνεκα» αναφέρουν ότι ο χρησμός του Απόλλωνος
χρονολογείται, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση, το 482 π.Χ., αλλά ίσως να εδόθη το 491-490 π.Χ,
με την αποστολή της περσικής πρεσβείας στην Ελλάδα. Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 7. 148. 5, λ. «αὐτίκα κατ΄ ἀρχάς» θεωρεί ότι ο χρησμός που ζήτησαν οι Αργείοι από το μαντείο
των Δελφών, που προηγείται του καλέσματος των Ελλήνων πρέσβεων στους Αργείους για
συμμετοχή στον ελληνικό συνασπισμό εναντίον των Περσών, εδόθη από τον Απόλλωνα πιθανόν το
491 π.Χ. και όχι το 481 π.Χ.∙ και αυτό, επειδή η λέξη «νεωστί» στο τέλος του κεφαλαίου (7. 148. 2), που
δηλώνει ότι η μάχη στη Σήπεια συνέβη «προσφάτως» σε σχέση με την αποστολή πρεσβείας των
Αργείων στους Δελφούς με σκοπό να ζητήσουν χρησμό, παραπέμπει σ΄ αυτή τη χρονολογία. Κατά
τη γνώμη μου δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε αναχρονιστική την ηροδότεια διήγηση όπως
εικάζει ο R.W. Macan, καθώς η λέξη «νεωστί» δε σημαίνει απαραίτητα πως η μάχη έγινε προσφάτως,
αλλά, είτε με τον όρο αυτό ο Ηρόδοτος να εννοεί ότι από τη μάχη δεν είχε περάσει πολύς χρόνος
ώστε να είναι δυνατή η αναπλήρωση του στρατού των Αργείων που απαιτούσε πολλά έτη επιπλέον
(Ηρόδ. 7. 148. 4: τριακονταετείς σπονδές που ζητούσαν οι Αργείοι από τους Σπαρτιάτες), είτε ότι ο
ιστορικός δεν γνώριζε επακριβώς ή είχε εσφαλμένη άποψη σχετικά με το χρόνο που έγινε η μάχη.
455 Η ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε στο Άργος το διάστημα περί τα τέλη του 481 π.Χ. και αρχές
του 480 π.Χ.: βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 544.
456 Ο Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (5. 75) αναφέρει ότι η δυαρχία των Λακεδαιμονίων στον πόλεμο
έπαυσε μετά τη διχογνωμία μεταξύ του Κλεομένους Α’ και του Δημαράτου, γιου του Αρίστωνος,
κατά την εκστρατεία των Λακεδαιμονίων εναντίον των Αθηνών με στόχο την εγκατάσταση του
Ισαγόρα ως τυράννου στην Αθήνα. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ.
7. 149. 2, λ. «τούς πλεῦνας» θεωρούν ότι, σ΄ αυτό το χωρίο (Ηρόδ. 7. 149. 2), η σπαρτιατική απάντηση
για εν ενεργεία δυαρχία των βασιλέων τους στον πόλεμο είναι απλά υπεκφυγή στο αίτημα των
Αργείων να τους δοθεί η ηγεμονία του ημίσεως ελληνικού συμμαχικού στρατεύματος, και ο
ιστορικός δείχνει να έχει λησμονήσει την προηγούμενη δήλωσή του στο σχετικό χωρίο (5. 75).

195
στον βασιλέα457 του Άργους, πρόταση την οποία απέρριψαν οι Αργείοι.458 Ο Ηρόδοτος στο

χωρίο 7. 149 αναφέρει ότι οι Αργείοι αποφάσισαν να μην υπακούσουν στην προτροπή του

Απόλλωνος για ουδετερότητα και να προτείνουν στους Λακεδαιμονίους τη σύναψη

τριακονταετούς ειρήνης, επειδή η πόλη, ύστερα από το θάνατο έξι χιλιάδων πολεμιστών,

είχε λειψανδρία και φοβόταν μία ενδεχόμενη σύγκρουση με τους Λακεδαιμονίους. Αν,

όμως, αυτή ήταν η κατάσταση, δεν θα έπρεπε οι Αργείοι να μην θέσουν ζήτημα δυαρχίας

στο συμμαχικό ελληνικό στράτευμα που θα εκνεύριζε τους Σπαρτιάτες και θα τους ωθούσε

ενδεχομένως σε πολεμική αναμέτρηση με το Άργος μετά τους Μηδικούς πολέμους; Ο

Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 149. 1 θεωρεί ότι οι Αργείοι ένιωθαν φόβο πως, αν δεν συνάπτονταν

σπονδές με τους Λακεδαιμονίους, σε περίπτωση που προσετίθετο και κάποιο άλλο κακό,

αυτή τη φορά από τους Πέρσες, θα γίνονταν υπήκοοι των Λακεδαιμονίων. Δηλαδή,

σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αργείοι μπορούσαν να υπομείνουν μία ακόμη συμφορά, αυτή

των Περσών, αλλά όχι δύο (και αυτή των Λακεδαιμονίων), και πως ο μεγαλύτερος εχθρός

τους ήταν οι Λακεδαιμόνιοι και όχι οι Πέρσες. Το ενδεχόμενο, όμως, οι Αργείοι να γίνονταν

υπήκοοι των Περσών δεν τους απασχολούσε; Ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (7. 149. 3)

αναφέρει ότι οι Αργείοι, ύστερα από την απόρριψη της αντιπροτάσεως των Λακεδαιμονίων

για τριαρχία στον πόλεμο, προτιμούσαν να εξουσιάζονται από τους βαρβάρους παρά να

υποχωρήσουν στις αξιώσεις των Σπαρτιατών∙ δεν είμαστε, όμως, σε θέση να γνωρίζουμε

αν αυτά τα λόγια των Αργείων ειπώθηκαν ή, ακόμη και αν ελέχθησαν, αν ήταν εν βρασμώ

ψυχής ή αν στ’ αλήθεια τα εννοούσαν λόγω του μίσους που ένιωθαν για τους

Λακεδαιμονίους. Αν πράγματι υπήρχε λειψανδρία στην πόλη του Άργους, καθώς οι νεκροί

457 Ο T. Kelly, A History of Argos to 500 B.C., Minneapolis 1976, σ. 130-135 και κυρίως 132-133, θεωρεί
εύλογο το συμπέρασμα πως η βασιλεία στο Άργος έπαυσε, ή πως αν υπήρχαν βασιλείς αυτοί
έχασαν την εξουσία τους, κατά το β΄ τέταρτο του 6 ου αι. π.Χ., διότι στις τρείς επιγραφές του Άργους
που χρονολογούνται περί το 575 -550 π.Χ., καθώς και στη μάχη του 546 π.Χ. μεταξύ του Άργους και
της Σπάρτης, δεν μνημονεύεται βασιλεύς στο Άργος∙ ο T. Kelly στη σ. 138 και σημ 25 (σ. 196) θεωρεί
ότι τον 5ο αι. π.Χ. οι Αργείοι απέκτησαν πάλι βασιλέα [βλ. το εν λόγω ηροδότειο χωρίο (7. 149) και
SEG XI 316], όπου ξεκάθαρα πρόκειται για επώνυμο αξιωματούχο. Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 7. 149. 11, λ. «περί δέ ἡγεμονίης» θεωρεί πως στο Άργος το 481 π.Χ. δεν υπήρχε
βασιλεία και ίσως ο ιστορικός να εννοεί άρχοντα που είχε τον τίτλο «βασιλεύς», πιθανόν ετησίας
θητείας, όπως υπήρχε στην Αθήνα.
458 Ηρόδ. 7. 148-149.

196
ήταν πάρα πολλοί για μία πόλη σε μία μάχη, δεν θα έπρεπε οι Αργείοι να κηρύξουν ευθύς

εξ αρχής ουδετερότητα, που την συνιστούσε, άλλωστε, και ο χρησμός, και όχι να

διαπραγματεύονται με τον ελληνικό συνασπισμό τους όρους της συμμετοχής τους στον

πόλεμο, αφού, αν λάμβαναν μέρος στη σύγκρουση εναντίον των Περσών, θα μειωνόταν ο

ήδη αποδυναμωμένος στρατός της πόλεως; Και αν ικανοποιούνταν και τα δύο αιτήματα

των Αργείων και, ακολούθως, συμμετείχαν οι Αργείοι στον πόλεμο εναντίον των Περσών,

στο ενδεχόμενο ο ελληνικός συνασπισμός να νικούσε κατά κράτος ή να γινόταν

συνθηκολόγηση μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, για ποιό λόγο οι Αργείοι να

εμπιστεύονταν τους Λακεδαιμονίους στην τήρηση της τριακονταετούς συνθήκης, που πριν

από τον πόλεμο θα είχαν συνομολογήσει, και να μην προσπαθούσαν οι Λακεδαιμόνιοι να

‘’αδράξουν’’ την ευκαιρία να επικρατήσουν οριστικά εναντίον του γειτονικού τους Άργους;

Αν, πράγματι, οι Αργείοι ήθελαν πάση θυσία να συμμετάσχουν στον πόλεμο βοηθώντας

τους Έλληνες δεν θα έθεταν τον τόσο δύσκολα, απ΄ ότι διαπιστώνεται, αποδεκτό από την

πρώτη στρατιωτική δύναμη στον ελλαδικό χώρο όρο περί δυαρχίας στο ελληνικό

στράτευμα. Και για τους Λακεδαιμονίους θα ήταν τόσο σοβαρή υποχώρηση η αποδοχή του

αιτήματος των Αργείων για από κοινού ηγεμονία του ελληνικού στρατεύματος,

παραμερίζοντας τις μεταξύ τους διαφορές; Τόσο οι Αργείοι όσο και οι Λακεδαιμόνιοι, χωρίς

φυσικά να διατυπώνεται ψόγος για έλλειψη φιλελληνικών αισθημάτων, λειτούργησαν με

βάση τα προσωπικά τους τοπικιστικά συμφέροντα δίδοντας προτεραιότητα η καθεμία στην

έριδα για τα στρατιωτικά αξιώματα και όχι στην πάση θυσία υπεράσπιση του πανελληνίου

σκοπού της ελευθερίας. Πιθανότατα να ήταν καλύτερα έτσι, καθώς και η από κοινού

ηγεμονία και η έριδα μεταξύ των πρώτων πόλεων, της Σπάρτης και του Άργους, θα

προκαλούσαν περισσότερα προβλήματα σε ό,τι αφορά κοινές αποφάσεις σε ζητήματα

τακτικής και στρατηγικής των ελληνικών δυνάμεων στον πόλεμο που θα έπρεπε άμεσα να

ληφθούν και να εφαρμοσθούν δίχως χρονοτριβές και διχογνωμίες.

Η μάχη στη Σήπεια έγινε το 494 π.Χ.,459 και έως το διάστημα περί τα τέλη του 481

π.Χ. και τις αρχές του 480 π.Χ.,460 το χρόνο, δηλαδή, που οι συνασπισμένες ενάντια στον

459 Βλ. για τη χρονολογία L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 364.
460 Βλ. για τη χρονολογία N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 544.

197
Πέρση εισβολέα ελληνικές πόλεις κάλεσαν τους Αργείους να συμμετάσχουν στον πόλεμο

εναντίον των Περσών, μεσολαβούν περί τα δεκατέσσερα έτη, διάστημα όχι αρκετό, κατά

τους Αργείους, ώστε να αναπληρωθεί ο στρατός τους από την επομένη γενεά των Αργείων.

Παρόμοια περίπτωση για την αναπλήρωση των προηγουμένων συμφορών περιγράφει ο

Θουκυδίδης για τους Αθηναίους, δια στόματος του Αθηναίου πολιτικού και στρατηγού

Νικία που ήθελε να αποτρέψει τους Αθηναίους από τη σικελική εκστρατεία, αναφέροντας

ότι οι Αθηναίοι, ολίγο πριν την απόφαση για την πραγματοποίηση της εκστρατείας,

«προσφάτως έχουν ανακουφιστεί από το λοιμό και τον πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, με

αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί και τα χρήματα του δημοσίου ταμείου και ο πληθυσμός της

πόλεως».461 Ο K.J. Dover αναφέρει ότι οι Αθηναίοι επλήγησαν από το λοιμό πριν από

δεκαπέντε έτη και η συνθήκη ειρήνης με τους Λακεδαιμονίους συνήφθη πριν από έξι έτη

από τη σικελική εκστρατεία.462 Η αθηναϊκή, λοιπόν, στρατιωτική δύναμη που, σύμφωνα με

τον Θουκυδίδη είχε μειωθεί τουλάχιστον κατά 4.400 οπλίτες και 300 ιππείς εξ αιτίας του

λοιμού,463 αυξήθηκε πριν την εκστρατεία στη Σικελία. Αυξήθηκε, όμως, σε τέτοιο βαθμό

που επανέφερε την Αθήνα στην προτέρα της προσβολής του λοιμού κατάσταση σχετικά

με τον αριθμό του στρατού που τότε αυτή είχε; Ο K.J. Dover θεωρεί πως τίποτα δεν θα

μπορούσε να αναπληρώσει τους χιλιάδες Αθηναίους πολίτες που πέθαναν τότε.464 Ο R.W.

Macan, όμως, θεωρεί ότι στην Αθήνα πιθανόν να επαρκούσαν τα δώδεκα έως δεκαπέντε

έτη για την αναπλήρωση 6.000 ανδρών, και πως η Αθήνα τον 5ο αι. π.Χ. ίσως δεν ήταν κατά

461 Θουκ. 6. 12. 1: «Καὶ μεμνῆσθαι χρὴ ἡμᾶς ὅτι νεωστὶ ἀπὸ νόσου μεγάλης καὶ πολέμου βραχύ τι
λελωφήκαμεν, ὥστε καὶ χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν ηὐξῆσθαι». Βλ. για την αποτυχημένη εκστρατεία
των Αθηναίων στη Σικελία (415-413 π.Χ.) A. Andrewes, ”The Peace of Nicias and the Sicilian
Expedition”, στο CAH V2 (1992), σ. 446-463.
462 Βλ. A.W. Gomme - A. Andrewes – K.J. Dover, A Historical Commentary on Thucydides, Vol. IV
(Books V25 – VII), Oxford 1970, σχόλια στο χωρίο Θουκ. 6. 12. 1, λ. «νεωστί».
463 Θουκ. 3. 87. 3: «τετρακοσίων γὰρ ὁπλιτῶν καὶ τετρακισχιλίων οὐκ ἐλάσσους ἀπέθανον ἐκ τῶν
τάξεων καὶ τριακοσίων ἱππέων».
464 Βλ. A.W. Gomme - A. Andrewes – K.J. Dover, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Θουκ. 6. 12. 1, λ.
«νεωστί». Εκτός από τους Αθηναίους στρατιώτες, πέθαναν πολλοί και από τον υπόλοιπο πληθυσμό
της πόλεως, που συντελεί ακόμη περισσότερο στην καθυστέρηση της αναπληρώσεως του στρατού,
των οποίων ο αριθμός δεν μπορεί να εξακριβωθεί: Θουκ. 3. 87. 3: «τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου ἀνεξεύρετος
ἀριθμός».

198
πολύ υπερτέρα σε πληθυσμό από το Άργος.465 Οι Αθηναίοι μπόρεσαν και ανέκαμψαν σε

τέτοιο βαθμό ώστε να είναι σε θέση, δεκαπέντε έτη από την προσβολή του λοιμού και έξι

από το τέλος του Αρχιδάμειου πολέμου, να πραγματοποιήσουν επιθετική ενέργεια, την

μεγάλη, δηλαδή, εκστρατεία για την κατάκτηση της Σικελίας, ενώ οι Αργείοι, περί τα ίδια

έτη με τους Αθηναίους σε ό,τι αφορά το λοιμό, δηλαδή σε δεκατέσσερα έτη, αρνήθηκαν να

συμμετάσχουν όχι σε επιθετική ενέργεια αλλά σε αμυντική, στον πόλεμο εναντίον των

Περσών στο πλευρό των Ελλήνων, που η έκβασή του θα είχε άμεσο αντίκτυπο και στην

πόλη του Άργους. Ο στόχος για τον πρώτο όρο που έθεσαν οι Αργείοι στους Έλληνες για τη

συμμετοχή τους στον πόλεμο, δηλαδή τη σύναψη των τριακονταετών σπονδών με τους

Σπαρτιάτες, ήταν για να μπορέσουν σ’ αυτό το διάστημα να ανδρωθούν τα παιδιά τους

(Ηρόδ. 7. 149. 1) έπειτα από την ολέθρια γι’ αυτούς μάχη στη Σήπεια. Δηλαδή, για τους

Αργείους δεν επαρκούσαν τα δεκατέσσερα έτη που μεσολαβούσαν από τη μάχη στη

Σήπεια ως το 481 π.Χ., αλλά πως χρειάζονταν και άλλα τριάντα έτη. Στην στρατιωτική,

όμως, δύναμη του Άργους έπειτα από τριάντα έτη (περί το 450 π.Χ.) δεν θα πρέπει να

συμπεριλάβουμε μονάχα τα παιδιά που, βεβαίως, θα ανδρώνονταν έως τότε, αλλά και

όσους θα γεννούνταν στη συνέχεια και θα ήταν σε θέση, στο πέρας των τριακονταετών

σπονδών, να είναι σε στρατεύσιμη ηλικία. Ίσως, όμως, ο Ηρόδοτος με τη λέξη «νεωστί» που

αναφέρει στο χωρίο 7. 148. 2, ότι, δηλαδή, πρόσφατα διεξήχθη η μάχη στη Σήπεια, να την

χρονολογεί, εσφαλμένα, ολίγο πριν το 481 π.Χ. και όχι δεκατέσσερα έτη πριν, και έτσι να

δικαιολογεί ως απαραίτητη την τριακονταετή ειρήνη που επιζητούσαν οι Αργείοι από τους

Σπαρτιάτες για να ανδρωθούν τα παιδιά τους∙ αλλά και πάλι το διάστημα των

τριακονταετών σπονδών μου φαίνεται πολύ μεγάλο για την αναπλήρωση του στρατού του

Άργους. Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι Αργείοι το 481 π.Χ. είχαν

αναπληρώσει σε μεγάλο ποσοστό, αλλά όχι πλήρως, τους 6000 πεσόντες Αργείους κατά τη

μάχη στη Σήπεια, καθώς το διάστημα των δεκατεσσάρων ετών είναι αρκετό ώστε να τους

δώσει τη δυνατότητα να παρατάξουν στα πεδία των μαχών ανταγωνιστικό στρατό.

Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 6. 92 αναφέρει ότι χίλιοι εθελοντές από το Άργος με αρχηγό

τον Ευρυβάτη έσπευσαν να βοηθήσουν τους Αιγινήτες στον πόλεμο με τους Αθηναίους,

465 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 149. 5, λ. «ἳνα δή σφι … ἔτεσι».

199
χωρίς όμως να έχουν την έγκριση της πόλεως. Πρόκειται για τον Γ’ πόλεμο των Αθηνών με

την Αίγινα που διεξήχθη περί τα τέλη της δεκαετίας του 490 π.Χ.466 και, συνεπώς, η άρνηση

της πόλεως του Άργους να προσφέρει βοήθεια στην Αίγινα προηγήθηκε του καλέσματος

της ελληνικής πρεσβείας στους Αργείους να συμμετάσχουν στον Μηδικό πόλεμο. Η αιτία,

σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση (6. 92. 1), για την άρνηση της πόλεως των Αργείων να

βοηθήσει τους Αιγινήτες ήταν ότι τα πλοία των Αιγινητών και οι ίδιοι οι Αιγινήτες

χρησιμοποιήθηκαν από τον Κλεομένη Α’, έστω χωρίς τη θέληση τους, για επιδρομές στη

χώρα του Άργους. Κατά την L.H. Jeffery, ο λόγος που η πόλη του Άργους αρνήθηκε να

στείλει βοήθεια στην εμπόλεμη με την Αθήνα Αίγινα ήταν η αλλαγή του πολιτεύματος

από αριστοκρατικό σε δημοκρατικό,467 ως απόρροια της ολέθριας μάχης στη Σήπεια, και οι

χίλιοι Αργείοι που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν την Αίγινα πιθανότατα ήταν

αριστοκράτες που δεν συμπαθούσαν το δημοκρατικό πολίτευμα είτε της πόλεώς τους είτε

των Αθηνών.468 Αν, πράγματι, οι αρχές της πόλεως του Άργους αρνήθηκαν να στείλουν

στρατό στην Αίγινα, θα περιμέναμε, επιπρόσθετα στον λόγο που αναφέρει ο ιστορικός (6.

92. 1) και εκτός αυτού που αναφέρει η L.H. Jeffery, η απόφαση της πόλεως να σχετίζεται με

τη λειψανδρία που υπήρχε τότε στην πόλη, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι Αργείοι να έχουν

ανακάμψει αφού ο πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Αιγινητών καθώς και η έκκληση των

τελευταίων για βοήθεια από το Άργος, όπως προανέφερα, προηγήθηκε του καλέσματος

συμμαχικού συνασπισμού στους Αργείους να συμμετάσχουν στον πόλεμο εναντίον των

Περσών. Εφ’ όσον ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει ως επιπλέον αιτία την λειψανδρία για την

άρνηση της πόλεως του Άργους να στείλει στρατό ως βοήθεια στην Αίγινα, η σκέψη μου με

466 Βλ. για τον Γ’ πόλεμο των Αθηνών με την Αίγινα (Ηρόδ. 5. 81: «πόλεμον ἀκήρυκτον») (περί τα
τέλη της δεκαετίας του 490 π.Χ.) L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988),
σ. 365-366. Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 501-502, όμως,
χρονολογεί τη βοήθεια των χιλίων Αργείων στους Αιγινήτες πριν τη μάχη του Μαραθώνος, από τον
Δεκέμβριο του 491 π.Χ. έως τον Μάρτιο του 490 π.Χ. Η φράση «ἀκήρυκτος πόλεμος» στον Ηρόδοτο
δεν σημαίνει «αμείλικτος πόλεμος», σημασία που έχει στους συγγραφείς του 4 ου αι. π.Χ., αλλά
«απροειδοποίητος πόλεμος», και με αυτήν τη σημασία χρησιμοποιείται από τους τραγικούς ποιητές
και από τον Θουκυδίδη: βλ. J.L. Myres, “ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (Herodotus, V. 81)”, ClR 57, (1943),
σ. 66-67.
467 Ηρόδ. 6. 83: «οἱ δοῦλοι αὐτῶν ἔσχον πάντα τὰ πρήγματα ἄρχοντές τε καὶ διέποντες».
468 Βλ. L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 366.

200
οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι Αργείοι ήταν σε θέση να έχουν αξιόμαχο στρατό κατά το

διάστημα της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος. Αυτή η άποψη ενισχύεται,

κατά τη γνώμη μου, από το γεγονός ότι, αφ΄ ενός είχαν μεσολαβήσει περί τα δεκατέσσερα

έτη από τη μάχη στη Σήπεια που θα πρέπει να αναπλήρωσε σε μεγάλο ποσοστό τον

αριθμό των Αργείων που είχαν σκοτωθεί στη μάχη, αφ΄ ετέρου το διάστημα των επιπλέον

τριάντα ετών είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ μεγαλύτερο απ΄ όσο θα απαιτείτο για την

ολική αναπλήρωση του στρατού του Άργους. Άρα, ο όρος των τριακονταετών σπονδών που

έθεσαν οι Αργείοι στους Λακεδαιμονίους δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως αναγκαίος

χρόνος αυξήσεως του στρατού του Άργους, αλλά κάποιον άλλο σκοπό θα πρέπει να

εξυπηρετούσε. Το γεγονός ότι οι τριακονταετείς σπονδές απευθύνονταν αποκλειστικά

στους Λακεδαιμονίους δείχνει, κατά τη γνώμη μου, ότι οι Αργείοι τον μόνο κίνδυνο που

διέβλεπαν από άλλη πόλη ήταν από την Λακεδαίμονα, και, κατά το κάλεσμα των Ελλήνων

στους Αργείους να συμμετάσχουν στον Μηδικό πόλεμο, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν

την ευκαιρία που τους διδόταν για να απαλλαγούν, έστω για τριάντα έτη, από πόλεμο με

τους Λακεδαιμονίους∙ προφανώς οι Αργείοι, το οποίο επιβεβαιώνεται από τη διήγηση του

ιστορικού που κάνει λόγο περί άλλης συμφοράς, αυτή τη φορά από τους Πέρσες (7. 149. 1),

είχαν επιπλέον στο νου τους ότι, συμμετέχοντας στον Μηδικό πόλεμο στο πλευρό των

συμμάχων εναντίον του πολυπληθούς469 περσικού στρατεύματος, δεν θα έβγαιναν

αλώβητοι απ’ αυτόν και, έτσι, επιζητούσαν την τριακονταετή συνθήκη με τους

Λακεδαιμονίους ώστε να είναι ασφαλισμένοι - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η συνομολόγηση

συνθήκης παρέχει απόλυτη ασφάλεια - από επίθεση των Λακεδαιμονίων εναντίον τους

μετά τον Μηδικό πόλεμο. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως οι Αργείοι ένιωθαν φόβο για τους

Λακεδαιμονίους σε τέτοιο βαθμό που δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να συγκρουστούν

469 Ο Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (7. 184. 4) αναφέρει ότι ο Ξέρξης κατά την εκστρατεία του εναντίον
της Ελλάδος διέθετε πεζικό 1.700.000 ανδρών, 80.000 ιππικό, 20.000 οδηγούς καμηλών και αρμάτων
και συνολική ναυτική δύναμη 517.610 ανδρών∙ σύνολο στρατού 2.317.610 (Ηρόδ. 7. 184. 5). Ο N.G.L.
Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 534 θεωρεί υπερβολικό αυτό το πλήθος
των στρατιωτών που διηγείται ο ιστορικός, προτείνοντας ο ίδιος 650.000 συνολικά άνδρες (220.000
στρατιώτες πεζικού και 22.000 άνδρες επιφορτισμένους με την τροφοδοσία του, και 408.000 για το
σύνολο του στόλου).

201
μαζί τους, αλλά δεδομένου του αριθμού των 6.000 Αργείων πεσόντων κατά τη μάχη στη

Σήπεια που ήταν βέβαια πολύ μεγάλος για μία ελληνική πόλη, ήταν περισσότερο

επιφυλακτικοί και συγκρατημένοι μονάχα με τους Λακεδαιμονίους, και ότι οι ίδιοι οι

Αργείοι θα αποφάσιζαν πότε θα ήταν ο κατάλληλος χρόνος για να εκδικηθούν τους

Λακεδαιμονίους. Οι Αργείοι, λοιπόν, ήθελαν, κατά τη γνώμη μου, να συμμετάσχουν στο

πλευρό των Ελλήνων και γι΄ αυτό το λόγο δεν αρνήθηκαν αρχικά την πρόταση των

Ελλήνων προτάσσοντας ευθύς εξ αρχής ουδετερότητα, κάτι που άλλωστε υπαγορευόταν

από τον χρησμό, αλλά έθεσαν δύο όρους. Η κατηγορία εναντίον των Αργείων που

αναφέρει ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 150. 3, ότι, δηλαδή, ο δεύτερος όρος περί δυαρχίας στο

συμμαχικό στράτευμα ήταν προσχηματικός ώστε να τηρήσουν οι Αργείοι ουδετερότητα

κατά τον Μηδικό πόλεμο, αποτελεί φήμη που «λέγεται», σύμφωνα με το χωρίο 7. 150. 1,

«ἀνά τήν Ἑλλάδα», για την οποία ο ίδιος ο ιστορικός έχει, κατά τη γνώμη μου, τις

επιφυλάξεις του, αν θεωρήσουμε πως η αβεβαιότητά του για την αποστολή Πέρση

απεσταλμένου στο Άργος και Αργείων στα Σούσα (7. 152. 1) επεκτείνεται και στο ζήτημα

του προσχηματικού δευτέρου όρου που αποτελεί συνέχεια της φήμης σχετικά με την

αποστολή Πέρση κήρυκος στο Άργος∙ συνεπώς, η φήμη περί προσχηματικού όρου που

έθεσαν οι Αργείοι στους συμμάχους θα πρέπει να εκληφθεί, κατά τη γνώμη μου,

περισσότερο ως εκ των υστέρων κακοήθης ερμηνεία, από τους Έλληνες που πολέμησαν

εναντίον των Περσών, της ουδετερότητος των Αργείων, παρά βάσιμη κατηγορία. Ο πρώτος

όρος που έθεσαν οι Αργείοι, δηλαδή οι τριακονταετείς σπονδές με τους Λακεδαιμονίους,

εξυπηρετούσε την τότε εξωτερική τους πολιτική, καθώς θα ασφάλιζε, όχι βέβαια σε

απόλυτο βαθμό, το Άργος από επίθεση των Λακεδαιμονίων, και ο δεύτερος όρος περί

δυαρχίας στο συμμαχικό στράτευμα ικανοποιούσε τη φιλοδοξία τους για τις τιμές, καθώς

δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν ως απλοί σύμμαχοι εναντίον των Περσών, αλλά και ούτε

να δέχονται εντολές από τους χειρότερους εχθρούς τους, τους Λακεδαιμονίους, όπως

θεωρεί, ορθά κατά τη γνώμη μου, ο βιογράφος. Την ισότητα, όμως, με τους Αργείους δια

της κοινής ηγεμονίας δεν μπορούσαν να τη δεχθούν οι Λακεδαιμόνιοι που νίκησαν κατά

κράτος τους Αργείους στην τελευταία μεταξύ τους μάχη στη Σήπεια. Επειδή, όμως, οι

Λακεδαιμόνιοι επιθυμούσαν τη σύμπραξη των Αργείων στον πόλεμο εναντίον των

202
Περσών, πρότειναν στους Αργείους την ηγεσία του ενός τρίτου της συμμαχικής δυνάμεως

ώστε να είναι διακριτή η υπεροχή τους έναντι των Αργείων στο αξίωμα της ηγεμονίας του

στρατεύματος∙ αυτό το θεώρησαν προσβολή οι Αργείοι και έτσι αποφάσισαν την

ουδετερότητα, πριν τεθεί το ζήτημα των τριακονταετών σπονδών «ἐς τούς πλεῦνας» στη

Σπάρτη. Δεν θα πρέπει να είμαστε δύσπιστοι στο γεγονός ότι πόλεις με επίγνωση της

ενδόξου ιστορίας τους όπως το Άργος (πβ. Ηρόδ. 7. 148. 4) έθεταν σε πρώτη προτεραιότητα

τα αξιώματα και τις τιμές, το οποίο έπραξαν αργότερα και οι Λακεδαιμόνιοι καθώς

αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία των Ελλήνων υπό του Μεγάλου

Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών, με την αιτιολογία ότι οι Λακεδαιμόνιοι συνήθιζαν

ηγούνται των εκστρατειών.470

Σχετικά με το ζήτημα εάν ο Ξέρξης είχε στείλει πρεσβεία στο Άργος και εάν οι

Αργείοι έστειλαν αργότερα αντιπροσωπεία στα Σούσα, ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι δεν

γνωρίζει με ακρίβεια γι’ αυτά, και πως οι Αργείοι δεν έκαναν τις πιο επονείδιστες πράξεις

εν συγκρίσει με άλλους, χρησιμοποιώντας το εξής παράδειγμα, πως κανένας, δηλαδή, δεν

θα αντάλλαζε την προσωπική του δυστυχία με τη δυστυχία των πλησίον του, καθώς θα

διεπίστωνε πως αυτή των γειτόνων του ίσως να ήταν μεγαλύτερη από τη δική του∙471 Το

470 Αρρ. Αν. 1. 1. 1-2: «παραλαβόντα δὲ τὴν βασιλείαν Ἀλέξανδρον, παῖδα ὄντα Φιλίππου, ἐς
Πελοπόννησον παρελθεῖν. εἶναι δὲ τότε ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη Ἀλέξανδρον. Ἐνταῦθα ξυναγαγόντα
τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι ἐντὸς Πελοποννήσου ἦσαν, αἰτεῖν παρ' αὐτῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς ἐπὶ τοὺς
Πέρσας στρατιᾶς, ἥντινα Φιλίππῳ ἤδη ἔδοσαν. καὶ αἰτήσαντα λαβεῖν παρ' ἑκάστων πλὴν
Λακεδαιμονίων. Λακεδαιμονίους δὲ ἀποκρίνασθαι μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ'
αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι». Η αναίμακτη εκστρατεία του Αλεξάνδρου Γ΄ προς το νότο, αφού
διεδέχθη τον πατέρα του Φίλιππο στον θρόνο της Μακεδονίας, όπου επέτυχε να αναγνωρισθεί από
τους υπολοίπους Έλληνες ως ηγεμών της Ελλάδος και αρχηγός της εκστρατείας των Ελλήνων
εναντίον των Περσών, συνέβη τον χειμώνα του 336/5 π.Χ.: βλ. A.B. Bosworth, “Alexander the Great
Part 1: The events of the reign”, στο CAH VI2 (1994), σ. 795.
471 Ηρόδ. 7. 152. 1-2. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 152. 2 θεωρούν
πως η φράση «οἰκήια κακὰ» που πρέπει να σημαίνει «συμφορές» (πβ. 1. 153. 1∙ 3. 14. 10∙ 6. 21. 2), και η
λέξη «αἴσχιστα» που αναφέρει ο ιστορικός για τους Αργείους, η οποία αποτελεί υπερθετικό βαθμό
του επιθέτου «αἰσχρά» με τη σημασία των «κακών πράξεων», έχουν διακριτή σημασία μεταξύ τους,
αν και λόγω της πεποιθήσεως του ιστορικού, ότι, δηλαδή, η αθλιότητα στους ανθρώπους αποτελεί
το φυσικό επακόλουθο των αμαρτημάτων τους, ίσως να δημιουργείται σύγχυση στον Ηρόδοτο γι΄
αυτές τις δύο έννοιες.

203
ζήτημα, όμως, της αποστολής περσικής πρεσβείας στο Άργος (7. 150. 1: «λόγος λεγόμενος

ἀνά τήν Ἑλλάδα») και των Αργείων απεσταλμένων στα Σούσα (7. 151: «λέγουσί τινες

Ἑλλήνων») αποτελούν άποψη των Ελλήνων, για τα οποία ο Ηρόδοτος εκφράζει τις

επιφυλάξεις του ότι έτσι έχουν τα πράγματα, χωρίς, ωστόσο, να διατυπώνει έστω την

παραμικρή επιφύλαξη για την εκδοχή των Αργείων. Οι W.W. How - J. Wells θεωρούν μη

πειστική την απόπειρα του ιστορικού να δικαιολογήσει τους Αργείους λέγοντας ότι αυτοί

δεν έκαναν τα χειρότερα σε σχέση με άλλους, καθώς στο χωρίο 8. 73. 3 φανερά τους

καταδικάζει ως μηδίζοντες, υπονοώντας ίσως ότι οι Θηβαίοι έχουν διαπράξει τα

χειρότερα.472 Έπειτα ο ιστορικός, με μια απολογητική φράση σχετικά με τη μεθοδολογία

που ακολουθεί στο συγγραφικό του έργο, αναφέρει ότι «οφείλει ως ιστορικός να

καταγράφει όσα λένε οι άνθρωποι, αλλά με κανένα τρόπο δεν οφείλει να τα πιστεύει, και

πως αυτή η φράση ισχύει για το σύνολο του έργου του».473 Ο Πλούταρχος δεν πιστεύει

αυτές τις δηλώσεις του Ηροδότου και προσπαθεί να αναδείξει την υποκρισία του ιστορικού

που, ενώ αρχικά αναφέρει κατηγορίες για άλλους, έπειτα δηλώνει πως δεν γνωρίζει με

ακρίβεια τα γεγονότα και πως απλά καταγράφει όσα έχει ακούσει. Στην προκειμένη

περίπτωση σχετικά με την ουδετερότητα των Αργείων, ο Ηρόδοτος δήλωσε αρχικά την

εκδοχή των ίδιων των Αργείων, έπειτα των υπολοίπων Ελλήνων, λέγοντας στο τέλος ότι

δεν γνωρίζει με ακρίβεια τα γεγονότα που αναφέρουν οι Έλληνες (εξαιρουμένων των

Αργείων). Ο Πλούταρχος, όμως, δεν μνημονεύει καθόλου την εκδοχή των Αργείων, αλλά

και για τα ηροδότεια χωρία που κάνει λόγο, δεν αναφέρει ότι αποτελούν εκδοχή των

Ελλήνων∙ προφανώς για το βιογράφο δεν έχει καμία σημασία ότι οι πληροφορίες αυτές,

που κατά τον Πλούταρχο προσβάλλουν τους Αργείους, δεν αποτελούν άποψη του

Ηροδότου, αλλά είναι λόγια άλλων ανθρώπων, και έτσι ο βιογράφος κατηγορεί τον

ιστορικό πως συντελεί στη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητος χωρίς να του

αποδίδει κανένα ελαφρυντικό, καθώς τα όσα άκουσε ο ιστορικός τα έκρινε άξια λόγου να

συμπεριληφθούν στην ιστορική του διήγηση. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7.

472 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 152. 2.
473 Ηρόδ. 7. 152. 3. Πβ. 2. 123. 1: «ἐμοὶ δὲ παρὰ πάντα τὸν λόγον ὑπόκειται ὅτι τὰ λεγόμενα ὑπ’
ἑκάστων ἀκοῇ γράφω», και 4. 195. 2: «Ταῦτα εἰ μὲν ἔστι ἀληθέως οὐκ οἶδα, τὰ δὲ λέγεται γράφω».

204
152. 3, θεωρεί υποχρέωσή του να συμπεριλάβει στην ιστορική του διήγηση κάθε

πληροφορία ή φήμη. Αυτή, όμως, η μέθοδος γραφής που χρησιμοποιεί ο ιστορικός, δηλαδή

την άκριτη καταγραφή κάθε πληροφορίας, φήμης ή μύθου σε ιστορικό έργο, για πολλά

από τα οποία είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να εξακριβωθεί η πραγματική τους διάσταση,

δεν συνάδει με την ιδέα που έχουμε στην εποχή μας για αντικειμενική καταγραφή της

Ιστορίας. Και ο ιστορικός, παραθέτοντας τα λεγόμενα κάποιων ανθρώπων που άκουσε και

έχουν ως περιεχόμενο την προσβολή ή τον ψόγο για πρόσωπα ή πόλεις, αν και για πολλά

από τα οποία δηλώνει ότι δεν τα πιστεύει, εν τούτοις εντυπώνεται, κατά τη γνώμη μου,

στον αναγνώστη η πληροφορία ότι, πιθανόν, έτσι έχουν τα πράγματα.

Στη συνέχεια της αφηγήσεώς του ο Πλούταρχος μνημονεύει το χωρίο του Ηροδότου

που λέει, ακολουθώντας ο ιστορικός τη συνήθη πρακτική του να παραθέτει τα λεγόμενα

άλλων χωρίς όμως να κατονομάζει την πηγή αυτής της πληροφορίας, ότι οι Αργείοι

κάλεσαν τους Πέρσες σε εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος, επειδή ο πόλεμος με τους

Λακεδαιμονίους είχε κακή έκβαση και πως ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν προτιμότερο από την

παρούσα τους συμφορά.474 Η δευτερεύουσα, όμως, ειδική πρόταση της ηροδότειας

διηγήσεως «ὡς ἄρα Ἀργεῖοι ἦσαν οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα», ως

επεξήγηση στον όρο «ταῦτα» της προτάσεως «ἐπεί καί ταῦτα λέγεται», αν και δεν

αναφέρεται ρητά από τον Πλούταρχο, εκλαμβάνεται από το βιογράφο ως πρόταση που ο

ιστορικός αποδέχεται το περιεχόμενο που αυτή δηλώνει ως πραγματικό. Η δευτερεύουσα,

όμως, πρόταση, αφ’ ενός δεν εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο «ὅτι» ώστε να δηλώνει το

πραγματικό, αλλά με τον ειδικό σύνδεσμο «ὡς» που, συνοδευόμενος με το

συμπερασματικό μόριο «ἄρα» δηλώνει υποκειμενική γνώμη για την ορθότητά της οποίας ο

συγγραφεύς εκφράζει τις αμφιβολίες ή τις αντιρρήσεις του, δίδει την εξής σημασία στην

πρόταση: «ότι δήθεν οι Αργείοι ήταν εκείνοι που κάλεσαν τους Πέρσες σε εκστρατεία

εναντίον της Ελλάδος»∙475 αφ’ ετέρου η προηγούμενη πρόταση του Ηροδότου ότι «εγώ

474 Ηρόδ. 7. 152. 3.


475 Βλ. για τη σημασία των συνδέσμων «ὅτι» και «ὡς» στις ειδικές προτάσεις Μ.Ι. Μπαχαράκη,
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής: σε ενενήντα εννέα αναλυτικούς εποπτικούς πίνακες∙ νέα
συστηματική παρουσίαση και παραστατική ανάπτυξη της ύλης, Θεσσαλονίκη 1983, πίναξ 63 ος (Δ’.
Σημειώσεις εἰς τάς εἰδικάς προτάσεις).

205
οφείλω να αναφέρω όσα λέγονται, δεν οφείλω, όμως, να τα πιστεύω εξ ολοκλήρου και

αυτό που λέω ισχύει για όλη την αφήγησή μου» δηλώνει ότι η φράση που έπεται δεν

αποτελεί άποψη που ενστερνίζεται ο Ηρόδοτος∙ έτσι, δεν ενισχύεται η θέση του

Πλουτάρχου ότι, δηλαδή, ο ιστορικός συμφωνεί με τη φήμη που αναφέρει, που σημαίνει ότι

ο Ηρόδοτος παραθέτει τα λεγόμενα άλλων χωρίς, ωστόσο, να συμφωνεί με τη

συγκεκριμένη άποψη.

Έπειτα, ο Πλούταρχος κρίνει αρνητικά την ιστορική διήγηση του Ηροδότου

χρησιμοποιώντας έναν όρο από την ηροδότεια διήγηση, έναν στίχο από την τραγική

ποίηση και μία εικαστικής φύσεως παρομοίωση. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει τις λέξεις και

τα σχήματα λόγου του Ηροδότου ως «δολερά», όρο που «δανείστηκε» από το συγγραφικό

έργο του ιστορικού και συμπεριλαμβανόταν στην απάντηση που έδωσε ο Αιθίοψ βασιλεύς

στους κατασκόπους των Περσών που του προσέφεραν δώρα, λέγοντας τους «δολερά τα

αρώματα, δολερά και τα πορφυρά ενδύματα των Περσών».476 Ο βιογράφος θέλει να

πληροφορήσει τον αναγνώστη ότι ο ιστορικός προσπαθεί να κρύψει με δόλιο τρόπο την

κακοήθειά του προσφέροντας τα «απατηλά του δώρα», την ευχάριστη, δηλαδή, διήγηση

που είναι πλουσία σε σχήματα λόγου, και έτσι να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό της

ψευδούς ιστορικής διηγήσεώς του. Έπειτα ο βιογράφος χρησιμοποιώντας το στίχο του

Ευριπίδη που λέει ότι «όλα είναι περιστρεφόμενα και κανένα σωστό»477 θέλει να

καταδείξει, κατά τη γνώμη μου, την ανακρίβεια και τη διγλωσσία του Ηροδότου σχετικά με

την παράθεση από τον ιστορικό πολλών διαφορετικών εκδοχών για το ίδιο ζήτημα που

προκαλούν σύγχυση στον αναγνώστη. Στη συνέχεια ο Πλούταρχος με την παρομοίωση

που χρησιμοποιεί παρουσιάζει τον Ηρόδοτο να γράφει ιστορία ομότροπα με την τεχνική

ενός ζωγράφου. Δηλαδή, όπως ο ζωγράφος τονίζει περισσότερο τα λαμπερά χρώματα της

μορφής που απεικονίζει στον πίνακα με την αντίθεση της σκιάς, έτσι και ο ιστορικός, αφ’

ενός δίδει την εντύπωση ότι οι διαβολές, που ο ίδιος εξιστορεί, είναι βάσιμες με την

παραδοχή του ότι αυτές δεν έχουν καμία υπόσταση, αφ’ ετέρου τις υποψίες που δημιουργεί

476 Ηρόδ. 3. 20-22. Πβ. σχετικά με τη φράση Πλούτ., «Αἴτια Ρωμαϊκά», κεφ. 26 (Ηθικά 270F) και
«Συμποσιακῶν προβλημάτων βιβλίο γ’» (Πρόβλημα Α), κεφ. 2 (Ηθικά 646B).
477 Ἀνδρ. 448. Βλ. αναλυτικά για τον Αθηναίο τραγικό ποιητή Ευριπίδη (γεννήθηκε μεταξύ των ετών
485 και 480 π.Χ. και πέθανε το 406 π.Χ.) B. Zimmermann, “Euripides [1]”, ΒNP 5 (2004), σ. 196-205.

206
στον αναγνώστη για κάποιο ζήτημα τις κάνει πιο βαθιές με τις αμφιβολίες που

διατυπώνει. Πώς, όμως, είναι δυνατόν ο Ηρόδοτος να πείθει τον αναγνώστη ότι η

δυσφήμηση ενός προσώπου ή μιας πόλεως είναι βάσιμη με την άρνηση του ιστορικού πως

έτσι έχουν τα πράγματα; Και πώς είναι δυνατόν ο ίδιος ο ιστορικός να προκαλεί υποψίες

στον αναγνώστη για ένα ζήτημα ή πρόσωπο, και έπειτα να διατυπώνει τις αμφιβολίες του

για τις υποψίες που πριν πάσχιζε να πείσει τον αναγνώστη να τις αποδεχθεί; Με άλλα

λόγια, πώς είναι δυνατόν ο ιστορικός να φάσκει και να αντιφάσκει; Κατά τη γνώμη μου,

δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τη δήλωση του ιστορικού ότι απλά αναφέρει όσα

άκουσε χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πιστεύει, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι, με

τις αντιφατικές εκδοχές που παρουσιάζει για ένα πρόσωπο, πόλη ή γεγονός, δημιουργείται

σύγχυση στον αναγνώστη σχετικά με την πραγματική διάσταση των καταγραφέντων από

τον ιστορικό εκδοχών.

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος, αφηγούμενος την επιμονή των Αργείων να λάβουν την

ηγεμονία του ημίσεως ελληνικού στρατεύματος, αποδέχεται ότι αυτοί δεν έπραξαν ορθά,

καθώς στέρησαν τον εαυτό τους από τη δόξα που θα αποκτούσαν για τα ανδραγαθήματά

τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών αφήνοντας, χωρίς φυσικά να το θέλουν, τη φήμη

της ανδρείας στους Λακεδαιμονίους, ενώ με την άρνησή τους να συμπράξουν με τους

Έλληνες ντρόπιασαν τον προπάτορά478 τους Ηρακλή και την ευγενική τους καταγωγή.

Δικαιολογεί, όμως, εν μέρει ο βιογράφος αυτήν τους την επιλογή λέγοντας ότι, προφανώς

λόγω του μίσους που ένιωθαν για τους Σπαρτιάτες, θα προτιμούσαν να πολεμήσουν για

την ελευθερία της Ελλάδος υπό την ηγεσία των Σιφνίων ή των Κυθνίων479 παρά να

478 Ο Ηρακλής ήταν Αργείος στην καταγωγή: βλ. P. Grimal, “Ηρακλής”, Λεξικό Μυθολογίας, σ. 249.
479 Οι Σίφνιοι συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον των Περσών με μία πεντηκόντορο (Ηρόδ. 8. 48) ενώ
οι Κύθνιοι με μία τριήρη και μία πεντηκόντορο (Ηρόδ. 8. 46. 4). Η Κύθνος και η Σίφνος
καταλαμβάνουν την εικοστή ογδόη και εικοστή ενάτη θέση (δεκάτη σπείρα) αντίστοιχα στη χάλκινη
στήλη που απεικονίζει τρείς περιπλεγμένους όφεις, επί της οποίας ευρίσκετο χρυσός τρίποδας, που
είχε αφιερωθεί στους Δελφούς και περιλαμβάνει τα ονόματα των τριανταένα ελληνικών πόλεων
που συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον των Περσών: βλ. Meiggs – Lewis, GHI 27. Η Σίφνος και η
Κύθνος ήταν άσημες νησιωτικές πόλεις του Αιγαίου: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας,
σχόλια στο κεφ. 28, σημ. a (Ηθικά 863F). Βλ. αναλυτικά για τη νήσο Σίφνο (δυτικές Κυκλάδες) A.

207
δέχονται εντολές από τους Λακεδαιμονίους∙ ωστόσο, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η φιλονικία

μεταξύ Άργους και Σπάρτης για την ηγεμονία στέρησε τη συμμετοχή των Αργείων σε τόσο

σπουδαίους και τόσο μεγάλους αγώνες. Σ΄ αυτό το σημείο, όμως, ο βιογράφος υπερβάλλει

καθώς καμία σπουδαία πόλη, που είχε επίγνωση της ενδόξου ιστορίας της όπως το Άργος

και της οποίας οι πολίτες θεωρούσαν ότι σύμφωνα με το δίκαιο480 η ηγεμονία ανήκει σ΄

αυτούς (Ηρόδ. 7. 148. 4), δεν θα δεχόταν να είναι υπό τις διαταγές κάποιας υποδεέστερης

πόλεως, όπως αυτής των Σιφνίων ή των Κυθνίων.

Στην κατηγορία που έχει διατυπωθεί ότι οι Άργείοι ήταν αυτοί που κάλεσαν τους

Πέρσες σε εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος λόγω της κακής εκβάσεως της αναμετρήσεως

με τους Λακεδαιμονίους, ο βιογράφος με κατηγορηματικό τρόπο την αρνείται

παραθέτοντας τα εξής επιχειρήματα υπό τη μορφή ερωτήσεων: α) αν οι Αργείοι κάλεσαν

τους Πέρσες, για ποιό λόγο δεν εμήδισαν αμέσως με την άφιξη των Περσών στην Ελλάδα;

β) αν δεν ήθελαν να ενωθούν με το στρατό του Ξέρξη, για ποιό λόγο δεν λεηλάτησαν τη

γειτονική σ’ αυτούς Λακωνική χώρα αφού έμειναν στην πατρίδα τους;481 γ) για ποιό λόγο

δεν προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τη Θυρέα;482 δ) για ποιό λόγο δεν έλαβαν μέρος στον

κίνδυνο με κάποιον άλλο τρόπο δημιουργώντας προβλήματα στους Λακεδαιμονίους; ε) για

ποιό λόγο δεν έβλαψαν την ελληνική πλευρά μη επιτρέποντας στους Λακεδαιμονίους να

εκστρατεύσουν προς τον Μαρδόνιο με τόσο μεγάλο αριθμό οπλιτών;483 Όπως προανέφερα,

Külzer, “Siphnos”, ΒNP 13 (2008), σ. 500-501, και για τη νήσο Κύθνο (δυτικές Κυκλάδες) H. Kalcyk,
“Cythnus”, ΒNP 4 (2004), σ. 25-26.
480 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 148. 4, λ. «κατά τό δίκαιον»
αναφέρουν ότι το δίκαιο των Αργείων στηριζόταν στην ηγεσία του ελληνικού στρατεύματος κατά
τον Τρωικό πόλεμο από τον πρόγονό τους Αγαμέμνονα.
481 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 28, λ. “why … not ravage Laconia”
(Ηθικά 863F) αναφέρει ότι ο Πλούταρχος έχει λησμονήσει τους Σπαρτιάτες που δεν εκστράτευσαν
και αποτελούσαν τη φρουρά της Σπάρτης.
482 Βλ. για τις συνεχείς φιλονικίες μεταξύ Άργους και Σπάρτης για τη Θυρέα τον σχολιασμό του
παραδείγματος Β, I, 10, σ. 76-79.
483 Το αρχικό εκστρατευτικό σώμα αποτελούσαν 5.000 Σπαρτιάτες και 35.000 είλωτες (επτά για κάθε
Σπαρτιάτη) υπό την ηγεσία του Παυσανία γιού του Κλεομβρότου (Ηρόδ. 9. 10. 1), και έπειτα
συνενώθηκαν μαζί τους 5.000 περίοικοι (Ηρόδ. 9. 11. 3). Κατά τον A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 28, λ. “interfered with the Spartans’ march” (Ηθικά 864A) ο Πλούταρχος

208
ο ιστορικός δεν θεωρεί αληθή αυτήν την κατηγορία που αναφέρει στη διήγησή του και δεν

κατονομάζει αυτούς που την αποδίδουν στους Αργείους (7. 152. 3). Τα επιχειρήματα που

καταγράφει ο Πλούταρχος, για να αντικρούσει την εν λόγω κατηγορία εναντίον των

Αργείων, εδράζονται στη λογική και είναι, κατά τη γνώμη μου, ισχυρά∙ και αυτό, επειδή η

μη πραγματοποίηση οποιασδήποτε εχθρικής ενέργειας από τους Αργείους εναντίον των

Λακεδαιμονίων καταδεικνύει την αδυναμία του Άργους να αναμετρηθεί με τους

Λακεδαιμονίους λόγω της λειψανδρίας ή, ακριβέστερα κατά τη γνώμη μου, της μη

αυξήσεως του στρατού της στα επίπεδα πρό της μάχης στη Σήπεια και στη συντηρητική

πολιτική του Άργους ως απόρροια της εν λόγω καταστροφικής μάχης, και, ακολούθως,

αποκλείει το ενδεχόμενο οι Αργείοι να κάλεσαν τους Πέρσες στην Ελλάδα∙ ειδάλλως, αν

τους είχαν καλέσει θα είχαν προσχωρήσει, κατά τη γνώμη μου, με την έναρξη του πολέμου

στους Πέρσες και θα είχαν προκαλέσει προβλήματα στους Λακεδαιμονίους. Σχετικά με το

πέμπτο επιχείρημα, ο Ηρόδοτος στο χωρίο 9. 12 αναφέρει ότι οι Αργείοι από μόνοι τους

υποσχέθηκαν στον Μαρδόνιο πως θα εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες να εξέλθουν των

συνόρων τους και, όταν ο σπαρτιατικός στρατός είχε ήδη εξέλθει,484 οι Αργείοι έστειλαν485

αγγελιαφόρο στον Πέρση στρατηγό για να του αναγγείλουν το γεγονός και πως οι ίδιοι

αδυνατούσαν να τους εμποδίσουν. Ο J.P. Barron θεωρεί ότι η μυστικότητα που επέδειξαν οι

έφοροι κατά τις ακροάσεις των απεσταλμένων από την Αθήνα, τις Πλαταιές και τα

Μέγαρα, οι οποίοι ζητούσαν από τους άρχοντες της Σπάρτης άμεση έξοδο του στρατού των

Λακεδαιμονίων προς αντιμετώπιση του περσικού στρατού (Ηρόδ. 9. 6-10), είχε σκοπό την

αποφυγή παρεμποδίσεως του εκστρατευτικού σώματος της Σπάρτης από το Άργος.486 Ο A.

Bowen αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες τήρησαν για μεγάλο διάστημα μυστικότητα σχετικά με

την απόφαση εξόδου του στρατού τους από τη Σπάρτη και έστειλαν εκστρατευτικό σώμα

δείχνει να εννοεί ότι οι Αργείοι θα αντιμετώπιζαν τους Λακεδαιμονίους με άτακτο πόλεμο που
ευνοείται από το γεωφυσικό περιβάλλον της Ελλάδος.
484 Οι A.W. Gomme - A. Andrewes – K.J. Dover, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Θουκ. 5. 64. 3, λ. «ἐς
Ὀρέσθειον τῆς Μαιναλίας» αναφέρουν ότι η σπαρτιατική δύναμη ακολούθησε την οδό ΒΒΔ από τη
Σπάρτη που οδηγεί στο Ορέσθειο της Μαιναλίας (Ηρόδ. 9. 11. 2∙ Θουκ. 5. 64. 3).
485 Η αποστολή αγγελιαφόρου από το Άργος στον Μαρδόνιο χρονολογείται το 479 π.Χ.: βλ. W.W.
How - J. Wells, A Commentary, App. XVII, 3, σ. 352.
486 Βλ. J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 597.

209
5.000 μονάχα Σπαρτιατών οπλιτών, επειδή δεν ήταν βέβαιοι για τη στάση που θα τηρούσαν

οι Αργείοι στον πόλεμο εναντίον των Περσών και για τη δυναμικότητα του στρατού που

διέθετε το Άργος.487 Ο C. Hignett, όμως, με την προσέγγιση του οποίου συμφωνώ, θεωρεί ότι

ο σπαρτιατικός στρατός υπό τον Παυσανία επέλεξε να πορευθεί προς τον Ισθμό δια της

μακρινής οδού από το Ορέσθειο, δηλαδή μακριά από τη χώρα των Αργείων, και όχι δια της

αμέσου οδού της Τεγέας, όχι για να αποφύγει την παρεμπόδιση από τους Αργείους, αλλά

για να μη διαταράξει την ουδετερότητα του Άργους.488 Κρίνοντας την υπόσχεση των

Αργείων στον Μαρδόνιο περί παρεμποδίσεως του στρατού των Λακεδαιμονίων (Ηρόδ. 9.

12), δημιουργείται το εύλογο ερώτημα, πώς θα μπορούσαν οι Αργείοι, αν πράγματι είχαν

ταχθεί με τους Πέρσες, να εμποδίσουν ή έστω να επιβραδύνουν τους 5.000 Σπαρτιάτες και

5.000 περιοίκους (Ηρόδ. 9. 11. 3) τη στιγμή που οι Αργείοι ζητούσαν από τους

Λακεδαιμονίους τριακονταετείς σπονδές για να αναπληρωθεί ο στρατός τους από φόβο

μονάχα για τη δύναμη της Σπάρτης. Και για ποιό λόγο οι Αργείοι να προβούν σε εμφανή

επιθετική κίνηση εναντίον των Λακεδαιμονίων πριν τη μάχη των Πλαταιών,489 τη στιγμή,

δηλαδή, που οι Έλληνες είχαν ήδη νικήσει τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνος

487 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 28, λ. “why did they not medize
openly” (Ηθικά 863F).
488 Βλ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 285-286. Επιπρόσθετα, ο C. Hignett, σ. 285 και σημ. 6 παραθέτει
την ταχεία πορεία του στρατού της Σπάρτης το 418 π.Χ. προς την Τεγέα, για να αποτραπεί η άμεση
αποστασία της πόλεως, δια του Ορεσθείου (Θουκ. 5. 64. 1-3: «Ἐν τούτῳ δ’ ἀφικνεῖται αὐτοῖς ἀγγελία
παρὰ τῶν ἐπιτηδείων ἐκ Τεγέας ὅτι, εἰ μὴ παρέσονται ἐν τάχει, ἀποστήσεται αὐτῶν Τεγέα πρὸς
Ἀργείους καὶ τοὺς ξυμμάχους καὶ ὅσον οὐκ ἀφέστηκεν. ἐνταῦθα δὴ βοήθεια τῶν Λακεδαιμονίων
γίγνεται αὐτῶν τε καὶ τῶν Εἱλώτων πανδημεὶ ὀξεῖα καὶ οἵα οὔπω πρότερον. ἐχώρουν δὲ ἐς
Ὀρέσθειον τῆς Μαιναλίας∙ καὶ τοῖς μὲν Ἀρκάδων σφετέροις οὖσι ξυμμάχοις προεῖπον ἁθροισθεῖσιν
ἰέναι κατὰ πόδας αὐτῶν ἐς Τεγέαν») και όχι δια της ευθείας οδού που οδηγεί στην Τεγέα, και χωρίς
να επιλεγεί αυτή η πορεία ώστε να συλλέξουν οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες συμμάχους τους, αλλά
τους είχαν ειδοποιήσει από πριν να πορευθούν προς την Τεγέα, το οποίο δείχνει ότι η μακρινή οδός
από το Ορέσθειο θα πρέπει να είχε αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα για τους Σπαρτιάτες. Βλ.
αναλυτικά για τον Σπαρτιάτη αρχηγό του συμμαχικού στρατεύματος στη νικηφόρα μάχη των
Πλαταιών (479 π.Χ.) Παυσανία, αλλά και για τις μετέπειτα κατηγορίες εναντίον του περί μηδισμού
του που τον οδήγησαν στο θάνατό του από πείνα ύστερα από αποκλεισμό του στο ιερό της
Χαλκιοίκου Αθηνάς στη Σπάρτη, W. Wolfgang, “Pausanias [1]”, ΒNP 10 (2007), σ. 646-647.
489 Βλ. αναλυτικά για τη νικηφόρα μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στις Πλαταιές (479 π.Χ.)
J.P. Barron, ‘’The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 599-611.

210
(Ηρόδ. 8. 83-95)490 και ο Ξέρξης είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα (Ηρόδ. 8. 113-118), και να μην

επιδοθούν σε εχθροπραξίες εναντίον των Λακεδαιμονίων και του συμμαχικού

συνασπισμού πριν την εν λόγω ναυμαχία όπου οι πιθανότητες επικρατήσεως των Περσών

έναντι των Ελλήνων ήταν περισσότερες; Οι Αργείοι, αν πράγματι είχαν συνταχθεί με τους

Πέρσες, πιθανότατα θα είχαν φανερά μηδίσει από την αρχή και θα είχαν δείξει από νωρίς

τις προθέσεις τους με τα προβλήματα που θα προκαλούσαν στους Έλληνες αντιπάλους

τους. Και οι Αργείοι, αν πράγματι είχαν τη δυνατότητα να παρεμποδίσουν τους

Λακεδαιμονίους, θα το έκαναν κατά την πρώτη έξοδο του σπαρτιατικού στρατού με

αρχηγό τον Κλεόμβροτο491 του Αναξανδρίδου που είχε ως στόχο την κατασκευή τείχους

στον Ισθμό (Ηρόδ. 8. 71). Και, όμως, ο Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 73. 3 με τη φράση «εἰ δὲ

ἐλευθέρως ἔξεστι εἰπεῖν, ἐκ τοῦ μέσου κατήμενοι ἐμήδιζον» θεωρεί ότι, οι

πελοποννησιακές πόλεις492 που τήρησαν ουδετερότητα, εννοώντας και την πόλη του

Άργους, μήδισαν. Ωστόσο, η έγκαιρη πληροφόρηση των Περσών από τους Αργείους για την

έξοδο του σπαρτιατικού στρατού από τα σύνορα της χώρας, αποτελεί τη μόνη εχθρική

ενέργεια των Αργείων εναντίον των Ελλήνων που αναφέρει ο ιστορικός (9. 12), καθώς είχε

ως στόχο την αποφυγή του αιφνιδιασμού των Περσών από την στρατιωτική δύναμη των

Ελλήνων και, συνεπώς, την ασφαλή οπισθοχώρηση του Μαρδονίου προς την Βοιωτία∙493 η

490 Βλ. αναλυτικά για τη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων και Περσών στη Σαλαμίνα (29 Σεπτεμβρίου του
480 π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 569-588.
491 Ο Κλεόμβροτος ήταν αδελφός του βασιλέως της Σπάρτης Λεωνίδα Α’ και, όταν σκοτώθηκε ο
τελευταίος στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., έγινε κηδεμόνας του γιου του Λεωνίδα Πλειστάρχου∙
ηγήθηκε των πελοποννησιακών δυνάμεων για την οχύρωση του Ισθμού πριν τη ναυμαχία της
Σαλαμίνος, αλλά πέθανε στα τέλη εκείνου του έτους (480 π.Χ.) ή το χειμώνα του 480/479 π.Χ.: βλ. K.-
W. Welwei, “Cleombrotus [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 430.
492 Ο ιστορικός στο χωρίο 8. 72 λέει ότι οι Πελοποννήσιοι που έσπευσαν να τειχίσουν τον Ισθμό ήταν
οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλιάσιοι, οι Τροιζήνιοι και οι
Ερμιονείς, ενώ στο χωρίο 8. 73. 3 αναφέρει ότι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι τήρησαν ουδετερότητα. Ο
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 569 αναφέρει ότι οι
πελοποννησιακές πόλεις που τήρησαν ουδετερότητα ήταν οι εξής: το Άργος μαζί με τις Ορνεές και
την Κυνουρία, οι Κλεωνές, η Νεμέα, και πόλεις μεταξύ Ήλιδος και Μεσσηνίας.
493 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 12. 1, λ. «αὐτοί» αναφέρουν ότι
ήταν απαραίτητη η ειδοποίηση των Περσών από τους Αργείους σχετικά με την έξοδο του
σπαρτιατικού στρατεύματος από τη Λακωνική, καθώς η σπαρτιατική δύναμη θα μπορούσε να

211
μόνη, ωστόσο, εχθρική ενέργεια των Αργείων εναντίον των Ελλήνων δεν αποτελεί

στρατιωτική εμπλοκή του Άργους στον πόλεμο στο πλευρό των Περσών, και ίσως δεν θα

έπρεπε να την αποδεχθούμε αβίαστα λόγω της μυστικής και απορρήτου φύσεως αυτής της

αποστολής που είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να αποδειχθεί η ορθότητα της ηροδότειας

πληροφορίας, ή, αν δεχθούμε ότι συνέβη, ότι δεν ήταν οι Αργείοι αυτοί που ειδοποίησαν

τον Μαρδόνιο.494 Έτσι, κατά τη γνώμη μου, η άποψη του Ηροδότου στο χωρίο 8. 73. 3 πως οι

Αργείοι μήδισαν,495 δεν βασίστηκε σε εμφανείς επιθετικές στρατιωτικές ενέργειες του

στρατού του Άργους εναντίον του ελληνικού συνασπισμού, αλλά στο γεγονός ότι η

ουδετερότητα των Αργείων, τη στιγμή που κάθε Έλληνας στρατιώτης ήταν απαραίτητος

για την υπεράσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων εναντίον του πολυπληθούς περσικού

στρατού και ναυτικού, ερμηνεύθηκε από τον ιστορικό και, προφανώς από άλλους Έλληνες,

ως έμμεση βοήθεια προς τους Πέρσες.

13. Ο Ηρόδοτος, στον έπαινό του για τους Αθηναίους, κακολογεί τον ελληνικό συνασπισμό

εναντίον των Περσών, και ιδιαίτερα τους Λακεδαιμονίους λέγοντας ότι, αν οι Αθηναίοι δεν

υποστήριζαν τους Έλληνες εναντίον των εισβολέων, οι Λακεδαιμόνιοι θα έμεναν μόνοι

χωρίς την υποστήριξη των συμμάχων τους και ίσως να μήδιζαν (κεφ. 29).

(864 A) Κεφ. 29. «Ἀλλ’ Ἀθηναίους γε μεγάλους ἐνταῦθα τῷ

λόγῳ πεποίηκε καὶ σωτῆρας ἀνηγόρευκε τῆς Ἑλλά-

δος∙ ὀρθῶς γε ποιῶν καὶ δικαίως, εἰ μὴ πολλὰ καὶ

φθάσει στα σύνορα των Αθηνών εντός τριών ημερών (Ηρόδ. 6. 120) και, αν ακολουθούσαν την
πορεία μέσα από τη χώρα των Μεγαρέων, τότε ίσως να εμπόδιζε τους Πέρσες να οπισθοχωρήσουν
από την οδό του Κιθαιρώνος.
494 Κατά τον J.A.R. Munro, “Some Observations on the Persian Wars: 3. The Campaign of Plataea”, JHS
24 (1904), σ. 151, το μήνυμα που εστάλη στην Αθήνα, όπου ευρίσκετο ο Μαρδόνιος, θα πρέπει να
προέρχονταν όχι από τους Αργείους, όπως φαντάσθηκε ο Ηρόδοτος, αλλά από τον Ισθμό.
495 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 544, ωστόσο, κάνει λόγο,
εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, για μηδισμό των Αργείων, αρχικά με την άρνησή τους να δεχθούν
την αντιπρόταση των Σπαρτιατών για τριαρχία του ελληνικού συμμαχικού στρατεύματος (Ηρόδ. 7.
149. 3), έπειτα με την υποστήριξη που προσέφεραν στους Πέρσες (Ηρόδ. 9. 12 και 7. 151).

212
βλάσφημα προσῆν τοῖς ἐπαίνοις. νῦν δὲ προδο-

θῆναι μὲν ἂν λέγων ὑπὸ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων

Λακεδαιμονίους, “μονωθέντας δ’ ἂν καὶ ἀποδεξα-

μένους ἔργα μεγάλα ἀποθανεῖν γενναίως, ἢ πρὸ τού-

του ὁρῶντας καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας μηδίζοντας

ὁμολογίῃ ἂν χρήσασθαι πρὸς Ξέρξεα,” δῆλός ἐστιν

οὐ τοῦτο λέγων εἰς τὸν Ἀθηναίων ἔπαινον, ἀλλ’

B Ἀθηναίους ἐπαινῶν ἵνα κακῶς εἴπῃ τοὺς ἄλλους

ἅπαντας. τί γὰρ ἄν τις ἔτι δυσχεραίνοι, Θηβαίους

ἀεὶ καὶ Φωκέας πικρῶς αὐτοῦ καὶ κατακόρως ἐξ-

ονειδίζοντος, ὅπου καὶ τῶν προκινδυνευσάντων ὑπὲρ

τῆς Ἑλλάδος τὴν γενομένην μὲν οὐ, γενομένην δ’

ἄν, ὡς αὐτὸς εἰκάζει, καταψηφίζεται προδοσίαν;

αὐτοὺς δὲ Λακεδαιμονίους ἐν ἀδήλῳ θέμενος, ἐπ-

ηπόρησεν εἴτ’ ἔπεσον ἂν μαχόμενοι τοῖς πολεμίοις

εἴτε παρέδωκαν ἑαυτούς, μικροῖς γε νὴ Δία τεκμη-

ρίοις αὐτῶν ἀπιστήσας τοῖς περὶ Θερμοπύλας».

«Αλλά, τουλάχιστον, μεγαλοποίησε τους Αθηναίους στη διήγησή του και τους

αναγόρευσε σωτήρες της Ελλάδος∙ ορθά και δίκαια, βέβαια, ενήργησε, αν εξαιρέσουμε τους

πολλούς βλάσφημους λόγους που προσθέτει στους επαίνους του. Λέει δηλαδή ότι, όπως

ήταν η κατάσταση, οι Λακεδαιμόνιοι θα είχαν προδοθεί από τους άλλους Έλληνες και

‘’απομονωμένοι θα είχαν αποφασίσει να πεθάνουν γενναία επιτελώντας σπουδαία έργα

(ανδρείας) ή πριν από αυτό, βλέποντας τους άλλους Έλληνες να μηδίζουν, θα είχαν έλθει

σε συνθηκολόγηση με τον Ξέρξη,’’ είναι φανερό πως δεν το λέει για να επαινέσει τους

Αθηναίους, αλλά, επαινώντας τους Αθηναίους, να κακολογήσει όλους τους άλλους. Ποιά

άλλη δυσαρέσκεια να αισθανθεί κάποιος για το γεγονός ότι κατηγορεί συνεχώς με

βιαιότητα και υπερβολικά τους Θηβαίους και τους Φωκείς, τη στιγμή που καταδικάζει για

προδοσία εκείνους που κινδύνευσαν πολεμώντας στην πρώτη γραμμή των μαχών υπέρ της

ελευθερίας της Ελλάδος, προδοσία, όμως, που δεν έγινε, αλλά που θα μπορούσε να είχε

213
γίνει, όπως ο ίδιος εικάζει; Δεν αποσαφηνίζει, όμως, το ζήτημα τί θα είχαν κάνει οι

Λακεδαιμόνιοι, διερωτώμενος αν αυτοί θα έπεφταν μαχόμενοι εναντίον των εχθρών ή αν

θα παραδίδονταν, δείχνοντας, μα τω Δία, δυσπιστία στις ‘’μικρές’’ αποδείξεις (ανδρείας)

που έδωσαν αυτοί στις Θερμοπύλες».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται την άποψη του Ηροδότου

σχετικά με τη διαφορετική έκβαση που θα είχε η εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της

Ελλάδος, αν οι Αθηναίοι τηρούσαν διαφορετική στάση. Συγκεκριμένα, ο βιογράφος

συμφωνεί με τους επαίνους του ιστορικού για τους Αθηναίους, που τους αναγορεύει σε

σωτήρες της Ελλάδος∙ διαφωνεί, ωστόσο, με τη διήγηση του Ηροδότου που αναφέρει ότι οι

Αθηναίοι, αν είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για να εγκατασταθούν σε άλλο τόπο496

ή αν είχαν παραμείνει στον τόπο τους και είχαν μηδίσει,497 τότε κανείς δεν θα

εναντιωνόταν στους Πέρσες στη θάλασσα∙498 ενώ στην ηπειρωτική χώρα οι Λακεδαιμόνιοι

θα απομονώνονταν, προδομένοι από τους Έλληνες συμμάχους τους, καθώς ο περσικός

στόλος θα κατελάμβανε τις πόλεις τους και, είτε οι Λακεδαιμόνιοι θα πέθαιναν

πολεμώντας γενναία εναντίον των εχθρών, είτε, βλέποντας τους Έλληνες να έχουν

496 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 62 αναφέρει τον Θεμιστοκλή να απειλεί τον Ευρυβιάδη πως, αν ο
ελληνικός στόλος φύγει από τη Σαλαμίνα όπου στάθμευε, οι Αθηναίοι θα φύγουν και θα
εγκατασταθούν στην Σίριν της Ιταλίας.
497 Στα ηροδότεια χωρία (8. 140 και 9. 7) περιγράφονται οι δελεαστικές προτάσεις του Ξέρξη προς
τους Αθηναίους για να μηδίσουν οι τελευταίοι: α) επιστροφή της χώρας στους Αθηναίους, β)
επιπρόσθετα θα δοθεί στους Αθηναίους οποιαδήποτε άλλη χώρα επιλέξουν αυτοί, γ) αυτονομία, δ)
αποκατάσταση των καταστροφών που προκάλεσαν οι Πέρσες στην Αθήνα με τον εμπρησμό της
πόλεως και ε) σύναψη συμμαχίας με ίσους και ομοίους όρους.
498 Ο ιστορικός στο χωρίο 9. 9 αναφέρει ότι κάποιος Τεγεάτης ονόματι Χίλεος συμβούλευσε τους
εφόρους της Σπάρτης να δεχθούν το αίτημα των Αθηναίων να στείλουν στρατό για να υπερασπιστεί
την αθηναϊκή γη, λέγοντας ότι, αν οι Αθηναίοι γίνουν σύμμαχοι των Περσών, τότε το τείχος που
κτίσθηκε στον Ισθμό για την προστασία των Πελοποννησίων θα είναι ανώφελο, καθώς ο περσικός
στόλος θα μπορούσε να αποβιβάσει στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Οι W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 139. 3, παραθέτοντας το χωρίο του Θουκυδίδη 1. 73. 4:
«ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι, ὅπερ ἔσχε μὴ κατὰ πόλεις αὐτὸν ἐπιπλέοντα τὴν Πελοπόννησον
πορθεῖν, ἀδυνάτων ἂν ὄντων πρὸς ναῦς πολλὰς ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν», θεωρούν ότι ο Ηρόδοτος έχει
δίκαιο, καθώς δεν θα υπήρχε μόνιμη άμυνα στην Πελοπόννησο (εννοώντας τον Ισθμό), όταν η
κυριαρχία του ελληνικού συνασπισμού στη θάλασσα θα είχε χαθεί.

214
μηδίσει, θα συνθηκολογούσαν με τους Πέρσες.499 Ο Πλούταρχος, κρίνοντας την άποψη του

Ηροδότου, θεωρεί ότι ο έπαινος για τους Αθηναίους αποτελεί πρόφαση του ιστορικού για

να κακολογήσει όλους τους άλλους Έλληνες. Ο ιστορικός στο χωρίο 8. 108. 3 αναφέρει τη

γνώμη του Ευρυβιάδη500 που λέει ότι οι Πέρσες, μετά τη φυγή του Ξέρξη προς την Ασία, αν

διεξάγουν επιχειρήσεις, είναι δυνατόν να προσχωρήσουν σ’ αυτούς κατά πόλεις και κατά

έθνη όλη η Ευρώπη, είτε με άλωση, είτε, πριν συμβεί αυτό, με συνθηκολόγηση. Στο

ηροδότειο, όμως, χωρίο (7. 102. 2) ο εξόριστος βασιλεύς της Σπάρτης Δημάρατος λέει στον

Ξέρξη ότι οι Λακεδαιμόνιοι ποτέ δεν θα δεχθούν τις περσικές προτάσεις που έχουν ως

στόχο την υποδούλωση της Ελλάδος, και ότι θα εναντιωθούν σε μάχη ακόμη και αν όλοι οι

άλλοι Έλληνες συνταχθούν με τους Πέρσες. Έτσι, κατά τον εξόριστο και συνασπισμένο με

τον εχθρό των Λακεδαιμονίων Σπαρτιάτη βασιλέα Δημάρατο, οι Σπαρτιάτες δεν θα

συνθηκολογούσαν ποτέ με τους Πέρσες, ενώ, κατά τον αρχηγό της ελληνικής ναυτικής

δυνάμεως Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όλη η Ευρώπη, χωρίς να εξαιρούνται ρητά οι

Λακεδαιμόνιοι, θα μπορούσε να προσχωρήσει στους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό

χωρίο (7. 139), είναι βέβαιος ότι, αν ο Αθηναϊκός στόλος δεν παρέμενε στο πλευρό των

Ελλήνων, όλοι οι Έλληνες θα είχαν μηδίσει, τηρώντας επιφύλαξη μονάχα για τους

Λακεδαιμονίους. Ο Πλούταρχος διαφωνεί με την άποψη του Ηροδότου, επισημαίνοντας ότι

ο ελληνικός συνασπισμός εμπράκτως έχει δείξει την ανδρεία του πολεμώντας εναντίον

των Περσών στην πρώτη γραμμή των μαχών και θεωρεί αδιανόητο οι Λακεδαιμόνιοι να

μήδιζαν ακόμη και αν έμεναν μόνοι, καθώς θα έπρατταν ό,τι και στις Θερμοπύλες (Ηρόδ.

7. 210-212 και 219-225), θα πέθαιναν, δηλαδή, όλοι γενναία στο πεδίο της μάχης και δεν θα

συνθηκολογούσαν σε καμία περίπτωση με τους Πέρσες. Έτσι, η δυσαρέσκεια που

αισθάνεται ο Πλούταρχος για τις σφοδρές κατηγορίες που διατυπώνει ο ιστορικός για τους

Θηβαίους και τους Φωκείς στη διήγησή του, ότι δηλαδή εμήδισαν,501 υπάγεται σε δεύτερη

μοίρα, καθώς ο Ηρόδοτος, κατά το βιογράφο, κατηγορεί εκείνους τους Έλληνες, που

499 Ηρόδ. 7. 139.


500 Βλ. για τον Σπαρτιάτη αρχηγό του ελληνικού στόλου κατά τις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της
Σαλαμίνος (480 π.Χ.) Ευρυβιάδη K.-W. Welwei, “Eurybiades”, ΒNP 5 (2004), σ. 213.
501 Ηρόδ. 7. 233, 9. 15, 9. 40 και 9. 87 (περί μηδισμού των Θηβαίων), και Ηρόδ. 9. 17-18 και 9. 31 (περί
μηδισμού των περισσοτέρων Φωκέων).

215
αποδεδειγμένα πολέμησαν ως πρόμαχοι εναντίον των Περσών, για προδοσία, η οποία,

όμως, δεν έγινε, αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει. Ο R.W. Macan θεωρεί πως οι

Λακεδαιμόνιοι θα συνθηκολογούσαν με τους Πέρσες και δεν θα επέλεγαν το θάνατο.502 Ο

Ηρόδοτος, όμως, αν συμφωνήσουμε με την άποψη του Πλουτάρχου πως ο ιστορικός

κακολογεί τον ελληνικό συνασπισμό εναντίον των Περσών, ευθύς εξ αρχής κακολογεί

τους Αθηναίους λέγοντας ότι αυτοί είτε θα εγκατέλειπαν τον τόπο τους και θα άφηναν

τους Έλληνες αβοήθητους είτε θα εμήδιζαν, το οποίο, ωστόσο, δεν υπέπεσε στην αντίληψη

του βιογράφου που αναφέρει ότι ο ιστορικός επαινεί τους Αθηναίους∙ επομένως, ο

ιστορικός κακολογεί και τους Αθηναίους. Το σχετικό χωρίο (7. 139), δείχνει, κατά τη γνώμη

μου, ότι ο ιστορικός θεωρούσε πως δύσκολα (με την μετοικεσία των Αθηναίων σε άλλο

τόπο) ή εύκολα (με την προσχώρηση των Αθηναίων στους Πέρσες) οι Πέρσες, ακόμη και αν

οι Λακεδαιμόνιοι αντιστέκονταν μέχρι τέλους στον Ξέρξη, θα κυρίευαν την Ελλάδα. Η

αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τί θα είχε συμβεί, αν οι Αθηναίοι έπαυαν

να υποστηρίζουν τον αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων ή αν θα πολεμούσαν

εναντίον του ελληνικού συμμαχικού συνασπισμού συνταγμένοι, πλέον, με την περσική

παράταξη∙ πιθανότατα να ήταν νικηφόρα η έκβαση του Μηδικού πολέμου για τους

Πέρσες. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι ο Ηρόδοτος, όσο εύλογη και πιθανή φαίνεται

η άποψή του σ’ εκείνον ή σ’ εμάς,503 εξέφρασε απλώς μία εικασία σχετικά με την έκβαση

των γεγονότων σε περίπτωση που ο αθηναϊκός στόλος δεν συμμετείχε στον ελληνικό

συνασπισμό εναντίον των Περσών, θέλοντας να δείξει τον καταλυτικό ρόλο των Αθηναίων

στη νίκη των Ελλήνων. Και ούτε υποστήριξε ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα εμήδιζαν

οπωσδήποτε, όπως απεφάνθη για τους εναπομείναντες Έλληνες συμμάχους τους, αλλά

502 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 139. 13, λ. «καί ἀποδεξάμενοι ἔργα
μεγάλα».
503 Είναι πιθανό η δήλωση του Ηροδότου στο χωρίο 7. 139. 1, ότι, δηλαδή, η γνώμη του σχετικά με την
καταλυτική συμβολή των Αθηναίων στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος μπορεί να
κινήσει το φθόνο των περισσοτέρων ανθρώπων, να έχει καταγραφεί αμέσως μετά την έναρξη του
Πελοποννησιακού πολέμου: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 139.
1.

216
εξέφρασε την αβεβαιότητά του για την απόφαση που θα λάμβαναν οι Λακεδαιμόνιοι όταν

θα έμεναν μόνοι στον πόλεμο.

14. Ο Ηρόδοτος διηγήθηκε το περιστατικό πλουτισμού του Αμεινοκλέους από τα ευρήματα

των πλοίων του Πέρση βασιλέως ύστερα από ναυάγιο, για να γνωστοποιήσει στο

αναγνωστικό κοινό την παιδοφονία του ανδρός (κεφ. 30).

864 C Κεφ. 30. «Διηγούμενος δὲ συμπεσοῦσαν ναυαγίαν ταῖς

βασιλικαῖς ναυσὶ καὶ ὅτι “πολλῶν χρημάτων ἐκπε-

σόντων, Ἀμεινοκλῆς ὁ Κρητίνεω Μάγνης ἀνὴρ

ὠφελήθη μεγάλως, χρυσία ἄφατα καὶ χρήματα

περιβαλόμενος,” οὐδὲ τοῦτον ἄδηκτον παρῆκεν.

“ἀλλ’ ὁ μὲν τἄλλα,” φησίν, “οὐκ εὐτυχέων εὑρή-

μασι μέγα πλούσιος ἐγένετο∙ ἦν γάρ τις καὶ τοῦτον

ἄχαρις συμφορὴ λυπεῦσα παιδοφόνος.” τοῦτο μὲν

οὖν παντὶ δῆλον, ὅτι τὰ χρυσᾶ χρήματα καὶ τὰ

εὑρήματα καὶ τὸν ἐκβρασσόμενον ὑπὸ τῆς θαλάσσης

πλοῦτον ἐπεισήγαγε τῇ ἱστορίᾳ χώραν καὶ τόπον

ποιῶν, ἐν ᾧ θήσεται τὴν Ἀμεινοκλέους παιδο-

φονίαν».

«Διηγούμενος το ναυάγιο των πλοίων του Πέρση βασιλέως και ότι ‘’από τα πολλά

αντικείμενα που εξέπεσαν στην ακτή, ωφελήθηκε πολύ ο Αμεινοκλής ο γιος του Κρητίνου

από τη Μαγνησία, που περισυνέλεξε ανυπολόγιστες ποσότητες χρυσού και αντικειμένων,’’

ούτε αυτόν τον άφησε χωρίς να τον κατηγορήσει. Λέει, δηλαδή, ο Ηρόδοτος ότι ‘’με τα

ευρήματα έγινε πολύ πλούσιος, αλλά κατά τα άλλα ήταν δυστυχισμένος∙ διότι τον έπληξε

η θλιβερή συμφορά να γίνει φονεύς του παιδιού του.’’ Είναι, όμως, φανερό στον καθένα ότι

εισήγαγε επιπλέον στην ιστορία του τα χρυσά αντικείμενα, τα ευρήματα και τα πλούτη

που ερρίφθησαν από τη θάλασσα στην ακτή απλώς και μόνο για να κάνει χώρο και τόπο

να διηγηθεί την παιδοφονία του Αμεινοκλέους».

217
Σ΄ αυτό το παράδειγμα, ο Πλούταρχος πραγματεύεται τη διήγηση του Ηροδότου

σχετικά με το περιστατικό πλουτισμού του Αμεινοκλέους, γιου του Κρητίνου.

Συγκεκριμένα, ο βιογράφος θεωρεί πως ο ιστορικός, στην παρέκβασή του για έναν

κτηματία στην περιοχή της Σηπιάδος, τον Αμεινοκλή από τη Μαγνησία, αναφέρει ότι έγινε

πολύ πλούσιος από τα χρυσά και αργυρά ποτήρια, τους θησαυρούς των Περσών καθώς και

άλλα ανυπολόγιστα αντικείμενα που περισυνέλεξε στην ακτή από την κακοκαιρία504 που

έπληξε τον περσικό στόλο, έχοντας ως μοναδικό σκοπό να διηγηθεί τη συμφορά που τον

βρήκε, ότι έχασε το παιδί του.505 Ο Πλούταρχος θεωρεί, κατά τη γνώμη μου, ότι η

παρέκβαση του ιστορικού θα έπρεπε να περιοριστεί στα πλούτη που απέκτησε ο

Αμεινοκλής από το ναυάγιο που έπληξε τον περσικό στόλο∙ η συνέχεια της παρεκβάσεως

που κάνει λόγο για τη δυστυχία που έπληξε τον πλούσιο Αμεινοκλή να σκοτώσει506 το παιδί

του, εκλαμβάνεται από τον Πλούταρχο ως μη αναγκαία και, επιπρόσθετα, αποκαλύπτει

τον απώτερο σκοπό του ιστορικού που δεν είναι άλλος παρά να κατηγορήσει τον Μάγνητα

504 Η κακοκαιρία διήρκεσε τρείς ημέρες (Ηρόδ. 7. 191. 2), έπληξε εκείνο το τμήμα του περσικού
στόλου που ήταν αγκυροβολημένο σε βάθος οκτώ πλοίων στο πέλαγος της Μαγνησίας (Ηρόδ. 7. 188.
1), και είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν τουλάχιστον τετρακόσια πλοία (στο χωρίο 7. 191. 1
αναφέρεται ότι ο αριθμός των σιταγωγών και των άλλων πλοίων – αυτά, πιθανότατα, δεν
συμπεριλαμβάνονται στα προαναφερθέντα 400 πλοία - δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί),
αναρίθμητοι άνδρες και άφθονα αντικείμενα (Ηρόδ. 7. 190).
505 Ηρόδ. 7. 190.
506 Κατά τον R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 190. 10, λ. «παιδοφόνος» ο
Πλούταρχος θεωρεί ότι ο ιστορικός περιέγραψε τον Αμεινοκλή ως φονέα του παιδιού του, αλλά από
την ιστορική διήγηση του Ηροδότου αυτό δεν είναι βέβαιο. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 190, λ. «ἄχαρις συμφορὴ λυπεῦσα παιδοφόνος» θεωρούν πιθανό ο
Αμεινοκλής να σκότωσε το γιο του βασιζόμενοι σε χωρίο του Διονυσίου Αλικαρνασσέως (3. 21) που
αναφέρει, κατα μίμηση του Ηροδότου, τη φράση «ἄχαριν συμφοράν ἀδελφοκτόνον» για το νικητή
των μονομαχιών Οράτιο που ακούσια σκότωσε την αδελφή του. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 30, λ. “Herodotus raised the topic” (Ηθικά 864C) αναφέρει ότι η λέξη
«παιδοφόνος» θα πρέπει να περιγράφει ανθρώπους που σκότωσαν τα παιδιά τους, όπως ο Ιάσων
χρησιμοποιεί αυτή τη σύνθετη λέξη για τη Μήδεια (Ευρ., Μήδ. 1407: «καὶ παιδοφόνου τῆσδε
λεαίνης»). Κατά τη γνώμη μου, ο Ηρόδοτος εννοεί ότι ο Αμεινοκλής διέπραξε το φόνο του γιού του
καθώς, αφ΄ ενός η ιστορία αποκτά το ενδιαφέρον που ελκύει έναν ιστορικό ώστε να κρίνει πως
πρέπει να συμπεριληφθεί στη διήγησή του, αφ΄ ετέρου η ασύνδετη φράση «ἄχαρις συμφορὴ
λυπεῦσα παιδοφόνος» καταδεικνύει περισσότερο την τραγική κατάσταση ενός ανθρώπου που
φόνευσε το παιδί του παρά κάποιου που έχασε το τέκνο του από άλλη συγκυρία.

218
κτηματία ως παιδοφόνο. Ο Ηρόδοτος, όμως, όπως και ο βιογράφος που παραθέτει τα

ακριβή λόγια του ιστορικού, έκανε λόγο για συμφορά που έπληξε τον Αμεινοκλή, που

σημαίνει ότι σκότωσε ακουσίως το παιδί του και όχι εκουσίως. Έτσι, κατά τη γνώμη μου,

σκοπός του ιστορικού είναι να εκλάβει ο αναγνώστης το περιστατικό στη φιλοσοφική του

θεώρηση, ότι, δηλαδή, τα πλούτη δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία στον άνθρωπο και, θα

τολμούσαμε να προσθέσουμε, ότι συμπάσχει με τη συμφορά του πατρός που, στη χαρά του

για τα υλικά αγαθά που απέκτησε, τον έπληξε η δυστυχία να σκοτώσει το ίδιο του το παιδί,

και δεν θεωρεί ο αναγνώστης, όπως ο βιογράφος κρίνει, ότι ο Ηρόδοτος ανέφερε τον

Αμεινοκλή με σκοπό απλά να τον κατηγορήσει. Ίσως να φαινόταν πιο πειστικός ο

βιογράφος αν δεν παρουσίαζε την άποψή του κατ΄ απόλυτο τρόπο λέγοντας ότι «στον

καθένα είναι φανερό» (τοῦτο μὲν οὖν παντὶ δῆλον), δίχως να αφήνει έστω κάποια

πιθανότητα σφάλματος. Θα περιμέναμε ο Πλούταρχος να ισχυριστεί ότι ο Αμεινοκλής δεν

υπήρξε παιδοφόνος, αλλά η ‘’σιωπή’’ της αφηγήσεώς του μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι

κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δυστυχώς δεν έχουμε επιπλέον πληροφορίες για τον Αμεινοκλή που

να μας βοηθούσαν να διαπιστώσουμε την αλήθεια ή μη της διηγήσεως του ιστορικού, αλλά

δεν έχουμε κάποιο λόγο να αμφισβητήσουμε τον Ηρόδοτο. Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί

εντελώς η πιθανότητα ο Πλούταρχος να έχει δίκαιο σχετικά με το κίνητρο του ιστορικού να

αναφέρει τον πλουτισμό του Αμεινοκλέους με απώτερο σκοπό να γνωστοποιήσει την

παιδοφονία του ανδρός, κατά τη γνώμη μου, η ηροδότεια διήγηση δεν μας οδηγεί σε τέτοιο

συμπέρασμα.507

15. Οι Θηβαίοι, έως την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, ήταν σύμμαχοι και

συναγωνιστές των Ελλήνων, ενώ, έπειτα, απομονωμένοι και εγκαταλελειμένοι από τους

Έλληνες συμμάχους τους, εμήδισαν από ανάγκη και όχι με τη θέλησή τους∙ παρέκβαση

σχετικά, αφ΄ ενός με τη νυκτερινή έφοδο του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών στο περσικό

στρατόπεδο, αφ΄ ετέρου με το εγκώμιο του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών που πολέμησαν

στις Θερμοπύλες, που παραλείπει να αναφέρει ο ιστορικός (κεφ. 31-33).

507 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 190. 3, λ. «Ἀμεινοκλέι τῷ Κρητίνεω» θεωρεί
ότι δεν υφίσταται η κακοήθεια του Ηροδότου σ΄ αυτό το χωρίο, όπως ισχυρίζεται ο Πλούταρχος.

219
864 D Κεφ. 31. «Ἀριστοφάνους δὲ τοῦ Βοιωτοῦ γράψαντος

ὅτι χρήματα μὲν αἰτήσας οὐκ ἔλαβε παρὰ Θηβαίων,

ἐπιχειρῶν δὲ τοῖς νέοις διαλέγεσθαι καὶ συσχολά-

ζειν ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι’ ἀγροικίαν

αὐτῶν καὶ μισολογίαν, ἄλλο μὲν οὐδέν ἐστι τεκμή-

ριον∙ ὁ δ’ Ἡρόδοτος τῷ Ἀριστοφάνει μεμαρτύρηκε,

δι’ ὧν τὰ μὲν ψευδῶς, τὰ δὲ διὰ κολακείαν, τὰ δὲ

ὡς μισῶν καὶ διαφερόμενος τοῖς Θηβαίοις ἐγ-

κέκληκε.

Θεσσαλοὺς μὲν γὰρ ὑπ’ ἀνάγκης ἀποφαίνεται

E μηδίσαι τὸ πρῶτον, ἀληθῆ λέγων∙ καὶ περὶ τῶν

ἄλλων Ἑλλήνων μαντευόμενος ὡς προδόντων ἂν

Λακεδαιμονίους ὑπεῖπεν ὡς “οὐχ ἑκόντων ἀλλ’ ὑπ’

ἀνάγκης ἁλισκομένων κατὰ πόλεις.” Θηβαίοις δὲ

τῆς αὐτῆς ἀνάγκης οὐ δίδωσι τὴν αὐτὴν συγγνώμην.

καίτοι πεντακοσίους μὲν εἰς τὰ Τέμπη καὶ Μναμίαν

στρατηγὸν ἔπεμψαν, εἰς δὲ Θερμοπύλας ὅσους

ᾔτησε Λεωνίδας, οἳ καὶ μόνοι σὺν Θεσπιεῦσι παρ-

έμειναν αὐτῷ, τῶν ἄλλων ἀπολιπόντων μετὰ τὴν

κύκλωσιν. ἐπεὶ δὲ τῶν παρόδων κρατήσας ὁ βάρ-

F βαρος ἐν τοῖς ὅροις ἦν καὶ Δημάρατος ὁ Σπαρτιάτης

διὰ ξενίας εὔνους ὢν Ἀτταγίνῳ τῷ προεστῶτι τῆς

ὀλιγαρχίας διεπράξατο φίλον βασιλέως γενέσθαι καὶ

ξένον, οἱ δ’ Ἕλληνες ἐν ταῖς ναυσὶν ἦσαν, πεζῇ δ’

οὐδεὶς προσήλαυνεν, οὕτω προσεδέξαντο τὰς δια-

λύσεις ὑπὸ τῆς μεγάλης ἀνάγκης ἐγκαταληφθέντες.

οὔτε γὰρ θάλασσα καὶ νῆες αὐτοῖς παρῆσαν ὡς

Ἀθηναίοις, οὔτ’ ἀπωτάτω κατῴκουν ὡς Σπαρ-

220
τιᾶται τῆς Ἑλλάδος ἐν μυχῷ, μιᾶς δ’ ἡμέρας ὁδὸν

καὶ ἡμισείας ἀπέχοντι τῷ Μήδῳ συστάντες ἐπὶ τῶν

στενῶν καὶ διαγωνισάμενοι μετὰ μόνων Σπαρτια-

865 A τῶν καὶ Θεσπιέων ἠτύχησαν. ὁ δὲ συγγραφεὺς

οὕτως ἐστὶ δίκαιος, ὥστε “Λακεδαιμονίους μὲν μο-

νωθέντας καὶ γενομένους συμμάχων ἐρήμους τυχὸν

ἄν,” φησιν, “ὁμολογίῃ χρήσασθαι πρὸς Ξέρξεα”·

Θηβαίοις δὲ ταὐτὸ διὰ τὴν αὐτὴν ἀνάγκην παθοῦσι

λοιδορεῖται. τὸ δὲ μέγιστον καὶ κάλλιστον ἔργον

ἀνελεῖν μὴ δυνηθεὶς ὡς οὐ πραχθὲν αὐτοῖς, αἰτίᾳ

φαύλῃ καὶ ὑπονοίᾳ διαλυμαινόμενος ταῦτ’ ἔγραφεν∙

“οἱ μέν νυν ξύμμαχοι ἀποπεμπόμενοι ᾤχοντό τε

ἀπιόντες καὶ ἐπείθοντο Λεωνίδῃ∙ Θεσπιέες δὲ καὶ

Θηβαῖοι κατέμειναν μοῦνοι παρὰ Λακεδαιμονίοισι.

B τούτων δὲ Θηβαῖοι μὲν ἀέκοντες ἔμενον καὶ οὐ

βουλόμενοι∙ κατεῖχε γάρ σφεας Λεωνίδης ἐν ὁμή-

ρων λόγῳ ποιεύμενος∙ Θεσπιέες δὲ ἑκόντες μά-

λιστα, οἳ οὐδαμᾶ ἔφασαν ἀπολιπόντες Λεωνίδην

καὶ τοὺς μετὰ τούτου ἀπαλλάξεσθαι.”

Εἶτ’ οὐ δῆλός ἐστιν ἰδίαν τινὰ πρὸς Θηβαίους

ἔχων ὀργὴν καὶ δυσμένειαν, ὑφ’ ἧς οὐ μόνον δι-

έβαλε ψευδῶς καὶ ἀδίκως τὴν πόλιν, ἀλλ’ οὐδὲ τοῦ

πιθανοῦ τῆς διαβολῆς ἐφρόντισεν, οὐδ’ ὅπως αὐτὸς

ἑαυτῷ τἀναντία λέγων παρ’ ὀλίγους ἀνθρώπους οὐ

φανεῖται συνειδώς; προειπὼν γὰρ ὡς “ὁ Λεω-

C νίδης, ἐπεί τ’ ᾔσθετο τοὺς συμμάχους ἐόντας ἀπρο-

θύμους καὶ οὐκ ἐθέλοντας συγκινδυνεύειν, κελεύσαι

σφέας ἀπαλλάττεσθαι,” πάλιν μετ’ ὀλίγον λέγει

τοὺς Θηβαίους ἄκοντας αὐτὸν κατασχεῖν, οὓς εἰκὸς

221
ἦν ἀπελάσαι καὶ βουλομένους παραμένειν, εἰ μη-

δίζειν αἰτίαν εἶχον. ὅπου γὰρ οὐκ ἐδεῖτο τῶν μὴ

προθύμων, τί χρήσιμον ἦν ἀναμεμίχθαι μαχομένοις

ἀνθρώπους ὑπόπτους; οὐ γὰρ δὴ φρένας εἶχε

τοιαύτας ὁ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλεὺς καὶ τῆς

Ἑλλάδος ἡγεμών, ὥστε “κατέχειν ἐν ὁμήρων

λόγῳ” τοῖς τριακοσίοις τοὺς τετρακοσίους ὅπλ’

ἔχοντας καὶ προσκειμένων ἔμπροσθεν ἤδη καὶ ὄπι-

σθεν ἅμα τῶν πολεμίων. καὶ γὰρ εἰ πρότερον ἐν

D ὁμήρων λόγῳ ποιούμενος ἦγεν αὐτούς, ἔν γε τοῖς

ἐσχάτοις εἰκὸς ἦν καιροῖς ἐκείνους τε Λεωνίδα μη-

δὲν φροντίσαντας ἀπαλλαγῆναι καὶ Λεωνίδαν δεῖσαι

τὴν ὑπ’ ἐκείνων μᾶλλον ἢ τῶν βαρβάρων κύκλωσιν.

Ἄνευ δὲ τούτων, πῶς οὐ γελοῖος ὁ Λεωνίδας,

τοὺς μὲν ἄλλους Ἕλληνας ἀπιέναι κελεύων ὡς

αὐτίκα μάλα τεθνηξομένους, Θηβαίους δὲ κωλύων

ὡς ὑπ’ αὐτοῦ φυλάττοιντο τοῖς Ἕλλησιν ἀποθνή-

σκειν μέλλοντος; εἰ γὰρ ὡς ἀληθῶς ἐν ὁμήρων

λόγῳ, μᾶλλον δ’ ἀνδραπόδων, περιῆγε τοὺς ἄνδρας,

οὐ κατέχειν ὤφειλεν αὐτοὺς μετὰ τῶν ἀπολου-

μένων, ἀλλὰ παραδοῦναι τοῖς ἀπιοῦσι τῶν Ἑλλή-

E νων. ὃ δὲ λοιπὸν ἦν τῶν αἰτίων εἰπεῖν, “ἴσως δὲ

ἀπολουμένους κατεῖχε,” καὶ τοῦτ’ ἀνῄρηκεν ὁ συγ-

γραφεύς, οἷς περὶ τῆς φιλοτιμίας τοῦ Λεωνίδου

κατὰ λέξιν εἴρηκε∙ “ταῦτα δὲ δὴ ἐπιλεγόμενον

Λεωνίδεα καὶ βουλόμενον καταθέσθαι κλέος μού-

νων Σπαρτιητέων ἀποπέμψαι τοὺς συμμάχους μᾶλ-

λον ἢ τῇσι γνώμῃσι διενεχθέντας.” ὑπερβολὴ γὰρ

εὐηθείας ἦν, ἧς ἀπήλαυνε δόξης τοὺς συμμάχους

222
F κατέχειν μεθέξοντας τοὺς πολεμίους. ὅτι τοίνυν

οὐ διεβέβλητο τοῖς Θηβαίοις ὁ Λεωνίδας, ἀλλὰ καὶ

φίλους ἐνόμιζε βεβαίους, ἐκ τῶν πεπραγμένων δῆ-

λόν ἐστι. καὶ γὰρ παρῆλθεν εἰς Θήβας ἄγων τὸ

στράτευμα καὶ δεηθεὶς ἔτυχεν οὗ μηδὲ εἷς ἄλλος, ἐν

τῷ ἱερῷ κατακοιμηθῆναι τοῦ Ἡρακλέους, καὶ τὴν

ὄψιν ἣν εἶδεν ὄναρ ἐξήγγειλε τοῖς Θηβαίοις∙ ἔδοξε

γὰρ ἐν θαλάσσῃ πολὺν ἐχούσῃ καὶ τραχὺν κλύδωνα

τὰς ἐπιφανεστάτας καὶ μεγίστας πόλεις τῆς Ἑλλά-

δος ἀνωμάλως διαφέρεσθαι καὶ σαλεύειν, τὴν δὲ

Θηβαίων ὑπερέχειν τε πασῶν καὶ μετέωρον ἀρ-

θῆναι πρὸς τὸν οὐρανὸν εἶτ’ ἐξαίφνης ἀφανῆ γενέ-

σθαι∙ καὶ ταῦτα μὲν ἦν ὅμοια τοῖς ὕστερον χρόνῳ

πολλῷ συμπεσοῦσι περὶ τὴν πόλιν».

866 A Κεφ. 32. «Ὁ δ’ Ἡρόδοτος ἐν τῇ διηγήσει τῆς μάχης

καὶ τοῦ Λεωνίδου τὴν μεγίστην ἠμαύρωκε πρᾶξιν,

αὐτοῦ πεσεῖν πάντας εἰπὼν ἐν τοῖς στενοῖς περὶ τὸν

Κολωνόν∙ ἐπράχθη δ’ ἄλλως. ἐπεὶ γὰρ ἐπύθοντο

νύκτωρ τὴν περίοδον τῶν πολεμίων, ἀναστάντες

ἐβάδιζον ἐπὶ τὸ στρατόπεδον καὶ τὴν σκηνὴν ὀλίγου

δεῖν βασιλέως, ὡς ἐκεῖνον αὐτὸν ἀποκτενοῦντες καὶ

περὶ ἐκείνῳ τεθνηξόμενοι∙ μέχρι μὲν οὖν τῆς σκη-

νῆς ἀεὶ τὸν ἐμποδὼν φονεύοντες, τοὺς δ’ ἄλλους

τρεπόμενοι προῆλθον∙ ἐπεὶ δ’ οὐχ εὑρίσκετο Ξέρξης,

B ζητοῦντες ἐν μεγάλῳ καὶ ἀχανεῖ στρατεύματι καὶ

πλανώμενοι μόλις ὑπὸ τῶν βαρβάρων πανταχόθεν

περιχυθέντων διεφθάρησαν. ὅσα δ’ ἄλλα πρὸς

τούτῳ τολμήματα καὶ ῥήματα τῶν Σπαρτιατῶν

παραλέλοιπεν, ἐν τῷ Λεωνίδου βίῳ γραφήσεται∙

223
μικρὰ δ’ οὐ χεῖρόν ἐστι καὶ νῦν διελθεῖν. ἀγῶνα

μὲν γὰρ ἐπιτάφιον αὐτῶν ἠγωνίσαντο πρὸ τῆς

ἐξόδου καὶ τοῦτον ἐθεῶντο πατέρες αὐτῶν καὶ

μητέρες∙ αὐτὸς δ’ ὁ Λεωνίδας πρὸς μὲν τὸν εἰπόντα

παντελῶς ὀλίγους ἐξάγειν αὐτὸν ἐπὶ τὴν μάχην

“πολλοὺς μέν,” ἔφη, “τεθνηξομένους”∙ πρὸς δὲ

τὴν γυναῖκα, πυνθανομένην ἐξιόντος εἴ τι λέγοι,

C μεταστραφεὶς εἶπεν∙ “ἀγαθοῖς γαμεῖσθαι κἀγαθὰ

τίκτειν.” ἐν δὲ Θερμοπύλαις μετὰ τὴν κύκλωσιν

δύο τῶν ἀπὸ γένους ὑπεξελέσθαι βουλόμενος ἐπιστο-

λὴν ἐδίδου τῷ ἑτέρῳ καὶ ἔπεμπεν∙ ὁ δ’ οὐκ ἐδέξατο

φήσας μετ’ ὀργῆς∙ “μαχατάς τοι, οὐκ ἀγγελια-

φόρος, εἱπόμαν”∙ τὸν δ’ ἕτερον ἐκέλευεν εἰπεῖν τι

πρὸς τὰ τέλη τῶν Σπαρτιατῶν∙ ὁ δ’ ἀπεκρίνατο,

<“κρείσσων ἐγὼ μένων καὶ κρείσσον’ ἐμοῦ μένον-

τος> τὰ πράγματα,” καὶ τὴν ἀσπίδα λαβὼν εἰς

τάξιν κατέστη.

Ταῦτ’ οὐκ ἄν τις ἐπετίμησεν ἄλλου παραλιπόντος∙

ὁ δὲ τὴν Ἀμάσιδος ἀποψόφησιν καὶ τὴν τῶν ὄνων

τοῦ κλέπτου προσέλασιν καὶ τὴν τῶν ἀσκῶν ἐπί-

δοσιν καὶ πόλλ’ ἄλλα τοιαῦτα συναγαγὼν καὶ

D διαμνημονεύων, οὐκ ἀμελείᾳ δόξειεν ἂν καὶ ὑπερ-

οψίᾳ προΐεσθαι καλὰ μὲν ἔργα καλὰς δὲ φωνάς, ἀλλ’

οὐκ εὐμενὴς ὢν πρὸς ἐνίους οὐδὲ δίκαιος».

(866 D) Κεφ. 33. «Τοὺς δὲ Θηβαίους πρῶτον μέν φησι “μετὰ

τῶν Ἑλλήνων ἐόντας μάχεσθαι ὑπ’ ἀνάγκης ἐχομέ-

νους”∙ οὐ γὰρ μόνον Ξέρξης, ὡς ἔοικεν, ἀλλὰ καὶ

Λεωνίδας μαστιγοφόρους εἶχεν ἑπομένους, ὑφ’ ὧν

οἱ Θηβαῖοι παρὰ γνώμην ἠναγκάζοντο μαστιγού-

224
μενοι μάχεσθαι. καὶ τίς ἂν ὠμότερος τούτου γέ-

νοιτο συκοφάντης, ὃς μάχεσθαι μὲν ὑπ’ ἀνάγκης

φησὶ τοὺς ἀπελθεῖν καὶ φεύγειν δυναμένους, μη-

δίσαι δ’ ἑκόντας οἷς οὐδεὶς παρῆν βοηθῶν; ἑξῆς

δὲ τούτοις γέγραφεν ὅτι “τῶν ἄλλων ἐπειγομένων

E ἐπὶ τὸν Κολωνὸν ἀποσχισθέντες οἱ Θηβαῖοι χεῖράς

τε προέτειναν καὶ ᾖσαν ἆσσον τῶν βαρβάρων, λέ-

γοντες τὸν ἀληθέστατον τῶν λόγων, ὡς μηδίσειαν

καὶ γῆν τε καὶ ὕδωρ ἔδοσαν βασιλεῖ, ὑπὸ δ’ ἀν-

άγκης ἐχόμενοι εἰς Θερμοπύλας ἀπικέατο καὶ

ἀναίτιοι εἶεν τοῦ τρώματος τοῦ γενομένου βασιλεῖ∙

ταῦτα λέγοντες περιεγένοντο∙ εἶχον γὰρ καὶ Θεσ-

σαλοὺς τούτων τῶν λόγων μάρτυρας.” ὅρα διὰ

τοσούτων ἐν βαρβάροις κραυγαῖς καὶ παμμιγέσι

θορύβοις καὶ φυγαῖς καὶ διώξεσιν ἀκουομένην

δικαιολογίαν καὶ μαρτύρων ἀνάκρισιν καὶ Θεσσα-

λοὺς μεταξὺ τῶν φονευομένων καὶ πατουμένων ὑπ’

F ἀλλήλων παρὰ τὰ στενὰ Θηβαίοις συνδικοῦντας,

ὅτι τῆς Ἑλλάδος αὐτοὺς κρατοῦντας ἄχρι Θεσπιέων

ἔναγχος ἐξήλασαν μάχῃ περιγενόμενοι καὶ τὸν

ἄρχοντα Λατταμύαν ἀποκτείναντες. ταῦτα γὰρ

ὑπῆρχε Βοιωτοῖς τότε καὶ Θεσσαλοῖς πρὸς ἀλλή-

λους, ἐπιεικὲς δὲ καὶ φιλάνθρωπον οὐδέν.

Ἀλλὰ δὴ τῶν Θεσσαλῶν μαρτυρούντων, πῶς

περιεγένοντο Θηβαῖοι; “τοὺς μὲν αὐτῶν ἀπέκτει-

ναν οἱ βάρβαροι προσιόντας,” ὡς αὐτὸς εἴρηκε,

“τοὺς δὲ πλεῦνας, κελεύσαντος Ξέρξεω, ἔστιξαν

στίγματα βασιλήια, ἀρξάμενοι ἀπὸ τοῦ στρατηγοῦ

867 A Λεοντιάδεω.” ἀλλ’ οὔτε Λεοντιάδης ἐν Θερμο-

225
πύλαις ἦν στρατηγός, ἀλλ’ Ἀνάξανδρος, ὡς Ἀρι-

στοφάνης ἐκ τῶν κατ’ ἄρχοντας ὑπομνημάτων

ἱστόρησε καὶ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος∙ οὔτε γινώ-

σκει τις ἀνθρώπων πρὸ Ἡροδότου στιχθέντας ὑπὸ

Ξέρξου Θηβαίους. ἐπεὶ μέγιστον ἦν ἀπολόγημα

τῆς διαβολῆς καὶ καλῶς εἶχε τὴν πόλιν ἀγάλλεσθαι

τοῖς στίγμασιν ἐκείνοις, ὡς Ξέρξου δικάσαντος

ἐχθίστοις χρήσασθαι Λεωνίδῃ καὶ Λεοντιάδῃ∙ τοῦ

μὲν γὰρ ᾐκίσατο πεπτωκότος τὸ σῶμα, τοῦ δὲ

ζῶντος ἔστιξεν. ὁ δὲ τὴν μὲν εἰς Λεωνίδαν ὠμό-

B τητα δήλωμα ποιούμενος, ὅτι μάλιστα δὴ ἀνδρῶν ὁ

βάρβαρος ἐθυμώθη ζῶντι Λεωνίδῃ, Θηβαίους δὲ

καὶ μηδίζοντας λέγων ἐν Θερμοπύλαις στιχθῆναι

καὶ στιχθέντας αὖθις ἐν Πλαταιαῖς μηδίζειν προ-

θύμως δοκεῖ μοι, καθάπερ Ἱπποκλείδης ὁ τοῖς

σκέλεσι χειρονομῶν ἐπὶ τῆς τραπέζης, εἰπεῖν ἂν

ἐξορχούμενος τὴν ἀλήθειαν∙ “οὐ φροντὶς Ἡρο-

δότῳ”».

«Ο Αριστοφάνης ο Βοιωτός έγραψε ότι (ο Ηρόδοτος) ζήτησε χρήματα από τους

Θηβαίους αλλά δεν του έδωσαν, και όταν προσπάθησε να διαλεχθεί και να συναναστραφεί

με τους νέους των Θηβών, οι άρχοντες της πόλεως τον εμπόδισαν επειδή ήταν αγροίκοι και

ένιωθαν μίσος για τις συζητήσεις∙ δεν υπάρχει, όμως, άλλη απόδειξη γι΄ αυτά. Ο ίδιος ο

Ηρόδοτος δίδει μαρτυρία υπέρ του ισχυρισμού του Αριστοφάνους με τις κατηγορίες που

επιρρίπτει εις βάρος των Θηβαίων, άλλες ψευδείς, άλλες για να κολακεύσει άλλους και

άλλες από μίσος και έχθρα για τους Θηβαίους.

Αποφαίνεται ότι οι Θεσσαλοί εξ αρχής αναγκάστηκαν να μηδίσουν, και λέει την

αλήθεια. Και όταν μαντεύει πως οι άλλοι Έλληνες θα είχαν προδώσει τους

Λακεδαιμονίους, προσθέτει: ‘’Όχι με τη θέλησή τους, αλλά εξαναγκασμένοι, καθώς οι

πόλεις η μία μετά την άλλη θα κυριεύονταν.’’ Στους Θηβαίους, όμως, για τον ίδιο

226
εξαναγκασμό, δεν δίδει την ίδια συγχώρεση. Αυτοί, όμως, έστειλαν πεντακοσίους

στρατιώτες στα Τέμπη με στρατηγό τον Μναμία, και στις Θερμοπύλες όσους ζήτησε ο

Λεωνίδας, οι οποίοι, μόνοι μαζί με τους Θεσπιείς, έμειναν κοντά του, ενώ οι άλλοι έφυγαν

μετά την περικύκλωσή του. Όταν οι βάρβαροι κατέλαβαν τα περάσματα και έφθασαν στα

σύνορα (των Θηβών), και ο Σπαρτιάτης Δημάρατος, που ήταν φίλος από φιλοξενία με τον

Ατταγίνο, τον ηγέτη των ολιγαρχικών, επιχείρησε να τον κάνει φίλο και φιλοξενούμενο

του Πέρση βασιλέως, ενώ οι Έλληνες ευρίσκονταν στα πλοία και κανένα πεζικό στράτευμα

δεν πορευόταν εναντίον των βαρβάρων, έτσι, εγκαταλελειμένοι (από τους άλλους

Έλληνες), υπό την πίεση της μεγάλης ανάγκης δέχθηκαν τους όρους του Πέρση βασιλέως.

Γιατί ούτε θάλασσα ούτε πλοία είχαν, όπως οι Αθηναίοι, ούτε κατοικούσαν στον πιο

απομακρυσμένο μυχό της Ελλάδος, όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά απείχαν από τους Μήδους

μιάμισυ ημέρα δρόμο, όταν αντιστάθηκαν στα στενά και αγωνίσθηκαν και σκοτώθηκαν

μονάχα μαζί με τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Ο συγγραφεύς, όμως, είναι τόσο

δίκαιος, ώστε λέει ότι ‘’αν οι Λακεδαιμόνιοι είχαν απομονωθεί και εγκαταλειφθεί από τους

συμμάχους τους, ίσως θα συνθηκολογούσαν με τον Ξέρξη.’’ Τους Θηβαίους, όμως, που

έπαθαν το ίδιο από την ίδια ανάγκη, τους λοιδορεί. Ωστόσο, το μεγαλύτερο και το

ωραιότερο έργο τους δεν μπόρεσε να το αναιρέσει, ότι, δηλαδή, δεν συνέβη, αλλά

προσπαθώντας να το εξαφανίσει με φαύλες αιτίες και υποψίες, έγραφε τα εξής: ‘’Οι

σύμμαχοι, λοιπόν, που διατάχθηκαν να απομακρυνθούν, έφυγαν υπακούοντας τις

διαταγές του Λεωνίδα. Μόνοι κοντά στους Λακεδαιμονίους έμειναν οι Θεσπιείς και οι

Θηβαίοι∙ από αυτούς, ωστόσο, οι Θηβαίοι έμειναν ακούσια και χωρίς να το θέλουν, γιατί

τους κρατούσε ο Λεωνίδας χρησιμοποιώντας τους ως ομήρους. Οι Θεσπιείς, όμως,

(παρέμειναν) με πολύ μεγάλη προθυμία και είπαν ότι ποτέ δεν θα φύγουν ή θα

εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους στρατιώτες του’’.

Δεν είναι, λοιπόν, φανερό πως έχει κάποια προσωπική οργή και έχθρα, εξ αιτίας της

οποίας όχι μόνο διέβαλε ψευδώς και αδίκως την πόλη, αλλά ούτε φρόντισε η διαβολή να

είναι πιστευτή ούτε συνειδητοποίησε ότι, αντιφάσκοντας ο ίδιος προς τον εαυτό του, λίγοι

άνθρωποι δεν θα το καταλάβουν; Επειδή, ενώ προηγουμένως είπε ότι ‘’ο Λεωνίδας, όταν

αντιλήφθηκε ότι οι σύμμαχοι ήταν απρόθυμοι και ότι δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στον

227
κίνδυνο, τους διέταξε να φύγουν,’’ μετά από λίγο λέει ότι κράτησε τους Θηβαίους παρά τη

θέλησή τους, τους οποίους λογικό θα ήταν να τους απομακρύνει, ακόμα και αν ήθελαν να

παραμείνουν, αν υπήρχε κατηγορία εναντίον τους για μηδισμό. Διότι, τη στιγμή που δεν

χρειαζόταν τους προθύμους, ποιά η χρησιμότητα να αναμείξει ανθρώπους υπόπτους με

τους μαχομένους; Δεν είχε, όμως, τέτοια σκέψη ο βασιλεύς των Σπαρτιατών και ηγεμών

της Ελλάδος ώστε ‘’να κρατά χρησιμοποιώντας ως ομήρους’’ τετρακοσίους οπλισμένους

άνδρες ανάμεσα στους τριακοσίους, ενώ οι εχθροί ήδη τους πλησίαζαν και από την

μπροστινή και από την οπίσθια πλευρά. Και αν, πράγματι, προηγουμένως τους κρατούσε

χρησιμοποιώντας τους ως ομήρους, στις έσχατες στιγμές θα ήταν φυσικό να

προσπαθήσουν να αποδράσουν χωρίς να νοιαστούν καθόλου για τον Λεωνίδα, και ο

Λεωνίδας περισσότερο να φοβηθεί μήπως περικυκλωθεί από τους Θηβαίους και όχι από

τους βαρβάρους.

Εκτός, όμως, από αυτά, πώς δεν φαίνεται γελοίος ο Λεωνίδας, από τη μια να

διατάζει τους άλλους Έλληνες να φύγουν, επειδή πρόκειται να πεθάνουν αμέσως, και από

την άλλη να εμποδίζει τους Θηβαίους να φύγουν, ώστε αυτός που πρόκειται να σκοτωθεί,

να μπορεί να τους επιτηρεί για χάρη των Ελλήνων; Αν, στ΄ αλήθεια, περιέφερε τους άνδρες

αυτούς χρησιμοποιώντας τους ως ομήρους, περισσότερο όμως ως δούλους, δεν έπρεπε να

τους κρατά μαζί με εκείνους που θα σκοτώνονταν, αλλά να τους παραδώσει σ΄ αυτούς που

έφευγαν. Και η μόνη πιθανή εξήγηση που έμεινε, ότι ‘’ίσως τους κρατούσε για να

σκοτωθούν,’’ και αυτή αναιρείται από τον συγγραφέα, με αυτά που λέει για τη φιλοτιμία

του Λεωνίδα, αναφέροντας επί λέξει: ‘’Αυτές ήταν οι σκέψεις του Λεωνίδα και διέταξε τους

άλλους συμμάχους να φύγουν, επειδή επιθυμούσε να αποκτήσουν τη δόξα μονάχα οι

Σπαρτιάτες και όχι επειδή είχε διαφωνίες μαζί τους.’’ Θα ήταν το αποκορύφωμα της

ανοησίας να κρατήσει τους εχθρούς του να μοιραστούν μαζί του τη δόξα που αρνήθηκε

στους συμμάχους του. Ότι ο Λεωνίδας, πραγματικά, δεν ευρίσκετο σε ρήξη με τους

Θηβαίους, αλλά τους θεωρούσε σταθερούς φίλους, είναι φανερό από τα γεγονότα. Στ΄

αλήθεια εισήλθε στη Θήβα επικεφαλής του στρατεύματος και, όταν ζήτησε να κοιμηθεί

στο ιερό του Ηρακλέους, το αίτημά του έγινε δεκτό μονάχα σ΄ αυτόν και σε κανέναν άλλο,

και αυτά που είδε στο όνειρό του τα ανακοίνωσε στους Θηβαίους∙ είδε ότι οι επιφανέστερες

228
και μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος είχαν περιπέσει σε μεγάλη ταραχή και σύγχυση μέσα

σε θάλασσα με φοβερή τρικυμία, και ότι η πόλη των Θηβαίων ευρίσκετο επάνω από όλες

και ανέβαινε μετέωρη προς τον ουρανό, και ύστερα ξαφνικά εξαφανίσθηκε. Και αυτά

έμοιαζαν με όσα συνέβησαν ύστερα από πολλά χρόνια στην πόλη.

(Κεφ. 32) Ο Ηρόδοτος, όμως, κατά τη διήγηση της μάχης, έχει αμαυρώσει και το

μέγιστο έργο του Λεωνίδα, λέγοντας πως όλοι σκοτώθηκαν στα στενά περί τον λόφο∙ τα

πράγματα, όμως, έγιναν διαφορετικά. Όταν, δηλαδή, πληροφορήθηκαν τη νύκτα την

κυκλωτική κίνηση των εχθρών, σηκώθηκαν και πορεύθηκαν εναντίον του (περσικού)

στρατοπέδου και έφθασαν σχεδόν στη σκηνή του (Πέρση) βασιλέως, για να τον σκοτώσουν,

και, πραγματοποιώντας αυτήν τους την πράξη, να σκοτωθούν και εκείνοι. Προχώρησαν,

λοιπόν, έως τη σκηνή (του βασιλέως) φονεύοντας κάθε φορά όποιον τους έμπαινε εμπόδιο,

ενώ άλλους τους έτρεπαν σε φυγή. Επειδή, όμως, δεν εύρισκαν τον Ξέρξη, αναζητώντας

τον μέσα στο μεγάλο και αχανές στράτευμα, έχασαν τον προσανατολισμό τους και, αφού

περικυκλώθηκαν από τους βαρβάρους, σκοτώθηκαν. Όσες άλλες ανδραγαθίες και λόγους

των Σπαρτιατών σχετικά με την πράξη αυτή έχει παραλείψει (ο Ηρόδοτος), θα καταγράψω

στο βίο του Λεωνίδα∙ δεν θα κάνω, όμως, άσχημα αν αναφέρω και τώρα ολίγα από αυτά.

Τέλεσαν οι ίδιοι, προτού φύγουν από τη Σπάρτη, τους δικούς τους επιταφίους αγώνες, τους

οποίους παρακολούθησαν οι πατέρες και οι μητέρες τους. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, όταν κάποιος

του είπε ότι παίρνει πολύ λίγους άνδρες για τη μάχη, απάντησε: ’’Πολλούς, όμως, για να

πεθάνουν’’. Στη γυναίκα του που τον ρώτησε, την ώρα που αυτός έφευγε, αν είχε κάτι να

της πει, στράφηκε και της είπε: ‘’Να παντρευτείς καλούς άνδρες και να γεννήσεις καλά

παιδιά’’. Στις Θερμοπύλες, αφού τους περικύκλωσαν, θέλοντας να σώσει δύο άνδρες

ευγενών οικογενειών, έδωσε στον ένα επιστολή και του είπε να φύγει, αλλά εκείνος

αρνήθηκε και είπε οργισμένος: ‘’Σε ακολούθησα ως μαχητής και όχι ως αγγελιαφόρος’’.

Τον άλλον τον διέταξε να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στους άρχοντες των Λακεδαιμονίων∙

εκείνος του απάντησε: ‘’Θα εκτελέσω καλύτερα το καθήκον μου μένοντας εδώ, και, αν

μείνω, το μήνυμα θα είναι καλύτερο’’, και αφού πήρε την ασπίδα, έλαβε θέση στην

παράταξη.

229
Αυτά, αν τα είχε παραλείψει άλλος συγγραφεύς, θα μπορούσε κάποιος να μην τον

κατακρίνει∙ ο συγγραφεύς, όμως, που συνέλεξε και μνημονεύει την προσβλητική ενέργεια

του Αμάσιδος και πώς ο κλέφτης πήρε τους γαϊδάρους και έδωσε τα ασκιά (με το κρασί

στους φρουρούς) και πολλά άλλα τέτοια, δεν δίδει την εντύπωση ότι παρέλειψε τις

σπουδαίες πράξεις και τους σπουδαίους λόγους από αμέλεια και υπεροψία, αλλά επειδή

δεν είναι ευνοϊκώς διατεθειμένος ούτε δίκαιος απέναντι σε μερικούς.

(Κεφ. 33) Για τους Θηβαίους λέει ότι στην αρχή ‘’μάχονταν μαζί με τους Έλληνες,

καθώς αναγκάστηκαν να το κάνουν’’. Όπως, δηλαδή, φαίνεται, όχι μόνο ο Ξέρξης, αλλά

και ο Λεωνίδας είχε μαστιγοφόρους ως ακολούθους του, οι οποίοι μαστίγωναν τους

Θηβαίους και τους ανάγκαζαν να μάχονται παρά τη θέλησή τους. Ποιός είναι περισσότερο

ωμός συκοφάντης από αυτόν, ο οποίος λέει ότι μάχονταν εξαναγκασμένοι αυτοί που είχαν

τη δυνατότητα να αναχωρήσουν και να φύγουν, και ότι εμήδισαν με τη θέλησή τους

εκείνοι που δεν είχαν κανέναν για να τους βοηθήσει; Και μετά από αυτά έγραψε ότι ‘’όταν

οι άλλοι Έλληνες υποχώρησαν προς τον λόφο, οι Θηβαίοι αποσχίστηκαν και, υψώνοντας

τα χέρια τους, πλησίασαν τους βαρβάρους λέγοντας την πλήρη αλήθεια, ότι, δηλαδή,

έχουν μηδίσει και ότι έχουν προσφέρει γη και ύδωρ στον (Πέρση) βασιλέα, επίσης ότι από

εξαναγκασμό ευρίσκονταν στις Θερμοπύλες και ότι δεν έχουν καμιά ευθύνη για τη

συμφορά που έπληξε τον (Πέρση) βασιλέα∙ λέγοντας αυτά, σώθηκαν, επειδή είχαν και τους

Θεσσαλούς ως μάρτυρες των λόγων τους’’. Φαντάσου, λοιπόν, τέτοια δικαιολογία να

ακούγεται ανάμεσα σε τόσες κραυγές βαρβάρων, σε κάθε λογής θορύβους, κατά τη

διάρκεια της υποχωρήσεως και της καταδιώξεως. Φαντάσου την ανάκριση των μαρτύρων

και τους Θεσσαλούς, μεταξύ των σκοτωμένων και εκείνων που πατούσαν ο ένας τον άλλο,

να είναι συνήγοροι των Θηβαίων μέσα στα στενά, λέγοντας ότι μέχρι πρόσφατα οι ίδιοι

ήταν κύριοι της Ελλάδος έως τις Θεσπιές, αλλά ότι οι Θηβαίοι τους νίκησαν σε μάχη και

τους έτρεψαν σε φυγή σκοτώνοντας τον αρχηγό τους Λατταμύα. Αυτή, πράγματι, ήταν

τότε η κατάσταση μεταξύ Βοιωτών και Θεσσαλών, και δεν είχαν καμία στενή φιλική σχέση.

Αλλά και αν οι Θεσσαλοί έδωσαν τη μαρτυρία τους (υπέρ των Βοιωτών), πώς

σώθηκαν οι Θηβαίοι; ‘’Μερικούς από αυτούς, ενώ πλησίαζαν, τους σκότωσαν οι βάρβαροι’’,

όπως λέει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ‘’τους περισσοτέρους, όμως, κατά διαταγή του Ξέρξη, τους

230
στιγμάτισαν με βασιλικά στίγματα, αρχίζοντας από τον στρατηγό Λεοντιάδη’’. Αλλά ο

Λεοντιάδης δεν ήταν στρατηγός στις Θερμοπύλες, αλλά ο Ανάξανδρος, όπως αναφέρει ο

Αριστοφάνης, σύμφωνα με τους καταλόγους αρχόντων, και όπως λέει ο Νίκανδρος ο

Κολοφώνιος. Ούτε κάποιος άνθρωπος, που έζησε πριν τον Ηρόδοτο, γνωρίζει να

στιγματίστηκαν Θηβαίοι από τον Ξέρξη. Θα ήταν, πράγματι, η ισχυροτέρα υπεράσπιση

απέναντι στην κατηγορία και η πόλη σωστά θα υπερηφανευόταν για εκείνα τα στίγματα,

πως, δηλαδή, ο Ξέρξης μεταχειρίστηκε τον Λεωνίδα και τον Λεοντιάδη κρίνοντάς τους ως

τους χειρότερους εχθρούς του, επειδή του πρώτου κακοποίησε το σώμα, ενώ τον δεύτερο

τον στιγμάτισε, ενώ ήταν ζωντανός. Ο Ηρόδοτος, όμως, δηλώνει την ωμότητα (του Ξέρξη)

προς τον Λεωνίδα, ως απόδειξη ότι ο βάρβαρος εμίσησε περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε

άνθρωπο τον Λεωνίδα, όταν ήταν ζωντανός, ενώ λέει για τους Θηβαίους ότι

στιγματίστηκαν στις Θερμοπύλες, παρ΄ όλο που είχαν μηδίσει, και μετά, αν και είχαν

στιγματιστεί, τους παρουσιάζει να μηδίζουν με τη θέλησή τους στις Πλαταιές∙ έτσι, μου

δίδει την εντύπωση ότι, όπως ο Ιπποκλείδης εκείνος που, επάνω στο τραπέζι με κάτω την

κεφαλή κινούσε τα πόδια του, χλευάζει με το χορό του την αλήθεια και λέει: ‘’Δεν τον

νοιάζει τον Ηρόδοτο’’».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, προσπαθεί να υπερασπιστεί τους Θηβαίους

σχετικά με την κατηγορία που τους αποδίδει ο Ηρόδοτος για μηδισμό πριν και κατά τη

μάχη των Θερμοπυλών. Επιπλέον, ο βιογράφος, στην παρέκβασή του για τον Λεωνίδα,

παρουσιάζει μία διαφορετική εκδοχή σχετικά με τον τόπο και τρόπο θανάτου του βασιλέως

της Σπάρτης και των Σπαρτιατών κατά την τελική φάση της μάχης των Θερμοπυλών και,

επιπρόσθετα, εγκωμιάζει τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες ψέγοντας παράλληλα τον

ιστορικό για την παράλειψη των σπουδαίων λόγων και έργων τους.

Αρχικά, η επιχειρηματολογία του βιογράφου βασίζεται σε χωρίο του

Αριστοφάνους508 του Βοιωτού που λέει πως ο Ηρόδοτος, όταν πήγε στη Θήβα, ζήτησε

508 FGrH 379 F 5. Ο Αριστοφάνης ο Βοιωτός συνέγραψε ένα Χρονικό της πόλεώς του, των Θηβών, από
το οποίο έχει σωθεί στο έργο «Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας» (κεφ. 31-33) του Πλουτάρχου μία
οξεία πολεμική εναντίον του Ηροδότου τοπικού πατριωτικού χαρακτήρος∙ αν ο Αριστοφάνης
χρησιμοποίησε τα επίσημα αρχεία των Θηβών, πιθανόν έγραψε το έργο του πριν το 335 π.Χ.: βλ. E.
Schwartz, “Aristophanes (13)”, RE II 1 (1895), σ. 994.

231
χρήματα από τους Θηβαίους οι οποίοι αρνήθηκαν να του τα δώσουν, και πως, όταν

προσπάθησε να συναναστραφεί και να συζητήσει με τους νέους των Θηβών, οι άρχοντες

της πόλεως τον εμπόδισαν, επειδή ήταν αγροίκοι και μισούσαν τους λόγους.509 Ο

Πλούταρχος, λοιπόν, βασιζόμενος στο χωρίο του Αριστοφάνους, θεωρεί ότι η κατηγορία

για μηδισμό που διετύπωσε ο ιστορικός για τους Θηβαίους, εξηγείται από την έχθρα του

Ηροδότου γι΄ αυτούς, καθώς οι Θηβαίοι δεν του έδωσαν χρήματα και εμπόδισαν τη

συναναστροφή του με τους νέους των Θηβών. Και ενώ ο βιογράφος λέει πως δεν υπάρχει

άλλη γραμματειακή πηγή που να μνημονεύει τα γεγονότα που αφηγείται ο Αριστοφάνης,

εν τούτοις αποφαίνεται για την αλήθεια των γραφομένων του Αριστοφάνους βασιζόμενος

στην ίδια την ιστορική διήγηση του Ηροδότου, την οποία διήγηση, όμως, προσπαθεί να

καταδείξει ψευδή, καθώς ο Ηρόδοτος επιρρίπτει στους Θηβαίους την κατηγορία για

μηδισμό. Κατά τον Πλούταρχο, ο Ηρόδοτος, με τις κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον

των Θηβαίων, όπου άλλες απ΄ αυτές είναι ψευδείς, άλλες μνημονεύονται για να

κολακεύσει άλλους και άλλες από μίσος για τους Θηβαίους, ‘’επιβεβαιώνει’’ τους

ισχυρισμούς του βιογράφου πως τα γεγονότα που περιγράφει ο Αριστοφάνης είναι αληθή∙

δεν είμαστε, όμως, σε θέση να επιβεβαιώσουμε ή να διαψεύσουμε τις κατηγορίες που

διατυπώνει ο Αριστοφάνης καθώς, αφ΄ ενός δεν μας σώζεται ολόκληρο το έργο του

Αριστοφάνους ώστε να κρίνουμε την ιστορική του αξία, που αποτελεί τη μοναδική,510 κατά

τον Πλούταρχο, πηγή που αναφέρει τη φιλοχρηματία του Ηροδότου, αφ΄ ετέρου δεν

γνωρίζουμε, ακόμη και αν ο Πλούταρχος παραθέτει αυτούσιο το χωρίο του Αριστοφάνους,

αν οι κατηγορίες εναντίον του Ηροδότου ευσταθούν ή αν αποτελούν τοπικιστική

509 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 31, λ. “asked for money … tried to
talk … share their studies” (Ηθικά 864D) αναφέρει ότι, αφ΄ ενός η αφήγηση του Πλουτάρχου
παραπέμπει στην πρακτική του Ηροδότου ως σοφιστού, με τη σημασία που είχε ο όρος «σοφιστής»
τον 5ου αι. π.Χ., αφ΄ ετέρου η παρουσία του Ηροδότου στη Θήβα ίσως να είχε σχέση με την έρευνα
που διεξήγαγε για το ιστορικό του έργο.
510 Ο Πλούταρχος, στο παρόν έργο, κεφ. 26 (Ηθικά 862Α-Β), αφηγείται ότι ο Αθηναίος ιστορικός
Δίυλλος ανέφερε πως ο Ηρόδοτος έλαβε το ποσό των δέκα ταλάντων από τους Αθηναίους με
ψήφισμα του Ανύτου. Αυτή, όμως, η καταγραφή είναι διαφορετική από αυτήν του Αριστοφάνους του
Βοιωτού, καθώς, αφ΄ ενός το περιστατικό περιγράφεται από τον Δίυλλο να συνέβη στην πόλη των
Αθηνών και όχι των Θηβών, αφ΄ ετέρου στον Ηρόδοτο δόθηκαν χρήματα από τους Αθηναίους, ενώ
στην πόλη των Θηβών ο ιστορικός ζήτησε χρήματα.

232
προσπάθεια του Αριστοφάνους να υπερασπιστεί τους Θηβαίους αμαυρώνοντας το ήθος

του Ηροδότου.

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος αφηγείται ότι ο Ηρόδοτος, ενώ ανέφερε για άλλους

Έλληνες ότι εμήδισαν από ανάγκη, δεν μνημονεύει ότι υπό την ίδια ανάγκη

υποχρεώθηκαν και οι Θηβαίοι να μηδίσουν. Ο εξ ανάγκης μηδισμός που αναφέρει ο

Πλούταρχος, προφανώς, προϋποθέτει τη διάθεση των πολιτών κάποιας πόλεως να

συναγωνιστούν με τους Έλληνες εναντίον των Περσών∙ ωστόσο, είτε όταν ο περσικός

στρατός ευρίσκετο ακόμη μακριά, είτε πλησίαζε πολύ κοντά στην εν λόγω πόλη που ήταν

στρατιωτικά αβοήθητη από τον ελληνικό συνασπισμό λόγω αποφάσεως του τελευταίου να

επιλέξει άλλο σημείο αντιστάσεως που δεν συμπεριελάμβανε στο χώρο προστασίας του

την πόλη και την χώρα αυτής, η πόλη αποφάσιζε, εμπρός στον κίνδυνο καταστροφής,

λεηλασίας και αφανισμού του πληθυσμού της, να μηδίσει. Συγκεκριμένα, ο βιογράφος

θεωρεί ότι ο Ηρόδοτος, όπως ορθώς έκανε λόγο ο ιστορικός για τους Θεσσαλούς ότι

εμήδισαν από ανάγκη,511 ή όπως εικάζει για τους Έλληνες συμμάχους που, σε περίπτωση

που οι Αθηναίοι λόγω του περσικού κινδύνου εγκατέλειπαν τη χώρα τους για να

μετοικήσουν κάπου αλλού ή παρέμεναν στον τόπο τους και εμήδιζαν, θα πρόδιδαν τους

Λακεδαιμονίους όχι με τη θέλησή τους, αλλά από ανάγκη, καθώς θα κυριεύονταν οι πόλεις

τους η μία μετά την άλλη από τους Πέρσες,512 αδίκησε τους Θηβαίους, καθώς δεν θεώρησε

ότι ο μηδισμός τους αποφασίσθηκε υπό την πίεση της ίδιας ανάγκης με τις άλλες

ελληνικές πόλεις. Η ακριβής, ωστόσο, φράση του ιστορικού περί του μηδισμού των

Θεσσαλών στο σχετικό χωρίο (7. 172. 1) είναι ότι, «οι Θεσσαλοί εμήδισαν, αρχικά, από

511 Ηρόδ. 7. 172. 1. Οι Θεσσαλοί, κατά τον ιστορικό (7. 172. 2 - 174), ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν
στον αγώνα εναντίον των Περσών με την προυπόθεση οι Έλληνες να έστελναν μεγάλες
στρατιωτικές δυνάμεις για να προστατεύσουν τα στενά των Τεμπών∙ εστάλησαν περί τους 10.000
άνδρες, στους οποίους προσετέθη και το θεσσαλικό ιππικό, οι οποίοι, έπειτα από ολίγες ημέρες,
επέστρεψαν στον Ισθμό, είτε διότι πείστηκαν στην προτροπή του βασιλέως της Μακεδονίας
Αλεξάνδρου Α’ να φύγουν από εκεί για να μη καταπατηθούν από το πολυπληθές περσικό
στράτευμα, είτε, κατά τον ίδιο τον ιστορικό, διότι έμαθαν και για άλλο πέρασμα που οδηγούσε προς
τη Θεσσαλία και καθιστούσε ανώφελη την παραμονή τους στα Τέμπη∙ έτσι οι Θεσσαλοί, μένοντας
αβοήθητοι από τους Έλληνες, εμήδισαν.
512 Ηρόδ. 7. 139. 3.

233
ανάγκη διότι, όπως έγινε φανερό, δεν τους ευχαριστούσαν οι μηχανορραφίες των

Αλευαδών»,513 ενώ υπάρχει καταγεγραμμένη και η άλλη φράση του ιστορικού στο χωρίο 7.

174 όπου «οι Θεσσαλοί, μένοντας μόνοι χωρίς συμμάχους, εμήδισαν πρόθυμα και χωρίς

ενδοιασμό». Αυτό που προφανώς εννοεί ο ιστορικός στο χωρίο 7. 172. 1 είναι ότι, ο αρχικός

μηδισμός των Θεσσαλών προήλθε από τους Αλευάδες, με τον οποίο, ωστόσο, δεν

συμφωνούσε η πλειονότητα των Θεσσαλών και γι΄ αυτό το λόγο ο Ηρόδοτος

χρησιμοποίησε τη φράση «ὑπό ἀναγκαίης».514 Έπειτα, οι Θεσσαλοί προσχώρησαν στους

Έλληνες και ζήτησαν από αυτούς στρατό για τη φύλαξη των Τεμπών και την προστασία

της Θεσσαλίας από τον στρατό του Ξέρξη∙ η συμμαχική, όμως, στρατιωτική δύναμη που

εστάλη στα Τέμπη, μετά από παραμονή ολίγων ημερών, αποσύρθηκε με αποτέλεσμα οι

Θεσσαλοί να μηδίσουν (Ηρόδ. 7. 172. 2 - 174). Ο R.W. Macan θεωρεί, ορθά κατά τη γνώμη

μου, ότι ο εξ ανάγκης μηδισμός των Θεσσαλών οφείλεται περισσότερο στην εγκατάλειψή

τους από τους Έλληνες παρά στις μηχανορραφίες των Αλευαδών.515 Ο Πλούταρχος, κατά

τη γνώμη μου, επέλεξε την πρώτη καταγραφή του ιστορικού (7. 172. 1) που κάνει λόγο για

εξ ανάγκης μηδισμό των Θεσσαλών, καθώς αυτή η φράση τον εξυπηρετούσε ώστε να

καταδείξει τη ‘’μεροληψία’’ του Ηροδότου για τους Θεσσαλούς και την ‘’έχθρα’’ του για

τους Θηβαίους∙ χρησιμοποίησε, όμως, ο βιογράφος, χωρίς ωστόσο να το δηλώνει ρητά στην

αφήγησή του, την αιτιολογία της δευτέρας καταγραφής (7. 174), ότι, δηλαδή, οι Θεσσαλοί

εμήδισαν επειδή είχαν εγκαταληφθεί από τους Έλληνες συμμάχους τους, για να

καταδείξει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκαν οι μηδίζοντες Θεσσαλοί ήταν όμοιες με

την κατάσταση μηδισμού των Θηβαίων.

513 Βλ. για τον θεσσαλικό αριστοκρατικό οίκο των Αλευαδών που εξουσίαζε τη Λάρισσα και τις πέριξ
αυτής περιοχές E. Stein – Hölkeskamp, ”Aleuadae”, ΒNP 1 (2002), σ. 467.
514 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 6. 2 αναφέρει ότι οι Αλευάδες έστειλαν αγγελιαφόρους στον Ξέρξη,
ολίγα έτη πριν την πραγματοποίηση της περσικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος, καλώντας τον
να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος, ενώ, σύμφωνα με το χωρίο 7. 130. 3, οι Αλευάδες, και όχι το
θεσσαλικό έθνος, ήταν οι πρώτοι από τους Έλληνες που παραδόθηκαν στους Πέρσες. Ο αρχικός
μηδισμός των Θεσσαλών δια των Αλευαδών συνέβη πιθανόν στις αρχές Νοεμβρίου του 481 π.Χ.: βλ.
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 542. Βλ. αναλυτικά για το
μηδισμό των Θεσσαλών H.D. Westlake, “The Medism of Thessaly”, JHS 56 (1936), σ. 12-24.
515 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 172. 1, λ. «ὑπό ἀναγκαίης τό πρῶτον
ἐμήδισαν».

234
Και οι αποδείξεις, κατά τον Πλούταρχο, πως οι Θηβαίοι δεν εμήδισαν με τη θέλησή

τους, αλλά τουναντίον, βοήθησαν τους Έλληνες έως τη στιγμή που προσχώρησαν στους

Πέρσες από ανάγκη, είναι οι εξής: α) έστειλαν πεντακοσίους στρατιώτες στα Τέμπη με

στρατηγό τον Μναμία, β) στις Θερμοπύλες έστειλαν όσους516 στρατιώτες ζήτησε ο βασιλεύς

της Σπάρτης Λεωνίδας και γ) μόνοι οι Θηβαίοι, μαζί με τους Θεσπιείς, παρέμειναν στο

πλευρό των Λακεδαιμονίων έως το τέλος της μάχης των Θερμοπυλών, όταν οι υπόλοιποι

Έλληνες έφυγαν. Σχετικά με την πρώτη απόδειξη που αναφέρει ο Πλούταρχος, την

αποστολή, δηλαδή, πεντακοσίων Θηβαίων στρατιωτών στα Τέμπη, ο Ηρόδοτος δεν την

αναφέρει στη διήγησή του. Ο ιστορικός στο χωρίο 7. 173. 2 μνημονεύει τον Ευαίνετο517 του

Καρήνου, τον στρατηγό, δηλαδή, των Λακεδαιμονίων, τον Αθηναίο στρατηγό Θεμιστοκλή

και τη συμμετοχή του θεσσαλικού ιππικού. Πιθανότατα, εκτός των Σπαρτιατών και των

Αθηναίων οπλιτών, καθώς και του θεσσαλικού ιππικού, να συμμετείχαν και άλλες518

πόλεις με στρατιωτικές δυνάμεις στην εκστρατεία στα Τέμπη. Ο βιογράφος, όμως, δεν

καταγράφει την πηγή από την οποία άντλησε την πληροφορία περί της συμμετοχής των

Θηβαίων σ΄ αυτό το εκστρατευτικό σώμα∙ έτσι, δεν είμαστε σε θέση να εκφέρουμε κάτι

περισσότερο γι΄ αυτήν την αναφορά του Πλουτάρχου. Σχετικά με τη δεύτερη απόδειξη που

καταγράφει ο βιογράφος, ότι, δηλαδή, οι Θηβαίοι έστειλαν στις Θερμοπύλες όσους

στρατιώτες ζήτησε ο βασιλεύς της Σπάρτης Λεωνίδας, ο C. Hignett είναι βέβαιος ότι είναι

516 Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7. 202 και 205. 2) οι Θηβαίοι στρατιώτες που εστάλησαν στις
Θερμοπύλες ήταν τετρακόσιοι με στρατηγό τον Λεοντιάδη του Ευρυμάχου.
517 Ο Διόδωρος τον αναφέρει με το όνομα «Συνετός»: 11. 2. 5: «ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Λακεδαιμονίων
Συνετός». Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 173. 2 αναφέρουν ότι ο
Ευαίνετος, επειδή κατείχε την αρχηγία του στρατού των Λακεδαιμονίων χωρίς να ανήκει σε
βασιλικό οίκο, όπως συνέβη και στην περίπτωση της επιλογής του Αγχιμολίου ως αρχηγού της
εκστρατείας με σκοπό την εκδίωξη της τυραννίδος από την Αθήνα (Ηρόδ. 5. 63) και του Βρασίδα ως
αρχηγού της εκστρατείας στη Θράκη (Θουκ. 4. 78. 1), πιθανότατα σημαίνει ότι η Σπάρτη έστειλε
μικρό αριθμό στρατιωτών, καθώς ήταν απρόθυμη στην αποστολή μεγάλης εκστρατευτικής
δυνάμεως τόσο μακριά από τη Σπάρτη.
518 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 545, σχετικά με την
εκστρατεία των Ελλήνων για την υπεράσπιση των Τεμπών (πιθανότατα στα τέλη Απριλίου του 480
π.Χ.) και την γρήγορη απόφαση για επιστροφή των συμμετεχόντων στην πατρίδα τους, αποδέχεται
ως ορθή την καταγραφή του Πλουτάρχου περί της συμμετοχής των πεντακοσίων Θηβαίων
στρατιωτών.

235
ψευδής∙519 ακόμη, όμως, και αν είναι αληθινή η καταγραφή του Πλουτάρχου, δεν αποτελεί

ισχυρό στοιχείο ότι οι Θηβαίοι ήταν υπέρμαχοι του ελληνικού αγώνος έως και τη μάχη των

Θερμοπυλών, καθώς θα μπορούσαν να στείλουν όσους στρατιώτες ζήτησε ο Λεωνίδας για

να εξαλείψουν τις αμφιβολίες του Σπαρτιάτη βασιλέως και των υπολοίπων Ελλήνων περί

μηδισμού τους πριν τη μάχη των Θερμοπυλών (Ηρόδ. 7. 205. 3). Σχετικά με την τρίτη

απόδειξη που αναφέρει ο βιογράφος, θα την πραγματευθούμε στη συνέχεια, καθώς θα

παρατίθενται από τον Πλούταρχο επιπρόσθετα επιχειρήματα και στοιχεία σχετικά με τη

θέση του περί των συναγωνιστών με τους υπολοίπους Έλληνες Θηβαίων εναντίον των

Περσών καθ΄ όλη τη μάχη των Θερμοπυλών.

Και συνεχίζει ο Πλούταρχος λέγοντας ότι, αφού οι Πέρσες520 κατέλαβαν τα στενά521

των Θερμοπυλών, οι Θηβαίοι εξαναγκάστηκαν να μηδίσουν, καθώς, αφ΄ ενός οι Έλληνες

ευρίσκονταν στα πλοία,522 αφ΄ ετέρου δεν υπήρχε ελληνικό πεζικό στράτευμα για να

519 Βλ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 23.


520 Ο ιστορικός στο χωρίο 7. 228. 1 αναφέρει ότι το περσικό στράτευμα στις Θερμοπύλες ήταν
3.000.000.
521 Τα στενά των Θερμοπυλών είχαν είσοδο πλάτους δύο μέτρων, έπειτα εκτείνονταν μεταξύ της
απότομης πλαγιάς έως τη θάλασσα σε μήκος περί το ένα μίλι με μέσο πλάτος δεκαπέντε μέτρα που
κατέληγε σε τείχος από ξερολιθιά, και στη συνέχεια, πίσω από το τείχος, τα στενά εκτείνονταν πάλι
σε μήκος περί το ένα μίλι που κατέληγε σε στενό μέρος πλάτους δύο μέτρων (Ηρόδ. 7. 176): βλ.
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 555. Κατά τον Ηρόδοτο (7. 213-
214), ο Μαλιεύς Εφιάλτης του Ευρυδήμου, και όχι ο Ωνήτης του Φαναγόρου από την Κάρυστο και ο
Κορυδαλλός από τα Αντίκυρα, αποκάλυψε στον Ξέρξη το μονοπάτι (το υπεράσπιζαν χίλιοι Φωκείς:
Ηρόδ. 7. 212. 2 και 217. 2) που οδηγούσε στα νώτα των Ελλήνων υπερασπιστών των Θερμοπυλών.
Κατά τον Διόδωρο, κάποιος Τραχίνιος αποκάλυψε στον Ξέρξη το μονοποπάτι: 11. 8. 4: «ἀπορουμένου
δὲ τοῦ βασιλέως καὶ νομίζοντος μηδένα τολμήσειν ἔτι μάχεσθαι, ἧκε πρὸς αὐτὸν Τραχίνιός τις τῶν
ἐγχωρίων, ἔμπειρος ὢν τῆς ὀρεινῆς χώρας. οὗτος τῷ Ξέρξῃ προσελθὼν ἐπηγγείλατο διά τινος
ἀτραποῦ στενῆς καὶ παρακρήμνου τοὺς Πέρσας ὁδηγήσειν, ὥστε γενέσθαι τοὺς συνελθόντας αὐτῷ
κατόπιν τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ περιληφθέντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον ῥᾳδίως
ἀναιρεθήσεσθαι». Το μονοπάτι ονομάζεται Ανόπαια από το ομώνυμο όρος, αρχίζει από τον Ασωπό
ποταμό, εκτείνεται στη ράχη του όρους και καταλήγει στην πόλη Αλπηνό που είναι η πρώτη πόλη
της Λοκρίδος προς την περιοχή των Μαλιέων (Ηρόδ. 7. 216). Βλ. αναλυτικά για την τριήμερη μάχη
των Θερμοπυλών (17–19 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο
CAH IV2 (1988), σ. 555-558.
522 Δεν γνωρίζουμε αν ο Πλούταρχος έχει στο νου του τους Αθηναίους που εκκένωναν την Αθήνα ή
το συμμαχικό στόλο στο Αρτεμίσιο ή τις προετοιμασίες για τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα: βλ. A.

236
υπερασπιστεί την πόλη, τη χώρα και τη ζωή των Θηβαίων, και, έτσι, ο ηγέτης των

ολιγαρχικών των Θηβών Αττάγινος,523 με τη μεσολάβηση του εξορίστου βασιλέως της

Σπάρτης Δημαράτου με τον οποίο είχε σχέσεις ξενίας, συνήψε σχέσεις φιλίας και ξενίας με

τον Πέρση βασιλέα. Επιπλέον, αφηγείται ο Πλούταρχος ότι οι Θηβαίοι δεν είχαν ούτε

θάλασσα ούτε πλοία ώστε να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Περσών με

διαφορετικά μέσα όπως οι Αθηναίοι, ούτε κατοικούσαν στον πιο απομακρυσμένο τόπο της

ηπειρωτικής Ελλάδος ώστε να παραμένουν ήσυχοι όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά απείχαν

μόλις μιάμισυ ημέρα δρόμο από τα στενά των Θερμοπυλών, τα οποία είχαν κυριεύσει οι

Πέρσες, ύστερα από την αντίσταση και τον θάνατο μονάχα των Σπαρτιατών των

Θεσπιέων και των Θηβαίων. Αν η άποψη του βιογράφου είναι σωστή σχετικά με το

μηδισμό των Θηβαίων μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, τότε το δίκαιο είναι να

καταλογισθεί στους Θηβαίους το ελαφρυντικό του εξ ανάγκης μηδισμού τους, όπως

συνέβη και στην περίπτωση των Θεσσαλών.

Έπειτα, ο Πλούταρχος επαναλαμβάνει την άδικη μεταχείριση του ιστορικού σχετικά

με το μηδισμό των Θηβαίων, καθώς ο Ηρόδοτος, ενώ αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι, αν

έμεναν μόνοι χωρίς συμμάχους στον πόλεμο εναντίον των Περσών, ίσως να

συνθηκολογούσαν με τον Ξέρξη,524 δεν αναφέρει ότι από την ίδια ανάγκη υποχρεώθηκαν οι

Θηβαίοι να μηδίσουν. Το επιχείρημα, όμως, που παραθέτει ο βιογράφος όχι μονάχα δεν

παρουσιάζει όμοιες συνθήκες συνδιαλλαγής των Θηβαίων και των Λακεδαιμονίων με τους

Πέρσες, αλλά εμπεριέχει και ανακρίβειες, καθώς ο ιστορικός, στο χωρίο 7. 139. 3-4: α) δεν

κάνει ρητά λόγο μονάχα περί πιθανότητος συνθηκολογήσεως των Λακεδαιμονίων με τους

Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 31, λ. “the Greeks were in their ships”
(Ηθικά 864F).
523 Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό χωρίο (9. 86-88), αναφέρει ότι οι ηγέτες των Θηβαίων που εμήδισαν ήταν
ο Τιμηγενίδης και ο Αττάγινος, και ότι μονάχα ο Αττάγινος απέφυγε τον θάνατο από τον αρχηγό
της ελληνικής συμμαχικής δυνάμεως Παυσανία με τη φυγή του από την Θήβα ολίγο πριν την
παράδοση των μηδιζόντων Θηβαίων στους Έλληνες. Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας,
σχόλια στο κεφ. 31, σημ. a (Ηθικά 864Ε) αναφέρει το σχετικό χωρίο του ιστορικού (9. 15. 4 – 16. 5) όπου
ο Αττάγινος, το 479 π.Χ., κάλεσε σε δείπνο στη Θήβα τον Μαρδόνιο και πενήντα διακεκριμένους
Πέρσες, καθώς και πενήντα Θηβαίους.
524 Ηρόδ. 7. 139. 3-4.

237
Πέρσες, αλλά και για εξ ίσου πιθανό ενδεχόμενο αντιστάσεως των Λακεδαιμονίων σε

μάχη όπου θα σκοτώνονταν από το στρατό του Ξέρξη, πραγματοποιώντας, όμως,

σπουδαία κατορθώματα, ενώ για τους Θηβαίους δεν ισχύει κάτι τέτοιο, β) στην περίπτωση

που οι Λακεδαιμόνιοι απομονώνονταν από τους συμμάχους τους, αποτελεί εικασία του

ιστορικού η πιθανολογούμενη συνθηκολόγησή τους με τους Πέρσες, ενώ, στην περίπτωση

των Θηβαίων, πραγματικότητα, και γ) οι Λακεδαιμόνιοι, στην έσχατη περίπτωση, θα

συνθηκολογούσαν με τον Ξέρξη, χωρίς να είμαστε, βέβαια, σε θέση να γνωρίζουμε αν οι

όροι της πιθανολογούμενης συνθήκης θα ήταν ευνοϊκοί ή όχι για τους Λακεδαιμονίους,

ενώ οι Θηβαίοι βεβαιότατα εμήδισαν.

Στη συνέχεια ο βιογράφος αφηγείται το χωρίο525 του ιστορικού που λέει ότι οι

Έλληνες που έμειναν κατά την τελική φάση της μάχης στα στενά των Θερμοπυλών κοντά

στους Λακεδαιμονίους ήταν οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι,526 οι μεν πρώτοι527 παρέμειναν με τη

θέλησή τους και πολέμησαν στο πλευρό των Λακεδαιμονίων, οι δε δεύτεροι έμειναν

ακούσια στα στενά ως όμηροι των Λακεδαιμονίων. Ο βιογράφος διαφωνεί έντονα με τη

διήγηση του Ηροδότου κατηγορώντας τον ιστορικό ότι, από προσωπική οργή και έχθρα για

τους Θηβαίους, διαστρεβλώνει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι ότι οι Θηβαίοι έμειναν

στα στενά με τη θέλησή τους και πολέμησαν ως παραστάτες των Λακεδαιμονίων εναντίον

των Περσών. Ας εστιάσουμε στα επιχειρήματα που, κατά τον Πλούταρχο, καταδεικνύουν

τα πασίδηλα ψεύδη και τις αντιφάσεις του ιστορικού.

Ο Πλούταρχος λέει ότι, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση, ενώ ο Λεωνίδας,

βλέποντας τους συμμάχους του να είναι απρόθυμοι και να μη θέλουν να συμμετάσχουν

525 Ηρόδ. 7. 222.


526 Ο Διόδωρος, κατά την περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες, παραλείπει την παρουσία
των Θηβαίων: 11. 9. 2: «εὐθὺς οὖν οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπηλλάγησαν, ὁ δὲ Λεωνίδης μετὰ τῶν
πολιτῶν ἡρωικὰς πράξεις καὶ παραδόξους ἐπετελέσατο. ὀλίγων δ’ ὄντων Λακεδαιμονίων, Θεσπιεῖς
γὰρ μόνους παρακατέσχε», όπως και ο Παυσανίας, που προσθέτει τους Μυκηναίους: 10. 20. 2: «πλὴν
γὰρ Λακεδαιμονίων τε αὐτῶν καὶ Θεσπιέων καὶ Μυκηναίων προαπέλιπον τὸ πέρας τῆς μάχης οἱ
λοιποί».
527 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 557, σημ. 62 θεωρεί πιθανό
οι Θεσπιείς να επέλεξαν το θάνατο, επειδή γνώριζαν ότι η πόλη τους θα καταστρέφονταν από τους
Πέρσες.

238
στον κίνδυνο, τους διέταξε να φύγουν,528 ολίγο μετά διηγείται ο ιστορικός ότι ο βασιλεύς

της Σπάρτης κράτησε μαζί του τους Θηβαίους παρά τη θέλησή τους,529 τους οποίους, όμως,

θα ήταν εύλογο και συνετό να απομακρύνει, ακόμη και αν οι Θηβαίοι ήθελαν να

παραμείνουν, αν κατηγορούνταν για μηδισμό. Και αναρωτιέται ο βιογράφος, τη στιγμή

που ο Λεωνίδας απομάκρυνε τους απροθύμους για πόλεμο Έλληνες, για ποιό λόγο να

αναμείξει τους υπόπτους για μηδισμό Θηβαίους με αυτούς που πραγματικά επιθυμούσαν

να πολεμήσουν εναντίον των Περσών. Και ο Λεωνίδας, κατά το βιογράφο, ως συνετός

ηγέτης, δεν θα κρατούσε τετρακοσίους οπλισμένους Θηβαίους ως ομήρους στο τελικό

στάδιο της μάχης καθώς, αφ΄ ενός θα απασχολούσε τους τριακοσίους530 Σπαρτιάτες με τη

528 Ηρόδ. 7. 220. 2 (άποψη του ιστορικού). Ο ιστορικός, επιπρόσθετα με την άποψή του, στη συνέχεια
της ιστορικής διηγήσεώς του (7. 220. 3-4), μνημονεύοντας τον χρησμό του μαντείου των Δελφών που
έλεγε, είτε ότι η Σπάρτη θα ερημώνονταν από τους βαρβάρους, είτε ότι ο βασιλεύς τους θα
σκοτώνονταν στον πόλεμο εναντίον των Περσών, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Λεωνίδας σκεπτόταν,
αφ΄ ενός να σκοτωθεί και να πραγματοποιήσει το δεύτερο σκέλος του χρησμού, αποκλείοντας έτσι
το ενδεχόμενο να καταστραφεί η Σπάρτη, αφ΄ ετέρου, απομακρύνοντας τους συμμάχους από τις
Θερμοπύλες, να εξασφαλίσει τη δόξα αποκλειστικά για τους Σπαρτιάτες και να αποτρέψει τη
διχόνοια στους συμμάχους, καθώς άλλοι ήθελαν να παραμείνουν και άλλοι να φύγουν μετά την
είδηση ότι πρόκειται να περικυκλωθούν από τους Πέρσες. Επιπρόσθετα, στο σχετικό χωρίο (7. 220.
1), ο Ηρόδοτος μνημονεύει και όσα λέγονται, ότι, δηλαδή, ο ίδιος ο Λεωνίδας είπε στους υπολοίπους
Έλληνες να αποχωρήσουν, επειδή δεν ήθελε να σκοτωθούν. Οι Έλληνες που αποτελούσαν την
ελληνική συμμαχική δύναμη στις Θερμοπύλες ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7. 202-203. 1), από
την Πελοπόννησο: 300 Σπαρτιάτες οπλίτες, 1000 Τεγεάτες και Μαντινείς, 120 Ορχομένιοι και
Αρκάδες, 1000 από την υπόλοιπη Αρκαδία, 400 Κορίνθιοι, 200 από την Φλειούντα, 80 από τις
Μυκήνες [έτσι οι Πελοποννήσιοι συμποσούνται σε 3.100 άνδρες, ενώ για το πλήθος των 4.000
Πελοποννησίων στις Θερμοπύλες που αναφέρει σε επίγραμμα ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 228. 1, ο
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 549 προσθέτει στις
προαναφερθείσες στρατιωτικές δυνάμεις 900 είλωτες, ενώ στο άρθρο του ιδίου, “Sparta at
Thermopylae”, Historia 45 (1996), σ. 12 και 15 κάνει λόγο για 1000 Λακεδαιμονίους (περιοίκους),
φράση που, κατά την μεταγραφή του ηροδότειου κειμένου, δεν είχε συμπεριληφθεί, σύμφωνα με τον
N.G.L. Hammond, στο ιστορικό έργο του Ηροδότου]∙ από τη Βοιωτία: 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι∙
επιπλέον οι Οπούντιοι Λοκροί πανστρατιά και 1000 Φωκείς. Το πλήθος των ελληνικών στρατιωτικών
δυνάμεων στις Θερμοπύλες ήταν, κατά τον C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 118, περί τους 7.000
οπλίτες.
529 Ηρόδ. 7. 222.
530 Κατά την περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες, οι Σπαρτιάτες σε καμία περίπτωση δεν θα
ήταν τριακόσιοι (ο ιστορικός ήδη από την πρώτη ημέρα της μάχης μνημονεύει το θάνατο ολίγων
Σπαρτιατών: 7. 211. 3: «ἔπιπτον δέ καί αὐτῶν τῶν Σπαρτιητέων ἐνθαῦτα ὀλίγοι»), ούτε οι Θηβαίοι

239
φύλαξη αυτών τη στιγμή που οι εχθροί πλησίαζαν πραγματοποιώντας την κυκλωτική τους

κίνηση, αφ΄ ετέρου, αν οι Θηβαίοι ήταν πράγματι σε ομηρεία, θα προσπαθούσαν να

αποδράσουν και, ενδεχομένως, να κυκλώσουν αυτοί τους Έλληνες υπερασπιστές των

στενών παρά οι Πέρσες. Τα επιχειρήματα του βιογράφου είναι εύλογα, καθώς, αν η

διήγηση του Ηροδότου είναι αληθής σχετικά με την ομηρεία των Θηβαίων από τους

Λακεδαιμονίους λόγω του μηδισμού τους, τότε η απόφαση του Λεωνίδα να διατάξει τους

απροθύμους Έλληνες να φύγουν, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει και τους Θηβαίους. Και

αυτό, επειδή, όσο επιζήμιοι για όλο το στράτευμα είναι αυτοί που δεν επιθυμούν να

υπερασπιστούν τη θέση τους προκαλώντας λιποψυχία και αποδυνάμωση της αντιστάσεως

και σ΄ αυτούς που θέλουν να πολεμήσουν, τόσο επικίνδυνοι για το ίδιο στράτευμα είναι

αυτοί που, ενώ φυλάγονται ως όμηροι δεσμεύοντας φρουρά για τη φύλαξή τους που θα

μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Περσών, αποτελούν μόνιμο κίνδυνο για την

ασφάλεια του στρατοπέδου με ενδεχόμενη απόπειρα αποδράσεώς τους, ειδικότερα τη

στιγμή της περικυκλώσεως των Ελλήνων από τους Πέρσες.

Κατά τον Πλούταρχο, ο ιστορικός παρουσιάζει γελοίο τον Λεωνίδα στην ιστορική

του διήγηση. Και αυτό, επειδή ο βασιλεύς της Σπάρτης διατάζει τους Έλληνες συμμάχους

να φύγουν από τα στενά για να μη σκοτωθούν ολίγο πριν την περικύκλωση από τους

Πέρσες,531 ενώ τους Θηβαίους τους εμποδίζει να φύγουν, ώστε αυτός που πρόκειται να

σκοτωθεί, να τους επιτηρεί για χάρη των Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 220. 1

τετρακόσιοι [ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι τη δεύτερη ημέρα μάχονταν, εναλλάξ (?), όλα τα στρατιωτικά
σώματα, εκτός των Φωκέων: 7. 212. 2: «οἱ δέ Ἕλληνες κατά τάξις τε καί κατά ἔθνεα κεκοσμημένοι
ἦσαν, καί ἐν μέρεϊ ἕκαστοι ἐμάχοντο, πλήν Φωκέων», άρα μάχονταν και οι Θηβαίοι], όπως
καταγράφει ο Πλούταρχος στην αφήγησή του, καθώς ο αριθμός τους θα είχε μειωθεί, έστω και λίγο,
από τις μάχες των δύο προηγουμένων ημερών. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο Λεωνίδας, κατά την
περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες, είχε συνολικά όχι περισσοτέρους από πεντακοσίους
εναπομείναντες Σπαρτιάτες και Θεσπιείς: 11. 9. 2: «καὶ τοὺς σύμπαντας ἔχων οὐ πλείους τῶν
πεντακοσίων», ενώ ο Ιουστίνος κάνει λόγο για εξακοσίους άνδρες: 2. 11. 15: «statim arma capiunt et
sexcenti uiri castra quingentorum milium inrumpunt statimque regis praetorium petunt». Το ελληνικό
στράτευμα που διέθετε ο Λεωνίδας κατά το έσχατο στάδιο της μάχης ήταν όχι κατά πολύ λιγότερο
των 2.000 ανδρών: βλ. N.G.L. Hammond, Historia 45 (1996), σ. 17, ενώ, κατά τον J.A.R. Munro, “Some
Observations on the Persian Wars: 2. The Campaign of Xerxes”, JHS 22 (1902), σ. 318, ήταν 1.400 οπλίτες.
531 Ηρόδ. 7. 220. 1.

240
αναφέρει, πράγματι, ότι ο Λεωνίδας απομάκρυνε τους υπολοίπους Έλληνες από τα στενά

για να τους κρατήσει στη ζωή, αλλά αυτό το καταγράφει ως φήμη που έχει ακούσει

(«λέγεται») και την οποία, με τη φράση «ταύτῃ καὶ μᾶλλον τὴν γνώμην πλεῖστός εἰμι» του

χωρίου 7. 220. 2, δεν την αποδέχεται∙ η άποψη του Ηροδότου είναι ότι ο Λεωνίδας, όταν

αντιλήφθηκε ότι οι σύμμαχοι είναι απρόθυμοι και ότι δεν θέλουν να συμμετάσχουν στον

κίνδυνο, τους πρόσταξε να φύγουν και, σκεπτόμενος τον Δελφικό χρησμό532 που έλεγε, είτε

ότι θα ερημωθεί η Σπάρτη, είτε ότι θα σκοτωθεί ο βασιλεύς της, αφήνει να εννοηθεί ότι ο

Λεωνίδας αποφάσισε να σκοτωθεί σώζωντας έτσι τη Σπάρτη και, απομακρύνοντας τους

συμμάχους, εξασφάλιζε, αφ΄ ενός τη δόξα μονάχα για τους Σπαρτιάτες, αφ΄ ετέρου την μη

απρεπή φυγή των συμμάχων ύστερα από διένεξη (Ηρόδ. 7. 220. 2-4)∙ έτσι, μπορούμε να

πούμε, ότι ο βιογράφος χρησιμοποίησε εκείνη την αναφορά του ιστορικού που τον

εξυπηρετούσε και όχι την ρητά διατυπωμένη άποψη του Ηροδότου. Και ο Πλούταρχος

θεωρεί, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι ο Λεωνίδας, αν πράγματι οι Θηβαίοι ήταν όμηροι των

Λακεδαιμονίων, θα έπρεπε να τους παραδώσει στους Έλληνες συμμάχους που έφευγαν

πριν την περικύκλωση και όχι να τους κρατά μαζί με εκείνους που θα σκοτώνονταν. Η

εύλογη, όμως, εξήγηση για την απόφαση του Λεωνίδα να κρατήσει μαζί του τους

Θηβαίους, την οποία καταγράφει στην αφήγησή του ο Πλούταρχος, είναι ότι «ίσως τους

κρατούσε για να σκοτωθούν». Αν, όμως, ο Λεωνίδας είχε σκοπό την εξόντωση των

Θηβαίων, για ποιό λόγο δεν την πραγματοποίησε νωρίτερα; Κατά τη γνώμη μου, αυτή η

εξήγηση δεν είναι πιθανή, καθώς δεν υπήρχε λόγος ο Λεωνίδας να καθυστερήσει τόσο

πολύ την θανάτωση των Θηβαίων έως την περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες,

καθώς οι Θηβαίοι πιθανότατα να δημιουργούσαν πρόσθετα προβλήματα στους

Λακεδαιμονίους και στους Θεσπιείς τη στιγμή της περικυκλώσεώς τους από τους Πέρσες,

εφ΄ όσον ήταν ύποπτοι για μηδισμό. Και ο Πλούταρχος αρνείται ότι ο Λεωνίδας είχε σκοπό

την εξόντωση των Θηβαίων, λόγω της φιλοτιμίας του ανδρός, που είναι διακριτή από τη

συμπεριφορά του, καθώς διέταξε τους συμμάχους του να φύγουν για να αποκτήσουν τη

532 Οι Σπαρτιάτες ζήτησαν και έλαβαν τον Δελφικό χρησμό περί τον Αύγουστο του 481 π.Χ.: βλ.
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 542.

241
δόξα μονάχα οι Σπαρτιάτες και όχι επειδή διαφώνησαν μαζί του.533 Έτσι, ο βιογράφος

αποκλείει ο Λεωνίδας να ήταν ανόητος, ώστε να κρατήσει κοντά του τους εχθρούς του

Θηβαίους για να μοιραστούν μαζί με τους Λακεδαιμονίους τη δόξα που αρνήθηκε στους

συμμάχους του. Πώς, όμως, είναι δυνατόν οι Θηβαίοι να μοιράζονταν τη δόξα με τους

Λακεδαιμονίους και τους Θεσπιείς, αφού είχαν μηδίσει, σύμφωνα με την ηροδότεια

διήγηση (7. 205. 3), και, συνεπώς, ήταν εχθροί των συνασπισμένων Ελλήνων; Προφανώς,

αυτό που υπονοεί ο Πλούταρχος, και που το δηλώνει με σαφήνεια με την επομένη φράση

του που λέει ότι «ο Λεωνίδας θεωρούσε τους Θηβαίους σταθερούς του φίλους», είναι ότι δεν

ήταν εχθροί στις Θερμοπύλες, αλλά συναγωνιστές των Λακεδαιμονίων και των Θεσπιέων

εναντίον των Περσών εισβολέων. Η φιλία μεταξύ του βασιλέως της Σπάρτης και των

Θηβαίων πιστοποιείται, κατά το βιογράφο, από το γεγονός ότι, όταν ο Λεωνίδας εισήλθε

στη Θήβα ως επικεφαλής του συμμαχικού στρατεύματος, του επετράπη να κοιμηθεί στο

ιερό του Ηρακλέους, προσφορά που δεν είχε παραχωρηθεί σε κανέναν άλλο∙ το όνειρο που

είδε ο Λεωνίδας και το οποίο, κατά τον Πλούταρχο, προφητεύει τα όσα συνέβησαν πολλά

έτη αργότερα στη Θήβα, το εκμυστηρεύθηκε στους Θηβαίους και ήταν το εξής: σε

τρικυμιώδη θάλασσα, οι επιφανέστερες πόλεις της Ελλάδος κλυδωνίζονταν εκτός από τη

Θήβα που ανέβαινε μετέωρη στον ουρανό έως τη στιγμή που, ξαφνικά, εχάθη. Κατά τον L.

Pearson, το όνειρο, που συμβολίζει την ηγεμονία των Θηβών στην Ελλάδα υπό τον

Επαμεινώνδα και την καταστροφή της πόλεως από τον Αλέξανδρο Γ’, ανήκει σε

μεταγενέστερη παράδοση, πιθανότατα Θηβαϊκή.534 Αν αποδεχθούμε ως γεγονός ότι

επετράπη από τους Θηβαίους στο Λεωνίδα να κοιμηθεί στο ιερό του Ηρακλέους, δε

σημαίνει απαραίτητα ότι οι Θηβαίοι ήταν σταθεροί του φίλοι.

Σ΄ αυτό το σημείο της αφηγήσεώς του ο Πλούταρχος κάνει παρέκβαση για τον

Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες που πολέμησαν στα στενά, μνημονεύοντας μεν μία

533 Ηρόδ. 7. 220. 4.


534 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 31, σημ. a (Ηθικά 865F). Βλ. για την
ηγεμονία των Θηβών στην Ελλάδα υπό τον Επαμεινώνδα (371-362 π.Χ.) J. Roy, “Thebes in the 360s
B.C.”, στο CAH VI2 (1994), σ. 187-208. Βλ. για την καταστροφή των Θηβών από τον Αλέξανδρο Γ’
(τέλη Σεπτεμβρίου του 334 π.Χ.) A.B. Bosworth, “Alexander the Great Part 1: The events of the reign”,
στο CAH VI2 (1994), σ. 796-797.

242
διαφορετική εκδοχή σχετικά με τον τόπο και τρόπο θανάτου τους κατά τη μάχη των

Θερμοπυλών, εγκωμιάζοντάς τους δε όχι μόνο για τα θαυμαστά τους έργα, αλλά και για

τα ανεξίτηλα γνωμικά που φημολογείται ότι είπαν.

Η διαφορετική εκδοχή του βιογράφου σχετικά με το ύστατο στάδιο της μάχης των

Θερμοπυλών αφορά την απόφαση που έλαβε ο Λεωνίδας τη νύκτα, μόλις πληροφορήθηκε

την κυκλωτική535 κίνηση των Περσών και ακολούθως συνεπέρανε τον διαφαινόμενο

θάνατό τους, να κάνει, δηλαδή, έφοδο στο περσικό στρατόπεδο και, πεθαίνοντας οι ίδιοι, να

ανδραγαθήσουν σκοτώνοντας τον Πέρση βασιλέα. Πραγματοποίησαν, λοιπόν, κατά το

βιογράφο, την έφοδο και έφθασαν έως τη σκηνή του Ξέρξη σκοτώνοντας όποιον εχθρό

τους έμπαινε εμπόδιο και τρέποντας άλλους σε φυγή, αλλά δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν

τον Πέρση βασιλέα και, χάνοντας τον προσανατολισμό τους, περικυκλώθηκαν από τους

εχθρούς και σκοτώθηκαν. Τη νυκτερινή έφοδο των Σπαρτιατών536 υπό τον Λεωνίδα ο

Πλούταρχος την χαρακτηρίζει ως «μεγίστην πρᾶξιν», υπονοώντας ότι η ηροδότεια διήγηση

σχετικά με τον θάνατο των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στα στενά περί τον λόφο537 δεν

ήταν πολύ μεγάλο κατόρθωμα. Αυτό που εννοεί ο βιογράφος, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι

ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες δεν περίμεναν τους Πέρσες να τους περικυκλώσουν και να

τους σκοτώσουν, αλλά ενήργησαν, έκαναν επίθεση εναντίον των εχθρών και δεν

περίμεναν παθητικά τον θάνατο, όπως διηγείται ο ιστορικός λέγοντας ότι οι Έλληνες

υποχώρησαν στο λόφο ως επιλογή του τελευταίου τόπου αμύνης. Αν και ο Πλούταρχος δεν

έχει, κατά τη γνώμη μου, άδικο ότι η απόφαση του Λεωνίδα να τολμήσει τη νυκτερινή

έφοδο αποτελεί τη μεγαλύτερη πράξη ανδρείας, εν τούτοις, οι υπόνοιες που αφήνει ο

535 Ο κυκλωτικός ελιγμός των Περσών άρχισε μόλις νύκτωσε και πραγματοποιήθηκε από τον
Υδάρνη και τους στρατιώτες που αυτός διοικούσε (Ηρόδ. 7. 215), δηλαδή τους ‘’αθανάτους’’ (Ηρόδ. 7.
211. 1). Κατά τον Διόδωρο, ο Ξέρξης έστειλε 20.000 στρατιώτες με οδηγό κάποιον Τραχίνιο που
αποκάλυψε στον Πέρση βασιλέα το μονοπάτι: 11. 8. 5: «ὁ δὲ βασιλεὺς περιχαρὴς ἐγένετο, καὶ
τιμήσας δωρεαῖς τὸν Τραχίνιον συνεξέπεμψεν αὐτῷ στρατιώτας δισμυρίους νυκτός».
536 Ο Διόδωρος αναφέρει ότι η νυκτερινή επίθεση έγινε, εκτός από τους Σπαρτιάτες, και από τους
Θεσπιείς: 11. 9. 2: «εὐθὺς οὖν οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπηλλάγησαν, ὁ δὲ Λεωνίδης μετὰ τῶν πολιτῶν
ἡρωικὰς πράξεις καὶ παραδόξους ἐπετελέσατο. ὀλίγων δ’ ὄντων Λακεδαιμονίων, Θεσπιεῖς γὰρ
μόνους παρακατέσχε, καὶ τοὺς σύμπαντας ἔχων οὐ πλείους τῶν πεντακοσίων, ἕτοιμος ἦν
ὑποδέξασθαι τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος θάνατον».
537 Ηρόδ. 7. 225. 2-3.

243
βιογράφος για την ηροδότεια διήγηση σχετικά με την άμυνα των Σπαρτιατών στα στενά,

δεν είναι ορθές, διότι δεν αποτελούν όνειδος γι΄ αυτούς, αλλά, τουναντίον, απόδειξη της

ανδρείας τους. Οι Σπαρτιάτες δεν υποχώρησαν, όπως και, τουλάχιστον οι Θεσπιείς, τη

νύκτα από τα στενά μαζί με τους υπολοίπους Έλληνες (Ηρόδ. 7. 222) ενώ μπορούσαν, και

ούτε παραδόθηκαν στους Πέρσες, όπως, κατά τον ιστορικό, έκαναν οι Θηβαίοι (7. 233). Η

ηροδότεια διήγηση σχετικά με τη μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί εγκώμιο του ιστορικού

κυρίως για τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους που αρχικά είχαν

επιλέξει ως γραμμή αμύνης τους. Αλλά αν αποδεχθούμε τη θέση του Πλουτάρχου, ότι,

δηλαδή, ‘’ο Ηρόδοτος αμαύρωσε το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Λεωνίδα, λέγοντας (ο

ιστορικός) ότι όλοι σκοτώθηκαν στα στενά περί τον λόφο’’, αυτή, κατά τη γνώμη μου,

αποτελεί προσβολή του βιογράφου όχι μονάχα προς τους Σπαρτιάτες, αλλά και προς τους

υπολοίπους Έλληνες που πολέμησαν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ελληνικής αντιστάσεως

στις Θερμοπύλες εξ ίσου ανδρεία με τους οπλίτες της Σπάρτης, τους Θεσπιείς, αλλά και

τους Θηβαίους, των οποίων την εκούσια συμμετοχή στις μάχες με ζήλο προσπαθεί να

αποδείξει ο βιογράφος. Ο Πλούταρχος, κατά τη γνώμη μου, στην προσπάθειά του να

καταδείξει την κακοήθεια του ιστορικού, έκανε μία ατυχή σύγκριση δύο πράξεων, δηλαδή

τη νυκτερινή έφοδο και την παραμονή στα στενά, που δεν διαφέρουν η μία απο την άλλη

κατά πολύ, καθώς και οι δύο αναδεικνύουν την ανδρεία των Σπαρτιατών.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι τη νύκτα πληροφορήθηκαν οι Έλληνες την κυκλωτική

κίνηση των Περσών και ότι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το περσικό στρατόπεδο, δηλαδή

τη νύκτα. Ο Ηρόδοτος, όμως, διηγείται ότι οι Έλληνες έμαθαν για το θάνατο που θα τους

εύρισκε την αυγή, χωρίς, ωστόσο, να μνημονεύει τον τρόπο που θα τους εύρισκε, από το

μάντη Μεγιστία (7. 219. 1)∙ έπειτα, αναφέρει κάποιους αυτομόλους που πληροφόρησαν

τους Έλληνες, ενώ ακόμη ήταν νύκτα, ότι οι Πέρσες πραγματοποιούσαν κυκλωτικό ελιγμό

(7. 219. 1)∙ και, τέλος, ο ιστορικός αναφέρει ότι, αυτοί που επιβεβαίωσαν τη νυκτερινή

κυκλωτική κίνηση των Περσών, ήταν οι παρατηρητές («ἡμεροσκόποι») που, τρέχοντας

κατέβηκαν από τα υψώματα ενώ ήδη άρχιζε να ξημερώνει (7. 219. 1). Δηλαδή, σύμφωνα με

την ηροδότεια διήγηση, ενώ οι Έλληνες πληροφορήθηκαν, όταν ακόμη ήταν νύκτα, τη

νυκτερινή κίνηση των Περσών, εν τούτοις έμειναν άπρακτοι, πιθανότατα, επειδή δεν

244
έδωσαν πίστη στα λεγόμενα των αυτομόλων ή επειδή πίστευαν ότι οι χίλιοι Φωκείς που

φύλαγαν το μονοπάτι (Ηρόδ. 7. 212. 2 και 217. 2), θα μπορούσαν να εμποδίσουν με επιτυχία

τους Πέρσες∙ μόλις, όμως, επιβεβαίωσαν τις φήμες περί κυκλώσεώς τους οι δικοί τους

άνθρωποι, οι «ἡμεροσκόποι», ενώ ξημέρωνε, πραγματοποίησαν σύσκεψη σχετικά με τις

επόμενες κινήσεις τους (7. 219. 2). Έτσι, υπάρχει διάσταση στη διήγηση του Πλουτάρχου και

του Ηροδότου σχετικά, αφ΄ ενός με το χρόνο που οι Έλληνες έδωσαν πίστη στην είδηση

περί της κυκλώσεώς τους από τους Πέρσες, αφ΄ ετέρου στην αμέσως επόμενη πράξη τους

για να αντιμετωπίσουν τον ελιγμό των εχθρών∙ και αυτό, επειδή ο βιογράφος αφηγείται ότι

οι Έλληνες τη νύκτα έμαθαν την είδηση και αποφάσισαν αμέσως να επιτεθούν στο

στρατόπεδο των Περσών, ενώ ο ιστορικός, αν και διηγείται ότι τη νύκτα πληροφορήθηκαν

οι Έλληνες την κίνηση των εχθρών, την αυγή πίστεψαν την εν λόγω είδηση και άρχισαν να

λαμβάνουν αποφάσεις περί των εν εξελίξει συμβάντων, χωρίς, όμως, να αναφέρεται

καθόλου από τον Ηρόδοτο, ούτε ως πρόταση κάποιων Ελλήνων, μία ενδεχόμενη επίθεση

των Σπαρτιατών εναντίον του περσικού στρατοπέδου∙ και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να

υπάρξει μια τέτοια πρόταση ενώ ήδη είχε αρχίσει να ξημερώνει και, συνεπώς, είχε εκλείψει

κάθε δυνατότητα από πλευράς των Ελλήνων αιφνιδιασμού των Περσών; Ο Διόδωρος, όπως

και ο Πλούταρχος, μνημονεύει538 τη νυκτερινή επίθεση των Ελλήνων στο περσικό

στρατόπεδο με σκοπό τη δολοφονία του Ξέρξη, αφηγούμενος ότι η σύσκεψη των Ελλήνων,

μετά την είδηση του κυκλωτικού ελιγμού των Περσών, έγινε περί τα μεσάνυκτα 539 και όχι,

όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, την αυγή. Μία άλλη μαρτυρία540 περί της νυκτερινής επιθέσεως

538 11. 9. 4-10. 4.


539 11. 9. 1: «Ἀκούσαντες δ’ οἱ Ἕλληνες συνήδρευσαν περὶ μέσας νύκτας καὶ ἐβουλεύοντο περὶ τῶν
ἐπιφερομένων κινδύνων».
540 2. 11. 11-19: «Dimissis igitur sociis hortatur Spartanos, meminerint qualitercumque proeliatis
cadendum esse; cauerent, ne fortius mansisse quam dimicasse uideantur; nec expectandum, ut ab hoste
circumuenirentur, sed dum nox occasionem daret, securis et laetis superueniendum; nusquam uictores
honestius quam in castris hostium perituros. Nihil erat dificile persuadere persuasis mori: statim arma
capiunt et sexcenti uiri castra quingentorum milium inrumpunt statimque regis praetorium petunt, aut
cum illo aut, si ipsi oppressi essent, in ipsius potissimum sede morituri. Tumultus totis castris oritur.
Spartani, postquam regem non inueniunt, per omnia castra uictores uagantur; caedunt sternuntque
omnia, ut qui sciunt se pugnare non spe uictoriae, sed in mortis ultionem. Proelium a principio noctis in
maiorem partem diei tractum. Ad postremum non uicti, sed uincendo fatigati inter ingentes stratorum

245
των Σπαρτιατών στο στρατόπεδο των Περσών παρέχει ο Ιουστίνος που έκανε επιτομή του

έργου του Πομπηίου Τρώγου.541 Ο M.A. Flower θεωρεί ότι η εκδοχή του Διοδώρου και του

Πομπηίου Τρώγου περί της νυκτερινής επιθέσεως στο στρατόπεδο των Περσών προέρχεται

από τον Έφορο τον Κυμαίο∙ η εν λόγω εκδοχή του Διοδώρου προέρχεται από τον Έφορο,

επειδή μνημονεύεται το όνομα ενός Κυμαίου, του Τυρραστιάδα που, ενώ ήταν με την

περσική παράταξη, αυτομόλησε και ειδοποίησε τον Λεωνίδα για τον κυκλωτικό ελιγμό των

Περσών∙542 η πηγή του Πλουτάρχου για τη νυκτερινή επίθεση θα μπορούσε να είναι είτε ο

Έφορος είτε ο Σιμωνίδης ο Κείος, καθώς ο βιογράφος, στο παρόν έργο του, μνημονεύει τον

πρώτο δύο φορές [κεφ. 5 (Ηθικά 855E-F) και κεφ. 36 (Ηθικά 869A)], και τον δεύτερο τρείς

φορές [δύο επιγράμματά του: κεφ. 36 (Ηθικά 869C) και κεφ. 39 (Ηθικά 871Β), και έξι στίχους

από το ποίημά του για τη μάχη των Πλαταιών: κεφ. 42 (Ηθικά 872D-E)].543 Ο N.G.L.

Hammond θεωρεί ότι σε κάποια σημεία ο Διόδωρος, ο Πομπήιος Τρώγος και ο Πλούταρχος

αντλούν την ιστορία τους από κοινή πηγή, τον Έφορο, και ο Έφορος από άλλη πηγή του 5 ου

αι. π.Χ.544

hostium cateruas occiderunt. Xerxes duobus uulneribus terrestri proelio acceptis experiri maris fortunam
statuit».
541 Βλ. για τον Γαλάτη ή Ουοκόντιο [οι Ουοκόντιοι ήταν Κελτικός λαός στην Γαλατία: βλ. W. Eck,
“Vocontii”, ΒNP 15 (2010), σ. 489-491] στην καταγωγή Ρωμαίο ιστορικό Πομπήιο Τρώγο (1 ος αι. π.Χ./1ος
αι. μ.Χ) που έγραψε παγκόσμια ιστορία σε 44 βιβλία, η οποία δεν σώζεται στην εποχή μας, τις
«Historiae Philippicae», επιτομή των οποίων έκανε ο Ιουστίνος, C. Müller, “P. Trogus [III 3]”, ΒNP 11
(2007), σ. 572-574∙ o C. Müller, στο ίδιο λήμμα, σ. 573 αναφέρει και την άποψη οι «Historiae
Philippicae» να αποτελούν λατινική αναδιατύπωση της μη σωζωμένης, εκτός από ολίγα
αποσπάσματα, ιστορίας του Τιμαγένη από την Αλεξάνδρεια (FGrH 88). Βλ. για τον Ιουστίνο και την
επιτομή του έργου του Πομπηίου Τρώγου (Epitome historiarum Philippicarum) που χρονολογείται
περί το 390 μ.Χ. P.L. Schmidt, “[5] M. Iunian(i)us I.”, ΒNP 6 (2005), σ. 1140-1141.
542 11. 8. 5: «τῶν δὲ παρὰ τοῖς Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας, τὸ γένος ὢν Κυμαῖος, φιλόκαλος
δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός, διαδρὰς ἐκ τῆς τῶν Περσῶν παρεμβολῆς νυκτὸς ἧκε πρὸς τοὺς περὶ
τὸν Λεωνίδην, καὶ τὰ περὶ τὸν Τραχίνιον ἀγνοοῦσιν ἐδήλωσεν». Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 377
και ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 416 θεωρούν και αυτοί ότι, λόγω της αναφοράς του Κυμαίου
Τυρραστιάδα, πηγή του Διοδώρου είναι ο Έφορος.
543 Βλ. M.A. Flower, “Simonides, Ephorus, and Herodotus on the Battle of Thermopylae”, CQ 48 (1998), σ.
366, 370-371. Βλ. για το λυρικό ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο (6oς/5oς αι. π.Χ.) E. Robbins, “Simonides [2]”,
ΒNP 13 (2008), σ. 486-488.
544 Βλ. N.G.L. Hammond, Historia 45 (1996), σ. 1-10.

246
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι, κατά την τρίτη ημέρα της μάχης, οι Πέρσες επιτέθηκαν545

εναντίον των Ελλήνων, ενώ οι Έλληνες εξήλθον των στενών και σκότωναν πολλούς

εχθρούς∙ κατ΄ εκείνη τη φάση της μάχης ο Λεωνίδας σκοτώθηκε και, όταν οι Έλληνες

κατάφεραν να σύρουν το νεκρό του σώμα προς το μέρος τους τρέποντας τετράκις σε φυγή

τους εχθρούς, αφίχθησαν οι Πέρσες με τον Εφιάλτη που είχαν κάνει τη νύκτα τον

κυκλωτικό ελιγμό∙ ακολούθως, οι Σπαρτιάτες με τους Θεσπιείς, εκτός των Θηβαίων,

αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά το τείχος σε έναν λόφο που, κατά την εποχή του

ιστορικού υπήρχε στημένος ένας λίθινος λέων προς τιμήν του Λεωνίδα, και,

περικυκλωμένοι από παντού, πολεμούσαν με τα ξίφη, τα χέρια και τα δόντια τους, έως τη

στιγμή που σκοτώθηκαν από τα βέλη των Περσών (7. 223-225). Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7.

228. 1 αναφέρει ότι οι νεκροί ετάφησαν εκεί όπου σκοτώθηκαν. Ο Σ. Μαρινάτος,

ανακαλύπτοντας μπρούτζινες και σιδερένιες κεφαλές βελών τριγωνικού τύπου του 5ου αι.

π.Χ. σ΄ έναν λόφο γειτονικό του υψώματος όπου υπήρχε το τείχος των Φωκέων,

ταυτοποίησε τον «κολωνό» που περιέγραψε ο Ηρόδοτος (7. 225. 2) ως τελευταίο τόπο

αμύνης των Ελλήνων.546 Ο M.A. Flower, μνημονεύοντας την άποψη του W.M. Leake τη

δεκαετία του 1820 για τον τύμβο των Αθηναίων στο Μαραθώνα, ότι, δηλαδή, ‘’οι Αθηναίοι,

μετά τη μάχη, συνέλεξαν από κάθε τμήμα της πεδιάδος τις τριγωνικές κεφαλές βελών και

τις τοποθέτησαν στον τύμβο’’,547 εννοεί πως δεν πολέμησαν στο σημείο όπου ανεγέρθη ο

τύμβος στο Μαραθώνα και πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε συμβεί και στον τύμβο

των Ελλήνων στις Θερμοπύλες.548 Ο N.G.L. Hammond, όμως, ισχυρίζεται ότι, αν οι

545 Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 146 θεωρεί ότι, σύμφωνα με το σχετικό χωρίο του
Ηροδότου (7. 223. 1) όπου ο Ξέρξης ανέμενε την ώρα που η αγορά είναι πλήρης ανθρώπων για να
επιτεθεί στους Έλληνες, η επίθεση πιθανότατα έγινε την ενάτη ή δεκάτη πρωινή ώρα. Κατά τον
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 557, η επίθεση των Περσών
συνέβη μία με δύο ώρες πριν το μεσημέρι, ώστε ο Υδάρνης να έχει τον απαιτούμενο χρόνο για την
άφιξή του στους Αλπηνούς, ενώ στο άρθρο του ιδίου, Historia 45 (1996), σ. 14 και 17, αναφέρει
συγκεκριμένα ότι η περσική επίθεση πραγματοποιήθηκε περί την ενδεκάτην ώρα.
546 Βλ. για τα ευρήματα των ανασκαφών του Σ. Μαρινάτου στο χώρο των Θερμοπυλών M. Robertson,
“Archaeology in Greece 1938-39”, JHS 59 (1939), σ. 199-200∙ E.P. Blegen, “News Items from Athens”, AJA
43 (1939), σ. 699-700.
547 Βλ. W.M. Leake, Travels in Northern Greece, (in four volumes) vol. II, Amsterdam 1967, σ. 431-432.
548 Βλ. M.A. Flower, CQ 48 (1998), σ. 377-378.

247
Αθηναίοι τοποθετούσαν τις κεφαλές των βελών στον τύμβο μετά τη μάχη στο Μαραθώνα,

αυτές θα ευρίσκονταν επάνω από το στρώμα στάχτης και όχι στην επιφάνεια του τύμβου,

και ότι οι κεφαλές βελών που βρέθηκαν στον τύμβο εξηγούνται ως εξής: ευρίσκονταν

επάνω στη γη την οποία οι Έλληνες συσσώρευσαν στο τέλος όταν δημιούργησαν τον

τύμβο, και το χώμα όπου βρέθηκαν τα βέλη δείχνει ότι σ΄ εκείνο το χώρο διεξήχθη η

μάχη.549 O J.F. Lazenby θεωρεί ότι η νυκτερινή επίθεση των Σπαρτιατών στο περσικό

στρατόπεδο είναι παράλογη ιστορία, καθώς, αφ΄ ενός ο Ηρόδοτος δεν γνώριζε τίποτα γι΄

αυτήν, αφ΄ ετέρου οι Έλληνες οπλίτες δεν ήταν καταδρομείς και μία τέτοια επίθεση θα

ήταν απαράμιλλη.550 Ο N.G.L. Hammond είναι κατηγορηματικός ότι η νυκτερινή επίθεση

των Σπαρτιατών στο περσικό στρατόπεδο αποτελεί αποκύημα της φαντασίας, καθώς το

στρατόπεδο των Περσών απείχε πέντε περίπου μίλια από τον τότε ρου του ποταμού

Σπερχειού (Διόδ. 11. 5. 4: «τῶν δὲ Περσῶν κατεστρατοπεδευκότων παρὰ τὸν Σπερχειὸν

ποταμόν»)551 και, αν οι Σπαρτιάτες ευρίσκονταν στο περσικό στρατόπεδο την αυγή, δεν θα

μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω στα στενά και να καταφύγουν στο ύψωμα πολεμώντας

τους Πέρσες σε ανοικτό πεδίο∙552 σχετικά, όμως, με την παρουσία των Σπαρτιατών στο

περσικό στρατόπεδο την αυγή και την πορεία τους πίσω στα στενά, ο N.G.L. Hammond

549 Βλ. N.G.L. Hammond, Studies in Greek History: A Companion Volume to A History of Greece to 322
B.C., Oxford, 1973, σ. 176-178.
550 Βλ. J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 7 και κυρίως 142∙ και ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 15-
16, 377 θεωρεί την ιστορία παράλογη επινόηση. Ο M.A. Flower, CQ 48 (1998), σ. 374, όμως, θεωρεί ότι
πολλοί από τους τριακοσίους Σπαρτιάτες θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μία καταδρομική
ενέργεια μέσω της εκπαιδεύσεως της κρυπτείας, κατά την οποία νέοι της Σπάρτης στέλνονταν στη
χώρα με ένα εγχειρίδιο για να πραγματοποιήσουν επίθεση εναντίον των ειλώτων και, κρυπτόμενοι
την ημέρα, σκότωναν τη νύκτα όσους περισσοτέρους είλωτες μπορούσαν∙ αυτό, όμως, κατά τη
γνώμη μου, δε σημαίνει ότι συνέβη η νυκτερινή επίθεση των Σπαρτιατών στο περσικό στρατόπεδο.
551 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 7. 201 αναφέρει ότι οι Πέρσες στρατοπέδευσαν στην Τραχινία της Μαλίδος
και κατείχαν όλη την περιοχή προς τα βόρεια έως την Τραχίνα. Οι W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 201, λ. «βορῆν» θεωρούν ότι η αναφορά του ιστορικού περί
στρατοπεδεύσεως των Περσών στα βόρεια, θα έπρεπε να είναι προς τα ανατολικά, σύμφωνα με την
περιγραφή στο ηροδότειο χωρίο 7. 176. 3.
552 Βλ. N.G.L. Hammond, Historia 45 (1996), σ. 8 και σημ 21∙ και ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 7. 219. 5, λ. «τρίτοι δε ἡμεροσκόποι» θεωρεί τη νυκτερινή επίθεση των Σπαρτιατών στο
στρατόπεδο των Περσών αποκύημα της φαντασίας.

248
αυθαίρετα συνενώνει στοιχεία των δύο εκδοχών - του Πλουτάρχου και του Ηροδότου -

σχετικά με τον τρόπο και τόπο θανάτου των Σπαρτιατών, καθώς η αφήγηση του

βιογράφου ρητά κάνει λόγο για θάνατο των Σπαρτιατών στο περσικό στρατόπεδο, και όχι

στο λόφο που αποτελεί καταγραφή του ιστορικού. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος

να αμφισβητήσουμε τα ευρήματα του Σ. Μαρινάτου που πιστοποίησε τον «κολωνό» τον

οποίο περιγράφει ο ιστορικός ως τελευταίο τόπο αμύνης των Ελλήνων και, συνεπώς, η

εκδοχή της νυκτερινής επιθέσεως στο περσικό στρατόπεδο είναι ασύμβατη με τα γεγονότα

του τελικού σταδίου της μάχης.

Έπειτα, ο βιογράφος πληροφορεί τον αναγνώστη ότι ο Ηρόδοτος δεν παρέλειψε

μονάχα την εκδοχή σχετικά με τον διαφορετικό τόπο και τρόπο θανάτου των Σπαρτιατών,

εκδοχή που θεωρεί ο Πλούταρχος ότι καταγράφει την πραγματικότητα όσων συνέβησαν

στις Θερμοπύλες κατά το έσχατο στάδιο της μάχης, αλλά και άλλες πράξεις και λόγια των

Σπαρτιατών που αναδεικνύουν την τόλμη τους∙ αυτές, αναφέρει ο Πλούταρχος, ότι θα τις

καταγράψει στο βίο553 του Λεωνίδα, δείγμα των οποίων αφηγείται στο παρόν έργο του: α)

τέλεση των δικών τους επιταφίων αγώνων προ της εξόδου τους από τη Σπάρτη, τους

οποίους παρακολούθησαν οι γονείς τους, β) η απάντηση του Λεωνίδα στα λόγια κάποιου

ότι παίρνει μαζί του ολίγους στρατιώτες: ‘’Πολλούς, όμως, για να πεθάνουν’’, 554 γ) ο

τελευταίος λόγος του Λεωνίδα προς τη γυναίκα του: ‘’Να παντρευτείς καλούς άνδρες και

να γεννήσεις καλά παιδιά’’555 και δ) η επιθυμία του Λεωνίδα να σώσει δύο Σπαρτιάτες

ευγενών οικογενειών μετά την περικύκλωση από τους Πέρσες απομακρύνοντάς τους από

553 Ο βίος του Λεωνίδα δεν σώζεται, ώστε να είμαστε σε θέση να εξακριβώσουμε αν η δήλωση του
Πλουτάρχου περί καταγραφής των γνωμικών των Σπαρτιατών στον εν λόγω βίο είναι αληθής. Πβ.
τη συλλογή των λόγων του Λεωνίδα «Ἀποφθέγματα Λακωνικά» (Λεωνίδου τοῦ Ἀναξανδρίδα)
(Ηθικά 225Α-Ε).
554 Πβ. Πλούτ., «Ἀποφθέγματα Λακωνικά» (Λεωνίδου τοῦ Ἀναξανδρίδα 3) (Ηθικά 225Α)∙ Διόδ. 11. 4. 3-
4.
555 Η ερώτηση προς τον Λεωνίδα διατυπώνεται, στις άλλες καταγραφές του Πλουτάρχου
«Ἀποφθέγματα Λακωνικά» (Λεωνίδου τοῦ Ἀναξανδρίδα 2) (Ηθικά 225Α) και «Λακαινῶν
ἀποφθέγματα» (Γοργοῦς 6) (Ηθικά 240Ε), από τη σύζυγό του τη Γοργώ, αλλά είναι πιθανό, λόγω της
γενικής και αόριστης λέξεως «γυναῖκα» στο παρόν έργο του Πλουτάρχου, η αρχική μορφή του
γνωμικού να αποδίδει τη σύλληψη της ερωτήσεως σε ανώνυμη γυναίκα της Σπάρτης: βλ. L. Pearson,
Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 32, σημ. b (Ηθικά 866B).

249
τις Θερμοπύλες ως αγγελιαφόρους, και η άρνηση των τελευταίων∙ ο πρώτος απήντησε: ‘’Σε

ακολούθησα ως μαχητής και όχι ως αγγελιαφόρος’’,556 ενώ ο δεύτερος: ‘’Θα εκτελέσω

καλύτερα το καθήκον μου μένοντας εδώ, και, αν μείνω, το μήνυμα θα είναι καλύτερο’’.557

Σχετικά με το πρώτο παράδειγμα, οι επιτάφιοι αγώνες προ της εξόδου των Σπαρτιατών

από την πόλη τους, είναι απίστευτα κακός οιωνός και δεν συνάδει με το σχετικό χωρίο του

Ηροδότου (7. 206. 1) που λέει ότι οι Έλληνες στις Θερμοπύλες ανέμεναν ενισχύσεις από τις

πόλεις τους.558 Σε ό,τι αφορά το τελευταίο παράδειγμα (δ) που αναφέρει ο Πλούταρχος,

δημιουργείται η εύλογη απορία, πώς είναι δυνατόν ο Λεωνίδας να θέλει να σώσει τις ζωές

δύο Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, ενώ τα προηγούμενα παραδείγματα (α, β, γ) με

σαφήνεια δηλώνουν ότι οι Σπαρτιάτες και ο Λεωνίδας γνώριζαν ότι δεν θα επέστρεφαν

ζωντανοί στην πατρίδα τους. Κατά τη γνώμη μου, είναι εύλογο να θεωρήσουμε όλα τα

παρατιθέμενα από τον Πλούταρχο γνωμικά μεταγενέστερη επινόηση, καθώς

αποσκοπούσαν στην εκθείαση της πειθαρχίας και της ανυποχώρητης στάσεως των

Σπαρτιατών ενάντια στον εχθρό στις Θερμοπύλες.

Η νυκτερινή έφοδος των Σπαρτιατών υπό τον Λεωνίδα στο περσικό στρατόπεδο με

σκοπό τη δολοφονία του Ξέρξη, αλλά και τα προαναφερθέντα γνωμικά, αποτελούν

σπουδαία έργα και σπουδαίους λόγους για το βιογράφο, που θα έπρεπε να τα είχε εντάξει

στο ιστορικό του έργο ο Ηρόδοτος. Η παράλειψή τους δεν οφείλεται, σύμφωνα με τον

Πλούταρχο, στην αμέλεια και υπεροψία του ιστορικού, αλλά στην αδικία και στη δυσμένειά

του προς ορισμένα πρόσωπα, μεταξύ αυτών προς τον Λεωνίδα και τους στρατιώτες του,

καθώς μνημονεύει στη διήγησή του άσημα περιστατικά, ανάξια λόγου, όπως η

556 Πβ. Πλούτ., «Ἀποφθέγματα Λακωνικά» (Θεμιστέου) (Ηθικά 221 D) και (Λεωνίδου τοῦ Ἀναξανδρίδα
15) (Ηθικά 225Ε).
557 Το κείμενο σ΄ αυτό το σημείο δεν σώζεται και η αποκατάστασή του βασίστηκε στο χωρίο του
Πλουτάρχου «Ἀποφθέγματα Λακωνικά» (Λεωνίδου τοῦ Ἀναξανδρίδα 15) (Ηθικά 225Ε), όπου
αναφέρεται το ίδιο γνωμικό: ‘’Θα είμαι καλύτερος άνδρας αν μείνω εδώ’’: βλ. L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 32, σημ. d (Ηθικά 866C).
558 Βλ. γι΄ αυτή τη διαπίστωση A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 32, λ.
“Before marching out … funeral games” (Ηθικά 866B).

250
προσβλητική ενέργεια του Αμάσιος,559 πώς ο κλέφτης του θησαυροφυλακίου του

Ραμψινίτου πήρε τους γαϊδάρους και έδωσε τα ασκιά (με το κρασί στους φρουρούς)560 και

άλλα πολλά. Ο ιστορικός, όμως, έχει αρκετές παρόμοιες με τα παραλειπόμενα γνωμικά

ιστορίες στο συγγραφικό του έργο,561 και έτσι, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει δίκαιο ο

Πλούταρχος όταν με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο αποφαίνεται για αδικία και

κακία του ιστορικού προς τον Λεωνίδα και τους στρατιώτες του, χωρίς να αφήνει ανοικτό

το ενδεχόμενο ο ιστορικός να περιέπεσε σε ακούσιο σφάλμα.

Και συνεχίζει ο Πλούταρχος την κύρια αφήγηση του παρόντος παραδείγματος

υπερασπιζόμενος με θέρμη τους Θηβαίους εναντίον της κατηγορίας του Ηροδότου περί

μηδισμού των Θηβών πριν και κατά τη διάρκεια της μάχης των Θερμοπυλών.

Συγκεκριμένα, ο Πλούταρχος μνημονεύει το χωρίο562 του Ηροδότου που αναφέρει ότι οι

Θηβαίοι, όσο μάχονταν μαζί με τους Έλληνες εναντίον των Περσών, πολεμούσαν από

εξαναγκασμό τον στρατό του Ξέρξη. Ο βιογράφος, έπειτα για να αντικρούσει αυτή τη

φράση του ιστορικού, λέει, ειρωνευόμενος, ότι όχι μόνο ο Ξέρξης εξανάγκαζε τους

559 Ο Άμασις, που είχε αποσταλεί από τον Αιγύπτιο βασιλέα Απρίη για να καταστείλει με την πειθώ
των λόγων την επανάσταση που είχε δημιουργηθεί εναντίον του, ηγήθηκε της επαναστάσεως και
προέβη στη μνημονευομένη από τον Ηρόδοτο προσβλητική ενέργεια - «ἀπεματάϊσε» -, όταν ο
Απρίης τον κάλεσε να έλθει κοντά του (2. 162. 3). Ο Αιγύπτιος Άμασις, 5 ος στην τάξη βασιλεύς της
26ης δυναστείας (570 - 526 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία ανατρέποντας τον προκάτοχό του Απρίη∙ στην
αρχή της βασιλείας του απώθησε μία εισβολή των Βαβυλωνίων, κατέκτησε την Κύπρο και διετήρησε
συμμαχία με την Κυρήνη, την Λυδία και τη Σάμο∙ η πολιτική του αντιπερσικού συνασπισμού προς
τα τέλη της βασιλείας του αποτυγχάνει και η Αίγυπτος, λίγο μετά το θάνατό του, κυριεύεται από
την Περσία: βλ. K. Jansen – Winkeln, “Amasis [2]”, ΒNP 1 (2002), σ. 561.
560 Πρόκειται για την ιστορία σχετικά με την οξύνοια του κλέφτη του θησαυρού του βασιλέως της
Αιγύπτου Ραμψινίτου όχι μόνο να ληστεύει, αλλά και να αντιμετωπίζει με επιτυχία τα τεχνάσματα
του βασιλέως να τον συλλάβει (Ηρόδ. 2. 121). Το όνομα Ραμψίνιτος (πβ. Διόδ. 1. 62. 5 το όνομα
Ρέμφις) αποτελεί συνδυασμό του αιγυπτιακού ονόματος «Ραμσής», που είναι συνηθισμένο βασιλικό
όνομα κατά τη διάρκεια της 19ης και 20ης δυναστείας, και της καταλήξεως «-νίτος», «γιος της Neith»,
επίθετο που συναντάται συχνά σε βασιλείς της Τελευταίας Περιόδου: βλ. D. Asheri - A.B. Lloyd - A.
Corcella, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 2. 121. 1, λ. «Ῥαμψίνιτον».
561 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή, καθώς και για τα ηροδότεια χωρία (7. 221 και 229-232) που διηγούνται
παρόμοιες ιστορίες, L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 32, σημ. e (Ηθικά
866C).
562 Ηρόδ. 7. 233. 1.

251
στρατιώτες του να μάχονται εναντίον των Ελλήνων χρησιμοποιώντας μαστιγοφόρους ως

μέσο πιέσεώς τους, αλλά και ο Λεωνίδας έκανε χρήση αυτής της πρακτικής εναντίον των

Θηβαίων ώστε να εξαναγκάζονται να πολεμούν τους Πέρσες∙ σύμφωνα με το σχετικό

χωρίο του Ηροδότου (7. 223. 3), οι αρχηγοί των μονάδων του περσικού στρατού, κατά την

τρίτη ημέρα της μάχης, μαστίγωναν κάθε στρατιώτη και τον ωθούσαν μ΄ αυτόν τον τρόπο

να πορεύεται μονάχα προς τα εμπρός,563 αλλά ο Λεωνίδας, που και η αφήγηση του

Πλουτάρχου αφήνει να εννοηθεί, αποκλείεται να προέβη σε τέτοια ενέργεια, καθώς

υπήρχε εθελοντική συμμετοχή των ελληνικών πόλεων στον πόλεμο εναντίον των Περσών

και τέτοιου είδους πρακτικές δεν μνημονεύονται καθόλου από τον ιστορικό για τους

Έλληνες.564 Έπειτα, ο Πλούταρχος κατηγορεί τον Ηρόδοτο για συκοφαντία αναρωτώμενος,

πώς οι Θηβαίοι μάχονταν με εξαναγκασμό τους Πέρσες, ενώ είχαν τη δυνατότητα να

φύγουν με τους άλλους Έλληνες ολίγο πριν την περικύκλωση, και πώς είναι δυνατόν οι

Θηβαίοι να εμήδισαν με τη θέλησή τους, ενώ δεν είχαν ούτε έναν για να τους βοηθήσει

στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, οι Θηβαίοι, πράγματι,

θα μπορούσαν να φύγουν, εφ΄ όσον δεν ήθελαν να πολεμούν τους Πέρσες και είχαν την

ελευθερία να επιλέξουν σύμφωνα με την επιθυμία τους. Όμως ο ιστορικός στο χωρίο 7. 222

αναφέρει ότι ο Λεωνίδας κράτησε τους Θηβαίους στα στενά χωρίς τη θέλησή τους και,

συνεπώς, ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν με τους άλλους Έλληνες, όπως

ισχυρίζεται ο βιογράφος. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, ο βιογράφος θέλει να δώσει

563 Άλλες αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τη χρήση μαστιγίου από τους Πέρσες, αλλά σε
καταστάσεις ολιγότερο πιεστικές, μνημονεύονται στα χωρία: 7. 56. 1 (κατά τη διάβαση του περσικού
στρατού από τις γέφυρες του Ελλησπόντου) και 7. 22. 1 (κατά τη διάνοιξη της διώρυγας του Άθω)∙
επιπλέον, ο Ξενοφών μαρτυρεί αυτήν την πρακτική για τους Πέρσες: Ανάβ. 3. 4. 25-26: «ἐπεὶ δὲ
πορευόμενοι ἐκ τοῦ πεδίου ἀνέβησαν ἐπὶ τὸν πρῶτον γήλοφον <καὶ> κατέβαινον, ὡς ἐπὶ τὸν ἕτερον
ἀναβαίνειν, ἐνταῦθα ἐπιγίγνονται οἱ βάρβαροι καὶ ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ εἰς τὸ πρανὲς ἔβαλλον,
ἐσφενδόνων, ἐτόξευον ὑπὸ μαστίγων, καὶ πολλοὺς ἐτίτρωσκον καὶ ἐκράτησαν τῶν Ἑλλήνων
γυμνήτων καὶ κατέκλεισαν αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων»: βλ. γι αυτές τις πληροφορίες A. Bowen,
Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 33, λ. “men with whips … piece of slander” (Ηθικά
866D).
564 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 33, λ. “men with whips … piece of
slander” (Ηθικά 866D) αναφέρει ότι, για τους Έλληνες της εποχής του Ηροδότου, το μαστίγιο
χαρακτήριζε τη σχέση μεταξύ του κυρίου και του δούλου του, σύμφωνα με το ηροδότειο χωρίο (4. 3-4)
περί Σκυθών.

252
έμφαση στην εγκατάλειψη των Θηβαίων από τους Έλληνες συμμάχους τους που επέφερε,

σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τον εξ ανάγκης μηδισμό της πόλεώς τους. Και συνεχίζει ο

Πλούταρχος την αφήγησή του πραγματευόμενος τα γεγονότα κατά το τέλος της μάχης

στα στενά, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση: οι Θηβαίοι, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι

Πέρσες υπερτερούν κατά την τελική φάση της μάχης και ότι οι Έλληνες που ήταν μαζί με

τον Λεωνίδα565 υποχώρησαν στο λόφο, αποσπάσθηκαν από τους Έλληνες και,

προτείνοντας τα χέρια, πλησίασαν τους Πέρσες και τους έλεγαν ότι μήδισαν, ότι πρώτοι566

απ΄ όλους έδωσαν γη και ύδωρ στον Πέρση βασιλέα, ότι από εξαναγκασμό ήλθαν στις

Θερμοπύλες και ότι δεν ευθύνονται για τη συμφορά που έπαθε ο Ξέρξης κατά την

παρούσα μάχη∙ οι Θηβαίοι, λέγοντας αυτά, σώθηκαν, επειδή και οι Θεσσαλοί

επιβεβαίωσαν τα λόγια τους.567 Ο Πλούταρχος αμφισβητεί τη διήγηση του ιστορικού

σχετικά με την παράδοση των Θηβαίων στους Πέρσες για τρείς λόγους: α) είναι απίστευτο

να ελέχθησαν τα λόγια των Θηβαίων και αυτά να εισακούστηκαν από τους Πέρσες τη

στιγμή της υποχωρήσεως των Ελλήνων και της καταδιώξεώς τους από τους Πέρσες, μέσα

σε τόσες βαρβαρικές κραυγές και σε κάθε λογής θορύβους της μάχης, β) είναι απίστευτο,

565 Κατά τον R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 233. 5, λ. «ἐπειγομένων ἐπί τόν
κολωνόν», ο Λεωνίδας ήταν ήδη νεκρός και οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες κατέφυγαν στον λόφο
μεταφέροντας το σώμα του βασιλέως τους.
566 Ο ιστορικός, στο χωρίο 7. 132. 1, αναφέρει ότι αυτοί που έδωσαν γη και ύδωρ στον Πέρση βασιλέα
ήταν οι Θεσσαλοί, οι Δόλοπες, οι Αινιάνες, οι Περραιβοί, οι Λοκροί, οι Μάγνητες, οι Μαλιείς, οι
Αχαιοί της Φθιώτιδος, οι Θηβαίοι και οι άλλοι Βοιωτοί εκτός των Θεσπιέων και των Πλαταιέων.
567 Ηρόδ. 7. 233. 1-2. Ο Πλούταρχος, στο ηροδότειο χωρίο (7. 233. 1-2), χρησιμοποιώντας το χρόνο
Αόριστο «προέτειναν» αντί του ηροδότειου Παρατατικού «προέτεινον», διαταράσσει τους τρείς
Παρατατικούς «προέτεινον», «ᾖσαν» και «λέγοντες» (μετοχή αντί του ρήματος «ἔλεγον») της
ηροδότειας διηγήσεως στην οποία δίδεται η έμφαση, τί προσπαθούσαν να κάνουν οι Θηβαίοι χωρίς
απαραίτητα να το κατορθώσουν, παρουσιάζοντας ο ιστορικός τη σκηνή ως μία κινούμενη εικόνα∙
έπειτα ο Πλούταρχος, όταν αναφέρει τί προσπαθούσαν να είπουν οι Θηβαίοι στους Πέρσες,
χρησιμοποιεί ένα ιδίωμα ημιπλαγίου λόγου, καθώς αντί της ηροδότειας Οριστικής Ενεστώτα
«μηδίζουσι» καταγράφει την Ευκτική Αορίστου «μηδίσειαν», και στη συνέχεια διατηρεί την
ηροδότεια Οριστική Αορίστου «ἔδοσαν» το οποίο είναι ασυνήθιστο μετά από μετατροπή σε Ευκτική
του πλαγίου λόγου∙ η ρηματική μορφή «ἀπικέατο» της αφηγήσεως του Πλουτάρχου, αντί του
ηροδότειου ρήματος «ἀπικοίατο», πιθανόν να αποτελεί υπερ-ιωνισμό: βλ. A. Bowen, Plutarch: The
Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 33, λ. “approached … with outstretched hands … against their
will” (Ηθικά 866D).

253
αφού οι Θηβαίοι έλεγαν αυτά, οι Πέρσες να αναζητούσαν μάρτυρες που θα εξακρίβωναν

την αλήθεια ή το ψεύδος των λεγομένων τους και γ) οι Θεσσαλοί αποκλείεται να υπήρξαν

συνήγοροι των Θηβαίων επειδή, αφ΄ ενός θα είχαν δικούς τους νεκρούς στα στενά που,

τουλάχιστον σε κάποιο ποσοστό, θα οφείλονταν στην αντίσταση των Θηβαίων, αφ΄ ετέρου

οι σχέσεις των Βοιωτών με τους Θεσσαλούς ήταν εχθρικές εκείνη την περίοδο. Σε ό,τι

αφορά τα δύο πρώτα επιχειρήματα του Πλουτάρχου και το πρώτο σκέλος του τρίτου,

εδράζονται στη λογική και, θα τολμούσαμε να πούμε, ότι, σε κάποιο βαθμό, είναι πειστικά∙

αλλά τα δύο πρώτα επιχειρήματα θα μπορούσαν να ανατραπούν αν αποδεχθούμε ότι όλα

αυτά συνέβησαν μετά το πέρας της μάχης, και όχι κατά τη διάρκειά της που αφήνει να

εννοηθεί η ιστορική διήγηση του Ηροδότου (7. 233. 2)∙ κρίνοντας την ηροδότεια παρουσίαση

των γεγονότων, είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι η παράδοση των Θηβαίων συνέβη κατά

τη διάρκεια της μάχης, ενώ η διερεύνηση των λεγομένων των Θηβαίων έγινε από τους

Πέρσες μετά το πέρας αυτής, καθώς, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι πιθανό οι Πέρσες να

εστιάζονται στους ήδη αιχμαλώτους Θηβαίους προτού εξαλειφθεί ο κίνδυνος από την

παρουσία των εναπομεινάντων Σπαρτιατών και Θεσπιέων. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος

του τρίτου επιχειρήματος, η ορθή διαπίστωση του Πλουτάρχου θα μπορούσε, κατά τη

γνώμη μου, να αμφισβητηθεί μονάχα με μία πολύ καλή φιλική σχέση μεταξύ των Θηβαίων

και των Θεσσαλών, ώστε οι τελευταίοι να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα των Θηβαίων

εμπρός στον Πέρση βασιλέα, ακόμη και αν οι Θηβαίοι έλεγαν ψεύδη∙ αλλά κάτι τέτοιο

μπορεί μονάχα να υποτεθεί και όχι να αποδειχθεί. Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του

τρίτου επιχειρήματος, τις εχθρικές, δηλαδή, σχέσεις μεταξύ Βοιωτών και Θεσσαλών, ο

βιογράφος τις βασίζει στον πόλεμο που είχαν μεταξύ τους αφηγούμενος την πρόσφατη

κατοχή από τους Θεσσαλούς της περιοχής έως τις Θεσπιές και την εισβολή τους στην

Βοιωτία που κατέληξε στο θάνατο του στρατηγού τους Λατταμύα στην ήττα που αυτοί

υπέστησαν από τους Βοιωτούς. Ο L. Pearson αναφέρει ότι ο βιογράφος είναι ο μόνος

συγγραφεύς που μνημονεύει αυτή τη μάχη και, χρονολογώντας ο ίδιος ο Πλούταρχος στο

βίο568 του Καμίλλου τη νίκη των Βοιωτών επί των Θεσσαλών σε περισσότερα από διακόσια

568 19. 4: «τοῦτο μὲν τοίνυν Βοιωτοῖς Ἱπποδρομίου μηνός, ὡς δ’ Ἀθηναῖοι καλοῦσιν Ἑκατομβαιῶνος,
ἱσταμένου πέμπτῃ δύο λαβεῖν συνέβη νίκας ἐπιφανεστάτας, αἷς τοὺς Ἕλληνας ἠλευθέρωσαν, τήν τε

254
έτη προ της μάχης των Λεύκτρων, δηλαδή η πλησιέστερη με τα γεγονότα της μάχης των

Θερμοπυλών χρονολογία είναι το 571 π.Χ., εύλογα θεωρεί άσχετο αυτό το γεγονός με τους

Μηδικούς πολέμους∙569 έτσι, λοιπόν, το επιχείρημα του Πλουτάρχου ότι, δηλαδή, οι

Θεσσαλοί δεν θα υποστήριζαν τους Θηβαίους επειδή ήταν εχθροί τους λόγω του

μνημονευομένου από το βιογράφο πολέμου, δεν ισχύει, καθώς ο πόλεμος μεταξύ τους

συνέβη πολύ παλαιότερα.

Ο Πλούταρχος, στη συνέχεια της αφηγήσεώς του, πραγματεύεται την ηροδότεια

διήγηση σχετικά με την κατάληξη της παραδόσεως των Θηβαίων στους Πέρσες στις

Θερμοπύλες. Ο βιογράφος, υποθέτοντας ότι ακόμη και να συνέβη η μαρτυρία των

Θεσσαλών, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να σώθηκαν οι Θηβαίοι, αφού ο ιστορικός

αναφέρει ότι ‘’μερικούς από αυτούς τους σκότωσαν οι βάρβαροι όταν πλησίαζαν’’.570 Ο

Πλούταρχος δείχνει ότι ασχολείται με τη λεπτομέρεια της ηροδότειας διηγήσεως που,

όμως, στην προκειμένη περίπτωση, διευκρινίζεται από τον Ηρόδοτο στην αμέσως επόμενη

φράση, αλλά και ο βιογράφος, επιπρόσθετα, παραθέτει το διαφωτιστικό χωρίο, ότι, δηλαδή,

η πλειοψηφία των Θηβαίων εσώθη και όχι όλοι όσοι παραδόθηκαν στους Πέρσες. Ο

Πλούταρχος, αφηγούμενος τη συνέχεια της διηγήσεως του Ηροδότου, ότι, δηλαδή, ‘’τους

περισσοτέρους Θηβαίους τους στιγμάτισαν, κατά διαταγή του Ξέρξη, με τα βασιλικά

στίγματα, αρχίζοντας από τον στρατηγό τους τον Λεοντιάδη’’,571 θεωρεί ότι το ηροδότειο

χωρίο παρέχει δύο ψευδείς πληροφορίες. Η πρώτη είναι ότι ο στρατηγός του θηβαϊκού

περὶ Λεῦκτρα καὶ τὴν ἐπὶ Κερησσῷ, ταύτης πρότερον ἔτεσι πλείοσιν ἢ διακοσίοις, ὅτε Λατταμύαν
καὶ Θεσσαλοὺς ἐνίκησαν». Ο Ρωμαίος Κάμιλλος (; - 365 π.Χ.) παρουσιάζεται από την παράδοση ως η
κυρίαρχη μορφή των πρώτων δεκαετιών του 4ου αι. π.Χ. που τον συνδέει με πολλά γεγονότα∙
ωστόσο, τα μόνα γεγονότα που μπορούν να επιβεβαιωθούν ιστορικά είναι η κατάκτηση της πόλεως
των Βηΐων το 396 π.Χ., η τέλεση θριάμβου για το κατόρθωμα αυτό και η αποστολή κάποιας
αναθηματικής προσφοράς στους Δελφούς∙ η αφοσίωσή του στον πόλεμο εναντίον των γειτόνων της
Ρώμης και ο θρίαμβος που τέλεσε το 389 π.Χ. για τις νίκες του εναντίον των Βόλσκων, των Αίκουων
και των Ετρούσκων, επειδή μαρτυρούνται πολλάκις, είναι αξιόπιστα ιστορικά γεγονότα: βλ. W. Eder,
”Furius [I 13] F. Camillus, M”, ΒNP 5 (2004), σ. 615-616.
569 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 33, σημ. a (Ηθικά 866F). Βλ. για τη
νικηφόρα μάχη των Θηβαίων έναντι των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα (371 π.Χ.) R. Seager, “The King's
Peace and the Second Athenian Confederacy”, στο CAH VI2 (1994), σ. 182-184.
570 Ηρόδ. 7. 233. 2.
571 Ηρόδ. 7. 233. 2.

255
εκστρατευτικού σώματος στις Θερμοπύλες δεν ήταν ο Λεοντιάδης, αλλά ο Ανάξανδρος,

βασιζόμενος ο βιογράφος, για δεύτερη φορά στο παρόν παράδειγμα, στον Αριστοφάνη τον

Βοιωτό, που χρησιμοποίησε τους καταλόγους αρχόντων της πόλεως,572 πληροφορία που,

κατά τον Πλούταρχο, επιβεβαιώνει573 και ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος. Δυστυχώς, επειδή δεν

μας σώζονται τα έργα του Αριστοφάνους και του Νικάνδρου, ούτε διαθέτουμε κάποια άλλη

πηγή που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του βιογράφου, δεν είμαστε σε θέση να

αποφανθούμε για τη διαφορετική εκδοχή του Πλουτάρχου περί του ονόματος του

στρατηγού των Θηβαίων στις Θερμοπύλες∙ το γεγονός, όμως, ότι ο Πλούταρχος ισχυρίζεται

με τόση βεβαιότητα την αλήθεια της ιστορικής διηγήσεως του Αριστοφάνους και του

Νικάνδρου, χωρίς να αφήνει καμία πιθανότητα σφάλματος στις πηγές που υιοθετεί ως

ορθές, δείχνει ότι προσεγγίζει με μεροληψία τις διαφορετικές από τον Ηρόδοτο

γραμματειακές πηγές. Η δεύτερη, ψευδής, κατά τον Πλούταρχο, πληροφορία του σχετικού

χωρίου (Ηρόδ. 7. 233. 2) είναι ότι οι Θηβαίοι δεν στιγματίστηκαν από τους Πέρσες,

βασιζόμενος ο βιογράφος στην απουσία τέτοιας διηγήσεως από προγενεστέρους του

Ηροδότου ιστορικούς. Έτσι ο Πλούταρχος υποστηρίζοντας ότι ο Ηρόδοτος είναι ο

μοναδικός ιστορικός που αναφέρει το στιγματισμό των Θηβαίων στις Θερμοπύλες,

προσπαθεί να αποδείξει το ψεύδος της διηγήσεώς του∙ ακόμη, όμως, και αν αποδεχθούμε

ως μοναδική καταγραφή περί του στιγματισμού των Θηβαίων αυτή του Ηροδότου, δε

σημαίνει απαραίτητα ότι ο ιστορικός ψεύδεται. Ο Πλούταρχος θεωρεί πως, αν πράγματι

συνέβη ο στιγματισμός των Θηβαίων, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι η φημολογία

περί μηδισμού τους πριν τις Θερμοπύλες (Ηρόδ. 7. 205. 3) είναι ψευδής, και πως οι Θηβαίοι

θα υπερηφανεύονταν γι΄ αυτά τα στίγματα, επειδή θα αποδείκνυαν ότι ο Ξέρξης

572 FGrH 379 F 6.


573 FGrH 271-272 F 35. Η περίοδος που έζησε ο ποιητής Νίκανδρος ο Κολοφώνιος προσδιορίζεται, εν
μέρει στα χρόνια της βασιλείας του Αττάλου Α’ (241-197 π.Χ.), εν μέρει του Πτολεμαίου Ε’ (205-180
π.Χ.) και εν μέρει του Αττάλου Γ’ (138-133 π.Χ.), ενώ είναι πιθανό να πρόκειται για δύο ομωνύμους
συγγραφείς με τον πρώτο να έζησε τον 3ο αι. π.Χ. ενώ τον δεύτερο περί το πέρασμα από τον 3 ο στον
2ο αι. π.Χ.: βλ. M. Fantuzzi, ‘’[4] Nicander of Colophon”, ΒNP 9 (2006), σ. 706-708.

256
μεταχειρίστηκε τον Λεοντιάδη574 όπως τον Λεωνίδα, ως τον χειρότερο, δηλαδή, εχθρό του,

καθώς του πρώτου στιγμάτισε το σώμα ενώ ήταν ζωντανός, ενώ του δευτέρου κακοποίησε

το σώμα μετά το θάνατό του. Αυτήν, όμως, την ερμηνεία που δίδει ο βιογράφος περί του

στιγματισμού των Θηβαίων, σε καμία περίπτωση δεν αφήνει ο Ηρόδοτος να εννοηθεί στη

διήγησή του, αλλά τουναντίον, ότι, δηλαδή, οι Θηβαίοι, ενώ είχαν μηδίσει, προέβαλαν

αντίσταση στους Πέρσες και, γι΄ αυτό το λόγο, τους στιγμάτισε ο Ξέρξης. 575 Για τον

Πλούταρχο είναι ανεξήγητη η συμπεριφορά του Ξέρξη προς τους Θηβαίους, καθώς,

σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση, ενώ αυτοί είχαν μηδίσει, ο Πέρσης βασιλεύς τους

στιγμάτισε στις Θερμοπύλες, και έπειτα, στη μάχη των Πλαταιών,576 ενώ ήταν

στιγματισμένοι, τους παρουσιάζει να μηδίζουν με προθυμία∙ έτσι, ο βιογράφος, κρίνοντας

αρνητικά τον ιστορικό για τις ‘’αντιφάσεις’’ της διηγήσεώς του, χρησιμοποιεί τη φράση που

είπε ο Ιπποκλείδης στον τύραννο της Σικυώνος Κλεισθένη όταν ο τελευταίος, κατά την

αναζήτηση μνηστήρος για τη θυγατέρα του Αγαρίστη, τον απέρριψε ως γαμπρό του εξ

αιτίας του τρόπου με τον οποίο χόρευε καθώς ο Ιπποκλείδης, τοποθετώντας την κεφαλή

του επάνω στο τραπέζι και κινώντας τα πόδια του στον αέρα απάντησε στον Κλεισθένη ότι

‘’είναι αδιάφορος (ο γάμος) για τον Ιπποκλείδη’’,577 για να περιγράψει την άποψή του για

574 Ο Πλούταρχος ακολουθεί την ηροδότεια διήγηση και χρησιμοποιεί το όνομα του «Λεοντιάδου»
και όχι του «Αναξάνδρου», καθώς προσπαθεί να δώσει μία άλλη ερμηνεία στο ηροδότειο χωρίο (7.
233. 2) από αυτήν που αφήνει ο ιστορικός να εννοηθεί.
575 Οι Θηβαίοι στιγματίστηκαν στο μέτωπο σαν να ήταν δούλοι: βλ. W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 233. 2, λ. «ἔστιξαν … βασιλήια». Ο L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 33, σημ. e (Ηθικά 867A) θεωρεί ότι ο Ξέρξης στιγμάτισε τους
Θηβαίους αιχμαλώτους σαν να επρόκειτο για αναξιόπιστους δούλους που στράφηκαν εναντίον του,
και πως η ιστορία του στιγματισμού, αν πράγματι είναι αληθινή, αποτελεί απόδειξη ότι η πόλη των
Θηβών είχε μηδίσει. Ο N.G.L. Hammond, Historia 45 (1996), σ. 14, σημ. 36 θεωρεί ότι ο Ξέρξης
στιγμάτισε τους Θηβαίους μεταχειριζόμενος αυτούς με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρονταν στους
δραπέτες δούλους που συλλαμβάνονταν, καθώς οι Θηβαίοι, ενώ είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους
στον Ξέρξη, πολέμησαν ενάντια στους Πέρσες.
576 Βλ. για τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) J.P. Barron, ‘’The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988),
σ. 599-611.
577 Ηρόδ. 6. 126-129. Βλ. για τον Αθηναίο Ιπποκλείδη, τον γιο του Τεισάνδρου από τον οίκο των
Φιλαϊδών, και το περιστατικό (575 π.Χ.) της απορρίψεώς του ως γαμπρού από τον τύραννο της
Σικυώνος Κλεισθένη, H. Beck, ‘’Hippocleides”, ΒNP 6 (2005), σ. 349. Η θυγατέρα του τυράννου της

257
τον ιστορικό, ότι ‘’είναι αδιάφορη για τον Ηρόδοτο η αλήθεια στη διήγησή του’’. Αν

παραβλέψουμε αυτή την παρομοίωση του Πλουτάρχου, που βασίζεται στην υπερβολή και

στον μη πειστικό συσχετισμό του Ηροδότου με τον Ιπποκλείδη, και εστιάσουμε στο

επιχείρημά του, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει αντίφαση στην ηροδότεια διήγηση, καθώς

ο στιγματισμός των Θηβαίων στις Θερμοπύλες δικαιολογείται λόγω της αντιστάσεως που

προέβαλαν στους Πέρσες ενώ ήδη η πόλη των Θηβών είχε μηδίσει, και, έπειτα, στη μάχη

των Πλαταιών, όντας στιγματισμένοι,578 προσπαθούσαν να βοηθήσουν με προθυμία τους

Πέρσες να επικρατήσουν έναντι των Ελλήνων, καθώς, σε περίπτωση που θα νικούσε ο

ελληνικός συνασπισμός, οι μηδίζοντες Θηβαίοι θα αντιμετώπιζαν την εκδίκηση579 των

Ελλήνων.

Ας επεξεργαστούμε, όμως, τα γεγονότα όπως μνημονεύονται από τον Ηρόδοτο, σε

συνάρτηση με τα επιχειρήματα του Πλουτάρχου και τις απόψεις των συγχρόνων

μελετητών περί του μηδισμού των Θηβαίων.

Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 7. 205. 3, αναφέρει ότι ο Λεωνίδας επέμενε, απ΄ όλους τους

Έλληνες, να πάρει μαζί του τους Θηβαίους, επειδή υπήρχαν έντονες κατηγορίες580 περί

μηδισμού τους∙ μ΄ αυτόν τον τρόπο, ήθελε να διαπιστώσει αν θα συμμετείχαν στον πόλεμο

Σικυώνος Κλεισθένη Αγαρίστη υπήρξε σύζυγος του Αλκμεωνίδου Μεγακλέους και μητέρα του
Αθηναίου Κλεισθένους: βλ. E. Stein – Hölkeskamp, “Agariste [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 309.
578 Από τους τετρακοσίους Θηβαίους που συναγωνίζονταν με τους υπολοίπους Έλληνες στις
Θερμοπύλες, δεν στιγματίστηκαν όλοι, καθώς κάποιοι θα σκοτώθηκαν κατά τις μάχες ενάντια
στους Πέρσες, ενώ μερικοί, σύμφωνα με τον ιστορικό (7. 233. 2), σκοτώθηκαν από τους εξ ανατολών
εισβολείς τη στιγμή που παραδίδονταν στους εχθρούς∙ έτσι, χωρίς να αποκλείεται κάποιοι από τους
επιζώντες στιγματισμένους Θηβαίους να συμμετείχαν στη μάχη των Πλαταιών στο πλευρό των
Περσών, το βέβαιο είναι ότι δεν ήταν στιγματισμένοι όλοι οι Θηβαίοι που πολέμησαν στις Πλαταιές,
όπως, γενικεύοντας, εννοεί ο Πλούταρχος.
579 Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο ελληνικός στρατός, μετά τη μάχη των Πλαταιών, κατευθύνθηκε
εναντίον των Θηβών με σκοπό την παράδοση των μηδιζόντων Θηβαίων, μεταξύ αυτών του
Τιμηγενίδη και του Ατταγίνου, και, επειδή οι Θηβαίοι αρνήθηκαν, οι Έλληνες λεηλατούσαν τη χώρα
των Θηβών και πολιορκούσαν την πόλη∙ εν τέλει παραδόθηκαν οι μηδίζοντες Θηβαίοι, εκτός του
Ατταγίνου που έφυγε κρυφά από την πόλη, στον Παυσανία που τους σκότωσε στην Κόρινθο (9. 86-
88).
580 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 205. 13, λ. «κατηγόρητο» αναφέρει ότι δεν
είναι εμφανές στο χωρίο του Ηροδότου (7. 205. 3) αν πρόκειται για επίσημη κατηγορία εναντίον των
Θηβαίων ή απλώς για φήμη.

258
ή αν φανερά θα αρνούνταν να συναγωνιστούν με τους Έλληνες. Οι Θηβαίοι, λοιπόν,

έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις και έτσι καθιστούσαν εμφανές ότι οι φήμες περί μηδισμού

τους δεν ήταν ακριβείς. Ο ιστορικός, όμως, με την τελική φράση «οἵ δέ ἀλλοφρονέοντες

ἔπεμπον» του χωρίου 7. 205. 3, αποκαλύπτει τη σκέψη του: το γεγονός ότι οι Θηβαίοι

έστειλαν στρατιώτες στις Θερμοπύλες, δεν αποτελεί απόδειξη των προθέσεών τους να

συμπολεμήσουν με τους Έλληνες εναντίον των Περσών, αλλά τέχνασμα για να μην

φανερώσουν, τουλάχιστον όχι ακόμη, στους Έλληνες τη βούλησή τους να μηδίσουν. Οι

Θηβαίοι, όμως, με την απόφασή τους να στείλουν εκστρατευτικό σώμα για να

υπερασπιστεί τα στενά των Θερμοπυλών γνώριζαν ότι, στην αναμενομένη επίθεση των

Περσών εναντίον των Ελλήνων, θα έπρεπε, είτε να πολεμήσουν εναντίον των εξ ανατολών

εισβολέων για να αποδείξουν εμπράκτως στους Έλληνες ότι είναι σύμμαχοί τους, ώστε να

μην κινδυνεύσουν να πάθουν κάποιο κακό, τουλάχιστον από τους συμμάχους τους, είτε να

εκδηλώσουν τις πραγματικές τους, κατά τον ιστορικό, προθέσεις, να συνταχθούν, δηλαδή,

με τους Πέρσες. Αν έχει δίκαιο ο Ηρόδοτος για τις πραγματικές προθέσεις των Θηβαίων,

αυτοί, όταν οι Πέρσες θα πραγματοποιούσαν την επίθεσή τους εναντίον των Ελλήνων στις

Θερμοπύλες, θα περιμέναμε να αυτομολήσουν και να συνταχθούν με το στρατό των

Περσών∙ καμία, όμως, απόπειρα μηδισμού τους δεν διηγείται ο ιστορικός έως την τελική

φάση της μάχης των Θερμοπυλών και, συγκεκριμένα, στο χρονικό σημείο όπου η έκβαση

της αντιστάσεως στις Θερμοπύλες είχε κριθεί υπέρ των Περσών. Από το ηροδότειο χωρίο

(7. 233) σχετικά με την παράδοση των Θηβαίων στους εχθρούς, εξάγεται ότι δεν υπήρχε

προσυνεννόηση των Θηβαίων με τους Πέρσες. Το γεγονός, όμως, ότι ο Λεωνίδας

αποφάσισε, ολίγο πριν την περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες, να συνεχίσουν οι

Θηβαίοι να πολεμούν στο πλευρό τους εναντίον των εισβολέων σημαίνει, κατά τη γνώμη

μου, είτε ότι ο Λεωνίδας θεώρησε πως οι φήμες περί μηδισμού τους ήταν ψευδείς, καθώς

τους έβλεπε να συμπολεμούν συνεχώς στο πλευρό τους τους Πέρσες, είτε ότι οι Θηβαίοι

είχαν εκτεθεί τόσο πολύ στους Πέρσες ως πολέμιοί τους ώστε η παραμικρή υπόνοια του

Λεωνίδα, ότι θα προσχωρούσαν στους Πέρσες, να αποκλείονταν από την εύλογη εικασία

του Σπαρτιάτη βασιλέως ότι οι Πέρσες θα τους εκδικούνταν για την αντίσταση που είχαν

προβάλει∙ ειδάλλως, αν ο Λεωνίδας είχε την παραμικρή ένδειξη πως θα αυτομολούσαν, δε

259
νομίζω να τους κρατούσε μαζί του κατά το τελικό στάδιο της μάχης. Ο ιστορικός, στο χωρίο

7. 222, αναφέρει την ομηρεία των Θηβαίων από τον Λεωνίδα και την δια της βίας κράτησή

τους στις Θερμοπύλες κατά το διάστημα της αποχωρήσεως των συμμάχων από τα στενά.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, η ομηρεία ή ένα καθεστώς επιτηρήσεως των Θηβαίων θα

έπρεπε να είχε αρχίσει με την άφιξη των Ελλήνων στα στενά, αν έχει δίκαιο ο ιστορικός

σχετικά με τις κατηγορίες περί μηδισμού των Θηβαίων πριν τη μάχη των Θερμοπυλών. Αν

αποδεχθούμε ότι κάποιο καθεστώς, τουλάχιστον, επιτηρήσεως είχε αρχίσει από την

παρουσία των Ελλήνων στα στενά, παραμένει ανεξήγητο, πώς οι Θηβαίοι, αισθανόμενοι

την επιτήρηση των Σπαρτιατών και των άλλων συμμάχων, πολεμούσαν έως την υστάτη

στιγμή υπέρ των Ελλήνων, και πώς δεν αποπειράθησαν να μηδίσουν τουλάχιστον αμέσως

μετά την είδηση ότι ήταν περικυκλωμένοι από τους Πέρσες, αλλά το έπραξαν αφού η

έκβαση της μάχης στα στενά είχε κριθεί. Κατά το τελικό στάδιο της μάχης ο Ηρόδοτος στο

χωρίο 7. 233. 1 αφήνει να εννοηθεί ότι ο απροκάλυπτος μηδισμός τους δεν συνέβη νωρίτερα

από την υποχώρηση των Ελλήνων στο λόφο λόγω της επιτηρήσεως των συμμάχων. Η

επιτήρηση, όμως, ή η ηροδότεια αναφορά περί ομηρείας (7. 222) των Θηβαίων και, συνεπώς,

η φύλαξή τους, θα μπορούσε να ήταν τόσο καλή από τους λιγότερους σε αριθμό

υπερασπιστές των στενών, ύστερα από την υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων, που να

μην επέτρεπε να εκδηλωθεί έστω κάποια απόπειρα μηδισμού; Ακόμη μεγαλύτερη

εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, κατά τη δευτέρα ημέρα της μάχης, όλοι οι σύμμαχοι,

εκτός των Φωκέων που φύλαγαν την κρυφή ατραπό, πολεμούσαν κατά τάγματα και κατά

έθνη, πιθανότατα μαχόμενοι εναλλάξ (Ηρόδ. 7. 212. 2), που σημαίνει ότι οι Θηβαίοι, έστω

κάποια στιγμή της μάχης, αντιμετώπιζαν στην πρώτη γραμμή της μάχης τους Πέρσες.

Πώς, όμως, είναι δυνατόν ο Λεωνίδας να άφηνε τους υπόπτους για μηδισμό Θηβαίους όχι

μόνο να συμμετέχουν στην υπεράσπιση των στενών, αλλά και να αναλαμβάνουν την

μεγίστη ευθύνη να αμυνθούν, πιθανότατα ως πρόμαχοι της αντιστάσεως, αν δεν είχαν την

πλήρη εμπιστοσύνη του Σπαρτιάτη βασιλέως; Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν οι

πεπειραμένοι και ικανοί στον πόλεμο Σπαρτιάτες τους επιτηρούσαν, δεν θα μπορούσαν να

το πράττουν συνεχώς και με την ίδια προσήλωση, καθώς θα έπρεπε, αφ΄ ενός, όχι μόνο για

μεγάλο χρονικό διάστημα της ημέρας να πολεμούν τους Πέρσες, αλλά και να ευρίσκονται

260
σε συνεχή επιφυλακή, αφ΄ ετέρου να αναπαύονται τη νύκτα, όταν έπαυε η μάχη, ώστε να

συνεχίζουν τον αγώνα αποδίδοντας το μέγιστο των ικανοτήτων τους. Και το

σημαντικότερο όλων, πώς θα ήταν δυνατόν οι Σπαρτιάτες είτε οι υπόλοιποι Έλληνες να

επιτηρούν τους Θηβαίους κατά τη μάχη; Αν τους τοποθετούσαν στην πρώτη γραμμή της

μάχης, έστω ως συμπαραστάτες τους που αφήνει, κατά τη γνώμη μου, να εννοηθεί το

χωρίο 7. 212. 2, δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος να γίνουν ριψάσπιδες και να παραδοθούν στους

Πέρσες; Όπως και αν συνέβη η επιτήρηση των Θηβαίων από τους Σπαρτιάτες και τους

υπολοίπους Έλληνες κατά τη μάχη, κατά τη γνώμη μου, προκαλεί αν μη τι άλλο εύλογη

δυσπιστία η ηροδότεια αναφορά περί ομηρείας των Θηβαίων κατά το τελικό στάδιο της

μάχης όπου οι Έλληνες που παρευρίσκονταν στα στενά ήταν κατά πολύ λιγότεροι ύστερα

από την υποχώρηση των περισσοτέρων συμμάχων. Η ομηρεία, ωστόσο, των Θηβαίων

προϋποθέτει ο Λεωνίδας να μην πίστεψε την αρχική πρόθεση των Θηβαίων να

πολεμήσουν εναντίον των Περσών με την αποστολή στρατιωτών στις Θερμοπύλες και, είτε

εξ αρχής, είτε κάποια στιγμή όπου φάνηκαν ύποπτοι ότι θα μπορούσαν να μηδίσουν, τους

επιτηρούσαν. Αλλά οι Θηβαίοι, γνωρίζοντας, πιθανότατα, τις φήμες που κυκλοφορούσαν

στους Έλληνες περί μηδισμού των ιδίων πριν την αποστολή στρατιωτικού σώματος στις

Θερμοπύλες (7. 205. 3), δεν θα ήταν λογικό να τους αποτρέψουν από την απόφασή τους να

στείλουν στρατιώτες ως αρωγή στον Λεωνίδα, καθώς αυτή θα εμπεριείχε άμεσο κίνδυνο

για τη ζωή των στρατιωτών τους, είτε αν οι Έλληνες υπερασπιστές των στενών

βεβαιώνονταν για τις πραγματικές προθέσεις των Θηβαίων να προσχωρήσουν στους

Πέρσες, είτε από την εκ του συστάδην μάχη με τους, φίλους πλέον, Πέρσες; Ίσως, όμως, οι

Θηβαίοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να στείλουν εκστρατευτικό σώμα, καθώς, σύμφωνα

με το χωρίο 7. 205. 3, ο Λεωνίδας το ζητούσε επιμόνως και, επιπλέον, για να παρουσιάσουν

αναληθείς τις φήμες περί μηδισμού τους. Ο Διόδωρος κάνει λόγο581 για διχασμό των

πολιτών σχετικά με το μηδισμό της πόλεως και ότι οι τετρακόσιοι που εστάλησαν στις

Θερμοπύλες προέρχονταν από την παράταξη που υποστήριζε τον ελληνικό συνασπισμό. Ο

581 11. 4. 7: «Θηβαίων ἀπὸ τῆς ἑτέρας μερίδος ὡς τετρακόσιοι∙ διεφέροντο γὰρ οἱ τὰς Θήβας
κατοικοῦντες πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς πρὸς τοὺς Πέρσας συμμαχίας».

261
J.A.R. Munro, βασιζόμενος στο σχετικό χωρίο του Διοδώρου (11. 4. 7) και στο χωρίο582 του

Θουκυδίδη που κάνει λόγο για δυναστεία ολίγων ανδρών στη Θήβα, θεωρεί ότι οι Θηβαίοι,

όπως και οι Θεσπιείς, ήλθαν και παρέμειναν στις Θερμοπύλες με τη θέλησή τους, καθώς

όχι μόνο έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για την υπεράσπιση των στενών, αλλά και επειδή, αν

οι Πέρσες νικούσαν, δεν θα εύρισκαν άσυλο στη μηδίζουσα πατρίδα τους. 583 Οι W.W. How -

J. Wells αναφέρουν ότι οι μηδίσαντες ολιγαρχικοί των Θηβών θα μπορούσαν να είχαν

αποστείλει οι ίδιοι στις Θερμοπύλες τους υποστηρικτές των συνασπισμένων Ελλήνων που

ανήκαν στην αντίπαλη από αυτούς παράταξη (Διόδ. 11. 4. 7: «τῆς ἑτέρας μερίδος»),

βασίζοντας την ύπαρξη αντιπάλου παρατάξεως στη Θήβα στο λόγο των Θηβαίων εναντίον

των Πλαταιέων που καταγράφει στο χωρίο 3. 62. 3 ο Θουκυδίδης, μη αποδεχόμενοι το

σχετικό χωρίο του Ηροδότου (9. 87) όπου δεν μνημονεύεται από τον ιστορικό καμιά

αντίπαλη παράταξη κατά την παράδοση των μηδισάντων ολιγαρχικών Θηβαίων στους

Έλληνες.584 Ο A.W. Gomme θεωρεί πως πρέπει να είναι ψευδής η καταγραφή του

Θουκυδίδη (3. 62. 3) περί αυταρχικής διοικήσεως στη Θήβα από μια μικρή ομάδα

μηδιζόντων πολιτικών.585 Αν, πράγματι, οι τετρακόσιοι Θηβαίοι ήταν υποστηρικτές της

582 3. 62. 3: «ἡμῖν μὲν γὰρ ἡ πόλις τότε ἐτύγχανεν οὔτε κατ’ ὀλιγαρχίαν ἰσόνομον πολιτεύουσα οὔτε
κατὰ δημοκρατίαν∙ ὅπερ δέ ἐστι νόμοις μὲν καὶ τῷ σωφρονεστάτῳ ἐναντιώτατον, ἐγγυτάτω δὲ
τυράννου, δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα».
583 Βλ. J.A.R. Munro, JHS 22 (1902), σ. 317. Την ίδια άποψη έχει ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ.
144, καθώς και ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 31, σημ. b (Ηθικά 865F)
ο οποίος, επιπρόσθετα, αναφέρει ότι ο βιογράφος παραλείπει την πιθανότητα οι Θηβαίοι να είχαν
διπλό ρόλο, αφ΄ ενός μηδίζοντες, αφ΄ ετέρου στέλνοντας εκστρατευτικό σώμα στις Θερμοπύλες σε
περίπτωση που η άμυνα των Ελλήνων ήταν επιτυχής, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Ο J.A.S.
Evans, “The ‘final problem’ at Thermopylae”, GRBS 5 (1964), σ. 236 θεωρεί πως το θηβαϊκό
εκστρατευτικό σώμα που εστάλη στις Θερμοπύλες ανήκε στην αντιπερσική παράταξη των Θηβών.
584 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 222, λ. «ἐν ὁμήρων λόγῳ». Οι
W.W. How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, ενισχύουν την άποψή τους καταγράφοντας τα παραδείγματα
σχετικά με την αποστολή πολιτικών αντιπάλων σε εκστρατεία με σκοπό τη φυσική εξόντωσή τους:
α) η απόπειρα των Κερκυραίων δημοκρατικών να στρατολογήσουν τους πολιτικούς τους
αντιπάλους σε ναυτική υπηρεσία (Θουκ. 3. 75), β) η αποστολή τριακοσίων ολιγαρχικών ιππέων στον
Θίβρωνα από τους αποκατεστημένους στην πατρίδα Αθηναίους δημοκρατικούς (Ξεν., Ελλ. 3. 1. 4)
και γ) η αποστολή Σαμίων ολιγαρχικών στον Καμβύση από τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη
(Ηρόδ. 3. 44. 2).
585 Βλ. A.W. Gomme, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Θουκ. 3. 62. 3, λ. «ὀλίγων ἀνδρῶν».

262
ελευθερίας των Ελλήνων, τότε είναι δικαιολογημένη η απόφαση του Λεωνίδα να κρατήσει

τους Θηβαίους έως το τέλος της μάχης των Θερμοπυλών, καθώς αυτοί συναγωνίζονταν με

τους άλλους Έλληνες εναντίον των Περσών. Αν, όμως, όλοι οι Θηβαίοι είχαν μηδίσει ή

κατηγορούνταν για μηδισμό, δεν θα έπρεπε ο Λεωνίδας να τους απομακρύνει με τους

άλλους Έλληνες που έφυγαν ολίγο πριν την περικύκλωση από τους Πέρσες, όπως ορθά

αναφέρει ο Πλούταρχος και, έτσι, να απέφευγε τα επιπλέον προβλήματα σχετικά με την

ασφάλεια του στρατοπέδου από την κράτηση των Θηβαίων ως ομήρων, απασχολώντας

παράλληλα στρατό για τη φύλαξή τους κατά το τελικό στάδιο της μάχης; Ο N.G.L.

Hammond, θεωρώντας ότι οι Θηβαίοι που εστάλησαν στις Θερμοπύλες ανήκαν στην

φιλοπερσική παράταξη των Θηβών, αναφέρει ότι ο Λεωνίδας χρησιμοποιούσε τους

Θηβαίους ως ομήρους για να αποτρέψει έναν ενδεχόμενο μηδισμό των Θηβών, καθώς η

Θήβα, που ευρίσκετο στη γραμμή επικοινωνίας μεταξύ της Πελοποννήσου και των

Θερμοπυλών, θα απομόνωνε τον Σπαρτιάτη βασιλέα και τους Έλληνες στις Θερμοπύλες

και, αν οι Θηβαίοι στην πόλη εμήδιζαν, ο Λεωνίδας θα εκδικούνταν τους τετρακοσίους

Θηβαίους που ήταν μαζί του εκτελώντας τους∙ γι΄ αυτό το λόγο ο Λεωνίδας, κατά την

τελική φάση της μάχης, τοποθέτησε τους Θηβαίους μπροστά στον εχθρό, ώστε όταν οι

Πέρσες επιτίθεντο, οι Θηβαίοι να αναγκάζονταν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους∙586

κατά τη γνώμη μου, η άποψη του N.G.L. Hammond δεν είναι πειστική, καθώς, αφ΄ ενός η

ομηρεία των Θηβαίων από τον Λεωνίδα δεν θα διαρκούσε πολύ, ώστε να εκβιάζει επί

μακρόν τους Θηβαίους στη Θήβα να μη μηδίσουν, επειδή η περικύκλωση των Ελλήνων στα

στενά και, ακολούθως, ο αφανισμός τους από τους Πέρσες ήταν ζήτημα ωρών να συμβεί,

αφ΄ ετέρου η συμμετοχή των Θηβαίων στη μάχη μνημονεύεται από τον ιστορικό, εκτός της

τελικής φάσεως της συγκρούσεως, και τη δευτέρα ημέρα της αντιστάσεως, και μάλιστα ως

προμάχων, που καταδεικνύει την εμπιστοσύνη του Λεωνίδα στους υπερασπιστές των

στενών Θηβαίους. Έτσι, ενώ το χωρίο του Διοδώρου (11. 4. 7) αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο

να εστάλησαν στις Θερμοπύλες οι Θηβαίοι που ανήκαν στην φιλελληνική παράταξη, κάτι

που δικαιολογεί την παραμονή τους έως το τέλος της μάχης και τη συμμετοχή τους σ΄

αυτήν, εν τούτοις, η διήγηση του Ηροδότου περί ομηρείας των Θηβαίων από τους

586 Βλ. N.G.L. Hammond, Historia 45 (1996), σ. 16 και κυρίως 20.

263
Λακεδαιμονίους και εξαναγκασμού τους να παραμείνουν στα στενά και να πολεμούν τους

Πέρσες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Θηβαίοι ανήκαν στην φιλοπερσική παράταξη,

καθώς έτσι δικαιολογείται η δυσπιστία του Λεωνίδα για τις πραγματικές προθέσεις των

Θηβαίων και, ακολούθως, το καθεστώς ομηρείας τους. Οι W.W. How - J. Wells

συμμερίζονται τη θέση του Πλουτάρχου σχετικά με την ομηρεία των Θηβαίων από τους

Λακεδαιμονίους, καθώς η ομηρεία θα προσέθετε μεγαλύτερο κίνδυνο για τον Λεωνίδα.587

Οι Θηβαίοι, κατά τη γνώμη μου, αν πράγματι ήθελαν να μηδίσουν, θα προσπαθούσαν να

προσχωρήσουν στους Πέρσες τις δύο πρώτες ημέρες της μάχης και όχι την τελευταία

στιγμή, καθώς την ύστατη στιγμή, αφ΄ ενός θα έδειχναν στον Ξέρξη ότι μηδίζουν υπό την

πίεση της ανάγκης και όχι με τη θέλησή τους, αφ΄ ετέρου δεν μου φαίνεται εφικτό οι

Θηβαίοι να πολεμούσαν με εξαναγκασμό τους Πέρσες υπό την επιτήρηση των Σπαρτιατών

έως την τελική φάση της μάχης. Αν συγκρίνουμε το πλήθος των στρατιωτικών δυνάμεων

που έστειλαν οι πόλεις για την υπεράσπιση των στενών, εξαιρώντας τους Πελοποννησίους

που, κατά τη γνώμη μου, λόγω αποστάσεως από τα στενά και επειδή ήθελαν πρωτίστως

να προστατεύσουν την Πελοπόννησο, απέστειλαν σχετικά μικρό αριθμό στρατιωτών, από

τους επτακοσίους Θεσπιείς και τετρακοσίους Θηβαίους της Βοιωτίας, την πανστρατιά των

Οπουντίων Λοκρών και τους χιλίους Φωκείς (Ηρόδ. 7. 202-203. 1), συμπεραίνουμε ότι οι

Θηβαίοι, αποστέλλοντας τους λιγότερους στρατιώτες από τις πόλεις που άμεσα θα

κινδύνευαν από ενδεχόμενη επικράτηση των Περσών έναντι των Ελλήνων στα στενά,

έδειξαν και το λιγότερο ενδιαφέρον για την προάσπιση των Θερμοπυλών.588 Σε όποια

παράταξη και αν ανήκαν οι τετρακόσιοι αποσταλέντες Θηβαίοι στις Θερμοπύλες, δεν

μεταβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, η δυσπιστία και η επιφυλακτικότητα που

δικαιολογημένα θα είχε ο Λεωνίδας γι΄ αυτούς, ύστερα από τη φημολογία για μηδισμό της

πόλεώς τους πριν τη μάχη των Θερμοπυλών (Ηρόδ. 7. 205. 3). Το γεγονός, όμως, ότι ο

Λεωνίδας κράτησε τους Θηβαίους μαζί του έως το τέλος της μάχης και δεν τους έδιωξε μαζί

587 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 222, λ. «ἐν ὁμήρων λόγῳ». Ο
R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 222. 3, λ. «Θηβαῖοι μέν … ποιεύμενος» θεωρεί
παράλογη τη δήλωση του ιστορικού περί ομηρείας των Θηβαίων κατά τη μάχη των Θερμοπυλών.
588 Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 87 αναφέρει ότι η πόλη των Θηβών δεν προσπαθούσε στ΄
αλήθεια να βοηθήσει στην άμυνα των Ελλήνων εναντίον των Περσών.

264
με τους υπολοίπους Έλληνες, δείχνει, κατά τη γνώμη μου, είτε ότι είχε πεισθεί πως δεν

ισχύουν οι κατηγορίες περί μηδισμού τους, είτε ότι είχαν εκτεθεί τόσο πολύ στη μάχη

εναντίον των Περσών που δεν θα εμήδιζαν, καθώς θα αντιμετώπιζαν τα αντίποινα από

πλευράς του Ξέρξη. Ο R.H. Simpson θεωρεί ότι ο Λεωνίδας, μετά την είδηση ότι επίκειται η

περικύκλωση των Ελλήνων από τους Πέρσες, αποφάσισε να σώσει το στράτευμα

αφήνοντας ως οπισθοφυλακή το σώμα των Σπαρτιατών που θα συγκρατούσε τους Πέρσες

ώστε το κύριο σώμα του στρατού να υποχωρήσει με τάξη∙ επειδή, όμως, το σώμα των

Σπαρτιατών δεν επαρκούσε, επέλεξε και τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους, καθώς αυτοί θα

έχαναν τα περισσότερα, αν οι Πέρσες επικρατούσαν στη μάχη των Θερμοπυλών.589 Η πιο

πιθανή, κατά τη γνώμη μου, εξήγηση είναι ότι οι τετρακόσιοι Θηβαίοι που εστάλησαν στα

στενά δεν πρέπει να ήταν υποστηρικτές των Περσών, καθώς, αν ήταν, θεωρώ πως δεν θα

δέχονταν να βοηθήσουν τον ελληνικό αγώνα και να κινδυνεύουν να σκοτωθούν, αφ΄ ενός

στη μάχη εναντίον των Περσών, στους οποίους θα είχαν πριν προσχωρήσει, αφ΄ ετέρου

από τους Έλληνες, οι οποίοι τους επιτηρούσαν και θα τους τιμωρούσαν, αν έδειχναν

σημάδια του μηδισμού τους. Λοιπόν, οι τετρακόσιοι Θηβαίοι, είτε εστάλησαν από την

φιλοπερσική παράταξη των Θηβών για να σκοτωθούν, καθώς επιμόνως ζητούσε ο

Λεωνίδας θηβαϊκή επικουρία, είτε εθελοντικά προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν από πίστη

στον αγώνα για ελευθερία, είτε και τα δύο, πολέμησαν με σθένος εναντίον των Περσών∙

ωστόσο, κατά το τελικό στάδιο της μάχης, όταν η έκβαση είχε ήδη κριθεί,

αποστασιοποιήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και Θεσπιείς, που αποφάσισαν να πολεμήσουν

μέχρις εσχάτων, και παραδόθηκαν στους Πέρσες για να σώσουν τη ζωή τους.590 Η

διατυπωθείσα άποψή μου, αλλά και οποιαδήποτε άποψη έχει υποστηριχθεί, δεν αποτελεί

πλήρη υιοθέτηση της ηροδότειας διηγήσεως, καθώς η διήγηση του Ηροδότου δεν είναι

589 Βλ. R.H. Simpson, “Leonidas’ Decision”, Phoenix 26 (1972), σ. 7-11∙ την άποψη περί οπισθοφυλακής
της ελληνικής δυνάμεως που έμεινε στα στενά εκφράζουν ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ.
146 και ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 417-418.
590 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 557, σημ. 62 αναφέρει ότι η
παράδοση των Θηβαίων στους Πέρσες στις Θερμοπύλες δεν θα πρέπει να αμαυρώνει τον αγώνα
τους κατά τη διάρκεια της μάχης των στενών, και ότι το ηροδότειο χωρίο (7. 222) σχετικά με την
απροθυμία και την ομηρεία των Θηβαίων, ήταν απόρροια του επακολουθήσαντος μηδισμού της
πόλεώς τους.

265
πειστική στο ζήτημα της ομηρείας των Θηβαίων και δημιουργεί ερωτηματικά και απορίες

στον αναγνώστη παρά αποσαφηνίζει τα όσα συνέβησαν πριν και κατά τη μάχη των

Θερμοπυλών, σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή και τη βούληση των Θηβαίων.

Σε ποιούς, όμως, πληροφοριοδότες βασίστηκε ο Ηρόδοτος για να περιγράψει τα

γεγονότα των Θερμοπυλών την τρίτη ημέρα της μάχης και την παράδοση των Θηβαίων

στους Πέρσες; Προφανώς, δεν ήταν οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς που όλοι σκοτώθηκαν

στα στενά, και είναι απίθανο οι Θηβαίοι να είπαν τη δική τους εκδοχή για την ιστορία στον

ιστορικό, ούτε οι δύο Σπαρτιάτες που μνημονεύει ο Ηρόδοτος ότι επέζησαν της μάχης,

καθώς, ο Παντίτης, που αργότερα αυτοκτόνησε στη Σπάρτη λόγω περιφρονήσεως των

Σπαρτιατών, είχε σταλεί στη Θεσσαλία ως αγγελιαφόρος (7. 232), ενώ ο Αριστόδημος

έπασχε από οφθαλμία και ευρίσκετο στους Αλπηνούς (7. 229-231).591 Έχει διατυπωθεί με

βεβαιότητα η άποψη ότι ο Ηρόδοτος ήταν άδικος στη διήγησή του σχετικά με το μηδισμό

των Θηβαίων, καθώς, κατά τα πρώτα έτη του Πελοποννησιακού πολέμου, επηρεάστηκε

από τις αρνητικές κρίσεις των Αθηναίων για τους Θηβαίους.592 Η διχογνωμία μεταξύ του

Πλουτάρχου και του Ηροδότου σχετικά με το μηδισμό των Θηβαίων περιορίζεται στο πότε

αυτός συνέβη. Ο βιογράφος υπερασπίζεται τους Θηβαίους λέγοντας ότι από ανάγκη

εμήδισαν, αλλά το βέβαιο είναι ότι προσχώρησαν στους Πέρσες, έστω, σύμφωνα με τον

Πλούταρχο, μετά την ήττα των Θερμοπυλών. Έτσι, η προσπάθεια του βιογράφου να

591 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 143.
592 Βλ. για την άποψη αυτή L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 31, σημ. b
(Ηθικά 865F)∙ ο J.F. Lazenby, “The Strategy of the Greeks in the Opening Campaign of the Persian War”,
Hermes 92 (1964), σ. 271, σημ. 2 θεωρεί πιθανή μια τέτοια άποψη λόγω της αναφοράς του ιστορικού
στο γιο του Λεοντιάδη, στρατηγού των Θηβαίων στις Θερμοπύλες, τον Ευρύμαχο που είχε ηγετικό
ρόλο στην επίθεση των Θηβαίων στην Πλάταια το 431 π.Χ. (Ηρόδ. 7. 233. 2∙ πβ. Θουκ. 2. 2. 3 και 2. 5.
7)∙ οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 222, λ. «ἐν ὁμήρων λόγῳ»
θεωρούν πως ο Ηρόδοτος παραπλανήθηκε από τις κακοήθεις αθηναϊκές διαδόσεις, και πως ο
Λεοντιάδης υπέστη τις συνέπειες των πράξεων του γιου του, όπως και ο Κορίνθιος στρατηγός
Αδείμαντος∙ ο R.H. Simpson, Phoenix 26 (1972), σ. 8, σχετικά με τον εξαναγκασμό των Θηβαίων να
παραμείνουν στα στενά, κάνει λόγο για αντιθηβαϊκή προπαγάνδα που δημιουργήθηκε μετά το
μηδισμό των Θηβών∙ σχετικά με την παράδοση των Θηβαίων στους Πέρσες κατά την τελική φάση
της μάχης, ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 147, σημ. 3 θεωρεί ότι ο Ηρόδοτος αναπαράγει την έχθρα
των αντιθηβαϊκών πηγών που χρησιμοποίησε για το ιστορικό του έργο, ενώ ο A.R. Burn, Persia and
the Greeks, σ. 419 κάνει λόγο για αθηναϊκή προκατάληψη.

266
εξιλεώσει τους Θηβαίους από το όνειδος του μηδισμού επισημαίνοντας ως αναγκαστική

τους επιλογή την προσχώρηση στους Πέρσες, τη στιγμή που και οι Θεσσαλοί εξ ανάγκης

εμήδισαν και, σε περίπτωση που οι Αθηναίοι έπαυαν να βοηθούν τον ελληνικό

συνασπισμό, οι εναπομείναντες σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, και ίσως και οι ίδιοι οι

Λακεδαιμόνιοι υπό την πίεση της ανάγκης να εμήδιζαν, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι οι

Θηβαίοι εμήδισαν.

16. Ο Ηρόδοτος, σχετικά με τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, παρουσίασε τους Έλληνες

στρατηγούς να δωροδοκούνται και τον ελληνικό στόλο, αφ΄ ενός να ναυμαχεί ακουσίως,

αφ΄ ετέρου να τρέπεται σε φυγή μετά από ήττα και όχι να υποχωρεί, ύστερα από τις

νικηφόρες ναυμαχίες με τους Πέρσες, λόγω της ανώφελης παραμονής του στο Αρτεμίσιο

εξ αιτίας της ήττας του στρατού στις Θερμοπύλες (κεφ. 34).

(867 Β) Κεφ. 34. «Ἐν δὲ τῇ ὀγδόῃ τοὺς Ἕλληνάς φησι κατα-

δειλιάσαντας ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου δρησμὸν βου-

λεύεσθαι ἔσω εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ τῶν Εὐβοέων

δεομένων ὀλίγον ἐπιμεῖναι χρόνον, ὅπως ὑπεκ-

θοῖντο γενεὰς καὶ τὸ οἰκετικόν, ὀλιγωρεῖν, ἄχρι οὗ

C Θεμιστοκλῆς ἀργύριον λαβὼν Εὐρυβιάδῃ τε μετ-

έδωκε καὶ Ἀδειμάντῳ τῷ Κορινθίων στρατηγῷ∙

τότε δὲ μεῖναι καὶ διαναυμαχῆσαι πρὸς τοὺς βαρ-

βάρους. ὁ μὲν Πίνδαρος, οὐκ ὢν συμμάχου πόλεως

ἀλλὰ μηδίζειν αἰτίαν ἐχούσης, ὅμως τοῦ Ἀρτεμι-

σίου μνησθεὶς ἐπιπεφώνηκεν∙

ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν

κρηπῖδ’ ἐλευθερίας.

Ἡρόδοτος δέ, ὑφ’ οὗ κεκοσμῆσθαί τινες ἀξιοῦσι τὴν

267
Ἑλλάδα, δωροδοκίας καὶ κλοπῆς ἔργον ἀποφαίνει

τὴν νίκην ἐκείνην γενομένην καὶ τοὺς Ἕλληνας

ἀκουσίως ἀγωνισαμένους, ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐξ-

απατηθέντας ἀργύριον λαβόντων. καὶ τοῦτο τὸ

D πέρας οὐ γέγονεν αὐτῷ τῆς κακοηθείας∙ ἀλλὰ

πάντες μὲν ἄνθρωποι σχεδὸν ὁμολογοῦσι ταῖς ναυ-

μαχίαις αὐτόθι κρατοῦντας τοὺς Ἕλληνας ὅμως

ὑφέσθαι τοῦ Ἀρτεμισίου τοῖς βαρβάροις, τὰ περὶ

Θερμοπύλας ἀκούσαντας∙ οὐδὲ γὰρ ἦν ὄφελος

ἐνταῦθα καθημένους φρουρεῖν τὴν θάλασσαν, ἐντὸς

Πυλῶν τοῦ πολέμου γεγονότος καὶ Ξέρξου τῶν

παρόδων κρατοῦντος. Ἡρόδοτος δέ, πρὶν ἀπαγ-

γελῆναι τὸν Λεωνίδου θάνατον, ἤδη ποιεῖ τοὺς

Ἕλληνας βουλευομένους ἀποδιδράσκειν∙ λέγει δ’

οὕτως∙ “τρηχέως δὲ περιεφθέντες, καὶ οὐχ ἥκιστα

E Ἀθηναῖοι, τῶν αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν τετρωμέναι

ἦσαν, δρησμὸν ἐβούλευον εἰς τὴν Ἑλλάδα.”

καίτοι τὴν πρὸ τοῦ ἀγῶνος ἀναχώρησιν οὕτως

ὀνομάσαι, μᾶλλον δ’ ὀνειδίσαι, δεδόσθω∙ ὁ δὲ καὶ

πρότερον δρασμὸν εἶπε καὶ νῦν δρασμὸν ὀνομάζει

καὶ μετ’ ὀλίγον πάλιν ἐρεῖ δρασμόν∙ οὕτω πικρῶς

τῷ ῥήματι προσπέφυκε. “τοῖς δὲ βαρβάροισιν

αὐτίκα μετὰ ταῦτα πλοίῳ ἦλθεν ἀνὴρ Ἑστιαιεύς,

ἀγγέλλων τὸν δρησμὸν τὸν ἀπ’ Ἀρτεμισίου τῶν

Ἑλλήνων∙ οἱ δὲ ὑπὸ ἀπιστίης τὸν μὲν ἀγγέλλοντα

εἶχον ἐν φυλακῇ, νέας δὲ ταχείας ἀπέστειλαν προ-

κατοψομένας.”

Τί σὺ λέγεις; ἀποδιδράσκειν ὡς κεκρατημένους,

F οὓς οἱ πολέμιοι μετὰ τὴν μάχην ἀπιστοῦσι φεύγειν

268
ὡς πολὺ κρατοῦντας; εἶτα πιστεύειν ἄξιον τούτῳ

γράφοντι περὶ ἀνδρὸς ἢ πόλεως μιᾶς, ὃς ἑνὶ ῥήματι

τὸ νίκημα τῆς Ἑλλάδος ἀφαιρεῖται καὶ τὸ τρόπαιον

καθαιρεῖ καὶ τὰς ἐπιγραφάς, ἃς ἔθεντο παρὰ τῇ

Ἀρτέμιδι τῇ Προσηῴᾳ, κόμπον ἀποφαίνει καὶ

ἀλαζονείαν; ἔχει δ’ οὕτω τοὐπίγραμμα∙

παντοδαπῶν ἀνδρῶν γενεὰς Ἀσίας ἀπὸ χώρας

παῖδες Ἀθηναίων τῷδέ ποτ’ ἐν πελάγει

ναυμαχίᾳ δαμάσαντες, ἐπεὶ στρατὸς ὤλετο Μή-

δων,

σήματα ταῦτ’ ἔθεσαν παρθένῳ Ἀρτέμιδι.

868 Α ἐν μὲν οὖν ταῖς μάχαις οὐκ ἔταξε τοὺς Ἕλληνας

οὐδ’ ἐδήλωσεν ἣν ἑκάστη πόλις ἔχουσα χώραν ἐναυ-

μάχησε, κατὰ δὲ τὸν ἀπόπλουν, ὃν αὐτὸς δρασμὸν

προσαγορεύει, πρώτους φησὶ Κορινθίους πλεῖν

ὑστάτους δ’ Ἀθηναίους».

«Στο όγδοο βιβλίο (των Ιστοριών του) λέει ότι οι Έλληνες δείλιασαν στο Αρτεμίσιο

και σκέφθηκαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της Ελλάδος, και, όταν οι Ευβοείς τους

ζήτησαν να παραμείνουν ολίγο χρόνο για να μεταφέρουν τις οικογένειες και τους

υπηρέτες τους, αδιαφόρησαν, έως τη στιγμή που ο Θεμιστοκλής πήρε χρήματα και έδωσε

μερίδιο από αυτά στον Ευρυβιάδη και στον στρατηγό των Κορινθίων Αδείμαντο∙ μόνο τότε

έμειναν και ναυμάχησαν εναντίον των βαρβάρων. Ο Πίνδαρος, καταγόμενος όχι από

συμμαχική πόλη αλλά από πόλη που κατηγορήθηκε για μηδισμό, παρ΄ όλα αυτά

αναφέρθηκε επαινετικά στο Αρτεμίσιο,

όπου τα παιδιά των Αθηναίων έθεσαν το λαμπρό θεμέλιο της ελευθερίας.

269
Αντιθέτως ο Ηρόδοτος, που μερικοί θεωρούν ότι ύμνησε την Ελλάδα, παρουσιάζει τη νίκη

εκείνη ως έργο δωροδοκίας και κλοπής, και τους Έλληνες να αγωνίζονται παρά τη θέλησή

τους, εξαπατημένοι από τους στρατηγούς οι οποίοι έλαβαν χρήματα. Και η κακοήθειά του

δεν τελειώνει εδώ. Όλοι σχεδόν ομολογούν ότι, αν και οι Έλληνες πλεονεκτούσαν στις

ναυμαχίες στην Ελλάδα, ωστόσο στο Αρτεμίσιο υποχώρησαν στους βαρβάρους, όταν

πληροφορήθηκαν τα γεγονότα των Θερμοπυλών, γιατί δεν τους ωφελούσε να κάθονται

εκεί και να φρουρούν τη θάλασσα, ενώ ο πόλεμος (στη στεριά) θα διεξαγόταν μετά τις

Θερμοπύλες και ο Ξέρξης κατείχε τα περάσματα. Ο Ηρόδοτος, όμως, πριν ακόμη από την

αναγγελία του θανάτου του Λεωνίδα, παρουσιάζει τους Έλληνες να θέλουν να

υποχωρήσουν, λέγοντας τα εξής: ‘’Είχαν πληγεί βαρέως, και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, τα μισά

πλοία των οποίων είχαν καταστραφεί, ώστε σχεδίαζαν φυγή στο εσωτερικό της Ελλάδος’’.

Ας του επιτραπεί ο όρος ‘’φυγή’’ με τον οποίο ονομάζει, περισσότερο όμως χλευάζει, την

πριν από τη μάχη αναχώρηση∙ αυτός, όμως, και προηγουμένως ‘’φυγή’’ είπε και τώρα για

‘’φυγή’’ κάνει λόγο και ολίγο μετά πάλι για ‘’φυγή’’ θα ομιλήσει∙ με τόση σκληρότητα είναι

προσκολλημένος στη λέξη. ‘’Αμέσως μετά από αυτά ήλθε κάποιος από την Ιστιαία με

πλοίο στους βαρβάρους αναγγέλλοντας τη φυγή των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο. Οι

βάρβαροι, από δυσπιστία, κράτησαν τον πληροφοριοδότη φρουρούμενο, ενώ έστειλαν

ταχύπλοα πλοία για να το διαπιστώσουν’’.

Εσύ, όμως, (Ηρόδοτε) τι εννοείς; Ότι έφυγαν σαν να είχαν ηττηθεί αυτοί, για τους

οποίους οι εχθροί δεν πιστεύουν ότι έφυγαν, επειδή τους θεωρούν οριστικά νικητές; Έπειτα

αξίζει να πιστεύουμε αυτά που γράφει για κάποιον άνδρα ή πόλη, αυτός που με μία λέξη

αφαιρεί τη νίκη από την Ελλάδα, καθαιρεί το τρόπαιο και παρουσιάζει ως κομπασμούς και

αλαζονείες τις επιγραφές που έστησαν στο ναό της Προσηώας Αρτέμιδος; Το επίγραμμα

είναι το εξής:

Όταν τους άνδρες από γενεές κάθε λογής από τη γη της Ασίας νίκησαν κάποτε

σε ναυμαχία οι γιοί των Αθηναίων σε τούτο το πέλαγος, και αφού καταστράφηκε ο

στρατός των Μήδων, αυτά εδώ τα μνημεία αφιέρωσαν στην παρθένο Αρτέμιδα.

270
Σε ό,τι αφορά τις μάχες, δεν ανέφερε τη διάταξη των Ελλήνων ούτε ποιά θέση είχε κάθε

πόλη (με τα πλοία της) στη ναυμαχία, και κατά την αναχώρηση, την οποία ονομάζει φυγή,

λέει ότι πρώτοι απέπλευσαν οι Κορίνθιοι και τελευταίοι οι Αθηναίοι».

Ο Πλούταρχος, σ΄ αυτό το παράδειγμα, πραγματεύεται τη ναυμαχία593 του

Αρτεμισίου. Συγκεκριμένα, κατηγορεί τον Ηρόδοτο, επειδή παρουσίασε τους Έλληνες ως

δειλούς, τους στρατηγούς τους να χρηματίζονται, τον ελληνικό στόλο να τρέπεται σε φυγή,

και μάλιστα πρώτους απ’ όλους τους Κορινθίους, ύστερα από ήττα και όχι να υποχωρεί,

ύστερα από τις νικηφόρες ναυμαχίες με τους Πέρσες, λόγω της ανώφελης πλέον

παραμονής του στο Αρτεμίσιο εξ αιτίας της ήττας του στρατού στις Θερμοπύλες. Ας τα

επεξεργαστούμε με τη σειρά που περιγράφονται από τον Πλούταρχο.

Ο βιογράφος, αναφέροντας χωρίο του ιστορικού, λέει ότι οι Έλληνες δείλιασαν στο

Αρτεμίσιο και ήθελαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της Ελλάδος, και ότι έμειναν εκεί (στο

Αρτεμίσιο), έως ότου ολοκληρωθεί η μεταφορά των οικογενειών και των υπηρετών των

Ευβοέων, ύστερα από χρηματισμό του Θεμιστοκλέους από τους Ευβοείς, που έδωσε μερίδιο

των χρημάτων στον Σπαρτιάτη αρχηγό του στόλου, τον Ευρυβιάδη, και στον στρατηγό των

593 Οι Έλληνες, (ο στόλος, εκτός των πεντηκοντόρων, αποτελούνταν απο διακόσια εβδομήντα ένα
πλοία: Ηρόδ. 8. 2. 1), ναυμάχησαν τρείς φορές με τους Πέρσες στο Αρτεμίσιο σε τρείς διαδοχικές
ημέρες∙ οι Έλληνες την πρώτη ημέρα αποφάσισαν να ναυμαχήσουν αργά το απόγευμα κατά του
κυρίου εχθρικού στόλου, μετά την πληροφόρηση που είχαν από τον αυτόμoλο Σκυλλία από τη
Σκιώνη ότι οι Πέρσες έστειλαν διακόσια πλοία για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων, και
επέτυχαν να συλλάβουν τριάντα εχθρικά πλοία έως ότου νύκτωσε∙ ακολούθησε ολονύκτια βροχή
και τρικυμία στη θάλασσα που αφάνισε στα Κοίλα της Ευβοίας το τμήμα του περσικού στόλου που
εστάλη για να βρεθεί στα νώτα των Ελλήνων, ενώ την επομένη ημέρα ήλθαν σε βοήθεια των
Ελλήνων πενήντα τρία πλοία, με τα οποία ο ελληνικός στόλος, αργά το απόγευμα, επιτέθηκε στα
πλοία των Κιλίκων και τα κατέστρεψε∙ την τρίτη ημέρα οι βάρβαροι κινήθηκαν περί το μεσημέρι
εναντίον του ελληνικού στόλου, συνήφθη ναυμαχία η οποία έληξε ισόπαλη∙ επειδή, όμως, οι
Έλληνες είχαν δοκιμασθεί σκληρά στη ναυμαχία, και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, τα μισά πλοία των
οποίων είχαν υποστεί ζημιές, σκέφτονταν να υποχωρήσουν νοτιότερα, σκέψη η οποία
πραγματοποιήθηκε, όταν πληροφορήθηκαν από τον Αθηναίο παρατηρητή Αμβρώνιχο του
Λυσικλέους την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες (Ηρόδ. 8. 6-21). Βλ. αναλυτικά για τις
ναυμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών στο Αρτεμίσιο (17-19 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.) N.G.L.
Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 550-558.

271
Κορινθίων Αδείμαντο∙594 έτσι, κατά τον Πλούταρχο, η νίκη των Ελλήνων στο Αρτεμίσιο

παρουσιάζεται από τον ιστορικό, αφ΄ ενός ως προϊόν κλοπής, πιθανόν επειδή ο ελληνικός

στόλος υποχωρώντας από το Αρτεμίσιο δίδει την εντύπωση ότι οι Πέρσες νίκησαν στη

ναυμαχία, αφ΄ ετέρου οι Έλληνες, εξαπατημένοι από τους δωροδοκηθέντες στρατηγούς

τους, ναυμάχησαν χωρίς τη θέλησή τους με τους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος, όμως, στο σχετικό

χωρίο (8. 4. 1), αναφέροντας ότι οι Έλληνες, όταν έφθασαν στο Αρτεμίσιο, φοβήθηκαν, και

δεν δείλιασαν όπως καταγράφει ο Πλούταρχος,595 από το πλήθος των στρατιωτών596 και του

εχθρικού στόλου που ήταν αγκυροβολημένος στις Αφέτες597 και σκέφτονταν να φύγουν

προς το εσωτερικό της Ελλάδος, δικαιολογεί τον πανικό τους λόγω της πληροφορήσεως

που είχαν ότι η κατάσταση θα ήταν διαφορετική από αυτήν που διεπίστωσαν. Οι Έλληνες

594 Ηρόδ. 8. 4-5. Ο Θεμιστοκλής δέχθηκε τριάντα τάλαντα από τους Ευβοείς, από τα οποία έδωσε
πέντε στον Ευρυβιάδη, σαν να τα έδιδε από τα δικά του χρήματα, και τρία τάλαντα αργύρου στον
Κορίνθιο Αδείμαντο (Ηρόδ. 8. 4. 2 – 5). Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ.
34, σημ. b (Ηθικά 867C) ορθά αναφέρει ότι ο Πλούταρχος, στο βίο του Θεμιστοκλέους (κεφ. 7), δεν
διαμαρτύρεται για τη δωροδοκία του Αθηναίου στρατηγού. Βλ. για τον Ευρυβιάδη, τον Σπαρτιάτη
αρχηγό του ελληνικού στόλου κατά τις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), K.-
W. Welwei, “Eurybiades”, ΒNP 5 (2004), σ. 213. Βλ. για τη δράση του στρατηγού των Κορινθίων
Αδειμάντου το 480 π.Χ. E. Stein-Hölkeskamp, “Adeimantus [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 136.
595 Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τη μετοχή «καταρρωδήσαντες» που σημαίνει «φοβούμαι, τρομάζω» (βλ.
LSJ9 λ. «καταρρωδέω»), ενώ ο Πλούταρχος τη μετοχή «καταδειλιάσαντας» που σημαίνει «δείχνω
δειλία» (βλ. LSJ9 λ. «καταδειλιάω»). Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ.
34, λ. “turned coward” (Ηθικά 867B) θεωρεί, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι η δειλία του ρήματος
«καταδειλιάω» δεν έχει την ίδια σημασία με το φόβο του ρήματος «καταρρωδέω», τον οποίο μπορούν
να αισθανθούν οι άνδρες πριν από μάχη και εν τούτοις να πολεμήσουν γενναία. Έτσι, η
χρησιμοποίηση από τον Πλούταρχο του ρήματος «καταδειλιάω» αντί του ηροδότειου «καταρρωδέω»,
δεν αποκλείεται, κατά την άποψή μου, να ήταν σκόπιμη από το βιογράφο, ώστε να προϊδεάσει τον
αναγνώστη ότι ο Ηρόδοτος παρουσίασε τους Έλληνες να σκέφτονται να τραπούν σε φυγή, ή να την
πραγματοποιούν, από δειλία πριν από ναυμαχία με τους Πέρσες.
596 O R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 4. 3, λ. «στρατιῆς ἅπαντα πλέα», θεωρεί ότι ο
Ηρόδοτος αναφέρεται και στο στρατόπεδο του Ξέρξη στην Μαλίδα (7. 198-200).
597 Οι Αφέτες συνήθως αναγνωρίζεται ότι υπήρχαν μέσα στον κόλπο των Παγασών κοντά στο
ακρωτήριο Αιάντειο και απέναντι από το ακρωτήριο Ποσείδιο: βλ. W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 193. 2. Kατά τους J.A.R. Munro, JHS 22 (1902), σ. 310, σημ. 28
και Α.J.B. Wace, “The Topography of Pelion and Magnesia”, JHS 26 (1906), σ. 145-146, οι Αφέτες
τοποθετούνται εκτός του κόλπου, ο πρώτος τις προσδιορίζει κοντά στην τοποθεσία Ολιζώνα, ενώ ο
δεύτερος στην τοποθεσία Πλατανιά.

272
περίμεναν ότι ολίγοι εχθροί θα είχαν επιζήσει από την τρικυμία που είχε πλήξει τον

περσικό στόλο (Ηρόδ. 7. 192. 2).598 Ο βιογράφος αφήνει να εννοηθεί ότι ο ελληνικός στόλος

ναυμάχησε στο Αρτεμίσιο χωρίς τη δωροδοκία των στρατηγών και κατήγαγε περιφανή

νίκη, την οποία αναγνωρίζει με στίχο599 του και ο ποιητής Πίνδαρος, που παραθέτει στην

αφήγησή του ο Πλούταρχος, παρ΄ όλο που η πόλη από την οποία κατάγεται, η Θήβα, είχε

κατηγορηθεί για μηδισμό. Αν και ο Πίνδαρος είναι σύγχρονος600 με τα Μηδικά και, κατ΄

επέκταση, πηγή για τα γεγονότα, ο στίχος που παραθέτει ο Πλούταρχος είναι γενικός και

ουσιαστικά δεν αποτελεί τεκμήριο για μη χρηματισμό των στρατηγών, παρά μονάχα

εγκώμιο601 για τους Αθηναίους. Ο R.W. Macan θεωρεί την δωροδοκία του Θεμιστοκλέους

ολοφάνερη κακολογία,602 ενώ ο M.B. Wallace αναξιόπιστη ιστορία.603 Ο N.G.L. Hammond,

θεωρεί, ορθότατα κατά τη γνώμη μου, τη δωροδοκία του Θεμιστοκλέους και των άλλων

στρατηγών ως μη ιστορική, καθώς η απόφαση για παραμονή του ελληνικού στόλου στο

Αρτεμίσιο οφειλόταν σε στρατηγικούς λόγους αλληλοεξαρτήσεως του στρατού των

Θερμοπυλών με τον στόλο στο Αρτεμίσιο: α) στην αποφυγή αποβάσεως περσικών

598 Βλ. για τη διαπίστωση αυτή W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 4. 1, λ.
«παρά δόξαν … ἤ ὡς … κατεδόκεον».
599 Το ποίημα από το οποίο προέρχεται ο στίχος δεν σώζεται: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “Pindar, from a city … accused of medism” (Ηθικά 867C). Ο στίχος
μνημονεύεται, επιπρόσθετα, από τον Πλούταρχο στο βίο του Θεμιστοκλέους (κεφ. 8), στο έργο
«Πότερον Ἀθηναῖοι κατά πόλεμον ἤ κατά σοφίαν ἐνδοξότεροι» (κεφ. 7) (Ηθικά 350 Α) και στο «Περί
τῶν ὑπό τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων» (κεφ. 6) (Ηθικά 552 Β).
600 Ο Πίνδαρος, ως επί το πλείστον θεωρείται ότι γεννήθηκε το 522 ή το 518 π.Χ., στις Κυνόςκεφαλές
κοντά στις Θήβες, συνέθεσε την πρώτη του ωδή (δέκατος Πυθιόνικος) το 498 π.Χ., και την τελευταία
του (όγδοος Πυθιόνικος) το 446 π.Χ.: βλ. γι΄ αυτές τις πληροφορίες E. Robbins, “Pindarus [2]”, ΒNP 11
(2007), σ. 266.
601 Ο ποιητής Πίνδαρος στον πέμπτο Ισθμιόνικο ύμνησε τη νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της
Σαλαμίνος, και ο έπαινός του για την Αθήνα λέγεται ότι εξόργισε τους Θηβαίους συμπατριώτες του
που του έβαλαν πρόστιμο, το οποίο πλήρωσαν οι Αθηναίοι: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of
Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “Pindar, from a city … accused of medism” (Ηθικά 867C).
602 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 4. 9, λ. «τόν Ἀθ. στρατηγόν».
603 Βλ. M.B. Wallace, “Herodotos and Euboia”, Phoenix 28 (1974), σ. 22-24. Ο M.B. Wallace, στις σελίδες
24-25 και 41-43 του άρθρου του, υποθέτει πως το ποσό των τριάντα ταλάντων δεν δόθηκε για
δωροδοκία, αλλά για τη συντήρηση των πληρωμάτων του ελληνικού στόλου∙ αυτή, όμως, η εικασία,
αν και εύλογη, αντικρούει στην ηροδότεια διήγηση που ρητά αναφέρει (8. 5. 3) ότι ο Θεμιστοκλής
κράτησε κρυφά τα εικοσιδύο από τα τριάντα τάλαντα, που του έδωσαν οι Ευβοείς, για τον εαυτό του.

273
δυνάμεων στα νώτα του στρατού του Λεωνίδα και β) στην επιθετική τακτική του Ευρυβιάδη

να νικήσει ή να προκαλέσει σοβαρές απώλειες στον εχθρικό στόλο, το οποίο δηλώνεται

από το πλήθος του ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο εν συγκρίσει με το πεζικό στράτευμα

που εστάλη στις Θερμοπύλες, που σκοπό είχε απλά την προάσπιση των στενών με

αμυντική τακτική και την ασφάλεια των νώτων του ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο. 604 Οι

W.W. How - J. Wells, και για το σχετικό χωρίο (Ηρόδ. 8. 4. 2) και για το χωρίο 8. 112, θεωρούν

πιθανό η δωροδοκία να αποτελεί επινόηση της εποχής που ο Θεμιστοκλής είχε καταφύγει

στην Περσία και είχε χαρακτηριστεί προδότης – εποχή που, κατά τη γνώμη μου, προσφέρει

περισσότερα κίνητρα στους Αθηναίους για να τον κακολογούν και, συνεπώς, μου φαίνεται

πιο πιθανή -, παραθέτοντας τους εξής λόγους: α) είναι απίθανο οι Ευβοείς να έδωσαν

τέτοιο μεγάλο ποσό χρημάτων (τριάντα τάλαντα) σε κάποιον που δεν ήταν αρχηγός όλου

του στόλου, όταν θα μπορούσαν να δώσουν λιγότερα - πέντε τάλαντα - στον αρχηγό, τον

Ευρυβιάδη, β) ο Αδείμαντος, που υποτίθεται ότι είχε δωροδοκηθεί από τον Θεμιστοκλή,

συνεχίζει να αποτελεί αντίπαλο του τελευταίου (Ηρόδ. 8. 59 κε.), γ) ο Ευρυβιάδης, είτε

δωροδοκούνταν είτε όχι, θα σκόπευε αναμφίβολα να παραμείνει στο Αρτεμίσιο και δεν θα

εγκατέλειπε τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, και δ) οι Ευβοείς δεν έκαναν χρήση της

ευκαιρίας, την οποία υποτίθεται ότι εξαγόρασαν τόσο ακριβά (Ηρόδ. 8. 19)∙ 605 ο A. Bowen

προσθέτει ακόμη ένα λόγο, τη δυσκολία των διαφόρων κοινοτήτων της Ευβοίας να

συναντηθούν σε ένα τόπο, λόγω της μεγάλης εκτάσεως της νήσου, και να συμφωνήσουν,

εγκαίρως, στο ποσό των χρημάτων με το οποίο θα δωροδοκούσαν τον Θεμιστοκλή.606

Ο Πλούταρχος θεωρεί πως όλοι σχεδόν παραδέχονται ότι οι Έλληνες, ενώ νικούσαν

τους Πέρσες στις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, υποχώρησαν από τη θέση τους όχι από φόβο,

αλλά λόγω της ανώφελης παραμονής τους εκεί εξ αιτίας της ήττας των Ελλήνων στις

Θερμοπύλες, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συνέχιση του πολέμου στη στεριά ακόμη

604 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 552. Την αλληλεξάρτηση
του στρατού στις Θερμοπύλες και του στόλου στο Αρτεμίσιο αναγνωρίζει και ο J.A.R. Munro, JHS 22
(1902), σ. 312.
605 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 4. 2, λ. «ἐπί μισθῷ».
606 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “the Euboeans … paid
money” (Ηθικά 867B).

274
νοτιότερα, καθώς ο Ξέρξης κατείχε πλέον τα περάσματα.607 Σχετικά με την κατά γενική,

σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ομολογία για ισχύ των Ελλήνων στις ναυμαχίες του

Αρτεμισίου έναντι των Περσών, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο ελληνικός στόλος, στις τρείς

ναυμαχίες που διεξήχθησαν, νίκησε τον περσικό στόλο στις δύο πρώτες (8. 9-11 και 14. 2),

ενώ η τρίτη έληξε ισόπαλη (8. 15-17)∙608 οι δύο, όμως, νίκες των Ελλήνων ήταν μικρές ενώ η

τρίτη ναυμαχία, αν και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έληξε ισόπαλη, προκάλεσε περισσότερες

απώλειες στους Πέρσες παρά στους Έλληνες (8. 16. 3)∙ έτσι, αν και οι Έλληνες υπερείχαν

στις ναυμαχίες, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση, δεν μπόρεσαν να επιτύχουν

ολοκληρωτική νίκη εναντίον του υπερτέρου αριθμητικά περσικού στόλου, και σε

συνδυασμό με την υποχώρηση του ελληνικού στόλου από το Αρτεμίσιο (8. 21. 2), θα

μπορούσαμε να πούμε, ουσιαστικά, ότι καμία πλευρά δεν επικράτησε.609 Επιπλέον, ο

βιογράφος, αν υποθέσουμε ότι με τη φράση «ἀλλά πάντες μέν ἄνθρωποι σχεδόν

607 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 18, λ. «δρησμόν δή» αναφέρουν
ότι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς [Ισοκρ. Πανηγ. (κεφ. 92): «ἐπειδὴ δ’ ἤκουσαν τῆς παρόδου τοὺς
πολεμίους κρατοῦντας, οἴκαδε καταπλεύσαντες»∙ Διόδ. 11. 13. 3 (οι W.W. How - J. Wells εσφαλμένα
αναφέρουν το χωρίο 11. 12 του Διοδώρου): «μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἀκούσαντες τὰ περὶ
Θερμοπύλας γενόμενα, πυθόμενοι δὲ καὶ τοὺς Πέρσας πεζῇ προάγειν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, ἠθύμησαν∙
διόπερ ἀποπλεύσαντες εἰς Σαλαμῖνα διέτριβον ἐνταῦθα»∙ Πλούτ. Θεμ. (κεφ. 9. 1): «Τῶν
μέντοι <τὰ> περὶ Θερμοπύλας εἰς τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπαγγελλόντων πυθόμενοι Λεωνίδαν τε κεῖσθαι
καὶ κρατεῖν Ξέρξην τῶν κατὰ γῆν παρόδων, εἴσω τῆς Ἑλλάδος ἀνεκομίζοντο», και Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας (κεφ. 34)], που κάνουν λόγο για υποχώρηση του ελληνικού στόλου από το
Αρτεμίσιο μετά την αναγγελία της ήττας των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, πιθανόν να έχουν δίκιο,
καθώς αυτό αναφέρει και ο Ηρόδοτος (8. 21. 2).
608 Σχετικά με την τρίτη ναυμαχία, οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8.
18, λ. «νεκρῶν … ἐπεκράτεον» θεωρούν ότι η περισυλλογή των νεκρών και των ναυαγίων από τους
Έλληνες αποτελεί στοιχείο της νίκης των Ελλήνων, ενώ ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 8. 18. 3, λ. «τῶν μέν νεκρῶν καί τῶν ναυηγίων ἐπεκράτεον», αν και αποδέχεται ότι υπάρχει
υπαινιγμός για νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία, θεωρεί πιο πιθανό η περισυλλογή των νεκρών και
των ναυαγίων να πραγματοποιήθηκε από την αλλαγή διευθύνσεως των κυμάτων.
609 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “at Artemisium the Greeks
won” (Ηθικά 867D) θεωρεί, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, ότι, λόγω της υποχωρήσεως του
ελληνικού στόλου από το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες, ουσιαστικά, ηττήθηκαν στις ναυμαχίες.

275
ὁμολογούσι» υπονοεί άλλες ιστορικές πηγές,610 δεν παραθέτει κανένα όνομα ιστορικού ή

κάποιο χωρίο που να αποδέχεται τον μόνο πραγματικό, κατά τον Πλούταρχο, λόγο της

υποχωρήσεως των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο, την ήττα, δηλαδή, των Ελλήνων στις

Θερμοπύλες. Και προσθέτει ο βιογράφος ότι ο Ηρόδοτος, πριν ακόμη από την αναγγελία

του θανάτου του Λεωνίδα στα στενά, παρουσιάζει τους Έλληνες να θέλουν να

υποχωρήσουν από το Αρτεμίσιο στο εσωτερικό της Ελλάδος λόγω της συμφοράς που είχαν

υποστεί κατά τη ναυμαχία, και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, τα μισά πλοία των οποίων είχαν

καταστραφεί.611 Ο Πλούταρχος, χρησιμοποιώντας την αναγγελία του θανάτου του Λεωνίδα

στους Έλληνες που ευρίσκονταν στο Αρτεμίσιο, εννοεί, προφανώς, την ήττα των Ελλήνων

στα στενά, και θεωρεί ότι οι Έλληνες στο Αρτεμίσιο, αφού την πληροφορήθηκαν, τότε

μονάχα, θέλησαν να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό της Ελλάδος, και όχι μετά την

ισόπαλη ναυμαχία της τρίτης ημέρας. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει ότι ο περσικός

στόλος κατευθύνθηκε την τρίτη ημέρα προς τον ελληνικό στόλο που ήταν

αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιο περί το μέσον της ημέρας (8. 15. 1), και συνεπώς, η

ναυμαχία θα πρέπει να διεξήχθη περί το πέρας του μεσημεριού λόγω της καθυστερήσεως

(ηθελημένης ή μή) των Ελλήνων να πορευθούν εναντίον του εχθρικού στόλου έως τη

στιγμή που οι Πέρσες, σχηματίζοντας ημικύκλιο με τα πλοία τους, κύκλωσαν τους

Έλληνες (8. 16. 1). Έτσι, αν και ο ιστορικός δεν αναφέρει πότε συνέβη το πέρας της

ναυμαχίας, αυτή, πιθανότατα, έληξε αργά το απόγευμα ή μόλις άρχισε να νυκτώνει, αφ΄

ενός επειδή άρχισε σχετικά αργά εκείνη την ημέρα, αφ΄ ετέρου λόγω της σφοδρότητος του

αγώνος και των απωλειών της κάθε πλευράς (Ηρόδ. 8. 16. 2-3). O Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 15.

1, διηγείται ότι οι τρείς ημέρες που ναυμάχησαν οι εχθρικοί στόλοι στο Αρτεμίσιο

συνέπεσαν612 χρονικά με τις τρείς ημέρες πεζομαχιών στις Θερμοπύλες, και συνεπώς, ο

610 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “Almost everyone agrees”
(Ηθικά 867C) επισημαίνει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι δεν είναι φανερό αν ο Πλούταρχος
αναφέρεται σε άλλες ιστορικές πηγές ή μονάχα στους αναγνώστες του ηροδότειου έργου.
611 Ηρόδ. 8. 18.
612 Κατά τους W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 15 και App. 20, 4, ο
συγχρονισμός των τριών ημερών μάχης στη στεριά και στη θάλασσα δεν ήταν τυχαίος, όπως
υπαινίσσεται ο Ηρόδοτος (την ίδια άποψη διατυπώνει και ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 8. 15. 5, λ. «συνέπιπτε δέ ὥστε»), και ενώ ο ιστορικός δίδει έμφαση στον παραλληλισμό

276
θάνατος του Λεωνίδα και η ήττα των Ελλήνων στα στενά την τρίτη ημέρα της μάχης

συνέπεσε με την τρίτη ισόπαλη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων και Περσών που διεξήχθη την

ίδια ημέρα. Ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (8. 18), μετά τη ναυμαχία της τρίτης ημέρας,

αναφέρει ότι υπήρχε ως σκέψη στο νου των Ελλήνων η υποχώρηση προς το εσωτερικό της

Ελλάδος∙ στο αμέσως, όμως, επόμενο χωρίο (8. 19) γίνεται λόγος για ήδη ειλημμένη 613

απόφαση των Ελλήνων να υποχωρήσουν νοτιότερα, η οποία θα πραγματοποιούνταν μετά

τα τεχνάσματα614 του Θεμιστοκλέους, ενώ στο χωρίο 8. 21. 2 ο ιστορικός μνημονεύει ότι η

απόφαση των Ελλήνων να υποχωρήσουν πραγματοποιήθηκε λόγω της ήττας του πεζικού

στρατού στις Θερμοπύλες. Το διάστημα, όμως, από το πέρας της ισόπαλης ναυμαχίας - ο

ελληνικός στόλος πιθανότατα επέστρεψε στη βάση του μόλις είχε νυκτώσει -, που

μεταξύ Αρτεμισίου και Θερμοπυλών, αναγνωρίζει ανεπαρκώς την αλληλεξάρτησή τους (πβ. Ηρόδ.
8. 21). Την άγνοια του Ηροδότου σχετικά με την αλληλεξάρτηση των Ελλήνων στο Αρτεμίσιο και
στις Θερμοπύλες καταγράφει και ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 155, όπως και ο J.B. Bury, “The
campaign of Artemisium and Thermopylae’’, BSA 2 (1895-6), σ. 84-85, αν και ο τελευταίος θεωρεί ότι η
αλληλεξάρτηση των δύο θέσεων αμύνης υπονοείται από την ιστορική του διήγηση. Ωστόσο, ο A.
Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “they determined to quit” (Ηθικά
867D), βασιζόμενος στα σχετικά χωρία του Ηροδότου (7. 175. 2, 8. 15. 2 και 21), θεωρεί ότι ο ιστορικός
αντιλήφθηκε την από κοινού στρατηγική των Ελλήνων στη θάλασσα (Αρτεμίσιο) και στη στεριά
(Θερμοπύλες), απλά διαίρεσε τη διήγησή του με σκοπό να επιτύχει δύο διαφορετικές ιστορίες, μία
για τις Θερμοπύλες και μία για το Αρτεμίσιο. Κατά τη γνώμη μου, όμως, ο Ηρόδοτος στα σχετικά
χωρία (7. 175. 2, 8. 15. 2 και 21) δεν αναγνωρίζει ρητά στη διήγησή του την στρατηγική των Ελλήνων
για από κοινού άμυνα στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο και, ακολούθως, την εξάρτηση του
στόλου από την παρουσία και την αντίσταση του πεζικού στρατεύματος στους Πέρσες, καθώς και
του πεζικού στρατεύματος από τις επιτυχίες του στόλου στη θάλασσα.
613 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 19. 12, λ. «κομιδής δε πέρι» δεν συμφωνεί με
την ηροδότεια διήγηση, που κάνει λόγο για ειλημμένη απόφαση των Ελλήνων για υποχώρηση,
καθώς η απόφαση δεν θα μπορούσε να ληφθεί πριν γίνει γνωστή η ήττα των Ελλήνων στις
Θερμοπύλες.
614 Τα τεχνάσματα του Θεμιστοκλέους ήταν: α) σφαγή των ζώων των Ευβοέων, ώστε να μην τα
χρησιμοποιήσουν για τη διατροφή τους οι Πέρσες, β) το άναμμα φωτιάς και γ) η χάραξη επιγραφών
για να επιτευχθεί, είτε ο προσεταιρισμός των Ιώνων και ίσως και των Καρών, είτε η μή
χρησιμοποίησή τους από τον Ξέρξη στις ναυμαχίες που θα ακολουθούσαν (Ηρόδ. 8. 22). Οι W.W.
How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 19. 2, λ. «πῦρ ἀνακαίειν» αναφέρουν ότι οι
Έλληνες, με προτροπή του Θεμιστοκλέους, άναψαν φωτιές στην ακτή για δύο λόγους: α) για να
εξαπατήσουν τον εχθρό και να φύγουν ανενόχλητοι από το Αρτεμίσιο και β) για να ψήσουν τα
πρόβατα, ώστε να έχουν προμήθειες για τα πληρώματα του στόλου.

277
δημιούργησε σκέψεις στους Έλληνες για υποχώρηση προς τα νότια, έως την πληροφόρηση

για την ήττα των Ελλήνων στα στενά, που έγινε κατά το διάστημα της εφαρμογής των

τεχνασμάτων του Θεμιστοκλέους (Ηρόδ. 8. 21. 1), δηλαδή τη νύκτα, δεν ήταν πολύ

μεγάλο∙615 έτσι, δεν πρέπει να αποκλείεται, κατά τη γνώμη μου, ο ιστορικός να έσφαλε στη

διήγησή του χρονολογώντας την ειλημμένη απόφαση για υποχώρηση των Ελλήνων

νοτιότερα από το Αρτεμίσιο, καθώς και τις ενέργειες των Ελλήνων κατά προτροπή του

Θεμιστοκλέους, πριν και όχι μετά την αναγγελία της ήττας του πεζικού στρατού στους

συμμάχους στο Αρτεμίσιο. Και αυτό, επειδή ο ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο κάλυπτε τον

πεζικό στρατό στις Θερμοπύλες,616 και ο Ευρυβιάδης δεν θα εγκατέλειπε τον Λεωνίδα στα

στενά,617 αφού, σύμφωνα με την ηροδότεια φράση «οὐκέτι ἐς ἀναβολάς ἐποιεῦντο τήν

ἀποχώρησιν» του χωρίου 8. 21. 2, μετά την είδηση ότι ο πεζικός στρατός ηττήθηκε στα

στενά, οι Έλληνες «έπαυαν να αναβάλουν την υποχώρησή τους». Έτσι, σύμφωνα με την

ηροδότεια διήγηση (8. 18 και 21. 2), η απόφαση των Ελλήνων να φύγουν από το Αρτεμίσιο

βασίστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στη διαπίστωση για ανώφελη παραμονή τους στο

ακρωτήριο, το οποίο, όμως, ο Πλούταρχος δεν αναγνωρίζει ρητά στην αφήγησή του ότι

συμπεριέλαβε ο ιστορικός στο έργο του∙ και θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε πως,

λόγω της ‘’σιωπής’’ του Πλουτάρχου στην παράθεση συγκεκριμένων χωρίων από

ιστορικούς που συμφωνούν με τη δική του άποψη για την υποχώρηση των Ελλήνων από το

615 Η ήττα του πεζικού στρατεύματος στις Θερμοπύλες συνέβη το απόγευμα, και πέντε ώρες
αργότερα, τη νύκτα, έφθασε στο Αρτεμίσιο η αγγελία της ήττας από τον Αθηναίο παρατηρητή
Αμβρώνιχο του Λυσικλέους, που ήταν κοντά στον Λεωνίδα (Ηρόδ. 8. 21. 2), την ώρα που οι Έλληνες,
μετά το πέρας της ναυμαχίας, είχαν επιδοθεί στην εφαρμογή των τεχνασμάτων του Θεμιστοκλέους,
πριν την υποχώρησή τους στο εσωτερικό της Ελλάδος που πραγματοποιήθηκε την ίδια νύκτα: βλ.
N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 557-558.
616 Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 15. 5, λ. «συνέπιπτε δέ
ὥστε».
617 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 4. 1, λ. «παρά δόξαν … ἤ ὡς …
κατεδόκεον» και App. 20, 6 αναφέρουν ότι ο Ευρυβιάδης δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει τον
Λεωνίδα, παρά, ενδεχομένως, τις μεμψιμοιρίες των Πελοποννησίων που συμμετείχαν στον ελληνικό
στόλο. Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 34, σημ. a (Ηθικά 867D)
διαπιστώνει την αδυναμία της ιστορικής διηγήσεως του Ηροδότου, σχετικά με τη συνδυασμένη
στρατηγική των Ελλήνων στη στεριά και στη θάλασσα, που δεν γίνεται σαφής.

278
Αρτεμίσιο, η γνώμη του βασίστηκε στον Ηρόδοτο που ρητά αναφέρει ότι η υποχώρηση του

ελληνικού στόλου πραγματοποιήθηκε και λόγω της ήττας του στρατού στις Θερμοπύλες.

Στον Πλούταρχο δεν είναι αρεστή η λέξη «δρησμός» που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος

για την υποχώρηση των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο, καθώς, όπως λέει ο βιογράφος, η λέξη

σημαίνει την αναχώρηση πριν τη μάχη∙ έτσι, υπονοεί ο Πλούταρχος, ότι ο ιστορικός

χλευάζει τους Έλληνες, επειδή επέδειξαν δειλία και τράπηκαν σε φυγή. Ο ιστορικός,

επισημαίνει ο βιογράφος, αναφέρει τη λέξη αυτή συνολικά τρείς618 φορές, την πρώτη στο

χωρίο 8. 4. 1 λόγω του πλήθους των Περσών, την δεύτερη στο χωρίο 8. 18 μετά την τρίτη

ισόπαλη ναυμαχία,619 και την τρίτη στο χωρίο 8. 23. 1 όταν διηγείται την αναγγελία στους

Πέρσες της υποχωρήσεως των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο από κάποιον Έλληνα από την

Ιστιαία, τον οποίο οι Πέρσες κράτησαν φρουρούμενο από δυσπιστία για τα όσα έλεγε, έως

ότου διαπίστωσαν την υποχώρηση των Ελλήνων με τα ταχύπλοα πλοία που απέστειλαν. Ο

Πλούταρχος θεωρεί αντιφατική τη διήγηση του Ηροδότου, καθώς, αφ΄ ενός με τη λέξη

«δρησμός» που αναφέρει ο ιστορικός υπονοείται η φυγή των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο

σαν να είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, αφ΄ ετέρου η δυσπιστία των Περσών στα λεγόμενα

του ανδρός από την Ιστιαία ότι, δηλαδή, ο ελληνικός στόλος έφυγε από το Αρτεμίσιο,

δείχνει, κατά το βιογράφο, ότι οι Έλληνες είχαν επικρατήσει στη ναυμαχία. Οι Έλληνες,

όμως, δεν ηττήθηκαν στις ναυμαχίες που έγιναν, καθώς ο Ηρόδοτος διηγείται (8. 6-21) ότι

είχαν επικρατήσει στις ναυμαχίες των δύο πρώτων ημερών, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν

ολοκληρωτική νίκη, ενώ η ναυμαχία της τρίτης ημέρας έληξε ισόπαλη∙ και με το ηροδότειο

χωρίο (8. 23. 1) περί της δυσπιστίας των Περσών στα λεγόμενα του ανθρώπου από την

Ιστιαία, δηλώνεται η έκπληξη των Περσών στην απόφαση των Ελλήνων να φύγουν τη

στιγμή που οι τελευταίοι είχαν επιτυχίες στη θάλασσα∙ έτσι, κατά τη γνώμη μου, η τριάκις,

κατά τον Πλούταρχο, μνημονευθείσα από τον ιστορικό λέξη «δρησμός» δεν θα έπρεπε να

618 Ο Πλούταρχος παραλείπει να μνημονεύσει το χωρίο (7. 183. 1) του ιστορικού που δεν αναφέρει
βέβαια τη λέξη «δρησμός», αλλά καταγράφει τον φόβο («καταρρωδήσαντες») των Ελλήνων που
ευρίσκονταν στο Αρτεμίσιο για τα τρία πλοία που κυριεύθηκαν από τον εχθρό και τους οδήγησαν
στην απόφαση να υποχωρήσουν στη Χαλκίδα.
619 Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 190 θεωρεί ότι η λέξη «δρησμός» στα χωρία 8. 4. 1 και 18, σχετικά
με τη σκέψη των Ελλήνων να φύγουν από το Αρτεμίσιο, είναι επινοήσεις του Ηροδότου.

279
ερμηνεύεται από το βιογράφο ως ντροπιαστική φυγή, αλλά ως λελογισμένη τακτική

υποχώρηση σε άλλο τόπο πιο πρόσφορο για άμυνα.620 Ο Πλούταρχος, αν και κατηγορεί τον

ιστορικό ότι είναι προσκολλημένος στη λέξη φυγή, την χρησιμοποιεί ο ίδιος για να

καταδείξει τα κακοήθη ψεύδη της ιστορικής διηγήσεως του Ηροδότου, όχι μονάχα σχετικά

με τα γεγονότα της ναυμαχίας του Αρτεμισίου, αλλά και σε όσα αναφέρει ο ιστορικός για

κάθε πρόσωπο ή πόλη, καθώς ο Ηρόδοτος, κατά το βιογράφο, αφαιρεί από τους Έλληνες τη

νίκη στο Αρτεμίσιο, το τρόπαιο που συνοδεύει αυτήν και παρουσιάζει ως κομπασμούς και

αλαζονείες τις επιγραφές621 που αφιέρωσαν οι Έλληνες στο ναό της Προσηώας622 Αρτέμιδος

ως μνημείο της νίκης τους∙ στο επίγραμμα, όμως, μνημονεύονται μονάχα οι Αθηναίοι και

όχι εν γένει οι ελληνικές πόλεις που συμμετείχαν στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου, το οποίο

μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χαράκτηκε με πρωτοβουλία των Αθηναίων.623 Όπως, όμως,

προανέφερα, ο ιστορικός δεν στερεί τη νίκη από τους Έλληνες στο Αρτεμίσιο και πουθενά

δεν κάνει λόγο για τρόπαιο που έστησε κάποια από τις δύο πλευρές, πολλώ δε μάλλον για

κατάλυσή του, ούτε παρουσιάζει ως κομπασμούς και αλαζονείες των Ελλήνων τις

επιγραφές που αναφέρει ο Πλούταρχος ότι έστησαν οι Έλληνες στο ναό της Προσηώας

Αρτέμιδος, καθώς δεν μνημονεύει ρητά καμία επιγραφή για τις νίκες των Ελλήνων στο

Αρτεμίσιο. Σχετικά με την κατηγορία που αποδίδει ο Πλούταρχος στον Ηρόδοτο για εν

γένει ψευδή και κακοήθη διήγηση, στηριζόμενος ο βιογράφος σε μία μόνο λέξη

620 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 18, λ. «δρησμόν δή» αναφέρουν
ότι οι ναυμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών στο Αρτεμίσιο δεν ήταν ανεπιτυχείς για τους
Έλληνες ώστε να δικαιολογείται ο όρος «φυγή», και ότι ήταν ανώφελο και επικίνδυνο για τον
ελληνικό στόλο να παραμένει στο Αρτεμίσιο, ύστερα από την ήττα του πεζικού στρατεύματος στα
στενά.
621 Anth. Lyr. Gr., ii, σ. 104 (σχετικά με το μνημονευόμενο από τον Πλούταρχο επίγραμμα).
622 Πρόκειτα για την Αρτέμιδα που «βλέπει προς την Ανατολή» [σε επιγραφή (IG XII 9, 1189, 5)
επιβεβαιώνεται ο χαρακτηρισμός «Προσηῴα»] και για το ναό που ‘’έδωσε’’ το όνομά του στο
ακρωτήριο: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 34, σημ. a (Ηθικά 867F).
623 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 34, λ. “Artemis Proseoa” (Ηθικά
867F) θεωρεί ότι η επιγραφή δεν ανεγέρθη παρά μονάχα μερικά έτη αργότερα, όταν η Εύβοια ήταν
μέλος της Δηλιακής συμμαχίας και καμία πόλη δεν θα διαμαρτυρόταν για τη μονοπώληση των
ναυτικών νικών στο Αρτεμίσιο από τους Αθηναίους, ή ότι η επιγραφή δεν ανεγέρθη παρά το 445
π.Χ., όταν η Αθήνα κατέστειλε την επανάσταση που είχε ξεσπάσει στην Εύβοια και ήταν ιδιαίτερα
ισχυρή στα βόρεια της νήσου.

280
(«δρησμός»), κατά τη γνώμη μου, είναι ανυπόστατη αν όχι αυθαίρετη αυτή η γενίκευση του

βιογράφου, καθώς δίδει υπερβολική σημασία σε μία λέξη, την οποία εσφαλμένα

παρουσιάζει να έχει καθολικό αντίκτυπο για την κρίση μας για όλο το ηροδότειο ιστορικό

έργο.

Έπειτα, ο Πλούταρχος καταγράφει μία επιπλέον, δευτερεύουσα αυτή τη φορά,

κατηγορία εναντίον του Ηροδότου, ότι, δηλαδή, ενώ δεν αναφέρει ο ιστορικός τη θέση που

είχε κάθε πόλη με τα πλοία της στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου, περιγράφει, εν τούτοις, την

αναχώρηση του στόλου από το Αρτεμίσιο λέγοντας ότι πρώτοι έφυγαν οι Κορίνθιοι και

ύστατοι οι Αθηναίοι. Πράγματι, ο ιστορικός δεν μνημονεύει τις θέσεις των Ελλήνων στη

ναυμαχία, παρά μονάχα αναφέρει τις πόλεις που παρείχαν πλοία ή προσέφεραν άνδρες

για την πλήρωση αυτών (Ηρόδ. 8. 1)∙624 αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο να αποδοθεί σε

δόλο του ιστορικού, αλλά, ίσως, κατά τη γνώμη μου, σε παράλειψη ή ενδεχομένως σε

ελλιπή πληροφόρηση του Ηροδότου για τη ναυμαχία, ή ίσως, επειδή δεν υπήρξε

καταλυτική η έκβαση της ναυμαχίας για τον πόλεμο, ο ιστορικός να παρέλειψε τα κατά

τον ίδιο επουσιώδη. Τέλος, η αφήγηση του Πλουτάρχου αφήνει να εννοηθεί ότι, αφ΄ ενός ο

ιστορικός κακολογεί τους Κορινθίους που, σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση,

αναχώρησαν πρώτοι από το Αρτεμίσιο, αφ΄ ετέρου ότι μεροληπτεί υπέρ των Αθηναίων

624 Οι Αθηναίοι προσέφεραν 127 πλοία (οι Πλαταιείς συμμετείχαν ως πληρώματα στα αθηναϊκά
πλοία,), οι Κορίνθιοι 40, οι Μεγαρείς 20, οι Χαλκιδείς επάνδρωναν 20 πλοία των Αθηναίων, οι
Αιγινήτες 18, οι Σικυώνιοι 12, οι Λακεδαιμόνιοι 10, οι Επιδαύριοι 8, οι Ερετριείς 7, οι Τροιζήνιοι 5, οι
Στυρείς 2, οι Κείοι 4 (2 από τα οποία ήταν πεντηκόντοροι) και οι Οπούντιοι Λοκροί 7
πεντηκοντόρους∙ συνολικά 271 πλοία χωρίς να συνυπολογίζονται οι πεντηκόντοροι (Ηρόδ. 8. 1-2. 1).
Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 1 αναφέρουν ότι ο συνοπτικός
τρόπος περιγραφής από τον ιστορικό των ελληνικών δυνάμεων στο Αρτεμίσιο μπορεί να
παραλληλιστεί με αυτόν της μάχης των Θερμοπυλών (Ηρόδ. 7. 202) και ότι, ενώ ο Ηρόδοτος
περιγράφει τη διάταξη του ελληνικού στρατού από τα δεξιά προς τα αριστερά στη μάχη των
Πλαταιών (9. 28), τη διάταξη του ελληνικού στόλου από την ανατολική πτέρυγα προς τη δυτική στη
ναυμαχία της Λάδης (Ηρόδ. 6. 8) και ακολουθεί γεωγραφική σειρά (Πελοπόννησος, Βόρειος Ελλάς,
Νήσοι, και ούτω καθ΄ εξής) στην παράθεση των πόλεων που συμμετείχαν στη ναυμαχία της
Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8. 43 κε.), στη ναυμαχία του Αρτεμισίου παραθέτει μονάχα με φθίνουσα πορεία
τις πόλεις που προσέφεραν το μεγαλύτερο πλήθος πλοίων, δικαιολογώντας, παρεμπιπτόντως, τον
ισχυρισμό των Αθηνών να αναλάβουν την ηγεμονία στη θάλασσα.

281
λέγοντας ότι έφυγαν τελευταίοι.625 O M.B. Wallace, διερωτώμενος για ποιό λόγο ο ιστορικός

αναφέρει τη σειρά με την οποία υποχώρησαν οι Έλληνες από το Αρτεμίσιο ενώ παραλείπει

να κάνει λόγο για τη διάταξη των πλοίων κάθε πόλεως κατά τις ναυμαχίες, συντάσσεται

με την άποψη του Πλουτάρχου περί υπονοίας εναντίον του Ηροδότου πως οι Κορίνθιοι

ήταν οι πρώτοι που τράπηκαν σε φυγή.626 Αν όντως υπάρχει υπαινιγμός από τον Ηρόδοτο

για φυγή εις βάρος των Κορινθίων, τότε η κατηγορία στρέφεται και εναντίον των

Αθηναίων που, έστω τελευταίοι, τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Όλοι, όμως, οι Έλληνες

επιθυμούσαν να υποχωρήσουν από το Αρτεμίσιο, συμπεριλαμβανομένων των Αθηναίων,

καθώς ο ιστορικός στο χωρίο 8. 18 υπονοεί ότι οι Αθηναίοι ήθελαν να υποχωρήσουν λόγω

των φθορών που υπέστησαν τα μισά τους πλοία κατά την τρίτη ισόπαλη ναυμαχία, αλλά

και οι πρωτοβουλίες του Θεμιστοκλέους στο σχετικό χωρίο (8. 19) δείχνουν, αν μη τι άλλο,

ότι ο Αθηναίος στρατηγός ήταν σύμφωνος με την υποχώρηση, αν δεν πρωτοστατούσε για

την άμεση πραγματοποίησή της. Η διήγηση του Ηροδότου, κατά τη γνώμη μου, δεν αφήνει

κανέναν υπαινιγμό για φυγή των Κορινθίων από το Αρτεμίσιο, καθώς στο σχετικό χωρίο

(8. 21. 2) αναφέρει ότι οι Έλληνες έφυγαν με τη σειρά που ήταν παραταγμένοι στο

Αρτεμίσιο και όχι σύμφωνα με την επιθυμία ή μή της κάθε πόλεως να φύγει.

17. Οι Φωκείς, πριν εξαναγκαστούν να προσχωρήσουν στους Πέρσες, συμμετείχαν στον

πόλεμο στο πλευρό των Ελλήνων όχι από αντίδραση στην απόφαση των Θεσσαλών να

μηδίσουν, λόγω του μίσους που έτρεφαν γι΄ αυτούς, αλλά από αρετή (κεφ. 35).

(868 Α) Κεφ. 35. «Ἔδει μὲν οὖν μηδὲ τοῖς μηδίσασιν Ἑλλήνων

ἄγαν ἐπεμβαίνειν, καὶ ταῦτα Θούριον μὲν ὑπὸ τῶν

ἄλλων νομιζόμενον αὐτὸν δὲ Ἁλικαρνασέων περι-

εχόμενον, οἳ Δωριεῖς ὄντες μετὰ τῆς γυναικωνίτιδος

ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐστράτευσαν.

Ὁ δὲ τοσοῦτον ἀποδεῖ τοῦ πραότερον ὀνομάζειν

625 Ηρόδ. 8. 21. 2.


626 Βλ. M.B. Wallace, Phoenix 28 (1974), σ. 31 και σημ. 22.

282
B τὰς τῶν μηδισάντων ἀνάγκας, ὥστε περὶ Θεσσαλῶν

διηγησάμενος ὅτι Φωκεῦσιν, ἐχθροῖς καὶ πολεμίοις

οὖσι, προσέπεμψαν ἐπαγγελλόμενοι τὴν χώραν αὐ-

τῶν ἀβλαβῆ διαφυλάξειν, εἰ πεντήκοντα τάλαντα

μισθὸν λάβοιεν, ταῦτα περὶ Φωκέων γέγραφεν αὐ-

τοῖς ὀνόμασιν∙ “οἱ γὰρ Φωκεῖς μοῦνοι τῶν ταύτῃ

ἀνθρώπων οὐκ ἐμήδιζον, κατ’ ἄλλο μὲν οὐδέν, ὡς

ἐγὼ συμβαλλόμενος εὑρίσκω, κατὰ δὲ τὸ ἔχθος

τὸ Θεσσαλῶν∙ εἰ δὲ Θεσσαλοὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον,

ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἐμήδιζον ἂν οἱ Φωκεῖς.” καίτοι

μετὰ μικρὸν αὐτὸς ἐρεῖ τρισκαίδεκα πόλεις τῶν

Φωκέων ὑπὸ τοῦ βαρβάρου κατακεκαῦσθαι, δι-

C εφθάρθαι τὴν χώραν, ἐμπεπρῆσθαι τὸ ἐν Ἄβαις

ἱερόν, ἄνδρας ἀπολωλέναι καὶ γυναῖκας, ὅσοι μὴ

διαφυγόντες ἔφθησαν εἰς τὸν Παρνασόν. ἀλλ’ ὅμως

τοὺς τὰ ἔσχατα παθεῖν ἐπὶ τῷ μὴ προέσθαι τὸ

καλὸν ὑπομείναντας εἰς τὴν αὐτὴν ἔθετο κακίαν

τοῖς προθυμότατα μηδίσασι∙ καὶ τὰ ἔργα τῶν

ἀνδρῶν ψέξαι μὴ δυνηθείς, αἰτίας ἐκάθητο φαύλας

καὶ ὑπονοίας ἐπὶ τοῦ γραφείου συντιθεὶς κατ’

αὐτῶν καὶ κελεύων οὐκ ἀφ’ ὧν ἔπραξαν, ἀλλ’ ἀφ’

ὧν ἔπραξαν ἂν εἰ μὴ ταῦτα Θεσσαλοῖς ἔδοξε,

κρίνεσθαι τὴν διάνοιαν αὐτῶν, ὥσπερ χώρας ἀντ-

D ειλημμένης ὑφ’ ἑτέρων τῆς προδοσίας ἀπολει-

φθέντας.

Εἰ τοίνυν Θεσσαλούς τις ἐπιχειρεῖ τοῦ μηδισμοῦ

παραιτεῖσθαι, λέγων ὡς οὐ ταῦτ’ ἐβούλοντο, τῇ δὲ

πρὸς Φωκέας διαφορᾷ τοῖς Ἕλλησι προστιθεμένους

ὁρῶντες αὐτοὶ παρὰ γνώμην ἐμήδισαν, ἆρ’ οὐκ ἂν

283
αἴσχιστα κολακεύειν ἔδοξε καὶ πρὸς ἑτέρων χάριν

αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις πορίζων δια-

στρέφειν τὴν ἀλήθειαν; ἐγὼ μὲν οἶμαι. πῶς οὖν

οὐ περιφανέστατα δόξει συκοφαντεῖν ὁ μὴ δι’

ἀρετὴν τὰ βέλτιστα Φωκεῖς ἑλομένους ἀποφαινό-

μενος, ἀλλ’ ὅτι τἀναντία Θεσσαλοὺς ἔγνωσαν φρο-

E νοῦντας; οὐδὲ γὰρ εἰς ἑτέρους, ὥσπερ εἴωθεν,

ἀνάγει τὴν διαβολὴν ἀκηκοέναι λέγων ἀλλ’ αὐτὸς

εὑρίσκειν συμβαλλόμενος. εἰπεῖν οὖν ἔδει τὰ τεκ-

μήρια, δι’ ὧν ἐπείσθη τοὺς ὅμοια πράττοντας τοῖς

ἀρίστοις ταὐτὰ τοῖς φαυλοτάτοις διανοηθῆναι.

Τὸ γὰρ τῆς ἔχθρας γελοῖόν ἐστιν∙ οὔτε γὰρ Αἰγι-

νήτας ἐκώλυσεν ἡ πρὸς Ἀθηναίους διαφορὰ καὶ

Χαλκιδεῖς ἡ πρὸς Ἐρετριέας καὶ Κορινθίους ἡ πρὸς

Μεγαρέας τῇ Ἑλλάδι συμμαχεῖν∙ οὐδ’ αὖ πάλιν

Θεσσαλοὺς μηδίζοντες οἱ πολεμιώτατοι Μακεδόνες

τῆς πρὸς τὸν βάρβαρον φιλίας ἀπέστρεψαν. τὰς

γὰρ ἰδίας ἀπεχθείας ὁ κοινὸς ἀπέκρυψε κίνδυνος,

ὥστε τῶν ἄλλων παθῶν ἐκπεσόντας ἢ τῷ καλῷ δι’

F ἀρετὴν ἢ τῷ συμφέροντι δι’ ἀνάγκην προστίθεσθαι

τὴν γνώμην. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀνάγκην

ἐκείνην, ᾗ κατελήφθησαν ὑπὸ Μήδοις γενέσθαι,

πάλιν μετεβάλοντο πρὸς τοὺς Ἕλληνας οἱ ἄνδρες,

καὶ Λακράτης μὲν αὐτοῖς ὁ Σπαρτιάτης ἄντικρυς

ἐμαρτύρησεν∙ αὐτὸς δ’ ὁ Ἡρόδοτος ὥσπερ ἐκβια-

σθεὶς ἐν τοῖς Πλαταιικοῖς ὁμολογεῖ καὶ Φωκέας

παραγενέσθαι τοῖς Ἕλλησιν».

«Δεν θα έπρεπε, όμως, να είναι πολύ αυστηρός ούτε και με τους Έλληνες που

εμήδισαν, και αυτό επειδή, αν και θεωρείται από τους άλλους ότι είναι Θούριος, κατάγεται,

284
ωστόσο, από τους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι, όντας Δωριείς, εξεστράτευσαν εναντίον των

Ελλήνων μαζί με τον γυναικωνίτη τους.

Εκείνος, βέβαια, τόσο πολύ υπολείπεται απ΄ το να χρησιμοποιεί επιεικείς όρους για

να περιγράψει τον εξαναγκασμό όσων εμήδισαν, ώστε, όταν διηγείται περί Θεσσαλών για

το μήνυμα που έστειλαν στους Φωκείς, οι οποίοι ήταν εχθροί και πολέμιοί τους, ότι

προσφέρονται να διαφυλάξουν τη χώρα τους αβλαβή με αντίτιμο πενήντα τάλαντα,

γράφει επί λέξει τα εξής για τους Φωκείς: «Οι Φωκείς ήταν οι μόνοι άνθρωποι της περιοχής

που δεν εμήδισαν, για κανέναν άλλο λόγο, παρά, όπως εγώ συμπεραίνω, για το μίσος τους

προς τους Θεσσαλούς∙ αν, όμως, οι Θεσσαλοί πήγαιναν με το μέρος των Ελλήνων, οι

Φωκείς, όπως εγώ νομίζω, θα εμήδιζαν». Και όμως, μετά από λίγο ο ίδιος λέει ότι δεκατρείς

πόλεις των Φωκέων πυρπολήθηκαν από τους βαρβάρους, ότι η χώρα τους κατεστράφη, ότι

το ιερό στις Άβες πυρπολήθηκε και ότι άνδρες και γυναίκες, που δεν πρόφθασαν να

διαφύγουν στον Παρνασσό, σκοτώθηκαν. Αλλά όμως, αυτούς που υπέστησαν τα πάνδεινα

για να μην εγκαταλείψουν την τιμή τους, τους κατατάσσει στην ίδια αρνητική κατηγορία

με εκείνους που προθυμότατα εμήδισαν. Και επειδή δεν μπόρεσε να ψέξει τα έργα

(εκείνων) των ανθρώπων, καθόταν και συνέθετε με τη γραφίδα του φαύλες κατηγορίες και

(άφηνε) υπόνοιες εναντίον τους, προτρέποντας να κρίνουμε τις προθέσεις τους με βάση όχι

τί έκαναν, αλλά τί θα έκαναν, αν οι Θεσσαλοί τηρούσαν διαφορετική στάση, σαν αυτοί να

μην έγιναν προδότες, επειδή ο χώρος της προδοσίας είχε καταληφθεί από άλλους.

Αν, λοιπόν, κάποιος επιχειρούσε να συγχωρέσει τους Θεσσαλούς για το μηδισμό

τους, λέγοντας πως δεν το ήθελαν και πως εμήδισαν χωρίς τη θέλησή τους λόγω της

διαφοράς που είχαν με τους Φωκείς, όταν τους είδαν να πηγαίνουν με το μέρος των

Ελλήνων, δεν θα έδιδε την εντύπωση ότι τους κολακεύει με τον πιο αισχρό τρόπο και ότι

διαστρέφει την αλήθεια, καθώς, για να ευχαριστήσει κάποιους, προσπαθεί να εισάγει

έντιμες αιτίες για να ερμηνεύσει ανάξιες πράξεις; Εγώ έτσι πιστεύω! Πώς δεν θα

δημιουργήσει την εντύπωση ότι καταφανέστατα συκοφαντεί ο άνθρωπος που παρουσιάζει

τους Φωκείς να επιλέγουν την αντίσταση στους Πέρσες όχι λόγω της αρετής τους, αλλά

επειδή κατάλαβαν ότι οι Θεσσαλοί σκέφτονταν να κάνουν το αντίθετο; Ούτε καν ανάγει,

όπως το συνηθίζει, τη συκοφαντία σε άλλους λέγοντας ότι το άκουσε, αλλά ο ίδιος εικάζει.

285
Έπρεπε, όμως, να αναφέρει τα τεκμήρια με τα οποία πείσθηκε ότι αυτοί που έπραξαν τα

ίδια με τους αρίστους είχαν τις ίδιες σκέψεις με τους πιο φαύλους ανθρώπους.

Το ζήτημα της έχθρας είναι, πράγματι, γελοίο. Γιατί ούτε τους Αιγινήτες εμπόδισε η

διαφορά που είχαν με τους Αθηναίους ούτε τους Χαλκιδείς η διαφορά τους με τους

Ερετριείς ούτε τους Κορινθίους η διαφορά τους με τους Μεγαρείς, ώστε να συμμαχήσουν με

τους άλλους Έλληνες. Ούτε πάλι απέτρεψε τους Θεσσαλούς να γίνουν φίλοι με τους

βαρβάρους το γεγονός ότι οι χειρότεροι εχθροί τους, οι Μακεδόνες, εμήδισαν. Διότι τα

προσωπικά μίση απέκρυψε ο κοινός κίνδυνος, ώστε, παραμερίζοντας τα άλλα τους

αισθήματα, όλοι συμφωνούν ή με βάση την αρετή τους να πράξουν το σωστό ή με βάση

την ανάγκη να ακολουθήσουν το συμφέρον τους. Και βέβαια, όταν εξέλιπε η ανάγκη

εκείνη, εξ αιτίας της οποίας υποτάχθηκαν στους Μήδους, οι άνθρωποι εκείνοι μετέβαλαν

(την πολιτική τους) και ήλθαν στο πλευρό των Ελλήνων, και μάλιστα ο Σπαρτιάτης

Λακράτης έδωσε αμέσως τη μαρτυρία του γι΄ αυτούς. Και ο ίδιος, όμως, ο Ηρόδοτος, σαν να

μην είχε επιλογή, ομολογεί ότι στα γεγονότα των Πλαταιών οι Φωκείς ήταν στο πλευρό

των Ελλήνων».

Ο Πλούταρχος, αφού στο προηγούμενο παράδειγμα υπερασπίστηκε τους Έλληνες

που αγωνίστηκαν εναντίον των Περσών, στο παρόν παράδειγμα πραγματεύεται τη στάση

των μηδιζόντων Φωκέων στον πόλεμο των Ελλήνων με τους Πέρσες. Συγκεκριμένα,

υπερασπίζεται τους Φωκείς αφηγούμενος ότι τα κίνητρά τους για την αρχική απόφασή

τους να βοηθήσουν τους Έλληνες ήταν αγαθά και δεν οφείλονταν, όπως ο Ηρόδοτος

θεωρεί, στο μίσος τους προς άλλους Έλληνες.

Ο βιογράφος αρχίζει την αφήγησή του εκφράζοντας ένα παράπονο προς τον

Ηρόδοτο, ότι, δηλαδή, δεν θα έπρεπε να είναι τόσο αυστηρός και απόλυτος στους

χαρακτηρισμούς του για όσους εμήδισαν, καθώς ο ίδιος ο ιστορικός κατάγεται από την

Αλικαρνασσό,627 πόλη δωρική628 που όχι μόνο πολέμησε εναντίον των Ελλήνων, αλλά

627 Ο Ηρόδοτος καταγόταν από την Αλικαρνασσό, αλλά έγινε πολίτης της αποικίας των Θουρίων
στην Ιταλία, που ιδρύθηκε από τους Αθηναίους το 444 π.Χ.∙ ο Ηρόδοτος, στην αρχή των Ιστοριών του,
σύμφωνα με τα χειρόγραφα, αυτοαποκαλείται «Ἁλικαρνασσεύς», αλλά, σύμφωνα με χωρίο του
Αριστοτέλους [Ρητορική ΙΙΙ (1409a): «Ἡροδότου Θουρίου ἥδ’ ἱστορίης ἀπόδειξις»] και του Πλουτάρχου
[Περί φυγῆς (Ηθικά 604F): «τὸ δ’ ‘Ἡροδότου Ἁλικαρνασσέως ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε’ πολλοὶ

286
συμμετείχε στον πόλεμο έχοντας ως επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος μία γυναίκα,

την Αρτεμισία.629 Ο βιογράφος προσάπτει, ακολουθώντας την πρακτική του Ηροδότου, δύο

κατηγορίες εναντίον της γενέτειρας του ιστορικού, η πρώτη είναι ότι οι Αλικαρνασσείς

εξεστράτευσαν και αυτοί εναντίον των Ελλήνων, και η δεύτερη ότι επικεφαλής του

στρατιωτικού σώματος δεν ήταν άνδρας, αλλά γυναίκα, δίδοντας έμφαση στο γεγονός ότι

Δωριείς στο γένος το δέχτηκαν αυτό∙ ο Πλούταρχος, όμως, παραλείπει το γεγονός ότι η

Αρτεμισία ήταν τύραννος630 και, επομένως, ότι δεν θα έπρεπε να είναι τόσο αυστηρός με

τους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι δεν μπορούσαν παρά να υπακούσουν στις προσταγές της

και να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος, όντας υποταγμένοι στην

τυραννίδα. Αν και ο βιογράφος αναφέρει και την πόλη των Θουρίων με την οποία

μνημονεύεται ο Ηρόδοτος, ωστόσο εστιάζει στην Αλικαρνασσό για να καταδείξει ότι και η

γενέτειρά του πρόδωσε τους Έλληνες, καθώς εμήδισε, και έτσι θα έπρεπε να χρήζει ομοίας

με τις άλλες μηδίζουσες ελληνικές πόλεις μεταχειρίσεως από τον Ηρόδοτο∙ ο Πλούταρχος,

ωστόσο, αφήνει να εννοηθεί ότι ο μηδισμός των ελληνικών πόλεων,

συμπεριλαμβανομένης και της Αλικαρνασσού, έγινε από εξαναγκασμό και έτσι ο

ιστορικός θα έπρεπε να είναι επιεικής στη διήγησή του με όλες αυτές τις πόλεις και να μην

μεροληπτεί υπέρ κάποιων.

μεταγράφουσιν ‘Ἡροδότου Θουρίου’»], κάποια αρχαία αντίγραφα του έργου του τον αναφέρουν ως
«Θούριο»: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 35, σημ. d (Ηθικά 868A).
628 Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7. 99. 3), οι Αλικαρνασσείς ήταν Δωριείς από την Τροιζήνα της
Πελοποννήσου. Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 35, λ. “Dorians”
(Ηθικά 868A), ωστόσο, αναφέρει ότι, κατά την εποχή του Ηροδότου, οι Αλικαρνασσείς
χρησιμοποιούσαν την ιωνική γλώσσα στις δημόσιες επιγραφές τους, όπως και ο Ηρόδοτος στις
Ιστορίες του.
629 Η Αρτεμισία, θυγάτηρ του Λυγδάμιος, μετά το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε την εξουσία
διοικώντας τους Αλικαρνασσείς, τους Κώους, τους Νισυρίους και τους Καλυμνίους∙ στην εκστρατεία
εναντίον της Ελλάδος ήταν η ίδια επικεφαλής των πέντε πλοίων με τα οποία συμμετείχε, λόγω του
πολύ νεαρού της ηλικίας του υιού της (Ηρόδ. 7. 99). Βλ. αναλυτικά για την Αρτεμισία (αρχές 5ου αι.
π.Χ.) P. Treves - S. Hornblower, ”Artemisia (1)”, OCD3 (1996), σ. 184.
630 Ηρόδ. 7. 99. 1: «ἀποθανόντος τοῦ ἀνδρός αὐτή τε ἔχουσα τήν τυραννίδα».

287
Έπειτα, ο βιογράφος μας εισάγει στο κυρίως θέμα του παρόντος παραδείγματος,

την αιτία, δηλαδή, της αρχικής631 προσχωρήσεως των Φωκέων στην ελληνική παράταξη

στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Ο Πλούταρχος αναφέρει το χωρίο του Ηροδότου που

λέει ότι, όταν μετά τη μάχη των Θερμοπυλών οι μηδίζοντες632 Θεσσαλοί έστειλαν μήνυμα

στους Φωκείς (Ηρόδ. 8. 27. 1), που ήταν εχθροί τους, απαιτώντας από τους τελευταίους

πενήντα τάλαντα αργύρου για να αποτρέψουν την υποδούλωσή τους στους Πέρσες και την

στέρηση της γής τους, ο ιστορικός εκφράζει την άποψή του ότι οι Φωκείς ήταν οι μόνοι

άνθρωποι της περιοχής που δεν είχαν μηδίσει λόγω της έχθρας τους προς τους Θεσσαλούς,

και πως αν οι Θεσσαλοί προσχωρούσαν στους Έλληνες, οι Φωκείς θα μήδιζαν.633 Ο

Ηρόδοτος δεν αναφέρει ρητά τους λόγους που τον οδήγησαν σ΄ αυτό το συμπέρασμα,

αλλά, κατά τη γνώμη μου, κάνοντας λόγο ο ιστορικός στο σχετικό χωρίο (8. 27 - 28) για το

συνεχές μίσος μεταξύ των Θεσσαλών και των Φωκέων, αλλά και για τον πριν από ολίγα

έτη από την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος πόλεμο μεταξύ τους που έληξε με

τη συντριπτική ήττα634 των Θεσσαλών, γίνεται κατανοητό ότι το μίσος μεταξύ τους ήταν

631 Οι Φωκείς έστειλαν χίλιους άνδρες για την προάσπιση των Θερμοπυλών (Ηρόδ. 7. 203).
632 Οι Θεσσαλοί εμήδισαν αρχικά από ανάγκη λόγω των μηχανορραφιών των Αλευαδών, έπειτα
προσχώρησαν στους Έλληνες, και στη συνέχεια, μετά την απόσυρση του ελληνικού στρατεύματος
που εστάλη για την προάσπιση των Τεμπών, έμειναν χωρίς συμμάχους και εμήδισαν πρόθυμα και
χωρίς ενδοιασμούς (Ηρόδ. 7. 172-174). Βλ. αναλυτικά για το μηδισμό των Θεσσαλών τον σχολιασμό
του παραδείγματος Β, ΙΙ, 15, σ. 233-234.
633 Ηρόδ. 8. 29-30.
634 Ο ιστορικός στο χωρίο 8. 27. 2-5 αναφέρει ότι οι Θεσσαλοί και οι σύμμαχοί τους, κατά την εισβολή
τους με πεζικό στρατό στη χώρα των Φωκέων, έχασαν 4.000 άνδρες με τέχνασμα του Ηλείου
μάντεως Τελλίου, που είχε αποκλεισθεί μαζί με τους Φωκείς στον Παρνασσό, ο οποίος συμβούλευσε
να αλειφθούν με γύψο εξακόσιοι άνδρες, οι πιο ανδρείοι, και να επιτεθούν τη νύκτα στους εχθρούς
και να τους νικήσουν, ενώ στο χωρίο 8. 28, ο Ηρόδοτος μνημονεύει την επακολουθήσασα ήττα του
θεσσαλικού ιππικού κατά την εισβολή του στη χώρα των Φωκέων, όπου, πάλι με τέχνασμα, αυτή τη
φορά σε ένα στενό πέρασμα κοντά στην πόλη Υάμπολι οι Φωκείς έσκαψαν τάφρο, τοποθέτησαν
μέσα άδειους αμφορείς και έπειτα, αφού την κάλυψαν με χώμα, περίμεναν το θεσσαλικό ιππικό το
οποίο ανυποψίαστο εφόρμησε και έπεσε στην τάφρο με αποτέλεσμα να σπάσουν οι ίπποι τα πόδια
τους. Ο Πολύαινος, στο χωρίο 6. 18, αφηγείται τα δύο στρατηγήματα των Φωκέων επί των
Θεσσαλών με την ίδια σειρά που τα διηγείται ο Ηρόδοτος∙ ο περιηγητής Παυσανίας, ωστόσο, στο
χωρίο 10. 1. 3-11 περιγράφει τέσσερις μάχες με την εξής σειρά: α) την μάχη στην Υάμπολιν, που
περιγράφει και ο Ηρόδοτος και έληξε με την ήττα του θεσσαλικού ιππικού, β) δύναμη τριακοσίων

288
τόσο μεγάλο που, κατα τον ιστορικό, αποτελούσε τον κύριο παράγοντα στη λήψη των

αποφάσεων των δύο εχθρών σχετικά με την παράταξη που θα υποστήριζαν στον Μηδικό

πόλεμο∙ ενώ, όμως, οι δύο μάχες που μνημονεύει ο ιστορικός στο χωρίο 8. 27. 2 – 28 εξηγούν

το μίσος των Θεσσαλών προς τους Φωκείς, καθώς οι τελευταίοι τους προκάλεσαν μεγάλες

συμφορές, θα περιμέναμε ο Ηρόδοτος να παρουσιάζει και τους Θεσσαλούς να μεταβάλουν

τη γνώμη τους σχετικά με την παράταξη (ελληνική ή περσική) που θα συντάσσονταν,

ανάλογα με την απόφαση των Φωκέων, και όχι ο Ηρόδοτος να περιγράφει μονάχα τους

Φωκείς να πράττουν κάτι τέτοιο∙ προφανώς, για τον ιστορικό, που προσπαθεί να εξηγήσει

τη στάση των Φωκέων, το μίσος των τελευταίων προς τους Θεσσαλούς θεωρείται

απύθμενο και καθοριστικός παράγων στην απόφασή τους να συνταχθούν, προσωρινά, με

τους Έλληνες. Σύμφωνα, όμως, με την αρνητική απάντηση των Φωκέων στην απαίτηση

των Θεσσαλών για χρήματα (Ηρόδ. 8. 30. 2), ο ίδιος ο ιστορικός αντιφάσκει με όσα πριν

συνεπέρανε σχετικά με το ευμετάβλητο της αποφάσεως των Φωκέων να επιλέγουν

στρατόπεδο με γνώμονα το μίσος τους προς τους Θεσσαλούς, καθώς κάνει λόγο για, έστω

ακούσια, προσχώρηση των Φωκέων στους Πέρσες (Ηρόδ. 8. 30. 2), δηλαδή στην ίδια

παράταξη όπου ήταν και οι Θεσσαλοί, ανατρέποντας το προηγούμενο συμπέρασμα του

επιλέκτων Φωκέων υπό τον Γέλωνα, που εστάλη τη νύκτα για να κατοπτεύσει τους Θεσσαλούς που
εισέβαλαν στην Φωκίδα, συνετρίβη από το θεσσαλικό ιππικό, γ) οι Φωκείς, στην απέλπιδα
προσπάθειά τους να νικήσουν ή να σκοτωθούν, με αρχηγό του πεζικού τον Ροίο και του ιππικού τον
Δαϊφάντη, και με τη συμμετοχή του Ηλείου μάντιος Τελλίου, κατήγαγαν σημαντική νίκη επί των
Θεσσαλών και δ) το στρατήγημα του Τελλίου, που περιγράφει και ο Ηρόδοτος, με μόνη διαφορά ότι
οι άνδρες που αλείφθηκαν με γύψο ήταν πεντακόσιοι και όχι, κατά τον Ηρόδοτο, εξακόσιοι, και
έληξε με τη συντριπτική νίκη των Φωκέων. Ο W.G.G. Forrest, “Central Greece and Thessaly“, στο CAH
III2 3 (1982), σ. 304, αναφέρει ότι ο Πλούταρχος, στο έργο «Γυναικῶν ἀρεταί», που μπορεί να
μνημονεύει την ίδια εκστρατεία των Θεσσαλών επί των Φωκέων, κάνει λόγο για θεσσαλική
αντεκδίκηση για μία επανάσταση των Φωκέων κατά την οποία θεσσαλοί διοικητές και τύραννοι
είχαν φονευθεί: (ΙΙ ΦΩΚΙΔΕΣ) 244Β: «Ἄσπονδος ἦν Θετταλοῖς πρὸς Φωκέας πόλεμος· οἱ μὲν γὰρ
ἄρχοντας αὐτῶν καὶ τυράννους ἐν ταῖς Φωκικαῖς πόλεσιν ἡμέρᾳ μιᾷ πάντας ἀπέκτειναν». Κατά τον
Ηρόδοτο, ο πόλεμος μεταξύ Φωκέων και Θεσσαλών συνέβη ολίγα έτη πριν την εκστρατεία του
Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (8. 27. 2)∙ οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 8. 27. 1, τον προσδιορίζουν χρονικά μετά το 510 π.Χ., ενώ ο W.G.G. Forrest, “Central Greece and
Thessaly“, στο CAH III2 3 (1982), σ. 304 λίγο πριν το 500 π.Χ.

289
για την επιλογή από τους Φωκείς αντιπάλου στρατοπέδου από αυτό που θα επέλεγαν οι

Θεσσαλοί.

Ο βιογράφος αρνείται τον ισχυρισμό του Ηροδότου ότι η απόφαση των Φωκέων να

συνταχθούν αρχικά με τους Έλληνες στηρίχθηκε στο μίσος τους προς τους Θεσσαλούς.

Κατά τον Πλούταρχο, οι Θεσσαλοί και οι Φωκείς δεν θα έπρεπε να τίθενται στην ίδια

κατηγορία των μηδιζόντων Ελλήνων, αλλά να γίνεται διάκριση μεταξύ τους, διότι οι

Φωκείς, αφ΄ ενός εμήδισαν χωρίς τη θέλησή τους, αφ΄ ετέρου υπέστησαν, παραθέτοντας τη

διήγηση του ίδιου του ιστορικού, τα εξής: α) δεκατρείς635 πόλεις των Φωκέων

πυρπολήθηκαν, β) λεηλατήθηκε η χώρα τους, γ) πυρπολήθηκε το ιερό στις Άβες636 και δ)

άνδρες και γυναίκες, που δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στον Παρνασσό, σκοτώθηκαν,637

ενώ οι Θεσσαλοί εμήδισαν, κατά τον Πλούταρχο, με πολύ μεγάλη προθυμία. Ο βιογράφος,

όμως, αξιοποιεί από τη φράση του Ηροδότου «Θεσσαλοί δέ ἐρημωθέντες συμμάχων οὕτω

δή ἐμήδισαν προθύμως οὐδ΄ ἔτι ἐνδοιαστῶς» του χωρίου 7. 174 το επίρρημα «προθύμως»

που τον εξυπηρετεί, παραλείποντας το νόημα όλης της φράσεως που παραπέμπει σε εξ

ανάγκης μηδισμό των Θεσσαλών λόγω ελλείψεως συμμάχων∙ έτσι, κατά τη γνώμη μου, οι

διαφορές του μηδισμού των Θεσσαλών με αυτόν των Φωκέων είναι οι εξής: α) οι Φωκείς

υπέστησαν συμφορές από τους Πέρσες, το οποίο καταγράφει και ο Πλούταρχος, ενώ οι

Θεσσαλοί όχι και β) οι Φωκείς δεν εμήδισαν όλοι (Ηρόδ. 9. 31. 5), σε αντίθεση με τους

Θεσσαλούς. Ο βιογράφος θεωρεί ότι ο ιστορικός, προτρέποντας τον αναγνώστη να κρίνει

635 Ο Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 33 αναφέρει ότι οι Πέρσες, στο πέρασμά τους από τη Φωκίδα, έκαψαν
δώδεκα πόλεις (Δρυμό, Χαράδρα, Έρωχο, Τεθρώνιο, Αμφίκαια, Νέωνα, Πεδιέας, Τριτέας, Ελάτεια,
Υάμπολι, Παραποταμίους και Άβας) και όχι, όπως καταγράφει ο Πλούταρχος, δεκατρείς.
636 Το μαντείο στις Άβες ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα (Ηρόδ. 8. 33). Ο A. Bowen, Plutarch: The
Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 35, λ. “thirteen Phocian towns” (Ηθικά 868B) αναφέρει ορθά ότι,
τουλάχιστον το ιερό στις Άβες, δεν υπέστη ολική καταστροφή από τους Πέρσες, καθώς ο ιστορικός
στο χωρίο 8. 27. 5 καταγράφει ότι στο ιερό σώζονταν ανδριάντες, που ανατέθηκαν από τους Φωκείς
πρό της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος, απόρροια της νικηφόρας μάχης επί των
Θεσσαλών στον Παρνασσό.
637 Ηρόδ. 8. 32-33. Βλ. αναλυτικά για την προέλαση του περσικού στρατού στη Φωκίδα E.W. Kase – G.J.
Szemler, “Xerxes΄ March through Phokis (Her. 8. 31-35)”, Klio 64 (1982), σ. 353-366. Η προέλαση των
Περσών προς τη Φωκίδα άρχισε στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.: βλ. για τη χρονολογία N.G.L.
Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 564.

290
την υποθετική μηδίζουσα στάση των Φωκέων στην περίπτωση που οι Θεσσαλοί

προσχωρούσαν στους Έλληνες, έχει επινοήσει με δόλο τις κατηγορίες και τις υπόνοιες που

αφήνει να εννοηθούν εις βάρος των Φωκέων, με σκοπό να παρουσιάσει τους Θεσσαλούς ως

μη μηδίζοντες με το επιχείρημα ότι δεν είναι οι μόνοι που συντάχθηκαν με τους Πέρσες.

Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν αποδεχθούμε ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του

Πλουτάρχου περί φαύλων κατηγοριών του ιστορικού προς τους Φωκείς, η ηροδότεια

διήγηση (8. 29-31) δεν υπερασπίζεται σε καμία περίπτωση τους Θεσσαλούς τους οποίους

παρουσιάζει ως φιλοχρήματους και εκδικητικούς προς τους Φωκείς.

Όπως, κατά το βιογράφο, είναι ψευδής ο ισχυρισμός του Ηροδότου για τα κίνητρα

της στάσεως των Φωκέων να συνταχθούν με τους Έλληνες, το ίδιο ισχύει και στην

περίπτωση που κάποιος υπεράσπιζε τους Θεσσαλούς για το μηδισμό τους λέγοντας πως

δεν το ήθελαν και πως προσχώρησαν στους Πέρσες λόγω του μίσους τους προς τους

Φωκείς, οι οποίοι αρχικά είχαν συνταχθεί με τους Έλληνες∙ έτσι, κατά το βιογράφο, δίδεται

η εντύπωση ότι αυτός δεν λέει την αλήθεια και ότι η προσπάθειά του να κολακεύσει τους

Θεσσαλούς είναι ανεπιτυχής, καθώς δεν υπάρχει λογική σύνδεση αιτιών – αποτελέσματος

(πράξεων). Για τον Πλούταρχο ο Ηρόδοτος είναι εμφανέστατα συκοφάντης, καθώς

παρουσιάζει τους Φωκείς να συντάσσονται αρχικά με τους Έλληνες όχι από αρετή, αλλά

από μίσος προς τους Θεσσαλούς, ώστε να μην είναι συναγωνιστές στην ίδια παράταξη.

Και, μάλιστα, κατά το βιογράφο, η κατηγορία εναντίον των Φωκέων είναι δική του

επινόηση και όχι, κατά την προσφιλή του πρακτική, άποψη άλλων, ενώ παραλείπει να

αναφέρει τα τεκμήρια εκείνα που τον οδήγησαν σ΄ αυτό το συμπέρασμα και παρουσίασαν

τους Φωκείς να έχουν κάνει την άριστη πράξη, την αντίσταση, δηλαδή, στους Πέρσες,

έχοντας, όμως, κακές σκέψεις, να είναι, δηλαδή, πάση θυσία αντίπαλοι των Θεσσαλών.

Σχετικά με τη ρητή δήλωση του ιστορικού ότι οι Φωκείς αποφάσισαν να συνταχθούν

αρχικά με τους Έλληνες όχι με βάση τα φιλελληνικά τους αισθήματα, αλλά το μίσος τους

προς τους Θεσσαλούς, δε σημαίνει ότι ο Ηρόδοτος έχει δίκαιο, καθώς ο ίδιος ο ιστορικός δεν

αποφαίνεται με βεβαιότητα για το συμπέρασμά του. Έτσι, ο Πλούταρχος, κατά τη γνώμη

μου, δεν θα έπρεπε να δίνει μεγαλύτερη αξία σε μία προσωπική εκτίμηση του Ηροδότου,

ακόμη και αν διαφωνεί μάλα με αυτήν. Σχετικά με τη μη προσκόμιση αποδείξεων από τον

291
ιστορικό, είναι σοβαρή παράλειψη η οποία αφήνει μετέωρη και εκτεθειμένη την άποψή του

σε επικρίσεις.

Στη συνέχεια ο βιογράφος παραθέτει, ενδεικτικά με το παράδειγμα μεταξύ των

Φωκέων και των Θεσσαλών, άλλα παραδείγματα έχθρας, για να γελοιοποιήσει τον

ισχυρισμό του Ηροδότου ότι οι Φωκείς από μίσος προς τους Θεσσαλούς συστρατεύθηκαν

με τους Έλληνες. Η έχθρα που υπήρχε μεταξύ των Αιγινητών και των Αθηναίων,638 των

Χαλκιδέων και των Ερετριέων,639 των Κορινθίων και των Μεγαρέων δεν τους εμπόδισε να

ομονοήσουν και να συναγωνιστούν ενάντια στον εξ ανατολών εισβολέα∙ το ίδιο συνέβη και

στην περσική πλευρά στην περίπτωση των Θεσσαλών που προσχώρησαν στους Πέρσες, αν

και οι χειρότεροι εχθροί τους, οι Μακεδόνες, εμήδισαν. Ας επεξεργαστούμε ξεχωριστά το

κάθε, μνημονευόμενο από τον Πλούταρχο, εχθρικό ζεύγος. Οι Αιγινήτες, σύμφωνα με τον

ιστορικό (6. 49. 1) είχαν προσφέρει γη και ύδωρ στην περσική πρεσβεία το 491 π.Χ., 640 αλλά

κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος το 481 π.Χ.641 δεν το έκαναν. Στο

χωρίο 7. 145. 1 ο ιστορικός, αναφέροντας ότι στο συνέδριο, που συνεκλήθη από τους

638 Η πρώτη διαμάχη μεταξύ Αίγινας και Αθηνών χρονολογείται όχι αργότερα από τις αρχές του 7ου
αι. π.Χ., αν ο ιστορικός (5. 82-88) έχει δίκαιο που τοποθετεί χρονικά το γεγονός σύντομα μετά την
αποστασία της Αίγινας από την Επίδαυρο, ενώ έχει προταθεί ως χρονολογία και το δεύτερο ήμισυ
του 8ου αι. π.Χ., ώστε να εξηγηθεί μια μείωση των αθηναϊκών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, ή
ακόμη πως πρόκειται για περιστατικό των μεταξύ τους πολέμων των αρχών του 5ου αι. π.Χ.: βλ. A.
Andrewes, “The growth of the Athenian state”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 372. Έπειτα, το 505 π.Χ. άρχισε
άλλος πόλεμος μεταξύ της Αίγινας και των Αθηνών που συνεχίστηκε πιθανότατα έως το Μάρτιο
του 490 π.Χ.: βλ. αναλυτικά N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2
(1988), σ. 498-502. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των τριών ετών 486-484 π.Χ. συνεχίστηκε ο
πόλεμος που έληξε το 481 π.Χ. με μεσολάβηση των συμμάχων λόγω του περσικού κινδύνου για την
Ελλάδα: βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 523 και 525.
639 Η έχθρα μεταξύ των Χαλκιδέων και των Ερετριέων υπήρχε στα τέλη του 8ου αι π.Χ. με τον
πόλεμο που διεξήγαγαν για το Ληλάντιο πεδίο (περί τα τέλη του 8ου αι. π.Χ.): βλ. J. Boardman, “The
islands”, στο CAH III2 1 (1982), σ. 760-763, και δεν μνημονεύεται να συνέβη έπειτα έως την
εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος κάποιος άλλος πόλεμος μεταξύ τους.
640 Βλ. για τη χρονολογία N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2
(1988), σ. 498.
641 Ο Ξέρξης, από τις Σάρδεις όπου στρατοπέδευε, έστειλε στις αρχές Οτωβρίου του 481 π.Χ.
αγγελιαφόρους σε όλες τις ελληνικές πόλεις, εκτός των Αθηνών και της Σπάρτης, ζητώντας γη και
ύδωρ: βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 542.

292
Έλληνες οι οποίοι επιθυμούσαν να αντισταθούν στον Ξέρξη, είχε αποφασιστεί να παύσουν

τις έχθρες και τους εν εξελίξει πολέμους μεταξύ τους με σημαντικότερο αυτόν μεταξύ των

Αιγινητών και των Αθηναίων, εννοεί, κατά τη γνώμη μου, ότι στο συνέδριο αυτό ήταν και

οι Αιγινήτες, ειδάλλως θα ανέφερε ότι οι σύμμαχοι θα έστελναν αγγελιαφόρους εκτός των

Αργείων (7. 145. 2) και στους Αιγινήτες, αν δεν παρευρίσκονταν στο συνέδριο∙ έτσι, το πιο

πιθανό είναι οι Αιγινήτες να συμμετείχαν στο συνέδριο που δείχνει, κατά τη γνώμη μου,

την απόφασή τους να συνασπιστούν με τους άλλους Έλληνες ενάντια στους Πέρσες. Η

απόφασή τους, όμως, εμφορούνταν απολύτως από φιλελληνικά αισθήματα και από το

ιδεώδες της ελευθερίας ή υπαγορευόταν και από άλλους παράγοντες; Κατά τον A. Bowen,

ο Πλούταρχος υποτιμά τον κίνδυνο για τους Έλληνες στην περίπτωση που μία νήσος στον

Σαρωνικό κόλπο, η Αίγινα, εμήδιζε και αποτελούσε περσική βάση για την κατάκτηση της

Ελλάδος, αλλά και την επίδραση που ενδεχομένως να είχε ο μεγάλος642 αθηναϊκός στόλος

τη δεκαετία του 480 π.Χ. (Ηρόδ. 7. 144) στην απόφαση της Αίγινας να εξαναγκαστεί να

προσχωρήσει στους Έλληνες.643 Οι Αιγινήτες, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να γνώριζαν

ότι η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα δεν αφορούσε μονάχα τους εχθρούς τους εκείνη

την περίοδο Αθηναίους ώστε, συλλογιζόμενοι με δόλο, να συνασπιστούν με τους Πέρσες ή

να τηρήσουν ουδετερότητα με σκοπό την καταστροφή των Αθηναίων, αλλά όλους τους

Έλληνες. Θα μπορούσαν, όμως, οι Αιγινήτες να παραβλέψουν εκουσίως την έχθρα τους για

τους Αθηναίους και να συστρατευθούν με τους Έλληνες με σκοπό τη διατήρηση της

ελευθερίας τους; Κατά τη γνώμη μου, είναι πιθανό η απόφαση των Αιγινητών να

συνασπισθούν με την ελληνική παράταξη να μη συνέβη απολύτως αβίαστα και

εθελοντικά. Σχετικά με τη Χαλκίδα και την Ερέτρια, ο A. Bowen αναφέρει ότι, σύμφωνα με

τον Ηρόδοτο, καμιά τους δεν θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στην ελληνική συμμαχία

642 Ο N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 525 αναφέρει ότι ο
αθηναϊκός στόλος, ύστερα από την αποδοχή της προτάσεως του Θεμιστοκλέους το 483/2 π.Χ. από
τους Αθηναίους η οποία ανέφερε να δοθούν τα χρήματα από το κοίτασμα των μεταλλείων του
Λαυρίου για τη ναυπήγηση διακοσίων πλοίων στον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών αντί της
διανομής των χρημάτων στους Αθηναίους (Ηρόδ. 7. 144), πιθανόν να ήταν τριπλάσιος από αυτόν της
Αίγινας.
643 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 35, λ. “mutual enmity” (Ηθικά
868E).

293
εναντίον των Περσών (το ηροδότειο χωρίο 8. 1 μνημονεύει ότι οι Χαλκιδείς συμμετείχαν

στον ελληνικό στόλο επανδρώνοντας είκοσι αθηναϊκά πλοία, ενώ οι Ερετριείς συμμετείχαν

με επτά), καθώς η πρώτη ηττήθηκε και αποδυναμώθηκε από την Αθήνα το 506 π.Χ. (Ηρόδ.

5. 77. 2),644 ενώ η δεύτερη είχε καταστραφεί από τους Πέρσες το 490 π.Χ. (Ηρόδ. 6. 101. 3),645

προσθέτοντας ότι οι Χαλκιδείς, που είχαν επανδρώσει τις είκοσι αθηναϊκές τριήρεις το 480

π.Χ. (Ηρόδ. 8. 1), πιθανόν να ήταν σε μεγάλο ποσοστό Αθηναίοι κληρούχοι (Ηρόδ. 6. 100.

1).646 Αν και δεν αμφισβητείται ότι τόσο η Χαλκίδα όσο και η Ερέτρια ήταν αποδυναμωμένες

και, συνεπώς, η προσφορά τους μικρή στον αγώνα (Ηρόδ. 8. 1), ωστόσο η αδυναμία τους

αυτή κάνει, κατά τη γνώμη μου, την πράξη της συμμετοχής τους στον πόλεμο στο πλευρό

των Ελλήνων περισσότερο αξιέπαινη, καθώς επέλεξαν την όλως διόλου αβέβαιη και

δύσκολη οδό της προασπίσεως της ελευθερίας τους από την πιθανότερη, λόγω του

υπερτέρου πλήθους των εισβολέων, προοπτική της επιβιώσεως δια της υποταγής στους

Πέρσες. Σε ό,τι αφορά την έχθρα μεταξύ της Κορίνθου και των Μεγάρων, πόλεμος μεταξύ

τους συνέβη περί το β’ ήμισυ του 8ου αι. π.Χ. που έληξε με την κατοχή της Ηραίας από την

Κόρινθο, αλλά και περί τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. που έληξε με νίκη των Μεγάρων.647 Από τα

τρία, λοιπόν, παραδείγματα έχθρας μεταξύ των πόλεων που συνασπίστηκαν στην

ελληνική παράταξη και αναφέρει ο βιογράφος ως επιχειρήματα, κατά τη γνώμη μου, αυτό

644 Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Χαλκιδείς περί το 506 π.Χ., κυρίευσαν την Χαλκίδα και εγκατέστησαν
4000 δικούς τους πολίτες στην περιοχή των Ιπποβοτών: βλ. W.G.G. Forrest, “Euboea and the islands”,
στο CAH III2 3 (1982), σ. 249.
645 Βλ. για την άλωση της Ερέτριας (Σεπτέμβριος του 490 π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The expedition of
Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 505-507.
646 Βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 35, λ. “mutual enmity” (Ηθικά
868E).
647 Η Κόρινθος κατέλαβε την Ηραία (σημερινή Περαχώρα) και έκτισε ναό προς τιμήν της Ήρας
Λιμενίας περί το 740 π.Χ., και κάποια στιγμή αργότερα προχώρησε στην κεντρική πεδιάδα και
υπέταξε τους Μεγαρείς∙ αν και οι Μεγαρείς επανεστάτησαν με επιτυχία υπό την ηγεσία του
Ορσίππου, νικητού στους Ολυμπιακούς αγώνες του 720 π.Χ., εν τέλει επικράτησαν οι Κορίνθιοι οι
οποίοι περί το 700 π.Χ. διατήρησαν στην κατοχή τους την Ηραία και την Περαία,
συμπεριλαμβανομένης της Οινόης που ευρίσκετο στον Κορινθιακό κόλπο και του Κρομμύου που
ευρίσκετο στο Σαρωνικό κόλπο: βλ. N.G.L. Hammond, ”The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ.
334. Πόλεμος μεταξύ Κορίνθου και Μεγάρων συνέβη και περί τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. που έληξε με
νίκη των Μεγάρων: βλ. L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 352.

294
μεταξύ της Αίγινας και των Αθηνών αποτελεί αβέβαιης ισχύος επιχείρημα, η έχθρα

μεταξύ της Χαλκίδος και της Ερέτριας δεν έχει καμία ιστορική υπόσταση και, ακολούθως,

ισχύ το επιχείρημα, ενώ αυτό μεταξύ της Κορίνθου και των Μεγάρων έχει κάποια ισχύ∙

στην πρώτη περίπτωση μεταξύ των Αιγινητών και των Αθηναίων, το επιχείρημα του

Πλουτάρχου έχει αβέβαιη ισχύ, επειδή, αν και ο πόλεμος μεταξύ τους αναφέρεται ρητά ότι

ήταν σύγχρονος με την εκστρατεία του Ξέρξη (7. 145) και, άρα, το μίσος μεταξύ τους

μεγάλο, εν τούτοις δεν είναι βέβαιο ότι λειτούργησαν μόνο τα φιλελληνικά αισθήματα και

όχι και κάποιου είδους εκβιασμός από τους συμμάχους ή στρατηγικής, αναγκαστικής

προσχωρήσεως των Αιγινητών στον ελληνικό συνασπισμό∙ σε ό,τι αφορά το επιχείρημα

του Πλουτάρχου περί έχθρας μεταξύ της Χαλκίδος και της Ερέτριας που δεν τις εμπόδισε

να είναι στην ίδια παράταξη, δεν έχει, όπως προανέφερα, καμία ισχύ, καθώς: α) δεν

μνημονεύεται έχθρα μεταξύ της Χαλκίδος και της Ερέτριας πριν την εκστρατεία του Ξέρξη,

αλλά ακόμη και να υπήρχαν μνήμες του παρελθόντος από τη διένεξή τους για το

Ληλάντιο πεδίο – κατά τη γνώμη μου κάτι τέτοιο είναι απίθανο λόγω της απουσίας άλλης

πολεμικής συρράξεως μεταξύ τους -, η καταστροφή της Ερέτριας από τους Πέρσες και η

εγκατάσταση των Ερετριέων στην Ασία καθ΄ υπόδειξη του Δαρείου Α’ στην περιοχή της

Κισσίας σε απόσταση διακοσίων δέκα σταδίων από τα Σούσα, και η δήλωση του Ηροδότου

ότι έως την εποχή του ζουν ακόμη εκεί (6. 119), αποκλείει απολύτως αυτήν την εκδοχή, και

β) οι Χαλκιδείς που επάνδρωσαν τα είκοσι αθηναϊκά πλοία πιθανότατα ήταν οι Αθηναίοι

κληρούχοι και οι απόγονοι αυτών∙ στην τρίτη περίπτωση το επιχείρημα έχει κάποια ισχύ,

επειδή η Κόρινθος και τα Μέγαρα συνασπίστηκαν εναντίον των Περσών παρά τους δύο

πολέμους που είχαν μεταξύ τους, με τον δεύτερο πόλεμο να συνέβη περί τα τέλη του 6ου αι.

π.Χ., δηλαδή περί τα είκοσι έτη από την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος,

διάστημα μικρό που δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τη διατήρηση της έχθρας. Σε ό,τι

αφορά την έχθρα μεταξύ των Θεσσαλών και των Μακεδόνων η οποία, κατά το βιογράφο,

δεν τους εμπόδισε να προσχωρήσουν αμφότεροι στους Πέρσες, γνωρίζουμε ότι οι

Μακεδόνες εμήδισαν παλαιότερα, πιθανότατα το 510 π.Χ.,648 και ότι ο Ηρόδοτος δεν

648 Οι Μακεδόνες εμήδισαν παλαιότερα, πιθανότατα το 510 π.Χ., όταν απεσταλμένοι των Μεγαβάζου
ζήτησαν γη και ύδωρ από τον βασιλέα της Μακεδονίας Αμύντα Α’, ο οποίος δέχθηκε να υποταχθεί

295
συσχετίζει με κανένα τρόπο το μηδισμό των Θεσσαλών με τους Μακεδόνες (βλ. 7. 6. 2, 130.

3 και 172-174), και ούτε μνημονεύεται κάποιος πόλεμος μεταξύ τους πριν την εκστρατεία

του Ξέρξη, ώστε το επιχείρημα του Πλουτάρχου να ευσταθεί.

Για τον Πλούταρχο, ο κοινός κίνδυνος που αντιμετώπιζαν εξ αιτίας της περσικής

εισβολής οι ελληνικές πόλεις τις έκανε να παραμερίσουν τις προσωπικές τους έριδες και να

ακολουθήσουν μία από τις δύο επιλογές, είτε να αντισταθούν στους Πέρσες δείχνοντας

την ανδρεία τους, είτε εξαναγκασμένοι και χωρίς να το επιθυμούν να συνταχθούν με τους

Πέρσες. Ο Πλούταρχος, όμως, όπως επισημαίνει ο L. Pearson, θα έπρεπε να αναφέρει ότι οι

Φωκείς ακολούθησαν όχι τη μία από τις δύο επιλογές, αλλά και τις δύο, καθώς πρώτα

αποφάσισαν την αντίσταση στους Πέρσες, και έπειτα εξαναγκάστηκαν να μηδίσουν.649 Και

όταν, κατά το βιογράφο, εξέλιπε ο εξαναγκασμός που είχε ωθήσει τους Φωκείς στην

περσική πλευρά, τότε πάλι προσχώρησαν στους Έλληνες, το οποίο μαρτυρεί, κατά τον

Πλούταρχο, ο Σπαρτιάτης Λακράτης, αλλά και ο ίδιος ο Ηρόδοτος που παραδέχθηκε ότι,

κατά τη μάχη των Πλαταιών, οι Φωκείς συναγωνίζονταν στο πλευρό των Ελλήνων

εναντίον των Περσών. Σε ό,τι αφορά τον Λακράτη δεν γνωρίζουμε τίποτα γι΄ αυτόν από

άλλη πηγή650 και δεν μας σώζεται το συγγραφικό του έργο ώστε να είμαστε σε θέση να

διαπιστώσουμε την αλήθεια ή μη της αφηγήσεως του Πλουτάρχου για τη μεταστροφή της

εξωτερικής πολιτικής των Φωκέων∙ σε ό,τι αφορά τον Ηρόδοτο, πρόκειται για ανακρίβεια

του βιογράφου, καθώς ο ιστορικός δεν αναφέρει την προσχώρηση των Φωκέων στους

Έλληνες, αλλά ότι, σύμφωνα με τον L. Pearson, στο ηροδότειο χωρίο 9. 17-18, την άνοιξη

του 479 π.Χ. οι Φωκείς εμήδιζαν χωρίς ωστόσο να το θέλουν, και ότι έστειλαν χίλιους

οπλίτες στον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο, ο οποίος τους δέχθηκε, αφού πρώτα διαπίστωσε

την ανδρεία τους, ενώ στο χωρίο 9. 31. 5 ο ιστορικός μνημονεύει τους χίλιους Φωκείς στο

στρατό των Περσών κατά τη μάχη των Πλαταιών, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι δεν εμήδιζαν

στους Πέρσες προσφέροντας τη θυγατέρα του Γυγαία ως σύζυγο στον γιο του Μεγαβάζου Βουβάρη
(Ηρόδ. 5. 18-21 και 7. 22. 2): βλ. A. Fol - N.G.L. Hammond, “Persia in Europe, apart from Greece”, στο
CAH IV2 (1988), σ. 246.
649 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 35, σημ. b (Ηθικά 868E).
650 Βλ. γι΄ αυτή τη διαπίστωση αυτή L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 35,
σημ. a (Ηθικά 868F).

296
όλοι οι Φωκείς, καθώς υπήρχαν μερικοί οι οποίοι με ορμητήριο τον Παρνασσό έκαναν

επιδρομές κατά του στρατού του Μαρδονίου.651

Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτό ότι ο ιστορικός δεν θεώρησε τόσο έντονα τα

φιλελληνικά αισθήματα των Φωκέων ώστε να υπερίσχυσαν στην αρχική τους απόφαση να

συνταχθούν με τους Έλληνες∙ και αυτό, επειδή στο χωρίο 8. 30. 2 τους παρουσιάζει, μετά

την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, να μεταβάλουν την αρχική τους απόφαση και να

μηδίζουν, έστω χωρίς τη θέλησή τους. Ότι οι Φωκείς εμήδισαν ακουσίως μπορεί να γίνει

αντιληπτό και από τους ολίγους Φωκείς που, ενάντια στην απόφαση της πλειοψηφίας,

έκαναν επιδρομές από τον Παρνασσό εναντίον του περσικού στρατεύματος (Ηρόδ. 9. 31. 5).

Ωστόσο, η αλλαγή της στάσεως των Φωκέων με το μηδισμό τους δεν θα πρέπει να

αποκλείει την πιθανότητα οι Φωκείς να έλαβαν την πρώτη τους απόφαση για να

προασπίσουν την ελευθερία τους με γνώμονα την «ἀρετήν», όπως την αποκαλεί ο

Πλούταρχος, καθώς η άποψη του Ηροδότου για τους Φωκείς, ότι, δηλαδή, αποφάσισαν να

βοηθήσουν αρχικά τους Έλληνες από αντίδραση λόγω του μίσους τους προς τους

Θεσσαλούς, έρχεται σε αντίθεση με την μετέπειτα απόφασή τους να συναγωνιστούν με

τους Θεσσαλούς εναντίον των Ελλήνων. Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε εύλογα να

ισχυριστεί ότι, μπροστά στον άμεσο κίνδυνο που αντιμετώπιζαν από τους Πέρσες οι

εγκαταλελειμμένοι από τους άλλους Έλληνες Φωκείς μετά τη μάχη των Θερμοπυλών,

μετέβαλαν την, κατά τον Ηρόδοτο, υπαγορευμένη από το μίσος τους προς τους Θεσσαλούς

στάση τους, και προσπάθησαν να σώσουν τους εαυτούς τους, τις πόλεις και τη χώρα τους.

Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί την πιθανότερη εκδοχή είναι ότι, ανεξαρτήτως του

μίσους που υπήρχε μεταξύ των Φωκέων και των Θεσσαλών, οι Φωκείς υποστήριξαν αρχικά

τον ελληνικό αγώνα βλέποντας και πεζικό στράτευμα να αποστέλλεται στις Θερμοπύλες

και τον στόλο να ευρίσκεται στο Αρτεμίσιο∙ μετά την ήττα των συμμάχων στα στενά,

συλλογιζόμενοι οι Φωκείς ότι έμεναν πλέον μόνοι, αποφάσισαν στην πλειοψηφία τους να

μηδίσουν, χωρίς, ωστόσο, να το θέλουν, όπως αναφέρει ο ιστορικός (8. 30. 2), και χωρίς να

λάβουν την απόφασή τους με βάση τη στάση των μηδιζόντων Θεσσαλών, ανατρέποντας,

έτσι, το συμπέρασμα του Ηροδότου περί προσχωρήσεως των Φωκέων στην αντίπαλη

651 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 35, σημ. b (Ηθικά 868F).

297
παράταξη από εκείνη που υποστήριζαν οι Θεσσαλοί, καθώς οι Φωκείς συντάχθηκαν με

τους Πέρσες, αλλά και με τους μισητούς εχθρούς τους Θεσσαλούς.

18. Οι Νάξιοι δεν αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνος

αποστέλλοντάς τους τριήρεις, όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, αλλά από την αρχή με

ομοθυμία βοήθησαν την ελληνική παράταξη (κεφ. 36).

(868 F) Κεφ. 36. «Οὐ δεῖ δὲ θαυμάζειν εἰ τοῖς ἀτυχήσασιν

ἔγκειται πικρῶς, ὅπου καὶ τοὺς παραγενομένους

869 A καὶ συγκινδυνεύσαντας εἰς τὴν τῶν πολεμίων με-

ρίδα καὶ προδοτῶν μετατίθησι. “Νάξιοι γὰρ

τρεῖς ἔπεμψαν τριήρεις συμμάχους τοῖς βαρβάροις,

εἷς δὲ τῶν τριηράρχων Δημόκριτος ἔπεισε τοὺς

ἄλλους ἑλέσθαι τὰ τῶν Ἑλλήνων.” οὕτως οὐδ’

ἐπαινεῖν ἄνευ τοῦ ψέγειν οἶδεν, ἀλλ’ ἵν’ εἷς ἀνὴρ

ἐγκωμιασθῇ, πόλιν ὅλην δεῖ κακῶς ἀκοῦσαι καὶ

δῆμον. μαρτυρεῖ δ’ αὐτοῖς τῶν μὲν πρεσβυτέρων

Ἑλλάνικος τῶν δὲ νεωτέρων Ἔφορος, ὁ μὲν ἓξ ὁ

δὲ πέντε ναυσὶ τοὺς Ναξίους ἐλθεῖν τοῖς Ἕλλησι

βοηθοῦντας ἱστορήσας. αὐτὸς δὲ καὶ παντάπασιν

ἑαυτὸν ὁ Ἡρόδοτος ἐξελέγχει ταῦτα πλαττόμενον.

B οἱ μὲν γὰρ Ναξίων ὡρογράφοι λέγουσι καὶ πρό-

τερον Μεγαβάτην ἀπώσασθαι ναυσὶ διακοσίαις ἐπι-

πλεύσαντα τῇ νήσῳ, καὶ Δᾶτιν αὖθις τὸν στρατηγὸν

ἐξελάσαι καταπρήσαντα <τὰ ἱερά, αὐτοὺς δὲ

Ναξίους οὐδὲν ἐπιχειρήσαντα> ποιῆσαι κακόν. εἰ

δέ, ὡς Ἡρόδοτος εἴρηκεν ἀλλαχόθι, τὴν μὲν πόλιν

αὐτῶν ἐμπρήσαντες διέφθειραν, οἱ δ’ ἄνθρωποι

καταφυγόντες εἰς τὰ ὄρη διεσώθησαν, ἦπου καλὴν

298
αἰτίαν εἶχον τοῖς ἀπολέσασι τὴν πατρίδα πέμπειν

βοήθειαν, ἀλλὰ μὴ τοῖς ἀμυνομένοις ὑπὲρ τῆς

κοινῆς ἐλευθερίας ἀμύνειν. ὅτι δ’ οὐκ ἐπαινέσαι

βουληθεὶς Δημόκριτον, ἀλλ’ ἐπ’ αἰσχύνῃ Ναξίων

C συνέθηκε τὸ ψεῦδος, δῆλός ἐστι τῷ παραλιπεῖν ὅλως

καὶ παρασιωπῆσαι τὸ Δημοκρίτου κατόρθωμα καὶ

τὴν ἀριστείαν, ἣν ἐπιγράμματι Σιμωνίδης ἐδήλωσε

Δημόκριτος τρίτος ἦρξε μάχης, ὅτε πὰρ Σαλα-

μῖνα

Ἕλληνες Μήδοις σύμβαλον ἐν πελάγει∙

πέντε δὲ νῆας ἕλεν δηίων, ἕκτην δ’ ὑπὸ χεῖρα

ῥύσατο βαρβαρικὴν Δωρίδ’ ἁλισκομένην».

«Δεν πρέπει, όμως, να εκπλησσόμαστε που επιτίθεται με σφοδρότητα σε εκείνους

που ατύχησαν, τη στιγμή που, ακόμη και εκείνους που έμειναν σταθεροί και συμμετείχαν

στον κίνδυνο, τους τοποθετεί στην παράταξη των εχθρών και των προδοτών. ‘’Οι Νάξιοι

έστειλαν τρείς τριήρεις για να βοηθήσουν τους βαρβάρους, ένας, ωστόσο, των τριηραρχών,

ο Δημόκριτος, έπεισε τους άλλους να επιλέξουν το μέρος των Ελλήνων’’. Μ΄ αυτόν, όμως,

τον τρόπο δεν δείχνει ότι γνωρίζει να επαινεί δίχως να ψέγει, αλλά, για να εγκωμιαστεί

ένας άνδρας, πρέπει να κακολογηθεί ολόκληρη πόλη και λαός. Μαρτυρία υπέρ αυτών δίδει

από τους παλαιοτέρους ο Ελλάνικος, και από τους νεωτέρους ο Έφορος, που ιστορούν ότι οι

Νάξιοι ήλθαν για να βοηθήσουν τους Έλληνες, ο πρώτος λέει με έξι πλοία, ενώ ο δεύτερος

με πέντε. Και μάλιστα, ο ίδιος ο Ηρόδοτος αποδεικνύει πως τα γραφόμενά του είναι εξ

ολοκλήρου πλαστά. Οι χρονογράφοι των Ναξίων λένε ότι και προηγουμένως είχαν

απωθήσει τον Μεγαβάτη, όταν έπλευσε με διακόσια πλοία εναντίον της νήσου, και

ακολούθως τον στρατηγό Δάτι εκδίωξαν, αφού προηγουμένως είχε κάψει τα ιερά τους,

αλλά δεν επιχείρησε να κάνει κάτι κακό στους ίδιους τους Ναξίους. Αν, όμως, όπως ιστορεί

ο Ηρόδοτος σε άλλο σημείο, οι Πέρσες κατέστρεψαν την πόλη τους καίγοντάς την και οι

άνθρωποι σώθηκαν καταφεύγοντας στα όρη, είχαν ‘’βεβαίως’’ καλή δικαιολογία για να

299
στείλουν βοήθεια στους καταστροφείς της πατρίδος τους και να μην βοηθήσουν αυτούς

που υπερασπίζονταν την κοινή ελευθερία. Ότι (ο Ηρόδοτος) συνέθεσε το ψεύδος (αυτό), όχι

επειδή ήθελε να επαινέσει τον Δημόκριτο, αλλά για να ντροπιάσει τους Ναξίους, είναι

φανερό από το γεγονός ότι παραλείπει εξ ολοκλήρου και αποσιωπά το κατόρθωμα και την

αριστεία του Δημοκρίτου, το οποίο ύμνησε με επίγραμμα ο Σιμωνίδης:

Ο Δημόκριτος τρίτος εισήλθε στη μάχη, όταν συγκρούστηκαν στη θάλασσα της

Σαλαμίνος οι Έλληνες με τους Μήδους∙

πέντε εχθρικά πλοία κυρίευσε, και έκτο, ένα Δωρικό, το έσωσε από τα χέρια των

βαρβάρων».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται τη συμμετοχή των Ναξίων

στη ναυμαχία της Σαλαμίνος το 480 π.Χ.652 Συγκεκριμένα, ο βιογράφος θεωρεί ότι οι Νάξιοι

με απόφασή τους υπήρξαν σύμμαχοι των Ελλήνων, αντικρούοντας την άποψη του

Ηροδότου που λέει ότι ήταν αποφασισμένοι να βοηθήσουν τους Πέρσες, αλλά ότι ο στόλος

που έστειλαν οι Νάξιοι μετέβαλε τη στάση του και προσχώρησε στους Έλληνες.

Ο Πλούταρχος, στην αρχή της αφηγήσεως του παρόντος παραδείγματος, κατηγορεί

τον ιστορικό ότι κατέταξε τους Ναξίους στην κατηγορία των εχθρών και των προδοτών,

ενώ η αλήθεια, κατά το βιογράφο, είναι ότι αυτοί είχαν παραμείνει σταθεροί στην

ελληνική συμμαχία και ότι συμμετείχαν ενεργά στους κινδύνους του πολέμου. Ο

Πλούταρχος, κατά την παράθεση από τον ιστορικό των πλοίων που έστειλε κάθε ελληνική

πόλη στη Σαλαμίνα ολίγο πριν τη ναυμαχία, διαφωνεί με το χωρίο του Ηροδότου που λέει

ότι οι Νάξιοι έστειλαν τρείς τριήρεις για να βοηθήσουν τους βαρβάρους και ότι ένας από

τους τριηράρχους, ο Δημόκριτος, τους έπεισε να προσχωρήσουν στους Έλληνες. 653 Αν και ο

652 Βλ. αναλυτικά για τη νικηφόρα ναυμαχία των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα (29
Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 569-
588.
653 Ηρόδ. 8. 46. 3. Για την ακρίβεια, το σχετικό χωρίο του Ηροδότου (8. 46. 3) δεν αναφέρει τρείς
τριήρεις, όπως καταγράφει ο Πλούταρχος, αλλά τέσσερις. Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 8. 46. 9, λ. «Νάξιοι» αναφέρει ότι αυτή η ανεξάρτητη πράξη του στόλου των Ναξίων μας
θυμίζει την αποστολή των Σαμίων στον Πέρση Καμβύση από τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη
(Ηρόδ. 3. 45), και προεξοφλεί, σε μικρό ποσοστό, την αυτόνομη δράση του αθηναϊκού στόλου στη

300
βιογράφος αναφέρει ότι σκοπός του ιστορικού με αυτό το χωρίο (8. 46. 3) είναι ο έπαινος για

τον Δημόκριτο, στο τέλος του παρόντος παραδείγματος αναιρεί αυτή του την κρίση∙

αποτέλεσμα, ωστόσο, του προαναφερθέντος χωρίου (8. 46. 3), κατά τον Πλούταρχο, είναι η

κακολόγηση των Ναξίων. Πώς, όμως, είναι δυνατόν ο στόλος των τεσσάρων πλοίων των

Ναξίων, ενώ είχε ως προορισμό να προσχωρήσει στον περσικό στόλο, να δείξει ανυπακοή

και να μεταβάλει την απόφαση που είχαν λάβει οι «πολιῆται» της Νάξου, όπως αναφέρει ο

Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 46. 3 με τη φράση «ἀποπεμφθέντες μέν ἐς τούς Μήδους ὑπό τῶν

πολιητέων»; Ποιούς εννοεί ο Ηρόδοτος με τον όρο «πολιῆται» στη Νάξο; Εννοείται ένα

συλλογικό όργανο του λαού και μία απόφαση δημοκρατική, βασισμένη στην αρχή της

πλειοψηφίας, για τους Ναξίους που, σύμφωνα με το ηροδότειο χωρίο (8. 46. 3), κατάγονταν

από τους Αθηναίους, ή πρόκειται για περιορισμένο αριθμό Ναξίων «πολιητέων» που

εξουσίαζαν τότε την πόλη της Νάξου; Και αν, πράγματι, ο Δημόκριτος ήταν εξ αρχής

αντίθετος με την αποστολή βοηθείας στους Πέρσες, για ποιό λόγο δεν την εξέφρασε στη

συνέλευση του λαού; Και αν την εξέφρασε, για ποιό λόγο εστάλη ως τριήραρχος τη στιγμή

που είχε ανοικτά εκφράσει την αντίθεσή του με την απόφαση των Ναξίων «πολιητέων»;

Μήπως η περίπτωση του Δημοκρίτου ομοιάζει με αυτή του Αθηναίου στρατηγού Νικία που,

ενώ ήταν αντίθετος με την πραγματοποίηση της εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία,

εν τούτοις εξελέγη ως ένας από τους τρείς στρατηγούς αυτής (Θουκ. 6. 8-14); Κάποιος θα

μπορούσε εύλογα να υποθέσει ότι ο Δημόκριτος ήταν ήδη εκλεγμένος άρχων των Ναξίων

και ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά παρά να υπακούσει, έστω προσωρινά, στην

απόφαση των «πολιητέων»! Και βέβαια δεν θα ήταν απίστευτο ο Δημόκριτος, ακόμη και αν

υποθέσουμε ότι η τριηραρχία του περιοριζόταν σε ένα από τα τέσσερα πλοία του στόλου, 654

να πείσει τα πληρώματα όλων των πλοίων, αφού ήταν ένας από τους διακεκριμένους

αστούς της Νάξου (Ηρόδ. 8. 46. 3: «ἀνδρός τῶν ἀστῶν δοκίμου»). Και σε ό,τι αφορά τη

διάκριση μεταξύ των «πολιητέων» που, κατά τον ιστορικό, έλαβαν την απόφαση για την

αποστολή ναυτικής βοηθείας στους Πέρσες, και «τῶν ἀστῶν», όρο με τον οποίο

Σάμο το 412-411 π.Χ. (Θουκ. 8. 75 κε.) και των Ιώνων στο Βυζάντιο το 477 π.Χ. [Θουκ. 1. 95 και Πλούτ.
Αριστ. (κεφ. 23)].
654 Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 46. 12, λ.
«Δημοκρίτου».

301
χαρακτηρίζει ο ιστορικός τον Δημόκριτο, δεν έχουμε λόγο, αλλά ούτε και πληροφορίες,

ώστε να θεωρήσουμε αυτούς τους δύο όρους αντίθετους μεταξύ τους. 655 Ίσως η απόφαση

των Ναξίων «πολιητέων» να ελήφθη υπό την πίεση των Περσών, οι οποίοι, σύμφωνα με το

ηροδότειο χωρίο 6. 96, είχαν άλλοτε προκαλέσει καταστροφές στους Ναξίους. Για όλες,

όμως, τις προαναφερθείσες εύλογες ερωτήσεις, ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει κάποια

πληροφορία που θα διεφώτιζε τις συνθήκες της αποφάσεως των Ναξίων πολιτών και την

έντονη αμφισβήτηση που αυτή προκάλεσε, αν, εύλογα κατά τη γνώμη μου, υποθέσουμε ότι

ο Δημόκριτος δεν προσπάθησε με βία ή εξαναγκασμό να πείσει τα πληρώματα των

τεσσάρων πλοίων να προσχωρήσουν στην ελληνική παράταξη, αλλά εξέφρασε μία άποψη

που είχε την πλήρη υποστήριξη όλου του στόλου.

Για το βιογράφο, ο Ηρόδοτος επινόησε το χωρίο 8. 46. 3 σχετικά με την αποστολή

βοηθείας των Ναξίων στους Πέρσες, ή, ορθότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο

ιστορικός, κατά τον Πλούταρχο, διαστρέβλωσε την αλήθεια σχετικά με την παράταξη στην

οποία ήθελαν να προσχωρήσουν οι Νάξιοι πολίτες∙ και αυτό, επειδή όλοι οι Νάξιοι, όπως

αφήνει να εννοηθεί ο βιογράφος, τάχθηκαν με το μέρος των Ελλήνων. Οι πηγές που

χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να αποδείξει την ορθότητα της απόψεώς του είναι δύο, ο

Ελλάνικος και ο Έφορος, ο πρώτος αναφέρει ότι οι Νάξιοι βοήθησαν τους Έλληνες με έξι

πλοία,656 ενώ ο δεύτερος με πέντε.657 Και ο Ηρόδοτος, όμως, αναφέρει, όπως ο Ελλάνικος και

ο Έφορος, ότι τα πλοία των Ναξίων βοήθησαν τελικά τους Έλληνες στη ναυμαχία της

Σαλαμίνος και, τουλάχιστον ως προς το αποτέλεσμα υπάρχει σύμπνοια των απόψεων

μεταξύ του ιστορικού και του βιογράφου. Και επειδή δεν μας σώζωνται ολοκληρωμένα τα

ιστορικά έργα του Ελλανίκου και του Εφόρου, ώστε να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε

την καταγραφή ή μη της ιστορίας που μνημονεύει ο Ηρόδοτος σχετικά, αφ΄ ενός με την

αντίθετη απόφαση των Ναξίων «πολιητέων» από τα πληρώματα του στόλου, αφ΄ ετέρου

με την ιστορία του Δημοκρίτου, οποιαδήποτε εκτίμηση θα είναι αυθαίρετη∙ ακόμη, όμως,

και αν ο Πλούταρχος παρουσιάζει αληθώς τα χωρία του Ελλανίκου και του Εφόρου στα

655 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 46. 12, λ. «Δημοκρίτου» θεωρεί ότι δεν
υπάρχει σκόπιμη, οξεία αντίθεση μεταξύ «τῶν ἀστῶν» και «τῶν πολιητέων».
656 FGrH 4 F 183.
657 FGrH 70 F 187.

302
οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι προαναφερθείσες ηροδότειες καταγραφές, αυτό δε

σημαίνει απαραίτητα ότι όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος δεν συνέβησαν, καθώς θα ήταν δυνατό

και ο Ελλάνικος και ο Έφορος είτε να αγνοούσαν τα πραγματικά γεγονότα, είτε να τα

παρέλειψαν από δυσπιστία ή από την επιθυμία τους να μην συνθέσουν εκτεταμένη

διήγηση περιοριζόμενοι μονάχα στα σημαντικά, αν κρίνουμε από τις ελλειπτικές, σχετικά

με άλλες πληροφορίες για τη συμμετοχή των Ναξίων στη ναυμαχία, φράσεις του

Ελλανίκου και Εφόρου που παραθέτει ο βιογράφος.

Εκτός από τις δύο αυτές πηγές, ο Πλούταρχος παραθέτει και τα γραφόμενα των

χρονογράφων των Ναξίων, χωρίς, ωστόσο, να τους κατονομάζει. Αυτοί, κατά το βιογράφο,

αναφέρουν δύο περιπτώσεις, όπου πιστοποιείται, πάντα κατά τον Πλούταρχο, η

αντιπερσική συμπεριφορά των Ναξίων, οι οποίες είναι: α) ότι οι Νάξιοι είχαν απωθήσει

πρωτύτερα τον Μεγαβάτη, που είχε πλεύσει εναντίον της νήσου τους με διακόσια πλοία,658

και β) ότι εκδίωξαν στη συνέχεια τον στρατηγό Δάτι που είχε κάψει τους ναούς τους, χωρίς,

ωστόσο, να κάνει κάποιο κακό στους Ναξίους.659 Σε ό,τι αφορά την δευτέρα περίπτωση

σχετικά με την εκστρατεία του Δάτιδος και του Αρταφέρνους, το απαρέμφατο «ἐξελάσαι»

του ρήματος «ἐξελαύνω» που καταγράφει ο Πλούταρχος και σημαίνει «εκδιώκω», 660 δεν

συμφωνεί με την ιστορική διήγηση του Ηροδότου (6. 96) που ρητά κάνει λόγο για φυγή των

Ναξίων στα όρη χωρίς να προβάλλουν καμία αντίσταση στους Πέρσες, πολλώ δε μάλλον

να προκαλέσουν την εκδίωξη των τελευταίων, και αν είναι ορθή η αποκατάσταση του

πλουτάρχειου κειμένου σ΄ αυτό το σημείο (<τὰ ἱερά, αὐτοὺς δὲ Ναξίους οὐδὲν

ἐπιχειρήσαντα>),661 τότε, η δήλωση του βιογράφου ότι ο Δάτις δεν έκανε κανένα κακό στους

Ναξίους, δεν συμφωνεί με το ηροδότειο χωρίο (6. 96) που ρητά αναφέρει τον

658 Ηρόδ. 5. 32-34. Ο Ηρόδοτος στο σχετικό χωρίο (5. 32-34) λέει ότι την εκστρατεία για την κάθοδο
των Ναξίων εξορίστων την συνέλαβε ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας, στρατηγός είχε οριστεί
ένας ανιψιός του Δαρείου Α’, ο Μεγαβάτης, ο οποίος με διακόσια πλοία πολιόρκησε ανεπιτυχώς επί
τέσσερις μήνες την πόλη της Νάξου.
659 FGrH 501 F 3.
660 Βλ. για τη σημασία αυτή LSJ9 λ. «ἐξελαύνω».
661 Το κείμενο είναι φθαρμένο σ΄ αυτό το σημείο και η αποκατάστασή του βασίζεται στο χωρίο 6. 96
του Ηροδότου: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 36, σημ. a (Ηθικά
869B).

303
εξανδραποδισμό όσων Ναξίων συνέλαβαν οι Πέρσες∙ οι διαφορές αυτές που υπάρχουν

στην αφήγηση του Πλουτάρχου, σε σχέση με τη διήγηση του Ηροδότου, αποδίδονται στις

διαφορετικές πηγές - στους χρονογράφους - που αποδέχθηκε ο βιογράφος. Ακόμη και αν

πιστέψουμε στη δεύτερη περίπτωση σχετικά με τον Δάτι τους χρονογράφους που

παραθέτει ο βιογράφος, αφού στην πρώτη περίπτωση σχετικά με τον Μεγαβάτη τα

λεγόμενα του Πλουτάρχου και του Ηροδότου συμπίπτουν, και οι δύο αναφορές των

χρονογράφων που παραθέτει ο βιογράφος αποτελούν προγενέστερα ιστορικά περιστατικά

από την απόφαση των Ναξίων «πολιητέων» να στείλουν βοήθεια στους Πέρσες, δέκα έτη

από την εκστρατεία του Δάτιδος και του Αρταφρένους εναντίον της Ελλάδος το 490 π.Χ.662

και δεκαεννέα έτη από την εκστρατεία του Μεγαβάτη εναντίον της Νάξου το 499 π.Χ.,663

και επομένως δεν θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι Νάξιοι συνέχισαν την ίδια

‘’επιτυχημένη’’, κατά τον Πλούταρχο, αντιπερσική πολιτική, καθώς η κατάσταση είχε

μεταβληθεί, κυρίως λόγω του φόβου που ενέπνεε στους Έλληνες ο μεγάλος664 σε πλήθος

περσικός στρατός και στόλος του Ξέρξη.

Ο Πλούταρχος, ωστόσο, χρησιμοποιεί το επόμενο επιχείρημά του από την ίδια την

ιστορική διήγηση του Ηροδότου. Λέει, δηλαδή, ο βιογράφος ότι, αν είναι αληθές το χωρίο

του Ηροδότου που αναφέρει ότι οι Πέρσες κατέστρεψαν την πόλη των Ναξίων με

εμπρησμό και ότι οι Νάξιοι σώθηκαν ευρίσκοντας καταφύγιο στα όρη,665 θα έπρεπε οι

Νάξιοι να είχαν επιπλέον κίνητρο να συνταχθούν με τους Έλληνες που ήταν υπέρμαχοι

της ελευθερίας και όχι να στέλνουν αρωγή σ΄ αυτούς που κατέστρεψαν την πατρίδα τους.

Η καταστροφή της πόλεως της Νάξου συνέβη κατά την εκστρατεία του Δάτιδος και του

662 Βλ. για την εκστρατεία του Δάτιδος και του Αρταφέρνους (490 π.Χ.) N.G.L. Hammond, “The
expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 502-516.
663 Η εκστρατεία συνέβη ολίγο πριν αρχίσει η Ιωνική επανάσταση (Ηρόδ. 5. 35). Βλ. για την
εκστρατεία του Πέρση Μεγαβάτη εναντίον της Νάξου (499 π.Χ.) O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο
CAH IV2 (1988), σ. 473.
664 Ο ιστορικός αναφέρει ότι το περσικό πεζικό αποτελούσαν 1.700.000 άνδρες (7. 60. 1), το ιππικό,
χωρίς τις καμήλες και τα άρματα, ήταν 80.000 (7. 87), και ο στόλος αποτελούνταν από 1.207 τριήρεις
(7. 89. 1).
665 Ηρόδ. 6. 96. Για την ακρίβεια, ο Ηρόδοτος, στο σχετικό χωρίο (6. 96), αναφέρει ότι οι Πέρσες
εξανδραπόδισαν όσους Ναξίους μπόρεσαν να συλλάβουν, το οποίο παραλείπει ο Πλούταρχος στην
αφήγησή του, και επιπλέον, ότι έκαψαν, εκτός από την πόλη, και τα ιερά.

304
Αρταφέρνους το 490 π.Χ., δέκα, δηλαδή, έτη προ της ναυμαχίας της Σαλαμίνος. Έτσι, η

απόφαση των «πολιητέων» της Νάξου να υποστηρίξουν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τους

Πέρσες κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος υπαγορεύθηκε, πιθανότατα, υπό την απειλή μιας

νέας καταστροφής της πόλεως εφάμιλλης ή και μεγαλυτέρας, λόγω του υπερτάτου

πλήθους του περσικού στρατεύματος, αυτής που είχαν βιώσει μόλις δέκα έτη νωρίτερα. Ο

L. Pearson θεωρεί το επιχείρημα του Πλουτάρχου παράλογο, καθώς οι Νάξιοι, ως υποτελείς

των Περσών, δεν είχαν περιθώριο επιλογής.666 Το επιχείρημα, όμως, του Πλουτάρχου έχει

ως δεδομένο ότι οι Νάξιοι είχαν δυνατότητα επιλογής παρατάξεως, τη στιγμή, ωστόσο, που

οι Νάξιοι είχαν υποστεί παλαιότερα καταστροφή από τους Πέρσες, το πιθανότερο, κατά τη

γνώμη μου είναι, αν ευσταθεί η ηροδότεια διήγηση περί αποστολής ναυτικής αρωγής από

τους Ναξίους στους Πέρσες, να λάμβαναν την απόφασή τους από εξαναγκασμό και να

συντάσσονταν ακουσίως με τους Πέρσες.

Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι ο ιστορικός, με το ψεύδος που ανέφερε στη διήγησή του,

δεν είχε σκοπό να επαινέσει τον τριήραρχο Δημόκριτο, όπως προανέφερα, αλλά να

ντροπιάσει τους Ναξίους. Και η απόδειξη γι΄ αυτό, κατά το βιογράφο, είναι ότι ο ιστορικός

παραλείπει το κατόρθωμά του κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος, το οποίο υμνεί με

επίγραμμα667 ο Σιμωνίδης ο Κείος. Αν και ο Ηρόδοτος συμπεριέλαβε ρητά στη διήγησή του

(7. 228. 3-4) επίγραμμα668 του Σιμωνίδου, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το

συγκεκριμένο επίγραμμα που παραθέτει ο βιογράφος το γνώριζε ο ιστορικός∙ αλλά και να

το παρέλειψε669 εν γνώσει του, δεν το έκανε, κατά τη γνώμη μου, για να στερήσει τον

έπαινο από τον Δημόκριτο, καθώς, αν αυτή ήταν η επιδίωξή του, δεν θα μνημόνευε

666 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 36, σημ. c (Ηθικά 869 B).
667 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 85.
668 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 7. 228. 4, αποδίδει στον Σιμωνίδη μονάχα το τρίτο κατά σειρά επίγραμμα
που φιλοτέχνησε από φιλία προς τον μάντιν Μεγιστία, και όχι και τα άλλα δύο.
669 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 36, λ. “omission and suppression”
(Ηθικά 869B) θεωρεί ότι ο Ηρόδοτος επέλεξε να παραλείψει την αριστεία του Δημοκρίτου καθώς, αφ’
ενός η παράθεση σιμωνίδειου επιγράμματος στη διήγησή του (7. 228. 3) δείχνει ότι γνώριζε το έργο
του Σιμωνίδου, αφ’ ετέρου ο ιστορικός (8. 84) εστιάζει στη διχογνωμία μεταξύ των Αθηναίων και των
Αιγινητών σχετικά με το ζήτημα ποιός άρχισε πρώτος τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, χωρίς να
επεκτείνεται στον Δημόκριτο, στον τρίτο, δηλαδή, άνδρα που έλαβε μέρος στη ναυμαχία.

305
καθόλου το όνομα του Δημοκρίτου στο περιστατικό με την αλλαγή στρατοπέδου του

στόλου των Ναξίων. Ο Σιμωνίδης στο επίγραμμα αναφέρει ότι ο Δημόκριτος κυρίευσε

πέντε πλοία, ενώ ένα άλλο, ένα δωρικό (έκτο συνολικά), το έσωσε από τους Πέρσες. Λόγω

της αναφοράς στο επίγραμμα των αριθμών πέντε και έξι, οι οποίοι ταυτίζονται με τους

αριθμούς των πλοίων που μνημονεύονται από τον Έφορο και τον Ελλάνικο αντίστοιχα ότι

έστειλαν οι Νάξιοι ως πολεμική αρωγή στους Έλληνες, οι W.W. How - J. Wells θεωρούν

πιθανό αυτή η σύμπτωση των αριθμών να οφείλεται σε ατελή ανάμνηση του σιμωνίδειου

επιγράμματος από τους δύο ιστορικούς.670 Είναι, όμως, τολμηρή μια τέτοια άποψη η οποία

εμφανίζει τον Ελλάνικο και τον Έφορο να μην επεξεργάζονται καθόλου τις γραπτές πηγές

τους και να εργάζονται από μνήμης, και επιπρόσθετα, κατά τη γνώμη μου, είναι δύσκολο

να γίνει μια τέτοια παρανόηση τη στιγμή που το νόημα όλου του επιγράμματος είναι

σαφές για τον αναγνώστη.

Η ελλιπής διήγηση του Ηροδότου σχετικά με τις συνθήκες, αφ΄ ενός της αποφάσεως

των Ναξίων «πολιητέων» να βοηθήσουν τους Πέρσες, αφ΄ ετέρου της πειθούς του

τριηράρχου Δημοκρίτου να προσχωρήσουν τα πλοία των Ναξίων στον συμμαχικό στόλο,

μας κάνει κάπως επιφυλακτικούς ως προς την πλήρη αποδοχή των λεγομένων του

ιστορικού. Και αυτό, επειδή παρουσιάζονται από τον Ηρόδοτο οι «πολιῆται» της Νάξου να

έχουν διαφορετική πολιτική βούληση από τα πληρώματα ολοκλήρου του στόλου, τα οποία

θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να επανδρώνονταν, τουλάχιστον σε κάποιο ποσοστό, από

αυτούς που αποφάσισαν τη ναυτική αρωγή στους Πέρσες, δηλαδή τους «πολιήτας».

Βέβαια, υπάρχει και η άλλη άποψη που ερμηνεύει το ηροδότειο χωρίο (8. 46. 3) ως

υποδούλωση της Νάξου στους Πέρσες και πως αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί μονάχα από

«τυφλό» πατριωτισμό.671 Η υποδούλωση των Ναξίων στους Πέρσες πιθανότατα εννοείται

πως συνέβη κατά την εκστρατεία του Δάτιδος και του Αρταφέρνους δέκα έτη νωρίτερα,

κατά την οποία, όμως, δεν μνημονεύεται ρητά από τον ιστορικό η υποταγή των Ναξίων

στους Πέρσες, ούτε η παράδοσή τους, ούτε η παραμονή περσικής φρουράς στη νήσο ως

670 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 46. 3.
671 Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 6. 96, λ.
«τῶν πρότερον». Για υποτέλεια των Ναξίων στους Πέρσες κάνει λόγο και ο L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 36, σημ. c (Ηθικά 869 B).

306
στρατού κατοχής, αλλά μονάχα καταστροφές από τον περσικό στρατό, φυγή των Ναξίων

στα όρη και εξανδραποδισμός όσων Ναξίων μπόρεσαν να συλλάβουν (6. 96). Αν και εύλογη

η άποψη περί υποδουλώσεως των Ναξίων στους Πέρσες, δεν εξηγεί, κατά τη γνώμη μου,

την αντίφαση που προκαλεί η ηροδότεια διήγηση (8. 46. 3) με την καθολική αλλαγή

στάσεως εκείνων των «πολιητέων» που, κατά τη γνώμη μου, επάνδρωσαν, έστω σε μικρό

ποσοστό, τον στόλο. Ούτε, κατά τη γνώμη μου, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι

συμμετείχαν ως πλήρωμα των πλοίων εκείνοι οι «πολιῆται» που ήταν υπέρμαχοι της

ελευθερίας των Ελλήνων και οι οποίοι διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας,

καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε προβλήματα στην αποστολή της ναυτικής βοηθείας

των Ναξίων στους Πέρσες∙ έτσι, εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό

των ανδρών που αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων των Ναξίων, αν όχι η

συντριπτική πλειοψηφία τους, ήταν υποστηρικτές της αποφάσεως των «πολιητέων».

Βέβαια, η αλλαγή της αποφάσεως των Ναξίων, που επάνδρωναν τα πλοία που

προορίζονταν για βοήθεια στους Πέρσες, θα μπορούσε να συμβεί είτε δια της βίας, αλλά

κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ούτε υπονοείται από τον ιστορικό, είτε δια της ρητορικής

δεινότητος του Δημοκρίτου, η οποία, αν και δεν έχουμε λόγο να την αμφισβητήσουμε (8. 46.

3: «ἀνδρός τῶν ἀστῶν δοκίμου»), δεν θα τους έπειθε εν πλώ, τουλάχιστον όχι όλους, τη

στιγμή που ο Δημόκριτος πιθανότατα είχε αποτύχει να πείσει τους «πολιήτας» να ταχθούν

οι Νάξιοι με τους Έλληνες και, έτσι, η άρνηση τουλάχιστον κάποιων από τα πληρώματα

των πλοίων να μεταβάλουν την προηγούμενη απόφασή τους θα δημιουργούσε αντιδράσεις

και προβλήματα στη συνοχή όλου του στόλου. Αν και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν οι

Νάξιοι πρόδωσαν τους Έλληνες και αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Πέρσες, προφανώς

υπό την πίεση των καταστροφών που θα πάθαιναν από αυτούς σε περίπτωση

επικρατήσεώς τους εναντίον των Ελλήνων, ή αν συντάχθηκαν όλοι τους εξ αρχής με την

ελληνική παράταξη χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες αυτής τους της αποφάσεως, η

τελική τους πράξη ήταν η συμμετοχή τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνος στο πλευρό των

Ελλήνων, γεγονός αναμφισβήτητο τόσο από τον Πλούταρχο όσο και από τον Ηρόδοτο.

Αλλά ακόμη και αν αποδεχθούμε την ηροδότεια διήγηση (8. 46. 3) σχετικά με την

φιλοπερσική πολιτική «τῶν πολιητέων», για την οποία διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, το

307
βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει να κατηγορηθούν γι΄ αυτό οι Νάξιοι χωρίς ελαφρυντικά, οι

οποίοι από ανάγκη πήραν την απόφαση να βοηθήσουν τους Πέρσες, και βέβαια όχι όλοι,

όπως θεωρεί ο βιογράφος πως κάνει λόγο ο ιστορικός στη διήγησή του, αλλά μερίδα αυτών,

καθώς όλα τα πλοία των Ναξίων έπλευσαν για να συναγωνιστούν τελικά με τους Έλληνες

εναντίον των Περσών, που δείχνει μεν ότι το πλήθος των Ναξίων διχάστηκε, βοήθησε δε

τον αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων.

19. Ο Ηρόδοτος προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Θεμιστοκλή τη σύλληψη του σχεδίου να

ναυμαχήσουν οι Έλληνες εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα και να την αποδώσει στον

Αθηναίο Μνησίφιλο, τη στιγμή που μία γυναίκα, η Αρτεμισία, μόνη της αντιλήφθηκε το

σχέδιο των Ελλήνων (κεφ. 37-38).

(869 C) Κεφ. 37. «Ἀλλὰ τί ἄν τις ἀγανακτοίη περὶ Ναξίων; εἰ

γάρ εἰσιν ἀντίποδες ἡμῶν, ὥσπερ ἔνιοι λέγουσι,

τῆς γῆς τὰ κάτω περιοικοῦντες, οἶμαι μηδ’ ἐκείνους

ἀνηκόους εἶναι Θεμιστοκλέους καὶ τοῦ Θεμιστο-

κλέους βουλεύματος, ὃ βουλεύσας τῇ Ἑλλάδι ναυ-

D μαχῆσαι πρὸ τῆς Σαλαμῖνος ἱδρύσατο ναὸν Ἀρι-

στοβούλης Ἀρτέμιδος ἐν Μελίτῃ, τοῦ βαρβάρου

καταπολεμηθέντος. τοῦτο μὲν τοῦ Θεμιστοκλέους

ὁ χαρίεις συγγραφεὺς ὅσον ἐφ’ ἑαυτῷ παραιρού-

μενος καὶ τὴν δόξαν εἰς ἕτερον μεταφέρων ταῦτα

γράφει κατὰ λέξιν∙ “ἐνταῦθα δὲ Θεμιστοκλέα ἀφ-

ικόμενον ἐπὶ τὴν νέα εἴρετο Μνησίφιλος ἀνὴρ Ἀθη-

ναῖος, ὅ τι σφιν εἴη βεβουλευμένον∙ πυθόμενος δὲ

πρὸς αὐτοῦ, ὡς ἐστὶ δεδογμένον ἀνάγειν τὰς νέας

πρὸς τὸν Ἰσθμὸν καὶ πρὸ τῆς Πελοποννήσου ναυ-

μαχέειν, εἶπε∙ ‘οὐκ ἄρα, ἢν ἀπαίρωσι τὰς νέας

ἀπὸ Σαλαμῖνος, οὐδὲ περὶ μιῆς ἔτι πατρίδος ναυ-

308
μαχήσεις∙ κατὰ γὰρ πόλεις ἕκαστοι τρέψονται’”

E (καὶ μετ’ ὀλίγον) “‘ἀλλὰ εἴ τις ἔστι μηχανή, ἴθι τε

καὶ πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα, ἤν κως δύνῃ

ἀναγνῶσαι Εὐρυβιάδεα μεταβουλεύσασθαι ὥστε

αὐτοῦ μενεῖν.’” εἶθ’ ὑπειπὼν ὅτι “κάρτα τῷ

Θεμιστοκλεῖ ἤρεσεν ἡ ὑποθήκη, καὶ οὐδὲν πρὸς

ταῦτα ἀμειψάμενος ἀφίκετο πρὸς τὸν Εὐρυβιάδην,”

πάλιν αὐταῖς λέξεσι γέγραφεν∙ “ἐνταῦθα δὲ Θεμι-

στοκλῆς παριζόμενός οἱ καταλέγει κεῖνά τε πάντα

F ἃ ἤκουσε Μνησιφίλου ἑωυτοῦ ποιεύμενος, καὶ

ἄλλα προστιθείς.” ὁρᾷς ὅτι κακοηθείας προστρί-

βεται τἀνδρὶ δόξαν, ἴδιον αὐτοῦ βούλευμα ποιεῖσθαι

τὸ τοῦ Μνησιφίλου λέγων».

(869 F) Κεφ. 38. «Ἔτι δὲ μᾶλλον τῶν Ἑλλήνων καταγελῶν

Θεμιστοκλέα μὲν οὔτε φησὶ φρονῆσαι τὸ συμφέρον

ἀλλὰ παριδεῖν, ὃς Ὀδυσσεὺς ἐπωνομάσθη διὰ τὴν

φρόνησιν, Ἀρτεμισίαν δὲ τὴν Ἡροδότου πολῖτιν,

μηδενὸς διδάξαντος, αὐτὴν ἀφ’ ἑαυτῆς ἐπινοήσασαν

Ξέρξῃ προειπεῖν, ὡς “οὐχ οἷοί τε πολλὸν χρόνον

ἔσονταί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλά σφεας δια-

870 A σκεδᾷς, κατὰ πόλεις δὲ ἕκαστοι φεύξονται∙ καὶ οὐκ

εἰκὸς αὐτούς, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς

τὸν πεζὸν στρατόν, ἀτρεμήσειν, οὐδέ σφιν μελή-

σειν πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν∙ ἢν δὲ αὐτίκα

ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρα-

τὸς κακωθεὶς καὶ τὸν πεζὸν προσδηλήσηται.”

ταῦτα μὲν οὖν μέτρων ἐνδεῖ τῷ Ἡροδότῳ, Σίβυλ-

λαν ἀποφῆναι τὴν Ἀρτεμισίαν τὰ μέλλοντα προ-

θεσπίζουσαν οὕτως ἀκριβῶς. διὸ καὶ Ξέρξης αὐτῇ

309
παρέδωκε τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἀπάγειν εἰς Ἔφεσον∙

ἐπελέληστο γὰρ ἐκ Σούσων, ὡς ἔοικεν, ἄγειν γυ-

ναῖκας, εἰ γυναικείας ἐδέοντο παραπομπῆς οἱ παῖ-

δες».

«Αλλά για ποιό λόγο θα μπορούσε να αγανακτήσει κάποιος για τους Ναξίους; Αν

πράγματι υπάρχουν άνθρωποι στους αντίποδές μας, όπως μερικοί λένε, που κατοικούν

στην κάτω πλευρά της γης, πιστεύω πως ούτε και αυτοί αγνοούν τον Θεμιστοκλή και το

σχέδιο του, πως σκέφθηκε, δηλαδή, να διεξαχθεί η ναυμαχία στην Ελλάδα μπροστά από τη

Σαλαμίνα και ύστερα, μετά την ήττα των βαρβάρων, ίδρυσε ναό της Αριστοβούλης

Αρτέμιδος στη Μελίτη. Ο πεπαιδευμένος, όμως, συγγραφεύς, όσο εξαρτάται από τον ίδιο,

αφαιρεί την επινόηση του Θεμιστοκλέους και μεταφέρει τη δόξα σε άλλον, γράφοντας επί

λέξει τα εξής: ‘’Όταν ο Θεμιστοκλής πήγε στο πλοίο του, κάποιος Αθηναίος, ο Μνησίφιλος,

τον ρώτησε τί είχαν αποφασίσει. Όταν πληροφορήθηκε από αυτόν ότι είχαν αποφασίσει να

κατευθύνουν τα πλοία προς τον Ισθμό και να ναυμαχήσουν μπροστά από την

Πελοπόννησο, είπε: ‘’Αν μετακινήσουν τα πλοία από την Σαλαμίνα, δεν θα έχετε πια μία

πατρίδα για να υπερασπιστείτε∙ γιατί ο καθένας θα φύγει για την πόλη του.’’ (Και μετά

από λίγο) ‘’Αλλά αν υπάρχει κάποιος τρόπος, πήγαινε και προσπάθησε να ανατρέψεις την

απόφαση, αν με κάποιο τρόπο μπορείς να πείσεις τον Ευρυβιάδη να αλλάξει γνώμη, ώστε

να μείνετε εδώ.’’ Έπειτα, αφού προσθέτει ότι ‘‘στον Θεμιστοκλή άρεσε πολύ η παραίνεση

και χωρίς να απαντήσει τίποτα στα λόγια αυτά πήγε στον Ευρυβιάδη,’’ γράφει πάλι επί

λέξει: ‘’Τότε ο Θεμιστοκλής κάθισε πλησίον του και του ανέφερε όλα εκείνα που άκουσε

από τον Μνησίφιλο, παρουσιάζοντάς τα ως δικά του, προσθέτοντας και άλλα.’’ Βλέπεις ότι

προσπαθεί να προσάψει στον άνδρα τη φήμη του κακοήθους, λέγοντας ότι ιδιοποιήθηκε τις

σκέψεις του Μνησιφίλου;

(Κεφ. 38) Περιγελά, όμως, ακόμη περισσότερο τους Έλληνες και λέει ότι ο

Θεμιστοκλής δεν σκεφτόταν ποιό ήταν το συμφέρον να γίνει, αλλά ότι του διέφευγε, αυτού

που επωνομάσθηκε Οδυσσεύς για την εξυπνάδα του, ενώ παρουσιάζει τη συμπολίτισσά

του Αρτεμισία, χωρίς να της το αποκαλύπτει κανείς, να το αντιλαμβάνεται από μόνη της

και να προειδοποιεί τον Ξέρξη: ‘’Οι Έλληνες δεν θα είναι σε θέση να σου αντισταθούν για

310
πολύ χρόνο, αλλά θα τους αναγκάσεις να διασκορπίσουν τις δυνάμεις τους και ο καθένας

θα φύγει στην πόλη του∙ αν οδηγήσεις το πεζικό σου εναντίον της Πελοποννήσου, είναι

απίθανο να μείνουν (στη Σαλαμίνα) και δεν θα υπάρχει φροντίδα απ΄ αυτούς να

ναυμαχήσουν για την υπεράσπιση των Αθηνών∙ αν, όμως, επείγεσαι να ναυμαχήσεις

αμέσως, φοβάμαι μήπως, εάν βλαφθεί το ναυτικό σου, βλαφθεί επιπλέον και το πεζικό

σου.’’ Αυτό που λείπει από τον Ηρόδοτο είναι η έμμετρη έκφραση, για να παρουσιάσει την

Αρτεμισία ως Σίβυλλα που προλέγει τα μέλλοντα με τόση ακρίβεια. Γι΄ αυτό και ο Ξέρξης

της παρέδωσε τους γιους του για να τους οδηγήσει στην Έφεσο. Είχε, πράγματι,

λησμονήσει, όπως φαίνεται, να φέρει γυναίκες από τα Σούσα, αφού τα παιδιά του

χρειάζονταν γυναικεία συνοδεία».

Ο Πλούταρχος, και σ΄ αυτό το παράδειγμα, πραγματεύεται ένα συμβάν που

σχετίζεται με τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, και αφορά την επινόηση του σχεδίου να

ναυμαχήσουν οι Έλληνες με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα. Συγκεκριμένα, ο βιογράφος

διαφωνεί με τη διήγηση του Ηροδότου που παρουσιάζει τον Αθηναίο Μνησίφιλο να

συλλαμβάνει το σχέδιο αυτό και τον Θεμιστοκλή να ιδιοποιείται τη σύλληψη αυτού του

στρατηγήματος, ενός σχεδίου που μπόρεσε, κατά το βιογράφο, να το αντιληφθεί μία

γυναίκα, η Αρτεμισία, και όχι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής.

Ο Πλούταρχος αρχίζει την αφήγησή του με μία γενικόλογη φράση βασισμένη στην

υπερβολή που λέει ότι όλοι, ακόμη και αυτοί που ζουν στην κάτω πλευρά της γης,

γνωρίζουν ότι ο Θεμιστοκλής συνέλαβε το σχέδιο της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα και ότι

ίδρυσε, μετά τη ναυμαχία, ναό προς τιμήν της Αριστοβούλης Αρτέμιδος στη Μελίτη. 672 Δεν

έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα του βιογράφου περί ιδρύσεως ναού

από τον Θεμιστοκλή ως ευχαριστήρια πράξη προς την θεά Αρτέμιδα, και έτσι η ίδρυση του

672 Η ίδρυση ναού από τον Θεμιστοκλή προς τιμήν της Αριστοβούλης Αρτέμιδος κοντά στην οικία του
στη Μελίτη μνημονεύεται από τον Πλούταρχο και στο βίο του Θεμιστοκλέους, κεφ. 22. 2: «τὸ τῆς
Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἱσάμενος, ἣν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς
Ἕλλησι βουλευσάμενος, πλησίον δὲ τῆς οἰκίας κατεσκεύασεν ἐν Μελίτῃ τὸ ἱερόν», και στη συνέχεια
αναφέρεται ότι εντός του ιερού υπήρχε άγαλμα του ιδίου του Θεμιστοκλέους (κεφ. 22. 3): «ἔκειτο δὲ
καὶ τοῦ Θεμιστοκλέους εἰκόνιον ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀριστοβούλης ἔτι καθ’ ἡμᾶς». Η Μελίτη ήταν ένας
δήμος του άστεως των Αθηνών της φυλής Κεκροπίδος και ευρίσκετο εντός των τειχών της πόλεως
στα δυτικά της ακροπόλεως: βλ. H. Lohmann, “Melite [5]”, ΒNP 8 (2006), σ. 637.

311
εν λόγω ναού αποτελεί ισχυρή ένδειξη πως το στρατήγημα της επιλογής της Σαλαμίνας ως

τόπου για ναυμαχία το συνέλαβε ο Αθηναίος στρατηγός.673

Έπειτα, ο Πλούταρχος αναφέρει το χωρίο του Ηροδότου που λέει ότι, όταν ο

Θεμιστοκλής επέστρεψε στο πλοίο του, αμέσως μετά το πρώτο674 συνέδριο των στρατηγών

στη Σαλαμίνα με θέμα την επιλογή τόπου ναυμαχίας, απάντησε στον Αθηναίο Μνησίφιλο,

που τον ρώτησε ποιά ήταν η απόφαση, ότι επρόκειτο να ναυμαχήσουν στον Ισθμό μπροστά

από την Πελοπόννησο∙ ο Μνησίφιλος, ακούγοντας την απόφαση, συμβούλευσε τον

Αθηναίο στρατηγό να συναντήσει τον αρχηγό του ελληνικού στόλου Ευρυβιάδη και να

προσπαθήσει να τον πείσει να παραμείνει ο στόλος στη Σαλαμίνα, λέγοντας στον

Θεμιστοκλή ότι, αν φύγουν από τη Σαλαμίνα, δεν θα έχουν πια οι Έλληνες μία κοινή

πατρίδα για να την υπερασπιστούν, αλλά ο καθένας θα φύγει για να προστατεύσει την

πόλη του∙ αυτά τα παραινετικά λόγια άρεσαν πολύ στον Θεμιστοκλή, ο οποίος τα μετέφερε

στον Ευρυβιάδη παρουσιάζοντάς τα, όμως, ως δικές του σκέψεις, προσθέτοντας, ωστόσο,

και άλλα δικά του.675 Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι ο ιστορικός, όχι μόνο στερεί από τον

Θεμιστοκλή τη δόξα της συλλήψεως του σχεδίου να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, αλλά,

επιπλέον, ότι παρουσιάζει τον Αθηναίο στρατηγό κακοήθη, καθώς ιδιοποιήθηκε τις

σκέψεις του Μνησιφίλου.

Στο τριακοστό όγδοο κεφάλαιο, ο Πλούταρχος συνεχίζει την ίδια κατηγορία

εναντίον του Ηροδότου. Λέει, συγκεκριμένα, ο βιογράφος ότι ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως ο

Θεμιστοκλής δεν γνώριζε ποιό ήταν το συμφέρον των Ελλήνων, και πως διέφυγε της

προσοχής του να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, εκείνος ο οποίος χαρακτηρίστηκε

673 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 57 χρησιμοποιούν την ίδρυση
του ναού προς την θεά Αρτέμιδα ως επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι ο Θεμιστοκλής, και όχι ο
Μνησίφιλος, συνέλαβε το σχέδιο να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
674 Στο πρώτο συνέδριο των συμμάχων στη Σαλαμίνα είχε αποφασιστεί να ναυμαχήσουν στον Ισθμό
(Ηρόδ. 8. 49-50 και 56). Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 56, λ. «τό
προκείμενον» και App. XXI, I θεωρούν ότι, επειδή στο ίδιο συνέδριο πληροφορήθηκαν οι Έλληνες και
την εισβολή του Ξέρξη στην Αττική (Ηρόδ. 8. 50) και την κατάληψη της ακροπόλεώς της, για την
οποία οι Πέρσες χρειάστηκαν κάποιο χρονικό διάστημα (Ηρόδ. 8. 52. 2), ο Ηρόδοτος συνένωσε δύο
συνέδρια σε ένα.
675 Ηρόδ. 8. 57-58.

312
Οδυσσεύς676 για τη σοφία677 του. Για την ακρίβεια, ο ιστορικός δεν αναφέρει ρητά την

άγνοια του Θεμιστοκλέους περί του σχεδίου να γίνει η ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνος,

αλλά, ωστόσο, φαίνεται να την υπονοεί διηγούμενος τον Μνησίφιλο να συμβουλεύει αυτό

το σχέδιο στον Θεμιστοκλή. Αντιθέτως, ο ιστορικός, κατά τον Πλούταρχο, παρουσιάζει μία

γυναίκα, τη συμπολίτισσά του Αρτεμισία, να αντιλαμβάνεται, χωρίς την καθοδήγηση

κανενός συμβούλου της, το εν λόγω σχέδιο των Ελλήνων, συμβουλεύοντας τον Ξέρξη ότι,

αν οδηγήσει τον πεζικό678 στρατό στην Πελοπόννησο, οι Έλληνες δεν θα παραμείνουν στη

Σαλαμίνα, αλλά θα διασκορπίσουν τις δυνάμεις τους και ο καθένας θα φύγει για να

υπερασπιστεί την πόλη του, ενώ αν βιαστεί να ναυμαχήσει, μία ενδεχόμενη ήττα του

περσικού στόλου θα συμπαρασύρει στην καταστροφή και το πεζικό.679 Ο Πλούταρχος με τη

φράση «Ἀρτεμισίαν δὲ τὴν Ἡροδότου πολῖτιν» υπονοεί, κατά τη γνώμη μου, ότι ο ιστορικός

ψεύδεται στο ηροδότειο χωρίο (8. 68. β-γ), καθώς παρουσιάζει τη συμπολίτισσά του

Αρτεμισία να παρέχει αυτή μονάχα στον Ξέρξη τις σωστές συμβουλές. Το επιχείρημα που

αφήνει ο βιογράφος να εννοηθεί ότι, δηλαδή, ο νους μιας γυναίκας δεν θα μπορούσε να

συλλάβει από μόνος του ένα τέτοιο σχέδιο, είναι αν μη τι άλλο υποτιμητικός για την

Αρτεμισία. Και αυτό, επειδή η Αρτεμισία, ως επικεφαλής των πέντε πλοίων με τα οποία

συμμετείχε στην εκστρατεία, δείχνει ότι ήταν δυναμική γυναίκα που δεν φοβόταν να

συμμετάσχει η ίδια στους κινδύνους του πολέμου, αλλά και το γεγονός ότι εξουσίαζε, μετά

το θάνατο του συζύγου της, τους Αλικαρνασσείς, τους Κώους, τους Νισυρίους και τους

Καλυμνίους (Ηρόδ. 7. 99), δείχνει ότι ήταν γυναίκα άξια. Σύμφωνα με τη Σούδα (βλ. λ.

«Ηρόδοτος») ο Λύγδαμις, ο γιος του Πισινδήλιδος και εγγονός της Αρτεμισίας, ήταν

676 Δεν υπάρχει σε άλλη γραμματειακή πηγή ο χαρακτηρισμός του Θεμιστοκλέους ως Οδυσσέως,
ούτε την επαναλαμβάνει ο Πλούταρχος στο βίο του Αθηναίου στρατηγού: βλ. A. Bowen, Plutarch:
The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 38, λ. “nicknamed Odysseus” (Ηθικά 869F).
677 Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Θεμιστοκλής φημίσθηκε και δοξάσθηκε στην Ελλάδα ως ο πιο σοφός
Έλληνας: 8. 124. 1: «Θεμιστοκλέης ἐβώσθη τε καί ἐδοξώθη εἶναι ἀνήρ πολλόν Ἑλλήνων σοφώτατος
ἀνά πᾶσαν τήν Ἑλλάδα».
678 Σε άλλο χωρίο (7. 139. 2-4) ο Ηρόδοτος αναφέρει το αντίστροφο, ότι, δηλαδή, σε περίπτωση που οι
Αθηναίοι προσχωρούσαν στους Πέρσες ή εγκατέλειπαν τη χώρα τους, με αποτέλεσμα οι Πέρσες να
κυριαρχούν στη θάλασσα, οι πόλεις της Πελοποννήσου θα καταλαμβάνονταν από τις ναυτικές
περσικές δυνάμεις, και όχι από επίθεση του περσικού πεζικού στον Ισθμό.
679 Ηρόδ. 8. 68. β-γ.

313
υπεύθυνος για την εξορία του Ηροδότου∙ αν αυτό είναι αληθές τότε ο ιστορικός φαίνεται

ότι δεν κράτησε κάποια κακία για τη γιαγιά του Λυγδάμεως, την Αρτεμισία.680 Κατά τη

γνώμη μου, ο Ηρόδοτος, σ’ αυτό το χωρίο (8. 68. β-γ), πιθανότατα από συμπάθεια προς τη

συμπολίτισσά του, να ήθελε να την επαινέσει παρουσιάζοντας ως δική της γνώμη αυτές

τις συνετές συμβουλές.681

Έπειτα, ο Πλούταρχος απορεί πώς είναι δυνατόν η Αρτεμισία να γνώριζε όσα

επρόκειτο να συμβούν σε κάθε περίπτωση, λέγοντας με ειρωνεία ότι η διήγηση του

Ηροδότου χρειάζεται έμμετρη μορφή για να παρουσιάσει την Αρτεμισία ως Σίβυλλα.682 Και

η ειρωνεία του βιογράφου συνεχίζεται λέγοντας ότι, η επιθυμία του Ξέρξη, μετά την ήττα

των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνος και τη συμβουλή που του έδωσε η Αρτεμισία να

συνεχιστεί ο πόλεμος εναντίον των Ελλήνων από τον Μαρδόνιο (Ηρόδ. 8. 101-102), να δώσει

τους νόθους γιους του που τον ακολουθούσαν στην εκστρατεία στην Αρτεμισία για να τους

οδηγήσει με ασφάλεια στην Έφεσο,683 προσβάλει, αφ΄ ενός άμεσα τον Πέρση βασιλέα που

έκρινε ότι μία γυναίκα και όχι άνδρας θα προστατεύσει κατά τον καλύτερο τρόπο τα

παιδιά του, και έμμεσα τους γιους του Ξέρξη που χρειάζονταν τη συνοδεία μιας γυναίκας∙

ο Ξέρξης ανέθεσε στην Αρτεμισία το έργο της ασφαλούς μεταφοράς των γιων του,

πιθανότατα, είτε από αναγνώριση των ικανοτήτων της, είτε επειδή ήθελε να την τιμήσει.684

680 Ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 38, λ. “Artemisia … compatriot”
(Ηθικά 869F) δεν διατηρεί καμία επιφύλαξη για την εν λόγω καταγραφή της Σούδας,
υποστηρίζοντας ότι ο Ηρόδοτος διατήρησε το θαυμασμό του για την Αρτεμισία παρά την εξορία που
υπέστη από τον Λύγδαμι.
681 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXI, I θεωρούν, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι η
συμβουλή της Αρτεμισίας είναι ένα προφανές vaticinium post eventum που ενσωματώνει ένα
απόσπασμα από τον Αισχύλο (Πέρσ. 728: «ναυτικός στρατός κακωθείς πεζόν ὤλεσε στρατόν»).
682 Στην ελληνορωμαϊκή περίοδο οι Σίβυλλες ήταν ένας αδιευκρίνιστος αριθμός γυναικών με
ενόραση, εμπνέονταν από τους θεούς με τη γέννησή τους, διατηρούσαν την παρθενία τους σε όλη
τους τη ζωή, ζούσαν έως τα βαθιά γεράματα και δεν ήταν αθάνατες∙ τις προφητείες τους (συνήθως
καταστροφολογικού περιεχομένου) τις προσέφεραν πάντοτε χωρίς να τους τις ζητήσει κάποιος, τις
διετύπωναν μετά από συχνά μακροχρόνια ταξίδια, τις συνέδεαν με το όνομά τους σε εξαμέτρους
στίχους και τις κατέγραφαν: βλ. C. Walde, “Sibyl”, ΒNP 13 (2008), σ. 411-412.
683 Ηρόδ. 8. 103.
684 Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη περί τιμής A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ.
38, λ. “Xerxes gave her his children” (Ηθικά 870A).

314
Ο κύριος, όμως, λόγος, κατά τη γνώμη μου, που ο Πλούταρχος αναφέρει επιπλέον

ηροδότεια χωρία σχετικά με την Αρτεμισία είναι επειδή θέλει να την προσβάλει

παρουσιάζοντάς την ως μία απλή γυναίκα χωρίς καμία γνώση στρατηγικής και τακτικής

στον πόλεμο, ώστε να μην είναι δυνατόν να συμβουλεύσει ορθά τον Πέρση βασιλέα και να

προβλέψει το σχέδιο των Ελλήνων να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα∙ αλλά αν μπορεί μία

γυναίκα να συλλάβει ένα τέτοιο σχέδιο από μόνη της, κατά τον Πλούταρχο μπορεί να το

κάνει και ένας άνδρας, και πολύ περισσότερο ο Θεμιστοκλής, ο οποίος χαρακτηρίστηκε

Οδυσσεύς για την ευφυΐα του.

Ο Μνησίφιλος καταγόταν από τον ίδιο δήμο των Φρεάρρων με τον πατέρα του

Θεμιστοκλέους Νεοκλή,685 αλλά και με τον ίδιο τον Θεμιστοκλή,686 ενώ, σύμφωνα με τον F.J.

Frost, σωζώμενα όστρακα που φέρουν το όνομα του Μνησιφίλου και το δήμο στον οποίο

ανήκε δείχνουν ότι ήταν πολιτικά ενεργός ώστε να προκαλέσει την εχθρική κρίση κάποιων

συμπολιτών του κατά την οστρακοφορία του 487/6 π.Χ.687 Ο βιογράφος, ωστόσο, καθιστά

σαφές στο παρόν έργο του, αλλά και με την αποσιώπηση του ηροδότειου Μνησιφίλου στο

βίο του Θεμιστοκλέους, ότι θεωρεί ανύπαρκτη την παραίνεση του Μνησιφίλου στον

Αθηναίο στρατηγό.688 Αν αποδεχθούμε την ηροδότεια διήγηση (8. 57-58) που καθιστά σαφές

685 Πλούτ. Θεμ. (κεφ. 2. 6): «Μνησιφίλου τὸν Θεμιστοκλέα τοῦ Φρεαρρίου» και (κεφ 1. 1):
«Θεμιστοκλεῖ δὲ τὰ μὲν ἐκ γένους ἀμαυρότερα πρὸς δόξαν ὑπῆρχε∙ πατρὸς γὰρ ἦν Νεοκλέους οὐ
τῶν ἄγαν ἐπιφανῶν Ἀθήνησι, Φρεαρρίου τῶν δήμων».
686 Βλ. γι’ αυτήν την καταγραφή K. Kinzl, “Themistocles”, ΒNP 14 (2009), σ. 429∙ J.F. Lazenby, The
Defence of Greece, σ. 157.
687 Βλ. F.J. Frost, “Themistocles and Mnesiphilus”, Historia 20 (1971), σ. 23∙ στο άρθρο του ιδίου,
“Themistocles’ Place in Athenian Politics”, CSCA 1 (1968), σ. 124∙ πβ. J.F. Lazenby, The Defence of
Greece, σ. 157.
688 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 57 αναφέρουν ότι, αν και ο
Πλούταρχος απορρίπτει τη μεσολάβηση του Μνησιφίλου στο παρόν περιστατικό, εν τούτοις τον
διατηρεί ως μαθητή του Σόλωνος και δάσκαλο του Θεμιστοκλέους στην πολιτική: Θεμ. (κεφ. 2. 6-7):
«μᾶλλον οὖν ἄν τις προσέχοι τοῖς Μνησιφίλου τὸν Θεμιστοκλέα τοῦ Φρεαρρίου ζηλωτὴν γενέσθαι
λέγουσιν, οὔτε ῥήτορος ὄντος οὔτε τῶν φυσικῶν κληθέντων φιλοσόφων, ἀλλὰ τὴν τότε καλουμένην
σοφίαν, οὖσαν δὲ δεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν, ἐπιτήδευμα πεποιημένου καὶ
διασῴζοντος ὥσπερ αἵρεσιν ἐκ διαδοχῆς ἀπὸ Σόλωνος∙ ἣν οἱ μετὰ ταῦτα δικανικαῖς μείξαντες
τέχναις καὶ μεταγαγόντες ἀπὸ τῶν πράξεων τὴν ἄσκησιν ἐπὶ τοὺς λόγους, σοφισταὶ
προσηγορεύθησαν. τούτῳ μὲν οὖν ἤδη πολιτευόμενος ἐπλησίαζεν»∙ «Τῶν ἑπτά σοφῶν συμπόσιον»
(κεφ. 11) (Ηθικά 154C): «Μνησίφιλος δ’ ὁ Ἀθηναῖος, ἑταῖρος ὤν καί ζηλωτής Σόλωνος»∙ «Εἰ

315
ότι η σκέψη να παραμείνει και να ναυμαχήσει ο στόλος στη Σαλαμίνα είναι του

Μνησιφίλου, αυτό που διαφεύγει της προσοχής του Πλουτάρχου είναι ότι ο Θεμιστοκλής

επαινείται σε σημαντικό βαθμό από τον Ηρόδοτο∙ αρχικά ο ιστορικός τον παρουσιάζει ως

άνθρωπο νουνεχή να εγκρίνει τη συμβουλή του Μνησιφίλου και έπειτα, ως άνθρωπο με

ισχυρή θέληση και ευφυΐα να προσπαθεί να την εφαρμόσει με κάθε τρόπο, με απειλή

αποχωρήσεως των Αθηναίων από τον ελληνικό αγώνα και την εγκατάστασή τους στην

Σίριν689 της Ιταλίας (Ηρόδ. 8. 62. 2) κατά το δεύτερο690 συνέδριο που συνεκάλεσε ο

Ευρυβιάδης τη νύκτα, λίγη ώρα μετά από το πρώτο συνέδριο (Ηρόδ. 8. 56-59), και με το

τέχνασμά του, κατά το τρίτο691 συνέδριο των στρατηγών που συνεκλήθη την επομένη692

ημέρα, να ενημερώσει δήθεν τους Πέρσες μέσω του έμπιστού του δούλου Σικίννου ότι οι

Έλληνες φοβούνται και ότι σχεδιάζουν να φύγουν, ώστε να τους δελεάσει να κινηθούν

προς τον ελληνικό στόλο και να διεξαχθεί έτσι η ναυμαχία στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 8. 75).

Σχετικά με το ζήτημα της συλλήψεως του σχεδίου, ο Αθηναίος στρατηγός

επιθυμούσε να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα πολύ πριν αναφέρει ο ιστορικός την

παραίνεση του Μνησιφίλου στον Θεμιστοκλή για τις δυσάρεστες συνέπειες, όχι μονάχα

για τους Αθηναίους αλλά και για όλους τους συμμάχους, που θα έχει η υποχώρηση του

ελληνικού στόλου στον Ισθμό. Τα στοιχεία που στηρίζουν αυτήν την άποψη είναι τα εξής.

πρεσβυτέρῳ πολιτευτέον» (κεφ. 23) (Ηθικά 795C): «εἰ δέ τι σφαλείη, μὴ περιορῶν ἐξαθυμοῦντα τὸν
νέον, ἀλλ’ ἀνιστὰς καὶ παραμυθούμενος, ὡς Ἀριστείδης Κίμωνα καὶ Μνησίφιλος Θεμιστοκλέα,
δυσχεραινομένους καὶ κακῶς ἀκούοντας ἐν τῇ πόλει τὸ πρῶτον ὡς ἰταμοὺς καὶ ἀκολάστους, ἐπῆραν
καὶ ἀνεθάρρυναν».
689 Η Σίρις ευρίσκετο πλησίον του ομωνύμου ποταμού στο μέσον της διαδρομής μεταξύ της
Συβάρεως και του Τάραντος: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 62.
2. λ. «Siris».
690 Στο δεύτερο συνέδριο αποφασίσθηκε η παραμονή του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα και η
διεξαγωγή της ναυμαχίας εκεί (Ηρόδ. 8. 59-63).
691 Το τρίτο συνέδριο συνεκλήθη ύστερα από αντιδράσεις των Πελοποννησίων, που επιθυμούσαν να
υπερασπιστούν την Πελοπόννησο και να μην μένουν άλλο στη Σαλαμίνα, και έληξε με την
απόφαση για διεξαγωγή άμεσης ναυμαχίας λόγω της πληροφορήσεως από τον Αθηναίο εξόριστο
Αριστείδη και από Τηνίους αυτομόλους περί της κυκλώσεως των Ελλήνων από τους Πέρσες (Ηρόδ.
8. 74-83. 1).
692 Βλ. για το χρόνο του τρίτου συνεδρίου W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXI, I.

316
Αν θεωρήσουμε αληθή693 τον δεύτερο694 χρησμό που έλαβαν οι Αθηναίοι και κάνει λόγο για

«ξύλινον ἀπόρθητον τεῖχος» και για «θείῃ Σαλαμίς» (Ηρόδ. 7. 141. 3-4), και ότι ο

Θεμιστοκλής τον ερμήνευσε ως νικηφόρα διεξαγωγή ναυμαχίας στη Σαλαμίνα,695 τότε θα

πρέπει να θεωρήσουμε ότι, τουλάχιστον από τότε696 που εδόθη αυτός ο χρησμός στους

Αθηναίους, αν όχι νωρίτερα,697 ο Θεμιστοκλής πίστευε ακράδαντα ότι στη Σαλαμίνα θα

693 O N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 541 θεωρεί ότι είναι
απίθανο οι χρησμοί που έλαβαν οι Έλληνες αυτήν την περίοδο να ήταν κάτι άλλο από γνήσιοι∙
διαφορετικά θα τους είχαν απορρίψει οι σύγχρονοι με τους χρησμούς ακροατές του Ηροδότου. Την
ίδια άποψη διατυπώνει και ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 141. 6, λ. «τοῖσι
Ἀθηναίοισι» θεωρώντας ότι και ο πρώτος και ο δεύτερος χρησμός των Αθηναίων δεν αποτελούν
vaticinia post eventum και μεταγενέστερο δημιούργημα της φαντασίας, αλλά ότι ο Ηρόδοτος
χρησιμοποιεί σε διαφορετικά σημεία της διηγήσεώς του διαφορετικές πηγές.
694 Οι θεοπρόποι των Αθηναίων, επειδή έκριναν ότι ο πρώτος δελφικός χρησμός κάνει λόγο για πολύ
μεγάλη συμφορά που θα πάθαιναν οι Αθηναίοι από τους Πέρσες, πήραν κλαδιά ελιάς και ζήτησαν
ως ικέτες δεύτερο χρησμό από τον Απόλλωνα, ακολουθώντας τη συμβουλή του Τίμωνος του
Ανδροβούλου από τους Δελφούς (Ηρόδ. 7. 140-141. 2).
695 Δύο υπήρξαν οι κύριες ερμηνείες του δευτέρου χρησμού: α) ότι το ξύλινο τείχος είναι ο
ακανθώδης θάμνος που περιέβαλε παλαιότερα την ακρόπολη, η οποία, κατά την ερμηνεία των
πρεσβυτέρων Αθηναίων, θα σωζόταν, και β) ότι το ξύλινο τείχος είναι τα πλοία∙ την δεύτερη, όμως,
ερμηνεία οι χρησμολόγοι την ερμήνευαν ως ήττα των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνος και όχι
ως νίκη, μέχρις ότου ο Θεμιστοκλής ερμηνεύσει τη φράση «θείῃ Σαλαμίς» ως ήττα των εχθρών στη
ναυμαχία, την οποία αποδέχθηκαν εν τέλει οι Αθηναίοι (Ηρόδ. 7. 142-143).
696 O χρησμός εδόθη στους Αθηναίους τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 481 π.Χ. και, κατά τη διάρκεια
του Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναμετρηθούν με τον εχθρό στη
θάλασσα και όχι στη στεριά: βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ.
542. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 140. 1 χρονολογούν και τους
δύο χρησμούς το 480 π.Χ. μεταξύ της αποσύρσεως του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τα
Τέμπη και της αποφάσεως για άμυνα στις Θερμοπύλες, ενώ ο J.A.S. Evans, “The Oracle of the
"Wooden Wall", CJ 78 (1982), σ. 24-29 θεωρεί ότι οι Αθηναίοι συμβουλεύθηκαν την Πυθία μόλις το
μαντείο των Δελφών πρωτολειτούργησε, ύστερα από τη διακοπή της χειμερινής περιόδου, την
Άνοιξη του έτους 480 π.Χ.
697 Οι H.W. Parke - D.E.W. Wormell, The Delphic Oracle, vol. I: The History, Oxford 1956, σ. 170-171, αν
και θεωρούν ότι και οι δύο χρησμοί αποτελούν αναμφίβολα τις πραγματικές δηλώσεις του δελφικού
μαντείου, εν τούτοις, για τον δεύτερο χρησμό υποθέτουν ότι υποκινήθηκε από τον Θεμιστοκλή μέσω
των Αθηναίων θεοπρόπων, οι οποίοι, αποκαλύπτοντας κατ΄ ιδίαν στις δελφικές αρχές το γενικό
σχέδιο που είχε καταρτίσει ο Θεμιστοκλής για ναυτικό πόλεμο εναντίον των Περσών, ρώτησαν το
μαντείο επί του παρόντος σχεδίου για να παράγει κάποια προφητεία που θα προωθούσε την
εκτέλεσή του.

317
νικήσουν οι Έλληνες, και υποθέτουμε ότι θα προσπαθούσε, όσο μπορούσε να επηρεάσει

την εξέλιξη των γεγονότων, να δοθεί εκεί η ναυμαχία∙ η πεποίθηση του Αθηναίου

στρατηγού στη διεξαγωγή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα και στη νίκη είναι έκδηλη, αφ΄

ενός στη ρητή δήλωση του Θεμιστοκλέους προς τον Ευρυβιάδη, κατά το δεύτερο συνέδριο,

ότι στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με το χρησμό, θα νικήσουν (8. 60. γ), αλλά και στην έντονη

λεκτική αντιπαράθεση, κατά το ίδιο συνέδριο, με τον Κορίνθιο στρατηγό Αδείμαντο (8. 59

και 61),698 αφ΄ ετέρου στο τέχνασμά του να ειδοποίησει κρυφά τους Πέρσες να κινηθούν

προς τη Σαλαμίνα (8. 75).699 Στη συνέχεια ο Θεμιστοκλής δέχθηκε, έστω ακούσια και

προσωρινά, να συγκεντρωθεί ο ελληνικός στόλος μετά το Αρτεμίσιο στον Πώγωνα της

Τροιζήνος (Ηρόδ. 8. 42. 2), που δείχνει ότι δεν είχε σκοπό να ναυμαχήσει στη Σαλαμίνα, ή,

κάτι το οποίο, όμως, δεν αναφέρει καθόλου ο ιστορικός ως γεγονός, ότι, δηλαδή, ο

Αθηναίος στρατηγός διαφώνησε με την απόφαση, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τους

συμμάχους να κατευθυνθεί ο στόλος στην Σαλαμίνα. Ο Ηρόδοτος, έπειτα, αναφέρει δύο

λόγους για την παράκληση - που έγινε δεκτή προφανώς από τον αρχηγό του στόλου

Ευρυβιάδη - των Αθηναίων να αγκυροβολήσει ο ελληνικός στόλος στη Σαλαμίνα: α) για τη

μεταφορά των γυναικών και των παιδιών τους εκτός Αθηνών και β) για να συσκεφθούν τί

θα κάνουν (8. 40. 1). Αυτό, όμως, που αναφέρει ο ιστορικός στη συνέχεια αποκαλύπτει,

κατά τη γνώμη μου, την πραγματική αιτία της δεήσεως των Αθηναίων να κατευθυνθεί ο

συμμαχικός στόλος από το Αρτεμίσιο στην Σαλαμίνα, ο οποίος είναι ο εξής: ενώ οι

698 Ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος, σύμφωνα με το ηροδότειο χωρίο (8. 94), ολίγο πριν τη
ναυμαχία της Σαλαμίνος (480 π.Χ.), ετράπη με τα πλοία του σε φυγή: βλ. E. Stein – Hölkeskamp,
“Adeimantus [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 136. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 8. 59 αναφέρουν ότι όλοι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς [Πλούτ. Θεμ. (κεφ. 11)∙ Αιλιαν. Π. Ιστ.,
13, (κεφ. 40)∙ Αριστείδ. «Ὑπέρ τῶν τεττάρων» (Aristides, ex recensione Guilielmi Dindorfii, vol. ΙΙ,
Hildesheim 1964 σ. 258)] εκτός του Ψευδοπλουτάρχου, «Ἀποφθέγματα βασιλέων καί στρατηγῶν»
(Ηθικά 185Β), αναπαριστάνουν τη σκηνή της έντονης αντιπαραθέσεως στο συνέδριο να λαμβάνει
χώρα μεταξύ του Ευρυβιάδου και του Θεμιστοκλέους, και όχι μεταξύ του Αδειμάντου και του
Θεμιστοκλέους που διηγείται ο Ηρόδοτος.
699 Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό χωρίο (8. 75), δεν αναφέρει ρητά ότι, με την κρυφή ειδοποίηση των
Περσών, μόνη επιδίωξη του Θεμιστοκλέους είναι η νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία και όχι, σε
ενδεχόμενη επικράτηση των Περσών, τα οφέλη που θα απεκόμιζε από τον Ξέρξη∙ κατά τη γνώμη
μου, η επιμονή του Θεμιστοκλέους να διεξαχθεί η ναυμαχία στη Σαλαμίνα καθιστά σαφές ότι ο
Θεμιστοκλής το μόνο που πραγματικά επιθυμούσε την παρούσα στιγμή ήταν η νίκη των Ελλήνων.

318
Αθηναίοι ανέμεναν όλον τον στρατό των Πελοποννησίων να ευρίσκεται στη Βοιωτία,

διεπίστωσαν ότι οι Πελοποννήσιοι τείχιζαν τον Ισθμό και έδειχναν να ενδιαφέρονται

μονάχα για την Πελοπόννησο (8. 40. 2)∙ γι΄ αυτό το λόγο οι Αθηναίοι, διαπιστώνοντας την

αδιαφορία των Πελοποννησίων για την Αττική, επεδίωξαν και κατόρθωσαν να ακυρώσουν

την αρχική απόφαση να συγκεντρωθεί ο ελληνικός στόλος στον Πώγωνα της Τροιζήνος

(Ηρόδ. 8. 42. 2). Ζητώντας, λοιπόν, και επιτυγχάνοντας ο Θεμιστοκλής, ως στρατηγός των

Αθηναίων, να κατευθυνθεί ο ελληνικός στόλος στην Σαλαμίνα, εύλογα, θα μπορούσε

κάποιος δύσπιστος να ισχυριστεί πως ο Θεμιστοκλής δεν είχε από την αρχή στο νου του να

γίνει η ναυμαχία εκεί, καθώς επελέγη αυτή η νήσος, επειδή ήταν πλησίον των Αθηνών,

ώστε να γίνει με ασφάλεια η μεταφορά των αθηναϊκών οικογενειών εκτός της πόλεως

(Ηρόδ. 8. 40. 1)∙ το γεγονός, όμως, ότι επελέγη κατόπιν η Σαλαμίνα ως ένας εκ των τριών700

τόπων όπου θα εύρισκαν καταφύγιο τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων, καθώς και ότι η

απόφαση αυτή ελήφθη μετά την αγκυροβόληση του συμμαχικού στόλου στη Σαλαμίνα

(Ηρόδ. 8. 41. 1), δείχνει, κατά τη γνώμη μου, ότι πρόκειται για τέχνασμα του Θεμιστοκλέους

που ασφάλισε μ΄ αυτόν τον τρόπο τη διεξαγωγή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα με το

πρόσχημα της παραμονής του αθηναϊκού στόλου στη νήσο για την προστασία των

αθηναϊκών οικογενειών∙ και αν επεκτείνουμε αυτόν τον συλλογισμό, διαπιστώνοντας ο

Θεμιστοκλής την αδιαφορία των Πελοποννησίων για την Αττική με την μη αποστολή

πεζικού στη Βοιωτία και με την οχύρωση του Ισθμού, πιθανό να σκέφθηκε πως η μόνη

αξιοποιήσιμη δύναμη ήταν το συμμαχικό ναυτικό, την παρουσία του οποίου επέτυχε στη

Σαλαμίνα με το πρόσχημα της ασφαλούς μεταφοράς των αθηναϊκών οικογενειών που, αν

και ήταν αναγκαία να γίνει, τον εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη στιγμή για τη διεξαγωγή

της ναυμαχίας στα στενά. Η παραμονή των αθηναϊκών οικογενειών στη Σαλαμίνα

διαπιστώνεται ότι ήταν σκόπιμη και από το γεγονός ότι, όταν έληξε το πρώτο συνέδριο με

απόφαση να κατευθυνθεί ο στόλος στον Ισθμό (Ηρόδ. 8. 56), ο Θεμιστοκλής δεν προέβη σε

άμεση επιβίβαση των αθηναϊκών οικογενειών από τη Σαλαμίνα προς ασφαλέστερο τόπο,

αλλά επέμεινε, έστω με παρότρυνση του Μνησιφίλου, να μη φύγει ο συμμαχικός στόλος

700 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 41. 1, αναφέρει ότι οι περισσότεροι Αθηναίοι μετέφεραν τις οικογένειές
τους στην Τροιζήνα, ενώ άλλοι στην Αίγινα και στην Σαλαμίνα.

319
από τη Σαλαμίνα, αξιοποιώντας, κατά το δεύτερο συνέδριο στο λόγο του προς τον

Ευρυβιάδη, την παρουσία των αθηναϊκών οικογενειών στη νήσο ως επιχείρημα, ότι,

δηλαδή, «θα σωθεί η Σαλαμίνα, στην οποία έχουν μεταφερθεί τα παιδιά και οι γυναίκες

τους» (Ηρόδ. 8. 60. β), ενώ έπειτα, σε περίπτωση νίκης, μνημονεύει στα οφέλη, μαζί με τη

Σαλαμίνα, και τα Μέγαρα και την Αίγινα (Ηρόδ. 8. 60. γ), με την τελευταία να αποτελεί και

αυτή λόγο υπερασπίσεως, καθώς αποτελούσε καταφύγιο αθηναϊκών οικογενειών (Ηρόδ. 8.

41. 1). Επιπρόσθετα, με τη ρητή αναφορά του ιστορικού ότι, κατά το τρίτο συνέδριο, οι

Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς επιθυμούσαν να αμυνθούν στη Σαλαμίνα (8. 74. 2),

αλλά και με το επιχείρημα του Θεμιστοκλέους προς τον Ευρυβιάδη στο δεύτερο συνέδριο,

ότι, δηλαδή, αν γίνει η ναυμαχία στον Ισθμό, τότε οι Έλληνες θα χάσουν τη Σαλαμίνα, τα

Μέγαρα και την Αίγινα (Ηρόδ. 8. 60. α), εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και στο

πρώτο συνέδριο, που προηγήθηκε της συλλήψεως του σχεδίου από τον, κατά τον Ηρόδοτο,

Αθηναίο Μνησίφιλο, η μειοψηφία701 που υποστήριζε την παραμονή του στόλου στη

Σαλαμίνα αποτελούνταν τουλάχιστον από αυτές τις τρείς πόλεις (Αθήνα, Μέγαρα και

Αίγινα) και, βέβαια, εκ μέρους των Αθηναίων, από τον Θεμιστοκλή, καθώς ήταν στρατηγός

τους. Άρα, πριν από την παραίνεση του Μνησιφίλου, ο Θεμιστοκλής επιθυμούσε διακαώς

να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, καθώς, ως στρατηγός των Αθηναίων, επεδίωκε και

επέτυχε αρχικά να συγκεντρωθεί ο στόλος στη Σαλαμίνα∙ και όχι μονάχα αυτό, αλλά με το

κυριώτερο επιχείρημα που διετύπωσε στο δεύτερο συνέδριο των στρατηγών προς τον

Ευρυβιάδη, αποκάλυψε τους στρατηγικούς λόγους της επιλογής των στενών της

Σαλαμίνος ως τόπου διεξαγωγής της ναυμαχίας, λέγοντας ότι, «λόγω βαρυτέρων και

λιγοτέρων σε πλήθος πλοίων, σε σύγκριση με το πολυπληθές ναυτικό των Περσών,

συμφέρει στους Έλληνες να ναυμαχήσουν στα στενά, ενώ στους Πέρσες στην ανοικτή

θάλασσα» (Ηρόδ. 8. 60. α-β). Οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι, η παρουσίαση του

Μνησιφίλου να αντιλαμβάνεται πρώτος την αναγκαιότητα διεξαγωγής της ναυμαχίας στη

Σαλαμίνα, και ότι ο Θεμιστοκλής υιοθέτησε αυτό το σχέδιο χωρίς να αναγνωρίσει ότι ήταν

701 Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό χωρίο (8. 49. 2), συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η γνώμη της πλειοψηφίας
ήταν να πλεύσουν στον Ισθμό και εκεί να ναυμαχήσουν», που εύλογα, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει
ότι η μειοψηφία, δηλαδή οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς, σύμφωνα με το σχετικό
ηροδότειο χωρίο (8. 74. 2), τάσσονταν υπέρ της παραμονής του στόλου στη Σαλαμίνα.

320
του Μνησιφίλου (Ηρόδ. 8. 58. 2), ίσως να οφείλονται στην προκατάληψη των Αθηναίων

πληροφοριοδοτών του Ηροδότου.702 Ο R.W. Macan θεωρεί με βεβαιότητα ότι ο Μνησίφιλος

δεν αποτελεί επινόηση του ιστορικού, αλλά ότι η ιστορία αποτελεί μέρος του θρύλου γύρω

από το όνομα του Θεμιστοκλέους.703 Ο C. Hignett, ωστόσο, θεωρεί ότι η ιστορία με τον

Μνησίφιλο αποτελεί επινόηση ώστε να αφαιρεθούν τα εύσημα της πρωτοτυπίας και της

διορατικότητος από τον Θεμιστοκλή, και ότι τα τακτικά πλεονεκτήματα, που ανέφερε κατά

το δεύτερο συνέδριο ο Θεμιστοκλής για να πείσει τους Έλληνες να ναυμαχήσουν στα

στενά της Σαλαμίνος (Ηρόδ. 8. 60), θα πρέπει να του ήταν φανερά εξ αρχής.704 Ακόμη,

όμως, και να συνέβη η παραίνεση του Μνησιφίλου στον Θεμιστοκλή, ο τελευταίος, κατά τη

γνώμη μου, δεν θα έπρεπε, όπως και έπραξε, να αποκαλύψει στον Ευρυβιάδη ή σε

οποιονδήποτε άλλο στρατηγό στο συνέδριο ποιός τον συμβούλευσε, καθώς θα έδιδε την

εντύπωση, αφ΄ ενός ότι άγεται και φέρεται από τους συμβούλους του, αφ΄ ετέρου ότι το

σχέδιο να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα δεν ήταν δική του σύλληψη∙ το εν λόγω σχέδιο,

ωστόσο, αφ΄ ενός με την ερμηνεία από τον Θεμιστοκλή του δευτέρου χρησμού, αφ΄ ετέρου

με την επιλογή του Αθηναίου στρατηγού να συγκεντρωθεί ο στόλος στη Σαλαμίνα και την

επιμονή του να διεξαχθεί η ναυμαχία εκεί, που προήγηθηκαν ως γεγονότα από την

702 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 57. Οι W.W. How - J. Wells, στο
ίδιο σχόλιο, για να στηρίξουν την άποψή τους περί συλλήψεως του σχεδίου να γίνει η ναυμαχία στη
Σαλαμίνα από τον Θεμιστοκλή, αναφέρουν τα εξής επιχειρήματα: α) την φήμη του Θεμιστοκλέους
για την απαράμιλλη σοφία του αμέσως μετά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 8. 124), β) την
ίδρυση από τον Θεμιστοκλή ναού προς τιμήν της Αριστοβούλης Αρτέμιδος, σύμφωνα με τον
Πλούταρχο, και, κυρίως, γ) την επιμονή του Θουκυδίδου (1. 138. 3: «φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δὲ
βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο») για την πρωτοτυπία του
Θεμιστοκλέους. Αυτά, ωστόσο, τα επιχειρήματα αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, ενδείξεις και όχι
αποδείξεις. O A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 280 θεωρεί ότι δικαίως επικρίνεται από τον
Πλούταρχο η ιστορία με τον Μνησίφιλο, και ότι κακοήθης δεν είναι ο ίδιος ο Ηρόδοτος, αλλά οι
Αθηναίοι πληροφοριοδότες του. Ο F.J. Frost, Historia 20 (1971), σ. 25, αν και αποδέχεται την ιδιότητα
του Μνησιφίλου ως συμβούλου του Θεμιστοκλέους τη δεκαετία του 480 π.Χ., εν τούτοις θεωρεί ότι
μετά τους Μηδικούς πολέμους, με τη φήμη που απέκτησε ο Αθηναίος στρατηγός, κάποιοι από
φθόνο απέδωσαν το σχέδιο της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα στον Μνησίφιλο, και πως αυτήν την
ιστορία διατηρούσαν στη μνήμη τους σχεδόν σαράντα έτη αργότερα οι πληροφοριοδότες του
Ηροδότου.
703 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 57. 2, λ. «Μνησίφιλος ἀνήρ Ἀθηναῖος».
704 Βλ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 204 και σημ. 1-2.

321
καταγραφή του Ηροδότου περί συλλήψεως του σχεδίου από τον Μνησίφιλο, αναγνωρίζεται

εμμέσως από τον ιστορικό ότι ο Θεμιστοκλής το είχε συνεχώς στο νου του και επεδίωκε την

εφαρμογή του, προκαλώντας, έτσι, ο Ηρόδοτος αντίφαση στο ιστορικό του έργο.

Και όσον αφορά τη σύλληψη του σχεδίου, δηλαδή, τη διεξαγωγή της ναυμαχίας στη

Σαλαμίνα, δεν αποτελεί η ίδια, κατά τη γνώμη μου, πρωτοφανές στρατήγημα, καθώς τόσο

η αποστολή στρατεύματος στα Τέμπη και στις Θερμοπύλες όσο και η επιλογή τόπου

ναυμαχίας στη Σαλαμίνα δείχνει ότι η στρατηγική των Ελλήνων εναντίον των

πολυπληθών Περσών, πριν οι Πέρσες υποστούν σημαντική ήττα, σε στεριά και θάλασσα

ήταν η ίδια: η επιλογή στενών ώστε να περιοριστεί η αριθμητική υπεροχή του εχθρού και

να αποφευχθεί η καθολική χρησιμοποίηση και ανάπτυξη των περσικών δυνάμεων

εναντίον των Ελληνικών∙ το Αρτεμίσιο επελέγη λόγω της αναγκαίας καλύψεως του

πεζικού στρατού, που ευρίσκετο στις Θερμοπύλες, από το ναυτικό,705 ενώ στις Πλαταιές δεν

θεωρήθηκε, πιθανότατα, αναγκαία η στρατηγική επιλογή των στενών, καθώς, αφ΄ ενός οι

Αθηναίοι πίεζαν τους Σπαρτιάτες για άμεση αποστολή βοηθείας προς υπεράσπιση της

Αττικής (Ηρόδ. 9. 6-11), αφ’ ετέρου το πλήθος των εχθρών ήταν κατά πολύ μικρότερο706 και,

συνεπώς, αντιμετωπίσιμο σε μάχη σε ανοικτό707 πεδίο. Έτσι ο Μνησίφιλος, αυτό που

μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι επέτυχε, αν πράγματι είπε αυτά τα συνετά λόγια στον

Αθηναίο στρατηγό, είναι να επισημάνει στον Θεμιστοκλή τους κινδύνους για τον κοινό

ελληνικό αγώνα από μία πιθανή υποχώρηση του ελληνικού στόλου στον Ισθμό. Ο

ιδιοφυής, όμως, Θεμιστοκλής το γνώριζε αυτό και δεν χρειαζόταν υποδείξεις από τους

συμβούλους του, η ικανότητα των οποίων πρέπει, όπως προανέφερα, να αναγνωρισθεί στα

πλεονεκτήματα του Αθηναίου στρατηγού. Η πραγματική, ωστόσο, σύλληψη του σχεδίου, ή,

ορθότερα, του ιδυοφυούς τεχνάσματος, έγινε αναμφισβήτητα από τον Θεμιστοκλή με την

705 Βλ. γι΄ αυτή τη διαπίστωση N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ.
552.
706 Ο Ηρόδοτος, στο σχετικό χωρίο (8. 113), κάνει λόγο για 300.000 επιλέκτους από τον Μαρδόνιο
άνδρες του στρατού του Ξέρξη.
707 Ο Μαρδονιος επέλεξε να στρατοπεδεύσει στη χώρα των Θηβών (Ηρόδ. 9. 15. 1-2), καθώς
σκεφτόταν να γίνει η μάχη κοντά σε συμμαχική πόλη και σε χώρο κατάλληλο για επιχειρήσεις
ιππικού (Ηρόδ. 9. 13. 3).

322
κρυφή ειδοποίηση των Περσών να κινηθούν εναντίον του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα

και έτσι να τον εξαναγκάσουν σε ναυμαχία.708 Αν και, σύμφωνα με τον ιστορικό, οι Πέρσες

ήταν ήδη αποφασισμένοι να διεξάγουν ναυμαχία στη Σαλαμίνα ολίγο πριν την κρυφή

ειδοποίηση του Θεμιστοκλέους (8. 70. 1), εν τούτοις το τέχνασμα του Αθηναίου στρατηγού,

κατά τη γνώμη μου, δεν μειώνεται σε αξία, καθώς έγινε, σύμφωνα με την ηροδότεια

διήγηση, αφ’ ενός σε καίριο χρόνο, τη στιγμή, δηλαδή, που οι Έλληνες διχογνωμούσαν

έντονα στο τρίτο συνέδριο (8. 78), αφ’ ετέρου ο Αθηναίος στρατηγός ασφάλισε τη

διεξαγωγή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα με τον αποκλεισμό από τους Πέρσες του

ελληνικού στόλου στα στενά (8. 76). Αυτό το τέχνασμα δεν το αποκάλυψε ο Μνησίφιλος

στον Θεμιστοκλή, καθώς, αφ’ ενός, όπως αναφέρει η ηροδότεια διήγηση (8. 75), το

συνέλαβε ο ίδιος ο Αθηναίος στρατηγός, αφ’ ετέρου η αμηχανία του Μνησιφίλου είναι

διακριτή στο ηροδότειο χωρίο (8. 57. 2) όπου δεν συμβουλεύει τον Θεμιστοκλή με ποιόν

ακριβώς τρόπο θα ανατρέψει την απόφαση του πρώτου συνεδρίου και πώς θα μεταπειστεί

ο Ευρυβιάδης, ώστε να παραμείνει ο ελληνικός στόλος στη Σαλαμίνα.

708 Ο Θουκυδίδης μνημονεύει το ιδιοφυές τέχνασμα του Θεμιστοκλέους στην επιστολή που έστειλε ο
τελευταίος προς τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη: 1. 137. 4: «ἐδήλου δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ‘Θεμιστοκλῆς ἥκω
παρὰ σέ, ὃς κακὰ μὲν πλεῖστα Ἑλλήνων εἴργασμαι τὸν ὑμέτερον οἶκον, ὅσον χρόνον τὸν σὸν πατέρα
ἐπιόντα ἐμοὶ ἀνάγκῃ ἠμυνόμην, πολὺ δ’ ἔτι πλείω ἀγαθά, ἐπειδὴ ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ
ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο. καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται (γράψας την τε ἐκ
Σαλαμῖνος προάγγελσιν τῆς ἀναχωρήσεως», ενώ ο Αισχύλος το μνημονεύει ως τον καθοριστικό
παράγοντα για τη ναυτική σύγκρουση στη Σαλαμίνα: Πέρσ. 355-362:
«ἀνὴρ γὰρ Ἕλλην ἐξ Ἀθηναίων στρατοῦ
ἐλθὼν ἔλεξε παιδὶ σῶι Ξέρξηι τάδε∙
ὡς εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας
Ἕλληνες οὐ μενοῖεν, ἀλλὰ σέλμασιν
ναῶν ἐπανθορόντες ἄλλος ἄλλοσε
δρασμῶι κρυφαίωι βίοτον ἐκσωσοίατο.
ὁ δ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσεν, οὐ ξυνεὶς δόλον
Ἕλληνος ἀνδρὸς οὐδὲ τὸν θεῶν φθόνον».

323
20. Ο κορινθιακός στόλος υπό την αρχηγία του Αδειμάντου δεν ετράπη σε φυγή με την

έναρξη της ναυμαχίας των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα, αλλά έλαβε

μέρος σ΄ αυτήν και αρίστευσε (κεφ. 39).

(870 Α) Κεφ. 39. «Ἀλλ’ ὃ μὲν ἔψευσται, λόγος ἡμῖν οὐδείς·

B ἃ δέ γε κατέψευσται μόνον ἐξετάζομεν. φησὶ

τοίνυν Ἀθηναίους λέγειν, ὡς Ἀδείμαντος ὁ Κοριν-

θίων στρατηγός, ἐν χερσὶ τῶν πολεμίων γενομένων,

ὑπερεκπλαγεὶς καὶ καταδείσας ἔφευγεν, οὐ πρύμναν

κρουσάμενος οὐδὲ διαδὺς ἀτρέμα διὰ τῶν μαχομέ-

νων, ἀλλὰ λαμπρῶς ἐπαιρόμενος τὰ ἱστία καὶ τὰς

ναῦς ἁπάσας ἀποστρέψας∙ εἶτα μέντοι κέλης ἐλαυνό-

μενος αὐτῷ συνέτυχε περὶ τὰ λήγοντα τῆς Σαλα-

μινίας, ἐκ δὲ τοῦ κέλητος ἐφθέγξατό τις∙ “σὺ μέν,

ὦ Ἀδείμαντε, φεύγεις καταπροδοὺς τοὺς Ἕλληνας∙

C οἱ δὲ καὶ δὴ νικῶσι, καθάπερ ἠρῶντο ἐπικρατῆσαι

τῶν ἐχθρῶν.” ὁ δὲ κέλης οὗτος ἦν, ὡς ἔοικεν,

οὐρανοπετής∙ τί γὰρ ἔδει φείδεσθαι μηχανῆς τραγι-

κῆς, ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ὑπερπαίοντα τοὺς τραγῳ-

δοὺς ἀλαζονείᾳ; πιστεύσας οὖν ὁ Ἀδείμαντος “ἐπ-

ανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον ἐπ’ ἐξειργασμένοις∙

αὕτη φάτις ἔχει ὑπὸ Ἀθηναίων∙ οὐ μέντοι Κορίν-

θιοι ὁμολογέουσιν, ἀλλὰ ἐν πρώτοισι σφέας αὐτοὺς

τῆς ναυμαχίης νομίζουσι γενέσθαι∙ μαρτυρεῖ δέ

σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς.”

Τοιοῦτός ἐστιν ἐν πολλοῖς ὁ ἄνθρωπος∙ ἑτέρας

καθ’ ἑτέρων διαβολὰς καὶ κατηγορίας κατατίθησιν,

D ὥστε μὴ διαμαρτεῖν τοῦ φανῆναί τινα πάντως πονη-

ρόν∙ ὥσπερ ἐνταῦθα περίεστιν αὐτῷ, ἀπιστουμένους

324
Ἀθηναίους, πιστευομένης δὲ τῆς διαβολῆς Κοριν-

θίους ἀδοξεῖν. οἶμαι δὲ <μήτ’ Ἀθηναίων αὐτὸν

ἀκοῦσαι κακιζόντων Κορινθίους> μήτε Κορινθίων

Ἀθηναίους, ἀλλὰ τούτων ἀμφοτέρων ὁμοῦ κατα-

ψεύδεσθαι. Θουκυδίδης γοῦν, ἀντιλέγοντα ποιῶν

τῷ Κορινθίῳ τὸν Ἀθηναῖον ἐν Λακεδαίμονι καὶ πολ-

λὰ περὶ τῶν Μηδικῶν λαμπρυνόμενον ἔργων καὶ

περὶ τῆς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίας, οὐδεμίαν αἰτίαν

προδοσίας ἢ λιποταξίας ἐπενήνοχε Κορινθίοις∙

οὐδὲ γὰρ εἰκὸς ἦν Ἀθηναῖον ταῦτα βλασφημεῖν

περὶ τῆς Κορινθίων πόλεως, ἣν τρίτην μὲν ἑώρα

μετὰ Λακεδαιμονίους καὶ μετ’ αὐτοὺς ἐγχαραττο-

E μένην τοῖς ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἀναθήμασιν. ἐν δὲ

Σαλαμῖνι παρὰ τὴν πόλιν ἔδωκαν αὐτοῖς θάψαι τε

τοὺς ἀποθανόντας, ὡς ἄνδρας ἀγαθοὺς γενομένους,

καὶ ἐπιγράψαι τόδε τὸ ἐλεγεῖον∙

ὦ ξεῖν’, εὔυδρόν ποτ’ ἐναίομεν ἄστυ Κορίνθου,

νῦν δ’ ἅμ’ Αἴαντος νᾶσος ἔχει Σαλαμίς.

ἐνθάδε Φοινίσσας νῆας καὶ Πέρσας ἑλόντες

καὶ Μήδους, ἱερὰν Ἑλλάδα ῥυσάμεθα.

τὸ δ’ ἐν Ἰσθμῷ κενοτάφιον ἐπιγραφὴν ἔχει ταύτην

ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα πᾶσαν

F ταῖς αὐτῶν ψυχαῖς κείμεθα ῥυσάμενοι.

Διοδώρου δέ τινος τῶν Κορινθίων τριηράρχων ἐν

ἱερῷ Λητοῦς ἀναθήμασι κειμένοις καὶ τοῦτ’ ἐπεγέ-

325
γραπτο∙

ταῦτ’ ἀπὸ δυσμενέων Μήδων ναῦται Διοδώρου

ὅπλ’ ἀνέθεν Λατοῖ, μνάματα ναυμαχίας.

αὐτός γε μὴν ὁ Ἀδείμαντος, ᾧ πλεῖστα λοιδορού-

μενος Ἡρόδοτος διατελεῖ καὶ λέγων, “μοῦνον

ἀσπαίρειν τῶν στρατηγῶν, ὡς φευξόμενον ἀπ’

Ἀρτεμισίου καὶ μὴ περιμενοῦντα,” σκόπει τίνα

δόξαν εἶχεν∙

οὗτος Ἀδειμάντου κείνου τάφος, ὃν δία πᾶσα

Ἑλλὰς ἐλευθερίας ἀμφέθετο στέφανον.

871 A Οὔτε γὰρ τελευτήσαντι τοιαύτην εἰκὸς ἦν ἀνδρὶ

δειλῷ καὶ προδότῃ γενέσθαι τιμήν, οὔτ’ ἂν ἐτόλ-

μησε τῶν θυγατέρων ὄνομα θέσθαι τῇ μὲν Ναυσι-

νίκην τῇ δ’ Ἀκροθίνιον τῇ δ’ Ἀλεξιβίαν, Ἀριστέα

δὲ καλέσαι τὸν υἱόν, εἰ μή τις ἦν ἐπιφάνεια καὶ λαμ-

πρότης περὶ αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἔργων ἐκείνων. καὶ

μὴν ὅτι μόναι τῶν Ἑλληνίδων αἱ Κορίνθιαι γυναῖ-

κες εὔξαντο τὴν καλὴν ἐκείνην καὶ δαιμόνιον εὐχήν,

ἔρωτα τοῖς ἀνδράσι τῆς πρὸς τοὺς βαρβάρους μάχης

B ἐμβαλεῖν τὴν θεόν, οὐχ ὅπως τοὺς περὶ τὸν Ἡρό-

δοτον ἀγνοῆσαι πιθανὸν ἦν, ἀλλ’ οὐδὲ τὸν ἔσχατον

Καρῶν∙ διεβοήθη γὰρ τὸ πρᾶγμα καὶ Σιμωνίδης

ἐποίησεν ἐπίγραμμα, χαλκῶν εἰκόνων ἀνασταθει-

σῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης, ὃν ἱδρύσασθαι

Μήδειαν λέγουσιν, οἱ μὲν αὐτὴν παυσαμένην τἀν-

326
δρός, οἱ δ’ ἐπὶ τῷ τὸν Ἰάσονα τῆς Θέτιδος ἐρῶντα

παῦσαι τὴν θεόν. τὸ δ’ ἐπίγραμμα τοῦτ’ ἐστίν∙

αἵδ’ ὑπὲρ Ἑλλάνων τε καὶ ἰθυμάχων πολιητᾶν

ἔσταθεν εὐξάμεναι Κύπριδι δαιμόνιαι.

οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐμήδετο δῖ’ Ἀφροδίτα

Μήδοις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν προδόμεν.

C ταῦτ’ ἔδει γράφειν καὶ τούτων μεμνῆσθαι μᾶλλον ἢ

τὴν Ἀμεινοκλέους ἐμβαλεῖν συμφορὰν καὶ παιδο-

φονίαν».

«Δεν μας απασχολεί το γεγονός ότι ψεύδεται, αλλά εξετάζουμε μονάχα τα κακοήθη

ψεύδη του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι λέγουν πως ο Αδείμαντος, ο στρατηγός των

Κορινθίων, όταν οι εχθροί πλησίασαν, κατελήφθη απο φόβο και έφυγε, όχι

οπισθοχωρώντας με την πρύμνη του πλοίου του και διερχόμενος ήσυχα μέσα από τους

μαχομένους, αλλά σηκώνοντας ανοιχτά τα πανιά και στρέφοντας μαζί του όλα του τα

πλοία∙ έπειτα, (καθώς περνούσε) περί την τελευταία άκρη της Σαλαμίνας, τον συνάντησε

ένα πλοίο που έπλεε και ένας από το πλοίο του φώναξε: ‘’Εσύ, Αδείμαντε, φεύγεις και

προδίδεις τους Έλληνες∙ εκείνοι, όμως, νικούν, όπως ακριβώς προσευχήθηκαν να νικήσουν

τους εχθρούς.’’ Το πλοίο αυτό, όπως φαίνεται, ήταν ουρανοκατέβατο. Για ποιό λόγο,

άλλωστε, να είναι φειδωλός στη χρησιμοποίηση της μηχανής της τραγωδίας, αφού σε όλα

τα άλλα ξεπερνάει τους τραγικούς ποιητές σε θεατρικότητα; Ο Αδείμαντος, λοιπόν, τον

πίστεψε και ‘’επέστρεψε στο στρατόπεδο όταν η ναυμαχία είχε ολοκληρωθεί∙ αυτή είναι η

εκδοχή των Αθηναίων, την οποία οι Κορίνθιοι δεν την αποδέχονται και θεωρούν ότι ήταν

μεταξύ των πρωταγωνιστών της ναυμαχίας∙ μαρτυρία υπέρ αυτών δίδουν και οι άλλοι

Έλληνες.’’

Τέτοια κάνει σε πολλές περιπτώσεις ο άνθρωπος∙ επιρρίπτει διαφορετικές διαβολές

και κατηγορίες εναντίον του καθ΄ ενός, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να επιτυγχάνει να

παρουσιάζει κάποιον ως φαύλο. Έτσι, και στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα γι΄

327
αυτόν είναι ότι, αν δεν γίνει πιστευτή η διαβολή, θα θεωρηθούν αναξιόπιστοι οι Αθηναίοι,

ενώ αν γίνει πιστευτή, οι Κορίνθιοι. Πιστεύω, όμως, ότι δεν άκουσε ο ίδιος τους Αθηναίους

να κακολογούν τους Κορινθίους ούτε τους Κορινθίους να κακολογούν τους Αθηναίους,

αλλά ψεύδεται με κακοήθη τρόπο και για τους δύο. Ο Θουκυδίδης, ωστόσο, όταν

παρουσιάζει κάποιον Αθηναίο να αντιλέγει στη Λακεδαίμονα σε κάποιον Κορίνθιο και να

λαμπρύνει (την αθηναϊκή συμμετοχή) στους Μηδικούς πολέμους και στη ναυμαχία στη

Σαλαμίνα, δεν επιρρίπτει καμία κατηγορία προδοσίας ή λιποταξίας στους Κορινθίους.

Γιατί δεν θα ήταν λογικό ο Αθηναίος να επιρρίπτει τέτοιες βλασφημίες στην πόλη των

Κορινθίων, τη στιγμή που έβλεπε το όνομά της χαραγμένο τρίτο, μετά τους

Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους, επάνω στα βαρβαρικά λάφυρα που αφιερώθηκαν

στους θεούς. Και στη Σαλαμίνα τους έδωσαν δικαίωμα να θάψουν τους νεκρούς τους κοντά

στην πόλη, επειδή αναδείχθηκαν γενναίοι άνδρες, και τοποθέτησαν ως επίγραμμα αυτό

εδώ το ελεγείο:

Ξένε, κάποτε κατοικούσαμε στην εύυδρη πόλη της Κορίνθου

και τώρα μας δέχεται η νήσος του Αίαντος, η Σαλαμίς.

Εδώ νικώντας τα φοινικικά πλοία, τους Πέρσες

και τους Μήδους, σώσαμε την ιερή Ελλάδα.

Και το κενοτάφιο στον Ισθμό έχει την εξής επιγραφή:

Εδώ κειτόμαστε, έχοντας σώσει την Ελλάδα δίδοντας την ψυχή μας,

όταν η Ελλάδα βρέθηκε στην κόψη του ξυραφιού.

Στα αναθήματα που αφιέρωσε στο ιερό της Λητούς κάποιος Κορίνθιος τριήραρχος, ο

Διόδωρος, υπάρχει το παρακάτω επίγραμμα:

Τα όπλα αυτά (τα πήραν) από τους εχθρούς Μήδους οι ναύτες του Διοδώρου

και τα αφιέρωσαν στη Λητώ, σε ανάμνηση της ναυμαχίας.

328
Και ο ίδιος ο Αδείμαντος, τον οποίο ο Ηρόδοτος συνεχώς λοιδορεί και λέει ότι ‘’ήταν ο

μόνος στρατηγός που αντιδρούσε (και έλεγε) ότι δεν θα μείνει, αλλά θα φύγει από το

Αρτεμίσιο,’’ δες ποιά φήμη είχε:

Αυτός εδώ είναι ο τάφος του Αδειμάντου, τον οποίο όλη η θεϊκή

Ελλάς περιέβαλε με το στεφάνι της ελευθερίας.

Πράγματι, δεν ήταν λογικό να αποδοθεί τέτοια τιμή μετά θάνατον σε άνδρα δειλό και

προδότη, ούτε θα τολμούσε (ο ίδιος) να ονομάσει τις θυγατέρες του τη μια Ναυσινίκη, την

άλλη Ακροθίνιον, την άλλη Αλεξιβία, και να αποκαλέσει τον γιο του Αριστέα, αν δεν είχε

αποκτήσει κάποια δόξα και λαμπρότητα από τις πράξεις του στους Μηδικούς. Επιπλέον, οι

Κορίνθιες γυναίκες ήταν οι μόνες Ελληνίδες που έκαναν τη λαμπρή και θεϊκή εκείνη

προσευχή, να εμφυσήσει, δηλαδή, η θεά στους άνδρες τους έρωτα για τη μάχη εναντίον

των βαρβάρων, κάτι που είναι απίθανο να το αγνοούν οι άνθρωποι πέριξ του Ηροδότου,

αφού και ο πιο απομακρυσμένος Κάρας (θα το έχει ακούσει)∙ γιατί η υπόθεση έγινε γνωστή

και ο Σιμωνίδης συνέθεσε επίγραμμα για τα χάλκινα αγάλματα που αφιερώθηκαν στο ναό

της Αφροδίτης, τον οποίο, λένε, ότι ίδρυσε η Μήδεια, όταν έπαυσε να είναι ερωτευμένη με

τον άνδρα της, σύμφωνα με μία εκδοχή, ενώ, σύμφωνα με άλλη, για να ευχαριστήσει τη

θεά που έπαυσε τον έρωτα του Ιάσονος για τη Θέτιδα. Το επίγραμμα είναι το εξής:

Εδώ ευρίσκονται οι γυναίκες που προσευχήθηκαν στην Αφροδίτη

για τους Έλληνες και τους άνδρες τους, τους δικαίους μαχητές.

Και η Αφροδίτη βεβαίωσε πως η Ακρόπολη των Ελλήνων

δεν θα πέσει στους τοξοφόρους Μήδους.

Αυτά όφειλε να γράφει και αυτά να μνημονεύει περισσότερο και όχι να αναφέρει ότι ο

Αμεινοκλής σκότωσε τον γιο του».

329
Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται το περιστατικό της φυγής

του κορινθιακού στόλου υπό την αρχηγία του Αδειμάντου από την ελληνική παράταξη

όταν άρχισε η ναυμαχία εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα.

Ο βιογράφος παρουσιάζει ευθέως το ηροδότειο χωρίο που, κατά τη γνώμη του,

καταδεικνύει το κακόηθες ψεύδος του ιστορικού για τον Κορίνθιο στρατηγό Αδείμαντο, ότι

δηλαδή, ο Αδείμαντος, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Αθηναίων, με την έναρξη της

ναυμαχίας, κατελήφθη από φόβο και ετράπη σε φυγή μαζί με τα πλοία709 που αυτός

διοικούσε, φεύγοντας όχι ήσυχα και χωρίς να οπισθοχωρήσει με την πρύμνη του πλοίου

του, αλλά σηκώνοντας τα πανιά∙710 έπειτα, περί το άκρο711 της Σαλαμίνος τον συνάντησε

709 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 94, συγκεκριμένα αναφέρει ότι τα πλοία που ακολούθησαν τον
Αδείμαντο στη φυγή ήταν αυτά του κορινθιακού στόλου. Στο σχετικό χωρίο (8. 43) ο ιστορικός
διηγείται ότι το πλήθος του κορινθιακού στόλου στη Σαλαμίνα υπό την αρχηγία του Αδειμάντου
ήταν το ίδιο με αυτό στο Αρτεμίσιο, δηλαδή, κατά το ηροδότειο χωρίο (8. 1), ήταν σαράντα πλοία. Ο
N.G.L. Hammond, “The Battle of Salamis”, JHS 76 (1956), σ. 40, ωστόσο, συλλογιζόμενος ότι ο
Ηρόδοτος αναφέρει τον ελληνικό στόλο πριν τη σύγκρουση να έχει 380 πλοία (8. 82. 2) ενώ τον
Αισχύλο (Πέρσ. στ. 334-340) να μνημονεύει ότι όταν άρχισε η ναυμαχία ο ελληνικός στόλος
αριθμούσε 310 πλοία, θεωρεί ότι το τμήμα του ελληνικού στόλου υπό του Αδειμάντου, που δεν
συμμετείχε στη ναυμαχία, αριθμούσε εβδομήντα πλοία. Κατά τον A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ.
458 ο κορινθιακός στόλος αριθμούσε πενήντα πλοία, συμπεριλαμβανομένων των δέκα πλοίων από
τις αποικίες της Κορίνθου.
710 Όταν το πλοίο ύψωνε τα πανιά του, αυτό είναι απόδειξη φυγής (πβ. Ηρόδ. 6. 14. 2 και 8. 56), ενώ
κατά τη ναυμαχία κατέβαινε το κατάρτι της τριήρους που έπλεε χρησιμοποιώντας μονάχα κουπιά:
βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 94. 1, λ. «τὰ ἱστία ἀειράμενον».
711 Ο ιστορικός στο χωρίο 8. 94. 2 προσδιορίζει το σημείο της συναντήσεως περί το ιερό της Αθηνάς
Σκιράδος. Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 94. 5, λ. «κατά ἱρόν Ἀθηναίης
Σκιράδος» αναφέρει τρείς εκδοχές για την τοποθεσία του ιερού: α) νοτίως της νήσου Σαλαμίνος στο
ακρωτήριο Σκιράδιο, ύστερα από ερμηνεία των φράσεων του Πλουτάρχου, Σόλ. 9: «ἄκρον τό
Σκιράδιον» και «χηλήν τινα πρός τήν Εὔβοιαν ἀποβλέπουσαν», καθώς και στο παρόν έργο του
βιογράφου «τὰ λήγοντα τῆς Σαλαμινίας»∙ αυτή, όμως, η εκδοχή, όπως ορθά επισημαίνει ο R.W.
Macan, τοποθετεί τη φυγή του κορινθιακού στόλου εκτός των στενών της Σαλαμίνος και είναι
ασύμβατη με κάθε μία από τις θεωρίες για γραμμές των αντιπάλων στόλων κατά τη ναυμαχία, β)
στο βορειοδυτικό ακρωτήριο της Σαλαμίνος όπου ευρίσκεται η μονή της Παναγίας Φανερωμένης
[βλ. J.A.R. Munro, “Some Observations on the Persian Wars: 2. The Campaign of Xerxes”, JHS 22
(1902), σ. 329] και γ) στο έσχατο δυτικό ακρωτήριο της νήσου πλησίον των Μεγάρων. Οι W.W. How -
J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 94 και App. XXI. 8, ερμηνεύοντας τη φράση του
Πλουτάρχου «τὰ λήγοντα τῆς Σαλαμινίας» ως το τέλος της χώρας της πόλεως Σαλαμίνος,

330
ένα πλοίο και κάποιος712 από το πλοίο τον πληροφόρησε ότι οι Έλληνες νικούν στη

ναυμαχία, αποδίδοντάς του, συγχρόνως, κατηγορίες για προδοσία και φυγή∙ ο Αδείμαντος

τον πίστεψε και επέστρεψε στο στρατόπεδο όπου η ναυμαχία είχε ολοκληρωθεί∙ και

συνεχίζει ο ιστορικός λέγοντας ότι αυτή είναι η άποψη των Αθηναίων, την οποία, ωστόσο,

αρνούνται οι Κορίνθιοι και οι υπόλοιποι Έλληνες που θεωρούν ότι ο Αδείμαντος ήταν

μεταξύ των πρωταγωνιστών της ναυμαχίας.713 Ο Πλούταρχος ειρωνεύεται τον Ηρόδοτο ότι

ως τραγικός ποιητής εισήγαγε στην ιστορία του το πλοίο ως από μηχανής θεό για να

διηγηθεί την επιστροφή του Αδειμάντου και του στόλου του πίσω στο στρατόπεδο των

Ελλήνων. Αν αποδεχθούμε, όμως, την ηροδότεια διήγηση περί φυγής του Αδειμάντου ως

αληθή, πώς είναι δυνατόν ο Αδείμαντος να σκέφθηκε καν να τραπεί σε φυγή, πολλώ δε

μάλλον να την πραγματοποιήσει, ενώ ήταν ήδη πληροφορημένος από τον Αριστείδη και

τους Τηνίους αυτομόλους περί του αποκλεισμού του ελληνικού στόλου στα στενά της

Σαλαμίνος από τον περσικό (Ηρόδ. 8. 81-82. 1) και, συνεπώς, απορριπτέα η φυγή ως

επιλογή; Και πώς είναι δυνατόν ο Κορίνθιος στρατηγός να επιστρέψει έπειτα στο ελληνικό

στρατόπεδο με τον στόλο του, ενώ απείχε λόγω δειλίας από την κρίσιμη ναυμαχία; Δεν θα

προκαλούσε, εύλογα, την οργή των υπολοίπων Ελλήνων που αγωνίστηκαν,

τραυματίστηκαν ή έχασαν συντρόφους τους κατά τη ναυμαχία, ενώ οι Κορίνθιοι, αμέτοχοι

σ΄ αυτήν, να καρπωθούν τους κόπους και τους αγώνες άλλων; Και αν θεωρήσουμε ότι ο

Αδείμαντος πίστεψε τα λεγόμενα του πληροφοριοδότου περί νίκης των Ελλήνων στη

ναυμαχία, με ποιά βεβαιότητα για παροχή ασφαλείας και κατανοήσεως από πλευράς των

υπολοίπων Ελλήνων οδήγησε πίσω τον στόλο του στο ελληνικό στρατόπεδο; Για ποιό λόγο

ο Αδείμαντος να τραπεί σε φυγή και να διακινδυνεύσει να υποστεί μία ενδεχόμενη τιμωρία

ή, τουλάχιστον, ευτελή μεταχείριση από τους υπολοίπους Έλληνες, σε περίπτωση

επικρατήσεως των τελευταίων στη ναυμαχία, ενώ, σε περίπτωση επικρατήσεως των

Περσών, να υπάρχει αβεβαιότητα για τη συμπεριφορά του Ξέρξη προς τους Κορινθίους,

τοποθετούν το ιερό δύο μίλια βορείως της πόλεως στο ακρωτήριο Αράπης πλησίον του συγχρόνου
οπλοστασίου και της νήσου Λέρου.
712 Στην πραγματικότητα ο ιστορικός δεν κάνει λόγο για έναν άνθρωπο από το πλοίο, αλλά για
περισσοτέρους (8. 94. 2).
713 Ηρόδ. 8. 94.

331
καθώς οι τελευταίοι δεν εμήδισαν ή δεν αυτομόλησαν κατά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα,

αλλά προτίμησαν να φύγουν; Η φυγή των Κορινθίων, κατά τη γνώμη μου, σε κάθε

περίπτωση θα έβλαπτε τους Κορινθίους ή, τουλάχιστον, θα καθιστούσε αβέβαιη τη

συμπεριφορά του νικητού της ναυμαχίας απέναντί τους και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να

θεωρείται έγκυρη καταγραφή η φυγή του κορινθιακού στόλου και η αποχή του από τη

ναυμαχία. Επιπλέον, η καταγραφή του ιστορικού (8. 94. 4) ότι οι υπόλοιποι Έλληνες, εκτός

των Αθηναίων, συμφωνούσαν με την άποψη των Κορινθίων που τους ανέφερε μεταξύ των

πρωταγωνιστών της ναυμαχίας, καταδεικνύει ότι η φυγή των Κορινθίων δεν ετελέσθη∙

διότι, αν είχε συμβεί, κατά τη γνώμη μου, αφ’ ενός όλοι οι σύμμαχοι θα αναγνώριζαν τη

δειλία των Κορινθίων, αφ’ ετέρου οι ίδιοι οι Κορίνθιοι δεν θα την αρνούνταν, καθώς θα

φαίνονταν γελοίοι. Επιπρόσθετα, το ελληνικό πλοίο, του οποίου το πλήρωμα φαίνεται ότι

υποστήριζε τους συμμάχους, συνάντησε τον Αδείμαντο κατά τη φυγή του, προφανώς

ορμώμενο από τόπο όπου θα μπορούσε να διαπιστωθεί η εξέλιξη της ναυμαχίας και

ακολουθώντας την ίδια πορεία πλου με αυτήν του Αδειμάντου, καθώς τις εισόδους των

στενών τις φύλαγε ο περσικός στόλος (Ηρόδ. 8. 76) και, συνεπώς, δεν θα ήταν δυνατόν να

εισέρχεται στα στενά, αλλά να πορεύεται προς την έξοδο αυτών. Αν είναι ορθός αυτός ο

συλλογισμός, δημιουργείται, λοιπόν, το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν το πλοίο να πρόλαβε

τον Κορίνθιο στρατηγό, καθώς, ο Αδείμαντος θα έπλεε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αφού

τρεπόταν σε φυγή (Ηρόδ. 8. 94. 1). Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι το πλοίο ήταν «κέλης» και άρα

ελαφρύ, και έτσι κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πρόφθασε τον Αδείμαντο λόγω

αναπτύξεως μεγαλυτέρας ταχύτητος. Σύμφωνα, όμως, με το χωρίο 8. 94. 2, το πλοίο δεν

είχε σκοπό να ανακαλέσει στον τόπο της ναυμαχίας τον Αδείμαντο, ούτε να τον

πληροφορήσει για την εξέλιξή της, αλλά ότι από θεία τύχη συνάντησε τον Κορίνθιο

στρατηγό. Κατά τη γνώμη μου, όμως, η τυχαία συνάντηση δεν είναι πιθανή, καθώς ο

Αδείμαντος, αν αποδεχθούμε ότι τράπηκε σε φυγή όταν άρχισε η ναυμαχία, δεν θα πρέπει

να σταμάτησε τη φυγή μέχρις ότου συνάντησε το πλοίο περί το ιερό της Αθηνάς Σκιράδος∙

το πλήρωμα του πλοίου γνώριζε ότι οι Έλληνες νικούν τους Πέρσες, που σημαίνει, αφ’ ενός

ότι πέρασε κάποιος χρόνος - αδιευκρίνιστο πόσος - έως ότου φανούν τα πρώτα σημάδια της

επικρατήσεως του ελληνικού στόλου επί του περσικού, ώστε το πλήρωμα του κέλητος να

332
συμπεράνει την ελληνική νίκη, αφ’ ετέρου οι άνδρες του κέλητος, σύμφωνα με τον

ιστορικό, θέτοντας τους εαυτούς τους υπό ομηρεία και τη ζωή τους στη διάθεση του

Αδειμάντου να τη διαχειριστεί όπως επιθυμεί (8. 94. 3), ήταν βέβαιοι για τη νίκη∙ η

πεποίθηση του πληρώματος του πλοίου στην ελληνική νίκη δείχνει, κατά τη γνώμη μου,

ότι θα πρέπει να ήταν αυτόπτες μάρτυρες της ναυμαχίας και ότι θα πρέπει να παρέμειναν

στον τόπο της συγκρούσεως έως ότου βεβαιωθούν για το αμετάβλητο της ελληνικής νίκης

που, σε συνδυασμό με την επιμονή τους να πείσουν τον Αδείμαντο για τη νίκη των

συμμάχων προτείνοντάς του να τους λάβει ως ομήρους, σημαίνει ότι το πλοίο που

συνάντησε τον Αδείμαντο αποκλείεται να ήταν περαστικό και τυχαία να μετέφερε την

αγγελία της νίκης στον Κορίνθιο στρατηγό, αλλά θα πρέπει να ήταν επιφορτισμένο να

ειδοποιήσει τον Αδείμαντο, στο οποίο συντείνει και το γεγονός ότι ήταν ελαφρύ, και άρα

ταχυκίνητο πλοίο.

Ο βιογράφος, λέγοντας ότι η φυγή του Αδειμάντου δεν έγινε ήσυχα και χωρίς να

οπισθοχωρήσει ο Κορίνθιος στρατηγός με την πρύμνη του πλοίου του, αφήνει, πιθανότατα,

να εννοηθεί ότι η φυγή έγινε φανερή τουλάχιστον στους υπολοίπους Έλληνες αν όχι και

στους εχθρούς, και, συνεπώς, ότι θα μπορούσε να προκληθεί πανικός, λιγοψυχία και

ενδεχομένως να παρασύρει σε φυγομαχία μέρος ή ολόκληρο τον ελληνικό στόλο, αλλά

τίποτα από αυτά δεν μαρτυρείται από τον ιστορικό ως συνέπεια της φυγής του Αδειμάντου.

Αλλά και το γεγονός ότι ο Αδείμαντος άνοιξε πανιά πριν τη ναυμαχία μπορεί να

ερμηνευθεί ως μέρος του ελληνικού σχεδίου για ψευδή υποχώρηση με σκοπό την

εξαπάτηση του εχθρού.714 Ο Ηρόδοτος, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε σκοπό να

διαστρεβλώσει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά να παρουσιάσει τις διαφορετικές εκδοχές. Την

ίδια μέθοδο ακολούθησε και στο παρόν περιστατικό, καταγράφοντας την εκδοχή των

Αθηναίων και έπειτα την εκδοχή των Κορινθίων και των υπολοίπων Ελλήνων∙ ωστόσο, η

εκδοχή των Κορινθίων και των υπολοίπων Ελλήνων περιορίζεται στη διατύπωση της

αρνήσεως της φυγής του στόλου τους και στη δήλωση ότι ήταν μεταξύ των

πρωταγωνιστών της ναυμαχίας, και έτσι, κάποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τον

ιστορικό για άνιση κατανομή στο συγγραφικό του έργο της εκδοχής των Αθηναίων σε

714 Βλ. γι’ αυτήν την ερμηνεία A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 445 και 458.

333
σύγκριση με αυτήν των υπολοίπων Ελλήνων, και επιπλέον, ότι ο Ηρόδοτος δεν καταγράφει

τη γνώμη του για το γεγονός.

Ο Πλούταρχος έπειτα ισχυρίζεται ότι ο Ηρόδοτος δεν είναι κακοήθης μονάχα με

τους Κορινθίους, αλλά και με τους Αθηναίους, καθώς αν γίνει πιστευτή η διήγηση του

ιστορικού περί φυγής του Αδειμάντου, τότε θεωρούνται αναξιόπιστοι οι Κορίνθιοι που

αναφέρουν ότι ήταν μεταξύ των πρωταγωνιστών της ναυμαχίας, ενώ αν γίνει πιστευτή η

εκδοχή των Κορινθίων, τότε οι Αθηναίοι παρουσιάζονται αναξιόπιστοι. Τα επιχειρήματα

που χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος, για να αποδείξει ότι ο Ηρόδοτος ψεύδεται όταν

επικαλείται τους Αθηναίους ως πληροφοριοδότες της φυγής του Αδειμάντου, είναι δύο: α)

τον Αθηναίο ιστορικό Θουκυδίδη που δεν διηγείται, κατά τον αντίλογο κάποιου Αθηναίου

προς κάποιον Κορίνθιο στην Λακεδαίμονα και τον έπαινό του για τη συμμετοχή των

Αθηνών στους Μηδικούς πολέμους συμπεριλαμβανομένης της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα,715

κάποια κατηγορία προδοσίας ή λιποταξίας εις βάρος των Κορινθίων και β) ότι κανείς

Αθηναίος δεν θα διετύπωνε κατηγορία εναντίον των Κορινθίων, καθώς έβλεπε το όνομα

της πόλεως της Κορίνθου χαραγμένο τρίτο στην τάξη, μετά από αυτό των Λακεδαιμονίων

και των Αθηναίων, στα αναθήματα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους θεούς.716 Ωστόσο, το

715 Θουκ. 1. 73-78, κυρίως 73. 2-74. 4.


716 Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος στο χωρίο 9. 81. 1 αναφέρει ότι οι Έλληνες, μετά τη συγκέντρωση των
λαφύρων από τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών, αφαίρεσαν το ένα δέκατο των λαφύρων με το οποίο
κατασκεύασαν έναν χρυσό τρίποδα επάνω σε τρικέφαλο χάλκινο όφιν και το αφιέρωσαν στο θεό
των Δελφών, ενώ αφαίρεσαν ένα μέρος από τα λάφυρα για τον θεό της Ολυμπίας στον οποίο
αφιέρωσαν χάλκινο άγαλμα του Διός ύψους δέκα πήχεων και, επιπλέον, αφαίρεσαν και άλλο μέρος
από τα λάφυρα με το οποίο κατασκεύασαν χάλκινο άγαλμα ύψους επτά πήχεων για τον θεό του
Ισθμού, τον Ποσειδώνα. Σχετικά με το ανάθημα των Ελλήνων στους Δελφούς, οι Φωκείς, κατά τον
Γ΄ Ιερό Πόλεμο (355 π.Χ.), εσύλησαν μονάχα τον χρυσό τρίποδα (Παυσ. 10. 13. 9: « ὅσον μὲν δὴ
χαλκὸς ἦν τοῦ ἀναθήματος, σῶον καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι ἦν∙ οὐ μέντοι κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ τὸν χρυσὸν οἱ
Φωκέων ὑπελίποντο ἡγεμόνες»), ενώ η στήλη με τα τρία φίδια μεταφέρθηκε στην
Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τοποθετήθηκε στον ιππόδρομο, όπου
ευρίσκεται σήμερα∙ η στήλη εμπεριέχει τα τριανταένα ονόματα πόλεων που έλαβαν μέρος στον
πόλεμο εναντίον των Περσών, ενώ στο βάθρο του αγάλματος του Διός, που αφιέρωσαν οι Έλληνες
μετά τη μάχη των Πλαταιών στην Ολυμπία (πβ. Ηρόδ. 9. 81. 1), ο περιηγητής Παυσανίας μνημονεύει
μονάχα εικοσιεπτά πόλεις, συγκριτικά με το ανάθημα των Δελφών: 5. 23. 1-2: «παρεξιόντι δὲ παρὰ
τὴν ἐς τὸ βουλευτήριον ἔσοδον Ζεύς τε ἕστηκεν ἐπίγραμμα ἔχων οὐδὲν καὶ αὖθις ὡς πρὸς ἄρκτον
ἐπιστρέψαντι ἄγαλμά ἐστι Διός∙ τοῦτο τέτραπται μὲν πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον, ἀνέθεσαν δὲ Ἑλλήνων

334
πρώτο επιχείρημα που αναφέρει ο βιογράφος προέρχεται από τη ‘’σιωπή’’ της ιστορικής

διηγήσεως του Θουκυδίδου και, έτσι, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί ισχυρό717 επιχείρημα

ότι οι Αθηναίοι δεν κατηγορούσαν τους Κορινθίους για φυγή κατά την έναρξη της

ναυμαχίας στη Σαλαμίνα. Η παράλειψη από τον Θουκυδίδη αυτής της κατηγορίας δια

στόματος κάποιου Αθηναίου μπορεί να αποδοθεί σε άλλους λόγους: Θα μπορούσε να το

παρέλειψε ο Αθηναίος ιστορικός ακουσίως από άγνοια ή απροσεξία, είτε εκουσίως

θεωρώντας αβάσιμη αυτήν την κατηγορία, είτε, επειδή δεν ήταν δυνατόν να γνώριζε τί

ακριβώς είχε πει ο Αθηναίος ομιλητής, να ανέφερε τα κατά τον ίδιο ουσιώδη.718 Σε ό,τι

αφορά το δεύτερο επιχείρημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι πιο ισχυρό από το πρώτο,

καθώς αποτελεί προσωπική άποψη του βιογράφου ότι οι Αθηναίοι δεν θα διετύπωναν

ὅσοι Πλαταιᾶσιν ἐμαχέσαντο ἐναντία Μαρδονίου τε καὶ Μήδων. εἰσὶ δὲ καὶ ἐγγεγραμμέναι κατὰ τοῦ
βάθρου τὰ δεξιὰ αἱ μετασχοῦσαι πόλεις τοῦ ἔργου, Λακεδαιμόνιοι μὲν πρῶτοι, μετὰ δὲ αὐτοὺς
Ἀθηναῖοι, τρίτοι δὲ γεγραμμένοι καὶ τέταρτοι Κορίνθιοί τε καὶ Σικυώνιοι, πέμπτοι δὲ Αἰγινῆται, μετὰ
δὲ Αἰγινήτας Μεγαρεῖς καὶ Ἐπιδαύριοι, Ἀρκάδων δὲ Τεγεᾶταί τε καὶ Ὀρχομένιοι, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς ὅσοι
Φλιοῦντα καὶ Τροίζηνα καὶ Ἑρμιόνα οἰκοῦσιν, ἐκ δὲ χώρας τῆς Ἀργείας Τιρύνθιοι, Πλαταιεῖς δὲ
μόνοι Βοιωτῶν, καὶ Ἀργείων οἱ Μυκήνας ἔχοντες, νησιῶται δὲ Κεῖοι καὶ Μήλιοι, Ἀμβρακιῶται δὲ ἐξ
ἠπείρου τῆς Θεσπρωτίδος, Τήνιοί τε καὶ Λεπρεᾶται, Λεπρεᾶται μὲν τῶν ἐκ τῆς Τριφυλίας μόνοι, ἐκ
δὲ Αἰγαίου καὶ τῶν Κυκλάδων οὐ Τήνιοι μόνοι ἀλλὰ καὶ Νάξιοι καὶ Κύθνιοι, ἀπὸ δὲ Εὐβοίας Στυρεῖς,
μετὰ δὲ τούτους Ἠλεῖοι καὶ Ποτιδαιᾶται καὶ Ἀνακτόριοι, τελευταῖοι δὲ Χαλκιδεῖς οἱ ἐπὶ τῷ Εὐρίπῳ»:
βλ. γι΄ αυτές τις πληροφορίες Meiggs – Lewis, GHI 27∙ W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 9. 81. Και στα δύο αναθήματα, αυτό, δηλαδή, των Δελφών και της Ολυμπίας, οι
Κορίνθιοι αναγράφονται τρίτοι στην τάξη των πόλεων που πολέμησαν εναντίον του στρατού του
Ξέρξη: βλ. τους καταλόγους των πόλεων επί των αναθημάτων που παραθέτουν οι W.W. How - J.
Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 81∙ για αναλυτική παρουσίαση των διαφορών,
μεταξύ της ιστορικής διηγήσεως του Ηροδότου και των καταλόγων των πόλεων που αναγράφονται
επί των αναθημάτων που αφιερώθηκαν στους Δελφούς και στην Ολυμπία, σχετικά με τις πόλεις
που πολέμησαν εναντίον του στρατού του Ξέρξη, βλ. στο ίδιο σχόλιο των Meiggs – Lewis και W.W.
How - J. Wells.
717 Αντιθέτως ο A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 39, λ. “At least
Thucydides … battle of Salamis” (Ηθικά 870D) θεωρεί ισχυρό αυτό το επιχείρημα του Πλουτάρχου.
718 Ο Θουκυδίδης καταγράφει ότι στις δημηγορίες του, επειδή δεν γνώριζε τα ακριβή λόγια που είχαν
ειπωθεί από τον εκάστοτε ομιλητή, ανέφερε αυτά που, κατά τη γνώμη του, απαιτούσε κάθε φορά η
περίσταση να ειπωθούν, εστιάζοντας στην γενική έννοια των πραγματικά λεχθέντων: 1. 22. 1: «Καὶ
ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον ἕκαστοι ἢ μέλλοντες πολεμήσειν ἢ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν
αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν αὐτὸς ἤκουσα καὶ τοῖς ἄλλοθέν ποθεν ἐμοὶ
ἀπαγγέλλουσιν∙ ὡς δ’ ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ ἕκαστοι περὶ τῶν αἰεὶ παρόντων τὰ δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν,
ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται».

335
κάποια κατηγορία εναντίον των Κορινθίων∙ αν και η αναγραφή του ονόματος της πόλεως

των Κορινθίων στα αναθήματα είναι, αναμφισβήτητα, ισχυρή απόδειξη συμμετοχής των

Κορινθίων στον πόλεμο εναντίον των Περσών, ωστόσο δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μου,

αποτρεπτικό παράγοντα για οποιονδήποτε να αποδώσει, έστω ψευδώς, κάθε είδους

κατηγορία εις βάρος κάποιας πόλεως που ανεγράφετο στα αφιερώματα προς τους θεούς.

Εκτός αυτού, αφ΄ ενός τα αναθήματα αφιερώθησαν μετά τη μάχη των Πλαταιών (Ηρόδ. 9.

81. 1), επί των οποίων ανεγράφησαν οι ελληνικές πόλεις που συμμετείχαν στον αμυντικό

αγώνα εναντίον του πεζικού στρατού και του στόλου του Ξέρξη,719 και όχι μετά τη

ναυμαχία της Σαλαμίνος ώστε τα αφιερώματα να αποτελούν απόδειξη ανδρείας των

Κορινθίων μονάχα στη συγκεκριμένη ναυμαχία, αφ’ ετέρου την καταγραφή των ονομάτων

των ελληνικών πόλεων, τουλάχιστον στο ανάθημα των Δελφών, επιλήφθηκαν οι

Λακεδαιμόνιοι720 και όχι οι Αθηναίοι, που δεν αποκλείει την εικασία να μην ενέκριναν οι

Αθηναίοι την καταγραφή του ονόματος της πόλεως της Κορίνθου από τους

719 Η στήλη, που ανεγέρθη μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών, δεν αποτελεί αφιέρωμα μονάχα
των ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν στην προκειμένη μάχη ούτε ανάθημα γι΄ αυτήν μονάχα τη
νίκη, όπως θεωρεί ο Παυσανίας αναφερόμενος, αφ’ ενός στο άγαλμα του Διός που αφιέρωσαν οι
Έλληνες μετά τη μάχη των Πλαταιών στην Ολυμπία: 5. 23. 1: «ἀνέθεσαν δὲ Ἑλλήνων ὅσοι
Πλαταιᾶσιν ἐμαχέσαντο ἐναντία Μαρδονίου τε καὶ Μήδων», αφ’ ετέρου στο ανάθημα που
αφιέρωσαν στους Δελφούς: 10. 13. 9: «ἐν κοινῷ δὲ ἀνέθεσαν ἀπὸ ἔργου τοῦ Πλαταιᾶσιν οἱ Ἕλληνες
χρυσοῦν τρίποδα δράκοντι ἐπικείμενον χαλκῷ», αλλά εκείνων των πόλεων που έλαβαν μέρος στον
αμυντικό αγώνα εναντίον του πεζικού στρατού και του ναυτικού του Ξέρξη∙ και αυτό, επειδή, αφ’
ενός οι πόλεις που μνημονεύει ο Ηρόδοτος ότι συμμετείχαν στη μάχη στις Πλαταιές είναι
εικοσιπέντε (9. 28 και 30), αν, ορθά, εξαιρέσουμε τους αφιχθέντες μετά την ολοκλήρωση της μάχης
Μαντινείς και Ηλείους (9. 77), ενώ οι αναγραφείσες στην αναθηματική στήλη (Meiggs – Lewis, GHI
27) στους Δελφούς πόλεις, όπως προανέφερα, είναι τριανταμία, ενώ στο βάθρο του αγάλματος του
Διός στην Ολυμπία, κατά τον Παυσανία, εικοσιεπτά, αφ΄ ετέρου, σύμφωνα με τους W.W. How - J.
Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 81, η αναγραφείσα στην αφιερωματική στήλη στους
Δελφούς φράση «[Τ]ο[ίδε τόν] πόλεμον [ἐ]πολ[έ]μεον» και η φράση του Θουκυδίδου (1. 132. 3: «ὅσαι
ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα») δηλώνουν ότι η στήλη που αφιερώθηκε στους
Δελφούς ήταν μνημείο όλου του πολέμου.
720 Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέξυσαν το δίστιχο που είχε χαράξει ο αρχηγός
των Ελλήνων στις Πλαταιές Παυσανίας στον τρίποδα των Δελφών και ανέγραψαν τα ονόματα των
πόλεων που ενίκησαν τους Πέρσες και ανέθεσαν το αφιέρωμα στους Δελφούς: 1. 132. 3: «τὸ μὲν οὖν
ἐλεγεῖον οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ
τὰς πόλεις ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα».

336
Λακεδαιμονίους, ή να μην διαμαρτυρήθηκαν, και ας πίστευαν ότι συνέβη η φυγή των

Κορινθίων στη Σαλαμίνα, καθώς οι Κορίνθιοι είχαν πολεμήσει στις Θερμοπύλες (Ηρόδ. 7.

202), στο Αρτεμίσιο (Ηρόδ. 8. 1 και 21. 2) και στις Πλαταιές (Ηρόδ. 9. 28. 3).721 Άρα, κατά τη

γνώμη μου, δεν υπάρχει ισχυρός λόγος να αμφισβητήσουμε την ηροδότεια διήγηση που

αναφέρει ως άποψη των Αθηναίων τη φυγή των Κορινθίων, και έτσι οι υπόνοιες του

βιογράφου περί επινοήσεως από τον ιστορικό αυτής της κατηγορίας εναντίον των

Κορινθίων δεν ευσταθούν. Σχετικά με την επισήμανση του Πλουτάρχου περί κατηγορίας

του Ηροδότου είτε προς τους Κορινθίους είτε προς τους Αθηναίους, είναι πράγματι εύλογη,

αλλά από τη στιγμή που ο ιστορικός επιλέγει να αναφέρει αυτές τις δύο διαφορετικές

εκδοχές, είναι αναπόφευκτο ο αναγνώστης, ακόμη και αν ο ιστορικός λάμβανε θέση επί

του ζητήματος, να υιοθετήσει ως ορθή τη μία από τις δύο εκδοχές και, συνεπώς, να

θεωρήσει αναξιόπιστη την άλλη. Είναι, όμως, προτιμότερο, κατά τη γνώμη μου, να

καταγράφονται από τον ιστορικό όλες οι απόψεις για κάθε ζήτημα, ώστε, αφ’ ενός να

υπάρχει όσο το δυνατόν ολική πραγμάτευση του θέματος και, αφ’ ετέρου να εναπόκειται

στον αναγνώστη να κρίνει ποιά εκδοχή του φαίνεται ορθή.

Για τον Πλούταρχο ο Αδείμαντος και ο κορινθιακός στόλος του όχι μόνο έλαβαν

μέρος στη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, αλλά και αρίστευσαν σ΄ αυτήν. Τα επιχειρήμα που,

κατά το βιογράφο, στηρίζουν την άποψή του είναι τα εξής: α) το όνομα της πόλεως της

Κορίνθου χαράχθηκε τρίτο στην τάξη στα αναθήματα που αφιέρωσαν οι Έλληνες

σύμμαχοι στους Δελφούς, β) οι νεκροί Κορίνθιοι κατά τη ναυμαχία, γ) οι υπόλοιποι

Έλληνες τους παραχώρησαν το προνόμιο να θάψουν τους νεκρούς τους κοντά στην πόλη

της Σαλαμίνος, επειδή αναδείχθηκαν γενναίοι κατά τη ναυμαχία, το οποίο δηλώνει το

καταγεγραμμένο από τον Πλούταρχο επίγραμμα,722 η επιγραφή στο κενοτάφιο στον Ισθμό

721 Ο Ηρόδοτος αρνείται τη συμμετοχή των Κορινθίων στην κυρίως μάχη των Πλαταιών (9. 69. 1),
αλλά, τουλάχιστον, θα πρέπει να αποδεχθούμε, σύμφωνα με τη διήγηση του ιστορικού, ότι έλαβαν
μέρος στις αψιμαχίες των ένδεκα πρώτων ημερών που οι αντίπαλοι στρατοί ήταν παραταγμένοι ο
ένας απέναντι στον άλλον (9. 40-41. 1, 49 και 52).
722 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 93∙ ο Δίων ο Χρυσόστομος αναφέρει (37. 18) το επίγραμμα, προσθέτοντας ότι
είναι του Σιμωνίδη. Μαρμάρινη πινακίδα που βρέθηκε στη Σαλαμίνα περιέχει επιγραφή δύο
γραμμών η οποία φαίνεται να είναι το πρώτο δίστιχο του παρόντος επιταφίου επιγράμματος [βλ.
για την επιγραφή (ed.) Μ.Ν. Tod, Α Selection of Greek Historical Inscriptions, vol. I: to the end of the

337
για τους νεκρούς Κορινθίους723 και το επίγραμμα που χαράχθηκε επί των όπλων των

Περσών που αφιέρωσε στο ιερό της Λητούς κάποιος Κορίνθιος τριήραρχος, ο Διόδωρος, 724 δ)

η τιμή που απεδόθη με επιτύμβιο επίγραμμα725 στον Αδείμαντο για τη συμμετοχή του στην

προάσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων, ε) τα ονόματα των τριών θυγατέρων -

Ναυσινίκης, Ακροθινίου και Αλεξιβίας - και του γιου – Αριστέως726 - του Αδειμάντου που

δηλώνουν τη λαμπρότητα που απεκόμισε από τα έργα του κατά τη ναυμαχία και στ) η

προσευχή που έκαναν στην Αφροδίτη μονάχα οι Κορίνθιες γυναίκες για να εμφυσήσει η

θεά έρωτα στους άνδρες τους για τη μάχη εναντίον των βαρβάρων,727 γεγονός που έγινε

fifth century B.C., Oxford 19462, αρ. 16]∙ ωστόσο, κατά τον R. Carpenter, “Reviews”, AJPh 84 (1963), σ.
81-83, τα γράμματα της επιγραφής την χρονολογούν πριν το 600 π.Χ. και, ίσως, μνημονεύει τον
θάνατο των Κορινθίων σε πρότερη εκστρατεία τους στη Σαλαμίνα: βλ. γι΄ αυτές τις πληροφορίες L.
Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 39, σημ. c (Ηθικά 870Ε)∙ ο A.L. Boegehold,
“The Salamis Epigram”, GRBS 6 (1965), σ. 185-186, όμως, θεωρεί ότι η επιγραφή έχει γραφεί για τους
νεκρούς Κορινθίους της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα, ισχυριζόμενος ότι στο σημείο όπου έχει χαραχθεί
η δίστιχη επιγραφή, κάποιο κοίλο έχει φθαρεί στο οποίο θα μπορούσαν να έχουν χαραχθεί δύο
ακόμη γραμμές και, επιπλέον, η έλλειψη μέτρου στο δεύτερο δίστιχο του επιγράμματος εξηγείται
από τη δωρική διάλεκτο της επιγραφής∙ οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 8. 94, ωστόσο, αναφέρουν ότι το δεύτερο δίστιχο του επιγράμματος, λόγω της μετρικής
αναλύσεως, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.
723 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 95. Υπάρχει, επίσης, μία εκτεταμένη εκδοχή της επιγραφής σε τρία δίστιχα από
τον Αίλιο Αριστείδη, «Περί τοῦ παραφθέγματος» (Aristides: ex recensione Guilielmi Dindorfii, vol. II,
Hildesheim 1964, σ. 512), που έζησε δύο γενεές μετά τον Πλούταρχο∙ στο τρίτο δίστιχο γίνεται σαφής
η σύνδεση της επιγραφής με την Κόρινθο∙ το κενοτάφιο υπήρχε στο ναό του Ποσειδώνος, που
ευρίσκετο νοτίως από το άκρο της διώρυγας της Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο, και όπου
διεξάγονταν οι αγώνες των Ισθμίων: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο
κεφ. 39, λ. “the cenotaph at the Isthmus … the following” (Ηθικά 870E).
724 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 103. Tο ιερό της Λητούς δεν έχει προσδιοριστεί και το δίστιχο αυτό δεν
μνημονεύεται πουθενά αλλού: βλ. A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 39,
λ. “temple of Leto” (Ηθικά 870F).
725 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 95∙ ο Δίων ο Χρυσόστομος (37. 19) παραθέτει σχεδόν όμοιο το συγκεκριμένο
επίγραμμα, λέγοντας ότι είναι του Σιμωνίδη.
726 Ναυσινίκη, «αυτή που νικά με τα πλοία», Ακροθινίον, «προσφορά ευχαριστηρίων απαρχών»,
Αλεξιβία, «αυτή που αποκρούει τη βία» και Αριστεύς, «αυτός που αριστεύει»: βλ. L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 39, σημ. f και g (Ηθικά 871Α).
727 Ο Πλούταρχος αντιλαμβάνεται τις γυναίκες αυτές ως συζύγους των Κορινθίων που ναυμάχησαν
στη Σαλαμίνα, ενώ το πιθανότερο είναι να ήταν εταίρες του ιερού της Αφροδίτης: βλ. A. Bowen,
Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 39, λ. “the women of Corinth … their men” (Ηθικά

338
γνωστό τοις πάσι και αποδεικνύεται με το σιμωνίδειο επίγραμμα,728 που συντέθηκε για τα

χάλκινα αγάλματα που αφιερώθηκαν στο ναό729 της Αφροδίτης. Απο τα επιχειρήματα που

αναφέρει ο Πλούταρχος στην αφήγησή του, ο ιστορικός δεν μνημονεύει κανένα, το οποίο

επισημαίνει ο βιογράφος προσθέτοντας ότι ο Ηρόδοτος θα έπρεπε να διηγείται αυτές τις

ιστορίες, και όχι άλλες όπως του Αμεινοκλέους που σκότωσε το γιο του.730 Το πιο ισχυρό

επιχείρημα που αναφέρει ο βιογράφος είναι, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο, καθώς, αν και

η τρίτη θέση που έχει η Κόρινθος στο ανάθημα των Δελφών και της Ολυμπίας αποτελεί

απόδειξη της συμμετοχής της πόλεως σε ολόκληρο τον πόλεμο ενάντια στο στρατό και στο

ναυτικό του Ξέρξη και όχι αποκλειστικά στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, οι σύμμαχοι, αν

τρέπονταν σε φυγή οι Κορίνθιοι, δεν θα επέτρεπαν, κατά τη γνώμη μου, σε καμία

περίπτωση την αναγραφή του ονόματος της πόλεώς τους στα εν λόγω αναθήματα. Σε ό,τι

871A). Η προσευχή αυτών των γυναικών - εταίρων, που ήταν οι λάτρεις του ιερού, θα πρέπει να
λογίζεται ως έκκληση για βοήθεια στην πολεμική ιδιότητα της θεάς, καθώς η Αφροδίτη αποτελούσε
την οπλισμένη θεά της Κορίνθου: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 39,
σημ. b (Ηθικά 871B).
728 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 101.
729 Σύμφωνα με τον Παυσανία, πρόκειται για το ναό στην κορυφή του Ακροκορίνθου που περιείχε
άγαλμα της οπλισμένης Αφροδίτης: 2. 5. 1: «ἀνελθοῦσι δὲ ἐς τὸν Ἀκροκόρινθον ναός ἐστιν
Ἀφροδίτης∙ ἀγάλματα δὲ αὐτή τε ὡπλισμένη καὶ Ἥλιος καὶ Ἔρως ἔχων τόξον»: βλ. L. Pearson, Περί
τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 39, σημ. b (Ηθικά 871 B). Σχετικά με την παρέκβαση του
Πλουτάρχου περί των δύο εκδοχών ιδρύσεως του ναού της Αφροδίτης από τη Μήδεια, δηλαδή ότι τον
ίδρυσε όταν έπαυσε ο έρωτάς της για τον Ιάσονα, ή για να ευχαριστήσει τη θεά επειδή έπαυσε τον
έρωτα του Ιάσονος για τη Θέτιδα, ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 39,
σημ. c (Ηθικά 871B) αναφέρει ότι, αν και επικράτησε η συνήθεια να θεωρούμε εσφαλμένη την
καταγραφή του ονόματος της Θέτιδος (είτε από σφάλμα του βιογράφου είτε από κάποιον
αντιγραφέα του χειρογράφου) και ότι το σωστό όνομα είναι αυτό της θυγατρός του Κρέοντος, της
Γλαύκης, που επρόκειτο να νυμφευθεί ο Ιάσων και την οποία δολοφόνησε η Μήδεια με
δηλητηριασμένο χιτώνα, όπως αναφέρεται στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, εν τούτοις ίσως δεν είναι
εσφαλμένη η καταγραφή του Πλουτάρχου∙ και αυτό, επειδή, σύμφωνα με τον Αθηνόδωρο από την
Ερέτρια (FHG iv, σ. 345) η Μήδεια συμμετείχε σε διαγωνισμό ομορφιάς στην Θεσσαλία με τη Θέτιδα
όπου έχασε με κρίση του Ιδομενέως, που μπορεί να σημαίνει ότι ο Ιάσων ερωτεύθηκε την Θέτιδα και
ότι η Μήδεια έπαυσε να είναι ερωτευμένη με τον Ιάσονα, αλλά ότι και οι δύο είχαν ‘’θεραπευθεί’’
από την Αφροδίτη πριν έλθουν στην Κόρινθο.
730 Είναι η δεύτερη φορά που αναφέρει ο Πλούταρχος στο παρόν έργο του την ιστορία με τον
Αμεινοκλή∙ η πρώτη ήταν στο τριακοστό κεφάλαιο (Ηθικά 864 C). Βλ. αναλυτικά για την ιστορία με
τον Αμεινοκλή τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, ΙΙ, 14, σ. 218-219.

339
αφορά το τρίτο επιχείρημα, ο βιογράφος, αφηγούμενος ότι δόθηκε στους Κορινθίους το

δικαίωμα να θάψουν τους νεκρούς τους κοντά στην πόλη της Σαλαμίνος, ουσιαστικά

συμπεριλαμβάνει και τους Αθηναίους μεταξύ αυτών που συμφώνησαν σ΄ αυτήν την

παραχώρηση, πράγμα που, κατά τον A.R. Burn, αναδεικνύει το ψεύδος της συκοφαντίας

του Ηροδότου περί φυγής του Αδειμάντου από τη ναυμαχία.731 Σχετικά με το τέταρτο

επιχείρημα, ο Πλούταρχος αφήνει να εννοηθεί πως ο ιστορικός, όταν διηγείται για τον

Αδείμαντο ότι ήταν ο μόνος στρατηγός των Ελλήνων που αντιδρούσε και έλεγε ότι δεν θα

μείνει αλλά θα φύγει από το Αρτεμίσιο,732 ψεύδεται. Το έκτο επιχείρημα του Πλουτάρχου

περί της προσευχής των Κορινθίων γυναικών, εκτός του βιογράφου, αναφέρεται733 και από

τον Αθήναιο, ο οποίος καταγράφει ότι αυτά τα μνημονεύει ο Θεόπομπος και ο Τίμαιος,734

και, σύμφωνα με τα σχόλια735 του Πινδάρου, ο Θεόπομπος είναι αυτός που τα έχει

731 Βλ. A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 444.


732 Ηρόδ. 8. 5. 1.
733 13. 32: «νόμιμόν ἐστιν ἀρχαῖον ἐν Κορίνθῳ, ὡς καὶ Χαμαιλέων ὁ Ἡρακλεώτης ἱστορεῖ ἐν τῷ περὶ
Πινδάρου, ὅταν ἡ πόλις εὔχηται περὶ μεγάλων τῇ Ἀφροδίτῃ, συμπαραλαμβάνεσθαι πρὸς τὴν
ἱκετείαν τὰς ἑταίρας ὡς πλείστας, καὶ ταύτας προσεύχεσθαι τῇ θεῷ καὶ ὕστερον ἐπὶ τοῖς ἱεροῖς
παρεῖναι. καὶ ὅτε δὴ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν στρατείαν ἦγεν ὁ Πέρσης, ὡς καὶ Θεόπομπος ἱστορεῖ καὶ
Τίμαιος ἐν τῇ ἑβδόμῃ, αἱ Κορίνθιαι ἑταῖραι εὔξαντο ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων σωτηρίας εἰς τὸν τῆς
Ἀφροδίτης ἐλθοῦσαι νεών. διὸ καὶ Σιμωνίδης ἀναθέντων τῶν Κορινθίων πίνακα τῇ θεῷ τὸν ἔτι καὶ
νῦν διαμένοντα καὶ τὰς ἑταίρας ἰδίᾳ γραψάντων τὰς τότε ποιησαμένας τὴν ἱκετείαν καὶ ὕστερον
παρούσας συνέθηκε τόδε τὸ ἐπίγραμμα·

αἵδ’ ὑπὲρ Ἑλλήνων τε καὶ εὐθυμάχων πολιητᾶν


ἔσταθεν εὔχεσθαι Κύπριδι δαιμονίᾳ·
οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐμήσατο δῖ’ Ἀφροδίτα
Πέρσαις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν προδόμεν».
Ο σοφιστής ή γραμματικός Αθήναιος (περί το 190 μ.Χ) από τη Ναύκρατιν έγραψε τρία έργα: «Περί
τῶν ἐν Συρίᾳ βασιλευσάντων», «Περί Θρᾳττῶν» και «Δειπνοσοφισταί», από τα οποία σώζεται
μονάχα το τρίτο σε 15 βιβλία που, είτε περιέχουν ίχνη μιας προηγούμενης εκδόσεως σε 30 βιβλία,
είτε διαιρέθηκαν σε 30 βιβλία από αντιγραφείς: βλ. E. Bowie, “Athenaeus [3]”, ΒNP 2 (2003), σ. 240-
243.
734 Βλ. αναλυτικά για τον σημαντικότερο Έλληνα ιστορικό της δύσεως Τίμαιο από το Ταυρομένιο της
Σικελίας (περί το 350 - 260 π.Χ.) K. Meister, “Timaeus [2]”, ΒNP 14 (2009), σ. 677-679.
735 Ο F. Jacoby, στα αποσπάσματά του (FGrH 115 F 285b) παραθέτει τη μαρτυρία από τα σχόλια του
Πινδάρου: Ο ΧΙΙΙ 32 b: «Θεόπομπος δέ φησι καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν εὔξασθαι τῇ Ἀφροδίτῃ ἔρωτα
ἐμπεσεῖν τοῖς ἀνδράσιν αὐτῶν μάχεσθαι ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τοῖς Μήδοις, εἰσελθούσας εἰς τὸ ἱερὸν

340
ιστορήσει. Ο βιογράφος θεωρεί ότι είναι απίθανο ο περίγυρος του Ηροδότου, πιθανότατα

αναφερόμενος στους πληροφοριοδότες του ιστορικού, να αγνοεί αυτό το γεγονός, αφού και

ο πιο απομακρυσμένος Κάρας736 θα πρέπει να το έχει ακούσει, υπονοώντας, κατά τη γνώμη

μου, ότι ο Ηρόδοτος το γνώριζε και το παρέλειψε σκοπίμως∙ αν και δεν έχουμε λόγο να

αμφισβητήσουμε τη βεβαιότητα του Πλουτάρχου περί της προσευχής των Κορινθίων

γυναικών, αυτή, ωστόσο, δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι Κορίνθιοι ναυμάχησαν στη

Σαλαμίνα.

Εκτός της αναγραφής της πόλεως των Κορινθίων στην τρίτη θέση των αναθημάτων

που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους Δελφούς και στην Ολυμπία, και εκτός των υπολοίπων

επιχειρημάτων που παραθέτει ο Πλούταρχος περί της συμμετοχής και της ανδρείας των

Κορινθίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, που δεν έχουμε λόγο να τα αμφισβητήσουμε, τη

συμμετοχή και την αριστεία τους στη ναυμαχία δηλώνει ρητά και ο Ηρόδοτος,

μνημονεύοντας την άποψη όλων των Ελλήνων, εκτός των Αθηναίων, περί των

πρωταγωνιστών Κορινθίων στην εν λόγω ναυμαχία (8. 94. 4)∙ η παρουσίαση σε έκταση της

αθηναϊκής απόψεως περί φυγής του κορινθιακού στόλου, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου,

να εξηγηθεί ως δυνατότητα του ιστορικού να καταγράψει μία εκδοχή περισσότερο

λεπτομερή, χωρίς, φυσικά, αυτό να σημαίνει ότι τη συγκεκριμένη άποψη τη θεωρεί αληθή

(πβ. Ηρόδ. 7. 152. 3). Για την αρνητική παρουσίαση του Αδειμάντου από τον Ηρόδοτο, όχι

μονάχα στο παρόν χωρίο (8. 94), αλλά και στο χωρίο 8. 5 και 59, οι W.W. How - J. Wells δεν

κατηγορούν τον ιστορικό, αλλά τους Αθηναίους πληροφοριοδότες του, θεωρώντας ως αιτία

τῆς Ἀφροδίτης, ὅπερ ἱδρύσασθαι τὴν Μήδειαν λέγουσιν Ἥρας προσταξάσης. εἶναι δὲ καὶ νῦν
ἀναγεγραμμένον ἐλεγεῖον εἰσιόντι εἰς τὸν ναὸν ἀριστερᾶς χειρός∙

Αἵδ’ ὑπὲρ Ἑλλάνων τε καὶ ἀγχεμάχων πολιητᾶν


ἕστασαν εὐχόμεναι Κύπριδι δαιμονίᾳ.
Οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐβούλετο δῖ’ Ἀφροδίτα
Μήδοις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν δόμεναι».
Ο F. Jacoby, στα σχόλιά του (FGrH 115 F 285) διαιρεί το χωρίο του Πλουτάρχου περί της ιστορίας των
Κορινθίων εταίρων σε δύο μέρη, στο σχετικό χωρίο (Ηθικά 871a) αναφέροντας ότι αντιστοιχεί στον
Χαμαιλέοντα τον Ηρακλεώτη, και στο χωρίο (Ηθικά 871b) λέγοντας ότι αντιστοιχεί στον Θεόπομπο.
736 Ο Πλούταρχος εννοεί τον «αδαή επαρχιώτη»: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας,
σχόλια στο κεφ. 39, σημ. a (Ηθικά 871B).

341
της κακολογίας τη δράση του γιου του Αριστέως που υπήρξε από τους πιο ενεργούς

εχθρούς των Αθηνών στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου (πβ. Ηρόδ. 7. 137. 3∙ Θουκ.

1. 60, 65 και 2. 67).737 Εκτός του παρόντος έργου του Πλουτάρχου, και ο Δίων ο Χρυσόστομος

αναφέρει ότι οι Κορίνθιοι αρίστευσαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνος και ότι υπήρξαν αίτιοι

της νίκης,738 και επιπλέον, ότι η πρώτη σχεδίαση των Ιστοριών του Ηροδότου δεν περιείχε

την ιστορία περί φυγής του Αδειμάντου από τη ναυμαχία και ότι ο ιστορικός την εισήγαγε

για να εκδικηθεί τους Κορινθίους που αρνήθηκαν να του δώσουν χρήματα.739 Σε ό,τι αφορά

την εν λόγω κατηγορία του Δίωνος για τον Ηρόδοτο, πιθανότατα, πρόκειται για

μεταγενέστερη επινόηση. Σχετικά με τη φυγή του κορινθιακού στόλου προς το ιερό της

Αθηνάς Σκιράδος και την επιστροφή του στο ελληνικό στρατόπεδο, όταν είχε ολοκληρωθεί

η ναυμαχία, έχει διατυπωθεί η εξής πιθανή εξήγηση: Οι Κορίνθιοι είχαν αποσταλεί προς

737 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 94 και introduction (vol. I) σ. 39∙
την ίδια άποψη έχει και ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 444∙ ο J.F. Lazenby, The Defence of
Greece, σ. 158 κάνει λόγο για αθηναϊκή συκοφαντία, ο M.B. Wallace, “Herodotos and Euboia”, Phoenix
28 (1974), σ. 30 αποδέχεται και αυτός ότι ο Ηρόδοτος παραπλανήθηκε από Αθηναίους
πληροφοριοδότες, ενώ ο C. Hignett, Xerxes΄ Invasion, σ. 237 χαρακτηρίζει περίεργη και απίθανη την
εν λόγω ηροδότεια ιστορία που αργότερα κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Ο H.D. Westlake, "Aristeus the
son of Adeimantus", CQ 41 (1947), σ. 30, αν και κάνει λόγο, όπως και οι προαναφερθέντες μελετητές,
για κακοήθη αθηναϊκή παράδοση περί δειλίας του Αδειμάντου που αναπαρήγαγε ο Ηρόδοτος, εν
τούτοις διαφωνεί με την άποψη ότι αιτία της κακολογίας του Αδειμάντου ήταν τα κατορθώματα του
γιου του, διότι η αθηναϊκή παράδοση κατά του Αδειμάντου πρέπει να διαμορφώθηκε πολλά έτη
πριν την εξέγερση της Ποτείδαιας, και η εντύπωση που προκάλεσαν στον αθηναϊκό λαό τα
κατορθώματα του Αριστέως ίσως να μεγαλοποιήθηκε από τον Θουκυδίδη, η οποία βέβαια δεν ήταν
επαρκής για να διαστρέψει τα παλαιότερα γεγονότα.
738 Λόγοι 37. 18: «ἐν Σαλαμῖνι δὲ ἠρίστευσαν καὶ τῆς νίκης αἴτιοι κατέστησαν».
739 Λόγοι 37. 7: «ἧκε δὲ καὶ Ἡρόδοτος ὁ λογοποιὸς ὡς ὑμᾶς λόγους φέρων Ἑλληνικοὺς ἄλλους τε καὶ
Κορινθίους οὐδέπω ψευδεῖς, ἀνθ’ ὧν ἠξίου παρὰ τῆς πόλεως μισθὸν ἄρνυσθαι. διαμαρτὼν
δὲ [καὶ] τούτου∙ οὐ γὰρ ἠξίουν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι δόξαν ἀγοράζειν∙ μετεσκεύασεν ἐκεῖνα ἃ
πάντες ἐπιστάμεθα, τὰ περὶ τὴν Σαλαμῖνα καὶ τὸν Ἀδείμαντον». Βλ. για το ρήτορα και φιλόσοφο
Δίωνα τον Κοκκηιανό από την Προύσα ή αλλιώς αποκαλούμενο Χρυσόστομο (περί το 40 μ.Χ. – μετά
το 112 μ.Χ.), ο οποίος, από τους ογδόντα λόγους που του αποδίδουν ότι έγραψε, ο εξηκοστός
τέταρτος και ο τριακοστός έβδομος, του οποίου αποσπάσματα παρέθεσα, έχουν γραφεί από τον
μαθητή του Φαβορίνο, M. Weißenberger, “[I 3] D. Cocceianus of Prusa”, ΒNP 4 (2004), σ. 466-468.

342
τα δυτικά για να εμποδίσουν την πορεία της αιγυπτιακής ναυτικής μοίρας740 που είχε

σταλεί για να βρεθεί στα νώτα των Ελλήνων.741 Πράγματι, οι Έλληνες, όντας

πληροφορημένοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τον Αθηναίο Αριστείδη και τους Τηνίους

αυτομόλους περί αποκλεισμού τους από τους Πέρσες στα στενά (8. 79-83. 1), θα έπρεπε να

επιτηρούν με τμήμα του στόλου τους τα νώτα τους κατά τη στιγμή της ναυτικής

συγκρούσεως, ώστε να αποφευχθεί η περσική ναυτική επίθεση από δύο μέρη. Έτσι, το

πιθανότερο είναι ο κορινθιακός στόλος να μην εστάλη προς τα δυτικά, αλλά να

περιορίστηκε στα βόρεια στον κόλπο της Ελευσίνος για να προστατεύσει τα νώτα του

ελληνικού στόλου σε περίπτωση που το αιγυπτιακό ναυτικό απόσπασμα πλησίαζε στο

βόρειο άκρο των ανατολικών στενών της Σαλαμίνος.742 Πώς, όμως, εξηγούνται οι νεκροί

Κορίνθιοι και τα κατορθώματά τους, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κατά τη ναυμαχία; Ο

J.A.R. Munro θεωρεί ότι ο κορινθιακός στόλος θα πρέπει να συγκρούστηκε με το τμήμα του

περσικού στόλου που είχε σταλεί στη δυτική είσοδο των στενών!743 Ο N.G.L. Hammond,

ωστόσο, θεωρεί ότι ο στόλος των Κορινθίων δεν συνάντησε τον εχθρό στον κόλπο της

740 Ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο Πέρσης βασιλεύς απέστειλε το ναυτικό των Αιγυπτίων για να
αποκλείσει τον ελληνικό στόλο από τη δυτική είσοδο των στενών της Σαλαμίνος: 11. 17. 2: «διόπερ ὁ
βασιλεὺς διὰ τὴν πιθανότητα τῶν προσαγγελθέντων πιστεύσας, ἔσπευδε κωλῦσαι τὰς ναυτικὰς
δυνάμεις τῶν Ἑλλήνων τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πλησιάζειν. εὐθὺς οὖν τὸ τῶν Αἰγυπτίων ναυτικὸν
ἐξέπεμψε, προστάξας ἐμφράττειν τὸν μεταξὺ πόρον τῆς τε Σαλαμῖνος καὶ τῆς Μεγαρίδος χώρας», ο
Πλούταρχος, στο βίο του Θεμιστοκλέους, κάνει λόγο για ναυτική μοίρα διακοσίων πλοίων που
εστάλη: 12. 5: «ταῦτα δ’ ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ’ εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος, ἥσθη καὶ [τέλος] εὐθὺς
ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν, τὰς μὲν ἄλλας πληροῦν καθ’ ἡσυχίαν, διακοσίαις δ’
ἀναχθέντας ἤδη περιβαλέσθαι τὸν πόρον ἐν κύκλῳ πάντα καὶ διαζῶσαι τὰς νήσους, ὅπως
ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων», ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι συνεισέφεραν διακόσια
πλοία στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος: 7. 89. 2: «Αἰγύπτιοι δὲ νέας παρείχοντο διηκοσίας».
Κατά τον N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 573 ο αιγυπτιακός
στόλος άνοιξε πανιά περί τις 8 το απόγευμα της 28 ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., τα προπορευόμενα
πλοία του οποίου θα πρέπει να αφίχθησαν στη δυτική είσοδο των στενών περί τις 2.30 τα
ξημερώματα της επομένης ημέρας.
741 Βλ. γι΄ αυτήν την πιθανή εξήγηση W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXI. 8∙ R.W. Macan,
Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 94. 1, λ. «λέγουσι Ἀθηναῖοι»∙ J.A.R. Munro, JHS 22 (1902), σ. 329.
742 Βλ. γι΄ αυτήν την άποψη N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 577
και στο άρθρο του JHS 76 (1956), σ. 46 και 49∙ A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 458.
743 Βλ. J.A.R. Munro, JHS 22 (1902), σ. 329.

343
Ελευσίνος όπου εστάλη και, επιστρέφοντας πίσω στον τόπο διεξαγωγής της ναυμαχίας,

έλαβε μέρος στο τελικό στάδιο αυτής,744 κάτι που εξηγεί καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, την

αναγνώριση των Κορινθίων ως πρωταγωνιστών της ναυμαχίας εκ των υπολοίπων, εκτός

των Αθηναίων, Έλλήνων, οι οποίοι θα ήσαν αυτόπτες μάρτυρες στον τόπο της ναυμαχίας

και όχι στο μέρος όπου είχαν σταλεί οι Κορίνθιοι, όπου δεν θα μπορούσαν να

επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα των Κορινθίων περί των ανδρείων πράξεών τους.

21. Ο Ηρόδοτος, σχετικά με τα γεγονότα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος, βάλει εναντίον

των Αθηναίων, αφ’ ενός κατά του Θεμιστοκλέους λέγοντας ότι έκλεβε τους νησιώτες και

ότι ψηφίστηκε για το δεύτερο και όχι για το πρώτο βραβείο αριστείας κατά τη ναυμαχία της

Σαλαμίνος, αφ’ ετέρου κατά των Αθηναίων εν γένει ισχυριζόμενος ότι το πρώτο βραβείο

στην εν λόγω ναυμαχία εδόθη στους Αιγινήτες και όχι στους Αθηναίους (κεφ. 40).

(871 C) Κεφ. 40. «Τῶν τοίνυν αἰτιῶν τῶν κατὰ Θεμιστοκλέους

ἀνέδην ἐμφορηθείς, ἐν οἷς κλέπτοντα καὶ πλεονε-

κτοῦντα λάθρα τῶν ἄλλων στρατηγῶν οὔ φησι

παύσασθαι περὶ τὰς νήσους, τέλος αὐτῶν Ἀθη-

ναίων τὸν στέφανον ἀφελόμενος Αἰγινήταις ἐπιτί-

θησι, γράφων ταῦτα∙ “πέμψαντες ἀκροθίνια οἱ

Ἕλληνες εἰς Δελφοὺς ἐπηρώτων τὸν θεὸν κοινῇ, εἰ

λελάβηκε πλήρεα καὶ ἀρεστὰ τὰ ἀκροθίνια∙ ὁ δὲ

παρ’ Ἑλλήνων μὲν τῶν ἄλλων ἔφησεν ἔχειν, παρ’

D Αἰγινητέων δὲ οὔ, ἀλλ’ ἀπαίτεε αὐτοὺς τὰ ἀριστεῖα

τῆς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίας.” οὐκέτι Σκύθαις οὐδὲ

Πέρσαις οὐδ’ Αἰγυπτίοις τοὺς ἑαυτοῦ λόγους ἀνα-

τίθησι πλάττων, ὥσπερ Αἴσωπος κόραξι καὶ πιθή-

κοις, ἀλλὰ τῷ τοῦ Πυθίου προσώπῳ χρώμενος

744 Βλ. N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 580 και στο άρθρο του JHS
76 (1956), σ. 49.

344
ἀπωθεῖ τῶν ἐν Σαλαμῖνι πρωτείων τὰς Ἀθήνας.

Θεμιστοκλεῖ δὲ τῶν δευτερείων ἐν Ἰσθμῷ γενο-

μένων διὰ τὸ τῶν στρατηγῶν ἕκαστον αὑτῷ μὲν τὸ

πρωτεῖον ἐκείνῳ δὲ τὸ δευτερεῖον ἀποδοῦναι, καὶ

τέλος τῆς κρίσεως μὴ λαβούσης, δέον αἰτιάσασθαι

E τὴν φιλοτιμίαν τῶν στρατηγῶν, πάντας ἀποπλεῦσαί

φησι τοὺς Ἕλληνας ὑπὸ φθόνου μὴ βουληθέντας

ἀναγορεῦσαι τὸν ἄνδρα πρῶτον».

«Αφού επιρρίπτει ελεύθερα κατηγορίες κατά του Θεμιστοκλέους, όπου λέει ότι δεν

έπαυσε να περιέρχεται τις νήσους κλέβοντας και πλουτίζοντας κρυφά από τους άλλους

στρατηγούς, τέλος αφαιρεί από τους ίδιους τους Αθηναίους τον στέφανο και τον προσφέρει

στους Αιγινήτες, γράφοντας τα εξής: ‘’Μετά την αποστολή ευχαριστηρίων απαρχών στους

Δελφούς, οι Έλληνες από κοινού ρώτησαν τον θεό, αν αυτά που έλαβε ήταν πλήρη και

ικανοποιητικά. Αυτός απάντησε ότι από όλους τους άλλους Έλληνες είναι ικανοποιημένος,

εκτός από τους Αιγινήτες∙ από αυτούς ζητούσε τις προσφορές της μεγαλυτέρας

ανδραγαθίας στη ναυμαχία της Σαλαμίνος’’. Δεν παριστάνει ούτε τους Σκύθες ούτε τους

Πέρσες ούτε τους Αιγυπτίους να λένε τα λόγια που πλάθει αυτός, όπως κάνει ο Αίσωπος

με τους κόρακες και τους πιθήκους, αλλά χρησιμοποιεί το προσωπείο του Πυθικού θεού

για να αφαιρέσει από τους Αθηναίους το πρώτο βραβείο στη ναυμαχία της Σαλαμίνος. Και

(κατά τον Ηρόδοτο) ο Θεμιστοκλής έλαβε το δεύτερο βραβείο στον Ισθμό, επειδή κάθε

στρατηγός ψήφισε τον εαυτό του για την πρώτη θέση και τον Θεμιστοκλή για τη δεύτερη,

και έτσι η κρίση δεν ολοκληρώθηκε∙ ενώ έπρεπε να επικρίνει τη φιλοδοξία των στρατηγών,

λέει (μόνο) ότι όλοι οι Έλληνες απέπλευσαν, επειδή δεν ήθελαν από φθόνο να

αναγορεύσουν πρώτο τον Θεμιστοκλή».

Στο παρόν παράδειγμα, ο Πλούταρχος πραγματεύεται σχεδόν αποκλειστικά το

ζήτημα της απονομής του πρώτου βραβείου κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος, τόσο σε ό,τι

αφορά στο πρόσωπο όσο και στην πόλη που αρίστευσε∙ επιπρόσθετα, μνημονεύει την

κατηγορία που διετυπώθη εναντίον του Θεμιστοκλέους για κλοπή.

345
Στην αρχή της αφηγήσεώς του ο βιογράφος αναφέρει ρητά την κατηγορία που

καταγράφει στο ιστορικό του έργο ο Ηρόδοτος, ότι, δηλαδή, ο Θεμιστοκλής πλούτιζε

κλέβοντας τους νησιώτες,745 αφήνοντας, προφανώς, να εννοηθεί ότι η κατηγορία αυτή,

μεταξύ των άλλων746 που διετύπωσε ο ιστορικός, είναι ψευδής. Ο ιστορικός, στο σχετικό

χωρίο (8. 111. 1-2), διηγείται ότι οι Έλληνες πολιόρκησαν την Άνδρο με σκοπό να την

κυριεύσουν, επειδή οι Άνδριοι ήταν οι πρώτοι από τους νησιώτες που αρνήθηκαν να

δώσουν τα χρήματα που τους ζήτησε ο Θεμιστοκλής, ενώ, στο χωρίο 8. 112, κάνει λόγο για

την ακόρεστη πλεονεξία του Αθηναίου στρατηγού που ζητούσε, κρυφά από τους άλλους

στρατηγούς, χρήματα και από άλλες νήσους απειλώντας τες με καταστροφή, απειλές στις

οποίες ενέδωσαν τουλάχιστον747 οι Καρύστιοι και οι Πάριοι δίδοντας μεγάλα χρηματικά

745 Ηρόδ. 8. 111-112.


746 Τις άλλες κατηγορίες δεν τις αναφέρει ρητά ο Πλούταρχος, αλλά προφανώς εννοεί το χωρίο 8.
108-110, που προηγείται του σχετικού χωρίου (8. 111-112) περί της κατηγορίας εναντίον του
Αθηναίου στρατηγού για κλοπή. Στο σχετικό, λοιπόν, χωρίο (8. 108-110) ο ιστορικός παρουσιάζει τον
Θεμιστοκλή να έχει υποκριτική στάση, να μεταβάλει τη γνώμη του με σκοπό την εξυπηρέτηση των
προσωπικών συμφερόντων του∙ συγκεκριμένα, εμφανίζει αρχικά τον Αθηναίο στρατηγό στο
συμβούλιο των στρατηγών στην Άνδρο να θέλει να καταδιώξει τον περσικό στόλο και να διαλύσει
τις γέφυρες στον Ελλήσποντο, ώστε να αποτρέψει την επιστροφή του περσικού πεζικού υπό του
Ξέρξη δια ξηράς∙ έπειτα να μεταβάλει τη γνώμη του και να συμφωνεί με την άποψη του Ευρυβιάδη
να μην εμποδίσουν τη φυγή των Περσών, γνώμη που αποδέχθηκαν και οι άλλοι στρατηγοί∙ στη
συνέχεια να πείθει τους Αθηναίους ότι η απόφαση του συμβουλίου είναι η πιο ωφέλιμη και για τους
συμπολίτες του, για να αποτρέψει τους Αθηναίους να καταδιώξουν μόνοι τους τον Ξέρξη∙ τέλος,
αποστέλλοντας έμπιστούς του στον Ξέρξη με επικεφαλής τον Σίκιννο, να πληροφορήσει, ψευδώς,
τον Ξέρξη ότι ο ίδιος εμπόδισε τους Έλληνες να καταδιώξουν και να διαλύσουν τις γέφυρες στον
Ελλήσποντο, ώστε να έχει την εύνοια του Πέρση βασιλέως σε περίπτωση που οι Αθηναίοι
στρέφονταν κάποια στιγμή εναντίον του. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν αναφέρει ρητά ο Πλούταρχος
στο παρόν παράδειγμα, πιθανότατα όχι επειδή θεωρεί πιο σημαντική κατηγορία εναντίον του
Αθηναίου στρατηγού την κλοπή από την προδοσία, αλλά ενδεχομένως από έλλειψη επιχειρημάτων,
λόγω της φύσεως της μυστικής συνδιαλλαγής του Θεμιστοκλέους με τον Ξέρξη.
747 Εκτός των μηδισάντων Ανδρίων (Ηρόδ. 8. 112. 2) που αρνήθηκαν να δώσουν χρήματα στους
Έλληνες συμμάχους (Ηρόδ. 8. 111. 2), και εκτός των Καρυστίων και Παρίων που εμήδισαν αλλά
έδωσαν χρήματα στους Έλληνες (Ηρόδ. 8. 112. 2), ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 66. 2, αναφέρει ρητά ότι
και οι Τήνιοι εμήδισαν, καθώς και οι υπόλοιποι νησιώτες, εκτός των πέντε πόλεων που προανέφερε
σε άλλο χωρίο. Στο σχετικό, όμως, χωρίο (8. 46) ο ιστορικός μνημονεύει περισσότερες από πέντε
πόλεις που δεν εμήδισαν και απήρτιζαν τον ελληνικό στόλο κατά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, τους
Αιγινήτες, τους Χαλκιδείς, τους Ερετριείς, τους Κείους, τους Ναξίους, τους Στυρείς, τους Κυθνίους,

346
ποσά στον Αθηναίο στρατηγό, για να αποτρέψουν μία ενδεχόμενη πολιορκία των

συμμάχων, όπως αυτή της Άνδρου. Ο βιογράφος, όμως, δεν προσπαθεί να αντικρούσει,

παραθέτοντας κάποιο επιχείρημα, αυτήν την κατηγορία που αποδίδει ο Ηρόδοτος στον

Θεμιστοκλή, ούτε αναφέρει κάτι περισσότερο επ’ αυτής στο παρόν έργο. Στο βίο, όμως, του

Θεμιστοκλέους ο Πλούταρχος αναφέρει748 τον Τιμοκρέοντα τον μουσικό από την Ιαλυσό

της Ρόδου να αποδίδει κατηγορίες εναντίον του Αθηναίου στρατηγού, μεταξύ άλλων για

χρηματισμό και άδικη στάση απέναντι στον ίδιο τον Τιμοκρέοντα∙ επειδή, όμως, δεν

τους Σεριφίους, τους Σιφνίους και τους Μηλίους∙ άρα, ο Θεμιστοκλής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (8.
112. 1), πρέπει να ζήτησε χρήματα από όλες τις νήσους εκτός των προαναφερθέντων δέκα που
συμμετείχαν στον ελληνικό στόλο και, σύμφωνα με την πεποίθηση του ιστορικού (8. 112. 2), οι
Καρύστιοι και οι Πάριοι δεν ήταν οι μόνοι μηδίσαντες που έδωσαν χρήματα.
748 κεφ. 21: «Τιμοκρέων δ’ ὁ Ῥόδιος μελοποιὸς ἐν ᾄσματι καθάπτεται πικρότερον τοῦ Θεμιστοκλέους,
ὡς ἄλλους μὲν ἐπὶ χρήμασι φυγάδας διαπραξαμένου κατελθεῖν, αὐτὸν δὲ ξένον ὄντα καὶ φίλον
προεμένου δι’ ἀργύριον. λέγει δ’ οὕτως∙

ἀλλ’ εἰ τύ γα Παυσανίαν ἢ καὶ τύ γα Ξάνθιππον αἰνεῖς


ἢ τύ γα Λευτυχίδαν, ἐγὼ δ’ Ἀριστείδαν ἐπαινέω
ἄνδρ’ ἱερᾶν ἀπ’ Ἀθανᾶν
ἐλθεῖν ἕνα λῷστον∙ ἐπεὶ Θεμιστοκλέα γ’ ἤχθαρε Λατώ,
ψεύσταν, ἄδικον, προδόταν, ὃς Τιμοκρέοντα ξεῖνον
ἐόντα
ἀργυρίοισι κυβαλικοῖσι πεισθεὶς οὐ κατᾶγεν
εἰς πατρίδα Ἰάλυσον,
λαβὼν δὲ τρί’ ἀργυρίου τάλαντ’ ἔβα πλέων εἰς
ὄλεθρον,
τοὺς μὲν κατάγων ἀδίκως, τοὺς δ’ ἐκδιώκων, τοὺς δὲ
καίνων.
ἀργυρίου δ’ ὑπόπλεως, Ἰσθμοῖ γελοίως πανδόκευε
ψυχρὰ κρέα παρέχων∙
οἱ δ’ ἤσθιον κηὔχοντο μὴ ὥραν Θεμιστοκλέος
γενέσθαι».
Ο Τιμοκρέων ήταν στιχουργός και ελεγειακός ποιητής από την Ιαλυσό της Ρόδου (αρχές 5 ου αι. π.Χ.),
σύμφωνα με τη Σούδα (βλ. λ. «Τιμοκρέων») ήταν ποιητής της Παλαιάς Κωμωδίας, επιπλέον στα
Σούσα ψυχαγωγούσε τον Πέρση βασιλέα ως πενταθλητής και γελωτοποιός, και είχε μεγάλη έχθρα
για τον Θεμιστοκλή: βλ. E. Robbins, “Timocreon”, ΒNP 14 (2009), σ. 698. Κατά τον F.G. Frost, Plutarch’s
Themistocles: a historical commentary, Princeton/New Jersey 1980, σχόλια στο χωρίο Πλούτ. 21. 3, λ.
«Τιμοκρέων δ’ ὁ Ῥόδιος μελοποιός», η εξορία του Τομοκρέοντος οφειλόταν στις καλές σχέσεις που
είχε με τους Πέρσες, σε συνδυασμό με κάποια προσωπική έχθρα εναντίον του.

347
διαθέτουμε πρόσθετες μαρτυρίες για το μίσος που έτρεφε ο Τιμοκρέων για τον

Θεμιστοκλή, καθώς, όπως αναφέρει ο ίδιος, ο Αθηναίος στρατηγός δωροδοκήθηκε με τρία

τάλαντα για να μην τον επαναφέρει από την εξορία στην πατρίδα του την Ιαλυσό, έτσι δεν

είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν οι κατηγορίες που παραθέτει ευσταθούν ή όχι. Η απουσία

της αναφοράς του Τιμοκρέοντος από το παρόν έργο του Πλουτάρχου είναι, προφανώς,

κατανοητή, για να αποκρύψει, δηλαδή, πηγή που ήταν αντίθετη με την άποψή του. Η

απουσία, ωστόσο, σχολιασμού από το βιογράφο στο παρόν έργο του σχετικά με την εν

λόγω κατηγορία του ιστορικού εναντίον του Θεμιστοκλέους, κατά τη γνώμη μου, εξηγείται

λόγω ελλείψεως επιχειρημάτων από τον Πλούταρχο, παρά από τη βεβαιότητά του ότι η

κατηγορία εναντίον του Αθηναίου στρατηγού για κλοπή είναι εμφανώς ψευδής σε κάθε

αναγνώστη. Η ηροδότεια, ωστόσο, διήγηση δικαιώνει, κατά τη γνώμη μου, το βιογράφο και

όχι τον ιστορικό. Και αυτό, επειδή, ενώ οι Έλληνες αποφάσισαν να πολιορκήσουν την

Άνδρο και όχι μονάχα ο αθηναϊκός στόλος, θα περιμέναμε τον ιστορικό να αναφέρει ότι οι

Έλληνες ζήτησαν χρήματα από τους Ανδρίους και όχι ο Θεμιστοκλής (8. 111. 2).

Πιθανότατα υπήρχε ανάγκη χρημάτων για τις ανάγκες του συμμαχικού στόλου και τη

συνέχιση των ναυτικών επιχειρήσεων, και τα χρήματα αυτά οι σύμμαχοι ήθελαν να τα

αποσπάσουν από τους Έλληνες που εμήδισαν, γι΄ αυτό και πολιόρκησαν την Άνδρο, όπου

ο στόλος ευρίσκετο (8. 108. 1) που, κατά τον ιστορικό (8. 112. 2), πολιορκήθηκε, επειδή

εμήδισε.749 Αν, πράγματι, ο Αθηναίος στρατηγός ήταν αυτός που ζήτησε χρήματα από τους

Ανδρίους, αυτό δεν μπορεί να έγινε ερήμην των υπολοίπων συμμάχων, ούτε να ενήργησε

για προσωπικό του λογαριασμό ο Θεμιστοκλής, όπως αφήνει ο ιστορικός να εννοηθεί με τη

φράση «λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγών» (8. 112. 3).750 Η εμπλοκή του ονόματός του θα

749 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 111. 2, λ. «χρήματα» αναφέρουν
ότι ο ελληνικός στόλος ζήτησε πολεμικές αποζημιώσεις από τις νήσους που εμήδισαν, οι οποίες θα
χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή και την διατροφή των πληρωμάτων, ενώ ο R.W. Macan,
Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 111. 4, λ. «πρῶτοι γάρ κτλ» θεωρεί ότι ίσως επεβλήθη πρόστιμο
στους Ανδρίους για το μηδισμό τους.
750 O R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 111. 4, λ. «πρῶτοι γάρ κτλ» θεωρεί ότι η
ηροδότεια αιτιολογία της πολιορκίας της Άνδρου από τους Έλληνες συμμάχους είναι φανερά
εσφαλμένη και κακή, καθώς η άρνηση των Ανδρίων να δώσουν χρήματα στον Θεμιστοκλή, δεν
αποτελεί αιτία της πολιορκίας από τον συμμαχικό στόλο, εκτός και αν, πραγματικά, τα χρήματα

348
πρέπει να εξηγηθεί ως εξής, είτε ήταν αυτός που το πρότεινε στους συμμάχους,

πιθανότατα κατά το συμβούλιο των στρατηγών στην Άνδρο (8. 108), είτε να υποστήριξε

αυτήν την άποψη εντονότερα από κάθε άλλον στρατηγό, είτε, το πιθανότερο κατά τη

γνώμη μου, να χειρίστηκε ο ίδιος, με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων, τις διαβουλεύσεις

με τους νησιώτες, αφ’ ενός με τους Ανδρίους, που δεν είχαν, όμως, το επιθυμητό

αποτέλεσμα (8. 111. 2-3), αφ’ ετέρου με τους άλλους νησιώτες, από τους οποίους επέτυχε να

αποσπάσει πολλά χρήματα, τουλάχιστον, κατά τον ιστορικό, από τους Καρυστίους και

τους Παρίους (8. 112). Η διήγηση, όμως, του Ηροδότου ότι ο Αθηναίος στρατηγός απέστειλε

τους ίδιους έμπιστούς του ανθρώπους για να λάβουν χρήματα από τους νησιώτες (8. 112. 1),

όπως και πριν για να πληροφορήσουν ψευδώς τον Ξέρξη ότι ο Θεμιστοκλής εμπόδισε την

καταδίωξη του περσικού στόλου από τον ελληνικό και την καταστροφή των γεφυρών στον

Ελλήσποντο, απεσταλμένοι οι οποίοι ήσαν εχέμυθοι (8. 110. 2-3), αφήνει να εννοηθεί ότι ο

Αθηναίος στρατηγός ζήτησε χρήματα από τους νησιώτες για προσωπικό του όφελος,

καθώς έστειλε τους δικούς του ανθρώπους για τέτοια μυστική αποστολή, χωρίς να

επιθυμεί ο Θεμιστοκλής να το πληροφορηθούν οι υπόλοιποι σύμμαχοι. Θα μπορούσαμε,

όμως, να θεωρήσουμε ανακριβή αυτήν την καταχώρηση του Ηροδότου με το σκεπτικό ότι

οι έμπιστοι του Αθηναίου στρατηγού, αν, πράγματι, έλαβαν μέρος στην αποστολή, θα

πρέπει να αποτελούσαν μέρος της συμμαχικής πρεσβείας και όχι το όλον, καθώς το

ζήτημα, αφ’ ενός ενδιέφερε άμεσα όλους τους συμμάχους, αφ’ ετέρου η μυστική δράση του

Θεμιστοκλέους, αν αυτή υπήρξε, δεν θα ήταν δυνατόν, κατά τη γνώμη μου, να παραμείνει

μυστική από τους συμμάχους, στους οποίους θα καταγγέλονταν από τους μηδίζοντες

αυτά προορίζονταν για συμμαχικούς σκοπούς. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 8. 111. 2, λ. «χρήματα» αναφέρουν ότι αδίκως παρουσιάζει το όλο ζήτημα ο Ηρόδοτος να
έχει σχέση με το προσωπικό κέρδος του Θεμιστοκλέους∙ αν και δεν αποκλείεται να επωφελήθηκαν
κάποιοι Έλληνες που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή [βλ. στο βίο του Θεμιστοκλέους (κεφ. 21) για τις
κατηγορίες που διετύπωσε ο Τιμοκρέων προς τον Θεμιστοκλή], ωστόσο, αυτά τα χρήματα που
απέσπασαν προορίζονταν κυρίως για τον κοινό σκοπό∙ την ίδια ακριβώς άποψη διατυπώνει ο C.
Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 244 και ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 203. Ο N.G.L. Hammond,
“The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 584 θεωρεί σχεδόν αδύνατη αυτήν την ιστορία έτσι
όπως την διηγείται ο ιστορικός (8. 111-112), αλλά σύμφωνη με την φιλοχρηματία του Θεμιστοκλέους,
την οποία μαρτυρεί και ο Τιμοκρέων, μεταθέτοντας χρονικά την περίσταση πιθανόν κατά το
επόμενο έτος, το 479 π.Χ., ή αργότερα.

349
νησιώτες η φιλοχρηματία του Αθηναίου στρατηγού. Επιπλέον, οι απειλές του

Θεμιστοκλέους προς τους νησιώτες που αναφέρει ο Ηρόδοτος, ότι, δηλαδή, θα έπειθε με το

κύρος του τον Ευρυβιάδη να οδηγήσει τον ελληνικό στόλο εναντίον των νήσων που

εμήδισαν και, έπειτα από πολιορκία, θα τις κατέστρεφε (8. 112. 1-2), ανατρέπεται από την

ίδια την ηροδότεια διήγηση που κάνει λόγο για αδυναμία του Αθηναίου στρατηγού, μόλις

την επομένη751 ημέρα της ναυμαχίας, να πείσει τους Πελοποννησίους στρατηγούς κατά το

συμβούλιο των συμμάχων στην Άνδρο να καταδιώξουν τον περσικό στόλο και να

διαλύσουν τις γέφυρες στον Ελλήσποντο (8. 108. 2-3), παρά την κάποια752 αναγνώριση από

τους υπολοίπους στρατηγούς της συμμαχίας της στρατηγικής του ιδιοφυϊας για την

εμμονή του να διεξαχθεί η ναυμαχία στη Σαλαμίνα.

Στη συνέχεια της αφηγήσεώς του ο Πλούταρχος, παραθέτοντας το χωρίο του

Ηροδότου που αναφέρει ότι οι Έλληνες, μετά την αποστολή των ευχαριστηρίων απαρχών753

στους Δελφούς, ρώτησαν από κοινού τον θεό αν οι προσφορές τους ήταν ικανοποιητικές,

με τον θεό να απαντά πως όλοι οι άλλοι Έλληνες τον είχαν ικανοποιήσει εκτός από τους

751 Ο ιστορικός αφήνει να εννοηθεί ότι η φυγή του περσικού στόλου έγινε τη νύκτα της ημέρας που
έγινε η ναυμαχία στη Σαλαμίνα (8. 107. 1 και 108. 1) και, επομένως, ότι το συνέδριο των συμμάχων
στην Άνδρο συνεκλήθη την επομένη ημέρα της ναυμαχίας (8. 108. 1). Ο Ηρόδοτος, όμως, αν και
παρουσιάζει την απόπειρα κατασκευής μώλου από τους Πέρσες με κατεύθυνση την Σαλαμίνα και
τις πολεμικές τους προετοιμασίες για νέα ναυμαχία ως τεχνάσματα του Ξέρξη με σκοπό να
παραπλανήσει τους Έλληνες για να φυγαδεύσει με ασφάλεια τον στόλο του (8. 97), δημιουργεί την
εύλογη σκέψη στον αναγνώστη πως απαιτείτο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γι’ αυτά τα έργα από
το ολίγο διάστημα της ημέρας που απέμεινε από το πέρας της ναυμαχίας∙ γι’ αυτό ο C. Hignett,
Xerxes’ Invasion, σ. 240 θεωρεί ότι η αποχώρηση έγινε, πιθανόν, τη νύκτα της επομένης από τη
ναυμαχία ημέρας και, ακολούθως υπονοεί, ότι οι Έλληνες κατεδίωξαν τους Πέρσες έως την Άνδρο,
όπου συνεκλήθη το συνέδριο των στρατηγών, όχι την επομένη ημέρα της ναυμαχίας, αλλά την
μεθεπομένη.
752 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 124, αναφέρει ότι οι Έλληνες που ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα δεν
ετίμησαν τον Θεμιστοκλή, και ότι οι Λακεδαιμόνιοι του προσέφεραν στην Λακεδαίμονα αριστείο για
τη σοφία και τη δεξιότητά του, στέφανο ελιάς καθώς και το ωραιότερο άρμα της Σπάρτης. Κάποια,
ωστόσο, αναγνώριση για τον Θεμιστοκλή υπήρξε από τους υπολοίπους στρατηγούς, καθώς ο
ιστορικός, στο σχετικό χωρίο (8. 123), καταγράφει ότι οι περισσότεροι στρατηγοί επέλεξαν ως
δεύτερο για το βραβείο σχετικά με τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα τον Αθηναίο στρατηγό, αφού ως
πρώτο ο κάθε στρατηγός εψήφισε τον εαυτό του.
753 Οι Έλληνες ανέθεσαν στους Δελφούς ανδριάντα, που κρατά στο χέρι του την άκρη ενός πλοίου,
και έχει ύψος δώδεκα πήχεων (Ηρόδ. 8. 121. 2).

350
Αιγινήτες, από τους οποίους ζήτησε τα «ἀριστήια»754 της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα,755

θεωρεί ότι ο ιστορικός αφαιρεί τον στέφανο από τους Αθηναίους και τον προσφέρει στους

Αιγινήτες. Και αυτό, σύμφωνα με το βιογράφο, το κάνει ο Ηρόδοτος χρησιμοποιώντας, όχι

τους αντιπάλους των Ελλήνων κατά τη ναυμαχία, Σκύθες, Πέρσες ή Αιγυπτίους,756 που θα

μπορούσαν, ως αυτόπτες μάρτυρες, να πιστοποιήσουν την αριστεία των Αιγινητών στη

Σαλαμίνα, όπως κάνει ο Αίσωπος757 με τους κόρακες και τους πιθήκους, αλλά χρησιμοποιεί

754 Το κείμενο του Ηροδότου αφήνει να εννοηθεί ότι ο θεός των Δελφών ζήτησε από τους Αιγινήτες,
είτε την προσφορά που αρμόζει σε πόλη που έλαβε το πρώτο βραβείο στη ναυμαχία, είτε το ίδιο το
βραβείο: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 40, σημ. c (Ηθικά 871D). Οι
W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 122 και ο R.W. Macan, Herodotus,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 8. 122. 5, λ. «τά ἀριστήια τῆς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίης» θεωρούν ότι ο
Απόλλων ζήτησε από τους Αιγινήτες τα «ἀριστήια», διότι έστειλε σ’ αυτούς ευνοϊκό σημάδι για τη
νίκη στη ναυμαχία, όπως αυτό που δόθηκε στον Σπαρτιάτη Λύσανδρο στους Αιγός ποταμούς:
Πλούτ., Λύσ. (κεφ. 12): «Ἦσαν δέ τινες οἱ τοὺς Διοσκούρους ἐπὶ τῆς Λυσάνδρου νεὼς ἑκατέρωθεν,
ὅτε τοῦ λιμένος ἐξέπλει πρῶτον ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἄστρα τοῖς οἴαξιν ἐπιλάμψαι λέγοντες», δηλαδή
η εμφάνιση των Διοσκούρων, στους ναούς των οποίων αφιέρωσαν οι Λακεδαιμόνιοι χρυσά αστέρια
μετά τη ναυτική νίκη του Λυσάνδρου εναντίον των Αθηναίων, επειδή ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης
εθεάθησαν να συνοδεύουν τον σπαρτιατικό στόλο σ΄ εκείνη τη ναυμαχία: Κικ., De Div. 1. 34. 75:
«stellaeque aureae quae Delphis erant a Lacedaemoniis positae post navalem illam victoriam Lysandri
qua Athenienses conciderunt, qua in pugna quia Castor et Pollux cum Lacedaemoniorum classe visi esse
dicebantur»∙ οι Αιγινήτες, μετά την ρητή απαίτηση του Απόλλωνος, αφιέρωσαν στους Δελφούς τρία
χρυσά αστέρια επάνω σε χάλκινο κατάρτι (Ηρόδ. 8. 122), τα δύο αστέρια για τους Διόσκουρους και το
τρίτο για τον Απόλλωνα Δελφίνιο, προστάτη από τις καταιγίδες στη θάλασσα που λατρευόταν πολύ
στην Αίγινα.
755 Ηρόδ. 8. 122.
756 Οι Αιγύπτιοι, κατά τον Ηρόδοτο (7. 89. 2), συνεισέφεραν στην εκστρατεία του Ξέρξη διακόσια
πλοία, ενώ σε ό,τι αφορά τους Πέρσες και τους Σκύθες που αφήνει ο Πλούταρχος να εννοηθεί ότι
συμμετείχαν στη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 7. 184. 1-2, αναφέρει ότι σε κάθε
πλοίο από τα 1207 που αριθμούσε ο περσικός στόλος επέβαιναν, εκτός από τους επιχωρίους άνδρες
που είχε κάθε πλοίο, και τριάντα άνδρες από τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Σάκες (πβ. Ηρόδ. 7.
96. 1), καταγράφοντας ο ιστορικός σε άλλο χωρίο (7. 64. 2) ότι οι Πέρσες όλους τους Σκύθες τους
αποκαλούν Σάκες.
757 Βλ. αναλυτικά για τον Αίσωπο, τον πιο σημαντικό Έλληνα αντιπρόσωπο στο λογοτεχνικό είδος
του παραμυθιού, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ιστορικό πρόσωπο που έζησε όχι
αργότερα από την Αλεξανδρινή περίοδο, M.J. Luzzatto, “Aesop”, ΒNP 1 (2002), σ. 256-260. Για το
ενδιαφέρον του Πλουτάρχου για τον Αίσωπο βλ. το έργο «Τῶν ἑπτά σοφῶν συμπόσιον» (Ηθικά 146Β-
164D): βλ. γι΄αυτήν την πληροφορία L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 40,
σημ. d (Ηθικά 871D).

351
το προσωπείο του θεού των Δελφών για να στερήσει από τους Αθηναίους το πρώτο

βραβείο. Ο Πλούταρχος, ωστόσο, παραλείπει, ακουσίως ή εκουσίως, να αναφέρει ότι ο

ιστορικός, στο χωρίο 8. 93. 1, καταγράφει ότι οι Έλληνες επαίνεσαν περισσότερο από όλους

κατά τη ναυμαχία τους Αιγινήτες και δεύτερους τους Αθηναίους, και από τους άνδρες τον

Αιγινήτη Πολύκριτο και τους Αθηναίους Ευμένη τον Αναγυράσιο και Αμεινία τον

Παλληνέα, χωρίς να χρησιμοποιήσει το προσωπείο του Δελφικού θεού.758 Και ο ίδιος ο

Ηρόδοτος, κατατάσσοντας τους Αθηναίους στη δεύτερη θέση κατά τη ναυμαχία, κατά τη

γνώμη μου, δεν προσπαθεί να μειώσει τα κατορθώματά τους στη Σαλαμίνα, καθώς στο

χωρίο 7. 139 θεωρεί καταλυτική τη συμβολή των Αθηναίων στην επικράτηση των Ελλήνων

εναντίον των Περσών λόγω του μεγάλου στόλου της, χαρακτηρίζοντας τους Αθηναίους

σωτήρες της Ελλάδος. Ο Πλούταρχος, όμως, αν και δεν αποδέχεται ότι οι Αθηναίοι, κατά

τον Ηρόδοτο (8. 93. 1), έλαβαν το δεύτερο βραβείο, δεν παρουσιάζει κάποιο επιχείρημα που

να ενισχύει την άποψή του. Κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη επιχειρημάτων από το

βιογράφο εξηγεί, αφ’ ενός την έλλειψη πηγών που να υποστηρίζουν τη δική του άποψη,759

αφ’ ετέρου ότι ο Πλούταρχος υποστήριξε την αριστεία των Αθηναίων προφανώς

επηρεασμένος από το πλήθος760 των αθηναϊκών πλοίων κατά τη ναυμαχία και, κυρίως, από

την επιμονή των Αθηναίων, με πρωτεργάτη τον στρατηγό τους Θεμιστοκλή, να διεξαχθεί η

ναυμαχία στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 8. 57-62 και 75) και όχι στον Ισθμό που ήθελε η πλειοψηφία

των συμμάχων (Ηρόδ. 8. 49, 56 και 74. 2). Το πλήθος των Αθηναϊκών πλοίων κατά τη

ναυμαχία και η αθηναϊκή σύλληψη του σχεδίου να γίνει η ναυτική σύγκρουση στα στενά

της Σαλαμίνος, δεν αποτελούν από μόνα τους τα κριτήρια για να δοθεί η αριστεία στους

758 Ο ιστορικός, στο χωρίο 8. 86 και 91 μνημονεύει με περιληπτικό, ωστόσο, τρόπο τα κατορθώματα
τόσο των Αιγινητών όσο και των Αθηναίων, ενώ στο χωρίο 8. 92. 1 κάνει λόγο για κατόρθωμα του
Αιγινήτη Πολυκρίτου που εμβόλισε ένα πλοίο της Σιδώνος.
759 Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 40, σημ. e (Ηθικά 871D), ωστόσο,
αναφέρει ότι μεταγενέστερη παράδοση μπορεί να επέμεινε πως το πρώτο βραβείο απενεμήθη στην
Αθήνα [πβ. Ισοκ. Πανηγ. (κεφ. 72): «εὐθὺς μὲν τῶν ἀριστείων ἠξιώθησαν»], και πως, έτσι, η οργή του
Πλουτάρχου είναι πιο εύκολα κατανοητή. Η εικασία, όμως, του L. Pearson, κατά τη γνώμη μου,
απορρίπτεται από την απουσία πηγών στο παρόν έργο του βιογράφου που να αναδεικνύουν την
αριστεία των Αθηνών κατά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
760 Κατά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα ο αθηναϊκός στόλος αριθμούσε εκατόν ογδόντα πλοία (Ηρόδ. 8.
44. 1) σε σύνολο τριακοσίων ογδόντα πλοίων του ελληνικού στόλου (Ηρόδ. 8. 82. 2).

352
Αθηναίους, καθώς το βραβείο εδόθη στην πόλη που έπραξε τα μεγαλύτερα κατορθώματα

κατά τη ναυμαχία, και όχι σ΄ αυτήν που περισσότερο από κάθε άλλη761 επέμενε να

διεξαχθεί στη Σαλαμίνα. Η επιμονή των Αθηναίων στη διεξαγωγή της ναυμαχίας στη

Σαλαμίνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναγνωρίστηκε εμμέσως από άλλο βραβείο, αυτό

της «σοφίης δέ καί δεξιότητος» που προσφέρθηκε, μεταξύ των άλλων τιμών και επαίνων,

από τους Λακεδαιμονίους στον Θεμιστοκλή στην Λακεδαίμονα (Ηρόδ. 8. 124. 2-3), βραβείο

κατάλληλο για τη σημαντική συνεισφορά του Θεμιστοκλέους και, κατ΄ επέκταση, των

Αθηναίων στη Σαλαμίνα.

Σχετικά με την απονομή βραβείου στον πιο άξιο κατά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα

Έλληνα, ο Πλούταρχος αφηγείται το χωρίο του Ηροδότου που αναφέρει ότι στον Ισθμό ο

Θεμιστοκλής έλαβε το δεύτερο βραβείο, επειδή κάθε762 στρατηγός ψήφισε τον εαυτό του για

την πρώτη θέση και τον Αθηναίο στρατηγό για τη δεύτερη θέση∙ η κρίση δεν

ολοκληρώθηκε, καθώς οι Έλληνες στρατηγοί από φθόνο δεν θέλησαν να αναδείξουν τον

άριστο, και απέπλευσαν ο καθένας για την πόλη του.763 Ο βιογράφος δεν αναφέρει ρητά ότι

διαφωνεί με την ηροδότεια διήγηση που μνημονεύει τον Θεμιστοκλή δεύτερο, ούτε

ισχυρίζεται ότι ο Αθηναίος στρατηγός έλαβε το πρώτο βραβείο∙ απλά αρκείται να επικρίνει

τον ιστορικό που δεν κατέκρινε την επιθυμία των στρατηγών για τιμές, προσθέτοντας ότι η

αναφορά του Ηροδότου στον φθόνο των στρατηγών για τον Θεμιστοκλή δεν είναι αρκετή.

Ο Πλούταρχος δεν κατακρίνει με σαφήνεια τον Ηρόδοτο, επειδή, κατά τη γνώμη μου, ο

ιστορικός, αν και κατατάσσει δεύτερο τον Θεμιστοκλή κατά την κρίση των στρατηγών στον

Ισθμό για τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, θεωρεί, με την αναφορά του στο φθόνο των

υπολοίπων στρατηγών, ότι ο Αθηναίος στρατηγός άξιζε το πρώτο βραβείο, άποψη με την

οποία συμφωνεί και ο βιογράφος. Ο Πλούταρχος, πιθανότατα επηρεασμένος από την

761 Την παραμονή του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα και τη διεξαγωγή της ναυμαχίας εκεί
υποστήριζαν, εκτός των Αθηναίων, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς (Ηρόδ. 8. 74. 2).
762 Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος στο χωρίο 8. 123. 2, αναφέρει ότι οι περισσότεροι στρατηγοί, και όχι
όλοι, όπως καταγράφει ο Πλούταρχος στο παρόν έργο και στο βίο του Θεμιστοκλέους (κεφ. 17: «ἐπεὶ
γὰρ ἀναχωρήσαντες εἰς τὸν Ἰσθμὸν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὴν ψῆφον ἔφερον οἱ στρατηγοί, πρῶτον μὲν
ἕκαστος αὑτὸν ἀπέφαινεν ἀρετῇ, δεύτερον δὲ μεθ’ αὑτὸν Θεμιστοκλέα»), φήφισαν τον Αθηναίο
στρατηγό για τη δεύτερη θέση.
763 Ηρόδ. 8. 123-124. 1.

353
επιμονή του Θεμιστοκλέους να διεξαχθεί η ναυμαχία στα στενά, θεωρεί πως πρέπει να του

είχε δοθεί το πρώτο βραβείο για τη νίκη στη Σαλαμίνα∙764 αλλά το πρώτο βραβείο έπρεπε

να αποδοθεί σε αυτόν που ανδραγάθησε κατά τη ναυμαχία και όχι σ΄ αυτόν που επινόησε

το σχέδιο της ναυμαχίας στα στενά της Σαλαμίνος, και ο ιστορικός, αν και έχει την ίδια

γνώμη με το βιογράφο, εν τούτοις δεν μεταβάλει την καταγραφή των όσων άκουσε σχετικά

με την ανολοκλήρωτη κρίση των στρατηγών για τον πιο άξιο κατά την εν λόγω ναυμαχία.

Και έπειτα ο Ηρόδοτος, θέλοντας να δικαιολογήσει την άποψή του ότι ο Αθηναίος

στρατηγός άξιζε τις μεγαλύτερες τιμές από αυτούς που πολέμησαν στη Σαλαμίνα,

προσθέτει ότι ο Θεμιστοκλής φημίσθηκε και δοξάσθηκε στην Ελλάδα ως ο πιο σοφός

Έλλην (8. 124. 1), και ότι τον ετίμησαν765 με αριστείο σοφίας και δεξιότητος οι

Λακεδαιμόνιοι όταν ο Αθηναίος στρατηγός πήγε στην Λακεδαίμονα (8. 124. 2-3), βραβείο

που, κατά τη γνώμη μου, απέδιδε κατά τον πλέον ακριβοδίκαιο τρόπο τη μεγάλη

συνεισφορά του για τη διεξαγωγή της ναυμαχίας στα στενά της Σαλαμίνος.

22. Ο Ηρόδοτος είναι εχθρικός με τους Σπαρτιάτες σχετικά με τα γεγονότα πριν τη μάχη

των Πλαταιών, και προσπαθεί να τους στερήσει την καταλυτική τους συμβολή στη νίκη

των Ελλήνων στις Πλαταιές (κεφ. 41 - αρχές του κεφ. 42).

764 Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 196 συμφωνεί με τη δεύτερη θέση που έλαβε ο
Θεμιστοκλής στην κρίση των στρατηγών για τη ναυμαχία, και θεωρεί ότι, η απόδοση της νίκης στη
Σαλαμίνα, κατά τα χρόνια του Σιμωνίδη, στην κρίση και στην ευφυΐα του Αθηναίου στρατηγού,
[Πλούτ., Θεμ. (κεφ. 15. 2): «οἱ δ’ ἄλλοι τοῖς βαρβάροις ἐξισούμενοι τὸ πλῆθος ἐν στενῷ κατὰ μέρος
προσφερομένους καὶ περιπίπτοντας ἀλλήλοις ἐτρέψαντο μέχρι δείλης ἀντισχόντας, ὥσπερ εἴρηκε
Σιμωνίδης, τὴν καλὴν ἐκείνην καὶ περιβόητον ἀράμενοι νίκην, ἧς οὔθ’ Ἕλλησιν οὔτε βαρβάροις
ἐνάλιον ἔργον εἴργασται λαμπρότερον, ἀνδρείᾳ μὲν καὶ προθυμίᾳ κοινῇ τῶν ναυμαχησάντων,
γνώμῃ δὲ καὶ δεινότητι τῇ Θεμιστοκλέους»], οφείλεται στη στρατηγική του Θεμιστοκλέους να
διεξαχθεί η ναυμαχία στα στενά και, πιθανόν, στο τέχνασμά του να ειδοποιήσει κρυφά τους Πέρσες
να επιτεθούν στα στενά, και όχι, όπως θα έπρεπε, στην τακτική του κατά τη διάρκεια της
ναυμαχίας.
765 Οι Λακεδαιμόνιοι, εκτός του αριστείου σοφίας και δεξιότητος, ετίμησαν τον Θεμιστοκλή με
στέφανο ελιάς, του δώρισαν το ωραιότερο άρμα της Σπάρτης, τον επαίνεσαν πολύ και τον
συνόδευσαν, κατά την έξοδό του από τη Λακεδαίμονα, τιμητικά τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες
(Ηρόδ. 8. 124. 2-3).

354
(871 E) Κεφ. 41. «Ἐν δὲ τῇ ἐνάτῃ καὶ τελευταίᾳ τῶν βίβλων,

ὅσον ἦν ὑπόλοιπον ἔτι τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους

αὐτῷ δυσμενείας ἐκχέαι σπεύδων, τὸ παρ’ αὑτὸν

ἀφείλετο τὴν ἀοίδιμον νίκην καὶ τὸ περιβόητον

Πλαταιᾶσι κατόρθωμα τῆς πόλεως. γέγραφε γὰρ

ὡς πρότερον μὲν ὠρρώδουν τοὺς Ἀθηναίους, μὴ

πεισθέντες ὑπὸ Μαρδονίου τοὺς Ἕλληνας ἐγκατα-

λίπωσι, τοῦ δ’ Ἰσθμοῦ τειχισθέντος ἐν ἀσφαλεῖ

θέμενοι τὴν Πελοπόννησον ἠμέλουν ἤδη τῶν ἄλλων

καὶ περιεώρων, ἑορτάζοντες οἴκοι καὶ τοὺς πρέσβεις

τῶν Ἀθηναίων κατειρωνευόμενοι καὶ διατρίβοντες.

F πῶς οὖν ἐξῆλθον εἰς Πλαταιὰς πεντακισχίλιοι

Σπαρτιᾶται, περὶ αὑτὸν ἔχων ἀνὴρ ἕκαστος ἑπτὰ

εἵλωτας; ἢ πῶς κίνδυνον ἀράμενοι τοσοῦτον ἐκρά-

τησαν καὶ κατέβαλον μυριάδας τοσαύτας; ἄκουσον

αἰτίας πιθανῆς∙ “ἔτυχε,” φησίν, “ἐν Σπάρτῃ

παρεπιδημῶν ἐκ Τεγέας ἀνὴρ ὄνομα Χείλεως, ᾧ

φίλοι τινὲς καὶ ξένοι τῶν ἐφόρων ἦσαν∙ οὗτος οὖν

ἔπεισεν αὐτοὺς ἐκπέμψαι τὸ στράτευμα, λέγων ὅτι

τοῦ διατειχίσματος οὐδὲν ὄφελός ἐστι Πελοποννη-

σίοις, ἂν Ἀθηναῖοι Μαρδονίῳ προσγένωνται.”

τοῦτο Παυσανίαν ἐξήγαγεν εἰς Πλαταιὰς μετὰ τῆς

872 A δυνάμεως∙ εἰ δέ τι κατέσχεν οἰκεῖον ἐν Τεγέᾳ

πρᾶγμα τὸν Χείλεων ἐκεῖνον, οὐκ ἂν ἡ Ἑλλὰς

περιεγένετο».

Κεφ. 42. «Πάλιν δὲ τοῖς Ἀθηναίοις οὐκ ἔχων ὅ τι χρή-

σαιτο, ποτὲ μὲν αἴρει ποτὲ δὲ καταβάλλει τὴν

πόλιν ἄνω καὶ κάτω μεταφέρων, οὓς Τεγεάταις μὲν

εἰς ἀγῶνα λέγει περὶ τῶν δευτερείων καταστάντας

355
Ἡρακλειδῶν τε μεμνῆσθαι καὶ τὰ πρὸς Ἀμαζόνας

πραχθέντα προφέρειν ταφάς τε Πελοποννησίων τῶν

ὑπὸ τῇ Καδμείᾳ πεσόντων∙ καὶ τέλος εἰς τὸν Μαρα-

θῶνα καταβαίνειν τῷ λόγῳ φιλοτιμουμένους καὶ

ἀγαπῶντας ἡγεμονίας τυχεῖν τοῦ ἀριστεροῦ κέρως∙

B ὀλίγον δ’ ὕστερον αὐτοῖς Παυσανίαν καὶ Σπαρ-

τιάτας τῆς ἡγεμονίας ὑφίεσθαι, καὶ παρακαλεῖν

ὅπως κατὰ Πέρσας ἀντιταχθῶσι τὸ δεξιὸν κέρας

παραλαβόντες, αὐτοῖς δὲ παραδόντες τὸ εὐώνυμον

ὡς ἀηθείᾳ τὴν πρὸς τοὺς βαρβάρους μάχην ἀπο-

λεγομένους. καίτοι γελοῖον, εἰ μὴ συνήθεις εἶεν οἱ

πολέμιοι, μάχεσθαι μὴ θέλειν».

«Στο ένατο και τελευταίο βιβλίο (των Ιστοριών του) σπεύδει να διαχύσει την

υπόλοιπη εχθρότητά του προς τους Λακεδαιμονίους και, όσο εξαρτάται από τον εαυτό του,

προσπαθεί να αφαιρέσει από την πόλη την περίφημη νίκη και το περιβόητο κατόρθωμά

της στις Πλαταιές. Έχει γράψει, δηλαδή, ότι οι (Λακεδαιμόνιοι) προηγουμένως φοβούνταν

μήπως οι Αθηναίοι πεισθούν από τον Μαρδόνιο και εγκαταλείψουν τους Έλληνες, όταν,

όμως, τειχίστηκε ο Ισθμός και θεώρησαν πως η Πελοπόννησος είναι ασφαλής, αμελούσαν

και αδιαφορούσαν για τους άλλους (Έλληνες), τελώντας εορτές στην πατρίδα τους,

ειρωνευόμενοι τους Αθηναίους πρέσβεις και καθυστερώντας. Πώς, λοιπόν, εξεστράτευσαν

στις Πλαταιές πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, έχοντας κάθε άνδρας μαζί του επτά είλωτες; Ή

πώς, αναλαμβάνοντας τέτοιον κίνδυνο, νίκησαν και κατέβαλαν τόσες πολλές μυριάδες

εχθρών; Άκου την πειστική εξήγησή του: ‘’Έτυχε,’’ λέει, ‘’να ευρίσκεται στη Σπάρτη

κάποιος από την Τεγέα ονόματι Χείλεως, με τον οποίο μερικοί έφοροι ήταν φίλοι από

φιλοξενία. Αυτός, λοιπόν, τους έπεισε να στείλουν το στράτευμα λέγοντας ότι το τείχισμα

δεν θα ωφελήσει τους Πελοποννησίους, αν οι Αθηναίοι προσχωρήσουν στον Μαρδόνιο.’’

Αυτό ήταν που οδήγησε τον Παυσανία και τον στρατό του στις Πλαταιές∙ αν, όμως, κάποια

προσωπική υπόθεση είχε κρατήσει τον Χείλεω εκείνο στην Τεγέα, η Ελλάς δεν θα είχε

σωθεί.

356
(Κεφ. 42) Από την άλλη, δεν έχει αποφασίσει πώς να μεταχειριστεί τους Αθηναίους,

άλλοτε ανυψώνει και άλλοτε υποβιβάζει την πόλη, μετακινώντας την επάνω και κάτω.

Λέει ότι διαγωνίστηκαν με τους Τεγεάτες για τη δεύτερη θέση, επειδή αγαπούσαν τις τιμές

και ήθελαν να αναλάβουν την ηγεμονία στο αριστερό κέρας (του ελληνικού στρατού κατά

τη μάχη στις Πλαταιές) και, αφού μνημόνευσαν τους Ηρακλείδες, τα κατορθώματά τους

εναντίον των Αμαζόνων και ότι προσέφεραν ταφικές τιμές στους Πελοποννησίους που

έπεσαν κάτω από τα τείχη της Καδμείας, στο τέλος ο λόγος έφθασε στον Μαραθώνα∙

ολίγο, όμως, αργότερα, (λέει ο Ηρόδοτος) ο Παυσανίας και οι Σπαρτιάτες παραχώρησαν

την ηγεμονία στους Αθηναίους, καλώντας τους να αναλάβουν το δεξιό κέρας, ώστε να

αντιταχθούν στους Πέρσες, ενώ οι ίδιοι ανέλαβαν το αριστερό κέρας λέγοντας πως δεν

ήταν εξοικειωμένοι στη μάχη εναντίον των βαρβάρων. Είναι, όμως, γελοίο να μη θέλει

κάποιος να πολεμήσει, αν δεν γνωρίζει τους εχθρούς».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται εκείνα τα χωρία του

Ηροδότου που, κατά τη γνώμη του, μειώνουν τη συμβολή των Σπαρτιατών και

προσπαθούν να αφαιρέσουν τα κατορθώματά τους στις Πλαταιές. Εστιάζεται, λοιπόν, ο

βιογράφος σε τρία γεγονότα, όπως αυτά παρουσιάζονται από τον ιστορικό, πριν τη μάχη

των Πλαταιών:766 α) στην αδιαφορία των Λακεδαιμονίων για τους Αθηναίους μετά την

οχύρωση του Ισθμού, β) στη συμβουλή του Τεγεάτη Χείλεω767 στους εφόρους της Σπάρτης

ότι το ανεγερθέν τείχος στον Ισθμό δεν πρόκειται να τους προστατεύσει σε περίπτωση που

οι Αθηναίοι εμήδιζαν και γ) στην παραχώρηση από τους Σπαρτιάτες της αρχηγίας του

ελληνικού στρατεύματος στους Αθηναίους προσφέροντάς τους στις Πλαταιές το δεξιό

κέρας.

Σχετικά με το πρώτο γεγονός, ο Πλούταρχος αφηγείται ότι ο Ηρόδοτος, ενώ

αναφέρει ότι, πριν την οχύρωση768 του Ισθμού από τους Πελοποννησίους, οι Λακεδαιμόνιοι

766 Βλ. αναλυτικά για τη νικηφόρα μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στις Πλαταιές (479 π.Χ.)
J.P. Barron, ‘’The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 599-611.
767 Το όνομα που αναφέρει ο Πλούταρχος, τόσο στο παρόν έργο όσο και στο βίο του Θεμιστοκλέους
(κεφ. 6. 5) είναι «Χείλεως», ενώ ο Ηρόδοτος και ο Πολύαινος (5. 30) γράφουν «Χίλεος».
768 Μετά τον θάνατο του Λεωνίδα και των στρατιωτών του στις Θερμοπύλες, οι Λακεδαιμόνιοι, με
στρατηγό τον αδελφό του Λεωνίδα Κλεόμβροτο, εγκαταστάθηκαν στον Ισθμό και, αφού

357
φοβούνταν μήπως οι Αθηναίοι πεισθούν από τον Μαρδόνιο και εγκαταλείψουν τους

Έλληνες,769 έπειτα, μετά την ανέγερση τείχους,770 θεωρώντας ότι η Πελοπόννησος είναι

πλέον ασφαλής, αδιαφορούσαν για τους άλλους Έλληνες τελώντας εορτές771 στην πατρίδα

τους, ειρωνευόμενοι τους Αθηναίους πρέσβεις772 και χρονοτριβώντας.773 Ο βιογράφος

κατέστρεψαν την Σκιρωνίδα οδό, άρχισαν να κτίζουν τείχος∙ μαζί με τους Λακεδαιμονίους ήταν όλοι
οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλιάσιοι, οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς (Ηρόδ. 8.
71-72).
769 Ο ιστορικός, στο χωρίο 9. 8. 2, αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον να μη
μηδίσουν οι Αθηναίοι, όταν ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ πήγε στην Αθήνα∙ ο
Αλέξανδρος Α΄, κατά το σχετικό χωρίο (8. 136), εστάλη για δύο λόγους ως αγγελιαφόρος του
Μαρδονίου στην Αθήνα, με σκοπό να πείσει τους Αθηναίους να μηδίσουν, πρώτον, λόγω των
συγγενικών δεσμών που είχε μέσω της αδέλφής του με τους Πέρσες και, δεύτερον, επειδή ήταν
πρόξενος και ευεργέτης των Αθηναίων.
770 Για την ακρίβεια, οι Λακεδαιμόνιοι ασχολούνταν ακόμη με την αποπεράτωση του τείχους
προσθέτοντας επάλξεις (Ηρόδ. 9. 7 και 8. 1).
771 Οι Λακεδαιμόνιοι εόρταζαν τα Υακίνθια (Ηρόδ. 9. 7. 1). Ο σπαρτιατικός μήνας κατά τον οποίο
εορτάζονταν τα Υακίνθια ήταν ο «Ἑκατομβεύς», ολίγο μετά τους Ισθμίους αγώνες (Ξεν., Ελλ. 4. 5.
1κε.) οι οποίοι ετελούντο στις αρχές καλοκαιριού (Θουκ. 8. 3, 9 και 10)∙ πρόκειται για τριήμερη δωρική
εορτή που την τελούσαν κάθε έτος στις Αμύκλες της Λακεδαίμονος προς τιμήν του Απόλλωνος και
του Υακίνθου, ενός όμορφου νέου που τον είχε σκοτώσει κατά λάθος ο Απόλλων ρίχνοντας το
δίσκο∙ ο Υάκινθος φαίνεται πως προσωποποιεί τη βλάστηση που ξεραίνεται εντελώς από τη ζέστη
του καλοκαιριού∙ την πρώτη ημέρα γίνονταν οι προσφορές των νεκρών προς τον Υάκινθο, έβρεχαν
τη στάχτη του, που ήταν μέσα στην τεφροδόχο του, με κρασί και γάλα, και γενικώς υπήρχε
εγκράτεια και μελαγχολία αυτήν την ημέρα χωρίς να φορούν στεφάνια ή να τραγουδούν παιάνες,
παρά μονάχα έτρωγαν άζυμες πίτες∙ τη δευτέρα ημέρα τελούσαν χαρούμενη εορτή προς τιμήν του
Απόλλωνος, τα αγόρια υμνούσαν τον θεό σε αναπαιστικό μέτρο με συνοδεία κιθάρας και αυλού,
διεξάγονταν ιππικός αγώνας από τα αγόρια και επίσημη πομπή με άρματα από τα κορίτσια, με
χιτώνα που έπαιρναν, πιθανόν, από τις Σπαρτιάτισες γυναίκες (Παυσ. 3. 16. 2: «ὑφαίνουσι δὲ κατὰ
ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ ἐν Ἀμύκλαις») το οποίο προσέφεραν έπειτα στο θεό∙ για
την τρίτη ημέρα δεν γνωρίζουμε το τελετουργικό: βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells,
A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 7. Ειδικά για το μήνα «Ἑκατομβέα», ο οποίος μαρτυρείται
άπαξ, βλ. C. Trümpy, Untersuchungen zu den altgriechischen Monatsnamen und Monatsfolgen,
Heidelberg 1997, σ. 138. Βλ. επίσης για τα Υακίνθια R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ.
9. 7. 2, λ. «Ὑακίνθια».
772 Οι Αθηναίοι από τη Σαλαμίνα, όπου ευρίσκονταν, έστειλαν πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους, αφ’
ενός για να τους μεμφθούν, επειδή δεν είχαν στείλει νωρίτερα στρατό για να αντιμετωπίσουν τους
Πέρσες στη Βοιωτία, αφ’ ετέρου για να τους πιέσουν, υπενθυμίζοντάς τους την δελεαστική
προσφορά [α) επιστροφή της χώρας τους, β) ισότιμη συμμαχία και γ) απόκτηση και άλλης χώρας
δικής τους επιλογής] του Πέρση βασιλέως στους Αθηναίους, να στείλουν τώρα στρατό για να

358
αφήνει να διαφανεί, χωρίς να το λέει ρητά, ότι η διήγηση του Ηροδότου δεν είναι ορθή, και

ότι οι Λακεδαιμόνιοι ενδιαφέρονταν πραγματικά για τους συμμάχους τους και πριν και

μετά την κατασκευή του τείχους στον Ισθμό. Το πρώτο, όμως, περιστατικό είναι σε άμεση

συνάρτηση με το δεύτερο και θα το εξετάσουμε μαζί.

Σχετικά με το δεύτερο περιστατικό, ο Πλούταρχος διαφωνεί με τη διήγηση του

Ηροδότου σχετικά με το συνετό Τεγεάτη Χείλεων που, ευρισκόμενος τυχαία στη Σπάρτη,

συμβούλευσε τους εφόρους774 για άμεση έξοδο και αποστολή του στρατού της Σπάρτης

προς βοήθεια των Αθηναίων, λέγοντας ότι το τείχος στον Ισθμό δεν πρόκειται να ωφελήσει

τους Πελοποννησίους, καθώς, αν οι Αθηναίοι προσχωρήσουν στον στρατό του Μαρδονίου,

οι Πέρσες θα μπορούσαν να αποβιβαστούν στην Πελοπόννησο από άλλα σημεία. 775 Ο

πολεμήσουν τον Μαρδόνιο στο Θριάσιο πεδίο της Αττικής (Ηρόδ. 9. 6-7). Η αποστολή δεν
απαρτίζονταν μονάχα από Αθηναίους πρέσβεις, όπως αναφέρει ο βιογράφος, αλλά και από
απεσταλμένους των Μεγάρων και των Πλαταιών (Ηρόδ. 9. 7). O Πλούταρχος, στο βίο του Αριστείδη,
αναφέρει ότι οι Αθηναίοι πρέσβεις ήταν ο Κίμων, ο Ξάνθιππος και ο Μυρωνίδης, απορρίπτοντας την
καταγραφή του ιστορικού Ιδομενέως από την Λάμψακο ότι ο Αριστείδης ηγείτο της αποστολής: 10. 7:
«Ἐμβαλόντος δὲ Μαρδονίου τὸ δεύτερον εἰς τὴν Ἀττικήν, αὖθις εἰς Σαλαμῖνα διεπέρασαν.
Ἀριστείδης δὲ πεμφθεὶς εἰς Λακεδαίμονα τῆς μὲν βραδυτῆτος αὐτοῖς ἐνεκάλει καὶ τῆς ὀλιγωρίας,
προεμένοις αὖθις τῷ βαρβάρῳ τὰς Ἀθήνας, ἠξίου δὲ πρὸς τὰ ἔτι σῳζόμενα τῆς Ἑλλάδος βοηθεῖν»,
και 10. 9-10: «ταῦθ’ οἱ περὶ τὸν Ἰδομενέα λέγουσιν∙ ἐν δὲ τῷ ψηφίσματι τοῦ Ἀριστείδου πρεσβευτὴς
οὐκ αὐτός, ἀλλὰ Κίμων καὶ Ξάνθιππος καὶ Μυρωνίδης φέρονται». Λόγω αυτής της αναφοράς του
Πλουτάρχου στον πρεσβευτή Ξάνθιππο που, κατά την ηροδότεια διήγηση (8. 131. 1 και 3) ο
Ξάνθιππος του Αρίφρονος ήταν στρατηγός των Αθηναίων στον ελληνικό στόλο που
συγκεντρώθηκε στην Αίγινα στις αρχές της ανοίξεως, ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 9. 11. 4, λ. «ἐπί τήν ἑωυτοῦ ἕκαστος» και Ηρόδ. 9. 7. 2, λ. «Ὑακίνθια» προσδιορίζει την
αποστολή πρεσβείας προς την Σπάρτη και, ακολούθως, την εορτή των Υακινθίων που τελούσαν
εκείνη τη στιγμή οι Σπαρτιάτες, στις αρχές της ανοίξεως, δηλαδή πριν τη συγκέντρωση του
ελληνικού στόλου, άποψη, όμως, που, όπως ορθά παρατηρεί ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 283-284,
είναι ασύμβατη με τη διήγηση του Ηροδότου.
773 Ηρόδ. 9. 6-8.
774 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XVII, 2, σ. 350 αναφέρουν ότι, κατά την πρεσβεία των
Αθηναίων στην Σπάρτη για έξοδο του σπαρτιατικού στρατού εναντίον των Περσών, καταγράφεται
για πρώτη φορά η μετάβαση της εξωτερικής πολιτικής της Σπάρτης από τους βασιλείς στους
εφόρους.
775 Ηρόδ. 9. 9.

359
βιογράφος ειρωνεύεται τον ιστορικό λέγοντας ότι, με την αρχική776 αποστολή, κατόπιν

εντολής των εφόρων, των πέντε χιλιάδων Σπαρτιατών με αρχηγό τον Παυσανία που

αναφέρει ο Ηρόδοτος, έχοντας κάθε άνδρας μαζί του επτά είλωτες, 777 το κατόρθωμα της

Σπάρτης να νικήσει πολλές μυριάδες778 εχθρών στις Πλαταιές και να σώσει την Ελλάδα δεν

θα συνέβαινε αν ο Χείλεως δεν ευρίσκετο στην Σπάρτη, αλλά τον κρατούσε στην Τεγέα

κάποια προσωπική του υπόθεση. Για το βιογράφο φαίνεται ότι οι πέντε χιλιάδες

Σπαρτιάτες που εστάλησαν μετά των ειλώτων αποτελούν μεγάλη εκστρατευτική δύναμη

και δείχνει το ενδιαφέρον της Σπάρτης για τους συμμάχους της και όχι την αδιαφορία που

θεωρεί ο ιστορικός στη διήγησή του (9. 8. 2). Η κύρια διαφωνία που αφήνει, κατά τη γνώμη

μου, ο Πλούταρχος να διαφανεί είναι, ότι ο ιστορικός χρησιμοποίησε κάποιον μη

Λακεδαιμόνιο, τον Τεγεάτη Χείλεων, για να αποκαλύψει στους αγνοούντες τις συνέπειες

της καθυστερήσεως αποστολής σπαρτιατικού στρατού στην Αττική εφόρους ότι το τείχος

στον Ισθμό ήταν ανώφελο για τους Πελοποννησίους σε περίπτωση μηδισμού των

Αθηναίων, και δεν παρουσίασε τους εφόρους να το συλλαμβάνουν οι ίδιοι με το νου τους.

Δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε το περιστατικό που παρουσιάζει ο ιστορικός με τον

Χείλεων, κάτι που, πράγματι, αφ’ ενός δικαιολογεί το ενδιαφέρον των Τεγεατών, αλλά και,

ακολούθως, εκείνων των Πελοποννησίων που ήταν με το μέρος των Ελλήνων και ήθελαν

να αποβεί νικηφόρος ο αγώνας εναντίον των Περσών, αφ’ ετέρου ότι ο Χείλεως δεν ήταν

τυχαία ευρισκόμενος στη Σπάρτη, όπως αναφέρει ο βιογράφος και όχι ο ιστορικός, αλλά,

πιθανότατα, ότι ήλθε για το σκοπό αυτό, να πείσει, δηλαδή, τους Λακεδαιμονίους να

στείλουν άμεσα στρατό στην Αττική, καθώς αυτό επέβαλε το συμφέρον όλων των

Πελοποννησίων συμμάχων, να παραμείνει, δηλαδή, ο αθηναϊκός στόλος σύμμαχος των

776 Εκτός της αρχικής αποστολής, ενώ ακόμη ήταν νύκτα, των πέντε χιλιάδων Σπαρτιατών μετά των
ειλώτων με αρχηγό τον Παυσανία του Κλεομβρότου (Ηρόδ. 9. 10. 1), οι έφοροι, με την αυγή, έστειλαν
και πέντε χιλιάδες επιλέκτους οπλίτες από τους περιοίκους (Ηρόδ. 9. 11. 3).
777 Ηρόδ. 9. 10. 1. Οι πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες θα πρέπει να αποτελούσαν περί τα 2/3 του συνόλου
του σπαρτιατικού στρατού, καθώς ο ιστορικός, δια του εξορίστου βασιλέως της Σπάρτης Δημαράτου,
κάνει λόγο για σύνολο οκτώ χιλιάδων Σπαρτιατών ομοίων με τους τριακοσίους των Θερμοπυλών (7.
234. 2).
778 Ο ιστορικός αναφέρει ότι ο Μαρδόνιος ζήτησε 300.000 άνδρες από τον Ξέρξη (8. 100. 5) και ότι το
αίτημά του έγινε δεκτό (8. 113. 2-3).

360
Ελλήνων, ή ότι ήλθε για να πληροφορήσει τους Λακεδαιμονίους για την κατάσταση που

επικρατούσε στην Αρκαδία.779 Οι έφοροι και, κατ’ επέκταση, όλοι οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα

έπρεπε να παρουσιάζονται από τον Ηρόδοτο ως ανεπαρκείς σε θέματα στρατηγικής. Για

τους εφόρους δεν ετίθετο ζήτημα επιθυμίας ή μη να στείλουν στρατό στους Αθηναίους,

ούτε ενδιαφέροντος ή αδιαφορίας προς τους συμμάχους τους που κάνει λόγο ο Πλούταρχος

σχετικά με το πρώτο περιστατικό, αλλά αποφάσιζαν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των

σπαρτιατικών συμφερόντων και έπειτα των συμμαχικών∙ στην προκειμένη, όμως,

περίπτωση τα συμφέροντα της Σπάρτης και των συμμάχων της ήταν κοινά και

εξυπηρετούνταν με την αποστολή αμέσου στρατιωτικής βοηθείας προς τους Αθηναίους. Ο

ιστορικός συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι έφοροι ανέβαλαν για δέκα συνεχείς ημέρες την

απάντησή τους προς τους πρέσβεις (9. 8. 1), και την προηγουμένη ημέρα της τελευταίας

συναντήσεως, δηλαδή την ενάτη ημέρα, οι έφοροι πληροφόρησαν τον Χείλεων για τα

λεγόμενα των Αθηναίων πρέσβεων και εκείνος τους προέτρεψε να εισακούσουν τους

Αθηναίους (9. 9). Δηλαδή, ενώ ο Ηρόδοτος διηγείται ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι, την

ηγεμονία των οποίων είχαν οι Σπαρτιάτες, δεν εκστράτευσαν πανστρατιά στην Βοιωτία

μετά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου για να πολεμήσουν τους Πέρσες (8. 40), στη συνέχεια

καθυστερούσαν οι Λακεδαιμόνιοι να στείλουν στρατό στους Αθηναίους για να

πολεμήσουν τον στρατό του Μαρδονίου στη Βοιωτία πριν τη δευτέρα εισβολή των Περσών

779 Η στρατηγική ανάλυση που, κατά τον Ηρόδοτο, έκανε ο Χείλεως στους εφόρους είναι περιττή,
αλλά θα μπορούσε ο Τεγεάτης να συμβουλεύει για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αρκαδία,
που αποτελούσε κρίσιμο παράγοντα για την σπαρτιατική απόφαση αποστολής στρατού: βλ. J.P.
Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 597. Ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ.
504-505 θεωρεί και αυτός ότι η συμβουλή του Χείλεω αφορούσε και την κατάσταση που επικρατούσε
στην Αρκαδία και, επιπρόσθετα, ότι σε μία έξοδο του σπαρτιατικού στρατού η Τεγέα θα βοηθούσε,
και, ίσως, ότι η δυτική Αρκαδία, στην χειρότερη περίπτωση, θα αποστασιοποιούνταν. Ο R.W. Macan,
Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 9. 10, λ. «ἐσακούειν» αναφέρει ότι δεν υπάρχει τίποτα
καινούριο στη συμβουλή του Χείλεω στους εφόρους που, αν την προσδιορίσουμε χρονικά, σύμφωνα
με τον ιστορικό, προς το τέλος καλοκαιριού του 479 π.Χ, παρουσιάζεται με καθυστέρηση, και, εκτός
αυτού, οι Αθηναίοι στο χωρίο 9. 7 έχουν υπαινιχθεί τις συνέπειες μη αποστολής στρατού από τους
Σπαρτιάτες προς βοήθειά τους. Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 215 θεωρεί ότι οι Σπαρτιάτες
δεν είχαν ανάγκη από τη συμβουλή ενός Τεγεάτη περί ανατροπής της γραμμής αμύνης στον Ισθμό
από θάλασσα, αλλά είχαν ανάγκη από κάποιον εκτός της Λακεδαίμονος που να τους
προειδοποιήσει ότι ‘’βάδιζαν’’ πολύ κοντά στα πρόθυρα της καταστροφής.

361
στην Αττική (9. 6), και έπειτα ανέβαλαν οι έφοροι την απάντησή τους προς τους πρέσβεις

για δέκα συνεχείς ημέρες (9. 8. 1), αποφάσισαν εν τέλει να στείλουν στρατό σε πολύ

σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς σε ολίγες μόλις ώρες780 ήταν έτοιμοι πέντε χιλιάδες

Σπαρτιάτες, με επτά είλωτες ο κάθε οπλίτης και, βεβαιότατα, με τα απαραίτητα εφόδια για

μία εκστρατεία που θα έκρινε την έκβαση του πολέμου. Κατά τη γνώμη μου, η διήγηση του

Ηροδότου δεν πρέπει να είναι συνεπής με τα γεγονότα, όπως αυτά παρατίθενται∙ και αυτό,

επειδή, ενώ παρουσιάζονται οι Σπαρτιάτες να μη στέλνουν στρατό στις επανειλημμένες

εκκλήσεις των Αθηναίων για βοήθεια, έπειτα αποφασίζουν βιαστικά την αποστολή

στρατού, ο οποίος ως δια μαγείας ήταν έτοιμος εντός μόλις ολίγων ωρών. 781 Τι άλλαξε,

λοιπόν, τόσο δραματικά που τρόμαξε τους εφόρους και, όχι μονάχα μετέβαλε την έως τότε

αναποφασιστικότητά τους σχετικά με την αποστολή βοηθείας προς τους Αθηναίους, αλλά

τουναντίον, τους έκανε να επιταχύνουν, όσο τους ήταν δυνατό, την έξοδο του στρατού

τους; Ο Ηρόδοτος αναφέρει την δήθεν αποκάλυψη στους εφόρους από τον Χείλεων περί

της στρατηγικής σημασίας του αθηναϊκού στόλου για τη συμμαχία. Και, όμως, οι έφοροι,

με την άφιξη της πρεσβείας στην Σπάρτη, γνώριζαν τις πιέσεις και τις άμεσες απειλές των

Αθηναίων προς τους Λακεδαιμονίους περί μηδισμού τους σε περίπτωση μη αποστολής

στρατιωτικής βοηθείας των τελευταίων (Ηρόδ. 9. 7). Ακόμη και αν δεν πίστευαν οι έφοροι

ότι οι Αθηναίοι θα πραγματοποιούσαν τις απειλές τους, δεν θα έπρεπε, βέβαια, να τους

εξωθούν στα άκρα. Οι Σπαρτιάτες, κατά τη γνώμη μου, είχαν σκοπό να στείλουν στρατό,

καθώς αυτό εξασφάλιζε, όπως προανέφερα, την παραμονή του αθηναϊκού στόλου στη

συμμαχική παράταξη. Η αργοπορία τους, ωστόσο, να το πραγματοποιήσουν δεν οφείλεται,

κατά τη γνώμη μου, στην έλλειψη στρατηγικού νου των εφόρων και, κατ’ επέκταση όλων

780 Οι έφοροι συναντήθηκαν την προηγουμένη ημέρα με τον Χείλεων, χωρίς να μνημονεύει ο
ιστορικός την ακριβή ώρα της συναντήσεως, και έστειλαν το εκστρατευτικό σώμα ενώ ήταν ακόμη
νύκτα, δηλαδή, βεβαιότατα, σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες.
781 Η διήγηση, ότι οι πελοποννησιακές δυνάμεις επιστρατεύθηκαν μόλις την ύστατη στιγμή υπό την
απειλή μηδισμού εκ μέρους των Αθηναίων, είναι απίθανη: βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 9. 11. 9, λ. «σύμμαχοι βασιλέως γινόμεθα». Ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 505
θεωρεί ότι η επιστράτευση στη Σπάρτη δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί ξαφνικά, και ο C. Hignett,
Xerxes’ Invasion, σ. 282 αναφέρει ότι η επιστράτευση θα έπρεπε να είχε αρχίσει μερικές ημέρες
νωρίτερα, ώστε να είναι σε θέση να εκστρατεύσει ο στρατός μόλις οι έφοροι το αποφάσιζαν.

362
των Λακεδαιμονίων, που αφήνει ο Ηρόδοτος να διαφανεί στη διήγησή του δια της

συμβουλής του Χείλεω, αλλά εξηγείται με σαφήνεια από άλλα χωρία, αφ’ ενός από την

ασφάλεια που παρείχε στους Λακεδαιμονίους η ανέγερση του τείχους στον Ισθμό (9. 7. β),

σε συνδυασμό με τη διαβεβαίωση των Αθηναίων για παραμονή τους στη συμμαχία (Ηρόδ.

8. 144 και 9. 7. β), αφ’ ετέρου από τη διστακτικότητα που τους εξέφραζε στην απόφαση μιας

εκστρατείας, εκτός και αν εξαναγκάζονταν, όπως στην εν λόγω περίσταση, να την

πραγματοποιήσουν.782 Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τις δέκα ημέρες αναβολής της θετικής

απαντήσεως των εφόρων προς τους πρέσβεις περί αποστολής στρατού, που η ηροδότεια

διήγηση δεν αποσαφηνίζει, θα πρέπει να δικαιολογηθεί, είτε ως διάστημα προετοιμασίας

του στρατού για έξοδο από τη Σπάρτη, είτε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το διάστημα

αυτό απαγορευτικό για έξοδο στρατεύματος από τη Σπάρτη λόγω της πολύ σημαντικής783

εορτής των Υακινθίων που μνημονεύει ο ιστορικός ότι εόρταζαν784 οι Λακεδαιμόνιοι κατά

το διάστημα της παραμονής της πρεσβείας των Αθηναίων, των Μεγαρέων και των

Πλαταιέων στη Σπάρτη (9. 7 και 11. 1)∙ σ’ αυτόν που εύλογα θα παρατηρούσε ότι η

τριήμερη εορτή των Υακινθίων δεν αντιστοιχεί στην δεκαήμερη καθυστέρηση της

απαντήσεως των εφόρων προς τους Αθηναίους πρέσβεις, θα μπορούσε να δοθεί η

782 Θουκ. 1. 118. 2: «(οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι) ὄντες μὲν καὶ πρὸ τοῦ μὴ ταχεῖς ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἢν
μὴ ἀναγκάζωνται».
783 Η σπουδαιότητα της εορτής των Υακινθίων διαπιστώνεται από την ανυπομονησία των
Σπαρτιατών και, κυρίως, των Αμυκλαίων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να την τελέσουν
ακόμα και σε καιρό πολέμου (Ξεν., Ελλ., 4. 5. 11: «οἱ Ἀμυκλαῖοι ἀεί ποτε ἀπέρχονται εἰς τὰ Ὑακίνθια
ἐπὶ τὸν παιᾶνα, ἐάν τε στρατοπεδευόμενοι τυγχάνωσιν ἐάν τε ἄλλως πως ἀποδημοῦντες. καὶ τότε
δὴ τοὺς ἐκ πάσης τῆς στρατιᾶς Ἀμυκλαίους κατέλιπε μὲν Ἀγησίλαος ἐν Λεχαίῳ. ὁ δ’ ἐκεῖ φρουρῶν
πολέμαρχος τοὺς μὲν ἀπὸ τῶν συμμάχων φρουροὺς παρέταξε φυλάττειν τὸ τεῖχος, αὐτὸς δὲ σὺν τῇ
τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῇ τῶν ἱππέων μόρᾳ παρὰ τὴν πόλιν τῶν Κορινθίων τοὺς Ἀμυκλαιεῖς παρῆγεν»∙
Παυσ. 3. 10. 1: «καὶ—ἐπῄει γὰρ Ὑακίνθια—ἀφίησι τοὺς Ἀμυκλαιεῖς οἴκαδε ἀπελθόντας τὰ
καθεστηκότα τῷ τε Ἀπόλλωνι καὶ Ὑακίνθῳ δρᾶσαι» και 4. 19. 4: «Λακεδαιμόνιοι δὲ—ἐπῄει γὰρ
Ὑακίνθια—πρὸς τοὺς ἐν τῇ Εἴρᾳ τεσσαράκοντα ἐποιήσαντο ἡμερῶν σπονδάς∙ καὶ αὐτοὶ μὲν
ἀναχωρήσαντες οἴκαδε ἑώρταζον»): βλ. γι΄ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 7.
784 Τα Υακίνθια συνήθως τελούνταν τον μήνα Θαργηλιώνα (Μάϊο), αλλά αυτό το έτος (479 π.Χ.),
λόγω παρεμβολής στο σπαρτιατικό ημερολόγιο, εορτάστηκαν τον μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο): βλ.
W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 7. Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ.
283-284 συμφωνεί ότι τα Υακίνθια εορτάστηκαν τον Ιούνιο.

363
απάντηση, είτε ότι ο ιστορικός είναι ανακριβής ως προς το διάστημα αναμονής των

πρέσβεων της απαντήσεως των εφόρων, είτε ότι οι έφοροι, με την άφιξη των πρέσβεων,

ανέμεναν την εορτή και έπειτα, την ενάτη ημέρα, την λήξη της, το οποίο μπορεί να εξαχθεί

ως συμπέρασμα από το σχετικό ηροδότειο χωρίο (9. 11. 1) που καταγράφει το παράπονο της

πρεσβείας, ότι, δηλαδή, οι Λακεδαιμόνιοι εόρταζαν έως εκείνη τη στιγμή τα Υακίνθια, είτε,

το πιθανότερο κατά τη γνώμη μου, ότι το διάστημα της αναμονής των δέκα ημερών

αφορούσε και την τέλεση της εορτής και την πολεμική προετοιμασία των Λακεδαιμονίων

για την πολύ σημαντική εκστρατεία κατά του Μαρδονίου. Σχετικά με τη μυστικότητα των

εφόρων προς τους πρέσβεις περί της αναχωρήσεως του σπαρτιατικού στρατού, που δεν

αιτιολογεί, όμως, ο Ηρόδοτος (9. 10. 1 και 11), μονάχα σε εικασίες μπορούμε να

περιοριστούμε∙ ίσως, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να την αποδώσουμε στην εν γένει

μυστικότητα785 των Λακεδαιμονίων, και όχι στην αποφυγή παρεμποδίσεως του

σπαρτιατικού στρατού από τους Αργείους (πβ. Ηρόδ. 9. 12).786 Η άποψη των εφόρων δεν θα

μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να είναι διαφορετική από αυτή του Χείλεω, καθώς

αμφότεροι ενδιαφέρονταν για την προστασία της Πελοποννήσου από ναυτική απόβαση

785 Θουκ. 5. 68. 2: « τὸ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων πλῆθος διὰ τῆς πολιτείας τὸ κρυπτὸν ἠγνοεῖτο».
786 Η άποψη του J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 597 ότι οι Σπαρτιάτες
έστειλαν με άκρα μυστικότητα στρατό για να αποφύγουν ενδεχόμενη παρεμπόδιση από τους
Αργείους, άποψη που συμμερίζονται οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ.
9. 10 και εικάζει ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 11. 12, λ. «ἐν Ὀρεσθείῳ» και ο
A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 506, δεν με ευρίσκει σύμφωνο, καθώς, αφ’ ενός οι Αργείοι
αδυνατούσαν να αντιταχθούν στους Λακεδαιμονίους εκείνη την περίοδο λόγω της καταστροφικής
γι’ αυτούς μάχης στη Σήπεια, αφ’ ετέρου, αν είχαν πράγματι μηδίσει και μπορούσαν να εμποδίσουν
τους Σπαρτιάτες, κατά τη γνώμη μου, θα το είχαν πράξει με ενεργή συμμετοχή του στρατού τους
κατά των συμμάχων∙ η πορεία του σπαρτιατικού στρατού υπό τον Παυσανία από το Ορέσθειο
(Ηρόδ. 9. 11. 2), δηλαδή μακριά από τα σύνορα της χώρας των Αργείων, δεν θα πρέπει να
ερμηνεύεται ως προσπάθεια αποφυγής των Αργείων (βλ. γι’ αυτήν την ερμηνεία W.W. How - J.
Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 10∙ R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ.
9. 11. 12, λ. «ἐν Ὀρεσθείῳ»∙ A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 506), αλλά, κατά τη γνώμη μου, μπορεί
να εξηγηθεί ως προσπάθεια των Σπαρτιατών να μη διαταράξουν την ουδετερότητα των Αργείων
και προκαλέσουν την οργή των τελευταίων∙ επιπλέον, οι Σπαρτιάτες, ακολουθώντας την οδό από το
Ορέσθειο, δεν είχαν λόγο να ανησυχήσουν για μια ενδεχόμενη παρεμπόδιση από τους Αργείους,
καθώς πορεύθηκαν εκτός της χώρας του Άργους (πβ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 285-286).

364
των Περσών, η οποία, πιθανότατα, θα πραγματοποιείτο αν οι Αθηναίοι προσχωρούσαν

στους Πέρσες.

Το τρίτο γεγονός που περιγράφει ο Πλούταρχος είναι η παραχώρηση της αρχηγίας

του συμμαχικού στρατού, ολίγο πριν τη μάχη στις Πλαταιές, από τους Σπαρτιάτες στους

Αθηναίους. Ο βιογράφος αρχικά αφηγείται την φιλονικία μεταξύ των Αθηναίων και των

Τεγεατών σχετικά με την πόλη που θα ηγείτο στο αριστερό787 κέρας της παρατάξεως,

καθώς στο δεξιό κέρας, δίχως αμφισβήτηση, παρατάχθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι (Ηρόδ. 9. 28.

2). Συγκεκριμένα, ο Πλούταρχος περιγράφει το χωρίο του Ηροδότου που λέει ότι, κατά τη

λογομαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Τεγεατών με κριτές τους Λακεδαιμονίους, οι

Αθηναίοι έκαναν αναδρομή στα κατά το παρελθόν κατορθώματά τους: στη βοήθεια που

προσέφεραν στους Ηρακλείδες,788 στην εκστρατεία τους κατά των Θηβών κατά την οποία

κατόρθωσαν να σηκώσουν τους νεκρούς Αργείους υπό τον Πολυνείκη και να τους θάψουν

στην Ελευσίνα,789 στο κατόρθωμα εναντίον των Αμαζόνων που είχαν εισβάλει στην

787 Για την ακρίβεια, ο ιστορικός δεν προσδιορίζει το κέρας όπου θα ταχθεί ο νικητής της λογομαχίας,
αλλά αναφέρει (9. 26. 1 και 6-7, και 28. 1) το άλλο κέρας («ἕτερο κέρας») το οποίο είναι το αριστερό,
καθώς το δεξιό κατείχαν οι Λακεδαιμόνιοι (9. 28. 2).
788 Συγκεκριμένα, ο ιστορικός αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες που
δέχθηκαν τους Ηρακλείδες και δεν φοβήθηκαν την υποδούλωση από τους Μυκηναίους και τον
Ευρυσθέα και, επιπλέον, μαζί με τους Ηρακλείδες νίκησαν σε μάχη αυτούς που τότε εξουσίαζαν την
Πελοπόννησο (9. 27. 2). Ο Διόδωρος, στο χωρίο 4. 57-58 και, κυρίως ο Απολλόδωρος στο χωρίο 2. 8,
επιπρόσθετα αναφέρουν ότι οι Αθηναίοι σκότωσαν στη μάχη τους γιους του Ευρυσθέως και ο Ύλλος
τον ίδιο τον Ευρυσθέα∙ άλλη εκδοχή παρουσιάζει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ηρακλείδαι»: βλ. γι΄
αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 27. 2.
789 Η παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι ο Άδραστος έπεισε τους Θηβαίους να επιτρέψουν
να ταφούν στις Θήβες οι Αργείοι ήρωες (πβ. Πίνδ., Ολ. 6. 15 με σχόλια), ενώ οι αττικές τραγωδίες
παρουσιάζουν τον Άδραστο να στρέφεται στον Θησέα, ο οποίος με πειθώ [Αισχ., Ελευσίνιοι∙ Πλούτ.,
Θησ. (κεφ. 29)∙ Ισοκρ., Παναθ. (κεφ. 168-171)] ή με τη βία των όπλων [Ισοκρ., Πανηγ. (κεφ. 58)∙ Ευριπ.,
Ικέτ. (στ. 634κε.)] ανέκτησε τα σώματα των Αργείων και τα έθαψε στην Ελευσίνα [Ευριπ., Ικέτ. (στ.
634κ.ε)], όπου οι τύμβοι τους επιδεικνύονταν (Παυσ. 1. 39. 2): βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W.
How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 27. 3. Ο γιος του Οιδίποδος και της
Ιοκάστης Πολυνείκης, επειδή εξορίστηκε από τον αδελφό του Ετεοκλή ή επειδή ο τελευταίος
αθέτησε τη συμφωνία που είχαν κάνει να διοικούν εναλλάξ στις Θήβες, από το Άργος, όπου
κατέφυγε, εκστράτευσε μαζί με έξι άλλους αρχηγούς εναντίον των Θηβών και, στη μονομαχία με
τον αδελφό του, σκοτώθηκαν αμφότεροι: βλ. C. Klodt, ”Polyneices”, ΒNP 11 (2007), σ. 528-529.

365
Αττική790 και, τέλος, στη λαμπρή τους νίκη στο Μαραθώνα∙791 ολόκληρος ο στρατός των

Λακεδαιμονίων απεφάνθη οι Αθηναίοι να ηγηθούν στο αριστερό κέρας (9. 28. 1).792 Έπειτα,

αναφέρει ο βιογράφος, ότι, σύμφωνα με χωρίο του ιστορικού, ο Παυσανίας και οι

Σπαρτιάτες παραχώρησαν την αρχηγία του στρατεύματος στους Αθηναίους καλώντας

τους τελευταίους να ταχθούν στο δεξιό κέρας που κατείχαν οι ίδιοι, για να πολεμήσουν οι

Αθηναίοι εναντίον των Περσών, καθώς οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν συνηθισμένοι σε μάχη

εναντίον των Περσών, και οι Λακεδαιμόνιοι να ταχθούν στο αριστερό κέρας.793 Αυτό που

790 Ο Θησεύς λέγεται ότι άρπαξε τη βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη ή Ιππολύτη (πβ. Ηρόδ. 4. 110.
1) από τη χώρα της, πηγαίνοντας εκεί είτε ως σύντροφος του Ηρακλέους [Παυσ. 1. 2. 1∙ Φιλόχ.,
(F.H.G. I. σ. 392, απ. 49)∙ πβ. Πλούτ., Θησ. (κεφ. 26)] είτε μαζί με τον φίλο του Πειρίθοο∙ οι Αμαζόνες
για εκδίκηση εισέβαλαν στην Αττική και πολέμησαν με πάθος τον Θησέα κοντά στην Πνύκα και
στο Μουσείο∙ κατέλαβαν τον λόφο του Άρεως [Αισχ., Ευμ. (στ. 688κε.)] για να επιτεθούν από εκεί
στην Ακρόπολη (πβ. Ηρόδ. 8. 52)∙ σ’ εκείνη την περιοχή ευρίσκεται το Αμαζόνειον [Διόδ. 4. 28∙ Αισχ.,
Ευμ. (στ. 655κε.)] και οι τάφοι των Αμαζόνων [Πλούτ., Θησ. (κεφ. 27)]∙ τάφοι των Αμαζόνων
επιδεικνύονταν στις Κυνόςκεφαλές και στη Σκοτούσσα της Θεσσαλίας, στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας,
στη Χαλκίδα και στα Μέγαρα [Πλούτ., Θησ. (κεφ. 27)], καθώς και στην Τροιζήνα (Παυσ. 2. 31. 4 και
32. 9): βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9.
27. 4. Βλ. αναλυτικά για το μυθικό έθνος των γυναικών – πολεμιστών, των Αμαζόνων, A. Ley,
“Amazons”, ΒNP 1 (2002), σ. 563-565.
791 Ηρόδ. 9. 26-27. Η λογομαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Τεγεατών συνέβη κατά τη
μεταστρατοπέδευση των συμμάχων από τις Ερυθρές (Ηρόδ. 9. 19. 3 και 22. 1) στις Πλαταιές κοντά
στη Γαργαφία πηγή και στο τέμενος του ήρωος Ανδροκράτους (Ηρόδ. 9. 25. 3). Ο Ηρόδοτος
μνημονεύει μεταξύ των αθηναϊκών κατορθωμάτων και την παρουσία των Αθηναίων στον Τρωικό
πόλεμο (9. 27. 4), που παραλείπει να αναφέρει στην αφήγησή του ο Πλούταρχος. Από την άλλη, οι
Τεγεάτες διεκδίκησαν την αρχηγία στο αριστερό κέρας με κύριο επιχείρημα ότι η τιμή αυτή τους είχε
δοθεί παλαιά από τους Πελοποννησίους, καθώς ο βασιλεύς τους Έχεμος είχε σκοτώσει σε
μονομαχία τον Ύλλο, κατά την αποτυχημένη απόπειρα καθόδου των Ηρακλειδών (Ηρόδ. 9. 26. 2-7).
792 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 26. 1, λ. «τό ἕτερον κέρας»
θεωρούν ότι η φιλονικία, αν πρόκειται για ιστορικό γεγονός, θα πρέπει να συνέβη νωρίτερα (με την
άποψη αυτή συμφωνεί και ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 522-523), όταν οι Έλληνες έλαβαν
θέσεις καθώς στρατοπέδευαν στους πρόποδες του Κιθαιρώνος (Ερυθρές), διαδεχόμενοι οι Αθηναίοι
τους πιεσμένους από τους Πέρσες Μεγαρείς, ενώ, αντιθέτως, οι Τεγεάτες ήταν παραστάτες των
Λακεδαιμονίων στο δεξιό κέρας, όχι μονάχα στη μάχη των Πλαταιών, αλλά και στη Μαντίνεια το
418 π.Χ. (Θουκ. 5. 71), καθώς και στην Κόρινθο το 394 π.Χ. (Ξεν., Ελλ. 4. 2. 19)∙ επιπρόσθετα,
αναφέρουν οι W.W. How - J. Wells, οι Αθηναίοι έλαβαν θέση στο αριστερό κέρας για λόγους
τακτικής, καθώς διέθεταν το μεγαλύτερο πλήθος οπλιτών (8.000) και τους καλύτερους τοξότες.
793 Ηρόδ. 9. 46.

366
πρέπει να διευκρινισθεί είναι ότι ο Πλούταρχος, κατά τη γνώμη μου, παραθέτει την

επικράτηση των Αθηναίων εναντίον των Τεγεατών στη λογομαχία, όχι για να επαινέσει

τους Αθηναίους λέγοντας ότι ο ιστορικός άλλοτε τους ανυψώνει, όπως με την εν λόγω

αναφορά του στη διαφωνία τους με τους Τεγεάτες, και άλλοτε τους υποβιβάζει –

πιθανότατα αναφερόμενος στο προηγούμενο παράδειγμα περί του Θεμιστοκλέους και των

Αθηναίων -, αλλά για να καταδείξει, χωρίς να το αναφέρει ρητά, το απίστευτο του

πράγματος, ότι, δηλαδή, οι Σπαρτιάτες δεν θα παραχωρούσαν ποτέ στους Αθηναίους και

σε καμία άλλη πόλη την αρχηγία του ελληνικού στρατού, καθώς μ’ αυτήν τους την πράξη

θα υποτιμούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους∙ παραθέτοντας, έτσι, ο βιογράφος την λεκτική

αντιπαράθεση μεταξύ των Αθηναίων και των Τεγεατών δείχνει ότι ήταν μεγάλη τιμή για

μία πόλη να ηγείται στο ευώνυμον,794 και πολύ μεγαλύτερη τιμή η αρχηγία στο δεξιό κέρας

και, κατ’ επέκταση, σε ολόκληρο το στράτευμα, την οποία οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν θα

παραχωρούσαν οικειοθελώς, αλλά θα την υπερασπίζονταν με όλη τους τη δύναμη.

Σχετικά με την παραχώρηση του δεξιού κέρατος της παρατάξεως από τους Σπαρτιάτες

στους Αθηναίους, ο ιστορικός συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Παυσανίας, τρομοκρατημένος

από την είδηση που του μετέφεραν τη νύκτα795 οι Αθηναίοι στρατηγοί,796 πληροφορημένοι

από τον βασιλέα της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α΄, ότι ο Μαρδόνιος την αυγή της επομένης

ημέρας θα επιτίθετο στους Έλληνες και ότι εξαντλούνταν τα τρόφιμά του,797 πρότεινε την

794 Ο ιστορικός, στο χωρίο 9. 47, αναφέρει τη λέξη «εὐώνυμον» για το αριστερό κέρας.
795 Πρόκειται για τη νύκτα της ενδεκάτης ημέρας (Ηρόδ. 9. 41. 1) αναμονής γενικής επιθέσεως και
των δύο αντιπάλων από την άλλη πλευρά, λόγω των κακών οιωνών σε περίπτωση γενικής
επιθέσεως, ενώ, αντιθέτως, οι οιωνοί ήταν καλοί για όποια παράταξη εδέχετο πρώτη επίθεση (Ηρόδ.
9. 36-37. 1 και 38. 2).
796 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Αριστείδου, αναφέρει, εκτός του Αριστείδου που μνημονεύει και ο
Ηρόδοτος (9. 28. 6), και δύο άλλους Αθηναίους στρατηγούς, τον Λεωκράτη και τον Μυρωνίδη: 20. 1:
«εἰ μή πολλά παρηγορῶν καί διδάσκων τούς συστρατήγους ὁ Ἀριστείδης, μάλιστα δέ Λεωκράτη καί
Μυρωνίδην».
797 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 44. 1, λ. «προελήλατο»,
εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για την κρυφή ειδοποίηση του Μακεδόνος βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄
στους Αθηναίους στρατηγούς, κυρίως για την απίθανη δήλωσή του ότι τα εφόδια των Περσών
εξαντλούνταν και για την αβέβαιη προειδοποίησή του ότι ο Μαρδόνιος θα άρχιζε την αποφασιστική
μάχη την επομένη ημέρα∙ ο W.J. Woodhouse, “The Greeks at Plataiai“, JHS 18 (1898), σ. 43 αναρωτιέται
πώς είναι δυνατόν να απέφυγε τους Πέρσες φρουρούς∙ ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο

367
αλλαγή κέρατος με τους Αθηναίους, ώστε να πολεμήσουν οι Σπαρτιάτες με τους Βοιωτούς

και τους Θεσσαλούς798 που τους ήταν γνώριμοι στον πόλεμο παρά με τους Πέρσες ενάντια

στους οποίους δεν είχαν εμπειρία σε μάχη (9. 44-46).799 Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι

την αυγή της επομένης ημέρας άλλαξαν θέσεις και, επειδή ο Μαρδόνιος μετέφερε τους

Πέρσες στο δεξιό του κέρας ώστε να είναι αντιμέτωποι πάλι με τους Σπαρτιάτες, οι

Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις, ακολουθούμενοι και

αυτή τη φορά από τον Μαρδόνιο που επέστρεψε και αυτός στην αριστερή πτέρυγα με τους

Πέρσες του ώστε να αντιταχθούν στους Λακεδαιμονίους, όπου και εν τέλει παρέμειναν οι

αντίπαλοι μετά την αποστολή κήρυκος από τον Μαρδόνιο που κατηγορούσε τους

Λακεδαιμονίους για δειλία και φυγή (Ηρόδ. 9. 47-48). Ο βιογράφος, με τη φράση του ότι

«είναι γελοίο να μη θέλει να πολεμήσει κάποιος, αν δεν γνωρίζει τους εχθρούς», θεωρεί ότι

η πρόταση του Παυσανία στους Αθηναίους για αλλαγή θέσεως, αλλά και η

πραγματοποίησή της, είναι ψεύδος του Ηροδότου. Σχετικά με τον φόβο του Παυσανία για

τους Πέρσες και την επιλογή των Βοιωτών και Θεσσαλών ως αντιπάλων των

Λακεδαιμονίων κατά τη μάχη, οι W.W. How - J. Wells θεωρούν ότι δύσκολα γίνεται

Ηρόδ. 9. 45. 20, λ. «εἰμί δέ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών» είναι επιφυλακτικός με την ιστορικότητα της
κρυφής ειδοποιήσεως του Αλεξάνδρου Α΄∙ ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 230-231 εκφράζει
τις έντονες αμφιβολίες του για το επεισόδιο αυτό∙ ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 316 θεωρεί ότι η
ιστορία αυτή συμπεριλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των ιστοριών που συντέθηκαν μετά τον πόλεμο
με τους Πέρσες για να αθωώσουν τον βασιλέα Αλέξανδρο Α΄ για την υποστήριξη που προσέφερε
στους Πέρσες. Ο J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 605, όμως, αναφέρει το
περιστατικό ως γεγονός, έχοντας τη γνώμη ότι ο Άλεξανδρος, εκουσίως ή ακουσίως, εξυπηρετούσε
τα συμφέροντα του Μαρδονίου να μην υποχωρήσουν οι Έλληνες στον Κιθαιρώνα.
798 Για την ακρίβεια οι Σπαρτιάτες, λαμβάνοντας την θέση των Αθηναίων στο αριστερό κέρας, θα
παρατάσσονταν με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς εναντίον των μηδιζόντων Βοιωτών, Λοκρών,
Μαλιέων, Θεσσαλών και χιλίων Φωκέων (Ηρόδ. 9. 31. 5).
799 Από τους παρόντες στις Πλαταιές Λακεδαιμονίους, κανείς δεν είχε πολεμήσει προηγουμένως
εναντίον των Περσών, καθώς ο μοναδικός επιζών της μάχης των Θερμοπυλών Αριστόδημος, που
πολέμησε στις Πλαταιές (Ηρόδ. 9. 71), δεν είχε λάβει μέρος στη μάχη των Θερμοπυλών, καθώς
έπασχε από οφθαλμία (Ηρόδ. 7. 229) είτε, κατ’ άλλη εκδοχή, είχε σταλεί ως αγγελιαφόρος κάπου
αλλού (Ηρόδ. 7. 230).

368
πιστευτό οι Σπαρτιάτες να ένιωθαν φόβο800 για τους Πέρσες μετά τις Θερμοπύλες, ότι

είχαν περισσοτέρους λόγους να φοβούνται τους Θεσσαλούς (Ηρόδ. 5. 63)801 και ότι δεν είναι

αληθές, απ’ όσο γνωρίζουμε, πως είχαν πολεμήσει εναντίον των Θηβαίων∙802 κατά τη

γνώμη μου, που ταυτίζεται μ’ αυτήν που αφήνει ο Πλούταρχος να διαφανεί, οι Σπαρτιάτες

και ο Παυσανίας δεν ένιωθαν φόβο για τους Πέρσες, όπως και για καμιά ελληνική πόλη,

και ας μην είχε πολεμήσει κανείς τους, απ’ αυτούς που παρευρίσκονταν στις Πλαταιές,

εναντίον των Περσών, καθώς λαμβάνοντας την απόφαση να εκστρατεύσουν εναντίον των

εξ ανατολών εισβολέων, να διαβούν τον Ισθμό και να κατευθυνθούν όπου αυτοί

ευρίσκονταν, προέβαιναν σε επιθετική κίνηση κατά του εχθρού και γνώριζαν ότι θα

πολεμήσουν εναντίον των Περσών, ειδάλλως, αν ένιωθαν πράγματι φόβο, θα

περιορίζονταν σε αμυντικό πόλεμο. Σε ό,τι αφορά την αλλαγή θέσεων μεταξύ των

Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, ο R.W. Macan, με την άποψη του οποίου συμφωνώ, αν

και δεν αποκλείει να έγιναν κάποιοι τακτικοί ελιγμοί, θεωρεί ότι οι αιτίες που

παρατίθενται από τον ιστορικό γι’ αυτήν την αλλαγή θέσεων δεν γίνονται πιστευτές και

ότι πρόκειται για ολοφάνερο δημιούργημα της φαντασίας.803

800 Ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 528 θεωρεί παράλογη την ηροδότεια ιστορία περί της
αλλαγής θέσεων μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, αν θεωρηθεί ότι υπονοείται φόβος
των Σπαρτιατών να αντιμετωπίσουν τα καλύτερα στρατεύματα του εχθρού.
801 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 5. 63, αναφέρει την αποτυχία των Λακεδαιμονίων υπό του Αγχιμολίου να
εκδιώξουν τους Πεισιστρατίδες και να υφίστανται καθολική ήττα από το θεσσαλικό ιππικό (χίλιοι
στον αριθμό). Κατά τη γνώμη μου, οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κανένα λόγο να φοβούνται τους
Θεσσαλούς, και αυτό το αποδεικνύει η εκστρατεία εναντίον των Πεισιστρατιδών, αμέσως μετά την
αποτυχία τους αυτή, με στρατηγό τον βασιλέα Κλεομένη, που έτρεψε σε φυγή το θεσσαλικό ιππικό.
802 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 46. 2.
803 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 46. 7, λ. «τῶνδε εἵνεκα». Ο C. Hignett,
Xerxes’ Invasion, σ. 317 θεωρεί και αυτός πως, έτσι όπως παρατίθεται η ιστορία από τον Ηρόδοτο,
είναι αναξιόπιστη. Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 231 θεωρεί την ιστορία της
προτεινομένης από τον Παυσανία αλλαγής θέσεων των Λακεδαιμονίων με τους Αθηναίους, στην
ολότητά της, πλαστή διάδοση των Αθηναίων. Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο
χωρίο Ηρόδ. 9. 46. 1 θεωρούν ότι δεν πρόκειται για κατά λέξη αλήθεια του ιστορικού, και
παραθέτουν τα προβλήματα που παρουσιάζει το εν λόγω ηροδότειο περιστατικό, καθώς και πιθανές
απόψεις περί της αλλαγής θέσεων: α) οι κινήσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν από
μεγάλες μονάδες στρατού απέναντι στον εχθρό σε μία ημέρα, β) τέτοια συμπεριφορά από μέρους
των Σπαρτιατών είναι άνευ προηγουμένου και θα είχε προκαλέσει την πτώση του ηθικού

369
Ακόμη, όμως, και αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο και θεωρήσουμε αναμφισβήτητο

γεγονός την προτεινομένη από τον Παυσανία αλλαγή κέρατος μεταξύ των Λακεδαιμονίων

και των Αθηναίων, καθώς και την πραγματοποίησή της, δεν γίνεται καθόλου λόγος από

τον ιστορικό για παραχώρηση της αρχηγίας του στρατεύματος στους Αθηναίους, που

θεωρεί ο Πλούταρχος, αλλά μονάχα για αλλαγή θέσεως, ώστε οι Λακεδαιμόνιοι να

πολεμήσουν εναντίον γνώριμών τους αντιπάλων. Και την πρόταση αυτή ο Παυσανίας την

υπέβαλε στους Αθηναίους, καθώς αυτοί είχαν εμπειρία σε μάχη ενάντια στους Πέρσες

πολεμώντας τους στο Μαραθώνα∙ βέβαια και οι Πλαταιείς, που παρευρίσκονταν στο

συμμαχικό στράτευμα στις Πλαταιές, είχαν λάβει μέρος στη μάχη του Μαραθώνος (Ηρόδ.

6. 108. 1), αλλά ο ιστορικός δεν κάνει καθόλου λόγο για ανάλογη πρόταση του Παυσανία

προς αυτούς, κατά τη γνώμη μου, είτε επειδή ήταν ολίγοι σε αριθμό – εξακόσιοι, κατά το

σχετικό ηροδότειο χωρίο (9. 28. 6) – και, προφανώς, αδύνατο να αντιπαραταχθούν στους

υπερτέρους σε πλήθος804 Πέρσες, είτε, επειδή οι Αθηναίοι ήταν υπέρτεροι805 σε αριθμό από

ολοκλήρου του ελληνικού στρατεύματος, γ) η βάση της ιστορίας είναι, πιθανόν, κάποιοι ελιγμοί, τον
σκοπό των οποίων παρανόησε ο ιστορικός, ή σκοπίμως δόθηκαν ψευδή στοιχεία για τους ελιγμούς
αυτούς στον Ηρόδοτο από τους Αθηναίους πληροφοριοδότες, δ) ίσως οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν στο
αριστερό κέρας, επειδή, όταν οι Έλληνες προχώρησαν, σ’ αυτό το σημείο να κινδύνευε το ελληνικό
στράτευμα, ε) τα στρατεύματα βάδισαν στη δεύτερη θέση (από τις Ερυθρές στις Πλαταιές) κατά
σώματα, και ότι οι Σπαρτιάτες, κινούμενοι πρώτοι, προχώρησαν κοντά στους Αθηναίους, και τότε οι
Αθηναίοι με τη σειρά τους κινήθηκαν πίσω από τα στρατεύματα για να αναλάβουν πάλι το
αριστερό κέρας κοντά στον Ασωπό ποταμό∙ κατά τη γνώμη μου, οι απόψεις που προσπαθούν να
εδράσουν την ηροδότεια διήγηση περί της αλλαγής θέσεων μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των
Αθηναίων σε πραγματικούς ελιγμούς, όπως και η άποψη του A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 528-
529 ότι ο Παυσανίας άλλαξε κέρας, επειδή ήθελε να αιφνιδιάσει τον Μαρδόνιο νικώντας τους
Έλληνες συμμάχους των Περσών και, έπειτα, να στραφεί εναντίον των Περσών, και η άποψη του
J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 605-606 ότι ο Παυσανίας σκόπευε να
παραπλανήσει τον Μαρδόνιο δίδοντας την εντύπωση πως το ηθικό των Σπαρτιατών είχε ‘’πέσει’’,
είναι μεν εύλογες προσεγγίσεις, εικασίες δε, καθώς δεν συνάδουν με την ηροδότεια διήγηση των
γεγονότων.
804 Ο ιστορικός, στο χωρίο 8. 113, χωρίς να μνημονεύει αριθμούς, αναφέρει ότι ο Μαρδόνιος επέλεξε
από τους Πέρσες τους αθανάτους, τους θωρακοφόρους και χιλίους ιππείς.
805 Οι Αθηναίοι που πολέμησαν στο Μαραθώνα ήταν 9000 ενώ οι Πλαταιείς 1000: βλ. N.G.L.
Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 507.

370
τους Πλαταιείς στο Μαραθώνα, να θεωρήθηκαν οι μόνοι806 υπαίτιοι της ήττας των Περσών,

είτε εννοείται ότι οι Πλαταιείς συνόδευσαν στις Πλαταιές τους Αθηναίους στο δεξιό κέρας,

καθώς και στο αριστερό κέρας τους είχαν παραστάτες (Ηρόδ. 9. 28. 6). Το ζήτημα της

αρχηγίας του ελληνικού στρατού, τόσο σε στεριά όσο και σε θάλασσα, είχε επιλυθεί στο

αρχικό807 στάδιο της συμμαχίας εναντίον του στρατού του Ξέρξη και δεν θα έπρεπε ο

Πλούταρχος, αν ευσταθεί η ηροδότεια διήγηση, να ερμηνεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο την

αλλαγή κέρατος, την οποία οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι εφήρμοσαν την αυγή της

επομένης ημέρας. Αν, πράγματι, μ’ αυτήν την αλλαγή θέσεων, είχε παραχωρηθεί η

αρχηγία του στρατεύματος από τους Λακεδαιμονίους στους Αθηναίους, θα έπρεπε οι

Αθηναίοι, όταν ανέλαβαν την αρχηγία στο δεξιό κέρας, να μην δεχθούν να επιστρέψουν

806 Ο ιστορικός στο χωρίο 7. 10. β1 αναφέρει, δια στόματος του Αρταβάνου, θείου του Ξέρξη, ότι οι
Αθηναίοι μόνοι τους νίκησαν το στράτευμα του Δάτιδος και του Αρταφρένους. Πβ. Πλάτ., Μενέξ.
κεφ. 10 (240c): «τούτων δὲ τῶν μὲν πραχθέντων, τῶν δ' ἐπιχειρουμένων οὔτ' Ἐρετριεῦσιν ἐβοήθησεν
Ἑλλήνων οὐδεὶς οὔτε Ἀθηναίοις πλὴν Λακεδαιμονίων∙ οὗτοι δὲ τῇ ὑστεραίᾳ τῆς μάχης ἀφίκοντο∙ οἱ
δ' ἄλλοι πάντες ἐκπεπληγμένοι, ἀγαπῶντες τὴν ἐν τῷ παρόντι σωτηρίαν, ἡσυχίαν ἦγον», Νόμ. 3
(698D-E): «πρεσβευομένοις αὐτοῖς πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελεν πλήν γε Λακεδαιμονίων∙ οὗτοι
δὲ ὑπό τε τοῦ πρὸς Μεσσήνην ὄντος τότε πολέμου καὶ εἰ δή τι διεκώλυεν ἄλλο αὐτούς, οὐ γὰρ ἴσμεν
λεγόμενον, ὕστεροι δ' οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ»∙ Ισοκρ., Πανηγ.
κεφ. 86: «Ἀποβάντων γὰρ αὐτῶν εἰς τὴν Ἀττικὴν οἱ μὲν οὐ περιέμειναν τοὺς συμμάχους, ἀλλὰ τὸν
κοινὸν πόλεμον ἴδιον ποιησάμενοι πρὸς τοὺς ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος καταφρονήσαντας ἀπήντων τὴν
οἰκείαν δύναμιν ἔχοντες, ὀλίγοι πρὸς πολλὰς μυριάδας», και κεφ. 99: «Καίτοι μελλούσης στρατείας
ἐπὶ τοὺς βαρβάρους ἔσεσθαι τίνας χρὴ τὴν ἡγεμονίαν ἔχειν; Οὐ τοὺς ἐν τῷ προτέρῳ πολέμῳ μάλιστ'
εὐδοκιμήσαντας καὶ πολλάκις μὲν ἰδίᾳ προκινδυνεύσαντας, ἐν δὲ τοῖς κοινοῖς τῶν ἀγώνων
ἀριστείων ἀξιωθέντας; Οὐ τοὺς τὴν αὑτῶν ἐκλιπόντας ὑπὲρ τῆς τῶν ἄλλων σωτηρίας καὶ τό τε
παλαιὸν οἰκιστὰς τῶν πλείστων πόλεων γενομένους καὶ πάλιν αὐτὰς ἐκ τῶν μεγίστων συμφορῶν
διασώσαντας; Πῶς δ' οὐκ ἂν δεινὰ πάθοιμεν, εἰ τῶν κακῶν πλεῖστον μέρος μετασχόντες, ἐν ταῖς
τιμαῖς ἔλαττον ἔχειν ἀξιωθεῖμεν καὶ τότε προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων νῦν ἑτέροις ἀκολουθεῖν
ἀναγκασθεῖμεν;»∙ Ψευδο-Λυσίας (κεφ. 20-26) και κυρίως η φράση: κεφ. 20: «μόνοι γάρ ὑπέρ ἁπάσης
τῆς Ἑλλάδος πρός πολλάς μυριάδας τῶν βαρβάρων διεκινδύνευσαν»: βλ. γι’ αυτές τις παραπομπές
W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 27. 5, λ. «μοῦνοι».
807 Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι, πριν ακόμη στείλουν οι σύμμαχοι πρεσβεία στην Σικελία με σκοπό τη
στρατιωτική βοήθεια από τον Γέλωνα, οι Αθηναίοι αξίωσαν να ηγηθούν του συμμαχικού στόλου,
αλλά οι σύμμαχοι δεν δέχονταν άλλον ως αρχηγό παρά μονάχα Σπαρτιάτη, και έτσι οι Αθηναίοι
υποχώρησαν (8. 2. 2-3. 1), ενώ, σε ό,τι αφορά την αρχηγία του στρατού, γίνεται αντιληπτό ότι είχε
δοθεί με την έναρξη της συμμαχίας στους Σπαρτιάτες (7. 159 και 161).

371
έπειτα στο αριστερό κέρας και να παραχωρήσουν την αρχηγία του στρατεύματος πάλι

στους Λακεδαιμονίους. Οι Αθηναίοι, όμως, επέστρεψαν αμέσως στο αριστερό κέρας δίχως

να αναφέρει ο ιστορικός ενδεχόμενη αντίρρησή τους, ούτε λογομαχίες και έντονες

διαφωνίες επ’ αυτού όπως συνέβη στην περίπτωση μεταξύ των Αθηναίων και των

Τεγεατών για την αρχηγία στο αριστερό κέρας, το οποίο επιβεβαιώνει την εύλογη ερμηνεία

ότι δεν ετίθετο ζήτημα ηγεσίας, αλλά επιλογής αντιπάλου εχθρού, αν αποδεχθούμε την

ηροδότεια διήγηση περί αλλαγής κέρατος ως γεγονός.

23. Όλοι οι Έλληνες, που αποτελούσαν το συμμαχικό στρατό στις Πλαταιές, και όχι

μονάχα οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες που αναφέρει ο Ηρόδοτος,

πολέμησαν εναντίον του στρατού του Μαρδονίου (το υπόλοιπο κεφ. 42).

(872 Β) Κεφ. 42. «Ἀλλὰ τούς γ’ ἄλλους Ἕλληνας εἰς ἕτερον ὑπὸ

τῶν στρατηγῶν ἀγομένους στρατόπεδον, “ὡς ἐκι-

C νήθησαν,” φησί, “φεύγειν ἀσμένως τὴν ἵππον πρὸς

τὴν τῶν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντας δὲ ἀφικέσθαι

πρὸς τὸ Ἡραῖον”∙ ἐν ᾧ καὶ ἀπείθειαν καὶ λιποτα-

ξίαν καὶ προδοσίαν ὁμοῦ τι πάντων κατηγόρησε.

τέλος δὲ μόνους φησὶ τοῖς μὲν βαρβάροις Λακεδαι-

μονίους καὶ Τεγεάτας τοῖς δὲ Θηβαίοις Ἀθηναίους

συμπεσόντας διαγωνίσασθαι, τὰς δ’ ἄλλας πόλεις

ὁμαλῶς ἁπάσας τοῦ κατορθώματος ἀπεστέρηκεν∙

“οὐδένα συνεφάψασθαι τοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ καθη-

μένους πάντας ἐπὶ τῶν ὅπλων ἐγγὺς καταλιπεῖν

καὶ προδοῦναι τοὺς ὑπὲρ αὐτῶν μαχομένους∙ ὀψὲ

δὲ Φλιασίους καὶ Μεγαρέας πυθομένους νικῶντα

Παυσανίαν, προσφερομένους καὶ ἐμπεσόντας εἰς

τὸ Θηβαίων ἱππικόν, οὐδενὶ λόγῳ διαφθαρῆναι∙ Κο-

ρινθίους δὲ τῇ μὲν μάχῃ μὴ παραγενέσθαι, μετὰ

372
D δὲ τὴν νίκην ἐπειγομένους διὰ τῶν λόφων, μὴ

περιπεσεῖν τοῖς ἱππεῦσι τῶν Θηβαίων”∙ οἱ γὰρ

Θηβαῖοι, τῆς τροπῆς γενομένης, προϊππεύοντες τῶν

βαρβάρων προθύμως παρεβοήθουν φεύγουσιν αὐ-

τοῖς, δηλονότι τῶν ἐν Θερμοπύλαις στιγμάτων

χάριν ἀποδιδόντες.

Ἀλλὰ Κορινθίους γε καὶ τάξιν ἣν ἐμάχοντο τοῖς

βαρβάροις, καὶ τέλος ἡλίκον ὑπῆρξεν αὐτοῖς ἀπὸ

τοῦ Πλαταιᾶσιν ἀγῶνος ἔξεστι Σιμωνίδου πυθέσθαι

γράφοντος ἐν τούτοις∙

μέσσοι δ’ οἵ τ’ Ἔφυραν πολυπίδακα ναιετά-

οντες,

παντοίης ἀρετῆς ἴδριες ἐν πολέμῳ,

οἵ τε πόλιν Γλαύκοιο, Κορίνθιον ἄστυ, νέμοντες,

E οἳ καὶ κάλλιστον μάρτυν ἔθεντο πόνων

χρυσοῦ τιμήεντος ἐν αἰθέρι∙ καί σφιν ἀέξει

αὐτῶν τ’ εὐρεῖαν κληδόνα καὶ πατέρων.

ταῦτα γὰρ οὐ χορὸν ἐν Κορίνθῳ διδάσκων οὐδ’

ᾆσμα ποιῶν εἰς τὴν πόλιν, ἄλλως δὲ τὰς πράξεις

ἐκείνας ἐν ἐλεγείᾳ γράφων ἱστόρηκεν.

Ὁ δὲ προλαμβάνων τὸν ἔλεγχον τοῦ ψεύσματος

F τῶν ἐρησομένων, “πόθεν οὖν πολυάνδρια καὶ θῆκαι

τοσαῦται καὶ μνήματα νεκρῶν, ἐν οἷς ἐναγίζουσιν

ἄχρι νῦν Πλαταιεῖς τῶν Ἑλλήνων συμπαρόντων,”

πρᾶγμα αἴσχιον, ὡς οἶμαι, τῆς προδοσίας τῶν

γενεῶν κατηγόρηκεν ἐν τούτοις∙ “τῶν δὲ ἄλλων

ὅσοι καὶ φαίνονται ἐν Πλαταιῇσιν ἐόντες τάφοι,

373
τούτους δέ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, αἰσχυνομένους τῇ

ἀπεστοῖ τῆς μάχης ἑκάστους χώματα χῶσαι κεινὰ

τῶν ἐπιγινομένων εἵνεκ’ ἀνθρώπων.” ταύτην τὴν

ἀπεστὼ τῆς μάχης προδοσίαν οὖσαν Ἡρόδοτος

ἀνθρώπων μόνος ἁπάντων ἤκουσε, Παυσανίαν δὲ

873 A καὶ Ἀριστείδην καὶ Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθη-

ναίους ἔλαθον οἱ Ἕλληνες ἐγκαταλιπόντες τὸν κίν-

δυνον∙ καὶ οὔτ’ Αἰγινήτας Ἀθηναῖοι διαφόρους

ὄντας εἶρξαν τῆς ἐπιγραφῆς, οὔτε Κορινθίους ἤλεγ-

ξαν, οὓς πρότερον νικῶντες φεύγειν ἀπὸ Σαλα-

μῖνος, ἀντιμαρτυρούσης αὐτοῖς τῆς Ἑλλάδος.

καίτοι Κλεάδας ἦν ὁ Πλαταιεύς, ὕστερον ἔτεσι

δέκα τῶν Μηδικῶν Αἰγινήταις χαριζόμενος, ὥς

φησιν Ἡρόδοτος, ὃς ἐπώνυμον ἔχωσεν αὐτῶν πο-

λυάνδριον.

Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Λακεδαιμόνιοι τί παθόντες

εὐθὺς τότε πρὸς μὲν ἀλλήλους ὀλίγον ἐδέησαν εἰς

B χεῖρας ἐλθεῖν περὶ τοῦ τροπαίου τῆς ἀναστάσεως,

τοὺς δ’ Ἕλληνας ἀποδειλιάσαντας καὶ ἀποδράντας

οὐκ ἀπήλαυνον τῶν ἀριστείων, ἀλλ’ ἐνέγραφον τοῖς

τρίποσι καὶ τοῖς κολοσσοῖς καὶ μετεδίδοσαν τῶν

λαφύρων; τέλος δὲ τῷ βωμῷ τοὐπίγραμμα τοῦτο

γράφοντες ἐνεχάραξαν∙

τόνδε ποθ’ Ἕλληνες Νίκης κράτει, ἔργῳ Ἄρηος,

Πέρσας ἐξελάσαντες, ἐλευθέρᾳ Ἑλλάδι κοινὸν

ἱδρύσαντο Διὸς βωμὸν Ἐλευθερίου.

μὴ καὶ τοῦτο Κλεάδας ἤ τις ἄλλος, ὦ Ἡρόδοτε,

374
κολακεύων τὰς πόλεις ἐπέγραψε; τί οὖν ἐδέοντο

τὴν γῆν ὀρύσσοντες διακενῆς ἔχειν πράγματα καὶ

C ῥᾳδιουργεῖν χώματα καὶ μνήματα τῶν ἐπιγιγνο-

μένων ἕνεκ’ ἀνθρώπων κατασκευάζοντες, ἐν τοῖς

ἐπιφανεστάτοις καὶ μεγίστοις ἀναθήμασι τὴν δόξαν

αὑτῶν καθιερουμένην ὁρῶντες;

Καὶ μὴν Παυσανίας, ὡς λέγουσιν, ἤδη τυραννικὰ

φρονῶν ἐπέγραψεν ἐν Δελφοῖς∙

Ἑλλήνων ἀρχηγός, ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων,

Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ’ ἀνέθηκε τόδε,

κοινούμενος ἁμωσγέπως τοῖς Ἕλλησι τὴν δόξαν

ὧν ἑαυτὸν ἀνηγόρευσεν ἡγεμόνα∙ τῶν δ’ Ἑλλήνων

οὐκ ἀνασχομένων ἀλλ’ ἐγκαλούντων, πέμψαντες

εἰς Δελφοὺς Λακεδαιμόνιοι τοῦτο μὲν ἐξεκόλαψαν

<ἀπὸ τοῦ τρίποδος τὸ ἐλεγεῖον, πασῶν δ’ ἀντεπέ-

D γραψαν> τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων, ὥσπερ ἦν

δίκαιον. καίτοι πῶς εἰκός ἐστιν ἢ τοὺς Ἕλληνας

ἀγανακτεῖν τῆς ἐπιγραφῆς μὴ μετασχόντας, εἰ

συνῄδεσαν ἑαυτοῖς τὴν ἀπεστὼ τῆς μάχης, ἢ

Λακεδαιμονίους τὸν ἡγεμόνα καὶ στρατηγὸν ἐκ-

χαράξαντας ἐπιγράψαι τοὺς ἐγκαταλιπόντας καὶ

περιιδόντας τὸν κίνδυνον; ὡς δεινότατόν ἐστιν, εἰ

Σωφάνης μὲν καὶ Ἀείμνηστος καὶ πάντες οἱ δια-

πρεπῶς ἀγωνισάμενοι τὴν μάχην ἐκείνην οὐδὲ

E Κυθνίων ἐπιγραφομένων τοῖς τροπαίοις οὐδὲ Μη-

λίων ἠχθέσθησαν, Ἡρόδοτος δὲ τρισὶ μόναις

πόλεσιν ἀναθεὶς τὸν ἀγῶνα τὰς ἄλλας πάσας ἐκ-

375
χαράττει τῶν τροπαίων καὶ τῶν ἱερῶν».

«Για τους άλλους Έλληνες (αναφέρει) ότι μεταφέρθηκαν από τους στρατηγούς σε

άλλο στρατόπεδο και, ‘’όταν μετακινήθηκαν’’, λέει, ‘’τράπηκαν με ευχαρίστηση σε φυγή

από το (εχθρικό) ιππικό προς την πόλη των Πλαταιέων και, τρεπόμενοι σε φυγή,

αφίχθησαν στο Ήραιον∙ μ’ αυτά τα λόγια κατηγορεί τους πάντες για απείθεια, λιποταξία

και προδοσία. Και στο τέλος λέει πως μόνοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες

συγκρούστηκαν με τους βαρβάρους και οι Αθηναίοι με τους Θηβαίους, ενώ αποστερεί όλες

εξ ίσου τις άλλες πόλεις από τη συμμετοχή στο κατόρθωμα. ‘’Κανείς απ’ αυτούς δεν έλαβε

μέρος στον αγώνα, αλλά όλοι κάθονταν κοντά στα όπλα τους έχοντας εγκαταλείψει και

προδώσει εκείνους που μάχονταν για τη δική τους ελευθερία∙ αργά οι Φλειάσιοι και οι

Μεγαρείς, πληροφορούμενοι ότι ο Παυσανίας νικάει, προχώρησαν και επιτέθηκαν στο

ιππικό των Θηβαίων και, εντελώς παράλογα, σκοτώθηκαν∙ οι Κορίνθιοι δεν παραβρέθηκαν

στη μάχη και, μετά τη νίκη, έφυγαν γρήγορα δια μέσω των λόφων, για να μη συναντήσουν

το ιππικό των Θηβαίων’’∙ δηλαδή οι Θηβαίοι, όταν άρχισε η υποχώρηση, προχώρησαν με το

ιππικό τους μπροστά από τους βαρβάρους και με προθυμία τους βοηθούσαν στην

υποχώρησή τους, ανταποδίδοντας, προφανώς, την ευεργεσία για τα στίγματα που τους

έκαναν στις Θερμοπύλες.

Αλλά τουλάχιστον για τους Κορινθίους, για την θέση από την οποία μάχονταν

εναντίον των βαρβάρων και πόσο μεγάλη τιμή έλαβαν από τη μάχη των Πλαταιών,

μπορούμε να πληροφορηθούμε από τους παρακάτω στίχους που έγραψε ο Σιμωνίδης:

Στο μέσον ήταν αυτοί που κατοικούν την Εφύρα με τις πολλές πηγές,

πεπειραμένοι σε κάθε αρετή του πολέμου,

που κατοικούν την πόλη του Γλαύκου, την Κόρινθο,

οι οποίοι κάλλιστο μάρτυρα του αγώνος τους επικαλέστηκαν

τον τιμημένο χρυσό (που λάμπει) στους αιθέρες∙ και αυτός θα επεκτείνει

τη δόξα τη δική τους και των πατέρων τους.

376
Και αυτά εδώ (τα έγραψε ο Σιμωνίδης) όχι διδάσκοντας χορό στην Κόρινθο ούτε

συνθέτοντας ποίημα για την πόλη, αλλά γράφοντας ελεγεία ιστόρησε τις πράξεις εκείνες.

Ο Ηρόδοτος, όμως, προλαμβάνει εκείνους που θα ελέγξουν τα ψεύδη του ρωτώντας

τον ‘’πώς εξηγούνται οι κοινοί τύμβοι και οι τόσοι τάφοι και μνημεία των νεκρών, όπου οι

Πλαταιείς έως σήμερα κάνουν προσφορές παρουσία των άλλων Ελλήνων,’’ δίδοντας

απάντηση που προσάπτει πιο αδιάντροπη κατηγορία, όπως εγώ νομίζω, από την

κατηγορία για προδoσία των άλλων Ελλήνων: ‘’Οι άλλοι τάφοι, που μπορεί να δει κάποιος

να υπάρχουν στις Πλαταιές, δημιουργήθηκαν, όπως εγώ πληροφορούμαι, από εκείνους

τους ανθρώπους κάθε πόλεως που ντρέπονταν για την απουσία τους από τη μάχη, και

είναι άδειοι σωροί για εντυπωσιασμό των μελλοντικών γενεών’’. Την προδοτική αυτή

απουσία από τη μάχη μόνο ο Ηρόδοτος, απ’ όλους τους ανθρώπους, άκουσε, ενώ οι

Έλληνες εγκατέλειψαν τον κίνδυνο χωρίς να αντιληφθεί (την απουσία τους) ο Παυσανίας

και ο Αριστείδης, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι. Και οι Αθηναίοι δεν εμπόδισαν τους

Αιγινήτες, που ήταν εχθροί τους, να περιληφθούν στην επιγραφή, ούτε έλεγξαν τους

Κορινθίους, τους οποίους κατηγόρησαν ότι έφυγαν από την προηγούμενη νικητήρια

αναμέτρηση στη Σαλαμίνα, αν και οι υπόλοιποι Έλληνες μαρτυρούν τα αντίθετα. Παρ’ όλα

αυτά, ήταν ο Κλεάδας από τις Πλαταιές που, δέκα έτη μετά τα Μηδικά, προς χάριν των

Αιγινητών, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δημιούργησε κοινό τύμβο με δικό τους όνομα.

Τί έπαθαν, όμως, τότε οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και ολίγο έλειψε να έλθουν

στα χέρια για το στήσιμο του τροπαίου, ενώ τους (άλλους) Έλληνες, που δείλιασαν και

απέφυγαν (τη μάχη), δεν τους έδιωξαν από τις τιμές, αλλά ανέγραψαν (τα ονόματά τους)

στους τρίποδες και στους κολοσσούς και τους έδωσαν μερίδιο από τα λάφυρα; Και τέλος,

χάραξαν στο βωμό το παρακάτω επίγραμμα:

Όταν οι Έλληνες με τη δύναμη της Νίκης και με τη βοήθεια του Άρεως

έδιωξαν τους Πέρσες, για την ελεύθερη Ελλάδα κοινό

ίδρυσαν αυτόν εδώ τον βωμό του Ελευθερίου Διός.

377
Μήπως και αυτό (το επίγραμμα), Ηρόδοτε, το έγραψε ο Κλεάδας ή κάποιος άλλος για να

κολακεύσει τις πόλεις; Τί ανάγκη, λοιπόν, είχαν να αναλάβουν τον μάταιο κόπο να

σκάβουν τη γη και να εξαπατούν δημιουργώντας σωρούς χωμάτων και μνημεία για τις

μελλοντικές γενεές, εφ’ όσον είδαν τη δόξα τους να καθιερώνεται στα επιφανέστατα και

μέγιστα αναθήματα;

Και ο Παυσανίας, που είχε ήδη, όπως λένε, σκέψεις περί τυραννίδος, τοποθέτησε

την παρακάτω επιγραφή στους Δελφούς:

Ο αρχηγός των Ελλήνων Παυσανίας, αφού κατέστρεψε τον στρατό των Μήδων,

στο Φοίβο αφιέρωσε το μνημείο αυτό,

αναγόρευσε (ο Παυσανίας) τον εαυτό του ηγεμόνα κάνοντας τη δόξα του κοινή, κατά

κάποιο τρόπο, με τους Έλληνες∙ οι Έλληνες, όμως, δεν το δέχθηκαν και παραπονέθηκαν,

και (έτσι) οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν (ανθρώπους τους) στους Δελφούς, διέγραψαν από τον

τρίποδα το ελεγείο αυτό και έγραψαν στη θέση του τα ονόματα όλων των πόλεων, όπως

ήταν δίκαιο. Και, όμως, πώς είναι λογικό οι Έλληνες να αγανακτούν, επειδή τα ονόματά

τους δεν υπήρχαν στην επιγραφή, αν γνώριζαν ότι δεν συμμετείχαν στη μάχη, ή οι

Λακεδαιμόνιοι να εξαλείψουν το όνομα του ηγεμόνος και στρατηγού τους και να γράψουν

αυτούς που εγκατέλειψαν και παραμέλησαν τον κίνδυνο; Είναι πολύ παράξενο που, ο

Σωφάνης και ο Αείμνηστος και όλοι όσοι διακρίθηκαν πολεμώντας στη μάχη εκείνη, δεν

εναντιώθηκαν, επειδή στα τρόπαια γράφτηκαν οι Κύθνιοι και οι Μήλιοι, ενώ ο Ηρόδοτος

αναφέρει συμμετοχή στον αγώνα τριών μόνο πόλεων και εξαλείφει όλες τις άλλες από τα

τρόπαια και τα ιερά».

Ο Πλούταρχος, στο παρόν παράδειγμα, πραγματεύεται το ζήτημα της συμμετοχής

των άλλων Ελλήνων, πλήν Λακεδαιμονίων, Τεγεατών και Αθηναίων, στη μάχη των

Πλαταιών. Ο βιογράφος, διαφωνώντας με την ιστορική διήγηση του Ηροδότου,

αποφαίνεται ότι όλοι οι Έλληνες, που αποτελούσαν το συμμαχικό στράτευμα στις

Πλαταιές, πολέμησαν στην ομώνυμη μάχη τον στρατό του Μαρδονίου.

378
Αρχικά, ο Πλούταρχος θεωρεί πως ο Ηρόδοτος κατηγορεί τους υπολοίπους808

Έλληνες, εκτός των Λακεδαιμονίων, Τεγεατών και Αθηναίων, για απείθεια, λιποταξία και

προδοσία, παρουσιάζοντάς τους, όταν είχαν αρχίσει να κινούνται υπό των στρατηγών τους

τη νύκτα της δωδεκάτης (Ηρόδ. 9. 41. 1 και 47) ημέρας, που ήταν συνεχώς παραταγμένοι

απέναντι στους Πέρσες, να μην πορεύονται για μεταστρατοπέδευση στον συμφωνηθέντα

από τους στρατηγούς τόπο, στη ‘’νήσο’’,809 δηλαδή, που σχημάτιζαν οι δύο κοίτες του

ποταμού Ωερόη,810 αλλά προς την πόλη των Πλαταιών,811 διηγούμενος ο ιστορικός ότι

απέφευγαν με ευχαρίστηση το εχθρικό ιππικό και, πορευόμενοι, αφίχθησαν τελικά στο

Ήραιον,812 που ευρίσκετο μπροστά από την πόλη των Πλαταιών.813 Στη συνέχεια ο

808 Εννοούνται όλοι οι Έλληνες, εκτός των Λακεδαιμονίων, Τεγεατών και Αθηναίων, που είχαν
μεταστρατοπεδεύσει πέριξ του ναού της Ήρας και απείχαν από τη μάχη των Πλαταιών (Ηρόδ. 9. 69.
1).
809 Στην εποχή μας δεν υπάρχει τέτοια ‘’νήσος’’ στις Πλαταιές, όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος: βλ.
γι’ αυτήν τη διαπίστωση W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 51. Οι W.W.
How - J. Wells, στο ίδιο σχόλιο, συμφωνούν με την άποψη που ταυτίζει τη ‘’νήσο’’ με την
κορυφογραμμή ή τις κορυφογραμμές στους πρόποδες του Κιθαιρώνος μεταξύ των ανωτέρων ροών
των ρευμάτων, διότι αυτή η θέση είναι σχεδόν απρόσβλητη από επιθέσεις του εχθρικού ιππικού και
ευρίσκεται (Ηρόδ. 9. 51.1: «πρό τῆς Πλαταιέων πόλιος») ανατολικά από την πόλη των Πλαταιών, με
μοναδικό πρόβλημα, για την ταύτιση της ‘’νήσου’’ με αυτήν την τοποθεσία, την απόσταση των δέκα
σταδίων από τον Ασωπό ποταμό που διηγείται ο ιστορικός (9. 51. 1)∙ αν απορρίψουμε τη χρήση του
όνοματος για το παραποτάμιο ρεύμα από το Αποτρίπι, το πρόβλημα λύνεται με την προσθήκη στο
κείμενο ενός αριθμητικού «κ΄» (δηλαδή 20 σταδίων) μετά τη λέξη «Ἀσωποῦ» και πριν το «καί» του
χωρίου 9. 51. 1 (βλ. W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 57), ή με την ερμηνεία της επίμαχης φράσεως,
ότι ‘’η ‘νήσος’ απέχει από τον Ασωπό ποταμό, ή καλύτερα από την Γαργαφία πηγή, στην οποία ήταν
τότε στρατοπεδευμένοι, δέκα στάδια’’ (βλ. J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ. 161). Βλ. περί ολικής
πραγματεύσεως του ζητήματος της ‘’νήσου’’ W.K. Pritchett, “New Light on Plataia”, AJA 61 (1957), σ.
25-26.
810 Ο ποταμός «η Ωερόη» ήταν ένα μικρό, αργοκίνητο ρέμα, που σχηματιζόταν από ρυάκια που
κατέβαιναν από τον Κιθαιρώνα, και η κοίτη του ήταν στα δυτικά της βοιωτικής πόλεως Κρεύσιδος:
βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 51. 2, λ.
«σχιζόμενος [ὁ] ποταμός».
811 Η πόλη των Πλαταιών είχε πυρποληθεί από τους Πέρσες (Ηρόδ. 8. 50. 2), αλλά, αναμφίβολα, μέρη
των τειχών θα είχαν παραμείνει, τα οποία θα προστάτευαν την αριστερή πλευρά της ελληνικής
θέσεως: βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9.
52, λ. «πόλιν».
812 Πρόκειται, πιθανόν, για την τοποθεσία του μεγάλου ναού που ανακάλυψαν Αμερικανοί
αρχαιολόγοι∙ αυτός, ναός του 5ου αι. π.Χ., ευρίσκεται ανατολικά της οχυρωμένης, βορειοδυτικής

379
Πλούταρχος αφηγείται ότι οι Έλληνες που, κατά τον Ηρόδοτο, έλαβαν μέρος στη μάχη των

Πλαταιών, ήταν μονάχα τρείς: οι Λακεδαιμόνιοι, οι Τεγεάτες και οι Αθηναίοι∙ οι πρώτοι και

οι δεύτεροι πολεμώντας εναντίον των βαρβάρων, ενώ οι τρίτοι εναντίον των Θηβαίων.814 Ο

βιογράφος, έπειτα, συμπυκνώνει την ιστορική διήγηση του Ηροδότου αφηγούμενος ότι, οι

υπόλοιποι Έλληνες δεν συμμετείχαν στη μάχη,815 αλλά κάθονταν κοντά στα όπλα τους,816

έχοντας εγκαταλείψει και προδόσει817 εκείνους που μάχονταν για τη δική τους ελευθερία.

Οι υπόλοιποι Έλληνες που, κατά τον ιστορικό, δεν πολέμησαν στη μάχη των Πλαταιών και

αποτελούσαν το κέντρο της ελληνικής παρατάξεως είναι, σύμφωνα με το χωρίο 9. 28 που

παραθέτει ολόκληρο το συμμαχικό στράτευμα στις Πλαταιές, οι εξής: οι Κορίνθιοι, οι

Ποτειδαιάτες, οι Ορχομένιοι της Αρκαδίας, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Τροιζήνιοι, οι

Λεπρεάτες, οι Μυκηναίοι, οι Τιρύνθιοι, οι Φλειάσιοι, οι Ερμιονείς, οι Ερετριείς, οι Στυρείς, οι

Χαλκιδείς, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι, οι Ανακτόριοι, οι Παλείς της Κεφαλληνίας, οι

γωνίας της πόλεως και, αργότερα, όταν η πόλη επεκτείνεται, το Ηραίον ευρίσκεται εντός των τειχών
της, όπως υπονοεί ο Παυσανίας, (9. 2. 7: «ἐν αὐτῇ δὲ τῇ πόλει προϊοῦσιν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ τοῦ
ἀγάλματος ἃ τῷ Διὶ πεποίηται τῷ Ἐλευθερίῳ, Πλαταίας ἐστὶν ἡρῷον∙ καί μοι τὰ ἐς αὐτὴν ἤδη, τὰ
λεγόμενα καὶ ὁποῖα αὐτὸς εἴκαζον, ἔστιν εἰρημένα. Πλαταιεῦσι δὲ ναός ἐστιν Ἥρας, θέας ἄξιος
μεγέθει τε καὶ ἐς τῶν ἀγαλμάτων τὸν κόσμον»)∙ είναι λογική εικασία ο μεγαλύτερος ναός στις
Πλαταιές να αφιερώθηκε στην Ήρα Τελεία (Παυσ. 9. 2. 7: «τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι»), ενώ
σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στο βίο του Αριστείδου, η Ήρα αποκαλούνταν επίσης Ήρα
Κιθαιρωνεία (κεφ. 11. 3: «Ἀριστείδου δὲ πέμψαντος εἰς Δελφούς, ἀνεῖλεν ὁ θεὸς Ἀθηναίους
καθυπερτέρους ἔσεσθαι τῶν ἐναντίων εὐχομένους τῷ Διὶ καὶ τῇ Ἥρᾳ τῇ Κιθαιρωνίᾳ», και 18. 1:
«Δυσφορῶν οὖν ὁ Παυσανίας τοῖς παροῦσιν, ἄλλα τοῦ μάντεως ἐπ’ ἄλλοις ἱερεῖα καταβάλλοντος,
τρέπεται πρὸς τὸ Ἡραῖον τῇ ὄψει δεδακρυμένος, καὶ τὰς χεῖρας ἀνασχὼν εὔξατο Κιθαιρωνίᾳ Ἥρᾳ
καὶ θεοῖς ἄλλοις οἳ Πλαταιίδα γῆν ἔχουσιν»): βλ. γι’ αυτές τις πληροφορίες W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 52, λ. «Ἥραιον».
813 Ηρόδ. 9. 51-52.
814 Ηρόδ. 9. 62-63 (μάχη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών εναντίον των βαρβάρων)∙ 9. 61. 1
(μάχη των Αθηναίων αρχικά εναντίον των Ελλήνων συμμάχων των Περσών) και 9. 67 (μάχη των
Αθηναίων εναντίον των Θηβαίων). Έπειτα από τη μάχη των Πλαταιών, την ήττα και την
υποχώρηση των Περσών, οι Λακεδαιμόνιοι, οι Τεγεάτες και οι Αθηναίοι κατεδίωξαν το εχθρικό
στράτευμα και το πολιόρκησαν από κοινού στο περσικό στρατόπεδο στις Θήβες, όπου επέτυχαν
ολοκληρωτική νίκη (Ηρόδ. 9. 70).
815 Ηρόδ. 9. 69. 1.
816 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 9. 52, συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι άλλοι Έλληνες, όταν αφίχθησαν στο
Ήραιον, απέθεσαν τα όπλα τους πρό του ιερού.
817 Ηρόδ. 9. 60. 1.

380
Αιγινήτες, οι Μεγαρείς, οι Πλαταιείς818 και, κατά το χωρίο 9. 30, οι Θεσπιείς. Ας

πραγματευθούμε πρώτα τις κατηγορίες περί απείθειας, λιποταξίας και προδοσίας των

άλλων Ελλήνων που διακρίνει ο βιογράφος στη διήγηση του ιστορικού.

Αρχικά θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο ιστορικός, αναφέροντας την απόφαση των

στρατηγών για μεταστρατοπέδευση των Ελλήνων στον τόπο μεταξύ των δύο κοιτών του

ποταμού Ωερόη (9. 51. 1), δημιουργεί το εύλογο ερώτημα στον αναγνώστη, πώς είναι

δυνατόν ο περιορισμένος χώρος των τριών819 σταδίων της ‘’νήσου’’, που καταγράφει στο

χωρίο 9. 51. 2, να επαρκέσει για ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα των 110.000 ανδρών (9.

30) που εννοεί ο ιστορικός ότι πορευόταν προς αυτόν τον τόπο.820 Έπειτα, κάνοντας λόγο ο

Ηρόδοτος (9. 52) για ανυπακοή των «πολλών»821 Ελλήνων, οι οποίοι αντί να πορευθούν στη

«νήσο» του ποταμού Ωερόη κατευθύνθηκαν τελικά προς το ναό της Ήρας, προκαλείται,

κατά τη γνώμη μου, αντίφαση στην ηροδότεια διήγηση. Και αυτό, επειδή οι στρατιώτες δεν

είχαν άλλη επιλογή παρά να πορευθούν προς την κατεύθυνση που διέταζαν οι στρατηγοί

τους, οι οποίοι, όμως, ολίγες ώρες πριν την κινητοποίηση του στρατού, είχαν συμφωνήσει

να αφιχθούν στον ποταμό Ωερόη (Ηρόδ. 9. 49-51), ενώ, με την κατεύθυνση του στρατού

προς το ναό της Ήρας (Ηρόδ. 9. 52), διαπιστώνεται οι ίδιοι να ακυρώνουν την κοινή

απόφαση που είχαν λάβει. Πώς, όμως, είναι δυνατόν οι στρατηγοί να συμφωνούν και,

818 Ο ιστορικός δεν μνημονεύει ότι οι Πλαταιείς πολέμησαν στη μάχη των Πλαταιών ως παραστάτες
των Αθηναίων, αλλά ο Διόδωρος κάνει λόγο επ’ αυτού: 11. 32: «Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ καὶ Πλαταιεῖς καὶ
Θεσπιεῖς τοὺς ἐπὶ Θηβῶν ὁρμήσαντας ἐδίωξαν».
819 Τα τρία στάδια προσδιορίζουν πιθανόν το μήκος και όχι το πλάτος της ‘’νήσου’’: βλ. R.W. Macan,
Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 51. 7, λ. «ὅσον περ τρία στάδια».
820 Βλ. γι’ αυτήν την, ορθή κατά τη γνώμη μου, διαπίστωση J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ. 161∙ C.
Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 325-326.
821 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 9. 52, αναφέρει ότι οι «πολλοί» κατευθύνθηκαν στο Ήραιον∙ δεν
διαφωτίζει, όμως, ο ιστορικός αν αυτοί που πορεύθηκαν και αφίχθησαν τελικά στο ναό της Ήρας
ήταν όλοι οι Έλληνες, εκτός των Λακεδαιμονίων, των Τεγεατών και των Αθηναίων που πολέμησαν
τους εχθρούς, ή αν κάποιοι από τους Έλληνες, που απείχαν από τη μάχη, πορεύθηκαν και
αφίχθησαν στον συμφωνηθέντα τόπο, στη ‘’νήσο’’, δηλαδή, μεταξύ των δύο κοιτών του ποταμού
Ωερόη∙ το χωρίο, όμως, 9. 69. 1, αποσαφηνίζει, κατά τη γνώμη μου, την κατάσταση, καθώς ρητά
αναφέρει ότι «έφθασε αγγελία στους άλλους Έλληνες που ήταν παραταγμένοι περί το Ήραιον και
οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη μάχη», ότι όλοι όσοι απείχαν από τη μάχη ήταν στο ναό της Ήρας και
όχι και στον ποταμό Ωερόη, για τον οποίο δεν γίνεται λόγος.

381
έπειτα από ολίγο, να δείχνουν ανυπακοή και να πορεύονται σε άλλο τόπο; Το μέρος του

ελληνικού στρατεύματος, που φέρεται να έδειξε ανυπακοή, διέθετε την πλειονότητα των

στρατηγών, δεδομένου ότι τα στρατιωτικά σώματα των περισσοτέρων822 πόλεων

πορεύθηκαν προς το Ήραιον, και αυτήν την ερμηνεία πρέπει να δώσουμε στον όρο του

ιστορικού «πολλοί», δηλαδή αυτήν του πλήθους των πόλεων και όχι του πλήθους των

στρατιωτών.823 Αν, λοιπόν, κάποιοι στρατηγοί επρόκειτο να αντιδράσουν στην τελική

απόφαση να πορευθεί ο στρατός στον ποταμό Ωερόη, αυτοί θα περιμέναμε να είναι ολίγοι

και όχι πολλοί, καθώς μία ενδεχόμενη απόφαση του αρχιστρατήγου Παυσανία να

πορευθεί το στράτευμα προς τη ‘’νήσο’’, που θα ερχόταν σε σύγκρουση με την άποψη της

πλειονότητος των άλλων στρατηγών, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιθανή, καθώς θα

αντιμετώπιζε προβλήματα στην εφαρμογή της και, εκτός τούτου, κάτι τέτοιο δεν

μνημονεύεται καθόλου από τον ιστορικό. Και αν οι περισσότεροι στρατηγοί ήταν

υπέρμαχοι της σταθμεύσεως του στρατού στο ναό της Ήρας, θα διετύπωναν, βεβαιότατα,

τις αντιρρήσεις τους στο συνέδριο των στρατηγών κατά το οποίο θα μπορούσαν

ενδεχομένως να πιέσουν ώστε να αποφασιστεί η μεταστρατοπέδευση στο ναό της Ήρας

και όχι στον ποταμό Ωερόη, κάτι, όμως, που δεν αναφέρει καθόλου ο ιστορικός, αλλά,

τουναντίον, αφήνει να εννοηθεί (βλ. 9. 51. 1, 3 και 4, καθώς και 52. 1), είτε ότι η απόφαση

ελήφθη ομόφωνα από όλους τους στρατηγούς, είτε ότι, αν υπήρχαν αντιρρήσεις από

822 Τα στρατιωτικά σώματα που πορεύθηκαν προς το ναό της Ήρας προέρχονταν απο εικοσιδύο
πόλεις, ενώ αυτά που δεν πορεύθηκαν προς τα εκεί προέρχονταν από τρείς πόλεις, την
Λακεδαίμονα, την Τεγέα και την Αθήνα (Ηρόδ. 9. 28 και 30).
823 Οι παραταγμένοι στο Ήραιον και απουσιάζοντες από τη μάχη Έλληνες ήταν, σύμφωνα με τα
αριθμητικά δεδομένα που παραθέτει ο ιστορικός, συνολικά 40.200 άνδρες (19.200 οπλίτες, 19.200
ψιλοί και, επιπλέον, 1.800 ψιλοί Θεσπιείς), ενώ οι Έλληνες που πολέμησαν ήταν συνολικά 69.000
άνδρες (10.000 Λακεδαιμόνιοι οπλίτες, 1.500 Τεγεάτες οπλίτες, 8.000 Αθηναίοι οπλίτες, και οι ψιλοί
49.500) (Ηρόδ. 9. 28-30)∙ λείπουν, ωστόσο, 800 για να συμπληρωθεί ο συνολικός αριθμός των 110.000
ανδρών για τον οποίο κάνει λόγο ο Ηρόδοτος στο χωρίο 9. 30. Συνεπώς, αυτοί που απουσίαζαν από
τη μάχη ήταν λιγότεροι από αυτούς που πολέμησαν και, έτσι, αποκλείεται, κατά τη γνώμη μου, με
τη φράση «πολλοί» να εννοεί ο ιστορικός το πλήθος των στρατιωτών, γιατί αν αποδεχθούμε αυτήν
την ερμηνεία, τότε ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με το πλήθος των στρατιωτών που ο ίδιος έχει
καταγράψει, σφάλλει. Έτσι, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ο ιστορικός να εννοεί το πλήθος των
πόλεων – εικοσιδύο πόλεις - που απουσίαζαν από τη μάχη σε σύγκριση με τις τρείς που πολέμησαν
τους Πέρσες (Ηρόδ. 9. 28 και 30).

382
κάποιους στρατηγούς, αυτές εκάμφθησαν∙ αλλά ακόμη και αν υπήρχαν δύο διαφορετικές

απόψεις για τον τόπο όπου θα μεταστρατοπέδευαν, κάτι που παραλείπει να αναφέρει ο

ιστορικός, θα ήταν ανόητη ενέργεια από τους διαφωνούντες με την απόφαση στρατηγούς

να δείξουν ανυπακοή και να πορευθούν σε άλλο τόπο, διαιρώντας, μ’ αυτόν τον τρόπο,

αποδυναμώνοντας και εκθέτοντας το ελληνικό στράτευμα σε εύκολη ήττα απέναντι στο

μεγαλύτερο εχθρικό στράτευμα.

Τί μπορεί, λοιπόν, να συνέβη εκείνη τη νύκτα, όπου οι Έλληνες στρατηγοί, κατά την

ηροδότεια διήγηση, άλλα είχαν συμφωνήσει και άλλα έπραξαν; Το γεγονός ότι οι

στρατηγοί, που πορεύθηκαν με τους στρατιώτες τους προς το ναό της Ήρας, κινήθηκαν

συντεταγμένα,824 αφίχθησαν σε έναν τόπο και όχι σε διαφορετικά μέρη, απέθεσαν τα όπλα

τους πρό του ιερού (Ηρόδ. 9. 52) και στρατοπέδευσαν περί το Ήραιον (Ηρόδ. 9. 53. 1), δείχνει,

αν μη τι άλλο, ότι οι όροι «ἔφευγον» και «φεύγοντες» που χρησιμοποιεί ο ιστορικός (9. 52)

δεν περιγράφουν τη φυγή του στρατού.825 Έτσι, αν ο συμφωνηθείς τόπος

μεταστρατοπεδεύσεως ήταν αυτός μεταξύ των δύο κοιτών του ποταμού Ωερόη, ίσως να

έγινε κάποιο σφάλμα από αυτούς που, προπορευόμενοι, οδήγησαν τον στρατό σε άλλο

τόπο∙ αυτή η άποψη θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον χρόνο της πορείας που

συμφωνήθηκε την ώρα της δευτέρας826 αλλαγής της νυκτερινής φρουράς (Ηρόδ. 9. 51. 3),

δηλαδή τη νύκτα, κατά την οποία τέτοιου είδους λάθη δεν είναι απίθανο να συμβούν.

Επιπλέον, η ‘’νήσος’’ που σχημάτιζαν οι δύο κοίτες του ποταμού Ωερόη, ευρίσκετο μπροστά

824 Το στράτευμα αυτό αφίχθη με τάξη στο Ήραιον: βλ. γι’ αυτήν τη διαπίστωση W.J. Woodhouse, JHS
18 (1898), σ. 50∙ J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ. 161-162∙ A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 531∙ C.
Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 327.
825 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 52. 7, λ. «πρός τήν Πλαταιέων πόλιν»
αναφέρει ότι, αν το ελληνικό στράτευμα τρεπόταν σε φυγή, δεν θα σταματούσε στο Ήραιον, και οι
τρεπόμενοι σε φυγή δεν θα απέθεταν τα όπλα τους και θα έστηναν στρατόπεδο, αλλά θα τα
πετούσαν μακριά και θα έτρεχαν.
826 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 51. 13, λ. «δευτέρη φυλακή» θεωρεί, αν και ο
Πολυδεύκης καταγράφει ότι οι Έλληνες διαιρούσαν τη νύκτα σε τρείς φυλακές: 1. 70: «τὰ δὲ τῆς
νυκτὸς μέρη νυκτὸς ἀρχή, καὶ περὶ πρώτην νύκτα, καὶ νυκτὸς ἀρχομένης, καὶ περὶ πρώτας φυλακὰς
καὶ δευτέρας καὶ τρίτας», ότι οι Έλληνες είχαν πανομοιότυπο σύστημα με τους Ρωμαίους που
διαιρούσαν τη νύκτα σε τέσσερις φυλακές, υποθέτοντας ο R.W. Macan πως η εκκίνηση του
στρατεύματος έγινε περί την δεκάτη μεταμεσημβρινή ώρα, ενώ ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 330
προσθέτει στην προαναφερθείσα ώρα τριάντα λεπτά.

383
από την πόλη των Πλαταιών (Ηρόδ. 9. 51. 1), όπως εξ άλλου και ο ναός της Ήρας (Ηρόδ. 9.

52), με μόνη διαφορά ότι η απόσταση από τον Ασωπό ποταμό και την Γαργαφία πηγή,

όπου τότε στρατοπέδευε το ελληνικό στράτευμα, μέχρι της ‘’νήσου’’ του ποταμού Ωερόη

ήταν δέκα στάδια (9. 51. 1), δηλαδή περί τα 1.860 μ., ενώ από την Γαργαφία πηγή έως το

Ήραιον, όπου τελικά μεταστρατοπέδευσαν οι «πολλοί», κατά τον ιστορικό, του συμμαχικού

στρατεύματος, η απόσταση ήταν είκοσι στάδια (Ηρόδ. 9. 52), δηλαδή περί τα 3.720 μέτρα∙827

άρα, είναι πολύ πιθανό, κατά τη γνώμη μου, είτε να έγινε ακούσιο λάθος στην τοποθεσία,

δεδομένου ότι: α) η πορεία έγινε τη νύκτα, β) και οι δύο τοποθεσίες, δηλαδή η ‘’νήσος’’

μεταξύ των δύο κοιτών του ποταμού Ωερόη και ο ναός της Ήρας, ευρίσκονταν μπροστά

από την πόλη των Πλαταιών, προφανώς σε διαφορετικά σημεία, και γ) επειδή και η

‘’νήσος’’ και το Ήραιον ευρίσκονταν μπροστά από την πόλη των Πλαταιών, η απόσταση

μεταξύ τους, αν και δεν είμαστε σε θέση να την προσδιορίσουμε με ασφάλεια λόγω της

827 Το στάδιο, βασιζόμενο στην θεμελιώδη υποδιαίρεσή του, τον πόδα (1 στάδιο ισούται με 600 πόδες)
αντιστοιχεί σε μήκος περί τα 162 - 210 μ., με το αττικό στάδιο να ισούται με 186 μ.: βλ. H.-J. Schulzki,
“Stadion [1]”, ΒNP 13 (2008), σ. 774-775. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με το αττικό στάδιο, τα δέκα στάδια
ισούνται με 1860 μ. και τα είκοσι με 3.720 μ. Η διήγηση, ωστόσο, του ιστορικού περί των αποστάσεων
σχετικά με τα γεγονότα των Πλαταιών είναι προβληματική και ασαφής∙ και αυτό, επειδή, ενώ
αναφέρει ότι η απόσταση από τον Ασωπό ποταμό και την Γαργαφία πηγή έως τη ‘’νήσο’’ του
ποταμού Ωερόη ήταν δέκα στάδια (9. 51. 1), έπειτα μνημονεύει ότι η απόσταση από την Γαργαφία
πηγή έως το Ήραιον ήταν είκοσι στάδια (9. 52), παραλείποντας, όμως, ο ιστορικός αυτή τη φορά τον
Ασωπό ποταμό∙ επιπρόσθετα, ενώ σε άλλο χωρίο του (9. 49. 3) αναφέρει ότι μόνοι οι Λακεδαιμόνιοι
στρατοπέδευαν στην Γαργαφία πηγή και ότι οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν σε απόσταση από αυτήν,
ανάλογα πως είχαν παραταχθεί, αλλά κοντά στον Ασωπό ποταμό, δημιουργούνται ανυπέρβλητες
δυσκολίες υπολογισμού των πραγματικών αποστάσεων. Τί ακριβώς εννοεί ο ιστορικός όταν
υπολογίζει την απόσταση από τη ‘’νήσο’’ αναφέροντας και την Γαργαφία πηγή και τον Ασωπό
ποταμό; Την μέση τους απόσταση ή ότι και από τα δύο μέρη η απόσταση έως τη ‘’νήσο’’ ήταν η ίδια;
Και όταν αναφέρει μονάχα την Γαργαφία πηγή στην περίπτωση σταδιομετρήσεως του Ηραίου, δεν
είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι, και στην απόσταση από τη ‘’νήσο’’, η Γαργαφία πηγή αποτελεί την
βασική αφετηρία και όχι ο συνδυασμός της με τον Ασωπό ποταμό; Και αν αποδεχθούμε ότι στην
περίπτωση της Γαργαφίας πηγής εννοεί μόνο τους Λακεδαιμονίους και στην περίπτωση του
Ασωπού ποταμού τα σώματα των άλλων πόλεων, πόσο πιθανό είναι να απέχουν ίση απόσταση από
τη ‘’νήσο’’ του ποταμού Ωερόη; Εκτός αυτού, η απόσταση προς τη ‘’νήσο’’ ή προς το Ήραιον,
βεβαιότατα, δεν ήταν ίση για όλα τα στρατιωτικά σώματα, καθώς, όπως υποδηλώνει το σχετικό
χωρίο (9. 49. 3) του Ηροδότου, ο στρατός ήταν στρατοπεδευμένος σε μεγάλη έκταση λόγω του
πλήθους του και, συνεπώς, οι αναφερόμενες από τον ιστορικό αποστάσεις πρέπει να γίνονται
αποδεκτές με επιφύλαξη και, βέβαια, κατά προσέγγιση.

384
αβέβαιης τοποθεσίας της ‘’νήσου’’, δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη,828 ώστε να μην

αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να έγινε κάποιο σφάλμα στην στάθμευση του

στρατεύματος∙829 είτε να μην έγινε κάποιο λάθος στην τοποθεσία και το στράτευμα να

κατευθύνθηκε πράγματι στον προβλεπόμενο τόπο, στη ‘’νήσο’’, απλά, λόγω ίσως του

περιορισμένου για το πλήθος830 του στρατού χώρου των τριών σταδίων μεταξύ των δύο

κοιτών του ποταμού Ωερόη (Ηρόδ. 9. 51. 2), και της, κατά τη γνώμη μου, όχι μεγάλης

αποστάσεως μεταξύ της ‘’νήσου’’ και του Ηραίου, κάποιο μέρος του στρατού πιθανόν να

στρατοπέδευσε εκτός της ‘’νήσου’’ προς την περιοχή του ιερού και, έτσι, να θεωρήθηκε από

κάποιους ως αθέτηση των συμφωνηθέντων. Έτσι, η κατηγορία από τον Ηρόδοτο για

ανυπακοή των στρατηγών και του μεγαλυτέρου μέρους, κατά τον ιστορικό, του

στρατεύματος, κατηγορία που ορθά διακρίνει ο Πλούταρχος στην ηροδότεια διήγηση, δεν

είναι, κατά τη γνώμη μου, βάσιμη.

Σχετικά με τις κατηγορίες της λιποταξίας και της προδοσίας, που θεωρεί ο

Πλούταρχος ότι διέκρινε στη διήγηση του ιστορικού για τους απουσιάζοντες από τη μάχη

Έλληνες, φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση ότι έχει δίκαιο ο βιογράφος. Και αυτό, επειδή,

πρώτον, η αγγελία του Παυσανία προς τους Αθηναίους, όταν οι Λακεδαιμόνιοι δέχονταν

την επίθεση του εχθρικού ιππικού την αυγή (9. 56. 1) της δεκάτης τρίτης ημέρας, όπου

διεξήχθη η μάχη των Πλαταιών, κάνει ρητά λόγο για προδοσία και φυγή των συμμάχων (9.

60. 1: «προδεδόμεθα ὕπό τῶν συμμάχων … διαδράντων»)∙ δεύτερον, λόγω της χρήσεως από

τον ιστορικό (9. 52) των όρων «ἔφευγον» και «φεύγοντες» με τη σημασία της φυγής∙831 και

τρίτον, «η ευχαρίστηση που ένιωθαν οι Έλληνες που απέφευγαν το εχθρικό ιππικό» (9. 52).

828 Ο W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 50 και σημ. 6 θεωρεί ότι η απόσταση της ‘’νήσου’’ από το
Ήραιον δεν είναι μεγάλη προσδιορίζοντάς την περί τα οκτώ στάδια ή ένα μίλι.
829 Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 327 θεωρεί πιο πιθανό πως, λόγω της συνθέσεώς του κέντρου του
ελληνικού στρατεύματος από είκοσι διαφορετικές πόλεις και της νυκτερινής του πορείας σε
ανοίκεια χώρα, προκλήθηκε σύγχυση στο εν λόγω στράτευμα που οδήγησε, κατά την
μεταστρατοπέδευση, σε σφάλμα στην τοποθεσία.
830 Το πλήθος της ελληνικής δυνάμεως που έφθασε, κατά τον ιστορικό, στο Ήραιον ήταν 19.200
οπλίτες, 19.200 ψιλοί και, επιπλέον, 1.800 ψιλοί Θεσπιείς, συνολικά 40.200 άνδρες (Ηρόδ. 9. 28-30).
831 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 52 αναφέρουν ότι ο Ηρόδοτος
θεωρεί πως οι άλλοι Έλληνες, που απείχαν από τη μάχη, τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή.

385
Αν, όμως, μελετήσουμε εξονυχιστικά το ηροδότειο κείμενο περί των γεγονότων στις

Πλαταιές, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι απόλυτα βέβαιο πως η ίδια η ηροδότεια διήγηση

και, κυρίως, ο ίδιος ο Ηρόδοτος κατηγορεί τους απουσιάζοντες από τη μάχη Έλληνες για

λιποταξία και προδοσία. Οι λόγοι, που στηρίζουν αυτήν την άποψη, αποτελούν μία

διαφορετική ερμηνεία των προαναφερθέντων χωρίων, οι οποίες είναι οι εξής: α) στο χωρίο

9. 60. 1, που είναι το μοναδικό χωρίο στην ηροδότεια διήγηση όπου γίνεται ρητά λόγος για

προδοσία και λιποταξία των άλλων Ελλήνων, δεν αναφέρει ο ίδιος ο ιστορικός τη γνώμη

του για την απουσία των άλλων Ελλήνων από τη μάχη, αλλά διατυπώνει αυτά τα λόγια ο

αρχηγός του ελληνικού στρατεύματος Παυσανίας με αγγελιαφόρο του προς τους

Αθηναίους, και, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο ο ιστορικός

να θέλησε να αποτυπώσει την πρώτη λογική σκέψη και αυθόρμητη αντίδραση της στιγμής

από τον Παυσανία που εσφαλμένα θεώρησε ότι οι άλλοι Έλληνες τους είχαν προδώσει, αν,

πράγματι, αναγγέλθηκαν αυτές οι κατηγορίες για τους άλλους Έλληνες από τον

Παυσανία στους Αθηναίους∙832 πιθανότατα ο Παυσανίας να συνεπέρανε κάτι τέτοιο με την

αποστολή κάποιου άλλου αγγελιαφόρου στη ‘’νήσο’’ του ποταμού Ωερόη, για να καλέσει

εσπευσμένα τους άλλους Έλληνες σε βοήθεια, ο οποίος δεν εντόπισε τους Έλληνες στον

συμφωνηθέντα τόπο∙ η αποστολή αγγελιαφόρου στους άλλους Έλληνες που ευρίσκονταν

στο Ήραιον αναφέρεται στο χωρίο 9. 69. 1, αλλά τοποθετείται χρονικά κάπως

καθυστερημένα, αφού οι Έλληνες είχαν αρχίσει να επικρατούν στη μάχη∙ β) κατά τη

γνώμη μου, οι όροι «ἔφευγον» και «φεύγοντες» που χρησιμοποιεί ο ιστορικός είναι πολύ

πιθανό να μην περιγράφουν τη φυγή του στρατού από τη μάχη, αλλά την υποχώρηση,

καθώς, αφ’ ενός κάθε στρατιωτικό σώμα δεν έφυγε προς την πόλη του, ώστε να αποφύγει

τη μάχη, αφ’ ετέρου όλοι όσοι πορεύθηκαν προς το Ήραιον, έκαναν την πορεία αυτή από

κοινού και συντεταγμένα, το οποίο δεν δεικνύει φυγή∙ γ) σε ό,τι αφορά την ευχαρίστηση

των Ελλήνων στρατιωτών, που, πιθανότατα, να απέφευγαν πλέον, δια της

μεταστρατοπεδεύσεως, τις επιδρομές του εχθρικού ιππικού (Ηρόδ. 9. 52), αυτή είναι, κατά

832 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 60. 1 εκφράζουν αμφιβολίες ότι
αυτό ήταν το μήνυμα του Παυσανία στους Αθηναίους, θεωρώντας ότι έχει αλλοιωθεί το
περιεχόμενό του από τους Αθηναίους, ώστε να εξυψωθεί η Αθήνα και να κατηγορηθούν οι άλλοι
σύμμαχοι.

386
τη γνώμη μου, εντελώς κατανοητή, καθώς, σύμφωνα με τα σχετικά χωρία του Ηροδότου (9.

49. 2 και 52. 1), το εχθρικό ιππικό προκαλούσε προβλήματα στον ελληνικό στρατό τη

δωδεκάτη ημέρα, αλλά και τις δέκα πρώτες ημέρες (9. 40-41. 1), που ήταν παραταγμένοι οι

αντίπαλοι ο ένας απέναντι στον άλλο και, ουσιαστικά, αποτελούσε έναν833 από τους

λόγους της μετακινήσεως του στρατού (Ηρόδ. 9. 51. 3) από τη Γαργαφία πηγή, όπου

στρατοπέδευαν, σε ασφαλέστερο τόπο, στη ‘’νήσο’’ του ποταμού Ωερόη∙ το γεγονός,

σύμφωνα με την ηροδότεια διήγηση (9. 52), ότι οι άλλοι Έλληνες στάθμευσαν τελικά στο

Ήραιον, δε σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή η τοποθεσία δεν τηρούσε τις προυποθέσεις για

την αποφυγή των επιδρομών του εχθρικού ιππικού, αλλά ότι τις τηρούσε ίσως σε

μεγαλύτερο βαθμό από τη ‘’νήσο’’, καθώς οι «πολλοί απέφευγαν με ευχαρίστηση το

(εχθρικό) ιππικό και έφθασαν στο ναό της Ήρας».

Αν, όμως, υιοθετήσουμε ως ορθή την άποψη του Πλουτάρχου περί λιποταξίας και

προδοσίας στην ηροδότεια διήγηση των υπολοίπων Ελλήνων που δεν συμμετείχαν στη

μάχη των Πλαταιών, θα πρέπει να αποδώσουμε, έστω σε μικρότερο ποσοστό, τις

κατηγορίες αυτές και στους Έλληνες που πολέμησαν, δηλαδή στους Λακεδαιμονίους,

στους Τεγεάτες και στους Αθηναίους, καθώς, αν και εν τέλει πολέμησαν έναντι των

βαρβάρων, σκόπευαν και αυτοί να φύγουν, να τραπούν, δηλαδή, σε φυγή μπροστά στον

εχθρό, αν αποδεχθούμε την ερμηνεία της λέξεως «φυγής» που αφήνει ο βιογράφος να

εννοηθεί στην αφήγησή του, απλά δεν πρόλαβαν να την ολοκληρώσουν (9. 53-57). Όλοι,

όμως, οι Έλληνες, που αποτελούσαν το ελληνικό στράτευμα στις Πλαταιές, είχαν σκοπό

να πολεμήσουν τους εχθρούς που είχαν απέναντί τους. Σχετικά με εκείνους τους Έλληνες

833 Οι άλλοι δύο λόγοι μετακινήσεως του στρατού, που ήταν απόρροια των επιδρομών του εχθρικού
ιππικού (βλ. γι’ αυτήν τη διαπίστωση R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 51. 10, λ.
«ἐβουλεύσαντο μεταστῆναι»), είναι: α) η έλλειψη ύδατος λόγω της θολώσεως και παραχώσεως της
Γαργαφίας πηγής από τις επιδρομές του εχθρικού ιππικού (Ηρόδ. 9. 49. 2), το οποίο θα
αντιμετωπίζονταν με την μεταστρατοπέδευση στον τόπο που περιβάλλονταν από τις δύο κοίτες του
ποταμού Ωερόη (Ηρόδ. 9. 51. 3), και β) η έλλειψη τροφίμων (Ηρόδ. 9. 50), που θα την αντιμετώπιζαν,
αμέσως μετά την άφιξη του συμμαχικού στρατού στη ‘’νήσο’’ και όσο ακόμη ήταν νύκτα, με την
αποστολή του ημίσεως στρατεύματος στον Κιθαιρώνα, για να παραλάβουν τους αγωγιάτες που
είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο για ανεφοδιασμό και οι οποίοι είχαν αποκλειστεί στον
Κιθαιρώνα (Ηρόδ. 9. 51. 4).

387
που απουσίαζαν από τη μάχη, την απουσία των οποίων υπερασπίζεται ο Πλούταρχος, δεν

επεδίωκαν, κατά τη γνώμη μου, την λιποταξία ούτε την προδοσία, καθώς, πρώτον, ο

σκοπός για τον οποίο είχαν εκστρατεύσει δεν ήταν, προφανώς, παρατηρητικός, αλλά για

να πολεμήσουν, καθώς η εκούσια απουσία από τη μάχη θα προκαλούσε την οργή των

άλλων Ελλήνων που θα πολεμούσαν και για την ελευθερία των απόντων από τη μάχη

Ελλήνων και, αν θα ήθελαν να προδώσουν τους άλλους Έλληνες θα το είχαν πράξει,

βεβαιότατα, νωρίτερα και, ασφαλώς, θα είχαν προσπαθήσει να έλθουν σε συνδιαλλαγή με

τους Πέρσες, ώστε να ωφεληθούν από αυτή τους τη στάση∙ δεύτερον, δεν ετράπηκαν σε

φυγή καθένας για την πόλη του, αλλά παρέμειναν στις Πλαταιές, διανύοντας απόσταση

είκοσι μόλις σταδίων από την Γαργαφία πηγή (9. 52)∙ τρίτον, δεν ανέμεναν γενική επίθεση

από πλευράς των Περσών και ούτε πίστευαν ότι κάποιος αστάθμητος παράγων, όπως η

ανυποχώρητη στάση του Σπαρτιάτη λοχαγού Αμομφαρέτου834 να παραμείνει στο

στρατόπεδο (στην Γαργαφία πηγή και τον Ασωπό ποταμό) και να μην εγκαταλείψει τον

τόπο μπροστά στους εχθρούς (Ηρόδ. 9. 53. 2-55), θα εμπόδιζε τη νυκτερινή πορεία των

Λακεδαιμονίων, των Τεγεατών και των Αθηναίων που δεν ολοκλήρωσαν την πορεία τους,

ώστε να αποφύγουν οι άλλοι Έλληνες την αποφασιστική μάχη∙ όμως, το ζήτημα της

απουσίας των άλλων Ελλήνων από τη μάχη αποτελεί το κυρίως ζήτημα του παρόντος

παραδείγματος και θα το πραγματευθούμε και στη συνέχεια, καθώς θα παρατίθενται τα

επιχειρήματα του Πλουτάρχου.

Ο Πλούταρχος, στη συνέχεια της αφηγήσεώς του, παρουσιάζει το ηροδότειο χωρίο

που λέει ότι, όταν στους Έλληνες, που ευρίσκονταν στο Ήραιον, έφθασε αγγελία ότι

διεξάγεται μάχη και ότι οι Έλληνες νικούσαν, όσοι ήταν στο σώμα των Κορινθίων

ακολούθησαν την οδό που οδηγεί από τους πρόποδες και τους λόφους για να μη

συναντήσουν το ιππικό των Θηβαίων, ενώ, όσοι ήταν στο σώμα των Φλειασίων και των

Μεγαρέων, πορεύθηκαν μέσω της πεδιάδος, επιτέθηκαν στο ιππικό των Θηβαίων υπό τον

834 Ο Αμομφάρετος του Πολιάδου ήταν, κατά τον Ηρόδοτο (9. 53. 2), λοχαγός στον Πιτανάτη λόχο,
την ύπαρξη του οποίου αρνείται ο Θουκυδίδης: 1. 20. 3: «τὸν Πιτανάτην λόχον αὐτοῖς εἶναι, ὃς οὐδ’
ἐγένετο πώποτε».

388
Ασωπόδωρο835 και σκοτώθηκαν εντελώς άδοξα.836 Ο βιογράφος, όμως, παρουσιάζει το

σχετικό χωρίο (9. 69) του Ηροδότου με δύο σημαντικές837 ανακρίβειες: ενώ αναφέρει ο

Πλούταρχος ότι οι Φλειάσιοι και οι Μεγαρείς ήταν εκείνοι που επιτέθηκαν στο ιππικό των

835 Ίσως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που μνημονεύει ο Πίνδαρος ως πατέρα κάποιου Ηροδότου
που νίκησε σε αρματοδρομία στα Ίσθμια: 1ος Ισθμ., στ. 34: «Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν»: βλ. γι’
αυτήν την πληροφορία W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 69. 2, λ.
«Ἀσωπόδωρος»∙ R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 69. 12, λ. «Ἀσωπόδωρος ὁ
Τιμάνδρου».
836 Ηρόδ. 9. 69. Ο ιστορικός, δυστυχώς, δεν μνημονεύει τις πόλεις που απήρτιζαν τα δύο σώματα.
Είναι λογικό να υποθέσουμε, λόγω της παραθέσεως από τον ιστορικό (9. 28) της θέσεως που
κατελάμβανε κάθε πόλη στην ελληνική παράταξη, ότι τουλάχιστον οι Ερμιονείς, οι Ερετριείς, οι
Στυρείς, οι Χαλκιδείς, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι, οι Ανακτόριοι, οι Παλείς της Κεφαλληνίας και
οι Αιγινήτες, που ήταν παραταγμένοι μεταξύ των Φλειασίων και των Μεγαρέων, απήρτιζαν το
σώμα των Φλειασίων και Μεγαρέων, χωρίς να γνωρίζουμε αν οι Πλαταιείς, που ήταν παραταγμένοι
μεταξύ των Μεγαρέων και των Αθηναίων, συντάσσονταν με το σώμα των Μεγαρέων και Φλειασίων
ή με τους Αθηναίους. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο για τις πόλεις μεταξύ των Κορινθίων και των
Φλειασίων, καθώς, αν και, βεβαιότατα, τα στρατιωτικά σώματα των πόλεων που ήταν κοντά στους
Κορινθίους αποτελούσαν το σώμα των Κορινθίων, δεν γνωρίζουμε το όριο μεταξύ των δύο
σωμάτων∙ θα μπορούσε κάποιος εύλογα να υποθέσει ότι όλα τα στρατιωτικά σώματα των πόλεων
που παρεμβάλονταν μεταξύ των Κορινθίων και των Φλειασίων, δηλαδή οι Ποτειδαιάτες, οι
Ορχομένιοι της Αρκαδίας, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Τροιζήνιοι, οι Λεπρεάτες, οι Μυκηναίοι και
οι Τιρύνθιοι, απήρτιζαν το σώμα των Κορινθίων, αλλά αυτό, όπως προανέφερα είναι εικασία.
Επιπρόσθετα, για τους ψιλούς Θεσπιείς, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο χωριστά από τους
υπολοίπους Έλληνες (9. 30), δεν έχουμε κάποιο στοιχείο, ώστε να τους κατατάξουμε, έστω με
εικασία, σε κάποιο από τα δύο σώματα.
837 Η αφήγηση του Πλουτάρχου έχει και τρείς άλλες, δευτερεύουσες, κατά τη γνώμη μου,
ανακρίβειες: α) αν και ο Πλούταρχος αφήνει να εννοηθεί ότι ολόκληρο το σώμα των Φλειασίων και
Μεγαρέων εφονεύθη από τους Θηβαίους, ο Ηρόδοτος (9. 69. 2) εννοεί, σύμφωνα με τον J.F. Lazenby,
The Defence of Greece, σ. 244 ότι μονάχα εξακόσιοι σκοτώθηκαν, ενώ, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι
πιθανό να σκοτώθηκε ολόκληρο το σώμα, καθώς, έστω λίγοι απ’ αυτούς, θα πρέπει να βρήκαν
καταφύγιο στον Κιθαιρώνα, β) ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έφθασε αγγελία («ἀγγέλεται») της εν
εξελίξει ελληνικής νίκης στους Έλληνες του Ηραίου, προφανώς από τους Έλληνες που πολεμούσαν
εκείνη τη στιγμή τους εχθρούς, ο Πλούταρχος, χρησιμοποιώντας τη λέξη «πυθομένους», αφήνει να
εννοηθεί ότι τυχαία πληροφορήθηκαν αυτήν την είδηση οι Έλληνες [βλ. γι’ αυτήν τη διαπίστωση A.
Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 42, λ. “Late in the day the Phliasians and
Megarians heard” (Ηθικά 872C)], και γ) ο βιογράφος εσφαλμένα αφηγείται ότι μονάχα το σώμα των
Φλειασίων και των Μεγαρέων πληροφορήθηκε την εν εξελίξει ελληνική νίκη, ενώ ο ιστορικός κάνει
ρητά λόγο για όλους τους Έλληνες του Ηραίου, συμπεριλαμβανομένου, δηλαδή, και του σώματος
των Κορινθίων.

389
Θηβαίων, ο ιστορικός διηγείται το αντίστροφο, ότι, δηλαδή, το θηβαϊκό ιππικό επιτέθηκε

στο σώμα των Φλειασίων και Μεγαρέων, το οποίο πορευόταν βιαστικά στην πεδιάδα και

είχε πλησιάσει πολύ τους εχθρούς, και οι Θηβαίοι ιππείς σκότωσαν εξακοσίους από

αυτούς, ενώ τους υπολοίπους τους συνέτριψαν στον Κιθαιρώνα∙ σχετικά με τους

Κορινθίους, ενώ αναφέρει ο βιογράφος ότι πορεύθηκαν δια μέσω των λόφων για να μη

συναντήσουν το ιππικό των Θηβαίων, ο ιστορικός δεν αναφέρει καθόλου αυτήν την αιτία

για τη διαδρομή που ακολούθησαν οι Κορίνθιοι, απλά μνημονεύει ότι κατευθύνονταν προς

το ιερό της Δήμητρος. Ο ιστορικός κάνει λόγο, μετά την αγγελία της εν εξελίξει ελληνικής

νίκης σ’ αυτούς που ήταν παραταγμένοι στο Ήραιον, για διαίρεση του ελληνικού

στρατεύματος και κατεύθυνσή του στον τόπο της μάχης. Ο Ηρόδοτος αναφέρει αυτούς που

ήταν μαζί με τους Κορινθίους και αποτελούσαν το δεξιό τμήμα των άλλων Ελλήνων και,

αυτούς που ήταν μαζί με τους Φλειασίους και Μεγαρείς και αποτελούσαν το αριστερό

τμήμα, προφανώς επειδή στο ένα σώμα οι Κορίνθιοι ήταν οι περισσότεροι με 5.000 οπλίτες

(9. 28. 3) και 5.000 ψιλούς (9. 29. 2), ενώ στο άλλο οι Φλειάσιοι με 1.000 οπλίτες (9. 28. 4) και

ισαρίθμους ψιλούς (9. 29. 2), και οι Μεγαρείς με 3.000 οπλίτες (9. 28. 6) και 3.000 ψιλούς (9.

29. 2).838 Το σώμα των Κορινθίων, πορευόμενο προς το ιερό της Δήμητρος (Ηρόδ. 9. 69. 1)

κατευθυνόταν, προφανώς, στον τόπο όπου μάχονταν οι Λακεδαιμόνιοι, δηλαδή στην

τοποθεσία Αργιόπιο, όπου ευρίσκετο και το ιερό της Ελευσινίας Δήμητρος, περί τον ποταμό

Μολόεντα (Ηρόδ. 9. 57. 2-3 και 65. 2).839 Η πορεία, όμως, του σώματος των Φλειασίων και

838 Βλ. γι’ αυτήν την εύλογη εικασία W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9.
69. 1, λ. «ἀγγέλεται».
839 Η τοποθεσία Αργιόπιο είναι άγνωστη, ενώ το ιερό της Δήμητρος και ο ποταμός Μολόεις είναι
αβέβαιοι: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXII, 6, σ. 393. Το ιερό της Ελευσινίας
Δήμητρος, όπου στάθμευσαν οι Λακεδαιμόνιοι περιμένοντας τον λόχο του Αμομφαρέτου, απείχε
δέκα στάδια από την Γαργαφία πηγή (Ηρόδ. 9. 57. 2). Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 9. 57. 2 θεωρούν ότι, αν αποδεχθούμε την διόρθωση στο ηροδότειο κείμενο της
αποστάσεως από το ιερό της Δήμητρος έως την Γαργαφία πηγή από τα δέκα στάδια στα τέσσερα,
τότε θα πρέπει να είναι ορθή η άποψη που ταυτίζει το ιερό της Ελευσινίας Δήμητρος με το σύγχρονο
ναό του Αγίου Δημητρίου∙ αν, ωστόσο, τα τέσσερα στάδια δεν είναι η ορθή αποτύπωση της
αποστάσεως στο κείμενο, δεδομένου ότι το αριθμητικό που αποτυπωνόταν παλαιότερα στις
εκδόσεις ήταν δέκα στάδια και όχι, κατόπιν διορθώσεως, τέσσερα (βλ. συγκεκριμένα App. XXII, 6, σ.
394, σημ. 1∙ μ’ αυτήν την άποψη συμφωνεί ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 532, σημ 56 και ο C.

390
των Μεγαρέων από την πεδιάδα, πιθανότατα είχε κατεύθυνση τον τόπο μάχης μεταξύ των

Αθηναίων και των Θηβαίων, καθώς οι Αθηναίοι, όταν υποχωρούσαν από τον Ασωπό

ποταμό κινούμενοι στην πεδιάδα (Ηρόδ. 9. 56. 2), ειδοποιήθηκαν απο τον Παυσανία για

βοήθεια (Ηρόδ. 9. 60), και όταν άρχισαν να πορεύονται προς τους Λακεδαιμονίους,

δέχθηκαν την επίθεση των Ελλήνων συμμάχων των Περσών (Ηρόδ. 9. 61. 1)∙ έτσι, είναι

εύλογο να υποθέσουμε ότι ο τόπος όπου μάχονταν οι Αθηναίοι ήταν η πεδιάδα, και ότι

προς τα εκεί κατευθυνόταν το σώμα των Φλειασίων και Μεγαρέων. Το στοιχείο, όμως, που

πρέπει να προσθέσουμε, αν είναι ορθός ο συλλογισμός της διαιρέσεως των ελληνικών

δυνάμεων που απείχαν από τη μάχη, ώστε να βοηθήσει το ένα στρατιωτικό σώμα τους

Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες, και το άλλο τους Αθηναίους,840 είναι ότι ο

αγγελιαφόρος που εστάλη προς το Ήραιον, πιθανότατα κατ’ εντολήν του Παυσανία (βλ.

Ηρόδ. 9. 60), θα πρέπει να γνώριζε ότι διεξαγόταν η μάχη σε δύο σημεία, ώστε, αφ’ ενός να

πληροφορήσει τους Έλληνες στο Ήραιον για διεξαγωγή δύο μαχών, αφ’ ετέρου για να

μεταφέρει τη διαταγή, πιθανότατα από τον Παυσανία, για διαίρεση του ελληνικού

στρατεύματος που ευρίσκετο στο Ήραιον και επίσπευση της βοηθείας∙ κάτι τέτοιο, όμως,

Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 329 και σημ. 1), τότε υπάρχει σύγχυση ποιός είναι ο ναός της Δήμητρος∙
και αυτό, επειδή στο πεδίο των επιχειρήσεων μνημονεύονται δύο ιερά της Δήμητρος, ένα κοντά στις
Πλαταιές (Παυσ. 9. 4. 3: «ἔστι δὲ καὶ Δήμητρος ἐπίκλησιν Ἐλευσινίας ἱερὸν ἐν Πλαταιαῖς»), και ένα
κοντά στις Υσιές (Πλούτ. Αριστ., κεφ. 11. 6: «τῶν Ὑσιῶν πλησίον ὑπὸ τὸν Κιθαιρῶνα ναός ἐστιν
ἀρχαῖος πάνυ Δήμητρος Ἐλευσινίας καὶ Κόρης») [την άποψη περί ενός ιερού της Δήμητρος στην
περιοχή υπερασπίζεται ο P.W. Wallace, ‘’The Final Battle at Plataia’’, Hesperia Supplements 19 (1982), σ.
188]∙ έτσι, αναφέρουν οι W.W. How - J. Wells, αν υιοθετήσουμε την εκδοχή της αποστάσεως των δέκα
σταδίων του ιερού της Δήμητρος από τη Γαργαφία πηγή, τότε θα πρέπει να προσδιορίσουμε το ιερό
κάτω από τους πρόποδες του Κιθαιρώνος, ή σε κάποιο υψηλό σημείο περί τα δεκαπέντε στάδια από
την πόλη των Πλαταιών, όπου υπάρχουν τα θεμέλια μίας μεγάλης βυζαντινής εκκλησίας, ή
ανατολικά από το Κριεκούκι και δυτικά από την οδό Ελευθερών – Θηβών, όπου βρέθηκαν δύο
επιγραφές σχετικά με τη λατρεία της Δήμητρος, ή, με βάση την ηροδότεια αναφορά στο άλσος της
Δήμητρος (9. 65), πρόκειται για το σύγχρονο Δημήτριο.
840 Οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 69. 1, λ. «ἀγγέλεται», ο R.W.
Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 69. 8, λ. «οἱ δέ ἀμφί Μεγαρέας τε καί Φλειασίους» και ο
C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 338-339 θεωρούν, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι το σώμα των
Κορινθίων διατάχθηκε να βοηθήσει το δεξιό κέρας, δηλαδή τους Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες,
ενώ το σώμα των Φλειασίων και των Μεγαρέων διατάχθηκε να βοηθήσει το αριστερό κέρας, δηλαδή
τους Αθηναίους.

391
δεν αναφέρεται από τον ιστορικό, αλλά θα πρέπει να το εικάσουμε από τη συνεχή

επικοινωνία που θα πρέπει να είχαν οι Αθηναίοι με τον Παυσανία, ο οποίος, πιθανότατα,

θα είχε λάβει από αυτούς αρνητική απάντηση λόγω της συμπλοκής τους με τους Έλληνες

συμμάχους των Περσών, και, ακολούθως, θα είχε δώσει διαταγή στους Έλληνες του

Ηραίου για διαίρεση των δυνάμεών τους.841 Αυτό που πρέπει να αναλογισθούμε είναι ότι η

διαίρεση των ελληνικών δυνάμεων, που είχαν σταθμεύσει στο Ήραιον, δεν ήταν τυχαία,

αλλά είχε κάποιον απώτερο σκοπό, που, αν και δεν τον μνημονεύει ρητά ο Ηρόδοτος, ήταν

η βοήθεια και των δύο σωμάτων στους Έλληνες που ήδη μάχονταν τους εχθρούς. Αν,

ωστόσο, δεν αποδεχθούμε την προαναφερθείσα, υποθετική, αλλά εύλογη, αλληλουχία

γεγονότων, θα πρέπει να εικάσουμε, είτε ότι όσοι πορεύθηκαν με τους Μεγαρείς και τους

Φλειασίους ήταν ανόητοι ή, τουλάχιστον, όχι τόσο έξυπνοι και προνοητικοί όσο οι

Κορίνθιοι, είτε ότι πορεύθηκαν δια της πεδιάδος λόγω του ενθουσιασμού από την αγγελία

της ελληνικής νίκης και, κατ’ επέκταση, της εσφαλμένης, εκ των υστέρων, πεποιθήσεώς

τους ότι η έκβαση της μάχης είχε κριθεί και ότι δεν θα αντιμετώπιζαν παρά μονάχα

τρεπομένους σε φυγή εχθρούς∙ αν και, ομολογουμένως, η δεύτερη εικασία έχει λογική

βάση, εν τούτοις δεν εξηγεί επαρκώς, κατά τη γνώμη μου, τη διαίρεση των δυνάμεων και

την πορεία των Κορινθίων από τους λόφους. Έχει διατυπωθεί η άποψη842 ότι το κέντρο του

συμμαχικού στρατεύματος ήταν επιφορτισμένο, αφ’ ενός να κινηθεί προς τον Κιθαιρώνα

για να αποκαταστήσει τις οδούς ανεφοδιασμού, αφ’ ετέρου να μεταστρατοπεδεύσει στο

Ήραιον για να προστατεύσει την είσοδο της σημαντικής οδού των Δρυός Κεφαλών∙ αν και

αυτή η άποψη στηρίζεται στη διήγηση του Ηροδότου περί της αποφάσεως αποστολής του

ημίσεως στρατεύματος στον Κιθαιρώνα για την παραλαβή του ανεφοδιασμού (9. 51. 4),

παρά τη δήλωση του ιστορικού ότι ο τόπος μεταστρατοπεδεύσεως ήταν η ‘’νήσος’’ και όχι

το Ήραιον (9. 51. 3), δεν παύει να αποτελεί εικασία, η οποία δεν επηρεάζει το ζήτημα που

841 Ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 338, ωστόσο, θεωρεί ότι οι Έλληνες που ευρίσκονταν στο Ήραιον
διαίρεσαν τις δυνάμεις τους με δική τους πρωτοβουλία και όχι με διαταγή του Παυσανία.
842 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 606-607. Ο
A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 531 ‘’προχωρεί’’ ακόμη περισσότερο αναφέροντας ότι το κέντρο
πραγματοποίησε την κίνηση προς τον Κιθαιρώνα για την προστασία του ανεφοδιασμού, ενώ κατά
τον W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 53, την αποστολή αυτή είχαν οι Λακεδαιμόνιοι.

392
πραγματευόμαστε, καθώς εξετάζουμε τα γεγονότα μετά την αγγελία στους Έλληνες του

Ηραίου περί της εν εξελίξει ελληνικής νίκης. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τα

γεγονότα, έτσι όπως αυτά παρουσιάζονται από τον ιστορικό, θα πρέπει να επισημάνουμε

ότι, τουλάχιστον το σώμα των Φλειασίων και των Μεγαρέων συνεπλάκη με τους εχθρούς

και ετράπη σε φυγή, έστω με τον άδοξο τρόπο που αναφέρει ο Ηρόδοτος και, συνεπώς, θα

έπρεπε να συνυπολογίζεται σ’ αυτούς που πολέμησαν τους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος,

πράγματι, αποδέχεται ως «πλήρη τάφο» αυτόν που δημιούργησαν μετά τη μάχη, δηλαδή

ότι πράγματι είχαν νεκρούς από τη συμπλοκή με το εχθρικό ιππικό και δεν πρόκειται για

κενοτάφιο (9. 85), συντάσσοντάς τους, μ’ αυτόν τον τρόπο, μονάχα αυτούς από τους

Έλληνες που ευρίσκονταν στο Ήραιον, με τους Λακεδαιμονίους, Τεγεάτες και Αθηναίους,

χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζει τις πράξεις του σώματος των Μεγαρέων και των Φλειασίων με

αυτές των Ελλήνων που πολέμησαν, προφανώς επειδή το σώμα των Μεγαρέων και των

Φλειασίων από ατυχία συγκρούστηκε με τους εχθρούς και δεν τους νίκησε, αλλά

αντιθέτως, ηττήθηκε και τράπηκε σε φυγή χωρίς να συμβάλει στην ήττα των εχθρών∙ ίσως,

όμως, να συνέβαλε στη νίκη των Αθηναίων επί των Θηβαίων, καθώς κατευθύνονταν προς

βοήθεια του αριστερού κέρατος καθιστώντας, έτσι, τους Αθηναίους ικανούς να αξιώσουν

τη νίκη εναντίον των Θηβαίων.843

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος, αναφέροντας το ηροδότειο χωρίο που λέει ότι το

βοιωτικό ιππικό προστάτευε κατά την υποχώρηση εκείνο το μέρος του στρατού του

Μαρδονίου που δεν είχε συμμετάσχει καθόλου στη μάχη εναντίον των Ελλήνων, δηλαδή,

πιθανότατα, τους βαρβάρους,844 εκτός των Περσών που είχαν πολεμήσει και είχαν τραπεί

843 Βλ. γι’ αυτήν την εύλογη, κατά τη γνώμη μου, άποψη R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 9. 69. 13, λ. «κατεστόρεσαν αὐτῶν ἑξακοσίους»∙ πβ. C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 339∙ ο A.R.
Burn, Persia and the Greeks, σ. 537 συμφωνεί μ’ αυτήν την άποψη προσθέτοντας ότι οι Αθηναίοι
νόθευσαν τα πραγματικά γεγονότα λέγοντας στον Ηρόδοτο ότι το σώμα των Μεγαρέων και
Φλειασίων κινήθηκε όταν η αθηναϊκή νίκη εναντίον των Βοιωτών είχε τελεσθεί.
844 Πιθανότατα ο Ηρόδοτος εννοεί τους βαρβάρους, εκτός των Περσών, χωρίς να
συμπεριλαμβάνονται οι μηδίζοντες Έλληνες: βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9.
67. 8, λ. «τῶν ἄλλων συμμάχων»∙ W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 67,
λ. «τῶν ἄλλων συμμάχων».

393
σε φυγή από άλλη οδό προς τις Θήβες,845 διαφωνεί με τη διήγηση του Ηροδότου

ειρωνευόμενος ότι οι Θηβαίοι με αυτή τους την πράξη ανταπέδιδαν στους Πέρσες την

‘’ευεργεσία’’ που τους είχαν κάνει στιγματίζοντάς τους στις Θερμοπύλες.846 Αν και ο

Ηρόδοτος κάνει λόγο για βοιωτικό ιππικό, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την

αφήγηση του Πλουτάρχου που αναφέρει τους Θηβαίους να προστατεύουν τον τρεπόμενο

σε φυγή εχθρικό στρατό, καθώς στους Θηβαίους αναφέρεται πρωτίστως και ο Ηρόδοτος

στη μάχη τους εναντίον των Αθηναίων (9. 67). Ο βιογράφος θεωρεί ανύπαρκτη την

ηροδότεια ιστορία σχετικά με τον στιγματισμό, κατ’ εντολήν του Ξέρξη, των Θηβαίων,

όπως αναφέρει σε προηγούμενο χωρίο του παρόντος έργου (Ηθικά 866F-867B),847 καθώς και

την προστασία που παρείχε, κατά τον ιστορικό, το θηβαϊκό ιππικό στους εχθρούς των

Ελλήνων συμμάχων. Η θέση του Πλουτάρχου είναι ότι οι Θηβαίοι εμήδισαν από ανάγκη

και όχι από επιθυμία μετά την ήττα των Θερμοπυλών (Ηθικά 864Ε-865Α), στις Πλαταιές από

την ίδια ανάγκη βοηθούσαν τους Πέρσες εναντίον των Ελλήνων (Ηθικά 867Β), και τον ίδιο

σκοπό εξυπηρετεί η παρούσα αναφορά του στους Θηβαίους, να καταδείξει, δηλαδή, ότι δεν

προστάτευσαν τους βαρβάρους περισσότερο από τους άλλους μηδίζοντες Έλληνες, επειδή

είχαν μηδίσει ακουσίως. Ωστόσο, η έλλειψη επιχειρημάτων από τον Πλούταρχο, που θα

ανέτρεπαν τη διήγηση του ιστορικού, ή η αναφορά σε κάποιες άλλες ιστορικές πηγές που

θα παρουσίαζαν ολιγότερο εχθρική εικόνα για τους Θηβαίους στις Πλαταιές, είναι

εμφανής. Ακόμη και η γενική διαιρετική στη φράση του Ηροδότου «οἱ γάρ μηδίζοντες τῶν

Θηβαίων» (9. 67), που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρχαν Θηβαίοι που δεν

υποστήριζαν τότε τον μηδισμό της πόλεως,848 δεν υπέπεσε στην αντίληψη του βιογράφου,

ώστε να το αξιοποιήσει ως ελαφρυντικό στοιχείο για τον μηδισμό των Θηβαίων. Αυτό που

μπορούμε να πούμε, σχετικά με την ηροδότεια ιστορία της προστασίας των βαρβάρων

845 Ηρόδ. 9. 67-68. Οι Θηβαίοι, κατά την υποχώρηση, ακολούθησαν την απ’ ευθείας οδό Πλαταιών -
Θηβών, ενώ οι Πέρσες διέβησαν τον Ασωπό ποταμό και ακολούθησαν την οδό Ερυθρών – Θηβών:
βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 67. 8, λ. «οὐ τῇ περ οἱ Πέρσαι».
846 Ηρόδ. 7. 233. 2.
847 Βλ. για τον στιγματισμό των Θηβαίων τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, ΙΙ, 15, σ. 255-258.
848 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 67. 3, λ. «Βοιωτοί
Ἀθηναίοισι ἐμαχέσαντο» και στο χωρίο Ηρόδ. 9. 67. 4, λ. «οἱ μηδίζοντες τῶν Θηβαίων»∙ W.W. How - J.
Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 67, λ. «οἱ … μηδίζοντες τῶν Θηβαίων».

394
πεζών, κατά την υποχώρηση, από το βοιωτικό ιππικό, είναι ότι δεν ήταν μονάχα οι Βοιωτοί

που βοηθούσαν τους βαρβάρους, αλλά και το άλλο ιππικό (9. 68: «τῆς ἵππου τῆς τε ἄλλης»),

προφανώς βαρβαρικό, αλλά ο ιστορικός δεν αναφέρει αν οι Βοιωτοί πιέστηκαν από τους

βαρβάρους ιππείς να συμμετάσχουν στην κάλυψη του βαρβαρικού πεζικού. Επιπλέον, οι

Θηβαίοι, όταν τράπηκαν σε φυγή, κατευθύνθηκαν προς τις Θήβες (Ηρόδ. 9. 67) και όχι προς

το περσικό στρατόπεδο, το οποίο διαπιστώνεται και, αφ’ ενός από την απουσία των

Θηβαίων στην ηροδότεια διήγηση περί των γεγονότων της πολιορκίας του περσικού

στρατοπέδου, αφ’ ετέρου από την πορεία του συμμαχικού στρατεύματος, ύστερα από την

καθολική ήττα του στρατού του Μαρδονίου, κατά των Θηβών όπου ο Παυσανίας απαίτησε

τους μηδίζοντες αρχηγέτες των Θηβών (Ηρόδ. 9. 86). Η ενέργεια, όμως, των Θηβαίων να

πορευθούν κατά την υποχώρησή τους προς την πόλη τους είναι, κατά τη γνώμη μου, εν

μέρει αντιθετική, καθώς, ενώ η ήττα που υπέστη ο στρατός του Μαρδονίου στις Πλαταιές

θα έπρεπε να είχε πτοήσει το ηθικό των Θηβαίων και να είχε ελαχιστοποιήσει, αν δεν είχε

εκμηδενίσει, τις ελπίδες τους για τελική επικράτηση των Περσών, διαπιστώνουμε ότι αυτοί

βοηθούσαν τους βαρβάρους κατά τη φυγή τους∙ και έπειτα, ενώ θα περιμέναμε να

συνεχίσουν την αρωγή τους προς τους Πέρσες και κατά την πολιορκία του περσικού

στρατοπέδου από τους Έλληνες συμμάχους, διαπιστώνουμε ότι αυτοί πορεύθηκαν προς

την πόλη τους. Αν, λοιπόν, πίστευαν ότι, μετά την ήττα της παρατάξεώς τους, η κατάσταση

ήταν δύσκολη και ότι ο μόνος ασφαλής τόπος, τουλάχιστον προσωρινά, είναι αυτός εντός

των τειχών των Θηβών, για ποιό λόγο να ερεθίσουν ακόμη περισσότερο τους Έλληνες

αντιπάλους τους προστατεύοντας κατά την υποχώρηση το βαρβαρικό πεζικό; Κάποιος θα

μπορούσε εύλογα να εικάσει, είτε ότι υποχρεώθηκαν οι Βοιωτοί ιππείς από το βαρβαρικό

ιππικό να βοηθήσουν στην κάλυψη της φυγής του βαρβαρικού πεζικού, είτε ότι η ηροδότεια

διήγηση, βασισμένη σε αθηναϊκές849 πηγές, είναι ψευδής. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι

σύμμαχοι, ένδεκα ημέρες μετά τη μάχη των Πλαταιών (Ηρόδ. 9. 86), πορεύθηκαν μονάχα

849 O W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 41, 49 και 52 είναι βέβαιος ότι οι Αθηναίοι ήταν οι
πληροφοριοδότες του Ηροδότου περί των γεγονότων των Πλαταιών∙ ο J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ.
161 το θεωρεί αρκετά προφανές∙ οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXII, 1, σ. 388 θεωρούν
πιθανό η υποτιμητική υποχώρηση του κέντρου του ελληνικού στρατεύματος (Ηρόδ. 9. 52 και 60) και
η συμμετοχή του στη νίκη (Ηρόδ. 9. 69) να οφείλεται σε αθηναϊκές πηγές του Ηροδότου.

395
εναντίον της μηδιζούσης πόλεως των Θηβών και την πολιόρκησαν, δείχνει, κατά τη γνώμη

μου, ότι η ηροδότεια ιστορία της προστασίας του βαρβαρικού πεζικού από το βοιωτικό

ιππικό είναι πιθανόν αληθής, καθώς οι σύμμαχοι φαίνεται ότι είχαν οργιστεί περισσότερο

εναντίον των Θηβών παρά εναντίον κάποιας άλλης, μηδίζουσας, ελληνικής πόλεως, το

οποίο, πιθανότατα, οφείλεται όχι αποκλειστικά σε κάποιο μεμονωμένο περιστατικό, αλλά

στην εν γένει εχθρική συμπεριφορά των Θηβαίων στις Πλαταιές εναντίον του ελληνικού

στρατεύματος.

Ο Πλούταρχος, όχι μονάχα δεν αποδέχεται την ηροδότεια εξήγηση, για την ύπαρξη

των τύμβων και των μνημείων της μάχης των Πλαταιών από τους άλλους Έλληνες, που

λέει ότι οι τάφοι αυτοί είναι κενοτάφια για εντυπωσιασμό των μεταγενεστέρων και

δημιουργήθηκαν από εκείνους τους Έλληνες που ντρέπονταν, επειδή δεν είχαν λάβει

μέρος στη μάχη,850 αλλά θεωρεί ότι ο ιστορικός, μ’ αυτήν του την άποψη, προσάπτει

περισσότερο ατιμωτική κατηγορία προς εκείνους που ανέγειραν αυτούς τους τάφους παρά

σ’ αυτούς που ισχυρίζεται πως πρόδωσαν τους Έλληνες που πολέμησαν στη μάχη. Και,

ακολούθως, ο Πλούταρχος, αναφέροντας το παράδειγμα που καταγράφει ο ιστορικός

σχετικά με τον πρόξενο των Αιγινητών, τον Κλεάδα του Αυτοδίκου από τις Πλαταιές που,

δέκα έτη μετά τα Μηδικά, κάνοντας χάρη στους Αιγινήτες, δημιούργησε κενοτάφιο στις

Πλαταιές με το όνομα των Αιγινητών,851 δεν αποδέχεται αυτήν την ιστορία. Αυτή η ιστορία,

όπως και άλλες δύο,852 που αναφέρει ο Ηρόδοτος, αποδίδονται στους Αθηναίους∙853 ωστόσο,

δεν προσάπτεται ρητά στην ηροδότεια διήγηση κάτι άλλο στους Αιγινήτες. Ο Ηρόδοτος,

αποδέχεται ως «πλήρεις τάφους» τους τρείς τύμβους που κατασκεύασαν οι Λακεδαιμονίοι

850 Ηρόδ. 9. 85. 3.


851 Ηρόδ. 9. 85. 3.
852 Οι άλλες δύο ιστορίες του Ηροδότου περί των Αιγινητών είναι οι εξής: Ο ιστορικός, στο χωρίο 9.
78-79, αναφέρει τον Αιγινήτη Λάμπωνα του Πυθέως να συμβουλεύει ανεπιτυχώς τον Παυσανία,
μετά την ολέθρια ήττα των Περσών στις Πλαταιές, να μεταχειρισθεί το νεκρό σώμα του Μαρδονίου
με ανασκολοπισμό, όπως, δηλαδή, μεταχειρίσθηκε ο Ξέρξης το νεκρό σώμα του Λεωνίδα στις
Θερμοπύλες∙ στο χωρίο 9. 80 ο Ηρόδοτος μνημονεύει την κρυφή πώληση λαφύρων στους Αιγινήτες
από τους είλωτες, οι οποίοι, έχοντας διαταχθεί από τον Παυσανία, αμέσως μετά τη μάχη, να
συλλέξουν σε ένα χώρο τη λεία από το περσικό στρατόπεδο, έκλεβαν λάφυρα και πωλούσαν τον
χρυσό σαν να ήταν χαλκός, με αποτέλεσμα τον πλουτισμό των Αιγινητών.
853 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXII, 1, σ. 388.

396
(ένας για τους «ἰρένας», ένας για τους άλλους Σπαρτιάτες και ο τρίτος για τους είλωτες),854

αυτόν855 των Τεγεατών, αυτόν856 των Αθηναίων, καθώς και το πολυάνδριο, που αφήνει να

εννοηθεί ο ιστορικός, του σώματος των Φλειασίων και των Μεγαρέων που σκοτώθηκαν

από το εχθρικό ιππικό (9. 85. 1-2).857 Οι W.W. How - J. Wells, αναφέροντας το χωρίο858 του

Παυσανία που κάνει λόγο για τρείς τύμβους των Ελλήνων στις Πλαταιές, ένας των

Λακεδαιμονίων, ένας των Αθηναίων και ένας κοινός για τους υπολοίπους Έλληνες,

αποδίδουν την εξαφάνιση των άλλων τάφων σε αμέλεια.859 Σχετικά με τον τύμβο του

σώματος των Φλειασίων και των Μεγαρέων, οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν την

καταγραφή του περιηγητή Παυσανία ότι οι Μεγαρείς, που σκοτώθηκαν στις μάχες του

Μηδικού πολέμου – στο Αρτεμίσιο, στη Μυκάλη, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές -,

ενταφιάσθηκαν εντός της πόλεως,860 και ότι τιμήθηκαν με θυσίες ως ήρωες.861 Οι Αιγινήτες,

854 Ο ιστορικός, στο χωρίο 9. 70. 5, αναφέρει τον αριθμό των ενενήντα ενός πεσόντων Σπαρτιατών. Οι
«ἰρένες» ήταν οι νεαροί Σπαρτιάτες ηλικίας είκοσι έως τριάντα ετών, και το πιο πιθανό είναι ο
πρώτος τύμβος να εμπεριείχε όλους τους Σπαρτιάτες, η πλειοψηφία των οποίων θα μπορούσε να
ήταν «ἰρένες», ο δεύτερος τους περιοίκους και ο τρίτος τους είλωτες: βλ. W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 85. 1, λ. «ἰρένας»∙ R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο
Ηρόδ. 9. 85. 3, λ. «τούς ἰρένας».
855 Οι νεκροί Τεγεάτες ήταν δεκαέξι (Ηρόδ. 9. 70. 5).
856 Οι πεσόντες Αθηναίοι ήταν πενήντα δύο (Ηρόδ. 9. 70. 5). Ο Θουκυδίδης, ωστόσο, αναφέρει ότι,
όσοι Αθηναίοι σκοτώνονταν στους πολέμους, εκτός της μάχης του Μαραθώνος, θάβονταν στην
Αθήνα: 2. 34: «τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως,
καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ
τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν». Είτε, λοιπόν, πρόκειται για κενοτάφιο είτε
για «πλήρη τάφο» των Αθηναίων στις Πλαταιές, δεν επηρεάζει σε τίποτα το ζήτημα που
πραγματευόμαστε, καθώς ο «πλήρης τάφος» εξετάζεται μονάχα ως απόδειξη συμμετοχής στη μάχη
των Πλαταιών, στην οποία οι Αθηναίοι, αναμφισβήτητα, έλαβαν μέρος σ’ αυτήν.
857 Ο Πλούταρχος, στο βίο του Αριστείδου, κάνει λόγο για συνολικά 1360 νεκρούς Έλληνες στη μάχη
των Πλαταιών: κεφ. 19: «τῶν δ' ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀγωνισαμένων ἔπεσον οἱ πάντες ἐπὶ χιλίοις
ἑξήκοντα καὶ τριακόσιοι».
858 9. 2. 5: « κατὰ δὲ τὴν ἔσοδον μάλιστα τὴν ἐς Πλάταιαν τάφοι τῶν πρὸς Μήδους μαχεσαμένων εἰσί.
τοῖς μὲν οὖν λοιποῖς ἐστιν Ἕλλησι μνῆμα κοινόν∙ Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Ἀθηναίων τοῖς πεσοῦσιν
ἰδίᾳ τέ εἰσιν οἱ τάφοι».
859 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 85. 1, λ. «ἔθαπτον … χωρίς
ἕκαστοι».
860 1. 43. 3: «εἰσὶ δὲ τάφοι Μεγαρεῦσιν ἐν τῇ πόλει∙ καὶ τὸν μὲν τοῖς ἀποθανοῦσιν ἐποίησαν κατὰ τὴν
ἐπιστρατείαν τοῦ Μήδου, τὸ δὲ Αἰσύμνιον καλούμενον μνῆμα ἦν καὶ τοῦτο ἡρώων».

397
λόγω της θέσεως που αναφέρεται από τον ιστορικό ότι κατείχαν στην ελληνική παράταξη

δίπλα στους Μεγαρείς και μεταξύ των Μεγαρέων και των Φλειασίων, θα πρέπει να

συμμετείχαν στο σώμα που, κατευθυνόμενο προς την πεδιάδα, ηττήθη και ετράπη σε φυγή

και, συνεπώς, οι πεσόντες Αιγινήτες θα πρέπει να ενταφιάσθηκαν, σύμφωνα με τον

ιστορικό (9. 85. 2), στον κοινό τάφο του σώματος των Μεγαρέων και Φλειασίων. Σχετικά με

το κενοτάφιο των Αιγινητών στις Πλαταιές, οι W.W. How - J. Wells, με την προσέγγιση των

οποίων συμφωνώ, δεν αμφιβάλουν για την ιστορία με τον Κλεάδα, θεωρούν, ωστόσο, άδικο

το συμπέρασμα που εξάγεται από την ηροδότεια διήγηση και αμαυρώνει τη συμμετοχή

των Αιγινητών στη μάχη των Πλαταιών∙ σε ό,τι αφορά τα κενοτάφια που υπήρχαν στις

Πλαταιές, οι W.W. How - J. Wells αναφέρουν ότι για τους πεσόντες σε πρώιμο στάδιο της

μάχης, ή ακόμη και στις αψιμαχίες της προηγουμένης από τη μάχη ημέρας, όπως συνέβη

στις Πλαταιές, όντας αυτοί διασκορπισμένοι σε μεγάλη περιοχή, υπήρχε η συνήθεια να

ανεγείρεται κενοτάφιο εις μνήμην των νεκρών, χωρίς να γίνεται απόπειρα εξαπατήσεως∙862

αυτή, όμως, η άποψη των W.W. How - J. Wells περί κενοταφίων, αν ευσταθεί στην

περίπτωση των Πλαταιών, δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της απόψεως του Πλουτάρχου

ότι οι άλλοι Έλληνες συμμετείχαν στην κυρίως μάχη, καθώς οι νεκροί των άλλων

Ελλήνων, για τους οποίους δημιουργήθηκαν κενοτάφια, προήλθαν, κατά τους W.W. How -

J. Wells, από τις αψιμαχίες της προηγουμένης ημέρας. Ο R.W. Macan υποθέτει, εύλογα και

ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι οι Αιγινήτες, με το πέρασμα του χρόνου, θα θέλησαν να

εορτάσουν την μνήμη των πεσόντων τους ξεχωριστά, και προτείνει την ίδια εξήγηση για

όσα άλλα κενοτάφια δημιουργήθηκαν στις Πλαταιές.863

Ο βιογράφος διαφωνεί με τον αποκλεισμό των άλλων ελληνικών πόλεων από τη

συμμετοχή στη μάχη και τη συμβολή στη νίκη εναντίον των Περσών, που διηγείται μονάχα

ο Ηρόδοτος. Τα επιχειρήματά του Πλουτάρχου, όπως αυτά παρατίθενται με τη σειρά στην

αφήγησή του, είναι τα εξής: α) η ελεγεία864 του Σιμωνίδη που παρουσιάζει τα πραγματικά

861 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 69. 2.
862 Βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 85. 3.
863 Βλ. R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 85. 14, λ. «καί Αἰγινητέων».
864 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 84-85. Η Εφύρα που αναφέρεται στο επίγραμμα ήταν πόλη στην ‘’άκρη του
Άργους’’ και πατρίδα του Σισύφου, η οποία αργότερα εξισώθηκε με την Κόρινθο: βλ. Y. Lafond,

398
γεγονότα της μάχης των Πλαταιών, αναφέροντας, συγκεκριμένα, τη θέση των Κορινθίων

στη μάχη και την δόξα που απέκτησαν από τον εν λόγω αγώνα, β) μονάχα ο Ηρόδοτος

άκουσε την προδοτική απουσία των άλλων Ελλήνων από τη μάχη, γ) οι Πλαταιείς, έως την

εποχή του βιογράφου, κάνουν προσφορές865 για τους νεκρούς της μάχης των Πλαταιών

παρουσία των άλλων Ελλήνων, δ) ο Παυσανίας και οι Λακεδαιμόνιοι, ο Αριστείδης και οι

Αθηναίοι, δεν αντιλήφθηκαν την λιποταξία και την προδοσία των άλλων Ελλήνων, ε) οι

Αθηναίοι δεν εμπόδισαν να συμπεριληφθεί στην επιγραφή το όνομα της πόλεως των

Αιγινητών, που ήταν εχθροί τους, στ) οι Αθηναίοι δεν κατηγόρησαν τους Κορινθίους στη

μάχη των Πλαταιών, στους οποίους πριν είχαν αποδώσει κατηγορία πως είχαν τραπεί σε

φυγή από τη νικητήρια ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ενώ όλοι οι άλλοι Έλληνες μαρτυρούσαν

το αντίθετο (βλ. Ηρόδ. 8. 94), ζ) για ποιό λόγο οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι που, ενώ

λίγο έλειψε να έλθουν στα χέρια για το στήσιμο του τροπαίου, δεν στέρησαν από τις τιμές

τους άλλους Έλληνες, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αφού, κατά τον ιστορικό, δείλιασαν και

έφυγαν, αλλά, τουναντίον, συμπεριέλαβαν, όπως διηγείται ο Ηρόδοτος, τα ονόματα των

άλλων Ελλήνων στους τρίποδες και στους κολοσσούς, δίδοντάς τους και μερίδιο από τα

‘’Ephyra [1]”, ΒNP 4 (2004), σ. 1037∙ ο Γλαύκος που μνημονεύεται στο επίγραμμα ήταν από την πόλη
των Ποτνιών της Βοιωτίας, βασιλεύς της Κορίνθου και γιος του Σισύφου και της Μερόπης: βλ. J.
Scherf, ‘’Glaucus [2]”, ΒNP 5 (2004), σ. 869.
865 Η τελετουργική διαδικασία, σύμφωνα με το βίο του Αριστείδου, ήταν η εξής: κεφ. 21: «τοῦ
Μαιμακτηριῶνος μηνός, ὅς ἐστι παρὰ Βοιωτοῖς Ἀλαλκομένιος, τῇ ἕκτῃ ἐπὶ δέκα πέμπουσι πομπήν,
ἧς προηγεῖται μὲν ἅμ' ἡμέρᾳ σαλπιγκτὴς ἐγκελευόμενος τὸ πολεμικόν, ἕπονται δ' ἅμαξαι μυρρίνης
μεσταὶ καὶ στεφανωμάτων καὶ μέλας ταῦρος καὶ χοὰς οἴνου καὶ γάλακτος ἐν ἀμφορεῦσιν ἐλαίου τε
καὶ μύρου κρωσσοὺς νεανίσκοι κομίζοντες ἐλεύθεροι· δούλῳ γὰρ οὐδενὸς ἒξεστι τῶν περὶ τὴν
διακονίαν ἐκείνην προσάψασθαι διὰ τὸ τοὺς ἄνδρας ἀποθανεῖν ὑπὲρ ἐλευθερίας∙ ἐπὶ πᾶσι δὲ τῶν
Πλαταιέων ὁ ἄρχων, ᾧ τὸν ἄλλον χρόνον οὔτε σιδήρου θιγεῖν ἔξεστιν οὔθ' ἑτέραν ἐσθῆτα πλὴν
λευκῆς ἀναλαβεῖν, τότε χιτῶνα φοινικοῦν ἐνδεδυκώς, ἀράμενός τε ὑδρίαν ἀπὸ τοῦ
γραμματοφυλακίου ξιφήρης ἐπὶ τοὺς τάφους προάγει διὰ μέσης τῆς πόλεως. εἶτα λαβὼν ὕδωρ ἀπὸ
τῆς κρήνης αὐτὸς ἀπολούει τε τὰς στήλας καὶ μύρῳ χρίει, καὶ τὸν ταῦρον εἰς τὴν πυρὰν σφάξας καὶ
κατευξάμενος Διὶ καὶ Ἑρμῇ χθονίῳ, παρακαλεῖ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας τοὺς ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος
ἀποθανόντας ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ τὴν αἱμοκουρίαν. ἔπειτα κρατῆρα κεράσας οἴνου καὶ χεάμενος
ἐπιλέγει· ‘’Προπίνω τοῖς ἀνδράσι τοῖς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων ἀποθανοῦσι’’. ταῦτα μὲν
οὖν ἔτι καὶ νῦν διαφυλάττουσιν οἱ Πλαταιεῖς».

399
λάφυρα;866 η) το επίγραμμα867 που χαράχθηκε επί του βωμού του Ελευθερίου868 Διός και

κάνει λόγο για τους Έλληνες που εκδίωξαν τους Πέρσες από την Ελλάδα και ίδρυσαν τον

εν λόγω βωμό, θ) δεν είχαν ανάγκη να σκάβουν τη γη και να κατασκευάζουν σωρούς

χωμάτων και μνημεία για τους μεταγενεστέρους, καθώς δοξάστηκαν με την αναγραφή του

ονόματός τους στα σημαντικότερα αναθήματα, ι) το επίγραμμα869 του Παυσανία στους

Δελφούς, στο οποίο, αναγορεύοντας τον εαυτό του αρχηγό των Ελλήνων, δόξαζε, κατά

κάποιο τρόπο, και τους άλλους Έλληνες, ια) οι Έλληνες δεν θα αγανακτούσαν με το

επίγραμμα, που χαράχθηκε στον τρίποδα των Δελφών κατ’ εντολήν του Παυσανία και δεν

περιελάμβανε τα ονόματα των πόλεών τους, αν γνώριζαν ότι δεν είχαν συμμετοχή στη

μάχη, ιβ) οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα απέξυαν το όνομα του αρχηγού και στρατηγού τους από

866 Οι Έλληνες, μετά τη νίκη στις Πλαταιές, από το ένα δέκατο των λαφύρων κατασκεύασαν χρυσό
τρίποδα επάνω σε τρικέφαλο χάλκινο όφιν που το ανέθεσαν στον Απόλλωνα των Δελφών,
επιπλέον, από τα λάφυρα αφιέρωσαν στην Ολυμπία άγαλμα του Διός δέκα πήχες υψηλό, και επτά
πήχες χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνος στον Ισθμό∙ τα υπόλοιπα λάφυρα, δηλαδή παλλακίδες,
χρυσό, άργυρο, τιμαλφή και υποζύγια, τα μοιράστηκαν οι σύμμαχοι ανάλογα με την αξία της κάθε
πόλεως (Ηρόδ. 9. 81. 1).
867 Anth. Lyr. Gr. ii, σ. 103∙ πβ. το βίο του Αριστείδου (κεφ. 19). Η Παλατινή Ανθολογία, vi, 50
καταγράφει μία ελαφρώς διαφορετική εκδοχή και κανονικοποιεί τη μορφή της ελεγείας εισάγοντας
έναν πεντάμετρο («εὐτόλμῳ ψυχῆς λήματι πειθόμενοι») μετά τον πρώτο στίχο: βλ. L. Pearson, Περί
τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 42, σημ. d (Ηθικά 873B).
868 Η λατρεία του Ελευθερίου Διός πιθανόν πρωτοκαθιερώθηκε το 479 π.Χ. στις Πλαταιές μετά την
ομώνυμη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, και από τις Πλαταιές μεταδόθηκε στην Αθήνα
και τη Σάμο, μεταξύ άλλων πόλεων, όπου συγχωνεύθηκε με τοπικές λατρείες του Διός: βλ. A.
Henrichs, “Zeus II”, ΒNP 15 (2010), σ. 920. Ο βωμός του Ελευθερίου Διός ήταν το κέντρο της εορτής
των Ελευθέριων που εορτάζονταν στις Πλαταιές κάθε τέσσερα έτη: βλ. L. Pearson, Περί τῆς
Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 42, σημ. c (Ηθικά 873B).
869 Πβ. Θουκ. 1. 132. 2∙ η Παλατινή Ανθολογία, vi, 197 καταγράφει την αφιέρωση σε πρώτο πρόσωπο
και σε γνήσια δωρική διάλεκτο: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 42,
σημ. a (Ηθικά 873C). Σύμφωνα με τον Παυσανία, το επίγραμμα αυτό συνετέθη από τον Σιμωνίδη: 3.
8. 2: «ὅτι γὰρ μὴ τῇ Κυνίσκᾳ τὸ ἐπίγραμμα ἐποίησεν ὅστις δή, καὶ ἔτι πρότερον Παυσανίᾳ τὸ ἐπὶ τῷ
τρίποδι Σιμωνίδης τῷ ἀνατεθέντι ἐς Δελφούς». Ο Διόδωρος, ωστόσο, αναφέρει άλλο επίγραμμα στο
ανάθημα: 11. 33. 2: «Ἑλλάδος εὐρυχόρου σωτῆρες τόνδ' ἀνέθηκαν,/ δουλοσύνης στυγερᾶς ῥυσάμενοι
πόλιας», για το οποίο ο A.W. Gomme, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Θουκ. 1. 132. 2, λ. «Ἑλλήνων
ἀρχηγός, κ.τ.λ.» εκφράζει τις αμφιβολίες του, επειδή δεν μνημονεύεται από κανέναν άλλο
συγγραφέα.

400
την επιγραφή για να γράψουν όσους εγκατέλειψαν και παραμέλησαν τον κίνδυνο870 και,

ιγ) ο Σωφάνης871 και ο Αρίμνηστος,872 και όλοι873 όσοι διακρίθηκαν στη μάχη των Πλαταιών,

δεν αγανάκτησαν με την αναγραφή των ονομάτων των Κυθνίων και των Μηλίων στα

τρόπαια.

Το πρώτο επιχείρημα του βιογράφου, αν και δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε

ότι ο Σιμωνίδης περιγράφει τη μάχη των Πλαταιών, μνημονεύει, πράγματι, τη θέση των

Κορινθίων στο κέντρο της ελληνικής παρατάξεως, την οποία καταγράφει και ο ιστορικός

(9. 28. 3), αλλά, ουσιαστικά, δεν αναφέρει καμία απόδειξη ή επιχείρημα για τη συμμετοχή

τους στη μάχη∙ και η μαρτυρία του Ήλιου για τον αγώνα των Κορινθίων στις Πλαταιές και

όχι κάποιου υπαρκτού προσώπου θα μπορούσε, βέβαια, να αποδοθεί στην ‘’ποιητική

αδεία’’ του Σιμωνίδου, αλλά, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά αυτής της ελεγείας

καταδεικνύει την έλλειψη αποδείξεων από τον Πλούταρχο για τη συμπλοκή των

870 Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέξυσαν την επιγραφή που χαράχθηκε στον
τρίποδα των Δελφών κατ’ εντολήν του Παυσανία και χάραξαν τα ονόματα όλων των πόλεων που
συμμετείχαν στον αμυντικό αγώνα εναντίον των Περσών: 1. 132. 3: «τὸ μὲν οὖν ἐλεγεῖον οἱ
Λακεδαιμόνιοι ἐξεκόλαψαν εὐθὺς τότε ἀπὸ τοῦ τρίποδος τοῦτο καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις
ὅσαι ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον ἔστησαν τὸ ἀνάθημα».
871 Ο Σωφάνης του Ευτυχίδη από τον δήμο της Δεκελείας ήταν από τους Αθηναίους που δοξάσθηκε
λαμβάνοντας μέρος στη μάχη των Πλαταιών∙ δύο εκδοχές σώζονται για την αριστεία του: α) είχε
μαζί του σιδερένια άγκυρα δεμένη με χάλκινη αλυσίδα στη ζώνη που συγκρατούσε τον θώρακα και,
κάθε φορά που πλησίαζε τους εχθρούς, την έριχνε στο έδαφος για να μην μπορούν οι εχθροί να τον
μετακινήσουν από τη θέση του, και β) ότι η άγκυρα ήταν απλά έμβλημα επί της ασπίδος του
Σωφάνη∙ ο Σωφάνης, επιπρόσθετα, είχε σκοτώσει σε μονομαχία τον Αργείο πενταθλητή Ευρυβάτη
κατά την πολιορκία της Αιγίνης από τους Αθηναίους∙ ο Σωφάνης, τέλος, σκοτώθηκε από τους
Ηδωνούς όντας στρατηγός των Αθηναίων κατά τη μάχη για τα χρυσωρυχεία στο Δάτο (Ηρόδ. 9. 73-
75).
872 Ο Πλούταρχος στο παρόν έργο του τον αναφέρει ως Αείμνηστο, ενώ στο βίο του Αριστείδου (κεφ.
19) ως Αρίμνηστο. Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 9. 64. 2, αναφέρει ότι ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε
τον Μαρδόνιο στην εν λόγω μάχη και, πολύ καιρό μετά τα Μηδικά, επικεφαλής τριακοσίων
πολεμιστών στη μάχη στη Στενύκλαρο εναντίον όλων των Μεσσηνίων, σκοτώθηκε με όλους τους
συμπολεμιστές του.
873 Οι υπόλοιποι διακριθέντες στη μάχη εναντίον των Περσών που μνημονεύει ο Ηρόδοτος είναι
Σπαρτιάτες: ο Αριστόδημος, που ήταν ο μοναδικός επιζών της μάχης των Θερμοπυλών και, κατά
τον ιστορικό, αυτός που αρίστευσε περισσότερο από τους άλλους, ο Ποσειδώνιος που, κατά τους
Σπαρτιάτες, αρίστευσε στη μάχη, ο Φιλοκύων και ο Αμομφάρετος (9. 71. 2-4).

401
Κορινθίων με τους εχθρούς και, κατ’ επέκταση, την αδυναμία του βιογράφου να πείσει

όσους δυσπιστούν στη θέση του αυτή.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα, ο βιογράφος αφήνει, κατά τη γνώμη μου, να

εννοηθεί πως ο Ηρόδοτος επινόησε την απουσία των άλλων Ελλήνων από τη μάχη∙ το πιο

πιθανό, όμως, είναι ο ιστορικός να πληροφορήθηκε αυτήν την ιστορία ύστερα από έρευνα

που διεξήγαγε, ωστόσο το γεγονός ότι την αποδέχθηκε ως ορθή καταδεικνύει ότι, αφ’ ενός

πίστεψε αυτούς που την διετύπωσαν, αφ’ ετέρου δεν ερεύνησε εξονυχιστικά το ζήτημα

ώστε να παραθέσει έστω και μία διαφορετική εκδοχή πώς συνέβησαν τα γεγονότα στις

Πλαταιές, κάτι που διακρίνεται σε όλη την ιστορική διήγησή του περί των γεγονότων των

Πλαταιών.874

Το τρίτο επιχείρημα δεν είναι ισχυρό, καθώς, αν και δεν έχουμε λόγο να

αμφισβητήσουμε την αναφορά του βιογράφου, ότι, δηλαδή, οι προσφορές στους νεκρούς

της εν λόγω μάχης τελούνταν έως την εποχή του και, όπως μνημονεύει στο βίο του

Αριστείδου, ότι οι τιμές αυτές ήταν ετήσιες και θεσπίσθηκαν μετά τη μάχη,875 δε σημαίνει

πως δεν θα μπορούσαν να έχουν προστεθεί στο διάβα του χρόνου και τιμές για τις πόλεις

που, κατά τον ιστορικό, δεν συμμετείχαν στη μάχη των Πλαταιών, αν αποδεχθούμε ότι δεν

είχαν αποδοθεί από την αρχή.

Σχετικά με το τέταρτο επιχείρημα, ο Πλούταρχος φαίνεται ότι λησμονεί σ’ αυτό το

σημείο της αφηγήσεώς του το χωρίο του Ηροδότου, το οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι δεν το

αποδέχεται, που λέει ότι ο Παυσανίας είχε επισημάνει στην αγγελία του προς τους

Αθηναίους την λιποταξία και την προδοσία των άλλων Ελλήνων (9. 60. 1)∙ αυτή, ωστόσο, η

επισήμανση θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να λαμβάνεται ως πρώτη αντίδραση της

στιγμής, καθώς έρχεται σε αντίφαση με την εν γένει ηροδότεια διήγηση περί των

γεγονότων των Πλαταιών που, όπως προανέφερα, δεν παραπέμπει σε λιποταξία και

874 Ο R.W. Macan, Herodotus, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 52. 6, λ. «ὡς ἐκινήθησαν ἔφευγον» αναφέρει
ότι η αναπαράσταση από τον ιστορικό της «ἀπαλλάξεως» του συμμαχικού στρατεύματος ως
«φυγῆς» είναι η πιο ξεκάθαρη ένδειξη της έχθρας της ηροδότειας πηγής και της αφελείας του
Ηροδότου που την αναπαρήγαγε.
875 Κεφ. 21: «οἱ Πλαταιεῖς ὑπεδέξαντο τοῖς πεσοῦσι καὶ κειμένοις αὐτόθι τῶν Ἑλλήνων ἐναγίζειν καθ'
ἕκαστον ἐνιαυτόν».

402
προδοσία των άλλων Ελλήνων, αν, πράγματι, αναγγέλθηκαν αυτές οι κατηγορίες στους

Αθηναίους για τους άλλους Έλληνες από τον αρχηγό του συμμαχικού στρατεύματος.

Το πέμπτο επιχείρημα του βιογράφου, κατά τη γνώμη μου, είναι ισχυρό. Και αυτό,

επειδή γνωρίζουμε από την ηροδότεια διήγηση ότι οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες, πριν την

εκστρατεία του Ξέρξη, είχαν εμπλακεί μεταξύ τους σε πόλεμο, τον σπουδαιότερο, κατά τον

ιστορικό, εκείνων των χρόνων, και ότι, συμμετέχοντας αμφότεροι στη συμμαχία των

Ελλήνων, αποφάσισαν να τον σταματήσουν λόγω της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της

Ελλάδος (7. 144-146. 1)∙876 έτσι, θα περιμέναμε, τουλάχιστον οι Αθηναίοι, αν όχι και οι

Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, αν είχαν διαπιστώσει την προδοσία των Αιγινητών στη

μάχη, να αντιδράσουν στην αναγραφή του ονόματος της πόλεως της Αιγίνης, τουλάχιστον

στα δύο877 από τα τρία αναθήματα που γνωρίζουμε ότι αφιέρωσαν οι Έλληνες στους θεούς

μετά τη λήξη του Μηδικού πολέμου και στα οποία αναγράφεται το όνομα των Αιγινητών,

αλλά κάτι τέτοιο δεν μνημονεύεται καθόλου από τον Ηρόδοτο. Η αναγραφή, ωστόσο, του

ονόματος των Αιγινητών, αλλά και των πόλεων των άλλων Έλληνων, στα εν λόγω

αναθήματα, δείχνει, κατά τη γνώμη μου, ότι δεν πρέπει να υπήρχαν αθηναϊκές

αντιδράσεις, καθώς αν υπήρχαν από τους Αθηναίους θα υπήρχαν και από τους

Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες με αποτέλεσμα να μην συμπεριλαμβάνονταν καθόλου

στις τιμές από τους Έλληνες που, κατά τον ιστορικό, πολέμησαν στις Πλαταιές.

Το έκτο επιχείρημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ισχυρό. Και αυτό, επειδή, αν και

δεν αναφέρει ρητά ο ιστορικός ως άποψη των Αθηναίων τα γεγονότα σχετικά με τους

Κορινθίους στις Πλαταιές, και ούτε, βέβαια, με την ίδια σαφήνεια και έκταση να

876 Ηρόδ. 5. 79-89 (περί της αρχής της έχθρας μεταξύ Αθηναίων και Αιγινητών), και 6. 49-50, 73, και
85-93 (σχετικά με την εξέλιξή της).
877 Από τα τρία αναθήματα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους θεούς (Ηρόδ. 9. 81), οι Meiggs – Lewis,
GHI 27 παραθέτουν τα ονόματα των πόλεων που αναγράφονται στο ανάθημα των Δελφών, όπου το
όνομα των Αιγινητών είναι έκτο στην τάξη (τρίτη σπείρα). Στο βάθρο του αγάλματος του Διός που
αφιερώθηκε στην Ολυμπία, το όνομα των Αιγινητών αναγράφεται, κατά τον Παυσανία (5. 23. 1-2),
πέμπτο στην τάξη. Σε ό,τι αφορά το τρίτο ανάθημα του Ισθμού, δεν γνωρίζουμε αν αναγράφονταν
και επ’ αυτού τα ονόματα των πόλεων που συμμετείχαν στον αγώνα εναντίον του Ξέρξη, αν και,
κατά τη γνώμη μου, το πιο πιθανό είναι να είχαν χαραχθεί, καθ’ όμοιο τρόπο με τα άλλα δύο
αναθήματα.

403
κατηγορούν οι Αθηναίοι αποκλειστικά τους Κορινθίους ως ‘’φεύγοντας’’ στις Πλαταιές,

όπως διηγήθηκε ο Ηρόδοτος στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, εν τούτοις, είναι πολύ πιθανό η

ιστορική διήγηση του Ηροδότου περί των γεγονότων των Πλαταιών να οφείλεται σε

αθηναϊκές πηγές. Αν, πράγματι, είναι ορθή αυτή η άποψη, με προσεκτικοτέρα ανάγνωση

του ηροδότειου κειμένου διαπιστώνουμε ότι αυτούς που πραγματικά κατηγορεί ο ιστορικός

για απουσία από τη συμπλοκή με τους εχθρούς στη μάχη των Πλαταιών είναι μονάχα το

σώμα των Κορινθίων, και από αυτούς αποκλειστικά τους Κορινθίους, καθώς δεν

μνημονεύει τις άλλες πόλεις που το αποτελούσαν, δεδομένου ότι το σώμα των Φλειασίων

και των Μεγαρέων, έστω απρόσεκτα, συγκρούσθηκε με τους αντιπάλους (9. 69).

Το έβδομο επιχείρημα του Πλουτάρχου είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο ισχυρό απ’

όλα∙ διότι, πώς θα ήταν δυνατόν οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες να

αποδέχονται, με τις τιμές που μοιράστηκαν με τους συμμάχους τους μετά τη μάχη των

Πλαταιών, τη συμμετοχή των υπολοίπων Ελλήνων στη μάχη και στη νίκη εναντίον των

Περσών, ενώ οι τελευταίοι δεν είχαν πολεμήσει καθόλου; Το γεγονός ότι είχαν χαραχθεί,

τουλάχιστον επιβεβαιωμένα στην επιγραφή των Δελφών, αν όχι και στις υπόλοιπες, τα

τριανταένα ονόματα πόλεων, και όχι μονάχα των τριών πόλεων που θεωρεί ο Ηρόδοτος

πως πολέμησαν στη μάχη, αποτελεί αναμφισβήτητη, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία των

πόλεων που συμμετείχαν στον αμυντικό αγώνα εναντίον των Περσών, οι οποίες δεν θα

αναγράφονταν, κατά τη γνώμη μου, αν δεν είχαν πολεμήσει στην κρίσιμη μάχη των

Πλαταιών. Η παρ’ ολίγον σύγκρουση των Λακεδαιμονίων και Αθηναίων για το στήσιμο

του τροπαίου, είναι το μόνο μέρος του επιχειρήματος που δεν γνωρίζουμε κάτι επ’ αυτού,

καθώς δεν μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο ούτε από άλλη πηγή παρά μονάχα από τον ίδιο

τον Πλούταρχο στο βίο878 του Αριστείδου∙ ο Πλούταρχος δεν αναφέρει την πηγή του γι’

878 Κεφ. 20: «Ἐκ τούτου τῶν Ἀθηναίων τὸ ἀριστεῖον οὐ παραδιδόντων τοῖς Σπαρτιάταις οὐδὲ
τρόπαιον ἱστάναι συγχωρούντων ἐκείνοις, παρ' οὐδὲν ἂν ἦλθεν εὐθὺς ἀπολέσθαι τὰ πράγματα τῶν
Ἑλλήνων ἐν τοῖς ὅπλοις διαστάντων, εἰ μὴ πολλὰ παρηγορῶν καὶ διδάσκων τοὺς συστρατήγους ὁ
Ἀριστείδης, μάλιστα δὲ Λεωκράτην καὶ Μυρωνίδην, ἔσχε καὶ συνέπεισε τὴν κρίσιν ἐφεῖναι τοῖς
Ἕλλησιν. ἐνταῦθα βουλευομένων τῶν Ἑλλήνων Θεογείτων μὲν ὁ Μεγαρεὺς εἶπεν, ὡς ἑτέρᾳ πόλει
δοτέον εἴη τὸ ἀριστεῖον, εἰ μὴ βούλονται συνταράξαι πόλεμον ἐμφύλιον· ἐπὶ τούτῳ δ' ἀναστὰς
Κλεόκριτος ὁ Κορίνθιος, δόξαν μὲν παρέσχεν ὡς Κορινθίοις αἰτήσων τὸ ἀριστεῖον· ἦν γὰρ ἐν
ἀξιώματι μεγίστῳ μετὰ τὴν Σπάρτην καὶ τὰς Ἀθήνας ἡ Κόρινθος∙ εἶπε δὲ πᾶσιν ἀρέσαντα καὶ

404
αυτήν την πληροφορία και, συνεπώς, το πιο πιθανό είναι να έχει δίκαιο ο L. Pearson, που

εκφράζει τις αμφιβολίες του για την ιστορικότητα του περιστατικού.879

Το όγδοο επιχείρημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ισχυρό, καθώς, αν και το

επίγραμμα καταγράφει την εκδίωξη των Περσών και την ίδρυση κοινού βωμού του

Ελευθερίου Διός από τους Έλληνες μετά τον Μηδικό πόλεμο, δεν παραθέτει, ωστόσο, τις

πόλεις που τα έπραξαν αυτά, αλλά τον γενικό και ασαφή όρο «Ἕλληνες», ώστε να

εξακριβώσουμε αν οι άλλοι Έλληνες που, κατά τον ιστορικό απείχαν από τη μάχη,

συμμετείχαν στην εκδίωξη των Περσών και στην ίδρυση του βωμού, σύμφωνα με το

επίγραμμα∙ αλλά και να μνημονεύονταν οι πόλεις των άλλων Ελλήνων στο επίγραμμα,

δεν γίνεται λόγος σ’ αυτό για τη μάχη των Πλαταιών, ώστε να αποτελεί ισχυρά ένδειξη

περί της συμμετοχής των υπολοίπων, εκτός των Λακεδαιμονίων, των Αθηναίων και των

Τεγεατών, Ελλήνων στην εν λόγω μάχη.

Το ένατο επιχείρημα προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη. Αυτό που μπορούμε

αρχικά να διαπιστώσουμε είναι ότι το παρόν επιχείρημα δεν είναι πιθανό, καθώς, ακόμη

και αν αποδεχθούμε ότι οι πόλεις των άλλων Ελλήνων, που συμμετείχαν στη μάχη των

Πλαταιών, ανεγράφησαν στα σημαντικότερα αναθήματα, παρά την έλλειψη ομοφωνίας

των πηγών,880 και ότι απέκτησαν μονάχα εξ αυτού δόξα, δε σημαίνει πως οι Έλληνες θα

θαυμαστὸν λόγον ὑπὲρ Πλαταιέων, καὶ συνεβούλευσε τὴν φιλονικίαν ἀνελεῖν, ἐκείνοις τὸ ἀριστεῖον
ἀποδόντας, οἷς οὐδετέρους τιμωμένοις ἀχθέσεσθαι. ῥηθέντων δὲ τούτων, πρῶτος μὲν Ἀριστείδης
συνεχώρησεν ὑπὲρ τῶν Ἀθηναίων, ἔπειτα Παυσανίας ὑπὲρ τῶν Λακεδαιμονίων. οὕτω δὲ
διαλλαγέντες, ἐξεῖλον ὀγδοήκοντα τάλαντα τοῖς Πλαταιεῦσιν, ἀφ' ὧν τὸ τῆς Ἀθηνᾶς
ἀνῳκοδόμησαν ἱερὸν καὶ τὸ ἕδος ἔστησαν καὶ γραφαῖς τὸν νεὼν διεκόσμησαν, αἳ μέχρι νῦν
ἀκμάζουσαι διαμένουσιν, ἔστησαν δὲ τρόπαιον ἰδίᾳ μὲν Λακεδαιμόνιοι, χωρὶς δ' Ἀθηναῖοι».
879 Βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 42, σημ. b (Ηθικά 873B).
880 Από τα τρία αναθήματα, δηλαδή των Δελφών, της Ολυμπίας και του Ισθμού (Ηρόδ. 9. 81. 1), μόνο
για τα δύο πρώτα αναθήματα έχουμε καταγραφές των ονομάτων των πόλεων∙ σχετικά με το
ανάθημα των Δελφών γνωρίζουμε με βεβαιότητα, ενώ γι’ αυτό της Ολυμπίας έχουμε αναφορά περί
καταγραφής των πόλεων επί του αναθήματος από τον περιηγητή Παυσανία. Το ανάθημα των
Δελφών εμπεριέχει τριανταένα ονόματα ελληνικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον πόλεμο
εναντίον των Περσών (Meiggs – Lewis, GHI 27), ενώ στο βάθρο του αγάλματος του Διός στην
Ολυμπία, κατά τον Παυσανία (5. 23. 1-2), αναγράφονται εικοσιεπτά πόλεις. Εκτός της διαφοράς στο
πλήθος των αναγραφεισών πόλεων μεταξύ των δύο αναθημάτων, ο J.P. Barron, “The liberation of
Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 617 θεωρεί ότι στο ανάθημα των Δελφών είναι δυσεξήγητη τόσο η

405
περιορίζονταν στην απόδοση μονάχα αυτών των τιμών. Εκτός αυτού, ο τάφος δεν είναι μία

δευτερεύουσα τιμή, αλλά η βασική απόδειξη του θανάτου κάποιου για τους

μεταγενεστέρους, καθώς και ο προσφερόμενος τόπος για την επίδοση τιμών, όπως

μνημονεύει ο βιογράφος για τις μέχρι της εποχής του προσφορές των Ελλήνων στις

Πλαταιές. Επιπρόσθετα, ο Πλούταρχος συγχέει τα πράγματα και δεν παρουσιάζει την

αλήθεια∙ και αυτό, επειδή οι τάφοι, που δημιούργησαν οι Έλληνες μετά τη μάχη των

Πλαταιών, αποσκοπούσαν στην τιμή αυτών που πολέμησαν στην εν λόγω μάχη, ενώ τα

αναθήματα που αφιερώθηκαν στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στον Ισθμό (Ηρόδ. 9. 81)

για τα οποία κάνει λόγο ο Πλούταρχος, δεν αφιερώθηκαν αποκλειστικά για τη μάχη των

Πλαταιών, αλλά για όλον τον ελληνικό αγώνα εναντίον του πεζικού στρατού και ναυτικού

του Ξέρξη∙ έτσι, η σύνδεση των τάφων των νεκρών στη μάχη των Πλαταιών με την

αναγραφή των ονομάτων των πόλεων στα εν λόγω αναθήματα, δεν είναι απολύτως ορθή.

Το δέκατο επιχείρημα δεν πείθει, καθώς, πρωτευόντως δεν απαριθμούνται στην εν

λόγω επιγραφή οι Έλληνες που συμμετείχαν στη μάχη των Πλαταιών, ώστε να αποτελεί,

ενδεχομένως, απόδειξη για τη συμμετοχή των άλλων Ελλήνων στη σύγκρουση,

δευτερευόντως η δόξα, την οποία θεωρεί ο Πλούταρχος ότι με την εν λόγω επιγραφή

αποκτούν, έστω σε μικρό ποσοστό, οι Έλληνες που πολέμησαν στις Πλαταιές,

επικεντρώνεται αποκλειστικά881 στον αρχηγό των Ελλήνων στις Πλαταιές Παυσανία και

όχι και στους υπολοίπους Έλληνες.

Το ενδέκατο επιχείρημα του Πλουτάρχου, αν και έχει λογική βάση, εν τούτοις δεν

είναι, κατά τη γνώμη μου, ισχυρό, καθώς αναφέρεται πάλι ο γενικός και ασαφής όρος

«Έλληνες» και όχι οι πόλεις των άλλων Ελλήνων, ώστε το επιχείρημα να έχει ισχύ. Έτσι,

παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο οι Έλληνες που αγανάκτησαν με την επιγραφή του

Παυσανία - αν δεχθούμε ως γεγονός την αγανάκτηση και την διαμαρτυρία των Ελλήνων

στους Λακεδαιμονίους για την αλαζονεία του Σπαρτιάτη αρχηγού που καταγράφει ο

παρουσία μερικών πόλεων όσο και η απουσία άλλων, αποδίδοντας τις παραλείψεις των πόλεων
στην κατά την χάραξη από τους Λακεδαιμονίους των ονομάτων των πόλεων μεταγενέστερη
πολιτική της Σπάρτης.
881 Βλ. γι’ αυτήν την ορθή, κατά τη γνώμη μου, διαπίστωση J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο
CAH IV2 (1988), σ. 617.

406
βιογράφος, και ας μην τις μνημονεύει καθόλου ο Θουκυδίδης στο χωρίο 1. 132. 3 – να είναι

εκείνοι που, κατά τον ιστορικό, πολέμησαν στις Πλαταιές, δηλαδή οι Λακεδαιμόνιοι, οι

Αθηναίοι και οι Τεγεάτες, και όχι και οι άλλοι σύμμαχοι.

Το δωδέκατο επιχείρημα, αν και ενόχλησε και τους ίδιους τους Λακεδαιμονίους η

αλαζονεία του Παυσανία882 και ίσως από μόνοι τους θα επιθυμούσαν να την περιορίσουν

αποφασίζοντας την αλλαγή του περιεχομένου της επιγραφής, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης

στο χωρίο 1. 132. 3 δεν μνημονεύει τις διαμαρτυρίες των συμμάχων για την επιγραφή που

χαράχθηκε με εντολή του Παυσανία στο ανάθημα των Δελφών και, αν και οι πόλεις που

καταγράφηκαν, κατ’ επιθυμία της Σπάρτης, στο ανάθημα των συμμάχων στους Δελφούς

δεν ήταν αυτές που πολέμησαν αποκλειστικά στη μάχη των Πλαταιών, αλλά όλες εκείνες

που, όπως προανέφερα, έλαβαν μέρος στον αμυντικό αγώνα εναντίον του πεζικού και του

ναυτικού στρατού του Ξέρξη, είναι, κατά τη γνώμη μου, ισχυρό∙ και αυτό, επειδή οι

Λακεδαιμόνιοι δεν θα συνέγραφαν, κατά τη γνώμη μου, τα ονόματα των πόλεων των

άλλων Ελλήνων στην επιγραφή, αν αυτές οι πόλεις τούς είχαν εγκαταλείψει και προδώσει

στις Πλαταιές.

Τέλος, στο δέκατο τρίτο επιχείρημα είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη μου, να δοθούν

δύο ερμηνείες, καθώς ο βιογράφος δεν διευκρινίζει τη χρήση στο εν λόγω επιχείρημα της

αναφοράς στους Κυθνίους και στους Μηλίους. Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι ο Πλούταρχος,

αναφέροντας πως οι αριστεύσαντες στις Πλαταιές Σωφάνης και Αρίμνηστος, και,

επιπρόσθετα, όλοι όσοι είχαν διακριθεί στη μάχη, δεν εναντιώθηκαν με την αναγραφή των

Κυθνίων και Μηλίων στα τρόπαια, οι οποίοι δεν μνημονεύονται καθόλου από τον ιστορικό

στα γεγονότα των Πλαταιών, εννοεί πως δεν εναντιώθηκαν και με την αναγραφή στα

τρόπαια των άλλων Ελλήνων που, τουλάχιστον σε σύγκριση με τους Κυθνίους και τους

Μηλίους, παρευρίσκονταν, κατά τον Ηρόδοτο, στις Πλαταιές. Η άλλη ερμηνεία, κατά τη

γνώμη μου, του επιχειρήματος είναι ότι ο Πλούταρχος εννοεί πως οι διακριθέντες στη μάχη

δεν εναντιώθηκαν με την αναγραφή ασήμων πόλεων, όπως αυτές των Κυθνίων και των

882 Οι Λακεδαιμόνιοι απέξυσαν την επιγραφή του Παυσανία όχι μονάχα για να ικανοποιήσουν τις
απαιτήσεις των συμμάχων τους, αλλά επειδή και οι ίδιοι είχαν προσβληθεί: βλ. A. Bowen, Plutarch:
The Malice of Herodotus, σχόλια στο κεφ. 42, λ. “the Spartans … erased his words” (Ηθικά 873C).

407
Μηλίων που συνεισέφεραν ολίγα πλοία στον ελληνικό αγώνα,883 και, συνεπώς, δεν θα

αγανακτούσαν με την αναγραφή των μεγαλυτέρων πόλεων των άλλων Ελλήνων που

προσέφεραν περισσότερα στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Το επιχείρημα, ωστόσο, του

βιογράφου δεν παρουσιάζει τα πραγματικά δεδομένα. Και αυτό, επειδή, αν και είναι

αληθής η αναγραφή των Κυθνίων και των Μηλίων, τουλάχιστον στα δύο αναθήματα των

Δελφών και της Ολυμπίας,884 τα αναθήματα αυτά δεν αποτελούν, όπως προανέφερα,

αφιερώματα των πόλεων για τη μάχη των Πλαταιών, αλλά για όλον τον αμυντικό αγώνα

των συμμάχων∙ συνεπώς, το επιχείρημα του Πλουτάρχου δεν ισχύει στην προκειμένη

περίπτωση, καθώς τα αναθήματα αυτά δεν αποτελούν απόδειξη για τη συμμετοχή των

αναγραφεισών σ’ αυτά πόλεων στη μάχη των Πλαταιών, όπως οι Κύθνιοι και οι Μήλιοι

που, κατά τον ιστορικό, δεν συμμετείχαν στην εν λόγω μάχη. Έτσι, ο Σωφάνης, ο

Αρίμνηστος και όλοι οι διακριθέντες στη μάχη των Πλαταιών, αλλά και όλοι όσοι απλά

συμμετείχαν στη μάχη χωρίς να επιτελέσουν κάποιο κατόρθωμα, δεν είχαν λόγο να

οργισθούν με την αναγραφή των Κυθνίων και των Μηλίων στα αναθήματα, καθώς δεν

προσέβαλε σε καμιά περίπτωση την τιμή και τη συμμετοχή τους στην εν λόγω μάχη. Σε

ό,τι αφορά την επιλογή των Κυθνίων και των Μηλίων από τον Πλούταρχο στο παρόν

επιχείρημα θα πρέπει να θεωρήσουμε, κατά τη γνώμη μου, σε ό,τι αφορά την πρώτη

ερμηνεία του επιχειρήματος, ότι ήταν τυχαία∙ και αυτό, επειδή, σύμφωνα με την πρώτη

883 Οι Κύθνιοι, που αναφέρονται από το βιογράφο στο παρόν έργο στο εικοστό όγδοο κεφάλαιο
(Ηθικά 863F) μαζί με τους Σιφνίους ως καταγόμενοι από άσημες πόλεις (βλ. γι’ αυτή τη διαπίστωση
L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 28, σημ. a (Ηθικά 863F), είχαν μικρή
συμμετοχή στον αγώνα εναντίον των Περσών (Ηρόδ. 8. 46. 4: οι Κύθνιοι είχαν προσφέρει στη
ναυμαχία της Σαλαμίνος μία τριήρη και μία πεντηκόντορο), και έτσι είναι λογικό να υποθέσουμε ότι
με αυτή τη σημασία χρησιμοποιούνται από τον Πλούταρχο οι Κύθνιοι και οι Μήλιοι στο παρόν
επιχείρημα, με μόνη διαφορά ότι στη θέση των Σιφνίων είναι οι Μήλιοι, που προσέφεραν δύο
πεντηκοντόρους στην εν λόγω ναυμαχία (Ηρόδ. 8. 48).
884 Σχετικά με τις πόλεις που αναγράφονται στα αναθήματα των συμμάχων μετά το τέλος των
Μηδικών πολέμων, διαπιστώνουμε ότι στο ανάθημα των Δελφών οι Μήλιοι είναι στην δεκάτη ογδόη
θέση (εβδόμη σπείρα) και οι Κύθνιοι στην εικοστή ογδόη (δεκάτη σπείρα) (Meiggs – Lewis, GHI 27),
ενώ στο βάθρο του αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, σύμφωνα με τον Παυσανία (5. 23. 1-2), οι
Μήλιοι παρουσιάζονται στην δεκάτη εβδόμη θέση και οι Κύθνιοι στην εικοστή δευτέρα.

408
ερμηνεία, και οι Κείοι, οι Τήνιοι,885 οι Νάξιοι και οι Ηλείοι, που δεν μνημονεύονται καθόλου

από τον ιστορικό στη μάχη των Πλαταιών και παράλληλα συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτούς

που αναγράφονται886 και στα δύο αναθήματα, δεν αναφέρονται από τον Πλούταρχο∙

ειδάλλως, θα πρέπει να αποδεχθούμε την εικασία ότι και στο τρίτο ανάθημα του Ισθμού,

επί του οποίου δεν γνωρίζουμε αν ανεγράφησαν οι πόλεις που συμμετείχαν στον πόλεμο

εναντίον των Περσών, μονάχα οι Κύθνιοι και οι Μήλιοι μνημονεύονται και όχι και οι Κείοι,

οι Τήνιοι, οι Νάξιοι και οι Ηλείοι, ώστε ο βιογράφος να αναφέρει μονάχα αυτές τις δύο∙

αλλά αυτή η εικασία είναι αστήρικτη και, κατά τη γνώμη μου, πολύ αμφίβολη. Σύμφωνα

πάλι με τη δευτέρα ερμηνεία, και οι Κείοι, οι Νάξιοι και οι Τήνιοι, που αναγράφονται και

στα δύο αναθήματα και είχαν μικρή προσφορά στον αγώνα, εξαιρέθηκαν από τον

Πλούταρχο στο παρόν επιχείρημα∙ αυτό εξηγείται, ωστόσο, από το γεγονός ότι, αφ’ ενός οι

Κείοι και οι Νάξιοι προσέφεραν από τέσσερα πλοία στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 8. 1. 2: οι Κείοι

συμμετείχαν με δύο τριήρεις και δύο πεντηκοντόρους, και 8. 46. 3: οι Νάξιοι προσέφεραν

τέσσερις τριήρεις), δηλαδή περισσότερα από τα δύο που συνεισέφεραν τόσο οι Κύθνιοι (8.

46. 4: μία τριήρη και μία πεντηκόντορο) όσο και οι Μήλιοι (8. 48: δύο πεντηκοντόρους)∙ αφ’

ετέρου, αν και οι Τήνιοι προσέφεραν μία τριήρη στη Σαλαμίνα (Ηρόδ. 8. 82. 1), δηλαδή είχαν

τη μικρότερη προσφορά από όλες τις αναγραφείσες και στα δύο αναθήματα πόλεις, εν

τούτοις, επειδή η αναγραφή του ονόματός τους στα αναθήματα δικαιολογείται από τον

ιστορικό λόγω της μαρτυρίας τους περί του αποκλεισμού του ελληνικού στόλου από τον

περσικό στη Σαλαμίνα (8. 82. 2), δεν συμπεριελήφθησαν από το βιογράφο οι Τήνιοι στο

παρόν επιχείρημα∙ συνεπώς, η δευτέρα ερμηνεία, δηλαδή το κριτήριο των Κυθνίων και των

Μηλίων ως ασήμων πόλεων με πολύ μικρή προσφορά στον αγώνα, δείχνει, κατά τη γνώμη

μου, ότι είναι η επικρατεστέρα.

885 Ο Πλούταρχος είχε λόγο να μην συμπεριλάβει τους Τηνίους στο παρόν επιχείρημα με το σκεπτικό
ότι ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 82, μνημονεύει την αναγραφή του ονόματός τους στον τρίποδα των
Δελφών λόγω της συνεισφοράς τους στη Σαλαμίνα (οι Τήνιοι βεβαίωσαν τους Έλληνες για την
κύκλωσή τους από τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα, κατόπιν αυτομολίας τους προς τους Έλληνες),
το οποίο ανατρέπει τη θέση του ότι οι πόλεις που ανεγράφησαν στα αναθήματα ήταν αυτές που
πολέμησαν στις Πλαταιές.
886 Βλ. για του λόγου το αληθές τους καταλόγους των δύο αναθημάτων στους W.W. How - J. Wells, A
Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 81.

409
Αυτό που συνάγεται από την ελλιπή, προβληματική και ενίοτε αντιφατική στο

σύνολό της περί των γεγονότων των Πλαταιών ιστορική διήγηση του Ηροδότου είναι ότι,

ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα δεν τράπηκε σε φυγή, που αποτελεί και άποψη του

Πλουτάρχου, αλλά υποχώρησε σε τόπο πιο πρόσφορο για άμυνα και εύκολη πρόσβαση σε

νερό και, ενδεχομένως, τρόφιμα (βλ. Ηρόδ. 9. 50. 3-4). Στην υποχώρηση αυτή πιθανότατα

συμφωνήθηκε να φύγει πρώτα το κέντρο887 του συμμαχικού στρατεύματος, έπειτα οι

Αθηναίοι και τελευταίοι, ως οπισθοφυλακή, οι Λακεδαιμόνιοι. Το κέντρο του συμμαχικού

στρατεύματος κατέλαβε, πιθανότατα, την προβλεπομένη θέση στο Ήραιον,888 οι Αθηναίοι,

σύμφωνα με τον ιστορικό (9. 54 και 56. 2), καθυστέρησαν να φύγουν και, εν τέλει, δεν

έφθασαν στον προβλεπόμενο γι’ αυτούς τόπο, στη ‘’νήσο’’ (9. 60-61. 1),889 ενώ οι

Λακεδαιμόνιοι καθυστέρησαν, κατά τον ιστορικό (9. 53-56. 1), λόγω της ανυπακοής του

Αμομφαρέτου στην εντολή του Παυσανία και του Ευρυάνακτος890 να κινηθεί ο λόχος του.891

Η ιστορία με τον Αμομφάρετο, έτσι όπως μας παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, εξηγεί την

μεγάλη καθυστέρηση της υποχωρήσεως των Λακεδαιμονίων∙ ωστόσο, το σχετικό χωρίο (9.

53-56), που περιλαμβάνει την αναχώρηση του στρατού των Λακεδαιμονίων και των

Τεγεατών, καθώς και τη στάση του Αμομφαρέτου, προκαλεί δυσπιστία, καθώς, στην πρώτη

περίπτωση η υποχώρηση των Λακεδαιμονίων από τα υψώματα και τους πρόποδες του

Κιθαιρώνος λόγω του φόβου τους για το περσικό ιππικό δεν πείθει,892 ενώ στη δευτέρα

887 Το κέντρο του συμμαχικού στρατεύματος αποτελούσαν τα στρατιωτικά σώματα από τους
Κορινθίους έως και τους Μεγαρείς (βλ. Ηρόδ. 9. 28) και, πιθανόν, οι ψιλοί Θεσπιείς (βλ. Ηρόδ. 9. 30).
888 Βλ. για την άποψη αυτή W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 50-51∙ R.W. Macan, Herodotus, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 9. 52. 10, λ. «ἔθεντο πρό τοῦ ἱροῦ τά ὅπλα». Μ’ αυτήν την άποψη διαφωνεί ο C.
Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 327.
889 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη W.J. Woodhouse, JHS 18 (1898), σ. 52∙ J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ. 164. Η
δικαιολογία, ωστόσο, των Αθηναίων για την αποτυχία τους να αφιχθούν στη ‘’νήσο’’ λόγω της
δυσπιστίας τους για τους Λακεδαιμονίους δεν πείθει: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 54. 1.
890 Ο Ευρυάναξ, ο γιος του Δωριέως, ήταν συστράτηγος του Παυσανία κατά την εκκίνηση του
στρατού από τη Σπάρτη (Ηρόδ. 9. 10. 3).
891 Ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ. 532-533, ωστόσο, θεωρεί ότι όλοι οι Έλληνες αφίχθησαν στις
προβλεπόμενες θέσεις τους, οι μεν Αθηναίοι στη ‘’νήσο’’, οι δε Λακεδαιμόνιοι στο Αργιόπιο.
892 Ο J.A.R. Munro, JHS 24 (1904), σ. 163-164 θεωρεί πως πρόκειται για αθηναϊκή παρανόηση ή,
προτιμότερο, για ψευδή παρουσίαση στοιχείων, ενώ ο C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 328-329 θεωρεί

410
περίπτωση κάνει λόγο για απειθαρχία στον σπαρτιατικό στρατό,893 και έτσι, η πιο εύλογη

και πιθανή εικασία είναι ότι ο Αμομφάρετος ήταν αυτός που ηγείτο με το σώμα του την

οπισθοφυλακή.894 Ο Παυσανίας δεν γνωρίζουμε αν συνέβαλε στη νίκη των Ελλήνων από

πλευράς τακτικής∙895 οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, έδειξαν την πειθαρχία και την ικανότητά

τους στη μάχη και, παρά τα σφάλματα κατά την υποχώρηση των Ελλήνων, επετεύχθη η

διάβαση του Ασωπού ποταμού από τους στρατιώτες του Μαρδονίου, ώστε να πολεμήσουν

οι τελευταίοι εκ του συστάδην και σε έδαφος κατάλληλο για το πεζικό∙896 μ’ αυτόν τον

τρόπο θα εξασφάλιζαν οι Έλληνες και ευοίωνα σημάδια από τις θυσίες σχετικά με την

έκβαση της μάχης που θα ακολουθούσε (πβ. Ηρόδ. 9. 62. 1-2), καθώς οι Πέρσες θα ήταν

αυτοί που θα έκαναν γενική επίθεση (πβ. Ηρόδ. 9. 36), ύστερα από δώδεκα ημέρες

αναμονής γενικής επιθέσεως και από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Διακρίνοντας στην ηροδότεια διήγηση ότι το ελληνικό στράτευμα στο Ήραιον

διαιρέθηκε και το ένα από τα δύο μέρη, αυτό των Φλειασίων και Μεγαρέων, βεβαιότατα

πολέμησε, έστω ανεπιτυχώς, κατά του εχθρού, συμπεραίνουμε ότι η πλειονότητα του

μη πειστική την ηροδότεια διήγηση και υποθέτει ότι οι Λακεδαιμόνιοι ακολούθησαν την πιο
σύντομη πορεία προς τον τόπο όπου επιθυμούσαν να αφιχθούν.
893 Ο J.F. Lazenby, The Defence of Greece, σ. 236-237, αν και παραθέτει παρόμοιο με του Αμομφαρέτου
παράδειγμα απειθαρχίας στον σπαρτιατικό στρατό από τον Αριστοκλέα και τον Ιππονοΐδα κατά τη
μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ. (Θουκ. 5. 72. 1: «Ξυνέβη οὖν αὐτῷ ἅτε ἐν αὐτῇ τῇ ἐφόδῳ καὶ ἐξ
ὀλίγου παραγγείλαντι τόν τε Ἀριστοκλέα καὶ τὸν Ἱππονοΐδαν μὴ 'θελῆσαι παρελθεῖν, ἀλλὰ καὶ διὰ
τοῦτο τὸ αἰτίαμα ὕστερον φεύγειν ἐκ Σπάρτης, δόξαντας μαλακισθῆναι»), διατηρεί, εν τούτοις, τις
αμφιβολίες του για την πραγματική στάση του Αμομφαρέτου∙ ο A.R. Burn, Persia and the Greeks, σ.
532 θεωρεί ότι το περιστατικό με τον Αμομφάρετο δεν πρέπει να θεωρείται αναμφισβήτητο
‘’δημόσιο γεγονός’’∙ ο J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 607 θεωρεί ότι το
κύριο στοιχείο που διαψεύδει την ιστορία είναι η πέτρα που χρησιμοποιήθηκε ως ψήφος από τον
Αμομφάρετο για την άρνησή του να υποχωρήσει απέναντι στον εχθρό (Ηρόδ. 9. 55. 2), καθώς η
ψήφος με πετραδάκι ήταν αθηναϊκή και όχι σπαρτιατική επινόηση.
894 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 9. 53-57∙ J.F.
Lazenby, The Defence of Greece, σ. 236-237.
895 Ο J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 611 θεωρεί ορθά, κατά τη γνώμη
μου, ότι είναι αδύνατο να διαπιστωθεί αν η νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές επετεύχθη από τύχη ή
λόγω της ικανότητος του Παυσανία, ενώ, τουναντίον, οι W.W. How - J. Wells, A Commentary, σχόλια
στο χωρίο Ηρόδ. 9. 62. 1 και App. XXII, 7, σ. 395 κάνουν λόγο για εξαιρετικές τακτικές ικανότητες του
αρχηγού του συμμαχικού στρατεύματος κατά τη μάχη.
896 Βλ. γι’ αυτήν την άποψη W.W. How - J. Wells, A Commentary, App. XXII, 7.

411
ελληνικού στρατού στις Πλαταιές πολέμησε τους εχθρούς και μονάχα το σώμα των

Ελλήνων όπου ηγούνταν οι Κορίνθιοι δεν συγκρούστηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, με

τους εχθρούς. Σε ό,τι αφορά, συγκεκριμένα, το σώμα των Κορινθίων που κατευθύνθηκε

προς το ιερό της Δήμητρος όπου διεξαγόταν η μάχη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών

εναντίον των Περσών, ο ιστορικός δεν μνημονεύει καθόλου τί απέγινε αυτό το σώμα. Έτσι

δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το σώμα των Κορινθίων αφίχθη τελικά στον τόπο

της μάχης και αν πρόλαβε, έστω στο τέλος της, τη μάχη στις Πλαταιές. Αφού ο ιστορικός

δεν διηγείται τον αφανισμό αυτού του σώματος από τις δυνάμεις του εχθρού, είναι εύλογο

να εικάσουμε ότι αυτός δεν πρέπει να τελέσθηκε και για έναν άλλον λόγο, επειδή

ακολούθησε την οδό δια των λόφων προστατευμένο, έτσι, από τις επιθέσεις του εχθρικού

ιππικού∙ συνεπώς, αν δεν πρόλαβε τη μάχη περί το ιερό της Δήμητρος,897 τότε θα πρέπει να

ακολούθησε τους Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες στην καταδίωξη των Περσών, που

κατέφυγαν στο περσικό στρατόπεδο,898 όπου θα πρέπει να έλαβε μέρος στο τελικό στάδιο

της μάχης, την εκπολιόρκηση, δηλαδή, του εχθρικού στρατοπέδου, καθώς αυτή διήρκεσε,

κατά τον ιστορικό, πολύ χρόνο λόγω, αφ’ ενός της αγνοίας των Λακεδαιμονίων για την

τέχνη της τειχομαχίας στην αρχή της πολιορκίας (9. 70. 2), αφ’ ετέρου, με τον ερχομό των

Αθηναίων, η πολιορκία διήρκεσε πολύ (9. 70. 2: «χρόνον ἐπί πολλόν»), με αποτέλεσμα τον

θάνατο899 των πολιορκημένων.

Επίλογος

897 Είναι πιθανό πως το σώμα των Κορινθίων αφίχθη εγκαίρως για το τελικό στάδιο της μάχης εκεί
όπου μάχονταν το δεξιό κέρας των Ελλήνων, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί: βλ.
C. Hignett, Xerxes’ Invasion, σ. 338. Ο W.K. Pritchett, AJA 61 (1957), σ. 27 θεωρεί πως τόσο το σώμα των
Φλειασίων και των Μεγαρέων όσο και το σώμα των Κορινθίων ήλθε σε επαφή με τους εχθρούς κατά
το τελικό στάδιο της μάχης.
898 Το περσικό στρατόπεδο ευρίσκετο τρία χιλιόμετρα από τον τόπο όπου μάχονταν οι Λακεδαιμόνιοι
και οι Τεγεάτες εναντίον των Περσών: βλ. J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988),
σ. 608.
899 Για την ακρίβεια, από τους 300.000 άνδρες του στρατού του Μαρδονίου, αν εξαιρέσουμε τους
40.000 άνδρες του Αρταβάζου που τράπηκαν σε φυγή, ούτε 3.000 σώθηκαν από τη σφαγή (Ηρόδ. 9.
70. 5).

412
Ο Πλούταρχος, στην ανακεφαλαίωση της αφηγήσεώς του, κατηγορεί τον Ηρόδοτο για τη

διήγησή του στις τέσσερις μάχες – του Αρτεμισίου, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας και

των Πλαταιών - των Ελλήνων εναντίον του πεζικού και του ναυτικού του Ξέρξη (κεφ. 43).

(873 E) Κεφ. 43. «Τεσσάρων δ’ ἀγώνων τότε πρὸς τοὺς βαρ-

βάρους γενομένων, ἐκ μὲν Ἀρτεμισίου τοὺς Ἕλλη-

νας ἀποδρᾶναί φησιν, ἐν δὲ Θερμοπύλαις, τοῦ

στρατηγοῦ καὶ βασιλέως προκινδυνεύοντος, οἰκου-

ρεῖν καὶ ἀμελεῖν Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια πανηγυρί-

ζοντας∙ τὰ δ’ ἐν Σαλαμῖνι διηγούμενος τοσούτους

περὶ Ἀρτεμισίας λόγους γέγραφεν, ὅσοις ὅλην τὴν

F ναυμαχίαν οὐκ ἀπήγγελκε∙ τέλος δέ, καθημένους ἐν

Πλαταιαῖς ἀγνοῆσαι μέχρι τέλους τὸν ἀγῶνα τοὺς

Ἕλληνας, ὥσπερ βατραχομαχίας γινομένης, ἣν

Πίγρης ὁ Ἀρτεμισίας ἐν ἔπεσι παίζων καὶ

φλυαρῶν ἔγραψε, σιωπῇ διαγωνίσασθαι συνθεμέ-

νων, ἵνα λάθωσι τοὺς ἄλλους∙ αὐτοὺς δὲ Λακεδαι-

μονίους ἀνδρείᾳ μὲν οὐδὲν κρείττονας γενέσθαι τῶν

βαρβάρων, ἀνόπλοις δὲ καὶ γυμνοῖς μαχομένους

κρατῆσαι. Ξέρξου μὲν γὰρ αὐτοῦ παρόντος, ὑπὸ

μαστίγων μόλις ὄπισθεν ὠθούμενοι προσεφέροντο

874 A τοῖς Ἕλλησιν, ἐν δὲ Πλαταιαῖς, ὡς ἔοικεν, ἑτέρας

ψυχὰς μεταλαβόντες “λήματι μὲν καὶ ῥώμῃ οὐκ

ἥσσονες ἦσαν, ἡ δὲ ἐσθής, ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων,

πλεῖστον ἐδηλήσατό σφεας∙ πρὸς γὰρ ὁπλίτας

ἐόντες γυμνῆται ἀγῶνα ἐποιέοντο.”

Τί οὖν περίεστιν ἔνδοξον ἢ μέγα τοῖς Ἕλλησιν

ἀπ’ ἐκείνων τῶν ἀγώνων, εἰ Λακεδαιμόνιοι μὲν

ἀόπλοις ἐμάχοντο, τοὺς δ’ ἄλλους ἡ μάχη παρόντας

413
ἔλαθε, κενὰ δὲ πολυάνδρια τιμώμενα τοῖς ἑκάστου,

ψευστῶν δὲ γραμμάτων μεστοὶ τρίποδες ἑστᾶσι

καὶ βωμοὶ παρὰ τοῖς θεοῖς, μόνος δὲ τἀληθὲς

Ἡρόδοτος ἔγνω, τοὺς δ’ ἄλλους ἅπαντας ἀνθρώ-

B πους, ὅσοι λόγον Ἑλλήνων ἔχουσιν, ἐξηπάτηκεν ἡ

φήμη τῶν τότε κατορθωμάτων, ὡς ὑπερφυῶν γε-

νομένων;

Τί δῆτα; γραφικὸς ἁνήρ, καὶ ἡδὺς ὁ λόγος, καὶ

χάρις ἔπεστι καὶ δεινότης καὶ ὥρα τοῖς διηγήμασι,

μῦθον δ’ ὡς ὅτ’ ἀοιδός, ἐπισταμένως

μὲν οὔ, λιγυρῶς δὲ καὶ γλαφυρῶς ἠγόρευκεν. ἀμέλει

ταῦτα καὶ κηλεῖ καὶ προσάγεται πάντας, ἀλλ’ ὥσ-

περ ἐν ῥόδοις δεῖ κανθαρίδα φυλάττεσθαι τὴν βλασ-

φημίαν αὐτοῦ καὶ κακολογίαν, λείοις καὶ ἁπαλοῖς

C σχήμασιν ὑποδεδυκυῖαν, ἵνα μὴ λάθωμεν ἀτόπους

καὶ ψευδεῖς περὶ τῶν ἀρίστων καὶ μεγίστων τῆς

Ἑλλάδος πόλεων καὶ ἀνδρῶν δόξας λαβόντες».

«Από τις τέσσερις μάχες που έγιναν τότε εναντίον των βαρβάρων, λέει ότι οι

Έλληνες έφυγαν από το Αρτεμίσιο και ότι στις Θερμοπύλες, όταν ο στρατηγός και

βασιλεύς τους προκινδύνευε, εκείνοι έμεναν στις οικίες τους αδιάφοροι, εορτάζοντας τα

Ολύμπια και τα Κάρνεια. Διηγούμενος τα γεγονότα στη Σαλαμίνα, γράφει για την

Αρτεμισία τόσα όσα δεν γράφει για όλη τη ναυμαχία∙ τέλος, λέει ότι στις Πλαταιές οι

Έλληνες κάθονταν αγνοώντας τη μάχη μέχρι τέλους, - ωσάν να γινόταν Βατραχομαχία,

για την οποία έγραψε ο Πίγρης, ο συμπολίτης της Αρτεμισίας, στα ψευτοηρωικά και

ανόητα έπη του -, έχοντας συμφωνήσει να πολεμήσουν σιωπηρά, για να διαφύγουν της

προσοχής των άλλων. Και ότι οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι δεν υπερείχαν σε ανδρεία από τους

βαρβάρους, αλλά ότι νίκησαν επειδή πολέμησαν εναντίον αόπλων και απροστάτευτων

414
από αμυντικό οπλισμό. Όταν, δηλαδή, ο Ξέρξης ήταν παρών (στις Θερμοπύλες), (οι

Πέρσες) ωθούνταν με τα μαστίγια από πίσω και μετά βίας αντιμετώπιζαν τους Έλληνες,

ενώ στις Πλαταιές, όπως φαίνεται, απέκτησαν καινούριο πνεύμα και ‘’ήταν ίσοι στο

θάρρος και στη δύναμη, αλλά η έλλειψη αμυντικών όπλων τους προξένησε μεγάλη

καταστροφή∙ διότι όντας ελαφρώς οπλισμένοι αγωνίζονταν εναντίον βαρέως

οπλισμένων’’.

Τί, λοιπόν, ένδοξο ή σημαντικό απέμεινε στους Έλληνες από εκείνους τους αγώνες,

αφού οι Λακεδαιμόνιοι πολέμησαν εναντίον αόπλων, αφού οι άλλοι που παρευρίσκονταν

(στις Πλαταιές) δεν αντιλήφθηκαν τη μάχη, αφού οι απόγονοι καθ’ ενός (από τους άλλους

Έλληνες) τιμούν άδειους τάφους, αφού στους θεούς έχουν αφιερωθεί τρίποδες και βωμοί

γεμάτοι ψεύτικες επιγραφές και αφού ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια είναι ο Ηρόδοτος,

ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι, όσοι έχουν ακούσει για Έλληνες, εξαπατήθηκαν από τη φήμη

των τότε κατορθωμάτων πως τάχα ήταν εξαίρετα;

Τί, λοιπόν; Ο Ηρόδοτος είναι ικανός συγγραφεύς, ο λόγος του είναι ευχάριστος και

οι διηγήσεις του έχουν χάρη, δεξιότητα και ομορφιά. Αλλά παρουσιάζει την ιστορία

όπως ο αοιδός λέει τους μύθους του, με γνώση

όμως όχι, ευκρινώς πάντως και γλαφυρά. Αναμφιβόλως, τα παραπάνω στοιχεία θέλγουν

και ελκύουν όλους, αλλά πρέπει να προσέχουμε τις κατηγορίες και τις κακολογίες του,

όπως το σκαθάρι των ρόδων, που υποδύονται λείες και απαλές μορφές, ώστε να μη

σχηματίσουμε, δίχως να το καταλάβουμε, άτοπες και ψευδείς αντιλήψεις για τις άριστες

και μέγιστες πόλεις της Ελλάδος και για τους αρίστους και μεγίστους άνδρες της Ελλάδος».

Στον επίλογό του ο Πλούταρχος πραγματεύεται τις προαναφερθείσες τέσσερις

μάχες που διεξήγαγαν οι Έλληνες εναντίον του πεζικού και ναυτικού του Ξέρξη, δηλαδή

στις Θερμοπύλες, στο Αρτεμίσιο, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Ο βιογράφος

παρουσιάζει εν τάχει τη διαφωνία του με συγκεκριμένα ηροδότεια χωρία, όπου ο ιστορικός,

με την ευχάριστη διήγησή του, αμαυρώνει τις σπουδαιότερες ελληνικές πόλεις και τους

μεγίστους Έλληνες.

415
Ο Πλούταρχος, στην αρχή της ανασκοπήσεώς του, αφηγείται ότι ο Ηρόδοτος

ιστόρησε τη φυγή των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο∙ την αδιαφορία των Λακεδαιμονίων, που

εόρταζαν τα Ολύμπια900 και τα Κάρνεια,901 για το συμμαχικό σώμα που εστάλη στις

Θερμοπύλες∙ τον έπαινο για την Αρτεμισία, που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλη έκταση

στη διήγησή του για τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα∙ την καθολική άγνοια των Ελλήνων, εκτός

των Λακεδαιμονίων, των Τεγεατών και των Αθηναίων, για τη διεξαγωγή της μάχης των

Πλαταιών. Σχετικά με τη φυγή των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο, ο Πλούταρχος έκανε λόγο

στο τριακοστό τέταρτο κεφάλαιό του.902 Σε ό,τι αφορά τη μάχη των Θερμοπυλών, ο

ιστορικός αναφέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να εκστρατεύσουν πανστρατιά

λόγω της εορτής των Καρνείων, και έτσι έστειλαν τριακοσίους Σπαρτιάτες υπό τον βασιλέα

τους Λεωνίδα, ώστε, βλέποντάς τους οι άλλοι σύμμαχοι να εκστρατεύουν, να κάνουν το

ίδιο και εκείνοι και να μη μηδίσουν∙ μετά το πέρας αυτής της εορτής οι Λακεδαιμόνιοι

σκόπευαν να εκστρατεύσουν πανστρατιά στις Θερμοπύλες, και το ίδιο θα έκαναν και οι

άλλοι σύμμαχοι μετά την εορτή των Ολυμπιακών αγώνων, με τη σκέψη πως η μάχη στις

Θερμοπύλες δεν θα διεξάγετο τόσο γρήγορα.903 Ο βιογράφος, ωστόσο, κάνει ρητά λόγο

μονάχα για την δήθεν, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί, αδιαφορία των Λακεδαιμονίων και

όχι και των υπολοίπων συμμάχων, ενώ με την αναφορά του και στις δύο εορτές, τα

Ολύμπια, δηλαδή, και τα Κάρνεια, συμπεριλαμβάνει και τους συμμάχους των

Λακεδαιμονίων. Η καταγραφή, όμως, του Πλουτάρχου πως ο ιστορικός διηγήθηκε την

αδιαφορία των Λακεδαιμονίων και, δια της αναφοράς της εορτής των Ολυμπιακών

αγώνων, των συμμάχων τους για τους Έλληνες που υπερασπίζονταν τα στενά, είναι

900 Βλ. αναλυτικά για τους Ολυμπιακούς αγώνες W. Decker, “Olympia: IV. AGONS”, ΒNP 10 (2007), σ.
107-108.
901 Τα Κάρνεια το 480 π.Χ. προηγήθηκαν της εορτής των Ολυμπίων και διήρκεσαν τέσσερις ημέρες,
είτε από τις 16-19, είτε από τις 17-20 Αυγούστου, και ολοκληρώθηκαν με την πανσέληνο στις 19 ή
στις 20 Αυγούστου∙ ο Λεωνίδας εκστράτευσε, προφανώς, ολίγο πριν την εορτή των Καρνείων, ενώ η
μάχη των Θερμοπυλών διεξήχθη στο τέλος του Αυγούστου: βλ. W.W. How - J. Wells, A Commentary,
σχόλια στο χωρίο Ηρόδ. 7. 206. 1, λ. «Κάρνεια».
902 Βλ. αναλυτικά για τη φυγή των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο τον σχολιασμό του παραδείγματος Β,
ΙΙ, 16, σ. 271-282.
903 Ηρόδ. 7. 206. Πβ. Ηρόδ. 8. 72.

416
ψεύδος του βιογράφου, καθώς, σύμφωνα με το σχετικό, ηροδότειο χωρίο (7. 206), οι

Λακεδαιμόνιοι και οι άλλοι σύμμαχοι, δεν αδιαφορούσαν, αλλά, τουναντίον, επιθυμούσαν

να εκστρατεύσουν πανδημεί στις Θερμοπύλες∙ απλά λόγω της ανάγκης των Ελλήνων για

την τήρηση των θρησκευτικών εορτών των Καρνείων και των Ολυμπίων, και λόγω της

εσφαλμένης υποθέσεως για τον χρόνο διεξαγωγής της μάχης, δεν πρόλαβαν να στείλουν

το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους για την υπεράσπιση των στενών. Σχετικά με τη

ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο Πλούταρχος δεν κάνει λόγο για την δήθεν φυγή του

Αδειμάντου και του κορινθιακού στόλου που διηγήθηκε ο ιστορικός με την έναρξη της

ναυμαχίας, αλλά για την έκταση της ηροδότειας διηγήσεως περί της Αρτεμισίας. Ο

ιστορικός, πράγματι, ανέφερε την Αρτεμισία σε πολλά χωρία,904 τα οποία, όμως, σε καμιά

περίπτωση δεν υπερβαίνουν την έκταση των Ιστοριών του Ηροδότου για τη ναυμαχία στη

Σαλαμίνα που αναφέρει ο βιογράφος. Σε ό,τι αφορά την άγνοια των Ελλήνων, εκτός των

Λακεδαιμονίων, των Τεγεατών και των Αθηναίων, για τη διεξαγωγή της μάχης των

Πλαταιών, είναι ψεύδος του Πλουτάρχου η μέχρι τέλους άγνοιά τους για τη μάχη, καθώς ο

ιστορικός κάνει ρητά λόγο, αφ’ ενός για αγγελία στους Έλληνες που στάθμευαν στο

Ήραιον περί διεξαγωγής της μάχης και εν εξελίξει ελληνικής νίκης, αφ’ ετέρου για

διαίρεση των δυνάμεων του Ηραίου και κατεύθυνσή τους στον τόπο της μάχης, με το ένα

τμήμα, αυτό των Φλειασίων και Μεγαρέων, να συγκρούεται με τους εχθρούς (9. 69). 905 Η

ειρωνική διάθεση του Πλουτάρχου δεν λείπει από την αφήγησή του, καθώς παρομοιάζει τη

μάχη των Πλαταιών με Βατραχομαχία906 που έγραψε ο Πίγρης,907 θέλοντας μ’ αυτόν τον

904 Ηρόδ. 8. 68-69 (συμβουλή της Αρτεμισίας στον Ξέρξη να μην διεξάγει ναυμαχία στην Σαλαμίνα),
87-88 (το πλοίο της Αρτεμισίας βύθισε συμμαχικό πλοίο για να σωθεί από την καταδίωξη ενός
αθηναϊκού), 93 (ο διακριθείς στη ναυμαχία Αθηναίος Αμεινίας ήταν αυτός που κατεδίωκε την
Αρτεμισία) και 101-103 (η Αρτεμισία συμβουλεύει τον Ξέρξη να αποχωρήσει από την Ελλάδα και να
αφήσει τον Μαρδόνιο να συνεχίσει τον πόλεμο μετά την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα, ενώ ο
ίδιος ο Πέρσης βασιλεύς της αναθέτει το έργο της ασφαλούς επιστροφής των νόθων παιδιών του
στην Έφεσο).
905 Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα της απουσίας των Ελλήνων, που στάθμευαν στο Ήραιον, από τη
μάχη των Πλαταιών τον σχολιασμό του παραδείγματος Β, ΙΙ, 23, σ. 378-412.
906 Στην αρχή ο τίτλος του έργου ήταν «Βατραχομαχία», ενώ έπειτα προστέθηκε το στοιχείο -μυο- και
μετονομάσθηκε σε «Βατραχομυομαχία»∙ πρόκειται για ομηρική παρωδία της ύστερης Ελληνιστικής
περιόδου που είχε αποδοθεί στον Όμηρο ή στον Πίγρητα από την Αλικαρνασσό∙ το επικό ποίημα

417
τρόπο να καταδείξει ότι δεν θα ήταν δυνατό να μην πληροφορούνταν οι άλλοι Έλληνες τη

μάχη, καθώς η μάχη δεν διεξάγονταν μεταξύ ζώων, ώστε να παραμένει κρυφή και

αδιάφορη από τους ανθρώπους, ούτε επρόκειτο για μια ασήμαντη μάχη, αλλά τουναντίον,

πολύ σημαντική, και επιπλέον θα ήταν αδύνατο να γίνει συμφωνία μεταξύ των αντιπάλων

για σιωπηλή μάχη∙ βέβαια, η παρομοίωση του Πλουτάρχου είναι περιττή, καθώς, όπως

προανέφερα, ο Ηρόδοτος δεν διηγείται την μέχρι τέλους της μάχης άγνοια των Ελλήνων γι’

αυτήν.

Στη συνέχεια ο Πλούταρχος αναφέρει ότι, ενώ στις Θερμοπύλες ο Ξέρξης ήταν

παρών και, συνεπώς, είχαν πρόσθετο λόγο οι Πέρσες να επιδείξουν ανδρεία, αυτοί,

ωστόσο, εξαναγκάζονταν με τα μαστίγια να πολεμούν τους Σπαρτιάτες,908 υπονοώντας ο

βιογράφος δειλία εκ μέρους των βαρβάρων, και στις Πλαταιές, ενώ απουσίαζε ο Ξέρξης,

αυτοί έδειξαν απροσδόκητη ευψυχία, καθώς, όπως διηγείται ο ιστορικός, οι βάρβαροι ήταν

εξ ίσου θαρραλέοι και δυνατοί με τους Λακεδαιμονίους, με τους τελευταίους να νικούν

τους βαρβάρους βασιζόμενοι όχι στην υπεροχή της ανδρείας τους κατά τη μάχη, αλλά

επειδή οι βάρβαροι δεν είχαν βαρύ οπλισμό και ήταν αθωράκιστοι.909 Ο Πλούταρχος, όμως,

όχι μόνο δεν παρουσιάζει τα γεγονότα έτσι όπως αυτά περιγράφονται από τον ιστορικό,

αλλά τα διαστρεβλώνει, προφανώς για να πείσει τον αναγνώστη. Συγκεκριμένα, ο όρος

των περίπου 300 εξαμέτρων στίχων είχε διακοσμηθεί με τυπικές φράσεις και σκηνές των ομηρικών
επών και είχε βασιστεί στο μύθο του Αισώπου για το ποντίκι και το βάτραχο: βλ. αναλυτικά για τη
Βατραχομυομαχία R.F. Glei, “Batrachomyomachia”, ΒNP 2 (2003), σ. 559-560. Ο Πλούταρχος, στο βίο
του Αγησιλάου, παρουσιάζει τον Μέγα Αλέξανδρο να αποκαλεί τη μάχη του Αντιπάτρου εναντίον
των Σπαρτιατών μυομαχία: κεφ. 15: «Ἀλέξανδρος δὲ καὶ προσεπέσκωψε πυθόμενος τὴν πρὸς Ἆγιν
Ἀντιπάτρου μάχην, εἰπών· “Ἔοικεν, ὦ ἄνδρες, ὅτε Δαρεῖον ἡμεῖς ἐνικῶμεν ἐνταῦθα, ἐκεῖ τις ἐν
Ἀρκαδίᾳ γεγονέναι μυομαχία·”», δηλαδή ως ένα ασήμαντο γεγονός εν συγκρίσει με τις κατακτήσεις
του στην Ασία: βλ. L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια στο κεφ. 43, σημ. d (Ηθικά
873F).
907 Ο Πίγρης ήταν ποιητής από την Αλικαρνασσό και, σύμφωνα με την παρούσα αφήγηση του
Πλουτάρχου, ήταν γιος, ενώ κατά το λεξικό Σούδα (βλ. λ. «Πίγρης»), αδελφός της Αρτεμισίας της
βασίλισσας της Καρίας∙ ο Πλούταρχος του αποδίδει το έργο ‘’Βατραχομυομαχία’’, ενώ το λεξικό
Σούδα τα έργα ‘’Μαργίτης’’ και ’’Ιλιάς’’, στα οποία ο Πίγρης παρενέβαλε έναν πεντάμετρο στίχο
μετά από κάθε εξάμετρο στίχο του Ομήρου: βλ. E. Bowie, “Pigres”, ΒNP 11 (2007), σ. 244.
908 Ηρόδ. 7. 223. 2.
909 Ηρόδ. 9. 62. 3 και 63. 2.

418
«βάρβαροι», που περιλαμβάνει όλους τους μη Έλληνες στρατιώτες του Ξέρξη και τον

χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος στην αφήγησή του, χρησιμοποιείται, βέβαια, από τον ιστορικό

στη μάχη των Θερμοπυλών στο σχετικό χωρίο (7. 223. 2) περί της δειλίας του στρατού του

Ξέρξη, αλλά όχι στη μάχη των Πλαταιών όπου ο Ηρόδοτος δεν κάνει λόγο γενικά για τους

βαρβάρους, αλλά συγκεκριμένα για τους Πέρσες. Δηλαδή, ενώ, πράγματι, ο ιστορικός

περιγράφει τη δειλία των εξ ανατολών εισβολέων στις Θερμοπύλες, συμπεριλαμβάνοντας

προφανώς και τους Πέρσες, στις Πλαταιές αναφέρει ότι οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή

δίχως να δώσουν καθόλου μάχη (9. 68), διαχωρίζοντας, ωστόσο, τους Πέρσες από τους

υπολοίπους βαρβάρους λέγοντας ότι πολέμησαν τους Λακεδαιμονίους και περιγράφοντάς

τους δυνατούς και ανδρείους να σπάζουν τα δόρατα των αντιπάλων τους (9. 62. 2-3).

Επιπρόσθετα, ο Ηρόδοτος αναφέρει και έναν επιπλέον λόγο για την ήττα των Περσών στις

Πλαταιές, εκτός της ελλείψεως αμυντικού οπλισμού, που παραλείπει να αναφέρει ο

βιογράφος, ότι, δηλαδή, οι Πέρσες δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου όσο οι αντίπαλοί

τους Σπαρτιάτες, με τους πρώτους να κάνουν ατομικές ή ολιγάνθρωπες στρατιωτικές

εφόδους εναντίον της συμπαγούς φάλαγγος των Σπαρτιατών και, έτσι, εύρισκαν τον

θάνατο (9. 62. 3)∙ συνεπώς, οι Λακεδαιμόνιοι, κατά τη διήγηση του Ηροδότου, υπερείχαν

έναντι των Περσών στην πολεμική τέχνη, και έτσι καταρρίπτεται, κατά τη γνώμη μου, η

άποψη του Πλουτάρχου ότι ο ιστορικός, μεροληπτώντας υπέρ των Περσών, εξίσωσε τους

Λακεδαιμονίους με τους Πέρσες. Κατά τη γνώμη μου, οι Πέρσες δεν ήταν δειλοί καθώς, αν

και τράπηκαν και αυτοί σε φυγή μετά το θάνατο του αρχηγού τους Μαρδονίου (Ηρόδ. 9.

63), υποχώρησαν έναντι αντιπάλων υπερτέρων κατά την πολεμική τέχνη και, σε ό,τι αφορά

την έλλειψη αμυντικού οπλισμού των Περσών, αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι

συνέβαλε στην ήττα των Περσών και όχι πως θα μετέβαλε την έκβαση της μάχης σε

περίπτωση που οι Πέρσες ήταν βαριά οπλισμένοι. Σχετικά με την παρουσία του Ξέρξη στις

μάχες, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε το πολεμικότερο πνεύμα που θα εμφυσούσε

στους Πέρσες η παρουσία του βασιλέως τους.910 Σε ό,τι αφορά την χρήση μαστιγίου από

910 Ο Ηρόδοτος, στο χωρίο 8. 69. 2, αναφέρει ότι ο Ξέρξης αποφάσισε να διεξαχθεί ναυμαχία στη
Σαλαμίνα, επειδή ο στόλος του θα γνώριζε ότι ο ίδιος ο Πέρσης βασιλεύς θα την παρακολουθούσε

419
τους Πέρσες διοικητές με σκοπό την έφοδο των βαρβάρων εναντίον των Ελλήνων στις

Θερμοπύλες, όπου πιθανότατα εννοούνται μεταξύ των βαρβάρων και Πέρσες, κατά τη

γνώμη μου, πρόκειται για στοιχείο δεσποτικής, περσικής συμπεριφοράς, που σκοπό έχει

στην προκειμένη περίσταση να πιέσει, αν και κατά τη γνώμη μου αναποτελεσματικά, το

περσικό στράτευμα ώστε να αναδειχθεί πιο μάχιμο απ’ ό,τι πριν με τους εχθρούς και να

νικήσει, και όχι για δειλία των βαρβάρων, που υπονοεί παραπλανητικά ο βιογράφος. Και

αυτό, επειδή ο Ηρόδοτος αναφέρει την χρήση μαστιγίου από τους Πέρσες και σε άλλες

περιπτώσεις, όπως κατά τη δημιουργία της διώρυγας στον Άθω για τη διέλευση του στόλου

του Ξέρξη (7. 22. 1), κατά τη διάβαση του Ελλησπόντου από τον περσικό στρατό (7. 56) και

στον λόγο του Ξέρξη προς τον Σπαρτιάτη Δημάρατο (7. 103. 4).911

Στη συνέχεια της αφηγήσεώς του ο Πλούταρχος αποφαίνεται περί άδοξης και

ασήμης διηγήσεως του Ηροδότου για τους Έλληνες που αγωνίστηκαν εναντίον των

Περσών. Και αυτό επιτυγχάνεται, κατά το βιογράφο, από την ηροδότεια διήγηση που λέει

ότι, οι Λακεδαιμόνιοι πολέμησαν στις Πλαταιές εναντίον αθωρακίστων, οι άλλοι Έλληνες

που ήταν παρόντες στις Πλαταιές δεν αντιλήφθηκαν τη μάχη, οι απόγονοι καθ’ ενός από

τους άλλους Έλληνες τιμούν άδειους τάφους,912 και στους θεούς έχουν αφιερωθεί τρίποδες

και βωμοί πλήρεις ψευδών επιγραφών. Ο Πλούταρχος, όμως έχει άδικο, καθώς, ακόμη και

και, έτσι, θα επεδείκνυε ανδρεία, την οποία δεν έδειξε κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, καθώς ο
ίδιος ο Ξέρξης δεν ήταν παρών.
911 Εκτός του Ηροδότου, τη χρήση του μαστιγίου από τους Πέρσες την μνημονεύει και ο Ξενοφών:
Ανάβ. 3. 4. 25: «οἱ βάρβαροι καὶ ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ εἰς τὸ πρανὲς ἔβαλλον, ἐσφενδόνων, ἐτόξευον ὑπὸ
μαστίγων», ο Κτησίας στα Περσικά: FGrH 688 F 13 (27): «Ξέρξης δὲ προσβάλλει ἐν Θερμοπύλαις
Λεωνίδᾳ τῷ στρατηγῷ τῶν Λακεδαιμονίων δι' Ἀρταπάνου, ἔχοντος μυρίους∙ καὶ κατεκόπη τὸ
Περσικὸν πλῆθος, τῶν Λακεδαιμονίων δύο ἢ τριῶν ἀναιρεθέντων. Εἶτα προσβαλεῖν κελεύει μετὰ
δισμυρίων, καὶ ἧττα γίνεται κἀκείνων. Εἶτα μαστιγοῦνται ἐπὶ τῷ πολεμεῖν, καὶ μαστιγούμενοι ἔτι
ἡττῶντο», και ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια δεν την αναφέρει ρητά, αλλά την υπονοεί: 3. 8.
5: «καὶ οἱ προστάττοντες, κἂν ἀναχωρῶσι τύπτοντες, τὸ αὐτὸ δρῶσι, καὶ οἱ πρὸ τῶν τάφρων καὶ τῶν
τοιούτων παρατάττοντες∙ πάντες γὰρ ἀναγκάζουσιν».
912 Ο βιογράφος κάνει εσφαλμένα λόγο για όλους τους απογόνους των «άλλων Ελλήνων, καθώς η
πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται αποκλειστικά για τους Έλληνες εκείνων των πόλεων που
αποτελούσαν απογόνους του σώματος των Κορινθίων, καθώς αυτό μονάχα το σώμα εξαιρεί
ουσιαστικά ο ιστορικός από τη μάχη και, ακολούθως, από την ύπαρξη «πλήρους τάφου» (Ηρόδ. 9.
85).

420
αν αποδεχθούμε στην ολότητά τους τα προαναφερθέντα επιχειρήματά του, ο ιστορικός

εκθείασε εν γένει τους Έλληνες που, όντας ολίγοι, δεν φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν τον

πολυάριθμο στρατό του Ξέρξη και να τον νικήσουν∙ συνεπώς, η διήγηση του Ηροδότου

αποτελεί ένδοξη για τους συμμάχους καταγραφή των Μηδικών πολέμων, καθώς, ακόμη

και η μοναδική ήττα που υπέστη ο στρατός των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, παρουσιάζεται

από τον ιστορικό ως η ανδρειοτέρα μάχη των Ελλήνων κατά τους Μηδικούς πολέμους.

Τέλος, ο Πλούταρχος παραθέτει τα καλά στοιχεία της ηροδότειας διηγήσεως, όπως

η ευχάριστη, αριστοτεχνική διήγησή του,913 όχι όμως για να επαινέσει τον ιστορικό, αλλά

για να νουθετήσει τους αναγνώστες του ηροδότειου έργου να είναι προσεκτικοί με τα

γεγονότα που ιστορεί. Και αυτό, επειδή ο Ηρόδοτος, γοητεύοντας με τη δεινή του διήγηση

το αναγνωστικό του κοινό, ψεύδεται σχετικά με τα γεγονότα που παρουσιάζει με

αποτέλεσμα να αμαυρώνει τις σπουδαιότερες πόλεις και τους σπουδαιοτέρους άνδρες. Ο

Ηρόδοτος, όμως, δεν έχει σκοπό να παραπλανήσει τον αναγνώστη, αλλά να τον

πληροφορήσει πλήρως ιστορώντας κάθε εκδοχή για το περιγραφόμενο γεγονός∙ μ’ αυτόν,

όμως, τον τρόπο δεν αξιοποιεί την κρίση του για να αποκλείσει την εξ ολοκλήρου

απίστευτη εκδοχή και να μην παραπλανήσει, έστω ακουσίως, τον αναγνώστη δίδοντάς του

την εντύπωση πως ίσως έτσι έχουν τα πράγματα, ενώ δεν είναι.

Στον επίλογό του ο Πλούταρχος εξαίρεσε τη μάχη του Μαραθώνος για την οποία

έκανε λόγο στην αφήγησή του, αλλά και δεν μνημόνευσε καθόλου, όχι μόνο στον επίλογό

του αλλά και στην υπόλοιπη αφήγησή του, τη μάχη στη Μυκάλη,914 προφανώς, επειδή,

κατά τη γνώμη μου, θα θεώρησε πως είναι περισσότερο διακριτή σ’ αυτές τις τέσσερις

μάχες η, κατά τον ίδιο το βιογράφο, κακοήθεια του Ηροδότου.

913 Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί στην αφήγησή του έναν στίχο της Οδυσσείας χωρίς να συμπεριλάβει
την τελευταία λέξη «κατέλεξας»: λ 368: «μῦθον δ' ὡς ὅτ' ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας», όπου ο
Αλκίνοος λέει επιπλέον στον Οδυσσέα ότι έχει χάρη στο λόγο του και ότι είναι φιλαλήθης σε
αντίθεση με τους περισσοτέρους ταξιδιώτες. Ο L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, σχόλια
στο κεφ. 43, σημ. c (Ηθικά 874B) θεωρεί, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι ο Πλούταρχος αποδίδει στον
Ηρόδοτο τις αρετές ένος ψευδολόγου ποιητού και όχι αυτές ενός ιστορικού.
914 Βλ. για τη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ.) J.P. Barron,
“The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 611-615.

421
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εκείνο που αρχικά γίνεται αντιληπτό με την ανάγνωση του πλουτάρχειου έργου

είναι ότι τα εξεταζόμενα ηροδότεια χωρία δεν εντάσσονται ρητά σε κάποιο ή κάποια από

τα οκτώ χαρακτηριστικά κακοηθείας του ιστορικού που διακρίνει και καταγράφει ο

βιογράφος στην εισαγωγή (κεφ. 2-9) του έργου του, παρά τη δήλωση του βιογράφου (κεφ. 1)

ότι ‘’το κάθε εξεταζόμενο χωρίο θα υπάγεται σ’ αυτούς τους ορισμούς, αν, φυσικά,

ταιριάζει’’. Ακόμη, όμως, και αν πραγματοποιούσε ο βιογράφος την υπαγωγή κάθε

εξεταζομένου ηροδότειου χωρίου σ’ αυτούς τους ορισμούς κακοηθείας, κατά τη γνώμη μου

η προσπάθειά του θα ήταν ανεπιτυχής, επειδή τα ηροδότεια χωρία δύνανται να υπαχθούν

σε περισσότερα του ενός χαρακτηριστικά κακοηθείας, με αποτέλεσμα η ένταξη κάποιου

χωρίου σε έναν ορισμό να μην ήταν απολύτως ορθή. Το γεγονός ότι ο Πλούταρχος δεν

πραγματοποίησε την εν λόγω εξαγγελία, είναι πιθανό να οφείλεται σε αμέλεια, ή

αδυναμία του βιογράφου να την φέρει εις πέρας λόγω της δυσκολίας να εντάξει το

εκάστοτε εξεταζόμενο ηροδότειο χωρίο σε ένα μονάχα χαρακτηριστικό κακοηθείας∙ δεν

πρέπει, όμως, να αποκλείεται η δήλωση του Πλουτάρχου ‘’περί υπαγωγής κάθε

εξεταζομένου χωρίου σ’ αυτούς τους ορισμούς, αν φυσικά ταιριάζει’’ να απευθύνεται στον

αναγνώστη ο οποίος θα ταξινομούσε τα ηροδότεια χωρία στις οκτώ κατηγορίες

κακοηθείας, με οδηγό τους χαρακτηρισμούς σε κάθε εξεταζόμενο χωρίο του βιογράφου για

τον ιστορικό, αν φυσικά έκρινε ο αναγνώστης ότι το εκάστοτε χωρίο του ιστορικού

πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ένταξή του σε κάποιον από τους ορισμούς κακοηθείας.

Η κριτική του Πλουτάρχου στον Ηρόδοτο δεν παρουσιάζεται με όμοιο τρόπο σε όλη

την αφήγησή του. Και αυτό, επειδή, άλλοτε δεν είναι επιτυχής η επιλογή των ηροδότειων

χωρίων από το βιογράφο, καθώς σ’ αυτά τα χωρία δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η

κακοήθεια του ιστορικού, σε άλλες περιπτώσεις ο βιογράφος διαστρεβλώνει, ακουσίως ή

εκουσίως, το περιεχόμενο της ηροδότειας διηγήσεως με αποτέλεσμα να ακυρώνονται τα

όποια επιχειρήματα προβάλλει, αλλού, ενώ δεν παρουσιάζει κανένα επιχείρημα για τη

θέση που διατυπώνει ή αφήνει να εννοηθεί, πιθανότατα έχει δίκαιο, και στις περισσότερες

422
περιπτώσεις παρουσιάζει διάφορες κατηγορίες εναντίον του Ηροδότου και επιμέρους

ζητήματα σε ένα θεματικό γεγονός με αποτέλεσμα να μην εξάγεται ενιαίο συμπέρασμα.

Λόγω, λοιπόν, αυτών των διαφοροποιήσεων στην αφήγηση του Πλουτάρχου, η από μέρους

μου εστίαση γίνεται στην κεντρική ιδέα του εκάστοτε αυτοτελούς γεγονότος –

παραδείγματος, ώστε να αποφευχθεί πλήθος κατηγοριών και υποδιαιρέσεών τους στα

συμπεράσματα που θα προκαλούσε περισσότερη σύγχυση στον αναγνώστη παρά θα τον

βοηθούσε στην εξαγωγή ασφαλούς πορίσματος. Έτσι η κριτική του Πλουτάρχου στον

Ηρόδοτο διαχωρίζεται: α) σε αιτιολογημένη και ορθή κριτική και β) σε μη αιτιολογημένη

και μεροληπτική κριτική∙ στα παραδείγματα όπου διαπιστώνονται δύο ή περισσότερα

ζητήματα με διαφορετικό, κατά την κρίση μου, συμπέρασμα μεταξύ τους, αυτά τα

ζητήματα στο τέλος θα υπαχθούν ξεχωριστά σε μία από τις δύο κατηγορίες. Στα

παραδείγματα που διαπιστώνεται διαστρέβλωσις της ιστορικής διηγήσεως του Ηροδότου

από το βιογράφο, ή ατυχής επιλογή των ηροδότειων χωρίων από τον Πλούταρχο, ώστε να

μην καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί η κακοήθεια ή μη του ιστορικού, αυτά υπάγονται

στην δεύτερη κατηγορία (μη αιτιολογημένη και μεροληπτική κριτική), καθώς δεικνύουν,

κατά τη γνώμη μου, την μεροληψία του Πλουτάρχου.

Η αιτιολογημένη και ορθή κριτική των ηροδότειων χωρίων από τον Πλούταρχο

διαπιστώνεται, κατά τη γνώμη μου, στα εξής παραδείγματα: Στην καταγωγή του

Ηρακλέους (Β, Ι, 5), καθώς δεν είναι αιγυπτιακή ή φοινικική η καταγωγή του ήρωος, την

οποία υποστηρίζει ο Ηρόδοτος, αλλά ελληνική, παρά τις κάποιες εσφαλμένες ερμηνείες

των ηροδότειων χωρίων από το βιογράφο. Στην καταγωγή του Θαλή του Μιλησίου (Β, Ι, 6),

που δεν είναι φοινικική, αλλά ελληνική. Στην ανάρρηση, δια της δικαιοσύνης, του Δηιόκη

στην ηγεμονία των Μήδων (Β, Ι, 12), αν και δεν παρουσιάζει ο Πλούταρχος επιχειρήματα

για την άποψή του, είναι ωστόσο ορθή η κριτική του. Στις αιτίες που παρουσιάζει ο

ιστορικός σχετικά με την εκστρατεία των Λακεδαιμονίων και των Κορινθίων εναντίον του

τυράννου της Σάμου Πολυκράτους (Β, ΙΙ, 3). Στην ευβοϊκή (εξ Ερετρίας) και όχι φοινικική

καταγωγή του Γεφυραίου Αριστογείτονος (Β, ΙΙ, 6). Στην εσφαλμένη άποψη του Ηροδότου,

περί της συμβουλής των Λακεδαιμονίων προς τους Πλαταιείς να αναζητήσουν οι

τελευταίοι την προστασία των Αθηναίων με σκοπό να προκαλέσουν προβλήματα στους

423
Αθηναίους από τη διένεξη που θα είχαν οι τελευταίοι με τους Βοιωτούς (Β, ΙΙ, 9). Στην

επιθυμία των Αργείων να συνταχθούν με τους Έλληνες εναντίον του στρατού του Ξέρξη

(Β, ΙΙ, 12), αν και ο βιογράφος διαστρεβλώνει το ηροδότειο χωρίο περί καλέσματος από τους

Αργείους των Περσών σε εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος. Σχετικά με το μηδισμό των

Θηβαίων πριν και κατά τη μάχη των Θερμοπυλών (Β, ΙΙ, 15), αφ’ ενός η αναφορά του

Ηροδότου περί ομηρείας των Θηβαίων δεν είναι πιστευτή, αφ’ ετέρου οι Θηβαίοι που

εστάλησαν στα στενά ήταν υπέρμαχοι του ελληνικού αγώνος και δεν είχαν πριν μηδίσει∙

σε ό,τι αφορά την παρέκβαση περί της νυκτερινής εφόδου των Σπαρτιατών στο περσικό

στρατόπεδο είναι ασύμβατη με τα ηροδότεια γεγονότα του τελικού σταδίου της μάχης, ενώ

τα παραλειπόμενα από την ηροδότεια διήγηση γνωμικά αποτελούν μεταγενέστερη

επινόηση. Στη συμμετοχή των Φωκέων στον πόλεμο στο πλευρό των Ελλήνων (Β, ΙΙ, 17), η

οποία δεν υπαγορεύθηκε από την αντίδραση τους να προσχωρήσουν στην αντίπαλη

παράταξη από εκείνη που υποστήριζαν οι μηδίζοντες Θεσσαλοί που θεωρεί ο ιστορικός,

καθώς οι Φωκείς μετέπειτα προσχώρησαν στην περσική παράταξη και συντάχθηκαν έτσι

με τους Θεσσαλούς. Στη συμμετοχή στη μάχη των Πλαταιών όλων των Ελλήνων που

αποτελούσαν το συμμαχικό στράτευμα και όχι μονάχα των Λακεδαιμονίων, των Αθηναίων

και των Τεγεατών (Β, ΙΙ, 23), καθώς το σώμα των Φλειασίων και Μεγαρέων βεβαιότατα

πολέμησε, έστω ανεπιτυχώς, κατά του εχθρού, ενώ το σώμα των Κορινθίων αν δεν

πρόλαβε τη μάχη περί το ιερό της Δήμητρος, τότε θα πρέπει να έλαβε μέρος στο τελικό

στάδιο της μάχης, την εκπολιόρκηση, δηλαδή, του εχθρικού στρατοπέδου.

Η μη αιτιολογημένη και μεροληπτική κριτική της ηροδότειας διηγήσεως από τον

Πλούταρχο διαπιστώνεται, κατά τη γνώμη μου, στα εξής παραδείγματα: Στο παράδειγμα

σχετικά με την απαγωγή της Ιούς και των γυναικών του Άργους από τους Φοίνικες (Β, Ι, 1),

καθώς ο βιογράφος διαστρεβλώνει την ηροδότεια διήγηση στην οποία ο ιστορικός, αφ’ ενός

δεν αποφαίνεται υπέρ της αρπαγής της Ιούς και των Αργείων γυναικών, και συνεπώς δεν

θεωρεί ότι αυτές υπήρξαν θύματα απαγωγής, αφ’ ετέρου δεν αφήνει να εννοηθεί κάτι

τέτοιο στην αφήγησή του. Στην τέλεση ανθρωποθυσιών από τους Έλληνες (Β, Ι, 2) όπου,

στο πρώτο περιστατικό περί τελέσεως ανθρωποθυσίας του Αιγυπτίου βασιλέως Βουσίριδος

από τον Ηρακλή διαστρεβλώνει την ηροδότεια διήγηση, ενώ το δεύτερο περιστατικό,

424
σχετικά με τη θυσία δύο επιχωρίων παιδιών στην Αίγυπτο από τον Μενέλαο για τον

εξευμενισμό των θεών και την δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για πλου και αναχώρηση

από την Αίγυπτο, προέρχεται από αφήγηση μύθου. Στο παράδειγμα περί της παιδεραστίας

των Ελλήνων (Β, Ι, 3), καθώς ο βιογράφος όχι μόνο δεν αιτιολογεί την άποψή του περί

μιμήσεως των Ελλήνων από τους Πέρσες της παιδεραστίας, αλλά και μεροληπτεί υπέρ των

Ελλήνων κατακρίνοντας μονάχα τους Πέρσες και όχι και τους δύο λαούς που ήταν φορείς

αυτής της συνήθειας. Στα θρησκευτικά ζητήματα των Αιγυπτίων (Β, Ι, 4), επειδή, αν και σε

μερικά από τα επιμέρους ζητήματα του παραδείγματος γίνονται σωστές επισημάνσεις από

τον Πλούταρχο, αφ’ ενός δεν υπάρχει αιτιολόγηση, αφ’ ετέρου μεροληπτεί ο βιογράφος

υπέρ των Ελλήνων για θρησκευτικά θέματα που βασίζονται σε μύθους. Στην βλάσφημη

άποψή του Ηροδότου, μέσω του Σόλωνος, περί θεών (Β, Ι, 7), καθώς ο Πλούταρχος

ερμήνευσε με απόλυτα αρνητικό τρόπο μία φράση της ηροδότειας διηγήσεως, δίδοντάς της

υπερβολική σημασία. Στην παράλειψη από φθόνο του Ηροδότου του κατορθώματος του

Πιττακού ενώ γνώριζε το περιστατικό, και στην μνημονευθείσα από χαρά από τον ιστορικό

για τις συμφορές άλλων ανθρώπων φυγή του ριψάσπιδος ποιητού Αλκαίου από τη μάχη

κατά τον πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Μυτιληναίων για το Σίγειο (Β, Ι, 8), ο Πλούταρχος

μεροληπτεί και δεν αιτιολογεί την άποψή του. Στην συνδιαλλαγή, κατά τον ιστορικό, των

Αλκμεωνιδών με τον Πεισίστρατο (Β, Ι, 9), η άποψη του βιογράφου περί ψευδούς ηροδότειας

διηγήσεως είναι εσφαλμένη, αν και η διαπίστωση του Πλουτάρχου, ότι δηλαδή οι

Αλκμεωνίδες έτρεφαν μίσος για τον τύραννο, είναι ορθή. Στην αυτοχειρία του

Λακεδαιμονίου Οθρυάδου και την, κατά το βιογράφο, δήθεν ήττα των Λακεδαιμονίων από

τους Αργείους (Β, Ι, 10), καθώς ο Πλούταρχος διαστρεβλώνει την ηροδότεια διήγηση και

παραλείπει την δεύτερη μάχη μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των Αργείων για την κατοχή

της Θυρέας. Στην παρουσίαση από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με το βιογράφο, αφ’ ενός

διαφορετικού Κροίσου πριν και μετά την αιχμαλωσία του από τον Κύρο, αφ’ ετέρου

ασεβούς Κροίσου (Β, Ι, 11), ο Πλούταρχος διαστρεβλώνει την ηροδότεια διήγηση. Στις

προσβολές του Ηροδότου προς τους Ίωνες (Β, ΙΙ, 1), ο βιογράφος παρερμηνεύει την

ηροδότεια διήγηση. Στο περιστατικό της παραδόσεως του Λυδού Πακτύη στους Πέρσες (Β,

ΙΙ, 2), ο Πλούταρχος έχει άδικο, καθώς, αφ’ ενός η ηροδότεια διήγηση περί συναλλαγής της

425
Μυτιλήνης και της Χίου με τους Πέρσες για την παράδοση του Πακτύη είναι αληθής, αφ’

ετέρου η Κύμη δεν ήλθε, κατά τη διήγηση του ιστορικού, σε συναλλαγή με τους Πέρσες,

όπως υποστηρίζει ο βιογράφος, αλλά, τουναντίον, προσπάθησε να τον προστατεύσει. Στις

κατηγορίες που διακρίνει ο βιογράφος στη διήγηση του Ηροδότου περί ραδιουργίας και

ασέβειας προς την Πυθία και τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη, και παραγωγής αδίκου χρησμού

από τον Απόλλωνα, κατά την απαλλαγή των Αθηνών από την τυραννίδα με τη βοήθεια

των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι βασίστηκαν σε ψευδείς χρησμούς (Β, ΙΙ, 4), ελλείπει η

επιχειρηματολογία και, ακολούθως, η τεκμηρίωση από τον Πλούταρχο. Στην ηροδότεια

διήγηση, σχετικά με την καρική καταγωγή του Αθηναίου Ισαγόρα και την ανοχή που

επέδειξε στις ερωτικές σχέσεις της συζύγου του με τον Κλεομένη Α’, με την οποία διαφωνεί

ο Πλούταρχος (Β, ΙΙ, 5), ελλείπει η επιχειρηματολογία από το βιογράφο. Σχετικά με την

δήθεν, κατά τον Πλούταρχο, αφ’ ενός μετάνοια των Λακεδαιμονίων να εκδιώξουν τους

Πεισιστρατίδες από την Αθήνα, αφ’ ετέρου απόπειρα των πρώτων να επιβάλουν τυραννικό

πολίτευμα στην Αθήνα (Β, ΙΙ, 7), δεν υπάρχει λόγος αμφισβητήσεως της ηροδότειας

διηγήσεως. Σχετικά με την αμαύρωση από τον Ηρόδοτο της συμμετοχής των Αθηναίων και

των Ερετριέων στην Ιωνική επανάσταση (Β, ΙΙ, 8), ο Πλούταρχος δείχνει μεροληψία στην

αποδοχή και ερμηνεία των ιστορικών πηγών. Στη διήγηση του ιστορικού σχετικά, με την

καθυστερημένη άφιξη των Λακεδαιμονίων στον Μαραθώνα λόγω αναμονής της

πανσελήνου, με την ημέρα που διεξήχθη η μάχη, και με τον μικρό αριθμό των πεσόντων

βαρβάρων που διακρίνει ο βιογράφος στις Ιστορίες του Ηροδότου (Β, ΙΙ, 10), δεν

διαπιστώνεται μείωση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα, που θεωρεί ο Πλούταρχος.

Στην κατηγορία που διετυπώθη στην ηροδότεια διήγηση εναντίον των Αλκμεωνιδών, πως

πρόδωσαν τους Αθηναίους ερχόμενοι σε συνεννόηση με τους Πέρσες (Β, ΙΙ, 11), ο

Πλούταρχος όχι μόνο δυσπιστεί, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, στην απόφανση του

ιστορικού υπέρ της αθωότητος των Αλκμεωνιδών, αλλά την θεωρεί συκοφαντία, δίχως

ωστόσο να αιτιολογεί με στοιχεία την άποψή του. Σχετικά με την κακολογία από τον

ιστορικό του ελληνικού συνασπισμού και δη των Λακεδαιμονίων που ίσως να μήδιζαν σε

περίπτωση που οι Αθηναίοι έπαυαν να υποστηρίζουν τους Έλληνες εναντίον των

εισβολέων (Β, ΙΙ, 13), ο Πλούταρχος δεικνύει προκατάληψη απέναντι στον Ηρόδοτο, ο

426
οποίος απλά εξέφρασε μία εικασία σχετικά με την έκβαση των γεγονότων σε περίπτωση

που ο αθηναϊκός στόλος δεν συμμετείχε στον ελληνικό συνασπισμό. Σχετικά με την

κατηγορία που διατυπώνει ο Πλούταρχος εναντίον του Ηροδότου, ότι δηλαδή ο ιστορικός

διηγήθηκε το περιστατικό πλουτισμού του Αμεινοκλέους από τα ευρήματα των πλοίων του

Πέρση βασιλέως ύστερα από ναυάγιο για να γνωστοποιήσει στο αναγνωστικό κοινό την

παιδοφονία του ανδρός (Β, ΙΙ, 14), δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, καθώς ο αναγνώστης

εκλαμβάνει το περιστατικό στη φιλοσοφική του θεώρηση, ότι, δηλαδή, τα πλούτη δεν

εξασφαλίζουν την ευτυχία στον άνθρωπο. Στην προσχώρηση των Ναξίων στην ελληνική

παράταξη πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνος (Β, ΙΙ, 18), διακρίνεται η μεροληψία του

Πλουτάρχου και η δυσπιστία του στην ηροδότεια διήγηση. Στη σύλληψη του σχεδίου να

ναυμαχήσουν οι Έλληνες εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα (Β, ΙΙ, 19), ο Πλούταρχος

διαστρεβλώνει την ηροδότεια διήγηση που κάνει λόγο για έντονη επιθυμία του

Θεμιστοκλέους να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα πριν αναφέρει την παραίνεση του

Μνησιφίλου στον Θεμιστοκλή. Σχετικά με τη φυγή του κορινθιακού στόλου υπό την

αρχηγία του Αδειμάντου με την έναρξη της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα (Β, ΙΙ, 20), αν και ο

Πλούταρχος ασκεί ορθή κριτική εναντίον αυτής της εκδοχής του Ηροδότου, εν τούτοις δεν

λαμβάνει υπόψη ότι ο ιστορικός μνημονεύει και την άποψη των υπολοίπων, εκτός των

Αθηναίων, Ελλήνων που κάνουν λόγο περί των πρωταγωνιστών Κορινθίων στη ναυμαχία,

και δεν αναγνωρίζει ότι ο ιστορικός δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος.

Σε τρία παραδείγματα διαπιστώνονται περισσότερα του ενός ζητήματα ανά

παράδειγμα τα οποία, όμως, δεν παραπέμπουν σε ενιαίο συμπέρασμα. Έτσι, στο

παράδειγμα Β, ΙΙ, 16 η ηροδότεια κατηγορία περί δωροδοκίας των στρατηγών πριν τη

ναυμαχία του Αρτεμισίου είναι ανυπόστατη και άρα δικαίως γίνεται αιτιολογημένη και

ορθή κριτική από τον Πλούταρχο, ενώ σχετικά με τη φυγή του ελληνικού στόλου ύστερα

από ήττα ασκείται μη αιτιολογημένη και μεροληπτική κριτική, καθώς ο βιογράφος

διαστρεβλώνει το χωρίο του ιστορικού που ρητά αναφέρει νίκη των Ελλήνων στις δύο

πρώτες ναυμαχίες και ισοπαλία στην τρίτη ναυμαχία, ενώ παρερμηνεύει την τριάκις

μνημονευθείσα από τον Ηρόδοτο λέξη «δρησμόν» ως ντροπιαστική φυγή και όχι ως

υποχώρηση σε άλλο τόπο πιο πρόσφορο για άμυνα. Στο παράδειγμα Β, ΙΙ, 21, σχετικά με το

427
ζήτημα της κλοπής των νησιωτών από τον Θεμιστοκλή, ασκείται αιτιολογημένη και ορθή

κριτική από τον Πλούταρχο, ενώ σχετικά με το δεύτερο και όχι το πρώτο βραβείο αριστείας

στους Αθηναίους, και με τη δεύτερη και όχι την πρώτη θέση στον Θεμιστοκλή κατά την

κρίση των στρατηγών για την αριστεία στη Σαλαμίνα, γίνεται μη αιτιολογημένη και

μεροληπτική κριτική. Και στο παράδειγμα Β, ΙΙ, 22 τα ζητήματα που θέτει ο Πλούταρχος,

αφ’ ενός της αδιαφορίας των Λακεδαιμονίων για τους Αθηναίους μετά την οχύρωση του

Ισθμού, αφ’ ετέρου της παραχωρήσεως της αρχηγίας του ελληνικού στρατεύματος από

τους Σπαρτιάτες στους Αθηναίους ολίγο πριν τη μάχη στις Πλαταιές προσφέροντάς τους

το δεξιό κέρας, δεν υφίστανται (μη αιτιολογημένη και μεροληπτική κριτική), ενώ σχετικά

με τη συμβουλή του Τεγεάτη Χείλεω στους εφόρους της Σπάρτης ότι το ανεγερθέν τείχος

στον Ισθμό δεν πρόκειται να τους προστατεύσει σε περίπτωση που οι Αθηναίοι εμήδιζαν,

ασκείται αιτιολογημένη και ορθή κριτική από το βιογράφο, καθώς οι έφοροι θα γνώριζαν

τους κινδύνους σε περίπτωση που οι Αθηναίοι εμήδιζαν, και έτσι η συμβουλή του Χείλεω

στους εφόρους δεν ήταν απαραίτητη.

Είναι εμφανές μετά από αυτόν τον διαχωρισμό των παραδειγμάτων ή μέρους αυτών

στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες (α και β) ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε

μη αιτιολογημένη και μεροληπτική κριτική (β) από τον Πλούταρχο και σε λιγότερες

αιτιολογημένη και ορθή κριτική (α). Αυτό οφείλεται: 1) στη σύγχυση που προκαλεί στον

αναγνώστη η μη ενδεδειγμένη για ιστορικό σχολιασμό επιλογή από τον Πλούταρχο

χωρίων του Ηροδότου στα οποία είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να διαπιστωθεί η

κακοήθεια του ιστορικού, 2) στη διαστρέβλωση ή παρερμηνεία των παρατιθεμένων από το

βιογράφο ηροδότειων χωρίων και 3) στην μεροληπτική προσέγγιση του Πλουτάρχου στην

πραγμάτευση εν γένει της ηροδότειας ιστορικής διηγήσεως.

428
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ

AJA American Journal of Archaeology

AJPh American Journal of Philology

AncW The Ancient World

Anth. Lyr. Gr. Anthologia Lyrica Graeca

BNP Brill’s New Pauly

BSA The Annual of the British School at Athens

CAH The Cambridge Ancient History

CJ The Classical Journal

ClR The Classical Review

CPh The Classical Philology

CQ The Classical Quarterly

CSCA California Studies in Classical Antiquity

FGrH F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historicer, 1923-1958

FHG C. Müller, Fragmenta Historicorum Graecorum 5 vols., 1841-1970

GHI R. Meiggs - D. Lewis, A Selection of Greek Historical Inscriptions to the End

of the Fifth Century B.C., Oxford 1969

GRBS Greek, Roman and Byzantine Studies

IG Inscriptiones Graecae

JHS Journal of Hellenic Studies

LSJ9 H.G. Lidell – R. Scott – H.S. Jones, A Greek – English Lexicon, Oxford 19409

OCD3 S. Hornblower – A. Spawforth, The Oxford Classical Dictionary, 3rd edition,

Oxford/N. York 1996

ODB The Oxford Dictionary of Byzantium

RE Paulys Realencyclopädie der classischen Alterumswissenschaft

SEG Supplementum Epigraphicum Graecum

429
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. Andrewes, “The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition”, στο CAH V2 (1992), σ. 433-463.

A. Andrewes, “The growth of the Athenian state”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 360-391.

A. Andrewes, “The tyranny of Pisistratus”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 392-416.

A. Andrewes, The Greek Tyrants, London 1960.

D. Asheri - A.B. Lloyd - A. Corcella, A Commentary on Herodotus, Books I-IV, Oxford/New

York 2007.

J.P. Barron, “The liberation of Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 592-622.

J.P. Barron, “Milesian Politics and Athenian Propaganda c. 460-440 B.C.”, JHS 82 (1962), σ. 1-6.

G. Baudy, “Carnea, Carneus, Carnus”, ΒNP 2 (2003), σ. 1116-1118.

R.L. Beaumont, “Greek influence in the Adriatic sea before the fourth century B.C.”, JHS 56

(1936), σ. 159-204.

H. Beck, ‘’Hippocleides”, ΒNP 6 (2005), σ. 349.

E.P. Blegen, “News Items from Athens”, AJA 43 (1939), σ. 696-700.

J. Boardman, “The islands”, στο CAH III2 1 (1982), σ. 754-778.

A.L. Boegehold, “The Salamis Epigram”, GRBS 6 (1965), σ. 179-186.

A.B. Bosworth, “Alexander the Great part I: The events of the reign”, στο CAH VI2 (1994), σ.

791-845.

A.B. Bosworth, “Alexander the Great part 2: Greece and the conquered territories”, στο CAH

VI2 (1994), σ. 846-875.

A. Bowen, Plutarch: The Malice of Herodotus, Warminster 1992.

E. Bowie, “Archilochus”, BNP 1 (2002), σ. 990-993.

E. Bowie, “Solon [1]”, BNP 13 (2008), σ. 623-625.

E. Bowie, “Aristides, [3] P. Aelius”, ΒNP 1 (2002), σ. 1096-1100.

E. Bowie, “Athenaeus [3]”, ΒNP 2 (2003), σ. 240-243.

E. Bowie, “Pigres”, ΒNP 11 (2007), σ. 244.

T.F.R.G. Braun, “The Greeks in the Near East”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 1-31.

R.J. Buck, A History of Boeotia, Edmonton 1979.

430
A.R. Burn, Persia and the Greeks: the Defence of the West, c. 546-478 B.C., London 1962.

J.B. Bury, “The campaign of Artemisium and Thermopylae’’, BSA (1895-6), σ. 83-104.

E. Bux, “Lysanias (7)”, RE ΧΙΙΙ 2 (1927), σ. 2508.

C. Calame, “Alcman”, BNP 1 (2002), σ. 457-460.

R. Carpenter, “Reviews”, AJPh 84 (1963), σ. 76-85.

P. Cartledge, “Sparta and Samos: a special relationship?”, CQ 32 (1982), σ. 243-265.

C.C. Chiasson, “The Herodotean Solon”, GRBS 27 (1986), σ. 249-262.

J. Christes, “Seven Sages”, BNP 13 (2008), σ. 351-352.

J. Cobet, “Polycrates [1]”, BNP 11 (2007), σ. 515-516.

J. Cobet, “Pittacus”, BNP 11 (2007), σ. 308-309.

J.M. Cook, ”Greek Settlement in the Eastern Aegean and Asia Minor”, στο CAH II3 2 (1975), σ.

773-804.

J.M. Cook, “The eastern Greeks”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 196-221.

G.E.M. de ste Croix , The Origins of the Peloponnesian War, Duckworth 1972.

T. Cuyler Young, “The early history of the Medes and the Persians and the Achaemenid empire

to the death of Cambyses”, στο CAH IV2 (1988), σ. 1-52.

E. David, “Suicide in Spartan society”, στο T.J. Figueira (ed.), Spartan Society, Llandysul 2004.

J.K. Davies, Athenian Propertied Families 600 – 300 B.C., Oxford 1971.

C.C. Davison, Pheidias: the sculptures and ancient sources 1, London 2009.

W. Decker, “Phrynon [1]”, ΒNP 11 (2007), σ. 201-202.

W. Decker, “Olympia: IV. AGONS”, ΒNP 10 (2007), σ. 107-108.

K. Döring, “Socrates [2]”, ΒNP 13 (2008), σ. 588-599.

K.J. Dover, H ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, (Ελληνική μτφ.: Π. Χιωτέλλης), Αθήνα

1990.

W. Eck, “Vocontii”, ΒNP 15 (2010), σ. 489-491.

W. Eder, “Prytaneion”, ΒNP 12 (2008), σ. 95.

W. Eder, ”Furius [I 13] F. Camillus, M”, ΒNP 5 (2004), σ. 615-616.

U. Eigler, “Hieronymus [8] Jerome”, ΒNP 6 (2005), σ. 317-321.

431
J.R. Ellis, “Macedon and north-west Greece”, στο CAH VI2 (1994), σ. 723-759.

J.R. Ellis, “Macedonian hegemony created”, στο CAH VI2 (1994), σ. 760-790.

K.-L. Elvers, “[I 21] A. Regulus, M.”, ΒNP 2 (2003), σ. 289.

R.M. Errington, “Rome against Philip and Antiochus”, στο CAH VIII2 2 (1989), σ. 244-289.

J.A.S. Evans, “The ‘final problem’ at Thermopylae”, GRBS 5 (1964), σ. 231-237.

J.A.S. Evans, “The Oracle of the "Wooden Wall", CJ 78 (1982), σ. 24-29.

M. Fantuzzi, ‘’[4] Nicander of Colophon”, ΒNP 9 (2006), σ. 706-708.

L.R. Farnell, The Cults of the Greek States III, Oxford 1907.

D. Fehling, Herodotus and his ‘Sourses’: citation, invention and narrative art, (αγγλική μτφ.:

J.G. Howie), Leeds 1989.

M.A. Flower, “Simonides, Ephorus, and Herodotus on the Battle of Thermopylae”, CQ 48

(1998), σ. 365-379.

A. Fol - N.G.L. Hammond, “Persia in Europe, apart from Greece”, στο CAH IV2 (1988), σ. 234-

253.

S. Fornaro, “Peisander [6]”, BNP 10 (2007), σ. 682-683.

W.G.G. Forrest, “Central Greece and Thessaly”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 286-320.

W.G.G. Forrest, “Euboea and the islands”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 249-260.

W.G. Forrest, A History of Sparta 950-192 B.C., London 1968.

W.G. Forrest, “The Tradition of Hippias’ Expulsion from Athens”, GRBS 10 (1969), σ. 277-286.

T. Frigo, “[I 7] P. Cato (Uticensis), M.”, ΒNP 11 (2007), σ. 631-634.

F.G. Frost, Plutarch’s Themistocles: a historical commentary, Princeton/New Jersey 1980.

F.J. Frost, “Themistocles and Mnesiphilus”, Historia 20 (1971), σ. 20-25.

F.J. Frost, “Themistocles’ Place in Athenian Politics”, CSCA 1 (1968), σ. 105-124.

R.F. Glei, “Batrachomyomachia”, ΒNP 2 (2003), σ. 559-560.

H.R. Goette, “Athens [1], II TOPOGRAPHY, 4. AGORA”, ΒNP 2 (2003), σ. 263-264.

A.W. Gomme - A. Andrewes – K.J. Dover, A Historical Commentary on Thucydides, Vol. IV

(Books V25 – VII), Oxford 1970.

A.W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides, Vol. II (Books II-III), Oxford 1956.

432
F. Graf, “Androclus”, BNP 1 (2002), σ. 683.

F. Graf, “Apatouria”, ΒNP 1 (2002), σ. 818-819.

F. Graf, “Athena”, BNP 2 (2003), σ. 233-238.

A.J. Graham, “The colonial expansion of Greece”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 83-162.

A. Green, “Hesiodus”, BNP 6 (2005), σ. 279-284.

R. Grieshammer, “Isis”, BNP 6 (2005), σ. 966.

P. Grimal, “Ιώ”, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, (Επιμέλεια ελλην.

έκδοσης: Β. Άτσαλος), Θεσσαλονίκη 1991.

L.-M. Gunther, “Philopoemen”, ΒNP 11 (2007) σ. 88-89.

M. Haase, “Isis”, BNP 6 (2005), σ. 967-968.

N.G.L. Hammond, “The Peloponnese”, στο CAH III2 3 (1982), σ. 321-359.

N.G.L. Hammond, “The expedition of Datis and Artaphernes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 491-517.

N.G.L. Hammond, “The expedition of Xerxes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 518-591.

N.G.L. Hammond, Studies in Greek History: A Companion Volume to A History of Greece to

322 B.C., Oxford, 1973.

N.G.L. Hammond, “The Campaign and the Battle of Marathon”, JHS 88 (1968), σ. 13-57.

N.G.L. Hammond, “Sparta at Thermopylae, Historia 45 (1996), σ. 1-20.

N.G.L. Hammond, “The Battle of Salamis”, JHS 76 (1956), σ. 32-54.

R-E. Harder, “Helena [1]”, BNP 6 (2005), σ. 62-64.

T. Heinze, “Cadmus [1]”, BNP 2 (2003), σ. 867-868.

W.C. Helmbold, Περί φιλαδελφίας, Plutarch’s Moralia VI (439A-523B),

London/Cambridge/Massachusetts 1962.

A. Henrichs, “Zeus II”, ΒNP 15 (2010), σ. 918-925.

C. Hignett, Xerxes’ Invasion of Greece, Oxford 1963.

C. Hocker, “Alyattes”, BNP 1 (2002), σ. 553.

A.T. Hodge – L.A. Losada, “The Time of the Shield Signal at Marathon”, AJA 74 (1970), σ. 31-36.

P. Hοgemann, “Croesus”, BNP 3 (2003), σ. 955-956.

K.-J. Hölkeskamp, “Bias [2]”, ΒNP 2 (2003), σ. 622-623.

433
W.W. How - J. Wells, A Commentary on Herodotus, vol. I2 (Books I-IV), Oxford 1928.

W.W. How - J. Wells, A Commentary on Herodotus, vol.II2 (Books V-IX), Oxford 1928.

F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker. Zweiter Teil: Zeitgeschichte. C:

Kommentar zu Nr. 64-105, Berlin 1926.

F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker. Zweiter Teil: Zeitgeschichte. B:

Spezialgeschichten, Autobiographien und Memoiren, Zeittafeln. Zweite und Vierte

Lieferung. Kommentar zu Nr. 106 -261, Leiden/New York/ Köln 1993.

F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker. Dritter Teil: Geschichte von Staedten und

Voelkern (Horographie und Ethnographie). a: Kommentar zu Nr. 262-296, Leiden 1954.

F. Jacoby, “Patrios Nomos: state burial in Athens and the public cemetery in Kerameikos”, JHS

64 (1944), σ. 37-66.

K. Jansen-Winkeln, “Amasis [2]”, BNP 1 (2002), σ. 561.

L.H. Jeffery, “Greece before the Persian invasion”, στο CAH IV2 (1988), σ. 347-367.

S.I. Johnston, “Iphigenia”, BNP 6 (2005), σ. 927-929.

C.H. Kahn, ”Thales”, OCD3 (1996), σ. 1491.

H. Kalcyk, “Cythnus”, ΒNP 4 (2004), σ. 25-26.

L. Kappel, “Ne(i)leus [1]”, BNP 9 (2006), σ. 619.

E.W. Kase – G.J. Szemler, “Xerxes΄ March through Phokis (Her. 8. 31-35)”, Klio 64 (1982), σ. 353-

366.

W. Kierdorf, “Lygdamis [1]”, BNP 8 (2006), σ. 15.

K. Kinzl, “Peisistratus [4]”, ΒNP 10 (2007), σ. 686-687.

K. Kinzl, ”Megacles [2]”, ΒNP 8 (2006), σ. 594.

K. Kinzl, “Peisistratids”, ΒNP 10 (2007), σ. 685.

K. Kinzl, “Megacles [4]”, ΒNP 8 (2006), σ. 594.

K. Kinzl, “Themistocles”, ΒNP 14 (2009), σ. 429-430.

J. Kirchner, “Eualkidas”, RE VΙ 1 (1907), σ. 837.

C. Klodt, ”Polyneices”, ΒNP 11 (2007), σ. 528-529.

A. Kuhrt - H. Sancisi-Weerdenburg, “Deioces”, ΒNP 4 (2004), σ. 188-189.

434
A. Kuhrt - H. Sancisi-Weerdenburg, “Artaxerxes [1]”, ΒNP 2 (2003), σ. 56-57.

A. Külzer, “Siphnos”, ΒNP 13 (2008), σ. 500-501.

Y. Lafond, “Parparus”, ΒNP 10 (2007), σ. 555-556.

Y. Lafond, ”Cynuria [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 1063.

Y. Lafond, ‘’Ephyra [1]”, ΒNP 4 (2004), σ. 1037.

M.L. Lang, Herodotean Narrative and Discourse, Harvard/Cambridge/London 1984.

J. Latacz, “Homerus [1]”, BNP 6 (2005), σ. 450-463.

J.F. Lazenby, The Defence of Greece 490-479 B.C., Warminster 1993.

J.F. Lazenby, “The Strategy of the Greeks in the Opening Campaign of the Persian War”,

Hermes 92 (1964), σ. 264-284.

D.M. Leahy, “The Spartan embassy to Lygdamis”, JHS 77 (1957), σ. 272-275.

W.M. Leake, Travels in Northern Greece, (in four volumes) vol. II, Amsterdam 1967.

H. Leppin, “Nepos, [2] Cornelius N.”, ΒNP 9 (2006), σ. 659-660.

D.M. Lewis, “The Archidamian War”, στο CAH V2 (1992), σ. 370-432.

D.M. Lewis, “The tyranny of the Pisistratidae”, στο CAH IV2 (1988), σ. 287-302.

D.M. Lewis, “Sicily, 413-368 B.C.”, στο CAH VI2 (1994), σ. 120-155.

D.M. Lewis, “The Thirty Years’ Peace”, στο CAH V2 (1992), σ. 121-146.

D.M. Lewis, “Cleisthenes and Attica”, Historia 12 (1963), σ. 22-40.

A. Ley, “Amazons”, ΒNP 1 (2002), σ. 563-565.

A.v. Lieven, “Osiris”, BNP 10 (2007), σ. 276-277.

A.B. Lloyd, “Herodotus’ Account of Pharaonic History”, Historia 37 (1988), σ. 22-53.

H. Lohmann, “Melite [5]”, ΒNP 8 (2006), σ. 637.

M.J. Luzzatto, “Aesop”, ΒNP 1 (2002), σ. 256-260.

R.W. Macan, Herodotus. The Fourth, Fifth and Sixth Books, with introduction, notes,

appendices, indices, maps, vols. I and II. Vol. I: Introduction, text with notes.

Vol. II: Appendices, indices, maps, New York 1973.

R.W. Macan, Herodotus. The Seventh, Eighth and Ninth Books, with introduction, text,

apparatus, commentary, appendices, indices, maps, vol. I – parts 1 and 2. Part I: Introduction,

435
Book VII (Text and commentaries). Part II: Books VIII and IX (Text and commentaries), New

York 1973.

M. Meier, “Aristomenes [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 1118.

M. Meier, “Solon [1]”, BNP 13 (2008), σ. 620-623.

M. Meier, “Othryadas”, ΒNP 10 (2007), σ. 296.

M. Meier, “Anytus“, ΒNP 1 (2002), σ. 813.

R. Meiggs, The Athenian Empire, Oxford 1972.

K. Meister, “Philistus”, ΒNP 11 (2007), σ. 48-49.

K. Meister, “Ephorus”, ΒNP 4 (2004), σ. 1035-1036.

K. Meister, “Hellanicus [1] of Mytilene”, ΒNP 6 (2005), σ. 79-80.

K. Meister, “Hermocrates [1]”, ΒNP 6 (2005), σ. 229-230.

K. Meister, “Charon [3]”, BNP 3 (2003), σ. 203-204.

K. Meister, “Herodotus [1]”, ΒNP 6 (2005), σ. 265-271.

K. Meister, “[3] Nicolaus of Damascus”, ΒNP 9 (2006), σ. 725-728.

K. Meister, “Diyllus”, ΒNP 4 (2004), σ. 583.

K. Meister, “Timaeus [2]”, ΒNP 14 (2009), σ. 677-679.

M. Mellink, ”The native kingdoms of Anatolia”, στο CAH III2 2 (1982), σ. 619-665.

B.D. Meritt, The Athenian Year, Berkeley/Los Angeles 1961.

R. Michel, “Laodamas [1]”, BNP 7 (2005), σ. 227-228.

Μ.Ι. Μπαχαράκη, Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής: σε ενενήντα εννέα αναλυτικούς

εποπτικούς πίνακες∙ νέα συστηματική παρουσίαση και παραστατική ανάπτυξη της

ύλης, Θεσσαλονίκη 1983.

C. Müller, “P. Trogus [III 3]”, ΒNP 11 (2007), σ. 572-574.

J.A.R. Munro, “Some Observations on the Persian Wars: 2. The Campaign of Xerxes”, JHS 22

(1902), σ. 294-332.

J.A.R. Munro, “Some Observations on the Persian Wars: 3. The Campaign of Plataea”, JHS 24

(1904), σ. 144-165.

O. Murray, “The Ionian Revolt”, στο CAH IV2 (1988), σ. 461-490.

J.L. Myres, “ΑΚΗΡΥΚΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (Herodotus, V. 81)”, ClR 57 (1943), σ. 66-67.

436
M. Narcy, “Sophists”, BNP 13 (2008), σ. 636-639.

M. Ostwald - J.P. Lynch, “The growth of schools and the advance of knowledge”, στο CAH VI2

(1994), σ. 592-633.

M. Ostwald, “The reform of the Athenian state by Cleisthenes”, στο CAH IV2 (1988), σ. 303-346.

W. Pape – G.E. Benseler, Handworterbuch der griechischen Sprache: in vier Banden, Dritter

Band, Worterbuch der Griechischen eigennamen. Erste halfte, A – K, Braunschweig 18633.

H.W. Parke - D.E.W. Wormell, The Delphic Oracle, vol. I: The History, Oxford 1956.

H.W. Parke, Festivals of the Athenians, London 1977.

V. Parker, “Τύραννος. The Semantics of a Political Concept from Archilochus to Aristotle”,

Hermes 126 (1998), σ. 145-172.

B. Patzek, “Pheretima”, BNP 10 (2007), σ. 953.

B. Patzek, “Periander”, ΒNP 10 (2007), σ. 775-776.

B. Patzek, “Hippias [1]”, ΒNP 6 (2005), σ. 343.

B. Patzek, “Cypselides”, BNP 3 (2003), σ. 1081-1082.

B. Patzek, “Lycophron [1]”, BNP 7 (2005), σ. 925.

B. Patzek, ‘’Cleisthenes [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 419.

L. Pearson, Περί τῆς Ὴροδότου κακοηθείας, Plutarch’s Moralia XI (854E-874C, 911C-919F),

London/Cambridge/Massachusetts 1965.

A.C. Pearson, The fragments of Sophocles, volume III, Cambridge 1917.

C.B.R. Pelling, “Plutarchus [2]”, ΒNP 11 (2007), σ. 410-416.

J.E. Powell, The History of Herodotus, Amsterdam 1967.

J.E. Powell, A Lexicon to Herodotus, Cambridge 1938.

W.K. Pritchett, The Greek State at War, Part I: Ancient Greek military practices, Berkeley/Los

Angeles/London 1971.

W.K. Pritchett, “New Light on Plataia”, AJA 61 (1957), σ. 9-28.

A.E. Raubitschek, “Phaidros and his Roman Pupils”, Hesperia 18 (1949), σ. 96-103.

E. Rawson, “Caesar: civil war and dictatorship”, στο CAH IX2 (1992), σ. 424-467.

P.K.B. Reynolds, “ The Shield Signal at the Battle of Marathon”, JHS 49 (1929), σ. 100-105.

437
P.J. Rhodes, ”The Athenian revolution”, στο CAH V2 (1992), σ. 62-95.

P.J. Rhodes, “The Delian League to 449 B.C.”, στο CAH V2 (1992), σ. 34-61.

P.J. Rhodes, “Cleisthenes [2]”, ΒNP 3 (2003), σ. 419-420.

P.J. Rhodes, A Commentary on the Aristotelian Athenaion Politeia, Oxford 1981.

J. Rist, “[7] Eusebius of Caesarea”, ΒNP 5 (2004), σ. 225-226.

E. Robbins, “Stesichoros [1]”, BNP 13 (2008), σ. 828-830.

E. Robbins, “Pindarus [2]”, BNP 11 (2007), σ. 266-272.

E. Robbins, “Alcaeus [4]”, ΒNP 1 (2002), σ. 436-438.

E. Robbins, “Simonides [2]”, ΒNP 13 (2008), σ. 486-488.

E. Robbins, “Timocreon”, ΒNP 14 (2009), σ. 698.

M. Robertson, “Archaeology in Greece 1938-39”, JHS 59 (1939), σ. 189-209.

J. Roy, “Thebes in the 360s B.C.”, στο CAH VI2 (1994), σ. 187-208.

J.B. Salmon, Wealth Corinth: a history of the city to 338 B.C., Oxford 1984.

A.E. Samuel, Greek and Roman Chronology: Calendars and Years in Classical Antiquity,

Handbuch der Altertumswissenschaft I, 7, München 1972.

A. Schachter, “Cadmus”, OCD3 (1996), σ. 267.

J. Scherf, ‘’Glaucus [2]”, ΒNP 5 (2004), σ. 869.

P.L. Schmidt, “[5] M. Iunian(i)us I.”, ΒNP 6 (2005), σ. 1140-1141.

H.-J. Schulzki, “Stadion [1]”, ΒNP 13 (2008), σ. 774-775.

E. Schwartz, “Antenor (7)”, RE I 2 (1894), σ. 2353.

E. Schwartz, “Dionysios (107)”, RE V 1 (1903), σ. 929.

E. Schwartz, “Aristophanes (13)”, RE II 1 (1895), σ. 994.

Ε. Schwertheim, “Sigeum”, ΒNP 13 (2008), σ. 446.

E. Schwertheim, “Atarneus”, BNP 2 (2003), σ. 220.

H.H. Scullard, “Carthage and Rome”, στο CAH VII2 2 (1989), σ. 486-569.

R. Seager, “The King’s Peace and the Second Athenian Confederacy”, στο CAH VI2 (1994), σ.

156-186.

438
R. Sealey, A History of the Greek City States ca 700 – 338 B.C., Berkeley/Los Angeles/London

1976.

G.S. Shrimpton, “When Did Plataea Join Athens?”, CPh 79 (1984), σ. 295-304.

R.H. Simpson, “Leonidas’ Decision”, Phoenix 26 (1972), σ. 1-11.

A.J.S. Spawforth, ”Cynuria”, OCD3 (1996), σ. 419.

E. Stein - Hölkeskamp, “Aristogiton [1]”, BNP 1 (2002), σ. 1115.

E. Stein - Hölkeskamp, “Philaidae [2]”, ΒNP 11 (2007), σ. 11-12.

E. Stein – Hölkeskamp, ”Aleuadae”, ΒNP 1 (2002), σ. 467.

E. Stein – Hölkeskamp, “Agariste [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 309.

E. Stein – Hölkeskamp, “Adeimantus [1]”, ΒNP 1 (2002), σ. 136.

E. Stein - Hölkeskamp, “Alcmaeonids”, ΒNP 1 (2002), σ. 455-456.

E. Stein - Hölkeskamp, “Lycurgus [5]”, ΒNP 7 (2005), σ. 933.

E. Stein - Hölkeskamp, “Isagoras [1]”, BNP 6 (2005), σ. 954.

P. Stengel, “Ἀγροτέρας θυσία”, RE Ι 1 (1893), σ. 907-908.

F.H. Stubbings, “The Aegean Bronze Age”, στο CAH I3 1 (1970), σ. 239-247.

S.A. Takacs, “Isis”, BNP 6 (2005), σ. 966, 969-972.

A.-M. Talbot, “PLETHON, GEORGE GEMISTOS”, ODB 3 (1991), σ. 1685.

Μ.Ν. Tod, Α Selection of Greek Historical Inscriptions, vol. I: to the end of the fifth century B.C.,

Oxford 19462.

S.R. Tokhtas’ev, “Achaeans, Achaea”, ΒNP 1 (2002), σ. 73-75.

P. Treves - S. Hornblower, ”Artemisia (1)”, OCD3 (1996), σ. 184.

C. Trümpy, Untersuchungen zu den altgriechischen Monatsnamen und Monatsfolgen,

Heidelberg 1997.

Κ. Τσάκος, “Ένα ιερό της Αρτέμιδος στη Σάμο”, Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν, 13

(1980), σ. 305-318.

K. Tuchelt, “Didyma”, BNP 4 (2004), σ. 390-392.

C. Tuplin, “Marathon. In Search of a Persian Dimension”, στο MARATHON: The Battle and the

Ancient Deme, Athens 2010, σ. 251-274.

439
E. Visser, “Menelaus [1]”, BNP 8 (2006), σ. 678-679.

Α.J.B. Wace, “The Topography of Pelion and Magnesia”, JHS 26 (1906), σ. 143-168.

C. Wachsmuth, “Agrai”, RE Ι 1 (1893), σ. 887-888.

W.G. Waddell, Herodotus Book II, London 1959.

C. Walde, “Sibyl”, ΒNP 13 (2008), σ. 411-412.

M.B. Wallace, “Herodotos and Euboia”, Phoenix 28 (1974), σ. 22-44.

W.P. Wallace, “Kleomenes, Marathon, the Helots, and Arcadia”, JHS 74 (1954), σ. 32-35.

P.W. Wallace, ‘’The Final Battle at Plataia’’, Hesperia Supplements 19 (1982), σ. 183-192.

M. Weißenberger, “Isocrates”, ΒNP 6 (2005), σ. 979-983.

M. Weißenberger, “[I 3] D. Cocceianus of Prusa”, ΒNP 4 (2004), σ. 466-468.

J. Wells, “Some points as to the chronology of the reign of Cleomenes I”, JHS 25 (1905), σ. 193-

203.

K.-W. Welwei, “Brasidas”, ΒNP 2 (2003), σ. 749-750.

K.-W. Welwei, “Leotychidas [2]”, BNP 7 (2005), σ. 412-413.

K.-W. Welwei, “Damaratus”, BNP 4 (2004), σ. 50.

K.-W. Welwei, “Leonidas [1]”, ΒNP 7 (2005), σ. 399-400.

K.-W. Welwei, “Cleombrotus [1]”, ΒNP 3 (2003), σ. 430.

K.-W. Welwei, “Eurybiades”, ΒNP 5 (2004), σ. 213.

G. Wentzel, “Agrotera (Ἀγροτέρα)”, RE Ι 1 (1893), σ. 906-907.

H.D. Westlake, "Aristeus the son of Adeimantus", CQ 41 (1947), σ. 25-30.

H.D. Westlake, “Dion and Timoleon”, στο CAH VI2 (1994), σ. 693-722.

H.D. Westlake, “The Medism of Thessaly”, JHS 56 (1936), σ. 12-24.

J. Wiesehofer, “[2] Cyrus”, ΒNP 4 (2004), σ. 17-20.

J. Wiesehöfer, “Mardonius [1]”, ΒNP 8 (2006), σ. 331-332.

E. Will, ”The formation of the Hellenistic Kingdoms”, στο CAH VII2 1 (1984), σ. 101-117.

W. Will, “Callias [4]”, ΒNP 2 (2003), σ. 961-962.

W. Wolfgang, “Pausanias [1]”, ΒNP 10 (2007), σ. 646-647.

W.J. Woodhouse, “The Greeks at Plataiai“, JHS 18 (1898), σ. 33-59.

440
F. Zaminer, “Aristoxenus”, ΒNP 1 (2002), σ. 1154-1155.

B. Zimmermann, “Euripides [1]”, ΒNP 5 (2004), σ. 196-205.

441
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΩΝ ΠΗΓΩΝ, ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

1. Γραμματειακές πηγές

Αθήναιος 4, 141F: 160 σ.383∙ 13. 32: 340 Αρριανός, Ανάβασις, 1. 1. 1-2: 203 σ.470
σ.733 Cicero, De divinatione, 1. 25: 30 σ.44∙ 1. 34.
Αθηνόδωρος, FHG IV p. 345: 339 σ.729 75: 351 σ.754
Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 2. 25: 166 σ.403∙ Δημοσθένης, Ολυνθιακός, 3. 5: 161 σ.386
13. 40: 318 σ.698∙ 13. 43: 32 σ.49 Διογένης Λαέρτιος, 1. 22: 62 σ.133∙ 1. 74: 70
Αίλιος Δονάτος, σχόλ. Τεr. Eun. 1. 2. 87: 48 σ.164∙ 9. 52: 166
Αισχύλος, Ελευσίνιοι: 365 σ.789 - Διόδωρος, 1. 62. 5: 251 σ.560∙ 1. 88. 5: 44
Ευμενίδες, 655 κε.: 366 σ.790∙ 688 κε.: 366 σ.66∙ 4. 28: 366 σ.790∙ 4. 57-58: 365 σ.788∙
σ.790 – Πέρσαι, 334-340: 330 σ.709∙ 355- 11. 2. 5: 235 σ.517∙ 11. 4. 3-4: 249 σ.554∙ 11.
362: 323 σ.708∙ 728: 314 σ.681 - 4. 7: 261 σ.581, 262, 263∙ 11. 5. 4: 248∙ 11. 8.
Προμηθεύς, 733-734: 38 σ.53∙ 840-841: 38 4: 236 σ.521∙ 11. 8. 5: 243 σ.535, 246 σ.542∙
σ.53 11. 9. 1: 245 σ.539∙ 11. 9. 2: 238 σ.526, 240
Απολλόδωρος, 2. 8: 365 σ.788 σ.530, 243 σ.536∙ 11. 9. 4-10. 4: 245 σ.538∙
Αριστείδης, Παναθηναϊκός, 202D: 180 σ.423 11. 12: 275 σ.607∙ 11. 13. 3: 275 σ.607∙ 11.
- Περί του παραφθέγματος, ΙΙ p. 512 17. 2: 343 σ.740∙ 11. 32: 381 σ.818∙ 11. 33.
(Dindorf): 338 σ.723 - Υπέρ των 2: 400 σ.869∙
τεττάρων, ΙΙ p. 258 (Dindorf): 318 σ.698 11. 54. 4: 26 σ.38∙ 15. 54. 2-3: 39 σ.58∙ 16. 14.
Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 19. 4: 1: 30 σ.44
122 σ.300, 123 σ.302, 124∙ 22. 5-6: 183 Διονυσίος Αλικαρνασσεύς, 3. 21: 218 σ.506
σ.433 - Ηθικά Νικομάχεια, 3. 8. 5: 420 Δίυλλος, FGrH 73 F 3: 164 σ.397
σ.911 - Πολιτικά, 1304a 31-33: 109∙ 1307b Δίων Χρυσόστομος, Λόγοι, 37. 7: 342 σ.739∙
22-24: 137 σ.331∙ 1311a 39: 109∙ 1312b 7-8: 37. 18: 337 σ.722, 342 σ.738∙ 37. 19: 338
109 σ.261∙ 1315b 11 κε.: 107 σ.255 – σ.725
Ρητορική, ΙΙΙ 1409a: 286 σ.627 Ελλάνικος, FGrH 4 F 183: 302 σ.656∙ FHG I
Αριστοφάνης, Αχαρναί, 524 – 527: 29 σ.40 – p. 68 fr. 169: 48
Ειρήνη, 605 κε.: 29 σ.41 - Νεφέλαι: 26 Ευριπίδης, Άλκηστις 449-451: 160 -
σ.35∙ 67: 159 σ.380 Ανδρομάχη, 448: 206 σ.477 –
Σχόλ. Αχαρν. 84: 159 σ.376 - Ιππ. 660: 166 Ηρακλείδαι: 365 σ.788 - Ικέτιδες, 634 κε.:
σ.403 365 σ.789 - Μήδεια: 339 σ.729∙ 1407: 218
Αριστοφάνης Βοιωτός, FGrH 379 F 5: 231 σ.506
σ.508∙ 6: 256 σ.572 Έφορος, FGrH 70 F 187: 302 σ.657

442
Ηρόδοτος, 1. 1: 38 σ.54∙ 1. 2: 38 σ.57∙ 1. 3: 38 204 σ.473∙ 2. 142. 2: 116 σ.286∙ 2. 145. 1: 53
σ.57∙ 1. 4. 2: 38 σ. 57∙ 1. 5. 2-3: 38 σ.55∙ 1. 5. και σ.100, 54∙ 2. 145. 4: 51, 54∙ 2. 145-146:
3: 38 σ.56∙ 1. 6. 2: 187∙ 1. 27: 81 σ.194-195∙ 52∙ 2. 162. 3: 251 σ.559∙ 2. 171: 51∙ 2. 171.
1. 27. 2-4: 70∙ 1. 29. 1: 62 και σ.129∙ 1. 32. 2-3: 51 σ.93∙ 3. 14. 10: 203 σ.471∙ 3. 20-22:
1: 65 σ.147∙ 1. 30-32: 66 σ.148∙ 1. 30-33: 81 206 σ.476∙ 3. 39. 1: 115 σ.281∙ 3. 40. 2: 67∙
σ.194∙ 1. 52: 84 σ.200∙ 1. 53: 135 σ.328∙ 1. 3. 44. 2: 262 σ.584∙ 3. 45: 300 σ.653∙ 3. 44-
56: 135 σ.328∙ 1. 53-56: 81 σ.194∙ 1. 59. 3: 45: 106 σ.251∙ 3. 47. 1: 105 σ.248, 106
72 σ.168-169, 74 σ.180∙ 1. 60. 1-2: 74∙ 1. 60: σ.251∙ 3. 47. 1-2: 115 σ.279∙ 3. 47. 2-3: 106
187∙ 1. 60-61: 73 σ.172, 188 σ.444∙ 1. 61. 1- σ.249∙ 3. 48. 1: 116 σ.283 και 286, 120∙ 3.
2: 75∙ 1. 69: 135 σ.329∙ 1. 70: 106 σ.249, 115 48. 4: 112 σ.273∙ 3. 48: 111 σ.269∙ 3. 49:
και σ.278∙ 1. 71: 81 σ.194∙ 1. 75: 81 σ.194- 119∙ 3. 52. 6: 118 σ.288∙ 3. 53. 1: 116 σ.285∙
195∙ 1. 82: 77 σ.184, 78∙ 1. 83: 77 σ.186∙ 1. 3. 50-53: 111 σ.271∙ 3. 55: 114 και σ.276∙ 3.
88-90. 1: 81 σ.191∙ 1. 90. 2 – 91: 82∙ 1. 92: 83 54-56: 108∙ 3. 92. 1: 48∙ 4. 3-4: 252 σ.564∙ 4.
σ.198∙ 1. 92. 1: 84 σ.200∙ 1. 92. 2: 84 σ.200∙ 110. 1: 366 σ.790∙ 4. 195. 2: 204 σ.473∙ 4.
1. 92. 1-2: 84 σ.200∙ 1. 92. 3: 83 σ.197 και 205: 67 σ.157∙ 5. 18-21: 296 σ.648∙ 5. 25:
199∙ 1. 96. 2: 85 σ.202, 86 σ.205∙ 1. 96. 1-2: 143 σ.347∙ 5. 32-34: 303 σ.658∙ 5. 35: 304
85 σ.202∙ 1. 96. 3: 86 σ.206∙ 1. 97. 2: 85 σ.663∙ 5. 55: 128 σ.315∙ 5. 57. 1: 128 σ.316∙
σ.202∙ 1. 97. 2-98. 1: 85 σ.203∙ 1. 98. 2: 85 5. 57. 2: 128 σ.317∙ 5. 61. 2: 63∙ 5. 62: 75
σ.202∙ 1. 97. 3-99. 1: 85 σ.202∙ 1. 100: 86 σ.182, 188 σ.444∙ 5. 63. 1: 121 σ.295, 122,
σ.207∙ 1. 100. 1: 85 σ.202∙ 1. 100. 2: 85 124∙ 5. 62-63. 1: 187∙ 5. 62. 2 – 63. 1: 122
σ.202∙ 1. 130. 3: 81 σ.191∙ 1. 135: 48 σ.81∙ 1. σ.298∙ 5. 63: 151, 152, 235 σ.517, 369 και
143. 1: 99∙ 1. 143. 2: 89 σ.210∙ 1. 143. 3: 88 σ.801∙ 5. 63. 2 - 65. 2: 122 σ.299∙ 5. 62-65:
σ.208, 89 και σ.213∙ 1. 146: 62, 63∙ 1. 146. 73 σ.175∙ 5. 63-65: 108∙ 5. 66. 1: 126 σ.308∙
1: 91 σ.224∙ 1. 146. 2: 92 σ.225∙ 1. 146. 2-3: 5. 70. 1: 126 σ.306∙ 5. 70: 133∙ 5. 72. 1-2:
90 σ.216∙ 1. 147. 1: 92 σ.229∙ 1. 147. 1-2: 92 133∙ 5. 72: 136 σ.330, 154∙ 5. 74: 154∙ 5. 75:
σ.228∙ 1. 142-148: 64∙ 1. 153. 1: 203 σ.471∙ 195 σ.456∙ 5. 74-75: 108 σ.260∙ 5. 64-76:
1. 153. 3: 95 σ.233∙ 1. 154: 95 σ.234-235 και 152∙ 5. 74-76: 135∙ 5. 77. 2: 294∙ 5. 78: 135,
239∙ 1. 157. 1: 95 σ.236∙ 1. 157. 3 - 159: 95 154∙ 5. 81: 200 σ.466∙ 5. 87. 3: 90∙ 5. 82-88:
σ.237∙ 1. 160. 1-3: 95 σ.238∙ 1. 160. 2-3: 96 292 σ.638∙ 5. 79-89: 403 σ.876∙ 5. 90. 1: 134
σ.240∙ 1. 160. 3-4: 95 σ.239∙ 1. 160. 5: 97 σ.325∙ 5. 90: 131 σ.321∙ 5. 91: 132 σ.322∙ 5.
σ.243∙ 1. 157-160: 94 σ.232∙ 1. 170. 3: 62 91. 2: 135∙ 5. 90. 2 - 91. 2: 132 σ.323∙ 5. 92ε-
σ.133, 63∙ 2. 4. 2: 50 σ.85∙ 2. 37. 1: 45 σ.68∙ θ: 111 σ.272∙ 5. 92: 109, 136 σ.330∙ 5. 90-
2. 43: 54∙ 2. 43-44: 52∙ 2. 44. 5: 54 σ.101∙ 2. 94. 1: 108 σ.260∙ 5. 95: 136 σ.330∙ 5. 94-95:
45: 46∙ 2. 45. 1: 44∙ 2. 45. 2: 44 σ.65∙ 2. 46. 1: 70∙ 5. 95: 71 σ.167∙ 5. 97. 2: 88, 92 σ.226∙ 5.
54∙ 2. 46. 4: 54 σ.103∙ 2. 49. 1: 51 σ.90∙ 2. 97. 3: 140 σ.334∙ 5. 99. 1: 143 σ.346∙ 5. 99:
58: 50 σ.86-87∙ 2. 59. 1: 43∙ 2. 61. 1: 43, 52 141∙ 5. 100: 144 και σ.350∙ 5. 101. 3: 144∙ 5.
σ.97∙ 2. 91: 57∙ 2. 119: 45 σ.73∙ 2. 120. 1: 46 101: 145 σ.352∙ 5. 102. 3: 141∙ 5. 102: 146
σ.74∙ 2. 121: 251 σ.560∙ 2. 123. 1: 26 σ.36, σ.358∙ 5. 103. 1: 142, 147∙ 5. 104. 1: 143∙ 5.

443
104: 143 σ.345∙ 5. 105. 1: 142∙ 5. 108: 142∙ 5. σ.524∙ 7. 139: 215 και σ.499, 216, 352∙ 7.
108. 3: 142∙ 5. 109. 2: 142∙ 5. 110: 143 σ.345∙ 140-141. 2: 317 σ.694∙ 7. 141. 3-4: 317∙ 7.
5. 112. 1: 142∙ 5. 113: 143 σ.345∙ 6. 8: 281 142-143: 317 σ.695∙ 7. 144: 293∙ 7. 145. 1:
σ.624∙ 6. 14. 2: 330 σ.710∙ 6. 21. 2: 203 292∙ 7. 145. 2: 293∙ 7. 145: 295∙ 7. 144-146.
σ.471∙ 6. 28. 2: 97∙ 6. 49. 1: 292∙ 6. 49-50: 1: 403∙ 7. 148. 2: 195 σ.454, 199∙ 7. 148. 4:
403 σ.876∙ 6. 53: 56, 60, 61∙ 6. 53. 1: 59∙ 6. 195 σ.454, 203, 208∙ 7. 149. 1: 196, 199, 201∙
53. 2: 59∙ 6. 54: 56, 58, 59, 193 σ.451∙ 6. 53- 7. 149. 2: 195 σ.456∙ 7. 149. 3: 196, 212
54: 56 σ.106∙ 6. 66: 124∙ 6. 72: 110 σ.265∙ 6. σ.495∙ 7. 149: 196 και σ.457∙ 7. 148-149:
73: 403 σ.876∙ 6. 76-81: 194 σ.453∙ 6. 83: 196 σ.458∙ 7. 150. 1: 202, 204∙ 7. 150. 3: 193
200 σ.467∙ 6. 89: 136 σ.330∙ 6. 92. 1: 200∙ 6. σ.446, 202∙ 7. 150: 60, 193, 194∙ 7. 151: 193
92: 199∙ 6. 85-93: 403 σ.876∙ 6. 96: 302, 303, σ.449, 194, 204, 212 σ.495∙ 7. 150-151: 194∙
304 σ.665, 307∙ 6. 100. 1: 294∙ 6. 101. 3: 294∙ 7. 152. 1: 202∙ 7. 152. 1-2: 203 σ.471∙ 7. 152.
6. 101: 177∙ 6. 102-103. 1: 169∙ 6. 105. 1: 3: 26 σ.36, 204 σ.473, 205 και σ.474, 209,
169∙ 6. 106. 1: 169∙ 6. 106. 3: 158 σ.375∙ 6. 341∙ 7. 159: 371 σ.807∙ 7. 161: 371 σ.807∙ 7.
106: 160, 161, 165∙ 6. 107. 2: 177 σ.413∙ 6. 172. 1: 233 και σ.511, 234∙ 7. 173. 2: 235∙ 7.
108. 1: 150 σ.364, 370∙ 6. 108. 3: 152∙ 6. 108. 174: 234, 290∙ 7. 172-174: 288 σ.632, 296∙ 7.
1-4: 150 σ.364∙ 6. 108. 6: 150 σ.365∙ 6. 108: 172. 2 - 174: 233 σ.511, 234∙ 7. 175. 2: 277
155∙ 6. 109. 1: 169∙ 6. 110: 170∙ 6. 109-110: σ.612∙ 7. 176. 3: 248 σ.551∙ 7. 176: 236
170, 171∙ 6. 113: 178∙ 6. 115: 124 σ.303, 177 σ.521∙ 7. 183. 1: 279 σ.618∙ 7. 184. 1-2: 351
και σ.413, 179 και σ.420, 184, 186∙ 6. 116: σ.756∙ 7. 184. 4: 201 σ.469∙ 7. 184. 5: 201
184∙ 6. 117. 1: 166, 167, 184∙ 6. 119: 295∙ 6. σ.469∙ 7. 188. 1: 218 σ.504∙ 7. 190: 218
120: 159 σ.377, 160, 170, 212 σ.493∙ 6. 121. σ.504 και 505∙ 7. 191. 1: 218 σ.504∙ 7. 191.
1: 186∙ 6. 121: 75, 188 σ.441∙ 6. 122: 188 και 2: 218 σ.504∙ 7. 192. 2: 273∙ 7. 198-200: 272
σ.442∙ 6. 123. 2: 123∙ 6. 123: 75, 124 σ.303∙ σ.596∙ 7. 201: 248 σ.551∙ 7. 202: 235 σ.516,
6. 124: 183 και σ.431∙ 6. 125: 187∙ 6. 126- 281 σ.624, 337∙ 7. 202-203. 1: 239 σ.528,
129: 257 σ.577∙ 6. 126-130: 187∙ 7. 6. 2: 234 264∙ 7. 203: 288 σ.631∙ 7. 205. 2: 235 σ.516∙
σ.514, 296∙ 7. 10. β1: 371 σ.806∙ 7. 10. 5: 67 7. 205. 3: 236, 242, 256, 258 και σ.580, 259,
σ.155∙ 7. 22. 1: 252 σ.563, 420∙ 7. 22. 2: 296 261, 264∙ 7. 206. 1: 162 σ.395, 163∙ 7. 206:
σ.648∙ 7. 46. 4: 67 σ.155∙ 7. 56. 1: 252 σ.563∙ 160, 416 σ.903, 417∙ 7. 211. 1: 243 σ.535∙ 7.
7. 56: 420∙ 7. 60. 1: 304 σ.664∙ 7. 61. 3: 60∙ 7. 211. 3: 239 σ.530∙ 7. 212. 2: 236 σ.521, 240
64. 2: 351 σ.756∙ 7. 87: 304 σ.664∙ 7. 89. 1: σ.530, 245, 260, 261∙ 7. 210-212: 215∙ 7.
304 σ.664∙ 7. 89. 2: 343 σ.740, 351 σ.756∙ 7. 213-214: 236 σ.521∙ 7. 215: 243 σ.535∙ 7.
96. 1: 351 σ.756∙ 7. 99. 1: 287 σ.630∙ 7. 99. 216: 236 σ.521∙ 7. 217. 2: 236 σ.521, 245∙ 7.
3: 287 σ.628∙ 7. 99: 287 σ.629, 313∙ 7. 102. 219. 1: 244∙ 7. 219. 2: 245∙ 7. 220. 1: 239
2: 215∙ 7. 103. 4: 420∙ 7. 130. 3: 234 σ.514, σ.528, 240 και σ.531∙ 7. 220. 2: 239 σ.528,
296∙ 7. 132. 1: 533 σ.566∙ 7. 137. 3: 342∙ 7. 241∙ 7. 220. 4: 242 σ.533∙ 7. 220. 2-4: 241∙ 7.
139. 1: 216 σ.503∙ 7. 139. 3: 233 σ.512∙ 7. 220. 3-4: 239 σ.528∙ 7. 221: 251 σ.561∙ 7.
139. 2-4: 313 σ.678∙ 7. 139. 3-4: 237 και 222: 238 σ.525, 239 σ.529, 244, 252, 260,

444
265 σ.590∙ 7. 223. 1: 247 σ.545∙ 7. 223. 2: σ.674∙ 8. 52: 366 σ.790∙ 8. 56: 312 σ.674,
418 σ.908, 419∙ 7. 223. 3: 252∙ 7. 225. 2: 247∙ 319, 330 σ.710, 352∙ 8. 57. 2: 323∙ 8. 58. 2:
7. 225. 2-3: 243 σ.537∙ 7. 219-225: 215∙ 7. 321∙ 8. 57-58: 312 σ.675, 315∙ 8. 59: 318,
223-225: 247∙ 7. 228. 1: 236 σ.520, 239 341∙ 8. 56-59: 316∙ 8. 59 κε.: 274∙ 8. 60. α:
σ.528, 247∙ 7. 228. 3: 305 σ.669∙ 7. 228. 4: 320∙ 8. 60. β: 320∙ 8. 60. α-β: 320∙ 8. 60. γ:
305 σ.668∙ 7. 228. 3-4: 305∙ 7. 229: 368 318, 320∙ 8. 60: 321∙ 8. 61: 318∙ 8. 62. 2: 316∙
σ.799∙ 7. 230: 368 σ.799∙ 7. 229-232: 251 8. 62: 214 σ.496∙ 8. 57-62: 352∙ 8. 59-63: 316
σ.561∙ 7. 233. 1: 251 σ.562, 260∙ 7. 233. 2: σ.690∙ 8. 66. 2: 346 σ.747∙ 8. 68. β-γ: 313
254, 255 σ.570 και 571, 256, 257 σ.574, 258 και σ.679, 314∙ 8. 69. 2: 419 σ.910∙ 8. 68-69:
σ.578, 394 σ.846∙ 7. 233. 1-2: 533 σ.567∙ 7. 417 σ.904∙ 8. 70. 1: 323∙ 8. 71: 211∙ 8. 72:
233: 215 σ.501, 244, 259∙ 7. 234. 2: 360 211 και σ.492, 416 σ.903∙ 8. 71-72: 358
σ.777∙ 8. 1. 2: 409∙ 8. 1: 281, 294, 330 σ.709, σ.768∙ 8. 73. 3: 76 σ.183, 204, 211 και
337∙ 8. 2. 1: 271 σ.593∙ 8. 1-2. 1: 281 σ.624∙ σ.492, 212∙ 8. 74. 2: 320 και σ.701, 352, 353
8. 2. 2-3. 1: 371 σ.807∙ 8. 3: 359 σ.772∙ 8. 4. σ.761∙ 8. 75: 316, 318 και σ.699, 323, 352∙
1: 272, 279∙ 8. 4. 2: 274∙ 8. 5. 1: 340 σ.732∙ 8. 8. 76: 323, 332∙ 8. 78: 323∙ 8. 82. 1: 409∙ 8.
5. 3: 273 σ.603∙ 8. 5: 341∙ 8. 4. 2 – 5: 272 81-82. 1: 331∙ 8. 82. 2: 330 σ.709, 352 σ.760,
σ.594∙ 8. 4-5: 272 σ.594∙ 8. 9-11: 275∙ 8. 14. 409∙ 8. 82: 409 σ.885∙ 8. 74-83. 1: 316 σ.691∙
2: 275∙ 8. 15. 1: 276∙ 8. 15. 2: 277 σ.612∙ 8. 8. 79-83. 1: 343∙ 8. 84: 305 σ.669∙ 8. 86: 352
16. 1: 276∙ 8. 16. 2-3: 276∙ 8. 16. 3: 275∙ 8. σ.758∙ 8. 87-88: 417 σ.904∙ 8. 91: 352 σ.758∙
15-17: 275∙ 8. 18: 276 σ.611, 277, 278, 279, 8. 92. 1: 352 σ.758∙ 8. 93. 1: 352∙ 8. 93: 417
282∙ 8. 19: 274, 277, 282∙ 8. 21. 1: 278∙ 8. 21. σ.904∙ 8. 94. 1: 332∙ 8. 94. 2: 330 σ.711, 331
2: 275 και σ.607, 277, 278 και σ.615, 282 σ.712, 332∙ 8. 94. 3: 333∙ 8. 94. 4: 332, 341∙
και σ.625, 337∙ 8. 21: 277 σ.612∙ 8. 6-21: 8. 94: 33 σ.50, 318 σ.698, 330 σ.709, 331
271 σ.593, 279∙ 8. 22: 277 σ.614∙ 8. 23. 1: σ.713, 341, 399∙ 8. 83-95: 211∙ 8. 97: 350
279∙ 8. 27. 1: 288∙ 8. 27. 2: 289 σ.634∙ 8. 27. σ.751∙ 8. 100. 5: 360 σ.778∙ 8. 101-102: 314∙
5: 290 σ.636∙ 8. 27. 2-5: 288 σ.634∙ 8. 28: 8. 103: 314 σ.683∙ 8. 101-103: 417 σ.904∙ 8.
288 σ.634∙ 8. 27 - 28: 288∙ 8. 27. 2 – 28: 289∙ 107. 1: 350 σ.751∙ 8. 108. 1: 348, 350 σ.751∙
8. 30. 2: 289, 297∙ 8. 29-30: 288 σ.633∙ 8. 29- 8. 108. 3: 215∙ 8. 108. 2-3: 350∙ 8. 109. 3: 67
31: 291∙ 8. 33: 290 σ.635 και 636∙ 8. 32-33: σ.155∙ 8. 108-110: 346 σ.746∙ 8. 111. 2: 346
290 σ.637∙ 8. 40. 1: 318, 319∙ 8. 40. 2: 319∙ 8. σ.747, 348∙ 8. 111. 1-2: 346∙ 8. 112. 1: 347
40: 361∙ 8. 41. 1: 319 και σ.700, 320∙ 8. 42. σ.747∙ 8. 112. 2: 346 σ.747, 347 σ.747, 348∙
2: 318, 319∙ 8. 43: 330 σ.709∙ 8. 43 κε.: 281 8. 112. 1-2: 350∙ 8. 112. 3: 348∙ 8. 112: 274,
σ.624∙ 8. 44. 1: 352 σ.760∙ 8. 46. 3: 300 346∙ 8. 111-112: 346 σ.745 και 746, 349
σ.653, 301, 302, 306, 307, 409∙ 8. 46. 4: 207 σ.750∙ 8. 113. 2-3: 360 σ.778∙ 8. 113: 322
σ.479, 408 σ.883, 409∙ 8. 46: 346 σ.747∙ 8. σ.706, 370 σ.804∙ 8. 113-118: 211∙ 8. 121. 2:
48: 207 σ.479, 408 σ.883, 409∙ 8. 49. 2: 320 350 σ.753∙ 8. 122: 351 σ.754 και 755∙ 8.
σ.701, 352∙ 8. 50. 2: 379 σ.811∙ 8. 50: 312 123. 2: 353 σ.762∙ 8. 123: 350 σ.752∙ 8. 124.
σ.674∙ 8. 49-50: 312 σ.674∙ 8. 52. 2: 312 1: 313 σ.677∙ 8. 123-124. 1: 353 σ.763∙ 8.

445
124. 2-3: 353∙ 8. 124: 321 σ.702, 350 σ.752∙ 49-51: 381∙ 9. 52. 1: 382, 387∙ 9. 52: 337
8. 131. 1: 359 σ.772∙ 8. 136: 358 σ.769∙ 8. σ.721, 380 σ.816, 381 και σ.821, 383, 384
140: 214 σ.497∙ 8. 144: 363∙ 9. 6-7: 359 και σ.827, 385, 386, 387, 388, 395 σ.849∙ 9.
σ.772∙ 9. 7. 1: 358 σ.771∙ 9. 7. β: 363∙ 9. 7: 51-52: 380 σ.813∙ 9. 53. 1: 383∙ 9. 53. 2: 388
214 σ.497, 358 σ.770, 359 σ.772, 361 σ.779, σ.834∙ 9. 54: 410∙ 9. 55. 2: 411 σ.893∙ 9. 53.
363∙ 9. 8. 1: 358 σ.770, 361∙ 9. 8. 2: 358 2-55: 388∙ 9. 56. 1: 385∙ 9. 53-56. 1: 410∙ 9.
σ.769, 360∙ 9. 6-8: 359 σ.773∙ 9. 9: 214 56. 2: 391, 410∙ 9. 53-56: 410∙ 9. 57. 2-3:
σ.498, 359 σ.775, 361∙ 9. 10. 1: 208 σ.483, 390∙ 9. 53-57: 387∙ 9. 60. 1: 380 σ.817, 385,
360 σ.776 και 777, 364∙ 9. 10. 3: 410 σ.890∙ 386∙ 9. 60: 391, 395 σ.849∙ 9. 61. 1: 380
9. 6-10: 209∙ 9. 11. 1: 363, 364∙ 9. 11. 2: 209 σ.814, 391∙ 9. 60-61. 1: 410∙ 9. 62. 1-2: 411∙
σ.484, 364 σ.786∙ 9. 11. 3: 208 σ.483, 210, 9. 62. 3: 418 σ.909, 419∙ 9. 62. 2-3: 419∙ 9.
360 σ.776∙ 9. 11: 364∙ 9. 6-11: 322∙ 9. 12: 63. 2: 418 σ.909∙ 9. 63: 419∙ 9. 62-63: 380
193, 209, 210, 211, 212 σ.495, 364∙ 9. 13. 3: σ.814∙ 9. 64. 2: 401 σ.872∙ 9. 65. 2: 390∙ 9.
322 σ.707∙ 9. 15. 1-2: 322 σ.707∙ 9. 15: 215 65: 391 σ.839∙ 9. 67: 380 σ.814, 394, 395∙ 9.
σ.501∙ 9. 15. 4 – 16. 5: 237 σ.523∙ 9. 17-18: 68: 395, 419∙ 9. 67-68: 394 σ.845∙ 9. 69. 1:
215 σ.501, 296∙ 9. 19. 3: 366 σ.791∙ 9. 22. 1: 337 σ.721, 379 σ.808, 380 σ.815, 381 σ.821,
366 σ.791∙ 9. 25. 3: 366 σ.791∙ 9. 26. 1: 365 386, 390∙ 9. 69. 2: 389 σ.837∙ 9. 69: 389 και
σ.787∙ 9. 26. 2-7: 366 σ.791∙ 9. 26. 6-7: 365 σ.836, 395 σ.849, 404, 417∙ 9. 70. 2: 412∙ 9.
σ.787∙ 9. 27. 2: 365 σ.788∙ 9. 27. 4: 366 70. 5: 397 σ.854-856, 412∙ 9. 70: 380 σ.814∙
σ.791∙ 9. 27. 5: 167 σ.405∙ 9. 26-27: 366 9. 71. 2-4: 401 σ.873∙ 9. 71: 368 σ.799∙ 9. 73-
σ.791∙ 9. 28. 1: 365 σ.787, 366∙ 9. 28. 2: 365 75: 401 σ.871∙ 9. 77: 336 σ.719∙ 9. 78-79:
και σ.787∙ 9. 28. 3: 337, 390, 401∙ 9. 28. 4: 396 σ.852∙ 9. 80: 396 σ.852∙ 9. 81. 1: 334
390∙ 9. 28. 6: 367 σ.796, 370, 371, 390∙ 9. 28: σ.716, 336, 400 σ.866, 405 σ.880∙ 9. 81: 403
281 σ.624, 336 σ.719, 380, 382 σ.822 και σ.877, 406∙ 9. 85. 2: 398∙ 9. 85. 1-2: 397∙ 9.
823, 389 σ.836, 410 σ.887∙ 9. 29. 2: 390∙ 9. 85. 3: 396 σ.850 και 851∙ 9. 85: 393, 420
30: 336 σ.719, 381, 382 σ.822 και 823, 389 σ.912∙ 9. 86: 395∙ 9. 87: 215 σ.501, 262∙ 9.
σ.836, 410 σ.887∙ 9. 28-30: 382 σ.823, 385 86-88: 237 σ.523, 258 σ.579
σ.830∙ 9. 31. 5: 290, 296, 297, 368 σ.798∙ 9. Θεόπομπος, FGrH 115 F 153: 178 σ.416∙
31: 215 σ.501∙ 9. 36: 411∙ 9. 36-37. 1: 367 285b: 340 σ.735
σ.795∙ 9. 38. 2: 367 σ.795∙ 9. 40: 215 σ.501∙ Θουκυδίδης, 1. 13. 4-5: 119 σ.289∙ 1. 18. 1:
9. 41. 1: 367 σ.795, 379∙ 9. 40-41. 1: 337 109 σ.261∙ 1. 19: 137 σ.331∙ 1. 20. 3: 388
σ.721, 387∙ 9. 46: 366 σ.793∙ 9. 44-46: 368∙ σ.834∙ 1. 22. 1: 335 σ.718∙ 1. 23. 6: 29 σ.43∙
9. 47: 367 σ.794, 379∙ 9. 47-48: 368∙ 9. 49. 2: 1. 60: 342∙ 1. 65: 342∙ 1. 73. 4: 214 σ.498∙ 1.
387 και σ.833∙ 9. 49. 3: 384 σ.827∙ 9. 49: 73. 2-74. 4: 334 σ.715∙ 1. 73-78: 334 σ.715∙
337 σ.721∙ 9. 50. 3-4: 410∙ 9. 50: 387 σ.833∙ 1. 95: 301 σ.653∙ 1. 103. 4: 136 σ.330∙ 1.
9. 51. 1: 379 σ.809, 381, 382, 384 και σ.827∙ 118. 2: 115 σ.282, 363 σ.782∙ 1. 132. 2: 400
9. 51. 2: 381, 385∙ 9. 51. 3: 382, 383, 387 και σ.869∙ 1. 132. 3: 336 σ.719 και 720, 401
σ.833, 392∙ 9. 51. 4: 382, 387 σ.833, 392∙ 9. σ.870, 407∙ 1. 135: 27 σ.38∙ 1. 137. 4: 323

446
σ.708∙ 1. 138. 3: 21 σ.29, 321 σ.702∙ 2. 12. 3: σ.563∙ 4. 2. 19: 366 σ.792∙ 4. 5. 1 κε.: 358
140 σ.334∙ 2. 15: 90 σ.217∙ 2. 15. 2: 21 σ.29∙ σ.771∙ 4. 5. 11: 363 σ.783∙ 6. 4. 7: 39 σ.58∙ 6.
2. 34: 397 σ.856∙ 3. 34. 1: 93 σ.230∙ 3. 62. 3: 4. 35-37: 30 σ.44
262 και σ.582∙ 2. 67: 342∙ 3. 68. 5: 151 και Όμηρος, Ιλιάς, Ε 62-63: 140 σ.334 -
σ.366∙ 3. 75: 262 σ.584∙ 3. 87. 3: 198 σ.463- Οδύσσεια, δ 351 κε.: 46∙ λ 368: 421 σ.913
464∙ 3. 91. 4: 188 σ.443∙ 4. 26-39: 20 σ.25∙ 4. Παυσανίας, 1. 2. 1: 366 σ.790∙ 1. 28. 4: 159
28. 5: 18∙ 4. 39. 3: 18 σ.23∙ 4. 78. 1: 235 σ.376 και 380∙ 1. 32. 4: 180 σ.424∙ 1. 39. 2:
σ.517∙ 5. 9. 1: 89 σ.214∙ 5. 6-10: 20 σ.25∙ 5. 365 σ.789∙ 1. 40. 6: 127 σ.311∙ 1. 43. 3: 397
41: 77 σ.183∙ 5. 41. 2: 76 σ.183∙ 5. 54: 160∙ σ.860∙ 2. 5. 1: 339 σ.729∙ 2. 10. 1: 54 σ.102∙
5. 64. 3: 209 σ.484∙ 5. 64. 1-3: 210 σ.488∙ 5. 2. 20. 7: 77 σ.188∙ 2. 31. 4: 366 σ.790∙ 2. 32.
68. 2: 364 σ.785∙ 5. 71: 366 σ.792∙ 5. 72. 1: 9: 366 σ.790∙ 2. 38. 5: 77 σ.187∙ 3. 4. 1: 194
411 σ.893∙ 5. 75: 160∙ 6. 8. 14: 301∙ 6. 12. 1: σ.453∙ 3. 7. 9: 110 σ.265∙ 3. 8. 2: 400 σ.869∙
198 σ.461∙ 6. 55. 1: 74 σ.177∙ 6. 77. 1: 89 3. 10. 1: 363 σ.783∙ 3. 16. 2: 358 σ.771∙ 4.
σ.214, 90∙ 7. 50. 4: 17 σ.22∙ 8. 3: 358 σ.771∙ 17. 1: 40 σ.60∙ 4. 18. 4: : 40 σ.60∙ 4. 19. 4:
8. 9: 358 σ.771∙ 8. 10: 358 σ.771∙ 8. 25. 3: 89 363 σ.783∙ 5. 10. 4: 90 σ.215∙ 5. 23. 1: 336
σ.214∙ 8. 40. 2: 96∙ 8. 73. 3: 20 σ.27∙ 8. 75 σ.719∙ 5. 23. 1-2: 334 σ.716, 403 σ.877, 405
κε.: 301 σ.653 σ.880, 408 σ.884∙ 6. 16. 6: 142 σ.340∙ 7. 2. 1:
Ισοκράτης, Αντίδοσις, 166: 166 – 63 σ.139∙ 7. 2. 10: 63∙ 7. 3. 1-3: 63∙ 8. 54. 6:
Παναθηναϊκός, 168-171: 365 σ.789 - 159 σ.380∙ 9. 2. 5: 397 σ.858∙ 9. 2. 7: 380
Πανηγυρικός, 58: 365 σ.789∙ 72: 352 σ.812∙ 9. 4. 3: 391 σ.839∙ 9. 13. 5-6: 39 σ.58∙
σ.759∙ 86: 371 σ.806∙ 86-87: 169 σ.407∙ 87: 10. 1. 3-11: 288 σ.634∙ 10. 13. 9: 334 σ.716,
159 σ.381, 170 σ.409∙ 92: 275 σ.607∙ 99: 371 336 σ.719∙ 10. 20. 2: 238 σ.526
σ.806 Πίνδαρος, Ισθμιόνικος, 1. 34: 389 σ.835 -
Justinus, 2. 9. 20: 168 σ.406∙ 2. 11. 15: 240 Ολυμπιόνικος, 6. 15: 365 σ.789 -
σ.530∙ 2. 11. 11-19: 245 σ. 540 Πυθιόνικος, 5: 273 σ.601∙ 7. 18-19: 184
Κτησίας, Περσικά, FGrH 688 F 13 (27): 420 σ.434∙ 8: 273 σ.600∙ 10: 273 σ.600
σ.911 Σχόλ. Πίνδ. Ολ. 6. 15: 365 σ.789∙ 13. 32 b:
Λυσανίας Μαλλώτης, FGrH 426: 144 σ.348 340 σ.735
Ψευδο-Λυσίας, 20-26: 371 σ.806 Πλάτων, Αλκιβιάδης, 119Α: 166 -
Nepos, Miltiades, 5. 4: 180 σ.425∙ 5: 167 Μενέξενος, 10 (240Α): 167 σ.405∙ 10
σ.405 (240c): 371 σ.806 - Νόμοι, 3 (698D-Ε): 171
Νίκανδρος Κολοφώνιος, FGrH 271-272 F και σ.411, 371 σ.806 - Πολιτεία 2. 4
35: 256 σ.573 (361Α): 12 σ. 11
Νικολάος Δαμασκηνός, FGrH 90 F 60: 109∙ Plinius, 7. 20. 84: 159 σ.381
65: 83 σ.196 Πλούταρχος, Αγησίλαος, 15: 418 σ.906 -
Ξενοφών, Ελληνικά, 2. 1. 27: 177 σ.413∙ 3. 1. Αριστείδης, 5. 5: 178 σ.417∙ 10. 7: 359
4: 262 σ.584∙ 3. 2. 11: 96 σ.241∙ 3. 2. 12: 166 σ.772∙ 10. 9-10: 359 σ.772∙ 11. 3: 380 σ.812∙
σ.403∙ 3. 4. 25: 420 σ.911∙ 3. 4. 25-26: 252 11. 6: 391 σ.839∙ 18. 1: 380 σ.812∙ 19: 397

447
σ.857, 400 σ.867, 401 σ.872∙ 20. 1: 367 Ίσιδος και Οσίριδος, 73 (Ηθικά 380D): 44
σ.796∙ 20: 404 σ.878∙ 21: 399 σ.865∙ 23: 301 σ.66 - Περί πολυπραγμοσύνης, 10
σ.653 - Δίων, 36. 2: 21 σ.32 - (Ηθικά 520Β): 19 σ.24 - Περί
Θεμιστοκλής: 313 σ.676, 315∙ 1. 1: 315 Συμποσιακών προβλημάτων, 1
σ.685∙ 2. 6: 315 σ.685∙ 2. 6-7: 315 σ.688∙ 6. (Πρόβλημα Α), 3 (Ηθικά 613F - 614Α): 12
5: 357 σ.767∙ 7: 272 σ.594∙ 8: 273 σ.599∙ 9. σ.10∙ 2 (Πρόβλημα Α), 3 (Ηθικά 630F): 17
1: 275 σ.607∙ 11: 318 σ.698∙ 12. 5: 343 σ.20∙ 2 (Πρόβλημα Γ), 1 (Ηθικά 635F): 12∙
σ.740∙ 17: 353 σ.762∙ 21: 347 σ.748, 349 3 (Πρόβλημα Α), 2 (Ηθικά 646B): 206
σ.750∙ 22. 2: 311 σ.672∙ 22. 3: 311 σ.672∙ 23: σ.476∙ 7, 3 (Ηθικά 711F - 712A): 29 σ.39 -
26 σ.38 - Θησεύς, 1: 21 σ.30∙ 11. 1-2: 45 Περί των υπό του θείου βραδέως
σ.67∙ 11: 44∙ 26: 366 σ.790∙ 27: 366 σ.790∙ τιμωρουμένων, 6 (Ηθικά 552Β): 273
29: 365 σ.789 - Κάμιλλος, 19: 159 σ.378∙ σ.599 - Περί φυγής, (Ηθικά 604F): 286
19. 4: 254 σ.568 - Λυκούργος, 30. 2: 108 σ.627 - Πότερον Αθηναίοι κατά
σ.258 - Λύσανδρος, 12: 351 σ.754 - πόλεμον ή κατά σοφίαν ενδοξότεροι, 7
Νικίας, 7. 6: 18∙ 28. 1: 161 σ.387 - (Ηθικά 349Ε): 159 σ.378∙ 7 (Ηθικά 350Α):
Πελοπίδας, 20. 4-6: 39 σ.58∙ 35: 30 σ.44 - 273 σ.599 - Πώς αν τις διακρίνειε τον
Περικλής, 30. 4 - 31. 1: 29 σ.40∙ 31. 1: 29 κόλακα του φίλου, 5 (Ηθικά 51C-D): 35
σ.42∙ 31. 2-5: 29 σ.41∙ 32. 3: 29 σ.41, 42 - σ.52 - Συγκρίσεως Αριστοφάνους και
Σόλων, 9: 330 σ.711∙ 27. 1: 65 σ.147 - Μενάνδρου επιτομή, (Ηθικά 853Α -
Σύλλας, 6. 3-4: 32 σ.49 - Φιλοποίμην, 18: 854D): 28 σ.39 - Των επτά σοφών
40 σ.61 - Αίτια Ρωμαϊκά, 26 (Ηθικά συμπόσιον, (Ηθικά 146Β - 164D): 351
270F): 206 σ.476 - Αποφθέγματα σ.757∙ 11 (Ηθικά 154C): 315 σ.688
βασιλέων και στρατηγών, Τιμοθέου 1 Ψευδοπλούταρχος, Αποφθέγματα
(Ηθικά 187Β-C): 32 σ.49 - Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών, (Ηθικά 185Β):
Λακωνικά, (Θεμιστέου) (Ηθικά 221D): 318 σ.698
250 σ.556∙ (Λεωνίδου του Αναξανδρίδα) Πολύαινος, Στρατηγήματα, 2. 31. 2: 40
(Ηθικά 225Α): 249 σ.554 και 555∙ (Ηθικά σ.60∙ 5. 30: 357 σ.767∙ 6. 18: 288 σ.634
225Ε): 250 σ.556 και 557∙ (Ηθικά 225Α-Ε): Πολυδεύκης, 1. 70: 383 σ.826
249 σ.553∙ 67 (Ηθικά 236C-D): 109 σ.263 - Πορφύριος, Περί εγκρατείας, 2. 55: 44 σ.66
Ει πρεσβυτέρω πολιτευτέον, 23 (Ηθικά Σούδα, λ. Ηρόδοτος: 313∙ λ. Πίγρης: 418
795C): 316 σ.688 - Ερωτικαί διηγήσεις, Γ σ.907∙ λ. Τιμοκρέων: 347 σ.748
(Ηθικά 773Β - 774D): 39 σ.58 - Ερωτικός, Στέφανος Βυζάντιος, λ. Γέφυρα: 130 σ.320
(Ηθικά 748Ε - 771Ε): 48∙ 23 (Ηθικά 768F): Στράβων, 13. 1. 38-39: 71 σ.167∙ 14. 1. 3: 63
30 σ.44 - Γυναικών αρεταί, (ΙΙ σ.139, 64
ΦΩΚΙΔΕΣ) (Ηθικά 244Β): 289 σ.634 - Τιμαγένης, FGrH 88: 246 σ.54
Λακαινών αποφθέγματα, (Γοργούς 6) Φιλόχορος, FHG I p. 392 fr. 49: 366 σ.790
(Ηθικά 240Ε): 249 σ.555 - Περί Χάρων Λαμψακηνός, FGrH 262 F 10: 146
δεισιδαιμονίας, 8 (Ηθικά 169Α): 17 - Περί σ.359

448
Χρύσερμος, FHG IV p. 361 fr. 2: 77 σ.188 FGrH 501 (Sammelzitate. Anhang) F 3: 303
FGrH 105 F 1(P. Ryland): 110 σ.264 σ.659

2. Επιγραφές

Anth. Lyr. Gr. II, p. 93: 337 σ.722∙ p. 95: 338 Meiggs - Lewis, GHI 27: 207 σ.479, 335
σ.723∙ p. 95: 338 σ.725∙ p. 101: 339 σ.728∙ σ.716, 336 σ.719, 403 σ.877, 405 σ.880, 408
p. 103: 338 σ.724∙ p. 103: 400 σ.867∙ p. 104: σ.884
280 σ.621 Παλατινή Ανθολογία, VI 50: 400 σ.867∙
IG 13 475: 165∙ II2 3793: 12∙ XII 9, 1189, 5: 280 197: 400 σ.869
σ.622 SEG XI 316: 196 σ.457
Tod, GHI Ι 16: 337 και 338 σ.722

3. Επιγράμματα

Σιμωνίδης Κείος, Anth. Lyr. Gr. ΙΙ p. 84-85:


398 σ.864∙ p. 85: 305 σ.667

449
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

1. Τοπωνύμια και εθνικά

Άβαι 283, 285, 290 και σ.635 και 636 Αίγινα (Αιγινήτες) 136 σ.330, 199, 200 και
Άγρα (Άγραι) 156, 158, 159 και σ.379, 166 σ.466, 281 σ.624, 284, 286, 292 και σ.638,
σ.402, 168 293 και σ.642, 295, 305 σ.669, 319 σ.700,
Αγριελίκι 177 σ.413 320 και σ.701, 335 σ.716, 344 - 346 σ.747,
Αγρυλή 159 σ.379 351 και σ.754 - 353 σ.761, 359 σ.772, 374,
Αδριατική 113 σ.275 377, 381, 389 σ.836, 396 και σ.852 - 399,
Αθήνα – Αττική (Αθηναίοι) 2, 3, 11 σ.8, 13, 401 σ.871, 403 και σ.876 και 877
18 σ.23, 20, 26 σ.37 - 29 σ.41, 42, 46 σ.74, Αίγλεια 177 σ.413, 186
51 σ.92, 63 και σ.139, 64 και σ.139 και Αιγός ποταμοί 177 σ.413, 351 σ.754
141, 68 - 76, 87 - 93, 101, 103, 108 και Αίγυπτος (Αιγύπτιοι) 2, 37, 38 σ.53, 42 - 47,
σ.260 - 110 σ.264, 121 - 125, 128-142, 147 49 - 59, 66, 67 σ.153, 106 και σ.251, 194
και σ.360 και 361 - 173, 175 - 188, 195 σ.451, 251 σ.559 και σ.560, 343 σ.740 -
σ.456, 196 σ.457, 198 και σ.461 και 464 - 345, 351 και σ.756, 425
200 και σ.466, 209, 212 και σ.493 και 494 - Αιθιοπία (Αιθίοψ) 60 σ.119, 190, 191
216 και σ.503, 220, 227, 232 σ.510, 233, Αινιάνες 253 σ.566
235 και σ.517 - 237, 247, 248, 254 σ.568, Αιολίς 96 σ.241
262 σ.584, 266 - 271 και σ.593, 273 και Αίκουοι 255 σ.568
σ.601, 274, 276, 280 και σ.623 - 282, 284, Αιτωλοί 14 σ.16
286 και σ.627, 292 και σ.638 και 641 - 295, Ακροκόρινθος 339 σ.729
301, 305 σ.669, 309, 311 και σ.672 - 313 Αλεξάνδρεια 246 σ.541
σ.678, 315 σ.685 - 325, 327, 328, 330 - 337, Αλικαρνασσός (Αλικαρνασσείς) 282, 285 -
340 - 342 και σ.737, 344 - 347 σ.748, 351 287 και σ.628 και 629, 313, 417 σ.906, 418
και σ.754 - 353 και σ.761, 355 - 363, 365 σ.907
και σ.788 - 372, 374, 376 - 382 σ.822 και Αλπηνοί 236 σ.521, 247 σ.545, 266
823, 385 - 389 σ.836, 391 και σ.840 - 397 Άλυς 81 σ.194 και 195, 146 και σ.356
και σ.856 και 858, 399 - 405 και σ.878, Αλωπεκή 183 σ.433
407, 410 και σ.889 και 891, 412, 416, 417, Αμαθούσιοι 143 και σ.345
423 - 428 Αμπρακία (Αμπρακιώται, Αμβρακιώται)
Άθως 252 σ.563, 420 101, 103, 108 και σ.255, 109, 335 σ.716,
Αιάντειο 272 σ.597 389 σ.836
Αμύκλες (Αμυκλαίοι) 358 σ.771, 363 σ.783

450
Αμφίκαια 290 σ.635 Βοιωτία (Βοιωτοί) 4, 5, 9, 10 και σ.8, 12, 60
Αμφίπολις 20 και σ.25 σ.122, 63, 64, 128 - 130 σ.320, 135, 148 -
Ανακτόριοι 335 σ.716, 380, 389 σ.836 150, 153 - 155, 225, 230, 239 σ.528, 253
Άνδρος (Άνδριοι) 346 και σ.746 και 747 - σ.566, 254 και σ.568, 264, 319, 335 σ.716,
350 και σ.751 358 σ.772, 361, 366 σ.790, 368 και σ.798,
Ανθήνη 76 σ.183 393 σ.843, 395, 399 σ.864 και 865, 424
Αντίκυρα 236 σ.521 Βόλσκοι 255 σ.568
Αποτρίπι 379 σ.809 Βούσιρις 52
Αράπης 331 σ.711 Βραγχίδαι - Δίδυμα 84 σ.200, 95 σ.237
Αρκαδία (Αρκάδες) 45 σ.67, 51, 210 σ.488, Βυζάντιο 301 σ.653
211 σ.492, 239 σ.528, 335 σ.716, 358 σ.768, Γαλατία (Γαλάτης) 246 σ.541
361 και σ.779, 380, 389 σ.836, 418 σ.906 Γαργαφία 366 σ.791, 379 σ.809, 384 και
Αργιόπιο 390 και σ.839, 410 σ.891 σ.827, 387 και σ.833, 388, 390 σ.839, 391
Αργολίς 76 σ.183 σ.839
Άργος (Αργείοι) 2, 3, 35, 37 σ.53 - 39, 56 Γέφυρα (πόλις Βοιωτίας) 130 σ.320∙ (τόπος
σ.104, 58 σ.115, 60 και σ.120, 61, 63, 75 - Συρίας) 130 σ.320
79, 89 σ.214, 90 σ.215, 123 και σ.302, 128, Δάτον 401 σ.871
189 - 205, 207 - 212 και σ.494 και 495, 293, Δεκέλεια 401 σ.871
335 σ.716, 364 και σ.786, 365 και σ.789, Δελφοί 4, 73 σ.175, 84 σ.200, 122 και σ.296 -
398 σ.864, 424, 425 124, 194, 195 σ.454, 207 σ.479, 239 σ.528,
Αρτεμίσιο 3, 215 σ.500, 236 σ.522, 267 - 282, 255 σ.568, 317 σ.694 και 696, 334 σ.716 -
297, 318, 322, 326, 329, 330 σ.709, 337, 340, 337, 339, 341, 344, 345, 350 και σ.753 -
361, 397, 413 - 416 και σ.902, 420 σ.910, 352, 375, 378, 380 σ.812, 400 και σ.866 και
427 869, 401 σ.870, 403 σ.877 - 409 σ.885
Ασία 67 σ.155, 184, 215, 269, 270, 295, 418 Δήλος 93
σ.906∙ Μ. Ασία 63 και σ.139, 69 σ.161, 88, Δόλοπες 253 σ.566
95 σ.239, 96 σ.241, 99, 140, 141 σ.336, 148 Δρυμός 290 σ.635
Άσκρα 60 σ.122 Δρυός Κεφαλαί 392
Ασσυρία 48 Δωριείς 51, 55, 56, 59, 89 σ.214, 105, 160,
Ασωπός 236 σ.521, 370 σ.803, 379 σ.809, 384 282, 285, 287 και σ.628
και σ.827, 388, 391, 394 σ.845, 411 Εγχελείς 63 και σ.136
Αταρνέας 94 - 97, 99 Είρα 363 σ.783
Αυλίδα 46 Ελάτεια 290 σ.635
Αφέτες 272 και σ.597 Ελευθεραί 391 σ.839
Αχαιοί 36∙ Αχαιοί Φθιώτιδος 253 σ.566 Ελευσίνα 45 σ.67, 52, 343, 344, 365 και σ.789
Βαβυλώνα (Βαβυλώνιοι) 48, 251 σ.559 Ελεφαντίνη 46 σ.74
Βηΐοι 255 σ.568 Ελλάς (Έλληνες) απαντάται στις
περισσότερες σελίδες

451
Ελλήσποντος (Ελλησπόντιοι) 89 σ.214, 252 244, 247 και σ.546, 249 - 251, 253, 255 -
σ.563, 346 σ.746, 349, 350, 420 268, 270, 271 και σ.593, 273 - 279, 288 και
Ελεών 130 σ.320 σ.631, 297, 317 σ.696, 322, 337, 357 σ.768,
Επίδαυρος (Επιδαύριοι) 211 σ.492, 281 360 σ.777, 368 σ.799, 369, 373, 376, 394,
σ.624, 292 σ.638, 335 σ.716, 358 σ.768, 396 σ.852, 401 σ.873, 413 - 421, 424
380, 389 σ.836 Θεσπιές (Θεσπιείς) 220, 221, 225, 227, 230,
Ερέτρια (Ερετριείς) 3, 121 σ.294, 128, 129, 235, 237 - 244, 247, 253 σ.566, 254, 262,
138 - 148 και σ.362, 167 σ.405, 172, 175, 264 - 266, 281 σ.624, 288, 381 και σ.818,
177 και σ.414, 178, 181, 182, 184 - 186, 281 382 σ.823, 385 σ.830, 389 σ.836, 410 σ.887
σ.624, 284, 286, 292 και σ.639 - 295, 339 Θεσπρωτία 335 σ.716
σ.729, 346 σ.747, 371 σ.806, 380, 389 Θεσσαλία (Θεσσαλοί) 101, 103, 108 και
σ.836, 423, 426 σ.257, 110 σ.265, 220, 225, 226, 230, 233
Ερινεός 45 σ.67 και σ.511 - 235, 237, 253 και σ.566 - 255
Ερμιόνη (Ερμιονείς) 211 σ.492, 335 σ.716, και σ.568, 266, 267, 282 - 286, 288 και
358 σ.768, 380, 389 σ.836 σ.632 και 634 - 292, 295 - 298, 339 σ.729,
Ερυθραί 62 σ.134, 366 σ.791 και 792, 370 366 σ.790, 368 και σ.798, 369 και σ.801,
σ.803, 394 σ.845 424
Έρωχος 290 σ.635 Θήβαι (Θηβαίοι) 3, 5, 39 σ.58, 56 σ.104, 63
Ετρούσκοι 255 σ.568 και σ.135 - 65, 84 σ.200, 129, 130, 149, 151
Εύβοια (Ευβοείς) 64, 128 - 130, 177 σ.413, - 153, 155, 204, 213, 215 και σ.501, 219 -
267, 269, 271 και σ.593 - 274, 277 σ.614, 244, 247, 251 - 267, 273 και σ.600 και 601,
280 σ.623, 330 σ.711, 335 σ.716 322 σ.707, 365 και σ.789, 369, 372, 373,
Εύριπος 335 σ.716 376, 380 και σ.814, 381 σ.818, 388 - 391,
Ευρώπη 67 σ.155, 215 393 - 396, 424
Έφεσος (Εφέσιοι) 62 σ.134, 84 σ.200, 87, 88, Θούριος - Θούριοι 282, 284 - 287 και σ.627
92, 93, 138, 139, 141, 143 - 148 σ.362, 310, Θράκη 235 σ.517
311, 314, 417 σ.904 Θριάσιο 359 σ.772
Εφύρα 373, 376, 398 σ.864 Θυρέα (Θυρεάτις) 2, 75 - 78, 190, 192, 208
Ηδωνοί 401 σ.871 και σ.482, 425
Ήλις (Ηλείοι) 142 σ.340, 211 σ.492, 335 Ιαλυσός 347 και σ.748, 348
σ.716, 336 σ.719, 358 σ.768, 409 Ικαρία 127
Ηραία 294 και σ.647∙ Ήραιον 115 σ.278, Ιλλυρία 63 σ.136
372, 376, 379 - 393, 410, 411, 417 και σ.905 Ιμέρα 60 σ.125
Θάσος 101, 103, 108 και σ.257 Ιπποβόται 294 σ.644
Θάψος 30 και σ.45 και 46 Ισθμός 210 - 212 σ.494, 214 σ.498, 308, 310,
Θερμοπύλες 3, 77 σ.188, 162, 163 και σ.396, 312 και σ.674, 313 σ.678, 316, 319, 320 και
211 σ.491, 213 - 215, 219, 220, 224 - 227, σ.701, 322, 325, 328, 334 σ.716, 337, 345,
229 - 231, 235 και σ.516 - 239 σ.528, 242 - 347 σ.748, 352, 353 και σ.762, 355 - 357

452
και σ.768, 359 - 361 σ.779, 363, 369, 400 130, 131, 136 και σ.330, 137, 211 σ.492,
σ.866, 403 σ.877, 405 σ.880, 406, 409, 428 239 σ.528, 258 σ.579, 267, 269, 271, 272
Ιστιαία (Εστιεύς) 268, 270, 279 και σ.594, 281 και σ.624, 282, 284, 286,
Ιταλία 214 σ.496, 286 σ.627, 316 292, 294 και σ.647, 295, 324 - 344, 358
Ιωνία (Ίωνες) 2, 48 σ.83, 63 σ.139, 64 και σ.768, 363 σ.783, 366 σ.792, 372 - 374, 376,
σ.139, 83 σ.197, 87 - 93, 95 σ.237, 138 - 144 377, 380, 388 - 392, 398 σ.864, 399 και
και σ.350, 146 - 148 και σ.362, 277 σ.614, σ.864, 401 - 404 και σ.878, 410 σ.887, 412
301 σ.653, 425 και σ.897, 420 σ.912, 423, 424, 427
Καδμεία 356, 357 Κορυσός 144, 146
Καλύμνιοι 287 σ.629, 313 Κούριον (Κουριείς) 143 σ.345
Κάμειρος 60 σ.124 Κρεύσις 379 σ.810
Καρία (Κάρες) 90 και σ.219 - 92, 95 σ.237, Κρήτη 106 σ.251
125 - 127, 277 σ.614, 326, 329, 341, 418 Κριεκούκι 391 σ.839
σ.907 Κρόμμυον 294 σ.647
Καρχηδόνιοι 36, 37, 41 σ.62 Κυδωνία 106 σ.251
Κάρυστος (Καρύστιοι) 236 σ.521, 346 και Κύθνος (Κύθνιοι) 190, 192, 207 και σ.479,
σ.747, 347 σ.747, 349 208 και σ.479, 335 σ.716, 346 σ.747, 375,
Κάϋστρος 144 σ.349 378, 401, 407 - 409
Κείοι 281 σ.624, 335 σ.716, 346 σ.747, 409 Κυκλάδες 207 σ.479, 208 σ.479, 335 σ.716
Κέρκυρα (Κερκυραίοι) 101 - 105, 110 - 113, Κύμη (Κυμαίοι) 2, 26 σ.37, 93 - 96, 99, 100,
118, 119, 136, 137, 262 σ.584 426
Κερυσσός 255 σ.568 Κυνός Κεφαλές 273 σ.600, 366 σ.790
Κεφαλληνία 380, 389 σ.836 Κυνουρία (Κυνούριοι) 76 σ.183, 211 σ.492
Κιθαιρών 212 σ.493, 366 σ.792, 368 σ.797, Κύπρος (Κύπριοι) 138, 139, 142 και σ.342
379 σ.809 και 810, 387 σ.833, 389 σ.837 - και 343, 143, 251 σ.559
392 και σ.842, 410 Κυρήνη 67 και σ.158, 251 σ.559
Κίλικες 271 σ.593 Κωνσταντινούπολις 334 σ.716
Κισσία 295 Κώοι 287 σ.629, 313
Κλαζομεναί 62 σ.134, 141 σ.337 Λάδη 281 σ.624
Κλείδες 142 Λακεδαίμων (Λακεδαιμόνιοι, Λάκωνες)
Κλεωνές 211 σ.492 [βλ. και Σπάρτη (Σπαρτιάτες)] 2, 3, 18
Κνίδιοι 102, 105, 112, 113, 117 σ.23, 27 και σ.38 - 29 και σ.41, 36, 37, 39 -
Κοίλα 271 σ.593 41, 56, 75 - 79, 90 σ.215, 100 - 109 και
Κολοφών (Κολοφώνιοι) 62 σ.134, 63, 87, 88, σ.261 και 263, 111, 114 - 118, 120 - 125,
92, 93 130 - 133, 135 - 137 και σ.331, 148 - 161,
Κόλχοι 38 σ.57 163 και σ.396, 168 - 172 και σ.412, 180
Κόρινθος (Κορίνθιοι) 9, 10, 12, 38 σ.53, 70 σ.425, 189 - 198, 201 - 203 και σ.470, 205,
και σ.165, 100 - 114, 116 και σ.286 - 121, 207 - 217, 220, 221, 226, 227, 229, 233, 235

453
και σ.517, 237 - 243 σ.536, 264, 267, 281 Μαραθών 3, 124 σ.303, 150 και σ.365, 151,
σ.624, 325, 328, 334 - 337, 350 σ.752, 351 155 - 159, 161 - 172 και σ.412, 174, 176 -
σ.754, 353 - 366 και σ.792, 368 και σ.799 - 178 και σ.416, 181 και σ.426 - 185, 187,
372, 374 - 382 σ.822 και 823, 384 σ.827, 188, 200 σ.466, 247, 248, 356, 357, 366, 370
385, 387, 388, 390 και σ.839 - 393, 396, 397 και σ.805, 371 και σ.806, 397 σ.856, 421,
και σ.858, 399 - 401 σ.870, 403 - 407 και 426
σ.882, 410 και σ.889 και 891 - 420 και Μέγαρα - Μεγαρίς (Μεγαρείς) 29 σ.40, 110
σ.911, 423 - 426, 428 σ.264, 127, 136 σ.330, 152 σ.370, 209, 212
Λάμψακος 359 σ.772 σ.493, 281 σ.624, 284, 286, 292, 294 και
Λάρισσα 234 σ.513 σ.647, 295, 320 και σ.701, 330 σ.711, 335
Λαύριο 293 σ.642 σ.716, 343 σ.740, 353 σ.761, 359 σ.772,
Λέβεδος 62 σ.134 363, 366 σ.790 και 792, 368 σ.798, 372,
Λεπρεάται 335 σ.716, 380, 389 σ.836 376, 381, 388 - 393 και σ.843, 397 και
Λέρος 331 σ.711 σ.860, 398, 404, 410 σ.887 - 412 σ.897, 417,
Λέσβος 95 και σ.239 424
Λευκάδιοι 380, 389 σ.836 Μελίτη 308, 310, 311 και σ.672
Λεύκτρα 39 και σ.58, 255 και σ.568 και 569 Μεσσήνη - Μεσσηνία (Μεσσήνιοι) 40 και
Λέχαιον 363 σ.783 σ.60 και 61, 100, 103, 106 και σ.252, 171
Ληλάντιο 121 σ.294, 141 σ.339, 292 σ.639, και σ.411, 172, 211 σ.492, 371 σ.806, 401
295 σ.872
Λιβύη 38 σ.53, 42, 43 Μηδία – Περσία (Μήδοι, Πέρσες) 2, 3, 36 -
Λοκρίς (Λοκροί) 236 σ.521, 253 σ.566, 368 38 και σ.56 και 57, 47, 48, 55, 56, 58 - 61,
σ.798∙ Λοκροί Οπούντιοι 239 σ.528, 264, 77 και σ.186, 81 και σ.191 και 193 και
281 σ.624 194, 84 και σ.201 - 86, 88, 89 σ.214, 91
Λυδία (Λυδοί) 2, 77 και σ.186, 81 σ.193, 83 σ.221 - 99 και σ.246, 115 και σ.278 και
και σ.196, 95, 99 και σ.246, 135, 141 και 280, 124 σ.303, 135, 140 - 146 και σ.356
σ.337, 144, 145, 251 σ.559 και 357, 166, 167 και σ.404 και 405, 169,
Μαγνησία (Μάγνητες) 217, 218 και σ.504, 170 και σ.409, 172, 173, 175 - 183, 185 -
253 σ.566 187, 189 - 203 και σ.470, 205 - 212 και
Μαιναλία 209 σ.484, 210 σ.488 σ.493 και 495, 214 και σ.497 και 498 - 216,
Μακεδονία (Μακεδόνες) 203 σ.470, 233 218, 221, 227, 233 και σ.511 - 249, 251 και
σ.511, 284, 286, 292, 295 και σ.648, 296, σ.559 - 267, 269 - 272, 274 - 277 και σ.612
367 και 614, 279, 280 σ.620, 282, 284 - 286, 288
Μαλίς (Μαλιείς) 236 σ.521, 248 σ.551, 253 - 291, 293 - 308, 311 - 314, 316 και σ.691 -
σ.566, 272 σ.596, 368 σ.798 318 και σ.699, 320, 322 - 332, 334 σ.716 -
Μαντίνεια (Μαντινείς) 239 σ.528, 336 336 και σ.719 και 720, 338, 340 σ.733 και
σ.719, 366 σ.792, 411 σ.893 735, 341 σ.735, 343 - 347 σ.748, 350 σ.751 -
352, 354 σ.764, 356 - 361, 365 - 371, 374,

454
375, 377 - 380 σ.814, 382 σ.823, 388, 391 - Παραποτάμιοι 290 σ.635
398, 400 και σ.868, 401 σ.870 και 873, 404, Πάριοι 346 και σ.747, 347 σ.747, 349
405, 408 και σ.883, 409, 411, 412 και Παρνασσός 283, 285, 288 σ.634, 290 και
σ.898, 415, 417 σ.904 - 421 σ.914, 423 - 427 σ.636, 297
Μήλιοι 335 σ.716, 347 σ.747, 375, 378, 401, Πάρνης 185
407 - 409 Πάρνων 77 σ.183
Μίλητος (Μιλήσιοι) 2, 62 σ.134 - 65, 84 Πάρπαρον 77 σ.187
σ.200, 87 - 92, 95, 101, 103, 108 και σ.257, Πεδιέες 290 σ.635
138 - 141, 143 - 148 σ.362, 303 σ.658 Πελοπόννησος (Πελοποννήσιοι) 27, 28, 51,
Μολόεις 390 και σ.839 89 σ.214, 93 σ.230, 109 σ.262, 171, 203
Μυκάλη 397, 421 και σ.914 σ.470, 211 σ.492, 214 σ.498, 239 σ.528,
Μυκήναι (Μυκηναίοι) 238 σ.526, 239 σ.528, 263, 264, 278 σ.617, 281 σ.624, 287 σ.628,
335 σ.716, 365 σ.788, 380, 389 σ.836 308, 309, 310, 311, 312, 313 και σ.678, 316
Μυούς 62 σ.134 σ.691, 319, 350, 355, 356, 357, 358, 359,
Μυτιλήνη (Μυτιληναίοι) 2, 68 - 72, 81 360, 361, 364, 365 σ.788, 366 σ.791, 387
σ.194, 93 - 100, 136 σ.330, 425, 426 σ.833
Νάξος (Νάξιοι) 3, 101, 103, 108 και σ.256, Πεντέλη (Πεντελικόν) 127, 177 σ.413, 185
109, 298 - 308, 310, 335 σ.716, 346 σ.747, Περαία 294 σ.647
409, 427 Περαχώρα 294 σ.647
Νείλος 46 σ.74 Περραιβοί 253 σ.566
Νεμέα 211 σ.492 Πηλούσιο 46 σ.74
Νέων 290 σ.635 Πλαταιές (Πλαταιείς) 3, 136 σ.330, 148 -
Νισύριοι 287 σ.629, 313 155, 191 - 193 σ.450, 209, 210 και σ.488
Οινόη 294 σ.647 και 489, 226, 231, 246, 253 σ.566, 257 και
Ολιζών 272 σ.597 σ.576, 258 και σ.578 και 579, 262, 266
Ολυμπία 142 σ.340, 334 σ.716 - 336 σ.719, σ.592, 281 σ.624, 296, 322, 334 σ.716 - 337
339, 341, 400 σ.866, 403 σ.877, 405 σ.880, και σ.721, 354 - 357 και σ.766, 359 σ.772,
406, 408 και σ.884 360, 363, 365, 366 σ.791 και 792, 368 σ.798
Ορέσθειο 209 σ.484, 210 και σ.488, 364 και 799 - 373, 376 - 381 και σ.818, 384 και
σ.786 σ.827 - 389 σ.836, 391 σ.839, 394 και σ.845
Ορνεές 211 σ.492 - 420, 423, 424, 428
Ορχομένιοι 239 σ.528, 335 σ.716, 380, 389 Πλατανιά 272 σ.597
σ.836 Ποσείδιο 272 σ.597
Ουοκόντιος - Ουοκόντιοι 246 σ.541 Ποτείδαια (Ποτειδαιάται) 335 σ.716, 342
Παγασαί 272 σ.597 σ.737, 380, 389 σ.836
Πακτωλός 145 Ποτνιαί 399 σ.864
Παλείς 380, 389 σ.836 Πριήνη 62 σ.134, 63, 81 σ.194
Παλλήνη 73, 75 σ.182, 185 Προύσα 342 σ.739

455
Πυθαγόρειο 111 σ.268 Σίρις 214 σ.496, 316 και σ.689
Πύλος 63 σ.139, 64 Σίφνος (Σίφνιοι) 190, 192, 207 και σ.479,
Πώγων 318, 319 208, 347 σ.747, 408 σ.883
Ρόδος (Ρόδιος) 60 σ.124, 347 και σ.748 Σκιράδιο 330 σ.711
Ρώμη (Ρωμαίοι) 36, 41 σ.62, 255 σ.568, 383 Σκιώνη 271 σ.593
σ.826 Σκοτούσσα 366 σ.790
Σάκες 351 σ.756 Σκύθες 252 σ.564, 344, 345, 351 και σ.756
Σαλαμίνα 3, 33 σ.50, 67 σ.155, 210, 211 Σμύρνη 141 σ.337
σ.490-491, 214 σ.496 και 498, 215 σ.500, Σόλοι 143 σ.345
236 σ.522, 272 σ.594, 275 σ.607, 281 σ.624, Σούνιο 172, 173, 175, 177
298 - 300 και σ.652, 302, 305 και σ.669, Σούσα 189, 191, 193, 194 και σ.452, 202 -
307, 308, 310 - 325, 327, 328, 330 και σ.709 204, 295, 310, 311, 347 σ.748
και 711 - 332, 334 - 346 σ.747, 350 και Σπάρτη (Σπαρτιάτες) [βλ. και
σ.751 και 752 - 354 και σ.764, 358 σ.772, Λακεδαίμων (Λακεδαιμόνιοι)] 3, 13, 29
359 σ.772, 374, 377, 397, 399, 404, 408 και σ.42, 39 σ.58, 40 και σ.60, 45, 60
σ.883, 409 και σ.885, 413 - 417 και σ.904, σ.126, 73 σ.175, 76 - 79, 106 και σ.252 και
419 σ.910, 427, 428∙ Σαλαμίνα της 254, 108 και σ.260 - 110 σ.264, 114, 115,
Κύπρου (Σαλαμίνιοι) 143 σ.345 119, 120, 122 και σ.300, 124 και σ.304,
Σάμος (Σάμιοι) 2, 20, 62 σ.134, 67 και σ.154, 126, 131 - 137, 148 - 150, 155, 157 - 164,
88, 100 - 108 σ.256, 110 - 121, 131, 137, 251 166 σ.402, 169 - 172, 190, 192, 195 και
σ.559, 262 σ.584, 300 σ.653, 301 σ.653, 400 σ.454, 196, 198, 199, 203, 207, 208 και
σ.868, 423 σ.481-483 - 212 σ.495 και 498, 215, 219 -
Σάρδεις 77 και σ.186, 95 και σ.239, 115 και 224, 227 - 229, 231, 235 και σ.517, 237, 239
σ.278 και 280, 138 - 148 και σ.362, 167 και σ.528 και 530 - 250, 254, 255 σ.569,
σ.405, 292 σ.641 260, 261, 264 - 266, 292 σ.641, 322, 350
Σερίφιοι 347 σ.747 σ.752, 354 και σ.765 - 371 σ.807, 397 και
Σήπεια 194 σ.453, 195 σ.454, 197, 199 - 202, σ.854, 401 σ.873, 404 σ.878, 406 σ.880,
209, 364 σ.786 407, 410 σ.890, 411 σ.893, 416, 418 και
Σηπιάς 218 σ.906, 419, 424, 428
Σίγειον 2, 68 - 72, 130, - 132, 136 σ.330, 425 Σπερχειός 248
Σιδώνα 352 σ.758 Στενύκλαρος 401 σ.872
Σικελία 21 σ.32, 60 σ.125, 89 σ.214, 109 Στύρα (Στυρείς) 177 σ.413, 281 σ.624, 335
σ.261, 198 και σ.461, 199, 301, 340 σ.734, σ.716, 346 σ.747, 380, 389 σ.836
371 σ.807 Σύβαρις 316 σ.689
Σικυών (Σικυώνιοι) 54 σ.102, 101, 103, 108, Συρακούσαι 21 σ.32, 22 σ.33
110 σ.264, 187 και σ.438, 257 και σ.577, Συρία 38 σ.53, 130 σ.320, 340 σ.733
258 σ.577, 281 σ.624, 335 σ.716, 380, 389 Σφακτηρία 18 σ.23, 20 και σ.25
σ.836

456
Τανάγρα (Ταναγραίοι) 90 σ.215, 128 - 130 Υσιές 391 σ.839
και σ.320 Φάληρο 12, 173, 175, 184 - 186
Τάρας 34 σ.51, 316 σ.689 Φέρες 30 σ.44
Ταυρομένιο 340 σ.734 Φλειούς (Φλειάσιοι) 211 σ.492, 239 σ.528,
Τεγέα (Τεγεάτες) 210 και σ.488, 239 σ.528, 335 σ.716, 358 σ.768, 372, 376, 380, 388 -
335 σ.716, 355 - 357, 360, 361 σ.779, 365 - 393 και σ.843, 397, 398, 404, 411, 412
367, 372, 376, 378 - 382 σ.822 και 823, 387, σ.897, 417, 424
388, 391 και σ.840, 393, 397 και σ.855, 403 Φοινίκη (Φοίνικες) 2, 35 - 38 και σ.56 και
- 405, 407, 410, 412 και σ.898, 416, 417, 57, 41, 55, 56, 61 σ.128 - 64, 99, 128 - 130
424 σ.320, 142 και σ.342, 424
Τεθρώνιο 290 σ.635 Φρέαρροι (Φρεάρριος) 315 και σ.685 και
Τέμπη 220, 227, 233 σ.511 - 235 και σ.518, 688
288 σ.632, 317 σ.696, 322 Φώκαια 62 σ.134
Τέως 62 σ.134 Φωκίδα (Φωκείς) 3, 101, 108 και σ.257, 213,
Τήνιοι 316 σ.691, 331, 335 σ.716, 343, 346 215 και σ.501, 236 σ.521, 239 σ.528, 240
σ.747, 409 και σ.885 σ.530, 245, 247, 260, 264, 282 - 286, 288
Τίρυνθα (Τιρύνθιοι) 195 σ.453, 335 σ.716, και σ.631 και 634 - 292, 296 - 298, 334
380, 389 σ.836 σ.716, 368 σ.798, 424
Τμώλος 145 Χαιρώνεια 12, 366 σ.790
Τραχίνα - Τραχινία (Τραχίνιος) 236 σ.521, Χαλκίδα (Χαλκιδείς) 121 σ.294, 135, 141 και
243 σ.535, 246 σ.542, 248 σ.551 σ.339, 279 σ.618, 281 σ.624, 284, 286, 292
Τριτέαι 290 σ.635 και σ.639 - 295, 335 σ.716, 346 σ.747, 366
Τριφυλία 335 σ.716 σ.790, 380, 389 σ.836
Τροία (Τρώες) 39 και σ.59, 40 Χαράδρα 290 σ.635
Τροιζήνα (Τροιζήνιοι) 211 σ.492, 281 σ.624, Χερρόνησος 177 σ.413
287 σ.628, 318, 319 και σ.700, 335 σ.716, Χίος (Χίοι) 2, 62 σ.134, 93 - 100, 426
358 σ.768, 366 σ.790, 380, 389 σ.836 Ωερόη 379 και σ.810, 381 και σ.821 - 387 και
Τρωάς 69 σ.161 σ.833
Υάμπολις 288 σ.634, 290 σ.635 Ωρωπός 129
Υμηττός 185

2. Ονόματα θεών, ηρώων και προσώπων

Άβας 57, 58 και σ.114 Αγέλαος 101, 103, 108 και σ.257, 110 σ.265
Αγαμέμνων 208 σ.480 Αγήνωρ 57 σ.110, 62 σ.133
Αγαρίστη 183 σ.433, 257, 258 σ.577 Αγησίλαος 363 σ.783

457
Άγις 418 σ.906 Αμεινίας 352, 417 σ.904
Αγλαΐα 57 Αμεινοκλής 3, 21 σ.31, 217 - 219 και σ.507,
Αγχιμόλιος 122, 235 σ.517, 369 σ.801 327, 329, 339 και σ.730, 427
Αγχινόη 57 Αμομφάρετος 388 και σ.834, 390 σ.839, 401
Αδείμαντος 3, 12, 33 σ.50, 266 σ.592, 267, σ.873, 410, 411 και σ.893
269, 272 και σ.594, 274, 318 και σ.698, Αμυθάων 51 και σ.89
324, 326, 327, 329 - 334, 337, 338, 340 - 342 Αμύντας Α΄ 295 σ.648
και σ.737 και 739, 417, 427 Αμφιάραος 84 σ.200
Άδραστος 365 σ.789 Αμφιτρύων 54, 57, 59, 61
Αθηνά 39 σ.59, 84 σ.200, 94 - 97, 210 σ.488, Αναξανδρίδης 110 σ.264, 211, 249 και σ.553
330 σ.711, 332, 342, 405 σ.878 και 554 και 555
Αίας Λοκρός 36, 37, 39 και σ.59 - 41 Ανάξανδρος 226, 231, 256, 257 σ.574
Αίας Τελαμώνιος 183 σ.432, 325, 328 Αναξώ 57
Αίγυπτος 38 σ.53, 49, 50, 57, 58 και σ.115 Ανδρόβουλος 317 σ.694
και 116 Άνδροκλος 63 σ.139, 64 και σ.140
Αισχίνης 101, 103, 108 - 110 Ανδροκράτης 366 σ.791
Ακρίσιος 55 - 59 Ανδρομέδα 57, 60 και σ.119
Ακροθίνιον 326, 329, 338 και σ.726 Αντιόπη (Ιππολύτη) 366 σ.790∙ Αμαζόνες
Αλέξανδρος Α΄ 233 σ.511, 358 σ.769, 367 356, 357, 365, 366 σ.790
και σ.797, 368 σ.797 Αντίπατρος 418 σ.906
Αλέξανδρος Γ΄ 5 και σ.6, 6, 31, 32 σ.48, 203 Άνυτος 157, 158, 164, 165 και σ.398, 232
και σ.470, 242 και σ.534, 418 σ.906 σ.510
Αλέξανδρος Φερών 27, 28, 30 και σ.44 Απόλλων (Φοίβος) 82, 84 σ.200, 95 και
Αλέξανδρος (Επικούρειος φιλόσοφος) 9, σ.237, 99, 122 σ.296, 123, 125, 160, 195
10 και σ.8, 12 και σ.9 σ.454, 196, 290 σ.636, 317 σ.694, 351
Αλεξιβία 326, 329, 338 και σ.726 σ.754, 358 σ.771, 363 σ.783, 375, 378, 400
Αλευάδες 110 σ.265, 234 και σ.513 και 514, σ.866, 426
288 σ.632 Απρίης 251 σ.559
Αλκαίος 2, 57, 68, 69, 71 και σ.167, 425 Άργος 55 - 57 και σ.110 και 112, 59
Αλκήνωρ 77 σ.188, 78 Άρης 374, 377
Αλκιβιάδης 20 σ.27 Αρίμνηστος (Αείμνηστος) 375, 378, 401 και
Αλκίνοος 421 σ.913 σ.872, 407, 408
Αλκμήνη 54, 57 Αρισταγόρας 88, 92 σ.226, 303 σ.658
Αλυάττης 83 σ.196 και 197, 101, 104, 110 Αριστείδης 316 σ.688 και 691, 331, 343, 347
και σ.267, 111, 116 σ.286, 141 σ.337 σ.748, 359 σ.772, 367 σ.796, 374, 377, 380
Άμασις 44 σ.66, 67 και σ.153, 100, 103, 106 σ.812, 399, 404 σ.878, 405 σ.878
και σ.250, 115, 224, 230, 251 και σ.559 Αριστεύς 326, 329, 338 και σ.726, 342 και
Αμβρώνιχος 271 σ.593, 278 σ.615 σ.737

458
Αριστογείτων 2, 128 και σ.315, 129, 423∙ Αττάγινος 220, 227, 237 και σ.523, 258 σ.579
Γεφυραίοι 63, 128 - 130 και σ.320 Αττάλος Α’ 256 σ.573
Αριστογένης 101, 103, 108 και σ.257 Αττάλος Γ’ 256 σ.573
Αριστόδημος 266, 368 σ.799, 401 σ.873 Αύλις 101, 103, 108 και σ.257
Αριστόδικος 95 Αυτόδικος 396
Αριστοκλής 411 σ.893 Αφροδίτη 127 σ.311, 326, 327, 329, 338 και
Αριστομένης 36, 37, 40 και σ.60, 41 σ.727 - 341 σ.735
Αριστομήδης 101, 103, 108 και σ.257, 110 Αχιλλεύς 130 σ.320
σ.265 Βάττος Γ’ 67 σ.158
Αριστόξενος 1, 33 - 35 Βελλεροφόντης 37 σ.53
Αρίστων 124 σ.304 Βήλος 57, 58 και σ.116 και 117
Αρίφρων 359 σ.772 Βίας 70 και σ.162, 81 σ.194 και 195
Αρκεσίλαος Γ’ 67 σ.158 Βίτων 81 σ.194
Αρμόδιος 128 και σ.315, 129∙ βλ. για Βουβάρης 296 σ.648
Γεφυραίους λ. Αριστογείτων Βούσιρις 42 - 45, 424
Άρπαγος 141 σ.336 Βρασίδας 89 σ.214, 235 σ.517
Αρτάβαζος 412 σ.899 Γέλων 289 σ.634, 371 σ.807
Αρτάβανος 67 σ.155, 371 σ.806 Γλαύκη 339 σ.729
Αρταξέρξης Α’ 46 σ.74, 189, 191, 193 και Γλαύκος 373, 376, 399 σ.864
σ.448, 194 και σ.452, 323 σ.708 Γόργος 143 σ.345
Αρτάπανος 420 σ.911 Γοργώ 249 σ.555
Αρταφέρνης Α’ 138, 139, 143 και σ.347, 144 Γυγαία 296 σ.648
Αρταφέρνης Β’ 303 - 306, 371 σ.806 Δαϊφάντης 289 σ.634
Άρτεμις 83 σ.196, 84 σ.200, 93 σ.230, 101, Δαμάστης 45 σ.67
111 και σ.268, 112, 158, 159 σ.379, 162 και Δανάη 55 - 57, 59, 60
σ.394, 166 και σ.402-403, 167, 269, 270, Δαναός 38 σ.53, 49 – 51, 57 - 59
280 και σ.622, 308, 310 - 312 σ.673, 321 Δαρείος Α’ 143 σ.347, 167 σ.405, 295, 303
σ.702 σ.658, 418 σ.906
Αρτεμισία 287 και σ.629, 308 - 311, 313 - Δάτις 180 και σ.425, 298, 299, 303, 304 και
315, 413, 414, 416 - 418 σ.907 σ.662, 306, 371 σ.806
Αρχίας 103, 105, 114 και σ.277, 115 Δηιόκης 2, 84 και σ.201 - 86, 423
Αρχίνος 108 σ.255 Δημάρατος 124 και σ.304, 195 σ.456, 215,
Αρίστων 195 σ.456 220, 227, 237, 360 σ.777, 420
Ασπασία 27 - 29 και σ.40 Δήμητρα 49 - 52, 390 και σ.839, 391 σ.839,
Αστάρτη 38 σ.53 412, 424∙ Άγιος Δημήτριος 390 σ.839∙
Αστυάγης 81 σ.191 Δημήτριο 391 σ.839
Αστυδάμεια 57 Δημόκριτος 62 σ.133, 298 - 302, 305 - 307
Ασωπόδωρος 389 και σ.835

459
Δίας (Ζεύς) 38 σ.53, 43 σ.63, 56 - 58, 61, 68 Έχεμος 366 σ.791
σ.159, 125 - 127, 213, 214, 334 σ.716, 336 Ζήνων 166
σ.719, 374, 377, 380 σ.812, 399 σ.865, 400 Ηγησίστρατος 74 σ.177
και σ.866 και 868, 403 σ.877, 405 και Ηλεκτρύων 57 και σ.111
σ.880, 408 σ.884 Ήλιος 339 σ.729
Διόδωρος 325, 326, 328, 338 Ήρα 38 σ.53, 341 σ.735, 379 σ.808 - 384, 387
Διονύσιος Α΄ 19, 21 σ.32, 22 και σ.33 Ηρακλής 2, 43 και σ.63 - 45, 49, 50, 52 - 57,
Διονύσιος Β΄ 21 σ.32, 22 σ.33 59, 61, 190, 192, 207 και σ.478, 223, 228,
Διόνυσος 49 - 54, 127 σ.311 242, 366 σ.790, 423, 424∙ Ηρακλείδαι 21
Δούρις 62 σ.133 σ.32, 26 σ.37, 356, 357, 365 και σ.788, 366
Δωριεύς 410 σ.890 σ.791
Ειδομένη 51 σ.89 Θαλής 2, 61 - 65, 69, 81 σ.194 και 195, 423
Ελένη 38 σ.57 - 40, 42, 43, 45 και σ.71, 46, 51 Θέμις 121, 122 σ.296
σ.89 Θεμιστοκλής 3, 21 σ.29, 25 - 27 σ.38, 67
Εξαμύας 62 σ.133 σ.155, 214 σ.496, 235, 267, 269, 271 - 274,
Επαμεινώνδας 242 και σ.534 277 και σ.614, 278 και σ.615, 282, 293
Έπαφος 38 σ.53, 55 - 59, 61 σ.642, 308 - 313 και σ.676 και 677, 315 και
Ερμής 399 σ.865 σ.685 και 688 - 323 και σ.708, 344 - 350
Ερμοκράτης 89 σ.214 και σ.752, 352 - 354 και σ.764 και 765,
Έρως 339 σ.729 367, 427, 428
Ετεοκλής 63 σ.136, 365 σ.789 Θεογείτων 404 σ.878
Ευαίνετος 235 και σ.517 Θεσσαλός 74 σ.177
Ευαλκίδας 142 και σ.340, 146, 147 Θέτις 327, 329, 339 σ.729
Ευμένης 352 Θήβη 27, 28, 30 και σ.44
Ευρυάναξ 410 και σ.890 Θησεύς 21 σ.29, 44, 365 σ.789, 366 σ.790
Ευρυβάτης 199, 401 σ.871 Θίβρων 262 σ.584
Ευρυβιάδης 214 σ.496, 215 και σ.500, 267, Ίασος 37 σ.53, 55 - 57 και σ.110, 59
269, 271, 272 σ.594, 274, 278 και σ.617, Ιάσων 218 σ.506, 327, 329, 339 σ.729
309, 310, 312, 316, 318 και σ.698, 320, 321, Ιδομενεύς 339 σ.729
323, 346 σ.746, 350, Ιδομενεύς (ιστορικός) 359 σ.772
Ευρύδημος 236 σ.521 Ίναχος 36 - 38
Ευρυδίκη 57 Ιοκάστη 365 σ.789
Ευρύμαχος 235 σ.516, 266 σ.592 Ιούλιος Καίσαρ 5 και σ.6, 6, 28, 30 και σ.45
Ευρυσθεύς 365 σ.788 Ιοφών 74 σ.177
Ευρώπη 38 σ.57 Ίππαρχος 74 σ.177, 75 σ.182, 128∙
Ευτυχίδης 401 σ.871 Πεισιστρατίδες 2, 73 σ.175 - 75 σ.182,
Εύφορβος 177 108, 109, 122 και σ.300, 123 και σ.302,
Εφιάλτης 236 σ.521, 247

460
125, 126, 130, 132 - 134, 137, 151 και σ.369 Κίμων 183 σ.432, 316 σ.688, 359 σ.772∙ βλ.
- 153, 155, 187, 369 σ.801, 425, 426 για Φιλαΐδες λ. Ιπποκλείδης
Ιππίας 2, 73 σ.175 - 75, 108 και σ.260, 110 Κλεάδας 374, 377, 378, 396, 398
σ.264, 122 σ.298, 124 σ.303, 130 - 134, 136, Κλεισθένης (τύραννος Σικυώνος) 187 και
138, 153 και 374, 154, 173, 175, 176, 182, σ.438, 257 και σ.577, 258 σ.577
185 - 187∙ βλ. για Πεισιστρατίδες λ. Κλεισθένης 73 και σ.174 - 75, 121, 122, 133,
Ίππαρχος 135, 187, 258 σ.577, 426∙ Αλκμεωνίδες 2,
Ιπποκλείδης 226, 231, 257 και σ.577, 258∙ 71 - 75 και σ.182, 122 και σ.297 και 298 -
Φιλαΐδες 183 και σ.432, 257 σ.577 124, 133, 172 - 176, 178, 179, 182 - 184, 186
Ιπποκράτης 183 και σ.433 - 188, 426
Ιππόνικος 174, 176, 188 και σ.443, 193 και Κλέοβης 81 σ.194
σ.447 Κλεοβουλίνη 62 σ.133
Ιππονοΐδας 411 σ.893 Κλεόκριτος 404 σ.878
Ισαγόρας 2, 108 και σ.260, 122 σ.298, 125 - Κλεόμβροτος 208 σ.483, 211 και σ.491, 357
127, 132 και σ.322, 133, 135 - 138, 152, 195 σ.768, 360 σ.776
σ.456, 426 Κλεομένης Α΄ 73 σ.175, 108 και σ.260, 122,
Ίσις 38 σ.53, 44 και σ.64, 51, 52 124 - 126, 132 και σ.322 - 135, 149, 152 και
Ισμήνη 57 σ.370, 154, 194 και σ.453, 195 σ.456, 200,
Ιτωνός 57 σ.111 369 σ.801, 426
Ιφιγένεια 46 και σ.76 Κλέων 16 - 22
Ιώ 2, 35 - 38 και σ.53, 40, 55 - 59, 61 και Κόβων 124
σ.128, 424 Κόδρος 63 σ.139, 64 και σ.139 και 141
Κάδμος 51, 54, 62 σ.133 - 65, 128, 130 σ.320∙ Κόνων 32 σ. 49
Καδμείοι 63 και σ.135, 128 Κορυδαλλός 236 σ.521
Καλλίας (Φαινίππου) 174, 176, 188 και Κρέων 339 σ.729
σ.441 και 443 Κρητίνος 217, 218, 219 σ.507
Καλλίας (Ιππονίκου) 193 και σ.447 Κροίσος 2, 65 και σ.147, 66 και σ.148 και
Καμβύσης 106 σ.251, 116 σ.286, 120, 262 150, 70, 77, 79 - 84 και σ.200, 100, 103,
σ.584, 500 σ.653 106, 115 και σ.278, 116 σ.286, 135, 136,
Κάμιλλος 255 σ.568 141 σ.337, 187, 425
Καρήνος 235 Κυνίσκα 400 σ.869,
Κασσάνδρα 36, 37, 39 και σ.59 - 41 Κύρος 79 - 82, 93 - 95, 99, 116 σ.286, 141 και
Κάσσανδρος 164 σ.397 σ.336, 425
Κάστωρ (Διόσκουροι) 351 σ.754 Κύψελος Α΄ 107 σ.255, 130, 131, 136
Κάτων (Νεώτερος) 27, 28, 30 και σ.45 Κύψελος Β’ (Ψαμμήτιχος) 107 σ.255, 108
Κερκυών 45 σ.67, σ.255∙ Κυψελίδες 100, 103, 107 και σ.255,
Κηφέας 60 109, 111, 119
Κωνσταντίνος 334 σ.716

461
Λακράτης 284, 286, 296 Μεγαβάτης 298, 299, 303 και σ.658, 304 και
Λάμπων 396 σ.852 σ.663
Λαοδάμας 63 και σ. 136 Μεγακλής 71 - 75, 183 και σ.433, 187, 188,
Λατταμύας 225, 230, 254, 255 σ.568 258 σ.577∙ βλ. για Αλκμεωνίδες λ.
Λαφάης 54 σ.102 Κλεισθένης
Λεοντιάδης 225, 226, 231, 235 σ.516, 255 - Μεγιστίας 244, 305 σ.668
257 και σ.574, 266 σ.592 Μελάμπους 49 – 51 και σ.89
Λεύκτρος 36, 37, 39 και σ.58, 40 Μελία 37 σ.53
Λεωκράτης 367 σ.796, 404 σ.878 Μέλισσα 111
Λεωνίδας Α΄ 3, 162 και σ.395, 163 και σ.396, Μέμφις 57
219 - 224, 226 - 231, 235, 236, 238 και Μένδης 54 σ.103
σ.526 - 244, 246 και σ.542, 247, 249 και Μενέλαος 42, 43, 45 και σ.70 και 72 - 47,
σ.553-555 - 253, 257 - 261, 263 - 265, 268, 425
270, 274 - 278 και σ.615 και 617, 357 Μερόπη 399 σ.864
σ.768, 396 σ.852, 416 και σ.901, 420 σ.911 Μήδεια 38 σ.57, 218 σ.506, 326, 329, 339
Λεωτυχίδης 101, 103, 110 σ.265, 211 σ.491, σ.729, 341 σ.735
347 σ.748 Μιλτιάδης 170, 171, 181, 183 και σ.432∙ βλ.
Λητώ 325, 326, 328, 338 και σ.724, 347 σ.748 για Φιλαΐδες λ. Ιπποκλείδης
Λιβύη 57, 58 Μναμίας 220, 227, 235
Λύγδαμις 101, 103, 108 και σ.256, 109, 287 Μνησίφιλος 308 - 313, 315 και σ.685 και
σ.629, 313, 314 και σ.680 688, 316 και σ.688, 319 - 323, 427
Λυγκεύς 57, 58 και σ.114 και 115 Μυρωνίδης 359 σ.772, 367 σ.796, 404 σ.878
Λυκούργος 74 και σ.180 Ναυσινίκη 326, 329, 338 και σ.726
Λυκόφρων 111 και σ.270∙ βλ. για Νεοκλής 315 και σ.685
Κυψελίδες λ. Κύψελος Β’ (Ψαμμήτιχος) Νηλεύς 63 σ.139, 64 και σ.139 και 142, 91∙
Λυκώπης 114 Νηλείδες 91
Λύσανδρος 177 σ.413, 351 σ.754 Νικίας 16, 17 και σ.21, 20 σ.27, 198, 301
Λυσικλής 271 σ.593, 278 σ.615 Ξάνθιππος 347 σ.748, 359 σ.772
Μαζάρης 95 Ξέρξης 3 - 5, 67 σ.155, 193, 194, 201 και
Μανέθων 44 σ.66 σ.469, 203, 208, 211, 213 - 216 και σ.503,
Μαρδόνιος 193 και σ.450, 208 - 210, 212 και 221, 223 - 227, 229 - 231, 234 σ.514, 236
σ.494, 237 σ.523, 296, 297, 314, 322 σ.706 σ.521 - 238, 243 και σ.535, 245 - 247 σ.545,
και 707, 335 σ.716, 336 σ.719, 355, 356, 250, 251, 253, 255 - 257 και σ.575, 264,
358 και σ.769 - 361, 364, 367 και σ.797, 265, 268, 270, 272 σ.596, 275 και σ.607,
368 σ.797, 370 σ.803 και 804, 372, 378, 277 σ.614, 288 - 290 σ.636, 292 και σ.639
393, 395, 396 σ.852, 401 σ.872, 411, 412 και 641, 293, 295, 296, 304, 309 - 314, 318
σ.899, 417 σ.904, 419 σ.699, 322 σ.706, 323 σ.708, 331, 335
Μεγάβαζος 295 σ.648, 296 σ.648 σ.716, 336 και σ.719, 339, 343 σ.740, 346

462
σ.746, 349 - 351 σ.756, 360 σ.778, 371 και Περσεύς 55 - 60 και σ.119 και 120, 193 σ.451
σ.806, 394, 396 σ.852, 403 και σ.877, 406, Πέρσης 60
407, 413, 415, 417 σ.904 - 421, 424 Πισίνδηλις 313
Οδυσσεύς 309, 310, 313 και σ.676, 315, 421 Πιττακός 23 σ.34, 68 - 71 και σ.167, 81 σ.194
σ.913 και 195, 425
Οθρυάδας 2, 75 - 79, 425 Πλείσταρχος 211 σ.491
Οιδίπους 365 σ.789 Πολιάδης 388 σ.834
Οιλεύς 39 σ.59 Πολυδεύκης (Διόσκουροι) 351 σ.754
Ονήσιλος 143 σ.345 Πολυκράτης 2, 67 και σ.154, 88, 100, 102,
Οράτιος 218 σ.506 103, 105 και σ.247 - 110, 112, 115 και
Όρσιππος 294 σ.647 σ.281 - 121, 137, 262 σ.584, 500 σ.653, 423
Όσιρις 44 σ.66, 51 και σ.94, 52 Πολύκριτος 352 και σ.758
Πακτύης 2, 93 - 100, 425, 426 Πολυνείκης 365 και σ.789
Παν 49, 50, 54 και σ.103, 55 Ποσειδών 57, 58 σ.117, 334 σ.716, 338 σ.723,
Παντάγνωτος 115 σ.281 400 σ.866
Πανταλέων 80, 83 και σ.197 Ποσειδώνιος 401 σ.873
Παντίτης 266 Πρίαμος 39 σ.59
Παυσανίας 25 - 27 σ.38, 208 σ.483, 210 και Πρωταγόρας 166
σ.488, 237 σ.523, 258 σ.579, 347 σ.748, 355 Πρωτεύς 42, 43, 45 και σ.72
- 357, 360 και σ.776, 364 σ.786, 366 - 370 Πτολεμαίος Ε’ 256 σ.573
και σ.803, 372, 374 - 378, 380 σ.812, 382, Πυθεύς 396 σ.852
385, 386 και 832, 391, 392 και σ.841, 395 - Πυθόλαος 30 σ.44
397, 399 - 402, 405 σ.878 - 407 και σ.882, Ραμσής 251 και σ.560
410 και σ.890, 411 και σ.895 Ραμψίνιτος (Ρέμφις) 251 και σ.560
Πειρήνας 37 σ.53 Ρήγουλος 36, 37, 41 και σ.62
Πειρίθους 366 σ.790 Ροίος 289 σ.634
Πεισίστρατος 2, 71 - 75 και σ.182, 101, 103, Σαδυάττης 83 σ.196, 141 σ.337
108 και σ.256, 110 σ.264, 135, 151 σ.369, Σανδάνης 81 σ.194
174, 176, 187, 188, 425 Σεμέλη 51, 54
Περίαλλα 124 Σίκιννος 316, 346 σ.746
Περίανδρος 70 και σ.165, 100 - 102, 104, Σίσυφος 398 σ.864, 399 σ.864
105, 107 σ.255, 110 - 113, 116 και σ.284 Σκέδασος 39 σ.58
και 285 και 286 - 120, 130, 131, 136 και Σκόπας 54 σ.102
σ.330, 137∙ βλ. για Κυψελίδες λ. Σκυλλίας 271 σ.593
Κύψελος Β’ (Ψαμμήτιχος) Σόλων 2, 65 και σ.145 και 147 - 67 και
Περικλής 27 - 29 και σ.40 και 41 και 42, 183 σ.159, 69, 81 σ.194, 315 σ.688, 425
σ.433 Συλοσών 115 σ.281
Περίλαος 77 σ.188 Σύμμαχος 101, 103, 108 και σ.257

463
Συνετός 235 σ.517 Φειδίας 27 - 29 και σ.41
Σωκράτης 33, 34, 165 και σ.398 Φερετίμη 67 και σ.158
Σω(σι)κλής 130, 131, 136, 137 Φίλαγρος 177
Σωφάνης 375, 378, 401 και σ.871, 407, 408 Φίλαιος 183 σ.432
Τάβαλος 95 Φιλιππίδης (Φειδιππίδης) 156, 158, 159 και
Τείσανδρος 257 σ.577 σ.380, 161, 163, 164, 169, 170
Τελλίας 288 σ.634, 289 σ.634 Φίλιππος Β΄ 14, 31 και σ.47, 32 σ.48, 203
Τέλλος 81 σ.194 σ.470
Τιμηγενίδης 237 σ.523, 258 σ.579 Φιλίππος Δ’ 164 σ.397
Τιμόθεος 31, 32 σ.49 Φίλιππος Ε΄ 9, 10, 13 - 15
Τιμοκρέων 347 και σ.748 - 349 σ.750 Φιλοκύων 401 σ.873
Τιμόνασσα 74 σ.177 Φιλοποίμην 36, 37, 40 και σ.61, 41 και σ.61
Τίμων 317 σ.694 Φοίνιξ 130 σ.320
Τίσανδρος 125, 126 Φόρβαντας 57 σ.110
Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος 9, 10, 13, 14 σ.16 Φορωνεύς 127 σ.311
Τριόπας 57 σ.110 Φραόρτης 84 σ.201
Τυρραστιάδας 246 και σ.542 Φράσιος 43 σ.63
Υάκινθος 358 σ.771, 363 σ.783 Φρύνων 68 - 71 σ.167
Υδάρνης 243 σ.535, 247 σ.545 Χαρμίνος 20
Ύλλος 365 σ.788, 366 σ.791 Χ(ε)ίλεος 214 σ.498, 355 - 357 και σ.767, 359
Υπέρβολος 19, 20 και σ.27, 22 - 364, 428
Υπερμ(ν)ήστρα 57 Χίλων 110 σ.264
Φαίνιππος 174, 176, 188 και σ.443 Χρομίος 78
Φαίστος 54 σ.102 Ωνήτης 236 σ.521
Φαναγόρος 236 σ.521

464

You might also like