You are on page 1of 10

Χρυσάνθη Παπαδοπούλου-Βελλή, 2019

Αποδελτίωση

Η αντίσταση στην γνωστική πολυφασία στις κοινωνικές αναπαραστάσεις της


τρέλας

Εισαγωγή

Ο ευρύς κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύχθηκε γύρω από την


ψυχιατρική στις δεκαετές του 1970 και 1980, ο οποίος συνοδεύτηκε από την από-
ϊδρυματοποίηση της τρέλας (όπως συνέβη στην Ιταλία με τον νόμο Basaglia νο180
στις 13 Μαϊου 1980 με συνέπειες που επεκτάθηκαν πολύ ευρύτερα των ιταλικών
συνόρων), συνέπεσε με μια σειρά ερευνών σχετικά με την ψυχική ασθένεια.
Ανάμεσα στις έρευνες που εμπνεύστηκαν από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις,
αυτή της Denise Jodelet (1989,1992,1993,1996) στη Γαλλία έχει αποτελέσει
παραδειγματική μελέτη ανθρωπολογικής προσέγγισης για την κοινότητα των ψυχικά
ασθενών. Τη δεκαετία του 1980, άλλη μία έρευνα με ισχυρό αντίκτυπο διερεύνησε τις
απόψεις των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (ψυχιάτρων, ψυχολόγων, νοσοκόμων
ψυχιατρικών κλινικών), όπως και τις απόψεις του ευρύτερου κοινού (Bellelli, 1994;
de Rosa,1994a/1994b; Zani, 1984).
Ανάμεσα στις έρευνες του ’70 με ’80, το μοναδικό ερευνητικό πρόγραμμα
που δεν επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε ενήλικες και συμπεριέλαβε παιδιά ήταν το
πιλοτικό πρόγραμμα της De Rosa (1981,1982) και των Quadrio et al. (1981). Η
πρωτοτυπία των αποτελεσμάτων αυτών των ερευνών – η οποία έγκειται στην ένδειξη
ύπαρξης ενός αναπτυξιακού μοτίβου για την εικόνα της τρέλας- προκάλεσε τη
διενέργηση συμπληρωματικών ερευνών από τους ίδιους ερευνητές κατά τη δεκαετία
του 1980 και 1990 (1984, 1987, 1988, 1994, 1995, 1997).
Αυτές οι μελέτες αποκάλυψαν πως μια καθαρά γραμμική ιστορικά ανάγνωση
της εξέλιξης των κοινωνικών αναπαραστάσεων της τρέλας στην ιστορία –είτε
πρόκειται για κοινωνικές και συλλογικές αναπαραστάσεις (ιστορική οπτική), είτε για
έμφυτες στην ατομική ανάπτυξη (αναπτυξιακή και διαφορική οπτική)- φανερώνει μια
προοδευτική αλλαγή από μια μαγική αντίληψη της τρέλας σε μία εγκληματοποιημένη
(criminalized). Η τελευταία, σταδιακά «απεγκληματοποιήθηκε» και αντικαταστάθηκε
από μία ιατρικοποιημένη (medicalized) οπτική, η οποία πήρε τελικά τη μορφή μιας
ψυχολογιοποιημένης (psychologized) – ψυχοδυναμικής αντίληψης της τρέλας.
Γενικά, στα μικρότερα παιδιά (5 και 6 ετών) η αναπαράσταση της τρέλας
ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την απόκλιση. Συνεπώς, όταν τα παιδιά αυτά έπρεπε
να αναφέρουν ποιες θεωρούσαν τις κατάλληλες θεραπευτικές δομές, οι ψυχικά
ασθενείς τοποθετούνταν σε φυλακές με τους δεσμοφύλακες να θεωρούνται οι
υπεύθυνοι για τη θεραπευτική αγωγή (η θεραπεία, ωστόσο, συχνά κρινόταν αδύνατη).
Σε αντιστοιχία, με την ανάπτυξη της ιατρικοποιημένης αναπαράστασης στα παιδιά 8
και 9 ετών, οι πρωταγωνιστές των θεραπευτικών προγραμμάτων έγιναν πια οι γιατροί
και οι κατάλληλες δομές τα νοσοκομεία. Τέλος, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, η
αναπαράσταση της ψυχικής ασθένειας μετεξελίχθηκε από σωματική σε ψυχολογική.
Η οικογένεια και η κοινωνία ορίστηκαν ως τα κατάλληλα «μέρη» θεραπείας, ενώ
ψυχίατροι και ψυχολόγοι πήραν τη θέση των γιατρών. Επίσης, προβλέφθηκε και ο
ενεργός ρόλος για τη θεραπεία από την πλευρά του ασθενούς.
Την ίδια στιγμή, η βαθύτερη εξέταση της δυναμικής δομής του αναπαρα-
στασιακού πεδίου της τρέλας που προκύπτει από πολλές ιστορικές πηγές και από τα
πολλά επίπεδα που εξετάστηκαν ( συμβολικό, συμπεριφορικό κλπ.) και με τη χρήση
ποικίλων προσεγγίσεων (λεκτικών-μη λεκτικών, άμεσων-έμμεσων, δομημένων-προ-
βολικών), επέτρεψε την ταυτοποίηση των εικονικών πυρήνων που σχετίζονται με τη
μαγική αντίληψη του τρελού ανθρώπου (ως μυθολογική ή δαιμονική φιγούρα,
τερατόμορφο, ανδρόγυνο, παραμορφωμένο πλάσμα κ.ά.). Αυτές οι αναπαραστάσεις
φαίνονται να πλαισιώνονται από την αντίληψη της τρέλας είτε ως κοινωνική
απόκλιση (ο τρελός άνθρωπος ως εγκληματίας, ναρκομανής, αλήτης, αλκοολικός,
τραβεστί), ή από την ιατρικοποιημένη αντίληψη (ο τρελός άνθρωπος ως άρρωστος,
σωματικά ανάπηρος, υποανάπτυκτος κ.ά.), ή από την ψυχολογιοποιημένη οπτική της
τρέλας (ο τρελός άνθρωπος ως καταθλιπτικός, με ψευδαισθήσεις κλπ.).
Στα προβολικά εργαλεία που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, η μαγική-
φανταστική αναπαράσταση της τρέλας εκδηλώθηκε μέσω μιας αντίθεσης ανάμεσα
στη θετική της διάσταση (π.χ. ο τρελός ως κλόουν) στην αρνητική της διάσταση (π.χ.
ο τρελός ως δαίμονας, ως τέρας κ.ά.).
Το ενδιαφέρον στοιχείο των αποτελεσμάτων του πρώτου κύματος ερευνών
(1980-1990) προήλθε από το εύρημα της συνύπαρξης αναπαραστάσεων της τρέλας
που ήταν συγχρόνως εξελιγμένες και αρχαϊκές.
Η έρευνα, λοιπόν, επιβεβαίωσε εμπειρικά το θεωρητικό κατασκεύασμα της
«γνωστικής πολυφασίας» του Moscovici (1961/2000), που δηλώνει τη συνύπαρξη
αρχαϊκών κι επιστημονικών αναπαραστάσεων που σχετίζονται, είτε με την κοινή
λογική, είτε με την εξειδικευμένη γνώση στην οποία έχει πρόσβαση το ευρύ κοινό.
Το γεγονός αυτό, καθιστά την έκφραση της γνώσης που ρυθμίζεται από κριτήρια
κοινωνικής επιθυμητότητας προφανώς αντιφατική.
Δεδομένης της δυναμικής φύσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων, περίπου
τριάντα χρόνια μετά την επιβολή του νόμου του Basaglia, το ενδιαφέρον μας για την
επανεξέταση των αρχικών ερευνών μας οδήγησε στην πραγματοποίηση της παρούσας
επαναληπτικής έρευνας ώστε να επιβεβαιώσουμε εάν και σε ποια έκταση οι εικόνες
της τρέλας που ταυτοποιήθηκαν κατά το πρώτο ερευνητικό κύμα έχουν αλλάξει και
εάν οι αρχαϊκές εικόνες εξακολουθούν να συνυπάρχουν με τις επιστημονικά
εξελιγμένες αναπαραστάσεις, διαβεβαιώνοντας, με αυτό τον τρόπο, την υπόθεση πως
η γνωστική πολυφασία αποτελεί ένα μέσο αντίστασης στην αλλαγή και προσκόλ-
λησης σε προ-επιστημονικές συλλογικές αναπαραστάσεις.

Μέθοδος
Καθώς υιοθετήθηκε μια θεωρητική προσέγγιση, η ανάγκη προσαρμογής του
ερευνητικού σχεδιασμού στο θεωρητικό υπόβαθρο αιτιολογεί τη χρήση πολλαπλών
ερευνητικών μεθόδων, ώστε να προσεγγιστεί η πολυδιάστατη πολυπλοκότητα των
κοινωνικών αναπαραστάσεων.
Στο πρώτο κύμα ερευνών συμμετείχαν περίπου 4000 άτομα σε μια περίοδο
δέκα ετών (1980-1990). Ο πληθυσμός αποτελούνταν από 3.221 άτομα που ανήκαν
στον αδαή πληθυσμό (ομάδες παιδιών, νεαρών ατόμων, ενηλίκων, δασκάλων) και
744 εκπαιδευόμενους ειδικούς (ομάδες φοιτητών ιατρικής, ψυχολογίας,
νοσηλευτικής) και ειδικούς (ψυχολόγους, ψυχιάτρους, νοσηλευτές). Όσον αφορά την
επαναληπτική έρευνα, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις που χορηγήθηκαν μέσω
ερωτηματολογίων με 156 παιδιά και εφήβους 6 ως 16 ετών και 104 ενηλίκους (γονείς
και δασκάλους). Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με 188 ειδικούς ή
εκπαιδευόμενους ειδικούς. Η συλλογή δεδομένων της επαναληπτικής έρευνας
πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα Μάιος 2006-Ιανουάριος 2007.
Οι κοινές λεκτικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχική και στην
επαναληπτική έρευνα ήταν το ερωτηματολόγιο, οι κλίμακες κοινωνικής απόστασης, η
διαφορική σημασιολογική κλίμακα και η τεχνική των ελεύθερων συνειρμών. Τις
κοινές μη λεκτικές δοκιμασίες αποτέλεσαν τα προβολικά εργαλεία: α) Ζωγράφισε
έναν άνθρωπο (Goodenough-Harris,1963), β) Ζωγράφισε έναν τρελό άνθρωπο, γ)
Ζωγράφισε έναν άνθρωπο όπως θα τον ζωγράφιζε ένας τρελός. Τη συλλογή
δεδομένων ακολούθησαν τεχνικές ανάλυσης περιεχομένου κατάλληλες τόσο για
ποιοτικά, όσο και για ποσοτικά δεδομένα.

Στόχοι και Υποθέσεις εμπνευσμένες από την προσέγγιση μοντέλου (modeling


approach)

Από μια ιστορική οπτική, σκοπός της έρευνας ήταν να καθοριστούν τα


αναπαραστασιακά στοιχεία γύρω από την ψυχική ασθένεια σε διάφορες ιστορικές
περιόδους, σε σχέση με την εξέλιξη της ψυχιατρικής, που επανεμφανίζονταν στον
αδαή, αλλά και εξειδικευμένο πληθυσμό. Ο στόχος της επαναληπτικής έρευνας ήταν
κυρίως η σύγκριση με τα προηγούμενα δεδομένα, ώστε να φανεί εάν και σε ποιο
βαθμό οι αναπαραστάσεις της τρέλας έχουν αλλάξει, σχεδόν 30 χρόνια μετά το νόμο
Basaglia (1978).
Από μια αναπτυξιακή οπτική, η πρώτη έρευνα στόχευε στη μελέτη της
εξέλιξης των κοινωνικών αναπαραστάσεων του τρελού ανθρώπου και της ψυχικής
ασθένειας από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωση. Ο σκοπός της επαναληπτικής
έρευνας ήταν να εξερευνηθεί η σταθερότητα ή αλλαγή στη «γενετική αρχαιολογία»
των κοινωνικών αναπαραστάσεων της τρέλας από την παιδική ηλικία στην ενήλικη
ζωή.
Από μία συγκριτική οπτική, η αρχική έρευνα επικεντρώθηκε στη σύγκριση
των κοινωνικών αναπαραστάσεων μεταξύ των τριών ομάδων: αδαής πληθυσμός,
εκπαιδευόμενοι ειδικοί, ειδικοί. Επιπλέον, έγινε διαχωρισμός των ατόμων των
ομάδων ανάμεσα σε κατοίκους αστικών περιοχών ή επαρχίας. Σκοπός της επανα-
ληπτικής έρευνας ήταν να αναδειχθεί η σταθερότητα ή αλλαγή των κοινωνικών
αναπαραστάσεων της τρέλας από μια πολιτισμική άποψη, συγκριτικά με τα
αποτελέσματα της αρχικής έρευνας.
Τέλος, διασταυρώνοντας τις τρεις οπτικές, μελετήθηκε εάν και σε ποιο βαθμό
οι αναπαραστάσεις της τρέλας υπέστησαν αλλαγές ως αποτέλεσμα των διαφορετικών
επιπέδων της πολυδιάστατης ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε και των σχετικών
προβολικών/δομημένων και εικονικών/λεκτικών μεθόδων.
Σχετικά με την ιστορική και αναπτυξιακή οπτική, η αρχική υπόθεση ήταν πως
η εξέλιξη των αναπαραστάσεων της τρέλας προχωράει από μια εγκληματοποιημένη
αντίληψη σε μια ιατρικοποιημένη και, τέλος, σε μια ψυχολογιοποιημένη, χωρίς όμως
αυτή η εξέλιξη να αναιρεί, σε βαθύτερα επίπεδα, τη συνύπαρξη αρχαϊκών (μαγικών,
τερατόμορφων, παρεκκλινόντων) εικόνων με άλλες. Μια τέτοια συνύπαρξη θα επι-
βεβαίωνε το θεωρητικό κατασκεύασμα της γνωστικής πολυφασίας.
Τα μεθοδολογικά συμπεράσματα προέβλεψαν ότι οι πιο περιφερειακές δια-
στάσεις των κοινωνικών αναπαραστάσεων της τρέλας θα διαφαίνονταν από τα δομη-
μένα εργαλεία, ενώ οι πιο αρχαϊκές διαστάσεις θα γίνονταν προσβάσιμες μέσω των
προβολικών εργαλείων.

Εμπειρική επιβεβαίωση της γνωστικής πολυφασίας

Όσον αφορά τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των παιδιών διαφόρων ηλικιών


και των ενηλίκων, όπως αποκαλύφθηκε από τα πιο δομημένα λεκτικά εργαλεία, και
οι δύο έρευνες επιβεβαίωσαν πως η υπόθεση της συμμετοχής της ηλικιακής
μεταβλητής στη σταδιακή μετάβαση της αναπαράστασης της τρέλας από την
εγκληματοποίηση στην ιατρικοποίηση κι έπειτα στην ψυχολογιοποίηση. Ωστόσο, τα
προβολικά εργαλεία εμφάνισαν εμπειρικές αποδείξεις πως κάποιες αναπαραστάσεις
της τρέλας, οι οποίες φαινομενικές ανήκαν στην αρχαϊκή συλλογική φαντασία,
επανεμφανίζονταν ως εικονικά στοιχεία στις αναπαραστάσεις, όχι μόνο των παιδιών,
αλλά και των ενηλίκων.

Η τρέλα σε λέξεις
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης των ερωτηματολογίων από το πρώτο
ερευνητικό κύμα έδειξαν πως τα μικρότερα παιδιά διατηρούσαν εικόνες του τρελού
ανθρώπου ως επικίνδυνο, υιοθετώντας και αντίστοιχες συμπεριφορές (αποφυγή,
επαγρύπνηση). Οι συμπεριφορές των εφήβων χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερη
ανοχή και έκδηλη αποδοχή του νόμου Basaglia, που μόλις είχε τεθεί σε εφαρμογή. Οι
συμπεριφορές των εφήβων και των γονέων τους παρουσίασαν μεγάλες ομοιότητες,
ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι έφηβοι επέλεξαν στάσεις περισσότερο ανεκτικές από
αυτές των ενηλίκων. Συνοπτικά, τα αποτελέσματα των αρχικών ερευνών επεσήμαναν
την εξέλιξη των στάσεων για τον τρελό άνθρωπο από μη ανεκτικές σε περισσότερο
ανεκτικές, σε συνάρτηση με την αυξανόμενη ηλικία των υποκειμένων. Η επανα-
ληπτική έρευνα επιβεβαίωσε αυτό το αναπτυξιακό πρότυπο σε σημαντικό βαθμό.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα των πρώτων ερευνών κατέδειξαν την ύπαρξη
αναπαραστασιακών μοντέλων τα οποία παρουσιάζουν μια θετικά πολωμένη εικόνα
του «φυσιολογικού» ατόμου, έναντι μιας αρνητικά πολωμένης εικόνας του τρελού
ατόμου, με μια ενδιάμεση θέση, την οποία καταλάμβανε η εικόνα του εαυτού.
Μάλιστα, φάνηκε από τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη σημασιολογική
ανάλυση των δεδομένων πως οι αρνητικά πολωμένες αναπαραστάσεις για τον τρελό
άνθρωπο σταθεροποιούνται τόσο νωρίς κατά τα αναπτυξιακά στάδια, όσο και οι
θετικές εικόνες για τον εαυτό και το «φυσιολογικό» άτομο.
Η τεχνική των ελεύθερων συνειρμών που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική
έρευνα διευκόλυνε την ταυτοποίηση, τόσο των κοινών στοιχείων που δομούν το
αναπαραστασιακό πεδίο, όσο και των διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα στις ομάδες.
Συγκεκριμένα, φάνηκε πως για όλες τις ομάδες, το αναπαραστασιακό πεδίο
στηριζόταν στη βάση μιας ισχυρής κατηγορικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην
περιοχή του φυσιολογικού (όπου τοποθετούνταν οι έννοιες του φυσιολογικού και του
εαυτού, άρα έχει τα χαρακτηριστικά της ενδοομάδας) και στην περιοχή του μη
φυσιολογικού (όπου τοποθετούνταν οι αναπαραστάσεις των τρελών, των ψυχικά
ασθενών και των αρρώστων, οπότε και έχει τα χαρακτηριστικά της εξωομάδας).

 Πίνακας 1: Το συνεχές του αναπαραστασιακού μοντέλου "Φυσιολογικό-Εαυτός-Τρελός"

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
(Ενδοομάδα) (Εξωομάδα)
+ -
«Φυσιολογικά» άτομα Εαυτός Τρελοί άνθρωποι

Επιπροσθέτως, η διαφορική ανάλυση ανάμεσα στις ομάδες του αδαούς


πληθυσμού έδειξαν πως, όσον αφορά τα σημασιολογικά πεδία που σχετίζονταν με τα
ερεθίσματα, παρατηρήθηκε μια εξελικτική πορεία της χρήσης της γλώσσας από τα
παιδιά 5 ως 9 ετών έως τους εφήβους και τους ενηλίκους. Αναλυτικότερα, η χρήση
όρων που αναφέρονται στις πιο έκδηλες πλευρές της σωματικής κατάστασης/
εμφάνισης ή της συμπεριφοράς (π.χ. άσχημος, επικίνδυνος) έδειξε να μετεξελίσσεται
στην επιλογή όρων δανεισμένων από την ψυχιατρική, όρων που αναφέρονται στη
γνωστική σφαίρα του ατόμου ή στην κοινωνική προσαρμογή του (π.χ. σχιζοφρενής,
ασταθής, απρόβλεπτος).
Τέλος, διαφορική ανάλυση μεταξύ των ομάδων του αδαούς πληθυσμού και
των ειδικών έδειξε περισσότερη χρήση ανεπιτήδευτων όρων από τους πρώτους (π.χ.
χαζός, λυπημένος) σε σύγκριση με τους όρους που επέλεξαν οι ειδικοί, οι οποίοι
σχετίζονταν με μια αιτιολογική ψυχοδυναμική ή κοινωνιο-σχεσιακή οπτική της
ψυχικής ασθένειας (π.χ. παρεξηγημένος, απομονωμένος) και αντλούνταν από την
ψυχιατρική ορολογία (π.χ. παρανοϊκός, φοβικός, καταθλιπτικός).
Συνολικά, από μια αναπτυξιακή σκοπιά, φάνηκε να πραγματοποιείται μια
σταδιακή «αποποινικοποίηση» της κοινωνικής αναπαράστασης του τρελού ανθρώπου
κατά τη μετάβαση από την παιδική ηλικία προς την εφηβεία, με μια
ψυχολογιοποιημένη αναπαράσταση της ψυχικής ασθένειας να παίρνει τη θέση της
εγκληματοποιημένης. Η νέα αυτή οπτική φαίνεται να παραμένει σταθερή και στην
ενήλικη ζωή, συχνά, όμως, από κοινού με τις προηγούμενες όψεις της ανα-
παράστασης. Αναλυτικά, στις ομάδες των παιδιών επικράτησε μια ξεκάθαρα
αποκλίνουσα οπτική για την τρέλα, ενώ μόνο από συμμετέχοντες εφηβικής ηλικίας ή
μεγαλύτερους χρησιμοποιήθηκαν όροι σχετικοί με τις γνωστικές και κοινωνικές όψεις
της ψυχικής ασθένειας. Η κοινωνική αναπαράσταση των ενηλίκων για τον «τρελό»
αναδύθηκε μέσα από μια πληθώρα στοιχείων που μπορούν να συνοψιστούν στη
συνύπαρξη των ποινικοποιημένων με τα ιατρικοποιημένα και ψυχολογιοποιημένα
χαρακτηριστικά της τρέλας. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά την επαναληπτική
έρευνα επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα των αρχικών ερευνών.

Η τρέλα σε εικόνες
Η υπόθεση πίσω από την επιλογή χορήγησης των τριών τεστ ζωγραφικής ήταν
πως οι ποικίλες οδηγίες που τα συνόδευσαν («ζωγράφισε έναν άνθρωπο»,
«ζωγράφισε έναν τρελό άνθρωπο», «ζωγράφισε έναν άνθρωπο όπως θα τον
ζωγράφιζε ένας τρελός») θα έφεραν στην επιφάνεια πυρηνικές αρχαϊκές αντιλήψεις
για την τρέλα, οι οποίες, μάλιστα, θα αντανακλούσαν κοινωνικές προκαταλήψεις σε
σημαντικά διαφορετικό βαθμό ανάλογα με την ηλικία και τις άλλες διαφορικές
μεταβλητές.
Συγκεκριμένα, υποθέσαμε ότι τα εικονικά τεστ θα έδειχναν:
1) Την προοδευτική μείωση του βαθμού IQ που αποδίδεται στα εικονικά τεστ, από το
πρώτο («ζωγράφισε έναν άνθρωπο») ως το τρίτο («ζωγράφισε έναν άνθρωπο, όπως
θα τον ζωγράφιζε ένας τρελός»), γεγονός το οποίο είναι δυνατό να ταυτοποιηθεί με
τη χρήση της μεθόδου Goodenough-Harris.
2) Αντιστροφή του φύλου της φιγούρας στο δεύτερο («ζωγράφισε έναν τρελό
άνθρωπο») και τρίτο τεστ («ζωγράφισε έναν άνθρωπο όπως θα τον ζωγράφιζε ένας
τρελός»), υποθέτοντας πως το φύλο του υποκειμένου θα ταυτίζεται με τη φιγούρα του
πρώτου τεστ («ζωγράφισε έναν άνθρωπο») . Είναι, ακόμη, αναμενόμενη η ανάδυση
φιγούρων αμφιλεγόμενου, έως και μη ταυτοποιήσιμου γένους στο δεύτερο και τρίτο
τεστ, λόγω εκτενών δυσμορφιών.
3) Τροποποίηση του μιμητικού-συναισθηματικού σχήματος, με την παρουσία
χαρούμενων και χαμογελαστών εκφράσεων στο πρώτο τεστ και θυμωμένων,
επιθετικών ή λυπημένων στο δεύτερο και τρίτο τεστ.
4) Στοιχεία άρσης των αναστολών/ παλινδρόμησης.
5) Στοιχεία μεταποίησης της σωματικής δομής.
6) Εκκεντρικά στοιχεία και αύξηση των παράξενων χαρακτηριστικών και των
υπερβολικών ή μη ρεαλιστικών αναπαραστάσεων στις ζωγραφιές του δεύτερου και
του τρίτου τεστ.
7) Πυρηνικές στερεοτυπικές εικόνες του τρελού ανθρώπου, ο οποίος αναμένεται να
περιγράφεται με μαγικούς/φανταστικούς όρους, όρους αποκλίνουσας συμπεριφοράς,
αλλά και σχετικούς με την ασθένεια όρους.
Οι υποθέσεις που σχηματίστηκαν, στηρίχθηκαν, και στα δύο ερευνητικά
κύματα, τόσο από τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης των δεδομένων, όσο και
από τον ποιοτικό έλεγχο των προβολικών στοιχείων των ζωγραφιών.
Επιβεβαίωση των υποθέσεων μέσα από εμπειρικά αποτελέσματα

Απεικόνιση της προοδευτικής μείωσης του βαθμού IQ


Τα αποτελέσματα του ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις μέσες τιμές του IQ
που αντανακλάται στις ζωγραφιές των τριών τεστ, σύμφωνα με τα κριτήρια που
υποδεικνύει το Goodenough-Harris DHF test, επιβεβαίωσαν την προοδευτική
αποδυνάμωση της φιγούρας στις ζωγραφιές «ενός τρελού» και «ως τρελός» σε
σύγκριση με τη φιγούρα του πρώτου τεστ. Παρ’ όλο που και οι τρεις ζωγραφιές ήταν
παράγωγα του ίδιου ατόμου κι, επομένως, προικισμένες με το ίδιο IQ, οι φιγούρες
του δεύτερου και τρίτου τεστ εκδήλωσαν ένδεια λεπτομερειών, αλλά και φτωχή διάρ-
θρωση της φιγούρας και παρουσίαση του σώματος. Σε κάποια τεστ παρουσιάστηκαν
παλινδρομικές ή σκελετώδεις φιγούρες, παρόμοιες με αυτές που θα ζωγράφιζε ένα
πολύ νεαρότερο άτομο, γεγονός το οποίο επέφερε και τη μείωση της αξίας του IQ.

Απεικόνιση της αντιστροφής του φύλου


Η υπόθεση της αντιστροφής του φύλου στις ζωγραφιές του δεύτερου και
τρίτιυ τεστ σε σχέση με το φύλο του υποκειμένου και τη σεξουαλική του ταύτιση με
τη φιγούρα του πρώτου τεστ, επιβεβαιώθηκε στατιστικά, ειδικά όσον αφορά τα
θηλυκά υποκείμενα. Παρομοίως, επιβεβαιώθηκε και η υπόθεση ανάδυσης φιγούρων
με αμφιλεγόμενο φύλο (π.χ. μυθικές, ανδρόγυνες) ή ακόμη και με απροσδιόριστο
φύλο λόγω των ακραίων δυσμορφιών τους.

Απεικόνιση της μεταβολής στη μιμητική-συναισθηματική έκφραση


Η υπόθεση μεταβολής στη μιμητική-συναισθηματική έκφραση, η οποία
εντοπίζεται μέσω της παρουσίας χαρούμενων ή χαμογελαστών φιγούρων στο πρώτο
τεστ και θυμωμένων, επιθετικών ή λυπημένων φιγούρων στο δεύτερο και τρίτο τεστ,
επιβεβαιώθηκε τόσο στην αρχική, όσο και στην επαναληπτική έρευνα. Αναλόγως,
επιβεβαιώθηκε και η υπόθεση πως ο αριθμός λεπτομερειών που δηλώνουν επιθετική
διάθεση θα αυξανόταν στο δεύτερο και τρίτο τεστ, συγκριτικά με το πρώτο. Υπήρξαν
πολυάριθμα παραδείγματα εικόνων από το δεύτερο και τρίτο τεστ– ακόμη κι ανάμεσα
στο δείγμα των ειδικών- που απεικόνιζαν τον «τρελό άνθρωπο» να σχετίζεται με μια
ποικιλία επικίνδυνων αντικειμένων, τα οποία φαίνονταν να στρέφουν είτε ενάντια
στον εαυτό τους, είτε προς τους άλλους, είτε ακόμη και κατευθυνόμενα από άλλους
προς τον «τρελό άνθρωπο».

Απεικόνιση της άρσης αναστολών


Σε κάποιες από τις εικόνες φάνηκε έκδηλα επιθετική συμπεριφορά προς τον
«τρελό άνθρωπο», ο οποίος τιμωρούνταν για συμπεριφορά που πρόδιδε την άρση των
αναστολών του (π.χ. δημόσια ενούρηση, φανερά γεννητικά όργανα).
Απεικόνιση μεταποίησης της σωματικής δομής
Και το αρχικό, αλλά και το επαναληπτικό ερευνητικό πρόγραμμα
επιβεβαίωσαν την υπόθεση που προέβλεπε αλλαγές της φυσιολογικής σωματικής
δομής στις φιγούρες «ενός τρελού ανθρώπου» και «ως τρελός άνθρωπος», όπως
φάνηκε από τροποποιήσεις ή έλλειψη συμμετρίας άξονος, ακρωτηριασμούς,
δυσμορφίες, εμφανείς αλλαγές του μεγέθους διαφόρων μελών του σώματος κλπ.

Απεικόνιση εκκεντρικοτήτων
Επιβεβαιώθηκε στατιστικά και από τα δύο ερευνητικά κύματα και η υπόθεση
που προέβλεπε αύξηση των παράξενων χαρακτηριστικών και των υπερβολικών ή μη
ρεαλιστικών αναπαραστάσεων στις ζωγραφιές του δεύτερου και του τρίτου τεστ.

Απεικόνιση στερεοτυπικών χαρακτηριστικών


Οι είκοσι στερεοτυπικοί εικονικοί πυρήνες που εντοπίστηκαν στις ζωγραφιές
του δεύτερου και του τρίτου τεστ, ανασυντάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες: μαγικά-
φανταστικά στοιχεία, εγκληματικά-αποκλίνοντα στοιχεία, ιατρικά στοιχεία.
Όσον αφορά τα στερεοτυπικά στοιχεία των ζωγραφιών του πρώτου τεστ, όπου
ήταν δυνατό αυτά να αναγνωριστούν, σχετίζονταν γενικά με κοινωνικά αποδεκτές και
εκτιμηθείσες συμπεριφορές, στάσεις και ρόλους, τοποθετημένες στο ευρύτερο
πλαίσιο μιας θετικής δραστηριότητας ή μέρους. Ενδιαφέρον προκάλεσε και η
παρουσία φιγούρων με θετικούς κοινωνικούς ρόλους και στο δεύτερο τεστ, οι οποίες
όμως συνοδεύονταν από γραπτές ενδείξεις οι οποίες διευκρίνιζαν πως οι ζωγραφιές
απεικόνιζαν, για παράδειγμα, «έναν τρελό δάσκαλο» ή «έναν τρελό γιατρό».
Το δεύτερο και τρίτο τεστ, κατά την αρχική έρευνα, αποκάλυψε
αναπαραστάσεις σχετικές με τις τρεις προαναφερθείσες ευρύτερες κατηγορίες
χαρακτηριστικών. Στις ζωγραφιές «ενός τρελού ανθρώπου» (δεύτερο τεστ) τα
περισσότερα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που εντοπίστηκαν ήταν
αντιπροσωπευτικά της αναπαραστασιακής κατηγορίας του τρελού ως αποκλίνοντα,
ενώ στις ζωγραφιές «ως τρελός άνθρωπος» (τρίτο τεστ) κυριάρχησε η μαγική-
φανταστική αναπαράσταση.
Από την ιστορική οπτική που αποκάλυψε η επαναληπτική έρευνα, τα
ευρήματα της αρχικής έρευνας που επιβεβαιώθηκαν σχετίζονταν με τις τρεις
στερεοτυπικές κατηγορίες που είχαν ταυτοποιηθεί εξ’αρχής: μαγική-φανταστική,
εγκληματική-αποκλίνουσα, ιατρική. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της
πρώτης έρευνας, στην επαναληπτική έρευνα επικράτησε η αναπαράσταση του
«τρελού» ως σωματικά και ψυχικά αρρώστου. Τόσο στο δεύτερο, όσο και στο τρίτο
τεστ, τα παιδιά πρωταρχικά απεικόνισαν τον τρελό με ιατρικά στοιχεια (42,95%), ενώ
οι ενήλικες επέλεξαν την ίδια αναπαράσταση μόνο στο δεύτερο τεστ (33%) και σε
μικρότερο βαθμό στο τρίτο, όπου η απεικόνιση της άρσης των αναστολών και της
παλινδρόμησης του «τρελού» σε πιο πρώιμα αναπτυξιακά στάδια πριμοδότησε, αντ’
αυτού, τα μαγικά-φανταστικά στερεοτυπικά χαρακτηριστικά (12,7%).
Σχετικά με τα μαγικά-φανταστικά στερεοτυπικά χαρακτηριστικά στις
αναπαραστάσεις «ενός τρελού ανθρώπου» και «ως τρελός άνθρωπος», ενδιαφέρον
προκάλεσε το γεγονός πως στις ζωγραφιές όπου εντοπίστηκαν, αναδύθηκαν με δύο
αντιθετικούς τρόπους. Οι δύο πόλοι της φανταστικής-μαγικής αναπαράστασης –ο
ένας διφορούμενα θετικός και ο άλλος έκδηλα αρνητικός- αντανακλούν το διπλό
προσωπείο της τρέλας ανά τους αιώνες: αυτό του γελωτοποιού, ο οποίος
απολαμβάνει μια ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας που δεν υπάρχει στα
«φυσιολογικά» άτομα και αυτό του τέρατος, όπου η τρέλα αποτελεί την εκδήλωση
μιας διαβολικής φύσης και κυρίευσης από κακόβουλες υπερφυσικές δυνάμεις.
Επιπλέον, εμφανής στις ζωγραφιές που απεικόνιζαν τον θετικό πόλο των
μαγικών-φανταστικών χαρακτηριστικών ήταν μια αναπαράσταση της τρέλας που
βασίζεται στα δίπολα «τρέλα-τέχνη», «τέχνη-τρέλα» και «τρέλα-ιδιοφυία», τα οποία
είναι παράγωγα της Δυτικής κουλτούρας και μπορούν να βρίσκονται σε ισορροπία με
την ψυχιατρική κουλτούρα.

Συμπερασματικά σχόλια: Η αντίσταση στην γνωστική πολυφασία στις κοινωνικές


αναπαραστάσεις της τρέλας 30 χρόνια μετά την αποϊδρυματοποίηση των ασύλων
στην Ιταλία
Τα αποτελέσματα αυτής της διπλής έρευνας κατέστησαν εμφανή την
ασυνήθιστη φύση των κοινωνικών αναπαραστάσεων για την ψυχική ασθένεια, η
οποία τοποθετείται, όχι όμως σταθερά, μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής
εικόνων καταγεγραμμένων στη συλλογική μνήμη. Μάλιστα, τριάντα χρόνια μετά το
νόμο Basaglia, οι εικόνες αυτές έχουν μόνο εν μέρει επαναπροσδιοριστεί ώστε να
ανταποκριθούν στις κοινωνιο-πολιτισμικές αλλαγές.
Οι ερμηνείες που παρουσιάστηκαν στο παρόν άρθρο κατευθύνουν την
προσοχή σε μια διαδραστική μελέτη των αποτελεσμάτων, ώστε να ληφθούν υπόψη οι
σχέσεις μεταξύ των μεθόδων, των δεδομένων και των στρατηγικών ανάλυσης, που
περιλαμβάνονται στους λεκτικούς και μη λεκτικούς γλωσσικούς κώδικες. Έτσι,
επέρχεται η εμπειρική επιβεβαίωση του θεωρητικού μοντέλου της γνωστικής
πολυφασίας σε επίπεδα της αναπαράστασης.
Τα αποτελέσματα των περισσότερο δομημένων λεκτικών τεχνικών,
επιβεβαιώνουν πλήρως την αναπτυξιακή υπόθεση, σύμφωνα με την οποία η
αναπαράσταση της τρέλας εξελίσσεται από μία μαγική ή αποκλίνουσα προς μια
ιατρικοποιημένη κι έπειτα προς μια ψυχολογιοποιημένη αναπαράσταση.
Συγχρόνως, ωστόσο, στα αποτελέσματα των προβολικών λεκτικών τεχνικών,
κι ακόμη περισσότερο των εικονικών τεστ, το μοντέλο αυτό υποβιβάζεται από την
ανάδυση εικονικών αναπαραστασιακών πυρήνων που πηγάζουν από τη συλλογική
φαντασία. Τόσο στις ζωγραφιές των παιδιών, όσο και στων ενηλίκων, κυριάρχησαν
μαγικές-φανταστικές εικόνες (μυθολογικά, φανταστικά, καλλιτεχνικά και
γελοιοποιημένα τέρατα, δαίμονες και δυσμορφικές φιγούρες) από κοινού με
αποκλίνουσες εικόνες (εγκληματίες, δολοφόνοι, ναρκομανείς, φυλακισμένοι) και
εικονικούς πυρήνες που αντανακλούσαν μια ιατρικοποιημένη αναπαράσταση
(σωματικά ανάπηρα, υποανάπτυκτα ή αυτοκτονικά άτομα).
Στην αρχική, αλλά και στην επαναληπτική έρευνα, τα προβολικά τεστ
«ζωγράφισε έναν τρελό άνθρωπο» και «ζωγράφισε έναν άνθρωπο, όπως θα τον
ζωγράφιζε ένας τρελός», αποκάλυψαν μια ευρεία γκάμα στερεοτυπικών πυρήνων
σχετικά με την τρέλα στις ζωγραφιές παιδιών και ενηλίκων. Τα υποκείμενα
μετέφρασαν εικονικά σήμερα, όπως και πριν από τριάντα χρόνια, την πολύσημη
διάσταση της τρέλας στην ιστορία και στην κοινωνία. Απέδειξαν, επίσης, σε πόσο
πρώιμο αναπτυξιακό στάδιο πραγματοποιείται ο διαχωρισμός της «κανονικότητας»
από την «απόκλιση», καθώς και την αρχαϊκή φύση των αναπαραστάσεων της τρέλας,
η οποία διατηρείται στην εικονική φαντασία των ενηλίκων.
Η σύγκριση των δεδομένων της αρχικής με την επαναληπτική έρευνα
διαφοροποιήθηκε μόνο ως προς το σημασιολογικό περιεχόμενο των λεκτικών τες.
Παρ’ όλο που και στις δύο έρευνες η αναπαράσταση του τρελού ανθρώπου παρέμενε
τοποθετημένη στον αρνητικό πόλο του συνεχούς «Κανονικότητα-Εαυτός-Τρέλα»,
ήταν εμφανής η αντιστροφή των θέσεων των εικόνων που βρίσκονταν στο θετικό
πόλο, του φυσιολογικού ατόμου και του εαυτού. Αυτό που εκφράστηκε, λοιπόν, στα
πιο πρόσφατα αποτελέσματα ήταν μια γενικευμένη τάση προς τον ατομικισμό. Αυτό
το εύρημα, από κοινού με τη μεγαλύτερη βαρύτητα που αποδόθηκε στην
ιατρικοποιημένη αναπαράσταση κατά την επαναληπτική έρευνα αποτέλεσαν τα
μοναδικά δείγματα αλλαγής στην αναπαράσταση της τρέλας που πραγματοποιήθηκαν
κατά το διάστημα από τον επαναστατικό νόμο Basaglia ως τις επιδράσεις αυτής της
επανάστασης στην κοινωνία. Μάλιστα, η επαναληπτική έρευνα έδειξε πως τα
λιγότερο δομημένα λεκτικά τεστ ακόμη επιβεβαιώνουν την αναπτυξιακή υπόθεση.

de Rosa, A. S. (2013). Resisting cognitive polyphasia in social representations of


madness. In De Rosa, A.S. (Eds). Social Representations in the ‘Social Arena’.
London: Routledge.

You might also like