Professional Documents
Culture Documents
8
8
Η΄
Ἡ λέξη «φετὶχ» σηµαίνει ξόανο. Εἶναι µιὰ ἀπεικόνιση τοῦ θείου στὴν ὁποία ἀποδίδω
µέρος τῶν ἰδιοτήτων του, ὅπως ἡ εἰκονολατρία στὴν εἰκόνα. «Φετιχισµὸς» εἶναι κάθε
φορὰ λοιπὸν ἡ ἀπόδοση τῶν ἰδιοτήτων ἑνὸς πράγµατος σὲ µιὰ ἀπεικόνισή του.
Ὁ αὐστριακὸς ἱδρυτὴς τῆς ψυχανάλυσης Ζίγκµουντ Φρόυντ (S. Freud, 1856-1939)
αὐτὸ τὸ ὄνοµα ἔδωσε σὲ µιὰ ἀσθένεια τῆς ἐπιθυµίας ὅπου κάτι, ποὺ συµβολίζει τὸ
γεννητικὸ ὄργανο τοῦ ἄλλου φύλου, τὸ ἀντικαθιστᾶ ὡς ἀντικείµενο ἐπιθυµίας. Ἀπὸ
αὐτὸ πάσχουν συνήθως ἄντρες, καὶ τὰ γυναικεῖα ὑποδήµατα παίζουν συχνὰ τὸν ρόλο
τοῦ φετίχ, ὅµως ὁ Φρόυντ ἀναφέρει καὶ µιὰ γυναίκα, γιὰ τὴν ὁποία τὸν ρόλο αὐτὸ
ἔπαιζε «µιὰ λάµψη στὴν µύτη». Προσέξτε, φετιχισµὸς δὲν εἶναι ὅτι τὸ σύµβολο τοῦ
φύλου εἶναι διεγερτικό, µ᾽ ὅλο ποὺ ὁ ὅρος χρησιµοποιεῖται συνήθως σήµερα µ᾽ αὐτὴ
τὴν ἔννοια· φετιχισµὸς δὲν εἶναι ὅτι τὸ σύµβολο τοῦ φύλου θεωρεῖται ὡραιότερο ἀπὸ
τὸ ὄργανό του (αὐτὸ εἶναι γενικὸ γνώρισµα τοῦ πολιτισµοῦ). Φετιχισµὸς εἶναι νὰ µὴ
µπορεῖ κανεὶς νὰ συνουσιασθεῖ µὲ τὸ µέλος τοῦ φύλου ἀλλὰ µόνο µὲ τὸ σύµβολό του,
τὸ σύµβολο νὰ µὴ φέρνει τὴν ἐπαφὴ µὲ τὸ συµβολιζόµενο ἀλλὰ νὰ τὴν ὑποκαθιστᾶ,
ἂς ποῦµε νὰ µὴ συνουσιάζεσαι παρουσίᾳ τῆς γόβας ἀλλὰ µὲ τὴν γόβα τὴν ἴδια.1
Αὐτὲς οἱ φαινοµενικὰ ἄσχετες µὲ τὸ θέµα µας λεπτοµέρειες ἔχουν σηµασία, γιατὶ ὁ
φετιχισµὸς τοῦ ἐµπορεύµατος στὸν Μὰρξ ἔχει ἴδια δοµή. Βέβαια τὸ φετὶχ ὑποκαθιστᾶ
στὸν Φρόυντ ἕνα φαντασιακό, µὴ ὑπαρκτὸ ἀντικείµενο –τὸ πέος τῆς µητέρας–, ἐνῶ
στὸν Μὰρξ κάτι πραγµατικό, τὴν παραγωγὴ ὡς κοινωνικὴ διαδικασία, ἀλλ᾽ ἐµποδίζει
στὶς δύο περιπτώσεις τὴν συνεύρεση µεταξὺ ἀνθρώπων καὶ βάζει στὴν θέση της τὴν
συναναστροφή τους µὲ πράγµατα, ἀποµακρύνοντας ἔτσι τὴν πραγµατικότητα. Κρύβει
τὸ πραγµατικὸ ὑποκαθιστώντας το µὲ κάτι φανταστικό. Στὸν ὥριµο πλέον Μάρξ, ὁ
χωρισµὸς τοῦ ἐργαζόµενου ἀπὸ τὰ µέσα παραγωγῆς, ποὺ τὸν ἔλεγε «ἀλλοτριωµένη
ἐργασία» τὸ 1844, δηµιουργεῖ µιὰ ψευδή, ἀλλοτριωµένη ἀνθρώπινη κατάσταση, ποὺ
ὀνοµάζεται τώρα «φετιχισµὸς τοῦ ἐµπορεύµατος». Φετιχισµὸς εἶναι νὰ µὴ µπορεῖς νὰ
συναντηθεῖς µὲ τὸν συνάνθρωπο ἀλλὰ µόνο µὲ τὸ προϊόν του· τὸ προϊὸν νὰ µὴ φέρνει
τὴν ἐπαφὴ µὲ τὸν παραγωγό, ἀλλὰ νὰ τὴν ὑποκαθιστᾶ, ἂς ποῦµε νὰ µὴ συναντιέσαι
παρουσίᾳ τοῦ ἀνθρώπινου προϊόντος ἀλλὰ µὲ τὸ προϊὸν «αὐτοπροσώπως».
Στὴν κεφαλαιοκρατία, ἀντὶ νὰ εἶναι ἐµφανὲς ὅτι ἡ ἐργασία παράγει τὰ προϊόντα κι
ἄρα τοὺς δίνει ἀξία, εἶναι σὰν τὰ προϊόντα νὰ ἔχουν ἀξία ἀπὸ µόνα τους καὶ νὰ τὴν
µεταλαµπαδεύουν στὴν ἐργασία ποὺ τὰ παράγει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ κεφάλαιο εἶναι τὸ
χρῆµα πού, ἀντὶ νὰ χρησιµεύει ὡς µέσον γιὰ ἀγορὰ ἐµπορευµάτων, γιὰ νὰ καλυφθοῦν
106
οἱ ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς ὁ σκοπός, µέσον τοῦ ὁποίου συνιστᾶ
ἡ ἐργασία. Ὁ φετιχισµὸς τοῦ ἐµπορεύµατος εἶναι ἔτσι τὸ πλαίσιο ποὺ δηµιουργεῖ ἡ
αὐθυπόσταση τοῦ κεφαλαίου, αὐτὴ ἡ αὐτονόµηση τῶν δοµῶν τῆς κεφαλαιοκρατικῆς
οἰκονοµίας ἀπὸ τοὺς δρῶντες ποὺ συναντήσαµε ἤδη.
Ὁ Λούκατς καὶ ὁ Ρούµπιν εἶναι δύο στοχαστὲς ποὺ ἔδωσαν µεγάλο βάρος στὴν
θεωρία τοῦ φετιχισµοῦ, ὁ ἕνας σὲ φιλοσοφικὸ ἐπίπεδο, ὁ ἄλλος σὲ οἰκονοµικό. Ὁ µὲν
Λούκατς στὸ κείµενο «Ἡ πραγµοποίηση καὶ ἡ συνείδηση τοῦ προλεταριάτου», ποὺ
περιελήφθη στὸ Ἱστορία καὶ ταξικὴ συνείδηση, γενίκευσε τὴν ἔννοια θεωρώντας ὅτι
ὑπάρχει πραγµο-ποίηση –δηλαδὴ µετατροπὴ σὲ πράγµα, Verdinglichung– ὅλων τῶν
κοινωνικῶν σχέσεων ἐπὶ κεφαλαιοκρατικοῦ τρόπου παραγωγῆς καὶ διερευνώντας τὴν
ἐπίδρασή της µέχρι καὶ στὴν φιλοσοφικὴ σκέψη.2 – Ὁ Ρούµπιν, στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ
δύο µέρη τῶν Δοκιµίων γιὰ τὴν θεωρία τῆς ἀξίας στὸν Μάρξ, τὸ γιὰ «Τὴν µαρξικὴ
θεωρία τοῦ φετιχισµοῦ τοῦ ἐµπορεύµατος», ἰδίως στὸ δοκίµιο «Πραγµοποίηση τῶν
παραγωγικῶν συναφειῶν καὶ προσωποποίηση τῶν πραγµάτων», ἔδειξε ὅτι ἡ θεωρία
τοῦ φετιχισµοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς µιὰ κοινωνιολογικὴ παρέκβαση στὴν πορεία τῆς
ἀνακατασκευῆς τῆς κεφαλαιοκρατίας ἀλλὰ ἕνα ὀργανικὸ µέρος της, δείχνοντας ὅτι
συναρτᾶται µὲ τὴν αὐτονόµηση τοῦ κεφαλαίου ὡς οἱονεὶ ὑπερβατικοῦ ὑποκειµένου:
«Ἡ διαδικασία προσωποποίησης τῶν πραγµάτων νοεῖται µόνον ὡς ἀποτέλεσµα τῆς
πραγµοποίησης τῶν παραγωγικῶν συναφειῶν»,3 δηλαδὴ ἡ ἐµφάνιση τοῦ κεφαλαίου
ὡς ἑνὸς ὑποκειµένου (σήµερα γίνεται ἔτσι λόγος γιὰ τὶς «ἐπιθυµίες» τῶν ἀγορῶν, γιὰ
τὴν «ὑποµονή» τους ποὺ ἐξαντλεῖται, κ.ο.κ.) προϋποθέτει τὴν ἀπόκρυψη τοῦ ὅτι τὰ
ἐµπορεύµατα δὲν θὰ ἦταν ἐµπορεύµατα ἂν δὲν ἦταν προϊόντα ἐργασίας.
Θὰ ἐξετάσουµε τὸ κεφάλαιο «Ὁ φετιχιστικὸς χαρακτήρας τοῦ ἐµπορεύµατος καὶ
τὸ µυστικό του» κι ὕστερα θὰ ἐπανέλθουµε στὴν αὐθυπόσταση τοῦ κεφαλαίου. Ἔτσι
θὰ δοῦµε πῶς ἡ θεωρία στὸν Μὰρξ ὁρίζεται µέχρι τέλους ὄχι µόνον ὡς κριτικὴ ἀλλὰ
κι ὡς κριτικὴ τῆς ὑπερβατικότητας, ὅπως ἰσχύει ἐξ ἀρχῆς.
Τὸ ἐµπόρευµα φαίνεται ἁπλὸ πράγµα, κι ὅµως ἡ ἀνάλυσή του ἀποκαλύπτει µέσα του
διακρίσεις µεταφυσικές, οἱονεὶ θεολογικές, λέει ὁ Μάρξ.4 Ὅλες αὐτὲς ἀνάγονται στὸ
ὅτι, ὅπως στὸν θρησκευτικὸ τοµέα τὰ προϊόντα τοῦ µυαλοῦ µας προικίζονται µὲ δική
τους ψυχή, τὸ ἴδιο ἰσχύει στὸν οἰκονοµικὸ τοµέα γιὰ τὰ προϊόντα τοῦ χεριοῦ µας.5 Ἡ
κριτικὴ στὸν φετιχισµὸ τοῦ ἐµπορεύµατος ἀσκεῖ κριτικὴ στὴν θρησκευτικοῦ τύπου
ὑπερβατικότητα, ἔτσι ὅπως ὑπάρχει στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κόσµου τούτου. Αὐτὸ ἔλεγε ὁ
Μὰρξ ἤδη τὸ 1843 ὅτι προτίθεται νὰ κάµει.
Τὸ ἐµπόρευµα εἶναι πράγµα, κάτι αἰσθητό, καὶ συνάµα ἔχει κάποια ἀξία ἄλλη ἀπὸ
τὴν φυσικὴ ἀξία χρήσεώς του, ὁπότε εἶναι καὶ κάτι µὴ αἰσθητό, εἶναι ἕνα «αἰσθητὸ-
µὴ αἰσθητὸ πράγµα».6 Αὐτὸ εἶναι ὅµως κοινὴ µοίρα τῶν «κοινωνικῶν πραγµάτων»,
ὡς πράγµατα εἶναι αἰσθητά, ὡς κοινωνικὰ δὲν εἶναι:7 Τὸ νόηµα µιᾶς λέξης εἶναι µὴ
αἰσθητό, τὸ σύµπλεγµα ἤχων τῆς φυσικῆς της ὑπόστασης εἶναι αἰσθητό. Μάλιστα τὸ
πρῶτο δὲν ἔχει δεσµὸ οὐσίας µὲ τὸ πρῶτο. Οἱ ἴδιοι ἤχοι σὲ ἄλλη γλώσσα ἐνδέχεται νὰ
ἔχουν ἄλλο νόηµα. Τὸ νόηµα µεσολαβεῖται ἀπὸ τὸ ὅλον τῆς γλώσσας, εἶναι ὁλιστικὸ
φαινόµενο, ἐνῶ ἡ φυσικὴ ὑπόσταση εἶναι ἕνα ἀτοµικὸ συµβάν. Ἀντικείµενο κριτικῆς
δὲν θὰ γίνει λοιπὸν ὁ διττὸς ἢ διφορούµενος χαρακτήρας τοῦ ἐµπορεύµατος, ἀφοῦ
ἀνήκει σὲ ὅλα τὰ κοινωνικὰ πράγµατα, ἀλλ᾽ ἕνα ἐπακόλουθό του: Ὅτι δίδεται στὴν
µὴ φυσικὴ ὄψη τῶν πραγµάτων µιὰ οἱονεὶ φυσικὴ πραγµατικότητα, ὅτι ἡ φυσικὴ ὄψη
107
τὸ ἴσο ξόδεµα δύναµης ὡς ἴδια ἀξία προϊόντων. Ἡ σηµασία τοῦ χρόνου ἐργασίας γιὰ
τὴν δηµιουργία κάτι χρήσιµου ἦταν ἀείποτε γνωστή, ἀλλὰ τὸ ὅτι τὸ χρήσιµο προϊὸν
εἶναι ἐµπόρευµα ὁρίζει τὸν χρόνο ἐργασίας ὡς ἀξιακό του µέγεθος. Τὸ ὅτι δουλεύει ὁ
ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὅτι παράγει χρήσιµα γιὰ τὸν ἄλλον προϊόντα, εἶναι ἡ κοινωνικὴ
µορφὴ τῆς ἐργασίας, ἀλλὰ τὸ ὅτι αὐτὰ εἶναι ἐµπορεύµατα ἐµφανίζει τὴν σχέση τῶν
παραγωγῶν ὡς σχέση µεταξὺ τῶν προϊόντων τους.10
Ἐµπόρευµα εἶναι ὁ τρόπος ἐµφάνισης τοῦ προϊόντος στὴν ἀνταλλαγή. Ὡς τέτοια ἡ
ἀνταλλαγὴ εἶναι ὁ χῶρος ἐµφάνισης τοῦ κοινωνικοῦ γενικὰ στοιχείου. Ἐδῶ ἡ σχέση
ἰδιωτικῆς πρὸς ἰδιωτικὴ ἐργασία δὲν ἐµφανίζεται ὡς σχέση προσώπων µεταξύ τους
ἀλλὰ ὡς «ἐκ τῶν πραγµάτων ἀναφορὲς τῶν προσώπων καὶ κοινωνικὲς ἀναφορὲς τῶν
πραγµάτων», κι ἔτσι αὐτὴ ἡ µέσῳ ἀνταλλαγῆς µετάβαση ἀπὸ τὴν ἀξία χρήσης στὴν
ἀξία ἀποτελεῖ µετάβαση ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἀντικειµενικότητα στὴν ἄσχετη µὲ αὐτὴν
κοινωνικὴ ἀντικειµενικότητα. Ἀπὸ τὸ «χρήσιµο πράγµα» (nützliches Ding), τὸ ὁποῖο
παράγεται ἀπὸ τὴν ἰδιωτική µου ἐργασία στὸ µέτρο ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἕνα ἀθέλητο,
αὐτοφυὲς (naturwüchsiges) σύστηµα ἀναγκῶν, περνᾶµε ὅµως κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο
στὸ «ἀξιακὸ πράγµα» (Wertding), ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν ἰδιωτική µου ἐργασία γιατὶ
καλύπτει τὶς δικές µου ἀνάγκες. Στὸν νοῦ µου ὡς ἰδιώτη παραγωγοῦ τὸ µὲν πρῶτο
ἀνακλᾶται ὡς τὸ δέον, τὸ προϊόν µου νὰ εἶναι χρήσιµο γιὰ ἄλλους, τὸ δεύτερο, ὅµως,
ὡς τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ προϊόντα ἔχουν κοινὸ ἀξιακὸ χαρακτήρα.11 Ἔτσι φετιχοποιεῖται
ἡ σχέση τους ὅταν ἡ ἀξιακότητα κρύβει τὴν χρησιµότητα, ποὺ συνεχίσει νὰ ἀποτελεῖ
προϋπόθεση τῆς πρώτης.
Πράγµατι, ὁ κανόνας τῆς ἴσης ἐργασίας δὲν προηγεῖται τῆς ἀνταλλαγῆς. Ἁπλῶς,
ἀνταλλάσσοντας, ἐξισώνουµε τὴν ἐργασία, χωρὶς νὰ ξέρουµε πῶς καὶ γιατί. Γιὰ µᾶς
παραµένει ἄγνωστος ὁ ὅρος δυνατότητας τῆς ἀξίας. Καὶ ἔτσι τὰ προϊόντα γίνονται
γρίφοι. Οἱ ἄνθρωποι παράγουν τὸ κοινωνικὸ προϊὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, ἔτσι
ὅπως παράγουν µιὰ γλώσσα,12 ὡς µὴ ἀναµενόµενο ἀποτέλεσµα τοῦ πράττειν, θὰ πεῖ ὁ
Βέµπερ. Ἔτσι δηµιουργεῖται ἡ ἀναγκαία ἐπίφαση (Schein), ὅτι τάχα τὰ προϊόντα τῆς
ἐργασίας ἰσχύουν ὑπὸ µορφὴν ἀντικειµένου,13 δηµιουργεῖται δηλαδὴ ὁ φετιχισµὸς ὡς
«ἀντικειµενώδης ἐπίφαση τῶν κοινωνικῶν ἐργασιακῶν προσδιορισµῶν».14 Δὲν εἶναι
µιὰ αὐταπάτη ποὺ διαλύεται ἀπὸ τὴν γνώση. Ὅπως ὁ ἥλιος συνεχίζει νὰ µᾶς φαίνεται
µικρὸς καὶ ἀφ᾽ ὅτου µάθουµε ὅτι ἀποτελεῖ σχεδὸν τὸ σύνολο τῆς µάζας τοῦ ἡλιακοῦ
συστήµατος, ὅπως τὸ βυθισµένο στὸ νερὸ ξύλο φαίνεται σπασµένο κι ἂς ξέρουµε ὅτι
δὲν εἶναι, ἔτσι αὐτὴ ἡ ἐπίφαση παραµένει καὶ ὅταν µάθουµε ὅτι ἡ ἀξία ἰσοῦται µὲ τὴν
κατανάλωση ἐργασίας, δεδοµένου ὅτι ἡ κοινωνικὴ ὑφὴ τῶν ἀνεξάρτητων κοινωνικῶν
ἐργασιῶν, ἡ ἰσότητα ἀνθρώπινης ἐργασίας, ἐµφανίζεται, κοινωνικὰ πάλι, ὡς ἀξιακὴ
ὑφὴ τῶν προϊόντων της.15 Οἱ παγιωµένες ἀναλογίες µεταξὺ ἀξιῶν φαίνονται νὰ εἶναι
ἔτσι ἀπόρροια τῆς φύσης τῶν προϊόντων ποὺ ἔχουν αὐτὲς τὶς ἀξίες. Οἱ δὲ συνεχεῖς
µεταβολὲς αὐτῶν τῶν µεγεθῶν φαίνονται νὰ ὀφείλονται στὰ πράγµατα, γιατὶ βέβαια
προκύπτουν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν βούληση τῶν προσώπων. Ἐν ὀλίγοις, φαίνεται τὰ
πράγµατα νὰ ἐλέγχουν τὰ πρόσωπα ἀντὶ νὰ ἐλέγχουν τὰ πρόσωπα τὰ πράγµατα.
Ἀκόµη καὶ ὁ κανόνας τοῦ κοινωνικὰ ἀναγκαίου χρόνου ἐργασίας, ἐνῶ ἀποδεικνύει
ὅτι ἡ ἀξία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν φύση τῶν πραγµάτων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν δραστηριότητά
µας, ἐµφανίζεται ὡς κάτι ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν φύση τῶν πραγµάτων: Πράγµατι,
«ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας», µέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλοεξισορρόπηση ἀποκλίσεων, ἔχοντας
ἔτσι τὴν µορφὴ «φυσικοῦ νόµου». Διότι βέβαια ἡ ἐµπειρία ποὺ ἔχουµε εἶναι ὅτι οἱ
ἐξασκούµενες ἀνεξάρτητα ἰδιωτικὲς ἐργασίες ἀλληλεξαρτῶνται µέσῳ «αὐτοφυοῦς»
καταµερισµοῦ τῆς ἐργασίας καὶ ἀνάγονται στὸ κοινωνικὸ µέτρο τους ἀπὸ κάποιον
ἀνεξέλεγκτο µηχανισµό.16
109
λαό, ἀλλὰ «τὸν ἀφηρηµένο ἄνθρωπο»· στὴν µελλοντικὴ περίοδο δέ, ὅταν καθιερωθεῖ
ἡ διαφάνεια τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου µὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου µὲ τὴν
φύση, θὰ ἐκλείψει ἡ «θρησκευτικὴ ἀνάκλαση τοῦ ἐνεργοῦ κόσµου», γιατὶ ἡ κοινωνία
δὲν θὰ λειτουργεῖ µὲ φαινοµενικὰ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν βούλησή µας τρόπο, δὲν θὰ
καλύπτεται ἀπό ἕνα «πέπλο νεφελώδους µυστικισµοῦ», καθὼς κοινωνία δὲν θὰ εἶναι
παρὰ οἱ «ἐλεύθερα κοινωνικοποιούµενοι ἄνθρωποι».27 Φυσικοποιεῖται ψευδῶς ἐκείνη
ἡ κοινωνία στὴν ὁποία «ἡ παραγωγικὴ διαδικασία κυριαρχεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ἀκόµη
ὁ ἄνθρωπος τὴν παραγωγικὴ διαδικασία».28
Ἀλλὰ ὁ φετιχισµὸς δὲν δίνει µόνο πρόσβαση στὴν σχέση βάσης-ἐποικοδοµήµατος,
µᾶς φανερώνει τὶς ἄρρητες προϋποθέσεις τῆς πολιτικῆς οἰκονοµίας: Αὐτὴ µελετᾶ τὴν
ἀξία θεωρώντας «αὐτονόητη φυσικὴ ἀναγκαιότητα» τοὺς νόµους ποὺ διέπουν αὐτὴν
ἐδῶ τὴν κοινωνία. Ἔχει λοιπὸν θρησκευτικὴ προσήλωση σὲ µιὰ µορφὴ κοινωνίας καὶ
ἀπορρίπτει τὶς ἄλλες ὡς ψευδεῖς, ὅπως οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέρριπταν ὅλες τὶς
θρησκεῖες πλὴν µίας ὡς ψευδεῖς.29 Οἱ πατέρες συµφωνοῦν µὲ τοὺς ἄθεους γιὰ ὅλες τὶς
θρησκεῖες, εἶναι ὅλες ἐπινοήσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾽ ἐξαιροῦν τὸν χριστιανισµὸ ποὺ
εἶναι θεόπνευστος. Ἔτσι κι οἱ πατέρες τῆς πολιτικῆς οἰκονοµίας: Συµφωνοῦν µὲ τοὺς
ἐπαναστάτες γιὰ ὅλες τὶς κοινωνίες, ἔχουν ὅλες τεχνητοὺς θεσµούς, ἀλλ᾽ ἐξαιροῦν
τὴν κεφαλαιοκρατία ποὺ ἔχει φυσικούς.30
Ἀκόµη καὶ ὁ µεγαλύτερος οἰκονοµολόγος, ὁ Ρικάρντο, δὲν διακρίνει σαφῶς τὴν
ἀξία ἀπὸ τὴν χρηστικὴ ἀξία, δὲν ὁρίζει τὴν ποιοτικὴ ἑνότητα (ἀφηρηµένα ἀνθρώπινη
ἐργασία) ὡς προϋπόθεση τῆς ποσοτικῆς διαφορᾶς, γιατὶ ἐκ συστάσεως ἀδυνατεῖ ἡ
πολιτικὴ οἰκονοµία ν᾽ ἀµφισβητήσει τῆς κεφαλαιοκρατίας τὰ αὐτονόητα.31 Ἀπὸ τὴν
ἀνάλυση τοῦ ἐµπορεύµατος ἡ πολιτικὴ οἰκονοµία δὲν ἐξάγει τὴν µορφὴ τῆς ἀξίας ὡς
αὐτὸ ποὺ κάνει τὸ ἐµπόρευµα ἀνταλλακτικὴ ἀξία, ὁ Σµὶθ κι ὁ Ρικάρντο ἀποσυνδέουν
τὴν µορφὴ τῆς ἀξίας ἀπὸ τὸ ἐµπόρευµα, γιατὶ εἶναι ἡ ἀνώτατη ἔννοια στὸν νοητὸ
κόσµο τοῦ ἀστικοῦ τρόπου παραγωγῆς, τὸ σηµεῖο ποὺ ὅσοι µετέχουν τῶν ἐννοιῶν
τοῦ συγκεκριµένου τρόπου παραγωγῆς τοποθετοῦν αὐθόρµητα ἐπέκεινα τοῦ κόσµου
τούτου. Γιὰ τὴν κριτικὴ ἡ θεωρία τῆς ἀξίας εἶναι ἀντίστοιχα ἡ ἀναπόφευκτη ἀφετηρία
γιὰ τὴν ἀποδόµηση αὐτῆς τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀντίστοιχης θεωρίας, διότι χάρη σὲ
αὐτὴν θὰ ἐντοπίσει τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τῆς κεφαλαιοκρατικῆς ἀξιακῆς µορφῆς, ἄρα
τὸ ἱστορικὸ στίγµα τῆς κοινωνίας ποὺ ὑπακούει στὴν ἀρχὴ αὐτή,32 ὅπως ἀκριβῶς ἐδῶ
στὸ Κεφάλαιο («εἰδοποιὸς διαφορὰ» λέγεται µετὰ τὸν Ἀριστοτέλη αὐτὸ ποὺ διακρίνει
µιὰ εἰδικὴ ἀπὸ µιὰ γενικὴ ἔννοια). Ἔτσι ὁ ἀναλογισµὸς τοῦ φετιχισµοῦ ἐπιτρέπει
στὸν Μὰρξ νὰ ἐξηγήσει ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ἔργου τῆς ζωῆς του, τῆς
κριτικῆς τῆς πολιτικῆς οἰκονοµίας, µία µορφὴ τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ Κεφάλαιο.
Ἡ κλασικὴ πολιτικὴ οἰκονοµία δέχεται µὲν ὅτι ἡ ἀξία εἶναι ὁ χρόνος ἐργασίας, δὲν
συµφωνεῖ ὅµως στὸ ὅτι τὸ χρῆµα εἶναι ἡ µορφὴ γενικοῦ ἰσοδύναµου, διότι, ὅταν µᾶς
ἐξηγεῖ τί κάµνουν οἱ τράπεζες, προϋποθέτει ὅτι τὸ χρῆµα εἶναι «ἐπίφαση ἄνευ οὐσίας
(substanzloser Schein)», κάτι σὰν µάρκες, ὄχι ἔκφραση µιᾶς οὐσίας ποὔναι, ἀκριβῶς,
ἡ ἐργασία. Ἔτσι στὰ µάτια τοῦ Μὰρξ πέφτει στὸ ἐπίπεδο τῆς «χυδαίας οἰκονοµίας»,
ποὺ γιὰ πρακτικοὺς σκοποὺς ἑλίσσεται στὸ ἐπίπεδο τῆς «κατ᾽ ἐπίφαση» συνάφειας κι
ἁπλῶς ἀναπαράγει τὶς παραστάσεις τῶν ἀστῶν «παραγωγικῶν παραγόντων».33
Ἡ «ἀντικειµενώδης ἐπίφαση τῶν κοινωνικῶν ἐργασιακῶν προσδιορισµῶν» λοιπὸν
ἐκφράζεται στὴν θεωρία ὡς φυσιοκρατία µὲ τὴν εὐρεία ἀλλὰ καὶ τὴν στενὴ σηµασία:
Ἡ ἀνταλλακτικὴ ἀξία θεωρεῖται φυσική, ἂν ὄχι στὴν ἁπλὴ µορφὴ τοῦ ἐµπορεύµατος,
ὅπου τὸ πράγµα φαίνεται, πάντως στὴν σύνθετη τοῦ χρήµατος, ὅπου ὁ φετιχισµὸς µὲ
τὴν ἔννοια τῆς φυσιοκρατίας εἶναι σχεδὸν ἀναπόφευκτος: Τὸ νόµισµα εἶναι τάχα ἕνα
«φυσικὸ πράγµα», πολύτιµο µέταλλο, ὅπως γιὰ τοὺς «φυσιοκράτες» οἰκονοµολόγους
112
–πρὶν τὸν Ἄνταµ Σµὶθ– ἡ ἀξία παραγόταν ἀπὸ τὴν γῆ, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐργασία, δηλαδὴ ἡ
γαιοπρόσοδος «φύτρωνε ἀπὸ τὴν γῆ, ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνία», λέει ὁ Μάρξ.34 Ὅµως ἡ
ἀνταλλαγὴ θἄταν ἀδύνατη, τὸ ξέρουµε, χωρὶς µιὰ κοινὴ οὐσία τῶν ἐµπορευµάτων,
ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀνταλλακτικὴ ἀξία, µιὰ οὐσία ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ
ἀξία χρήσης ἀλλὰ µιὰ καθαρὰ κοινωνικὴ ὑπόσταση τῶν πραγµάτων. Τὰ ἐµπορεύµατα
σχετίζονται, λέει ὁ Ρικάρντο, γιατὶ ἔχουν πραγµατικὴ σχέση πέραν τῆς φαινοµενικῆς
ἀνταλλακτικῆς σχέσης. Ἡ «σχετικότητα» αὐτὴ εἶναι «ψιλὴ ἔκφραση τῆς ἀνθρώπινης
ἐργασίας».35
Ὅλη αὐτὴ ἠ κριτικὴ τοῦ «φετιχιστικοῦ χαρακτήρα τοῦ ἐµπορεύµατος» στηρίζεται
στὴν διάκριση φαινοµένου καὶ οὐσίας, στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ Κριτικὴ θεωρία, ὅπως
φαίνεται σαφῶς στὸ ὀµώνυµο ἱδρυτικὸ κείµενο τοῦ Χορκχάιµερ.36 Τούτη ἡ διάκριση
δὲν ἔχει νόηµα ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἔχει δίκιο ἡ «χυδαία» πολιτικὴ οἰκονοµία, ἡ ὁποία
ἀνάγει τὴν ἀξία µόνο στὴν προσφορὰ καὶ τὴν ζήτηση. Αὐτὴ τὴν θέση πριµοδοτοῦσε ὁ
µεταµαρξιστὴς γάλλος κοινωνιολόγος Ζὰν Μπωντριγιὰρ (J. Baudrillard, 1929-2007),
ἐπειδὴ εἶναι «ἀντιουσιοκρατική», δηλαδὴ δὲν στηρίζεται στὴν µεταφυσικὴ διάκριση
φαινοµένου καὶ οὐσίας. Ὁ Μπωντριγιὰρ ἀπαξιώνει τὴν ἀξίας χρήσεως, ποὺ παύει νὰ
εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὸ ἂν θὰ διαθέτει ἀνταλλακτικὴ ἀξία ἕνα ἐµπόρευµα σὲ µιὰ
καταναλωτικὴ κοινωνία, καὶ ἀποκτᾶ δική της οὐσία, ἀνεξάρτητη ἀπὸ αὐτὴν τῆς
ἀξίας.37 Αὐτὴ ἡ κριτικὴ προσφεύγει ὅµως ἔτσι καὶ αὐτὴ στὸ οὐσιοκρατικὸ σχῆµα, δὲν
µπορεῖ νὰ πετύχει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκει –ὅπως δείχνουν οἱ Νίκος Θεοτοκᾶς καὶ
Γιῶργος Σταθάκης, µὲ τὸν δικό τους, διαφορετικὸ τρόπο.38
Θὰ µποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν δύο πρότυπα ἀντιουσιοκρατικῆς σκέψης:
τὸ ἑγελιανὸ ἢ διαλεκτικὸ καὶ τὸ νιτσεϊκὸ ἢ τυπολογικό, ὅπως ἔχει δείξει ὁ Στῆβεν
Χούλγκέητ.39 Στὸ ἑγελιανό, ἡ ἄρση τῆς ὑπερβατικῆς οὐσίας ὁδηγεῖ στὴν θέση µιᾶς
ἐµµενοῦς οὐσίας, διότι τὸ φαινόµενο παύει νὰ λογίζεται ὡς φαινόµενο ὅταν δὲν
ὑπάρχει ἡ οὐσία, ὁπότε ἀναζητεῖται ἡ νέα οὐσία ἐντὸς φαινοµένου. Αὐτὸ τὸ πρότυπο,
ὁ Μὰρξ τὸ ἀκολουθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸ ξέρουµε. Στὸ νιτσεϊκὸ πρότυπο, ἡ ἄρση τῆς
ὑπερβατικῆς οὐσίας σηµαίνει ὅτι ἔχουµε ἕνα φαινόµενο χωρὶς οὐσία40 κι ἡ λειτουργία
τῆς οὐσίας µεταβαίνει στὸ γνωστικὸ ὑποκείµενο.
Κατὰ τὴν γνώµη µου, ὁ Μπωντριγιὰρ ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν συνέπεια τοῦ νιτσεϊκοῦ
προτύπου, τὸ ὁποῖο ἀσπάζεται. Ὁ Βέµπερ δὲν τὴν ἀγνοεῖ, ἴσα ἴσα στηρίζει ἐπάνω της
ὅλο τὸ γνωσιολογικὸ καθεστὼς τῆς κοινωνικῆς ἐπιστήµης ποὺ ἀναδοµεῖ ἀναλόγως,
µεταβάλλοντάς την σὲ µιὰ µεγάλη τυπολογία, ὅπως θὰ δοῦµε στὴν συνέχεια.
Ἀλλὰ προτοῦ πᾶµε στὸν Βέµπερ, πρέπει ν᾽ ἀναφερθοῦµε γενικότερα σὲ αὐτὴ τὴν
αὐτονόµηση τῆς ἀλληλεξάρτησης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς ἴδιους ποὺ βρίσκεται πίσω
ἀπὸ τὸν φετιχισµὸ τοῦ ἐµπορεύµατος ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς κεφαλαιοκρατίας. Τὸ
κεφάλαιο µετατρέπεται σὲ «αὐτόµατο ὑποκείµενο» τῆς οἰκονοµικῆς διαδικασίας στὴν
θέση τῶν ἀτόµων ποὺ εἶναι τὰ πραγµατικὰ ὑποκείµενα,41 εἶναι κεῖνο τὸ στοιχεῖο τῆς
διαδικασίας ποὺ µένει σταθερό, τὸ χρῆµα στὸ ὁποῖο ἡ ἀκολουθία Χ-Ε-Χ συνεχῶς
ἐπανέρχεται, τὸ ὁποῖο, ἀπὸ µέσον στὴν ὑπηρεσία τῆς κατανάλωσης τοῦ ὑποκειµένου
διεπόµενο ἀπὸ τὸ σχῆµα Ε-Χ-Ε, ἔγινε σκοπὸς τῆς κεφαλαιοκρατικῆς οἰκονοµικῆς
διαδικασίας, «ἐπικαθοριστικὸ ὑποκείµενό» της (übergreifendes Subjekt).42
Ἐνῶ οὐσία τῆς ἀξίας εἶναι ἡ ἐργασία, τώρα ἡ ἀξία φαίνεται ν᾽ αὐτονοµεῖται. Ὁ
Μὰρξ µιλᾶ πάντοτε σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο γιὰ «αὐτοαξιοποίηση τῆς ἀξίας».43 Αὐτὴ ἡ
113
δῆθεν αὐτοαξιοποίηση ἑνὸς πράγµατος ποὺ δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ πράττει, εἶναι
συνώνυµη τοῦ «κεφαλαίου»: «Κεφάλαιο» λέγεται τὸ χρῆµα ὅταν γίνεται ἀντιληπτὸ
ὡς αὐτοαξιοποιούµενη ἀξία,44 δηλαδὴ ὅταν ἡ παραγωγὴ ἀπὸ τὴν µεριά της γίνεται
ἀντιληπτὴ ὄχι ὡς µέσον µὲ σκοπὸ τὴν κατανάλωση ἀλλ᾽ ὡς αὐτοσκοπός, ὅταν ἔχουµε
«παραγωγὴ γιὰ τὴν παραγωγή».45 Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ κεφάλαιο µᾶς γίνεται
ἀντιληπτὸ σὰν µιὰ ὑφιστάµενη οὐσία ποὺ αὐτοκινεῖται καὶ ἐπιτελεῖ µιὰ διαδικασία ἢ
ἀπορροὴ (prozessierende, sich selbst bewegende Substanz).46
Συγχρόνως, ὅταν ὁ Μὰρξ θέλει νὰ τονίσει τὸ γεγονὸς ὅτι, στὴν κεφαλαιοκρατία, τὸ
κεφάλαιο παράγεται ἀπὸ τὸ κεφάλαιο (Kapital durch Kapital erzeugen),47 ἀφοῦ ἐδῶ ὁ
πλούσιος πλουτίζει, ὁ κάτοχος κεφαλαίου τὸ ἐπενδύει καὶ τὸ αὐγατίζει, τότε µιλᾶ γιὰ
«αὐτοαξοποίηση τοῦ κεφαλαίου».48 Αὐτὴ ἡ ἔκφραση φαίνεται πλεοναστικὴ σὲ σχέση
µὲ τὴν ἔκφραση «αὐτοαξιοποίηση τῆς ἀξίας», ἀφοῦ ἡ τελευταία δηλώνει, ἀκριβῶς, τὸ
κεφάλαιο. Στ᾽ ἀλήθεια, ὅµως, ἡ αὐτοαξοποίηση τοῦ κεφαλαίου φέρνει στὸ φῶς τὴν
πραγµατικότητα ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν ἰδεοκρατία τῆς δῆθεν αὐτοαξιοποίησης
τῆς ἀξίας. Ἡ αὐτοαξιοποίηση εἶναι, στὴν πραγµατικότητα, ἡ «ζωικὴ διαδικασία τοῦ
κεφαλαίου» (Lebensprozeß des Kapitals),49 δηλαδὴ µιὰ διαδικασία κατὰ τὴν ὁποία
τρέφει τὴν δική του ζωὴ ἀπὸ τὴν ξένη ζωή: Ἡ ἰδιοποίηση ὑπερεργασίας εἶναι ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖο ἐµφανίζεται ψευδῶς ὡς αὐτοαξιοποίηση κεφαλαίου.50
Κεφάλαιο εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ ἡ ἴδια ἐµφανίζεται στὸν ἑαυτό της ὡς κάτι ξένο,
εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ νεαρὸς Μάρξ, προϊὸν τῆς ἀλλοτριωµένης ἐργασίας. Τὸ κεφάλαιο
γίνεται ψευδῶς ἀντιληπτὸ ὡς κάτι ποὺ διαθέτει ἐµµενὴ παραγωγικὴ δύναµη,51 ἱκανὸ
νὰ γεννᾶ τὸν ἑαυτό του (ἡ συσσώρευση κεφαλαίου εἶναι αἴτιο τῆς συσσώρευσης
κεφαλαίου).52 Αὐτὴ ἡ ψευδαίσθηση εἶναι ὅµως ἀναπόφευκτη στὴν κεφαλαιοκρατικὴ
κοινωνία: Εἶναι µιὰ «ἀντικειµενικὴ ἐπίφαση», ὅπως ἔλεγε ὁ Μὰρξ γιὰ τὸν φετιχισµό.
Εἶναι τόσο ἀντικειµενική, ποὺ σὲ αὐτὴν συνοψίζεται ἡ σπερµατικὴ ἀντίφαση τοῦ
κεφαλαίου, ὁ τόκος πού, ὅπως θυµόµαστε, εἶναι ἀντιφατικὸς γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη γιατὶ
µόνο τὰ ἔµβια τίκτουν τοὺς ὁµοίους τους, καί, ὅπως ξέρουµε, εἶναι ἡ πιὸ ἁπλὴ µορφὴ
τοῦ παραδόξου βάσει τοῦ ὁποίου κατασκευάζει ὁ Μὰρξ τὴν ἔννοια «κεφάλαιο», τοῦ
παραδόξου τῆς διαφορᾶς µεταξὺ πρώτου καὶ δεύτερου ποσοῦ στὸ σχῆµα Χ-Ε-Χ, µιὰ
διαφορὰ χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπῆρχε κεφάλαιο, ἀλλὰ µόνο χρῆµα.53
Αὐτὸ τὸ σχῆµα ἐµπράγµατης σκέψης, ὅπου κάτι νεκρὸ γίνεται δῆθεν ζωντανὸ γιατὶ
ἐπιβάλλεται στὸ ζωντανὸ (le mort saisit le vif),54 εἶναι συνάµα ἡ ἀκριβὴς περιγραφὴ
τοῦ ρόλου ποὺ παίζει τὸ κεφάλαιο στὸν κόσµο µας. Ὅταν ὅµως τὰ νεκρὰ πράγµατα
ζωντανεύουν, τὰ ζωντανὰ κινδυνεύουν, ὅπως ξέρουµε ἀπὸ πολλὲς ταινίες τρόµου.
Ἐδῶ βέβαια ζωντανεύουν µόνο τὰ ἐµπορεύµατα καί, πίσω ἀπο τὰ ἐµπορεύµατα, τὸ
κεφάλαιο, ὄχι οἱ νεκροί. Ἀλλὰ ὅλο αὐτὸ παραµένει µιὰ ἐγγενῶς κριτικὴ περιγραφὴ
µιᾶς κατάστασης πραγµάτων, τῆς ὁποίας µάλιστα ὁ κριτικὸς χαρακτήρας εἶναι ἐν
πολλοῖς εὐθέως ἀνάλογος πρὸς τὴν ἀντικειµενικότητά του. Ἡ ἀξιολογικὰ οὐδέτερη,
µὴ κριτικὴ περιγραφὴ ἑνὸς τέτοιου χοροῦ βρυκολάκων θὰ συνιστοῦσε ὡραιοποίησή
του.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΒΕΜΠΕΡ