You are on page 1of 3

Πολιτισμική Θεωρία

(Περίληψη από το βιβλίο: Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της διδασκαλίας,
της Ευαγγελίας Φρυδάκη, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, 2003, σ. 173-183)

Η πολιτισμική θεωρία έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και την αναπαράσταση της
ανθρώπινης εμπειρίας και τη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα από
πρακτικές «σημασιοδοτικές» που επεκτείνονται στην ευρεία περιοχή της κουλτούρας.
Η πρακτική πλευρά της πολιτισμικής θεωρίας είναι οι πολιτισμικές σπουδές, οι οποίες
θεωρούν ως αντικείμενό τους όλους τους τρόπους με τους οποίους συγκροτούνται οι
πολιτισμικές ταυτότητες. Διερευνούν «σημασιοδοτικές» πρακτικές στο μεγάλο φάσμα
της σύγχρονης κουλτούρας: από τις διαφημίσεις μέχρι λογοτεχνικά έργα που
παραμελήθηκαν σε επίπεδο λογοτεχνικών σπουδών εξαιτίας παραγόντων όπως είναι η
φυλή, η τάξη και το φύλο του δημιουργού τους.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Culler, η πολιτισμική θεωρία θεωρείται ως
σύγκλιση δύο τάσεων που έχουν διαφορετική αφετηρία. Μία, η πρώτη αφετηρία,
εντοπίζεται στο γαλλικό δομισμό, αφού αυτός στη δεκαετία του ’60 επέκτεινε τις
μεθόδους του σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως έργο πρώιμων
πολιτισμικών σπουδών χαρακτηρίζεται από τον Culler (2000) το έργο του Barthes:
Μυθολογίες. (Barthes, 1979, Μυθολογίες-Μάθημα, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου-Ι. Ράλλη,
Αθήνα, Ράππας). Σ’ αυτό επιδιώκει να προκαλέσει μια κριτική ανάγνωση των
συγκεκριμένων πολιτισμικών πρακτικών και να ενθαρρύνει τους αναγνώστες να
αναγνωρίσουν την πρόθεση της κοινωνικής χειραγώγησης που ενέχουν αυτές οι
πρακτικές.
Ως παραλλαγή της πολιτισμικής θεωρίας, και πάλι σε σχέση με τη σημειωτική,
θεωρείται η προσέγγιση που θεωρεί ως πολύ σημαντική την αναγνώριση των
διακριτικών γνωρισμάτων μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης κοινότητας, όπως
προκύπτουν από την υλική της ύπαρξη και την κοινωνική της οργάνωση. Τα υλικά
γνωρίσματα θεωρούνται αποτυπώσεις της συλλογικής συνείδησης, συνιστούν την
κουλτούρα της συγκεκριμένης κοινότητας και αναγνωρίζονται μέσα από ένα σύστημα
σημείων. Η κουλτούρα έτσι δεν αποτυπώνει απλά αλλά διανέμει σημασίες και
δημιουργεί όρους συγκρότησης της συλλογικής συνείδησης. Πρόκειται μάλλον για μια
ρομαντική οπτική κατά την οποία τα πολιτισμικά γνωρίσματα μιας κοινότητας είναι
ομοιογενή και ιστορικά ευδιάκριτα.
Η λογοτεχνία είναι ένα από τα προνομιακά πεδία ανίχνευσης των πολιτισμικών
όρων-κωδίκων και της αυτοσυνειδησίας για κάθε κουλτούρα, αφού είναι «από τα
πληρέστερα σύνθετα συστήματα επικοινωνίας κοντά στη γλώσσα». (Καψωμένος,
2001,45) Με την ανίχνευση και τη σημειολογική ανάλυση των πολιτισμικών κωδίκων
της λογοτεχνίας μιας οποιασδήποτε κλειστής ομάδας, εθνικής ή μη, είναι δυνατόν να
προκύψουν τα αντίστοιχα τυπολογικά γνωρίσματα της κουλτούρας της. Πρόκειται για
άποψη που διασφαλίζει διδακτικές επιδιώξεις πολιτισμικής μεταβίβασης αλλά και
διαπολιτισμικής αγωγής.
Η δεύτερη αφετηρία της πολιτισμικής θεωρίας είναι εκείνη που αφορά τη
βρετανική εκδοχή της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας. Ορίζεται ως ένα πεδίο
σπουδών που διακρίνει τον κανόνα από τη λαϊκή κουλτούρα. Ο πολιτισμός ή η
κουλτούρα δε θεωρείται ούτε εξιδανικευτικά ως διαχρονική αισθητική κατηγορία ούτε
ρομαντικά ως τυπολογία διακριτών γνωρισμάτων των έργων μιας κοινότητας και ούτε
μαρξιστικά ως ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Η κουλτούρα εκλαμβάνεται κοινωνικά
ως σύνολο κοινωνικών δραστηριοτήτων και αλληλεπιδράσεων που παράγουν νοήματα
και αξίες, συχνά ετερογενείς ή και αντιθετικές και οι οποίες δεν εκφράζονται μόνο με
την τέχνη αλλά και με ποικίλα άλλα έργα, θεσμούς και συμπεριφορές.(Williams, 1994,
137-144, Πασχαλίδης, 1999, 321). Ο Williams σημειώνει: Θα όριζα την πολιτισμική
θεωρία ως μελέτη των σχέσεων που διέπουν τα στοιχεία ενός τρόπου ζωής. Ανάλυση της
κουλτούρας είναι η προσπάθεια να ανακαλυφθεί η ποιότητα του πλέγματος των
σχέσεων. Με άλλα λόγια δεν περιορίζει τις πολιτισμικές σπουδές στη συσχέτιση της
τέχνης με την κοινωνία αλλά τις προεκτείνει στη μελέτη όλων των αλληλεπιδράσεών
τους χωρίς να δίνει προτεραιότητα σε καμία. Προεκτείνονται επομένως οι πολιτισμικές
σπουδές και σε όλους τους τύπους των κειμένων, κατά προτίμηση σε κείμενα του
παρόντος.
Οι πολιτισμικές σπουδές ενδιαφέρονται πιο συγκεκριμένα να διερευνήσουν και
να αναδείξουν δύο ζητήματα, ετερογενή φαινομενικά:
-Τα έργα του λαϊκού πολιτισμού, έργα περιθωριοποιημένων ομάδων: γυναικών,
εθνικών μειονοτήτων, μεταναστών. Πρόκειται για έργα που παραμένουν στη σκιά του
επίσημου λογοτεχνικού κανόνα.
-Τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χειραγωγούνται και διαμορφώνουν τη συνείδησή
τους μέσα από τις πρακτικές της «μαζικής» κουλτούρας. Σημειώνεται ότι οι άνθρωποι
χειραγωγούνται όταν συνηθίζουν και στη συνέχεια αποδέχονται τον τρόπο με τον
οποίο τους απευθύνονται τα ποικίλα πολιτισμικά κείμενα της εποχής τους.
Η φαινομενική ετερότητα αίρεται όταν ο σύγχρονος άνθρωπος συνειδητοποιήσει την
αλλοτρίωσή του από τις σημασιοδοτικές πρακτικές της μαζικής κουλτούρας αλλά και
την επιθυμία του να βρει στη λαϊκή κουλτούρα αυθεντικές μορφές έκφρασης αξιών.
Όμως αυθεντική γνώση μπορούμε να προσδοκούμε μόνο στο δικό μας χωροχρόνο και
γι’ αυτό μόνο τα παροντικά κείμενα είναι κατάλληλα γι’ αυτό.
Τελικά οι πολιτισμικές σπουδές διατηρούν το ένα πόδι στην καθημερινότητα
και σκοπεύουν να εισάγουν το υποκείμενο σε μια κριτική της θεώρηση. Αυτή η
επιδίωξη μειώνει τα περιθώρια της αισθητικής απόλαυσης ή της βιωματικής
προσοικείωσης των μελετώμενων κειμένων. Του υπόσχονται μια θέση μερικώς
αποστασιοποιημένη από έναν καθημερινό εαυτό.
Οι πολιτισμικές σπουδές ενισχύουν τη μελέτη της λογοτεχνίας, η οποία
αντιμετωπίζεται ως σύνθετο διακειμενικό φαινόμενο. Ο Culler την αναγνωρίζει ως
υπερκείμενη σχεδόν κατηγορία η οποία δεν απειλείται αλλά εμπλουτίζεται με το να
εντάξει στην περιοχή της και τις πολιτισμικές σπουδές.

Διδακτικοί προβληματισμοί

-Πρέπει να ανοίξει ο κύκλος των κειμένων που εξετάζονται στο σχολείο ή κάτι τέτοιο
θα οδηγήσει στην εξαφάνιση των έργων που αξίζει να μελετηθούν υπέρ κειμένων
χαμηλής πολιτισμικής αξίας;
-Στο κέντρο του κύκλου θα μπορούσαν να παραμείνουν τα κείμενο του κανόνα. Η
επιλογή άλλων λογοτεχνικών και πολιτισμικών κειμένων που θα πλαισιώσουν τα
προηγούμενα θα ήταν προτιμότερο να μην είναι επίσημη, θεσμοθετημένη και κοινή για
όλους αλλά να εναπόκειται στο διδάσκοντα και τους μαθητές με την παράλληλη
ύπαρξη-λειτουργία χαλαρών κατευθύνσεων του Προγράμματος Σπουδών.
-Στο μάθημα της λογοτεχνίας οι πολιτισμικές σπουδές θα μπορούσαν να προκαλέσουν
αποφάσεις και δράσεις σαν τις ακόλουθες:
-τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο ο αναγνώστης εγκαλείται ως υποκείμενο από το
κείμενο: Τι είδους άνθρωπος νομίζει ότι είσαι το κείμενο; Πρόκειται για ερώτηση που
μπορεί να οδηγήσει σε σύγκλιση τον ιδεατό και τον καθημερινό εαυτό του αναγνώστη.
-τη διατύπωση απόψεων και προσωπικών εκτιμήσεων των μαθητών για τα
διδασκόμενα κείμενα.
-τη μείωση της απόστασης ανάμεσα στο ακαδημαϊκό και το καθημερινό, αυτό που
είναι για το σχολείο και αυτό που είναι για τη ζωή. Αυτή η συνύπαρξη θα μπορούσε να
αποτελέσει το πλαίσιο για τη συνύπαρξη των λογοτεχνικών και των πολιτισμικών
κειμένων και ταυτόχρονα έναν οδηγό για τη διδακτική τους διαχείριση.

You might also like