You are on page 1of 286

Μη Καταστροφικοί

Έλεγχοι
Θεόδωρος Ματίκας
Δημήτριος Αγγέλης

© Historic Scotland
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΤΙΚΑΣ
Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
Καθηγητής, Mechanics of Materials and Constructions, Vrije Univ. Brussel

Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι
Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι

Συγγραφή
Θεόδωρος Ματίκας
Δημήτριος Αγγέλης

ISBN: 978-960-603-120-5

Copyright © ΣΕΑΒ, 2015

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη
Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον
ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ


Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
www.kallipos.gr
Οι Συγγραφείς

Ο Θεόδωρος Ματίκας, είναι Καθηγητής της Μηχανικής Συμπεριφοράς και Διευθυντής του Εργαστηρίου
Μηχανικής, Ευφυών Αισθητήρων και Mη Καταστροφικής Αξιολόγησης Υλικών (http://mss-nde.uoi.gr/), στο
Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (από το 2008), ενώ το διάστημα 2005-2008
ήταν Αν. Καθηγητής. Το διάστημα 2000-2004 εργάστηκε ως Ειδικός Επιστήμονας Α’ και Διευθυντής Ρυθμιστικής
Πολιτικής της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ), και επίσης διετέλεσε μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου της (2008-2014). Το διάστημα 1991-1999 κατείχε θέση ανώτερου ερευνητή στο Ερευνητικό
Εργαστήριο της Αμερικανικής Αεροπορίας (Air Force Research Laboratory) στην Αεροπορική Βάση Wright-
Patterson, Οχάιο, υπεύθυνος για το ερευνητικό πρόγραμμα στον τομέα των μη καταστροφικών μεθόδων, ενώ το
1997-1999 ήταν παράλληλα Καθηγητής στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Υλικών του
Πανεπιστημίου του Ντέυτον, Οχάιο και Διευθυντής του Κέντρου Διαγνωστικής Υλικών του Υπουργείου Άμυνας
των Η.Π.Α. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη Μηχανική των Στερεών και Δομών, στο Πολυτεχνείο της
Κομπιέν, Γαλλία, το 1991. Έχει λάβει πολλές διεθνείς διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Βραβείο
Wohlleben/Hochwal και το Βραβείο της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών και Μηχανικών των Η.Π.Α. Υπήρξε
Επιστημονικός Υπεύθυνος και αξιολογητής πολλών ερευνητικών προγραμμάτων από: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών των
Η.Π.Α. (NSF), Επιτροπή Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Άμυνας των Η.Π.Α.
(DARPA), Γραφείο Επιστημονικής Έρευνας της Πολεμικής Αεροπορίας των Η.Π.Α. (AFOSR), Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ερευνητικό του έργο εστιάζεται στην
πειραματική αξιολόγηση της μηχανικής συμπεριφοράς προηγμένων υλικών και στην ανάπτυξη καινοτόμων μη
καταστροφικών μεθοδολογιών και ευφυών αισθητήρων για την παρακολούθηση της υγειούς λειτουργίας και την
αποτίμηση βλάβης και εναπομένουσας αντοχής υλικών και κατασκευών που λόγω γήρανσης υφίστανται μείωση
της δομικής τους ακεραιότητας. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 250 άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά με κριτές
και πρακτικά διεθνών συνεδρίων, τρία βιβλία και έξι διεθνείς πατέντες. Είναι πρόεδρος και μέλος επιστημονικών
επιτροπών διεθνών συνεδρίων και προσκεκλημένος εκδότης διεθνών επιστημονικών περιοδικών. Από το 2012,
είναι μέλος του AdSec (ειδικός σύμβουλος του Γενικού Διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας
του ΟΗΕ για την Πυρηνική Ασφάλεια).

O Δρ. Δημήτριος Αγγέλης εργάζεται ως καθηγητής στο Vrije Universiteit Brussel, Τμήμα Μηχανικών Υλικών και
Κατασκευών (Mechanics of Materials and Constructions, MEMC) από τον Οκτώβριο του 2012. Το διάστημα 2008-
2012 υπηρέτησε ως Επίκουρος Καθηγητής επί συμβάσει στο Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ υπήρξε ερευνητής στο Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας της εταιρείας
Tobishima (Research Institute of Technology, Tobishima Corporation, Japan 2006-2008). Ολοκλήρωσε το
διδακτορικό του στο χώρο του Μη Καταστροφικού Ελέγχου Σκυροδέματος στο Τμήμα Μηχανολόγων και
Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών το 2004. Τα ερευνητικά του ενδιαφέρονται
περιλαμβάνουν χαρακτηρισμό υλικών με χρήση κυρίως τεχνικών ελαστικών κυμάτων. Είναι ενεργό μέλος
επιτροπών και ο κάτοχος του μεταλλίου της RILEM Robert L’Hermite ως ο καλύτερος ερευνητής στην περιοχή
των δομικών υλικών παγκοσμίως κάτω των 40 ετών το 2012. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 100 άρθρα σε διεθνή
περιοδικά με κριτές, πάνω από 120 άρθρα σε πρακτικά διεθνών συνεδρίων και 10 κεφάλαια σε διεθνή βιβλία. Είναι
επιμελητής (editor) στο περιοδικό Construction and Building Materials της Elsevier και μέλος άλλων ομάδων
(editorial board member) που περιλαμβάνουν τα περιοδικά NDT&E International και Advances in Materials
Science and Engineering). Διδάσκει και οργανώνει εργαστήρια στο πλαίσιο του Διπλώματος Ειδίκευσης Πολιτικού
Μηχανικού (MSc in Civil Engineering) στις Βρυξέλλες. Έχει απασχοληθεί ή απασχολείται σε μαθήματα όπως
Δυναμική, Πειραματικές Μέθοδοι Χαρακτηρισμού Υλικών, Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι, Ειδικά Κεφάλαια
Διάδοσης Κυμάτων, Θραυστομηχανική, Δομικά Υλικά. Ήταν ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του διεθνούς
συνεδρίου «Emerging Technologies in Non-Destructive Testing 6» που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες, 27-29th May
2015.

2
Αφιέρωση

Στη Ζωή και στα παιδιά μας Σοφία και Δημήτρη


– Θόδωρος Ματίκας

Στο Φίλιππο, την Ιωάννα και τους γονείς μου


- Δημήτρης Αγγέλης

3
Πίνακας Περιεχομένων

Οι Συγγραφείς ........................................................................................................................................... 2
Αφιέρωση ................................................................................................................................................... 3
Πίνακας Περιεχομένων ............................................................................................................................. 4
Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνύμια ...................................................................................................... 10
Πρόλογος .................................................................................................................................................. 11
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή στους μη καταστροφικούς ελέγχους ............................................................. 12
1.1 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................................................................... 17

Κεφάλαιο 2: Υπέρηχοι ............................................................................................................................ 19


2.1 Εισαγωγή ............................................................................................................................................................................ 20
2.2 Διάδοση τασικών κυμάτων ............................................................................................................................................... 20
2.2.1 Διασπορά.......................................................................................................................................................................... 22
2.2.2 Εξασθένηση ..................................................................................................................................................................... 24
2.2.3 Είδη ελαστικών κυμάτων ............................................................................................................................................... 28
2.2.4 Μη Γραμμική Ακουστική .............................................................................................................................................. 35
2.3 Ανάκλαση και μετάδοση του κύματος ............................................................................................................................. 39
2.4 Διάθλαση των υπερήχων ................................................................................................................................................... 42
2.5 Αισθητήρες υπερήχων ....................................................................................................................................................... 46
2.5.1 Μέσα σύξευξης ................................................................................................................................................................ 51
2.6 Μη καταστροφικός έλεγχος με υπερήχους....................................................................................................................... 51
2.6.1 Διατάξεις πομπού-δέκτη ................................................................................................................................................. 52
2.6.2 Τεχνικές απεικόνισης των δεδομένων ........................................................................................................................... 57
2.7 Πλεονεκτήματα – μειονεκτήματα της μεθόδου των υπερήχων ...................................................................................... 61
2.7.1 Πλεονεκτήματα ............................................................................................................................................................... 61
2.7.2 Περιορισμοί-Μειονεκτήματα ......................................................................................................................................... 62
2.8 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................................................................... 63
Παράρτημα Α: Ακουστικές ιδιότητες αερίων ....................................................................................................................... 73
Παράρτημα Β: Ακουστικές ιδιότητες υγρών ........................................................................................................................ 74
Παράρτημα Γ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Μέταλλα ................................................................................................. 80
Παράρτημα Δ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Κεραμικά ................................................................................................ 83
Παράρτημα Ε: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Πολυμερή ................................................................................................ 85
Παράρτημα ΣΤ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Φυσικά υλικά ....................................................................................... 89
Παράρτημα Ζ: Συντελεστές ανάκλασης για κάθετη πρόσπτωση δέσμης ........................................................................... 90

4
Κεφάλαιο 3: Ακουστική εκπομπή ......................................................................................................... 91
3.1 Περίληψη ............................................................................................................................................................................ 92
3.2 Εισαγωγή ............................................................................................................................................................................ 92
3.3 Ιστορικό σημείωμα ............................................................................................................................................................ 92
3.4 Πειραματικές λεπτομέρειες ............................................................................................................................................... 92
3.5 Βασικές παράμετροι .......................................................................................................................................................... 94
3.6 Γεωμετρικός εντοπισμός ................................................................................................................................................... 95
3.7 Συσχέτιση δραστηριότητας ΑΕ με συμπεριφορά υλικού ............................................................................................... 96
3.8 Συσχέτιση των παραμέτρων με τον τύπο θραύσης ......................................................................................................... 99
3.9 ΑΕ σε σύνθετα υλικά ....................................................................................................................................................... 103
3.10 Ακουστική εκπομπή σε μεταλλικά υλικά ..................................................................................................................... 103
3.11 Βιολογικά υλικά ............................................................................................................................................................. 104
3.12 Βιομηχανικές εφαρμογές ............................................................................................................................................... 104
3.13 Ασύρματα δίκτυα ΑΕ .................................................................................................................................................... 105
3.14 Συνδυασμός με άλλες τεχνικές ΜΚΕ ........................................................................................................................... 105
3.15 Σύνοψη – Πλεονεκτήματα-Μειονεκτήματα................................................................................................................. 106
3.16 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................. 108

Κεφάλαιο 4: Θερμογραφία Υπερύθρου .............................................................................................. 115


4.1 Τι είναι η θερμογραφία υπερύθρου; ............................................................................................................................... 116
4.2 Ιστορία της θερμογραφίας .............................................................................................................................................. 116
4.3 Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα.......................................................................................................................................... 117
4.4 Μηχανισμοί διάδοσης θερμότητας ................................................................................................................................. 118
4.4.1 Μεταφορά θερμότητας με αγωγή ................................................................................................................................ 118
4.4.2 Μεταφορά θερμότητας με θερμική μεταβίβαση ........................................................................................................ 119
4.4.3 Μεταφορά θερμότητας με ακτινοβολία ...................................................................................................................... 119
4.5 Βασικές αρχές της θερμογραφίας ................................................................................................................................... 121
4.5.1 Θερμικά κύματα ............................................................................................................................................................ 122
4.5.2 Ιδιότητες των υλικών που επηρεάζουν τη θερμογραφία ........................................................................................... 123
4.6 Τεχνικές θερμογραφίας ................................................................................................................................................... 127
4.6.1 Παθητική θερμογραφία ................................................................................................................................................ 127
4.6.2 Ενεργητική θερμογραφία ............................................................................................................................................. 127
4.7 Θερμικές κάμερες υπερύθρου ......................................................................................................................................... 135
4.8 Παραδείγματα εφαρμογών θερμογραφίας υπερύθρου .................................................................................................. 137
4.9 Πλεονεκτήματα και περιορισμοί της θερμογραφίας ..................................................................................................... 144
4.10 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................. 145
Παράρτημα Α – Θερμική διαχυτικότητα διαφόρων υλικών 17,18 ....................................................................................... 149
Παράρτημα Β – Συντελεστής εκπομπής διαφόρων υλικών 21 ............................................................................................ 151

5
Κεφάλαιο 5: Ραδιογραφία .................................................................................................................... 152
5.1 Τι είναι η ραδιογραφία? .................................................................................................................................................. 153
5.2 Ιστορία της ραδιογραφίας ............................................................................................................................................... 153
5.3 Χαρακτηριστικά των ιοντιζουσών ακτινοβολιών ......................................................................................................... 154
5.3.1 Ένταση της ακτινοβολίας ............................................................................................................................................. 155
5.3.2 Απορροφούνται και σκεδάζονται από την ύλη ........................................................................................................... 156
5.3.3 Διεισδύουν στα υλικά.................................................................................................................................................... 157
5.3.4 Δεν διαθέτουν ηλεκτρικό φορτίο και μάζα ................................................................................................................. 158
5.3.5 Δεν εστιάζονται ............................................................................................................................................................. 159
5.3.6 Δεν ανιχνεύονται με τις ανθρώπινες αισθήσεις ........................................................................................................... 159
5.3.7 Προκαλούν φθορισμό σε μερικά υλικά ....................................................................................................................... 159
5.3.8 Προκαλούν ιονισμό της ύλης ....................................................................................................................................... 159
5.4 Βασικές αρχές και συστήματα της ραδιογραφίας ......................................................................................................... 159
5.5 Ακτίνες Χ .......................................................................................................................................................................... 160
5.6 Ακτινοβολία γάμμα .......................................................................................................................................................... 162
5.7 Παράμετροι και τεχνικές ραδιογραφίας ........................................................................................................................ 164
5.7.1 Ραδιογραφική ευαισθησία ............................................................................................................................................ 164
5.7.2 Αντίθεση αντικειμένου ................................................................................................................................................. 165
5.7.3 Αντίθεση εικόνας........................................................................................................................................................... 166
5.7.4 Πυκνότητα της ραδιογραφικής απεικόνισης .............................................................................................................. 166
5.7.5 Ευκρίνεια της ραδιογραφίας ........................................................................................................................................ 167
5.7.6 Δευτερεύουσα ακτινοβολία .......................................................................................................................................... 169
5.7.7 Έλεγχος ποιότητας της ραδιογραφίας ......................................................................................................................... 169
5.8 Ακτινοπροστασία ............................................................................................................................................................. 170
5.9 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα ............................................................................................................................... 174
5.9.1 Πλεονεκτήματα της ραδιογραφίας .............................................................................................................................. 174
5.9.2 Μειονεκτήματα της ραδιογραφίας .............................................................................................................................. 174
5.10 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................. 175

Κεφάλαιο 6: Δινορεύματα .................................................................................................................... 176


6.1 Επαγωγικό φαινόμενο ...................................................................................................................................................... 177
6.2 Δημιουργία δινορευμάτων............................................................................................................................................... 177
6.3 Αρχές ελέγχου με δινορεύματα........................................................................................................................................ 179
6.4 Διαδικασία διαλογής υλικών σύμφωνα με την ηλεκτρική τους αγωγιμότητα ........................................................... 183
6.5 Βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων............................................................................................................................. 185
6.6 Οργανολογία ..................................................................................................................................................................... 186
6.6.1 Όργανα μέτρησης .......................................................................................................................................................... 186
6.6.2 Αισθητήρες-πηνία ......................................................................................................................................................... 187

6
6.6.3 Πρότυπα δοκίμια αναφοράς ......................................................................................................................................... 188
6.7 Εφαρμογές δοκιμών με δινορεύματα ............................................................................................................................. 189
6.7.1 Έλεγχος μη μαγνητικών αγώγιμων υλικών ................................................................................................................ 189
6.7.2 Ανίχνευση ρωγμών ........................................................................................................................................................ 190
6.7.3 Μέτρηση πάχους αγώγιμων υλικών ............................................................................................................................ 192
6.7.4 Μέτρηση πάχους μη αγώγιμων επικαλύψεων/επιστρώσεων σε αγώγιμα υποστρώματα ....................................... 193
6.7.5 Έλεγχος μεταλλικών επιστρώσεων σε αγώγιμη βάση ............................................................................................... 194
6.7.6 Έλεγχος αποκόλλησης .................................................................................................................................................. 196
6.7.7 Έλεγχος σιδηρομαγνητικών υλικών ............................................................................................................................ 196
6.8 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της μεθόδου των δινορευμάτων ......................................................................... 197
6.8.1 Πλεονεκτήματα ............................................................................................................................................................. 198
6.8.2 Περιορισμοί-Μειονεκτήματα ....................................................................................................................................... 198
6.9 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................... 199
Παράρτημα Α: Ειδική αντίσταση και αγωγιμότητα μεταλλικών υλικών. ....................................................................... 200

Κεφάλαιο 7: Διεισδυτικά Υγρά............................................................................................................ 201


7.1 Περίληψη .......................................................................................................................................................................... 202
7.2 Βασική αρχή ..................................................................................................................................................................... 202
7.3 Καταλληλότητα υλικών .................................................................................................................................................. 203
7.4 Ιδιότητες ΔΥ και έλεγχος ................................................................................................................................................ 203
7.5 Εφαρμογή μεθόδου .......................................................................................................................................................... 204
7.5.1 Τρόπος αφαίρεσης ΔΥ .................................................................................................................................................. 204
7.5.2 Εμφανιστής .................................................................................................................................................................... 204
7.6 Βήματα μεθόδου ............................................................................................................................................................... 204
7.7 Ιστορικό σημείωμα .......................................................................................................................................................... 206
7.8 Εφαρμογές ........................................................................................................................................................................ 206
7.9 Σύνοψη .............................................................................................................................................................................. 208
7.9.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 208
7.9.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 209
7.10 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................. 210

Κεφάλαιο 8: Οπτικός έλεγχος .............................................................................................................. 211


8.1 Εισαγωγή .......................................................................................................................................................................... 212
8.1.1 Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του ΟΕ: .................................................................................................. 212
8.1.2 Ανθρώπινη έναντι μηχανικής όρασης ......................................................................................................................... 212
8.2 Βασικές αρχές ................................................................................................................................................................... 212
8.2.2 Οπτική αντίθεση ........................................................................................................................................................... 213
8.2.3 Οπτικές απάτες ............................................................................................................................................................. 214

7
8.3 Προϋποθέσεις επιτυχημένου ελέγχου ............................................................................................................................. 215
8.4 Εφαρμογές ........................................................................................................................................................................ 215
8.5 Μηχανική όραση .............................................................................................................................................................. 218
8.6 Ειδική εφαρμογή – εσωτερικό κατασκευών από σκυρόδεμα....................................................................................... 219
8.7 Σύνοψη .............................................................................................................................................................................. 219
8.7.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 219
8.7.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 220
8.8 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................... 221

Κεφάλαιο 9: Έλεγχος με Μαγνητικά Σωματίδια ............................................................................... 222


9.1 Περίληψη .......................................................................................................................................................................... 223
9.2 Βασική αρχή ..................................................................................................................................................................... 223
9.3 Βήματα μεθόδου ............................................................................................................................................................... 224
9.4 Παραδείγματα .................................................................................................................................................................. 226
9.5 Απομαγνητισμός ............................................................................................................................................................... 229
9.6 Σύνοψη .............................................................................................................................................................................. 230
9.6.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 230
9.6.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου ....................................................................................................................................... 230
9.7 Βιβλιογραφία .................................................................................................................................................................... 231

Κεφάλαιο 10: Εξειδικευμένες Περιπτώσεις (Case Studies) .............................................................. 232


10.1 Έλεγχος πλήρους πεδίου σε γέφυρα σκυροδέματος με χρήση ακουστικής εκπομπής και υπέρηχων ..................... 233
10.1.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 233
10.1.2 Πειραματική διαδικασία ............................................................................................................................................ 233
10.1.3 Αποτελέσματα ΑΕ ....................................................................................................................................................... 234
10.1.4 Μετρήσεις ταχύτητας παλμού ................................................................................................................................... 236
10.1.5 Επίλογος ....................................................................................................................................................................... 238
10.1.6 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 239
10.2 Έλεγχος αρμού σε σήραγγα με την τεχνική impact-echo............................................................................................ 240
10.2.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 240
10.2.2 Υλικά και πειραματικές λεπτομέρειες....................................................................................................................... 240
10.2.3 Κυματική διάδοση στο στοιχείο ................................................................................................................................ 243
10.2.4 Αποτελέσματα ............................................................................................................................................................. 244
10.2.5 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 247
10.3 Ακουστική εκπομπή για το χαρακτηρισμό βλάβης κόπωσης σε μεταλλικές πλάκες ............................................... 248
10.3.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 248
10.3.2 Πειραματικές λεπτομέρειες ........................................................................................................................................ 248
10.3.3 Αποτελέσματα ............................................................................................................................................................. 249

8
10.3.4 Επίλογος ....................................................................................................................................................................... 252
10.3.5 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 253
10.4 Εφαρμογή ακουστικής μικροσκοπίας σάρωσης στο χαρακτηρισμό βλάβης σε σύνθετα ινοπλισμένα υλικά ........ 254
10.4.1 Αρχή λειτουργίας της ακουστικής μικροσκοπίας .................................................................................................... 254
10.4.2 Πειραματική διαδικασία ............................................................................................................................................ 254
10.4.3 Αποτελέσματα ............................................................................................................................................................. 256
10.4.4 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 258
10.5 Εκτίμηση βλάβης σε αεροδιαστημικά υλικά με μη γραμμική ακουστική ................................................................ 259
10.5.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 259
10.5.2 Θεωρητική ανάλυση ................................................................................................................................................... 261
10.5.3 Προσδιορισμός σε πραγματικό χρόνο της μη γραμμικότητας του υλικού κατά τη μηχανική κόπωση ............... 261
10.5.4 Συμπέρασμα ................................................................................................................................................................ 266
10.5.5 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 267
10.6 Ταχύς προσδιορισμός του ορίου κόπωσης σε μεταλλικά υλικά με Υπέρυθρη Θερμογραφία ................................. 268
10.6.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 268
10.6.2 Υλικά ............................................................................................................................................................................ 268
10.6.3 Καμπύλη S-N ............................................................................................................................................................... 268
10.6.4 Πειραματική διαδικασία προσδιορισμού του ορίου κόπωσης με θερμογραφία lock-in ....................................... 270
10.6.5 Πειραματικά αποτελέσματα ....................................................................................................................................... 270
10.6.6 Συμπέρασμα ................................................................................................................................................................ 273
10.6.7 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 274
10.7 Χαρακτηρισμός της θραύσης υλικών σε πραγματικό χρόνο με υπέρυθρη θερμογραφία ........................................ 275
10.7.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................................................................... 275
10.7.2 Υλικά και μηχανικές δοκιμές ..................................................................................................................................... 275
10.7.3 Μεθοδολογία θερμογραφίας lock-in .......................................................................................................................... 276
10.7.4 Πειραματικά αποτελέσματα ....................................................................................................................................... 279
10.7.5 Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................................... 284

9
Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνύμια

ΜΚΕ Μη Καταστροφικός Έλεγχος


NDT Νondestructive Τesting
NDI Nondestructive Inspection
NDE Nondestructive Evaluation
MEMS MicroElectroMechanical Systems
SHM Structural Health Monitoring
ΑΕ Ακουστική Εκπομπή
RT Rise Time
HDT Hit Definition Time
PDT Peak Definition Time
CFRP Carbon Fiber Reinforced Polymer
SFRC Steel Fiber Reinforced Concrete
TRC Textile Reinforced Concrete
BEM Boundary Element Method
CT Compact Tension
DIC Digital Image Correlation
NIR Near Infrared
SWIR Short Wave Infrared
MWIR Medium Wave Infrared
LWIR Long Wave Infrared
FIR Far Infrared
PT Pulsed Thermography
LT Lock-in Thermography
UT Ultrasonic Thermography
VT Vibrothermography
ECT Eddy Current Thermography
PPT Pulsed Phase Thermography
FPA Focal Plane Array
HVL Half-Value Layer
REM Roentgen Equivalent in Man
ΕΕΑΕ Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
ΔΥ Διεισδυτικά Υγρά
COD Crack Opening Displacement
CPR Crack Propagation Rate
SAM Scanning Acoustic Microscopy
SAW Surface Acoustic Waves
HCF High Cycle Fatigue

10
Πρόλογος

Ο έλεγχος δομικής ακεραιότητας κατασκευών και υλικών βρίσκεται σε στενή σύνδεση με τις εξελίξεις στον τομέα
των Μη Καταστροφικών Ελέγχων (ΜΚΕ). Πληροφορίες για τη δομική κατάσταση είναι σημαντικές για το
σχεδιασμό και εκτέλεση συντήρησης και γενικά τη διαχείριση των κατασκευών. Γρήγορες, αξιόπιστες και σχετικά
οικονομικές μεθοδολογίες ΜΚΕ γίνονται ολοένα και περισσότερο απαραίτητες στους διάφορους τομείς της
ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το αντικείμενο των ΜΚΕ είναι εξαιρετικά διεπιστημονικό. Καλύπτει μεθόδους σε όλο το φάσμα της
φυσικής και των επιστημών του μηχανικού. Ταυτόχρονα έχει μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία αφού
σχετίζεται με τη διάγνωση βλάβης σε κατασκευές, όπως κτίρια και λοιπές υποδομές, αεροσκάφη, βιομηχανικά
πιεστικά δοχεία και σωληνώσεις, μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς κλπ., με μη επεμβατικό τρόπο. Το παρόν
ακαδημαϊκό εγχειρίδιο απευθύνεται σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές και φιλοδοξεί να καλύψει το
μεγαλύτερο μέρος του πεδίου των ΜΚΕ. Οι κυριότερες τεχνικές παρουσιάζονται και αναλύονται, ενώ παρατίθενται
παραδείγματα περιπτώσεων ελέγχων για να καταδειχτεί η σημασία και ο τρόπος εφαρμογής των μεθόδων στην
πράξη. Δίνεται βαρύτητα στα χαρακτηριστικά και στις βασικές αρχές λειτουργίας κάθε μεθόδου ώστε ο
αναγνώστης/φοιτητής να λάβει μια σφαιρική άποψη για την καταλληλότητα κάθε μεθόδου βάσει της εκάστοτε
εφαρμογής.
Οι συγγραφείς, έχοντας πολύχρονη εμπειρία από τη διδασκαλία του μαθήματος σε πανεπιστημιακό
επίπεδο, φιλοδοξούν να καλύψουν ένα κενό στο συγκεκριμένο πεδίο που υπήρχε μέχρι τώρα στην Ελληνική
βιβλιογραφία. Το αντικείμενο των ΜΚΕ διδάσκεται εδώ και δεκαετίες σε πολλά τμήματα Ελληνικών
Πανεπιστημίων/Πολυτεχνίων και Ανώτατων Τεχνολογικών Ιδρυμάτων. Η παρούσα έκδοση του συγγράμματος θα
αποτελέσει μια αξιόπιστη βάση για την κατατόπιση των φοιτητών σε ευρύ φάσμα τεχνικών, αλλά και οδηγό μέσω
της βιβλιογραφίας που περιέχει για άντληση περαιτέρω πληροφορίας, ενώ θα εμπλουτίζεται σε τακτά διαστήματα
με νέα βιβλιογραφία και αναφορές στις τελευταίες εξελίξεις των διαφόρων τεχνικών.

11
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή στους μη καταστροφικούς ελέγχους

O χαρακτηρισμός των ιδιοτήτων των υλικών είναι σημαντικός για την κατανόηση της συμπεριφοράς τους σε
πραγματικές συνθήκες λειτουργίας και αποτελεί τη βάση για τον σχεδιασμό προϊόντων. Η ανάγκη για αξιόπιστο
χαρακτηρισμό υλικών και δομών που χρησιμοποιούνται σε πληθώρα εφαρμογών (π.χ. αεροδιαστημική,
αυτοκινητοβιομηχανία, θαλάσσιες κατασκευές, πυρηνική βιομηχανία, κατασκευές πολιτικού μηχανικού, μνημεία
πολιτιστικής κληρονομιάς, κλπ.) έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων τεχνικών και οργανολογίας 1-3. Δυστυχώς
πολλές από τις μεθόδους αυτές χαρακτηρισμού απαιτούν κοπή η οποία καταστρέφει την υπό εξέταση δομή. Επίσης,
πολλές τεχνικές χαρακτηρισμού δεν παρέχουν βασικές πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες του υλικού στο
λειτουργικό του περιβάλλον. Μια ιδανική μέθοδος χαρακτηρισμού θα πρέπει να παρέχει στοιχεία σχετικά με τις
ιδιότητες του υλικού που σχετίζονται με τη μικροδομή και τη μακροδομή του χωρίς την ανάγκη τεμαχισμού της
δομής. Τέτοιου είδους δεδομένα μπορούν να ληφθούν μόνο χρησιμοποιώντας τις μεθόδους Μη Καταστροφικού
Ελέγχου (ΜΚΕ) 4. Οι όροι μη καταστροφικός έλεγχος (nondestructive inspection – NDI), μη καταστροφική δοκιμή
(nondestructive testing – NDT) ή μη καταστροφική αξιολόγηση (nondestructive evaluation – NDE) αναφέρονται
στη χρήση των ΜΚΕ, μιας κατηγορίας δηλαδή φυσικών δοκιμών που επιτρέπουν την ανίχνευση ή/και μέτρηση
ιδιοτήτων του υλικού ή ατελειών χωρίς όμως να εμποδίζεται η λειτουργική χρήση της δομής 5-9.
Οι μη καταστροφικοί έλεγχοι είναι απαραίτητοι για σχεδόν οποιοδήποτε βιομηχανικό προϊόν 10. Ο ΜΚΕ
έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της μελέτης των υλικών διότι επιτρέπει τον προσδιορισμό των παραμέτρων του
υλικού (όπως η μικροδομή και η μακροδομή, η μηχανική τάση, οι φυσικές ιδιότητες, και τα ελαττώματα/βλάβες)
σε σχεδόν οποιοδήποτε σημείο, γραμμή, επιφάνεια, ή όγκο ενδιαφέροντος και σε σχεδόν οποιαδήποτε κατάσταση
κατά τη διάρκεια ζωής του υλικού. Ο μη καταστροφικός έλεγχος αναφέρεται σε πολλές διαφορετικές μεθόδους
που βασίζονται σε ελαστικά κύματα, διεισδύουσες ακτινοβολίες, φως, ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, χημικά
αισθητήρια, κλπ. Η κάθε μέθοδος μπορεί να χωρίζεται σε διαφορετικές τεχνικές, οι οποίες έχουν κοινή φυσική
βάση (π.χ. ακουστική, οπτική, μαγνητισμός, κλπ.), όμως διαφοροποιούνται ως προς την εφαρμογή τους σε
εργαστηριακό επίπεδο ή στο πεδίο σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή κατά τη λειτουργεία του εξαρτήματος ή της
κατασκευής. Λόγω του μεγάλου αριθμού πιθανών μεθόδων και τεχνικών μη καταστροφικού χαρακτηρισμού και
αξιολόγησης υλικών και δομών, οι ΜΚΕ δεν είναι ένα μεμονωμένο πεδίο, αλλά μια συνέργεια πολλών
επιστημονικών και τεχνικών ειδικοτήτων 11-16.
Ο ρόλος της οργανολογίας μη καταστροφικού ελέγχου είναι σημαντικός για την αποτελεσματικότητα των
μεθόδων 17. Η οργανολογία θα πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προκειμένου να απολαμβάνει
ευρείας αποδοχής στην επιστημονική και τεχνική κοινότητα:

• Ακρίβεια: Το όργανο θα πρέπει να πραγματοποιεί μετρήσεις με ακρίβεια για τον προσδιορισμό


είτε των ιδιοτήτων του υλικού ή της παρουσίας ατελειών/βλάβης σ’ αυτό.
• Αξιοπιστία: Το όργανο θα πρέπει να ανιχνεύει συνεχώς και να ποσοτικοποιεί ατέλειες/βλάβη ή
ιδιότητες του υλικού με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας. Αν ένα όργανο δεν είναι αξιόπιστο, τότε δεν
μπορεί να ανιχνεύσει τη βλάβη που μπορεί να οδηγήσει σε αστοχία του εξαρτήματος, ή μπορεί να
υποδεικνύει την παρουσία μιας ατέλειας εκεί που δεν υπάρχει. Η ανίχνευση μιας πλασματικής
ατέλειας (phantom flaw) μπορεί να σημαίνει ότι ένα κατάλληλο εξάρτημα απορρίπτεται, το οποίο
είναι ένα δαπανηρό λάθος.
• Απλότητα: Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα όργανα στο πεδίο είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται
από τεχνικούς στο εργοστάσιο ή για επισκευές, και όχι από εξειδικευμένους χειριστές.
• Χαμηλό Κόστος: Ένα όργανο δεν χρειάζεται να είναι χαμηλού κόστους με την απόλυτη έννοια του
όρου. Όμως, θα πρέπει να είναι φθηνό σε σχέση είτε με την αξία του υπό έλεγχο εξαρτήματος ή σε
σχέση με το κόστος της αποτυχίας ή της κρισιμότητας της εφαρμογής. Για παράδειγμα, στον τομέα
της αεροναυπηγικής, έως και το 12 % της αξίας του εξαρτήματος μπορεί να δαπανηθεί για την
επιθεώρηση ενός εξαρτήματος που κρίνεται ως κρίσιμο για την ασφαλή πτήση του αεροσκάφους.

12
Ο ρόλος του ΜΚΕ βασίζεται σε δύο κύριους άξονες. Ο πρώτος είναι προφανώς η αποτροπή της
καταστροφικής αστοχίας των κατασκευών. Είναι πολλά τα παραδείγματα αστοχιών στην ιστορία του τεχνικού
πολιτισμού τα οποία συνέβησαν λόγω αδυναμίας ανίχνευσης βλάβης σε αρχικό στάδιο. Λόγω καταπόνησης κατά
τη λειτουργία η βλάβη αυξάνεται εκθετικά (όπως μία ρωγμή κατά την κόπωση) και ως εκ τούτου μπορεί να
οδηγήσει σε καταστροφική αστοχία με ανθρώπινα θύματα και δευτερευόντως απώλεια κεφαλαίου. Τυπικό
παράδειγμα από την αεροναυπηγική το αεροσκάφος “Comet”, όπου οι ρωγμές ξεκινούσαν από τις ακμές των
παραθύρων. Δυστυχώς τη δεκαετία του 1950 όταν κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο αεροσκάφος, δεν υπήρχαν
μέθοδοι πλήρους πεδίου για τoν προσδιορισμό των παραμορφώσεων με συνέπεια να μην είναι εμφανής η
συγκέντρωση τάσεων στις ακμές που οδήγησε αρκετά από τα αεροπλάνα σε αστοχία εν πτήση μετά από περίπου
1000 κύκλους συμπίεσης-αποσυμπίεσης 18. Στο πεδίο των σιδηροδρόμων, τα ατυχήματα (πολλές φορές
θανατηφόρα) ήταν εβδομαδιαίο φαινόμενο στα τέλη του 19ου αιώνα 19. Οι ανθρώπινες απώλειες έφταναν τις
διακόσιες ζωές ανά έτος! Ρωγμές στους άξονες και σε άλλα δομικά στοιχεία του τρένου περνούσαν απαρατήρητες
μέχρι να φτάσουν στο σημείο καταστροφικής αστοχίας. Ο μεγάλος αριθμός των αστοχιών ανάγκασε την
επιστημονική και τεχνική κοινότητα να λάβει μέριμνα για την εύρεση των λόγων αστοχίας και την αποφυγή αυτής
στα διάφορα πεδία. Έτσι υπήρξε ανάπτυξη κλάδων όπως η θραυστομηχανική, για καλύτερο σχεδιασμό των
κατασκευών (αποφυγή συγκέντρωσης τάσεων κλπ.), η επιστήμη των υλικών για ανάπτυξη πιο ανθεκτικών υλικών
και φυσικά των ΜΚΕ για τον εντοπισμό της βλάβης πριν αυτή αποκτήσει κρίσιμο μέγεθος και οδηγήσει σε
καταστροφική αστοχία. Ο δεύτερος άξονας που στις ημέρες μας λαμβάνει όλο και μεγαλύτερη σημασία είναι η
ασφαλής και οικονομική διαχείριση των κατασκευών. Στην επικράτεια μιας χώρας λειτουργούν χιλιάδες
κατασκευές που υποστηρίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα και ανάπτυξη (π.χ. εθνικές οδοί, γέφυρες,
σιδηρόδρομοι). Όλες οι κατασκευές χρήζουν συντήρησης. Δυστυχώς όμως τα διαθέσιμα κονδύλια είναι πάντα
περιορισμένα. Άρα θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις κατασκευές που έχουν πραγματική ανάγκη ή αλλιώς
έχουν φτάσει κοντά στο όριο ασφαλούς ζωής τους. Γίνεται κατανοητή λοιπόν η αναγκαιότητα εφαρμογής μεθόδων
ΜΚΕ οι οποίες με γρήγορο, αξιόπιστο και οικονομικό τρόπο θα επιτρέψουν την κατάστρωση σχεδίου συντήρησης
των κατασκευών βάσει της φθοράς που έχει υποστεί η ακεραιότητά τους και της επικινδυνότητας της λειτουργίας
τους.
Ο έλεγχος των υλικών στο πεδίο πραγματοποιείται συχνά συγκρίνοντας τα δεδομένα της επιθεώρησης με
τα αποτελέσματα από ένα πρότυπο δοκίμιο, επισημαίνοντας τυχόν σημαντικές αποκλίσεις 20. Αυτό σημαίνει ότι
καλά καθορισμένα πρότυπα δοκίμια θα πρέπει να είναι διαθέσιμα για τη βαθμονόμηση της οργανολογίας ελέγχου.
Για την αποφυγή εσφαλμένων αποτελεσμάτων, τα πρότυπα δοκίμια θα πρέπει να εμπεριέχουν ενσωματωμένες
ατέλειες που να προσομοιάζουν εκείνες που εμφανίζονται φυσικά στο υπό έλεγχο υλικό ή δομή. Για παράδειγμα,
για τον υπολογισμό με τη μέθοδο των υπερήχων του ποσοστού του πορώδους σε ένα υλικό, απαιτούνται πρότυπα
δοκίμια με βαθμονομημένα επίπεδα πορώδους 21,22.
Η διαδικασία του ελέγχου συχνά περιπλέκεται από το γεγονός ότι πολλά υλικά είναι από τη φύση τους
ανισότροπα (πχ. σύνθετα υλικά), ενώ οι περισσότερες τεχνικές ΜΚΕ αναπτύχθηκαν για ισότροπα υλικά, όπως τα
μέταλλα. Η ανάπτυξη νέων τεχνικών ΜΚΕ για την αξιολόγηση ανισότροπων υλικών και δομών αποτελεί
σημαντικό ερευνητικό αντικείμενο 23-27.
Η περιοχή της συγχώνευσης δεδομένων (data fusion) είναι ένα ακόμα αναδυόμενο πεδίο έρευνας στο τομέα
των ΜΚΕ. Τα δεδομένα που συλλέγονται με μία τεχνική μπορούν με βάση το data fusion να συνδυαστούν με τα
δεδομένα από μια διαφορετική τεχνική με σκοπό την ανίχνευση ατέλειας/βλάβης, η οποία δεν είναι ανιχνεύσιμη
από μια μόνο τεχνική όταν αυτή χρησιμοποιείται ανεξάρτητα. Δεδομένα από διάφορες τεχνικές μπορούν λοιπόν να
συγχωνευτούν για να παρέχουν μια πληρέστερη περιγραφή των λεπτομερειών της μικροδομής ενός υλικού από ότι
είναι δυνατό με τη χρήση μεμονωμένων κλασσικών μεθόδων.
Η ανάπτυξη νέων, καινοτόμων τεχνολογιών επιτρέπουν την πραγματοποίηση πιο αποδοτικών προληπτικών
ελέγχων 28-32. Νέες εξελίξεις στους ανιχνευτές στερεάς κατάστασης, στους ενσωματωμένους στη δομή αισθητήρες,
καθώς και στη μετάδοση των αποτελεσμάτων ελέγχου με ασύρματη επικοινωνία επηρεάζουν τόσο την ικανότητα
και αποτελεσματικότητα του ελέγχου όσο και το κόστος. Για παράδειγμα, νέου τύπου αισθητήρες θερμογραφίας
υπερύθρου, ανιχνευτές ακτίνων-X, και αισθητήρες υπερήχων δίνουν τώρα τη δυνατότητα ταχείας σάρωσης
μεγάλων περιοχών των δομών για ελαττώματα. Αρκετές νέες εξελίξεις στους τομείς αυτούς επωφελήθηκαν από τη
θεαματική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια της μη επεμβατικής ιατρικής απεικόνισης.

13
Η ανάπτυξη μικρο-ηλεκτο-μηχανικών συστημάτων (MicroElectroMechanical Systems – MEMS) με βάση
νέες συσκευές ημιαγωγών και ταυτοποίησης ραδιοσυχνοτήτων (Radio-Frequency Identification – RFI), καθώς και
των ενσωματωμένων πλεγμάτων ινών Bragg, επιτρέπει την εμφύτευση συσκευών ελέγχου και παρακολούθησης σε
ένα υλικό κατά τη στιγμή της κατασκευής του, ώστε να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση της υγειούς
λειτουργείας (Structural Health Monitoring -SHM) της δομής σε πραγματικό χρόνο. Το SHM αναφέρεται στη
διαδικασία εφαρμογής μιας στρατηγικής για την απομακρυσμένη ανίχνευση βλάβης και την παρακολούθηση της
υποβάθμισης του υλικού σε τεχνολογικές δομές και κατασκευές. Συσκευές και μέθοδοι SHM επιτρέπουν την εξ
αποστάσεως ανίχνευση και ποσοτικοποίηση της υποβάθμισης της δομικής ακεραιότητας του υλικού, καθιστώντας
δυνατή τη διαχείριση των εξαρτημάτων μιας κατασκευής για τη βέλτιστη χρήση τους κατά τη διάρκεια της
ωφέλιμης ζωής τους 33.
Η επιτροπή για τη μη καταστροφική αξιολόγηση του National Materials Advisory Board (NMAB)
υιοθέτησε ένα σύστημα για την κατηγοριοποίηση των ΜΚΕ σε έξι κύριες κατηγορίες (βλ. Πίνακα 1.1). Οι
κατηγορίες αυτές είναι 34:

• Οπτικός έλεγχος
• Έλεγχος με διεισδυτικές ακτινοβολίες (penetrating radiation)
• Μαγνητικός-ηλεκτρικός έλεγχος
• Έλεγχος με μηχανικές δονήσεις
• Θερμικοί έλεγχοι
• Χημικοί και ηλεκτροχημικοί έλεγχοι

Κατηγορίες Εφαρμογές
Χρώμα Επιφανειακή τραχύτητα
Ρωγμές Συντελεστής ανάκλασης
Μηχανικές και Οπτικές
Διαστάσεις κ.ά.
Πάχος
Ρωγμές Μικροπορώδες
Διαφοροποίηση στην πυκνότητα Διαχωρισμός
Διεισδύουσες ακτινοβολίεςα Εγκλείσματα κ.ά.
Πάχος

Ανισοτροπία Θερμική επεξεργασία


Κοιλότητες Κρυσταλλική δομή
Ηλεκτρομαγνητισμός
Τοπικές παραμορφώσεις Συγκέντρωση ιόντων
Σκληρότητα κ.ά.
Έναρξη & διάδοση ρωγμής Μηχανική υποβάθμιση
Αποκολλήσεις Επιφανειακές τάσεις
Υπέρηχοι
Πυκνότητα κ.ά.
Μέτρο ελαστικότητας
Έναρξη & διάδοση ρωγμής Διάβρωση
Θερμική αγωγιμότητα Αποκολλήσεις
Υπέρυθρη ακτινοβολία Πάχος Εγκλείσματα
Ρωγμές Πορώδες
Υγρασία κ.ά.
Σύσταση Επιφανειακές ατέλειες
Στοιχειακή ανάλυση Πορώδες
Χημική ανάλυση Μέγεθος κόκκου Αναγνώριση κραμάτων
Εγκλείσματα κ.ά.

Πίνακας 1.1 Οι 6 κύριες κατηγορίες των ΜΚΕ και οι εφαρμογές τους.

14
Κάθε μέθοδος μπορεί να χαρακτηριστεί από πέντε βασικούς παράγοντες: α) πηγή ενέργειας ή μέσο για τη
διερεύνηση του υλικού (π.χ. ακτίνες Χ, κύματα υπερήχων και θερμική ακτινοβολία), β) φύση των σημάτων και η
εικόνα ή υπογραφή που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση με το αντικείμενο (εξασθένιση των ακτίνων Χ,
ανάκλαση των υπερήχων), γ) μέσο ανίχνευσης ή απεικόνισης των παραγόμενων σημάτων (π.χ. πιεζοηλεκτρικοί
κρύσταλλοι), δ) μέθοδοι καταγραφής των σημάτων (ραδιογράφος, παλμογράφος, κάμερα υπερύθρου), ε) ερμηνεία
των αποτελεσμάτων (ποσοτική ή ποιοτική). Αντικείμενο της κάθε μεθόδου είναι να παρέχει πληροφορίες σχετικά
με τις παρακάτω παραμέτρους των υλικών:

• Ασυνέχειες και διαχωρισμοί (ρωγμές, αποκολλήσεις, εγκλείσματα κ.ά.)


• Δομή (κρυσταλλικό πλέγμα, μέγεθος κόκκου, κ.ά.)
• Διαστάσεις και μετρολογία (πάχος, διάμετρος, κ.ά.)
• Φυσικές και μηχανικές ιδιότητες (αγωγιμότητα, μέτρο ελαστικότητας, κ.ά.)
• Σύνθεση και χημική ανάλυση (ταυτοποίηση κράματος, προσμείξεις κ.ά.)
• Στατική και δυναμική απόκριση (εναπομένουσες τάσεις, ρυθμός ανάπτυξης ρωγμής, φθορά από
τριβή κ.ά.)
• Ανάλυση υπογραφής «signature analysis» (συχνότητα φάσματος, περιεχόμενο εικόνας κ.ά.)
• Μη φυσιολογικές κατανομές θερμοκρασίας

Τέλος, στον Πίνακα 1.2 παρουσιάζεται μια σύντομη επισκόπηση των μεθόδων μη καταστροφικού ελέγχου
που χρησιμοποιούνται συνήθως, μαζί με τους τύπους των ατελειών που η κάθε μέθοδος ανιχνεύει, καθώς και τα
κυριότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των τεχνικών 35.

Τυπικές ατέλειες
Μέθοδος ΜΚΕ Εφαρμογές Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα
που ανιχνεύει

Κενά, πορώδες, Χύτευση, Ανιχνεύει εσωτερικές Υψηλό κόστος,


εγκλείσματα, σφυρηλασία, ατέλειες, εφαρμόσιμη χαμηλή ευαισθησία σε
ρωγμές συγκολήσεις, για μεγάλο εύρος λεπτές στρωματικές
δομικές γεωμετρικών ατέλειες, όπως
Ραδιογραφία
κατασκευές σχημάτων, μόνιμο κλειστές ρωγμές
αρχείο των κόπωσης και
αποτελεσμάτων αποκολλήσεις, πιθανός
κίνδυνος για την υγεία
Ρωγμές, σχισμές, Χύτευση, Χαμηλό κόστος, Το ελάττωμα πρέπει
πορώδες, σφυρηλασία, εύκολη εφαρμογή, να είναι ανοικτό σε
επικαλύψεις, ραφές συγκολήσεις, φορητότητα, εύκολη μια προσιτή επιφάνεια,
στην επιφάνεια εξαρτήματα που ερμηνεία των το επίπεδο
Διεισδυτικά υγρά υπόκεινται σε αποτελεσμάτων ανιχνευσιμότητας
κόπωση ή εξαρτάται από τον
ρηγμάτωση λόγω χειριστή
καταπόνησης και
διάβρωσης
Ρωγμές, σύνθεση ή Σωληνώσεις, Μέτριο κόστος, Ανιχνεύει ατέλειες που
θερμική μεταλλικά αυτοματοποίηση, μεταβάλουν την
επεξεργασία ελάσματα, φορητότητα αγωγιμότητα των
κράματος, πάχος διαλογή μετάλλων, μικρό
Δινορεύματα
τοιχώματος, κράματος, βάθος διείσδυσης,
διαστάσεις μέτρηση πάχους ευαίσθητη στη
επικάλυψης γεωμετρία του
δοκιμίου

15
Τυπικές ατέλειες
Μέθοδος ΜΚΕ Εφαρμογές Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα
που ανιχνεύει

Ρωγμές , Χύτευση, Απλή, χαμηλό Εφαρμόσιμη μόνο σε


επικαλύψεις, κενά, σφυρηλασία, κόστος, ανιχνεύει σιδηρομαγνητικά
πορώδες, διέλαση επιφανειακές και υλικά, απαιτείται
εγκλείσματα υποεπιφανειακές προετοιμασία της
Μαγνητικά σωματίδια ατέλειες επιφάνειας, συχνά
παρατηρούνται
άσχετες ενδείξεις,
εξαρτάται από τον
χειριστή
Κενά ή Πολυ- Πλήρους πεδίου, σε Δυσκολία ελέγχου της
αποκολλήσεις σε στρωματικές πραγματικό χρόνο, εκπεμπτικότητας της
μεταλλικά και μη δομές, θερμική απεικόνηση επιφάνειας, μικρή
μεταλλικά υλικά, κυψελοειδείς που ερμηνεύεται διακριτική ικανότητα
Θερμογραφία θέση ζεστών ή δομές, εύκολα ανάμεσα σε ατέλειες
ψυχρών περιοχών ηλεκτρονικά διαφορετικών τύπων
σε θερμικά ενεργές κυκλώματα
δομές
Ρωγμές, κενά, Σύνθετα υλικά, Εξαιρετικό βάθος Απαιτεί ακουστικό
πορώδες, σφυρηλασία, διείσδυσης, καλή μέσο σύζευξης με το
εγκλείσματα, χύτευση, ευαισθησία και εξάρτημα, χαμηλής
αποκολλήσεις, συγκολλήσεις, ανάλυση, μόνιμο ταχύτητας, η ερμηνεία
Υπέρηχοι
έλλειψη σωλήνες αρχείο των των δεδομένων είναι
συγκόλλησης αποτελεσμάτων συχνά δύσκολη
μεταξύ ανόμοιων
υλικών
Πίνακας 1.2 Δυνατότητες συνήθων μεθόδων ΜΚΕ.

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους ΜΚΕ μπορούν να βρεθούν στις ακόλουθες
ιστοσελίδες 36-41. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, περιγράφονται μερικές από τις πιο βασικές μεθόδους μη
καταστροφικού ελέγχου υλικών, δομών και κατασκευών και παρατίθενται παραδείγματα εφαρμογής τους.

16
1.1 Βιβλιογραφία
[1] Moropoulou, A., A. Karagiannis-Bakolas, K. C. Labropoulos, N. K. Katsiotis, M. Karoglou, E. T. Delegou,
"Application of Non-Destructive Techniques to Assess the State of Hagia Sophia’s Mosaics", Smart Sensor
Phenomena, Technology, Networks, and Systems Integration, T. E. Matikas, ed., (SPIE, 2012).
[2] Moropoulou, A., A. N. P., G. Haralampopoulos, Z. Marioli-Riga, "Non-Destructive Techniques in the
Investigation of Aircraft Materials: Determination of Defects and Patches Assessment", Advanced
Nondestructive Evaluation Methods and Applications, pp. 167-173, (SPIE, 2001).
[3] Katsiotis, N. S., T. E. Matikas, A. Moropoulou, "Investigation of the Contribution Possibilities of Non-
Destructive Methods of Testing for the Diagnosis and Quality Control of Building Materials with Emphasis
Given on Sustainable Construction", Smart Sensor Phenomena, Technology, Networks, and Systems
Integration, T. E. Matikas, ed., (SPIE, 2012).
[4] "Nondestructive Evaluation and Quality Control", Metals Handbook, (ASM International, Metals Park, OH,
1989).
[5] Kline, R. A., Nondestructive Characterization of Materials, Lancaster, PA: Technomic Publishing, 1992.
[6] Mallick, P. K., Nondestructive Tests, in Composites Engineering Handbook, New York: Marcel Dekker, 1997.
[7] Matikas, T. E., P. Karpur, D. A. Stubbs, S. Krishnamurthy, "Metal Matrix Composite Characterization Using
Nondestructive Evaluation Methods", Proc. of AIAA 1992 Mini-Symposium, (Dayton, Ohio, 1992).
[8] Matikas, T. E., E. Shell, P. D. Nicolaou, "Characterization of Fretting Fatigue Damage Using Nondestructive
Approaches", Proc. of SPIE Conference on Nondestructive Evaluation of Aging Materials and Composites
III, vol. 3585, pp. 2-10, 0277786X (ISSN), DOI: 10.1117/12.339835, (SPIE - The International Society for
Optical Engineering, Newport Beach, CA, USA, 1999).
[9] McGonnagle, W., Nondestructive Testing, New York: Gordon Breach, 1961.
[10] Zorc, T. B., ed., “Nondestructive Evaluation and Quality Control”, vol. 17, 9th Ed., Metals Handbook, (ASM
International, Metals Park, OH, 1989).
[11] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, D. V. Soulioti, T. E. Matikas, “Combined Use of Thermography and Ultrasound
for the Characterization of Subsurface Cracks in Concrete”, Construction and Building Materials, vol.
24(10), pp. 1888-1897, (2010).
[12] Geier, M. H., Quality Handbook for Composite Materials, London: Chapman & Hall, 1994.
[13] Green, R. E., ed., “Nondestructive Characterization of Materials”, vol. 8, International Symposium on
Nondestructive Characterization of Materials, (Plenum, New York, 1998).
[14] Green, R. E., K. J. Kozaczek, C. O. Ruud, eds., “Nondestructive Characterization of Materials”, vol. I–IV,
(Plenum, New York, 1994).
[15] Halmshaw, R., Nondestructive Testing Handbook, London: Chapman & Hall, 1991.
[16] Hellier, C., Handbook of Nondestructive Evaluation, 2nd Edition: McGraw-Hill, 2012.
[17] Mix, P. E., Introduction to Nondestructive Testing: A Training Guide, 2nd Edition: Wiley-Interscience, 2005.
[18] http://www.extremetech.com/extreme/129764-tech-wrecks-lessons-from-some-of-the-biggest-hardware-
screw-ups/3
[19] Broek, D., Elementary Engineering Fracture Mechanics, The Hague: Kluwer, 1986.
[20] "Annual Book of ASTM Standards: E-7, Nondestructive Testing", H. J. Shapuk, ed., (American Society for
Testing and Materials, West Conshohocken, PA, 1997).

17
[21] Stanley, R. K., ed., “Special Nondestructive Testing Methods”, vol. 9, Nondestructive Testing Handbook, P.
O. Moore, P. McIntire, eds., (American Society for Nondestructive Testing, Columbus, OH, 1995).
[22] Summerscales, J., “Manufacturing Defects in Fibre-Reinforced Plastic Composites”, Insight, vol. 36(12), pp.
936–942, (1994).
[23] "Cyclic Deformation, Fracture, and Nondestructive Evaluation of Advanced Materials", M. R. Mitchell, O.
Buck, eds., (American Society for Testing and Materials, Philadephia, PA, 1992).
[24] Rose, J. L., A. A. Tseng, eds., “New Directions in Nondestructive Evaluation of Advanced Materials”, vol.,
(American Society of Mechanical Engineers, New York, 1988).
[25] Rösner, H., N. Meyendorf, S. Sathish, T. E. Matikas, “Nondestructive Evaluation of Fatigue in Titanium
Alloys”, MRS, vol. 591, pp. 73-78, (2000).
[26] Sharpe, R. S., Research Techniques in Nondestructive Testing, New York: Academic Press, 1984.
[27] Shull, P. J., Nondestructive Evaluation: Theory, Techniques, and Applications, 1st Edition: RC Press, 2002.
[28] Altergott, W., E. Henneke, eds., “Characterization of Advanced Materials”, vol. 1, (Plenum, New York, 1990).
[29] Baaklini, G., N. Meyendorf, T. E. Matikas, R. S. Gilmore, eds., “Nondestructive Methods for Materials
Characterization”, vol. 591, (Materials Research Society, 2000).
[30] Boogaard, J., G. M. van Dijk, eds., “Nondestructive Testing: Proceedings of the 12th World Conference on
Nondestructive Testing”, vol., (Elsevier Science, New York, 1989).
[31] Bray, D. E., Non-Destructive Testing Techniques: New Dimensions in Engineering (Book 5): John Wiley &
Sons, 1992.
[32] Bray, D. E., R. K. Stanley, Nondestructive Evaluation, a Tool for Design, Manufacturing, and Service, New
York: McGraw-Hill, 1989.
[33] Matikas, T. E., D. G. Aggelis, "New Trends in Materials Nondestructive Characterization Using Surface
Acoustic Wave Methodologies", Ultrasonic Waves, D. Santos, ed., ISBN: 978-953-51-0201-4, (In Tech,
2011).
[34] Wenk, S. A., R. C. McMaster, P. McIntire, Choosing NDT: Applications, Costs, and Benefits of Nondestructive
Testing in Your Quality Assurance Program, Columbus, OH: American Society for Nondestructive Testing,
1987.
[35] Crane, R. L., T. E. Matikas, "Non-Destructive Testing", The Mechanical Engineers’ Handbook, (John Wiley
& Sons, New York, 1996).
[36] Mechanics, Smart Sensors & Nondestructive Evaluation (MSS-NDE) Laboratory, University of Ioannina,
http://mss-nde.uoi.gr
[37] American Society for Nondestructive Testing, http://www.asnt.org
[38] Center for Nondestructive Evaluation, http://www.cnde.iastate.edu
[39] Center for Quality Engineering & Failure Prevention, http://www.cqe.northwestern.edu/
[40] Nondestructive Evaluation System Reliability Assessment, http://www.barringer1.com/mil_files/MIL-HDBK-
1823.pdf
[41] http://www.ndt.net/article/az/ndtmain.htm

18
Κεφάλαιο 2: Υπέρηχοι

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τις βασικές φυσικές διαδικασίες που συνδέονται με την παραγωγή, τη διάδοση και την
ανίχνευση των ελαστικών κυμάτων, καθώς και την οργανολογία, πειραματικές διατάξεις, μεθόδους δοκιμών και
τρόπους απεικόνισης των δεδομένων για τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών με υπερήχους.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ταλαντώσεις, ακουστική, θεωρία ελαστικότητας

19
2.1 Εισαγωγή
Ηχητικά κύματα με συχνότητες πάνω από το επίπεδο του φάσματος της ανθρώπινης ακοής (που βρίσκεται μεταξύ
20 Hz και 20 kHz) ονομάζονται υπέρηχοι (βλ. Σχήμα 2.1). Η ενέργεια των υπερήχων είναι ακουστική ενέργεια και
οι αρχές της ακουστικής εφαρμόζονται, όταν μελετούμε τους υπερήχους. Ο υπέρηχος είναι λοιπόν παρόμοιας
φύσης με τον ακουστό ήχο, έχει όμως πολύ μικρότερα μήκη κύματος και είναι πιο κατάλληλος για την ανίχνευση
ατελειών στα υλικά. Αυτά τα μικρότερα μήκη κύματος είναι που κάνουν τον υπέρηχο εξαιρετικά χρήσιμο για τον
μη καταστροφικό έλεγχο και χαρακτηρισμό των υλικών και δομών. Ο μη καταστροφικός χαρακτηρισμός των
υλικών με τη μέθοδο των υπερήχων χρησιμοποιεί, λοιπόν, ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας για την ανίχνευση
εσωτερικών ατελειών ή βλάβης 1-41. Τα κύματα υπερήχων που χρησιμοποιούνται στον μη καταστροφικό έλεγχο
ποικίλουν και η συχνότητά τους είναι πάνω από μερικές εκατοντάδες kHz.

Σχήμα 2.1 Το φάσμα του ήχου.

Τα κύματα των υπερήχων διαδίδονται σε ένα ρευστό ή στερεό μέσο ως μια ακολουθία από μηχανικές δονήσεις.
Πρόκειται για μηχανικά ή τασικά κύματα, στην ουσία για ελαστικά κύματα μια και οι μετατοπίσεις που παράγουν
στο υλικό είναι πολύ μικρές και βρίσκονται στην ελαστική περιοχή. Η κίνηση των σωματιδίων (μορίων του υλικού)
σε κάποια δεδομένη θέση x στο μέσο είναι ταλαντωτική. Παρόλο που η γενική κυματική εξίσωση δεν περιορίζεται
από γραμμικές συνθήκες και αρμονική κίνηση σωματιδίων, καθώς η λύση της περιέχει μη γραμμικούς όρους, η
κοινή χρήση των υπερήχων ως μια μη καταστροφική τεχνική περιλαμβάνει αρμονική κίνηση. Ένα ακουστικό κύμα
δημιουργείται από κάθε δύναμη που παράγει σε ένα συνεχές μέσο δονήσεις ταλάντωσης. Οι δονήσεις αυτές
διαδίδονται από σημείο σε σημείο του μέσου, λόγω των ελαστικών του ιδιοτήτων και ιδιοτήτων αδράνειας, με την
ταχύτητα ήχου του μέσου. Η μάζα του υλικού στοιχείου ορίζεται από τον όγκο και την πυκνότητα του μέσου. Το
πλάτος της κίνησης του στοιχείου καθορίζεται από τις δυνάμεις που εφαρμόζονται σ’ αυτό, τη μάζα του και τις
ελαστικές συνθήκες που το περιβάλλουν. Αυτές οι αρχές είναι θεμελιώδεις και βασίζονται στις εξισώσεις της
κυματικής κίνησης.
Οι τεχνικές των υπερήχων χρησιμοποιούνται για το χαρακτηρισμό των ελαστικών ιδιοτήτων των υλικών
και της κατάστασης της μικροδομής, εισάγοντας στο υπό έλεγχο υλικό τασικά κύματα χαμηλής έντασης και υψηλής
συχνότητας 42. Τα κύματα υπερήχων διαδίδονται στο υλικό, αλληλοεπιδρούν με τη μικροδομή του και στη
συνέχεια ανιχνεύονται από κατάλληλους αισθητήρες 43. Τα χαρακτηριστικά των κυμάτων υπερήχων
τροποποιούνται, ενώ διασχίζουν το υλικό εξαιτίας ανάκλασης, διάθλασης, σκέδασης και εξασθένησης. Το σήμα
που ανιχνεύεται εμφανίζεται σε οθόνη, γίνεται επεξεργασία και στη συνέχεια ερμηνεύεται σε όρους της
κατάστασης της εσωτερικής δομής του υπό έλεγχο υλικού, με βάση τη σχέση του με το αρχικό εισαγόμενο κύμα.
Παρόλο που οι τεχνικές των υπερήχων χρησιμοποιούνται εδώ και πολλές δεκαετίες για τον χαρακτηρισμό των
υλικών, οι πρόσφατες εξελίξεις στα ηλεκτρονικά και τους Η/Υ έχουν καταστήσει δυνατή την απεικόνιση με υψηλή
ανάλυση, καθώς και τη δυνατότητα ποσοτικού προσδιορισμού των ελαστικών ιδιοτήτων του υλικού. Ο
συνδυασμός των υπερήχων με άλλες μεθόδους ελέγχου οδηγεί το πεδίο της μη καταστροφικής αξιολόγησης των
υλικών σε εντυπωσιακές νέες δυνατότητες 44-49.

2.2 Διάδοση τασικών κυμάτων

20
Θεωρούμε ένα μέσο στην επιφάνεια του οποίου εφαρμόζεται μια διαταραχή. Η διάδοση της διαταραχής στο μέσο
ακολουθεί την κυματική εξίσωση 50-52. Η απλούστερη κυματική εξίσωση είναι της μορφής:

𝜕𝜕 2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑦𝑦, 𝑧𝑧, 𝑡𝑡)


= 𝑐𝑐𝑜𝑜2 ∇2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑦𝑦, 𝑧𝑧, 𝑡𝑡) (2.1)
𝜕𝜕𝑡𝑡 2

όπου, u(x,y,z,t) είναι η μετατόπιση κατά τη χρονική στιγμή t, co είναι η ταχύτητα του ήχου στο μέσο, και
𝜕𝜕2 𝜕𝜕2 𝜕𝜕2
∇2 = 2 + 2 + 2 .
𝜕𝜕𝑥𝑥 𝜕𝜕𝑦𝑦 𝜕𝜕𝑧𝑧

Για ένα επίπεδο τασικό κύμα που διαδίδεται στη διεύθυνση x, η κυματική εξίσωση έχει τη μορφή 53:

𝜕𝜕 2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) 1 𝜕𝜕 2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡)


= (2.2)
𝜕𝜕𝑥𝑥 2 𝑐𝑐𝑜𝑜2 𝜕𝜕𝑡𝑡 2

Μια λύση της εξίσωσης αυτής, που λαμβάνεται με διαχωρισμό μεταβλητών, έχει τη μορφή:

𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝐴𝐴 𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐 𝑘𝑘(𝑥𝑥 − 𝑐𝑐𝑜𝑜 𝑡𝑡) (2.3)

2𝜋𝜋
όπου, A είναι το πλάτος του κύματος, και 𝑘𝑘 = είναι ο κυματικός αριθμός.
𝜆𝜆
Η εξίσωση (2.3) περιγράφει τη διάδοση ελαστικού κύματος, μήκους κύματος λ, στην κατεύθυνση +𝑥𝑥 που
διαδίδεται με σταθερή ταχύτητα φάσης (ή φασική ταχύτητα) co. Σημειώνεται ότι η γωνία φάσης του διαδιδόμενου
κύματος (progressive wave) 𝛷𝛷 = 𝑘𝑘(𝑥𝑥 − 𝑐𝑐𝑜𝑜 𝑡𝑡) = 𝑘𝑘𝑘𝑘 − 𝜔𝜔𝜔𝜔 είναι σταθερή (βλ. Σχ. 2.2).

Σχήμα 2.2. Διάδοση τασικού κύματος

Η πλήρης λύση της κυματικής εξίσωσης σε εκθετική μορφή είναι:

𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝐴𝐴1 𝑒𝑒 𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑘𝑘+𝜔𝜔𝜔𝜔) + 𝐵𝐵1 𝑒𝑒 −𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑘𝑘−𝜔𝜔𝜔𝜔) = �𝐴𝐴1 𝑒𝑒 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 + 𝐵𝐵1 𝑒𝑒 −𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 �𝑒𝑒 𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖𝑖 (2.4)

Η εξίσωση (2.4) αντιπροσωπεύει δυο λύσεις που διαδίδονται σε αντίθετες κατευθύνσεις με την ίδια ταχύτητα φάσης
c. Τα Α1 και Β1 είναι σταθερά πλάτη και η κυκλική συχνότητα 𝜔𝜔 = 2𝜋𝜋𝜋𝜋 ικανοποιεί την εξίσωση διασποράς (για
δεδομένο κυματικό αριθμό k, μας δίνει τη συχνότητα του κύματος):

21
𝜔𝜔2 = 𝑘𝑘 2 𝑐𝑐𝑜𝑜2 (2.5)

Τα κύματα αυτά διαδίδονται χωρίς διασπορά (dispersion), δηλαδή η φασική τους ταχύτητα είναι ανεξάρτητη του
κυματικού αριθμού (δεν εξαρτάται από τη συχνότητα του κύματος). Συνεπώς, μη-ημιτονοειδείς διαταραχές
διαδίδονται δίχως αλλαγή της μορφής τους.
Ισχύει λοιπόν η ακόλουθη σημαντική σχέση ανάμεσα στη συχνότητα, f, την ταχύτητα φάσης, co, και το
μήκος κύματος, λ:

𝑐𝑐𝑜𝑜 = 𝑓𝑓 𝜆𝜆 (2.6)

2.2.1 Διασπορά
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου η κυματική εξίσωση είναι ανώτερης τάξης ή έχει πρόσθετους όρους, όπως
στην περίπτωση της εξίσωση που περιγράφει την ταλάντωση χορδής σε ελαστική βάση, ελαστικής σταθερής Κ,
στην οποία εφαρμόζεται δύναμη F:

𝜕𝜕 2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) 𝐾𝐾 1 𝜕𝜕 2 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡)


− 𝑢𝑢 = (2.7)
𝜕𝜕𝑥𝑥 2 𝐹𝐹 𝑐𝑐𝑜𝑜2 𝜕𝜕𝑡𝑡 2

Συγκρίνοντας την εξίσωση (2.7) με την απλή κυματική εξίσωση (2.2), παρατηρούμε ότι υπάρχει επιπλέον όρος,
άρα λύση του τύπου f(x–cot) δεν είναι αρκετή και συνεπώς δεν είναι δυνατή κυματική διάδοση χωρίς στρέβλωση.
Αν θεωρήσουμε μια λύση διάδοσης αρμονικών κυμάτων του τύπου:

𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝛢𝛢 𝑒𝑒 𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑘𝑘−𝜔𝜔𝜔𝜔) (2.8)

και αντικαταστήσουμε τη λύση αυτή στην κυματική εξίσωση (2.7), λαμβάνουμε τη χαρακτηριστική εξίσωση της
διασποράς, η οποία τώρα είναι της μορφής ω = ω(k):

𝐾𝐾
𝜔𝜔2 = 𝑐𝑐𝑜𝑜2 �𝑘𝑘 2 + � (2.9)
𝐹𝐹

Στην περίπτωση αυτή, η φασική ταχύτητα, cp=ω/k, είναι συνάρτηση της συχνότητας:

𝐾𝐾
𝑐𝑐𝑝𝑝2 = 𝑐𝑐𝑜𝑜2 �1 + � (2.10)
𝐹𝐹𝑘𝑘 2

Η εξίσωση διασποράς μπορεί επίσης να γραφεί με την ακόλουθη μορφή:

2
𝜔𝜔2 𝐾𝐾
𝑘𝑘 = 2 − (2.11)
𝑐𝑐𝑜𝑜 𝐹𝐹

Παρατηρούμε ότι έχει δυο πραγματικές ρίζες:

22
𝜔𝜔 2 𝐾𝐾
𝑘𝑘 = ±� 2 − (2.12)
𝑐𝑐𝑜𝑜 𝐹𝐹

𝜔𝜔 2
Αν > 𝐾𝐾�𝐹𝐹 , τότε η λύση της κυματικής εξίσωσης είναι της μορφής 𝑢𝑢 = 𝐴𝐴𝑒𝑒 −𝑖𝑖(±𝑘𝑘𝑘𝑘−𝜔𝜔𝜔𝜔) . Στην περίπτωση αυτή
𝑐𝑐𝑜𝑜2
𝜔𝜔 2
η διάδοση του κύματος είναι δυνατή δεξιά ή αριστερά. Αν < 𝐾𝐾�𝐹𝐹 , τότε ο κυματικός αριθμός k είναι μέγεθος
𝑐𝑐𝑜𝑜2
φανταστικό, άρα το κύμα δεν διαδίδεται. Το κατώφλι των συχνοτήτων κάτω από το οποίο δεν υπάρχει διάδοση του
κύματος είναι:

𝐾𝐾
𝜔𝜔𝜊𝜊 = 𝑐𝑐𝑜𝑜 � (2.13)
𝐹𝐹

Η διασπορά του κύματος σε ορισμένα μέσα οφείλεται στο ότι η φασική ταχύτητα του κύματος μεταβάλλεται
συναρτήσει της συχνότητας. Έτσι, όπως φαίνεται στο παρακάτω Σχήμα 2.3, κύματα παλμού τα οποία έχουν πολλές
συχνότητες, παραμορφώνονται ανάλογα, καθώς τα συστατικά τους έχουν διαφορετικούς κυματικούς αριθμούς και
συνεπώς το καθένα από αυτά διαδίδεται με διαφορετική ταχύτητα 54,55.

Σχήμα 2.3 Διάδοση παλμικού κύματος σε μέσο με διασπορά και χωρίς διασπορά.

Υπάρχει μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της διασποράς που αφορά στον τρόπο που διαδίδεται η διαμόρφωση του
κυματικού πακέτου. Στην περίπτωση που τα κυματικά πακέτα, κατά τη διάδοσή τους στο μέσο, διαφέρουν ελαφρά
ως προς την συχνότητα και το μήκος κύματος, μπορεί να βρίσκονται στην ίδια φάση σε κάποια σημεία του μέσου
και σε διαφορετική φάση σε άλλα σημεία (βλ. Σχ. 2.4 και Σχ. 2.5). Η στιγμιαία διαφορά αυτών των κυμάτων
ορίζεται ως ταχύτητα ομάδας (group velocity), cg:

𝑑𝑑𝑑𝑑
𝑐𝑐𝑔𝑔 = (2.14)
𝑑𝑑𝑑𝑑

Λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις cp=ω/k και λ=2π/k:

23
𝑑𝑑�𝑘𝑘𝑐𝑐𝑝𝑝 � 𝑑𝑑𝑐𝑐𝑝𝑝 𝑑𝑑𝑐𝑐𝑝𝑝
𝑐𝑐𝑔𝑔 = = 𝑐𝑐𝑝𝑝 + 𝑘𝑘 = 𝑐𝑐𝑝𝑝 − 𝜆𝜆 (2.15)
𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑 𝑑𝑑𝑑𝑑

Σχήμα 2.4 Η φάση του φέροντος κύματος διαδίδεται με την ταχύτητα φάσης, αλλά η περιβάλλουσα διαμόρφωσης διαδίδεται με
την ταχύτητα ομάδας.

Σχήμα 2.5 Στο παράδειγμα αυτό, cp=2cg (η κόκκινη τελεία κινείται με την ταχύτητα φάσης και η πράσινη τελεία με την
ταχύτητα ομάδας).

Τα αίτια της διασποράς μπορεί να είναι (α) το ιξώδες, λόγω της εξάρτησης των ελαστικών σταθερών του υλικού
από τη συχνότητα, (β) η σκέδαση, λόγω της επίδρασης της ανομοιογένειας στο διαδιδόμενο κύμα, και η γεωμετρία
του μέσου. Γενικά, κύματα σε άπειρο/ημιάπειρο χώρο δεν παρουσιάζουν διασπορά και συνεπώς η ταχύτητά τους
δεν εξαρτάται από τη συχνότητα. Τα κύματα αυτά εμφανίζουν όμως διασπορά όταν διαδίδονται σε ανομοιογενή
μέσα. Αντίθετα, καμπτικά κύματα σε δοκούς ή κύματα σε ελάσματα ή σε πλάκες εμφανίζουν διασπορά ακόμα και
αν το υλικό είναι ομογενές.

2.2.2 Εξασθένηση

24
Ένα ελαστικό κύμα που διαδίδεται σε ένα μέσο χάνει συνεχώς μέρος της ενέργειάς του. Εξασθένηση (attenuation)
είναι ο ρυθμός απώλειας της ενέργειας του κύματος καθώς αυτό διαδίδεται στο μέσο (βλ. Σχ. 2.6). Τρεις βασικοί
μηχανισμοί συμβάλλουν στην εξασθένηση των υπερήχων: η απορρόφηση (absorption), η σκέδαση (scattering) και
η γεωμετρία της δέσμης (άνοιγμα της δέσμης με την απόσταση διάδοσης). Οι δύο πρώτοι μηχανισμοί εξασθένησης
εξαρτώνται από το μέσο διάδοσης, ενώ ο τρίτος σχετίζεται με τη δέσμη των υπερήχων. Κατά τη γεωμετρική
απόσβεση το πλάτος μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με την απόσταση από την πηγή στις τρεις διαστάσεις και
αντιστρόφως ανάλογα με τη ρίζα της απόστασης στις δυο διαστάσεις. Η επίδραση αυτή είναι πιο ισχυρή κοντά
στην πηγή. Σε γενικές γραμμές, η εξασθένηση του ήχου σε ένα μέσο αυξάνει με τη συχνότητα 56.

Σχήμα 2.6 Εξασθένηση ελαστικού κύματος.

2.2.2.1 Απόσβεση

Τα περισσότερα μέσα έχουν κάποιο ιξώδες, και συνεπώς δεν είναι ιδανικά μέσα. Όταν ο υπέρηχος διαδίδεται σε
τέτοια μέσα, υπάρχει πάντα μετατροπή σε θερμική ενέργειας λόγω εσωτερικών τριβών που προκαλούνται από το
ιξώδες. Στα ομογενή ιξώδοελαστικά στερεά, και αντίστοιχα στα υγρά, οι δυνάμεις μεταξύ γειτονικών σωματιδίων
που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες είναι σημαντικές πηγές απορρόφησης του ακουστικού κύματος. Για
παράδειγμα, οι απώλειες της ακουστικής ενέργειας λόγω ιξώδους εξηγούν την απόσβεση του ηχητικού κύματος
στο νερό, όπου η εξασθένηση αυξάνει ανάλογα με το τετράγωνο της συχνότητας.

2.2.2.2 Σκέδαση

Στα ανομοιογενή μέσα, εκτός από την απορρόφηση, η σκέδαση είναι ο κύριος μηχανισμός απώλειας της
ακουστικής ενέργειας. Το ηχητικό κύμα δηλαδή σκεδάζεται όταν τα κινούμενα σωματίδια του υλικού
αναγκάζονται να αποκλίνουν από μια ευθεία διάδοση με μία ή περισσότερες διαδρομές επειδή συναντούν
ανομοιογένειες στο υλικό μέσω του οποίου διέρχονται (βλ. Σχ. 2.7). Στην περίπτωση αυτή η ενέργεια αλλάζει
διεύθυνση αλλά όχι μορφή. Τέτοιες ανομοιογένειες είναι τα όρια κόκκων, οι προσμίξεις σε κράματα, το πορώδες,
η παρουσία ατελειών στο υλικό, η βλάβη, κλπ.

Σχήμα 2.7 Διάδοση ελαστικού κύματος (α) σε ιδανικό μέσο (δεν υπάρχει εξασθένηση ή διασπορά), (β) σε ανομοιογενές υλικό
με σκέδαση από τη βλάβη ή τη μικροδομή (εξασθένηση και διασπορά).

Η εξασθένηση σε ανομοιογενή μέσα εξαρτάται από τη συχνότητα (ή το μήκος κύματος λ) ως εξής:

25
a1 a2 D3g D3g
α(λ) = + 4 = C1 4 , όταν λ > 2πDg (σκέδαση Rayleigh) (2.16)
λ λ λ
b1 b2 Dg Dg
α(λ) = + 2 = C2 2 , όταν λ ≈ 2πDg (στοχαστική σκέδαση) (2.17)
λ λ λ
c1 c2 c3 C3
α(λ) = + 2 + = , όταν λ < 2πDg (σκέδαση διάχυσης) (2.18)
λ λ Dg Dg

όπου, τα a1, b1, c1 και c2 είναι συντελεστές απορρόφησης και a2, b2 και c3 είναι συντελεστές σκέδασης, και C1, C2,
C3 είναι σταθερές.
Συνεπώς, ο βαθμός εξασθένησης είναι συνάρτηση του μήκους κύματος (ή της συχνότητας) του
προσπίπτοντος κύματος καθώς και του μεγέθους των σκεδαστών, Dg , όπως για παράδειγμα η διάμετρος του κόκκου
στα πολυκρυσταλλικά μέταλλα (βλ. Σχ. 2.8). Οι σχέσεις (2.16), (2.17) και (2.18), ισχύουν μόνο όταν η μορφή του
κόκκου μπορεί να προσεγγιστεί ως σφαιρική (equiaxed).

Σχήμα 2.8 Η εξασθένηση (όπως και η διασπορά) σχετίζεται με το μέγεθος κι περιεκτικότητα της ανομοιογένειας στο υλικό.

2.2.2.3 Ποσοτικοποίηση της εξασθένησης

Η εξασθένηση του ήχου δεν θεωρείται εγγενής ιδιότητα του υλικού, έχει όμως σημαντικό ενδιαφέρον για τις
φυσικές του ιδιότητες, όπως η μικροδομή, και τις συνθήκες μηχανικής φόρτωσης που μπορεί να σχετίζονται με την
εξασθένηση. Η εξασθένηση χρησιμεύει συχνά ως ένα εργαλείο μέτρησης που οδηγεί στην κατανόηση φυσικών ή
χημικών φαινομένων που μειώνουν την ένταση των υπερήχων όταν διαδίδονται στα υλικά. Η λύση 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) =
𝛢𝛢 𝑒𝑒 𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑘𝑘−𝜔𝜔𝜔𝜔) της κυματικής εξίσωσης, εάν λάβουμε υπόψη την απόσβεση, έχει τη μορφή:

𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝛢𝛢 𝑒𝑒 𝑖𝑖�(𝑘𝑘𝑟𝑟 +𝑖𝑖𝑖𝑖)𝑥𝑥−𝜔𝜔𝜔𝜔� (2.19)


𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝛢𝛢 𝑒𝑒 −𝛼𝛼𝛼𝛼 ∗ 𝑒𝑒 𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑟𝑟 𝑥𝑥−𝜔𝜔𝜔𝜔) (2.20)

όπου, α, είναι ο συντελεστής εξασθένησης του υλικού.


Ο όρος 𝑒𝑒 𝑖𝑖(𝑘𝑘𝑟𝑟𝑥𝑥−𝜔𝜔𝜔𝜔) στην εξίσωση (2.20) αντιπροσωπεύει την κυματική διάδοση χωρίς απόσβεση, ενώ
−𝛼𝛼𝛼𝛼
𝛢𝛢 𝑒𝑒 είναι ο όρος της απόσβεσης. Συνεπώς, η μεταβολή του πλάτους A επίπεδου ελαστικού κύματος που
διαδίδεται σε απόσταση x, μπορεί να εκφραστεί ως:

26
𝛢𝛢 = 𝛢𝛢𝜊𝜊 𝑒𝑒 −𝛼𝛼𝛼𝛼 (2.21)

όπου, A0 είναι το κύμα χωρίς εξασθένηση και e η σταθερά του Napier (ίση περίπου με 2,71828). Οι μονάδες του
συντελεστή εξασθένησης, α, είναι Νepers (Np)/μονάδα μήκους, όπου το Neper είναι αδιάστατο μέγεθος. Οι
μονάδες του συντελεστή εξασθένησης σε Np μπορεί να μετατραπεί σε dB πολλαπλασιάζοντας με 8,686 όπως
φαίνεται παρακάτω, στην εξίσωση (2.24).
Τα Decibels (dB) χρησιμοποιούνται συνήθως όταν συγκρίνονται τα πλάτη δυο κυμάτων. Η διαφορά στην
ένταση δύο σημάτων υπερήχων με πλάτη Α1 και Α2 είναι σε dB:

𝛢𝛢2
𝛥𝛥𝛥𝛥(𝑑𝑑𝑑𝑑) = 20 𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙10 (2.22)
𝛢𝛢1
𝐴𝐴2
= 𝑒𝑒 −𝛼𝛼[𝑁𝑁𝑁𝑁/𝑐𝑐𝑐𝑐] 𝑧𝑧 (2.23)
𝐴𝐴1
𝛢𝛢
20 𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙10 𝛢𝛢2
1
𝛼𝛼[𝑑𝑑𝑑𝑑/𝑐𝑐𝑐𝑐] = − = (20 𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙𝑙10 𝑒𝑒) 𝛼𝛼[𝑁𝑁𝑁𝑁/𝑐𝑐𝑐𝑐] (2.24)
𝑑𝑑
= 8,686 𝛼𝛼[𝑁𝑁𝑁𝑁/𝑐𝑐𝑐𝑐]

Στο Σχήμα 2.9 απεικονίζεται η εξασθένηση του πλάτους του κύματος που διαδίδεται σε κάποια απόσταση x. Ο
κάθετος άξονας στο Σχήμα 2.9 δείχνει το πλάτος σε Volts, ενώ ο οριζόντιος άξονας δείχνει το χρόνο διάδοσης ή
την απόσταση διάδοσης, επειδή είναι γνωστή η ταχύτητα διάδοσης του κύματος στο υλικό.

Σχήμα 2.9 Εξασθένηση του πλάτους επίπεδου ελαστικού κύματος που διαδίδεται σε απόσταση x.

Στον παρακάτω Πίνακα 2.1, παρατίθενται παραδείγματα εξασθένησης διαμηκών κυμάτων συχνότητας 2 MHz σε
θερμοκρασία περιβάλλοντος για διάφορα υλικά.

Συντελεστής Χαμηλός Μεσαίος Υψηλός


εξασθένησης, (έως 10 dB/m) (από 10 έως 100 dB/m) (πάνω από 100 dB/m)

Χυτό μέταλλο: Κυρίως απόσβεση


αλουμίνιο, μαγνήσιο
Υλικό (σε καθαρή μορφή ή Πλαστικά (πολυστυρένιο, πλεξιγκλάς, καουτσούκ, PVC,
ελαφρώς σε κράμα) συνθετικές ρητίνες)

27
Ελατό μέταλλο: πλαστικά με πληρώσεις
χάλυβας, αλουμίνιο, και καουτσούκ,
μαγνήσιο, νικέλιο, βουλκανισμένο
άργυρος, τιτάνιο, καουτσούκ, ξύλο
βολφράμιο
(σε καθαρή μορφή ή Κυρίως σκέδαση
ελαφρώς σε κράμα)
Χυτό αλουμίνιο και μαγνήσιο, σε κράμα
Μη μεταλλικά: γυαλί,
πορσελάνη Χυτός χάλυβας χαμηλής Χυτός χάλυβας υψηλής
κραμάτωσης, χυτοσίδηρος κραμάτωσης,
υψηλής ποιότητας χυτοσίδηρος χαμηλής
Ελατό μέταλλο: χαλκός, αντοχής, χυτός χαλκός,
ψευδάργυρος, ορείχαλκος, ψευδάργυρος,
μπρούντζος, μόλυβδος, ορείχαλκος, μπρούντζος
στελλίτης, πυροσυσσωματωμένα Μη μεταλλικά: πορώδη
μέταλλα κεραμικά, πετρώματα
Μέγιστο πάχος 1 έως 10 m 0.1 έως 1 m 0 έως 0.1 m (πολύ
που μπορεί να δύσκολο να μετρηθεί με
υποβληθεί σε υπερήχους)
δοκιμή
Πίνακας 2.1 Εξασθένηση διαμηκών κυμάτων συχνότητας 2 MHz σε θερμοκρασία περιβάλλοντος για διάφορα υλικά.

2.2.3 Είδη ελαστικών κυμάτων


Tα ελαστικά κύματα κατατάσσονται σε δύο ομάδες: τα κύματα χώρου (bulk waves) και τα καθοδηγούμενα κύματα
(guided waves) 57,58. Τα κύματα χώρου διαδίδονται σε άπειρο ελαστικό μέσο, ενώ τα καθοδηγούμενα κύματα 59
διαδίδονται κατά μήκος του ορίου του μέσου το οποίο τα οδηγεί. Διάφοροι τύποι κυμάτων που χρησιμοποιούνται
στον μη καταστροφικό έλεγχο με υπερήχους περιγράφονται παρακάτω.

2.2.3.1 Κύματα χώρου: Διαμήκη και εγκάρσια κύματα

Τα κύματα χώρου είναι δυο τύπων, τα διαμήκη κύματα (longitudinal waves) και τα εγκάρσια κύματα (shear waves)
60-63
.
Τα διαμήκη κύματα είναι τα μόνα κύματα που μπορούν να διαδίδονται στα ρευστά, όπως είναι ο αέρας και
το νερό. Η κίνηση των σωματιδίων σ’ αυτόν τον τύπο κύματος είναι παρόμοια με την κίνηση ενός ελατηρίου, όπου
η κατεύθυνση μετατόπισης (δηλ. ταλάντωσης του υλικού) συμπίπτει με την κατεύθυνση διάδοσης του κύματος. Το
διαμήκη κύματα ονομάζονται επίσης κύματα συμπίεσης (compressional waves) ή κύματα διαστολής (dilatational
waves) επειδή ενεργούν τόσο δυνάμεις συμπίεσης όσο και διαστολής κατά τη διάδοσή τους στο μέσο. Τα ακουστά
κύματα ήχου είναι κύματα συμπίεσης και μπορούν να διαδίδονται σε υγρά, αέρια και στερεά μέσα.
Στην περίπτωση διάδοσης διαμήκους κύματος σε ένα άπειρο μέσο μόνο ορθές τάσεις δημιουργούνται στο
μέσο και η διεύθυνση κίνησης των σωματιδίων του υλικού συμπίπτει με τη διεύθυνση της διάδοσης του κύματος.
Συνεπώς στα ρευστά, όπως ο αέρας και το νερό, ο υπέρηχος διαδίδεται ως κύμα πίεσης (διαμήκες), όπως φαίνεται
στο Σχήμα 2.10.

28
Σχήμα 2.10 Κίνηση σωματιδίων και διεύθυνση κυματικής διάδοσης στα διαμήκη κύματα.

Παράδειγμα αρμονικής κίνησης που προσομοιάζει στη διάδοση διαμηκών κυμάτων σε ένα μέσο είναι η αρμονική
κίνηση ελατηρίου σε ταλάντωση (Σχ. 2.11).

Σχήμα 2.11 Αρμονική κίνηση κατά τη διάδοση διαμηκών κυμάτων που προσομοιάζει στην αρμονική κίνηση ελατηρίου σε
ταλάντωση.

Η πίεση του ήχου, p, σχετίζεται με την ταχύτητα κίνησης των σωματιδίων (ή την μετατόπιση), u:

𝑝𝑝(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = 𝜌𝜌 𝑐𝑐 𝑢𝑢(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) (2.25)

όπου, ρ είναι η πυκνότητα του μέσου και c η ταχύτητα διάδοσης του κύματος στο μέσο.
Ένα στερεό μέσο μπορεί να υποστηρίζει ορθές και διατμητικές τάσεις, συνεπώς μπορεί να υποστηρίξει
επιπλέον τύπους κυμάτων, όπως τα εγκάρσια κύματα (shear waves) ή αλλιώς διατμητικά κύματα (transverse
waves), καθώς και κύματα επιφάνειας, ή αλλιώς κύματα Rayleigh.
Τα εγκάρσια κύματα έχουν τη διεύθυνση κίνησης των σωματιδίων κάθετη στη διεύθυνση της διάδοσης του
κύματος, η κίνηση δηλαδή των σωματιδίων που είναι ανάλογη με εκείνη που βλέπει κανείς σε ένα σχοινί σε
ταλάντωση (βλ. Σχ. 2.12). Η μετατόπιση του σχοινιού είναι κάθετη στην κατεύθυνση της διάδοσης του κύματος.
Η ταχύτητα του κύματος αυτού είναι περίπου το μισό της ταχύτητας του κύματος συμπίεσης. Τα εγκάρσια κύματα
μπορούν να διαδοθούν μόνο σε στερεά μέσα.

29
Σχήμα 2.12 Κίνηση σωματιδίων και διεύθυνση κυματικής διάδοσης στα εγκάρσια κύματα.

Σε όρους ελαστικών σταθερών, οι ταχύτητες για τα δύο αυτά είδη κύματος δίνονται από τις σχέσεις:

3
𝜆𝜆 + 2𝜇𝜇 �𝐾𝐾 + 4 𝐺𝐺 𝛦𝛦(1 − 𝜈𝜈) (2.26)
𝑐𝑐𝐿𝐿 = � = =�
𝜌𝜌 𝜌𝜌 𝜌𝜌(1 + 𝜈𝜈)(1 − 2𝜈𝜈)

𝜇𝜇 𝐺𝐺 𝛦𝛦
𝑐𝑐𝑆𝑆 = � = � = � (2.27)
𝜌𝜌 𝜌𝜌 2𝜌𝜌(1 + 𝜈𝜈)

cL , cS : ταχύτητες των διαμηκών και εγκαρσίων κυμάτων, αντίστοιχα


ρ : πυκνότητα
λ : πρώτη σταθερά του Lamé
μ : δεύτερη σταθερά του Lamé (ισούται με το μέτρο διάτμησης ή εγκάρσιο μέτρο, G)
Ε : μέτρο Young
ν : λόγος του Poisson
K: μέτρο χώρου (bulk modulus)

Παρατηρούμε ότι η ταχύτητα του διαμήκους κύματος είναι πάντα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του εγκάρσιου
κύματος (γενικά 𝑐𝑐𝑆𝑆 ≈ 0.61𝑐𝑐𝐿𝐿 ). Συνεπώς, από τη σχέση ανάμεσα στο μήκος κύματος και τη συχνότητα του κύματος,
λ=c/f, προκύπτει, για παράδειγμα, ότι το μήκος κύματος διαμηκών υπερηχητικών κυμάτων συχνότητας 2 MHz που
διαδίδονται σε δοκίμιο χάλυβα είναι 3 mm και το μήκος κύματος εγκαρσίων κυμάτων είναι περίπου το μισό, 1.6
mm.
Λύνοντας τις παραπάνω εξισώσεις για ν, E, G και K, μπορούν να προσδιοριστούν τα μέτρα ελαστικότητας
του υλικού, αν γνωρίζουμε τις ταχύτητες των διαμηκών και εγκαρσίων κυμάτων και την πυκνότητα υλικού:

𝑐𝑐 2
1 − 2 �𝑐𝑐𝑆𝑆 �
𝐿𝐿
𝜈𝜈 = (2.28)
𝑐𝑐 2
2 − 2 �𝑐𝑐𝑆𝑆 �
𝐿𝐿

𝜌𝜌(1 + 𝜈𝜈)(1 − 2𝜈𝜈) 2


E= 𝑐𝑐𝐿𝐿 (2.29)
1 − 𝜈𝜈

30
𝛦𝛦
G = 𝜌𝜌 𝑐𝑐𝑆𝑆2 = (2.30)
2(1 + 𝜈𝜈)

𝐸𝐸
𝐾𝐾 = (2.31)
3(1 − 2𝜈𝜈)

Συνεπώς, η μέτρηση της ταχύτητας των ελαστικών κυμάτων επιτρέπει την εκτίμηση της ελαστικής συμπεριφοράς
ενός υλικού και της εσωτερικής του κατάστασης.

2.2.3.2 Ημι-διαμήκη κύματα σε ράβδο

Όταν ένα διαμήκες κύμα διαδίδεται σε ράβδο, η οποία ενεργεί ως κυματοδηγός, η εγκάρσια τομή της ράβδου
μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της διάδοσης του κύματος. Τα κύματα αυτά ονομάζονται ημι-διαμήκη (quasi-
longitudinal) κύματα ή κύματα ράβδου (bar waves). Στην περιοχή όπου η ράβδος συμπιέζεται κατά τον άξονά της
αυξάνει η εγκάρσια τομή της, και αντίστροφα, εκεί όπου η ράβδος επεκτείνεται κατά τον άξονά της μειώνεται η
εγκάρσια τομή της (βλ. Σχ. 2.13).

Σχήμα 2.13 Μεταβολή της εγκάρσιας τομής της ράβδου κατά τη διάδοση διαμήκους κύματος σε ράβδο (αν και η μεταβολή είναι
πολύ μικρή, η εικόνα είναι εξιδανικευμένη και η εγκάρσια συρρίκνωση εμφανίζεται εξαιρετικά μεγάλη).

Η ταχύτητα του κύματος ράβδου είναι:

𝐸𝐸
𝑐𝑐𝑜𝑜 = � (2.32)
𝜌𝜌

όπου E, είναι το μέτρο Young, και ρ, η πυκνότητα.

2.2.3.3 Κύματα επιφανείας (κύματα Rayleigh)

Όπως προαναφέρθηκε, τα καθοδηγούμενα κύματα διαδίδονται κατά μήκος του ορίου τη δομής. Αν η δομή είναι
ομογενής ημι-χώρος, τότε το καθοδηγούμενο κύμα που διαδίδεται κατά μήκος της επιφάνειας του ελαστικού ημι-
χώρου ονομάζεται κύμα επιφάνειας ή κύμα Rayleigh. Το κύμα Rayleigh φθίνει εκθετικά με το βάθος 64-66. Στην
ελεύθερη επιφάνεια τα κύματα αυτά μηδενίζουν τις τάσεις που δημιουργούν. Η γνωστή εξίσωση της φασικής
ταχύτητας των κυμάτων Rayleigh μπορεί να εξαχθεί θεωρώντας τα δυναμικά μετατόπισης:

31
−𝑘𝑘 𝑐𝑐 2
�1−� � 𝑧𝑧 (2.33)
φ = Α 𝑒𝑒 𝑐𝑐𝐿𝐿 𝑒𝑒 𝑖𝑖𝑖𝑖(𝑥𝑥−𝑐𝑐𝑐𝑐)

−𝑘𝑘 𝑐𝑐 2
�1−� � 𝑧𝑧 (2.34)
𝑐𝑐𝑆𝑆
ϕ = B 𝑒𝑒 𝑒𝑒 𝑖𝑖𝑖𝑖(𝑥𝑥−𝑐𝑐𝑐𝑐)

όπου, c=ω/k, cL είναι η ταχύτητα των διαμηκών κυμάτων, και cS είναι η ταχύτητα των εγκαρσίων κυμάτων, και Α
και Β αυθαίρετες σταθερές.
Χρησιμοποιώντας τις κυματικές εξισώσεις για τα δυο δυναμικά (2.33) και (2.34):

1 1
∇2 𝜑𝜑 = 2
2 𝜑𝜑̈ , ∇ 𝜑𝜑 = 2 𝜑𝜑̈ (2.35)
𝑐𝑐𝐿𝐿 𝑐𝑐𝑆𝑆

και εφαρμόζοντας οριακές συνθήκες θεωρώντας μηδενική τάση στην επιφάνεια, οδηγούμαστε στην ακόλουθη
χαρακτηριστική εξίσωση Rayleigh:

2
𝑐𝑐𝑅𝑅2 𝑐𝑐𝑅𝑅2 𝑐𝑐𝑅𝑅2
�2 − � − 4��1 − � �1 − �=0 (2.36)
𝑐𝑐𝑆𝑆2 𝑐𝑐𝐿𝐿2 𝑐𝑐𝑆𝑆2

Όπως φαίνεται από την παραπάνω εξίσωση (2.36) η φασική ταχύτητα των κυμάτων Rayleigh, 𝑐𝑐𝑅𝑅 , δεν εξαρτάται
από τον κυματικό αριθμό k (δηλαδή δεν εξαρτάται από τη συχνότητα) και συνεπώς τα κύματα Rayleigh διαδίδονται
χωρίς διασπορά. Μια έκφραση της ταχύτητας των κυμάτων Rayleigh που βασίζεται σε προσαρμογή καμπύλης
είναι:

0.87 + 1.12𝜈𝜈
𝑐𝑐𝑅𝑅 ≈ 𝑐𝑐𝑆𝑆 (2.37)
1 + 𝜈𝜈
ή

𝑐𝑐𝐿𝐿 1 + 𝜈𝜈 2(1 − 𝜈𝜈)


= � (2.38)
𝑐𝑐𝑅𝑅 0.87 + 1.12𝜈𝜈 (1 − 2𝜈𝜈)

όπου, ν είναι ο λόγος του Poisson, ο οποίος μπορεί να εκτιμηθεί από τις ταχύτητες του διαμήκους και του εγκάρσιου
κύματος στο υλικό:

𝑐𝑐𝐿𝐿2 − 2𝑐𝑐𝑆𝑆2
𝜈𝜈 ≈ (2.39)
2(𝑐𝑐𝐿𝐿2 − 𝑐𝑐𝑆𝑆2 )

Για παράδειγμα, για υλικό με ταχύτητα διαμηκών κυμάτων και κυμάτων Rayleigh, αντίστοιχα, cL=3740 m/s και
cR=1793 m/s, έχουμε cL/cS = 2.08 και από την εξίσωση (2.39) υπολογίζουμε το λόγο Poisson, ν=0.32. Εφ’ όσον η
πυκνότητα του υλικού είναι γνωστή (ρ=2300 kg/m3), το μέτρο Young δίνεται από την εξίσωση (2.29), Ε≈22,5 GPa,
και το μέτρο διάτμησης G≈8,5 GPa.
Τα κύματα επιφάνειας έχουν ελλειπτική κίνηση σωματιδίων, όπως δείχνει το Σχήμα 2.14, και διεισδύουν
στην επιφάνεια σε βάθος ενός περίπου μήκους κύματος, ιδιότητα που τα κάνει ιδιαίτερα ελκυστικά για τον
χαρακτηρισμό υπο-επιφανειακής βλάβης στα υλικά 67-69. Σε γενικές γραμμές η ταχύτητα του κύματος Rayleigh
είναι μικρότερη αυτής του διαμήκους ή του εγκάρσιου κύματος (𝑐𝑐𝑅𝑅 ≈ 0,56𝑐𝑐𝐿𝐿 και 𝑐𝑐𝑅𝑅 ≈ 0,90𝑐𝑐𝑆𝑆 ). Η κίνηση των

32
σωματιδίων ενός κύματος Rayleigh που διαδίδεται είναι ελλειπτική διότι οι μετατοπίσεις κατά μήκος των αξόνων
x and z έχουν διαφορά φάσης κατά π/2. Η κάθετη μετατόπιση είναι συνήθως 1,5 φορές μεγαλύτερη της οριζόντιας
συνιστώσας στην επιφάνεια και η ελλειπτική κίνηση γίνεται αντίθετα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού κατά
μήκος της θετικής κατεύθυνσης x. Σε βάθος περίπου 0.2 φορές το μήκος κύματος, η κατεύθυνση περιστροφής των
σωματιδίων αλλάζει 70,71.

Σχήμα 2.14 Κίνηση των σωματιδίων κύματος επιφάνειας Rayleigh.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των κυμάτων Rayleigh είναι λοιπόν η συγκέντρωση ενέργειας κοντά στην
ελεύθερη επιφάνεια. Επομένως, μια μη καταστροφική τεχνική που βασίζεται στη χρήση κυμάτων Rayleigh είναι
ιδιαίτερα επιθυμητή για την ανίχνευση επιφανειακών ελαττωμάτων, καθώς και βλάβης η οποία βρίσκεται κοντά
στην επιφάνεια του υλικού, όπως για παράδειγμα η βλάβη που προκαλείται από τη μηχανική κόπωση 72.

2.2.3.4 Κύματα πλάκας (κύματα Lamb)

Καθοδηγούμενα κύματα που διαδίδονται σε λεπτές πλάκες με δυο παράλληλες ελεύθερες επιφάνειες, όπου η τάση
είναι μηδενική, ονομάζονται κύματα πλάκας ή κύματα Lamb (λαμβάνοντας το όνομα από τον Horace Lamb που
τα ανέπτυξε το 1916) 70,71,73. Η ταχύτητα των κυμάτων Lamb στην πλάκα εξαρτάται από την κυματική ταχύτητα.
Τα κύματα Lamb δεν παρουσιάζουν μόνο διασπορά, αλλά επίσης για δεδομένη συχνότητα έχουν πολλαπλές τιμές
ταχύτητας 74. Οι διαφορετικές κυματικές ταχύτητες αντιστοιχούν σε άπειρο αριθμό διαφορετικών τύπων (modes)
διάδοσης κυμάτων Lamb, οι οποίοι χωρίζονται σε συμμετρικούς (S) και αντισυμμετρικούς (Α) 75-77. Τέτοιοι
πολλαπλοί τύποι διάδοσης δεν υφίστανται στα διαμήκη ή τα εγκάρσια κύματα. Οι συμμετρικοί τύποι διάδοσης 78
καλούνται και διαμήκεις τύποι διότι η μέση μετατόπιση κατά το πάχος της πλάκας είναι στη διαμήκη κατεύθυνση
(βλ. Σχ. 2.15).

Σχήμα 2.15 Συμμετρικός τύπος διάδοσης κύματος πλάκας (κύμα Lamb).

Αντίθετα, οι αντισυμμετρικοί τύποι διάδοσης ονομάζονται και καμπτικοί, καθώς παρουσιάζουν μέση μετατόπιση
κατά το πάχος της πλάκας, στην εγκάρσια κατεύθυνση (βλ. Σχ. 2.16). Ο άπειρος αριθμός τύπων διάδοσης υπάρχει
για ένα συγκεκριμένο πάχος πλάκας και ακουστική συχνότητα, και έχουν ο καθένας τη δική του φασική ταχύτητα.

33
Σχήμα 2.16 Αντισυμμετρικός τύπος διάδοσης κύματος πλάκας (κύμα Lamb).

Τα κύματα Lamb δημιουργούνται όταν χρησιμοποιούμε αισθητήρες υπερήχων 79,80 με κατάλληλη γωνία
πρόσπτωσης ως προς την πλάκα. Τα χαρακτηριστικά διάδοσης των κυμάτων Lamb περιγράφονται με τη χρήση
καμπύλων διασποράς που βασίζονται στην φασική ταχύτητα της πλάκας συναρτήσει του γινομένου της συχνότητας
επί το πάχος της πλάκας 81,82. Οι διάφοροι τύποι διασποράς (dispersion modes) έχουν την ονοματολογία S0, A0,
S1, A1, κλπ., ανάλογα με το αν ο τύπος διάδοσης είναι συμμετρικός ή αντισυμμετρικός (βλ. Σχ. 2.17).

Σχήμα 2.17 Καμπύλες διασποράς φασικής ταχύτητας για λεπτή πλάκα αλουμινίου.

Παρόλο που τα διαγράμματα διασποράς είναι σχετικά περίπλοκα, μπορούν να απλοποιηθούν χρησιμοποιώντας τη
γωνία πρόσπτωσης του κύματος στην πλάκα ώστε να προσδιοριστεί ο κύριος τύπος κύματος Lamb που θα
δημιουργηθεί 83-87. Ένας συγκεκριμένος τύπος κύματος Lamb μπορεί να δημιουργηθεί αν η φασική ταχύτητα του
προσπίπτοντος διαμήκους κύματος ισούται με τη φασική ταχύτητα του συγκεκριμένου τύπου κύματος Lamb. Τα
κύματα Lamb είναι εξαιρετικά χρήσιμα για την ανίχνευση ρωγμών 88 σε υλικά που έχουν τη μορφή λεπτού φύλλου
ή πλάκας, καθώς και σε σωληνοειδείς κατασκευές.

2.2.3.5 Άλλα καθοδηγούμενα κύματα

Υπάρχουν καθοδηγούμενα κύματα πολλών άλλων τύπων τα οποία έχουν ενδιαφέρον για τον μη καταστροφικό
έλεγχο των υλικών. Τα κύματα αυτά κατατάσσονται ανάλογα με τη δομή στην οποία διαδίδονται, η οποία
ονομάζεται κυματοδηγός (waveguide). Παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά μερικοί από αυτούς τους τύπους
καθοδηγούμενων κυμάτων.

34
Τα κύματα Sezawa είναι κύματα Rayleigh υψηλότερης τάξης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε
εφαρμογές όπως ο έλεγχος βλάβης αμέσως κάτω από την επιφάνεια σιδηροδρομικής γραμμής.
Τα κύματα Love είναι οριζόντια πολωμένα εγκάρσια κύματα (κύματα SH) τα οποία καθοδηγούνται από
ένα ελαστικό στρώμα, το οποίο είναι πακτωμένο σε έναν ελαστικό ημι-χώρο από τη μια πλευρά, ενώ συνορεύει με
κενό από την άλλη πλευρά 89. Τα κύματα Love διαδίδονται με μικρότερη ταχύτητα από τα διαμήκη και τα εγκάρσια
κύματα, αλλά είναι ταχύτερα από τα κύματα Rayleigh.
Τα κύματα Stoneley (ή κύματα διεπιφάνειας) περιορίζονται στη διεπιφάνεια μεταξύ δύο στερεών 90,91.
Τα κύματα Scholte, είναι επίσης κύματα διεπιφάνειας όπως τα κύματα Stoneley, με τη διαφορά ότι αυτά
διαδίδονται στη διεπιφάνεια μεταξύ ρευστού και στερεού 92.
Τα γενικευμένα κύματα Rayleigh-Lamb διαδίδονται παράλληλα προς την ελεύθερη επιφάνεια ενός
πολυστρωματικού στερεού ημι-χώρου 93.
Τα κύματα Floquet είναι ακουστικά κύματα που διαδίδονται σε υλικά με στρώσεις, όπως για παράδειγμα
τα σύνθετα υλικά με ίνες 94. Παρόλο που τα κύματα Floquet waves δεν είναι από τη φύση τους επίπεδα κύματα,
συμπεριφέρονται ως επίπεδα κύματα στην περίπτωση ενός άπειρου περιοδικού πολυστρωματικού μέσου.

2.2.4 Μη Γραμμική Ακουστική

2.2.4.1 Μη γραμμική διάδοση κύματος χώρου

Στη συμβατική ανάλυση της διάδοσης ελαστικών κυμάτων το στερεό μέσο διάδοσης θεωρείται γραμμικό. Το
Σχήμα 2.18 απεικονίζει τη διαφορά της κυματικής διάδοσης συγκρίνοντας ένα γραμμικό και ένα μη γραμμικό μέσο
95
.

A1 sin ωt

sin ωt Nonlinear
Linear A1 sin ωt sin ωt Nonlinear A2 sin 2ωt
Nonlinear
medium
medium medium
medium
An sin nωt

Σχήμα 2.18 Γραμμική και μη γραμμική διάδοσης ελαστικού κύματος σε στερεά υλικά.

Τα τεχνολογικά υλικά είναι από τη φύση τους μη γραμμικά μέσα 96-99 καθώς δεν είναι ποτέ τέλειοι κρύσταλλοι.
Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα θεμελιώδες ελαστικό κύμα (sin ωt) που διαδίδεται σε τέτοιο υλικό θα
παραμορφωθεί, συνεπώς θα παραχθούν κατά τη διάδοσή του δεύτερης τάξης (sin 2ωt) και υψηλότερης τάξης (sin
nωt) αρμονικές συνιστώσες του κύματος 100-102. Η μη-αρμονικότητα του πλέγματος και οι δομές διαταραχών που
υπάρχουν στο υλικό συμβάλουν ιδίως στη μη γραμμική παράμετρο (nonlinear parameter), β, του υλικού 103. Η
παράμετρος αυτή είναι ένα μέτρο μέτρησης του βαθμού μη γραμμικότητας του υλικού 104-106.
Μια διαμήκης τάση, σ, που σχετίζεται με κύμα υπερήχων που διαδίδεται σε ένα υλικό παράγει διαμήκη
παραμόρφωση, ε, η οποία είναι συνδυασμός ελαστικών, εel, και πλαστικών, εpl, παραμορφώσεων: ε = εel + εpl. Η
πλαστική συνιστώσα της παραμόρφωσης σχετίζεται με την κίνηση διαταραχών σε διάταξη διπόλου 107-109. Η σχέση
ανάμεσα στην τάση και την ελαστική παραμόρφωση μπορεί να γραφεί σε μη γραμμική μορφή του νόμου του Hooke
(τετραγωνική μη γραμμική προσέγγιση):

35
1
σ =Αe2ε e + Α3eε e2 + ...
2
ή
(2.40)
1 1 Α3e
ε= σ − σ 2 + ...
Α2
e
2 (Α )
e 3
2
.

όπου, Α e2 και Α3e είναι οι συντελεστές Huang.


Θεωρώντας τις διπολικές δυνάμεις, μπορεί κανείς εύκολα να εξάγει τη σχέση ανάμεσα στην τάση και την
πλαστική παραμόρφωση 107. Αν θεωρήσουμε για παράδειγμα ζεύγη διαταραχών ακμής με αντίθετη πολικότητα, οι
δυνάμεις αυτές μπορούν να γραφούν με την ακόλουθη μορφή:

Gb 2 x ( x − y )
2 2

Fx = − (2.41)
2π (1 −ν ) ( x 2 + y 2 )2

όπου, b είναι το διάνυσμα Burgers, ν ο λόγος του Poisson, G το εγκάρσιο μέτρο, και x, y είναι οι καρτεσιανές
συντεταγμένες μιας διαταραχής του ζεύγους αναφορικά με την άλλη. Στην κατάσταση ισορροπίας, το y ισούται με
το ύψος του διπόλου, h.
Η σχέση ανάμεσα στην πλαστική παραμόρφωση και τη σχετική μετατόπιση των διαταραχών ξ=x−h δίνεται
από την εξίσωση ε pl = ΩΛ dp bξ , όπου Ω είναι ένας παράγοντας μετατροπής και Λdp είναι η πυκνότητα των
διαταραχών 107.
Χρησιμοποιώντας αυτές τις σχέσεις και αναπτύσσοντας την εξίσωση (2.40) σε μορφή δυναμοσειράς,
οδηγούμαστε στην ακόλουθη εξίσωση:

  
1 Α3e Α3dp   2
Αe2 ε − 
σ= + ε + ... (2.42)
 3
2  ( Αe )
3
( Αdp2 ) 
  2

Η κυματική εξίσωση αναφορικά με την Λαγκρανζιανή συντεταγμένη X δίνεται από:

∂ 2ε ∂ 2σ
ρ = (2.43)
∂t 2 ∂Χ 2

Αντικαθιστώντας στην εξίσωση (2.43) το σ που δίνεται στην εξίσωση (2.42), λαμβάνεται η ακόλουθη σχέση:

∂ 2ε 2 ∂ ε
2  ∂ 2ε  ∂ε  2 
−c −c β ε
= 2
+  
∂t 2 ∂Χ 2  ∂Χ  ∂X  
2 (2.44)

36
A2e A3e
c= βe = − 16πΩR 2 Λ dp h3 (1 −ν ) 2 ( Αe2 )
2

όπου, ρ και β= β + β με A2e και


β dp =
e dp 2
Gb
Οι συντελεστές Huang μπορούν να εκφραστούν σε όρους ελαστικών σταθερών υψηλότερης τάξης. Πιο
συγκεκριμένα, Α1e =C1 (C1 ισούται με την αρχική τάση), Α e2 = C1 + C11 , Α=
e
3 3C11 + C111 .
Θεωρώντας C1 = 0, το τμήμα του β που περιγράφει τη μη γραμμική συνεισφορά της ελαστικότητας του
 C111 
πλέγματος μπορεί να γραφεί με τη μορφή β e =−3+  . Υποθέτοντας μια καθαρά ημιτονοειδή κυματομορφή
 C11 
εισόδου, εο sin(ωt–kX), μια λύση της εξίσωσης (2.44) είναι:

1
=ε ε ο sin (ωt − kX ) − β kε ο2 X sin  2 (ωt − kX )  (2.45)
4

Συνεπώς η μη γραμμική παράμετρος β μπορεί να δοθεί από την ακόλουθη σχέση που περιέχει τα πλάτη του
θεμελιώδους κύματος, A1, και της δεύτερης αρμονικής, A2:

4k A2
β= (2.46)
X A12

Η εξίσωση (2.46) επιτρέπει τον πειραματικό προσδιορισμό της μη γραμμικής παραμέτρου β. Η παράμετρος αυτή
εξαρτάται από τα πλάτη του θεμελιώδους κύματος και της δεύτερης αρμονικής, τη συχνότητα, την ταχύτητα του
κύματος και την απόσταση διάδοσης. Για τον πειραματικό προσδιορισμό της μη γραμμικής παραμέτρου β ενός
υλικού, απαιτείται μέτρηση του πλάτους της δεύτερης αρμονικής, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη συχνότητα και
απόσταση διάδοσης του κύματος.

2.2.4.2 Μη γραμμική διάδοση κύματος Rayleigh

Η ανάλυση για τη λήψη αναλυτικής έκφρασης του β όπως παρουσιάστηκε στην προηγούμενη ενότητα ισχύει μόνο
για διατμητικά κύματα υπερήχων. Η ανάπτυξη αναλυτικής έκφρασης του β για τη διάδοση κυμάτων Rayleigh σε
δυο διαστάσεις αποτελεί δυσκολότερο έργο. Είναι γνωστό ότι τα διαμήκη κύματα διευκολύνουν τη δημιουργία
υψηλότερων αρμονικών, ενώ αντίθετα, τα εγκάρσια κύματα δεν θεωρούνται επιρρεπή στην παραγωγή αρμονικών
υψηλότερης τάξης. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι τα κύματα Rayleigh έχουν παρόμοια συμπεριφορά μη γραμμικής
διάδοσης με τα διαμήκη κύματα 110. Στη πράξη είναι απαραίτητο να υπάρχει μια αναλυτική σχέση που να
προσδιορίζει τη μη γραμμική παράμετρο β για τη διάδοση κυμάτων επιφάνειας ως συνάρτηση του πλάτους κύματος
θεμελιώδους συχνότητας και του πλάτους κύματος της αρμονικής δεύτερης τάξης.
Αν θεωρήσουμε ένα κύμα Rayleigh που διαδίδεται στη θετική κατεύθυνση του άξονα x, υποθέτοντας ότι
ο άξονας z έχει κατεύθυνση προς το εσωτερικό του υλικού, τα δυναμικά των μετατοπίσεων που περιγράφουν τα
διαμήκη και εγκάρσια κύματα υπερήχων:

2
 c 
− k 1−  z
(2.47)
ϕ = Ae  cL  ik ( x − ct )
e
2
 c 
− k 1−  z
(2.48)
φ = Be  cS  ik ( x − ct )
e

37
μπορούν να γραφούν στη μορφή:

B1 − k R2 − kl2 z i ( k R x −ωt )
ϕ = −i e e (2.49)
kR
C1 − k R2 − kS2 z i ( k R x −ωt )
φ = −i e e
kR (2.50)

όπου, kR, kl, ks είναι οι κυματικοί αριθμοί για κύματα Rayleigh, διαμήκη κύματα, και εγκάρσια κύματα, αντίστοιχα
111
.
Λαμβάνοντας υπόψη, στην εξίσωση (2.50), τις συνοριακές συνθήκες για μια επιφάνεια ελεύθερη τάσης,
μπορούμε να εξάγουμε μια σχέση ανάμεσα στις σταθερές B1 και C1:

2k R k R2 − k12
B1 = −i C1 (2.51)
2k R2 − k S2

Αν υποθέσουμε ότι τα ακουστικά κύματα επιφάνειας είναι μια υπέρθεση διαμηκών και εγκαρσίων κυμάτων που
διαδίδονται κατά μήκος της ελεύθερης επιφάνειας με την ίδια ταχύτητα, η μετατόπιση μπορεί να αναλυθεί σε
διαμήκη και εγκάρσια συστατικά 111-115:

 2 (k 2
− kl2 )( k R2 − k S2 ) 
u x B1  e  ei ( kR x −ωt )
− k R2 − kl2 z R − k R2 − kS2 z
= − e (2.52)
 2k R2 − k S2 
 

k R2 − kl2  − k R2 − kl2 z 2k R2 − k R2 − k S2 z  i ( kR x −ωt )


=u z iB1 e − e e (2.53)
kR  2k R − k S
2 2

Ο πρώτος όρος της εξίσωσης (2.52) εκφράζει την καθαρή κίνηση διάτμησης του κύματος. Θεωρώντας ένα υλικό
με χαμηλή μη γραμμικότητα, η δεύτερης τάξης αρμονική των κυμάτων Rayleigh που διαδίδονται σε αρκετά μεγάλη
απόσταση περιγράφεται αναλυτικά ως ακολούθως 111-115:

 2 (k 2
− kl2 )( k R2 − k S2 ) 
u x ≈ B2  e  ei 2( kR x −ωt )
−2 k R2 − kl2 z R −2 k R2 − kS2 z
− e (2.54)
 2k R2 − k S2 
 

k R2 − kl2  −2 k R2 − kl2 z 2k R2 −2 k R2 − k S2 z  i 2( kR x −ωt ) (2.55)


u z ≈ iB2 e − e e
kR  2k R − k S
2 2

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η μη γραμμική ακουστική συμπεριφορά των εγκαρσίων κυμάτων σε ένα
ισότροπο υλικό παύει να υφίσταται λόγω της συμμετρίας των ελαστικών σταθερών τρίτης τάξης, μπορούμε να

38
συμπεράνουμε ότι η διαμήκης συνιστώσα του κύματος είναι η μοναδική που συμβάλλει στην παραγωγή αρμονικών
υψηλότερης τάξης στην περίπτωση διάδοσης ακουστικών κυμάτων επιφάνειας. Επομένως, τα πλάτη της εντός
επιπέδου μετατόπισης, ux, της θεμελιώδους συνιστώσας και της δεύτερης αρμονικής ενός κύματος επιφάνειας
Rayleigh σχετίζονται με αυτά στην περίπτωση διάδοσης ενός διαμήκους κύματος χώρου 111:

β k12 xB12
B2 = (2.56)
8

όπου, β είναι η ακουστική μη γραμμική παράμετρος για διαμήκη κύματα χώρου, και x είναι η απόσταση διάδοσης.
Για τον πειραματικό προσδιορισμό του β για κύματα Rayleigh χρησιμοποιούμε αισθητήρες υπερήχων
επαφής ή δονησιόμετρο για την ανίχνευση της εκτός επιπέδου συνιστώσας της ταχύτητας κίνησης των σωματιδίων,
u z ή της μετατόπισης, u z , στην επιφάνεια (z=0) του δοκιμίου.
Από τις εξισώσεις (2.53), (2.55), και (2.56), ο λόγος των πλατών της δεύτερης αρμονικής ως προς το
τετράγωνο της θεμελιώδους δίνεται από τη σχέση:

u z (2ω ) β k12 x
=
u z2 (ω )  k2 − k2  2k 2 
8i  R l  1 − 2 R 2  (2.57)
 kR   2k R − k S 
 

=
όπου, u z (ω ) u=
z (ω ; x, z 0) . Συνεπώς, η μέτρηση των συνιστωσών της εκτός επιπέδου μετατόπισης σχετίζεται
με την ακουστική μη γραμμική παράμετρο β για τα διαμήκη κύματα χώρου 111:

8i u z (2ω ) k R2 − kl2  2k R2 
=β  1 − 2 
(2.58)
kl x u z2 (ω )k R
2
kR  2k R − k S 
2

Ενώ τα εγκάρσια κύματα από μόνα τους δεν είναι δυνατόν να παράγουν αρμονικές υψηλότερες τάξης, οι
συνιστώσες των εγκαρσίων κυμάτων αλληλοεπιδρούν με αυτές των διαμηκών κυμάτων, όπως γίνεται φανερό από
τον δεύτερο όρο στην παρένθεση της εξίσωσης (2.58).
� (2𝜔𝜔)
𝑢𝑢 𝛢𝛢
Ο αρμονικός λόγος �2𝑧𝑧 (2𝜔𝜔) ≈ 𝛢𝛢22 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον πειραματικό προσδιορισμό της μη
𝑢𝑢𝑧𝑧 1
γραμμικότητας ενός υλικού καθώς και για την εκτίμηση της κατάστασης βλάβης στα υλικά, όπως για παράδειγμα
η ποσοτικοποίηση της βλάβης λόγω μηχανικής κόπωσης. Η αδιάστατη μη γραμμική παράμετρος β στην περίπτωση
𝛢𝛢
διάδοσης στο υλικό κυμάτων επιφάνειας Rayleigh, επίσης εξαρτάται από το λόγο των πλατών 22 όπως ακριβώς και
𝛢𝛢1
στην περίπτωση των διαμηκών κυμάτων. Παρόλο που η μη γραμμική παράμετρος β παραμένει σταθερή για
διαφορετικές αποστάσεις διάδοσης, το πλάτος της δεύτερης αρμονικής μεταβάλλεται γραμμικά με την απόσταση
διάδοσης, όπως υπαγορεύεται από την τετραγωνική συμπεριφορά της μη γραμμικότητας 111.

2.3 Ανάκλαση και μετάδοση του κύματος


Η σχέση ανάμεσα στην πίεση του ήχου και το πλάτος των σωματιδίων που κινούνται είναι:

(2.59)
P = 2πf ρ c A

39
όπου, ρ είναι η πυκνότητα του μέσου, g/cm3.
Τα κύματα υπερήχων ανακλώνται από τα όρια ανάμεσα σε δυο διαφορετικά μέσα που βρίσκονται σε
επαφή. Το κάθε μέσο έχει χαρακτηριστική ακουστική εμπέδηση (acoustic impedance) και οι ανακλάσεις
συμβαίνουν με παρόμοιο τρόπο όπως εκείνες που παρατηρούνται στα ηλεκτρικά σήματα. Η ακουστική εμπέδηση
116
εκφράζει την ταχύτητα παραμόρφωσης �𝜐𝜐 = 𝜕𝜕𝜕𝜕�𝜕𝜕𝜕𝜕� του υλικού όταν σε αυτό επιβάλλεται μια τάση και
ορίζεται ως ο λόγος της τάσης (με αρνητικό πρόσημο, δηλ. συμπίεση) προς την ταχύτητα παραμόρφωσης. Η
ακουστική εμπέδηση Z ενός μέσου ικανού να διαδώσει ηχητικά κύματα δίνεται από τη σχέση:

(2.60)
Ζ=ρc

Υλικά με υψηλές τιμές ακουστικής εμπέδησης τα ονομάζουμε ηχητικά «σκληρά», σε αντίθεση με τα ηχητικά
«μαλακά» υλικά χαμηλής ακουστικής εμπέδησης. Για παράδειγμα, ο χάλυβας (Z = 7.7 g/cm3 x 5.9 km/s = 45.4 x
106 kg/m2·s = 45.4 MRayl) είναι ηχητικά σκληρότερος του αλουμινίου (Z = 2.7 g/cm3 x 6.3 km/s = 17 x 106 kg/m2·s
= 17 MRayl). Τα Παραρτήματα Α έως ΣΤ, στο τέλος του κεφαλαίου αυτού, παρουσιάζουν κατάλογο ακουστικών
ιδιοτήτων διαφόρων κοινών υλικών 117 (σημειώνεται ότι η εξασθένηση, α, αφορά σε διάδοση διαμηκών κυμάτων).
Όλη σχεδόν η ακουστική ενέργεια που προσπίπτει σε μια διεπιφάνεια στερεού-αέρα ανακλάται εξαιτίας
της μεγάλης αναντιστοιχίας στην ακουστική εμπέδηση ανάμεσα στον αέρα και το στερεό. Για το λόγο αυτό,
απαιτείται η χρήση ενός μέσου σύζευξης (coupling medium) με εμπέδηση κοντά σ’ εκείνη του στερεού ώστε να
διευκολύνει τη μετάδοση της ηχητικής ενέργειας από τον αισθητήρα στο υπό έλεγχο στερεό.
Το τμήμα της ηχητικής ενέργειας που ανακλάται ή μεταδίδεται μέσω κάθε διεπιφάνειας 118-123 ανάμεσα σε
δυο μέσα 1 και 2 είναι συνάρτηση της ακουστικής εμπέδησης των μέσων εκατέρωθεν της διεπιφάνειας (βλ. Σχ.
2.19). Ο συντελεστής ανάκλασης (reflection coefficient), R (που ορίζεται ως ο λόγος των ηχητικών πιέσεων των
ανακλώμενων κυμάτων, pr, ως προς τα προσπίπτοντα, pi, ή ο λόγος των αντιστοίχων πλατών των κυμάτων, Αr και
Αi) για κύματα που προσπίπτουν κάθετα σε μια διεπιφάνεια δίνεται από τη σχέση:

pr Ar Z2 − Z1
R= = = (2.61)
pi Ai Z1 + Z2

Παρόμοια, ο συντελεστής μετάδοσης (transmission coefficient), Τ, (που ορίζεται ως ο λόγος των ηχητικών πιέσεων
των μεταδιδόμενων κυμάτων, pt, ως προς τα προσπίπτοντα, pi, ή ο λόγος των αντιστοίχων πλατών των κυμάτων,
Αt και Αi) είναι:

pt At 2 Z2
T= = = (2.62)
pi Ai Z1 + Z2

όπου, Z1 είναι η ακουστική εμπέδηση του μέσου από το οποίο το ηχητικό κύμα προσπίπτει στη διεπιφάνεια, και Z2
είναι η ακουστική εμπέδηση του μέσου στο οποίο το ηχητικό κύμα μεταδίδεται μέσω της διεπιφάνειας.

40
Σχήμα 2.19 Ανάκλαση και μετάδοση ηχητικής ενέργειας σε διεπιφάνεια ανάμεσα σε δυο μέσα.

Από τις παραπάνω εξισώσεις μπορούν να υπολογιστούν οι συντελεστές ανάκλασης και μετάδοσης για επίπεδη
ατέλεια που εμπεριέχει αέρα (αέρας: Z2 = 0.045 x 10-6 MRayl = 0.045 Rayl) η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό ενός
εξαρτήματος από χάλυβα (χάλυβας: Z1 = 45.4 MRayl). Στην περίπτωση αυτή, ο συντελεστής ανάκλασης για την
ατέλεια είναι ουσιαστικά -1.0. Το αρνητικό πρόσημο δείχνει μια αλλαγή φάσης 180° για τον ανακλώμενο παλμό.
Ουσιαστικά δεν μεταδίδεται ηχητική ενέργεια μέσω ενός χάσματος με αέρα, αλλά όλη η ακουστική ενέργεια
ανακλάται. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ρωγμές σε ένα υλικό μπορούν να ανιχνευτούν με τη μη καταστροφική
τεχνική των υπερήχων 124,125.
Παρακάτω παρατίθενται δύο παραδείγματα υπολογισμού των συντελεστών ανάκλασης και μετάδοσης. Το
πρώτο, αφορά στην περίπτωση κύματος διαδιδόμενου από χάλυβα σε νερό (Σχ. 2.20α), και το δεύτερο στην
περίπτωση κύματος διαδιδόμενου από νερό σε χάλυβα (Σχ. 2.20β).

Σχήμα 2.20 Συντελεστές ανάκλασης και μετάδοσης κύματος που διαδίδεται στη διεπιφάνεια (α) χάλυβα-νερού, και (β) νερού-
χάλυβα..

Το παρακάτω Σχήμα 2.21 δείχνει το ποσοστό μιας δέσμης κύματος που ανακλάται ή μεταβιβάζεται σε κάθε
διεπιφάνεια όταν ένα δοκίμιο από χάλυβα εμβαπτισμένο στο νερό ελέγχεται με υπερήχους, και η δέσμη προσπίπτει
κάθετα στην επιφάνεια του χάλυβα.

41
Σχήμα 2.21 Ανάκλαση και μετάδοση δέσμης υπερήχων που προσπίπτει κάθετα σε δοκίμιο χάλυβα εμβαπτισμένου σε νερό.

Στο Παράρτημα Ζ, παρουσιάζονται οι συντελεστές ανάκλασης, R, από Μέσο 1 σε Μέσο 2 για διάφορα υλικά, για
κάθετη πρόσπτωση της δέσμης υπερήχων. Στον αντίστοιχο πίνακα, ο επάνω αριθμός δείχνει τον R (συντελεστής
ανάκλασης ως προς το πλάτος), ενώ ο κάτω αριθμός δείχνει το 100R2 (επί τις 100 συντελεστής ισχύος), και Ζ είναι
η χαρακτηριστική ακουστική εμπέδηση των δύο μέσων.

2.4 Διάθλαση των υπερήχων


Όταν μια δέσμη υπερήχων προσπίπτει σε διεπιφάνεια μεταξύ δυο μέσων υπό γωνία, το μέρος της δέσμης που θα
μεταδοθεί μέσω της διεπιφάνειας στο δεύτερο μέσο θα υποστεί διάθλαση. Στην περίπτωση διεπιφάνειας ρευστού-
στερεού θα μεταδοθούν στο στερεό δύο διαθλώμενες δέσμες, διότι μέρος της μεταδιδόμενης ενέργειας θα
μετατραπεί σε κύματα εγκάρσιας μορφής. Έτσι λοιπόν, όταν προσπίπτει υπό γωνία ένα διαμήκες κύμα σε μια
διεπιφάνεια ρευστού-στερεού θα μεταδοθεί στο στερεό ένα διαμήκες και ένα εγκάρσιο κύμα. Η διάθλαση ενός
διαμήκους κύματος από τη διεπιφάνεια με μετάδοση δυο διαφορετικών τύπων κύματος, διαμήκους (L) και
εγκάρσιου (S), ονομάζεται κυματική μετατροπή (mode conversion), όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.22.

42
Σχήμα 2.22 Σχηματική αναπαράσταση του νόμου του Snell και της κυματικής μετατροπής ενός διαμήκους κύματος που
προσπίπτει σε διεπιφάνεια ρευστού-στερεού.

Η διεύθυνση διάδοσης των ακουστικών κυμάτων που διαθλώνται στη διεπιφάνεια μεταξύ δυο μέσων δίνεται από
τον νόμο του Snell:

sinθi sinθL sinθS


= = (2.63)
c1 cL cS

όπου, c1 είναι η ταχύτητα του διαμήκους κύματος που προσπίπτει υπό γωνία θi στη διεπιφάνεια, cL και cS οι
ταχύτητες του διαμήκους και εγκάρσιου κύματος που μεταδίδονται στο στερεό με γωνίες θL και θS, αντίστοιχα.
Επειδή τα ρευστά έχουν μικρότερη ταχύτητα διαμήκους κύματος σε σύγκριση με τις ταχύτητες διαμήκους ή
εγκάρσιου κύματος στα στερεά, τα μεταδιδόμενα ακουστικά κύματα διαθλώνται σε γωνίες μακριά από την κάθετο.
Παρατηρούμε ότι στην περίπτωση διεπιφάνειας ρευστού-στερεού δεν υπάρχει ανακλώμενο εγκάρσιο κύμα,
διότι τα κύματα αυτού του τύπου δεν διαδίδονται στα ρευστά. Στην περίπτωση όμως της διεπιφάνειας μεταξύ
στερεού-στερεού θα υπάρξει επίσης και ανακλώμενο εγκάρσιο κύμα (βλ. Σχ. 2.23).

43
Σχήμα 2.23 Σχηματική αναπαράσταση του νόμου του Snell και της κυματικής μετατροπής ενός διαμήκους κύματος που
προσπίπτει σε διεπιφάνεια στερεού-στερεού.

Αν το προσπίπτων κύμα προσεγγίζει τη διεπιφάνεια σε ολοένα αυξανόμενες γωνίες πρόσπτωσης, θα υπάρξει


κάποια γωνία πάνω από την οποία δεν θα μεταδίδεται ακουστικό κύμα στο δεύτερο μέσο, το οποίο θεωρούμε ότι
έχει υψηλότερες ταχύτητες ακουστικών κυμάτων. Αυτή η γωνία ονομάζεται κρίσιμη γωνία. Για την κρίσιμη γωνία
πρόσπτωσης, η διαθλώμενη γωνία βρίσκεται κατά μήκος της διεπιφάνειας και το διαθλώμενο κύμα δεν εισέρχεται
στο στερεό.
Στην περίπτωση που η γωνία πρόσπτωσης θ1 είναι τέτοια ώστε θL = 90o, επιτρέποντας μόνο στο διαθλώμενο
εγκάρσιο κύμα να διαδίδεται στο στερεό, ονομάζεται πρώτη κρίσιμη γωνία πρόσπτωσης (βλ. Σχ. 2.24).

Σχήμα 2.24 Διάθλαση κύματος που προσπίπτει σε διεπιφάνεια ρευστού-στερεού υπό γωνία ίση με την πρώτη κρίσιμη γωνία
πρόσπτωσης.

c
Από το νόμο του Snell, sinθ1 = c1 , συνεπώς η πρώτη κρίσιμη γωνία είναι:
L

c1
θ1 = asin � � (2.64)
cL

44
Στην περίπτωση που η γωνία πρόσπτωσης θ2 είναι τέτοια ώστε θS = 90o, δεν υπάρχει κύμα που διαδίδεται στο
στερεό. Η γωνία θ2 ονομάζεται δεύτερη κρίσιμη γωνία πρόσπτωσης (βλ. Σχ. 2.25).

Σχήμα 2.25 Διάθλαση κύματος που προσπίπτει σε διεπιφάνεια ρευστού-στερεού υπό γωνία ίση με την δεύτερη κρίσιμη γωνία
πρόσπτωσης.

c
Από το νόμο του Snell, sinθ2 = c1 , συνεπώς η δεύτερη κρίσιμη γωνία είναι:
S

c1
θ2 = asin � � (2.65)
cS

Από το νόμο του Snell μπορεί επίσης εύκολα να υπολογιστεί η προσπίπτουσα γωνία δέσμης υπερήχων για την
παραγωγή ενός επιφανειακού κύματος (γωνία Rayleigh), θR, θεωρώντας τη γωνία διάθλασης 90ο:

c1
θR = asin � � (2.66)
cR

Η γωνία Rayleigh είναι χαρακτηριστική για κάθε υλικό. Συνοψίζοντας, για τις κρίσιμες γωνίες πρόσπτωσης έχουμε
τα ακόλουθα:

• Εάν θi < θ1, δύο τύποι διαθλώμενων κυμάτων διαδίδονται στο στερεό, διαμήκη και εγκάρσια.
• Εάν θ1 < θi < θ2, μόνο διαθλώμενα εγκάρσια κύματα διαδίδονται στο στερεό.
• Εάν θi > θ2, δεν υπάρχει διάδοση κύματος στο στερεό.
• Εάν θi = θR, διαδίδεται κύμα Rayleigh στην επιφάνεια του στερεού.

Στο παράδειγμα που ακολουθεί, παριστάνεται γραφικά η κανονικοποιημένη ακουστική ενέργεια που
ανακλάται και διαθλάται στη διεπιφάνεια νερού-χάλυβα ως συνάρτηση της γωνίας πρόσπτωσης του διαμήκους
κύματος (βλ. Σχ. 2.26). Παρατηρούμε ότι η πρώτη κρίσιμη γωνία για τον χάλυβα είναι 14.5°. Επίσης, η δεύτερη
κρίσιμη γωνία είναι περίπου 30°. Συνεπώς, για γωνία πρόπτωσης μεταξύ 14.5° και 30° μόνο το εγκάρσιο κύμα
μεταδίδεται στο χάλυβα και διαδίδεται υπό γωνία διάθλασης που καθορίζεται από το νόμο του Snell. Για γωνίες
πρόσπτωσης πάνω από τη δεύτερη κρίσιμη γωνία των 30° συμβαίνει πλήρης ανάκλαση του προσπίπτοντος
ακουστικού κύματος και συνεπώς δεν εισέρχεται ακουστική ενέργεια στον χάλυβα. Επίσης, όταν η γωνία
πρόσπτωσης του κύματος ισούται με τη γωνία Rayleigh, ακουστικά κύματα επιφάνειας δημιουργούνται και
διαδίδονται στο υλικό. Η γωνία Rayleigh για τον χάλυβα είναι 29.5°.

45
Σχήμα 2.26 Ενέργεια των συντελεστών ανάκλασης και μετάδοσης ως προς τη γωνία πρόσπτωσης για διαμήκες κύμα που
προσπίπτει στη διεπιφάνεια νερού-χάλυβα.

Η περιοχή ανάμεσα στις δυο κρίσιμες γωνίες, όπου παράγεται μόνο εγκάρσιο κύμα, αναφέρεται ως έλεγχος με
εγκάρσια κύματα (shear wave testing) και παρουσιάζει σαφή πλεονεκτήματα για τον μη καταστροφικό έλεγχο των
υλικών. Καταρχάς, με την παρουσία ενός μόνο τύπου ακουστικού κύματος στο υπό έλεγχο υλικό περιορίζεται η
ασάφεια αναφορικά με τις κυματικές ανακλάσεις από κάποια ατέλεια. Επίσης, η μικρότερη κυματική ταχύτητα των
εγκαρσίων κυμάτων διευκολύνει την επίλυση αποστάσεων εντός του υλικού. Για τους λόγους αυτούς, ο έλεγχος
με εγκάρσια κύματα επιλέγεται συχνά για επιθεώρηση λεπτών μεταλλικών κατασκευών, όπως οι δομές ενός
αεροσκάφους 117,126-129. Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις για τους συντελεστές ανάκλασης και μετάδοσης που
παρατίθενται στο κεφάλαιο αυτό, πολλά στοιχεία μπορούν να συναχθούν σχετικά με οποιοδήποτε έλεγχο με
υπερήχους όταν τα ακουστικά κύματα προσπίπτουν κάθετα στην επιφάνεια του υλικού. Για άλλες γωνίες
πρόσπτωσης, υπολογιστικά προγράμματα χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των ακουστικών αλληλεπιδράσεων.
Για τον έλεγχο με υπερήχους υλικών με πολυπλοκότερη δομή, όπως για παράδειγμα σύνθετα μεταλλικά υλικά
ενισχυμένα με ίνες, απαιτείται η χρήση πιο περίπλοκων αλγορίθμων για την ανάλυση της πολυπλοκότητας των
τρόπων κυματικής διάδοσης που λαμβάνει χώρα στα υλικά αυτά.

2.5 Αισθητήρες υπερήχων


Για την παραγωγή και λήψη κυμάτων υπερήχων, χρησιμοποιείται ένας αισθητήρας (transducer) 130 για τη
μετατροπή των ηλεκτρικών σημάτων σε ηχητικά κύματα και το αντίστροφο. Ένας τέτοιος αισθητήρας υπερήχων
είναι μια συσκευή ικανή να παράγει και να λαμβάνει τις υπερηχητικές δονήσεις. Ο αισθητήρας αποτελείται από
ένα ενεργό στοιχείο που συνήθως είναι ένας πιεζολεκτρικός κρύσταλλος, στερεωμένος σε μια κατάλληλη θήκη που
είναι ηλεκτρικά συνδεδεμένη με ένα πομπό και έναν δέκτη 131. Η λειτουργία του αισθητήρα ως πομπού βασίζεται
στην εφαρμογή στον κρύσταλλο μιας υψηλής τάσης και ηλεκτρικής εκκένωσης μικρής διάρκειας, προκαλώντας
ραγδαία αλλαγή του σχήματός του με αποτέλεσμα να εκπέμπει έναν ακουστικό παλμό. Κατά τη λειτουργία του
αισθητήρα ως δέκτη, ηχητικά κύματα ή αντηχήσεις (echoes) που επιστρέφουν συμπιέζουν τον πιεζοηλεκτρικό
κρύσταλλο 132, παράγοντας ένα ηλεκτρικό σήμα που ενισχύεται και υπόκειται σε επεξεργασία από το δέκτη.
Το πεδίο ήχου ενός αισθητήρα έχει δύο διακεκριμένες ζώνες, τη ζώνη εγγύς πεδίου (near field) ή περιοχή
Fresnel, που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τον αισθητήρα, και μακρινού πεδίου (far field) ή περιοχή Fraunhofer,
που βρίσκεται πέρα από την απόσταση του εγγύς πεδίου, Ν, όπου η πίεση του ηχητικού πεδίου μειώνεται σταδιακά
έως ότου μηδενιστεί (βλ. Σχ. 2.27).

46
Σχήμα 2.27 Το πεδίο ήχου ενός αισθητήρα υπερήχων με τις ζώνες εγγύς πεδίου και μακρινού πεδίου.

Η απόσταση εγγύς πεδίου είναι συνάρτηση της διαμέτρου του ενεργού στοιχείου, της συχνότητας του αισθητήρα
και της ταχύτητας του ήχου (ή του μήκους κύματος) του υπό εξέταση υλικού σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση
(βλ. Σχ. 2.28):

𝐷𝐷 2 𝑓𝑓 𝐷𝐷 2
𝑁𝑁 = = (2.67)
4 𝑐𝑐 4 𝜆𝜆

Ν = απόσταση εγγύς πεδίου


D = διάμετρος ενεργού στοιχείου
f = συχνότητα αισθητήρα
c = ταχύτητα του ήχου στο υλικό
λ = μήκος κύματος

Εξαιτίας των διακυμάνσεων του πλάτους στο εγγύς πεδίο είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν μετρήσεις με
ακρίβεια και να αξιολογηθούν οι ατέλειες όταν το υπό έλεγχο υλικό βρίσκεται στη περιοχή αυτή (δηλαδή σε
απόσταση μικρότερη του Ν από την επιφάνεια αισθητήρα).
Υπάρχουν πολλές παράμετροι του ηχητικού πεδίου που χρησιμεύουν στην περιγραφή των
χαρακτηριστικών ενός αισθητήρα υπερήχων. Η γνώση του εστιακού μήκους (focal length), του εύρους της δέσμης
(beam width) και της εστιακής ζώνης (focal zone) μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου να προσδιοριστεί κατά
πόσον ένας συγκεκριμένος αισθητήρας είναι κατάλληλος για κάποια εφαρμογή.
Η ευαισθησία ενός αισθητήρα επηρεάζεται από τη διάμετρο της δέσμης στο σημείο ενδιαφέροντος. Όσο
μικρότερη είναι η διάμετρος της δέσμης, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια που ανακλάται από την ατέλεια. Η
διάμετρος της δέσμης (βλ. Σχ. 2.28) δίνεται από τη σχέση:

𝜆𝜆 𝑧𝑧
𝐵𝐵𝐵𝐵 = 1.02 (2.68)
𝐷𝐷

Συγκεκριμένα, η διάμετρος της δέσμης, στα -6dB στο εστιακό σημείο μπορεί να υπολογιστεί από την ακόλουθη
εξίσωση:

47
𝐹𝐹 𝑐𝑐
𝐵𝐵𝐵𝐵(−6𝑑𝑑𝑑𝑑) = 1.02 (2.69)
𝑓𝑓 𝐷𝐷

Για επίπεδο αισθητήρα:


𝐵𝐵𝐵𝐵(−6𝑑𝑑𝑑𝑑) = 0.2568 𝐷𝐷 (2.70)

BD = διάμετρος της δέσμης


D = διάμετρος ενεργού στοιχείου
F = εστιακό μήκος
c = ταχύτητα του ήχου στο υλικό
f = συχνότητα αισθητήρα

Σχήμα 2.28 Απόσταση εγγύς πεδίου και διάμετρος δέσμης αισθητήρα υπερήχων.

Τα σημεία αρχής και τέλους της εστιακής ζώνης βρίσκονται πάνω στον άξονα της δέσμης, εκεί όπου το πλάτος του
σήματος πέφτει στα -6dB του πλάτους του εστιακού σημείου. Το μήκος της εστιακής ζώνης (βλ. Σχ. 2.29) μπορεί
να υπολογιστεί από την ακόλουθη εξίσωση:

2
𝐹𝐹𝑧𝑧 = 𝛮𝛮 𝑆𝑆𝐹𝐹2 � � (2.71)
1 + 0.5 𝑆𝑆𝐹𝐹

όπου,
𝑆𝑆𝐹𝐹 = 𝐹𝐹�𝑁𝑁 (2.72)

Fz = μήκος της εστιακής ζώνης


Ν = απόσταση εγγύς πεδίου
SF = κανονικοποιημένο εστιακό μήκος

48
Σχήμα 2.29 Μήκος εστιακής ζώνης αισθητήρα υπερήχων.

Όλοι οι αισθητήρες έχουν εξάπλωση της δέσμης τους. Το να λαμβάνεται υπόψη η εξάπλωση της δέσμης του
αισθητήρα είναι σημαντικό όταν επιθεωρούνται ρωγμές 133-136 ή άλλες ατέλειες που μπορεί να είναι κοντά σε
ορισμένα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του υπό έλεγχο υλικού. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν πλευρικά
τοιχώματα και γωνίες του εξαρτήματος που μπορούν να προκαλέσουν ψευδή αντήχηση και θα μπορούσαν να
εκληφθούν λανθασμένα ως ατέλειες ή ελαττώματα.
Για επίπεδους (χωρίς εστίαση) αισθητήρες, η εξάπλωση της δέσμης στα -6dB είναι καλά καθορισμένη και
δίνεται από τη σχέση (βλ. Σχ. 2.30):

𝑐𝑐
𝑆𝑆𝑆𝑆𝑆𝑆�𝑎𝑎�2� = 0.514 (2.73)
𝑓𝑓 𝐷𝐷

α/2 = μισή γωνία εξάπλωση της δέσμης στα -6dB


D = διάμετρος ενεργού στοιχείου
f = συχνότητα αισθητήρα
c = ταχύτητα του ήχου στο υλικό

Όπως φαίνεται από την παραπάνω εξίσωση, η εξάπλωση της δέσμης ενός αισθητήρα μπορεί να μειωθεί με επιλογή
αισθητήρα υψηλότερης συχνότητας ή μεγαλύτερης διαμέτρου, ή και τα δύο.

Σχήμα 2.30 Εξάπλωση δέσμης αισθητήρα υπερήχων.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι αισθητήρων, όπως:


(i) Αισθητήρες επαφής (contact transducers) ευθείας δέσμης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται σε άμεση επαφή
με το υπό εξέταση υλικό. Χωρίζονται σε αισθητήρες επαφής διαμηκών κυμάτων για την εισαγωγή διαμηκών
κυμάτων στο υλικό και αισθητήρες επαφής εγκαρσίων κυμάτων, οι οποίοι κατασκευάζονται με ειδικά ενεργά
στοιχεία, για την εισαγωγή εγκαρσίων κυμάτων στο υλικό (βλ. Σχ. 2.31).

49
Σχήμα 2.31 Αισθητήρες επαφής (α) διαμηκών κυμάτων, και (β) εγκαρσίων κυμάτων.

(ii) Αισθητήρες επαφής γωνιακής δέσμης (angle beam transducers), οι οποίοι χρησιμοποιούν τη βασική
αρχή της διάθλασης και του φαινομένου της κυματικής μετατροπής (mode conversion) για την παραγωγή στο υπό
εξέταση υλικό διαθλώμενων διαμηκών ή εγκαρσίων κυμάτων. Για την παραγωγή υπερήχων με αισθητήρες επαφής
γωνιακής δέσμης απαιτείται ειδική συσκευή, η οποία αποκαλείται σφήνα (wedge), όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.32,
η οποία επιτρέπει το κύμα υπερήχων να προσπίπτει στο δοκίμιο σε μια συγκεκριμένη γωνία.

Σχήμα 2.32 Αισθητήρας επαφής γωνιακής δέσμης με σφήνα.

(iii) Αισθητήρες εμβάπτισης (immersion transducers), οι οποίοι ελέγχουν το υλικό εμβαπτισμένο σε νερό
(βλ. Σχ. 2.33). Οι αισθητήρες του τύπου αυτού παρουσιάζουν αρκετά πλεονεκτήματα. Η ομοιόμορφη σύζευξη που
εξασφαλίζει το νερό μειώνει τις διακυμάνσεις στην ευαισθησία. Επίσης, έχουν την ικανότητά να εκτελούν
αυτοματοποιημένη σάρωση 137. Τέλος, η δυνατότητα εστίασης των αισθητήρων εμβάπτισης αυξάνει την
ευαισθησία στην ανίχνευση μικρών ατελειών. Οι αισθητήρες εμβάπτισης είναι διαθέσιμοι ως επίπεδοι (χωρίς
εστίαση), καθώς και με σφαιρική ή κυλινδρική εστίαση. Ένας επίπεδος αισθητήρας εμβάπτισης χρησιμοποιείται
σε γενικές εφαρμογές όπως για μετρήσεις υλικών μεγάλου πάχους. Ένας σφαιρικά εστιασμένος (focused)
αισθητήρας θα βελτιώσει την ευαισθησία σε μικρές ρωγμές και άλλες ατέλειες. Κυλινδρικά εστιασμένοι
αισθητήρες χρησιμοποιούνται συνήθως για τη μέτρηση σωληνώσεων. Το εύρος των εστιακών μηκών για ένα
σφαιρικό ή κυλινδρικό αισθητήρα περιορίζεται από το εγγύς πεδίο του αισθητήρα και είναι γενικά έως 0,8 Ν.

50
Σχήμα 2.33 Αισθητήρας εμβάπτισης.

2.5.1 Μέσα σύξευξης


Ανάμεσα στον αισθητήρα υπερήχων και στο υπό έλεγχο υλικό παρεμβάλλεται ένα μέσο σύζευξης (coupling
medium) ώστε να διευκολύνει τη μετάδοση της ηχητικής ενέργειας από τον αισθητήρα στο στερεό.
Ένα υγρό μέσο σύζευξης έχει προφανή πλεονεκτήματα για τον μη καταστροφικό έλεγχο δομών σύνθετης
γεωμετρίας, και το νερό είναι το μέσο εκείνο που τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για τη σύζευξη. Στην
περίπτωση αυτή το υλικό είναι εμβαπτισμένο στο νερό και χρησιμοποιούνται αισθητήρες εμβάπτισης για τον
έλεγχο με υπερήχους.
Εναλλακτικά, για εξαρτήματα με απλούστερες γεωμετρίες ή όταν δεν μπορούμε να τα εμβαπτίσουμε στο
νερό (π.χ. έλεγχος σωληνώσεων, τμημάτων αεροσκαφών στο πεδίο, κλπ.) χρησιμοποιούνται αισθητήρες επαφής
και το υλικό σύζευξης είναι ένα ειδικό ζελέ (προπυλενογλυκόλη, κλπ.). Σε δύσκολες εφαρμογές, όπου απαιτείται
η μέγιστη μεταφορά ακουστικής ενέργειας στο υπό έλεγχο υλικό (όπως για παράδειγμα στον έλεγχο με εγκάρσια
κύματα), χρησιμοποιείται γλυκερίνη ή ακόμα και μέλι. Ωστόσο, σε ορισμένα μέταλλα η γλυκερίνη μπορεί να
προκαλέσει διάβρωση μέσω της απορρόφησης του νερού και έτσι η χρήση της μπορεί να είναι ανεπιθύμητη. Άλλα
μέσα σύζευξης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ελέγχους σε κανονικές θερμοκρασίες είναι διάφορα έλαια,
γράσα, και σιλικονούχα υγρά.

2.6 Μη καταστροφικός έλεγχος με υπερήχους


Το βασικό διάγραμμα ενός συστήματος ελέγχου υλικών με υπερήχους εικονίζεται στο Σχήμα 2.34.

51
Σχήμα 2.34 Σχηματικό διάγραμμα συστήματος μέτρησης και απεικόνισης δοκιμών υπερήχων.

Τα κύρια τμήματα του συστήματος είναι:

• Γεννήτρια παλμών/δέκτη υπερήχων (συνήθως συνδέεται με σύστημα Η/Υ) στην οποία


περιλαμβάνεται ένας χρονιστής που ελέγχει το ρυθμό δημιουργίας παλμών υπερήχων, δηλαδή τη
συχνότητα επανάληψης παλμών, και εξασφαλίζει το συγχρονισμό του σήματος (TRIGGER).
• Παλμογράφος (ή κατάλληλο λογισμικό για την παραγωγή και ανάλυση των παλμών, όταν το
σύστημα είναι συνδεδεμένο με Η/Υ).
• Αισθητήρας (εμβάπτισης ή επαφής).
• Μέσο σύζευξης ανάμεσα στον αισθητήρα και στο υπό έλεγχο δοκίμιο (νερό ή ειδικό ζελέ για
διαμήκη κύματα, γλυκερίνη ή μέλι για εγκάρσια κύματα).

Στο παράδειγμα του παραπάνω διαγράμματος παρουσιάζεται η πειραματική διάταξη σε διαμόρφωση πομπού/δέκτη
(έξοδος T/R), δηλαδή με τη χρήση ενός μόνο αισθητήρα ο οποίος παράγει αλλά και λαμβάνει ταυτόχρονα
υπερήχους. Σε πολλές εφαρμογές όμως, στη διαμόρφωση πομπού/δέκτη χρησιμοποιούνται δυο αισθητήρες, ο ένας
για την παραγωγή παλμών και ο δεύτερος για την λήψη των παλμών συνδέοντας τον αισθητήρα αυτόν με την έξοδο
R της γεννήτριας υπερήχων 138,139.

2.6.1 Διατάξεις πομπού-δέκτη


Για τον έλεγχο υλικών με χρήση δυο αισθητήρων 140, όπου ο ένας δρα ως πομπός (Τ) για την παραγωγή παλμών
και ο άλλος ως δέκτης (R) για την ανίχνευση του σήματος, χρησιμοποιούνται τρεις κοινές διατάξεις – τεχνικές
ελέγχου (βλ. Σχ. 2.35).

52
Σχήμα 2.35 Τρεις κοινές διατάξεις-τεχνικές πομπού-δέκτη: παλμού-ηχούς (pulse-echo), απ’ ευθείας μετάδοσης (through-
transmission), και γωνιώδους ανάκλασης (pitch-catch).

2.6.1.1 Μέθοδος παλμού-ηχούς (pulse-echo)

Στην τεχνική ελέγχου υπερήχων pulse-echo 141, ένας μοναδικός αισθητήρας υπερήχων παράγει παλμό υπερήχων
και επίσης λαμβάνει την «ηχώ» του (T/R). Οι περισσότεροι αισθητήρες υπερήχων χρησιμοποιούν ένα ηλεκτρονικό
παλμό για να παράγουν ένα αντίστοιχο ηχητικό παλμό με βάση το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο. Ένας βραχύς
(διάρκειας λιγότερο από 20 ns), ηλεκτρικός παλμός υψηλής τάσης (πλάτους 100-200V) διεγείρει ένα
πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο για να παράγει ένα παλμό υπερήχων.
Ο αισθητήρας εκπέμπει τον παλμό υπερήχων κάθετα στην επιφάνεια του δοκιμίου πάχους d. Ο παλμός
υπερήχων διαδίδεται μέσω του υλικού και ανακλάται από την απέναντι πλευρά. Ο αισθητήρας στη συνέχεια
ανιχνεύει τις ανακλώμενες αντηχήσεις. Ο παλμός υπερήχων συνεχίζει να ανακλάται από τις απέναντι επιφάνειες
του δοκιμίου και εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου (βλ. Σχ. 2.36). Ο χρονική διάρκεια ανάμεσα σε δυο
αντηχήσεις (Δt) ισούται με το χρόνο που απαιτείται ώστε ο παλμός να ταξιδέψει μέσω του δοκιμίου και να
επιστρέψει πίσω στον αισθητήρα. Η εξασθένηση του πλάτους του σήματος είναι εκθετική συνάρτηση του χρόνου.

Σχήμα 2.36 Σχηματική παράσταση επαναλαμβανόμενων αντηχήσεων (Α-scan) μετά από συνεχείς ανακλάσεις του αρχικού
παλμού από τις απέναντι επιφάνειες του δοκιμίου.

Η ταχύτητα των υπερήχων στο δοκίμιο μπορεί εύκολα να υπολογιστεί από την παρακάτω σχέση, μετρώντας το
χρόνο διέλευσης και επιστροφής του παλμού, Δt, και το πάχος d του δοκιμίου:

2𝑑𝑑
𝑐𝑐 = (2.74)
𝛥𝛥𝛥𝛥

53
Με δεδομένο ότι οι τιμές της ταχύτητας των υπερήχων στα στερεά κυμαίνονται από 1 έως 8 k m/sec, ο χρόνος Δt
είναι της τάξης μερικών μsec, για δοκίμια πάχους μερικών χιλιοστών έως λίγων εκατοστών.
Για τον προσδιορισμό της θέσης μιας ατέλειας, όπως για παράδειγμα η διάβρωση 142,143 στο εσωτερικό του
δοκιμίου, η χρήση της μεθόδου παλμού-ηχούς ενδείκνυται επειδή η απόσταση της ατέλειας από την εμπρός ή την
πίσω επιφάνεια του δοκιμίου μπορεί να προσδιοριστεί από τη σχετική θέση των ανακλάσεων της ατέλειας (π.χ.
αποκόλληση στρώσης σε πολυστωματικά σύνθετα υλικά) σε σχέση με την ανάκλαση από την επιφάνεια του
δοκιμίου (Βλ. Σχ. 2.37). Το πλάτος του παλμού είναι ευθέως ανάλογο προς το μέγεθος της επιφάνειας που ανακλά,
αλλά ταυτόχρονα εξασθενεί με την απόσταση που διανύει το κύμα μέσα στο δοκίμιο. Η γραμμική θέση του παλμού
είναι ανάλογη της απόστασης της ανακλώσας επιφάνειας από τον αισθητήρα (ο χρόνος εξαρτάται από την κυματική
ταχύτητα). Στο Σχήμα 2.37α παρατηρούμε ότι χρονικά πρώτη λαμβάνεται από τον αισθητήρα η ανάκλαση του
σήματος από την εμπρός επιφάνεια (ΕΕ), στη συνέχεια και σε σχέση με το βάθος της κάθε στρώσης, λαμβάνονται
διαδοχικά οι ανακλάσεις από τις στρώσεις Α, Β, Γ, Δ και Ε, τελευταία δε λαμβάνεται η ανάκλαση από την πίσω
επιφάνεια (ΠΕ). Στην περίπτωση αποκόλλησης μιας στρώσης (στο παράδειγμα ανάμεσα στις στρώσεις Β και Γ) το
τελευταίο σήμα, X, που λαμβάνεται αντιστοιχεί στην αποκόλληση και δεν υπάρχουν άλλα σήματα έπειτα από αυτό.
Μπορεί λοιπόν να γίνει προσδιορισμός του βάθους της ατέλειας. Στο Σχήμα 2.37β, βλέπουμε το παράδειγμα
ανίχνευσης ρωγμής με αισθητήρα επαφής με τη μέθοδο παλμού-ηχούς.

54
Σχήμα 2.37 Σχηματική παράσταση της μεθόδου παλμού-ηχούς (pulse-echo) για τον έλεγχο των υλικών με υπερήχους: (α)
Ανίχνευση αποκόλλησης στρώσης σε πολυστρωματικό σύνθετο υλικό, (β) ανίχνευση ρωγμής στο εσωτερικό δοκιμίου.

2.6.1.2 Μέθοδος απ’ ευθείας μετάδοσης (through-transmission)

Όπως είδαμε έως τώρα, ο έλεγχος των υλικών με υπερήχους αφορούσε τη χρήση ενός μοναδικού αισθητήρα που
αποστέλλει ένα σήμα στο δοκίμιο και επίσης λαμβάνει τις αντηχήσεις που επιστρέφουν. Συχνά όμως
χρησιμοποιούνται δυο διαφορετικοί αισθητήρες για τον έλεγχο των υλικών, όπου ο ένας λειτουργεί ως πομπός
παλμών υπερήχων και ο άλλος τοποθετείται στην αντίθετη πλευρά του δοκιμίου ως δέκτης, για να λαμβάνει τα
μεταδιδόμενα σήματα αφού διασχίσουν το υπό έλεγχο δοκίμιο (βλ. Σχ. 2.38). Η τεχνική αυτή ονομάζεται μέθοδος
απ’ ευθείας μετάδοσης. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή, η ταχύτητα των υπερήχων στο δοκίμιο μπορεί εύκολα
να υπολογιστεί από την παρακάτω σχέση (μετρώντας το χρόνο διέλευσης του παλμού, Δt, μέσω του δοκιμίου
πάχους d):

𝑑𝑑
𝑐𝑐 = (2.75)
𝛥𝛥𝛥𝛥

Στην περίπτωση ελέγχου συνθέτων πολύστρωματικών υλικών με τη μέθοδο της απ’ ευθείας μετάδοσης, ένας
μεγάλος αριθμός ανακλάσεων (άρα και σημάτων) δημιουργείται από τα διάφορα μεμονωμένα στρώματα του
συνθέτου υλικού, οι οποίες μπορούν να επισκιάσουν μικρές ανακλάσεις από εγκλείσματα των οποίων η
ανακλαστικότητα είναι παρόμοια με εκείνη των υλικών των στρώσεων. Ένα έγκλεισμα με ακουστική εμπέδηση
πολύ κοντά σ’ αυτή του δοκιμίου (για παράδειγμα έγκλεισμα χαρτιού ή ξεφλούδισμα σε σύνθετο υλικό με μήτρα
πολυμερική) είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτεί με τη μέθοδο της απ’ ευθείας μετάδοσης. H χρήση της μεθόδου
παλμού-ηχούς είναι πιο ενδεδειγμένη για την ανίχνευση τέτοιου είδους ατελειών. Όμως, οι ανακλάσεις από καλά
κατανεμημένες ατέλειες στο υλικό, όπως το πορώδες, μπορούν να καλυφθούν από το γενικό υπόβαθρο θορύβου σε
ένα ακουστικό σήμα. Συνεπώς, η απώλεια της έντασης του μεταδιδόμενου μέσω του υλικού σήματος, είναι εκείνη
που συχνά χρησιμοποιείται στη μέθοδο της απ’ ευθείας μετάδοσης για την ανίχνευση τέτοιου είδους ατελειών.
Παρ΄ όλο που ο βαθμός του πορώδους μπορεί να αξιολογηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι εύκολο να
προσδιοριστεί η ακριβής θέση του πορώδους.

Σχήμα 2.38 Σχηματική παράσταση της μεθόδου απ’ ευθείας μετάδοσης (through-transmission) για τον έλεγχο των υλικών με
υπερήχους.

2.6.1.3 Μέθοδος γωνιώδους ανάκλασης (pitch-catch)

55
Υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις ελέγχου, όπου δεν υπάρχει δυνατότητα τοποθέτησης ενός αισθητήρα κάθετα
στην επιφάνεια του δοκιμίου, και ως μόνη λύση προσφέρεται η χρήση δυο αισθητήρων υπό γωνία. Επιπλέον, η
τεχνική αυτή σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να δώσει καλύτερα αποτελέσματα ελέγχου. Ένα παράδειγμα, όπου η
χρήση της τεχνικής αυτή ενδείκνυται, είναι ο έλεγχος της ζώνης συγκόλλησης σε παράλληλες πλάκες. Οι δύο
αισθητήρες τοποθετούνται υπό γωνία όπως στο Σχήμα 2.39. Αν υπάρχει ελάττωμα στην περιοχή της συγκόλλησης,
θα προκληθεί μείωση του πλάτους του σήματος που λαμβάνεται. Η απόσταση X μεταξύ των δυο αισθητήρων είναι
γνωστή σαν απόσταση «skip» και ορίζεται από τη γεωμετρία του δοκιμίου:

𝛸𝛸 = 2𝑑𝑑 tan(𝜃𝜃𝛿𝛿 ) (2.76)

Για τη σάρωση της ζώνης συγκόλλησης οι αισθητήρες μετακινούνται παράλληλα με την επιφάνεια του δοκιμίου,
ενώ η μεταξύ τους απόσταση παραμένει σταθερή κατά την κίνησή τους.

Σχήμα 2.39 Μέθοδος γωνιώδους ανάκλασης (pitch-catch).

Ένα άλλο παράδειγμα τεχνικής πoμπού-δέκτη σε διάταξη pitch-catch είναι το L-scan σάρωση με κύματα Lamb
(Lamb wave scanning). Στην περίπτωση αυτή, οι δυο αισθητήρες βρίσκονται σε κατάλληλη γωνία ως προς την
επιφάνεια του δοκιμίου ώστε να παράγουν συγκεκριμένο τύπο κυμάτων Lamb στο δοκίμιο (βλ. Σχ. 2.40). Η
μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον έλεγχο βλάβης σε παλυστρωματικά υλικά, όπως για παράδειγμα τα
σύνθετα υλικά με ενίσχυση ινών σε στρώματα 144,145, επειδή διαφορετικοί τύποι κυμάτων Lamb παράγουν
διαφορετικά επίπεδα διέγερσης σε διάφορα στρώματα σε μια πολυεπίπεδη πλάκα 146.

Σχήμα 2.40 Διάταξη pitch-catch με αισθητήρες σε εμβάπτιση για σάρωση με κύματα Lamb.

Μια αναδυόμενη τεχνολογία μη καταστροφικής αξιολόγησης βασίζεται στη χρήση ενσωματωμένων αισθητήρων
(embedded sensors) που είναι σε θέση να ανιχνεύουν την παρουσία βλάβης στη δομή καθώς αυτή δημιουργείται

56
και επεκτείνεται. Τεχνολογίες με ενσωματωμένα συστήματα παρακολούθησης επιτρέπουν τη μετάβαση από τις
συμβατικές μεθόδους υπερήχων σε συστήματα παρακολούθησης της υγείας μιας δομής (structural health
monitoring - SHM). Εφαρμογές αφορούν στην αεροπορική βιομηχανία, όπου κύματα Lamb μεταδίδονται και
λαμβάνονται για την ανίχνευση ρωγμών σε αεροσκάφη σε πραγματικό χρόνο 147-153.

2.6.2 Τεχνικές απεικόνισης των δεδομένων


Οι τρεις πιο κοινοί τρόποι απεικόνισης των δεδομένων που συλλέγονται κατά τη διάρκεια μη καταστροφικού
ελέγχου με υπερήχους είναι γνωστοί ως A-scan (απεικόνιση σάρωσης τύπου Α), B-scan (απεικόνιση σάρωσης
τύπου Β) και C-scan (απεικόνιση σάρωσης τύπου C).

2.6.2.1 A-scan

Το A-scan παρουσιάζει το ποσό της ενέργειας των υπερήχων που λαμβάνεται (πλάτος του παλμού που επιστρέφει
σε Volts) ως συνάρτηση του χρόνου ή του βάθους (εάν είναι γνωστή η ακουστική ταχύτητα) σε ένα σημείο του υπό
έλεγχο δοκιμίου. Τα περισσότερα όργανα με δυνατότητα προβολής του A-scan επιτρέπουν το σήμα να εμφανίζεται
στη φυσική του ραδιοσυχνότητα (RF), είτε ως πλήρως ανορθωμένο σήμα RF, ή ως θετικό ή αρνητικό ήμισυ του
σήματος RF (βλ. Σχ. 2.40). Σε ένα A-scan, το σχετικό μέγεθος μιας ασυνέχειας στη δομή του υλικού μπορεί να
υπολογιστεί συγκρίνοντας το πλάτος του σήματος που λαμβάνεται από την ασυνέχεια με εκείνο που λαμβάνεται
από ένα γνωστό βαθμονομημένο ανακλαστήρα. Το βάθος που βρίσκεται η ασυνέχεια εντός του δοκιμίου μπορεί
να προσδιοριστεί από τη θέση του σήματος στον οριζόντιο άξονα του χρόνου.
Ο δέκτης ενισχύει τις αντηχήσεις που επιστρέφουν, ανάμεσα στην εμπρός και την πίσω πλευρά του
δοκιμίου, και θέτει θύρες χρόνου (time gates). Με τον τρόπο αυτό, κάθε μη αναμενόμενη ηχώ που παρατηρείται
εμφανίζεται χωριστά ή χρησιμοποιείται για την ενεργοποίηση συναγερμού, υποδηλώνοντας ανίχνευση ατέλειας ή
βλάβης. Στο Σχήμα 2.41, το πρώτο σήμα αντιστοιχεί στην ανάκλαση από την εμπρός επιφάνεια του δοκιμίου και
το τελευταίο σήμα αντιστοιχεί στην ανάκλαση από την πίσω επιφάνεια. Σήματα ανάμεσα στο πρώτο και το
τελευταίο προέρχονται από ατέλειες ή βλάβη στο εσωτερικό του δοκιμίου.

Σχήμα 2.41 Απεικόνιση A-scan και τοποθέτηση θυρών χρόνου.

57
2.6.2.2 B-scan

Μια σειρά από A-scan που λαμβάνεται με σάρωση του αισθητήρα σε μια γραμμή κατά μήκος του δοκιμίου και η
απεικόνιση των δεδομένων ως απόσταση συναρτήσει του χρόνου (ή του βάθους) ονομάζεται B-scan (βλ. Σχ. 2.42).
Το B-scan παρουσιάζει το προφίλ μιας διατομής του υπό έλεγχο δοκιμίου. Στη απεικόνιση B-scan, ο χρόνος
διάδοσης (time-of-flight) της ακουστικής ενέργειας απεικονίζεται στον κάθετο άξονα και η γραμμική θέση του
αισθητήρα αναφορικά με το δοκίμιο απεικονίζεται στον οριζόντιο άξονα. Το βάθος ενός ανακλαστήρα, καθώς και
οι γραμμικές του διαστάσεις στην κατεύθυνση σάρωσης μπορούν να προσδιοριστούν εύκολα στην απεικόνιση B-
scan.

Σχήμα 2.42 Απεικόνιση B-scan.

Ένα άλλο παράδειγμα B-scan παρουσιάζεται παρακάτω. Στην περίπτωση αυτή ένας σφαιρικός αισθητήρας είναι
αρχικά εστιασμένος στην εμπρός επιφάνεια δοκιμίου. Στη συνέχεια ο αισθητήρας κινείται κάθετα προς το δοκίμιο
πλησιάζοντας την επιφάνεια του δοκιμίου. Επειδή υπάρχει κάποια γωνία του αισθητήρα (βλ. Σχ. 2.43) που στέλνει
κύμα στην επιφάνεια του δοκιμίου με γωνία πρόσπτωσης τη γωνία Rayleigh του υλικού 154,155, ένα κύμα Rayleigh
παράγεται και στη συνέχεια διαδίδεται στην επιφάνεια του δοκιμίου. Δυο σήματα λαμβάνονται λοιπόν από τον
αισθητήρα: Το πρώτο αντιστοιχεί στην απ΄ ευθείας ανάκλαση από την εμπρός επιφάνεια του δοκιμίου και το
δεύτερο στο κύμα Rayleigh 156-158.

58
Σχήμα 2.43 Σφαιρικά εστιασμένος αισθητήρας εστιάζει στο εσωτερικό δοκιμίου και παράγει κύμα Rayleigh στην επιφάνεια.

Είναι προφανές ότι η διαδρομή του κύματος Rayleigh αυξάνει με την κάθετη κίνηση του αισθητήρα προς το δοκίμιο
καθώς το εστιακό σημείο του αισθητήρα ολοένα και περισσότερο βυθίζεται στο δοκίμιο (αποεστίαση – defocus).
Συνεπώς, το κύμα Rayleigh χρειάζεται ολοένα και περισσότερο χρόνο για να ληφθεί από τον αισθητήρα, ο οποίος
είναι σε διάταξη πομπού-δέκτη. Το Σχήμα 2.44 παρουσιάζει την κίνηση του αισθητήρα ως προς το δοκίμιο, τα A-
scan για τέσσερις αντίστοιχες θέσεις του αισθητήρα κατά την κίνηση αυτή, καθώς και τη σχετική απεικόνιση B-
scan.

Σχήμα 2.44 B-scan κύματος Rayleigh.

2.6.2.3 C-Scan

59
Όταν ο αισθητήρας κινείται σε ένα επίπεδο παράλληλο με την επιφάνεια του δοκιμίου και η μέγιστη τιμή του
λαμβανόμενου σήματος σχεδιάζεται συναρτήσει της θέσης του αισθητήρα, τότε παράγεται μια εικόνα που
ονομάζεται C-scan. Η παρουσίαση των δεδομένων με απεικόνιση C-scan παρέχει μια κάτοψη της κατάστασης της
επιφάνειας του δοκιμίου, καθώς και της θέσης και του μεγέθους των εσωτερικών ασυνεχειών (οι οποίες ανακλούν
ή σκεδάζουν τον υπέρηχο) σε ένα επίπεδο παράλληλο με το πλέγμα σάρωσης του αισθητήρα.

Σχήμα 2.45 Σχηματική παρουσίαση συλλογής δεδομένων υπερήχων και απεικόνισης των δεδομένων σε C-scan. Η εικόνα
δείχνει μια ατέλεια που βρίσκεται σε κάποιο βάθος στο εσωτερικό του δοκιμίου.

Απεικονίσεις C-scan παράγονται με αυτοματοποιημένο σύστημα λήψης δεδομένων, όπως είναι ένα σύστημα
σάρωσης σε εμβάπτιση ελεγχόμενο από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Συνήθως, τοποθετούνται θύρες χρόνου στο A-
scan για τη συλλογή δεδομένων που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα βάθη του δοκιμίου και το πλάτος ή o χρόνος
διάδοσης (time-of-flight) του σήματος καταγράφονται σε τακτά χρονικά διαστήματα καθώς ο αισθητήρας σαρώνει
το δοκίμιο. Το πλάτος του σήματος (ή o χρόνος διάδοσης) απεικονίζεται με αποχρώσεις του γκρι ή έγχρωμα σε
συνάρτηση της θέσης του αισθητήρα.
Το Σχήμα 2.45 δείχνει το πλέγμα σάρωσης του αισθητήρα για παραγωγή C-scan, σε επίπεδο παράλληλο
με την επιφάνεια του δοκιμίου, στις κατευθύνσεις x και y 122,123,159-161. Το C-scan που φαίνεται στο σχήμα, παράγεται
καταγράφοντας το μεσαίο τμήμα του σήματος (θέτοντας θύρα χρόνου στα αντίστοιχα A-scan) και απεικονίζοντας
σε κλίμακα του γκρι τη μέγιστη τιμή του τμήματος αυτού του σήματος συναρτήσει της θέσης του αισθητήρα. Η
σκούρα περιοχή στο κέντρο του C-scan αντιστοιχεί σε σήματα που ανακλώνται από κάποια ασυνέχεια (π.χ. περιοχή
με ρωγμές, αποκόλληση, ατέλειες) η οποία βρίσκεται σε συγκεκριμένο επίπεδο στο εσωτερικό του δοκιμίου. Σε
περιοχές του δοκιμίου χωρίς ασυνέχειες δεν παρατηρείται ανάκλαση από το συγκεκριμένο βάθος του δοκιμίου και
συνεπώς η απεικόνιση εμφανίζει τις περιοχές αυτές με χρώμα πιο ανοιχτό γκρι (αντιστοιχεί σε θόρυβο του σήματος)
συγκριτικά με την κεντρική περιοχή του C-scan.
Στο επόμενο παράδειγμα φαίνεται έγχρωμη απεικόνιση C-scan πλάκας πολυστρωματικού συνθέτου υλικού
(Σχ. 2.46). Το Σχήμα δείχνει παραδείγματα A-scan από δυο διαφορετικές θέσεις του αισθητήρα, η μια (θέση 1)
πάνω από περιοχή, όπου δεν υπάρχει αποκόλληση και η δεύτερη (θέση 2) πάνω από περιοχή αποκόλλησης 162. Το
C-scan έχει ληφθεί καταγράφοντας τις μέγιστες τιμές πλάτους του σήματος που περιέχεται εντός ευρείας θύρας
χρόνου (από την επιφάνεια έως την πίσω πλευρά) που τοποθετήθηκε στο A-scan και αντιστοιχεί στο εσωτερικό
του δοκιμίου. Οι αποκολλήσεις των στρώσεων του συνθέτου υλικού εμφανίζονται ως περιοχές υψηλής
ανακλαστικότητας.

60
Σχήμα 2.46 C-scan πλάκας πολυστρωματικού συνθέτου υλικού. Η εικόνα δείχνει αποκολλήσεις των στρώσεων του συνθέτου
υλικού.

2.7 Πλεονεκτήματα – μειονεκτήματα της μεθόδου των υπερήχων


Τα κυριότερα πλεονεκτήματα καθώς και οι περιορισμοί της μεθόδου των υπερήχων για τον μη καταστροφικό
έλεγχο των υλικών περιγράφονται παρακάτω:

2.7.1 Πλεονεκτήματα

• Μεγάλη διεισδυτική ικανότητα που επιτρέπει την ανίχνευση ατελειών σε μεγάλο βάθος (μπορούν
να ελεγχθούν αντικείμενα με μήκος και πάχος αρκετών μέτρων).
• Ακριβής προσδιορισμός της θέσης και μεγέθους εσωτερικών ατελειών και χαρακτηρισμός του
προσανατολισμού, μορφής και τύπου τους.
• Τεχνική ευαίσθητη σε επιφανειακές και υπο-επιφανειακές ασυνέχειες.
• Απαιτείται πρόσβαση σε μία μόνο επιφάνεια του υπό έλεγχο αντικειμένου.
• Απαιτείται ελάχιστη προετοιμασία του αντικειμένου προς έλεγχο.
• Τα σύγχρονα συστήματα παρέχουν πλήρη αυτοματοποίηση με δυνατότητα απεικόνισης υψηλής
ευαισθησίας, παρέχοντας άμεσα αποτελέσματα.
• Η υψηλή ευαισθησία της μεθόδου επιτρέπει την ανίχνευση πολύ μικρών ατελειών.
• Δυνατότητα ογκομετρικής ανίχνευσης, που επιτρέπει τον έλεγχο του συνολικού όγκου του
αντικειμένου, που εκτείνεται από την εμπρός επιφάνεια ως την πίσω επιφάνειά του.
• Παρέχει τα αποτελέσματα σε μορφή ώστε να υπάρχει δυνατότητα ψηφιακής επεξεργασίας για το
χαρακτηρισμό ελαττωμάτων και βλάβης και τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων των υλικών.
• Φορητότητα.
• Κανένας κίνδυνος για την υγεία των χειριστών από τη χρήση της μεθόδου.
• Δεν απαιτούνται αναλώσιμα.

61
2.7.2 Περιορισμοί-Μειονεκτήματα

• Δεν υπάρχει μόνιμη καταγραφή των δεδομένων, παρά μόνο όταν χρησιμοποιούνται προηγμένα
συστήματα ελέγχου.
• Τα αποτελέσματα του ελέγχου απαιτούν ερμηνεία (εξαιρούνται οι ψηφιακοί μετρητές πάχους
τοιχώματος)
• Ο χειριστής της μεθόδου πρέπει να είναι ιδιαίτερα έμπειρος για την αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων του ελέγχου.
• Η ανάπτυξη διαδικασιών ελέγχου απαιτεί εκτεταμένες τεχνικές γνώσεις.
• Αντικείμενα που έχουν τραχεία επιφάνεια, ακανόνιστο σχήμα, ή είναι πολύ μικρά σε μέγεθος ή
έχουν πολύ λεπτή διατομή ή μη ομοιογενή, είναι δύσκολο να ελεγχθούν.
• Η επιφάνεια του δοκιμίου πρέπει να είναι προσπελάσιμη για μετάδοση υπερήχων.
• Ασυνέχειες που υπάρχουν σε μικρό βάθος αμέσως κάτω από την επιφάνεια, είναι δύσκολο να
ανιχνευθούν.
• Είναι δύσκολος ο έλεγχος χονδρόκοκκων υλικών, όπως για παράδειγμα ο χυτοσίδηρος, εξαιτίας
της μεγάλης εξασθένησης των υπερήχων και του υψηλού σήματος θορύβου στα υλικά αυτά.
• Γραμμικές ατέλειες προσανατολισμένες παράλληλα με τη δέσμη των υπερήχων μπορεί να μην
ανιχνευτούν.
• Απαιτείται μέσο σύζευξης για την αποτελεσματική μεταφορά της ηχητικής ενέργειας στο δοκίμιο.
• Απαιτούνται πρότυπα αναφοράς τόσο για την βαθμονόμηση του εξοπλισμού όσο και για τον
χαρακτηρισμό των ατελειών.

62
2.8 Βιβλιογραφία
[1] Matikas, T. E., “Asymptotic and Experimental Analysis of the Nonspecular Reflection of Focusing Ultrasonic
Beams from Fluid-Solid Interface”, Acoustical Imaging, vol. 19, pp. 133-139, (1991).
[2] Matikas, T. E., “Theoretical and Experimental Study of the Interaction of Ultrasonic Focused Beams with a
Plane Fluid-Solid Interface. Application to the Analysis of the State of Materials Surface”, Ph.D.
Dissertation in Mechanics of Solids and Structures, Επιβλέπων: Καθηγ., University of Technology of
Compiegne, France (1991).
[3] Matikas, T. E., "Nonspecular Reflection of Focused and Parallel Beams from a Liquid-Solid Interface: Theory
and Experiment", Proc. of AIAA 1992 Mini-Symposium, (Dayton, Ohio, 1992).
[4] Matikas, T. E., "Non-Specular Reflection of Focused and Parallel Beams from Liquid-Solid Interface: Theory
and Experiment", Proc. of ASNT Spring Conference, p. 270, (The American Society for Nondestructive
Testing, Inc., Orlando, Florida, 1992).
[5] Matikas, T. E., “Asymptotic Analysis of Gaussian Focused Ultrasonic Beams of Circular Symmetry”, Journal
of Physics D: Applied Physics, vol. 27(4), pp. 714-718, (1994).
[6] Matikas, T. E., "Characterization of Coating Degradation in Aerospace Materials", Proc. of DoD Coatings
Workshop, (Annapolis, MD, September 1997).
[7] Matikas, T. E., "Characterization of Advanced Coating Systems Used for Corrosion and Fretting Protection of
Aging Aircraft Structural Components", Proc. of NATO Applied Vehicle Technology Panel on New
Metallic Materials for the Structure of Aging Aircraft, vol. RTO-MP-25 AC/323 (AVT) TP/13, (1999).
[8] Matikas, T. E., "Assessment of Cracking Behavior and Interfacial Strength of Glass Matrix Composites", Proc.
of First Balkan Conference on Glass Science & Technology, pp. 248-255, (Volos, Greece, 2000).
[9] Matikas, T. E., “Optimization of the Delta Technique and Application to the Evaluation of Electron-Beam
Welded Titanium Aircraft Parts”, Nondestructive Testing and Evaluation, vol. 18(1), pp. 21-35, (2002).
[10] Matikas, T. E., “Unified Theory for Parallel and Focused Beam Nonspecular Reflection at Liquid-Solid
Interfaces”, Acta Mechanica, vol. 155(1-2), pp. 27-43, (2002).
[11] Matikas, T. E., “Analysis of Load Transfer Behaviour and Determination of Interfacial Shear Strength in
Single-Fibre-Reinforced Titanium Alloys”, Advanced Composites Letters, vol. 16(5), pp. 181-192, (2007).
[12] Matikas, T. E., “Characterization of Interphase Environmental Degradation at Elevated Temperature of Fibre-
Reinforced Titanium Matrix Composites”, Advanced Composites Letters, vol. 16(6), pp. 223-232, (2007).
[13] Matikas, T. E., "Damage Characterization and Real-Time Health Monitoring of Aerospace Structures Based
on Ultrasonic Microscopy and Nonlinear Acoustics", Proc. of 4th International Conference on Emerging
Technologies in Non-Destructive Testing (ETNDT 4), pp. 3-14, 9780415464765 (ISBN), (Stuttgart,
Germany, April 2-4 2007).
[14] Matikas, T. E., “Interface Characterization and Performance for the Development of Fibre-Reinforced
Structural Composites”, Advanced Composites Letters, vol. 16(4), pp. 133-142, (2007).
[15] Matikas, T. E., “Assessment of Interface Deformation and Fracture in Metal Matrix Composites under
Transverse Loading Conditions”, Composite Interfaces, vol. 15(6), pp. 589-609 (2008).
[16] Matikas, T. E., “High Temperature Fiber Fragmentation Characteristics of SiC Single-Fiber Composite with
Titanium Matrices”, Advanced Composite Materials, vol. 17(1), pp. 75-87, (2008).
[17] Matikas, T. E., "Characterization of Interphase Environmental Degradation at Elevated Temperature of Fiber-
Reinforced Tmcs", Proc. of SPIE Conference on Nondestructive Characterization for Composite Materials,
Aerospace Engineering, Civil Infrastructure, and Homeland Security, vol. 7294, Article number 72940F,

63
0277786X (ISSN); 9780819475541 (ISBN), DOI: 10.1117/12.815206, (SPIE - The International Society
for Optical Engineering, San Diego, CA, 2009).
[18] Matikas, T. E., “Damage Characterization and Real-Time Health Monitoring of Aerospace Materials Using
Innovative NDE Tools”, Journal of Materials Engineering and Performance, vol. 19(5), pp. 751-760,
(2010).
[19] Matikas, T. E., “Towards Prediction of Failure in Ti-6ai-4V Aerospace Materials by Surface Observations”,
Strain, vol. 47(SUPPL. 1), pp. e416-e425, (2011).
[20] Matikas, T. E., D. G. Aggelis, "New Trends in Materials Nondestructive Characterization Using Surface
Acoustic Wave Methodologies", Ultrasonic Waves, D. Santos, ed., ISBN: 978-953-51-0201-4, (In Tech,
2011).
[21] Matikas, T. E., R. L. Crane, "Editorial of the Special Issue on "Ultrasonic Techniques for Materials
Characterization", MRS Bulletin, vol. 21, pp. 18-19, (1996).
[22] Matikas, T. E., P. Karpur, "Ultrasonic Backpropagation Analysis for the Evaluation of Interfacial Stiffness
between Matrix and Fiber in a Model Monofilament Metal Matrix Composite", Proc. of 124th Meeting of
the Acoustical Society of America, (New Orleans, LA, 1992).
[23] Matikas, T. E., P. Karpur, "Matrix-Fiber Interface Characterization in Metal Matrix Composites Using
Ultrasonic Shear-Wave Back-Reflection Coefficient Technique", Proc. of 19th Review of Progress in
Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 12B, pp. 1515-1522, (Plenum, New York, La Jolla, California,
1993).
[24] Matikas, T. E., P. Karpur, "Ultrasonic Nondestructive Evaluation as a Tool for the Development of Aerospace
Structural Ceramic Composites", Proc. of 76th NATO/AGARD (Advisory Group for Aerospace Research
and Development) Meeting of the Structures and Meterials Panel on the Introduction of Ceramics into
Aerospace Structural Composites, vol. AGARD Report 795, pp. 15-1 to 15-7, (North Atlantic Treaty
Organization, Antalya, Turkey, 1993).
[25] Matikas, T. E., P. Karpur, “Ultrasonic Reflectivity Technique for the Characterization of Fiber-Matrix Interface
in Metal Matrix Composites”, Journal of Applied Physics, vol. 74(1), pp. 228-236, (1993).
[26] Matikas, T. E., P. Karpur, R. L. Crane, "Ultrasonic Measurement of Elastic Moduli of Porous Powder
Metallurgical Samples", Proc. of SPIE Conference on Nondestructive Evaluation of Materials and
Composites, vol. 2944, pp. 136-143, 0277786X (ISSN); 9780819423481 (ISBN), DOI:
10.1117/12.259075, (SPIE—The International Society for Optical Engineering, Scottsdale, AZ, 1996).
[27] Matikas, T. E., P. Karpur, R. Dutton, R. Kim, N. J. Pagano, "Assessment of Cracking Behavior of Glass Matrix
Composites by Ultrasound", Proc. of ASNT Spring Conference, pp. 238-240, (Las Vegas, Nevada, 1995).
[28] Matikas, T. E., P. Karpur, R. E. Dutton, “Damage Assessment of Fiber/Matrix Interface in Ceramic Matrix
Composites Using Elastic Stress Waves”, Ceramic Transactions, vol. 57, pp. 477-482, (1995).
[29] Matikas, T. E., P. Karpur, S. Krishnamurthy, "Metal Matrix Microstructural Characterization Using
Reflectivity Techniques in a Model Composite", Proc. of ASNT Fall Conference, pp. 258-260, (American
Society for Nondestructive Testing, Chicago, IL, 1992).
[30] Matikas, T. E., P. Karpur, S. Krishnamurthy, "Characterization of the Interphase/Interface between the Matrix
and the Fibers in Fiber Reinforced Composites", Proc. of AIAA 1993 Mini-Symposium, (Dayton, OH,
1993).
[31] Matikas, T. E., P. Karpur, S. Krishnamurthy, R. E. Dutton, “A Nondestructive Approach to Correlate the
Interfacial Defects Induced During Processing of Mmcs and Cmcs with the Consolidation Parameters”,
Applied Composite Materials, vol. 2(5), pp. 293-311, (1995).

64
[32] Matikas, T. E., P. Karpur, N. J. Pagano, S. Hu, L. Shaw, "In-Situ Ultrasonic Characterization of Failure Strength
of Fiber-Matrix Interface in Metal Matrix Composites Reinforced by Scs Series Fibers", Proc. of 21th
Annual Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 14B, pp. 1327-1332, (Plenum,
New York, Snowmass Village, Colorado, 1995).
[33] Matikas, T. E., P. Karpur, S. Shamasundar, “Measurement of the Dynamic Elastic Moduli of Porous Titanium
Aluminide Compacts”, Journal of Materials Science, vol. 32(4), pp. 1099-1103, (1997).
[34] Matikas, T. E., P. Karpur, D. A. Stubbs, S. Krishnamurthy, "Metal Matrix Composite Characterization Using
Nondestructive Evaluation Methods", Proc. of AIAA 1992 Mini-Symposium, (Dayton, Ohio, 1992).
[35] Matikas, T. E., L. L. Mann, "Local Elastic Property Mapping Via Automation of V(Z) Curve Measurements
Using Short-Pulse Acoustic Microscopy", Proc. of Review of Progress in Quantitative Nondestructive
Evaluation, vol. 18, pp. 1687-1693, (Plenum, New York, 1999).
[36] Matikas, T. E., A. Paipetis, V. Kostopoulos, "Real-Time Monitoring of Damage Evolution in Aerospace
Materials Using Nonlinear Acoustics", Proc. of 18th International Symposium on Nonlinear Acoustics
(ISNA 18), vol. 1022, pp. 549-552, 0094243X (ISSN); 9780735405448 (ISBN), (AIP, Stockholm, 2008).
[37] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, "Asymptotic Analysis of Convergent Gaussian Beam Reflected from
a Liquid-Solid Interface", Proc. of IEEE Ultrasonics Symposium, vol. 1, pp. 669-671, 00905607 (ISSN),
(Montreal, Canada, 1989).
[38] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, "Analyse Asymptotique De La Reflexion D'un Faiscau Gaussien
Focalise Sur Une Interface Fluide-Solide", Proc. of Colloque de Physique, vol. 51, Suppl. 2, pp. 1239-1242,
(Lyon, France, 1990).
[39] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, “Experimental Study of Focused Ultrasonic Beams Reflected at a
Fluid-Solid Interface in the Neighborhood of the Rayleigh Angle”, IEEE Transactions on Ultrasonics,
Ferroelectrics and Frequency Control, vol. 39(6), pp. 737-744, (1992).
[40] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, “Theoretical Analysis for the Reflection of a Focused Ultrasonic
Beam from a Fluid-Solid Interface”, Journal of the Acoustical Society of America, vol. 93(3), pp. 1407-
1416, (1993).
[41] Zoidis, N., E. Tatsis, C. Vlachopoulos, A. Gotzamanis, J. S. Clausen, D. Aggelis, T. E. Matikas, “Inspection,
Evaluation and Repair Monitoring of Cracked Concrete Floor Using NDT Methods”, Construction and
Building Materials, vol. 48, pp. 1302-1308, (2013).
[42] Baaklini, G., N. Meyendorf, T. E. Matikas, R. S. Gilmore, eds., “Nondestructive Methods for Materials
Characterization”, vol. 591, (Materials Research Society, 2000).
[43] Osmont, D., M. Dupont, R. Gouyon, M. Lemistre, D. Baalageas, “Damage and Damaging Impact Monitoring
by PZT Sensors-Based HUMS”, SPIE, vol. 3986, pp. 85-92.
[44] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, D. V. Soulioti, T. E. Matikas, “Combined Use of Thermography and Ultrasound
for the Characterization of Subsurface Cracks in Concrete”, Construction and Building Materials, vol.
24(10), pp. 1888-1897, (2010).
[45] Culshaw, B., S. G. Pierce, N. J. Staszekski, "Condition Monitoring in Composite Materials: An Integrated
System Approach", Proc. of Institute of Mechanical Engineers, vol. 212, Part I, pp. 189-202, (1998).
[46] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, R. L. Crane, L. L. Shaw, "Assessment of Fracture Strength of the
Fiber/Matrix Interfaces in Titanium-Based Metal Matrix Composites", Proc. of Trends in NDE Science &
Technology; Proceedings of the 14th World Conference on Non-Destructive Testing, vol. 1, pp. 149 – 152,
(New Delhi, India, 8-13 December 1996).

65
[47] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Shamasundar, R. L. Crane, "Ultrasonic Verification of the Densification and
Measurement of Elastic Properties of Porous Metallurgical Compacts", Proc. of First US-Japan Symposium
on Advances in NDT, pp. 453-455, (American Society for Nondestructive Testing, 1996).
[48] Karpur, P., D. A. Stubbs, T. E. Matikas, M. P. Blodgett, S. Krishnamurthy, "Ultrasonic Nondestructive
Characterization Methods for the Development and Life Prediction of Titanium Matrix Composites", Proc.
of 77th NATO/AGARD (Advisory Group for Aerospace Research and Development) Meeting of the
Structures and Materials Panel on the Characterisation of Fiber Reinforced Titanium Matrix Composites,
vol. AGARD Report 796, pp. 13-1 to 13-12, (North Atlantic Treaty Organization, Bordeaux, France, 1993).
[49] Kent, R. M., P. Karpur, T. E. Matikas, P. D. Jero, "Ultrasonic Analysis of Interfacial Debond in Ceramic Matrix
Composites", Proc. of Nondestructive Characterization of Materials VI, pp. 707-713, (Plenum Press, New
York, Oahu, Hawaii, 1994).
[50] Achenbach, J. D., Wave Propagation in Elastic Solids, Amsterdam: North-Holland, 1984.
[51] Ensminger, D., Ultrasonics: Fundamentals, Technology, Applications, New York: Marcel Dekker, 1988.
[52] Krautkramer, J., H. Krautkramer, Ultrasonic Testing of Materials, New York: Springer-Verlag, 1983.
[53] Rose, J. L., Ultrasonic Waves in Solid Media: Cambridge University Press, 1999.
[54] Warnemuende, K., H. C. Wu, “Actively Modulated Acoustic Non-Destructive Evaluation of Concrete”,
Cement and Concrete Research, vol. 34(4), pp. 563-570, (2003).
[55] Warnemuende, K., H. C. Wu, "High Sensitivity NDE in Concrete: Enhancement of Energy Dispersion Using
Acoustic Perturbation", Proc. of SPIE 9th International Symposium on Advanced NDE for Structural and
Biological Health Monitoring, (San Diego, CA, 2004).
[56] Jones, R. B., D. E. W. Stone, “Toward an Ultrasonic-Attenuation Technique to Measure Void Content in
Carbon-Fibre Composites”, Nondestructive Testing, vol. 9(3), pp. 71–79, (1976).
[57] Krautkramer, J., “Emerging Technology – Guided Wave Ultrasonic”, NDTnet, vol. 3(6), (1998).
[58] Rose, J. L., “A Baseline and Vision of Ultrasonic Guided Wave Inspection Potential”, ASME Journal of
Pressure Vessel Technology, vol. 124(3), pp. 273-282, (2002).
[59] Dalton, R. P., P. Cawley, M. J. Lowe, “The Potential of Guided Waves for Monitoring Large Areas of Metallic
Aircraft Structure”, Journal of Nondestructive Evaluation, vol. 20, pp. 29-46, (2001).
[60] Shaw, L. L., P. Karpur, T. E. Matikas, “Fracture Strength and Damage Progression of the Fiber/Matrix
Interfaces in Titanium-Based Mmcs with Different Interfacial Layers”, Composites Part B: Engineering,
vol. 29(3), pp. 331-339, (1998).
[61] Shaw, L. L., T. E. Matikas, P. Karpur, S. Hu, D. B. Miracle, "A Novel Method of in-Situ Assessment of
Fracture and Deformation of the Fiber/Matrix Interface in Metal-Matrix Composites", Proc. of International
Conference on Composites Engineering (ICCE/1), pp. 479-480, (New Orleans, 1994).
[62] Shell, E. B., T. E. Matikas, P. D. Nicolaou, "Nondestructive Evaluation of Fretting Damage in Jet Engine
Materials", Proc. of SAMPE Conference, (Long Beach, CA, May 1999).
[63] Shell, E. B., P. D. Nicolaou, T. E. Matikas, D. Eylon, "Characterization and Quantification of Fretting Damage
in Ti-6Al-4V through the Use of Surface NDE Techniques", Proc. of SAMPE Conference, (Long Beach,
CA, May 1999).
[64] Rösner, H., N. Meyendorf, S. Sathish, T. E. Matikas, “Nondestructive Evaluation of Fatigue in Titanium
Alloys”, MRS, vol. 591, pp. 73-78, (2000).

66
[65] Sathish, S., S. W. Martin, T. E. Matikas, "Rayleigh Wave Velocity Mapping Using Scanning Acoustic
Microscope", Proc. of Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 18, pp. 2025-
2030, (Plenum, New York, 1999).
[66] Sathish, S., T. E. Matikas, A. Stryker, P. B. Nagy, "Acoustic Techniques for Early Detection of Fatigue
Damage", Proc. of AeroMat, (Dayton, Ohio, 2000).
[67] Aggelis, D. G., E. Kordatos, A. Charalambopoulos, T. E. Matikas, "Characterization of Subsurface Damage in
Concrete Using Rayleigh Waves and Thermography", Proc. of The 5th Kumamoto International Workshop
on Fracture, Acoustic Emission and NDE in Concrete (KIFA-5), (Kumamoto, Japan, 17-18 September
2009).
[68] Daponte, P., F. Maceri, R. S. Olivito, “Ultrasonic Signal-Processing Techniques for the Measurement of
Damage Growth in Structural Materials”, IEEE Transactions on Instruments and Measurement, vol. 44(6),
pp. 1003-1008, (1995).
[69] Dassios, K. G., T. E. Matikas, “Damage Assessment in a SiC-Fiber Reinforced Ceramic Matrix Composite”,
Journal of Engineering, vol. 2013, pp. 6, published online, (2013).
[70] Viktorov, I. A., Rayleigh and Lamb Waves, New York: Plenum Press, 1967.
[71] Viktorov, I. A., Rayleigh and Lamb Waves: Physical Theory and Applications: Plenum Press, 1967.
[72] Matikas, T. E., E. Shell, P. D. Nicolaou, "Characterization of Fretting Fatigue Damage Using Nondestructive
Approaches", Proc. of SPIE Conference on Nondestructive Evaluation of Aging Materials and Composites
III, vol. 3585, pp. 2-10, 0277786X (ISSN), DOI: 10.1117/12.339835, (SPIE - The International Society for
Optical Engineering, Newport Beach, CA, USA, 1999).
[73] Bar-Cohen, Y., S. S. Lih, A. K. Mal, “NDE of Composites Using Leaking Lamb Waves”, NDT&E Journal,
(2001).
[74] Diamanti, K., J. M. Hodgkinson, C. Soutis, "Damage Detection of Composite Laminates Using PZT Generated
Lamb Waves", Structural Health Monitoring, D. Balageas, ed., pp. 398-405, (DEStech Publications Inc.,
2002).
[75] Light, G. M., A. Minachi, R. L. Spinks, "Development of a Guided Wave Technique to Detect Defects in Thin
Steel Plates Prior to Stamping", Proc. of 7th ASME NDE Topical Conference, vol. 20, pp. 163-165, (2001).
[76] Lin, X., F. G. Yuan, “Damage Detection of a Plate Using Migration Technique”, Journal of Intelligent Material
Systems and Structures, vol. 12(7), (2001).
[77] Mal, A., "NDE for Health Monitoring of Aircraft and Aerospace Structures", Proc. of 7th ASME NDE Topical
Conference, vol. 20, pp. 149-155, (2001).
[78] Devilla, F., E. Roldan, C. Tirano, R. Mares, S. Nazarian, R. Osegueda, "Defect Detection in Thin Plates Using
S0 Lamb Wave Scanning", Proc. of SPIE Advanced Nondestructive Evaluation for Structural and
Biological Health Monitoring, vol. 4335, pp. 121-130, (2001).
[79] Duke, J. C., Acousto-Ultrasonics – Theory and Applications: Plenum Press, 1988.
[80] Dupont, M., R. Osmont, R. Gouyon, D. L. Balageas, "Permanent Monitoring of Damage Impacts by a
Piezoelectric Sensor Based Integrated System", Structural Health Monitoring, F.-K. Chang, ed., pp. 561-
570, (Technomic, 2000).
[81] Benson, D. M., P. Karpur, T. E. Matikas, T. Kundu, "Experimental Generation of Lamb Wave Dispersion
Using Fourier Analysis of Leaky Modes", Proc. of 21th Annual Review of Progress in Quantitative
Nondestructive Evaluation, vol. 14A, pp. 187-194, (Plenum, New York, Snowmass Village, Colorado,
1995).

67
[82] Benson, D. M., P. Karpur, D. A. Stubbs, T. E. Matikas, “Characterization of Damage Progression and Its
Correlation to Residual Strength in a Sigma/Ti-6242 Composite Using Nondestructive Methods”, ASME
(Eng Mater), vol. 69(1), pp. 285-292, (1995).
[83] Krishnamurthy, S., T. E. Matikas, P. Karpur, D. B. Miracle, “Ultrasonic Evaluation of the Processing of Fiber-
Reinforced Metal-Matrix Composites”, Composites Science and Technology, vol. 54(2), pp. 161-168,
(1995).
[84] Krishnamurthy, S., T. E. Matikas, P. Karpur, D. B. Miracle, "Ultrasonic Techniques for the Interface
Characterization of Continuously Reinforced Metallic Composites", Proc. of TMS/ASM Symposium on
Interface Measurements and Application to MMC Prperties, (Cleveland, Ohio, 1995).
[85] Kundu, T., M. Ehasni, K. I. Maslov, D. Guo, “C-Scan and L-Scan Generated Images of the Concrete/Gfrp
Composite Interface”, NDT&E International, vol. 32(2), pp. 61-69, (1999).
[86] Kundu, T., P. Karpur, T. E. Matikas, P. D. Nicolaou, "Lamb Wave Mode Sensitivity to Detect Various Material
Defects in Multilayered Composite Plates", Proc. of 22th Review of Progress in Quantitative
Nondestructive Evaluation, vol. 15A, pp. 231-238, (Plenum, New York, Seattle, Washington, 1996).
[87] Kundu, T., K. Maslov, P. Karpur, T. E. Matikas, P. D. Nicolaou, “A Lamb Wave Scanning Approach for the
Mapping of Defects in [0/90] Titanium Matrix Composites”, Ultrasonics, vol. 34(1), pp. 43-49, (1996).
[88] Farhidzadeh, A., A. C. Mpalaskas, T. E. Matikas, H. Farhidzadeh, D. Aggelis, “Fracture Mode Identification
in Cementitious Material Using Supervised Pattern Recognition of Acoustic Emission Features”,
Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 129-138, (2014).
[89] Liu, H., J. L. Yang, K. X. LIiu, “Love Waves in Layered Graded Composite Structures with Imperfectly
Bonded Interface”, Chinese Journal of Aeronautics, vol. 20(3), pp. 210-214, (2007).
[90] Barnett, D. M., J. Lothe, S. D. Gavazza, M. J. Musgrave, “Considerations of the Existence of Interfacial
(Stoneley) Waves in Bonded Anisotropic Elastic Half-Spaces”, Proceedings of Royal Society of London,
vol. A402, pp. 153-166, (1985).
[91] Tomar, S. K., “Propagation of Stoneley Waves at an Interface between Two Microstretch Elastic Half-Spaces”,
Journal of Vibration and Control, vol. 12(9), pp. 995-1009, (2006).
[92] Zhu, J., J. S. Popovics, F. Schubert, “Leaky Rayleigh and Scholte Waves at the Fluid–Solid Interface Subjected
to Transient Point Loading”, Journal of the Acoustical Society of America, vol. 116(4), pp. 2101-2110,
(2004).
[93] Sharma, J. N., “Someconsiderations on the Rayleigh–Lamb Wave Propagation in Visco-Thermoelastic Plates”,
Journal of Vibration and Control, vol. 11(10), pp. 1311-1335, (2005).
[94] Potel, C., J. F. de Belleval, Y. Gargouri, “Floquet Waves and Classical Plane Waves in an Anisotropic
Periodically Multilayered Medium: Application to the Validity Domain of Homogenization”, Journal of
the Acoustical Society of America, vol. 97(5), pp. 2815-2825, (1995).
[95] Buck, O., W. L. Morris, J. M. Richardson, “Acoustic Harmonic Generation at Unbonded Interfaces and Fatigue
Cracks”, Applied Physics Letters, vol. 33(5), pp. 371-373, (1978).
[96] Johnson, P. A., A. M. Sutin, K. E.-A. Van Den Abeele, "Application of Non-Linear Wave Modulation
Spectroscopy to Discern Material Damage", Proc. of 2nd International Conference on Emerging
Technologies in NDT, (Athens, 1999).
[97] Johnson, P. A., B. Zinszner, N. J. Rasolofosaon, “Resonance and Elastic Non-Linear Phenomena in Rock”,
Journal of Geophysical Research, vol. 101(B5), pp. 11553-11564, (1996).

68
[98] Wu, H. C., K. Warnemuende, "Non-Linear Active Wave Modulation Approach for Micro-Damage Detection",
Proc. of SPIE 6th Inter. Symp. On Non-destructive Evaluation and Health Monitoring of Aging
Infrastructure, (Newport Beach, CA, 2001).
[99] Wu, H. C., K. Warnemuende, "Non-Linear Active Wave Modulation Approach for Evaluating Bond
Conditions between Adhesively Bonded Frp Sheet/Concrete Substrate", Proc. of SPIE 7th Inter. Symp. on
Advanced NDE for Structural and Biological Health Monitoring, (San Diego, CA, 2002).
[100] Richardson, J. M., “Harmonic Generation at an Unbonded Interface – I. Planar Interface between Semi-
Infinite Elastic Media”, International Journal of Engineering Science, vol. 17, pp. 73-85, (1979).
[101] Sutin, A. M., D. M. Donskoy, “Vibro-Acoustic Modulation Non-Destructive Evaluation Technique”, Non-
destructive Evaluation of Aging Aircraft, Airports, and Aerospace Hardware II, Proceedings of SPIE, vol.
3397, pp. 225-237, (1998).
[102] Sutin, A. M., V. E. Nazarov, “Non-Linear Acoustic Methods of Crack Diagnostics”, Radiographics and
Quantum Electronics, vol. 38(3-4), pp. 109-120, (1995).
[103] Frouin, J., T. E. Matikas, J. K. Na, S. Sathish, "In-Situ Monitoring of Acoustic Linear and Nonlinear Behavior
of Titanium Alloys During Cycling Loading", Proc. of SPIE Conference on Nondestructive Evaluation of
Aging Materials and Composites III, vol. 3585, pp. 107-116, 0277786X (ISSN), DOI: 10.1117/12.339838,
(SPIE - The International Society for Optical Engineering, Newport Beach, CA, USA, 1999).
[104] Frouin, J., J. Maurer, S. Sathish, D. Eylon, J. K. Na, T. E. Matikas, “Real-Time Monitoring of Acoustic Linear
and Nonlinear Behavior of Titanium Alloys During Cyclic Loading”, MRS, vol. 591, pp. 79-84, (2000).
[105] Frouin, J., S. Sathish, T. E. Matikas, J. K. Na, "Nonlinear Acoustic Measurements in Ti-6Al-4V During
Fatigue", Proc. of Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 18, (Plenum, New
York, 1999).
[106] Frouin, J., S. Sathish, T. E. Matikas, J. K. Na, “Ultrasonic Linear and Nonlinear Behavior of Fatigued Ti-6Al-
4V”, Journal of Materials Research, vol. 14(4), pp. 1295-1298, (1999).
[107] Cantrell, J. H., W. T. Yost, “Acoustic Harmonic Generation from Fatigue-Induced Dislocation Dipoles”,
Philosophical magazine A, vol. 69(2), pp. 315-326, (1994).
[108] Granato, A., K. Lücke, “Theory of Mechanical Damping Due to Dislocations”, Journal of Applied Physics,
vol. 27(583), (1956).
[109] Planat, M., “Multiple Scale Analysis of the Nonlinear Surface Acoustic Wave Propagation in Anisotropic
Crystals”, Journal of Applied Physics, vol. 57, pp. 4911–4915, (1985).
[110] Gusev, V. E., W. Lauriks, J. Thoen, “Theory for the Time Evolution of Nonlinear Rayleigh Waves in an
Isotropic Solid”, Physical Review B, vol. 55(15), pp. 9344–9347, (1997).
[111] Herrmann, J., J. Y. Kim, L. J. Jacobs, J. Qu, J. W. Littles, M. F. Savage, “Assessment of Material Damage in
a Nickel-Base Superalloy Using Nonlinear Rayleigh Surface Waves”, Journal of Applied Physics, vol.
99(2), pp. 124913, (2006).
[112] Kim, J.-Y., L. J. Jacobs, J. Qu, J. W. Littles, “Experimental Characterization of Fatigue Damage in a Nickel-
Base Superalloy Using Nonlinear Ultrasonic Waves”, Journal of the Acoustical Society of America, vol.
120(3), pp. 1266-1273, (2006).
[113] Shui, G., J. Y. Kim, J. Qu, Y. S. Wang, L. J. Jacobs, “A New Technique for Measuring the Acoustic
Nonlinearity of Materials Using Rayleigh Waves”, NDT&E International, vol. 41, pp. 326-329, (2008).
[114] Shull, D. J., M. F. Hamilton, Y. A. Ilinsky, E. A. Zabolotskaya, “Harmonic Generation in Plane and
Cylindrical Nonlinear Rayleigh Waves”, Journal of the Acoustical Society of America, vol. 94, pp. 418-
427, (1993).

69
[115] Zabolotskaya, E. A., “Nonlinear Propagation of Plane and Circular Rayleigh Waves in Isotropic Solids”,
Journal of the Acoustical Society of America, vol. 91(5), pp. 2569-2575, (1992).
[116] G., P., S. H., F. C. R., I. D. J., “Overview of Piezoelectric Impedance-Based Health Monitoring and Path
Forward”, Shock and Vibration Digest, vol. 35(6), pp. 451-463, (2003).
[117] Crane, R. L., T. E. Matikas, "Non-Destructive Testing", The Mechanical Engineers’ Handbook, (John Wiley
& Sons, New York, 1996).
[118] Aggelis, D. G., D. Kleitsa, T. E. Matikas, “Ultrasonic Characterization of the Fiber-Matrix Interfacial Bond
in Aerospace Composites”, The Scientific World Journal, vol. 2013, pp. 8 pages, Article ID 154984, (2013).
[119] Blodgett, M. P., T. E. Matikas, P. Karpur, J. R. Jira, D. Blatt, "Ultrasonic Evaluation of Fiber-Matrix
Interfacial Degradation of Titanium Matrix Composites Due to Temperature and Mechanical Loading",
Proc. of 20th Annual Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 13B, pp. 1213-
1219, (Plenum, New York, Bodowin College, Brunswick, Maine, 1994).
[120] Karpur, P., M. P. Blodgett, T. E. Matikas, "Evaluation of Fiber-Matrix Interfacial Degradation of Metal Matrix
Composites Due to High Temperature Environment", Proc. of Nondestructive Evaluation for HITEMP
Materials Characterization Technology Workshop, (NASA Lewis Research Center, Cleveland, Ohio,
1993).
[121] Karpur, P., T. E. Matikas, "Theoretical Modeling and Experimental Characterization of Fiber-Matrix Interface
in Advanced Composites", Proc. of 21th Annual Review of Progress in Quantitative Nondestructive
Evaluation, vol. 14B, pp. 1449-1456, (Plenum, New York, Snowmass Village, Colorado, 1995).
[122] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, "Matrix-Fiber Interface Characterization in Metal Matrix
Composites Using Ultrasonic Imaging of Fiber Fragmentation", Proc. of American Society for Composites,
Seventh Technical Conference on Composite Materials, Mechanics and Processing, vol. 1, pp. 420-427,
(Technomic Publishing Inc., Pennsylvania State University, University Park, PA, 1992).
[123] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, "Ultrasound as a Tool for the Characterization of the Matrix-
Fiber Interface in Metal Matrix Composites", Proc. of Mechanics of Composites Review, (Dayton, Ohio,
1992).
[124] Swamy, R. N., A. M. Ali, “Assessment of in Situ Concrete Strength by Various Nondestructive Tests”, NDT
International, vol. 17(3), pp. 139–146, (1984).
[125] Van Den Abeele, K. E., T. J.-F., F. Delanny, “Use of Ultrasonics to Follow Crack Growth”, Ultrasonics, vol.
36, pp. 209-217, (1998).
[126] Crane, R. L., J. D. Achenbach, S. P. Shah, T. E. Matikas, P. T. Khuri-Yakub, R. S. Gilmore, eds.,
“Nondestructive Characterization of Materials in Aging Systems”, vol. 503, (Materials Research Society,
1998).
[127] Hsu, D. K., T. C. Patton, “Development of Ultrasonic Inspection for Adhesive Bonds in Aging Aircraf”,
Materials Evaluation, vol. 51(12), pp. 1390–1397, (1993).
[128] Hu, S., D. Gundel, P. Karpur, T. E. Matikas, "Quantitative Ultrasonic Characterization of Metal Matrix
Composites Fiber/Matrix Interfacial Failure", Proc. of 22th Review of Progress in Quantitative
Nondestructive Evaluation, vol. 15B, pp. 1263-1270, (Plenum, New York, Seattle, Washington, 1996).
[129] Hu, S., P. Karpur, T. E. Matikas, "A Preliminary Investigation of Fiber/Matrix Interphase Oxidation in Metal
Matrix Composites Using Acoustic Microscope", Proc. of 21th Annual Review of Progress in Quantitative
Nondestructive Evaluation, vol. 14B, pp. 1263-1270, (Plenum, New York, Snowmass Village, Colorado,
1995).
[130] Olympus Corporation, http://www.olympus-ims.com/en/ultrasonic-transducers

70
[131] Crawley, E. A., J. Deluis, “Use of Piezoelectric Actuators as Elements of Intelligent Structures”, AIAA
Journal, vol. 25(10), pp. 1375-1385, (1987).
[132] IEEE, "Standard on Piezoelectricity, an American National Standard", The Institute of Electrical and
Electronics Engineers, Inc., vol. 1, (1987).
[133] Bolz, R. E., G. L. Tuve, Handbook of Tables for Applied Engineering Science, Florida: CRC Press, 1984.
[134] Broek, D., Elementary Engineering Fracture Mechanics, Dordrecht: Kluwer Academic Publishers, 1986.
[135] Kamada, T., S. Nagataki, I. M., “Evaluation of Material Deterioration in Concrete by Non-Destructive Testing
Methods”, International Conference on Engineering Materials, JSCE, vol. 95, pp. 453-466, (1997).
[136] Karihaloo, B., Fracture Mechanics of Structural Concrete, Harlow, UK: Longman Scientific & Technical,
1995.
[137] Jones, T. S., “Inspection of Composites Using the Automated Ultrasonic Scanning System (Auss)”, Materials
Evaluation, vol. 43(5), pp. 746–753, (1985).
[138] Papadakis, E. P., "Ultrasonic Instruments for Non-Destructive Testing", Handbook of Acoustics, pp. 527-537,
(John Wiley & Sons, Inc., New York, 1998).
[139] Papadakis, E. P., G. B. Chapman, “Modification of a Commercial Ultrasonic Bond Tester for Quantitative
Measurements in Sheet-Molding Compound Lap Joints”, Materials Evaluation, vol. 51(4), pp. 496–500,
(1993).
[140] Karpur, P., D. M. Benson, T. E. Matikas, T. Kundu, P. D. Nicolaou, “An Approach to Determine the
Experimental Transmitter-Receiver Geometry for the Reception of Leaky Lamb Waves”, Materials
Evaluation, vol. 53(12), pp. 1348-1352, (1995).
[141] ASTM C 597 - 97, "Standard Test Method for Pulse Velocity through Concrete", American Society of Tests
and Measurements, vol. 4.02, 291-293, (1998).
[142] Chahbaz, A., J. Gauthier, M. Brassard, D. R. Hay, "Ultrasonic Technique for Hidden Corrosion Detection in
Aircraft Wing Skin", Proc. of 3rd Joint Conference on Aging Aircraft, (1999).
[143] Hoffmann, J., S. Sathish, M. Khobaib, N. Meyendorf, U. Netzelmann, T. E. Matikas, “Nondestructive
Characterization of Corrosion Protective Coatings on Aluminum Alloy Substrates”, MRS, vol. 591, pp. 67-
72, (2000).
[144] Paipetis, A., D. G. Aggelis, N. M. Barkoula, T. E. Matikas, "Characterization of Degradation of Cross Ply
Laminates by Acoustic Emission and Ultrasound", Proc. of First Greek-Ukranian Conference on Fracture
Mechanics of Materials and Structures, (Xanthi, 20-23 October 2010).
[145] Paipetis, A. S., D. G. Aggelis, N. M. Barkoula, T. E. Matikas, N. Melanitis, "Damage Monitoring of
Composite Laminates Using Ultrasonics", Proc. of 5th International Conference on Emerging Technologies
in Non-Destructive Testing (ETNDT5), pp. 281-286, (Ioannina, Greece, September 19-21 2011).
[146] Grondel, S., E. Moulin, C. Delebarre, "Lamb Wave Assessment of Fatigue Damage in Aluminum Plates",
Proc. of 3rd Joint Conference on Aging Aircraft, (1999).
[147] Giurgiutiu, V., “Embedded Ultrasonics NDE with Piezoelectric Wafer Active Sensors”, Journal
Instrumentation, Mesure, Metrologie, vol. 3(3-4), pp. 149-180, (2003).
[148] Giurgiutiu, V., J. Bao, "Embedded Ultrasonic Structural Radar for the Nondestructive Evaluation of Thin-
Wall Structures", Proc. of ASME International Mechanical Engineering Congress, paper # IMECE2002-
39017, (New Orleans, LA, 2002).
[149] Giurgiutiu, V., J. Bao, A. N. Zagrai, Structural Health Monitoring System Utilizing Guided Lamb Waves
Embedded Ultrasonic Structural Radar, U.S. Patent #6,996,480, 2006.

71
[150] Giurgiutiu, V., J. Bao, W. Zhao, “Piezoelectric-Wafer Active-Sensor Embedded Ultrasonics in Beams and
Plates”, Experimental Mechanics, vol. 43(4), pp. 428-449, (2003).
[151] Giurgiutiu, V., A. N. Zagrai, “Embedded Self-Sensing Piezoelectric Active Sensors for on-Line Structural
Identification”, Transactions of ASME, Journal of Vibration and Acoustics, vol. 124, pp. 116-125, (2002).
[152] Giurgiutiu, V., A. N. Zagrai, J. Bao, “Embedded Active Sensors for in-Situ Structural Health Monitoring of
Thin-Wall Structures”, ASME Journal of Pressure Vessel Technology, vol. 124(3), pp. 293-302, (2002).
[153] Yu, L., V. Giurgiutiu, "Multi-Damage Detection with Embedded Ultrasonic Structural Radar Algorithm
Using Piezoelectric Wafer Active Sensors through Advanced Signal Processing", Proc. of SPIE, paper #
5768-48, vol. 5768, (2005).
[154] Karpur, P., T. E. Matikas, M. P. Blodgett, "Acoustic Microscopy as a Tool for Fiber-Matrix Interface
Evaluation", Proc. of International Conference on Composites Engineering (ICCE/1), pp. 253-254, (New
Orleans, 1994).
[155] Karpur, P., T. E. Matikas, R. L. Crane, "Advances in Ultrasonic Methods for Materials Research of Aerospace
Materials", Proc. of Trends in NDE Science & Technology; Proceedings of the 14th World Conference on
Non-Destructive Testing, vol. 2, pp. 471 – 478, (New Delhi, India, 8-13 December 1996).
[156] Mann, L. L., T. E. Matikas, P. Karpur, S. Krishnamurthy, "Supervised Backpropagation Neural Networks for
the Classification of Ultrasonic Signals from Fiber Microcracking in Metal Matrix Composites", Proc. of
IEEE Ultrasonics Symposium, vol. 1, pp. 355-360, (Tucson, Arizona, 1992).
[157] Martin, R. W., M. J. Ruddell, J. A. Fox, P. Karpur, T. E. Matikas, "Acoustic Microscopy of Advanced
Aerospace Materials", Proc. of 22th Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol.
15B, pp. 2031-2038, (Plenum, New York, Seattle, Washington, 1996).
[158] Martin, R. W., S. Sathish, T. E. Matikas, "Development of a Scan System for Rayleigh Wave Velocity
Mapping", Proc. of Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol. 18, pp. 2031-2038,
(Plenum, New York, 1999).
[159] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, "Ultrasound as a Tool for the Development of Aerospace
Structural Titanium and Ceramic Matrix Composites", Proc. of International Symposium on Control of
Interfaces in Metal and Ceramics Composites, TMS Annual Meeting, pp. 241-253, (The Minerals, Metals
& Materials Society, San Francisco, California, February 27-March 3 1994).
[160] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, “Ultrasonic Characterization of the Fiber-Matrix
Interphase/Interface for Mechanics of Continuous Fiber Reinforced Metal Matrix and Ceramic Matrix
Composites”, Composites Engineering, vol. 5(6), pp. 697-711, (1995).
[161] Karpur, P., T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, N. Ashbaugh, "Ultrasound for Fiber Fragmentation Size
Determination to Characterize Load Transfer Behavior of Matrix-Fiber Interface in Metal Matrix
Composites", Proc. of 19th Annual Review of Progress in Quantitative Nondestructive Evaluation, vol.
12B, pp. 1507-1513, (Plenum, La Jolla, California, 1993).
[162] Castaings, M., P. Cawley, R. Farlow, G. Hayward, “Single Sided Inspection of Composite Materials Using
Air Coupled Ultrasound”, Journal of Nondestructive Evaluation, vol. 17(1), pp. 37-45, (1998).

72
Παράρτημα Α: Ακουστικές ιδιότητες αερίων

ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Αέρια
25 atm 0,330
Αέρας 50 atm 0,340
100 atm 0,350
0,00125 0,330 0,00041
Άζωτο
0,00116 0,350 0,00041
Αθέρας αέριο 0,180
Αιθυλένιο 0,310
Αλκοόλη αέριο 0,230
Αμμωνία 0,420
Αργό 0,00178 0,320 0,00057
Ατμός νερού 0,40
Διθειάνθρακας 0,190
Διοξείδιο του άνθρακα 0,260
Ήλιο 0,00018 0,970 0,00017
Μεθάνιο 0,00074 0,430 0,00032
Μονοξείδιο του αζώτου 0,330
Μονοξείδιο του άνθρακα 0,340
Νέον 0,0009 0,430 0,00039
Οξυγόνο 0,00142 0,320 0,00045
Πρωτοξείδιο του αζώτου 0,260
Υδρογόνο 0,00009 1,280 0,00012
Χλώριο 0,210
Αέρια-Κρυογονικά
0,815 0,870 0,71
Άζωτο
0,843 0,930 0,78
1,404 0,840 1,18
Αργό
1,424 0,860 1,22
0,125 0,180 0,02
Ήλιο
0,146 0,230 0,03
Ήλιο-4 Υγρό στα 2 K 0,150 0,180 0,03
1,143 0,970 1,11
Οξυγόνο 1,272 1,130 1,44
1,149 0,950 1,09
Υγρό στα 20 K 0,070 1,190 0,08
Υδρογόνο
0,355 1,130 0,40

73
Παράρτημα Β: Ακουστικές ιδιότητες υγρών

ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
DTE 21 Mobil 1,390
DTE 24 Mobil 1,420
DTE 26 Mobil 1,430
Dubanol Shell 1,430
H2O-72 (3M) 1,680 0,510 0,86
FC-104 (3M) 1,760 0,580 1,02
FC-75 (3M) 1,760 0,590 1,04
Fluorinert FC-77 (3M) 1,780 0,60 1,07
FC-43 (3M) 1,850 0,660 1,22
FC-40 (3M) 1,860 0,640 1,19
FC-70 (3M) 1,940 0,690 1,34
Υγρό συγκόλλησης
Jeffox WL-1400 ηλεκτρονικών 1,530
κυκλωμάτων
0,640 1,660
0,713 1,720
0,714 1,840
0,730 1,950
0,736 1,770
0,738 1,890
0,754 2,00
0,759 1,820
0,761 1,990
0,778 2,050
NaK μείγμα 0,781 1,880
0,784 1,990
0,801 2,10
0,804 1,930
0,807 2,040
0,825 2,150
0,826 1,980
0,830 2,090
0,848 2,20
0,849 2,040
0,853 2,140

74
ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
0,871 2,250
0,876 2,190
0,893 2,310
Sonotrack Μέσο σύζευξης 1,400 1,620 2,27
Άζωτο N2 0,800 0,860 0,69
Aλκοόλη, t-αμυλική 0,810 1,20 0,97
Aνιλίνη 1,022 1,690 1,73
A-οινόπνευμα Αιθανόλη>96% 0,790 1,180 0,93
Αιθανικός αιθυλεστέρας 0,900 1,190 1,07
Αιθανολαμίνη 1,018 1,720 1,75
Αιθανόλη C2H5OH 0,790 1,130 0,89
Αιθυλαιθέρας 0,713 0,990 0,71
>99.5% 1,110 1,690 1,88
1,2-Αιθανιοδιόλη 1,112 1,670 1,86
H2O 1:4 1,60
Αιθυλενογλυκόλη
H2O 2:3 1,680
H2O 3:2 1,720
H2O 4:1 1,720
Αιθυλενοδιαμίνη >99.5% 0,900 1,690 1,52
Αιθυλοβενζόλιο 0,868 1,340 1,16
Ακετόνη 0,790 1,170 0,92
Ακετονιτρίλιο 0,783 1,290 1,01
Ακετονυλακετόνη 0,729 1,40 1,02
Aιθυλική 0,789 1,180 0,93
Βουτυλική 0,810 1,240 1,00
Iσοπροπυλική 0,790 1,170 0,92
Αλκοόλη Mεθυλική 0,792 1,120 0,89
Προπυλική (i) 0,786 1,170 0,92
Προπυλική (n) 0,804 1,220 0,98
Φουρφουρυλική 1,135 1,450 1,65
Βενζένιο C6H6 0,880 1,310 1,15
Βενζίνη 0,803 1,250 1,00
Βενζοϊκό νάτριο 1,670
Βενζόλιο 0,878 1,330 1,17
Βουτανόλη 0,810 1,270 1,03
Βουτοξυαιθανόλη (2n-) 1,310

75
ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
Βουτυλενιογλυκόλη (2,3) 1,019 1,480 1,51
Βουτυρικός αιθυλεστέρας 0,877 1,170 1,03
Βρωμοβενζόλιο C6H5Br 1,520 1,170 1,78
Βρωμοφόρμιο 2,890 0,920 2,66
CH2OHCHOHCH2OH 1,230 1,90 2,34
Γλυκερίνη Γλυκερόλη >98% 1,260 1,880 2,37
Γλυκερίνη τριελαϊκή 0,910 1,440 1,31
Νερό 1,220 1,880 2,29
Βουτανόλη 1,450
Γλυκερόλη
Αιθανόλη 1,520
Ισοπροπανόλη 1,570
Γλυκόλη 1,087 1,620 1,76
C10H18 0,890 1,420 1,26
Δεκαϋδροναφθαλένιο
Παραφίνη 1,410
Διαιθυλαμίνη (C2H5) 2NH 0,700 1,130 0,79
Διαιθυλενογλυκόλη 1,116 1,580 1,76
Διαιθυλοκετόνη 0,813 1,310 1,07
Διακετύλιο 0,990 1,240 1,23
Διαμινοπροπάνιο (1,3) >99% 0,890 1,660 1,48
Διβρωμιοαιθυλβενζόλιο
0,860 1,320 1,14
(Alkazene 13)
Διθειάνθρακας 1,260 1,150 1,45
Διοξάνιο 1,033 1,380 1,43
Διφαινύλιο Διφαινυλοξείδιο 1,50
Διχλωριούχο ακετυλένιο 1,260 1,020 1,29
Διχλωρο-ισοβουτάνιο (1,3) 1,140 1,220 1,39
Δωδεκανόλη 0,830 1,410 1,17
Έλαιο, baby oil 0,821 1,430 1,17
Έλαιο, από λιναρόσπορο 0,922 1,770 1,63
Έλαιο, από φύτρο σιταριού 0,940 1,490 1,40
Έλαιο, αραβοσιτέλαιο 0,922 1,460 1,35
Έλαιο, βαλβολίνη Dexron (κόκκινο) 1,420
Έλαιο, για κοπή 64 AS (κόκκινο) 1,40
Έλαιο, ελαιόλαδο 0,918 1,450 1,33
Έλαιο, ηλιέλαιο 0,920 1,450 1,33
Έλαιο, καρθαμέλαιο 0,920 1,450 1,33

76
ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
Έλαιο, καστορέλαιο Jeffox WL-1400 1,520
Έλαιο, καστορέλαιο Castor 0,950 1,540 1,46
Έλαιο, καστορέλαιο Ρικινέλαιο 0,969 1,480 1,43
Έλαιο, κινητήρα (2-κύκλων) 1,430
Έλαιο, κινητήρα (SAE 20) 0,870 1,740 1,51
Έλαιο, κινητήρα (SAE 30) 0,880 1,70 1,50
Έλαιο, ορυκτέλαιο (βαρύ) 0,843 1,460 1,23
Έλαιο, ορυκτέλαιο (ελαφρύ) 0,825 1,440 1,19
Έλαιο, παραφινέλαιο 0,835 1,420 1,19
Έλαιο, πετρέλαιο ντίζελ 1,250
Έλαιο, προστασία από ήλιο Nivea 1,410
Dow 710 fluid 1,350
Έλαιο, σιλικόνης Silicone 200 0,818 0,960 0,79
30 cP 0,993 0,990 0,98
Έλαιο, σογιέλαιο 0,930 1,430 1,33
Έλαιο, συνθετικό 0,980 1,270 1,24
Έλαιο, φθοροσιλικόνη Dow FS-1265 0,760
Έλαιο, φυστικέλαιο 0,914 1,440 1,32
Εξάνιο (n-)C6H14 0,659 1,10 0,72
Εξανόλη (n) 0,819 1,30 1,06
Eξαφθοριούχο ξυλόλιο 1,370 0,880 1,21
Ισοπεντάνιο 0,620 0,990 0,61
Ισοπροπανόλη 1,140
Ισοπροπυλική αλκοόλη 0,786 1,170 0,92
Ιωδιούχο μεθυλένιο 0,980
Ιωδοβενζόλιο C6H5I 1,183 1,10 1,30
Κάλιο 0,662 1,490
Καρβιτόλη 0,988 1,460 1,44
Κηροζίνη 0,810 1,320 1,07
Κινολίνη 1,090 1,570 1,71
Κυκλοεξανόλη 0,962 1,450 1,39
Λιναλοόλη 0,884 1,40 1,24
M-ξυλόλη 0,864 1,320 1,14
Μεθανόλη CH3OH 0,796 1,090 0,87
Μεθυλαιθυλοκετόνη 0,805 1,210 0,97
Μεθυλοναφθαλίνιο 1,090 1,510 1,65

77
ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
Μέλι 1,420 2,030 2,88
Μεσιτυλοξείδιο 0,850 1,310 1,11
Μονοχλωροβενζόλιο 1,107 1,270 1,41
Μορφολίνη 1,000 1,440 1,44
Νάτριο 0,759 2,150
στους 20 C
ο
1,000 1,480 1,48
στους 25οC 1,000 1,497 1,50
Νερό
στους 30 C
ο
1,000 1,509 1,51
στους 60οC 1,000 1,550 1,55
Νερό, D2O βαρύ ύδωρ 1,104 1,40 1,55
Νερό, θαλασσινό στους 25οC 1,025 1,531 1,57
10% 1,470
Νερό, υδατικό διάλυμα άλατος 15% 1,530
20% 1,60
Νέφτι 0,870 1,250 1,09
Νικοτίνη C10H14N2 1,010 1,490 1,50
Νιτροβενζόλιο 1,200 1,460 1,75
Νιτρομεθάνιο 1,130 1,330 1,50
Οξικό n-βουτύλιο 0,871 1,170 1,02
Οξικός αιθυλεστέρας 0,900 1,180 1,06
Οξικός μεθυλεστέρας 0,934 1,210 1,13
Οξικός προπυλεστέρας 0,891 1,180 1,05
Παραφίνη 1,500 1,50 2,25
0,621 1,010 0,63
Πεντάνιο
(n-) C5H12 0,626 1,030 0,64
Πολυπροπυλενοξείδιο Ambiflo 1,370
Προπανοδιόλη (1.3) >97% 1,050 1,620 1,70
Πυριδίνη 0,982 1,410 1,38
Σαλικυλικό μεθύλιο 1,160 1,380 1,60
Τετρααιθυλενογλυκόλη 1,120 1,580 1,77
Τετραχλωράνθρακας CCl4 1,595 0,930 1,48
Τριαιθυλαμίνη (C2H5) 3N 0,730 1,120 0,82
Τριαιθυλενιογλυκόλη 1,120 1,610 1,80
Τριχλωροαιθυλένιο 1,050 1,050 1,10
Υδράργυρος Hg, στους 25 Cο
13,60 1,450 19,72

78
ρ CL Z
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (MRayl)

Υγρά
Φθαλικό διμεθύλιο 1,200 1,460 1,75
Φθοροβενζόλιο C6H5F 1,024 1,180 1,21
Φορμαμίδιο 1,134 1,620 1,84
Φουρφουράλη 1,157 1,450 1,68
MF 21.1 1,485 0,80 1,19
Φρέον
TF 21.1 1,574 0,970 1,53
Χλωριούχο t-βουτύλιο 0,840 0,980 0,82
Χλωροβενζόλιο C6H5Cl 1,100 1,30 1,43
Χλωροεξανόλη >98% 0,950 1,420 1,35
Χλωροπαραφίνη Cerechlor 42 1,260 1,430 1,80
Χλωροφόρμιο 1,490 0,99 1,48

79
Παράρτημα Γ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Μέταλλα

ρ CL CS CRayleigh Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Μέταλλα και Κράματα)


2,70 6,320 3,100 2,900 17,06 0,40 @ 10
Αλουμίνιο
Ντουραλουμίνιο 2,71 6,398 3,122 2,917 17,34 1,23 @ 10
Al 1100-0 (2S0) 2,71 6,350 3,100 2,900 17,21
Al 2014 (14S) 2,80 6,320 3,100 17,70
Al 2024 T4
Αλουμίνιο (κράμα) 2,77 6,370 3,200 2,950 17,64
(24ST)
Al 2117 T4
2,80 6,500 3,100 18,20
(17ST)
Al 6061-T6 2,70 6,310 3,140 17,04
Αντιμόνιο Sb 3,400
10,50 3,600 1,590 37,80
Άργυρος Νικέλιο 8,75 4,620 2,320 1,690 40,43
Γερμάνιο 8,70 4,760 41,41
Άφνιο 3,840
Βανάδιο 6,03 6,000 2,800 36,18
Βηρύλλιο 1,82 12,900 8,900 7,870 23,48
Βισμούθιο 9,80 2,180 1,100 21,36
Βολφράμιο 19,25 5,180 2,870 2,650 99,72
Γάλλιο 5,95 2,740 16,30
Γερμάνιο 5,47 5,410 29,59
αργυρο-εποξική
Ε-Solder 2,71 1,900 1,000 5,15
αγώγιμη κόλλα
Ζircalloy κράμα ζιρκονίου 4,720 2,400
Ζιρκόνιο 6,48 4,650 2,300 30,13
Θάλλιο 11,90 1,620 19,28
Θόριο 11,30 2,400 1,600 27,12
Ιnconel Υπερκράμα Ni-Cr 8,25 5,720 3,000 2,790 47,19
Ίνδιο 7,30 2,220 16,21
Κάδμιο FS-1 8,60 2,800 1,500 24,08
Καίσιο 1,88 0,970 1,82
Κάλιο 0,83 1,820 1,51
Κασσίτερος 7,30 3,300 1,700 24,09
Κολόμβιο 8,57 4,920 2,100 42,16
Κονσταντάνη Constantan 8,88 5,240 2,600 46,53
Κράμα Babbitt 10,10 2,300 23,23
Μαγγάνιο 7,39 4,660 2,400 34,44
Μαγνήσιο 1,74 6,310 10,98

80
ρ CL CS CRayleigh Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Μέταλλα και Κράματα)


AM-35 1,74 5,790 3,100 2,870 10,07
FS-1 1,69 5,470 3,000 9,24
J-1 1,70 5,670 3,000 9,64
M 1,75 5,760 3,100 10,08
O-1 1,82 5,800 3,000 10,56
ZK-60A-TS 1,83 5,710 3,100 10,45
Μολυβδαίνιο 10,20 6,290 3,350 3,110 64,16
11,40 2,160 0,700 0,630 24,62
Μόλυβδος
5% Αντιμόνιο 10,90 2,170 0,810 0,740 23,65
Μonel κράμα του Ni 8,83 6,020 2,700 0,772 53,16
Μπρούντζος Phospho 8,86 3,530 2,200 31,28
Νικέλιο καθαρό 8,88 5,630 0,296 0,264 49,99
70% Cu-30% Zn 8,64 4,700 2,100 40,61
Ορείχαλκος Half Hard 8,10 3,830 2,100 31,02
Ναυτικός 8,42 4,430 2,100 0,770 37,30
Ουράνιο 18,50 3,400 2,000 62,90
Πλατίνα 21,40 3,960 1,670 84,74
1,790
Πλουτώνιο
1% Γάλλιο 1,820
Ρουβίδιο 1,53 1,260 1,93
7,70 5,900 3,230 2,790 45,43
Σίδηρος
Χυτός 7,22 4,600 2,600 33,21
Ταντάλιο 16,60 4,100 2,900 68,06
Τιτάνιο 4,50 6,070 3,310 27,32
Τιτάνιο (κράμα) Ti-6Al-4V 4,50 6,180 3,290 27,81
Ύττριο 4,34 4,100 2,380 17,79
Χαλκός Cu 8,90 4,660 2,330 1,930 41,47
302 Cres 8,03 5,660 3,120 45,45
347 Cres 7,91 5,740 3,090 45,40
410 Cres 7,67 5,740 2,990 2,160 44,03
1020 7,71 5,890 3,240 45,41
1095 7,80 5,900 3,190 46,02
Χάλυβας
4150, Rc14 7,84 5,860 2,790 45,94
4150, Rc18 7,82 5,890 3,180 46,06
4150, Rc43 7,81 5,870 3,200 45,84
4150, Rc64 7,80 5,820 2,770 45,40
4340 7,80 5,850 3,190 2,945 45,63 4,94 @ 10

81
ρ CL CS CRayleigh Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Μέταλλα και Κράματα)


Μαλακός 7,80 5,900 3,200 46,02
Ανοξείδωτος 347 7,89 5,980 3,297 3,490 47,18
Χρυσός 19,32 3,240 1,200 62,60
Ψευδάργυρος 7,10 4,170 2,400 29,61

82
Παράρτημα Δ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Κεραμικά

ρ CL CS Ζ α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Κεραμικά)
PZT-2 7,60 4,410 1,700 33,52
PZT-4 7,50 4,600 1,900 34,50
PZT
PZT-5A 7,75 4,350 1,700 33,71
PZT-5H 7,50 4,560 1,800 34,20
τηγμένο 6,82 5,970 3,765 40,72
Quartz
κρύσταλλος X-cut 2,65 5,720 15,16 0,0127 @ 10
NaCl 2,17 4,850 10,52
Αλάτι rochelle 2,20 5,360 3,800 11,79
πέτρωμα, X dir 4,780
Αμμώνιο 502 / 118.9:1 1,35 2,730 3,69
Αργιλικό πέτρωμα 2,50 3,480 3,400 8,70
Βρωμιούχο νάτριο NaBr 2,790
Γρανίτης 4,10 6,500 26,65
Πυρολιτικός 1,46 4,600 6,72
Γραφίτης
Πρεσσαρισμένος 1,80 2,400 4,32
Διοξείδιο του πυρίτιου,
fused silica 2,20 5,700 3,750 12,54 0,0007138 @ 2
τηγμένο
Ελεφαντόδοντο 2,17 3,010 6,53
Ζαφείρι Al2O3 3,99 11,100 6,040 44,29
Θείο 1,350
3,380
Κάλιο βρωμιούχο
4,140
Κάλιο-νάτριο νιοβικό 4,46 6,940 30,95
Καρβίδιο πυριτίου 13,80 6,660 91,91
Καρβίδιο τιτανίου 5,15 8,270 5,200 42,59
Λίθιο θειικό Y-cut 2,06 5,460 11,25
46 Rot. Y-cut 4,70 7,080 33,28
Λίθιο νιοβικό Z-cut 4,64 7,330 34,01
Y-cut 6,880
Μάρμαρο 2,80 3,800 10,64
Μόλυβδος
PbZrTiO3 7,75 3,280 25,42
ζιρκοτιτανικός
PbNbO3 6,20 3,300 20,46
Μόλυβδος
μετανιοβικός K-81 6,20 3,300 20,46
K-83 4,30 5,330 22,92

83
ρ CL CS Ζ α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Κεραμικά)
K-85 5,50 3,350 18,43
Νιτρίδιο πυριτίου 3,27 11,000 6,300 35,97
Οξείδιο ουρανίου UO2 5,180
Οξείδιο ψευδαργύρου 5,68 6,400 3,0 36,35
0,92 3,600 3,31
Πάγος
2,65 3,990 3,300 10,57
Πορσελάνη 2,30 5,900 13,57
Πυρίτιο Ανισοτροπικό 2,33 9,0 20,97
Πυρόλιθος 3,60 4,260 3,0 15,34
3,900 -
Σκυρόδεμα 2,30 8,97 - 10,8 7 - 13 @ 0,2
4,700
Σχιστόλιθος 3,0 4,500 13,50
BaTiO3 5,55 5,640 2,900 31,30
Tιτανικό βάριο
2,40 11,0 26,40
1,70 4,300 7,31
Τούβλο
3,60 3,650 2,600 13,14
Τουρμαλίνης Z-cut 3,10 7,540 23,37
Τρισουλφίδιο του
As2S3 3,20 2,580 1,400 8,26
αρσενικού
Στεφανύαλος
2,60 5,660 3,420 14,72 2 @ 10
(crown)
205 φύλλο 2,49 5,660 14,09
FK3 2,26 4,910 2,900 11,10
FK6 2,28 4,430 2,500 10,10
με πυρόλιθο 3,60 4,500 16,20
Macor 2,54 5,510 14,00
Ύαλος πιάτα κουζίνας 2,75 5,710 15,70
Pyrex 2,24 5,640 3,300 12,63
Quartz 2,20 5,570 3,400 12,25
Πυριτική 2,20 5,900 12,98
προσθήκη
2,24 6,0 13,44
νατρασβέστου
T1K 2,38 4,380 10,42
για παράθυρο 6,790 3,400
Υδρογόνο στερεό στους 4.2 K 0,09 2,190 0,19
Φθοριούχο ασβέστιο CaFl. X-cut 6,740

84
Παράρτημα Ε: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Πολυμερή

ρ CL CS Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Πολυμερή)
ABS Aκριλονιτρίλιο 1,04 2,110 2,2 127,79 @ 5
Araldite Συγκολλητικό 1,16 2,620 3,0
Συμπολυμερές
Celcon 1,41 2,510 3,5
ακετάλης

Ακρυλονιτρίλιο-
Cycolac 2,270
βουταδιένιο-στυρένιο

Delrin 1,36 2,470 3,4 348,84 @ 5

10.5PHR DEH20 1,18 2,750 3,2


DER317
13.5PHR MPDA 1,60 2,400 3,8
9PHR DEH20 7,27 1,500 10,9
10PHR DEH20 1,76 3,180 1,600 5,6
10.5PHR DEH20 1,29 2,650 3,4
11PHR DEH20 1,72 2,350 4,0
14PHR MPDA 1,25 2,590 3,2
DER332
15PHR MPDA 1,54 2,780 1,500 4,3
64PHR V140 1,13 2,360 2,7
75PHR V140 1,12 2,350 2,6
100PHR V140 1,10 2,320 2,6
ECHOGEL 1265 100PHA of B 9,19 1,320 12,1 384,53 @ 2
EPON 828 MPDA 1,21 2,830 1,200 3,4
301 1,08 2,640 2,9
330 1,14 2,570 2,9
EPOTEK
H70S 1,68 2,910 4,9
V6 10PHA of B 1,23 2,550 3,1
EPX-1 or EPX-2 100PHA of B 1,10 2,440 2,7
Ethyl vinyl acetate 0,94 1,800 1,7

Εποξειδική ρητίνη
1,58 2,850 4,5
C8-4143 / 3404
Hysol
C9-4183 / 3561 3,17 2,160 6,8
C8-4412 1,68 2,020 3,4
Kydex 1,35 2,220 3,0

Lucite Πολυμεθυλακρυλικό 1,29 2,720 3,5

85
ρ CL CS Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Πολυμερή)

Πολυαιθυλένιο
Marlex 5003 0,95 2,560 2,4
υψηλής πυκνότητας

Melopas 1,70 2,900 4,9

Micarta με βάση το λινό 3,000

Mylar 1,18 2,540 3,0


Neoprene 1,31 1,510 2,0 230 @ 2,5

Οξείδιο
Noryl 1,08 2,270 2,5
πολυφαινυλενίου

Χλωριωμένος
1,40 2,570 3,6
πολυαιθέρας
Penton
Συντηγμένος αφρός
0,53 2,570 1,4
(33 lb/ft3)

πολυχλωριούχο
PVC 1,45 2,270 3,3 128,94 @ 5
βινύλιο
Tapox εποξειδικό 1,11 2,480 2,8
Ακρυλική ρητίνη 1,18 2,670 1,100 3,2
Ακρυλικό 1,20 2,700 3,2
Άνθρακας,
Μαλακός 2,21 3,310 7,3
πυρολυτικός
Άνθρακας, υαλώδης 1,47 4,260 2,700 6,3

Βακελίτης 1,40 2,590 3,6

Bουτυράλη
Butracite 1,11 2,350 2,6
πολυβενυλίου
Γλυκόζη 1,56 3,200 5,0
Διφθοριούχο
1,79 2,300 4,1
πολυβινυλιδένιο
Άργυρος 3,10 1,890 5,9
Εποξειδική ρητίνη
3,38 1,870 6,3

BFG#6063-19-71 0,97 1,530 1,5

Σκληρό 1,10 1,450 1,6


Καουτσούκ
Rho-C 1,00 1,550 1,6
Μαλακό 0,95 0,070 0,1
Βουτυλίου 1,11 1,600 1,100 1,8 15 @ 0,35

86
ρ CL CS Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Πολυμερή)
Νάιλον 6-6 1,30 2,450 3,2 13 @ 5
Οξική κυτταρίνη 0,91 1,940 1,8 103 @ 2,5
Παραφίνη UVA 1,27 2,760 3,5 120,88 @ 1
UVAII 1,18 2,730 1,400 3,2 73,68 @ 5
Πλέξιγκλας
Χαμηλής πυκνότητας 0,92 2,060 1,9

1,10 2,670 2,9


TCI 1,600
Πολυαιθυλένιο
HD. LB-861 0,96 2,430 2,3
2,600

Πολυαμίδη Ρητίνη χύτευσης 1,07 2,290 2,5

Πολυεστέρας 1,490
mol. wt. 200 1,850
Πολυϊσοβουτυλένιο
Lexan 1,18 2,300 2,7
RP-6400 1,04 1,500 1,6
RP-6401 1,07 1,710 1,8
RP-6402 1,08 1,770 1,9
RP-6403 1,10 1,870 2,1
RP-6405 1,30 2,090 2,7
RP-6410 1,04 1,710 1,8
RP-6413 1,04 1,710 1,8
Πολυουρεθάνη
RP-6414 1,05 1,780 1,9
RP-6422 1,04 1,600 1,7
EN-9 1,01 1,680 1,7

REN (πλαστικό) 1,07 1,710 1,8

RP6422 1,04 1,620 1,7


Profax 6423 0,90 2,490 2,2
Πολυπροπυλένιο 1,24 2,240 2,8
Πολυσουλφόνη 1,10 2,670 2,9
Styron 666 1,05 2,400 2,5 23 @ 2,5
Πολυστυρένιο
πάχος 0,07mm 1,16 1,900 2,2
Σελοτέιπ Sylgard 170 1,38 0,970 1,3
Sylgard 182 1,05 1,030 1,1
Sylgard 184 1,03 1,030 1,1
Σιλικονούχο ελαστικό
RTV-11 1,18 1,050 1,2
RTV-21 1,31 1,010 1,3

87
ρ CL CS Z α
Υλικό Σχόλια
(g/cm3) (km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Πολυμερή)
RTV-30 1,45 0,970 1,4
RTV-41 1,31 1,010 1,3
RTV-60 1,47 0,960 1,4
RTV-77 1,33 1,020 1,4
RTV-90 1,50 0,960 1,4
RTV-112 1,05 0,940 1,0
RTV-511 1,18 1,110 1,3
RTV-116 1,10 1,020 1,1
RTV-118 1,04 1,030 1,1
RTV-577 1,35 1,080 1,5
RTV-560 1,42 1,030 1,5
RTV-602 1,02 1,160 1,2
RTV-615 1,02 1,080 1,1
RTV-616 1,22 1,060 1,3
RTV-630 1,24 1,050 1,3
PRC 1933-2 1,48 0,950 1,4
Τεφλόν 1,40 0,440 0,6 430 @ 5
Φαινολική ρητίνη 1,34 1,420 1,9

88
Παράρτημα ΣΤ: Ακουστικές ιδιότητες στερεών – Φυσικά υλικά

CL CS Z α
Υλικό Σχόλια ρ (g/cm3)
(km/s) (km/s) (MRayl) (Np/m @ MHz)

Στερεά (Φυσικά υλικά)


Ανθρώπινος 1,07 1,470 1,57
Νεφρό 1,05 1,540 1,62
Βοδινό κρέας 1,08 1,550 1,67

Ιστός Εγκέφαλος 1,04 1,490 1,55


Σπλήνα 1,07 1,500 1,61
Συκώτι 1,07 1,540 1,65

Οστό, ανθρώπινη κνήμη 4,000 1,970 460 (2,9)

Λεύκα κατά μήκος των ινών 4,280


Οξιά κατά μήκος των ινών 3,340
Πεύκο κατά μήκος των ινών 3,320
Σφεντάμι κατά μήκος των ινών 4,110
Φίκος κατά μήκος των ινών 4,460
Φράξος κατά μήκος των ινών 4,670
Φελλός 0,24 0,500 0,12
Φτελιά 4,100
Ξύλο
Δρυς 0,72 4,000 2,88
Πεύκο 0,45 3,500 1,58

89
Παράρτημα Ζ: Συντελεστές ανάκλασης για κάθετη πρόσπτωση δέσμης

Πολυστυρένιο
Υδράργυρος
Ορείχαλκος
Μέσο 1

Μόλυβδος

Αλουμίνιο

Μαγνήσιο

Βακελίτης

Γλυκερίνη
Χάλυβας

Αλκοόλη
Σίδηρος

Ύαλος 1

Ύαλος 2
Νικέλιο

Χαλκός

Αέρας
Ζ

Έλαιο
Νερό
(MRayl)
Μέσο 2

0
Νικέλιο 50,0
0
0,031 0
Χάλυβας 47,0
0,1 0
0,1 0,068 0
Χαλκός 41,0
1 0,5 0
0,124 0,093 0,025 0
Σίδηρος 39,0
1,5 0,9 0,06 0
0,163 0,133 0,065 0,04 0
Ορείχαλκος 36,0
2,7 1,8 0,4 0,2 0
0,324 0,296 0,232 0,197 0,17 0
Μόλυβδος 25,5
10,5 8,7 5,4 3,9 2,9 0
0,44 0,414 0,354 0,333 0,3 0,133 0
Υδράργυρος 19,5
19,5 17 12,5 11 8,9 1,8 0
0,49 0,47 0,41 0,393 0,36 0,2 0,069 0
Αλουμίνιο 17,0
24 22 17 15,5 13 4 0,5 0
0,47 0,45 0,39 0,37 0,33 0,17 0,04 0,03 0
από 18,0
22 20 15,1 13,5 11,1 3 0,2 0,1 0
Ύαλος
0,59 0,57 0,52 0,5 0,47 0,325 0,2 0,133 0,16 0
έως 13,0
35 32 27 25 22 10,5 4 1,8 2,6 0
0,69 0,67 0,63 0,615 0,59 0,465 0,355 0,293 0,32 0,166 0
Μαγνήσιο 9,3
47,5 45 39,5 37,5 34,5 21,5 12,5 8,5 10 2,7 0
0,865 0,86 0,84 0,83 0,82 0,75 0,69 0,65 0,67 0,57 0,44 0
Βακελίτης 3,6
75 73,5 70 69 67 56,5 47,5 42 44,5 32 19,5 0
0,89 0,88 0,87 0,86 0,85 0,8 0,74 0,71 0,72 0,64 0,53 0,11 0
Πολυστυρένιο 2,9
79 78 75 74 72 63 55 50 52 40,5 27,5 1,2 0
0,91 0,9 0,89 0,88 0,87 0,82 0,77 0,74 0,76 0,68 0,58 0,18 0,074 0
Γλυκερίνη 2,5
82 80,5 78 77 75,5 67 60 55 57 46 33 3,3 0,5 0
0,943 0,94 0,932 0,927 0,92 0,89 0,86 0,84 0,85 0,8 0,73 0,43 0,33 0,27 0
Νερό 1,45
89 88 87 86 85 80 74 70 71 64 53 18,2 11,1 7,1 0
0,95 0,94 0,94 0,94 0,93 0,91 0,88 0,86 0,87 0,82 0,76 0,49 0,4 0,33 0,074 0
Έλαιο 1,25
90 88,5 88,5 87,5 86,5 82 77 74 76 68 58 23,5 15 11 0,6 0
0,96 0,96 0,95 0,95 0,945 0,925 0,96 0,89 0,89 0,86 0,81 0,57 0,49 0,43 0,18 0,11 0
Αλκοόλη 1,0
92 92 91 90,5 89,5 85,5 81,5 79 80 73,5 65 32 23,5 18,5 3,4 1,2 0
1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 0,999 0
Αέρας 0,00043
100 100 100 100 100 100 100 100 100 100 100 100 100 99,9 99,9 99,9 99,8 0

90
Κεφάλαιο 3: Ακουστική εκπομπή

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τις βασικές διεργασίες παραγωγής ελαστικών κυμάτων λόγω μη αντιστρεπτών μεταβολών
σε ένα υλικό καθώς τον εξοπλισμό για την καταγραφή και τις εφαρμογές για έλεγχο δομικής υγείας σε υλικά και
κατασκευές.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές έννοιες κυμάτων, μηχανικής των θραύσεων.

91
3.1 Περίληψη
Η Ακουστική Εκπομπή (Acoustic emission, AE) είναι μία από τις υποσχόμενες τεχνικές για έλεγχο δομικής
ακεραιότητας υλικών και κατασκευών. Λόγω της παθητικής και μη καταστροφικής της φύσης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας μιας κατασκευής και να παρέχει πληροφορία που δεν μπορεί να
συλλεχθεί από άλλη μέθοδο. Βασίζεται στη καταγραφή και μελέτη ελαστικών κυμάτων που διεγείρονται κυρίως
από διάδοση βλάβης στο υλικό αλλά και από άλλες αιτίες. Τα σήματα αυτά καταγράφονται από αισθητήρες και
μετατρέπονται σε ηλεκτρικές κυματομορφές που παρέχουν πληροφορία για την πηγή της βλάβης και την τοποθεσία
της. Το κεφάλαιο αυτό επιχειρεί να παρουσιάσει σύντομα την αρχή λειτουργίας, το εξοπλισμό και τις πρόσφατες
τάσεις και εφαρμογές.

3.2 Εισαγωγή
Η δομική ασφάλεια κατασκευών είναι υψίστης σημασίας. Φορτία λειτουργίας, περιβαλλοντικές επιδράσεις και
τυχαία γεγονότα όπως σεισμοί, συσσωρεύουν βλάβη και πλήττουν την ανθεκτικότητα των κατασκευών. Με σκοπό
την αποφυγή απώλειας ανθρώπινων ζωών και κεφαλαίου, έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται διαδικασίες Ελέγχου
Δομικής Ακεραιότητας (structural health monitoring, SHM). Αυτές αφορούν στην ανίχνευση, γεωμετρικό
εντοπισμό και χαρακτηρισμό της βλάβης που επιτρέπει την κατάλληλη συντήρηση, επιδιόρθωση ή αντικατάσταση
του υπό έλεγχο κομματιού. Ένα μεγάλο ποσοστό των διαθέσιμων υποδομών έχει ηλικία πάνω από 50 χρόνια
τονίζοντας την ανάγκη για κατάλληλο έλεγχο και συντήρηση 1. Η Ακουστική Εκπομπή (Acoustic emission, AE),
είναι μεταξύ άλλων τεχνικών ένα πολύτιμο εργαλείο για το σκοπό αυτό. Μπορεί να εφαρμοστεί κατά διαστήματα
ή και συνεχώς για να παρέχει πληροφορία σε πραγματικό χρόνο και αξιόπιστη αξιολόγηση της κατάστασης βλάβης
σε υλικά και κατασκευές 2.

3.3 Ιστορικό σημείωμα


Ως φαινόμενο, η ΑΕ είναι όσο παλιά είναι και η θραύση αφού είναι γνωστό ότι κάθε παρόμοιο γεγονός εκπέμπει
ήχους που πολλές φορές είναι αντιληπτοί από το ανθρώπινο αυτί (π.χ. σπάσιμο ξύλου, βήματα πάνω σε ξερά φύλλα
που θρυματίζονται κλπ.). Η πρώτη αναφορά πρακτικής εφαρμογής ΑΕ για έλεγχο ποιότητας τοποθετείται χιλιάδες
χρόνια π.Χ., όταν κατασκευαστές κεραμικών άκουγαν τους ήχους ρηγμάτωσης από πήλινα αγγεία που είχαν
αποθερμανθεί πολύ γρήγορα. Η εμπειρία έδειξε ότι τα αγγεία που είχαν εκπέμψει τον ήχο ήταν ελαττωματικά και
είχαν μικρή διάρκεια ζωής 3. Μία από τις πρώτες συστηματικές έρευνες της ΑΕ σε μέταλλα διεξήχθη από τον J.
Kaiser 4. Μεταξύ άλλων, παρατήρησε αυτό που είναι γνωστό ως το φαινόμενο Kaiser: η απουσία ανιχνεύσιμων
σημάτων ΑΕ, έως ότου ξεπεραστεί το προηγούμενο μέγιστο φορτίο που έχει επιβληθεί στο υλικό, κάτι που θα
συζητηθεί παρακάτω. Υπάρχει βέβαια καταγεγραμμένο και παλαιότερο πείραμα από τον Ιάπωνα επιστήμονα F.
Kishinoue το 1933, όπου κατέγραψε τη θραύση ξύλου υπό κάμψη τοποθετώντας μεταλλική βελόνα γραμμοφώνου
στην εφελκυστική του πλευρά 5. To παρόν κεφάλαιο φιλοδοξεί να παρέχει τις βασικές αρχές λειτουργίας αλλά και
βιβλιογραφία ώστε να δίνεται η δυνατότητα αναζήτησης στον ενδιαφερόμενο φοιτητή σε διάφορα πιο
συγκεκριμένα πεδία

3.4 Πειραματικές λεπτομέρειες


Η τεχνική της AE ανιχνεύει και καταγράφει τα ελαστικά κύματα που εκλύονται μετά από μη αντιστρεπτές
διαδικασίες σε ένα υλικό. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν έναρξη και διάδοση βλάβης σε οποιαδήποτε μορφή
(κυρίως ρωγμές, αποκολλήσεις, εξόλκευση ινών κλπ), την ανάπτυξη διάβρωσης, διαρροών κ.α. Συνήθως
πιεζοηλεκτρικοί αισθητήρες εφαρμόζονται στην επιφάνεια του υλικού με κατάλληλο μέσο σύζευξης (γράσο, τζελ,
μέλι). Οι αισθητήρες αυτοί μετατρέπουν οποιαδήποτε μεταβολή της πίεσης στην επιφάνεια τους σε ηλεκτρική
κυματομορφή. Κατόπιν τα σήματα τροφοδοτούνται στον προ-ενισχυτή και στην κάρτα καταγραφής, όπου λαμβάνει

92
χώρα η ψηφιοποίηση, ενώ μετρώνται οι κύριες παράμετροι της κυματομορφής σε πραγματικό χρόνο . Μια
6,7

αναπαράσταση διάταξης AE δίνεται στο Σχ. 3.1 και ενδεικτικές φωτογραφίες πειραμάτων στο Σχ. 3.2.

Σχήμα 3.1. Τυπική διάταξη ΑΕ στο εργαστήριο και στο πεδίο

Σχήμα 3.2 (α) Διάταξη για την παρακολούθηση της δραστηριότητας ΑΕ νωπού σκυροδέματος. Οι αισθητήρες στερεώνονται με
μαγνήτες στη μεταλλική μήτρα, (β) εφαρμογή αισθητήρων ΑΕ σε CT μεταλλικό δοκίμιο με ηλεκτρολογικό κερί.

Ενδεικτική τομή αισθητήρα ΑΕ με τα βασικά του στοιχεία φαίνεται στο Σχ. 3.3α. H «καρδιά» του αισθητήρα είναι
το πιεζοηλεκτρικό στοιχείο που μετατρέπει την πίεση της επιφάνειας σε ηλεκτρικό δυναμικό. Σε επαφή με τον
πιεζοκρύσταλλο βρίσκεται το υλικό απόσβεσης που αποτρέπει το συνεχές «κουδούνισμα (ringing)» του στοιχείου.
Για να αποφευχθεί η φθορά του κρυστάλλου υπάρχει πλάκα προστασίας η οποία έρχεται σε επαφή με το υπό
εξέταση υλικό. Το εύρος συχνοτήτων των αισθητήρων κυμαίνεται από μερικές δεκάδες kHz έως περίπου 1 MHz
και καθορίζεται από το πάχος και τις μηχανικές ιδιότητες του πιεζοηλεκτρικού στοιχείου. Οι αισθητήρες μπορεί να
είναι «συντονισμού» ή ευρέως φάσματος (βλ. Σχ. 3.3β).

93
Σχήμα 3.3 (α) Σχηματική αναπαράσταση τυπικού αισθητήρα ΑΕ σε τομή. (β) αισθητήρας συντονισμού (πάνω) και ευρέως
φάσματος (κάτω) [http://www.physicalacoustics.com/sensors/].

3.5 Βασικές παράμετροι


Η συνολική δραστηριότητα ΑΕ (απλά πόσα σήματα καταγράφηκαν) είναι ενδεικτική της έκτασης της βλάβης ή
αριθμού ρωγμών και είναι το πιο σημαντικό δεδομένο, αφού σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη και διάδοση βλάβης.
Επιπρόσθετα, το σχήμα της καταγεγραμμένης κυματομορφής προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την
πηγή του σήματος. Ως εκ τούτου, πολλές παράμετροι χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση των
χαρακτηριστικών της κυματομορφής. Οι βασικές παράμετροι μιας κυματομορφής ΑΕ απεικονίζονται στο Σχ. 3.4.

Σχήμα 3.4 Αναπαράσταση κυματομορφής με τα βασικά χαρακτηριστικά.

Βασικό στοιχείο του πειράματος είναι το «κατώφλι», μία τιμή τάσης που πρέπει να ξεπεραστεί ώστε να ξεκινήσει
η καταγραφή. Έτσι αποφεύγεται ο χαμηλού επιπέδου θόρυβος. Μία παράμετρος που σχετίζεται με την ένταση του
φαινομένου είναι το Εύρος (Amplitude, Α), η οποία είναι η τάση του υψηλότερου σημείου της κυματομορφής.
Επιπλέον, η ενέργεια (MARSE, measured area under the rectified signal envelope) λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο
ολόκληρης της κυματομορφής. Ο χρόνος μεταξύ της πρώτης υπέρβασης κατωφλίου και του χρόνου της μέγιστης

94
κορυφής ονομάζεται χρόνος ανύψωσης (Rise Time, RT). Παρομοίως, ως Διάρκεια (duration, Dur) ορίζεται ο
χρόνος μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας υπέρβασης κατωφλίου. Με βάση το σχήμα του πρώτου κομματιού
του σήματος, έχει εισαχθεί η τιμή RA (RT over Α) ή το αντίστροφο του αρχικής κλίσης ανόδου της κυματομορφής
8
(βλ. Σχ. 3.4). Το περιεχόμενο συχνότητας είναι επίσης σημαντικό και υπάρχουν διάφορες παράμετροι που
χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία αυτής της πληροφορίας. Η απλούστερη είναι η «μέση συχνότητα» (average
frequency, AF), η οποία υπολογίζεται στο πεδίο του χρόνου ως ο λόγος του συνολικού αριθμού των υπερβάσεων
κατωφλίου (counts) προς τη διάρκεια της κυματομορφής σε kHz. Άλλες παράμετροι είναι η μέγιστη συχνότητα
(peak frequency) που είναι η συχνότητα με το μεγαλύτερο εύρος, και η κεντρική συχνότητα ή κέντρο βάρους του
φάσματος (central frequency) που μετρώνται στο πεδίο συχνοτήτων. Για να μετρηθούν αυτές οι παράμετροι είναι
απαραίτητη η συλλογή ολόκληρης της κυματομορφής και να γίνει μετασχηματισμός Fourier (Fast Fourier
Transformation, FFT) σε πραγματικό χρόνο 9. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κάποια καθυστέρηση και πιθανή
απώλεια δεδομένων σε στιγμές υψηλού ρυθμού καταγραφής αλλά από την άλλη διευρύνει τις δυνατότητες
ανάλυσης αφού επιτρέπει την ανάλυση του «τανυστή ροπής» (Moment Tensor Analysis, MTA) για τον
χαρακτηρισμό του τύπου θραύσης και φιλτράρισμα θορύβου 10-13. Επιστρέφοντας στο σχήμα της κυματομορφής,
παράμετροι όπως o χρόνος ανύψωσης RT και η διάρκεια Duration παρουσιάζουν υψηλές τιμές για πηγές
διατμητικού χαρακτήρα, ενώ οι τιμές συχνότητας αυξάνονται για χαρακτήρα εφελκυσμού, όπως επισημαίνεται
παρακάτω.
Ο τρόπος που οι πληροφορίες εξάγονται από τις μετρήσεις ΑΕ εξαρτάται από τη εφαρμογή, τη διάταξη του
πειράματος και την προτίμηση του χρήστη. Διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία.
Ορισμένες βασίζονται στη συνολική δραστηριότητα ΑΕ σε σχέση με τη φόρτιση. Άλλες χρησιμοποιούν το εύρος
και την κατανομή του εύρους των κυματομορφών, ενώ άλλες χρησιμοποιούν τις παραμέτρους κυματομορφών με
τη χρήση απλών ή πιο εξελιγμένων εργαλείων ανάλυσης (αναγνώριση προτύπων, pattern recognition) για να
αναδειχθεί η κρυμμένη πληροφορία, όπως αναλύεται σε παρακάτω παράγραφο.

3.6 Γεωμετρικός εντοπισμός


Όταν χρησιμοποιούνται δύο ή περισσότεροι αισθητήρες μπορεί να πραγματοποιηθεί εντοπισμός της πηγής.
Βασίζεται στην καθυστέρηση λήψης του σήματος μεταξύ αισθητήρων τοποθετημένων σε διαφορετικά σημεία. Η
καθυστέρηση οφείλεται στην κυματική διάδοση των σημάτων που είναι απλά ελαστικά κύματα και διαδίδονται με
πεπερασμένη ταχύτητα (ουσιαστικά υπέρηχοι). Η απλούστερη μορφή εντοπισμού είναι ο γραμμικός και μπορεί να
επιτευχθεί με δύο αισθητήρες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μονοαξονικά δοκίμια εφελκυσμού στο εργαστήριο, ή
μεταλλικά καλώδια και στελέχη δικτυωμάτων στις κατασκευές. Εφόσον οι δύο αισθητήρες καταγράψουν σήμα
ταυτόχρονα, αυτόματα γίνεται κατανοητό ότι το γεγονός έλαβε χώρα στο μέσο του διαστήματος, ενώ όταν ο ένας
αισθητήρας λάβει σήμα νωρίτερα, το γεγονός τοποθετείται εγγύτερα σε αυτόν (βλ. Σχ. 3.5) 14. Όπως είναι φυσικό,
είναι απαραίτητη η γνώση της ταχύτητας ελαστικών κυμάτων στο υλικό που μπορεί να μετρηθεί εύκολα με
διέγερση μύτης μηχανικού μολυβιού. Η διέγερση αυτή δρα ως προσομοίωση θραύσης και επιτρέπει τη μέτρηση
του χρόνου διάδοσης μεταξύ των αισθητήρων. Εφόσον υπάρχουν τρεις αισθητήρες μπορεί να γίνει προσδιορισμός
θέσης στο επίπεδο, ενώ για παραπάνω αισθητήρες είναι δυνατός ο τρισδιάστατος εντοπισμός 15,16 (βλ. Σχ. 3.5β και
3.5γ).

95
Σχήμα 3.5 (α) Γραμμικός γεωμετρικός εντοπισμός πηγής ΑΕ. (β) Τρισδιάστατος προσδιορισμός πηγών ΑΕ κατά την εξόλκευση
ήλου από κυβικό δοκίμιο 17, (γ) Φωτογραφία της θραύσης της περίπτωσης (β).

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στο «ακουστικό γεγονός (ΑΕ event)». Αυτό συνήθως ταυτίζεται με ένα
γεγονός διάδοσης ρωγμής και είναι η πηγή των σημάτων που καταγράφονται από τους αισθητήρες. Όσοι οι
αισθητήρες, τόσα είναι και τα πιθανά σήματα (hits) που θα καταγραφούν σε ένα μικρό χρονικό παράθυρο που
εξαρτάται από την μέγιστη απόσταση μεταξύ αισθητήρων και την ταχύτητα διάδοσης στο υλικό. Εφόσον το
χρονικό παράθυρο εκπνεύσει, ένα επόμενο σήμα δεν αντιστοιχίζεται στο ίδιο γεγονός αλλά στο επόμενο.
Αντίστοιχη τεχνική εφαρμόζεται και στην καταγραφή κάθε μεμονωμένης κυματομορφής. Από τη στιγμή της
πρώτης υπέρβασης κατωφλίου, αρχίζει η μέτρηση ενός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος (hit definition
time, HDT). Εφόσον μέσα σε αυτό υπάρξουν και άλλες υπερβάσεις (counts), τότε η μέτρηση ανανεώνεται όσες
φορές χρειαστεί. Σε περίπτωση που στο χρονικό διάστημα αυτό δεν υπάρξει υπέρβαση, τότε το σήμα «κλείνει» και
οποιαδήποτε άλλη υπέρβαση θα θεωρηθεί η αρχή μιας νέας κυματομορφής (Σχ. 3.6). Με αντίστοιχο χρονικό
διάστημα (peak definition time, PDT) προσδιορίζεται και η κορυφή της κυματομοφής (το σημείο με το μέγιστο
εύρος).

0.05
0.04
Επόμενο σήμα ΑΕ, μετά
0.03 την εκπνοή του HDT
0.02 (Αρχή) Onset HDT
0.01 Κατώφλι
Voltage

0
50 100 150 200 250 300 350
-0.01
-0.02
-0.03
-0.04
-0.05
Χρόνος (μs)

Σχήμα 3.6 Διαχωρισμός σημάτων μέσω του Hit Definition Time. Το πρώτο σήμα κλείνει όταν εκπνεύσει το HDT από την
τελευταία υπέρβαση κατωφλίου. Οποιαδήποτε νέα υπέβαση, θεωρείται νέο σήμα.

3.7 Συσχέτιση δραστηριότητας ΑΕ με συμπεριφορά υλικού


96
Η δραστηριότητα ΑΕ είναι στενά συνδεδεμένη με τη διαδικασία ρηγμάτωσης των υλικών. Ως εκ τούτου, ο αριθμός
και μόνο των σημάτων ΑΕ κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου προσφέρει μεγάλες δυνατότητες για τον
χαρακτηρισμό. Η συνολική ΑΕ έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές με σκοπό την παραγωγή συσχετίσεων με το
φορτίο και συσσωρευμένη βλάβη όπως μετράται για παράδειγμα από τη μετατόπιση ανοίγματος ρωγμής σε δοκίμια
με εγκοπές 18,19. Σε μελέτες χημικής υποβάθμισης, η δραστηριότητα ΑΕ αποδίδεται σε μικρο-ρωγμές και διήθηση
του νερού σε πόρους και παρουσιάζει ισχυρή συσχέτιση με τη διαδικασία ενανθράκωσης και τους θερμικούς
κύκλους που υποβλήθηκε το υλικό 20. Σε άλλες μελέτες η ανάπτυξη επιταχυνόμενης διάβρωσης οπλισμένου
σκυροδέματος παρακολουθήθηκε με ΑΕ. Τα διάφορα στάδια της διάβρωσης προσδιορίστηκαν από τη συνολική
δραστηριότητα, ενώ οι μετρήσεις συμπληρώνονται από τις μεταβολές των παραμέτρων AF και RA όπως και
ανάλυση τανυστή ροπών 21,22. Ο αριθμός των σημάτων έχει χρησιμοποιηθεί στην εκτίμηση βλάβης δοκιμίων
σκυροδέματος με ένα παράδειγμα σχετικά με το μεγάλο σεισμό του 2011 στην περιοχή Tohoku στην Ανατολική
Ιαπωνία, όπου η πιθανότητα καταγραφής συμβάντων ΑΕ συσχετίστηκε με το επίπεδο τάσεων σε δοκιμές θλίψης
23
. Η αύξηση του ποσοστού των καταγεγραμμένων γεγονότων ΑΕ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την έναρξη
των σοβαρών ρωγμών σε δοκούς σκυροδέματος υπό καμπτικό φορτίο 24. Ο συνολικός αριθμός υπερβάσεων
(counts) έδειξε καλή συσχέτιση με την πρόοδο της υδάτωσης και τη σύσταση του νωπού σκυροδέματος 25, το
ποσοστό κ.ο. ινών χάλυβα, και τη δυσθραυστότητα 26.
Η μελέτη των ληφθέντων σημάτων ΑΕ σε σχέση με το φορτίο παράγει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα
χαρακτηρισμού. Στην περίπτωση της κυκλικής φόρτισης, η δραστηριότητα κατά τη φθίνουσα φάση (αποφόρτιση)
είναι ένδειξη βλάβης. Αυτή ποσοτικοποιείται από το λόγο “Calm ratio” ο οποίος ορίζεται ως η συνολική
δραστηριότητα κατά τη φάση της αποφόρτισης ως προς το σύνολο της δραστηριότητας του συνόλου φόρτισης –
αποφόρτισης (βλ. Σχ. 3.7) 27,28.

AE αποφόρτισης
Calm ratio=
AE σε όλο τον κύκλο

ΑΕ

Φορτίο
}

Περιορισμένη Αυξημένη
δραστηριότητα δραστηριότητα

Σχήμα 3.7 ΑΕ σε διαδοχικούς κύκλους φόρτισης – η δραστηριότητα κατά την αποφόρτιση αυξάνει για υψηλότερο μέγιστο
φορτίο.

Για δομικά υγιές υλικό αυτή η παράμετρος λαμβάνει τιμές κοντά στο μηδέν, λόγω της αμελητέας δραστηριότητας
ΑΕ κατά την πτώση του φορτίου. Ωστόσο, όταν συσσωρεύεται σημαντική βλάβη, σοβαρή δραστηριότητα ΑΕ
καταγράφεται και κατά την αποφόρτιση αυξάνοντας αυτό το λόγο, ακόμη και σε τιμές υψηλότερες από 0.5 που
σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας λαμβάνει χώρα μετά το μέγιστο φορτίο του κύκλου 27. Το
«κατώφλι» μεταξύ μικρής και μεγάλης σοβαρότητας βλάβης ορίζεται σε συνδυασμό με άλλες παρατηρήσεις, όπως
οπτική αξιολόγηση και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες. Πιο σημαντική είναι η αυξητική τάση του
Calm ratio που προειδοποιεί για την ανάπτυξη σοβαρής βλάβης. Στην βιβλιογραφία o Calm ratio έχει
χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσει την κατάσταση των δοκών οπλισμένου σκυροδέματος σε κάμψη και την βλάβη
σε γέφυρες προεντεταμένου σκυρόδεματος 29-31. Κατά περίπτωση, το όριο Calm ratio μεταξύ της μέτριας και
σοβαρής βλάβης τίθεται σε 0.5 στην παρακολούθηση πυλώνων σιδηροδρομικών κατασκευών 15,32 ή και υψηλότερη

97
τιμή σε κάμψη των δοκών οπλισμένου σκυροδέματος 33,34. Η μείωση του Calm ratio μετά την επισκευή έχει
χρησιμοποιηθεί για να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των εργασιών συντήρησης σε υδάτινο φράγμα 35. Η
παράμετρος αυτή συνήθως συνδυάζεται με τη λεγόμενη "Load ratio" η οποία είναι παρόμοια με την πιο γνωστή
«Felicity ratio, FR» 36. Βασίζεται στο φαινόμενο Kaiser 4,37, ή ακριβέστερα στην απουσία του και περιγράφεται στο
παρακάτω σχήμα:

Felicity ratio=P3/P2
AE

P1 P3 P2
Φορτίο

Σχήμα 3.8 Αναπαράσταση του φαινομένου Kaiser και του Felicity ratio.

Κατά την αύξηση του μηχανικού φορτίου σε ένα δοκίμιο είναι φυσιολογικό να παρατηρείται ακουστική
δραστηριότητα (φορτίο P1). Σε περίπτωση αποφόρτισης και επαναφόρτισης, δεν παρατηρείται ΑΕ μέχρι να
ξεπεραστεί το προηγούμενο μέγιστο φορτίο που έχει επιβληθεί στην κατασκευή (βλ. Ρ1 στο Σχ. 3.8). Αυτό είναι
το φαινόμενο Kaiser και πρακτικά συμβαίνει λόγω του ότι η βλάβη που αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο τάσεων έχει
ήδη δημιουργηθεί με την πρώτη επιβολή του φορτίου. Με αύξηση του φορτίου πάνω από την προηγούμενή τιμή
αρχίζει και η καταγραφή νέας ΑΕ. Όταν όμως βλάβη έχει συσσωρεύσει σε ένα υλικό και το φορτίο είναι υψηλό,
ακουστική δραστηριότητα μπορεί να καταγράφεται ακόμη και σε επίπεδα χαμηλότερα από το προηγούμενο μέγιστο
φορτίο (Ρ3<Ρ2). Η παράμετρος FR (αναλογία του φορτίου όταν καταγράφεται ΑΕ κατά την επαναφόρτιση, σε
σχέση με το προηγούμενο μέγιστο φορτίο) λαμβάνει τιμές κοντά στη μονάδα για υγιές υλικό, αλλά μειώνεται για
σοβαρή βλάβη 38. Η έκταση της βλάβης που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια θλίψης κύβων σκυροδέματος έχει
αξιολογηθεί με βάση το συνολικό αριθμό συμβάντων, καθώς και το FR, ο οποίος έδειξε μονότονη μείωση για την
αύξηση του επιπέδου τάσεων 39. Oι δείκτες CR και FR έχουν χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση πλακών από
οπλισμένο σκυρόδεμα κατά τη διάρκεια κεντρικής μονοτονικής φόρτιση μετά από έκθεση σε κρουστικό φορτίο 40.
Όταν και οι δύο αυτοί δείκτες βλάβης χρησιμοποιούνται, ο συνδυασμός υψηλών CR και χαμηλού FR είναι μια
ισχυρή ένδειξη της προβληματικής δομικής κατάστασης και είναι ένας τρόπος ποσοτικοποίησης της βλάβης 27,30.
Εκτός από τον αριθμό των σημάτων ΑΕ, η ενέργεια και το εύρος έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για τον
ακριβέστερο χαρακτηρισμό της ρηγμάτωσης ή της κατάστασης βλάβης 41. Συγκεκριμένα, η ενέργεια ΑΕ είναι
ενδεικτική της ποιότητας της διεπιφάνειας μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων σκυροδέματος που χρησιμοποιούνται
για επισκευή 42, ενώ έχει χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση των μηχανισμών θραύσης σε δοκούς με μανδύες
ενίσχυσης 43. Επίσης έχει συσχετιστεί με την ενέργεια θραύσης σκυροδέματος και τη δυσθραυστότητα
ινοπλισμένου σκυρόδεματος, SFRC 44-48. Η ενέργεια ΑΕ έχει χρησιμοποιηθεί για να γίνει διάκριση μεταξύ θραύσης
μεταλλικών τενόντων και άλλων πηγών σε συνεχή παρακολούθηση γέφυρας προεντεταμένου σκυρόδεματος 49,
ενώ ήταν ενδεικτική απομείωσης της επικάλυψης σκυροδέματος σε πειράματα στρέψης-κάμψης 50.
Η κατανομή του εύρους των εισερχόμενων σημάτων προσφέρει επίσης αξιόπιστη πληροφορία για την
έκταση της βλάβης. Η μικρο-βλάβη συνήθως λαμβάνει χώρα μέσω πολλών και μικρών γεγονότων, ενώ
μακροσκοπική βλάβη εκφράζεται μέσω λιγότερων και υψηλής έντασης ακουστικών γεγονότων. Αυτή η

98
πληροφορία ποσοτικοποιείται από το δείκτη b-value ή τον «improved b-value», (ib-value), που είναι η κλίση της
αθροιστικής κατανομής εύρους των πρόσφατων γεγονότων 51. Εκφράζει κατά βάση το λόγο μεταξύ των γεγονότων
μεγάλης έντασης προς τα μικρότερης έντασης. Λόγω της ευαισθησίας της κατανομής στη διαδικασία θραύσης, ο
ib-value παρουσιάζει ισχυρές μειώσεις πριν από γεγονότα μακροσκοπικής βλάβης λειτουργώντας στην ουσία ως
προειδοποίηση 52-55.

3.8 Συσχέτιση των παραμέτρων με τον τύπο θραύσης


Ζωτικής σημασίας για τη δομική συμπεριφορά ενός στοιχείου είναι η μορφολογία της θραύσης (fracture mode).
Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα δομικά υλικά είναι σύνθετα, ινώδη, κοκκώδη, φέρουν ράβδους ενίσχυσης
ή επιθέματα. Λόγω της πολυπλοκότητας τους, η θραύση τους περιλαμβάνει διαφορετικούς μηχανισμούς. Ένα
συνηθισμένο παράδειγμα από το χώρο των συνθέτων υλικών είναι η αρχική ρηγμάτωση της πολυμερικής μήτρας
που ξεκινά σε χαμηλό φορτίο, ενώ τα φαινόμενα που αναπτύσσονται αργότερα περιλαμβάνουν αποκόλληση
στρώσεων, ινών ή οπλισμού. Τα τελευταία φαινόμενα περιλαμβάνουν ισχυρή δράση διάτμησης υπό την έννοια ότι
οι πλευρές της ρωγμής κινούνται παράλληλα, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση (βλέπε παράδειγμα στο Σχ. 3.9 δεξιά).
Λόγω του ότι τα φαινόμενα αυτά αποχωρίζουν τον οπλισμό από την πιο ευάλωτη μήτρα, θεωρούνται
κρίσιμα για την μηχανική συμπεριφορά. Είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτά τα φαινόμενα συμβαίνουν σε υψηλό
φορτίο και οδηγούν στην τελική θραύση, ενώ τα εφελκυστικά φαινόμενα παρατηρούνται σε χαμηλό φορτίο, όταν
η ακεραιότητα της κατασκευής δεν έχει ακόμα πληγεί καίρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο χαρακτηρισμός του
μηχανισμού θραύσης (εφελκυσμός-διάτμηση) παρέχει σημαντική πληροφορία για τη δομική ακεραιότητα. Μπορεί
να είναι ένα μέρος μιας ολόκληρης διαδικασίας SHM μιας κατασκευής αλλά και μελέτης της μηχανικής
συμπεριφοράς υλικών στο εργαστήριο.
Όπως έχει αναφερθεί εφελκυστικά φαινόμενα διεγείρουν υψηλότερες συχνότητες και βραχείες
κυματομορφές (βλ. Σχ. 3.9 αριστερά). Ως εκ τούτου παράμετροι όπως οι AF και PF, λαμβάνουν υψηλότερες τιμές
σε σύγκριση με διατμητικά γεγονότα. Αντίθετα, παράμετροι όπως DUR, RT, RA είναι υψηλότερες για διάτμηση.
Όπως αναφέρεται στον σχετικό κανονισμό 8, η τιμή RA υπολογίζεται σε μονάδες χρόνου προς εύρους
κυματομορφής (ms/V or μs/V). Εφόσον το εύρος δίνεται σε λογαριθμική κλίμακα (dB) πρέπει να μετατρέπεται
στην αρχική κλίμακα διαφοράς δυναμικού (μην ξεχνάτε ότι λόγω του πιεζοηλεκτρικού φαινομένου, οι αισθητήρες
παράγουν ηλεκτρική κυματομορφή).

99
Σχήμα 3.9 Τύποι θραύσης σε σκυρόδεμα και αντίστοιχες κυματομορφές ΑΕ.

Το εύρος Α εκφράζεται ως:

V
A(dB) = 20 ∙ log � �−G (3.1)
Vref

όπου, G είναι το κέρδος του προενισχυτή και Vref η τάση αναφοράς που χρησιμοποιείται (συνήθως 1μV). Η
παραπάνω εξίσωση λύνεται ως προς V και έχει τιμές Volts.
Ο πληθυσμός των σημάτων σχεδιάζεται σε άξονες AF και RA (βλ. Σχ. 3.10). Σε περιπτώσεις
εργαστηριακών πειραμάτων οι πληθυσμοί εφελκυστικών και άλλων σημάτων μπορούν να διαχωριστούν εύκολα,
ακόμα και με μία διαγώνια γραμμή, με το πάνω αριστερό μέρος να υποδεικνύει εφελκυσμό και το κάτω δεξιά
μεικτό τύπο θραύσης ή διάτμηση 8,28. Σε κάθε περίπτωση η γραμμή διαχωρισμού δεν είναι σταθερή και εξαρτάται
από τις συνθήκες του πειράματος (αισθητήρες, γεωμετρία, αποστάσεις αισθητήρων).

100
Σχήμα 3.10 Ταξινόμηση σημάτων ΑΕ σε σχέση με τον τύπο θραύσης με (α) αισθητήρες συντονισμού σε σκυρόδεμα 8, (β)
αισθητήρες ευρέως φάσματος σε ινοπλισμένο σκυρόδεμα (SFRC) 56.

Στα παρακάτω παραδείγματα φαίνεται η χρήση των παραμέτρων σε χαρακτηρισμό σε πραγματικό χρόνο. Το Σχ.
3.11(α) αφορά στην ΑΕ ινοπλισμένου σκυροδέματος κατά τη διάρκεια κάμψης. Εκτός από τα σημεία που
αντιστοιχούν στις παραμέτρους AF και RA, παρατίθεται και η καμπύλη κυλιόμενου μέσου όρου 50 διαδοχικών
σημείων ώστε να φαίνεται καθαρά η τάση. Μέχρι τα 500-600 s η μέση τιμή AF κυμαίνεται μεταξύ 400-500 kHz
που αντιστοιχεί σε μικρορηγμάτωση μήτρας. Τη στιγμή της μακροσκοπικής θραύσης (σημειώνεται με βέλος πριν
τα 700 s), εκτός από τη ρηγμάτωση της μήτρας που ήταν ήδη ενεργή, ενεργοποιείται και ο μηχανισμός τη
εξόλκευσης (διάτμηση) για όσες ίνες βρίσκονται στην περιοχή θραύσης και γεφυρώνουν τις πλευρές τις ρωγμής.
Αυτό σηματοδοτεί μία έντονη μείωση του συχνοτικού περιεχομένου (η AF πέφτει στα 100 kHz) και αντίστοιχη
αύξηση του RA η οποία συμβαίνει σε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός δευτερολέπτου. Αντίστοιχα στο
παράδειγμα του Σχ. 3.11β η αύξηση του RA και η μείωση του AF, σηματοδοτούν την έναρξη των αποκολλήσεων
μεταξύ διαδοχικών στρώσεων συνθέτου υλικού, ενώ λίγα δευτερόλεπτα πριν κυριαρχούσαν οι μικρο-ρωγμές
μήτρας λόγω καμπτικού φορτίου 57.

101
Σχήμα 3.11 Δυναμική συμπεριφορά των δεικτών AF και RA για (α) δοκό ινοπλισμένου σκυροδέματος (SFRC) υπό κάμψη48,
(b) σύνθετη δοκό κονιάματος ενισχυμένου με ίνες γυαλιού (TRC) υπό κάμψη 57.

Σε αυτές και άλλες περιπτώσεις, γίνεται εμφανές ότι η παρακολούθηση των παραμέτρων ΑΕ μπορεί να δώσει
μοναδική πληροφορία για τη διαδοχή των μηχανισμών θραύσης σε ένα υλικό, κάτι αδύνατο με άλλες συμβατικές
ή ΜΚΕ τεχνικές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι 17,58-64. Ο διαχωρισμός έχει γίνει επιτυχώς και σε δοκιμές κόπωσης
σκυροδέματος 65 όπως και σε σωλήνες ύδρευσης 66, στρωτήρες σιδηροδρόμου (railway sleepers) 67 και περιπτώσεις
αποκόλλησης ενισχυτικών επιθεμάτων από σύνθετο υλικό (CFRP) 68. Οι απότομες μεταβολές των παραμέτρων
υποδεικνύουν καθαρά τις κρίσιμες στιγμές στην ιστορία φόρτισης.
Το σχήμα της κυματομορφής έχει συσχετιστεί με την πηγή του γεγονότος (κίνηση της ακμής της ρωγμής)
σε αριθμητικές μελέτες προσομοίωσης με συνοριακά στοιχεία (ΒΕΜ), όπου φαίνεται καθαρά η αύξηση διάρκειας
της κυματομορφής σε περίπτωση διατμητικών γεγονότων διάδοσης ρωγμής. Στο Σχ. 3.12 φαίνεται η σύγκριση των
δύο βασικών τύπων επιφανειακής ρωγμής (Ι και ΙΙ). Οι τιμές RA είναι εμφανώς μεγαλύτερες για τη διέγερση τύπου
ΙΙ, ενώ όσο απομακρυνόμαστε από την πηγή το RA έχει την τάση να αυξάνει. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική
ταχύτητα διάδοσης των διαφορετικών ειδών κυμάτων. Τα εγκάρσια (shear, S) και τα κύματα επιφάνειας (Rayleigh,
R) διαδίδονται με χαμηλότερη ταχύτητα από τα διαμήκη (longitudinal, L) και έτσι πρακτικά η κυματομορφή
μεγαλώνει αφού αυξάνει η καθυστέρηση μεταξύ των ταχέων (L) και των λιγότερο ταχέων (S,R) κομματιών του
κύματος. Αντίστοιχη μεταβολή της κυματομορφής παρατηρείται και σε λεπτά δοκίμια λόγω των πολλαπλών

102
κυματικών τύπων (plate waves). Οι διαφορετικές ταχύτητες των «συμμετρικών» και «αντισυμμετρικών» κυμάτων
αλλάζουν τις παραμέτρους της κυματομορφής κάνοντας αναγκαία τη μελέτη κυματικής διάδοσης (υπέρηχος) μαζί
με την ΑΕ 69.

Σχήμα 3.12 (α) Γεωμετρικό μοντέλο με χρήση BEM για εκπομπή κυμάτων από διάδοση ρωγμής, (β) τιμές RA για
διαφορετικούς αισθητήρες και ευθεία ρωγμή 70.

Πρέπει φυσικά να τονιστεί ότι ακόμα χρειάζεται πολύ προσπάθεια στον τομέα των κανονισμών ώστε να προαχθεί
ένα ενιαίο σύστημα χαρακτηρισμού και γίνονται σχετικές ενέργειες από διεθνείς οργανισμούς 71.

3.9 ΑΕ σε σύνθετα υλικά


Τα σύνθετα υλικά παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον από πλευράς ΑΕ λόγω της πολύπλοκης θραύσης τους που
επιτρέπει την παρακολούθηση διαφόρων μηχανισμών μέσω αλλαγών στα χαρακτηριστικά ΑΕ. Συγκεκριμένα η ΑΕ
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αναγνώριση διαδοχικών φάσεων καταπόνησης (ρωγμές στη μήτρα, αποκόλληση
στρώσεων, θραύση ινών) και γεωμετρικό εντοπισμό της βλάβης. Ο συνολικός αριθμός γεγονότων συνδέεται με τον
αριθμό και τη φύση των αντίστοιχων γεγονότων θραύσης 72,73. Για παράδειγμα το εύρος και η ενέργεια των
σημάτων χρησιμοποιήθηκε για διάκριση μεταξύ των διαδοχικών μηχανισμών θραύσης σε σύνθετα δομής
«σάντουιτς» (βλάβη στον πυρήνα χαμηλό εύρος, βλάβη στην διεπιφάνεια και ρωγμή στη ρητίνη συγκόλλησης μέσο
εύρος και θραύση ινών υψηλό εύρος 74,75. Χαρακτηριστικά όπως συχνοτικό περιεχόμενο και RT είναι επίσης
ευαίσθητα στους διάφορους τύπους βλάβης 76. Πολλές φορές τα σήματα αναλύονται με διαδικασίες αναγνώρισης
προτύπων για να αυξηθεί το ποσοστό επιτυχίας του χαρακτηρισμού 77-79. Αντίστοιχες μελέτες σε σύνθετα υπό
κόπωση στοχεύουν σε εκτίμηση της υποβάθμισης ως συνάρτηση των κύκλων φόρτισης 80.

3.10 Ακουστική εκπομπή σε μεταλλικά υλικά


ΑΕ έχει καταγραφεί συστηματικά κατά τη διάρκεια ηλεκτροχημικής διάβρωσης αλουμινίου ή χάλυβα σε διάλυμα
ηλεκτρολυτών 81,82. Αρκετά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά ΑΕ, όπως PF, CF, RT, εύρος και ενέργεια
συσχετίστηκαν με μη αντιστρεπτές διεργασίες όπως σχηματισμός οξειδίων ή έκλυση υδρογόνου. Σε άλλες τα
σήματα ΑΕ έχουν χρησιμοποιηθεί για να μετρηθεί ο αριθμός των θραύσεων σε μονό-ινα δοκίμια 83 όπως και να
εξακριβωθεί ο χρόνος ρηγμάτωσης σε πειράματα σκληρoμέτρησης (indentation) 84. Το εύρος της ΑΕ έχει
συσχετιστεί με την καμπτική τάση δοκιμίων μεταλλικού αφρού 85, ενώ τα counts υπέδειξαν τα διάφορα στάδια
πλαστικής παραμόρφωσης, θραύσης και αποκόλλησης σωματιδίων και μήτρας σε κράματα ενισχυμένα με SiC 86.
Η ενέργεια ΑΕ και η διάρκεια χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη θραύσης σύνθετων πλακών αλουμινίου 87. Τα
διάφορα στάδια, όπως ελαστική παραμόρφωση των υλικών, ολίσθηση μεταξύ πλακών, πλαστική παραμόρφωση

103
γύρω από συνδέσμους και διάδοση ρωγμών χαρακτηρίστηκαν μέσω των διαφοροποιήσεων των παραμέτρων ΑΕ.
Η κεντρική συχνότητα έχει χρησιμοποιηθεί για να γίνει διάκριση μεταξύ πλαστικής παραμόρφωσης και διάδοσης
ρωγμής σε ανοξείδωτο χάλυβα υπό εφελκυσμό 88. Γεγονότα ΑΕ και ρυθμός καταγραφής σχετίστηκαν με το ρυθμό
διάδοσης ρωγμής σε χάλυβα και συγκολλημένα CT (compact tension) δοκίμια υπό κοπωτικό φορτίο 89. Παράμετροι
όπως χρόνος ανύψωσης, διάρκεια και RA επέδειξαν ευαισθησία στο ρυθμό διάδοσης ρωγμής και στον τύπο
θραύσης σε δοκίμια αλουμινίου 90, ενώ η ενέργεια ΑΕ συσχετίστηκε με το συντελεστή έντασης τάσης υπό κόπωση
και την πρόγνωση τελικής βλάβης σε δοκίμια και κατασκευές χάλυβα 91. Επιπροσθέτως ο αριθμός counts
χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό μεγέθους σωματιδίων σε μετρήσεις ελεγχόμενης πτώσης σκόνης μετάλλου
92
.

3.11 Βιολογικά υλικά


Η ΑΕ εκπομπή προσφέρει υπηρεσίες και στον τομέα των βιολογικών υλικών, όπως στην διάγνωση αρθρίτιδας στο
γόνατο με αισθητήρα τοποθετημένο πάνω στο δέρμα. Κατά την εκτέλεση συγκεκριμένων κινήσεων από τον
ασθενή, η τριβή των υποβαθμισμένων συνδέσμων εκπέμπει σήματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους
υγιείς 93. Επίσης σε εργαστηριακές δοκιμές στρέψης-καμψης σε μηριαίο οστό ο χρόνος ανύψωσης (RT) χρησίμευσε
για το διαχωρισμό μεταξύ γεγονότων θραύσης και τριβής πλευρών ήδη ανοιγμένων ρωγμών, όπως και μεταξύ
εφελκυστικών και διατμητικών ρωγμών 94,95. Σε μία πρωτοποριακή μελέτη της δεκαετίας του 1980, ΑΕ
καταγράφηκε από προσθετικό σύστημα εμφυτευμένου σε οστά κνήμης και μηρού. Βρέθηκε ότι η δραστηριότητα
ΑΕ (και άρα ή τάση προς θραύση) αυξάνει με χαμηλότερο ρυθμό παραμόρφωσης και ότι αυξημένο εύρος ΑΕ
καταγράφεται για υψηλότερο φορτίο 96. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και πρόσφατες μελέτες σε φυτά για την
διάγνωση ξηρασίας. Το φαινόμενο βασίζεται στη «σπηλαίωση» (cavitation) που συμβαίνει στα τριχοειδή αγγεία
δηλαδή στην δημιουργία φυσαλίδας που φράσει τα αγγεία 97.

3.12 Βιομηχανικές εφαρμογές


Σε πολλά υλικά και κατασκευές οι έλεγχοι ΑΕ έχουν περάσει στο στάδιο της εφαρμογής με αυστηρά κριτήρια
αποδοχής απόρριψης της κατασκευής. Παράδειγμα αποτελούν τα πιεστικά δοχεία (μεταλλικά και
πολυμερή/σύνθετα, π.χ. 97. Κατά τη διάρκεια ελεγχόμενης φόρτισης με εσωτερική πίεση η καταγραφή της ΑΕ
(αριθμός σημάτων, εύρος) αποτελεί κριτήριο ελέγχου της δομικής ακεραιότητας. Σήματα υψηλού εύρους αλλά και
υψηλές τιμές του δείκτη Felicity ratio σε περίπτωση αποφόρτισης-επαναφόρτισης υποδεικνύουν υλικό που πρέπει
να αλλαχθεί. Η ΑΕ χρησιμοποιείται για έλεγχο διαρροών και διάβρωσης σε χημικές μονάδες, διυλιστήρια
πετρελαίου κ.α. Το πλεονέκτημα είναι ότι δεν χρειάζεται διακοπή των εργασιών και καθαρισμός για λεπτομερή
οπτικό έλεγχο των δεξαμενών. Ο έλεγχος πραγματοποιείται κατά τη λειτουργία αφού οποιαδήποτε απόθεση υλικού
διάβρωσης ή διαρροή εκπέμπει ακουστικά σήματα που συλλέγονται από τους αισθητήρες 98. Τυπικός έλεγχος
γίνεται και σε καλαθοφόρα οχήματα (π.χ. πυροσβεστικά, γερανούς) για ανίχνευση βλαβών όπως ρωγμές στο
θάλαμο, προβλήματα στις υδραυλικές βαλβίδες ή ελλιπή λίπανση συνδέσμων 99. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι,
ειδικά σε εφαρμογές πεδίου, όπου η ΑΕ καταγράφεται υπό το φορτίο λειτουργιάς μιας κατασκευής, δεν είναι
απαραίτητη η διάδοση ρωγμών αλλά τα σήματα ΑΕ μπορεί να προέρχονται από τριβή των επιφανειών ήδη
ανοιγμένων ρωγμών (δευτερεύουσα ΑΕ) που είναι επίσης χρήσιμη διότι επιτρέπει το γεωμετρικό εντοπισμό των
περιοχών βλάβης και την αποτίμηση της όλης κατάστασης από το πλήθος των σημάτων ΑΕ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και μετρήσεις ΑΕ σε ολόκληρα αεροσκάφη υπό κοπωτικό φορτίο. Ο αριθμός
των γεγονότων και ο γεωμετρικός εντοπισμός επιτρέπει την εύρεση ευαίσθητων σημείων στον σχεδιασμό αλλά και
επιτρέπει τον πιο λεπτομερή έλεγχο με οπτική παρατήρηση στα ενδεδειγμένα σημεία 100.
Επίσης άλλη σημαντική εφαρμογή συνιστά η παρακολούθηση ευστάθειας πρανών για τον κίνδυνο
κατολίσθησης. Σε αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιείται μεταλλικός κυματοδηγός που εισέρχεται στο βράχο ώστε
να διευκολύνει τη συλλογή σημάτων από μακρινές αποστάσεις. Υλικά όπως έδαφος ή βράχος έχουν υψηλή
εξασθένιση αλλά ακόμα και ασθενή σήματα μεταφέρονται δεκάδες μέτρα μέσα από το σκληρό κυματοδηγό και

104
καταγράφονται από αισθητήρες ΑΕ 101. Κυματοδηγοί εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις υψηλής θερμοκρασίας για
να προστατευτούν οι αισθητήρες από την απ’ευθείας επαφή με υψηλής θερμοκρασίας επιφάνειες 78,102.

3.13 Ασύρματα δίκτυα ΑΕ


Η συντριπτική πλειοψηφία των συστημάτων ΑΕ βασίζεται σε μεταφορά δεδομένων μέσω καλωδίων κάτι που
προκαλεί δυσκολίες όταν πρόκειται για έλεγχο στο πεδίο, όπου η χρήση πολλών δεκάδων καναλιών είναι
συνηθισμένη. Επίσης καθιστά τον έλεγχο ευάλωτο σε θόρυβο και αυξάνει το κόστος. Πρόσφατα λοιπόν προέκυψε
η ανάγκη αναβάθμισης σε ασύρματα συστήματα 1. Σε αυτήν την περίπτωση ο αισθητήρας, εκτός από τον
πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο, περιέχει και επεξεργαστή σήματος και πλατφόρμα ασύρματης επικοινωνίας, ενώ
πρέπει να υποστηρίζεται από μπαταρία 103-105. Τα δεδομένα συλλέγονται σε «κόμβους» και γίνεται επεξεργασία
βάσει αλγορίθμων, ώστε να εξακριβωθούν αποκλίσεις από τη φυσιολογική δραστηριότητα. Ο χρήστης έχει τη
δυνατότητα πρόσβασης μέσω διαδικτύου από ένα απομακρυσμένο σταθμό. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να υπάρξει
συνεχής παρακολούθηση της κατασκευής με σκοπό την προληπτική συντήρηση ώστε να αποφευχθεί η
μακροσκοπική αστοχία.
Μέχρι στιγμής η δυνατότητες δειγματοληψίας των ασυρμάτων συστημάτων είναι χαμηλότερη από των
κλασικών ενσύρματων. Ωστόσο τα πλεονεκτήματα που φέρουν προωθούν τη βελτίωση και τη χρήση της
ασύρματης ΑΕ στις κατασκευές 106.

3.14 Συνδυασμός με άλλες τεχνικές ΜΚΕ


Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η συνδυασμένη χρήση των διαφόρων τεχνικών, μαζί με ΑΕ βοηθά να καθοριστεί
ακριβώς η αιτία (ή η πηγή) της ΑΕ, περιορίζοντας την αβεβαιότητα. Για παράδειγμα, η τομογραφία ακτίνων Χ έχει
χρησιμοποιηθεί για να συμπληρώσει τα αποτελέσματα ΑΕ από θλίψη σε σκυρόδεμα που είχε υποστεί κύκλους
ψύξης-απόψυξης 107,108. Η ΑΕ έχει συνδυαστεί με την συσχέτιση ψηφιακών εικόνων παραμόρφωσης (Digital Image
Correlation, DIC) σε αρκετές μελέτες 68,109-112. H DIC παρέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το πεδίο
παραμορφώσεων στην επιφάνεια, ενώ βοηθά ιδιαίτερα στον εντοπισμό αποκολλήσεων επιθεμάτων λόγω μείωσης
της παραμόρφωσης σε αυτά. Ως εκ τούτου, η όποια μετατόπιση των πληθυσμών των σημείων ΑΕ μπορούν με
ασφάλεια να αποδοθούν στη σωστή πηγή, χωρίς τον κίνδυνο λανθασμένης υπόθεσης. Στο παράδειγμα του Σχ.
3.13α φαίνεται δύο πληθυσμοί σημάτων ΑΕ. Αυτός που καταγράφηκε κατά την σταθερή πρόοδο της ρηγμάτωσης
(υπό κάμψη τεσσάρων σημείων) δοκού σκυροδέματος ενισχυμένης με εξωτερικό στρώμα TRC και αυτός που
καταγράφηκε κατά την διάρκεια μιας πτώσης φορτίου. Παρά την ισχυρή επικάλυψη των πληθυσμών, η αλλαγή
των μέσων τιμών είναι εμφανής (π.χ. η μέση διάρκεια των σημάτων είναι 3-4 φορές μεγαλύτερη τη στιγμή πτώσης
του φορτίου, απ’ ότι πριν). Το Σχ. 3.13β δείχνει τα αντίστοιχα πεδία παραμορφώσεων (από DIC) στο εξωτερικό
στρώμα της ενίσχυσης πριν και μετά από αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή πτώσης του φορτίου. Η απότομη μείωση
της παραμόρφωσης στη δεξιά περιοχή υποδεικνύει αποκόλληση της ενίσχυσης TRC και επιβεβαιώνει ότι η
μετατόπιση στις παραμέτρους της ΑΕ που κατεγράφησαν εκείνη τη στιγμή οφείλονται σε αποκόλληση.
Αντιστοιχίζοντας τιμές παραμέτρων ΑΕ και ειδικότερα τις τάσεις αυτών με τις πραγματικές φυσικές διεργασίες σε
ένα υλικό υπό ελεγχόμενες συνθήκες (εργαστήριο) συνεισφέρει στην παρακολούθηση της κατάστασης στο πεδίο
και στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων.

105
Σχήμα 3.13 (α) Πληθυσμός AE από ρηγμάτωση σκυροδέματος και αποκόλληση στρώσης TRC, παραμόρφωση (β) πριν, και (γ)
μετά την πτώση φορτίου. Η έντονη μείωση της παραμόρφωσης στο δεξί μέρος του (γ) δείχνει ότι πρόκειται για αποκόλληση στη
συγκεκριμένη περιοχή.

Η AE έχει συνδυαστεί με υπέρηχο με σκοπό την αποτίμηση της υποβάθμισης σε δοκίμια κονιάματος και
σκυροδέματος 62,113,114. Η ΑΕ και ο υπέρηχος λειτουργούν συμπληρωματικά αφού μικρές ρωγμές που δεν
ανιχνεύονται με τον υπέρηχο παράγουν ευδιάκριτα σήματα ΑΕ. Από την άλλη, μη ενεργές ρωγμές χωρίς ακουστική
δραστηριότητα, επηρεάζουν τη διάδοση του υπέρηχου, προκαλώντας ανάκλαση ή μείωση ταχύτητας 38. Το εύρος
σήματος Μη Γραμμικής Ακουστικής έχει συσχετιστεί με την παράμετρο Felicity ratio και τη συνολική ΑΕ σε
δοκίμια σκυροδέματος υπό θλίψη και κατά την ενυδάτωση 25,39.
Παράμετροι ταλαντώσεων έχουν επίσης συσχετιστεί με αποτελέσματα AE 115 όπως επίσης και οπτική
επιθεώρηση 116. Η χρήση θερμογραφίας υπερύθρου έχει επίσης χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά της ΑΕ σε
τοιχοποιία, κεραμικά, σύνθετα και μέταλλα 117-119.

3.15 Σύνοψη – Πλεονεκτήματα-Μειονεκτήματα


Το παρόν κεφάλαιο επιχειρεί μία σύνοψη της μεθόδου της Ακουστικής Εκπομπής για το χαρακτηρισμό υλικών.
Παρακάτω αναφέρονται τα βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου σε σύγκριση με άλλες κοινές μεθόδους ΜΚΕ. Η
ΑΕ θεωρείται εργαλείο καθολικού ελέγχου (global monitoring tool) αφού με ένα μικρό αριθμό αισθητήρων μπορεί
να συλλέγεται πληροφορία από μεγάλο μέρος του όγκου της κατασκευής. Σε αντίθεση, η συγγενής μέθοδος
υπερήχων είναι σημειακή μέθοδος αφού συλλέγει πληροφορία μόνο τοπικά σημείο προς σημείο. Εφόσον η τεχνική
της ΑΕ χρησιμοποιείται για μη καταστροφική παρακολούθηση θραύσης, εξωτερικό φορτίο είναι απαραίτητο
(μηχανικό/θερμικό) ώστε να υπάρξει κινητικότητα ρωγμών (διάδοση ή τριβή επιφανειών). Πρέπει επίσης να
επισημανθεί ότι η ΑΕ δεν είναι επαναλήψιμη διότι κάθε γεγονός θραύσης είναι μοναδικό και αν δεν καταγραφεί,

106
δεν υπάρχει πιθανότητα επανάληψης της μέτρησης (σε αντίθεση με τον υπέρηχο). Τέλος μεγάλη σημασία πρέπει
να δίνεται στην αποφυγή θορύβου ειδικά σε περιπτώσεις ελέγχου στο πεδίο, όπου πολλοί αστάθμητοι παράγοντες
μπορεί να προκαλέσουν ακουστικά σήματα που αν δεν φιλτραριστούν θα «μολύνουν» τα χρήσιμα δεδομένα (π.χ.
αέρας, βροχή, ηλεκτρομαγνητικός θόρυβος). Κάποια χαρακτηριστικά της μεθόδου ΑΕ σε σύγκριση με άλλες
μεθόδους φαίνονται στον Πίνακα 3.1.

ΑΕ Άλλες μέθοδοι
Καθολικός έλεγχος Σημειακός έλεγχος
Πρόσβαση σε συγκεκριμένα σημεία Πρόσβαση σε όλη την επιφάνεια
Μη επαναλήψιμη Επαναλήψιμη
Εξωτερική φόρτιση απαραίτητη (εφόσον
Εξωτερική φόρτιση όχι απαραίτητη
επιχειρείται ανίχνευση ρωγμών)
Ευαίσθητη σε θόρυβο Ευαίσθητη σε θόρυβο

Πίνακας 3.1 Βασικά χαρακτηριστικά ΑΕ και άλλων μεθόδων.

107
3.16 Βιβλιογραφία
[1] Grosse, C. U., "Wireless Sensing and Acoustic Emission Array Techniques", chapter 15, Acoustic Emission
Testing, C. U. Grosse, M. Ohtsu, eds., pp. 357-381, (Springer, 2008).
[2] Torres Arredondo, M. A., PhD Thesis: “Acoustic Emission Testing and Acousto-Ultrasonics for Structural
Health Monitoring”, ISSN 2191-5601, Universitat Siegen (2013).
[3] Mix, P. E., Introduction to Nondestructive Testing, Hoboken, NJ, 2005.
[4] Kaiser, J., PhD Thesis: “Untersuchung Uber Das Auftreten Von Geräuschen Beim Zugversuch”, Technische
Hochschule Munich (1950).
[5] Kishinoue, F., “An Experiment on the Progression of Fracture (a Preliminary Report)”, Jisin 6:24-31(1934)
translated and published by Ono K., Journal of AE, vol. 9(3), pp. 177-180, (1990).
[6] Grosse, C. U., M. Ohtsu, Acoustic Emission Testing, Berlin Heidelberg: Springer-Verlag, 2008.
[7] Mindess, S., "Acoustic Emission Methods", CRC Handbook of Nondestructive Testing of Concrete, V. M.
Malhotra, N. J. Carino, eds., (CRC, Boca Raton, FL, 2004).
[8] Ohtsu, M., “Recommendations of RILEM Technical Committee 212-ACD: Acoustic Emission and Related
NDE Techniques for Crack Detection and Damage Evaluation in Concrete: Test Method for Classification
of Active Cracks in Concrete Structures by Acoustic Emission”, Mater. Struct., vol. 43(9), pp. 1187–1189,
(2010).
[9] Grosse, C. U., "Signal-Based AE Analysis", chapter 5, Acoustic Emission Testing, C. U. Grosse, M. Ohtsu, eds.,
pp. 53-99, (Springer-Verlag, Berlin Heidelberg, 2008).
[10] Alver, N., H. Murat Tanarslan, O. Yasin Sulun, E. Ercan, M. Karcılı, E. Selman, K. Ohno, “Effect of CFRP-
Spacing on Fracture Mechanism of CFRP-Strengthened Reinforced Concrete Beam Identified by AE-
SIGMA”, Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 146-156, (2014).
[11] Grosse, C. U., F. Finck, “Quantitative Evaluation of Fracture Processes in Concrete Using Signal-Based
Acoustic Emission Techniques”, Cement & Concrete Composites, vol. 28, pp. 330–336, (2006).
[12] Ohno, K., K. Uji, A. Ueno, M. Ohtsu, “Fracture Process Zone in Notched Concrete Beam under Three-Point
Bending by Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 139–145, (2014).
[13] Ohtsu, M., T. Okamoto, S. Yuyama, “Moment Tensor Analysis of AE for Cracking Mechanisms in Concrete”,
ACI Struct J., vol. 95(2), pp. 87–95, (1998).
[14] NDT resources, https://www.nde-ed.org/EducationResources/CommunityCollege/Other%20
Methods/AE/AE_Intro.htm
[15] Luo, X., H. Haya, T. Inaba, T. Shiotani, “Yasuhiro Nakanishi, Damage Evaluation of Railway Structures by
Using Train-Induced AE”, Construction and Building Materials, vol. 18, pp. 215–223, (2004).
[16] Schechinger, B., T. Vogel, “Acoustic Emission for Monitoring a Reinforced Concrete Beam Subject to Four-
Point-Bending”, Construction and Building Materials, vol. 21, pp. 483–490, (2007).
[17] Mpalaskas, A. C., I. Vasilakos, T. E. Matikas, H. K. Chai, D. G. Aggelis, “Monitoring of the Fracture
Mechanisms Induced by Pull-out and Compression in Concrete”, Engineering Fracture Mechanics, vol.
128, pp. 219–230, (2014).
[18] Chen, B., J. Liu, “Experimental Study on AE Characteristics of Three-Point-Bending Concrete Beams”,
Cement and Concrete Research, vol. 34, pp. 391-397, (2004).

108
[19] Dai, Q., K. Ng, J. Zhou, E. L. Kreiger, T. M. Ahlborn, “Damage Investigation of Single-Edge Notched Beam
Tests with Normal Strength Concrete and Ultra High Performance Concrete Specimens Using Acoustic
Emission Techniques”, Construction and Building Materials, vol. 31, pp. 231–242, (2012).
[20] Assouli, B., F. Simescu, G. Debicki, H. Idrissi, “Detection and Identification of Concrete Cracking During
Corrosion of Reinforced Concrete by Acoustic Emission Coupled to the Electrochemical Techniques”,
NDT&E International, vol. 38, pp. 682–689, (2005).
[21] Calabrese, L., G. Campanella, E. Proverbio, “Identification of Corrosion Mechanisms by Univariate and
Multivariate Statistical Analysis During Long Term Acoustic Emission Monitoring on a Pre-Stressed
Concrete Beam”, Corrosion Science, vol. 73, pp. 161–171, (2013).
[22] Kawasaki, Y., T. Wakuda, T. Kobarai, M. Ohtsu, “Corrosion Mechanisms in Reinforced Concrete by Acoustic
Emission”, Construction and Building Materials, vol. 48, pp. 1240–1247, (2013).
[23] Suzuki, T., M. Ohtsu, “Damage Estimation of Concrete Canal Due to Earthquake Effects by Acoustic Emission
Method”, Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 186–191, (2014).
[24] Hu, S., J. Lu, F. Xiao, “Evaluation of Concrete Fracture Procedure Based on Acoustic Emission Parameters”,
Construction and Building Materials, vol. 47, pp. 1249-1256, (2013).
[25] Van Den Abeele, K., W. Desadeleer, G. De Schutter, M. Wevers, “Active and Passive Monitoring of the Early
Hydration Process in Concrete Using Linear and Nonlinear Acoustics”, Cement and Concrete Research,
vol. 39, pp. 426-432, (2009).
[26] Soulioti, D., N. M. Barkoula, A. Paipetis, T. E. Matikas, T. Shiotani, D. G. Aggelis, “Acoustic Emission
Behavior of Steel Fibre Reinforced Concrete under Bending”, Construction and Building Materials, vol.
23(12), pp. 3532-3536, (2009).
[27] Ohtsu, M., “Recommendation of RILEM TC 212-ACD: Acoustic Emission and Related NDE Techniques for
Crack Detection and Damage Evaluation in Concrete, Test Method for Damage Qualification of Reinforced
Concrete Beams by Acoustic Emission”, Materials and Structures, vol. 43(9), pp. 1183-1186, (2010).
[28] Ohtsu, M., T. Isoda, Y. Tomoda, “Acoustic Emission Techniques Standardized for Concrete Structures”, J.
Acoustic Emission, vol. 25, pp. 21-32, (2007).
[29] Aggelis, D. G., T. Shiotani, M. Terazawa, “Assessment of Construction Joint Effect in Full-Scale Concrete
Beams by Acoustic Emission Activity”, Journal of Engineering Mechanics, vol. 136(7), pp. 906-912,
(2010).
[30] Ohtsu, M., M. Uchida, T. Okamoto, S. Yuyama, “Damage Assessment of Reinforced Concrete Beams
Qualified by Acoustic Emission”, ACI Structural Journal, vol. 99(4), pp. 411-417, (2002).
[31] Shiotani, T., D. G. Aggelis, O. Makishima, “Global Monitoring of Concrete Bridge Using Acoustic Emission”,
J. Acoustic Emission, vol. 25, pp. 308-315, (2007).
[32] Shiotani, T., Y. Nakanishi, X. Luo, H. Haya, T. Inaba, “Damage Evaluation for Railway Structures by Means
of Acoustic Emission”, Key Engineering Materials, vol. 270-273, pp. 1622-1630, (2004).
[33] Colombo, S., M. C. Forde, I. G. Main, M. Shigeishi, “Predicting the Ultimate Bending Capacity of Concrete
Beams from the ‘‘Relaxation Ratio’’ Analysis of AE Signals”, Construction and Building Materials, vol.
19, pp. 746-754, (2005).
[34] Vidya Sagar, R., B. K. Raghu Prasad, “A Review of Recent Developments in Parametric Based Acoustic
Emission Techniques Applied to Concrete Structures”, Nondestructive Testing and Evaluation, vol. 27(1),
pp. 47-68, (2012).
[35] Shiotani, T., D. G. Aggelis, “Evaluation of Repair Effect for Deteriorated Concrete Piers of Intake Dam Using
AE Activity”, J. Acoustic Emission, vol. 25, pp. 69-79, (2007).

109
[36] Fowler, T. J., “Experience with Acoustic Emission Monitoring of Chemical Process Industry Vessels”,
Progress in AE III, pp. 150-162, (1986).
[37] Tensi, H. M., “The Kaiser-Effect and Its Scientific Background”, J. Acoustic Emission, vol. 22, pp. S1-S16,
(2004).
[38] Shiotani, T., M. Shigeishi, M. Ohtsu, “Acoustic Emission Characteristics of Concrete-Piles”, Construction and
Building Materials, vol. 13, pp. 73-85, (1999).
[39] Shah, A. A., Y. Ribakov, “Effectiveness of Nonlinear Ultrasonic and Acoustic Emission Evaluation of
Concrete with Distributed Damages”, Materials and Design, vol. 31, pp. 3777-3784, (2010).
[40] Kocur, G. K., T. Vogel, “Classification of the Damage Condition of Preloaded Reinforced Concrete Slabs
Using Parameter-Based Acoustic Emission Analysis”, Construction and Building Materials, vol. 24, pp.
2332-2338, (2010).
[41] Golaski, L., P. Gebski, K. Ono, “Diagnostics of Reinforced Concrete Bridges by Acoustic Emission”, J.
Acoustic Emission, vol. 20, pp. 83-98, (2002).
[42] Shah, S. G., J. M. Chandra Kishen, “Fracture Behavior of Concrete–Concrete Interface Using Acoustic
Emission Technique”, Engineering Fracture Mechanics, vol. 77, pp. 908-924, (2010).
[43] Triantafillou, T. C., C. G. Papanicolaou, “Shear Strengthening of Reinforced Concrete Members with Textile
Reinforced Mortar (TRM) Jackets”, Materials and Structures, vol. 39, pp. 93–103, (2006).
[44] Carpinteri, A., F. Cardone, G. Lacidogna, “Energy Emissions from Failure, Phenomena: Mechanical,
Electromagnetic, Nuclear”, Experimental Mechanics, vol. 50, pp. 1235-1243, (2012).
[45] Muralidhara, S., B. K. Raghu Prasad, H. Eskandari, B. L. Karihaloo, “Fracture Process Zone Size and True
Fracture Energy of Concrete Using Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 24, pp.
479-486, (2010).
[46] Karihaloo, B. L., A. Ramachandra Murthy, N. R. Iyer, “Determination of Size-Independent Specific Fracture
Energy of Concrete Mixes by the Tri-Linear Model”, Cement and Concrete Research, vol. 49, pp. 82-88,
(2013).
[47] Vidya Sagar, R., B. K. Raghu Prasad, “An Experimental Study on Acoustic Emission Energy as a Quantitative
Measure of Size Independent Specific Fracture Energy of Concrete Beams”, Construction and Building
Materials, vol. 25, pp. 2349-2357, (2011).
[48] Aggelis, D. G., D. V. Soulioti, E. Gatselou, N. M. Barkoula, T. E. Matikas, “Monitoring of the Mechanical
Behavior of Concrete with Chemically Treated Steel Fibers by Acoustic Emission”, Construction and
Building Materials, vol. 48, pp. 1255-1260, (2013).
[49] Fricker, S., T. Vogel, “Site Installation and Testing of a Continuous Acoustic Monitoring”, Construction and
Building Materials, vol. 21, pp. 501-510, (2007).
[50] Ogawa, Y., Y. Kawasaki, T. Okamoto, “Fracture Behavior of Rc Members Subjected to Bending Shear and
Torsion Using Acoustic Emission Method”, Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 165-169,
(2014).
[51] Shiotani, T., K. Fujii, T. Aoki, K. Amou, “Evaluation of Progressive Failure Using AE Sources and Improved
B-Value on Slope Model Tests”, Progress in Acoustic Emission, vol. 7, pp. 529-534, (1994).
[52] Kurz, J. H., F. Finck, C. U. Grosse, H. W. Reinhardt, “Stress Drop and Stress Redistribution in Concrete
Quantified over Time by the B-Value Analysis”, Structural Health Monitoring, vol. 5(1), pp. 69-81, (2006).
[53] Colombo, S., I. G. Main, M. C. Forde, “Assessing Damage of Reinforced Concrete Beam Using ‘‘B-Value’’
Analysis of Acoustic Emission Signals”, Journal of Materials in Civil Engineering, vol. May/June, pp. 280-
286, (2003).

110
[54] Behnia, A., H. K. Chai, T. Shiotani, “Advanced Structural Health Monitoring of Concrete Structures with the
Aid of Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 65, pp. 282-302, (2014).
[55] ElBatanouny, M. K., P. H. Ziehl, A. Larosche, J. Mangual, F. Matta, A. Nanni, “Acoustic Emission Monitoring
for Assessment of Prestressed Concrete Beams”, Construction and Building Materials, vol. 58, pp. 46-53,
(2014).
[56] Aggelis, D. G., “Classification of Cracking Mode in Concrete by Acoustic Emission Parameters”, Mech. Res.
Commun., vol. 38, pp. 153-157, (2011).
[57] Blom, J., M. El Kadi, J. Wastiels, D. G. Aggelis, “Bending Fracture of Textile Reinforced Cement Laminates
Monitored by Acoustic Emission: Influence of Aspect Ratio”, Construction and Building Materials, vol.
70, pp. 370-378, (2014).
[58] Carpinteri, A., M. Corrado, L. G., “Heterogeneous Materials in Compression: Correlations between Absorbed,
Released and Acoustic Emission Energies”, Engineering Failure Analysis, vol. 33, pp. 236-250, (2013).
[59] Watanabe, T., S. Nishibata, C. Hashimoto, M. Ohtsu, “Compressive Failure in Concrete of Recycled Aggregate
by Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 21, pp. 470-476, (2007).
[60] Farhidzadeh, A., S. Salamone, P. Singla, “A Probabilistic Approach for Damage Identification and Crack Mode
Classification in Reinforced Concrete Structures”, Journal of Intelligent Material Systems and Structures,
vol. 24(14), pp. 1722-1735, (2013).
[61] Shahidan, S., R. Pulin, N. Muhamad Bunnori, K. M. Holford, “Damage Classification in Reinforced Concrete
Beam by Acoustic Emission Signal Analysis”, Construction and Building Materials, vol. 45, pp. 78-86,
(2013).
[62] Behnia, A., H. K. Chai, M. Yorikawa, S. Momoki, M. Terazawa, T. Shiotani, “Integrated Non-Destructive
Assessment of Concrete Structures under Flexure by Acoustic Emission and Travel Time Tomography”,
Construction and Building Materials, vol. 67, pp. 202-215, (2014).
[63] Shiotani, T., O. Y., M. Goto, S. Momoki, “Temporal and Spatial Evaluation of Grout Failure Process with PC
Cable Breakage by Means of Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 48, pp. 1286-
1292, (2013).
[64] Ohno, K., M. Ohtsu, “Crack Classification in Concrete Based on Acoustic Emission”, Construction and
Building Materials, vol. 24, pp. 2339-2346, (2010).
[65] Md Nor, N., A. Ibrahim, N. M. Bunnori, H. M. Saman, “Acoustic Emission Signal for Fatigue Crack
Classification on Reinforced Concrete Beam”, Construction and Building Materials, vol. 49, pp. 583-590,
(2013).
[66] Elfergani, H. A., R. Pullin, K. M. Holford, “Damage Assessment of Corrosion in Prestressed Concrete by
Acoustic Emission”, Construction and Building Materials, vol. 40, pp. 925-933, (2013).
[67] Omondi, B., D. G. Aggelis, H. Sol, C. Sitters, "Acoustic Emission Behaviour of Prestressed Concrete Sleepers
under Quasi-Static Homologation Testing", Proc. of 31st Conference of the European Working Group on
Acoustic Emission, (Dresden, Germany, http://www.ewgae2014.com/portals/131/bb/we3a2.pdf, 2014).
[68] Verbruggen, S., D. G. Aggelis, T. Tysmans, J. Wastiels, “Ending of Beams Externally Reinforced with TRC
and CFRP Monitored by DIC and AE”, Composite Structures, vol. 112, pp. 113-121, (2014).
[69] Scholey, J. J., P. D. Wilcox, M. R. Wisnom, M. I. Friswell, “Quantitative Experimental Measurements of
Matrix Cracking and Delamination Using Acoustic Emission”, Compos. A, vol. 41, pp. 612-623, (2010).
[70] Polyzos, D., A. Papacharalampopoulos, T. Shiotani, D. G. Aggelis, “Dependence of AE Parameters on the
Propagation Distance”, J. Acoustic Emission, vol. 29, pp. 57-67, (2011).

111
[71] Rilem 2014, On-site measurement of concrete and masonry structures by visualized NDT Technical Committee
239-MCM, http://rilem.net/gene/main.php?base=8750&gp_id=252.
[72] Maillet, E., N. Godin, M. R’Mili, P. Reynaud, G. Fantozzi, J. Lamon, “Damage Monitoring and Identification
in SiC/SiC Minicomposites Using Combined Acousto-Ultrasonics and Acoustic Emission”, Composites:
Part A, vol. 57, pp. 8-15, (2014).
[73] Jang, B. K., T. Kishi, “Mechanical Properties of TiNi Fiber Impregnated CFRP Composites”, Mater. Lett., vol.
60, pp. 518-521, (2006).
[74] Quispitupa, A., B. Shafiq, F. Just, D. Serrano, “Acoustic Emission Based Tensile Characteristics of Sandwich
Composites”, Composites Part B: Eng., vol. 35(6-8), pp. 563-571, (2004).
[75] Loutas, T. H., V. Kostopoulos, “Health Monitoring of Carbon/Carbon, Woven Reinforced Composites.
Damage Assessment by Using Advanced Signal Processing Techniques. Part I: Acoustic Emission
Monitoring and Damage Mechanisms Evolution”, Compos. Sci. Technol., vol. 69(2), pp. 265-272, (2009).
[76] Aggelis, D. G., N. M. Barkoula, T. E. Matikas, A. S. Paipetis, “Acoustic Emission Monitoring of Degradation
of Cross Ply Laminates”, Journal of the Acoustical Society of America, vol. 127(6), pp. 246-251, (2010).
[77] Anastasopoulos, A. A., T. P. Philippidis, “Clustering Methodology for the Evaluation of Acoustic Emission
from Composites”, NDT and E Int., vol. 30(2), pp. 108, (1997).
[78] Momon, S., N. Godin, P. Reynaud, M. R’Mili, G. Fantozzi, “Unsupervised Andsupervised Classification of
AE Data Collected During Fatigue Test on CMC at High Temperature”, Compos. Part A, vol. 43, pp. 254-
260, (2012).
[79] Kostopoulos, V., T. Loutas, K. Dassios, “Fracture Behavior and Damage Mechanisms Identification of
SiC/Glass Ceramic Composites Using AE Monitoring”, Composites Science and Technology, vol. 67, pp.
1740-1746, (2007).
[80] Philippidis, T. P., T. T. Assimakopoulou, “Using Acoustic Emission to Assess Shear Strength Degradation in
FRP Composites Due to Constant and Variable Amplitude Fatigue Loading”, Composites Science and
Technology, vol. 68, pp. 840-847, (2008).
[81] Boinet, M., J. Bernard, M. Chatenet, F. Dalard, S. Maximovitch, “Understanding Aluminum Behaviour in
Aqueous Alkaline Solution Using Coupled Techniques. Part Ii: Acoustic Emission Study”, Electrochim
Acta, vol. 55, pp. 3454-3463, (2010).
[82] Amami, S., C. Lemaitre, A. Laksimi, S. Benmedakhene, “Characterization by Acoustic Emission and
Electrochemical Impedance Spectroscopy of the Cathodic Disbonding of Zn Coating”, Corrosion Science,
vol. 52, pp. 1705-1710, (2010).
[83] Clough, R. B., W. G. McDonough, “The Measurement of Fiber Strength Parameters in Fragmentation Tests
by Using Acoustic Emission”, Composites Science and Technology, vol. 56, pp. 1119-1127, (1996).
[84] Yonezu, A., M. Arino, T. Kondo, H. Hirakata, K. Minoshima, “On Hydrogen Induced Vickers Indentation
Cracking in High-Strength Steel”, Mech. Res. Commun., vol. 37, pp. 230-234, (2010).
[85] Brown, J. A., L. J. Vendra, A. Rabiei, “Bending Properties of Al–Steel and Steel–Steel Composite Metal
Foams”, Metall Mater Trans A, vol. 41(11), pp. 2784-2793, (2010).
[86] Trojanova, Z., Z. Szaraz, F. Chmelíka, P. Lukac, “Acoustic Emission from Deformed Mg–Y–Nd Alloy and
This Alloy Reinforced with SiC Particles”, J Alloys Compounds, vol. 504(2), pp. L28-30, (2010).
[87] Dang Hoang, T., C. Herbelot, A. Imad, “Rupture and Damage Mechanism Analysis of a Bolted Assembly
Using Coupling Techniques between A.E. And D.I.C.”, Eng Struct., vol. 32(9), pp. 2793-2803, (2010).

112
[88] Jin, Z., B. Gong, W. Jin, B. Wen, "Analysis of Acoustic Emission Signals from Stainless Steel with Different
Wavelet Bases", IEEE International Symposium on Knowledge Acquisition and Modeling Workshop
Proceedings, KAM 2008, pp. 892-895, (2008).
[89] Roberts, T. M., T. M., “Acoustic Emission Monitoring of Fatigue Crack Propagation”, J Construct Steel Res
Comm, vol. 59, pp. 695-712, (2003).
[90] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, T. E. Matikas, “Acoustic Emission for Fatigue Damage Characterization in
Metal Plates”, Mechanics Research Communications, vol. 38(2), pp. 106-110, (2011).
[91] Zárate, B. A., J. M. Caicedo, J. Yu, P. Ziehl, “Deterministic and Probabilistic Fatigue Prognosis of Cracked
Specimens Using Acoustic Emissions”, Journal of Constructional Steel Research, vol. 76, pp. 68-74,
(2012).
[92] Boschetto, A., F. Quadrini, “Powder Size Measurement by Acoustic Emission”, Measurement, vol. 44, pp.
290-297, (2011).
[93] Shark, L. K., H. Chen, J. Goodacre, “Acoustic Emission: A Potential Biomarker for Quantitative Assessment
of Joint Ageing and Degeneration”, Med. Eng. Phys., vol. 33, pp. 534-545, (2011).
[94] Schwalbe, H. J., G. Bamfaste, R. P. Franke, “Non-Destructive and Non-Invasive Observation of Friction and
Wear of Human Joints and of Fracture Initiation by Acoustic Emission”, Proc. Inst. Mech. Eng., vol. 213,
pp. 41-48, (1999).
[95] Aggelis, D. G., M. Strantza, O. Louis, F. Boulpaep, D. Polyzos, D. Van Hemelrijck, “ Fracture of Human
Femur Tissue Monitored by Acoustic Emission Sensors”, Sensors, vol. 15, pp. 5803-5819, (2015).
[96] Wells, J. G., R. D. Rawlins, “Acoustic Emission and Mechanical Properties of Trabecular Bone”, Biomaterials,
vol. 6, pp. 218-224, (1985).
[97] ASTM, 2015, Standard Practice for Acoustic Emission Examination of Welded Steel Sphere Pressure Vessels
Using Thermal Pressurization, http://www.astm.org/Standards/E2863.htm
[98] Anastasopoulos, A., D. Kourousis, S. Botten, G. Wang, “Acoustic Emission Monitoring for Detecting
Structural Defects in Vessels and Offshore Structures”, Ships and Offshore Structures, vol. 4, pp. 363-372,
(2009).
[99] ASTM, 2011, http://www.astm.org/SNEWS/MA_2011/veal_ma11.html
[100] Finlayson, R. D., M. Friesel, M. Carlos, P. Cole, J. C. Lenain, "Health Monitoring of Aerospace Structures
with Acoustic Emission and Acousto-Ultrasonics", 15th WCNDT,
http://www.ndt.net/article/wcndt00/papers/idn755/idn755.htm, (Roma, 2000).
[101] Shiotani, T., “Evaluation of Long-Term Stability for Rock Slope by Means of Acoustic Emission Technique”,
NDT&E International, vol. 39, pp. 217-228, (2006).
[102] Anastasopoulos, A., D. Kouroussis, K. Bollas, D. Papasalouros, "Acoustic Emission Testing of High-
Temperature Process Vessels During Cool Down", 6th International Conference in Non-Destructive
Testing, (Brussels, 2015).
[103] Glaser, S. D., R. Shoureshi, D. Pescovitz, “Future Sensing Systems”, Smart Structures and Systems, vol. 1(1),
pp. 103-120, (2005).
[104] Grosse, C. U., S. D. Glaser, M. Kruger, "Condition Monitoring of Concrete Structures Using Wireless Sensor
Networks and Mems", Proc. of SPIE 6174, smart structures and materials: Sensors and smart structures
technologies for civil, mechanical, and aerospace systems, pp. 407-418, (2006).
[105] Kruger, M., C. U. Grosse, P. J. Marron, “Wireless Structural Health Monitoring Using Mems”, Key
Engineering Materials, vol. 293-294, pp. 625-634, (2005).

113
[106] Grosse, C. U., S. D. Glaser, M. Kruger, “Initial Development of Wireless Acoustic Emission Sensor Motes
for Civil Infrastructure State Monitoring”, Smart Structures and Systems, vol. 6(3), pp. 197-209, (2010).
[107] Suzuki, T., H. Ogata, R. Takada, M. Aoki, O. M., “Use of Acoustic Emission and X-Ray Computed
Tomography for Damage Evaluation of Freeze-Thawed Concrete”, Construction and Building Materials,
vol. 24, pp. 2347-2352, (2010).
[108] Elaqra, H., N. Godin, G. Peix, M. R'Mili, G. Fantozzi, “Damage Evolution Analysis in Mortar, During
Compressive Loading Using Acoustic Emission and X-Ray Tomography: Effects of the Sand/Cement
Ratio”, Cement and Concrete Research, vol. 37, pp. 703-713, (2007).
[109] Rouchier, S., G. Foray, N. Godin, M. Woloszyn, J. J. Roux, “Damage Monitoring in Fibre Reinforced Mortar
by Combined Digital Image Correlation and Acoustic Emission”, Construction and Building Materials,
vol. 38, pp. 371-380, (2013).
[110] Aggelis, D. G., S. Verbruggen, E. Tsangouri, T. Tysmans, D. Van Hemelrijck, “Characterization of
Mechanical Performance of Concrete Beams with External Reinforcement by Acoustic Emission and
Digital Image Correlation”, Construction and Building Materials, vol. 47, pp. 1037-1045, (2013).
[111] Alam, S. Y., J. Saliba, A. Loukili, “Fracture Examination in Concrete through Combined Digital Image
Correlation and Acoustic Emission Techniques”, Construction and Building Materials, vol. 69, pp. 232-
242, (2014).
[112] Vidya Sagar, R., B. K. Raghu Prasad, “Damage Limit States of Reinforced Concrete Beams Subjected to
Incremental Cyclic Loading Using Relaxation Ratio Analysis of AE Parameters”, Construction and
Building Materials, vol. 35, pp. 139-148, (2012).
[113] Mpalaskas, A. C., O. Thanasia, T. E. Matikas, D. G. Aggelis, “Mechanical and Fracture Behavior of Cement-
Based Materials Characterized by Combined Elastic Wave Approaches”, Construction and Building
Materials, vol. 50, pp. 649-656, (2014).
[114] Iliopoulos, S., A. Iliopoulos, L. Pyl, H. Sol, D. G. Aggelis, "A Qualitative and Quantitative Investigation of
the Uncracked and Cracked Condition of Concrete Beams Using Impulse Excitation, Acoustic Emission,
and Ultrasonic Pulse Velocity Techniques", Proc. of SPIE, Smart Sensor Phenomena, Technology,
Networks, and Systems Integration, vol. 9062, (San Diego, CA, USA, 2014).
[115] Wang, Y., H. Hao, “Integrated Health Monitoring for Reinforced Concrete Beams: An Experimental Study”,
Australian Journal of Mechanical Engineering, vol. 8(2), pp. 207-217, (2011).
[116] Pazdera, L., L. Topolar, “Application Acoustic Emission Method During Concrete Frost Resistance”, Russian
Journal of Nondestructive Testing, vol. 50(2), pp. 127-131, (2014).
[117] Kordatos, E. Z., K. G. Dassios, D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Rapid Evaluation of the Fatigue Limit in
Composites Using Infrared Lock-in Thermography and Acoustic Emission”, Mechanics Research
Communications, vol. 54C, pp. 14-20, (2013).
[118] Kordatos, E. Z., D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Monitoring Mechanical Damage in Structural Materials Using
Complimentary NDE Techniques Based on Thermography and Acoustic Emission”, Composites Part B:
Engineering, vol. 43(6), pp. 2676–2686, (2012).
[119] Naderi, M., A. Kahirdeh, M. M. Khonsari, “Dissipated Thermal Energy and Damage Evolution of
Glass/Epoxy Using Infrared Thermography and Acoustic Emission”, Composites Part B: Eng., vol. 43(3),
pp. 1613-1620, (2012).

114
Κεφάλαιο 4: Θερμογραφία Υπερύθρου

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τις βασικές αρχές της θερμογραφίας υπερύθρου, τους μηχανισμούς διάδοσης θερμότητας,
βασικές τεχνικές θερμογραφίας, διαδικασίες ελέγχου και εφαρμογές.

Προαπαιτούμενη γνώση
Μεταφορά θερμότητας

115
4.1 Τι είναι η θερμογραφία υπερύθρου;
Υπέρυθρη ακτινοβολία εκπέμπουν όλα τα σώματα, τα οποία έχουν θερμοκρασία πάνω από το απόλυτο μηδέν,
δηλαδή μεγαλύτερη από -273οC. Η θερμογραφία υπερύθρου ή υπέρυθρη θερμογραφία, InfraRed (IR)
thermography, είναι η μέθοδος που ανιχνεύει τη θερμότητα η οποία εκπέμπεται από ένα αντικείμενο σε μορφή
υπέρυθρης ακτινοβολίας, τη μετατρέπει σε θερμοκρασία και απεικονίζει την κατανομή της θερμοκρασίας ως
«θερμογράφημα». Ο έλεγχος υλικών με θερμογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό
εξαρτημάτων που λειτουργούν σε θερμοκρασίες υψηλότερες άλλων εξαρτημάτων, για την ανίχνευση βλάβης σε
υλικά ή για τον εντοπισμό ενεργειακών απωλειών σε κτίρια, γραμμές κρυογενικών υγρών ή σωληνώσεων ατμού.
Συχνά, η υπέρυθρη θερμογραφία χρησιμοποιείται συμπληρωματικά με άλλες μη καταστροφικές μεθόδους για τον
πληρέστερο έλεγχο των υλικών και κατασκευών 1-5.

4.2 Ιστορία της θερμογραφίας


Πριν από 200 χρόνια, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξη του υπέρυθρου τμήματος του
ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Η ανακάλυψη έγινε συμπωματικά to 1800 κατά τη διάρκεια έρευνας πάνω σε ένα
καινούργιο οπτικό υλικό. Ο Sir Frederick William Herschel (1738–1822), Βασιλικός Αστρονόμος του Βασιλιά
Γεωργίου του III της Αγγλίας και ήδη διάσημος για την ανακάλυψη του πλανήτη Ουρανού, αναζητούσε ένα υλικό
οπτικού φίλτρου που θα μείωνε τη φωτεινότητα της εικόνας του ήλιου στα τηλεσκόπια κατά την παρατήρηση της
ηλιακής επιφάνειας. Καθώς δοκίμαζε διάφορα δείγματα έγχρωμου γυαλιού, τα οποία έδιναν παρόμοιες μειώσεις
της φωτεινότητας, εντυπωσιάστηκε όταν ανακάλυψε ότι μερικά από τα δείγματα άφηναν να περάσει ελάχιστη από
τη θερμότητα του ήλιου, ενώ άλλα άφηναν να περάσει τόσο πολλή θερμότητα που κινδύνευε το μάτι μετά από
ελάχιστα λεπτά παρατήρησης 6.
Ο Herschel οδήγησε λοιπόν το ηλιακό φως με ένα γυάλινο πρίσμα για να δημιουργήσει ένα φάσμα των
ορατών χρωμάτων και στη συνέχεια μέτρησε τη θερμοκρασία του κάθε χρώματος. Όπως μετρούσε τις
θερμοκρασίες για το ιώδες, μπλε, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί και ερυθρό φως, διαπίστωσε ότι οι θερμοκρασίες
των χρωμάτων αυξάνονταν από το ιώδες προς το ερυθρό. Μετακινώντας το θερμόμετρο στη σκοτεινή περιοχή πέρα
από το ερυθρό άκρο του φάσματος, με έκπληξη διαπίστωσε ότι στην περιοχή αυτή η θερμοκρασία συνέχιζε να
αυξάνει. Εντόπισε το σημείο μεγιστοποίησης της θερμοκρασίας, το οποίο βρισκόταν αρκετά πέρα από το ερυθρό
άκρο του φάσματος, στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως «υπέρυθρα μήκη κύματος». Ο Herschel ονόμασε
το νέο αυτό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος «θερμομετρικό φάσμα» και την ακτινοβολία «σκοτεινή
θερμότητα» ή «αόρατες ακτίνες» γιατί δεν φαινόταν με γυμνό μάτι. Η επινόηση του όρου «υπέρυθρες» δεν
αποδίδεται στον Herschel. Ο όρος αυτός άρχισε να εμφανίζεται σε έντυπες εκδόσεις σχεδόν 75 χρόνια αργότερα
και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αγνοείται το όνομα εκείνου που τον καθιέρωσε 6.
To 1830, ο Ιταλός ερευνητής Macedonio Melloni (1798–1854) συνέχισε την έρευνα του Sir William
Herschel και ανακάλυψε ότι κρύσταλλοι ορυκτού άλατος παρήγαγαν διαθλάσεις του θερμικού φάσματος. Η
ανακάλυψη αυτή οδήγησε στην προτυποποίηση της έρευνας του υπερύθρου. Το 1840, ο Sir John Herschel (1792–
1871), γιος του Sir William, κατάφερε για πρώτη φορά να λάβει μια πρωτόγονη καταγραφή της θερμικής
φωτογραφίας σε χαρτί, που την ονόμασε «θερμογράφημα» 6.
Η επόμενη σημαντική επιστημονική επιτυχία στον τομέα της υπέρυθρης ακτινοβολίας έγινε το 1880, όταν
ο Samuel Pierpont Langley (1834–1906) ανακάλυψε το βολόμετρο (bolometer), που επέτρεψε στους ερευνητές να
μετρήσουν την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Τότε, το 1892, ο Sir James Dewar εισήγαγε τη χρήση
υγροποιημένων αερίων για την αύξηση της ευαισθησίας των ανιχνευτών υπερύθρου 7,8.
Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, επιστήμονες άρχισαν να ανακαλύπτουν τις στρατιωτικές εφαρμογές
της ανίχνευσης υπερύθρου και της θερμογραφίας, έτσι η σχετική έρευνα θεωρήθηκε ως διαβαθμισμένη και
παρέμεινε με τη μορφή αυτή έως το τέλος του πολέμου. Μετά τον πόλεμο, η έρευνα για ειρηνικές εφαρμογές της
τεχνολογίας άρχισε και πάλι και την περίοδο ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους έγινε η επόμενη σημαντική
ανακάλυψη. Το 1935, η Γερμανική εταιρεία AEG (Allgemeine Elektrizitäts-Gesellschaft – Εταιρεία Γενικού
Ηλεκτρισμού) ανακάλυψε την τεχνολογία της νυχτερινής όρασης. Αυτή η εξέλιξη είχε προφανείς στρατιωτικές

116
εφαρμογές, συνεπώς η τεχνολογία διαβαθμίστηκε και πάλι τόσο από τον Γερμανικό άξονα όσο και από τις
συμμαχικές δυνάμεις, και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1955 9.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, η τεχνολογία της θερμογραφίας άρχισε να βρίσκει μη
στρατιωτικές εφαρμογές. Οι πρώτες θερμοκάμερες ήταν ογκώδεις, ανακριβείς και ακριβές, και χρησιμοποιούταν
μόνο από τις μεγαλύτερες εταιρείες. Όμως, μέχρι τη δεκαετία του 1990, η τεχνολογία προχώρησε αρκετά και οι
θερμικές κάμερες νέας γενιάς έγιναν μικρότερες, πολύ αξιόπιστες, και πολύ μικρότερου κόστους 9.

4.3 Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα


Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα χωρίζεται σε ζώνες διαφορετικών μηκών κύματος (βλ. Σχ. 4.1), οι οποίες
διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με την ακτινοβολία που παράγουν. Όλοι οι τύποι ακτινοβολίας που αντιστοιχούν
στις διάφορες ζώνες του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (ακτίνες X, υπεριώδεις – UV, ορατό φως, υπέρυθρες – IR
, μικροκύματα, ραδιοκύματα) διέπονται από τους ίδιους φυσικούς νόμους και οι μόνες τους διαφορές είναι εκείνες
που οφείλονται στο διαφορετικό τους μήκος κύματος 10,11.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.1, η θερμογραφία αξιοποιεί τη ζώνη της υπέρυθρης ακτινοβολίας του
ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Στην πλευρά των μικρότερων μηκών κύματος, το σύνορο της ζώνης των υπερύθρων
βρίσκεται στο όριο του ορατού φάσματος, στο βαθύ κόκκινο. Στην πλευρά των μεγαλύτερων μηκών κύματος, η
ζώνη των υπερύθρων συγχωνεύεται με τα μήκη κύματος της ζώνης των μικροκυμάτων, της τάξης του χιλιοστού.
Η ζώνη των υπερύθρων συχνά υποδιαιρείται σε πέντε μικρότερες ζώνες, τα όρια των οποίων έχουν επίσης επιλεγεί
με αυθαίρετο τρόπο. Αυτές είναι: η ζώνη των εγγύς υπερύθρων (Near Infrared – NIR) με μήκη κύματος 0,7–1 μm,
η ζώνη υπερύθρων βραχέος μήκους κύματος (Short Wave Infrared – SWIR) με μήκη κύματος 1–3 μm, η ζώνη
υπερύθρων μεσαίου μήκους κύματος (Medium Wave Infrared – MWIR) με μήκη κύματος 3–5 μm, η ζώνη
υπερύθρων μακρού μήκους κύματος (Long Wave Infrared – LWIR) με μήκη κύματος 7–14 μm, και η ζώνη των
μακρινών υπερύθρων (Far Infrared – FIR) με μήκη κύματος 100–1000 μm.
Οι ζώνες NIR και SWIR περιλαμβάνουν τις μη θερμικές ανακλάσεις. H ανακλαστογραφία υπερύθρου
μικρού μήκους κύματος είναι η μέθοδος που βασίζεται στην καταγραφή της ανακλώμενης μη θερμικής
ακτινοβολίας στο NIR και SWIR. Στη ζώνη FIR τα μήκη κύματος είναι της τάξης των Terahertz (THz) και η
απεικόνιση Terahertz είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί τέτοια μήκη κύματος. Τέλος, η κλασσική υπέρυθρη
θερμογραφία περιλαμβάνει τις ζώνες, όπου συμβαίνει θερμική εκπομπή (MWIR και LWIR).

117
Σχήμα 4.1 Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα: Ακτίνες X, Υπεριώδεις (UV), Ορατό φως, Υπέρυθρες (IR), Μικροκύματα, Ραδιοκύματα.
Ζώνη υπερύθρων: Εγγύς (NIR), Βραχέα μήκη κύματος (SWIR), Μεσαία μήκη κύματος (MWIR), Μακρά μήκη κύματος (LWIR),
Μακρινές (FIR)

To υπέρυθρο φως απορροφάται από τους υδρατμούς και το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της γης. Η
απορρόφηση από τα μόρια αυτά παρουσιάζεται σε ορισμένες ζώνες μηκών κύματος. Η ζώνη από 5-7 μm (βλ. Σχ.
4.1) είναι ένα παράθυρο χαμηλής ατμοσφαιρικής διαπερατότητας για την υπέρυθρη ακτινοβολία.

4.4 Μηχανισμοί διάδοσης θερμότητας


Για την κατανόηση της θερμογραφίας είναι σημαντική η γνώση των μηχανισμών διάδοσης της θερμότητας. Η
θερμότητα μπορεί να διαδοθεί από ένα θερμό σε ένα ψυχρό σώμα με αγωγή (conduction), με θερμική μεταβίβαση
(convention), ή με ακτινοβολία (radiation) 10-12. Στο Σχήμα 4.2 παρουσιάζονται οι τρεις τρόποι διάδοσης της
θερμότητας για ένα υλικό.

Σχήμα 4.2 Μηχανισμοί διάδοση θερμότητας για ένα υλικό.

4.4.1 Μεταφορά θερμότητας με αγωγή


Η θερμότητα μεταδίδεται με αγωγή μέσω της μάζας των σωμάτων. Η δυσκολία μεταφοράς της θερμότητας μέσω
ενός σώματος εξαρτάται από την αγωγιμότητά του. Ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας είναι δείκτης της
ικανότητας μεταφοράς θερμότητας ενός υλικού μέσω της μάζας του. Καλοί αγωγοί της θερμότητας είναι για
παράδειγμα τα μέταλλα, ενώ τα πλαστικά, το ξύλο και ο αέρας είναι, αντίθετα, κακοί αγωγοί της θερμότητας. Η
μεταφορά θερμότητας με αγωγή έχει ως συνέπεια την απώλεια θερμότητας από ένα δοκίμιο 13. Η ποσότητα της
θερμότητας, Q, που μεταφέρεται με αγωγή ακολουθεί το νόμο του Fourier:

k
Q= F (t1 − t 2 ) a (4.1)
d

όπου:

k = θερμική αγωγιμότητα (thermal conductivity) του υλικού


F = εμβαδόν της επιφάνειας του δοκιμίου
t1 = θερμοκρασία της εσωτερικής επιφάνειας του δοκιμίου
t2 = θερμοκρασία της εξωτερικής επιφάνειας του δοκιμίου

118
d = πάχος του υλικού
a = χρόνος ροής της θερμότητας

Η εξίσωση (4.1), μαζί με το νόμο της διατήρησης της ενέργειας, οδηγεί στην παραβολική εξίσωση διάχυσης της
θερμότητας, η οποία με απουσία εσωτερικών πηγών θερμότητας έχει τη μορφή:

1 𝜕𝜕𝜕𝜕
∇2 𝛵𝛵 − =0 (4.2)
𝛼𝛼 𝜕𝜕𝜕𝜕

όπου, α, είναι η θερμική διαχυτικότητα (thermal diffusivity), η οποία σχετίζεται με την θερμική αγωγιμότητα, k,
με τη σχέση k = ρ·c·α, όπου, ρ, είναι η πυκνότητα και c, είναι η ειδική θερμοχωρητικότητα (specific heat capacity)
ή ειδική θερμότητα (specific heat).

4.4.2 Μεταφορά θερμότητας με θερμική μεταβίβαση


Η θερμότητα σε ένα ρευστό μεταφέρεται μέσω της μάζας του, με την κίνηση της. Αν η κίνηση γίνεται σε μέσο,
όπου υπάρχουν θερμοκρασιακές διαφορές (ο κρύος αέρας κινείται προς τα κάτω, ενώ ο ζεστός αέρας κινείται προς
τα πάνω) ονομάζουμε την κίνηση αυτή φυσική διάχυση, όταν όμως η κίνηση γίνεται βεβιασμένα (π.χ. με χρήση
ανεμιστήρων, κλπ.) την ονομάζουμε βίαιη διάχυση. Η μεταφορά θερμότητας με θερμική μεταβίβαση είναι ένα
μακροσκοπικό φαινόμενο και παρατηρείται κατά την διάχυση των ρευστών. Η διαφορά πυκνοτήτων διαφόρων
ρευστών προκαλεί φυσική διάχυση. Αντίστοιχα, η μηχανική ανάμειξη προκαλεί βεβιασμένη διάχυση. Μεταφορά
θερμότητας με θερμική μεταβίβαση παρατηρείται και μεταξύ ρευστού και στερεού σώματος 10.

4.4.3 Μεταφορά θερμότητας με ακτινοβολία


Όλα τα σώματα εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η ποσότητα της οποίας εξαρτάται από τη θερμοκρασία
στην οποία βρίσκονται, τον συντελεστή εκπομπής τους, και άλλες παραμέτρους 11. Η ηλιακή ενέργεια μεταφέρεται
στη γη αποκλειστικά με αυτόν τον τρόπο. Η μεταφορά θερμότητας με ακτινοβολία πραγματοποιείται με την
βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και δεν απαιτείται η παρουσία ενός ενδιάμεσου υλικού. Όταν θερμική
ακτινοβολία προσπέσει σε ένα σώμα, ή θα απορροφηθεί ή θα ανακλαστεί ή θα μεταφερθεί. Η θερμότητα που
απορροφάται εμφανίζεται ως αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος. Θερμική ακτινοβολία είναι ο ρυθμός με τον
οποίο ενέργεια εκπέμπεται από ένα σώμα ως αποτέλεσμα της θερμοκρασίας στην οποία αυτό βρίσκεται. Η θερμική
ακτινοβολία εκπέμπεται από όλα τα σώματα που βρίσκονται πάνω από μηδέν βαθμούς Kelvin (Κ = οC + 273). Όσο
αυξάνει η θερμοκρασία ενός σώματος, τόσο περισσότερη ενέργεια ακτινοβολείται. Για την περιγραφή των
χαρακτηριστικών της θερμικής ακτινοβολίας από πραγματικές επιφάνειες, είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε την
επιφάνεια με το μέλαν σώμα (black body). Το μέλαν σώμα είναι μια ιδανική επιφάνεια που απορροφά τέλεια τη
θερμότητα, άρα και εκπέμπει τέλεια τη θερμότητα. Είναι λοιπόν ένα πρότυπο με το οποίο πρέπει να συγκριθούν οι
ιδιότητες ακτινοβολίας μιας επιφάνειας. Ο νόμος μετατόπισης του Wien δίνει τη σχέση μεταξύ θερμοκρασίας και
μήκους κύματος της επιφάνειας ενός μέλανος σώματος:

𝜆𝜆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 𝑇𝑇 = 𝐶𝐶 (4.3)

όπου, C = 2897,6 μm·Κ (σταθερά).

Σύμφωνα με το νόμο του Wien, η μέγιστη φασματική ισχύς εκπομπής μετατοπίζεται σε μικρότερα μήκη κύματος
με την αύξηση της θερμοκρασίας. Η ποσότητα της ακτινοβολούμενης ενέργειας , W, που εκπέμπεται από ένα σώμα
όταν σε αυτό προσπίπτει ακτινοβολία ακολουθεί το νόμο Stefan – Boltzmann (βλ. Σχ. 4.3):

119
W(Τ) = ε σ Τ 4 (4.4)

όπου:

W = εκπεμπόμενη ενέργεια [W/m2]


ε = συντελεστής εκπομπής ή εκπεμπτικότητα (emissivity) του υλικού [αδιάστατο]
σ = σταθερά Stefan – Boltzmann [5,67 x 10-8 W/m2 · Κ4]
Τ = απόλυτη θερμοκρασία [K]

Σχήμα 4.3 Σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία, την εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία και τον συντελεστή εκπομπής.

Ο συντελεστής εκπομπής είναι ιδιότητα του υλικού και ισούται με τη μονάδα για το μέλαν σώμα (επειδή εκπέμπει
κατά 100% τη θερμότητα). Η σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία και την εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία για
το μέλαν σώμα φαίνεται στο Σχήμα 4.4.

Σχήμα 4.4 Σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία και την εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία για τα μέλαν σώμα.

Συνεπώς, με βάση την εξίσωση (4.4), η θερμοκρασία της επιφάνειας ενός αντικειμένου μπορεί να υπολογιστεί αν
μετρηθεί η εκπεμπόμενη θερμική ενέργεια (δηλ. των υπερύθρων). Για τη μέτρηση της θερμοκρασίας θα πρέπει να
γίνεται διόρθωση λαμβάνοντας υπόψη τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος 14, διότι η θερμοκρασία ενός
αντικειμένου που μετράμε με τη μέθοδο της θερμογραφίας βρίσκεται συνήθως μικρότερη της πραγματικής
θερμοκρασίας, κι αυτό οφείλεται στο συντελεστή εκπομπής του αντικειμένου. Αν η φαινόμενη μέτρηση
θερμοκρασίας ενός αντικειμένου με μια θερμική κάμερα είναι Tκ, η ακτινοβολία από την επιφάνεια του αντικειμένου
εμπεριέχει την εκπομπή θερμότητας από το αντικείμενο, καθώς και την ανάκλαση από την επιφάνεια σύμφωνα με
τη σχέση:

120
𝑊𝑊(𝑇𝑇𝜅𝜅 ) = 𝜀𝜀𝜀𝜀(𝑇𝑇𝑆𝑆 ) + (1 − 𝜀𝜀)𝑊𝑊(𝑇𝑇𝜋𝜋 ) (4.5)

όπου:

W = εκπεμπόμενη ενέργεια σύμφωνα με το νόμο Stefan – Boltzmann [W/m2]


Τκ = φαινόμενη θερμοκρασία της επιφάνειας [K]
TS = πραγματική θερμοκρασία της επιφανείας [K]
ε = συντελεστής εκπομπής [αδιάστατο]

Με βάση το νόμο του Planck, είναι δυνατόν να σχεδιαστούν καμπύλες της ενέργειας εκπομπής συναρτήσει της
συχνότητας ή του μήκους κύματος για δεδομένη θερμοκρασία. Ο νόμος του Planck περιγράφει την
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία του εκπέμπεται από ένα μέλαν σώμα σε θερμική ισορροπία για μια συγκεκριμένη
θερμοκρασία. Στο Σχήμα 4.5, φαίνεται η ενέργεια που εκπέμπεται από ένα μέλαν σώμα για διαφορετικές
θερμοκρασίες. Όπως φαίνεται από το διάγραμμα, όσο υψηλότερη είναι η θερμοκρασία του σώματος, τόσο
υψηλότερο είναι το επίπεδο ενέργειας. Το μήκος κύματος στο οποίο η ενέργεια κορυφώνεται γίνεται ολοένα και
βραχύτερο με την αύξηση της θερμοκρασίας. Σε χαμηλές θερμοκρασίες το σύνολο της ενέργειας βρίσκεται στα
μεγαλύτερα μήκη κύματος.

Σχήμα 4.5 Φάσμα εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από ένα μέλαν σώμα για διάφορες θερμοκρασίες: Σχέση ανάμεσα στη
θερμοκρασία και την υπέρυθρη ακτινοβολία.

Παρατηρούμε ότι η γη εκπέμπει στην περιοχή της καμπύλης των 300 Kelvin, ενώ ο ήλιος στην περιοχή της
καμπύλης των 5777 Kelvin. Επίσης, παρατηρούμε ότι το μέγιστο της ηλιακής ακτινοβολίας συμβαίνει στα ορατά
για τον ανθρώπινο οφθαλμό μήκη κύματος.

4.5 Βασικές αρχές της θερμογραφίας

121
Η θερμογραφία υπερύθρου βασίζεται στην αρχή ότι οι υποεπιφανειακές ασυνέχειες σε ένα υλικό οδηγούν στη
δημιουργία τοπικών διαφορών στην επιφανειακή θερμοκρασία του δοκιμίου. Οι διαφορές αυτές προκαλούνται από
τους διαφορετικούς βαθμούς θερμικής μεταφοράς στις περιοχές, όπου υπάρχουν ασυνέχειες (βλ. Σχ. 4.6). Η
θερμογραφία ανιχνεύει την εκπομπή της θερμικής ακτινοβολίας από την επιφάνεια του υλικού και παράγει μια
οπτική εικόνα από το θερμικό σήμα, η οποία μπορεί να συσχετιστεί με το μέγεθος της εσωτερικής ατέλειας. Το
μήκος κύματος που εκπέμπεται είναι συνάρτηση της θερμοκρασίας. Με την αύξηση της θερμοκρασίας το μήκος
κύματος γίνεται βραχύτερο και για τις πολύ μεγάλες θερμοκρασίες βρίσκεται στο ορατό φάσμα, όπως για
παράδειγμα στην περίπτωση ενός πυρακτωμένου μετάλλου. Στη θερμοκρασία δωματίου, το μήκος κύματος της
θερμικής ακτινοβολίας είναι της τάξης των 10μm, βρίσκεται δηλαδή στην υπέρυθρη ζώνη του ηλεκτρομαγνητικού
φάσματος.

Σχήμα 4.6 Αρχή της θερμογραφίας υπερύθρου.

4.5.1 Θερμικά κύματα


Όταν μια επιφάνεια θερμαίνεται, αναπτύσσονται πολύ κοντά σε αυτή εξασθενημένα κύματα διασποράς, τα οποία
ονομάζονται θερμικά κύματα και ανακαλύφθηκαν από τους J. Fourier και A. J. Angstrom 10. Το ενδιαφέρον σε
αυτά τα κύματα για το μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών είναι ότι μπορούν να δημιουργηθούν και να
παρατηρηθούν από απόσταση, χωρίς φυσική επαφή. Η κατανόηση της συμπεριφοράς και των χαρακτηριστικών
των θερμικών κυμάτων είναι σημαντική για τη θερμογραφία 15.
Στην περίπτωση που θερμότητα εναποτίθεται σε ένα δοκίμιο από μια ομοιόμορφη περιοδική πηγή με
γωνιακή συχνότητα, ω, η μαθηματική προσέγγιση γίνεται μονοδιάστατη και η θερμοκρασία, Τ, εκφράζεται ως
συνάρτηση του βάθους, z, και του χρόνου, t, κατά τον οποίο διαρκεί η διέγερση 16:

−z 2πz
𝑇𝑇(𝑥𝑥, 𝑡𝑡) = To e µ cos �ωt − � (4.6)
λ

όπου, μ είναι το μήκος θερμικής διάχυσης (thermal diffusion length):

2k 2α
µ=� =� (4.7)
ωρc ω

όπου:

k = θερμική αγωγιμότητα [W/m-K]


ρ = πυκνότητα [kg/m3]
c = ειδική θερμότητα [J/kg-K]
ω = γωνιακή συχνότητα (=2πf) [rad·s-1]

122
α = θερμική διαχυτικότητα [m2/s]
λ = μήκος θερμικού κύματος (λ=2πμ) [m]

Στο Παράρτημα Α παρατίθεται η θερμική διαχυτικότητα επιλεγμένων υλικών 17,18. Τα θερμικά κύματα εξασθενούν
πολύ σε βάθος μερικών μηκών θερμικής διάχυσης και, κατά συνέπεια, είναι χρήσιμα για την ανίχνευση
εντοπισμένης βλάβης στο εσωτερικό των υλικών. Η ταχύτητα διάδοσης των θερμικών κυμάτων είναι 19:

ω
u=λ = √2ωα (4.8)

Από την εξίσωση (4.6) προκύπτει η φάση του θερμικού κύματος, η οποία συνδέεται ευθέως με το βάθος, z, και
δίνεται από τη σχέση:

2πz z
φ(z) = = (4.9)
λ µ

Όπως φαίνεται από την εξίσωση (4.7), το μήκος της θερμικής διάχυσης είναι αντιστρόφως ανάλογο ως προς τη
συχνότητα, και αυτό υποδεικνύει ότι εάν αυξηθεί η συχνότητα των θερμικών κυμάτων μειώνεται η ανάλυση στο
εσωτερικό του δοκιμίου. Για παράδειγμα, κατά τον έλεγχο βαφής με εναπόθεση εξωτερικής θερμότητας (δηλ. με
θέρμανση του δοκιμίου) με περιοδική πηγή συχνότητας 36 Hz, το θερμικό κύμα μπορεί να διαδοθεί σε βάθος έως
40 μm, ενώ για συχνότητα 2,25 Hz 20 διαδίδεται σε βάθος μεγαλύτερο των 80 μm. Όπως και τα άλλα είδη ελαστικών
κυμάτων, για παράδειγμα οι υπέρηχοι, έτσι και τα θερμικά κύματα ανακλώνται από υποεπιφανειακές ασυνέχειες.
Τα ανακλώμενα θερμικά κύματα επιστρέφουν στην επιφάνεια του δοκιμίου (βλ. Σχ. 4.6), όπου η θερμοκρασιακή
διαφορά μπορεί να ανιχνευθεί από μακριά, εξαιτίας της θερμικής υπέρυθρης εκπομπής, με τη βοήθεια μιας
θερμικής κάμερας υπερύθρου 11.

4.5.2 Ιδιότητες των υλικών που επηρεάζουν τη θερμογραφία


Οι μηχανισμοί διάδοσης της θερμότητας εξαρτώνται από κάποια χαρακτηριστικά του υλικού, όπως 11:

• Ειδική θερμότητα, c (ποσότητα θερμότητας που απορροφάται από την μάζα του υλικού για
δεδομένο εύρος θερμοκρασίας).
• Πυκνότητα, ρ (μάζα του υλικού ανά μονάδα όγκου).
• Θερμική αγωγιμότητα, k (ποσότητα θερμότητας που μεταφέρεται σε δεδομένη κατεύθυνση όταν
υπάρχει διαφορά θερμοκρασίας στο υλικό σε εκείνη την κατεύθυνση).
• Θερμική διάχυση, α (ταχύτητα με την οποία μεταφέρεται η θερμότητα από μια περιοχή υψηλής
θερμοκρασίας στο περιβάλλον υλικό).
• Συντελεστής μεταφοράς θερμότητας, h (μέτρο της αποτελεσματικότητας ανταλλαγής της
θερμότητας μεταξύ μιας επιφάνειας και μιας ροής υγρού ή αερίου).
• Θερμοκρασία, Τ (μέτρο της θερμικής ενέργειας που εμπεριέχεται σε ένα αντικείμενο).
• Συντελεστής εκπομπής, ε (δείχνει την αποδοτικότητα μιας επιφάνειας ως θερμαντικό σώμα από
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία).

Η θερμογραφία εξαρτάται από τις διαφορές των υλικών στα χαρακτηριστικά αυτά, για να ορίσει ένα μετρήσιμο,
και συνήθως εντοπισμένο, διαφορικό θερμοκρασίας. Για παράδειγμα, όταν θερμαίνεται ή ψύχεται ένα δοκίμιο που
η πυκνότητα του δεν είναι ίδια παντού, τότε η αλλαγή στη θερμοκρασία θα παρατηρηθεί πιο αργά στις περιοχές
εκείνες με υψηλότερη πυκνότητα. Αυτή η διαφορά στον τρόπο μετάδοσης της θερμότητας μπορεί να μετρηθεί και
να αξιολογηθεί με τη θερμογραφία.

123
4.5.2.1 Συντελεστής εκπομπής

Μια πολύ σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τη διάδοση της θερμότητας, και είναι ένα χαρακτηριστικό των
υλικών, είναι ο συντελεστής εκπομπής, ε, του δοκιμίου. Ο συντελεστής εκπομπής δείχνει την αποδοτικότητα μιας
επιφάνειας ως θερμαντικό σώμα όταν σε αυτό προσπίπτει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Το μέλαν σώμα ως το
πιο αποδοτικό θερμαντικό σώμα έχει συντελεστή εκπομπής ίσο με τη μονάδα, ενώ όλα τα υπόλοιπα έχουν
μικρότερο από 1.0.
Το Σχήμα 4.7 δείχνει το λόγο για τον οποίο τα αντικείμενα δεν εκπέμπουν τέλεια την υπέρυθρη
ακτινοβολία. Καθώς η ενέργεια μετακινείται από το εσωτερικό του υλικού προς την επιφάνεια, μια ποσότητα
ενέργειας ανακλάται και πάλι στο εσωτερικό και έτσι δεν διαφεύγει ποτέ, κατά τρόπο σχετικό. Στο παράδειγμα του
Σχήματος 4.7, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μόνο το 60% της ενέργειας εκπέμπεται πραγματικά 21.

Σχήμα 4.7 Η υπέρυθρη ενέργεια που ακτινοβολείται από την επιφάνεια ενός αντικειμένου.

Ο συντελεστής εκπομπής ενός αντικειμένου είναι ο λόγος της ενέργειας που ακτινοβολείται ως προς την ενέργεια
που το αντικείμενο θα ακτινοβολούσε εάν ήταν μέλαν σώμα. Έτσι, ο συντελεστής εκπομπής (ή εκπεμπτικότητα)
εκφράζεται ως ακολούθως 21:

Εκπεµπτικότητα
Ακτινοβολία που εκπέµπεται από ένα αντικείµενο σε θερµοκρασία T (4.10)
=
Ακτινοβολία που εκπέµπεται από ένα µέλαν σώµα σε θερµοκρασία T

Ο συντελεστής εκπομπής είναι συνεπώς μια έκφραση της ικανότητας του αντικειμένου να ακτινοβολεί υπέρυθρη
ενέργεια. Η τιμή του ε για τα διάφορα υλικά ποικίλει. Ενδεικτικά παραδείγματα του συντελεστή εκπομπής κάποιων
γνωστών υλικών φαίνονται στο Παράρτημα Β 21. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο συντελεστής εκπομπής δεν
είναι γενικά μια σταθερά, αφού εξαρτάται από πολλές παραμέτρους όπως, το χρώμα και η τραχύτητα των δοκιμίων
16
. Τα μέταλλα με τραχεία ή οξειδωμένη επιφάνεια έχουν συνήθως υψηλότερο συντελεστή εκπομπής συγκριτικά
με μια λεία, στιλβωμένη επιφάνεια.
Για πρακτικούς λόγους δεν είναι πάντα αναγκαίο να χρησιμοποιούνται όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν
το συντελεστή εκπομπής. Για παράδειγμα, αντικείμενα που ο συντελεστής εκπομπής τους δεν εξαρτάται από το
μήκος κύματος ονομάζονται «γκρι σώματα», ενώ για τα «χρωματιστά σώματα» ο συντελεστής εκπομπής εξαρτάται
από όλους τους παράγοντες, 𝜀𝜀(𝜆𝜆, 𝑇𝑇, 𝜃𝜃 ′ , 𝜑𝜑′). Για οπτικά ομοιογενή υλικά με λεία επιφάνεια, ο συντελεστής εκπομπής
είναι ισοτροπικός 𝜀𝜀(𝜆𝜆, 𝑇𝑇, 𝜃𝜃 ′ ). Τελικά, ο φασματικός συντελεστής εκπομπής ε(λ,2π) (με χρήση ημισφαιρικού
κατόπτρου) αναφέρεται σε ένα μέσο ε όλων των κατευθύνσεων (θ: [0-π/2], φ: [0-2π]) μέσα στον ημισφαιρικό χώρο

124
της επιφάνειας αλλά και ο συνολικός ημισφαιρικός συντελεστής εκπομπής ε(t,2π) αναφέρεται σε ένα μέσο ε όλων
των κατευθύνσεων και για όλα τα πιθανά μήκη κύματος 11:


M(T) ∫ ε(λ, 2π) Mb (λ, T) dλ
ε(t, 2π) = = 0 (4.11)
Mb (T) Mb (T)

όπου, M(T) είναι η ισχύς εκπομπής ακτινοβολίας (radiant exitance) της επιφάνειας του αντικειμένου [W/m2], και
Mb(T) είναι η ισχύς εκπομπής ακτινοβολίας του μέλανος σώματος.
Όπως έχουμε δει παραπάνω, η ποσότητα της ενέργειας του ακτινοβολείται από ένα αντικείμενο εξαρτάται
από τη θερμοκρασία του και τον συντελεστή εκπομπής. Το μέλαν σώμα είναι ένα ιδανικό αντικείμενο που έχει τη
δυνατότητα να ακτινοβολεί το μέγιστο της δυνατής ενέργειας για τη δεδομένη θερμοκρασία του. Πρακτικά, δεν
υπάρχουν τέλειοι εκπομποί και οι πραγματικές επιφάνειας ακτινοβολούν λιγότερη ενέργεια από το μέλαν σώμα. Ο
συντελεστής εκπομπής, ε, μιας πραγματικής επιφάνειας διαφέρει λοιπόν από αυτόν του μέλανος σώματος 15, όπως
φαίνεται στο Σχήμα 4.8. Ο φασματικός συντελεστής εκπομπής μιας επιφάνειας σε θερμοκρασία Τ, με εκπομπή
μήκους κύματος λ, στην κατεύθυνση (θ΄, φ΄), ορίζεται συναρτήσει της φασματικής ενέργειας εκπομπής Wλ, ως:

W′λ (λ, T, θ′ , φ′)


ε(λ, T, θ′ , φ′) = (4.12)
W ′ λ,b (λ, T)

Για τα μέταλλα, ο συντελεστής εκπομπής αυξάνει με τη θερμοκρασία και παραμένει σταθερός πάνω από μια τιμή
θ, ενώ για τα μη μεταλλικά υλικά αυτό δεν ισχύει.

Σχήμα 4.8 Διάγραμμα ακτινοβολίας μέλανος σώματος και πραγματικής επιφάνειας.

Συνοψίζοντας, ο συντελεστής εκπομπής δεν σχετίζεται με τη θερμοκρασία του αντικειμένου, αλλά με την ενέργεια
της υπέρυθρης ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το αντικείμενο. Όταν μετράμε την κατανομή της θερμοκρασίας,
δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τον συντελεστή εκπομπής. Όταν όμως εξετάζουμε τα δεδομένα της θερμικής
απεικόνισης, είναι απαραίτητο να λαμβάνουμε υπόψη το συντελεστή εκπομπής της επιφάνειας του αντικειμένου.
Στον παρακάτω Πίνακα παρουσιάζονται διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν το συντελεστή εκπομπής
και τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στη θερμογραφία.

125
Παράγοντας που επηρεάζει το
Αποτέλεσμα στο συντελεστή εκπομπής
συντελεστή εκπομπής
Είναι ηλεκτρομαγνητική φυσική ιδιότητα του υλικού.
Υλικό
Σχετίζεται με το χρώμα.
Τραχύτερη η επιφάνεια, μεγαλύτερος ο συντελεστής εκπομπής.

Κατάσταση επιφάνειας Ακόμα κι αν το υλικό είναι το ίδιο και η θερμοκρασία η ίδια, θα μετρηθεί
μια φαινόμενη διαφορά θερμοκρασίας αν η τραχύτητα της επιφάνειας
είναι διαφορετική.
Όσο βαθύτερη είναι η διάβρωση, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο
συντελεστής εκπομπής.
Σκουριά στην επιφάνεια
μετάλλου Ακόμα κι αν ο τύπος του μετάλλου είναι ίδιος και η θερμοκρασία ίδια, θα
μετρηθεί μια φαινόμενη διαφορά θερμοκρασίας αν ο βαθμός της
διάβρωσης είναι διαφορετικός.
Γενικά, όταν η θερμοκρασία ενός μονωτικού υλικού αυξάνει, ο
συντελεστής εκπομπής μειώνεται. Στα μέταλλα, όταν η θερμοκρασία
αυξάνει, ο συντελεστής εκπομπής επίσης αυξάνει.
Θερμοκρασία
Όταν η θερμοκρασία του δοκιμίου μεταβάλλεται δραστικά (περίπου
100οC), η θερμοκρασία δεν μπορεί να μετρηθεί σωστά, εκτός εάν υπάρξει
σχετική διόρθωση του συντελεστή εκπομπής.
Στις κοιλότητες, οπές και γωνίες ο συντελεστής εκπομπής θα αυξηθεί
λόγω ανάκλασης πολλαπλής διαδρομής. Όσο μικρότερη και βαθύτερη
είναι μια οπή, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο συντελεστής εκπομπής.
Κοιλότητες, οπές και γωνίες
Ακόμα κι αν ένα αντικείμενο έχει ομαλή κατανομή θερμοκρασίας και
μικρό συντελεστή εκπομπής, το τμήμα της οπής θα έχει μεγαλύτερο
συντελεστή εκπομπής, με αποτέλεσμα υψηλότερη ένδειξη θερμοκρασίας.
Γενικά, ο συντελεστής εκπομπής παραμένει ίδιος από την κάθετη γωνία
πρόσπτωσης έως περίπου τις 50ο. Μετά τις 50ο, ο συντελεστής εκπομπής
αρχίζει να μειώνεται και μόλις ξεπεράσει το σημείο των 60ο περίπου,
μειώνεται δραστικά.
Αν είναι αναπόφευκτη η μέτρηση υπό γωνία, απαιτείται προσοχή διότι το
Γωνία μέτρησης κοντινότερο τμήμα στη θερμοκάμερα της υπό εξέταση επιφάνειας θα
δείξει υψηλότερη θερμοκρασία και το πιο απόμακρο χαμηλότερη.
Όταν ελέγχεται κυλινδρική επιφάνεια, το εύρος στο οποίο μπορεί να
πραγματοποιηθεί μέτρηση δίχως να επηρεαστεί πολύ ο συντελεστής
εκπομπής από τη γωνία μέτρησης αντιστοιχεί περίπου στο 80% της
διαμέτρου του κυλίνδρου.

Πίνακας 4.1 Παράγοντες που επηρεάζουν το συντελεστή εκπομπής 15.

4.5.2.2 Επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με τον συντελεστή εκπομπής 15

Η χρήση μη καταστροφικών ελέγχων είναι δύσκολη έως αδύνατη σε υλικά με μικρό συντελεστή εκπομπής.
Είναι αδύνατον να μετρηθεί η ακτινοβολία που εκπέμπεται από ένα υλικό όταν ο συντελεστής εκπομπής είναι
μικρότερος κατά 20% από εκείνον του μέλανος σώματος.
Λειασμένες μεταλλικές επιφάνειες έχουν μικρή απορροφητικότητα και έτσι έχουν μικρό συντελεστή
εκπομπής, περίπου 5% εκείνου του μέλανος σώματος. Συνεπώς, η ακτινοβολία που εκπέμπεται από τέτοιες
μεταλλικές επιφάνειες είναι αδύναμη και παρέχει ασαφείς υπέρυθρες εικόνες. Επίσης, η παρουσία λιπαντικών
κηλίδων μπορεί να αλλάξει το συντελεστή εκπομπής κατά 5,10 ή 20% σε σύγκριση με τον συντελεστή εκπομπής

126
του μέλανος σώματος. Εξαιτίας των παραπάνω, στις εικόνες θερμικής απεικόνισης συχνά εμφανίζονται θερμά
σημεία που δίνουν εσφαλμένα αποτελέσματα για παρουσία ατελειών σε ένα δοκίμιο.
Επίσης, ένα άλλο σημείο που απαιτεί προσοχή είναι το γεγονός ότι ο συντελεστής εκπομπής ποικίλει
ανάλογα με τη γωνία ελέγχου. Για ομαλές μεταλλικές επιφάνειες, ο συντελεστής εκπομπής τείνει να είναι
μικρότερος για κανονική πρόσπτωση από ότι στην μηδενική πρόσπτωση.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την επίλυση των προβλημάτων που προκαλούνται από τον
συντελεστή εκπομπής είναι οι εξής:

• Καθαρισμός επιφάνειας: Για να αποφευχθεί η μείωση του συντελεστή εκπομπής από λιπαντικές
κηλίδες ή από κατεστραμμένες επιστρώσεις απαιτείται ο καθαρισμός της επιφάνειας των δοκιμίων.
• Μαύρη βαφή: Μια κοινή προσέγγιση για την επίλυση των προβλημάτων του συντελεστή εκπομπής
είναι η κάλυψη μεταλλικών επιφανειών πριν τη λήψη αποτελεσμάτων με χρώμα υψηλού
συντελεστή εκπομπής. Τέτοιο χρώμα είναι το μαύρο με υψηλό ε ( από 0,9 έως 0,98) το οποίο
έχει πολύ χαμηλή ανάκλαση.

4.6 Τεχνικές θερμογραφίας


Η θερμογραφία υπερύθρου χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια για τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών
και κατασκευών. Το κύριο πλεονέκτημα της θερμογραφίας έναντι των κλασικών μεθόδων μη καταστροφικών
δοκιμών έγκειται στη δυνατότητα επιθεώρησης μεγάλων επιφανειών με γρήγορο και ασφαλή τρόπο, χωρίς να
χρειάζεται να υπάρχει πρόσβαση και στις δύο πλευρές του υπό έλεγχο αντικειμένου. Ωστόσο, η θερμογραφία
υπερύθρου περιορίζεται στον εντοπισμό σχετικά ρηχών ατελειών (σε βάθος μερικών χιλιοστών κάτω από την
επιφάνεια) επειδή επηρεάζεται από τη διάχυση της θερμότητας στον όγκο του υλικού.
Η θερμογραφία υπερύθρου μπορεί να διαιρεθεί σε δύο κατηγορίες, την παθητική και την ενεργητική. Αυτοί
οι δυο τύποι θερμογραφικού ελέγχου χρησιμοποιούνται ανάλογα με το εάν το υπό έλεγχο αντικείμενο βρίσκεται ή
όχι σε θερμική ισορροπία.

4.6.1 Παθητική θερμογραφία


Η παθητική θερμογραφία (passive thermography) αναφέρεται στην τεχνική θερμογραφίας για τον έλεγχο των
υλικών και δομών χωρίς τη χρήση εξωτερικής πηγής ενέργειας. Η τεχνική απαιτεί αρκετή θερμική αντίθεση
ανάμεσα στο υπό έλεγχο αντικείμενο και στο περιβάλλον, ώστε να είναι ανιχνεύσιμη από ένα αισθητήρα
υπερύθρων. Με την παθητική θερμογραφία απεικονίζεται λοιπόν η θερμοκρασία της υπό έλεγχο κατασκευής όταν
αυτή βρίσκεται, με φυσικό τρόπο, σε μια διαφορετική θερμοκρασία από εκείνη του περιβάλλοντος. Η παθητική
θερμογραφία εφαρμόζεται κυρίως σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες, όπου η θερμοκρασία αποτελεί έναν πολύ
σημαντικό παράγοντα για την αξιολόγηση της σωστή λειτουργίας. Μερικές σημαντικές εφαρμογές της παθητικής
θερμογραφίας περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: κάμερες επιτήρησης, προληπτική συντήρηση αεροσκαφών, ανίχνευση
πυρκαγιών, ενεργειακή επιθεώρηση κτιρίων, έλεγχο θερμομόνωσης κατασκευών, έλεγχο ηλεκτρικών
εξαρτημάτων, κλπ. Σε όλες τις παραπάνω εφαρμογές οι ασυνήθιστες, μη-φυσιολογικές θερμοκρασιακές διαφορές
αποτελούν ένδειξη ύπαρξης κάποιου προβλήματος. Ένα παράδειγμα εφαρμογής της παθητικής θερμογραφίας είναι
η ανίχνευση παρουσίας υγρασίας σε μέρη του αεροσκάφους αμέσως μετά την προσγείωση, καθόσον η σημαντική
θερμική διαφορά ανάμεσα στο υλικό και το νερό επιτρέπει την ανίχνευση της βλάβης. Παρόμοια, ανιχνεύεται και
η παρουσία υγρασίας σε κτίρια και μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.

4.6.2 Ενεργητική θερμογραφία


Η ενεργητική θερμογραφία (active thermography) βασίζεται στην ύπαρξη εξωτερικής πηγή θέρμανσης ώστε να
προκύψουν, και στη συνέχεια να μετρηθούν, οι σχετικές θερμικές διακυμάνσεις. Στην περίπτωση της ενεργητικής
θερμογραφίας απαιτείται η δημιουργία θερμικής αντίθεσης με τη βοήθεια εξωτερικής πηγής ενέργειας, όταν το υπό

127
έλεγχο αντικείμενο βρίσκεται σε θερμική ισορροπία. Σχεδόν κάθε πηγή ενέργειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί,
ανάλογα με την εφαρμογή, για να ενεργοποιήσει το υπό έλεγχο αντικείμενο, με χρήση ψυχρού ή ζεστού αέρα,
πίδακα νερού, ή ελαστικών κυμάτων διαφόρων συχνοτήτων και πλάτους. Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά
ερεθίσματα μπορεί να είναι οπτικά, μηχανικά, ηλεκτρομαγνητικά, κλπ. Η οπτική διέγερση παράγεται από
εξωτερικές πηγές, όπως για παράδειγμα λαμπτήρες, δημιουργεί θερμότητα στην επιφάνεια του υλικού, η οποία στη
συνέχεια μεταδίδεται ως θερμικό κύμα μέσω του δοκιμίου στις υποεπειφανειακές ανωμαλίες, και τέλος επιστρέφει
πάλι στην επιφάνεια, όπου ανιχνεύεται από τη θερμική κάμερα. Η μηχανική ενέργεια, αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί
ως ένας εσωτερικός τρόπος διέγερσης, καθώς η θερμότητα παράγεται στη διεπιφάνεια μεταξύ ατέλειας και υλικού
και στη συνέχεια διαδίδεται στην επιφάνεια του δοκιμίου. Κατά την ηλεκτρομαγνητική διέγερση, δημιουργούνται
δινορεύματα σε αγώγιμο δοκίμιο με τη βοήθεια εξωτερικού πηνίου, τα οποία στη συνέχεια παράγουν εσωτερική
θερμότητα στο υλικό.
Με βάση την πηγή διέγερσης, η ενεργητική θερμογραφία μπορεί να χωριστεί σε δυο βασικά είδη: (α) τις
τεχνικές θερμογραφίας παλμού (Pulsed Thermography - PT) και (β) τις τεχνικές διαμόρφωσης (modulated). Στην
κατηγορία των τεχνικών θερμογραφίας παλμού ανήκει και η θερμογραφία με κλιμακωτή θέρμανση (Step Heating
– SH), η οποία αναφέρεται στην εφαρμογή μακρύ παλμού διέγερσης. Η θερμογραφία lock-in (Lock-in
Thermography – LT) είναι τεχνική διαμόρφωσης πλάτους.
Οι διάφορες πειραματικές τεχνικές ενεργητικής θερμογραφίας κατηγοριοποιούνται επίσης ανάλογα με το
εξωτερικό ερέθισμα, δηλαδή την πηγή ενέργειας, που προκαλεί τις θερμικές αντιθέσεις. Η θερμογραφία παλμού
και η θερμογραφία lock-in αναφέρονται σε τεχνικές που χρησιμοποιούν οπτική, μηχανική, ή ηλεκτρομαγνητική
διέγερση. Τα δεδομένα που λαμβάνονται όταν χρησιμοποιείται οπτική διέγερση παρουσιάζονται συνήθως σε
μορφή θερμογραφημάτων, δηλαδή απεικονίσεων της θερμικής κατάστασης στην επιφάνεια του δοκιμίου. Στην
περίπτωση μηχανικής διέγερσης με χρήση παλμών υπερήχων, ή με διαμορφωμένη συχνότητα, ή με διαμορφωμένα
τη συχνότητα και το πλάτος, χρησιμοποιούνται οι όροι θερμογραφία υπερήχων (Ultrasonic Thermography - UT) ή
θερμογραφία δονήσεων (Vibrothermography – VT). Τέλος, για τεχνικές που χρησιμοποιούν ηλεκτρομαγνητική
διέγερση με δινορεύματα, χρησιμοποιούνται οι όροι επαγωγική θερμογραφία (induction thermography) ή
θερμογραφία με δινορεύματα (Eddy Current Thermography - ECT) 22.
Τα δεδομένα θερμογραφίας παλμού ή θερμογραφίας lock-in, που λαμβάνονται με τη χρήση οπτικής
διέγερσης, μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία με ταχύ μετασχηματισμό Fourier (FFT). Εάν πρόκειται για
δεδομένα παλμού τότε έχουμε τη θερμογραφία φάσης παλμού (Pulsed Phase Thermography - PPT) 23,24, ενώ εάν
πρόκειται για δεδομένα διαμόρφωσης έχουμε τη θερμογραφία γωνίας φάσης (phase angle thermography). Τα
αποτελέσματα των τεχνικών αυτών παρουσιάζονται σε μορφή διαγραμμάτων φάσης (phasegrams), δηλαδή
απεικονίσεις της επιφάνειας του δοκιμίου που δείχνουν την καθυστέρηση φάσης του σήματος εξόδου ως προς το
σήμα εισόδου.
Παρακάτω παρουσιάζονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι κυριότερες τεχνικές θερμογραφίας υπερύθρου.

4.6.2.1 Θερμογραφία παλμού

Στη θερμογραφία παλμού, ένας παλμός ενέργειας εφαρμόζεται στην επιφάνεια του υπό έλεγχο αντικειμένου
δημιουργώντας ένα θερμικό μέτωπο το οποίο διαδίδεται στο εσωτερικό του υλικού με διάχυση, σύμφωνα με την
εξίσωση του Fourier 13,23. Ο παλμός αυτός μπορεί να δημιουργηθεί από λαμπτήρες αλογόνου, δέσμη λέιζερ, αέρα
ή δέσμη νερού 23,25. Η θερμική διέγερση μπορεί να είναι θερμή ή ψυχρή, διότι αυτό που παίζει τον πιο σημαντικό
ρόλο στη θερμογραφία παλμού είναι η θερμοκρασιακή διαφορά που προκύπτει και όχι η απόλυτη θερμοκρασία 26.
Η διάρκεια του παλμού ποικίλει από μερικά μsec για υλικά μικρού πάχους και θερμικά αγώγιμα υλικά (π.χ.
μέταλλα) έως λίγα δευτερόλεπτα για υλικά μεγάλου πάχους και υλικά με μικρή θερμική αγωγιμότητα (π.χ.
πλαστικά). Η συμπεριφορά του δοκιμίου αναλύεται είτε κατά τη διάρκεια της θέρμανσης (δηλ. κατά την αύξηση
της θερμοκρασίας του) 27 είτε κατά τη διάρκεια της αποθέρμανσης (δηλ. κατά τη μείωση της θερμοκρασίας του)
26,28-30
. Η θερμογραφία παλμού μπορεί να εφαρμοστεί με δύο τρόπους (βλ. Σχ. 4.9): Πρώτον, η πηγή θερμικής
διέγερσης και η υπέρυθρη κάμερα είναι τοποθετημένα μπροστά από το δοκίμιο και η θερμική κάμερα ανιχνεύει τη
θερμότητα που ανακλάται (reflection) 31. Δεύτερον, η θερμική κάμερα ανιχνεύει τη μετάδοση (transmission) 31 της
θερμότητας μέσω του δοκιμίου, καθώς η πηγή διέγερσης και η κάμερα είναι τοποθετημένες εκατέρωθεν του

128
δοκιμίου. Κατά τη θερμογραφία παλμού είναι δυνατή η ποσοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων, η οποία βασίζεται
στη θερμική αντίθεση (thermal contrast) των θερμογραφημάτων 31,32.

Σχήμα 4.9 Θερμογραφία παλμού σε διαμόρφωση ανάκλασης ή μετάδοσης του θερμικού κύματος.

Με τη μέθοδο αυτή, ο χρόνος διάδοσης της θερμότητας, t, μπορεί να συσχετιστεί με το βάθος, z, της
υποεπιφανειακής ατέλειας 26

𝑧𝑧 2
𝑡𝑡~ (4.13)
𝛼𝛼

όπου, α είναι ο συντελεστής θερμικής διάχυσης [m2/sec].


Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της θερμογραφίας παλμού είναι ότι μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα και
γρήγορα στο πεδίο καθώς επιτυγχάνονται θερμικές αντιθέσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα 31. Η δυσκολία
της τεχνικής είναι ο υπολογισμός της θερμικής αντίθεσης, C, ο οποίος απαιτεί την εκτίμηση των θερμικών
διαφορών σε σχέση με τις υγιείς περιοχές στο θερμογράφημα. Ο υπολογισμός της θερμικής αντίθεσης προκύπτει
από την εξίσωση:

𝑇𝑇𝛼𝛼 (𝑡𝑡) − 𝑇𝑇𝛼𝛼 (𝑡𝑡𝑜𝑜 )


𝐶𝐶(𝑡𝑡) = (4.14)
𝑇𝑇𝜐𝜐 (𝑡𝑡) − 𝑇𝑇𝜐𝜐 (𝑡𝑡𝑜𝑜 )

όπου, Τα αναφέρεται στη θερμοκρασία σε περιοχή με ατέλεια και Τυ στη θερμοκρασία σε υγιή περιοχή, to είναι ο
χρόνος πριν τη θέρμανση, και t είναι ο τρέχων χρόνος της διεργασίας 15.
Εφαρμογές της θερμογραφίας παλμού περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: διάβρωση μετάλλων, ανίχνευση
ρωγμής, αποκολλήσεις, βλάβη από πρόσκρουση σε σύνθετα υλικά, έλεγχος πτερυγίων στροβιλοκινητήρων,
πορώδες, χαρακτηρισμός του βάθους και μεγέθους ατέλειας, θερμικές ιδιότητες του υλικού, έλεγχος έργων τέχνης.

4.6.2.2 Θερμογραφία lock-in

Η θερμογραφία lock-in, η οποία είναι επίσης γνωστή ως διαμορφωμένη ή συγχρονισμένη θερμογραφία (modulated
thermography), βασίζεται στην δημιουργία θερμικών κυμάτων που παράγονται από μια περιοδική θερμική
διέγερση 33-35. Η περιοδική διέγερση είναι συνήθως ημιτονοειδής, παρόλο που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν

129
και άλλες περιοδικές μορφές. Κατά την περιοδικά διαμορφωμένη θερμική διέγερση, θερμικά κύματα διαδίδονται
στο υλικό. Τα θερμικά κύματα μπορούν να παραχθούν (π.χ. με περιοδική εναπόθεση θερμότητας στην επιφάνεια
του δοκιμίου με οπτικό τρόπο – λυχνία εκκένωσης, δινορεύματα, υπέρηχοι, μικροκύματα, κλπ.) και να ανιχνευθούν
από απόσταση με τη βοήθεια θερμικής κάμερας. Ο όρος lock-in αναφέρεται στην ανάγκη να ελεγχθεί η ακριβής
χρονική εξάρτηση μεταξύ του σήματος εξόδου και του σήματος εισόδου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με έναν
ενισχυτή lock-in. Οι εσωτερικές ατέλειες ενεργούν ως εμπόδια στη διάδοση της θερμότητας, και προκαλούν
μεταβολές στο πλάτος και καθυστέρηση φάσης του σήματος απόκρισης στην επιφάνεια. Διαφορετικές τεχνικές
εφαρμόζονται για την εξαγωγή της πληροφορίας πλάτους και φάσης. Συνήθως χρησιμοποιείται ανάλυση Fourier
ώστε να προκύψουν εικόνες φάσης (phasegrams) και πλάτους (ampligrams) 36. Οι εικόνες φάσης συσχετίζονται με
το χρόνο διάδοσης των θερμικών κυμάτων και, δεδομένου ότι δεν επηρεάζονται από τοπικά εξωτερικά
χαρακτηριστικά της επιφάνειας του δοκιμίου, μπορούν να αξιοποιηθούν για τον μη καταστροφικό έλεγχο. Το εύρος
του βάθους σε μια εικόνα φάσης είναι αντιστρόφως ανάλογο της συχνότητας της θερμικής διέγερσης, οπότε οι
υψηλότερες συχνότητες περιορίζουν την ανάλυση σε μια περιοχή κοντά στην επιφάνεια του δοκιμίου.
Για να κατανοηθεί η έννοια της θερμογραφίας lock-in, αρκεί να χρησιμοποιηθεί ένα γραμμικό ηλεκτρικό
κύκλωμα για το οποίο, για μια ημιτονοειδή είσοδο, I, με γωνιακή συχνότητα ω, παρατηρείται έξοδος με την ίδια
ημιτονοειδή συχνότητα ω αλλά με πλάτος Α και φάση φ (βλ. Σχ. 4.10).

Σχήμα 4.10 Ερμηνεία της θερμογραφίας lock-in χρησιμοποιώντας ένα γραμμικό ηλεκτρικό κύκλωμα.

Στην περίπτωση του μη καταστροφικού ελέγχου, το δοκίμιο να αντικαθιστά την έννοια του γραμμικού
κυκλώματος. Όταν θερμότητα με πλάτος, Ι, εναποτίθεται στην επιφάνεια δοκιμίου με γωνιακή συχνότητα, ω,
δημιουργεί θερμικό κύμα που διαπερνά την επιφάνεια του δοκιμίου, απορροφάται και υπόκειται σε μετατόπιση
φάσης, φ. Όταν το κύμα εισόδου συναντά ασυνέχειες (ατέλειες), δηλαδή περιοχές με μη ομογενείς θερμοφυσικές
ιδιότητες σε σχέση με το περιβάλλον υλικό, το κύμα εισόδου ανακλάται μερικώς. Το ανακλώμενο τμήμα του
κύματος αλληλεπιδρά με το εισερχόμενο κύμα εισόδου στην επιφάνεια του αντικειμένου, προκαλώντας ένα μοτίβο
κατανομής της τοπικής επιφανειακής θερμοκρασίας, η οποία πάλλεται με την ίδια συχνότητα όπως το θερμικό
κύμα. Η εσωτερική δομή του υπό έλεγχο αντικειμένου μπορεί να εκτιμηθεί από την αξιολόγηση της μετατόπισης
φάσης της τοπικής επιφανειακής θερμοκρασίας (έξοδος) σε σχέση με το κύμα εισόδου, καθώς η διαφορά
θερμοκρασίας ανιχνεύεται και καταγράφεται από μια θερμική κάμερα.
H μέτρηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια του δοκιμίου επιτρέπει να ανακατασκευαστεί το θερμικό
κύμα και να καθιερωθούν οι τιμές Α και φ για τέσσερα ισαπέχοντα σημεία θερμοκρασίας: S1, S2, S3 και S4 (βλ.
Σχ. 4.11) που καταγράφηκαν στην επιφάνεια του δοκιμίου κατά τη διάρκεια ενός κύκλου (δηλαδή μιας περιόδου
της ημιτονοειδούς καμπύλης).

130
Σχήμα 4.11 Μεθοδολογία τεσσάρων σημείων για την εκτίμηση της καθυστέρησης πλάτους με θερμογραφία lock-in.

Το ημιτονοειδές κύμα εισόδου, I, φαίνεται στο πάνω μέρος του Σχήματος 4.11, η δε απόκριση του σήματος, S,
απεικονίζεται στο κάτω μέρος. Όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, η είσοδος και η έξοδος έχουν την ίδια μορφή
όταν χρησιμοποιούνται ημιτονοειδή σήματα, υπάρχει μόνο μεταβολή στο πλάτος και τη φάση η οποία υπολογίζεται
ως ακολούθως:

𝛢𝛢 = �(𝑆𝑆1 − 𝑆𝑆3 )2 + (𝑆𝑆2 − 𝑆𝑆4 )2 (4.15)

𝑆𝑆1 − 𝑆𝑆3
𝜑𝜑 = 𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎𝑎 � � (4.16)
𝑆𝑆2 − 𝑆𝑆4

Η μέθοδος των τεσσάρων σημείων είναι ταχεία, αλλά ισχύει μόνο για ημιτονοειδή διέγερση και επηρεάζεται από
θόρυβο. Τέσσερα σημεία, συνήθως επιτρέπουν τον υπολογισμό των Α και φ, ενώ περισσότερα σημεία βοηθούν και
για την αποφυγή του θορύβου που προκύπτει από τη διαδικασία. Η χρήση του ενισχυτή lock-in συμβάλει
καθοριστικά στην εξάλειψη του θορύβου. Η τεχνική lock-in παρέχει τρείς εικόνες: φάσης, φ, πλάτους, Α και
θερμοκρασίας, Τ (συμβατική θερμογραφία). Μια εικόνα θερμογραφίας είναι η χαρτογράφηση της εκπεμπόμενης
θερμικής υπέρυθρης ακτινοβολίας. Η εικόνα φάσης έχει σχέση με το χρόνο διάδοσης και η εικόνα πλάτους με τον
συντελεστή θερμικής διάχυσης. Ένα από τα ισχυρά σημεία της θερμογραφίας lock-in είναι η εικόνα φάσης, η οποία
δεν εξαρτάται από τα τοπικά οπτικά και υπέρυθρα χαρακτηριστικά της επιφάνειας 37. Τέλος, σημαντική παράμετρος
για τη θερμογραφία lock-in είναι η διάρκεια της θερμικής διέγερσης, η οποία πρέπει να είναι το λιγότερο ένας

131
κύκλος (π.χ. για συχνότητα 1Ηz απαιτείται χρόνος το λιγότερο 1sec, ενώ για 0,1Ηz απαιτείται χρόνος τουλάχιστον
10sec).
Υπάρχουν πλεονεκτήματα, αλλά και μερικοί περιορισμοί, στην εφαρμογή της θερμογραφίας lock-in. Ο
έλεγχος των υλικών με θερμοκρασία lock-in είναι γενικά αργότερος από την θερμογραφία παλμού, καθώς η τεχνική
απαιτεί κάποιον χρόνο σταθεροποίησης πριν την επίτευξη κατάστασης ισορροπίας. Όμως, υπάρχει μια άμεση
σχέση μεταξύ βάθους και συχνότητας ελέγχου που επιτρέπει εκτίμηση του βάθους από δεδομένα πλάτους ή φάσης
χωρίς περαιτέρω επεξεργασία 38. Επιπλέον, η ενέργεια που απαιτείται για την εκτέλεση πειράματος θερμογραφίας
lock-in είναι γενικά μικρότερη από ό,τι σε άλλες τεχνικές ενεργητικής θερμογραφίας, πράγμα το οποίο είναι
ενδιαφέρον για μερικές εφαρμογές, όπου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, όπως για παράδειγμα στον έλεγχο
μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς 39, έργων τέχνης, τοιχογραφιών, κ.λπ.
Τυπικές εφαρμογές της θερμογραφίας lock-in περιλαμβάνουν: προσδιορισμό πάχους των επικαλύψεων,
ανίχνευση αποκολλήσεων μεταξύ στρώσεων σε σύνθετα υλικά, προσδιορισμό τοπικού προσανατολισμού των ινών
σε σύνθετα υλικά, ανίχνευση διάβρωσης, ανίχνευση ρωγμών, έλεγχο μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς και
έργων τέχνης, κ.α., ενώ σημαντικές είναι οι σύγχρονες εφαρμογές της τεχνικής στην έρευνα, όπως για παράδειγμα
ο ταχύς προσδιορισμός του ορίου μηχανικής κόπωσης προηγμένων τεχνολογικών υλικών 40.

4.6.2.3 Άλλες τεχνικές θερμογραφίας

Στις επόμενες παραγράφους παρουσιάζονται άλλες τεχνικές θερμογραφίας, οι οποίες όμως εμπίπτουν στις γενικές
κατηγορίες της θερμογραφίας παλμού και θερμογραφίας lock-in.

α. Θερμογραφία φάσης παλμού

Η θερμογραφία φάσης παλμού συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της θερμογραφίας φάσης αλλά και της lock-in. Κατά
την τεχνική αυτή το υπό έλεγχο δοκίμιο διεγείρεται θερμικά με έναν τετραγωνικό παλμό. Όταν ένα δοκίμιο
θερμαίνεται με παλμούς τότε θερμικά κύματα διαφόρων συχνοτήτων και πλάτους διαδίδονται στο εσωτερικό του.
Ο διαχωρισμός αυτών των συχνοτήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί με το μονοδιάστατο μετασχηματισμό Fourier,
εξίσωση (4.17), για κάθε εικονοστοιχείο (pixel x,y) του θερμογραφήματος κατά την αποθέρμανση του υλικού:

𝑁𝑁−1
2𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋
𝐹𝐹𝑛𝑛 = � 𝑇𝑇(𝑘𝑘)𝑒𝑒 𝑁𝑁 = 𝑅𝑅𝑅𝑅𝑛𝑛 + 𝑖𝑖𝐼𝐼𝐼𝐼𝑛𝑛 (4.17)
𝑘𝑘=0

όπου, i, είναι ο φανταστικός αριθμός, Re και Im είναι το πραγματικό και το φανταστικό μέρος του
μετασχηματισμού, αντίστοιχα, και ο δείκτης, n, συμβολίζει την αύξηση της συχνότητας. Η ανάλυση μέσω
μετασχηματισμού Fourier παρέχει αποτελέσματα μεγαλύτερης ακρίβειας σε σχέση με αυτά της κλασσικής
θερμογραφίας παλμού, με αποτέλεσμα την ανίχνευση διαφόρων τύπων υποεπιφανειακών ατελειών. Το μεγαλύτερο
πλεονέκτημα της θερμογραφίας φάσης παλμού είναι ότι προκύπτουν θερμογραφήματα φάσης. Τα θερμογραφήματα
φάσης επηρεάζονται ελάχιστα από τη μη ομοιόμορφη θέρμανση διότι όλες οι πληροφορίες σχετικά με το πλάτος
του θερμικού παλμού εμπεριέχονται στο πλάτος που προκύπτει από τον μετασχηματισμό Fourier. Αυτό αποτελεί
ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς η ανομοιόμορφη θέρμανση είναι το βασικό πρόβλημα της θερμογραφίας φάσης
36
.

β. Θερμογραφία με κλιμακωτή θέρμανση

Η θερμογραφία με κλιμακωτή θέρμανση χρησιμοποιεί μεγαλύτερους παλμούς, διάρκειας από μερικά δευτερόλεπτα
έως μερικά λεπτά. Σ’ αυτή την περίπτωση καταγράφεται η αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας του δοκιμίου
καθώς πραγματοποιείται κλιμακωτή θέρμανση με παλμούς. Οι μεταβολές της επιφανειακής θερμοκρασίας με το
χρόνο συσχετίζονται με χαρακτηριστικά του υλικού, όπως και στη θερμογραφία παλμού. Παρόλο που

132
χρησιμοποιείται συνήθως οπτική διέγερση για την κλιμακωτή θέρμανση του δοκιμίου, δεν υπάρχει περιορισμός
στη χρήση άλλων μορφών διέγερσης.
Η τεχνική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση του πάχους επικαλύψεων, την αποτίμηση
της ακεραιότητας της διεπιφάνειας επικάλυψης/υποστρώματος, το χαρακτηρισμό της διάβρωσης σε
αεροναυπηγικές δομές, κλπ. 27,41

γ. Θερμογραφία με δονήσεις

H θερμογραφία με δονήσεις (vibrothermography) 36,42,43 είναι τεχνική ενεργητικής θερμογραφίας κατά την οποία
προκαλούνται εξωτερικές μηχανικές δονήσεις ή διέγερση με υπερήχους (γι’ αυτό και ονομάζεται επίσης
θερμογραφία υπερήχων), η οποία ανιχνεύει τη θερμότητα που παράγεται από βλάβη στο εσωτερικό του υλικού (βλ.
Σχ. 4.12). Η μη καταστροφική αυτή τεχνική αξιολογεί τη δομική ακεραιότητα του υπό έλεγχο αντικειμένου. Η
μέθοδος είχε προταθεί αρχικά από τον Hennecke et al. 44,45 στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, αλλά έγινε ευρέως
γνωστή από τον Favro et al. 46 σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα.

Σχήμα 4.12 Πειραματική διάταξη θερμογραφίας με δονήσεις 47.

Η τεχνική βασίζεται στο γεγονός ότι η μηχανική ενέργεια λόγω των εξωτερικών δονήσεων μετατρέπεται σε θερμική
με αποτέλεσμα να απελευθερώνεται θερμότητα λόγω τριβής ακριβώς στις θέσεις, όπου εμφανίζονται ατέλειες,
όπως ρωγμές και αποκολλήσεις στρωμάτων σε σύνθετα υλικά. Η θερμογραφία με δονήσεις μπορεί να εφαρμοστεί
για την ανίχνευση ατελειών δύσκολα ανιχνεύσιμες από τις άλλες μεθόδους θερμογραφίας, όπως κλειστές ρωγμές
σε γρανάζια, βλάβη λόγω μηχανικής κόπωσης, φθορά επικαλύψεων, καθώς και για τον έλεγχο μεγάλων επιφανειών
στο πεδίο.
Οι μηχανισμοί διάχυσης της ενέργειας δόνησης στη βλάβη δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως κατανοητοί,
αλλά σίγουρα εξαρτώνται από τις παραμέτρους του υλικού και τα χαρακτηριστικά της βλάβης. Συνεπώς, η ακριβής
ποσότητα της θερμότητας που αναμένεται να διαχυθεί από ορισμένες ατέλειες δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων.
Όμως, είναι γνωστό ότι η παραγόμενη θερμότητα εξαρτάται από τη συχνότητα και τη θέση της πηγής θερμότητας
(ατέλεια).
Όπως και στην περίπτωση της οπτικής διέγερσης, η μηχανική διέγερση μπορεί να επιτευχθεί με μορφή
παλμών (θερμογραφία παλμού) ή με διαμορφώσεις πλάτους (θερμογραφία lock-in).

δ. Επαγωγική θερμογραφία

Η επαγωγική θερμογραφία (induction thermography) ή θερμογραφία με δινορεύματα (eddy current thermography)


είναι μια από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο της ενεργητικής θερμογραφίας 48-51. Επαγωγική διέγερση

133
μπορεί να εφαρμοστεί εσωτερικά σε ηλεκτρικά αγώγιμα υλικά, παράγοντας δινορεύματα σε συγκεκριμένο βάθος
(το οποίο καθορίζεται από τη συχνότητα διέγερσης), με αποτέλεσμα τη θέρμανση του δοκιμίου και επομένως των
εσωτερικών ατελειών (βλ. Σχ. 4.13). Οι επιφανειακές και υποεπιφανειακές ατέλειες προκαλούν μεταβολές στην
κίνηση των δινορευμάτων, μεταβάλλοντας τη θερμοκρασιακή κατανομή. Όπως και στις άλλες τεχνικές
θερμογραφίας, οι μεταβολές αυτές στη θερμοκρασία μπορούν να ανιχνευτούν στην επιφάνεια του δοκιμίου με
υπέρυθρη κάμερα.
Η επαγωγική θερμογραφία εφαρμόζεται για την ανίχνευση ρωγμών σε ηλεκτρικά αγώγιμα υλικά,
ανίχνευση βλάβης λόγω πρόσκρουσης σε σύνθετα υλικά, έλεγχο συγκόλλησης αρθρώσεων, κλπ. Όπως και στην
περίπτωση της οπτικής και της μηχανικής διέγερσης, η επαγωγική διέγερση μπορεί να επιτευχθεί με μορφή παλμών
(θερμογραφία παλμού) ή με διαμορφώσεις πλάτους (θερμογραφία lock-in).

Σχήμα 4.13 Πειραματική διάταξη επαγωγικής θερμογραφίας 47.

Στο παρακάτω Σχήμα 4.14, παρουσιάζεται σύγκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων τεσσάρων τεχνικών
θερμογραφίας (οπτική θερμογραφία παλμού, οπτική θερμογραφία lock-in, θερμογραφία με δονήσεις και επαγωγική
θερμογραφία). Το πρότυπο δοκίμιο με γνωστές ατέλειες που χρησιμοποιήθηκε, φαίνεται στα αριστερά του
σχήματος. Παρατηρούμε τη συμπληρωματικότητα των τεχνικών στην αξιολόγηση της βλάβης του δοκιμίου. Η
θερμογραφία lock-in ήταν η μόνη που ανίχνευσε την αποκόλληση βαφής από την επιφάνεια του δοκιμίου. Επίσης,
η θερμογραφία με δονήσεις προκάλεσε μικρή βλάβη, εκεί όπου ο καθετήρας υπερήχων βρισκόταν σε επαφή με το
δοκίμιο.

134
Σχήμα 4.14 Σύγκριση αποτελεσμάτων τεσσάρων τεχνικών θερμογραφίας 47.

4.7 Θερμικές κάμερες υπερύθρου


Οι περισσότερες εφαρμογές της θερμογραφίας υπερύθρου χρησιμοποιούν μια υπέρυθρη κάμερα (βλ. Σχ. 4.15) η
οποία διαθέτει έναν ανιχνευτή υπερύθρων για την απεικόνηση των διαφορών της θερμικής ακτινοβολίας. Οι
κάμερες αυτού του τύπου χρησιμοποιούν αισθητήρες που δεν αντιλαμβάνονται το πλάνο επιτήρησης όπως
παρουσιάζεται με τη βοήθεια του φωτός, στο οπτικό φάσμα, δηλαδή όπως το βλέπουμε με το ανθρώπινο μάτι.
Αντίθετα, λαμβάνουν την εκπομπή της υπέρυθρης ακτινοβολίας στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα του υπερύθρου.
Δηλαδή, αντί για το εύρος των 450–750 nm του ορατού φάσματος, στο οποίο λειτουργούν οι συνήθεις
φωτογραφικές μηχανές, οι υπέρυθρες κάμερες λειτουργούν σε μήκη κύματος έως και 14,000 nm (14 µm).

Σχήμα 4.15 Υπέρυθρες θερμικές κάμερες 52: (α) LWIR θερμική κάμερα FLIR ThermaCAM T360, με FPA 320x240 pixels,
φασματική απόκριση 7.5–13 μm. (β) ΜWIR θερμική κάμερα CEDIP/JADE με ανιχνευτή InSb και FPA 320x240 pixels,
φασματική απόκριση 3.6–5.0 μm.

Το 1970 ένα νέο είδος συσκευών απεικόνισης εμφανίστηκε και έφερε επανάσταση τον τομέα των υπερύθρων.
Χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνολογία, τα απαραίτητα συστατικά για την κατασκευή μιας θερμικής κάμερας είναι

135
τα οπτικά εξαρτήματα, μια συστοιχία εστιακού επιπέδου (Focal Plane Array – FPA), τα απαραίτητα ηλεκτρονικά
και μια μονάδα ψύξης. Κάποιες συστοιχίες εστιακού επιπέδου αποτελούνται από 22:

• ανιχνευτές φράγματος Schottky,


• ανιχνευτές υπερπλέγματος ,
• ενδογενείς ανιχνευτές,
• ανιχνευτές Ζ-επιπέδου και
• ανιχνευτές συστοιχίας μικροβολομέτρων.

Οι ανιχνευτές φράγματος Schottky έχουν διαστάσεις 512 x 512 pixels και είναι κατασκευασμένοι από PtSi (το
φάσμα που ανιχνεύουν είναι από 3-5 μm), ή από GaSi (το φάσμα που ανιχνεύουν είναι από 8-14 μm και 8-16 μm).
Για την κατασκευή θερμικής κάμερας με αυτούς τους ανιχνευτές απαιτείται σύστημα ψύξης ώστε η θερμοκρασία
να είναι σταθερή στους 77 Κ.
Οι ανιχνευτές υπερπλέγματος είναι κατασκευασμένοι από ημιαγωγούς, όπως GaAs/GaAlAs, και το φάσμα
που ανιχνεύουν είναι από 0,8-2,6 μm. Για τη σωστή λειτουργίας τους απαιτείται σύστημα ψύξης ώστε να
επιτευχθούν θερμοκρασίες 50-70 Κ.
Οι ενδογενείς ανιχνευτές έχουν διαστάσεις 128 x 128 pixels, ανιχνεύουν φάσμα από 8-12 μm και είναι
κατασκευασμένοι από HgSdTe. Επίσης κάποιοι ανιχνευτές είναι κατασκευασμένοι από InGaAs και λειτουργούν
σε θερμοκρασία δωματίου.
Οι ανιχνευτές Ζ-επιπέδου βασίζονται σε κυκλώματα πυριτίου που είναι κατεργασμένα πάνω σε μια
μικροσκοπική επιφάνεια μαζί με έναν ανιχνευτή εγκατεστημένο στη μια της άκρη. Αυτές οι επιφάνειες ενωμένες
συνθέτουν τον τελικό ανιχνευτή, που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση σταγόνων μέσα σε δοκίμια.
Οι ανιχνευτές συστοιχίας μικροβολομέτρων έχουν διαστάσεις 320 x 240 pixels, λειτουργούν σε
θερμοκρασία δωματίου, αλλά η απόδοσή τους δεν είναι τόσο καλή όσο των ανιχνευτών που αναφέρθηκαν πιο
πάνω.
Ανάλογα με τον τύπο του αισθητήρα που χρησιμοποιούν, οι θερμικές κάμερες δρουν στις αντίστοιχες ζώνες
(μήκη κύματος) του υπέρυθρου φάσματος ακτινοβολίας. Αυτές κατανέμονται ως εξής 11:

• SWIR (Short-Wave Infrared), από 1.0 μm έως 3.0 μm, με αισθητήρες που χρησιμοποιούν ως υλικό
InGaAs.
• ΜWIR (Mid-Wave Infrared), από 3.0 μm έως 5.0 μm, με αισθητήρες που χρησιμοποιούν ως υλικό
InSb, HgCdTe και σπανιότερα PbSe.
• LWIR (Long-Wave Infrared), από 7.0 μm έως 14.0 μm, με αισθητήρες που χρησιμοποιούν ως
υλικό HgCdTe.

Οι εικόνες από τις κάμερες υπερύθρων συνήθως διαθέτουν ένα μοναδικό χρωματικό κανάλι, διότι γενικά
χρησιμοποιούν έναν αισθητήρα εικόνας που δεν διακρίνει διαφορετικά μήκη κύματος της υπέρυθρης ακτινοβολίας.
Οι αισθητήρες έγχρωμων εικόνων απαιτούν πολύπλοκη κατασκευή για να μπορούν να διακρίνουν τα διαφορετικά
μήκη κύματος. Επίσης, η έννοια του χρώματος έχει μικρότερη σημασία έξω από το ορατό φάσμα, επειδή τα
διάφορα μήκη κύματος δεν χαρτογραφούνται ομοιόμορφα μέσα στο σύστημα της έγχρωμης όρασης που
χρησιμοποιείται από το ανθρώπινο οφθαλμό. Μερικές φορές αυτές οι μονοχρωματικές εικόνες εμφανίζονται σε
ψευδο-χρώματα, όταν για την παρουσίαση των μεταβολών στο σήμα, οι αλλαγές στο χρώμα χρησιμοποιούνται
περισσότερο από τις αλλαγές στην ένταση. Αυτό είναι χρήσιμο διότι, μολονότι ο ανθρώπινος οφθαλμός διαθέτει
γενικά πολύ μεγαλύτερο δυναμικό εύρος για την ανίχνευση της έντασης από το χρώμα, η ικανότητα να διακρίνουμε
μικρές διαφορές έντασης στις φωτεινές περιοχές είναι αρκετά περιορισμένη.
Για την απεικόνιση της θερμοκρασίας τα φωτεινότερα (θερμότερα) τμήματα της εικόνας έχουν συνήθως
χρώμα λευκό, οι ενδιάμεσες θερμοκρασίες κόκκινο και κίτρινο, και τα σκουρότερα (ψυχρότερα) τμήματα μαύρο.
Μια κλίμακα εμφανίζεται δίπλα σε μια εικόνα ψευδο-χρώματος για να αντιστοιχίσει χρώματα σε θερμοκρασίες. Η
ανάλυση των υπέρυθρων καμερών είναι σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη των οπτικών καμερών, τις
περισσότερες φορές μόνο 160 x 120 pixels ή 320 x 240 pixels. Πρόσφατες βελτιώσεις στις μη ψυχόμενες συστοιχίες

136
εστιακού επιπέδου (uncooled focal plane arrays – UFPA) εστιάζονται κυρίως σε υψηλότερη ανάλυση και
πυκνότητα των εικονοστοιχείων (pixels). Το 2013, η DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency)
ανακοίνωσε 53 μια LWIR κάμερα ανάλυσης 5 μm, που χρησιμοποιεί συστοιχία εστιακού επιπέδου (FPA) 1280 x
720 pixels.

4.8 Παραδείγματα εφαρμογών θερμογραφίας υπερύθρου


Η θερμογραφία υπερύθρου για τον μη καταστροφικό έλεγχο υλικών και δομών έχει μεγάλο εύρος εφαρμογών:
αεροναυπηγική, κατασκευαστική βιομηχανία, πετροχημικές εγκαταστάσεις, περιβάλλον, υποδομές πολιτικού
μηχανικού, ηλεκτρονικός εξοπλισμός, αρχιτεκτονική, μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, έργα τέχνης,
ενεργειακός έλεγχος κτιρίων, κλπ. 39,54-56. Παρακάτω, παρατίθενται μερικά επιλεγμένα παραδείγματα εφαρμογών.
Στο Σχήμα 4.16, φαίνονται τα αποτελέσματα του θερμογραφικού ελέγχου του πηδαλίου του μαχητικού
αεροσκάφους της Βασιλικής Καναδικής αεροπορίας (RCAF), τύπου McDonnell Douglas CF-18 Hornet 47. Ο
έλεγχος έγινε με δυο τεχνικές, τη θερμογραφία παλμού και τη θερμογραφία lock-in, με την οποία εντοπίστηκαν
σημεία βλάβης από πρόσκρουση 47.

Σχήμα 4.16 Θερμογραφικός έλεγχος του πηδαλίου του μαχητικού αεροσκάφους CF-18 Hornet 47.

Στο Σχήμα 4.17, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα εφαρμογής δυο τεχνικών, της ανακλαστογραφίας εγγύς
υπερύθρων (NIR) και της υπέρυθρης (IR) θερμογραφίας για τον έλεγχο έργου τέχνης 47.
Στο Σχήμα 4.18, φαίνεται η ψηφιακή φωτογραφία του πίνακα ζωγραφικής, καθώς και τα αποτελέσματα
της ανακλαστογραφίας εγγύς υπερύθρων και της υπέρυθρης θερμογραφίας. Η ανακλαστογραφία NIR
πραγματοποιήθηκε με NIR κάμερα 0,9-1,7 μm, και λαμπτήρα πυρακτώσεως 90V. Για τη θερμογραφία υπερύθου
χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της θερμογραφίας φάσης παλμού στη συχνότητα των 75 mHz, με IR κάμερα 3-5 μm
(δηλαδή στη ζώνη υπερύθρων μεσαίου μήκους κύματος). Η τεχνική της ανακλαστογραφίας εγγύς υπερύθρων
ανίχνευσε κρυμμένα σχέδια στην εικόνα, ενώ η υπέρυθρη θερμογραφία εντόπισε ατέλειες 47.

137
Σχήμα 4.17 Έλεγχος πίνακα ζωγραφικής με ανακλαστογραφία εγγύς υπερύθρων και υπέρυθρη θερμογραφία 47.

Σχήμα 4.18 Ψηφιακή φωτογραφία πίνακα ζωγραφικής, ανακλαστογραφία εγγύς υπερύθρων και θερμογράφημα 47.

138
Τα επόμενα σχήματα 4.19 και 4.20, δείχνουν την εφαρμογή της θερμογραφίας υπερύθρου στον ενεργειακό έλεγχο
των κτιρίων. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 4.19, η θερμογραφία μπορεί να δώσει πληροφορίες σχετικά με την απώλεια
θερμότητας από τα κτίρια. Στην οροφή του κτιρίου του σχήματος εμφανίζεται μεγάλη περιοχή (μωβ χρώμα)
απώλειας θερμότητας.

Σχήμα 4.19 Ενεργειακός έλεγχος κτιρίων με υπέρυθρη θερμογραφία 57.

Στο Σχήμα 4.20, παρουσιάζεται το θερμογράφημα οικίας σε μια κρύα νύχτα. Ο τοίχος που φαίνεται δεν έχει
μόνωση. Το θερμό σημείο δείχνει εμφανώς τη θέση θερμαντικού σώματος στο εσωτερικό της οικίας.

Σχήμα 4.20 Θερμογράφημα οικίας σε μια κρύα νύχτα. Το θερμό σημείο δείχνει τη θέση θερμαντήρα στο εσωτερικό της οικίας
57
.

139
Στο παράδειγμα του Σχήματος 4.21 φαίνεται ο εντοπισμός υγρασίας σε κτίρια, με υπέρυθρη θερμογραφία. Το
σχήμα παρουσιάζει υπέρθεση θερμογραφήματος σε οπτική εικόνα στο εσωτερικό κτιρίου. H παρουσία υγρασίας
εμφανίζεται στο θερμογράφημα ως ψυχρότερη περιοχή, όταν το νερό εξατμίζεται ή διαρρέει κρύο νερό.

Σχήμα 4.21 Εντοπισμός υγρασίας σε κτίρια με υπέρυθρη θερμογραφία 57.

Στο Σχήμα 4.22, φαίνεται πρόβλημα στην κατασκευή μνημείου πολιτιστικής κληρονομιάς. Το σχήμα δείχνει μέρος
του Καθεδρικού Ναού Rosslyn Chapel, στη Σκωτία. Όπως ο θερμογραφικός έλεγχος έδειξε, η λιθοδομή
μεταγενέστερης δομής δεν είναι σωστά συνδεδεμένη στο κυρίως κτίσμα του Ναού.

140
Σχήμα 4.22 Θερμογραφικός έλεγχος μνημείου πολιτιστικής κληρονομιάς (Rosslyn Chapel, Σκωτία) 58.

Στο επόμενο παράδειγμα παρουσιάζεται η εφαρμογή τεχνικών υπέρυθρης θερμογραφίας για την αποτίμηση βλάβης
σε μνημείο της Βυζαντινής περιόδου, της Μονής Μολυβδοσκεπάστου στην Ήπειρο, που χρονολογείται από τον 6ο
αιώνα. Η πειραματική διάταξη αποτελούνταν από τέσσερις λαμπτήρες πυρακτώσεως, ισχύος 1kW με δυνατότητα
ρύθμισης συνεχούς τάσης εύρους 0-10 Volts, ως πηγή θερμικής διέγερσης, μονάδα επεξεργασίας δεδομένων (Η/Υ),
ένα lock-in ενισχυτή και δύο διαφορετικούς τύπους υπέρυθρης θερμικής κάμερας (βλ. Σχήμα 4.23) 11,59. Θα πρέπει
να επισημανθεί ότι οι τοιχογραφίες και τα κονιάματα επικάλυψης της μονής δεν έχουν συγκεκριμένο συντελεστή
εκπομπής λόγω της ανομοιογένειας τους, συνεπώς, για την επίτευξη του θερμογραφικού ελέγχου ο συντελεστής
εκπομπής ορίστηκε ως 0,75 60,61.

Σχήμα 4.23 Μονή Μολυβδοσκεπάστου και πειραματική διάταξη υπέρυθρης θερμογραφίας για την αξιολόγηση βλάβης στο
εσωτερικό της Μονής 11,59.

Για τον χαρακτηρισμό της βλάβης των τοιχογραφιών του τρούλου εφαρμόστηκε η θερμογραφία με «βαθμιαία
θέρμανση», χρησιμοποιώντας LWIR υπέρυθρη κάμερα. Η τεχνική βασίστηκε στη βαθμιαία θέρμανση της υπό
έλεγχο επιφάνειας για συνολικό χρόνο 100 sec. Στα πρώτα 50 sec η τάση του ρεύματος των λαμπτήρων αυξανόταν
βαθμιαία από 0 σε 3 Volts και για τα επόμενα 50 sec μειωνόταν με σταθερό ρυθμό από τα 3 στα 0 Volts. Ο ρυθμός
αλλά και η διάρκεια της θερμικής διέγερσης επιλέχθηκαν έτσι ώστε να επιτευχθεί ομοιόμορφη θέρμανση της
επιφάνειας, αλλά και η θερμοκρασία να μην υπερβεί την κρίσιμη τιμή των 40 – 50 οC, γεγονός που θα προκαλούσε
επιπλέον βλάβη στις τοιχογραφίες της Μονής. Με κίτρινο κύκλο επισημαίνεται η ορατή ρωγμή στα
θερμογραφήματα (Σχ. 4.24β και 4.24γ), η οποία είναι επίσης εμφανής στην ψηφιακή φωτογραφία (Σχ. 4.24α). Στα
θερμογραφήματα ωστόσο, παρατηρούνται επιπλέον ρηγματώσεις (κόκκινοι κύκλοι), καθώς και αποκολλήσεις και
αποσαθρώσεις (λευκός κύκλος) που δεν ανιχνεύονται οπτικά.

Σχήμα 4.24 α) Ψηφιακή φωτογραφία της τοιχογραφίας του τρούλου της Μονής, β) θερμογράφημα του τρούλου με ρωγμές, γ)
θερμογράφημα του τρούλου με αποκολλήσεις 11,59.

141
Για την αξιολόγηση της κτητορικής επιγραφής της Μονής, χρησιμοποιήθηκε MWIR υπέρυθρη κάμερα και
εφαρμόστηκαν οι τεχνικές της θερμογραφίας με βαθμιαία θέρμανση και της θερμογραφίας φάσης παλμού (βλ. Σχ.
4.25). Το θερμογράφημα που ελήφθη με βαθμιαία θέρμανση αποκάλυψε κρυμμένα γράμματα κάτω από την
παρούσα επιγραφή, τα οποία ανήκουν σε προγενέστερες κτητορικές επιγραφές (τα βέλη και ο κύκλος στην εικόνα
κάτω στο μέσον δείχνουν τις θέσεις αυτών των κρυμμένων χαρακτήρων). Οι κόκκινες γραμμές επισημαίνουν τη
διάταξη των γραμμάτων στην κτητορική επιγραφή. Το θερμογράφημα φάσης παλμού επίσης έδειξε ίχνη
κρυμμένων γραμμάτων κάτω από την επιφάνεια της επιγραφής, όχι όμως με την ανάλυση της θερμογραφίας με
βαθμιαία θέρμανση.

Σχήμα 4.25 Πάνω: Ψηφιακή οπτική φωτογραφία της κτητορικής επιγραφής. Κάτω αριστερά: Ψηφιακή οπτική φωτογραφία
τμήματος της κτητορικής επιγραφής. Κάτω στο μέσον: Θερμογράφημα με βαθμιαία θέρμανση. Κάτω δεξιά: Θερμογράφημα
φάσης παλμού 11,59.

Το Σχήμα 4.26 παρουσιάζει θερμογραφήματα φάσης που ελήφθησαν με τη μέθοδο της θερμογραφίας lock-in,
χρησιμοποιώντας MWIR κάμερα. Στο σχήμα εμφανίζονται ποικίλα μοτίβα διαφορετικού σχήματος και γεωμετρίας
που οφείλονται στη μεταβολή φάσης και απεικονίζουν τη μικροδομή του κονιάματος της κτητορικής επιγραφής,
το οποίο κατά την εποχή κατασκευής της Μονής αποτελούνταν συνήθως από άχυρα, σύρματα και χαλίκια.

Σχήμα 4.26 Θερμογραφήματα φάσης με θερμογραφία lock-in που απεικονίζουν τη μικροδομή του κονιάματος της κτητορικής
επιγραφής 11,59.

142
Τα παρακάτω δύο παραδείγματα αναφέρονται στο μη καταστροφικό έλεγχο γεφυρών οδικού δικτύου με υπέρυθρη
θερμογραφία. Στο Σχήμα 4.27, φαίνεται το θερμογράφημα του μεσόβαθρου της γέφυρας Αράχθου, Άρτας, όπου
εμφανίζεται μεγάλη ανομοιογένεια στο σκυρόδεμα και πιθανό πορώδες.

Σχήμα 4.27 Θερμογραφικός έλεγχος γέφυρας οδικού δικτύου: Περιοχή με πιθανό πορώδες 62.

Στο Σχήμα 4.28, φαίνεται το θερμογράφημα στην περιοχή κοντά στο κατάστρωμα και στην επιφάνεια του κορμού
της δοκού της γέφυρας, με εμφανή προβλήματα στις υδρορροές, καθώς και παρουσία αυξημένης υγρασίας στη
δοκό.

Σχήμα 4.28 Θερμογραφικός έλεγχος γέφυρας οδικού δικτύου: Εμφανή προβλήματα στις υδρορροές (κόκκινος κύκλος), και
ύπαρξη αυξημένης υγρασίας στη δοκό (κίτρινος κύκλος) 62.

Τέλος, το Σχήμα 4.29, δείχνει το θερμογράφημα μιας κούπας που περιέχει ζεστό νερό. Προφανώς, όλη η επιφάνεια
της κούπας με το ζεστό νερό βρίσκεται στην ίδια θερμοκρασία, αλλά η διακόσμηση της κούπας εμφανίζεται να
είναι ψυχρότερη. Αυτό συμβαίνει διότι η υπέρυθρη ακτινοβολία που ανιχνεύεται από την IR κάμερα δεν προέρχεται
όλη από τη θερμότητα που εκπέμπεται από το αντικείμενο. Υπάρχει επίσης θερμότητα που ανακλάται από τα γύρω
αντικείμενα και επιπλέον ορισμένα υλικά (π.χ. αρκετά μέταλλα) εκπέμπουν πολύ λίγη υπέρυθρη ακτινοβολία, αλλά
αντίθετα την ανακλούν σε μεγάλο βαθμό, καθώς έχουν χαμηλό συντελεστή εκπομπής.

143
Σχήμα 4.29 Θερμογράφημα κούπας που περιέχει ζεστό νερό. Η διακόσμηση της κούπας εμφανίζεται να είναι ψυχρότερη από
την υπόλοιπη επιφάνεια λόγω του διαφορετικού συντελεστή εκπομπής της 57.

4.9 Πλεονεκτήματα και περιορισμοί της θερμογραφίας


Όπως κάθε μέθοδος μη καταστροφικού ελέγχου, η θερμογραφία υπερύθρου έχει πλεονεκτήματα αλλά και
ορισμένους περιορισμούς. Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι τα εξής 15,22,63,64:

• Τεχνική πλήρους πεδίου (full field) με ταχύ ρυθμό ελέγχου (μέχρι μερικά m2 τη φορά).
• Τεχνική μη επαφής (δεν απαιτείται μέσο σύζευξης, αν και σε μερικές περιπτώσεις χρειάζεται η
εφαρμογή μαύρης βαφής στο υπό έλεγχο δοκίμιο).
• Ασφαλής για το προσωπικό ελέγχου (επειδή δεν υπεισέρχονται επιβλαβείς ακτινοβολίες).
• Τα αποτελέσματα είναι σχετικά εύκολο να ερμηνευτούν (σε μορφή απεικόνισης στις οποίες μπορεί
να γίνει επεξεργασία για την εξαγωγή περαιτέρω πληροφορίας).
• Μεγάλο εύρος εφαρμογών.
• Μοναδικό εργαλείο ελέγχου για κάποιες εφαρμογές (όπως π.χ. στην περίπτωση ορισμένων
κεραμικών επικαλύψεων που μπορούν δύσκολα να ελεγχθούν από άλλες μη καταστροφικές
τεχνικές ή στην περίπτωση ορισμένων δραστηριοτήτων συντήρησης).

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και κάποιες ειδικές δυσκολίες στην εφαρμογή της θερμογραφίας υπερύθρου
15,22,63,64
:

• Οι θερμικές απώλειες, λόγω θερμικής μεταβίβασης ή ακτινοβολίας, μπορούν να οδηγήσουν σε


ψευδείς αντιθέσεις που πλήττουν την αξιοπιστία της ερμηνείας των θερμογραφημάτων.
• Κόστος εξοπλισμού.
• Δυνατότητα ανίχνευσης μόνο ατελειών που οφείλονται σε μετρήσιμη αλλαγή των θερμικών
ιδιοτήτων (π.χ. αποκολλήσεις και ρωγμές ανιχνεύονται μόνο εάν προκαλούν διεπιφανειακές
θερμικές αντιστάσεις)
• Ικανότητα ελέγχου μικρού πάχους υλικού κάτω από την επιφάνεια.
• Προβλήματα με τον συντελεστή εκπομπής.

144
4.10 Βιβλιογραφία

[1] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, D. V. Soulioti, T. E. Matikas, “Combined Use of Thermography and Ultrasound
for the Characterization of Subsurface Cracks in Concrete”, Construction and Building Materials, vol.
24(10), pp. 1888-1897, (2010).
[2] Dassios, K. G., E. Z. kordatos, D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Crack Growth Monitoring in Ceramic Matrix
Composites by Combined Infrared Thermography and Acoustic Emission”, Journal of the American
Ceramic Society, vol. 97(1), pp. 251-257, (2014).
[3] Kordatos, E. Z., D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Monitoring Mechanical Damage in Structural Materials Using
Complimentary NDE Techniques Based on Thermography and Acoustic Emission”, Composites Part B:
Engineering, vol. 43(6), pp. 2676–2686, (2012).
[4] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, T. E. Matikas, “Monitoring of Metal Fatigue Damage Using Acoustic Emission
and Thermography”, Journal of Acoustic Emission, vol. 29, pp. 113-122, (2011).
[5] Grammatikos, S. A., E. Z. Kordatos, T. E. Matikas, A. S. Paipetis, “Real-Time Debonding Monitoring of
Composite Repaired Materials Via Electrical, Acoustic and Thermographic Methods”, Journal of Materials
Engineering and Performance, vol. 23(1), pp. 169-180, (2014).
[6] Εγχειρίδιο Χρήστη Flir B Series και T Series. Publ. No. 1558798 Rev. a288 GREEK (EL) (2008)
[7] Introduction to bolometers (UC Berkeley), http://bolo.berkeley.edu/bolometers/introduction.html
[8] NASA: history of the bolometer, http://earthobservatory.nasa.gov/Features/Langley/langley_2.php
[9] Thermography and Industrial Maintenance, http://thermography.weebly.com/information.html
[10] Opsal, J., "Fundamentals of Thermal Wave Physics", Review of Progress in Quantitative Nondestructive
Evaluation Volume, pp. 217-225 (Plenum, New York, 1987).
[11] Κορδάτος, Ε., Διδακτορική Διατριβή: “Μη Καταστροφικός Χαρακτηρισμός της Βλάβης Προηγμένων Υλικών
Μέσω Ανάλυσης της Θερμο-Μηχανικής Συμπεριφοράς τους με Μεθόδους Θερμογραφίας”, Επιβλέπων:
Καθηγ. Θ. Ματίκας, Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2013).
[12] Nondestructive Evaluation and Quality Control. 9th ed. Vol. 17: ASM International (1992)
[13] Carslaw, H. S., J. C. Jaeger, Conduction of Heat in Solids, London: Oxford University Press, 1959.
[14] Otsuka, K., S. Okada, T. Togawa, "Estimation of Ambient Radiation Temperature for Emissivity-Corrected
Thermography", Proc. of 23rd Annual International Conference of the IEEE Engineering in Medicine and
Biology Society, (Istanbul, Turkey, 2001).
[15] Maldague, X., Theory and Practice of Infrared Technology for Nondestructive Testing: John-Wiley & Sons,
2001.
[16] Favro, L. D., X. Han, Thermal Wave Material Characterization and Thermal Wave Imaging: ASNT TONES,
1998.
[17] Eckert, E. R. G., R. M. Drake, Heat and Mass Transfer: McGraw-Hill Inc., 1959.
[18] Brown, A. I., S. M. Marco, Introduction to Heat Transfer, Third Edition: McGraw-Hill Book Company, 1958.
[19] Salazar, A., “Energy Propagation of Thermal Waves”, Eur. J. Phys., vol. 27, pp. 1349–1355, (2006).
[20] Busse, G., “Nondestructive Evaluation of Polymer Materials”, NDT and E International, vol. 27(5), pp. 253-
262, (1994).
[21] Land Instruments International, "A Basic Guide to Thermography" (2004)

145
[22] Maldague, X. P. V., “Introduction to NDT by Active Infrared Thermography”, Materials Evaluation, vol.
60(9), pp. 1060-73, (2002).
[23] Maldague, X. P. V., S. Marinetti, “Pulse Phase Infrared Thermography”, Journal of Applied Physics, vol. 79(5),
pp. 2694–2698, (1996).
[24] Grammatikos, S. A., E. Z. Kordatos, T. E. Matikas, C. David, A. S. Paipetis, “Current Injection Phase
Thermography for Low-Velocity Impact Damage Identification in Composite Laminates”, Materials and
Design, vol. 55, pp. 429–441, (2014).
[25] Maldaque, X., ed., “Infrared Methodology and Technology”, vol. 7, Nondestructive Testing Monographs and
Tracks, (CRC Press, 1994).
[26] Cielo, P., X. Maldague, A. A. Deom, R. Lewak, “Thermographic Nondestructive Evaluation of Industrial
Materials and Structures”, Materials Evaluation, vol. 45(4), pp. 452–460, (1987).
[27] Maclachlan Spicer, J. W., W. D. Kerns, L. C. Aamodt, J. C. Murphy, "Time-Resolved Infrared Radiometry of
Multilayer Organic Coatings Using Surface and Subsurface Heating", Proc. of SPIE 1467, Thermosense
XIII, pp. 311-321, (1991).
[28] Almond, D. P., S. K. Lau, “Defect Sizing by Transient Thermography. I: An Analytical Treatment”, Journal
of Physics D: Applied Physics, vol. 27(5), pp. 1063-1069, (1994).
[29] Cielo, P., “Pulsed Photothermal Evaluation of Layered Materials”, Journal of Applied Physics, vol. 56(1), pp.
230-234, (1984).
[30] Winfree, W. P., B. S. Crews, P. A. Howell, "Comparison of Heating Protocols for Detection of Disbonds in
Lap Joints", Review of Progresses in Quantitative Non Destructive Evaluation, vol. 11A, pp. 471-478,
(Plenum, New York, 1992).
[31] Maldague, X. P. V., Nondestructive Evaluation of Materials by Infrared Thermography: Springer-Verlag,
1993.
[32] Grinzato, E. G., V. Vavilov, P. G. Bison, S. Marinetti, C. Bressan, "Methodology of Processing Experimental
Data in Transient Thermal Nondestructive Testing (NDT)", Proc. of SPIE - The International Society for
Optical Engineering, vol. 2473, (1995).
[33] Giorleo, G., C. Meola, “Comparison between Pulsed and Modulated Thermography in Glass-Epoxy
Laminates”, NDT&E International, vol. 35, pp. 287–292, (2002).
[34] Ibarra-Castanedo, C., M. Genest, J.-M. Piau, S. Guibert, A. Bendada, X. Maldague, "Chapter 14: Active
Infrared Thermography Techniques for the Nondestructive Testing of Materials", Ultrasonic and Advanced
Methods for Nondestructive Testing and Material Characterization, C. H. Chen, ed., pp. 325-348, (World
Scientific Publishing, 2007).
[35] Wu, D., G. Busse, “Lock-in Thermography for Nondestructive Evaluation of Materials”, Rev. Gén. Therm.,
vol. 37, pp. 693-703, (1998).
[36] Maldague, X. P. V., P. O. Moore, Nondestructive Testing Handbook: Infrared and Thermal Testing: American
Society for Nondestructive Testing, 2001.
[37] Myriounis, D. P., E. Z. Kordatos, S. T. Hasan, T. E. Matikas, “Crack-Tip Stress Field and Fatigue Crack
Growth Monitoring Using Infrared Lock-in Thermography in A359/SiCp Composites”, Strain, vol.
47(SUPPL. 1), pp. e619-e627, (2011).
[38] Kordatos, E. Z., D. A. Exarchos, K. Dassios, T. E. Matikas, "Thermo-Electrical Lockin Thermography for
Characterization of Subsurface Defects", Proc. of SPIE Smart Structures/NDE Symposium, Conference on
Smart Sensor Phenomena, Technology, Networks, and Systems Integration, vol. 9062, (SPIE - The
International Society for Optical Engineering, San Diego, CA, 9-13 March 2014).

146
[39] Kordatos, E. Z., D. A. Exarchos, C. Stavrakos, A. Moropoulou, T. E. Matikas, “Infrared Thermographic
Inspection of Murals and Characterization of Degradation in Historic Monuments”, Construction and
Building Materials, vol. 48, pp. 1261–1265, (2013).
[40] Kordatos, E. Z., K. G. Dassios, D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Rapid Evaluation of the Fatigue Limit in
Composites Using Infrared Lock-in Thermography and Acoustic Emission”, Mechanics Research
Communications, vol. 54C, pp. 14-20, (2013).
[41] Osiander, R., J. W. Maclachlan Spicer, J. M. Amos, "Thermal Inspection of SiC/SiC Ceramic Matrix
Composites", Proc. of SPIE, Thermosense XX, vol. 3361, pp. 339-349, (Orlando, FL, 1998).
[42] Mignogna, R. B., R. E. Green Jr, J. C. Duke Jr, E. G. Henneke II, K. L. Reifsnider, “Thermographic
Investigation of High-Power Ultrasonic Heating in Materials”, Ultrasonics, vol. 19(4), pp. 159-163, (1981).
[43] Tenek, L. H., E. G. Henneke II, "Flaw Dynamics and Vibrothermographic-Thermoelastic Nondestructive
Evaluation of Advanced Composite Materials", Proc. of SPIE, Thermosense XIII, vol. 1467, pp. 252-263,
(Orlando, FL, 1991).
[44] Henneke, E. G., K. L. Reifsnider, W. W. Stinchcomb, “Thermography – an Ndi Method for Damage
Detection”, J. Metals, vol. 31(9), pp. 11–15, (1979).
[45] Reifsnider, K. L., E. G. Henneke, W. W. Stinchcomb, "The Mechanics of Vibrothermography", Mechanics of
Nondestructive Testing, pp. 249–276, (Plenum Press, New York, 1980).
[46] Favro, L. D., X. Han, Z. Ouyang, G. Sun, H. Sui, R. L. Thomas, “Infrared Imaging of Defects Heated by a
Sonic Pulse”, Rev. of Sci. Inst., vol. 71(6), pp. 2418–2421, (2000).
[47] Material presented at the International Structural Health Monitoring and Non-Destructive conference (Lyon,
France), reproduced with the permission of Professor Xavier Maldague from, www.ndt.net
[48] McCullough, R. W., "Transient Thermographic Technique for Ndi of Aerospace Composite Structures", Proc.
of SPIE, Thermosense XXVI, pp. 390-402, (Orlando, FL, 2004).
[49] Oswald-Tranta, B., “Thermo-Inductive Crack Detection”, Nondestructive Testing and Evaluation, vol. 22, pp.
137-153, (2007).
[50] Riegert, G., T. Zweschper, G. Busse, “Eddy-Current Lockin-Thermography: Method and Its Potential”,
Journal de Physique IV, vol. 125, pp. 587-591, (2005).
[51] Zenzingera, G., J. Bamberga, W. Satzgera, V. Carlb, “Thermographic Crack Detection by Eddy Current
Excitation”, Nondestructive Testing and Evaluation, vol. 22, pp. 101-111, (2007).
[52] Mechanics, Smart Sensors & Nondestructive Evaluation (MSS-NDE) Laboratory, University of Ioannina,
http://mss-nde.uoi.gr/
[53] DARPA developing personal LWIR cameras to give soldiers heat vision, http://www.gizmag.com/lwir-
thermal-camera-darpa/27125
[54] Grammatikos, S. A., E. Z. Kordatos, N.-M. Barkoula, T. E. Matikas, A. S. Paipetis, “Innovative Non-
Destructive Evaluation and Damage Characterization of Composite Aerostructures Using Thermography”,
Plastics, Rubber and Composites, vol. 40(6/7), pp. 342-348, (2011).
[55] Kordatos, E. Z., T. E. Matikas, "Real-Time Characterization of Damage in Metal Matrix Composites Using IR
Thermography", Proc. of SPIE Conference on Smart Sensor Phenomena, Technology, Networks, and
Systems, Article number 8346-42, (SPIE - The International Society for Optical Engineering, San Diego,
CA, 2012).
[56] Kordatos, E. Z., T. E. Matikas, "Thermographic Assessment of Fatigue Damage in Metal Matrix Composites",
Proc. of 18th World Conference on Non Destructive Testing (WCNDT12), (Durban, South Africa, 16-20
April 2012).

147
[57] © Historic Scotland (Material reproduced with the permission of Dr. Maureen Young, Historic Scotland,
Technical Conservation Group, Edinburgh).
[58] © The Centre for Digital Documentation and Visualisation LLP (Material reproduced with the permission
of Dr. Maureen Young, Historic Scotland, Technical Conservation Group, Edinburgh).
[59] Kordatos, E. Z., D. A. Exarchos, C. Stavrakos, A. Moropoulou, T. E. Matikas, "Application of IR
Thermography to Damage Characterization of Structures and the Diagnosis of Historic Monuments", Proc.
of 5th International Conference on Emerging Technologies in Non-Destructive Testing (ETNDT5), pp. 77-
81, (Ioannina, Greece, 2011).
[60] Avdelidis, N. P., A. Moropoulou, “Emissivity Considerations in Building Thermography”, Energy and
Buildings, vol. 35(7), pp. 663-667, (2003).
[61] Moropoulou, A., N. P. Avdelidis, "Emissivity Measurements on Historic Building Materials Using Dual-
Wavelength Infrared Thermography", Proc. of SPIE, pp. 224-228, (Orlando, FL, 2001).
[62] Matikas, T. E., Optimum Operation and Maintenance of Road Network Bridges (Βέλτιστη Λειτουργία και
Συντήρηση Γεφυρών Οδικών Δικτύων), Research and Technological Development Program “New
Knowledge”, Epirus Region, Ioannina, Greece, 2014.
[63] Kaplan, H., "Practical Applications of Infrared Thermal Sensing and Imaging Equipment", Proc. of Soc. of
Photo-Opt. Instrumentation Eng. (SPIE), TT34, p. 160, (1999).
[64] Moore, P. O., X. Maldague, eds., “NDT Handbook on Infrared Technology”, vol. 1, ASNT Handbook Series,
(American Society for Nondestructive Testing (ASNT) Press, 2001).

148
Παράρτημα Α – Θερμική διαχυτικότητα διαφόρων υλικών 17,18

Θερμική Διαχυτικότητα
Υλικό
(mm²/s)
Αέρας (300 K) 19
Άζωτο (300 K, 1 atm) 22
Αλκοόλη 0,07
Αλουμίνιο 84,18
Αλουμίνιο, κράμα 6061-T6 64
Αλουμίνιο, οξείδιο (πολύκρυσταλλικό) 12
Αλουμίνιο, κράμα Al-10Si-Mn-Mg (Silafont 36) @ 20 °C 74,2
Αλουμίνιο, κράμα Al-5Mg-2Si-Mn (Magsimal-59) @ 20 °C 44
Αργό (300 K, 1 atm) 22
Άργυρος, καθαρός (99,9%) 165,63
Διοξείδιο του πυριτίου (πολύκρυσταλλικό) 0,83
Ήλιο (300 K, 1 atm) 190
Ιnconel 600 @ 25 °C 3.428
Καουτσούκ 0,089 - 0,13
Κασσίτερος 40
Λάδι μηχανής (100 °C) 0,0738
Μολυβδαίνιο (99,95%) @ 25 °C 54,3
Νάυλον 0,09
Νερό @ 25 °C 0,143
Νερό, ατμός (1 atm, 400 K) 23,38
Ξύλο (Πεύκη) 0,082
Παραφίνη @ 25 °C 0,081
Πυρίτιο 88
Πυρολιτικός γραφίτης, κάθετα στις στρώσεις 3,6
Πυρολιτικός γραφίτης, παράλληλα στις στρώσεις 1220
PC (πολυκαρβονικό) @ 25 °C 0,144
PP (πολυπροπυλένιο) @ 25 °C 0,096
PTFE (πολυτετραφθοροαιθυλένιο) @ 25 °C 0,124
PVC (πολυβινυλοχλωρίδιο) 0,08
Σίδηρος 23
Σύνθετο υλικό άνθρακα/άνθρακα @ 25 °C 216,5
Si3 N4 δίχως CNTs 26 °C 8.605
Si3 N4 με CNTs 26 °C 9.142
Τούβλο 0,52
Ύαλος (παράθυρο) 0,34
Υδρογόνο (300 K, 1 atm) 160
Χαλαζίας 1,4

149
Θερμική Διαχυτικότητα
Υλικό
(mm²/s)
Χαλκός @ 25 °C 111
Χάλυβας, 1% άνθρακας 11,72
Χάλυβας, ανοξείδωτος 304A @ 27 °C 4,2
Χάλυβας, ανοξείδωτος 310 @ 25 °C 3.352
Χρυσός 127
Ψαμμίτης 1,15

150
Παράρτημα Β – Συντελεστής εκπομπής διαφόρων υλικών 21

Υλικό Συντελεστής Εκπομπής


Αλουμίνιο στιλβωμένο 0,05
Ορείχαλκος στιλβωμένος 0,10
Χάλυβας στιλβωμένος 0,18
Αλουμίνιο οξειδωμένο 0,30
Ορείχαλκος οξειδωμένος 0,61
Χάλυβας οξειδωμένος 0,85
Γραφίτης 0,85
Ύφασμα 0,85
Τσιμέντο και σκυρόδεμα 0,90
Άσφαλτος 0,90
Κόκκινο τούβλο 0,93

151
Κεφάλαιο 5: Ραδιογραφία

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τα χαρακτηριστικά των ιοντιζουσών ακτινοβολιών, τις βασικές αρχές και συστήματα
ραδιογραφίας, τις παραμέτρους και τεχνικές ραδιογραφίας για τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών, και τις αρχές
ακτινοπροστασίας για την ασφάλεια των χρηστών των συστημάτων ακτίνων Χ και ακτινοβολίας γάμμα.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις φυσικής σχετικά με την ακτινοβολία

152
5.1 Τι είναι η ραδιογραφία?
Η ραδιογραφία χρησιμοποιείται σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών, όπως η ιατρική, η τεχνολογία, η εγκληματολογία,
η ασφάλεια, κ.λπ. Στον τομέα των μη καταστροφικών ελέγχων η ραδιογραφία (Radiographic Testing – RT) είναι
μία από τις πιο σημαντικές και ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους, η οποία χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητική
ακτινοβολία υψηλής διεισδυτικότητας. Η μέθοδος βασίζεται στην ικανότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
βραχέος μήκους κύματος (φωτόνια υψηλής ενέργειας) να διαπερνά σε διαφορετικό βαθμό τα υλικά. Η ποσότητα
της εξερχόμενης ακτινοβολίας εξαρτάται από το πάχος διείσδυσης και την πυκνότητα του υλικού. Η ένταση της
ακτινοβολίας αποτυπώνεται είτε σε ένα βιομηχανικό φιλμ (ραδιογραφία σε φιλμ) το οποίο τοποθετείται πίσω από
το δοκίμιο ελέγχου, ή σε μια επίπεδη συστοιχία ευαίσθητων στην ακτινοβολία αισθητήρων (ψηφιακή ραδιογραφία
ή ραδιογραφία πραγματικού χρόνου). Η ραδιογραφική απεικόνιση, η οποία είναι ανάλογη του βαθμού
απορρόφησης της ακτινοβολίας από το υπό έλεγχο δοκίμιο, είναι μια μέθοδος ανίχνευσης ατελειών στο εσωτερικό
των υλικών.

5.2 Ιστορία της ραδιογραφίας


Οι ακτίνες Χ ανακαλύφθηκαν το Νοέμβριο του 1895 από τον Wilhelm Conrad Roentgen (1845-1923), ο οποίος
ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο Wuerzburg στη Γερμανία 1. Ο Roentgen, ενώ εργαζόταν σε ένα ημι-σκοτεινό
εργαστήριο και πειραματιζόταν με ένα σωλήνα κενού (λυχνία Crooke), τον οποίο είχε καλύψει με μαύρο
φωτογραφικό χαρτί, παρατήρησε φθορισμό σε παρακείμενο πίνακα με επίστρωση κρυστάλλων αλάτων βαρίου με
κυανιούχο λευκόχρυσο (barium platinocyanide). Επίσης παρατήρησε ότι όπως μετακινούσε τον πίνακα
πλησιέστερα στον καθοδικό σωλήνα, ο φθορισμός είχε ακόμα μεγαλύτερη ένταση, πράγμα που απεδείκνυε ότι
κάποια άγνωστη ακτινοβολία πήγαζε από το σωλήνα. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανακάλυψης, ο Roentgen άρχισε
να πειραματίζεται και να λαμβάνει ακτινογραφίες διαφορετικών υλικών στο εργαστήριό του,
συμπεριλαμβανομένης της παλάμης του χεριού της συζύγου του, όπου παρατήρησε τη δομή των οστών ανάμεσα
στον ιστό να εμφανίζεται στον πίνακα με επίστρωση κρυστάλλων αλάτων. Κατά τις πρώτες ημέρες της
ανακάλυψης, αναφερόταν στην άγνωστη ακτινοβολία ως «φως Χ», αλλά πολλοί από τους συναδέλφους του
επιστήμονες αναφερόταν σε αυτή ως «ακτίνες-Roentgen», όρος που επικρατούσε στις αρχές του 1900, ενώ από το
1902 επικράτησε η ονομασία «ακτίνες Χ» την οποία έδωσε ο ίδιος Roentgen.
Κατά την πρώτη εικοσαετία μετά την ανακάλυψή τους, οι ακτίνες Χ χρησιμοποιήθηκαν στην ιατρική. Το
1912, οι Laue, Knipping, και Frederick έκαναν το πρώτο επιτυχημένο πείραμα χρησιμοποιώντας την περίθλαση
των ακτίνων Χ. Αμέσως μετά το πείραμα αυτό, ο W. D. Coolidge της General Electric Co. ανακάλυψε την ομώνυμη
λυχνία, η οποία έκανε δυνατή την παραγωγή ακτίνων Χ με πολύ μεγαλύτερη ένταση και επέτρεπε ομοιόμορφο
έλεγχο της ακτινοβολίας. Στον τομέα του μη καταστροφικού ελέγχου, ο Dr. H. H. Lester άρχισε να πειραματίζεται
με διαφορετικά υλικά στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στο Watertown Arsenal στο Watertown της
Μασαχουσέτης.
Ενώ κάποιες εργασίες συνέχισαν, η σημασία των ακτίνων Χ για τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών
δεν έγινε πλήρως γνωστή, ούτε η τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε ευρέως, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η
σημασία της βιομηχανικής ραδιογραφίας αντικατοπτρίζεται στο παλαιότερο όνομα της Αμερικάνικης Εταιρείας
Μη Καταστροφικού ελέγχου (American Society for Non Destructive Testing – ASNT) που ιδρύθηκε το 1941 υπό
το όνομα Aμερικανική Εταιρεία Βιομηχανικού Ραδίου και ακτίνων Χ (The American Industrial Radium and X-ray
Society). Οι εξελίξεις λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν σε σημαντικές καινοτομίες και
εφευρέσεις στον ακτινογραφικό εξοπλισμό ώστε να παράγει περισσότερο έντονες δέσμες και υψηλότερες
ενέργειες.
Αμέσως μετά από την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ήλθε στο φως μια άλλη μορφή της διεισδύουσας
ακτινοβολίας. Το 1896, ο γαλλικός επιστήμονας Henri Becquerel (1852 – 1908) ανακάλυψε τη φυσική
ραδιενέργεια ερευνώντας τις ιδιότητες φθορισμού μεταλλευμάτων ουρανίου. Επίσης, ο Βρετανός επιστήμονας
Ernest Rutherford (1871 – 1937), ανέπτυξε τη θεωρία ότι τα χημικά στοιχεία έχουν ισότοπα και σ’ αυτόν οφείλεται
η αναγνώριση της ύπαρξης του νετρονίου.

153
Κατά την διάρκεια της ανακάλυψης Becquerel, η Πολωνή ερευνήτρια Marie Curie και ο Γάλλος σύζυγός
της Pierre Curie παρατήρησαν ότι το θόριο έδινε τις ίδιες ακτίνες όπως και το ουράνιο. Επίσης ανακάλυψαν ότι
υπήρχαν ορισμένες αντιδράσεις που προερχόταν από υλικά που περιείχαν βισμούθιο και βάριο. Στα τέλη του
Ιουνίου 1898, το ζεύγος Curie υποψιάστηκε ότι ένα μετάλλευμα ουράνιου γνωστό ως pitchblende περιέχει και άλλα
ραδιενεργά στοιχεία. Την ίδια χρονιά οι Curies ανακάλυψαν ένα άλλο άγνωστο μέχρι τότε ραδιενεργό στοιχείο στο
pitchblende, παρόμοιο με το βισμούθιο, που το ονόμασαν «πολώνιο» προς τιμήν της πατρίδας της Marie Curie.
Στις πρώιμες εκείνες ημέρες εισήχθη ο όρος «ραδιενέργεια». Τέλος, στις 26 Δεκεμβρίου 1898, απέδειξαν ότι
υπάρχει ένα πολύ ενεργό νέο υλικό που αντιδρούσε και συμπεριφερόταν χημικά σχεδόν σαν το καθαρό βάριο, και
του έδωσαν το όνομα «ράδιο». Το ράδιο έγινε η αρχική βιομηχανική πηγή ακτινοβολίας γάμμα. Η έρευνα των
Curies σηματοδότησε την έναρξη πολλών άλλων εξελίξεων που οδηγήσαν τελικά στις ραδιενεργές πηγές που
χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο στη σύγχρονη βιομηχανική ραδιογραφία 2, όπως το Ιρίδιο 192 και το Κοβάλτιο
60, ραδιοϊσότοπα που παράγουν ακτίνες-γ.
Με την ανάπτυξη των πυρηνικών αντιδραστήρων ικανών να παράγουν νετρόνια υψηλής έντασης, η
δυνατότητα παραγωγής τεχνητών ραδιοϊσοτόπων έγινε πραγματικότητα. Για παράδειγμα, το Ιρίδιο 191 και το
Κοβάλτιο 59 είναι σταθερά στοιχεία που βρίσκονται στη φύση. Όταν εκτίθενται σε θερμικά νετρόνια, τα σταθερά
ισότοπα συλλαμβάνουν ένα θερμικό ή επιβραδυνόμενο νετρόνιο και αποκτούν μεγαλύτερη μάζα. Με την προσθήκη
του νετρονίου, το Ιρίδιο 191 γίνεται Ιρίδιο 192 και το Κοβάλτιο 59 γίνεται Κοβάλτιο 60. Και τα δύο τεχνητά
παραγόμενα ισότοπα είναι ασταθή και συνεπώς ραδιενεργά.
Άλλες σημαντικές εξελίξεις στον τομέα των ραδιενεργών ισοτόπων περιλαμβάνουν τον εξοπλισμό που
χρησιμοποιείται για τον εγκλεισμό (encapsulation) των ραδιενεργών πηγών, και τις «κάμερες» που αποθηκεύουν
τα ραδιοϊσότοπα και από τις οποίες λειτουργούν.

5.3 Χαρακτηριστικά των ιοντιζουσών ακτινοβολιών


Ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι οι ακτινοβολίες που μεταφέρουν ενέργεια ικανή να διεισδύσει στην ύλη, να
προκαλέσει ιοντισμό των ατόμων της, να διασπάσει βίαια χημικούς δεσμούς και να προκαλέσει βιολογικές βλάβες
σε ζώντες οργανισμούς. Ο ιοντισμός ή ιονισμός του ατόμου είναι φυσικό φαινόμενο που ακολουθεί την
αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας με την ύλη. Είναι η βίαιη εκδίωξη ηλεκτρονίου από το άτομο,
με αποτέλεσμα τη δημιουργία ζεύγους αντίθετα φορτισμένων ιόντων. Οι γνωστότερες ιοντίζουσες ακτινοβολίες
είναι οι ακτίνες Χ που παράγονται στις λυχνίες μηχανημάτων ραδιογραφίας, καθώς και οι τρεις τύποι φυσικής
ραδιενέργειας που εκπέμπονται από τους ασταθείς πυρήνες ατόμων: ακτινοβολία α (τα σωματίδια άλφα είναι
πυρήνες ηλίου), ακτινοβολία β (τα σωματίδια βήτα είναι ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας), και ακτίνες γ (είναι
φωτόνια υψηλής ενέργειας, όπως και οι ακτίνες Χ) 3.
Υπάρχουν ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά σχετικά με την ιοντίζουσα ακτινοβολία που πρέπει να
γίνουν κατανοητά, ώστε να αντιληφθεί κανείς τη φυσική σημασία και τις μεταβλητές που σχετίζονται με την
παραγωγή μιας ραδιογραφίας με χρήση μιας πηγής ακτινοβολίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά ισχύουν τόσο για τις
ακτίνες Χ όσο και για την ακτινοβολία γάμμα, ενώ η μόνη διαφορά ανάμεσα στις ακτίνες Χ και τις γάμμα είναι η
προέλευσή τους. Οι ακτίνες Χ παράγονται από μια λυχνία ακτίνων Χ και οι ακτίνες-γ προέρχονται από μια πηγή
ραδιενέργειας. Οι ακτίνες Χ είναι μια μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, όπως είναι και το ορατό φως και
παράγονται όταν ταχέως κινούμενα ηλεκτρόνια προσκρούουν σε υλικά υψηλού ατομικού αριθμού. Το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι το εξαιρετικά βραχύ μήκος κύματος (βλ. Σχ. 5.1) που τους δίνει τη δυνατότητα
να διαπεραστούν τα υλικά που απορροφούν ή ανακλούν το ορατό φως. Οι ακτίνες-γ παράγονται από ραδιοϊσότοπα
και διάσπαση πυρήνων. Μερικά ραδιοϊσότοπα που παράγουν ακτίνες-γ, όπως το ράδιο, εμφανίζονται στη φύση.
Στη βιομηχανική ραδιογραφία όμως, τεχνητά παραγόμενα ραδιοϊσότοπα, όπως για παράδειγμα το Ιρίδιο 192 και
το Κοβάλτιο 60, χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως πηγές ακτινοβολίας γάμμα.

154
Σχήμα 5.1 Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα.

Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά 1 ισχύουν για τις ακτινοβολίες Χ και γάμμα, οι οποίες χρησιμοποιούνται στον μη
καταστροφικό έλεγχο των υλικών.

5.3.1 Ένταση της ακτινοβολίας


Η ένταση της ακτινοβολίας είναι η ποσότητα ενέργειας που διαπερνά μια συγκεκριμένη περιοχή του δοκιμίου που
είναι κάθετη στη διεύθυνση διάδοσης της ακτινοβολίας στη μονάδα χρόνου. Η ένταση ορίζεται ως το πλήθος των
σωματιδίων ή των φωτονίων που περνούν από μια επιφάνεια εμβαδού 1 cm2 σε χρόνο 1 sec. Αν δηλαδή μια δέσμη
φωτονίων έχει ένταση 1000 φωτόνια/cm2·sec, αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα δευτερόλεπτο περνούν 1000 φωτόνια
από μια επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού. Ένας τρόπος μέτρησης της έντασης των ακτίνων Χ ή γάμμα είναι
να εκτιμηθεί η ποσότητα ιοντισμού που προκαλούν στον αέρα. Η ποσότητα ιοντισμού στον αέρα που προκαλείται
από την ακτινοβολία ονομάζεται έκθεση (exposure). Η μονάδα Roentgen (R) είναι μέτρηση της έντασης των
ακτίνων Χ ή γάμμα. Ορίζεται ως η ένταση της ακτινοβολίας που απαιτείται για να παράγει φορτίο ιοντισμού
0,000258 coulombs ανά χιλιόγραμμο αέρα. Οι περισσότερες φορητές συσκευές ανίχνευσης ακτινοβολίας που
χρησιμοποιούνται για την ασφάλεια των ραδιογράφων μετρούν την έκθεση ή ένταση και παρουσιάζουν το
αποτέλεσμα σε Roentgens ή Roentgens ανά μονάδα χρόνου, που είναι γνωστό ως ρυθμός δόσης. Η ένταση της
ακτινοβολίας μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα του τετραγώνου της απόστασης από την πηγή της. Δηλαδή, όσο
αυξάνει η απόσταση από την πηγή, η ένταση της ακτινοβολίας μειώνεται και μάλιστα ραγδαία. Αυτό οφείλεται στη
γεωμετρική θεώρηση σύμφωνα με την οποία κάθε σημειακή πηγή η οποία εκπέμπει εξίσου σε όλες τις κατευθύνσεις
και χωρίς περιορισμό εμβέλειας, θα υπακούσει στο νόμο του αντίστροφου τετραγώνου της απόστασης (βλ. Σχ.
5.2).

155
Σχήμα 5.2 Ο νόμος του αντίστροφου τετραγώνου της απόστασης.

Συνεπώς, η σχέση ανάμεσα στην ένταση και την απόσταση εκφράζεται ως:

d1 2
I2 = I1 � � (5.1)
d2

όπου, Ι1 και Ι2 είναι οι εντάσεις στις αποστάσεις d1 και d2 από την πηγή, αντίστοιχα. Πρακτικά, όταν η απόσταση
από την πηγή ακτινοβολίας διπλασιάζεται, η ένταση μειώνεται στο ένα τέταρτο.

5.3.2 Απορροφούνται και σκεδάζονται από την ύλη


Όταν οι ακτίνες Χ ή γάμμα διαπερνούν ένα υλικό εξασθενούν λόγω απορρόφησης ή σκέδασης της ενέργειας των
φωτονίων που αλληλεπιδρούν με τα σωματίδια της ύλης. Η συνολική εξασθένηση της ακτινοβολίας που διαπερνά
ένα δοκίμιο είναι το άθροισμα τεσσάρων διαφορετικών τύπων απορρόφησης: (α) Φωτοηλεκτρικό φαινόμενο
(φωτόνιο χαμηλής ενέργειας, <500 kV, μεταφέρει όλη του την ενέργεια σε ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου του υλικού),
(β) σκέδαση Rayleigh (άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ φωτονίου και τροχιακών ηλεκτρονίων στο άτομο του υλικού,
συνεισφέρει στο 20% περίπου της συνολικής εξασθένησης), (γ) σκέδαση Compton (άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ
φωτονίων ενέργειας 0,1-3,0 MeV και τροχιακού ηλεκτρονίου στο άτομο του υλικού), και (δ) παραγωγή ζευγών
φωτονίων (δημιουργία δύο φωτονίων υψηλής ενέργειας, 0,51 MeV, ως αποτέλεσμα της εξαύλωσης ενός ζεύγους
ηλεκτρονίου-ποζιτρονίου).
Ο αριθμός των φωτονίων που τελικά διαπερνούν ένα υλικό εξαρτάται από το πάχος, την πυκνότητα και
τον ατομικό αριθμό του υλικού, καθώς και την ενέργεια των μεμονωμένων φωτονίων. Επειδή η πιθανότητα
αλληλεπίδρασης ενός φωτονίου με σωματίδια της ύλης αυξάνει με την απόσταση που διανύει, ο αριθμός των
φωτονίων που φθάνει σε ένα σωματίδιο εντός του υλικού μειώνεται εκθετικά με την απόσταση που διανύθηκε.
Η παρακάτω σχέση εκφράζει τον εκθετικό νόμο εξασθένησης της ακτινοβολίας συναρτήσει της απόστασης
που διάνυσε στο υλικό:

I = Io e−µx (5.2)

όπου:

e : βάση των φυσικών λογαρίθμων (περίπου 2,7)


Io : αρχική (χωρίς εξασθένηση) ένταση της ακτινοβολίας

156
μ : γραμμικός συντελεστής εξασθένησης ανά μονάδα απόστασης
x : απόσταση που διάνυσε η ακτινοβολία στο υλικό

5.3.3 Διεισδύουν στα υλικά


Οι ακτίνες Χ και γάμμα έχουν πολύ βραχύτερα μήκη κύματος συγκριτικά με άλλες ακτινοβολίες του
ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (βλ. Σχ. 5.1). Όπως φαίνεται στο σχήμα, όταν αυξάνει η ενέργεια της ακτινοβολίας,
παράγονται βραχύτερα μήκη κύματος τα οποία παρέχουν μεγαλύτερη διείσδυση στο υπό έλεγχο υλικό 4. Η
ικανότητα διείσδυσης μιας δέσμης ακτινοβολίας μετράται με το πάχος υποδιπλασιασμού (Half-Value Layer –
HVL), σε mm υλικού (βλ. Σχ. 5.3). Είναι το πάχος του υλικού που χρειάζεται για να μειωθεί η ένταση της
ακτινοβολίας (αριθμός φωτονίων) κατά 50% αναφορικά με την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Η τιμή της HVL
εξαρτάται από την ενέργεια της ακτινοβολίας (υψηλότερη ενέργεια, μεγαλύτερο πάχος υποδιπλασιασμού), τον
τύπο του υλικού (υψηλότερη η πυκνότητα του υλικού, μεγαλύτερο πάχος υποδιπλασιασμού), και το πάχος του
υλικού (η HVL έχει συγκεκριμένη τιμή για δεδομένο υλικό και ενέργεια ακτινοβολίας).

Σχήμα 5.3 Το πάχος υποδιπλασιασμού προσδιορίζει το ποσοστό διείσδυσης δέσμης ακτινοβολίας σε ένα υλικό.

Το πάχος υποδιπλασιασμού (HVL) είναι αντιστρόφως ανάλογο του συντελεστή εξασθένησης. Αν η προσπίπτουσα
ακτινοβολία έχει ενέργεια τη μονάδα και η μεταδιδόμενη μέσω του υλικού ακτινοβολία έχει ενέργεια το ήμισυ,
λύνοντας την εξίσωση (5.2) ως προς x, αυτό αντιστοιχεί στις τιμές του HVL:

0,693
0,5 = 1 e−µx → µ = (5.3)
HVL

Η τιμή του HVL χρησιμοποιείται συχνά στη ραδιογραφία διότι είναι ευκολότερο να θυμάται κανείς τιμές και να
πραγματοποιεί απλούς υπολογισμούς. Όπως προαναφέρθηκε, ένα πάχος υποδιπλασιασμού ενός υλικού μπορεί να
εξασθενίσει την ένταση της ακτινοβολίας στο μισό. Συνεπώς, δυο πάχη υποδιπλασιασμού θα μειώσουν την ένταση
κατά 4 φορές, και ν πάχη υποδιπλασιασμού θα μειώσουν την ένταση μιας δέσμης φωτονίων κατά 2ν φορές. Για
τον υπολογισμό της θωράκισης (shielding), εάν το πάχος ενός HVL είναι γνωστό είναι δυνατόν να προσδιοριστεί,
για παράδειγμα, γρήγορα η ποσότητα του υλικού που απαιτείται για μείωση της έντασης της ακτινοβολίας σε
λιγότερο από 1% της αρχικής της τιμής. Για τον υπολογισμό του λόγου της μείωσης της έντασης που προκύπτει
όταν η ακτινοβολία διέρχεται από υλικό ορισμένου πάχους, για το οποίο η τιμή του HVL είναι γνωστή, μπορεί να
χρησιμοποιηθεί η εξίσωση:

157
I Πάχος
r= = (0,5) HVL (5.4)
Io

όπου, r, είναι ο λόγος μείωσης της έντασης.


Εναλλακτικά, η εξίσωση (5.4) μπορεί να επιλυθεί για να βρεθεί το πάχος του υλικού που απαιτείται για
μείωση της έντασης της ακτινοβολίας σε συγκεκριμένο επίπεδο:

log r
Πάχος = HVL � � (5.5)
log 0,5

Στους παρακάτω Πίνακες 5.1 και 5.2, παρουσιάζονται προσεγγιστικές τιμές του HVL για διάφορα υλικά, για
μείωση ακτινοβολίας που προέρχεται από πηγή ακτίνων Χ και ακτίνων γάμμα, αντίστοιχα.

HVL (mm)
Τάση λυχνίας ακτίνων Χ
Μόλυβδος Σκυρόδεμα
(keV)
50 0,06 4,32
100 0,27 15,10
150 0,30 22,32
200 0,52 25,00
250 0,88 28,00
300 1,47 31,21
400 2,50 33,00
1000 7,90 44,45

Πίνακας 5.1 Τιμές του HVL, κατά προσέγγιση, για διάφορα υλικά όταν μειώνεται η ακτινοβολία που προέρχεται από πηγή
ακτίνων Χ.

HVL (mm)
Πηγή Σκυρόδεμα Χάλυβας Μόλυβδος Βολφράμιο Ουράνιο
Ιρίδιο-192 44,5 12,7 4,8 3,3 2,8
Κοβάλτιο-60 60,5 21,6 12,5 7,9 6,9
Πίνακας 5.2 Τιμές του HVL, κατά προσέγγιση, για διάφορα υλικά όταν μειώνεται η ακτινοβολία που προέρχεται από πηγή
ακτίνων γάμμα.

5.3.4 Δεν διαθέτουν ηλεκτρικό φορτίο και μάζα


Έτσι, διαδίδονται σε ευθείες γραμμές χωρίς να επηρεάζονται από ηλεκτρικά ή μαγνητικά πεδία. Όμως, η διεύθυνση
διάδοσής τους κάμπτεται (σκεδάζεται) σε μικρό βαθμό στις διεπιφάνειες ανάμεσα σε δυο διαφορετικά υλικά.

158
5.3.5 Δεν εστιάζονται
Εάν η ακτίνες Χ ή γάμμα κατευθύνονται προς ένα υάλινο φακό, η ακτινοβολία δεν θα εστιαστεί όπως θα έκανε το
φως. Στην πραγματικότητα, η ακτινοβολία που διέρχεται μέσω του φακού που θα απορροφηθεί σε μεγαλύτερο
βαθμό στο παχύτερο μέρος του φακού και περισσότερη ακτινοβολία θα περάσει τις λεπτότερες περιοχές του φακού.

5.3.6 Δεν ανιχνεύονται με τις ανθρώπινες αισθήσεις


Η ακτινοβολία δεν μπορεί να ανιχνευτεί με την όραση, την ακοή, τη γεύση, την όσφρηση ή την αφή. Τα
αποτελέσματα της έκθεσης του ανθρώπινου οργανισμού στην ακτινοβολία δεν γίνονται αντιληπτά για κάποιο
χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, ο οργανισμός περνάει από μια λανθάνουσα περίοδο πριν γίνουν προφανείς οι
βλαβερές επιπτώσεις στην υγεία της έκθεσης σε ακτινοβολία.

5.3.7 Προκαλούν φθορισμό σε μερικά υλικά


Ορισμένα ορυκτά και άλατα φθορίζουν όταν υποβάλλονται σε ακτινοβολία. Η ακτινοσκόπηση χρησιμοποιεί μια
φθορίζουσα οθόνη που μετατρέπει τμήμα της ακτινοβολίας σε φως. Το φως που εκπέμπεται από την οθόνη
φθορισμού αυξάνει την έκθεση του παρακείμενου φιλμ, γεγονός που μειώνει σημαντικά την έκθεση στην
ακτινοβολία.

5.3.8 Προκαλούν ιονισμό της ύλης


Ο ιονισμός ή ιοντισμός (ionization) είναι μια μεταβολή των ηλεκτρικών χαρακτηριστικών της ύλης. Ο όρος
ιονισμός αναφέρεται στην πλήρη απομάκρυνση ενός ηλεκτρονίου από ένα άτομο ως αποτέλεσμα της μεταφοράς
ενέργειας από διερχόμενο φορτισμένο σωματίδιο. Όπως κινείται η διεισδύουσα ακτινοβολία από σημείο σε σημείο
στο υλικό, χάνει ενέργεια μέσω διαφόρων αλληλεπιδράσεων με τα άτομα που συναντά. Για το λόγο αυτό, η
διεισδύουσα ακτινοβολία (penetrating radiation) ονομάζεται και ιοντίζουσα ακτινοβολία (ionizing radiation). Αυτό
έχει ως συνέπεια τη μετακίνηση των ηλεκτρονίων εκτός τροχιάς με αποτέλεσμα την αλλαγή στην ηλεκτρική
ισορροπία του ατόμου. Ο ρυθμός απώλειας της ενέργειας εξαρτάται από τον τύπο και την ενέργεια της
ακτινοβολίας, καθώς και την πυκνότητα και την ατομική σύνθεση του υλικού από το οποίο διέρχεται. Το φαινόμενο
του ιονισμού προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία για τον άνθρωπο. Όταν δηλαδή η ακτινοβολία διέρχεται από
ζώντες ιστούς, τα κύτταρα υπόκεινται σε ηλεκτρικές μεταβολές με αποτέλεσμα την πρόκληση βλάβης ή την
καταστροφή τους.

5.4 Βασικές αρχές και συστήματα της ραδιογραφίας


Κατά τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών με ραδιογραφία το υπό εξέταση υλικό τοποθετείται ανάμεσα στην
πηγή ακτινοβολίας και σε φιλμ ευαίσθητο στην ακτινοβολία. Η πηγή της ακτινοβολίας μπορεί να είναι είτε
γεννήτρια ακτίνων Χ ή ραδιενεργός πηγή (Ir-192, Co-60, κλπ.)
Το υπό έλεγχο δοκίμιο θα σταματήσει μέρος της ακτινοβολίας. Παχύτερες και πυκνότερες περιοχές του
δοκιμίου θα σταματήσουν περισσότερη ακτινοβολία. Η ακτινοβολία που θα διαπεράσει το δοκίμιο, θα εκθέσει το
φιλμ, και θα σκιαγραφήσει το δοκίμιο. Το επίπεδο αμαύρωσης του φιλμ σχετίζεται με την πυκνότητα τμημάτων
του υπό έλεγχο δοκιμίου και μεταβάλλεται ανάλογα με την ποσότητα ακτινοβολίας που φτάνει στο φιλμ (βλ. Σχ.
5.4). Οι σκοτεινότερες περιοχές του φιλμ υποδεικνύουν περισσότερη έκθεση (υψηλότερη ένταση ακτινοβολίας)
και, αντίθετα, οι λιγότερο αμαυρωμένες περιοχές του φιλμ υποδεικνύουν μικρότερη έκθεση (χαμηλότερη ένταση
ακτινοβολίας).

159
Σχήμα 5.4 Αρχή του ελέγχου υλικών με ραδιογραφία.

Για τον μη καταστροφικό έλεγχο των υλικών χρησιμοποιούνται τελευταία συσκευές ψηφιακής ραδιογραφίας που
διαθέτουν επίπεδους ψηφιακούς ανιχνευτές ακτινοβολίας (Flat Panel Detectors – FPD), αντί των παραδοσιακών
φωτογραφικών φιλμ. Τα πλεονεκτήματα μεταξύ άλλων είναι η μείωση του χρόνου επεξεργασίας, παρακάμπτοντας
τη χημική επεξεργασία του φιλμ, καθώς και η δυνατότητα ψηφιακής μεταφοράς και βελτίωσης των απεικονίσεων.
Επιπλέον, μικρότερη ακτινοβολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παραχθεί εικόνα με παρόμοια αντίθεση με τη
συμβατική ραδιογραφία. Εκτιμάται ότι το 30% της ραδιογραφίας με φιλμ θα μπορούσε να αντικατασταθεί σήμερα
με την ψηφιακή ραδιογραφία. Παρ’ όλα αυτά, μόνο λίγες από αυτές τις εφαρμογές έχουν πράγματι αντικαταστήσει
το φιλμ. Η επιλογή για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή εξαρτάται από το κόστος, την ποιότητα, τη ροή και την
απόδοση.
Τα συστήματα ψηφιακής ραδιογραφίας 5 χωρίζονται σε δύο μορφές: (α) την άμεση ψηφιακή απεικόνιση,
με απευθείας σύνδεση με υπολογιστή, η οποία χρησιμοποιεί ανιχνευτή άμορφου πυριτίου (aSi:H) 6 σε συνδυασμό
με σπινθηριστή για τη μετατροπή των ακτίνων Χ ή γάμμα σε ορατό φως, και (β) την έμμεση ψηφιακή απεικόνιση
7
(ή υπολογιστική τομογραφία - Computed Tomography), η οποία χρησιμοποιεί επαναχρησιμοποιούμενη πλάκα
(αισθητήρα PSP - Photostimulable Phosphor Plate) στη θέση του φιλμ και ψηφιακή σάρωση.

5.5 Ακτίνες Χ
Οι ακτίνες Χ παράγονται από τη μεταλλική άνοδο λυχνίας κενού (λυχνία εκκένωσης ή σωλήνας Coolidge), όταν
σε αυτήν προσπίπτουν ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας, τα οποία εκπέμπονται από κατάλληλη κάθοδο και
επιταχύνονται προς την άνοδο με την επιβολή υψηλής τάσης (βλ. Σχ. 5.5). Αν εφαρμοστεί στη λυχνία υψηλότερο
ρεύμα θα έχει ως αποτέλεσμα παραγωγή μεγαλύτερου αριθμού ηλεκτρονίων μέσω θερμιονικής εκπομπής και
συνεπώς, υψηλότερη ένταση ακτινοβολίας. Η ενέργεια της ακτινοβολίας είναι συνάρτηση της εφαρμοζόμενης
τάσης της ανόδου. Μεγαλύτερη η ενέργεια, βραχύτερο το μήκος κύματος, και μεγαλύτερη η ικανότητα διείσδυσης.
Επειδή σχεδόν όλη η κινητική ενέργεια των ηλεκτρονίων μετατρέπεται σε θερμότητα, η άνοδος πρέπει να έχει την
ικανότητα να διαχέει τη θερμότητα. Στην πραγματικότητα, ενώ το 97-99% της κινητικής ενέργειας μετατρέπεται
σε θερμότητα, μόνο το 1-3% περίπου μετατρέπεται σε ακτίνες Χ.

160
Σχήμα 5.5 Λυχνία εκκένωσης για την παραγωγή ακτίνων Χ.

Μια συσκευή παραγωγής ακτίνων Χ αποτελείται από την κεφαλή της λυχνίας (καθοδικός σωλήνας) ακτίνων Χ (βλ.
Σχ. 5.6α), τη γεννήτρια υψηλής τάσης, την κονσόλα ελέγχου (βλ. Σχ. 5.6β), καθώς και το σύστημα ψύξης.

Σχήμα 5.6 (α) Κεφαλή της λυχνίας ακτίνων Χ. (β) Κονσόλα ελέγχου.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι ακτίνες X παράγονται όταν ροή ηλεκτρονίων υψηλής ταχύτητας κατευθύνονται
προς ένα υλικό-στόχο, όπως το βολφράμιο το οποίο έχει υψηλό ατομικό αριθμό. Ακτίνες Χ παράγονται όταν τα
ηλεκτρόνια επιβραδύνονται ή σταματούν λόγω της αλληλεπίδρασης με τα ατομικά σωματίδια του στόχου. Αυτό
επιτυγχάνεται με τη λυχνία παραγωγής ακτίνων X. Ο καθοδικός σωλήνας θερμαίνεται με την εφαρμογή ρεύματος
χαμηλής τάσης λίγων amperes. Όταν το νήμα του σωλήνα από βολφράμιο θερμαίνεται τα ηλεκτρόνια
συγκρατούνται χαλαρά. Ένα μεγάλο ηλεκτρικό δυναμικό μεταξύ καθόδου και ανόδου (το μέταλλο σε θετικό
δυναμικό) δημιουργείται από τη γεννήτρια υψηλής τάσης. Τα ηλεκτρόνια που αφήνονται ελεύθερα από την κάθοδο
προσελκύονται έντονα από το στόχο της ανόδου, η οποία ονομάζεται και εστία της λυχνίας. Η ροή των ηλεκτρονίων
μεταξύ καθόδου και ανόδου είναι το ρεύμα της λυχνίας. Το ρεύμα της λυχνίας μετράται σε milliamperes (mA) και
ελέγχεται ρυθμίζοντας το ρεύμα θέρμανσης χαμηλής τάσης που εφαρμόζεται στην κάθοδο. Όσο υψηλότερη είναι
η θερμοκρασία της λυχνίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ηλεκτρονίων που φεύγουν από την κάθοδο και
οδεύουν προς την άνοδο. Τα mΑ ή ρύθμιση του ρεύματος στην κονσόλα ελέγχου ρυθμίζει τη θερμοκρασία της
λυχνίας, η οποία σχετίζεται με την ένταση των ακτίνων X που παράγονται. Η υψηλή τάση ανάμεσα στην κάθοδο
και στην άνοδο, η οποία ρυθμίζεται στην κονσόλα ελέγχου, επηρεάζει την ταχύτητα με την οποία κινούνται τα
ηλεκτρόνια και προσπίπτουν στην άνοδο. Όσο υψηλότερη η τάση (περισσότερα kV) τόσο μεγαλύτερη η ταχύτητα
των ηλεκτρονίων, άρα και η ενέργεια που έχουν όταν προσπίπτουν στην άνοδο. Ηλεκτρόνια που προσπίπτουν με
περισσότερη ενέργεια παράγουν ακτίνες Χ με μεγαλύτερη ισχύ διείσδυσης. Αύξηση των kV προκαλεί ταυτόχρονη
αύξηση της έντασης των ακτίνων Χ (αριθμό φωτονίων), πέρα από την αύξηση της ενέργειας, ενώ το μεγαλύτερο
ρεύμα (περισσότερα mA) αυξάνει μόνο την ένταση χωρίς αλλαγή του φάσματος. Στην κονσόλα ελέγχου ρυθμίζεται
επίσης και ο χρόνος έκθεσης.
Το μέγεθος του στόχου είναι σημαντική παράμετρος, καθώς επηρεάζει την ευκρίνεια της εικόνας του
ραδιογραφούμενου αντικειμένου (μικρότερος ο στόχος της πηγής ακτινοβολίας, ευκρινέστερη η ραδιογραφία). Η
ροή των ηλεκτρονίων εστιάζεται λοιπόν σε μια μικρή περιοχή του στόχου που ονομάζεται «εστιακό σημείο» με τη
χρήση ειδικού κατευθυντήρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που εφαρμόζεται στη λυχνία μετατρέπεται σε

161
θερμότητα στο εστιακό σημείο της ανόδου. Για το λόγο αυτό, ο στόχος της ανόδου είναι συνήθως
κατασκευασμένος από βολφράμιο, υλικό που διαθέτει υψηλό σημείο τήξης (3249 °C), αλλά και υψηλό ατομικό
αριθμό που το κάνει ιδανικό υλικό ώστε να αλληλεπιδρά με τα ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας. Ωστόσο, είναι
αναγκαία η ψύξη της ανόδου με κύκλωμα νερού ή λαδιού. Μερικές λυχνίες χαμηλής ισχύος ψύχονται απλά με τη
χρήση θερμικά αγώγιμων υλικών και ανεμιστήρες.
Για την αποφυγή καύσης της καθόδου, καθώς και δημιουργίας τόξου μεταξύ ανόδου και καθόδου, η λυχνία
θα πρέπει να βρίσκεται υπό κενό. Μερικά συστήματα ακτίνων Χ διαθέτουν εξωτερικές αντλίες κενού. Όμως, τα
περισσότερα συστήματα ελέγχου με ακτίνες Χ απαιτούν απλά να ακολουθείται μια διαδικασία προθέρμανσης πριν
τη χρήση, η οποία συνίσταται σε προσεκτική αύξηση του ρεύματος της λυχνίας και της τάσης ώστε να καεί αργά
το διαθέσιμο οξυγόνο πριν η λυχνία τεθεί σε λειτουργία σε υψηλή ισχύ.
Επιπρόσθετα, οι γεννήτριες ακτίνων Χ διαθέτουν συνήθως ένα φίλτρο κατά μήκος της διαδρομής της
δέσμης. Το φίλτρο αποτελείται από ένα λεπτό φύλλο υλικού με υψηλό ατομικό αριθμό, όπως ο μόλυβδος, ο χαλκός,
ή ο ορείχαλκος. Το φίλτρο χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση της ποιότητας της εξερχόμενης ακτινοβολίας που
επιτυγχάνεται με την απορρόφηση των φωτονίων χαμηλής ενέργειας, τα οποία εκπέμπονται από τη λυχνία πριν
φτάσουν στο στόχο, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται καθαρότερη εικόνα (επειδή τα φωτόνια χαμηλότερης ενέργειας
έχουν την τάση να σκεδάζονται περισσότερο). Τέλος, η λυχνία είναι κατάλληλα θωρακισμένη, ώστε οι ακτίνες Χ
να εξέρχονται μόνο από το ειδικό παράθυρο.
Οι περισσότερες τεχνικές βιομηχανικής ραδιογραφίας 8 χρησιμοποιούν ενέργειες από περίπου 100 keV έως
400 keV. Σε γενικές γραμμές, η ενέργεια της ακτινοβολίας μπορεί να περιγραφεί ως «ποιότητα» της ακτινοβολίας
και η ένταση (σε mA) ως «ποσότητα». Ακτίνες Χ με ενέργεια πάνω από 400 keV θεωρούνται ακτινοβολία υψηλής
ενέργειας. Εξοπλισμός που παράγει ακτίνες Χ υψηλής ενέργειας είναι οι λυχνίες ακτίνων Χ με μετασχηματιστή
συντονισμού, το βήτατρον, οι γραμμικοί επιταχυντές, και οι γεννήτριες Van de Graaff.
Ο Πίνακας 5.3 παρουσιάζει μια λίστα των διαφορετικών επιπέδων ενέργειας που παράγονται από πηγές
ακτίνων Χ και το κατά προσέγγιση πάχος διείσδυσης στον χάλυβα.

Ενέργεια ακτίνων Χ Πάχος διείσδυσης στον χάλυβα


100 keV έως 2,5 mm
150 keV έως 6,5 mm
200 keV 6,5 mm έως 12,5 mm
250 keV 8,5 mm έως 21,5 mm
300 keV 9 mm έως 51 mm
400 keV 12,5 mm έως 76 mm
1.0 meV 20 mm έως 100 mm
2.0 meV 25,5 mm έως 127 mm
6.0 - 10.0 meV 76 mm έως 406 mm
10.0 - 20.0 meV 250 mm έως 610 mm
15.0 - 30.0 meV 305 mm έως 760 mm
Πηγές
Ιρίδιο 192 12,5 mm έως 38 mm
Καίσιο 137 16,5 mm έως 51 mm
Κοβάλτιο 60 25,5 mm έως 127 mm
Πίνακας 5.3 Ενέργεια ακτινοβολίας και πρακτικό πάχος διείσδυσης στον χάλυβα.

5.6 Ακτινοβολία γάμμα

162
Η ακτινοβολία γάμμα παράγεται από ραδιενεργά άτομα. Ανάλογα με το λόγο των νετρονίων ως προς τα πρωτόνια
στον πυρήνα ενός ισότοπου κάποιου στοιχείου, το άτομο μπορεί να είναι σταθερό ή ασταθές. Όταν η ενέργεια
σύνδεσης (binding energy) δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να διατηρήσει τη συνοχή του πυρήνα ενός ατόμου, το
άτομο αυτό είναι ασταθές. Άτομα με ασταθείς πυρήνες αλλάζουν συνεχώς ως αποτέλεσμα την ανισορροπία της
ενέργειας μέσα στον πυρήνα τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι πυρήνες των ασταθών ισοτόπων αποσυντίθενται
αυθόρμητα, ή μετατρέπονται με μια διαδικασία που είναι γνωστή ως «ραδιενεργός διάσπαση» και το υλικό αυτό
ονομάζεται «ραδιενεργό υλικό».
Η ακτινοβολία γάμμα είναι ένας από τους τρεις τύπους φυσικής ραδιενέργειας και εκπέμπονται από
ασταθείς πυρήνες ατόμων υπό μορφή φωτονίων με διακριτές ενέργειες. Η εκπομπή των ακτίνων γάμμα δεν αλλάζει
τον αριθμό των πρωτονίων ή νετρονίων στον πυρήνα, έχει όμως ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση του πυρήνα από
υψηλότερη ενεργειακή κατάσταση σε χαμηλότερη (δηλ. από ασταθή σε σταθερή). Η εκπομπή των ακτίνων γάμμα
ακολουθεί τη διάσπαση των άλλων δυο τύπων της φυσικής ραδιενέργειας, δηλαδή τη βήτα διάσπαση και την άλφα
διάσπαση.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι δυο πιο κοινοί τύποι πηγών ακτίνων γάμμα στη βιομηχανική ραδιογραφία
είναι το ιρίδιο 192 και το κοβάλτιο 60. Άλλες πηγές που χρησιμοποιούνται σε μικρότερο βαθμό στη βιομηχανία
είναι το θάλιο 170, το καίσιο 137, και το ράδιο 226.
Τα ραδιοϊσότοπα χαρακτηρίζονται από ορισμένες ιδιότητες όπως, η ενέργεια, ο χρόνος ημιζωής, και η
ενεργότητα.
Η ενέργεια ενός ραδιοϊσοτόπου είναι μοναδικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ραδιενεργού υλικού.
Για πηγές ραδιενέργειας, η ενέργεια δεν μεταβάλλεται ποτέ για ένα δεδομένο ραδιενεργό ισότοπο.
Η διάσπαση (decay) των ραδιοϊσοτόπων με το χρόνο προκαλεί μείωση της ενεργότητας (activity) ή της
ποσότητας του ραδιενεργού υλικού. Η ενεργότητα χαρακτηρίζει ποσοτικά τη ραδιενέργεια ενός στοιχείου και
ορίζεται ως ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται στη μονάδα του χρόνου (π.χ. κάθε δευτερόλεπτο). Εκφράζει
δηλαδή τη δυνατότητα παραγωγής ακτινοβολίας από μια δεδομένη ποσότητα ενός ραδιενεργού υλικού. Ο χρόνος
ημιζωής (half-life) είναι ο χρόνος που χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ραδιοϊσότοπο να διασπαστεί ή να μειωθεί στο
ήμισυ η αρχική του ενεργότητα. Όπως είδαμε πιο πάνω, η ένταση ή ποσότητα της παραγόμενης ακτινοβολίας πηγής
ακτίνων Χ είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου ρεύματος. Όμως, η ενεργότητα ή ποσότητα ακτινοβολίας που
παράγει μια πηγή ραδιενεργού ισοτόπου εκφράζεται σε Ci (Curie, Κιουρί) ή Βq (Becquerel, Μπεκερέλ). Ένα Ci
ισοδυναμεί με 3,7x1010 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο και ένα Bq ισοδυναμεί με μια διάσπαση ανά δευτερόλεπτο.
Στο παράδειγμα μιας ραδιενεργού πηγής ιριδίου 192, η οποία έχει αρχική ενεργότητα 100 Ci, στο πέρας της
ημιζωής της, που είναι περίπου 75 ημέρες, η ενεργότητα θα μειωθεί στο μισό, δηλαδή στα 50 Ci. Αν η πηγή αυτή
χρησιμοποιηθεί για μια ακόμα ημιζωή, η ενεργότητά της θα μειωθεί στα 25 Ci, και ούτω καθεξής. Για πηγή
κοβαλτίου 60, ο χρόνος ημιζωής είναι 5,3 έτη. Η ενέργεια της πηγής αυτής είναι υψηλότερη εκείνης του ιριδίου.
Το ιρίδιο 192 εκπέμπει ακτινοβολία γάμμα στα 310 KeV, 470 KeV και 600 KeV, ενώ το κοβάλτιο 60 εκπέμπει σε
δυο διακριτές ενέργειες ακτινοβολίας γάμμα, 1,17 και 1,33 MeV. Έχοντας υψηλότερη ενέργεια, οι πηγές κοβαλτίου
60 χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο παχύτερων και μεγαλύτερης πυκνότητας υλικών (βλ. Πίνακα 5.1).
Η σχέση (5.6) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό την εναπομένουσας ενεργότητας ενός
ραδιενεργού υλικού με γνωστό χρόνο ημιζωής έπειτα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η εξίσωση υπολογίζει
το κλάσμα διάσπασης, δηλαδή το εναπομένον τμήμα της αρχικής ενεργότητας:

𝐴𝐴 𝑡𝑡
𝑓𝑓𝐷𝐷 = = (0,5)𝐿𝐿𝐻𝐻 (5.6)
𝐴𝐴𝑜𝑜

όπου:

fD : κλάσμα διάσπασης (δηλ. εναπομένον τμήμα, Α, της αρχικής ενεργότητας, Αο)


LH : χρόνος ημιζωής (σε ώρες, ημέρες, έτη, κλπ.)
t : χρόνος που παρήλθε (σε ώρες, ημέρες, έτη, κλπ.)

163
Εναλλακτικά, η εξίσωση μπορεί να λυθεί ως προς το χρόνο που απαιτείται ώστε η ενεργότητα να μειωθεί σε μια
ορισμένη τιμή:

log 𝑓𝑓𝐷𝐷
𝑡𝑡 = 𝐿𝐿𝐻𝐻 � � (5.7)
log 0,5

Η ειδική ενεργότητα μιας πηγής εκφράζεται σε Ci ανά γραμμάριο. Όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα των Ci για
ένα φυσικό μέγεθος πηγής, τόσο υψηλότερη είναι η ειδική ενεργότητα της πηγής. Το μεγαλύτερο όφελος που
προκύπτει από τη χρήση πηγών υψηλής ειδικής ενεργότητας είναι η βελτίωση της ανάλυσης που θα προκύψει από
την υψηλή ενεργότητα (Bq ή Ci) και το μικρό φυσικό μέγεθος της πηγής.
Οι ακτίνες γάμμα διαθέτουν υψηλότερη ενέργεια συγκριτικά με τις ακτίνες Χ. Οι υψηλές αυτές ενέργειες
δίνουν στην ακτινοβολία γάμμα τη δυνατότητα να διαπερνά υλικά με μεγάλο πάχος, με σχετικά σύντομο χρόνο
έκθεσης. Το γεγονός αυτό, καθώς και η εξαιρετική φορητότητα των πηγών ακτίνων γάμμα είναι οι κυριότεροι λόγοι
που η ακτινοβολία γάμμα χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανική ραδιογραφία. Φυσικά, το μειονέκτημα της
χρήσης ραδιενεργών πηγών είναι ότι ποτέ δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί, και συνεπώς, η ασφαλής διαχείριση της
πηγής είναι μια μόνιμη ευθύνη για τον χρήστη.
Το φυσικό μέγεθος του ραδιενεργού υλικού κυμαίνεται μεταξύ κατασκευαστών, αλλά γενικά το ισότοπο
που χρησιμοποιείται είναι ένας σβόλος διαστάσεων 1,5 mm x 1,5 mm. Ανάλογα με το επίπεδο επιθυμητής
ενεργότητας, μια κάψουλα από ανοξείδωτο ατσάλι γεμίζει με σβόλους και σφραγίζεται με συγκόλληση. Η κάψουλα
στεγάζεται σε θωρακισμένο δοχείο το οποίο ονομάζεται συσκευή έκθεσης ή γ-κάμερα. Το απεμπλουτισμένο
ουράνιο συχνά χρησιμοποιείται ως υλικό θωράκισης για ραδιενεργές πηγές. Η κάμερα για πηγές Ιριδίου 192 και
Κοβαλτίου 60 περιέχουν 22 kg και 225 kg υλικού θωράκισης, αντίστοιχα. Οι κάμερες κοβαλτίου, λόγω του βάρους
της θωράκισης, συχνά τοποθετούνται σε ρυμουλκούμενη βάση για τη μεταφορά τους στα διάφορα σημεία ελέγχου
(βλ. Σχ. 5.7). Στη θύρα εξόδου της πηγής συνδέεται σωλήνας-οδηγός που έχει στο άκρο του κατευθυντήρα
(συνήθως από βολφράμιο) για τη θωράκιση της ακτινοβολίας σε όλες τις κατευθύνσεις εκτός από εκείνη στην
οποία πραγματοποιείται η έκθεση.

Σχήμα 5.7 Συσκευή έκθεσης ακτινοβολίας γάμμα.

5.7 Παράμετροι και τεχνικές ραδιογραφίας


Στόχος της ραδιογραφίας είναι να παράγει μια εικόνα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Αυτό απαιτεί
προσεκτικό έλεγχο των διαφόρων μεταβλητών που μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα της εικόνας.

5.7.1 Ραδιογραφική ευαισθησία

164
Η ραδιογραφική ευαισθησία (sensitivity) είναι ένα μέτρο της ποιότητας της εικόνας αναφορικά με την παραμικρή
λεπτομέρεια ή ασυνέχεια που μπορεί να εντοπιστεί, και εξαρτάται από την αντίθεση (contrast) και την ασάφεια
(blur) της εικόνας. Το Σχήμα 5.8 παρουσιάζει το ρόλο της αντίθεσης και της ασάφειας στην ποιότητα μιας
ραδιογραφίας δοκιμίου το οποίο αποτελείται από δυο τμήματα διαφορετικού πάχους (step wedge), και στο οποίο
εμπεριέχεται ατέλεια. Η αντίθεση καθιστά ευκολότερη την διάκριση περιοχών ενδιαφέροντος στο δοκίμιο (π.χ.
ατέλειες) από τη γύρω περιοχή. Επίσης, η ελάττωση της ασάφειας (δηλ. αύξηση της ευκρίνειας) μειώνει τη
θολότητα της εικόνας με αποτέλεσμα την καλύτερη απεικόνιση των ατελειών.

Σχήμα 5.8 Ο ρόλος της αντίθεσης και της ευκρίνειας στην ποιότητα μιας ραδιογραφίας.

5.7.2 Αντίθεση αντικειμένου


Θεωρούμε ένα αντικείμενο το οποίο αποτελείται από δυο τμήματα διαφορετικού πάχους. Η ένταση, Ιο, της
ακτινοβολίας που προσπίπτει στο αντικείμενο είναι σταθερή. Επειδή το αντικείμενο δεν έχει παντού το ίδιο πάχος,
περισσότερα φωτόνια θα αλληλεπιδράσουν με το παχύ τμήμα του με αποτέλεσμα η ένταση της ακτινοβολίας που
εξέρχεται από αυτό (ΙΠ) να είναι μικρότερη από την ένταση που εξέρχεται από το λεπτό τμήμα (ΙΛ) (βλ. Σχήμα 5.8).
Η αντίθεση αντικειμένου ορίζεται ως ο λόγος:

ΙΛ − ΙΠ
CΑ = (5.8)
ΙΛ

ο οποίος δίνει την ποσοστιαία διαφορά μεταξύ της έντασης της ακτινοβολίας που εξέρχεται από ένα μέρος του
αντικειμένου σε σχέση με την ένταση της ακτινοβολίας που εξέρχεται από ένα άλλο μέρος του. Η αντίθεση
αντικειμένου επηρεάζει καθοριστικά την αντίθεση εικόνας όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η αντίθεση αντικειμένου
δεν ορίζεται μόνο για δοκίμια που έχουν τμήματα με διαφορετικά πάχη. Ομοίως ορίζεται για δοκίμια που
αποτελούνται από τμήματα με υλικά διαφορετικού ατομικού αριθμού ή διαφορετική πυκνότητα. Όσο πιο πυκνό

165
είναι ένα υλικό (ή όσο μεγαλύτερος ο ατομικός αριθμός), αλληλεπιδρά με περισσότερα φωτόνια, άρα από το τμήμα
αυτό θα εξέρχονται λιγότερα φωτόνια σε σχέση με τα φωτόνια που εξέρχονται από το λιγότερο πυκνό τμήμα (ή
από το τμήμα με τον μικρότερο ατομικό αριθμό), συνεπώς αυξάνεται η αντίθεση αντικειμένου.
Η αντίθεση αντικειμένου εξαρτάται επίσης από τις διαφορές στην απορρόφηση σε διάφορες περιοχές του
δοκιμίου, το μήκος κύματος της πρωτογενούς ακτινοβολίας, καθώς και την ένταση και την κατανομή της
δευτερεύουσας ακτινοβολίας λόγω σκέδασης. Ωστόσο, είναι επίσης δυνατό κατά τη ραδιογραφία ενός
συγκεκριμένου δοκιμίου και ληφθούν δύο εικόνες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα αντίθεσης. Η χρήση, για
παράδειγμα, ακτίνων X χαμηλής τάσης θα οδηγήσει σε ραδιογραφία με υψηλή αντίθεση (βλ. Σχ. 5.9). Αυτό
συμβαίνει διότι η ακτινοβολία χαμηλής ενέργειας εξασθενεί ευκολότερα.

Σχήμα 5.9 Για τη βέλτιστη αντίθεση του αντικειμένου, η ενέργεια της ακτινοβολίας ή/και ο χρόνος έκθεσης θα πρέπει να
ελέγχονται σωστά.

Επομένως, ο λόγος των φωτονίων που διέρχονται από μια παχιά και μια λεπτή περιοχή θα είναι μεγαλύτερος, όταν
η ενέργεια ακτινοβολίας είναι χαμηλή. Όμως, όσο η αντίθεση αυξάνει, το εύρος έκθεσης (latitude), δηλαδή το
εύρος πάχους του υλικού που μπορεί να απεικονιστεί, μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερες περιοχές
διαφορετικού πάχους θα είναι ορατές στην εικόνα. Επομένως, ο στόχος είναι η εξισορρόπηση ραδιογραφικής
αντίθεσης και εύρους έκθεσης, έτσι ώστε να υπάρχει αρκετή αντίθεση για την ανίχνευση των ατελειών, αλλά
ταυτόχρονα το εύρος έκθεσης είναι αρκετά μεγάλο ώστε όλες οι περιοχές ενδιαφέροντος στο δοκίμιο να μπορούν
να ελεγχθούν με μία μόνο ραδιογραφία.

5.7.3 Αντίθεση εικόνας


Η αντίθεση εικόνας είναι η διαφορά οπτικής πυκνότητας (αμαύρωσης) μεταξύ των δύο περιοχών σε μια
ραδιογραφία. Η αντίθεση μπορεί επίσης να αναφέρεται σε διαφορές οπτικής πυκνότητας που προκύπτουν λόγω
του τύπου, έκθεσης και επεξεργασίας του ίδιου του ανιχνευτή (φιλμ) που χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα, η
έκθεση ενός φιλμ ώστε να ληφθεί υψηλότερη πυκνότητα, θα αυξήσει σε γενικές γραμμές την αντίθεση της
ραδιογραφίας. Στο παράδειγμα του Σχήματος 5.8, η αντίθεση εικόνας είναι CΙ = ODΛ - ODΠ. Εξαρτάται άμεσα από
την αντίθεση αντικειμένου και κατά συνέπεια από όλους τους παράγοντες που την επηρεάζουν.

5.7.4 Πυκνότητα της ραδιογραφικής απεικόνισης


Κατά τη ραδιογραφική απεικόνιση ενός δοκιμίου, η αμαύρωση του φιλμ εξαρτάται από την ποσότητα της
ακτινοβολίας που προσπίπτει στο φιλμ αφού έχει διέλθει από το δοκίμιο. Οπτική πυκνότητα είναι το μέγεθος που
δείχνει το ποσό της αμαύρωσης που προκαλεί η ακτινοβολία στο φιλμ. Όσο μεγαλύτερη είναι η αμαύρωση τόσο
μεγαλύτερη είναι η οπτική πυκνότητα. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι σκοτεινότερες περιοχές υποδεικνύουν
μεγαλύτερη έκθεση και οι λιγότερο αμαυρωμένες περιοχές υποδεικνύουν μικρότερη έκθεση. Ο όρος
«ραδιογραφική πυκνότητα» αναφέρεται στο βαθμό αμαύρωσης του φιλμ (ή της εικόνας). Η ραδιογραφική

166
πυκνότητα είναι ο λογάριθμος δυο μετρήσεων, της έντασης του φωτός που προσπίπτει στο φιλμ (I), και της έντασης
του φωτός που διαπερνά το φιλμ (It). Ο λόγος αυτός είναι το αντίστροφο της διαπερατότητας (transmittance):

Ι
Πυκνότητα = log (5.9)
It

Όταν, για παράδειγμα, η συνολική ποσότητα ακτινοβολίας που προσπίπτει στο φιλμ το διαπερνά (δηλ. η
διαπερατότητα It/I είναι μονάδα), η αντίστροφη διαπερατότητα (I/It) είναι επίσης μονάδα, και η ραδιογραφική
πυκνότητα, από την εξίσωση (5.9), είναι μηδέν. Στην περίπτωση που μόνο το 10% της ακτινοβολίας που προσπίπτει
στο φιλμ το διαπερνά, η διαπερατότητα είναι 0,1 και η αντίστροφη διαπερατότητα είναι 10, συνεπώς η πυκνότητα
είναι 1. Παρόμοια, για διαπερατότητα 1%, 0,1% και 0,01%, η πυκνότητα είναι 2, 3, και 4, αντίστοιχα.

5.7.5 Ευκρίνεια της ραδιογραφίας


Η ραδιολογική ευκρίνεια είναι η απότομη αλλαγή από μία περιοχή δεδομένης ραδιολογικής πυκνότητας σε μια
άλλη. Η ευκρίνεια είναι το αντίθετο της ασάφειας. Με τον όρο ασάφεια εννοούμε την αδυναμία της μεθόδου να
απεικονίσει αυστηρά το περίγραμμα ή τα όρια του αντικειμένου. Η ασάφεια οφείλεται σε γεωμετρικούς παράγοντες
του εξοπλισμού και της διάταξης της ραδιογραφίας, και αναφέρεται ως γεωμετρική άμβλυνση ή μείωση της
οξύτητας (geometrical unsharpness), αλλά επίσης και σε γεωμετρικούς παράγοντες του ανιχνευτή (φιλμ).
Η ασάφεια λόγω γεωμετρικής άμβλυνσης οφείλεται στο ότι η ακτινοβολία δεν προέρχεται από ένα μόνο
σημείο, αλλά από μια περιοχή (βλ. Σχ. 5.10). Οι τρεις παράγοντες που επηρεάζουν την άμβλυνση είναι το μέγεθος
της πηγής, η απόσταση ανάμεσα στην πηγή και το δοκίμιο, και η απόσταση ανάμεσα στο δοκίμιο και τον ανιχνευτή
(φιλμ). Το ποσόν της γεωμετρικής άμβλυνσης (Ug) μπορεί να υπολογιστεί από την παρακάτω γεωμετρική σχέση:

b
Ug = ds (5.10)
a

όπου:

ds : μέγεθος του εστιακού σημείου της πηγής.


a : απόσταση ανάμεσα στην πηγή και την εμπρός επιφάνεια του δοκιμίου.
b : απόσταση ανάμεσα στην εμπρός επιφάνεια του δοκιμίου και τον ανιχνευτή (ή το πάχος του δοκιμίου,
εάν ένα παχύ δοκίμιο τοποθετηθεί αμέσως επάνω στον ανιχνευτή).

167
Σχήμα 5.10 Γεωμετρική άμβλυνση στη ραδιογραφία.

Άλλοι γεωμετρικοί παράγοντες αναφορικά με τον εξοπλισμό ή τη διάταξη της ραδιογραφίας που επηρεάζουν την
ευκρίνεια της ραδιογραφίας είναι: (α) η γωνία ανάμεσα στη δέσμη της ακτινοβολίας και τις ατέλειες ή ασυνέχειες
στο δοκίμιο (δέσμη ακτινοβολίας παράλληλη σε γραμμική ασυνέχεια έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της
ευκρίνειας), (β) οι μεταβολές στο πάχος ή στην πυκνότητα του δοκιμίου (οι απότομες αλλαγές θα απεικονισθούν
με μεγαλύτερη ευκρίνεια απ’ ότι οι βαθμιαίες μεταβολές του πάχους ή της πυκνότητας), καθώς και (γ) κάθε κίνηση
του δοκιμίου, της πηγής, ή του ανιχνευτή κατά τη διάρκεια της απεικόνισης (προκαλεί αύξηση της ασάφειας).
Τέλος, ένας από τους παράγοντες που εξαρτώνται από τον ανιχνευτή και επηρεάζουν την ευκρίνεια είναι
οι κόκκοι του φιλμ (λεπτόκοκκο φιλμ μπορεί να παράγει εικόνες μεγαλύτερης ευκρίνειας, μειωμένου θορύβου). Το
μήκος κύματος της ακτινοβολίας θα επηρεάσει τη φαινόμενη κοκκώδη εντύπωση του φιλμ, καθώς βραχύτερο
μήκος κύματος έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της διείσδυσης και συνεπώς την αύξηση της φαινόμενης
«κοκκώδους εντύπωσης» του φιλμ. Μεγαλύτερος χρόνος εμφάνισης του φιλμ θα αυξήσει επίσης τη φαινόμενη
κοκκώδη εντύπωση.
Η έκθεση του φιλμ είναι συχνά μια διαδικασία δοκιμής και σφάλματος, καθώς υπάρχουν πολλές
μεταβλητές που επηρεάζουν την τελική ραδιογραφία.
Στην περίπτωση ραδιογραφίας ακτίνων Χ, οι μεταβλητές αυτές είναι: το φάσμα της ακτινοβολίας που
παράγεται από τη γεννήτρια ακτίνων X, η τάση (kV) και η ένταση του ρεύματος (mA) που χρησιμοποιούνται για
την παραγωγή των ακτίνων X, ο χρόνος έκθεσης, η απόσταση μεταξύ της πηγής ακτινοβολίας και του φιλμ, το
υλικό του υπό έλεγχο δοκιμίου, το πάχος του δοκιμίου, η ποσότητα της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας που προσπίπτει
στο φιλμ, το είδος του φιλμ που χρησιμοποιείται, η χρήση οθόνης μολύβδου ή οθόνης φθορισμού, η συγκέντρωση
χημικών ουσιών επεξεργασίας του φιλμ και ο χρόνος επαφής.
Στην περίπτωση, όμως, μιας πηγής ακτίνων γάμμα, η απαιτούμενη έκθεση μπορεί να υπολογιστεί
ευκολότερα επειδή το φάσμα της ακτινοβολίας είναι γνωστό για κάθε διαφορετική πηγή ακτινοβολίας. Η έκθεση
συνήθως εκφράζεται σε μονάδες Curie-χρόνος και τα δεδομένα παρουσιάζονται σε μορφή διαγράμματος ή πίνακα
(βλ. Σχ. 5.11). Στο Σχήμα 5.11 παρουσιάζεται τυπικό διάγραμμα έκθεσης 9 για το χάλυβα και το μόλυβδο, για
γάμμα ραδιογραφία με Ιρίδιο 192, όπου η απόσταση μεταξύ πηγής και φιλμ ήταν 45,5 cm, το φιλμ που
χρησιμοποιήθηκε ήταν Ilford F και εμφανίστηκε σε PQX1 για έξι λεπτά στους 20οC, με πυκνότητα εικόνας 1,75.
168
Σχήμα 5.11 Τυπικό διάγραμμα έκθεσης για το χάλυβα και το μόλυβδο για γάμμα ραδιογραφία με Ιρίδιο 192.

Έτσι μπορούμε, για παράδειγμα, να υπολογίσουμε τον απαιτούμενο χρόνο έκθεσης γάμμα ραδιογραφίας με πηγή
ιριδίου 192 χαλύβδινης πλάκας πάχους 12,5 mm, η οποία τοποθετείται κατά την έκθεση πίσω από τοίχο
σκυροδέματος πάχους 50 mm. Η απόσταση μεταξύ πηγής και πλάκας είναι 45,5 cm, και η πυκνότητα, ο τύπος του
φιλμ, καθώς και οι παράμετροι εμφάνισης είναι όπως στο παράδειγμα του διαγράμματος. Η πηγή Ir-192 είχε
ενεργότητα 100 Ci πριν 30 ημέρες. Χρησιμοποιώντας το διάγραμμα του Σχήματος 5.11, βρίσκουμε ότι ο
απαιτούμενος χρόνος έκθεσης είναι 104 δευτερόλεπτα.

5.7.6 Δευτερεύουσα ακτινοβολία


Η σκεδαζόμενη ή δευτερεύουσα ακτινοβολία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη ραδιογραφία, καθώς τα
σκεδαζόμενα φωτόνια που προσπίπτουν στο φιλμ μετά από ανάκλαση από ένα αντικείμενο στην κοντινή περιοχή
(π.χ. τοίχο, δάπεδο, κλπ.), όπου στηρίζεται το δοκίμιο προκαλούν απώλεια αντίθεσης και ευκρίνειας. Ο έλεγχος
της πλευρικής σκέδασης επιτυγχάνεται μετακινώντας τα αντικείμενα στο χώρο ελέγχου μακριά από το φιλμ, ή την
πηγή στο κέντρο της θωράκισης, ή ακόμα χρησιμοποιώντας κατευθυντήρα στην έξοδο της συσκευής ραδιογραφίας,
μειώνοντας έτσι την αποκλίνουσα ακτινοβολία γύρω από την κεντρική δέσμη. Ο έλεγχος του οπισθοσκεδασμού
(backscattering) της ακτινοβολίας, που οφείλεται σε αντικείμενα πίσω από το φιλμ, επιτυγχάνεται με την προστασία
του φιλμ από την πίσω πλευρά με φύλλο μολύβδου πάχους τουλάχιστον 0,25 mm.

5.7.7 Έλεγχος ποιότητας της ραδιογραφίας


Με τον όρο ποιότητα της ραδιογραφίας 10 εννοούμε ένα σύνολο των χαρακτηριστικών που την αξιολογούν ως προς
την πληροφορία που μπορεί να προσφέρει στον παρατηρητή. Επειδή η αξιολόγηση μιας εικόνας από τον άνθρωπο
είναι μια υποκειμενική διαδικασία (εμπειρία, αντίληψη, συνθήκες παρατήρησης), έχουν οριστεί μαθηματικές
έννοιες που προσφέρουν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης.
Μια από τις μεθόδους ελέγχου της ποιότητας της ραδιογραφίας είναι μέσω της χρήσης των δεικτών
ποιότητας εικόνας (image quality indicators - IQI). Τα IQI (penetrameters) παρέχουν οπτικοποίηση της ευαισθησίας
αντίθεσης και ευκρίνειας της ραδιογραφίας. Το IQI υποδεικνύει ότι μια ορισμένη μεταβολή στο πάχος του υλικού
θα είναι ανιχνεύσιμη στη ραδιογραφία, και ότι η ραδιογραφία έχει ένα ορισμένο επίπεδο ευκρίνειας έτσι ώστε η
ανίχνευση των μεταβολών στην πυκνότητα δεν διαφεύγει λόγω γεωμετρικής άμβλυνσης. Χωρίς ένα τέτοιο σημείο

169
αναφοράς, η συνοχή των αποτελεσμάτων και η ποιότητα δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί και οι ατέλειες στα
δοκίμια θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες. Τα IQI έχουν διάφορα σχήματα και μορφές ανάλογα με το
στάνταρντ που χρησιμοποιείται (οι δυο πιο κοινοί τύποι είναι οπής και σύρματος) και τοποθετούνται στην πλευρά
του δοκιμίου που βρίσκεται προς το μέρος της πηγής, πάνω στο δοκίμιο, σε θέση, όπου το πάχος του δοκιμίου είναι
ισοδύναμο με το πάχος της περιοχής ενδιαφέροντος. Τα IQI αποτελούνται από ποικιλία υλικών, έτσι ώστε κάποιο
υλικό με χαρακτηριστικά απορρόφησης ακτινοβολίας παρόμοια με το υλικό του δοκιμίου που πρόκειται να
ραδιογραφηθεί να μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

5.8 Ακτινοπροστασία
Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία που συνδέονται με την ακτινοβολία, και αυτό
θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της ραδιογραφίας 11. Το επίπεδο του κινδύνου εξαρτάται από το
ποσό της λαμβανόμενης δόσης ακτινοβολίας, ο χρόνος κατά τον οποίο η δόση λαμβάνεται, καθώς και τα μέρη του
ανθρώπινου σώματος που εκτίθενται στην ακτινοβολία 12. Ο κύριος κίνδυνος των εκτεθειμένων εργαζομένων σε
ακτινοβολία είναι η αυξημένη πιθανότητα καρκίνου.
Το γεγονός ότι οι ακτίνες Χ και η ακτινοβολία γάμμα δεν είναι ανιχνεύσιμες από τις ανθρώπινες αισθήσεις
αποτελεί πρόσθετη ανησυχία. Ωστόσο, οι κίνδυνοι μπορούν να ελαχιστοποιηθούν και να ελεγχθούν όταν η χρήση
και διαχείριση της ακτινοβολίας γίνεται με σωστό τρόπο, σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες ασφαλείας
(ακτινοπροστασίας). Η νομοθεσία 13 απαιτεί κατάλληλη σήμανση των ραδιενεργών πηγών και του χώρου όπου
αυτές χρησιμοποιούνται (βλ. Σχ. 5.12), καθώς και τα άτομα που εργάζονται στον τομέα της ραδιογραφίας να έχουν
λάβει εκπαίδευση σχετικά με τον ασφαλή χειρισμό και τη χρήση των ραδιενεργών υλικών και τις συσκευές που
παράγουν ακτινοβολία.

Σχήμα 5.12 Ραδιολογική σήμανση.

Στην Ελλάδα, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) 14 είναι η αρμόδια αρχή για θέματα
ακτινοπροστασίας. Αντικείμενο του συστήματος της ακτινοπροστασίας είναι η παροχή υψηλής ασφάλειας στα
άτομα που εκτίθενται σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες, με παράλληλη επιδίωξη να διατηρηθούν τα οφέλη που
προκύπτουν από τη χρήση τους. Το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του συστήματος ακτινοπροστασίας
βασίζεται στις ακόλουθες τρεις αρχές:

• Αρχή της αιτιολόγησης: κάθε εφαρμογή που ενέχει έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία, πρέπει να
αποφέρει ικανοποιητικό όφελος στα εκτιθέμενα άτομα ή στο κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να
αντισταθμίζεται η πιθανή βλάβη την οποία αυτή μπορεί να προκαλέσει.
• Αρχή της βελτιστοποίησης (As Low As Reasonably Achievable): όλες οι πηγές και τα μηχανήματα
παραγωγής ακτινοβολιών πρέπει να προσφέρουν κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργίας
τους, την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης,

170
η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο αριθμός των εκτιθεμένων ατόμων, να είναι τόσο
μικρά όσον αυτό είναι λογικά εφικτό, λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς και κοινωνικούς
παράγοντες.
• Αρχή των ορίων δόσεων: Οι ατομικές εκθέσεις σε ακτινοβολία, οι οφειλόμενες στο σύνολο των
πηγών στα πλαίσια των εγκεκριμένων πρακτικών, πρέπει να υπόκεινται σε όρια δόσεων ή όρια
κινδύνων, η υπέρβαση των οποίων θεωρείται μη αποδεκτή.

Η ύπαρξη συγκεκριμένων επιπτώσεων στην υγεία από την έκθεση στις ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι μια
περίπλοκη διαδικασία που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες 15, όπως:

• Είδος της ακτινοβολίας: Όλα τα είδη ακτινοβολίας προκαλούν επιπτώσεις στην υγεία. Η κύρια
διαφορά στην ικανότητα των σωματιδίων άλφα και βήτα, και των ακτίνων Χ και γάμμα να
προκαλούν επιπτώσεις στην υγεία είναι η ποσότητα ενέργειας που διαθέτουν. Η ενέργειά τους
καθορίζει πόσο βαθιά μπορούν να διεισδύσουν στον ανθρώπινο ιστό και πόση ενέργεια είναι
ικανές να μεταφέρουν άμεσα ή έμμεσα στους ιστούς.
• Μέγεθος της λαμβανόμενης δόσης: Η υψηλότερη δόση έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο κίνδυνο
επιπτώσεων στην υγεία.
• Ρυθμός με τον οποίο η δόση λαμβάνεται: Ο ιστός μπορεί να δέχεται μεγαλύτερες δόσεις σε
μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Εάν η δόση λαμβάνεται σε διάστημα κάποιων ημερών ή
εβδομάδων, οι επιπτώσεις δεν είναι τόσο σοβαρές όπως στην περίπτωση που παρόμοια δόση
λαμβάνονταν σε λίγα μόνο λεπτά.
• Μέρος του σώματος που εκτίθεται: Τα άκρα, όπως χέρια και πόδια, είναι ικανά να δέχονται
μεγαλύτερη ποσότητα ακτινοβολίας με μικρότερες επιπτώσεις απ’ ότι τα αιμοποιητικά όργανα
(π.χ. συκώτι).
• Ηλικία του ατόμου: Όσο το άτομο ηλικιώνεται, η κυτταρική διαίρεση επιβραδύνεται και το σώμα
είναι λιγότερο ευαίσθητο στις επιδράσεις της ιοντίζουσας ακτινοβολίας.
• Βιολογικές διαφορές: Μερικοί άνθρωποι είναι περισσότερο ευαίσθητοι στην ακτινοβολία απ’ ότι
άλλοι, χωρίς να έχουν γίνει κατανοητοί οι λόγοι γι’ αυτό.

Υπάρχουν διάφορα μεγέθη σχετικά με τις βιολογικές επιπτώσεις της έκθεσης στην ακτινοβολία κατά τη
ραδιογραφία ακτίνων Χ και γάμμα: Έκθεση, απορροφούμενη δόση, ισοδύναμη δόση, ρυθμός δόσης, και ενεργός
δόση. Μια σύντομη περιγραφή των μεγεθών αυτών και των μονάδων τους δίνεται παρακάτω:
Έκθεση: Είναι μέτρο της ισχύος του πεδίου ακτινοβολίας σε κάποιο σημείο στον αέρα (η ποσότητα φορτίου
που παράγεται σε μάζα αέρα ίση με τη μονάδα όταν τα φωτόνια που αλληλεπιδρούν απορροφούνται εντελώς από
τη μάζα αυτή). Αυτή τη μέτρηση πραγματοποιούν τα όργανα ανίχνευσης ακτινοβολίας. Η πιο κοινά
χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης της έκθεσης είναι το Roentgen (R).
Απορροφούμενη δόση ή δόση: Ενώ η έκθεση ορίζεται στον αέρα, η απορροφούμενη δόση (D) είναι η
ποσότητα της ενέργειας που η ιοντίζουσα ακτινοβολία μεταφέρει σε ύλη με δεδομένη μάζα. Η δόση, δηλαδή, είναι
η ποσότητα της ακτινοβολίας που απορροφάται από ένα αντικείμενο. Η μονάδα μέτρησης της απορροφούμενης
δόσης στο σύστημα SI είναι το Joule/kg. Για ευκολία, συμβολίζουμε τη μονάδα αυτή ως Gy (gray). Για παράδειγμα,
αν ακτινοβοληθεί ένα υλικό μάζας m = 2 kg με ακτίνες Χ και απορροφήσει ενέργεια Ε = 10 Joule, τότε η
απορροφούμενη δόση είναι: D = E/m = 10 Joule/2 kg = 5 Gy. Άλλη μονάδα μέτρησης είναι το rad (Radiation
Absorbed Dose), όπου 1 Gy = 100 rad. Διαφορετικά υλικά που δέχονται την ίδια έκθεση μπορεί να μην απορροφούν
την ίδια ποσότητα ακτινοβολίας. Στον ανθρώπινο ιστό, ένα Roentgen έκθεσης σε ακτίνες Χ ή ακτινοβολία γάμμα
έχει ως αποτέλεσμα περίπου ένα rad απορροφούμενης δόσης. Το μέγεθος της απορροφούμενης δόσης εξαρτάται
από την ένταση (ή ενεργότητα) της πηγής ακτινοβολίας, την απόσταση από την πηγή, και το χρόνο έκθεσης στην
ακτινοβολία.
Ισοδύναμη δόση: Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η βιολογική επιβάρυνση που προκαλεί η ακτινοβολία σε
έναν ιστό, χρησιμοποιείται η έννοια της ισοδύναμης δόσης. Η ισοδύναμη δόση (ΗΤ) που έλαβε ένας ιστός, Τ,

171
προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της απορροφούμενης δόσης (D) με έναν συντελεστή στάθμισης (WR), o οποίος
εξαρτάται από το είδος της ακτινοβολίας:

ΗΤ = D WR (5.11)

Η SI μονάδα μέτρησης της ισοδύναμης δόσης είναι το Sv (σίβερτ). Σαν μονάδα είναι αρκετά μεγάλη και
για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται υποπολλαπλάσια της, όπως το mSv (= 0,001 Sv, «μιλισίβερτ»). Άλλη μονάδα
μέτρησης είναι το rem (Roentgen Equivalent in Man), όπου 1 Sv = 100 rem. Ο Πίνακας 5.4 παρουσιάζει τους
συντελεστές στάθμισης της ακτινοβολίας WR για τον υπολογισμό της ισοδύναμης δόσης ΗΤ (ICRP103).

Είδος ακτινοβολίας WR
Ακτίνες Χ 1
Ακτίνες γάμμα 1
Σωμάτια β (ηλεκτρόνια) 1
Πρωτόνια 2-5
Σωμάτια α, βαρέα ιόντα 20

Νετρόνια 5-20 ανάλογα με την ενέργεια

Πίνακας 5.4 Συντελεστές στάθμισης για διάφορα είδη ακτινοβολίας.

Αν, για παράδειγμα, ένας οφθαλμός απορροφήσει δόση 2 Gy από ακτινοβόληση με φωτόνια, ενώ ένας
άλλος απορροφήσει την ίδια δόση από σωμάτια-α, στην περίπτωση των φωτονίων η ισοδύναμη δόση είναι,
σύμφωνα με την εξίσωση (5.11), HT = 2 Gy x 1 = 2 Sv. Στην περίπτωση των σωματίων-α, ΗT = 2 Gy x 20 = 40 Sv.
Όπως φαίνεται, η βιολογική βλάβη από τα σωμάτια-α είναι 20πλάσια από αυτή που προκαλούν τα φωτόνια.
Σημειώνεται ότι δόση 20 mSv αυξάνει την πιθανότητα για θανατηφόρο καρκίνο κατά 0,1 %, δηλαδή από 25% σε
25,1%.
Ρυθμός δόσης: Ο ρυθμός δόσης είναι μέτρο του πόσο γρήγορα λαμβάνεται μια δόση. Οι μονάδες του
ρυθμού δόσης είναι mR/hr, mrem/hr, rad/min, mGy/sec, κλπ. Η γνώση του ρυθμού δόσης επιτρέπει τον υπολογισμό
της δόσης για μια χρονική περίοδο (δόση = ρυθμός δόσης x χρόνος).
Ενεργός δόση: Είναι ένα δοσιμετρικό μέγεθος που σχετίζεται με τον ενεχόμενο συνολικό κίνδυνο για την
υγεία. Οι διάφοροι ανθρώπινοι ιστοί, για δεδομένη ισοδύναμη δόση Ηt ακτινοβολίας, συμβάλλουν με διαφορετική
βαρύτητα στον συνολικό κίνδυνο που διατρέχει από την ακτινοβόλησή του η υγεία του ανθρώπου. Η ενεργός δόση
(Εeff) ορίζεται ως το γινόμενο της ισοδύναμης δόσης (HΤ) που έλαβε ένας συγκεκριμένος ιστός (T) επί έναν
συντελεστή WT ο οποίος εξαρτάται από το είδος του ιστού. Τα όρια ενεργού δόσης σύμφωνα με τους Κανονισμούς
Ακτινοπροστασίας 16 είναι:

• Όριο ενεργού δόσης επαγγελματικά εκτιθέμενων: 20 mSv/yr


• Όριο ενεργού δόσης κοινού πληθυσμού: 1 mSv/yr

Για την προστασία των εκτιθέμενων σε ακτινοβολία εργαζομένων θα πρέπει:

• Να αξιολογείται η φύση και το μέγεθος του κινδύνου και να εφαρμόζεται η αρχή της
βελτιστοποίησης της ακτινοπροστασίας σε όλες τις συνθήκες εργασίας,
• να ταξινομούνται οι χώροι εργασίας σε διάφορες ζώνες και οι εργαζόμενοι σε διάφορες
κατηγορίες, με βάση τις προβλεπόμενες ετήσιες δόσεις, και

172
• να εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης των συνθηκών εργασίας και να
εφαρμόζεται όπου απαιτείται, ατομική δοσιμετρική και ιατρική παρακολούθηση των εκτιθέμενων
εργαζομένων.

Οι τρεις βασικοί τρόποι ελέγχου της έκθεσης σε επιβλαβή ακτινοβολία είναι (βλ. Σχ. 5.13): α) Περιορισμός του
χρόνου κοντά στην πηγή, β) αύξηση της απόστασης από την πηγή, και γ) χρήση θωράκισης για τη μείωση του
επιπέδου ακτινοβολίας.

Σχήμα 5.13 Τρεις βασικοί τρόποι ελέγχου της έκθεσης σε επιβλαβή ακτινοβολία.

Τελειώνοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν γύρω μας πολλές πηγές ακτινοβολίας. Σε γενικές γραμμές,
ένα άτομο λαμβάνει δόση περίπου 1 mSv (100 mrem) ανά έτος από φυσικές πηγές και άλλα περίπου 1 mSv ανά
έτος από ανθρωπογενείς πηγές ακτινοβολίας 17 (βλ. Σχ. 5.14).

173
Σχήμα 5.14 Δόση που περίπου λαμβάνει ένα άτομο ανά έτος από φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές ακτινοβολίας.

5.9 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα


Ο μη καταστροφικός έλεγχος με ραδιογραφία προσφέρει μια σειρά από πλεονεκτήματα έναντι άλλων μη
καταστροφικών δοκιμών, ωστόσο, ένα από τα κύρια μειονεκτήματα της μεθόδου είναι ο κίνδυνος για την υγεία
που συνδέεται με την «διεισδύουσα» ακτινοβολία, που επιβάλει εξειδικευμένη εκπαίδευση, λήψη των απαραίτητων
μέτρων προστασίας και εφαρμογή των διεθνών κανόνων ακτινοπροστασίας.

5.9.1 Πλεονεκτήματα της ραδιογραφίας

• Δεν περιορίζεται από τον τύπο του υλικού ή την πυκνότητα


• Δυνατότητα επιθεώρησης συναρμολογημένων εξαρτημάτων
• Απαιτεί ελάχιστη επιφανειακή προετοιμασία
• Ευαίσθητη σε μεταβολές του πάχους, στη διάβρωση, στη παρουσία κενών και ρωγμών, καθώς και
σε μεταβολές πυκνότητας του υλικού
• Ανιχνεύει επιφανειακά και εσωτερικά ελαττώματα
• Παρέχει μόνιμη καταγραφή της επιθεώρησης
• Καλή φορητότητα, ειδικά των πηγών ακτίνων γάμμα

5.9.2 Μειονεκτήματα της ραδιογραφίας

• Πολλές προφυλάξεις ασφαλείας για τη χρήση ακτινοβολίας υψηλής έντασης


• Πολλές ώρες εκπαίδευσης του τεχνικού πριν από τη χρήση
• Απαιτείται πρόσβαση και στις δύο πλευρές του δείγματος
• Η διαδικασία επιθεώρησης είναι γενικά αργή
• Υψηλά κατευθυντική τεχνική (ευαίσθητη στον προσανατολισμό της ατέλειας)
• Ο προσδιορισμός του βάθους της ατέλειας είναι αδύνατος χωρίς πρόσθετες γωνίες έκθεσης
• Μεγάλο αρχικό κόστος εξοπλισμού

174
5.10 Βιβλιογραφία
[1] Hellier, C., Handbook of Nondestructive Evaluation (2nd Edition), Chapter 6 - Radiographic Testing: McGraw-
Hill Education, 2012.
[2] Callinan Jr., J. J., Radiography in Modern Industry: Eastman Kodak Co., 1980.
[3] Mix, P. E., Introduction to Nondestructive Testing: A Training Guide (Second Edition): John Wiley & Sons,
Inc., 2005.
[4] Nondestructive Evaluation and Quality Control. 9th ed. Vol. 17: ASM International (1992)
[5] Deprins, E., “Digital Radiography in NDT Applications”, 2nd MENDT Proceedings, vol. 9(6), (2004).
[6] Venkatachalam, R., V. Manoharan, C. Raghu, V. Venumadhav, M. Debasish, "Performance Characterization of
Amorphous Silicon Digital Detector Arrays for Gamma Radiography", 12th A-PCNDT 2006 – Asia-Pacific
Conference on NDT, (Auckland, New Zealand, 2006).
[7] Muenker, M., Industrial Computed Tomography, YXLON International, (2004).
[8] Berger, H., R. L. Schulte, “Volumetric X-Ray Testing”, Materials Evaluation, vol. 60(9), pp. 1028–1031,
(2002).
[9] Mintern, R. A., J. C. Chaston, “Gamma Radiography with Iridium 192. Advantages in the Non-Destructive
Testing of Castings and Welded Structures”, Platinum Metals Rev., vol. 3(1), pp. 12-16, (1959).
[10] Bavendiek, K., “Automatic Test of X-Ray Imaging Quality”, YXLON International, (2002).
[11] UNSCEAR, 2000. Sources and Effects of Ionizing Radiation. United Nations Scientific Committee on the
Effects of Atomic Radiation Report to the General Assembly with Scientific Annexes.Vol. II: Effects.
United Nations, New York, NY.
[12] UNSCEAR, 2001. Hereditary Effects of Ionizing Radiation. United Nations Scientific Committee on the
Effects of Atomic Radiation Report to the General Assembly with Scientific Annexes, United Nations, New
York, NY.
[13] Οδηγία 96/29 Euratom (31/5/96), “για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία
της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού”.
[14] www.eeae.gr
[15] INTERNATIONAL ATOMIC ENERGY AGENCY, “International Basic Safety Standards for Protection
against Ionizing Radiation and for the Safety of Radiation Sources Safety”, Series No. 115., VIENNA,
1996.
[16] Κανονισμοί Ακτινοπροστασίας (ΚΥΑ 1014 (ΦΟΡ) 94, ΦΕΚ 216, 6 Μαρτίου 2001).
[17] www.ndt-ed.org

175
Κεφάλαιο 6: Δινορεύματα

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τις φυσικές αρχές που διέπουν τη δημιουργία των δινορευμάτων, παράγοντες που
επηρεάζουν το μη καταστροφικό έλεγχο υλικών με δινορεύματα, σχετική οργανολογία, και εφαρμογές.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές έννοιες του ηλεκτρομαγνητισμού

176
6.1 Επαγωγικό φαινόμενο
Η βασική αρχή δημιουργίας των δινορευμάτων (που επίσης ονομάζονται και ρεύματα Foucault από τον Γάλλο
φυσικό Léon Foucault, 1819–1868) βασίζεται στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Όταν ένα
εναλλασσόμενο (AC) ρεύμα εφαρμόζεται σε έναν αγωγό, όπως για παράδειγμα ένα χάλκινο σύρμα, αυτό έχει ως
αποτέλεσμα την ανάπτυξη μαγνητικού πεδίου μέσα και γύρω από τον αγωγό (βλ. Σχ. 6.1). Αυτό το μαγνητικό πεδίο
επεκτείνεται όταν το εναλλασσόμενο ρεύμα αυξάνει ως το μέγιστο και συμπτύσσεται καθώς το ρεύμα μειώνεται
στο μηδέν.

Σχήμα 6.1 Ανάπτυξη μαγνητικού πεδίου σε αγωγό από τον οποίο διέρχεται εναλλασσόμενο ρεύμα.

Εάν ένας δεύτερος ηλεκτρικός αγωγός εισέλθει στο μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο του πρώτου, τότε θα προκύψει
το αντίθετο αποτέλεσμα. Δηλαδή, το μαγνητικό πεδίο που διασχίζει το δεύτερο αγωγό θα προκαλέσει ένα
επαγωγικό ρεύμα σ’ αυτόν τον δεύτερο αγωγό (βλ. Σχ. 6.2).

Σχήμα 6.2 Δημιουργία επαγωγικού ρεύματος σε αγωγό που εισέρχεται σε μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο.

6.2 Δημιουργία δινορευμάτων


Τα δινορεύματα αποτελούν μια μορφή επαγωγικών ηλεκτρικών ρευμάτων που ρέουν σε κυκλική διαδρομή.
Παίρνουν το όνομά τους από τις "δίνες" που σχηματίζονται όταν ένα υγρό ή αέριο ρέει σε μια κυκλική τροχιά γύρω
από εμπόδια όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες. Στο παράδειγμα του Σχήματος 6.3, βλέπουμε τέτοιες δίνες, οι οποίες
σχηματίζονται από εμπόδια που βρίσκονται στη ροή νερού σε ένα ποταμό.

177
Σχήμα 6.3 Δίνες σχηματίζονται από εμπόδια που βρίσκονται στη ροή νερού ενός ποταμού.

Προκειμένου να δημιουργηθούν επαγωγικά ρεύματα για τον μη καταστροφικό έλεγχο, χρησιμοποιείται


κατάλληλος αισθητήρας. Στο εσωτερικό του αισθητήρα υπάρχει ηλεκτρικός αγωγός που σχηματίζει ένα πηνίο.
Όταν εναλλασσόμενο (πρωτογενές) ρεύμα, IP, ρέει σ΄ ένα πηνίο με συχνότητα που επιλέγεται για τον συγκεκριμένο
έλεγχο, τότε δημιουργείται μαγνητικό πεδίο στο πηνίο. Όταν το πηνίο τοποθετείται κοντά σε έναν αγωγό (που είναι
το υπό έλεγχο υλικό), δευτερογενή δινορεύματα, ΙS, παράγονται στον αγωγό αυτόν. Τα δινορεύματα παράγουν ένα
δευτερογενές πεδίο που αντιτάσσεται στο πρωτογενές πεδίο του πηνίου. Το μαγνητικό πεδίο που οφείλεται στο
πηνίο (πρωτογενές πεδίο) έχει πυκνότητα ροής BP, και το δευτερογενές μαγνητικό πεδίο που προκαλείται στον
αγωγό (δοκίμιο), έχει πυκνότητα ροής BS (βλ. Σχ. 6.4) 1.

Σχήμα 6.4 Δημιουργία δινορευμάτων σε αγώγιμο υλικό.

Η διαδικασία αυτή της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής για τη δημιουργία των δινορευμάτων μπορεί να συμβεί από
μερικές εκατοντάδες έως αρκετά εκατομμύρια φορές το δευτερόλεπτο, ανάλογα με τη συχνότητα ελέγχου. Οι
ακόλουθες ιδιότητες των δοκιμίων επηρεάζουν τα δινορεύματα 2:

• Ηλεκτρική αγωγιμότητα (conductivity) ή ειδική αντίσταση (resistivity)

178
• Μαγνητική διαπερατότητα (permeability)
• Σχήμα
• Ασυνέχειες

Τα χαρακτηριστικά του συστήματος που επηρεάζουν τα δινορεύματα είναι:

• Συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος


• Σχήμα και μέγεθος του πηνίου
• Απόσταση ανάμεσα στο πηνίο και το υπό έλεγχο δοκίμιο

Όταν ένας αισθητήρας-πηνίο ενεργοποιείται στον αέρα, υπάρχει πάντα μια ένδειξη στα άκρα του, ακόμα και με
απουσία δοκιμίου. Ενώ το πηνίο πλησιάζει στο δοκίμιο, η ένδειξη μεταβάλλεται, και το εύρος της μεταβολής
αυξάνει μέχρι το πηνίο να αγγίξει την επιφάνεια του αγώγιμου δοκιμίου. Οι αλλαγές αυτές στις ενδείξεις, κατά τη
μεταβολή της απόστασης ανάμεσα στο πηνίο και στο αγώγιμο δοκίμιο, ονομάζονται «lift-off» 2.

6.3 Αρχές ελέγχου με δινορεύματα


Όταν υπάρχει ροή εναλλασσόμενου ρεύματος σε ένα πηνίο, οι δύο παράγοντες που αντιδρούν στη ροή του
ρεύματος είναι η ωμική αντίσταση R (αντιτάσσεται στη ροή του ρεύματος και έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή
της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα ή σε άλλη μορφή ενέργειας) και η επαγωγική αντίσταση XL (αντιτάσσεται
στη ροή του εναλλασσόμενου ρεύματος και είναι αποτέλεσμα της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής στο πηνίο). Η
επαγωγική αντίσταση (inductive reactance) είναι XL= ωL, όπου L είναι η αυτεπαγωγή, ω = 2πf είναι η γωνιακή
συχνότητα, και f είναι η συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η ηλεκτρική εμπέδηση (ή σύνθετη αντίσταση)
του πηνίου, Ζ, είναι η συνολική αντίσταση στη ροή του ρεύματος, πρόκειται δηλαδή για συνδυασμό της ωμικής
αντίστασης και της επαγωγικής αντίστασης (βλ. Σχ. 6.5), και δίνεται από την εξίσωση:

𝛧𝛧 = �𝑅𝑅 2 + 𝜔𝜔 2 𝐿𝐿2 (6.1)

Σχήμα 6.5 Σύνθετη αντίσταση πηνίου.

Όταν ένα πηνίο πλησιάζει σε έναν αγωγό, η μεταβολή στην αυτεπαγωγή εξαιτίας της σύζευξης προκαλεί μεταβολή
στην εμπέδηση, ΔΖ. Η μεταβολή αυτή στο πλάτος και στη φάση (δηλ. στην κατεύθυνση) μπορεί να θεωρηθεί ως
μεταβολή στην αντίσταση, ΔR, και στην επαγωγική αντίσταση, ΔΧL, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.6. Σημειώνεται,
ότι ο όρος «άδειο» πηνίο αναφέρεται στο πηνίο μακριά από τον αγωγό.

179
Σχήμα 6.6 Όταν «άδειο» πηνίο πλησιάσει σε αγωγό, η επαγωγική αντίσταση μειώνεται σημαντικά, ενώ αντίθετα η τιμή της
ωμικής αντίστασης αυξάνει.

Το επίπεδο που περιλαμβάνει τα XL, R και Z ονομάζεται «επίπεδο εμπέδησης», συνεπώς ο έλεγχος με δινορεύματα
που γίνεται χρησιμοποιώντας τις παραμέτρους αυτές ονομάζεται «δοκιμή επιπέδου εμπέδησης» 3. Στο παράδειγμα
του Σχήματος 6.7, φαίνεται ένα διάγραμμα εμπέδησης για τον ανοξείδωτο χάλυβα, ορείχαλκο και χαλκό 3.

Σχήμα 6.7 Διάγραμμα εμπέδησης για διάφορα υλικά.

Ο έλεγχος υλικών με δινορεύματα βασίζεται στην κατάλληλη επιλογή των πειραματικών παραμέτρων όπως, η
συχνότητα λειτουργίας, το μέγεθος και το σχήμα του πηνίου. Κατά τη δοκιμή επιπέδου εμπέδησης, οι επιπτώσεις
του lift-off του πηνίου και της αγωγιμότητας μπορούν συνήθως να περιοριστούν αν επιλεγεί σωστά η συχνότητα
λειτουργίας. Για τα μη μαγνητικά αγώγιμα υλικά, η σχετική μαγνητική διαπερατότητα, μrel = 1. Σημειώνεται ότι η
μrel είναι ο λόγος της πυκνότητας ροής, B, σε ένα υλικό ως προς την πυκνότητα ροής στον αέρα, Bαέρα 4.
Στο παράδειγμα του Σχήματος 6.8 χρησιμοποιείται η τεχνική των δινορευμάτων για τη διαφοροποίηση
μεταξύ δυο μη μαγνητικών υλικών Α και Β, όπου η αγωγιμότητα του υλικού Α είναι μικρότερη αυτής του υλικού
Β. Η καλή επιλογή της συχνότητας (βλ. Σχ. 6.8α) βοηθά στην καλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ των δυο υλικών 3.

180
Σχήμα 6.8 Ρόλος της καλής επιλογής της συχνότητας στον διαχωρισμό, στο διάγραμμα εμπέδησης, μη μαγνητικών υλικών
διαφορετικής αγωγιμότητας.

Για τα σιδηρομαγνητικά υλικά (π.χ. σίδηρος, κοβάλτιο, νικέλιο, κλπ.) η σχετική μαγνητική διαπερατότητα μrel είναι
πολύ μεγαλύτερη της μονάδας 3. Αυτό οδηγεί στην ενίσχυση της αυτεπαγωγής, L, (βλ. Σχ. 6.9) και συνεπώς της
επαγωγικής αντίστασης, XL.

Σχήμα 6.9 Η XL (και συνεπώς της L) αυξάνει όταν το πηνίο πλησιάζει σε σιδηρομαγνητικό υλικό με υψηλή μαγνητική
διαπερατότητα.

Η επιλογή της συχνότητας λειτουργίας επηρεάζεται επίσης από το βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων στο υπό
έλεγχο υλικό. Τα δινορεύματα είναι ισχυρότερα στην επιφάνεια του υλικού και η έντασή τους (ή πυκνότητα)
μειώνεται εκθετικά με την αύξηση του βάθους διείσδυσης κάτω από την επιφάνεια (βλ. Σχ. 6.10).

181
Σχήμα 6.10 Εκθετική μείωση της πυκνότητας των δινορευμάτων όταν αυξάνει το βάθος διείσδυσης.

Το τυπικό βάθος διείσδυσης (standard depth of penetration) ή επιδερμικό βάθος (skin depth), δ, είναι η απόσταση
κάτω από την επιφάνεια ενός επίπεδου δοκιμίου που απαιτείται ώστε να μειωθεί η πυκνότητα των δινορευμάτων
στο 1/e της τιμής του ρεύματος επιφανείας (δηλ. περίπου κατά 37% συγκριτικά με την τιμή του στην επιφάνεια) 5.
Το βάθος αυτό μεταβάλλεται με τη συχνότητα του αισθητήρα, καθώς και με την αγωγιμότητα και τη διαπερατότητα
του υλικού (βλ. Σχ. 6.11). Αυτό συμβαίνει διότι η ισχύς (και η πυκνότητα) των δινορευμάτων επηρεάζονται από
τρεις χαρακτηριστικές ιδιότητες του υλικού: την ηλεκτρική αγωγιμότητα, τη διαπερατότητα, και την ποσότητα του
στερεού υλικού στη περιοχή πλησίον του πηνίου. Η ισχύς των δινορευμάτων εντός του δοκιμίου μπορεί να
προσδιορίζεται παρακολουθώντας τις μεταβολές τάσης ή/και ρεύματος στο πηνίο, διότι η ισχύς των δινορευμάτων
μεταβάλει τη σύνθετη αντίσταση, Z, του πηνίου.

Σχήμα 6.11 Τυπικό βάθος διείσδυσης (επιδερμικό βάθος) για: (α) υψηλή συχνότητα, υψηλή αγωγιμότητα, υψηλή
διαπερατότητα, και (β) χαμηλή συχνότητα, χαμηλή αγωγιμότητα, χαμηλή διαπερατότητα.

Επειδή το δ ενός υλικού μειώνει τα δινορεύματα κατά 37% ως προς την τιμή της πυκνότητας στην επιφάνεια, το
2δ τη μειώνει κατά 37% του 37% ή στο 13,5%, το 3δ στο 5% και το 4δ στο 2% αναφορικά με την τιμή της
πυκνότητας στην επιφάνεια. Το τυπικό βάθος διείσδυσης δίνεται από τον τύπο:

1
𝛿𝛿 = (6.2)
�𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋

όπου, μ = σχετική διαπερατότητα, σ = αγωγιμότητα, f = συχνότητα λειτουργίας


Για τα μη μαγνητικά υλικά, η εξίσωση (6.2) μπορεί να λάβει την ακόλουθη προσεγγιστική μορφή:

182
66
𝛿𝛿 = (6.3)
�𝜎𝜎𝜎𝜎

με μονάδες: δ = cm, f = Hertz, και σ = %IACS.


Σημειώνεται ότι στα μέταλλα η ηλεκτρική αγωγιμότητα εκφράζεται ως ποσοστό της αγωγιμότητας του
καθαρού χαλκού, που αποτελεί διεθνές πρότυπο (International Annealed Copper Standard, IACS) με τιμή ειδικής
αντίστασης 1,7241x10-8 ohm-meter στους 20οC. Μια αγωγιμότητα 5,8001x107 Siemens/m μπορεί να εκφραστεί ως
100% IACS στους 20°C. Δηλαδή, %IACS = 58x104 Siemens/m.
Για συγκεκριμένο μη μαγνητικό υλικό, το τυπικό βάθος διείσδυσης μειώνεται όσο αυξάνει η συχνότητα.
Αυτό αποτελεί τη βάση της ηλεκτρομαγνητικής θωράκισης.
Στο παρακάτω παράδειγμα υπολογίζεται το τυπικό βάθος διείσδυσης για κράμα αλουμινίου που έχει
αγωγιμότητα 50% lACS για συχνότητα ελέγχου 100 kHz:

66 66 ∙ 10−3
𝛿𝛿 = = 𝑐𝑐𝑐𝑐 ≈ 0,3 𝑚𝑚𝑚𝑚 (6.4)
√50 ∙ 105 √5

Η φάση των δινορευμάτων αλλάζει καθώς αυτά εισχωρούν βαθιά κάτω από την επιφάνεια. Αυτό επιτρέπει στον
τεχνικό που πραγματοποιεί τον έλεγχο να προσδιορίσει κατά προσέγγιση το βάθος στο οποίο ανιχνεύονται οι
ασυνέχειες 3. Η διαφορά φάσης, σε αντίθεση με το πλάτος, μεταβάλλεται γραμμικά με το βάθος κάτω από την
επιφάνεια:

𝑥𝑥
𝜃𝜃 = (6.5)
𝛿𝛿

όπου, θ = διαφορά φάσης σε radians, x = βάθος, δ = τυπικό βάθος διείσδυσης.


Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι υποεπιφανειακές ρωγμές να προκαλούν μεταβολή στην εμπέδηση σε μια
σημαντικά διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που σχετίζεται με ρωγμές που συνδέονται με την επιφάνεια (βλ.
Σχ. 6.12) 3.

Σχήμα 6.12 Πλησιάζοντας το πηνίο στην επιφάνεια του δοκιμίου (γραμμή lift-off) διαχωρίζονται οι (α) επιφανειακές, από τις
(β) υποεπιφανειακές ρωγμές, λόγω της διαφοράς φάσης.

6.4 Διαδικασία διαλογής υλικών σύμφωνα με την ηλεκτρική τους αγωγιμότητα

183
Η μέθοδος των δινορευμάτων είναι ιδανική για το διαχωρισμό των υλικών σύμφωνα με την ηλεκτρική τους
αγωγιμότητα. Η διαλογή γίνεται χρησιμοποιώντας την ανάλυση του επιπέδου εμπέδησης δινορευμάτων.
Οι γραμμές lift-off παράγονται όταν το πηνίο μετακινείται από μια αρχική θέση του στον αέρα με
κατεύθυνση προς την επιφάνεια των διαφόρων υπό έλεγχο υλικών με διαφορετικές τιμές αγωγιμότητας (βλ. Σχ.
6.13α). Όταν το πηνίο-αισθητήρας κινείται προς την επιφάνεια του υπό έλεγχο δοκιμίου, συμβαίνουν μεταβολές
στην εμπέδηση, (ΔZ) 3. Η καμπύλη που προκύπτει είναι η γραμμή lift-off (Σχ. 6.13β).

Σχήμα 6.13 (α) Γραμμή lift-off: μετακίνηση του πηνίου από μια αρχική θέση στον αέρα προς την επιφάνεια αγώγιμου υλικού.
(β) Γραμμή lift-off που λαμβάνεται όταν μεταβάλλεται η εμπέδηση κατά την κίνηση πηνίου προς την επιφάνεια του δοκιμίου.

Στην περίπτωση του lift-off, μειώνεται ο αριθμός των γραμμών μαγνητικής ροής που τέμνονται από το δοκίμιο,
καθώς μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ πηνίου και αγώγιμου δοκιμίου (βλ. Σχ. 6.14) 6.

Σχήμα 6.14 Ο αριθμός των γραμμών ροής που τέμνονται από το δοκίμιο μειώνεται όταν μεγαλώνει η απόσταση πηνίου-
δοκιμίου.

Η επίδραση της απόστασης πηνίου-δοκιμίου στις μεταβολές της καμπύλης εμπέδησης χρησιμοποιείται για το
διαχωρισμό των υλικών με διαφορετικές αγωγιμότητες στο επίπεδο εμπέδησης, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.15.

184
Σχήμα 6.15 Διαλογή υλικών στο επίπεδο εμπέδησης σύμφωνα με την ηλεκτρική τους αγωγιμότητα.

Στο Παράρτημα Α, παρατίθενται τιμές της ειδικής αντίστασης και της ηλεκτρικής αγωγιμότητας διάφορων
μετάλλων και κραμάτων 4.

6.5 Βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων


Η επίδραση της διαμέτρου του πηνίου είναι ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον έλεγχο
υλικών με τη μέθοδο των δινορευμάτων. Σε γενικές γραμμές η απόσταση lift-off, D, εξαρτάται από τη διάμετρο
του πηνίου, d. Συνεπώς, αν το πηνίο είναι μικρό, ένα μικρό lift-off γίνεται σημαντικό. Η συνθήκη 𝐷𝐷 ≅ 1,5 𝑑𝑑
αποτελεί ένα πρακτικό περιορισμό της ευαισθησίας της μεθόδου. Για παράδειγμα, ένα πηνίο με διάμετρο 0,25 mm
έχει ένα αντίστοιχα μικρό μαγνητικό πεδίο. Το πηνίο αυτό όχι μόνο πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση περίπου 0,4-
0,5 mm από το δοκίμιο, αλλά και το μαγνητικό του πεδίο δεν διεισδύει αρκετά βαθιά μέσα στο υλικό, ακόμη κι αν
το πηνίο αγγίξει το δοκίμιο (βλ. Σχ. 6.16α). Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα μεγαλύτερο
πηνίο για να δώσει συγκριτικά βαθύτερη διείσδυση (βλ. Σχ. 6.16β).

Σχήμα 6.16 (α) Το μαγνητικό πεδίο πηνίου μικρής διαμέτρου (d = 0,25 mm) δεν διεισδύει βαθιά στο δοκίμιο. (β) Το μαγνητικό
πεδίο πηνίου μεγαλύτερης διαμέτρου (d = 2,5 mm) διεισδύει βαθύτερα στο δοκίμιο.

Η επίδραση της διαμέτρου του πηνίου θα πρέπει να συνυπολογίζεται μαζί με το φαινόμενο της διακύμανσης της
διείσδυσης με τη συχνότητα, ώστε να επιτυγχάνεται το επιθυμητό βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων. Επομένως,

185
για μεγαλύτερη διείσδυση δινορευμάτων, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται χαμηλότερες συχνότητες και μεγαλύτερα
πηνία.

6.6 Οργανολογία
Υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση εξοπλισμού για τον μη καταστροφικό έλεγχο με τη μέθοδο των δινορευμάτων. Η
σωστή επιλογή του εξοπλισμού εξαρτάται από τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Τα τρία βασικά τμήματα του
εξοπλισμού, που κατ’ ελάχιστον απαιτείται, είναι: όργανα μέτρησης, αισθητήρες-πηνία, και πρότυπα δοκίμια
αναφοράς.

6.6.1 Όργανα μέτρησης


Τα όργανα μέτρησης των δινορευμάτων χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες: τα ψηφιακά και τα αναλογικά. Τα
ψηφιακά όργανα μέτρησης (βλ. Σχ. 6.17α) είναι συνήθως σχεδιασμένα για να εξετάσουν ένα ειδικό χαρακτηριστικό
ενός δοκιμίου, όπως η αγωγιμότητα ή το πάχος μη αγώγιμης επικάλυψης. Αυτά τα όργανα έχουν συνήθως
μεγαλύτερη ακρίβεια από τις αναλογικές συσκευές. Τα αναλογικά όργανα μέτρησης (βλ. Σχ. 6.17β) μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για πολλές διαφορετικές εφαρμογές ελέγχου, όπως ανίχνευση ρωγμής, μέτρηση του πάχους του
υλικού, μετρήσεις αγώγιμων ή μη αγώγιμων επικαλύψεων.

Σχήμα 6.17 Όργανα μέτρησης: (α) Ψηφιακά, (β) Αναλογικά.

Τα φορητά όργανα μέτρησης με οθόνη (βλ. Σχ. 6.18α) είναι μια άλλη κατηγορία οργάνων που παρουσιάζουν τα
στοιχεία ελέγχου σε μορφή διαγράμματος εμπέδησης (βλ. Σχ. 6.18β).

186
Σχήμα 6.18 (α) Φορητό όργανο ελέγχου με δινορεύματα. (β) Διάγραμμα εμπέδησης.

Τα σύγχρονα όργανα μέτρησης είναι συνήθως ψηφιακά και λειτουργούν σε μονή ή διπλή συχνότητα. Τα όργανα
διπλής συχνότητας είναι ικανά να οδηγούν τον αισθητήρα διαδοχικά σε δύο διαφορετικές συχνότητες ελέγχου.
Πιο εξελιγμένα όργανα είναι οι μετρητές πολλαπλών συχνοτήτων (multi-frequency) που μπορούν να
οδηγούν τα πηνία ελέγχου σε περισσότερες από δύο συχνότητες, είτε διαδοχικά (πολυπλεξία) ή ταυτόχρονα (βλ.
Σχ. 6.19). Τα όργανα αυτά μπορούν να έχουν συγχρόνως προσαρτημένους έως και τέσσερις αισθητήρες και
χρησιμοποιούνται ευρέως για τον έλεγχο των σωληνώσεων στις βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας, καθώς και στις
χημικές και πετροχημικές βιομηχανίες.

Σχήμα 6.19 Οθόνη οργάνου πολλαπλών συχνοτήτων κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

6.6.2 Αισθητήρες-πηνία
Η κατάλληλη επιλογή των αισθητήρων είναι σημαντική για τη συλλογή αξιόπιστων δεδομένων ελέγχου. Στην
επιλογή του αισθητήρα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες που σχετίζονται με τις απαιτήσεις
για:

• Βάθος διείσδυσης (επιφάνεια ή εσωτερικό του υλικού)


• Ευαισθησία
• Τύπο σύνδεσης του αισθητήρα με το όργανο μέτρησης δινορευμάτων
• Αντιστοιχία της εμπέδησης του αισθητήρα με αυτή του οργάνου μέτρησης
• Μέγεθος αισθητήρα (μικρότεροι αισθητήρες διεισδύουν λιγότερο)
• Τύπο αισθητήρα (απόλυτος, διαφορικός, ανάκλασης ή υβριδικός)

Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των αισθητήρων δινορευμάτων υπάρχουν πολλά διαφορετικά συστήματα
ταξινόμησης. Ένας από τους πιο κοινούς τρόπους ταξινόμησης τους χωρίζει σε αισθητήρες επιφανείας, αισθητήρες
εσωτερικής διαμέτρου ή αισθητήρες πηνίου, και αισθητήρες εξωτερικής διαμέτρου ή περιβαλλόμενους αισθητήρες.
Οι αισθητήρες επιφανείας είναι πηνία που συνήθως είναι τοποθετημένα κοντά στο ένα άκρο του πλαστικού
περιβλήματος (βλ. Σχ. 6.20α). Ο τεχνικός μετακινεί το άκρο του πηνίου πάνω από την επιφάνεια του δοκιμίου.
Ορισμένοι αισθητήρες επιφανείας είναι ειδικά σχεδιασμένοι για την ανίχνευση ρωγμών.

187
Οι αισθητήρες εσωτερικής διαμέτρου αποτελούνται από πηνίο που περιελίσσεται γύρω από ένα πλαστικό
κάλυμμα ή περίβλημα από ανοξείδωτο χάλυβα (βλ. Σχ. 6.20β). Οι αισθητήρες αυτοί είναι σχεδιασμένοι κυρίως για
επιθεώρηση στο εσωτερικό σωληνοειδών υλικών.
Οι αισθητήρες εξωτερικής διαμέτρου αποτελούνται από πηνίο που περιελίσσεται γύρω από ένα κοίλο
περίβλημα (βλ. Σχ. 6.20γ). Το πηνίο είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε το δοκίμιο να βρίσκεται μέχρι τη μέση του πηνίου.
Αυτοί οι αισθητήρες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο δοκών, ράβδων, καθώς και σωλήνων.

Σχήμα 6.20 (α) Αισθητήρες επιφανείας. (β) Αισθητήρες εσωτερικής διαμέτρου. (γ) Αισθητήρες εξωτερικής διαμέτρου.

Η μέτρηση των δινορευμάτων λαμβάνει υπόψη το μέσο όρο του σήματος του πηνίου από ολόκληρο το μαγνητικό
πεδίο που δημιουργεί και συνεπώς από ολόκληρο τον όγκο του υπό έλεγχο δοκιμίου, εκεί όπου εκτείνεται το
μαγνητικό πεδίο.
Αισθητήρες-πηνία μεγάλης διαμέτρου μπορούν να επιθεωρήσουν ένα μεγαλύτερο όγκο αγώγιμου υλικού
και συνεπώς μειώνουν το χρόνο ελέγχου. Αισθητήρες-πηνία μικρής διαμέτρου, ωστόσο, έχουν μεγαλύτερη
ευαισθησία και προτιμώνται για την ανίχνευση μικρών ελαττωμάτων. Πηνία μεγάλης διαμέτρου χρησιμοποιούνται
συχνά για την ανίχνευση μεγάλων υποεπιφανειακών ελαττωμάτων σε χυτά και σφυρήλατα προϊόντα, καθώς και
για την ανίχνευση της διάβρωσης, ενώ πηνία μικρής διαμέτρου είναι κατάλληλα για την ανίχνευση ρωγμών.
Ένα πηνίο με αρκετά μεγαλύτερη διάμετρο από την τραχύτητα της επιφάνειας του υπό έλεγχο δοκιμίου,
θα λάβει υπόψη το μέσο όρο των σημάτων, δίνοντας στην ουσία μια εκτίμηση του lift-off (βλ. Σχ. 6.21).

Σχήμα 6.21 Η απόκριση του σήματος του αισθητήρα εξαρτάται από τη σχέση της διαμέτρου του πηνίου και της τραχύτητας της
υπό έλεγχο επιφάνειας.

6.6.3 Πρότυπα δοκίμια αναφοράς


Για να είναι χρήσιμα τα δεδομένα του ελέγχου με δινορεύματα, τα σήματα που λαμβάνονται από το δοκίμιο πρέπει
να συγκριθούν με γνωστές τιμές οι οποίες έχουν ληφθεί από πρότυπα δοκίμια αναφοράς 7. Τέτοια δοκίμια αναφοράς
κατασκευάζονται από υλικά παρόμοια με αυτά των υπό έλεγχο δοκιμίων. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι

188
πρότυπων δοκιμίων, τα οποία αντιστοιχούν στη μεγάλη ποικιλομορφία των διενεργούμενων ελέγχων (βλ. Σχ. 6.22).
Πρότυπα πάχους χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της λέπτυνσης του υλικού λόγω ηλεκτροχημικής
διάβρωσης (βλ. Σχ. 6.22α). Πρότυπα δοκίμια από το ίδιο υλικό με τα υπό έλεγχο δοκίμια, με εγκοπές που
προσομοιάζουν σε ρωγμές διαφόρων μεγεθών, παρέχουν δεδομένα σχετικά με άγνωστες επιφανειακές ρωγμές (βλ.
Σχ. 6.22β). Στο Σχήμα 6.22β φαίνεται το αντίστοιχο διάγραμμα εμπέδησης. Στο Σχήμα 6.22γ παρουσιάζεται το
πρότυπο ASME με κατασκευασμένες προσομοιωμένες ασυνέχειες σε σωληνώσεις (οπές και εγκάρσιες και
διαμήκεις ραβδώσεις). Στο Σχήμα 6.22δ φαίνεται ένα πρότυπο μη αγώγιμης επικάλυψης (βαφής) με διαφορετικά
πάχη βαφής σε υπόστρωμα αλουμινίου.

Σχήμα 6.22 (α) Πρότυπο πάχους. (β) Πρότυπο ρωγμών. (γ) Πρότυπο σωληνώσεων. (δ) Πρότυπο μη αγώγιμης επικάλυψης.

6.7 Εφαρμογές δοκιμών με δινορεύματα


Τα περισσότερα φαινόμενα που προκαλούν σημαντική μεταβολή στην εμπέδηση μπορούν να αναγνωριστούν από
το χαρακτηριστικό τους διάγραμμα στο επίπεδο εμπέδησης.

6.7.1 Έλεγχος μη μαγνητικών αγώγιμων υλικών


Για τον έλεγχο επιφανειακών ατελειών σε μη μαγνητικά υλικά χρησιμοποιούνται μεγάλες συχνότητες (αρκετών
MHz), ενώ η ανίχνευση υποεπιφανειακών ατελειών σε σχετικά μεγάλο βάθος απαιτεί χαμηλές συχνότητες,
θυσιάζοντας την ευαισθησία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στο να μην ανιχνεύονται οι μικρές ατέλειες.
Το Σχήμα 6.23 δείχνει τη σημασία της επιλογής συχνότητας για την απαλοιφή των ανεπιθύμητων
μεταβλητών.
Για τον ανοξείδωτο χάλυβα:
• Για συχνότητα 50 kHz, η διαφοροποίηση ανάμεσα στην αγωγιμότητα και τις μεταβολές στο lift-
off είναι δύσκολη.
• Για συχνότητα 2 ΜHz, υπάρχει καλός διαχωρισμός των μεταβλητών.
Για το αλουμίνιο:
• Για συχνότητα 50 kHz, το αλουμίνιο ξεκάθαρα διαχωρίζεται από τον χαλκό.
189
• Για συχνότητα 2 ΜHz, οι γραμμές lift-off πρακτικά επικαλύπτονται.

Σχήμα 6.23 Ρόλος της επιλογής της συχνότητας στην απαλοιφή των ανεπιθύμητων μεταβλητών για τα μη μαγνητικά αγώγιμα
υλικά.

Για κάθε υλικό με δεδομένη αγωγιμότητα, μπορεί να υπολογιστεί μια θεωρητική συχνότητα fg, η οποία καλείται
«χαρακτηριστική» ή «οριακή» συχνότητα. Για κάθε αγώγιμο υλικό μπορεί να σχεδιαστεί ένα διάγραμμα σε όρους
του λόγου της συχνότητας λειτουργίας f ως προς την οριακή συχνότητα fg: f/fg (βλ. Σχ. 6.24).

Σχήμα 6.24 Διάγραμμα εμπέδησης για διάφορους λόγους f/fg.

Το διάγραμμα του Σχήματος 6.24 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιλογή της συχνότητας λειτουργίας f
οποιουδήποτε υλικού, εάν η οριακή συχνότητα fg είναι γνωστή. Για υλικό με fg = 1500 Hz, λόγος 4 αντιστοιχεί σε
συχνότητα f = 4fg = 6 kHz και λόγος 100 αντιστοιχεί σε συχνότητα f = 100fg = 150 kHz. Ο καλύτερος διαχωρισμός
ανάμεσα στην αγωγιμότητα και το lift-off φαίνεται να είναι για εύρος λόγου f/fg = 16-25. Αν η οριακή συχνότητα
για δεδομένο υλικό είναι γνωστή, η βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας μπορεί να επιλεγεί από το διάγραμμα f/fg.
Για περιβαλλόμενους αισθητήρες γύρω από αγώγιμες ράβδους, η οριακή συχνότητα fg μπορεί να
υπολογιστεί από την εμπειρική σχέση:

5066
𝑓𝑓𝑔𝑔 = (6.6)
𝜇𝜇𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟 𝜎𝜎𝑑𝑑2

Για αισθητήρες πηνίου, αντίστοιχα:


1354
𝑓𝑓𝑔𝑔 = (6.7)
𝜇𝜇𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟 𝜎𝜎𝑑𝑑2

όπου, μrel = σχετική μαγνητική διαπερατότητα, σ = ηλεκτρική αγωγιμότητα, d = διάμετρος του πηνίου.

6.7.2 Ανίχνευση ρωγμών

190
Η ανίχνευση ρωγμών είναι μία από τις κύριες εφαρμογές του ελέγχου με δινορεύματα. Η μέθοδος των
δινορευμάτων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε ρωγμές του φθάνουν στην επιφάνεια του υλικού. Η παρουσία ρωγμής
προκαλεί διαταραχή στην κυκλική ροή των επαγωγικών ρευμάτων και αποδυναμώνει την ισχύ τους. Η μεταβολή
αυτή στην ισχύ των δινορευμάτων στην περιοχή κοντά στη ρωγμή είναι ανιχνεύσιμη από τον αισθητήρα (βλ. Σχ.
6.25) 8.

Σχήμα 6.25 Ανίχνευση ρωγμής κατά τον έλεγχο αγώγιμου υλικού με δινορεύματα.

Η θεωρία προβλέπει ότι η μετατόπιση φάσης αυξάνει γραμμικά με το βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων (βλ. Σχ.
6.26).

Σχήμα 6.26 Μεταβολή της μετατόπιση φάσης ως προς το βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων.

Η σχέση αυτή οδηγεί σε ένα ευρύτερο διαχωρισμό ανάμεσα στη γραμμή lift-off και σε ενδείξεις ρωγμής, για
βαθύτερες ρωγμές. Το Σχήμα 6.27 δείχνει το ίχνος στο διάγραμμα εμπέδησης επιφανειακών ρωγμών (δηλ. ρωγμών
που συνδέονται με την επιφάνεια) και υποεπιφανειακών (δηλ. εσωτερικών) ρωγμών. Παρατηρούμε το διαχωρισμό
των διάφορων τύπων ρωγμών.

Σχήμα 6.27 Διάγραμμα εμπέδησης για επιφανειακές και υποεπιφανειακές ρωγμές.

191
Οι επιφανειακές ρωγμές αναγκάζουν τα δινορεύματα να διεισδύουν βαθύτερα στο υλικό (βλ. Σχ. 6.28). Αυτό, όπως
προαναφέρθηκε, προκαλεί αλλαγή στη φάση.

Σχήμα 6.28 Τα δινορεύματα παρακάμπτουν τις επιφανειακές ρωγμές διεισδύοντας βαθύτερα στο υλικό.

Για αμβλεία και ρηχή ρωγμή, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με αυτό του lift-off. Το γεγονός αυτό κάνει τη διάκριση
δύσκολη, διότι το πηνίο απλά παίρνει σιγά-σιγά το μέσο όρο των αποστάσεων. Όταν η ρωγμή γίνεται στενότερη
και βαθύτερη, η μετατόπιση φάσης διώχνει την ένδειξη μακριά από τη γραμμή του lift-off προς την καμπύλη της
αγωγιμότητας.

6.7.3 Μέτρηση πάχους αγώγιμων υλικών


Η μέτρηση του πάχους είναι δυνατή με την τεχνική των δινορευμάτων με ορισμένους περιορισμούς 9. Μόνο μια
συγκεκριμένη ποσότητα δινορευμάτων μπορεί να δημιουργείται σε δεδομένο όγκο υλικού. Συνεπώς, τα παχύτερα
υλικά θα υποστηρίξουν περισσότερα δινορεύματα από τα λεπτότερα υλικά. Η ισχύς (δηλαδή η πυκνότητα) των
δινορευμάτων μπορεί να μετρηθεί και να συσχετιστεί με το πάχος του υλικού (βλ. Σχ. 6.29), καθώς μια μεταβολή
στο πάχος θα μεταβάλλει τη συνολική αντίσταση του πηνίου.

Σχήμα 6.29 Μέτρηση πάχους με δινορεύματα.

Ο έλεγχος με δινορεύματα χρησιμοποιείται συχνά στην αεροπορική βιομηχανία, όπως επίσης και για τον έλεγχο
των σωληνώσεων σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και πετροχημικές εγκαταστάσεις για την ανίχνευση
απώλειας υλικού λόγω ηλεκτροχημικής διάβρωσης και εργοδιάβρωσης.
Η εμπέδηση μεταβάλλεται όταν το πάχος του υλικού μειώνεται. Αυτό κάνει τη μέτρηση του πάχους με
δινορεύματα να είναι πολύ ακριβής. Η απόλυτη ακρίβεια της μεθόδου εξαρτάται βέβαια από την ακρίβεια των
προτύπων αναφοράς και το βαθμό ελέγχου της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Για τη μέτρηση του πάχους
χρησιμοποιούνται τεχνικές με ένα ή δύο (σε διάταξη απ’ ευθείας μετάδοσης) αισθητήρες (βλ. Σχ. 6.30) 3.

192
Σχήμα 6.30 Μέτρηση πάχους με δινορεύματα με: (α) ένα αισθητήρα ή (β) δύο αισθητήρες.

Με την τεχνική ενός αισθητήρα για ένα μη μαγνητικό, επίπεδο υλικό σταθερής αγωγιμότητας, η μόνη άλλη
μεταβλητή είναι το lift-off. Στο Σχήμα 6.31, φαίνεται η καμπύλη πάχους στο επίπεδο εμπέδησης για ένα υλικό
υψηλής αγωγιμότητας, όπως το αλουμίνιο ή ο χαλκός. Στο Σχήμα 6.31, το δ είναι το τυπικό βάθος διείσδυσης. Οι
καμπύλες αγωγιμότητας θεωρούν ότι τα υλικά έχουν πάχος τουλάχιστον 4δ. Η καμπύλη προσεγγίζει το σημείο
αέρα καθώς το πάχος γίνεται άπειρα λεπτό 3.

Σχήμα 6.31 Καμπύλη πάχους στο διάγραμμα εμπέδησης για υλικό υψηλής αγωγιμότητας.

1
Επειδή το δ μεταβάλλεται με το , η επιλογή της συχνότητας επηρεάζει τη θέση στην καμπύλη πάχους. Για
�𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋𝜋
μια λεπτή μεταλλική επικάλυψη πάνω σε ένα λεπτό μη αγώγιμο υπόστρωμα, το πάχος της μεταλλικής επικάλυψης
και το πάχος του υποστρώματος μπορούν να μετριούνται ταυτόχρονα.

6.7.4 Μέτρηση πάχους μη αγώγιμων επικαλύψεων/επιστρώσεων σε αγώγιμα υποστρώματα


Με τη μέθοδο των δινορευμάτων, το πάχος μη αγώγιμων επικαλύψεων (π.χ. βαφές, πλαστικές επιστρώσεις) πάνω
σε ηλεκτρικά αγώγιμα υποστρώματα μπορούν να μετριούνται με μεγάλη ακρίβεια (μικρότερη των 25 μm). Η
επικάλυψη αναγκάζει τον αισθητήρα-πηνίο να είναι απομακρυσμένος από το αγώγιμο υλικό (ανάλογα με το πάχος
της επικάλυψης περισσότερο ή λιγότερο) και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εξασθενεί η ισχύς των δινορευμάτων
(βλ. Σχ. 6.32). Η μείωση της ισχύος μπορεί να μετρηθεί και να συσχετιστεί με το πάχος της επικάλυψης.

193
Σχήμα 6.32 Μέτρηση πάχους μη αγώγιμης επικάλυψης σε αγώγιμο υπόστρωμα.

Εάν απαιτείται αρκετή διείσδυση στο δοκίμιο, η συχνότητα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλή ώστε τα δινορεύματα
να εισχωρούν στο υλικό στο επιθυμητό βάθος, που αντιστοιχεί σε αρκετά τυπικά βάθη διείσδυσης. Στο παράδειγμα
του Σχήματος 6.33, η διάμετρος του πηνίου θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη ώστε το πεδίο να επεκτείνεται στον
χάλυβα. Επίσης, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πρότυπα δοκίμια γνωστού βάθους. Πρώτα θα πρέπει να σχεδιαστεί
το διάγραμμα εμπέδησης και στη συνέχεια ένα διάγραμμα βαθμονόμησης. Έτσι μπορεί να μετρηθεί το πάχος μιας
επίστρωσης από μη μαγνητικό μέταλλο (π.χ. αλουμίνιο) πάνω σε μια βάση χάλυβα (βλ. Σχ. 6.33α) 3.

Σχήμα 6.33 (α) Επίστρωση αλουμινίου με διαφορετικά πάχη πάνω σε μια βάση χάλυβα. (β) Διάγραμμα εμπέδησης για τα
διαφορετικά πάχη αλουμινίου.

Σημειώνεται ότι, τα σημεία των δεδομένων της καμπύλης του Σχήματος 6.33β εξαρτώνται από την επιλογή της
συχνότητας 10.

6.7.5 Έλεγχος μεταλλικών επιστρώσεων σε αγώγιμη βάση


Το συνολικό μαγνητικό πεδίο που αισθητήρα-πηνίου μπορεί να επεκτείνεται αρκετά ώστε να «αισθάνεται» την
παρουσία ενός αγώγιμου υλικού. Αν το αγώγιμο υλικό ποικίλει σε πάχος, μια υψηλή συχνότητα λειτουργίας
συνήθως θα επιλεγεί για να αποτρέψει τα δινορεύματα από το να φτάσουν ως την αντικρινή πλευρά του αγώγιμου
δοκιμίου.
Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της αγωγιμότητας μιας αγώγιμης επίστρωσης πάνω σε ένα
αγώγιμο υλικό. Η ιδέα είναι να διασφαλιστεί ότι τα δινορεύματα περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή
της επίστρωσης. Η επιτυχημένη μέτρηση του πάχους μιας αγώγιμης επίστρωσης σε ένα αγώγιμο υλικό εξαρτάται
επίσης από το βάθος της διείσδυσης και τη διαφορά στην αγωγιμότητα των δύο υλικών. Η μέθοδος των
δινορευμάτων μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση μια αγώγιμης επίστρωσης πάνω σε ένα άλλο
αγώγιμο υλικό, εάν οι αγωγιμότητες, σ, των δυο υλικών διαφέρουν σημαντικά.
Για μια συγκεκριμένη εφαρμογή, ένα πρότυπο μπορεί να κατασκευαστεί για τη μέτρηση των δυο υλικών,
της αγώγιμης επίστρωσης και της αγώγιμης βάσης (βλ. Σχ. 6.34).

194
Σχήμα 6.34 Πρότυπο μεταλλικής επίστρωσης σε αγώγιμη βάση.

Η επιλογή της συχνότητας γίνεται λαμβάνοντας υπόψη ότι απαιτείται καλή διείσδυση στο υλικό της επίστρωσης.
Το σύστημα πρέπει να μπορεί να «δει» το κάτω υλικό (υλικό βάσης) μέσω του επάνω υλικού (υλικό επίστρωσης).
Εάν η επίστρωση έχει χαμηλότερη αγωγιμότητα, το σύστημα βλέπει lift-off από το υλικό βάσης (βλ. Σχ. 6.35α).
Εάν αντίθετα, η επίστρωση έχει υψηλότερη αγωγιμότητα, το σύστημα βλέπει την επίστρωση να γίνεται λεπτότερη
(βλ. Σχ. 6.35β) 3.

Σχήμα 6.35 (α) Επίστρωση χαμηλότερης αγωγιμότητας από το υλικό βάσης. (β) Επίστρωση υψηλότερης αγωγιμότητας από το
υλικό βάσης.

Συνδυάζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να τα συνοψίσουμε, στο ακόλουθο Σχήμα 6.36, την καμπύλη αγωγιμότητας
για μεταλλική επίστρωση σε αγώγιμη βάση με διαφορετικές τιμές αγωγιμότητας 3.

Σχήμα 6.36 Καμπύλη αγωγιμότητας για μεταλλικές επιστρώσεις σε αγώγιμα υλικά.

195
6.7.6 Έλεγχος αποκόλλησης
Σε γενικές γραμμές, οι αποκολλήσεις δεν είναι ανιχνεύσιμες με τη μέθοδο των δινορευμάτων. Αυτό συμβαίνει λόγω
του παράλληλου προσανατολισμού της αποκόλλησης ως προς την επιφάνεια του δοκιμίου και του αντίστοιχου
προσανατολισμού των διανυσμάτων των δινορευμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, ένα διάκενο θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό αν θεωρηθεί ως μια δεύτερη στρώση του
ίδιου ή διαφορετικού αγώγιμου υλικού (βλ. Σχ. 6.37). Έτσι, η διάβρωση κάτω από μια οπή βίδας θα μπορούσε να
εντοπιστεί με τον ίδιο τρόπο 3.

Σχήμα 6.37 Η αποκόλληση μπορεί μερικές να ανιχνευτεί με τα δινορεύματα θεωρώντας τη ως διάκενο ανάμεσα σε δυο
στρώσεις του αγώγιμου υλικού.

Σε όλες αυτές τις δοκιμές, η ακρίβεια της δοκιμής εξαρτάται από την ποιότητα των προτύπων που
χρησιμοποιούνται. Στο Σχήμα 6.38, φαίνεται ένα πρότυπο δοκίμιο για ανίχνευση της αποκόλλησης 3.

Σχήμα 6.38 Πρότυπο δοκίμιο για την ανίχνευση αποκόλλησης.

Σημειώνεται ότι, το πηνίο θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο ώστε το πεδίο να εκτείνεται και στις δυο στρώσεις.

6.7.7 Έλεγχος σιδηρομαγνητικών υλικών


Ο έλεγχος των σιδηρομαγνητικών υλικών απαιτεί πολύ χαμηλές συχνότητες εξαιτίας του χαμηλού βάθους
διείσδυσης στα υλικά αυτά. Υψηλότερες συχνότητες χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο επιφανειακών
ατελειών. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και οι υψηλότερες συχνότητες που χρησιμοποιούνται στις εφαρμογές αυτές είναι
σημαντικά μικρότερες από αυτές που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των μη μαγνητικών υλικών για παρόμοιες
συνθήκες.
Για τα σιδηρομαγνητικά υλικά (υλικά με μrel > 1), οι καμπύλες αγωγιμότητας έχουν τη μορφή που φαίνεται
στο Σχήμα 6.39α. Έτσι, οι γραμμές lift-off και οι γραμμές των μεταβολών των μrel είναι σχεδόν ευθυγραμμισμένες
(βλ. Σχ. 6.39β). Αυτό σημαίνει ότι η μrel είναι πρακτικά δύσκολο να διακριθεί από το lift-off 3.

196
Σχήμα 6.39 (α) Καμπύλες αγωγιμότητας για σιδηρομαγνητικά υλικά. (β) Γραμμές lift-off και γραμμές των μεταβολών των μrel
σχεδόν ευθυγραμμισμένες.

Η ανίχνευση των ρωγμών στα σιδηρομαγνητικά υλικά, όπως και στα μη μαγνητικά υλικά, βασίζεται στο
διαχωρισμό φάσης των γραμμών lift-off/μrel (βλ. Σχ. 6.40) 3.

Σχήμα 6.40 Ανίχνευση των ρωγμών στα σιδηρομαγνητικά υλικά (Α=ρηχή ρωγμή, Β=βαθιά ρωγμή, Γ=υποεπιφανειακή ρωγμή).

Αυτό οφείλεται στην αλλαγή φάσης που εξαρτάται από το βάθος διείσδυσης των δινορευμάτων, που δίνεται στην
εξίσωση (6.2). Παρατηρούμε στο Σχήμα 6.39, ότι οι βαθιές ρωγμές βρίσκονται κατά μήκος της καμπύλης
αγωγιμότητας και μπορούν να συγχέονται με μια διακριτή, τοπική διακύμανση της αγωγιμότητας.
Μερικές φορές, ένα επιπλέον ζευγάρι πηνίων χρησιμοποιείται για τον κορεσμό του πεδίου στο
σιδηρομαγνητικό υλικό εξαιτίας της μεταβαλλόμενης μrel. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποτελεσματική μείωση
της μrel του υλικού ώστε να φτάσει περίπου τη μονάδα, και συνεπώς να μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαδικασίες
ελέγχου παρόμοιες με αυτές για τα μη μαγνητικά υλικά.

6.8 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της μεθόδου των δινορευμάτων


Η μέθοδος ελέγχου των υλικών με δινορεύματα είναι εξαιρετικά ευέλικτη, κι αυτό είναι τόσο πλεονέκτημα όσο και
μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι ότι η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές εφαρμογές ελέγχου, υπό τον
όρο φυσικά ότι το υπό έλεγχο υλικό πρέπει να είναι συμβατό με την μέθοδο ελέγχου, να είναι δηλαδή αγώγιμο. Σε
πολλές εφαρμογές όμως, η ευαισθησία της μεθόδου στις διάφορες ιδιότητες και χαρακτηριστικά του υλικού μπορεί
να αποτελέσει μειονέκτημα. Ορισμένες μεταβλητές σ΄ ένα υλικό, που δεν είναι σημαντικές από άποψη του υλικού
ή της συντήρησης ενός εξαρτήματος, είναι δυνατόν να προκαλέσουν σήματα που μπορεί να επικαλύψουν κρίσιμες
μεταβλητές ή να παρερμηνευτούν θεωρώντας λανθασμένα ότι προκαλούνται από κρίσιμες μεταβλητές 11.

197
Τα κυριότερα πλεονεκτήματα και οι περιορισμοί της μεθόδου των δινορευμάτων 4
για τον μη
καταστροφικό έλεγχο των υλικών περιγράφονται παρακάτω:

6.8.1 Πλεονεκτήματα

• Ευαισθησία στις μικρές ρωγμές και άλλες ατέλειες.


• Ανιχνεύει επιφανειακά και υποεπιφανειακά ελαττώματα.
• Ο έλεγχος παρέχει άμεσα αποτελέσματα.
• Φορητός εξοπλισμός.
• Κατάλληλη μέθοδος για προσδιορισμό της σύνθεσης, σκληρότητας, αγωγιμότητας,
διαπερατότητας, κλπ. σε μεγάλο εύρος μεταλλικών υλικών.
• Απαιτείται ελάχιστη προετοιμασία του δοκιμίου.
• Ελέγχει αγώγιμα υλικά με σύνθετα σχήματα και μεγέθη.
• Δεν απαιτούνται αναλώσιμα (εκτός από αισθητήρες, που μερικές φορές μπορούν να
επισκευαστούν).
• Ευελιξία στην επιλογή των αισθητήρων και των συχνοτήτων ελέγχου για διάφορες εφαρμογές.
• Κατάλληλη μέθοδος για αυτοματοποιημένη λειτουργία.

6.8.2 Περιορισμοί-Μειονεκτήματα

• Μόνο αγώγιμα υλικά μπορούν να ελεγχθούν.


• Η επιφάνεια πρέπει να είναι προσπελάσιμη στον αισθητήρα.
• Απαιτείται περισσότερη ικανότητα και κατάρτιση του τεχνικού συγκριτικά με άλλες μη
καταστροφικές τεχνικές.
• Η τραχύτητα της επιφάνειας μπορεί να προκαλέσει παρεμβολές.
• Απαιτούνται πρότυπα αναφοράς.
• Περιορισμένο βάθος διείσδυσης.
• Ατέλειες, όπως οι αποκολλήσεις, οι οποίες είναι παράλληλες προς τον αισθητήρα-πηνίο και την
κατεύθυνση σάρωσης είναι δύσκολα ανιχνεύσιμες.
• Ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων επηρεάζει την απόκριση των δινορευμάτων, κι αυτό σημαίνει ότι το
σήμα από ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό του υλικού, π.χ. μια ρωγμή, μπορεί να επικαλυφθεί από
μια ανεπιθύμητη παράμετρο, π.χ. τοπική μεταβολή στη σκληρότητα του υλικού. Για τον λόγο αυτό,
σε ορισμένες εφαρμογές απαιτείται προσεκτική επιλογή του αισθητήρα και των ηλεκτρονικών.

198
6.9 Βιβλιογραφία
[1] Hagemaier, D. J., Fundamentals of Eddy Current Testing: ASNT, 1990.
[2] Buckley, J. M., “An Introduction to Eddy Current Testing Theory and Technology”,
http://www.joe.buckley.net/papers/eddyc.pdf, (1994).
[3] Harvey, E. D., ASNT Reference Manual: Eddy Current Testing Theory and Practice, 1995.
[4] "Eddy Current Testing", Handbook on Nondestructive Evaluation and Quality Control, pp. 339-420, (ASM
International, 1989).
[5] Hagemaier, D. J., “Eddy-Current Standard Depth of Penetration”, Materials Evaluation, vol. 43(11), pp. 1438–
1441, (1985).
[6] Dodd, C. V., W. E. Deeds, “Analytical Solutions to Eddy-Current Probe-Coil Problems”, Journal of Applied
Physics, vol. 39(6), pp. 2829-2838, (1968).
[7] McIntyre, P., M. Mester, eds., “Electromagnetic Testing”, vol., NDT Handbook, 2nd Edition, Volume 4b,
(ASNT, 1986).
[8] Burrows, M. L., A Theory of Eddy Current Flaw Detection: University Microfilms, Inc., 1964.
[9] Dodd, C. V., W. A. Simpson, “Thickness Measurements Using Eddy Current Techniques”, Materials
Evaluation, pp. 73-79, (1973).
[10] Dodd, C. V., W. E. Deeds, W. G. Spoeri, “Optimizing Defect Detection in Eddy Current Testing”, Materials
Evaluation, pp. 59-63, (1971).
[11] McMaster, R. C., “The Present and Future of Eddy Current Testing”, Materials Evaluation, vol. 43(12), pp.
1512-1521, (1985).

199
Παράρτημα Α: Ειδική αντίσταση και αγωγιμότητα μεταλλικών υλικών.
Ειδική
Αγωγιμότητα
Μεταλλικό Υλικό Αντίσταση
(%IACS)
(μΩ·mm)
Αλουμίνιο 28,2 61
Al-2024-T4 52 30
Al-6061-T6 41 42
Al-7075-T6 53 32
Ανοξείδωτος χάλυβας 304 700 2,5
Άργυρος 16,3 105
Ζιρκόνιο 500 3,4
Hastelloy X 1150 1,5
Inconel 600 980 1,7
Μαγνήσιο 46 37
Monel 482 3,6
Ορείχαλκος 70-30 62 28
Τιτάνιο 548 3,1
Ti-6Al-4V (κράμα τιτανίου) 1720 1
Φωσφορούχος ορείχαλκος 160 11
Χαλκός, ανοπτημένος 17,2 100
Χρυσός 24,4 70
Waspaloy 1230 1,4
Zircaloy-2 720 2,4

200
Κεφάλαιο 7: Διεισδυτικά Υγρά

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την αύξηση της ευκρίνειας επιφανειακών ρωγμών
μέσω προσρόφησης υγρού σε αυτές και δίνονται οι βασικές παραλλαγές της μεθόδου και εφαρμογές.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις τριχοειδών φαινομένων.

201
7.1 Περίληψη
Τα Διεισδυτικά Υγρά (ΔΥ) είναι μία μη καταστροφική μέθοδος που βασίζεται στην οπτική παρατήρηση. Τα ΔΥ
αυξάνουν την πιθανότητα παρατήρησης ενδείξεων επιφανειακής βλάβης που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να
αντιληφθεί. Αυτό συμβαίνει με τη βοήθεια ενός χρωματισμένου υγρού που προσροφάται από τη ρωγμή και ως εκ
τούτου την κάνει πιο ευδιάκριτη (Σχ. 7.1).

Σχήμα 7.1 Η ρωγμή στο πιάτο είναι εμφανής λόγω της προσρόφησης υγρού αφού δημιουργεί οπτική αντίθεση (contrast).

7.2 Βασική αρχή


Η αρχή της μεθόδου βασίζεται στην εφαρμογή ενός υγρού με υψηλή «διαβροχή». Υγρά με υψηλή διαβροχή έχουν
την τάση να καταλαμβάνουν μεγάλη επιφάνεια όταν έρθουν σε επαφή με ένα υλικό (π.χ. νερό σε γυάλινη
επιφάνεια), ενώ υγρά με χαμηλή διαβροχή παραμένουν σε σχήμα σταγόνας χωρίς να διαβρέχουν μεγάλη επιφάνεια
(π.χ. μέλι ή ακόμα καλύτερα υδράργυρος). Στο Σχ. 7.2 φαίνονται δύο παραδείγματα. Το υγρό (α) έχει υψηλά
χαρακτηριστικά διαβροχής και η γωνία θ της εφαπτομένης στη σταγόνα στο σημείο επαφής με το υπόστρωμα είναι
σχεδόν μηδέν. Το υγρό (β) έχει χαμηλή διαβροχή και η γωνία θ είναι αμβλεία, που σημαίνει πρακτικά ότι το υγρό
δεν απλώνεται εύκολα στην επιφάνεια. Για έλεγχο με ΔΥ πρέπει να χρησιμοποιούνται λεπτόρρευστα υγρά με
υψηλή διαβροχή (α) για να καλύπτουν με ευκολία την επιφάνεια του προς εξέταση αντικειμένου 1.

Σχήμα 7.2 Υγρό πάνω σε λεία επιφάνεια (α) υψηλή διαβροχή, (β) χαμηλή διαβροχή.

Το φαινόμενο που εκμεταλλεύεται η μέθοδος ΔΥ είναι αυτό των «τριχοειδών αγγείων». Όταν ένας λεπτός σωλήνας
εισέρχεται σε ένα ρευστό (π.χ. καλαμάκι σε αναψυκτικό), τότε η στάθμη μέσα στο σωλήνα ανεβαίνει υψηλότερα
από τη στάθμη έξω από αυτό (Σχ. 7.3α και β). Εφόσον βέβαια το υγρό είναι παχύρευστο θα συμβεί το αντίθετο.
Αυτό καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ των δυνάμεων συνοχής (μεταξύ των μορίων του υγρού), συνάφειας
(μεταξύ των μορίων του υγρού και του στερεού που το περιβάλλει) και την ατμοσφαιρική πίεση 2.

202
Σχήμα. 7.3 Ανύψωση στάθμης σε λεπτό σωλήνα μέσα σε υγρό. (α) Σχηματική αναπαράσταση, (β) Φωτογραφία από ρόφημα
καφέ με «καλαμάκι».

Όλα τα βήματα της μεθόδου γίνονται βάσει της δράσης των τριχοειδών αγγείων. Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο
ένα υγρό προωθείται έναντι της βαρύτητας λόγω της διαβροχής της επιφάνειας. Κάποια παραδείγματα
περιλαμβάνουν τα φυτά στα οποία γίνεται μεταφορά νερού και θρεπτικών συστατικών πολλά μέτρα ψηλότερα από
το επίπεδο των ριζών χωρίς κάποιο άλλο μέσο άντλησης, όπως και το ανθρώπινο σώμα που περιέχει χιλιόμετρα
τριχοειδών αγγείων που μεταφέρουν αίμα στους ιστούς. Στην πραγματικότητα όσο μικραίνει η διάμετρος των
αγγείων τόσο περισσότερο μπορεί να μεταφερθεί το υγρό 3.

7.3 Καταλληλότητα υλικών


Υλικά που μπορούν να ελεγχθούν με ΔΥ είναι σχεδόν όλα όσα έχουν σχετικά λεία επιφάνεια και χαμηλό πορώδες.
Η μέθοδος χρησιμοποιείται κατά κόρον σε μέταλλα αλλά και σε άλλα υλικά όπως θα φανεί από παραδείγματα
παρακάτω.
Υλικά στα οποία δεν ενδείκνυται η χρήση ΔΥ είναι πορώδη κεραμικά, ξύλο και μέταλλα που
κατασκευάζονται από χύτευση σε άμμο. Σε τέτοιου είδους υλικά θα υπάρξει προσρόφηση του ΔΥ σε πολλά σημεία
(πόροι, τραχύτητα) και θα προκύψουν λανθασμένες ενδείξεις βλάβης που δεν θα επιτρέπουν την παρατήρηση των
πραγματικών ατελειών (οπτικός θόρυβος). Επίσης πλαστικά που απορροφούν το ΔΥ ή αντιδρούν με αυτό όπως και
υλικά με επιστρώσεις που δεν επιτρέπουν στο ΔΥ να εισχωρήσει στις ρωγμές δεν μπορούν να ελεγχθούν με τη
μέθοδο 4.

7.4 Ιδιότητες ΔΥ και έλεγχος


Τα ΔΥ πρέπει να χαρακτηρίζονται από κάποιες ιδιότητες για να χρησιμοποιηθούν. Πρέπει να:

• απλώνονται εύκολα στην επιφάνεια του αντικειμένου.


• προσροφώνται εύκολα μέσα σε επιφανειακές ρωγμές.
• παραμένουν σε αυτές αλλά να αφαιρούνται από την υπόλοιπη ελεύθερη επιφάνεια.
• παραμένουν υγρά σε όλη τη διάρκεια του ελέγχου ώστε να μπορούν να προωθηθούν στην
επιφάνεια μέσω τριχοειδών φαινομένων.
• είναι εύκολα οπτικά ανιχνεύσιμα (χρωματισμένα ή και φωσφορίζοντα) για να δίνουν έντονες
οπτικές ενδείξεις.
• μην είναι επιβλαβή για το χειριστή και για το προς εξέταση υλικό.

Υπάρχουν 4 επίπεδα ευαισθησίας της μεθόδου:

203
• Επίπεδο 4 – υπερυψηλή ευαισθησία
• Επίπεδο 3 – υψηλή ευαισθησία
• Επίπεδο 2 – μεσαία ευαισθησία
• Επίπεδο 1 – χαμηλή ευαισθησία

Όσο υψηλότερο το επίπεδο, τόσο μικρότερο και το μέγεθος ρωγμής που μπορεί να ανιχνευθεί. Αντίστοιχα όμως
αυξάνουν και οι πιθανές λανθασμένες, μη σχετικές ενδείξεις. Άρα το επίπεδο ευαισθησίας πρέπει να επιλεγεί
ανάλογα με το υλικό (τραχύτητα, πορώδες), τις αναμενόμενες βλάβες και τις συνθήκες.
Ο έλεγχος μπορεί να γίνει με απλά ή φωσφορίζοντα ΔΥ. Τα απλά ΔΥ επιθεωρούνται υπό κανονικές
συνθήκες φωτισμού, ενώ τα φωσφορίζοντα υπό υπεριώδες φως σε σκοτεινή αίθουσα. Τα απλά ΔΥ αντιστοιχούν
στο επίπεδο 1, ενώ τα φωσφορίζοντα φτάνουν μέχρι το 4, διότι το ανθρώπινο μάτι είναι πιο ευαίσθητο σε φωτεινή
ένδειξη σε σκοτεινό φόντο 1.

7.5 Εφαρμογή μεθόδου

7.5.1 Τρόπος αφαίρεσης ΔΥ


Τα ΔΥ κατηγοριοποιούνται και ανάλογα με τον τρόπο αφαίρεσης της περίσσειας ΔΥ. Υπάρχουν δύο βασικές
κατηγορίες:

• ΔΥ που αφαιρούνται με ειδικό διαλύτη. Συνήθως ένα ύφασμα εμποτίζεται με το διαλύτη (σε μορφή
υγρού ή σπρέι) και καθαρίζεται η επιφάνεια του υλικού. Το ΔΥ που έρχεται σε επαφή με το διαλύτη
απομακρύνεται αλλά το ΔΥ που έχει προσροφηθεί μέσα σε ατέλειες παραμένει εκεί.
• ΔΥ διαλυτά σε νερό. Αυτά τα ΔΥ αφαιρούνται με ένα απλό σπρέι νερού και είναι τα πιο απλά και
οικονομικά στη χρήση για τον έλεγχο μεγάλων επιφανειών.

7.5.2 Εμφανιστής
Ο ρόλος του εμφανιστή είναι να «έλκει» το παγιδευμένο ΔΥ έξω από τη ρωγμή και να το απλώνει στην επιφάνεια
ώστε να είναι δυνατή η παρατήρησή του. Επίσης παρέχει ένα ανοιχτόχρωμο φόντο για να αυξήσει την οπτική
αντίθεση με το χρώμα του ΔΥ. Εμφανιστές υπάρχουν σε διάφορες μορφές:

• Σκόνη η οποία υγραίνεται και αλλάζει χρώμα όταν έρθει σε επαφή με το ΔΥ υποδεικνύοντας το
σημείο της ρωγμής.
• Αιώρημα σε νερό που καλύπτει την επιφάνεια και αφήνει ομοιόμορφο στρώμα σκόνης όταν το
νερό εξατμίζεται.
• Διάλυμα σε νερό, όπου όταν το νερό εξατμίζεται παραμένει κρυσταλλική σκόνη.
• Υγρός εμφανιστής σε σπρέι που είναι ο πιο ευαίσθητος και ακριβός για μικρές επιφάνειες.

7.6 Βήματα μεθόδου


Η διαδικασία των ΔΥ περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα (Σχ. 7.4):
Βήμα 1: Καθαρισμός και στέγνωμα της επιφάνειας του προς εξέταση υλικού. Τα τεμάχια πρέπει να είναι
καθαρά διότι οποιαδήποτε ακαθαρσία (σκουριά, λάδι, γράσο, σκόνη) μπορεί να αποτρέψει τη διείσδυση του ΔΥ
σε επιφανειακές ρωγμές. Είναι πολύ σημαντικό μέρος της όλης διαδικασίας.
Βήμα2: Εφαρμογή του ΔΥ. Μπορεί να γίνει με βούρτσα, σπρέι, με εμβάπτιση ολόκληρου του τεμαχίου σε
δεξαμενή ΔΥ. Υπάρχουν επίσης και ειδικοί μαρκαδόροι με απλά η φωσφορίζονται ΔΥ που εφαρμόζονται απ’
ευθείας στην περιοχή που γίνεται ο έλεγχος. Ανάλογα με το υλικό και τις συνθήκες πρέπει να υπάρχει χρόνος
204
αναμονής (dwelling time) μερικών λεπτών ώστε το ΔΥ να προσροφάται σε επιφανειακές ρωγμές με πολύ μικρό
άνοιγμα. Τυπικοί χρόνοι κυμαίνονται από 5 έως και 20 min 5.
Βήμα 3: Αφαίρεση (καθαρισμός) της περίσσειας του υγρού από την επιφάνεια. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω μπορεί να γίνει είτε με ειδικό διαλύτη σε πανί είτε με ψεκασμό νερού. Η πίεση δεν πρέπει να είναι υψηλή
ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ξεπλυθεί και η ποσότητα ΔΥ που βρίσκεται μέσα στις ρωγμές. Στην περίπτωση
διαλύτη, τυπικά ένα στεγνό πανί ψεκάζεται με το διαλύτη και κατόπιν καθαρίζεται η επιφάνεια του υλικού με αυτό
αφαιρώντας και την περίσσεια ΔΥ. Αφήνεται και πάλι ένας μικρός χρόνος αναμονής για να εξατμιστεί πιθανή
ποσότητα διαλύτη που παρέμεινε στην επιφάνεια.
Βήμα 4: Εφαρμογή «εμφανιστή» που χρωματίζεται όταν έρθει σε επαφή με το ΔΥ. Αυτός μπορεί να είναι
στερεός (σκόνη) ή υγρός. Κατά περίπτωση το τεμάχιο μπορεί να εισαχθεί σε σωρό σκόνης με το χειριστή να
βεβαιώνεται ότι έχει έρθει σε επαφή ολόκληρη η επιφάνεια με τη σκόνη. Επίσης μπορεί να ψεκαστεί η σκόνη πάνω
στο τεμάχιο ή αυτό να τοποθετηθεί σε θάλαμο διασποράς σκόνης (dust cloud chamber). Σε περίπτωση υγρού
εμφανιστή, το τεμάχιο μπορεί να εμβαπτιστεί ολόκληρο ή να γίνει ψεκασμός πάνω στο τεμάχιο. Όταν το τεμάχιο
στεγνώσει παραμένει ένα ομοιόμορφο στρώμα σκόνης στην επιφάνεια.
Βήμα 5: Οπτική επιθεώρηση του τεμαχίου και απόφαση για την καταλληλότητα χρήσης με βάση τις
ενδείξεις βλάβης. Σε αυτό το βήμα ο ελεγκτής παρατηρεί και εκτιμά τις ενδείξεις με βάση συγκεκριμένα κριτήρια
αποδοχής/απόρριψης. Οι ενδείξεις μπορεί να είναι σχετικές, μη σχετικές και λανθασμένες. Παραδείγματος χάριν
ενδείξεις στη ράχη συγκόλλησης μπορεί να οφείλονται στη μορφολογία αυτής και να μη σχετίζονται με βλάβη.
Είναι σημαντική η καταγραφή των ευρημάτων (σημειώσεις, σκίτσα, φωτογραφίες) σε ένα μόνιμο αρχείο που θα
συνοδεύει το τεμάχιο ώστε να μπορεί να ακολουθείται η πιθανή ανάπτυξη βλάβης ανάμεσα σε διαφορετικούς
ελέγχους στο ίδιο τεμάχιο.
Βήμα 6: Καθαρισμός του τεμαχίου. Είναι το τελικό στάδιο και αποσκοπεί στην αφαίρεση όλων των υλικών
που εφαρμόστηκαν στον έλεγχο ώστε να μπει το τεμάχιο ξανά σε χρήση.

Σχημα 7.4 Αναπαράσταση μεθόδου ΔΥ.

205
Συστήματα ελέγχου ΔΥ μπορεί να είναι κινητά ή σταθεροί σταθμοί. Τα κινητά είναι σε μορφή βαλίτσας που
περιέχει τα βασικά υλικά (σπρέι ΔΥ, καθαριστικό, διαλύτη, εμφανιστή, προστατευτικά γυαλιά, βουρτσάκι κλπ.).
Το πλεονέκτημα των κινητών συστημάτων είναι ότι μπορούν να μεταφερθούν εύκολα ώστε να γίνει έλεγχος επί
τόπου εκεί που απαιτείται. Σταθεροί σταθμοί χρησιμοποιούνται όταν πρέπει να γίνονται συνεχώς έλεγχοι σε
γραμμή παραγωγής. Τέτοια συστήματα υπάρχουν π.χ. σε υπόστεγα αεροπορικών εταιρειών.
Όπως και σε πολλές άλλες μεθόδους και στα ΔΥ χρησιμοποιούνται τα δοκίμια ελέγχου (calibration panels).
Αυτά περιέχουν ατέλειες σε διάφορα μεγέθη ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτό το ελάχιστο μέγεθος ατέλειας που
μπορεί να ανιχνευθεί (ευαισθησία) υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, π.χ. είδος ΔΥ, εμφανιστή, θερμοκρασία.

7.7 Ιστορικό σημείωμα


Ένας από τους πρώτους ελέγχους ΔΥ χρησιμοποιήθηκε στους σιδηροδρόμους κατά το 19ο αιώνα. Κατ’ αυτή τη
μέθοδο, λάδι διαλυόταν σε κηροζίνη σε μεγάλες δεξαμενές έτσι ώστε να εμβαπτίζονται ολόκληρα τεμάχια, όπως
τροχοί. Κατόπιν το τεμάχιο καθαριζόταν και διαβρεχόταν με ένα διάλυμα κιμωλίας σε αλκοόλη. Όταν η αλκοόλη
εξατμιζόταν ένα λευκό στρώμα κιμωλίας έμενε στην επιφάνεια. Μετά, εφαρμοζόταν ταλάντωση στο τεμάχιο με
χτύπημα σφυριού, κατά την οποία το λάδι που είχε προσροφηθεί στις ρωγμές εμφανιζόταν στην επιφάνεια
κηλιδώνοντας το λευκό στρώμα κιμωλίας και έτσι κάνοντας ορατή τη ρωγμή. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείτο
μέχρι το 1940, όταν αντικαταστάθηκε με τη μέθοδο των Μαγνητικών Σωματιδίων που είναι πιο ευαίσθητη για
φερρομαγνητικά υλικά 2.

7.8 Εφαρμογές
Παραδείγματα ελέγχου μεταλλικού τεμαχίου φαίνονται στο Σχ. 7.5. Με τη βοήθεια των ΔΥ σε υπεριώδες φώς,
είναι εμφανείς ρωγμές λόγω κάμψης 6,7.

Σχήμα 7.5 Επιφανειακή ρωγμή σε δοκίμιο χάλυβα (a) δύσκολα ορατή σε κανονικό φως, (β) ορατή με τη μέθοδο ΔΥ σε
υπεριώδες φως 6, (γ) ορατή με τη μέθοδο ΔΥ σε υπεριώδες φως υπό εφαρμογή φορτίου 7.

Άλλο παράδειγμα ελέγχου συγκόλλησης φαίνεται στο Σχ. 7.6. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας είναι
εμφανής μία ρωγμή μήκους αρκετών εκατοστών παράλληλη προς τη συγκόλληση, όπως φαίνεται στο Σχ. 7.6.δ.

206
Σχήμα. 7.6 Έλεγχος σε συγκόλληση με υδατοδιαλυτά ΔΥ. (α) Εφαρμογή ΔΥ με βουρτσάκι, (β) ξέπλυμα της περίσσειας με νερό
υπό πίεση, (γ) η πλάκα σε υπεριώδες φως, (δ) η πλάκα σε υπεριώδες φως μετά την εφαρμογή developer (Courtesy Birring NDE
Center ) 8.

Αντίστοιχο παράδειγμα με χρήση ΔΥ σε απλό φως (όχι υπεριώδες) φαίνεται στο Σχήμα 7.7. Η ρωγμή χρωματίζεται
με κόκκινο χρώμα πάνω από τη συγκόλληση (Σχ. 7.7 δ).

Σχήμα. 7.7 Έλεγχος σε συγκόλληση με ΔΥ. (α) Εφαρμογή ΔΥ με πινέλο, (β) σκούπισμα της περίσσειας ΔΥ με πανί εμποτισμένο
με διαλύτη, (γ) ψεκασμός developer, (δ) η οριζόντια ρωγμή πάνω από τη συγκόλληση είναι εμφανής (Courtesy Birring NDE
Center) 8.

Παρότι δεν είναι το πιο ενδεδειγμένο υλικό, ΔΥ μπορούν να εφαρμοσθούν και σε σκυρόδεμα για την οπτικοποίηση
ρωγμών σε δείγματα (πυρήνες) που ελήφθησαν από το πεδίο 9. Οι κύλινδροι σκυροδέματος τοποθετούνται σε κάδο,
όπου αφαιρείται ο αέρας και παρέχεται φωσφορίζουσα ρητίνη. Λόγω της υποπίεσης η ρητίνη προσροφάται σε λίγη

207
ώρα σε όλο το δίκτυο πορώδους και ρηγμάτωσης του υλικού. Κατόπιν οι κύλινδροι κόβονται κατά μήκος και
εξετάζονται (βλ. Σχ. 7.8). Το δίκτυο ρωγμών είναι εμφανές σε υπεριώδες φως σε αντίθεση με το λευκό φως.

Σχήμα 7.8 Πυρήνες σκυροδέματος σε τομή σε: (α) απλό φως, (β) υπεριώδες φως, όπου το δίκτυο ρωγμών είναι εμφανές 9,
(γ)Τομή πυρήνα σκυροδέματος με διαγώνια ρωγμή σε υπεριώδες φως 10.

7.9 Σύνοψη

7.9.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου

• Σχετικά απλή εφαρμογή.


• Εφαρμόζεται σε μεγάλο εύρος υλικών.
• Μεγάλες επιφάνειες μπορούν να ελεγχθούν γρήγορα και με χαμηλό κόστος.
• Δεν επηρεάζει η πολύπλοκη γεωμετρία.
• Οι ενδείξεις παρέχονται ακριβώς εκεί που βρίσκονται οι ρωγμές, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω
ανάλυση (άμεση οπτικοποίηση της βλάβης).
• Μικρό αρχικό κόστος επένδυσης.
• Φορητή μέθοδος.

208
7.9.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου

• Μόνο για επιφανειακές ατέλειες.


• Χρειάζεται σχετικά λείες και όχι πορώδεις επιφάνειες.
• Χρειάζεται αρχικό καθάρισμα.
• Πολλά βήματα της διαδικασίας υπό καθορισμένες συνθήκες.
• Χρειάζεται και τελικό καθάρισμα.

209
7.10 Βιβλιογραφία
[1] National Science Foundation 2015, Introduction to Penetrant Testing, https://www.nde-
ed.org/EducationResources/CommunityCollege/PenetrantTest/cc_pt_index.htm
[2] Iddings, F. A., P. J. Shull, "Liquid Penetrant", Nondestructive Evaluation, Theory, Techniques and Applications,
Chapter 2, P. J. Shull, ed., pp. 17-58, (Taylor & Francis, 2002).
[3] Beril Turgul, A., “Capillarity Effect Analysis for Alternative Liquid Penetrant Chemicals”, NDT&E
International, vol. 30(1), pp. 19-23, (1997).
[4] Φιλιππίδης, Θ. Π., "Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι", Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, (Τμήμα Μηχανολόγων και
Αεροναυπηγών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2015).
[5] http://llis.nasa.gov/lesson/807 (accessed September 2015)
[6] Strantza, M., Ph.D. Thesis (submitted): “Additive Manufacturing as a Tool for Structural Health Monitoring
Systems”, Dept. Mechanics of Materials and Constructions (MeMC) Vrije Universiteit Brussel, VUB
(2015).
[7] Strantza, M., D. G. Aggelis, D. De Baere, P. Guillaume, D. Van Hemelrijck, “Evaluation of Structural Health
Monitoring System Produced by Additive Manufacturing by Means of Acoustic Emission and Other NDT
Methods”, Sensors, accepted, (2015).
[8] https://www.youtube.com/watch?v=rV_5ChRJjeM
[9] Shiotani, T., Y. Nakanishi, K. Iwaki, X. Luo, H. Haya, “Evaluation of Reinforced Cement in Damaged Railway
Concrete Piers by Means of Acoustic Emission”, Journal of Acoustic Emission, vol. 23, pp. 260-271,
(2005).
[10] Iliopoulos, S., D. G. Aggelis, L. Pyl, J. Vantomme, P. Van Marcke, E. Coppens, L. Areias, “Detection and
Evaluation of Cracks in the Concrete Buffer of the Belgian Nuclear Waste Container Using Combined NDT
Techniques”, Construction and Building Materials, vol. 78, pp. 369-378, (2015).

Επιπλέον ηλεκτρονική βιβλιογραφία:


[11] http://www.slideshare.net/sc09b093/liquid-penetrant-and-magnetic-particle-inspection
[12] http://www.tqcc.gr/
[13] http://www.ndt-ed.org/GeneralResources/IntroToNDT/GenIntroNDT.htm
[14] http://en.wikipedia.org/wiki/Dye_penetrant_inspection
[15] http://www.ndt.org/link.asp?ObjectID=50419
[16] http://www.nationalboard.org/index.aspx?pageID=164&ID=374
[17] http://www.asnt.org/publications/materialseval/basics/oct07basics/oct07basics.htm
[18] http://www.youtube.com/watch?v=73lDeaQ53qw
[19] http://www.youtube.com/watch?v=npgoUHq3X4k
[20] http://www.youtube.com/watch?v=xEK-c1pkTUI
[21] http://www.youtube.com/watch?v=G5WA2FqXWPk

210
Κεφάλαιο 8: Οπτικός έλεγχος

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό καλύπτει την επιθεώρηση υλικών και κατασκευών με βάση το ανθρώπινο μάτι (με ή χωρίς
βοηθήματα) και μηχανική όραση. Δίνονται βασικές αρχές, συνθήκες και προϋποθέσεις για σωστή ανίχνευση
επιφανειακών ατελειών και λοιπών στοιχείων.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις μετρητικών διατάξεων

211
8.1 Εισαγωγή
Ο οπτικός έλεγχος ΟΕ, συνήθως ορίζεται ως η εξέταση ενός υλικού, αντικειμένου ή προϊόντος για εύρεση δομικών
ή άλλων σφαλμάτων χρησιμοποιώντας τα μάτια αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με βοηθήματα.
Πολλές φορές ο ΟΕ περιλαμβάνει τη δόνηση, την ακοή και την αφή ή ακόμα και την όσφρηση του τεμαχίου
που ελέγχεται.
Ο ΟΕ αποτελείται από δύο βασικές διαδικασίες. Η πρώτη είναι η έρευνα (κυρίως έλεγχος) και η δεύτερη
είναι ο συνδυασμός γνώσεων και εμπειρίας του ελεγκτή ως προς τις κατεργασίες και γενικές συνθήκες του υλικού
ώστε να αναγνωριστούν οι πραγματικές ασυνέχειες που αποτελούν κίνδυνο για τη δομική ακεραιότητα από τις μη
σχετικές ενδείξεις. Ο ΟΕ υποστηρίζει όλες τις άλλες μεθόδους ΜΚΕ και είναι ο πιο βασικός με την έννοια ότι
προηγείται οποιουδήποτε άλλου ελέγχου. Ψηφιακοί ανιχνευτές και ηλεκτρονική τεχνολογία καθιστούν δυνατή και
την αυτοματοποίηση του ελέγχου (μηχανική όραση).
Τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται είναι διάφορα. Αυτά περιλαμβάνουν την παρουσία ασυνεχειών
(π.χ. φθοράς, ρωγμών), την καταλληλότητα διαστάσεων, συναρμολόγησης ή απλά συμμόρφωση με άλλους κανόνες
(π.χ. χρώμα, ύπαρξη ετικέτας προϊόντος κλπ.) 1

8.1.1 Παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα του ΟΕ:


Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον ΟΕ είναι οι παρακάτω και αναλύονται στις επόμενες παραγράφους.

• Ποιότητα του ανιχνευτή (ανθρώπινο μάτι ή κάμερα)


• Συνθήκες φωτισμού
• Δυνατότητα επεξεργασίας των οπτικών δεδομένων
• Το επίπεδο εκπαίδευσης και η προσοχή στη λεπτομέρεια.

8.1.2 Ανθρώπινη έναντι μηχανικής όρασης


Η πλειοψηφία των ΟΕ γίνεται με ανθρώπινο μάτι αλλά η μηχανική όραση χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά. Το
πλεονέκτημα του ανθρώπινου ελεγκτή είναι η ικανότητα να προσαρμόζεται γρήγορα σε διαφορετικές συνθήκες.
Για παράδειγμα εάν μειωθεί ο φωτισμός στο χώρο (καεί ένας λαμπτήρας) ο άνθρωπος θα το λάβει υπ’ όψιν
αυξάνοντας την προσοχή του, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με ένα μηχανικό σύστημα που βασίζεται σε κάμερα.
Από την άλλη πλευρά η μηχανική όραση είναι πιο γρήγορη και έχει σταθερή απόδοση ενώ ο ανθρώπινος ελεγκτής
δεν μπορεί να διατηρήσει το ίδιο υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης για πολλή ώρα ή πολλές επαναλήψεις. Για αυτό το
λόγο η μηχανική όραση χρησιμοποιείται σε γραμμές παραγωγής, όπου μεγάλος αριθμός τεμαχίων πρέπει να
ελεγχθεί σε μικρό χρονικό διάστημα και οι συνθήκες είναι απολύτως ελεγχόμενες.

8.2 Βασικές αρχές


Εφόσον στην περίπτωση του ΟΕ το ανθρώπινο μάτι είναι ο αισθητήρας, η παράγραφος αυτή περιέχει κάποιες
βασικές πληροφορίες χωρίς φυσικά να εισχωρεί σε θέματα ιατρικής. Το φως εισέρχεται στο μάτι μέσω της «κόρης»
και η εικόνα προβάλλεται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα στο πίσω μέρος του ματιού (Σχ. 8.1). Εκεί υπάρχει ένα
μωσαϊκό διαφορετικών φωτοευαίσθητων δεκτών. Κάποιοι είναι ευαίσθητοι στο γαλάζιο-πράσινο (427 nm-534 nm)
και βοηθούν σε πιο σκοτεινές συνθήκες και κάποιοι άλλοι λειτουργούν σε πιο φωτεινές συνθήκες (προς το κόκκινο
– 564 nm). Φυσικά υπάρχει ένα όριο στην οπτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Αυτή εξαρτάται από την
πυκνότητα των δεκτών ανά τετραγωνικό χιλιοστό στο πίσω μέρος του ματιού. Η πυκνότητα αυτή ανέρχεται περίπου
σε 180.000 δέκτες/mm2 ή αλλιώς περίπου 424 δέκτες/mm. Λόγω της γεωμετρίας του ματιού μας, μία μοίρα (1ο)
του εξωτερικού πεδίου, προβάλλεται σε περίπου 290 μm του αμφιβληστροειδή χιτώνα. Σε αυτό μήκος αντιστοιχούν
περίπου 120 δέκτες. Η ελάχιστη διακριτική ικανότητα ορίζεται από δύο διαδοχικούς δέκτες. Με απλή μέθοδο των
τριών εξάγεται ότι 2 δέκτες αντιστοιχούν σε τόξο 1/60ο το οποίο είναι και η διακριτική ικανότητα του ματιού μας.

212
Το ελάχιστο μέγεθος αντικειμένου που μπορεί να αντιληφθεί ο οφθαλμός εξαρτάται από την απόσταση “d” μεταξύ
σημείου εισόδου και σημείου προβολής. Σε συνήθεις συνθήκες ελέγχου, μια άνετη απόσταση είναι γύρω στα 30
cm. Σε αυτή την απόσταση η διακριτική ικανότητα του ματιού μας είναι 90 μm σε καλές συνθήκες φωτισμού και
οπτικής αντίθεση (contrast) 1,2.

180,000
αισθητήρες 1 mm
θ (425x425)
X θ
1 mm

d d’
Σχήμα 8.1 Το μέγεθος που γίνεται αντιληπτό από το μάτι μας εξαρτάται από την πυκνότητα των δεκτών και την απόσταση του
αντικειμένου.

8.2.2 Οπτική αντίθεση


Οπτική αντίθεση (contrast) είναι ένα μέτρο του πόσο ξεθωριασμένο (ή μη) μπορεί να είναι ένα αντικείμενο ώστε
να (μη) διακρίνεται σε ένα ομοιόμορφο πεδίο/φόντο (Σχ. 8.2). Έχει αποδειχθεί ότι η μικρότερη ανιχνεύσιμη
διαφοροποίηση (contrast) για το ανθρώπινο μάτι είναι 2% της κλίμακας από λευκό σε μαύρο.

Σχήμα 8.2 Το πάχος των γραμμών αυξάνει προς τα δεξιά και η αντίθεση μειώνεται προς τα κάτω. Η ανίχνευση των γραμμών
δυσκολεύει για χαμηλή αντίθεση και μικρό πάχος (κάτω αριστερά)

Πριν διεξαχθεί ο ΟΕ πρέπει να γίνεται μέτρηση των συνθηκών φωτισμού. Η ένταση φωτός μετράται σε
«ποδοκηρία». Ένα ποδοκηρίο (foot-candle) είναι η ποσότητα φωτός που φτάνει σε απόσταση ενός ποδός από πηγή
ενός κηρίου). Ο ΟΕ συνήθως απαιτεί φωτισμό τουλάχιστον 100 fc. Ο φωτισμός πρέπει να είναι επαρκής αλλά όχι
αναγκαστικά υπερβολικός (βλ. Σχ. 8.3).

213
Σχήμα 8.3 Σε κανονικές συνθήκες φωτισμού η ρωγμή είναι εμφανής στο πιάτο (α). Σε συνθήκες έντονου φωτισμού (φλας) η
ρωγμή δεν είναι εμφανής (β).

Επίσης η διεύθυνση της δέσμης φωτός είναι σημαντική. Σε πολλές περιπτώσεις ο ομοιόμορφος κάθετος φωτισμός
είναι ικανοποιητικός. Σε άλλες χρειάζεται φωτισμός υπό γωνία διότι η όποια ασυνέχεια μπορεί να δημιουργήσει
σκια μεγαλύτερη ακόμα και από της διαστάσεις της ασυνέχειας (Σχ. 8.4).

Φωτεινή
πηγή Ανθρώπινο
μάτι

5ο-45ο

Επιφανειακή
ρωγμή

Σχήμα 8.4 Οπτικός έλεγχος με φωτεινή πηγή υπό γωνία.

8.2.3 Οπτικές απάτες


Πολλές φορές, ενώ η οπτική πληροφορία είναι συγκεκριμένη, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να την
επεξεργαστεί κατάλληλα. Κάποια παραδείγματα φαίνονται στο Σχ. 8.5. Χρειάζεται λοιπόν υψηλό επίπεδο
συγκέντρωσης και εμπειρία ώστε να αποφεύγονται τέτοιες καταστάσεις.

Σχήμα 8.5 α) Οι οριζόντιες γραμμές είναι παράλληλες παρότι δημιουργείται η αίσθηση ότι είναι κεκλιμένες. (β) Όταν
εστιάζουμε σε ένα σημείο δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχουν πολλές μαύρες κουκίδες.

214
Εξυπακούεται ότι ο ελεγκτής περνά από τακτικούς ελέγχους όρασης ο ίδιος ώστε να εξακριβωθεί η κοντινή και
μακρινή του όραση όπως και η ικανότητα διάκρισης χρωμάτων. Αντίστοιχα τεστ γίνονται και στην περίπτωση
μηχανικής όρασης.

8.3 Προϋποθέσεις επιτυχημένου ελέγχου


Για καλύτερα αποτελέσματα ο ελεγκτής πρέπει να έχει:

• Βασική γνώση του υλικού και των κατεργασιών που έχει δεχθεί.
• Κατανόηση των σχεδιαστικών χαρακτηριστικών και των αναγκών χρήσης.
• Σαφείς οδηγίες ως προς το ζητούμενο και κριτήρια αποδοχής/απόρριψης.

8.4 Εφαρμογές
Οι εφαρμογές του ΟΕ είναι πολλές και ποικίλες. Κάποια παραδείγματα:

• Ανίχνευση επιφανειακών ασυνεχειών και αποχρωματισμών.


• Ανίχνευση ρωγμών, πορώδους, διάβρωσης.
• Διαστασιολογική συμμόρφωση.
• Ανίχνευση ξένων σωμάτων.
• Έλεγχος συναρμολόγησης.

Γέφυρες οδικών δικτύων ελέγχονται κατά κόρον με ΟΕ. Είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, όπου πρέπει το μάτι του
έμπειρου ελεγκτή να περάσει από όλη την εξωτερική επιφάνεια της κατασκευής. Εφόσον η απόσταση από την
επιφάνεια πρέπει να είναι γύρω στα 30 cm, χρησιμοποιούνται ανυψωτικά μέσα, π.χ. γερανοί (βλ. Σχ. 8.6α). Σκοπός
είναι η εύρεση προβληματικών ενδείξεων, π.χ. σημάδια αλάτων που σημαίνει ροή νερού μέσα από το σκυρόδεμα,
σκουριάς που υποδηλώνει διάβρωση οπλισμού και φυσικά ρωγμών και αποκολλήσεων (Σχ. 8.6 β-δ). Χρειάζεται
λεπτομερής καταγραφή, φωτογράφιση και αρχειοθέτηση των ενδείξεων. Πρόσφατα μπορεί να γίνει έλεγχος με
κάμερα προσαρμοσμένη σε drone.

215
Σχήμα 8.6 (α) Έλεγχος σε πυλώνα της νέας γέφυρας του Ευρίπου, Χαλκίδα. Οι ελεγκτές βρίσκονται στο καλάθι που αναρτάται
από γερανό (http://geotest.gr/). Ενδείξεις σκουριάς (β) , αλάτων (γ) και υγρασίας (δ) σε κατασκευή από σκυρόδεμα
(http://www.tobi-tech.com/en/index.htm).

Οπτικοί έλεγχοι γίνονται κατά κόρον και στην αεροπορική βιομηχανία, όπου αντίστοιχούν στο 80% του συνόλου
των ελέγχων όπως και σε συγκολλήσεις. Υπάρχουν πολλά βοηθήματα για τον οπτικό έλεγχο, άλλα πιο κοινά και
άλλα πιο εξεζητημένα. Το πιο κοινό είναι ο χάρακας (γνώμονας) με υποδιαιρέσεις σε cm και mm που
χρησιμοποιείται για την μέτρηση διαστάσεων. Φυσικά για πιο υψηλή ακρίβεια χρησιμοποιούνται παχύμετρα (Σχ.
8.7α και β) ή και μικρόμετρα που μπορεί να έχουν ακρίβεια μέχρι 2.5 μm (Σχ. 8.8). Η υψηλή ακρίβεια του
μικρομέτρου οφείλεται στον οριζόντιο κοχλία με πολύ μικρό βήμα (40 περιστροφές ανά 25 mm). Έτσι μία πλήρης
περιστροφή αντιστοιχεί σε προώθηση του εμβόλου κατά 0.63 mm. Υπάρχουν βέβαια και υποδιαιρέσεις του κύκλου
περιφερειακά και ως εκ τούτου μπορούν να μετρηθούν πολύ μικρές μετατοπίσεις.

Σχήμα 8.7 Παχύμετρο αναλογικό (α) και ψηφιακό (β).

216
Σχήμα 8.8 Μικρόμετρο.

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές των οργάνων αυτών για συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως το παράδειγμα του Σχ.
8.9α για τη μέτρηση βάθους οπών ή κοιλοτήτων και του Σχ. 8.9β για τη μέτρηση γωνίας.

Σχήμα 8.9 (α) Παχύμετρο για μέτρηση βάθους. (β)Μετρητής γωνίας.

Ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιούνται μετρητές με μεταφορά. Για παράδειγμα, λαμβάνεται η μέτρηση του
μήκους μιας επιφανειακής ρωγμής σταθεροποιώντας τις ακίδες ενός διαβήτη στα άκρα της ρωγμής και κατόπιν το
ακριβές άνοιγμα του διαβήτη (και άρα το μήκος της ρωγμής) μετράται σε κανόνα ή παχύμετρο.
Σε περιπτώσεις επιφανειακών ρωγμών χρησιμοποιούνται μετρητές του πάχους, όπως στο Σχ. 8.10α. Οι
διαδοχικές γραμμές έχουν συγκεκριμένο πάχος το οποίο συγκρίνεται με το άνοιγμα της ρωγμής. Τέτοιες μετρήσεις
γίνονται σε συγκεκριμένες ρωγμές σε τακτά διαστήματα για να διαπιστωθεί εάν είναι ενεργές (έχουν την τάση να
αυξηθούν) ή όχι. Μία πιο εκλεπτυσμένη λύση απεικονίζεται στο Σχ. 8.10β, όπου ο μετρητής φέρει φωτεινή πηγή
και ενσωματωμένη κλίμακα. Τοποθετείται πάνω από τη ρωγμή και στο άλλο άκρο ο ελεγκτής βλέπει τη ρωγμή σε
μεγέθυνση μαζί με την κλίμακα σε μm.

217
Σχήμα 8.10 Μέτρηση ανοίγματος επιφανειακής ρωγμής με απλό πλαστικό δείκτη (α) και μετρητή με μεγεθυντικό φακό
ενσωματωμένη κλίμακα και φωτεινή πηγή (β).

Γενικά χρειάζεται να υπάρχει άνεση χώρου γύρω από το σημείο ελέγχου (60 cm) και να μπορεί να τοποθετηθεί το
ανθρώπινο μάτι σε γωνία το λιγότερο 30ο από την επιφάνεια. Εφόσον αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται καλό
είναι να χρησιμοποιούνται βοηθήματα όπως καθρέπτες ή ενδοσκόπια. Χρησιμοποιούνται ακόμα και
αυτοκινούμενα συστήματα robot με κάμερα για έλεγχο σε μέρη που δεν μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο μάτι. Άλλο
απλό βοήθημα είναι ο μεγεθυντικός φακός (Σχ. 8.11).

Σχήμα 8.11 Μεγεθυντικός φακός

8.5 Μηχανική όραση


Η τεχνολογία μηχανικής όρασης (ΜΟ) χρησιμοποιεί κάμερα και υπολογιστή και ένα σύστημα λήψης αποφάσεων
σε πραγματικό χρόνο. Η ΜΟ εξαλείφει τον παράγοντα σφάλματος του ανθρώπινου ελεγκτή λόγω κούρασης ή
έλλειψης συγκέντρωσης. Μπορεί να λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα σε μια γραμμή παραγωγής.
Η ΜΟ βασίζεται στα ακόλουθα βήματα:

• Καταγραφή εικόνας. Ένα οπτικό σύστημα (κάμερα) καταγράφει την εικόνα, αυτή μετατρέπεται σε
ψηφιακή μορφή και αποθηκεύεται.
• Επεξεργασία εικόνας. Ένας υπολογιστής χρησιμοποιεί αλγορίθμους για να ενισχύσει τα σημαντικά
για τον έλεγχο στοιχεία της εικόνας.

218
• Εξαγωγή παραμέτρων. Ο επεξεργαστής αναγνωρίζει και ποσοτικοποιεί κρίσιμα στοιχεία της
εικόνας (π.χ. θέση οπών, προσανατολισμός τεμαχίου) και στέλνει τα δεδομένα στην κεντρική
μονάδα.
• Απόφαση και έλεγχος. Το λογισμικό λαμβάνει την απόφαση (π.χ. είναι οι οπές στη σωστή θέση;
Είναι ο προσανατολισμός του τεμαχίου σωστός;)

Όπως έχει αναφερθεί η ΜΟ χρησιμοποιείται κυρίως σε γραμμές παραγωγής, όπου μεγάλος αριθμός τεμαχίων
πρέπει να ελεγχθεί με ταχύτητα εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Παραδείγματα είναι ο έλεγχος
συναρμολόγησης, επιφανειακός έλεγχος για φθορές, πορώδες, τραχύτητα, έλεγχος χρώματος, σωστής τοποθέτησης
ετικετών σε τρόφιμα και φάρμακα, μέτρηση διαστάσεων.

8.6 Ειδική εφαρμογή – εσωτερικό κατασκευών από σκυρόδεμα


Σε πολλές περιπτώσεις γίνεται λήψη πυρήνων (κυλινδρικών δοκιμίων) από την κατασκευή για τη μέτρηση
μηχανικών ιδιοτήτων. Στο κενό που αφήνει η διαδικασία (και πριν πληρωθεί με κονίαμα) εισάγεται κάμερα
(borehole camera) με δυνατότητα περιστροφής. Έτσι με τη βοήθεια φωτεινής πηγής γίνεται εγγραφή σε γωνία 360ο
σε διαφορετικά βάθοι με συνέπεια να μπορεί να ελεγχθεί το εσωτερικό της κατασκευής για ρωγμές (βλ. Σχ. 8.12)
3
.

Σχήμα 8.12 Στα αριστερά απεικόνιση του εσωτερικού της κυλινδρικής οπής και στα δεξιά οι πυρήνες που αφαιρέθηκαν για να
σχηματιστεί η οπή 3.

8.7 Σύνοψη

8.7.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου

• Εφαρμόζεται σε όλα τα υλικά


• Συνήθως απλή εφαρμογή
• Χαμηλό κόστος (ανάλογα με την εφαρμογή)
• Σχετικά γρήγορος έλεγχος

219
• Τα αποτελέσματα μπορούν να καταγραφούν σε μόνιμο αρχείο
• Μπορεί να αυτοματοποιηθεί με τη βοήθεια κάμερας και ηλεκτρονικό υπολογιστή.

8.7.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου

• Περιορίζεται στην επιφάνεια.


• Σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται εμπειρία από τον χρήστη ενώ το αποτέλεσμα εξαρτώνται από
τις γνώσεις και την οπτική οξύτητά του.
• Δεν είναι εύκολη η απόκτηση του απαραίτητου επιπέδου για έναν χειριστή 4.

220
8.8 Βιβλιογραφία
[1] https://www.nde-ed.org/GeneralResources/IntroToNDT/GenIntroNDT.htm
[2] http://spot.pcc.edu/welding/NDTWEB/visual_inspection.pdf
[3] Shiotani, T., Y. Nakanishi, K. Iwaki, X. Luo, H. Haya, “Evaluation of Reinforcement in Damaged Railway
Concrete Piers by Means of Acoustic Emission”, Journal of Acoustic Emission, vol. 23, pp. 260-271,
(2005).
[4] Shull, P. J., ed., “Nondestructive Evaluation: Theory, Techniques and Applications”, vol., (Taylor & Francis,
2002).

Επιπλέον ηλεκτρονική βιβλιογραφία:


[5] https://www.youtube.com/watch?v=v_dw6zUWZkA (ΟΕ κατασκευής με drone)
[6] https://www.youtube.com/watch?v=QXqjGEBedQA (OE γέφυρας)
[7] https://www.youtube.com/watch?v=Ncguc7THEUY (ΟΕ συγκόλλησης)
[8] https://www.youtube.com/watch?v=ufPw2G7I8lI (ΜΟ σε γραμμή παραγωγής οίνου)
[9] https://www.youtube.com/watch?v=C5ry0rqo2HY (ΜΟ σε ιχθυοκαλλιέργια)
[10] https://www.youtube.com/watch?v=vlR9vBSaKYQ (ΜΟ σε επεξεργασία φρούτων)
[11] https://www.youtube.com/watch?v=L0hXtYKvoLw (επίδειξη ΜΟ σε νομίσματα)

221
Κεφάλαιο 9: Έλεγχος με Μαγνητικά Σωματίδια

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αναφέρεται στην ενίσχυση της ευκρίνειας επιφανειακών ατελειών με χρήση μαγνητικού πεδίου και
σκόνης μετάλλου που συγκεντρώνεται στο σημείο της ατέλειας και την καθιστά ορατή.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις ηλεκτρομαγνητισμού

222
9.1 Περίληψη
Η μέθοδος βασίζεται στο γεγονός ότι οι γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου επηρεάζονται από ασυνέχειες στο υλικό.
Αυτές οι μαγνητικές «διαρροές» έλκουν μικροσκοπικά σωματίδια μεταλλικής σκόνης και καθιστούν την ασυνέχεια
ορατή στο ανθρώπινο μάτι. Πρόκειται για σχετικά απλή μέθοδο στη χρήση, κατάλληλη για εντοπισμό
επιφανειακών ρωγμών σε φερρομαγνητικά υλικά.

9.2 Βασική αρχή


Μαγνητισμός είναι η ιδιότητα της ύλης να ασκεί ελκτικές ή απωστικές δυνάμεις σε άλλη ύλη. Τα αντικείμενα που
κατέχουν αυτή την ιδιότητα ονομάζονται «μαγνητικά». Μαγνητικές γραμμές διαπερνούν το υλικό και το γύρω
χώρο ξεκινώντας ή καταλήγοντας στους «μαγνητικούς πόλους», όπως φαίνεται στο Σχ. 9.1. Οι μαγνητικές γραμμές
είναι συνεχείς, δεν διασταυρώνονται και εκφράζουν την ίδια μαγνητική επαγωγή κατά το μήκος τους.

B N

Σχήμα.9.1 Μαγνητικές γραμμές σε ευθύγραμμο μαγνήτη μεταξύ του Βόρειου και Νότιου πόλου.

Το (φερρομαγνητικό) τεμάχιο προς έλεγχο μαγνητίζεται με ένα ισχυρό πεδίο που δημιουργείται με
(ηλεκτρο)μαγνήτη ή άλλο εξοπλισμό. Εφόσον υπάρχει κάποια ασυνέχεια κοντά στην επιφάνεια του τεμαχίου, αυτή
θα διακόψει το ομαλό μαγνητικό πεδίο και θα δημιουργηθεί μία τοπική διαρροή (Σχ. 9.2). Ψιλά μεταλλικά, συνήθως
χρωματισμένα, σωματίδια σε μορφή σκόνης εφαρμόζονται στην επιφάνεια. Τα σωματίδια αυτά προσελκύονται στις
διαρροές του πεδίου και συσσωματώνονται δημιουργώντας μία ένδειξη πάνω στην ασυνέχεια. Αυτή η ένδειξη
επιτρέπει τον εντοπισμό της βλάβης υπό κατάλληλες συνθήκες φωτισμού 1,2.

223
Ηλεκτρομαγνήτης

Β Ν Διαρροή μαγν. πεδίου


Ν Β

Β Ν

Ρωγμή

Τεμάχιο προς έλεγχο

Σχήμα 9.2 Σχηματική αναπαράσταση εφαρμογής μαγνητικού πεδίου σε υλικό με ρωγμή.

9.3 Βήματα μεθόδου


Τα βασικά βήματα της μεθόδου είναι:

1. Καθαρισμός τεμαχίου
2. Εφαρμογή του μαγνητικού πεδίου
3. Εφαρμογή των ΜΣ
4. Παρατήρηση και ερμηνεία των ενδείξεων

Λίγα λόγια για το κάθε βήμα:


Βήμα 1: Καθαρισμός τεμαχίου: Όταν γίνεται έλεγχος με ΜΣ, είναι ουσιώδες να μην εμποδίζεται η κίνηση
των σωματιδίων έτσι ώστε να μπορούν να λάβουν θέση ανάλογα με το τοπικό πεδίο. Η επιφάνεια του προς εξέταση
αντικειμένου πρέπει να είναι καθαρή και στεγνή. Υλικά όπως υπολείμματα γράσου, λαδιού, σκουριάς μπορεί να
αποτρέψουν τα ΜΣ από το να κατευθυνθούν στην ασυνέχεια αλλά μπορεί και να μην επιτρέψουν τη σωστή
ερμηνεία των ενδείξεων.
Βήμα 2: Εφαρμογή του μαγνητικού πεδίου: Το μαγνητικό πεδίο μπορεί να εφαρμοστεί με διαφορετικούς
τρόπους:

• Με μόνιμο μαγνήτη ή ηλεκτρομαγνήτη σε επαφή με το τεμάχιο.


• Με ροή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από το δοκίμιο (ηλεκτρομαγνητική επαγωγή).
• Με ροή ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από πηνίο που τοποθετείται γύρω από το προς εξέταση τεμάχιο
(πάλι επαγωγή).

Μπορούν να εφαρμοσθούν δύο γενικοί τύποι μαγνητικού πεδίου, διαμήκες και κυκλικό (βλ. Σχ. 9.3). Στο διαμήκες
πεδίο οι μαγνητικές γραμμές είναι παράλληλες με τον άξονα το τεμαχίου (κόκκινα βέλη στο Σχ. 9.3α), ενώ στο
κυκλικό οι μαγνητικές γραμμές τρέχουν περιφερειακά και είναι κάθετες προς τον άξονα (Σχ. 9.3β).

224
Σχήμα 9.3 Μαγνητικό πεδίο σε κύλινδρικό τεμάχιο: (α) διαμήκες, (β) κυκλικό.

Η διεύθυνση του πεδίου αποφασίζεται ανάλογα με την πιθανή διεύθυνση της ρωγμής. Η μέθοδος είναι ευαίσθητη
σε ασυνέχειες που είναι κάθετες προς τις μαγνητικές γραμμές ή τουλάχιστον σε γωνία 45ο. Εφόσον η ασυνέχεια
είναι παράλληλη με το πεδίο (γωνία κοντά στις 0ο), οι πιθανότητες εντοπισμού της θα είναι μικρές αφού τότε δεν
επηρεάζει ιδιαίτερα τις μαγνητικές γραμμές. Παραδείγματα φαίνονται στο Σχ. 9.3.
Η εφαρμογή διαμήκους πεδίου συνήθως γίνεται με πηνίο το οποίο περιβάλλει το προς εξέταση τεμάχιο. Το
πεδίο μέσα στο πηνίο έχει διεύθυνση κάθετη στον άξονά του και άρα το τεμάχιο μαγνητίζεται με την ίδια φορά
(Σχ. 9.4). Μπορεί επίσης να γίνει με επαφή ηλεκτρομαγνήτη όπως φαίνεται στο Σχ. 9.5. Το υλικό μεταξύ των δύο
ακροδεκτών μαγνητίζεται με διαμήκεις γραμμές. Σε αυτή την περίπτωση είναι εύκολο να αλλάξει η διεύθυνση του
ηλεκτρομαγνήτη (τοποθετείται κάθετα) και μπορεί να γίνει μαγνήτιση και στην κάθετη διεύθυνση για έλεγχο
κάθετων ρωγμών 3.

Διαμήκες
μαγνητικό
πεδίο

Σχήμα 9.4 Δημιουργία διαμήκους μαγνητικού πεδίου σε μεταλλικό δοκίμιο με πηνίο.

225
Σχήμα 9.5 Δημιουργία διαμήκους μαγνητικού πεδίου σε μεταλλική πλάκα.

Εφαρμογή κυκλικού πεδίου γίνεται συνήθως με ηλεκτρικό ρεύμα δια μέσου του μεταλλικού δοκιμίου, σύμφωνα
με τον κανόνα του δεξιού χεριού (βλ. Σχ.9.6α και β).

Σχήμα 9.6. (α) Δημιουργία κυκλικού μαγνητικού πεδίου σε αγώγιμο κυλινδρικό δοκίμιο, (β) κανόνας του δεξιού χεριού. Το
βέλος και ο αντίχειρας υποδεικνύει τη ροή του ρεύματος και η φορά των δακτύλων τις μαγνητικές γραμμές.

Βήμα 3: Εφαρμογή των μαγνητικών σωματιδίων: Μαγνητικά σωματίδια υπάρχουν σε ξηρή μορφή (σκόνη) αλλά
και αιώρημα σε υγρό. Κατά την ξηρή εφαρμογή τα σωματίδια ψεκάζονται στην επιφάνεια. Η εφαρμογή αυτή
επιτρέπει την φορητότητα της μεθόδου. Τα ΜΣ μπορεί να έχουν ποικιλία χρωμάτων για να δημιουργείται η
κατάλληλη οπτική αντίθεση (κοντράστ) ανάλογα με το χρώμα του υλικού. Κατά την υγρή εφαρμογή το τεμάχιο
καταβρέχεται με το υγρό που περιέχει τα ΜΣ. Είναι γενικά πιο ευαίσθητη τεχνική αφού το υγρό αυξάνει την
κινητικότητα των ΜΣ και επιτρέπει την μετακίνησή τους ακόμα και με ασθενείς διαταραχές του πεδίου. Με την
τεχνική αυτή τα ΜΣ μπορεί να είναι και φωσφορίζοντα ώστε να είναι πιο ευδιάκριτα υπό υπεριώδες φως.
Βήμα 4: Παρατήρηση και ερμηνεία των ενδείξεων: Μετά την εφαρμογή του μαγνητικού πεδίου οι ενδείξεις
που σχηματίζονται πρέπει να ερμηνευτούν. Το βήμα αυτό απαιτεί την διάκριση μεταξύ σχετικών και μη σχετικών
ενδείξεων από έμπειρο χειριστή 4,5.

9.4 Παραδείγματα
Παρακάτω παρατίθενται κάποιες φωτογραφίες, όπου φαίνεται η εφαρμογή της μεθόδου και ρωγμές που ελέγχονται
με ΜΣ. Εκτός από τις εφαρμογές των Σχ. 9.7 και 9.8, πρέπει να σημειωθεί η σημασία των πρότυπων ατελειών τις
οποίες φέρουν μεταλλικές πλάκες (τεμάχια βαθμονόμησης) για τον έλεγχο της ακρίβειας της μεθόδου. Στο Σχ. 9.9

226
το τεμάχιο ελέγχου φέρει τρεις παράλληλες εγκοπές σε κίτρινο φόντο. Μετά την εφαρμογή του μαγνητικού πεδίου
και τον ψεκασμό των ΜΣ αυτές είναι ορατές καταδεικνύοντας ότι ρωγμές και ατέλειες ίσου πάχους θα είναι ορατές
και σε κανονικό έλεγχο.

Σχήμα 9.7 Κοντινό πλάνο επιφάνειας σωλήνα με ενδείξεις από ρωγμές λόγω διάβρωσης (δύο ομάδες οριζόντιων ρωγμών) που
εμφανίζονται με τη μέθοδο των ΜΣ. Η κλίμακα είναι σε cm. ("Stress corrosion cracking revealed by magnetic particles" by
Davidmack at en.wikipedia - self-made. Licensed under CC0 via Wikipedia -
https://en.wikipedia.org/wiki/File:Stress_corrosion_cracking_revealed_by_magnetic_particles.JPG#/media/File:Stress_corros
ion_cracking_revealed_by_magnetic_particles.JPG)

Σχήμα 9.8 Έλεγχος σε σωλήνωση για πιθανές ρωγμές διάβρωσης με ηλεκτρομαγνήτη και υγρά ΜΣ. ("Wet magnetic particle
testing on a pipeline" by Davidmack at en.wikipedia - self-made. Licensed under CC0 via Wikipedia -
https://en.wikipedia.org/wiki/File:Wet_magnetic_particle_testing_on_a_pipeline.jpg#/media/File:Wet_magnetic_particle_tes
ting_on_a_pipeline.jpg)

227
Σχήμα 9.9 Εφαρμογή σε δοκίμιο ελέγχου (calibration block) με πρότυπες ρωγμές. (α) Πριν την εφαρμογή υγρών ΜΣ, (β) μετα
την εφαρμογή ΜΣ. Οι τρεις εγκοπές είναι εμφανείς στο κίτρινο φόντο (Courtesy Birring NDE Center).

Στο Σχήμα 9.10, φαίνεται μία περίπτωση ρωγμής στη βάση συγκόλλησης, ενώ στο Σχ. 9.11 παρουσιάζεται άλλη
μια περίπτωση βαθμονόμησης, όπου εκτός από την ευαισθησία της μεθόδου στο πάχος της ρωγμής, ελέγχεται και
η διεύθυνση του πεδίου. Ρωγμές κάθετες ή υπό γωνία προς τις μαγνητικές γραμμές είναι ανιχνεύσιμες σε αντίθεση
με ρωγμές παράλληλες στις γραμμές. Αφού ελεγχθεί η σωστή εφαρμογή του πεδίου μπορεί να γίνει ο έλεγχος όπως
η περίπτωση του Σχήματος 9.11ε, όπου φαίνεται ρωγμή στη βάση συγκόλλησης.

Σχήμα 9.10 Εφαρμογή υγρών ΜΣ για έλεγχο συγκόλλησης. (α) Εφαρμογή ηλεκτρομαγνήτη, (β) η ρωγμή στη βάση της
συγκόλλησης είναι εμφανής πάνω στο λευκό φόντο (Courtesy Birring NDE Center).

228
Σχήμα 9.11 Εφαρμογή ξηρών ΜΣ. (α) Σκόνη ΜΣ πάνω στο δείκτη ελέγχου με προκαθορισμένες εγκοπές, (β) οι ενδείξεις μετά
την εφαρμογή του πεδίου, (γ) τρεις εγκοπές που βρίσκονται υπό γωνία ως προς το μαγνητικό πεδίο είναι εμφανείς. Η γραμμή
που είναι παράλληλη είναι ελάχιστα έως καθόλου εμφανής, (δ) Ψεκασμός των ΜΣ στην προς εξέταση πλάκα. (ε)
Χαρακτηριστική ένδειξη ρωγμής στη βάση συγκόλλησης. (Courtesy Birring NDE Center)

9.5 Απομαγνητισμός
Τα τεμάχια που ελέγχονται με τη μέθοδο μπορεί να φέρουν εναπομένον μαγνητικό πεδίο και μετά το πέρας του
ελέγχου. Το πεδίο αυτό μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα σε επερχόμενες κατεργασίες (π.χ. συγκόλληση) ή στη
λειτουργία του τεμαχίου. Μπορεί να επηρεάσει ενδείξεις άλλων οργάνων σε κοντινή απόσταση ή να ελκύσει
ρινίσματα ή σκόνη μετάλλου και να αυξήσει τη φθορά. Ο απομαγνητισμός αποσκοπεί στο να γίνει πάλι τυχαίος ο
προσανατολισμός των τοπικών μαγνητικών πεδίων που είχαν προσανατολιστεί υπό την επήρεια του εξωτερικού
πεδίου (Σχ. 9.12).

229
Σχήμα 9.12 (α) Συγκεκριμένος και (β) τυχαίος προσανατολισμός μαγνητικών υπο-πεδίων σε υλικό

9.6 Σύνοψη

9.6.1 Πλεονεκτήματα της μεθόδου

• Ανιχνεύει επιφανειακές και ελαφρώς υπο-επιφανειακές ασυνέχειες.


• Ελέγχει τεμάχια με οποιαδήποτε γεωμετρία.
• Ο προκαταρκτικός καθαρισμός δεν είναι τόσο κρίσιμος όσο στη μέθοδο των ΔΥ, αλλά παραμένει
επιθυμητός. Ακόμα και αν η ρωγμή είναι γεμάτη με άλλο υλικό (λάδι γράσο) θα υπάρξει διαρροή
μαγνητικών γραμμών.
• Γρήγορη μέθοδος.
• Οι ενδείξεις υποδεικνύουν ακριβώς το σημείο βλάβης χωρίς περαιτέρω ανάλυση.
• Χαμηλό κόστος.
• Είναι κινητή μέθοδος. Όλα τα κυρίως σύνεργα (σκόνη ΜΣ, υγρό, ηλεκτρομαγνήτης με μπαταρία)
αλλά και τα βοηθητικά (π.χ. προστατευτικά γυαλιά, γάντια) χωρούν σε βαλιτσάκι.

9.6.2 Μειονεκτήματα της μεθόδου

• Ελέγχει μόνο φερρομαγνητικά υλικά.


• Έλεγχος μεγάλων τεμαχίων απαιτεί χρήση υψηλής ενέργειας.
• Περιορισμένο βάθος ανίχνευσης (μέχρι 15 mm).
• Καθαρισμός και απομαγνητισμός είναι απαραίτητα μετά τον έλεγχο.
• Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τη διεύθυνση μεταξύ της μαγνητικής ροής και των πιθανών
ρωγμών.

230
9.7 Βιβλιογραφία
[1] Kasai, N., A. Takada, K. Fukuoka, H. Aiyama, M. Hashimoto, “Quantitative Investigation of a Standard Test
Shim for Magnetic Particle Testing”, NDT & E International, vol. 44(5), pp. 421-426, (2011).
[2] Massa, G. M., “Finding the Optimum Conditions for Weld Testing by Magnetic Particles”, Non-Destructive
Testing, vol. 9(1), pp. 16-26, (1976).
[3] https://www.nde-ed.org/index_flash.htm
[4] Shull, P. J., ed., “Nondestructive Evaluation: Theory, Techniques and Applications”, vol., (Taylor & Francis,
2002).
[5] Φιλιππίδης, Θ. Π., "Μη Καταστροφικοί Έλεγχοι", Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, (Τμήμα Μηχανολόγων και
Αεροναυπηγών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2015).

Επιπλέον ηλεκτρονική βιβλιογραφία:


[6] http://www.slideshare.net/sc09b093/liquid-penetrant-and-magnetic-particle-inspection
[7] http://www.ndt-ed.org/GeneralResources/IntroToNDT/GenIntroNDT.htm
[8] http://en.wikipedia.org/wiki/Magnetic_particle_inspection
[9] http://www.ndt.org/link.asp?ObjectID=50419
[10] http://www.youtube.com/watch?v=C9ZXzNv8cWY&list=TLOsTq484HQHtxpKbNEE7AtPsNPZIynZzu
[11] http://www.youtube.com/watch?v=AEBOrri2cB0
[12] http://www.youtube.com/watch?v=4P3DzZzXwa8
[13] http://www.youtube.com/watch?v=JK_tNYMUC-g
[14] https://www.youtube.com/watch?v=BmqkklAAA58

231
Κεφάλαιο 10: Εξειδικευμένες Περιπτώσεις (Case Studies)

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό δίνονται επτά παραδείγματα ελέγχου με κάποιες από τις μεθόδους του βιβλίου, με σκοπό ο
αναγνώστης να έχει επιπλέον εκτίμηση της εφαρμογής και της χρησιμότητας των μεθόδων ΜΚΕ.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασική γνώση του περιεχομένου του βιβλίου

232
10.1 Έλεγχος πλήρους πεδίου σε γέφυρα σκυροδέματος με χρήση ακουστικής
εκπομπής και υπέρηχων

10.1.1 Εισαγωγή
Όπως έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη ως αυτό το σημείο, η υποβάθμιση των κατασκευών απαιτεί αξιόπιστες
μεθόδους εκτίμησης της βλάβης και αποκατάστασης. Μια από αυτές, η ακουστική εκπομπή (ΑΕ) που έχει αναλυθεί
στο πλαίσιο του συγγράμματος αυτού, χρησιμοποιεί ακουστικά σήματα που δημιουργούνται κυρίως από γεγονότα
θραύσης ή από τριβή των πλευρών των ρωγμών υπό φόρτιση. Έτσι επιτρέπει την ανίχνευση των ενεργών ρωγμών,
επιτρέπει τον γεωμετρικό εντοπισμό αυτών και την παρακολούθηση της εξέλιξης τους. Ένα πλεονέκτημα της ΑΕ
είναι ότι με σχετικά μικρό αριθμό καλά τοποθετημένων αισθητήρων μπορεί να λάβει σήματα από -και ως εκ τούτου
να ελέγξει- το μεγαλύτερο μέρος ή και ολόκληρη την κατασκευή. Κατόπιν μπορεί να γίνει πιο λεπτομερής έλεγχος
εστιασμένος στα πιο ευαίσθητα σημεία της κατασκευής είτε με εξειδικευμένους δείκτες ΑΕ 1-4 ή σε συνδυασμό με
άλλες τεχνικές 5.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση που περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο ο έλεγχος αφορά σε μία γέφυρα
προεντεταμένου σκυροδέματος μήκους 45 m. Προκαταρκτικός οπτικός έλεγχος και πυρηνοληψία δεν κατέδειξαν
σημαντική βλάβη. Ωστόσο οι πυρήνες χαρακτηρίζουν μόνο την περιοχή από την οποία ελήφθησαν και δεν
θεωρούνται ενδεικτικοί για το σύνολο της κατασκευής. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η εφαρμογή ΑΕ. Το φορτίο
αποτελείτο από ένα βαρύ όχημα (γερανό) 20 t. Παράμετροι ΑΕ καταγράφηκαν, ενώ το όχημα έκανε περάσματα
πάνω από το οδόστρωμα της γέφυρας. Η ανάλυση υπέδειξε την πιο ευαίσθητη περιοχή της γέφυρας και κατόπιν
διενεργήθηκαν πιο λεπτομερείς μετρήσεις με τη βοήθεια υπερήχου στα σημεία αυτά ώστε να συσχετιστεί η
ταχύτητα παλμού με την δομική κατάσταση και την ποιότητα του σκυροδέματος 6,7.

10.1.2 Πειραματική διαδικασία


Για τον έλεγχο ΑΕ, 28 αισθητήρες τοποθετήθηκαν στον διαμήκη άξονα της γέφυρας στην κάτω επιφάνεια με
ηλεκτρολογικό κερί σε απόσταση μεταξύ τους 1.5 m (Σχ. 10.1.1). Στο Σχ. 10.1.2 φαίνονται στιγμιότυπα από την
τοποθέτηση των αισθητήρων. Χρησιμοποιήθηκαν αισθητήρες συντονισμού 60 kHz και τα σήματα προ-
ενισχύθηκαν κατά 40 dB. Ηλεκτρομηκυνσιόμετρα (strain gauges) τοποθετήθηκαν σε τρία σημεία στην πάνω
επιφάνεια, όπως φαίνεται στο Σχήμα 10.1.1.

Σχήμα. 10.1.1 Γεωμετρικά στοιχεία των μετρήσεων 8

233
Σχήμα 10.1.2 (α, β) Στιγμιοτυπα κατά την τοποθέτηση αισθητήρων στο κάτω μέρος της γέφυρας. (γ) Λεπτομέρεια ενός
αισθητήρα. Εκτός από το ηλεκτρολογικό κερί, οι αισθητήρες υποστηρίζονται και από κολλητική ταινία.

10.1.3 Αποτελέσματα ΑΕ
Το φορτίο για την καταγραφή ΑΕ ήταν η κίνηση του οχήματος με σταθερή ταχύτητα 0.5 m/s. Καθώς ο γερανός
κινείτο κατά μήκος της γέφυρας, η παραμόρφωση (strain) της πάνω επιφάνειας στο κέντρο αυξανόταν όπως
φαίνεται στο Σχ. 10.1.3. Η μέγιστη τιμή καταγράφηκε στα 88 s όταν το όχημα βρισκόταν στο κέντρο της
απόστασης. Την ίδια στιγμή η μέγιστη εφελκυστική τάση ασκείτο στην κάτω πλευρά, όπου ήταν τοποθετημένοι οι
αισθητήρες ΑΕ. Στο Σχ. 10.1.3, φαίνεται και ο αθροιστικός αριθμός των σημάτων ΑΕ για ένα πέρασμα του
οχήματος. Είναι εμφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (περίπου 2650 από σύνολο 3800 ή 70%)
καταγράφηκε πριν το όχημα περάσει το κέντρο, υποδηλώνοντας ότι περισσότερες ενεργές πηγές βρίσκονται στο
πρώτο «μισό» της γέφυρας.

234
Σχήμα 10.1.3 Αθροιστικός αριθμός σημάτων και παραμόρφωση σε σχέση με το χρόνο 8.

Στο Σχ. 10.1.4 φαίνεται η δραστηριότητα κάθε αισθητήρα χωριστά κατά τη διάρκεια ενός περάσματος. Η απόσταση
από την αρχή φαίνεται στον δεύτερο οριζόντιο άξονα (πάνω). Οι αισθητήρες 1-12, τοποθετημένοι στα πρώτα
περίπου 17 m εμφάνισαν πολύ υψηλότερη δραστηριότητα ΑΕ. Συγκεκριμένα το κανάλι #10 (13-14 m) κατέγραψε
το μέγιστο αριθμό σημάτων. Είναι γνωστό ότι η ΑΕ συνδέεται με την έκταση της βλάβης μέσω διάδοσης ή τριβής
των πλευρών της ρωγμής. Ως εκ τούτου η περιοχή γύρω από τον αισθητήρα #10 θεωρήθηκε «ύποπτη» και με
αυξημένες πιθανότητες να έχει υποστεί βλάβη από άλλα σημεία της κατασκευής. Η περιοχή αυτή επιλέχθηκε για
επιπλέον έλεγχο.

Σχήμα 10.1.4 Αριθμός σημάτων ανά αισθητήρα ΑΕ 8 .

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόσταση μεταξύ των αισθητήρων πρέπει να είναι κατάλληλη ώστε σήματα από ένα
γεγονός να καταγράφονται τουλάχιστον σε δύο αισθητήρες για να μπορεί να γίνει γεωμετρικός εντοπισμός. Στο
Σχ. 10.1.5α φαίνεται το εύρος των σημάτων των ακουστικών γεγονότων (events), σε σχέση με την απόσταση

235
αισθητήρα-πηγής. Το μέσο εύρος ενός σήματος που καταγράφεται κοντά στον αισθητήρα είναι 54 dB. Στο Σχ.
10.1.5β φαίνονται οι προσεγγίσεις των σημείων κάθε γεγονότος με ευθύγραμμα τμήματα. Η εξασθένιση μπορεί να
υπολογιστεί από τις κλίσεις των ευθειών αυτών. Ο μέσος όρος των κλίσεων είναι 7 dB/m. Με αυτή την εξασθένιση
και το αρχικό εύρος γίνεται κατανοητό ότι ένα οποιοδήποτε σήμα διανύει περίπου 2 m πριν πέσει κάτω από το
κατώφλι των 40 dB γεγονός που σημαίνει ότι καταγράφεται τουλάχιστον από δύο αισθητήρες. Αυτό δείχνει ότι η
απόσταση μεταξύ αισθητήρων είναι κατάλληλη για γραμμικό γεωμετρικό εντοπισμό αφού δύο είναι οι
απαιτούμενοι αισθητήρες.

Σχήμα 10.1.5 (α) Εύρος σημάτων έναντι απόστασης αισθητήρα-πηγής γεγονότος ΑΕ, (β) κλίση εξασθένισης για τα σήματα
κάθε γεγονότος 8.

10.1.4 Μετρήσεις ταχύτητας παλμού


Για τον πιο λεπτομερή έλεγχο της επικίνδυνης περιοχής διενεργήθηκαν μετρήσεις υπερήχων. Ως προς το
σκυρόδεμα η ταχύτητα παλμού έχει μελετηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες 9. Παρότι υπάρχουν πολλές παράμετροι
που επηρεάζουν την τιμή της είναι γενικά αποδεκτό ότι ταχύτητες πάνω από 4000 m/s υποδεικνύουν ικανοποιητική
κατάσταση, ενώ τιμές κάτω από 3000 m/s χαμηλή ποιότητα/υποβαθμισμένο υλικό 6. Παρότι αυτή η πληροφορία
φαίνεται πολύ γενική, είναι εξαιρετικά χρήσιμη αν αναλογιστεί κανείς ότι ο έλεγχος και η συντήρηση έχει σκοπό
την επέκταση της ζωής της κατασκευής για πολλά χρόνια. Άρα οποιαδήποτε πληροφορία και συσχέτιση είναι
αξιόλογη και συμβάλλει στη λήψη αποφάσεων.
Για την μέτρηση ταχύτητας χρησιμοποιήθηκαν 9 αισθητήρες (3 γραμμές/3 στήλες) με απόσταση 1.5 m (Σχ.
10.1.6). Η διέγερση έγινε με σπάσιμο μύτης μηχανικού μολυβιού δίπλα σε κάθε αισθητήρα, το σήμα του οποίου
θεωρήθηκε η αναφορά, ενώ οι υπόλοιποι κατέγραφαν το σήμα μετά από διάδοση. Υπήρχε δηλαδή κάθε φορά μία
διέγερση και 8 αποκρίσεις σε διαφορετικά σημεία δημιουργώντας έναν αριθμό τεμνόμενων διευθύνσεων για τις
οποίες η ταχύτητα παλμού είχε μετρηθεί. Η διέγερση επαναλήφθηκε πέντε φορές ώστε να επιβεβαιωθεί η
επαναληψιμότητα. Η ταχύτητα μετρήθηκε από την πρώτη ανιχνεύσιμη διαταραχή των κυματομορφών. Παρότι οι
αισθητήρες είναι από την ίδια πλευρά του υλικού και οι μετρήσεις είναι επιφανειακές, είναι σαφές ότι οι πρώτες
διαταραχές της κυματομορφής οφείλονται στα διαμήκη κύματα τα οποία είναι τα ταχύτερα και κατόπιν ακολουθούν
τα Rayleigh με φέρουν μεγαλύτερο εύρος. Η γεωμετρία του πειράματος (θέσεις αισθητήρων) και οι χρόνοι
διάδοσης δόθηκαν ως δεδομένα σε αλγόριθμο τομογραφίας ο οποίος υπολογίζει και αναθέτει μία τιμή ταχύτητας
στο κέντρο κάθε κελιού που έχει διαιρεθεί η κατασκευή 10. Η οπτικοποίηση της δομής ταχύτητας φαίνεται στο Σχ.
10.1.7. Το τομόγραμμα υποδεικνύει ποιες περιοχές παρουσιάζουν χαμηλότερη ταχύτητα από άλλες. Είναι εμφανές
ότι υπάρχει μία διαγώνια ζώνη που οι ταχύτητες είναι κάτω από 3000 m/s έως και 2500 m/s. Εφόσον η κυματική
διάδοση έλαβε χώρα κοντά στην επιφάνεια αυτό υποδεικνύει χαμηλή ποιότητα ή εκτεταμένη βλάβη κάτω από την
επιφάνεια στη διαγώνια ζώνη. Υπενθυμίζεται ότι ο οπτικός έλεγχος δεν απέδωσε σοβαρές ενδείξεις γεγονός που
επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για υπο-επιφανειακή βλάβη.

236
Σχήμα 10.1.6 Γεωμετρική αναπαράσταση τοποθεσίας αισθητήρων για έλεγχο υπερήχων στην κάτω επιφάνεια της γέφυρας.

Σχήμα 10.1.7 Τομόγραμμα ταχύτητας παλμού σε περιοχή στην κάτω πλευρά της γέφυρας.

Στο Σχήμα 10.1.8 φαίνονται παραδείγματα κυματομορφών μετά από διέγερση στο κέντρο (σημείο 5). Η
κυματομορφή του κεντρικού αισθητήρα που ήταν δίπλα στη διέγερση έχει διαιρεθεί με δέκα για λόγους ευκρίνειας
του γραφήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τους αισθητήρες 4-9 το κύμα Rayleigh (ελλείψεις στο Σχ. 10.1.8)
είναι διακριτό πίσω από τις πρώτες, πιο ασθενείς διαταραχές του διαμήκους κύματος. Ωστόσο για τους αισθητήρες
1-3 η κυματομορφή είναι τόσο αδύναμη που δεν επιτρέπει την αναγνώριση των κυμάτων Rayleigh.
Χρησιμοποιώντας μία ταχύτητα 2500 m/s για τα Rayleigh σε σκυρόδεμα και την μέση συχνότητα των
κυματομορφών (περίπου 50 kHz) το μήκος κύματος υπολογίζεται στα 50 mm. Εφόσον το κύμα Rayleigh δεν
«επιβιώνει» ως τις θέσεις 1,2,3 αφήνεται να εννοηθεί ότι η ζώνη χαμηλής ποιότητας ή ισχυρής υποβάθμισης
εκτείνεται σε αυτό το βάθος ακόμα και αν δεν έχει φτάσει στην επιφάνεια (π.χ. ρωγμή από διάβρωση οπλισμού
που ξεκινά από το εσωτερικό της κατασκευής).

237
Σχήμα 10.1.8 Κυματομορφές που καταγράφηκαν σε κάθε αισθητήρα μετά από διέγερση μύτης μολυβιού στη θέση 5 8.

10.1.5 Επίλογος
Σε αυτή την περίπτωση ελέγχου γέφυρας σκυροδέματος παρουσιάζεται η καταλληλότητα της ακουστικής εκπομπής
και των υπερήχων. Η ΑΕ χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό του πιο ευαίσθητου σημείου της κατασκευής.
Κατόπιν έγιναν μετρήσεις υπερήχων που επιβεβαίωσαν την ύπαρξη υποβάθμισης στην περιοχή που επισημάνθηκε
από την ΑΕ. Αυτό δείχνει την δυνατότητα των μεθόδων ελαστικών κυμάτων (παθητικών και ενεργητικών) να
χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά σε ένα σχήμα ελέγχου δομικής ακεραιότητας. Οι μετρήσεις αυτές μπορούν να
γίνουν σε διάστημα 1-2 ημερών και προσφέρουν πολύτιμη πληροφορία στους μηχανικούς στο πεδίο.

238
10.1.6 Βιβλιογραφία

[1] Shiotani, T., K. Fujii, T. Aoki, K. Amou, “Evaluation of Progressive Failure Using AE Sources and Improved
B-Value on Slope Model Tests”, Progress in Acoustic Emission, vol. 7, pp. 529-534, (1994).
[2] Ohtsu, M., M. Uchida, T. Okamoto, S. Yuyama, “Damage Assessment of Reinforced Concrete Beams Qualified
by Acoustic Emission”, ACI Structural Journal, vol. 99(4), pp. 411-417, (2002).
[3] Shiotani, T., “Evaluation of Long-Term Stability for Rock Slope by Means of Acoustic Emission Technique”,
NDT&E International, vol. 39, pp. 217-228, (2006).
[4] Grosse, C., H. Reinhardt, T. Dahm, “Localization and Classification of Fracture Types in Concrete with
Quantitative Acoustic Emission Measurement Techniques”, NDT & E Int., vol. 30(4), pp. 223–230, (1997).
[5] Malhotra, V. M., N. J. Carino, eds., “CRC Handbook on Nondestructive Testing of Concrete”, vol., (CRC Press,
Boca Raton, Florida, 1991).
[6] Naik, T. R., V. M. Malhotra, "The Ultrasonic Pulse Velocity Method", CRC handbook on nondestructive testing
of concrete, pp. 169–188, V. M. Malhotra, N. J. Carino, eds., (CRC Press, Boca Raton, Florida, 1991).
[7] Gudra, T., B. Stawinski, “Non-Destructive Characterization of Concrete Using Surface Waves”, NDT & E Int.,
vol. 33(1), pp. 1-6, (2000).
[8] Shiotani, T., D. G. Aggelis, O. Makishima, “Global Monitoring of Large Concrete Structures Using Acoustic
Emission and Ultrasonic Techniques: Case Study”, Journal of Bridge Engineering, vol. 14(3), pp. 188-192,
(2009).
[9] Kaplan, M. F., “The Effects of Age and Water/Cement Ratio Upon the Relation between Ultrasonic Pulse
Velocity and Compressive Strength”, Mag. Concrete Res., vol. 11(32), pp. 85-92, (1959).
[10] Kobayashi, Y., H. Shiojiri, T. Shiotani, "Damage Identification Using Seismic Travel Time Tomography on
the Basis of Evolutional Wave Velocity Distribution Model", Proc. of Structural Faults and Repair (CD-
ROM), (2006).

239
10.2 Έλεγχος αρμού σε σήραγγα με την τεχνική impact-echo

10.2.1 Εισαγωγή
Κατά την κατασκευή μιας σήραγγας (tunnel), αμέσως μετά από την εκσκαφή το γύρω υλικό (έδαφος, βράχος)
πρέπει να υποστηριχθεί και να ασφαλιστεί η διατομή 1. Για το σκοπό αυτό προκατασκευασμένα καμπύλα στοιχεία
από ενισχυμένο σκυρόδεμα συναρμολογούνται σαν δακτύλιοι γύρω από τη διατομή. Το κενό μεταξύ του
σκυροδέματος και του περιβάλλοντος εδάφους γεμίζει μετά από έγχυση κονιάματος ή άλλου πληρωτικού υλικού.
Έτσι το έδαφος υποστηρίζεται μηχανικά ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος καθίζησης και οι τάσεις λόγω του βάρους
μετατίθενται στο ενισχυμένο σκυρόδεμα. Γίνεται κατανοητό ότι η πλήρωση του κενού είναι κρίσιμη ώστε να μην
υπάρχουν ασυνέχειες που μπορεί να γεμίσουν νερό ή να οδηγήσουν σε καθίζηση του εδάφους και επιπλέον φορτία
κατά τη λειτουργία της κατασκευής. Παρότι οι συνθήκες έγχυσης του κονιάματος είναι πλήρως ελεγχόμενες, δεν
υπάρχει επιβεβαίωση ότι το πληρωτικό υλικό έχει γεμίσει όλο τον διαθέσιμο κενό όγκο μεταξύ του δακτυλίου
σκυροδέματος και του υπεδάφους (βλ. Σχ. 10.2.1) Προσπάθειες να εκτιμηθεί ο πληρωμένος όγκος βασίζονται στη
γεωμετρία και την εφαρμοζόμενη πίεση έγχυσης αλλά δεν μπορούν πάντα να προσφέρουν αξιόπιστη πληροφορία
2
. Γενικά η εκτίμηση της ορθής πλήρωσης δεν είναι εύκολη 3. Ένας τρόπος είναι η πυρηνοληψία. Στο εξαγόμενο
δοκίμιο φαίνεται με οπτική παρατήρηση αν υπάρχει το κατάλληλο πάχος κονιάματος. Φυσικά αυτός ο τρόπος είναι
καταστροφικός και ενδεικτικός μόνο για το σημείο λήψης του πυρήνα (σημειακός έλεγχος).
Η σήραγγα του παραδείγματος αυτού έχει μήκος 2.3 km και διάμετρο 5 m και κατασκευάστηκε για
καλώδια τηλεπικοινωνιών και σωληνώσεις αποχέτευσης. Η τοποθεσία είναι στην κεντρική Ιαπωνία. Μετά την
τοποθέτηση των κυλινδρικών στοιχείων σκυροδέματος και την έγχυση του κονιάματος η ποιότητα της πλήρωσης
έπρεπε να ελεγχθεί με πλήρως μη καταστροφικό τρόπο. Για το λόγο επελέγη η τεχνική impact-echo (IE).

Σχήμα 10.2.1 Τομή της σήραγγας με μερική πλήρωση κονιάματος.

Η τεχνική ΙΕ χρησιμοποιεί την φασματική ανάλυση της απόκρισης ενός στοιχείου μετά από διέγερση χαμηλής
συχνότητας. Καταγράφονται οι διαδοχικές ανακλάσεις και η συχνότητά τους αποκαλύπτει το πάχος του στοιχείου,
το βάθος μιας ασυνέχειας εφόσον υπάρχει και τις ιδιότητες του υλικού 4,5. Παρουσιάζει «στενή συγγένεια» με τις
μετρήσεις pulse-echo που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο υπερήχων, με τη διαφορά ότι εδώ χρησιμοποιούνται πολύ
χαμηλότερες συχνότητες και η ανάλυση γίνεται ως επί το πλείστον στο πεδίο των συχνοτήτων.

10.2.2 Υλικά και πειραματικές λεπτομέρειες

240
Για να γίνουν συγκεκριμένοι υπολογισμοί των αναμενόμενων κορυφών συχνότητας, εκτός από τη γεωμετρία του
πειράματος, ήταν απαραίτητες και οι ιδιότητες των υλικών. Ως εκ τούτου ελήφθησαν πυρήνες από το υπέδαφος
γύρω από τη σήραγγα, ενώ στο εργαστήριο παρασκευάστηκαν δοκίμιο κονιάματος που θα χρησιμοποιείτο σαν
πληρωτικό υλικό. Τα δύο αυτά υλικά εξετάστηκαν με υπέρηχο για τον υπολογισμό της ακουστικής τους εμπέδησης
(βλ. Κεφ. 2 – Υπέρηχος). Οι μετρήσεις έγιναν με απλή διάδοση κατά τον άξονα των κυλινδρικών δοκιμίων (Σχ.
10.2.2) και οι ταχύτητες όπως και οι πυκνότητες τους φαίνονται στον Πίνακα 10.2.1. Στον ίδιο πίνακα αναφέρονται
και οι ιδιότητες του σκυροδέματος όπως μετρήθηκαν στο πεδίο.

Σχήμα 10.2.2 Μέτρηση ταχύτητας παλμού σε κυλινδρικά δοκίμια κονιάματος (ή υπεδάφους).

Σκυρόδεμα Κονίαμα Υπέδαφος


Ταχύτητα παλμού, C (m/s) 5000 1631 1823
Πυκνότητα, ρ (kg/m3) 2500 1205 1297
Ακουστική εμπέδηση, Z (MRayl) 12.5 1.97 2.36

Πίνακας 10.2.1 Ιδιότητες υλικών

Η ταχύτητα υπερήχου του σκυροδέματος είναι στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο για την κατηγορία του υλικού 6 λόγω
της καλής ποιότητας κατασκευής και τη μηδενική καταπόνηση του ενισχυμένου στοιχείου. Η αντοχή σχεδιασμού
ήταν 42.5 MPa σε θλίψη και σύμφωνα με την μετρημένη ταχύτητα παλμού και την πυκνότητα, το μέτρο
ελαστικότητας υπολογίστηκε πάνω από 60 GPa. Η ταχύτητα παλμού των δοκιμίων του υπεδάφους υποδεικνύει
χαμηλές ελαστικές ιδιότητες (μέτρο ελαστικότητας περίπου 4 GPa). Οι ιδιότητες του υλικού αυτού προφανώς δεν
μπορούν να ελεγχθούν (αφού ήταν το περιβάλλον υλικό στο έργο) και οι ταχύτητα υπολογίστηκε για να διευκολύνει
την ερμηνεία των μετρήσεων. Σχετικά με το υλικό πλήρωσης, σκοπός ήταν να μείνουν όσο το δυνατόν λιγότερα
κενά μετά την έγχυση (grouting). Άρα έπρεπε αρχικά να είναι αρκετά ρευστό και ως εκ τούτου σχεδιάστηκε με
υψηλό λόγο νερού προς στερεό. Το κύριο συστατικό ήταν ο μπετονίτης (bentonite), ενώ υπήρχε και μικρή ποσότητα
τσιμέντου και επιταχυντή για την ταχεία πήξη του υλικού μετά την τοποθέτησή του. Λεπτομέρειες για τις αναλογίες
βρίσκονται στην αναφορά 7. Η υψηλή περιεκτικότητα σε νερό, οδήγησε σε χαμηλή ταχύτητα παλμού κοντά στο
επίπεδο του υπεδάφους (όπως φαίνεται στον Πίνακα 1) και το μέτρο ελαστικότητας υπολογίστηκε στα 3 GPa. Σε
περίπτωση που είχε επιλεγεί χαμηλότερη αναλογία νερού, μπορεί μεν οι ιδιότητες να ήταν υψηλότερες αλλά υπήρχε
ο κίνδυνος να μην υπάρχει η απαραίτητη ρευστότητα και να παραμείνουν κενά μετά την έγχυση. Ο συμβιβασμός
μεταξύ ρευστότητας και μηχανικών ιδιοτήτων ήταν απόρροια της εμπειρίας των μηχανικών στο έργο.

241
Όπως φαίνεται στον Πίνακα 10.2.1, οι ιδιότητες του υπεδάφους ήταν ελαφρώς υψηλότερες από του
πληρωτικού κονιάματος. Αυτό οδήγησε σε παρόμοιες ακουστικές εμπεδήσεις για τα δύο υλικά, με συνέπεια να μην
αναμένεται ισχυρή ανάκλαση ελαστικού κύματος στην μεταξύ τους διεπιφάνεια.
Οι μετρήσεις ΙΕ έγιναν με διέγερση εξειδικευμένου μηχανικού σφυριού, όπως φαίνεται στο Σχ. 10.2.3. Η
διάμετρος της χαλύβδινης σφαίρας ήταν 25 mm, ενώ εφαρμόστηκαν και μικρότερες έως και 3 mm. Αυτή η
διάμετρος επιλέχθηκε λόγω μεγαλύτερης ενέργειας και καθαρότερου σήματος. Θεωρητικά η μέγιστη ενέργεια που
μπορεί να διεγερθεί από μεταλλική σφαίρα 25 mm είναι 11.5 kHz4. Κάθε χτύπος είχε ως αποτέλεσμα καθαρό σήμα
και δεν χρειάστηκε φιλτράρισμα θορύβου. Οι αισθητήρες (επιταχυνσιόμετρα, accelerometers) είχαν σταθερή
απόκριση μέχρι τα 30 kHz, ενώ οι κυματομορφές καταγράφηκαν με ρυθμό δειγματοληψίας 200 kHz. Εφόσον το
βασικό περιεχόμενο του σήματος ήταν μέχρι περίπου 10 kHz σημαίνει ότι κάθε κύκλος αναπαρίστατο με
τουλάχιστον 20 σημεία που είναι πολύ ικανοποιητική αναπαράσταση. Τα επιταχυνσιόμετρα τοποθετήθηκαν με
ηλεκτρολογικό κερί το οποίο αρχικά είναι ιξώδες (μετά από θέρμανση) και κατόπιν στερεοποιείται γρήγορα κατά
την ψύξη του παρέχοντας ακουστική σύζευξη και μηχανική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της δοκιμής.

Σχήμα 10.2.3 (α) Λεπτομέρεια διέγερσης κατά τη δοκιμή ΙΕ από το εσωτερικό της σήραγγας, (β) τοποθέτηση αισθητήρα στην
κορυφή ενός δακτυλίου της σήραγγας.

Το Σχήμα 10.2.4 δείχνει τη διατομή της σήραγγας. Οι δακτύλιοι σκυροδέματος είχαν πάχος 225 mm και εξωτερική
διάμετρο 5450 mm. Η έγχυση έγινε από προσχεδιασμένη οπή σε κάθε δεύτερο δακτύλιο. Χρησιμοποιώντας την
διάμετρο της εκσκαφής (5.6 m) και την εκτίμηση του άδειου όγκου που δημιουργείται, η απαραίτητη ποσότητα
κονιάματος μπορούσε να υπολογιστεί. Η μέγιστη πίεση έγχυσης ήταν 35 MPa. Ωστόσο, παρά τον έλεγχο της πίεσης
και τη γνώση του όγκου προς πλήρωση, δεν υπήρχε επιβεβαίωση ότι το κονίαμα έχει γεμίσει όλο το διαθέσιμο κενό
όγκο μεταξύ του σκυροδέματος και του υπεδάφους ειδικά στα πάνω στρώματα λόγω βαρύτητας.

242
Σχήμα 10.2.4 Γεωμετρία του δακτυλίου σκυροδέματος για την υποστήριξη της σήραγγας. Αρκετές χιλιάδες δακτύλιοι
συναρμολογούνται για να καλύψουν το μήκος του έργου (2300 m).

10.2.3 Κυματική διάδοση στο στοιχείο


Εφόσον οι ιδιότητες και η γεωμετρία των υλικών ήταν γνωστή μπορούσαν να γίνουν συγκεκριμένοι υπολογισμοί
σχετικά με τις αναμενόμενες συχνότητες του πειράματος. Μετά από διέγερση σε ένα σημείο το κύμα διαδίδεται
προς το εσωτερικό του στοιχείου μέχρι να φτάσει στην πρώτη διεπιφάνεια (Σχ. 10.2.5α). Στη διεπιφάνεια
σκυροδέματος-κονιάματος ένα μέρος της ενέργειας ανακλάται και ένα άλλο διαδίδεται. Η ανάκλαση είναι ισχυρή
διότι υπάρχει έντονη διαφορά εμπέδησης μεταξύ σκυροδέματος-κονιάματος όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.

Σχήμα 10.2.5 Ανακλάσεις σύμφωνα με την εσωτερική γεωμετρία (α) ολοκληρωτική πλήρωση, (β) μερική
πλήρωση 7.
Ο συντελεστής ανάκλασης δίνεται από τη σχέση:

𝑍𝑍2 − 𝑍𝑍1
𝑅𝑅 = (10.2.1)
𝑍𝑍2 + 𝑍𝑍1

όπου, Z1, Z2, είναι οι τιμές ακουστικής εμπέδησης του πρώτου και δεύτερου υλικού (στην περίπτωση αυτή
σκυροδέματος και κονιάματος αντίστοιχα). Υπενθυμίζεται ότι η εμπέδηση είναι το γινόμενο της ταχύτητας παλμού
επί την πυκνότητα του υλικού.
Με βάση την εξίσωση (10.2.1) και τις ιδιότητες του Πίνακα 10.2.1, ο συντελεστής ανάκλασης υπολογίζεται
σε R=-0.727 γεγονός που σημαίνει ότι το ανακλώμενο κύμα θα έχει περίπου το 73% του εύρους του αρχικού. Το

243
αρνητικό πρόσημο δηλώνει αλλαγή φάσης αλλά αυτό δεν απασχολεί άμεσα τη συγκεκριμένη μέτρηση. Βάσει της
ταχύτητας των 5000 m/s και του πάχους του στοιχείου (225 mm) το κύμα θα χρειαστεί 90 μs για να διανύσει το
πάχος του στοιχείου προς τις δύο διευθύνσεις (πρώτη διάδοση και ανάκλαση). Η διάδοση αυτή θα επαναληφθεί
μέχρι να αποσβεστεί ο παλμός. Έτσι το επιταχυνσιόμετρο θα λάβει μία κυματομορφή που θα περιέχει την
περιοδικότητα των 90 μs ή αλλιώς τη συχνότητα 11 kHz. Με βάση διορθωτικούς συντελεστές για την (μικρή)
καμπυλότητα του στοιχείου η αναμενόμενη συχνότητα υπολογίζεται σε 10.6 kHz.
Εκτός από την ενέργεια που ανακλάται στην πρώτη διεπιφάνεια, ένα μέρος του κύματος διαδίδεται στο
κονίαμα μέχρι να συναντήσει την επόμενη διεπιφάνεια. Στην περίπτωση που υπάρχει ολοκληρωτική πλήρωση, το
κονίαμα βρίσκεται σε επαφή με το υπέδαφος (Σχ. 10.2.5α). Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω οι τιμές εμπέδησης
των δύο αυτών υλικών είναι πολύ κοντά και ο συντελεστής ανάκλασης υπολογίζεται σε R=0.09. Για να είναι
ευδιάκριτη μία ανάκλαση πρέπει ο συντελεστής να είναι τουλάχιστον 0.244. Κατά συνέπεια σχεδόν όλη η ενέργεια
που πέρασε στο κονίαμα θα διαδοθεί στο υπέδαφος μακριά από τον αισθητήρα. Σε μια τέτοια περίπτωση η μόνη
καθαρή συχνότητα της δοκιμής θα είναι αυτή κοντά στα 11 kHz.
Στην περίπτωση που το η έγχυση δεν είναι πλήρης, τότε θα υπάρχει ένα κενό στρώμα μεταξύ κονιάματος
και υπεδάφους, όπως φαίνεται στο Σχ. 10.2.5β. Στη διεπιφάνεια κονιάματος-αέρα η ανάκλαση είναι πλήρης (R=-
1). Άρα το κύμα θα επιστρέψει προς τον αισθητήρα. Ο χρόνος που θα χρειαστεί θα μεγαλύτερος από πριν αφού
τώρα υπάρχει και ένα επιπλέον στρώμα κονιάματος. Αν υποθέσουμε ότι το στρώμα αυτό είναι 70 mm, τότε βάσει
της ταχύτητας των 1650 m/s, ο επιπλέον χρόνος διάδοσης θα ήταν περίπου 85 μs. Άρα ο συνολικός χρόνος για το
κύμα που ακολουθεί αυτό το δρόμο θα είναι 90+85=175 μs. Η περιοδικότητα του κύματος αυτού θα αποδώσει μία
συχνότητα περίπου 5.7 kHz. Άρα σε αυτή την περίπτωση αναμένεται και μία δεύτερη καθαρή συχνότητα στην
απόκριση του αισθητήρα. Η τιμή της εξαρτάται από το πάχος του κονιάματος αλλά σε κάθε περίπτωση θα είναι
χαμηλότερη από τη βασική συχνότητα που αντιστοιχεί στο πάχος του δακτυλίου.

10.2.4 Αποτελέσματα
Πριν εφαρμοστεί η μέθοδος στους δακτυλίους στο εσωτερικό της σήραγγας, έγιναν μετρήσεις σε διαφορετικά
σημεία στην είσοδο της σήραγγας, όπου διαφορετικές περιπτώσεις μπορούσαν να προσομοιωθούν. Στο Σχήμα
10.2.6α φαίνεται η περίπτωση μερικής (partial) πλήρωσης και ολοκληρωτικής (complete) πλήρωσης. Στο Σχήμα
10.2.6β φαίνεται η λεπτομέρεια της πρώτης περίπτωσης με το πάχος του κονιάματος γύρω στα 70 mm.

Σχήμα 10.2.6 Διαφορετικές περιπτώσεις πλήρωσης στην είσοδο της σήραγγας, (β) λεπτομέρεια της μερικής πλήρωσης 7.

Τυπικοί μετασχηματισμοί Fourier (FFT) φαίνονται στο Σχ. 10.2.7. Ο FFT της πλήρους περίπτωσης παρουσιάζει
μία ισχυρή κορυφή πάνω από τα 10 kHz, που αντιστοιχεί στο πάχος του στοιχείου όπως υπολογίστηκε παραπάνω.
Στην περίπτωση της μερικής πλήρωσης, εκτός από τη συχνότητα αυτή παρατηρείται και άλλη μία γύρω στα 6 kHz.

244
Η ύπαρξη της δεύτερης αυτής κορυφής λειτούργησε ως ένα από τα ισχυρά κριτήρια για να ανιχνευθούν οι
διαφορετικές περιπτώσεις 7.

Σχήμα 10.2.7 FFT (μετασχηματισμός στο πεδίο συχνοτήτων) διαφορετικών περιπτώσεων.

Ένας τρόπος οπτικοποίησης της απόκρισης είναι η χρήση wavelets. Τα wavelets επιτρέπουν την ανάλυση
συχνοτήτων σε κάθε χρονικό παράθυρο του σήματος. Έτσι μπορεί να ανιχνευθεί σε ποιο χρονικό σημείο
καταφθάνει κάθε συχνότητα (σε αντίθεση με τον FFT που προσφέρει πληροφορία για το σύνολο του παλμού.
Περισσότερες πληροφορίες για τον μετασχηματισμό αυτό στο άρθρο 7. Ενδεικτικά αποτελέσματα του
μετασχηματισμού βρίσκονται στο Σχ. 10.2.8. Η περίπτωση (α) αντιστοιχεί σε πλήρες γέμισμα, ενώ η (β) σε μερικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη περίπτωση η ενέργεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από ένα κέντρο (περίπου
10 kHz στα 150 μs). Στην περίπτωση της μερικής πλήρωσης είναι πιο εμφανής ο κλάδος χαμηλής συχνότητας
περίπου στα 5 kHz που εκτείνεται μέχρι τα 400 μs.

Σχήμα 10.2.8 Μετασχηματισμός wavelets (α) ολοκληρωτική πλήρωση, (β) μερική πλήρωση 7.

Παρότι η πληροφορία από το πεδίο συχνοτήτων είναι ενδεικτική στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν και
άλλες παράμετροι από το πεδίο του χρόνου, δηλαδή την αρχική κυματομορφή που κατέγραψε το επιταχυνσιόμετρο.
Για λεπτομέρειες ο αναγνώστης παραπέμπεται στη βιβλιογραφία 7. Παραδείγματα κυματομορφών φαίνονται στο

245
Σχ. 10.2.9. Εστιάζοντας στις χαμηλές αφίξεις μετά τα 500 μs (Σχ. 10.2.9β), είναι εμφανείς οι λιγότερο πυκνές
κορυφές της μερικής πλήρωσης που υποδηλώνουν και την χαμηλότερη συχνότητα που φάνηκε στα προηγούμενα
σχήματα.

Σχήμα 10.2.9 (α) Κυματομορφές για διαφορετικές περιπτώσεις (η οριζόντια γραμμή αντιστοιχεί στο 10% του μέγιστου), (β) οι
ίδιες κυματομορφές μετά τα 500 μs σε μεγέθυνση και με την οριζόντια γραμμή στο 0.1% του μέγιστου εύρους 7.

Μετρήσεις έγιναν περίπου σε 20 δακτυλίους σε διαφορετικά μήκη της σήραγγας και σε 8 διαφορετικές γωνίες σε
κάθε δακτύλιο με συνέπεια να υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος που μπορεί να δώσει πληροφορία για την καταλληλότητα
της διαδικασίας. Από το πλήθος των μετρήσεων το 98% κατέδειξε χαρακτηριστικά ολοκληρωτικής πλήρωσης και
η διαδικασία έγχυσης θεωρήθηκε επιτυχής. Φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης κενού, αλλά
το ποσοστό θετικής αξιολόγησης ήταν κρίσιμος παράγοντας για να συνεχιστούν οι εργασίες από τους μηχανικούς
στο πεδίο. Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η διεξαγωγή πολλών μετρήσεων ανάλογα με το διαθέσιμο χρόνο αφού
οι μετρήσεις είναι πλήρως μη καταστροφικές.

246
10.2.5 Βιβλιογραφία
[1] Darrag, A. A., “Ground Stabilization for Tunnel Construction in Mixed-Face Conditions”, Tunnelling and
Underground Space Technology, vol. 14(3), pp. 319-326, (1999).
[2] Brantberger, M., H. Stille, M. Eriksson, “Controlling Grout Spreading in Tunnel Grouting – Analyses and
Developments of the Gin-Method”, Tunnelling and Underground Space Technology, vol. 15(4), pp. 343-
352, (2000).
[3] Suda, T., A. Tabata, J. Kawakami, T. Suzuki, “Development of an Impact Sound Diagnosis System for Tunnel
Concrete Lining”, Tunnelling and Underground Space Technology, vol. 19(328-329), (2004).
[4] Sansalone, M. J., W. B. Streett, Impact-Echo Nondestructive Evaluation of Concrete and Masonry, Ithaca, NY:
Bullbrier Press, 1997.
[5] Ohtsu, M., T. Watanabe, “Stack Imaging of Spectral Amplitudes Based on Impact-Echo for Flaw Detection”,
NDT & E Int., vol. 35(3), pp. 189-196, (2002).
[6] Naik, T. R., V. M. Malhotra, "The Ultrasonic Pulse Velocity Method", CRC handbook on nondestructive testing
of concrete, pp. 169–188, (CRC Press, Boca Raton, Florida, 1991).
[7] Aggelis, D. G., T. Shiotani, K. Kasai, “Evaluation of Grouting in Tunnel Lining Using Impact-Echo”, Tunnelling
and Underground Space Technology, vol. 23, pp. 629-637, (2008).

247
10.3 Ακουστική εκπομπή για το χαρακτηρισμό βλάβης κόπωσης σε μεταλλικές
πλάκες

10.3.1 Εισαγωγή
Σε αυτή την περίπτωση η ακουστική εκπομπή (ΑΕ) χρησιμοποιήθηκε για την παρακολούθηση και το χαρακτηρισμό
της βλάβης από κόπωση σε πλάκες αλουμινίου. Οι πλάκες έφεραν συμμετρική εγκοπή σχήματος V και φορτίστηκαν
σε κόπωση εφελκυσμού (tension-tension) μέχρι τελικής αστοχίας. Οι αισθητήρες ΑΕ ευρέως φάσματος επέτρεψαν
την καταγραφή σημάτων σε όλο το φάσμα έως 1 MHz. Παράμετροι όπως η ενέργεια και η διάρκεια σημάτων
παρουσίασαν αύξηση με την συσσώρευση βλάβης, ενώ ο συνολικός αριθμός σημάτων δεν παρουσίασε έντονες
μεταβολές. Η παράμετρος RA, που έχει αναφερθεί εκτενώς στο κεφάλαιο της ΑΕ (λόγος χρόνου ανύψωσης προς
εύρος κυματομορφής) και χαακτηρίζει το πρώτο μέρος της κυματομορφής, κατέδειξε σαφή μεταβολή (αύξηση)
όταν ο τύπος θραύσης μεταβλήθηκε από εφελκυσμός σε διάτμηση και ισχυρή συσχέτιση με το ρυθμό διάδοσης
ρωγμής 1. Στην συγκεκριμένη εφαρμογή η χρήση της ΑΕ αναλύεται ως προς το χαρακτηρισμό της θραύσης αλλά
και ως εργαλείο πρόβλεψης της ζωής του υλικού 2. Αναφέρονται επίσης συμπληρωματικά και κάποιες άλλες
εφαρμογές ΑΕ σε μέταλλα για χαρακτηρισμό βλάβης είτε από μηχανικές τάσεις ή από διάβρωση 3-5.
Το Σχήμα 10.3.1 δείχνει συμβολικά τις διαφοροποιήσεις των κυματομορφών ΑΕ ανάλογα με την πηγή που
τις δημιούργησε. Εν γένει, ρωγμές τύπου Ι (εφελκυσμός) εκπέμπουν ελαστικά σήματα μικρής διάρκειας και μικρού
χρόνου ανύψωσης. Ως εκ τούτου η τιμή RA είναι χαμηλή σε αντίθεση με τα σήματα που οφείλονται σε διάτμηση
(τύπος ΙΙ).

Σχήμα 10.3.1 Τύποι θραύσης και αντίστοιχες κυματομορφές 1.

10.3.2 Πειραματικές λεπτομέρειες

10.3.2.1 Υλικό και μηχανική δοκιμή

Το υλικό ήταν αλουμίνιο (ΑΑ7075). Το αλουμίνιο και τα κράματα αυτού έχουν υψηλή αντίσταση στη διάβρωση
και υψηλή αντοχή τόσο σε φυσιολογικές όσο και υψηλές θερμοκρασίες. Για περισσότερες λεπτομέρειες για τη
χημική σύσταση και τις μηχανικές ιδιότητες του υλικό ο αναγνώστης παραπέμπεται στην αναφορά 1. Η γεωμετρία
των δοκιμίων φαίνεται στο Σχήμα 10.3.2.

248
Σχήμα 10.3.2 Γεωμετρία δοκιμίου.

Για τον προσδιορισμό του ρυθμού διάδοσης της ρωγμής da/dN (crack propagation rate, CPR), ένας μετρητής του
ανοίγματος (crack opening displacement, COD) εφαρμόστηκε στο άνοιγμα της εγκοπής. Οι δοκιμή κόπωσης έγινε
σε μηχανή με μέγιστο φορτίο ± 100 kN. Οι κύκλοι κόπωσης ήταν ημιτονοειδείς με συχνότητα 3 Hz και λόγο
τάσεων (ελάχιστο προς μέγιστο) R=0.2 με εύρος 4 kN.

10.3.2.2 Ακουστική εκπομπή

Δύο πιεζοηλεκτρικοί αισθητήρες μικρών διαστάσεων τοποθετήθηκαν στη μία πλευρά του δοκιμίου (Σχ. 10.3.3α)
με χρήση ηλεκτρολογικού κεριού. Το πεδίο συχνοτήτων τους είναι μεταξύ 50 και 800 kHz καθιστώντας τους
κατάλληλους για παρακολούθηση διάφορων πηγών. Τα σήματα κατεγράφησαν σε δύο κανάλια ψηφιοποίησης με
ρυθμό 5 MHz, ενώ το κατώφλι ήταν 40 dB.

Σχήμα 10.3.3 Φωτογραφία του δοκιμίου στις αρπάγες. Φαίνονται οι δύο αισθητήρες ΑΕ στην αριστερή πλευρά.

10.3.3 Αποτελέσματα
Το Σχήμα 10.3.4 περιέχει το ρυθμό διάδοσης CPR ως συνάρτηση του χρόνου πειράματος. Όπως τυπικά αναμένεται
σε μεταλλικά υλικά, ο ρυθμός διάδοσης αυξάνεται εκθετικά με την πάροδο των κύκλων φόρτισης. Η τελική αστοχία
του υλικού επήλθε στα 3231 s. Η ΑΕ παρουσίασε μία λίγο-πολύ σταθερή τάση χωρίς έντονες αυξομειώσεις στο
ρυθμό της καταγεγραμμένης δραστηριότητας φτάνοντας περίπου τα 20000 σήματα μέχρι τέλους.

249
Σχήμα 10.3.4 Ρυθμός διάδοσης ρωγμής και συνολική δραστηριότητα ΑΕ κατά τη διάρκεια της κόπωσης.

Ωστόσο ποιοτικά χαρακτηριστικά των σημάτων παρουσιάζουν έντονες μεταβολές. Στο Σχ. 10.3.5 φαίνονται οι
τιμές RT για την ίδια διάρκεια του πειράματος. Είναι εμφανές ότι μέχρι πριν από το χρόνο των 3000 s, οι τιμές RT
περιορίζονται κάτω από 2000 μs, ενώ προς το τέλος (βλ. βέλος), το νέφος των σημείων εκτείνεται μέχρι και στα
20000 μs. Η αύξηση του RT συνδέεται με μεταβολή του τύπου θραύσης από εφελκυσμό σε διάτμηση, όπως έχει
αναφερθεί στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Η μεταβολή αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί και από την παράμετρο RA που
υπολογίστηκε και παρατίθεται στο Σχήμα 10.3.6.

Σχήμα 10.3.5 Ρυθμός διάδοσης ρωγμής και RT κατά τη διάρκεια της κόπωσης.

250
Σχήμα 10.3.6 Ρυθμός διάδοσης ρωγμής και RA κατά τη διάρκεια των τελευταίων λεπτών της κόπωσης. Η μαύρη συνεχής
γραμμή είναι ο κυλιόμενος μέσος όρος των τελευταίων 150 σημείων του RA.

Πριν από τα 2700 s τιμές RA πάνω από 50 ms/V είναι σπάνιες. Μεταξύ 2700 s και 2900 s εμφανίζονται σήματα με
RA μεταξύ 50 και 100 ms/V, ενώ προς το τέλος ο πληθυσμός εκτείνεται σε επίπεδα υψηλότερα των 100 ms/V. Η
γραμμή του κυλιόμενου μέσου όρου παρουσιάζει καθαρή άνοδο στα 3000 s πολύ νωρίτερα από την τελική θραύση
του υλικού. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτή η άνοδος συνδέεται με αλλαγή του τύπου θραύσης. Στην
πραγματικότητα αυτό συμβαίνει σε τυπικά δοκίμια κόπωσης. Φωτογραφία της επιφάνειας θραύσης φαίνεται στο
Σχ. 10.3.7α. Η απόσταση μεταξύ της εγκοπής και του σημείου εφαρμογής της δύναμης είναι 10 mm, όπως φάνηκε
στο Σχ.10.3.2 και αυτό θεωρείται το αρχικό μήκος ρωγμής. Η ρωγμή διαδίδεται οριζόντια δημιουργώντας μια
επίπεδη επιφάνεια θραύσης (smooth fracture surface, SFS) για τα επόμενα 5-10 mm. Κατόπιν η επιφάνεια θραύσης
γίνεται κυρτή. Αυτό οφείλεται στο τοπικό πεδίο τάσεων. Λόγω του μικρού πάχους της πλάκας, η τάση κάθετα στην
επιφάνεια (σz) είναι μηδενική (βλ. Σχ. 10.3.7β). Έτσι παρότι η ρωγμή ξεκινά να διαδίδεται οριζόντια ακολουθώντας
την εγκοπή υπό την εφαρμογή της εφελκυστικής τάσης (σΥ), η τελική θραύση επέρχεται λόγω των διατμητικών
τάσεων που είναι μέγιστες στη διαγώνια διεύθυνση. Αυτή η μεταβολή στον τύπο θραύσης είναι η αιτία για την
μεταβολή των τιμών των παραμέτρων ΑΕ.

Σχήμα 10.3.7 (α) Μέρος του δοκιμίου μετά τη θραύση, (β) θραύση επίπεδης εντατικής κατάστασης.

Το Σχήμα 10.3.8 δείχνει το συνολικό μήκος της ρωγμής ως προς το χρόνο για το ίδιο δοκίμιο μαζί με τις τιμές RA.
Όταν η καθαρά αυξητική τάση του RA αρχίζει να διαφαίνεται (πριν από τα 3000 s) το μήκος της ρωγμής είναι
περίπου 19 mm. Επιπρόσθετα, ένα μικρό τοπικό μέγιστο της καμπύλης περίπου στα 2750 s (όπως φαίνεται από τη
διακεκομένη γραμμή) μπορεί να ερμηνευτεί ως η πρώτη ένδειξη αύξησης του RA όταν το μήκος της ρωγμής είναι
16.8 mm. Αυτό το σημείο συμπίπτει με το μήκος μεταβολής της επιφάνειας θραύσης από επίπεδη σε κυρτή. Αυτή
η παρατήρηση υποστηρίζει την υπόθεση ότι οι μεταβολές του RA οφείλονται σε αλλαγή του τύπου θραύσης και η
συμπεριφορά ήταν επαναλήψιμη στο σύνολο των τριών δοκιμίων της μελέτης αυτής 1.

251
Σχήμα 10.3.8 Μήκος ρωγμής και τιμές RA.

10.3.4 Επίλογος
Τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν ότι για παρόμοιες συνθήκες (υλικό, γεωμετρία, κόπωση, αισθητήρες) όταν
οι τιμές της παραμέτρου RA παρουσιάζουν ισχυρή αύξηση σημαίνει ότι η εναπομένουσα ζωή ανέρχεται σε περίπου
1000 κύκλους. Αυτή η εφαρμογή καταδεικνύει ότι μη καταστροφική παρακολούθηση της ακουστικής
δραστηριότητας κατά τη διάρκεια μηχανικής καταπόνησης μπορεί να δώσει πολύτιμη πληροφορία για τη
διαδικασία θραύσης (ρυθμός διάδοσης, τύπος ρωγμής) αλλά και να βοηθήσει στην πρόβλεψη του ορίου ζωής.

252
10.3.5 Βιβλιογραφία

[1] Aggelis, D. G., E. Z. Kordatos, T. E. Matikas, “Acoustic Emission for Fatigue Damage Characterization in
Metal Plates”, Mechanics Research Communications, vol. 38(2), pp. 106-110, (2011).
[2] Zárate, B. A., J. M. Caicedo, “Probabilistic Prognosis of Fatigue Crack Growth Using Acoustic Emission Data”,
Journal of Engineering Mechanics, vol. 138(9), pp. 1101-1111, (2012).
[3] Roberts, T. M., M. Talebzadeh, “Acoustic Emission Monitoring of Fatigue Crack Propagation”, Journal of
Constructional Steel Research, vol. 59, pp. 695-712, (2003).
[4] Boinet, M., J. Bernard, M. Chatenet, F. Dalard, S. Maximovitch, “Understanding Aluminium Behaviour in
Aqueous Alkaline Solution Using Coupled Techniques. Part Ii: Acoustic Emission Study”, Electrochimica
Acta, vol. 55, pp. 3454-3463, (2010).
[5] Brown, J. A., L. J. Vendra, A. Rabiei, “Bending Properties of Al-Steel and Steel-Steel Composite Metal Foams”,
Metallurgical and Materials Transactions, vol. Α41(11), pp. 2784-2793, (2010).

253
10.4 Εφαρμογή ακουστικής μικροσκοπίας σάρωσης στο χαρακτηρισμό βλάβης σε
σύνθετα ινοπλισμένα υλικά

10.4.1 Αρχή λειτουργίας της ακουστικής μικροσκοπίας


Η αρχή λειτουργίας της ακουστικής μικροσκοπίας σάρωσης (Scanning Acoustic Microscopy – SAM), ή
μικροσκοπία υπερήχων, βασίζεται στην παραγωγή και διάδοση ακουστικών κυμάτων επιφανείας (Surface Acoustic
Waves – SAW) ως άμεσο αποτέλεσμα του συνδυασμού της υψηλής καμπυλότητας του φακού εστίασης,
κατάλληλου αισθητήρα υπερήχων, και της αποεστίασης (defocus) του αισθητήρα εντός του δοκιμίου 1,2. Το πιο
σημαντικό φαινόμενο που συμβάλει στην αντίθεση των χρωμάτων στην εικόνα ακουστικής μικροσκοπίας
βασίζεται στην εξασθένηση των κυμάτων Rayleigh τα οποία διαρρέουν από την επιφάνεια του δοκιμίου προς τον
αισθητήρα. Τα ελαστικά αυτά κύματα είναι πολύ ευαίσθητα στις τοπικές μηχανικές ιδιότητες των υπό εξέταση
υλικών, στην επιφάνεια των οποίων διαδίδονται 3. Η παραγωγή και διάδοση ενός διαρρέοντος κύματος Rayleigh
(leaky Rayleigh wave) διαμορφώνεται από τις ιδιότητες του υλικού, επιτρέποντας έτσι την απεικόνιση ακόμη και
πολύ μικρών μεταβολών των τοπικών μηχανικών ιδιοτήτων. Η ευαισθησία των σημάτων SAW σε επιφανειακά και
υποεπιφανειακά χαρακτηριστικά του υλικού εξαρτάται από τον βαθμό της αποεστίασης, και έχει τεκμηριωθεί στη
βιβλιογραφία ως ανάλυση καμπύλων V(z) 4. Μια καμπύλη V(z) λαμβάνεται όταν ο αισθητήρας, ενώ βρίσκεται
πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο στο δοκίμιο, κινείται με κατεύθυνση προς το δοκίμιο. Στη συνέχεια το σήμα,
αντί να μειώνεται απλά μονοτονικά, υφίσταται μια σειρά από διακυμάνσεις. Οι διακυμάνσεις σε μια συγκεκριμένη
απόσταση αποεστίασης συνδέονται με τη διέγερση ενός κύματος Rayleigh και την αλληλεπίδρασή του με την
γεωμετρική-κατοπτρική ανάκλαση (ανάκλαση της κάθετα προσπίπτουσας δέσμης υπερήχων), η οποία λαμβάνεται
απ’ ευθείας από τον αισθητήρα. Η ταχύτητα του κύματος Rayleigh, VR, μπορεί στη συνέχεια να υπολογιστεί
χρησιμοποιώντας μια απλή σχέση:

𝑣𝑣𝑜𝑜
𝑣𝑣𝑅𝑅 =
𝑣𝑣𝑜𝑜 (10.4.1)
�1 −
2𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔𝜔

όπου, vo είναι η ταχύτητα του ήχου στο μέσο σύζευξης (π.χ. νερό), ω είναι η συχνότητα των υπερήχων, και Δz είναι
η περιοδικότητα της καμπύλης V(z).
Η απόσταση αποεστίασης έχει επίσης μια άλλη σημαντική επίδραση πάνω στο σήμα SAW που λαμβάνεται
από τον αισθητήρα της ακουστικής μικροσκοπίας και καθορίζει εάν το σήμα SAW διαχωρίζεται χρονικά από την
κατοπτρική ανάκλαση ή αλληλοεπιδρά με αυτή. Έτσι, ανάλογα με το βαθμό αποεστίασης, η τεχνική μπορεί να
χρησιμοποιηθεί είτε για να χαρτογραφήσει το φαινόμενο της αλληλεπίδρασης του ακουστικού σήματος με το
πρώτο στρώμα ινών κάτω από την επιφάνεια του συνθέτου υλικού, ή να χαρτογραφήσει τα επιφανειακά και
υποεπιφανειακά χαρακτηριστικά του δοκιμίου.

10.4.2 Πειραματική διαδικασία


Η συμβατική τεχνική για τη μέτρηση της ταχύτητας κυμάτων επιφάνειας βασίζεται σε μια διαδικασία δημιουργίας
και ανάλυσης μιας καμπύλης V(z) χρησιμοποιώντας ένα σύστημα παλμού ημιτόνου (tone burst) για τον έλεγχο του
δοκιμίου σε μια συγκεκριμένη συχνότητα υπερήχων, χρησιμοποιώντας ειδικά σχεδιασμένους ακουστικούς φακούς.
Η τεχνική αυτή απαιτεί τη βαθμονόμηση ειδικού φακού καθώς και την απόκριση του ηλεκτρονικού κυκλώματος
χρησιμοποιώντας μια καμπύλη V(z) που λαμβάνεται από ένα δείγμα μολύβδου, ένα υλικό με πολύ χαμηλή
ταχύτητα κύματος Rayleigh, ώστε να είναι αδύνατη η παραγωγή του κύματος στην επιφάνεια του μολύβδου με τον
συγκεκριμένο αισθητήρα. Αυτή η διαδικασία απαιτεί εξειδικευμένη οργανολογία, είναι χρονοβόρα και δεν μπορεί
να χρησιμοποιηθεί για άμεσες μετρήσεις. Ωστόσο, μία νέα μέθοδος μικροσκοπίας με υπερήχους 5 ξεπερνά τους
περιορισμούς της συμβατικής τεχνικής, επειδή βασίζεται σε αυτοματοποιημένο προσδιορισμό της ταχύτητας του

254
κύματος επιφάνειας μέσω μετρήσεων καμπύλης V(z) χρησιμοποιώντας υπερήχους βραχέως παλμού. Η αρχή της
μικροσκοπίας υπερήχων παρουσιάζεται στο Σχήμα 10.4.1. Ο αισθητήρας που χρησιμοποιείται στην ακουστική
μικροσκοπία (βλ. Σχ. 10.4.1) έχει ένα ενεργό πιεζοηλεκτρικό στοιχείο που βρίσκεται πίσω από μια γραμμή
καθυστέρησης (delay line) κατασκευασμένη από τηγμένο διοξείδιο του πυριτίου (fused silica). Το πάχος του
ενεργού στοιχείου επιλέγεται έτσι ώστε να παράγει υπέρηχο με επιθυμητή ονομαστική συχνότητα όταν μια
ηλεκτρική τάση αιχμής εφαρμόζεται στο πιεζοηλεκτρικό στοιχείο. Η γραμμή καθυστέρησης του αισθητήρα
διαθέτει ένα υψηλά εστιασμένο, σφαιρικό, κοίλο, ακουστικό φακό. Ένας φακός με αριθμητικό άνοιγμα (numerical
aperture – NA) >1 (ΝΑ = λόγος της διαμέτρου του φακού ως προς την εστιακή απόσταση), ή αντίστοιχα με αριθμό
F < 1 (αριθμός F = λόγος της εστιακής απόστασης ως προς τη διάμετρο του φακού) είναι απαραίτητος ώστε να
λειτουργήσει η τεχνική της ακουστικής μικροσκοπίας, δημιουργώντας αποτελεσματικά και λαμβάνοντας κύματα
επιφάνειας 6 στο δοκίμιο που χαρτογραφείται.

Σχήμα 10.4.1 Αρχή της ακουστικής μικροσκοπίας και σχηματική παράσταση του αισθητήρα ακουστικής μικροσκοπίας.

Ο αισθητήρας που χρησιμοποιείται είναι ένας εξαιρετικά εστιασμένος αισθητήρας υπερήχων με μία κεντρική
συχνότητα στα 50 MHz. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται εδώ αυτο-βαθμονομείται, και χρησιμοποιείται για τη λήψη
απεικονίσεων της ταχύτητας Rayleigh στην επιφάνεια του δοκιμίου μέσω αυτοματοποιημένων καμπύλων V(z) 5.
Η διακριτική ικανότητα της τεχνικής για τον χαρακτηρισμό μεμονωμένων ινών σε σύνθετα υλικά και τον
προσδιορισμό διεπιφανειακών ιδιοτήτων ίνας-μήτρας εξαρτάται έντονα από την αποεστίαση του φακού από την
επιφάνεια του δοκιμίου. Επιπλέον, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κατάλληλη επιλογή του μέσου σύζευξης είναι
απαραίτητη για την αύξηση της διακριτικής ικανότητας και τη χαρτογράφηση των επιμέρους ινών στο σύνθετο
υλικό, δεδομένου ότι, για ένα συγκεκριμένο αισθητήρα υπερήχων, με μια δεδομένη καμπυλότητα του φακού του,
η παραγωγή των κυμάτων Rayleigh στην επιφάνεια του συνθέτου υλικού εξαρτάται μόνο από τις ταχύτητες των
υπερήχων του μέσου σύζευξης και του υπό εξέταση υλικού. Με βάση το νόμο του Snell, η καμπυλότητα του φακού
ενός αισθητήρα που απαιτείται για την παραγωγή ακουστικών κυμάτων επιφάνειας σε ένα υλικό δίνεται από τη
σχέση:

𝑐𝑐𝜇𝜇έ𝜎𝜎𝜎𝜎 𝜎𝜎ύ𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁𝜁
𝜃𝜃 = 𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠−1 � � (10.4.2)
𝑐𝑐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐𝜐ό

όπου, θ είναι η γωνία του ημισφαιρίου του φακού, και cμέσο σύζευξης και cυλικό είναι οι ταχύτητες των υπερήχων του
μέσου σύζευξης και του υλικού, αντίστοιχα.

255
10.4.3 Αποτελέσματα
Το Σχήμα 10.4.2 δείχνει μια απεικόνιση ακουστικής μικροσκοπίας ενός μεταλλικού συνθέτου αεροδιαστημικού
υλικού μήτρας κράματος τιτανίου, Ti-24Al-11Nb/SCS-6, που υποβάλλεται σε θερμομηχανική κόπωση (Thermo-
Mechanical Fatigue – TMF) χρησιμοποιώντας έναν υψηλά εστιασμένο αισθητήρα συχνότητας 50 MHz, με σκοπό
να παράγει κύματα επιφάνειας σε μεταλλικά υλικά, όπως το τιτάνιο και το ατσάλι με μέσο σύζευξης το νερό.
Λόγω περιβαλλοντικής έκθεσης, οξείδια σχηματίστηκαν πάνω στην επιφάνεια του υλικού. Αυτό άλλαξε
την ταχύτητα επιφάνειας (ταχύτητα κυμάτων Rayleigh) των υπερήχων του συνθέτου υλικού και έτσι δεν ήταν
δυνατόν να παραχθούν κύματα επιφάνειας με τον συγκεκριμένο αισθητήρα (βλ. Σχ. 10.4.2α) . Η χρήση μεθανόλης
ως μέσο σύζευξης ξεπέρασε τη δυσκολία αυτή (βλ. Σχ. 10.4.2β).

Σχήμα 10.4.2 Ο ρόλος του μέσου σύζευξης στην ακουστική μικροσκοπία. Χρησιμοποιώντας: (α) νερό ως μέσο σύζευξης για την
απεικόνιση βλάβης σε σύνθετο υλικό Ti-11Nb-24Al/SCS-6 που υποβάλλεται σε TMF, και (β) μεθανόλη ως μέσο σύζευξης για
την απεικόνιση με ακουστική μικροσκοπία του ίδιου δοκιμίου.

Η ικανότητα της ακουστικής μικροσκοπίας για τον προσδιορισμό του μεγέθους ρωγμής και την αξιολόγηση
διεπιφανειακής βλάβη απεικονίζεται στο Σχήμα 3. Το Σχήμα αυτό δείχνει την πρώτη στρώση ινών σύνθετων
υλικών μήτρας τιτανίου με διαμόρφωση στρώσεων [0/90]S (cross-ply) και μονής κατεύθυνσης που υποβάλλονται
σε ισόθερμη μηχανική κόπωση 7,8. Στο Σχήμα 10.4.3 φαίνονται καθαρά ρωγμές της μήτρας και αποκολλήσεις της
διεπιφάνειας ίνας-μήτρας. Ο μηχανισμός βλάβης που κυριαρχεί κατά τη διάδοση των ρωγμών κόπωσης στο υλικό
είναι η γεφύρωση των ρωγμών από ίνες που δεν έχουν υποστεί θραύση με αποτέλεσμα την αποκόλληση της
διεπιφάνειας. Αυτό αποδεικνύεται και από τη χαρακτηριστική μείωση των ρυθμών ανάπτυξης ρωγμής, καθώς το
μήκος ρωγμής αυξάνει κατά τη διάρκεια της κυκλικής κόπωσης.

256
Σχήμα 10.4.3 Απεικονίσεις ακουστικής μικροσκοπίας για: (α) Σύνθετο υλικό μεταλλικής μήτρας Ti-15Mo-3NB-3Al-0.2Si/SCS-
6 με διαμόρφωση στρώσεων [0/90] S που υποβάλλεται σε ισόθερμη (στους 650oC) μηχανική κόπωση για 70 ώρες, και (β)
Σύνθετο υλικό Ti-15Mo-3NB-3Al-0.2Si/SCS-6 με διαμόρφωση στρώσεων μονής κατεύθυνσης μετά την υποβολή σε ισόθερμη
(στους 650oC) μηχανική κόπωση για 1.8x105 κύκλους: Α. Σημείο επιταχυνόμενης ανάπτυξης ρωγμών ως την αστοχία. Β.
Διεπιφανειακή υποβάθμιση που οφείλεται σε τάσεις συμπίεσης. Γ. Διεπιφανειακή υποβάθμιση που οφείλεται σε τάσεις
εφελκυσμού.

257
10.4.4 Βιβλιογραφία

[1] Bertoni, H. L., “Rayleigh Waves in Scanning Acoustic Microscopy.”, Ash EA, Paige EGS, editors. Rayleigh-
Wave Theory and Application. The Royal Institution, London, vol. 2, pp. 274-290, (1985).
[2] Quate, C. F., A. Atalar, H. K. Wickramasinghe, “Acoustic Microscopy with Mechanical Scanning - a Review”,
Proceedings of the IEEE, vol. 67, pp. 1092-1114, (1979).
[3] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, “Theoretical Analysis for the Reflection of a Focused Ultrasonic
Beam from a Fluid-Solid Interface”, Journal of the Acoustical Society of America, vol. 93(3), pp. 1407-
1416, (1993).
[4] Liang, K. K., G. S. Kino, B. T. Khuri-Yakub, “Material Characterization by the Inversion of V(Z)”, IEEE
Transactions on Sonics and Ultrasonics, vol. SU-32(2), pp. 213-224, (1985).
[5] Matikas, T. E., “Quantitative Short-Pulse Acoustic Microscopy and Application to Materials Characterization”,
Microsc. Microanal., vol. 6, pp. 59–67, (2000).
[6] Matikas, T. E., M. Rousseau, P. Gatignol, “Experimental Study of Focused Ultrasonic Beams Reflected at a
Fluid-Solid Interface in the Neighborhood of the Rayleigh Angle”, IEEE Transactions on Ultrasonics
Ferroelectrics and Frequency Control, vol. 39(6), pp. 737-744, (1992).
[7] Blatt, D., P. Karpur, T. E. Matikas, M. P. Blodgett, D. A. Stubbs, “Elevated Temperature Degradation and
Damage Mechanisms of Titanium Based Metal Matrix Composites with Scs-6 Fibers”, Scipta Metallurgica
et Materialia, vol. 29, pp. 851-856, (1993).
[8] Waterbury, M. C., P. Karpur, T. E. Matikas, S. Krishnamurthy, D. B. Miracle, “In Situ Observation of the
Single-Fiber Fragmentation Process in Metal-Matrix Composites by Ultrasonic Imaging”, Composites
Science and Technology, vol. 52(2), pp. 261-266, (1994).

258
10.5 Εκτίμηση βλάβης σε αεροδιαστημικά υλικά με μη γραμμική ακουστική
Στην παρούσα περίπτωση παρουσιάζεται μια προηγμένη τεχνική μη καταστροφικού ελέγχου που βασίζεται στη μη
γραμμική διάδοση των υπερήχων, η οποία είναι ευαίσθητη στα πρώιμα στάδια της μηχανικής κόπωσης ενός υλικού.
Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, αναπτύχθηκε μια μη γραμμική παράμετρος για την ποσοτικοποίηση και
παρακολούθηση του επιπέδου βλάβης της δομής σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια δηλαδή της κυκλικής
φόρτωσης.

10.5.1 Εισαγωγή
Μια αξιόπιστη μεθοδολογία επιθεώρησης για την ποσοτικοποίηση της βλάβης σε αεροδιαστημικές δομές, καθώς
και για τη συσχέτιση της βλάβης με το επίπεδο της εναπομένουσας λειτουργικής ζωής του υλικού, είναι απαραίτητη
για την πρόληψη καταστροφικών αστοχιών σε αεροδιαστημικά συστήματα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα
που αντιμετωπίζει διαχρονικά ο αεροδιαστημικός τομέας είναι η ετοιμότητα των συστημάτων λόγω γήρανσης. Οι
περισσότερες διεργασίες γήρανσης (π.χ. κόπωση, διάβρωση, κλπ.) μειώνουν τα επίπεδα σχεδιασμού της δομικής
ακεραιότητας κάτω από τα όρια συνεχούς ασφαλούς λειτουργίας. Η μηχανική κόπωση του υλικού, δηλαδή η
κόπωση χαμηλών κύκλων (low cycle fatigue - LCF) και η κόπωση υψηλών κύκλων (high cycle fatigue - HCF),
αφορά στα δομικά στοιχεία του αερο-κελύφους, του κινητήρα και των υποσυστημάτων. Όσον αφορά στην κόπωση
χαμηλών κύκλων, χρησιμοποιούνται μοντέλα με βάση τη μηχανική των θραύσεων, όπου οι υφιστάμενες ρωγμές
στη δομή του αεροσκάφους συσχετίζονται με το προσδόκιμο της ζωής. Κρίσιμο ρόλο έχουν οι προγραμματισμένες
επιθεωρήσεις με κλασσικές τεχνικές μη καταστροφικού ελέγχου με βάση τον υπέρηχο, τα δινορεύματα, κλπ., με
τις οποίες πραγματοποιείται ποσοτικοποίηση των ρωγμών και παρακολούθηση του ρυθμού διάδοσής τους στη δομή
1
. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η καινοτομία στις κλασσικές τεχνικές μη καταστροφικού ελέγχου σχετίζεται με
την ικανότητα ανίχνευσης όλο και μικρότερων ρωγμών/ατελειών, ώστε να καθίσταται δυνατή η παρακολούθηση
της διάδοσής τους όσο το δυνατόν νωρίτερα στη λειτουργική ζωή του υλικού.
Ο Πίνακας 10.5.1 παρουσιάζει τα προσεγγιστικά χαμηλά όρια μεγέθους ρωγμής τα οποία μπορούν να
ανιχνευτούν αξιόπιστα με τις μεθόδους μη καταστροφικών ελέγχων που χρησιμοποιούνται συνήθως στην
αεροπορική βιομηχανία. Παρόμοια όρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε προγράμματα επιθεώρησης βασισμένα
σε ανοχή στη βλάβη (damage tolerance). Επισημαίνεται, ότι τα όρια του Πίνακα 10.5.1 είναι εφικτά για τον έλεγχο
ορισμένων δομών από καλά εκπαιδευμένους επιθεωρητές που εργάζονται σε ένα ιδανικό περιβάλλον βιομηχανικής
παραγωγής, και όχι για επιθεωρήσεις ρουτίνας στο πεδίο.

Μη Καταστροφική Μέθοδος Θέση ρωγμής Μέγεθος ρωγμής (mm)


Χειροκίνητα 0,75 - 1,0
Δινορεύματα Ημι-αυτόματα Κοντά στην επιφάνεια 0,5 - 0,75
Αυτόματα 0,15 - 0,25
Χειροκίνητα 0,8 - 1,6
Υπέρηχοι Υπο-επιφανειακά
Αυτόματα 0,4 - 0,8
Χειροκίνητα 2.0 - 2,5
Διεισδυτικά υγρά Επιφανειακά
Αυτόματα 1,5 - 2,0
Μαγνητικά σωματίδια Χειροκίνητα Κοντά στην επιφάνεια 0,25 - 0,5
Πίνακας 10.5.1 Προσεγγιστικά όρια μεγέθους ρωγμής που μπορεί να ανιχνευτεί αξιόπιστα 2.

Με βάση τα όρια των τεχνικών μη καταστροφικού ελέγχου, γίνεται αντιληπτό ότι ρωγμές σε ανιχνεύσιμο μέγεθος
μπορούν να προβλεφθούν με σχετική ακρίβεια χρησιμοποιώντας δεδομένα θραυστομηχανικής. Αυτό σημαίνει ότι
για την κόπωση χαμηλών κύκλων, όπου ο ρυθμός διάδοσης της ρωγμής σε μεταλλική δομή είναι αργός, το όριο

259
ανίχνευσης ρωγμών με τις σύγχρονες μη καταστροφικές τεχνικές αντιστοιχεί σε πρώιμα στάδια βλάβης που
ισοδυναμούν σε περίπου 20%-30% της ζωής του υλικού.
Όμως, πρόσφατες αστοχίες αεροδιαστημικών συστημάτων που αποδίδονται στην επίδραση κόπωσης
υψηλών κύκλων σχετίζονται με καταστάσεις βλάβης που δημιουργούνται από αλληλεπίδραση της HCF με LCF,
μικρο-τριβή (fretting), διάβρωση (corrosion), και άλλα φαινόμενα γήρανσης. Το πρόβλημα αφορά κυρίως στην
αξιοπιστία των κινητήρων αεροσκαφών, όπου η ρωγμή στα πτερύγια του κινητήρα δημιουργείται κατά την
απογείωση ή την προσγείωση του αεροσκάφους (κόπωση χαμηλών κύκλων) και στη συνέχεια διαδίδεται ταχύτατα
με δονήσεις κατά την πτήση (κόπωση υψηλών κύκλων). Το αποτέλεσμα της HCF είναι μια ρωγμή κάτω από τα
όρια ανίχνευσης με τις συμβατικές μη καταστροφικές μεθόδους (έως και το 95% της ζωής της δομής) να είναι
δυνατόν να διαδοθεί ακαριαία κατά την επόμενη πτήση με αποτέλεσμα την ξαφνική απώλεια του αεροσκάφους (σε
περίπτωση μαχητικών μονοκινητήριων αεροσκαφών). Αυτές οι καταστάσεις βλάβης είναι δύσκολα προβλέψιμες
και δεν λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό, με αποτέλεσμα να οδηγούν στην καθήλωση στο έδαφος μεγάλου
αριθμού αεροσκαφών για επιθεώρηση.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας αξιόπιστων τεχνικών μη
καταστροφικής αξιολόγησης της μικροδομής του υλικού, της ανίχνευσης της πρώιμης βλάβης, της έναρξης της
ρωγμής, και της έμμεσης παρακολούθησης των μικρών ρωγμών, ώστε να γίνουν πλήρως κατανοητές οι βασικές
συνθήκες που προκαλούν αστοχίες κόπωσης υψηλών κύκλων. Συνεπώς, απαιτείται η ανάπτυξη μια παραμέτρου
που θα προσδιορίζεται με μη καταστροφικό τρόπο και θα συσχετίζεται με την πρώιμη βλάβη λόγω κόπωσης, την
έναρξη της ρωγμής, τη διάδοση ρωγμών μικρού μεγέθους συναρτήσει της εναπομένουσας ζωής της δομής.
Διάφοροι ερευνητές προσπάθησαν να αναπτύξουν τεχνικές για τον χαρακτηρισμό της βλάβης λόγω κόπωσης των
αεροδιαστημικών υλικών, οι οποίες βασίζονται στη γραμμική ακουστική, δηλαδή σε μετρήσεις ταχύτητας
υπερήχων και εξασθένησης 3. Όμως, μελέτες της ταχύτητας των υπερήχων συναρτήσει των κύκλων κόπωσης δεν
παρουσιάζουν αξιοσημείωτες μεταβολές. Από την άλλη, η εξασθένηση των υπερήχων παρουσιάζει μεγάλες
μεταβολές, ωστόσο, η συσχέτιση των μεταβολών αυτών με το επίπεδο βλάβης του υλικού είναι σχεδόν αδύνατη
διότι πολλοί άλλοι παράγοντες (πειραματικές παράμετροι, μέγεθος κόκκων, κ.λπ.) μπορούν να επηρεάσουν την
εξασθένηση με παρόμοιο τρόπο.
Μελέτες των γραμμικών ιδιοτήτων κράματος αλουμινίου και ανοξείδωτου χάλυβα έδειξαν δραματικές
μεταβολές στη μη γραμμική παράμετρο όταν το υλικό έφτανε στο 30-40% της συνολικής ζωής κόπωσης 4. Η
τεχνική αυτή όμως είχε σημαντικούς περιορισμούς καθώς δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί σε πραγματικό χρόνο
σε δοκίμια που υποβαλλόταν σε κόπωση, ή στο πεδίο για την παρακολούθηση της υγειούς λειτουργίας της δομής.
Το 1996, η Υπηρεσία Προηγμένων Αμυντικών Προγραμμάτων των ΗΠΑ (Defense Advanced Research
Projects (DARPA) δημιούργησε ερευνητικό πρόγραμμα για την εξεύρεση λύσης 5. Αυτό, μεταξύ άλλων, οδήγησε
στην ανάπτυξη καινοτόμου μη καταστροφικής μεθοδολογίας βασισμένης στη μη γραμμική ακουστική για την
πρόγνωση της αστοχίας λόγω HCF κρίσιμων εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε αεροδιαστημικές εφαρμογές.
Η μέθοδος αυτή είναι ευαίσθητη στα πρώιμα στάδια της συσσώρευσης βλάβης λόγω κόπωσης. Για τον
χαρακτηρισμό των μηχανισμών κόπωσης με ακουστικά κύματα είναι απαραίτητη η κατανόηση της φυσικής της
διάδοσης των ακουστικών ή ελαστικών κυμάτων σε στερεά υλικά, καθώς και των νόμων που διέπουν τη διαδικασία
υποβάθμισης των ιδιοτήτων του υλικού λόγω κόπωσης. Στην κατεύθυνση αυτή, το «μοντέλο δονούμενων χορδών
της απόσβεσης διαταραχών (vibrating string model of dislocation damping)», το οποίο αναπτύχθηκε στη δεκαετία
το 1950 6, υπήρξε το σημείο εκκίνησης όλων των θεωριών που πραγματεύονται την αλληλεπίδραση των
ακουστικών κυμάτων με τις διαταραχές στο υλικό.
Είναι γνωστό ότι η γραμμική σχέση ανάμεσα στην τάση και την παραμόρφωση (γραμμικός νόμος του
Hook) περιγράφει επαρκώς τις μηχανικές ιδιότητες των στερεών. Ο νόμος του Hooke παρέχει έναν τρόπο
συσχέτισης της τάσης με την παραμόρφωση μέσω των ελαστικών σταθερών δεύτερης τάξης ή των μέτρων
ελαστικότητας του στερεού. Η γραμμική προσέγγιση επιτρέπει τον πειραματικό προσδιορισμό δυο ιδιοτήτων στο
υλικού, την ταχύτητα των υπερήχων (μέτρα ελαστικότητας) και την εξασθένηση (απόσβεση). Όμως, έχει
αποδειχθεί 7 ότι αυτές οι παράμετροι δεν είναι ικανές να περιγράψουν το μηχανισμό κόπωσης. Γενικά, ένα στερεό
διαθέτει μη γραμμική συμπεριφορά, αλλά αυτή αγνοείται για πρακτικές τεχνολογικές εφαρμογές και με σκοπό την
απλοποίηση, και τα υλικά αντιμετωπίζονται ως γραμμικά μέσα. Επομένως, είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητή η
διάδοση ακουστικών κυμάτων σε ένα μη γραμμικό ελαστικό υλικό. Η εισαγωγή μη γραμμικών όρων στη σχέση
τάσης-παραμόρφωσης οδηγεί στο να συμπεριληφθούν ελαστικές σταθερές ανώτερης τάξης.

260
10.5.2 Θεωρητική ανάλυση
Η παραγωγή αναλυτικών εκφράσεων για τη μη γραμμική παράμετρο επιτρέπει τη χρήση τεχνικών μη γραμμικής
ακουστικής για την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο της συσσώρευσης βλάβης λόγω κόπωσης σε
τεχνολογικά υλικά. Αναλυτικές εκφράσεις της μη γραμμικής παραμέτρου για διάδοση κυμάτων χώρου και κυμάτων
επιφάνειας (Rayleigh) δίνονται στο Κεφάλαιο 2 (Υπέρηχοι), ενότητα 2.2.4.

10.5.3 Προσδιορισμός σε πραγματικό χρόνο της μη γραμμικότητας του υλικού κατά τη


μηχανική κόπωση
Ο προσδιορισμός σε πραγματικό χρόνο της μη γραμμικότητας του υλικού γίνεται με τη μέτρηση του πλάτους της
δεύτερης αρμονικής. Η πιεζοηλεκτρική ανίχνευση της δεύτερης αρμονικής βασίζεται στη διάδοση στο δοκίμιο ενός
μονοχρωματικού κύματος υπερήχων συχνότητας f. Το ελαστικό κύμα παραμορφώνεται κατά τη διάδοσή του στο
δοκίμιο, ως αποτέλεσμα της αναρμονικότητας του κρυσταλλικού πλέγματος και άλλων μικροδομικών
διαταράξεων, όπως τα όρια κόκκων και οι διαταραχές. Κατά τη διαδικασία της κόπωσης, το κρυσταλλικό πλέγμα
του υλικού παραμένει σταθερό επειδή το εφαρμοζόμενο επίπεδο τάσης βρίσκεται στην ελαστική περιοχή και είναι
πολύ κατώτερο της αντοχής διαρροής. Όμως, οι υπόλοιποι παράγοντες (όρια κόκκων, διαταραχές, κλπ.), αλλάζουν
συναρτήσει του επιπέδου κόπωσης. Το παραμορφωμένο ακουστικό σήμα αποτελείται από συνδυασμό των
αρμονικών και αυξάνει καθώς διαδίδεται, έως ότου ο συντελεστής εξασθένησης να σταματήσει την ανάπτυξή του.
Το αρμονικό τμήμα του παραμορφωμένου σήματος υπερήχων είναι πολύ ευαίσθητο σε μεταβολές της πυκνότητας
ενέργειας παραμόρφωσης λόγω αλλαγών των παραγόντων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Το κύμα της δεύτερης
αρμονικής, συχνότητας 2f, ανιχνεύεται χρησιμοποιώντας ένα δεύτερο πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο. Ο αισθητήρας
κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας μονοκρυστάλλους νιοβικού λιθίου (lithium niobate - LiNbO3) 36o Y-κοπής, που
τοποθετούνται εντός κατάλληλα σχεδιασμένου κελύφους από ορείχαλκο και σωλήνωσης από πλεξιγκλάς. Οι
μονοκρύσταλλοι νιοβικού λιθίου χρησιμοποιούνται επειδή πρόκειται για γραμμικά υλικά, τα οποία επίσης
παρουσιάζουν υψηλότερη ηλεκτρομαγνητική σύζευξη σε σύγκριση με τους κρυστάλλους χαλαζία (quartz).
Κατά τη μέτρηση της μη γραμμικής παραμέτρου β κατά τη διάρκεια κυκλικής φόρτισης του δοκιμίου, η
εκτίμηση της μεταβολή του β με το χρόνο είναι πιο σημαντική από τον προσδιορισμό των απόλυτων τιμών του β.
Επομένως, πραγματοποιούνται μετρήσεις των σχετικών μεταβολών της μη γραμμικότητας του υλικού, το οποίο
βρίσκεται σε κάποιο επίπεδο κόπωσης, ως προς την τιμή αναφοράς στην κατάσταση που είχε πριν υποβληθεί σε
μηχανική καταπόνηση. Έτσι, επιτυγχάνεται ο πειραματικός προσδιορισμός της αδιάστατης μη γραμμικής
παραμέτρου β, η οποία ορίζεται από την εξίσωση (2.46) για διάδοση κυμάτων χώρου, ή την εξίσωση (2.58) για
διάδοση κυμάτων επιφανείας Rayleigh 8-10, εξαρτάται δηλαδή και στις δυο περιπτώσεις από το λόγο Α2/Α12 (όπου,
Α1: πλάτος θεμελιώδους κύματος συχνότητας f, και Α2: πλάτος κύματος δεύτερης αρμονικής συχνότητας 2f) Η
παράμετρος β κανονικοποιήται στη συνέχεια με την τιμή της βo (τιμή αναφοράς της μη γραμμικής παραμέτρου
στην κατάσταση πριν υποβληθεί σε μηχανική καταπόνηση). Συνεπώς, γίνεται προφανές ότι δεν απαιτείται
προσδιορισμός της απόλυτης τιμής της μη γραμμικής παραμέτρου ενός υλικού για την εκτίμηση του επιπέδου
βλάβης λόγω κόπωσης χρησιμοποιώντας μετρήσεις μη γραμμικής ακουστικής, καθιστώντας έτσι δυνατή την
αξιολόγηση των επιπτώσεων της κόπωσης στη δομή σε πραγματικό χρόνο 11,12.
Ένα σημαντικό θέμα για την ορθή αποτίμηση της μη γραμμικότητας του υλικού είναι η χρήση γραμμικής
οργανολογίας. Οι μετρήσεις μη γραμμικότητας θα πρέπει δηλαδή να προέρχονται μόνο από μεταβολές στη μη
γραμμικότητα του ίδιου του υλικού και όχι από διακυμάνσεις στο χρόνο λόγω των χρησιμοποιούμενων οργάνων,
όπως για παράδειγμα λόγω βαθμιαίας θέρμανσης των ενισχυτικών διατάξεων κλπ.). Τα πειραματικά δεδομένα που
παρουσιάζονται πιο κάτω έχουν ληφθεί χρησιμοποιώντας ενισχυτές και φίλτρα με καθαρά γραμμική απόκριση. Για
παράδειγμα, τα σήματα της θεμελιώδους συχνότητας και της δεύτερης αρμονικής ανιχνεύτηκαν χρησιμοποιώντας
γραμμικά ζωνοπερατά (bandpass) φίλτρα υψηλής ποιότητας με λόγο απόρριψης καλύτερο από 60 dB. Δύο τέτοια
φίλτρα χαμηλής ισχύος (μέχρι 100 W) σχεδιάστηκαν, το ένα με κεντρική συχνότητα 5 MHz, και το άλλο με
συχνότητα 10 MHz. Τα Σχήματα 10.5.1α και 10.51β δείχνουν τα χαρακτηριστικά και προσομοιώσεις δεδομένων
απόδοσης των φίλτρων χαμηλής ισχύος των 5 MHz και 10 MHz, αντίστοιχα.

261
Σχήμα 10.5.1 Δεδομένα απόδοσης ζωνοπερατών φίλτρων (a) 5 MHz, και (b) 10 MHz.

Η θήκη του αισθητήρα και οι αρπάγες της μηχανής κόπωσης σχεδιάστηκαν με τρόπο ώστε να επιτρέπεται η online
παρακολούθηση της μη γραμμικής παραμέτρου του υλικού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κόπωσης, επειδή οι
συμβατικές αρπάγες δεν είναι κατάλληλες για την πρόσδεση των αισθητήρων στο δοκίμιο.
Η πειραματική διαμόρφωση για την πιεζοηλεκτρική ανίχνευση του σήματος της δεύτερης αρμονικής κατά
τη διάρκεια της μηχανικής κόπωσης βασίζεται σε μια γεννήτρια παλμού ημιτόνου (tone-burst) και έναν ενισχυτή
ισχύος για τη διάδοση διαμηκών ηχητικών κυμάτων στο δοκίμιο συχνότητας 5 MHz. Ένα γραμμικό φίλτρο υψηλής
ενέργειας τοποθετήθηκε ανάμεσα στον ενισχυτή ισχύος και στον αισθητήρα ώστε να φιλτράρονται τα ανεπιθύμητα
αρμονικά σήματα. Ο ίδιος αισθητήρας χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνευση του σήματος του θεμελιώδους κύματος
που ανακλάται από το άλλο άκρο του δοκιμίου. Ένας αισθητήρας 10 MHz, κολλημένος στο άλλο άκρο του
δοκιμίου, χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη του σήματος της δεύτερης αρμονικής. Το σήμα της δεύτερης αρμονικής
οδηγήθηκε σε γραμμικό ενισχυτή στενής ζώνης μέσω του ζωνοπερατού φίλτρου των 10 MHz. Τα σήματα της
θεμελιώδους V1 (mV), καθώς και της δεύτερης αρμονικής V2 (mV), ψηφιοποιήθηκαν με μετατροπέα A/D και
τελικά προσδιορίστηκε η μη γραμμική παράμετρος β.
Επειδή μετρήθηκε η μη γραμμική ιδιότητα του δοκιμίου, ήταν απαραίτητο να επαληθευτεί ότι η μετρητική
διάταξη είχε πραγματικά γραμμική απόκριση. Για τον έλεγχο της γραμμικότητας του συστήματος,
πραγματοποιήθηκε ένα απλό πείραμα σε θερμοκρασία δωματίου, χρησιμοποιώντας ένα δοκίμιο από κράμα
τιτανίου (Ti-6Al-4V) το οποίο δεν είχε υποστεί κόπωση, μεταβάλλοντας την τάση εισόδου στον αισθητήρα
μετάδοσης. Αποδείχθηκε με τον τρόπο αυτόν, ότι η κλίση της καμπύλης του πλάτους της δεύτερης αρμονικής ως
προς τη θεμελιώδη ήταν γραμμική όταν χρησιμοποιούταν τα γραμμικά φίλτρα. (βλ. Σχ. 10.5.2).

Σχήμα 10.5.2 Έλεγχος γραμμικότητας της μετρητικής διάταξης: (α) δίχως το γραμμικό ζωνοπερατό φίλτρο για το σήμα της
δεύτερης αρμονικής, και (β) με το γραμμικό ζωνοπερατό φίλτρο για το σήμα της δεύτερης αρμονικής.

262
Όπως αποδεικνύεται, συγκρίνοντας τα Σχήματα 10.5.2α και 10.5.2β, η χρήση γραμμικών ζωνοπερατών φίλτρων
οδηγεί σε μια τελείως γραμμική πειραματική διάταξη. Επομένως, η μέτρηση της μη γραμμικής συμπεριφοράς
μπορεί να αποδοθεί στη μη γραμμικότητα του υλικού και όχι στην οργανολογία μέτρησης.
Επειδή οι μετρήσεις απαιτούν ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα για τα πειράματα που εκτελούνται σε
συχνότητα 1 Hz, είναι απαραίτητος ο έλεγχος της σταθερότητας της μετρητικής διάταξης στη διάρκεια του χρόνου.
Τα πλάτη του σήματος του κύματος θεμελιώδης συχνότητας και της δεύτερης αρμονικής παρακολουθήθηκαν για
περίοδο 24 ωρών στο εργαστήριο και μόνο μικρές διακυμάνσεις παρατηρήθηκαν, αμελητέες συγκριτικά με τις
τιμές που καταγράφονται κατά τη διάρκεια της κόπωσης. Το Σχήμα 10.5.3 παρουσιάζει τα πλάτη του κύματος
θεμελιώδους συχνότητας, A1, και δεύτερης αρμονικής, A2, συναρτήσει του χρόνου για περίοδο 24 ωρών σε
συνθήκες εργαστηρίου.

Σχήμα 10.5.3 Δοκιμή σταθερότητας μακράς διάρκειας της μετρητικής διάταξης σε θερμοκρασία δωματίου.

Η πειραματική τεχνική που περιεγράφηκε πιο πάνω χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση των μη γραμμικών
ακουστικών ιδιοτήτων κράματος Ti-6Al-4V και τον χαρακτηρισμό, σε πραγματικό χρόνο, της συμπεριφοράς του
υλικού σε κόπωση. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών κόπωσης, τα δοκίμια υποβλήθηκαν σε κυκλική φόρτιση με
συχνότητα 1 Hz σε συνθήκες κόπωσης χαμηλών κύκλων (σmax = 850 MPa, και λόγο R = 0.1). Η ταχύτητα των
υπερήχων και η μη γραμμική ιδιότητα μετρήθηκαν σε μηδενικό φορτίο στο δοκίμιο, σε διαστήματα των 100
κύκλων κόπωσης.
Οι μετρήσεις της εξασθένησης και της ταχύτητας των διαμηκών κυμάτων πραγματοποιήθηκαν σε
συχνότητα 5 MHz στα διάφορα στάδια κόπωσης. Παρατηρήθηκε ότι η διαμήκης ταχύτητα ήχου είχε μια μικρή
μετρήσιμη μεταβολή στην αρχή της διαδικασίας κόπωσης (βλ. Σχ. 10.5.4). Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί από τη
μικρή αύξηση του μήκους του δοκιμίου που λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία κόπωσης. Για τον ακριβή
προσδιορισμό της ταχύτητας των υπερήχων, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι μεταβολές μήκους
του δοκιμίου.

263
Σχήμα 10.5.4 Διακύμανση της ταχύτητας διαμήκους κύματος με τη ζωή κόπωσης.

Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε αύξηση της εξασθένησης στα αρχικά στάδια της κόπωσης (βλ. Σχ. 10.5.5). Η αρχική
αύξηση της εξασθένησης είναι αρκετά σημαντική, όμως, η εξασθένηση είναι λιγότερο ευαίσθητη στη διαδικασία
κόπωσης μετά το 20% της ζωής κόπωσης. Η υψηλότερη εξασθένηση στους υψηλότερους κύκλους κόπωσης
υποδηλώνει μεγαλύτερη σκέδαση των ελαστικών κυμάτων λόγω αύξησης της πυκνότητας των διπόλων διαταραχών
κατά την κόπωση. Όταν επέλθει κορεσμός στην πυκνότητα των διαταραχών, σταθεροποιείται το επίπεδο σκέδασης
του ελαστικού κύματος που διαδίδεται υλικό. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι διαταραχές έχουν γενικά την
τάση να κινούνται προς την επιφάνεια του υλικού. Αυτό σημαίνει ότι η μέτρηση της εξασθένησης των κυμάτων
χώρου κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του υλικού έχει μικρότερη σπουδαιότητα.

Σχήμα 10.5.5 Διακύμανση της εξασθένησης των υπερήχων με τη ζωή κόπωσης.

Η διακύμανση του πλάτους της δεύτερης αρμονικής, κατά τη μεταβολή του πλάτους του σήματος της θεμελιώδους,
χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της μη γραμμικής ακουστικής συμπεριφοράς του υλικού. Όσο το υλικό
υποβάλλεται σε κόπωση, το πλάτος του σήματος της δεύτερης αρμονικής αυξάνει και δίνει μια πιο απότομη κλίση.
Το Σχήμα 10.5.6 παρουσιάζει μετρήσεις του β συναρτήσει των κύκλων κόπωσης για τρία διαφορετικά δοκίμια Ti-
6Al-4V. Η τάση της διακύμανσης του σχετικού (κανονικοποιημένου) β συναρτήσει της ζωής κόπωσης είναι
παρόμοια και για τα τρία δοκίμια, όμως, το επίπεδο μη γραμμικότητας είναι διαφορετικό διότι τα τρία δοκίμια
υποβάλλονται σε διαφορετικές συνθήκες κόπωσης.

264
Σχήμα 10.5.6 Διακύμανση της μη γραμμικής παραμέτρου β με τη ζωή κόπωσης για το Ti-6Al-4V.

Το Σχήμα 10.5.7 απεικονίζει την κανονικοποιημένη μη γραμμικότητα (συνεχής γραμμή στο διάγραμμα) του Ti-
6Al-4V συναρτήσει του αριθμού κύκλων, καθώς και τη συσχέτιση με την πυκνότητα των διαταραχών (σημειακά
δεδομένα στο διάγραμμα) που προσδιορίστηκε με ανάλυση δεδομένων ηλεκτρονικής μικροσκοπίας
διαπερατότητας (TEM). Παρατηρείται ότι η ακουστική μη γραμμικότητα του υλικού παρουσιάζει σημαντικές
μεταβολές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κόπωσης. Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τις μετρήσεις
της εξασθένησης και της ελαστικής συμπεριφοράς του υλικού, όπου το μεγαλύτερο μέρος της διακύμανσης
συνέβαινε πριν το 20% της ζωής κόπωσης. Η δεύτερη αρμονική που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της
διαδικασίας κόπωσης δεν είναι μόνο ευαίσθητη στα πρώιμα στάδια της κόπωσης, αλλά και στα μετέπειτα στάδια
της βλάβης. Αυτό σημαίνει ότι το αρμονικό σήμα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις μικροδομικές μεταβολές του
υλικού. Η διακύμανση της μη γραμμικότητας συνεχίζει λόγω δημιουργίας κατά τη διαδικασία κόπωσης
επιπρόσθετων διπόλων διαταραχών, καθώς και της αλληλεπίδρασης αυτών με τα ακουστικά κύματα, όπως έχει ήδη
προβλεφθεί από σχετικά θεωρητικά μοντέλα και πειρατική εργασία 7,11-13.

Σχήμα 10.5.7 Συσχέτιση απεικόνισης TEM και πυκνότητας διαταραχών για το Ti-6Al-4V με την κανονικοποιημένη μη
γραμμικότητα συναρτήσει του επιπέδου κόπωσης.

265
10.5.4 Συμπέρασμα
Η παρούσα ενότητα παρέχει μία επισκόπηση της χρήσης των μη γραμμικών ακουστικών κυμάτων για την εκτίμηση
της εξέλιξης της μικρο-βλάβης, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης των διαταραχών στο υλικό και της μικρο-
ρηγμάτωσης. Αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη υψηλότερων αρμονικών και, συνεπώς, αποτελεί έναν εξαιρετικό
τρόπο παρακολούθησης της βλάβης σε πραγματικό χρόνο, καθώς αυτή εξελίσσεται κατά τη διάρκεια κυκλικής
φόρτισης, από τα αρχικά στάδια της κόπωσης έως την τελική αστοχία της δομής. Η μη γραμμική παράμετρος που
προσδιορίζεται πειραματικά επιτρέπει την πρόβλεψη της εναπομένουσας ζωής κρίσιμων εξαρτημάτων που
χρησιμοποιούνται στην αεροδιαστημική βιομηχανία 13.

266
10.5.5 Βιβλιογραφία

[1] Dokun, O. D., L. J. Jacobs, R. M. Haj-Ali, “Ultrasonic Monitoring of Material Degradation in FRP Composites”,
J. Eng. Mech., vol. 126, pp. 704–710, (2000).
[2] Miedlar, P. C., A. P. Berens, A. Gunderson, J. P. Gallagher, Guidelines for the Analysis and Design of Damage
Tolerant Aircraft Structures, Dayton, OH, 2002.
[3] Mobley, J., K. R. Waters, C. H. Hall, J. N. Marsh, M. S. Hughes, G. H. Brandenburger, J. G. Miller,
“Measurements and Predictions of Phase Velocity and Attenuation Coefficient in Suspensions of Elastic
Microspheres”, J. Acoust. Soc. Am., vol. 106, pp. 652-659, (1999).
[4] Frouin, J., J. Maurer, S. Sathish, D. Eylon, J. K. Na, T. E. Matikas, “Real-Time Monitoring of Acoustic Linear
and Nonlinear Behavior of Titanium Alloys During Cyclic Loading”, MRS, vol. 591, pp. 79-84, (2000).
[5] Matikas, T. E., Development of Enabling Methodologies for Detection and Characterization of Early Stages of
Damage in Aerospace Materials, DoD (DARPA) Multidisciplinary Research Program of the University
Research Initiative, Air Force Office of Scientific Research, Dayton, OH, 1998.
[6] Granato, A., K. Lücke, “Theory of Mechanical Damping Due to Dislocations”, Journal of Applied Physics, vol.
27, pp. 583, (1956).
[7] Cantrell, J. H., W. T. Yost, “Acoustic Harmonic Generation from Fatigue-Induced Dislocation Dipoles”,
Philosophical magazine A, vol. 69(2), pp. 315-326, (1994).
[8] Herrmann, J., J. Y. Kim, L. J. Jacobs, J. Qu, J. W. Littles, M. F. Savage, “Assessment of Material Damage in a
Nickel-Base Superalloy Using Nonlinear Rayleigh Surface Waves”, Journal of Applied Physics, vol.
99(12), pp. 124913, (2006).
[9] Kim, J.-Y., L. J. Jacobs, J. Qu, J. W. Littles, “Experimental Characterization of Fatigue Damage in a Nickel-
Base Superalloy Using Nonlinear Ultrasonic Waves”, J Acoust Soc Am, vol. 120(3), pp. 1266-1273, (2006).
[10] Shui, G., J. Y. Kim, J. Qu, Y.-S. Wang, L. J. Jacobs, “A New Technique for Measuring the Acoustic
Nonlinearity of Materials Using Rayleigh Waves”, NDT&E International, vol. 41, pp. 326-329, (2008).
[11] Frouin, J., S. Sathish, T. E. Matikas, J. K. Na, “Ultrasonic Linear and Nonlinear Behavior of Fatigued Ti-6Al-
4V”, Journal of Materials Research, vol. 14(4), pp. 1295-1298, (1999).
[12] Frouin, J., J. Maurer, S. Sathish, D. Eylon, J. K. Na, T. E. Matikas, “Real-Time Monitoring of Acoustic Linear
and Nonlinear Behavior of Titanium Alloys During Cyclic Loading”, Nondestructive Methods for
Materials Characterization, Materials Research Society, vol. 591, pp. 79-84, (2000).
[13] Matikas, T. E., “Damage Characterization and Real-Time Health Monitoring of Aerospace Materials Using
Innovative NDE Tools”, Journal of Materials Engineering and Performance, vol. 19(5), pp. 751-760,
(2010).

267
10.6 Ταχύς προσδιορισμός του ορίου κόπωσης σε μεταλλικά υλικά με Υπέρυθρη
Θερμογραφία

10.6.1 Εισαγωγή
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως για τον προσδιορισμό του ορίου κόπωσης των υλικών βασίζεται στην
καμπύλη Wöhler ή καμπύλη S-N (τάση-κύκλοι κόπωσης), η οποία όμως απαιτεί μεγάλο αριθμό δοκιμίων και
εκτεταμένο χρόνο πειραμάτων. Ως εκ τούτου, έχουν αναπτυχθεί νέες μεθοδολογίες, βασισμένες στην υπέρυθρη
θερμογραφία, για τον ταχύ προσδιορισμό του ορίου κόπωσης, μειώνοντας αισθητά τον χρόνο της πειραματικής
διαδικασίας. Για παράδειγμα, μια μέθοδος προσδιορισμού του ορίου κόπωσης βασίζεται στην ανάλυση της
επιφανειακής θερμοκρασίας των δοκιμίων όταν υποβάλλονται σε κυκλική φόρτιση 1,2. Μια άλλη μέθοδος βασίζεται
στην ανίχνευση της εσωτερικής διαχεόμενης ενέργειας η οποία εκπέμπεται από το υλικό κατά τη μηχανική κόπωση
3-5
. Οι παραπάνω μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί για την αποτίμηση του ορίου κόπωσης σε πολλά είδη υλικών, όπως
χάλυβας 6-8, αλουμίνιο 6,8 και σκυρόδεμα 9, καθώς και σε πολύπλοκες δομές 10, περτσινωμένα εξαρτήματα 11 και
συγκολλήσεις χάλυβα 12. Στην παρούσα περίπτωση παρουσιάζεται μια νέα μεθοδολογία για τον ταχύ και αξιόπιστο
προσδιορισμό του ορίου κόπωσης σε μεταλλικά υλικά, που βασίζεται στη θερμογραφία lock-in.

10.6.2 Υλικά
Παρουσιάζεται εδώ η εφαρμογή της νέας μεθόδου στον μαλακό χάλυβα AISI 1006 (σUTS = 330 MPa), ο οποίος
είναι όλκιμος και χρησιμοποιείται για την κατασκευή καλωδίων, σωληνώσεων, κλπ., καθώς και στο αλουμίνιο
1050 H16 (σUTS = 140 MPa,), το οποίο παρουσιάζει καλή διαμορφωσιμότητα και χρησιμοποιείται για την
κατασκευή σύνθετων πάνελ αλουμινίου, προσόψεων, φύλλων επένδυσης οροφής, διακοσμητικών υλικών, κλπ. H
γεωμετρία και διαστάσεις των δοκιμίων φαίνεται στο Σχήμα 10.6.1.

Σχήμα 10.6.1 Γεωμετρία δοκιμίου 13

10.6.3 Καμπύλη S-N


Για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της νέας μεθόδου με βάση τη θερμογραφία έγινε σύγκριση με τα
αποτελέσματα του ορίου κόπωσης που προσδιορίστηκε με τη συμβατική μέθοδο της καμπύλης S-N 13. Για τον
σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν δοκιμές κόπωσης με συχνότητα 5 Ηz σε διαφορετικά επίπεδα τάσης. Αρχικά, τα
δοκίμια υποβλήθηκαν σε εφελκυστική κόπωση με λόγο τάσης (ελάχιστη/μέγιστη τάση) R = 0,1 και μέγιστη τάση
το 95% της τιμής της εφελκυστικής αντοχής τους (0,95 σUTS). Στη συνέχεια, για κάθε δοκιμή κόπωσης η τιμή της
μέγιστης τάσης μειωνόταν κατά 5% σUTS. Η πειραματική διαδικασία ολοκληρωνόταν όταν τα δοκίμια έφταναν
στους 106 κύκλους χωρίς να έχουν υποστεί θραύση. Για τον υπολογισμό του ορίου κόπωσης του χάλυβα
απαιτήθηκαν συνολικά 30 δοκίμια και η πειραματική διαδικασία διήρκησε 45 περίπου ημέρες. Αντίστοιχα για το
αλουμίνιο υποβλήθηκαν σε κόπωση 25 δοκίμια με συνολική διάρκεια πειραμάτων τις 35 ημέρες 13.

268
10.6.3.1 Χάλυβας

Ο προσδιορισμός του ορίου κόπωσης του χάλυβα AISI 1006 με τη συμβατική μέθοδο της καμπύλης Wöhler
(καμπύλη S-N) παρουσιάζεται στο Σχήμα 10.6.2. Κάθε σημείο της καμπύλης αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο τάσης (%
σuts) που εφαρμόστηκε στο δοκίμιο, καθώς και στον αριθμό κύκλων κόπωσης του δοκιμίου ως την αστοχία για το
συγκεκριμένο επίπεδο τάσης. Χρησιμοποιήθηκαν πέντε δοκίμια και η τυπική απόκλιση των πειραματικών
αποτελεσμάτων φαίνεται στο Σχήμα 10.6.2. Το όριο κόπωσης ορίζεται ως η υψηλότερη τιμή της τάσης για την
οποία τα δοκίμια δεν αστοχούν (φθάνουν δηλαδή τους 106 κύκλους). Για τον χάλυβα AISI 1006 το όριο κόπωσης
βρέθηκε στο 70% της εφελκυστικής αντοχής του, δηλαδή 231 MPa 13.

Σχήμα 10.6.2 Καμπύλη Wöhler: Χάλυβας AISI 1006 13

10.6.3.2 Αλουμίνιο

Η ίδια διαδικασία πραγματοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του ορίου κόπωσης στο αλουμίνιο 1050 Η16 με τη
συμβατική μέθοδο της καμπύλης Wöhler (βλ. Σχ. 10.6.3). Από τη συγκεκριμένη καμπύλη προκύπτει ότι το όριο
κόπωσης αντιστοιχεί στο 75% της εφελκυστικής αντοχής του αλουμινίου, δηλαδή 105 MPa 13.

Σχήμα 10.6.3 Καμπύλη Wöhler: Αλουμίνιο 1050 Η16 13

269
10.6.4 Πειραματική διαδικασία προσδιορισμού του ορίου κόπωσης με θερμογραφία lock-in
Για τη μέθοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε υπέρυθρη κάμερα CEDIP με ανιχνευτή 3-5 μm που τοποθετήθηκε σε
απόσταση 40 cm από το δοκίμιο για να επιτευχθεί το βέλτιστο πεδίο εστίασης. Για το συγχρονισμό της μηχανής
κόπωσης με την υπέρυθρη κάμερα, με σκοπό την καταγραφή θερμογραφημάτων φάσης, χρησιμοποιήθηκε
ενισχυτής lock-in, ο οποίος συνδέθηκε με την θερμοκάμερα αλλά και με την μονάδα ελέγχου της μηχανής 13.
Τα δοκίμια επικαλύφθηκαν με μια πολύ λεπτή στρώση μαύρου «ματ» χρώματος με συντελεστή εκπομπής
0,95, ώστε να επιτευχθεί ομοιόμορφη κατανομή υψηλού συντελεστή εκπομπής στην υπό εξέταση επιφάνεια των
δοκιμίων για αποφυγή εσφαλμένων αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια κάθε δοκίμιο υποβλήθηκε σε σταδιακή κόπωση
μέχρι τη θραύση του. Συγκεκριμένα, τα βήματα της νέας μεθοδολογίας είναι:

• Πρώτο βήμα: Το δοκίμιο υποβάλλεται σε εφελκυστική κόπωση διάρκειας 6000 κύκλων, με


μέγιστη τάση το 10% σUTS.
• Κάθε επόμενο βήμα: Η μέγιστη τιμή της τάσης αυξάνεται κατά 10% σUTS έως ότου φθάσει την
τιμή του 60% σUTS.
• Από το σημείο αυτό (60% σUTS) και έπειτα: Η μέγιστη τάση της κόπωσης αυξάνεται κατά 5% σUTS
έως την αστοχία του δοκιμίου.

Η κυματομορφή της κόπωσης είναι ημιτονοειδής, η συχνότητα 10 Ηz και R = 0,1. Κατά τη διάρκεια της κόπωσης,
η υπέρυθρη κάμερα καταγράφει το ποσό της ενέργειας που εκπέμπεται από το υλικό ως υπέρυθρη ακτινοβολία.
Σύμφωνα με την παραδοχή ότι η ενέργεια που καταγράφει η κάμερα αντιστοιχεί στην εσωτερική διαχεόμενη
ενέργεια που εκπέμπει το υλικό καθώς καταπονείται 14, μπορεί να σχεδιαστεί μία καμπύλη, όπου σε κάθε επίπεδο
φόρτισης αντιστοιχεί μια τιμή ενέργειας. Σχεδιάζοντας τη συγκεκριμένη καμπύλη παρατηρείται ότι αυτή έχει
διγραμμική μορφή. Το σημείο στο οποίο τέμνονται οι δυο ευθείες με διαφορετική κλίση αποτελεί το όριο κόπωσης.

10.6.5 Πειραματικά αποτελέσματα

10.6.5.1 Χάλυβας

Η νέα μεθοδολογία θερμογραφίας lockin που περιγράφηκε παραπάνω εφαρμόστηκε για τον προσδιορισμό του
ορίου κόπωσης του χάλυβα AISI 1006 13.
Στο Σχήμα 10.6.4 φαίνονται τα θερμογραφήματα που απεικονίζουν την διαχεόμενη ενέργεια που
εκπέμπεται από τα δοκίμια χάλυβα στα διαφορετικά επίπεδα τάσης. Στα τρία πρώτα θερμογραφήματα (βλ. Σχ.
10.6.4α-γ) δεν παρατηρούνται αλλαγές στη θερμική ενέργεια. Στα επόμενα δύο θερμογραφήματα, που
αντιστοιχούν στο 60% και 65% του σUTS, τα δοκίμια διακρίνονται πιο καθαρά λόγω της αύξησης του φορτίου, ενώ
για τάση στο 70% σUTS η διαφορά στην ενέργεια είναι πλέον ορατή και έντονη (βλ. Σχ. 10.6.4στ). Φαίνεται λοιπόν
από τα θερμογραφήματα ότι το όριο κόπωσης βρίσκεται στο 70% σUTS, καθώς οι διαφορές στην εκπεμπόμενη
ενέργεια είναι πολύ μεγαλύτερες στη συνέχεια. Από το σημείο αυτό και έπειτα, με την αύξηση του φορτίου αυξάνει
και η εσωτερική διαχεόμενη ενέργεια λόγω κορεσμού των διαταραχών και ανάπτυξης μικρορωγμών που οδηγούν
τελικά σε αστοχία. Το παραπάνω καταδεικνύεται στα θερμογραφήματα (ζ-ι), με την αύξηση της ενέργειας να
αποτυπώνεται με το κόκκινο και μωβ χρώμα της κλίμακας θερμογραφίας.

270
Σχήμα 10.6.4 Θερμογραφήματα χάλυβα AISI 1006 13

Tο Σχήμα 10.6.5 παρουσιάζει τη διαχεόμενη ενέργεια που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο τάσης % σUTS του υλικού
στην οποία υποβάλλεται το δοκίμιο. Πρόκειται για μια διγραμμική σχέση, όπου μετά από ένα συγκεκριμένο επίπεδο
τάσης (στην περίπτωση του χάλυβα AISI 1006 είναι 70% σUTS) η διαχεόμενη ενέργεια αυξάνεται ραγδαία για μικρή
αύξηση της τάσης. Το σημείο στο οποίο τέμνονται οι δύο ευθείες με διαφορετική κλίση αντιστοιχεί στο όριο
κόπωσης του υλικού (όπως φαίνεται στο Σχ. 10.6.5). Για τον χάλυβα AISI 1006 το όριο κόπωσης βρίσκεται στο
70% σUTS, δηλαδή στα 231 MPa. Τα αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με το εκείνο της συμβατικής
μεθόδου υπολογισμού του ορίου κόπωσης.

Σχήμα 10.6.5 Προσδιορισμός ορίου κόπωσης χάλυβα AISI 1006 με θερμογραφία 13

10.6.5.2 Αλουμίνιο

Με παρόμοιο τρόπο έχουν ληφθεί τα θερμογραφήματα για το αλουμινίου 1050 Η16 (βλ. Σχ. 10.6.6) που
απεικονίζουν τη διαχεόμενη ενέργεια, που καταγράφηκε στην επιφάνεια του δοκιμίου για διαφορετικά επίπεδα
τάσης (από 42 MPa – 126 MPa) 13. Στα πρώτα θερμογραφήματα (βλ. Σχ. 10.6.6α-στ) παρατηρούνται πολύ μικρές
διαφορές στην ενέργεια και αποτυπώνονται από την αλλαγή του ανοιχτού μπλε χρώματος σε πράσινο της κλίμακας

271
θερμογραφίας. Η μεγαλύτερη διαφορά στην ενέργεια εμφανίζεται στο θερμογράφημα (ζ), στα 105 MPa (75% σUTS),
το οποίο αντιστοιχεί στην τομή των ευθειών διαφορετικής κλίσης της διγραμμικής καμπύλης που φαίνεται στο
Σχήμα 10.6.7. Στα θερμογραφήματα που αντιστοιχούν σε μεγαλύτερες τάσεις (η-ι), παρατηρείται ραγδαία αύξηση
της ενέργειας έως την τελική αστοχία του υλικού.

Σχήμα 3.6.6 Θερμογραφήματα αλουμινίου 1050 - Η16 13

Tο Σχήμα 10.6.7 παρουσιάζει τη διαχεόμενη ενέργεια που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο τάσης % σUTS του υλικού
στην οποία υποβάλλεται το δοκίμιο. Πρόκειται για μια διγραμμική σχέση, όπου μετά από ένα συγκεκριμένο επίπεδο
τάσης (στην περίπτωση του αλουμινίου 1050 Η16 είναι 75% σUTS) η διαχεόμενη ενέργεια αυξάνεται ραγδαία για
μικρή αύξηση της τάσης. Το σημείο στο οποίο τέμνονται οι δύο ευθείες με διαφορετική κλίση αντιστοιχεί στο όριο
κόπωσης του υλικού. Όπως φαίνεται στο Σχ. 10.6.6, για το αλουμίνιο 1050 Η16 το όριο κόπωσης βρίσκεται στο
75% σUTS, δηλαδή στα 105MPa. Τα αποτέλεσμα αυτό είναι σε πλήρη συμφωνία με το εκείνο της συμβατικής
μεθόδου υπολογισμού του ορίου κόπωσης.

272
Σχήμα 10.6.7 Προσδιορισμός ορίου κόπωσης αλουμινίου 1050 Η16 με θερμογραφία 13

10.6.6 Συμπέρασμα
Στην παρούσα περίπτωση παρουσιάστηκε μια μη καινοτόμος καταστροφική μεθοδολογία για τον ταχύ και
αξιόπιστο προσδιορισμό του ορίου κόπωσης των υλικών με τη χρήση ενός μόνο δοκιμίου (για την ελαχιστοποίηση
των όποιων πειραματικών σφαλμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν έως και πέντε δοκίμια). Τμήμα των παραπάνω
αποτελεσμάτων δημοσιεύθηκαν πρόσφατα 15-17. Η έρευνα αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη
μεθοδολογία με βάση την υπέρυθρη θερμογραφία μπορεί εύκολα να εφαρμοστεί σε διαφορετικούς τύπους υλικών,
όπως σε μονολιθικά υλικά (π.χ. μέταλλα), αλλά και σε σύνθετα υλικά με κεραμική και μεταλλική μήτρα.
Ο προσδιορισμός του ορίου κόπωσης μέσω της θερμογραφίας μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς της
μεθόδου Vohler μειώνοντας σημαντικά τον απαιτούμενο πειραματικό χρόνο από αρκετές εβδομάδες σε μερικές
μόνο ώρες.

273
10.6.7 Βιβλιογραφία

[1] Fargione, G., A. Geraci, G. La Rosa, A. Risitano, “Rapid Determination of the Fatigue Curve by the
Thermographic Method”, International Journal of Fatigue, vol. 24(1), pp. 11-19, (2002).
[2] La Rosa, G., A. Risitano, “Thermographic Methodology for Rapid Determination of the Fatigue Limit of
Materials and Mechanical Components”, International Journal of Fatigue, vol. 22(1), pp. 65-73, (2000).
[3] Luong, M. P., “Infrared Thermographic Scanning of Fatigue in Metals”, Nuclear Engineering and Design, vol.
158(2–3), pp. 363-376, (1995).
[4] Minh Phong, L., “Fatigue Limit Evaluation of Metals Using an Infrared Thermographic Technique”, Mechanics
of Materials, vol. 28(1-4), pp. 155-163, (1998).
[5] Brémond, P., P. Potet, "Lock-in Thermography: A Tool to Analyse and Locate Thermo-Mechanical Mechanisms
in Materials and Structures", pp. 560-566, R. B. Dinwiddie, A. E. Rozlosnik, eds., (Orlando, FL, 2001).
[6] Krapez, J. C., D. Pacou, G. Gardette, "Lock-in Thermography and Fatigue Limit of Metals", Proc. of QIRT'2000,
pp. 277-282, (2000).
[7] Curà, F., G. Curti, R. Sesana, “A New Iteration Method for the Thermographic Determination of Fatigue Limit
in Steels”, International Journal of Fatigue, vol. 27(4), pp. 453-459, (2005).
[8] Krapez, J. C., D. Pacou, "Thermography Detection of Damage Initiation During Fatigue Tests", pp. 435-449,
X. P. Maldague, A. E. Rozlosnik, eds., (Orlando, FL, 2002).
[9] Luong, P. M., "Nondestructive Damage Evaluation of Reinforced Concrete Structure Using Infrared
Thermography", Proc. of SPIE - The International Society for Optical Engineering, pp. 98-107, (Newport
Beach, CA, USA, 2000).
[10] Arnould, O., P. Brémond, F. Hild, "Thermal Evaluation of the Mean Fatigue Limit of a Complex Structure",
pp. 255-263, G. Raymond Peacock, D. D. Burleigh, J. J. Miles, eds., (Orlando, FL, 2005).
[11] Li, X. D., H. Zhang, D. L. Wu, X. Liu, J. Y. Liu, “Adopting Lock-in Infrared Thermography Technique for
Rapid Determination of Fatigue Limit of Aluminum Alloy Riveted Component and Affection to
Determined Result Caused by Initial Stress”, International Journal of Fatigue, vol. 36(1), pp. 18-23, (2012).
[12] Crupi, V., E. Guglielmino, M. Maestro, A. Marinò, “Fatigue Analysis of Butt Welded Ah36 Steel Joints:
Thermographic Method and Design S-N Curve”, Marine Structures, vol. 22(3), pp. 373-386, (2009).
[13] Κορδάτος, Ε., Διδακτορική Διατριβή: “Μη Καταστροφικός Χαρακτηρισμός της Βλάβης Προηγμένων Υλικών
Μέσω Ανάλυσης της Θερμο-Μηχανικής Συμπεριφοράς τους με Μεθόδους Θερμογραφίας”, Επιβλέπων:
Καθηγ. Θ. Ματίκας, Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2013).
[14] Luong, M. P., “Fatigue Limit Evaluation of Metals Using an Infrared Thermographic Technique”, Mechanics
of Materials, vol. 28(1-4), pp. 155-163, (1998).
[15] Kordatos, E. Z., D. G. Aggelis, K. G. Dassios, T. E. Matikas, "Monitoring of Glass- Ceramic Composites under
Static and Dynamic Loading by Combined NDE Methods", Proc. of SPIE - The International Society for
Optical Engineering, (San Diego, CA, USA, 2013).
[16] Kordatos, E. Z., K. Dassios, P.-L. I. Lagari, T. E. Matikas, "Determination of Fatigue Limit in Composite
Materials Using IR Lock-in Thermography", Proc. of 10th International Conference on Durability of
Composite Systems (DURACOSYS 2012), (Brussels, Belgium, 17-19 September, 2012 2012).
[17] Kordatos, E. Z., K. G. Dassios, D. G. Aggelis, T. E. Matikas, “Rapid Evaluation of the Fatigue Limit in
Composites Using Infrared Lock-in Thermography and Acoustic Emission”, Mechanics Research
Communications, vol. 54C, pp. 14-20, (2013).

274
10.7 Χαρακτηρισμός της θραύσης υλικών σε πραγματικό χρόνο με υπέρυθρη
θερμογραφία

10.7.1 Εισαγωγή
Η θραύση των υλικών και των δομών είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας από τότε που
ξεκίνησαν να δημιουργούνται κατασκευές από τον άνθρωπο. H ανάπτυξη επιφανειακών και υπό-επιφανειακών
ρωγμών αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες που μια δομή μπορεί να οδηγηθεί σε αστοχία. Συνεπώς, η μελέτη της
ανάπτυξης, διάδοσης και εκτίμησης της κρισιμότητας των ρωγμών αποτελεί το κλειδί για τον σχεδιασμό ασφαλών
κατασκευών.
Τα τελευταία χρόνια η NASA εφαρμόζει προηγμένες μη καταστροφικές μεθόδους αξιολόγησης για την
ανίχνευση βλαβών σε τμήματα αεροσκαφών και διαστημοπλοίων (φτερά, πηδάλια, ουρές, θάλαμοι ώθησης,
δεξαμενές καυσίμων, κλπ.) 1-6. Ανάμεσα σε όλες τις διαθέσιμες τεχνικές η NASA πρόσφατα χρησιμοποίησε την
θερμογραφία για τον αρχικό έλεγχο των πάνελ που απαρτίζουν τα συστήματα θερμικής προστασίας των
διαστημικών λεωφορείων 4 καθώς η υπέρυθρη θερμογραφία εφαρμόζεται εύκολα και με ακρίβεια, είναι ευρέως
πεδίου, είναι γρήγορη και δεν απαιτεί επαφή. Η ευρωπαϊκή διαστημική εταιρία Astrium χρησιμοποιεί επίσης,
μεταξύ άλλων μη καταστροφικών μεθόδων, τη θερμογραφία για τον έλεγχο της δομικής ακεραιότητας των υλικών
της 7.
Ειδικότερα, η θερμογραφία lock-in αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο για την κατανόηση της θερμο-μηχανικής
συμπεριφοράς των υλικών. Σε αντίθεση με τις κλασικές μεθόδους θερμογραφίας, όπου αποτυπώνεται απλά η
αύξηση της θερμοκρασίας που είναι άμεσα εξαρτώμενη από τις περιβαλλοντικές συνθήκες, η θερμογραφία lock-
in εντοπίζει και αξιολογεί τις θερμικές διαφοροποιήσεις που είναι ανάλογες της θερμο-μηχανικής ενέργειας που
προκαλείται λόγω αρμονικής κυκλικής φόρτισης υπό αδιαβατικές συνθήκες 8. Η μέθοδος βασίζεται στην άμεση
συσχέτιση των θερμοκρασιακών διαφορών που προκαλούνται από τη θερμική διέγερση λόγω μηχανικής
καταπόνησης, και των θερμικών τάσεων που προκύπτουν εφαρμόζοντας τις αρχές της θερμο-ελαστικότητας 9,10.
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της υπέρυθρης θερμογραφίας είναι η ανίχνευση και η παρακολούθηση
των υπό-επιφανειακών ρωγμών. Τέλος, η οπτική θερμογραφία έχει χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του μήκους
ρωγμής σε δοκίμια γεωμετρίας «CT» (Compact Tension) με σκοπό τον υπολογισμό του Συντελεστή Έντασης
Τάσης (stress intensity factor, ΔΚ) 11.

10.7.2 Υλικά και μηχανικές δοκιμές


Στην ενότητα αυτή, παρουσιάζονται αποτελέσματα παρακολούθησης της διάδοσης ρωγμής με θερμογραφία lock-
in σε δοκίμια κράματος αλουμινίου, AA7075-T6 (AlZnMgCu1,5F53), γεωμετρίας CT, που υποβλήθηκαν σε
εφελκυστική κόπωση ως την αστοχία 12. Ο συγκεκριμένος τύπος κράματος αλουμινίου παρουσιάζει μεγάλη αντοχή
και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εξαρτήματα και δομές που υποβάλλονται σε υψηλές μηχανικές τάσεις.
Χρησιμοποιείται λοιπόν σε πολλές εφαρμογές όπως, εξαρτήματα αεροσκαφών, γρανάζια και άξονες, εξαρτήματα
πυραύλων, καθώς και σε διάφορες αεροδιαστημικές και στρατιωτικές εφαρμογές.
Τα δοκίμια CT από AA7075-Τ6 κατασκευάστηκαν σύμφωνα με το πρότυπο ASTM E399-09e1 13. Οι
διαστάσεις των δοκιμίων φαίνονται στο Σχήμα 10.7.1 .

275
Σχήμα 10.7.1 Γεωμετρία δοκιμίου CT 12

Για τον προσδιορισμό του ρυθμού διάδοσης της ρωγμής με την συμβατική μέθοδο της ενδοτικότητας (compliance
method) τοποθετήθηκε επιμηκυνσιόμετρο (extensometer). O προσδιορισμός του ρυθμού διάδοσης ρωγμής αλλά
και η δημιουργία προκαταρκτικής ρωγμής με κόπωση σε δοκίμια CT πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το πρότυπο
ASTM E647-08e1 14. Κατά τη δοκιμή κόπωσης στο δοκίμιο εφαρμόστηκε ημιτονοειδές κυκλικό φορτίο συχνότητας
3 HZ με λόγο τάσεων R=0.2 και εύρος 4 ΚΝ.

10.7.3 Μεθοδολογία θερμογραφίας lock-in


Για τον προσδιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης ρωγμής κατά τη διάρκεια της κόπωσης και την απεικόνιση της
διαδρομής της ρωγμής χρησιμοποιήθηκε η διάταξη του Σχήματος 10.7.2.

Σχήμα 10.7.2 Πειραματική διάταξη συστήματος θερμογραφίας lock-in 12

Στην πειραματική διαδικασία χρησιμοποιήθηκε υπέρυθρη θερμική κάμερα Cedip Jade 510 με εστιακό φακό
μεγέθους 320x240 pixels (MWIR), η οποία συνδέθηκε με lock-in ενισχυτή. Στη συνέχεια ο ενισχυτής lock-in
συνδέθηκε με τον ελεγκτή της σερβο-υδραυλικής μηχανής ώστε να επιτευχθεί συγχρονισμός της υπέρυθρης
κάμερας με την πηγή της θερμικής διέγερσης που στην προκειμένη περίπτωση είναι η κυκλική μηχανική φόρτιση.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε με σκοπό τον προσδιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης ρωγμής (da/dN) και την
πρόβλεψη της διαδρομής της ρωγμής περιγράφεται παρακάτω 12:

276
• Η κατανομή των θερμοκρασιών και των τάσεων στην επιφάνεια του δοκιμίου καταγράφηκαν κατά
τη διάρκεια της δοκιμής κόπωσης.
• Τα θερμογραφήματα αποθηκεύτηκαν ως συνάρτηση του χρόνου (κύκλοι κόπωσης) σε μορφή
βίντεο για την εκ των υστέρων επεξεργασία (post processing).
• Μετά το τέλος του πειράματος, σχεδιάστηκαν μέσω λογισμικού επεξεργασίας εικόνας δεκαπέντε
γραμμές αναφοράς, οι οποίες τοποθετήθηκαν στα θερμογραφήματα μπροστά από το σημείο
έναρξης της ρωγμής σε συγκεκριμένες αποστάσεις (βλ. Σχ. 10.7.3).

Σχήμα 10.7.3 Θερμογράφημα με 15 γραμμές αναφοράς

Κατά μήκος των γραμμών αναφοράς υπολογίστηκαν οι τάσεις που προέκυψαν από τα δεδομένα των
θερμογραφημάτων για ένα συγκεκριμένο κύκλο κόπωσης. Η ιδέα αυτή βασίστηκε στο γεγονός ότι, η τάση που
καταγράφεται σε συγκεκριμένο σημείο μιας γραμμής αναφοράς σε σχέση με το χρόνο αυξάνεται όταν η ρωγμή
πλησιάζει στη γραμμή αυτή (τύπος ρωγμής Ι). Στη συνέχεια, η τάση μεγιστοποιείται όταν η ρωγμή φθάσει στη
γραμμή (σημείο Yo, τύπος ρωγμής ΙΙ) και τελικά αρχίζει μειώνεται όταν η ρωγμή προσπεράσει τη γραμμή (τύπος
ρωγμής ΙΙΙ), όπως φαίνεται στα Σχήματα 10.7.4 και 10.7.5.

Σχήμα 10.7.4 Διάγραμμα τάσης συναρτήσει του μήκους της γραμμής αναφοράς 12

277
Σχήμα 10.7.5 Σχηματική αναπαράσταση των 3 τύπων ρωγμής σε δοκίμιο CT 12

Οι τάσεις υπολογίστηκαν επίσης για όλους τους κύκλους κόπωσης. Στο Σχήμα 10.7.6 απεικονίζονται οι μέγιστες
τιμές των τάσεων κατά μήκος μιας γραμμής αναφοράς συναρτήσει του συνολικού αριθμού των κύκλων κόπωσης.
Για παράδειγμα, στον κύκλο Νο, όπου εμφανίζεται η μέγιστη τάση, αντιστοιχεί η χρονική στιγμή εκείνη που η
ρωγμή έχει φθάσει στη γραμμή αναφοράς.

Σχήμα 10.7.6 Διάγραμμα μέγιστης τάσης κατά μήκος μιας γραμμής αναφοράς συναρτήσει των κύκλων κόπωσης 12

Εφαρμόζοντας τη μέθοδο που περιγράψαμε παραπάνω, τα σημεία Yoi (σημεία που η ρωγμή φθάνει τη γραμμή
αναφοράς «i» για συγκεκριμένο κύκλο κόπωσης), απεικονίστηκαν σε ένα δισδιάστατο πλέγμα, με αποτέλεσμα την
ακριβή πρόβλεψη της διαδρομής της ρωγμής (βλ. Σχ. 10.7.7).

278
Σχήμα 10.7.7 Σχηματική αναπαράσταση δοκιμίου CT που απεικονίζει τη διαδρομή της ρωγμής 12

10.7.4 Πειραματικά αποτελέσματα


Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που περιγράψαμε παραπάνω, υπολογίστηκαν αρχικά οι μέγιστες τοπικές τάσεις κατά
μήκος κάθε γραμμής αναφοράς, που είχαν τοποθετηθεί μπροστά από την «V» εσοχή του δοκιμίου, συναρτήσει του
χρόνου (κύκλων κόπωσης).

Σχήμα 10.7.8 Διάγραμμα μέγιστης τάσης κατά μήκος μιας γραμμής αναφοράς συναρτήσει των κύκλων κόπωσης 12

Στο Σχήμα 10.7.8 απεικονίζονται ενδεικτικά οι μέγιστες τοπικές τάσεις για τρεις γραμμές αναφοράς, από τις
δεκαπέντε που σχεδιάστηκαν συνολικά στο θερμογράφημα (βλ. Σχ. 10.7.3). Από το Σχήμα 10.7.8 φαίνεται πως
όταν η ρωγμή πλησιάζει τη γραμμή αναφοράς τότε οι τάσεις αυξάνονται, και η μέγιστη τιμή τάσης παρατηρείται
τη στιγμή που η ρωγμή φθάσει στη γραμμή, τέλος, όταν η ρωγμή προσπεράσει τη γραμμή παρατηρείται μείωση
των τάσεων.
Στη συνέχεια, προσδιορίστηκε η ακριβής χρονική στιγμή (κύκλος κόπωσης) που κάθε γραμμή αναφοράς
παρουσιάζει μέγιστη τιμή τάσης. Η συγκεκριμένη χρονική στιγμή αντιστοιχεί στον κύκλο κόπωσης, όπου η ρωγμή
έχει πια φθάσει στη θέση της γραμμής αναφοράς. Κάθε γραμμή αναφοράς σχεδιάστηκε στο θερμογράφημα σε
συγκεκριμένη θέση μπροστά από την «V» εσοχή. Γνωρίζοντας λοιπόν τη θέση των γραμμών αναφοράς αλλά και

279
τον κύκλο κόπωσης, όπου η ρωγμή φθάνει στην κάθε γραμμή, προσδιορίζεται ο ρυθμός ανάπτυξης ρωγμής da/dN
(βλ. Σχ. 10.7.9).

Σχήμα 10.7.9 Διάγραμμα μήκους ρωγμής σε συνάρτηση με τους κύκλους κόπωσης 12

Τα αποτελέσματα της θερμογραφίας lock–in για τον προσδιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης ρωγμής για το αλουμίνιο
AA7075–Τ6, συγκρίθηκαν με μετρήσεις της συμβατικής μεθόδου της ενδοτικότητας και τα αποτελέσματα
παρουσιάζονται στο Σχήμα 10.7.10.

Σχήμα 10.7.10 Σύγκριση θερμογραφίας lock-in με τη συμβατική μέθοδο της ενδοτικότητας για το AA7075–Τ6 12

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των δύο μεθόδων, είναι προφανές πως η θερμογραφία lock-in μπορεί να προβλέψει
τη διάδοση της ρωγμής περίπου χίλιους κύκλους πριν από τη συμβατική μέθοδο της ενδοτικότητας. Τα
αποτελέσματα ήταν επαναλήψιμα για όλα τα δοκίμια που εξετάστηκαν.
Εκτός του προσδιορισμού του ρυθμού ανάπτυξης μιας ρωγμής, με τη μέθοδο θερμογραφίας lock-in μπορεί
επίσης να παρατηρηθεί και ο τρόπος διάδοσης της ρωγμής και να προβλεφθεί η ακριβής διαδρομή της. Στο Σχήμα
10.7.11 απεικονίζεται η διάδοση της ρωγμής σε δοκίμιο αλουμινίου ΑΑ7075–Τ6. Καθώς η ρωγμή διαδίδεται από

280
τα αριστερά προς τα δεξιά, η «κόκκινη περιοχή», το τασικό πεδίο δηλαδή στην ακμή της ρωγμής κινείται και αυτό.
Όπως παρατηρείται από τα θερμογραφήματα του Σχήματος 10.7.11 (α-δ), η ένταση της κόκκινης περιοχής συνεχώς
μειώνεται και γίνεται σχεδόν πορτοκαλί, γεγονός που δείχνει πως, ενώ αρχικά στο δοκίμιο παρατηρούνται τάσεις
της τάξης των 200 MPa (καθώς η ρωγμή έχει μικρό μήκος), όταν αυξάνεται το μήκος της ρωγμής το τασικό πεδίο
μπροστά από τη ρωγμή μειώνεται περίπου στα 140 MPa.

Σχήμα 10.7.11 Απεικόνιση ρωγμής α) στους 2000 κύκλους, β) στους 6320 κύκλους, γ) στους 6420 κύκλους και δ) στους 9763
κύκλους 11

Σύμφωνα με την παραπάνω μεθοδολογία, κατασκευάστηκε ένα δισδιάστατο πλέγμα που αποτελούνταν από τις
γραμμές αναφοράς. Για τον ακριβή προσδιορισμό της διαδρομής της ρωγμής, για κάθε γραμμή αναφοράς
αναλύθηκαν οι μέγιστες τάσεις που προέκυψαν σε συγκεκριμένο κύκλο κόπωσης συναρτήσει του μήκους της
γραμμής (βλ. Σχ. 10.7.12).

281
Σχήμα 10.7.12 Διάγραμμα τάσης συναρτήσει του μήκους της γραμμής αναφοράς «12» για τον 9583 κύκλο κόπωσης 12

Στο διάγραμμα του Σχήματος 10.7.12, το σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η μέγιστη τιμή τάσης είναι εκείνο όπου
η ρωγμή έχει φθάσει στη γραμμή αναφοράς. Ως εκ τούτου, βρέθηκε για κάθε γραμμή αναφοράς ο συγκεκριμένος
κύκλος κόπωσης κατά τον οποίο οι τάσεις στη γραμμή αναφοράς μεγιστοποιούνται. Από την ανάλυση, για κάθε
γραμμή αναφοράς προβλέφθηκε με ακρίβεια η διαδρομή της ρωγμής και συγκρίθηκε με την οπτική φωτογραφία
της ρωγμής του δοκιμίου (βλ. Σχ. 10.7.13). Η διαδρομή της ρωγμής φαίνεται και στο θερμογράφημα του Σχήματος
10.7.14. Τα σημεία που διαδίδεται η ρωγμή επισημαίνονται στο θερμογράφημα με μαύρο σταυρό.

Σχήμα 10.7.13 Απεικόνιση ρωγμής που ανιχνεύεται με θερμογραφία και σύγκριση οπτική φωτογραφία 12

282
Σχήμα 10.7.14 Θερμογράφημα απεικόνισης διαδρομής της ρωγμής 12

283
10.7.5 Βιβλιογραφία

[1] Winfree, W. P., E. I. Madaras, K. E. Cramer, P. A. Howell, K. L. Hodges, J. P. Seebo, "Nasa Langley Inspection
of Rudder and Composite Tail of American Airlines Flight 587", 46th AIAA/ASME/ASCE/AHS/ASC
Structures, Structural Dynamics and Materials Conference, AIAA Paper 2005–2253, (Austin, TX, 2005).
[2] Sun, J. G., C. M. Deemer, W. A. Ellingson, J. Wheeler, “NDT Technologies for Ceramic Matrix Composites:
Oxide and Nonoxide”, Mater Eval., vol. 64(1), pp. 52-60, (2006).
[3] Mei, H., Y. D. Xu, L. F. Cheng, L. T. Zhang, “Nondestructive Evaluation and Mechanical Characterization of
a Defect-Embedded Ceramic Matrix Composite Laminate”, International Journal of Applied Ceramic
Technology, vol. 4(4), pp. 378-386, (2007).
[4] Madaras, E. I., W. P. Winfree, W. H. Prosser, R. A. Wincheski, K. E. Cramer, "Nondestructive Evaluation for
the Space Shuttle’s Wing Leading Edge", 41st AIAA/ASME/SAE/ASEE Joint Propulsion Conference and
Exhibit, AIAA Paper 2005-3630 (Tucson, AZ, 2005).
[5] Sun, J. G., M. J. Verrilli, R. Stephan, T. R. Barnett, G. Ojard, "Nondestructive Evaluation of Ceramic Matrix
Composite Combustor Components", NASA/TM-2003-212014, (2003).
[6] Mei, H., “Current Development in Non-Destructive Testing and Damage Evaluation for Ceramic Matrix
Composites”, Advances in Applied Ceramics, vol. 108(2), pp. 84-91, (2009).
[7] Levallois, F., A. Sobeczko, A. Proust, D. Marlot, J. C. Lenain, "Non-Destructive Testing of GAIA Frame by
Means of Acoustic Emission Monitoring During Launch Simulation Tests", 30th European Conference on
Acoustic Emission Testing & 7th International Conference on Acoustic Emission, ( University of Granada,
Spain, 2012).
[8] Brémond, P., P. Potet, "Lock-in Thermography: A Tool to Analyse and Locate Thermo- Mechanical
Mechanisms in Materials and Structures", pp. 560-566, A. E. Rozlosnik, R. B. Dinwiddie, eds., (Orlando,
FL, 2001).
[9] Choi, M. Y., J. H. Park, K. S. Kang, W. T. Kim, "Application of Thermography to Analysis of Thermal Stress
in the NDT for Compact Tensile Specimen", Proc. of 12th A-PCNDT 2006 Asia-Pacific Conference on
NDT, (Auckland, New Zealand, 2006).
[10] Kim, W. T., M. Y. Choi, Y. H. Huh, S. J. Eom, "Measurement of Thermal Stress and Prediction of Fatigue for
Sts Using Lock-in Thermography", Proc. of 12th A-PCNDT 2006 Asia-Pacific Conference on NDT,
(Auckland, New Zealand, 2006).
[11] Yang, B., P. K. Liaw, G. Wang, W. H. Peter, R. A. Buchanan, Y. Yokoyama, “Thermal-Imaging Technologies
for Detecting Damage During High-Cycle Fatigue”, Metallurgical and Materials Transactions A: Physical
Metallurgy and Materials Science, vol. 35A(1), pp. 15-23, (2004).
[12] Κορδάτος, Ε., Διδακτορική Διατριβή: “Μη Καταστροφικός Χαρακτηρισμός της Βλάβης Προηγμένων Υλικών
Μέσω Ανάλυσης της Θερμο-Μηχανικής Συμπεριφοράς τους με Μεθόδους Θερμογραφίας”, Επιβλέπων:
Καθηγ. Θ. Ματίκας, Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2013).
[13] American Society for Testing and Materials, "ASTM Standard Test Method for Linear-Elastic Plane Strain
Fracture Toughness KIc of Metallic Materials", ASTM E399-09e1, (2009).
[14] American Society for Testing and Materials, "ASTM Standard Test Method for Measurement of Fatigue Crack
Growth Rates", ASTM E-647, (2008).

284

You might also like