You are on page 1of 14

Κ.

Καβάφης
«Ο Δαρείος»

Εισαγωγικά

Καβάφης και ιστορία

Ο Καβάφης είχε πει λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του: «Εγώ είχα δύο ιδιότητες.
Να κάνω ποιήματα και να γράφω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι πλέον αργά».
Το πάθος του όμως για την ιστορία βρήκε έκφραση μέσα στα ιστορικά ποιήματά του,
σε αυτά που έχουν ως πηγή έμπνευσής τους την ιστορική του ανάγνωση. Είναι γενικά
αποδεκτό, άλλωστε, ότι η ποίηση «διαλέγεται» με την ιστορία, που σημαίνει ότι το
ιστορικό γεγονός μπορεί να διαμορφώσει την ποιητική δημιουργία και, αντίστοιχα, η
ποίηση να καθρεφτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα στην ποίηση του
Καβάφη, το παρελθόν και η ιστορία γίνονται συχνά μέσο υποβολής των προσωπικών
βιωμάτων ή χρησιμοποιούνται ως έτοιμη ποιητική ύλη, για να ανιχνευθούν τα
συναισθήματα του παρόντος. Ο ποιητής δανείζεται πρόσωπα και πράγματα της
ιστορίας και τα χρησιμοποιεί ως σύμβολα που εκφράζουν τα προσωπικά του
αδιέξοδα ή την ανιαρή καθημερινότητά του. Συχνά επιθυμεί να αποκρύψει τα
διλήμματα και τις ενοχές του, και γι’ αυτό τα μεταθέτει σε άλλο ιστορικό πλαίσιο
(π.χ. «Σατραπεία», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Τρώες» κ.ά.). Τους δίνει κατ’
αυτόν τον τρόπο τη διάσταση του καθολικού βιώματος (π.χ. «Απολείπειν ο Θεός
Αντώνιον»).

Ο Καβάφης είχε δηλώσει προσπάθησε να εντάξει την ιστορία στην ποίησή του είτε
γιατί χρειαζόταν σύμβολα και μύθους, για να μπορέσει να συγκεκριμενοποιήσει τις
σκέψεις, τους προβληματισμούς και την κριτική του, είτε γιατί θέλοντας να εκφράσει
τη συγκίνησή του εκμεταλλεύτηκε μια σκηνοθεσία καταστάσεων, ένα πλαίσιο
γεγονότων που η ιστορία μπορούσε να του προσφέρει («αντικειμενική συστοιχία»),
είτε γιατί στην ιστορία έβρισκε γεγονότα μέσω των οποίων θα μπορούσε να υποβάλει
προσωπικά του βιώματα ή να ανιχνεύσει συναισθήματα του παρόντος, είτε ακόμη
γιατί μπορούσε πιο εύκολα και λιγότερο οδυνηρά για τον ίδιο – σε συναισθηματικό
επίπεδο – να εκφράσει προσωπικά αδιέξοδα ή την ανία της καθημερινότητάς του, είτε
ακόμη γιατί, κατά τον ίδιο τρόπο, ήταν ποιητής ιστορικός, καταπιάστηκε με τη
μελέτη της ιστορίας και μετέφερε τη σκηνοθεσία των ποιημάτων του σε
συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.
Το ιστορικό πλαίσιο του ποιήματος

Το ποίημα εκτυλίσσεται στην Αμισό, ελληνική πόλη στα παράλια του Εύξεινου
Πόντου, το 74π.Χ., την ώρα που άρχιζε ο Γ΄Μιθριδατικός πόλεμος με τους Ρωμαίους,
στον οποίο ο Μιθριδάτης πολέμησε με τον Λούκουλλο αρχικά και τον Πομπηίο
έπειτα, από τον οποίο και κατατροπώθηκε. Η πόλη Αμισός καταστράφηκε το 71 π.Χ.

Γενικά για το ποίημα (κατατόπιση του αναγνώστη)

Το ποίημα Ο Δαρείος γράφτηκε το 1917 και δημοσιεύτηκε το 1920. Ο Φερνάζης και


η γενικότερη σκηνή που περιγράφεται στο ποίημα είναι φανταστικά. Η δράση
τοποθετείται προφανώς στο 74 π.Χ. σε ένα αυθεντικό ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο.
Πρόκειται για τη χρονιά κατά την οποία αρχίζει ο Γ Μιθριδατικός Πόλεμος εναντίον
της Ρώμης.

Πρόθεση του Φερνάζη είναι να γράψει ένα ποίημα με σκοπό να κολακεύσει τον
Μιθριδάτη. Με τον σκοπό αυτό γράφει ένα υμνητικό ποίημα για τον Δαρείο
Υστάτου, τον οποίο ο Μιθριδάτης θεωρεί πρόγονό του.

Ο Δαρείος (521-486π.Χ.) είναι γνωστός από το σχεδιασμό της μάχης στο Μαραθώνα,
της οποίας ηγήθηκε ο Μαρδόνιος και ηττήθηκε. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ (120-63π.Χ.), ο
επονομαζόμενος Μέγας ή Ευπάτωρ, υπήρξε ημιελληνισμένος βασιλιάς του Πόντου,
ιρανικής καταγωγής. Άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος (λέγεται ότι μιλούσε 22
γλώσσες), ήταν ο κατεξοχήν αντίπαλος των Ρωμαίων στην Ανατολή. Διεξήγαγε
τέσσερις πολέμους εναντίον των Ρωμαίων (Α Μιθριδατικός Πόλεμος 89-85π.Χ. –
έληξε με τα ήττα του Μιθριδάτη –, Β Μιθριδατικός Πόλεμος 83-81-π.Χ. – έληξε με
νίκη του Μιθριδάτη –, Γ Μιθριδατικός Πόλεμος, 74-63π.Χ., ο οποίος χωρίζεται σε
δύο φάσεις, 74-67π.Χ. και 66-63π.Χ. – έληξε με ήττα του Μιθριδάτη) εναντίον του
Σύλλα, του Μουρήνα, του Λούκουλλου και του Πομπηίου, από τον οποίο και
ηττήθηκε ολοκληρωτικά. Επειδή όμως ήταν εθισμένος στο δηλητήριο (το οποίο
έπαιρνε σιγά σιγά σε μικρές ποσότητες, ώσπου συνήθισε τον εαυτό του, έτσι ώστε να
μην είναι δυνατό να τον δηλητηριάσει – «μιθριδατισμός»), δεν μπορούσε να
αυτοκτονήσει και για τον λόγο αυτό υποχρέωσε έναν Κέλτη πολεμιστή του να τον
σκοτώσει. Υπήρξε προστάτης των ελληνικών τεχνών και γραμμάτων, παρότι, λόγω
του δεσποτικού του χαρακτήρα και των βιαιοτήτων που διέπραττε, οι Έλληνες δεν
μπόρεσαν ποτέ να τον θεωρήσουν προστάτη τους.

Ο Μιθριδάτης, πάντως, θεωρούσε τον Δαρείο πρόγονό του και, παράλληλα, ένιωθε
ότι τους ενώνουν πολλές ομοιότητες: και οι δύο έκαναν πλείστες βιαιότητες και
ραδιουργίες, εφάρμοσαν επεκτατική πολιτική, είχαν – όπως έχει χαρακτηριστεί –
«υβριστική φιλοδοξία» και αλαζονικό ήθος και ανέβηκαν στον θρόνο με πλάγιο
τρόπο, έχοντας διαπράξει εγκλήματα γι’ αυτόν.
Ο «Δαρείος» και η ελληνική συγκυρία

Ο «Δαρείος» γράφεται τον μήνα που η Ελλάδα μπήκε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο
στο πλευρό των Αγγλο-γάλλων. Λίγο νωρίτερα οι Άγγλοι είχαν αξιώσει από όλους
τους εργαζομένους στη Εταιρεία Αρδεύσεων, όπου εργαζόταν ο Καβάφης, να
υπογράψουν δήλωση υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης, που είχε ως αίτημα την
έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Το κίνημα ήταν υπό την
ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου κι ερχόταν κατά των φιλοβασιλικών πεποιθήσεων
του Καβάφη. Για την υπογραφή του αυτή και την ευθυγράμμιση με τις επιθυμίες των
Άγγλων ο Καβάφης παίρνει αύξηση στον μισθό του και προβιβασμό. Ουσιαστικά
όμως το ψυχικό κόστος που υφίσταται είναι πολύ μεγάλο, γιατί ως πολίτης
αναγκάζεται να αρνηθεί την ιδεολογία του και ως ποιητής χάνει την προσήλωσή του
στην ποίηση.

Θεματική περιοχή του ποιήματος

Το ποίημα «Δαρείος» ανήκει στα λεγόμενα ιστορικοφανή ποιήματα, εκείνα δηλαδή


που έχουν ένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο, τα πρόσωπα εντούτοις που
πρωταγωνιστούν είναι φανταστικά, έστω κι αν υπάρχουν και κάποια στο ευρύτερο
σκηνικό που είναι υπαρκτά. Έτσι, στο ποίημα υπάρχει το ιστορικό πλαίσιο των
ελληνιστικών χρόνων, υπάρχει αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα που πλαισιώνουν το
σκηνικό (Δαρείος, Μιθριδάτης, Πέρσες, Καππαδόκες, Ρωμαίοι) και πραγματικός
χώρος (Αμισός), αλλά ο πρωταγωνιστής, ο Φερνάζης (όπως και ο υπηρέτης του) είναι
πρόσωπο φανταστικό.

Ανήκει, επίσης, στα λεγόμενα «δράματα», εκείνα δηλαδή που έχουν έντονο το
θεατρικό στοιχείο κι εμφανίζουν συγκρούσεις ανάμεσα στις επιδιώξεις των
προσώπων και τις εξωτερικές συνθήκες.

Ανήκει, επίσης, στους «πλάγιους σκηνικούς μονολόγους», δηλαδή στα έργα εκείνα
που δε μιλάει ο ήρωας (ευθείς σκηνικοί διάλογοι), αλλά ο αφηγητής.

Ο τίτλος του ποιήματος

Τόσο ο Καβάφης όσο και ο Φερνάζης γράφουν ένα ποίημα που έχει τον τίτλο
«Δαρείος». Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη αναφέρεται στον βασιλιά Δαρείο και
όχι στο ποίημα του Φερνάζη. Ο Καβάφης γράφει ένα «ποίημα που τιτλοφορείται “Ο
Δαρείος” – πρόκειται για τον Πέρση βασιλιά που μας είναι κυρίως γνωστός από την
ήττα του εκστρατευτικού του σώματος στον Μαραθώνα. Πρωταγωνιστής του ποιήματος
είναι ένας φανταστικός ελληνόγλωσσος Καππαδόκης ποιητής, ονόματι Φερνάζης, που,
όπως ο Καβάφης, γράφει ένα ιστορικό ποίημα με τίτλο “ Ο Δαρείος”».
Με το ποίημα αυτό ουσιαστικά ο Καβάφης θέτει έναν προβληματισμό θεμελιακό για
τον ίδιο, τη σχέση τέχνης με τις επιταγές της ιστορικής πραγματικότητας και,
μάλιστα, όταν η πραγματικότητα αυτή είναι σε ακραία στιγμή της, τη στιγμή του
πολέμου. Ο Φερνάζης γίνεται το πρόσωπο που τον βοηθά να θέσει τον
προβληματισμό του σχετικά με την προσαρμογή της ποιητικής ιδέας στην εκάστοτε
ιστορική πραγματικότητα. Για να θέσει τα στοιχεία αυτά, ο Καβάφης γράφει το
ποίημα Ο Δαρείος (αναφέρεται στο ιστορικό πρόσωπο, που το θέτει ως φορέας της
υπεροψίας της εξουσίας), το οποίο θέτει χωρίς εισαγωγικά, και βάζει τον Φερνάζη να
γράφει κι αυτός ένα ποίημα με τίτλο «Ο Δαρείος», το οποίο δίνει σε εισαγωγικά, και
βάζει τον Φερνάζη να γράφει κι αυτός ένα ποίημα με τίτλο «Ο Δαρείος», συνδέοντας
τους δύο ποιητές και τα δύο ποιήματα, χωρίς να τα ταυτίζει.

Η θεματική περιοχή του ποιήματος

Από τις τρεις περιοχές στις οποίες εντάσσει τα ποιήματά του ο Καβάφης, από την
άποψη της ποιητικής έκφρασης και όχι του σημασιολογικού τους περιεχομένου (την
ιστορική, φιλοσοφική και αισθησιακή), ο «Δαρείος» μπορεί να ενταχθεί στην
ιστορική και φιλοσοφική, για τους εξής λόγους:

- Έχει ιστορικό πυρήνα (παρουσιάζει την αντιπαλότητα του Λιθριδάτη με τους


Ρωμαίους)
- Τα ονόματα (πλην του Φερνάζη) είναι όλα ιστορικά: ο Δαρείος, ο Μιθριδάτης,
οι Ρωμαίοι, οι Καππαδόκες, η Αμισός.
- Ο τίτλος παραπέμπει σε γνωστό ιστορικό πρόσωπο.

Είναι όμως και φιλοσοφικό ποίημα, γιατί το βασικό του θέμα υπερβαίνει το ιστορικό
πλαίσιο και προβάλλει μια φιλοσοφική ιδέα που αναφέρεται στη σχέση του
καλλιτέχνη με τη ζωή και την ιστορία.

Πρόσωπα

Τα κύρια πρόσωπα:

 Ο αφηγητής αφηγείται κυρίως σε γ πρόσωπο, γνωρίζει τα γεγονότα και διεισδύει


στις σκέψεις του βασικού ήρωα (στ. 1-4, 11-14, 16, 34-35). Είναι λοιπόν ένας
παντογνώστης αφηγητής. Σε μερικά σημεία όμως συμμετέχει στη δράση και
αφηγείται σε α’ πρόσωπο (μετατρέπεται δηλαδή σε ομοδιηγητικό αφηγητή).
 Ο Φερνάζης είναι ένας ελληνόγλωσσος Καππαδόκης ποιητής, του οποίου το
όνομα (περσικό κατά τον Σαββίδη) ανακαλεί στη μνήμη του, του Φαρνάκη, που
τον πρόδωσε αργότερα στον Πομπήιο, ή ακόμα και του ίδιου του Καβάφη.

Δευτερεύοντα πρόσωπα:
 Ο Δαρείος, ο Μιθριδάτης, ο υπηρέτης, οι Καππαδόκες και οι Ρωμαίοι.
Πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα

Τα πρόσωπα του ποιήματος μπορούν ακόμα να διακριθούν σε πραγματικά και


φανταστικά:

Πραγματικά (ιστορικά) πρόσωπα είναι ο Δαρείος και ο Μιθριδάτης, οι Ρωμαίοι και οι


Καππαδόκες.

Φανταστικά πρόσωπα είναι ο αφηγητής, ο Φερνάζης («όνομα και ως μορφή») και ο


υπηρέτης του.

Ο χρόνος του ποιήματος

Ο χρόνος της ποιητικής αφήγησης μπορεί να διακριθεί σε ιστορικό και σε δραματικό:

- Ο ιστορικός χρόνος (πραγματικός) του ποιήματος είναι ο χρόνος 1920, κατά


τον οποίο δημοσιεύεται το ποίημα του Καβάφη (στην ουσία γράφτηκε το
1917, εποχή πολιτικού και πολεμικού αναβρασμού).
- Ο δραματικός χρόνος διακρίνεται σε δύο επίπεδα:
α. Στον χρόνο του «εξωτερικού» ποιήματος, που αναφέρεται στον Μιθριδάτη
και θα πρέπει να είναι, κατά τον Σαββίδη, το 74 π.Χ., και
β. Στον χρόνο του εσωτερικού ποιήματος, που αναφέρεται στον Δαρείο,
δηλαδή 400 περίπου χρόνια πριν από τον Μιθριδάτη.

Ερμηνευτική ανάλυση

Στ. 1-11

Το ποίημα αρχίζει με την παρουσίαση του βασικού ήρωα από τον αφηγητή: ο
Φερνάζης είναι ποιητής και γράφει ένα επικό ποίημα. Έχει δηλαδή ήδη φτάσει στο
σημαντικότερο («σπουδαίον») μέρος του, στον τρόπο με τον οποίο «παρέλαβε» ο
Δαρείος Υστάσπου τη βασιλεία των Περσών (στ. 1-4). Στους στίχους αυτούς ήδη
εμφανίζεται διακριτικά η καβαφική ειρωνεία, που εστιάζεται στο επίθετο
«σπουδαίον» (στ. 1) και στο ρήμα «παρέλαβε» (στ. 3). Η ειρωνεία έγκειται στην
υπερβολική σημασία που αποδίδεται στον τρόπο που πήρε ο Πέρσης βασιλιάς την
εξουσία, καθώς και στη χρήση του ρήματος «παρέλαβε», που δεν αρμόζει στον
Δαρείο, αφού, όπως ξέρουμε από την ιστορία, σφετερίστηκε με αιματηρό τρόπο την
εξουσία. Είναι σαφής η πρόθεση του Φερνάζη, αν όχι να εξυμνήσει τον Δαρείο,
τουλάχιστον να αποκρύψει την αλήθεια.
Ο αφηγητής και ο Φερνάζης

Ακολουθούν δύο στίχοι (στ. 4-6), στους οποίους ο αφηγητής, που προηγουμένως
αφηγούνταν στο γ’ πρόσωπο, κάνει αισθητή την παρουσία του με το α’ πληθυντικό
πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση) και μας πληροφορεί ότι ο «ένδοξός μας
βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος και Ευπάτωρ», κατάγεται από τον Δαρείο. Το
«μας» παραπέμπει βέβαια στον Φερνάζη, που έχει βασιλιά τον Μιθριδάτη. Η αλλαγή
της οπτικής γωνίας της αφήγησης μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους:

- Οι στίχοι αυτοί λέγονται από τον αφηγητή, που ταυτίζεται στο σημείο αυτό με
τον Φερνάζη.
- Οι στίχοι μεταφέρονται από τον αφηγητή, αλλά ίσως ανήκουν στον Φερνάζη
(γι’ αυτό μπαίνουν σε παρένθεση), ο οποίος κολακεύει με το επίθετο
«ένδοξος» και με την παράθεση των τίτλων του («Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ») το
βασιλιά του Μιθριδάτη. Έχουν επικό μέτρο και ρυθμό και φαίνεται να
προέρχεται από το ποίημά του «Ο Δαρείος»: «ο ένδο/ξός μας / βασι/λεύς, //
Δι/όνυ/σος κ’ Ευ/πάτωρ». Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο πιθανή, αφού το
α΄πληθυντικό πρόσωπο συναντάται και στη συνέχεια του ποιήματος, στη
μετάδοση των σκέψεων του Φερνάζη: «Αλλά να δούμε … Μπορούμε να τα
βγάλουμε … να μετρηθούμε ..βοηθήστε μας» (στ. 27-33).

Ο Καβάφης και ο Φερνάζης

Ήδη από την αρχή του ποιήματος είναι εμφανής και η σύγκλιση Φερνάζη-
Καβάφη, που έχουν κοινή – ποιητική – ιδιότητα. Ο Καβάφης βέβαια προσπαθεί
να αποσταθιοποιηθεί από το φανταστικό ομότεχνό του, που γράφει επική ποίηση.
Άλλωστε, στους στίχους μέσα σε παρένθεση διακρίνεται η ειρωνεία του ποιητή
προς την ποίηση που υπηρετεί ιδιοτελείς στόχους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
ειρωνεύεται την επιθυμία του Φερνάζη αφενός να εξυμνήσει τον Δαρείο,
αφετέρου να κερδίσει την εύνοια του Μιθριδάτη, κολακεύοντας τον πρόγονό του.

Το δίλημμα του Φερνάζη

Στους στίχους του 6-10 ο αφηγητής ξαναγυρίζει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και
στην «παντογνωσία» του και μας πληροφορεί για το πρόβλημα του Φερνάζη: δεν
μπορεί να αποφασίσει ποια αισθήματα θα αποδώσει στον ανερχόμενο βασιλιά
Δαρείο (στ. 7-8). Το γεγονός αυτό δείχνει πως μπορεί να είναι ιδιοτελής
καλλιτέχνης, γράφοντας ένα ποίημα για τον Δαρείο και τον Μιθριδάτη, κατά
βάθος όμως δεν είναι αυλοκόλακας. Έτσι, επιστρατεύει τη φιλοσοφία: «εδώ /
χρειάζεται φιλοσοφία. πρέπει ν’ αναλύσει / τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος».
Ο Φερνάζης αντιμετωπίζει λοιπόν το δίλημμα: να αποδώσει «υπεροψίαν και
μέθην» στο Δαρείο ή «μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»
(στ. 9-10); Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες επιλογές, που
αλληλοαναιρούνται: ο Δαρείος παρέλαβε την εξουσία υπεροπτικά και μεθυσμένος
από την επιτυχία του, ή κάπως ταπεινά («σαν κατανόησι») και νιώθοντας τη
ματαιότητα των βασιλικών μεγαλείων; Η πρώτη ερμηνεία είναι εκφραστικά πιο
εύστοχη και ως εκ τούτου πιο πιθανή, ενώ η δεύτερη είναι αντιποιητική και
ιστορικά αναληθής. Παρατηρούμε ακόμη πως από τα δύο ουσιαστικά, που
συνθέτουν την πρώτη ερμηνεία των αισθημάτων του Δαρείου, η μέθη παραπέμπει
στον τίτλο «Διόνυσος» του Μιθριδάτη και η υπεροψία στο «Ευπάτωρ». Ο
Πλούταρχος, μάλιστα, γράφει ότι ονομάστηκε «Διόνυσος», γιατί σε κάποιο αγώνα
πολυφαγίας και πολυποσίας, που ο ίδιος ο Μιθριδάτης θέσπισε, νίκησε και στα
δύο, τρώγοντας και πίνοντας περισσότερο απ’ όλους.

Η δυστοκία της ποιητικής αντίληψης

Στο σημείο αυτό, ο Καβάφης μάς αποκαλύπτει τη δυστοκία γενικότερα της


ποιητικής σύλληψης και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής που
επιδιώκει την τελειότητα στη μορφή και στο περιεχόμενο της ποίησής του. Οι
προβληματισμοί του μεταφέρονται στον ομότεχνό του τον Φερνάζη, που
εμφανίζεται να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραία και αλληλοσυγκρουόμενα
συναισθήματα. Φαίνεται τελικά πως για έναν ποιητή δεν έχει τόση σημασία η
ιστορική αλήθεια όσο η ποιητική νομιμότητα. Ο Φερνάζης λοιπόν δεν μπορεί να
αποφασίσει και σκέφτεται «βαθέως» το θέμα (στ. 11), επίρρημα που εμπεριέχει
ανεπαίσθητη ειρωνεία για τη σοβαρότητα με την οποία ο ποιητής «φιλοσοφεί»
ένα ασήμαντο θέμα. Έχει σημασία όμως για τον Φερνάζη, γιατί, αν προτιμήσει
την πρώτη εκδοχή («υπεροψίαν και μέθην»), έρχεται σε αντιπαράθεση με τον
Μιθριδάτη, η δεύτερη όμως εκδοχή («σαν κατανόησι») είναι ανακόλουθη με το
πνεύμα και τον τρόπο με τον οποίο πήραν την εξουσία και οι δύο βασιλείς.

Ανάλυση στίχων

Ο ποιητής Φερνάζης … ο Δαρείςο Υστάσπου


Το ποίημα ξεκινά με την αναφορά στον πρωταγωνιστή του ποιήματος, τον Φερνάζη,
ελληνομαθή ποιητή, που βρίσκεται στην Αυλή του βασιλιά Μιθριδάτη πάνω στην ώρα της
υπέρτατης δημιουργίας («το σπουδαιότερον μέρος») ενός επικού ποιήματος. Ο
χαρακτηρισμός του ποιήματος που ο Φερνάζης γράφει ως επικού δίνει στους αναγνώστες
την πληροφορία ότι πρόκειται για ένα ποίημα υμνητικό και εγκωμιαστικό που αναφέρεται
στον Δαρείο και στον τρόπο με τον οποίο «παρέλαβε» την εξουσία. Από τους πρώτους
κιόλας στίχους γίνεται εμφανής η καβαφική ειρωνεία, καθώς το επικό ποίημα ουσιαστικά
εγκωμιάζει έναν άνθρωπο που δεν παρέλαβε ομαλά την εξουσία, αλλά με τρόπο βίαιο κι
αιματηρό. Από την πρώτη κιόλας στιγμή φαίνεται ότι ο Φερνάζης πρόθεση έχει να μην πει
την πλήρη αλήθεια για τον Δαρείο, αλλά να αποκρύψει στοιχεία από το παρελθόν του που
ήταν δυσάρεστα, έστω κι αν δεν ήταν άγνωστα.
(Από αυτόν/ κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’
Ευπάτωρ)
Ο σκοπός για τον οποίο ο Φερνάζης γράφει το εγκωμιαστικό ποίημα για τον Δαρείο είναι
να κολακέψει τον απόγονό του, τον Μιθριδάτη. Στους στίχους αυτούς, που δίνονται σε
πρωτοπρόσωπη αφήγηση (κι όχι στην τριτοπρόσωπη των πρώτων τεσσάρων στίχων),
φαίνεται ότι κύριος στόχος δεν είναι η εξύμνηση του Δαρείου, αλλά η ευνοϊκή διάθεση του
Μιθριδάτη απέναντι στον Φερνάζη. ο τελευταίος, μάλιστα, κολακεύοντας τον Μιθριδάτη,
τον χαρακτηρίζει ως ένδοξο βασιλιά και χρησιμοποιεί το κτητικό «μας». Ο βασιλιάς,
επιπλέον, χαρακτηρίζεται ως «Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ». Οι τίτλοι, που είναι ελληνικής
προελεύσεως, δίνονται στο Μιθριδάτη προκειμένου να φανεί το ελληνικό, επομένως
πολιτισμένο, περιβάλλον στην Αυλή του βασιλιά, που προϋπέθετε ανώτερη παιδεία και
αντίστοιχο ήθος. Παράλληλα, βέβαια, ενδεχομένως, συνδέονται με τα δύο στοιχεία που
παρακάτω θα δώσει ο Καβάφης: «υπεροψίαν και μέθην». Το πρώτο, η υπεροψία,
συνδέεται με το δουλοπρεπές «Ευπάτωρ», ενώ το δεύτερο, η μέθη, με τον θεό που την
προστάτευε, τον Διόνυσο. Ο Πλούταρχος, πάλι, αναφέρει ότι το «Διόνυσος» ως τίτλος του
Μιθριδάτη τού δόθηκε όταν θέσπισε κάποιους αγώνες πολυφαγίας και πολυποσίας, στους
οποίους πήρε μέρος και ο ίδιος και νίκησε. Όπως και να έχει, πάντως, τα δύο αυτά επίθετα
(και μάλιστα στην επανάληψή τους) ηχούν ειρωνικά, για τον πρόσθετο λόγο ότι ο
Μιθριδάτης όσο «Ευπάτωρ» κι αν ήταν, δεν ήταν σίγουρα «ευάδελφος», καθώς σκότωσε
τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου αδερφό του, για να πάρει την εξουσία.
Γενικότερα, ο στίχος μπαίνει σε παρένθεση, για να δείξει ο Καβάφης την
αποστασιοποίησή του από τον ομότεχνό του Φερνάζη και την ειρωνεία του για τον ποιητή
εκείνο που προσπαθεί να επιτύχει τους ιδιοτελείς στόχους της ανάδειξής του σε πρώτο
ποιητή στην ιεραρχία της Αυλής.
Στο σημείο αυτό η αφήγηση αλλάζει φορά κι από την τριτοπρόσωπη των τεσσάρων
[ρ’ωτων στίχων γυρίζει σε πρωτοπρόσωπη. Ενώ δηλαδή μέχρι αυτό το σημείο ακουγόταν
η φωνή του αφηγητή, σ’ αυτούς ακούγεται η φωνή του αφηγητή που ταυτίζεται μ’ αυτήν
του Φερνάζη ή μεταφέρονται απλώς από τον αφηγητή, ανήκουν όμως στον Φερνάζη. Αν
ισχύει το τελευταίο, τότε οι στίχοι είναι πιθανό να ανήκουν στο ποίημα του Φερνάζη,
«Δαρείος», καθώς έχουν κι επικό μέτρο και ρυθμό.

Αλλ’ εδώ/χρειάζεται φιλοσοφία


Ο όρος φιλοσοφία λίγες φορές απαντά στα γραπτά του Καβάφη και συνήθως δηλώνει τη
διττή ιδιότητα ενός ανθρώπου να είναι ποιητής και φιλόσοφος, να χρησιμοποιεί δηλαδή τη
δημιουργική του φαντασία με την εκλογικευμένη του γνώση. Στο σημείο αυτό, εντούτοις,
η φιλοσοφία χρησιμοποιείται με τρόπο ειρωνικό. Ο στίχος στόχο έχει να δείξει τον
προβληματισμό του Φερνάζη για το αν θα πει την αλήθεια για την κατάληψη της εξουσίας
από τον Δαρείο ή ψέματα. Επειδή δεν ήθελε να κάνει ανοιχτά τίποτα από τα δύο,
επικαλείται τη φιλοσοφία, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να συγκεράσει τις δύο
καταστάσεις, χωρίς να εκθέσει τον Φερνάζη με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, καθώς η
αλήθεια θα έφερνε τη δυσμένεια του βασιλιά και το ψέμα θα τον αποδείκνυε κόλακα.
Έτσι, πίσω από τη φιλοσοφία κρύβεται το δίλημμά του, αν η ποίηση πρέπει να δώσει την
αλήθεια ή όχι.
πρέπει ν’ αναλύσει / τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος
Στο ποίημα που γράφει ο Φερνάζης θέλει να αναλύσει το τι ακριβώς αισθανόταν ο ίδιος ο
Δαρείος, ποια ήταν η πρόθεσή του όταν έπαιρνε την εξουσία. Ακριβώς επειδή ο ίδιος είναι
φιλόδοξος καλλιτέχνης και με κάποια αναμφίβολη ιδιοτέλεια, αλλά δεν είναι
αυλοκόλακας, σκέφτεται πώς ακριβώς να αποδώσει και να αναλύσει τις προθέσεις τού
Δαρείου.

ίσως υπεροψίαν και μέθην. όχι όμως – μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των
μεγαλείων
Ο Φερνάζης βρίσκεται σε δίλημμα: να πει ότι ο Δαρείος πήρε την εξουσία από υπεροψία
και μέθη, από τη βαθιά επιθυμία για τη δύναμη που δίνει η εξουσία (υπεροψία) και την
ικανοποίηση τής απόκτησής της (μέθη), ή να πει ότι ο ίδιος κατανοεί πως η εξουσία είναι
μάταιη («σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»), ότι τα πάντα είναι παροδικά
και φθαρτά, αλλά τη διεκδίκησε και την πήρε για να προσφέρει ό,τι περισσότερο
μπορούσε στη χώρα και στους υπηκόους του; Το δίλημμα είναι για τον ίδιο πολύ
σημαντικό και δύσκολο. Εάν έγραφε την αλήθεια, ότι δηλαδή ο Δαρείος ήταν αλαζόνας
και πήρε την εξουσία χρησιμοποιώντας δόλια μέσα, θα δυσαρεστούσε τον Μιθριδάτη, ο
οποίος χρησιμοποίησε παρόμοια μέσα για την ανάρρησή του στην εξουσία (αφού σκότωσε
τον αδελφό του, που ήταν νόμιμος διάδοχος, για να πάρει την εξουσία). Έτσι, περνούσε σε
βασιλική δυσμένεια. Από την άλλη, εάν παραποιούσε την ιστορική πραγματικότητα κι
έγραφε ότι ο Δαρείος πήρε την εξουσία, αν και γνώριζε ότι η εξουσία είναι μάταιη και
παροδική, θα πρόδιδε την ποιητική του ιδέα και θα φερόταν με τρόπο που ο ίδιος
θεωρούσε αντιποιητικό. Παρ’ όλα αυτά, θα κέρδιζε την εύνοια του Μιθριδάτη και θα
γινόταν πρώτος στην ιεραρχία ποιητής της Αυλής, υπερνικώντας όλους τους αντιπάλους
του.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής
Στο στίχο ακούγεται η φωνή του αφηγητή, ο οποίος με τη γνωστή «καβαφική ειρωνεία»
σχολιάζει τον προβληματισμό του Φερνάζη (και ίσως εμμέσως και τον εαυτό του): να
γράψει ό,τι του επιτάσσει η ποιητική του συνείδηση ή να χρησιμοποιήσει την τέχνη του
για να πετύχει τους σκοπούς του; όσο πάντως κι αν ο Καβάφης είναι επικριτικός απέναντι
στον Φερνάζη, η αλήθεια είναι ότι για τον τελευταίο το δίλημμα ήταν ουσιαστικό, γιατί
και στις δύο περιπτώσεις κάτι έπρεπε να προδώσει . είτε την ποιητικό του συνείδηση είτε
συνείδηση την ιστορική πραγματικότητα.
Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας σημαντικό είναι επίσης οι λέξεις «ίσως»,
«όχι όμως», «μάλλον». Την πρώτη περίπτωση που εξετάζει ο Φερνάζης, να πει την
αλήθεια, τη δίνει σαν ενδεχόμενο («ίσως») και την απορρίπτει («όχι όμως»), δίνοντας μια
εναλλακτική λύση που του φαίνεται προτιμότερη («μάλλον»). Το «σαν κατανόηση» κάνει
πιο ήπιο το ψέμα που σκέφτεται να πει, αλλά και πάλι απόφαση δεν έχει να πει, αλλά και
πάλι απόφαση δεν έχει πάρει. Σκέφτεται όλα αυτά «βαθέως» ο ποιητής, χωρίς να μπορεί
να αποφασίσει τελικά.
Αλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει / τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην
είδησι αγγέλλει
Με την έναρξη της νέας στροφής ο ποιητής εισάγει το δραματικό απρόοπτο, που μάλιστα
το προετοιμάζει με το «αλλά» τής αρχής του στίχου. Ο υπηρέτης του μπαίνει τρέχοντας
και του αναγγέλλει μια είδηση «βαρυσήμαντη». Με την αιφνίδια έλευση του υπηρέτη
διακόπτεται η ήρεμη ατμόσφαιρα της δημιουργίας και του στοχασμού του Φερνάζη, για να
αναγγελθεί κάτι συγκλονιστικό.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους. / Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα
σύνορα
Η «βαρυσήμαντη είδησι» που αναγγέλλει ο υπηρέτης είναι η έναρξη πολέμου με τους
Ρωμαίους. Ο ίδιος, εκτός από το γεγονός, πληροφορεί και για την εξέλιξη, ότι δηλαδή το
μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους πέρασε τα σύνορα. Η αμεσότητα με την οποία
παρουσιάζει τον πόλεμο και το άρθρο «ο» στον πόλεμο δείχνει πως επρόκειτο για κάτι
αναμενόμενο. Ενώ στους πρώτους δύο στίχους της στροφής ακουγόταν η φωνή του
αφηγητή, στους δύο επόμενους η φωνή αλλάζει και ο αφηγητής αφήνει τον υπηρέτη να
αναγγείλει με το δικό του τρόπο την είδηση του πολέμου.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!


Ο Φερνάζης ήταν ίσως πολύ απασχολημένος με την ποίηση, τις σκέψεις και τους
προβληματισμούς του και απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν ενήμερος για τις εξελίξεις σε
πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Έτσι, κάτι που ο υπηρέτης φαίνεται να ήξερε («άρχισε ο
πόλεμος»), ο ποιητής το αγνοεί και μένει έκπληκτος μπροστά στην είδηση («ο ποιητής
μένει ενεός»). Η φράση «Τι συμφορά!» είναι δοσμένη έτσι ώστε η φωνή που ακούγεται
μπορεί να είναι τόσο του αφηγητή όσο και του Φερνάζη. Με τον τρόπο αυτό δηλώνεται η
απελπισία του Φερνάζη για το γεγονός ότι η ιστορία ανατρέπει τα σχέδιά του, αλλά και η
ειρωνεία του Καβάφη για τη μονομέρεια της σκέψης του Φερνάζη, ο οποίος στο σημείο
αυτό είναι επικεντρωμένος στο γεγονός ότι ο ίδιος χάνει από την απρόσμενη αυτή εξέλιξη,
ενώ αδιαφορεί για την τύχη του κράτους και των συμπολιτών του. Έτσι, ο Φερνάζης μιλά
ως ποιητής, και μάλιστα εγωκεντρικά διακείμενος, και όχι ως πολίτης που ενδιαφέρεται
για την εξέλιξη ενός θέματος εθνικού, το οποίο σε τελική ανάλυση αφορά και τον ίδιο.

Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπατωρ, μ’


ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί
Αυτό που απασχολεί τον Φερνάζη κυρίως είναι το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό ο βασιλιάς
Μιθριδάτης να ασχοληθεί με ελληνικά ποιήματα, με το δικό του ποίημα δηλαδή, εν μέσω
πολέμου. Η επανάληψη των επιθέτων με τα οποία χαρακτηρίζει το ν βασιλιά «ο ένδοξός
μας, Διόνυσος κ΄Ευπάτωρ», γίνεται για να ειρωνευτεί ο ποιητής τον βασιλιά, ο οποίος
καλείται να δείξει ότι οι τίτλοι που του αποδίδονται τον αντιπροσωπεύουν.
Στο σημείο αυτό θίγεται ένα ακόμη ζήτημα, αυτό της παγκοσμιότητας της ελληνικής
γλώσσας, εφόσον οι Πέρσες γράφουν στην ελληνική κι ένας βασιλιάς τους, ο οποίος έζησε
τέσσερις αιώνες πριν, υμνείται μέσα στην Αυλή του Πέρση βασιλιά από έναν ελληνόφωνο
ποιητή στα ελληνικά.
Μέσα στον πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα
Με τη φράση αυτή φαίνονται ακόμη πιο ανάγλυφα τα αισθήματα απογοήτευσης του
Φερνάζη. Αντιλαμβάνεται πόσο άτοπο είναι να ελπίζει ότι ο βασιλιάς μέσα στο άγχος του
πολέμου και της εξέλιξής του, μέσα στη δίνη των μαχών και τις κακουχίες των
στρατοπέδων θα είχε το σθένος να ασχοληθεί με την ανάγνωση της ποίησης. Παρότι η
επανάληψη τού «ελληνικά ποιήματα» και η αναφορά στο «φαντάσου» σε β’ πρόσωπο
δίνεται με ειρωνική χροιά, εντούτοις θίγει ένα θέμα εξαιρετικά σημαντικό: τη σχέση της
τέχνης με την ιστορική πραγματικότητα και τη δυνατότητά της να έχει ή όχι ρόλο σε μια
κοινωνία που αντιμετωπίζει μια αρνητική συγκυρία, όπως είναι αυτή του πολέμου. Η θέση
που ο Καβάφης παίρνει είναι μάλλον αρνητική: «Μέσα στον πόλεμο – φαντάσου,
ελληνικά ποιήματα», καθώς στον πόλεμο αυτό που έχει σημασία είναι η προάσπιση της
χώρας και όχι η ποιητική ή η όποια καλλιτεχνική παραγωγή.
Με τον στίχο ενδεχομένως να υπονοείται και το γεγονός ότι ο Μιθριδάτης, ενώ υπήρξε
«προστάτης» των ελληνικών γραμμάτων, εντούτοις ποτέ δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά μ’
αυτά, αλλά επιφανειακά και μόνο, για να δώσει μια επίφαση πολιτισμού στην εξουσία και
τη χώρα του.

Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!


Ο Φερνάζης αδημονεί, κυρίως όμως απελπίζεται κι απογοητεύεται από την ατυχία να
αρχίσει ο πόλεμος πριν προλάβει να τελειώσει το ποίημά του. Η αδημονία του αυτή
εκδηλώνεται με το επιφωνηματικό «Ατυχία», που μάλιστα συνοδεύεται από θαυμαστικό.
Στη λέξη ακούγεται η φωνή του Φερνάζη ή του αφηγητή, και περιγράφει τα συναισθήματά
του.

Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο» / ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του, /
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει
Στους στίχους αυτούς δίνονται οι στόχοι που ο Φερνάζης είχε με τη σύνθεση του επικού
του ποιήματος, που στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ο τίτλος του είναι «Δαρείος». Ο ίδιος
λέει ότι, αν τελείωνε το ποίημα, θα αναδεικνυόταν πρώτος ποιητής στην Αυλή και θα
καταξιωνόταν ως τεχνίτης, αλλά και θα κατάφερνε να αποστομώσει όλους του τους
επικριτές και να φανεί ανώτερος από τους αντιπάλους του, τους οποίους μάλιστα
χαρακτηρίζει με το βαρύ χαρακτηρισμό «φθονερούς».
Στο σημείο αυτό ο Καβάφης εκθέτει και επικρίνει (με την καβαφική ειρωνεία) εκείνους
τους φορείς της τέχνης, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ποίηση χρησιμοθηρικά, θέλοντας
δηλαδή να κερδίσουν από αυτήν και να αναδειχθούν. Η ποίηση εδώ δεν αντιμετωπίζεται
ως αποτέλεσμα τής δημιουργικής φαντασίας και εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη να
εκφραστεί, αλλά ως μέσο ανάδειξης και καταξίωσης. Είναι, άλλωστε, αξιοσημείωτο το
γεγονός ότι η εδραίωση της φήμης που ο Φερνάζης διεκδικεί και προσδοκά δε γίνεται
μέσω της προσπάθειας για την καλύτερη δυνατή ποίηση και την παρουσίαση της αξίας,
αλλά μέσω της εύνοιας του βασιλιά.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του
Κι ο στίχος αυτός περιγράφει το περιεχόμενο της αδημονίας που αναφέρθηκε στην αρχή
της στροφής. Ο Φερνάζης, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν εξετάζει το ενδεχόμενο της
ματαίωσης των σχεδίων του, θεωρεί απλώς ότι πρόκειται για μια αναβολή σε ό,τι έχει
σχεδιάσει.

Και να’ταν μόνο αναβολή … οι Ρωμαίοι


Σ’ αυτό μόλις το σημείο αντιλαμβάνεται ότι εκτός της αναβολής των προσωπικών του
σχεδίων διακυβεύεται και η ασφάλειά του, όπως και η ασφάλεια της πόλης. Επομένως, το
ζήτημα παύει πια να είναι προσωπικό και γίνεται συλλογικό ζήτημα επιβίωσης. Γνωρίζει
ότι η Αμισός δεν είναι πόλη καλά οχυρωμένη κι ότι είναι εύκολο να καταληφθεί.
Επιπλέον, θεωρεί τους Ρωμαίους «φρικτότατους εχθρούς». Με το συλλογισμό του αυτόν ο
Φερνάζης επανεξετάζει το ενδεχόμενο αναβολής των σχεδίων του ή οριστικής ματαίωσης,
με φόβο πια ότι κινδυνεύει και η ίδια η ζωή του.

Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς … τες λεγεώνες;


Με ένα λόγο που δομείται με τρεις ρητορικές ερωτήσεις, ο Φερνάζης αμφισβητεί τη
δυνατότητα των Καππαδοκών να αναμετρηθούν με τους Ρωμαίους και να τους νικήσουν,
όπως και έγινε. Ο μονόλογός του, που μεταφέρεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνει
ανάγλυφα τον προβληματισμό του. Οι τρεις ρητορικές ερωτήσεις κλιμακώνουν τον φόβο
και την ανησυχία του (αναρωτιέται για τη δύναμη των Καππαδοκών, την αμφισβητεί και
τελικά απορρίπτει ουσιαστικά το ενδεχόμενο νίκης).
Οι στίχοι είναι δοσμένοι με μια ουσιαστικά «ξεφτισμένη πολιτική ρητορεία», κατά τη
διατύπωση του Δ. Μαρωνίτη. Ο ίδιος παρουσιάζεται να μιλά με επιτηδευμένο τρόπο και
να προβληματίζεται από τη θέση του πολίτη αυτήν τη φορά. Με ανεπτυγμένο πια το
αίσθημα της αυτοσυντήρησης αναρωτιέται για την ασφάλειά τους και μεταθέτει την
προσωπική οπτική στη συλλογική. Μόνο τότε καταφέρνει να δει τα πράγματα στην
πραγματική τους διάσταση, να αξιολογήσει τα νέα δεδομένα και να συνειδητοποιήσει ότι
τα πράγματα κάθε άλλο παρά εύκολα είναι. Σ’ αυτό το συμπέρασμα φτάνει μέσα από
συγκεκριμένη συλλογιστική: το κράτος τους δεν είναι καλά προστατευμένο, η
πρωτεύουσά τους δεν έχει σταθερή οχύρωση κι επιπλέον οι Ρωμαίοι είναι φρικτότατοι
εχθροί. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών τον φέρνει σε μια κατάσταση
απαισιοδοξίας, ίσως και ηττοπάθειας.

Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας. –


Με τον στίχο αυτόν κορυφώνεται το αδιέξοδο, η απόγνωση του Φερνάζη και πλέον
ξεχνάει την ποιητική του ιδιότητα και την ελληνική του παιδεία. Κάνει επίκληση στους
θεούς που προστατεύουν την Ασία να τους βοηθήσουν και με τον τρόπο αυτό δείχνει ότι η
καταγωγή του είναι ασιατική κι ότι μπροστά στον κίνδυνο ξεχνά την ελληνική παιδεία και
την προσήλωση στον ελληνικό πολιτισμό.
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή … πάει κι έρχεται –
Στους στίχους αυτούς ο Φερνάζης ανακτά την ποιητική του ιδιότητα και προσανατολίζεται
και πάλι στην ποίηση. Μπορεί ο πόλεμος να μαίνεται, εντούτοις αυτή η νέα
πραγματικότητα δίνει την τελική απάντηση στο δίλημμα που είχε σχετικά με το πώς θα
παρουσιάσει τις πράξεις του Δαρείου.

το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην . υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο
Δαρείος
Αυτό που τελικά αποφασίζει να γράψει ο Φερνάζης για τον Δαρείο είναι ό,τι αποκαθιστά
την ιστορική πραγματικότητα: «υπεροψίαν και μέθην» είχε ο Δαρείος, όταν διεκδικούσε
την εξουσία. Δε νοιαζόταν για τον τόπο του, αλλά για την προσωπική του προβολή κι
απόκτηση δύναμης.
Η συγκεκριμένη ενότητα με την τελική λύση που επιλέγει ο Φερνάζης είναι επιδεκτική
διάφορων ερμηνειών:
 Ο Φερνάζης, βλέποντας ότι οι συνθήκες έχουν πλέον αλλάξει κι έχοντας πια αντιληφθεί
ότι δε γίνεται να κερδίσει τίποτα από το ποίημά του, ότι η ίδια η επιβίωση του Μιθριδάτη
είναι αμφίβολη, επομένως και η εύνοιά του, αποφασίζει ελεύθερα να γράψει το ποίημά
του, χωρίς καιροσκοπισμούς και προσπάθειες να κερδίσει τίποτα από την τέχνη του. Έτσι,
αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει τίποτα να κερδίσει, ξαναγίνεται ποιητής με την ουσιαστική
έννοια του όρου και γράφει με περιεχόμενο τέτοιο που δικαιώνει την ποιητική του
ιδιότητα. Δεν καταφεύγει στο ψεύδος, αλλά ανταποκρίνεται σε ό,τι η ιστορία αναφέρει κι
ο ίδιος πιστεύει. Άρα, για τον Δαρείο το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι κέρδισε την
εξουσία λόγω της ανάγκης του να προβληθεί και να αποκτήσει δύναμη.
 Ο Φερνάζης αντιλαμβάνεται στις νέες συνθήκες και το γεγονός ότι η ιστορική συγκυρία
δεν είναι θετική για τον Μιθριδάτη. Επομένως, πλέον προσαρμόζει την ποίησή του στα
νέα δεδομένα και στους νέους αντιπάλους. Μπορεί οι Ρωμαίοι να είναι «φρικτότατοι»
εχθροί, αλλά πάντα υπάρχει η πιθανότητα να καταλάβουν την Αμισό και να γίνουν
κυρίαρχοι της πόλης. Έτσι, ο Φερνάζης, όχι οπωσδήποτε για να κερδίσει από τους ίδιους,
αλλά, για να μην εκτεθεί γράφοντας ποιήματα εξαρχής, γνωρίζει ότι είναι ψευδή,
αποφασίζει να αποκαταστήσει την ιστορική πραγματικότητα, ότι δηλαδή από «υπεροψίαν
και μέθην» ο Δαρείος κατέλαβε την εξουσία.
 Ο Φερνάζης επηρεάζεται από το γενικότερο πολεμικό κλίμα και προσαρμόζει την
ποιητική του σκέψη σ’ αυτό. Σε ώρες «ταραχής και κακού» η στοχαστική σκέψη του «σαν
κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων» δεν ταιριάζει, ενώ το «υπεροψίαν και μέθην»
ήταν ό,τι ακριβώς ταιριάζει τόσο στον Μιθριδάτη όσο και στους Ρωμαίους.

Όποια κι αν είναι η πιο κοντινή στη σκέψη του Καβάφη ερμηνεία, το πιθανότερο είναι ότι
ο Καβάφης θέλησε να δείξει πως μέσω των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται στη
χώρα, ο ποιητής προσαρμόζει την ποιητική του έμπνευση. Έτσι, το ποίημα του Φερνάζη
εντάσσεται και προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, στον πόλεμο Καππαδοκών-
Ρωμαίων, άποψη που έχει εκφράσει κι αλλού ο Καβάφης. Με τον τρόπο αυτό στην
ενότητα τίθεται ένα ευρύτερο θέμα, αυτό της προσήλωσης του καλλιτέχνη στην τέχνη του
μέσα σε μια πραγματικότητα, η οποία είναι εχθρική. Ενδεχομένως, αυτό που θέλει να
τονίσει ο Καβάφης είναι το γεγονός ότι η ποιητική δραστηριότητα δε γίνεται να ανασταλεί
ούτε και τότε, απλώς το πνεύμα του δημιουργού γίνεται πιο οξύ κι εναργές, βλέπει και
κρίνει με πιο κριτική διάθεση.

You might also like