You are on page 1of 42

Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΑΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ

ΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΥΡΩ∆ΗΣ (Bemisia


tabaci Gennadius) ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ

Λάµπρος Χρ. Παπαγιάννη

ΙΝΣTITOYTO ΓEΩPΓIKΩN EPEYNΩN

YΠOYPΓEIO ΓEΩPΓIAΣ ΦYΣIKΩN ΠOPΩN


KAI ΠEPIBAΛΛONTOΣ
ISSN 1986-1370

Υπεύθυνος έκδοσης

∆ρ Μ.Κ. Κυριάκου

Επιµέλεια έκδοσης

Ξένια Ευριπίδου

Για τις πληροφορίες που περιέχονται στην παρούσα έκδοση, την αποκλειστι-
κή ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς. Τυχόν χρησιµοποίηση εµπορικών ονοµάτων
δεν σηµαίνει ότι το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών υποστηρίζει συγκεκριµέ-
να προϊόντα ούτε αποτελεί διάκριση κατά οποιωνδήποτε προϊόντων.
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΑΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ
ΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΥΡΩ∆ΗΣ
(Bemisia tabaci Gennadius) ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ασθένεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας αποτε-


λεί µια από τις σηµαντικότερες ιολογικές ασθένειες στις καλλιέργειες τοµάτας
διεθνώς. Τουλάχιστον 11 ιοί, που κατατάσσονται στο γένος Begomovirus της
οικογένειας Geminiviridae των φυτικών ιών, έχουν αναφερθεί να προκαλούν
την ασθένεια σε παγκόσµιο επίπεδο. Οι ιοί αυτοί παρουσιάζουν εκτεταµένο
εύρος ξενιστών και εκτός από την τοµάτα προσβάλλουν αρκετά άλλα είδη καλ-
λιεργούµενων και αυτοφυών φυτών. Στην περιοχή της ανατολικής Μεσογειακής
λεκάνης, µέχρι στιγµής αναφέρονται δύο ιοί του γένους: ο ιός του κίτρινου
καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας (Tomato yellow leaf curl virus,
TYLCV) που περιλαµβάνει τέσσερα στελέχη (φυλές) και ο ιός του κίτρινου
καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας της Σαρδηνίας (Tomato yellow leaf
curl Sardinia virus, TYLCSV) που περιλαµβάνει τρία στελέχη. Όλοι οι ιοί µετα-
δίδονται αποκλειστικά µε τον αλευρώδη του καπνού (Bemisia tabaci
Gennadius). Στην Κύπρο, η ασθένεια εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1974 και
έκτοτε αποτελεί την πιο διαδεδοµένη ιολογική ασθένεια στις υπαίθριες και τις
θερµοκηπιακές καλλιέργειες τοµάτας. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του
Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών (ΙΓΕ), διερευνήθηκε µε τη χρήση καινοτόµων
µοριακών τεχνικών η παρουσία των ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια,
καθώς και των βιοτύπων του φυσικού φορέα B. tabaci. Τα αποτελέσµατα έδει-
ξαν ότι στην Κύπρο εντοπίζεται αποκλειστικά ο ιός TYLCV που µεταδίδεται µε
τους βιότυπους B και Q του αλευρώδη B. tabaci. Επιπλέον, ο ιός εντοπίστηκε
σε καλλιέργειες φασολιάς και πιπεριάς, καθώς και σε 49 είδη ζιζανίων που ανή-
κουν σε 15 βοτανικές οικογένειες. Ο µοριακός χαρακτηρισµός των αποµονώσε-
ων του ιού κατέδειξε ότι στην Κύπρο εντοπίζεται τόσο το Ισραηλινό (IL), όσο
και το ήπιο (MLD) στέλεχος, που παρουσιάζουν υψηλή οµοιότητα µε αντίστοι-
χες αποµονώσεις από τη Μέση Ανατολή. Τέλος, η φυλογενετική ανάλυση
µέρους του µιτοχονδριακού DNA των αλευρωδών που µελετήθηκαν, κατατάσ-
σει τους κυπριακούς πληθυσµούς στο βόρειο αφρικανικό-µεσογειακό-µεσανα-
τολικό κλάδο του συµπλέγµατος του αλευρώδη του καπνού.

3
ΠΑΘΟΓΟΝΑ ΑΙΤΙΑ, ΞΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΑΣΜΑΤΟΣ
ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ

Ιστορικά στοιχεία
Τα πρώτα στοιχεία για την ασθένεια καταγράφηκαν περί τα τέλη της δεκα-
ετίας του 1930 στο Ισραήλ, όταν σε µεµονωµένες καλλιέργειες τοµάτας εµφα-
νίστηκαν συµπτώµατα µικροφυλλίας, κιτρινίσµατος και συστροφής σε φύλλα,
καθώς και έντονος νανισµός των φυτών (Avidon, 1944), χωρίς ωστόσο να
προκληθούν σηµαντικές απώλειες στην παραγωγή. Η ασθένεια επανεµφανί-
στηκε σχεδόν µετά από τριάντα χρόνια, όταν στα πλαίσια µιας προσπάθειας
για αναδιάρθρωση της καλλιέργειας τοµάτας από τις αρχές της χώρας, το
Υπουργείο Γεωργίας του Ισραήλ παρότρυνε τους παραγωγούς να αντικατα-
στήσουν την παραδοσιακή ποικιλία Marmande µε την ποικιλία Moneymaker,
η οποία θεωρείτο καταλληλότερη για τις εξαγωγές, αφού ο καρπός της µπο-
ρούσε να διατηρηθεί για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Μόλις ένα µήνα µετά
τη φύτευση, τα περισσότερα φυτά παρουσίασαν περίεργα συµπτώµατα που
περιελάµβαναν σοβαρό νανισµό, κίτρινο µεταχρωµατισµό, καρούλιασµα και
παραµόρφωση των φύλλων, ενώ η παραγωγή ήταν ελάχιστη και οι καρποί δεν
ήταν πλέον εµπορεύσιµοι. Τα συµπτώµατα είχαν αποδοθεί σε µια άγνωστης
φύσης ασθένεια και συσχετίστηκαν µε τους υψηλούς πληθυσµούς εντόµων
της οικογένειας των αλευρωδών, οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί σε γειτονικές
καλλιέργειες βαµβακιού. Κατά τη διερεύνηση του προβλήµατος διαπιστώθη-
κε πως η ασθένεια µεταδιδόταν µε τους αλευρώδεις και µπορούσε να προ-
σβάλει τόσο τις τοµάτες της ποικιλίας Marmande, όσο και εκείνες της ποικι-
λίας Moneymaker (Cohen and Nitzani, 1960). Το παθογόνο αίτιο της ασθένει-
ας περιγράφηκε το 1963 και η ασθένεια αποδόθηκε στον ιό του κίτρινου
καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας (Tomato yellow leaf curl virus,
TYLCV) (Cohen et al., 1963), o οποίος µεταδιδόταν µε τον αλευρώδη του
καπνού Bemisia tabaci (Gennadius) (Cohen and Nitzany, 1966). Η πρώτη
παρατήρηση της µορφής των ιοσωµατίων έγινε το 1980 (Russo et al., 1980),
και ο ιός αποµονώθηκε το 1988 (Czosnek et al., 1988). Τρία χρόνια αργότε-
ρα, προσδιορίστηκε η πλήρης νουκλεοτιδιακή αλληλουχία του γονιδιώµατος
του και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι ο ιός αποτελείτο από DNA απλής αλυ-
σίδας (ssDNA) (Navot et al., 1991). Η ευρεία διάδοση της ασθένειας σε πολ-
λές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, σε συνδυασµό µε τη συσσώρευση

4
µοριακών και βιολογικών χαρακτηριστικών από αποµονώσεις του ιού, καθώς
και το αυξανόµενο εύρος των ξενιστών της ασθένειας, οδήγησε τους ερευνη-
τές στον εντοπισµό πολλών νέων συγγενικών ιών αλλά και στελεχών (φυλών)
τους, που κατατάχθηκαν στο γένος Begomovirus της οικογένειας
Geminiviridae.

Παγκόσµια διάδοση και παθογόνοι ιοί που σχετίζονται µε την ασθένεια


του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας
Η εύκολη διακίνηση φυτικού υλικού µε τη φιλελευθεροποίηση του διε-
θνούς εµπορίου, η εντατικοποίηση της µονοκαλλιέργειας, καθώς και οι µετα-
βολές στη θερµοκρασία του πλανήτη εξαιτίας του φαινοµένου του θερµοκη-
πίου αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες για τη διάδοση των ιών της
οικογένειας Geminiviridae διεθνώς. Επιπλέον, η µείωση των φυσικών εχθρών
των εντόµων φορέων λόγω της αλόγιστης χρήσης των φυτοπροστατευτικών
σκευασµάτων, καθώς και η ανάπτυξη ανθεκτικότητας του φορέα B. tabaci σε
πολλές οµάδες γεωργικών φαρµάκων κατέστησαν τους ιούς του γένους
Begomovirus ως τους σηµαντικότερους ιούς στις λαχανοκοµικές καλλιέργειες
ολόκληρης της υφηλίου (Brown, 2000).
Η ασθένεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας αποτε-
λεί σήµερα την πιο επιζήµια ιολογική ασθένεια στις καλλιέργειες τοµάτας σε
όλες τις θερµές και τροπικές περιοχές του πλανήτη, µε απώλειες που φτάνουν
ακόµη και το 100% της παραγωγής (Czosnek and Latterot, 1997). Σήµερα, η
ασθένεια εντοπίζεται σε όλες τις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης (Ισραήλ,
Λίβανος, Συρία, Αίγυπτος, Τουρκία, Μαρόκο, Τυνησία, Κύπρος, Ελλάδα, Ιτα-
λία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Επιπρόσθετα, έχει αναφερθεί στην Αφρι-
κή (Σουδάν, Αιθιοπία, Μαλί, Καµερούν, Τανζανία, Σενεγάλη, Γουινέα), την
Ασία (Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Οµάν, Υεµένη, Ιράκ, Πακιστάν, Ινδία,
Κίνα, Ιαπωνία, Ταϋλάνδη, Κορέα, Ινδονησία, Βιετνάµ), την Ωκεανία
(Αυστραλία, Νέα Γουινέα), και την Αµερική (Ηνωµένες Πολιτείες, Μεξικό,
Γουατεµάλα, Ονδούρρες, Νικαράγουα, Κολοµβία, Κούβα, ∆οµινικανή ∆ηµο-
κρατία, Περού, Βραζιλία, Χιλή, Αργεντινή) (European Plant Protection
Organization, EPPO, www.eppo.org/QUARANTINE/TYLCVvirus).
Σύµφωνα µε την τελευταία συστηµατική κατάταξη των ιών Begomovirus,
που προκαλούν την ασθένεια, αναφέρονται 86 αποµονώσεις και στελέχη που
ανήκουν σε 11 διαφορετικά είδη ιών διεθνώς (Πίνακας 1) (Fauquet et al.,
2008). Το γονιδίωµα αυτών των ιών αποτελείται από κυκλικό δεοξυριβοζο-

5
Πίνακας 1. Ιοί και στελέχη του γένους Begomovirus που σχετίζονται µε την ασθένεια
του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας διεθνώς

Γεωγραφική
Επιστηµονική ονοµασία και περιοχή
ακρωνύµια ιών καταγραφής των ιών

Tomato yellow leaf curl Axarquia virus (TYLCAxV) Ισπανία


Tomato yellow leaf curl China virus(TYLCCNV) Κίνα
Tomato yellow leaf curl Guangdong virus (TYLCGuV) Κίνα
Tomato yellow leaf curl Indonesia virus (TYLCIV) Ινδονησία
Tomato yellow leaf curl Kanchanaburi virus (TYLCKaV) Θαϋλάνδη
Tomato yellow leaf curl Malaga virus (TYLCMaV) Ισπανία
Tomato yellow leaf curl Mali virus (TYLCMV) Αιθιοπία, Μαλί
Tomato yellow leaf curl Sardinia virus (TYLCSV) Μεσογειακές χώρες
Tomato yellow leaf curl Thailand virus (TYLCTHV) Θαϋλάνδη, Κίνα
Tomato yellow leaf curl Vietnam virus (TYLCVV) Βιετνάµ
Tomato yellow leaf curl virus (TYLCV) Αµερική, Ασία,
Αυστραλία, Ευρώπη,
Αφρική

νουκλεϊνικό οξύ (DNA) το οποίο απαρτίζεται από 2800 περίπου βάσεις


(Navot et al., 1991). Σ’ αυτό βρίσκονται κωδικοποιηµένες όλες οι γενετικές
πληροφορίες για την αναπαραγωγή, τη µετάδοση, τη µετακίνηση και την πρό-
κληση των συµπτωµάτων στα φυτά ξενιστές (Lazarowitz, 1992; Hanley-
Bowdoin et al., 2000). ∆ιακρίνονται δύο κύριες υποοµάδες του γένους, στις
οποίες περιλαµβάνονται οι ιοί του Νέου Κόσµου (Βόρειας, Κεντρικής και
Νότιας Αµερικής), των οποίων το γονιδίωµα είναι διµερές και αποτελείται
από δύο κυκλικά µόρια DNA µονής αλυσίδας (DNA-A και DNA-B), και οι ιοί
του Παλαιού Κόσµου (Ευρώπης, Αφρικής και Αυστραλασίας) που έχουν
µονοµερές γονιδίωµα (DNA-A), από το οποίο απουσιάζει το DNA-B
(Thomas et al., 1986).
Στις χώρες της µεσογειακής λεκάνης, έχουν καταγραφεί τέσσερα διαφορε-
τικά είδη ιών του γένους Begomovirus που σχετίζονται µε τις επιδηµίες της
ασθένειας (Εικόνα 1). Ο ιός του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της
τοµάτας (Tomato yellow leaf curl virus, TYLCV), που έχει και τη µεγαλύτερη
συχνότητα εµφάνισης στη Μεσόγειο, ο ιός του κίτρινου καρουλιάσµατος των
φύλλων της τοµάτας της Σαρδηνίας (Tomato yellow leaf curl Sardinia virus,
TYLCSV), που αναφέρεται ως το δεύτερο πιο συχνά απαντώµενο είδος

6
Εικόνα 1. Γεωγραφική διάδοση των ιών του γένους Begomovirus που προκαλούν την ασθέ
νεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας στις χώρες της µεσο
γειακής λεκάνης.

(Czosnek and Latterot 1997; Accotto et al., 2000; Papayiannis et al., 2007a), ο
ιός του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας της Μάλαγας
(Tomato yellow leaf curl Malaga virus, TYLCMaV), που αναφέρθηκε στην
Ισπανία ως προϊόν ανασυνδυασµού και γενετικής ανταλλαγής της ισπανικής
αποµόνωσης TYLCSV-ES και του ήπιου στελέχους του TYLCV (Varma and
Malathi, 2003), και τέλος, ο ιός του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της
τοµάτας της Αξάρκιας (Tomato yellow leaf curl Axarquia virus, TYLCAxV),
που αναφέρθηκε στην περιοχή της Ανδαλουσίας στην Ισπανία και προήλθε
από τον ανασυνδυασµό του TYLCV και του TYLCSV στο αυτοφυές είδος
Solanum nigrum (Garcia-Andres et al., 2006). Στη µεσογειακή λεκάνη έχουν
αναφερθεί µέχρι στιγµής δεκαέξι αποµονώσεις του ιού TYLCV, οκτώ του
TYLCSV, µία του TYLCMaV και µία του TYLCAxV (Πίνακας 2).

Φυτά ξενιστές και συµπτώµατα της ασθένειας


Οι ιοί του γένους Begomovirus που σχετίζονται µε την ασθένεια, προ-
σβάλλουν πολλά καλλιεργούµενα και αυτοφυή φυτά από διαφορετικές βοτα-
νικές οικογένειες. Στην τοµάτα, όπου αναφέρονται και οι σηµαντικότερες
απώλειες, η σοβαρότητα των συµπτωµάτων και οι επιπτώσεις στην παραγω-
γή εξαρτώνται άµεσα από το στάδιο µόλυνσης των φυτών. Εάν η µόλυνση
γίνει σε πολύ νεαρό στάδιο τότε τα φυτά παραµένουν καχεκτικά, χωρίς ζωη-
ρότητα ενώ πολύ σπάνια παράγουν καρπούς. Επιπλέον, τα φυτά εµφανίζουν

7
Πίνακας 2. Ιοί, στελέχη, χώρα αναφοράς και αριθµοί καταχώρησης στη διεθνή βάση νουκλε
οτιδιακών δεδοµένων (National Center of Biotechnology Information, NCBI) των
ιών του γένους Begomovirus που σχετίζονται µε την ασθένεια του κίτρινου
καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας στη µεσογειακή λεκάνη

Αριθµός
καταχώρησης
στη διεθνή βάση
Ιοί και ακρωνύµια στελεχών Χώρα αναφοράς NCBI

Tomato yellow leaf curl Axarquia virus (TYLCAxV)


TYLCAxV [ES:Alg:00] Ισπανία AY227892
Tomato yellow leaf curl Malaga virus (TYLCMaV)
TYLCMalV [ES:421:99] Ισπανία AF271234
Tomato yellow leaf curl Sardinia virus (TYLCSV)
TYLCSV Sar[IT:Sar:88] Σαρδηνία X61153
TYLCSV Sic[IT:Sic] Σικελία Z28390
TYLCSV Sic[Reh:05] Ισραήλ DQ845787
TYLCSV Sic[TN:Bka3:02] Τυνησία AY736854
TYLCSV Es[MA:Aga:02] Ισπανία AY702650
TYLCSV Es[Es:Alm2:92] Ισπανία L27708
TYLCSV Es[ES:Can] Ισπανία AJ519675
TYLCSV Es[Es:Murl1:92] Ισπανία Z25751
Tomato yellow leaf curl virus (TYLCV)
TYLCV IL [EG:Ism] Αίγυπτος AY594174
TYLCV IL[EG:Nob:91] Αίγυπτος EF107520
TYLCV IL [IL:Reo:86] Ισραήλ X15656
TYLCV IL[IT:Sic:04] Σικελία DQ144621
TYLCV IL [JO:Tom:05] Ιορδανία EF054893
TYLCV IL[LB:Tom:05] Λίβανος EF051116
TYLCV IL[MO :Ber :05] Μαρόκκο EF060196
TYLCV IL [ES:Alm:Pep:99] Ισπανία AJ489258
TYLCV IL[TN:05] Τυνησία EF101929
TYLCV IL [TR:Mer:05] Τουρκία AJ812277
TYLCV Mld[IL:93] Ισραήλ X76319
TYLCV Mld[JO:Hom] Ιορδανία AY594175
TYLCV Mld[JO:Tom] Ιορδανία EF054894
TYLCV Mld[ILB:LBA44:05] Λίβανος EF185318
TYLCV Mld[PT:2:95] Πορτογαλία AF105975
TYLCV Mld[ES:72:97] Ισπανία AF071228
TYLCV Mld[ES:Alm:99] Ισπανία AJ519441

έντονο νανισµό, παραµόρφωση και καρούλιασµα των φύλλων προς τα πάνω


ή προς τα κάτω (Εικόνα 2). Τα φύλλα παρουσιάζονται µικρότερα και παρα-
µορφωµένα εξαιτίας της περιθωριακής συστροφής που προκαλείται, ενώ
χαρακτηριστική είναι η εµφάνιση µεσονεύριας χλώρωσης ή κιτρινίσµατος
στην άκρη του ελάσµατος των φύλλων (Εικόνα 3). Οι καρποί που παράγονται
στα προσβεβληµένα φυτά είναι ποιοτικά υποδιαίστερα, µικρότεροι σε µέγε-
θος, και λιγότεροι σε αριθµό εξαιτίας της έντονης ανθόπτωσης, µε αποτέλε-

8
Εικόνα 2. Εµφάνιση νανισµού και καρουλιάσµατος των φύλλων σε υπαίθρα φυτά τοµάτας
προσβεβληµένα µε TYLCV.

σµα οι απώλειες να κυµαίνονται από 80 έως 100% της παραγωγής. Όταν η


µόλυνση γίνει σε προχωρηµένο στάδιο της ανάπτυξης των φυτών, οι καρποί
που βρίσκονται στο φυτά ωριµάζουν κανονικά, αλλά αναστέλλεται η καρπό-
δεση νέων καρπών. Τα νεαρά φύλλα εκπτύσσονται παραµορφωµένα και χλω-
ρωτικά, ενώ η κορυφή πάνω από το σηµείο προσβολής παρουσιάζει έντονο
καρούλιασµα (Cohen and Nitzany, 1960; Ioannou N., 1985). Τα συµπτώµατα
στις τοµάτες εκδηλώνονται δύο περίπου εβδοµάδες µετά τη µόλυνση.
Η ασθένεια προσβάλλει και την πιπεριά (Capsicum annuum), χωρίς ωστό-
σο να προκαλεί πάντοτε συµπτώµατα στο φύλλωµα ή στον καρπό (Reina et
al., 1999). Ορισµένα στελέχη ιών από το Ισραήλ και την Ισπανία έχουν τη

Εικόνα 3. Συµπτώµατα περι


νεύριας χλώρωσης,
παραµόρφωσης και
καρουλιάσµατος
λόγω της προσβολής
µε TYLCV.

9
δυνατότητα να µολύνουν αρκετά είδη πιπεριάς (Capsicum annuum, C.
chilensis), τόσο στον αγρό όσο και στο εργαστήριο (Morilla et al., 2005;
Polston et al., 2006). Στις περιπτώσεις που οι προσβεβληµένες πιπεριές
παρουσιάζουν συµπτώµατα, αυτά περιλαµβάνουν χλώρωση, λεύκανση νεύ-
ρων και καρούλιασµα των φύλλων (Εικόνα 4). Σε µολυσµένα φυτά φασολιάς
(Phaseolοus vulgaris) παρουσιάζονται συµπτώµατα µικροφυλλίας, έντονου
καρουλιάσµατος στα φύλλα, ενώ ορισµένες φορές δύναται να προκληθεί και
κιτρίνισµα στο παραµορφωµένο έλασµα των φύλλων (Εικόνα 5). Το σύµπλο-
κο των συµπτωµάτων από τον TYLCV στη φασολιά αναφέρεται και ως ασθέ-
νεια του κατσαρώµατος των φύλλων (leaf crumble) (Lapidot M., 2002;
Papayiannis et al., 2007b). Πρόσφατα αναφέρθηκε ότι o TYLCV µπορεί να
προσβάλει και διάφορα είδη κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae) όπως η αγγου-
ριά και η κολοκυθιά. Τα προσβεβληµένα φυτά της αγγουριάς (Cucumis
sativus) και της κολοκυθιάς (Cucurbita maxima) παρουσιάζουν καρούλιασµα
των νεαρών φύλλων το οποίο συνοδεύεται από χλώρωση (Zubiaur-Martinez
et al., 2004). Επιπλέον, ο TYLCV ανιχνεύτηκε σε πετούνιες (Petunia
hybrida), λυσίανθο (Eustoma grandiflorum), ιβίσκο (Hibiscus sp.), καπνό
(Nicotiana tabacum), καθώς και σε αρκετά είδη αγριοτοµάτας.
Ο ιός έχει εντοπιστεί σε αρκετά είδη ζιζανίων που ανήκουν στις οικογέ-
νειες Aizοaceae, Amaranthaceae, Chenopodiaceae, Compositae,
Convolvulaceae, Cruciferae, Euphorbiaceae, Leguminosae, Plantaginaceae,
Malvaceae και Solanaceae (Ioannou 1987, Bedford et al., 1998, Abou-Jawdah
et al., 1999, Sanchez-Campos et al., 1999, Jorda et al., 2001, Kashina et al.,

Εικόνα 4. Συµπτώµατα καρουλιάσµατος


σε φύλλα πιπεριάς µολυσµέ
νης µε TYLCV.

10
Εικόνα 5. Παραµόρφωση και συστροφή των φύλλων φασολιάς προσβεβληµένης µε TYLCV.

2002, Salati et al 2002, Rojas et al., 2007; Papayiannis et al., 20011). Σε αντί-
θεση µε τα καλλιεργούµενα φυτά, ο ιός σπάνια προκαλεί εµφανή συµπτώµα-
τα σε αυτοφυή φυτά τα οποία όµως µπορεί να έχουν ένα σηµαντικό ρόλο στην
επιδηµιολογία της ασθένειας (Ioannou 1987; Salati et al 2002, Rojas et al.,
2007; Papayiannis et al., 2011).

Ανίχνευση και ταυτοποίηση των ιών του γένους Begomovirus που σχετίζο-
νται µε την ασθένεια
Παρά το γεγονός ότι οι ιοί του γένους Begomovirus που σχετίζονται µε την
ασθένεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των φύλλων της τοµάτας προκαλούν
χαρακτηριστικά συµπτώµατα σε αρκετές ποικιλίες τοµάτας, η ακριβής ταυτο-
ποίηση και ο προσδιορισµός των διαφόρων ειδών των ιών απαιτεί την εφαρ-
µογή σύγχρονων εργαστηριακών δοκιµών. Η πρώτη µέθοδος διάγνωσης στη-
ρίχτηκε σε τεχνητές δοκιµές µετάδοσης του ιού TYLCV από τα ύποπτα φυτά
σε νεαρά υγιή φυτά τοµάτας µε τη χρήση των αλευρωδών φορέων του είδους
B. tabaci (Cohen and Nitzany, 1966; Ioannou, 1985). Η µέθοδος, παρά το
γεγονός ότι είχε ευρεία εφαρµογή κατά τις δεκαετίες 1960-1980, σήµερα δεν
χρησιµοποιείται τουλάχιστο για σκοπούς διάγνωσης, εξαιτίας του µεγάλου
χρονικού διαστήµατος που απαιτείται για την εκδήλωση των συµπτωµάτων
και της επίπονης και υψηλού κόστους διαδικασίας εκτροφής των εντόµων
φορέων, καθώς και του πολλαπλασιασµού των φυτών δεικτών. Η χρησιµο-
ποίηση του ηλεκτρονικού µικροσκοπίου και η παρατήρηση της δοµής των

11
ιοσωµατίων σε λεπτές τοµές προσβεβληµένων φύλλων εφαρµόστηκε στις
αρχές της δεκαετίας του 1980, κυρίως στα πλαίσια της προσπάθειας προσδιο-
ρισµού και εντοπισµού των θέσεων των σωµατιδίων του ιού στους φυτικούς
ιστούς (Russo et al., 1980). Παρόλα αυτά, το υψηλό κόστος του εξοπλισµού
και η δυσκολία προετοιµασίας των δειγµάτων αποτέλεσαν απαγορευτικούς
παράγοντες για την καθιέρωση της ηλεκτρονικής µικροσκοπίας ως διαγνω-
στικό εργαλείο ρουτίνας. Η επιτυχής αποµόνωση και ο καθαρισµός των ιοσω-
µατίων το 1988 έδωσε τη δυνατότητα για παραγωγή αντισωµάτων και την
ανάπτυξη ορολογικών δοκιµών, όπως η ανοσοπροσροφική δοκιµή ELISA
(Enzyme-linked immuno sorbent assay) (Al-Bitar and Luisoni, 1995). Η
µέθοδος δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη επιτυχία για διαγνωστικούς σκοπούς, εξαι-
τίας της µεγάλης δυσκολίας που απαιτείται για τον καθαρισµό των ιών
Begomovirus σε συνδυασµό µε τη µικρή ικανότητα επαγωγής αντισωµάτων
στα θηλαστικά. Επιπλέον, παρουσιάζει µειωµένη ευαισθησία, κυρίως όταν
στους ιστούς των υπό εξέταση φυτών η συγκέντρωση των ιοσωµατίων είναι
σε µη ανιχνεύσιµα επίπεδα, ενώ συνήθως αδυνατεί να προσδιορίσει διαφορε-
τικά είδη και στελέχη (Dalmon et al., 2000; Crescenzi et al., 2004).
Τα τελευταία χρόνια, η ραγδαία ανάπτυξη της µοριακής βιολογίας οδήγη-
σε στην υιοθέτηση νέων διαγνωστικών εργαλείων. Η εφαρµογή της συµβατι-
κής αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυµεράσης (Polymerase chain reaction,
PCR), σε συνδυασµό µε άλλες συναφείς τεχνικές, έδωσε τη δυνατότητα για
πιο ευαίσθητη και αξιόπιστη ανίχνευση, ταυτοποίηση και χαρακτηρισµό των
ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια (Accotto et al., 2000; Martinez-Culebras
et al., 2001; Gorsane et al., 2005; Anfoka et al., 2005; Davino et al., 2008).
Εκτός της PCR, ευρεία εφαρµογή βρίσκει σήµερα η ενίσχυση κυλιόµενου
κύκλου (RCA) η οποία µιµείται το µηχανισµό αντιγραφής των ιών µε τη χρή-
ση της DNA πολυµεράσης του βακτηρίου Bacillus subtilis Φ 29 και δίνει τη
δυνατότητα για τον πολλαπλασιασµό ολόκληρου του γονιδιώµατος των ιών
Begomovirus (Inoue-Nagata et al., 2004; Garcia-Andres et al., 2006). Πρό-
σφατα, τα συστήµατα PCR πραγµατικού χρόνου τυγχάνουν επίσης ευρείας
εφαρµογής για την ταυτοποίηση και το διαχωρισµό των ιών, αφού παρέχουν
τη δυνατότητα αυξηµένης ευαισθησίας µέχρι και 1000 φορές έναντι της συµ-
βατικής PCR, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα για ποσοτικοποίηση του
ιικού φορτίου σε φυτά ξενιστές και αλευρώδεις φορείς (Mason et al., 2008;
Papayiannis et al., 2010a). Τέλος, η χρήση µικροσυστοιχιών DNA έχει ανα-
φερθεί για την ταυτόχρονη ανίχνευση τουλάχιστον 10 διαφορετικών ιών που

12
προσβάλλουν την τοµάτα, µεταξύ των οποίων ο TYLCV και ο TYLCSV,
χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η διαφοροποίηση τους (Tiberini et al., 2010).

Παρουσία και διερεύνηση της ασθένειας στην Κύπρο


Στην Κύπρο η ασθένεια παρατηρήθηκε για πρώτη φορά σε υπαίθριες καλ-
λιέργειες τοµάτας το 1974 και αποδόθηκε στον TYLCV, σύµφωνα µε τα βιο-
λογικά χαρακτηριστικά, τη συµπτωµατολογία των ασθενών φυτών και τον
τρόπο µετάδοσης της (Ioannou, 1985). Πιστεύεται ότι ήρθε στο νησί µε πλη-
θυσµούς ιοφόρων αλευρωδών που παρασύρθηκαν από τον άνεµο από το
Ισραήλ, ή από άλλες γειτονικές χώρες. Αρχικά εντοπίστηκε σε παράκτιες
φυτείες τοµάτας της περιοχής των Κοκκινοχωρίων στην επαρχία Αµµοχώ-
στου, ενώ αργότερα διαδόθηκε και στις άλλες επαρχίες (Λάρνακας, Λεµεσού,
Πάφου και Λευκωσίας), προκαλώντας σηµαντικές οικονοµικές απώλειες
(Ioannou, 1985). Σήµερα, αποτελεί τη σοβαρότερη ιολογική ασθένεια της
τοµάτας στην Κύπρο και είναι ευρέως διαδεδοµένη σε όλες τις περιοχές υπαί-
θριας και θερµοκηπιακής καλλιέργειας τοµάτας (Papayiannis et al., 2008;
Papayiannis et al., 2009b; Παπαγιάννης κ.α., 2010).
Στα πλαίσια των ερευνητικών δραστηριοτήτων του ΙΓΕ Κύπρου µέσα από
εθνικά, διακρατικά και ευρωπαϊκά προγράµµατα χρηµατοδότησης, έχουν γίνει
τα τελευταία χρόνια αρκετές µελέτες αναφορικά µε την ταυτοποίηση, το χαρα-
κτηρισµό και την επιδηµιολογία των ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια
στην Κύπρο. Σε συνεργασία µε τη Σχολή Φυτικών Επιστηµών του Πανεπι-
στηµίου της Αριζόνας και της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπι-
στηµίου Θεσσαλονίκης, αναπτύχθηκε µια καινοτόµος διαγνωστική δοκιµή, η
οποία δίνει τη δυνατότητα για την ταυτόχρονη ανίχνευση και το διαχωρισµό
των δύο πιο διαδεδοµένων ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια στην Ευρώ-
πη και τη Μεσόγειο (Papayiannis et al., 2010). Η µέθοδος αναφέρεται στο
σχεδιασµό ειδικών µοριακών ανιχνευτών τύπου TaqMan®, κατάλληλων για
χρήση στα συστήµατα PCR πραγµατικού χρόνου που µπορούν να ανιχνεύουν
την παρουσία του TYLCV και του TYLCSV σε µία µόνο αντίδραση και να
µετρούν παράλληλα την ποσότητα του ιικού φορτίου σε διάφορα φυτά ξενι-
στές, καθώς και σε αλευρώδεις φορείς των ιών (Εικόνα 6). Η αυξηµένη ευαι-
σθησία της µεθόδου έχει ως αποτέλεσµα την επιτυχή ανίχνευση των δύο ιών
σε φυτικά εκχυλίσµατα αποτυπωµένα σε ειδική νάιλον µεµβράνη, χωρίς να
απαιτείται η χρονοβόρα αποµόνωση του φυτικού DNA. Επιπλέον, η επιτυχής
αξιολόγηση της µεθόδου σε αποµονώσεις από την Ισπανία, την Πορτογαλία,

13
Εικόνα 6. ∆ιαδικασία εργαστηριακής ταυτοποίησης του ιού TYLCV µε τα συστήµατα PCR
πραγµατικού χρόνου.

την Ιταλία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιορδανία, το Ισραήλ την Ιαπωνία
και τις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής έδειξε ότι µπορεί να αποτελέσει ένα
χρήσιµο διαγνωστικό εργαλείο για την ανίχνευση διαφορετικών αποµονώσε-
ων των ιών σε διεθνές επίπεδο (Papayiannis et al., 2010a). Τέλος, σηµειώνε-
ται ότι η µέθοδος που αναπτύχθηκε είναι κατά τουλάχιστον 10000 και 100
φορές πιο ευαίσθητη από τις δοκιµές ELISA και της συµβατικής PCR (Εικό-
να 7), αντίστοιχα και µπορεί να ανιχνεύσει τους ιούς σε ιδιαίτερα µικρές
συγκεντρώσεις σε φυτικά είδη που αποτελούν εναλλακτικούς ξενιστές
(Papayiannis et al., 2011).
Στα πλαίσια µιας άλλης µελέτης διερευνήθηκε η παρουσία των ιών του
γένους Begomovirus που σχετίζονται µε την ασθένεια του κίτρινου καρουλιά-
σµατος στην Κύπρο. Κατά την περίοδο 2006-2010 πραγµατοποιήθηκε συλ-
λογή και ανάλυση 1500 δειγµάτων από υπαίθρια και υπό κάλυψη φυτά τοµά-
τας που παρουσίαζαν συµπτώµατα καρουλιάσµατος, παραµόρφωσης των
φύλλων και νανισµού των φυτών, καθώς και δείγµατα άλλων καλλιεργούµε-
νων φυτικών ειδών. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι ο TYLCV αποτελεί το
µοναδικό ιό του γένους Begomovirus που εντοπίζεται στη µεγαλόνησο. Ο ιός
ανιχνεύτηκε σε όλα τα φυτά τοµάτας που παρουσίαζαν τα χαρακτηριστικά
συµπτώµατα. Όσο αφορά σε άλλα καλλιεργούµενα είδη, ο ιός εντοπίστηκε σε
καλλιέργειες πιπεριάς και φασολιάς που παρουσίαζαν στα φύλλα συµπτώµα-
τα παραµόρφωσης και καρουλιάσµατος, λεύκανσης νευρώσεων και περινεύ-

14
Εικόνα 7. Σύγκριση της ευαισθησίας ανίχνευσης του ιού TYLCV µε την ανοσοενζυµική
δοκιµή ELISA, τη συµβατική και την πραγµατικού χρόνου PCR.

ρια χλώρωσης, τα οποία γειτνίαζαν µε προσβεβληµένα φυτά τοµάτας. Ο


περαιτέρω µοριακός χαρακτηρισµός διαφόρων αποµονώσεων του ιού από
δείγµατα συµπτωµατικών φυτών τοµάτας, καθώς και άλλων ξενιστών, έδειξε
ότι στην Κύπρο εντοπίζονται τόσο τα Ισραηλινά (Israel) όσο και τα ήπια
(Mild) στελέχη (φυλές). Η µελέτη της πλήρους γονιδιακής αλληλουχίας του
DNA και η φυλογενετική ανάλυση των κυπριακών πληθυσµών του ιού κατέ-
δειξε την ιδιαίτερα υψηλή οµοιότητα των αποµονώσεων µε αντίστοιχα στελέ-
χη που κυριαρχούν σε Ισραήλ, Λίβανο, και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής
(Εικόνα 8) (Παπαγιάννης κ.α., 2010).
Η εφαρµογή της νέας τεχνολογίας για την ανίχνευση του ιού έδειξε ότι
εκτός από τα καλλιεργούµενα φυτά, ο TYLCV εντοπίζεται και σε πολλά ζιζά-
νια που φύονται εντός και περιφερειακά των προσβεβληµένων καλλιεργειών
τοµάτας. Σε σύνολο 4000 δειγµάτων από ζιζάνια, που συλλέχθηκαν κατά
τυχαίο τρόπο από τρεις περιοχές της Κύπρου (Παρεκκλησιά, Κίτι και
Μαντριά) και αναλύθηκαν µε τη χρήση ορολογικών και µοριακών δοκιµών,
εντοπίστηκαν να είναι θετικά στον ιό κάτω από φυσικές συνθήκες 49 διαφο-
ρετικά είδη που ανήκουν σε 15 βοτανικές οικογένειες, σε ποσοστό 11.5%
(Πίνακας 3) (Papayiannis et al., 2011). Αντίστοιχα, ο προσδιορισµός της
συγκέντρωσης των ιοσωµατίων στους εναλλακτικούς αυτούς ξενιστές έδειξε
ότι παρατηρείται µεγάλη διακύµανση του ιικού φορτίου στους ιστούς τους.
Φυτικά είδη που ανήκουν στην οικογένεια Solanaceae έχουν γενικά τη µεγα-

15
Εικόνα 8. Φυλογενετική ανάλυση της νουκλεοτιδιακής αλληλουχίας αποµονώσεων του
TYLCV από την Κύπρο (CY1 CY10) και το εξωτερικό (βλέπε και Πίνακα 2).

λύτερη συγκέντρωση ιοσωµατίων, ενώ τα είδη των οικογενειών Urticaceae


και Chenopodiaceae τη µικρότερη. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το εύρος των
ζιζανίων-ξενιστών στην Κύπρο είναι κατά πολύ µεγαλύτερο σε σχέση µε
παλαιότερες µελέτες που έγιναν κατά τη δεκαετία του 1980 στις οποίες δεν
υπήρχε η δυνατότητα εφαρµογής ευαίσθητων τεχνικών ανίχνευσης (Ioannou
et al., 1987). Ο ρόλος των ζιζαίων στη διατήρηση του ιικού µολύσµατος αξιο-
λογήθηκε πρόσφατα σε µια σειρά πειραµάτων µετάδοσης που πραγµατοποιή-
θηκαν στο Εντοµοτροφείο του ΙΓΕ (συνεργασία µε Ν. Σεραφείδη). Τα προκα-
ταρκτικά αποτελέσµατα απέδειξαν ότι µη ιοφόροι αλευρώδεις δύνανται να προ-
σλάβουν τον ιό από ζιζάνια που µολύνθηκαν τεχνητά και να τον µεταδώσουν σε

16
Πίνακας 3. Ζιζάνια που εντοπίστηκαν να είναι φυσικοί ξενιστές του ιού TYLCV στην Κύπρο και ικανότητα ανίχνευσης του ιού µε τρείς διαφορε-
τικές διαγνωστικές τεχνικές

Οικογένεια Φυτικό είδοςΑ Κοινό όνοµα Θετικά/ ELISAΓ PCR∆ TaqMan


ΣυνολοΒ PCRΕ

Amaranthaceae Amaranthus retroflexus Τραχύ Βλήτο 2/63 - ++ 26


Amaranthus viridis Λεπτό Βλήτο 6/48 - ++ 27
Amaranthus graecizans Άγριο Βλήτο 8/52 - ++ 28
Chenopodiaceae Chenopodium album Λουβουδιά 12/62 - + 29
Chenopodium murale Πράσινη Λουβουδιά 9/51 - + 29
Compositae Asteriscus aquaticus Αστερίσκος ο υδροχαρής 10/45 1.2 ++ 19
Calendula arvensis Καλεντούλα 37/137 1.3 +++ 17
Chrysanthemum coronarium Μαργαρίτα 12/66 - ++ 21
Chrysanthemum segetum Αγριοµαργαρίτα 6/46 - ++ 18
Conyza bonariensis Κόνυζα 5/35 - ++ 25
Matricaria recutita Χαµοµήλι 9/56 - + 27
Onopordum cyprium Γαϊδουράγκαθο 2/13 - - 31
Silybum marianum Κουφάγκαθο 3/18 - - 28
Sonchus asper Τραχύς ζωχός 9/31 - ++ 23
Sonchus oleraceus Κοινός ζωχός 14/87 - ++ 25
Sonchus tenerrimus Ζωχός 2/20 - ++ 22
Urospermum picroides Πικρίθρα 8/25 1.1 ++ 20
Convolvulaceae Convolvulus arvensis Περιπλοκάδα 16/76 - +++ 19
Convolvulus humilis Περιπλοκάδα 8/45 - +++ 21
Cuscuta spp. Κουσκούτα 2/7 - + 23
Cruciferae Hirschfeldia incana Μαύρη Βρούτα 1/21 - ++ 24
Raphanus raphanistrum Ραπανίδα 18/79 - ++ 22
Raphanus sativus Ραπανάκι 6/18 - ++ 25
Sinapis alba Ήµερο σινάπι 12/61 1.1 ++ 21
Sinapis arvensis Άγριο σινάπι 11/81 1.3 ++ 24
Euphorbiaceae Chrozophora tinctoria Χρωζοφόρα 2/17 - ++ 22
Euphorbia helioscopia Γαλατσίδα 4/20 - - 30
Mercurialis annua Σκαρολάχανο 1/7 - - 29
Geraniaceae Erodium ciconium Κύκνιος Βελανίδα 2/24 - ++ 25
Erodium cicutarium Κοινή Βελανίδα 1/19 - ++ 28
Leguminoseae Lotus edulis - 5/26 - + 30
Lotus halophilus - 8/39 - + 29
Scorpiurus muricatus Σκορπίουρος 14/81 - ++ 24
Malvaceae Lavatera cretica Λαβατέρα η κριτική 3/26 0.4 ++ 26
Malva cretica Μάλβα η κριτική 8/54 - - 28
Malva neglecta Μάλβα 30/178 0.6 ++ 25
Malva nicaeensis Μάλβα η νικαένσια 22/151 0.6 ++ 26
Malva parviflora Μάλβα η µικρανθής 19/131 0.4 ++ 29
Malva sylvestris Κοινή µολόχα 11/81 0.3 ++ 27
Orobanchaceae Orobanche ramosa Οροβάχα 3/17 - + 26
Plantaginaceae Plantago lagopus Μικρό πεντάνευρο 4/37 - ++ 23
Plantago major Πλαντάκο το µέϊζον 8/45 - ++ 20
Primulaceae Anagallis arvensis Αναγαλλίδα 16/82 - + 27
Solanaceae Datura innoxia Τάτουλας 5/12 1.7 +++ 18
Datura stramonium Τατούλας 18/41 1.6 +++ 16
Solanum nigrum Αγριοτοµατιά 28/137 1.9 +++ 18
Solanum villosum 6/32 1.5 ++ 22
Umbelliferae Scandix pecten-veneris Μυρώνι 6/33 - ++ 25
Urticaceae Urtica urens Τσουκνίδα µικρή 9/72 - - 31
Σύνολο 461/3976

ΑΤα είδη που αναφέρονται ως νέοι ξενιστές του ιού στην Κύπρο δίνονται µε έντονη γραφή.
ΒΑριθµός προσβεβληµένων φυτών/Συνολικό αριθµό φυτών που ελέγχθηκαν.
ΓΑποτελέσµατα ορολογικών δοκιµών. Οι τιµές αναφέρονται στη µέση οπτική πυκνότητα της
µέτρησης στα 405 nm, ενώ η ένδειξη– σηµειώνεται
για τα δείγµατα στα οποία δεν ήταν δυνατή η ανίχνευση µε ELISA.
∆Αποτελέσµατα συµβατικής PCR. Τα πρόσηµα αναφέρονται στην ένταση της ζώνης ηλεκτροφόρησης που λήφθηκαν: - = µη εµφανής ζώνη, + =
ασθενής ζώνη, ++ = εµφανής ζώνη, +++ = έντονη ζώνη.
ΕΜέσος όρος των κύκλων ανίχνευσης µε τη µέθοδο (TaqMan PCR). Ο µικρότερος κύκλος ανίχνευσης αναφέρεται σε µεγαλύτερη ικανότητα ανί-
χνευσης.
υγιή φυτά τοµάτας (Παπαγιάννης κ.α., 2010). H παρουσία του ιού σε αυτοφυή
είδη, είναι πιθανό να σχετίζεται µε τη διατήρηση του µολύσµατος σε περιόδους
όπου δεν καλλιεργείται τοµάτα, και συνεπώς να διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο
στην επιδηµιολογία της ασθένειας. Η αντιµετώπιση αυτών των αυτοφυών εναλ-
λακτικών ξενιστών του TYLCV µπορεί να περιορίσει σηµαντικά την προσβολή
από τον ιό αυτό και κατ’ επέκταση το µέγεθος της ζηµιάς.
Ο εντοπισµός του ιού στο παρασιτικό φυτό οροβάγχης (Phelipanche sp.
παλαιότερα γνωστό µε την ονοµασία Orobanche sp.) στην Κύπρο αποτέλεσε
αντικείµενο συνεργασίας µεταξύ του ΙΓΕ και του Ερευνητικού Κέντρου
Volcani στο Ισραήλ. Εκτεταµένες µελέτες που έγιναν από ερευνητές των δύο
Ινστιτούτων απέδειξαν για πρώτη φορά διεθνώς ότι η οροβάγχη κατά τον
παρασιτισµό µολυσµένων µε TYLCV φυτών τοµάτας, εκτός από τα θρεπτικά
συστατικά που απορροφά, έχει την ικανότητα να προσλαµβάνει και ιοσωµά-
τια διαφόρων ιών, µεταξύ των οποίων και του TYLCV (Εικόνα 9). Στα πει-
ράµατα που πραγµατοποιήθηκαν, εντοπίστηκαν αναπαραγωγικές µορφές του
ιού στα παρασιτικά φυτά του είδους Phelipanche aegyptiaca που αναπτύχθη-
καν κάτω από τεχνητές συνθήκες σε µολυσµένα φυτά τοµάτας. Αξιοσηµείωτο
είναι ότι τα ιωµένα φυτά οροβάγχης παρουσίασαν µειωµένη ανάπτυξη και
αριθµό βλαστών σε σχέση µε τα υγιή, γεγονός που υποδηλώνει την επίδραση
του TYLCV στην ανάπτυξη των παρασιτικών φυτών. Τέλος, ο ιός ανιχνεύτη-
κε και σε σπόρους που αναλύθηκαν από τα µολυσµένα φυτά οροβάγχης (Gal-
Οn et al., 2010).

Εικόνα 9. Παρασιτισµός
τοµάτας προ
σβεβληµένης
µε TYLCV
από οροβάγχη.

19
Ο ΑΛΕΥΡΩ∆ΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΩΝ ΙΩΝ
ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΙΤΡΙΝΟΥ
ΚΑΡΟΥΛΙΑΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΤΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ

Οι αλευρώδεις
Οι αλευρώδεις είναι µικροσκοπικά έντοµα τα οποία ανήκουν στην οικογέ-
νεια Aleyrodidae της τάξης Hemiptera, υποτάξης Homoptera και της σειράς
Sternorrhyncha (Mound and Halsey, 1978; Campbell et al., 1994). Τα έντοµα
αυτά παρουσιάζουν παραµετάβολη µεταµόρφωση, δηλαδή ο βιολογικός τους
κύκλος αποτελείται από τρία στάδια (αυγό, ανήλικες προνυµφικές µορφές και
ενήλικο). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο απλοδιπλοειδής τρόπος αναπα-
ραγωγής τους, κατά τον οποίο τα αρσενικά απλοειδή άτοµα προκύπτουν από
αγονιµοποίητα αυγά (παρθενογενετική αρρενοτοκία), ενώ αντίστοιχα τα
θηλυκά διπλοειδή άτοµα προέρχονται από γονιµοποιηµένα αυγά (Blackman
and Cahill, 1998; Byrne and Bellows, 1991). Ένα άλλο σηµαντικό χαρακτηρι-
στικό των αλευρωδών, καθώς και άλλων εντόµων της υπόταξης Homoptera,
είναι η παρουσία ενδοσυµβιωτικών βακτηρίων στον οργανισµό τους. Οι αλευ-
ρώδεις κατατάσσονται ανάµεσα στους σηµαντικότερους εντοµολογικούς
εχθρούς των φυτών γεωργικής σηµασίας, προκαλώντας σηµαντικές οικονοµι-
κές απώλειες. Οι ζηµιές που προκαλούν µπορεί να είναι άµεσες λόγω της
µύζησης φυτικού χυµού (Campbell, 1994), αλλά και έµµεσες αφού έχουν την
ικανότητα να µεταδίδουν πολλούς φυτικούς ιούς (Jones, 2003).

Το σύµπλεγµα του αλευρώδη του καπνού, B. tabaci (Gennadius)


Μέχρι στιγµής, έχουν αναφερθεί και καταγραφεί περισσότερα από 1200
διαφορετικά είδη αλευρωδών διεθνώς και ανάµεσα τους βρίσκεται το είδος B.
tabaci (Gennadius) που κατέχει µια ξεχωριστή και αξιοσηµείωτη θέση. Ευρύ-
τερα γνωστό µε την κοινή ονοµασία αλευρώδης του καπνού (tobacco
whitefly) ή αλευρώδης της γλυκοπατάτας (sweet potato whitefly), το είδος B.
tabaci αποτελεί ένα από τους σηµαντικότερους γεωργικούς εντοµολογικούς
εχθρούς του πλανήτη (Εικόνα 10). Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα
από το Γεννάδιο να προσβάλλει και να τρέφεται σε φυτά καπνού (Nicotiana
tabacum) το 1890 και η πρώτη ονοµασία του ήταν Aleyrodes tabaci
(Gennadius, 1890). Ο βιολογικός κύκλος του εντόµου περιλαµβάνει τα στάδια
του αυγού, της προνύµφης (η οποία διέρχεται από τέσσερις ανήλικες µορφές)
και του ενηλίκου. Έχει διάρκεια 15-60 ηµέρες και εξαρτάται άµεσα από τη

20
Εικόνα 10. Ενήλικα άτοµα του αλευ
ρώδη του καπνού
(Bemisia tabaci Genna
dius).

θερµοκρασία, τη φωτοπερίοδο και το φυτό ξενιστή στο οποίο αναπτύσσεται


(Gerling et al., 1986). Στις Μεσογειακές χώρες, το έντοµο παρουσιάζει συνή-
θως 10-15 γενεές ανά έτος.
Το B. tabaci είναι ένα πολυφάγο έντοµο και µπορεί να τραφεί σε περισσό-
τερα από 600 φυτικά είδη που ανήκουν σε 65 βοτανικές οικογένειες (Mound
and Halsey, 1978). Οι άµεσες ζηµιές που προκαλεί στα φυτά ξενιστές, επιφέ-
ρονται από όλα τα στάδια ανάπτυξης του εντόµου (εκτός του αυγού) και οφεί-
λονται στη µύζηση του φυτικού χυµού που έχει ως αποτέλεσµα την εξασθένι-
ση των φυτών, την προοδευτική µάρανση της φυλλικής επιφάνειας και τελικά
τη ξήρανση του φυτού. Επιπλέον, τα µελιτώδη αποχωρήµατα που εναποτίθε-
νται στα διάφορα µέρη του φυτού αποτελούν υπόστρωµα για την ανάπτυξη
των µυκήτων της καπνιάς, γεγονός που οδηγεί στη µείωση της φωτοσυνθετι-
κής ικανότητας και την υποβάθµιση της εµπορικής αξίας των φυτικών προϊό-
ντων. Η προσβολή από ορισµένους τύπους αλευρώδη σχετίζεται µε την εµφά-
νιση φυτοτοξικών αλλοιώσεων, όπως η ασηµόχρωση των φύλλων της κολο-
κυθιάς, η ανοµοιόµορφη ωρίµανση των καρπών της τοµάτας (Yokomi et al.,
1990) και η λεύκανση νεύρων της ποϊνσέττιας (Brown et al., 1995). Σήµερα,
αναφέρονται περισσότερες από 120 ιολογικές ασθένειες που µεταδίδονται µε
τον αλευρώδη B. tabaci διεθνώς και ανήκουν στα γένη Begomovirus,
Crinivirus και Ipomovirus (Jones, 2003).

21
Ανάµεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αλευρωδών, αλλά γενικότερα
των ηµιπτέρων εντόµων, είναι και η ικανότητα τους να συµβιώνουν µε αρκε-
τά είδη βακτηρίων, τα οποία έχουν διάφορους λειτουργικούς ρόλους
(Baumann, 2005). Τα βακτήρια αυτά συσσωρεύονται σε εξειδικευµένα κύττα-
ρα των εντόµων σε κοιλότητες στο εσωτερικό της κοιλίας, που καλούνται
βακτηριοκύτια (bacteriocytes) (Costa et al., 1993; Zchori-Fein and Brown,
2002; Thao and Bauman, 2004). ∆ιακρίνονται δύο τύποι ενδοσυµβιωτικών
βακτηρίων, τα πρωτογενή ενδοσυµβιωτικά (Primary, P-endosymbionts) και τα
δευτερογενή ενδοσυµβιωτικά (Secondary, S-endosymbionts). Τα πρωτογενή
συναντώνται σε όλα τα άτοµα του κάθε είδους, µεταδίδονται από τη µητέρα
στους απογόνους µε τα αυγά και η παρουσία τους είναι απαραίτητη για την
επιβίωση των εντόµων. Συγκεκριµένα, τα µεν βακτήρια συνθέτουν απαραίτη-
τα αµινοξέα, τα οποία δεν µπορούν να ληφθούν σε ικανοποιητικές ποσότητες
από τα φυτά ξενιστές, ενώ τα έντοµα προσφέρουν καταφύγιο και µεταβολι-
κούς πόρους (Campbell, 1993; Thao et al., 2004). Στο είδος B. tabaci, το πρω-
τογενές ενδοσυµβιωτικό βακτήριο είναι το Candidatus Portiera
aleyrodidarym που ανήκει στα γ-proteobacteria και συναντάται υποχρεωτικά
σε όλους τους βιότυπους (Thao and Baumann, 2004). Τα δευτερογενή ενδο-
συµβιωτικά βακτήρια διαφέρουν στον κάθε πληθυσµό και φαίνεται να σχετί-
ζονται άµεσα ή έµµεσα µε την περιβαλλοντική προσαρµογή, τη συµπεριφορά
και τη σύζευξη των εντόµων (Leonardo and Mondor, 2006), τη βιοσύνθεση
εξειδικευµένων αµινοξέων (Campbell and Dreyer, 1985), την πρόκληση φυτο-
τοξικότητας στα φυτά ξενιστές (Costa et al., 1993), την αντοχή στις υψηλές
θερµοκρασίες (Montllor et al., 2002), την ικανότητα µετάδοσης ιολογικών
ασθενειών (Morin et al., 2000; Gottlieb et al., 2010) ή ακόµη και µε τη δυσµε-
νή επίδραση στη βιολογία και την αναπαραγωγική τους ικανότητα (Brown,
2007). Στο είδος B. tabaci τα δευτερογενή ενδοσυµβιωτικά είδη που συνα-
ντώνται είναι τα Candidatus Hamiltonella defense, Arsenophonus sp. (γ-
proteobacteria) (Thao and Baumann, 2005; Chiel et al., 2007), Rickettsia sp.,
Wolbachia spp. (α-proteobacteria) (Gottlieb et al., 2006; Chiel et al., 2007),
Candidatus Cardinium hertigii (Bacteriodetes) (Baumann et al., 2003; Chiel et
al., 2007) και το Candidatus Fritshchea bemisiae (Chlamidiales) (Zchori-Fein
and Brown, 2002; Everett et al., 2005).

22
Βιότυποι και γενετική παραλλακτικότητα του είδους B. tabaci
Το είδος B. tabaci αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγµα κρυπτικού είδους
(cryptic species), αφού παρά το γεγονός ότι τα ενήλικα άτοµα διαφορετικών
πληθυσµών έχουν συνήθως γενετική παραλλακτικότητα και διαφορές σε
µοριακό επίπεδο, δεν παρουσιάζουν διακριτούς µορφολογικούς χαρακτήρες.
Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι σε ορισµένες περιπτώσεις, οι ανήλικες µορφές
του εντόµου δύνανται να παρουσιάσουν µικρές φαινοτυπικές διαφορές, οι
οποίες ποικίλλουν και επηρεάζονται άµεσα από τα χαρακτηριστικά των
φυτών στα οποία τρέφονται και αναπτύσσονται. Αυτές οι διαφορές αναφέρο-
νται σε µεταβολές και αλλαγές στις ακίδες, τις τρίχες, τους πόρους και τις
κηρώδεις προεξοχές, γεγονός που δεικνύει την υψηλή ικανότητα προσαρµο-
γής του είδους στους φυτικούς ξενιστές του (Mohanty and Basu, 1986; Gill,
1990; Martin, 2003).
Η µελέτη και η σύγκριση πληθυσµών του εντόµου από πολλές περιοχές
του πλανήτη έδειξε ουσιαστική παραλλακτικότητα σε βιολογικούς και οικο-
λογικούς χαρακτήρες, όπως η αναπαραγωγική συµπεριφορά, η ωοπαραγωγι-
κή δυνατότητα, η πτητική ικανότητα, η ανθεκτικότητα σε εντοµοκτόνα, η
συµβίωση µε µικροοργανισµούς και η αποτελεσµατικότητα στη µετάδοση
φυτικών ιών. Οι διαφορές αυτές, σε συνδυασµό µε τη χρήση µοριακών δει-
κτών αποτέλεσαν τη βάση για το χαρακτηρισµό των πληθυσµών αυτών και
την ταξινόµηση τους σε βιοτύπους (Bird and Sanchez, 1971; Bird and
Maramorosch, 1978; Brown et al., 2000). Ο όρος βιότυπος αναφέρεται σε
µορφολογικά όµοιους πληθυσµούς του εντόµου, οι οποίοι παρουσιάζουν δια-
φορές στο γενετικό υλικό (DNA), καθώς και σε διάφορα άλλα οικολογικά και
βιολογικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι οµάδες (βιότυποι) των γενετικά παρα-
πλήσιων, αλλά όχι όµοιων πληθυσµών του εντόµου, πιστεύεται ότι προήλθαν
µέσα από µια εξελικτική διαδικασία και είναι αδύνατο να ταυτοποιηθούν µε
οπτική παρατήρηση (Brown et al., 1995a; Perring, 2001).
Κατά την τελευταία δεκαετία, η υιοθέτηση καινοτόµων µεθόδων για τη
µελέτη και την ανάλυση των νουκλεϊνικών οξέων (DNA), έδωσε µια νέα ώθη-
ση στην περαιτέρω διερεύνηση της γενετικής παραλλακτικότητας των διαφό-
ρων τύπων του εντόµου. Σήµερα, προσδιορίζονται και αναφέρονται τουλάχι-
στον 20 διαφορετικοί βιότυποι, στους οποίους δόθηκαν ονοµασίες από το

23
λατινικό αλφάβητο (πχ. Α,Β,C,D,E,F,G,H,I,J,K,L,M,N,Τ,Q… κ.λπ.) (Brown
et al., 2010). Στις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης οι βιότυποι Β και Q απο-
τελούν τους συχνότερα απαντώµενους βιοτύπους του B. tabaci, οι οποίοι φαί-
νεται να ευθύνονται για τη διάδοση πολλών ιολογικών ασθενειών.
Το γονίδιο της µιτοχονδριακής κυτοχρωµικής οξειδάσης (mitochondrial
cytochrome oxidase I gene, mtCOI) αποτελεί τον πιο µελετηµένο µοριακό δεί-
κτη για το φυλογενετικό χαρακτηρισµό και τη σχέση ανάµεσα στους βιοτύ-
πους του είδους B. tabaci, και σήµερα χρησιµοποιείται ευρέως για το χαρα-
κτηρισµό και το διαχωρισµό των βιοτύπων του είδους σε παγκόσµιο επίπεδο
(Brown, 2007). Αυτό γιατί το µιτοχονδριακό γονιδίωµα κληροδοτείται από τα
θηλυκά άτοµα στους απογόνους και οι µεταφραζόµενες περιοχές του παρου-
σιάζουν τον υψηλότερο βαθµό µεταλλάξεων, καθώς και την ταχύτερη εξέλιξη
σε σχέση µε το πυρηνικό DNA (Brown, 1983). Η φυλογενετική ανάλυση πλη-
θυσµών του B. tabaci από όλες τις περιοχές της υφηλίου κατέδειξε την ύπαρ-
ξη επτά κύριων φυλογενετικών συστάδων. Αυτές περιλαµβάνουν δύο κλάδους
της Υποσαχάριας Αφρικανικής (I και II), ένα της βόρειο-αφρικανικής, µεσο-
γειακής και µεσανατολικής (III), δύο της αυστραλασιακής (IV και V), και δύο
των περιοχών της Τροπικής Αµερικής (VI και VII) (Εικόνα 11).

Εικόνα 11. Παγκόσµια γεωγραφική κατανοµή και φυλογενετικές συστάδες των πληθυσµών
του B. tabaci µετά από ανάλυση του γονιδίου mtCOI.

24
Σχέσεις αλληλεπίδρασης των ιών του γένους Begomovirus µε τους αλευ-
ρώδεις φορείς τους
Όλοι οι ιοί-µέλη του γένους Begomovirus εντοπίζονται στο φλοίωµα των
προσβεβληµένων φυτών και µεταδίδονται αποκλειστικά µε το είδος B. tabaci
(Gennadius), κατά έµµονο τρόπο. Συνεπώς για να επιτευχθεί, τόσο η πρόσλη-
ψη, όσο και η µετάδοση τους από τον αλευρώδη-φορέα, πρέπει το στιλέτο,
που αποτελεί το διατροφικό όργανο του εντόµου, να διεισδύσει ανάµεσα από
τα επιδερµικά και παρεγχυµατικά κύτταρα, ώστε να φτάσει µε τη σειρά του
στους αγγειακούς ιστούς και το φλοίωµα για να προσλάβει τελικά τα απαραί-
τητα συστατικά (Pollard, 1955). Η µεταφορά των φυτικών συστατικών προς
το σώµα του εντόµου γίνεται κυρίως παθητικά εξαιτίας της διαφοράς της πίε-
σης που επικρατεί µεταξύ των κοιλοτήτων των φυτικών ιστών και του πεπτι-
κού του σωλήνα (Ghanim et al., 2001). Όταν διατρυπηθεί το φλοίωµα ενός
προσβεβληµένου φυτού, το περιεχόµενο του χυµού µαζί µε τα ιοσωµάτια του
ιού εισέρχονται στο τροφικό κανάλι του στιλέτου, οδηγούνται στον οισοφάγο
και από εκεί στην κοιλία. Τα ιοσωµάτια του TYLCV εισέρχονται στο µέσο
έντερο και µεταφέρονται στον αιµόλεµφο και από εκεί στους σιελογόνους
αδένες για να εκκριθούν τελικά στο σάλιο. Κατά την τροφική του δραστηριό-
τητα το έντοµο εκκρίνει σάλιο, ώστε να διευκολυνθεί η διείσδυση του στιλέ-
του στα φυτικά κύτταρα και µέσω αυτού µεταδίδονται οι ιοί στα φυτά. Ο χρό-
νος που απαιτείται από την πρόσληψη του ιού µέχρι και τη µετακίνηση του
στο σάλιο, ώστε το έντοµο να καταστεί µολυσµατικό, καλείται λανθάνουσα
περίοδος και υπολογίζεται ότι για τον TYLCV είναι περίπου 7 ώρες (Ghanim
et al., 2001). Ο χρόνος αυτός ενδεχοµένως να µην αναφέρεται άµεσα στην
ταχύτητα µετακίνησης του ιού µέσα από το σώµα του εντόµου, αλλά στο χρό-
νο που απαιτείται για να φτάσει σε ικανοποιητική συγκέντρωση και να προ-
καλέσει τη µόλυνση των φυτών. Τα αποτελέσµατα µελετών έδειξαν ότι απαι-
τούνται µόλις 10 λεπτά από την έναρξη της τροφικής δραστηριότητας σε προ-
σβεβληµένο φυτό για να ανιχνευτεί ο ιός στο κεφάλι του εντόµου, και 40
λεπτά για να φτάσει στο µέσο έντερο. Τα ιοσωµάτια εισέρχονται στον αιµό-
λεµφο µετά από 90 λεπτά και καταλήγουν στους σιελογόνους αδένες σε 5.5
ώρες, δηλαδή µία περίπου ώρα προτού το έντοµο καταστεί µολυσµατικό
(Εικόνα 12) (Ghanim et al., 2001). Γενικά πιστεύεται ότι η ταχύτητα και η

25
Εικόνα 12. Γραφική απεικόνιση της διάδοσης και του χρόνου που απαιτείται για τη µετακί
νηση του TYLCV από το στιλέτο του B. tabaci στους σιελογόνους αδένες ώστε
να καταστεί µολυσµατικός.

πορεία διακίνησης του ιού στους αλευρώδεις φορείς ισχύει για όλους τους
ιούς µέλη του γένους Begomovirus ανεξάρτητα της γεωγραφικής προέλευσης
του εντόµου φορέα. Από τη στιγµή που θα προσληφθεί, ο TYLCV εµµένει στο
φορέα του για χρονικό διάστηµα πέραν των 4 εβδοµάδων, δηλαδή µέχρι και
για ολόκληρη τη διάρκεια ζωής του (Rubinstein and Czosnek, 1997).
Η µετάδοση του TYLCV επηρεάζεται άµεσα από το φύλο και την ηλικία
του φορέα B. tabaci. Πιστεύεται ότι η ικανότητα µετάδοσης µειώνεται σηµα-
ντικά όσο αυξάνεται η ηλικία των ατόµων. Σε σχετικά πειράµατα που έγιναν
στο Ισραήλ, ενήλικα άτοµα ηλικίας 3 εβδοµάδων παρουσίασαν ποσοστό µετά-
δοσης του ιού 60% για τα θηλυκά άτοµα, και 20% για τα αρσενικά, ενώ για
θηλυκά 6 εβδοµάδων η µετάδοση του ιού µειώθηκε στο 20% (Czosnek et al.,
2001). Επιπλέον, η αύξηση της ηλικίας των εντόµων οδηγεί σε διαδοχική µεί-
ωση της ποσότητας των ιοσωµατίων που προσλαµβάνουν. Σύµφωνα µε µελέ-
τες που έγιναν, οι αλευρώδεις 17 ηµερών προσέλαβαν τη µισή ποσότητα
ιοσωµατίων του TYLCV σε σχέση µε έντοµα 10 ηµερών, ενώ άτοµα 24 ηµε-
ρών µόλις το 10% (Rubinstein and Czosnek, 1997).
Ο ιός φαίνεται να επιδρά δυσµενώς και στη βιολογία του εντόµου φορέα.
Ο χρόνος ζωής των ιοφόρων αλευρωδών ήταν περίπου 20% µικρότερος σε
σχέση µε τους πληθυσµούς που δεν είχαν προσλάβει τον ιό (Rubinstein and
Czosnek, 1997). Επιπλέον, στα ιοφόρα θηλυκά το ποσοστό ωοτοκίας µειώθη-
κε κατά 50% τουλάχιστο 20 ηµέρες µετά την πρόσληψη του ιού (Czosnek et
al., 2001).
Τα ιοσωµάτια των ιών Begomovirus πρέπει να διασχίσουν τα εντερικά τοι-
χώµατα, να εισέλθουν στον αιµόλεµφο και να καταλήξουν στους σιελογόνους
αδένες. Το περιεχόµενο του εντερικού σωλήνα και του αιµόλεµφου συνίστα-
ται από διάφορα ένζυµα και ουσίες και θεωρείται ιδιαίτερα εχθρικό για τα

26
ιοσωµάτια, που εκτίθενται σε άµεσο κίνδυνο καταστροφής. Οι ενδοσυµβιωτι-
κοί µικροοργανισµοί των αλευρωδών παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο στην
ασφαλή και επιτυχή µετακίνηση των ιών στο σώµα των εντόµων. Ιδιαίτερα
σηµαντικός είναι ο ρόλος του βακτηρίου Hamiltonella (και πιθανώς άλλων
βακτηρίων) που αναπτύσσεται µέσα στον αιµόλεµφο των αλευρωδών B.
tabaci. Ο µικροοργανισµός παράγει µεταξύ άλλων µια κατηγορία συνοδών
πρωτεϊνών (Chaperons) της τάξης GroEL, οι οποίες αλληλεπιδρούν µε την
καψιδιακή πρωτεΐνη του TYLCV, σχηµατίζοντας ένα σύµπλοκο που υποβοη-
θά και ασφαλίζει τη µεταφορά και τη διακίνηση των ιοσωµατίων µέσα στο
σώµα του φορέα (Morin et al., 1999; Morin et al.,2000 Gottlieb et al., 2010).
Η διακίνηση των φυτικών ιών στις ωοθήκες των θηλυκών φορέων και στα
αυγά αποτελεί µια σπάνια περίπτωση. Μελέτες, που διεξήχθησαν στο αναπα-
ραγωγικό σύστηµα των ιοφόρων θηλυκών του B. tabaci, έδειξαν ότι το DNA
του TYLCV ανιχνεύτηκε στις ωοθήκες και τα αυγά TYLCV, που µε τη σειρά
τους έδωσαν προνύµφες που έφεραν τον ιό, οι οποίες όταν εξελίχθηκαν σε
ενήλικα είχαν τη δυνατότητα να µεταδόσουν τον ιό σε υγιή φυτά τοµάτας
(Ghanim et al., 2001). Σε αντίστοιχες µελέτες για τον TYLCSV, ο ιός εντοπί-
στηκε σε αυγά και προνύµφες, αλλά τα ενήλικα άτοµα που προέκυψαν από τις
προνύµφες αυτές δεν µπορούσαν να µεταδόσουν τον ιό (Bosco et al., 2004).
Άλλες µελέτες έδειξαν αντίθετα αποτελέσµατα, σύµφωνα µε τα οποία ο
TYLCV δεν ανιχνεύτηκε στα αυγά ούτε στους απογόνους των ιοφόρων θηλυ-
κών. Πιστεύεται ότι οι διαφορές αυτές σχετίζονται µε την παρουσία διαφορε-
τικών ενδοσυµβιωτικών βακτηρίων στους πληθυσµούς του B. tabaci που χρη-
σιµοποιήθηκαν για τα πειράµατα.
Στις περιπτώσεις απουσίας µολυσµένων φυτικών ξενιστών, ο TYLCV
µεταδίδεται και µεταξύ των αλευρωδών φορέων. Η µετάδοση αναφέρθηκε
τόσο από ιοφόρα αρσενικά σε θηλυκά, όσο και από ιοφόρα θηλυκά σε αρσε-
νικά άτοµα, ενώ δεν παρατηρήθηκε µεταξύ ατόµων του ιδίου φύλου (Ghanim
et al., 2001). Ο συγκεκριµένος τρόπος µετάδοσης αναφέρθηκε στις περιπτώ-
σεις όπου τα ιοφόρα έντοµα τοποθετήθηκαν σε κλωβούς µε µη ιοφόρα. Τα
ιοσωµάτια ανιχνεύτηκαν στον αιµόλεµφο των εντόµων που είχαν τραφεί απο-
κλειστικά σε υγιή φυτά, µόλις 1.5 ώρες µετά την επαφή τους µε τα ιοφόρα,
χωρίς ωστόσο να ανιχνεύονται στο κεφάλι ή το έντερο. Πιστεύεται ότι ο ιός

27
µεταδίδεται από έντοµο σε έντοµο παρακάµπτοντας την συνηθισµένη τροφι-
κή οδό, µέσω της ανταλλαγής αιµολέµφου κατά την αναπαραγωγική διαδικα-
σία. Από τον αιµόλεµφο, ο ιός µεταφέρεται στους σιελογόνους αδένες και τα
έντοµα γίνονται ικανά να µολύνουν υγιή φυτά τοµάτας. Παρά τις πειραµατι-
κές προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατή η µετάδοση του ιού µεταξύ ατόµων του
ιδίου φύλου (Ghanim et al., 2001).

Bιότυποι του B. tabaci, η βακτηριακή τους µικροπανίδα και ο ρόλος τους


στη µετάδοση του TYLCV στην Κύπρο
Στην Κύπρο, ο αλευρώδης του καπνού θεωρείται ένας από τους πιο σηµα-
ντικούς και οικονοµικά επιζήµιους εντοµολογικούς εχθρούς σχεδόν όλων των
λαχανοκοµικών καλλιεργειών. Οι κλιµατικές συνθήκες της νήσου ευνοούν την
ανάπτυξη υψηλών πληθυσµών του εντόµου, από την άνοιξη έως και το τέλος
του φθινοπώρου, που φαίνεται να σχετίζονται, τόσο µε την πρόκληση άµεσων
ζηµιών λόγω της τροφικής δραστηριότητας όσο και µε τη µετάδοση φυτικών
ιών (Ioannou and Iordanou, 1985). Στα πλαίσια µιας διακρατικής συνεργασίας
µε τη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 2007/09 που χρη-
µατοδοτήθηκε από το Ίδρυµα Προώθησης Έρευνας, µελετήθηκε η παρουσία
και η γενετική παραλλακτικότητα των πληθυσµών του B. tabaci από την
Κύπρο και την Ελλάδα. Με στόχο την εξεύρεση αποτελεσµατικών µεθόδων
για το µαζικό χειρισµό και την ανάλυση των εντόµων, συγκεντρώθηκαν και
αναλύθηκαν πάνω από 200 νουκλεοτιδιακές αλληλουχίες του γονιδίου mtCOI
από άτοµα που είχαν µελετηθεί σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, αποσκο-
πώντας στον προσδιορισµό διαφορών και µεταλλάξεων µεταξύ των διαφόρων
βιοτύπων. Ακολούθησε ο σχεδιασµός ειδικών µοριακών ανιχνευτών και µελε-
τήθηκε η ικανότητα τους να ταυτοποιούν και να διαχωρίζουν τους βιοτύπους
B και Q που είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένοι στη µεσογειακή λεκάνη. Η νέα δοκι-
µή αξιολογήθηκε µε επιτυχία σε πληθυσµούς αλευρωδών από διάφορες χώρες
της Ευρώπης, της µεσογειακής λεκάνης και της Αµερικής και συγκρίθηκε µε
άλλες δηµοσιευµένες µεθόδους, (Bosco et al. 2006; Tsagkarakou et al. 2008),
δίνοντας ταυτόσηµα αποτελέσµατα. Κατόπιν εφαρµόστηκε για το µαζικό
µοριακό έλεγχο 1200 ενήλικων ατόµων που είχαν συλλεχθεί από όλες τις
επαρχίες της ελεύθερης Κύπρου. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι στην Κύπρο
εντοπίζονται, τόσο ο βιότυπος B όσο και ο βιότυπος Q, µε τον Β να κυριαρ-

28
Εικόνα 13. Φυλογενετική ανάλυση που δεικνύει τη συγγένεια των κυπριακών πληθυσµών
(CY) του B. tabaci µε αντίστοιχους από άλλες χώρες.

χεί σε όλες τις κύριες λαχανοπαραγωγικές περιοχές µε ποσοστό 95%. Αντίθε-


τα, ο βιότυπος Q εντοπίστηκε σε περιορισµένο αριθµό δειγµάτων (5%) στην
περιοχή της Πόλεως Χρυσοχούς της Επαρχίας Πάφου. Η φυλογενετική ανά-
λυση του γονιδίου mtCOI επιλεγµένων ατόµων από διάφορες περιοχές συλ-
λογής της Κύπρου και ποικίλους ξενιστές κατέδειξε ότι οι βιότυποι Β και Q
κατατάσσονται στον βόρειο αφρικανικό-µεσογειακό-µεσανατολικό κλάδο του
συµπλέγµατος του αλευρώδη του καπνού (Bemisia tabaci complex) (Εικόνα
13), παρουσιάζοντας υψηλά ποσοστά οµολογίας (98 ως 100%) µε αντίστοιχες
αποµονώσεις από το Ισραήλ, τη Συρία και την Τουρκία, γεγονός που ενισχύ-
ει τις αρχικές υποθέσεις για µετανάστευση των εντόµων από αυτές τις περιο-
χές, που απέχουν µόλις µερικές δεκάδες χιλιόµετρα από τις βορειοανατολικές
ακτές της νήσου (Papayiannis et al., 2009a; Papayiannis et al., 2009b).
Με τη χρήση µεθόδων PCR προσδιορίστηκαν οι δευτερογενείς ενδοσυµ-

29
βιωτικοί µικροοργανισµοί που υπάρχουν στο σώµα των πληθυσµών του αλευ-
ρώδη του καπνού που συλλέχθηκαν από την Κύπρο. Τα αποτελέσµατα έδει-
ξαν ότι σε σύνολο 1000 ατόµων του B. tabaci που αναλύθηκαν, εντοπίστηκαν
τα βακτήρια Hamiltonella sp. και Riketsia sp. σε ποσοστά 65 και 35%, αντί-
στοιχα, καθώς και τα Wolbachia sp., και Arsenophonus sp. σε ποσοστά 14 και
11%, αντίστοιχα. Τέλος, δεν ανιχνεύτηκαν οι µικροοργανισµοί Fritschea sp.
και Cardinium sp. Σύµφωνα µε πρόσφατες µελέτες, η παρουσία των τύπων
Hamiltonella sp. και Riketsia sp. σε υψηλά ποσοστά στους κυπριακούς πλη-
θυσµούς είναι πιθανό να σχετίζεται µε τη µεγάλη ικανότητα µετάδοσης του
ιού TYLCV (Papayiannis et al., 2009c). Παρόµοια αποτελέσµατα έχουν ανα-
φερθεί και στο Ισραήλ και πιστεύεται ότι η παρουσία του είδους Hamiltonella
sp. προστατεύει και διατηρεί σε υψηλή συγκέντρωση τα ιοσωµάτια στο σώµα
των αλευρωδών-φορέων (Gottlieb et al., 2010).
Η ευρεία διάδοση του βιοτύπου Β στην Κύπρο σχετίζεται άµεσα µε τις
µεγάλες επιδηµίες και τη ραγδαία διάδοση αρκετών αλευρωδοµεταδιδόµενων
ιών, που εκτός από τον TYLCV περιλαµβάνουν και τους ιούς του γένους
Crinivirus που ευθύνονται για την πρόκληση των συµπτωµάτων ικτέρων σε
καλλιέργειες κολοκυνθοειδών και σολανωδών, καθώς και του γένους
Ipomovirus που σχετίζονται µε το κιτρίνισµα νεύρων σε αγγουριές και την
παρακµή και αποπληξία που παρουσιάζεται σε καλλιέργειες καρπουζιάς.
Συγκεκριµένα, από το γένος Crinivirus των φυτικών ιών έχουν αναφερθεί
µέχρι στιγµής στην Κύπρο ο ιός του κίτρινου παραµορφωτικού νανισµού των
κολοκυνθοειδών (Cucurbit yellow stunting disorder virus, CYSDV)
(Papayiannis et al., 2005; Papayiannis et al., 2010b) και ο ιός της χλώρωσης
της τοµάτας (Tomato chlorosis virus, ToCV) (Papayiannis et al., 2006), ενώ
από το γένος Ipomovirus ο ιός των κίτρινων νεύρων της αγγουριάς (Cucumber
vein yellowing virus, CVYV) (Papayiannis et al., 2005).

30
ΓΕΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ
ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ

Η καταπολέµηση της ασθένειας είναι µια ιδιαίτερα δύσκολη και πολυσύν-


θετη υπόθεση, η οποία απαιτεί την προσέγγιση ποικίλων µεθόδων, πρακτικών
και τρόπων ελέγχου τόσο των ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια όσο και
των αλευρωδών-φορέων. Είναι γενικά αποδεκτό ότι καµία µέθοδος από µόνη
της δεν είναι αποτελεσµατική για καταστολή της ασθένειας. Αρκετοί συνδυα-
σµοί φυτοϋγειονοµικών, καλλιεργητικών και χηµικών µέτρων επιστρατεύο-
νται µε σκοπό αφενός την ελαχιστοποίηση των πηγών µολύσµατος της ασθέ-
νειας και αφετέρου τη µείωση του αριθµού και της διασποράς των αλευρωδών
φορέων.

Χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού


Η φύτευση υγιών φυτών τοµάτας αποτελεί το κλειδί για την επιτυχή πρό-
ληψη και αντιµετώπιση όλων των φυτοασθενειών. Η προµήθεια των σπορο-
φύτων τοµάτας πρέπει να γίνεται από πιστοποιηµένες φυτωριακές µονάδες.
Τα σπορόφυτα θα πρέπει να παράγονται µέσα σε εντοµοστεγή δίκτυα ώστε να
αποτρέπεται η προσβολή από έντοµα και να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα
µόλυνσης τους.

Μείωση των εστιών µόλυνσης


Η έγκαιρη αποµάκρυνση των ασθενών ή καθ΄ υποψίαν προσβεβληµένων
φυτών συµβάλλει σηµαντικά στην πρόληψη της διάδοσης της ασθένειας σε µια
καλλιέργεια. Τα µολυσµένα φυτά θα πρέπει πρώτα να καλύπτονται µε πλαστι-
κό σακούλι, να ξεριζώνονται, να αποµακρύνονται από την καλλιέργεια και να
καταστρέφονται. Η πρακτική αυτή µειώνει τη δυνατότητα µετανάστευσης των
ιοφόρων εντόµων από τα µολυσµένα φυτά στα γειτονικά. Το απλό κόψιµο ή το
κλάδεµα των συµπτωµατικών τµηµάτων των φυτών δεν έχει οποιοδήποτε απο-
τέλεσµα, αφού ο ιός κυκλοφορεί στα φυτά και µπορεί να αποτελέσει πηγή για
νέες µολύνσεις. Η µέθοδος αυτή δεν είναι επιτυχής στις περιπτώσεις που τα
ποσοστά προσβολής στην καλλιέργεια είναι πάνω από 10%.
Η καταστροφή των φυτών τοµάτας που φύονται σε ένα αγρό στις περιό-
δους που δεν υπάρχει καλλιέργεια (φυτά εθελοντές) είναι ιδιαίτερα σηµαντι-
κή για την καταστολή των πρωτογενών πηγών του µολύσµατος των ιολογικών
ασθενειών. Οι τοµάτες που επιβιώνουν µετά το πέρας της καλλιεργητικής

31
περιόδου αποτελούν ένα άριστο ξενιστή για τη διατήρηση του ιού TYLCV και
τη διαβίωση των αλευρωδών. Σε περιοχές όπου ενδηµεί η ασθένεια, το ρόλο
των αρχικών πηγών του ιικού µολύσµατος αναλαµβάνουν αρκετά είδη ζιζα-
νίων που φύονται εντός ή περιφερειακά των αγρών. Αυτά τα φυτά έχουν τη
δυνατότητα να φιλοξενούν, τόσο τον ιό όσο και τους αλευρώδεις φορείς. Η
καταστροφή των αυτοφυών φυτών θα πρέπει να εφαρµόζεται µε µέτρο και να
επικεντρώνεται στα αγροτεµάχια που προορίζονται για φύτευση, αφού ως
γνωστό τα ζιζάνια, εκτός από τους φορείς δυνατόν να φιλοξενούν και ωφέλι-
µα έντοµα τα οποία τρέφονται µε εχθρούς γεωργικής σηµασίας. Επίσης, η
εφαρµογή αγρανάπαυσης για τουλάχιστον 2 µήνες ή αµειψισποράς µε καλ-
λιέργειες που δεν προσβάλλονται από τους ιούς, που σχετίζονται µε το καρού-
λιασµα των φύλλων της τοµάτας, ελαττώνουν σηµαντικά τις πηγές µολύσµα-
τος, τους φορείς και τη διάδοση της ασθένειας.

Αντιµετώπιση των εντόµων φορέων


Η χρήση εντοµοκτόνων ουσιών για τον έλεγχο του αλευρώδη του καπνού
µπορεί σε γενικές γραµµές να µειώσει τους πληθυσµούς του εντόµου φορέα
και κατ’ επέκταση να ελέγξει τη διάδοση της ασθένειας. Η χρησιµοποίηση της
οµάδας των νεονικοτινοειδών εντοµοκτόνων έχει συµβάλει αρκετά στον έλεγ-
χο των φορέων και των ιών. Παρ΄ όλα αυτά, η βιο-οικολογία, η συµπεριφορά
και η διατροφική δραστηριότητα των αλευρωδών καθιστούν την αποτελεσµα-
τική χηµική αντιµετώπιση µία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Συγκεκριµένα,
οι αλευρώδεις τρέφονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και το σώµα των
προνυµφών τους φέρει κηρώδεις επιχρίσεις οι οποίες προσφέρουν προστασία
από τις δυσµενείς συνέπειες των εντοµοκτόνων. Επιπλέον, η αλόγιστη χρήση
των φυτοπροστατευτικών σκευασµάτων κατά τα τελευταία χρόνια έχει ενερ-
γοποιήσει µηχανισµούς ανθεκτικότητας (Vassiliou et al.,και έχει συµβάλει στη
µείωση των φυσικών εχθρών των εντόµων. Τα συµπεράσµατα των επιστηµό-
νων κατέδειξαν ότι η χρήση εντοµοκτόνων σκευασµάτων, ως το µοναδικό
µέτρο αντιµετώπισης δεν είναι αρκετή και δεν µπορεί να προστατέψει τα φυτά
από τους ιούς που προκαλούν την ασθένεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των
φύλλων της τοµάτας.
Η κάλυψη των φυτών τοµάτας µε εντοµοστεγή δίκτυα (50-mesh), τα οποία
εµποδίζουν την προσγείωση και την τροφική δραστηριότητα των εντόµων,
αποτελεί ένα ιδιαίτερα αποτελεσµατικό µέτρο αντιµετώπισης της ασθένειας.

32
Η χρήση αντανακλαστικών επιφανειών από αλουµίνιο ή κίτρινο πλαστικό
εφαρµόζεται µε επιτυχία σε πολλές χώρες για την προστασία των φυτών από
έντοµα σε υπαίθριες καλλιέργειες τοµάτας. Η ακτινοβολία που αντανακλάται
από αυτά τα υλικά αποπροσανατολίζει τα έντοµα και µειώνει αισθητά την ικα-
νότητα τους να προσγειώνονται στα φυτά. Τα έντοµα, µη µπορώντας να βρουν
το στόχο τους, αφυδατώνονται και πεθαίνουν. Η αποτελεσµατικότητα της
τεχνικής αυτής εξαρτάται άµεσα και από τις κλιµατικές συνθήκες που επι-
κρατούν σε µια περιοχή, αφού η ταχύτητα αφυδάτωσης των εντόµων επηρεά-
ζεται από τη θερµοκρασία και την υγρασία που επικρατεί. Οι αλευρώδεις χρη-
σιµοποιούν την υπεριώδη ακτινοβολία για να καθοδηγούνται προς τους ξενι-
στές τους. Η κάλυψη των θερµοκηπιακών εγκαταστάσεων µε ειδικά πλαστι-
κά, τα οποία απορροφούν συγκεκριµένα µήκη κύµατος υπεριώδους ακτινοβο-
λίας, εµποδίζει σε µεγάλο βαθµό την είσοδο και τη διασπορά των αλευρωδών
στις καλλιέργειες.
Η εξαπόλυση ωφέλιµων αρπακτικών εντόµων µέσα σε θερµοκήπια µπορεί
να µειώσει αισθητά τους πληθυσµούς των αλευρωδών. Ανάµεσα στους σηµα-
ντικότερους φυσικούς εχθρούς του B. tabaci συγκαταλέγονται διάφορα είδη
των γενών Macrolophus sp., Orius sp., Neosidiocoris sp., Chrysoperla sp., κ.ά.

Ανθεκτικές ποικιλίες τοµάτας


Τα τελευταία 30 χρόνια έχει γίνει σηµαντική πρόοδος στην εξεύρεση ποι-
κιλιών τοµάτας ανθεκτικών στην ασθένεια του κίτρινου καρουλιάσµατος των
φύλλων, µε την ενσωµάτωση γονιδίων από διάφορα είδη άγριας τοµάτας.
Πρόσφατα έχουν τεθεί στο εµπόριο αρκετές τέτοιες ποικιλίες µε καλά εµπο-
ρικά χαρακτηριστικά. Ένα πιθανό µειονέκτηµα των ποικιλιών αυτών είναι η
έλλειψη ανθεκτικότητας σε εδαφογενή παθογόνα, όπως φουζάρια και βακτή-
ρια, καθώς και η µειωµένη αποδοτικότητα.

Υιοθέτηση ολοκληρωµένων προγραµµάτων παραγωγής


Η υιοθέτηση ολοκληρωµένων στρατηγικών διαχείρισης και παραγωγής σε
λαχανοκοµικά είδη έχει δώσει αποτελεσµατικά µέτρα για την αντιµετώπιση
εχθρών και ασθενειών, τόσο σε υπαίθριες όσο και σε υπό κάλυψη καλλιέργει-
ες. Τα προγράµµατα αυτά συνδυάζουν τη δυνατότητα εφαρµογής όλων των
προαναφερόµενων µεθόδων ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή λύση για
την προστασία της παραγωγής, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος.

33
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abou Jawdah, Y., Maalouf, R., Shebaro,W., and Soubra, K. 1999. Comparison of the reaction
of tomato genotypes to infection by tomato yellow leaf curl begomovirus in
Lebanon. Plant Pathology, 48, 727 734.
Accotto, G.P., Navas Castillo, J., Noris, E., Moriones, E., and Louro, D. 2000. Typing of
Tomato yellow leaf curl viruses in Europe. European Journal of Plant Pathology,
106, 179 186.
Al Bitar, L., and Luisoni, E. 1995. Tomato yellow leaf curl geminivirus: serological evalua
tion of an improved purification method. European Plant Protection Organization
Bulletin, 25, 267 276.
Anfoka, G.H., Abhary, M., and Nakla, M.K. 2005. Molecular identification of species of the
tomato yellow leaf curl complex in Jordan. Journal of Plant Pathology, 87, 61 66.
Avidov, H.Z. 1944. Tobacco Whitefly in Israel. Tel Aviv: Hassadeh (in Hebrew), pp. 1 33.
Baumann P. 2005. Biology of bacteriocyte associated endosymbionts of plant sap sucking
incects. Annual Review of Microbiology, 59, 155 189.
Bedford, I.D., Kelly, A., Banks, G.K., Briddon, R.W., Cenis, J.L., and Markham, P. G. 1998.
Solanum nigrum: An indigenous weed reservoir for tomato yellow leaf curl gemi
nivirus in southern Spain. European Journal of Plant Pathology, 104, 221 222.
Bird, J., and Sanchez, J. 1971. Whitefly transmitted viruses in Puerto Rico. Technical Paper,
Agricultural Experiment Station, University of Puerto Rico, 55, 461 467.
Bird, J., and Maramorosch, K. 1978. Viruses and virus diseases associated with whiteflies.
Advances of Virus Research, 22, 55 110.

Blackman, R.L., and Cahill, M. 1998. The karyotype of Bemisia tabaci (Hemiptera: Aleyro
didae). Bulletin of Entomological Research, 88, 213 215.
Bosco, D., Mason, G., and Accotto, G. P. 2004. TYLCSV DNA, but not infectivity, can be
transovarially inherited by the progeny of the whitefly vector Bemisia tabaci (Gen
nadius). Virology, 323, 276 283.
Bosco, D., Loria, A., Sartor, C., and Cenis, J.L. 2006. PCR RFLP Identification of Bemisia
tabaci Biotypes in the Mediterranean Basin. Phytoparasitica, 34, 243 251.
Brown, J.K., Frohlich, D., and Rosell, R. 1995a. The sweet potato silver leaf whiteflies: bio
types of Bemisia tabaci (Genn.), or a species complex?. Annual Review of Entomol
ogy, 40, 511 534.
Brown, J.K., Coats, S.A., Bedford, I.D., Markham, P.G., Bird, J., and Frohlich, D.R. 1995b.
Characterization and distribution of esterase electromorphs in the whitefly, Bemisia
tabaci (Genn.) (Homoptera: Aleyrodidae). Biochemical Genetics, 33, 205 214.
Brown, J.K. 2000. Molecular markers for the identification and global tracking of whitefly
vector Begomovirus complexes. Virus Research, 71, 233 260.
Brown, J.K., Perring, T.M., Cooper, A.D., Bedford, I.D., and Markham, P.G. 2000. Genetic
analysis of Bemisia tabaci (Hemiptera: Aleyrodidae) populations by isoelectric
focusing electrophoresis. Biochemical Genetics, 38, 13 25.

34
Brown, J.K. 2007. The Bemisia tabaci species complex: Genetic and phenotypic variation and
relevance to TYLCV vector interactions. Tomato yellow leaf curl virus disease, man
agement, molecular biology, breeding for resistance. H. Czosnek, Book, Springer,
Netherlands, 25 56.

Byrne, D.N., and Bellows, T.S. 1991. Whitefly Βiology. Annual Review of Entomology, 36,
431 457.

Campbell, B.C., and Dreyer, D.L. 1985. Host plant resistance of sorghum; differential hydrol
ysis of pectic substances by polysaccharases of greenbug biotypes (Schizaphis
graminum, Homoptera: Aphididae). Archives of Insect Biochemistry and Physiolo
gy, 2, 203 215.

Campbell, B.C. 1993. Congruent evolution between whiteflies (Homoptera: Aleyrodidae) and
their bacterial endosymbionts based on respective 18S and 16S rDNAs. Current
Microbiology, 26, 129 132.

Campbell, B.C., Steffen Campbell, J.D., and Gill, R. 1994. Evolutionary origin of whiteflies
(Hemiptera: Sternorrhyncha: Aleyrodidae) inferred from 18S rDNA sequences.
Insect Molecular Biology, 3, 73 89.

Chiel, E., Gottlieb, Y., Zchori Fein, E., Mozes Daube, N., Katzir, N., Inbar, M., and Ghanim,
M. 2007a. Biotype dependent secondary symbiont communities in sympatric popu
lations of Bemisia tabaci. Bulletin of Entomological Research, 97, 1 7.

Chiel, E., Gottlieb, Y., Inbar, M., Zchori Fein, E., and Ghanim, M. 2007b. Distribution of sec
ondary symbionts in Israeli populations of Bemisia tabaci. Bulletin of Entomological
Research, 97:407 413.

Cohen, S., and Nitzany, F.E. 1960. Curly top virus of tomatoes: its identification and mode of
transmission. Report No. 311 of the Israeli Plant Protection and Inspection Services
(in Hebrew).

Cohen, S., Nitzany, F.E., and Harpaz, I. 1963. Tests for the control of tomato top yellowing
virus. Hassadeh (in Hebrew) 43, 576 578.

Cohen, S., and Nitzany, F.E. 1966. Transmission and host range of tomato yellow leaf curl
virus. Phytopathology, 56, 1127 1131.

Costa, H.S., Westcot, D.M., Ullman, D.E., and Johnson, M.W. 1993a. Ultrastructure of the
endosymbionts of the whitefly, Bemisia tabaci and Trialeurodes vaporariorum. Pro
toplasma, 176, 106 115.

Costa, H.S., Brown, J.K., Sivasupramaniam, S., and Bird, J. 1993b. Regional distribution,
insecticide resistance, and reciprocal crosses between the “A” and “B” biotypes of
Bemisia tabaci. Insect Scientific Application, 14, 127 138.
Crescenzi, A.S., Comes, C., Napoli, A., Fanigliulo, R., Pacella A., and Accotto, G.P. 2004.
Severe outbreaks of tomato yellow leaf curl sardinia virus in Calabria, southern italy.
Communication in Agricultural and Applied Biological Sciences, 69, 575 580.
Czosnek, H., Ber, R., Antignus, Y., Cohen, S., Navot, N., and Zamir, D. 1988. Isolation of
tomato yellow leaf curl virus, a geminivirus. Phytopathology, 78, 508 512.

35
Czosnek, H., and Latterot, H., 1997. A worldwide survey of tomato yellow leaf curl viruses.
Archives of Virology, 142, 1391 1406.
Czosnek, H., Ghanim, M., Morin, S., Rubinstein, G., Fridman, V., and Zeidan, M. 2001.White
flies: vectors, and victims (?) of geminiviruses. In Advances of Virus Research, (ed.
Maramorosch, K.). Academic Press pp. 291 322.
Dalmon, A., Cailly, M., and David, C. 2000. Comparison of serological and molecular tech
niques for detection of Tomato yellow leaf curl begomovirus. European Plant Pro
tection Organization Bulletin, 30, 457 462.
Davino, S., Davino, M., and Accotto, G.P. 2008. A single tube PCR assay for detecting virus
es and their recombinants that cause tomato yellow leaf curl disease in the Mediter
ranean basin. Journal of Virological Methods, 147, 93 98.
Gal On, Α., Naglis, Α., Leibman, D., Ziadna, H., Kathiravan, K., Papayiannis, L., Holden
greber, V., Guenoune Gelbert, D., Lapidot, M., and Aly R. 2009. Broomrape can
acquire viruses from its hosts. Phytopathology, 99, 1321 1329.
García Andrés, S., Monci, F., Navas Castillo, J., and Moriones, E. 2006. Begomovirus genet
ic diversity in the native plant reservoir Solanum nigrum: evidence for the presence
of a new virus species of recombinant nature. Virology, 350, 433 442.
Gerling, D. 1986. Natural enemies of Bemisia tabaci, biological characteristics and potential
as biological control agents: a review. Agriculture, Ecosystems and Environment, 17,
99 110.
Gennadius, P. 1890. Disease of tobacco plantations in the Trikonia. The aleyrodid of tobacco.
Ellinike Georgia 5, 1 3. (In Greek).

Ghanim, M., Morin, S., and Czosnek, H. 2001. Rate of tomato yellow leaf curl virus (TYL
CV). Translocation in the circulative transmission pathway of its vector, the whitefly
Bemisia tabaci. Phytopathology, 91:188 196.

Gill, R.J. 1990. The morphology of whiteflies. In Whiteflies: Their Bionomics, Pest Status, and
Management (ed. Gerling, D.). Andover, Hants, Intercept Ltd, England. pp. 13 45.

Gorsane, F., Gharsallah Chouchene, S., Nakhla, M.K., Fekih Hassan, I., Maxwell, D.P., Mar
rakchi M., and Fakhfakh H., 2005. Simultaneous and rapid differentiation of mem
bers of the tomato yellow leaf curl virus complex by multiplex PCR. Journal of Plant
Pathology, 87, 39 44.

Gottlieb, Y., Ghanim, M., Chiel, E., Gerling, D., Portnoy, V., Steinberg, S., Tzuri, G.,
Horowitz, A.R., Belausov, E., Mozes Daube, N., Kontsedalov, S., Gershon, M., Gal,
S., Katzir, N., and Zchori Fein, E. 2006. Identification and localization of a Rick
ettsia sp. in Bemisia tabaci (Homoptera: Aleyrodidae). Applied and Environmental
Microbiology, 72, 3646 3652.

Gottlieb, Y., Zchori Fein, E., Mozes Daube, N., Kontsedalov, S., Skaljac, M., Brumin, M.,
Sobol, I., Czosnek, H., Vavre, F., Fleury, F., and Ghanim, M. 2010. The transmission
efficiency of tomato yellow leaf curl virus by the whitefly Bemisia tabaci is corre
lated with the presence of a specific symbiotic bacterium species. Journal of Virolo
gy, 84:9310 9317.

36
Everett, K.D.E., Thao, M., Horn, M., Dyszynski, G.E., and Baumann, P. 2005. Novel chlamy
diae in whiteflies and scale incects: endosymbionts ‘Candidatus Fritschea bemisiae’
strain Falk and ‘Candidatus Fritschea eriococci strain Elm. International Journal of
Systematic Evolutionary Microbiology, 55, 1581 1587.

Fauquet, C.M., Briddon, R.W., Brown, J.K., Moriones, E., Stanley, J., Zerbini, M., and Zhou,
X. 2008. Geminivirus strain demarcation and nomenclature. Archives of Virology,
153, 783 821.

Hanley Bowdoin, L., Settlage, S.B., Orozco, B.M., Nagar, S., and Robertson, D. 2000. Gem
iniviruses: models for plant DNA replication, transcription, and cell cycle regulation.
Critical Reviews of Biochemistry and Molecular Biology, 35, 105 140.

Ioannou, N. 1985. Yellow leaf curl and other virus diseases of tomato in Cyprus. Plant Pathol
ogy, 34, 428 434.

Ioannou, N., and Iordanou, N. 1985. Epidemiology of tomto yellow leaf curl virus in relation
to the population density of its whitefly vector, Bemisia tabaci (Gennadius). Agri
cultural Research Institute, Technical Bulletin, 71.

Ioannou, N. 1987. Cultural management of tomato yellow leaf curl disease in Cyprus. Plant
Pathology, 36, 367 373.

Ioannou, N., Kyriakou, A., and Hadjinicolis, A. 1987. Host range and natural reservoirs of
tomato yellow leaf curl virus. Agricultural Research Institute, Technical Bulletin, 85.

Inoue Nagata, A.K., Albuquerque, L.C., Rocha, W.B., and Nagata, T. 2004. A simple method
for cloning the complete begomovirus genome using the bacteriophage phi29 DNA
polymerase. Journal of Virological Methods, 116, 209 211.

Jorda, C., Font, I., Martinez, P., Juarez, M., and Ortega, A. 2001. Current status and new natu
ral hosts of tomato yellow leaf curl virus (TYLCV) in Spain. Plant Disease, 85, 445.

Jones, D.R. 2003. Plant viruses transmitted by whiteflies. European Journal of Plant Pathol
ogy, 109, 195 219.

Kashina, B.D., Mabagala, R.B., and Anatolia, A. 2002. Molecular characterization of isolates
of Tomato yellow leaf curl from Tanzania. Archives of Phytopathology and Plant
Protection, 35, 255 267.

Lapidot, M. 2002. Screening common bean (Phaseolus vulgaris) for resistance to tomato yel
low leaf curl virus. Plant Disease, 86, 429 432.

Lazarowitz, S.G. 1992. Geminivirus: Genome structure and gene function. Critical Review of
Plant Sciences, 11, 327 349.

Leonardo, T.E., and Mondor, E.B. 2006. Symbiont modifies host life history traits that affect
gene flow. Proceedinigs of the Royal Society B, 273, 1079 1084.

Martin, J.H. 2003. Whiteflies (Hemiptera: Aleyrodidae) their systematic history and the
resulting problems of conventional taxonomy, with special reference to descriptions
of Aleyrodes proletella (Linnaeus, 1758) and Bemisia tabaci (Gennadius, 1889).
Entomological Gazette 54, 125 136.

37
Martinez Culebras, P.V., Font, I., and Jorda, C. 2001. A rapid PCR method to discriminate
between tomato yellow leaf curl virus isolates. Annals of Applied Biology, 139, 251
257.
Martinez Zubiaur, Y., Fonseca, D., Quiñones, M., and Palenzuela, I. 2004. Presence of toma
to yellow leaf curl virus infecting squash (Curcubita pepo) in Cuba. Plant Disease,
88, 572.
Mason, G., Caciagli, P., Accotto, G.P., and Noris. E. 2008. Real time PCR for the quantitation
of Tomato yellow leaf curl sardinia virus in tomato plants and in Bemisia tabaci.
JOURNAL OF VIROLOGICAL METHODS, 147, 282 289.
Mohanty, A.K., and Basu, A.N. 1986. Effect of host plants and seasonal factors on intraspe
cific variations in pupal morphology of the whitefly vector, Bemisia tabaci (Genn.)
(Homoptera: Aleyrodidae). Journal of Entomological Research, 10, 19 26.
Montllor, C.B., Maxmen, A., and Purcell, A.H. 2002. Facultative bacterial endosymbionts ben
efit pea aphids Acyrthosiphon pisum under heat stress. Ecological Entomology, 27,
189 195.
Morilla, G., Janssen, D., García Andrés, S., Moriones, E., Cuadrado, I.M., and Bejarano, E.R.
2005. Pepper (Capsicum annuum) is a dead end host for tomato yellow leaf curl
virus. Phytopathology, 95, 1089 1097.
Morin, S., Ghanim, M., Sobol, I., and Czosnek, H. 2000. The GroEL protein of the whitefly
Bemisia tabaci interacts with the coat protein of transmissible and non transmissible
begomoviruses in the yeast two hybrid system. Virology, 276, 404 416.
Morin, S., Ghanim, M., Zeidan, M., Czosnek, H., Verbeek, M., and Van den Heuvel J.F.J.M.
1999. A GroEL homologue from endosymbiotic bacteria of the whitefly Bemisia
tabaci is implicated in the circulative transmission of tomato yellow leaf curl virus.
Virology, 30,75 84.
Mound, L.A., and Halsey, S.H. 1978. Whiteflies of the world: a systematic catalogue of the
aleyrodidae (Homoptera) with host plant and natural enemy data. British Museum
(Natural History), London ,UK, John Wiley & Sons, Chichester, 329pp.
Navot, N., Pichersky, E., Zeidan, M., Zamir, D., and Czosnek, H. 1991. Tomato yellow leaf
curl virus: a whitefly transmitted geminivirus with a single genomic component.
Virology, 185, 131 161.
Papayiannis, L.C., Ioannou, N., Boubourakas, I.N., Dovas, C., Katis, N.I., and Falk, B.W.
2005. Incidence of viruses infecting cucurbits in Cyprus. Journal of Phytopathology
153,530 535.
Papayiannis, L.C., Ioannou, N., Dovas, C.I., Maliogka, V.I., and Katis, N.I. 2006. First report
of tomato chlorosis virus in Cyprus. Plant Pathology, 55, 567.
Papayiannis, L.C., Avgelis, A.D., Ioannou, N., and Katis, N.I. 2007a. First report of tomato
yellow leaf curl sardinia virus (TYLCSV) on tomato crops in Greece. Plant Pathol
ogy 56, 341.
Papayiannis, L.C., Paraskevopoulos, A., and Katis, N.I. 2007b. First report of tomato yellow
leaf curl virus infecting common Bean in Greece. Plant Disease 91, 465.

38
Papayiannis, L.C., Brown, J.K., Hadjistylli, M., and Katis, N.I. 2008a. Bemisia tabaci biotype
B associated with tomato yellow leaf curl disease epidemics in Rhodes Island,
Greece. Phytoparasitica 36, 20 22.
Papayiannis, L.C., Savvides, A., Chatziafksentis, Kapari Isaia, T., Dovas, C., and Katis, N.I.
2008b. Incidence of viruses infecting tomato crops in Cyprus. In: Phytopathologia
Mediterranea 47, 159.
Papayiannis, L.C., Brown, J. K., Seraphides, N.A., Hadjistylli, M., Ioannou, N., and Katis, N.I.
2009a. A real time PCR assay to differentiate the B and Q biotypes of the Bemisia
tabaci complex in Cyprus. Bulletin of Entomological Research, 99, 573 582.
Papayiannis, L.C., Brown, J.K., Idris, A.M., Paraskevopoulos, A., and Katis, N.I. 2009b. Epi
demiology and characterization of begomovirus and Bemisia tabaci biotypes in
Greece and Cyprus. Phytopathologia Mediterranea 48, 320.
Papayiannis, L.C., and Katis, N.I. 2009c . Differentiation of begomoviruses infecting tomato
crops and Bemisia tabaci biotypes using Real Time PCR. Proceedings EPPO Diag
nostics Conference, 10 13 May, 2009, York, UK, p.32.
Papayiannis, L.C., Iacovides, T.A., Katis, N.I., and Brown, J.K. 2010a. Differentiation of
tomato yellow leaf curl virus and tomato yellow leaf curl Sardinia virus using real
time TaqMan PCR. Journal of Virological Methods, 165, 238 245.
Papayiannis, L.C., Hunter, S.C., Iacovides, T.A., and Brown, J.K. 2010b. Detection of cucur
bit yellow stunting disorder virus (CYSDV) in cucurbit leaves using sap extracts and
real time TaqMan reverse transcription (RT) polymerase chain reaction (PCR). Jour
nal of Phytopathology 158, 487 495.
Παπαγιάννης, Λ.Χ., Brown, J.K., Παρασκευόπουλος, Α., και Κατής, Ν.Ι. 2010. Ταυτοποίηση και
επιδηµιολογικά χαρακτηριστικά των ιών που σχετίζονται µε την ασθένεια του κίτρινου
καρουλιάσµατος των φύλλων σε Ελλάδα και Κύπρο. Πρακτικά Περιλήψεων15º
Πανελλήνιο Φυτοπαθολογικó Συνέδριο, Κέρκυρα 5 8 Οκτωβριου 2010, σελ. 113.

Papayiannis, L.C., Katis, N.I., Idris, A.M., and Brown J.K. 2011. Identification of weed hosts
of tomato yellow leaf curl virus in Cyprus. Plant Disease, 95, 120 125.

Perring, T.M. 2001.The Bemisia tabaci species complex. Crop Protection , 20, 725 737.

Pollard, D.G. 1955. Feeding habits of the cotton whitefly, Bemisia tabaci Genn. Annals of
Applied Biology, 43: 664 671.

Polston, J. E., Cohen, L., Sherwood, T. A., Ben Joseph, R., and Lapidot, M. 2006. Capsicum
species: symptomless hosts and reservoirs of tomato yellow leaf curl virus. Phy
topathology 96, 447 452.

Reina, J., Morilla, G., Bejarano, E. R., Rodriguez, M. D., and Janssen, D. 1999. First report of
Capsicum annuum plants infected by tomato yellow leaf curl virus. Plant Disease,
83,1176.

Rojas, M. R., Kon, T., Natwick, E. T., Polston, J. E., Akad, F., and Gilbertson, R. L. 2007. First
report of tomato yellow leaf curl virus associated with tomato yellow leaf curl dis
ease in California. Plant Disease, 91,1056.

39
Rubinstein, G., and Czosnek, H. 1997. Long term association of tomato yellow leaf curl virus
(TYLCV) with its whitefly vector Bemisia tabaci: effect on the insect transmission
capacity, longevity and fecundity. Journal of General Virology, 78, 2683 2689.

Russo, I., Cohen, S., and Martelli, G.P. 1980. Virus like particles in tomato plants affected by
the yellow leaf curl disease. Journal of General Virology, 49, 209 213.

Salati, R., Nahkla, M.K., Rojas, M.R., Guzman, P., Jaquez, J., Maxwell, D.P., and Gilbertson,
R.L. 2002. Tomato yellow leaf curl virus in the Dominican Republic: characteriza
tion of an infectious clone, virus monitoring in whiteflies, and identification of reser
voir hosts. Phytopathology , 92, 487 496.

Sanchez Campos, S., Navas Castillo, J., Camero, R., Soria, C., Diaz, J.A., and Moriones, E.
1999. Displacement of tomato yellow leaf curl virus (TYLCV) Sr by TYLCV Is in
tomato epidemics in Spain. Phytopathology, 89,1038 1043.

Thao, M.L., and Baumman, L. 2004. Evolutionary relationships of primary prokaryotic


endosymbionts of whiteflies and their hosts. Applied and Environmental Microbiol
ogy, 70, 3401 3406.

Thomas, J.E., Massalski, P.R., and Harrison, B.D. 1986. Production of monoclonal antibodies
to African cassava mosaic virus and differences in their reactivities with other white
fly transmitted geminiviruses. Journal of General Virology 67, 2739 2748.

Tiberini Α., Tommasoli L., Barba, M., and Hadidi, A. 2010. Oligonucleotide microarray based
detection and identification of 10 major tomato viruses. Journal of Virological Meth
ods, 168: 133 140.

Tsagkarakou, A., Tsigenopoulos, C.S., Gorman, K., Lagnel, J., and Bedford, I.D. 2008. Bio
type status and genetic polymorphism of the whitefly Bemisia tabaci (Hemiptera:
Aleyrodidae) in Greece: mitochondrial DNA and microsatellites. Bulletin of Ento
mological Research, 97, 29 40.

Varma, A., and Malathi, V.G., 2003. Emerging geminivirus problems, a serious threat to crop
production. Annals of Applied Biology, 142, 145 164.
Vassiliou, V., Emmanoulidou, M., Perrakis, A., Morou, E., Vontas, J., Tsagkarakou, A., and
Roditakis, E. 2011. Insecticide resistance in Bemisia tabaci from Cyprus. Insect Sci
ence, 18, 30 39.
Yokomi, R.K., Hoelmer, K.A., and Osborne, L.S. 1990. Relationship between the sweetpota
to whitefly and the squash silverleaf disorder. Phytopathology, 80, 895 900.
Zchori Fein, E., and Brown, J. K. 2002. Diversity of prokaryotes associated with Bemisia
tabaci (Genn.) (Hemiptera: Aleyrodidae). Annals of Entomological Society of Amer
ica, 95, 711 718.

40

You might also like