Professional Documents
Culture Documents
ΝΕΚ
Η συγκεκριμένη σκέψη του σεβαστού κινηματογραφιστή και πρώην προέδρου
του ΕΚΚ ήταν απόλυτα δικαιολογημένη καθώς εντασσόταν σ’ ένα γενικό πλαίσιο
θεώρησης του ΝΕΚ που εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο και σήμερα, υποστηρίζοντας
συνοπτικά τα εξής: στα μέσα της δεκαετίας του 60, μια νέα γενιά κινηματογραφιστών
αμφισβήτησε την κυρίαρχη ιδεολογία, αισθητική και τρόπο παραγωγής των
ελληνικών ταινιών προκειμένου να αναδείξει στην οθόνη μια άλλη Ελλάδα: την
«πραγματική» Ελλάδα και τα κοινωνικά της προβλήματα, κι όχι την εξωραϊσμένη
κοινωνία που αναπαριστούσαν οι Βουγιουκλάκη, Κούρκουλος, Φίνος, Ξανθόπουλος,
Τεγόπουλος κλπ. Η έναρξη της αναζήτησης ενός «ελληνικού» (κι όχι
«ελληνοφανούς») κινηματογράφου που δεν θα βασιζόταν στη Χολιγουντιανή πράξη
αναπαράστασης2, επισημοποιήθηκε το 1970-72 (με την «Αναπαράσταση» του
Αγγελόπουλου, το «Προξενιό της Άννας» του Βούλγαρη και την «Ευδοκία» του
Δαμιανού) και κυριάρχησε πλήρως στη μεταπολίτευση με άμεσες ή βαθιά πολιτικές
ταινίες.
Η εσωτερική διαφωνία αυτής της θεώρησης πάνω στο ΝΕΚ εντοπίζεται στη
χρονολογία παρακμής του. Πότε συνέβη αυτή; Ήταν το τέλος της δεκαετίας του ‘70
όταν το «σύστημα παραγωγής» (αυτοχρηματοδότηση και υποθήκες προσωπικής
περιουσίας, ταινίες από παρέες και φίλους κλπ) του ΝΕΚ κατέρρευσε και ζητήθηκε η
βοήθεια του κράτους για να συνεχιστεί να παράγεται ένας … πολιτικός και
«προσωπικός» κινηματογράφος3; Ήταν στη δεκαετίας του 80, όταν ο ως τότε
δεδομένος ρόλος του πολιτικού κινηματογράφου και της αντίστοιχης ιδεολογίας του
ΝΕΚ εξέλιπε και οι σκηνοθέτες στράφηκαν πλέον σε ευρύτερα φιλοσοφικά και
ψυχολογικά ζητήματα ή σε πιο mainstream θέματα; Ή ήταν τα μέσα της δεκαετίας
του 90, όταν οι εισπρακτικές επιτυχίες των ταινιών του Χούρσογλου, του Κόκκινου
και της Μαλέα επιβεβαίωσαν απόλυτα ότι το νεότερο κινηματογραφικό κοινό
αρέσκονταν σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο που δεν είχε πλέον καμία σχέση με την
αρχική προβληματική του ΝΕΚ; Ή μήπως, κρίνοντας από τη βράβευση της ταινίας
του Παπαστάθη στη Θεσσαλονίκη του 2001, αυτή η παρακμή δεν έχει έρθει ακόμη;
Παραδόξως , η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί από τον άλλο
άξονα ανάλυσης του παρόντος δοκιμίου, δηλαδή τον τρόπο χρήσης των
κινηματογραφικών τεχνικών και την αισθητική που αναπτύχθηκε στην εικόνα των
ελληνικών ταινιών της περιόδου από τα μέσα του ‘60 και μετά.
Από τη μια, λοιπόν, ένας «νέος» κινηματογράφος του δημιουργού μέσα στο
πλαίσιο του ΝΕΚ, ξεκινάει από τη δεκαετία του ’80. Εγκαταλείποντας τις «πούρες»
πολιτικές ταινίες καταγγελίας, ακολουθεί την άλλη μεγάλη τάση του διεθνούς Art
cinema που ασχολείται με ψυχολογικά αδιέξοδα χαρακτήρων, φιλοσοφικά
ερωτήματα και συμβολιστικές απεικονίσεις ανθρωποκεντρικών θεωριών. Οι ταινίες
της Αγγελίδη, της Λιάππα, του Χριστοφή, του Παπαστάθη, του Παναγιωτόπουλου,
του Βεργίτση, του Καρυπίδη, του Ρεντζή, του Τσιώλη και, φυσικά, του Κούνδουρου
και του Αγγελόπουλου8 είναι τα πρώτα παραδείγματα που έρχονται στο μυαλό από
τις δύο τελευταίες δεκαετίες (η περίπτωση του Νίκου Νικολαϊδη είναι εντελώς
μοναδική και δεν εντάσσεται σε καμία από τις δύο τάσεις του ΝΕΚ –πρόκειται για το
μοναδικό, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, έλληνα δημιουργό που έκανε
«Μεταμοντέρνο κινηματογράφο», πέρα και μετά από τη μοντερνικότητα του ΝΕΚ).
Αυτός ο κινηματογράφος εγκαταλείπει εκ των πραγμάτων το ρεαλισμό και την
αναπαράσταση της «πραγματικής Ελλάδας» και αναζητά την «ελληνικότητα» κυρίως
μέσα από διασκευές λογοτεχνημάτων και εικονοποίηση των πνευματικών
αναζητήσεων του ‘ 80 που, έτσι κι αλλιώς, κυριαρχούνται από το αδιέξοδο της
συνειδητοποίησης της ήττας της κοινωνικής επανάστασης και την ασφυξία μιας
γενιάς που μεγαλώνει και «εντάσσεται στο σύστημα».
Μέσα σε αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο και σε αυτή την τάση, οι ακόλουθες
τεχνικές ευνοούνται ιδιαίτερα:
• Τα πλάνα μεγάλης διάρκειας παραμένουν και καλλιεργούνται εξ ίσου όπως και
στις προηγούμενες δεκαετίες.
• Οι κινήσεις της κάμερας παραμένουν περίτεχνες και συμβολικές.
• Διατηρείται επίσης η συνήθεια των γυρισμάτων σε φυσικές τοποθεσίες, κυρίας
για λόγους οικονομίας. Όμως, πλέον, τα εσωτερικά γυρίσματα κυριαρχούν.
• Αλλάζει η σκηνογραφική αντίληψη. Περίτεχνα σκηνικά δημιουργούνται, ο
ρόλος των χρωμάτων γίνεται καθοριστικός, καθώς τα χρώματα συμβολίζουν,
κυριαρχούν υπογραμμίζουν.
• Ο φωτισμός γίνεται σχεδόν απόλυτα εξπρεσιονιστικός. Η δημιουργία
συμβολικών τόνων που ανακλούν τον ψυχισμό των εικονιζόμενων είναι
ζητούμενο τόσο κυρίαρχο που πολλές φορές ξεπερνάει και το ίδιο το θέμα. Οι
διευθυντές φωτογραφίας προσπαθούν να μεταμορφωθούν σε μικρούς
«Ρεμπραντ»
• Το «κυρίαρχο» μέγεθος του πλάνου αλλάζει. Το «μεσαίο» και το «κοντινό»
πλάνο στα πρόσωπα κυριαρχεί.
• Το παίξιμο των ηθοποιών αλλάζει ώστε να εναρμονίζεται με το υπόλοιπο
εξπρεσιονιστικό ύφος, αποκτώντας μια επιτήδευση σχεδόν «θεατρική».
• Αλλάζουν και οι «κυρίαρχες» γωνίες λήψης. Όλων των ειδών οι γωνίες
επιτρέπονται, αρκεί να έχουν ένα καθαρά συμβολικό χαρακτήρα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το τελικό συμπέρασμα του δοκιμιού μάλλον αφορά λιγότερο την πρακτική του
ελληνικού κινηματογράφου (που πορεύεται ανεπηρέαστος από δοκίμια και μελέτες)
και περισσότερο τη σκέψη που αναπτύσσεται γύρω από αυτόν.
Μελετώντας τον ΝΕΚ μέσα από την αισθητική της εικόνας του, τα
συμπεράσματα είναι σχεδόν σοκαριστικά για τον τρέχοντα κριτικό λόγο. Οι ταινίες
του ΝΕΚ, ως κινηματογραφική γραφή και χρήση των τεχνικών του μέσου, δύσκολα
μπορούν να αποτελέσουν ενιαίο σύνολο, καθώς υιοθετούν όλη την γκάμα των
χρήσεων και στυλ. Και δεν εννοώ μόνο ότι προσφέρουν ποικίλες όψεις του «σινεμά
του δημιουργού» αλλά ότι, επιπλέον, τις δύο τελευταίες δεκαετίες συχνότατα
βασίζονται και σε συμβατικές, «κλασσικές» φόρμες συγγενεύοντας έτσι με τον
κινηματογράφο των στουντιο και την τηλεοπτικη γλώσσα που, στα λόγια,
αποκηρύσσουν.
Αυτό από μόνο του δεν έχει τίποτε κακό, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου. Το
πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ο τρέχων κριτικός λόγος προσπαθεί να τις δει
ως ενιαίο κινηματογραφικό κίνημα. Αν, όμως, αυτές οι ταινίες δεν ομογενοποιούνται
με βάση την κινηματογραφική τους γλώσσα τους, αλλά με βάση πολιτικο-
κοινωνιολογικούς όρους, τότε γιατί τάχα να αποτελούν ένα «κινηματογραφικό»
κίνημα; Μήπως ήρθε η ώρα να επανεξετάσουμε μερικά δεδομένα και όρους, που
συχνά αποτελούν και θέσφατα της σημερινής (ελληνικής) κριτικής σκέψης; Μήπως
ήρθε η ώρα να ξαναγράψουμε εν μέρει την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου
με «κινηματογραφικά» κριτήρια κι όχι με δάνεια από το λογοτεχνικό, θεατρικό και
κοινωνιολογικό κριτικό λόγο;
1
Κατάλογος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος 1990-1993 (Αθήνα: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου)
1993 εισαγωγή
2
Κολοβός Ν. Θεοδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα: Αιγόκερως, 1990) σ.8
3
να θυμίσουμε εδώ την περίφημη πλέον δήλωση του Θόδωρου Αγγελόπουλου τον Οκτώβριο του
1981: «αυτό που καθιερώθηκε τώρα να λέγεται νέος ελληνικός κινηματογράφος είναι κατ΄ ευφημισμόν,
δεν υπάρχει…υπάρχουν μόνο κάποιοι σκηνοθέτες.. Μα θα λέμε ΝΕΚ τους ανθρώπους που είναι
πενηντάρηδες τώρα. Για όνομα του θεού. Tι NEK, σε τι; σε ηλικία, σε προτάσεις (περιοδικό Οθόνη,
Οκτώβριος 1981, σ.13)
4
βλ. τα περισσότερα βιβλία των Brodwell-Thompson: Bordwell D. ‘The Art Cinema As A Mode Of Film
Practice’ στη συλλογή Film Theory and Criticism ed. by Braudy L. and Cohen M. (New York: Oxford
University Press, 1999). Bordwell D. - Carrol N. Post-Theory (The Univ. of Wisconsin Press, 1996)
Bordwell D. Narration In The Fiction Film (London: Routledge, 1985) Bordwell D.-Staiger J.-Thompson
K. The Classical Holywood Cinema, (London: Routledge, 1985) Bordwell D.-Thompson K. The Film Art-
An Introduction, (McGrow-Hill, 1997)
5
είναι ακριβώς ο όρος που χρησιμοποιεί ο Νίκος Κολοβός για τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου
(σε πολλά κείμενα πχ. Κολοβός Ν. Θεόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα: Αιγόκερως, 1990),
Κινηματογράφος 1997 (Αθήνα: Ένωση Ελλήνων Κριτικών, 1997)
6
στο «Χρονικό 1971», στο Σολδάτος Ι. Ιστορία του ελληνικού Κινηματογράφου (Αθήνα: Αιγόκερως,
1991) τόμος Δ, σ. 120-121
7
βλ. Salt B. Film Style and Technology. History and Analysis (UK: Stanford, 1992) p. 283
8
Παρ’ όλη τη στροφή που δηλώνει ο ίδιος ο Αγγελόπουλος ότι έκανε προς την αριστοτελική σεναριακή
προσέγγιση με το «Ταξίδι στα Κύθηρα», κατά τη γνώμη του γράφοντα υπάρχει τεράστια απόσταση
ακόμη ανάμεσα στο κλασσικό οπτικό σύστημα και στον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου.