Professional Documents
Culture Documents
Εκκλησιαστικός Φάρος Έτος ', Τόμος ΙΔ', Τεύχος ΡΓ-ΡΕ'
Εκκλησιαστικός Φάρος Έτος ', Τόμος ΙΔ', Τεύχος ΡΓ-ΡΕ'
http://digital.lib.auth.gr/record/140890
eiTIC'T'HMONIKON
θβΟΧΟΓΙΚΟΝ CyrrpXMMA
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
.
.Θ
Ίωάννου I. Σοκβλώφ, Το Βνζάν- κρίσις Χρνσοσεόμον Παπαδοπού
τιονΖφύλαξ τήζ 9 Ορθοδοξίας. 'Ιστο λαν) 484—490‘— Β’ Βιβλιογρα
ρική μελέτη (τέλος).............. 387—408 φία: Οι χρησμοί τον Άγαθαγγ*·
Δημοσ&ένονς Χαβιαρα, Μελέται Ιον. Προπεμπτήρια. Μίλτωνος Σαμ-
Π
ΕΝ |ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙ4 ‘
*Εχ τοΰ Πατριαρχικόν Τυπογραφείου
—♦-
1915
ΕΞΕΔΟΘΗ
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΠΡΩΘΙΕΡΕΩΣ
Ρ. SVJETLOFF
Καθηγητοϋ χής ’Απολογητικής έν τφ 1 (ανεπισιημίω Κίεβου
emcrrHMONec
κχι ΘΡΗΟΚβΙΧ
.
.Θ
ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
Π
~Τ$Γ
Σελίδες V—190
ΥΠΟ
ΙΩΑΝΝΟΤ I. ΣΟΚΟΛΩΦ
Καθηγητδΰ τής έν Πετρουπόλει Αϋτοκρ. θεολογικής ’Ακαδημίας.
II
από τού θ' μέχρι τού ιε' αίώνος εποχήν προς περιφρούρη-
σιν καί τήρησιν τών δογμάτων τών Επτά Οίκουμ. Συνόδων,
καί έξήγγειλαν τήν καταδίκην τής Εκκλησίας κατά πασών τών
δογματικών πλανών τής έποχής εκείνης. 'Η τή Κυριακή τής
’Ορθοδοξίας άνάγνωσις τού «Συνοδικού», το πρώτον πανηγυ
ρικούς γενομένη έν τψ ναφ τής άγιας Σοφίας τή 11 Μαρτίου
843, έκτοτε δέ κατ’ έτος έπαναλαμβανομένη έπί παρουσία
τού βυζαντινού βασιλέως καί τού Πατριάρχου, τής Συγκλήτου
καί τής Ίεράς Συνόδου, τών πατριαρχικών καί βασιλικών άρχόντων
καί πολυπληθούς λαού, παρουσιάζετο ώσεί πανεκκλησιαστική
Ομολογία πίστεως, πάγκοινος μαρτυρία περί αύστηράς τηρήσεως
-ιών δογμάτων τής Οικουμενικής ’Εκκλησίας, καί αυθεντική
Τό Βυζάντιον φύλαξ τή; Όρθοίοξίας 399
*) Έπεται τό τέλος.
ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΤ ΣΓΜΗΣ*
ΥΠΟ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΤΣ ΧΑΒΙΑΡΑ
§ 5.
Ή δέ Σύμη, ώς ή Χάλκη καί ή Τήλο?, πρότερον διετέλεσεν ά> ε-
ξάρτητος κατά τους αρχαίους χρόνους· είτα ύπέκειτο εις την Δωρικήν
Έξάπολιν, κατόπιν δέ εις την πολιτείαν ήτοι δημοκρατίαν τών Ρο
δίων άπ’ ευθείας, ώς τέως έπιστεύετο’ δθεν, άφοϋ καί εφεξής ήκολού-
θησε δήθεν πάντη άπαρεγκλίτως τάς τυχας τής μεγαλονήσου εϊτ’ οΰν
τής Μητροπόλεως αυτής, ήγετό τις, έπιπολαίως ή εν σπουδή σκεπτό-
μενος, να εΐπη, δτι φυσικώ τώ λόγω καί έκκλησιαστικώς ανέκαθεν άπε-
τέλει μέρος αυτής άπ’ ευθείας τής Μητροπόλεως Ρόδου, καθόσον μά
λιστα, ώς κάμοί δοκεΐ, ουδ’ ήτο δυνατόν μόνη ν’ άποτελέση ίδιαν
επισκοπήν, ή μέρος ίηιακοπής νησιωτικής. Άλλ' όμως ούχ ούτως
έχει τό πράγμα. Φρονώ δέ δτι εις άρχαιοτέρους χρόνους, καί δή από
τών πρώτων alc/mov τοΰ χριστιανισμού μέχρι που τοΰ ΙΔ' ή τοΰ ΙΕ'
αϊώνος ή Σύμη μόνη έκ τών άλλων παρά την Ρόδον νήσων ύπή-
γετο εΐς επισκοπήν επί τής Καρίας καί βεβαίως εις τήν τής Τραχείας.
.
Εϊς τήν εικασίαν ταύτην ήχθην έκ τής γνώμης, ήν ειχον εσχημα-
.Θ
τισμένην δτι ή Σύμη κατά τούς αρχαίους χρόνους καί κατά τούς ρω
μαϊκούς καί κατά τούς βυζαντιακούς δέν ύπήγετο αμέσως καί άπ’ ευ
θείας είς τήν Ρόδον, άλλ’ εΐς τήν Περαίαν τών Ροδίων. Τήν γνώμην
Π
μόνας καί ατρατηγούς επί Χερσονήσου καί Σύμης ,IJ καί βεβαιοϋ-
σαι δη ή Σύμη καί επί τών ρωμαϊκών χρόνων δπήγετο εις την Πε-
ραίαν τών Ροδίων καί ούχί απ’ ευθείας εις την Ρόδον.
Άφοϋ λοιπόν ή Σύμη πολιτικώς ύπήγετο εις την διοίκησιν τής
ροδιακής Χερσονήσου, ήτοι τοϋ μέρους τής Ηπείρου, δπερ άπετέλει
κτήσιν της Πολιτείας τών Ροδίων, καί άφοϋ επί τών Βυζαντινών δυο
έπισκοπαί επί τής Καρίας ύπήγοντο εις τήν Μητρόπολιν τής Ρόδου,
ουδόλως άπορον, ή μάλλον εύείκαστον αποβαίνει δτι ή Σύμη έκκλη-
σιαστικώς ΰπέκειτο ούχί εις τήν Μητρόπολιν τής Ρόδου, άλλ’ εις τήν
πλησιεστέραν επισκοπήν επί τής Καρίας καί δη, ως έφθην είπών, εις
τήν τής Τραχείας.
Άλλα τήν ε’ικασίαν μου ταυτην έκράτυνε καί άπέδειξεν αληθή
κατ’ εμέ Κώδιξ χαρτώος χειρόγραφος έκ σελίδων, έξ δεουσών, έξα-
κοσίων εΐς 4ον, δστις έγράφη εν έτει αψπθ' επί Μητροπολίτου Ρό
δου Καλλινίκου, αξιώσει τοϋ Κλαυδιουπόλεως Νεοφύτου υπό τοϋ άνε-
ψιοϋ αΰτοϋ Δημητρίου Καρακοστίου, Συμαίων καί τούτου κάκείνουι
επιγράφεται δε «Διαταγαί Βασιλέων, Πατριαρχών καί άλλων θεοφόρων
άνδρών περί διαφόρων εκκλησιαστικών καί νομικών υποθέσεων, Ιρω-
ταποκρίσεις.... » κ.τ.λ.
.
Έν σελ. 75—86 τοϋ Κωδικός τούτου περιέχεται:
.Θ
«'Η γεγονυϊα διατύπωσις παρά τοϋ Βασιλέως Δέοντος τοϋ σο-
φοϋ, όπως έχουσι τάξεως οί θρόνοι τών εκκλησιών τών υποκειμέ
νων τώ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».
Π
αναγράφονται ώς εξής :
«ΛΘ°ς τώ Ρόδου τών Κυκλάδων νήσων, αλ ό Σάμου, β'. 6
Χίου. γ'. ό Κώ. δ', ό Ναξίας. ε'. ό Θηρασών. ς-'. ό Πάρου, ζ'. δ
Τήνου, η', ό Μήλου, θ', ό Πισσύνης. ιλ ό ’Ικαρίας. ια'. ό Λέρνης.
ιβ'. ό Στυπαλίας.
Σύμης.
ιγ'. ό Τραχείας, ιδ'. ό Νησούρων.
Σχόλιον. Ή Πάρος καί ή Νάξος ήνώθησαν καί γεγόνασι Μη-
τρόπολις, μηνί Μαΐφ, έπινεμήσεως ς·', έν έτει ,ςτρ^αν».
Ή σημείωσις διά κινναβάρεως τοϋ ονόματος «Σύμης* άνωθι
,β) Όρα « Περαίας τής Ροδίων έπιγραφάς (συνέχειανΙ ύπό Νικήτα καί Μι
χαήλ Δ. Χαβιαρα, έν «’Αρχαιολογική Εφημερίδα τής έν ΆΘήναις Αρχαιο
λογικής 'Εταιρείας, 11)11, σελ. 61—63.
Μελέται περί τη; νήτου Σύμης 411
§ 6.
Καί Εξαρχία μέν εΐποτε έχρημάτισεν ή Σΰμη, ούτε εκ παραδό
σεως έ'χω μαθών, ού'τε πληροφορίαν περί τούτου άπήντησά που. Δέν
αποκλείεται δμως, ως φρονώ, καί ή ύπόθεσις διι εχρη μάτισε ποτέ
Εξαρχία ή Σΰμη, έ'νεκα εξαιρετικών περιστάσεων, εις ας κατά και
ρούς εύρέθη ή τε Σΰμη καί ή Μητρόπολις Ρόδου' εις τοιαΰτην δέ τινα
εικασίαν δίδουσιν αφορμήν ή τε εν Σΰμη σταυροπηγιακή Μονή Ρου-
κουνιώτου, περί ής διά τοΰτο αναφέρω εν τέλει τής παροΰσης πραγ
ματείας, καί ή εν τή Άκροπόλει τής Σύμης Εκκλησία τής Παναγίας
§ 7·
Επίσης ούδεμίαν μέν ρητήν εϊδησιν έ'χω περί τοϋ άν ή Σύμη
εχρημάτισέ ποτέ έδρα Επισκοπής, οΰτε όνομα ’Επισκόπου Σύμης μοί
είνε γνωστόν. Άπήντησα όμως σημείωσιν επί χειρογράφου Κωδικός
μεμβρανίνου ΙΑ' ή ΙΒ' αίώνος, δηλοϋσαν ότι ό Κώδιξ εκείνος
«επράθη εξ εμοϋ Γρηγορίου Τερομονάχου Σύμης εκ των κερμάτων
τής Μητροπόλεως Σύμης τής Παναγίας καί άφιερώθη εν τφ πάν
σεπτη) ναώ. . . διά άσπρα 200. ,αφήγ’. μήν Άνθεστηριών φθίνων»51,
Ύπό τον αυτόν δε χαρακτηρισμόν άπήντησα καί εις έγγραφα τοϋ
ΙΖ' αίώνος νά γίνηται λόγος περί τής ’Εκκλησίας τής Παναγίας,
ούχί όμως καί εφεξής. 'Υποθέτω άρα ότι δεν πρόκειται απλώς περί
διακρίσεως τής ’Εκκλησίας τής Παναγίας ώς δήθεν ΚαΦολικον,
άλλ’ ότι άπ’ εναντίου ύπαινίττεται ό τοιοϋτος χαρακτηρισμός ότι ή
διαληφθεΐσα ’Εκκλησία καί κατ’ ακολουθίαν ή Σύμη εχρημάτισέ
ποτέ πράγματι Μητρόπολις Επισκόπου ή Έξάρχου.
'
.
Φρονώ δηλαδή ότι πιθαναπατα ποό τοΰ ΙΔ' ή τοϋ ΙΕ' αίώνοςΓ
.Θ
άφοΰ δηλαδή ήλαττοΰντο όλονέν οί χριστιανοί επί τής Τραχείας, οδς καί
επί τής λοιπής Χερσονήσου τών Ροδίων καί επί τής Κνιδίας καί
τών πλείστων μερών τής Καρίας, έγκαταλειπόμεναι δέ κατηρειποΰντο
Π
αΰτοϋ ήτοι Μητρόπολιν Ιπί τής Σύμης, τοΰ μόνου δηλαδή έναπο-
λειφθέντος άπροσβλ,ήτου καί άσφαλωΰς μέρους ήτοι τμήματος τής
’Επαρχίας Τραχείας, έχοντος τους κατοίκους άπαντας Χριστιανούς,
ΰπαγομένου δέ εις Χριστιανικόν Κράτος, τό τών Ιπποτών τής Ρό
δου- εκ τής Σύμης δέ εδύνατο νά υποστήριξή πολ,υτρόπως καί τούς
επί τής Περαίας έναπολειφθέντας Χριστιανούς του. Εύνόητον όμως
ότι κατόπιν ή Σύμη, μή δυναμένη νά διατηρή ίδιον αυτής επίσκο
πον, ή δι’ άλλους λόγους, προσηρτήθη εις τήν Ρόδον, άπέμεινε δε
είς τήν Έκκλ,ησίαν τής Παναγίας ή διιίκρισις αυτής ώς Μητροπο-
λε.ος, διατΐ|ρήσασα ίσως εκ τούτου διαφόρους άλλας προνομίας, ούχι
*■) Λεπτομερείς περιγραφαί τοϋ τε χειρογράφου τούτου ιός καί τών προ
ηγουμένων (§ 1 καί 5) περιέχονται έν ίδίω «τών περί Σύμης μελετών μοιυ
κεφαλαίω υπό τήν επιγραφήν «Περί Βιβλιοθηκών έν Σύμη καί Ρόδφ».
Μελέται. περί τής νήσου Σύμης 413
§ 8.
Εις τούς ύπό την Εκκλησίαν τής Παναγίας θολούς έφυλάσοοντσ
τά αρχεία τής νήσου. Είχε δ’ δμως ή Εκκλησία προ τοΰ ΙΗ' αίώνος
Ιδίαν σφραγίδα, ήτις την παριστα Μοναατήριον, δπερ άγνωστον πότε
έγένετο σταυροπήγιον, ήτοι μετόχιον τής σταυροπηγιακής Μονής-
Ρουκουνιώτου'2-- άπορον δμως πώς ήτο συνάμα καί Μητρόπολις καί
δή ένοριακή Εκκλησία' δθεν καί πρώτη φέρεται ή ενορία αυτής εν
τοΐς σωξομένοις από τοΰ 1712 καταλόγοις τών φορολογούμενων πο
λιτών.
Ή εκκλησία τής Παναγίας είχε καί διετήρησεν επακριβώς τό
προνόμιον μέχρι περίπου τών μέσων τοΰ ΙΘ' αίώνος, καί)’ ο ανεξαι
ρέτως καθ’ δλας τάς ή μέρας τοΰ χρόνου καί διά πάσας έν γένει τάς
ίεράς ακολουθίας τά σήμαντρα καί ό κώδων αυτής έ'δει νά σημαίνωσι
πρώτοι, κατόπιν δε οί τών άλλων Εκκλησιών κατά τάξιν ώς εξής: οί
τής αγίας Τριάδος, τοΰ Σταυρού, ιής Χαριτωμένης καί τών λοιπών
άγιων, έφ’ ών τώ όνόματι τιμώμενοι ύπήρχον ένοριακαί έκκλησίαι
.
έν τή πόλει Σύμης.
.Θ
Έν Σύμη έ’τι ανέκαθεν μέχρις ι'περμεσούντος τοΰ παρελθόντος
αίώνος διετηρεΐτο απαράβατος τάξις, καθ’ ήν ε'δει ΐνα κατά μεν τά?
καϋ·ημερινάς σημαίνωσι μόνον τά σήμαντρα, δπαις έλέγοντο κοινώς,
Π
κατά δέ τάς Κυριακάς από τοΰ Ισπερινοϋ τοΰ σαββάτου καί τάς
έορτάς από τοΰ εσπερινού τής παραμονής οί κώδαννες. Καί ήτο ή
Α.
τοιαύτη τάξις λίαν διακριτική τών ημερών κάί άμα είχε τι τό συγ-
κινοϋν. Κώδωνας δέ κατά προνόμιον από άρχαιοτάτων χρόνων είχον
πάσαι αί Έκκλησίαι καί Μοναί τής Σύμης· ό δέ τής Μεγάλης Πανα
γίας, μοναδικής ’ίσως γλυκύτητος ήχους έκβάλλων, φέρει χρονολογίαν
MDCCXXV' έκ τούτου καί παροιμία: «καμπάνα τής Παναγίας»,
έπί έξαιρέτων πραγμάτων καί προσώπων, λεγομένη καί ώς έπωδός
βαυκαληματος· ό δ’ έξόχως γλυκύς αυτού ήχος κατά την παράδοσιν
προέρχεται δήθεν έκ πολλών χρυσών φλωρίων, άτινα άνεμίγησαν έν
τώ κράματι αυτού καί άτινα έχορήγησαν οί παραγγείλαντες έν Βενετία
την κατασκευήν αυτού Συμαϊοι πλοίαρχοι καί πραγματευταί. Τά δέ
σήμαντρα άπετέλουν πλ,ατέα τεμάχια χαλκού, άτινα, άνηρτημένα εις22
22) Παράβ. Δημοοϋ·. Χαβιαρά «Μελέται περί τής νήσου Σύμης Α'.» έν'
«Βυζαντινοϊς Χρονικοΐς», τόμ. XII, 1905 § 3 καί εφεξής.
414 Δ. ΧαβιαρΑ
§ 9.
Ή Σύμη ύπήχ&η άπ’ ευθείας υπό τον Μητροπολίτην Ρόδου
ϊσως ήδη προ τοΰ ΙΕ' αίώνος. Πλείστας δ' δσας μαρτυρίας άπήντησα
εις έπιγραφάς, χρονολογουμένας από τοΰ τέλους τοΰ Ιξ' αίώνος καί
εφεξής, άναφερομένας δέ εις ανοικοδομήσεις ναών, εις ανακαινίσεις,
ήτοι άνιστορήσεις τοιχογραφιών ναών, εις ίεράς εικόνας κ.τ.λ., έξ ών ή
νήσος φαίνεται ύποκειμένη εις την Μητρόπολιν Ρόδου.
Κατά τό διάστημα τοΰτο ο εν Σύμη διαρκής αντιπρόσωπος τοΰ
.
.Θ
Μητροπολίτου υπογράφει εις πάντα τά έγγραφα καί καλείται: «ό
τοΰ άγιου Ρόδου επίτροπος (δείνα)».
Ή το ούτος άπαραιτήτως ιερωμένος καί μάλιστα ως επί τό πλεΐ"
Π
στον ίερεύς έγγαμος. Ύπήρχον όμως κατά καιρούς καί ’Αρχιερείς Συ-
μαΐοι άντιπροσωπεύοντες έν Σύμη τον Μητροπολίτην Ρόδου. Τούτων
Α.
§ ίο.
Έν Σύμη υπάρχει αρχαία σταυροπηγιακή Μονή τού Ταξιάρχου
Μιχαήλ τοΰ Ρουκουνιώτου, έν σιγιλλίω τής οποίας (τού έτους Π12)
ορίζεται νά μή κατεξουσιάζωνται η τε Μονή καί τό μετόχιον αυτής
(ή εκκλησία τής Μεγάλης Παναγίας) υπό τοΰ τότε ή τών κατόπιν Μη
τροπολιτών τής Ρόδου, «έχειν δε τούτους τό μνημόσννον αυτών μό
νον καί την προσήκουσαν τιμήν καί δεξίωσιν καί ιούτοις μόνον
άρκεΐσθαι».
.
"Ετερον Μονύδριον έν Σύμη τού Ταξιάρχου Μιχαήλ καί τούτο,
.Θ
έπιλεγόμενον δέ τοΰ Κοκκιμήδη, έγένετο σταυροπήγιον άρχομένου τού
ΙΗ' αίώνος, συναινούντος καί τού τότε Μητροπολίτου Ρόδου- είς δέ
τό σιγίλλιον αΰτοϋ τού έτους 1706 ρητώς άναφέρεται: «λαμβάνειν
Π
τον Μητροπολίτην Ρόδου κατ’ έτος. ...άνά δύο λίτρας κηρίου μόνον,
έχειν δέ καί τό μνημόαννον αύτοϋ καί οΰδέν πλέον».
Α.
Έγραφον έν Σύμη
έν έτει σωτηρίφ 1912φ.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΥΠΟ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
Γ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
φδάς3* πάντες όμως οί λοιποί, «οί διά πόρον εις αγώνα κα-
τιόντες καί οί διά φιλοτιμίαν επί σκηνής προίοντες»*, έθεω-
Α.
καί ξυμφυή ξυρώμενοι τρίχωσιν. Καί ή μέν κόμη νϋν ούτω τοϊς πλείοσιν εύθε-
τίζεταί τε καί διεσκεύασται’ άπαν δέ τουναντίον περί τόν πώγωνα διαπράττεται’
Α.
οίς μέν γάρ άρτι τό νεοτήσιον άνθος φύεται, ξυράται αύτίκα, ΐνα μή εις Τουλον
καταστή, αλλά λειότης αυτών έπιτρέπη ταΐς δψεσι, καί οίον είπεϊν, γυναικίζοιν-
τό τε καί μαλακίζοιντο·· Οϊς δέ προήκεν δ χρόνος κατά συστήματα σχεδόν ποιεί
τάς τρίχας τού πώγωνος φύεσθαι, Ϊνα μή τήν ύπήνην φέροιεν καθειμένην, ούτο-
άπέχονται μέν ξηρού, κεράμου δέ τι θραύσμα άνθραξιν έμπυρούμενον τή Οπήν η
προσφέρουσι, καί τοϋτφ τού πώγιυνος άπαν έκτεφρούσι τό αίωρούμενον' λείπουσι
8έ τοσοΰτον, ώς δοκεϊν άρτι τόν Τουλον φύεσθαι, καί τούς εις άνδρας ήδη τελέ-
σαντας νεανίσκοι; έοικε πρώτοι; ύπηνήταις» (Ράλλη καί Πατλτ} Β', 534-535).
Ούτως έβοστρΰχιζον τήν κόμην καί οί έπί Λονος τού Χρυσοστόμου φιλόκομοι:
«Οΰκοΰν έπήει μοι τούς φιλοκόμου; έπαινεΐν, οί φιλόκαλοι δντες καί τάς κόμας
περί πολλοΰ ποιούμενοι, έπιμελοΰνται ού ρφθύμως, άλλά καί κάλαμόν τινα Ιχουσιν
φεί έν αυτή τή κόμη, ω ςαίνουσιν αυτήν δταν σχολήν άγωσιν- καί τούτο δή το
χαλεπώτατον, χαμαί κοιμώμενοι φυλάττουσιν, όπως μηδέποτε άψωνται τής γηζι
ΰπερείδοντες ύπό τήν κεφαλήν μικρόν ξύλον, όπως άπέχη τής γής ώς πλείστον,
καί μάλλον φροντίζουσι τού καθαράν φέρειν τήν κόμην ή τού ήδέως καθεύδειν»
(παρά Σννεαίω κεφ. γ', έν Κ. Σάϋ-α [’] τιΤ4').
ι0) Κανών ξβ' τής Τ' Οίκουμ. Συν.
Μ) «Πάσιδέ καθάπαξ τοΤς έν κοσμικοί; άναστρεφομένοις—έλεγεν ή ρκγ
’Ιουστινιάνειος Νεαρά (κεφ. ξδ’)—καί μάλιστα τοϊς τά σκηνικά μετερχομένοις,
άνδράσι τε καί γυναιξί, καί μήν καί ταΤς προϊσταμέναις, απαγορεύομε·/ κεχρήσθα’-
θέατρον καί ’Εκκλησία 419
τοΐς ίματίοις καί πάσιν απλώς εις εικόνα κόρης απαλής έκβήναι
φιλονεικεΐ- άλλος δέ τις γεγηρακώς ύπεναντίας τούτψ τάς τρίχας
Α.
16) Αΰτ. XI, 609 καί άλλ. Μετά τοιαύτης πομπής φέρεται, παρελάαασα ή
διάσημος μιμάς Μαργαριτώ (-Πελαγία) κατά τήν διάρκειαν κηρύγματος τοϋ έπισκ.
'Εδέσσης Νόννου (τψ 43δ). ”Ιδε προηγ. κεφ.σ. 81—82;., 83.
”) «"Οτι ή μέν (σκηνική) πόρνη καί δ ήταιρηκώς μαγείρων τέκνα καί
σκυτοτόμων, πολλάκις δέ καί οίκετών» (αΰτ. VII, 675).
’*) «Οΰ γάρ αΰλήτρια, ουδέ ψάλτρια, οϋ μήν οΰβέ τά εις τήν ορχήστραν
αυτή ήσκητο, αλλά τήν ώραν τοΐς αεί περιπίπτουσιν άπεδίδοτο μόνον έκ παντός
έργαζομένη τοϋ σώματος» (III, 60, εκδ. Βόννης· πρβλ. Κ. Σάϋαν [’], τμη'—τνα').
*·) Αΰτ. σ. 104.
ao) Ίδίφ επί Λέοντος τοϋ Α' (474), ώς μαρτυρεί κυρίως τό Συναξάριον τοΰ 4γ.
Άνδρέου του διά Χριστόν σάλου (πρβλ. Κ. Σάϋ-αν [7] σ. ιβ'—ιγ', τύ-',).
*·) τ. IV', 133 καί πολλαχοΰ αλλαχού.
»«) Πρβλ. Κ. Σάϋ-αν [7] λδ2.
ί7) Αυτόθι σ. τνβ'—τνδ'.
**) Έρμ. εις τόν ιη' καν. τών ’Αποστόλων. Έκ τών λόγων τούτων τοδ
422 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
,8) μέ: «Τοΐς σκηνικοΐς, καί μίμο'.ς, καί τοΐς λοιποϊς τοιοιηοτρόπο'.ς προ·
οώποις, η άποστάταις, μετανοοδαι καί έπιστρέφουσι πρός τόν Θεόν, χάριν ή καταλ-
λαγήν μ ή άρνεϊοθα·.».
20) Πρ6λ. καί πη' καν. x-fjς 8’έν Καρθ. (399): «Qui die solemni, praeter-
misso solemni ecclesiae .conventu ad spectacula vadit, excommunicetur» (itapi
Κ. ΡάΧΧη [>s] a. 403).
,0) 01 παραβάται άπεστρατεΰοντο 4) έΒημεύοντο. ΡάΧΧη καί Ποτλή Α’, 140.
θέατρον καί 'Εκκλησία 425
31) Κατά τόν Ζωναραν, «έν ταΐς πόλεαι ταΐς μεγίσταις θηρία έτρέφοντο, λέ"
οντες καί άρκτοι, καί κατά τινας καιρούς έξήγοντο εις τά θέατρα- καί ποτέ μέν
ταύροις έμάχοντο, ποτέ 8έ άνθρώποις, αίχμαλώτοις τυχόν, ή κατακρίτοις, κα^
ήσαν ταύτα τοϊς θεωμένοις πρός ηδονήν ταϋτα ίέ απαγορεύει 6 κανών, ώς
ώμότητα κατηγοροϋντα τών θειυμένων, καί τάς έτέροιν συμφοράς χαρμονάς οικείας
λογιζομένων».
«"Οτι οΰ οεΐ ιερατικούς ή κληρικούς τινας θεωρίας Οεωρεΐν έν γάμοις?
ή δείπνοις, αλλά, πρό τού είσέρχεσθαι τούς θυμελικούς, έγείρεσθαι αυτούς καί
άναχωρεϊν».
Β3) «Μή έξέστω τινί τών έν ίερατικφ καταλεγομένων τάγματι, ή μοναχών,
έν ίπποΒρομίαις άνιέναι, ή θυμελικών παιγνίων άνέχεσθαι" άλλ’ εί καί τις κληρι
κός κληθείη έν γάμψ, ήνίκα άν τά προς απάτην εϊσέλθοιεν παίγνια, έξαναστήτω,
καί παραυτίκα άναχωρείτω, ούτω τής τών Πατέρων ήμών προσταττούσης δι
δασκαλίας. Εί 8έ τις έπί τούτψ άλφ, ή παυσάσθω, ή καθαιρείσθω».
Μ) Ράλλη καί Ποτλή Β', 426.
426 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
3ο) «...τό μέν μή άπελθεϊν μοναχόν, ή κληρικόν εις ίπποδρόμιον, μηδέ ίδεϊν
θεωρίαν τήν δψιν έκθηλύνουσαν, μηδέ ρημάτων άκροάαααθαι καχαγοητευόντων τήν
άκοήν, επαινετόν εσχι καί πολλής ευχαριστίας δξιον’ ώσπερ καί τά παρθενεύειν,
καί τά λοιπά τά τόν άνθρωπον άγιάζοντα- εί δέ τις μή δυνάμενος παρθενεύειν
γαμήσει, οΰ κολαοθήσεται’ καί δ μή δυνάμενος παντός ένηδόνου άπέχεσθαι, εάν
άνέλθη είς ίπποδρόμιον, συγγνωσθήσεται» (Ράλλη καί Ποτλή Β', 357).
θέατρον καί 'Εκκλησία 427
3') «Οί πλείους 3έ, καί μάλλον οί ευλαβέστεροι, οίς συντίθεμαι καί αυτό?,
οϋκ ήρέσθηααν επί τούτοις, είπόντες, άφείλειν τούς κανόνας πρός τό ψυ/ω-
φελέστερον έρμηνεύεαθαι, οΰ μήν πρός τά έκκεχυμένον καί αδιάφορου» (Αΰτ. σ. 360).
3β) Αΰτ. σ. 426,
8β) Αυτόθι. — ϋρβλ. καί Κ. Σά&α [’] σ. ρξε’.,. — Έν τοΐς διοργανωταΐς τών
βασιλικών τούτων παιγνίων δέν φαίνονται συγκαταλεγόμενοι καί οί γελωτοποιοί
των βυζαντινών βασιλέων, διότι αί χυδαΐαι αυτών αστειότητες δέν συνεβιβάζοντο
πρός τήν σεμνότητα (Πρβλ. Σπ. Π. Λάμπρον, Οί γελωτοποιοί τών βυζαντινών
«ΰτοκρατόρων, έν «Νέψ Έλληνομνήμονι» τ. Ζ' σ. 372—398).
θέατρον καί 'Εκκλησία 4291
48) Ίδε τοιαΰτα ψευδώνυμα μιμάδων παρά Κ. Σάϋ-q [7] έν σελ. θ';,.
47) Σύρμα ή ούριός εκαλείτο τό ένδυμα τών θυμελικών γυναικών, ές
αύτοΰ δέ, κατά Κ. Σά&αν ([7] ι'„), προήλθεν ή σημερινή λέξις συρμός, μόία
(mode).
4β) Πρβλ. Κ. Σά&αν ["] σ. t', ήβ'. Codex Theod.: de. Scoenicis.
49) «τό έπί θεάτρων άνάγεσθαι τούς διδασκόμενους τούς πολιτικούς νόμους»
(καν. οα').
*°) Άποστολ. ιη’ι «ό χήραν λαβών, ή έκβεβλημένην, ή έταίραν, ή οϊκέτην,
ή τών έπί σκηνής, οΰ δΰναται είναι έπίσκοπος, ή πρεσβϋτερος, ή διάκονος, ή
όλως τοΰ καταλόγου τοΰ ίερατικοΰ». Πρβλ. καί Κ. Ράλλη [!5] σ. 406.
Μ) Πρβλ. Κ. Σά&αν [7] τνε’—τνς’.—Chastel, Histoire de la destruction du
paganisme dans 1’Empire d’Orient σ. 211—212, 283—4 (παρά .4. Λέμπεδεφ
Έκκλησ.—ίατορ. πραγματεία', κλ. σ. 289—290).
θέατρον καί 'Εκκλησία 433
λου τον δείκτην τού βαθμού τού πολιτισμού καί τής προόδου
των1.
Α.
μεγαλοφυ'ί'ας καί τής βουλήσεώς του έπί τής έποχής του, άλλ’
εινε μόνον έκφραστής των ιδεών, των αισθημάτων, των πό
θων καί των ορέξεων τοΰ κοινού»2. ’Εντεύθεν τα προϊόντα των
μεγάλων καλλιτεχνών ή άνθρωπότης έξω τόπου καί χρόνου
θεωρεί καί άναγνωρίζει ως έκφρασιν τού ίδιου έαυτής ψυχι
κού βίου, ως άνταποκρινόμενα προς την έσωτερικωτάτην αυ
τής ανάγκην, τούτου δ’ ένεκα ένστερνιζόμενοι ταύτα οί άν
θρωποι ευχαρίστως υποβάλλονται προς άπόκτησιν καί άπόλαυ-
σιν των παγκοσμίων καλλιτεχνικών άριστουργημάτων εις θυ
σίας μεγίστας πολλάκις, τούς δε μεγαλοφυείς καλλιτέχνας πε-
ριβάλλουσιν αυτόχρημα διά λατρείας. ’Άνθρωποι μετ’ άπρο-
θυμίας καταβάλλοντες τούς φόρους των—λέγει ό αύτός αισθη
τικός—έπιβάλλουσιν εις εαυτούς φόρους βαρυτάτους άγορά-
ζοντες τα έργα τών διάσημων καλλιτεχνών, τούς πίνακας, τά
.
άγάλματα, τούς τόμους τών διηγημάτων καί τά θεατρικά ει
.Θ
σιτήρια’ περιάκουστος ποιητής, προσφιλής άοιδός, ζωγράφος
διάσημος αμείβονται υπό τοΰ δημοσίου αφειδώς καί πλουσιοπά
Π
της, καί δλην αυτού έτι την ζωήν καί τάς δυνάμεις καθοσι-
ώσας εις την υπηρεσίαν τής κοινωνίας, δεν άπολαύει τής λα
τρείας, ής άξιούται πολλάκις μεγαλοφυής ηθοποιός3. Αί Τέ-
χναι—λέγει άλλος αισθητικός—είνε ή «γλώσσα τής ψυχής»,
όμιλοΰσι προς την ψυχήν άπ’ ευθείας, ως θέλγουσαι δ’ άμα
' ’) Θ. Σιμίτ, Εισαγωγή εις τήν παγκόσμιον 'Ιστορίαν τών Τεχνών. Χάρκοβον
1915 (ρωσ.) σ. 18.
3) Θ. Σχμίτ, [2] σ. 14—15. Πρβλ. καί Η. Taiae '] σ. 49. Τήν σχέσιν τών
Τεχνών πρός τό περιβάλλον έξηγών δ Taine καί περί τών διαφόρων φιλολογιών
ώς έργων Τέχνης δμιλών λέγει: «Les diverses litteratures .. . nous montrentl
avec une clarte et une precision etonnantes, les sentiments des diverses epo-
ques, les instincts et les aptitudes des diverses races, tous les grands ressorts
caches dont l’equilibre maintient les societes et dont le desaccord amene
les revolutions*. Περί δέ τοΰ καλλιτέχνου Οπό τήν αυτήν έννοιαν λέγει: «Plus
Γ artiste est grand, plus il manifeste profondement le temperament de sa
race...»
θέατρον καί 'Εκκλησία 437
Τήν τέχνην τού Θεού, ήτοι τήν φύσιν, ούδεμία βεβαίως αν
θρώπινη Τέχνη νά ύπερβή δύναται, ώς άπεφάνθη ό Κόντ, έχων
Α.
9) Πρβλ. 2J. Rildloff, Φιλοσοφικόν Λεξικόν, Ικ5. 6', (Γ. Α. Λίμαν), Μόσχα
1913 σ, 265-2G6 (ρωσ.)-Μεγ(χλη Έγκικλοπαιϊεία, Πειροΰπολι; '1902, τ. X, σ·
494 (ρωσ ).—Η. Taine [ι] Α' σ. 40.
440 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
ι0) Μάρτεναεν [7] Β’ 6S0. 704. Ίωάννον Δντιρέ, Σκέψεις περί Τέχνης, υπό
Σπνρ. Δε — Βιάξη, έν «Πινακοθήκη» ’Αθηνών, Άπρίλ. 1915, σ. 20. J^libbocL·
[5] σ. 124. 125. 126.
") ΓΙρβλ. I ρ. Προχόρωφ, Ό Μ. Λέρμοντωφ καί ή σημασία αύτοΰ έν τή
Ιστορία τής ρωσικής λογοτεχνίας, έν «Χριστ- ’Αναγνώσματι» τής Θεολ. Άκαδ^
Πετρουπόλεως, 1915 Άπρίλ. σ. 536.—«Δύο θαυμασίας γλώσσας γνωρίζω έγραφεν
ό διασημότερος καί εύαιοθητότερος των Γερμανών ρωμαντικών αισθητικών Βα·
Μενρόδερ (1773—1798)—, ϊι’ ών 6 Δημιουργός κατέστησεν ικανούς τούς ανθρώ
πους νά έννοώσι τά ουράνια πράγματα καθ δ μέτρον είνε δυνατόν τούτο εις πλά-,
σματα υποκείμενα εις φθοράν. At δύο αύται γλώσσαι έπιδρώσιν έπί τής ψυχής
κατά τρόπον διάφορον ή αί λέξεις" θαυμαστώς ΰπεγείρουσιν αίφνης δλην ήμών
τήν Οπαρξιν, καί άπηχοΰσιν εις Ικαστον νήμα τών νεύρων, έν Ικάστη σταγόνι
τοΰ αίματός μας. Κιά διά μέν τής μιας τών θαυμαστών τούτων γλωσσών όμιλεΐ
δ είς Θεός, διά δέ τής έτέρας όλίγιστοι μεταξύ τών ανθρώπων έκλεκτοί, τούς
δποίους δ θεός έχρισε διά τής χάριτός του. Ύπό τήν πρώτην γλώσσαν νοώ τήν-
θέατρον καί 'Εκκλησία 441
τής Φιλοσοφίας τής Τέχνης, τής σφαίρας τοΰ καλοΰ καί τοΰ
ωραίου, των στοιχείων, τών συνθηκών καί τών νόμων αύτοΰ.
Τί δ’ είνε τδ «καλόν»; ’Ιδού ερώτησις, εις τήν όποιαν έν τή
ιστορία τής σκέψεως φέρονται δοθεΐσαι απαντήσεις πολλαί, ήτις
Φύαιν- ΰπό τήν δευτέραν, τήν Τέχνην (Περί Τέχνης καί καλλιτεχνών. Σκέψεις
άναχωρητοΰ, θαυμαατοΟ τοΰ ώραίοο, έκδοθεΐσαι ΰπό Α. Τήχ. Μετάφρ. έκ τοΰ
γερμ. εις τό ρωσ. ΰπό Π. Ν· Σακονλήν. Μόσχα MCMXIV. [ΑΙ σκέψεις αΰται
συνελέγησαν ΰπό τοΰ επιστήθιου φίλου του Βακενρόδερ Λ. Τήκ έκ τών διαφόρων
αισθητικών μελετών τοΰ πρώτου, έκδοθεισών τψ 1797 δπό τόν τίτλον: Herzen-
sergiessungen eines kunstliebenden Klosterbruders]. Περί τοΰ συγγράμματος
τούτου ΐδε καί «Έκκλ. ’Αγγελιοφόρον» τής ’Ακαδ. Πετρουπ. 1915, Ν° 32 σ·
982-983).
”) Πλάτωνος ’Απολογία 22b—c. Φαιδρός 244c—245a “Ιιυν 533e έξ. Πρβλ·
Βασιλείου Άντωνιάδον Έγχειρίδιον Ιστορίας τής Φιλοσοφίας, τ. A. Έν Άθή-
ναις 1909, σ. 255.
**) Μάρτεναεν [’] Β" 682 — 683.
442 Γρηγορίου Πκπαμιχβήλ
καλά, καί εις καλόν υπέρ α’ίσθησιν, ήτοι ψυχικόν, ηθικόν καί
νοητδν καλόν. Τδ έν τοΐς αίσθητοίς καλόν προέρχεται ούχί
τόσον έκ τής τών μερών αυτών άναλογίας καί συμμετρίας, ώς
φρονεί ό Αριστοτέλης, δσον έκ τής έν αύτοΐς παρουσίας τών
«νοητών ειδών», τών «όντως οντων», ό βαθμός τής έπικρατή-
σεως τών οποίων έν έκάστω αίσθητφ ορίζει καί τδν βαθμόν
τοΰ κάλλους αΰτοΰ. Εντεύθεν ή ύλη, ώς «μή δν», ούδενδς14
14) Φαΐδρ. 211 a-e. Πολιτ. Ε' 476 έξ. ζ" 507b. νΙδε Β. Άντωνιάδην [,2] α·
254 - 255. ^πουδαιοτάτην πραγματείαν περί τών ’ιδεών του Πλάτωνος έδημοσίευ·
σεν επ' εσχάτων ό Ρώσος Κ. Σοτόπην εν τώ «Λελτίω του (ρωσ.) Υπουργείου τής
Παιδείας* (-επτ. 1915, LIX, κλασ. τμ., σ· 391—418) υπό τον τίτλον «Έπι τοΰ
ζητήματος τών ιδεών τοΰ Πλάτωνος». HI περί τών πλατωνικών ιδεών θεωρία αΰ·
τοΰ είνε καινοιρανώς αναιρετική πασών τών προηγουμένων, πλήν δέ τών αισθητι
κών, και οί καθόλου φιλοσοφουντες δεν δύνανται νά πραγματευθώσι περί τών παρά
Πλάτωνι ιδεών, χωρίς νά έχωσιν ύπ' δψιν τάς νέας θέσεις τοΰ συγγραφέως·
θίατρον καί 'Εκκλησία 443
τοΰ θεωρίαν, δτι παν καλόν εινε σύμβολον, ήτοι διά τήν φαν
τασίαν ημών φορεΰς ή άμεσος έκφρασις τής έσωτερικής ζω-
τικότητος, οτι δ’ ακριβώς έπί τοΰ συμβολισμού τούτου πρό
παντός βασίζεται καί θεμελιοΰται το καλόν. Απ' έναντίας ό
Φέχνερ (1801 —1887) έβάδισε τήν οδόν τής έμπειρικής έρεύ-
νης καί εις τον συμβολικόν παράγοντα τοΰ Αότσε άντιπροΰ-
βαλε τον άμεσον ή αισθητόν παράγοντα τοΰ καλοΰ.
Ή ποικιλία αΰτη τών περί τοΰ καλοΰ αντιλήψεων ήγαγεν
είς τάς ποικίλας έν τή Αισθητική κατευθύνσεις, αί δέ δια-
φοραί αύται άνέρχονται μέχρις αυτής τής πρώτης έμφανίσεως
τής Αισθητικής. Ή Αισθητική10 έγεννήθη παρά τοΐς Έλλη-*
σθή ή περί αυτού έννοια ούχΐ διά τής ταύτίσειος αυτού προς
μίαν των συγγενών αύτώ τεσσάρων έννοιών τούτων, άλλ', άπ’
εναντίας, διά τού παραλληλισμού μόνον καί τής άπ’ αυτών δια-
κρίσεως. Μερικούτερον: Είνε μεν το ώραΐον καθόλου τερπνόν, δεν
είνε τερπνόν όμως παν καλόν, ουδέ παν τερπνόν είνε καί κα
λόν. Το καλόν είνε συναφές προς ολως ίδιότυπον αίσθησιν του
τερπνού, έν ή τό από των υλικών αισθήσεων στοιχεΐον είνε
δευτερεϋον. Καί δεν είνε μεν ολιυς απόβλητος ή θεωρία τής
φυσιολογικής Αισθητικής, οτι ώρισμενα συναισθήματα γεννώσι
τέρψιν εν τώ άνθρώπω ενεκα τής αντιστοιχίας αυτών προς τάς
συνθήκας τής φυσιολογικής λειτουργίας του νευρικού συστήμα
τος καί τής ενεκα ταύτης ύψώσεοις τοϋ τόνου τής ζωής· άλλ’
έν τή προσλήψει του καλού έπισυμβαίνει ούχί απλώς ήδονή
καί τέρψις, αλλά συνθετώτερόν τι πνευματικόν φαινόμενον. Τό
.
καλόν είνε άντικειμενικώτερον τής ηδονής, είνε αντικειμενικούς
.Θ
αρεστόν εις τούς πεπροικισμένους διά καλαισθησίας. Έν τή
θεωρία τού καλού άρέσκει ού μόνον αυτή ή πρόσληψις αυτού
Π
λόν, απ’ έναντίας, σχέσιν έχει πρδς τάς μορφάς καί τάς ει
κόνας, αϊτινες τότε είνε καλαί καί ώραΐαι, δταν άναπαράγωσι
πιστώς τήν πραγματικότητα. Ό άληθισμός, ώς καλλιτεχνικήν
άρχήν πρεσβεύων τήν υλικήν μίμησιν τής φύσεως, έν τή πι
στή αντιγραφή αυτής μιμείται καί τά έλαττώματα αυτής καί
τάς άτελείας. Παν Τέχνης προϊόν υπουργεί βεβαίως εις τήν
άλήθειαν, άλλά παν άληθές δεν είνε καί καλόν, ούτε είς ένα
άρα καί τδν αύτδν σκοπόν άποβλέπουσιν ή Επιστήμη καί ή
Τέχνη. Ή άλήθεια δεν περιέχεται έν τή ύλική φύσει ύπδ τήν
τραχεΐαν καί δύσμορφον αότής δψιν. Έν τή Τέχνη δέον νά
θηρεύωμεν τήν καλλονήν τής άληΰείας, πάσα δέ φυσική άλή-
θεια άσυνδύαστος πρδς τδ κάλλος είνε ή άδιάθετος καί νοσούσα
τής φύσεως δψις καί έκφανσις, είνε χυδαία άλήθεια. «Τί θά
άλέγετε,—έρωτα ό Δυπρέ—άν έβλέπετε δυσειδές παιδάριον
θέατρον και ’Εκκλησία 449
*·) Πρβλ. Ε. Ράδλωφ [9] σ. 312 — 315. Ίωάνου Avngi [*°] 'Ιούνιος —Ιού
λιος 1915 σ. 54—55 καί Αΰγ. 1915 σ. 81. ’Από ταύτης πάντως τνίς άπόψεως
4 Δυπρέ λέγει δτι «τό αληθές είνε τό ώραΐον» (αύτόθι Όκτωβρ. 1915 σελ. 112)*
450 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
”) Συμπόί. 208c—212a.
ί3) Σοφιστ. 266b ές. Γοργ. 501 έξ. Πολιτ. Β' 377-Γ' 399. I 595 έξ. Νόμο·.
Β' 693 έξ. I 889 έξ.
Θίατρον καί ’Εκκλησία 453
24) Πολιτ. Γ' 392—401. Πρβλ. καί Β' 277 ίξ. I 598 ίξ. Παρά Β. ‘Αντω-
νιάδτ) [·2] σ. 244-251. 2S5-25G.
25) «'Εοίκασι γεννήσαι τήν ποιητικήν αιτία', δύο τινές, καί αύται φυσικά!' τό
γάρ μιμεΐσθαι αομφυτον άνθρώποις έκ παίδων έστί, καί τούτω οιαφέρουσι τών
άλλων ζώων, δτι μιμητικώτατόν έστι καί τάς μαθήσεις ποιείται διά μιμήσεως
τάς πρώτας, καί τό χαίρειν τοΐς μιμήμασι πάντας..., αίτιον δέ καί τούτου, ότί
μανθάνειν οΰ μόνον τοΐς φιλοσοφοις ήδιστον, άλλά καί τοΐς άλλοις όμοίως...διά
τοΰτο γάρ χαίρουσι τάς εικόνας όρώντες, ότι συμβαίνει θεωροΰντας μανθάνειν καί
συλλογίζεσθαι, τί Ικαστον, οΐον ότι οΰτος εκείνος» (Περί Ποιητικής 1—4. Ρητορ.
A' 11. Παρά Β. Άντωνιάδτ] [ιϊ] σ. 326).
454 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
2G) «Φαμέν δέ ού μιας ένεκεν ώφελείας τή μουσική χρήσθαι δεΐν, αλλά πλεξά
νων χάριν' καί γάρ παιδείας ένεκεν καί καθάραεως... τρίτον δέ προς διαγωγήν,
Π
πρός άνεσίν τε καί πρός τήν τής συντονίας άνάπαυσιν' έκ δέ τίΰν ιερών μελών
όρώμεν τούτους, δταν χρήαωνται τοΐς έςοργιάζουσι τήν ψυχήν μέλεαι, καθιστά
Α.
μενους ώσπερ ΐατρείας τυχόντας καί καθάραεως' ταυτά δή τούτο άναγκαΐον πά-
οχειν καί τούς έλεήμονας καί τούς φοβητικούς καί δλους τούς παθητικούς, τούς
£έ άλλους καθόσον έπιβάλλει τών τοιούτων έκάστψ καί πασι γίνεσθαί τινα κά·
θαρσιν καί κουφίζεσθαι μεθ’ ήδονής» (Πολιτεία Η' 7. 1341b,36. Παρά Β. Άντ.
ο. 326,).
*') *0 Σΐίλλερ Οπό τήν έπίδρασιν τών ιδεών τοΰ Πλουτάρχου καί τοΰ Ρουσσώ
καί τής φιλοσοφίας τοΰ Κάντ έγραψε πλεΐστα ποιητικά έργα, ών τά κυριώταια
είνε αί τραγωδίαι «Die Riiuber», «Kabale und Liebe», «Wilhelm Tell», ή τρι
λογία «Wallenstein», τά ποιήματα «Die Gotter Griechenlands» καί τά αισθη
τικά συγγράμματα «Ueber den Grund unseres Vermiigens an tragische Ge-
genstiinden», «Ueber tragische Kunst» κλ. Ό Σ. έξέδωκε διαδοχικώς καί δύο
περιοδικά «Rheinisclie Thalia» καί «Horen», τό δεύτερον τή συνεργασίφ τοΰ
Γκαΐτε, μεθ’ ου διά πολλής συνεδέετο φιλίας. Τά έργα έν οίς υπεραμύνεται της
Αισθητικής ώς μορφωτικού καί έξευγενιατικοΰ παράγοντος διά τε τό άτομον, τήν
κοινωνίαν καί τό κράτος είνε : «Έπιστολαί περί αισθητικής ανατροφής τοΰ άν-
•ρώπου»' «Περί τής ήθικής έφαρμογής τών αισθητικών ήθών»' «Περί τοΰ υψη
λού»' «Περί χάριτος καί αξιοπρέπειας». «Περί άφελοΰς καί αισθηματικής ποιή-
σεως»' «Περί Θεάτρου ώς Ιδρύματος ήθικοΰ». Περί Σΐίλλερ υπάρχει πλουαιωτάτη
φιλολογία, ιδίως γερμανική, περί ής αυμβουλευτέον τά είδικώς βιβλιογραφικά περί
Σιίλλερ έργα τών Βύρτσμπαχ (1850), Οΰνφαλδ (1870), ϊδίφ δέ τό νεώτατον καί
θέαιρον κ αί ’Εκκλησία 455
πληρέστατον τοΰ Κόχ (έν τψ ε’ τόμψ τής 6' έκδόσεως των έργων τοΰ Καρόλοιι
^Goedeke).
456 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
διακρίνει τό «υψηλόν* άπό τοΰ «καλούς αλλά καί άντιπαρατάττει πρός τούτο.
Τό «υψηλόν» συνδέεται μόνον πρός τήν αρνητικήν τέρψιν, παράγει αίσθημα έκ-
πλήξεως καί σεβασμού- '2ς τοιοϋτο είνε ύποκειμενικώτερον τοΰ καλού, διακρίνε-
ται δ’ είς μαθηματικόν υψηλόν (θάλασσα, ουρανός) καί δυναμικώς υψηλόν
(ήρωΐσμός, κατόρθωμα). Τό υψηλόν βασίζεται έπί των ιδεών, διότι τά άντικείμε-
νον προσλαμβάνεται ώς τι περιωρισμένον, πρός ο ή Ανθρώπινη διάνοια συνδέει τήν
ιδέαν τοϋ άπειρου. Ταύτην τήν θεωρίαν άσπάζονται κατά τά ουσιώδη αυτής ση
μεία ό Σίοπεγ/άουερ καί δ Σΐίλλερ. Ό Σΐέλλιγγ όρίζει τά υψηλόν ώς έπεισαγω-
γήν (Einbildung) τοϋ απείρου είς τό πεπερασμένου. Ό Έγκελ διαβλέπει τό υψη
λόν εκεί, οπού ή ιδέα ΰπερπηδψ τά όρια τοΰ φαινομένου. Έν τψ καλφ ή ιδέα
καί τά είδος (τά περιεχόμενο'/ καί ή μορφή) άντιατοιχοΰσι πρός άλλήλας καί
έκατέρα εις έκατέραν έπεισέρχεται· ένφ έν τψ ΰψηλφ τό είδος υπηρετεί είς τήν
ιδέαν, ήτις έξέρχεται τών δρίων τοΰ φαινομένου. Τά υψηλόν - κατ’ αυτόν —είνε
απόπειρα τοϋ άπειρου πρός έκδήλωσιν, μή έπιτυγχανομένη όμως, διότι οΰδέν έν
τοΐς ψαινομένοις αντιστοιχεί πρός τά άπειρον. Έν γένει εϊπείν τά υψηλόν δύναται
νά όριαθή ώς είδος αισθητικής προσλήψεως καί τής μετ’ αυτής συνδεδεμένης
αισθητικής τέρψεως, ώς παράατασις περί τοΰ μεγαλοπρεποΰς ΰψοϋσα τήν διάνοιαν
άπό τοϋ πεπερασμένου είς τό άπειρον. Πρβλ. JEJ. Radloft [°] σ. 88—89. Περί
Οψηλοϋ ΐδε Αογγίνον, Περί ύψους. Berk, Of the sublime and beautiful 1756.
Καί έν γένει τά συστήματα Αισθητικής.
θέατρον καί ’Εκκλησία 459
Καί τοϋτο μέν εϊνε το άπο της φύσεως διά την αισθη
τικήν διαπαιδαγώγησιν υλικόν. Άλλ’ υλικόν προς τόν αυτόν
σκοπόν παρέχει, ώς έλέχθη, και ή ζωή. Ή διαφορά έγκειται
Ιν τούτορ, δτι ή μέν φύσις,—κατά τον Σιίλλερ—, δύναται νά
χαρακτηρισθή ώς κατώτερα σχολή, ένφ μεγαλειτέραν διά τόν
άνθρωπον σημασίαν έν τη αγωγή αύτοΰ κέκτηται ή ζωή, ώς
σχολή ανώτατη, χαρακτηρίζεται δ' ώς τοιαύτη ή ζωή, διότι έν
αυτή εξελίσσεται προ ημών ή ιστορία του άνθρώπου καί τής
ανθρωπότητας, ώς πολυσύνθετος καί πολυπλοκωτάτη πραγμα-
τικότης, έν τή οποία παρουσιάζεται αυτός ό έν τφ κόσμφ
τούτφ ζωντανός |3ίος μετά πασών αύτοΰ τών έκφάνσεων κατά
τάς ποικίλας των άντιθέσεις καί αντιφάσεις, τάς συγκρούσεις
καί τάς άνατροπάς, τά πάθη, τάς ανησυχίας, τούς αγώνας, τάς
τάσεις, τούς πόθους, τάς έπιτυχίας καί άποτυχίας καί διαψεύ
.
σεις, τάς άρετάς καί τάς κακίας. Την ιστορίαν ταύτην τής
.Θ
ανθρώπινης ψυχής καί ζωής από έπόψεως αισθητικής παρέχει
ήμΐν ή Τέχνη ώς Καλλιτεχνία, ήτις διά τών προϊόντων αυτής
Π
20) Όποια σχέσις δπάρχει μεταξύ Ιστορίας καί Τέχνης θαυμαστίδς άνέπτυξεν
.4 Σπ. -Π. Λάμπρος έν ίυσί Βιαλέξεσί του «Άν ήμην ζωγράφος» καί «Άν
460 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
ΙΙρβλ. Γρ. Προχόρωφ ["] α. 516 έξ. Άξιοσημείωτον είνε, δτι, καίτοι ή
.
'Ακαδημία δέν συνεμερίσθη τάς θεωρία; ταύτας τοΟ Ρουσσώ, εν τούτοις έβράβευσε
.Θ
τήν μονογραφίαν του ταύτην άπονείμααα είς αυτήν πλήρες τά προκηρυχθέν γέρας,
οΰ μόνον διά τήν πρωτοτυπίαν, άλλα καί δ'.ά τήν βαθύτητα, τήν ευρύτητα καί τήν
δύναμιν τής κρίσεώς του, αΐτινες Απέδειξαν αυτόν μίαν τών ισχυρότερων τής
Π
εποχή; εκείνης διανοιών. Έν τούτοις δεκαετίαν μέν σχεδόν (1741) πρό τής συγ
γραφής ταύτης ό Ρουσσώ έγραψε τό μελόδραμα <Les Μ uses galailtes - καί κα
τόπιν δέ, τψ 1752, τό μελόδραμα «Le divin village» καί είτα τόν ■Pygmalion»,
Α.
33) Οί κριτικοί, κατά τόν Τολστόη, είνε «βλάκες κρίνοντες περί τών ευφυών».
466 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
35) «Όταν ή κοινωνική ζωή —έλεγέ ποτέ ό Τ.—ήνε ψκοδομημένη επί τών αρ
χών τής αγάπης καί τής άδελφώσεως, ή Επιστήμη δέ καί ή Τέχνη εξυπηρετώ-
σιν έξ Ισου πάντας τούς άνθρώπους, τότε δικαιούνται πλήρως νά ΰπάρχωσι καί
αί εικόνες τού Ρέπην, καί τό φιλοσοφικόν περιοδικόν τού Γρότ καί τά μυθιστο
ρήματα τού Τολστόη. ’Εν έναντίφ όμως περιπτώσει, έάν δηλ. ή ’Επιστήμη καί ή
Τέχνη έξυπηρετώσι μικράν μόνον δμάδα ευτυχών, τότε καί αί εικόνες τού Ρέπην
καί τό περιοδικόν τού Γρότ καί τά μυθιστορήματα τού Τολστόη παρουσιάζονται
ώς άγαν ύπερβολική πολυτέλεια, ώς γλύκισμα έν μέσφ λιμωττόντων*.
.
.Θ
Π
Α.
) *Επεται συνέχεια.
ΠΕΡΙ TOT ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ
ΥΠΟ
Πρό τίνος χρόνου λατίνός τις Ιν Σύρω προσελθών εις την ορθο
δοξίαν άνεβαπτίσθη. Ζήτημα δε προύκλήθη Ικ τοΰ αναβαπτισμού
αυτού υπό των Ικεΐ λατίνων, οί'τινες εθεώρησαν τον αναβαπτισμόν
καιρίως προσβάλλοντα την Εκκλησίαν αυτών. Άλλ’ οσάκις πρόκειται
να προσέλθη τις των λατίνων ή των προτεσταντών εις την ορθοδο
ξίαν παρουσιάζεται καί παρ’ ήμΐν τοΐς δρθοδόξοις ζήτημα, έχομεν δέ
πολλά παραδείγματα ετεροδόξων προσελθόντων εις την ορθόδοξον
Εκκλησίαν καί των μέν άναβαπτισθέντων, των δέ χρισθέντων μόνον
δι’ αγίου Μόρου. Παρόμοιόν τι συμβαίνει καί έν ταΐς λοιπαΐς Αυτο-
κεφάλοις δρθοδόξοις Έκκλησίαις πλήν τής Ρωσικής, ήτις δεν άναβα-
πτίζει, άλλα μόνον χρίει τούς ετεροδόξους. Πόθεν τούτο προέρχεται
σύντομος ιστορική επισκόπησις δύναται νά έξηγήση.
Ό 47°ζ Άποστολικός κάνουν ορίζει «’Επίσκοπος ή Πρεσβύτε-
.
ρος τον κατά αλήθειαν έχοντα βάπτισμα εάν άνωθεν βαπτίση ή τον
.Θ
μεμολυσμένον παρά τών ασεβών εάν μη βαπτίση καθαιρείσθω ως
γελών τον σταυρόν καί τον τού Κυρίου θάνατον καί μή διακρίνων
Ιερέας τών ψευδοϊερέων»1. Κατά τον κανόνα τούτον, οΰτινος τάς δια
Π
') Ch. Jos. Hefele, Histoire des Conciles, trad. H. heclercq, Paris
1910 i\. I, 155. 156.
*) Πατρ. Migne ser. lat. 1, 1216.
3) Κλήμεντος Άλεξανδρέως, Στρωματεϊς A, 19 Πατρ. Migne, 7,813.
ή Ευσέβιος, Έκκλησ. Ιστορία 7,5. Hefele-Leclercq, Histoire des
Conciles, I, 161.
5) Ευσεβίου, Έκκλησ. ‘Ιστορία 7,7.
“) 'Ιππολύτου Ρώμης, Φιλοσοφούμενα, Θ, 12 «έπ'ι τούτου πρώτως τετόλ-
μηται δεύτερον αύτοΐς βάπτισμα». Πρβλ. J. Dollinger, Hippolytus und
Kallistus, Regensburg 1853, σ. 189 —194.
Περί τοΰ βαπτίσματος των έτεροίόξων 471
258). Άλλ’ ή έρις έξηκολούιΤησε καί επί τού διαδόχου τού Στεφάνου
Ξύστου (Σίξτου) β'. (257—258), διότι καί ούτος έπέμεινεν, εί καί ούχί
Α.
άλλων αιρετικών, αλλά καί τούς απ’ αυτών τών Άρειανών εις τήν
αΐρεσιν αυτού προσερχομένους. Ό Σωκράτης έν τή Εκκλησιαστική
αύιοΰ 'Ιστορία λ.έγει προσέτι δτι οί Εύνομιανοί τό βάπτισμα «παρε-
χάραξανϊ''· καί δ Σωζόμενος έπιπροστίθησι «Φασί τινες πρώτον τούτον
Εύνόμιον τολμήσαι είσηγήσασθαι έν μια καταδύσει χρήναι έπιτελεΐν
τήν θείαν βάπτισιν καί παραχαράξαι τήν από τών Άποστόλ.ων εισέτι
καί νϋν έν πάσι φυλατιομένην παράδοσιν»\ Τά αύτά λέγει καί δ* *)
9 Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 187 — 188
*) G. Beveridge, Synodicon, sive Pandectae canonum SS. Apostolorum
et Conciliorum ab Ecclesia grasca receptorum, Oxonii 1672, II, 100 εξ,
παρά Hefele—Beclercq, Histoire des Conciles, II, 38 έξ. Εις τήν γνώμην,
ταύτην ήχΟη ό Beveridge διότι εδρε τήν αυτήν διάταξιν έν έπιστολή τής ’Εκ
κλησίας ΚΠόλεως πρός Μαρτύρων Αντιόχειας μεσοϋντος τοϋ ε'. αΐώνος
(460). Φρονεί δ’ δτι έκ τής έπιστολής ταύτης έσχηματίσθη ό κανών.
*) Πατρ. Migne 42,637.
*) Σωκράτους, Έκκλησ. 'Ιστορία 5,24.
5) Σωζομένου, Έκκλησ. 'Ιστορία 6,26.
Περί τοΰ βαπτίσματος των έτεροίόξων 476
') J. Ernst, Der hi. Augustin liber die Entscheidung der Ketzertauf-
frage durch ein Plenarconcil, έν Zeitschrift fiir Kath. Theologie, 1900, a-
282-325.
*) O. Bardenhewer, Patrologie5, Freiburg i. B. 1910, σ. 43.4.
3) Πατρ. Migne 6, 1251.
4) Πατρ. Migne 86, 72.3.
*) A. Almazow, ένθ' άν. ο. 297.
ΠιρΙ του βαπτίσματος τών έτεροδόξων 477
') ΡάλλΎ\ και Ποτλη, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 529—531.
5) Mauai, Sacrorum Conciliorum amplis. Collectio, XII, 1088 ες.
s) Πατρ. Migne 120,744.793. Πρβλ. L,. Allatii, De libris graecorum,
o. 123 παρά A. Pichler, Geschiclite der kirclilichen Trennung zwischen
dem Orient und Occident von den ersten Anfangen bis zur jungsten Ge-
genwart, Miinchen 1864—5, 11,258.
1881, I, 2, σ 699 έξ. Pichler, εν&' άν. 11,14 37.
4) P. Goloubinsky, Ιστορία τής Ρωσικής Εκκλησίας, ρωσ. Μόσχα
5) Ράλλη καί Ποτλη, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 120.189.66·
*) Παρ’ Ενοτρατίω Άργέντη, Ραντισμοΰ στηλίτευσις, Έν ΚΠόλει 1756, σ.32.
478 Χρυσοστόμου Παπαϊοποΰλου
δοχής τών λατίνων, διά τής «ποκηρυξεως των καινοτομιών τής λατι
νικής’Εκκλησίας καί τών αποφάσεων τής Φλωρεντινής Συνόδου1. * ΤΙ
αυτή πράξις κυρωΟεΐσα μάλιστα διά τοπικής Συνόδου τοΰ 1667 έπε-
κράτησεν όριστικώς καί εν Ρωσία μή μεταβληθεΐσα έκτοτε, ενώ πρό-
τερον εκεί άνεβαπτίζοντο οί προσερχόμενοι εις την ορθοδοξίαν λατΐνοι
’Αλλά κατά τον ιστ'. καί ιζ'. αιώνα οί λατΐνοι δεν έθεώρουν έγκυρον
το βάπτισμα τών ορθοδόξων1·1, καί ιδίως διά τών Ιησουιτών πάν μετήλ-
θον μέσον προς προσηλυτισμόν τών ορθοδόξων, οΰς οΰτε καν Χριστια
νούς έθεώρουν. “Εχομεν πληροφορίαν παρά τοΰ Πατριάρχου 'Ιερο
σολύμων Νεκταρίου (1660-1669), καθ’ ήν οί ΤησουΤται έκθάψαντές
ποτέ τά οστά ορθοδόξου άνεβάπτισαν αυτά3. 4 Οί
5 ορθόδοξοι κατεδίκαζον
μέν τό λατινικόν βάπτισμα, άντικανονικώς τελούμενου, αλλά κατ’ οικο
νομίαν άνεγνώριζον αυτό ώς έγκυρον. Τούτο ύπεδήλου ό Πατριάρχης
ΚΠόλεως 'Ιερεμίας β'. εν ταΐς προς τούς Βυρτεμβεργείους θεολόγους
άποκρίσεσιν αυτού1. Τοιαυτη γνώμη περί τού λατινικού βαπτίσματος
έπεκράτει καί κατά τον ιζ'. αιώνα’’. Κατ’ αυτόν δε καί κατά τον
Ιφεξής αιώνα ή ορθόδοξος ’Εκκλησία δι’ αγίου Μύρου μόνον έδέχετο
.
.Θ
καί τούς έκ τού Λουθηρανισμού ή τοΰ Καλβινισμού εις την ορθοδο
ξίαν προσερχομένους, ώς έγραφε προς τον Μ. Πέτρον τής Ρωσίας ό
Πατριάρχης ΚΠόλεως 'Ιερεμίας γ’. τώ 1718. Ή αύτή διάταξις ΐσχυε
Π
νώς ειχεν ύπ’ όψει ού μόνον τούς λατίνους, αλλά καί τούς προτεστάν-
τας, ών τινες μισσιονάριοι δεν Ιδίστασαν καί ν’άναβαπτίσωσι προση-
Α.
δέχεται χρίουσα αυτά τώ άγίω Μύρον άλλως βαπτίζει διά τριών ανα
δύσεων και καταδύσεων». Τούτο έ'πραξεν αυτός ό Λυκούργος ως πρός
τινα ’Αγγλικανόν ’Ιάκωβον Κρύσταλλον, οστις αύθορμήιως προσελθιυν
ώμολόγησεν δτι δπερ είχε λαβών βάπτίσμα εθεώρει ώς μή γενόμενον
καί εζήτησε τό τέλειον βάπτίσμα. Ό Λυκούργος έπικαίρως ύπέμνησε
τοΐς Άγγλικανοΐς τήν τότε πρόσφατον άπόφασιν τού Οικουμενικού
Πατριάρχου περί τού υπό ορθοδόξων ιερέων ενταφιασμού των εν
’Ανατολή άποθνησκόντων ’Αγγλικανών, έπειπών «εν δσω αί σχέσεις
εκατέρων τών ’Εκκλησιών (=Όρθοδόξου καί Άγγλικανικής) μένουσιν
αδιόριστοι, ή ’Ανατολική 'Εκκλησία καί οί προϊστάμενοι αυτής ου
δύνανται άθετεΐν τους παρ’ αυτή κρατούντας θεσμούς, ούδ’ ΰν έχοι
τις καταμέμψασθαι αυτής επί τούτω»1.
Έκ τής επίτομου ταύτης έπισκοπήσεως τού ζητήματος περί τού
βαπτίσματος τών ετεροδόξων, εν οις καταλέγονται οΐ τε Λατίνοι καί
οί Διαμαρτυρόμενοι, δικαιολογείται μέν δ εν Σύρω γενόμενος ανα
βαπτισμός τού εσχάτως εις τήν ορθοδοξίαν προσελθόντος Λατίνου, αλλά
.
.Θ
καταφαίνεται συνάμα δτι, παρά τήν αντικανονικήν καί παράτυπον
τέλεσιν τού δογματικώς ορθού καί εγκύρου βαπτίσματος τών Λατίνων
καί Διαμαρτυρομένων, εις τό ό'νομα τής 'Αγίας Τριάδος τελουμένου,
Π
Α'. ΚΡΙΤΙΚΗ
πι&ανόν, άλλ’ ούχί καί βέβαιον. Έκ τοΰ δτι ή λέξις λόγος είχεν
άναμφιβόλως τήν ήν είχεν έννοιαν τής αφηγήσεως τής ιστορικής, καί
έκ τοΰ δτι ό Λουκάς ονομάζει έν ταίς Ιΐράξεσι τό Ευαγγέλιον λόγον
πρώτον, δέν δυνάμεθα νά συναγάγωμεν δτι δέν έπεγράφετο τοΰτο Ευαγ
γέλιον. Ήδύνατο νά παρατηρήση ό σ. δτι οΕ αρχαίοι συγγραφείς
άλλην μέν θέτουσι τήν έπιγραφήν έπί τών συγγραμμάτων αθτών, λόγους
Νέοι συγγραφαί καί μβλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 485
ξεις, ήδη άπό τοΰ τέλους τοΰ ά. αιήνος τά Ευαγγέλια φέρουσι τήν
κοινήν αύτήν έπιγραφήν. Τά σωζόμενα μνημεία τήν αρχήν τοΰ β'
αιήνος καί αύτοΰ τοΰ τέλους τοΰ α' αιήνος άποδεικνύουσι τοΰτο.’Αλλά
βεβαίως προ τής συγγραφής τήν μνημείων τούτων ή έπιγραφή ήτο
κοινή άνεγνωρισμένη έν τή ’Εκκλησία. "Ωστε μετά τήν δημοσίευσιν
τήν τριήν Εύαγγελίων, καί προ τής συγγραφής τοΰ δ' πιθανής, ή
έπιγραφή είνε κοινή. Δεν παρουσιάζεται δέ τότε τό πρήτον. Διότι ό
έπίγειος βίος, τά θαύματα καί ή διδασκαλία τοΰ Σωτήρος καλούνται
’γέλιον ύπ’ αύτοΰ τοΰ Σωτήρος, καλούνται Εναγγέλιον καί ύπ’ αύ
τήν τήν Άποστόλων. Ή λέξις ύπήρχεν έν τή ελληνική γλώσση, άλλ’
άπεδάθη εις αύτήν ειδική σημασία καί έννοια. Ήτο δυνατόν νά μή
εχωσιν αύτήν ύπ’ δψει οί Εΰαγγελαστα'ι θεοπνεύστως γράφοντες Εναγ
γέλιον·, Βεβαίως δεν είνε δυνατόν ν’ άποδειχθή δτι οί ίδιοι ώνόμασαν
αύτά Εύαγγέλια, καίτοι ό Μάρκος γράφει *άρχη τοΰ Ευαγγελίου Ίησοΰ
Χρίστου Υίοΰ τοΰ Θεοί». Άλλ’άφ’ου χρόνου τά Εύαγγέλια κοινόν τής
’Εκκλησίας καθίστανται κτήμα, φέρουσι τήν δνομασίαν ταύτην καί
έπιγραφήν. Ή Εκκλησία παρέλαβεν αύτά ώς Ευαγγέλια.
490 Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία
.
.Θ
Π
Α.
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 491
Β' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
γήθη έν Ρωσία «δπως διδάσκη τούς χριστιανούς δτι από μόνον τοΰ
ξανθού γένους έπρεπε νά προσδοκώσι τήν έκ τοΰ Μουσουλμανικού
Α.
άπελευθερώσεως τής αγίας Γής μετά τάς σταυροφορίας κα! ε!τα μετά
την έν Ευρώπη έγκατάστασιν τών Τούρκων. Και τά μέν τών σχεδίων
είσηγοΰντο οί πάπαι Αέων ι' κα! Πΐος έ προς ίκανοποίησιν τών συμ
φερόντων τοΰ Χριστιανικού κόσμου, τών δέ είσηγηται ήσαν οί ήγεμό-
νες Φραγκίσκος α', Λουδοβίκος ιδ', Πέτρος δ Μέγας, Αικατερίνη β',
’Ιωσήφ β', Χαπολέων καί ’Αλέξανδρος α', προς ίκανοποίησιν άτομι-
Επιστημονικού ειδήσεις 501
καθήκοντα πρός τούς πτωχούς καί τήν φιλοξενίαν. Δεν δύνανται δμως:
ο£ άνθρωποι να ύψωθώσι μέχρι τοσούτου, ώστε νά έξασφαλίσωσι θέ-
σιν έν τω "Ολύμπιο- δι’ αυτούς είνε προωρισμένα τα Έλύσια πεδία.
Γ. Π.
'Η φιλία παρά τοΐς άρχαίοις.
Έν συγγράμματι αύτοϋ «L’ amitie antique» δ παιδαγωγός-φι-
λόσοφος Dugas έρευνα τήν έννοιαν τής λέξεως «φιλία» παρά τοΐς.
άρχαίοις έπ'ι τή βάσει τών θεωριών τού Ηρακλείτου, τοϋ Έμπεοοκλέ-
ους καί τοϋ Άριστοτέλους. Έν τοΐς γυμνασίοις καί ταΐς σχολαΐς έσχη-
ματίζοντο έταιρεΐαι ή σύλλογοι φίλων. Παρά τοΐς Πυθαγορείοις καί
τοΐς Σωκρατικοΐς έν ταΐς έταιρείαις ταύταις έφηρμόζετο ή άρχή τής
κοινοκτημοσύνης κατά τον χριστιανικόν μοναστηριακόν θεσμόν, άνευ
δμως τής συμβιώσεως καί τής υπό ώρισμένον κανονισμόν ύπαγωγής·
ό διδάσκαλος έν σχέσει προς τούς μαθητάς έπεΐχεν οίονεί θέσιν ήγου-
μένου. Έν σειρά εύφυώς συντεταγμένων κεφαλαίων δ σ. έκθέτει τήν
ψυχολογικήν περί φιλίας θεωρίαν τοϋ Σωκράτους, τοϋ Πλάτωνος, τοϋ
Αριστοτέλους, τοϋ Επικούρου καί τών Στωϊκών, έπειτα δέ τάς ήθι-
.
.Θ
κάς θεωρίας καί τήν νοσηράν εκείνην έκφανσιν τής σωματικής φι
λίας τών αρχαίων. Ό σ. διατείνεται, δτι ή ιστορία τής φιλίας ατενώς
συνδέεται πρός τήν ιστορίαν τής φιλοσοφικής μορφώσεως έν Έλλάδι·
Π
Γ. Π.
Α.
ΠΙΝΑΞ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΙΔ' ΤΟΜΟΥ
Ειρήνη σύζυγος ’Αλεξίου 407 των κωλυμάτων τοϋ γάμου) 240 έξ.
Ειρηναίος Κηλάδης 128 Θεοδόσιος Β' 289
Έλβίρα 422 Θεοδώρα σύζ. Ιουστινιανού 421
Έλευθεριάδης 194 Θεόδωρος Β" Λάσκαρις 407
Ελλάς 260 Θεόδωρος Δαφνοπάτης 407
"Ελλην 260 θεοδώριχος 262
Θεόδωρος ήγεμ. Ρωσίας 130
Ελπίς Καλογεροπούλου 147
Θεοδώρητος ίστ. 475
Engdmann 7
Ένότης 331 Θεόκλητος Πολυειδής 491
Μακρής I. Δ. 493
Κυπριανός μητρ. Κιτίου 168
Μαλ.αξός 195
Κύριλλος ε πατρ. ΚΠόλεως 480, 581
Μαλάλας 271
Κύριλλος Ίεροσ. 475
Magister 81 έξ.
Κύριλλος Λούκαρις 350
Μαϊουμάς (Βρυτών πανήγυρις) 266,
Κύριλλος Β' Ίεροσολ. 384
271 έξ.
Κυπριανός 259, 263, 276, 280, 289, 308,
Μανουήλ Λ' Ιίομνηνός 406
351, 471, 472
Μανουήλ Β' Παλαιολόγος 407
Κύπρος 386
Μάξιμος έκκλ. 195
Κωνστάντιος έπίσκ. Βουζαίου 168
Μάξιμος άρχιδ. Μελ. Πηγά 129, 130 —
Κων)τΐνος Ζ' Πορφυρογέννητος 407
132.
Κων)πολις 406 Μάξιμος δσ. 78
Κων)τϊνος Σάθας 317 έξ. Μάππα 269
Κων)τΐνος Ν. Καλλίνικος 100, 115 Μάρκος (3ΰαγ.) 485, 486
116, 255, 386 Μάρων 428
Κων)τΐνος Λομβαρδός 146 Ματθαίος Ψάλτης 351
Κώς 356, 410 Ματθαίος Άλεξ. 481
Ματθαίος (άπ.) 486
Λαϊκός 151 Math. Wassenhoren 147
Λάϊμπνιτς 443 501 Μαφφέο Μπαρμπερίνη 23
Λακτάντιος 27·9 294 Μέγα Πνευματικόν Δικαστήριον 221
.Λαμβηθός 337 Μελέτιος Πηγάς 350
508 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων
Σέμπ 16
Πορφύριος ό Έφέσιος 287
Σενέκας 261
Πορφύριος ό άπό Μίμων 287
Α.
.
.Θ
Π
Α.
ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΙΔ ΤΟΜΟΥ
Α' ΜΕΛΕΤΑΙ
[Αί κυριώτεραι]
ΙΊετρόβσκη, ’Επί τοΰ ζητήματος τής γενέσεως τής θεωρίας τοΰ
Φαλλμεράϋερ 104. I. I. Σοκολώφ, Ή Εκκλησία τής ’Αντιόχειας 105.
Δυοβουνιώτου Κ. I., Νικηφόρος ό Θεοτόκης 106. Βολομποΰγεφ Μπ.,
Ή Οικουμενική Σύνοδος καί ό Πάπας Ρώμης 108. Μπουζεσκούλ Β.,
Ή άρχαιότης καί ή σύγχρονος εποχή. Σύγχρονα θέματα έν τή αρ
χαία Έλλάδι 109. Δυοβουνιώτου Κ. I., Μελέτιος Συρίγος 111. Καρ-
τάλη Α. Γ., 'Η ’Ιταλική πολιτική έν ’Αλβανία καί τοΐς Βαλκανίοις
113. Περί τής λαϊκής ψαλμωδίας έν τοΐς ναοΐς 114. Καλλινίκου Κ.
Ν·, Κηρύγματα από τετραδίου 115. Τοΰ αύτοΰ, Τά άνθη έν τώ ναώ
116. Γολουμπτσώφ A. II. (ή*), Ή λειτουργία κατά τούς πρώτους χρι
στιανικούς αιώνας 117. Δυοβουνιώτου Κ. I., Ή στέψις τών βασι
λέων έν Βυζαντίω 118. 'Αδαμάντιου I. Α., Ή Βυζαντινή Θεσσα
λονίκη 121. Άνδρομάρη, Αί μητροπόλεις τών ’Αθηνών 123. Γρόσ-
σου Ν., Περί τών έπιταφίων έκκλ. λόγων 126. Ή νεκρά θάλασσα
καί τό μέλλον αυτής 235. Τό 'Ιερόν Ψήφισμα τοΰ 'Αγίου Όρους
514 Πίναξ των περιεχομένων
Η μετά τον παρόντα πόλεμον θέσις τής μουσικής 37Π Τοΰ αΰτοΰ,
Τό εκκλησιαστικόν μουσικόν ό'ργανον επινόημα ελληνικόν 372. Σκιά
Α.
;j:
ι ω I\ \'4
■*. \· - '
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ»
“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ,,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΘΕ0Λ0ΓΙΚ0Ν Σ1ΤΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ
ΙΑΡΥΟΗ ΤΩ 1908
ΔΙΕΥΘΥΝΊ . .Σ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
θεολογία, Εκκλησία, Αίγυπτολογία, Ιστορία, Παιδαγω
γική, Φιλοσοφία.
Πρωτότυποι πραγματεΐαι—Μεταφράσεις, μόνον κατ’ άρί-
στην έπιλογήν.
Κριτική έπιστημονική των σπουδαιότερων συγγραφών.
Βιβλιογραφικόν Δελτίον κατά τριμηνίαν: άνασκοπή τής
ευρωπαϊκής έπιστημονικής κινήσεως.
Έκαστον τεύχος σύγκειται έξ 6 τυπογρ. φύλλων.
Κατ’ έτος έκδίδονται δύο τόμοι, ών έκαστος σύγκειται
.
έκ 576 σελίδων.
.Θ
Συνδρομή έτησία φρ. χρ. 25
Διά τούς σπουδαστάς τής Θεολογίας φρ. 12,50
Είς τούς συνδρομητάς τοΰ «Εκκλησιαστικού Φάρου» άπο-
Π
στέλλεται δωρεάν ό
“ΠΑΝΤΑΪΝΟΞ,,
Α.