You are on page 1of 133

5140_4

http://digital.lib.auth.gr/record/140890

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
ΤΕΥΧΟΣ ΡΓ'-ΡΕ'
? ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ—ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

eiTIC'T'HMONIKON
θβΟΧΟΓΙΚΟΝ CyrrpXMMA

ΕΙ<ΔΙΔΟΜ€ΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
.

Ίωάννου I. Σοκβλώφ, Το Βνζάν- κρίσις Χρνσοσεόμον Παπαδοπού­
τιονΖφύλαξ τήζ 9 Ορθοδοξίας. 'Ιστο­ λαν) 484—490‘— Β’ Βιβλιογρα­
ρική μελέτη (τέλος).............. 387—408 φία: Οι χρησμοί τον Άγαθαγγ*·
Δημοσ&ένονς Χαβιαρα, Μελέται Ιον. Προπεμπτήρια. Μίλτωνος Σαμ-
Π

περίτής νήσον Σύιιης (τέλος) 409—415 t/ιών Άγωνιστήςκλπ........................ 491


Γρηγορίον Παπαμιχαήλ, Θέατρον Επιστημονικοί Ειδήσεις : 7ο εψ
Α.

και Εκκλησία : Γ' ΟΙ κανόνες. Α Δι­ Reims σλανωνικόν Ευαγγελίου. *Οδια-


αβητική και Χριστιανισμός. 416—468 μελισμός 'τής Τουρκίας. *0 εξελληνι-
Άρχιμ. Χρυσοστόμου Α. Πάπα· σμόςτον αρχαίου’'κόσμον. Ή θρησκεία
δοπούλον, Κα&ηγητον τον Πανεπι­ παρ9 'Ομήρφ. Ή φιλία παρα τοις
στημίου, Περί τον βαφτίσματος των άρχαίοις............. ....... 500-502
ετεροδόξων................... ........ 469 483 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων τοΰ
Νέαι σνγγραφαί και μελέται : A’ ι<5' τόμον ........ 503-511
Κριτική : Θεοδώραν Κονντονρα, Πίναξ ' των πτριτχομένων τον ίδ ιά-
Αίπρώται επιγραφαι των Ευαγγελίων μον ....................................... | 512—514

ΕΝ |ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙ4 ‘
*Εχ τοΰ Πατριαρχικόν Τυπογραφείου
—♦-

1915
ΕΞΕΔΟΘΗ

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

ΠΡΩΘΙΕΡΕΩΣ

Ρ. SVJETLOFF
Καθηγητοϋ χής ’Απολογητικής έν τφ 1 (ανεπισιημίω Κίεβου

emcrrHMONec
κχι ΘΡΗΟΚβΙΧ
.

ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
Π

Διευθυντοϋ του «Έν.κλ. Φάρου» κ«1 τοϋ «Πανταΐνου»


Α.

~Τ$Γ

Σελίδες V—190

ΤΙΜΑΤΛΙ ΦΡ. ΤΡΙΩΝ


ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΦΥΛΑΞ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ*
'Ιστορική μελέτη

ΥΠΟ
ΙΩΑΝΝΟΤ I. ΣΟΚΟΛΩΦ
Καθηγητδΰ τής έν Πετρουπόλει Αϋτοκρ. θεολογικής ’Ακαδημίας.

Ή παρούσα μελέτη άποτελεΐ δοκίμων συντόμου και ου­


σιώδους χαρακτηρισμού τοϋ Βυζαντίου τής από του ΰ·'—ιε' αί-
ώνος περιόδου έν σχίσει προς την ’ Ορθοδοξίαν, περιέχει δήλον
2τι διασαφήσεις τινάς περί. ζητήματος τόσον σπουδαίου και έν-
διαφέροντος, δσον περιεκτικού και ζωτικού διά την σύγχρονον
έποχήν.
Έν τφ Βυζαντίψ όπάρχουσιν αί ρίζαι τού ρωσικού πολι­
τειακού θεσμού. Παρά τού Βυζαντίου παρέλαβεν ό ρωσικός
λαός τάς μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας σχέσεις. Τό Βυ­
ζάντιον είνέ ό πρώτος διδάσκαλος τής άρχαίας Ρωσίας έν τή
έπιστήμη, τή φιλολογία, τή τέχνη. Έκ τού Βυζαντίου όι Ρώσοι
έδανείσθησαν τάς πρώτας αυτών Εδέας περί κοινωνίας, οίκογε-
.

νείας καί άτομικών καθηκόντων.
’Από πολλοΰ καί έν Ρωσία μελετάται τό Βυζάντιον, καί
ή σπουδή αΰτη θεωρείται ως άμεσον έπιστημονικόν καθήκον
Π

κληροδοτηθέν υπό τής δλης ρωσικής ιστορίας. Άλλ’ ώς καί


πρότερον, τό Βυζάντιον έν πολλοΐς παρέμεινε Σφίγξ άκατάλη-
Α.

πτος καί διά τούς Ρώσους αυτού έρευνητάς.

*) Σ. τ. Δ. Ήμετέρα μετάφρασις εκ τοϋ έν ρωσική άποσταλέντος ήμϊν χει*


ρογράφοο τοϋ σογγραφέως.

“ ΈηηΧ. Φάαος ,, ιόμ. ΙΑ’ τβΰχ. «‘-ρ/Γ (Ίοΰλίος-Σεπτερβριος) 1915 25


388 Ίωάννου I. Σοκολώφ

Καί δμως to ορθόδοξον Βυζάντιον έζη, συνεταράττετο καί


έπέλυεν ούχί σπανίως τά αυτά φλέγοντα ζητήματα, τα όποια
έν τή ζωτική αυτών σημασία καί τή παμμερεΐ πραγματική
ίσχύϊ καί σήμερον προβάλλονται είς την κοινωνικήν συνείδησιν,
παρουσιάζουσι μέγα ένδιαφέρον διά την εκκλησιαστικήν κοινω­
νίαν, άδιαλείπτως ταράττουσι πάσαν άτομικήν διάνοιαν, καί
έπιμόνως άξιοΰσιν ώρισμένην, σαφή καί ικανοποιητικήν άπάν-
τησιν παρά τε των επί μέρους άτόμων καί παρ’ ολοκλήρων
κοινωνικών οργανισμών.
’Όντως δέ, τί είνε κατά τήν ουσίαν αυτής ή ’Ορθοδοξία, ή
«Καθολική ήτοι Οικουμενική ’Ορθοδοξία», ποΐαι είνε αί θεω­
ρητικά! αυτής προϋποθέσεις καί έν τίνι έγκειται ή ηθική αυτής
έννοια;... Ή έκτίμησις τοΰ περιεχομένου αυτής έν τή συγχρόνφ
κοινωνία είνε πολυμερής καί πολύτροπος, διάφορος έννοια απο­
δίδεται εις τήν ουσιώδη ταύτην ιδέαν τής ήμετέρας συνειδήσεως
καί ζωής, καί κατά διαφόρους τρόπους καθορίζεται και ό ηθι­
κός αυτής σκοπός.
.

Ή ποικιλία δμως αΰτη τών γνωμών θά παύση, όταν τδ
ζήτημα τής καθολικής ορθοδοξίας έξετασθή ίστορικώς, δταν
άναπτυχθή ό αύτοκαθορισμός αύτοΰ έν τφ ίστορικώ έκείνω πε-
Π

ριβάλλοντι, έν φ έλαβε τήν άνάπτυξιν αυτής, έν φ έξεοηλώθη


Α.

ή ζωτικότης αυτής καί ένέργεια καί διά τοϋ περιεχομένου αυτής


έπλήρου δλον τό πολυθόρυβόν ρεΰμα τής πραγματικής ζωής, έν
φ, τέλος, ή παρουσία αυτής ήτο άδιαλείπτως αισθητή ως παλμός
πνεύματος καί δυνάμεως, έν τφ άτομικφ καί. τφ κοινωνική)
βίω, τφ βίιυ τφ έκκλησιαστικφ καί τφ πολιτειακφ.
Τό περιβάλλον δέ τοϋτο ήτο άκριβώς τό Βυζάντιον, «5
θησαυρός τής δρθοδοξίας», τό έν τοΐς κόλποις αύτοΰ τηρήσαν
τον πλήρη αύτοκαθορισμόν τοϋ ιδεώδους τής ηθικής τελειώ-
σεως, τής τε άτομικής καί τής κοινωνικής, καί άψαν τον λύ­
χνον τής έρθής πίστεως καί έν τή ήμετέρα πατρίδι, ό διδάσκαλος
τής άρχαίας Ρωσίας έν τή σφαίρφ τών θρησκευτικο-ήθικών
σχέσεων.
Τό Βυζάντιον φύλαξ της 'Ορθοδοξίας 389

Το Βυζάντιον ήτο βασίλειον θρησκευτικόν κατ’ έξοχήν-


Ήτο μοναρχία θεοκρατική—έν χριστιανική έννοια—έ'χουσα έπί
κεφαλής δρθόδοξον βασιλέα, χριστόν Κυρίου. Τήν Βυζαντινήν
νομοθεσίαν μετ’ ίδιαζούσης έμφάσεως καί έκφραστικότητος έχα-
ρακτήρίζεν ακριβώς τδ θρησκευτικόν στοιχεϊον τόσον ώς προς
τήν προέλευσιν, δσον καί ώς προς τον προορισμόν τής βασιλι­
κής έξουσίας.
Ό βασιλεύς ένοεΐτο ώς τοποτηρητής τοΰ Θεοΰ επί τής
γής, ’Ώφειλεν οΰτος να τηρή έν άκριβεία τήν 'Αγίαν Γραφήν
καί ν’ άκολουθή τα υπό των επτά Οικουμενικών Συνόδων δια-
τυπωθέντα δόγματα, να ήνε τελείως δεδοκιμασμένος καί «έπι-
σημότατος έν ορθοδοξία καί ευσεβεία», να διακρίνηται έπί θείψ
ζήλω καί να όμολογή τήν όρθήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας
περί τής αγίας Τριάδος καί τής ένσαρκώσεως τοΰ Θεοΰ Λόγου.
.

Ό βασιλεύς είνε ή νομίμως άρχουσα έξουσία καί τό κοινόν πάν­
των των υπηκόων αγαθόν. Ό τελικός προορισμός τής βασι-:
λικής έξουσίας έγκειται έν τώ «ευεργετεΐν», διά τοΰτο δ’ ό βα­
Π

σιλεύς άποκαλεΐται «ευεργέτης». 'Οσάκις ή εύεργετικότης τοΰ


βασιλέως έξασθενεΐ, διαστρέφεται αυτή ή φύσις τής βασιλικής
Α.

έξουσίας. Τής άναλήψεως τής βασιλικής έξουσίας προηγείται ή


έκκλησιαστική τελετή τής στέψεως, ήτις ήδη κατά τον ε' αιώνα
κατέστη άπαραίτητος δρος τής άναρρήσεως τοΰ αύτοκράτορος
είς τον θρόνον. Ή στέψις έτελεϊτο έν τώ ναφ τής αγίας Σοφίας
διά τής συμμετοχής τοΰ βυζαντινοΰ Πατριάρχου λίαν πανηγυρικώς
καί μετ’ έξαιρετικής μεγαλοπρεπείας τής αύλικής τελετουργίας.
Προ τής ένάρξεως δμως τής έκκλησιαστικής τελετής υ βασιλεύς
ένεχείριζεν είς τον Πατριάρχην ιδιόγραφον πιττάκιον, έν ώ πε-
όιείχετο ή ομολογία τής όρϋ·οδόξον πίστεως καί ή ύπόσχεσις
δτι θά διατελή πάντοτε πιστός καί ευπειθής υιός τής αγίας Εκ­
κλησίας, προστάτης αυτής καί ύπέρμαχος, καί δπαδός τής δρ-
θής αύτής διδασκαλίας.
390 Imdvvou I. Σοχολώφ

To Βυζαντινόν κράτος, έπι κεφαλής έχον δρθόδοξον βασι­


λέα, περιελάμβανε καί ορθόδοξον έξ ολοκλήρου πληθυσμόν παρά
την ποικιλίαν των έν αύτφ φυλών καί έθνοτήτων. Τό πολυε-
θνές μωσαϊκόν τοΰ βυζαντινού πληθυσμοϋ συνήνου άκρφώς ή
τεταγμένη ύπεράνω των έθνικιστικών τάσεων ορθοδοξία, συμ-
βιβάζουσα τάς φυλετικάς αποκλειστικότητας καί συνδέουσα εις
ένα πολιτειακόν δργανισμόν πάντας τους υπηκόους τής αυτο­
κρατορίας, παρά την γλωσσικήν καί έθνολογικήν διαφοράν, ούτως
ώστε άπέβαινεν οίονεί ή κυριαρχούσα έθνότης έν Βυζαντίφ καί
τό θεμελιώδες στοιχεΐον τοΰ πολιτειακού καί τού λαϊκού βίου.
Παραλλήλως πρός την Πολιτείαν ύφίστατο ή Βυζαντινή
Εκκλησία ώς ιδιαίτερος καί αυτοτελής δργανισμός, άποσκοπών
εις τήν αίωνίαν σωτηρίαν πάντων τών μελών, ζώσα κατά τούς
ίδιους έαυτής νόμους, κυβερνωμένη υπό ίδαιτέρας έξουσίας, έκ-
προσωπουμένης υπό τού Βυζαντινού Πατριάρχου καί τής παρ'
αύτφ τέρας Συνόδου.
.
Τό δρθόδοξον Βυζάντιον, έν τή δημιουργική συνεχεΐ δια­

δοχή τών έκκλησιαστικοϊεραρχικών ιδεών, άπήρτισεν υψηλήν
διδασκαλίαν περί τοΰ Πατριάρχου αυτού, ώς Πρωθιεράρχου τής
Π

Εκκλησίας καί φορέως τών υψηλών σκοπών τής άρχιποιμαν-


τικής δράσεως. Κατά τήν βυζαντινήν θεωρίαν, 6 Πατριάρχης
Α.

ήτο ή ζώσα καί έμψυχος είκών τοΰ Χριστού, ό έν τοΐς λόγοις


αυτού καί τοΐς έργοις έξαγγελεύς τής άληθείας. Σκοπός τοΰ
λειτουργήματος αυτού ήτο ή δι* έξοχου καί θαυμαστής δράσεως
έν τή εύσεβεία καί τή ηθική άγνότητι τήρησις πάντων έκείνων,
οΰς άπό θεού παρέλαβεν υπό τήν πνευματικήν υπέρ αυτών μέ­
ριμναν, <5 προς την ορθοδοξίαν προσεταιρισμδς και ή μετά τής
* Εκκλησίας ενωσις πάντων, κατά τό δυνατόν, έκείνων, δσοι δεν
έπεκοινώνουν πρός τήν δρθόδοξον Οικουμενικήν Εκκλησίαν,
καί ή τών άπιστων προσέλκυσις εις τούς κόλπους τής Ορθοδο­
ξίας. Ό τελικός προορισμός τού Πατριάρχου έγκειται έν τή.
σωτηρία τών είς αύτόν πεπιστευμένων ψυχών, έν τή κατά Χρι­
στόν ζωή, καί τή συσταυρώσει τφ κόσμψ. Ό Πατριάρχης ένο-
T6 Βυζάντιον φϋλαξ τί)ς Όρθοϊοξίας 391

εΐτο καί ήτο ό κοινός, άπό Θεοϋ κατεσταμένος, πνευματικός πα­


τήρ, ό έξάρχων παντός άγαθοΰ, ό πρός πάσαν τελειότητα οδη­
γός, ό πρώτος θείος ποιμήν καί μεσίτης πρός τόν θεόν υπέρ
τού πεπιστευμένου αύτώ πνευματικού ποιμνίου. Ό Πατριάρχης
παρουσιάζετο έν Βυζαντίψ ώς ό κοινός καί οικουμενικός διδά­
σκαλος έν τοΐς έργοις τής πίστεως καί τής ηθικής, ό φύλαξ των
θείων νόμων καί κανόνων, ό πεπαρρησιασμένην υψών φωνήν
καί προ αυτού- τοΰ προσώπου τοΰ βασιλέως πρός ύπεράσπισιν
των έκκλησιαστικών δογμάτων καί άληθειών. Ό Πατριάρχης,
ήτο καί ό ένώπιον τοΰ βασιλέως έρμηνευτής τών άναγκών καί
τής άλλης καταστάσεως τής 'Εκκλησίας, ό ύπέρμαχος τών δι­
καίων αυτής καί συμφερόντων καί ό άντιπρόσωπος τής αυτο­
νόμου αυτής διοικήσεως. Καί είχε τό δικαίωμα τής προ τοΰ βα-
αιλέως μεσιτείας ύπέρ τών αδικούμενων, τών καταδιωκομένων
καί τών άδίκως καταδικαζόμενων, διά τοΰ δικαιώματος δέ τούτου,
ευρέως έξασκουμένου, παρουσιάζετο ώς έφαρμοστής τών αρχών
τής
.
πρός τόν πλησίον αγάπης, τοΰ οίκτιρμοΰ καί τής δικαιο­

σύνης έν τή βυζαντινή κοινωνία. Ό Πατριάρχης μάλιστα έδί-
καζε καί φονεΐς καί άλλους εγκληματίας, έπιβάλλων αύτοΐς
Π

μόνον έκκλησιαστικήν ποινήν, ήτις ήδη άπήλλασσε τους κατα-


δικαζομένους άπό τοΰ δικαστηρίου τής πολιτικής εξουσίας. Πάντα
Α.

ταϋια έμαρτύρουν, δτι έν Βυζαντίω έπρυτάνευον αί έκκλησια-


στικαί ίδέαι, ή πρωτεύουσα σημασία τών θρησκευτικών αρχών έν
τώ βίω τής βυζαντινής κοινωνίας, τό ύψος τών έκκλησιαστικών
ιδεωδών, τά όποια διέπλασε ορθόδοξον Βυζάντιον καί ήσαν αί
χειραγωγοί άρχαί τής ζωής καί τής δράσεως. Ή ιστορία περι­
λαμβάνει πολυάριθμα περιστατικά, καθ’ ά άποδεικνύεται συγ­
κεκριμένους δτι αί άρχαί τής δρθοδόξου έκκλησιαστικότητος,
ούτως είπεΐν, διήκουν καί διά τής πλειάδος τών Πατριαρχών τής
Βυζαντινής Εκκλησίας, καί παρά τοΐς βυζαντινοΐς βασιλεΰσι^
τοΐς εύσεβέσι καί δρθοδοξοΰσι, τοΐς προστάταις καί όπερμάχοις
■τής Εκκλησίας.
Άλλ* ό Βυζαντινός Πατριάρχης, παρά πάσαν αυτοΟ τή\τ
392 Ίωάννου I. Ζοκολώφ

όψηλήν νομικήν καί πραγματικήν Gsolv, ούδαμώς ήτο «Πάπας»


δι’ όλην τήν δρθόδοξον ’Ανατολήν, ώς ισχυρίζονται επιστήμο­
νες τινες άτελώς έννοοΰντες τδ έκκλησιαστικόν βυζαντινόν σύ­
στημα. Ό Πατριάρχης έκυβέρνα τήν Εκκλησίαν ούχί μονοπρο-
σώπως, άλλα μετά τής άγιας Συνόδου, ής ήτο ό Πρόεδρος. Ή
πατριαρχική Σύνοδος πάντοτε καί άδιαλείπτως έλειτούργει έν
τή Βυζαντινή Εκκλησία ώς θεσμός συνοδικός, διοικητικός καί
δικαστικός.
Τοιουτοτρόπως, ό γνήσιος τύπος τής άνωτάτης έν Βυζαν-
τίψ έκκλησιαστικής διοικήσεως συνίστατο είς τόν οργανικόν
συνδυασμόν τής μονοπροσώπου αρχής, τής έκφραζομένης έν τή·
δράσει τοΰ Πατριάρχου, καί τής συνοδικής, τής έκφαινομένης έν
τή λειτουργία τής διαρκούς ίεράς Συνόδου.
Άλλ’ έκτός τής Συνόδου, ή συνοδική άρχή τής διοική-
σεως καί τοΰ δλου έκκλησιαστικοΰ βίου έξεδηλοΰτο καί έν ταΐς
πράξεσι τών ότέ μέν τακτώς, ότέ δ’ έκτάκτως συγκαλουμένων
.
συνόδων, ών ή άλυσις διήκε συνεχής καθ' δλην τήν μεσοχρόνιον

περίοδον. Έν ταΐς συνόδοις ταύταις, ούχί σπανίως δέ καί έν ταΐς
συνεδρίαις τής διαρκούς ιεράς Σενόδου, παρεκάθηντο ούχί μόνον
οι μητροπολϊται, οί αρχιεπίσκοποι καί οι έπίσκοποι τής Βυζαν-
Π

τινής Εκκλησίας, άλλα καί οί λοιποί Πατριάρχαι τής Άνατο-


Α.

λής, ό 'Αλεξανδρείας, έ ’Αντιόχειας καί ό Τεροσολύμιυν. Έν τή


Ιερά, επομένως, Συνόδφ, πολύ δέ μάλλον έν ταΐς άλλαις Συνό-
δοις, διεδηλοϋντο σαφώς αί ίδέαι τής άντιπροσωπείας τής όλης
Τοπικής Εκκλησίας, ένίοτε δέ καί τής άδελφικής προς άλλη-
λους έπικοινωνίας καί ένότητος τών Προϊσταμένων τών ορθοδόξων
τοπικών ’Εκκλησιών τής ’Ανατολής, όταν έν ταΐς Συνόδοις πα-
ρίσταντο καί οί λοιποί αύτής Πατριάρχαι. Άξιοσημείωτον δ’ είνε
καί τούτο, δτι ή ιερά Σύνοδος τής Βυζαντινής Εκκλησίας,,
κατά τάς μεσοπατριαρχικάς περιόδους δέν άπεφάσιζε περί σπου­
δαίων έκκλησιαστικών ύποθέσεων, προπαρεσκεύαζε δέ μόνον
τήν ύλην διά τήν μέλλουσαν αύτών λύσιν, ήτις καί έπήρχετο-
ήδη δταν έπληροΰτο δ κενός πατριαρχικός θρόνος καί ή ίερ^
Τό Βυζάντιον φύλαξ τής Όρθοϊοξίας 393

Σύνοδος άπέκτα τον πρόεδρόν της. Έξ άλλου δέ καί δ Πατρι­


άρχης μονοπροσώπως δέν άπεφάσιζε περί πραγμάτων κατά τδ
μάλλον ή ήττον σπουδαίιυν, έξετέλει δε μόνον έκείνας τάς απο­
φάσεις, οσαι· συναπεφασίζοντο μετά της ίεράς Συνόδου έπΐ τη
βάσει της συνοδικής αυτών έξετάσεως. Τοιουτοτρόπως έν Βυζάν­
τιοι ύφίστατο τδ τυπικόν πρότυπον τής άνωτάτης έκκλησιαστι-
κής διοικήσεως καί τοΰ δικαστηρίου έν τώ όργανικώ -συνδυασμψ
τής μονοπροσώπου άρχής μετά τής συνοδικής, έφ’ οσον ή
μέν πρώτη έξεφράζετο έν τψ προσώπψ, τοϊς δικαιώμασι καί τή
δράσει τοΰ Πατριάρχου, ή δέ δεύτερα έν τψ άπαρτισμψ, τή
πληρεξουσιότητι καί ταΤς σχέσεσι τής ίεράς Συνόδου, ως διαρ­
κούς τοπικής Συνόδου. Ό δέ χαρακτήρ τών σχέσεων μεταξύ τοΰ
Πατριάρχου καί τής ίεράς Συνόδου έφερε την σφραγίδα τής
άγάπης καί τής αδελφότητος. Ό Πατριάρχης ήτο ό πρώτος ή
ο πρεσβύτερος άδελφδς ώς προς τους ίεράρχας τής Βυζαντινής
Εκκλησίας1, οΰτοι δ’ ήσαν οί «άγαπητοί άδελφοί» καί συλλει­
.
τουργοί τής αότοΰ Μετριότητας, τοΰ Πατριάρχου.

Έν Βυζαντίψ, ώς έκ τής έπικρατήσεως τής όρθοδοξίας,
τής έξ ίσου ένούσης πάντα τά μέλη τής Εκκλησίας, τά καί ύπή-
Π

κοα τής Πολιτείας δντα, άπηρτίσθη καί ίδιον σύστημα σχέσεων


μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας. Συνίστατο δέ τοΰτο εις τδν
Α.

στενόν αυτών σύνδεσμον καί την «συμφωνίαν» έν τή έσωτερική


άνεξαρτησία έκατέρου τών δργανισμών. Ή Πολιτεία συνέβαλλεν
εις την έξωτερικήν τής Εκκλησίας εύεστώ, έπροστάτευε την
έκκλησιαστικήν έξουσίαν έν τή πραγματώσει τών σκοπών αυτής
έξασφαλίζουσα δι’ αυτήν ευνοϊκάς έξωτερικάς συνθήκας, έν γέ-
νει δέ παρεΐχεν εις την ’Εκκλησίαν τήν σύμπραξιν αυτής οσά­
κις ταύτην άπήτουν τά συμφέροντά της, ώς π. χ. έν τή ιδρύ­
σει νέων έπαρχιών, έν τή διοργανώσει ιεραποστολών έν τε τοΐς
όρίοις τής αυτοκρατορίας καί έξω αυτών, έν τή ύλική έξασφα-
λίσει τοΰ ναοΰ τής άγ. Σοφίας καί τής πατριαρχικής αυλής κτλ.

') Nicephorus Gregoras, Byzantina historia I, 94, Bonnae.


394 Ίωάννου I. Σοκολώφ

Άλλ’ άνωτέρα καί πολυμερεστέρα ήτο ή έπίδρασις της


'Εκκλησίας έπί τής Βυζαντινής Πολιτείας. Έξεδηλοΰτο δ’ αύτη
έν τή έκκλησιαστικοποιήσει, ούτως είπεΐν, τής Πολιτείας, εν τή
εις τον πολιτειακόν βργανισμόν προσδέσει χαρακτήρας χριστι­
ανικού ορθοδόξου, έν τή τελειοποιήσει των πολιτειακών αρχών
έπί τή βάσει τής δρθοδόξου έκκλησιαστικότητος, έν τή καί έντός
τής σφαίρας τής πολιτειακής δράσεως καί ζωής έπικρατήσει
τής περί άγάπης καί φιλανθρωπίας διδασκαλίας τοΰ Χριστού.
Κατά την Βυζαντινήν θεωρίαν, ή Πολιτεία τότε μόνον δύναται
να έπιτυχη τον τελικόν αυτής προορισμόν, όταν ήνε ώργανω-
μένη έπί τή βάσει των αρχών τής όρθοδοξίας, δταν διήκη δι'
αυτής τό πνεύμα τής δρθοδόξου έκκλησιαστικότητος, δταν δια-
τελή έν συνδέσμψ μετά τής Εκκλησίας καί υπό την ευεργετι­
κήν αυτής έπίδρασιν, δταν οίονεί έκκλησιαστικοποιήται. Παρά
ταΰτα δμως ούδεποσώς ζημιοΰται ή αρχή τής αύτοτελείας τής
Πολιτείας. Έν Βυζαντίω αυστηρότατα καί συνεπέστατα έφηρ-
.
μόζετο ή άρχή τού δυασμοΰ τής έξουσίας: τοΰ Βασίλειος και

τοΰ Πατριάρχου. Ή Πολιτεία καί ή Εκκλησία ένοοΰντο ενταύθα
καί ήσαν δύο αυτοτελείς τόν προορισμόν καί άνεξάρτητοι τον
Π

έσωτερικόν βίον δργανισμοί. Καί έάν ο Βυζαντινός Πατριάρχης


ήτο, κατ’ αυτήν την ιδέαν τού σκοπού καί τού υπουργήματος
Α.

αυτού, ξένος προς αξιώσεις έπί κοσμικής έξουσίας καί πολιτεια­


κής άντιπροσωπείας, καί ο βασιλεύς, έξ άλλου, συνήντα περιο­
ρισμόν τών καισαροπαπικών αυτού τάσεων ού μόνον έν τή
διαγωγή καί τή στάσει τού Πατριάρχου, τού έξ ίσου μετά τού βα-
σιλέως άποτελοΰντος «τά μεγάλα καί άναγκαιρτατα μέρη τής
μιας βυζαντινής πολιτείας», άλλά καί —κυρίως—έν τοΐς έκκλη-
σιαστικοΐς κανόσι καί έν δλψ τψ θρησκευτικο-ήθικψ νόμω τού
Άνωτάτου Νομοθέτου καί Κριτοΰ, τοΰ Κυρίου 'Ιησού Χριστού,
τψ ύποχρεωτικψ καί διά τόν βασιλέα, ως πρωτότοκον τής δρθο­
δόξου Βυζαντινής Εκκλησίας.
Ύπδ τοιαύτας ίστορικάς συνθήκας έν Βυζαντίψ άνεπτύ-
χθησαν έν δλψ αότών τψ πληρώματι αί έσωτερικαί δυνάμεις τής
Τό Βυζάντιον φϋλαξ τής Όρθοίοξίας 395

καβολικής ορθοδοξίας καί καθωρίσθησαν τελείως τά ουσιώδη


αυτής στοιχεία καί αί έκφάνσεις, ή ζωτικότης καί ή δραστικό-
της των οποίων διατηροΰσι την έαυτών άξίαν καί διά την σύγ­
χρονον έποχήν. Ή ιστορική υπηρεσία τοΰ Βυζαντίου ως φρουρού
τής Ορθοδοξίας εϊνε σπουδαιότατη καί περιεκτικωτάτη.

II

Έν Βυζαντίψ ζωτικήν σημασίαν έκέκτητο πρδ παντδς ή


άρχή τής αυστηρός τηρήσεως, ήτοι τής «ακρίβειας» τών δογ­
μάτων τής Οικουμενικής ’Εκκλησίας, τοΰτ’ εστι τής μιας Κα­
θολικής Εκκλησίας, οποία αΰτη ήτο μέχρι τοΰ θλιβερού γεγο­
νότος τής διαστάσεως των Εκκλησιών κατά τδ 1054.
Ή ορθοδοξία κυρίως έγκειται έν τή τηρήσει των άρχών
τής Οικουμενικής Εκκλησίας κατά τήν γνησίαν καί άσινή αυ­
τών ολότητα, έν τή προσλήφει
.
καί κληρονομία τοΰ γνησίου

καί πρωταρχικού χριστιανισμού κατά τήν διδασκαλίαν τοΰ Σω-
τήρος Χριστοΰ καί τών ’Αποστόλων Αυτοΰ, έν τή τηρήσει τής
διδασκαλίας τών άγιων Πατέρων τής ’Εκκλησίας κατά τήν άμε­
Π

σον αυτών διαδοχήν από τής πρωταρχικής πηγής, καί έν τή


Α.

πλήρει κατακολουθήσει τοΐς όρισμοΐς τών επτά Οικουμενικών


Συνόδων.
Καί έκ τοΰ πολυτίμου τούτου θησαυροϋ τής πίστεως καί
τής ζωής, τοΰ κληρονομηθέντος άπδ τών πρώτων τοΰ Χριστι­
ανισμού αιώνων, τδ Βυζάντιον μετ’ έξιδιασμένης δυνάμεως καί
έκφραστικότητος ως πρωτίστην άπαίτησιν προυβαλεν είς τήν
έκκλησιαστικήν συνείδησιν καί δράσιν, τήν ακρίβειαν τών δογ­
μάτων. Εϊνε άξιοσημείωτον, δτι ή αρχή αΰτη άπέκτησε σημα­
σίαν άξιώματος τής ζωής ϊδίως μετά τήν έβδόμην Οίκουμ. Σύν­
οδον, κατά τήν περίοδον τής έμφανίσεως τών σχισματικών τά­
σεων έν τή Δύσει, κατά τήν έποχήν τής έν ταΐς βυζαντιναις
2υνόδοις τής θ' καί τών μετέπειτα έκατονταετηρίδων έξετάσεως
396 Ίωάννου I. Σοκολώφ

των ζητημάτων έκείνων, τά όποια έτέθησαν ώς βάσις του απο­


χωρισμού τής Λατινικής Εκκλησίας άπδ τής έν ’Ανατολή 'Ορ­
θοδόξου Βυζαντινής. Και είνε σαφές, ότι ή άκρίβεια των δογ­
μάτων- ήτο κτήμα είδικώς τής βυζαντινής θεολογούσης διάνοιας
καί τοΰ ορθοδόξου έκκλησιαστικοΰ βίου.
Ή ουσία τής άρχής ταύτης συνίστατο έν τούτο), ότι ή
δογματική διδασκαλία έν τή όλότητί αυτής, ώς δήλα δή καθω-
ρίσθη έν ταΐς Επτά Οίκουμενικαίς Συνόδοις τή συμμετοχή τής
όλης Καθολικής Εκκλησίας, δέον να τηρήται πλήρης καί πάν­
τοτε, άνευ τής έλαχίστης έκκλίσεως καί παραφθοράς, απολύτως
υπό πάντων τών μελών τής Εκκλησίας άνεξαρτήτως καταστά-
σεως καί αξιώματος, άπό τοΰ βασιλέως καί τοΰ ΙΙατριάρχου
μέχρι καί τοΰ έσχάτου υπηκόου τοΰ Κράτους καί πνευματικού
μέλους τής έκκλησιαστικής κοινωνίας. Συγκαταβάσεις έν τώ ζη-
τήματι τούτψ δεν έπιτρέπονται, ούτε περιορισμοί, ούτε μετρια-
σμοί, ούτε δικαιολογίαι. Πάντες καί έκαστος, πάντοτε, καί ύπσ
.
οίαςδήποτε συνθήκας είνε υποχρεωμένοι νά δοκιμάζωσιν εαυτούς?

να ήνε αυστηροί καί ακριβείς άκόλουθοι τής δογματικής διδα­
σκαλίας τής Εκκλησίας, καί νά μή άφίστανται αυτής, ούτε
Π

έξ έλατηρίων προσωπικής θέσεως, ούτε καθ’ οίαςδήποτε κοι-


νωνικάς συνθήκας.
Α.

Ή διδασκαλία τής αγίας ’Εκκλησίας, ώς αύτη διεπτύχθη


έν τοΐς όροις των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, είνε θεία καί
άλάθητος, ή ομολογία αυτής είνε απαραίτητος όρος τής ηθικής
τελειώσεως καί τής σωτηρίας. Ή δ’ αίρεσις είνε μέγιστον έγ­
κλημα κατά τοΰ Θεοΰ καί τής ’Εκκλησίας, ώς διαστρέφουσα
τήν θείαν Άποκάλυψιν, παραφθείρουοα τήν άληθή ορθόδοξον
πίστιν καί άγουσα εις ψυχικόν όλεθρον. Οί πιστοί πρέπει ν’
άποφεύγωσι τήν προς τούς αιρετικούς κοινωνίαν. Τήν Εκκλη­
σίαν γνησίως αντιπροσωπεύει καί έκφράζει ή ιεραρχία, το σύν*
ολον τών ’Επισκόπων, τών ταγών καί λύχνων τών πιστών, των
κληρονόμων τών άγ. ’Αποστόλων καί συνεχιστών τοΰ έργου
τοΰ Χριστοΰ, όστις είνε ή Κεφαλή τής ’Εκκλησίας καί μετ’
Τό Βυζάντιον φΰλαξ τής Όρθοϊοξίας 397

αύτής άποτελεΐ έν και τέλειον σώμα. Ούτως έθεολόγει ό Πα­


τριάρχης Φώτιος, δ διασημότατος αντιπρόσωπος της αΰστηρώς
έρθοδόξου κατευθύνσεως έν τη βυζαντινή έπιστήμη, δ άραρότως
στερεώσας έν τη συνειδήσει της βυζαντινής κοινωνίας την θε­
μελιώδη άπαίτησιν της άκριβοϋς τηρήσεως των έκκλησιαστικών
δογμάτων.
Καί ή αρχή αΰτη έτηρεΐτο έν τώ μεσαιωνικφ Βυζαντίιμ
μετά πάσης αύστηρότητος. Περί τούτου μαρτυροϋσι προ παντός
αί έκκλησιαστικαί Σύνοδοι, αίτινες συνεκαλοΰντο έν Βυζαντίιμ
άπδ τών μέσων τοΰ θ' μέχρι των μέσων τοϋ ιε' αίώνος. Τοι-
αΰται Σύνοδοι συνεκλήθησαν καί κατά την έποχήν τοϋ Πα—
τριάρχου Φωτίου, όταν τδ πρώτον καθωρίσθησαν αί σχισματικαί
διαφοραί τής Ρωμαϊκής 'Εκκλησίας καί, μερικώτερον, ή διδα­
σκαλία αύτής περί τής καί έκ τοΰ Γίοΰ (Filioque) έκπορεύσεως
τοϋ αγίου Πνεύματος, καί έπί τής βασιλείας τής βυζαντινής δυ­
ναστείας τών Κομνηνών, δτε έν τοΐς κόλποις τής Βυζαντινής
.
'Εκκλησίας άνεφάνησαν αί αιρέσεις άφ’ ένδς μέν Ίωάννου τού

Ίταλοϋ, τοΰ έπαναγαγόντος την διδασκαλίαν τοϋ Ώριγένους καί
τών Ώριγενιστών καί κατατείναντος εις τδν συμβιβασμόν τού
Χριστιανισμοΰ μετά τοΰ Νεοπλατωνισμοΰ, άφ’ ετέρου δέ τοΰ μο­
Π

ναχού Νείλου, περιπεσόντος εις τον Μονοφυσιτισμόν, προς τού­


Α.

τους δέ τοΰ Χαλκηδόνος Λέοντος, ούκ όρθώς διδάξαντος περί τής


τιμής τών εικόνων, τοΰ Νίκαιας Ευστρατίου, άνααυστγ^σαντος
τον Νεστοριανισμόν, τών Βογομίλων, τών Παυλικιανών, τών Εύ-
χιτών ή Μασσαλιανών. Σύνοδοι έπ’ ίσης συνεκροτήθησαν καί
προς έξέτασιν τών Ευχαριστιακών έρίδων («Σΰ ει ο προσφέρων
καί δ προσφερόμενος»), προς δέ καί έξ αφορμής τοΰ χωρίου «δ
Πατήρ μου μείζων μού έστιν» (Ίω. ιδ', 28), ως καί έπί τφ-
κατά τοΰ Θεοΰ άναθέματι τοΰ Μωάμεθ καί τή ψευδοδιδασκαλία
τοΰ Σικιδήτου περί τοΰ φθαρτοΰ τοΰ θείου μυστηρίου, καί έπί
τής βασιλείας δέ τής δυναστείας τών Παλαιολόγων, δπότε κα-
τεδικάσθη ή αΐρεσις τοΰ Βαρλαάμ, τέλος δέ σειρά δλη Συνόδων
συνεκλήθη πρδς έξέτασιν τοΰ ζητήματος τής έκκλησιαστικής οδ-
398 Ίωάννου I. Σοκολώφ

νιας μεταξύ τής ’Ανατολής καί τής Δύσεως.


Πάσαι αί έν Βυζαντίψ συγκληθεΐσαι κατά το διάστημα
τούτο πολυάριθμοι Σύνοδοι εις ένα καί μόνον σκοπόν άπέβλε-
πον : τήν τήρησιν των δογμάτων τής Οικουμενικής 'Εκκλησίας
αναλλοίωτων καί άραρότων, τήν προφύλαξιν των μελών τής ’Εκ­
κλησίας άπο των γνωμών καί θεωριών έκείνων, αϊτινες ήσαν
ασυμβίβαστοι προς τα δόγματα τής πίστεως, τα έκτεθειμένα έν
τε τφ Συμβόλψ τής Νίκαιας καί Κ)πόλεως καί έν τοΐς δροις
τών Οικουμενικών Συνόδων, καί τήν τήρησιν τής δογματικής
ακρίβειας τής κληρονομηθείσης ως πολυτιμότατας θησαυρός τής
'Ορθοδοξίας άπο τής έποχής τού δογματικού αϋτοκαθορισμοΰ
τής Οικουμενικής Εκκλησίας.
Ό ύπό τής δογματικής ακρίβειας ύπαγορευθείς σκοπός
ούτος έπετεύχθη όντως υπό τής Βυζαντινής 'Εκκλησίας πλή­
ρως καί τελείως, ως μαρτυρεί τό «Συνοδικόν τής’Ορθοδοξίας»,
ό ιερός έκεΐνος τόμος, όστις δι’ όλου αύτοΰ τού περιεχομένου
κηρύττει καί βέβαιοί : «Αυτή ή
.πίατις τών ’Αποστόλων,

αΰτη ή πίστις τών Πατέρων, αΰτη ή πίστις τών ορθοδό­
ξων αυτή ή πίστις τήν Οικουμένην έστήριξεν». Έν τφ Συ-
νοδικφ περιέχονται πάντες έκεϊνοι οί ορισμοί τής Βυζαντι­
Π

νής Εκκλησίας, οί οποίοι διετυπώθησαν ύπ’ αυτής κατά τήν


Α.

από τού θ' μέχρι τού ιε' αίώνος εποχήν προς περιφρούρη-
σιν καί τήρησιν τών δογμάτων τών Επτά Οίκουμ. Συνόδων,
καί έξήγγειλαν τήν καταδίκην τής Εκκλησίας κατά πασών τών
δογματικών πλανών τής έποχής εκείνης. 'Η τή Κυριακή τής
’Ορθοδοξίας άνάγνωσις τού «Συνοδικού», το πρώτον πανηγυ­
ρικούς γενομένη έν τψ ναφ τής άγιας Σοφίας τή 11 Μαρτίου
843, έκτοτε δέ κατ’ έτος έπαναλαμβανομένη έπί παρουσία
τού βυζαντινού βασιλέως καί τού Πατριάρχου, τής Συγκλήτου
καί τής Ίεράς Συνόδου, τών πατριαρχικών καί βασιλικών άρχόντων
καί πολυπληθούς λαού, παρουσιάζετο ώσεί πανεκκλησιαστική
Ομολογία πίστεως, πάγκοινος μαρτυρία περί αύστηράς τηρήσεως
-ιών δογμάτων τής Οικουμενικής ’Εκκλησίας, καί αυθεντική
Τό Βυζάντιον φύλαξ τή; Όρθοίοξίας 399

περιφρούρησις τής ορθοδόξου κοινωνίας από πάσης άντεκκλη-


σιαστικής πλάνης έν τή σφαίρα τής δογματικής διδασκαλίας.
Άλλ' έκτος τούτου, ή ακρίβεια των δογμάτων έφρουρεΐτο
έν τφ μεσαιωνικό) Βυζαντίφ καί διά τής θεολογικής φιλολο­
γίας. Άπο τής έπόψεως ταύτης το Βυζάντιον κατείχε πλουσιώ-
τατον θησαυρόν, δστις, δυστυχώς, καί σήμερον έτι δεν κατέστη
τελείως γνωστός, κατά τδ πλεΐστον δέ τηρείται έν χειρογρά-
φοις, άποκειμένοις έν ταίς Βιβλιοθήκαις καί τοΐς Άρχείοις τής
Ανατολής καί τής Δύσεως. Ή ανεπαρκής γνώσις τής βυζαντινής
θεολογικής φιλολογίας ένίοτε άγει τούς έπιστήμονας είς έσφαλ-
μένην έκτίμησιν τής σημασίας αυτής. Καί όμως άπο τής έπό­
ψεως τής δογματικής άκριβείας, ήτις έσχε την εκφρασιν αυτής
έν τφ χαρακτήρι καί τψ συνόλψ τής βυζαντινής φιλολογίας, ή
τελευταία αυτή κέκτηται μεγάλην σπουδαιότητα καί άξίαν.
Οί βυζαντινοί δήλα δή θεολόγοι, έν τή τάσει αύτών νά
τηρήσωσι την δρθόδοξον διδασκαλίαν τελείως καθαράν καί άνέ-
.
παφον, άναλόγως των άναγκών τής συγχρόνου αύτών έποχής

ήναγκάζοντο νά διαπραγματεύωνται τά αυτά δογματικά θέματα.
Τά ύπ' αύτών δμως γραφόμενα δεν άπετέλουν έπανάληψιν τών
Π

παλαιοτέρων, διότι τούτο παρετηρεΐτο έπί σειράν δλων έκατον-


ταετηρίδων, άλλ’ άνταπεκρίνοντο προς τάς ζωτικάς άνάγκας τής
Α.

έκκλησιαστικής κοινωνίας, ήσαν γενικού ένδιαφέροντος, συνεκί-


νουν τούς συγχρόνους καί εΐλκυον την προσοχήν των. Έκάστη
π. χ. πραγματεία περί τού ζητήματος τής έκπορεύσεως τού άγ.
Πνεύματος, άποτελοΰσα μέρος τού συνόλου πολυαρίθμων βυζαν­
τινών μνημείων τού αότοΰ περιεχομένου, έμπεριέχει ταύτας ή
έκείνας τάς λεπτομέρειας έν τή λύσει τού πολυσημάντου ζητή­
ματος τούτου, άνταποκρίνεται πρδς τήν σύγχρονον αύτφ θέσιν
καί πρδς τάς άνάγκας τής βυζαντινής έκκλησιαστικής κοινω­
νίας. Έν τή δλότητι δ’ αυτής ή δογματικού καί δογματικο-άν-
τιρρητικοΰ περιεχομένου βυζαντινή θεολογική φιλολογία άπο-
τελεΐ πολύτιμον σχόλιον είς τδ γνωστδν «Συνοδικόν», έν φ
έ'σχε τήν έκφρασιν αότής ή συνολική δογματική δράσις τής
400 'Iwivvou 1. Σσχσλώφ

Βυζαντινής Εκκλησίας καθ’ δλον τον Μεσαίωνα.


Διά της πλούσιας δέ, καί ποικίλης θεολογικής φιλολο­
γίας έθεμελιώθη καί περιεφρουρήθη ή άκρίβεια των δογμάτων
οδ μόνον ως προς τάς αίρετικάς κινήσεις, τάς έμφανιζομένας
έν τοΐς κόλποις τής τοπικής Βυζαντινής Εκκλησίας, άλλα καί
—τό καί σπουδαιότερον — ως προς τήν Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν,
ήτις, παρά τήν συστηματικήν καί γόνιμον έπιστημονικήν θεολο-
γικήν δράσιν του Βυζαντίου, ένέμεινεν έν τή θεμελιώσει
αυτής δογματική πλάνη έν τή περί έκπορεύσεως του άγ.
Πνεύματος καί έκ τοϋ Γίοΰ διδασκαλία, καί παρέβη τήν
πατροπαράδοτον βυζαντινήν-άνατολικήν άκρίβειαν των δογμά­
των. ’Αλλά δι’ αυτό τοΰτο οί βυζαντινοί θεολόγοι τελείως
Ιματαίωσαν πάσας τάς αξιώσεις τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας
δπως καθυποτάξη ύφ’ έαυτήν—υπό τύπον ούνίας —τήν ’Ανα­
τολικήν ’Εκκλησίαν, διότι ή παράβασις τής ακρίβειας των
δογμάτων έθεωρεΐτο γενικώς εν Βυζαντίφ ώς testimonium
.
paupertatis τής λατινικής Δύσεως έν τή σφαίρα τής οικουμε­

νικής δρθοόοξίας. Έν τή αποτυχία δέ των μεσαιωνικών άπο-
πειρών προς ένωσιν τών Εκκλησιών τής ’Ανατολής καί τής
Δύσεως έξεδηλώθη έπί βυζαντινού έδάφους δ θρίαμβος τής
Π

. αρχής τής δογματικής ακρίβειας, έφ’ δσον ή ουσιώδης αυτή


Α.

άπαίτησις διετήρει τήν αξίαν αυτής ού μόνον έν τή σφαίρφ


τής θεολογικής έπιστήμης καί φιλολογίας, αλλά καί έν τή
ζώση ιστορική πραγματικότητι, έν ταΐς μεταξύ τής ’Ανατολής
καί τής Δύσεως πραγματικαΐς ένωτικαΐς σχέσεσιν.Ή αρχή αυτή
άρα είσήρχετο ήδη έν τή περιπτώσει ταύτη εις τήν ζωήν καί
άπέκτα πραγματικόν προορισμόν.
'Αλλ’ ή σφαίρα τής πρακτικής έφαρμογής τής έν Βυζαν­
τίφ κρατούσης δογματικής άκριβείας συνεπληροϋτο καί δι’
άλλων ιστορικών γεγονότων. Γνωστόν τυγχάνει, δτι τον βυζαν­
τινόν βασιλικόν θρόνον ήδύνατο νά καταλάβη μόνον διεκδι­
κητής τήν δρθόδοξον πρεσβεύων θρησκείαν, ένώπιον τού λαού
πανηγυρικώς άναδεχόμενος τήν ύποχρέωσιν νά προστατεύη τήν
Τό Βυζάντιον ιρίλοξ τν)ς Όρθοίοξίας 401

Εκκλησίαν καί νά ύπεραμύνηται της δρθοδοξίας. Άφ’ ετέρου


καί ό τής Βυζαντινής Εκκλησίας προκαθήμενος, δ Πατριάρχης,
τδ πατριαρχικόν άναδεχόμενος άξίωμα, άνεγίνωσκε την ομο­
λογίαν τής πίστεως, τήν περιέχουσαν τούς δογματικούς ορι­
σμούς των Οικουμενικών Συνόδων ως καί των τοπικών-βυζαν-
τινών, κατά τδ «Συνοδικόν». Καί ή «όμολογία» δέ των έπαρ-
χιακών άρχιερέων, ή άναγινωσκομένη εις έπήκοον κατά τήν
χειροτονίαν αυτών, κατά τδ αύτδ πρότυπον ήτο συντεταγ­
μένη. "Επειτα δέ παρά του βυζαντινού Πατριάρχου, κατ’αυτόν
τούτον τδν προορισμόν αύτοΰ καί καθ’ όλην τήν ουσίαν τής
θέσεως αυτού καί έξουσίας, άπητεΐτο ή πεπαρρησιασμένη άμυνα
τής ορθοδοξίας πρδ προσώπου καί αυτού τού βασιλέως. Όσάκις
ό Πατριάρχης έβλεπε παρέκκλισίν τινα από τής καθαρότητος
τής δρθοδοξίας, είχε τήν ύποχρέωσιν νά ύψη εύτόλμως φωνήν
υπέρ τής αλήθειας, μήτε πρδς πρόσωπα χαριζόμενος, μήτε
εις τήν ίσχύν καιρικών περιστάσεων, ύποκειμενικών συνθηκών,
παραχωρήσεων ή συμπαιγνιών
.
ύποχωρών. Καί ή ιστορία γνω­

ρίζει ούκ ολίγα παραδείγματα πεπαρησιασμένης ύπερασπίσεως
τής δογματικής αλήθειας άπδ μέρους βυζαντινών Πατριάρ­
χων, ιδίως δέ κατά τήν έποχήν τής είκονομαχίας, καί είτα
Π

κατά τήν περίοδον τών ενωτικών αποπειρών, οπότε οί βασιλείς,


Α.

έξ ελατηρίων πολιτικών καί άπδ τής απειλής τής τουρκικής


επιδρομής κινούμενοι, έξεδήλουν αστάθειαν καί κλονισμόν έν
ταΐς δογματικαις αύτών πεποιθήσεσιν. Οΰτω π. χ. έγένετο έπί
τής βασιλείας Μιχαήλ Η' τού Παλαιολόγου (1261—1282),
όστις διά τάς πρδς παραχωρήσεις εις τήν Ρώμην τάσεις του
αύστηρώς έπετιμήθη ύπδ τών πατριαρχών Αρσενίου καί
Πωσήφ.
Άλλ’ ή τών δογμάτων ακρίβεια ήτο έν Βυζαντίφ αρχή
καθολική, μή περιοριζομένη δήλον δτι εϊς μόνους τούς έκκλη-
σιαστικούς καί ίεραρχικούς κύκλους καί εις τούς άντιπροσώ-
πους τής πολιτικής έξουσίας. Ή πεποίθησις έπί τήν άναγ-
καιότητα τής άκριβοΰς τηρήσεως τής διδασκαλίας τής Έκκλη-
402 Ίωάννου I. Σοκολώφ

σίας ήτο κτήμα καί τοΰ βυζαντινοΰ μοναχισμού καί τοϋ·


άπλοΰ λαοϋ. Ό μοναχισμός έν Βυζαντίψ άνήχθη εις μεγά--
λην άνάπτυξιν καί άκμήν, διότι καί οί μοναχοί ήσαν πολυ­
άριθμοι καί ό άριθμός τών μονών ήτο υπέρογκος. Διά τοΰτο
ούχί άβασίμως τό Βυζάντιον άποκαλεΐται μοναστικόν Βασί­
λειον, εις δέ τάς σταυροφορικάς τής Δύσεως δρδάς παρου-
σιάσθη ώς συνεχές μοναστήριον. ’Ήσκουν δέ οί μοναχοί με-
γίστην έπήρειαν έπί τοΰ εκκλησιαστικού βίου καί επί τής
ζωής τοΰ βυζαντινοΰ λαοΰ. Μία τών μεγάλων υπηρεσιών τοΰ
βυζαντινοΰ μοναχισμού συνίστατο εις τήν φρούρησιν τής καθα-
ρότητος καί τής άσινείας τών δογμάτων έν δνόματι τής
άρχής τής άκριβείας. 'Ακριβώς οί μοναχοί παρεσκεύασαν τον
θρίαμβον τής ’Ορθοδοξίας κατά τής αίρέσεως τών είκονομάχων
τφ 843, αύτοί ήσαν οί κύριοι άντίπαλοι τοΰ αιρετικού Ίω­
άννου τοΰ Ίταλοΰ, τοΰ διαστρέψαντος τό περί ένσαρκώσεως
δόγμα διά τής εις τήν εκκλησιαστικήν διδασκαλίαν έπεισα-
.
γωγής νεοπλατωνικών Ιδεών, οί αύτοί δ’ ήγωνίσθησαν καί

κατά τής ψευδοδιδασκαλίας τοΰ Βαρλαάμ καί τοΰ ’Ακίνδυνου
περί τής θείας ουσίας καί τών θείων ένεργειών κλ.
Π

’Όπισθεν δέ τών μοναχών ί'στατο δ άπλοΰς λαός ένεργώς


ύποστηρίζων αυτούς έν τή άμύνη τής έκκλησιαστικής διδα­
Α.

σκαλίας. Ό βυζαντινός λαός διετήρησε τάς χαρακτηριστικάς


γραμμάς τής ήθικής αίγλης τών κατοίκων τής Ελληνορωμαϊ­
κής Αύτοκρατορίας τών πρώτων αιώνων τοΰ Χριστιανισμού,
Διεκρίνετο έπί θρησκευτικότητι καί συνειδήσει τών ζητημά­
των τής πίστεως, ώς καί διά τό ένδιαφέρον αύτοΰ προς τά
έκκλησιαστικά πράγματα, διά τήν άγάπην πρός τάς έκκλησια-
στικάς τελετουργίας καί τάς παντοίας πανηγύρεις. Ό Βυζαντινός
λαός ζωηρόν ήσθάνετο ένδιαφέρον περί τοΰ προσώπου, τού
μέλλοντος νά έκλεγή εις τόν πατριαρχικόν θρόνον, καί περί
τοΰ βαθμοΰ τής πρό τοΰ Βασιλέως εύθαρσοΰς όπερασπίσεως
τής άληθείας τής πίστεως υπό τοΰ τής Εκκλησίας Προεστώ-
τος· έν έναντίφ περιπτώσει ΰψου σθεναράν τήν φωνήν πρόζ
Τό Βυζάντιον φύλαξ τής 'Ορθοδοξίας 405

άμυναν τής ακρίβειας, ώς ένόει αυτήν, έν τή διαμαρτυρία δ'


αυτού και μέχρι ταραχών καί στάσεως προέβαινε καί δή καί
μέχρι βιαίας έκθρονίσεως των υπαιτίων. Οι άρχοντες του Βυ­
ζαντίου ήδύναντο άτιμωρητεί να έπιβουλευθώσι τήν περιουσίαν,
τδ πρόσωπον καί τήν ζωήν των υπηκόων αυτών ό λαός
τά πάντα ύφίστατο καί ύπέμενεν ούαί όμως εϊς αυτούς
όταν άπετόλμων να έπιβάλωσι χεΐρας βεβήλους επί τοΰ έκ­
παλαι κληρονομηθέντος ίεροΰ κειμηλίου, τών ορθοδόξων δήλα
δή δογμάτων* τότε αίσθημα πόνου διηπλοΰτο καθ’ δλον τον
λαϊκόν οργανισμόν καί συνωδεύετο υπό διαταράξεων κατά τό
μάλλον καί ήττον βιαίων έν πάσαις ταΐς σφαίραις τοΰ πολι­
τειακού βίου. Τοΰτο δέ, διότι ό βυζαντινός λαός είχε συνεί-
δησιν τών ζητημάτων τής πίστεως καί ήδύνατο νά δώση λό­
γον περί τής έν αύτψ έλπίδος. Κατά τήν μεσοχρόνιον έπο-
χήν τό Βυζάντιον ήτο κεκαλυμμένον υπό πυκνοΰ δικτύοι>
λαϊκών σχολών, βασιλικών ή πατριαρχικών, έπαρχιακών ή
μοναστηριακών, έκκλησιαστικών ή
.
ένοριακών καί ιδιωτικών

ήτοι οικιακών. ’Επί κεφαλής έχοντες τούς αύτοκβάτορας καί
τούς πατριάρχας, ώς προστάτας τής παιδείας, οΕ έπαρχιακοί
άρχιερεΐς καί οί κυβερνητικοί άρχοντες έμερίμνων περί τής
Π

λαϊκής παιδεύσεως, άλλ’ έμερίμνα πρός τούτοις περί αυτής καί


Α.

δ ένοριακός κλήρος καί οί μοναχοί καί οΕ άριστοι τών άντι-


προσώπων τών λαϊκών. Λαϊκαί δέ σχολαί Εδρύοντο ού μόνον
έν ταΐς πόλεσιν, άλλα καί έν ταΐς κώμαις καί έν τοΐς μάλλον
άπομεμακρυσμένοις χωρίοις. Ή σχολή ήτο άναγκαία διά τί>
χωρίον τόσον, δσον καί ό ναός. Ουτω δέ τό φώς τής γνώσεως
εισέδυε πανταχοΰ καί πανταχόθεν άπεδίωκε το σκότος τής
λαϊκής άμαθείας. Έν ταΐς λαϊκαΐς σχολαΐς διδάσκαλοι ήσαν
κατά προτίμησιν πρόσωπα έκ τοΰ κλήρου καί τών μοναχών,
άντικείμενα δέ διδασκαλίας έν εκάστη σχολή ήσαν «τά θεία
καί Εερά γράμματα», ήτοι ό Ψαλτήρ, τά βιβλία τής Καινής
Διαθήκης καί τά συγγράμματα τών Πατέρων τής 'Εκκλησίας.
Έν γένει είπειν, ή πάσα έν ταΐς σχολαΐς έκπαίδευσις έ'φερε
"ΈηηΧ. Φάοος „ τίμ. 'ΙΑ' χινχ. s'sf (ΊοΰΙιο^Σιπχίμβριοί) 1915 26
404 Ίωάννου I. Σοκολώφ

χαρακτήρα έκκλησιαστικο-θρησκευτικόν, ή τοιαύτη δε σύστασις


τής παιδείας έδίδασκε τον λαδν τάς άληθείας τής δρθοδοξίας
καί ύπεχρέου αύτδν συνειδητώς να κανονίζω την σχέσιν αυτού
προς τα αντικείμενα τής πίστεως καί να δίδη λόγον περί
τής έν αύτφ έλπίδος.
Τοΰτο όμως έδίδασκε τον λαδν καί αυτή ή ζωή. Κατά
τήν των μέσων χρόνων εποχήν, έ'νεκα τοΰ κοινού ζωηρού
ένδιαφέροντος περί των ζητημάτων τής πίστεως καί ως έκ τοΰ
ολως θρησκευτικού χαρακτήρος τοΰ λαϊκού βίου, έν Βυζαντίψ
συχνάκις έγίνετο διαπραγμάτευσις ζωτικωτάτων διά πάντας
ζητημάτων έκ τής χριστιανικής δογματικής προς έπίλυσιν
αυτών. Μόλις ώς παρήλθεν ό είκονομαχικός άγων, δστις είχε
συγκεντρώσει τήν γενικήν προσοχήν εις τδ δόγμα τής τιμής
των εικόνων, καί προήλθεν εις μέσον τδ δύσκολον ζήτημα περί
τής έκπορεύσεως τοΰ 'Αγίου Πνεύματος, προκληθέν έκ τής
λατινικής περί τού Filioque διδασκαλίας. Έπί τέσσαρας σχεδόν
.
συνεχείς αίώνας, οπότε έπανελαμβάνοντο αί άπόπειραι προς

έ'νωσιν τής ’Ανατολικής καί τής Δυτικής Εκκλησίας, τδ
ζήτημα τούτο έγίνετο άντικείμενον οξείας καί σφοδρας συζη-
τήσεως, ής μετεΐχον οϋ μόνον οί αντιπρόσωποι τής έκκλη-
Π

σιαστικής καί τής πολιτικής εξουσίας καί ή ανεπτυγμένη


Α.

κοινωνία, άλλα καί ο απλούς λαός. Έν ταΐς όδοϊς καί ταΐς


πλατείαις τοΰ Βυζαντίου συνέβαινον, ώς καί κατά τούς πρώ­
τους χριστιανικούς χρόνους, ζωηραί άντεγκλήσεις έπί τοΰ
δογματικού τούτου ζητήματος, διότι καί μεταξύ των βυζαν­
τινών ύπήρχον οί οπαδοί τού ουνιτικού συμβιβασμού τής
Ανατολής καί τής Δύσεως, καθωρίζετο ή μεταξύ τών έκφρά-
σεων «έκ τοΰ Υιού» καί «διά τοΰ Γίοΰ» διάκρισίς, έσταθμί-
ζετο ή «οικονομία» έν τοΐς ζητήμασι τής πίστεως κατά τήν
υπό τών Πατέρων ερμηνείαν τής άρχής ταύτης κτλ. Έν
γένει δ’ αί πρδς έ'νωσιν τών Εκκλησιών άπόπειραι έγίνοντο
άφορμή λεπτομερούς συζητήσεως έπί δογματικών, τελετουρ­
γικών καί κανονικών ζητημάτων, καί ήνάγκαζον τούς έπί τής
Τό Βυζάντιον φύλαξ -τ-ζς Όρθοίοξίας 405

ουνιτικής κινήσεως συζητητάς και τούς συγχρόνους αυτών να


ίίσδύωσιν είς τήν ουσίαν τών υπό συζήτησιν ζητημάτων κα'ι
ν’ άμύνωνται τής δρθοδόξου διδασκαλίας κατά τών άντιρρή-
αεων τών άντιφρονούντων.
Είς τήν πραγματικήν έκτίμησιν τών τοιούτων δογματικών
ιρίδων έπιχύνουσι φώς πολυάριθμα βυζαντινά φιλολογικά έργα
υπό τήν μορφήν διαλόγων μεταξύ ορθοδόξων καί λατίνων,
πραγματευόμενα ιδίως περί τοϋ Filioque. Έν σχέσει μάλιστα
προς τήν κατά τών λατίνων πολεμικήν έν Βυζαντίψ άνεφάνη
καί λαϊκή φιλολογία διαλογικοΰ έπ’ ίσης τύπου, του διαλόγου
διεξαγόμενου μεταξύ ορθοδόξου βυζαντινού καί Ρωμαίων «καλ-
δηναρίων». Εννοείται, οτι νικητής άνεδεικνύετο ό άντιπρό-
σωπος τής βυζαντινής άκριβείας τών δογμάτων. ’Άλλη κατη­
γορία μνημείων τής βυζαντινής πολεμικής φιλολογίας άπηυ-
■θυνετο κατά τών δυαδιστικών αιρέσεων, τών άνανεωθεισών έν
τή διδασκαλία τών Παυλικίανών, τών Εύχητών καί τών Βογο-
μίλων, καί
.
άλλη κατά τών ’Αρμενίων, τών Ιουδαίων καί τών

Μωαμεθανών. Μετέπειτα δ’ αί κατά τήν έποχήν τών Ινομνηνών
καί τών Παλαιολόγων θεολογικαί έριδες καί αύθις ώθησαν
τήν προσοχήν τής βυζαντινής κοινωνίας προς ζητήματα τής
Π

ορθοδόξου δογματικής ένεκα τών έμφανισθεισών συμπληρωμα­


Α.

τικών άντιρρήσεων κατά λεπτομερειών έν τή άκριβεΐ καί


αυστηρά αυτών έννοια.
"Οσον αφορά εις τήν άνεπτυγμένην βυζαντινήν κοινωνίαν?
καί αΰτη έτρεφεν άπαραδειγμάτιστον έν τή ιστορία προσοχήν
καί ένδιαφέρον προς τά θεολογικά προβλήματα. ’Αρκεί νά
λεχθή δτι έν τή γλώσση τών βυζαντινών τό είναι τινα μεμορ-
φωμένον έσήμαινε κατέχειν γνώσεις ιδία θεολογικάς, οπότε
καί άπεδίδετο εις αύτόν τό έπίθετον τού «σοφού». Καί έν
Βυζαντίω πρόσωπα λαϊκά κατεϊχον σπουδαίας θεολογικάς
γνώσεις, ζωηρώς ένδιεφέροντο περί θεολογικών πραγμάτων καί
καθωσίουν εαυτούς είς τήν σπουδήν τής θεολογικής έπιστήμης
καί φιλολογίας. Ή έν ταΐς μέσαις σχολαϊς καί τή μια άνω-
406 Ίωάννου Ι· Σοκολώφ

χάχΐΓ( τοΰ Βυζαντίου κρατούσα ατμόσφαιρα είσέδυε καί είς τό·


βασιλικόν άνάκτορον, είς τα κυβερνητικά σεκρέτα ή συμβούλια,
εις τα στρώματα τής απομάχου βυζαντινής άριστοκρατίας καί
είς δλην, δύναταί τις είπεΐν, την βυζαντινήν κοινωνίαν. Εντεύ­
θεν έν τή βυζαντινή θεολογική φιλολογία παρατηρεΐται φαινό-
μενον καταπληκτικόν: παραπλεύρως πρός τούς ίεράρχας τής
Έκκλτ^σίας, πρός τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς ίστανται—
ώς θεολόγοι συγγραφείς—αύτοκράτορες, υπουργοί, πολιτικοί
άξιωματοΰχοι διαφόρων βαθμών. "Εκαστος σχεδόν κοσμικός συγ-
γραφεύς εΐχεν ώς άντικείμενον ασχολίας, πλήν των άπό τής
φιλοσοφίας, τής νομικής, τής θύραθεν καθόλου φιλολογίας θεμά­
των, καί θεολογικά ζητήματα. Τοιοΰτο φαινόμενον προσιδίαζε
μόνον είς τό Βυζάντιον, ήτο δ’ άγνωστον έν τή συγχρόνω
δυτική φιλολογία.
Καί όντως. ’Ιδού είς αύτοκράτωρ ίεροκήρυξ Λέων ό Σο­
φός, πολλάκις διδάξας έν τψ ναφ κατά τάς λειτουργίας μετ'
.
έπιμελή προπαρασκευήν των λόγων αυτού, ένίοτε δέ καί έξ

ύπογυίου. ’Ιδού καί έ'τερος βασιλεύς-θεολόγος Μανουήλ Α'
δ Κομνηνός, είσδύσας είς πάσας τάς λεπτότητας των θεολο-
Π

γικών έρίδων περί τοΰ φθαρτού ή άφθάρτου τής Ευχαριστίας,


περί ένσαρκώσεως τού θεού Λόγου κλ. καί καταπλήξας
Α.

διάσημον σύγχρονον θεολόγον, τον μητροπολίτην Θεσσαλονί­


κης Ευστάθιον, διά την βαθύτητα των γνώσεων, την άκρί-
βειαν τών κρίσεων καί τήν δύναμιν τής διαλεκτικής. Άλλ'
ιδού καί έτερος βασιλεύς—ιεραπόστολος, ό ’Αλέξιος Α' Κο­
μνηνός, ό ημέρας καί νύκτας καταδαπανήσας πρός συνέτισιν
τών αιρετικών Βογομίλων καί Παυλικιανών. "Οτε δέ έν Κων-
σταντινουπόλει προήλθε μεγάλη συντάραξις ένεκα τοΰ «υπάτου
τών φιλοσόφων» Ίωάννου τού ’Ιταλού, οστις έδίδασκε περί προϋ-
πάρξεως καί αίωνιότητος τής ύλης, περί αιωνίων ιδεών καθ’
άς μορφοΰται ή ΰλη, περί προϋπάρξεως τών ψυχών καί μετεμ-
ψυχώσεως, περί αίωνιότητος τού κόσμου, περί τής γενικής
άποκαταστάσεως είς τήν πρωτογενή κατάστασιν, περί άναστά-
Τό Βυζάντιον φϋλαξ της Όρθοίοξίας 407

σεως μετά νέων πνευματικών σωμάτων, ορθολογιστικούς δ’


ήρμήνευε τά θαύματα καί τήν ένωσιν των φύσεων έν τφ
προσώπψ τοΰ ’Ιησού Χριστού, καί δεν άπένεμε τήν προοή-
κουσαν τιμήν είς τάς εικόνας,—ό αύτοκράτωρ 'Αλέξιος Κο-
μνηνός άνέθηκεν είς τον άδελφόν αύτοΰ, τον σεβαστοκράτορα
Ισαάκ, δπως γνωρίση τάς διδασκαλίας τοΰ 'Ιταλού* ό ’Ισαάκ ήν
εγκρατής έπαρκών θεολογικών καί φιλοσοφικών γνώσεων ϊνα
κριτικώς έκτιμήση τδ πολυσύνθετον σύστημα τού «ύπάτου τών
φιλοσόφων», ουτω δέ, αφού ήλεγξε τον ’Ιταλόν δημοσία, παρέ-
δωκεν έπειτα αυτόν τή Εκκλησία. Έξ άλλου, ή σύζυγος
τού αύτοκράτορος ’Αλεξίου Ειρήνη ήρέσκετο νά άναγινώσκη
τά έργα τών άγ. τής Εκκλησίας Πατέρων, ιδιαιτέραν δέ συμ­
πάθειαν έτρεφε προς τά μυστικά συγγράμματα τού άγ. Μα-
ξίμου τού έμολογητοΰ.
'Εν γένει είπεΐν, έν τή αύτοκρατορική τού Βυζαντίου
αυλή πάντοτε καί ανελλιπώς έτηρεΐτο ή παράδοσις τού με­
γάλου ένδιαφέροντος προς τήν
.
θεολογίαν καί τήν φιλοσο­

φίαν* οι αύτοκράτορες καί τά μέλη τών αύτοκρατορικών οι­
κογενειών ού μόνον έπροστάτευον τούς λογίους καί ίόρυον
Π

σχολάς, άλλά καί μετεϊχον τών θεολογικών συζητήσεων καί


ήσχολοΰντο περί τήν θεολογικήν φιλολογίαν (Κωνσταντίνος Ζ'
Α.

Πορφυρογέννητος, Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ’Ιωάννης Τ’' Καν-


τακουζηνός, Μανουήλ Β' Παλαιολόγος καί άλλοι). Καί ή
κοσμική δέ βυζαντινή κοινωνία τό παράδειγμα μιμουμένη τών
βασιλέων αύτής άνέδειξεν έκ τών κόλπων της πολλούς συγ­
γραφείς θεολόγους, οίοι π. χ. ο φιλόσοφος Θεωριανός (ιβ' αί.),
γνωστός διά τά κατά ’Αρμενίων πολεμικά αύτοΰ έργα, ό
’Ανδρόνικος Καματηρός (ιβ' αί.), ’Έπαρχος Κωνσταντινουπό­
λεως, συγγράψας σπουδαΐον πολεμικόν σύγγραμμα κατά τών
Λατίνων καί τών ’Αρμενίων «Ιερά οπλοθήκη», ό Νικήτας
Άκομινάτης, συντάξας τό δογματικο-πολεμικόν αυτού σύστημα
'‘θησαυρός ’Ορθοδοξίας», ό Θεόδωρος Δαφ'νοπάτης (ι' αί.),
408 Ίωάννου I. Σοκολώφ: Τό Βυζάντιον φϋλαξ τής Όρθοίοξίας

’Επαρχος της πρωτευούσης, γνωστός διά τάς δμιλητικάς καί’


άγιογραφικάς αδτοΰ συγγραφάς κλ.
Οΰτως δριστικώς έξεδηλώθη ή προσιδιάζουσα τψ Βυζαν-
τίψ άρχή τής τηρήσεως τής 'Ορθοδοξίας έφ’ δσον αΰτη άνε-
φέρετο είς τήν ακρίβειαν των δογμάτων τής Οικουμενικής
Εκκλησίας. Έν ώρισμένψ ίστορικψ περιβάλλοντι, διά τής
συμμετοχής πάντων των στρωμάτων τής έκκλησιαστικής κοινω­
νίας, έν τή ένδελεχεΐ προσοχή προς τήν ουσίαν τής Ορθοδο­
ξίας καί τή έπιμελεΐ, αυστηρά καί άδιαπτώτο) συγκεντρώσει
τής θεολογικής σκέψεως ή τοΰ αισθήματος τής πίστεως είς
τάς έπί μέρους άληθείας αΰτής κατά τάς συγχρόνους άπαιτή-
σεις καί τάς ζωτικάς άνάγκας,—υπό τάς συνθήκας ταύτας άδια-
λείπτως ένισχύετο ή ιδέα τής οικουμενικής Ορθοδοξίας έν τή
καθολική έκκλησιαστική συνειδήσει· ή έννοια αυτής Ολονέν
σαφέστερον καί βαθύτερον κατενοείτο, καθωρίζετο ή Οριστική
άλληλουχία τής άντιλήψεως τής ίδέας τής καθολικής Ορθοδο­
.
ξίας υπό τήν άρχαίαν έκκλησιαστικήν αυτής έννοιαν, ως απο­

τέλεσμα δ’ έπηκολούθει ή προ των διανοητικών Οφθαλμών τής
βυζαντινής κοινωνίας παράστασις τών δογματικών άληθειών
καθ’ δλην αυτών τήν ακρίβειαν καί τήν έκφραστικότητα τών
Π

υπό τών Οικουμενικών Συνόδων διατυπώσεων. Οΰτως ή καθο­


Α.

λική Ορθοδοξία ένοεΐτο ως γνήσιος Χριστιανισμός έν τή πρωταρ­


χική αύτοΰ καθαρότητι καί τή άσινεΐ όλότητι, κατηύγαζε δ’ έν
δλω τώ όρθοδόξφ Βυζαντίω ώς πίστις άποστολική, ως πίστις
τών αγίων Πατέρων, ώς ή μοναδικώς Ορθόδοξος πίστις, ή οτζ'
ρεώσασα πάσαν τήν Οικουμένην*.

*) Έπεται τό τέλος.
ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΤ ΣΓΜΗΣ*
ΥΠΟ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΤΣ ΧΑΒΙΑΡΑ

§ 5.
Ή δέ Σύμη, ώς ή Χάλκη καί ή Τήλο?, πρότερον διετέλεσεν ά> ε-
ξάρτητος κατά τους αρχαίους χρόνους· είτα ύπέκειτο εις την Δωρικήν
Έξάπολιν, κατόπιν δέ εις την πολιτείαν ήτοι δημοκρατίαν τών Ρο­
δίων άπ’ ευθείας, ώς τέως έπιστεύετο’ δθεν, άφοϋ καί εφεξής ήκολού-
θησε δήθεν πάντη άπαρεγκλίτως τάς τυχας τής μεγαλονήσου εϊτ’ οΰν
τής Μητροπόλεως αυτής, ήγετό τις, έπιπολαίως ή εν σπουδή σκεπτό-
μενος, να εΐπη, δτι φυσικώ τώ λόγω καί έκκλησιαστικώς ανέκαθεν άπε-
τέλει μέρος αυτής άπ’ ευθείας τής Μητροπόλεως Ρόδου, καθόσον μά­
λιστα, ώς κάμοί δοκεΐ, ουδ’ ήτο δυνατόν μόνη ν’ άποτελέση ίδιαν
επισκοπήν, ή μέρος ίηιακοπής νησιωτικής. Άλλ' όμως ούχ ούτως
έχει τό πράγμα. Φρονώ δέ δτι εις άρχαιοτέρους χρόνους, καί δή από
τών πρώτων alc/mov τοΰ χριστιανισμού μέχρι που τοΰ ΙΔ' ή τοΰ ΙΕ'
αϊώνος ή Σύμη μόνη έκ τών άλλων παρά την Ρόδον νήσων ύπή-
γετο εΐς επισκοπήν επί τής Καρίας καί βεβαίως εις τήν τής Τραχείας.
.
Εϊς τήν εικασίαν ταύτην ήχθην έκ τής γνώμης, ήν ειχον εσχημα-

τισμένην δτι ή Σύμη κατά τούς αρχαίους χρόνους καί κατά τούς ρω­
μαϊκούς καί κατά τούς βυζαντιακούς δέν ύπήγετο αμέσως καί άπ’ ευ­
θείας είς τήν Ρόδον, άλλ’ εΐς τήν Περαίαν τών Ροδίων. Τήν γνώμην
Π

ταύτην ειχον μορφώσας καί έξ άλλων λόγων, ούς περιττόν νά εκθέσω·


ώδε, άλλά καί έξ έπιγραφής έκ Φύσκου, άναγραφούσης «'Αγεμύνα
Α.

επί ’Απείρου καί Φύσκου καί Χερσονάσου καί Σύμας»18.


Έβεβαίωσαν δέ τήν γνώμην μου ταύτην άλλαι έπιγραφαί, ας οΐ
εμοί υιοί άνεΰρον έν Θυσσανοϋντι τής Περαίας, άναγράφουσαι ήγε-

* Συνέχεια έκ σελ. 362 καί τέλος.


1β) ”Ορα «Bulletin de Corresp. Hell.» τοΰ 1894 σελ. 395.
410 Δ. Χαβ'αρά

μόνας καί ατρατηγούς επί Χερσονήσου καί Σύμης ,IJ καί βεβαιοϋ-
σαι δη ή Σύμη καί επί τών ρωμαϊκών χρόνων δπήγετο εις την Πε-
ραίαν τών Ροδίων καί ούχί απ’ ευθείας εις την Ρόδον.
Άφοϋ λοιπόν ή Σύμη πολιτικώς ύπήγετο εις την διοίκησιν τής
ροδιακής Χερσονήσου, ήτοι τοϋ μέρους τής Ηπείρου, δπερ άπετέλει
κτήσιν της Πολιτείας τών Ροδίων, καί άφοϋ επί τών Βυζαντινών δυο
έπισκοπαί επί τής Καρίας ύπήγοντο εις τήν Μητρόπολιν τής Ρόδου,
ουδόλως άπορον, ή μάλλον εύείκαστον αποβαίνει δτι ή Σύμη έκκλη-
σιαστικώς ΰπέκειτο ούχί εις τήν Μητρόπολιν τής Ρόδου, άλλ’ εις τήν
πλησιεστέραν επισκοπήν επί τής Καρίας καί δη, ως έφθην είπών, εις
τήν τής Τραχείας.
Άλλα τήν ε’ικασίαν μου ταυτην έκράτυνε καί άπέδειξεν αληθή
κατ’ εμέ Κώδιξ χαρτώος χειρόγραφος έκ σελίδων, έξ δεουσών, έξα-
κοσίων εΐς 4ον, δστις έγράφη εν έτει αψπθ' επί Μητροπολίτου Ρό­
δου Καλλινίκου, αξιώσει τοϋ Κλαυδιουπόλεως Νεοφύτου υπό τοϋ άνε-
ψιοϋ αΰτοϋ Δημητρίου Καρακοστίου, Συμαίων καί τούτου κάκείνουι
επιγράφεται δε «Διαταγαί Βασιλέων, Πατριαρχών καί άλλων θεοφόρων
άνδρών περί διαφόρων εκκλησιαστικών καί νομικών υποθέσεων, Ιρω-
ταποκρίσεις.... » κ.τ.λ.
.
Έν σελ. 75—86 τοϋ Κωδικός τούτου περιέχεται:

«'Η γεγονυϊα διατύπωσις παρά τοϋ Βασιλέως Δέοντος τοϋ σο-
φοϋ, όπως έχουσι τάξεως οί θρόνοι τών εκκλησιών τών υποκειμέ­
νων τώ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».
Π

Παρενείρονται έν τή σειρά καί έν ταΐς ώαις σημειώσεις τινές


περί προαγωγής έπισκοπών εις Μητροπόλεις' αί δ’ έπισκοπαί Ρόδου
Α.

αναγράφονται ώς εξής :
«ΛΘ°ς τώ Ρόδου τών Κυκλάδων νήσων, αλ ό Σάμου, β'. 6
Χίου. γ'. ό Κώ. δ', ό Ναξίας. ε'. ό Θηρασών. ς-'. ό Πάρου, ζ'. δ
Τήνου, η', ό Μήλου, θ', ό Πισσύνης. ιλ ό ’Ικαρίας. ια'. ό Λέρνης.
ιβ'. ό Στυπαλίας.
Σύμης.
ιγ'. ό Τραχείας, ιδ'. ό Νησούρων.
Σχόλιον. Ή Πάρος καί ή Νάξος ήνώθησαν καί γεγόνασι Μη-
τρόπολις, μηνί Μαΐφ, έπινεμήσεως ς·', έν έτει ,ςτρ^αν».
Ή σημείωσις διά κινναβάρεως τοϋ ονόματος «Σύμης* άνωθι

,β) Όρα « Περαίας τής Ροδίων έπιγραφάς (συνέχειανΙ ύπό Νικήτα καί Μι­
χαήλ Δ. Χαβιαρα, έν «’Αρχαιολογική Εφημερίδα τής έν ΆΘήναις Αρχαιο­
λογικής 'Εταιρείας, 11)11, σελ. 61—63.
Μελέται περί τη; νήτου Σύμης 411

τοΰ τής «Τραχείας» ού μόνον βέβαιοί δτι εις προγενεστέρους χρό­


νους ή Σΰμη ύπήγετο εις την επισκοπήν Τραχείας, άλλα και δτι αυτή
τελευταίως περιωρίσθη εις μόνην την νήσον Σύμην.
Ό επί \|ηλφ δνόματι, ήτοι τιτουλάριος, Άρχιερεύς Κλαυδιουπό-
λεως Νεόφυτος, Λείος τοΰ άντιγράψαντος τον διαληφθέντα Κώδικα,
ήτο εύπαίδευτος, βοΐ]θός δε τοΰ τότε Μητροπολίτου Ρόδου Καλλινίκου'20.
Εύπαίδευτος επίσης ήτο ό ανεψιός του- έγνώριζον δε οΰτοι εξ ειδή­
σεων εν ταΐς Βιβλιοθήκαις καί τοΐς άρχείυις τής Σύμης και τής Μη-
τροπόλεως Ρόδου, έτι δέ καί εκ παραδόσεως, δτι ή Σύμη ύπήγετο
άλλοτε τω ’Επισκοπώ Τραχείας. Πέποιθα δέ δτι πράγματι δεν προσε-
τέθη είκή ουδέ άβασίμως ή περί ής ό λόγος σημείωσις ήτοι έπεξήγησις.
Είχε δέ τωόντι άλλοτε ή Σύμη μετά τής χριστιανικής Τραχείας μάλ­
λον στενοτέρας σχέσεις ή μετά τής Ρόδου. Κεΐται άλλως τε πολλώ
πληπιέστερον πρός την Τραχεϊ.αν ή προς την Ρόδον. Συμαϊκός δέ
καλείται ό κόλπος, δστις από Δυσμών εΐσχωριΐ εις την Ροδίαν Χερ­
σόνησον καί προ τοΰ οποίου κεΐται ή Σύμη. 'Αλλά καί αποικία Συ-
μαίων είναι τό μόνον διατηρηίίέν επί τής Τραχείας καί απέναντι
ακριβώς τής Σύμης μικρόν χριστιανικόν χωρίον Καράμακκα, άπέχον
ιών αρχαίων Λωρΰμων μόλις μιάς ώρας δρόμον, ζωηρόν δέ τυγχάνον
.
τεκμήριον τών ανέκαθεν μεταξύ Σύμης καί Τραχείας σχέσεων. Τό δέ

μεταξύ τής Χερσονήσου καί τής Σύμης δίαρμα μόλις είναι τεσσάρων
μιλίων.
Άποδειχθέντος, ως ελπίζω, δτι ή Σύμη κατά τούς προγενεστέρους
Π

χρόνους ύπήγετο εις την ’Επισκοπήν Τραχείας, μένει νά έξετάσωμεν


εί ή Σύμη έγένετό ποτέ ’Εξαρχία ή έδρα Επισκόπου καί πότε ύπήχθη
Α.

άπ’ ευθείας τή Μητροπόλει Ρόδου.

§ 6.
Καί Εξαρχία μέν εΐποτε έχρημάτισεν ή Σΰμη, ούτε εκ παραδό­
σεως έ'χω μαθών, ού'τε πληροφορίαν περί τούτου άπήντησά που. Δέν
αποκλείεται δμως, ως φρονώ, καί ή ύπόθεσις διι εχρη μάτισε ποτέ
Εξαρχία ή Σΰμη, έ'νεκα εξαιρετικών περιστάσεων, εις ας κατά και­
ρούς εύρέθη ή τε Σΰμη καί ή Μητρόπολις Ρόδου' εις τοιαΰτην δέ τινα
εικασίαν δίδουσιν αφορμήν ή τε εν Σΰμη σταυροπηγιακή Μονή Ρου-
κουνιώτου, περί ής διά τοΰτο αναφέρω εν τέλει τής παροΰσης πραγ­
ματείας, καί ή εν τή Άκροπόλει τής Σύμης Εκκλησία τής Παναγίας

20) "Ορα «Δημοα&. Χαβιο,ρα προσθήκαι καί διορΟόισεις εις καταλόγους


Τιτουλαρίων ’Επισκόπων» έν «'Εκκλησιαστικής ’Αλήθειας» έτους ΚΖ’ σελ. 759.
412 Δ. Χαβιαρά

ώς τε Μονή καί ώς μετόχων σταυροπήγιον άλλα την περί τούτου


ερευνάν αναβάλλω ές άλλοτε- πιστεύω δε δτι ηάντ’ άνακαΧύπτων
έ'αϋ'' ό χρόνος.

§ 7·
Επίσης ούδεμίαν μέν ρητήν εϊδησιν έ'χω περί τοϋ άν ή Σύμη
εχρημάτισέ ποτέ έδρα Επισκοπής, οΰτε όνομα ’Επισκόπου Σύμης μοί
είνε γνωστόν. Άπήντησα όμως σημείωσιν επί χειρογράφου Κωδικός
μεμβρανίνου ΙΑ' ή ΙΒ' αίώνος, δηλοϋσαν ότι ό Κώδιξ εκείνος
«επράθη εξ εμοϋ Γρηγορίου Τερομονάχου Σύμης εκ των κερμάτων
τής Μητροπόλεως Σύμης τής Παναγίας καί άφιερώθη εν τφ πάν­
σεπτη) ναώ. . . διά άσπρα 200. ,αφήγ’. μήν Άνθεστηριών φθίνων»51,
Ύπό τον αυτόν δε χαρακτηρισμόν άπήντησα καί εις έγγραφα τοϋ
ΙΖ' αίώνος νά γίνηται λόγος περί τής ’Εκκλησίας τής Παναγίας,
ούχί όμως καί εφεξής. 'Υποθέτω άρα ότι δεν πρόκειται απλώς περί
διακρίσεως τής ’Εκκλησίας τής Παναγίας ώς δήθεν ΚαΦολικον,
άλλ’ ότι άπ’ εναντίου ύπαινίττεται ό τοιοϋτος χαρακτηρισμός ότι ή
διαληφθεΐσα ’Εκκλησία καί κατ’ ακολουθίαν ή Σύμη εχρημάτισέ
ποτέ πράγματι Μητρόπολις Επισκόπου ή Έξάρχου.
'
.
Φρονώ δηλαδή ότι πιθαναπατα ποό τοΰ ΙΔ' ή τοϋ ΙΕ' αίώνοςΓ

άφοΰ δηλαδή ήλαττοΰντο όλονέν οί χριστιανοί επί τής Τραχείας, οδς καί
επί τής λοιπής Χερσονήσου τών Ροδίων καί επί τής Κνιδίας καί
τών πλείστων μερών τής Καρίας, έγκαταλειπόμεναι δέ κατηρειποΰντο
Π

αί έκκλησίαι, κατελύετο άρα, ώς τόσαι άλλαι, καί ή ’Επισκοπή Τρα­


χείας- άλλ’ ό τελευταίος έν Λωρύμοις ’Επίσκοπος μετέφερε τήν έδραν
Α.

αΰτοϋ ήτοι Μητρόπολιν Ιπί τής Σύμης, τοΰ μόνου δηλαδή έναπο-
λειφθέντος άπροσβλ,ήτου καί άσφαλωΰς μέρους ήτοι τμήματος τής
’Επαρχίας Τραχείας, έχοντος τους κατοίκους άπαντας Χριστιανούς,
ΰπαγομένου δέ εις Χριστιανικόν Κράτος, τό τών Ιπποτών τής Ρό­
δου- εκ τής Σύμης δέ εδύνατο νά υποστήριξή πολ,υτρόπως καί τούς
επί τής Περαίας έναπολειφθέντας Χριστιανούς του. Εύνόητον όμως
ότι κατόπιν ή Σύμη, μή δυναμένη νά διατηρή ίδιον αυτής επίσκο­
πον, ή δι’ άλλους λόγους, προσηρτήθη εις τήν Ρόδον, άπέμεινε δε
είς τήν Έκκλ,ησίαν τής Παναγίας ή διιίκρισις αυτής ώς Μητροπο-
λε.ος, διατΐ|ρήσασα ίσως εκ τούτου διαφόρους άλλας προνομίας, ούχι

*■) Λεπτομερείς περιγραφαί τοϋ τε χειρογράφου τούτου ιός καί τών προ­
ηγουμένων (§ 1 καί 5) περιέχονται έν ίδίω «τών περί Σύμης μελετών μοιυ
κεφαλαίω υπό τήν επιγραφήν «Περί Βιβλιοθηκών έν Σύμη καί Ρόδφ».
Μελέται. περί τής νήσου Σύμης 413

δμως καί τον τής Μητροπόλεως, περί ού δεν άπήντησα νά γίνηται


μνεία έν έγγράφοις τών αιώνων ΙΖ', ΙΗ', καί ΙΘ'.

§ 8.
Εις τούς ύπό την Εκκλησίαν τής Παναγίας θολούς έφυλάσοοντσ
τά αρχεία τής νήσου. Είχε δ’ δμως ή Εκκλησία προ τοΰ ΙΗ' αίώνος
Ιδίαν σφραγίδα, ήτις την παριστα Μοναατήριον, δπερ άγνωστον πότε
έγένετο σταυροπήγιον, ήτοι μετόχιον τής σταυροπηγιακής Μονής-
Ρουκουνιώτου'2-- άπορον δμως πώς ήτο συνάμα καί Μητρόπολις καί
δή ένοριακή Εκκλησία' δθεν καί πρώτη φέρεται ή ενορία αυτής εν
τοΐς σωξομένοις από τοΰ 1712 καταλόγοις τών φορολογούμενων πο­
λιτών.
Ή εκκλησία τής Παναγίας είχε καί διετήρησεν επακριβώς τό
προνόμιον μέχρι περίπου τών μέσων τοΰ ΙΘ' αίώνος, καί)’ ο ανεξαι­
ρέτως καθ’ δλας τάς ή μέρας τοΰ χρόνου καί διά πάσας έν γένει τάς
ίεράς ακολουθίας τά σήμαντρα καί ό κώδων αυτής έ'δει νά σημαίνωσι
πρώτοι, κατόπιν δε οί τών άλλων Εκκλησιών κατά τάξιν ώς εξής: οί
τής αγίας Τριάδος, τοΰ Σταυρού, ιής Χαριτωμένης καί τών λοιπών
άγιων, έφ’ ών τώ όνόματι τιμώμενοι ύπήρχον ένοριακαί έκκλησίαι
.
έν τή πόλει Σύμης.

Έν Σύμη έ’τι ανέκαθεν μέχρις ι'περμεσούντος τοΰ παρελθόντος
αίώνος διετηρεΐτο απαράβατος τάξις, καθ’ ήν ε'δει ΐνα κατά μεν τά?
καϋ·ημερινάς σημαίνωσι μόνον τά σήμαντρα, δπαις έλέγοντο κοινώς,
Π

κατά δέ τάς Κυριακάς από τοΰ Ισπερινοϋ τοΰ σαββάτου καί τάς
έορτάς από τοΰ εσπερινού τής παραμονής οί κώδαννες. Καί ήτο ή
Α.

τοιαύτη τάξις λίαν διακριτική τών ημερών κάί άμα είχε τι τό συγ-
κινοϋν. Κώδωνας δέ κατά προνόμιον από άρχαιοτάτων χρόνων είχον
πάσαι αί Έκκλησίαι καί Μοναί τής Σύμης· ό δέ τής Μεγάλης Πανα­
γίας, μοναδικής ’ίσως γλυκύτητος ήχους έκβάλλων, φέρει χρονολογίαν
MDCCXXV' έκ τούτου καί παροιμία: «καμπάνα τής Παναγίας»,
έπί έξαιρέτων πραγμάτων καί προσώπων, λεγομένη καί ώς έπωδός
βαυκαληματος· ό δ’ έξόχως γλυκύς αυτού ήχος κατά την παράδοσιν
προέρχεται δήθεν έκ πολλών χρυσών φλωρίων, άτινα άνεμίγησαν έν
τώ κράματι αυτού καί άτινα έχορήγησαν οί παραγγείλαντες έν Βενετία
την κατασκευήν αυτού Συμαϊοι πλοίαρχοι καί πραγματευταί. Τά δέ
σήμαντρα άπετέλουν πλ,ατέα τεμάχια χαλκού, άτινα, άνηρτημένα εις22

22) Παράβ. Δημοοϋ·. Χαβιαρά «Μελέται περί τής νήσου Σύμης Α'.» έν'
«Βυζαντινοϊς Χρονικοΐς», τόμ. XII, 1905 § 3 καί εφεξής.
414 Δ. ΧαβιαρΑ

θέσεις καταλλήλους, έκρούοντο διά δυο σφυριών κα'ι δι’ άμφοιέρων


τών χειρών άμοιβαδόν. Και των επισήμων δε γόμων αί τελεταί έγί·
νοντο εν τή ’Εκκλησία τής Μεγάλης Παναγίας· έκ τούτου δε ύπήρχον
και παροιμιώδης ευχή καί παροιμιώδης διαφημιστική φράσις.
Έν τή Εκκλησία τής Παναγίας σώζεται αρχαία βυζαντιακή
είκών τής δευτέρας παρονσίας, διατηρούμενη εν αρκετά καλή κατα-
εττάσει, λίαν δε αξιόλογος διά τε τήν τέχνην καί τό πλήθος τών
προσώπων καί έν γένει διά \άς λεπτομέρειας τής παραστάσεως.

§ 9.
Ή Σύμη ύπήχ&η άπ’ ευθείας υπό τον Μητροπολίτην Ρόδου
ϊσως ήδη προ τοΰ ΙΕ' αίώνος. Πλείστας δ' δσας μαρτυρίας άπήντησα
εις έπιγραφάς, χρονολογουμένας από τοΰ τέλους τοΰ Ιξ' αίώνος καί
εφεξής, άναφερομένας δέ εις ανοικοδομήσεις ναών, εις ανακαινίσεις,
ήτοι άνιστορήσεις τοιχογραφιών ναών, εις ίεράς εικόνας κ.τ.λ., έξ ών ή
νήσος φαίνεται ύποκειμένη εις την Μητρόπολιν Ρόδου.
Κατά τό διάστημα τοΰτο ο εν Σύμη διαρκής αντιπρόσωπος τοΰ
.

Μητροπολίτου υπογράφει εις πάντα τά έγγραφα καί καλείται: «ό
τοΰ άγιου Ρόδου επίτροπος (δείνα)».
Ή το ούτος άπαραιτήτως ιερωμένος καί μάλιστα ως επί τό πλεΐ"
Π

στον ίερεύς έγγαμος. Ύπήρχον όμως κατά καιρούς καί ’Αρχιερείς Συ-
μαΐοι άντιπροσωπεύοντες έν Σύμη τον Μητροπολίτην Ρόδου. Τούτων
Α.

άλλοι μέν ήσαν Τιτουλάριοι Επίσκοποι, οί'τινες τό κατ’ άρχάς ήσαν


βοηθοί Μητροπολιτών τής Ρόδου, είια έφησυχάζοντες έν Σύμη άντε-
προσώπευον αυτούς23, άλλοι δέ ήσαν πριόην Μητροπολΐται, ώς ό
πρώην Κιοστεντηλίου . Γαβριήλ Συμαΐος, όν ευρίσκω διαμένοντα έν
Σύμη από τοΰ έτους 1769 έως τοΰ 1785, έν έγγράφω δέ τής 2 Αύ-
γούστου 1776 υπογράφει: «Επίτροπος 'Ρόδου Γαβριήλ καί πρώην
Κιοστεντηλίου».
Λίαν χαρακτηριστικόν καί διδακτικόν άμα μοί φαίνεται ότι Συ-
μαΐοι λαϊκοί, ούτε ήσαν αρχιερατικοί έπίτροποι, άλλ’ ούτε φαίνονται
τιτλοφορούμενοι δι’ έκκλησιαστικών όφφικίων, οΐα άλλαχοΰ αφειδώς
έπί χρήμασιν έχορηγοΰντο. Μόνον δέ ένα Συμαΐον γνωρίζω πρψικί-
ριον λαϊκόν.
Ιερωμένοι δέ άπαντώσι μόνον Οικονόμοι, Σακελλάριοι, Σκευο­
φύλακες, εις δέ τις καί Νομικός. Άρχιμανδρΐται δέ καί Πρωτοσύγ-
κελλοι καί Σύγκελλοι κατά τούς παρελθόντος αιώνας δλίγιστοι ή άκρι-*

*3) Παράβ. Προσθήκας Τιτουλαρίων ’Επισκόπων ένθα ανωτέρω (έν ίιποσημ.20).


Μελέτα1, περί τής νήοου Ζύμης 41 S'

βέστερον είπεΐν μοναδικοί διακρίνονται. Ουδέποτε εν Σύμη δυο ιερείς


έφερον τό αυτό δφφίκιον ένώ την σήμερον κατά πλειάδας παρατάσ­
σονται οι τιτλοφορούμενοι διά τοΰ αυτού όφφικίου.
Ό Μητροπολίτης Ρόδου κατά παν έτος ιυφειλεν αυτοπροσώπως,
η δι’ ε’ιδικοΰ αντιπροσώπου αύτοϋ νά έπισκεφθή την Σύμην, Χάλκην
Τήλον κα'ι Νίσυρον. Έν Σύμη εκτός τών τυχηρών έλάμβανε παρ’
εκάστης οικογένειας ολίγα ά'σττρα- τό εισόδημα δε τούτο έλέγετο αύ-
λογιά (=εΰλογία).

§ ίο.
Έν Σύμη υπάρχει αρχαία σταυροπηγιακή Μονή τού Ταξιάρχου
Μιχαήλ τοΰ Ρουκουνιώτου, έν σιγιλλίω τής οποίας (τού έτους Π12)
ορίζεται νά μή κατεξουσιάζωνται η τε Μονή καί τό μετόχιον αυτής
(ή εκκλησία τής Μεγάλης Παναγίας) υπό τοΰ τότε ή τών κατόπιν Μη­
τροπολιτών τής Ρόδου, «έχειν δε τούτους τό μνημόσννον αυτών μό­
νον καί την προσήκουσαν τιμήν καί δεξίωσιν καί ιούτοις μόνον
άρκεΐσθαι».
.
"Ετερον Μονύδριον έν Σύμη τού Ταξιάρχου Μιχαήλ καί τούτο,

έπιλεγόμενον δέ τοΰ Κοκκιμήδη, έγένετο σταυροπήγιον άρχομένου τού
ΙΗ' αίώνος, συναινούντος καί τού τότε Μητροπολίτου Ρόδου- είς δέ
τό σιγίλλιον αΰτοϋ τού έτους 1706 ρητώς άναφέρεται: «λαμβάνειν
Π

τον Μητροπολίτην Ρόδου κατ’ έτος. ...άνά δύο λίτρας κηρίου μόνον,
έχειν δέ καί τό μνημόαννον αύτοϋ καί οΰδέν πλέον».
Α.

’Άπορος άρα έμοιγε δοκεΐ 6 δρος τού μνημοσύνου τού Μητροπο­


λίτου Ρόδου, ήτοι πώς καί έν τίσι περιστάσεσι τούτο έγίνετο εΐς τά
σταυροπήγια ταϋτα. Καί τοΰ μεν Μονυδρίου τοΰ Κοκκιμήδη διαλυ-
θέντος, άγνωστον τί έν αΰτώ έγίνετο.Άλλ’ έν τή Μονή Ρουκουνιώτου
μέχρι σήμερον μόνον τοΰ Πατριάρχου τό όνομα μνημονεύεται.

’Ίσως φανήσονταί τισι δλως περιττά τινα εκ τών δσα Ιν τοΐς


τελευταίου; παραγράφοις παρέθεσα- άλλ’ οΰχ ήττον καί ταΰτα έκρινα
αναγκαία, καθό αμέσως σχετιζόμενα προς τήν παρούσαν μελέτην
περί τής Σύμης έν τή εκκλησιαστική διοικήσει.

Έγραφον έν Σύμη
έν έτει σωτηρίφ 1912φ.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΥΠΟ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ

Γ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Ή τοιαύτη κατάστασις ιών αρχαίων δημοσίων θεαμάτων


καί, είδικώτερον, των θεάτρων, ως μεγάλως έπηρεάζουσα τον
βίον τών τότε χριστιανών, επόμενον ήτο να έλκύση την προ­
σοχήν καί τής όλης Εκκλησίας, οΰτω δ’ αΰτη διά διαφόρων
αυτής συνοδικών αποφάσεων κατέκρινε τούς δημοσία έπαγγελ-
λομένους τα σκηνικά καί θυμελικά προ πάντων, καί έθέσπισε
σχετικάς κανονικάς διατάξεις.
Κατά τούς σχολιαστάς καί έρμηνευτάς τών ιερών κανό­
νων, οι «σκηνικοί» ή «μίμοι», ώς έκτρεπόμενοι έν τή σκηνή
εις έργα σπιλώδη καί ρυπαρά, έλογίζοντο άποτρόπαιοι1. * Είνε
άληθές δτι ύπήρχον καί σκηνικοί θεωρούμενοι έντιμοι κατά
.
τούς νόμους τής πολιτείας, ούτοι δ’ ήσαν οί ένώπιον βασιλέων

ύποκρινόμενοι ποτέ μέν στρατηγούς, ποτέ δε δούλους, ή έ'τερα
πράττοντες4, οίον μετά μουσικών οργάνων αδοντες έπιθαλαμίους
Π

φδάς3* πάντες όμως οί λοιποί, «οί διά πόρον εις αγώνα κα-
τιόντες καί οί διά φιλοτιμίαν επί σκηνής προίοντες»*, έθεω-
Α.

ροΰντο άτιμοι. Ούτοι έπεδείκνυον τά τής ύποκρίσεως καί μι-

*) Συνέχεια άπό σελ. 322.


ι) «Τούς σκηνικούς καί μίμους, τούς τά παίγνια πράττοντας, οί Πατέρες έν
τοϊς άποτροπαίοις έλογίζοντο (Ζωναράς). Ράλλη καί Ποτλή, Σύνταγμα τών
βείων καί Ιερών κανόνων, τόμ. Γ’, 469.
*) Ζωναράς, παρά Ράλλη καί Ποτλ^ [*] Γ', 414, 516.
3) Βαλσαμών, αύτ. 415, 598.
4) Ράλλη καί Ποτλή [<] Α', 322.
θέατρον καί ’Εκκλησία 417

μητικής αυτών κατά πανηγύρεις δήμων καί άλλας συνάξεις,


«εν τε δημοσίψ ή ίδιωτικψ τόπψ ή άγρψ, ένθα μέντοι οί άν­
θρωποι χύδην διά θέαν είσίασιν»η και διά τής ύποδύσεως
προσώπων δουλικών, ή στρατιωτικών, ή γυναικείων «καί τοΐς
έπί κόρρης ραπίσμασι καί ψοφήμασι» προύκάλουν «βρασμα-
τώδεις γέλωτας καί καγχασμούς» τών θεωμένων, καί έξεβάκ-
χευον τούς αφελέστερους καί άπροσεκτοτέρους, τάς ψυχάς
αυτών ώθούντες είς έκλυσιν καί χαυνότητα". Μή περιοριζό-
μενοι δμως είς τάς χυδαίας ταύτας άστειοπραξίας έξετρέποντο
καί είς άσεμνους μιμήσεις, είς ακολασίαν κινούσας, ούτω δέ
γελωτοποιός καί μίμος καί καθόλου πας σκηνικός έταυτίζοντο
έν τή αυτή έννοίφ τοϋ σκηνικού καί θυμελικοΰ, ως δηλοΰται
έκ τού εξής ποιήματος τού άγ. Άμφιλοχίου :

Μίσει θεάτρων, θηρίων, ίπποδρόμων


.
άσεμνον φδήν, δύσεριν κακών θεάν,

βίου ματαιότητα, ϋδραν ηδονών,
άνδρών άσελγών άπρεπη μαθήματα,
οίς ούδέν έστιν αισχρόν ή τό σωφρονείν'
Π

οί μεν γάρ αύτών αισχύνης ΰπηρέται


τέχνης έχουσι τό φρονεΐν ταίς ύβρεσι,
Α.

μίμοι γελοίων κονδύλοις είθιομένοι


αιδώ τεμόντες τοί; ξυροϊς πρό τών τριχών,
άσελγές αΐαχρότητος έργαστήριον,
οίς πάντα πάσχειν καί παθεϊν ά μή θέμις
έν ταίς απάντων δψεσι τέχνης μέρος7.

Εν γένει ή τε άπο σκηνής παρουσία καί ή καθόλου έν


τφ βίω δίαιτα τών θυμελικών ήσαν άπό χριστιανικής έπόψεως
τά μάλιστα άξιοκατάκριτοι, άποτελοϋσαι δημόσιον διά την
ηθικήν σκάνδαλον. Οι μίμοι τά εις ύμνον τού Διονύσου τελοΰν-
τες έπί τής σκηνής όργια παρά Σατύρων καί Βακχών8 έγυ-

δ) Αύτ. καί σ, 597.


β) Ράλλη καί Π,οτλη Γ , 414—415, 518. Β\ 425.
’) Έπιστ. πρός Σέλευκον (έκδ. Corabef. 1644, παρά Κ. Σά&α Ιστορικόν
Δοκίμιον περί τοΰ θεάτρου κλ. σ. τμδ).
') Ράλλη καί ΠοτΧ·ή Β”, 451.
418 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ναίκιζον διά θηλυπρεπούς διασκευής, εύθετίσεως καί βαφής


τής κόμης καί τοΰ πώγωνος0. Έξ άλλου εις έμπαιγμόν του
κλήρου υπεδύοντο τό σχήμα των μοναχών καί των κληρικών,
φ καί ού μόνον ή
καί ή Πολιτεία σωματικάς ποινάς καί έξορίανΙ!.*)

*) 'Ιδού πώς περιγράφει δ Ζωναρας τούς τότε γυναικισμούς τούτου;:·Τί 8’ άν


γένοιτο περιεργότερόν τε καί περιττότερον κόσμημα, τού τάς τρίχας τη; κεφαλής
πλέκει’/, καί εύ διατιθέναι, καί διασκευάζειν, δέλεαρ αύτάς καί απάτην προτι-
θέντας ταΐς αστήρικτοι; πρός τήν πίατιν ψυχαΐς, κάντεΰΟεν πρός ακολασίαν
εύολίαθοις ; Οί μεν γάρ θείοι Πατέρες έκείνοι, τού δι' εμπλοκής εύθετίζειν καί
διασκευάζειν τάς κόμας έμνήσθησαν" οΰδέν γάρ έτερον τότε περί τήν κόμην τισίν,
ώς Ιοικε, περιείργαστο, οία νϋν τοϊ; τριχοβάπταις καί τριχοπλάσταις περιερ­
γάζεται, πάσαν σπουδήν ποιουμένοις κομάν, καί γυναικώδεις φέρειν βοστρύχους,
μέχρι ζωστήρος καθιεμένους, εϊ δυνατόν. Τούτο δέ ούκ έκ μόνου τού μή κείρειν
τής κόμης τό περιττόν σφισιν επιτηδεύεται, άλλα πρός τό μή σίδηρον άναβαίνειν
έπί τής κεφαλής αυτών, καί άπαν τό τήν κόμην τρέφειν αύτοϊς πεφυκός, καί-
βαθεΐαν ποιείν, περιείργασται. Πλάττονταί τε σφισιν αί κόμαι καλάμοις συνδού-
.
μεναι, ϊν’ αϋταίς ούλότης προσγένηται, καί βάπτονται δέ, ϊν’ είεν ςανθαί καί

χρυσίζουααι. Οί δέ καί ΰδατι τήν τρίχα τής κεφαλής ποιοϋντες διάβροχον, είλη-
θερεΐσθαι ταύτην έν ακμή θέρους ανέχονται, ϊν’ αύτοϊς τό μέλαν μεταβληθείη ιών
τριχών. Είσί δ' οι καί νόθους πλοκάμους περιτιθέασιν έαυτοίς, τήν εγγενή τε
Π

καί ξυμφυή ξυρώμενοι τρίχωσιν. Καί ή μέν κόμη νϋν ούτω τοϊς πλείοσιν εύθε-
τίζεταί τε καί διεσκεύασται’ άπαν δέ τουναντίον περί τόν πώγωνα διαπράττεται’
Α.

οίς μέν γάρ άρτι τό νεοτήσιον άνθος φύεται, ξυράται αύτίκα, ΐνα μή εις Τουλον
καταστή, αλλά λειότης αυτών έπιτρέπη ταΐς δψεσι, καί οίον είπεϊν, γυναικίζοιν-
τό τε καί μαλακίζοιντο·· Οϊς δέ προήκεν δ χρόνος κατά συστήματα σχεδόν ποιεί
τάς τρίχας τού πώγωνος φύεσθαι, Ϊνα μή τήν ύπήνην φέροιεν καθειμένην, ούτο-
άπέχονται μέν ξηρού, κεράμου δέ τι θραύσμα άνθραξιν έμπυρούμενον τή Οπήν η
προσφέρουσι, καί τοϋτφ τού πώγιυνος άπαν έκτεφρούσι τό αίωρούμενον' λείπουσι
8έ τοσοΰτον, ώς δοκεϊν άρτι τόν Τουλον φύεσθαι, καί τούς εις άνδρας ήδη τελέ-
σαντας νεανίσκοι; έοικε πρώτοι; ύπηνήταις» (Ράλλη καί Πατλτ} Β', 534-535).
Ούτως έβοστρΰχιζον τήν κόμην καί οί έπί Λονος τού Χρυσοστόμου φιλόκομοι:
«Οΰκοΰν έπήει μοι τούς φιλοκόμου; έπαινεΐν, οί φιλόκαλοι δντες καί τάς κόμας
περί πολλοΰ ποιούμενοι, έπιμελοΰνται ού ρφθύμως, άλλά καί κάλαμόν τινα Ιχουσιν
φεί έν αυτή τή κόμη, ω ςαίνουσιν αυτήν δταν σχολήν άγωσιν- καί τούτο δή το
χαλεπώτατον, χαμαί κοιμώμενοι φυλάττουσιν, όπως μηδέποτε άψωνται τής γηζι
ΰπερείδοντες ύπό τήν κεφαλήν μικρόν ξύλον, όπως άπέχη τής γής ώς πλείστον,
καί μάλλον φροντίζουσι τού καθαράν φέρειν τήν κόμην ή τού ήδέως καθεύδειν»
(παρά Σννεαίω κεφ. γ', έν Κ. Σάϋ-α [’] τιΤ4').
ι0) Κανών ξβ' τής Τ' Οίκουμ. Συν.
Μ) «Πάσιδέ καθάπαξ τοΤς έν κοσμικοί; άναστρεφομένοις—έλεγεν ή ρκγ
’Ιουστινιάνειος Νεαρά (κεφ. ξδ’)—καί μάλιστα τοϊς τά σκηνικά μετερχομένοις,
άνδράσι τε καί γυναιξί, καί μήν καί ταΤς προϊσταμέναις, απαγορεύομε·/ κεχρήσθα’-
θέατρον καί ’Εκκλησία 419

Έτι έπικινδυνώτεραι ήσαν άπδ τής σκηνής αί μιμάδες,


αίτινες έπ’ αυτής τδ μεν έμιμοϋντο καί άναπαρίστων «τάς όνό-
ματι των παρ’ Έλλησι ψευδώς δνομασθέντων θεών τελετάς...
κατά τι έθος παλαιόν καί άλλότριον τοΰ των χριστιανών βίου»,
τδ δέ ώρχοΰντο όρχήσεις άσεμνους «καί πολλήν λύμην καί
βλάβην έμποιεΐν δυναμένας»1'2, συλλήβδην δέ πάσαν μηχανήν
μετήρχοντο άκοσμίας. Κατά τδν Χρυσόστομον, αυται έμφανι-
ζόμεναι έν τή σκηνή έφθέγγοντο ρήματα διακεκλασμένα, ήδον
άσματα πορνικά, όπέγραφον τους δφθαλμούς, ένέτριβον διά
ψυμμιθίων τάς παρειάς, ένεδύοντο στολάς περιέργους, καί διά
τών χειρονομιών καί άλλων κινήσεων έπετηδεύοντο σχήματα
πολλήν ένέχοντα γοητείαν καί μαγγανείαν πολλήν άσκοΰντα'3.
«Τίς δέ δ πάταγος—λέγει ό αυτός άλλαχοΰ περιγράφων τήν
άπδ σκηνής έμφάνισιν τών θυμελικών άμφοτέρων τών φύλων —
.
τίς δέ καί ό θόρυβος καί αί σατανικάί κραυγαί, καί τά διαβο­

λικά σχήματα; Ό μέν γάρ όπισθεν έχει κόμην νέος ών καί
τήν φύσιν έκθηλύνων, καί τφ βλέμματι καί τφ σχήματι καί
Π

τοΐς ίματίοις καί πάσιν απλώς εις εικόνα κόρης απαλής έκβήναι
φιλονεικεΐ- άλλος δέ τις γεγηρακώς ύπεναντίας τούτψ τάς τρίχας
Α.

ξυρφ περιελών, καί έζωσμένος τάς πλευράς, προ τών τριχών


έκτέμνων τήν αιδώ, πρδς τδ ραπίζεσθαι έτοιμος έ'στηκε, πάντα
λέγειν καί ποιεΐν παρεσκευασμένος’ αί δέ γυναίκες γυμνή τή
κεφαλή άπηρυθριασμέναι πρδς δήμον έστήκασι διαλεγόμεναι,
τοσαύτην μελέτην άναισχυντίας ποιούμεναι, καί πάσαν ίταμότητα
καί άσέλγειαν είς τάς τών άκουόντων έγχέουσαι ψυχάς· καί

σχήματι μονάχου, ή άσκητρίας ή οίψδήποτε τρόπψ τούτο μιμεΐσθαι* έπιστα-


μένων πάντων τών τολμώντων ή χρήσασθαι τψ τοιούτψ σχήματι, ή μιμή-
σεσθαι, ή εμπαΐξαι εις οΐανδήποτε εκκλησιαστικήν κατάστασιν, οτι καί σωματικός
ύποστήσονται τιμωρίας, καί εξορία παραδοθήσονται* Ραλλη καί ΖΓοτλη [’] Β , 451*
Πρβλ. καί Α', 259: *ot μίμοι, καί αί πόρον έκ τοΰ σώματος δημοσίψ ποιουμεναι?
τψ σχήματι τών ιερών παρθένων μή κεχρήσθωσαν** καί: «μηδείς λαϊκός, καί
μάλιστα ot σκηνικοί καί αί πόρναι, κεχρήσθω ή μιμείσθω τό μοναχικόν σχήμα,
επεί καί σωματικώς τιμωρείται καί εξορίζεται*.
“) Ράλλη καί Ποτλή Β', 448 (καν. ξβ' τής <Γ ΟΙκ. Συν).
18) *0μιλ. περί Δαυίδ καί Σαούλ.—Ραλλη καί Ποτλτ} Γ , 425·
“ΈμηΧ, Φόοος „ τόμ._ ΙΔ τβνχ. Q -Qp (*1ονλιος·Σεπτεμβριος 1915) 27
420 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

μία σπουδή πάσαν έκ βάθρων άνασπάσαι την σωφροσύνην,


κατασχΰναι την φύσιν, έμπλήσαι τοΰ πονηρού δαίμονος την
επιθυμίαν και γάρ και ρήματα αισχρά αυτόθι, και σχήματα
καταγέλαστα, και κουρά τοιαύτη, και βάδισις όμοια, καί στολή
καί φωνή, καί μελών διάκλασις, καί οφθαλμών Ικστροφαί,
καί σύριγγες καί αυλοί καί δράματα, καί υποθέσεις, καί πάντα
απλώς τής έσχάτης άσελγείας άνάμεστα...»ιί. ’Αλλά καί ό
κοινωνικός τών μιμάδων βίος ήτο ανάλογος προς τον σκη­
νικόν, διά τοΰτο δ’ υπό τοΰ Χρυσοστόμου έχαρακτηρί-
ζοντο ως «έταιριζόμεναι». Πολυτελώς διά χρυσοΰ καί μαργα­
ριτών διακοσμούμεναι καί πολυτελείς ένδυόμεναι αμφιέσεις έπε-
δείκνυον δημοσία καί έπιτρίμματα, ύπογραφάς οφθαλμών, δια-
τεθρυμμένην βάδισιν, διακεκλασμένην φωνήν, δμμα υγρόν καί
πάσης πορνείας γάμον, περίεργον αναβολήν τοΰ φάρους τοΰ
.
χιτωνίσκου, ζώνην περιεργοτέραν, ύποδήματα άπηρτισμένα...

«Τί δέ—έρωτα άλλαχοΰ—δταν τό ύπόδημα έν τώ μέλανι
σφόδρα άποστίλβη δι' αύτοΰ, λήγον εις όξύ, καί τήν έν ταϊς
Π

ζωγραφίαις ευφυΐαν, ή μιμούμενον, ώστε μήτε τον ταρσόν άνέ-


χειν πολύ; τί δέ δταν τήν όψιν έπιτρίμμασι μέν καλλωπίζης,
Α.

άπονίπτης δέ μετά πολλής τής άκριβείας καί τής σχολής, καί


διατείνης μετά τοΰ μετώπου πολύ τής όψεως λευκότερον τό
κάλυμμα, είτα άνωθεν τό φάρος έπιτιθής, ώς αν τψ λευκώ τό
μέλαν έμπρέπη; τί αν τις εί'ποι περί τών δφθαλμών τάς μυρίας
έκείνας περιστροφάς; περί τής δέσεως τής νΰν μέν κρυπτόμε­
νης, νΰν δέ γυμνουμένης έν τή δέσει τής περιστηθίδος; καί γάρ
και τοΰτο γυμνοΰσι πολλάκις, ώστε τοΰ ζώματος τήν άκρίβειαν
φαίνεσθαι, τοΰ φάρους παντός περί τήν κεφαλήν περιαγομένου*
τάς δέ χεΐρας, καθάπερ οΐ τραγψδοί, ουτω μετά ακρίβειας
ένδιδύσκουσιν, ώστε νομίζειν πεφυκέναι μάλλον αύταΐς...»15.
Είς τάς οδούς αί πλουσιώτεραι τών μιμάδων ένεφανίζοντο έπο-
χούμεναι πολυτελών αμαξών συρόμενων δπό ίππων χρυσοφα-
,4) "Έκδ. Montfaucon τ. VII σ. 422—423.
“) Αύτ. X’, 590.
θέατρον καί ’Εκκλησία 421

^άρων, ακολουθούμενοι μέν ύπο άλλων μίμων καί δρχηστών,


εχουσαι δέ προτρέχοντας των αμαξών ίδιους οίκέτας εφίππους1®.
Ό αύτδς Χρυσόστομος σημειοΐ τήν ώς τα πολλά έκ ταπεινών
καί χυδαίων καταγωγήν τών σκηνικών16
17. *Έκ
* τής ’Ανθολογίας
των επιγραμμάτων, ών πολλά άναφέρονται είς τούς μίμους και
τάς μιμάδας τών βυζαντινών χρόνων, συνάγεται, δτι πολλαί τών
σκηνικών γυναικών έζων βίον άκολαστότατον καί κτηνώδη,
από σκηνής δέ παρίστων αναιδή καί βάναυσα θεάματα. Τοιαΰται
ήσαν, φέρ' είπεΐν, συν άλλαις, καί ή μετέπειτα σύζυγος τοϋ
Ιουστινιανού Θεοδώρα—αν πιστεύσωμεν τον Προκόπιον1*—, ή
άδελφή αυτής Κομητώ καί ή φίλη Χρυσόμαλλα)1’. Εντεύθεν
ή μιμάς κατέστη ταυτόσημος τή εταίροι καί το μιμάριον έσή-
μαινε τδ χαμαιτυπεΐον20. Ό Χρυσόστομος άναφέρει τούς μίμους
καί τάς μιμάδας μετά τών πορνών21. Διά τήν τοσαύτην άτί-
.
μωσιν τής θυμέλης έκαυτηρίαζον αυτήν καί αυτοί οί θιασώται

τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού22. Καί ύπήρχον μέν μεταξύ
τών μιμάδων καί σοβαρώτεραί τινες, τάς οποίας μάτην έπιμό-
Π

νως περιεκύκλουν καί άξιότιμοι έρασταί, ιδία δ’ οί τον δικηγόρον


μετερχόμενοι23, άλλ’ έν γένει ώς «άδιαφόρως ζώσαι καί άναιδώς
Α.

προσομιλοΰσαι τοϊς έντυγχάνουσιν, ουδέ πιστεύονται σωφρονεΐν»,


ώς λέγει ό Ζωναράς'2'1.

16) Αΰτ. XI, 609 καί άλλ. Μετά τοιαύτης πομπής φέρεται, παρελάαασα ή
διάσημος μιμάς Μαργαριτώ (-Πελαγία) κατά τήν διάρκειαν κηρύγματος τοϋ έπισκ.
'Εδέσσης Νόννου (τψ 43δ). ”Ιδε προηγ. κεφ.σ. 81—82;., 83.
”) «"Οτι ή μέν (σκηνική) πόρνη καί δ ήταιρηκώς μαγείρων τέκνα καί
σκυτοτόμων, πολλάκις δέ καί οίκετών» (αΰτ. VII, 675).
’*) «Οΰ γάρ αΰλήτρια, ουδέ ψάλτρια, οϋ μήν οΰβέ τά εις τήν ορχήστραν
αυτή ήσκητο, αλλά τήν ώραν τοΐς αεί περιπίπτουσιν άπεδίδοτο μόνον έκ παντός
έργαζομένη τοϋ σώματος» (III, 60, εκδ. Βόννης· πρβλ. Κ. Σάϋαν [’], τμη'—τνα').
*·) Αΰτ. σ. 104.
ao) Ίδίφ επί Λέοντος τοϋ Α' (474), ώς μαρτυρεί κυρίως τό Συναξάριον τοΰ 4γ.
Άνδρέου του διά Χριστόν σάλου (πρβλ. Κ. Σάϋ-αν [7] σ. ιβ'—ιγ', τύ-',).
*·) τ. IV', 133 καί πολλαχοΰ αλλαχού.
»«) Πρβλ. Κ. Σάϋ-αν [7] λδ2.
ί7) Αυτόθι σ. τνβ'—τνδ'.
**) Έρμ. εις τόν ιη' καν. τών ’Αποστόλων. Έκ τών λόγων τούτων τοδ
422 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Τήν χειριστήν ούτως έ'χουσα ιδέαν ή Εκκλησία περί των


μίμων και των καθόλου σκηνικών καί θυμελικών ως καί .περί
των υπ’ αυτών τε καί τών αύτοΐς όμοιων διοργανουμένων δη­
μοσίων θεαμάτων, αυτούς μέν έτήρει μακράν τοΰ ΐεροΰ αυτής
περιβόλου, άπροκαλύπτως δέ κατεδίκαζε πάντα τα θεάματα,
άποτρέπουσα δέ τούς πιστούς ή από τής μιμήσεως τών ύπό
τών υποκριτών διαπραττομένων ή άπό τής εις τα θεάματα
φοιτήσεως έπέβαλλε κατά τών παραβατών βαρείας ποινάς διά
διαφόρων συνοδικών κανόνων, προς τούς οποίους πολλάκις συνε-
μορφοΰντο καί οΕ πολιτικοί νόμοι.
Ό αρχαιότερος τών είς τούς μίμους άναφερομένων κανόνων
είνε δ τής έν Έλιβεράτω (Έλβίρα) συνόδου (306) ξβ°«. Κατ’
αύτόν, οί έκ τών μίμων θέλοντες νά προσέλθωσιν είς τόν
.

Ζωναρα άπορον πως δ Κ. Σάθας έξάγει τήν έννοιαν ότι «ή έν γένει κακή αυτών
(τών μιμάδων) ίφήμη οφείλεται είς το ευπροσήγορον καί προσηνές προς τούς γινώ-
ακοντας αύτάς, θέλων ν' απόδειξή δτι δέν άπήλαυον μέν καλής φήμής, ουδέποτε δ’
όμως περ·.ήλθον είς τοααΰτην άτίμωσιν, δποία περιγράφεται έν τψ Συναξαρίψ τοΰ
Π

άγ· Άνδρέου (τΓ,).—Χαρακτηριστικώτατον μνημειον ενάρετου έγγαμου βίου


πρώην διασήμου μ'.μάδος αποτελεί έπιστολή—πεπλασμένη όμως—τής σκηνικής Εϋ·
Α.

φρόνιον πρός τήν δμότεχνον Θελξινόην περί παλαιάς συναδέλφου Μελισσάριον,


μετά τόν γάμον της καταλιποϋσης τήν σκηνήν καθόλου : «Μελισσάριον τήν Άγλαΐ-
8ος, νή τήν “Ηραν, εΰμενέσιν όφθαλμοϊς, είπερ ποτέ, καί νυν οίδεν ή Τύχη' καί
τής σκηνής άπαλλαγεΐσα παγκάλλως έπί τό σεμνόν μετήλλαχε προσηγορίαν άμα
καί σχήμα- έγώ δε (αλλά φθόνος έκποδών εΐη τής έλευθερίας !) έγώ δ’οΰν τόν
πάντα δουλεύσω χρόνον άτόποις τε θεάτροις καί άγνώμοσιν έρασταϊς. Δότη μου­
σουργός ήν, ΰπό μητέρι πενιχρφ τά πρώτα πονήρως τρεφομένη" προϊοΰαα δέ
πασών γέγονεν εΰμουσοτέρα τών δμοτέχνων, καί θαρσαλέως έχρήτο τή τέχνη, άτε
λοιπόν θεάτρου μεστή γεγονυϊα. Πρότερον μέν γάρ, ώς είκός, έγελάτο, είτα λαμ-
πρώς έθαυμάζετο, τά δ’ οΰν τελευταία καί δεινώς έφθονεΐτο. Οϋπώποτε γάρ, κατά
μνήμην έμήν, έκβέβηκε τής σκηνής- κάκ τής τέχνης, οία φιλεΐ, κοσμηθεΐσα τήν
δψιν έδόκει βελτίων, καί τούς έραστάς είχε θερμότερους, είτα καί πλείους φίλο-
τιμότερόν τε χαριζομένους, διά κλέος τής έπιστήμης...’Εκπλήττομαι, νή τώ θεώ-
πώς άθρόως άπαντα μεταβέβληκεν ή γυνή- καί πάρεστι θαυμάζειν έκείνης βλέμμα
προσηνές, μέτριον ήθος, μειδίαμα σεμνόν, κόμην άφελώς ιτεπλοκισμένην, καλϋπτραν
άπ’ αυτής εΰ μάλα σεμνήν, βραχυλογίαν έν ήρεμαίφ φωνή. ΕΙδον καί άμφιβέας καί
περισκελίδας, ού τάς περιέργους έκείνας, ώ φίλη, άλλ’ έργον όντως έλευθερίφ
πρεπώδες- τοιοϋτον αυτή καί περιαυχένιον καί τόν άλλον κόσμον ΐδοι τις άν’
προϊοϋσάν τέ φασι νεΰειν τε κάτω καί τεταγμένα βαδίζειν" σχήμα δέ συμπρέπον
τή σωφροσύνη...» ('Δρισταινέτον έπιστολαί, έκδ. Boissona.de σ. 89-94, παρά JT.
2ά·Θ·α[Ί] τΓ,'—τζ').
Θίατρον και ’Εκκλησία 423

Χριστιανισμόν ώφειλον πρότερον νά καταλίπωσι τδ επάγγελμά


των καί νά ύποσχεθώσιν δτι δεν θά άσκήσωσιν αύτο πλέον,
επί ποινή άφορισμοΰ: «Si pantomimi credere voluerint, pla-
cuit,· ut prius actibus suis renuntient et tunc demum sus-
piciantur, ita ut ulterius non revertantur. Quod si facere
contra interdictum tentaverint, projiciantur ab ecclesiae»26.
Επ’ ίσης, κατά τον δ' κανόνα τής έν Άρελάτη Συνόδου, οί
των μονομαχικών άγώνων καί τών ιπποδρομιών ηνίοχοι Χρι­
στιανοί δντες καί τδ έργον τοΰτο άσκοΰντες άπείργονται τής θείας
Μεταλήψεως, ως καί οί ήθοποιοί (καν. ε')*6. Καίτοι δ’ έγίνοντο
δεκτοί είς τδν. Χριστιανισμόν οί άπδ τής σκηνής είς αύτδν προσ-
ερχόμενοι, έν τούτοις ή άποδοχή αυτών έγίνετο μετά τίνος δυσ­
κολίας, διά τε τδ δημοσίως σκανδαλώδες του έπαγγέλματός των
καί διότι δυσκόλως άπεβάλλετο δ παλαιδς πρδς τήν σκηνήν έρως,
.
τδν όποιον τινες ύπέθαλπον27. Διά τοΰτο ύπήρχον καί οι άρνου-

μενοι είς τους σκηνικούς αύτοΰς τής μετάνοιας τους καρπούς,
Π

*4) Hefele Consiliengeschichte, I1, 184.-Όμοιον πνεύμα διέπει καί τήν


άπάντηαιν του Κνπριανον πρός Εΰκράτιον (έπιατ. II). Ό ίεύτερος ήρώτησε τόν
Α.

πρώτον άν ηθοποιός μή ασκών μέν πλέον τό επάγγελμά του, άλλ’ έξακολουθών


εκπαιδευόμενος έν τή τέχνη του, δύναται νά παραμένη χριστιανός. Ό Κυπριανός
άπήντησεν άρνητικώς, διότι, κατ’ αυτόν, 8έν ύπάρχει διαφορά μεταξύ τών δύο
τούτων περιπτώσεων, άμφοτέρων έξ ίσου κακών. Πρβλ. καί παρά Κ. Ράλλιη,
Ποινικόν Δίκαιον τής Όρθοδ. ’Ανατολικής ’Εκκλησίας α. 40351.
ae) Hefele Ινθ’ άν. σ. 207.—Καί κατά τάς Άποστολικάς Διαταγάς (η'; 32):
«Τών έπί σκηνής έάν τις προσίη άνήρ ή γυνή, ή ήνίοχος, ή μοναχός, ή σταδιο-
δρόμος, ή λουδεμπιστής, ή όλυμπικός, ή χοραύλης, ή κιθαριστής ή 6 τήν όρ-
χησιν έπιδεικνύμενος, ή παυσάσθωσαν, ή άποβαλλέαθωσαν θεατρομανίφ εϊ τις
πρόσκειται, ή παυσάσθω, ή άποβαλλέσθω». Πρβλ. καί Ράλλη καί Ποτλή Δ, 400:
«λώταξ, ό έστι θυμελικάς...χρόνφ δοκιμαζέσθω καί παυσάμενος προσευχέαθω, εί δέ
μή, άποθαλλέσθω». ‘2ταδιοδρόμος..ή παυσάσθω ή άποβαλλέσθω».
!7) Codex theodosianus : de Scoenicis. «Canones sacerdotales continent
non baptizari meretricem» - είπεν ό έπίσκ. Νόννος πρός τήν ζητούσαν νά προσέλθη
είς τόν Χριστιανισμόν διάσημον μιμάδα Μαργαριτώ (Acta Sanctorum, October,
IV', 262, παρά Η. ·Σά$·α[7] θ,). — Έάν τις (τών μίμιον) έξ οίουδήποτε παιγνιώδους
επιτηδεύματος πρός τήν τού Χριστιανισμού χάριν έλθεΐν θελήσοι, καί έλεύθεοος άπ’
εκείνων τών σπιλάδων διαμεΐναι, μή εξόν εΐη τινί τόν τοιοΰτον πρός τά αϋτά
γυμνάσματα πάλιν προτρέπεσθαι, ή καταναγκάζειν» (ξγ' Καρθ.).
424 Γρηγορίου Παπαμιχκήλ

έφ’ φ καί έθέσπισεν ειδικόν κανόνα ή έν Καρθαγένη Σύνοδος'*21',.*20*


Ένεκα τοΰ άσυμβιβάστου πάντων των «θεωρίων» πρός
την κλήσιν τοΰ χριστιανού, οι κανόνες άπήτουν την μετάθεσιν
αύτών άπό των Κυριακών και των εορτών, καθ’ ας συνήθως
έτελοΰντο, εις άλλας ημέρας, συγχρόνως έπιμάλλοντες .την
άποχήν απ’ αύτών έν έορτίαις ήμέραις. Κατά τον ξα' κ. τής έν
Καρθ,, «τα θεωρία τών θεατρικών παιγνίων έν τή Κυριακή
καί έν ταΐς λοιπαΐς φαιδραΐς τής τών χριστιανών πίστεως ήμέ-
ραις κωλύονται- μάλιστα έν τή δγδοάδι τοΰ Πάσχα, οί όχλο&
μάλλον εις τό ίπποδρόμιον, ή περ εις τήν Εκκλησίαν συνέρ­
χονται, όφείλειν μετενεχθήναι τάς ώρισμένας αύτών ημέρας οτε
άπαντήσει, καί μη όφείλειν τινά τών χριστιανών προς τά
θεώρια ταΰτα άναγκάζεσθαι»29. Τοΰτο δέ, διότι, κατά τόν ξς·'
καν. τής έν Τρούλλψ Τ' Οίκ. Συνόδου, οί χριστιανοί ώφειλον
.
άπό τής ημέρας τής Άναστάσεως μέχρι τής καινής Κυριακής

«τήν δλην εβδομάδα έν ταΐς άγίαις έκκλησίαις σχολάζειν άπα-
ρασαλεύτως έν ψαλμοΐς καί ΰμνοις καί φδαΐς πνευματικαΐς»30.
Π

ΓΩς καί σήμερον, οΰτω καί έν τή άρχαιότητι, αί έορταί καί αί


ίεραί πανηγύρεις έγίνοντο άφορμαί προς διοργάνωσιν διαφόρων
Α.

θεαμάτων, τά όποια, σκανδαλίζοντα τούς χριστιανούς, συνέτεινον


είς τό νά παραμελώσιν ούτοι τά θρησκευτικά των καθήκοντα.
Άλλ’ έπί άπειλή ποινών βαρυτάτων οί κανόνες άπεΐρ-
γον τούς τε κληρικούς καί τούς λαϊκούς καθόλου τών θεαμά­
των. «Καθόλου απαγορεύει ή σύνοδος αΰτη (Τ' Οίκ. καν. νά)
τούς λεγομένους μίμους καί τά τούτων θέατρα, είτά γε μήν τά
τών κυνηγίων θεώρια, καί τάς έπί σκηνής ορχήσεις έπιτελεΐ-
σθαι. Εί δέ τις τοΰ παρόντος κανόνος καταφρονήσει, καί προ?

,8) μέ: «Τοΐς σκηνικοΐς, καί μίμο'.ς, καί τοΐς λοιποϊς τοιοιηοτρόπο'.ς προ·
οώποις, η άποστάταις, μετανοοδαι καί έπιστρέφουσι πρός τόν Θεόν, χάριν ή καταλ-
λαγήν μ ή άρνεϊοθα·.».
20) Πρ6λ. καί πη' καν. x-fjς 8’έν Καρθ. (399): «Qui die solemni, praeter-
misso solemni ecclesiae .conventu ad spectacula vadit, excommunicetur» (itapi
Κ. ΡάΧΧη [>s] a. 403).
,0) 01 παραβάται άπεστρατεΰοντο 4) έΒημεύοντο. ΡάΧΧη καί Ποτλή Α’, 140.
θέατρον καί 'Εκκλησία 425

τι των άπηγορευμένων τούτων έκδώ, εί μέν κληρικός είή κα-


θαιρείσθω, εί δέ λαϊκός, άφοριζέσθω». 'Γπο τά θεωρία τών
κυνηγίων ό κανών νοεί τάς καθόλου θηριομαχίας (μεταξύ αν­
θρώπων καί θηρίων ή καί μεταξύ μόνων θηρίων), αϊτινες συν-
είθιζον τούς θεατάς είς ωμότητα καί απανθρωπιάν11. Άλλ’ ένω
6 κανών ούτος επιβάλλει ποινάς είς τε τούς κληρικούς καί τούς
λαϊκούς παραβάτας, ό νδ' καν. της έν Λαοδικεία'12 καί ό κδ'
τής αυτής ‘Τ' Οίκ. Συνόδου11·1 άφορώσιν είς μόνους τούς κλη­
ρικούς, ό δε δεύτερος μάλιστα τούτων ούχί αμέσως την κα-
θαίρεσιν έπιβάλλει, προσυμβουλεύων την αποχήν. Την ένδεχο-
μένην έκ τής διαφοράς ταύτης ενστασιν λύει ό Βαλσαμών,
χωρίζων την «έ'στιν δτε» παρουσίαν κατά τά δημόσια θεάματα
άπο τής συστηματικής είς αύτά φοιτήσεως. «"Οθεν — λέγει —
οί μέν έφάπαξ καί μετά προσοχής άμαρτάνοντες, έπιφωνοΰνται
.
παύσασθαι, εί μη θέλουσι καθαιρεθήναι. Οί δέ καταχρώμενοι

τω κακφ, κληρικοί μέν όντες άπεντεΰθεν καθαιροΰνται, λαϊκοί
δέ, άφορίζονται»3ί. ’Αλλά καί μεταξύ των δύο τελευταίων κα­
Π

νόνων υπάρχει διαφορά. Διότι ό μέν πρώτος, απλώς παριστών


ώς άπρεπή τήν έν γάμοις παραμονήν τών κληρικών καί μετά
Α.

το είσελθεΐν τούς θυμελικούς, ούδεμίαν ποινήν έπιβάλλει είς


τούς άθετητάς, ένω ό δεύτερος (κδ' τής Φ) συμβουλεύει μέν31

31) Κατά τόν Ζωναραν, «έν ταΐς πόλεαι ταΐς μεγίσταις θηρία έτρέφοντο, λέ"
οντες καί άρκτοι, καί κατά τινας καιρούς έξήγοντο εις τά θέατρα- καί ποτέ μέν
ταύροις έμάχοντο, ποτέ 8έ άνθρώποις, αίχμαλώτοις τυχόν, ή κατακρίτοις, κα^
ήσαν ταύτα τοϊς θεωμένοις πρός ηδονήν ταϋτα ίέ απαγορεύει 6 κανών, ώς
ώμότητα κατηγοροϋντα τών θειυμένων, καί τάς έτέροιν συμφοράς χαρμονάς οικείας
λογιζομένων».
«"Οτι οΰ οεΐ ιερατικούς ή κληρικούς τινας θεωρίας Οεωρεΐν έν γάμοις?
ή δείπνοις, αλλά, πρό τού είσέρχεσθαι τούς θυμελικούς, έγείρεσθαι αυτούς καί
άναχωρεϊν».
Β3) «Μή έξέστω τινί τών έν ίερατικφ καταλεγομένων τάγματι, ή μοναχών,
έν ίπποΒρομίαις άνιέναι, ή θυμελικών παιγνίων άνέχεσθαι" άλλ’ εί καί τις κληρι­
κός κληθείη έν γάμψ, ήνίκα άν τά προς απάτην εϊσέλθοιεν παίγνια, έξαναστήτω,
καί παραυτίκα άναχωρείτω, ούτω τής τών Πατέρων ήμών προσταττούσης δι­
δασκαλίας. Εί 8έ τις έπί τούτψ άλφ, ή παυσάσθω, ή καθαιρείσθω».
Μ) Ράλλη καί Ποτλή Β', 426.
426 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

νά παύσωσιν ούτοι τούτο ποιοϋντες, μόνον δ’ είς τους έμμέ-


νοντας έπιβάλλει τήν της καθαφέσεως ποινήν.
Ή διαφορά αυτή των δύο κανόνων δεν διέφυγε τήν προ­
σοχήν κληρικών τινων τής εποχής εκείνης, φαίνεται δ’ οτι
καί έγένετο άφορμή συζητήσεων υπομιμνησκουσών τάς συγ­
χρόνους ήμΐν θεατρικάς έριδας. Γινομένων ποτέ έν Κωνσταν-
τινουπόλει ιπποδρομιών, ή ’Εκκλησία έκώλυσε πάντας τούς μο­
ναχούς καί καθόλου τούς ιερωμένους νά παραστώσιν είς αύτάς.
Ούτοι, έχοντες ύπ’ δψιν τούς προμνημονευθέντας δύο κανόνας,
άντέτασσον, δυσανασχετοΰντες διά τήν γενικότητα τοϋ μέτρου
τής Εκκλησίας, τά έξής κατά τής άπαγορεύσεως αύτής έπι-
χειρήματά: α) βεβαίως ή άπόλυτος άπύ τοΰ ιπποδρομίου άποχή
τοϋ κληρικού είνε έπαινετωτέρα τής είς αυτό φοιτήσεως, καθ’
οίον τρόπον καί ή παρθενία εινε άνωτέρα τοΰ γάμου· άλλ’
.

δπως ού κολάζεται δ γαμών, οΰτω συγγνώμης άξιος πρέπει νά
λογίζηται καί ό μή δυνάμενος ν’ άπόσχη πάσης τέρψεως,
καί, επομένως, έπισκεπτόμενος ούχί κατά παράχρησιν το ίπ-
Π

ποδρόμιον35, β) ό κανών ούτος (κδ') έχει ύπ’ δψιν ούχί τάς


Α.

σήμερον «κατ’ έπιτροπήν καί παρουσίαν βασιλικήν» τελουμέ­


νας Ιπποδρομίας, αλλά τάς «ποτέ γινομένας», δτε κατεξουσία-
ζεν ούχί ό βασιλεύς, άλλ’ οί δήμοι, καί, συνεπώς, συνέβαινον
έν τοΐς ίπποδρομικοΐς άγώσι πολλά στασιώδη καί άτοπα με­
ταξύ Βενέτων καί Πρασίνων, άγοντα είς έμφυλίους ταραχάς
καί πολέμους. Έπειτα δέ γ) κατά τούς καιρούς έκείνους —
έξηκολούθουν ίσχυριζόμενοι οι ένιστάμενοι κληρικοί— έγίνοντο
καί θηριομαχίαι καί άλλα αισχρά καί άπρεπή, ένεκα τών
οποίων ό να' κανών τής αύτής (Τ' Οίκ. Συνόδου άπηγόρευε τούς
μίμους καί τά θεάτρα καί τά τών κυνηγίων θεώρια καί τάς

3ο) «...τό μέν μή άπελθεϊν μοναχόν, ή κληρικόν εις ίπποδρόμιον, μηδέ ίδεϊν
θεωρίαν τήν δψιν έκθηλύνουσαν, μηδέ ρημάτων άκροάαααθαι καχαγοητευόντων τήν
άκοήν, επαινετόν εσχι καί πολλής ευχαριστίας δξιον’ ώσπερ καί τά παρθενεύειν,
καί τά λοιπά τά τόν άνθρωπον άγιάζοντα- εί δέ τις μή δυνάμενος παρθενεύειν
γαμήσει, οΰ κολαοθήσεται’ καί δ μή δυνάμενος παντός ένηδόνου άπέχεσθαι, εάν
άνέλθη είς ίπποδρόμιον, συγγνωσθήσεται» (Ράλλη καί Ποτλή Β', 357).
θέατρον καί 'Εκκλησία 427

Ιπί σκηνής ορχήσεις, άπειλήσας καθαίρεσιν και άφορισμόν.


Σήμερον δμως, «των ιπποδρομικών τελουμένων κατά παρου­
σίαν βασιλικήν, δίχα τοιούτου άποτροπαίου τινός, κακόν τι γί-
νεσθαι ούχ υποπτεύεται»· έάν δέ άδιακρίτως άπαγορευθή παν
ανεξαιρέτως θεώριον, έν τοιαύτη περιπτώσει κινδυνεύουσι νά
καταργηθώσι καί τά μετά κυναρίων λαγοκυνήγια, διά νά μή
ύποπέσωσι καί οί λαϊκοί εις άφορισμόν, άσχολούμενοι εις ιπ­
ποδρομίας καί θεωρίας καί κυνήγια. Τί λοιπόν έπρεπε νά γείνη,.
κατά τούς ούτως ένισταμένους κληρικούς; «Όφείλουσι τά τής
ιπποδρομίας καί τά των θεωριών καί τά τών κυνηγίων είς δύο
διαιρεϊσθαι: είς τά πάντη άποτρόπαια, είς ά μή μόνον κλη­
ρικοί, άλλ’ ουδέ λαϊκοί παραχωροΰνται άπέρχεσθαι, τψ φόβψ;
τοΰ άφορισμοϋ, καί είς τά έπιτετραμμένα, τά καί σήμερον ένερ-
γοΰντα, είς ά ού μόνον λαϊκοί, άλλά καί κληρικοί άπροκριμα-
.
τίστως άπελεύσονται». "Οτι δ’ ούχί πάντα τά θεάματα άπητ

γόρευσαν οί κανόνες, άλλά μόνον τά «κινδυνώδη καί αισχρά»,
καταφαίνεται έκ τής άπαγορεύσεως αυτών μόνον κατά τάς Κυ-
Π

ριακάς καί τάς έορτάς (ξα' Καρθ.), διότι, αν ή άπαγόρευσις πε-


ριελάμβανε πάσαν καθόλου ιπποδρομίαν καί θεωρίαν, οί Πα­
Α.

τέρες «έδυσώπησαν άν πάντα σχολάσαι», ένψ π. χ. καί ό άγ.


Ιωάννης Χρυσόστομος μόνον κατά τάς Κυριακάς άπέτρεπε τάς
ιπποδρομίας· δ) δέ, δεν θά ήσαν έν τοΐς Άναγνώσταις καί
«δημόται» (ήτοι μέλη τών Βενέτων καί τών Πρασίνων), εάν ή
Εκκλησία έθεώρει αξιοκατάκριτον την ιδιότητά των άφοϋ δ’
είς τούς Άναγνώστας-δημότας παρεχωρήθη το δικαίωμα «έν
ταΐς ίπποδρομίαις παραβάλλειν καί τοΰ δήμου κατάρχεοθαι»,
κατά τίνα λόγον «τοΐς λοιποΐς Άναγνώσταις καί Ηερωμένοις
απλώς τάς θύρας τής ιπποδρομίας άπέκλεισαν ;»3ί’
Ή συζήτησις αΰτη προύκλήθη έκ τής άπαγορεύσεως τής
• παρουσίας τών κληρικών είς τάς ιπποδρομίας κυρίως, διότι το
θέαμα τοϋτο ήτο οπωςδήποτε ήττον τών λοιπών έπικίνουνον.

,β) Αυτόθι σ. 357—360.


428 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Περί των μίμων δμως καί τών θυμελικών προκειμένου, οί ένι-


στάμενοι ούδεμίαν έποιοΰντο μεταξύ αυτών διάκρισιν καί διαίρε-
σιν, κατά τον Βαλσαμώνα, συντασσόμενον προς τήν γνώμην
τών «εύλαβεστέρων»37, άνεγνώριζον δ’ όχι τά τοιαΰτα θεωρία
ύπ’ άμφοτέρων τών προμνημονευθέντων κανόνων κολάζονται38.
Φαίνεται, έν τούτοις, δτι ή θεατρική αΰτη συζήτησις δεν πα-
ρήλθεν απαρατήρητος υπό τών αρμοδίων, ώς ό αυτός έπιπρο-.
στίθησι Βαλσαμών ϊνα καί οί έκ τών κληρικών φιλοθεάμονες
όπωςδήποτε ίκανοποιηθώσιν, έπενοήθησαν τά λεγάμενα «βασι­
λικά παίγνια», όποια ήσαν ό Κοντοπαίκτης, ο Μάρων, ό Άχιλ-
λεύς, ή ’Οκτώηχος καί άλλα «μή διάχυσιν καί γέλωτα άσε­
μνον έμποιοΰντα τοΐς βλέπουσιν», είς τά όποια ήδύναντο άκω-
λύτως καί κληρικοί νά παρίστανται39.
’Έκ τινων άλλων κανονικών διατάξεων έξάγεται, δτι καί
.
τέκνα ιερέων έξετέλουν ένίοτε θεώρια κοσμικά, καί κληρικοί

δέ τινες. καθ’ έορτάς τινας μεταμφιεζόμενοι κατά τινα παλαιάν
συνήθειαν έξετρέποντο είς άπρεπεϊς, κωμικάς προ πάντων, μι­
Π

μήσεις, πρδς πρόκλησιν γέλωτος. Τούτου ένεκα ό μέν ιε' καν.


τής έν Καρθαγένη Συνόδου άπηγόρευσεν είς τά τέκνα τών
Α.

ιερέων «θεώρια κοσμικά έκτελεΐν ή θεωρεΐν», ό δέ ξρ' τής


Οίκ. ώρισε «μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ένδιδύακεσθαι,
ή γυναίκα άνδράσιν αρμόδιον, άλλά μήτε προσωπεία κωμικά,
ή σατυρικά, ή τραγικά ύποδύεσθαι» επί απειλή καθαιρέσεως
μέν διά τούς κληρικούς, άφορισμοϋ δέ διά τούς λαϊκούς. Σχο-
λιάζων τον κανόνα τούτον ό Βαλσαμών λέγει σύν άλλοις καί

3') «Οί πλείους 3έ, καί μάλλον οί ευλαβέστεροι, οίς συντίθεμαι καί αυτό?,
οϋκ ήρέσθηααν επί τούτοις, είπόντες, άφείλειν τούς κανόνας πρός τό ψυ/ω-
φελέστερον έρμηνεύεαθαι, οΰ μήν πρός τά έκκεχυμένον καί αδιάφορου» (Αΰτ. σ. 360).
3β) Αΰτ. σ. 426,
8β) Αυτόθι. — ϋρβλ. καί Κ. Σά&α [’] σ. ρξε’.,. — Έν τοΐς διοργανωταΐς τών
βασιλικών τούτων παιγνίων δέν φαίνονται συγκαταλεγόμενοι καί οί γελωτοποιοί
των βυζαντινών βασιλέων, διότι αί χυδαΐαι αυτών αστειότητες δέν συνεβιβάζοντο
πρός τήν σεμνότητα (Πρβλ. Σπ. Π. Λάμπρον, Οί γελωτοποιοί τών βυζαντινών
«ΰτοκρατόρων, έν «Νέψ Έλληνομνήμονι» τ. Ζ' σ. 372—398).
θέατρον καί 'Εκκλησία 4291

τά εξής περίεργα, ώς προς τά ήθη τοϋ τότε κλήρου : «Αλλά


■καί τινες κληρικοί, κατά τινας έορτάς, προς διάφορα μετα­
σχηματίζονται προσωπεία’ και ποτέ μέν ξιφήρεις έν τώ μεσο-
νάιρ τής Εκκλησίας μετά στρατιωτικών αμφίων εισέρχονται,
ποτέ οέ καί ώς μοναχοί προοδεύουσιν, ή καί ώς ζώα τετρά­
ποδα. Έρωτήσας ούν, όπως ταϋτα παρεχωρήθησαν γίνεσθαι,.
οοδέν τι έτερον ήκουσα, άλλ’. ή έκ μακράς συνήθειας ταΰτα
τελεΐσθαι. Τοιαΰτα είσίν, ώς έμοί δοκεΐ, καί τά παρά τινων
δομεστικευόντων έν κλήρο) γινόμενα, τον αέρα τοΐς δακτύλοις
κατά ήνιόχους τυπτόντων, καί φύκη τοΐς γνάθοις δήθεν περι-
τιθεμένων, καί ύποκρινομένων έργα τινά γυναικεία, καί έτερα
άπρεπή, ϊνα πρός γέλωτα τούς βλέποντας μετακινήσωσι... Τά
μέντοι ποτέ γινόμενα άπρεπή παρά τών νοταρίων παιδοδιδα-
σκάλων κατά τήν έορτήν τών αγίων Νοταρίων, μετά προσω­
.
πείων σκηνικών διερχομένων τήν άγοράν, προ χρόνων τινών

κατηργήθησαν, καθ’ ορισμόν τοϋ άγιωτάτου έκείνου πατριάρ-·
χου κυροΰ Λουκά»40.
Π

Κατά πολύ θορυβωδέστερον, άπρεπέστερον καί άσεβέ-


στατα έωρτάζοντο έν τή Δύσει κατά τον Μεσαίωνα τά λεγά­
Α.

μενα «καρναβάλια» είς τόπον τών άρχαιοτέρων Σατουρναλίων


καί Λουπερκαλίων, καθ’ ών δριμύτατα κατεφέροντο οί δυτι­
κοί Πατέρες, οιον ό Τερτυλλιανός (De idol. 14), ό Μεδιολάνων
’Αμβρόσιος (De 'tempore λόγ. 215) κλ. Τά καρναβάλια αύ-
στηρώς υπό τής ’Εκκλησίας καταδικασθέντα άντικατεστάθη-
σαν δι’ άλλης εορτής, ής αί πομπαί έφερον χαρακτήρα σχε­
δόν καθαρώς έκκλησιαστικόν καί ήτις ήτο γνωστή υπό τήν
προσωνυμίαν «Festum stultorum s. fatuorum» («εορτή τών
μωρών»)11. Κατ’ αυτήν ήρετο πάσα διάκρισις μεταξύ τών κοι­
νωνικών τάξεων, έτελοϋντο υπό προσωπιδοφορούντων καί με-* 41

4ο) Ράλλη καί ΙΙοτλη Β', 451.


41) Καί έν Γερμανίά πρό της Μεταρρυθμισεως ή τελευταία ήμερα τών καρ-
ναβαλίων, ή επονομαζόμενη «Fastnacht», εκαλείτο «Narrenfest* ή «Narrenkirch'·
Weih* («έορτή τών μωρών*, «εκκλησιαστική χειροτονια τών μωρών»!)
430 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τημφιεσμένων χοροί άχαλινώτως μανιακοί, ήδοντο άσματα


άπρεπή, έξελέγετο δέ καί αρχηγός των μωρών, δν έτιτλοφό-
ρουν «έπίσκοπον» ή «πάπαν» ή «βασιλέα των μωρών», υπό
τήν ηγεσίαν τοϋ οποίου έτελεϊτο καί παρψδία της θείας λει­
τουργίας έν αύτοΤς τοΐς ναοΐς! Σώζονται καί ειδικά «τυπικά»
περιέχοντα τδ τελετουργικόν τών τελετών τούτων! Έν έκτων
■έπεισοδίων τών εορτών τούτων άπετέλει ή τελετή «festum
asinorum» («έορτή τών όνων»), καθ’ ήν είς άνάμνησιν τής
εις Αίγυπτον φυγής τοΰ Ίησοΰ ή τής είς Ιεροσόλυμα ένδο­
ξου εισόδου αύτοϋ, ή ωραιότερα τών παρθένων τής πόλεως
-κρατούσα έν ταΐς άγκάλαις βρέφος καί έπιβαίνουσα όνου, τή
συνοδείφ ίερέως καί μεγίστου πλήθους είσήρχετο είς τον ναόν
τοϋ άγ. Στεφάνου, ένθα προσεφέρετο τροφή είς τον όνον κα^·
ή έπωδός ήν «He, Sire
ήδετο ειδικός είς αύτόν ύμνος, ού
.
Ane, He!» Τής «εορτής τών μωρών» μετεΐχον έν τοΐς πρώ-

τοις ως κύρια πρόσωπα νεωκόροι, διάκονοι καί ιερείς. Τά πρα­
κτικά τής έν Βασιλεία Συνόδου (1435) μαρτυροΰσιν, ότι οί με-
Π

τέχοντες τής έορτής έφόρουν παπικάς καί βασιλικάς στολάς καί


διένεμον είς τον όχλον ευλογίας, ως έπίσκοποι· οί κληρικοί καί
Α.

οί ιερείς έκ τών τάξεων αύτών έξέλεγον τον «Επίσκοπον τών


μωρών» ή τον «Πάπαν τών μωρών», μετημφιεσμένοι δ είσ-
ήρχοντο είς τον ναόν, έχόρευον καί ήδον άσματα αισχρά.
Κατά τον ιδ' αί. ή έορτή φέρεται τελουμένη έν αύτψ τώ ναψ
τής «Notre Dame» τών Παρισίων ούτω: κατά τήν ημέραν
τής Περιτομής οί ιερείς καί οί κληρικοί μετημφιεσμένοι έτρε-
χον ποιοΰντες ποικίλους μορφασμούς καί μελών συστροφάς
άνά τάς οδούς τών Παρισίων, είτα δ’ έπιστρέφοντες είς τον
ναόν είσώρμων είς τό θυσιαστήριον καί έπεδίδοντο μετά τοϋ
όχλου είς παντοειδείς άσχημίας. Κατά τήν ήμέραν δέ τών
Φώτων, μετά πολλάς έν τώ μέσφ τοϋ ναοϋ τελετάς, ύμνους
καί τιμάς προς τον όνον, ή πομπή διηυθύνετο προς θέατρον
υπαίθριον προ τών πυλώνων τοϋ ναοϋ, ένώπιον δέ τοΰ όχλου
έκαστος άνελάμβανε νά ύποκριθή τι κατά βούλησιν, τινές δέ
θέατρον καί 'Εκκλησία 431

ένεφανίζοντο καί δλως γυμνοί, διά των άσεμνων αυτών κορδακι-


σμών προκαλοΰντες τους καγχασμούς των θεατών.
Κατά τών βεβηλώσεων τούτων τών θρησκευτικών τελε­
τών και τών ναών ύπ’ αυτών τών κληρικών πολλάκις ήγωνί-
σθησαν άπό τοΰ 633 (έν Τολέδφ σύνοδος) οι τε πάπαι, οι
έπίσκοποι καί αί σύνοδοι, αλλά μόλις έπέτυχόν τι κατά τον
ιζ' αί“ ^
Καί έπέτρεπε μέν ή ρωμαϊκή πολιτική νομοθεσία τάς θε-
ατρικάς παραστάσεις, ϊνα μή έκ τής άπαγορεύσεως αυτών ό
λαός καταστή σκυθρωπός41
43, *άλλ' οί σκηνικοί έξηκολούθουν νά
θεωρώνται άτιμοι (personae inhonestae)^io καί άπηγορεύετο ή
έμφάνισις αυτών είς τόπους σεμνούς, δεν έγίνοντο δέ δεκτοί έπί
δικαστηρίου ως κατήγοροι, έν ίση μοίρα λογιζόμενοι προς τούς
δούλους44, * *ούτε ως μάρτυρες, ούτε κληρονομικά δικαιώματα
.
είχον4\ Αι μιμάδες, παραλληλιζόμεναι προς τάς μαστρωπούς,

41) Πολλά; λεπτομέρειας περί τών καρναβαλίων τη; μεσαιωνικής Δύσεως,
τή; «έορτής τών Μωρών* καί τών κατ’ αυτά τελουμένων άπιθανωτάτων ασχη­
μιών δύναταί τις νά εΰρη έν τή πλούσια σχετική φιλολογία, έξ ής σημειούμεθα
Π

ενταύθα: Τ. Tillot, Memoires pour servir a 1 histoire de la fete des fous>


Lausanne 1741. Fabne, Der Karnaval, Koln 1853, Reisenberg-Diirings-
Α.

feld, Das festliche Jahr, Leipzig 1863. F. Fichtenberger, Encyclopedic des


sciences religieuses II a. 648.Όρθ. θεολογ. 'Εγκυκλ. Πετρούπ, 1907. τ. 9 σ. 7—16
κλ. Ιίερί τών προσωπιδοφορούντων κληρικών τής Δυτικής 'Εκκλησίας καί τών
επιβαλλόμενων αΰτοΐς ποινών ϊδε Κ. Ράλλη [!5] σ. 40434. Ή Ρωμ. Εκκλησία άπη-
γόρευε τά δημόσια θεάματα είς τούς κληρικούς, ώς καί τόν δανεισμόν Ιερατικών
στολών πρός χρησιμοποίησιν εις θεατρικά; παραστάσεις, πρός δέ καί τήν υπό ιε­
ρέων συντήρησιν μίμων καί γελωτοποιών (αυτόθι). "0 Κ. Ράλλης αναφέρει ώς
ίσχϋουσαν ετι έν τή Ρωμ. ’Εκκλησία τήν άπαγόρευσιν τής έπιακέψεως τών θεά­
τρων είς τούς κληρικούς, καίτοι ύπήρξαν έκ τών νεωτέρων οί (έν τή Δύσει) μή
θεωροΰντες ώς θανάσιμον άμάρτημα τήν άκρόασιν δραματικών έργων. Οΰτω π. χ.
δ Klein (έν «Allgem. Rundschau», Miinchen 1904 σ. 209 έξ.) φρονεί, ότι δέν
πρέπει ν’ άπαγορεύηται ή είς καλώς διευθυνόμενα θέατρα μετάόασις τών κληρικών
πρός άκρόασιν δραματικών έργων, ότι δ ίερεύς, ώς πνευματικός πατήρ, δέον νά
γινώσκχι τά σπουδαιότερα τών θεατρικών έργων, καί ότι διά τής φοιτήσεως αύ·
τοΰ είς ταΰτα θά ήδύνατο ν’ άσκηση έπίδρασιν έπί τής εκλογής των ([*5] σ. 405).
43) Νόμ. 2 θεοδοσ. Κώδ. 16,6 «... ne ex nimia harum restrictione tristitia
generetur» (παρά Κ. Ράλλη [2S] σ. 406).
44) Πρβλ. καν. ρκθ' Καρθαγ. (Ράλλη καί Ποτλή Γ', 596).
4ί) Θεοφίλου Άντικήνσωρος ’Ινστιτούτα II, 18, 1. Βασιλικοί Νόμοι 21, 6'
(παρά Κ, Σάϋ-α [7] η').
-432 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τας. πόρνος καί τάς μαχλάδας, ήσαν ύποχρεωμέναι νά φέρωσι


ψευδώνυμα αντί χριστιανικών ονομάτων46 καί ένδυμασίας λι-
τάς, αντί των πολυτελών θυμελικών «συρτών»'17 καί τών πολυ­
ποίκιλων καί χρυσοϋφάντων έσθήτων, προς διάκρισιν άπδ τών
εντίμων δεσποινών18. Διά τον αυτόν λόγον ή έν Τρούλλψ Σύν­
οδος απαγόρευσε δι’ ειδικού κανόνος εις τούς δικηγόρους την
θεατρικήν ύπόκρισιν10. * Έπ' ίσης ή συζυγία μετά μιμάδος
έθεσπίσθη ως κώλυμα προς ίερωσύνηνΓι''. Τπήρχον νόμοι άπα-
γορεύοντες την άνέγερσιν ανδριάντων εις τιμήν τών μίμων καί
τών ηνιόχων τών ιπποδρόμων. Άπηγόρευεν έπ’ ίσης ή Πολι­
τεία τήν έν τοΐς θεάτροις χρησιμοποίησιν παιδιών καί γυναι­
κών καλής διαγωγής καί ομολογουσών τήν Χριστιανικήν θρη­
σκείαν, εις δέ τούς έν έπικινδύνω νόσψ δεχθέντας τον Χριστι­
ανισμόν κωμψδούς δεν έπετρέπετο ή μετά τήν άνάρρωσιν άνά-
.
ληψις τοΰ προτέρου έπαγγέλματός των. Ό ’Ιουστινιανός άπε-

πειράθη νά κατάργηση επί τοΰ θείου του Ιουστίνου πάντα τά
έν τψ Κράτει θέατρα καί άπέσυρε τάς εϊς αυτά έπιχορηγήσεις
Π

τοΰ δημοσίου, άπηγόρευσε δ’ είδικώτερον τήν κωμωδίαν, υπό


τήν έπιρροήν όμως μετά ταΰτα τής έκ θυμελικών συζύγου
Α.

του Θεοδώρας παρέσχε πολλά δικαιώματα είς τάς θεατρικάς


γυναίκας51. Ό αύτοκρ. Αναστάσιος, ό κατ' έξοχήν άνιδρυτής
τοΰ θεάτρου έν Βυζαντίω, άπηγόρευσε τάς θεατρικάς παραστά­

48) Ίδε τοιαΰτα ψευδώνυμα μιμάδων παρά Κ. Σάϋ-q [7] έν σελ. θ';,.
47) Σύρμα ή ούριός εκαλείτο τό ένδυμα τών θυμελικών γυναικών, ές
αύτοΰ δέ, κατά Κ. Σά&αν ([7] ι'„), προήλθεν ή σημερινή λέξις συρμός, μόία
(mode).
4β) Πρβλ. Κ. Σά&αν ["] σ. t', ήβ'. Codex Theod.: de. Scoenicis.
49) «τό έπί θεάτρων άνάγεσθαι τούς διδασκόμενους τούς πολιτικούς νόμους»
(καν. οα').
*°) Άποστολ. ιη’ι «ό χήραν λαβών, ή έκβεβλημένην, ή έταίραν, ή οϊκέτην,
ή τών έπί σκηνής, οΰ δΰναται είναι έπίσκοπος, ή πρεσβϋτερος, ή διάκονος, ή
όλως τοΰ καταλόγου τοΰ ίερατικοΰ». Πρβλ. καί Κ. Ράλλη [!5] σ. 406.
Μ) Πρβλ. Κ. Σά&αν [7] τνε’—τνς’.—Chastel, Histoire de la destruction du
paganisme dans 1’Empire d’Orient σ. 211—212, 283—4 (παρά .4. Λέμπεδεφ
Έκκλησ.—ίατορ. πραγματεία', κλ. σ. 289—290).
θέατρον καί 'Εκκλησία 433

σεις, α'ίτινες έδίδοντο υπό νεανίσκων μετημφιεσμένων είς γυ­


ναίκας. Κανόνες καί νόμοι άπηγόρευον καί τα λοιπά αποτρό­
παια καί άνήθικα θεάματα καί τάς έορτάς, μέχρι τελείας
αυτών καταργήσεως καί παρακμής"2. Ή προστασία όμως, ή
οποία έν τοις μεταγενεστέροις βυζαντινοΐς χρόνοις παρεσχέθη
κατά καιρούς είς το δυσκόλως μέν, αλλά κατ’ ολίγον έξευ-
γενιζόμενον θεάτρον υπό των εύρυτέρας άντιλήψεως αύτο-
κρατόρων, μαρτυρεί ότι καί ή Εκκλησία δεν έβλεπε πλέον έν
αύτω τόσον γυμνάς καί επικινδύνους τάς παλαιοτέρας σκηνι-
κάς καί θυμελικάς ακοσμίας τών έν διαφόρους λιμέσι παλκο -
σενίκων, εί καί, ως έν τφ προηγουμένψ κεφαλαίο) έλέχθη,
δεν είνε δυνατόν νά γείνη λόγος σπουδαίος περί ύποστάσεως
έν Βυζαντίω συστηματικού σοβαρού θεάτρου, ύπό την άρ-
χαίαν ελληνικήν ή την άπό τής ’Αναγεννήσεως κρατήσασαν
.
έννοιαν.

Καί τοιαύτη μέν ήτο ή κανονική πράξις τής άρχαίας Εκ­
κλησίας έν σχέσει προς τά σκηνικά καθόλου καί τούς θε—
Π

ράποντας καί τάς θεραπαινίδας τής θυμέλης. Τίνα δέ σχέσιν


δύνανται οι κανόνες οΰτοι νά έχωσι προς τό σύγχρονον Θέα­
Α.

τρον καί τούς λειτουργούς τής θεατρικής Τέχνης καί άν ίσχύ-


ωσιν ούτοι σήμερον, θά καταστή δήλον μετά τον καθορισμόν
γενικώτερον μέν τής σχέσεως τής Αισθητικής προς τήν
Χριστιανικήν θρησκείαν, μερικώτερον δέ τής στάσεως τής ’Εκ­
κλησίας άπέναντι τού συγχρόνου Θεάτρου.
Είς τήν έξέτασιν τών θεμάτων τούτων προβαίνομεν έν τοίς
εφεξής.

Μ) Ουτω π. χ. ή έν Καρθ. Σύνοδος άπηγόρευσε τά Σομπόσια (καν. ξγ” πρβλ.


καί καν. με'). ’Επ’ ίσης καί ή έν Άγκυρά (ζ) καί ή έν Λαοδικεί^ι (νε'). Διά νά
παρακάμψη τάς συνοδικάς ποινάς δ λαός μετωνόμασεν αότά Άγάπας, αλλά καί
αύται δέν διέφυγον τό όμμα τής ’Εκκλησίας (πρβλ. Κ. Σά&αν [’] πβ'—πγ ). ’Επ’
ίσης άπηγορεύθησαν αΐ] Καλάνδαι, τά Βοτά, τά Βροομάλια κλ. (Καν. ξβ' τής έν
Τρούλλψ).
. 5Β) Πρβλ. καί Π. Ροδοχανάχην, τό Βυζαντινόν θέατρον, έν cΠινακοθήκη»
2επτ. 1915, σελ. 96.
Δ' ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Έκ τής ιστορικής καί κανονικής έξετάσεως του ζητήμα­


τος τής θέσεως τοϋ Θεάτρου έν τή άρχαία Εκκλησία συνά­
γεται άναντιρρήτως, δτι ή σύγχρονος ήμΐν θέσις τοΰ προβλή­
ματος δεν είνε δυνατδν να καλυφθή ύπδ τής άρχαίας έκκλη-
σιαστικής πράξεως, καθ’ δσον δεν ύφίστανται αί αύταί προς
τάς παλαιάς συνθήκας έν τφ χριστιανικφ βίω. Δεν δυνάμεθα
βεβαίως ν’ άρνηθώμεν, δτι έν πολλοΐς τδ σύγχρονον Θέατρον
έξυπηρετεΐ καί χθαμαλωτέρους σκοπούς διά σκηνικών έργων
άνηθίκων καί άπρεπων, τα μάλιστα φθειρόντων τα ήθη, άλλ'
ούδείς, έξ άλλου, δικαιούται να διισχυρισθή δτι τδ θέατρον κα­
θόλου φέρει χαρακτήρα καταλυτικδν τής χρηστοήθειας. Άπ
έναντίας, έφ' δσον, μετά την οριστικήν τοΰ Χριστιανισμού εμ­
πέδωσή, δ έθνισμδς μετά τής λατρείας αύτοϋ καί των ηθών
έφθινε, τδ δ’έν αύτψ καλδν καί ώραΐον έπαυε μέν νά έξυπηρετή
άποκλειστικώς έθνικά ιδεώδη, προσηρμόσθη δέ μάλλον είς την
.

υπουργίαν τοΰ χριστιανικού άγαθοΰ, ή περί των Καλών Τε­
χνών θεωρία δυνάμει άκριβώς τοΰ Χριστιανισμού έβαπτίσθη έν
τοΐς νάμασι τής χριστιανικής ηθικής, έξηγιάσθη έν ιδεολογία
Π

καινή, καί τά έργα τής καλλιτεχνίας έθεωρήθησαν καί έγέ-


Α.

νοντο συντελεστικά εις τδν έξευγενισμόν, την έξύψωσιν καί


την ήθικοποίησιν τής άνθρωπότητος έν πνεύματι χριστιανική).
Ή άλλοίωσις αΰτη έγένετο τόσον οριστική, ώστε καί αυτή ή
θεατρικών-έθνικών δραματικών έργων σκηνική άναπαράστασις
ένώπιον χριστιανών θεατών τελείως άπέβαλε τδν άρχαΐον έπι-
κίνδυνον διά τάς θρησκευτικάς πεποιθήσεις καί τήν χριστιανι-
θέατρον καί ’Εκκλησία 435

κήν ηθικήν χαρακτήρα μέχρι τοσούτου, ώστε, τής προσοχής


στρεφόμενης προς μόνα τα απ’ αυτών ηθικά διδάγματα, ού
μόνον δεν σκανδαλίζει τάς συνειδήσεις παντάπασιν ή τής αρ­
χαίας εθνικής λατρείας σκηνική άνάμνησις, άλλ’, έξ εναντίου,
το κλασικόν δράμα θεωρείται από τής ’Αναγεννήσεως ίδια ως
απαραίτητον εκπολιτιστικόν στοιχεΐον των χριστιανικών γενεών.
Κατά ταΰτα, ένω άφ’ ενός ό άρχαΐος έθνισμός μετά τής θρη­
σκευτικής αυτού ιδεολογίας περιήλθεν είς θέσιν απλής καί γυ­
μνής ιστορικής άναμνήσεως, άφ’ ετέρου τό έν αύτω καλόν έθε-
ωρήθη στοιχεΐον ού μόνον συντελεστικον εις την ήθικήν καί
πνευματικήν άνάπτυξιν του ανθρώπου, αλλά δή καί απαραί­
τητος τοϋ πολιτισμού παράγων. Το Θέατρον σήμερον, ως ή
κατ’ εξοχήν έκφανσις τής Τέχνης, κατέστη ανάγκη τών πε-
πολιτισμένων λαών, έθνος δ’ άνευ Θεάτρου χαρακτηρίζεται ως
.
έχον ελλιπή τον οργανισμόν του. Ή Τέχνη είνε γενικώς καί

παγκοσμίως άνεγνωρισμένη ώς ανάγκη τής ζωής τών λαώ'η
αποτελεί δέ μετά τής Επιστήμης καί τών Γραμμάτων καθό­
Π

λου τον δείκτην τού βαθμού τού πολιτισμού καί τής προόδου
των1.
Α.

Καί άποτελεΐ ή Τέχνη ανάγκην τής ζωής, διότι, δπως


τό έπί μέρους άτομον, οΰτω καί ή άνθρωπότης ώς σύνολον
αισθάνεται τήν έσωτερικήν ώθησιν νά έκφρασθή, νά εξωτερί­
κευση τάς ιδίας αυτής ψυχικάς καταστάσεις καί διαθέσεις, οί
δέ καλλιτέχναι άποτελούσιν οίονεί τά όργανα τών αισθητικών
τού έν φ ζώσι περιβάλλοντος λειτουργιών καί τήν φαντασίαν
αυτού. «Διά νά έπιδράση έπί τού κοινού ό καλλιτέχνης, πρέ­
πει νά έχη επιτυχίαν διά νά έ'χη έπιτυχίαν πρέπει νά εύρη
έν τφ κοινφ άπήχησιν καί ταύτην θά εύρη μόνον δταν οί ύπ'
αυτού δημιουργηθέντες τύποι άντιστυιχώσι προς τάς συγκεχυμέ-
νας εικόνας, τάς γεννωμένας έν τή φαντασία τοϋ πλήθους.
’Άλλαις λέξεσιν, ό καλλιτέχνης δεν έπιθέτει τήν σφραγίδα τής

») Πρβλ. Η. Taine, Philosophic de Γ Art, ed. 9m®, τομ. I. Paris σ.


105—106.
,4'EmhX. Φάρος ,, νόμ., ΙΑ ηνχ. ρ'-ρβ (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1915) 28
436 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

μεγαλοφυ'ί'ας καί τής βουλήσεώς του έπί τής έποχής του, άλλ’
εινε μόνον έκφραστής των ιδεών, των αισθημάτων, των πό­
θων καί των ορέξεων τοΰ κοινού»2. ’Εντεύθεν τα προϊόντα των
μεγάλων καλλιτεχνών ή άνθρωπότης έξω τόπου καί χρόνου
θεωρεί καί άναγνωρίζει ως έκφρασιν τού ίδιου έαυτής ψυχι­
κού βίου, ως άνταποκρινόμενα προς την έσωτερικωτάτην αυ­
τής ανάγκην, τούτου δ’ ένεκα ένστερνιζόμενοι ταύτα οί άν­
θρωποι ευχαρίστως υποβάλλονται προς άπόκτησιν καί άπόλαυ-
σιν των παγκοσμίων καλλιτεχνικών άριστουργημάτων εις θυ­
σίας μεγίστας πολλάκις, τούς δε μεγαλοφυείς καλλιτέχνας πε-
ριβάλλουσιν αυτόχρημα διά λατρείας. ’Άνθρωποι μετ’ άπρο-
θυμίας καταβάλλοντες τούς φόρους των—λέγει ό αύτός αισθη­
τικός—έπιβάλλουσιν εις εαυτούς φόρους βαρυτάτους άγορά-
ζοντες τα έργα τών διάσημων καλλιτεχνών, τούς πίνακας, τά
.
άγάλματα, τούς τόμους τών διηγημάτων καί τά θεατρικά ει­

σιτήρια’ περιάκουστος ποιητής, προσφιλής άοιδός, ζωγράφος
διάσημος αμείβονται υπό τοΰ δημοσίου αφειδώς καί πλουσιοπά­
Π

ροχους, περισσότερον "ίσως ή οί υπό τού Κράτους μισθοδο­


τούμενοι ανώτεροι κυβερνητικοί ύπάλληλοι, οίοςδήποτε δ’ εργά­
Α.

της, καί δλην αυτού έτι την ζωήν καί τάς δυνάμεις καθοσι-
ώσας εις την υπηρεσίαν τής κοινωνίας, δεν άπολαύει τής λα­
τρείας, ής άξιούται πολλάκις μεγαλοφυής ηθοποιός3. Αί Τέ-
χναι—λέγει άλλος αισθητικός—είνε ή «γλώσσα τής ψυχής»,
όμιλοΰσι προς την ψυχήν άπ’ ευθείας, ως θέλγουσαι δ’ άμα

' ’) Θ. Σιμίτ, Εισαγωγή εις τήν παγκόσμιον 'Ιστορίαν τών Τεχνών. Χάρκοβον
1915 (ρωσ.) σ. 18.
3) Θ. Σχμίτ, [2] σ. 14—15. Πρβλ. καί Η. Taiae '] σ. 49. Τήν σχέσιν τών
Τεχνών πρός τό περιβάλλον έξηγών δ Taine καί περί τών διαφόρων φιλολογιών
ώς έργων Τέχνης δμιλών λέγει: «Les diverses litteratures .. . nous montrentl
avec une clarte et une precision etonnantes, les sentiments des diverses epo-
ques, les instincts et les aptitudes des diverses races, tous les grands ressorts
caches dont l’equilibre maintient les societes et dont le desaccord amene
les revolutions*. Περί δέ τοΰ καλλιτέχνου Οπό τήν αυτήν έννοιαν λέγει: «Plus
Γ artiste est grand, plus il manifeste profondement le temperament de sa
race...»
θέατρον καί 'Εκκλησία 437

καί τάς αισθήσεις άποτελοΰσι τήν μεγίστην τοΰ ανθρώπου χα­


ράν, χαράν πνευματικωτέράς υφής, διότι έν αύταΐς ή αισθη­
τική συγκίνησις υποτάσσεται εις τήν συγκίνησιν τήν πνευμα­
τικήν4, χρωματίζουσι δ’ οΰτω τήν ζωήν ώς δ ήλιος χρωμα­
τίζει τα άνθη, κατά τήν ποιητικήν έκφρασιν τοΰ Lubbock\
Άλλ’ ή Τέχνη είνε καί στοιχεΐον πολιτισμού καί προόδου εκ
παραλλήλου πός τά Γράμματα καί τήν Επιστήμην, καί δή και,
από τίνος έπόψεως, ύπέρτερον τούτων, διότι, αν ή Επιστήμη
έκφράζη εις ορισμούς άκριβεΐς καί όρους άφηρημένους τάς
διαρκείς καί γενετικάς αίτιας τοΰ όντος καί τούς θεμελιώδεις
αύτοΰ νόμους, ή Τέχνη φανεροί τάς αύτάς αιτίας καί τούς
αυτούς νόμους ούχί εις ορισμούς ξηρούς καί θεωρητικούς,
απροσίτους είς τούς πολλούς, καταληπτούς δέ μόνον εις τινας
ειδικούς, άλλά κατά τρόπον αισθητόν καί τοις πάσιν ευληπτον,
.
ώς άποτεινομένη καί προς τον νοΰν, άλλά καί προς τάς αι­

σθήσεις καί τήν καρδίαν καί τοΰ κοινοτέρου των ανθρώπων.
’Εκφράζει μέν άρα ό,τι άνώτερον έχει ή ’Επιστήμη, άλλ’ ό
Π

τρόπος τής έκφράσεως καί τής γλώσσης της προβιβάζει αυτήν,


κατά τον Taine, εις «το άριστον εργον τοΰ πολιτισμοΰ» καί
Α.

«το πρωτότοκον αύτοΰ τέκνον»6. Έντεΰθεν, όταν πρόκηται νά


μορφωθή έννοια περί τοΰ ποιοΰ τής πνευματικής των έθνών
τροφής καί τοΰ βαθμοΰ τοΰ πολιτισμοΰ των, λαμβάνονται ύπ’
όψιν καί μελετώνται ή παρ’ αύτοΐς κατάστασις των ’Επιστημών
μέν καί τής άλλης αυτών έπιδόσεως, μάλιστα δέ πάντων τά
Γράμματα καί τά έργα τής Τέχνης των, διότι ταΰτα εινε τά
προσδίδοντα τον τόνον καί εις τάς λοιπάς έκφάνσεις τοΰ πνεύ­
ματός των. Μεγάλη ώς έκ τούτου έν ταις πεπολιτισμέναις χώ-

4) Σαιμμάρχον Γιραρδΐνον, Μαθήματα δραματολογίας. Μετάφρ. Άγγελον


Βλάχον (έν «Βιβλιοθ. Μαρασλή») Άθήναι 1897 τ. Α’ σ. 11.
5) I,ord John I^ubbock, Αί απολαύσεις τοΰ βίου. Μετάφρ. Γ. Μααρμπο-
τξύγλον (Βιβλιοθ. Φέξη). Άθήναι 1911 σ. 124.
*) [‘] I, 48. 105—106. «Ή Τέχνη είνε πολυτελέστατον άνθος τοΰ ανθρωπί­
νου πολιτισμού, δστις δ’ έχει έν έαυτφ ζώσαν ψυχήν ευρίσκει έν αυτή χαράν καί
παραμυθίαν» Θ. Σιμιτ [5] σ. 157.
438 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ραις γίνεται περί τάς Καλάς Τέχνας ζύμωσις, παραλλήλως


προς τα ποικίλα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα έπασχο-
λοΰσι τούς λαούς καί τά διά των Καλών Τεχνών έκφραζό-
μενα προβλήματα τής Αισθητικής, οι πολιτικοί άνδρες καί τά
Κράτη έκασταχοΰ ένισχύουσι τάς άναφαινομένας μεγαλοφυ'ίας,
μετ’ έγκαυχήσεως δέ καί τιμής από στόματος εις στόμα καί
άπό γενεάς εις γενεάν φέρονται εν θαυμασμώ τά ονόματα των
μεγάλων καλλιτεχνών.
Επειδή δε το Θέατρον, ως έν τώ οικεία) τόπω θά ίδω­
μεν, θεωρείται καί είνε ή άνωτάτη καί ύψίστη τής Τέχνης
μορφή καί το άνθος αυτής, ώς συγκεντροΰν καί έναρμονίζον
έν έαυτώ άπάσας τάς Καλάς Τέχνας, συνενοϋν—κατά τον
Σνίλλερ—πάσας έν μια συνολική ένεργεία καί πράξει7, άνάγκη
παρίσταται όπως έξετασθή ή έννοια καί ό σκοπός τών Καλών
.
Τεχνών καί ή θέσις τής Αισθητικής έν τή πνευματική καί

ήθική αναπτύξει τού άνθρώπου, ίνα επί τή βάσει τής έρεύνης
ταύτης καθορισθή ή σχέσις τής Χριστιανικής θρησκείας καί
Π

Εκκλησίας γενικώς μέν προς την Τέχνην, είδικώτερον δέ προς


το Θέατρον, ώς τον τελείότερον αύτής εκφραστήν.
Α.

Έργον Καλής Τέχνης θεωρείται εκείνο τό καλλιτεχνι­


κόν προϊόν, τό οποίον ό καλλιτέχνης παράγει -κατά μίμησιν
μέν από τής φυσικής καί ζωντανής πραγματικότητας, άλλ’
ούτως, ώστε νά έξαρθή έντονώτερον ή έν αύτή ό ουσιώδης καί
διαφέρων τού αντικειμένου χαρακτήρ διά τού τοιούτου ή τοί-
ούτου, κατά την έν τώ καλλιτέχνη ιδέαν, συνδυασμού ή τής
τροποποιήσεως τών λοιπών έπί μέρους ιδιοτήτων αυτού, έπί
τψ τέλει νά διαδηλωθή ή έν αύτώ ένυπάρχουσα ιδεώδης αλή­
θεια, την οποίαν έχει την ικανότητα νά διορα καί νά διαι-
σθάνηται μόνον ή καλλιτεχνική μεγαλοφυ'ία8. Ό άληθής καλλι­

7) Πρβλ. Γ. Μάρτεναεν, Ή Χριστιανική περί ήθικής διδασκαλία (κατά με-


Ιάφρ. εϊς τήν ρωα. Οπό Α. Π. Λοπονχήν) ΙΙετρούπολις 1890, τό Β’, σ. 53.
“) Πρβλ. Η. Taine [*] Α' σ. 14-18. 28—29. 39. 41-42. 46.
θέατρον καί ’Εκκλησία 439

τέχνης, διά πλουσίας πεπροικισμένος αισθητικής ήτοι καλλι­


τεχνικής φαντασίας, είσδύων δέ δί αυτής εις το εσωτερικόν
των δντων περιεχόμενον, καί έρχόμενος εις επαφήν προς την
ήν τοϋτο έγκρύπτει ιδέαν ως διορατικώτερος καί οξυδερκέ­
στερος των λοιπών ανθρώπων, άναπαράγει, ένσαρκοΐ καί άπο—
τύποι έν έργοις συγκεκριμένοις την έν αύτοΐς ιδέαν ταύτην οι’
υλικών μέσων τή βοήθεια τών εικόνων, οΰτω δέ δημιουργεί
έργα αισθητικής άπολαύσεως'. Κατά ταύτα, ή Τέχνη δεν είνε
φωτογραφία τής πραγματικότητος ύπο την πραγματιστικήν
αυτής όψιν καί μορφήν μετά τής πεζότητος, τής βαναυσότη-
τος καί τής αγροικίας της, άλλ’ άναπαράστασις του πραγμα­
τικού κόσμου καθ’ ον τρόπον καί καθ’ ήν ιδέαν προσλαμβάνει
αυτόν ή ψυγή καί το τάλαντον τού καλλιτέχνου, διά τής εμ-
βαθύνσεως καί είσδύσεως εις τό περιεχόμενον τών δντων, ών
.
τήν εσωτερικήν ιδεώδη άλήθειαν έξαίρει καί παρουσιάζει διά

τής άποκαθάρσεως από τών τυχαίων προσφυμάτων καί τής περί
αυτά πυκνουμένης ομίχλης τού πραγματικού, ρεαλιστικού βίου.
Π

Τήν τέχνην τού Θεού, ήτοι τήν φύσιν, ούδεμία βεβαίως αν­
θρώπινη Τέχνη νά ύπερβή δύναται, ώς άπεφάνθη ό Κόντ, έχων
Α.

ύπ’ δψιν γενικώς τό τέλειον τού θείου δημιουργήματος- άλλ’


έξ άλλου έπ’ ίσης αληθές είνε καί τό υπό τού Γκαΐτε λεχθέν,
δτι «ή Τέχνη λέγεται Τέχνη, άκριβώς διότι δέν είνε φύσις»
υπό τήν έννοιαν τής υπεροχής τής Τέχνης υπέρ τήν ατελή
καταστάσαν φυσιν, -διότι αναπαράγει τό «καλόν», ήτοι τό κάλ­
λος, δπερ, κατά τον Κουζέν, είνε «ιδέα απόλυτος καί ούχί
απλή μίμησις τής άτελείας τής φύσεως». Δέν πρέπει δήλα δή
νά λησμονήται ό διχασμός μεταξύ τής ύλης καί τού πνεύμα­
τος, τής εμπειρίας καί τής ιδέας, διχασμός γεφυρούμενος διά
τής καλλιτεχνικής μεγαλοφυ'ίας, ή ας είνε ή έρμηνεύς καί ή
έκφορος τού έν τώ ύλικώ κελύφει ιδεώδους πυρήνος κατά τε9

9) Πρβλ. 2J. Rildloff, Φιλοσοφικόν Λεξικόν, Ικ5. 6', (Γ. Α. Λίμαν), Μόσχα
1913 σ, 265-2G6 (ρωσ.)-Μεγ(χλη Έγκικλοπαιϊεία, Πειροΰπολι; '1902, τ. X, σ·
494 (ρωσ ).—Η. Taine [ι] Α' σ. 40.
440 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τά από τής εμπειρικής φύσεως περί αρμονίας διδάγματα, καί


κατά τήν δημιουργόν έ'μπνευσιν τής Ισωτερικής διαισθήσεως10.
Κατά τον Σιέλλιγγ, δύο είνε τά στοιχεία τής ζωής τοϋ
κόσμου, ή Ολη καί τδ πνεύμα, τούτων δ’ ή πρώτη κατέχει δευ-
τερεύουσαν, υπηρετικήν θέσιν ως προς τδ δεύτερον, άμφότερα
δέ, ως δύο πόλοι ένδς καί τοΰ αύτοΰ κέντρου, κατά τήν άπό-
λυτον αρχήν των ταυτίζονται πρδς άλληλα. ’Ακριβώς δ’ ή εΰ-
ρεσις καί ύπόδειξις τής ταυτότητος, τής ύπαρχούσης μεταξύ
των τόσον άντιθέτων προς άλλήλας αρχών τούτων, τής ύλης,
ήτοι τής φύσεως, τήο άντιπροσωπευούσης παν δ,τι άγροΐκον,
υλικόν καί ψευδές, καί τοϋ πνεύματος, τοϋ παριστώντος ο,τι
λεπτόν, πνευματικόν καί αληθές,—ή ευρεσις, λέγομεν, τής με­
ταξύ τούτων ταυτότητος άποτελεΐ τον σκοπδν καί τον προορι-*
σμδν τής Τέχνης. ’Όπισθεν τών ορατών καί τραχέων φαινο­
.
μένων ο καλλιτέχνης αποκαλύπτει άοράτους πνευματικάς άρ-

χάς. ΔΓ ίδιου ταλάντου πεπροικισμένος, ίσταται οίονεί επί τοϋ
μεθορίου τών δύο κόσμων, τοΰ ιδεώδους καί τοΰ πραγματικού,
Π

βλέπει δ,τι εινε τοΐς άλλοις άπρόσιτον, θεωρεί τά μυστήρια


τής άνωτέρας σφαίρας, πάντα δέ ταϋτα ενσαρκώνει εις τάς ύπ’
Α.

αύτοΰ δημιουργουμένας εικόνας, έν ταΐς όποίαις τδ ιδεώδες καί


τδ πραγματικόν άρμονικώς συνδυάζονται11. ’Επειδή δέ ό κό­

ι0) Μάρτεναεν [7] Β’ 6S0. 704. Ίωάννον Δντιρέ, Σκέψεις περί Τέχνης, υπό
Σπνρ. Δε — Βιάξη, έν «Πινακοθήκη» ’Αθηνών, Άπρίλ. 1915, σ. 20. J^libbocL·
[5] σ. 124. 125. 126.
") ΓΙρβλ. I ρ. Προχόρωφ, Ό Μ. Λέρμοντωφ καί ή σημασία αύτοΰ έν τή
Ιστορία τής ρωσικής λογοτεχνίας, έν «Χριστ- ’Αναγνώσματι» τής Θεολ. Άκαδ^
Πετρουπόλεως, 1915 Άπρίλ. σ. 536.—«Δύο θαυμασίας γλώσσας γνωρίζω έγραφεν
ό διασημότερος καί εύαιοθητότερος των Γερμανών ρωμαντικών αισθητικών Βα·
Μενρόδερ (1773—1798)—, ϊι’ ών 6 Δημιουργός κατέστησεν ικανούς τούς ανθρώ­
πους νά έννοώσι τά ουράνια πράγματα καθ δ μέτρον είνε δυνατόν τούτο εις πλά-,
σματα υποκείμενα εις φθοράν. At δύο αύται γλώσσαι έπιδρώσιν έπί τής ψυχής
κατά τρόπον διάφορον ή αί λέξεις" θαυμαστώς ΰπεγείρουσιν αίφνης δλην ήμών
τήν Οπαρξιν, καί άπηχοΰσιν εις Ικαστον νήμα τών νεύρων, έν Ικάστη σταγόνι
τοΰ αίματός μας. Κιά διά μέν τής μιας τών θαυμαστών τούτων γλωσσών όμιλεΐ
δ είς Θεός, διά δέ τής έτέρας όλίγιστοι μεταξύ τών ανθρώπων έκλεκτοί, τούς
δποίους δ θεός έχρισε διά τής χάριτός του. Ύπό τήν πρώτην γλώσσαν νοώ τήν-
θέατρον καί 'Εκκλησία 441

σμος ό πνευματικός εΐνε, κατά τον Πλάτωνα, ή σφαίρα τής


‘ιδέας τοΰ καλοΰ, έν ή τδ «αύτόκαλον» πρυτανεύει, τα δ’ έν
τοΐς αίσθητοΐς έκφαινόμενα «καλά» είνε «άμυδρά τινα μιμή-
ματα τοΰ άρχετύπου κάλλους», έκ τοΰ προς τδ πρωτότυπον
κάλλος «έρωτος» ή «ένθουσιασμοΰ» καί τής «θείας μανίας»
έχει τήν αρχήν αύτής πάσα καλλιτεχνία, ήτις ουτω καθίστα­
ται γνώσις τοΰ αναπαράγεις τδ καλδν και τδ ώραΐον12.
Ό κόσμος λοιπόν τής Τέχνης, ως ίκανότητος πρός ανα­
παραγωγήν τοΰ καλοΰ, δεν είνε ό τής «αίσχράς» πραγματικό-
τητος κόσμος, δ εν άκριβεΐ καί πιστή μιμήσει τής υλικής
φύσεως κατά τυπικόν πραγματισμόν (realismus) άναπαραγό-
μενος κατά τε τά φυσικά φαινόμενα καί τά; καταστάσεις αύτοΰ
κόσμος, άλλ’ δ «καλός» κόσμος τοΰ ιδεώδους, τοΰ ιδανικού
καλοΰ, δ φαινομενικός μέν καί μόνον διά τήν φαντασίαν υπάρ­
.
χων, άλλ’ δμως περιέχων οίονεί τήν ουσίαν (essentia) τοΰ

πραγματικού τούτου κόσμου καί έν προγεύσει τελών τοΰ μέλ­
λοντος1·1.
Π

Είσερχόμεθα ούτως είς τήν σφαίραν τής Αισθητικής, ήτοι


Α.

τής Φιλοσοφίας τής Τέχνης, τής σφαίρας τοΰ καλοΰ καί τοΰ
ωραίου, των στοιχείων, τών συνθηκών καί τών νόμων αύτοΰ.
Τί δ’ είνε τδ «καλόν»; ’Ιδού ερώτησις, εις τήν όποιαν έν τή
ιστορία τής σκέψεως φέρονται δοθεΐσαι απαντήσεις πολλαί, ήτις

Φύαιν- ΰπό τήν δευτέραν, τήν Τέχνην (Περί Τέχνης καί καλλιτεχνών. Σκέψεις
άναχωρητοΰ, θαυμαατοΟ τοΰ ώραίοο, έκδοθεΐσαι ΰπό Α. Τήχ. Μετάφρ. έκ τοΰ
γερμ. εις τό ρωσ. ΰπό Π. Ν· Σακονλήν. Μόσχα MCMXIV. [ΑΙ σκέψεις αΰται
συνελέγησαν ΰπό τοΰ επιστήθιου φίλου του Βακενρόδερ Λ. Τήκ έκ τών διαφόρων
αισθητικών μελετών τοΰ πρώτου, έκδοθεισών τψ 1797 δπό τόν τίτλον: Herzen-
sergiessungen eines kunstliebenden Klosterbruders]. Περί τοΰ συγγράμματος
τούτου ΐδε καί «Έκκλ. ’Αγγελιοφόρον» τής ’Ακαδ. Πετρουπ. 1915, Ν° 32 σ·
982-983).
”) Πλάτωνος ’Απολογία 22b—c. Φαιδρός 244c—245a “Ιιυν 533e έξ. Πρβλ·
Βασιλείου Άντωνιάδον Έγχειρίδιον Ιστορίας τής Φιλοσοφίας, τ. A. Έν Άθή-
ναις 1909, σ. 255.
**) Μάρτεναεν [’] Β" 682 — 683.
442 Γρηγορίου Πκπαμιχβήλ

δμως κινδυνεύει καί νά μείνη άνευ οριστικής όμοφώνου άπαν-


τήσεως. Ό Πλάτων (428—347 π. X.) χαρακτηρίζει τδ κα-
λον ώς άνάκλασιν ή έκμαγεΐον τοΰ όντως δντος, δπερ έστί
τδ «αυτόκαλον» καί ή ύψίστη των ιδεών. Πλήν τής ύψίστης
ιδέας τοΰ άγαθοΰ ή του «αύτοαγάθου» θεοΰ, δστις έν τώ νοητψ
κόσμο) έπέχε'ι ήν θέσιν έν τω όρατφ κόσμω 6 ήλιος, υπάρ­
χει καί ή έγγυτάτω τής ιδέας τοΰ άληθοΰς ίδέα τοΰ καλοΰ.
Αΰτη κατά τήν λαμπρότητα, την συμμετρίαν, την αρμονίαν
καί τήν καθαρότητα υπερβάλλει πάσας τάς λοιπάς "ιδέας, χρη­
σιμεύει δ’ ώς υπόδειγμα καί αρχέτυπον των έν τοΐς γεννητοΐς
καί αίσθητοίς καλών, τά οποία οΰτω εϊνε άμυδρά «μιμήματα
s |\
μιμημάτιον» καί είδωλα μόνον των οεων . Ό Ά; :εΑΥ,:
(384—322 π. X.) ώρισε τδ καλόν ώς το «μέτριον», ήτοι τδ
συιΐ'ΐ
μετρον, τδ μή ύπερβολικώς μέγα ή μικρόν. Κατά τδν I Λ(0-
.
τίνον (204—269 μ. X.), άκολουθοΰντα τδν ΙΙλάτωνα, τδ καλόν

εινε ή αισθητή ένσάρκωσις τής ιδέας, αποτελούν δέ τήν μεταξύ
τοΰ πνεύματος καί τής ύλης βαθμίδα, διακρίνεται είς αισθητόν
Π

καλόν, διά τών αισθήσεων προσλαμβανόμενον (Ιδία διά τής


οράσεως καί τής ακοής) καί περιλαμβάνον τά φύσει καί τέχνη
Α.

καλά, καί εις καλόν υπέρ α’ίσθησιν, ήτοι ψυχικόν, ηθικόν καί
νοητδν καλόν. Τδ έν τοΐς αίσθητοίς καλόν προέρχεται ούχί
τόσον έκ τής τών μερών αυτών άναλογίας καί συμμετρίας, ώς
φρονεί ό Αριστοτέλης, δσον έκ τής έν αύτοΐς παρουσίας τών
«νοητών ειδών», τών «όντως οντων», ό βαθμός τής έπικρατή-
σεως τών οποίων έν έκάστω αίσθητφ ορίζει καί τδν βαθμόν
τοΰ κάλλους αΰτοΰ. Εντεύθεν ή ύλη, ώς «μή δν», ούδενδς14

14) Φαΐδρ. 211 a-e. Πολιτ. Ε' 476 έξ. ζ" 507b. νΙδε Β. Άντωνιάδην [,2] α·
254 - 255. ^πουδαιοτάτην πραγματείαν περί τών ’ιδεών του Πλάτωνος έδημοσίευ·
σεν επ' εσχάτων ό Ρώσος Κ. Σοτόπην εν τώ «Λελτίω του (ρωσ.) Υπουργείου τής
Παιδείας* (-επτ. 1915, LIX, κλασ. τμ., σ· 391—418) υπό τον τίτλον «Έπι τοΰ
ζητήματος τών ιδεών τοΰ Πλάτωνος». HI περί τών πλατωνικών ιδεών θεωρία αΰ·
τοΰ είνε καινοιρανώς αναιρετική πασών τών προηγουμένων, πλήν δέ τών αισθητι­
κών, και οί καθόλου φιλοσοφουντες δεν δύνανται νά πραγματευθώσι περί τών παρά
Πλάτωνι ιδεών, χωρίς νά έχωσιν ύπ' δψιν τάς νέας θέσεις τοΰ συγγραφέως·
θίατρον καί 'Εκκλησία 443

ΐίδους μετέχει, είνε δ’ άρα τι τελείως αισχρόν. "Οσα καλλι­


τεχνήματα άποτελοΰσι «μιμήματα μιμημάτων»,ήτοι λαμβάνονται
έκ των αισθητών ειδών, κέκτηνται ήττονα αξίαν τών έκ τών
νοητών λαμβανομένων τεχνουργημάτων, άτινα είνε μιμήματα
τοϋ αρχετύπου κάλλους1'. Ό Λάϊμπνιτς (1G46—1716) παρέ­
βαλλε την ιδέαν τοΰ καλού προς την τελειότητα καί την σκο­
πιμότητα, ίδιοτρόπως δέ διετύπωσε την ιδέαν αυτού ό Μέν-
τελσων (1729—1786), είπών οτι το καλόν είνε ή ασαφής
καί συγκεχυμένη παράστασις τής τελειότητας, μεταξύ ταύ-
της καί τού καλού διαγράφεται άμετάθετον οριον. Διάσημος
έγένετο ό ορισμός τού Ινάντ (1721—1804) έν τώ συγγράμ-
Ι'.ν.ν. αυτού μ Κριτική τής κριτικής δυνάμεως» : καλόν (ώραίον)
είνε παν δ,τι ευαρεστεί χωρίς διαφέρον, ήτοι χωρίς να διε-
γείρη πάθος (-sclion ist was interrcsselos wohlgefallt»).
.
Ό Κάντ κατ’ άρχάς μεν ώς καλόν ώρισε τό τοΐς πάσιν

αναγκαιως αρεσκον
σκον εν υ,ον
.όνη τή παραστάσει, ασχέτως προς15
την ύπαρξιν καί έννοιαν αυτού, μετά ταύτα δέ παραλλήλως
Π

πρός τό τόσον άφηρημένον καί ούδαμοΰ ύπάρχον «καθαρόν»


καλόν παρεδέχθη καί «εμπειρικόν» καλόν, τό όποιον άνεγνώ-
Α.

ρισεν ώς άνώτερον καί πολυτιμότερον. Διά τού πρώτου ορι­


σμού αυτού ό Κάντ έδωκεν ώθησιν εις την γένεσιν τοΰ άφη-
ρημένου μορφισμού (formalismus), δστις άφήρεσεν άπό τοΰ
καλού την έννοιαν αυτού καί τό περιεχόμενον καί ουτω περι-
έστη είς άντίφασιν πρός την πραγματικότητα. Έπί τά ίχνη
τού Κάντ έβάδισεν ό Σιίλλερ (1759—-1805) προχωρήσας μέ­
χρι ταυτίσεως τού καλού πρός τό ήθικόν. Κατά τής θεω­
ρίας τοΰ Κάντ άντεπεξήλθεν ό Έρντερ (1744—1803, έν
τή εαυτού «Kalligone») χαρακτηρίσας τό καλόν ώς παντα-
χοΰ διά τού περιεχομένου του προκαλοΰν την ήμετέραν συμ­
πάθειαν. Κατά τον Έγκελ (Hegel, 1770—1831) τό καλόν είνε
το απαύγασμα τής ιδέας έν περήίάλλοντι αίσθητφ, τό κέλυφος

15) Έννεάδες, Λ' 6,2—3. Ε 8, 1-2. Πρρλ. Β. Άντωνιάδην [·’] σ. 478—179.


444 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

αύτής, ή κατ’ άμεσον τρόπον θεωρούμενη άλήθεια ή αυτός 6


της γνώσεως τής αλήθειας τρόπος. Ό Σιέλλιγγ (1775—1854)
ώρισε τό καλόν ώς τό άπειρον έκφραζόμενον έν μορφή πεπε-
ρασμένη. Έγένετο δήλον οτι έπάνοδός τις προς την πλα­
τωνικήν αισθητικήν Ιδεολογίαν, οι δ’ έπί τα Ιχνη των δύο
τούτων γεναρχών τοΰ ιδεαλισμού βαδίσαντες αισθητικοί ώς
περιεχόμενον τοΰ καλοΰ έθεώρησαν τό απόλυτον, τήν ιδέαν,
τό θειον, διεσάφησαν δέ και τον τρόπον καθ’ όν τό περιεχό-
μενον τοΰτο μεταβάλλεται εις άμεσον φαινόμενο1;, τά δέ διά­
φορα τοΰ καλοΰ είδη πραγματοποιοΰνται έν τώ έμπειρικφ κό­
σμο). Τήν αυτήν οδόν ήκολούθησε καί 6 Σιοπεγχάουερ (1788
—1860). ’Επί τή βάσει των θεωριών τούτων άνεπτύχθη με­
γάλη περί τήν Αισθητικήν κίνησις, έν ή άνεδείχθησαν ιδία
ο Φριδ. Φίσιερ (1807—1888), ούτινος γνωστή τυγχάνει ή
.
πεντάτομος «Αισθητική» δι’ ής παρέοχε τήν πληρεστέραν

έκθεσιν τής ίδεϊστικής Αισθητικής, ο Μ. Καρριέρ (1817),
ο Δάρβιν (1809 —1882), ό Σπένσερ (1820—1903), ο Φερδ.
Π

Γκρός (1849), ό Γκυγιώ (1854—1884), ό Αότσε (1817—


1881) καί άλλοι. Ό τελευταίος διετύπωσε τήν θεμελιώδη αύ-
Α.

τοΰ θεωρίαν, δτι παν καλόν εινε σύμβολον, ήτοι διά τήν φαν­
τασίαν ημών φορεΰς ή άμεσος έκφρασις τής έσωτερικής ζω-
τικότητος, οτι δ’ ακριβώς έπί τοΰ συμβολισμού τούτου πρό
παντός βασίζεται καί θεμελιοΰται το καλόν. Απ' έναντίας ό
Φέχνερ (1801 —1887) έβάδισε τήν οδόν τής έμπειρικής έρεύ-
νης καί εις τον συμβολικόν παράγοντα τοΰ Αότσε άντιπροΰ-
βαλε τον άμεσον ή αισθητόν παράγοντα τοΰ καλοΰ.
Ή ποικιλία αΰτη τών περί τοΰ καλοΰ αντιλήψεων ήγαγεν
είς τάς ποικίλας έν τή Αισθητική κατευθύνσεις, αί δέ δια-
φοραί αύται άνέρχονται μέχρις αυτής τής πρώτης έμφανίσεως
τής Αισθητικής. Ή Αισθητική10 έγεννήθη παρά τοΐς Έλλη-*

1β) Τόν όρον «Αίοθητική» είσήγαγε πρώτος δ Baumgarten (1714—1762^


.«Aesthetica»).
θέατρον καί Έκκληοία 44&

otv, άφ’ ής έποχής περί τοΰ καλοΰ ήρξατο νά φιλοσοφή δ


Σωκράτης, οστις προσεπάθησε νά Ειακρίνη τδ αϊσθητώς τερ­
πνόν άπδ τοΰ καλοΰ. Την καλολογικήν φιλοσοφίαν έκαλ-
λιέργησε και δ Πλάτων, δστις, ώς είδομεν, τδ καλδν έθεώ-
ρησεν ώς ιδέαν. Άλλ’ δ αληθής γενάρχης τής Αισθητικής
εΐνε δ ’Αριστοτέλης, δστις έπειράθη νά δρίση τδν σκοπδν
τής τέχνης (μίμησις), τήν επί τής ψυχής έπήρειαν τής αισθη­
τικής έντυπώσεως (κάθαρσις), καί τάς συνθήκας εις άς υπο­
τάσσεται ή καλλιτεχνική δημιουργία (άνάλυσις τής τραγω­
δία:). Έκ των λοιπών τής άρχαιότητος φιλοσόφων περί τήν
Αισθητικήν ήσχολήθη μόνον δ 11λωτίνος1', μετ’ αυτόν Ε’
έπαυσε πάσα άξια λόγου καλολογική κίνησις, έάν ο’ έςαι-
ρέσωμεν τδν έκ των χριστιανών Αυγουστίνον (.'>53—130),
τα αισθητικά προβλήματα άνακινοΰνται μόλις κατά τά τέλη
.
τοΰ ιζ' καί τάς άρχάς τοΰ ιη' αίώνος (Μπουαλώ 1G3G—1 7ό 1 y

Batteux1713 — 1780, Shaftesbury 1671 —1713, Burke
1728—1797 καί άλ.), ιδία δε κατά τδν ιη' καί ιθ' αί.
Π

Τδ πρώτον μέγα περί Αισθητικής έργον είνε τδ τοΰ Κάντ


«Kritik des Urteilskraft» προκαλέσαν τήν άνάλυσιν τών αι­
Α.

σθητικών εννοιών, ύπδ τοΰ Σιίλλερ καί Σιέλλιγγ, οϊτινες


ήτοίμασαν έν μέρει τδ έδαφος διά τδν Έγκελ καί τδν Θ.
Φίσςερ. Κατά τοΰ "Εγκελ έπεξήλθεν δ Σιοπεγχάουερ καί δ
"Ερμπαρτ (177G—1871) επιστρέψαντες εις τδν αισθητικόν
υποκειμενισμόν τοΰ Κάντ καί άναπτύξαντες τδν αισθητικόν
μορφισμόν, ον ήκολούθησαν δ Τσέΐζιγγ (1810—1876) καί δ
Τσίμμερμαν (1824—1898). Άπδ τών μέσων τοΰ ιθ' αί. ύπδ
τήν έπίδρασιν τοΰ θετικισμού καί τήν άρνητικήν Μεταφυσι­
κήν νέαι διετυπώθησαν αίσθητικαί θεωρίαι. Ό Ταίν (1828 —
1893) άπεπειράθη νά εύρη έν τή ιστορία βάσιν σταθεράν δία
τήν αισθητικήν κριτικήν («Philosophie de Γ Art»), δ Φέχνερ
καί άλλοι ήσχολήθησαν περί τήν ψυχολογικωτέραν τοΰ καλοΰ
άνάλυσιν, ύπδ τήν έπήρειαν τοΰ Δαρβινισμού είτα ύπεδείχθη,17
17) Έν τφ Γ' iiiqp βιβλίψ τών Έννϊάβων.
446 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

σχέσις τών αισθητικών συγκινήσεων προς την γενετήσιον ορ­


μήν, κατά δέ τούς τελευταίους χρόνους παρατηρεΐται τάσις
προς έπιστροφήν εις τάς θεωρίας τού Σιίλλερ, άσπαζομενου
μέν τάς αίσθητικάς θεωρίας τοΰ Κάντ, άπορρίπτοντος όμως τόν
μορφισμόν του18.

νατον νά καθορισθή λογικώς, δύναται οε μόνον νά σχν,ματι-

,8) Πλουσιωτάτη εΐ,ε ή αίτθητική γ


ριώτατα αισθητικά συγγράμματα: Περί τής αισθητική: τού I: λ ά. τ '■> / ο ; : .11,
Buber. Mnsik und Oyitinaslik als Erzielumgsiniuoi bei ^iahni mid \rUo*
teles 1872. Ch. Bcve<[tie. Platon iondalcur tie 1 c-iheiique PbT Kbnigs,
Ueber Platon Kunstaiischauung 'ST·) Pr Atiitliu Die -it Dr P ..,ia
.

ill der plaloaisclicn Philosophic 1001. ilsii τής αισθητικής του' \ a ·. σ a ο τ i > ο υςΐ
G. Menard. L estheiique d Aristote et de ses successcurs IS'1·'. Περί τής κα­
λολογίας τού Ιΐλωτίνου: /?. Scharrenbroich, Plulini de puic’.iro doc Irina
1898. Γεωργίου Βιζυηνον. Ή ριλοσο-ςία τού καλού καρά ΙΙλ.ο) ιέντμ 1S'4 Περί
Π

Τής αισθητική? των αρχαίων καθόλου: Θέωνος τοΰ ^μυρναίου (ο αί·


μ. X I, Περί μαθηματικής καί Περί μουσικής (6ι5λ £ καί γ')· Νιχομάχου τοΰ
Α.

Γερασηνοΰ (6' αϊ μ. X.), Έγχειρίοιον αρμονικής. Π. Miiller, Geschicllte der


Theorie der Kunst bei den Alten 1884—37 A Kuhn, Die idee des Schones
in ilirer Entwicklung bei den Alten etc. 1863. J. Walter, Die Geschielite
der Aesthetik im Alterthum ilirer begrifflichen Eiitw'icklung nacli, 1S03. A-
Taine, Philosophic de Γ Art en Grece (υπάρχει καί έλλ. μετά.-ςρ Λ. Λ.)·
’Αλλά καθόλου βιά τήν λεπτομερεστέραν σχετικήν βιίλιογραγίαν ο βουλόμενος
δέον νά εχη ύπ’ δψιν άπαραιτήτως τό σύγγραμμα τού Cebcrweg-Ht-iuze,
Grundriss der Geschicllte der Philosophic (έςεδόθη πολλκκις). — 1ί υ σ τ 7, μ α τα
Αισθητικής πλήν των ήδη μνημονευθίντων, νεωτέρων α ιλοσόγυιν έγραψαν
καί οί Jouflroy (Coin's d’Esthetique 1843), Benedetto Croce (1S60), Hart­
mann (Aesthetik 1886—7), A, Σμυρνώφ (Αισθητική, ρωσ.) αισθητικά; δέ θεω­
ρίας ανέπτυξαν καί οί Ρουσσώ, Discours sur les sciences et les arts, Vine.
Gi->herti (Περί καλού, περί κάλλους). Viet. Cousin 'Du vial, dn beau el
dll bieil), Γκρεν "ΟΧλεν (Physiological Aesthetics), Groos (Κίσαγ. εις τήν Αι­
σθητικήν), Προυντών, (Ή ζάσις καί ή κοινών, σημασία τής Τέχνης), Ταει·,ιγγ
(Aesthetisclie Foiscllllllgcil 1833) κλ., έργα 5’ άναφερόμενα εις τήν ιστορίαν τής
Αισθητικής άναιρέρομεν προχείρως : Β Ziiniuernianu. Gescilichte der Ae.-dlie*
tik (1859j, H. Botze, Aesthetik in Deutschland (186S), Knight, The philo­
sophy of tiie beautiful, Bosanquet, History of Aesthetik (1892) κ. ά. π·
θέατρον καί ΈκκληαΙα 447

σθή ή περί αυτού έννοια ούχΐ διά τής ταύτίσειος αυτού προς
μίαν των συγγενών αύτώ τεσσάρων έννοιών τούτων, άλλ', άπ’
εναντίας, διά τού παραλληλισμού μόνον καί τής άπ’ αυτών δια-
κρίσεως. Μερικούτερον: Είνε μεν το ώραΐον καθόλου τερπνόν, δεν
είνε τερπνόν όμως παν καλόν, ουδέ παν τερπνόν είνε καί κα­
λόν. Το καλόν είνε συναφές προς ολως ίδιότυπον αίσθησιν του
τερπνού, έν ή τό από των υλικών αισθήσεων στοιχεΐον είνε
δευτερεϋον. Καί δεν είνε μεν ολιυς απόβλητος ή θεωρία τής
φυσιολογικής Αισθητικής, οτι ώρισμενα συναισθήματα γεννώσι
τέρψιν εν τώ άνθρώπω ενεκα τής αντιστοιχίας αυτών προς τάς
συνθήκας τής φυσιολογικής λειτουργίας του νευρικού συστήμα­
τος καί τής ενεκα ταύτης ύψώσεοις τοϋ τόνου τής ζωής· άλλ’
έν τή προσλήψει του καλού έπισυμβαίνει ούχί απλώς ήδονή
καί τέρψις, αλλά συνθετώτερόν τι πνευματικόν φαινόμενον. Τό
.
καλόν είνε άντικειμενικώτερον τής ηδονής, είνε αντικειμενικούς

αρεστόν εις τούς πεπροικισμένους διά καλαισθησίας. Έν τή
θεωρία τού καλού άρέσκει ού μόνον αυτή ή πρόσληψις αυτού
Π

καθ’ έαυτήν, αλλά καί οί ύπ1 αυτής προκαλούμενοι συνδυασμοί


παραστάσεων καί ή πάσα καθόλου αμέσως προκαλουμένη ψυ­
Α.

χική ενέργεια. Ούτω τό τερπνόν, είτε ή από τών αισθήσεων


ηδονή, εισέρχεται μόνον ως στοιχεΐο.ν εις τήν πρόσληψιν τού
καλού, ούδαμώς δμως έξαντλεΐ τό περιεχόμενον αυτού, καί,
συνεπώς, δεν ταυτίζεται προς αυτό.
Έτι μείζων είνε ή από τού ωφελίμου διαφορά τού καλού.
Ή έννοια τού ωφελίμου” είνε ύποκειμενικωτέρα καί μάλλον
σχετική ή ή έννοια τού καλού. Τον πλουσίαν ύπισχνούμενον
συγκομιδήν αγρόν άλλως προσβλέπει ό γεωργός καί άλλως
θεωρεί ό αισθητικός. Ή διαφορά αυτή πολλάκις καταντά εις
άντίθεσιν πυρκαϊά παρουσιάζουσα θέαμα μεγαλοπρεπές εινε
πηγή άπωλείας καί θλίψεως άπό ώφελειολογικής έπόψεως.
Ή συγγένεια τού καλού πρός τό άγα&όν εδωκεν αφορ­
μήν νά γραφώσι πάμπολλα περί τής σχέσεως τών δύο τούτων·
έννοιών, τό ούτως όμως δημιουργηθέν μέγα καί πολυσύνθετον
448 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ζήτημα ευρίσκει την λύσιν αύτοϋ ούχί έν τή άπολύτφ ταυ­


τίσει αυτών, άλλ’ έν τή άναλύσει των ειδών τοϋ καλοΰ καί
τή ταξινομήσει αυτών- κατά τον βαθμόν τής σημασίας των.
Έφ’ δσον δεν υπάρχει ηθικόν στοιχεϊον έν τφ καλώ, είνε παν­
τελώς άσχετος προς τοΰτο ή ιδέα τοϋ άγαθοϋ. ΤΑσμα, την
χροιάν τής φωνής τοϋ οποίου αίσθανόμεθα ως «καλόνν ασχέ­
τως προς τδ περιεχόμενον τής λέξεως, δεν δύναται πάντως να
έχη σχέσιν τινά προς τδ αγαθόν. Θυσία δμως γενναιόφρονος
ψυχής έν τραγψδία υπέρ σκοπών ηθικών συνδυάζει έν έαυτή
τδ καλδν μετά τοϋ άγαθοϋ. Έν τή ταξινομήσει λοιπδν τών ει­
δών τοϋ καλοΰ αί μέν κατώτεραι αύτοϋ βαθμίδες ολίγην ή ού.
δεμίαν συγγένειαν έχουσι πρδς τήν έννοιαν τοϋ άγαθοϋ, ούτι-
νος μετέχουσι μόνον αί άνώτεραι τοϋ καλοΰ έκφάνσεις.
Πλήρης σχεδδν ταύτισις τοϋ καλοΰ καί τοϋ άλη^οϋς κη­
.
ρύττεται ύπδ τής πραγματιστικής σχολής (realiste) τών κα-

λουμένων άληϋιστών (veristi). Τόσον στενός, κατ’ αυτήν, είνε
ο μεταξύ τών δύο τούτων έννοιών δεσμός, ώστε χωρίζονται μό­
Π

νον κατά τήν μορφήν, διότι, ένώ ή αλήθεια ζή έν τφ κόσμο)


τής άφηρημένης διανοήσεως, έν ταΐς καθαραΐς έννοίαις, τδ κα­
Α.

λόν, απ’ έναντίας, σχέσιν έχει πρδς τάς μορφάς καί τάς ει­
κόνας, αϊτινες τότε είνε καλαί καί ώραΐαι, δταν άναπαράγωσι
πιστώς τήν πραγματικότητα. Ό άληθισμός, ώς καλλιτεχνικήν
άρχήν πρεσβεύων τήν υλικήν μίμησιν τής φύσεως, έν τή πι­
στή αντιγραφή αυτής μιμείται καί τά έλαττώματα αυτής καί
τάς άτελείας. Παν Τέχνης προϊόν υπουργεί βεβαίως εις τήν
άλήθειαν, άλλά παν άληθές δεν είνε καί καλόν, ούτε είς ένα
άρα καί τδν αύτδν σκοπόν άποβλέπουσιν ή Επιστήμη καί ή
Τέχνη. Ή άλήθεια δεν περιέχεται έν τή ύλική φύσει ύπδ τήν
τραχεΐαν καί δύσμορφον αότής δψιν. Έν τή Τέχνη δέον νά
θηρεύωμεν τήν καλλονήν τής άληΰείας, πάσα δέ φυσική άλή-
θεια άσυνδύαστος πρδς τδ κάλλος είνε ή άδιάθετος καί νοσούσα
τής φύσεως δψις καί έκφανσις, είνε χυδαία άλήθεια. «Τί θά
άλέγετε,—έρωτα ό Δυπρέ—άν έβλέπετε δυσειδές παιδάριον
θέατρον και ’Εκκλησία 449

κλαΐον μέ στόμα ανοικτόν, διότι έπεσεν από τής χειρός του ή


χύτρα; ’Ή άνδρα άτιμον και κτηνώδη εις την στάσιν καί επι­
θυμίαν τοΰ μάλλον επονείδιστου των κακών; ’Ή γυναίκας, αϊ-
τινες έξεμοΰσιν υπό κερασέαν, διότι έφαγον πολλά κεράσια;»
Λεν ταυτίζεται λοιπόν τό καλόν πρός τό αληθές ύφ’ ήν έννοιαν
ισχυρίζονται οι άληθισταί τής άγροικοτέρας κατευθύνσεως τοΰ
πραγματισμού, άλλα τό αληθές έγκρύπτεται έν τή συγκαθέ-
δρω τής τελειότητος καί τοΰ απείρου ιδέα τών όντων, τή
έκδηλουμένη έν τή αρμονία καί τή συμμετρία τής μορφής19.
Σχέσιν μέν άρα έχει άναντιρρήτως τό καλόν πρός τό
τερπνόν, τό άγαθόν καί τό αληθές, δέν ταυτίζεται δ’ δμως πρός
ταΰτα, ώς άποτελοΰν έννοιαν αρχικήν ίδιότυπον.
Έκ τής ιστορίας τών αισθητικών θεωριών προκύπτει δτι
ποικιλώταται μέν άντιλήψεις έσχηματίσθησαν καί γνώμαι διετυ-
.
πώθησαν περί τής έννοιας, τών νόμων καί τοΰ σκοπού τοΰ κα­

λού, κατά τάς γενικωτάτας δ’ δμως αυτών κατευθύνσεις δύναν-
ται νά ύπαχθώσιν είς δύο γενικάς καί μεγάλας κατηγορίας,
Π

τον οΰτω καλούμενον «μορφισμόν» (formalismus),τον ένορώντα


τό καλόν έν τή συμμετρία, αναλογία, αρμονία καί ένότητι τών
Α.

μερών τής έξωτερικής. μορφής άσχέτως πρός τό περιεχόμενον,


καί τον «ίδεϊσμόν» (idealismus), τον τό καλόν ένορώντα έν
τή έσωτερική τοΰ περιεχομένου ιδέα. Θά ήδυνάμεθα λοιπόν
νά χαρακτηρίσωμεν τό καλόν ώς αντικειμενικόν άμα καί υπο­
κειμενικόν, ώς ένυπάρχον μέν έν τοΐς άντικειμένοις, προσλαμ-
βανόμενον δέ κατά διαφόρους βαθμούς δι' ώρισμένου αισθητι­
κού όργάνου, τής καλαισθητικής διαισθήσεως. Έν τψ άντικει-
μένψ διακρίνονται δύο στοιχεία: τό περιεχόμενον (ή «ιδέα»),
καί ή μορφή (τό «είδος»), τό άντικείμενον είνε δήλον δτι
συνδυασμός τοΰ «τί» καί τοΰ «πώς», ήτοι «τί» λέγει είς τήν ψυ­
χήν καί «πώς» τό λέγει. Ή φύσις άρα τοΰ καλοΰ θά ήτο*·)

*·) Πρβλ. Ε. Ράδλωφ [9] σ. 312 — 315. Ίωάνου Avngi [*°] 'Ιούνιος —Ιού­
λιος 1915 σ. 54—55 καί Αΰγ. 1915 σ. 81. ’Από ταύτης πάντως τνίς άπόψεως
4 Δυπρέ λέγει δτι «τό αληθές είνε τό ώραΐον» (αύτόθι Όκτωβρ. 1915 σελ. 112)*
450 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

δυνατόν νά όρισθή ώς ό αρμονικός συνδυασμός των δύο τούτων


στοιχείων: τής ιδέας και τοΰ είδους. Ή προτίμησις τοΰ ετέ­
ρου τούτων κεχωρισμένως άγει εις τήν έτέραν των δύο προ-
μνημονευθεισών κατηγοριών, ών ή μεν περιπίπτει ευκόλως εις
τον αισθητικόν μορφισμόν, ή δέ δεύτερα εις τον άκρατον ίδεϊ-
σμόν, λησμονοΰντα οτι, ϊνα το άντικείμενον παραγάγη τήν εν­
τύπωσή τοΰ καλοΰ, χρήζει συγκεκριμένης έκδηλώσεως.
Τό τε "ιδεολογικόν λοιπόν καί το εμπειρικόν στοιχεΐον
συνδυάζονται έν τή άναπαραγωγή τοΰ καλοΰ ώς άντικειμενικο-
ύποκειμενικής αλήθειας, έφ’ δσον ύπεράνω μεν καί πέραν τοΰ
έμπειρικώς αίσθητοΰ κεΐται ό ιδανικός τής ύψίστης αρμονίας
κόσμος τοΰ απολύτου καλοΰ, κάτω δ’ έν τή εμπειρική πραγ­
ματικότητά είτε ώς εσωτερικόν «εγώ» θεωρείται αΰτη, είτε
ώς κόσμος οντων έξω τοΰ υποκειμένου τελούντων, ενυπάρχει
.
τής ιδεώδους αλήθειας ή ανταύγεια, τήν οποίαν διακρίνουσι καί

θεωροΰσιν αί έκλεκταί φύσεις. Ό άνθρωπος ευρίσκει αντιστοι­
χίαν μεταξύ των έξω αύτοΰ άντικειμένων καί τοΰ έσωτερικοΰ
Π

του «εγώ», ένψ δ’ άφ’ ενός ένισχύων, έμβαθύνων καί έξυψών


τάς ιδιότητας καί τα κατηγορήματα τής ιδίας έαυτοΰ ψυχής,
Α.

τοΰ ίδανικοΰ του έγώ, μεταβιβάζει ταύτας άνθρωπομορφικώς


καί άποτυποϊ διά τής άντικειμενικοποιήσεως των συναισθημάτων
εις τα έμπειρικά αντικείμενα τοΰ τε όργανικοΰ καί τοΰ άνορ-
γάνου κόσμου μέχρι καί αυτών τών άπλουστάτων αύτοΰ στοι­
χείων, καί οΰτω φαντάζεται τοΰτον κινούμενον καί αίσθανόμε-
νον ώς αυτός, άφ’ ετέρου ή έν αύτψ άπήχησις τής προς τό
ιδεώδες αύτοΰ «έγώ» φανταστικής συμβολικής «γλώσσης» τοΰ
περί αύτόν κόσμου παράγει σύνολον τερπνών παραστάσεων και
συναισθημάτων. Ούτως ό άνθρωπος κατ’ ένστικτον τείνει καί
θέλει ν’ άντιλαμβάνηται καί νά νοή τον αντικειμενικόν κόσμον
αίσθητικώς, άπό τής έπόψεως δήλα δη τής έν έαυτψ ιδέας,
τοΰ καλοΰ καί τής άληθείας, ή δ’ αισθητική αΰτη άντίληψις προ-
καλεΐ έν αύτψ τό αίσθημα τής αισθητικής τέρψεως.
Κατά ταΰτα, δύο είνε τά κύρια γνωρίσματα τής έπί τοΰ
θέατρον καί ’Εκκλησία 451

ανθρώπου έπηρείας των καλών Τεχνών: το μέν προκαλοΰσι


ταΰτα καί γεννώσιν έν αύτφ αΐσθητικά συναισθήματα, το δέ
τά συναισθήματα ταϋτα συνοδεύονται άναποσπάστως ύπδ τοϋ
ευάρεστου καί τοΰ τερπνού. Καί εινε αισθητικά καί ούχί πραγ­
ματικά τά άπδ τοΰ καλοΰ συναισθήματα, διότι, ώς καί έν τοΐς
όπισθεν έλέχθη, ό κόσμος τής Τέχνης δεν εινε ό γυμνός πραγ­
ματικός τής αντικειμενικής εμπειρίας κόσμος, άλλ’ ό κόσμος ο
φανταστός, ό υπέρ αυτόν υφιστάμενος τοΰ ωραίου ιδεώδους κό­
σμος20. ’Ακριβώς δέ διότι ό καλλιτέχνης δεν προκαλεΐ πραγ­
ματικά, άμεσα καί άληθή από τής εμπειρικής πραγματικότη­
τας συναισθήματα, αλλά φανταστικά, ταΰτα πάντοτε παρά-
γουσι τέρψιν ούχί διανοητικήν, άλλ' επ’ ίσης αισθητικήν, έφ’
όσον αυτή προέρχεται από τής θεωρίας καί τής αίσθήσεως
τοΰ ωραίου καί τοΰ ύψηλοΰ, τοΰ κόσμου τής ιδέας, τής φαν­
.
τασίας καί τοΰ αισθήματος. Τά αισθητικά συναισθήματα, όντα

παιδιά τις αισθημάτων, διακρίνονται τών πραγματικών κατά
τον άσθενή αυτών τόνον, έκ τής συνειδήσεως δέ ότι ή άπ’
Π

αυτών συγκίνησις δέν εινε πραγματική, άλλ’ αισθητική, γεν-


νάται τό αίσθημα τής τέρψεως, τής αισθητικής ήδονής, κατά
Α.

τό οποίον οίαδήποτε άναπαραγομένη δυσαρμονία ή άντίθεσις


λύεται εις άρμονίαν έν τψ ΰψει τής Τέχνης*1.
Τούτων ούτως έχόντων, έξεταστέον νΰν ώς τίς παράγων
παρουσιάζεται ή Αισθητική έν τή αγωγή καί τή μορφώσει ταΰ
ανθρώπου καί ποιαν σχέσιν έχει προς την Ηθικήν.
’Ήδη άπ’ αυτών τών άρχαίων χρόνων πολλαί καί με-
γάλαι έλπίδες άνετέθησαν έν τή ηθική διαπαιδαγωγήσει τοΰ
ανθρώπου εις την Αισθητικήν ώς συνδυάζουσαν καί άρμονί-
ζουσαν το καλόν καί τό αγαθόν. Έάν στραφώμεν προς την
κλασικήν ελληνικήν άρχαιότητα, έν τή οποία καί μόνη ή θε­
ραπεία τοΰ καλοΰ έξίχθη είς βαθμόν τοιοΰτον, ώστε ν’ άπο-* 21

!0) Μάρτενσεν [’] Β 682.


21) Μάρτενσεν [’] Β 687. Β. Βάλτερ, Υπέρ της Τέχνης. Πετροΰπολις 1899
(ρωσ.) σελ. 8—9. 11. 17.
"'Emu.I. Φάρος ,, ιόμ. Id τβνχ. ρ'-ρβ’ (Ίονλίος-Σχιέμβρίος 1915) 29
452 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τελή το κύριον μέλημα τοϋ ελληνικού πνεύματος ή παντοι-


ότροπος αυτού ερμηνεία καί άναπαραγωγή, θά ίδωμεν τούς
δύο μεγίστους των φιλοσόφων, τον Πλάτωνα καί τον ’Αριστο­
τέλη, αποδίδοντας σπουδαίαν σημασίαν εις τάς Καλάς Τέχνας
ώς στοιχεΤον αγωγής καί μορφώσεως. Καί χαρακτηρίζει μεν
ό Πλάτων τά έν τοίς αίσθητοΐς έκφαινόμενα καλά ώς «άμυ-
δρά τινα μιμήματα τού αρχετύπου κάλλους», ώς είόομεν, πα­
ραδέχεται δ’ δμως ταύτα ώς ούκ άμοιρα άξίας, όταν, διεγεί-
ροντα καί έξάπτοντα έν τη ψυχή τον προς τδ καλόν έρωτα,
χρησιμεύωσι προς άνύψωσιν άπδ τού κάλλους τών σωμάτων
είς τδ κάλλος τών ψυχών, άπδ τούτου δ' είς τδ κάλλος τών
αρετών καί τών επιστημών, μέχρις ού καταντήσωσιν επί τέ­
λους είς τδ αρχέτυπον κάλλος'22. Επειδή δ’ δμως ό προς τδ
καλδν έρως είνε ήττον έμφρων τού πρδς την αλήθειαν καί την
.
έπιστήμην, τούτο δέ καθιστά τήν Καλλιτεχνίαν ύποδεεστέραν

τής Φιλοσοφίας, καί έπειδή ή πρώτη, ώς διατρφουσα περί
«μιμήματα μιμημάτων» μόνον καί περί απλά «είδωλα» τού
Π

δντος, αφορά είς παιδιάν, τέρψιν καί ψυχαγωγίαν μάλλον, ή


είς αλήθειαν καί άρετήν, είνε δ' άρα έπικίνδυνος23, διά τού­
Α.

το ό Πλάτων περιώρισε τδν κύκλον τών Καλών Τεχνών είς


τάς έκφραζούσας μόνον τάς άγαθάς πράξεις καί τά γενναία
φρονήματα, απέκλεισε δ’ άπδ τής Πολιτείας αύτοΰ καί τής
αγωγής τών νέων πάσαν έπιζήμιον είς τήν χρηστότητα τών
ήθών δραματικήν καί έπικήν ποίησιν, τάς δέ λοιπάς Καλάς
Τέχνας έθεώρησε προσήκον νά ύποβάλη είς τήν κρίσιν άν-
δρών ειδημόνων καί έναρέτων «ίνα μή έν κακαϊς είκοσι τρε­
φόμενοι οι φύλακες ώσπερ έν κακή βοτάνη, πολλά έκάστης
ημέρας κατά μικρόν άπδ πολλών δρεπόμενοί τε καί νεμόμε-
νοι, έν τι ξυνιστάντες λανθάνωσι κακόν μέγα έν τή εαυτών
ψυχή, άλλ’... ίνα.ώσπερ έν ύγιεινώ τόπφ οίκούντες οι νέοι

”) Συμπόί. 208c—212a.
ί3) Σοφιστ. 266b ές. Γοργ. 501 έξ. Πολιτ. Β' 377-Γ' 399. I 595 έξ. Νόμο·.
Β' 693 έξ. I 889 έξ.
Θίατρον καί ’Εκκλησία 453

ώφελώνται άπό παντός όπόθεν αν αύτοΐς άπδ των καλών έργων


ή προς όψιν ή προς άκοήν προσβάλη»'2'.
Τήν αυτήν σημασίαν προσδίδει καί ό 'Αριστοτέλης εις τάς
Καλάς Τέχνας έν τή αγωγή καί τή μορφώσει. 'Ως σκοπδν
των «ποιητικών» έπιστημών, ήτοι τής Αισθητικής, τάσσων τήν
ορθήν γνώσιν, τάς Καλάς Τέχνας θεωρεί ως τά μάλιστα συν-
τεινούσας εις τήν ορθήν διαπαιδαγώγησιν. Αί Καλαί Τέχναι
—κατ’ αυτόν.—άσκούμεναι χάριν «διαγωγής» καί ουχί ένεκα
χρείας, προέρχονται έμμέσως μέν έκ τής έμφυτου τψ άνθρώπψ
τάσεως προς τδ μιμεΐσθαι καί χαίρειν έπί τοΐς μιμήμασιν, άμέ-
σως δέ έκ τής ορμής προς τήν φιλομάθειαν καί τήν έκ τής
μαθήσεως χαράν, διότι αί εικόνες καί τά μιμήματα συντελοΰ-
σιν είς τδ μανθάνειν καί συλλογίζεσθαι21. Επειδή δ' ή μίμη-
σις έν ταΐς Καλαΐς Τέχναις άντικείμενον έχει τά ανθρώπινα
.
ήθη καί τάς πράξεις, αί'τινες δεν είνε μόνον καλαί καί έπαι-

νεταί, άλλά καί φαϋλαι, διά τοΰτο ό ’Αριστοτέλης κρίνει άπα-
γορευτέαν είς τους νέους. τήν άκρόασιν καί θεωρίαν πάσης τά
Π

κακά καί τά αισχρά μιμουμένης Τέχνης, ίδιαιτέρως δέ συνι-


στφ ώς συντελεστικήν είς τήν αγωγήν τών νέων τήν τραγω­
Α.

δίαν ως «μίμησιν πράξεως σπουδαίας» καί «δι’ έλέου καί φό­


βου περαίνουσαν τήν τών παθημάτων κάθαρσιν», ήτις συνει-
θίζει τους νέους είς τδ μετρίως φέρειν τάς ιδίας συμφο­
ράς. "Ολως ιδιαιτέραν παιδαγωγικήν δύναμιν ό Αριστοτέλης
αποδίδει είς τήν μουσικήν, ήτις καί αυτή ασκεί κάθαρσιν πα­
ρεμφερή πρδς τήν άπδ τής τραγωδίας, διότι μεγάλως έπιδρα

24) Πολιτ. Γ' 392—401. Πρβλ. καί Β' 277 ίξ. I 598 ίξ. Παρά Β. ‘Αντω-
νιάδτ) [·2] σ. 244-251. 2S5-25G.
25) «'Εοίκασι γεννήσαι τήν ποιητικήν αιτία', δύο τινές, καί αύται φυσικά!' τό
γάρ μιμεΐσθαι αομφυτον άνθρώποις έκ παίδων έστί, καί τούτω οιαφέρουσι τών
άλλων ζώων, δτι μιμητικώτατόν έστι καί τάς μαθήσεις ποιείται διά μιμήσεως
τάς πρώτας, καί τό χαίρειν τοΐς μιμήμασι πάντας..., αίτιον δέ καί τούτου, ότί
μανθάνειν οΰ μόνον τοΐς φιλοσοφοις ήδιστον, άλλά καί τοΐς άλλοις όμοίως...διά
τοΰτο γάρ χαίρουσι τάς εικόνας όρώντες, ότι συμβαίνει θεωροΰντας μανθάνειν καί
συλλογίζεσθαι, τί Ικαστον, οΐον ότι οΰτος εκείνος» (Περί Ποιητικής 1—4. Ρητορ.
A' 11. Παρά Β. Άντωνιάδτ] [ιϊ] σ. 326).
454 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

έπί τοΰ θυμικοΰ και τοΰ συναισθητικού τής ψυχής, ώς κατα-


στέλλουσα μεν καί κατευνάζουσα τήν σφοδρότητα των παθών,
οια δ φόβος, δ έλεος, ή οργή, ή ανδρεία κλ., διεγείρουσ^ δέ
συμμέτρως αυτά καί διά τής έπαναλήψεως τής ένεργείας ταύ-
της έθίζουσα εις τδ μέτρον τής χρήσεως καί τήν φυγήν τής
όπερ βολής21''.
Ούτως δ τε Πλάτων καί δ Αριστοτέλης, οι κατ’ εξοχήν
έκ των άρχαίων φιλοσόφων Ιμφιλοσοφήσαντες περί τοΰ καλοϋ
καί τής έν τή παιδαγωγική θέσεως αύτοΰ, μεγίστην άποδέ-
χονται τήν άπδ τής ορθής των Καλών Τεχνών χρήσεως ωφέ­
λειαν έν τή αγωγή των νέων.
Έκ των νεωτέρων φιλοσόφων δ θερμότερος ύπέρμαχος
τής μεγάλης παιδαγωγικής αξίας καί δυνάμεως τής Αισθητι­
κής ύπήρξεν δ δημοτικώτατος έν τοΐς Γερμανοΐς ποιηταΐς
.
Ίω. Σήλλερ (1759—1805)27. Ουτος, τά μάλιστα συμπαθών

2G) «Φαμέν δέ ού μιας ένεκεν ώφελείας τή μουσική χρήσθαι δεΐν, αλλά πλεξά­
νων χάριν' καί γάρ παιδείας ένεκεν καί καθάραεως... τρίτον δέ προς διαγωγήν,
Π

πρός άνεσίν τε καί πρός τήν τής συντονίας άνάπαυσιν' έκ δέ τίΰν ιερών μελών
όρώμεν τούτους, δταν χρήαωνται τοΐς έςοργιάζουσι τήν ψυχήν μέλεαι, καθιστά­
Α.

μενους ώσπερ ΐατρείας τυχόντας καί καθάραεως' ταυτά δή τούτο άναγκαΐον πά-
οχειν καί τούς έλεήμονας καί τούς φοβητικούς καί δλους τούς παθητικούς, τούς
£έ άλλους καθόσον έπιβάλλει τών τοιούτων έκάστψ καί πασι γίνεσθαί τινα κά·
θαρσιν καί κουφίζεσθαι μεθ’ ήδονής» (Πολιτεία Η' 7. 1341b,36. Παρά Β. Άντ.
ο. 326,).
*') *0 Σΐίλλερ Οπό τήν έπίδρασιν τών ιδεών τοΰ Πλουτάρχου καί τοΰ Ρουσσώ
καί τής φιλοσοφίας τοΰ Κάντ έγραψε πλεΐστα ποιητικά έργα, ών τά κυριώταια
είνε αί τραγωδίαι «Die Riiuber», «Kabale und Liebe», «Wilhelm Tell», ή τρι­
λογία «Wallenstein», τά ποιήματα «Die Gotter Griechenlands» καί τά αισθη­
τικά συγγράμματα «Ueber den Grund unseres Vermiigens an tragische Ge-
genstiinden», «Ueber tragische Kunst» κλ. Ό Σ. έξέδωκε διαδοχικώς καί δύο
περιοδικά «Rheinisclie Thalia» καί «Horen», τό δεύτερον τή συνεργασίφ τοΰ
Γκαΐτε, μεθ’ ου διά πολλής συνεδέετο φιλίας. Τά έργα έν οίς υπεραμύνεται της
Αισθητικής ώς μορφωτικού καί έξευγενιατικοΰ παράγοντος διά τε τό άτομον, τήν
κοινωνίαν καί τό κράτος είνε : «Έπιστολαί περί αισθητικής ανατροφής τοΰ άν-
•ρώπου»' «Περί τής ήθικής έφαρμογής τών αισθητικών ήθών»' «Περί τοΰ υψη­
λού»' «Περί χάριτος καί αξιοπρέπειας». «Περί άφελοΰς καί αισθηματικής ποιή-
σεως»' «Περί Θεάτρου ώς Ιδρύματος ήθικοΰ». Περί Σΐίλλερ υπάρχει πλουαιωτάτη
φιλολογία, ιδίως γερμανική, περί ής αυμβουλευτέον τά είδικώς βιβλιογραφικά περί
Σιίλλερ έργα τών Βύρτσμπαχ (1850), Οΰνφαλδ (1870), ϊδίφ δέ τό νεώτατον καί
θέαιρον κ αί ’Εκκλησία 455

•προς τήν περί καθήκοντος θεωρίαν τοΰ Κάντ, δεν ήδύνατο έν


τούτοις νά συμβιβασθή προς τον άτεγκτον καί άκαμπτον χα­
ρακτήρα τοΰ καθήκοντος τούτου, έν τή επιβολή τοΰ οποίου είνε
προφανής ή καταναγκαστική αύτοΰ ίδιότης καί ή αμείλικτος
καί σπαρτιατική του σκληρότης. Ό Σπ'λλερ δυσφορών επί τή
από τοΰ καθήκοντος τούτου απουσία παντός στοιχείου τοΰ κα-
λοΰ, πάσης απαλότατος καί άρμονισμοΰ τίνος τής υποχρεωτι­
κής δεοντολογίας προς τήν έξ έλευθέρας τάσεως ρύθμισιν τής
ανθρώπινης διαγωγής, ως στοιχεΐον πρόσφορον εις τον συγ­
κερασμόν τής τοσαύτης τραχύτητος τοΰ ήθικοΰ νόμου καί
ικανόν νά ύποχαλάση τό χαλύβδινον καί καθηδύνη τήν βλο-
συρότητα τής κατηγορικής προστακτικής έθεώρησε τον συν­
δυασμόν αύτοΰ μετά τής φιλοκαλίας των αρχαίων Ελλήνων.
Τό έργον δ’ αυτής ή Αισθητική δύναται, κατ° αυτόν, νά επι­
.
τέλεση ούχί ως παραγωγός ίδιας ανεξαρτήτου ηθικής, άλλ’

ώς ισοδύναμος βοηθός τής ηθικής, δυναμένη νά υποστή­
ριξή καί νά ύποβαστάση αυτήν έν τή ορθή διαπαιδαγήσει τοΰ
Π

Ανθρώπου. Ή ηθική, κατά τον Σκλλερ, δύναται νά αυγκρα-


τηθή διττώς: ή διά τής ένισχύσεως τοΰ νοΰ καί τής αγα­
Α.

θής βουλήσεως έν τω κατά παντός πειρασμοΰ νικηφόρψ άγώνι,


ή διά τής συντριβής ή, τουλάχιστον, τής έξασθενώσεως τής
δυνάμεως τοΰ πειρασμοΰ έπί τω τελικω πάλιν σκοπψ τής ορι­
στικής αύτοΰ έκνικήσεως. Κατ' άμφοτέρας ταύτας τάς περι­
πτώσεις τό αίσθημα τοΰ καλοΰ καί τοΰ ωραίου δύναται νά
παρουσιασθή ώς σπουδαίος άντιλήπτωρ καί συνεργάτης τής
ηθικής. Λαμβανομένου ύπ’ δψιν οτι ό πειρασμός τοΰ άνθρώ-
που εινε αί χθαμαλώτεραι ροπαί των αισθήσεων, ών ο χαρα-
κτήρ εινε τό υπερβολικόν καί τό άγροΤκον, τό άπρεπες καί
•τό άκοσμον, τό άσχημον καί τό δυσάρεστον, τό βορβορώδες
καί τό ακάθαρτον, ή Καλαισθητική, ώς πάσαν τοιαύτην άσχη.
μίαν άποστρεφομένη, άπαιτοΰσα δε καί θεραπεύουσα δ,τι μέ_

πληρέστατον τοΰ Κόχ (έν τψ ε’ τόμψ τής 6' έκδόσεως των έργων τοΰ Καρόλοιι
^Goedeke).
456 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τριον, κόσμιον, ευπρεπές, αρμονικόν, εΰ'-μορφον και καθαρόν,


συλλήβδην δ,τι καλόν καί ώραΐον, καί συμπίπτουσα έν ταϊς
άπαιτήσεσι καί τψ σκοπψ αυτής προς την δεοντολογίαν καί
την τελεολογίαν τής Ηθικής, ήτοι προς την τάξιν, την αρμο­
νίαν καί την τελειότητα, έμφανίζεται άφ’ ενός μέν ώς τα μά­
λιστα διευκολύνουσα τό εργον αυτής, άφ’ ετέρου δ’ ώς έν τψ
ήθικώ νόμψ συνδυάζουσα τήν ακαμψίαν τοΰ καθήκοντος πρός
την ελευθέραν τοΰ ανθρώπου ροπήν, οΰτω δ’ άπαλύνουσα τήν
τραχύτητα αύτοϋ καί συναπαρτίζουσα μετ’ αυτοΰ τον ον άμ-
φότεραι έπιδιώκουσιν αρμονικόν σκοπόν. 'Γπό τοιαύτας συνθή-
κας προφανές καθίσταται, δτι ό καλαισθητικής ανεπτυγμένος
εύκοπώτερον έπιτυγχάνει έν τψ ήθικψ άγώνι ή ό μηδαμώς
καλαισθητικής μορφώσεως εύμοιρήσας, ώς μή έκλεπτυνθείς καί
έξευγενισθείς διά τής από τοΰ καλοΰ καί τοΰ ώραίου ήμερό-
.
τητος. Ό τελευταίος οΰτος έργωδέστερον αισθάνεται τον κατά

των αισθήσεων αγώνα καί βαρυτέραν τήν έπιβολήν τοΰ κα­
θήκοντος, κατ’ άντίθεσιν πρός τον πρώτον, δστις, παρεσκευα-
Π

σμένος ών αισθητικής πρός τήν τέλεσιν τοΰ ήθικοΰ νόμου,


ρέπει πρός αυτόν κατά καλαισθητικήν ανατροφήν, καί πράτ­
Α.

τει τό καθήκον κατ’ έλευθέραν πρός αυτό κλίσιν.


Άλλ’ ή καλαισθητική αγωγή δεν πρέπει νά περιορισθή
εις τήν έν τφ άνθρωπο) άνάπτυξιν μόνου τοΰ αισθήματος τοΰ
καλοΰ- ή τοιαύτη άγωγή έν τφ κόσμο) τούτο) τής ένδειας καί
τοΰ θανάτου θά ήτο μονομερής καί έτεροσκελής, καί δεν θά
έπετύγχανεν, επομένως, τήν πλήρη αρμονίαν έν τψ άνθρώπφ,
έάν παραλλήλως πρός τήν έν αύτώ μόρφωσιν καλοΰ χαρακτή-
ρος δεν έμορφου συγχρόνως καί χαρακτήρα νψηλόν. Καλός
καί ώραΤος χαρακτήρ εινε έκεΐνος, δστις ού μόνον ούδεμίαν
δυσκολίαν αισθάνεται είς τήν κατάπραξιν τών άρετών, άλλά
καί σύνοιδεν ύπάρχουσαν έσωτερικήν προς αυτάς ροπήν υψη­
λός δέ χαρακτήρ είνε ό έν ταΐς περιπετείαις τοΰ βίου υφιστά­
μενος τά πλήγματα καί τών δεινοτέρων συμφορών (οίαι π. χ,
οί θάνατοι προσώπων προσφιλών, ή αίφνιδία άπώλεια περιου­
θέατρον καί ’Εκκλησία 457

σίας, αί άνίατοι καί όδυνηραί νόσοι, ή^ άπώλεια χοΰ καλού


ένόματος καί της κοινωνικής ύπολήψεως κ. τ. τ.) μετά σθέ­
νους, αντοχής καί υπομονής κατά τρόπον τοιοϋτον, ώστε νά
μή καταστρέφηται ή ψυχική του ισορροπία, νά τηρήται^δ' εύ-
σταθώς καί έν ταΐς μάλλον συγκλονιστικαΐς μεταπτώσεσιν ή
συνέχεια τού ήθικοϋ «έγώ» μετά των αυτών ίοεών καί αι­
σθημάτων. 'Η παρά την άπότομον εναλλαγήν των εξωτερικών
όρων τής ζωής ευστάθεια του ψυχικού καί διανοητικού κόσμου
καί ή συνεχής αρμονία τής διαθέσεως εΐνε έκδήλωσις ψυχής
ηρωικής καί γενναίου φρονήματος, ήτοι υψηλού χαρακτήρος
γνωρίσματα. Ή καλαισθητική λοιπόν αγωγή, μορφοΰσα έν τφ
άνθρώπω καλόν άμα καί υψηλόν χαρακτήρα, τα μάλιστα—
κατά τόν Σπλλερ—συντελεί εις τον έξευγενισμόν αυτού ως
πολύτιμος καί άπαραίτητος συνεργάτις τής ηθικής διαπαιδα-
.
γωγήσεως.

Τά στοιχεία ή την ύλην τής διττής ταύτης καλαισθητι­
κής άγωγής ό Σπλλερ υποδεικνύει ύπάρχοντα έν τή φύσει
Π

καί έν τή ζαηή, αϊτινες είνε, κατά ταΰτα, οί κυριώτεροι δι­


δάσκαλοι τού καλού καί τού ύψηλοΰ. Ή φύσις είνε ωραία, καί
Α.

τό κάλλος της λαλεϊ τήν γλώσσαν τής αλήθειας, τής γνησιό-


τητος, τής άφελείας, τής άπλότητος, τής άτεχνίας, απλώς ει-
πείν τής φυσικότητος. Το σύνολον τών ιδιοτήτων τούτων τής.
φύσεως αποτελεί αρμονίαν καί φώς, ειλικρίνειαν καί διαύγειαν,
δβελιζούσας παν ψεύδος, παν τεχνητόν, κφδηλον καί προσποι­
ητόν, ή δέ θεωρία τού φυσικού κάλλους καθαίρει καί φωτίζει
τήν άνθρωπίνην ψυχήν καί μεταγγίζει εις αύτήν τήν φυσικήν
αρμονίαν. Έξ άλλου, ή φύσις είνε ύψηλή’ άφ’ ενός μεν ή
εύρύτης τού ορίζοντας, τών ορέων τά ΰψη, τών άπεράντων
καί ύψηρεφών δασών ή βαρεία σιγή ή ή τρομερά συντάρα-
ξις, τών εύρειών κοιλάδων ή πλατεία ηρεμία, ή έκτασις τών
ώκεανών, τού ουρανού τό άπειρον, άφ’ ετέρου δέ καί αί φυ-
σικαί τρομεραί καί καταλυτικαί δυναμικαί έκδηλώσεις, οποΐαι
αί τών κεραυνών έκρήξεις, οί τών σεισμών συγκλονισμοί, οί
458 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

κατακλυσμοί, οι στρόβιλοι κλ.,— πάντα ταΰτα τά μεγαλειω-


δώς καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα ύπομιμνήσκουσιν έν τή
νΰν πραγματικότητι τήν άνθρωπίνην αθλιότητα καί μηδαμινό-
τητα, τήν έξάρτησιν και τήν αδυναμίαν, καί έκκαλοϋσι τον άν­
θρωπον εις τά υψηλά καί τά μόνιμα, τά μεγάλα καί τά ελεύ­
θερα. "Οπως οέ ή θεωρία τοΰ καλοϋ έν τή φύσει καί ή προς
αυτό αγάπη παρασκευάζει έν τψ άνθρώπω έδαφος πρόσφορον
είς τήν ήθικήν σποράν καί καρποφορίαν, ούτω καί ή από τοΰ
έν τή αυτή φύσει ύψηλοΰ αγωγή ύψοΐ τον άνθρωπον από τής
βιωτικής στενότητας, πεζότητας καί μικρολογίας είς τήν ύπέρ-
γειον ιδέαν τοΰ απολύτως ύψηλοΰ καί μεγάλου, καί προκαλεΐ
έν αύτψ σκέψεις, αισθήματα, τάσεις καί αποφάσεις ύψηλάς
μεγαλοπράγμονας, έλευθέρας καί ήρωϊκάς, είς τάς οποίας δεν
άγει ό περιορισμός έντός τοΰ στενοΰ πλαισίου των μικρομε·
.
ρίμνων πόλεων, τής τεχνητής πολυτελείας των αιθουσών καί

«, f f ·»·) / οβ
των τεσσάρων τοίχων των αποπνικτικων γραφείων .
Π

2β) Έπιθι Μάρτενοεν [7] Β 48—51.—Άλλοι άλλως ώρισαν τά «υψηλόν» έν


τή Αισθητική καί τήν άπό τοΰ καλοϋ διάκριαιν. Ό Κάντ, φέρ’ είπεΐν, οΰ μόνον
Α.

διακρίνει τό «υψηλόν* άπό τοΰ «καλούς αλλά καί άντιπαρατάττει πρός τούτο.
Τό «υψηλόν» συνδέεται μόνον πρός τήν αρνητικήν τέρψιν, παράγει αίσθημα έκ-
πλήξεως καί σεβασμού- '2ς τοιοϋτο είνε ύποκειμενικώτερον τοΰ καλού, διακρίνε-
ται δ’ είς μαθηματικόν υψηλόν (θάλασσα, ουρανός) καί δυναμικώς υψηλόν
(ήρωΐσμός, κατόρθωμα). Τό υψηλόν βασίζεται έπί των ιδεών, διότι τά άντικείμε-
νον προσλαμβάνεται ώς τι περιωρισμένον, πρός ο ή Ανθρώπινη διάνοια συνδέει τήν
ιδέαν τοϋ άπειρου. Ταύτην τήν θεωρίαν άσπάζονται κατά τά ουσιώδη αυτής ση­
μεία ό Σίοπεγ/άουερ καί δ Σΐίλλερ. Ό Σΐέλλιγγ όρίζει τά υψηλόν ώς έπεισαγω-
γήν (Einbildung) τοϋ απείρου είς τό πεπερασμένου. Ό Έγκελ διαβλέπει τό υψη­
λόν εκεί, οπού ή ιδέα ΰπερπηδψ τά όρια τοΰ φαινομένου. Έν τψ καλφ ή ιδέα
καί τά είδος (τά περιεχόμενο'/ καί ή μορφή) άντιατοιχοΰσι πρός άλλήλας καί
έκατέρα εις έκατέραν έπεισέρχεται· ένφ έν τψ ΰψηλφ τό είδος υπηρετεί είς τήν
ιδέαν, ήτις έξέρχεται τών δρίων τοΰ φαινομένου. Τά υψηλόν - κατ’ αυτόν —είνε
απόπειρα τοϋ άπειρου πρός έκδήλωσιν, μή έπιτυγχανομένη όμως, διότι οΰδέν έν
τοΐς ψαινομένοις αντιστοιχεί πρός τά άπειρον. Έν γένει εϊπείν τά υψηλόν δύναται
νά όριαθή ώς είδος αισθητικής προσλήψεως καί τής μετ’ αυτής συνδεδεμένης
αισθητικής τέρψεως, ώς παράατασις περί τοΰ μεγαλοπρεποΰς ΰψοϋσα τήν διάνοιαν
άπό τοϋ πεπερασμένου είς τό άπειρον. Πρβλ. JEJ. Radloft [°] σ. 88—89. Περί
Οψηλοϋ ΐδε Αογγίνον, Περί ύψους. Berk, Of the sublime and beautiful 1756.
Καί έν γένει τά συστήματα Αισθητικής.
θέατρον καί ’Εκκλησία 459

Καί τοϋτο μέν εϊνε το άπο της φύσεως διά την αισθη­
τικήν διαπαιδαγώγησιν υλικόν. Άλλ’ υλικόν προς τόν αυτόν
σκοπόν παρέχει, ώς έλέχθη, και ή ζωή. Ή διαφορά έγκειται
Ιν τούτορ, δτι ή μέν φύσις,—κατά τον Σιίλλερ—, δύναται νά
χαρακτηρισθή ώς κατώτερα σχολή, ένφ μεγαλειτέραν διά τόν
άνθρωπον σημασίαν έν τη αγωγή αύτοΰ κέκτηται ή ζωή, ώς
σχολή ανώτατη, χαρακτηρίζεται δ' ώς τοιαύτη ή ζωή, διότι έν
αυτή εξελίσσεται προ ημών ή ιστορία του άνθρώπου καί τής
ανθρωπότητας, ώς πολυσύνθετος καί πολυπλοκωτάτη πραγμα-
τικότης, έν τή οποία παρουσιάζεται αυτός ό έν τφ κόσμφ
τούτφ ζωντανός |3ίος μετά πασών αύτοΰ τών έκφάνσεων κατά
τάς ποικίλας των άντιθέσεις καί αντιφάσεις, τάς συγκρούσεις
καί τάς άνατροπάς, τά πάθη, τάς ανησυχίας, τούς αγώνας, τάς
τάσεις, τούς πόθους, τάς έπιτυχίας καί άποτυχίας καί διαψεύ­
.
σεις, τάς άρετάς καί τάς κακίας. Την ιστορίαν ταύτην τής

ανθρώπινης ψυχής καί ζωής από έπόψεως αισθητικής παρέχει
ήμΐν ή Τέχνη ώς Καλλιτεχνία, ήτις διά τών προϊόντων αυτής
Π

παρουσιάζει προ ημών τό ιδεώδες, τό καθαρόν, το άπηλλαγ-


μένον παντός από τής αγροίκου καί βαναύσου πραγματικό-
Α.

τητος έπιφύματος ιδεώδες, ώς άπολύτως καλόν καί ώραΐον, τό


οποίον θεωροϋντες καί διακρίνοντες έν τοΐς έργοις τών Καλών
Τεχνών, προ πάντων δέ τής ποιήσεως, προσλαμβάνομεν, οίκειο-
ποιούμεθα καί έγκεντρίζομεν εις την ήμετέραν υπαρςιν καί
ουσίαν ούτως, ώστε νά δυνάμεθα νά τό είσαγάγωμεν εις αυτήν
ημών τήν ζωήν ώς έκφανσιν ήμών προσωπικήν, ώς προϊόν
τοΰ ήμετέρου «έγώ». Τά είδη τής Τέχνης, τά όποια άναπα-
ράγουσιν αίσθητικώς τήν ιστορίαν τής άνθρωπίνης ζωής, είνε
ή τραγφδία καί ή κωμιρδία, ήτοι τό Θέατρον, εις τό όποιον,
κατά ταϋτα, παρέχει τήν σπουδαιοτέραν θέσιν έν τή άγωγή
τοΰ άνθρώπου ό Σπλλερ, ώς θά ίδωμεν έν τφ έπομένω κεφα-
λαίο)2'1.

20) Όποια σχέσις δπάρχει μεταξύ Ιστορίας καί Τέχνης θαυμαστίδς άνέπτυξεν
.4 Σπ. -Π. Λάμπρος έν ίυσί Βιαλέξεσί του «Άν ήμην ζωγράφος» καί «Άν
460 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Άλλ’ υπάρχει καί ή έκ διαμέτρου άντίθετος προς την


θεωρίαν των ύπερμάχων της παιδαγωγικής σημασίας της
Αισθητικής γνώμη, καθ’ ην αί Καλαί Τέχναι εινε θετικώς
έπιβλαβεΐς είς τον άνθρωπον, η ή νΰν ουτω καλούμενη Τέχνη
εΐνε Τέχνη ψευδής καί κακή, καί, επομένως, επιζήμια. Ούτως
έφρόνει έκ μέν των άρχαιοτέρων παιδαγωγών καί φιλοσόφων ό
Ί. Ρουσσώ, έκ δέ των νεωτάτων ό Ρώσος Τολστόη. Ό Ρουοσώ
(1712—1778) πολεμών τους Έγκυκλοπαιδιστάς, οϊτινες ύπε-
ρεξύψουν τον άνθρώπινον λόγον, ορίζοντες αυτόν ως τον μονα­
δικόν σκοπόν τής ζωής, ως τό μόνον έχέγγυον βίου εόδαί-
μονος, χειραγωγόν τοΰ άνθρώπου έν παντί καί κριτήριον τής
άληθείας, άντιπαρέταττεν είς . τον νουν το αίσθημα, τήν καρδίαν
τοΰ άνθρώπου όρίζων ως κριτήριον τής άληθείας καί ρυθμιστήν
τής άνθρωπίνης ζωής, διά τήν οποίαν ή γνώσις, ή διανόησις,
.
καί, συνεπώς, ή μόρφωσις καί ό πολιτισμός ού μόνον ουδεμίαν

έχουσιν άξίαν, άλλα καί διαφθείρουσι μάλιστα τάς άρίστας
ιδιότητας τής άνθρωπίνης φύσεως. Στοιχεία τοΰ πολιτισμού
Π

είνε τά Γράμματα, αί Έπιστήμαι καί αί Τέχναι· αΰται είνε άπο-


κυήματα, έπινοήματα καί πλάσματα τής άνθρωπίνης διανοίας,
Α.

μεταβάλλοντα τον φυσικώς ένάρετον άνθρωπον είς τεχνητόν καί


διεφθαρμένον νευρόσπαστον, άπροσωποποιοΰσιν αυτόν καί έςευτε-
λίζουσι. Τοιαύτας τρέφων ιδέας ό Ρουσσώ περί τής υφής τοΰ
διά ιών άνωτέρω στοιχείων κατεργαζομένου πολιτισμοΰ, είς τό
υπό τής Γαλλικής ’Ακαδημίας προβληθέν τότε έρώτημα άν ή
άναγέννησις τών Τεχνών καί Επιστημών συνετέλεσεν εις τήν
βελτίωσή τών ηθών, άπήντησε διά τής πολύκροτου καταστά-
σης πραγματείας «Discours sur les sciences et les arts»
(1750), ήτις κατέπληξε τον τότε άνεπτυγμένον κόσμον. Έν τή
μονογραφία ταύτη ό Ρουσσώ μετά πρωτοφανοΰς παρρησίας οια-
φωνών προς πάντας τους μεμορφωμένους άνθρώπους διισχυ-
ρίσθη, ότι οΰτε ή'Επιστήμη, ούτε ή Φιλοσοφία, οΰτε αί Τέχναι

ήμην ποιητής» (εν «Νέψ Έλληνομνήμονοι» τ. ΙΒ',Α',1915 σ. 53—104). Πρβλ. καί


Σαιμμάρχον Γιραρδίνου [*] Γ', σ. 319. 321.
θέατρο·/ καί ’Εκκλησία 461

συνετεινον είς τήν ηθικήν τής άνθρωπότητος βελτίωσιν καί δτι


πηγή των μέν δύο πρώτων είνε ή απλή περιέργεια, τής δέ
Τέχνης ή κενοδοξία· ή βιβλιεκδοτική είνε έπιβλαβής, ό δέ
Όμαρ κάλλιστα έπραξε πυρπολήσας την Βιβλιοθήκην τής
’Αλεξανδρείας30.
Καί θά έπασχολήαη μέν ημάς ο Ρουσσώ καί μετά ταΰτα
έν οίς περί των θεατρικών αυτού ιδεών έσται ο λόγος, ενταύθα
5’ έτι περιοσοτέραν δέον νά έλκύση τήν προσοχήν ό έκ τών
νεωτάτων φιλοσόφων θερμότερος οπαδός τών παιδαγωγικών
ιδεών τού Ρουσσώ 31, περιώνυμος Λέων Τολατόη, ιδίως διότι
συγχρονιστικώτερον έφιλοσόφησε περί τής Τέχνης καί νέα έπει-
σήγαγε στοιχεία είς τάς αίσθητικάς τού Ρουσσώ ιδέας.
Ό Τολατόη (1828—1911) είνε ο διασημότατος μεντών

ΙΙρβλ. Γρ. Προχόρωφ ["] α. 516 έξ. Άξιοσημείωτον είνε, δτι, καίτοι ή
.
'Ακαδημία δέν συνεμερίσθη τάς θεωρία; ταύτας τοΟ Ρουσσώ, εν τούτοις έβράβευσε

τήν μονογραφίαν του ταύτην άπονείμααα είς αυτήν πλήρες τά προκηρυχθέν γέρας,
οΰ μόνον διά τήν πρωτοτυπίαν, άλλα καί δ'.ά τήν βαθύτητα, τήν ευρύτητα καί τήν
δύναμιν τής κρίσεώς του, αΐτινες Απέδειξαν αυτόν μίαν τών ισχυρότερων τής
Π

εποχή; εκείνης διανοιών. Έν τούτοις δεκαετίαν μέν σχεδόν (1741) πρό τής συγ­
γραφής ταύτης ό Ρουσσώ έγραψε τό μελόδραμα <Les Μ uses galailtes - καί κα­
τόπιν δέ, τψ 1752, τό μελόδραμα «Le divin village» καί είτα τόν ■Pygmalion»,
Α.

άτινα τφ προσεπόρισαν δόξαν επίφθονον. Πράς τούτοις ιδιαιτέραν συμπάθειαν έπε-


δείξατο είς τήν μουσικήν, περί ής έγραψε τάς «Lettres sur la musique
fran-
Qaise» καί «Dictionnaire de la musique» (1767). Μεγάλην δόξαν προσεπόρισαν
είς τόν Ρουσσώ καί τά έργα αυτού * Discours sur 1 inegalite parmi les lionr
ines» (1755), καί τά φιλοσοφικό - παιδαγωγικά ' Jlllie oil la Nouvelle Heloise»
(1761). .Du contrat social, ou Principe du droit politique», «Emile, on de Γ
Education» (1762), έν τοΐς όποίοις εκθέτει τάς παιδαγωγικά; του ιδέας έπί τή
βάσει Ακριβώς τών περί τού επιβλαβούς τού πολιτισμού θεωριών του, συνιστώ·/
τήν επιστροφήν είς τήν φυσικήν κατάστασιν τού ανθρώπου. Πλουσιωτάτη είνε ή
περί Ρουσσώ φιλολογία.
3Ι) Γέρων ήδη δ Τολατόη (μικρόν πρό τού θανάτου του) έν επιστολή πρός
τόν έν Γενεύη φερώνυμον τού Ρουσσώ Σύλλογον έγραφε-/, ότι οι κυριώτεροι αυτού
διδάσκαλοι ήσαν ό Ρουσσώ καί τά Ευαγγέλιο-.1. Τά συγγράμματα τού Ρουσσώ είχεν
άναγνώσει έτι έν ήλικία 14—20 ετών, ένεποίηααν δέ ταΰτα είς αυτόν μεγίστην
έντύπωσιν. Έκ τής μελέτης τών έργων τού Τολατόη ευδιάκριτα είνε τά σημεία
έν οίς άμφότεροι συμπίπτουαιν, είνε δέ ταύτα : 6 καθορισμός τής έννοιας, τής ση­
μασίας καί τής συγχρόνου θέσεως τής Επιστήμης καί τής Τέχνης έν τώ πολι-
τισμφ, ή πράς τήν φύσιν σχέσις, ή χειρωνακτική έργασία, 6 χωρισμός τής ήθικής
άπά τής πίστεως. Ό Τολστόη όμως άπεδείχθη άρνητικώτερος τού διδασκάλου του.
462 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ-

καλλιτεχνών τού λόγου έν τή συγχρόνψ εποχή, ό ατυχέστατα


όμως φιλοσοφήσας καί ήθικολογήσας λογοτέχνης3-. Τάς περί
της Τέχνης θεωρίας αυτού έξέθηκεν έν τη κατά την άτυ-/ή
δευτέραν περίοδον της λογοτεχνο-φιλοσοφικο-ήθικής δράσεως
αυτού συγγραφείση μελέτη: «Τί έστι Τέχνη;» Έν αυτή ό
Τ. προσπαθεί ν’ απόδειξη ότι όλη σχεδόν ή σύγχρονος Τέγνη,
την οποίαν χαρακτηρίζει ως «Τέχνην μόνων των άνωτάτων
κοινωνικών τάξεων», εΐνε Τέχνη ψευδής, ύποκαταστάτις τής
άληθοΰς Τέχνης, ή «κακή Τέχνη», υπηρετούσα ούχί τό αγαθόν,
αλλά τό κακόν της άνθρωπότητος· «πάσαι δ’ αί προσπάθειαι
των άνθρώπων, των ποθούντων νά ζήσωσι καλώς, πρέπει νά
τείνωσιν είς την έξάλειψιν της Τέχνης ταύτης, διότι άποτελεΐ
έν έκ τών σκληροτέρων κακών έξ όσον καταπονοΰσι τήν άνθρω-
πότητα». Ή σύγχρονος Τέχνη, ως έξηπηρετοϋσα μόνον τάς
.
άνωτέρας κοινωνικάς τάξεις, αποβλέπει εις μικράν τινα μερίδα

της άνθρωπότητος· αφού δέ δεν δύναται νά καταστη Τέχνη
δι' όλον τον λαόν, δεν είνε εργον σοβαρόν, ή, εκείνο όπερ
Π

σήμερον καλοΰμεν «Τέχνην», δεν είνε τό σοβαρόν τούτο εργον.


Ή Τέχνη άρα τού μέλλοντος δεν θά ήνε, ούτε πρέπει νά ήνε
Α.

συνέχισις τής συγχρόνου Τέχνης, άλλ’ άλλη διάφορος καί άσχε­


τος προς αυτήν.
Ό Τολστόη, άποπειρώμενος νά δώση τον ορισμόν τής
Τέχνης, έμελέτησεν, ως λέγει, παν ο,τι περί αυτής έγράφη,
καί προσάγει πληθώραν έκ τών δοθέντων εις αυτήν ορισμών,
ούδένα όμως έξ αϋτών άσπάζεται, πεπεισμένος ών—λέγει—«έκ
τών προτέρων», ότι οι φιλόσοφοι έπενόησαν αίσθητικάς θεω­
ρίας προς δικαιολογίαν τής κακής καί βλαβεράς Τέχνης. Κατά
τον ύπ’ αυτού παρεχόμενον ορισμόν, ή Τέχνη άποσκοπεϊ εις

S2) Περί αΰτοϋ ϊδε τά ήμέτερα άρθρα έν «Έκκλησ. Φάρψ» χ. Ζ’ [1911] σ’


433—441 καί τ. Η' [1911] σ. 5—15. Ή συγγραφική δρααις τοϋ Τολστόη είνε
πολυσχιδεστάτη- πλήν των καθαρώς λογοτεχνικών έργων του έγραφε καί συγ­
γράμματα φιλοσοφικά, θεολογικά, ηθικά, παιδαγωγικά, αισθητικά, πολιτικά κλ·,
άτινα δέν είνε δυνατόν ν’ άπαριθμηθώσιν ένταϋθα, άλλ’ οΰδ’ ή απέραντος περί
αΰτοϋ φιλολογία, ρωσική τε καί ευρωπαϊκή, νά οημειωθή.
θέατρον καί Εκκλησία 463-

τδ «νά προκαλέση εν τώ άνθρώπω άλλοτε ποτέ δοκιμασθέν


αίσθημα, καί διά κινήσεων, γραμμών, χρωμάτων, ήχων καί εικό­
νων έν λόγο) έκφραζομένων νά μεταδώση το αίσθημα τούτο
κατά τρόπον τοιουτον, ώστε καί οί άλλοι νά δοκιμάσωσιν αυτό.
Ή Τέχνη είνε ανθρώπινη ενέργεια συνισταμένη έν τούτω, δτι 6
άνθρωπος συνειδητώς δι’ ώρισμένων εξωτερικών σημείων μετα­
δίδει εις τούς άλλους τά ίδια εαυτού αισθήματα, οί δ’ άλλοι
έκ τής μεταδόσεως ταύτης αισθάνονται τά αυτά αισθήματα»;
'Ο Τ. ορίζει ευθύς αμέσως την Τέχνην καί άρνητικώς, ως
έξήζ :
«Ή τέχνη δεν είνε:
α) έκδήλωσις μυστικής τίνος ιδέας καί κάλλους τοΰ
Θεού, ώς λέγουσιν οί μεταφυσικοί·
β) παιδιά, καθ’ ήν ό άνθρωπος οίονεί έκκρίνει τδ περιτ-
.
τεΰον τής έν έαυτώ σωρευθείσης ένεργείας, ώς ισχυρίζονται οί

αισθητικοί- φυσιολόγοι·
γ) δι’ έξωτερικών σημείων έκδήλωσις συγκινήσεως·
Π

δ) αναπαραγωγή τερπνών καί ευχάριστων αντικειμένων'


ε) το καί κυριώτερον, δεν είνε ηδονή καί τέρψις».
Α.

Τί είνε λοιπόν, κατά τον Τολστόη, θετικώς ή Τέχνη·


Είνε «απαραίτητον διά την ζωήν καί την προς τδ άγαθδν κί—
νησιν έκάστου τε ανθρώπου έπί μέρους, καί τής δλης άνθρω-
πότητος συλλήβδην, μέσον έπικοινωνίας τών ανθρώπων προς
άλλήλους, ένοΰν αυτούς έν τοΐς αύτοΐς αίσθήμασι».
Την ένέργειαν τής οΰτω νοουμένης Τέχνης ό Τολστόη
θεωρεί σπουδαιοτάτην, παραλληλίζει δ’ αυτήν πρδς την ένέρ-
γειαν τοΰ προφορικού λόγου. «’Εάν οί άνθρωποι ήσαν έστερη-
μένοι τής ίκανότητος νά προσλαμβάνωσι πάσας τάς διά τοΰ
προφορικού λόγου μεταδοθείσας ιδέας τών έν τώ παρελθόντι
ζησάντων όμοιων των, καί νά μεταδίδωσιν εις τούς άλλους τάς
ιδίας εαυτών ιδέας, θά έξωμοιοΰντο πρδς τά ζώα. Καί αν δεν
είχον οί άνθρωποι την ικανότητα νά προσλαμβάνωσι τά ύπδ
τής Τέχνης έκφραζόμενα, θά ήσαν ίσως άγριώτεροι τών θη­
464 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ρίων καί, το σπουδαιότερον, διηρημένοι καί εχθροί προς άλ-


λήλους ».
Κατά τον Τολστόη, ή σύγχρονος Τέχνη δεν δύναται νά
καταστή Τέχνη τοΰ όλου λαού. «Ή άπιστία των άνωτέρων
τάξεων τοΰ ευρωπαϊκού κόσμου ήγαγεν εις τοϋτο, ότι την ένέρ-
γειαν τής Τέχνης, ήτις σκοπόν αυτής είχε την μετάδοσιν των
ύψίστων αισθημάτων, άτινα προέρχονται έκ τής θρησκευτικής
συνειδήσεως, αντικατέστησε δι’ ένεργείας άποσκοπούσης εις
την παροχήν ως πλείστης ηδονής καί τέρψεως είς ώρισμένην
κοινωνίαν ανθρώπων. Έκ τής δλης ευρυτάτης σφαίρας τής
Τέχνης άπεχωρίσθη καί ήρξατο καλουμένη Τέχνη έκεΐνο, τό
οποίον παρέχει ηδονήν είς ανθρώπους ώρισμένου κύκλου. Ή
διαστροφή αΰτη τής Τέχνης, ή έπελθοΰσα από τής εποχής
τής οΰτω κληθείσης 'Αναγεννήσεως των Τεχνών καί των Επι­
.
στημών, έξησθένωοε καί σχεδόν έξεμηδένισε καί αυτήν τήν

Τέχνην. 'Εντεύθεν δ’ έπήλθεν ώς άποτέλεσμα ή ένδεια τοΰ
περιεχομένου αυτής, ή άπώλεια τοΰ κάλλους τής μορφής, καί
Π

από Τέχνης ειλικρινούς περιέστη είς Τέχνην κίβδηλον». Καί


ή μέν ένδεια τοΰ περιεχομένου αυτής έξεδηλώθη έν τούτω, δτι
Α.

ώς άντικείμενον αυτής έξέλεξεν ούχί τα έκ τής θρησκευτικής


συνειδήσεως τών άνθρώπων έκπηγάζοντα συναισθήματα καί τον
έργατικόν αυτών βίον, άλλα τά αισθήματα τών άνθρώπων τοΰ
άνωτέρου κύκλου, τά όποια ανάγονται είς τά εξής τρία χθα­
μαλά αίσθήματα: τήν αλαζονείαν, τήν σαρκικήν έπιθυμίαν καί
τήν βιωτικήν θλϊψιν καί στενοχώριαν. Ή δ’ απώλεια τοΰ
κάλλους τής μορφής έξεδηλώθη έν τψ δτι ή Τέχνη κατέστη
έπί μάλλον καί μάλλον σύνθετος, ιδιότροπος καί ασαφής, ώς
καταφαίνεται έκ τής «δεκαδεντικής» τάσεως. Ή τάσις αυτή
τής Τέχνης («decadence») είνε καινή, ώς ακατανόητος· κατά
τήν αυτήν άναλογίαν τοΰ υπό τοΰ δλου λαοΰ άκαταλήπτου
τής συγχρόνου Τέχνης αυτή δέον νά χαρακτηρισθή ώς «κακή»
Τέχνη. Είς τούς πολλούς ή Τέχνη είνε ακατάληπτος, άκρι-
βώς διότι είνε κάκιστη, δεν είνε δήλα δή Τέχνη. ΓΩς πρός δέ
θέατρον καί Εκκλησία 465

τήν άνειλικρίνειαν καί την κιβοηλίαν χής Τέχνης ό Τολστόη


έκτείνεται διά μακρών κατακρίνων τον Σαίξπηρ, τον Βάγνερ,
καί έν πολλοΐς τον Μπετχόβεν, παρ’ οίς ούδεμίαν ή ολίγη ν
ευρίσκει πρωτοτυπίαν, γνησιότητα καί αλήθειαν, ώς αιτίαν δέ
τής τοιαύτης διαστροφής τής Τέχνης καί τής προσαρμογής
αυτής ούχί προς τήν άλήθειαν, άλλα προς τάς ορέξεις των
«άνωτέρων τάξεων», προσάγει τήν κερδοσκοπίαν (των πλουσίως
άμειβομένων καλλιτεχνών), τήν καλλιτεχνικήν Κριτικήν καί
τάς Σχολάς τών Καλών Τεχνών. Ή τών καλλιτεχνών κερδο­
θηρία «κατέστησε τήν σύγχρονον Τέχνην πόρνην». «Ή υλική
έξασφάλισις τών καλλιτεχνών είνε ή καταστρεπτικωτέρα διά
τήν καλλιτεχνικήν αυτών παραγωγήν συνθήκη, διότι άπαλ-
λάσσει αυτούς του προς πάντας τούς άνθρώπους προσιδιάζον-
τος βιωτικοΰ άγώνος καί στερεί αύτούς τής ευκαιρίας τοΰ νά
.
δοκιμάσωσι τά σπουδαιότερα άνθρώπινα συναισθήματα». Έξ

άλλου, «ή κυριωτέρα άπο τών τεχνοκριτών33 βλάβη έγκειται
έν τούτψ, δτι, στερούμενοι τής ίκανότητος νά προσλαμβάνωσι
Π

καί νά αίσθάνωνται τήν Τέχνην, προσέχουσι κυρίως εις τά


κίβδηλα καλλιτεχνικά προϊόντα, έπαινοΰντες δέ ταΰτα μόνον,
Α.

προβάλλουσιν ώς πρότυπα καλλιτεχνικά, μιμήσεως άξια, καί


δημιουργοΰσιν ουτω ψευδείς καί ανικάνους αυθεντίας». Αί δέ
Σχολαί τών Καλών Τεχνών είνε έπιβλαβέστεραι ίσως διά τήν
Τέχνην, διότι συντελοΰσιν είς τήν μόρφωσιν μάλλον «έπαγγελ-
ματιών τεχνιτών», οίτινες άντί άληθών, πρωτοτύπων καί γνη­
σίων έργων παράγουσιν έργα «μιμήσεως» καί «παράγωγα».
Είς το μέλλον, «όταν δλοι έν ταΐς δημοτικαΐς σχολαίς, παραλ­
λήλους προς τά στοιχειώδη γράμματα, θά μανθάνωσι καί μου­
σικήν καί ζωγραφικήν, έκαστος άνθρωπος, αισθανόμενος έν
έαυτώ ικανότητα καί κλίσιν πρός τινα τών Τεχνών, θά δύνα-
ται νά τελειοποιήται έν αυτή». Αΰτη δ’ άκριβώς είνε ή κυ­
ρία καί θεμελιώδης ιδέα τής Αισθητικής τοΰ Τολστόη, δτι ή

33) Οί κριτικοί, κατά τόν Τολστόη, είνε «βλάκες κρίνοντες περί τών ευφυών».
466 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Τέχνη δέον νά καταστή κτήμα τοΰ ολου λαοϋ, έφ' οσον δ’


ή σύγχρονος Τέχνη αποβλέπει είς τον περιωρισμένον κύ­
κλον των άνωτέρων τάξεων τής κοινωνίας καί είνε, επομένως,
διά τον λαόν ακατάληπτος, είνε Τέχνη ψευδής, κακή, βλαβε­
ρά καί, επομένως, άπορριπτέα.
Πώς δέ θά καταστή καταληπτή διά τον λαδν ή Τέχνη ;
«"Οταν καί αΰτη, ως καί πάντα τά φαινόμενα τής ήμετέρας
ζωής, θεωρήται καί έκτιμάται Ιπί τή βάσει τής παρ’ ήμΐν
κρατούσης θρησκευτικής συνειδήσεως, ήτοι τής συνειδήσεως
τής κυρίας έννοιας τής ζωής31. Ή ουσία τής χριστιανικής συν-
ειδήσεως, κατά τδ Εύαγγέλιον (Τω. ιζ' 21), έγκειται έν τή
ενώσει των άνθρώπων μετά τοΰ Θεού καί μετ’ άλλήλων, τδ
δέ περιεχόμενον τής χριστιανικής Τέχνης άποτελοΰσι τά αι­
σθήματα, τά οποία συντελοΰσιν είς την τοιαύτην ένωσιν». Ή
.
χριστιανική δέ Τέχνη—κατά τόν Τ.—είνε διττή: Α) ατενώς

θρησκευτική, ύποδιαιρουμένη α) είς ύψίστην, έν ή άπ’ ευ­
θείας μεταδίδονται συναισθήματα, προκύπτοντα έκ τής μετά τοΰ
Π

θεοϋ καί τοΰ πλησίον ένώσεως, καί β) είς κατωτάτην, έν ή


μεταδίδονται τά αρνητικά συναισθήματα τής άποστροφής, τής
Α.

δργής καί τοΰ μίσους πρδς τά φαινόμενα, τάντίθετα πρδς τήν


άγάπην πρδς τδν Θεδν καί πρδς τδν πλησίον. Β) βιωτική, με-
ταδίδουσα τά τοΐς πάσι προσιτά άπλούστατα συναισθήματα τής
φαιδρότητος, τής ηρεμίας, τής τρυφερότητος, τής άνδρείας κ.
τ. τ.—άτινα καί ταΰτα συντελοΰσιν είς τήν έν αγάπη ένωσιν
των άνθρώπων—, ύποδιαιρουμένη καί αυτή α) είς άνωτάτην*

81) Τό κέντρον τής «φιλοσοφικό-θρησκευτικής» (δευτέρας) περιόδου εν τψ


6(ψ τοΰ Τολστόη άπετέλει μέχρι τής τελευταίας τοΰ θανάτου του ήμέρας τό περί
ζωής πρόβλημα: «διατί νά ζώμεν;» «ποια είνε ή έννοια τής ζωής;» Περί τό πρό­
βλημα τούτο έατράφη πάσα ή διανοητική αύτοϋ έργαοία τής εποχής ταΰτης, πάσα
δ’ ιδέα, μή συνάδουσα πρός τήν μετά πολλάς καί αγωνιώδεις έρευνας καί σκέψεις
δοθεΐσαν είς αυτό λϋσιν, θεωρείται ΰπ’ αύτοϋ απόβλητος. ’Εντεύθεν δ Τολστόη
ήρνήθη πάσας τάς συγχρόνους εκφάνσεις τής ήθικής, τοΰ δικαίου, τής πολιτείας»
τής έπιοτήμης, τής μορφώσεως, τής Τέχνης, ώς παραγόντων πολιτισμού άπάγον-
τος από τής αληθούς έννοιας τής ζωής καί τοΰ σκοπού αυτής. Τήν σύγχρονον
ίδίφ ’Επιστήμην καί μόρφωσιν έμαστίγωσεν άμειλίκτως καί σαρκαστικώτατα.
θέατρον καί ’Εκκλησία 467

παγκοσμίαν, προσιτήν είς πάντας έν γένει τούς άνθρώπους


αδιακρίτως έθνικότητος, καί β) εις λαϊκήν (έθνικήν), καταλη­
πτήν μόνον εις ώρισμένον λαόν καί καθ’ ώρισμένην χρονικήν
περίοδον. «ΙΙάσα Τέχνη, μή υπαγόμενη υπό τάς κατηγορίας
ταύτας, δέον νά όβελισθή, νά έκσυριχθή καί νά μισηθή ώς
Τέχνη μή ένοΰσα, αλλά χωρίζουσα τούς άνθρώπους καθόλου,
ή τινάς μόνον, ολίγους, ένοΰσα μετ' άλλήλων, δι’ αύτό δε
τοΰτο καί χωρίζουσα αυτούς από των λοιπών καί χρησιμεύ-
ουσα, άρα, ώς πηγή διαστάσεως καί έχθρας πρός τούσ λοι­
πούς35. Ή σημερινή Τέχνη, ώς διαστροφή τής Τέχνης (ώς
νοεί αυτήν ό Τολστόη), άγει, κατ’ αυτόν, έν γένει είς δύο με­
γάλα κακά, τά όποια συντείνουσιν είς τήν διαίρεσιν μεταξύ
των ανθρώπων : πρώτον, οί άνθρωποι αυξάνονται, άνατρέφονται
καί ζώσιν άνευ τής «λιπαντικής» ένεργείας τής Τέχνης, καί
.
διά τοΰτο καθίστανται όσημέραι άγριώτεροι, βαναυσότεροι καί

σκληρότεροι- δεύτερον, συνεπάγεται ορμαθόν δλον άλλων επι­
βλαβέστερων κακών, οια τά εξής: α) ή μεγίστη καί άσκοπος:
Π

δαπάνη πλείστης έργασίας ανθρώπων έργατικών είς έ'ργον ου


μόνον άνωφελές, αλλά καί έπιβλαβές· β) τά καλλιτεχνικά έρ­
Α.

γα ώθοΰσι τάς άνωτάτας κοινωνικάς τάξεις πρός βίον άφύσι—


κον καί άντίθετον πρός τάς άρχάς τής φιλανθρωπίας· γ) ή
Τέχνη έπεισάγει σύγχυσιν είς τάς έννοιας τών παίδων καί του
λαοΰ’ δ) αντικαθιστά το ηθικόν ίδεώδες διά τοΰ ιδεώδους του
καλοΰ καί τοΰ ωραίου, καί, τέλος, ε) μέγα μέρος τών καλλι­
τεχνικών προϊόντων (τής λογοτεχνίας, τής ζωγραφικής, τής
γλυπτικής καί τής δραματικής) ώς άμεσον καί κάκιστον άμα

35) «Όταν ή κοινωνική ζωή —έλεγέ ποτέ ό Τ.—ήνε ψκοδομημένη επί τών αρ­
χών τής αγάπης καί τής άδελφώσεως, ή Επιστήμη δέ καί ή Τέχνη εξυπηρετώ-
σιν έξ Ισου πάντας τούς άνθρώπους, τότε δικαιούνται πλήρως νά ΰπάρχωσι καί
αί εικόνες τού Ρέπην, καί τό φιλοσοφικόν περιοδικόν τού Γρότ καί τά μυθιστο­
ρήματα τού Τολστόη. ’Εν έναντίφ όμως περιπτώσει, έάν δηλ. ή ’Επιστήμη καί ή
Τέχνη έξυπηρετώσι μικράν μόνον δμάδα ευτυχών, τότε καί αί εικόνες τού Ρέπην
καί τό περιοδικόν τού Γρότ καί τά μυθιστορήματα τού Τολστόη παρουσιάζονται
ώς άγαν ύπερβολική πολυτέλεια, ώς γλύκισμα έν μέσφ λιμωττόντων*.

"ΈημΧ. Φάοοί ,, τόμ.. ΙΑ τιϋχ. ρ'-ββ (Ίούλιος-Σπτίμβριos 1915) 30


468 ' Γρηγορίου Παπαμιχαήλ : θέατρον καί ’Εκκλησία

σκοπόν έχουσι τήν διέγερσή τής ήδυπαθείας, οΰτω δέ συντε-


λοΰσιν εις τήν ένίσχυσιν τής διαφθοράς έν τή κοινωνίφ καί
εις τήν έν αυτή διάδοσιν ψευδών και βλαπτικών έννοιών περί
τής σχέσεως τών φύλων. «Και άκοντες άγόμεθα εις τήν
Ιδέαν—έπιλέγει δ Τ. — δτι ή ύπάρχουσα Τέχνη ένα καί μόνον
καθωρισμένον έχει σκοπόν : τήν δσον ένεστιν ευρυτέραν διά-
δοσιν τής διαφθοράς». Εντεύθεν ή απ’ αυτής βλάβη εΐνε ανυ­
πολόγιστος. Έν τούτψ δ’ ακριβώς συνίσταται ή τραγική θέσις
τής συγχρόνου πραγματικότητος, δτι, ένψ ή Επιστήμη αυτής
καί ή Τέχνη δύνανται νά καταστώσιν ευλογία τής άνθρωπότη-
τος, άποβαίνουσι διά αυτήν κατάρα*.

.

Π
Α.

Κατά παραδρομήν έν τψ προηγούμενη κεφαλαίω τής μελέτης ταύτης (τεύχος


Ίουλ.—Σεπτ.) έν μεν σελ, 288 στίχ. 3 έτυπώθη καταδεικνύονται άντί καταδεκνυόν*
των, έν δε σελ. 319 στίχ. 3—4 άντιθρηακευτικδν κήρυγμα αντί αντιθεατρικόν κή·
ρνγμα.

) *Επεται συνέχεια.
ΠΕΡΙ TOT ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ
ΥΠΟ

ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Καθηγητοϋ τοϋ Πανεπιστημίου

Πρό τίνος χρόνου λατίνός τις Ιν Σύρω προσελθών εις την ορθο­
δοξίαν άνεβαπτίσθη. Ζήτημα δε προύκλήθη Ικ τοΰ αναβαπτισμού
αυτού υπό των Ικεΐ λατίνων, οί'τινες εθεώρησαν τον αναβαπτισμόν
καιρίως προσβάλλοντα την Εκκλησίαν αυτών. Άλλ’ οσάκις πρόκειται
να προσέλθη τις των λατίνων ή των προτεσταντών εις την ορθοδο­
ξίαν παρουσιάζεται καί παρ’ ήμΐν τοΐς δρθοδόξοις ζήτημα, έχομεν δέ
πολλά παραδείγματα ετεροδόξων προσελθόντων εις την ορθόδοξον
Εκκλησίαν καί των μέν άναβαπτισθέντων, των δέ χρισθέντων μόνον
δι’ αγίου Μόρου. Παρόμοιόν τι συμβαίνει καί έν ταΐς λοιπαΐς Αυτο-
κεφάλοις δρθοδόξοις Έκκλησίαις πλήν τής Ρωσικής, ήτις δεν άναβα-
πτίζει, άλλα μόνον χρίει τούς ετεροδόξους. Πόθεν τούτο προέρχεται
σύντομος ιστορική επισκόπησις δύναται νά έξηγήση.
Ό 47°ζ Άποστολικός κάνουν ορίζει «’Επίσκοπος ή Πρεσβύτε-
.
ρος τον κατά αλήθειαν έχοντα βάπτισμα εάν άνωθεν βαπτίση ή τον

μεμολυσμένον παρά τών ασεβών εάν μη βαπτίση καθαιρείσθω ως
γελών τον σταυρόν καί τον τού Κυρίου θάνατον καί μή διακρίνων
Ιερέας τών ψευδοϊερέων»1. Κατά τον κανόνα τούτον, οΰτινος τάς δια­
Π

τάξεις καί άλλοι επανέλαβον κανόνες, δεν επιτρέπεται 6 αναβαπτισμός


διά τούς όρθώς βαπτισθέντας, επιβάλλεται δέ εις τούς μή δρθώς βα-
Α.

πτισθέντας. ’Αλλά τό ζήτημα περί τού αν έχωσιν ορθόν καί «κατά


αλήθειαν» βάπτισμα οί αιρετικοί προύκάλεσεν ως γνωστόν ζωηράς
συζητήσεις εν τή αρχαία Εκκλησία. Τινές μέν εφρόνουν δτι δέν
έπρεπε ν’ άναγνωρίζηται ως έγκυρον τό βάπτισμα τών αιρετικών,
η Γ. Α. Ράλλη χαι Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων,
ΆΘήνησι 1852-9, Β, 62.
470 Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

άλλα νά έπαναλαμβάνηται επ’ αυτών τό βάπτισμα προσερχομένων


εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν. ’Άλλοι δτι έπρεπε νά μή άναβαπτί-
ζωνται οί προσερχόμενοι εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν εκ των αι­
ρέσεων. Τής πρώτης γνώμης ει'χοντο αί έν Αφρική Έκκλησίαι οις
κατεδηλώθη έκ τών.αποφάσεων τών εν αρχή τοΰ γ'. . αίώνος κατά
τά έτη 218 και 222 συγκροτηΟεισών έπι τοΰ ’Επισκόπου Καρχηδό-
νος Άγριππίνου Συνόδων1. Την αυτήν πρότερον έτι διετυπου γνώ­
μην και ό Πρεσβύτερος τής Εκκλησίας Καρχηδόνος Τερτυλλιανός έν
τώ συγγράμματι αύτοΰ «ΙΙερΙ βαπτίσματος» λατινιστί άμα καί ελλη­
νιστί περί τό 220 δημοσιευθέν2. Έκ τής έν συγγράμματι τοΰ Πρε-
σβυτέρου τής ’Εκκλησίας ’Αλεξάνδρειάς Κλήμεντος έκφράσεως «τό
βάπτισμα τών αιρετικών οΰκ οΐκεΐον καί γνήσιον ύδωρ»3 δυνάμεθα
νά είκάσωμεν δτι καί ή ’Εκκλησία ’Αλεξανδρείας έν αρχή τοΰ γ’.
αίώνος δεν παρεδέχετο ως έγκυρον τό τών αιρετικών βάπτισμα. Γι-
νώσκομεν δ’ δτι καί έν ταΐς Μικρασιατικαΐς Έκκλησίαις ή αυτή έκρά-
τει γνώμη. Πολυμελείς Συνοδοί μεταξύ τών έτών 230 καί 235 έν
.
Ικονίω και Συνναδοις υπο την προεδρείαν τοΰ ’Επισκόπου Καισα­

ρείας τής Καππαδοκίας Φιρμιλιανοϋ μετ’ έπισταμένην τοΰ ζητήματος
έρευναν απεφηναντο οτι δέον ν’ άποκρουηται τό υπό αιρετικών έξω
τής ορθοδόξου ’Εκκλησίας τελουμενον βάπτισμα'1.
Π

Η εν Ρώμη όμως Εκκλησία εΐχετο τής δευτέρας γνώμης κατ’


επικρατήσαν έν αυτή έθος άποδεχομένη τους εξ αιρέσεων εις την Εκ­
Α.

κλησίαν επιστρεφοντας μονον δι επιθέσεως τών χειρών τοΰ Επισκό­


που μετ’ ευχής'. Έν αρχή τοΰ γ'. αίώνος δ,τε Κάλλιστος Ρώμης
Επίσκοπος (217—222) καί ό άντεπίσκοπος ‘Ιππόλυτος (217—235)
έγκυρον άνεγνώριζον τό τών αιρετικών βάπτισμα, καίτοι δ ‘Ιππόλυτος
Ιμέμφετο τοΰ Καλλίστου δτι επ’ αΰτοΰ τό πρώτον εΐσήχθη δ ανα­
βαπτισμός τών αιρετικών®. ’Αλλά καί έν τή ’Αφρική ύπήρχον Επίσκο­
ποί τινες μή αποδεχόμενοι τάς τών Συνόδων Καρχηδόνος έπι Άγριπ-

') Ch. Jos. Hefele, Histoire des Conciles, trad. H. heclercq, Paris
1910 i\. I, 155. 156.
*) Πατρ. Migne ser. lat. 1, 1216.
3) Κλήμεντος Άλεξανδρέως, Στρωματεϊς A, 19 Πατρ. Migne, 7,813.
ή Ευσέβιος, Έκκλησ. Ιστορία 7,5. Hefele-Leclercq, Histoire des
Conciles, I, 161.
5) Ευσεβίου, Έκκλησ. ‘Ιστορία 7,7.
“) 'Ιππολύτου Ρώμης, Φιλοσοφούμενα, Θ, 12 «έπ'ι τούτου πρώτως τετόλ-
μηται δεύτερον αύτοΐς βάπτισμα». Πρβλ. J. Dollinger, Hippolytus und
Kallistus, Regensburg 1853, σ. 189 —194.
Περί τοΰ βαπτίσματος των έτεροίόξων 471

πίνου, Ίκονίου και Συννάδων έπί Φιρμιλιανοΰ αποφάνσεις περί τοΰ


βαπτίσματος τών αιρετικών. ' Εν πάση όμως περιπτώσει ή περί τοΰ
ζητήματος τούτου διχογνωμία ούδαμώς διέκοπτε την μεταξύ τών
Επισκόπων καί τών επί μέρους ’Εκκλησιών κοινωνίαν καί συμ­
φωνίαν εν τοΐς λοιποΐς ζητήμασι.
Το σχίσμα τών Νοβατιανών είδικώτερον προύκάλεσε την προσο­
χήν τών Επισκόπων επί τοΰ έν λόγω ζητήματος. Διότι μετά την
καταδίκην τοΰ Νοβατιανοΰ πολλοί τών οπαδών aucou προσήρχοντο
εις την καθολικήν, ήτοι την ορθόδοξον, Έκκ/.ησίαν έν τε Ρώμη καί
έν Καρχηδόνι. Τούτων τινές μέν προ τής εις τό σχίσμα παρελκόσεως
αυτών ειχον βαπτισθεΐ έν τή δρθοδόξω Εκκλησία άναβαπτισθέντες
υπό τών Νοβατιανών, έτεροι δε τό πρώτον ύπ’ αυτών έβαπτίσθησαν.
Περί τών πρώτων ουδεμία διχογνωμία παρουσιάζετο παρά τοΐς
όρδοδόξυις δτι έδει νά γίνωνται δεκτοί εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν?
έν ή τό πρώτον έβαπτίσδησαν άνευ άναβαπτισμοΰ. Περί τών δευ­
τέρων, τών τό πρώτον υπό Νοβατιανών Επισκόπων καί Πρεσβυ­
τέρων βαπτισθέντων, παρουσιάζετο αμφιβολία τις. Διότι οί Νοβα-
.

τιανοί εΐχοντο τοΰ ορθοδόξου δόγματος περί αγίας Τριάδος καί κατά
τάς διατάξεις τής ορθοδόξου 'Εκκλησίας έβάπτιζον εις τό δ'νομα τοΰ
Πατρός καί τοΰ Υίοΰ καί τοΰ άγιου Πνεύματος. "Οθεν έ'ν τε Ρώμη
Π

καί έν Καρχηδόνι πολλοί έφρόνουν, δτι οί τέως τοιοϋτοι Νοβατιανο1


δεν έπρεπε νά βαπτίζωνται προσερχόμενοι εις την ορθόδοξον 'Εκκλη­
Α.

σίαν, διότι απαγορεύεται ή έπανάληψις τοΰ όρθοΰ καί έγκύρου


βαπτίσματος. Ό τότε δμως Επίσκοπος Καρχηδόνος Κυπριανός φρονών
δτι ούδαμώς εΐνε δυνατόν τό έκτος τής ’Εκκλησίας βάπτισμα, μή
ύπαρχούσης έξω τής Εκκλησίας τής σωζούσης χάριτος, έπέμεινε>
γράφων προς διαφόρους ’Επισκόπους, εις την ανάγκην τοΰ άναβα·
πτισμοΰ καί τών έκ τοΰ σχίσματος τών Νοβατιανών προσερχομένων
εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν*. Ή γνώμη αΰτη κατεκυρώθη καί ύπο
τριών Συνόδων συγκληθεισών ύπ’ αύτοΰ κατά τά έτη 255 καί 256.

*) Αί Έπιστολαί τοΰ Κυπριανού ώς καί αί τοΰ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς


άποτελοϋσι τήν πρωτεύουσαν πηγήν τοΰ ζητήματος, δπερ ενταύθα έπιτομώτατα
διεξερχόμεβα. Πρβλ. L Duchesne, Histoire ancienne de l'Eglise4, Paris
1908, 1, 419 εξ. P. Batiffol, L'Egiise naissante et le Catholicisine5, Paris
1911, a. 458 εξ. J. Mmst, Die Ketzertaufangelegenheit in der altcliristlichen
Kirche nach Cyprian, έν Forschungen zur christl. Litteratur und Dogmen-
geschichte, Mainz 1901. N. Bonwetsch, Ketzertaufe und Streit dariiber, έν
RE’, X, 270 έξ. "Ιδε καί τήν σχετικήν βιβλιογραφίαν εν Hefele I,ecleTcq,
Histoire des Conciles, I, 173 εξ.
472 Χρυσοστόμου Παπαϊοποΰλου

Παρά ταύτα δμως ή εκκλησιαστική κοινωνία ούδαμώς διεκόπτετο


μεταξύ των διχογνωμουντών ’Επισκόπων.
’Απόπειρα τοιαύτης διακοπής έγένετο από Ρώμης. Διότι ο
Επίσκοπος αυτής Στέφανος α'. (254—257) εν σφοδρά προς τον
Καρχηδόνος άντιθέσει επιμόνως άπήτησε παρά πασών τών ’Εκκλη­
σιών νά δεχθώσι την εν Ρώμη κρατούσαν γνώμην περί τής παρα­
δοχής τών εκ τών αιρέσεων καί σχισμάτων εις την ορθοδοξίαν έπι-
στρεφόντων άνευ αναβαπτισμού, άλλως ήπείλει νά διακόψη τήν εκ­
κλησιαστικήν Ιπικοινωνίαν1. ’Αντιπροσώπους δε τού Κυπριανού κο-
μιστάς τών πρακτικών τών εν Καρχηδόνι Συνόδων ουδέ καν έδέχθη,
άπαγορεύσας τοις έν Ρώμη Χριστιανοΐς νά παράσχωσιν αύτοΐς ξενίαν
ή στέγην. Μάτην επενέβη ό ε’ιρηνικώτατος Διονύσιος ’Αλεξάνδρειάς
διά μακράς προς αυτόν επιστολής2. Ό Στέφανος προέβη εις πραγμα"
τοποίησιν τής παραλογωτάτης αυτού απειλής, άποκόψας πράγματ1
εαυτόν από τής εκκλησιαστικής κοινωνίας κατά τήν έκφρασιν τού
Φιρμιλιανού, δστις έλεγε προς τον Στέφανον άποστρεφόμενος «νομί-
.
ζων δτι δύνασαι ν’ απόσχισης πάντας από σεαυτοΰ σεαυτόν μόνον

άπέσχισας από πάντων»3. Μετά μικρόν τά πρωτεύοντα πρόσοιπα τής
έριδος ύπέστησαν μαρτυρικόν θάνατον κατά τον επί Βαλεριανού
διωγμόν (Στέφανος 2 Αύγούστου 257, Κυπριανός 14 Σεπτεμβρίου
Π

258). Άλλ’ ή έρις έξηκολούιΤησε καί επί τού διαδόχου τού Στεφάνου
Ξύστου (Σίξτου) β'. (257—258), διότι καί ούτος έπέμεινεν, εί καί ούχί
Α.

μετά τής χαρακτηρισάσης εκείνον τραχείας πεισμονής, εις τήν πράξιν


τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας περί τού βαπτίσματος τών αιρετικών. 'Επι­
στολή τού Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς προς αυτόν κατέστησε μετριοπα­
θέστεροι'4. Έπεκοινώνησε δ’ ό Ξυστός προς τούς ’Επισκόπους τής
’Αφρικής καί τής Μικρασίας προ τού μαρτυρικού αυτού θανάτου (14
Σεπτεμβρίου 258). Τό ζήτημα έκτοτε άπώλεσε τήν οξύτητα αυτού έν
τέλει τού γ'. α’ιώνος.
’) Επιστολή Διονύσιον Αλεξάνδρειάς, παρ’ Ευσεβίφ, Έκκλ.ησ. 'Ιστορία
7,5. Cli. Feltoe, Διονυσίου λείψανα. The Letters of Dionysius of Ale­
xandria, Cambridge, a. 49.50.
a) Παρ’ Ενοεβΐω, Έκκλησ. Ιστορία 7,4 Ch. Feltoe, ο. 44 έξ. J. Ffnst,
Die Stellung Dionysius des Grosseu von Alexandrien zur Ketzertauffrage, έν
Zeitschrift fur Kath. Theologie, XXX, 1906, σ. 38-56.
3) Φιρ μιλιάν ον, ’Επιστολή πρός Κυπριανόν έκδ. Hartel, σ. 822. Πρβλ..
J. Frnst, Die Echtheit des Briefes Firmilians iiber der Ketzertaufstreit, έν
Zeitschrift fiir Kath. Theologie, XVIII, 1894, σ. 201 έξ. Γ. Αέρβου, Χριστια­
νική Γραμματολογία, ’Εν ΆΟήναις 1904, Β, 663—665.
*) Παρ’ Εναεβίω, Έκκλ. Ιστορία 7,5. Ch. 1. Feltoe, a. 49 έξ.
Περί τοϋ βαπτίσματος τών έτεροίόξων 473

"Οταν δέ πάλιν εν αρχή τοΰ δ', αίώνος έξ αφορμής τοϋ σχί­


σματος των Δονατιστών άνεκινήθη τό ζήτημα, ή έν Άρελάτη Σύνο­
δος τοΰ 314 άπεφήνατο δτι δέον νά γίνωνται μεν δεκτοί είς την ορ­
θόδοξον Εκκλησίαν αιρετικοί, οϊτινες έβαπτίσθησαν είς τό ό'νομα το^
Πατρός καί τοΰ Υίοΰ καί τοΰ άγιου Πνεύματος, άνευ έπαναλήψεως
τοΰ βαπτίσματος, ν’ άναβαπτίζωνται δέ μόνον οί μη βεβαπτισμένοι
εις τό ό'νομα τής αγίας Τριάδος1. 2 Τοΰ
3 * * 6ζητήματος έπελήφθη καί ή Α'
Οικουμενική Σύνοδος (32ό), η τις διά τοΰ 19 αυτής κανόνος διέταξε
ν’ άναβαπτίζωνται οί οπαδοί τοΰ άντιτριαδικοΰ αΐρετικοΰ Παύλου
Σαμοσατέως, άλλα συγχρόνως διά τοΰ 8 κανόνος άνεγνώρισεν ώς έγ­
κυρον τό βάπτισμα των Νοβατιανών σχισματικών τών καί «Καθα-
ρών» αΰτοκαλουμένων*. Περί τούτων και άλλων σχισματικών ή έν
Λαοδικεία Σύνοδος διά τοΰ 7 κανόνος διέταξε νά μή άναβαπτίζων-
ται προσερχόμενοι είς την ορθοδοξίαν, άλλά νά χρίωνται μόνον δι’
άγιου Μύρου. Διά τοΰ 8 όμως κανόνος ή αυτή Σύνοδος διέταξε νά
άναβαπτίζωνται οί Μοντανισταίλ Οί Άρειανοί κατά τάς άποφάσεις
τής έν ’Αλεξάνδρειά Συνόδου τοΰ 362 έγίνοντο δεκτοί άνευ άναβα-
.

πτισμοΰ άτε τελοΰντες τό βάπτισμα εις τό όνομα τοΰ Πατρός καί
τοΰ Υίοΰ καί τοΰ ’Αγίου Πνεύματος’. “Ωσιε τινών μέν αιρετικών τό
βάπτισμα άνεγνωρίζετο έγκυρον, άλλων δ’ άπεκρούετο, άναλόγως τών
Π

δοξασιών αυτών καί τοΰ τρόπου τής έπιτελέσεως, ό δέ Μ. Βασίλειος


εν τή κανονική αΰτοΰ έπιστολή πρός τον Άμφιλόχιον Έπ. Ίκονίου
Α.

λεπτομερώς υπέδειξε τάς αιρέσεις, ών οί οπαδοί ήδύναντο ή δέν ήδύ-


ναντο νά γίνωνται δεκτοί εις τήν ορθόδοξον /Εκκλησίαν άνευ νέου
βαπτίσματοςΓ'.
Ή Β\ Οικουμενική Σύνοδος διά τοΰ 7°υ αυτής κανόνος ώρισεν
όπως οί Άρειανοί καί άλλοι τινές αιρετικοί γίνωνται δεκτοί δι’ άγιου·
Μύρου, «Εύνομιανούς μέν τοι τούς είς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομέ·
νους καί Μοντανιστάς τούς ένταΰθα λεγομένους Φρύγας καί Σαβελ-

*) Hefele - heclercq, Histoire des Conciles, I, 2S5—2S6.


2) Ράλλη xai Ποτλή, Σύνταγμα τών -θείων καί ιερών κανόνων, Β, 159.
133. Hefele-Peclercq, Histoire des Conciles, I, 576 εξ.
3) Ράλλη xai Ποτλή, Σύνταγμα τών Θείων καί ιερών κανόνων, Γ, 17ΰ —
178. Hefele Pecletcq, Histoire des Concilss^I, 999.
*) Rufiui, Historia Eccles. I, 1, cap. XXIX, Patrol. Migne ser. lat. 21,
498. Ά&ανασίου ’Αλεξάνδρειάς, Έπιστολή πρός Ρουφινιανόν, Πατρ. Migne,
26,1180 έξ.
6) Γ. Α. Ράλλη xai Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων'
Δ, σ. 88-92.
474 Χρυσοστόμου Παπαίοπούλου

λιανούς τούς υίοπατορίαν διδάσκοντας... ως “Ελληνας δεχόμεθα»', δη­


λαδή ώς εθνικούς. Ό κανών ούτος αναγράφεται ύφ’ δλων τών αρ­
χαίων ελληνικών κωδίκων, έπανελήφθη υπό τοϋ 95 κανόνος τής Πεν-
θέκιης Συνόδου, συμπεριεληφθη εν τώ Νομοκάνονι τοΰ Φωτίου, έσχο-
λιάσθη υπό τών κανονολόγων Θεοδώρου Βαλσαμώνος και Ζωναρδ
ρητώς ώς κάνουν τής Β'. Οικουμενικής Συνόδου. ’ΕλΑείπει δμως εν
ταΐς λατινικαΐς καί άλλαις μεταφράσεσιν, ώς καί έν τή συλλογή τοΰ
Ίοιάννου Σχολαστικού. Άλλ’ ή ελλ,ειψις αύτη δέν δυναται να θεω-
ρηθή άπόδειξις κατά τής γνησιότητος τοΰ κανόνος, διότι λ. χ. ό πο­
λύκροτος 28 κανιον τής Δης Οικουμενικής Συνόδου ούτε έν ταις λα-
τινικαΐς μεταφράσεσιν, ούτε έν τή Συλλογή τοΰ Ίωάννου Σχολαστικού
υπάρχει. “Αγγλος κανονολόγος, ό Beveridge, φρονεί, καί την γνώ­
μην αύτοΰ άσπάζεται δ Hefele, δ'τι ό 7 κανών άνεφάνη 80 έτη μετά
την Βλ Οικουμενικήν Σύνοδον2, έ'τεροι δέ φρονοΰσιν δτι ό έν λόγω
κανών έξεδόθη υπό τής έν ΚΠόλει Συνόδου τοΰ 382, ήτις θεωρείται
συνέχεια τής Βλ Οικουμενικής Συνόδου. Νομίζομεν δτι έν τή κρίσει
περί τοϋ κανόνος δέν πρέπει νά παρατρέξωμεν τό γεγονός, δτι προ τή?
.

Βλ Οικουμενικής Συνόδου ύπήρχον αί αίτίαι αί δυνάμεναι νά προ-
καλώσωσιν άναμφιβόλως τήν ϋπ' αυτής έκδοσιν αύτοΰ. 'Η Βλ Οικου­
μενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν Ευνόμιον καί τούς οπαδούς αυτού)
Π

είναι δέ γνωστόν έκ τού Έπιφανίου3 καί άλλων αίρεσιολόγων δτι δ


Εΰνόμιος άνεβάπτιζεν ου μόνον τούς από τών ορθοδόξων καί από
Α.

άλλων αιρετικών, αλλά καί τούς απ’ αυτών τών Άρειανών εις τήν
αΐρεσιν αυτού προσερχομένους. Ό Σωκράτης έν τή Εκκλησιαστική
αύιοΰ 'Ιστορία λ.έγει προσέτι δτι οί Εύνομιανοί τό βάπτισμα «παρε-
χάραξανϊ''· καί δ Σωζόμενος έπιπροστίθησι «Φασί τινες πρώτον τούτον
Εύνόμιον τολμήσαι είσηγήσασθαι έν μια καταδύσει χρήναι έπιτελεΐν
τήν θείαν βάπτισιν καί παραχαράξαι τήν από τών Άποστόλ.ων εισέτι
καί νϋν έν πάσι φυλατιομένην παράδοσιν»\ Τά αύτά λέγει καί δ* *)

9 Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 187 — 188
*) G. Beveridge, Synodicon, sive Pandectae canonum SS. Apostolorum
et Conciliorum ab Ecclesia grasca receptorum, Oxonii 1672, II, 100 εξ,
παρά Hefele—Beclercq, Histoire des Conciles, II, 38 έξ. Εις τήν γνώμην,
ταύτην ήχΟη ό Beveridge διότι εδρε τήν αυτήν διάταξιν έν έπιστολή τής ’Εκ­
κλησίας ΚΠόλεως πρός Μαρτύρων Αντιόχειας μεσοϋντος τοϋ ε'. αΐώνος
(460). Φρονεί δ’ δτι έκ τής έπιστολής ταύτης έσχηματίσθη ό κανών.
*) Πατρ. Migne 42,637.
*) Σωκράτους, Έκκλησ. 'Ιστορία 5,24.
5) Σωζομένου, Έκκλησ. 'Ιστορία 6,26.
Περί τοΰ βαπτίσματος των έτεροίόξων 476

Θεοδώρητος περί τοΰ Εύνομίου «αυτός και τοΰ αγίου βαπτίσματος


άνέτρεψε τον ανέκαθεν παρά τοΰ Κυρίου καί τών ’Αποστόλων παρα-
δοθέντα θεσμόν καί άνιικρυς ένομοθέτησε μή χρήναι λέγων τρις κα-
ταδύειν τον βαπτιζόμενόν μηδέ ποιεΐσθαι τής Τριάδος έπίκλησιν, άλλ’
άπαξ βαπτίζειν εις τον θάνατον τοΰ Χριστού»1. * "Ωστε ό Εύνόμιος
όντως παρεχάραξε τον θεσμόν της τριττής καταδόσεως καί άναδόσεως
εν τω Βαπτίσματι. 'Ο Μ. Βασίλειος καλεϊ άποστολικήν παράδόσιν
τό «τρις βαπτίζεσθαι τύν άνθρωπον»-. Τό «τρις βαπτίζεσθαι» είναι
ϊσον τώ «τρις καταδύεσθαι», διότι βάπτισις είνε ή κατάδυσι; εις τό
ύδωρ, πολύ δέ προ τής Β'. Οικουμενικής Συνόδου ή ’Εκκλησία κα-
τεδίκαζε τό «άπαξ βαπτίζεσθαι» τον άνθρωπον. Ό 50 Άποστολικός
κανών, αναγόμενος μετά τών λοιπών, κατά την γνώμην τοΰ Beve­
ridge, εις τό τέλος τού β'. καί τάς άρχάς τοΰ γ'. αίώνος, σαφώς
ορίζει «εΐ τις Επίσκοπος ή Πρεσβυτερος μή τρία βαπτίσματα μιας
μυήσεως έπιτελέση, άλλ’ έν βάπτισμα είς τόν θάνατον τοΰ Κυρίου δι­
δόμενων, καθαιρείσθω»3. Ακριβώς τοιοϋτο βάπτισμα είχεν δ Εύνό-
μιος, ή δέ ΒΟικουμενική Σύνοδος καταδικάσασα τήν αΐρεσιν αύτοϋ
.

ήδύνατο νά καταδικάση καί τό βάπησμα ώς αντικανονικόν. Ό 50
Άποστολικός κανών καταδικάζει- τήν μίαν κατάδυσιν έν τώ βαπτί-
σματι, δταν αΰτη γίνεται κακοδόξως, άλλ’ ό Εύνόμιος μετά τής μιας
Π

καταδύσεως συνέδεε καί τύν εαυτού απόβλητον κακοδοξίαν. Ή δέ’Εκ­


κλησία άπήτει ου μόνον ορθόδοξον πίστιν, άλλά καί τριπλήν κατάδυσιν
Α.

«τρία βαπτίσματα εν μια μυήσει», κατ' οικονομίαν δέ μόνον άνε-


γνώριζε τό διά ραντισμοΰ γινόμενον βάπτισμα τών κλινικών κατά τό
ορθόδοξον τελούμενον δόγμα4.
Ούτω λοιπόν επεκράτησεν ώρισμένη πράξις Ιν τη ’Εκκλησία,
καθ’ ήν αύτη τινάς μέν αιρετικούς άνεβάπτιζε, «μόνον γάρ οί αιρε­
τικοί άναβαπτίζονται επειδή τό πρότερον ούκ ήν βάπτισμα» λέγει δ
Κύριλλος 'Ιεροσολύμων5, άλλως δ’ έδέχετο διά χρίσματος. Ωσαύτως
έδέχετο αυτούς καί δι επιθέσεως τών χειρών τών Επισκόπων άντι-
καθιστώσης τό χρίσμα. Τοιούτό τι έγίνετο καί έν ταΐς Άφρικανικαΐς

>) Θεοδωρήτον, Αιρετικής κακομυότας λόγος Ε, Migne 83,420.


’) Περί τοΰ 'Αγίου Πνεύματος, Migne 32,108.
3) Ράλλη καί Π,οτλή, Σύνταγμα τών Θείων καί ιερών κανόνων, Β, 66.
4) A. Almazow, ‘Ιστορία τών περί τοΰ βαπτίσματος καί τοΰ χρίσματος
διατάξεων, ρωσ. Καζάν 1885, σ. 283.
5) Κύριλλον 'Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις,. Πατρ. Migne 33, 345 Πρβλ .
Hf Ά&ανασίου, ’Επιστολήν προς Σεραπιωνα, Migne 26, 597. ΛΓ. Ρασιλειον,
.Περί τοΰ ‘Αγίου Πνεύματος, Migne 32, 665—8.
476 Χρυσοατέμου Παπαβοποϋλου

Έκκλησίαις, Ιν αίς διά τής διδασκαλίας τοΰ Αυγουστίνου κατά τον


ε'. αίώνα έπεκράτησε μετριοπαθεστέρα τις γνώμη περί τοΰ βαπτίσματος
των αιρετικών'. Παρ’ ήμΐν εν τή ’Ανατολή επειδή ήρξαντο έκλεί-
πουσαι αι σπουδαιότεροι αιρέσεις άνεγνωρίζετο ώς έγκυρόν τό βά-
πτισμα των αιρετικών είς τό ονομα τής 'Αγίας Τριάδος γινόμενον.
Στερούμεθα ειδήσεων περί τοΰ τρόπου τής παραδοχής αυτών εΐς την
ορθόδοξον 'Εκκλησίαν κατά τον ε'. και στ', αιώνα, άλλ’ έν τινι συγ-
γρα'μματι «’Αποκρίσεις προς τούς ορθοδόξους», άνακριβώς μέν τασ­
σόμενα) εν τοΐς έργοις τοΰ φιλοσόφου καί μάρτυρας Ιουστίνου, άνή-
κοντι δε είς άγνωστον συγγραφέα, τοΰ ε'. αίώνος2, λέγεται «τοΰ αίρε-
τικοΰ επί τήν ορθοδοξίαν ερχομένου τό σφάλμα διορθοΰται τής μέν
κακοδοξίας τή μεταθέσει τοΰ φρονήματος, τοΰ δέ βαπτίσματος τή έπΐ-
χρίσει τοΰ αγίου Μΰρου, τής δέ χειροτονίας τή χειροθεσία»3.'Υπό τήν
χειροθεσίαν ενταύθα έννοητέον ούχί τήν εκ νέου χειροτονίαν, άλλα τήν
έπίθεσιν τών χειρών μετά σχετικής ευχής, διότι ανέκαθεν τών αιρε­
τικών, ών έγκυρον άνεγνωρίζετο τό βάπτισμα, ομοίως έγκυρος καί ή
χειροτονία άνεγνωρίζετο. Έγίνετο όμως καί κατά τήν ύπ’ ό'ψει ημών
.

εποχήν έξαίρεσις διά τινας αιρετικούς ώς καταφαίνεται εκ μαρτυριών
τοΰ Πατριάρχου ΚΠόλεως Τιμοθέου α'. (511—518) πληροφοροΰντος
δτι ή ’Εκκλησία ΚΠόλεως άνεβάπτιζε τούς αιρετικούς4. Πάντως δέ
Π

πρόκειται περί ώρισμένων αιρετικών άποκρουόντων ιδίως τό περί


'Αγίας Τριάδος δόγμα. Σημειωτέον δ’ δτι έν ’Ισπανία κατά τον στ',
Α.

αιώνα οί ορθόδοξοι άπέκρουον μέν τό βάπτισμα τών αιρετικών, ήναγ-


κάσθησαν δμως προς καιρόν νά τελώσι τό βάπτισμα διά μιάς μόνης
καταδύσεως, διότι οί Άρειανοί έχρησιμοποίουν τήν τριττήν κατάδυσιν
ώς προσηλυτευτικόν μέσον’’.
Κατά τον ζ'. αίώνα ή Πενθέκτη Σύνοδος διά τοΰ 95 κανόνος
αυτής, εν ώ έπανελήφθη ό 7 τής Β'. Οικουμενικής, άνενέωσε τός
αρχαίας διατάξεις τής ’Εκκλησίας, διαιρέσασα τούς αιρετικούς εΐς
τρεις κατηγορίας ώς προς τήν αποδοχήν αυτών εΐς τήν ορθόδοξον
’Εκκλησίαν: α) τούς γινομένους δεκτούς δι’ αναβαπτισμού· β) τούς
μόνον διά χρίσεως αγίου Μύρου· γ) τούς δι’ απλής άποκηρύξεως τής

') J. Ernst, Der hi. Augustin liber die Entscheidung der Ketzertauf-
frage durch ein Plenarconcil, έν Zeitschrift fiir Kath. Theologie, 1900, a-
282-325.
*) O. Bardenhewer, Patrologie5, Freiburg i. B. 1910, σ. 43.4.
3) Πατρ. Migne 6, 1251.
4) Πατρ. Migne 86, 72.3.
*) A. Almazow, ένθ' άν. ο. 297.
ΠιρΙ του βαπτίσματος τών έτεροδόξων 477

αίρέσεως'. Συνωδά τούτοις ή Ζ', Οικουμενική Σύνοδος κατά τον η'.


αΙώνα έδέχθη εις την ορθοδοξίαν τούς είκονομάχους άνευ έπαναλή-
■ψεως τοΰ βαπτίσματος5. Άλλα κατά τον θ', αιώνα οί Παυλικιανοί
εχοντες τάς δοξασίας τών Μανιχαίων άνεβαπτίζοντο κατά την προσέ-
λευσιν αυτών εις την ορθόδοξον ’Εκκλησίαν.
Κατά τον αιώνα εκείνον άρξάμενον, συνετελέσθη τον ια'. αιώνα
τό θλιβερώτατον σχίσμα τής λατινικής ’Εκκλησίας. Ό Μιχαήλ Κηρα-
λάριος Πατριάρχης ΚΠόλεως (1043—1050) κατεδίκαζε μέν τό βά-
πτισμα τών λατίνων, αλλά δεν άνεβάπτιζεν αυτούς ώς έσυκοφάντησεν
αυτόν ό Καρδινάλιος Ούμβερτος3. Έν Ρωσία κατά τον ια'. καί ιγ'.
δεν άνεγνωρίζετο ώς έγκυρον τό βάπτισμα τών λατίνων'1, κατά τούς
αυτούς δ’ αιώνας έν τη ήμετέρα Εκκλησία έγίνοντο διά χρίσματος
δεκτοί οί Νεστοριανοί, οί ’Αρμένιοι καί οί Ιακωβϊται, άλλ’ οί μανι-
χαϊκάς έ'χοντες δοξασίας Βογόμηλοι άνεβαπτίζοντο, ρητώς δέ Σύνοδός
τις έν ΚΠόλει τώ 1301 συνελθοϋσα άπεφήνατο όπως οί Νεστοριανοί
γίνωνται δεκτοί είς την ορθοδοξίαν δι’ αγίου Μύρου, ενώ ή ΓΙεν-
θέκτη Σύνοδος διά τοΰ 9δ κανόνος ώρισεν όπως γίνωνται δεκτοί
.

μόνον δι’ έγγράφου άποκηρύξεως τής αίρέσεως καί ομολογίας τής
ορθοδόξου πίστεως. Φαίνεται ότι σοβαρός τις παρουσιάσθη τότε λόγος.
Κατά τον ιβ'. αιώνα οί Εύνομιανοί άνεβαπτίζοντο, ώς πληροφορεί ό
Π

Θεόδωρος Βαλσαμών’, σχετικάς δέ κατά τόν ιγ'. αιώνα έ'χομεν καί


παρά τοΰ Μελετίου όμολογητοΰ6. Κατά τόν αιώνα έκεΐνον έγένετο
Α.

δεκτός είς την ορθοδοξίαν καί ό ύστερον χειροτονηθείς ’Αρχιεπίσκοπος


Σερβίας Σάβας διά χρίσματος τοΰ αγίου Μύρου, επειδή είχε μέν έλ-
κυσθεΐ είς τάς τών Παυλικιανών δοξασίας, έδέχθη όμως τό βάπτισμα
παρά τών λατίνων, δπερ μαρτυρεί ότι καί μετά τό σχίσμα άνεγνωρί­
ζετο τοΰτο υπό τών Ελλήνων κανονικόν καί έγκυρον. Παρά τήν
άναγνώρισιν όμως ταύτην άναφέρονται καί παραδείγματα άναβα-
πτισμοΰ. Ό άδελφός τοΰ Σάβα Στέφανος Νεμάν βαπτισθεις υπό τοΰ* * * 4 5

') ΡάλλΎ\ και Ποτλη, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 529—531.
5) Mauai, Sacrorum Conciliorum amplis. Collectio, XII, 1088 ες.
s) Πατρ. Migne 120,744.793. Πρβλ. L,. Allatii, De libris graecorum,
o. 123 παρά A. Pichler, Geschiclite der kirclilichen Trennung zwischen
dem Orient und Occident von den ersten Anfangen bis zur jungsten Ge-
genwart, Miinchen 1864—5, 11,258.
1881, I, 2, σ 699 έξ. Pichler, εν&' άν. 11,14 37.
4) P. Goloubinsky, Ιστορία τής Ρωσικής Εκκλησίας, ρωσ. Μόσχα
5) Ράλλη καί Ποτλη, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Β, 120.189.66·
*) Παρ’ Ενοτρατίω Άργέντη, Ραντισμοΰ στηλίτευσις, Έν ΚΠόλει 1756, σ.32.
478 Χρυσοστόμου Παπαϊοποΰλου

πατρός αυτού εξ ανάγκης κατά τό λατινικόν δόγμα, άνεβαπτίσθη


πάλιν ύπ’ αύτοΰ κατά τό ορθόδοξον1. Κατά την εποχήν των Σταυρο­
φοριών, καθ’ ήν ώξύνθη ή μεταξύ των ορθοδόξων και τών λατίνων
άντίθεσις ένεκα τών κακουργιών τών Σταυροφόρων και τών ύβρεων
αυτών κατά τής ορθοδόξου πίστεως, άναφέρονται περιπτώσεις ανα­
βαπτισμού τών λατίνων'λ Τούτο προύκάλει διαμαρτυρίας, ή δ’ έν
Λατερανώ συνελθούσα Σύνοδος τού 1215 κατεδίκασε τούς Έλληνας
ως άναβαπτίζοντας τούς λατινους1. Το αληθές είναι δτι, επειδή επε-
κράτησε τό διά ραντίσματος βάπτισμα έν τή λατινική Εκκλησία, οί
"Ελληνες άμφέβαλλον περί τής κανονικότητος αυτού4. Κατά τον ιδ'.
αιώνα δ Πατριάρχης ΚΠόλεως Κάλλιστος α'. (1350-4, 1350-63)
εθεώρει τούς λατίνους αβάπτιστους, λέγων «δ μη βαπτιζόμενος κατά
την παράδοσιν εις τρεις καταδύσεις εκτός έστι τής βασιλείας τών
ουρανών»'. "Οτε δε κατά τό 1452 έγίνοντο έν ΚΠόλει διαπραγμα­
τεύσεις περί ένώσεως τών έν Βοημία Ουσιτών μετά των ορθοδόξων
Ελλήνων, δ αντιπρόσωπος τών Ουσιτών είχε πεισθεΐ δτι έδει διά
τρτττής καταδύσεως νά τελήται τό βάπτισμα, «έδιδάχθημεν γάρ καί
.

την δύναμιν τής Ελληνικής λέξεως τού βαπτισμού ώς αύτώ τών
Ρωμαίων έθει έπιβρεχόμενος, αλλά μάλλον έμβυθιζόμενος εϊη δ βα-
πτιστέος»'’.
Π

Μετά την ά'λωσιν τής ΚΠόλεως παρουσιάσθη και πάλιν τό


ζήτημα τούτο έν τή έν ΚΠόλει μεγάλη Συνόδα) τών έτών 1482-1484,
Α.

ήτις άπεφήνατο «μύρω μόνον χρίειν τούς προσιόντας τή ορθοδοξία


Λατίνους, έπιδόντας τον λίβελλον τής πίστεως και άποταξαμένους
τών άλλοτρίων τής πίστεως δογμάτων καί έθών τών λατινικών», έπι
τούτω δέ συνετάχθη καί ειδική ακολουθία τής ε’ις τήν ορθοδοξίαν άπο-* * * 4 5

’) Ρ. Goloiibinsky, ’Επίτομος μελέτη της ιστορίας τών ορθοδόξων


’Εκκλησιών Βουλγαρικής, Σέρβικης, Ρομουνικής καί Σερβοβλαχικής, ρωσ.
Μόσχα 1871, σ. 551.
*) Pichler, ένΟ" άν. 11,61. 1,319. A. Palmieri, La rebaptisation des
latins cliez les Qrecs, έν Revue de l’Orient Chretien, 1902, 4, σ. 635.6.
*) Hefele - Leclercq, Histoire des Conciles, V, 1316 έξ.
4) ΓΙρβλ. K. Καρα&εοδωρή, ’Επίκρισις τών περί ένώσεως λόγων τοϋ
’Ιησουίτου Γαγάρην, Έν Άθήναις 1857.
5) Miklosieh et Miiller, Acta Patriarchatus Constantinopolitani, Vin-
dobonnae 1862, II, 440.
e) Δοσι&έου 'Ιεροσολύμων, Τόμος αγάπης, Έν Ίασίφ 1699, σ. 323.
1. Palmow, Περί τών σχέσεων τών Τσέχων Ουσιτών, μετά τής 'Ανατολικής
"Εκκλησίας κατά τά μέσα τοΰ ε'. α’ιώνος, Έν τφ Περιοδικφ τής "Ακαδημίας
Πετρουπόλεως «Χριστιανικόν ’Ανάγνωσμα» 1888, Ι,σ. 70-199. 1889, 1,126-169.
Περί τοΰ βαπτίσματος των έτεροίόξων 479

δοχής τών λατίνων, διά τής «ποκηρυξεως των καινοτομιών τής λατι­
νικής’Εκκλησίας καί τών αποφάσεων τής Φλωρεντινής Συνόδου1. * ΤΙ
αυτή πράξις κυρωΟεΐσα μάλιστα διά τοπικής Συνόδου τοΰ 1667 έπε-
κράτησεν όριστικώς καί εν Ρωσία μή μεταβληθεΐσα έκτοτε, ενώ πρό-
τερον εκεί άνεβαπτίζοντο οί προσερχόμενοι εις την ορθοδοξίαν λατΐνοι
’Αλλά κατά τον ιστ'. καί ιζ'. αιώνα οί λατΐνοι δεν έθεώρουν έγκυρον
το βάπτισμα τών ορθοδόξων1·1, καί ιδίως διά τών Ιησουιτών πάν μετήλ-
θον μέσον προς προσηλυτισμόν τών ορθοδόξων, οΰς οΰτε καν Χριστια­
νούς έθεώρουν. “Εχομεν πληροφορίαν παρά τοΰ Πατριάρχου 'Ιερο­
σολύμων Νεκταρίου (1660-1669), καθ’ ήν οί ΤησουΤται έκθάψαντές
ποτέ τά οστά ορθοδόξου άνεβάπτισαν αυτά3. 4 Οί
5 ορθόδοξοι κατεδίκαζον
μέν τό λατινικόν βάπτισμα, άντικανονικώς τελούμενου, αλλά κατ’ οικο­
νομίαν άνεγνώριζον αυτό ώς έγκυρον. Τούτο ύπεδήλου ό Πατριάρχης
ΚΠόλεως 'Ιερεμίας β'. εν ταΐς προς τούς Βυρτεμβεργείους θεολόγους
άποκρίσεσιν αυτού1. Τοιαυτη γνώμη περί τού λατινικού βαπτίσματος
έπεκράτει καί κατά τον ιζ'. αιώνα’’. Κατ’ αυτόν δε καί κατά τον
Ιφεξής αιώνα ή ορθόδοξος ’Εκκλησία δι’ αγίου Μύρου μόνον έδέχετο
.

καί τούς έκ τού Λουθηρανισμού ή τοΰ Καλβινισμού εις την ορθοδο­
ξίαν προσερχομένους, ώς έγραφε προς τον Μ. Πέτρον τής Ρωσίας ό
Πατριάρχης ΚΠόλεως 'Ιερεμίας γ’. τώ 1718. Ή αύτή διάταξις ΐσχυε
Π

καί διά τούς ’Αγγλικανούς®. ’Αλλά τά έκ τοΰ λατινικού προσηλυτισμού


Α.

*) Δοσι&έου, Ιεροσολύμων, Τόμος αγάπης, σ. 678 έξ. Ράλλη και HoxXrj,


Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων, Ε, 143-147. Μ. Γεδεών, Κανονικοί
Διατάξεις, Έν ΚΠόλει 1888, Α, 65 έξ. Χρυσοστόμου Α. ΠαπαδοιτοϋΧου,
Πρώτοι σχέσεις ’Ορθοδόξων καί Λατίνων μετά τήν άλωσιν ΚΠόλεως, έν
Ίεροσολύμοις 1908, σ. 28..
s) Pichler; ένθ’ άν. II ,61.
3) Νεκταρίου ΊεροαοΧΰμων, Προς τάς προσκομισθείσας θέσεις παρά
τών έν Ίεροσολύμοις φρατόρων διά Πέτρου τοΰ αυτών Μαΐστορος περί τής
αρχής τοΰ Πάπα ’Αντίρρησις, Έν’Ιασίω 1682, σ. 241. Δοαι&έου ΊεροαοΧΰμων,
’Ορθόδοξος "Ομολογία πίστεως, Έν Βουκουρεστίφ 1699, παρά ZJ. hegtand,
Bibliographie hellenique (du XVII siecle) Paris 1884, III, σ. 61. Χρυσοστόμου
A. ΠαπαδοπούΧου, Οί Πατριάρχαι "Ιεροσολύμων ώς πνευματικοί χειραγωγοί
τής Ρωσίας κατά τόν ιζ". αιώνα Έν Ίεροσολύμοις 1907, σ. 22.23 σημ.
4) Ί. ΜεσοΧωρα., Συμβολική τής ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Έν
Άθήναις 1883, Α, 129.
5) Πρβλ. Πραγματείαν Γεωργίου Κορεοίου, υπό Τ. Θέμελη, Έν «Νέςτ
Σιών» τόμ. Θ’. 1909, σ. 115-121.
·) Κ. Οικονόμου, Τά σωξόμενα έκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμ. Α'.
’Αθήνησι 1862, σ. 398 έξ.
.480 Χρυσοστόμου Παπαίοποϋλου

έν ’Ανατολή σκάνδαλα προύκάλουν μεγάλας ταραχάς. Τώ 1717 άπε-


στάλη εκ Ρώμης εις ’Αντιόχειαν λατίνος Πατριάρχης, δστις έπ’ ολίγον
μεν έζησεν, άλλα κατώρθωσεν ικανούς ν’ άποσπάση αϊτό τής ορθο­
δόξου ’Εκκλησίας1. ’Έκτοτε έξεχύθη πληθύς μισσιοναρίων εν τή ’Ανα­
τολή, δι’ ών έζήτει ή Ρώμη να κατορθώση δ,τι έπι τοσούτους δεν
κατώρθωσεν αιώνας. ‘Η ορθόδοξος Εκκλησία, αμυνόμενη και έπα-
νειλημμένως ήδη καθαιρέσασα λατινόφρονας Πατριάρχας ’Αντιόχειας
και ’Αρχιερείς, τώ 1722 συνεκρότησεν έν ΚΠόλει μεγάλην Τοιτικήν
Σύνοδον, ήτις κατεδίκασε τήν διδασκαλίαν καί τάς προσηλ,υτευτικάς
ενεργείας τής λατινικής ’Εκκλησίας2. Άλλα καί πάλιν δεν άνεστάλη
6 προσηλυτισμός, δστις τα μάλιστα προώδευεν υπό τό πρόσχημα τοΰ
ουνιτισμού, έ'νεκα τού οποίου προσεπάθουν οί λατΐνοι νά δείξωσιν oil

μεταξύ τής λατινικής κα'ι τής ορθοδόξου Εκκλησίας ούδεμία υπάρ­


χει διαφορά. Τώ 1749 δ Πατριάρχης ΚΠόλεως Κύριλλος ε'. (1748 —1751
ιό α'.) ήναγκάσθη διά Πατριαρχικού κα'ι Συνοδικού γράμματος νά
επιτίμηση τούς ορθοδόξους κατοίκους Σίφνου καί Μυκώνου φρονούντας
οτι μεταξύ Λατίνων καί ’Ορθοδόξων ούδεμία υπάρχει διαφορά3. ’Αλλά
.

τό φρόνημα τούτο προς ύποστήριξιν τού ουνιτισμού ποικιλαχώς ΰπε-
θάλπετο, μετά τινα δ’ έτη (1755) ό Πάπας Ρώμης Βενέδικτος ιδ'.
(1740-1758) εξέδωκε βοΰλλαν διά τής όποιας έδήλου δτι αί τελεται
Π

τής Ελληνικής’Εκκλησίας είναι έγκυροι, δθεν αείποτε έσεβάσθη αύτάς


ή λατινική ’Εκκλησία. Τήν παπικήν ταυτην βουλλαν (Allatae sunt)
Α.

προυκάλεσαν οι Ίησουΐται χάριν των προσηλυτευτικών αυτών σκοπών.


“Οθεν παρά πολλοΐς όρθοδόξοις έφαίνετο τότε άναγκαιοτάτη ή
απότομος διάκρισις τής λατινικής από τής ορθοδόξου ’Εκκλησίας. Τι-
νές τών Θεολόγων ύποβαλόντες υπό νέαν έρευναν τάς μεταξύ τών
δύο Εκκλησιών διαφοράς υπέδειξαν δτι έδει νά καταδικασθή τό διά
ραντισμού έπιτελούμενον λατινικόν βάπτισμα'1. Ή γνώμη αυτή εΐσ-

') Σέργιον Μαχραίον, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρά Κ. ΣάΘρ, Μεσαιω­


νική Βιβλιοθήκη, τόμ. Γλ Έν Βενετία 1872, σ. 409.410.
*) Χρνσοοτόμον Α. Παπαδοπούλαν, Απόπειρα ενοισεως τών Άγγλων
Άνωμότων μετά τών ’Ορθοδόξων (1716-1725), Έν Άλεξανδρείρ 1911, σ·
39.40. σημ.
3) Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες, Έν ΚΠόλει 1890, σ. 643. «’Εκκλη­
σιαστική ’Αλήθεια» τόμ. Ιλ σ. 140.
*) Ενατρατίον Άργίντη, ένθ’ ανωτέρω. Α. Παρίον, Επιτομή είτε συλλογή
τών θείων τής πίστεως δογμάτων, Έν Λειψί^ 1806, σ. 351. Πρβλ. A. Sera-
fimow, Κανόνες καί πράξις τής Εκκλησίας ώς πρός τήν εις τήν ορθοδοξίαν
προσέλευσιν τών μή ορθοδόξων, (ρωσ.) Κοστρόμα 1882, σ. 113. Κ· Οίχονό~
μον, ενΘ’ άν. Α, 472.
Περί τοϋ βαπτίσματος των έτεροδόξων 481

δύσασα εϊς τον πολύν ορθόδοξον λαόν παρήγαγε μεγάλην ταραχήν,


ήν ώψελήθη φανατικός τις μοναχός Αυξέντιος εξεγείρας τούς όχλους
κατά τοϋ διαδεχθέντος τον Πατριάρχην Κύριλλον ε’. Παϊσίου β'.
(1751—1752 τό δ’.) άτε μή στέργοντος νά καταδικάση τό λατινικόν
βάπτισμα. Γενόμενος αύθις Πατριάρχης ό Κύριλλος ε'. (1752—1757
τό β') έκ συστάσεως τοϋ παροξυνόμενου υπό τοϋ Αυξεντίου όχλου
ήνάγκασε καί τούς Πατριάρχας ’Αλεξάνδρειάς Ματθαίον (1746—1766)
καί ‘Ιεροσολύμων Παρθένιον (1737 —1766) νά ΰπογράψωσι τώ 1756
κανονικήν διάταξιν περί αναβαπτισμού τών λατίνων. Έν αυτή έλέ-
γετο «τά μέν τών αιρετικών βαπτίσματα, ώς άπάδοντα καί άλλότρια
τής άποστολικής θείας διατάξεως καί ϋδατα άνόνητα ως ό Ιερός ’Αμ­
βρόσιος καί 6 μέγας φησίν ’Αθανάσιος καί αγιασμόν μηδένα παρέ-
χοντα τοΐς ταϋτα δεχομένοις καί πρός κάθαρσιν αμαρτημάτων ούδέν
ώφελοϋντα, απόβλητα καί αποτρόπαια ήγούμεθα, τούς δ’ έξ αυτών άβα-
πτίστως βαπτιζομένους ώς αβάπτιστους αποδεχόμενους τή όρθοδόξω
πίστει καί άκινδύνως αυτούς βαπτίζομεν κατά τούς Άποστολικούς
καί Συνοδικούς κανόνας, οις άραρότως επιστηρίζεται ή αγία τοϋ
.

Χριστού Άποστολική καί Καθολική ’Εκκλησία, ή κοινή μήτηρ πάν­
των ημών»1.
'Η διάταξις αυτή, γενομένη υπό τήν πίεσιν τοϋ όχλου, προφα­
Π

νώς ειχεν ύπ’ όψει ού μόνον τούς λατίνους, αλλά καί τούς προτεστάν-
τας, ών τινες μισσιονάριοι δεν Ιδίστασαν καί ν’άναβαπτίσωσι προση-
Α.

λυτισθέντας ορθοδόξους ! Καί άπεκρούσθη μέν υπό τινων, ώς υπό


τών ΙΊατριαρχών ΚΠόλεως Καλλινίκου δ'. (1757), ον μικρού έδέησε
νά φονεύση ό όχλος ύποπτεύσας αυτόν λατινόφρονα2, καί τοϋ Σα­
μουήλ Χαντζερή (1763—8, 1773—4), άλλ’ έπεκράτησεν έ'κτοτε. Στη-
ριχθεΐσα ό'μως ούχί επί δογματικών, άλλ’ επί κανονικών κυρίως λό­
γων, άτε καταδικάσασα τό διάραντισμοΰ γινόμενον βάπτισμα καί ένεκα
ώρισμένων ιστορικών λόγων Ικδοθεΐσα, δεν έτηρήθη πάντοτε αύστη-
ρώς. Αυτοκέφαλοι τινες Έκκλησίαι ορθόδοξοι, πολλάκις δε καί αύτά
τά Πατριαρχεία, δεν ετήρησαν αυτήν. ’Έχομεν πλεΐστα παραδείγματα

ι) Σέργιου Μακραίον, ένθ’ άν. σ. 204, 220. 408. 9. Α. ‘Υψηλάντον, Τά


μετά τήν άλωσιν ΚΠόλεως, Έν ΚΠόλει 1870, σ 369. Μ. Γεδεών, Πατριαρ­
χικοί πίνακες, σ. 645. Κανονικοί Διατάξεις, σ. 252—255. «Εκκλησιαστική ’Αλή­
θεια» Γ, 781 έξ. ΡάΧΧη και ΙΙοτλή, Σύνταγμα τών θείων καί ιερών κανόνων,
Ε, 616. Κ. Οικονόμου, ένΟ’ άν. σ. 477 έξ. A. Palmieri, La rebaptisation
des latins chez les Qrecs, έν Revue Benedictine, XXIII, 1906, 2, σ. 215—231.
-) Σέργιον Μακραίον, ένθ’ άν. σ. 222. 3. Α. * Υ-φηλαντον, Τα μετά τήν
άλωσιν, σ. 376.
482 Χρυσοστόμου Παπαβοποϋλου

οΰ μόνον Λατίνων, άλλα. και Προτεσταντών καί ’Αρμενίων καί Νε­


στοριανών, γενομένων δεκτών διά χρίσεως αγίου Μόρου. Λατίνοι κλη­
ρικοί έγένοντο δεκτοί υπό τής Μ. 'Εκκλησίας ΚΠόλεως άνευ αναβα­
πτισμού καί εν τώ ίερατικώ αυτών άξιώματι'.
Ουχ ήττον ή ορθόδοξος ’Εκκλησία δεν επαυσε κατακρίνουσα τό
μή διά τριττής καταδόσεως καί άναδΰσεως, αλλά διά ραντισμοϋ ή έπι-
χόσεως τελούμενον βάπτισμα, κατ' οικονομίαν μόνον καί συγκατά-
βασιν άναγνωρίζουσα αυτό, δπως κατ’ οικονομίαν καί συγκατάβασιν
αναγνωρίζει τό εν έκτάκτοις περιπτώσεσι κίνδυνου άτελώς τελούμενον
βάπτισμα ορθοδόξων παίδων. Βεβαίως «ου πάν έθος άποσχίζειν
Εκκλησίας ισχύει, αλλά τό προς διαφοράν αγον τοΰ δόγματος», ως
ειπεν αρχαίος τής Εκκλησίας Πατήρ, άλλ’ ή διαφορά τοΰ τρόπου τής
τελέσεως τοΰ βαπτίσματος είναι λίαν σημαντική, ως σημαντική είναι
καί ή διαφορά λ. χ. μεταξύ τής ορθοδόξου καί τής λατινικής'Εκκλησίας
έν τή μεταδόσει τοΰ μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας. Ή λατινική
Εκκλησία άπομακρυνθεΐσα εκ τοΰ μόνου όρθοΰ καί κανονικού τρό­
που τοΰ βαπτίσματος διά τριττής καταδόσεως, δν εν τή αρχαία εποχή
.

'εΐχεν, επιμένει εις τήν επίχυσιν ή τον ραντισμόν. Ή ορθόδοξος Έκ-
κίνησία ευλόγως θεωρεί παράτυπον τό τοιοΰτον βάπτισμα, καίτοι κατ'
οικονομίαν δόναται ν’ άναγνωρίζη αυτό. 'Ωσαύτως πολλάκις κατ’ οι­
Π

κονομίαν άνεγνώρισε τό βάπτισμα τών ’Αγγλικανών βαπτιζόντων


διά ραντισμοϋ ή διά καταδόσεως, άλλ' δταν ό αοίδιμος ’Αρχιεπίσκο­
Α.

πος Σύρου ’Αλέξανδρος Λυκούργος κατά τήν εν ’Αγγλία διαμονήν


αυτού (1870) συζητών μετά τού Αγγλικανού Επισκόπου "Ελυ ήρω-
ιήθη καί περί τού ζητήματος τούτου, είπεν «Ή ’Ανατολική Εκκλη­
σία τηροΰσα άπαραβάτως πάν δ,τι παρέλαβε παρά τών Οικουμε­
νικών Συνόδων καί επειδή ώς Ικ τοΰ Ζλ κανόνος τής Βλ Οικουμε­
νικής Συνόδου εξάγεται πάν βάπτισμα μή γινόμενον διά τριών κατα­
δόσεων ούκ έστιν έγκυρον, οσάκις προσέρχωνται αυτή μέλη εκ τών
ά'λλων ’Εκκλησιών έρωτά αυτά ε’ι έβαπτίσθησαν τό διά τριών κατα­
δόσεων τέλειον βάπτισμα τούτο- καί αν μεν έβαπτίσθησαν ουτω, άπο-

') he Petit, L’entree des catholiques dans l’Eglise orthodoxe, έν Echos


d’Orient, 1898—9 σ. 129. .4. Βρόχινη, Γεωργίου Προσαλένδου, ’Ανέκδοτα χει­
ρόγραφα άφορώντα τήν κατά τό ορθόδοξον δόγμα βάπτισιν τοΰ "Αγγλου φι·
λέλληνος κόμητος Γυίλφορδ, Έν Κερκύρφ 1879.—Διατριβαί περί τής 'Ανατο­
λικής ήτοι ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας ΐιπό τίνος "Αγγλου, Έν ’Αθήνας 1852.
Περί τής αποδοχής τών αποστατών εις τήν ορθόδοξον Εκκλησίαν πρβλ. Μ.
Jngie, La reconfirmation des apostats dans l’Eglise greco—russe, έν Echos
d'Orient, IX, 1906, σ. 65—76.
Περί του βαπτίσματος των ίτεροδόξων 483

δέχεται χρίουσα αυτά τώ άγίω Μύρον άλλως βαπτίζει διά τριών ανα­
δύσεων και καταδύσεων». Τούτο έ'πραξεν αυτός ό Λυκούργος ως πρός
τινα ’Αγγλικανόν ’Ιάκωβον Κρύσταλλον, οστις αύθορμήιως προσελθιυν
ώμολόγησεν δτι δπερ είχε λαβών βάπτίσμα εθεώρει ώς μή γενόμενον
καί εζήτησε τό τέλειον βάπτίσμα. Ό Λυκούργος έπικαίρως ύπέμνησε
τοΐς Άγγλικανοΐς τήν τότε πρόσφατον άπόφασιν τού Οικουμενικού
Πατριάρχου περί τού υπό ορθοδόξων ιερέων ενταφιασμού των εν
’Ανατολή άποθνησκόντων ’Αγγλικανών, έπειπών «εν δσω αί σχέσεις
εκατέρων τών ’Εκκλησιών (=Όρθοδόξου καί Άγγλικανικής) μένουσιν
αδιόριστοι, ή ’Ανατολική 'Εκκλησία καί οί προϊστάμενοι αυτής ου
δύνανται άθετεΐν τους παρ’ αυτή κρατούντας θεσμούς, ούδ’ ΰν έχοι
τις καταμέμψασθαι αυτής επί τούτω»1.
Έκ τής επίτομου ταύτης έπισκοπήσεως τού ζητήματος περί τού
βαπτίσματος τών ετεροδόξων, εν οις καταλέγονται οΐ τε Λατίνοι καί
οί Διαμαρτυρόμενοι, δικαιολογείται μέν δ εν Σύρω γενόμενος ανα­
βαπτισμός τού εσχάτως εις τήν ορθοδοξίαν προσελθόντος Λατίνου, αλλά
.

καταφαίνεται συνάμα δτι, παρά τήν αντικανονικήν καί παράτυπον
τέλεσιν τού δογματικώς ορθού καί εγκύρου βαπτίσματος τών Λατίνων
καί Διαμαρτυρομένων, εις τό ό'νομα τής 'Αγίας Τριάδος τελουμένου,
Π

ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται ν’ άναγνωρίζη αυτό κατ’ οικονομίαν


εκεί μάλιστα, ένθα ούδαμώς προέρχεται τις βλάβη τής ορθοδοξίας εκ
Α.

τοιαύτης οικονομίας. ’Απαιτείται δμως δά άποφάσεως τών Πατρι-


αρχών καί τών επί μέρους ορθοδόξων ’Εκκλησιών ν’ άρθή ή εξ.
ΰπαιτιότητος τών Λατίνων επιβληθεΐσα πράξις τού 1756 περί ανα­
βαπτισμού αυτών, ήτις, άλλως τε, ούδαμώς μέν τηρείται αύστηρώς:
ούδ’ εν αύτή τή Εκκλησία ΚΠόλεως, άλλα καί προσκρούει είς τάς
διατάξεις τών Συνόδων καί εις τήν προηγηθεΐσαν εκκλησιαστικήν
πράξιν. Υπέρ τοιαύτης κατ' οικονομίαν άναγνωρίσεως τού βαπτίσματος
τών Λατίνων καί Διαμαρτυρομένων καί αποδοχής αύτών είς τήν ορ­
θοδοξίαν μόνον διά χρίσεως 'Αγίου Μύρου συνηγοροΰσιν αϊ τε Συνο-
δικαί διατάξεις καί ή εκκλησιαστική πράξις πολλών αιώνων.
Αύγουστος 1915. Έν ΆΘήνιιις.

') ϋαρ&ενίον Άπύλα, ’Αρχιεπισκόπου Αιτωλίας καί ’Ακαρνανίας, 'Ο


’Αρχιεπίσκοπος Σύρου καί Τήνου ’Αλέξανδρος Λυκούργος έν 'Αγγλία κατά τά
1670, Έν’Αθήναις 1901, σ. 52.53.

“‘ΒμηΧ. Φάρος „ ιόμ., ΙΑ τονχ. ρ'-ρΡ (Ίονίιος-Σπχϊμβρίος 1915) 31


ΝΕΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
At προς την Διεύθ-υνσιν έπεοταλμέναι συγγραφαί ψέρουσιν άστερίσκον.

Α'. ΚΡΙΤΙΚΗ

θεοδώρου Κοντούρα, Δ. θ., ΑΕ πρώται έπιγραφαί των Ευαγ­


γελίων, Έν Άθήναις 1914, 8^ν, σ. 69.
Έ έπιστημονική αυτή πραγματεία έχει είδικώτατον σκοπόν.
Ζητεί ν’ απόδειξη δτι τά τέσσαρα Ευαγγέλια δεν έφερον την κοινήν
ταύτην έπιγραφήν καί δτι, κατ' ακολουθίαν, δέν έτέθη αΰτη υπό των
ιερών συγγραφέων. Προς τούτο ό κ. Κοντούρας δι: έπισταμένης κριτι­
κής καί φιλολογικής έργασίας κατήρτισε την άξιολογωτάτην πραγμα­
τείαν, άλλα δέν ήδυνήθη νά φθάση, ώς ήμΐν φαίνεται, εις θετικά καί
αναντίρρητα συμπεράσματα, ένεκα τής φύσεως τοΟ θέματος.
Οΰτω δ’ έν κεφαλαίω πρώτψ προσάγει ό σ. έσωτερικούς λόγους
δι’ ών, καταδεικνύων την έλληνικήν καταγωγήν τοΰ Λουκά, ζητεί νά
παραστήση αυτόν έπιγράψαντα τό Ευαγγέλιον Λόγον, διότι τής λέξεως
ταύτης χρήσιν έν τή έννοια διηγήσεως έποιήσαντο οί' τε άρχαιότεροι
.
καί οί μεταγενέστεροι συγγραφείς καί διότι αυτός & Λουκάς άρχεται

των Πράξεων διά τής φράσεως «Τον μέν πρώτον λόγον έποιησάμην ώ
Θεόφιλε..». Συμπεραίνει λοιπόν ό σ. ότι το μέν πρώτον τών βιβλίων
τοΰ Λουκά έφερε την δε τήν έπιγραφήν: Λουκά Άντιοχέως προς
Π

Θεόφιλον Λόγος Α '., ή δέ τοΰ δευτέρου ήτο αυτή : Λουκά Άντιοχέως


προς Θεόφιλον Λόγος Η. Τό συμπέρασμα τοΰτο όμολογουμένως είνε
Α.

πι&ανόν, άλλ’ ούχί καί βέβαιον. Έκ τοΰ δτι ή λέξις λόγος είχεν
άναμφιβόλως τήν ήν είχεν έννοιαν τής αφηγήσεως τής ιστορικής, καί
έκ τοΰ δτι ό Λουκάς ονομάζει έν ταίς Ιΐράξεσι τό Ευαγγέλιον λόγον
πρώτον, δέν δυνάμεθα νά συναγάγωμεν δτι δέν έπεγράφετο τοΰτο Ευαγ­
γέλιον. Ήδύνατο νά παρατηρήση ό σ. δτι οΕ αρχαίοι συγγραφείς
άλλην μέν θέτουσι τήν έπιγραφήν έπί τών συγγραμμάτων αθτών, λόγους
Νέοι συγγραφαί καί μβλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 485

δέ ταΰτα όνομάζουσιν. 'Ο Φίλων λ. χ. ό ’Ιουδαίος έν συγγράμματι αυτού


φέροντι έπιγραφήν: Περί τοΰ πάντα σπουδαΐον είναι έλεν&ερον γράφε:
«<5 μεν ηρότερος λόγος ην ήμΐν, ώ Θεόδοτε, περί τον πάντα δονλον
είναι φανλον». Ή παρατήρησις αϋτη δεν άποκλείει τήν πιθανότητα
έπιγραφής τοΰ πρώτου λόγου τοΰ Λουκά τοιαύτης, ήτις μικρόν μετά
τήν εκδοσιν αυτού έπεκράτησεν. Άλλ’ έπιπαρατηρεΐ ό σ. δτι οί λοιποί
τρεις Εύαγγελισταί, 'Ιουδαίοι όντες τήν καταγωγήν καί αρχαιότατα)
εθει έβραϊκώ κατακολουθοϋντες, «ουδεμίαν μέν πρόσθετοί έπιγραφήν
έθεσαν επί τών έργων αύτών, ήθέλησαν δέ ώς φαίνεται να ονομασθώσιν
από τής πρώτης άναγινωσκομένης λέξεως ή φράσεως». Καί τα μέν
προσαγόμενα έπιχειρήματα είνε όμολογουμένως σπουδαία, αλλά μόνον
πρός άπόδειξιν τοΰ εβραϊκού έθους. Ουδεμίαν δ’ έχομεν άπόδειξιν δτι
οί Ιεροί συγγραφείς έν τώ έλληνικώ άναστρεφόμενοι κόσμω, καί μάλιστα
οί έλληνιστί γράψαντες, ήκολούθησαν μέν τώ έθει τώ έβραϊκώ, δέν
προσέλαβον δέ τούς έπικρατούν'τας ελληνικούς φιλολογικούς τύπους.
Έάν δεχθώμεν τούτο διά τούς τρεις Εύαγγελιστάς, ύποχρεούμεθα νά
δεχθώμεν καί διά πάντας τούς έξ Εβραίων ίερούς συγγραφείς. Βλέπο-
.

μεν δμως έν τή πρώτιστη Άποστολική γραφή έπικρατούντα τόν
έλληνικώτατον τύπον τόνδε «Οί απόστολοι καί οί πρεσβύτεροι καί οί
αδελφοί τοίς κατά Αντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν άδελφοΐς τοΐς
Π

έξ έθνών χαίρειν» (Πράξ. 15,23). Βεβαίως δέν είνε τούτο έβραϊκόν.


Είνε δέ δυνατόν νά προσαχθώσι πλείσται άποβείξεις περί έπικρατή-
Α.

σεως τών έλληνικών φιλολογικών τύπων παρά τοΐς ίεροίς συγγραφεΰσιν.


Επομένως δέν δυνάμεθα ν’ άποκλείσωμεν το δυνατόν τής παρεκκλί-
σεως αυτών από τού έβραϊκού έθους, μή έπικρατοΰντος, άλλως τε, καί
παρά τοίς έλληνισταίς ίουδαίοις συγγραφεΰσι. Βεβαίως δέν είνε άποδε-
δειγμένον τίνα έπιγραφήν έθηκαν οί Εύαγγελισταί έπί τών Ευαγ­
γελίων, άλλ’ ουδεμίαν έχομεν άναντίρρητον άπόδειξιν άποκλείουσαν
καί τήν έπιγραφήν Ευαγγελίαν. Πώς δυνάμεθα νά μή δεχθώμεν τοι-
αύτην έπιγραφήν διά τό κατά Μάρκον Εύαγγέλιον, άφού τούτο άρχετα1
διά τών λέξεων «άρχή τοϋ Ευαγγελίου» ; ΙΙώς ό Μάρκος, Εβραίος
μέν τήν καταγωγήν, ώς καί οί λοιποί δύο Εύαγγελισταί, αλλά γράφων
ελληνιστί καί έν τώ έλληνικώ άναστρεφόμενος κόσμω, καί πρός έξ
Ελλήνων Χριστιανούς απευθυνόμενος, άκούων τού ΙΙαύλου κηρύσσοντος
τό Εύαγγέλιον, δέν ήδύνατο νά ποιήσηται χρήσιν λέξεως φερομένης
ήδη άνά τόν χριστιανικόν κόσμον, κατ’ άντίθεσιν μάλιστα προς τήν
έννοιαν, ήν τή λέξει ταύτη άπέοιδον οί εθνικοί; ’Εν έπιγραφή τής
Πριήνης (9 αί. π. X.) ή γενέθλιος τοΰ Αυτοκράτοοος Ρώμης Αύγούστοί)
486 Neat συγγραφαί καί μελέτα'. — Κριτική καί Βιβλιογραφία

ήμερα καλείται «Ευαγγέλια», εν έπιστολή δέ τίνι, μετά ένα και ήμισυν


μεν αιώνα γραφείση, διασωθείση δ’ έν παπύρω, ή είδησις περί τής
άνακηρύξεως του ’Ιουλίου Μαξίμου ώς Καίσαρος καλείται * Εναγγέλιον»r
ύπέλαβον δέ τινες 8τι ή λέξις είχε μυατηριακην έννοιαν έν τή λατρεία
τών Αύτοκρατόρων τής Ρώμης. Καν έτι ή εικασία αυτή, άναποδείκτως,
άλλως τε, προσαγομένη, είνε αληθής, βεβαίως ή έννοια τού χριστια­
νικού Ευαγγέλιου ήτο 8λως διάφορος. Άλλ’ δ σ. τής προκειμένης
καλλίστης πραγματείας συνεκόμισεν έξ δλης τής προχριστιανικής φιλο­
λογίας δαψιλέστατα χωρία, έν οΐς ή λέξις εϋρηται, έν πάση δέ περι-
πτώσει αυτή ήτο γνωστοτάτη, καί έν τφ Χριστιανισμό) παρουσιάσθη
άμέσως, έπί γης έτι ευρισκομένου τού Θεανθρώπου. Τούτο μαρτυρεί ή
παρά τώ Ματθαίω (24,14.15.26,43) φράσις «τούτο τό Εύαγγέλιον>.
Άξιοσημείωτον δ’ δτι έν τώ παραλλήλω χωρίο) τού Μάρκου (14,9)
κατά τούς σπουδαιοτέρους τών κωδίκων έλλείπει τδ τούτο. Ή λέξις
Εναγγέλιον απαντά τετράκις μέν παρά τώ Ματθαίω, δκτάκις δέ παρά
Μάρκω. Ό Λουκάς χρήται τή λέξει έν ταΐς ΓΙράξεσιν, ώς ύπέδειξεν 6
σ., άλλά παρέτρεξε δύο χωρία τού Ίωάννου (20,21,21,24), έξ ών ήού-
.

νατο νά συναγάγη πιθανήν έπιγραφήν: Βιβλίον. "Ο,τι ήτο σύνηθες
παρά τοίς Έβραίοις δέν δυνάμεθα νά δεχθώμεν άναμφιβόλως καί διά
τούς ελληνιστί γράψαντας Εύαγγελιστάς καί. έλληνικούς άποδεξαμένους
Π

φιλολογικούς τύπους. Κάν δ5 έτι αί έπιφυλάξεις περί τής Άποκαλύ-


ψεως, έν ή εύρηται έκφραστικώτατα ή λέξις Εναγγέλιον (14,6), έχωσι
Α.

λόγον τινά, πρόκειται δμως περί βιβλίου άναντιρρήτως τού Άποστο-·


λικοΰ αίώνος.
Τό δεύτερον κεφάλαιον τής πραγματείας αυτού άφιεροΐ ό σ. είς
τήν έξέτασιν τών έξωτερικών λόγων, αχών έν αύτφ την κρατίστην
εύκαιρίαν νά προσκόμιση δαψιλέστατα χωρία έκ τών έκκλησιαστικών
συγγραφέων μετά παρατηρήσεων σπουδαίων καί άξιων πάσης προσο­
χής. ’Αλλά κύριον αγώνισμα αύτοΰ κατέστησε τήν άπόδειξιν δτι ό
Παπίας Ίεραπόλεως υπό τά λόγια έννοεΐ αυτά τά Ευαγγέλια, έπιτυ-
χώς δέ τούτο άπέδειξε. Φρονεί δμως έπί πλέον ό σ. δτι ό Παπίας
Ιχρήσατο τή λέξει Λόγων καί έν πληθυντικό) άριθμφ Λόγια, έν τή.
έννοια τού Λόγον, καθ’ ήν έπιγραφήν έφερε τό κατά Λουκάν Εύαγ­
γέλιον. Άλλά δι’ ών προσήγαγε δαψιλεστάτων χωρίων συναπέδειξε
λεληήότως δτι πρόκειται περί γενικής έκφράσεως, δτι καί δτε άναν-
τιρρήτως τά Ευαγγέλια έφερον τήν κοινήν ταύτην έπιγραφήν ονομά­
ζονται ή λόγια ή καί Απομνημονεύματα. Ήδύνατο μάλιστα νά παρα-
τηρήση ό σ. δτι ό ’Ιγνάτιος ό Θεοφόρος (κατά πάσαν πιθανότητα τφ'
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 487

107 καί ούχί τώ 115 μαρτυρήσας), έφ’ ού χωρίς πάσης αμφιβολίας


τα Ευαγγέλια φέρουσι την κοινήν αυτών έπιγραφήν, ήν κατονομάζει,
καλεΐ ταΰτα άοχεία (Έπ. προς Φιλαδελφεΐς 9). Τινές τών όρθολογι-
στών θεολόγων ένεκα τής διαφόρου γραφής «εν αρχαίοι;» αντί «εν
άρχείοις» ύπέλαβον δτι ό άγ. Ιγνάτιος όμιλεΐ περί τής ΙΙαλ. Διαθήκης,
άλλ' άντιπαρετηρήθη αΰτοΤς, δτι δίς άπαντα ή λέξις αρχαία, θά ήτο
δέ παράλογος ή άντικατάστασις αυτής διά τής λέξεως αρχεία, διότι
ούδεμία έννοια δύναται έν τοιαύτη περιπτώσει να έξαχθή έκ τών λό­
γων τοΰ ’Ιγνατίου «έμοί δέ αρχαία έστιν 6 Χριστός, τά άθικτα αρ­
χαία ό σταυρός...» ’Άλλως τε έν τώ χωρίω τοΰ ’Ιγνατίου υπάρχει
καί ή λέξις «έν τώ Εναγγελ'κο», ώς έπεξήγησις τοΰ «έν άρχείοις», οί
δέ αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δέν μεταχειρίζονται τήν λέξιν
αρχαία προς δήλωσιν τής ΙΙαλ. Διαθήκης. Έπί πλέον ή τε αρμένική
καί ή συριακή μετάφρασις τών έπιστολών τοΰ Ιγνατίου έχουσιν αρχεία.
Σημαίνει δέ ή λέξις αυτή ου μόνον χαρτοφυλάκιον, κατά Σου'ί'δαν,
αλλά καί έγγραφον, γραπτόν μνημεΐον (Διονύσιος 'Λλικαρνασενς, ’Αρ­
χαιολογία Β, 20. Ευσέβιος, Έκκλ. Ιστορία 1, 7. 13. «άναγράπτων
.

δέ εις τότε έν τοϊς άρχείοις δντων τών Εβραϊκών γενών». Ιώσηπος
Κατά’Απίωνος 1,20 «έν τοϊς άρχείοις τών φοινίκων σύμφωνα άναγέ-
γραπται»). 'Επειδή δέ «αρχεία» σημαίνουσί τι κοινόν καί δημόσιον
Π

είτε χαρτοφυλάκιον είτε έγγραφον, ή έφαρμογή τής λέξεως ταύτης


ύπό τοΰ άγ. ’Ιγνατίου έπί τών Ευαγγελίων δηλοΐ σαφώς, δτι ταΰτα,
Α.

καθ’ δν χρόνον έγραφε τήν προς Φιλαδελφεΐς έπιστολήν, ώς γραπτά


μνημεία ήσαν τοϊς πάσι κοινά καί γνωστά. Τοΰτο υποδεικνύει καί ή
■σύγκρισις αυτών προς τούς προφήτας καί προς τάς γραφάς τών ’Α­
ποστόλων, «προσφυγών τώ Εύαγγελίω ώς σαρκί Ίησοΰ καί τοϊς Άπο-
στόλοις ώς Πρεσβυτερίω τής Εκκλησίας. Καί τούς Προφήτας δέ άγα-
πώμεν διά το καί αύτούς εις τό Εύαγγέλιον κατηγγελκέναι καί είς
αυτόν έλπίζειν καί αύτόν άναμένειν». Εν τώ χωρία) τούτω τό Εύαγ­
γέλιον ώς διδασκαλία αύτοΰ τοΰ Χριστοΰ καλείται υπό τοΰ Ιγνατίου
«σαρξ Χριστοΰ». “Αλλοι δέ σύγχρονοι τώ Ίγνατίω άλλας άποδίδουσιν
δνομασίας, καίτοι άναντιρρήτως τά Εύαγγέλια φέρουσι τήν κοινήν
αυτών έπιγραφήν. Ό συγγραφεύς τής προς Διόγνητον έπιστολής,
δστις λέγει περί έαυτοΰ «αποστόλων γενόμενος μαθητής γίνομαι διδά­
σκαλος έθνών», έσημείωσε «φόβος νόμου δίδεται καί προφητών χάρις
γινώσκεται καί Ευαγγελίων πίστις ΐδρυται καί αποστόλων παράδοσις
φυλάσσεται». Ό Παπίας δέν ώνόμασε τά Εύαγγέλια, άλλ’ εϊπεν αύτά
λόγια, τοΰτο δμως δέν σημαίνει δτι έπ’ αύτοΰ δέν έφερον ταΰτα τήν
488 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

έπιγραφήν Ευαγγέλια. Ό Παπίας αναγράφει μόνον τά δύο Ευαγγέλια,


άλλα το σύγγραμμα τοΰ Παπίου δεν περιεσώθη, πλήν μικρού παρ’
Εύσεβίω άποσπάσματος, επομένως άγνοοϋμεν κατ’ ακρίβειαν άν, ποι­
ούμενος μνείαν καί των λοιπών Ευαγγελίων, προσήγαγε τήν κοινήν
αύτών έπιγραφήν. Έν τφ σωζομέγω άποσπάσματι ούδεμία ύπάρχει
μνεία των ’Επιστολών τοΰ Άπ. Παύλου, άς δμως χωρίς αμφιβολίας
είχεν ύπ’ όψει.
Φρονών ό σ. δτι οί Εύαγγελισταί δεν έθηκαν τάς έπιγραφάς έπί
τών εαυτών Ευαγγελίων, ύποτίθησιν δτι αύται έτέθησαν «συμφώνως
τοΐς παρ' “Ελλησιν Ιπικρατοΰσι περί έπιγραφής» υπό τής Εκκλη­
σίας άπδ τοΰ τέλους τοΰ α' αίώνος. Τοΰτον τον χρόνον πειράται νά
καθορίση έν τώ γ'. κεφαλαίω τής πραγματείας. Εύρε παρά τώ Κλή-
μεντι Άλεξανδρεΐ, συγγράφει τοΰ γ'. αίώνος, γενικήν τινα ονομασίαν
Εναγγέλιον άποδιδομένην είς τήν Π. Δ. Εύρε δέ καί παρά συγγράφει
τοΰ α.'. αίώνος, τώ συνεκδήμω τοΰ Άπ. Παύλου Κλήμεντι Ρώμης,
φράσιν τινά καί ύπέλαβεν, δτι κατ’ άρχάς μέν πάντα τά ιερά βιβλία
.
τής Κ. Δ. έκαλοΰντο Εναγγέλιον καί αύτοΰ τοΰ Άπ. Παύλου αί έπι-

στολαί, ειτα δ’ Εύαγγέλια ώνομάσθησαν μόνον τά τέσσαρα Ευαγγέ­
λια. Ό Κλήμης Ρώμης γράφει προς Κορινθίους «Άναλάβετε τήν
επιστολήν τοΰ μακαρίου Παύλου τοΰ αποστόλου. Τό πρώτον ύμϊν έν
Π

αρχή τοΰ Ευαγγελίου εγραψεν; έπ' αλήθειας πνευματικώς έπέστειλεν


υμιν περί αύτοΰ καί Κηφά τε καί Άπολλώ». Οί οοκιμώτεροι τών έπι-
Α.

στημόνων τό εν αρχή τοΰ Ευαγγελίου έξήγησαν καθ’ ήν έννοιαν ώρι-


σεν αυτός ό ’Απόστολος ΙΤαΰλος, γράψας έν τή προς Φιλιππησίους έπι-
στολή (4,15) «οΐδατε οέ καί ύμεϊς, Φιλιππήσιοι, δτι έν αρχή τοΰ Ευ­
αγγελίου, δτε έξήλθον από Μακεδονίας...». Πρόκειται δηλονότι περί
τής αρχής τοΰ ευαγγελικού κηρύγματος. Άλλ’ ό σ., συντασσόμενος άλ-
λοις έπιστήμοσι, φρονεί δτι τό έν αρχή τοΰ Ευαγγελίου τοΰ Κλήμεντος
σημαίνει έν αρχή τής προς ΚορινίΗονς επιστολής, α) διότι έν αυτή
πρώτον μέν εγραψεν ό Απόστολος περί τών εσωτερικών έρίδων τής
τών Κορινθίων Κοινότητος καί είτα περί άλλων ζητημάτων, β)
υπήρχε τεσσαρακονταετής που άπόστασις μεταξύ τής έπιστολής τοΰ Παύ­
λου προς Κορινθίους καί τής τοΰ Κλήμεντος ποός αυτούς, ώστε «ήτο
δυνατόν το γραπτόν κήρυγμα τών Αποστόλων νά όνομασ&ή εΰαγγέλ,ιον».
Όμολογοΰμεν δτι ουδέτερον τών έπιχειρημάτων τούτων πείθει ήμάς
υπέρ τής έκδοχής τοΰ σ. Πώς είνε δυνατόν ό Κλήμης νά όνομάζη τήν
τοΰ Παύλου έπιστολήν καί έπιοτολήν καί Εναγγέλιον. Ή όνομασία
επιστολή άνήκει πρό παντός είς αυτόν τόν Άπ. Παΰλον, πολλάκις
Νέα', συγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία 489

μεν έπιστολήν καλέσαντα τήν πρώτην πρός Κορινθίους ώς καί τάς


λοιπάς έπιστολάς, Εύαγγέλιον δέ τό κήρυγμα αύτοΰ, τήν καθόλου
άποστολικήν δράσιν. ’Άλλως τε αυτός δ σ. προσήγαγεν άναντιρρήτους
ένδείξεις έκ τής «Διδαχής των ιβ'. άποστόλων», μνημείου συγχρόνου
τή έπιστολή τοΰ Κλήμεντος, καθ’ ϊς τά τέσσαρα Ευαγγέλια έφερον
ήδη τήν έπιγραφήν ταύτην καί συνολικής ώνομάζοντο Εναγγέλιον.
Βεβαίως ή λέξις ήδύνατο να έχη καί γενικήν έννοιαν, ώς άποδεικνόει
ό σ. έν τω τελευταίω σπουδαιότατα) κεφαλαία) τής πραγματείας, άλλ’
έκ τούτου δεν δυνώμεθα νά συναγάγωμεν ότι καί ό Κλήμης έν ταύτη
τή έννοια χρήται τή λέξει, αφού ήδη έπί τοΰ Κλήμεντος, κατά τάς
άνωτέρω ένδείξεις, τά Ευαγγέλια ειδικής ονομάζονται Ευαγγέλια ή
Εναγγέλιον. Ό σ. ύποτίθησιν έξέλιξίν τινα τής ονομασίας ταύτης,
στηρίζει όμως τήν ύπόθεσιν αύτοΰ ούχί έπί δεδομένων, άλλ' έπί έκ-
δοχής τοΰ έν λόγω χωρίου τοΰ Κλήμεντος συμφώνως τή υποθέσει
αύτοΰ.
Τοΰτο δέον νά λεχθή καί περί τής δλης αύτοΰ σπουδαίας καί
άξιολογωτάτης έπιστημονικής έρεύνης, διότι αύτη στηρίζεται μάλλον
.
έπί υποθέσεων, αϊτινες, οι’ ών κέκτηται ό σ. πλουσιωτάτων φιλολο­

γικήν καί θεολογικήν έφοοίων, πξρικοσμοΰνται μεν δαψιλής ύπό έπι·
στημονικοΰ κόσμου, άλλ’ ούδαμής άποδεικνύονται. Τοΰτο οφείλεται εις
Π

τήν φύσιν τοΰ θέματος, οπερ ό σ. κατέστησεν υποκείμενον τής έρεύνης


αύτοΰ. Τό εξ αύτής συμπέρασμα είνε ότι, κατ’ άναντιρρήτους ένδεί-
Α.

ξεις, ήδη άπό τοΰ τέλους τοΰ ά. αιήνος τά Ευαγγέλια φέρουσι τήν
κοινήν αύτήν έπιγραφήν. Τά σωζόμενα μνημεία τήν αρχήν τοΰ β'
αιήνος καί αύτοΰ τοΰ τέλους τοΰ α' αιήνος άποδεικνύουσι τοΰτο.’Αλλά
βεβαίως προ τής συγγραφής τήν μνημείων τούτων ή έπιγραφή ήτο
κοινή άνεγνωρισμένη έν τή ’Εκκλησία. "Ωστε μετά τήν δημοσίευσιν
τήν τριήν Εύαγγελίων, καί προ τής συγγραφής τοΰ δ' πιθανής, ή
έπιγραφή είνε κοινή. Δεν παρουσιάζεται δέ τότε τό πρήτον. Διότι ό
έπίγειος βίος, τά θαύματα καί ή διδασκαλία τοΰ Σωτήρος καλούνται
’γέλιον ύπ’ αύτοΰ τοΰ Σωτήρος, καλούνται Εναγγέλιον καί ύπ’ αύ­
τήν τήν Άποστόλων. Ή λέξις ύπήρχεν έν τή ελληνική γλώσση, άλλ’
άπεδάθη εις αύτήν ειδική σημασία καί έννοια. Ήτο δυνατόν νά μή
εχωσιν αύτήν ύπ’ δψει οί Εΰαγγελαστα'ι θεοπνεύστως γράφοντες Εναγ­
γέλιον·, Βεβαίως δεν είνε δυνατόν ν’ άποδειχθή δτι οί ίδιοι ώνόμασαν
αύτά Εύαγγέλια, καίτοι ό Μάρκος γράφει *άρχη τοΰ Ευαγγελίου Ίησοΰ
Χρίστου Υίοΰ τοΰ Θεοί». Άλλ’άφ’ου χρόνου τά Εύαγγέλια κοινόν τής
’Εκκλησίας καθίστανται κτήμα, φέρουσι τήν δνομασίαν ταύτην καί
έπιγραφήν. Ή Εκκλησία παρέλαβεν αύτά ώς Ευαγγέλια.
490 Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Ό κ. ΚοντοΟρος παρέστησεν έναργέστατα την ΰπαρξιν των Ευαγ­


γελίων κατά τόν άποστολικόν αιώνα καί συνεισήνεγκε λαμπράς καί
αναντίρρητους άποδείξεις περί αυτών. Παρά τον δν προέθετο κύριον
σκοπδν της πραγματείας, εξήτασε πλεΐστα συναφή προς τά Ευαγ­
γέλια ζητήματα, από τής έπόψεως δε ταύτης κατέστησε την έπιστη-
μονικήν αύτοΰ ερευνάν σπουδαίαν συμβολήν εϊς τά ζητήματα τών
πρώτων πηγών τοΰ Χριστιανισμού.
Έν Άΰήναις.

Άρχιμ. Χρυσόστομος Α. ΓΙαπαδοπογαος

.

Π
Α.
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 491

Β' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σύντμησις τών τίτλων των εν τη Βιβλιογραφία άναφερομένων περιοδικών:


ΑΒ —Anal. Bollandiana ΘΑ—Θεολογ. ’Αγγελιαφ. Μόσχας
ΑΘΝ—’Αθήνα ’Αθηνών 1KZ -Intern. Kirclil. Zeitschrift
ΑΝΤ—Άνάπλασις Αθηνών ΙΠ.—Ιερός Πολύκαρπος
ΛΝΠ—Anthropos ΙΣ — "Ιερός Σύνδεσμος
ΑΠΕ—Άνακ. ΙΙαλαιστ. Εταιρείας JA—Journal Asiatique
BAL—Bull, d’anc. litter. JTHS—Journ. of Tlieol. Stud.
BLE—Bull, de lift, eccles. ΛΑΟ - Λαογραφία
BX - Βυζαντ. Χρονικά Ιίετρουπ. ΜΣ — Μοϋσαι Ζακύνθου
BZ—By/. Zeitschrift ΜΣΚ—Μουσική ΚΠόλεως
ΓΡΜ - Γράμματα ’Αλεξανδρείας Ν Ε — Ν roc Έλληνομνή μων
ΔΑΠΧ — Δελ. Αύτ. Πανεπ. Χαρκόβου ΝΣ-Νέα Σιών
DZ—Die Ziikunft OCH—Orieus Christianas
ΔΥΠ—Δελτ. ρωσ. Ύπ. Παιδ. OOM—Όρθόδ. 'Ομιλητής Καζάν
ΕΑ — Εύρωπ. Άγγελιαφόρος Πετρουπ. ΟΠΣ—Όρί). Παλαιστ. Συλλογή, ρωσ.
ΕΑΚ—Έργα Άκαδ. Κίεβου ΠΝΘ— ΠαναΟήναια. Άθήναι
ΕΑΒ—Έκκλησ. ’Αλήθεια Βερολίνου ΠΝΤ—Πάνταινος
ΕΑΚΠ — Έκκλησ. ’Αλήθεια ΚΠόλεως ΠΑ —Πίστις καί Λόγος. Χάρκοβον
EBD—Ebdomadairc RB-Revue Biblique
ΕΕΤ —Έκκλ. Είδ. Τριπ. ’Ελλάδος RHE-Revue d'Hist. Eccles.
ΕΙΠ —Έπιστημ. ίστ. περιοδ. ΓΙετρουπ. RACH—Rivista di Apost. Christ.
.
ΕΚ—Έκκλησ. Κήρυξ Αάρνακος RO—Roma e lOriente
ΕΚΑ—Έκκλ. Άγγελιαφ. Ιίετρουπ.

RSR-Rech. de sc. relig.
ΕΟ -Echos d’Orient STR—Strannik. Πετρούπολης
ER-Tlie Eccles. Review, Pliiladelfia TGL—Tlieol. u. Glauben.
EY—Ευαγγελισμός ΚΠόλεως THQ—Tlieol. Quartalsch.
ΕΦ — Έκκλ. Φάρος XA—Χριστ. ’Ανάγνωσμα. Πετρούπ.
Π

ETD—Etudes. Compagnie de Jesus XK—Χριστ. Κρήτη


ΕΤΗ-Etudes de Tlieol. historique ΧΡ—Χριστιανός. Μόσχα.
ET—Etudes ΧΡΚ—Χριστιανικός Κόσμος Σύρου
Α.

ZKT - Zeitschr. F. katli. Tlieol.


Συντάκται της Βιβλιογραφίας : X. [Χρυσόστομος Λ. Πα.ταδύτουλος], Δ. Κ. [Αημήτριος
Καλλίμαχος], Γ. Π. [Γρηγύριος ΙΊαπαμιχαήλ]·

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΟΙ χρησμοί τον ’Αγαϋ·αγγέλον, (ΑΔΟ Δ", Γ'-Δ', 1914 σ. 741


—743).
Έκ τοΰ σημειώματος τούτου άρυόμεθα τάς εις τον καθηγ. τοΰ
Πανεπ. κ. Ν. Πολίτην άποδιδομένας πληροφορίας, δτι αί λεγόμεναι
«προφητεΐαι τοΰ ’Αγαθάγγελου» άναφέρεται μέν δτι έγράφησαν τω
1279, άλλα τό αληθές εΐνε δτι συνετέθησαν περί τα 1751, καί, εϊ
και άναφέρεται ώς προφήτης των ό ’Αγαθάγγελος, συγγραφευς των
δμως εΐνε ό άρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυειδής, ό έμφανι-
σθεις ώς μεταφραστής των κατά τό 1751. Εΐνε άξια προσοχής ή
εν τφ ΛεΕικφ Μπάρτ-Χίρστ (έν λ. ’Αγαθάγγελος) παρεχομένη
συστασις υπό τοΰ συντάξαντος τό σχετικόν ά'ρθρον καθηγητοΰ: «Ή
οΰχι άναξία λόγου ροπή, ήν έσχεν δ ’Αγαθάγγελος προς άναρρίπισιν
492 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

τοΰ φρονήματος κατά τούς τελευταίους τής δουλείας χρόνους, αναγ­


κάζει ημάς νά μή καταφρονήσωμεν τό άτεχνον τούτο κατασκεύασμα
τοΰ Πολυειδοϋς. Ότι έπέρρωσε τάς ελπίδας τοΰ έθνους περί άπελευ-
θερώσεως κα'ι άνακτήσεως τής πατρίου χώρας, εινε άνεπίδεκτον άμ-
φισβητήσεως». Έξ άλλου εκ τής αθηναϊκής έφημερίδος «Άθήναι»
(16 Σεπτ. 1914) μανθάνομεν, δτι ή πρώτη εκδοσις τοΰ ’Αγαθάγγε­
λου εις την ιταλικήν έγένετο τφ 1555 έν Μιλάνο), ταύτην δέ μετέ-
φρασεν ό Θεόκλητος Πολυειδής τφ 1751. 'Η τελευταία εκδοσις εν
Έλλάδι ήτο ή γενομένη κατά τό 1837 εν τοΐς Τυπογραφείοις Άν-
δρέου Κορόμηλά, από τών τελευταίων δμως ανατολικών πολέμων αί
εκδόσεις έπολλαπλασιάσθησαν.
Ό κ. Θ. Βελλ ιαν ί τη ς προσθέτει έν άρθρφ αύτοΰ «Ό αληθής
’Αγαθάγγελος» («’Ελευθερία» Λευκωσίας 191.5, άρ. 485) δτι καθ’ ομο­
λογίαν αύτοΰ τοΰ Πολυειδοϋς, τό βιβλίον έγράφη ελληνιστί τφ 1279
έν Μεσσήνη τής ’Ιταλίας υπό τοΰ Άγαθαγγέλου «Ιερομονάχου τής
τοΰ μεγάλου Βασιλείου τάξεως, γεννημένου έν Ρύδω», ή δέ λατινική
μετάφρασις τοΰ άπολεσθέντος πρωτοτύπου έγένετούπό τοΰ Βενεδικτίνου
.

ιερομονάχου ’Ιακώβου τοΰ Παλαιώτου καί έδημοσιεύθη τφ 1555.
Κατά τον κ. Βελλιανίτην, τό εις τούς Ρώσους άφορών τμήμα τών
άγαθαγγελικών προφητειών (τό «ξανθόν γένος») πιθανώς έπλαστουρ-
Π

γήθη έν Ρωσία «δπως διδάσκη τούς χριστιανούς δτι από μόνον τοΰ
ξανθού γένους έπρεπε νά προσδοκώσι τήν έκ τοΰ Μουσουλμανικού
Α.

ζυγού άπολύτρωσίν των», τοΰτο δέ καί έπέτυχε πληρέστατα. Καί ό κ.


Β. συμβεβαιοΐ, δτι «καθ’ δλην τήν διάρκειαν τής δουλείας ό ’Αγα­
θάγγελος έπέρρωσε τάς έλπίδας τοΰ έθνους περί άπελευθερώσεως
αύτοΰ καί εδραίωσε τήν πειΛηθησιν περί άνακτήσεοις τής πατρίου
χώρας». «Τό πλήθος—λέγει καί ό ’Ιωάννης Φιλήμων έν τφ «Δοκιμίω
περί τής φιλικής Εταιρείας»—έχειραγωγεΐτο ώρελίμως από τά; οπτα­
σίας τοΰ Άγαθαγγέλου, πιστεΰον δογματικώς τήν μέλλουσαν μετα­
βολήν τής τύχης του». ’Εκ τών ερευνών, ας έπεχείρησεν ό καθηγ. κ
Ν. Πολίτης πρύς διευκρίνισιν τής πατρότητος τών έν λόγοι χρησμών
έξάγεται το συμπέρασμα, δτι πιθανώς εινε αύται κατασκεύασμα αύτοΰ
τοΰ Πολυειδοϋς. ΤΗν δ’ ούτος Θράς γεννηθείς περί φθίνουσαν τήν
ιζ' έκατ. έκ γονέων πλουσίων άσπασθείς τύν μοναχικόν βίον καί
μετονομασθείς Πολιάνης έχρημάτισεν έκκλησιάρχης έν Άγίω Όρει.
Εύπαίδευτος ων, περιηγήθη δλην σχεδόν τήν Εύρώπην, έμαθε πολλάς
γλώσσας, Ιδία δ’ έν τελειότητι τήν άρχαίαν ελληνικήν, τήν λατινικήν
καί τήν γερμανικήν. Τφ 1736 έξέδωκε λατινιστί πραγματείαν «Σάκραμ
Νέαι συγγραφαί καί μελέτα1. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 493

τοΰ μπαφίντεϊ» μεταφρασθεισαν καί εις την γερμανικήν κατά to αυτό


έτος. Έν αυτή πραγματεύεται περί των δογμάτων τής Ελληνικής
’Εκκλησίας και τής συμφωνίας τών νεωτέρων Ελλήνων προς τάς
άρχαιοτάτας Συνόδους. Γ. ΙΊ.
Βήκα Β. I., Ό γάμος παρά τοΐς Βλαχοφώνοις. Γαμήλια έθιμα
έν Γουδοβάσδα (ΛΑΟ Δ', Γ'—Δ', 1914 σ. 540 — 558).
ΆΦανασοπούλου Θ., Άλφάβητον εις τά πάθη τοΰ Χρίστου
(ΛΑΟ, Δ', Γ'—Δ', 1914, σ. 705—706).
Μάκρη I. Δ., ΠόΘεν ή λέξις «Μαράσια» (Ροδιακόν ΤΙμερο-
λόγιον τοΰ 1913 σ. 32).
Τήν λέξιν Μαράσια, σημαίνουσαν έν Ρόδω προάστειον, νομίζει ό
σ. ώς παραφθοράν τής λατιν. pars ή ίταλ. parte και δτι έκ τής
παραφθοράς ταυτης «Μαράσια» προήλθε τό τουρκικόν Βαρός=
προάοτειον, χωρίς νά προσάγη καί πειστικά επιχειρήματα.
Δ. Κ.
ΠΟΙΚΙΛΑ
.
Πρ ο π ε μ πτ ή ρ ι α. Συλλογή επιστημονικών πραγματειών, έκ-

δοθεισών υπό τής έν ’Οδησσώ Αυτοκρ. Εταιρείας τής 'Ιστορίας καί
τών ’Αρχαιοτήτων προς τιμήν τοΰ επιτίμου αυτής μέλλους 1 Ερνέατου
Ρομάνοβιτς ψ/η—Ση'εον (Zapiski Imperatorskago odesskago ob-
Π

schtschestwa Istorii i Drevnostei,


tom. XXX). 'Οδησσός 1912,
σελ XXIV—413—11, (ρωσ.).—Έκ τής σειράς ταυτης τών άρθρων
Α.

σημειοΰμεν τά εξής ιδιαιτέρως τούς Έλληνας ένδιαφέροντα: Φ.


Τσεοετέλη, Νέος πάπυρος τοΰ 'Ηροδότου. Ουτος ευρέί)ΐ| έν Αίγίίπτω
υπό τοΰ καθηγ. Μπ. Α. Τουράϊεφ, περιέχει δε 22 γρομμάς in recto
(Ήροδ. I, 196) καί 21 ill verso (Ήροδ. I, 202—203). Τό κείμενον
αυτών έν τώ συνόλφ συμπίπτει προς τό έν τοις άρίστοις μεμβρανίνοις
χειρογράφοις τοΰ 'Ηροδ., δήλα δή τοΐς ABC.—Μπ. .1. Τονοάϊεψ,
Περιγραφή τοΰ αιγυπτιακού τμήματος τοΰ Μουσείου τής έν Όδησσώ
Αυτοκρ. Εταιρείας τής 'Ιστορίας καί τών ’Αρχαιοτήτων. Περιγρά-
φονται 287 αντικείμενα, τινών δ’ αύττΐιν παρατίθενται και άπεικά-
σματα.—Σ. 77. Σιεστακώφ, Έπιστολαί — έγκώμια τοΰ ρήτορος Λιβα­
νιού. Ό σ. χαρακτηρίζει τήν έπιστολογραφικήν δράσιν τοΰ Διβανίου
έπί τή βάσει τών φιλοΐιογικιΰν καί κοινωνικών σχέσεων τής έποχής
αύτοΰ.—Β. Β. Λάτυαιεφ, Περί τών βίων τοΰ οσίου Δαβίδ τοΰ Θεσ-
σαλονικέως.—Μ. Μανδές, Τό πΰρ καί ή ψυχή έν τή Διδασκαλία τοΰ
Ηρακλείτου. —Μπ. Β. Βάονεκε, Νέατ αντιλήψεις περί προελευσεως
τής ελληνικής κωμφδίας.—Σ. Δ. Παπαδημητριόν, Ή γεωγραφική θέ-
494 Neat συγγραφαί καί μβλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

σις τής αρχαίας ’Οδησσού.—Μ. Γ. Τοπρονζένν.ο, Ή συμμετοχή τής


’Οδησσού εν τή άναγεννήσει τού Βουλγαρικού λαού. Γ. Π.
*Κομβοπούλου Βασιλείου Γ., Πρωτοσυγγέλλου τής 'Ιερΰς Μη-
τροπ. Μυτιλήνης, Πρώτοι Λόγοι 'Ελευθερίας. ’Απρίλιος 1913. Τύπ.
«Σάλπιγγος» Μυτιλήνη, σ. 82. 'Γιμ. δρχ. 2.
Οί Λόγοι ουτοι έξεφωνήθησαν επί τοίς άποτελέσμασι τών τε­
λευταίων νικηφόρων ελληνικών πολέμων καί ιδία επί τή υπό τού
ελλην. στόλου απελευθερώσει τής νήσου Μιτυλήνης. Γ. Π.
*Μίλτωνος. Σαμψών ’Αγωνιστής. Δραματικόν ποίημα εμμέτρως
έξελληνισθέν υπό ’Αλέξανδρου Σ. Κάσδαγλη. Έν ’Αλεξάν­
δρειά, Πατριαρχ. Τυπογραφείον 1913, σελ. 103.
Την καλλιεπή ταύτην μετάφρασιν έδημοσίευσε τό πρώτον έν
τώ «Έκκλησ. Φάρω» δ γνωστός καί τού «Άπολεσθέντος Παραδεί­
σου» μεταφραστής καί άλλων πολλών έργων ποιητής αλεξανδρινός
λόγιος, δ υπέρ πάντας ίσως τούς έν Αίγύπτω λογίους φανατικός
τών έλ?.ηνίδων μουσών θεράπων. Τής μεταφράσεως προτάσσει έμ-
βριθή πρόλογον, άφιεροΐ δέ ταύτην προς τήν Α. Θ. Μακαριότητα,
.

τον Πάπαν καί Πατριάρχην κ. Φώτιον. Γ. Π.
*Regla Paul (de), Ή γυναίκα. Μετάφρασις X. Νεοκλέους. Έν
Άθήναις. Φιλοσοφική καί κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη Φέξη. 1913.
Π

. Σελ. 131. τιμ. δρχ. 3.


Φιλοσοφική καί ψυχολογική έρευνα τής γυναικός καθ’ όλα τα
Α.

ιστορικά στάδια. Περιεχόμενα: Τί πρέπει νά έννοώμεν διά τής λέξεως


φιλοσοφία. Τό παρελθόν τής γυναικός. Φιλοσοφία τής γυναικός τού ιθ'
αιώνος. Ή σημερινή γυνή. Γυναικεΐαι φωτογραφίαι. Υστερία καί
ύστερικαί. ’Αγγελικά! ψυχαί. “Ή θρησκόληπτος καί ή πνευματιστής.
Ή δόξα. Αί μουσουλμανίδες. Γ. Π.
*Χαϊμαντα Δη μ. I., Τα διδακτικά βιβλία τού Γεωργίου I.
Δέρβου, τακτικού καθηγητού τής Θεολογίας έν τώ Πανεπιστήμια).
Έν Άθήναις, Άθην. Τυπογραφείων, 1913, σελ. 16.
Ό σ. έπικρίνει δύο τών συγγραμμάτων τού κ. Δέρβου, τήν
«Ερμηνείαν περικοπών τών Επιστολών καί τών Πράξεων τών Άπο-
. στόλων» καί τήν «Ερμηνείαν περικοπών τών Ευαγγελίων κατ’ έκλο-
γήν», έγκεκριμένα ώς διδακτικά βιβλία διά τα σχολεία τού Ελληνικού
Κράτους, βραβευθέντα δέ καί αύθις κατά τον διαγωνισμόν τού 1913.
Ό σ. παραπονειται διά τον παραγκωνισμόν τών ίδικών του βιβλίων
καί ψέγει τήν έγκρισιν τών τού κ. Δέρβου- ήμεΐς δμως, μή γινώσκοντες
τά τού κ. Χαϊμαντά, δέν δυνάμεθα έξ αντιπαραβολής νά διακρίνωμεν
ντά κρείττονα. Γ. Π.
Νέαι συγγραφαί καί μελέτα’. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 495

*Σεβαστοπούλειος Άγιον ΚΠόλεως.Έκθεσις τής άγωνο-


δίκου Επιτροπείας άναγνωσθεΐσα τή 19 Σεπτ. 1011 εν τή Μεγάλη
τοϋ Γένους Σχολή υπό τού είσηγητοϋ Δήμοοθίνονς Β. Οικονο/ιίδον
καθηγητοΰ έν αυτή. Έν ΚΠόλει, έκ τοΰ Πατριαρχ. Τυπογραφείου,
1911. Σ ε (3 α σ τ ο π ου λ ε ι ο ς Άγων ΚΠ ό λεως. Έκθεσις τής αγω-
νοδίκου ’Επιτροπείας άναγνωσθεΐσα τή 1 Σεπτ. 1012 έν τή Μ. τοϋ
Γένους Σχολή υπό τοϋ είσηγητοϋ Β. Α. Μνσταχίδον δ. φ. καΟηγητοϋ
εν αυτή. Έν ΚΙΙόλει, τΰποις αδελφών Γεράρδου, 1912.
Άμφότεραι αί εκθέσεις τυγχάνουσι λίαν διδακτικοί σύμβολα! εις
τά περί έλίνηνικής γλώσσηα, θά ήτο δέ, νομίζομεν, σκόπιμον νά Ιδί]-
μοσιεόοντο έν τώ τέλει έκάστης έτησίας έκθέσεως έπί τοϋ αγωνίσματος
τούτου έν τόπω παραρτήματος τά βραβευόμενα δοκίμια, ΐνα
καθίσταται γνωστή εις τό δημόσιον ή έπίδοσις των διαγωνιζομένων
εις την γλώσσαν, ήν τό διαγώνισμα απαιτεί. Γ. Π.
*Schopenhauer Arthur, Τό Αυτεξούσιον (περί έλευθέρας βουλή-
σεως). Μετάφρασις Α. Πολυμέρη. Φιλοσοφική καί κοινωνιολογική
Βιβλιοθήκη Φέξη. Έν Άθήναις, ’Εκδοτικός Οίκος Γεωργ. Φέξη
.

σελ. 140, τιμ. δρχ. 3.
*Χρυαοατόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, Λόγος Επιμνημόσυνος
διά τούς πυρί καί σιδυρφ τελειωθέντας έν Μακεδονία καί Θράκη
Π

ομογενείς, έκ μέρους τών άπαντθρώπων βαρβαρικών βουλγαρικών ορδών,


απαγγελθείς έν τώ μητροπ. ναώ τής αγίας Φωτεινής κατά τήν Κυρια­
Α.

κήν τών Θεοφόρων Πατέρων τή 14 'Ιουνίου 1913. Έν Σμύρνη,.


Τύποις «'Ιερού Πολυκάρπου» 1913, σελ. 15.
*Χρνοάν9·ου ’Επισκόπου Ρεθύμνης καί Αύλοποτάμου, λόγος εις
τό μνημόσυνον, τό έν Ρεθύμνη τελεσθέν υπέρ τοϋ Γ. Άβέρωφ καί
τών λοιπών ευεργετών τοΰ έθνικοΰ στόλου. Έν Ρεθύμνη, Τύποις
"Ιω. Σ. Γιαννουκάκι, 1914 σ. 5.
*Καλλιμάχου, Ή γιγαντομαχία τοϋ Κιλκίς. Πολεμική Βιβλιο­
θήκη «Άκροπόλεως» (Εθνικόν περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις τοΰ
μηνός). Άθήναι, καταστήματα «Άκροπόλεως» Βλ. Γαβριηλίδου 1914,-
σελ. 80 (τιμ. λεπτών 50).
*Ά ν α ί ρ ε σ ι ς τών έν τώ από 12 Μαΐου τρέχοντος έτους είς τήν
Πρεσβευτικήν Συνδιάσκεψιν τοΰ Λονδίνου ύποβληθέντι ΰπομνήματι
τών Ρώσων Κελλιωτών άναφερομένων αντικανονικών καί ανατρεπτι­
κών τοΰ δλου ημών καθεστώτος προτάσεων, ΰποβληθεΐσα υπό τής
καθ' ημάς Ίεράς Κοινότητος τοΰ Αγίου ’Όρους Άθω, Γαλλιστί
μεν τή αυτή Πρεσβευτική Συνδιασκέψει, τοις επί τών ’Εξωτερικών'
496 Νέαι συγγραφαί καί μελέχαι — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Ύπουργοΐς τών Μεγ. Δυνάμεων, καί τοΐς έν Θεσσαλονίκη κ. Προ-


ξένοις των αυτών Μ. Δυνάμεων, ελληνιστί δε τή Δ. Έξοχ. τφ Προ-
έδρφ τής ήμετέρας Σεβ. Κυβερνήσεως κ. Έλευθερίω Βενιζέλω καί
τφ επί των Εξωτερικών 'Υπουργώ. Έν Θεσσαλονίκη, Τυπ. Σ. Παν­
τελή καί Ν. Ξενοφωντίδου 1913, σ. 27.
*Ψή φ ι σ μ α τών Καθηγουμένων καί Προϊσταμένων τής εκτά­
κτου 'Ιεράς Συνάξεως καί τών έν τή 'Ιερά Κοινότητι ’Αντιπρόσω­
πων τών 20 'Ιερών Μονών τοϋ 'Αγίου “Ορους "Άθω, γενόμενον εν
τώ έν Καρυαΐς ίστορικώ ναώ τοΰ «Πρωτάτου» κατά την 3 Όκτωβρ.
1913, δπως ύποβληθή εις την Α.· Μεγαλειότητα τον δαφνοστεφή Βα­
σιλέα τών Ελλήνων Κωνσταντίνον ΙΒ' καί αντίγραφα αύτοΰ σταλώ-
σιν εις την Α. Θ. Π. τον Οίκουμ. Πατριάρχην κ. Γερμανόν, είς τάς
σεβαστός Κυβερνήσεις τών "Ορθοδόξων Κρατών καί εις τούς έν Λον­
δίνο) έξοχ. κ. κ. Πρόεδρον καί Πρεσβευτάς τής Συνδιασκέψεως. Έν
Θεσσαλονίκη, Τυπ. Σ. Παντελή καί Ν. Ξενοφωντίδου, 1913, σ. 6,
μέγα 8°ν.
*Μελίχωφ Β. Α., Νικόλαος Νικανόροβιτς Γλουμπακόβσκη, Κα­
.

θηγητής τής Αύτοκρ. Θεολογικής ’Ακαδημίας τής ΙΙετρουπόλεως. "Επί
τή 25ετηρίδι τής "Επιστημονικής αύτοΰ δράσεως. Μετ’ εΐκόνος τοΰ
έορταστοΰ. Χάρκοβον, 1914, σ. 18.
Π

*"Ιδας, Ελληνικός πολιτισμός. "Αλεξάνδρεια, 1814, Έκδοσις τοΰ


περιοδικοΰ «Γράμματα». Σελ. 45.
Α.

Οατροούμωφ Ν. I., Τίνι δουλευομεν; (Περί τών συγχρόνων


κινηματογράφων). Ριαζάν, 1914, σ. 16 (ρωσ.).
Τοΰ αύτοΰ, 'Η αρχαία σοφία περί ανατροφής, έ'νεκα τής με­
γάλης καί ζωτικής αύτής σημασία: διά την σημερινήν εποχήν. Ρια-
ζάν, 1914, σ. 39 (ρωσ.).
Τοΰ αύτοΰ, 'Η αληθής καί ή τ[ιευδής οδό; τής ζωής (Σκέψεις
καί εύχαί έπί τώ νέο) έιει). Ριαζάν, 1914, σ. 23 (ρωσ.).
^'Καλλίμαχου Δ., δ. Θ. 'Ιεροκήρυκος τής Ε'Μεραρχίας, ’Από τό
Στρατόπεδον. Ή έποποιΐα τοΰ Έλληνοβουλγαρικοΰ πολέμου. Κάϊ-
ρον Τύποις I. Πολίτου, 1914. Σελ. 314. Τιμ. φρ. 5. Μετά 64 ει­
κόνων.
Ό σ., μετασχών έθελοντικώς ώς ίεροκήρυξ τής Ε' Μεραρχίας,
άμφοτέρων τών πολέμων, τοΰ τε Ελληνοτουρκικού καί τοΰ Έλληνο-
βουλγαρικοΰ, άπετύπωσεν ένταΰθα τάς έκ τοΰ δευτέρου αναμνήσεις
του ζωηράς καί διά τήν νωπότητα καί διά τον τόνον τών γεγονότων.
Τον τόνον τοΰτον κατορθώνει ν’ άποδώση ό σ. διά ζωντανής καί πα­
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 497

ραστατικής άφηγήσεως εν γλώσση αριστοτεχνικούς έκφραστική ιών


διαφόρων συναισθημάτων, τούτου δ' ένεκα ιό βιβλίον άναγνώσκεται
μειά πολλού τού ένδιαφέροντος κα! άδιαπτώ του προσοχής. Γ. Π.
*Βρισιμιτζάκη I'., Ή άιόμική έπανάστασις. Αλεξάνδρεια, ’Απρί­
λιος 1914, σελ. 32. Έξεδόθη υπό ιής έκδοι. Εταιρείας «Tentatives
d’ art». Τιμ. 1 φρ.
*Σαχελλαρίδον Π. Α., Ή Παλτάβα. Ποίημα επικολυρικόν Α.
Σ. ΓΙούσκην μεταφρασθέν εμμέτρως Ικ τοΰ ρωσικού. Έν Άλεξαν-.
δρεία 1914, Πατριαρχ. Τυπογραφεΐον, σ. ε'—58.
Wiinsche Aug., Der Kuss in Bibel, Talmud und Midrasch.
Breslau 1911, M. et H. Maskus σ. 59.
*Ά·&αναοίον Έηιοκόπου Μνρέων (ννν Άργολίδος), ’Απο­
μνημονεύματα: Βουλγαρικά! θηριωδίαι. Έν Άθήναις, Τύποις Μιχ·
Μαντζεβελάκη 1914, σελ. 112. Τιμ. δραχ. 2.
Άνά τό Πανελλήνιον εΐνε πασίγνωστος ό τού βιβλίου τούτου
συγγραφεύς, προς τό πρόσωπον τού οποίου έστράφη πάγκοινος ή
συμπάθεια των ελληνικών καρδιών κατά τήν διάρκειαν τών δύο τε­
.

λευταίων τής Ελλάδος πολέμων κα! Ιδία τού έλληνοβουλγαρικοΰ. Κατά
τούτον συλληφθεις μετ’ άλλων προκρίτων έν Καβάλλφ Ελλήνων ως
δμηρος υπό τών Βουλγάρων, έπ! δίμηνον ύπέστη φρικιά μαρτύρια,
Π

πολλάκις τής ημέρας μετά τών όμοτύχων συντρόφων του θνήσκων έν


πόρείαις έξαντλητικαΐς, έν προπηλακισμοΐς και χλευασμοΐς και ύβρεσι
Α.

και ευτελισμοΐς από μέρους τών Βουλγάρων, οϊτινες έξήντλησαν δλον


τής κτηνωδίας των τον βόρβορον έπ! τού ιερού προσώπου τού άνω-
τάτου τής χριστιανικής θρησκείας λειτουργού. Ό Θεός ηύδόκησεν ό­
πως τεθή τέρμα εις τάς ανεκδιήγητους αληθώς ταύτας τού μαρτυρή-
σαντος ιεράρχου βασάνους, τών οποίων τ’ απομνημονεύματα εν τώ
βιβλίω του τούτφ σκιαγραφεί. Ούδεις άνευ πόνου κα! οδύνης δύνα-
ται ν’ άναγνώση τό περιεχόμενον τών ’’Απομνημονευμάτων τούταιν,
ούδεις δέ δύναται νά μείνη αδάκρυτος έπ! τή άναγνώσει ιδία τού ιδ'
κεφαλαίου «Ή απαγωγή τού ’Επισκόπου κα! 29 άλλων προκρίτων».
Ήτο ευτυχής ή έμπνευσις ν’ αποτύπωση ό Σεβασμιώτατος συγγρα­
φεύς τάς, νύν πάντως γλυκείας, αναμνήσεις τών πικρών έκείνων κα!
πονηρών ημερών, έν βιβλίω, δπερ θά ύψώται έν τή ιστορία τού πο­
λιτισμού ώς μνημεΐον πάνοπτον, από τού οποίου θά στηλιτεύηται
μεγαλοφώνως ή άγρτότης κα! θηριωδία ενός λαού, κατασπιλούντος
τήν ανθρωπότητα κα! διαρκώς αύτή ύπομιμνήσκοντος εν κα! μόνον:
^Bulgaria delenda est! Γ. Π.
498 Νέα', συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Vellay Ch., L’Irredentisme liellenique. Paris, Perrin, 1913,


σ. VIII—330.
*Ζωγρά<ρον Θεοδώρου (Ίωαννίτου), Έγκόλπιον τής Μεγ. Έβδο-
μα'δος περιέχον ομιλίας εις πάσας τάς ημέρας τής αγίας εκείνης έβδο-
μάδος περί τών σπουδαίων γεγονότων, των όποιων την άνάμνησιν
τότε έπιτελοΰμεν, καί λ,όγους περί τής μεγάλης θυσίας τοΰ Θεαν­
θρώπου καί τριών ενδόξων καί φαιδρών τοΰ Σωτήρος γεγονότων
σχέσιν προς τό σωτήριον Πάθος έχόντοη'. (Έκ τοΰ Α' τεύχους τοΰ
3ου τόμου τοΰ κατ’ αύτάς έκδιδομένου έργου): ’Εντρυφήματα καί
απηχήματα τής δοξασθείσης Ελλάδος. Έν Βόλω, τυπογρ. Άθαν.
Πλατανιώτου 1914, σελ. 208 (Τιμ. δραχμής).
*Άποοτολίδου Ν. X, καθηγητοΰ τοΰ Πανεπιστημίου, Δυο επι­
κίνδυνοι εχθροί τοΰ ανθρώπου: Κώνωπες-Μυΐαι, μετά πολιλών εικό­
νων. ’Έκδοσις τοΰ «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων».
Κεντρική πώλιησις: Βιβλιοπωλεΐον Ίωάννου Ν. Σιδέρη. Έν Άθήναις
1914, σ. 85, τιμ. δρχ. 0.60.
Μετ’ εισαγωγήν δι’ εκάτερον τών εντόμων τούτων εκτίθεται η
.

φυσική καί βιολογική ιστορία αυτών, αί εξ αυτών άσθένειαι καί τά
προφυλακτικά κατ’ αυτών μέτρα. Τό βιβλίον εινε χρησιμώτατον.
Γ. Π.
Π

*Ν. Ν. Γλονμποχάβοκη, τακτ, καθηγ. τής έν Πετρουπόλει Θεολ


’Ακαδημίας. Έπί τριακονταετίαν (1884—1914). ’Επί τή έκατονταε-
Α.

τηρίδι τής Αύτοκρ. Θεολογικής ’Ακαδημίας τής Μόσχας (1 Όκτ. 1914).


Άνατύπωσις εκ τοΰ πανηγυρικού επί τώ ϊωβιλαίω τής ’Ακαδημίας,
τής Μόσχας τόμου. Μόσχα, 1914, σ. 19 (ρωσιστί).
’Αναμνήσεις καί εντυπώσεις περί τής ’Ακαδημίας Μόσχας, ής
έχρημάτισε φοιτητής ό γράψας αύτάς διακεκριμένος Καθηγητής.
*Παναγιωτάτου ’Αγγελικής Γ., Τά μαθήματα τοΰ Σαββάτου,
ή Μαθήματα 'Υγιεινής. ’Αλεξάνδρεια. Σελ. 278 (τιμ. φρ. 4).
'Ως εν τώ έξωφΰλλφ αναγράφεται, τά «Μαθήματα» ταΰτα εδι-
δάχθησαν υπό τής διακεκριμένης συγγραφέως-ίατροϋ εν ’Αλεξάνδρειά
Ιν τή αιθούση τοΰ ’Επιστημονικού Συλλόγου «Πτολεμαίος Α'», έν
τή άνωτέρα Άβερωφείω Σχολή καί έν τώ Μπενακείψ Όρφανοτρο-
φείψ κατά τά έ'ιη 1912—1913. Ή δλη συγγραφή διαιρείται είς
μέρη επτά, υποδιαιρούμενα είς κβ’ κεφάλαια, έν οίς ή σ. έξαντλεΐ τον
δλον τής Υγιεινής κύκλον μετά μεθοδικότητος καί σαφήνειας. Ούτως
έν τώ α' μέρει έκθέτει τά είς τήν Νοσοκόμον άφορώντα (Ή Νοσο­
κόμος, μικρόβια καί άρρώστεια, έξανθηματικά νοσήματα, άλλες μο-
Νέα·, συγγραφαί καΓ μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 499

λυσματικές άρρώστειες)1 εν β' κεφ. εκθέτει τά γενικά τής 'Υγιεινής


(υγιεινή άέρος, κατοικίας, νερού, εδάφους, κλίματος)1 τό γ' μέρος
πραγματεύεται περί τής υγιεινής τού σώματος (καθαριότης, υγιεινή
οφθαλμών, αυτιών, ενδυμασίας)· εν τώ δ' όμιλεΐ περί τής υγιεινής
τής τροφής, εν τώ ε' περί τής υγιεινής τής βρεφικής ηλικίας και τής
σχολικής υγιεινής, εν τώ έκτω παρέχει οδηγίας περί τής πρώτης βοή­
θειας «δσο νά φθάση ό ιατρός» καί περί προχείρου φαρμακοθήκης,
καί, τέλος, τό ζ' κεφ. άφιεροΰιαι εις τάς στοιχειώδεις καί απαραι­
τήτους περί ανθρωπίνου σώματος γνώσεις (σκελετός, κυκλοφορία καί
αναπνοή, πέψις καί πεπτικά όργανα, ουροποιητικά όργανα). "Οπως θά
ένόησεν δ αναγνώστης, ή γλώσσα τής συγγραφής εινε ή δημοτική,
εντεύθεν δε τό βιβλίον καθίσταται καταληπτόν τοίς πάσι1 τάς γνώ­
σεις τής υγιεινής πρέπει νά κατέχη πάς άνθρωπός καί δι’ εαυτόν καί
προς τελεσφόρον βοήθειαν τών τε οικείων καί τού πλησίον καθ’ όλου
ενώ δ’ οιαδήποτε έν γλώσση δυσνοήτφ εις τούς πολλούς ‘Υγιεινή
αποβαίνει εις τό πολύ τού κοινού βιβλίον επτά σφραγΐσιν έσφρα-
γισμένον διά τά σπουδαιότατα καί πρώτιστα τού βίου ζητήματα, τσ
.

ΰπ’ όψιν ημών έργον φιλανθρώπως εκλαϊκεύει τάς ιατρικός αλήθειας
καί τά πορίσματα, ούτω δ’ ασφαλώς διαδίδεται καί πληθύνεται ή
περί αυτών γνώσις. Τούτου ένεκα συνιστώμεν τό βιβλίον εις πάντας
Π

ώς χρησιμώτατον, καί δή ώς απαραίτητον άπόκτημα παντός γινώσκον-


τος γράμματα, Ιδιαιτέρως δ’ είς τάς οικογένειας. Γ. Π.
Α.

^Αποατόλοπονλου, ‘Η πόλις. Σειρά εντυπώσεων πού μάς έδωκε


κατά καιρούς μία πόλις. Αλεξάνδρεια, ’Ιούνιος (1914), σελ. 64. Μετά
προλόγου υπό Γ. Βρισιμιτζάκη υπό τον τίτλον «Οι Pontifes τής
φιλολογίας εν Έλλάδι», τιμ. γ. δ. 5. Γ. Π.
*Χατξιδάκη Γ. Ν., Περί αναλογικών μεταβολών έν τοΐς κυρίοις
όνόμασιν. Άνατύπωσις εκ τής Έπετηρίδος τού Εθνικού Καποδιστρια-
κού Πανεπιστημίου,, έτος 1914—1915. Έν Άθήναις, τύποις Σ. Κ,
Βλαστού 1914, σ. 23.
Πλήν τής κυρίας ταύτης μελέτης δ σ. συνδημοσιεύει καί «Διορ­
θωτικά καί Κριτικά» (σ. 19—20) περί1 τού ονόματος Γιαννιταών1
«Περί τής συνθέσεως τών ρημάτων εν τή νεωτέρα Ελληνική» (σ.
21—22), καί τό σημείωμα «Σημασιολογική διαφορά νεωτέρων γραμ­
ματικών τύπων». Γ. Π.

Φάροt ,, ήμ·. ΙΑ τ«ΐχ. ρ'-βΡ (ΊοΜιος-Σπχϊμβριος 1915) 32


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Τό έν Reims σλανωνικόν Εύαγγέλιον.

Έν σελ. 540 τοΰ ιγ' τ. τοΰ «Έκκλησ. Φάρου» έγράφομεν, δτε


τό περίφημον έν Reims χειρόγραφον σλαυωνικόν Εύαγγέλιον έφέρετο
τότε συγκαταστραφέν υπό τοΰ βομβαρδισμού τής πόλεως υπό των Γερ­
μανών. Ήδη δμως 6 βιβλιοθηκάριος τής πόλεως ταύτης κ. Ζιαντάρ
έν διαλέξει αύτοΰ γενομένη έν τή έν ΙΙαρισίοις «Academie des
Inscriptions et Belles lettres» άνεκοίνωσεν, δτι τό χειρόγραφον τοΰτο
άπό πολλοΰ φυλάττεται ούχί έν τώ σκευοφυλακείω τοΰ καταστρα-
φέντος ναοΰ, άλλ’ έν τή Βιβλιοθήκη τοΰ δήμου, ή'τις δεν ύπέστη βομ­
βαρδισμόν. "Αλλως τε, προσέθηκε, καί έν η περιπτώσει κατεστρέφετο,
ή άπώλεια δεν θά ήτο μεγάλη, διότι υπάρχει θαυμάσιον όμοιότυπον,
ού αντίτυπα ύπάρχουσιν έν τάϊς δημοσίαις βιβλιοθήκαις κα! έν πολ-
λαΐς ίδιωτικαΐς. Γ. Π.
*0 διαμελισμός της Τονρκίας.

Καθ’ ον χρόνον αί πολεμικά! έπιχειρήσεις άγουσιν ε!ς τάν όρι-


.
στικόν ίσως διαμελισμάν τής Όθωμ. Αυτοκρατορίας έν Ευρώπη, έδη-

μοσιεύθη βιβλίον λίαν ένδιαφέρον τοΰ Ρωμούνου διπλωμάτου Djuvara
υπό τον τίτλον «Cent projets de partage de la Turquie», μετά
Προλόγου τοΰ Αουι Ρενώ, τοΰ γνωστοΰ έπισήμου άντιπροσώπου τής
Π

Γαλλίας έν τώ συνέδριο) τής Χάγης, έντριβεστάτου περί τό διεθνές


δίκαιον. Έν τώ συγγράμματι τούτω περιγράφονται τά σχέδια τής
Α.

άπελευθερώσεως τής αγίας Γής μετά τάς σταυροφορίας κα! ε!τα μετά
την έν Ευρώπη έγκατάστασιν τών Τούρκων. Και τά μέν τών σχεδίων
είσηγοΰντο οί πάπαι Αέων ι' κα! Πΐος έ προς ίκανοποίησιν τών συμ­
φερόντων τοΰ Χριστιανικού κόσμου, τών δέ είσηγηται ήσαν οί ήγεμό-
νες Φραγκίσκος α', Λουδοβίκος ιδ', Πέτρος δ Μέγας, Αικατερίνη β',
’Ιωσήφ β', Χαπολέων καί ’Αλέξανδρος α', προς ίκανοποίησιν άτομι-
Επιστημονικού ειδήσεις 501

κών δλως σκοπών. Σχέδια διαμελισμοΟ τής Τουρκίας προέτειναν καί


οί σοφοί "Ερασμος, Λάϊμπνιτς, Βόλνεϋ. Ό δεύτερος π. χ. τούτων πρού-
τεινεν εις τόν Λουδοβίκον ιδ' να πέμψη εϊς Αίγυπτον αποστολήν,
ήτις να χρησιμεύση ώς σημείον τής πτώσεως τής Όθωμ. Αυτοκρατο­
ρίας. 'Ο τρίτος έθεώρει τήν πτώσιν ταύτην άναπόφευκτον καί είση-
γεΐτο τήν διαίρεσιν αυτής μεταξύ Αυστρίας καί Ρωσίας, τής μέν πρώ­
της λαμβανούσης τό πρός δυσμάς τμήμα από τής γραμμής Βιδινίου
Κερκύρας, τής δέ δευτέρας τό υπόλοιπον μετά τής ύποχρεώσεως δπως
άνασυστήση Ιν ΚΠόλει τήν Ελληνικήν Αυτοκρατορίαν. Τό βιβλίον
τυο ό σ. έφωδίασε διά πλήθους διπλωματικών εγγράφων καί ιστορι­
κών χαρτών. Γ. Π.
* Ο έξελληνισμός τον άρχαίου κόσμου.
Ή δημόσιαι διαλέξεις, άντικαταστήσασαι έπ’ έσχατων τά ένεκα τού
πολέμου άργήσαντα θέατρα, κατέστησαν έν Παρισίοις τοΰ συρμού, διότι
παρέχουσιν αφορμήν συγκεντρώσεως καί διαχύσεως. Τά πλεΐστα τών περι­
οδικών (οίον οί «Revue hebdomadaire» καί ή «Revue bleue») όη-
.
μοσιεύουσι συλλογάς τοιούτων διαλέξεων, ών τό κυριώτερον κέντρον

αποτελεί ή Σχολή τών άνωτάτων κοινωνικών έπιστημών, ήτις καί έκ-
δίδει τάς γενομένας ήδη διαλέξεις. Μία εκ τών τελευταίων Συλλογών
διαλέξεων φέρει τόν τίτλον «L’ liellenisation du monde antique»
Π

περιλαμβάνει δέ διαλέξεις τών διασήμων έλληνιστών Άλφρέ Κρουαζέ


καί Τεοντώρ Ρέϊναχ, ού & υίός, Άντόλφ Ρέϊναχ, επ’ ίσης δόκιμος
Α.

Ελληνιστής, έγένετο θύμα τοΰ εύρωπ. πολέμου. Γ. II.


\ΖΓ ϋ'ρηακεία παρ' 'Ομήρω.
'Ο καθηγητής τής Σανσκρητικής έν τώ έν Φράϊμπουργκ κατο-
λικώ Πανεπιστημίω Άλφρέ Roussel έν νεωστί έκδοθέντι συγγράμ-
ματι αύτοΰ «La religion dans Homere» παρέχει πλουσιώτατον υλι­
κόν περί τών θρησκευτικών μύθων τών άρχαιοτάτων χρόνων καί αν­
τικειμενικήν αυτών άνάλυσιν. Καί κατ’ άρχάς μέν πραγματεύεται
περί αυτών τών θεών, είτα δέ περί τών σχέσεων αυτών πρός τούς
ανθρώπους καί τήν φύσιν. Οί θεοί καθόλου παρ’ Όμήρω είνε ανώ­
τατοι άνθρωποι, υποκείμενοι μέν εις τά αυτά, εϊς οία καί οί συνήθεις
άνθρωποι, πάθη, διακρινόμενοι δ’ απ’ αύτών μόνον κατά τήν αθανα­
σίαν. Οί δ’ άνθρωποι είνε απολύτως πεπεισμένοι, δτι ή ζωή αύτών
έξαρτάται καθ’ ολοκληρίαν έκ τών θεών, εις οΰς άνήκουσι ψυχή τε
καί σώματι. Αί προσευχαί αύτών θίγουσι πράγματα καθαρώς ανθρώ­
πινα, διό καί ζητοΰσι παρά τών θεών δόξαν, τιμάς καί πλούτον. Μό­
νον εϊς έν σημείον πλησιάζουσι πρός τό Εύαγγέλιον, είνε δέ τούτο τά
502 ’Επιστημονικά! είίήσεις

καθήκοντα πρός τούς πτωχούς καί τήν φιλοξενίαν. Δεν δύνανται δμως:
ο£ άνθρωποι να ύψωθώσι μέχρι τοσούτου, ώστε νά έξασφαλίσωσι θέ-
σιν έν τω "Ολύμπιο- δι’ αυτούς είνε προωρισμένα τα Έλύσια πεδία.
Γ. Π.
'Η φιλία παρά τοΐς άρχαίοις.
Έν συγγράμματι αύτοϋ «L’ amitie antique» δ παιδαγωγός-φι-
λόσοφος Dugas έρευνα τήν έννοιαν τής λέξεως «φιλία» παρά τοΐς.
άρχαίοις έπ'ι τή βάσει τών θεωριών τού Ηρακλείτου, τοϋ Έμπεοοκλέ-
ους καί τοϋ Άριστοτέλους. Έν τοΐς γυμνασίοις καί ταΐς σχολαΐς έσχη-
ματίζοντο έταιρεΐαι ή σύλλογοι φίλων. Παρά τοΐς Πυθαγορείοις καί
τοΐς Σωκρατικοΐς έν ταΐς έταιρείαις ταύταις έφηρμόζετο ή άρχή τής
κοινοκτημοσύνης κατά τον χριστιανικόν μοναστηριακόν θεσμόν, άνευ
δμως τής συμβιώσεως καί τής υπό ώρισμένον κανονισμόν ύπαγωγής·
ό διδάσκαλος έν σχέσει προς τούς μαθητάς έπεΐχεν οίονεί θέσιν ήγου-
μένου. Έν σειρά εύφυώς συντεταγμένων κεφαλαίων δ σ. έκθέτει τήν
ψυχολογικήν περί φιλίας θεωρίαν τοϋ Σωκράτους, τοϋ Πλάτωνος, τοϋ
Αριστοτέλους, τοϋ Επικούρου καί τών Στωϊκών, έπειτα δέ τάς ήθι-
.

κάς θεωρίας καί τήν νοσηράν εκείνην έκφανσιν τής σωματικής φι­
λίας τών αρχαίων. Ό σ. διατείνεται, δτι ή ιστορία τής φιλίας ατενώς
συνδέεται πρός τήν ιστορίαν τής φιλοσοφικής μορφώσεως έν Έλλάδι·
Π

Γ. Π.
Α.
ΠΙΝΑΞ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΙΔ' ΤΟΜΟΥ

Άβγαρος ’Εδέσσης 105 Άλλατΐνος 151


’Αγγελική Γ. Παναγιωτάτου 198 Άλπεις 36
’Αγγλικανοί 482 Άλφρέ Roussel 501
'Αγία Σοφία 349 Αμβρόσιος ό Μεδιολάνων 429
Άγιοταφιτική ’Αδελφότης έν Ίεροσο- Άμλέτος 36
λύμοις 384 Άμφιθέατρον 257 καί έξ. 274
Άγκύρας Γερβάσιος 169,177 Άμφιλόχιος άγ. 417
Άγριππΐνος έπίσ. Καρχηδόνος 470 ’Αναξαγόρας 11
Άδαμ. Ί. 'Αδαμάντιου 107, 121 ’Αναστάσιος (αύτοκρ.) 272,432
Άδβεντισταί 328 Anderson έπίσ. έν Σικάγο) 335,339
Adhemar d’Ales 118 Άνδρέας Τριανταφύλλου 111
'Αθανάσιος (ό μέγ.) 20 Άνδρέας Σκιάς 373
'Αθανάσιος Ιίαββάδας 170 'Ανδρόνικος Καματηρός 407
’Αθανάσιος έπίσκ. Μυρέων (νυν Άρ- Άνδρομάρης 121,376
γολίδος,) 497 Άνδροΰτσος Χρ. 169,172
■Άθως 129 ’Αντιόχεια 271, 283, 485
Αίγυπτος 15,430 Άντόλφ Ρέίναχ 501
Αιγύπτιοι 14,15,16 ’Αντώνιος Χαρκόβου 347
.
Αιθιοπία 26,27 Άντωνιάδης Β. 169,178

Αικατερίνη β’ 500 Άποκάλυψις Άγαθαγγέλου 380
Αΐλιος ’Αριστείδης 320 ‘Απολλώνιος Κυτιεϋς 187
Αιμίλιος Παύλος 157 ’Απόκρεω 266,270
Π

Αισθητική 434,451 Άρδαλίων ό Μίμος 287


’Αλέξανδρος Λυκούργος Σύρου 482 Άδριανός 285
Αλέξανδρος Χοτοβίτσκη 345 Άρελάτη 423
Α.

"Αλέξιος Α' Κομνηνός 406,407 Άρης 5 έξ. 264, 277


-Άλέξ. Σοΰτσος 168 ’Αριστοτέλης 17, 18, 21,442, 445, 452,
Αλέξανδρος 2. · Κάσδαγλης 494 453, 454
"Αλεξάνδρεια 26 ΆρειανοΙ 473, 476 502
'Αλέξανδρος α' 500 Armand Marsick 147
’Λλερε Κρουαζέ 501 ’Αρμένιοι 262, 404, 477, 482
Allard Paul 107,108 ’Αρτέμιος 351
504 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων

Άρχιεπ. Βελιγραδιού καί Μητροπλί- Γαλατάς (ΚΠόλεως) 132


της Σερβίας 216 Γάλλοι 258
Αστέριος Άμασείας 268 Γάμος 266
Αστρονομία 21 Γελάσιος ό Ήλιοπολίτης 287
’Αστυπάλαια 356 Γενέσιος ό Ρωμαίος 287
Άττις 286 Γενικοί Κανονισμοί 203 έξ.
Αυγουστίνος (αγ.) 19, 445, 476 Γεννάδιος ό Σχολάριος 193
’Αφροδίτη 264, 271, 277, 291 Γεράσιμος α' Σπαρταλιώτης 350
Άχιλλεΰς 428 Γεράσιμος β' 350
Γεράσιμος γ' Γημάρης ή Κακλικάς.
Βάγνερ 465 351
Βάκχαι 417. Γεράσιμος Βώκος 107
Βαλεριανός αϋτ. 472 Γερμανός Ρουμπάνης 368
Βαλσαμών 425, 428, 474, 477 Γεωμετρία 32,45
Banescu Ν. 120 Γεώργιος Παχτΐκος 271,372,378,384
Βάκχος 277, 291 Γεώργιος Βλεμήδης 80
Βαπτισταί 328 Γή 33 έξ.
Βάπτισμα ετεροδόξων 467 κα'ι έξ. Γιάνυσιεφ 334
Βασίλειος 'Αρχιμ. 107 Γιαρούσιεβιτς Μπ. 106
Βασίλειος ό μέγ. 18, 19, 21, 30, 269, Gibbons καί Farley (καρδινάλιοι) 34&
.
Γίρς A. Α. 114

281, 295, 317, 475
Βασίλειος Σελεύκειας 273 Γκαΐτε 439
Βασιλόπουλος Δ. Γ. 149 Γκυγιώ 444
Batteux 445 Glawe W. 113
Π

Βελλιανίτης θ. 154, 492 Γ. Π- ήλ 154


Βενέτοι 265, 426, 427 Γολουμπτσώφ Α. Π. 116,117
Α.

Βενέδικτος ιδ' 480 Γρατρή 28,31


Βεράτιον 207 Γρηγόριος ό Ε' 196
Βερολίνειος Συνθήκη 203 Γρηγ. Ξενόπουλος 161,167
Βερχόβσκη Π. Β. 243 Γρηγόριος Λεκατζάς 225 έξ.
Beveridge 474, ‘475 Γρηγόριος ΣΤ'. 383
Βιτρούβιος 11 Γρηγόριος ίερομόν. έκ Σύμης 412
Βλαδίμηρος Μητρ. Πετρουπόλεως 99 Γρηγόριος Νύσσης 20,317
Βογόμιλοι 405, 406, 477 Γρηγόριος Ναζιανζηνός 30,317
Βόλνεϋ 501 Γρηγόριος Παπαμιχαήλ 85,89 έξ.
Βολομποΰγεφ Μπ. 108 Γρηγόριος Παλαμάς Άρχιεπ. Θεσσα­
Βολταΐρος 37 λονίκης 85
Βοτά 266, 271 Groli F. 112
Βρουμάλια 266, 271 Γρόσσου Ν. ίερέως (περί επιταφίων
Βυζάντιον 27, 403, 404 έξ. 432, 433 έκκλ. λόγων) 126
Burke 445
Burkitt 105 Δαίδαλος 286
Δαναΐδαι 286
Γαβριήλ Σευήρος 131 Δάουλιγκ Άρχιδ. 114
Γαβριήλ Συμαΐος μητρ. Κιοστεντηλίου Δάφνη προάστ. έν ω ιερόν Δαφναίοιτ
414 ’Απόλλωνος 272
Γαλιλαίος 20,22,23,24,25 Δάρβιν 444
Γαλαξίας 37 Δαυίδ 307, 308, 309
Πίναξ ονομάτων και πραγμάτων 505

Δελέτρ 25, 26, 31 Εύνόμιος 474 475


Δελμοΰζος Δ. 375 Ευστάθιος Θεσσαλονίκης 406
Δήμητρα 286 Εύχήται 405
Δημήτριος Καρακοστίου 410 Έφραίμ ό Σύρος 39, 40, 168
Διονύσιος Άλεξ. 472
Διοκλητιανός 272 Ζάκυνθος 55, 57, 136, 225, 226
Διόνυσος 271, 417 Ζαΐμης 65, 66, 67, 134, 135, 136, 146
Διονύαιοι 132 Ζβερίσκης Σ. 127
Διονύσιος Άλικαρνα σσεϋς 487 Ζερλέντης Π. Γ. 366
Diehl Charles 120, 369 Ζευς 264
Διοτι'μα 49 Ζιαντάρ 500
Δίρκη 286 Ζουάν 5, 14
Doctor 81 έξ. Ζώης Λέων. 112
Δονάτος 259 Ζωναράς 421, 474
Δονατισταΐ 473
Δούναβις 274 Ήλίας 307, 308
Δοσίθεος Β'. 384 Ήλιούπολις 15
Δράιχας 'Αγαθάγγελος 170, 182 "Ηλιος 11, 33 καί έξ. 277
Duges 502 Ή λ. Π. Βουτιερίδης 160
Δυοβουνιώτης Κ. I. 106, 111, 117, 119 'Ηρακλής 286
.
Δυπρέ 448 Ήσαΐας (πατρ. ΚΠόλεως) 198

"Εγκελ 443 445 Θέατρον καί Κλήρος 385
Έδουάρδος Μπορτόν 131 Θεμιστοκλής 157
Π

Επίκουρος 502 θέμελης Τ. Π. 118


"Ερασμος 501 Θέμα Α’ιγαίου 354
Ehrhard Albert 108 θάλητος Άντωνιάδου (ό περιορισμός
Α.

Ειρήνη σύζυγος ’Αλεξίου 407 των κωλυμάτων τοϋ γάμου) 240 έξ.
Ειρηναίος Κηλάδης 128 Θεοδόσιος Β' 289
Έλβίρα 422 Θεοδώρα σύζ. Ιουστινιανού 421
Έλευθεριάδης 194 Θεόδωρος Β" Λάσκαρις 407
Ελλάς 260 Θεόδωρος Δαφνοπάτης 407
"Ελλην 260 θεοδώριχος 262
Θεόδωρος ήγεμ. Ρωσίας 130
Ελπίς Καλογεροπούλου 147
Θεοδώρητος ίστ. 475
Engdmann 7
Ένότης 331 Θεόκλητος Πολυειδής 491

Enringer Selastian 117 θεολογία 21


Θεόφιλος β' Παγκώστας 351
"Ενωσις 330
Θεόφιλος 484
’Επαρχιακόν Πνευματικόν Δικαστήριον
Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου 112
220
Θεωριανός 407
’Επίσκοπος έπαρχιακός 218
Θήρα 356
Έξωγή (χωρ. ’Ιθάκης) 225
θρφξ 258
"Ερμπαρτ 445
Θυσσανοΰς πόλις Περαίας 409
'Ερμής 186
θώθ 16
"Ερντερ 443
Εύαγγέλιον 485 καί έξ. ’Ιάκωβος 351
Ευκλείδης 32 Ίακωβΐται 477
Εύνομιανοί 473, 474, 477 ’Ιάκωβος Ρΐζος Νερουλός 167
506 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων

Ίβάνωφ Μπ. Π. 107 Κάλλιστος β' (πατρ. ΚΠόλεως) 478


Ίβήρων Μονή 129 Κάλλιστος Ρώμης 470
'Ιγνάτιος Θεοφόρος 486, 487 Κάλλιστος Άρχ. 117
"Ιερεμίας β' (ΚΠόλεως) 129, 132, 479 Καλάνδαι 265, 266, 667 έξ.
"Ιερεμίας γ' πατρ. ΚΠόλεως 479 Καλβίνος 131
'Ιερόθεος α1 351 Καλαβρύτων καί Αίγ. Τιμόθεος 169.
'Ιερόθεος β' 351 176
'Ιεροσόλυμα 21,430 Κακάβα Γρηγ. Π. 107
'Ιερώνυμος (αγ.) 142 Καμπάνης Α. 253
'Ιησούς Ναυή 11 Candidat 81 έξ.
Ίησου’ΐ’ται 479,480 Κάντ 50, 443, 445, 446, 455
"Ιθάκη 55,57,136 Capitulations 197
Ίλαρίων ίερομ. 80 ϋαράμακκα 411
Ίόνιοι νήσοι 53 έξ. Καραμπίνωφ Ί. 97, 98
Ηκαρία 356, 410 Καρθαγένη 428
Ηουλιανός 283,320 Καρδινάλιος Ρισιελιέ 168
’Ιούλιος Μάξιμος 486 Καρία 410, 412
Ιουστινιανός 268 Κάρολος Ε' 197
Ιουστίνος (αΰτοκρ.) 432 Καρριέρ Μ. 444
"Ιουστίνος φιλ. καί μάρτ. 476 Κασιανός Ρωμ. 78
.
Ίππό?.υτος 470 Καταστατικά Σερβ. Εκκλησίας 213

Ίπποδρομίαι 257,264 εξ. Καρτάλη Άντ. Γ. 113
'Ισαάκ (αΰτοκρ.) 407 Κασσιόδωηος 262
’Ισαάκ β' "Αγγελος 383 Κάστωρ 277
Π

’Ισίδωρος Πηλουσιώτης 319 Κάτων 157


"Ισις 17 Κέμπ 15
Α.

Ίσπαλΐται 262 Κέρκυρα 55, 57, 136


'Ιωακείμ Γ' 213,384 Κερκύρας καί Παξών Σεβαστιανός
’Ιωάννης I. Σοκολώφ 84,89,94,95,97, 169, 180
98,105,348,381 Κεφαλληνία 55, 57, 136, 225, 226
’Ιωάννης ό Σχολαστικός 474 Cliauncey Β. Brewster 33C
"Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός 407 Κιλικία 485
’Ιωάννης Θεολόγος 72 Κίνα 26, 27
"Ιωάννης ’Ιταλός 406 Κιρέγεφ 334
Ίωάν. Φωκυλίδης 128,236 Κίρκη 277
’Ιωάννη: Φιλήμων 492 Κιτίου Μελέτιος 147, 162, 169
Ίωαννίκιος 350 .. Claraz Jules Abbe (le mariage des
’Ιωάννης (άπ.) 31 Pretres) 244
Ιώσηπος 487 Clausius 9
’Ιωσήφ β' 500 Κλήμης Άλεξ. 470
Ίωσουέ Σύρος χρονογρ. 272 Κλήμης Ρώμης 488, 489
Κλήσεις καί Ιίλητόρια 269
Καλλιγάς 65, 137, 138, 139 έξ. Κοβαλέβσκης Μ. 111
Καλλιγούλας 285 Κόδρος 144
Καλλίμαχος Δ. 496 Λανίτης Ν. Κλ. 168
Καλλίνικος δ' ΚΠόλεως 481 Λαοδίκεια 425
Καλλίνικος μητρ. Ρόδου 410, 411 Λάσκαρις Ν. I. 167
Καλλίνικος 351 Λασκαράτος 137
Πίνας ονομάτων καί πραγμάτων 507

Κόκκινος 61, 65, 67 Λατίνοι 482


< Colloquium 82 Λαυρεόλος 286
Κομητώ 421 Λεβιάθαν 166
Κόμμοδος 271 Λέρνη 355, 356 410
Κομνηνοί 405 Λέρος 356
Κονδακώφ Ν. Π. 123 Λέ(ΐπεδεφ Δ. 107, 112, 118
Κοντοπαίκτης 428 Λεύκάς 55, 57, 136
Κονοβάλωφ Ν. 118 Λεονταράκης Σπ. 226
Konstantin D. Gr. 113 Λέων ό σοφός 355 410
Κόντ 439 Λέων ι' 500
KopidarB. 104, 105 Λουΐ Ρενώ 500
Κοράνιον 198 έξ. Λιβάνιος 283
Κοπέρνικος 11, 12, 20, 23 Λιασίτσιένκο Τ. 107
Κοσμάς β' Βυζάντιος 351 Λόπαρεφ Χρ. 120
Κοσμάς γ' Καλοκάγαθος 351 Λότοε 444
Κοσμάς Ίνδικοπλεύστης 25 έξ. Λούζης Ν. 65 67.
Κουλακόβσκης I. Α. 121 Λούθηρος Ιίίΐ
Κουζέν 439 Λουθηρανοί 328
Κουλουμβάκης Ε. 156 Λουκάς άπ. 484 486
Cousin 101 Λουπερκάλια 429
.
Κνιδία 412 Lubbock 437

Κουντουράς Θ. 484, 490 Λυκούργος 144
Κριμαϊκός πόλεμος 328 Λυκούργος ’Αρχιεπ. Σύρου καί Τήνου
■Crooks 9 336
Π

Krumbaclier 319 Λώρυμα 356, 411.


Κρύσταλλος I. 483
Μακάριος Ρωμαίος 72
Κύθηρα 55
Α.

Μακρής I. Δ. 493
Κυπριανός μητρ. Κιτίου 168
Μαλ.αξός 195
Κύριλλος ε πατρ. ΚΠόλεως 480, 581
Μαλάλας 271
Κύριλλος Ίεροσ. 475
Magister 81 έξ.
Κύριλλος Λούκαρις 350
Μαϊουμάς (Βρυτών πανήγυρις) 266,
Κύριλλος Β' Ίεροσολ. 384
271 έξ.
Κυπριανός 259, 263, 276, 280, 289, 308,
Μανουήλ Λ' Ιίομνηνός 406
351, 471, 472
Μανουήλ Β' Παλαιολόγος 407
Κύπρος 386
Μάξιμος έκκλ. 195
Κωνστάντιος έπίσκ. Βουζαίου 168
Μάξιμος άρχιδ. Μελ. Πηγά 129, 130 —
Κων)τΐνος Ζ' Πορφυρογέννητος 407
132.
Κων)πολις 406 Μάξιμος δσ. 78
Κων)τϊνος Σάθας 317 έξ. Μάππα 269
Κων)τΐνος Ν. Καλλίνικος 100, 115 Μάρκος (3ΰαγ.) 485, 486
116, 255, 386 Μάρων 428
Κων)τΐνος Λομβαρδός 146 Ματθαίος Ψάλτης 351
Κώς 356, 410 Ματθαίος Άλεξ. 481
Ματθαίος (άπ.) 486
Λαϊκός 151 Math. Wassenhoren 147
Λάϊμπνιτς 443 501 Μαφφέο Μπαρμπερίνη 23
Λακτάντιος 27·9 294 Μέγα Πνευματικόν Δικαστήριον 221
.Λαμβηθός 337 Μελέτιος Πηγάς 350
508 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων

Μελέτιος όμολ. 477 Νίσυρος 356, 362, 415


Μελέτιος πατρ. 'Αντιόχειας 384 Νοβατιανοί 471
Μελισσηνός Χρ, έπίοκ. Παμφίλου 107 Νόννος ’Εδέσσης 287
Μέμφις 15 Νοτάριοι άγ. 429
Μενδένιτζα 226 Notre Dame 430
Μεννωνϊται 328 Νούτ (θεά) 16
Μερένφτ 215
Μήλος 356,410 Ξανθουδίδης Στ. 108
Μητροφάνης Κριτόπουλος 350 Ξύστος β' 472
Μιλτ. "Αννινος Καβαλλιεράτος 156
Μιλτ. Καραβοκυρός 246 Οίδίπους 261
Μιχ. Γαλανός 169,174 Οίτη δρος 286
Μιχαήλ Κηρουλάριος 477 'Οκτώηχος 428
Μιχαήλ Όρλώφ 84,89,90,91 έξ. ’Ολύμπια 266,272 έξ.
Μονή Ρουκουνιώτου 411,413,415 Όμέρ Χατάπ 201
Μονομαχίαι 257 έξ. “Ορκος (θεός) 286-
ΜοντανισταΙ 473 Όρτολάν 6 έξ.
Μοσικώφ Β. 114 Όσιρις 17
Μούκιος Σκαιβόλας 286 Ostward 9
Μουσουλμανική νομοθεσία 202 Οΰμβερτος Καρδιν. 477
.
Μπαλανος Δ. 170,183 Οϋρβανός Η' 23,24

Μπεζομπράζωφ Π. 235 Οΰσϊται 478
Μπετχόβεν 465 Ούσπένσκης Θ. 121
Μπουαλώ 445
Π

Μπουξεσκούλ Β. 109 Πάδουα 137


Μπούμπουλης 63 Παΐσιος 350
ΓΙαΐσιος β' πατρ. ΚΠόλεως 48Γ
Α.

Μυλωνάς Π.· 229


Μυρέων 'Αθανάσιος 147,162,163,169 Παλαιολόγοι 405
Μωϋσής 14,15,17 Παλαιστίνη 11, 15
Μωχόμετ ό Πορθητής 194 έξ. Παναγ. Γκίμης 155
Ηαντελεήμων ‘Ιερομ. 118
Νάξος 356. 410 Πανταλέων 67
Ναπολέων 500 Παξοι 55
Νείλος 15, 16 Παπίας Ίεραπόλεως 486, 487, 488
Νεκτάριος Πατρ. Ίεροσ. 479 Παρθένιος α' 350
Νεόφυτος Μαυρομ. έπίσκ. Σαντορίνης Παρθένιος β' Παγκώστας 351
129, 133 Παρθένιος Ιεροσ. 481
Νεόφυτος Κλαυδιουπόλεως 410, 411 Παπανδρίτης Δ. 256
Newcomb 7 Παρίσιοι 430
Newman Smyth 344 Πάρος 356, 410
Νεστοριανοί 477, 482 Πασιφάη 286
Νέρων 284, 285 Πασκάλ 37
Νικάνωρ 351 Πατριαρχικά Προνόμια 192 έξ.
Νικήτας Άκομινάτης 407 Παυλικιανοΐ 405, 406, 477
Νικηφόρος Βλεμμύδης 383 Παύλος ό άπ. 27, 31, 46, 47
Νικηφόρος 350 Παύλος Ε' (Πάπας) 23
Νικηφόρος Θεοτόκης 106 Παχτϊκος Γ. 186
Νικ. Παπαγεωργίου 147 Πελαγία ή Άντιοχϊς (μιμάς Μαργα-»
Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων 509'

ριτώ) 287 έξ. Ροστόβισεφ Μ. 107


Περαία 356 Ρουσσώ 460, 461
Περικλής 157 Ρωμαίος 260
Πέτελος ή Πίτελος, Πιτύη, Πσύνη, Ρώμη 257
Πετρακάκος Δ. Α. 249 Ρωσία 27
Πετρόβσκης Π. 104
Πέτρος άπ. 48 Σάββα άγ. (μονή έν Άλεξανδρείφ) 129

Πέτρος (μέγ.) 479, 500 Σάββας άρχιεπ- Σερβίας 477

Πέτρος μεσ. 500 Σαβελλιανοί 473

Pirot L. 118 Σαγαρδά Α. 105

Πισύη, ΠισσΙ 356 357 358 έξ. Σαγρέδος 24

Πίσκοπος Δ. 226 Σαίξπηρ 465


Σαλβιάτης 24
Πισύνη 356, 357, 410
Πΐος ε 500 Salaville S. 108, 120
Σαμνΐται 258
Ελάτων 49, 67, 441, 442,445, 452, 454
Σάμος 356, 410
Πλάτων Άρχιεπ. Ρώσος έν Ήνωμ·
Πολιτείαις 345 Σαμουήλ Καπασούλης 359
Σαμουήλ Χαντζερής 481
Πλέθρον καί Πρόμηκες (Οέατρ.) 297
Πλούτων 386 Σαρίπολος 59
Σατουρνάλια 429
.
Πλωτϊνος 442, 445
Σάτυρος 417

Ποκρόβσκης Α. 125
Σβιετλώφ ΠρωΟιερεύς 334
Πολίτης Ν. (χρησμοί Άγαθαγγέλου)
491 Σείριος 37

Πολυδεύκης 277 Σελήνη 5, 16, 277


Π

Σέμπ 16
Πορφύριος ό Έφέσιος 287
Σενέκας 261
Πορφύριος ό άπό Μίμων 287
Α.

Ποσειδών 35 Σεραπίων Αντιόχειας 105

Πράσινοι 265, 426, 427 Σεραφείμ Φωκάς 112

Πρεσβυτεριανοί 329 Σέρβική Εκκλησία 213 έξ.

Πριήνη (πόλις) 485 Servier D. 120

Προκόνησος 384 Σερρών Απόστολος 169, 170

Προκόπιος (ίστορ.Ί 271,421 Sefferd Haughwout 333


Προτεστάνται 482 Σιαμποτή 25, 31

Πρωτάσωφ Ν. Δ. 369 Sidarous 209


Πτολεμαίος 12, 23 Σιέλλιγγ 440, 444, 445
Σιέρρ 261
Rambaud Α. 120 Σιίλλερ 438, 443, 445, 446, 454 έξ.
Ραμσής Β' 15 Σίλβεστρος πατρ. Άλεξ. 350
Reims 500 Σιμπλίκιος 24
Ρενάν («'Αντίχριστος») 284 Σιοπεγχάουερ 444, 445
Ρήγας Παλαμήδης 146 Σκαμπαλλανόβιτς Μιχ. 117
Ρΐπ 159 Σμύρνης Χρυσόστομος 169, 171, 444
Ροδοκανάκης Π. 160 Σπυρίδ. Π. Λάμπρ. 110, 111, 373
Robert Μ. Gardiner (Ή παγκόσμιος Sohm R. 363
συνέλευσις τοΰ χρ)νισμοϋ) 223 έξ. Σουάρετς 28
Ρόδος 354 έξ. καί 409 καί εξ. Σουλεϊμάν 197
Roentgen Stahlin Otto 118
Ροσέϊκην Θ. Μ. 111 Σταυροφόροι 478
. 510 Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων

Στεπάνωφ Φ. Π. 117 Τσερνιάβσκης Ν. 114


Στέφανος Νεμάν 477 Τσερνοούσωφ Ε. Α. 119
Στέφανος έπίσκ. Ρώμης 472 Τσίμμερμαν 445
Stiglmar Josef 108 Τυπάλδος Ίακωβατος Γεώργιος 52 —
Στοιχειώσεις 132 67, 134-146
Στρουμένσκης Μ. 107
Strzygowski 231 Φαγό Βικέντιος 128
Στρωματεϋς 130 Φαλλμεράϋερ 104, 105, 144
Σύμη 354 έξ. καί 409 καί έξ. Φαρμακίδης 137
Συμπόσια 266,268 έξ. Fay 7, 8
Συναδινός Θ. 161 Φερδινάνδος Β' Δούξ Τοσκάνης 23
Συνθήκη Σινά 200 Φερδ. Γκρός 444
Συρία 485 Femes 37
Σύρος 469 Φέχνερ 445
Shaftesbury 445 Φιλάρετος Μητροπ. Μόσχας 334
Σχινάς 65, 67 Φιλήμων 101
Schmit Theodor 120 Φιλ. Φωτόπουλος 128.
Σωζόμενος 474 Φιλήμων ό Αιγύπτιος 287
Σωκράτης ίστορ. 474 Filioque 404, 405
Σωκράτης 49, 50 502 Φιλοκτήτης 261
.
Σωσίβιος Άντιοχεύς 272 «Φιλοποίμην» 157

Φίλων 'Ιουδαίος 485
Taine 437, 445 Φιρμιλιανός έπίσ. Καππαδοκίας 470
Ταρσός 283 Φίσιερ Θ. 445
Π

Ταταϋλα 107 Φλαμμαριών 5


Tafrali Ο. 120 Flamion J. 113
Α.

Τεβιασώφ Ε. Ε. 112 Φλωρεντία 23


Τέλ-έλ-Άμάρν 15 Φράϊμπουργκ 501
Τεντύρα 15 Francis Parker 337
Τεοντιόρ Ρέϊναχ 501 Freres de Plymouth 328
Τερνόβτσεφ Β. 109 Φρύγες 473
Τερτυλλιανός 259, 275, 290 έξ. 309 Φωκίων 157
έξ. 429, 470 Φώτιος ΚΠόλεως 334, 355, 383, 474
Τέχνη 435 έξ. Φώτιος Πατρ. ’Αλεξάνδρειάς 98, 351
Τήλος 355, 357, 360 έξ. 409
Τήνος 356, 410 Χάγη 500
Τίβερις 285 Χαϊμαντάς A I. 494
Τιμόθεος πατρ. ΚΠόλεως 476 Χάλκη]!355, 409
Τίνυς 15 Χάμ 21
Τόλεδον 430 Χατζιδάκης Γ. Ν. 118
Τολστόης Λέων 460 έξ. καί 467 Χάττι Χουμαγιούν 203
Τουράϊεφ 493 Hefele 474
Τραϊανός 274 Hicks έπίσκ. Lincoln 223
Τραχεία 356, 410 Χίος 356, 410
Τρικούπης Χαρ. 65, 66, 67, 134, 136 Χρήστος Γιαμαλίδης 371
Τριμάριον (θέατρ.) 272 χριστουπόλεως Αμβρόσιος 148, 170
"Τσβετκώφ Π. (ό Ισλαμισμός) 252 Χριστιανισμός 434
Τσέϊζιγγ 445 Χριστιανών νομοθεσία 202
Πίναξ ονομάτων καί πραγμάτων 511

χρ)νός ’Ορθόδοξος 132 τΩρος 17


Χρυσόμαλλα) 421 World Conference 340
Χρυσόστομος (άγ.) 20, 30, 266, 269, Willian Τ. Manning 339, 341
276, 281 έξ. 296 έξ. 313 εξ. 419, William Carpenter έπίσκ. [Ripon 327
420, 421, 427 Wellnhofer M. 107
Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος 103, Weiss 39
148, 162, 164, 169, 355, 367 Watson Duncan 329
Walles 5
Ψάχος Κ. 147

.

Π
Α.
ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΙΔ ΤΟΜΟΥ

Α' ΜΕΛΕΤΑΙ

Σ. Γλαγόλεφ, Κατοικεΐται ό ’Άρης; Μελέτη απολογητική κατά


μετάφρασιν Γρηγ. Παηαμιχαήλ (τέλος).................................. 5—51
'Αμάκα Σ. Άλιβιζάτου, Σύμβολα! είς την νεωτέραν 'Ιστορίαν
τής Εκκλησίας τής Ελλάδος: Ό Γεώργιος Τυπάλδος Ίακωβάτος κα!
ή εκκλησιαστική άφομοίωσις............................. 52 — 67 κα! 134— 146
.
Πρεοβ. Δη μητριόν Καλλιμάχου, Πατμιακής Βιβλιοθήκης Συμ­

πλήρωμα: ’Άγνωστοι κώδικες (έκ συνεχείας)....................... 68—80
Γρηγορίου Παηαμιχαήλ, 'Ιστορία ενός επιστημονικού βαθμού
(Μία ιστορική συνεδρία εν τή Θεολ. Άκαδημιαρής Πετρουπόλεως) 81 —Ηί)
Π

Άρχιμ. Χρνσοατόμου Α. Παηαδοηούλου, ’Αλεξανδρινά Ση­


μειώματα : ΚΓ'. Ό υπ’ αριθμόν 353 τής Βιβλιοθήκης τής εν "Άθω
Α.

Ίεράς Μονής τών Ίβήρων κώδιξ περιέχων σύγγραμμα τοΰ Μελετίου


Πηγά 129—133. ΚΔ'. Χρονολογία τών κατά τούς τελευταίους αιώ­
νας Πατριαρχών ’Αλεξανδρείας.............................................. 350—351
Γρηγορίου Παηαμιχαήλ, Θέατρον κα! ’Εκκλησία: Α'. Συζητή­
σεις 147—191. Β'. Τά θεάματα τής χρ)κής αρχαιότητας 257—322.
Γ'. Οι κανόνες 416—433. Δ'. Αισθητική κα! Χρ)σμός 434—468.
Όρέοτου Μαυρογένους, Τά Πατριαρχικά προνόμια 192—212
Αίμιλιανοϋ Πιηέρκοβιτς, 'Η ’Ορθόδοξος Εκκλησία τής Σερ­
βίας ................................................................................................ 213—224
Αεωνίδου X. Ζώη, Έπτανήσιοι 'Ιεράρχαι: 5. Γρηγόριος Λε-
κατσάς................................................................................................ 225—229
Robert Μ. Gardiner, Ή Παγκόσμιος Συνέλευσις τοΰ Χριστια­
νισμού κα! ή εν Αμερική προς τήν θρησκευτικήν ενότητα κίνη-
σις.................................. ................................................................... 323-349
Δημοο&ένους Χαβιαρα, Μελέται περί τής νήσου Σύμης : Δ'.
Πίναξ των περιεχομένων 613

Ή Σύμη εν τή έκκλησιαστική διοικήσει καί ή Ροδίων Μητρόπολις


τής επαρχίας τών νήσων............................ 354—362 καί 409—415
Ί. I. Σοκολώφ, Καθηγητοΰ τής εν Πετρουπόλει Αύτοκρ. Θεο-
λογικής ’Ακαδημίας, Τό Βυζάντιον φύλαξ τής ’Ορθοδοξίας (μελέτη
..Ιστορική)..................................................................... 387--408
Άρχιμ. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, Καθηγητοΰ τοϋ Πα­
νεπιστημίου, Περί τοΰ Βαπτίσματος τών ετεροδόξων .... 469
Β' ΚΡΙΤΙΚΗ
Κωνσταντίνου Ν. Καλλινίκου, Πέραν τοϋ Τάφου (κρίσις Χρυ­
σοστόμου Α. Παπαδοπούλου)..................................100—103
Γ. Α. Σωτηρίου, Ό Χριστός εν τή Τέχνη (κρίσις Χρυσοστό­
μου Α. Παπαδοπούλου)........................................................ 230 — 232
Κ. I. Δυοβουνιώνου, Μητροφάνης Κριτόπουλος (κρίσις Χρυ­
σοστόμου Α. Παπαδοπούλου)................................ 232—234
R.Johm, Kirchengeschichte imGrundriss (κρίσις Χρυσοστό­
μου Α. Παπαδοπούλου) 363—365
.
Π. Γ. Ζερλέντου, 'Ιστορικοί έρευναι περί τής Εκκλησίας τών

νήσων τής ’Ανατολικής ΜεσογείουΘαλάσσης (κρίσιςΧρυσοστόμου
Α. Παπαδοπούλου)................................................. 366—367
Θεοδώρου Κοντούρα, Δ. Θ., Αί πρώται έπιγραφαί τών Ευαγ­
Π

γελίων (κρίσις Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου) 484—490.


Γ’ ΝΕΑΙ ΣΓΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΑΕΤΑΙ
Α.

[Αί κυριώτεραι]
ΙΊετρόβσκη, ’Επί τοΰ ζητήματος τής γενέσεως τής θεωρίας τοΰ
Φαλλμεράϋερ 104. I. I. Σοκολώφ, Ή Εκκλησία τής ’Αντιόχειας 105.
Δυοβουνιώτου Κ. I., Νικηφόρος ό Θεοτόκης 106. Βολομποΰγεφ Μπ.,
Ή Οικουμενική Σύνοδος καί ό Πάπας Ρώμης 108. Μπουζεσκούλ Β.,
Ή άρχαιότης καί ή σύγχρονος εποχή. Σύγχρονα θέματα έν τή αρ­
χαία Έλλάδι 109. Δυοβουνιώτου Κ. I., Μελέτιος Συρίγος 111. Καρ-
τάλη Α. Γ., 'Η ’Ιταλική πολιτική έν ’Αλβανία καί τοΐς Βαλκανίοις
113. Περί τής λαϊκής ψαλμωδίας έν τοΐς ναοΐς 114. Καλλινίκου Κ.
Ν·, Κηρύγματα από τετραδίου 115. Τοΰ αύτοΰ, Τά άνθη έν τώ ναώ
116. Γολουμπτσώφ A. II. (ή*), Ή λειτουργία κατά τούς πρώτους χρι­
στιανικούς αιώνας 117. Δυοβουνιώτου Κ. I., Ή στέψις τών βασι­
λέων έν Βυζαντίω 118. 'Αδαμάντιου I. Α., Ή Βυζαντινή Θεσσα­
λονίκη 121. Άνδρομάρη, Αί μητροπόλεις τών ’Αθηνών 123. Γρόσ-
σου Ν., Περί τών έπιταφίων έκκλ. λόγων 126. Ή νεκρά θάλασσα
καί τό μέλλον αυτής 235. Τό 'Ιερόν Ψήφισμα τοΰ 'Αγίου Όρους
514 Πίναξ των περιεχομένων

"Αθω καί τά συναφή Ιπίσημα έγγραφα 236. Σοκολώφ Ί., Εκλογή'


των Πατριάρχων ’Αλεξάνδρειάς κατά τον ιθ' αιώνα 238, 239. Άν-
τωνιάδου Θάλητος, Ό περιορισμός των κωλυμάτων τοΰ γάμου 241.
Σ. Τ. Ή μονοπρόσωπος υπό επισκόπου καταδίκη ίερέως 342. Βερ-
χόβσκη Π. Β., Ή πολιτική καί τό δίκαιον εν τοΐς έκκλησιαστικοΐς
πράγμασι 343. Τρόϊτσκη Σ., Περί τοΰ ζητήματος τής δευτερογαμίας
των κληρικών 243. Claraz Jules, Le mariage des Pretres 244.
Σοκολώφ I., Ή εν τώ νόμφ καί τή πράξει επαρχιακή διοίκησις τής
Εκκλησίας ΚΠόλεως κατά τήν σύγχρονον εποχήν 245. Καραβοκυ-
ροϋ Μιλτ., Τοΰ 'Αγίου ’Όρους τά δίκαια καί προνόμια κλπ. 246.·
Τοΰ αΰτοϋ, Τά δίκαια τών έν Ρουμανία Μοναστηρίων τών 'Αγίων'
Τόπων κλπ. 246. Παπαδοπούλου Α. Χρυσοστόμου, Άρχιμ., Ό Φαρ-
μακίδης περί τοΰ έργου του 248. Πετρακάκου Δ. Α., Τινά περί τοΰ
κΰρους τών χειροτονιών 249. Σοκολώφ I. Π., Ή διαδοχικότης τής
άγγλικ. Εκκλησίας προ τής μεταρυθμίσεως κλπ. 251. Δυοβουνιώτου
Κ. I., Θεόφιλος Καΐρης 251. Τσβετκώφ Π., Ό ’Ισλαμισμός 252.
.
Καμπάνη Α.,Ό Χριστιανισμός εις τήν ποίησιν τοΰ]Σολομοΰ 253. Καλ­

λινίκου Κ. Ν.( Παρρησία ή έπιφΰλαξις; 255. Καπανδρίτου Δ., Περί
τής Ικκλησιαστικής μουσικής καί ιδίως τοΰ Ζακυνθίου ΰφους 256. Κον-
τακώφ Ν. Π., Ή είκονογραφία τής Θεοτόκου 370. Παχτίκου Γ. Δ­
Π

Η μετά τον παρόντα πόλεμον θέσις τής μουσικής 37Π Τοΰ αΰτοΰ,
Τό εκκλησιαστικόν μουσικόν ό'ργανον επινόημα ελληνικόν 372. Σκιά
Α.

Α., Ή κατάργησις τών σχολικών εξετάσεων 373. Άνδρομάρη, Ό Ε­


πίσκοπος τοΰ Δαμαλά 376. Πολίτου Ν. Γ., Έκκλογαί από τά τρα­
γούδια τοΰ Έλληνικοΰ λαοΰ 379. Ή Άποκάλυψις τοΰ Άγαθαγ-
γέλου 380. Οί χρησμοί τοΰ ’Αγαθάγγελου 491—493. Μίλτωνος,
Σαμψών ’Αγωνιστής 494. Καλλιμάχου Δ., Άπό τό Στρατόπέδον;;
'Η εποποιία τοΰ Έλληνοβουλγαρικοΰ πολέμου 496. ’Αθανασίου Επι­
σκόπου Μνρέων (νΰν Άργολίδος), Απομνημονεύματα: Βουλγαρικοί
θηριωδίαι 497. Άποστολίδου Ν. X., Δυο επικίνδυνοι Ιχθροί τοΰ
ά’,θρώπου : Κώνωπες—Μυΐαι 498. Παναγιωτάτου ’Αγγελικής Γ.,.
Τά μαθήματα τοΰ Σαββάτου ή Μαθήματα υγιεινής 498.
Α' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ! ΕΙΔΗΣΕΙΣ!
'Επιστημονικόν Ίωβωλαΐον 381. Μνημόσυνα (Γεώργιος Δ. Πάχ1·
τΐκος(-}-) 384. Θέατρον καί Κλήρος (επιστολή Καλλινίκου Κ. Ν;)'385.
Τό εν Reims σλαυωνικόν Εΰαγγέλιον 500. Ό διαμελισμός τής Τουρ­
κίας 500. Ό εξελληνισμός xoy*4tnyp,ifyti£κοήμου 501. Ή θρησκεία1
παρ’ Όμήρφ 501. Ή φιλ^<Μ^ί^χαί&ις^δν8.

;j:
ι ω I\ \'4
■*. \· - '
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ»

Έν τοΐς Γραφείοις τοΰ * Εκκλησιαστικοί Φάρου» πωλοίνται τα


εξής βιβλία:

Γρηγορίου X. Παπαμιχαήλ, Ό άγιος Γρηγόριος Παλαμας ’Αρ­


χιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.................................................. φρ. 5
Τον αύτοϋ, Πνευματισμός καί Χριστιανισμός . . » 3.5()
» Σοσιαλισμός καί Χριστιανισμός . . » 1
» Σοσιαλιστικών ειδώλων κατάλυσις » 1
» ’Αποκαλύψεις περί τής ρωσικής πολιτικής
Ιν τή όρθοδόξω Ελληνική ’Ανατολή » 1.50
» Βουδδισμός καί Χριστιανισμός . . » 0,50
» At περί ενώσεως σκέψεις τοΰ πρίγκηπος
Μαξιμιλιανοΰ καί σκέψεις Ιπί των σκέψεων » 1.
» Ή καΰσις των νεκρών....................... » 2
» ’Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμευς » 2
» Ελλάδος Θρίαμβος (ε'κδ. β') . . . » 1.25
.
» Τό Πρόβλημα τών Κόσμων.... » 3

Σωφρονίου Μητροπολίτου Αεοντοπόλεως, Λεξικόν
τής Καινής Διαθήκης.............................................................. » 20
Π

Διά τους φοιτητάς καί ίεροσπουδαστάς . . » 12


Τοΰ αύτοϋ, Μιχαήλ τοΰ Γλυκά εΐς τάς απορίας
Α.

τής θείας Γραφής τόμος Α’ » 5


» Β' . » 5
» Ιστορία τής εν Βιέννη Ελληνικής Κοι-
νότητος............................................. » 3
» Εΰαγγέλιον Μαρίας τής Παλαιολογίνας » 3
Μελετίου Μητροπολίτου Κιτίου, Τό "Αγιον "Ορος
καί ή ρωσική πολιτική έν τή δρθοδ. Ελληνική ’Ανατολή » 5
Άρχιμ. Χρυοοοτόμου Α. Παπαδοπούλου, Καϋη-
γητοϋ τοΰ Πανεπιστημίου, Ό Ευαγγελιστής Μάρκος . . » 3
Διακ. Δημ. Καλλιμάχου, Ό Μακουκάς . ... » 3
» Τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξάνδρειάς
έν Άβυσσινίφ............................ » 1
» Τα έν Καΐρω ελληνικά σχολεία
έπί Τουρκοκρατίας...................... » 1
Σπ. Π. Παπαγεωργίου, Εισαγωγή εις τήν Παλαιάν
Διαθήκην................................................................... ..... » 6
_ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ,,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΘΕ0Λ0ΓΙΚ0Ν Σ1ΤΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ
ΙΑΡΥΟΗ ΤΩ 1908

ΔΙΕΥΘΥΝΊ . .Σ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
θεολογία, Εκκλησία, Αίγυπτολογία, Ιστορία, Παιδαγω­
γική, Φιλοσοφία.
Πρωτότυποι πραγματεΐαι—Μεταφράσεις, μόνον κατ’ άρί-
στην έπιλογήν.
Κριτική έπιστημονική των σπουδαιότερων συγγραφών.
Βιβλιογραφικόν Δελτίον κατά τριμηνίαν: άνασκοπή τής
ευρωπαϊκής έπιστημονικής κινήσεως.
Έκαστον τεύχος σύγκειται έξ 6 τυπογρ. φύλλων.
Κατ’ έτος έκδίδονται δύο τόμοι, ών έκαστος σύγκειται
.
έκ 576 σελίδων.

Συνδρομή έτησία φρ. χρ. 25
Διά τούς σπουδαστάς τής Θεολογίας φρ. 12,50
Είς τούς συνδρομητάς τοΰ «Εκκλησιαστικού Φάρου» άπο-
Π

στέλλεται δωρεάν ό

“ΠΑΝΤΑΪΝΟΞ,,
Α.

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “ΕΚΚΛΗΣ. ΦΑΡΟΤ,,


ΙΑΡΥΘΗ ΤΩ 1909
έν φ δημοσιεύονται:
"Αρθρα πρακτικά: έκκλησιαστικά, ηθικά, παιδαγωγικά,
έποικοδομητικά, έπί τών έπικαίρων ζητημάτων.
Άνασκοπή τής τε έν ταΐς Όρθοδόξοις καί τής έν ταις
Έτεροδόξοίς Έκκλησίαις έκκλησιαστικής καί έκπαιδευτικής κι-
νήσεως.
Έκαστον φύλλον τού «Πανταίνου» άποτελεΐται έκ 16
σελίδων, ό έτήσιος δέ τόμος αυτού άπαρτίζεται έκ σελίδων
900 περίπου.
ΈπιστολαΙ τή Διευθύνσει καί Συντάξει: A la Di­
rection du <iPhare EccMsiastique* Alexandrie (Egypte) BA Sultan
Hussein Kamel, 2. v
Εμβάσματα συνδρομώ’ν: Προς την Διεύθυνσιν τοΰ Πατρι-
αρχικοΰ Γραφείου διά τόν «Εκκλησιαστικόν Φάρον»'. Alexandrie
(Egypte), Patriarcat Grec. : ’ v
ΈπιστολαΙ τή Διεκπεραιώσει: A la ‘’Direction du
€ Phare EccMsiastiqne» διά την Διεκπεραίώσιν. Alexandrie (Egypte)
Bd Sultan Hussein Kamel, 2. ' ■

You might also like