You are on page 1of 133

5135_2

http://digital.lib.auth.gr/record/140860

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ

Μ II Ν I ΛI Λ

eKKXHCixc i'iKH ei neecDj»HCJC

. ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τον Διευ&υντον, Εκκλησιαστική ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΤΥ-


Έπιθεώρησις 1907 (Εκκλ.ησίαι Αν­ HOY. 'Ελληνικός Τύπος: Ψυχο­
τί οχείας, Ελλάδος, Κύπρον καί Ρου­ λογία καί υγιεινή των εορτών.—ΤΙ
μανίας ................................do. ήμετέρα εθνική βυζαντινή εκκλησι­
Σωφρονίου Εν στρατιά δον, Τον αστική μουσική. — 'Η τεσααρακονταε-
οικουμενικού πατριάρχου Γρήγορων τηρίς του καϋηγ. Α.Α. Κυριακο ν. —
τον Κυπρίου επιστολ.αί . . . /7. Στατιστικά Κυδωνιών καί Ναζλίου.
Χρυσοστόμου Λ. Ηαπαδοπού - Ξένος Τύπος: Το αμερικανικόν κή­
λον, Ό 'Άγιος*Ιωάννης Χρνσάστοιιος ρυγμα.— At /.atκαι γλωσσικαί σχολαί
(Λ' ώς πρεσβυτερος Αντιόχειας) 109. καί at των Λατινικών ταγμάτων εν
Politicus,eH ρωσικί/ πολίτικη εν
. τή ορθοδόξω VI νατόλή. - Τεμάχιον εκ

Ανατολή. Το Βουλγαρικόν σχίσμα (ΤΙ νέου Ευαγγελίου επί αίγυπτ. παπύρου.
ΒΜΗΜΒΗΜΗΗΗΗ

θρησκευτική αρχή καί ή αρχή τον — Ό επίσκοπος Bljjfll καί 6 πατριάρ­


εθνισ/ιοϋ).............................124. χης Τεροσολύμα»·. — Εζόμιοσις ο<ό­
Γρηγορίον Παπαμιχαήλ, ΤΙ Οι σον ίερεως .... 107—173.
κά Α ι δόγματα: ΤίΟική ανθρωπο­ Επιφυλλίς: Επί τά ιχ ν ι/ το υ
Π

λογία (ΤΙ ελΐνθ’ερία τής βονλήσε- Χρίστου, Κεφ. Α’, Αφνπνισις 173.
ως)........................................ 136. ΕΙΔΗΣΕΙΣ. Εκκλ ησία * Α λε-
* Αμμωνίον, c Ο Ιερευς Μπράνδ ζανδρείαξ. Αρχιεπισκοπικόν ζήτημα
Α.

(Α ράμα τον Τι/’εν) . . . . Ιό 4. Κύπρον. Εκκλησία διασποράς. Δω­


ΚΡΙΤΙΚΗ: Σο)9 ρ. Εύστρατι- ρεά ομογενών Κάιρου. Τα έγκυρον
άδο ν, Μιχαήλ τον Γλυκά εις τάς α­ των όρϋοδ. γόμων έν Αμερική. 5Επί­
πορίας τής θείας Γραφής, τάμ. Λ', υπό σκοπος ρωσικής διασποράς. eΙεραρ­
Γρηγ. Παπαμιχαήλ . . 162. χών μεταστάσεις. Ενεργετήρια γράμ­
Νέαι συγγραίραί και μελέ- ματα. Μαθητών πατριωτισμός. Α­
ται............................... 166. θλων Αιαγ. Καποδιστοίου κτλ.

ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Gk του Πατριαρχικού I urooypacpt iou

Ετος A'.—igo8.

-'vr··. \

τοηοχ α#
Tirrxoj; n’
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ
ΜΗ ΝΙλΙλ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΡΙΣΙΣ;

διευθυντή;

rpHTOpiOC I 1X1 JXMJXXHX


e —I <— °»

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΑΑΙ ΕΤΗΣΙΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ


A la Redaction dn
“Phare Ecclesiastique,, Αίγυπτος.........................j
a ■ Ψ6- X6·
Rue Gessi Pacha JO Εξωτερικόν..................\
ALEXANDRIA
(EgypteJ

0 ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ


.

Έξέτασις καί νπεράσπισις τών δίκαιον τής καθ' ήμας Εκκλησίας και
του Γένους.·— 'Ερμηνεία των άγιων Γραφών και άνάπτυξις τών εν
ανταϊς -θείων αληθειών.— Ιστορικοί εκκλησιαστικοί μελέται.— Η­
θικά διδάγματα καί διηγήματα.— Οικογενειακά αναγνώσματα προς
Π

κράτννσιν τής έλλ. ορθοδόξου οικογένειας εν τοΤς πατρίοις.— Χρι­


στιανική Αρχαιολογία καί Αίγυπτολογία.— ’Εκκλησιαστική Στατιστική.
Α.

— ’Επίσημα "Εγγραφα ’Εκκλησιών καί είδικιος τής Εκκλησίας


’ λεξάνδρειάς.— Άνασκοπή τοϋ θρησκευτικόν, πνευματικόν καί
Α
ηθικόν βίου τών ξένιον λαών. —’Ανταποκρίσεις έκ διαφόρων θρησκευ­
τικών κέντρων.—Έπαγρνπνησις επί τιον ενεργειών τών προπαγαν-
δών ένταϊς όρθοδόξοις χώραις.— Σνζήτησις επί ζητημάτων άφορών-
των εις τον εκκλησιαστικόν καί θρησκευτικόν βίον καί εις την θεολογι-
κήν επιστήμην.—Παιδαγωγικά ήμέτερά τε καί ξένα.—Έξέτασις τών
πνευματικοί καί ηθικών συμφερόντων καί αναγκών ειδικούς τον εν
Αιγύπτιο 'Ελληνισμόν.— Θρησκευτική καί ’Εκκλησιαστική βιβλιο­
γραφία ήμεπέρα τε καί ξένη.—Έπιθεώρησις τοϋ τύπου ήμετέρου τε
και ξένου εν τοΐς σχετικούς προς τον σκοπόν τοϋ περιοδικού ζητήμα-
σιν.—Εκκλησιαστική χρονικογραφία.—Κριτική.
Ό «Έκκλησ. Φάρος» αγγέλλει παν σύγγραμμα, ουτινος στέλλεται
εις την ΔιεύΑ-υνσιν εν αντίτυπον, δημοσιεύει δέ κρίσιν εΐδ ικήν τών
εις διπλοΰν άποστελλομένων.
’Εκκλησία ’Αντιόχειας.
Τά τής Εκκλησίας ’Αντιόχειας έξηκολούθησαν και κατά
τό παρελθόν έτος δυστυχώς παραμένοντα τά αυτά. Ήρξατο
ούχ ήττον ύποφώσκουσα ελπίς τις προς έπούλωσιν των τής
Έκκκλησίας εκείνης πληγών. Διότι, έπισυμβάντος, έν τώ με­
ταξύ, τοϋ θανάτου τοϋ τον Θρόνον τής Άντιοχικής Έκκ?π|σίας
παρανόμως κατασχόντος, εις τον τόπον δ’αυτού έκλεγέντος
τοϋάπό Τριπόλεως Γρηγορίου, έκρίθη έπιστάς ό εύθετος
καιρός, δπως ή έν ’Ανατολή ’Εκκλησία άναλάβη την οριστι­
κήν τού ζητήματος τούτου διακανόνισιν. Τό επίσημον δργα-
νον τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ή «Εκκλησιαστική Ά?*,ή-
θεια», έδημοσίευσε τά σχετικά προς τό Άντιοχικόν ζήτημα
επίσημα γράμματα, τά διαμειφΰέντα έν τώ μεταξύ τούτφ υπό
των άγιωτάτων Πατριάρχων Κων)πύλεως, ’Αλεξανδρείας
.
καί Ίεροσο?αίμων. Καί ή μέν Α. Μ. ό Πάπας καί Πατριάρ­

χης ’Αλεξάνδρειάς Φώτιος εις τό γράμμα τής Α. Π. τού Οι­
κουμενικού Πατριάρχου’Ιωακείμ, δι’ου ή Α. Π. διερωτάται
τήν γνώμην και κρίσιν των λοιπών δύο Πατριαρχών έπί τεσ­
Π

σάρων σημείων, τού τής «ένότητος» τής ’Εκκλησίας, τής «γλώσ-


Α.

σης», τών «από τού θρόνου τής Άντιοχικής ’Εκκλησίας άπο-


μεμακρυσμένων καί ήδικημενών μητροπολιτών» καί τής απο­
στολής από μέρους τής Άντιοχικής Εκκλησίας «τινών τών
τού θρόνου αρχιερέων» άπήντησεν, ότι ώς προς μέν τό πρώ­
τον, «τήν ευλαβή δήλον δτι τής ένότητος τήρησιν, καί ημείς
δλη καρδίςι καί ποθούμεν καί εύχόμεθα κάίπαντί σθένει έπι-
ζητοΰμεν.... αλλά καί τήν ένότητα ταύτηνκαίτήν εύλαβή αυ­
τής έν παντί καί πάντοτε τήρησιν, έπί θεμελίφ ένί καί μόνο)

Έκκί. Φάρος Α', β, 1908. 5


66 «ΞκκλησιαστικΓ 'GuaiOcropucii.

στηρίζομεν, τη άκριβεϊ, άναλλοιώτω, πιστή φυλακή τών ΰεο-


πνεύστων δογμάτων τής άγιος καί άμωμήτου ημών πίστεως
έν τή διδασκαλία καί των ΰεοκράντων κανόνων τής άγιωτάτης
μητρδς Εκκλησίας έν τή πράξει· έξω δέ τοΰ θεμελίου τούτου
τής όμοδοξίας έν τή πίστει καί τής όμοθυμίας έν τή πράξει,
ούδέ μίαν αποδεχόμενα, ή δέξασθαί ποτ’ άν δυνηθείημεν αλη­
θή έν Χριστώ ενότητα__ τηρητέον δέ μετ’ εύλαβείας την ενό­
τητα τών θεία συγχωρήσει κατεχόντων τούς άγιωτάτους πα­
τριαρχικούς θρόνους, τηρητέον δ[ΐως αυτήν επί τώ άσαλεύτω
θεμελίω τήςάληΰούς ένότητος έν τή πίστει, τής ομοφωνίας έν
τή ομολογία καί τής όμοθυμίας έν τή πράξει». Συμφρονώνδέ
καί έν τώ δ ευ τ έ ρ ω σημεία), τώ τής γλώσσΐ]ς, δεν έξευρί-
σκει ως προς τό τρίτον σημεΐον τοΰ όλου ρύθ μισόν τινα «πριν
ή τό δίκαιον τοϊς δεδιωγμένοις άποδοΰή ίερωτάτοις μητρο-
πολίταις», άναγκαϊον δέ καί τό τ έ τα ρ τ ο ν ηγείται, «προ πά-
σης δήλον ότι έπισήμου προς τούς έν Δαμασκό) έπικοινωνίας,
.

έ'μμεσύν τινα προταχΰήναι μετ’ αυτών αδελφικήν έν αγάπη
προσυνεννόησιν».
Καί ταΰτα μένή Α. Μ. ό Πάπας καί Πατριάρχης ’Αλε­
Π

ξάνδρειάς. 'Η δ’ Α. Μ. ό Πατριάρχης 'Ιεροσολύμων Δαμι­


ανός μετά τής περί αυτόν Συνόδου υπομιμνήσκουν, ότι τήν
Α.

προγενεστέραν τής Εκκλησίας 'Ιεροσολύμων πρύτασιν, τήν


γενομένην τή Εκκλησία Κων)πόλεως περί τών αναγκαίων
μετά τον θάνατον τού Μελετίου έν Δαμασκό) διαβημάτων, εις
ά ένόμιζε καλόν νά προβώσι σύντρια τά πατριαρχεία, ή Εκ­
κλησία Κων)πόλεως έκρινεν ακατάλληλον προς εφαρμογήν
τότε καί «έκ σοβαρών δήπου λόγων τής έναντίας εύρέθη γνώ­
μης, φρονούσα, ότι ό— καιρός ούπω ήν έπιστάς», φρονεί,
ότι, καί τοι «οί έν Δαμασκό) άθροισθέντες άρχιερεϊς καί τήν
τής ι' .Ιουνίου έκλογήν άποτελέσαντες ούχί πάντες ήσαν κα­
νονικοί, αύστηρώς προς τό πνεύμα καί τό γράμμα τών ιερών
κανόνων κρινόμενοι, άτε πατριάρχου αντικανονικού όντες δη­
μιούργημα», δυνατόν έντούτοιςνά ληφθ ή ύπ’ ov|jιν έν τούτα)
οικονομία, «άναγκαϊον» δέ «τήν άντικανονικότητα περιορι-
«ΞκκΧιισία λΑμτιοχτίαν
67

σΟήναι εις μόνον to πρόσωπον too ού διά της θύρας, άλλ’


άλλαχόθεν επί την ποίμνην τοϋ Κυρίου εϊσπηδήσαντος».
Κατάταϋταή ’Εκκλησία Ίεροκολ,ύμων φρονεί, δτιτήνμέν
Σύνοδον τής Έκκ?ιησίας ’Αντιόχειας στερκτέον «κατ’ οικονο­
μίαν» ’ «τον μέν τοι άποκ?ιεισμον τεσσάρων έκ τών νομίμων αρ­
χιερέων από τής έκλογής κατακριτέονκαί άποδοκιμαστέον ήγού-
μεθα καί δικαίαν κατά πάντα την διαμαρτυρίαν τών έπιζώντων
τριών εκ τούτων κατά τής κανονικύτητος τής έκλογής διαμαρ-
τυρομένων εύρίσκομεν. Επειδή δ’ όμωςτό συμφέρον τής ’Εκ­
κλησίας τής τε καθόλου καί τής έν ’Αντιόχεια ταχεΐαν άπαιτεί
την είρήνευσιν, χρηστέον κάνταϋθα τή οικονομία, κατακρινομέ-
νης μέντήςπράΕεως διά τό προηγούμενον, αρκετής δέ θεωρου-
μένης τής υπό τοΰ εις πατριάρχην έκλεγέντος προσκλήσεως τών
ήδικημένων άρχιερέων προς αποκατάστασιν έν ταϊς εαυτών
έπαρχίαις, είτε καί έν έτέραις)). Μεθ’ ο, αΐρομένων πάντων
τούτων τών κωλυμάτων, «προσαγορευτέον ώς έν Χριστώ αδελ­
.
φόν καί συλλειτουργόν τον από ΤριπόλεωςΓρηγόριον...» κατά

τής έκλογής τοΰ οποίου, γενομένης άνευ τής συμμετοχής ή
προειδοποιήσεως τουλάχιστον τών ήδικημένων μητροπολιτών,
Π

διεμαρτυρήθησαν ούτοι δι’ ειδικής έπιστο?ιής έπ’ όνόματι τοΰ


Οίκ. Πατριάρχου (από κ' ’Ιουλίου 1906). ’Επειδή δμως έν τώ
Α.

μεταξύ είς τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον διεβιβάσθη έπι-


στο?νή κοινή τών αρχιερέων τοΰ Άντιοχικοΰ θρόνου «υπέρ
τής έπισπεύσεως τής ύστερούσης άπαντήσεως ημών εις έκεΐ-
θενσταλεΐσαν ένθρονιστικήν έπιστολήν))*, έκρίθη δ’ αναγκαία
καί αύθις προσυνεννύησις τών τριών Πατριαρχείων, έδέησε
ν’ άναβληθή ή τών προτέρων διαβημάτων έφαρμογή. Έλπί-
ζομεν, δτι λίαν προσεχής έ'σται ό διακανονισμός τοΰ ζωτικοΰ
τούτου ζητήματος, διότι ή έπί πλέον αναβολή δύναται νά παρα-
βλάψη έτι πλέον τά έκκλησιαστικά πράγματα τής Έκκ?.ησίας

*) Προσεχώς έν τω «Εκκλησιαστικά) Φάρω» δημοσιευΟήσεται ή τε επιστολή


τής Α. Μ. τοϋ ΙΙάπα καί Πατριάρχου ’Αλεξάνδρειάς κ. Φωτίου, περί ής ανω­
τέρω ό λόγος, ή διαμαρτυρία τών τριών εξόριστων άρχιερέων καί ή επιστολή
τών άρχιερέων τής Συνόδου ’Αντιόχειας πρός τούς τρεις ΙΙατριάρχας.

= 3 =
68 Έκκλησιαστικι'ι "GtDiGcoopuais·.

’Αντιόχειας, άτινά έν τή έπιστο?.ή τών μητροπολιτών τοΰ’Αν-


τιοχ. θρόνου χαρακτηρίζονται διά μελανών χρωμάτων, ιδία από
έπόψεως τών προπαγανδικών ενεργειών, δ loti άπεσκίρτησαν
μέν ήδη δυστυχώς προς τον λατινισμόν πο?Λ)άριθμοι έκ τής
επαρχίας Αρκαδίας, απόπειρα δε όμοιας άποσκιρτήσεως προς
την Άγγλικανικήν Εκκλησίαν έγένετο καί υπό τών έν Έλ-
Κοϋρα ορθοδόξων Σύρων, καθ’ ά δή?ι.ον καθίσταται έκτου έν
τφ προηγουμένφ τεύχει (σελ. 15-22) δημοσιευθέντος έγγρα­
φου τοϋ έπισκόπου Blyth. Γνωστόν δέ τυγχάνει καί τό ζή­
τημα τής Κιλικίας, συνέπεια τοΰ οποίου ύπήρξεν ή τοϋ έψηφι-
σμένου μήτροπ. Κιλικίας ’Αλεξάνδρου είς την μητρόπολιν τής
Τριπόλεως μετάθεσις. Τα ολίγα ταϋτα έκ τών πολλών πεί-
θουοιν ημάς, ότι ή παράτασις τοϋ νϋν έκρυθμου καθεστώτος
έν τή χειμαζόμενη ταύτη Έκκλησίφ μειζόνων δεινών πάντως
γενήσεται πρόξενος τή Όρθοδοξίςι, προς αποτροπήν τών
οποίων έπιβάλλεται τή Έκκ?ιησία άμεσος ένέργεια καί οριστική.
.

’Εκκλησία Ελλάδος.
Έκ τοϋ κατά τό διαρρεϋσαν έτος βίου τής Εκκλησίας
Π

τοΰ Βασιλείου τής Ελλάδος πολλά μέν καί άλλα δυνάμεθα νά


σημειώσωμεν γεγονότα, τό πάντων όμως παρηγορώτερον εινε
Α.

όμολογουμένως ή πλήρωσις πασών τών έν μακρά χηρεία δια-


τελεσασών έπισκοπών. Βεβαίως ή Εκκλησία τής Ελλά­
δος δεν εινε ή μομφής αξία έπί τή έπιβλαβεστάτη διά τον ελλη­
νικόν λαόν ταύτη χηρείφ, διότι παρ’ αυτήν ύφίσταται ή Ελλη­
νική Πολιτεία, ήτις λησμονεί ένίοτε, ένεκα τών πολλών αυτής
πολιτικών περισπασμών, ότι οί πολιται τοΰ Κράτους εινε καί
ορθόδοξοι χριστιανοί. Ή Εκκλησία τής Ελλάδος ανέκαθεν
έπεθύμει τήν πλήρωσιν τών χηρευουσών τούτων εδρών καί
έκάστοτεπροέβαινε παρά τή Κυβερνήσει εις τά κατάλληλα δια­
βήματα, ή πείρα όμως άπέδειξεν, ότι όπόθος ένίοτε πρέπει νά
λαμβάνη' χροιάν άπαιτήσεως καί ή άπαίτησις νά έχη τον
προσήκοντα τόνον. Έ Ελληνική Κυβέρνησις ένόησεν έπί
τέλους, ότι ό ελληνικός λαός άνευ ποιμένων, ών καθήκον

= 4 =
Υ;κκ\ιισία ΌΥ\άύον 6ο

έστιν ή άμεσος μέριμνα περί τών πνευματικών κα'ι ηθικών


αναγκών αύτοΰ, δεν ήτο δυνατόν να χειραγωγήται έν τή αρετή
και τή ηθική καθίσου* οΰτω χάρις εις την παντός επαίνου
αξίαν δραστηριότητα τοϋ Σ. Προέδρου τής Ί. Συνόδου Μη­
τροπολίτου ’Αθηνών κ. Θεοκλήτου,έλύΰη κανά τό παρελθόν
έτοςέν εκ τών σπουδαιοτάτωνέκκλησιαστικών προβλημάτων τής
Εκκλησίας τοϋ Έλ?ηνικοϋ Βασιλείου*, τό δε πρώτον τοϋτο
βήμα ελπίς υπάρχει νά άκολουθήσωσι καί άλλα, περί ών
ό Σ. Μητροπολίτης ’Αθηνών έλάλησε προς την Σύνο­
δον. Ή ϊδρυσις εκκλησιαστικού ταμείου προς έξασφά-
λισιν τών μισθοδοσιών τών πτυχιούχων τον'λάχιστον κλη­
ρικών, ή ϊδρυσις θεολογικοΰ φροντιστηρίου διά τούς φοι-
τητάς τής Θεο/ιογικής Σχολής τοϋ Εθνικού Πανεπιστη­
μίου, ή άνίδρυσις τών μή λειτουργουσών ιερατικών σχολών
προς μόρφωσιν τοϋ κατωτέρου ελληνικού κλήρου, ό περί προ­
σόντων τών αρχιερέων νόμος, ό προβιβασμός τών επισκοπών
.
τών πρωτευουσών τών νομών εις αρχιεπίσκοπός, ή άνά πεν-^

ταετίαν άντικατάστασις τών έν Ευρώπη εφημερίων, ή επί τή
βάσει τής Βυζαντινής βελτίωσις τής εκκλησιαστικής μουσι­
Π

κής, ή άναδιοργάνωσις τών ιερών έν τώ Κράτει Μονών, ή


ϊδρυσις Σωφρονιστηρίου διά τούς έκ τών κληρικών παρεκτρε-
Α.

πομένουςκαϊ δή ό περιορισμός τού αριθμού τών ιερέων, ώστε


ού μόνον νά μή ύφίστανται υπεράριθμοι, αλλά καί οι έν ένερ-
γείςι νά έπαρκώσιν εις τάς άνάγκας αυτών μετ' αξιοπρέπειας,
πάντα ταϋτα τήείσηγήσει τοϋ Σεβασμιωτάτου Μητρ. ’Αθηνών
άποτελοΰσι τό πρόγραμμα τής νϋν Ί. Συνόδου τής Ελλάδος,

* Οί κατά τό παρελθόν έτος χειροτονηθέντες Σ. επίσκοποιelaivjol εξής:


Σύρου, Τήνου και "Ανδρου Αθανάσιος, Τρίκκης καί Σταγών "Ανθιμος,
Χαλκίδος καί Καρυστίας Χρύσανθος, "Υδρας καί Σπετσών Ίωάσαφ, Μονεμ-
βασίας καί Λακεδαίμονος Γερμανός, Καλαβρύτων καί Αίγιαλείας Χαρίτωη
Λευκάδος καί ’Ιθάκης Δανιήλ, Τριφυλίας καί ’Ολυμπίας Γαβριήλ, Δημητριά.
δος Γερμανός, Θήρας ’Αγαθάγγελος, έξ ώνό Καλαβρύτων καί Αίγιαλείας, ό
Θήρας, ό Χαλκίδος καί Καρυστίας καίό Δημητρ ιάδος διεδέξαντο τούς κατά τό
παρελθόν έτος πρός Κύριον μεταστάντας ίεράρχας Φιλάρετον, Νικόδημον, Παν-
τελεήμονα καί Γρηγύριον.

= 5 =
7o '“GkkVi ισιαστικι'ι “GnjiOcoopi ισίϊ.

ου χήν π?π)ρη πραγμάτωσιν το παρελΰόν έτος έκλ/ηροδύτησεν


εις τό νέον.
Έτερον γεγονός ούχ ήττονος σημασίας, διά τήνένδια-
σπορά Εκκλησίαν ιδία, είνε ήλΰσις επί τέλους τοΰ μεταξύ τής
Μεγάλης τοΰ Χριστού Εκκλησίας καί τής Έκκ?α]σίας τοΰ
Βασιλείου υφισταμένου έπί μακρόν εκκρεμούς ζητήματος τής
έξαρτήσεως των εν διασπορά ’Εκκλησιών. ’Από τοϋδε, δήλον
δτι, καθ’ ά αναφέρει ό «'Ιερός Σύνδεσμος» (άρθ. 65, 1908),
πάσαι αί έν διασπορά έκκλησίαι θά θεωρώσιν εκκλησιαστικήν
αυτών ’Αρχήν την 'I. Σύνοδον τής Έλ,λάδος, είς πάσαν δε
χηρεύουσαν θέσιν θ’ άποστέλληται προϊστάμενος υπό τής Συ­
νόδου. Οΰτω θά κατορύωδή τού διοικητικού τούτου κ/άίδου
τής Έκκ?α]σίαςή συστηματοποίησις, ής ή κορων'ις έσται πάν­
τως ή σύστασις νέου επισκόπου τής έν διασπορφ εκκλησίας,
κατά τό παράδειγμα τής Ρωσ. Εκκλησίας.
Εις την Εκκλησίαν τής Ελλάδος κατά τό παρελθόν έτος
.

έπεφυλάχθη καί ή μητρική περίθαλψις τών χριστιανών όμαι-
μόνων ημών εκείνων, οΐτινες κατέστησαν ό στόχος τών κα­
κούργων βολών, τών πιέσεων καί διωγμών έν ταΐς χώραις,
Π

έν αίς άγνωστος τυγχάνει ή έλευΰερία τής συνειδήσεως, παρά


τάς διεπούσας αύτάς συνταγματικός δήθεν άρχάς. Τούς
Α.

άθρόως ούτως έκ τε Ρουμανίας καί Βουλγαρίας έκπατριζομέ-


νους καί είς τήν Μητέρα Ελλάδα προσφεύγοντας ομογενείς ή
’Εκκλησία ένεργώςπεριέθαλήιε καί παρεμύθησεν έντώ προσώπω
τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου ’Αθηνών, είς δν ή ιστορία
περιποιήσατο καί τήν τιμήν τής συμμετοχής έν τή επί τού έλ-
ληνικόΰ έδάφους επανιδρύσει καί θεμελκυσει τών καταστραφει-
σών έλ?,ηνικών πόλεων, τής Νέας Άγχιάλου, τής Εύξεινου-
πύλεως, τής Νέας Φιλιππουπόλεως, τών Νέων Καρυών καί
τών νέων Βοδενών.
Πάντα ταϋτα καί ή περί τών ποιμαινομένων ενδελεχής
μέριμνα δι’έπανει?ν,ημμένων εγκυκλίων εις διαφόρουςάνάγκας
αύτών άφορωσώνκαί διαφόρους έλλείψεις έπανορθουσών μαρ-
τυροΰσιν, δτι τό παριππεΰσαν έτος υπήρξε π?ιθύσιον είς ζήλον

== 6 =
*Λρ\κ·Ε0ΐσκοπ3ΐ'ι Κυτσρου

έν τη Εκκλησία τής Ελλάδος καί γόνιμον εις δράσιν την κατά


Θεόν.
Άρχιεπιακοπή Κύπρον.
Καί περί τοΰ από δετίας κατατρύχοντος την Αύτοκέφα-
λον τής Κύπρου Έκκλ/ησίαν αρχιεπισκοπικού ζητήματος τό
παριππεϋσαν έτος δεν έδικαίωσε τάς προσδοκίας τού ορθοδό­
ξου ελληνισμού. Μετά τάς άγονους γνωστάς εργασίας τής
πρώτης Διαιτησίας έν Κων)πόλει, τό ζήτημα έξηκολούθει πα-
ραμένον εκκρεμές, δτε οί αντιπρόσωποι τής μείζονος έν Κύ­
πριο μερίδος έσκέφθησαν, ότι, ϊνα έπ'ι τέλους οριστικόν τι έπι-
τευχθή, δέον νά ύποβληθή νομοσχέδιον πρός’έκλογήν ’Αρχι­
επισκόπου εις τό νομοθετικόν τής νήσου σώμα. Την τοιαύ-
την αυτών πρόθεσιν έσπευσαν, άποδοκιμάζοντες, νά καταγ-
γείλωσιν εις την Μεγάλην Έκκκλησίαν οί έν τήβΑρχιεπισκοπή
κληρικοί υπό την ιδιότητα μελών τής 'Ιεράς Συνόδου, προ-
φαίνοντες εαυτούς ώς« Σύνοδον», συναποστείλ.αντες καί υπό­
.
μνημα έπ'ι τούτιρ προς τον "Υπατον τής νήσου'Αρμοστήν, έν

ω δηλοΰντες, δτι ουδέποτε θέλουσι παραδεχθή τοιούτονομο-
σ/έ,διον, διαμαρτύρονται κατά πόσης έπιψηφίσεως αυτού καί
Π

έπικυρώσεως. Ή Εκκλησία Κ)πόλεως τηλεγραφικώς «παν-


τώσα έδήλωσεν, δτι «άποδοκιμάζει πάσαν πράξιν μή ούσαν
Α.

σύμφωνον ίεροϊς κανόσιν Εκκλησίας καί πολιτεύματιαυτής».


Πριν ή δμως γνωσΰή τι σχετικόν ώς προς τό περί ου ό λόγος νο­
μοσχέδιον, οίδύο έν ΚύπρωΜητροπολΐται, όαγ.Κιτίου Κύριλ­
λος καί όάγ. Κυρηνείας Κύριλλος άπό κοινού άπέστειλαν προς
τάς Εκκλησίας Κων)πόλεως, ’Αλεξάνδρειάς καί 'Ιεροσολύμων
τηλεγράφημα, δι’οΰ έπεκαλοΰντο την αδελφικήν αυτών άντί-
?πγψιν καί προστασίαν προς διευθέτησιν τού ζητήματος τής
έκλογής τού μέλλοντος ’Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Έπί τή βά­
σει τής παρακλήσεως ταύτης συνεννοηΰέντα τά τρία πατριαρ­
χεία άπεφάσισαν, δπως άποστείλωσιν αντιπροσώπους αυτών
πρός έξέτασιν καί ρύθμισιν, εί δυνατόν, τού ζητήματος, προς
έκτέλεσιν δέ τής άποφάσεως ταύτης άπήλθον εις Κύπρον
ή Α. Μ. ό Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς Φώτιος, δ μητροπολίτης

= 7 =
40:κκ\ι·ισιασ-πκι- 'Ετπιδβοοριισίϊ.
7*

Άγχιάλου Βασίλειος από μέρους τής Εκκλησίας Κων)πόλεως


καί ό Γέρων Άρχιγραμματεύς Άρχιμ. Μελέτιος Μεταξάκης
από μέρους τής τών 'Ιεροσολύμων Εκκλησίας. Άλλ’ από τής
εις Κύπρον μεταβάσεωςτής ’Αντιπροσωπείας ταΰτης διέρρευσεν
ήδη ύπερεξάμηνον χρονικόν διάστημα, ή δε διευθέτησις τοϋ
ζητήματος έτι δεν κατωρθώθη. Κατά μέρος τιθέντες πάσας
τάς εν τω τύπω έκφρασθείσας γνώμας περί τών αίτιων τής πα-
ρατάσεως τών συζητήσεων τής’Αντιπροσωπείας, επί τή βάσει
τών δ ιαμειφθέντων μεταξύ τών Έκκλ,ησιών επισήμων εγγράφων
έξάγομεν τό λυπηρόν συμπέρασμα, ότι έπήλθε διαφωνία εν
τοΐς καιρίοις δυστυχώς σημείοις τοϋ ύπ’ όψιν ζητήματος
μεταξύ τών μετασχουσών αύτοΰ Έκκλ/ησιών, περί τοΰ χαρα-
κτήρος τής οποίας έπιφυλλαττόμεθα νά είπωμεν τά δέοντα έν
καιρφ τώ προσήκοντι.
Τό τε άντιοχικόν καί τό αρχιεπισκοπικόν τής Κύπρου
ζήτημα άνήκουσιν είς σειράν μακράν όμοιων ζητημάτων, άτινα
.

θάττονή βράδιον όφείλουσιν ούτως ή άλλως νά λυθώσι. Κατά­
λογος ζητημάτων τοιούτων, τή πρωτοβουλίφ τής Α. Θ. Π. τοΰ
Οικουμενικού Πατριάρχου ’Ιωακείμ, κατηρτίσΰη ήδη από τών
Π

μέσων τοϋ 1906, είχε δε δι’ επιστολής αΰτοΰ ό Οίκουμ. πα­


τριάρχης έπισήμως άποταΰή προς τούς δύο πατριάρχας
Α.

τής ’Αλεξάνδρειάς καί τών 'Ιεροσολύμων, διερωτώμε--


νος αν έπρεπεν οί αρχηγοί τών ’Ορθοδόξων τής ’Ανατολής
Έκκ?π|σιών νά θεωρώσι τά περί αυτούς τελούμενα μακρόθεν,
ή νά έξευρεθή τρόπος συναντήσεως καί τών τριών προσωπι-
κώς, καθ’ήν νά ήτο δυνατόν νά άνταλλάξωσι τάς δεούσας
σκέψεις. «... Καλόν καί πρόσφορον ήγησάμεθα,—λέγεται έν
τή έν λόγφ έπιστολή— ύποδεΐξαι μέν τή αγάπη αυτής έν κε-
φα?ωάφ, οΐοις συνεχόμεθα φόβοις καί θλίψεσιν, έπερωτήσαι
δέ, εΐ γε καί οί άγιώτατοι πρόεδροι τών δύο αδελφών Εκ­
κλησιών ’Αλεξάνδρειάς καί τής έν 'Αγία πόλει 'Ιερουσα?ιήμ
τό αυτό καί ημείς φρονοϋσιν, ότι δήλον οτι συμφέρον πάντως
αν εΐη μή ως έν άπόπτω θεωρεΐν τά έπί σκηνής ή καί έν
παρασκηνίοις δραματουργούμενα υπό φανερών καί αφανών

= 8 =
‘,\ρ\κ:ΓΌΐσκοϊϋΐ'ι Κύτυρου
73

υποκριτών, άλλ’ έν πρόσεχα συναντήσει τών τριών ημών πα­


τριαρχιών, έν τή βασιλευούση ταύτη συνερχόμενων, διαμεϋψαι
σκέψεις και άποφήνασθαι έφ’έκάστου τών με?.ετητέων θεμά­
των, όσα ον κριθώσιν επείγοντα καί σχέσιν εχοντα προς την
ανάγκην έρρωμενεστέρας μεν προασπίσεως τών κοινώς συμ­
φερόντων, στενοτέρας δέ συσφίγξεως τοϋ τής ένότητος δεσμού
καί μείζονος ένισχύσεως τοϋ ορθοδόξου χριστιανικού πνεύ­
ματος έν τώ καθ' ημάς πληρώματι τών πιστών)). Ληφθείσης
τής συγκαταθέσεως τών δύο πατριαρχών προς τοιαύτην συ-
νάντησιν, κατεβάλλοντο αί προσήκουσαι ένέργειαι, άχρις ώρας
όμως ούδέν σχετικόν επίσημον έκοινοποιήθη.
Τα κατάτήν μελετωμένην' συνάντησιν τών τριών πατρι-
αρχών συζητηθησόμενα θέματα, κατά τον δημοσιευθέντα κα­
τάλογον αυτών έν τή «Έκκλησ. Ά?α]θείςθ), έχουσιν ωδε.
1) Τό περί τής ηθικής καταστάσεως τής συγχρόνου κοι­
νωνίας, περί τών κατακλυζουσών αυτήν υλιστικών θεωριών καί
.
τοϋ έκφυλισμοϋ, περί ών έζητήθη ή γνώμη καί τών θεολο-

γικών σχολών, άτε τού ζητήματος κριθέντος ήθικοθρησκευτι-
κοϋ καί έπιστημονικής έρεΰνης έπιδεομένου.
2) Τό περί καθορισμού, εϊγε δυνατή τό γε νΰν ή προσέγ-
Π

γισις τών δύο ετέρων μεγάλων τοϋ χριστιανισμού παραφυά­


Α.

δων, τ. έ. τής δυτικής έκκ?νησίας καί τών διαμαρτυρομένων,


μετά πάντων καθόλου τών μελών τής’Ορθοδόξου ’Ανατολικής
Εκκλησίας καί περί τοϋ τρόπου καταλλήλου ένεργείας, είτε
διά κοινόλογίας, είτε καί διά τύπων τινών έξευρέσεως.
3) Τό περί βουλγαρικού σχίσματος καί φυλετισμού, χρη-
σιμοποιουμένου υπό τών προπαγανδών άνά πάσαν τήν ’Ανατο­
λήν άναστατουμένης ούτωσίν ύπ’ αυτών τής όλης κανονικής
έκκλησιαστικής διοικήσεως.
4) Τό περί εισβολής έξωθεν μοναχών εις τάς πατριαρχι­
κός περιφερείας, αποστολήν έχόντων πάσαν άλλην πλήν τής
’Ορθοδόξου χριστιανικής εύλαβείας καί ένεργείας, ως μαρτυρεί
ό βίος αυτών, άξιος ών κανονικής κρίσεως καί κατακρίσεως.
5) Τό περί έκλόγής πατριάρχου ’Αντιόχειας, περί τοϋ και-

=9 =
‘Gkk\i ισιαστικι i 'GiniOooopilcrisr
74

νοφανούςκανονισμού τοΰ θρόνου εκείνου, καινοφανώς δημο-


σιευθέντοςέν ξέναις χώραιςκαί ύργάνοις.
6) Τό περί εκλογής αρχιεπισκόπου Κύπρου, τοΰ συντα-
ράξαντος την κλυδωνιζομένην ετι αδελφήν εκείνην Εκκλη­
σίαν.
7) Τό άνά την μεγάλην ορθόδοξον Ρωσσίαν διεγερθέν
ζήτημα τής διαρρυθμίσεως τής επί μέρους διοικήσεως τής
αυτονόμου ταΰτης Εκκλησίας.
8) Τό περί τοΰ ακριβέστερου καθορισμού τών βαθμών
τής συγγένειας, ίδίρ τών εξ αγχιστείας εν τωγάμω.
9) Τό περί διαρρυθμίσεως τών νηστειών, συνωδά τώ
πνεύματιτής αληθούς νηστείας καί ίδίαοσον άφορατούς ασθε­
νείς ή ασθενούς κράσεως οργανισμούς.
10) Τό μοναστηριακόν ζήτημα, ήτοι τό ζήτημα τών έν
Ρουμανίρ δημευΰέντων κτημάτων τών 'Αγίων Τόπων.
11) Τό περί διορισμού αντιπροσώπων τών πατριαρχών
.

καί ιδία τοΰ οικουμενικού παρά τε τοΐς λοιποΐς πατριάρχαις
καί τοΐς λοιποϊς προέδροις τών αύτοκεφάλων Εκκλησιών προς
εύχερεστέραν ανταλλαγήν ιδεών καί γενικών ζητημάτων τής
Π

καθόλου Εκκλησίας.
12) Τό τής έξαρτήσεως τής διακονονίσεως καί διοικήσεως
Α.

τώνέντώ έξωτερικώ ορθοδόξων παροικιών προς πρόληψιν προ­


στριβών μεταξύ τών αρχηγών τών ορθοδόξων Εκκλησιών,
προς οϋς έκάστοτε οίτάτώνέν λόγω κοινοτήκυν ιθύνοντες
απευθύνονται διά τήν πρόληι|πν τών άπαιτουμένων διά τάς
θρησκευτικός αύτών άνάγκας κληρικών.
Τίνα σύγχρονον σημασίαν διά τήν ’Ορθόδοξον’Ανατολι­
κήν Εκκλησίαν έχει έκαστοντών ανωθι αναφερομένων ζητημά­
των, άν ύπάρχωσι καί άλλα τοιαύτα τής αύτής σπουδαιότη-
τος καί επιβολής καί τίςή οδός, ήτις θά ήγενήμάς εις τήν λύ-
σιν αυτών, πάντα ταύτα άποτελούσι τό θέμα εύρειών συζητή­
σεων, εις ί:ς θά προεκαλούμεν πό.ντας τούς βουλομένους τεκαί
δυναμένους συζητητας νά λάβωσι μέρος, τούτο μέν διαφωτί-
ζοντες τό ομογενές κοινόν επί τών αμέσως τήν σύγχρονον κοι-

ΙΟ
'ΰκκ\ιισ1α |’ou|-iayias
75

γωνίαν θιγόντων έκ των άνωθι αναγεγραμμένων καί εΐ τινων


άλλων παραλειφθέντων ζητημάτων, τοΰτο δέ διευκολύνοντες
διά των μελετών καί τής τών σκέψεων διαμοιβής αύτδ το έ'ρ-
γον τών μελλόντων έπ'ι τό αύτό συσκέψασθαι, άν ποτέ τούτο
ήθελε κατορθωθή, πατριάρχων.
’Εκκλησία Ρουμανίας.
Αί φυλετικαί πνοαί, αϊτινες από τίνος παρατηρούνται τό­
σον σφοδρώς πνέουσαι έν τοΐς διαψύροις κοινωνικοις στρώμασι
τής ορθοδόξου Ρουμανίας, φαίνεται, ότι έπέψαυσαν καί τάς δια­
θέσεις τοϋ κλήρου πρόςτε τούς οΰτω καλού μένους Κουτσοβλά-
χους τής Μακεδονίας άφ’ενός καί προς την Εκκλησίαν Κων)πό-
λεως άφ’ετέρου και διά τούτο-παρατηρούμενη ότι αί σχέσεις
τής Ρουμανικής Εκκλησίας προς τό Οικουμ. πατριαρχεΐον, ώς
έκ τινων περιστατικών δικαιούμεθα νά εϊκάσωμεν, εΐνε ήκιστα
αδελφικαί. Ώς ένδείκνυται έκ τής έν τώ παραρτήματι τού 5ου
τεύχους τής «Έκκλησιαστ. Άλ/ηθείας» δημοσιευθείσης με­
.
ταξύ τής A. Θ. Π. τού Οικουμενικού Πατριάρχου καί τοϋ Μη­

τροπολίτου Ούγγροβ?αχχίας καί Πριμάτου τής Ρουμανίας αλλη­
λογραφίας καί τών λοιπών συναφών γραμμάτων, ό Πριμάτος
Π

καί μόνος καί μετά τής περί αυτόν ρουμανικής Συνόδου, κατά
την κρίσιν είδικώς έπί τούτω συστάσης έπιτροπής, «μετά περισ­
Α.

σής ακυρολογίας καί άκαιρολογίας διακηρύττει πανηγυρικά)


καί ύπερφιά?ω) τώ τρόπω, ότι ή Έκκλ/ησία τής Ρουμανίας ού-
δαμώς έστιν αξία τών παρά τής έν Κωνσταντινουπόλει μεγά­
λης τού Χριστού Εκκλησίας παρατηρήσεων», άς ειχεν έξ αφορ­
μών τινων λυπηρών ό Οίκ. Πατριάρχης άπευθύνας προς τον
Πριμάτον. Έντώ τόνω τής έπιστολής τοϋ Πριμάτου, «όγκη-
ρώς περιαυτολογικώ», έπιστολής «πολυτελώς ύφανθείσηςέν τώ
έργαστηρίω ούκ όρΰοποδούσης άγιότητος καί μεγαλαΰχίας
ύπεράντλου», κατά την έκφρασιν τής εϊρημένης Έπιτροπής,
σαφέστατα διαφαίνεται ή δυσφορία καί τής Ρουμανικής Εκ­
κλησίας διά τό ανένδοτον τού Οίκουμ. Πατριαρχείου εις τάς
παραλόγους αξιώσεις ρουμάνων σοβινιστών, δαπανησάντων
εις τό κενόν μέχρι τοΰδε 400 που εκατομμύρια φράγ. διά νά

JX
76 ‘‘GkkN.i ισιαστικι ι "GroiOcajputfis

κερδήσωσιν οίκτρούς τινας, κατά την εκφρασιν τοΰ διάση­


μου ίταλοΰ δημοσιογράφου Cancani, «πελάτας»εν Μακεδονία,
προσήλυτους τής Ρουμανικής προπαγάνδας. Και δμως πόσον
καρποφορώτερος θά ήτο ό τηλικοϋτος πλούτος, ό προερχό­
μενος άλλως τε έκ τής παρανόμου δημεύσεωςτών έν Ρου-
μανίφ κτημάτων τών 'Αγίων Τόπων και διά τής τοιαυτης
αύτοΰ χρησιμοποιήσεως έξηγών τον σκοπόν τής τότε δημεύ-
σεως, άν διετίθετο προς βε?αίωσιν τουλάχιστον αύτοΰ τοΰ
ρουμανικοΰ κλήρουκα! τοΰ ?α*οΰ, ή κατάστασις τών οποίων
όμολογεΐται άθλια ύπ’ αυτών τών γνησίων ρουμάνων, ως κα­
ταφαίνεται εκ τών εν τώ έπισήμώ περιοδικφ τής Ρουμ. Εκ­
κλησίας γραφέντων υπό τοΰ ρουμάνου καδηγητοΰ Κορνοί'ου !

.

Π
Α.

— 12 —
ΤΟΥ ΣΟΦΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

Κτροτ ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ TGT ΚΥΠΡΙΟΥ 1

ΕΠΙΣΤΟΛ ΑΙ

Π I» Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε X Λ

Τά κατά τον βίον τοΰ πατριάρχου Γρηγορίου του Κυπρίου


γινώσκομεν έν συντόμω έκ του λόγου αύτοΰ τά καθ’ εαυτόν περιέ­
χοντας.2 Ή πηγή όμως αυτή παρά πάσαν την αυθεντίαν αυτής έ-
λαχίστας ήμΐν παρέχει είδήσεις περί τής καθ’ όλου αύτοΰ δρά-
σεως καί δή κατά τήν εποχήν τής ένδοξου αύτοΰ πατριαρχείας.
Πλείονες καί λεπτομερέστεραι πληροφορίαι περί τοΰ πολυκύμαν­
του βίου τοΰ πατριάρχου έταμιεύθησα; έν ταΐς ίδίαις αύτοΰ έπι-
.
στολαΐς, αίτινες άγνωστοι έν ταΐς πολλαΐς βιβλιοθήκαις άποκείμεναι

μέλλουσιν ήδη νά ίδωσι το φως. Έν αύταΐς απεικονίζεται ολόκλη­
ρος ό πατριάρχης έν τε τω δημοσίω καί ίδιωτικφ αύτοΰ βίω καί ά-
ποτυποΰται ή μεγάλη αύτοΰ καί εύγενής καρδία δδυνομένη καί πά-
Π

σχουσα έν τοΐς δεινοΐς καί ταΐς συμφοραΐς τής ’Εκκλησίας, καί εύ-
Α.

') Διώκησε τήν ’Εκκλησίαν από τοΰ 1283—1289' άπεβίωσε τω 1290 έν τή μονή
τής Άριστηνής έν Ιίωνσταντινουπόλει.
■) «Τοΰ σογο)τάτου καί λογιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου
τοΰ Κυπρίου όιηγήσεως μερικής λόγο; τά καθ’ εαυτόν περιέχων» (Migne, Patrol, gr.
τομ. 142, 19).

= 13 =
Cooc]>po|jiou (Ξΰστρατιάδου 78

φραινομένη έν ταΐς εύτυχίαις των φίλων καί τή εύοδούσει και γα­


λήνη των εκκλησιαστικών και πολιτικών πραγμάτων. Πάντα τά
γεγονότα, άτινα διαδραματίζονται επί τής ποιμαντορίας αύτοΰ εκ­
τυλίσσονται καί περιγράφονται σαφώς καί λεπτομερώς έν ταΐς προς
τον αύτοκράτορα ’Ανδρόνικον τον Παλαιολόγον καί τον μέγαν Λο­
γοθέτην Μουζάλωνα έπισήμοις έπιστολαΐς. "Ολοι οι πόνοι τής ιδίας
καρδίας διά τάς κοινάς καί ίδιας συμφοράς διαζωγραφοΰνται θαυ-
μασίως ύπο τής καλλιτέχνιδος του πατριάρχου χειρός κινοΰντος
την συμπάθειαν καί τον θαυμασμόν ημών.
Ό πατριάρχης Γρηγόριος καίτοι έν τώ καθ’ εαυτόν λόγω περί
τής οικογένειας αύτοΰ αναφέρει, δτι εις την μεσαίαν ανήκε τάξιν
τής Κύπρου, έν μια τών έπιστολών του (ρλς') λέγει, δτι οί συγ­
γενείς αύτοΰ ήσαν παντελώς πένητες καί αυτών τών αναγκαίων
στερούμενοι· «διακόσιοι συγγενείς έμοί- τάχα δε καί διακοσίων πλεί-
ους την ένεγκοΰσαν ημάς Κύπρον οίκοΰσι· πένητες ευ οίδα πάντες
καί άποροι καί αυτών τών αναγκαίων λειπόμενοι». Ταΰτα γράφει
.
τώ βασιλεΐ Άνδρονίκω καί άποτρέπει αυτόν νά εύεργετήση συγ­

γενή τού τινα πένητα, ΐνα μη την γενομένην ευεργεσίαν άκούσαν-
τες καί οί λοιποί έν Kύπρq) οίκεΐοι καταλάβωσι την βασιλεύουσαν
Π

καί ένοχλώσι τον πατριάρχην.


Έξ άλλων έπιστολών μανθάνομεν, δτι νόσος ανιαρά καί δή
Α.

ψώρα (έπιστ. οβ') κατεμαστίγου αυτόν έπί πολλά έτη κατά τον
χρόνον τής διδασκαλικής αύτοΰ δράσεως. «Εύχομαι εις Θεόν, ίνα
καν αύτός ύγιαίνοις, γράφει τώ Μελιτηνιώτη, έγώ δέ περί τούτου
πολλάκις εύξάμενος καί πολλάκις αίτήσας τον Θεόν ούκ ήδυνήθην
τυχεϊν... άλλ’ ίσως περί τής ψώρας ύπολαμβάνεις δυσχεραίνειν
έμέ,ήτις βαρεία τεκαί έπί χρόνον ήδη πολύν ένσκήψασά μοι ού μόνον
τν,ν έν σαρκί έκμυζήσασά έστιν ύγρότητα, άλλά καί εί τις ίκμάς
έν βάσεσιν οστέων έκρύπτετο. ’Εγώ δέ ού περί ταύτης νυνί, οίδα
γάρ σε ώς καί δφθαλμοΐς αύτοΐς έχεις το τοιοΰτον έλκος κατειλη-
φώς» καί περιγράφει έν ετέραις έπιστολαΐς (οβ', ογ', οδ', πη', ργ')
λεπτομερώς πάντα τά φαινόμενα τοΰ νοσήματος, δπερ ήπείλησε
πολλάκις καί τήν ζωήν αύτοΰ.
Άλλαχόθεν πλη >ύμεθα, δτι διέμενε διαρκώς έν τή μονή

= 14 =
Τ;πυιστο,\αί Πατρ. Γρπγορίου ίου Kumpiou
79

τού Σωχήρος, τής Άκαταλήπτου, καί ότι έκεΐθεν μετέβαινεν εις τά


αρχεία των ανακτόρων χάριν υπηρεσίας. Έν τη κατ’ αυτού προς
τον Σταυράκιον επιστολή γράφων να στείλη αύτω τά δανεισθέντα
βιβλία επιφέρει- «Ζητήτο; δέ ημάς ό κομιούμενος τά βιβλία μή έν
τοΐς άρχείοις, ού γάρ ευρίσκει- έν τη μονή όέ μάλιστα τού Σωτήρος,
’Ακατάληπτος έπονομάζεται ένθα ημείς καταμένομεν. Εί όέ καί
μετά το γνώρισμα τούτο έτι άγνοών διαμένει, άλλ’ είς τον Παντο­
κράτορα τό μέγα μοναστήριον έπιστάς, ή τον Κύπριον ζητείτω Γε­
ώργιον, ή τό μοναστήριον αύτω έπιδεΐξαι, καί πάντως ότι καί έν
γειτόνων οίκοΰμεν, ότι καί πολλών έτών τοΐς έκείσε μονασταΐς τυγ­
χάναμε'; γνώριμοι, ούκ απορήσει τού βουλομένου μέχρις ημών έξη-
γήσασθαι». Έν τή μονή λοιπόν τού Σωτήρος άναγνώστηςώνώς κα­
τωτέρω άναφέρομεν, οιέμενεν έπί πολύν χρόνον. Έπλανήθη καί έν-
ταύθα οΜ. Γεδεών γράήας (πατριαρχ. πίνακ. σελ. 400), ότι «άγουσι
τον Γρηγόριον εις την μονήν τού προδρόμου τής Πέτρας καί ναόν
εύρόντες έπ’ άμπελώνος τής μονής ταύτης άλειτούργητον έκ μα"
.
κροϋ χρόνου μείναντα, έκεί άνέόειξαν μοναχόν καί αναγνώστην» ο

Γρηγόριοςήν πολλά έτη προ τήςέκλογής αυτού είς πατριάρχην ανα­
γνώστης (ίσως καί μοναχός, ώς έκ τής έπιγραφής τής λγ' έπιστο-
λής, ήν άναγινώσκομεν έν τώκώδ. Α., δυνάμεθα νά είκάσωμεν- «ό
Π

πατριάρχης τώ αυτού φοιτητή πρωτασηκρήτη κυρώ Μανουήλ νέαν


Α.

άγων τήν ηλικίαν προ τού τον μονήρη βίον ΰπελθεΐν»). Έν τή


προς τον αρχιδιάκονον Μελιτηνιώτην πή έπιστολή γράφει τά εξής*
«καί άγομαι καθότι κελεύεις, ώς μή έξόν άρχιδιακόνω οντι σοι βίαν
καν τήν έλαχίστην προσαγαγεΐν άναγνώστην όντα εμέ, καί παρά
τού συντρόφου λόγου πεπαιδευμένον τό δίκαιον». Εφεξής έκ τών
γνωστών αυτού ποιημάτων (ίο. Krumbacher geschichte der Byz.
Lit. σελ. 98 καί 47G) συνέγραφε καί λόγον είς τον άγιον Διονύ­
σιον περί ού γράφει ταύτα τώ μεγάλφ Λογοθέτη· «ούκ-ολίγοι τών
φίλων τον λόγον αίτούσιν ήμάς, τούτον δή λέγω τον προσφάτως
ήμΐν έπί τώ μεγάλφ συντεθειμένο'; Διονυσίφ· αίτοΰσι δέ ούχ όπως
άναγνόντες άηδισθώσι —τούτο γάρ ούόέπρός ένθυμήσεως αύτοΐς—
μάλιστα μέν ουν ώς πλείστης μεταλάβωσιν έκεΐθεν εύφροσύνης»
(έπιστ. ριβ'). Ιίρόςδέτούτοις συνέταςε καί κανόνα είς τον άγιον Χρι-

= 15 =
8o Οοοφρομίου Ουστρατιάόου

στοφόρον, δν υποβάλλει είςτήν κρίσιντοΰ διδασκάλου αύτοΰ ’Ακρο­


πολίτου (ίδ. έπιστ. β' καί ρης').
Άλλ’ έκτος του πλήθους των περί αύτοΰ είδήσειυν, αίτινες φέ­
ρονται τήδε κακεΐσε εις τάς έπιστολάς, έξ ών έλαχίστας ανώτεροι
άνεφέραμεν, έν τω πολυτίμω τούτορ μνημείο) αναγράφονται έμπε-
ριστατωμένως καί πιστώς πάντα τά σύγχρονα πολιτικά καί εκκλη­
σιαστικά γεγονότα, άτινα άγνοοΰμεν άλλαχόθεν (πρβλ. τάς προς
τον αύτοκράτορακαί τον μέγαν λογοθέτην έπιστολάς).
Τάς έπιστολάς περισυνέλεξε καί κατέταξε χρονολογικώς αυ­
τός ούτος ό Γρηγόριος, ώς έκ τής προς τον μέγαν Λογοθέτην ρνέ
έπιστ. μανθάνομεν «έπιστολάς τάς έμαυτοΰ άλλοθεν άλλην ώς άν
οίος τε ώ συλλέγων καλλιγραφεϊν δίδιυμι βουλόμενος αύτάς εις πυ-
κτίον έχειν άθρόας»· ο δέ μέγας Λογοθέτης βαρέο)ς φέρουν την στέ-
ρησιν του θησαυρού τούτου, ους ούτος ονομάζει τάς έπιστολάς τοϋ
Γρηγορίου, οστις έζήτησε παρ’ αύτοΰ ολας τάς προς αύτόν σταλεί-
σας, λέγει· «αλλά πριν μέν συλλέξας τάς έπιστολάς παρ’ έμαυτφ
.
κατείχον θησαυρόν άσυλον νΰν δ’ ώς πάσαν άνελίςας πάσαις έπε-

ξήλθον όμοΰ, άπεπάγην ώσπερ τον νοΰν καί άγονον τελέιυς έσχον
αύτόν είτα την τοΰ έπιστέλλειν οίον παντελώς άπυύλεσα δύναμιν,
θαύματι τω προς τάς έπιστολάς το πράγμα παθούν. "Οθεν καί σιγή
Π

πέμπειν αύτάς έβουλόμην μή έχων ο,τι ποτ’ ούν έρεΐν αύτών άςιον
Α.

άλλ’ οτι με σφοδρός ό περί αύτάς έρως κατέχει, καί βούλομαι συν
τάχει μοι τον θησαυρόν άποδίδοσθαι.
Αί έπιστολαί τοΰ πατριάρχου Γρηγορίου γραφεΐσαι αί μεν
έν νεανική ηλικία, πριν έτι υψωθή εις τον θρόνον τον οικουμενι­
κόν, αί δέ κατά την αύτοΰ πατριαρχείαν καί μετ’ αύτήν απευθύ­
νονται τοΐς άκολούθοις·
1) Τω βαοιλεϊΆνδρονίκω τωΠαλαιολόγω οκτώ ύψίστης
σημασίας, έναίς όένδεινοΐς οιατελών πατριάρχης διεκτραγωδεί την
σύγχρονον πολιτικήν καί έκκλησιαστικήνέν Βυζαντίω κατάστασιν,
ήν έδημιούργησαν κατά την έν ’Ασία αύτοΰ διαμονήν οί έχθροί
τής πολιτείας, έν οίς καί ο αδελφός αύτοΰ ό σεβαστοκράτωρ Ίο)-
άννης καί οί περί τον Βέκκον πολυάριθμοι αντίπαλοι τοΰ Γρηγο­
ρίου. Αί προς τον Αύτοκράτορα έπιστολαί είσιν ή ρλβ', ρλγ', ρλδ',
ρλζ', ρλη', ρμβ', ρμγ', ρμς'.

= ι6 =
"GroKrroAai Πατρ. Γριιγορίου τού Κυωρίου 8l

2) Τφ άδελφώ τον Αντοκράτορος ’Ιωάννη (ή ρλα'). Έν


ταύτη ελέγχει αυτόν σφόδρα διά τήν προς τον αδελφόν αυτού άπι-
πιστίαν καί αδιάλλακτον έχθραν. Ό σεβαστοκράτωρ Ιωάννης ήθέ-
τησε τούς προς τον άοελφον δρκους, συνθηκολογήσας κρυφίως μετά
τού άρχοντος της Σερβίας εναντίον των συμφερόντων τού κράτους.
3) TfjΡαονλαίνη ( ή ρπζ', ρπη', ρπθ'). Αύτη ήν Ουγάτηρ
Ίωάννου τοΰ Κατακουζηνού καί αδελφή τού βασιλέως Μιχαήλ
τού Παλαιολόγου. Έκλήθη δέ Ραούλαινα έκ τού δευτέρου αυτής
άνδρος Ίωάννου Ραούλ. Ή Ραούλαινα ήγάπα καί έπροστάτευε
θερμώς τα γράμματα, έξετίμα δέλίαν καί έσέβετο τον σοφόν πα­
τριάρχην Γρηγόριον, ούτινος παρέμεινε πιστή λάτρις καί προστά-
τις μέχρι τοΰ θανάτου αυτού (1290). Αί προς τήν Ραούλαιναν έπι-
στολαί τού Γρηγορίου είσί πλείονες ή οσας 6 ήμέτερος κώδ. Α περι­
λαμβάνει. Ό κώδ. τού Αουγδούνου ύπ’ άριθ. 49 περιέχει 18 δλας
έπιστολάς τού Γρηγορίου προς αυτήν (Ίδε Σ. Κουγέα Zur Oes-
chichte der Miinchener Thukydideshandschrift, παρά K.rum-
.
bacher, Byz. Zeitschrift. XVI, (1907) 3]4, σελ. 595). Έκ ση-

μειώσεως κωδικός τίνος, ήν έγραψε Μάςιμος ό ΙΙλανούδης, μανθά-
νομεν ακριβώς τό έτος τής τελευτής τής λογίας ταύτης γυναικός.
Π

Τό σημείωμα έχει ως εξής· «Έκοιμήθη ή αγία Κυρία μου ή μο­


ναχή κυρά Θεοδώρα Ραούλαινα Κατακουζηνή Κομνηνή ή ΙΙαλαι-
Α.

ολογίνα ή έξαδέλφη τού εύσεβεστάτου βασιλέως κυροΰ ’Ανδρονίκου


έν έτει ~θ ίνδ. ϊδ κατά τήν ς' τού Δεκεμβρίου μηνός ώρα ζ' τής
αύτήςνυκτός». (’Ίδ. Σ. Κονγέα, ένθ.άνωτ.σελ. 590).
4) Τω μεγάλω Αογοϋ'έτη Θεοδώρω τω Μονξάλωνι
(ή νδ', νε', νς',ξ', ξα', ρθ', ριβ',ριε', ριζ', ριθ', ρκ',ρκγ', ρκδ', ρκε, ρκζ',
ρκη', ρκθ', ρλ', ργε', ρλς', ρλθ', ρμ', ρμα', ρμδ', ρμε', ρμθ', ρν', ρνα',
ρπγ', ρνδ', ρνε', ρνζ', ρνθ', ρξ',ρξα',ρςβ',ρξγ',ρςδ',ρξε',ρςς',ρξη', ρο',
ροβ', ρογ', ροδή ροε', ροζ', ρπ', ρπα', ρπβζ ρπγ', ρπδ', ρπε'). Ουτος
ήν μαθητής τοΰ Γρηγορίου (ίδ. επιγραφήν Τα' επιστολής), έτιμήθη
πρώτον τφ άξιώματι τού μεγάλου λογοθέτου, μβτά τον θάνατον
Γεωργίου τού ’Ακροπολίτου (ίδ. Δη μιμρακοπούλον, Όρθ. Έλλ.
σελ. 66) καί είτα τφ τού πρωτοβεστιαρίου (ίδ. Παχυμέρηντομ. Β'.
έκδ. Βόνν. σελ. 153)· «αυτός δέ (ό βασιλεύς), λέγει ό Παχυμέρης,

Έχκλ. Φάρος Δ’, β", 1908. 6


δ2 ^ Οοοφρομίου 0οστρατιάδου

τφ Νυμφαίψ έφίσταται φέρων καί τον Μουζάλωνα προς το τοϋ με­


γάλου λογοθέτου σεμνώματα καί πρωτοβεστιάριον κλειζόμενον».
(ίδ. καί έπιγραφάς έπιστ. ρξα', ρξβ', ρξγ', ρξδ', ρξε', ρξς', ρξη', ρπγ',
ρπδ', ρπε'). Ό Μουζάλων ήν άνήρ σοφός γράψας καί λόγον άντιρ-
ρητικόν κατά των βλασφημιών τοΰ Βέκκου (Ιο. έπιστ. νδ', νε', νς',
ρθ')’ ό Γρηγοριος καλεΐ τούτον άνδρα σοφώτατον, στύλον και έδραί-
ώμα της ’Εκκλησίας, τής εύσεβείας πρόμαχον και πίστεως έρεισμα
(έπιστ. ρογ'). Πράγματι δέ ούτος τοιοΰτον έλαβε μέρος εϊς τον
κατά τοΰ Βέκκου άγώνα, ώστε δικαίως λέγει 6 Γρηγοριος, δτι
«είμή Γρηγοριος ό πατριάρχης καί Μουζάλων ό μέγας Λογοθέτης
σοφίας περιουσία καί Γραφών ιερών έκλογαΐς άντεΐχον καί τον
σφοδρόν έκεΐνον χειμώνα τής παλαμναίας έκείνης άνέστελλον
γλώττης (τοΰ Βέκκου), τάχ’ αν το ψεΰδος κατά τής άληθείας έ-
λάμβανε κράτος καί τής άρετής ή περιεργία το πλεΐον είχεν (ιδ.
Γρήγορά ίστ. λογ. ς', σελ. 170). Ό Γρηγοριος έν τή συλλογή τών
έπιστολών του περιέσωσεν ήμΐν καί πέντε έπιστολάς τοΰ Μουζά-
.

λωνος, την νγ', ρις', ριη', ρνς', ας θαυμάζει διά το κάλλος τοΰ λόγου
καί έπαινεΐ σφοδρά. Έν τή λς' έπιστολή αναφέρει ό Γρηγοριος,
δτι ό μέγας Λογοθέτης συνέταξε λόγον εις τον ομώνυμον αύτοΰ
Π

άγιον. Είναι άγνωστον, αν ό Μουζάλων συνέταξε τον λόγον ή 6


προκάτοχος αύτοΰ ’Ακροπολίτης.
Α.

5) Τώ Αογοϋ'έττ] τών Γενικών Γεωργίω τω Άκροπο-


λίτji (ή β', λη',λθ', ρια', ρξθ'). Ούτος ήν διδάσκαλος τοΰ Γρηγορίου,
(ιδ. τίτλον έπιστ. ρια'). Γεννηθείς έν Κωνστινουπόλει τώ 1220,
μετέβη είτα είς Νίκαιαν ένθα έξεπαιδεύθη υπό Νικηφόρου τοϋ
Βλεμμίδου. Έπανελθών είς Κων)πολιν έγένετο μέγας λογοθέτης
υπό Ίωάννου τοΰ Δούκα καί άπέθανε τώ 1282 (ίδ. Δημητρακο-
πούλου, Όρθ. Έλλ. σελ. 47). Είς τήν κρίσιν τοΰ διδασκάλου αύ­
τοΰ ’Ακροπολίτου υποβάλλει ο Γρηγοριος κανόνα τινά είς τον ά­
γιον Χριστοφόρον (ί'δ. έπιστ. β' καί ρ(Γς')*.
ο)ΤωΜητροπολίττι’Εφεαον’Ιααάκ{Ί] θ'). ΟύτοςήνφιΛος
αύτοΰ καί προστάτης, άποστείλας αύτώ καί βιβλίον θαυμάσιον περί
ού λέγει, δτι «ήνίκα τό βιβλίον είς χεΐρας έδόθη μοι.καί κατενό-
ησαοίόν έστιν, άφήκα μέν εύφραίνεσθαι, δπερ ποιείν είωθα έπάν τι

* "Ορα σημ. έν σελ. 92 = ζ8 =


'Gu>i<rro\aI ΓΙατρ. Γρηγορίου του Κυτηρίου
83

κτώμαι δ φιλόβιβλος εγώ, ίστάμην δέ μάλλον άμηχάνως έχων υπό


τοϋ θαύματος συχνά στρέφων αύτδ καί άναλογιζόμενος πώς δλως
τον τού τοιούτου κτήματος ήνεγκας χωρισμόν, καί ταϋτα γινώ-
σκων είναι τδ χρήμα τής αγάπης υπερφυές παρά σοί καί πολλήν
κεκτημένοντήνουναστείαν». Έναύτήευχαριστεί αυτόν καί διά τήν
άποστολήν του χώματος έκ τού τάφου του Εύαγγελιστοϋ Ίωάν-
νου εις ευλογίαν καί αγιασμόν ψυχής καί σώματος.
7) ΤωΜητροπολίττ) ’Εφέσου "Ιωάννη τωΧειλά(τι ροη',
ροθ'). Καί ούτοςήν μαθητής του Γρηγορίου σφοδρά ύπ’ αυτού φιλούμε-
νος, καί μονάχος τής μονής τοϋ Όστρειδίου (ί'δ. έπιστ. ρκα')-δυστυ­
χώς δμως ούτος πικρά άπέδωκετά τροφεία τώ διδασκάλω Μητρο­
πολίτης Εφέσου γενόμενος. Συνταχθείς μετά των κατηγόρων τοϋ
Γρηγορίου διατεινομένων, δτι έν τώ κατά τοϋ Βέκκου τόμο) πολλά
ύπήρχον τά βλάσφημα, επέσπευσε τήν άπομάκρυνσιν τού γηραιού
πατριάρχου (ίδ. Δημητρακοποΰλου, ίστορ. τοϋ σχίσμ. σελ. S8-ί)2).
Τοϋ Εφέσου Ίωάννου σώζεται έντήέν Βιέννη αύτοκρατορική Βιβλι­
.
οθήκη ύπ’άριθ. 288 πόνημά τι έπιγραφόμενον οΰτω: «Λόγος άπο-

δεικνύς οτι όρθοδοξούσης τής Εκκλησίας άλόγως ταύτης διίσταν-
ται οί νΰν ταύτης άποσχιζόμενοι». Έν ταίς δυσί προς αυτόν έπι-
στολαίς του δ πατριάρχης Γρηγόριος καθικετεύει αυτόν νά σπεύση
Π

είς βασιλεύουσαν προς κατεύνασιν τοϋ νέου σάλου τοϋ άπειλοϋντος


Α.

καί αΰθις ναυάγια, άλλ’ ούτος έκώφευεν είς τήν φωνήν τού πατρι­
άρχου, δστις έν τώ τέλει τής δευτέρας προς αυτόν επιστολής λέγει:
«είδε καί οΰτω προφάσεις αύθις άναβολών παρ’ ύμίν,οίχεται βεβαίως
ήμίν τά χριστιανών ώς δείχριστιανών πράγματα, καί υμείς είσεσθε·
έγώγάρ άνθρωπος ών καίπάσι τοίς έμαυτοϋπρός τον ένχερσίν άγώ-
να χρησάμενος, επειδή περ είς τέλος άντέχειν ούχ οίός τε γέγονα,
προς έμαυτόν στραφείς ηρεμώ, τούς μέν εχθρούς τών ψυχών καί
άκων άφείς χρήσασθαι τή ίσχύϊ, υμάς δέ περί τών προκειμένων
λόγους άποδοΰναι Θεώ».
8) Τω Μελιτηνιώτη Κωναταντίνω μεγάλω άρχιδιακόνω
(ή ε', κζ' ξα', οβ', οε', πη', η', ηζ', ργ', ρί ρηβ', ρηγ', ρης'). Έν άρχή
ένθερμος ών φίλος τοϋ πατριάρχου Γρηγορίου, ώς έκ τών προς αυ­
τόν έπιστολών δήλον γίνεται, έπολέμησεν εϊτα τούτον ύπερασπισθείς

= IQ =
84 Οα>φρομ1ου Εύστρατιάδου

δημοσίαέν τήσυνόδω τόν Βέκκον, μεθ’ οΰ καί συγκαθαιρεθείς πε-


ριωρίσθη εις τήν μονήν τοϋ Κοσμηδίου (Δημητρακοπούλου, Ίστορ,
του σχίσμ. σελ. 87). Περί των ποιημάτων τοΰ Μελιτηνιώτου ίο.
Krumbacher, geschichte der Byz. Litt. σελ.97,3).
9) Τω μοναχω Άΰ-ανασίω τωΑεπενδρηνω (ήρμζ',ρμή).
Ούτος ήν έκ των λογίων τοΰ άγιου ορούς (;) μοναχών, συνοδεύων
τον αύτοκράτορα ’Ανδρόνικον είς τήν έν ’Ασία εκστρατείαν αύτοΰ,
δπου καί γράφει αύτφ ο Γρηγόριος κοπτόμενος διά τήν έν Βυζαν-
τίω κατάστασιν «πάσχομεν καί ημείς ταΰθ’ ορώντες καί βοηθεΐν
δυνάμεθα μέν, άναβαλλόμεθα δέ τήν υμών άναμένοντες καί επιδη­
μίαν καί συμμαχίαν. ’Αλλά διεγέρθητε οί πρεσβύται μέν τώ χρόνω
αεί δέ άκμάζοντες τον υπέρ εύσεβείας καί άληθείας ζήλον, καί τήν
πανοπλίαν άναλαβόντες τοϋ πνεύματος άγωνίσασθε, καί ούδέν φο­
βερόν εί δύο ημείς όντες είτε καί τρεις προς τοσούτους άντιπαρατά-
ξεσθε».Ή δεύτερα προς αυτόν έπιστολή επιγράφεται «τώ αύτώ έτι
είρηνεύοντι», έξ ούείκάζομεν, δτι όΛεπενδρηνός έλθών είςΚιυν)πο-
.

λιν συνετάχθη τοϊςάντιπάλοιςτοΰ Γρηγορίου.
10) Τω μοναχω Θεοδοσίω τω Κνζίκον (ή πδ', πε'). Έν
τή πρώτη προς αυτόν επιστολή ευχαριστεί αυτόν διά τον ήδύν καί μέ-
Π

λανα οίνον, ον ούτος έπεμψεν αύτώ· έν δέ τή δεύτερα δικαιολογεί


τήν βραδύτητα τής άποστολής γράμματος λέγων «δύο ήμΐν ή στην
Α.

παιδίσκω θεράποντε, ών άτερος έξ οίασοΰν αίτιας εαυτόν ημών άπο-


στήσας,θάτερον λέλοιπε παρ’ ήμΐν ον δέ λέλοιπεν ορας καί αυτός
παρεστώτά σοι. Τούτο) δή προς το έχειν τά έαυτοϋ πράττειν, καί
τάτοΰ έκλελοιπότος έπέπεσεν έργα.... Τοίνυν καί βαδίζουσιν ήμΐν
εις τάάνάκτορα έπεται, οίκοι μένουσι σύνεστι,τά ένδον εύ διατίθε­
ται, είςαγοράν εμβάλλει, άποστέλλεται δπου δήποτε, ταΐς άλλαις
ήμώνχρείαιςέφίσταται». Έκ τής έπιστολής ταύτης γίνεται δήλον,
δτι ό Κυζίκου Θεοδόσιος διέμεινεν έν Κων)πόλει καί ήν φίλος τοΰ
Γρηγορίου καί δτι ο άναγνώστης (ίσος καί μοναχός) Γρηγόριος έν
τή μονή τοϋ Σωτήρος, τής Άκαταλήπτου, διαμένουν, ως ούτος άλ-
λαχοϋ άφηγεΐται, μετέβαινεν είς τά άνάκτορα χάριν υπηρεσίας υπό
τοΰ ύπηρέτου αύτοΰ συνοδευόμενος.
11) Τω μοναχω Μεϋ·οδίω (ή ογ', ρ',ρα').Τούτω πέμπει βι-

= 20
"ύωιστολαΐ ΓΙατρ. Γριιγορίου του Κυωριου
85

βλίον,τόν Δημοσθένην, «έν ύλη διακεχυμένον καί άτακτον όντα» καί


παρακαλεΐ αυτόν, ίνα τακτοποιήση καί δέση αυτό.
12) Τώ μοναχώ ΛΑγά&ωνι Κορέατ] (ή οδ', πθ'). Έντή πρώτη
προς αυτόν επιστολή ικετεύει αυτόν ό Γρηγόριος να εΰχηται υπέρ
της υγείας αυτού, υπέρ ής μέλλει καί αύθις να ύποβληθη είς υδρο­
ποσίας καί καθάρσια πόματα.
Ιο) Τώ μοναχώ Δανιήλ τώΓλυκεΐ (ή ρκς'). ’Ίσως είναι ό
αυτός τω μοναχώ της μονής του Όστρειδίου, είς δν πέμπει καί την
ρκα' επιστολήν.
14) Τώ διακόνω Καλλίατω (ή μζ', μη').
15) Τώ Έπιϋκόπω Πριήνης (ήλζ'). Τις ούτος, άγνωστον.
16) Τώ μοναχώ ’/ασίττ; (ήγ',δ',οα',ριγ').Μή άραγεοΰτος
τυγχάνει ό τής του ΊασίτουΟ μονής Ιερομόναχος’Ιώβ, ο καί σύγ-
χρονοςτοΰ Γρηγορίου;
17) Τώ Θεογνώατω ’Ιωάννη ίατρώ (ή ιβ', ιγ', ιε',οθ', πγ',
ρζ', ριδ', ρςζ'). Ούτος ήν ιατρός εν Κωνσταντινουπόλει, φίλος του
.
ήμετέρου Γρηγορίου καί ιδιαίτερος αυτού ιατρός, δν προσεκάλει οσά­

κις ή γνωστγ) αυτού νόσος (ή ψώρα) κατελάμβανεν αυτόν. Φαίνεται
δέ, οτι ό ιατρός Θεόγνωστος έδίδασκεκαί δημοσία, διότι έν τή προς
Π

αυτόν πγ'επιστολή παρακαλεΐ αυτόν ό Γρηγόριος να διδάξη καί


τον παΐδα τού κοινού αυτών φίλου Άγάλλωνος έπιλέγων τα εξής:
Α.

«οίδας τον άνδρα (Άγάλλωνα) ως ούκ άνέξεται δωρεάν αυτού τον


παΐδα διδάσκεσθαι- εί δ’εκείνον αγνοείς, δπερ ούκ οίμαι, έμέ τέως
οίδας, καί μοιλέγοντι ώς εί μή Άγάλλων υπέρ τού υιού κατάθηται
τον μισθόν, άλλ’ ούνέγώ καταθήσομαι, άπιστήσεις ουδέποτε».11 Αν
ό φίλος τού Γρηγορίου ιατρός, ό πέμψας αύτώ νήττια ώά, καί δστις
ήν πρότερον «δεσπότηςήτοι παπάς», ώς έν τή προς τον έπίσκοπον
Πριήνης λζ' έπιστολή του λέγει, είναι ό αυτός τψ Θεογνώατω,
άδηλον.
18) Τώ Νεοκαιααρείτη Μανουήλ τώ ηρωτοααηκρήτη
(α', η', ια', ιη', ιζ', ιη', ιθ', κδ', κε', κς', λα', λβ', λγ', λδ', λη', μγ',
μδ', με', μς', μθ', ν', να', νζ', νθ', ξβ', ξζ', ξη', ο', πζ', ρη', ρηδ').

') 'Η μονή αΰτη έκειτο πληαίον τής γυναικείας μονής τής ’Αριστηνής, ένθα έξε-
μέτρησε τάξήν δ πατριάρχης Γρηγόριος.

= 21 =
86 (^οοψρορίου ϋυστρατιάόου

Ούτος ήν μαθητής τοΰ Γρηγορίου εύπορος φαίνεται καί μακράν του


Βυζαντίου διαμένουν (ίσως ένΝεοκαισαρεία). Ό Γρηγόριος λαμβά­
νει πολλάκις άφορμήν καί ψέγει τον άστατου φρονήματος μαθη­
τήν αύτοΰ.
19) Γεωργίω τώ Παχνμέρη (ή ξθ' ρε'). Ούτος είναι ό γνω­
στός ιστορικός δ τώ 1242 έν Νίκαια γεννηθείς καί μετά τήν κα-
τάλη 1 ιν τής Ινων)πόλεως μετά τοΰ ’Ακροπολίτου έν αυτή άποκατα-
σταθείς.Περιεβλήθη τά ύψηλάάξιιυματα τοΰίερομνήμονος,τοΰπρω-
τεκδίκου καί τοΰ βασιλικού δικαιοφύλακος. Έκτος των γνωστών
αύτοΰ συγγραφών, ας ίο. παρά τω Κ· K_mm.ba.cher, geschichte
der Byz. Litt. σελ. 288, συνεταξε καί λόγον στρυφνόν, ον ο ήμέτε-
ρος Γρηγόριος πολλάκις διεξελθών δεν ήδυνήθη νά κατανόηση,
διό καί έν τή προς αυτόν έπιστολή αύτοΰ (ξθ') ικετεύει νά τώ είπη
περί τίνος πρόκειται, περαίνων οΰτω τήν έπιστολήν «ου χάριν καί
περί τοΰ σοΰ λόγου τοΰδε, ώστε τά έν αύτφ καταλαβεΐν ίσχΰσαι
ικέτης γίνομαι σός, καί ικέτης θερμός· καί σύ γε χρηστός ών καί
.
αεί προς ωφέλειαν ρλέπων μ ή άποκάμης φίλον άνδρα διδάσκειν,

τοΰτο μόνον ευεργεσίαν ηγούμενον έαυτώ, δ,τι άν ποτέ πάθοι παρά
τίνος».
Π

20) "Ιωάννη τώ Σταυρακίω διακόνω καί χαρτοφνλακι


έν Θεσσαλονίκη (ή ιβ',κ', κα',κβ', κγ', κη', ος', οζ', πβ', ηθ', ρη'). Ό
Α.

Σταυράκιος ήν εις τών λογιωτάτων τής έποχής του· 6 Γρηγόριος


ψέγουν αύτον έν τή τθ' αύτοΰ έπιστολή, διότι άπεκάλεσεν αύτόν τε-
τυφωμένον, λέγει περί αύτοΰ· «ών ένεκα καί αδικεί ούτ’ έμέ ούτε
άλλων άνθρώπιυν ούδένα, τήν δ’ αλήθειαν αυτήν καί τήν ομαιμον
δίκην καί ταΰτα φιλόσοφος άνήρ ών καί τήν τής γεωμετρίας ισό­
τητα έπαινών καί προς γε χαρτοφύλακος έχων αξίωμα έν οΰτω πε-
ριφανεΐ καί μεγάλη τή πόλει, καί τοΰ δικαίου περιβεβλημένος εί καί
τις έτερος έν Θεσσαλονίκη». Τοΰ Σταυρακίου γινώσκομεν λόγον
εις τά θαύματα τοΰ μυρορρόα μεγάλου Δημητρίου, ού ή αρχή «ό
λόγος τοΰ μυρορρόα Δημητρίου θαύματα» (ίδ. ήμέτερον χειρόγρα­
φον κατάλογον τών κωδίκων τής έν Χάλκη Θεολογικής Σχολής,
σελ. 127), ώς καί έγκώμιον είς τήν αγίαν οσιομάρτυρα Θεοδοσίαν,
ού ή αρχή: «ό λόγος ορθοδοξίας στήλη Θεοδοσία τή καλλιμάρτυρι»
"(Ιποιστολαϊ Πατρ. I ριιγορίου του Kumpiou
87

(ένθ. ανωτέρω, σελ. 173). Τοϋ Σταυρακίου εν στιχηρόν εις τδν


άγιον Δημήτριον έξέδωκεν δ ήμέτερος Α. Παπαδόπουλος Κεραμεύς
έκ του ύπ’ άριθμ. 139 κώδ. της έν Πετρουπόλει Βιβλ. (ίδ. Byz.
Zeitschrift XVI, 1907, σελ. 692 3Α).
21) Ιωάννη τώ Πεδιασίμω Χαρτοφνλακι ΙΑχρειδών
καί ύπάτω των φιλοσόφων (ή λε'). Οΰτος συνέστησε τώ Γρηγορίω
Δουκόπουλόν τινα, ϊνα εκπαίδευση αυτόν καί καταρτίση τελείως εις
την φιλοσοφίαν άπαντών δέ ό Γρηγόριος είς τήν έπιστολήν αύτοϋ
λέγει- «ποιους, ώ χρηστέ, παρ’ ήμΐν ημείς κρύπτομεν λόγους, ών
ούκ έγκύμων ή σή διάνοια; παιδείας δέ τίνος αύτψ μεταδώσομεν, ής
ούκ έχεις αυτός πλουσιώτατα μεταδους άνδρί καί ταΰτα τοσοΰτον
παρακαθιζήσαντί σοι τον χρόνον, καί μαρτυρίαν έπ’ εύμαθεία
κομίζοντι παρά σοΰ—γραμματική μέν αύτψ κατώρθωται, ποιη­
τικής δέ είς άκρονϊκετο, ρητορικήν ήσκηται, συλλογιστούν άπασαν
συλλαβών έχει, γεωμετρίας ουδέν αυτόν παρέδραμεν, δ μή καί
ημάς.» Έκ τούτων είκάζομεν, οτι όΠεδιάσιμος έδίδασκεν έν Βουλ­
.
γαρία τα μνημονευθέντα μαθήματα (Πρβλ. Ιζ. K^rumbacher,

Geschichte der Byz. Litt. σελ. 556).
22) Μανουήλ τώ 'Ολοβάλω ή 'Ολοβώλω, τω βήτορι
Π

(ή ηβ', ης', ρκβ'). Έκ τής ρκβ' προς αυτόν επιστολής μανθάνομεν,


οτι καί ό Όλοβολος έν τω κατά του Βέκκου άγώνι ί'στατο μετά
Α.

τής μερίδος τοΰ Πατριάρχου Γρηγορίου, ψτινι καί καταγγέλλει, δσα


οι αντίπαλοι ένεργοΰσι καί πράττουσιν. Έν τη έπιστολή ταύτη
γίνεται καί μνεία των Κυριζηνών ή Όξυρριζιτών μοναχών, ούς
παρακαλεΐ ό Όλοβολος νά συγχώρηση ό πατριάρχης, άφορισθέντας
ίσως διά τήν μετά τοΰ Βέκκου εύκοινωνίαν, δπερ καί πράττει ό
Γρηγόριος. (Περί τοΰ ρήτορας Όλοβόλου ίδ. πλείονα παρά ΑΓ·
Krumbacher, ένθ. ανωτέρω, σελ. 770. καί Byz Zeitschrift, V.
(1896), σελ. 538. καί XVI (1907) σελ. 460—467, ένθα καί τά
τεχνοπαίγνια τοΰ Όλοβόλου μετά τριών πινάκων υπό τοΰ C. Wen-
del έκδοθέντα).
23) Τώ Λογοθέτη τώ άγελών τώΠεηαγωμένω (ήνβ').
Έν τή προς αυτόν έπιστολή άναμιμνήσκει αυτόν ό Γρηγόριος νά
πέμψη αύτώ τον κάλλιστον λόγον τοΰ σοφωτάτου μεγάλου Λογο-
88 ϋοοφρομίου Ούστρατιόδου

θέχου (του Μουζάλωνος). ’Άν ο Πεπαγωμένος ουχος είναι ό αύχδς


μέχδν Νικόλαον Πεπαγωμένον, ουχινος φέρεχαι έγκώμιον είς χον
μάρχυρα ’Ισίδωρον, είναι άγνωσχον (πρβλ. /(". K^rumbacher, Ges-
chichte der Byz. Litt. σελ. 176).
24) Τώ Σαπωνοπονλω (ή ξγ', ξδ', ξε π', πς'). Έκχώνπρδς
αύχδν έπισχολών χοϋ Γρηγορίου είκάζομεν, οχι ήν έκ χών λογίων
χοϋ Βυζανχίου. ’Αγνωσχον είναι άν ουχος χυγχάνη 6 αύχδς Νικήχα
χώ Σαπωνοπούλω, ουχινος σώζεχαι έν χώ κώδ. χής έν ΙΙαρισίοις
εθνικές Βιβλ. ύπ. άριθ. 228 «ερμηνεία έκ χών ερμηνειών χής Βουλ­
γαρίας ώς έν συνοφει είς χάς ιδ' έπισχολάς χοϋ άγιου άποσχόλου
Παύλου» (ίδ. Σωφρονίου Είι στρατιά/) ου, Μιχαήλ χοΰ Γλυκά είς χάς
απορίας χής θείας Γραφής κεφάλαια, σελ. ρκγ'), ή χώ πρωχονοχαρίω
Θεοδοσίω χώ Σαπωνοπούλω (ίδ. Παχνμέρηντο\ι. Β'. σελ. 25).
2.5) Τώ Ξιφιλίνω (ή ι', πά). Έκ χών έπισχολών χούχωνούδέν
περί χοϋ προσώπου αύχοϋ μανθάνομεν ίσως ήν άπόγονος χήςγνω-
σχής έκ Τραπεζοΰνχος οίκογενείας χών Ξιφιλίνων.
.

26) Τω μυατικώ ’Ιωάννη τώ υπερτιμώ (ή η'). Διά χής
έπισχολής χαύχης παρακαλεΐ αύχδν νά δεχΟή καί αύθις χδν άπο-
λυθένχα αύχοϋ ύπηρέχην.
Π

27) Τώ Χατζνκτ} Άϋ'ανααίω (ή κθ').


28) Τώ Σκονταριώττ} (ή λ', νη'). ’Άγωσχον άν ουχος είναι
Α.

ο Νικήχας Σκουχαριώχης, ουχινος σώζονχαι χρεΐς ομιλίαι είς χάς


Κυριακάς χοϋ ένιαυχοϋ έν χή έν Βιέννη αύχοκραχορική Βιβλ. (cod.
theol. gr. 263, φύλλ. 1696—698. Πρβλ. καί Λ). Krumbacher,
ένθ. άνωχ. σελ. 176). Είς άμφοχέρας χάς έπισχολάς δ λόγος περί
βιβλίων έν μεν χή πρώχη περί χής βίβλου χών προφηχών, έν δέ χή
δευχέρα περί χών είς χον Παρμενίδην χοϋ ΙΙλάχωνος έκπονηθένχων
ύπδ χοΰ Συριανοΰ.
29) Τώ Θεαααλονικεΐ Δημητρίω τώ Βεάακω (ή ζ').
Ό Βεάσκος ήν Ρεφερενδάριος χής Θεσσαλονίκης, μελοποιήσας
καί εν σχιχηρδν είς χόν άγιον Δημήχριον, οπερ συνέχαξεν ό χαρ-
χοφύλας Σχαυράκιος. Ό αύχδς Βεάσκος Οικονόμος είχα γενόμενος
συνέχαςε σχιχηρδν είς χδν άγιον Φώχιον, χον ίδρυχήν χής μονής
χοΰ Άκαπνίου- προεχειρίσθη δέ μεχά χδ 1300 καί μηχροπολί-

= *4 =
■“βίΒίστολαι ΓΙατρ. Γριιγορίου του Kuropiou 89

της Θεσσαλονίκης (ίδ. Α. Παπαδοπούλον Κεραμέως, ’Ιωάννης δ


Σταυράκιος καί Δημήτριος δ Βεάσκος, Βυζαντιν. χρονικ. 13 (1906)
493—495· πρβλ.καί Κ· Krumbacher, Byz. Zeits. XVI (1907),
σελ. 692 3/4).
30) Γεωργίω τώ Μαρμαρά (ή οη'). Οΰτος φαίνεται, δτι
ήν κωδίκων άντιγραφεύς, είς δν άπέστειλεν δ Γρηγόριος καί μεμ-
βράνας· έπειδή δέ τρεις παρήλθον μήνες άφ’ δτου ταύτας άπέστει-
λεν, υπενθυμίζει τούτον ταχέως να πέμψη τα σταλέντα, ή να μή­
νυσή αύτφ τουναντίον· «εντεύθεν γάρ, λέγει, καί τού άνήνυτα έλ-
πίζειν παυσόμεθα, καί τδ δέον τφ ήμετέρω βιβλίψ έτέρωθεν φρον-
τίσομεν συμπορίσασθαι· ούδ’ ως καί πρώην φίλος ήμΐν διαμένεις,
καί τδ κεΐσθαί σοι παρ’ ήμΐν χάριν ού μάλλον διά τδ τελευταΐον
τοΰτ’ άπολέσεις ή σωζόμενον έξεις των άλλων σου πόνων ένεκεν,
οΰς πολλούς καί καλούς ημών γε χάριν καί των ήμετέρων έπό-
νεσας.»
31) Τώ Κοιαίατορι Νικηφόρω τώ Χούμνω (ή μβ').
.

Την επιστολήν αποστέλλει δ Γρηγόριος είς Μηδίαν, ένθα διέτριβεν
δ Χοΰμνος καί υπενθυμίζει αύτψ να πέμψη τήν θερινήν έσθήτα, ήν
παρήγγειλεν αύτφ άπερχομένω έκ Βυζαντίου. Ό Χοΰμνος ήν μαθη­
Π

τής τοΰ πατριάρχου Γρηγορίου τιμών καί σεβόμενος μέχρι τής


αυτού τελευτής τδν διδάσκαλον. Έκδούς δ Χοΰμνος την θυγατέρα
Α.

αυτού Ειρήνην τφ δεσπότη ’Ιωάννη τφ Παλαιολόγω κατέστη πα­


νίσχυρος έν Βυζαντίψ, δτε τφ 1320 άποσυρθείς τών δημοσίων θο­
ρύβων, καί καταθέσας τδ αξίωμα αυτού, επί τού κανικλείου ών,
έκλείσθη είς μονήν τινα, ένθα έκάρη μοναχδς μετονομασθείς Να­
θαναήλ. Τού Χουμνου σώζονται ίκανά φιλοσοφ.κά καί θεολογικά
συγγράμματα ("ίδ. Κ· Krumbacher, Geschichteder Byz. Litt.
σελ. 478. Δημητρακοπούλου, Όρθόδ. Έλλ. σελ. 68. ί’δ. πώς χαρα­
κτηρίζει τδν Χούμνον έν τήνεότητι αυτού δ Πατριάρχης Γρηγόριος
έπιστ. νζ').
32) Τώ Φαχραοή’Ιωάνντ] (ή ρβ'). Τούτον παρακαλεΐ όΓρη-
γόριος να πέμψη αύτφ μεμβράνας, ών πολλάς ουτος έν τφ οίκω του
αχρήστους έχει. Περί τής οίκογενείας Φακρασή ίδ. Μ. Treu,

= *5 =
9o CoocJ>po|jiou Gύστpατιάδou

έπιστολαί Μαξίμου Πλανούδη, σελ. 197. Πρβλ. και Krumbacher·,


Geschichte der Byz. Litt. σελ. 543.
33) Τινι των ομιλητών (ή μ', μα', ρηε').
34) Μοναχώ τινι (ή ρνβ').
35) Μοναχώ τινι των γνωρίμου (ή ροα').
36) Τώ Χειλά (ή ρος').
37) Τινι των άρχιερέων (ή ρηα').
38) Γώ fjri των δεήσεων (ή Τ*γ', Ίΐδ', ϋε', ΊΖς').
39) Γφ Δονκαίτη ( ή ρδ').
40) Τοϊς εν Όστρειδίω μοναχοΐς Ιωάννη τώ Χειλά
και Δανιήλ (ή ρκα'). "Ίσως καί ή ανωτέρω ρος' έπιστολή ανήκει
τούτο)t τώ1 Χειλά.
!
41) Τή πρώτοβεστιαρίω και τή αδελφή αυτής (ή ρνη').
ΤΗν σύζυγος τού μεγάλου Λογοθέτου Μουζάλιυνος, ήν παρηγορεΐ
και συλλυπεΐται διά τινα έπισυμβάντα θάνατον συγγενούς αυτής.
42) Φέρεται ανεπίγραφος ή ρ5Γ, ρ^Γς'.
.

Τοσαύτα περί των προσώπιυν προς ά αί έπιστολαί τού πατρι-
άρχου Γρηγορίου απευθύνονται. Έπιστολαί τού Γρηγορίου φέρονται
περί τάς 212· δυστυχώς οί δύο τής Βιέννης κώδικες, ούς έμελετή-
Π

σαμεν, περιλαμβάνουσιν έν συνόλω 197 έπιστολάς· έλλείπουσι δέ


έν αύτοΐς15 τοιαύται προς τον Ραούλαιναάποσταλεΐσαι, ας θέλομεν
Α.

προσπαθήση ές άλλων κωδίκων ν’ άναπληρώσωμεν. Οί έν λόγω


κώδικες τής έν Βιέννη Βιβλιοθήκης είναι οί εξής :
1 Όκώδ.Α (= Histor, grecus 101.)
0,21 X 0,15. (ρυλλ. 14Χ
έν ώ έμπεριέχονται τάδε:
φύλλ. 1α 1) (απόσπασμα τού λόγου Γρηγορίου τού Κυπρίου
τα καθ’ εαυτόν περιέχοντος) αρχή «λόγων δέ έπε-
θύμει μέν, έπεστρέφετο δέ ώς ήκιστα τώ μή έχειν
αυτούς τή Ελλήνων παραλαμβάνειν φωνή» (ίο.
Migne, Patrol, gr. τομ. 142, σελ. 21). τέλος «οΰτω
καί περί τών είρημένων την ιΐήφον έξενεκτέον»
(φύλλ. 4ε ).
φύλλ. 5“ 2) «Έπιστολαί τού άγιωτάτου καί οικουμενικού πατρι-

= ss6 =
*Gim<rro\ai I Ιατρ. Γριιγορίου του Kutopiou
9t

άρχου κυρίου Γρηγορίου»· καί έπονται αί έπιστολαί


άπό τοΰ άριθμοΰ 1 — 191 ως έν τή ήμετέρα έκδόσει
έ'στιν ίδεΐν.
φύλλ. 14G6 3) «άπόφασις» (τοΰ πατριάρχου Γρηγορίου).
φύλλ. 1486 4) «άνακήρυξις της εύσεβείας αυτοΰ παρά των υπο­
σχόμενων αύτφ»· καί μετά τούτο «τέλος των έπιστο-
λών τοΰ έν άγίοις πατρδς ημών Γρηγορίου αρχιεπι­
σκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοΰ πατριάρχου· και
τφ Θεφ δόξα».
2) 'Ο κώδ. Β. (= Philol. grecus 195)
0,22X0,14. φΰλλ. 264
έν φ εμπεριέχονται.
φύλλ. 1α 1) «Περί μέτρων» αρχή «τδ ιαμβικόν μέτρον δ τοΐς
νεωτέροις έστί χρήσιμον»· τέλος «άπό μουσικών με-
λήθρων λογικοί νέοι μολεΐτε».
φύλλ. 2“ 2) «Τοΰ Βουλγαρίας Χαρτοφύλακος καί υπάτου τών
.
φιλοσόφων κυροΰ Ίωάννου διακόνου τοΰ Πεδιασί-

μου»1) (περί τών άθλων τοΰ Ήρακλέους)· αρχή «τούς
ήρακλείους ανδρικούς δεκαδύο έντεΰθεν έκμάνθανε φι-
λότης άθλους»-τέλος «ήδέθηρίονήν άμαι...» τάφύλλ.
Π

2s —7s άγραφα.
φύλλ. 8“ 3) «Πατριάρχου Γλυκέος περί συντάξεως»· αρχή
Α.

«τοΰ λόγου χρήσις εΰρηται μέν ή μάλλον τοΐς άνθρώ-


ποις δέδοται παρά Θεοΰ»· τέλος (φύλλ. 34“ ) «καί
οποί ποτ’ άν έχοι ποθητά δικαίως αν αύτοΐς καί είή
καί νομίζοιτο»).
φύλλ. 35“ 4) «Έπιστολαί Συνεσίου» (ρλς) αρχή «παΐδας εγώ
λόγους έγεννησάμην»· τέλος «τοΐς μηδ’ όναρ τήν
ψυχήν κεκαθαρμένοις» (φύλλ. 846 ).
φύλλ .85“ 5) «Τοΰ σοφωτάτου καί λογιωτάτου καί οίκουμενι-
κοΰ πατριάρχου Γρηγορίου τοΰ Κυπρίου μΰθοι»1 2)

1) Ό Πεδιάσιμος τυγχάνει δ αυτός πρός δν δ Πατριάρχης Γρηγόριος δ Κύπριος


απευθύνει τήν λε’ επιστολήν αΰτοϋ. Πρβλ. καί Κ. Krumbacher, Geschiclite der
Bysi, Lift. 556).
2) Τούς μύθους τούτους θέλομεν δημοαιεύση προσεχούς.

= 27 =
(Ιαοφρομίου ("ΰστρατιαδου

αρχή- «μεγέθους μέν ένεκα κα'ι των άλλων οσα είχεν


ή κάμηλος»· τέλος· «των ανθρώπων ελαύνει
τον ύπνον διά τής ωδής».
φύλλ. 94“ 6) «Πώς δ τής σελήνης εύρίσκεται κύκλος»· αρχή·
«άλλ’ ήνίκα τον τής σελήνης κύκλον εύρεΐν έθελή-
σειας» τέλος· «τριών ή τεσσάρων του μηνος ήμερων»
(φύλλ. 96« ).
φύλλ. 97α 7)«Τί δηλοΐ τόβίσεκτοςδνομα.Τότοΰ βισέκτουονομα
ρωμαϊκόν έστι δηλοΰν τδ δις έξ· αί γάρ ροηιαϊκαί
λέξεις αντί τού δ το β προσλαμβάνουσι-λέγεται δεοΰτω
διά το δις έξ είναι τάς ώρας τής προστιθεμένης τώ
Φεβρουαρϊω ημέρας, και δις εξ τής νυκτός, ήτις κατά
τετραετίαν είώθεν ■ άπαρτίζεσθαι, τοΰ περιττεύοντος
τεταρτημόριου τήςήμέρας καθ’ έκαστον ενιαυτόν είς
μίαν ημέραν τηνικαΰτα συντιθεμένου, ήτις και προσ­
τίθεται τώ Φεβρουαρίω, ώς είναι τότε τάς τούτου
.
ημέρας κθ', τάς δέ τοΰ ένιαυτοΰ τξς'».

φύλλ. 98α 8) «Τοΰ σοφωτάτου καί λογιωτάτουκαι οικουμενικού
πατριάρχουκυροΰ Γρηγορίου τοΰ Κυπρίου
Π

(Ίϊη'^.Έν τώ κώδικι τώδε περιλαμβάνονται αί εξής έπι-


στολαί(κατά την αρίθμησή του κώδ. Α., ήν ήκολουθή-
Α.

σαμεν), ή ρη', λζ',ξη',λθ', μζ', ι', κγ',ζ',ιε', ρκα', ριγ',


ιβ',πα', ξζ', λ',λβ',μγ', ε',κβ',λγ', π',ρα',λβ',ρθ',ρν',ρδ',
Ha', λδ',ρμα', οη', οθ',ος',ρΐΓ ε', ριβ', πε, οζ', ρκς, ρι', ρκγ,
ρμθ'ίγ ,ρζ',Ρ''0',Ρ'θ6')Ρε>ιζ',οα ,ρος',ρμε',λε',ρξς',ρξζ',
ρπ', Ρ 5Γγ', ργ', ριε', λα, ρλς', ρις', ρλβ', ρλγ', ρλδ', ρλζ',
ρμγ'ι ρμβ') ρμε% , Ρ ν:γ', ρττζ', πη, α, β',ξα,
ς',ξβ',ρίΓς, ξγ', θ', ια',ιγ', ιδ', ις', ιζ', ιη', ιθ', κ',
κα', κδ', κε', κς',κζ', κη', Ές', ΤΓζ',Τη',τθ'.
φύλλ. 138“ 9) «Ινλεομήδους κυκλικής θεωρίας μετεώρων πρώ­
τος»· αρχή· «τοΰ κόσμου πολλαχώς λεγομένου, ό
νύν ήμίν λόγος ένεστηκώς περί τοΰ κατά την διακό-
σμησίν έστιν»· (αυτόθι) «περί κενοΰ-»· αρχή· «από
* Α’.ά τοΰ σημείου k σημκοϋμεν ευκολίας χάριν τό κόππα, έλλεΐπον τυχαίως
εν. της σειράςτων τυπογρ. στοιχείων.

= 2* =
Groiuro.Vai ΙΊατρ. Γριιγορίου του Kuropiou
93

παντός μέρους του κόσμου εις άπειρον διήκει τό


κενόν» - τέλος· «περί μόνου τούτου συντάγματα πεποι-
ηκότων, ών έστιν 6 Ποσειδώνιος».
φύλλ. 1536 10) «Τού Ξανθοπούλου Καλλίστου Νικηφόρου συνο­
πτική σύναξις άγιων χρόνου»·
αρχή· «άθρει σύνο|ιν άγιων χρόνου φίλος
τού Ξανθοπούλου Καλλίστου Νικηφόρου
μην Σεπτέμβριος εχων ημέρας λ',
ημέρα έχει ώρας ιβ' και ή νύξ ώρας ιβ'
Έγώ Συμεών καί τον Μάμαντα φέρω
Χωνών Μιχαήλ καί τον Σώζοντα λέγω
τήν Μηνοδώραν συγγόνους· Θεοδώραν
τήν τιμίαν ΰψωσιν ένθέου ξύλου»,
τέλος (φύλλ. 15Γ)“) «’Αλέξανδρον, Παύλον τε, καί ζώνην κόρης»,
φύλλ. 15όα 11) (τούαυτού)«Τριωδίου σύνοψις ακριβέστατη»,
αυτόθι 12) (τού αυτού) «τετράστιχον εις άπάσας τάς
δεσποτικάς έορτάς».
.

φύλλ. 1C56 Ιο) (τού αυτού) «Των χριστιανών τούς βασιλείς
μοι σκόπει·
Μετά έτη ιβ' τής αυτού βασιλείας έκτισεν ό μέγας
Π

Κωνσναντΐνος τήν πόλιν τήν είς ονομα αυτού1 μετά


Α.

δέ έτη κ' τής αυτού βασιλείας έγένετο ή εν Νίκαια


πρώτη σύνοδος ύπδ των τιη' θεοφόρων πατέρων.
Κωσταντΐνος μέγιστος εύσεβοκράτωρ
Κωνστάντιος παΐς ού καλόν σέβας τρέφων».
τέλος· «λόγε παλαιέ παντάναξ παντοκράτωρ».
Έν φύλλω 156“ υπάρχει ή εξής σημείωσις·
«έκρατήθη ή Κωνσταντινούπολή μηνί Ίουνίω βα
ημέρα ς7/ ύπδ των Λατίνων επί έτους ςου^°'~>ιβ' ίνδικτ.
ιβ'. επί δέ έτους ςψθ' έκρατήθη ύπδ τού Παλαιο-
λόγου.κύρΜιχαήλ, δςέτέλεύτησε Δεκεμβρίψ ια7) έν
έτει ςψς a
φύλλ. 15G6 14) (τού αυτού Νικηφόρου κατάλογος πατριάρχων)’
«καί πατριάρχας τής νέας 'Ρώμης βλέπε».

= 29 =
Οοοφρορίου GuoTpaTid0ou
94

άρχή. «Άρχιθύτης πρώτιστος έν πόλει μέγας


άριστος άνήρ ιερός Μητροφάνης»
(ό κατάλογος διακόπτεται και συνεχίζεται εις το
φύλλ. 1746 ένθα λέγει οΰτω : «ό Μουντάνης τε
Νικήτας ότρι γέρων, ό Λεόντιος ή στάσις Δοσιθέου»)·
φύλλ. 17δα 15)(περιάστρονομίας)·άρχή· «Επίκουρος καί οί πολλοί
των από τής αίρέσεως τηλικοΰτον είναι τόν ήλιον
άπεφήναντο, ήλίκος φαίνεται·» τέλος· «τα πολλά δέ
των είρημένων έκ των Ποσειδωνίου εί'ληπται.»
φύλλ. 175α 16) (λειτουργία άγνωστου συγγραφέας ής ή αρχή
δυστυχώς ούχ εΰρηται· έν τώ τέλει τής λειτουργίας
άναγινώσκομεν τα εξής (φύλλ. 1786 ) «τέλος τής
λειτουργίας τοΰ ιερωτάτου καί θείου Γρηγορίου τοΰ
χρηματίσαντος πάπα τής πρεσβυτέρας 'Ρώμης έν
τοΐς χρόνοις ’Ιουστινιανού». "Οτι όμως ή λειτουργία
αυτή δεν ανήκει τω πάπα Γρηγορίψ συνεΐδε καί ό
.
γράψας τήν λειτουργίαν, διό καί έσημείωσεν ταΰτα :

«εί καί έγράφη ένταΰθα είναι αύτή ή λειτουργία τοΰ
θείου Γρηγορίου, άλλ’ούν ουκ έστι». Το περισωθέν
Π

μέροςτής διατάξεως τής λειτουργίας ταύτης δημοσι-


εύομεν ένταΰθα διά τδ πολύ περίεργον αύτής.
Α.

....λέγει [ό διάκονος] «εύλόγησον δέσποτα» καί ό ίερεύς μικρόν


άναστάς σφραγίσας αυτόν τώ τύπω τοΰ σταυροΰ λέγει τήν ευχήν
ταύτην «ό Κύριος είή έν τή σή καρδία καί έν τοΐς σοΐς χείλεσιν
είς τδ άναγγείλαι τδ θειον εύαγγέλιον τής είρήνης» καί τα λοιπά.
Άνελθών τοίνυν δ διάκονος είς τδν άμβωνα, στάς έναντι τοΰ λαοΰ
έκφωνεΐ μεγάλως μετά μέλους λέγων «ό Κύριος μεθ’ υμών» καί
αποκρίνονται «καί μετά τοΰ πνεύματός σου». Είτα ομοίως ακολου­
θία τοΰ αγίου ευαγγελίου τοΰ κατά Ίωάννην καί ό λαός «δόξα
σοι Κύριε». Καί ό διάκονος «τώ καιρψ έκείνφ ήν άνθρωπος έκ
τών Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αύτώ» έως τοΰ «άλλ’ έχει ζωήν
αίώνιον»· καί ο ιερεύς φωνή μεγάλη άλλων τήν αρχήν τοΰ «πι­
στεύω είς ένα Θεόν πατέρα»· είτα σιγήσαντος αύτοΰ ({άλλειτοΰτο
ό χορός. Τοΰ δέ διακόνου άνελθόντος ε?ςαύτον[;] λαβών τδ θειον

= 30 =
"Gaiicrro/Xai Πατρ. I ριιγορίου του Κυιυρίου
95

εύαγγέλιον άσπάζεται το μέρος εκείνο τού φύλλου, έν ώ περιέχεται


το εύαγγέλιον, οπερ άνέγνω καί τότε αυτός λέγει ήσύχω φωνή το
«πιστεύω» μετά τοϋ διακόνου καί των λοιπών υπηρετών πληρω-
θέντος δέ τού πιστεύω, 6 ίερεύς στραφείς προς τον λαόν λέγει φωνή
μεγάλη «ό Κύριος μεθ’ υμών»· άπόκρισις «καί μετά τοϋ πνεύμα­
τός σου»· καί στραφείς προς άνατολάς λέγει- «εύξώμεθα»· καί ό
λαός ψάλλει το λεγόμενον όφερτόριον, τουτέστι τό της προσφοράς·
μετά γάρ τοΰτο έξεισιν ό ίερεύς καί ό λαός άσπαζόμενοι την εκεί­
νου χεΐρα καί ο,τι αν έκαστος βούλεται δίρωσιν είτα λέγει- «ευλο­
γητός όΘεός καί πατήρ, καί ό μονογενής τοϋ Θεού υιός καίτό άγιον
πνεύμα, δτι έποίησε μεθ’ημών τό έλεος αύτοϋ»· είτα λαβών τό
ποτήριον καί κατέχων άμφοτέραις ταίς χερσί καί μικρόν άνασχών
αυτό λέγει μυστικώς άνω βλέπων μετρίως· «πρόσδεξαι την προ­
σφοράν ταύτην άγίατριάς, ήν σοι προσφέρω εις άνάμνησιν τοϋ πά­
θους τοϋ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χριστού, καί παράσχου ταύτην ενώ­
πιον τής σήςοόξης εύπρόσδεκτον άναβήναι, έλεόντε παρά σοϋ, καί
.
σωτηρίαν αιώνιον πάσι τοις πιστεύουσιν εις σε κατεργάσασθαι».

Είτα σκεπάσας αυτό καί τον άρτον θείς έμπροσθεν τοϋ ποτηριού
εγγύς ού πάνυ, απέρχεται εις τό δεξιόν μέρος τού θυσιαστηρίου
Π

καί λέγει- «μη είσέλθης είς κρίσιν μετά τοϋ δούλου σου, Κύριε,
μηδέ κρίνης με κατά τά έργα μου». Καί μετά ταϋτα κλίνας εαυ­
Α.

τόν κατάτό μέσον τού θυσιαστηρίου λέγει- «έν ψυχή συντετριμ­


μένη καί πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ενώπιον σου, Κύ­
ριε, καί οΰτω γένοιτοή θυσία ήμών,ωστε παρά σοϋ σήμερον προσ-
δεχθήναι έν άρεσκεία». Μετά τούτο ορθώσας εαυτόν καί προς
τον λαόν έπιστραφείς λέγει φωνή ήσύχψ- «εΰξασθε, αδελφοί, ϊνα ή
έμή, όμοιους καί ή ύμετέρα θυσία έναντι Κυρίου εύπρόσδεκτος γέ-
νοιτο». Είτα κατά τάςάνατολάς στάς, έκτείνας την δεξιάν χεΐρα
έπί τά προκείμενα λέγει ευχήν την λεγομένην σεκρέταν, τουτέστι
μυστικήν «Κύριε, άγίασον δεόμεθά σου ταύτηςτής προσφοράςτήν
θυσίαν, τη έπικλήσει τού άγιου ονόματος σου, καί δι’ αυτής τελεί-
ωσον ήμάς, ώστε προσαγαγείν σοι ήμάς αυτούς δώρον αιώνιον
διά τοϋ Κυρίου ήμών». Είταέκφωνεΐ ψάλλων «είς πάντας τούς αι­
ώνας τών αιώνων»- ό λαός, «αμήν»- ο ίερεύς, «ό Κύριος μεθ’ ήμών»-

= 3ΐ =
p6 Cco<}>po^iou ΰύστρατιάδου

ο λαός, «καί μετά τού πνεύματός σου»· ό ιερεύς «άνω σχώμεν τάς
καρδίας» ό λαός, «έχομεν προς τον κύριον»· ό ιερεύς, «εύχαρι-
στήσωμεν τφ Θεφήμών»·ό λαός, «άξιον και δίκαιόν έστιν »· ό ιερεύς
έπεύχεται μεγαλοφώνως· «αληθώς άξιον και δίκαιον, πρέπον τε
και σωτηριώδες ημάς σοι πάντοτε καί πανταχοΰ χάριτας όμολο-
γεΐν, άγιε, αιώνιε, Κύριε, Θεέ, πάτερ παντοκράτορ, δς συν τφ μο-
νογενεϊ σου υίφ, καί τφ άγίω σουπνεύματι, εις ύπάρχεις Θεός, εις
Κύριος, ούχ ενός προσώπου μονάδι, άλλ’έν μιας ουσίας τρισί προ-
σώποις- δ γάρ άποκαλύπτοντός σου περί της σης δόξης πιστεύο-
μεν, τούτο καί περί τού υιού σου, τούτο καί περί τού αγίου σου
Πνεύματος αδιακρίτως καί χωρίς δαφοράς πάσης φρονούμεν ίνα
ούτως έν τη της αλήθειας καί αίωνίου θεότητος ομολογία, εν μεν
τοίς προσώποις ή ίδιότης, ή δέ μονάς έν τη ουσία, ή δε ίσότης έν τη
μεγαλειότητι προσκυνήται,ήν ύμνοΰσιν οίάγγελοι καί οίάρχάγγελοι,
τα χερουβίμ καί τα σεραφίμ,άεί καί άκαταπαύστωςβοώντακαί λέγον-
τα»·όλαός, «άγιος, άγιος,άγιος Κύριος Σαβαώθ ώσαννάέν τοϊς ύψί-
.

στοις, ευλογημένος ό έρχόμενος έν δνόματι Κυρίου ώσαννά έν τοϊς
ύ|ίστοις». Καί τούτο είπών ο ιερεύς ήσύχως κλίνας εαυτόν μυστι-
κώς λέγει· «σοί τοίνυν έπιεικέστατε καί εύσπλαγχνε πάτερ προσπί-
Π

πτοντες αίτούμεν καί ίκετεύομεν δ ά τού μονογενούς σου υιού Κυ­


ρίου δέ ημών ’Ιησού Χριστού, ίνα μετ’ εύνοίας πρθσδέςη[ς] καί
Α.

εύλογήσης ταύτην τήν προσφοράν, ταΰτα τα δώρα, ταύτην τήν


αγίαν καί άψαυστον καί καθαρωτάτην θυσίαν, ήν σοι προσάγο-
μεν έν πρώτοις υπέρ της αγίας καί καθολικής έκκλησίας σου- ήν σοι
πάση τη οικουμένη καταξίωσον είρηνοποιεΐν, διατηρεΐν, ένούν, καί
ποιμένειν άμα τψ δούλω σου τφ δεΐνι πατριάρχη ημών καί τφ βα-
σιλει ημών, καί τφ άρχιεπισκόπψ ημών, καί πάσι τοϊς δρθοδό-
ξοις, τοϊς της καθολικής καί άποστολικης πίστευες λατρευταίς».
Έν τη εύχηταύτη μνημονεύει τών ζώντων μυστικώς· «μνήσθητι,
Κύριε, τών δούλαν; σου πάντων καί πασών, καί πάντων τών πα-
ρεστώτων σοι, ών ή πίστις έγνο^σταί σοι καί ή εύλάβεια δήλη υπέρ
ών σοι προσφέρομεν ή καί έκείνοι προσάγουσί σοι ταύτην της αί-
νέσεως τν'|ν θυσίαν υπέρ τε εαυτών καί τών ίδιων πάντων ύπέρ
άπολυτρώσεως τών ψυχών αυτών, ύπέρ έλπίδος της σοπηρίας

— 32 —
"Groi<rro,\ai Πατρ. I ρπγορίου toO Κυτυρίου
97

τφ αίωνίω καί άληθεΐ καί ζώντι Θεφ τάς εύχάς αυτών*. Ινοινω-
νοΰντες καί την μνήμην σέβοντες, «έν πρώτοις τής ενδόξου καί
άειπαρθένου Μαρίας τής μητρός του Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρίστου
καί τών μακαρίων αποστόλων καί μαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Άν-
δρέου, ’Ιακώβου, Φιλίππου, Βαρθολομαίου, Σίμωνος, Θαδδαίου,
Ματθίου, Λίνου, Κλήμεντος, Ξύστου, Ινορνηλίου, Κυπριανού, Λαυ­
ρέντιου, Χρυσογόνου, Ίωάννου, Παύλου, Κοσμά, Δαμιανού, καί
πάντων σου τών άγίων, ών ταΐς άγαθοεργίαις καί δεήσεσι χάρισαι
ήμΐν έν πάσι καί διά πάντων τφ τής σής βοηθείας ύπερασπισμφ
τετειχισμένους ύπάρχειν διά τού Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστού
άμήν». Είτα έκτείναςάμφοτέρας τάς χεΐρας επί τδ ποτήριον λέγει·
«ταύτην τοίνυν την ήμετέραν καί πάσης τής οικουμένης σου δου­
λικήν προσφοράν δεόμεθά σου, Κύριε, μετ’ εύνοιας προσδέξασθαι,
τάς τε ήμέρας ήμών έντή σή είρήνη τηρήσαι καί τής αίωνίου κα­
ταδίκης ήμάς λυτρώσασθαι, καί έν τή τών έκλεκτών σου ποίμνη
ευδοκήσαι ήμάς συναριθμηθήναι· ήν δή προσφοράν ποιήσαι κατα-
.
ξίωσον, Κύριε, εύλογημένην, άπογεγραμμένην, βεβαίαν, λογικήν

καί εύπρόσδεκτον, ώστε γενέσθαι ήμΐν σώμα καί αίμα τού άγαπη-
τού σου υιού, Κυρίου δέ ήμών ’Ιησού Χριστού, δς προ τού παθεϊν
Π

λαβών άρτον είς τάς αγίας αυτού καί προσκυνητάς χεΐρας, καί άνα-
βλέψας τοΐς οφθαλμοΐς είς τον ουρανόν προς σέ τον πατέρα αυτού,
Α.

τον παντοκράτορα Θεόν, καί εύχαριστήσας, εύλογήσας τε καί κλά-


σας δέδωκε τοΐς μαθηταΐς αυτού λέγων, λάβετε, φάγετε έξ αυτού
πάντες, τούτο γάρ έστι τό σώμά μου· ομοίως δέ μετά τό δειπνήσαι
λαβών τούτο τό λαμπρότατον ποτήριον είς τάς αγίας καί προσκυ­
νητάς αυτού χεΐρας, ομοίως σοι χάριτας ομολογήσας ευλόγησε καί
δέδωκε τοΐς μαθηταΐς αυτού λέγων λάβετε καί πίετε έξ αυτού πάν­
τες, τούτο έστι τό ποτήριον τού αίματός μου τής καινής καί αίω­
νίου διαθήκης, τό μυστήριον τής πίστεως, τό υπέρ ήμών καί πολ­
λών έκχυνόμενον, οσάκις δ’αν τούτο ποιείτε είς την έμήν άνάμνησιν.
"Οθεν καί ήμεΐς οί σοί δούλοι, καί ο λαός σου ούτος ό άγιος μεμνη-
μένοι αυτού τού μονογενοΰ σου υιού, Κυρίου δέ ήμών ’Ιησού Χρι­
στού, καί τού μακαρίου πάθους αυτού, έτι τε τής έκ τού άδου άνα-
στάσεως, καί τής είς ουρανούς ένδοξου άναβάσεως προσφέρομεν τή

Έκχλ. Φάρος A', fS, 1Q08, 7


98 Οοοφρομίου Ούστρατιάόου

μεγαλοσύνη σου εκ των σών δωρεών καί χαρίτων θυσίαν καθαρω-


τάτην, θυσίαν άγίαν, θυσίαν άχραντον, άρτον άγιον ζωής αιωνίου,
και ποτήριον σωτηρίου διηνεκούς, έφ’ ά ίλέω καί εύσπλάγχνω προ-
σώπω άξίωσον έπιβλέψαι καί προσδέξασθαι, ώσπερ ήξίωσας προσ­
δέξασθαι τα δώρα τοΰ δικαίου παιδός σου ’Άβελ, καί την τοΰ πα-
τριάρχου ημών Αβραάμ θυσίαν, καί όσην προσήνεγκεν ο άρχιερεύς
σου Μελχισεδέκ θυσίαν άγίαν, θυσίαν άχραντον προσπίπτοντες δε-
όμεθά σου, Κύριε, πρόσταξον έπενεχθήναι ταϋτα διά χειρδς άγγέ-
λου σου, εις τδ έπουράνιόν σου θυσιαστήριον, ένώπιον τής σής με­
γαλειότητας, ϊνα πάντες οσοι τή μετοχή τοΰ αγίου καί ίερωτάτου
σώματος καί αίματος τοΰ υίοΰ σου κοινιυνοΰμεν πάσης ευλογίας
καί χάριτος ουρανίου πληρώμεθα δι’ αύτοΰ τοΰ Κυρίου ημών ’Ιη­
σού Χριστοΰ άμήν». Ένταΰθα ποιείται μνείαν τών τεθνεώτων. Ση­
μείωσε έφ’ οΰ έστι σταυρός επί τα άγια εΰλογείν, τουτέστι σφραγί-
ζειν τφ τιμίω σταυρώ δφείλει ένταΰθα κατέχων τον ιερόν άρτον
έπάνω τοΰ ιερού ποτηριού· τρις ώσπερ σεσημείωται σφραγίσας είτα
.

λέγει· «μνήσθητι, Κύριε, καί τών δούλουν σου πάντων καί πασών,
οΐ μετά τοΰ σημείου τής πίστεως προαπήλθον ημών, καί ύπνον ει­
ρήνης κεκοίμηνται, καί δεόμεθά σου ίνα πάσι τοίς έν Χριστώ άνα-
Π

παυσαμένοις χώραν άναψύξεως καί φωτός καί ειρήνης παράσχη δι’


αύτοΰ τοΰ Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστού άμήν ήμίν τε τοίς άμαρ-
Α.

τωλοίς δούλοις σου, τοίς τφ πλήθει τών οίκτιρμών σου θαρροΰσι


μερίδα τινά καί κοινωνίαν χαρίσασθαι καταςίωσον μετά τών άγιων
σου αποστόλων καί μαρτύρων, Ίωάννου, Στεφάνου, Ματθίου, Βαρ­
νάβα, ’Ιγνατίου, ’Αλεξάνδρου, Μαρκελίνης, Πέτρου, Φιλικιτάτης,
ΙΙερπετούας, Άγάθης, Λουκίας, 'Αγνής, ’Αλεξάνδρας, Κικιλίας,
’Αναστασίας, καί πάντων σου τών άγιων, ών τάς εταιρείας καταξί-
ωσον ημάς συνάψαι, ό μή τών έργων ημών λογιστής, αλλά συγ­
γνώμης καί οίκτιρμών παροχεύς, διά τοΰ Κυρίου ημών Ιησού Χρι­
στού, δι’ οΰ πάντα τα άγαθά, Κύριε, δημιουργείς, άγιάζεις, ζωο­
ποιείς, ευλογείς, καί παρέχων ήμίν δι’αύτοΰ καί μετ’ αύτοΰ καί έν
αύτφ, έστι σοι Θεφ, πατρί παντοκράτορι συν τή ένότητι τοΰ άγιου
Πνεύματος, πάσα τιμή καί δόξα είς πάντας τούς αίώνας τών αιώ­
νιον». Εύξώμεθα ίνα ταίς σιοτηριώδεσιν έντολαίς διδαχθέντες καί

= 34 =
"Groicrro\ai Πατρ. I ρπγορίου τού Κυτπρίου
99

τη θεία παραδόσαι τυπωθέντες τολμώμεν λέγειν «πάτερ ημών 6 έν


τοΐς ούρανοΐς» μέχρι τού μή είσενέγκης ημάς εις πειρασμόν άπό-
κρισις· «άλλα ρύσαι ημάςάπό τοΰ πονηρού»· [ευχή]. «Ρύσαι ημάς
δεόμεθά σου, Κύριε, παντός κακού παρελθόντος καί παρόντος καί
μέλλοντος μεσιτευούσης της μακαρίας αειπάρθενου καί ενδόξου
Θεοτόκου Μαρίας, καί των μακαρίων σου αποστόλων, καί πάντων
σου των αγίων δώρησαι έλεος καί ειρήνην ένταΐς ήμ[ετ]έραις ήμών,
ΐνα τη βοήθεια των πλουσίων σου οίκτιρμών πάσης τε αμαρτίας
ρυσθώμεν, καί άπό πάσης ταραχής άπτόητοι διαμένωμεν, δι’ αυτού
τού Κυρίου ήμών ’Ιησού Χριστού, ος μετά σού ζη καί βασιλεύει
έν τη ένότητι τού πνεύματος εις τούς αίώνας των αιώνων»· «ή ει­
ρήνη τού Κυρίουείή μεθ’ υμών»· «καί μετά τού πνεύματός σου».
Ενόσω δέ ταΰτα λέγει άρχόμενος από τού προειρημένου είς
πάντας τούς αίώνας τών αίώνων διαιρεί ο ίερεύς τον ιερόν άρτον
είς δύο μερίδας, ών την έτέραν πάλιν είς δύο- καί τάς μέν δύο, τό
διχοτόμημα δηλονότι τού ολου καί τού ετέρου τό ήμισυ κατέχει
.
τη αριστερά χειρί, τό δέ λοιπόν εμβάλλει τώ ποτηρίω λέγων δίς·

«όάμνός τού Θεού ό αίρων την αμαρτίαν τού κόσμου δός ήμΐν
είρήνην».Τό δέ τρίτον «όάμνός τού Θεού ό αίρων τήν αμαρτίαν
τού κόσμου έλέησον ήμάς.» Είτα επιλέγει μυστικώς· «αύτηήένω-
Π

σις τοΰ αγίου καί ίερωτάτου σώματοςκαί αίματος τού Κυρίου ήμών
Α.

’Ιησού Χριστού γένοιτο καί έμοί καί πάσι τοΐς μετέχουσιν είς
υγείαν ψυχής καί σώματος καί σωτηριώδους ετοιμασίας πρός τό
τυχεΐν καίλαβέσθαι τηςαίωνίου ζωής δι’ αυτού τού Κυρίου ήμών
’Ιησού Χριστού άμήν». Είτα άσπασάμενος τό άκρον τού ποτηριού
λέγει- «Κύριε ’Ιησού Χριστέ, ος είπας τοΐς άποστόλοις σου «.ειρή­
νην τήν έμήν δίδωμι ύμΐν, είρήνην άφίημι ύμΐν», μή έπίδης έπί τά
έμά πλημμελήματα, άλλά τήν πίστιν τής σής ’Εκκλησίας ταύτην
τε κατά τόσον θέλημα είρηνοποιεΐν καί ένοΰν άξίωσον». Άσπαζό-
μενος δέ ό διάκονος τον ιερέα λέγει- «έχετε τον δεσμόν τήςείρήνης
καί τής άγάπης, ΐνα έπιτήδιοι εΐητε τοΐς θείοις τού Θεού μυστηρί-
οις». ’Εν δέ ταΐς Κυριακαΐς ή έορταΐς άσπασάμενος ό υποδιάκονος
τον διάκονον εξέρχεται πρός τον χορόν καί άσπάζεται τον προε-
στώτα, ύφ’ ού διαδίδοται ή είρήνη αΰτη έπί πάντας. Όφείλουσι δέ

= 35 =
100 Οοοφρομίου Guorpcrridiou

τοΰτο λέγειν άλλήλους άσπαζόμενοι «ή ειρήνη του Χρίστου καί


τής Εκκλησίας πληθυνθείη έν ταΐς καρδίαις ημών διά πνεύματος
αγίου του δοθέντος ήμΐν». Μέλλων δέ κοινωνεΐν ο ιερεύς λέγει την
ευχήν ταύτην. «Κύριε, άγιε, πάτερ παντοκράτορ, αιώνιε Θεέ, δός
μοι τοΰτο τδ σώμα καί τδ αίμα του υίοΰ σου, του Κυρίου δέ ήμών
Ίησοΰ Χρίστου όντως λαβεΐν, θύστε άξιωθήναί με διά τούτου τυχεΐν
άφέσεως αμαρτιών, καί του σοΰ αγίου πληρωθήναι [πνεύματος], ότι
σΰ υπάρχεις Θεός, καί χωρίς σοΰ ούκ έστιν άλλος, ού τδ όνομα έν­
δοξον διαμένει εις τούς αιώνας τών αιώνων». Είτα πρδς τδ άγιον
σώμα τοΰ Κυρίου μικράν τινα προσαγόρευσιν λέγει- «χαίρε εις
τδν αιώνα άγιωτάτη σαρξ, άδιαλείπτιυς έμοί ευφροσύνη μεγίστη».
Μέλλων δέ τάς μερίδας τοΰ σούματος λαμβάνειν έν τή χειρί, μι-
κρδν ύποκλίνων την κεφαλήν λέγει εκ τρίτου- «άρτον ούράνιονλή-
ψομαι έκ τής τραπέζηςΚυρίου καί τδ ονομαΚυρίου έπικαλέσομαι».
Είτα μικρδν τύπτων τδ στήθος τή έτέρα χειρί, μικρδν ύποκλίνων
την κεφαλήν λέγει έκ τρίτου- «Κύριε ούκ είμι άξιος ίνα μου υπό
.
τήν στέγην είσέλθης, άλλ’ είπέ μόνον λόγον καί ίαθήσεται ή ψυχή

μου»- «τδ σώμα τοΰ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστοΰ φυλαξάτω με
εις αιώνιον ζωήν άμήν». Κοινωνήσας δέ τοΰ σώματος μέλλουν
Π

λαμβάνειν τδ ποτήριον λέγει- «τί άνταποόώσω τψ Κυρίω περί πάν-


ών άνταπέδωκέ μοι; ποτήριον σωτηρίου λήψομαι, καί τδ όνομα
Α.

Κυρίου έπικαλέσομαι-» «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, υιέ τοΰ Θεοΰ τοΰ


ζώντος, ό βουλήσει τοΰ πατρδς καί συνεργεία τοΰ αγίου Πνεύμα­
τος διά τοΰ θανάτου σου τδν κόσμον ζωοποιήσας, ρύσαι με διά τού­
του τοΰ αγίου σώματος καί αίματος άπδ πασών τών ανομιών μου,
καί παντός κακοΰ, καί ποίησόν με αεί ταΐς σαΐς ύπακούειν έντο-
λαΐς καί μηδέποτε συγχωρήσης με σοΰ χωρισθήναι, ος ζής καί
βασιλεύεις μετά τοΰ πατρδς έν ένότητι τοΰ αγίου Πνεύματος- είτα-
«τδ αίμα καί τδ σώμα τοΰ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστοΰ διατηρή-
σαί με εις τήν αιώνιον ζωήν άμήν». Καί μετά τήν κοινωνίαν ευ­
θύς «ου τώ στόματι Κύριε μετέχομεν,τοΰτο καί τή ψυχή λάβοιμεν
ίνα ότι τδ σώμα τοΰ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστοΰ λύτρον ήμΐν
αιώνιον γένοιτο-» Είτα στραφείς πρδς τδν λαόν λέγει- «ό Κύριος
μεθ’υμών»- ό λαός- «[καί] μετά τοΰ πνεύματός σου»- ο ιερεύς-

= 36 =
(τυπιστολαΐ Πατρ. I ριιγορίου του Kuropiou ίόΐ

«ευξώμεθα γένοιτο ήμΐν εις υγείαν ψυχής καί σώματος, τοΰ μυ­
στηρίου του σώματος καί αίματος τοΰ Χρίστου κοινωνία καί ή
της προαιώνιου καί αγίας Τριάδος, καί της αυτής αδιαιρέτου μο-
νάδος ομολογία διά τοΰ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χριστοΰ.» Είτα πά­
λιν στραφείς προς τον λαόν, «ό Κύριος μεθ’ υμών»· είτα· «ευλο-
γήσωμεν τον Κύριον»1 καί ο λαός1 «τφ Θεφ χάρις». Είτα
κλίνας εαυτόν ό ίερεύς ενώπιον τοΰ θυσιαστηρίου λέγει1 «εύπρόσ-
δεκτός σοι γένοιτο αγία τριάς ή ήμετέρα τών δούλων σου λατρεία
παράσχου δέ τήν ιεράν ταύτην θυσίαν τήν παρ’ έμοΰ τοΰ αναξίου
τη ση δόξη προσενεχθεΐσαν, σοί μέν έστω κεχαρισμένη, έμοί δέ
καί πάσιν ύπέρ ών ταύτην προσήνεγκα διά τών σών οίκτιρμών ίλα-
στήριον, δς ζης καί βασιλεύεις είς τούς αιώνας τών αίώνων αμήν».
Καί στραφείς προς τον λαόν σφραγίζει τφ σημείω τοΰ σταυρού
αυτούς λέγων «ή ευλογία τοΰ Θεού καί πατρος καί τοΰ υίοΰ καί
τοΰ αγίου Πνεύματος κατέλθοι έφ’ υμάς καί διαμείνειεν είς τούς
αιώνας τών αιώνων αμήν.»1)
φύλλ. 179“
.
17) «Τοΰ μακαριωτάτου Εφέσου τοΰ Ευγενικού

[στίχοι επιτάφιοι είς τον πατριάρχην ’Ιωσήφ]
Ούδέν τι καινόν εί σιγά κωφός λίθος
Π

τήν ένθεον σάλπιγγα σιγώσαν φέρων.


Άλλ’, ώ λόγοι, χ[α]ρήσατεφωνήν τφλίθω
Α.

μάλλον δ’υμείς φράσατετίςόσιγών ένθάδε1


’Εκείνος ουτος ’Ιωσήφ ό πυρίπνους,
έν τή δυνάμει τών λόγων καί δογμάτων,
έν ταίς χάρισι τών σοφών διδαγμάτων
Εκείνος ούτος ή θεηγόρος βρύσις,

1) Ή διάταςις αΰτη της λειτουργίας προφανώς τυγχάνει προϊόν τής Δύσεως,


μεταφρασθεΐσα υπό τίνος των ήμετέρων λογιών. Μεθ’ όλας τάς ήμετέρας έρευνας 8έν
ήδυνήθημεν νά έξακριόώαωμεν τίνος έργον αύτη καί ποΰ έτελεϊτο1 αϊ εκφράσεις
«6 Κύριος μεθ’ υμών», «όφερτόριον» (=προαφορά), «σεκρέτα» (=εύχή μυστική), καί
τά κύρια άνόματα, άτινα άναφέρονται έν αυτή, Λίνος, Κλήμης, Ξυστός, Κυπριανός,
Λαυρέντιος, Χρυσογόνος, ΜαρκελΙνη, Φιλικιτία, Περπέτουα, Άγάθη, Λουκία, 'Αγνή,
Κιλικία κλπ. ύποστηρίζουσι τήν γνώμην ήμών, ότι ή λειτουργία αύτη έτελεϊτο έν τή
Δύσει. Δυστυχώς έκ τοΰ κωδικός λείπει ή αρχή τής διατάςεως, ένθα πολύ πιθανόν νί
έφέρετο καί τά όνομα τοΰ έκκλησιαστικοΰ πατράς τοΰ συντάξαντος ταύτην. Ώς βάσις
τής παρούσης λειτουργίας έχρησίμευσαν αί δύο λειτουργία·, τής Καθολικής έκκλησίας
τοΰ πάπα Γρηγορίου τοΰ μεγάλου καί Γελασίου (ϊδ- Codex Liturgicus Ecclesise
Eomauo-catlioliciB Horiu. Adalb. Daniel (Lipsife 1847, Τόμ. Λ', σελ. 12—21).

= 37 =
102 Οοοφρομίου Gi/στρατιάδου

ό τοΰ λόγου πρόμαχος ένθέοις λόγοις.


δ στερρότατος της αλήθειας στύλος,
και φανότατος ορθοδοξίας λύχνος,
δ λαμπρότατος των αγαθών εργάτης
και τερπνότατος των καλών επαινετής,
δ δογματιστής άκριβής πλανωμένοις,
και σωφρονιστής έμμελής χαυνουμένοις,
Άλλ’ ώ πάτερ μέγιστε, πατέρων κλέος
μέμνησο καί νυν τών ποθεινών σου τέκνων,
Θεφ παρεστώς τή μεγάλη τριάόι.»
Είςτόαυτόφύλ. 18) «Ίωάννου διακόνου Ευγενικού1
[στίχοι είς τον αυτόν ’Ιωσήφ]
Βαβαί τρίπηχυς ή βροτών ζωή λίθος !
φεΰ τής ματαιότητος ημών τού βίου !
Ό γάρ μελισσών τής τοΰ Θεού σοφίας,
τό ταμεΐον τών άγαθών απάντων,
.
δ τών χαρίτων άνδριάς όντως μέγας,

δ θαυμάσιος ’Ιωσήφ ώδε, ξένε,
πέπτωκε, συγκέκλεισται, κέκρυπται τάφον
Π

μάλλον δ’ άπέπτη προς μονάς αιωνίους,


συν άγγέλοις έστηκε παρά τφ θρόνψ
Α.

τώ βασιλικφ τής μεγίστης Τριάδος,


συν άγίοις άπαυστα χαίρει διάγων
οπού λύπη τε καί στεναγμός άπέδρα·
παραψυχήν δέ τοΐς μαθηταΐς καί τέκνοις
τό καθαρόν άφήκεν ενθάδε σώμα
διαφερόντωςτήνδε κοσμούν τήν μάνδραν»
Έν τώ αύτώ φύλλω 19) [Διήγησις περί γέροντός τίνος] άρχή· «Γέ­
ρων τις έκάθητο έν άναχωρητικφ τόπω χρόνους έβοο-
μήκοντα»· τέλος (φύλλ. 1806 ) «ώσπερ ούκάνέπαυσέ
με ή ψυχή αυτού.

1) 'Ο άίελ-^ός Μάρκου τοϋ Εΰγενικοϋ- παρν,ν καί ουτος έν έν Φλωρεντία


iJ^vSoauvdSq) καί έθρήνχσε μετά τοϋ άϊελγοϋ του Μάρκου τόν έν τ% ξέντ/ έπισυμβάντα
θάνατον τοϋ -ατριάρ/ου Ίωσή-ρ ούτινος τάς άρετάς οί Ευγενικοί διά τών άνωτέρω
στίχων έγκωμιάζουσι. (Πρβλ. Δημητρακοπονλον Όρθόδ. Έλλ. σελ. 105).

= 38 =
‘(Ξποιστολαΐ Γΐατρ. Γριιγορίου τοΰ Κυιυριου
Η>3

φύλλ. 181“ 20) «Του εν άγίοις καί διδασκάλοις πατρδς ήμών


Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου· ομιλία είς τήν θεο-
παράδοτον ευχήν το πάτερήμών ό έν τοΐς ούρανοίς»·
αρχή· «εν τώ όνόματι καί χάριτι καί δυνάμει τοΰ έν
προσκυνητή τριάδι δοξαζόμενου ενός Θεοΰ ημών
αμήν»· τέλος· «μετά ταΰτα επί τής γης ώφθη καί
τοΐς άνθρώποις συνανεστράφη» (φύλλ. 190“ ).
φύλλ. 1906 21) [Περί τοΰ συμβόλου τής πίστεως]· αρχή· «τδ
θειον καί ιερόν σύμβολον τής μόνης άληθοΰς καί
άκριβοΰς πίστεως»1 τέλος· «ήςγένοι[το] πάντας ημάς
έπιτυχεΐν, έν Χριστώ Ίησοΰ τώ Κυρίφ ήμών, φ ή
δόξα καί τό κράτος είςτοΰς αιώνας τών αίώνωνάμήν»·
(φύλλ. 219s )· τό 220“ — 2206 φύλλ. άγραφον.
φύλλ. 221“ 22) «Τοΰ σοφωτάτου καί λογιωτάτου κυροΰ Ματ­
θαίου τοΰ Καμαριώτου περί ποιμαντικής ιεράς»· αρχή·
«έμοί μέν ουδέποτε ήλθεν επί νοΰν είπεΐν τι περί
.
τής πνευματικής ποιμαντικής καί τής κατ’ αυτήν ίε-

ράς τε καί τελεστικής λειτουργίας, δτι τε είς τήν
τών ίδιωτών αεί κατειλεγμένος χώραν τελώ, καί ιε-
Π

ροΰ ουδέποτε ούδενός έν πείρα γεγένημαι»· τέλος·


«φ πρέπει δόξα, κράτος, τιμή καί προσκύνησις είς
Α.

είς τούς αιώνας» (φύλλ. 2266 ). Τα φύλλ. 227“ -—■


228β άγραφα.
φύλλ. 229“ 28) «Τοΰέν άγίοις πατρδς ήμών Ίωάννου άρχιεπι-
σκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοΰ Χρυσοστόμου* είς
τον ευαγγελισμόν τής ύπεραγίας δεσποίνης ήμών
Θεοτόκου καί άειπαρθένου Μαρίας»· άρχή· «τή προ-
τέρα Κυριακή τήν ορθόδοξον ταύτην έκκλησίαν»·
τέλος· «καί σοί ή δόξα είς τούς αίώνας άμήν» (φύλλ.
235s )· τα φύλλ. 235s — 23GS άγραφα,
φύλλ. 237“ 24) «Σεβηριανοΰ· διατί Μωυσής μέν ούρανοΰ καί γής
έμνημόνευσε καί τών έξ αυτών αγγέλων δέ δεν έμνη-
μόνευσε.»
(αυτόθι) 25) «Θεοδωρίτου· προϋπάρχουσιν ούρανοΰ καί γής

= 39 =
Οοοφρομίου £υστρατιά&ου
m

άγγελοι ή συν τοΐς έγένοντο· κεφάλαιον του Θεο­


δωρίτου δτι συν τούτοις έγένοντο οί άγγελοι και ού
προ του ούρανοΰ.»
φύλλ. 238α 2G) «Του αύτοΰ πάλιν Θεοδωρίτου· άλλα φασί τινες
χρήναι λέγειν προϋπάρχειν ούρανοΰ καί γης τούς
αγγέλους- αγγέλων γάρ φησιν ούκ οντων πώς ό των
όλων υμνείτο Θεός.»
φύλλ. 240s 27) «Τοϋ αγίου Βασιλείου» [ρητόν έκ τής έξαη-
μέρου].
(αυτόθι) 28) «Σεβηριανοΰ ομοφρονοΰντος τώ μεγάλω Βα-
σιλείψ.»
(αυτόθι) 29) «Θεοδωρίτου· ούκ έδίδαξεν ημάς Μωσής δτι μετά
τα υδατα έδημιούργησεν.»
φύλλ. 241α 30) «Θεοδωρίτου έρώτησις· εί τό φως ό Θεός έδη-
μιούργησε πώς αύτός σκότος έποίησεν Ιναντία γάρ
ταΰτα άλλήλοις.»
.

φύλλ. 241β 31) «Ποιον πνεύμα έπεφέρετο ύπεράνω τοϋ ΰδατος·
τού μεγάλου Βασιλείου.»
(αύτόθι) 32) «Ίππολύτου πάπα Ρώμης· [εϊς τό ρητόν] καί
Π

είπεν ό Θεός γενηθήτω στερέωμα — καί άναμέ-


σων τοΰ ΰδατος τού επάνω τοΰ στερεώματος· καί έγέ-
Α.

νετο ούτως.»
φύλλ. 242“ 33) «’Ακακίου· εΐς 6 ούρανος ή δύο καί περί τής δι-
αχωρίσεως.»
φύλλ. 242s 34) «Τοΰ μεγάλου Βασιλείου εϊς τό αύτό· έκ τής
έξαημέρου.»
φύλλ. 243“ 35) «Τοΰ μεγάλου Βασιλείου περί τοΰ στερεώματος.»
(αύτόθι) «Έτι περί τοΰ στερεώματος τοΰ έπικληθέντος ούρανοΰ
καί περί τοΰ σχήματος αύτοΰ»· έν τή ώα άναγινώ-
σκομεν «Σεβηριανοΰ.»
φύλλ. 243s 3G) «Τοΰ αγίου Ίωάννου τοΰ Χρυσοστόμου έκ τής
προς τούς Εβραίους έπιστολής· εϊς τό «ήν έπηξεν ό
Κύριος καί ούκ άνθρωπος.»
(αύτόθι) 37) «Θεοδωρίτου· [εϊς τό ρητόν] «καί είπεν δ Θεός

= 40 =
"*(5ϋ3ΐστολαί Πατρ. Γριιγορίου του Κυτορίου io5

συναχθήτω τδ ύδωρ— καί ώφθήτω ή ξηρά». Τί δή­


ποτε μίαν είπών τήν των ύδάτων συναγωγήν πολλάς
μετά ταΰτα δηλοί· συνήχθη γάρ φησι τδ ύδωρ τδ
υποκάτω τοΰ ούρανοΰ είς τάς συναγωγάς αυτών»,
(αυτόθι) 38) «Διόδωρου· γεννηθήτωσαν φωστήρες έν τφ στε-
ρεώματι τοΰ ούρανοΰ».
φύλλ. 244“ 39) «Τοΰ μεγάλου Βασιλείου».
(αυτόθι) 40) «Σεβηριανοΰ- περί σελήνης καί ήλιου καί ποΰ
δύνει ό ήλιος».
φύλλ. 245“ 41) «Τοΰ Χρυσοστόμου».
(αυτόθι) 42) «Διόδωρου».
φύλλ. 245s 43) «’Ισιδώρου· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα
ήμετέραν».
φύλλ. 240“ 44) «Θεοδωρίτου έρώτησις· εί φρόνιμος ό δφις καί
επαινούμενος· μόριον γάρ ή φρόνησις άρετής».
φύλλ. 240s 45) «’Ισιδώρου έκ των έπιστολών περί τοΰ ξύλου ού
.
μετασχόντες εφαγον δ τε Άδάμ καί ή Εΰα».

(αυτόθι) 46) «Θεοδώρου· όμοφρονοΰντος τφ Ίσιδώρω».
φύλλ. 247“ 47) «Θεοδωρίτου· τί έστι — διηνοίχθησαν οί δφθαλ-
Π

μοί των δύο ».


(αυτόθι) 48) « Θεοδώρου· τί δει νοεΐν τούς δερματίνους χιτώνας.»
Α.

(αυτόθι) 49) «Ιππολύτου-περί αυτών».


(αυτόθι) 50) «Θεοδωρίτου· Τί εστι τδ ιδού γέγονεν Άδάμ ως
ως εις έξ ήμών».
φύλλ. 247s 51) «Σεβηριανοΰ περί τοΰ ξύλου τής ζωής»,
(αυτόθι) 52) «Φίλωνος έπισκόπου».
(αυτόθι) 53) «Κυρίλλου».
φύλλ. 248“ 54) (είς τδ ρητδν) «καί εί έκβάλης με σήμερον άπδ
προσώπου τής γής καί άπδ τοΰ προσώπου σου κρυ-
βήσομαι—τοΰ μή άνελεΐν αύτδν πάντα τν εύρί-
σκοντα αυτόν». Τοΰ αγίου Βασιλείου.
φύλλ. 2483 56) (είς τδ ρητδν) «άκούσατέ μου τής φωνής γυναί­
κες Λάμεχ — Ικ δέ Λάμεχ έβδομηκοντάκις επτά»,
τοΰ άγιου Έφραίμ.

= 4ΐ =
ιοό Οοοψρομίου όύστρατια&ου

(αυτόθι) 56) «Κυρίλλου».


(αυτόθι) 57) «Τού άγιου Έφραίμ».
φύλλ. 249α 58) «Διοοώρου περί της πυργοποιί'ας».
(αυτόθι) 59) «"Οτι ό Μωϋσής υιός έστιν ’Αβραάμ τίνος έκ της
φυλής Λευ'ί». .
(αυτόθι) 60) «πρώτη πληγή, β' πληγή».
φύλλ. 249® 61) »πληγή γ'— θ' τού σκότους».
φύλλ. 2Γ)05 62) «Διοοώρου- άρχή- «τον αριθμόν φησι των ήμε­
ρων σου αναπληρώσω» - τέλος «άλλα το πάντως έκα­
στον __
φύλλ. 251* 68) (Γρηγορίου Ναζιανζηνοΰ ποιήματα μετά ερμη­
νευτικών σημειώσεων)· άρχή· «ερμηνεία· ώσπερ ούκ
εις πάντα ούδ’ αεί το νικάν έπαινετόν»· τέλος «ού­
τως άνιστας καί νεκρά βροτών μέλη» (φύλλ 268® )■
έ'πονται έξ φύλλα άγραφα. .
1Εν Βιέννη τη 1η Φεβροναρίον 1908.

ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΥΣΤΡΛΤΙΑΛΙΙΣ
Π

διάκονος.
Α.

Σημείωϋις:

Κώδ. Α. (=τής έν Βιέννη αύτοκρατορικής Βιβλιοθήκης


νπ’ άριϋ. 101 (Nessel).

Κώδ. Β. (= τής έν Βιέννη αύτοκρατορικής Βιβλιοθήκης


νπ’ άριϋ. 10ό (Nessel).
ΤΟΥ ΣΟΦΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

ΚΥΡΟΪ ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΤΟΤ ΚΤΠΡΙΟΤ

ΕΓΙΙΣΤΟΑΑΓ

α) Τώ Νεοκαιοαρείττ]2

Φασί τινες λόγον έκ της πέραν ηπείρου άφΐχθαι, άνδρος πό­


νημα ου πολύ κλέος άρχήθεν έν λόγοις- φασί και τον λόγον είναι
οίον άνανεώσαι καί αύξήσαι το τοϋ πατρός κλέος, παλαιωθέν ήδη,
ουκ έλαττώσαι. Οΰκουν εγώ περί τοΰ προτέρου πυνθάνομαι, εί βε­
βαίως άφίκετο — άφίκετο γάρ, κάγώ τούτο βεβαίως έπίσταμαι —
άλλ’ εί καί το δεύτερον κατά τήν φήμην συμβαίνει, τοΰτ’ ήδη πυν-
θάνομαι. Εί δέ λέγεις ως οδχ έώρακας ουδέ διήλθες, ουκέτι σύ
.
τέκνον, εί καί τάλλα των λόγων φιλονεικεΐς δμοιος είναι τω πατρί,

καί τούτο δή παραπλήσιος. Έγώ μέν γάρ ί'να σοι σαφέστερον λέγω,
καί μακρον αν πλούν έστειλάμην, ώστε τίνος λόγον,:ι των έφ’ ημών
Π

θαυμάσιων εις χεΐρας λαβεΐν, είδώς ως ούδ’ αν ποτέ τοσούτον έτέ-


ρωθεν διεθερμάνθην καί προθύμως προς λόγων4 άπεργασίαν άνέ-
Α.

στην, οσον εντεύθεν σύ δέ μόνον ούκ έν χεροϊν έχων τον λόγον,


εί άρα άπώκνησας3 έπικύψαι οι μικρόν, καί άρετήν ήν έχει περι-

’) Ό Α φέρε·, τήν έξης επιγραφήν: «έπιστολαί του άγιωτάτου καί οικουμενικού


πατριάρχου κυρίου Γρηγορίου».
J) Νεοκαισαρίτη Α. 3) λόγων Α.4) λόγον A. 3) άπώκνησαι Α.

= 43 =
ιο8 (^οοφρομίου (ίΰστρατια&ου. Έιπιστολαΐ Πατρ. Γριιγ. τού Χυτηρίου

εργάσασθαι, πότε μοι προςτδ ίσον της προθυμίας μέτρον άφιξη; άλλ’
ώς άν καί το έτερον άκούσης, καί με μάλλον τοΰ πάθους κατα-
πλαγής, ήδη μεν ήγγειλε τις την τοδ λόγου παρουσίαν, εγώ
δ’ άκούων έδόκουν τινά διά τής άκοής είσδέχεσθαι φλόγα, έπυ-
ρούμην τε ολως καί κίνησιν έπεχείρουν άνώμαλόν τινα καί
τεταραγμένην κινεΐσθαι, οίαν καί πολεμικοί τινες άνδρες καί ήρου-
ϊκοί κινοιντ’ άν, άλλους διαγωνιζομένους ορώντες,1 οπλών αυτοί
υπό τίνος άνάγκης καί άγωνίας είργόμενοι, ώστε καί προς δόνακα
καί χάρτην καί μέλανα2 εβλεπον ήδη, καν είχόμην έργου, καί
σοι λόγον έλεπτούργουν άρτίως ού κατά χρείαν μάλλον ή φιλοτι­
μίαν προσήκοντα, εί μή τις έτέριυθεν άντέκρουε λογισμός- πλήν το
ήμέτερον περί τα τοιαυτα ζηλότυπον, εί τ’ ευ εχον είτε καί μή,
τοιοΰτον σύ δέ τάχα τον λόγον έώρακας,3 καί περί τοΰδε τους
πυνθανομένους διδάξεις-.^ δέμή,άλλ’ έκ τοΰ γράμματος διεγερθείς
δράσαι σπεύσας άμφότερα, καί ίδεΐν δηλονότι καί διδάξαι.*
.

Π
Α.

') 6ρών:α Α.
2) μέλαν Α.
s) καί έώρακας Α.
*) Ακολουθεί

= 44 —
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Α'.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΣ ΩΣ ΠΡΕΣΒΤΤΕΡΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Ό’Ιωάννης Χρυσόστομος κατά την νεανικήν αύτοϋ


ήλικίαν.

Ό ’Ιωάννης Χρυσόστομος, γεννηθείς εν ’Αντιόχεια τώ 347, από τε


τής ιδιοφυίας αυτού, τής καταγωγής καί τής μορφώσεως, των πάντων
ηΰμοίρησεν, ΐν’ άναδειχιίή ό μέγιστος των άνδρών τής εποχής αύτοΰ. Ό
πατήρ αυτού Σεκοϋνδος ήτο στρατηλάτης τής Συρίας, πλοιίσιος καί πε­
ριφανής, ή μήτηρ ’Ανθούσα αγία γυνή, έξοχον πρότυπον χριστιανικής
μητρός. Ή πατρίς αυτού, πόλις όλβία καί μεγάλη, 200,000 περίπου έ-
χουσα κατοίκων, ισαρίθμοις άνηκόντων εις τον εθνισμόν καί εις τον χρι­
στιανισμόν, συνεκέντρου τότε δ,τι άριστον ύπελείφίΐη εκ τού ελληνικού
.

παρελθόντος, ώς Μητρόπολις τής ’Ανατολής, «μήτηρ καί κεφαλή των
υπό την εω κειμένων πόλεων» (2,47)4 At Άιίήναιτών καλών καιρών τής
Ελλάδος ευρον, έν τή παρακμή αυτών, όμόζηλον εν τή ’Ανατολή Έλ-
ληνίδα πόλιν, καί)1 ον χρόνον νέος έδημιουργεΐτο πνευματικός κόσμος, 6
Π

χριστιανικός. ’Όντως δε αί «Συριάδες ΆΟήναι», ιός εκαλείτο ή ’Αντιό­


χεια, ήτο τό εγκαλλώπισμα τού ελληνικού εθνισμού. Άλλα καί ή χριστια­
Α.

νική ’Αντιόχεια, έν ή «τό τίμιον τών χριστιανών εχρημάτισεν όνομα»


(2,501), ήτο δια τον ελληνικόν χριστιανισμόν «Μήτηρ τών’Εκκλησιών»

1) Χάριν ευκολίας παραΑέτομεν έν τή σειρά τοΰ λόγου τάς παραπομπάς εις


τά συγγράμματα τοΰ άγ. Ίωάννου Χρυσοστόμου έν τή Πατρολογία Migne. Ό
πρώτος αριθμός δηλοΐ τύν τόμον ό δεύτερος τήν στήλην.

— 45 —
no Χρυσοστόμου "X. Πατυαδοοοούλου

(3,77). Ούτως ή πόλις αυτή άνήκεν έξ ίσου εις τον εθνισμόν καί εις τον
χριστιανισμόν, θέατρον άποβάσα τών ζωηρότερων μεταξύ αυτών προσ­
τριβών, όίμα δε και τής λανθανούσης άλληλεπιδράσεως αυτών, τεινού-
σης εις πλήρη τών χριστιανικών ιδεών έπικράτησιν, δι’ αυτών τών πνευ­
ματικών τοϋ εθνισμού οπλών, ήτοι τού πολιτισμού αυτού, τών γραμ­
μάτων, τής φιλοσοφίας. 'Ο εθνισμός κα'ι χριστιανισμός συνηντώντο εγ­
γύτατα εν Αντιόχεια. Έκ τών εθνικών τελετών ήδύνατο να μεταβαίνη
εις τάς χριστιανικός τελετάς ό Άντιοχεύς- εθνικός ών ήδύνατο να πα-
ρευρίσκηται εν χριστιανικά) ναώ κα'ι να χειροκροτή χριστιανόν ρήτορα-
υπό τήν αυτήν πολλάκις στέγην, εν μια και τή αυτή οικογένεια, εζων
εθ νικοί καί χριστιανοί" πολλοί δε τών Άντιοχέων εθνικών εκαυχώντο,
ότι ειχον ενδόξους χριστιανούς προγόνους καί συγγενείς. ’Αλλά καί πολ­
λοί τών χριστιανών έξηκολούθουν ζώντες εθνικόν βίον καυχώμενοι συγ­
χρόνως, δτι ειχον ευσεβείς καί σπουδαίους έντώ χριστιανισμό) συγγενείς-
«ό πατήρ, ελεγον, ό εμός καί δ πάππος καί δ έπίπαππος σφόδρα ευσεβείς
καί σπουδαίοι έτύγχανον δντες» (8,232). Έντή αυτή πόλει ήκμαζον
έθνικαί καί χριστιανικαί Σχολαί, έδίδασκον οί κάλλιστοι αντιπρόσωποι
τοΰ εθνισμού καί τού χριστιανισμού. Όθεν δ ’Ιωάννης Χρυσόστομος
.
ήδύνατο ν’ άποβή είτε διάδοχος τοΰ σοφιστοϋ Διβανίου, είτε μέγας πα­

τήρ καί διδάσκαλος τής Χριστιανικής ’Εκκλησίας.
Ή φιλόστοργος μήτηρ αυτού ’Ανθούσα ύπήρξεν ό αγαθός αυτού
άγγελος εν τή επικινδύνω πορεία τοΰ βίου. Διότι δ πατήρ αυτού Σεκούν-
Π

δος, προώρους άποθανών, άφήκεν αυτόν νήπιον εν ταις άγκάλαις είκο-


σαέτιδος μόλις μητρός, ής πρώτος καί ά'κων έγκωμιαστής ύπήρξεν ό Λι-
βάνιος, άνακράξας «βαβαί, οιαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες είσιν» (1,601).
Α.

'Επειδή έ'μαθεν ό εθνικός διδάσκαλος τοϋ Ίωάννου, ότι ή μήτηρ αυτού


ύπέστη τά βάρη τής χηρείας, μόνον σκοπόν τού βίου αυτής δρίσασα τήν
ευσεβή μόρφωσιν τού τέκνου αυτής, μέγαν εξέφρασε θαυμασμόν περί
τής Άνθούσης καί τών χριστιανών καθ' δλου γυναικών. Αύτη ύπήρξεν
ή πρώτη τού Ίωάννου διδάσκαλος, εμπεδώσασα βαθύτατα εν τή ψυχή
τού παιδός, τάς ήθικάς τού Χριστιανισμού άρχάς, ώς ασφαλή ερείσματα
κατά τών πειρασμών τού βίου. Τά μητρικά θωπεύματα έπληξαν τάς
πριότας χορδάς, δι’ ών άνεδόθη ύστερον έκ τήςκαρδίας τού Ίωάννου ή
χρυσή αρμονία τής ήθικής τού Χριστιανισμού, δι' αυτών διεπλάσθη ό α­
δαμάντινος αυτού χαρακτήρ. Ή ευσεβής μήτηρ άνέθρεψε τήν ψυχήν τού
υιού αύτής προς τά ήθικά μεγέθη, «έγγύμονα ποιήσασα αυτήν γενναίου
παραστήματος». Συνεπίκουρος δε ήλθεν εις τήν θρησκευτικήν τοΰ παι-
δός μόρφωσιν ή έκ πατρός θεία αυτού, αφιερωμένη τώ Θεώ, παρθένος
καί διάκονος Σαβιανή. Άλλ’ ή ’Ανθούσα δεν ήθελε νά στέρηση τον υιόν
αύτής έλευθερίου παιδεύσεως. Παρέδωκεν αυτόν εις τούς διαπρεπεστέ-

= 46 =
Ό "Xyios 'ΙακψμΐΗ Χρυσόστομο? III

ρους εθνικούς διδασκάλους τής ’Αντιόχειας, εις τον ΆνδραγάΟιον κα'ι εις
τον Λιβάνιον. Παρά τούτου μέν έδιδάχθη την ελληνικήν φιλολογίαν, παρ’
εκείνου δετήν φιλοσοφίαν, προπαρεσκευασμένος ών ηθικώς κατάποσης
κακής έπιτών εθνικών Σχολών έπιδράσεως. Αί εξ αυτών εντυπώσεις αυ­
τού υπήρξαν δυσάρεστοι. Όί)εν βραδύτερου συμβουλεύων τους γονείς
περ'ι τής ηθικής αγωγής τών παίδων έλεγε' «Τί τό όφελος πέμπειν εις δι­
δασκάλους, ενίία προ τών λόγων κακίαν εϊσονται κα'ι το ελαττον βουλό-
μενον λαβεΐν, τό μεΐζον άπολέσουσι τής ψυχής τήν ΐσχύν και τήν ευεξίαν
άπασαν; Τί ουν ; κατασκάψομεν τά διδασκαλεία, φησίν; ου τούτο λέγω,
άλλ’ δπως μή τήν τής αρετής καθέλωμεν οικοδομήν και ζώσαν κατορύ-
ξιομεν τήν ψυχήν σωφρονούσης μέν γάρ ταύτης ούδεμία από τής τών
λόγων απειρίας έσται ζημία, διεφθαρμένης δέ μεγίστη βλάβη, καν σφόδρα
ή γλώττα ήκονημένη τυγχάνη... 'Η μέν γάρ τών λόγων σπουδή τής από
τών τρόπων επιείκειας δεΐται, ή δέ τών τρόπων επιείκεια ούκέτι τής από
τών λόγων προσθήκης (1,7G7). Πάντα ήμΐν δεύτερα έστω τής πρό­
νοιας τών παίδων και τού έν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου αυτά έκφέ-
φεσθαι... Μή ρήτορα αυτόν σπούδαζε ποιήσαι, αλλά φιλοσοφεΐν παί-
δετιε. ’Εκείνου μέν γάρ ούκ δντος ούδέν έσται βλάβος- τούτου δέ απόν-
τος ούδέν έσται κέρδος μυρίας ρητορείας. Τρόπου'χρεία οΰ λόγων, ή­
.
θους ού δεινότητος, έργων ου ρημάτων. Μήτήνγλώτταν άκονήσης, αλλά

τήν ψυχήν έκκάΟαιρε» (11,150). Ό Ιωάννης ηύτύχησε καί τήν ψυχήν
νά έχη κεκαθαρμένην καί τήν γλώσσαν νά άκονήση λαμπρώς. Συνέδεσε
τήν καθαρότητα τού χαρακτήρος καί τήν έξοχον ένάργειαν καί δΰναμιν
Π

τής φαντασίας μετά τής έπιμελεστάτης καί βαθυτάτης σπουδής τής ελ­
ληνικής άρχαιότητος. Όρθώς έλέχθη περί αυτού, otl υπήρξε «τό ωραι­
Α.

ότερου πνεύμα τής νέας κοινωνίας έμβολιασθέν εις τον άρχαΐον κόσμον,
ό κατ’ εξοχήν Έλλην γενόμενος χριστιανός». Ή αυστηρά ηθική αγωγή
καί ή άρίστη κλασσική παίδευσις συνέδεσαν, τώ δντι, εν αυτώ άρμονικώς
τον Ελληνισμόν καί τον Χριστιανισμόν, συνεσώρευσαν έν τή ψυχή αυ­
τού τούς πνευματικούς θησαυρούς δύο κόσμων, μετά θαυμαστής λεπτό-
τητος καί χάριτος. Ούτιος έφαίνετο, δτι ή θεία Πρόνοια έκάλει τον παιδα
τούτον έν κρισίμοις καιροΐςτοΰ καταρρέοντος ελληνικού κόσμου ν’ανα­
ζωογόνηση αυτόν διά τής μεταγγίσεως τών ηθικών θησαυρών τής νέας
θρησκείας. Έν τή προσωπικότητι αυτού παρέστησεν ό Ιωάννης τό ιδε­
ώδες τής άναζωογονήσεως ταύτης, άκτινοβολούσης τήν χριστιανικήν τε­
λειότητα μετά τής ελληνικής καλοκαγαθίας. Προ αυτού μέγας διδάσκα­
λος τής ’Εκκλησίας ό ’Ωριγένης ώριζε «Γυμνάσιου μέν τής ψυχής τήν
άνθρωπίνην σοφίαν, τέλος δέ τήν θείαν». Τό αξίωμα τούτο έμελλε νά
πραγματοποίηση ό ’Ιωάννης έν έαυτώ' ποιούμενος δέ χρήσιν, έν τώ α­
ναμορφωτικά) αυτού έργα), τής ελληνικής παιδείας, οίονεί πρύς μέν τούς

= 47 =
112 Χρυσοστόμου 4Χ. Πατπαδοτοούλου

εθνικούς αυτού άκροατάς έλεγε περί τών χριστιανικών αληθειών «εί γάρ
καί μετ' αλήθειας ώς έχει ταϋτα είπεΐν ούκ έδυνήθησαν "Ελληνες από λο'
γισμών κινηθέντεςκαί παρασκευασμάτων τών παρ’ ήμίν, άλλ’ όμως ει­
κόνα τινά κρίσεως έλαβον καί ποιητάς καί φιλοσόφους καί λογοποιούς
καί πάντας εύρήσεις υπέρ τούτων φιλοσοφοϋντας τών δογμάτων» (1,347),
προς δέ τούς χριστιανούς «Μηδείς ύβριν είναι νομιζέτω τού Χριστού,
οτι έν τοΐς περί αυτού λόγοις Παθαγόρου καί Πλάτωνος, Ζήνωνος καί
τού Τυανέως μεμνήμεθα» (1,880). Έν ταΐς όμιλίαις αυτού άπήντλει
τα παραδείγματα από τε τού ελληνικού κόσμου καί από τής Γραφής·
«Άλλάταύτα μέν από τών παρά τών έξιοθεν συντεθέντων, είδε βού-
λεσθε καί από τών Γραφών έρούμεν».
Τής λαμπράς αυτού ευγλωττίας δείγματα εγκαίρως ήδη παρέσχεν 6
Ιωάννης· ο δέ Λιβάνιος, σκιρτών εκ χαράς παρεσκεύαζεν αυτόν ώς διά­
δοχον αυτού. Διότι ά'λλωςτε έ'βλεπεν αυτόν, μετά την τών σπουδών απο­
περάτωσης έπιδιδόμενον εις τό τού συνηγόρου έργον έν τοΐς δικαστηρί­
ου; τής ’Αντιόχειας. Τούτο δμως δέν σημαίνει, δτι καθιορίσθη ήδη ή διεύ-
θυνσις τής ζωής αυτού. Ό ’Ιωάννης ηύρίσκετο προ τού προβλήματος τής
ζωής, ή λύσις τού οποίου δέν ήδύνατο νά έπέλθη άποτόμως. Τό ήθικόν
έ'ρμα, δπερ ή ευσεβής αυτού μήτηρ έναπέθηκεν έν τή ψυχή αυτού, αυ­
.
τής ή άγρυπνος καί φιλόστοργος παρακολουθώ]σις έμελλον νά προφυλά-

ξωσιν αυτόν από πάσης θυέλλης τού βίου, νά συγκρατήσωσι καί ανασώ-
σωσιν. ΕΙχεν ανάγκην έσωτερικής πάλΐ]ς, ΐναή πνευματική αυτού ιδιοφυία
προσλάβη τον τέλειον αυτής τύπον. Καί ή πάλη αυτί] διεξήχθη έπί τού
Π

έδάφους τής πραγματικής ζωής, ής αντιμετώπισε καί έκ τού σύνεγγυς


έσπούδασε τάς έκφάνσεις. Ό 'Ιωάννης έ'μαθε τον άνθρωπον έν αυτή τή
Α.

ζωή αυτού, έδιδάχθη τήν ψυχολογίαν, είσδύσαςείς τό βάθος τής ανθρώ­


πινης τ|Λ)χής. Πόσον σπουδαία άπέβησαν δι’ αυτόν τά διδάγματα ταύτα)
’Ίσως μόνον μήνάς τινας παρέμεινε συνηγορών έν τοΐς δικαστηρίου; τής
’Αντιόχειας «δεινός ών λέγειν καί πείθειν καί τούς κατ’ αυτόν υπερβάλ­
λουν ρήτορας» ώς πληροφορεί ήμάς αρχαίος ιστορικός. Ό κόσμος δια
τών ηδονών αυτού δέν ήδυνήθη νά παρελκύση τον άλλως ζωηρόν νεα­
νίαν. Έστράφη ούτος μετά ττνων ομηλίκων συμμαθητών προς τον νέον
πνευματικόν κόσμον τού Χριστιανισμού καί έγένετο μαθητής τής έν ’Αν­
τιόχεια Θεολογικής Σχολής, διδαχθείς έν αυτή τριετίαν παρά τοΐς διδα-
σκάλοις Καρτερίφ καί Διοδοόρω. Εις τήν ψυχήν τού Ίωάννου νέον έπε-
χύθη φώς έκτής μελέτης τής αγίας Γραφής. Έκτοτε τό πνεύμα αυτού φω­
τίζεται μόνον παρά τού Θεού. Τάς θετικάς καί πραγματικός αυτού γνώ­
σεις άπαντλεΐ έκ τής Γραφής· έξ αυτής έμπνέεται τάς μεγάλας καί ύψη-
λάς αυτού ιδέας. Τούτου ένεκα ταχεία ύπήρ'ξεν ή προσέλευσις-αυτού εις
τον Χριστιανισμόν.
*0 "Xyios " Ιοοάμμι »s Χρυσόστομο? »3

‘Ο έν τώ Χριστιανισμό) πρώτος βίος αύτοϋ.

’Επίσκοπος τότε ’Αντιόχειας ητο ό πολιός Μελέτιος, περί ού έλεγεν


ύστερον ό 'Ιωάννης «Τρυφή ήν μεγίστη τό τής αγίας ό'ψεως άπολαύειν
έκείνης. Ού γάρ δή διδάσκων μόνον ουδέ φθεγγόμενος, άλλα και όρώμε-
νος απλώς ικανός ήν άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των όρώντων
ψυχήν είσαγαγείν» (2,48). Οί Άντιοχεΐς ήγάπων τον Επίσκοπον, οΟεν
έξαιρετικώς εις τά τέκνα αυτών άπέδιδον τό όνομα αύτοϋ, πανταχοΰ δε
καί έν δακτυλίων σφενδόναις κα'ι έν έκτυπώμασι και έν φιάλαις καί έν
θαλάμων τοίχοις καί πανταχοΰ την εικόνα αύτοϋ διεχάραττον, ΐνα μη
μόνον άκοΰωσι την προσηγορίαν τήν αγίαν, άλλα πανταχοΰ όρώσι τον
τύπον τοΰ σώματος αύτοϋ. Ό άγιος Μελέτιος ήγωνίσίίη υπέρ τής ορθο­
δοξίας· δταν δέ ποτέ έπανέκαμψεν εις ’Αντιόχειαν εκ τής εξορίας, πάσα
ή πόλις έ'σπευσεν εις τήν ύπάντησιν αύτοϋ. Οί μέν πλησίον ήρχοντο καί
ποδών ήπτοντο καί χείρας κατεφίλουν καί φωνής ήκουον οί δέ ύπύ τοϋ
πλήθους κωλυόμενοι καί πόρρωΟεν αύτόν όρώντες ήρκοΰντο μόνον μα-
κρόΟεν δεχόμενοι τήν ευλογίαν αύτοϋ' «ΚαΟάπερ γαρ επί των ’Αποστό­
λων, oool προσελθεΐν καί έγγί'ς γενέσΟαι ούκ ϊσχυον, τής σκιάς αύτιϋν
έκτεινομένης καί τίϋν πόρρωΟεν άπτομένης τήν αύτήν έπεσπώντο χαριν,
.
καί ομοίως ύγιαίνοντες άπήεσαν, οϋτω δή καί νΰν οσοι προσελΟείν ούκ

ϊσχυον, ώσπερ τίνος δόξης πνευματικής από τής άγιας έκείνης κεφαλής
έκπεμπομένης καί προς τούς πορρωτάτω διικνουμένης, αισθανόμενου
πόσης εύλογίας από τής θεωρίας μόνης πληροΰμενοι πάντες άπήεσαν»
Π

(2,518). Τοιαϋται ίεραί σκηναί ένεποίουν βαθυτάτην έντύπωσιν εις τήν


ψυχήν τοΰ Ίωάννου. Ό Μελέτιος «ήράσΟη τής εύφυΐας καί τοϋ κάλ­
Α.

λους τής καρδίας αύτοϋ» προσεγγίσας αύτόν προς εαυτόν καί προς τήν
’Εκκλησίαν, τέλος κατηχήσας αύτόν καί βαπτίσας τώ 369 καί εις τότοϋ
άναγνώστου τώ 370 εκκλησιαστικόν άξίωμα προχειρίσας. Ό ’Ιωάννης
έγένετο ήδη νέος άνθρωπος. Έκτοτε λέγει ό βιογράφος αύτοϋ καί μα­
θητής Παλλάδιος «ούκ ώμοσεν, ού κατελάλησεν, ούκ έψεύσατο, ού κα-
τηράσατο, ούκ εύτραπέλειαν ήνέσχετο» (1,07). Τά θέλγητρα τοΰ κόσμου
ούδεμίαν πλέον είχον δι’ αύτόν άξίαν. Άνεκάλυπτε νέα ιερά θέλγητρα
έν τή ήθική τελειώσει τοΰ Χριστιανισμού' τούτου δ’ ένεκα τήν προσο­
χήν αυτοΰ προυκάλει η έρημος διά τίϋν Μοναστηρίων αύτής, εις α κατέ-
φυγον πάντες οί μεγάλοι πατέρες τής’Εκκλησίας. Άπύ πολλοΰ ήδη καί
προ τής εϊς τό βάπτισμα προσελεύσεως αύτοϋ μετά τοΰ φίλου Βασιλείου
εμελέτα τήν εις τά μοναστήρια καταφυγήν, άλλά νΰν μετά τό βάπτισμα
έθεωρησεν εύθετον τον χρόνον της πραγματοποιήσεως τοΰ πόθου αύτοϋ.
Αύτός μέν διήνυε τότε τό τριακοστόν περίπου τής ήλικίας έτος, ή δέ μή-
τηρ αυτού ’Ανθούσα το πεντηκοστόν. Εις τον πόθον τοΰ υιού αύτής άν-

Έχχλ. Φάρος Α', β1, 1908. 8


Χρυσοστόμου "X. Πατοαέοτπούλου
ι*4

τέταξεν αύτη την θερμήν παράκλησιν νά μή αφίση αυτήν έρημον καί


απροστάτευτου. Ημέραν τινά λαβοΰσα αυτόν τής χειρός ε’ισήγαγεν εις ο
δωμάτιον έτεκεν αυτόν. Δακρυουσα ύπέμνησεν εις αυτόν την πρόωρον
χηρείαν, ής ύπέστη τα δείνα χάριν τοϋ υιού αυτής. Πρύς
μόρφωσιν αυτού και εις μόχθους καί εϊςδαπάνας υπεβλήθη. "Οθεν πα-
ρεκάλεσεν αυτόν, ΐνα μή περιβάλη αυτήν διά νέας λύπης απομακρυνό­
μενος αυτής πρό τής τελευτής αυτής. Ή παράκλησις τής φιλοστόργου μη-
τρός καί οί λόγοι αυτής εν ομηρική άπλότητι άποπνέοντες τό άρωμα
χριστιανικής αγνότητας (1, G24.G25.) κατέπεισαν τον Τωάννην, ϊνα πα-
ραμείνη παρ’ αυτή. Ήτο ήδη τέλειος Χριστιανός ξένος προς τον κό­
σμον, ζών έν τή οικία αυτού ώς έν Μοναστηρίο) «οϊκοι εϊ τις αυτόν εΐ-
δεν ένόμισεν αν τινα είναι τών έν ό'ρεσι καθημένων, καί γάρ ή οικία
αύτώ προς ακρίβειαν Μοναστηριού παντός διέκειτο, ούδέν έχουσα τών
αναγκαίων πλέον. Καί ό καιρός δε αυτός ά'πας εις τήν άνάγνωσιν τών
αγίων άνηλίσκετο βιβλίθ3ν καί ίμάτιον αύτώ από τριχών κατεσκευάσατο
καί τούτα) τάς νύκτας ενεκάθευδεν». (1,370). Ταΰτα έγραφεν ό 'Ιωάν­
νης περί τίνος τών γνωρίμων αυτού νέων, αλλά δυνάμεθα νά υποθέ­
σω μεν, δτι αυτός ούτως έζη, υποβληθείς εις αύστηράν ηθικήν διαπαιδα­
.
γώγησή εαυτού, άποδίδουσαν ήδη, ώς πρώτον αυτής καρπόν, τήν ταπει­

νοφροσύνην, ένεκα τής οποίας μετά τινα χρόνον έλεγε προς τον φίλον
αυτού Βασίλειον : «Τις, γάρ, είπέ, τίς δυνήσεται κατειπεΐν καί άποκα-
λΰψαι τήν μοχθηρίαν τήν έμήν, δ ό'ροφος ούτος καί δ οΐκίσκος; άλλ’ ούκ
Π

αν δυναιτο φωνήν ρήξαι. Άλλ’ ή μήτηρ, ή μάλιστα πάντων είδυΐα τά


έμά; Μάλιστα μέν ουδέ προς αυτήν έστί μοι κοινόν τι ουδέ εις φιλο-
νεικίαν ήλθομεν πώποτε. Εϊ τίς γε τήν ήμετέραν προς ακρίβειαν έθέλοι
Α.

βασανίζειν ψυχήν πολλά αυτής εύρήσει τά σαθρά» (1,G83). Τοιαύτα περί


εαυτού σκεπτόμενος ύπέβαλεν εαυτόν εις αύστηράς ασκήσεις, πολλάς
ήδη καί μεγάλας κεκτημένος άρετάς, άς άνωμολόγουν οί γνωρίζόντες αυ­
τόν. Ούτω δέ ό Βασίλειος άκούσας αυτόν εκ ταπεινοφροσύνης λέγοντα,
δτικατείχετό υπό τού πάθους τού θυμού άνέκραξεν «άλλ’ ούκέτι σε εγώ
ειρωνευόμενου άνέξομαι περαιτέρω. Τίς γάρ όύκ όιδεν δσον ταυτης απέ­
χεις τής νόσου;» (1,G50).
Ή από τού «οικίσκου» αυτού μέχρι τού ναού όδύς ήτο ή μόνη
συχνή καί διαβατή τώ ’Ιωάννη. Αλλά (ραίνεται, δτι εξηκολουθει ούτος
καί τάς θεολογικάς μελέτας παρά τώ Καρτερώ) καί τώ Διοδώρο), περί
ου λέγει, δτι ήτο «σοφός καί γενναίος διδάσκαλος, γλώσσα ρέουσα μέλι
καί γάλα», «έσυρεν άπασαν τήν πόλιν» προς εαυτόν «καί τον άπαντα
χρόνον διετέλεσεν άποστολικόν έπιδεικνυμενος βίον, μηδέν ίδιον έχο)ν,
αλλά παρ’ ετέρων τρεφόμενος, αυτός τή προσευχή καί τή διδασκαλία τού
λόγου προσκαρτερών· (.‘ϊ,7G1.4). Ό Διόδωρος άνεδείχθη Ιδίως μετά τού

= 50 =
Ό "Xyios "Ιοοάμμισ Χρυσόστομον π5

ετέρου πρεσβυτέρου ’Αντιόχειας Φλαβιανού, και)’ δν χρόνον ό μεν Επί­


σκοπος Μελέτιος ήτο εξόριστος, άρειανοί δε Επίσκοποι κατεϊχον τον θρό­
νον τής ’Αντιόχειας, ής ή ’Εκκλησία δεινώς εταράσσετο έπ'ι πλέον ένεκα
τοΰ σχίσματος τοΰ Πρεσβυτέρου Παυλίνου, χειροτονηίΐέντος καί τούτου
Επισκόπου. Αύτοκράτορες τής Κων)πόλεως έπροστάτευον τον ’Αρεια­
νισμόν καταδιώκοντεςτούς ορθοδόξους. Εις τούτων ό Οί)ύλης κατεδίω-
κεν επί πλέον καί τούς περί την μαγείαν όσχολουμένους χριστιανούς καί
εθνικούς. 'Ημέραν τινά μετά τίνος αυτού φίλου ό ’Ιωάννης έξέδραμεν
εις τον έν Δάφνη ναόν τοΰ αγίου Βαβύλα ή εις έτερόν τι «μαρτύριον»
παρά την ’Αντιόχειαν, προς προσκυνησιν. Κατά την επάνοδον ειδον μετά
τοΰ φίλου αυτού επιπλέον επί τοΰ ποταμού Όρόντου μαγικόν βιβλίον, δπερ
άναλαβόντες καί συζητήσαντες μάλιστα περί τής κατοχής αυτού διέτρεξαν
μέγιστον κίνδυνον. Φαίνεται, δτι ό κάτοχος αυτού καταδιωκόμε-
κόμενος υπό στρατιώτου έρριψεν αυτό εις τον ποταμόν. Μετά μικρόν δι-
ήλθε στρατιώτης- εάν δε ούτος συνελάμβανε τούς νεαρούς Άντιοχείς εξε­
τάζοντας τό βιβλίον θά ώδήγει αυτούς εις βέβαιον -θάνατον, «τις γάρ αν
καί έπίστευσεν, δτι από τού ποταμού λαβόντες άνελόμεθα, πάντων τότε
καί των ανύποπτων κατεχομενών ; Καί ρΐψαι ούκ ετολμώμεν μή όφΟώ-
μενκαί καταμερίσαι αυτό πάλιν ομοίως δέος ήν. ’Έδωκεν ούν ό Θεός
.
καί έρρίψαμεν καί εσχάτου άπηλλάγημεν κίνδυνου» (ί),274,27;’)). Έτερα

επεισόδια καί λεπτομέρειας πλείονας περί τοΰ κατά την εποχήν ταύτην
βίου αυτού άγνοούμεν. Ύπάρχουσιν ενδείξεις τινές, δτι έπεσκέφθη την Πα­
λαιστίνην καί την Αίγυπτον (C>,297.7,288) ϊσαις προς προσκυνησιν τών
Π

άγιων Τόπων καί μελέτην τοΰ μοναχικού βίου, περί τού οποίου πολύς
έγένετο λόγος υπό τοΰ Ίωάννου καί τών φίλων αυτού. Ό «οΐκίσκος» αυ­
Α.

τού άπέβη τό κοινόν αυτών έντευκτήριον.


Εις τών φίλων, ό Θεόδωρος, έσπευσεν ήδη νά προκαταλάβη πάν-
τας τούς λοιπούς, προσελθών τελείως εις τον μοναχικόν βίον καί άποχω-
ρήσας εις Μοναστήριον. 'Ολοκλήρους ήμέρας διήρχετο μελετών τάς Γρα-
φάς καί ολοκλήρους νύκτας αγρυπνών καί προσευχόμενος. Αλλά δυστυ­
χώς, μετανοήσας, επανήλθε πάλιν εις την Αντιόχειαν, καί άποβαλών τον μο­
ναχικόν βίον έζήτει νά προσέλθη είς γάμον, φέρων παλαιά παραδείγματα
προς δικαιολογίαν αυτού, διότι ήτο πολυΐστωρ. Ό Ιωάννης λυπηθείς επί
τή παλινωδία τοΰ φίλου αυτού, έγρα\|ιε πρύς αύτύν δύο έπιστολάς («Λόγοι
προς Θεόδωρον έκπεσόντα») κυρίως, ϊναπρολάβη τήν άπόγνωσιν τού Θε­
οδώρου μετά τοιαύτην αμαρτίαν. "Κόπτομαι καί πενθώ, έγραφε, καί
τούτο ποιών ου παύσομαι, έως αν σε πάλιν επί τής προτέρας ΐδω φαι-
δρότητος,, (1,278), μή θεωρών άντιθέτως προς ά'λλους ματαίαν τήν φιλι­
κήν αυτού παραίνεσιν. «Παΰσαι ματαιοπονών καί κατά πετρών σπειρών,
έ'λεγόν μοι πολλοί. Έγώ δε ούδενός ήκουσα1 ελπίς γάρ, έ'ιρην πρύς έμαυτόν,

= 5χ =
ιιΟ Χρυσοστόμου "Λ. Πατσαδοτπούλου

{Ιεοϋ θέλοντας, άνύσειν τι τα γράμματα, εί δέ δπερ άπευχόμεΟα συμβαίη,


τό γοΰν έαυτοΐς σιγήν μή δύνασΟαι έγκαλεΐν κερδανοΰμεν, και ουκ έσό-
μεί)α των τήτ· θάλασσαν πλεόντων χείρους, ο'ΐ τούς ομοτέχνους δταν ΐδωσι
τήςνηός υπό των πνευμάτων και των κυμάτων διαλυΰείσης, επί σανίδα
φερομένους, ιστία καάελόντες καί άγκυρας χαλάσαντες καί εις άκάτιον
έμβάντες, ανθρώπους αγνώστους, από τής συμφοράς γινωσκομένους μό­
νον διασώζειν έπιχειροΰσιν. Εί δέ μή βοΰλοιντο εκείνοι ούδείς αν αυτών
τής άπωλείαςτους έπιχειρήσαντας σώσαι αίτιάσαιτο. Ταΰτα τά παρ’ ημών
πιστευομεν δέ, δτι, ίΐεοϋ χάριτι, υπάρξει καίτό παρά, σοΰ, καί πάλιν σε δια-
πρέποντα κατά τήν αγέλην όψόμείΐα τοΰ Χρίστου. Ύγιαίνοντά. σε τήν
άληίίή υγίειανίΐάττον άπολάβοιμεν, εύχαΐς άγίυιν, ώ φίλη κεφαλή» (1 ,·>1(ί).
Ή φιλάδελφος ελπίς τοΰ Ίωάννου ΙξεπληρώΌη· διότι ό Θεόδιορος μετε-
μελήθη αΰθις καί εις τήν ’Εκκλησίαν από τοΰ κοσμικού βίου έπανελάών
έγένετο βραδύτερου Μσψουεστίας Επίσκοπος.
Ό ’Ιωάννης καθίστατο ήδη γνο^στός εις τήν ’Εκκλησίαν καί διά των
συγγραφών αυτού. Τούτου δ’ ένεκα λίαν ενωρίς περί τό ;574 άπεφασίσΟη,
ΐνα προχειρισΟή εις Επίσκοπον μετά τοΰ φίλου αυτού Βασιλείου. Ή
περί τού πράγματος τούτου απλή κατ’ άρχάς φήμη έξέπληξε τον Ίιυάν-
.
νην. Ήγε μόλις τό 27 έτος τής ήλικίας αυτού καί ήτο άναγνοίστης. ‘Υπήρ-

χον κανόνες τής Εκκλησίας, "να εις Επίσκοπον προχειρίζονται οί δι-
ελάόντες ήδη βαδμιαίως τά κατώτερα ’Εκκλησιαστικά άξιιόματα καί έχον-
τες μεγαλειτέραν ηλικίαν. Άλλ’ ως αυτός έλεγεν «ουκ οίδεν ήλικίας δια­
Π

φοράν ό των δλων Θεός, άλλ' ευσέβειαν μόνην καί φιλοί)εΐαν ζητεί, καν
εύρη ταύτην εν νέω πολλών τούτον προτίάησι πρεσβυτέροη·. Ού χρή τήν
σύνεσιν ηλικία κρίνειν ουδέ τον πρεσβύτερον από τής πολιάς δοκιμάζειν
Α.

ουδέ τον νέον πάντως άπείργει τής τοιαύτης διακονίας αλλά τον νεό­
φυτον. Πολύ δέ άμφοτέρων τό μέσον» (1,040). Ταΰτα πληρέστατα εις
αυτόν έφηρμόζοντο. Υπήρχε δέ καί έκτακτος τής 'Εκκλησίας ανάγκη
προς πλήρωσιν επισκοπικών τινων Αέσεων, ών οί ορθόδοξοι Επίσκοποι
έξωρίσΟησαν υπό τοΰ άρειανίζοντος Αύτοκράτορος. Άλλ’εκ μετριοφρο-
σύνης ο ’Ιωάννης έύεώρει εαυτόν ανάξιον, δπως καταλάβη τό μέγα τής
άρχιερωσύνης αξίωμα. Μή Οέλων δέ καινά στερήση τήν ’Εκκλησίαν τής
από τού Βασιλείου ώς ’Επισκόπου ωφελείας κατέφυγεν εις τό εξής στρατή­
γημα. ’Επειδή ό Βασίλειος έστεργε νά χειροτονηάή 'Επίσκοπος μόνον
τύπο τον απαραίτητον δρον νά χειροτονηδή καί ό ’Ιωάννης, ούτος εδή-
λωσεν εις αυτόν, δτι Οά έχειροτονεΐτο. Κατά τήν ώρισμένην ημέραν προ-
σήλΟεν ό Βασίλειος καί εχειροτονή ί) η ’Επίσκοπος Ραφανείας. Άλλ’ ό
'Ιωάννης δέν προσήλίΐε φυγών εξ Αντιόχειας τήν ημέραν εκείνην. Τε­
θλιμμένος ο Βασίλειος προσέρχεται πρύς αυτόν, σκιρτώντα εκ χαράς καί
προσπαίίούντα ν' άσπασΟή τήν δεξιάν αυτού, Επισκόπου ήδη γενομέ-

— 52'-=
"O ’Xyios Ίοοάμμιis Χρυσόστομον
”7

νου. Έάν κατεφρόνησας έμού, ειπεν 6 Βασίλειος μόλις συνελθων έκ της


θλίψεως, έδειτούλάχιστον νά μεριμνήσης περί τής ιδίας σου τιμής· διότι
ήνοιξας πάντων τά στόματα κα'ι πάντες λέγουσιν, δτι έκ κενοδοξίας απέ-
κρουσας τύ προσενεχίΐέν σοι μέγα υπούργημα, έγό) δέ έξ αΐδούς ουδέ καν
νά φανώ τολμώ εν τή κοινωνία, επειδή νομίζουσιν οί γνωρίζοντες ήμάς,
δτι, δυοίν θατερον, ή έγίνωσκον τους σκοπούς σου κα'ι απέκρυπτον αυ­
τούς ή ήγνόουν αύτούς καί επομένως ή φιλία ημών ήτο ύπόκρισις. Βαρύ
μέν εινε νά εϊπω την αλήθειαν καί κάτω νεύων αποφεύγω τούς συναν-
τώντάς με. Αλλά μή μερίμνων περίέμαυτοϋ ούδ’ ελέγχων σε έπί τώ άδι-
κήματι καί τή απάτη, παρακαλώ λέγε, πώς δυνάμείίαν’ άπολογηθώμεν καί
δικαιολογηθώ μεν κατά τών προσαπτομένων είςήμάςκατηγοριών.Ό ’Ιωάν­
νης άπελογή ίλη καί έδικαιολογήθη κατά τρόποι1 δλως έκτακτοι1, έκθέσας εν
έξλόγοις την διδασκαλίαν αύτοΰ περί Τερωσύνης. Ούδέν μνημεΐοντής εκ­
κλησιαστικής φιλολογίας δύναται νά παραβληθή προς αυτούς. ΌΊωάννης
διέγραψεν εν αύτοΐς καί την έννοιαν τής ποιμαντικής διακονίας καί τό
ιδεώδες τού πνευματικού ποιμένος, οΐος άπέβή αυτός βραδύτερου, μετά
χάριτος καί καλλιεπείας, προελθούσης έκτής καρδίας αύτού. Ό Βασίλειος
έκπλαγείς εκ τού ύψους καί τής σπουδαιότητος τού έργου, δπερ άνέλαβεν,
έτι μάλλον έλυπήθη. «Ού γάρ έτι μοι μέλει, είπε, τί προς εκείνους υπέρ
.
σού, αλλά τί προς τον Θεόν υπέρ έμαυτοΰ καί τών έμών άπολογήσομαι

κακών. ΙΙλήν αλλά σού δέομαι καί άντιβολώ, ε’ίτι σοι μέλει τών έμών,
εϊ τις παράκλησις έν Χριστώ, εϊ τιπαραμύθιον αγάπης, εΐ τινα σπλάγχνα
καί οΐκτιρμοί χεΐρα ορεςον καί λέγων καίπριίττων τά δυνάμεΐ'α ήμάς
Π

άνορίΐούν, μηδέ άνάσχη προς γούν τύ βραχύτατου ήμάς άπολιπεΐν, αλλά


νϋν μάλλον ή πρότερον κοινάς ποιείσθαι τάς διατριβάς. Καί τί συμβα-
Α.

λέσΟαι, ειπεν ό 'Ιωάννης, τί δέσε δνήσαι δυνήσομαι πρόςτοσοΰτον πραγ-


μάταιν όγκον ; Πλήν άλλ’ έπειδή σοι τούτο ήδύ, θάρρει ώ φίλη κεφαλή·
τον γάρ καιρόν, καθ' όν αν έξή σοι τών έκειθεν φροντίδων άναπνεΐν καί
παρέσομαι καί παρακαλέσω καί τών εις δύναμιν την έμήν έλλείψω ού­
δέν» (1,092).

Ό ’Ιωάννης Χρυσόστομος ώς μοναχός.

Οί περί Ίερωσύνης θαυμάσιοι λόγοι μαρτυροΰσι πόσον ήδη ώρι­


μος ητο η μεγάλη διάνοια τού Ίωάννου' θεωρών δ" εαυτόν ούτος ατελή
έτι, μάλιστα κατά την ηθικήν ζωήν, άπεφάσισε νά μεταβή εις τά
παρά την Αντιόχειαν Μοναστήρια, θανούσης, ίσως, τής μακαρίας μη-
τρός αύτού Άνίΐούσης. Τά πέριξ τής 'Αντιόχειας κατάφυτα όρη άπήρ-
τιζον μεγάλην τινά «πόλιν εορτής» (7,071) διά τίΰν Μοναστηρίων αυ­
τών, άτινα ήσαν «ώσπερ λαμπτήρες άφ1 υψηλού τοΐς πόρρωθεν έπιβαί-

= 53 =
ιι8 Χρυσοστόμου "λ. Παπ^αδοτοουλου

νουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι καί προς γαλήνην την αυτών
άπαντας έλκοντες, ούκ έιίντες γενέσθαι ναυάγια τοΐς εις αυτούς όρώσιν,
ούκ Ιώντες έν σκότει διάγειν τούς εκεί βλέποντας» (11,575). Προς τούς
λαμπτήρας τούτους συνέρρεον απανταχό ίΐεν πάσης τάξεως άνθρωποι καί
αυτοί οί βασιλείς θαυμάζοντες τούς μοναχούς «τούς ΐσαγγέλους εκεί­
νους άνδρας» (7,128), ζητοίντες την εύλογίαν αύτών καί τάς συμβουλάς
(1,30.118). Έάν ποτέ τις τών μοναχών εις την πόλιν μετέβαινεν, ό λαός
συνέτρεχε προς αύτόν, ποικιλαχώς έκδηλίϋν τον θαυμασμόν αυτοί καί
σεβασμόν ώς «προς άγγελόν τινα εξ ούρανοϋ π α ρ αγ εν ό μεν ον » (1,240).
Τοιοΰτον αναφέρει ό ’Ιωάννης Ίουλιανόν τινα μοναχόν, άνδρα απαί­
δευτοι' μεν άλλα λίαν ένάρετον. Τούτου εις τάς πόλεις Ιμβάλλοντος,
σπανιάκις δέ τούτο έγίνετο, ού'τε ρητόρων ούτε σοφιστών ούτε άλλου
τίνος είσελαύνοντος τοιαύτη τις έγίνετο συ στροφή' «τί δέ λέγω; ούχί
πάντων βασιλέων καί τό όνομα αύτοΰ λαμπρότεροι' δίδεται νΰν» (11,
153). Εύλόγως όθεν πολλοί νέοι καί έκτών χριστιανών καί εκ τών εθνι­
κών έτι Άντιοχέων προσήρχοντο «προς τούς ούδέν ανθρώπινον έχον­
τας τούτους μοναχούς», καίτοι οί γονείς αύτών άπηγόρευον εις αύτούς
την εις τούς μοναχούς φοίτησιν καί την παρ’ αύτών διδασκαλίαν, "να
.
μή παρασύρωνται εις τύν μοναχικόν βίον. 'Ενίοτε εύσεβεϊς τινες μη­

τέρες μυστικώς κατώρθουν νά έχω σι παιδαγοιγούς τών τέκνων αύτών
μοναχούς (1,308-370) ή νά πέμπαισιν εις τάς έν τοΐς Μοναστηρίοις σχολάς
προς έκπαίδευσιν (1,107.109). Ό ’Ιωάννης έγνώρισεν υιόν εθνικοί
Π

πλουσιωτάτόυ γενόμενον μοναχόν. 'Ο πατήρ αύτοΰ ήπείλησεν αύτόν


καί έδέσμευσε μάλιστα καί άπεκλήρωσεκαί εκ τής ’Αντιόχειας έξεδίωξεν.
’Αλλά έπέμεινεν ό νεαρός Άντιοχεύς, ό δέ πατήρ αύτοΰ «παλινωδήσας
Α.

ήσε καί νΰν τιμά τον υιόν καί αίδεΐται μάλλον πατρός καί πολλούς
έχων ετέρους παΐδας εύδαιμονοίντας ούδέ δούλους εκείνους τούτου,
φησίν, είναι επιτηδείους καί αύτός δέ πολλώ λαμπρότερος έστι διά τον
υιόν» (1,348.332).
Προσελθών εις τι τιύν Μοναστηρίων ό ’Ιωάννης προς ηθικήν αυτοί
τελείωσιν, έτάχθη υπό την χειραγωγίαν γέροντός τίνος μοναχοί, πιθανώς
Ησυχίου καλουμένου. Τίνα δέ διήγαγε βίον μαρτυρεί ή περιγραφή του μο­
ναχικοί βίου, ήτις έγκατεσπάρη εν ταΐς όμιλίαις αυτοί καί τοΐς λοιποΐς συγ-
γράμμασι. Τά μοναστήρια, ώς ε’ίδομεν, ηύρίσκοντο μακράν τής’Αντιόχειας
επί τών δρέων, έν μέσω καταφύτου καί θαυμασίας φύσεως. Τάκελλίατών
μοναχών «οικιακοί», «καλύβαι», «σκηναί» καλούμενο ήσαν κεχωρισμένα,
ούχί όμως λίαν άπομεμακρυσμένα. Λίαν πρωΐ ό «προεστώς» μετέβαινεκαί
ύπήγειρε τούς μοναχούς, οϊτινες αμέσους συνηθροίζοντο εις κοινήν προσευ­
χήν «γεραίροντες τον Θεόν καί χάριν είδότες αύτώ υπέρ απάντων, τοίν τε
ΐδίοοντώντε κοινίϋν εύεργετημάτων» (7,014). 'Εν τή έρήμω, μέσο) τής μό­

54 -
O Ayios 'luot-i[j|ji IS Χρυσόστομον iii)

λις άφυπνουμένης φόσεως, εύνόητον οποίαν αρμονίαν άνέδιδον τ’ άσματα


τών μοναχών «ούτε κιθάρα, ούτε σύριγγες, οΰτε οΰδέν άλλο δ'ργανον μου­
σικόν τοιαΰτην άφίησι φωνήν, οΐαν έστίν άκοϋσαι έν ησυχία βαθεία
τών αγίων άδόντων εκείνων» (11,570). Ή προσευχή αυτών διήρκει μέ­
χρι τής 'Ανατολής τοΰ ήλιου. Ημέρας δε γενομένης καί πάλιν ευχάς
εωθινός έπιτελέσαντες καί υμνους, έκαστος επί την εργασίαν έτρέπετο
την ιδίαν διότι πάντες ανεξαιρέτως «αύτουργούντες» έδει να παρα-
σκευάσωσι τ’άναγκαιοΰντα προς διατήρησιΐ’ εαυτών καί τών αδελφών.
Ήσαν δ’ αί τράπεζαι τών μοναχών πλήρεις δαιτυμόνων «πτωχών καί
άναπήρων« (7,045.671). Καί τινες μεν τών μοναχών υδροφόρουν ή έξυλο-
φόρουν ή έσκαπτον, έτεροι ήρδευον, έφύτευον, έπλεκον σπυρίδαςή ϋφαινον
σάκκους (1,403. 7,072), έτεροι δέ πάλιν άντέγραφον χειρόγραιρα ήήσχο-
λοΰντο εις τήν τών Γραφών σπουδήν καί μελέτην, προς διδασκαλίαν τών
άλλων αδελφών (11,570) καί έτεροι περιεποιοΰντο τους ξένους καί ασθε­
νείς «ό μέν έθεράπευε τραύματα τών λώβην έχόντων, δ δέ έχειραγώγει
τυφλόν, δ δέ έβάσταζε το σκέλος πεπυρωμένου» (7,071), τάς εργασίας
πάντων εποπτεύοντας τοΰ «προεστώτος» καί <·-πατρός;> ώς εκαλείτο ό
ηγούμενος (7,044). Ουτος διήρει τήν δλην ημέραν εις τέσσαρα τμήματα,
συμπληρουμένου δ’έκάστου αυτών έκάλει τους μοναχούς εις κοινήν προσ­
.
ευχήν προεξάρχων αυτός τής ψαλμωδίας (11,577). Έτρωγον οί μονα­

χοί άπαξ μόνον τής ημέρας, ή δέ τροφή αυτών ήτο άπλουστάτη άνευ
πολλών ό'ψων. Καί οί μέν άρτον μόνον καί άλας έτρωγον, οί δέ καί
έλαιον προστιθέντες. Έτεροι όσοι ασθενέστεροι ήσαν καί λαχάνων καί
Π

οσπρίων εΐχοντο (11,577.7,053.000). «Ή τράπεζα παρ’ έκείνοις (τοΐς


μοναχοΐς) πάσης πλεονεξίας άπηλλαγμένη καί καθαρά καί φιλοσοφίας
Α.

μεστή. Ούχ αιμάτων χείμαρροι παρ’ αυτοΐς, ουδέ κρεών άποκοπαί, ουδέ
καρηβαρεΐαι, ουδέ καρυκεΐαι, ουδέ κνίσσα αηδής, ουδέ καπνός άτερπής,
ουδέ δρόμοι καί θόρυβοι καί ταραχαί καί κραυγαί επαχθείς, άλλ' άρ­
τος καί ΰδωρ, τό μέν έκ πηγής καθαρός, τό δέ από πόνων δικαίων­
ε! δέ καί τι φιλοτιμότερον έστιάσασθαι βουληθεΐεν άκρόδρυα ή φιλο­
τιμία γίνεται καί μείζων ενταύθα ή ήδονή ή έν ταΐς βασιλικαΐς τρα-
πέζαις. ’Αγγέλων έστί τράπεζα πάσης ταραχής άπηλλαγμένη, καί στι-
βάς αυτής χόρτος ύπόκειται απλώς, καθάπερ έν έρήμορ αρτοποιών δ
Χριστός έποίησεν πολλοί δέ ουδέ ύπορόφιοι τούτο ποιούσιν, άλλ’ άντί
στέγης τον ουρανόν έχουσι καί τήν σελήνην άντί φωτός, λύχνον ου δε-
όμενον έλαίου, ουδέ τού διακονησομένου- έκείνοις μόνοις άξίως άνω­
θεν φαίνει» (7,053). Μετά τάς άπόδείπνους ευχάς συνηθροίζοντο οί μο­
ναχοί κατά τμήματα εις κοινάς όμηγύρεις καί ή άνεγίνωσκον τήν
αγίαν Γραφήν ή συνδιελέγοντο «περί θεού, περί τοϋδε τού παντός,
περί εύκλειας τού παρόντος βίου, περί τής τού μέλλοντος μεγαλειότη-

= 55 =
Πό Χρυσοστόμου 'X. I Ιαωαδοσοούλου

τος... ώσπερ έτέραν οικουμένην, ώσπερ εις αυτόν μεταστάντες τον ου­
ρανόν, ώσπερ εκεί ζώντες, ούτω τα εκεί πάντα διαλεγόμενοι» (7,G4G.G43
GG0). Μετά τοϋτο συνήρχοντο πάλιν εις προσευχήν και έκαστος άπήρ-
χετο εις τό ίδιον κελλίον, ΐνα κοιμηθή (11,577). Έκοιμώντο δέ κατά
τους μοναστηριακούς νόμους ένδεδυμένοι τον σάκκον αυτών έκαστος-
κα'ι έτεροι μέν έκοιμώντο έπί σποδοί, έτεροι δ' απλώς κατά γης (3,
279.11,575). Άπό βαθεΐας πάλιν πρωίας « άλεκτρυόνος φωνούντος ευθέως
έλθών ό προεστώς τώ πόδι τον κείμενον απλώς ύπονύξας πάντας άνίστα»
(11,575.57G) και ό ανωτέρω διαγράφεις αυτών βίος έξηκολοΰθει. "Απαν-
τεςοί, μοναχοί έφερον ομοιόμορφον μέλαιναν στολήν εκ τριχών καμηλού ή
αΐγός ή καί έκ δέρματος, ήσαν δέ πάντες ανυπόδητοι (1,297.333.7,
G43.644). Ώς ήτο δ’ επόμενον πλήρης παρ’ αύτοίς έπεκράτει αρμονία
<· ούδείς ονειδίζει πενίαν, ούδείς επί πλοότω σεμνύνεται, τό σόν καί τό
έμόν, τοΰτο δή τό πάντα άνατρέπον καί θορυβούν έξάιρισται. Ή ψυχή
μία πάσι καί ή αυτή, πάντες την αυτήν ευγένειάν ε’ισιν εύγενεΐς, τήν
αυτήν δουλείαν δούλοι, τήν αυτήν ελευθερίαν ελεύθεροι, εΐς εκεί πλού­
τος πάσιν ό όντως πλούτος, μία δόξα, ή όντως δόξα· ού γάρ εν όνόμασιν
άλλ'έν πράγμασιν αύτοίς τά αγαθά- μία ηδονή, μία επιθυμία, μία ελπίς
.
πάσι, καί καθάπερ άπό κανόνοςτίνος καί στάθμης άπαντα διηκρίβωται,

καί ανωμαλία μεν ούδεμία, τάξις δέ καί ρυθμός καί αρμονία καί
πολλή τής συμφωνίας ή ακρίβεια καί διηνεκής ευθυμίας ύπόθεσις·> (1,
3GG). Προς τον βίον απέβλεπον οΐ μοναχοί ως αληθείς χριστιανοί, διερ-
Π

χόμενοι μέν αυτόν έν πένθει, αλλά τό πένθος εκείνο ήτο άνώτερον τής
ματαίας καί έπιπλάστου τού κόσμου χαράς (11,575). "Οθεν ό θάνατος
δέν έφόβιζεν αυτούς άλλ’ έπλήρου χαράς προερχόμενης έκ τού ηθικού
Α.

αυτών σθένους καί τής χριστιανικής πίστεως (1,577).


Τετραετίαν όλην διήγαγεν ό ’Ιωάννης έν τώ μοναχικά) κόσμο) ιδεώδη
ζήσας βίον, ούτινος ύστερον μετ' άγάπης άνεμιμνήσκετο (7,G42). Τοιού-
τος βίος έπέδρασε τά μάλιστα έπί τής ψυχής αυτού, άναπτύξας τάς άρε-
τάς έκείνας,αΐτινες ύστερον έξεδηλώθησαν έν τή άναμόρφωτική καίήθική
δράσει τού άνδρός. Κύριον μελέτημα αυτού ύπήρξεν έν τοΐς Μοναστη-
ρίοις ή αγία Γραφή, ής άπέκτησε βαθυτάτην γνώσιν. 'Αλλά πάντως έπε-
δόθη τότε καί ε’ις τήν μελέτην τά)ν συγγραμμάτο»' τών άρχαιοτέρων δι­
δασκάλων καί πατέρων τής Εκκλησίας ού μόνον τής Άντιοχικής άλλά
καί τής ’Αλεξανδρινής, μάλιστα δέ τού Ώριγένους. Έπί πλέον δ’ έσχεν
άφόρμάς καί νά γράψη πραγματείας τινάς, αΐτινές είσιν ό πρώτος καρ­
πός τής άσκητικής αυτού διαπαιδαγωγήσεως. Έν αύτοίς έκφαίνεται
άκράδαντος μέν άφ' ενός πεποίθησις εις τάς χριστιανικάς άληθείας, άφ’
έτέροτι δέ μεγάλη ηθική τελεία)σις («Προς Δημήτριον μανάζοντα», «προς
Στελέχιον περί κατανύξεως»). Είδικώτερον δ’ έγραψε καί περί τού μο­

= 56 =
"O "Xyios Ίοοαμρι is Χρυσόστομι^ 121

ναχικού βίου, δτεπερίτό '·>7G 6 ΑύτοκρατωρΟυαλης κατεδίωςε τους μο


ναχούς.Ό διωγμός έν ’Αντιόχεια προσέλαβεν εύρείας διαστάσεις, ήρξαντο
δε πολλοί τών Αντιόχειαν δνειδίζοντες ή βλάπτοντες ή προδίδοντες
εις τας πολιτικάς άρχάς τους μοναχούς. Ουδέν έτερον ήκούετο έν ταΐς
συναθροίσεσι κουφών ανθρώπων ή δτι «εγώ πρώτος και χείρα επέβαλα
έπ'ιτόν δείνα μοναχόν καί πληγάς ένέτεινα», «το καταγώγιον προ τών
άλλων εύρον εγώ», «άλλα τον δικαστήν εγώ μάλλον παρώξυνα» συμμε-
τείχον δε τοΰ κατά τώνμοναχών διωγμού καί χριστιανοί (1,θ22). Μα-
θών ταύτα ό ’Ιωάννης καί παρακληθείς υπό τίνος φίλου αυτού έγραφε
τρεις πραγματείας προς ύπεράσπισιν τού μοναχικού βίου («προς τούς πο-
λεμούντας τοίς έπί τό μονάζειν είσάγουσι», ^πρός άπιστον πατέρα»,
«προς πιστόν πατέρα»). Σκοπόν τού βίου τούτου υποδεικνύει την
ήθικήν έξύψωσιν τού αμαρτωλού ανθρώπου, ήτις εινε αδύνατος έν τή
κοινωνία, ένεκα τής καταστάσεως αυτής. "Οθεν ό μοναχικός βίος θά κα­
θίστατο περιττός έν ή περιπτώσει παρείχεν ή κοινωνία τά προς ηθικήν
τελείωσιν μέσα. «Έβουλόμην καί εύχομαι, λέγει, τοσαύτης ημάς άπό-
λαύειν ειρήνης καί τήν τυραννίδα τών κακιών τούτων εις τοσόύτον κατα-
λυθήναι, ώς μή μόνον τούς έν ταΐς πόλεσιν άνάγκην μή γίνεσθαι τά ορη
καταλαβεΐν, αλλά καί τούς τάς έρημίας όΐκούντας καθάπερ τινάς φυγάδας
.
διά μακρόΰ τού χρόνου προς τήν αυτών πόλιν καταγαγεΐν» (1,320.328).

’Επειδή δμως τά άνω κάτω γέγονε, καί αί μεν πόλεις ένθα ύπάρχουσι
δικαστήρια καί νόμοι πολλής γέμουσι παρανομίας καί άδικίας, ή δ’ έρη-
μία πολύν βρύει τύν τής ηθικής τελειώσεως καρπόν, δεν πρέπει νά έγκα-
Π

λώνται έκείνοι, όϊτινες έκ τών πόλεων έλκουσιν εις τήν ερημιάν τούς
άνθραιπους, άλλα τουναντίον έκείνοι οΐτινες καθιστώσι μέν τάς πόλεις
Α.

άβάτόυς καί άνεπιτηδείους προς ηθικήν άνάπτυξιν, τούς δε ταύτην έπι-


θυμούντας φυγαδεύουσιν εις τήν έρημον. ’Άνευ τής μεταβολής τών κα­
κών συνθηκών τού βίου δεν δύναται νά ύπάρξη έ\' τώ κόσμω άληθής
χριστιανικί| ζωή, ήν έπιδιώκόυσιν οι μοναχοί, τον κόσμον φεύγοντες.
'Ο πλούτος καί ή δόξα δεν έχουσι πραγματικήν σημασίαν, οϊαν έχει ή
ήθική καθαρότης. Ούτε ή έρημία άτιμάζει τινά ούτε τό έν βασιλικοίς
διαμένειν άνακτόροις δοξάζει καί περιφανή ποιεΓ διότι ή δόξα καί ή
περιφάνεια έγκεινται ούχί έν τή άμφιέσει ούδ’ έν τή κοινωνική θέσει ή
τψ άξιώματι, άλλ’ έν τή άρετή καί τή σωφροσύνη. 'Η χριστιανική σω­
φροσύνη συνενόί δύο άντίθετα, κατά τό φαινόμενον, διά τούς κοινούς
άνθρώπους, τήν ταπείνωσιν καί τό ύψος. Ό μοναχός έχει καί δύναμιν,
τήν άκατάβλητον δύναμιν τής ψυχής, έχει καί δόξαν καί άληθή ηδονήν,
έκπηγάζουσαν έκ τής έσωτερικής αυτού γαλήνης.
Ό άλητθής μοναχός εινε άπηλλαγμένος τών έγωϊστικών στοιχείων τού
έγκόσμίου βίου μετά τών παρεπομένων αύτοΐς έλαττωμάτων. Τό προσω­

= 57 =
Ϊ22 Χρυσοστόμου *Α. I ΙατυαδοοοουΛου

πικόν συμφέρον καί ή ιδιοτέλεια έλλείπουσι παρ' αΰτώ, ενώ έπιπολάζον-


σιν έν τώ έγκοσμίω άνθρώπω έ'νεκα πολλών και διαφόρων λόγοίν, προ
πάντων δ’ενεκα τής κακής αγωγής τών παίδων. Διότι οι γονείς παιδευ-
οντες κα'ι άνατρέφοντες τους παΐδας αυτών άποβλέπουσιν οΰχί εις πνευ­
ματικά και ή δικά άλλ’ εις υλικά συμφέροντα, έπισκοτίζοντες δι’ αυτών
την συνείδησιν και παραγνωρίζοντες τάς άρχάς τής χριστιανικής αγάπης
προς τον πλησίον. Ταυτην προς τοΐς άλλοις επιδιώκει ό αληθής μονα­
χικός βίος, διότι άλλως τε εινε αδύνατος ή σωτηρία τού ανθροδπου άνευ
τής προς τον πλησίον αγάπης, ής ΰπεδείκνυεν ό Ιωάννης τής εκπτώσεω;
τους διαφόροτς βαθμούς (1,351). Ούτως έφίλοσόφει περ'ι τοΰ μοναχι­
κού βίου. Μεταξύ τοΰ κόσμου καί τοΰ βίου τούτου δεν ήγειρεν άπρο-
σπέλαστον τείχος, έφ' όσον μάλιστα την προσωπικήν σωτηρίαν δεν
έθεώρει δυνατήν άνευ τής αρετής τής αγάπης, ήτις υπαγορεύει την
περί τής σωτηρίας τοΰ πλησίον μέριμναν. Τοΰτο ήτο ή χρυσή γέφυρα,
δι’ ής θάττον ή βράδιον θά έπανήρχετο εις τον κόσμον συνενών την
ηθικήν τελείωσιν τοΰ μοναχικόΰ βίου μετά τής υπέρ τής άναπλάσεω:
αυτού δράσεως, καίτοι, ως ήτο ακόλουθον, έν τή έρήμω έ'τι ευρισκόμε­
νός κατείχετο υπό μεγάλου ενθουσιασμοΰ προς τον μοναχικόν βίον, δν
.
ευρισκε καθυπέρτερον παντός άλλου βίου. Ουτιο συγκρίνων αυτόν έν μι­

κρά πραγματεία («Σύγκρισις βασιλικής δυναστείας καί πλούτου και
υπεροχής προς μοναχόν συζώντα τή άληθεστάτη καί κατά Χριστόν φι­
λοσοφία») προς τον βασιλικόν βίον ευρίσκει άνώτερον. Ό βασιλείς
Π

έχει πλείστας άνάκγας, ένώ ό μοναχός εινε έλεύθερος από πάσης ανάγ­
κης «ώστε δικαάίτερον άν τις τούτον βασιλέα καλέσειεν ή τον άλουρ-
Α.

γίδε καί στεφάνω λαμπόμενον καί καθήμενον έπί θρόνου χρυσού (1,33Χ).
Διότι αληθής βασιλεία εινε ή έπικράτησις επί τών παθών καί ή έλευθε-
ρία απ' αυτιών, δεν κατορΟοΙ δε τοΰτο ό βασιλεύς άλλ’ 6 δικαίως πάλιν
τούτου ένεκα δυνάμενος νά κληθή βασιλεύς μοναχός «βασιλεύς γάρ ώ;
αληθώς δ θιφιόΰ καί φθόνου κρατών καί πάντα υπό τούς νόμους άγιον
τοΰ θεόΰ καί τον νοΰν έλεύθερον τηρών καί όΰκ έών ένδυναστεΰσαι τή
ψυχή τήν δεσποτείαν τιών ήδονών» (1,388), ευλόγως δε «δ εαυτού μή
δυνηθείς άρχειν πώς άν ετέρους δυνηθείη κατευθύνειν τοΐς νόμοι:;»
(1,38ί)). Διαφόρως τού βασιλέως διέρχεται τήν ζωήν αυτού ό μοναχό:
καί μακαριώτερον έκείνου, ήρεμώτερον άναμένων τον θάνατον. Ό βα­
σιλεύς έχει ανάγκην τής πνευματικής τοΰ μοναχού αρωγής καί τών ττρός
τον Θεόν ευχών αυτού.
Διά πασών τούτων τών σκέψεωντοΰ Ίωάννου υπεκφεύγει πάντοτε ή
έννοια περί τού μοναχικού βίου ώς κοινωφελούς δυνάμεως. Τον ασκητισμόν
υπελάμβανεν οΰχί άσχετον προς τήν κοινωνίαν, άλλ' ώς έν αΰταπαρνήσει
διακονίαν υπέρ σοπηρίας τοΰ πλησίον. "Οθεν καί βραδύτερου έλεγε «τοΰτο

= 5* =
Ό “λγιο* "Ιοοάμμι is Χρυσόστομον
123

κανών τού χριστιανισμού τοϋ τελειότατου, τούτο δρος ήκριβωμένος, τιυτη


ήκορυφί] ή ανώτατη τό τά κοινή συμφέροντα ζητεΐν» (10,208). Τον κα­
νόνα τούτον ήρξατο ήδη αυτός πραγματοποιών, διότι άλλως τε αΐ <τι<γ-
γραφαί αυτού, ας εν τοΐς Μοναστηρίοις ευρισκόμενος έξεπόνησεν, ή σαν
κατ' εξοχήν κοινωφελές έ'ργον. ΤΗσαν τά πρώτα βήματα τής υπέρ τοΰ
πλησίον αναπλαστικής δράσεως. Άλλ’ ουδαμώς έάεώρει εαυτόν τέλειον.
Ήθέλησε νά παραδοΟή εις τελειοτέραν άσκησιν, μιμούμενος τους «άνα-
χωρητάς», οΐτινες εζων μακράν των ά'λλων μοναχών «δλως μονήρη διά­
γοντες βίον και άσκητικώτατον» (ο,2(57). Διέμενονδέ ουτοι εν τοΐς άντροις
τών όρέων και εν ταΐς χαράδραις έπί γής κατακλινόμενοι, σάκκον περιβαλ­
λόμενοι καί κλοιάπαντί τώ σώματι. περιτιΟέντες, λιμώ παλαίοντες διηνεκεΐ,
Όρήνοις συζώντες καί άγρυπνίαις (1,234).1 Κατά τό παράδειγμα αυτών
ό ’Ιωάννης άπήλθεν εις σπήλαιόν τι τών όρέων τής 'Αντιόχειας μετά
τάς εν τοΐς Μοναστηρίοις σκληραγωγίας' «ώςδέ ράον περιεγένετο τού­
των, λέγει ό βιογράφος αυτού, ου πόνω τοσοΰτον, δσον λόγω αναχωρεί
εν σπηλαίω μόνος, γλιχόμενος άδηλίας· κάκει διατρίψας τρεις οκτώ μή­
νας, ά'ϋπνος διετέλει τό πλεΐστον έκμανίίάνων τάς τού Χριστού διαί)ή-
κας προς εξοστρακισμόν τής άγνοιας. Μή άναπεσών δέ τύν τής διετίας
.
χρόνον, μή νύκτωρ μή μεί)’ ημέραν, νεκρούται τά υπό γαστέρα πλη­

γείς υπό τού κρύους τάς περί τούς νεφρούς δυνάμεις» (18).*
Π
Α.

* ακολουθεί

= 59 =
Η ΡδΣΣΙΚΙΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ι

ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΝ ΣΧΙΣΜΑ

’Υπό τον τίτλον τούτον έδημοσιεύδι/ έν xfj «Reviled' histoire


diplomatique» περισπούδαστος μελέτη τον πρίγκηπος Γρηγορίον
Τρονμπετσκόϊ, δστις έπϊ σειράν ετών χρηματίσας διπλωματικός
υπάλληλος της υμοδόξον αυτοκρατορίας, είδικώς ήσγολήδη επί
τοϋ ζητήματος τούτου. ’Η σπονδαιότης τού έργου τούτον δεν έγκει­
ται κυρίως τόσον εις τον τρόπον, καδ’ δν ό σνγγραφενς πραγμα­
τεύεται το ζήτημα καί την οψιν, νιρ ήν παρουσιάζει τούς διαφό­
ρους παράγοντας τούτον καί διαλευκαίνει τάς λεπτομέρειας τής έ'ξε-
λί'ξεως αύτοΰ, δσον εις την δημοσίευσιν αρκετού άριδμοϋ εγγρά­
φων άναφερομένων εις το ζήτημα καί μή ίδόντων άχρι τοϋδε τύ
φως. Ό πρίγ. Τρονμπετσκόϊ εΐνε ρώσσος εύπατρίδης καί πρώην δι­
.
πλωματικός υπάλληλος, γράφων δε περί τής ρωσσικής πολιτικής έν

τώ βουλγαρικά) σχίσματι, ήτο φυσικόν να διαπνέηται υπό των έν
τοϊς ρωσσικοΐς πολιτικοϊς κύκλοις έπικρατυνσών περί τοϋ ζητήμα­
τος ιδεών επομένως ούδέν το περίεργον, εάν ή μελέτη αυτού άποτε-
Π

λή συνέχειαν, καί τοι μάλλον πεφωτισμένην καί μάλλον άμερόληπτον,


άλλων προηγηδεισών διατριβών επί τον 'δέματος τούτον, διά τών
Α.

οποίων οί συγγραφείς αύτών επί σειράν ετών προσεπάδησαν νά έμ-


πνεύσωσιν εις το εύρωπαϊκόν δημόσιον τάς ρηδείσας ιδέας. Εύτυ-
χώς δ σνγγραφενς προσάγων πρός μαρτυρίαν καί έπικύρωσιντών

= 6ο =
Politicus, Ί I ραοσσικι'ι απολιτική Γρ “λ|ΐατο\Γι

λεγομένων του έγγραφα Ανέκδοτα έκ των Αρχείων τον Αύτοκρα-


τορικοϋ έπϊ των έξωτερικών Υπουργείου, παρέχει το δυνατόν τω
άπροκαταλήτττω Αναγνώστη νά έξελέγξη την ορθότητα των συμπε­
ρασμάτων αύτοϋ επί τη βάσει των πρώτων πηγών αυτού τού συγ-
γραφέως.
''Επιφυλασσόμενοι νά επιχειρήσωμεν έκτίμησιν τής μελέτης
ταύτης μετά τό πέρας αυτής, προβαίνομεν ήδη εις την έκθεσιν τού
περιεχομένου, έφιστώντες ιδιαιτέρως την ήμετέραν προσοχήν επί
των εγγράφων, τά όποια διαχέονσιν Αρκετόν φώς επί τού ζητή­
ματος.
I
‘Ή θρησκευτική άρχή καί ή άρχή τον εθνισμού.

Τό υπό την άνωθι επιγραφήν πρώτον κεφάλαιον τής μελέτης


τον πρίγ. Τρουμπετσκύϊ άρχεται διά προεισαγωγικής σημειώσεως,
εν ή ό σνγγραφεύς εκφράζει τήν έκπληξίν του επί τώ καταπληκτική)
.
Αριθμώ τών κληρικών διαφόρων δογμάτων, σχημάτων καί ένδυ-

μασιών, τους οποίους συναντά τις εν Κων)πόλει έν ταΐς όδοΐς καί έν
τοΐς καφείοις καί έν τοΐς καταστήμ.ασι καί έν τοΐς Ατμοπλοίοις καί
Π

έν γέτνει πανταγοϋ. Μεθ’ δ παρατηρεί, δτι πάσαι αί συνομιλίαι τών


έντοπίων χριστιανών, μη δε τών καφεπωλών καί λεμβούχων έξαι-
Α.

ρουμένων, Αναφέρονται εις τήν πολιτικήν, ήτις ταυτίζεται μετά τής


θρησκείας εις τον παράδοξον τούτον τόπον, «τού οποίου τά ήθη
καί τά συμφέροντα εΐνε τόσον μακράν τού ρεύματος τών ιδεών καί
τών συνηθειών τού πολιτισμού τής Δύσεως». Διάτούτου’ δ συγγρα-
φεύς προδιαθέτει τον Αναγνώστην νά παρακολουθήση μετ αυτού
τήν έξέλιξιν τής «ιιεγάλης ταύτης διενέξεως, ήτις έχώρισε τούς βουλ-
γάρους Από τών Ελλήνων» καί ήτις έσχε βαθυτάτας πολιτικάς
συνέπειας «μεγάλο)ς έπιδράσασα έπί τής έν γένει έξελίξεως τού Ανα­
τολικού ζητήματος καί ιδιαιτέρως έπί τής ρωσσικής πολιτικής έν
Τουρκία» καί άρχεται τής Αφηγήσεως.
•1;

Μετά τον κριμαϊκόν πόλεμον ό νέος πρέσβυς τής Ρωσσίας


έν Κωνσταντινουπό>λει έλάμβανε, μεταξύ άλλων οδηγούν, καί μίαν

— 6ι —
120 Politicus

σημείωση' υπό τον τίτλον: Αί μέλλουσαι σχέσεις μας μετά τής Εκ­
κλησίας τής Ανατολής. Έν τή σημειώσειταύτη έλέγετο:
« Συμφέρει ήμΐν νά συσφίγξωμεν έπι μάλλον και μάλλον τούς
» ήμετέρους δεσμούς μετά τής ορθοδόξου Εκκλησίας τής Ανα-
» τολής καί προ πάντων μετά τον πατριαρχείου Κωνσταντινουπό-
» λ.εως, το όποιον είνε το κέντρον αυτής. Μεταξύ άλλων επιδέσεων
» διευϋυνΟεισών καθ" ημών ύπδ τής πανουργίας τών ήμετέρων
» αντιπάλων κατά τον τελευταιον πόλεμον, ό άγγλος πρεσβευτής
» όιπήτει τώ 1853 παρά τού πατριάρχον Κωνσταντινουπόλεως νά
» κήρυξή την ρωσσικήν εκκλησίαν σχισματικήν, έπι τω λόγω τής
» διαφοράς συνηθειών τινων ούδαμώς δογματικών, αλλά κανονι-
» κών προς τάς τής "Ανατολής. Προσεπάϋησαν νά καταστήσωσι
» πιστευτόν παρά τώ κλήρο) και τώ όρϋοδόξω πληθυσμώ τής
» Ανατολής, ότι μόνος σκοπός τών ήμετέρων μεσιτενσεων υπέρ
» τής εκκλησίας ήτο ή πολιτική κυριαρχία, ότι ήξιοϋμεν νά νπο-
» τάξωμεν και τήν "Εκκλησίαν καιτόν πληθυσμόν υπό τήν ήμετέ-
.

» ραν επιρροήν προς κατάκτησιν αυτών. Δεν έχομεν ανάγκην νά
» εΐπωμεν, ότι το πράγμα δεν έχει ούτως. Είνε άληϋές, ότι τά ήμέ-
» τέρα πολιτικά συμφέροντα είνε, ώς ή σαν πάντοτε και ώς δεν
Π

» ϋά παύσωσι νά ώσιν έν "Ανατολή, ατενώς συνδεόεμένα μετά τών


» συικρερόντοη’ τής υρϋοόυξίας' οι άντίπαλοι ήμών κάλλιστα γνω-
Α.

» ρίζουσιτοϋτο’.Όταν οϋτοι πολεμώσιτήνέκκλησίαν τήςΑνατολής


» ώς και όταν προϋυμοποιώνται νά τήν προστατεύωσιν, όπως κάλ-
» λιον προμΐ]ϋευϋώσι τά μέσα προς καταδίωξη' αυτής, δεν πράτ-
» τονσι τούτο μόνον έκ ζήλου ύπερ τής και)ολικής και προτεσταν-
» τικής προπαγάνδας, αλλ" έξ ίσου και προ παντός μετά τίνος όπι-
» σϋοβουλίας εναντίον τής ήμετέρας έπιρροής. "Από τού χρόνου
» τών πολέμων τής Αύτοκρατείρας Αικατερίνης ή "Ανατολή διέρ-
» χεται περίοδον μεταβατικήν. Μέγα συμφέρον ήμών είνε, όπως
» έξέλϋη ταΰτης μίαν ημέραν, χωρίς ν" άπολέση το έν αυτή κύ-
» ριον στοιχεΐον τής συντηρητικότητος καί τής όμογενείας, ζωηρά
» καί ισχυρά άπ" αιώνων, παρά τάς μεταβολάς, άς ύπέστη, παρά
» τήν διαφοράν τών υπό τής οθωμανικής κυριαρχίας νποδουλω-
» ϋεισών φυλών. Είνε σπουδαιότατον ήμών συμφέρον νά έχωμεν
Ί I ροοσσικι'ι τυολιτικι'ι ίμ "λματολΓι 127

» άμεσους γείτονας πληθυσμούς προσκεκολλη μένους ήμΐν διά τών


» δεσμών τής πίστεως, ήτις έπέφερε την άναγέννησιν τής Ελλά-
» δος καί ήτις κατεργάζεται προοδευτικώς υπδ τά ήμέτερα ΰμ-
» ματα την άνάστασιν τών σλαυϊκών καί ρωμουνικών έθνικοτή-
» των. Δεν διστάζομεν νά έπαναλάβωμεν: τδ ενδιαφέρον ημών
» υπέρ τών ήμετέρων ομοδοξών τής ’Ανατολής ούδαμώς δέον νά
» περικαλύπτηται. Τοΰτο στηρίζεται επί δύο άρχών πλήρως δυ-
» ναμένων νά όμολογηθώσΐ’. τής εσωτερικής θρησκευτικής ένότη-
» τος καί τής διατηρήσεως τής ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά
» τδ πνεύμα τής συνθήκης τών Παρισίων».
Ή εν τή σημειώσει ταύτη άποκαλυφθείσα ιδέα επί τού ζη­
τήματος πλήρως άνταπεκρίνετο εις τάς παραδόσεις τής πρδ τού
πολέμου ρωσσικής πολιτικής. Κατά την ιδέαν ταύτην εν ’Ανατολή
ύπήρχον, άφ’ ένδς ό ομογενής ορθόδοξος κόσμος «παρά την δι­
αφοράν τών φυλών», εξ ών συνίστατο, άφ’ ετέρου τδ μουσουλμα­
νικόν κράτος υπδ τδν ζυγόν τού όποιου ήσαν ύποδεδουλωμένοι οί
.

ομόδοξοι ήμών. ’Ενίοτε μεταξύ τών πολεμίων τής ορθοδοξίας ή
ρωσσική διπλωματία ώφειλε νά μάχηται κατά τής καθολικής και
προτεσταντικής προπαγάνδας, οΐτινες άπετέλουν δι’ αυτήν στοι-
Π

χεϊον κινδύνου διά τήν άρχήν ταύτην τής ζωτικής καί ίσχυράς
φιλογενείας, ήτις εξ ίσου ήτο καί άρχή τής διατηρήσεως τού ορ­
Α.

θοδόξου κόσμου. Έν οσω δε ούδείς κίνδυνος προεμήνυεν εσωτε­


ρικήν διάσπασιν τού ορθοδόξου λαού, ή θρησκευτική προστασία,
ήτις ήτο ή θεμελιώδης ιδέα τής ρωσσικής πολιτικής έν ’Ανατολή,
ήδύνατο νά έξασκήται χωρίς νά ταράσση τήν συνείδησιν τών δι­
πλωματών. Ή προσπάθεια αυτών διηυκολύνετο υπδ τής πραγμα­
τικής άμοιβαιότητος συμφερόντων, ήτις ύφίστατο μεταξύ τών ορ­
θοδόξων πληθυσμών συνδεδεμένων ύπδ τδν αυτόν ζυγόν.
Μετά τδν κριμαϊκόν πόλεμον ή ρωσσική διπλωματία ήρχισε
νά διακρίνη τάς άπτάς συνέπειας ύποκώφυυ εργασίας, ήτις άπδ
μακρού χρόνου έλάμβανε χώραν μεταξύ τών ορθοδόξων πληθυ­
σμών. "Οπως κάλλιαν έννοηθή πώς ώφειλον αί μεταβολαί αύται ν’
άντανακλάσωσιν επί τού χαρακτήρος τής ρωσσικής πολιτικής, δέον
νά ρίψωμεν έν βλέμμα επί τής καταστάσεως τής εκκλησίας πρδ καί

= 63 —
128 Politicus

μετά τον πόλεμον. Ή ονομαζόμενη συνήθως ’Εκκλησία τής ’Ανατο­


λής δεν ήτο ποτέ μία μόνη εκκλησία, άλλα πολλοί θρησκευτικοί κοι­
νότητες τελείως άνεξάρτητοι εις την άμοιβαίαν αυτών διοργάνωσιν,
ή θεμελίωσις των όποιων ανέρχεται μέχρι των πρώτων αιώνων τον
χριστιανισμού. Άλλ’ ενωρίς ένεκα ευνοϊκών πολιτικών συνθηκών το
πατριαρχεϊον Κωνσταντινουπόλεως κατέλαβε την πρώτην θέσιν
μεταξύ πασών τών αυτοκέφαλων εκκλησιών τής ’Ανατολής καί ό
ανώτατος αυτού αρχηγός έλαβε τον τίτλον τού «Οικουμενικού*,
ΐνα υπόδειξη τρόπον τινά την σπουδαιότητα καί την σημασίαν,
ήτις τω άνήκεν εις πάντα τα γενικά θρησκευτικά ζητήματα. Έν
τούτοις ουδέποτε άπό τών χρόνων τιυν βυζαντινών αύτοκρατόρων
ό οικουμενικός πατριάρχης ήξίωσε νά έξέλθη τού ώρισμένου κύ­
κλου τώ)ν θρησκευτικοί του δικαιωμάτων.
Μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως ό Σουλτάνος Μω­
άμεθ διά φιρμανίου έπεβράβευσε τφ οικουμενικό) πατριάρχη νέα
δικαιώματα. Συγχρόνως δε ό χάρτης οϋτος καθώριζε τάς σχάσεις
.

τής ορθοδόξου εκκλησίας προς το μουσουλμανικόν κράτος. Τό
φιρμάνιον, χωρίς νά διακρίνη ομυλάς καί εθνικότητας μεταξύ τό>ν
νέων υπηκόων τού σουλτάνου, συνήνου εις ένα λαόν Ρουμ-μιλέτ
Π

πάντας τούς άνήκοντας εις το αυτό θρησκευτικόν δόγμα. Προς δι-


ευκόλυνσιν τής διοικήσεως ό σουλπάνος έπεθΰμει νά έχη επί κεφα­
Α.

λής τό>ν κατακτηθέντων λαών ένα άρχηγόν υπεύθυνον προ τής Κυ-
βερνήσεως. Προς τούτο ό πατριάρχης περιεβλήθη εύρεϊαν εξουσίαν.
Άιπιπροσωπεύων τά συμφέροντα τού ορθοδόξου λαού, προσεκλήθη
νά παρακάθηται εις τό διβάνιον μετά τό>ν άνωτάτων βαθμούχων τής
αυτοκρατορίας καί έξουσιοδοτήθη νά κάμνη παραστάσεις προς την
κυβέρνησιν διά πάσας τάς υποθέσεις τής ποίμνης του.Οϋτω δε μετά
την αλωσιν ό κάτοχος τού οικουμενικού θρόνου έλαβεν εκ τών χει-
ρών τών κατακτητών νέαν εξουσίαν, τής οποίας έσιερούντο οί επί
τής βυζαντινής αυτοκρατορίας προκάτοχοι αυτού. Τό άξίωμα τού
αρχηγού τής εκκλησίας καί τής πολιτικής αντιπροσωπείας συνη-
νώθησαν έντω προσώπω αυτού. Αί ίστορικαί παραδόσεις, τών όποιων
ο πατριάρχης ήτο ό μόνος νόμιμος φύλαξ, ηϋξανον την λαμπρότητα
τού άξιώματύς του, ιδίως εις τά δμματα τών Ελλήνων, οΐτινες

— 64 =
Ή ροοσσικι'ι τπολιτικΓι εμ "λματολι* 129

κατόρθωσαν νά διαφυλάξωσι την πρώτΐ}ν θέσιν μεταξύ τών κατα-


κτηθεισών φυλών. Αλλά καί διά πάεντα τον ορθόδοξον λαόν τον
άπολέσαντα την ιδίαν ανεξαρτησίαν, ό οικουμενικός πατριάρχης
άναγκαίως κατέστη κέντρον, περί δ συνενονντο πάσαι αί ελπίδες
καί οι ρεμβασμοί τής ελευθερίας.
Έν δσω ή τουρκική κυβέρνησις ήσθάνετο έαυτήν ίσχυράν
έπροστάτευε την αρχήν τής συγκεντρώσεως. Προς τοϋτο δ οικου­
μενικός πατριάρχες έγένετο δργανον αυτής, άφομοιών τάς άνε-
ξαρτήτους σλαυϊκάς εκκλησίας καί προσπαθών νά έπεμβαίνη εις
τήν διοίκησιν τών άλλων τής ’Ανατολής πατριαρχείων.
Ή άντίστασις, ήν συνήντα έκ μέρους τοϋ νέου αύτοΰ ποιμνίου,
δεν ήτο πολύ . σπουδαία. Βεβαίως οί σλαυϊκοί πληθυσμοί ούχί εκ
καλής θελήσεως ήνείχοντο επισκόπους αλλοεθνείς καί πολλάκις
άγνοοΰντας τήν γλώσσαν αυτών. Αί κακοπιστίαι τοϋ ελληνικού
κλήρου είχον προσάιψη αύτώ κακήν φήμην καί δ ίδιος δε ήτοί-
μαζε τήν πτώσίν του διά τής εχθρικής αυτού στάσεως κατά τών
.

αποπειρών προς χωρισμόν τής θρησκευτικής άποστολής τής Εκ­
κλησίας από τής έξελληνιστικής πολιτικής. Έν τούτοις παρά τά
ελαττώματα αυτών οί ελληνες επίσκοποι είχον τό προτέρημα τής
Π

διανοητικής υπεροχής, τό όποιον κατά τήν εποχήν ταύτην δεν ή δυ­


νατό νά τοϊς διαφιλονικηθή υπό τών Σλαύων. Ή εθνική τών τε­
Α.

λευταίων τούτων συνείδησις διετέλει καθεύδουσα.


Πιεζόμενοι υπό τών τούρκων ήσθάνοντο εαυτούς λίαν ευτυ­
χείς έπί τώ δτι δεν είχον άποστερηθή τοϋ δικαιώματος νά δμολο-
γώσι τήν πίστιν τών πατέρων αυτών. Τοϋτο ήτο δ μόνος δεσμός
αυτών προς τό παρελθόν, δστις είχε διαμείνη κατά τό μάλλον καί
ήττον άθικτος. Οί Σλαϋοι συνήθισαν νά βλέπωσιν έν τή Εκκλη­
σία τό έμβλημα τών μάλλον προσφιλών αυτών παραδόσεων, τό
μόνον σύμβολον, τό όποιον ύπέσχετο αύτοϊς αίσιώτερον μέλλον.
Ή υπό τοϋ οικουμενικού πατριαρχείου άπορρόφησις τών επαρχιών
αυτών ούδαμώς μετήλλαξε τάς ιδέας των. Μή έχοντες τήν δύναμιν
ν’ άγωνισθώσι προς τούς έλληνας, ήνείχοντο οϋτοι τήν υπεροχήν
τούτων ώςπρόσκαιρον πολιτικήν άνάγκην.
Έξ άλλου ή υπό τοϋ οικουμενικού πατριαρχείου άνακτη-

Εκκλ. Φάρος Α, {Γ, 1908. 9


130 Politicus

θεϊσα επιτυχία ήτο προετοιμασμένη από πολλοΰ. Το ένστικτον


τής αύτοσυντηρησίας ήτο το ένωτικόν σημέΐον των μικρών λαών.
Οί αντίπαλοι τής ανριον σννηνοϋντο έν τώ κοινω σνμφέροντι τής
διασώσεως τής άτομικής τοη> ζωής πριν ή σκεφϋ'ώσι να έπανιδρύ-
σωσι την εθνικήν αυτών ενότητα. "Εκαστος τούτων ιδιαιτέρως ήτο
λίαν ασθενής, ώστε να άποχωρισθή τών άλλων καί ν’ άρξηται του
άγώνος. Άπο του χρόνου τής οθωμανικής κατακτήσεως ύπέμε-
νον ν’ άποτελώσιμέρος ένδς μόνου καί τοϋ αύτοϋ ορθοδόξου λαού.
Ή συνήθεια δ’ αυτή τοσοϋτον έρριζώθη έν Ανατολή, ώστε μέχρι
τής σιμιερον ακούει τις συχνά την άπάντησιν ταύτην παρά χριστι­
ανών τής Τουρκίας, οιτινες έρωτώνται εις τίνα εθνικότητα άνήκου-
σιν: «είμαιορθόδοξος».
Έν δσωή δμογένεια τοϋ ορθοδόξου λαοϋ έμενεν ώς άρχή
τής διοργανώσεως αύτοϋ, το έργον τής ρωσσικής πολιτικής, ώς
ήδη είπομεν, ήτο άπλοϋν. Ή Ρωσσία δεν ήδύνατο νά προστατεύη
τάς όμοδόξους αυτή ή διά τής εκκλησίας ώς οργάνου, τοϋ άνωτέ-
.

ρου κλήρου δντοςτοϋ μοναδικοϋ αντιπροσώπου τών συμφερόντων
τής ποίμνης αυτής. Καί δεν δύναται ν’ άρνηθή τις, δτι τά κοινά
πάσι συμφέροιπα εϋρισκον έν αυτή άληθή διερμηνέα. Έκ τούτου
Π

έν σχέσει προς πάντας τούς λαούς τούς ομολογούνταςτήν ορθοδο­


ξίαν ή ρωσσική πολιτική έχειραγωγεΐτο ύπδ τής αρχής τής πίστεως,
Α.

ήτις κατέστη μία έκ τών μάλλον άναμφισβητήτων παραδόσεων αυ­


τής καί δ άκρογωνιάϊος λίθος τής διπλωματικής ένεργείας.
Βεβαίως ή άμοιβαιότης ή συνδέουσα τον ορθόδοξον λαδν δεν
ήδύνατο νά ή διαρκής, διότι ή άρχή τής ένότητυς τών διαφόρων
φυλών δεν συνίστατο μόνον εις το κοινδν τής θρησκείας, άλλά καί
εις τδ κοινόν τοϋ ζυγού καί τής καταπιέσεως. ' Ο χρόνος καί τά γε­
γονότα έτροποποίυυν βαθμιαίως τάς συνθήκας τής ύπάρξεως καί
τής άναπτύξεως τών υπό τών τούρκων ύποδουλωθέντων λαών.
Ή εθνική κίνησις, ήτις κατέλαβε τήν Ευρώπην κατά το πρώ­
τον ήμισυ τοϋ 10ου αίώνος, έσχε τον άντίκτυπον αυτής έν Ανα­
τολή.
Οί έλληνες ευρισκόμενοι εις τήν π ροπήν γραμμήν προ τών
u ων άφνπνίσθησαν υπό τής πνοής τής εθνικής ιδέας, ήτις τούς

= 66 =
"Η ροοσσικι' τοολιτικΰ tp "λματολπ
13*

έκάλει είς άναγέννησιν. Άλλ’ όταν τοΐς έφάνη, ότι επέστη η ώρα ν’
άναπετάσωσι φανερώς την έθνικήν σημαίαν, προσέκοψαν είς δυ­
σκολίαν, ήτις έφαίνετο απροσδόκητος. Ή ζώσα πηγή τής εθνικό­
τητας ή έχονσα ανάγκην πλήρους φωτός καί ελευθερίας, έκ τής
άνάγκης τοϋ να διατελή κεκρυμμένη έπ'ι αιώνας κα'ι νά μή τολμά
να όμολογήση την ιδίαν ΰπαρξιν, έπλησίαζε νά ξηρανθή. Ή έξέ-
γερσις τής Ελλάδος κατά τοϋ τουρκικού ζυγοΰ είχεν έμπνευσθή
υπό ζωηρού και όμοθύμου αισθήματος. Το μίσος κατά τοϋ προ­
αιώνιου έχθροϋ καί ή δίψα τής ανεξαρτησίας τοιαϋτα ήσαν τά ελα­
τήρια τά άρκέσαντα, όπως συνενώσωσι τον λαόν περί την αυτήν
σημαίαν."Οταν όμως έπρόκειτο νά δρισθώσιν αί θετικαί γραμμαί
τής εθνικής ιδέας, έδέησε ν άντικαταστή διά κιβδήλου μάλλον ή
άληθοϋς άξίας τό πραγματικόν περιεχόμενον. Αί πολυπληθείς ιστο­
ρικοί μεταβολαί έτροποποίησαν βαθέως καί αυτόν έτι τον φυσιολο­
γικόν τύπον τοϋ πληθυσμού τοϋ έλληνικοϋ βασιλείου. Δέον νά λη-
φθή νπ’ όψιν ποσάκις ή χώρα αυτή νπετάγη διαφόροις κατακτη-
.

ταΐς.”Εκαστος τούτων έχυσεν έκ τοϋ ίδιου αίματος είς τάς φλέβας
τοϋ αύτόχθονος πληθυσμού. Έν τούτοις αί παραφυάδες αύται τής
άρχαίας ’Ελλάδος ήσαν κάτοχοι άληθών τίτλων ιστορικής διαδο­
Π

χής, ήτις τοΐς ένέπνεε νόμιμον υπερηφάνειαν. Εϊχον κληρονομίση


παρά των άρχαίων έλλήνων την γλώσσαν καί τά μνημεία τής τέχνης.
Α.

Άφ’ ου χρόνου έπανησθάνθησαν έν Έλλάδι τον γενετικόν


δεσμόν έσκέφθησαν νά πλησιάσωσι τό ένεστώς προς τό παρελθόν.
Ή φιλολογία έκ συμφώνου μετά τής δημοσιογραφίας πρεσεπά-
θησαν κατά την επιθυμίαν αυτών νά άναμίξωσι τάς παραδόσεις
τής ήθικής άρχαιότητος μετά τών συγχρόνων τάσεων τών μεταγ­
γιζόμενων έζ Ευρώπης ύπό τών προς τελειοποίησιν τών σπουδών
αυτών άποστελλομένων είς τό έξωτερικόν νέων. Έν Ευρώπη ό
ρωμαντισμός εύρίσκετο είς τήν ήμερησίαν διάταξιν. Αί έθνικαί εύ-
χαί τών έλλήνων έν αύτώ εϋρον ισχυρόν στήριγμα.'Η δημοσία
γνώμη συνεκινήθη έκ τών δεινών τοϋ ελληνικού λαού, μετά τοϋ
ονόματος τοϋ οποίου συνεδέετο παρελθόν πλήρες μεγαλοπρεπών
αναμνήσεων. Μήπως δεν ήσαν πάντες υπόχρεοι προς τούς ελλη-
νας δι’ αύτάς τάς πηγάςτήςέζημερώσεως, τής όποιας δημιοϋζ·:οί:

= 67 =
.. ι
Politioue
132

υπήρξαν οί πρόγονοι αυτών; Έκ τούτου οί έ'λληνες έκσυγχρονί-


ζοντες (modertlisant) τάς παραδόσεις τής άρχαίας Ελλάδος, επέ­
τυχαν νά καταστώσι καλόν σύμβολον, τδ όποιον έθρυπτε την φι­
λαυτίαν των και έδάνειζεν εις τον σύγχρονον ελληνισμόν τό γόη-
τρον (decorum), δπερ τώ έλειπεν.
Ή ελληνική ιδέα γόνιμος έν δσω έπρόκειτο νά συνένωση τον
κόσμον διά τον αγώνα, ύπήρξεν όλιγώτερον τοιαύτη μετά την νί­
κην, δταν ήρχισε τό ειρηνικόν ε'ργον τής εσωτερικής διοργανώ-
σεως. Ή σύγχυσις τών άρχαίων μετά τών συγχρόνων ιδεών εσχεν
ώς Αποτέλεσμα την έγκαθίδρυσιν δημοκρατικού καθεστώτος, καθ’
δ ή κυβέρνησις εΐχεν άσθενή καί ενίοτε φανταστικήν εξουσίαν ό
λαός, δστις ούδαμώς ήτο προπαρεσκευασμένος προς ώριμον καί
λελογισμένην χρήσιν τής ελευθερίας, άφέθη ν’άγηται υπό ρητό­
ρων, οΐτινες έκολάκευον τό εθνικόν αυτού ελάττωμα τής ματαιό-
τητος. Ή ευγλωττία τών δικηγόρων-δημαγωγών κατέστη ό κακός
δαίμων τής Ελλάδος, παραθύρων αυτήν πολλάκις εις όδόν κινδυ­
.

νώδη καί τυχοδιωκτικήν.
Ή ΐόρυσις τού Ανεξαρτήτου κράτους δεν συνέβαλεν εις τήν
διαμόρφωσιν καί άνάπτυξιν εθνικού αυτοτελούς πολιτισμού. Έν
Π

τή σφαίρα τής τέχνης καί τής φιλολογίας, ώς καί έν τή τής πολι­


τικής, τό κράμα τών ιδεών δεν είχε στερεάν βάσιν καί δεν παρή-
Α.

γαγέ τι πρωτότυπον. Τά Αρχαία υποδείγματα εξ ίσου πρόςτά σύγ­


χρονα προϊόντα τής τέχνης, εΐχον Αντιγραφή μετά δουλικού ζή­
λου. Κατεβάλλετο προσπάθεια καθαρισμού τής ζώσης γλώσσης
προς τον σκοπόν τού νά προσέγγιση κατά τό δυνατόν αυτί] τήν
άρχαίαν αυτής μητέρα. Δεν κατωρθώθη δε ή ή δημιουργία μιας
διαλέκτου συνθηματικής ξένης εις τά ώτα τού λαού. Αυτοί οί με-
ταχειριζόμενοι αυτήν γράφοντες, άπέχουσι νά τήν μεταχειρισθώσιν
ομιλούντες, διότι δυσκόλως θά ήσαν καταληπτοί ή μάλλον θά έφαί-
νοντο γελοίοι.1
Τά νέα ρεύματα, ατινα συνήρπασαν τήν κοινωνίαν, συνέβα-

1) Εϊμεϋα ευτυχείς δυνάμενοι να ΰποδείξωμεν προς στήριξιν τών κρίσεων ημών


τον συγγραφέα τοΰ αξιοσημείωτου έργου: Turkey in Europe by Odysseus, London
1900 V chap. VII. The greeks. Σημ. Συγγρ.

— 68 -—
ΊΙ ρωσσικΓι ποολιτικι' £μ "ΑματολΓ

λον είςτήνδιαμόρφωσιν τής «μεγάληςιδέας». Βασιζόμενη έπ'ι ιστο­


ρικών άναμνήσεων ώς και έπ'ι τής υπεροχής τοϋ ελληνικού στοι­
χείου έν τώ έμπορίω καί τή πολιτική έν ’Ανατολή, ή ιδέα αυτή δύ-
ναται νά συνοψισθή ώς μία έφεσις τελικού θριάμβου τοϋ ελληνισμού
τώ όποίω θά άνήκη άπασα ή ’Ανατολή. Οί οπαδοί τής Ιδέας ταύ-
της εϊνε έχθροί τής Ρωσσίας θεωροϋντες αυτήν ώς το μέγιστον
πρόσκομμα εις την πραγματοποίησιν τοϋ ιδεώδους αυτών. Τούτο
δεν εμποδίζει τούς έλληναςνά ζητώσι την προστασίαν τής Ρωσσίας
εις κρίσιμους στιγμάς μη παύοντες νά καταβοώσι κατ αυτής.
Οί κατοικοϋντες έν Τουρκία έλληνες δεν πρέπει νά συγχέ-
ωνται μετά των συμπατριωτών αυτών τοϋ βασιλείου. Μεταξύ των
αδελφών τούτων έκ καταγωγής, ύφίσταται σημαντική διαφορά, ήν
οφείλει νά έχη τις ύπ δψιν εις τήν έκτίμησιν τον διαφόρων παρα­
γόντων, έκαστος τών όποιων έχει τήν ιδίαν θέσιν έν Ανατολή. Βε­
βαίως ή διαφορά μεταξύ τών τάσεων τών έλλήνων τοϋ βασιλείου καί
τών τής οθωμανικής αυτοκρατορίας άνάγεται μάλλον εις τήν σφαί­
.

ραν τής ιδεολογίας ή τήν τής άμέσου ένεργείας. Άλλ’ έάν αί άνάγ-
και τής πολιτικής έπισκιάζωσι τάς άποχρώσεις ταΰτας, αύται 'ούχ
ήττον ύφίστανται καί ώς έκ τούτου ακριβώς δεν πρέπει νά παρα~
Π

βλέπωνται.
Οί έλληνες υπήκοοι τοϋ Σουλτάνου, δραστήριοι καί έπιχει-
Α.

ρηματίαι, κατόρθωσαν νά συγκεντρώσωσιν είς τάς χεϊράς των τό


μεγαλήτερον μέρος τοϋ έγχωρίου έμπορίου. Ή έπιρροή αυτών εϊνε
αισθητή έν τε τή πρωτευούση καί τοΐς κυρίοις κέντροις τής αυτοκρα­
τορίας, τή εύνοια τής πασίγνωστου άκηδείας τών Τούρκων. Έάν
οί έλληνες του βασιλείου έπαίρωνται ώς διάδοχοι τών αρχαίων έλ­
λήνων, οί τής Τουρκίας διισχυρίζονται καί ούχί μετ’ όλιγωτέρων
βάσεων, ότι κατάγονται κατ’ εύθέϊαν γραμμήν έκ τώ)ν Βυζαντι­
νών. Αί Άθήναι διά τούς μεν καί ή Κ)πολις διά τούς δεν χρησιμεύ-
ουσιν ώς αφετηρία, ή δε Αγία Σοφία ώς μνημειον έθνικής τέ­
χνης καί συγχρόνως ώς έμβλημα άμιλλάται προς τήν Ακρόπολιν
καί τον Παρθενώνα. Μεταξύ τών έπιθυμιών τών μέν καί τών δε
ύπάρχει σημεϊον έπαφής. Πλέοντες εις τάς ίστορικάς αναμνήσεις
δεν αντιλαμβάνονται τών γεγονότων, ατινα ήλλαξαν τήν δψιν τών

= 69 =
Politicus
m

πραγμάτων κα'ι καθιστώσιν αδύνατον την επιστροφήν εις παρελθόν,


προς το όποιον εντούτοις τείνονσι πάσαι αυτών αί ελπίδες. Πάσαι αί
«μεγάλαι ανται ιδέαι» προήλθαν εκ φαντασιών παραγνωριζουσών
την πραγματικότητα.Κα'ι εν τοντοις δεν εΐνε δυνατόν ν’ άρνηση τις,
δτιή βυζαντινή ιδέα περικλείει πλείονα στοιχεία ζωτικότητος η ή ελ­
ληνική.Τοΰτο προέρχεται εκ τοϋ δτιτά ιστορικά γεγονότα, άτιναχρη-
σιμεύουσιν αυτή ώς στήριγμα, εΐνε πλησιέστερα προς τάς συγχρό­
νους έν ’Ανατολή συνθήκας ή αί έθνικαί παραδόσεις τής αρχαίας
Ελλάδος. ' 0 γενικός δεσμός μετά τής βυζαντινής αυτοκρατορίας
ουδέποτε έθραύσθί]. Εύλαβώς διατηρηθείς ύποκατέστη έν τώ θρη­
σκευτικά) καί εθνικοί καϋιδρύματι τοϋ οικουμενικού πατριαρχείου.
c 0 διπλούς οϋτος χαρακτήρ τής ορθοδόξου’ Εκκλησίας Κων­
σταντινουπόλεως κατέστη ή ουσιώδης καί άναλλοίωτος γραμμή
τής ηθικής αυτής φυσιογνωμίας. Εΐνε σχεδόν άδύνατον να χωρι-
σθή τό θρησκευτικόν περιεχόμενον τής Ανατολικής ορθοδοξίας από
τής ιστορικής καί εθνικής αυτής μορφής, ήτις ταυτίζεται μεπ’ αυ­
.

τού. Ή ίδιότης αυτή, ήτις συγχρόνως εΐνε καί ελάττωμα, έξήσκη-
σεν άποφασιστικήν επιρροήν επί τών τυχών «τής Μεγάλης ’Εκκλη­
σίας».Ή έζασθένησις τής τουρκικής εξουσίας συνωδεύετο υπό τής
Π

άναγεννήσεως τών ύποδεδουλωμένων λαών. Τό οικουμενικόν πα-


τριαρχεΐον δεν έσχε την έλαστικόπητα να έξοικειωθή προς τάς νέας
Α.

τής ζωής συνθήκας. Δ έν ήννόη τό μέγεθος τών νέων ρευμάτων,


ατινα έβλεπαν τό φώς. ’Αντί ν’ άναγνωρίση τήν πλήρη νομιμότητα
τών εθνικών ευχών, έν αίς τό θρησκευτικόν στοιχεϊον κατείχε σπου-
δαίαν θέσιν, καί νά τεθή έπί κεφαλής τής κινήσεως προς χειρα-
γωγίαν αυτής, ό πατριάρχης έλαβε στάσιν έχθρικήν. Ή άφυπνι-
σθεϊσα έθνική τών Σλαΰων συνείδησις έζήτει πλείονα έλευθερίαν
προς ιδίαν άνάπτυξιν έν πρώτοις έπέμενεν, δπως τό εθνικόν στοι-
χεϊον λάβη τό άνήκον αυτοί μέρος εις τήν έκκλησίαν καί τον κλή­
ρον καί δπως ή θεία λειτουργία μή διατελή δεδουλωμένη τή έλλη-
νική γλώσση, δπου αϋτη ήτο ξένη εις τά ώτα τέον πιστών.
Τό πατριαρχεΐον δεν είχε τήν δύναμιννά διακόψη τάς προαι-
ωνίας αυτού συνήθειας. Έδει νά πνεύση άναγεννητικός άνεμος, ό
όποιος νά μεταβάλη ριζικώς τάς πεποιθήσεις τών έλλήνων έπισκό-

= Το =
Ί I ροοσσικι'ι ϊπολιτικι'ι ep "λρατολπ
‘.13

πων, δπως ούτοι παραιτηθώσι τοϋ ελληνισμού ένόνόματι τής αγνής


θρησκευτικής αρχής. Έν τή υπερβολική συντηρητικότητι αυτών δεν
έγνώριζον πλέον ούτοι να χωρίζωσιν έν τή θρησκεία τδ περιεχόμενον
άπδ τής μορφής και δεν συνεπάθουν προς ούδεμίαν μεταρρΰθμιαιν
τής τελευταίας, θεωροϋντες ταύτην ύποχώρησιν άναξίαν τής Εκ­
κλησίας.' Υπό τοιαύτας συνθήκας δ αγών μεταξύ τοϋ πατριαρχείου και
των σλαυίκών εθνικοτήτων ήτο αναπόφευκτος. Ή έξασθένησις τής
ρωσσικής επιρροής έν Ανατολή μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον μό­
νον έδιπλασίασε την ζέσιν των Σλαύων.
Ή ήττα τήςΡωσσίας ένεποίησε μεγίστην έντύπωσιν εις τούς ορ­
θοδόξους πληθυσμούς τής Ανατολής. Είθισμένοι ούτοι νά συγκεν-
τρώσι πάσας αύτέον τάς έλπίδας έν τω προσώπω τού Τσάρου, ευκό­
λως κατέληξαν εις την ιδέαν, ότι ή ρωσσική δύναμις διά πολύν και­
ρόν ήττήθη καί δτι ειςτό μέλλον δεν έδει ή νά ύπολογίζωσινέπϊτών
ιδίων δυνάμεων’,Έκτοτε οί άρχηγοίτής σλαυϊκής κινήσεως άφιέρω-
σαν τάς προσπάθειας των εις τον έθνικυν προσηλυτισμόν, καλονντες
τούς συμπατριώτας αυτών εις άφΰπνισιν προς ανεξαρτησίαν. Έπειό)}
.

δε αί ένορίαι καί αί έπαρχίαι άπετέλουν τά μόνα περιθώρια, έν οϊς
ή έθνική διοργάνωσις ήδύνατο ν άναπτυχθή καί στερεωθή, οίήγέ-
ται τής κινήσεως διηύθυνον πρωτίστως τάς έπιθέσεις αυτών κατά
Π

τών έμποδίων, ατινα τοΐς προυβλήθηααν έκ μέρους τούτου. Ό


αγών ούτος μακράν τοϋνά διαθέση τό οικουμενικόν πατριαρχεϊον εις
Α.

υποχωρήσεις, συνέβαλεν εις το νά τονίση τον ελληνικόν χαρακτήρα


παρ’αύτώ.Τά ζητήματα,ατινα συνεζητοϋτπο έπί θρησκευτικού έδά-
φους έν τή ουσία δεν ήσαν είμή ζητήματα καθαρώς πολιτικά. Οι
μάλλον ενδιαφερόμενοι έν τώ άγώνι ήσαν οίβούλγαροι,Έν ώ οί σέρ-
βοι κατέϊχον από τοϋ 1812 ήδη τον πυρήνα αυτονόμου περιφέρειας,
οί βούλγαροι <5έτ έκέκτηντο διαγραφήν ώρισμένου έδάφους. Αί έπι-
θυμίαιαύτών προς άπόκτησιν έκκλησίαςαύτονόμουύπέκρυπχον σκο­
πόν καθαρώς πολιτικόν: διέβλεπον έν αυτή έτοίμην διοργάνωσιν,
ικανήν νά συνδέση τον πληθυσμόν καί νά προσδώση εις τό έθνος
την έλλείπουσαν ενότητα. Προς έπίτευξιν τοϋ σκοπού τούτου ήτο
άνάγκη άγώνος. Ό άγών ήκόνιζε τούς χαρακτήρας καί ώς έκ τού­
του ήδύνατο νά ύπηρετήση τοΐς βουλγάροις ύπεκκαίων τήν άνά-
πτυξιν τών έθνικών αυτών ιδεώδων''.

* Ακολουθεί. Politicus

= 71 =
ΗΘΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
(L, J)

ΗΘΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ

Επειδή σκοπδς τοΰ άνθρώπου είνε ή έν τφ Θεω μακαριστής,


ή δέ προς αυτήν άγουσα οδός εΐνε ή τής ήθικής τελειοποιήσεως,
δ Θεδς έπλασε τον άνθρωπον ελεύθερον, διότι μόνον ώς τοιοΰτος
θά ήδύνατο νά κατορθώση τέλειον ηθικόν βίον.
Ή ελευθερία έν τούτοις τοΰ άνθρώπου δεν πρέπει νά νοήται
ώς ή αυτή προς τήν ελευθερίαν τοΰ Θεοΰ, διότι είνε έν συγκρίσει
προς ταυτην απλώς σχετική. Ένω οηλ. ο Θεός είνε «ό ών»1 καί
.
ό «ζωήν έχων έν έαυτω»2, οένεργών, δηλονότι, τάπάντα «κατάτήν

βούλησιντοΰ θελήματος αύτοΰ»3, ο άνθρωπος, ώς πλασθείς υπό τοΰ
Θ εοΰ, δεν δρα αύτοβούλως καί αύθαιρέτως, άλλάδοκιμάζουν «τί το
Π

θέλημα τοΰ Θεοΰ τό άγαθόν καί εύάρεστον.καί τέλειον». Ουδέ πρέ­


πει έξ άλλου νά νοήται ή έλευθερία τής βουλήσεως τοΰ άνθρώπου
Α.

ούτε ώς άφηρημένη καί άρνητική έννοια, ούτε ώς ψυχολογική ή*)

*) Τήν συνέχειαν των «’Ηθικών Διδαγμάτων» ήμών, των επί έν καί ήμισυ έτος
εν τfj «Νέιιι Σιών» των 'Ιεροσολύμων δημοσιευόμενων, έςακολουθοΰμεν έν τω «Έκκλ.
Φάρο)» άπό τοϋδε τοΰ τεύχους-
*) Έξοί. γ.Ί4.
a) Ίω. ε, 26.
3) Έγεσ. α-, 11. Ίδε Ίώ6 κγ', 13. Φ’αλμ. λβ', 9. ριγ', 11 καί Ρωμ- θ', 20 — 21.

= 7» =
Γρ. ΓΊατυαμι\αιιλ, Περί ti"s ελευθερίαν την βουλιίσεαον
137

φυσική, άλλ’ ώς άνεξάρτητος ενεργός δύναμις συνειδητού


αύτοδιορισμοΰ απέναντι τοΰ άγαθοΰ καί τοΰ κακοΰ, οπότε ό
άνθρωπος αισθάνεται, δτι αύτδς καί μόνος, τό ίδιον αύτοΰ συνειδη­
τόν εγώ, εΐνε ή πηγή των πράξεων του.
Διακρίνουσι συνήθως οί ήθικολόγοι έν τή έλευθερία τής βου-
λήσεως τοΰ ανθρώπου τρία στάδια, τό στάδιον τής προπτωτικής αύ­
τοΰ καταστάσεως, τό τής μετά την αμαρτίαν καί τό υπό τήν χάριν,
άναλόγως δέ καί καλοϋσιν αυτήν: τυπικήν, πραγματική ν καί
ιδανικήν (αγαθήν ή κακήν)1.
Έν τή περί τής έλευθερίας τοΰ ανθρώπου άγιογραφική διδα­
σκαλία τοιαύτας αυτής διαιρέσεις καί άνομασίας δεν άπαντώμεν.
Ή δέ αλήθεια τής ύποστάσεως έλευθερίας έν τψ άνθρώπορ τεκμη-
οιοΰται έξ αυτών των πρώτων προς τόν άνθρωπον λόγων τοΰ Θεοΰ
ϊιατυποΰντος προς αυτόν τήν πρώτην αύτοΰ έντολήν «άπό παν-
τός ξύλου τοΰ έν τώ παραδείσιο βρώσει φαγή- άπό δέ τοΰ ξύλου
ιοΰ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, ού φάγεσθε απ’ αύτοΰ- ή δ’αν
.

ί)μέρα φάγητε άπ’ αύτοΰ, θανάτφ άποθανεΐσθε»2. Άπό τής
στιγμής ταύτης ό άνθρωπος μεταξύ δύο ηθικών έλατηρίων άντι-
)έτων τεθείς, τοΰ έλατηρίου δηλονότι τοΰ έμφυτου φυσικοΰ αισθή­
Π

ματος τής προς τόν Θεόν ευγνώμονος άγάπης προς βίον σύμφωνον
:ή θεία βουλήσει άφ’ ενός, καί τοΰ έξωθεν προβληθέντος αύτω
Α.

ϊθνείου έλατηρίου τής δήθεν άνεξαρτησίας αύτοΰ άφ’ οίουδήποτε


)θικοΰ νόμου άφ’ ετέρου, ήσθάνθη εαυτόν κάτοχον έλευθερίας
ιοιαύτης, καθ’ ήν ήδύνατο να κλίνη πρός τό έτερον τών έλατη-
)ίων τούτων καί κατ’ αύτό νά αύτοδιορίση τό ποιόν τής βουλήσεως
ιύτοΰ, ή δέ άγιογραφική ιστορία τής πτώσεως τοΰ άνθρώπου μαρ­
τυρεί, δτι, μετά τήν πάροδον τής κρίσιμου τής ταλαντεύσεως αύ-
:οΰ περιόδου, ουτος έλευθέρως προσέκλινε πρός τό δεύτερον έλα-
ήριον. Ή πτώσις τοΰ άνθρώπου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε τό δι’
ιύτής γεννηθέν κακόν διέφθειρεν εις μέγιστον βαθμόν ούχί μόνον
ον άμαρτόντα, άλλά καί τούς έξ αύτοΰ άπογόνους πάντας καί
:ύτήν τήν φύσιν, ήτις είχε δοθή είς τόν άνθρωπον πρός πραγμά-*)

*) "Ορα περί τούτων πλείονα έν «Niqt 2ιών» τόμ· ST , σελ. 439—442.


2) Γέν. ρ’, 16-ι7.

= 73 —
hpuyopiou Πασσαμιχαπλ
138

τωσιν τοΰ ήθικοΰ αύτοΰ βίου. Ούτως έκτοτε «έπληθύνθησαν αί κα-


κίαι χών ανθρώπων έπί της γης, καί πας τις διανοείται έν τη καρ-
δία αύτοΰ έπιμελώς έπί τα πονηρά πάσας τάς ήμέρας»1, δ δέ
Θεδς μετά τον κατακλυσμόν διενοήθη νά μη καταρασθή πλέον
τήν γην διά τά έργα των ανθρώπων, «δτι έγκειται ή διάνοια τοΰ
άνθρώπου έπί τά πονηρά έκ νεότητος αύτοΰ»2. Ούχ ήττον, καίτοι
ή βούλησις αύτοΰ ώρίσθη πλέον έν τω κακω καί ή αμαρτία οίονεί
είλκυεν αύτδν προς έαυτήν, συνησθάνετο δμως ούτος καί ως αμαρ­
τωλός τήν έν έαυτω έλευθερίαν μή έντελώς έκ μηδέν ισθεΐσαν καί
δτι ήδύνατο νά άρξη τής αμαρτίας3. Άναπτύξας δ Μωϋσής ένώ-
πιον τοΰέβραι'κοΰ λαοΰ τδ περιεχόμενον τοΰ νόμου, έπεΐπεν: «ίδού
δέδωκα προ προσώπου σου σήμερον τήν ζωήν καί τον θάνατον,
τδ άγαθδν καί τδ κακόν έάν είσακούσης τάς έντολάς κυρίου τοΰ
Θεοΰ σου... καί ζήσεσθε καί πολλοί έσεσθε..., καί έάν μεταστή ή
καρδία σου καί μή είσακούσης... αναγγέλλω σοι σήμερον, δτι άπω-
.
λεία άπολεΐσθε... έκλεξαι τήν ζωήν σου, ί'να ζήσης σύ καί τδ

σπέρμα σου»4. Ή τοιαύτη τής έλευθερίας συναίσθησις, ήν προσε-
πάθει νά διακρατή άκμαίαν καί ζώσαν ολόκληρος σειρά προφητών
τής Π. Διαθήκης, έξαγιασθεΐσα κατά τήν έλευσιν τοΰ Μεσαίου τή
Π

έπενεργεία τής θείας χάριτος, κατέστη ούσιαστικώς δραστική τοΰ


άγαθοΰ έν τή διά τής νέας υπερφυσικής άποκαλύψεως γνώσει τής
Α.

άληθείας, τής εριστικώς άπελευθερωσάσης τδν άνθρωπον άπδ τής


προτέρας τή αμαρτία δουλείας5. Κατά τήν περίοδον τής άναγεννή-
σεως ο άνθρωπος, καίπερ έξακολουθών άγωνιζόμενος πρδς τά έν τφ
κόσμορ κατάλοιπα τοΰ κακοΰ, ίκανοΰται πρδς πραγμάτωσιν τής
έλευθερίας αύτοΰ έν τω αγαθω έπαναχθείς είς τήν προπτωτικήν
αύτοΰ κατάστασιν, διότι ήδη μένει έν τω Χριστώ, έξω τής κοινω-*)

*) Γεν. ς', ό.
s) Αΰτόθ’., η, 21.
3) Γεν. δ', 7 «πρός σέ ή Αποστροφή αύτοΰ, καί σύ άρξεις αύτοΰ».
■*) Δευτερ. λ’, 15-19. Ίδε καί Σειρ. ιε', 14-17. ΜαχΟ. ιθ', 17. κγ', 37. Πράς.
ζ', 51. Α Ινορ. ξ', 37. Πρ6λ. Ίησ. κδ', 15. Ήσ. α', 19-20. Ίο», ζ', 17.
5) Ίω. η', 31-37 «καί γνώσεαθε τήν αλήθειαν καί ή αλήθεια ελευθερώσει
υμάς.. ». Πρβλ. Β Κορ. γ', 17. Ρωμ. η', 2. Ίακ. α', 25. β', 12. Α Πέτρ. β', 1ϋ.
Ρωμ. ς', 17.

= 74 =
riepi thj d\eu6epias τΓιν Bou.M'iaeoos'
139

νιας του οποίου πρότερον διατελών ούδέν ήδύνατο νά ποίηση1. Απε­


λευθερωθείς συναισθάνεται, δτι άρύεται τήν δύναμιν τής πραγμα-
τώσεως τής ελευθερίας αύτοΰ έν τω άγαθω παρά του αγίου Πνεύ­
ματος2 καί ήκαρδία αύτοΰ πληροΰται ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν
«διά Ίησοΰ Χρίστου»3, δι’ οΰ «πάσιν ύπερνικώμεν»4, έν ω «πάντα
ίσχύομεν5» χωρίς ούδείς πειρασμός νά δύναται νά πειράση ημάς
«υπέρ ο δυνάμεθα0», οΰτω δε, έλευθερούμενοιάπο τής αμαρτίας καί
δουλούμενοι τή δικαιοσύνη7, καθιστάμεθα απελεύθεροι τοΰ Κυ­
ρίου8 δηλ. πραγματικώς καί ούσιαστικώς έλεύθεροι”.
Είνε λοιπδν γεγονδς άναντίρρητον, δτι ο άνθρωπος καθ’ δλην
τήν έξέλιξιν τοΰ ιστορικού συνειδητού αύτοΰ βίου είνε πεπροικι-
σμένος διά βουλήσεως έλευθέρας δτι άρα πάσαι αί
συνειδηταί αύτοΰ πράξεις είνε έλεύθεραι. Ή συνείδησις δέ τής ε­
λευθερίας ταύτης είνε τόσον έν αύτω έρριζωμένη, ώστε πάσα από­
πειρα άρνήσεως αύτής ή οιασδήποτε παρομορφώσεως αύτής
προσκρούει κατ’ αύτοφανοΰς πραγματικότητας. Έάν δεν ύπήρχεν
.

έλευθερία τής βουλήσεως τοΰ ανθρώπου, ούτος δεν θά ήδύνατο νά
σχηματίση περί αύτής ως περί ούσιώδους συστατικοΰ αύτής τής
φύσεως αύτοΰ σαφή έννοιαν καί παράστασιν. Τάς πράξεις αύτοΰ
Π

τάς συνειδητάς ό άνθρωπος ούδέποτε ταυτίζει προς τάς οιασδήποτε


έν τή φύσει περί αύτόν τελουμένας μεταβολάς, καίτοι δέ συναι­
Α.

σθάνεται, δτι τών εις έργα μεταβαλλόμενων άποφάσεων αύτοΰ


προηγήθησαν διάφοροι αίτίαι, είτε έσωθεν είτε έξωθεν προελθοΰσαι,
καί συνείργησαν διάφορα έλατήρια, ούχ ήττον άφ’ ετέρου σύνοιδεν,
οτι έν πάση περιπτώσει ή έσχάτη αιτία είνε αύτδ το ίδιον αύτοΰ
«έγώ» καί δτι αύτδς έπΐ τέλους κινεί τήν βούλησιν αύτοΰ αύτο-
δούλως κατά έλευθέρως έκλεγέν τελευταΐον έλατήριον, ώρισμένως

’) Ίω. ιε', 5.
2) Ρωμ. η', 26.
3) Ρωμ. ζ, 24,
4) Ρωμ. η', 37.
5) Φιλιππ. δ’, 13.
°) Α Κορ. ι', 13.
7) Ρωμ. ς, 18.
β) Α Κορ. ζ, 22.
°) "Ιδε το περί «ίιθιχίίς ελευθερίας» κεφάλαιον έν «Νέ^ Σ'.ών» τόμ. Γ*, σελ. 390 394.

= 73 =
140 Γριιγορίου Πατπαμιχαιιλ

διακρίνων διά τοΰτο τήν ηθικήν χροιάν τής ίδιας πράξεως άπδ τήν
καταναγκαστικήν υφήν τής φυσικής κινήσεως ΰδατος άνά έπίπε-
δον έπικλινές, ή τής πτώσεως λίθου κατά τον άναγκαίως λειτουρ-
γοΰντα φυσικόν νόμον. Είνε άληθές, ότι καί ό άνθρωπος συναισθά­
νεται εν έαυτψ φωνήν ύπαγορεύουσαν αύτφ τδ ούτως ή άλλως
ένεργειν καί κανόνίζειν τάς έαυτοΰ πράξεις, τήν φωνήν τοΰ δφευ·
λομένου καθήκοντος, άλλ’ ή φωνή αΰτη ούδαμώς ομοιάζει προς
τον φυσικόν νόμον, ουσ'α φωνή καί ύπαγόρευσις νόμου ήθικοΰ, οστις
διά τοΰτο ακριβώς καλείται ήθικός, διότι δεν έξαναγκάζει,
αλλά υποδεικνύει μόνον τό δέον γενέσθαι, δπερ καί έπαφίνει εις τήν
όιάθεσιν αύτοΰ. Διά τοΰτο καί μετά τήν τοιαύτην ήθικήν πράξιν ό
άνθρωπος συναισθάνεται τήν έπ’ αυτή ευθύνην τοΰ ίδιου «εγώ»,
άποδέχεται ως δικαίαν τήν ένδεχομένην έπ’ αυτή τιμωρίαν, ή άλ­
λοτε μετανοεί διά τήν πράξιν καί άλλοτε χαίρει έπ’ αυτή. Αι ψυ-
χικαί αΰται καταστάσεις δηλοΰσιν, δτι ό άνθριυπος αναγνωρίζει
.
εαυτόν καί μόνον ως δράστην των προκαλουσών αύτάς πράξεων,

ουδαμώς δ’ οίονδήτινα άλλον έπενεγκόντα έξωθεν τήν αίτίαν τής
παραγωγής αυτών. Το φαινόμενον δέ τής μετάνοιας μαρτυρεί έπ’
ίσης, δτι αναγνωρίζει, δτι λυπείται διότι ούτως έπραξε καί ούχί
Π

κατ’ άλλον τινά τρόπον, καθ’ ον καί αύθις έπ’ ίσης θά ήδυνατο
νά πράξη. Διά τον αυτόν λόγον άποδέχεται καί τήν ποινήν μή
Α.

διαμαρτυρόμενος, έπειδή ήδυνατο νά πράξη καί άλλως κατά τρόπον


μή έπισύροντα αυτήν, ήτις θά ήτο καί απαράδεκτος καί παράλο­
γός, έάν ή πράξις άπεδίδετο είς άλλην αίτίαν, διάφορον τής έλευ-
θερίας τής βουλήσεως τοΰ άνθρώπου.
Μεθ’ δλα έν τούτοις ταΰτα ύπάρχουσιν οί τε άνέκαθεν καί
κατά τούς νεωτέρους χρόνους άρνούμενοι τήν έν τψ άνθρώπω ύπό-
στασιν τής έλευθερίας τής βουλήσεως αύτοΰ καί οί παρερμηνεύον-
τες τήν ουσίαν αυτής, διάφορον τής πρεπούσης καί πραγματικής
άποδίδοντες είς αυτήν σημασίαν. Ή τοιαύτη διαφορότης τών άντι-
λήψεων περί ενός καί τοΰ αύτοΰ φαινομένου θά ήδυνατο ίσως νά
άποδοθή είς τήν ομολογουμένως ούχί πάντοτε ισοβάθμιον σαφή­
νειαν τής συνειδήσεως τής έλευθερίας. Καί τό τελευταΐον τοΰτο
γεγονός έξηγεΐται πρώτον μέν έκ τούτου, δτι τόσον ταχεία καί

= 7« =
Flepi ths c,\cu6cpias~ ths 6ou,\i laecDj I4I

συμμιγής συνήθως συμβαίνει έν τή ψυχή τού άνθρώπου ή έξέλι-


ξις των ψυχικών φαινομένων διά τής άκαταπαύστου έπισωρεύσεως
μυρίων δσων παντοειδών στοιχείων είς τήν συνείδησιν, ώστε
πλειστάκις δυσδιάκριτον τυγχάνει τδ μόλις άλλως τε αντιληπτόν
εκείνο χρονικόν σημεΐον, κατά το όποιον ώρισμένως ή βούλησις
έξεγερθεΐσα προβαίνει κατά τελευταίαν άπόφασιν είς τήν πράξιν διά
τήςύπερισχύσεως ενός έπί τέλους έλατηρίου έκ τών ύποκινουντων
τοιούτων, ως τά πολλά, πολυπληθών. Δεύτερον δέ είνε πολύ εύεξή-
γητον τό δτι ό άνθρωπος, διαπαιδαγωγηθείς έκ μικράς έτι ηλικίας
νά δρα έλευθέρως μέν και έν συνειδήσει, αλλά καί χωρίς συγχρό­
νως έπιμελοΰς έκάστοτε παρακολουθήσεως τών συναφών τή έλευ-
θέρα δράσει έναλλαγών του ηθικού συναισθήματος, καί όταν έτι
άνδρωθή δεν διακρίνει σαφώς πάντοτε τάς έλευθέρας αυτού πράξεις
άπό τών μή τοιούτων άνευ ειδικής τής προσοχής αυτού έπί τούτω
έντάσεως, οΰτω δέ καί ήνδρωμένος ούχί έν έκάστη ιδιαιτέρα πρά-
ξει σύνοιδε τήν καθαρότητα καί τήν ίσχύν τού ήθικοΰ συναισθήμα-
.

τος/ δι’ ών καί μόνον καθίσταται δυνατή ή. συνείδησις τής ηθικής
έλευθερίας. Άλλ’ έκτός τούτου ό ήνδρωμένος ήδη, ως κατά τό
μάλλον ή ήττον άπηρτισμένον πλέον εχων τον εαυτού ηθικόν χα­
Π

ρακτήρα είτε έν τώ άγαθώ, είτε έν τώ κακώ έν σχέσει προς τήν


παιδικήν ηλικίαν, τάς έκάστοτε πραττομένας πράξεις έπιτελεΐ
Α.

ούχί πλέον κατά άπολύτως καθαράν έλευθερίαν αιρέσεως, αλλά


μάλλον κατά τήν προσλαμβάνουσαν ιδιότητα τών άπαρτισασών τον
χαρακτήρα αυτού ήθικών πράξεων, ής ή ίσχύς δεν είνε ευκατα­
φρόνητος. Έν τοιαύτη περιπτώσει ό άνθρωπος δρα ούχί ως θά έδρα
κατά τό πρώτον έτι στάδιον τής αύτοσυνειδησίας αυτού καί ούχί ως
πρώτος άνθρωπος, όταν έμελλε νά πράξη τήν πρώτην αύτοϋ πράξιν,
άλλ’ ώς ορίσαςήδη ποιοτικώςτόν εαυτού χαρακτήρα, άλλαις λέξεσιν
fj ως αγαθός, ή ως κακός, είτε ως κατά τό μάλλον ή ήττος τοιοΰτος
τοιοΰτος. Άλλ’ ό τοιοΰτος αύτοΰ προαπαρτισθείς ήδη ηθικός αύ-
ιοδιορισμός καταπνίγει, τρόπον τινά, τήν λεπτήν αύτοσυναίσθησιν
:ής έλευθερίας τής βουλήσεως ή οίονεί αμβλύνει τήν έκάστοτε άπαι-
ιουμένην εύαισθησίαν προς σαφή διάκρισιν τού σημείου τήςπελειω-
ιικής τής βουλήσεως κινήσεως έν τή σφαίρα τής έλευθερίας.

= 7.7 =
Γριιγορίου Παπ3αμιχαι'ι\
142

Έν τούτοις αί περί ελευθερίας έσφαλμέναι θεωρίαι ούδαμώς


όρμώμεναι έκ τοιούτου είδους σκέψεων περί τής ανεπαρκούς σα­
φήνειας τής συνειδήσεως τής ελευθερίας καί των αίτιων αυτής,
στηρίζονται επί διαφόρων βάσεων καί άλλας δικαιολογίας προ-
βάλλουσιν είτε προς άρνησιν, είτε προς διαστροφήν αυτής. Καί άρ-
νοΰνται μέν την ελευθερίαν τής βουλήσεως τοΰ ανθρώπου οί οπαδοί
τής θεωρίας τής ηθικής άνελευθερίας (άλλως: έτεραρχίας
[determinismus] ύπδ . τάς διαφόρους αυτής φάσεις καί μορφάς,
διαστρέφουσι δέ την ορθήν αυτής έννοιαν οί όπαδοί τής αύθαι-
ρέτως άδιαφόρου έλευθερίας (άλλως: αυταρχίας, [in-
determinismus, libertas indifferentiae].
1.— Τους όπαδούς τής ηθικής άνελευθερίας δυνάμεθα
να διαιρέσωμεν είς δύο κλάσεις, ών τήν μέν άπαρτίζουσιν οί αρχαιό­
τεροι, τής δέ θιασώται τυγχάνουσιν οί σύγχρονοι. 'Ως βάσις τής
ύπδ των άρχαιοτέρων άρνήσεως τής έλευθερίας τής βουλήσεως
χρησιμεύει γενικώς ή θέσις, δτι πανταχοΰ έν τώ κόσμφ πρυτανεύει
.

τδ κακδν συνεπεία τής αμαρτίας των πρώτων ανθρώπων έξαλει-
ψάσης τήν ύπάρχΟυσαν πρότερον έν αύτοΐς έλευθερίαν. Πολλοί
των οπαδών τής θεωρίας ταύτης ίσχυρίζοντο, δτι έκαστος έξήμών
Π

δέν μετέσχε τής άπωλείας τής έλευθερίας καί τής προελεύσεως


τοΰ κακοϋ. Επειδή δέ ή παρούσα γηΐνη ζωή δέν παρέχει τήν
Α.

κλείδα τής έπιλύσεως τοΰ λυπηροΰ τούτου φαινομένου, άνέκαθεν


οί άνθρωποι κατήντησαν είς τήν ίδέαν, καθ’ ήν έκαστος έξ ημών
προϋφίστατο τής γηί'νης αύτοΰ ύποστάσεως πριν ή ή ψυχή εϊ-
σέλθη είς τδ ήμέτερον σώμα. Εντεύθεν παρήχθη ή θεωρία περί
τής προϋπάρξεως τών ψυχών, ήν έδίδασκον οί βουδ ο ισταί,
οί αίγύπτιοι, οί έλληνες (ίδια ο Πυθαγόρας καί ο Πλά­
των) καί τέλος ή ίουδαϊκο-έθνική αίρεσιςτών Έσσαίων. Φρο-
νοΰσιν ούτοι, δτι ή ψυχή έδημιουργήθη μέν ύπδ τοΰ Θεοΰ έλευ-
θέρα, αλλά, πρδ τής γηί'νης περιόδου τοΰ βίου αυτής άμαρτοΰσα,
έστερήθη τής έλευθερίας αύτής καί περιωρίσθη έν τώ σώματι, ώς
έν φυλακή, πρδς τιμοιρίαν, ούτω δέ σήμερον ό άνθρωπος δέν είνε
πεπροικισμένος δι’ έλευθερίας. Μετά τήν έμφάνισιν τοΰ χριστιανι­
σμού ύπερασπισταί τοΰ είδους τούτου τής άνελευθερίας άνεφάνησαν

= 78 =
Πορΐ ths L\cu0tpias τΓί Gou\hctcoos
143

οί νεοπλατωνικοί υπό αρχηγόν τον Πλωτΐνον. Εναντίον της θεω­


ρίας ταύτης έκ των αρχαίων έξεφράσθησαν δ ’Αριστοτέλης καί δ
Επίκουρος ύπερασπίσαντες τήν έλευθερίαν, άλλοι όμως εν έξαρτή-
σει είτε άπδ του Πυθαγόρου, είτε άπδ των αίγυπτίων, στερρώς
είχοντο της θεωρίας της ανελευθερίας. Καί έφ’ δσον μέν ή θεω­
ρία αΰτη δεν έξήρχετο των δρίων των έθνικών, ή χριστιανική
Εκκλησία δεν έστρεφε προς αυτήν ιδιάζουσαν προσοχήν όταν
δμως μετέστη κατόπιν καί είς τδ χριστιανικόν έδαφος διά του
Ώριγενους ίδια, ή Εκκλησία έθεώρησεν έπιβαλλόμενον αυτής κα­
θήκον νά έκφρασθή κατ’ αυτής διά τής καταδίκης των ώριγενι-
κών πλανών. Έν τοΐς μετά ταΰτα χρόν.οις ή θεωρία αυτή ίδιά-
ζουσαν μορφήν λαμβάνει παρά τω Ανγονστίνω, τώ μοναχφ τοΰ
θ' αίώνος Χοτσιάκλ καί τοΐς αύστηροϊς λουθηρανοΐς.
Κατά τον Αυγουστίνον ή αμαρτία τοΰ πρώτου άνθρώπου διέφθειρε
τήν έλευθερίαν τής βουλήσεως αύτοΰ τε καί πάντων ανεξαιρέτως
των απογόνων αύτοΰ είς βαθμόν τοιοΰτον, ώστε τδ αμάρτημα τοΰ
.

προπάτορος νά θεωρήται προσωπικδν ένδς έκάστου των άπογόνων
αύτοΰ αμάρτημα, έξαλεΐψαν τέλεον παν ίχνος έλευθερίας. Ούτως,
έξω μέν τής διά μόνης τής χάριτος άναγεννήσεως έλευθερία δεν
Π

υπάρχει, καί έν τοιαύτη περιπτώσει 6 άνθρωπος συνεχώς αμαρτάνει,


μή ών ίκανδς πρδς ένάσκησιν έστω καί σχετικής τίνος άρετής·
Α.

άποκαθίσταται δ’ ή έλευθερία έν τω άνθρώπιρ διά μόνης τής χάρι­


τος έπενεργούσης έπ’ αύτοΰ καί έν αύτώ άνευ ούδεμιάς συμμετοχής
τούτου, έν απολύτως παθητική καταστάσει διατελοΰντος απέναντι
τής χάριτος καί τών έν αύτψ ένεργειώναύτής. ’Εάν δέ δύναταί πως
νά λεχθή, δτι έν τω άνθρώπψ έναπέμεινέ τις έλευθερία, τοΰτο δεκτδν
γίνεται μόνον ύπδ τήν έννοιαν τής έξ αύτής προελεύσεως πράξεων
ηθικώς αδιαφορών, ούχί δέ καί εύαρέστων δυναμένων τφ Θεφ νά
φανώσι. Τδ ανθρώπινον γένος μετά τήν αμαρτίαν διά τδν Αύγουστΐ-
νον παρουσιάζεται ως massa perditionis, έξ ής τινάς μόνον κατ’
έκλογήν δ Θεός προώρισεν είς σωτηρίαν, ήν κατεργάζεται ή αύγου-
στίνειος gratia irresistibilis. Τήν θεωρίαν ταύτην αύτοΰ δ Αύγου-
στΐνος διετύπωσεν άγωνιζόμενος κατά τοΰ πελαγιανισμοΰ, δστις
ήρνεΐτο τήν διά τής αμαρτίας πτώσιν καί τήν έξ αύτής έπελθοΰ-

= 79 —
ΓρΗγορίου ΠατοαμιχαΓιλ
)44

σαν εν τε τφ άνθρωπίνψ γένει και τη φύσει φθοράν, παραδεχό­


μενος ένα έκαστον άνθρωπον ώς άσχετον προς τδ γένος αυτού άτο-
μον άνεπηρέαστον άπδ πάσης έκ της αμαρτίας τού πρώτου ανθρώ­
που έπιδράσεως και ικανόν δλως άνεξαρτήτως να πράξη οιανδή-
ποτε πράξιν, αγαθήν ή κακήν, έν άπολύτω ελευθερία.
Είνε έν τουτοις αύτοφανές, δτι έν τη δριμεία αυτού πολεμική
κατά των άκριον τού πελαγωνιασμοΰ ό Αυγουστίνος περιέπεσεν εις
τό έτερον άκρον. "Οτι έκαστος άνθρωπος συνέχεται καί προς το γέ­
νος αυτού ώς μέλος μή δλως μεμονωμένου καί, επομένους, δτι με­
τέχει τού προπατορικού αμαρτήματος, καταστάντος δι’ αυτόν ώς φυ­
σική προδιάθεσις έν τώ κακω, είνε αλήθεια αυταπόδεικτος, ώς τοι-
αύτη τυγχάνει καί ή ιδέα τού έξω τού χριστιανισμού άκατορθώ-
του τού Εδεώδους τής ήθικής καί τής σωτηρίας, ήτις ίδέα, ιδιαζόν­
τως τονιζομένη. υπό τού Αυγουστίνου, μαρτυρεί έν αύτώ ψυχήν
πεπροικισμένην διά βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης καί ειλικρίνειας.
Δεν πρέπει δμως νά λησμονήται, δτι καί μετά τήν πτώσιν ή έλευ-
.

θερία τού άνθρώπου έναπέμεινε μέν, αλλά διετέλει έν δεσμοΐς καί
δτι ό άνθριυπος είνε μέν μέλος τού γένους αυτού, αλλά καί άτομον
ίδιον μέ ίδιον προσιυπικόν κέντρον, άτομον ύποστάν μέν τον έκ τού
Π

προπατορικού αμαρτήματος μολυσμον προς τό κακόν διαθέτοντα


καί ώθούντα αυτό, άλλά καί μή δλως παθητικώς έχον προς τήν
Α.

τοιαύτην αμαρτωλόν τάσιν, άλλ’ αύτοβούλως οίκειούμενον αυτήν


καί παράγον αμαρτήματα νέα, καθαρώς προσωπικά. Μετά τήν
πτώσιν οι άνθριοποι, ώς γεννώμενοι έν τή αμαρτία καί μή άπ’ αυ­
τής έλεύθεροι, δέν έχουσι μέν τήν δόναμιν τής τελείας έπιτελέσεως
τού θείου νόμου, δύνανται δμως έξ άλλου καί νά άσπασθώσιν ή
νά άπορρίψωσι τήν διά τού Ευαγγελίου τού Χριστού προτεινομέ-
νην σωτηρίαν δλως έλευθέρως, άλλως ούδεμίαν ήθικήν άξίαν θά
εΐχεν ή ήμετέρα διά τού Γίοϋ τού Θεού σωτηρία, άνευ τής έκ μέ­
ρους ημών αυτών έλευθέρας αυτής οίκειοποιήσεως καί παραδοχής,
ούτε θά έφείλκυον έφ’ εαυτούς τήν θείαν ποινήν οι έπιδείξαντες αρνη­
τικήν προς αυτήν στάσιν. "Αλλως τε δέ, έξ άλλου, αυτή ή ενός έκα­
στου προσωπική πείρα μαρτυρεί, δτι υπήρξαν στιγμαί έν τώ βίιυ ημών,
κατά τάς οποίας άναγνωρίζομεν, δτι ήδυνάμεθα ημείς αυτοί έλευθέ-

= 8ο =
Περί tms ελευθερίαν thv βουλιίσεοον
145

ρως νά άντιτάξωμεν άντίστασιν εις πολλά ήμών πάθη καί δτι, ένφ έν
τη εξουσία ημών ήχο ή μή ίκανοποίησις αυτών, έντόύτοις δεν τό έπρά-
ξαμεν. Έν τη προχριστιανική άνθρωπότητι συχνάκις άπαντώμεν
παραδείγματα άνδρών, οϊτινες, είλικρινώς άκολουθήσαντες τάς υπα­
γορεύσεις του έν αύτοΐς φυσικού ηθικού νόμου, διέπραξαν πράξεις
σχετικώς άγαθάς, έλευθέρως κατανικήσαντες τάς κακάς αυτών
κλίσεις. Ή δικαιοσύνη τού Άριστείδου, ή πίστις καί τιμιότης τού
Έπαμεινώνδου, τού Φωκίωνος καί τοσούτων άλλων άνδρών τού
έθνισμοΰ δεν θά προυκάλουν τον ήμέτερον θαυμασμόν καί την
προς αυτούς ύπόληψιν ήμών, έάν δεν διεπράττοντο ύπ’ αυτών έλευ­
θέρως, άλλ’ ήσαν άποτελέσματα άνάγκης τίνος καί έπιβολής έξω-
τερικής. Έν τή τελευταία ταύτη περιπτώσει αί άρεταί τών έθνι-
κών αύται, ως μηδεμίαν ήθικήν έχουσαι άξίαν, δεν θά διέφερον
από τάς κακίας αυτών, οδδέ θά ύπήρχε διάκρισις μεταξύ άρετών
καί κακιών έν τώ προχριστιανικώ κόσμω καί, κατά τήν έκφρασιν
τού αγίου Χρυσοστόμου, «ούκοΰν ό πόρνος καί 6 μοιχός καί ό μύ­
.

ρια κακά έργασάμενος τών αυτών άπολαύσεται τώ σωφροσύνην καί
άγιωσύνην έπιδειξαμένω καί Παύλος μετά Χέρωνος στήσονται,
μάλλον δε καί διάβολος μετά Παύλου». Καί δμως ή άγ. Γραφή δι­
Π

δάσκει περί τής ήθικής ευθύνης καί τών έθνικών, διότι «άποκαλύ-
πτεται δργή Θεού άπ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν καί αδικίαν άν-
Α.

θρώπων τών τήν αλήθειαν έν άδικία κατεχόντων»,1 «έν παντί δ’


έθνει ό φοβούμενος τον Θεόν καί έργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός
αύτιρ έστι»2· «όταν γάρ έθνη τά μή νόμον έχοντα φύσει τά τού νό­
μου ποιή, οΰτοι νόμον μή έχοντες έαυτοΐς είσι νόμος»3. Αί έπιστο-
λαίτοΰ Σενέκα περιέχουσι τόσον συγγενείς πρός τάς τής άγ. Γρα­
φής ήθικάς άληθείας, ώστε έπί τινα χρόνον έπεκράτησεν ή γνώμη,
δτι ό Σενέκας ήτο φίλος τού άποστ. Παύλου καί άλλων τινών άν-
τιπροσώπων τής Χριστιανικής Εκκλησίας, μεθ’ ών καί άντήλ-
λασεν έπιστολάς. Ή τοιαύτη γνώμη διετυπώθη πάντως έπί τή
βάσει τής ύποθέσεως, δτι ήτο άδύνατον ό έθνικός Σενέκας νά δια-

') Ρωμ. α, 18 εξ.


-) Πρξ. ι', 3δ.
3) Ρωμ. β', 14-15.

Έχχλ. φάρος A, β, 1908. 10


146 Γ'ρι ιγορίου Παϊπαμιχαι'Λ

τύπωση ίδέας όμοιας προς τάς χριστιανικάς. "Ενεκα του καταφα­


νώς άσυστάτου τής θεωρίας τοΰ Αυγουστίνου έν τοΐς έσχάτοις χρό-
νοις παρετηρήθη ΰφεσις τής πρότερον φανατικής ύποστηρίξεως
αυτής έν τφ λουθηρανισμφ, έξαίρεσιν δε μόνον ποιεί ό όλλανδός
θεολόγος Σιόλτεν συστηματοποιήσας επί τό αύτοτελέστερον τήν
διδασκαλίαν ταύτην. Θά ήδυνάμεθα νάδνομάσωμεν συν αύτφ καί τον
Σιλαϊερμάχερ, έάν ούτος δεν έκόλαζε τήν θεωρίαν ταύτην διά τής
περί άποκαταστάσεως διδασκαλίας αύτοϋ.
Έκ των φιλοσόφων καί ηθικολόγων των νεωτέρων χρόνιον
ως ύποστηρικτής τής θεωρίας τής ηθικής ανελευθερίας παρουσιά­
ζεται ό Κάντ. Ό φιλόσοφος ούτος διακρίνει δύο ειδών κόσμον, τον
νοούμενον καί τον φαινόμενον κόσμον.Έφ’δσονό άνθρωποςθε-
ωρεΐται ως άνήκωνείςτόν νοούμενον κόσμον, εΐνε πεπροικισμένος
δι’ ελευθερίας, ικανός ώνπρός έπιτελεσιν τοΰ ήθικοΰ νόμου. ΓΩς ζών
δμως έν τφ φαινομένω κόσμο) ό άνθρωπος έχει ψυχήν απολύτως
.
άνελευθέραν, ως περιωρισμένην έν χώρφ καί χρόνω, δεν όύναται

άρα νά ήνε πραγματική φορεύς τοΰ άγαθοΰ. Είς τήν φυσικήν
δμως απορίαν, ήν δύναταί τις νά τώ προβάλη περί τοΰ πώς, ένώ ή
ψυχή έν τφ vooυμέvq) κόσμω εΐνε έλευθέρα, αίφνης άπόλλυσι τήν
Π

έλευθερίαν αύτής ταύτην έν τφ κόσμφ τφ φαινόμενό), δεν άπαντα,


αλλά παραπέμπει είς εικασίας. Καί δμως τήν θεο)ρίαν ταύτην
Α.

ήσπάσθησαν πολλοί αύτοΰ οπαδοί, ώς φέρ’ είπεΐν ο Σιέλίγγ. Εννο­


είται, δτι έφ’ δσον ή τοιαύτη καντική θέσις περιωρίζετο έν τή κα-
θαρώς φιλοσοφική σφαίρα, οι θεολόγοι ούοέν έγνωμάτευον, άναμι-
χθέντεςείςτό ζήτημα μόνον μετά τήν μετατόπισιν αύτοΰ είς τήν
θεολογίαν χάρις είς τον θεολόγον Μιονλερ, ον ήκολούθησεν ό
σοφός ιστορικός "Ενερ [Heyer], άναπτύξας τήν θεο)ρίαν αύτοΰ έν τοΐς
έαυτοΰ «Δοκιμίοις τής παγκοσμίου ίστορίαςτής ανθρωπότητας».
Οί έκ τών συγχρόνων άπαρνούμενοι τήν έλευθερίαν τής βου-
λήσεως τοΰ άνθρώπου διατυποΰσι τάς άκολούθους θέσεις προς ύπο-
στήριξιν τής εαυτών θεωρίας.
Α.— Ή έν ήμΐν έμφυτος συνείδησις τής έλευθερίας —λέγου-
σιν—ούδέν κυρίως δύναται νά άποδείςη, διότι ύπάρχει πιθανότηςνά
άποδειχθή φαντασιοκοπία, όπως φαντασιοκοπίαι άπεδείχθησαν καί

= 89 =
Flcpi ths L.\cu0tpias ti'is 6ou,\i’ictgcds
147

άλλα τοιαΰτα παρόμοια. Ή ιστορία, λέγει ό Σπινόζα, παρέχει ήμΐν


πολλά παραδείγματα τοιαΰτα. Οι πρόγονοι ημών π. χ. καί πολλοί των
άπλουστέρων τής σήμερον έπίστευον καίπιστεύουσινείς τήν ΰπαρξιν
νηρηίδων,βρυκολάκων κ.τ.τ. καί ομωςτάς φαντασιοπληξίαςταύτας
τοΰ δεισιόαίμονος όχλου μήπως δεν χλευάζει ο καί στοιχειώδους σήμε­
ρον τυχών μορφώσεως, ώς μή βασιζομέναςέπίτήν πραγματικότητα;
Τοΰτο έν τούτοις δεν δύναται νά θεωρηθή άπόδειξις· δεν εξη­
γείται ύπδ των δπαδών τής ανελευθερίας ή άντίφασις, ήτις παρά-
γεται μεταξύ τής απολύτου άρνήσεως τής ελευθερίας καί τής έν
τψ άνθρώπυρ ύπάρξεως έν τούτοις τής συνειδήσεως καί τοΰ
αισθήματος τής άτομικής αύτοΰ έλευθερίας. Είνε εΰκολον νά
λέγη τις, δτι ή έλευθερία είνε φαντασιοκόπημα, άλλά τοΰτο δεν είνε
άπόδειξις, άλλ’ αυθαίρετος θέσις έκκρεμής καί άβάσιμος. Συγκρί-
νεται καί έξομοιοΰται ή περί ύπάρξεως έλευθερίας έν τψ άνθρώπω
πεποίθησις αύτοΰ προς τάς παραστάσεις των ανθρώπων έκείνας,
αίτινες έν τψ μετέπειτα χρόνω άπεδείχθησαν άπλαί φαντασιοπλη­
.

ξίαν άλλά δεν θά ήτο λογικούτερον νά έξομοιωθή ή πεποίθησις
αυτή προς τάς πεποιθήσεις έκείνας, αίτινες, ώς π.χ. ή περί ύπάρ­
ξεως Θεοΰ γενική τής άνθρωπότητος πεποίθησις, καί μέχρι σήμε­
Π

ρον παραμένουσιν ακλόνητοι παρά τάς κατ’ αυτής των άθέων έπι-
θέσεις; Είνε άλλιυς τε παρατηρημένο';, δτι συμβαίνει πολλάκις ο άν­
Α.

θρωπος, ένώ άναγνωρίζει τι ώς άσυγκρίτως ύπέροχον καί ώφελι-


μώτερον άλλων, ούχ ήττον" έπί τή .βάσει έσωτερικών υπαγορεύ­
σεων καί συνδυασμών προτιμά τδ χείρον τοΰ ώς κρείττονος θεω-
ρηθέντος. Ή θέσις άρα αΰτη τών άρνουμένων τήν έν τώ άνθρώπψ
έλευθερίαν παραμένει αναπόδεικτος.
Β.— Άλλά καί αν φαίνεται πραγματικώς, δτι ή βούλησις
τοΰ ανθρώπου έξωτερικεύεται εις πράξεις ύπαγορευομένας ύπδ τής
έν αύτώ έλευθερίας, τοΰτο κατά τδ φαινόμενου μόνον, διότι, κυρίως
είπεΐν, ή βούλησις έξαρτάται έξ ελατηρίων είτε έσωτερικών, είτε
εξωτερικών, άφ’ ών καί λαμβάνει τήν ώθησιν πρδς παραγωγήν
πράξεων. Ούδεμία πράξις —λέγουσι— δύναται νά παραχθή άνευ
τών είς ταύτην ώθησάντων τήν βούλησιν έλατηρίων. Όσάκις δέ
πολλά όμοΰ έλατήρια ώθοΰσι τήν βούλησιν, αυτή έν τή περιπτώ-

= 83 =
148 Γριιγορίου Πατπαμιχαιΐλ

σει ταύτη κατ’ άνάγκην άναπόδραστον ακολουθεί το ίσχυρότερον


έλατήριον, πράττουσα κατά τάς υπαγορεύσεις τούτου. Ό επιφανέ­
στερος ύπερασπιστής της περί των έλατηρίων διδασκαλίας ταύτης
Σιοπεγχάονερ άποφαίνεται,δτι όάνθρωποςο,τιπραγματικώςέπραξε,
τούτο καί μόνον καί ώφειλε νά πράξη. ’Αναπτύσσει δέ την θέσιν
ταύτην διά τού ακολούθου παραδείγματος. «Ύποθέσωμεν -λέγει-
δτι άνθρωπός τις ίστάμενος εν τώ μέσω της οδού διαλογίζεται
ως έξης: «είνε ή έκτη ώρα, ή εργασία μου έτελείωσε καί διά τούτο
δύναμαι τώρα νά μεταβώ εις περίπατον, ή νά ύπάγω εις τήν λέσχην,
ή νά άναβώ επί τού πύργου διά νά άποθαυμάσω τήν δύσιν
τού ήλιου, ή νά μεταβώ εις το θέατρον, ή νά έπισκεφθώ τον δείνα
ή δείνα φίλον μου, ή νά έξέλθω τών πυλών τής πόλεως καί
νά τρεξω εις τούς αγρούς, νά μή επιστρέφω δέ πλέον εις τον
οίκόν μου. Ταΰτα πάντα είμαι αυτεξούσιος νά πράξω, διότι είμαι
αυτεξούσιος νά πράξω δ,τι θέλω. Καί δμως τώρα δεν θά πράξω
ούδέν έκ τούτων, αλλά ολως αύτοβούλως ας επιστρέφω καί αύθις
.

εις τδν οίκόν μου προς τήν σύζυγόν μου». "Ο,τι διελογίσθη ό άν­
θρωπος καί ο,τι έπί τέλους έπραξεν ομοιάζει—κατά τον Σιοπεγ-
χάουερ—προς ο,τι δύναται νά εί'πη καί νά πράξη π. χ. τδ ύδωρ·
Π

δύναται τδ ύδωρ νά εί'πη: «δύναμαι νά σχηματίσω πελώρια κύματα


(μάλιστα, έάν εύρεθώ έν ανοικτή θαλάσση καί έν τρικυμία)· δύνα­
Α.

μαι άκατάσχετον νά όρμήσω πρδς τά έμπρδς (μάλιστα, έάν εύρι-


σκωμαι έν κοίτη ποταμού)· δύναμαι νά άναπηδώ καί νά αφρίζω
(μάλιστα, έν καταρράκτη)· δύναμαι νά ύψώμαι πρδς τά άνω, πρδς
τδν αέρα, ως ήλιακή άκτίς (έν πίδακι)1 τέλος, δύναμαι νά βράζω
καί βράζον νά έξαφανίζωμαι (μάλιστα, εις +80° Ρεωμύρου)· καί
δμως έκ πάντων τούτων ούδέν πράττον, πρδς τδ παρδν μένω αύτο­
βούλως έν τή ήρέμω μου λίμνη, έν τή οποία θά είμαι λεΐον ώς κά­
τοπτρο·;». "Οπως τδ ύδωρ—έξακολουθεΐ ίσχυριζόμενος ό Σιοπεγ-
χάουερ—δύναται νά παραγάγη πάντα τά φαινόμενα ταΰτα, αρ­
κεί μόνον νά ύφίστανται αί αίτίαι ένδς έκάστου αύτών, τοιουτο­
τρόπως καί ο άνθρωπος δύναται νά πράξη μόνον έκεΐνο, τδ όποιον
θειορεΐ έαυτδν ίκανδν ν’ άποφασίση ύπδ τάς αύτάς συνθήκας. Έφ’
όσονδέν ύπάρχη αιτία, ό άνθρωπος δέν δύναται ν’άποφασίση τδ αίτι-

= *4 =
licp^ τπγ cAouOcpias ths fiou,\iiaccos‘
*49

ατόν αυτής· δταν δέ ύπαρξή αυτή, έν τοιαύτη περιπτώσει δ άνθρω­


πος, ώς καί το ύδωρ, δφείλει να πράξη τοΰτο, άμα ως τεθή ύπδ
τήν αντίστοιχον συνθήκην. Ό άνθρωπος άρα δφείλει να μεταβή
ε£ς τον οΐκόν του προς τήν σύζυγόν του, διότι ή ιδέα τοΰ δτι δύ-
ναται έπίσης να θέλη καί οίονδήποτε άλλο (έκ των προαριθμηθέν-
των δυνατών να γείνωσι) είνε μόνον κατά φαντασίαν, δηλοΰσα
μόνον, δτι θά ήδύνατο νά θέλη τούτο ή έκεΐνο, εάν δεν θά ήθελε
νά μεταβή είς τον οΐκόν του, έάν ή σκέψις αΰτη δεν ήτο δι’ αυτόν
το ίσχυρότερον έλατήριον. Κυρίως δμως καί πραγματικώς ό άν­
θρωπος ούτος εν μόνον δύναται νά πράξη καί τοΰτο καί μόνον τό
εν οφείλει νά πράξη. Διδάσκουσι κατά ταϋτα οί δπαδοί τής ηθι­
κής ανελευθερίας, δτι ή βούλησις τοΰ άνθρώπου, έξαρτωμένη έκ
των έλατηρίων καί, μεταξύ πολλών, αισθανόμενη έφ’ έαυτής κατ’
ανάγκην τήν έπίδρασιν τοΰ ισχυρότερου, ούδαμώς δύναται νά θεω-
ρηθή ελεύθερα.
Άλλ’ ή έλευθερία τής βουλήσεως ούδαμώς αποκλείει τό γε­
.

γονός, δτι αΰτη προς δράσιν άγεται όρμωμένη έξ ώρισμένων έλατη­
ρίων· έτι πλέον, ή έκφανσις τής έλευθερ'ίας είναι άδύνατος άνευ
ώθούντων έλατηρίων. Είνε αληθές, δτι καί πάσα έκφανσις οιασδή-
Π

ποτε ζώσης δυνάμεως προϋποθέτει προωθήσαντα έλατήρια, αλλά


τά έλατήρια ταΰτα είνε έστερημένα παντός ήθικοΰ χαρακτήρος*
Α.

κινοΰσι δηλαδή άνευ τής συμμετοχής τοΰ ήθικοΰ συναισθήματος.


Έν τη περιπτώσειταύτη, ύπερισχύοντος τοΰ ίσχυροτέρου έλατηρίου
προς παραγωγήν τής κινήσεως, δεν προκαλεΐται ήθική κρίσις, διότι
ή ένεργοΰσα δύναμις, καί σκοπίμως ετι έκφαινομένη, είνε ηθικώς
τυφλή· κινουμένη κατ’ ένστικτον ζωικόν, δεν ανήκει εις ήθικόν
πρόσωπον. Τοιαΰτά τινα ακριβώς έννοεΐ τά ώθοΰντα τήν βούλη-
σιν τοΰ άνθρώπου έλατήρια ό Σιοπεγχάουερ, θεωρών αυτά ώς
φυσικάς αιτίας μετά καταναγκαστικής έπιδράσεως έπί τής βουλή-
σεως, τάς δέ πράξεις τοΰ άνθρώπου έκλαμβάνων συνεπώς ώς απλά
καί άποια καί άναγκαΐα καί άμετάβλητα προϊόντα τοΰ ίσχυρο­
τέρου έλατηρίου, έπενεργήσαντος έπί τής βουλήσεως διατελούσης
έν δλως παθητική καί άδρανεΐ καταστάσει.
Ό Σιοπεγχάουερ καί πάντες έν γένει οί δπαδοί τής ηθικής

= 85 =
ΓρΗγομίου Γΐα<υαμιχαι ιλ
150

άνελευθερίας τοιαύτην περί των ελατηρίων των άνθρωπίνων πρά­


ξεων διατυποΰντες θεωρίαν δεν προσέσχον είς τδ ακόλουθον σπου-
δαιότατον γεγονός, ότι, όταν το ήμέτερον «εγώ» ενεργή άφορμώ-
μενον έξ ώρισμένων ελατηρίων, τα τελευταία ταΰτα συμπαρακο-
λουθοΰνται ύπό της εσωτερικής κινήσεως καί συνειδήσεως του ηθι­
κού συναισθήματος, φωτίζοντος οιονεί τά ελατήρια τής δράσεως
του ανθρώπου καί έκφέροντος την ηθικήν κρίσιν περί του άγαθοΰ
ή κακού αυτών χαρακτήρος. Προκειμένου περί ελατηρίων διαφόρου
ήθικοϋ ποιου, τδ ήμέτερον «έγ ώ» προτιμά καί εκλέγει έν έξ αύτών
πρδς έκφανσιν τής βουλήσεως αύτοΰ εις πράξιν, χωρίς να παρα-
κινηθή πρδς τούτο έκ νέων ελατηρίων ή έξ οίουδήτινος άλλου,
άλλα κατ’ ίδιον αύτοδιορισμδν έσωτερικόν, δηλαδή έλευθέρως-
"Οταν καταβάλλεται προσπάθεια πρδς εΰρεσιν των νέων τούτιυν
έλατηρίων, των καταναγκαστικώς έπιδρώντων επί τλν ηθικήν ένέρ-
γειαν πρδς διάπραςιν του άγαθοΰ ή τοΰ κακοΰ, τοΰτο δηλοΐ τάσιν
πρδς έκ των προτέρων άπάρνησιν τοΰ «έγώ» ώς έλευθέρας δυνά-
.

μεως.Αίρομένηςδέτήςουνάμεωςταύτης, άπαραίτητοςμέν καθίσταται
ή ζήτησις καί εΰρεσις των καταναγκαστικών τούτων έλατηρίων,
συγχρόνως δμως άνάγκη καί ν’ άρνηθή τις τό τε αγαθόν καί τδ
Π

κακόν έν τω κόσμο) καί την έπ’ αυτοΐς ευθύνην. Ή ήμετέρα έν τού-


τοις συνείδησις σαφώς διακρίνει, οτι τδ έλατήριον τδ κινούν την
Α.

βούλησιν ημών έξελέγη έλευθέρως ύφ’ ημών αύτών καί διά τούτο
δ,τι προέρχεται έξ ημών είτε ώς πρόθεσις, είτε ώς πράξίς συνειδητή,
πάντοτε καί αμέσως συνδέεται πρδς ακούσιον αύτεκδηλουμένην έν
ήμΐν κίνησιν τοϋ ήθικοΰ συναισθήματος είς ήμάς αυτούς καταλο-
γίζοντος ταΰτα καί χρωματίζοντος αυτά δι’ ώρισμένης ηθικής αξίας
ή απαξίας. "Ενεκα τοΰ αχώριστου συνδυασμού τών δύο τούτων έν-
νοιών, τοΰ απολύτως δηλονότι άκουσίου τών κινήσεων τοΰ ήθικοϋ
συναισθήματος άφ’ ενός, καί τής απολύτου έλευθερίας τών ήμετέρων
αποφάσεων πρδς τδ άγαθδν ή πρδς τδ κακόν άφ’έτέρου, έκαστος έξ
ίδιας ατομικής πείρας γνωρίζει πόσον πολλάκις φορτική καθίστα­
ται ή τοΰ ήθικοΰ τούτου συναισθήματος αυτόκλητος έπέμβασις
είς τάς έπιθυμίας, τούς σκοπούς καί τάς πράξεις αυτού, άναγκά-
ζουσα αυτόν άκοντα νά καταλογίζη ταύτας είς τήν πρωτοβουλίαν

= 86 =
ϊίορί τπϊ t\eu6cpias· TiV βουλπσααΟϊ
>51

αύτοΰ τούτου καί ούδενός άλλου, δσονδήποτε ίσχυράν καί αν ήσθά-


νετο την έπιθυμίαν να άπομακρύνη άφ’ έαυτοΰ την έπ’ αύτή ευθύ­
νην. ’Ακριβώς δέ οσάκις οί κρείττονες των ανθρώπων προβάλλουσιν
εϊς εαυτούς την έπίλυσιν τοΰ προβλήματος αν το «έγώ» αυτών ήνε
δύναμις πραγματικώς ανεξάρτητος καί ελεύθερα ή, απ’ εναντίας,
υποκείμενον δλως παθητικής υφής, χρησιμεΰον μόνον ως σφαίρα
έναλλαγής διαφόρων ανεξαρτήτων απ’ αύτοΰ ψυχολογικών φαι­
νομένων, επειδή έν τή δεύτερα ταύτη περιπτώσει το «έγώ» αυτών
έξομοιοϋται αύτο τούτο προς το άλογον δν, είτε ζώον τοΰτο είνε ή
άψυχον πράγμα, δτε τδ ύποκείμενον άπόλλυσιν οίανδήποτε αξίαν
καί τιμήν έν τή ιστορία τής άνθρωπότητος, διά τοΰτο καταβάλ-
λουσι πάσαν προσπάθειαν προς χειραφέτησιν καί έαυτών καί τών
όμοιων αύτόΐς από πάσης έξαρτήσεως έκ τών τυφλών τής φύσεως
δυνάμεων καί τής αναξιοπρεπούς είς αύτάς δουλικής υπαγωγής.
Έν τιί) προμνημονευθέντι παραδείγματι τοΰ Σιοπεγχάουερ
.
ταυτίζων ούτος την βούλησιν καί τάς ένδεχομένας αυτής ένεργείας

προς τό ύδωρ καί τάς πιθανάς αύτοΰ μεταβολάς, σφάλλεται κυρίως
ως προς τοΰτο, δτι αί περισσότεραι πράξεις τοΰ έντή όδώ ισταμένου
ανθρώπου, είς ας ούτος διαλογίζεται νά προβή, είνε οίονεί μάλ­
Π

λον πράξεις αδιάφοροι καί ούδέτεραι, ών δηλ. ό ηθικός χαρακτήρ


δύναται νά γνωσθή μόνον έν σχέσεί προς την πλησιεστέραν τοΰ
Α.

περί οΰ ό λόγος ανθρώπου γνώσιν, έκτος τής τελευταίας, καθ’ ήν


ούτος δεν θά έπέστρεφεν είς τον οίκόν του δραπετεύων είς τούς
αγρούς καί καταλείπων την γυναίκα αύτοΰ είς την τύχην. Είνε
προφανές, δτι τό έλατήριον τής τοιαύτης πράξεως είνε άσυγκρί-
τως σπουδαιότερον τών έλατηρίων τών λοιπών καί επομένως έπέ-
δρασε μόνον αύτό έπί τοΰ ανθρώπου, διότι τά λοιπά ούδεμίαν έν γένει
ήθικήν σημασίαν παρουσιάζονται έν γε τώ παρόντι παραδείγματι
έχοντα. Έπρεπε κυρίως νά παρουσιασθή δ άνθρωπος ούτος έν
έκλογή μεταξύ έλατηρίων, ών τά μέν προέρχονται έκ τής
συνειδήσεως ως υπαγορεύσεις καθήκοντος, τά δέ έκ τών γήι­
νων αύτοΰ κλίσεων καί τάσεων, δπότε τό δίλημμα τής όριστικής
έκλογής θά ήτο πράγματι σπουδαίον. Ύποθετέον, δτι καλής ανα­
τροφής νεανίας έτυχε νά ευρεθή έν κύκλιρ κακής συναναστροφής

= 87 =
152 Γρ. Πατυαμιχαι-ίλ, Π<:ρΐ τηϊ όλουθερίατ ths βουλΓισακΓ

μεταξύ διεφθαρμένων παλαιών του συμμαθητών. Έν τη περιπτώσει


ταύτη θά εύρεθή προ τοϋ διλήμματος ή να συνεταιρισθή μετ’ αυ­
τών είς βίον φαΰλον, ή νά τη ρήση εαυτόν άσπιλον φεύγων τούς
φίλους του. Έλκύουσι δήλον δτι αυτόν δύο ελατήρια, τδ έλατήριον
τοάγον ειςτήν αμαρτίαν, ήτοι την απδτών γονέωνχειραφέτησιν προς
βίον έλεύθερον τής ήθοπλαστικής αυτών έπ’ αυτού έπιδράσεως και
τδ έλατήριον τής συνεχίσεως τού έν Θεώ έναρέτου βίου· τδ πρώ­
τον ως φωνή δελεαστική τής αμαρτίας και τδ δεύτερον ως φωνή
τής συνειδήσεως καί τού καθήκοντος. Ύποθέσωμεν, δτι δ νεανίας,
εύρεθείς μεταξύ τών δύο τούτων έλατηρίων ήκολούθησεν έπί τέλους
τδ πρώτον καί έγκατέλιπε τούς φίλους του. Βεβαίως οί οπαδοί
τής ηθικής ανελευθερίας θά ΐσχυρισθώσιν, δτι τδ έλατήριον, κατά
τδ οποίον ώρισε την τελικήν του άπόφασιν, ήτο ίσχυρότερον τού
ετέρου καί διά τούτο δ νεανίας έπραξεν δπως επραξε δυνάμει τής
έκ παίδων παρά τοΐς γονεΰσιν άναλόγου ανατροφής τών φυσικών
αυτού ιδιοτήτων.*
.

Γρηγοριος ΠΑΠΑΜΙΧΑΙΙΛ
Π
Α.

* άκολουθεΐ
Ο ΙΕΡΕΥΣ ΜΠΡΑΝΔ
[ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΙΨΕΝ]

Μεταξύ των αριστουργημάτων τοϋ ’Ίψεν δλως ιδίαν θέσιν, λόγο)


συλλήψεως κα'ι ποιητικής έξάρσεως, κατέχει 6 «Μπράνδ».
Κατ’ άρχάς εν τώ δράματι έμφανίζεται δ Μπράνδ ως νεαρός άνευ
■δέσεως ίεροκήρυξ κατεχόμενος υπό ενθουσιώδους πόθου νά κήρυξή εις
τον κόσμον νέον κήρυγμα
«Άπεστάλην- να μη υπακούσω δεν τολμώ
εις τον άποστείλαντά με».
Διά τής δηλώσεως ταύτης περί τής θείας του αποστολής συνιστα
εαυτόν εις τούς χωρικούς 6 Μπράνδ.
«Άνέλαβον μάλλον υψηλήν αποστολήν.
■θέλω να βλέπω σφύζουσαν περί εμέ την ζωήν
καί ν’ ακοΰη άπλήστως τούς λόγους μου ό κόσμος όλος».
Ταϋτα λέγει εις τούς απεσταλμένους ενορίας τίνος ζητούσης αυτόν
ως εφημέριον, δικαιολογών ούτω την μή αποδοχήν τής προτεινομένης
δέσεως. Τήν ουσίαν τής αποστολής του ύποδέτει ως συνισταμένην αρ­
.
νητικούς μέν έν τή πάλη κατά τής ανθρώπινης έπιπόλαιότητος, βλακείας

καί άνοίας, δετικώς δε έν τή δημιουργία νέων τελείων ανθρώπων, αρ­
τίων καί καθαρών.
Τοιαύτην δ’ έ'χων συναίσθησιν τής αποστολής του κατέχεται δ
Π

Μπράνδ υπό τόλμης καί δυνάμεως μεγάλης-


«Είνε νεαρός, ισχυρός, τολμηρός, ευθύς»
Α.

ώς χαρακτηρίζει αυτόν εις αφελής χωρικός. Ώς τόιοϋτος δέν ήδύνατο


νά συμβιβασθή με τήν περιωρισμένην ζωήν ίερέως χωρίου, έτεινε προς
μέγαν αγώνα-
«Πνεΰμά μου, εμπρός! δπλίσου διά τοΰ ξίφους,
ρίφθητι εις τήν πάλην υπέρ τοΰ δμοιώματος τοΰ Θεοΰ».
Ώς μέσα προς τοΰτο μεταχειρίζεται ήρωϊκάς πράξεις έν τή έκπλη-

= *9 =
‘ΧμμοομίοΟ

ρώσει τών καθηκόντων προς τέλειον ανασχηματισμόν τοΰ τρόπου τής


ζωής. Επομένως ζητεί ευρυτέραν περιοχήν δράσεως. Άλλα ταχέως, υπό
την έπίδρασιν τής Αγνής, ήτις εΐλκυσε την αγάπην του, είτε υπό την
έπίδρασιν τής ιδίας αυτού ήθικής καταστάσεως, δ Μπράνδ ήννόησεν,
ότι ή επιτυχία τοΰ έργου του δεν συνίσταται εν τή εξωτερική ευρύτητι
τού κηρύγματος, άλλ' εν τή εσωτερική δυνάμει και βαθύτητι αυτού.
Όθεν εγκαταλείπει τα αρχικά του σχέδια περ'ι ευρέος, σχεδόν παγκο­
σμίου κηρύγματος, και δέχεται την περιωρισμένην θέσιν εφημερίου,
έπιθυμών έσωτερικώς ν’ αναγέννηση τάς έμπεπιστευμένας εις αυτόν
ψυχάς.
«Τώρα βλέπω, δτι όρθιος δεν ήννόουν
την σωτηρίαν τών ανθρώπων καί τοΰ κόσμου. Άγιόν,
μεγάλα και εκπληκτικά έργα
ν’άναδημιουργήσωσι,νά έξυψοδσοισιτόν άνθρωπον,αδύνατον.
Εις τό βάθος καί εις τό εσωτερικόν! ”Ω, τώρα ήννόησα,
αυτή εινε ή αληθής, ή μοναδική οδός.
Ή "ψυχή μας, ή καρδία μας εινε ό κόσμος,
μόλις δημιουργηθείς, νέος,
.
δπου έν Θεώ πρέπει να ζώμεν.

Έκ τής σφαίρας τών άφηρημένων ιδεωδών καταβαίνει δ Μπράνδ
εις τήν συγκεκριμένην, τήν πραγματικήν ζωήν καί μετ’ αύταπαρνήσεοις
εργάζεται έν τή ενορία του.
Π

Τώρα, καταβιβασθείς από τού ύψους, έν τή


[κοιλάδι ίσταμαι.
Άς ψάλω τον ύπερήφανον άναστάσιμον ύμνον μου-
Α.

άποσεσαγμένος ΐσταται ό πτερωτός ίππος,


αλλ’ εις υψηλόν σκοπόν οδηγεί ή στενή μου οδός.
Καθαρώτερόν πύρ καίει τήν ψυχήν!
Τήν καθημερινήν έπίμονον καί βαρεΐαν έργασίαν
θα μεταμορφώσω έγώ εις πανήγυριν ευεργετικήν!
Δεχθείς λοιπόν με τοιαύτας σκέψεις τήν θέσιν έφημερίου δ Μπράνδ
νυμφεύεται τήν Αγνήν, καθ’ δλα άνταξίαν αυτού φίλην τής ζωής. Κατ’
άρχάς ήρεμος διέρχεται ό βίος αυτού. Αποκτά υίόν, ιός τον στέφανον με­
γάλης οικογενειακής ευτυχίας. Απολαύει τής μεγάλης τών ένοριτών ύπο-
λήψεως, τό κήρυγμα αυτού έπενεργεί επ’ αυτών θαυμασίως. Ό απλούς
έφημέριος καθίσταται πραγματικός αρχηγός τού λαού. Περιέρχεται εις
δύσκολον θέσιν δ έπιτόπιος διοικητής.
Ταχέως δμως άρχονται μεγάλαι οΐκόγενειακαί καί προσωπικαί δοκι-
μασίαΐ'έντή ψυχή τού Μπράνδ διεξάγεται πάλη μεταξύ τών αισθημάτων τής
αγάπης καί τού καθήκοντος. Ή κατοικία τού νεαρού έφημερίου εινε άνή-

= 90 =
Ό Icpeus- Μωράμδ
>55

λιος καί υγρά και εκτεθειμένη εις τούς άνεμους. ’Ασθενεί το τέκνον του,
οί ιατροί συμβουλεύουν μεταβολήν κατοικίας καί κλίματος, ά'λλως ί)’ άπο-
θάνη τό βρέφος. Ό Μπράνδ εξ αγάπης προς τό τέκνον θέλει ν’ ακόλου­
θή ση τών ιατρών την συμβουλήν. Άλλ’ εν τή κρισίμω στιγμή τής άπο-
φάσεως διαβλέπει εν αυτή μικροψυχίαν καί προδοσίαν τής αποστολής
του, ελλειψιν σταθερός θελήσεως, αποφυγήν των αυστηρών απαιτήσεων
τοϋ καθήκοντος χάριν προσωπικού εγωισμού. 'Η 'Αγνή αναγκάζεται
μετά φοβερών βασάνων εκ τού μητρικού αυτής φίλτρου νά δεχθή ως
δριθήν τήν παρατήρησιν τού Μπράνδ. Άλλα μετ’ ολίγον χρόνον απο­
θνήσκει τό βρέφος.
Τόγεγονός έφάνη προς στιγμήν, δτι σφοδρώς συνετάραξε τον Μπράνδ.
Κατέστησεν αυτόν απότομον καί σκληρόν προς τήν'Αγνήν, ήτις δέν δύ-
ναται νά λησμονήση τό ήγαπημένον τέκνον, παραμυύεΐται δε συχνά,
αυτό ένθυμουμένη. Τήν διαγωγήν ταύτην ευρίσκει ό Μπράνδ ε’ιδωλολα-
τρικήν, ύβρίζουσαν τήν καθαράν έννοιαν τής -Ουσίας, ήτις έγένετο εν
δνόματι τού καθήκοντος. 'Όθεν αναγκάζει τήν σύζυγον νά έκριζώση εκ
τής καρδίας της τήν λύπην, ώς έμποδίζουσαν αυτιήν νά έξαρίίή εις καθα-
ρωτέρας τών γηΐναιν δεσμών σφαίρας. Εντεύθεν εκτυλίσσεται τραγική
.
σκηνή τής πάλης τών φυσικών αισθημάτων άγαπώσης μητρός πρύς τάς

ύψηλάς αξιώσεις τού καθήκοντος, δπερ υπεδείκνυεν ό εφημέριος. Διέρχε­
ται άθιγγανίς καί δίδει εις αυτήν ή 'Αγνή τά ενδύματα καί πάν ο,τι ένε-
θύμίζε τό τέκνον τό προσφιλές. Έστοίχισεν όμως ακριβά ή Ουσία αυτής.
Π

Πολύ ταχέως ή 'Αγνή αποθνήσκει.


Μένει λοιπόν ό Μπράνδ πάλιν μόνος. Δέν καταβάλλεται υπό τών
Α.

πληγμάτων τής τύχης. Γίνεται σταθερώτερός εν τή έπιμόνφ επιδιώξει


τών Ιδεωδών σκοπών αυτού. Αυξάνει ή επιρροή τού νεαρού εφημερίου
επί τής ενορίας. Τό φλογερόν του κήρυγμα θαυμασίως επενεργεί. Αυτός
ένσαρκώνων εν έαυτώ τήν Οέλησιν, όμιλε! περί τής σημασίας αυτής εν
τώ ήΟικώ καί ψυχικώ κόσμω τού ανθρώπου.
«Ή Όέλησις εΐνε τό μόνον ασφαλές -θεμέλιον,
ή Οέλησις καί καταστρέφει καί έλευθερώνειτό πνεύμα,
μόνη αυτή τάς διεσπαρμένος δυνάμεις αυτού
ικανή εινενά συνενώση, εν αυτή τό πάν συνίσταται».
Ή παραγνώρισις τής θεμελιώδους ταύτης αλήθειας εινεή πηγή δλων τών
κακών τής ζωής τού ανθρώπου. Τό πρώτον λάθος τού ανθρώπου εινε ότι
ούτος λησμονεί τήν θέλησιν. Προτιμοτέρα εινε ή κακή θέλησις παρά ή
έλλειψιςθελήσεως. Κινητήριος δύναμιςτής προσωπικότητος εινε ή δύνα-
μις τής θελήσεως. "Οθεν εν τών κυρίων σημείων τής αποστολής του
θεωρείο Μπράνδ τήν έξέγερσιν τής θελήσεως. Προς τοιαύτην
εξέγερσιν απαιτείται επιθυμία.

= 9ΐ =
‘Αμμοομίου
156

«”Ω, αν μόνον είχες εν τώ στήθει σου την κλείδα της θελήσεως!»


ανακράζει προς τον άνθρωπον ό Μπράνδ, έπιλέγων
«Σοί συγχωρώ δ,τιδέν δύνασαι,
ουδέποτε δμως δ,τι δεν -θέλεις.
Τό πρώτον μας καθήκον εινε τό θ έ λ ε ι ν
[δι’ δλης τής ύπάρξεως ημών
κα'ιδχι μόνον δ,τι πραγματοποιείται
και έν μικρώ καί έν μεγάλω,— θέλειν μόνον
εν τοίς όρίοις τοΰτων ή εκείνων τών παθημάτων,
τών κόπων, τής πάλης, δχι! άλλα μέχρι τέ­
λους θέλειν.
Τό πάν έξαρτάται έκτου έπιθυμεΐν καί θέλειν, εκ τοΰ, ούτως είπεΐν, θέ-
λειν ΐνα τις θέλη.
«Άγων σωτήριος δεν εινε
τό επί σταυρού μετά παθημάτων άποθνήσκε.ν.
all'1 έν τώ θ έ λ ε ι ν έξ δλης τής καρδίας,
θέλειν ακόμη καίέν μέσφ τών παθημάτων,
έν στιγμαΐς θλίψεως καίέν έπιθανατίω άθυμία-
.
έν τούτω δλη τοΰ άγώνος ή ουσία, ή έννοια δλη ».

Κήρυγμα μεγαλόιρωνον θελήσεως είχε καί τούς λόγους αυτού καί τα έργα
ό Μπράνδ- δθεν δριμύτατα έπιτίθεται κατά τού κοινωνικού καί θρησκευ­
τικού -ψεύδους. ’Επιτίθεται κατά τής λεγομένης «αγάπης», ής μεγάλη γί­
Π

νεται κατάχρησις υπό τών ψευδοχριστιανών. Επιτίθεται κατά τού ψευ­


δούς πολιτισμού, δι’ ου γίνεται ή κατάχρησις τής αγάπης.
Α.

«-Ού'τενά γνωρίζω θέλω τό αίσθημα,


δπερ καλούσιν «άνθρωπίνην αγάπην».
Μόνον τήνθείαν γνωρίζω αγάπην,
την μή έπιτρέπουσαν αδυναμίαν- εινε αυστηρά
προς τούς έκλεκτούς αυτής, αμείλικτος.
Καταπονούμενος την ψυχήν έν τώ κήπο) τής Γεσΰημανής
ηύχετο όΥίός, ΐνα παρέλθη τό ποτήριον τούτο!
’Αλλά μή τοι δ πατήρ ήκουσετήν αΐτησιν τού Υιού;
Ούχί, νά κενωθή ήτο ανάγκη τό ποτήριον μέχρι
[πυθ μένος.
Αληθής χριστιανισμός, κατά τον Μπράνδ, είνε ό χριστιανισμός τού
Σταυρού καί τού Γολγοθά, τον οποίον δέν έννοεΐή κοινωνία.
«Άπό τής πίστεως, από τής διδασκαλίας τοΰ
[Κυρίου
έχωρίσατετήν ζωήν. Έν αυτή
Ό iepeus Μωράμδ
157

χριστιανός ούδείς νά είνε, ούδείς επιχειρεί,


κατά θειυρίαν τείνετε προς την τελειότητα,
κατ’ ά'λλας δμως ζήτε έντολάς».
Ή σύγχρονος κοινωνία διέστρεψε καί την περί Θεοί έννοιαν έξο-
μοιώσασα αυτόν προς έαυτήν. "Οθεν είρωνικώς λέγει προς αυτήν,
«’Ανάγκην έχετε Θεού, δστις διά μέσου των δακτύλων
νά βλέπη προς υμάς. Ώς τό ανθρώπινον γένος,
πρέπει καί αυτός νά γηράσκη, καί δυνατόν
νά παραστήσητε αυτόν φαλακρόν καί διοπτροφόροι'...».
Τοιοϋτος Θεός — «αγαθός παποΰς»— τον όποιον δεν έσυνείθισαν
οί άνθρωποι νά λαμβάνωσιν υπό σοβαράν έποψιν, εμπνέει εις αυτούς
απεριόριστον ελπίδα ευσπλαχνίας·
«Ώς λοιμική νόσος αύτη ή ελπίς
την οικουμένην δλην δηλητηριάζει.
Δήθεν μέ προσευχάς καί ταπεινοφροσύνην δυνατόν
νά έξευμενίση τις τον Δικαστήν εν ώρα τοϋ θανάτου.
Πώς όχι! "Ολοιεις τοϋτο έσυνείθισαν.
Προ πολλοΰ γνο) ρίξου σι περί τίνος πρόκειται,
.
καί δλοι συναλλάσσονται μετά τοΰ γέροντος...».

Άμειλίκτως επιτίθεται ό Μπράνδ κατά τών μηχανικών εκδηλώσεων
τοΰ θρησκευτικού αισθήματος, ένεκα τών οποίων διχοτομείται ή προσω-
πικότης τοϋ ανθρώπου καί ανίσχυρος καθίσταται προς τό αγαθόν, τό
Π

όποιον δΰναται νά κατορθωθή διά τοϋ χριστιανισμού. “Ό χριστιανι­


σμός ενδιαφέρει τήν κοινωνίαν ούχί τόσον διάτά ουράνια, δσον διά τά
επίγεια-
Α.

«Σάς διακρίνω, μωροί άνθρωποι,


■ψυχαί παραλελυμέναι, στήθη κενά!
Τήν δοθεισαν ύμΐν προσευχήν «Πάτερ ημών»
εστερήσατε θελήσεως, πτερυγισμοΰ καί έμπνεύσεως
καί εξ αυτής ό τραυλισμός σας φέρει
μέχρι τοΰ θεοΰ μόνον «τήντετάρτην αϊτησιν»...!
Εντεύθεν ή παγερά ύλοφροσύνη καί τών ιδεωδών ή έλλειψις, τού
κακού ή έπικράτησις εν τή κοινωνία. Προς καταπολέμησιν αυτού διά
τοΰ κηρύγματος θεωρεί εαυτόν κεκλημένον υπό τοΰ Θεοΰ ό Μπράνδ.
«Ώς σταυροφόρος εξάγω τό ξίφος μου,
ϊνα τό έργον τοϋ Θεοΰ θριαμβεύση,
ϊνα τό πνεύμα νικήση
τήν αμαρτωλόν, διεφθαρμένην σάρκα.
Τήν μάστιγα τοϋ λόγου έθηκεν εις τά χείλη μου ό Κύριος,
ήναψεν έν τώ στήθει μου τήν φλόγα τής άγανακτήσεως,

= 93 =
τς8 "λμμοομίου

διέταξε νά υψώσω τήν σημαίαν τής βουλήσεως»!


Την σημαίαν τής βουλήσεως έχει ύψωμένην δι’ όλου τοϋ κηρύγ­
ματος του ό Μπράνδ, διότι διά τής δυνάμεως τής βουλήσεως δΰναται
νά τελειοποιηθή ή προσωπικότης. ’Αληθής άνθρωπος εινε ό θέλων, ό
μενών πάντοτε ακέραιος, ακόλουθος πάντοτε καί συνεπής προς εαυτόν.
«Μή έσο ά'λλος χθες κα'ι σήμερον διάφορος,
αΰριον, μετά μήνα, τρίτος. ’Έσο
δ,τι θέλεις, αλλά τελείως, έσο ολόκληρος,
ουχί ήμισυς κα'ι παρακεκομμένος.
__ Ή το παν ή μηδέν».
ΙΙολεμεΙ ό Μπράνδ τάς ψευδείς τής συνειδήσεως συναλλαγάς κα'ι
τά \(ιεύδη εν τώ έργω τής ζωής τοϋ ανθρώπου, ήτις δέον νά εινε τάσις
προς τήν τελειότητα. ’Εκθειάζει μετ’ ευγλωττίας θαυμασίας τήν ιδέαν
τής θυσίας, τής θυσίας εν παντί και πάντοτε, τής άνυποχωρήτου κα'ι
ανενδότου θυσίας, τής ολοκλήρου θυσίας·
«Δεν δύνασαιτό πάν νά θυσιάσης;
ούδέν αξίζει ή θυσία σου» 1
Καί τήν αλήθειαν ταϋτην εις εαυτόν πρώτον εφαρμόζει. "Οταν
.
προϋκειτονά άποθάνη τό τέκνον του, προς στιγμήν έφάνη διστάζων.

Μικροτ[ωχία τις έπειράτο νά καταλάβη αυτόν καί κατά τον θάνατον τής
συζύγου, έκδηλοϋμένη διά των εξής λόγων του προς αυτήν :
«’Όχι, όχι, ποτέ, δεν δύναμαι έγιυ!...
Π

Γνωρίζεις τήν δυναμίν μου, αλλά σε


ν’ άπολέσω δεν έχω δυναμιν.
Α.

Πάν άλλο, έστω τό πάν άς άπολέσω,


πάσαν νίκην, αμοιβήν,
μόνον όχι σέ, ό'χισέ, ό'χισέ!»
Άλλ’ αμέσως συνήλθεν εις εαυτόν, αισθανθείς τήν άμείλικτον αυ­
στηρότητα τοϋ καθήκοντος. Μετανοεί δι’ δ,τι έσκέψθη καί ειπεν, δτι
δεν θέλει ν’ άπολέση τήν σύζυγον. Υποβάλλει εαυτόν εις υπερανθρο)-
πίνους θυσίας έν πεποιθήσει, δτι εκείνο τό όποιον προσωρινώς απο­
βάλλει θ’ άποκτήση έν τή αΐωνιύτητι.
«Π ίστευε ε’ις έαυτήν μέχρι τέλους, πίστευε καρδία μου.
Τό πάν άποβάλλουσα — νικάς,
τό πάν άποβάλλουσα — άποκτάς.
"Ο,τι άπέθανεν αιωνίως άνήκει ε’ις σέ» !
Διά τοιαότης πεποιθήσεως ένεψύχου τό κήρυγμά του ό Μπράνδ.
Εις τάς άπορίας δε τοϋ πλήθους πόσον καί πώς εινε δυνατόν ν’ άγωνι-
σθή, δπως άπολέση τό πάν, ϊνα άποκτήση αυτό, άπήντησε :

= 94 =
Ό lepeviy Mropdpi
159

«Πόσον πρέπει ν’ άγωνισθήτε!


Καθ' όλην την ζωήν, μέχρι τέλους, έφ’ όσον
όλας τάς θυσίας δεν προσφέρετε καί τών συναλλαγών
διά παντός δεν άπαλλαγήτε, έφ’ όσον
δεν χαταστή ολόκληρος ισχυρά ή θέλησις υμών
καί δεν καταπέσωσιν αί δειλαί άμφιβολίαι
προ τής εντολής «τό παν ή μηδέν».
Ποιαι άπώλειαι σάς άπειλοϋσιν;
Άπώλειαι όλων τών τοϋ κόσμου θεών καί τής διχοτομήσεως
τοϋ πνεύματος, τής δουλείας όλων τών άλυσεων
τών λαμπουσών, τών έπιχρυσωμένων καί τής υμετέρας
υπναλέας καί πτιλόίδους αδυναμίας 1
Τίς δε ή αμοιβή; τής πίστεως ή έ'μπνευσις,
τής θελήσεως ή καθαρότης, τής ψυχής ή ένότης,
ή εύθυμος αυτής προς θυσίας έτοιμότης,
την όποιαν καί ό θάνατος δεν εμποδίζει,
καί επί τοϋ μετώπου-άκάνθινος στέφανος!
Διά τής ερήμου τών θυσιών οδηγεί οδός
.

προς τής επαγγελίας γήν —την Χαναάν.
Προς νίκην διά τής ήττης, διά τοϋ θανάτου,
καλώ) υμάς, ώς στρατιώτας τοϋ Κυρίου!»
Π

Ούτως επί τοϋ λαοϋ, ενθουσιώντος, τοϋ εφημερίου Μπράνδ τό


κήρυγμα θαυμασίως επενεργεί. ’Αναγκάζονται νά κύψωσιν αί επιτόπιοι
Α.

άρχαί, ύποκριτικώς ζητοϋσαι την φιλίαν του. Θριαμβευτικώς εγκαινιά­


ζει τον ίδρυΟέντα διά τών ενεργειών αύτοϋ νέον ναόν. Προ τοϋ συνη-
θροισμένου λαοϋ απαγγέλλει καυστικώτατον περί τοϋ ψεύδους τής πα-
ρουσης ζωής λόγον, περί τής υποκρισίας τής επισήμου εκκλησιαστικής
ζωής.’Αλλά, καί μετά τό κατώρΟωμα τής άνοικοδομήσεως νέου ναοϋ,
καί μετά τούς ρητορικούς του θριάμβους, δεν μένει ευχαριστημένος ό
Μπράνδ.
’Όχι, άλλο τι εγώ ώνειροπόλουν. Ήθελον
ναόν νά Ιδρύσω τοιοϋτον,
οί θόλοι τοϋ οποίου νά συμπεριελάμβανον
διά τής σκέπης των ου μόνον
την πίοτιν, την θρησκείαν, άλλα καί όλην την ζωήν,
παν ό,τι ζή, ό,τι υπάρχει:
τήν καθημερινήν εργασίαν καί τής Κυριακής
[την άνάπαυσιν

= 95 =
ι6ο 'λμμαομίου

τάς μέριμνας τής πρωίας, τής νυκτός τούς ύπνους,


τής νεότητδς τήν ζωηρότητα, τοϋ γέροντος την άΟυμίαν,
παν διά τού όποιου πτωχή ή πλούσια
νά εινε δικαιούται ή ανθρώπινη ψυχή !
Ό λαός ήλεκτρίσθη έκ τοϋ κηρύγματος τοϋ Μπράνδ, ζητεί έγκατα-
λείπων τούς άλλους πολιτικούς καί εκκλησιαστικούς αρχηγούς νά ακόλου­
θή σν) αυτόν.
Όδήγησόν μας λοιπόν, όδήγησον!
Προαισθανόμεδα, δτι Ιπίκειται θύελλα,
’Αλλά θά μάς όδηγήσης καί θά νικήσωμεν.
Όδήγησον, δλοι σέ άκολουθοΰμεν !
Τά ένΟουσιασίίέντα πλήθη άνυψοϋσιν επί των ώμων τον Μπράνδ
καί ύστερον άκολόυθοϋσιν αυτόν εις άναζήτησιν νέας ζωής. Ταχέως ούχ
ήττον ό ενθουσιασμός τοϋ πλήθους καταπίπτει, καταπονείται τούτο έκ
πείνης καί δίψης, Ικ τών δυσκολιών τής όδοϋ, παραπονειται κατά τοΰ
Μπράνδ, δτι παρεπλάνησεν αυτό. ΑΙ επιτόπιοι άρχαί διά ραδιουργιών
έξερεθίζουσι τό πλήθος κατά τοϋ εφημερίου, δστις λιθοβολεΐται καί κα­
ταδιώκεται είς έρημα ύψη άποκρήμνων βράχων. Ό λαός επιστρέφει εις
.
τήν συνήθη ζωήν.

Μόνος πάλιν ό Μπράνδ αίματωμένος εγείρεται επί τοΰ βραχώδους
υψώματος. ’Έχει ανάγκην παραμυθίας καί στηρίγματος. Αίφνης έπιφαί-
νεται πειράζον αυτόν τό κακόν πνεύμα ύπό τήν μορφή ν τής αγαπητής
Π

του συζύγου ’Αγνής. Τό φάσμα βέβαιοί αυτόν, δτι δσα συνέβησαν ήσαν
όνειρον, δτι δεν θά έπαναληφθώσιν, εάν άρνηθή αυτός τό σύνθημά τόυ:
Α.

«τό παν ή μηδέν!» Υπόσχεται εις τον Μπράνδ νέαν ησυχίαν καί ευτυχή
ζωήν μετά τής συζύγου καί τού προσφιλούς τέκνου, αν άρνηθή τά φαν­
τασιώδη σχέδια αυτού. Ούχ ήττον ό Μπράνδ μένει πιστός είς εαυτόν, εινε
πρόθυμος έκ νέου νά διανύση τήν οδόν τών μεγάλων δοκιμασιών αυ­
τού, διότι συναισθάνεται, δτιαύτη εινε δι’ αυτόν ή οδός τοϋ καθήκοντος.
‘Ως άνθρωπος τής δικαιοσύνης καί τής έλευθερίας δέν θέλει νά μετα-
βάλη τίποτε έν τή ζωή αυτού.
Νικήσας τον πειρασμόν ό Μπράνδ έξυψοϋται είς άνωτέραν βαθμίδα
τελειότητος. Καθίσταται ιδεώδης άνθρωπος. Τούτο αναγκάζεται νά όμο-
λογήση καί τό φάσμα-
«Είσαι ανώτερος δλων άνθρωπος,
προχωρείς προς τά πρόσω!
'Εκλεκτός, άκάνθινον φέρων στέφανον.
Είσαι—μέγας» !
Άλλ’ ό Μπράνδ μετριοφρόνως λέγει, δτι ούδέν ακόμη κατώρθωσεν.

= g6 =
Ό lepeus h Ιπσράμδ 161

«Εΐς την πρώτην μόλις ίσταμαι βαθμίδα


κλίμακος προς τα άνω ύδηγούσης. ->
Ούχ ήττον δεν δύναται νά πρύχωρήση
«Οίπόδες πληγωμένοι, τό πνεύμα έξησίΐένησεν».
Αισθανόμενος δμως εαυτόν ηθικώς ικανοποιημένοι', λέγει,
«Καιομένη υπό τού αισθήματος καί πλήρης εύνοιας
από τοϋδε ή ζωή μου Οα εινε-
ή παγερά ά'λυσις εκόπη, δύναμαι
νά κλαίω, ν’άγαπώ καί νά προσευχωμαι»!
Άλλ’ ό Μπράνδ δεν δύναται πλέον νά ζήση εν τώ πνιγηρω περι-
βάλλοντι τής ζωής τού αμαρτωλού κόσμου. ’Από τού ύψους τού βράχου
τυχαίως πίπτουσι τεμάχια λίθων καί φονεύουσιν αύτόνΙ

AMMQNIOS

.

Π
Α.

ΈχχΙ. Φάρος Α, β, 1908. 11


ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΟΥ διακόνου τής έν Βιέννη


όρ^οδόξου ’Εκκλησίας, Μιχαήλ τοϋ Γλυκά είς τάς άπορίας
τής Θείας Γραφής κεφάλαια, τόμος πρώτος, έν Ά&ήναις
1906 (ί'κδ. Βιβλ. Μαραολή), ΧΙΙ-\-ρπγ 540.

Το δεύτερον ήδη ό ήμέτερος μελετηρότατος συνεργάτης, οντινος έτέ­


ραν σπονδαιοτάτην άνέκδοτον κριτικήν μελέτην βλέπει 6 άναγνώστης έν
τώδε τω τενγει, παρουσιάζεται προ τον επιστημονικού έλεολογικού κό­
σμου διά τής ώς ανω έκδόσεως τών κεφαλαίων τον Γλυκά εις τάς
άπορίας τής ϋΐ,ίας Γραφής. Εις την εκδοαιν ταυτην προέβη ό εκδότης
τή προτροπή τον έν Πετρονπόλει ήμετέρον σοφού φίλον κ. Α. Πα-
παδοπούλον-Κεραμέως, ώς και ημείς αυτοί γινώσκομεν, τάς διατριβάς
τότε έν Πετρονπόλει ποιούμενοι. Μέχρι τούδε Μιχαήλ ό Γλύκας ήν γνω­
στός ώς χρονογράφος και γραμματικός, διά τών κεφαλαίων δμως τούτων
παρουσιάζεται καί ώς δοκιμώτατος ϋεολόγος. Άνακριβώς μέχρι τούδε ο
Λεοννκλάβιος έξελάμβανε τον Γλύκαν ώς Σικελιώτην, ώς καί ό βιενναιος
κώδιξ ώς Συκηλιώτην. Ό ιερολ. κ. Σωφρόνιος άποδεικνύει, οτι at δνομα-
.
σίαι αύται προήλϋον έξ έσφαλμένης άναγνώσεως τού ονόματος «-Σικιδίτης»

ή «Σικιδιώτης» έναλλασσομένου συνήθως τού δ διά τού λ. Αι περί τού
Γλυκά βιογραφικαί ερενναι τού έκδοτου απέδειξαν, οτι δ Σικιδίτης ου-
τος «μαγγανείαις καί έτέροις φενακισμοϊς δαιμονιώδεσι» προσκείμενος
Π

διεβλή&η «υπό μνησικάκον γείτονος καί γλώσσης τρευδηγόρον» τωΑύτο-


κράτορι Μανουήλ, σννεπεία δετής διαβολής ταύτης σβένννται τους λύχνους
Α.

τού σώματος προ πόσης έρεύνης καί έξετάσεως καί ρίπτεται είς τάς φυ-
λακάς. Τοιαύτά τινα περί τού Γλυκά αναφέρει μεν Νικήτας δ Χωνιάτης,
άλλ’ δ έκδοτης δυσπιστει προς τούτον διά τήν φανεράν προς τον Γλυκάν
δυσμένειαν αυτού καί έπιχειρήσας νά έξετάση λεπτομερώς, riv at τού
Χωνιάτον πληροφορίαι έχωνται άληϋείας, κατέληξεν εις συμπεράσματα
ϋετικά. Οί'τω πράγματι Μιχαήλ ό Γλυκός ενρίσκεται γενόμένος άρχηγός

= 98 =
ΓρΗγ. Πατπαμιχαι'ιλ, C. (Ξύστρατιάδου, 1<€φάλαια Μ. τού Γλυκά

καί εισηγητής αιρετικής διδασκαλίας. Ή δ’ αιρετική αυτή διδασκαλία συν-


ίστατο εν τούτω, δτι ό τής προθέσεως άρτος τοιοΰτός εστι κατά φύαιν,
όποια ήν ή άγια τοΰ Χρίστου σαρξ, ή έπί τον μυστικόν δείπνου τοΐς μα-
θηταΐς εις βρώσιν δοθεΐαα' άλλαις λ.έξεσι το μεταλαμβανόμενον τοΰ Κυ­
ρίου σώμα φθαρτόν εστι καί άνουν καί άψυχον. Έξακριβώσας όντως ό
εκδότης, δτι τά μέχρι τοΰδε υπό των Χρονογράφων τφ Σικιδίτη αποδι­
δόμενα αποδίδονται αντω τιο Γλυκά, εικότως εξάγει, δτι ό Σικιδίτης
ούτος ουδείς άλλος εϊνε, άλλ’ ή αυτός ό Γλύκας, ουτω προαωνυμούμένος,
άντορθόδοξα διατυπώσας φρονήματα εν τή επί Ξιφιλίνου γνωστή εριδι, κα-
δικασθέντα επί Καματηροΰ. Επειδή δμως τό αιρετικόν κεφάλαιον, το
άναφερόμενον, δήλον δτι, εις τό υποκείμενον τής αίρέαεως, δεν υπάρχει
εν τοΐς άντιγράφοις, φαίνεται, κατά τάς δρθάς εικασίας τοΰ εκδότου, δτι ό
Γλύκας, ενωρίς εις συνείδησιν τοΰ παραπτώματος του έλ.ϋών, ό ίδιος κα-
τέστρεψεν αυτό, μάλιστα μετά τον τρισσόν άφορισμόν τοΰ δόγματος περί
φβαρτότητος τοΰ μεταλαμβανομενού σώματος τοΰ Κυρίου. Έκ τούτον
δυνατοί τις νά βεβαιώση, δτι εις τήν πλάνην ταντην ό Γλύκας περιέπεσεν
εν νεαρά σχετικώς ηλικία, άφοΰ κατόπιν παρουσιάζεται καί αυτός μεν
σννιστών εαυτόν ώς «τοΐς ίεροΐς των Πατέρων εντεθραμμένον συγγράμ-
.
μασι», καί τοΐς λοιποΐς δε συμβουλεύων ύπακοήν τυφλήν εις τά υπό των

«Πατέρων καί διδασκάλων τής ΖΕκκλησίας επιδοκιμαζόμενα καί οριζό­
μενα^, αυτός δε ούτος μή τολμών νά μετακίνηση τά αιώνια δρια, ά εθεντο
οι πατέρες ημών» (σελ. ιγ) κτλ: αλλά καί ό ελληνικός κλήρος είλικρι-
Π

νώς μέχρι τοΰδε αυτόν ετίμησε, άφοΰ διά πολ.λών αντιγράφων περιέσωσε
τά αύτοΰ συγγράμματα, εν οίς έχειραγωγεΐτο εν τε τή ελληνική γλώσση
Α.

καί εν τή ϋεολογική μαβήαει.


ΙΙρός πλήρη κατανόησιν τών περί τήν κακοδοξίαν τοΰ Γλυκά περι-
στρεφομένων αντιθέτων γνωμών ό εκδότης έθεώρησεν επάναγκες νά παρά­
θεση έκ τοΰ 22 κώδικος τής’Οξφόρδης τήν άνέκδοτον τοΰ Χωνιάτου σχετι­
κήν εκθεσιν (κ'—μ), μεθ’ δ έπέταξεν ώς δεύτερον (Β) μέρος τών προλεγο-
μένων «τα Θεολογικά κεφάλαια τοΰ Γλυκά». Ταΰτα μέχρι τοΰδε ήσαν γνω­
στά υπό τήν προσωνυμίαν «έπιστολαί» εν τή Βυζαντινή Γραμματολογία' άλλ’
ό εκδότης προύτίμησε τάς θεολογικάς ταύτας πραγματείας νά καλέση ικε­
φάλαια », διότι καίοΐ αρχαιότεροι κώδικες καί αυτός ό Γλυκός ούτως άπο-
καλεΐ τήν συλλογήν. Καθ’ όσον δ’ δ χρόνος καί τά μέσα επέτρεψαν, ό
εκδότης συνέλεξεν 98 κεφάλαια τοιαΰτα, ών τάς έπιγραφάς καί παρατί-
θησι κατά τήν κατάταξιν τοΰ Γλυκά (μα' — νβ'). Κατά τον καθορισμόν
δμως τών χρονολογιών καί τών προσιώπων εκείνων, εις α άναφέρονται
τά κεφάλαια, δεν υπήρξε πλήρως ευτυχής 6 εκδότης, ελλείψει τών απα­
ραιτήτων πρός ερευνάν επιτυχή στοιχείων, ουτω δε ελάχιστων μόνον κε­
φαλαίων καθωρίσθη ό χρόνος. Ή τοΰ χρόνου τής συγγραφής τών κε-

= 99 =
i64 Γριιγορίου Πατηαμιχαι'ιλ

φαλαίων έξέτασις καί ή έξακρίβωσις τών άναφερομένων εν αύτοΐς


προσώπων ήγαγε τον εκδότην εις συμπέρασμα περ'ι τοΰ χρόνον
τής ακμής αυτού τού Γλυκά άρδην αναιρούν τάς γνώμας των μέχρι
τούδε γνωστών αυτού εκδοτών. Οντως εκ τών επιγραφών κεφαλαίο»’
τινών, εν οίς άναφέρεται δ Γλυκείς έπιστέλλων «τω παναεβάστω σεβαστεί)
κυρερ Κωνσταντίνες τω Παλαιολόγω», ένεδ δ OudinilS, δ LanilUS και δ
Allatilis υπό τδ άνομα τούτο ύπέλαβον τον γνωστόν τελενταΐον τοΰ Βυ­
ζαντίου Αυτοκράτορα καί εντεύθεν άνήγαγον την ακμήν τοΰ Γλυκύ, εις
τον ιέ αιώνα, ώς τούτοις επόμενος έπραξε καί δ Mlgne, δ ίερολ.
Σωφρόνιος, άποδείξας τον έίνω τίτλον, τον τους προγεγονότας έκδότας
τοσοΰτον ακανδαλίσαντα, ούχί αποκλειστικόν τίτλον τον αυτοκράτορος
μόνον, άλλ' από τής ια εκατονταετηρίδας διδόμενονκαί είς πολλά άλλα επί­
σημα πρόσωπα, δρίζει τον χρόνον τής ακμής Μιχαήλ τοΰ Γλυκά, είς τόν
ιβ1 αιώνα, καθ' ά υποστηρίζει καί δ Κώδιξ 228 Πειρισίων.
Άλλ5 εξ ίσον επιτνχώς δ εκδότης αναιρεί καί τόν ρώσον άρχιμ.
Βλαδίμηρον, τόν γνωστόν συντάκτην τον καταλόγου τής εν Μόσχε/. Συ­
νοδικής Βιβλιοθήκης, έπιμένοντα ου μόνον είς τό έτος 1453, ώς έτος θα­
νάτου τον Γλυκά, αλλά καί είς τόν τολμηρόν ισχυρισμόν, δτι τον κατε/ρτί­
.
αμου τής συλλογής μετέσχον πλείονες χεϊρες, δτι άρα αυτή δεν εΐνε απο­

κλειστικόν τοΰ Γλυκά έργον (H ε-~ στ). Μετά πίνακα «κατατάξεως τών
κεφαλαίων εν τοις κυριωτέροις κώδιξι» ( h—ζ—η θ'), τήν ύπόδειξιν τών
«πηγών», ας δ Γλυκάς εΐχεν νπ οψιν έντή διαπραγματενσει τών ιδίων
Π

■θεμάτων (ρ—ρβέ), τήν ταντισιν τοΰ συγγραφέως τών κεεραλαίεον προς


τόν τοΰ χρονικού επί τή βάσει άριδηλοτάτων εσωτερικών γνωρισμάτων άμ-
Α.

εροτέροις τοις έργοις συγγενεστείτων, αποκλεισμένης οΰτεο τής πατρότη­


τας τοΰ Ζεοναρά τής εσφαλμένους άποδιδομένης υπό τινεον κεοδικών ιός
πρόςτά κεφάλαια (ργ' — ρδ') καί τήν άρίθμησιντέόν γενομένευν μέχρι τοΰδε
εκδόσεων κεφαλαίων τινοιν (Ποντάνου, Φρ. Φοντάνου, Matthei, Mai,
Άλλατίου, Δημητρακοπονλου, Legi'tttld κλ.), αιτινες άποδεικννονται ελ­
λιπείς καί εσφαλμένοι δί αντιπαραβολής (ρέ-ριβέ), δ εκδότης εξετάζει, πε­
ριγράφει καί αναλύει τους επτά κώδικας τών κεφαλαίων τοΰ Γλυκά, οΰς
μόνους ήδυνήθη νά μελετήση, καίτοι εν ταίς διαφόροις βιβλιοθήκαις τής Α-
νατολής καί τής Δνσεως, άπόκεινται πολλά καί άλλα άπόγραφα. Οι κώδικες
δ’ ουτοι εΐνε κατά τήν τοΰ εκδότου συμβολικήν σήμανσιν.
Α (αυτοκρατ. Βιβλ. Βιέννης 233 κατά Ααμπ. καί 155 κατά Νέσ.)
Β (Βενετίας III), δστις καί άπετέλεσε τήν βάσιν τής προκειμένης
έκδόσεως διά τό πληρέστερον αυτού'
Γ (Βιέννης 232 [47])
Δ (Βιέννης 159 [83])
Ζ (Βιέννης 160 [67])

= ιοο —
C. Ουστρατιάδου, Κεφάλαια Μι\. του Γλυκά jjj*

Ν (Βιέννης III [28])


Π (Παρισίων 228).
Σημειούνται έν τούτοις οι ίν ταΐς βιβλωΟήκαις άποκείμενοι κιόδικες
και τη έν αύτοίς κεφάλαια του Γλυκά (ριγ'-ρλέ). Τούτοις ακολουθεί παρά-
θεσις στίχων (περ'ι τής φυλακής) «Γραμματικού Μιχαήλ του Γλυκά, ούς
έγραψε καθ' δν κατεσχέθη καιρόν εκ προσαγγελίας χαιρέκακοι’ τινός»
(ρλς-ρνζ), ετέρων στίχων του αυτού «προς τον βασιλέα κυρόν Μα-
νουήλ τον Κομηνύν, οτε λαμπρός από Ουγγρίας στεφανίτης ύπέστρεψε»
(ρνζ-ρξα) καί αναγωγή στίχων τινών δημοτικών έμμέτρω και πεζώ λόγω
(ρξβ'-ρπγ), άτινα πάντα περιέλαβεν έν τώ προλόγφ δ εκδότης άφ ενός
μέν διότι έν αύτοϊς δεν λύονται γραφικαι άπορίαι, ώς έν τοϊς κεφαλαίοις,
άφ ετέρου δέ διότι «διά τό τής γλώσσης ταπεινόν και τετριμμένον» ίσως
περιέχονται έν μόνο) τώ των Παρισίων κώδικι.
Ή παρούσα «Μιχαήλτοΰ Γλυκά εις τάς άπορίας τής Θείας Γραφής»
κριτική εκδοσις (1-500) ητινι έν τέλει ακολουθεί κατάλογος χωρίων
έκ τής Π. κα'ιΚ.Δ., έκτων’Εκκλησ. πατέρων και συγγραφέων (511-510),
έκσυναξαρίων και κανόνων(510-517) καί έξ έλλήνωνσυγγραφέων,π ίνα ξ
ονομάτων (519-527) καί Λεξιλόγιον (529-537), τυγχάνει δμολ,ο-
.
γουμένως σπουδαιοτάτη άπό πάσης έπόψεως. ΕΙνε γνωστή ή φιλολογική

σημασία τού Γλυκά καί ή θεολογική αυτού πολυμάθεια. Άπό τής έπό-
ψεο)ς ταιιτης σπουδαιοτάτην συμβολήν παρέσχεν εις τήν ελληνικήν έκ-
κλησιαστικήν φιλολογίαν διά τής έκδόσεως ταΰτης δ ιερολογιώτατος κ.
Π

Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, έπί τριετίαν δ/.ην καταγείνας εις τό ούχί μεν καί
τόσον εύχάριστον διά τήν ξηρότητα καί τήν μονοτονίαν έ'ργον τής άναδι-
Α.

φήσεο)ς κωδίκων καί τής συγκριτικής αυτών άντιπαραθέαεως, ούχί δέ


καί τόσον εϋκολον, ώς άπαιτούν έκτος τών κριτικών έφοδίων καί πόνους
πολλούς. Άλλ’ δ ήμέτερος έκδοτης, άφ ικανού ήδη έχει άποδείξας, δτι
καί αριατα μέν κριτικά έφόδια κέκτηται, καί φιλοπονώτατος τυγχάνει, ώς
άπλοϋν βλέμμα έπί τής άνά χέϊρας έκδόσεως έπιμαρτυρεί. Συγχαίροντες
άπό καρδίας τω άγαστώ κληρικό), τοβ καθοσιώσαντι εαυτόν εις τήν αο-
κνον υπηρεσίαν τής καθ’ ημάς ελληνικής θεολογικής έπιστήμης καί τι-
μήσαντι έπαξίως έν τή ξένη τήν ελληνικήν κρίσιν καί φιλοπονίαν, ευχό-
μεθα τούς καρπούς τών πνευματικών αυτού άγώνων πλείονας.

Γρηγοριος Παπαμιχαιιλ

= ΙΟΙ —
ΝΕΑΙ ΣΓΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΑΕΤΑΙ

Κ. Π. Στζανουδη, Ή ’Ανατολική όρ&όδοξος ’Εκκλησία έν τή διοικητική


αυτής ό'ψει, 3Εκκλησία καI έθ'νος — ‘Υπο την επιγραφήν ταύτΊν 6 κ. Σπανούδης,
διευθυντής τής έν Κων)πόλει έκδιδομένης «Προόδου», αγγέλλει την εκδοσιν διτόμον
συγγράμματος. Έν αύτώ θ' αναγραφή πάσα ή κίνησις των ορθοδόξων *Εκκλησιών καί
στατιστική των Ναών, Σχολείων, Μονών, φιλανθρωπικών καθιδρνμάτων κτλ. μετά
χαρτών καί πινάκων.

ΙΙαιδαγ ωγικδν Δελτίον, έκδιδόμενον υττό του εν Α'Θήναις Ελληνικού


Διδασκαλικού Συλλόγου, ένΑ&ηναις 1907, τ. Η .τεύχος β’. - Γρηγόριος Μαρασλής. -
Περί τής ανάγκης τής ένισχνσεως τής διδασκα).ίας τών φυσικών επιστημών έν τή
μέση εκπαιδεύσει — Πνευματικοί ίδιοφνιαι. — 'Η άπογραφή τών κατοίκων του Βα­
σιλείου. — Διδασκαλία τής θεωρητικής άριθμιμικής έν τή α'. Γυμν. τάξει. — Ειδικά
μαθήματα εν τώ Γυμνασίω Σύρου. — Νό/ιοι καί Διατάγματα περί διδακτικών βιβλίο»',
οργάνων κτλ. —

Χριστιανικής Αρχαιολογικής ‘Εταιρείας Δελτίον Ζ. έπιμελεία Γ. Λαμ-


τιάκη, έττιμελητοντον Χριστιανικού Μουσείου και γενικού ΓραμματέωςτήςΈται-
ρείας, έν*ΑΌ'ήναις 1907. Είκοσαετηρίς τής Χριστιανικής ΆργαιολογικήςΈταιρείας.Έρ-
γασίαι του διοικητικού Συμβουλίου, κατά το έτος 1905. — Μονοεΐον τής Χριστιανικής
1Αρχαιολογικής ‘Εταιρείας. — Γ. Λαμπάκη, Ανακοινο^σεις έν τώ'Αθήν7]σισυγκροτηθέντι
A. Διεθνέϊ αρχαιολογικά) Συνεδρίω μετά χάρτου, εικόνων καί πανομοιότυπων.

Β. Α. Μυστακίδου, eΙστορία, χρησιμότης αυτής, σχέσεις ττρδς τάς λο ιηάς


.
έττιστήμας [άνατύπωσις έκ τής «Εκκλ. Αλήθειας»] έν Κων]λει 1906, 16ον σ. 61.

'Εν τή μικρή ταύτη πραγματεία όκ. Β. Α. Μνστακίδης μετά τής διακρινονσης αυτόν
ακρίβειας καί πολυμαθείας συνεσώρευσε πληθυν γνώσεων συγκεντρονμέΐ’ων περί την
έννοιαν τής ιστορίας, ής ένθονσιώδης εΐνε λάτρις καί δοκιμώτατος έργάτ?]ς.
Π

Νεκταρίου, Μητροστολίτου Πενταστόλεως, Θεοτοκάριον ήτοι ώδαι και ύμνοι


ηρός την ΰπεραγίαν Θεοτόκον καί άειπάρ&ενον Μαρίαν, Έκδ. β. έν 9ΑΌήναις
1907, μικρόν 16ον σ. 192. - Είνε συλλογή ύμνων πρ<>ς τήν Θεοτόκον καί ωδών
Α.

μετά πίστεως ζώαης καί αγάπης προς τήν άειπάρθειων συντεταγμένων.

Σ. Γ. Βλαβιανου, Ιατρού Νευρολόγου και Ψυχίατρον, φυχολογία τού συγ­


χρόνου ελληνικού λαού, [ Απόσπ. «φνχ. καί Νευρολ. ‘Επιθ.♦ ], Άθήναι 1903.
Ε. Ποσελιάνην, Πλήρης Συλλογή τών Βίων τών ‘Αγίων. Μήν 'Ιανουάριος
Πετρονπολις 1908 [ρωσ.].

ΙΟΖ =
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

(Φ Ό γνωστότατος νευρολόγος κα'ι ψυχίατρος έν ΆΟηναις κ. Σ ι μ.


Γ. Βλαβιανός δημοσιεύει έν τω α τευχειτήςκρατίστης αυτού «Ψυχι­
ατρικής·'και Νευρολογικής ΈπιΟεωρήσεως» τού έκτου έτους δΰο
πρωτοτύπους μελετάς υπό τήν επιγραφήν «Ψυχολογίατων Εορτών» και
«Υγιεινή των Εορτών». Έν τή πρώτη λαμβάνει ύπ’ ό'ψιν δύο ειδών
έορτάς, τάς πένθιμους καί τάς χαρμοσύνους καί ψυχολογεί τον τρόπον
τού εορτασμού άμφοτέρων. Ώς τυπικούς έκφραστας τού έορτίου πένθους
καί τής έορτίου χαράς εξετάζει άφ' ένός μέν τήν Μεγάλην Εβδομάδα,
άφ’ ετέρου δε τό Πάσχα καί τήν Πρωτομαγιάν.
Ψυχολογικώς — λέγει — ή Μ. Έβδομάς εδει νά έμβάλλη εις τήν "ψυχήν
παντός ανθρώπου χριστιανού τήν λύπην καί τήν κατή φειαν. Οϋδέν τοιοΰτον1
καί έν ταΐς οίκίαις καί έν ταΐς όδοϊς καί δή καί έν ταϊς έκκλησίαις ή αυτή συμ­
περιφορά καί ψυχολογία καί χειροτέρα ακόμη1 θά ήρίθμησα υπέρ τάς πεντή-
κοντα Κυρίας καί Δεσποινίδας έρυθροφορούσας άπό τοΰ πίλου μέχρι τής
γόβας καθ’ όίπασαν μέν τήν εβδομάδα τών Παθών, αλλά καί κατ’ αυτήν τήν
Μεγάλην Παρασκευήν καί κατ’ αυτήν τήν εκφοράν τού ’Επιταφίου! θά
είδον υπέρ τούς είκοσι Κυρίους μέ έρυθράν γραβάταν κατά τήν αυτήν εποχήν.
"Ολαι αί έσπέραι καί αί νύκτες τής έβδομάδος ταύτης είνε άντικείμενον εύαρέ-
στου άπασχολήσεως καί προετοιμασίας1 ό χριστιανός κατέχεται ύπό χαράς
αντί λύπης, ύπό φαιδρότητος καί θυμηδίας αντί κατήφειας καί σκυθρωπότητος1
συνοδεύει τόν ’Επιτάφιον γ ελών καί καλαμπουρίζων! τόν μωρόν τούτον γέ­
.
λωτα άλλως τε συνήντησα ούχί άπαξ εις τά χείλη καί συνοδαιν νεκρού ανθρώπου,

φίλου ή καί οικείου καί εις δλαςτάς τάξεις άνεξαιρέτως. Καί άγεται τις νά έρω-
τήση πόθεν αί αντιθέσεις αύται;
’Ημείς φρονοΰμεν, ότι καί ή ψυχή καί ή διάνοια τού Χριστιανού δέν διε-
πλάσθη ούδ’ έμορφώθη κατ’ ουσίαν Χριστιανική, άλλά μόνον κατά τύπους1
τούτο έξηγεϊ καί πολλά άλλα άτοπα κοινωνικά καί θρησκευτικά, τήν χαλάρωσιν
Π

τών ήθών, τήν έλλειψιν ήθικοΰ συναισθήματος, τήν έλλειψιν άλληλεγγύης κλπ.
κλπ. Άποδοτέον δέ κατά μέγα μέρος τάς ελλείψεις ταύτας εις τήν έλλειψιν ου­
σιαστικής οικογενειακής άνατροφής, περιοριζομένης καί ταύτης εις τύ­
Α.

πους άνευ ούσίας, άνευ παραδείγματος πρός μίμησιν, άνευ καταλλήλου υποβο­
λής, ώς θά έλέγομεν ψυχολογικώς, άμέσου ή έμμέσου, απλής ή πολλα­
πλής. Τήν στιγμήν, καθ’ ήν οί ψάλται έψαλλον έφέτος εις ναόν τινα τής πρω-
τευούσης τό τροπάριον τής πωλήσεως τοΰ Χριστού αντί τριάκοντα αργυρίων,
σκηνή άπό τάς άθλιεστέρας έγίνετο εις τό παγκάρι μεταξύ ένός ’Επιτρόπου
καί ένός Κυρίου, δστις κυριολεκτικώς κάθε Λαμπρή μεταβαίνει εις τήν ’Εκ­
κλησίαν, διότι αηδιάζει τά σκάνδαλα καί τήν κατάστασιν ένοριτώνκαί έπιτρόπων.
«Κύριε ήλθες νά μάς χαλάσης τό άλισιβερή σι;» ήτο ή έκτοξευθεΐσα ύπό

= 103 =
ι68 'GxuiOcoopnais του Τόωου

τού ’Επιτρόπου φράσις προς τον Κύριον, μεί)’ ού διεπληκτιζετο- εξηκολουίίησε


δέη θορυβώδης μέτρησις τών κερματίων καί ή συσσώρευσις τοΰ αργυρίου θρι-
αμβευτικώς κατά τήν έπισημοτέραν στιγμήν τής ιεροτελεστίας.
Έξεταστέον, λειτουργεί ή διάνοια, καθ’ ήν στιγμήν τελούνται
ταϋτα καί άλλα άπειρα χειρότερα, πασίγνωστα δέ; βεβαίως όχι· μάλλον αυ­
τοματισμός τις ψυχικός διέπει τόν άνθρωπον, αυτοματισμός δημιουργηθείς
υπό τής μακράς έξεως καί τής μιμήσεως· καί τόσον αυτομάτως γίνεται
ο,τι γίνεται, ώστε τά πάντα φαίνονται πολύ φυσικά καί άβίαστα καί παράδοξον
θά φαίνεται μάλλον τό ίίτι εΰρέθη άνθρωπος, εις ον τά τοιαϋτα κάμνουν έντιί-
πωσίν τινα καί δή τοιαΰτην παύει δηλονότι νά λειτουργή τύ ενσυνείδητον
καί λειτουργεί τό υποσυνείδητον, καί ό άνθρωπος μεταβάλλεται εις μίαν μη­
χανήν κουρδισμένην καί τίποτε περισσότερον όλα γίνονται μηχανικώς καί τί­
ποτε προαιρετικώς, αν καί φαίνονται ώς προαιρετικαί κινήσεις καί πράξεις,
κατ’ επιφάνειαν όμως καί έκ πρώτης οψεως.
ΈρχύμεΟα εις τό Πάσχα καί τήν Πρωτομαγιάν ψυχολογικής ένοΰνται αί δύο
αιίται έορταί, διότι είνε έκ τών φαιδρών εορτών, ών τύπος άναμφιρρήστως
εΐνε αί έορταί τών Άπόκρεω. Είνε κοινός τόπος τό νάγράψωμεν, ότιέορτή, μέ­
θη, έγκλημα συμβαδίζουν έν τή ψυχολογία τού λαού ιδίως, ώς τρεις καλαί καί
άχιόριστοι σύντροφοι. Ή εορτή, καί ψυχολογικής, είνε ήμερα χαράς· καί όμως
κατορθούται νά γίνη ημέρα ανίας ή δυστυχίας καί λύπης· άνίας διά τούς πλεί-
στους τών θνητών, ο'ίτινες μή έχοντες τί νά κάμωσιν, άφοΰ δέν εργάζονται, πλήτ­
τουν καί μελαγχολούν δυστυχίας καί λύπης διά τούς πλείστους, ο'ίτινες έν τή
εορτή καί τή έξ αυτής άργίφ διαβλέπουσι τήν ευκαιρίαν νά μεθυσΰώσι καί με-
θυσθέντες καί άποκτηνωθέντες νά ύποπέσωσιν εις έγκλημα· δέν έχει τις ή νά
ΐδη τύ δελτίον τής ’Αστυνομίας τήν έπαύριον τών εορτών καί δή τοΰ Πάσχα καί
τής Πρωτομαγιάς· γέμει δυστυχημάτων έξυπακούεται δέ ή λύπη, ή τις προυκλήϋη
εις μέγαν κύκλον προσώπων συνδεόμενων όπωσδι'ιποτε μετά τών ηρώων καί τών
.
πρωταγωνιστών. Ή εορτή έπρεπε νά έξημερώνη τά ήθη καί νά ήμερόινη τήν

ψυχήν τουναντίον τήν έξαγριώνει· ή εορτή έπρεπε νά γίνεται ευκαιρία ψυχαγω­
γίας πολλής καί ποικίλης· τουναντίον όλα τά ποταπά ένστικτα αφυπνίζονται
κατά τάς ημέρας τών εορτών ή εορτή έπρεπε νά κάμνη τόν άνθρωπον, περισ­
σότερον άνθρωπον, όν, δηλαδή, λογικόν τόν κάμνει έν τούτοις περισσότερον κτή­
νος· όν, δηλαδή, παράλογον ή εορτή έπρεπε νά έξεγείρη περισσότερον τύ έν-
Π

συνείδητον καί δμως τοΰ έξυπνφ τό υποσυνείδητον.


Ή αιτία τού κακού έδώ έγκειται οχι μόνον είς τήν ανατροφήν τήν οικογε­
νειακήν, αλλά καί είς τάς Κυβερνήσεις, δη λαδή είς τήν δημοσίαν ανατροφήν
Α.

πλήν τής οικογένειας, ήτις πολλά έπί τού προκειμένου δύναται, αί Κυβερνήσεις
ώφειλον άφ’ ενός μέν νά άρωσιν δλας τάς αιτίας, έξ ών προκύπτουν τά δεινά
τών εορτών, άφ’ ετέρου δέ νά δημιουργήσωσι δι’ αδρών δαπανών κέντρα ψυ­
χαγωγίας ποικίλα, είς τά όποια νά ώθήσωσι τόν λαόν κατά τάς έορτάς καί
ιδίως υπαίθρια. Καί έπειδή τό μεγαλείτερον πρόσωπον παίζει ό αλκοολισμός
είς τήν τροπήν καί τόν διακανονισμόν τής ψυχολογίας τών εορτών, θά άναφέ-
ρωμεν τό παράδειγμα τής Σουηδίας, όπου κατά τινα Νόμον τά καπηλεία κλεί-
ουσιν από τής όης μ. μ. τοΰ Σαββάτου μέχρι τής Δευτέρας τής πρωίας, ώς καί
καθ’ ολας τάς έορτάς.
’Εκ πάντων τούτων έν πόρισμα έξάγεται, οτι τήν ψυχολογίαν τών εορ­
τών δέν κανονίζει, ουδέ διέπει ό νοΰς καί ή λογική, άλλ’ ό αυτοματισμός καί
ό παραλογισμός· ανάγκη λοιπόν όπως τά τε άτομα καί ή Πολιτεία προσδώσω-
σιν είς τάς έορτάς τήν δέουσαν χροιάν, έπικρατήση δέ ή λογική, τύ ένσυνείδη-
τον καί ό άνθρωπισμύς.
Τούτο άλλως τε απαιτεί αυτό τό συμφέρον των άνΰροίπων και από
έπόψεως υγιεινής.
Όντως· η εορτής— λέγει ό κ. Βλαβιανός —δέν είνε άλλο τι ή καθιέρωσις
τής θρησκείας άπύ άρχαιοτάτων χρόνων καθιέρωσις δογματική καί αϋίΐαίρε-
τος καί άρα ανευ λόγου, φαινομενικιυς τουλάχιστον* ουχ ήττον, άν τις προσέξη
καί ,εμβαΟυνη καί ψυχολογηση περισσότερον είς πολλά δόγματα Όρησκευτιχά'Θά
άνευρη λογον καί αιτίαν λογικήν καί πολλάκίς έπιστημονικωτάτην* τοΰτ’ αύτο
συμβαίνει καί διά τάς έορτάς. Ή «Επιστήμη τής Υγιεινής» διδάσκει, οτι μετά

= 104 =
"G.\\ii|jikos Τιίιυο.ν l6t)

τήν εργασίαν σωματικήν ή πνευματικήν απαραίτητος καθίσταται ή άνάπαυσις


καί όπως συντηρηθώμεν υγιείς ανάγκη όπως άπαξ τουλάχιστον τής εβδομάδας
διακόπτωμεν τελείως τάς συνήθεις ήμών έργασίας καί άναπαυώμεθα- τό δίδαγμα
τής ’Επιστήμης τούτο καί το δόγμα τής Θρησκείας έρχεται νά καθιέρωση καί
άποδεχϋή έπισήμως ή Πολιτεία άσπαζομένη καί νομοθετούσα άπανταχού τής
ΰφηλίου τήν Κυριακήν άργίαν. Έχομεν λοιπόν εν τή Κυριακή άργία καί ταΤ;
άλλαις έορταΐς μίαν θαυμασίαν αρμονίαν τριών μεγάλων δυνάμεων καί σιηιμα-
χίαν σπανίαν καί κραταιοτάτην Θρησκείας, Επιστήμης καί Πολιτείας, ών άμοίαν
δυσκόλως ήΰελέ τις άνεΰρει.
Όρίζων κατά ταύτα τήν εορτήν από ύγιεινολογικής έπότβεως ώ;
«ευκαιρίαν, ημέραν, χρόνον άναπαΰσεως επί σκοπώ άναλήψεως δυνά-
μεων καί προσκτήσειος νέοχν τοιούτων» άγεται εις τον καθορισμόν τής
υγιεινής τών εορτών απότε αρνητικής καί θετικής έπύψεως. ’Αποχή από
ο ϊ ν ο υ καί οινοπνευματωδών ποτών, ών ή χρήσις συνεπάγεται
τοσαύτας νόσους καί αθλιότητας καί καταχρήσεις, από διαγωγής ανη-
θ ί κ ο υ καί από πόσης εργασίας εξαντλητικής καί κοπιώδους-
αποχή επ’ ίσης από τοΰ συνήθους καπνίσματος, κ α cp ε π ο σ ί α ς ,
τεϊοποσίας, πολυφαγίας, χαρτοπαιξίας, αγρυπνίας,
συγκεντρ ώσεως εις κέντρα ψυχοφθόρακαί ά ν ί) υ γ ι ε ι ν ά,
πάντα ταΰτα όρίζουσιν άρνητικώς τήν κατά τάς εορτας διαγωγήν τών αν­
θρώπων. Εις τας θετικάς δ’ υπαγορεύσεις τής υγιεινής τών εορτών εΐνε
πρώτιστα καί μάλιστα ή ανάπαυσις, ή επί τής κλίνης παραμονή μα-
κρότερον ή κατά τας εργασίμους ήμέρας, ιδία τών διανοητικώς εργαζο­
.
μένων, ή δια κρείσσονος τροφής καί καθαρωτέρας, δια καθαρού άέρος,

λοιπροΰ, εξοχικού περιπάτου, γυμναστικής, σωματική έπίρρωσις καί ή διά
τής θρησκείας, άναγνώσεως διδακτικών καί ηθικών άναγνωσμάτιον,
μουσικής, φρονιματιζόντων καί έξυψούντων θεαμάτων, παιγνίων ψυχα­
γωγικών, φιλανθρωπικών επισκέψεων έπίρρωσις τής ψυχής.
Π

Οΰτω νοούμενης — επιλέγει ό συγγραιρεύς — καί ούτως εφαρμοζόμενης τής


«υγιεινής τών έορτών·> έν μιμ έκατονταετηρίδι ή άνθρωπότης ήθελεν αλλάξει
όψιν, ήθελεν ημερώσει, ήθελεν άνανήψει, ήθελεν άναγεννηθή, καί, ϊνα Ορη-
σκευτικώς ομιλήσω μεν, ήθελεν αυτόχρημα έξαγιασθή.
Α.

■Sr- Έπίτώ άρξαμένωνέω έτει ή Αθηναϊκή μουσική έφημερίς «Φόρ-


μιγξ» τοΰ παρελθόντος Δεκεμβρίου έξεδόΟη πανηγυρική, ποικίλα περιέ-
χουσα άρθρα —γνωιιοδοτήσεις διαφόρων μουσικών περί τής εθνικής ημών
μουσικής. Πάντες οί τάς γνώμας αυτών δημοσιεύσαντες έν τώ ύπ’ όψιν
φύλλω τής «Φόρμιγγος» κηρύττονται υπέρ τής αποφυγής τών έν αυτή πα-
ρατηρουμένων ξενισμών καί τών νεωτερισμών καίτήςτηρήσεως τής έκ-
κλησιαστ.ημών μουσικής αγνής καί αμιγούς όθνείων στοιχείων.
Ούδένα λόγον έχομεν ημείς οί νΰν Έλληνες — λεγει ο κ. ’Εμμ. Σαγκρι-
ιότης— νά άδιαφορώμεν πρός τάς εθνικός ημών παραδόσεις καί νά έγκλημα-
τώμεν εις αυτήν τήν Πατρίδα θηρεΰοντες έν πάσι τήν μεταβολήν καί αυτών έτι
τών ίερωτάτων ημών καί τήν παραδοχήν ξένων καί όθνείων καί άλλοτρίων πρός
τόν έθνικόν ημών χαρακτήρα, άφοΰ ξένοι τιμώντες ήδη τά ήμέτερα έσπούδα-
σαν νά ο’ιφεληθώσιν έξ αύτών. "Οθεν καί τό ζήτημα τής μεταβολής καί πρός
τά ξένα μεθαρμόσεως, ήτις πολλαχώς καί υπό τάς όψεις τής επισήμου Ελληνι­
κής ’Εκκλησίας καί τής πολιτείας γίνεται ήδη άπό πολλοϋ καί έν τή Βυζαντι-
ακή μουσική, ήν άνδρες σοφοί καί έγκρατεΐς πάσης τής αρχαίας μουσικής παι­
δείας, ώς προείρηται, καί κατά πολύ βεβαίως υπέρτεροι τών νεωτέρων τολμη­
τιών, συνέθεσαν, καί πρός ήν ανέκαθεν ή ύμνική τής ’Εκκλησίας ημών ποίησις
προσηρμόσθη, είναι ζήτημα κατ’ έξοχήν έθνικόν. Πάσα δέ μεταβολή καί νοθεία
τήςίεράς ήμών μουσικής κατά μίμησιν τής Ευρωπαϊκής τετράφωνου είναι αύ-

= 105 =
ί70 ν£υσιθεώριισΐί τοΰ tutooU

τόχρημα παραποίησις κα'ι άλλοίωσις τοΰ έθΛ’ΐκοΰ ημών χαρακτήρος καί επομέ­
νως ζημίαέΟνική. Είς παρομοίαν άλλοίωσιντής μουσικής αύτοΰ ούδείς τών Ευ­
ρωπαϊκών λαών έν οϋδεν'ι χρόνο) έστερξεν.
Περί τής νέας τετραφώνου ευρωπαϊκής μουσικής φρονεί, δτι
είναι μέν ίσως επιτήδεια νά έγείρη τέρψεις λεπτοτέρας είς τήν αϊσθησεν, ού-
δαμώς δέ δύναται νά εξυπηρέτηση τήν ήμετέραν ύμνικήν ποίησιν, ήτις απαιτεί
τήνποικιλίαν τής μελωδίας,ϊνα άλλοτε μέν συντρίψη καίκατανύξη τήν ψυχήν, άλ­
λοτε δέ μετεωρίση αυτήν κατά τό έν έκαστη γραμμή τοΰ μέλους διανόημα. "ΟΟεν
καί έάν που άλλαχοΰ ήδόνατό πως νά δικαιολογηθή ή μεταβολή], όμως έν τή μουσική
τής έκκλησίαςήμών ούδείς ούδαμώς υπάρχει λόγος συνιστώνταύτην,άλλ’ δλως μάλι­
στα τουναντίον. "Επειτα δέάποβλέψατε μικρόν οίτοιαΰτατολμώντες είςτόνκαθ’ η­
μέραν βίον ήμών, πόσον άλλοιοΰται όσημέραι καί γυμνοΰται τών πατρίων καί νο­
θεύεται ύποχωρών είς τήν άκάΰεκτον τών ξένων έϋίμων εισβολήν. "Ιδετε· μετηλ-
λάξαμεν άπό πολλοΰ τόν εθνικόν ιματισμόν, μετεβάλομεν τήν άλλην δίαιταν, ήν
κατέστησαν δυσχερή αί αύξηθ είσαι υπό τοΰ νεωτέρου μάλιστα συρμοΰ άνάγκαι·
ήλλοιώΟησαν τοΰ οικογενειακού ήμών καί τοΰ κοινοινικοΰ βίου αί σχέσεις μετ’
αυτών τών φαιδρών καί τών λυπηρών αύτιον περιστάσεων. "Ιδετε. Ή δημοτική
ήμών μοΰσα έπαυσεν έν τοΐς όλβιωτέροις ο’ίκοις τών μεγαλειτέρων καί μικρο-
τέρων πόλεων νά τονίζη τά γαμήλια καί τά έπιθαλάμια· έν κοινοΐς δέχοροΐς εορ­
τών καί πανηγύρεων συνεσταλμένη ήδη δέν έκχύνει πολλαχοΰ τό εΰθυμον καί
ποικίλον εύμελές αυτής άσμα· ουδέ έν αύτοϊς τοΐς τάφοις τών προσφιλών καί
τών οικείων θρηνεί πλέον. Μόλις δέ που ακούεται έν μεμακρυσμένοις άποκέν-
τροις χωρίοις νά πανηγυρίζη καί άπό τών κοιλάδων καί τών λόφων αυτών μετά
τοΰ ποιμενικοΰ αϋλοΰ νά άπολοφύρηται τάς παλαιάς τοΰ έθνους τύχας καί τοΰ
νΰν καιροΰ τό άπρόσφορον. Κλείσατε λοιπόν κλείσατε τάς θύρας τής άγιωτάτης
Σιών, τής’ΟρθοδόξουΕλληνικής ’Εκκλησίας, είςτήνέπιδραμοΰσαν διαφθοράν καί
.
νόθευσιν τής ίεράς ήμών μελωδίας, ήν ηύλαβι'|θησαντοσοΰτοι αιώνες. Σεβασθώμεν,

"Ελληνες, τοΰτο τό έΟνικόν ήμών κειμήλιον τουλάχιστον έν τή Ελληνική Έκκλησίφ,
ήτις τάκάλλιστα έκ τής προγονικής άρχαιότητος παραλαβοΰσα μεθ’υπερβολικής αϋ-
στηρότητος διαφύλαξεν άμετάτρεπτα, δηλώσασατήν έμμονήν αυτής είς τά ανέκαθεν
παραδεδεγμένα διά τής μεθαρμύσεως τώννεωτέρων ϋμνων είς τάς παλαιάς μελω­
δίας διά τών προσομοίων αυτών καί διά τών άλλων προλόγων.
Π

Επιλέγει δ’ έν τέλει δτι,


ώς εύλόγιος άγανακτοΰμεν κατά τών ολίγων εκείνων κομιόντων σκοτεινών
μητραλοιών, οϊτινες έκακούργησαν είς τήν Πατρίδα άθετήσαντες τήν νέαν ήμών
Α.

γλώσσαν, σκοτεινά καί ασυνάρτητα καί φθεγγόμενοι καί γράφοντες καί διαλογι-
ζόμενοι, ούτως όφείλομεν καί τούς τήν έθνικήν ήμών μουσικήν έν τή Έκκλησίφ
καί έν τή δημώδειήμυιν ποιήσει διαφΟείροντας καί νοθεύοντας νά άπωθώμεν
πάση δυνάμει καί νά άποκρούωμεν παραδίδοντες είς τήν άράν τοΰ "Εθνους, ϊνα
μή τελεσφορώσιν.

Ό κ. Σ πυ ρ. Παπαγεώργιος επί τοΰ αύτοΰ Άέματος γραφών


φρονεί, ότι η σημερινή εν τοΐς ναοΐς ψαλλομένη μουσική δέν εινε ή πα­
λαιό μουσική τής ’Εκκλησίας, διότι
εις την μουσικήν τοΰ Δαμασκηνού ύπεισήλθον έξ έπιρροής τοΰ περιβάλλον­
τος καί τοϊν καιρικών περιστάσεων καί πολλά αραβικά, περσικά καί τουρκικά
στοιχεία, προς αποχωρισμόν τών οποίων απαιτείται, κατά την γνοηιην τοΰ αοί­
διμου Κοραη, «η γνώσις τής αρχαίας ελληνικής γλίόσσης, ώς καί ή γνώσις της
ευρωπαϊκής μουσικής».
Ο κ. Παπαγεώργιος ομολογεί, οτιδέν είνε μέν πολέμιος τής τετρα-
ιρωνίας, άλλάφρονών συγχρόνους, οτι τήν βυζαντινήν μουσικήν
παραλαβόντες παρά των πατέριον, οιρείλομεν νά διαφυλάζωμεν toe παρακα­
ταθήκην ^πολύτιμον, αφοΰ πρώτιστα καΰαρισωμεν αυτήν, εκφράζει τήν έπιΰυ-
μιαν να εζευρεΟή τροπος συνδυαζων την βυζαντινήν μονοφωνίαν μέ τήν νεωτέραν
τετραφωνον αρμονίαν, έργον,τό οποίον δέν είνε τοΰ τυχόντος, καθότι απαιτείται
η εν τψ αυτά) προσωπιρ συγκέντρωσις πολλών προσόντων, διότι ουτος πρέπει 1)

= χοδ =
"(Ξλλιιμικόί· Turoos
Ι7Ι

νά γινώσκη έντελώς τήν εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν 2) νά γινώσκη εντε­


λώς τήν ευρωπαϊκήν μουσικήν 3) νά γινώσκη ακριβώς τήν άρχαίαν ελληνικήν
γλώσσαν-4) νά γνωρίζη τήν φύσιν τών αισθημάτων τής ανθρώπινης καρόίας· ϋ)
νά^γνωρίζη τόν οίκεϊον έκαστου τροπαρίου καί εκκλησιαστικού φσματος ήχον,
τύιφάρμύζοντα_ χρόνον καί κατάλληλον ρυθμόν καί 6) νά έννοή καί έμβαθΰνη
εις τήν ιδέαν τού έκάστοτε εκκλησιαστικού ρσματος καί τών έκάστων λέξεων
έν γένει.

Τήν άποκάάαρσιν από τών ξενισμών τής εκκλησ. ημών μουσικής συμ­
βουλεύει καί ό έν Μόσχα άρχ. κ.Ί [άκω β ο ς] Β[ατοπαιδ ινός]. Κατά
τήν γνώμην αυτού, εάν ή μουσική ημών, ώς έχει, εινε πραγματικώς καλή,
έν τοιαύτη περιπτώσει ή έξ αυτής μουσική έντυπωσις τίά ήτο άντικειμε-
νικώς άγαάή, διότιτό καλόν άρέσκει πάσιν έξ ίσου απολύτως. Δέν συμ­
βαίνει όμως τούτο-
εκτός ημών, ο'ίτινες έκ παίδων έθίσθημεν εις τό ΰφος τούτο, τό ούτωσίν
έκτελούμενον, ΰιρος μονότονον, κλαυθ μηρόν καί πένθιμον, άλλά καί κουραστικόν
συνάμα, εις τά άργά ιδία μέλη, ή μουσική ημών ή εκκλησιαστική εις πάντα ξέ­
νον, φίλον καί εκτιμητήν τοΰ ωραίου, έμποιεϊ έντόπωσιν ούχί πολύ εύάρεστον
καί κολακευτικήν δι’ ημάς· τύε!ρρινον καί μονότονον εϊσιν αί πρώτοι έντυπώ-
σεις αί εις αυτούς προσγινόμεναι· αληθώς δέ, έάν έξ αντικειμενικής άπόψεως,
δίχα εθνικής προκαταλήψεως, έξετασθή τύ πράγμα, θά έννοήσωμεν καί θά πει-
σθώμεν, ότι ώς έχει καί έκτελειται αΰτη σήμερον έν τοϊς ήμετέροις ίεροΐς ναοΐς
μονύφωνος, μονότονος, χασμωδική, ούχί σπανίως δέ καί έν άτάκτοις φωναϊς
καί κινήσεσιν έκιραινομένη, αδύνατον νά άρέση καί ένΟουσιάση ανθρώπους α­
ληθώς φιλομούσους, ών τό ούς καί θρησκευτικόν αίσθημα έίΚσθη εις καλήν
πολύφωνον καί αρμονικήν μουσικήν καί μελωδίαν Ιεροπρεπή.
.
Τούτων ούτως έχόντοτν ή μουσική πρέπει νά άποκαάαρΟή άπό

τών ξενισμών, τών ανόητων λαρυγγισμών καί τερετισμάτων, έφ’ οίς διαπρέπει
νϋν τό πολύ τών "ψαλτών ημών, μεταρρυθμιζόμενη όμως, τής βάσεως καί ού-
σίας μενούσης αμεταβλήτου, διά τής εισαγωγής τού συστήματος τής έν κλίμακι
έρρυθμο) καί αρμονική, ΰφει δέ Βυζαντινή) πολυφωνίας υπό πολυμελούς χορού
Π

καταλλήλως καταρτιζομένου καί έν όμοιομόρφίι) σεμνή περιβολή εις τήν εκκλη­


σίαν παρισταμένου- τό σύστημα τής μονοφωνίας δύναται καί πρέπει άπαραβάτως
νά διατηρηθή εις τό στιχιραρικύν μέλος τών έσπερινών καί ιερών ακολουθιών
Α.

μόνον, όπως ψάλλωνται, ύπηχούντων το)ν λοιπών μελών τού χορού, ϊνα καί αί
λέξεις τών φδομένων φσμάτων, κανόνων καί καταβασιών άκούωνται εύκρινέστε-
ρον καί ό τόνος αύτών άποδίδεται μάλλον πρωτότυπος καί ώς οΐύν τε τελειό­
τερος, τό δέ λειτουργικόν μέρος έν άρμονίφ πολυφώνφ Βυζαντινής μουσικής
ψάλληται ύπό τού όλου πολυμελούς χορού, καλώς, ώς έφθημεν είπόντες, συγκε-
κροτημένου. 'Όταν δέ λέγωμεν καί προτείνωμεν ένταύθα τήν έν Βυζαντινά) ΰιρει
αρμονικήν πολυφωνίαν, μηδείς ύπολαβέτω, ότι πλησίστιοι βαίνομεν καί προτείνο-
μεν τήν ύποκατάστασιν τής έθνικής έκκλησιαστικής ημών μουσικής διά τής λε-
γομένης καί εις τινας ναούς τής καθ’ ημάς Χριστιανικής ’Ανατολής εισηγμένης
πιθανώς καί νύν, τετραφώνου ή Εύρωπαϊκής άλλως ονομαζόμενης μουσικής·
τοιοΰτό τι οΰτε προτείνομεν οΰτε έπιποθοΰμεν διότι καλώς γινωσκομεν, ότιήκι-
στά έστιν αΰτη κατάλληλος (ώς τούλάχιστον έκτελειται αΰτη νύν υπό τών οπα­
δών αύτής) νά άποδώση τύ ΰψος, τό μέλος καί τόν τόνον, άλλά καί τόν ρυθμόν,
εις όν έποιήθησαν καί έτονίσθησαν έν ποιητική έξάρσει οί κανόνες ιδίςτ αί κα-
ταβασίαικαί τά λοιπά πλήρη ιερού μεγαλείου καί ποιητικού κάλλους μσματα τής
έκκλησιαστ. ακολουθ ίας. Τήν πολυφωνίαν, ύπό τήν κλίμακα πάντοτε τής Βυζαντι νής
μουσικής, έννοούμεν κυριωτέρως διά τήν λειτουργίαν ή καί δι’ ώρισμένα άλλα
μέρη τής ακολουθίας, οίον τόν πολυέλαιον, τό «Φως ιλαρόν» κ.λ.π. διότι
αρμονία τοιαύτη πολύφωνος έν τή θείφ λειτουργίφ είνέ τι μεγαλοπρεπές, πλή­
ρες ιερού ένθουσιασμοΰ, αγγελικόν αληθώς, μηδεμίαν έχον σχέσιν πρός τήν
περιλάλητοι1 τετράφωνοι’, ήτις τύσω σκανδαλιόδης κατέστη καί όνύματι μόνον
άκουομένη. "Οστις συνέβη νά άκούση ρωσσικήν έκκλησιαστικήν μουσικήν έκτε-
λουμένην ύπό μεγάλου καί τελειοτάτου — οίος ό Συνοδικός ή και άλλοι έν Μύ-

= 107 =
ΧΞχυιΟιοόρι icris ίου Τάωου
112

σχα ή έν Πετρουπόλει—χοροΰ εν τφ καθεδρικφ ναφ τού Κρνμλίνοιι εϊς πα­


νηγυρικής καί μεγάλος έορτάς. δά όμολογήση άναμφηρίστως σύν έμ.οί, ότι ή
πολύιρωνος αϋτη καί αρμονική μουσική οΰδεμίαν έχει σχέσιν πρός τήν μουσι­
κήν τοΰ -θεάτρου ή άλλην τινά κοσμικής προελεύσεως τοιαύτην ακριβής δύ-
ναταί τις είπεΐν συμβαίνει ολως τουναντίον ή μεγαλοπρέπεια, τό ιεροπρεπές, ό
ιερός ενθουσιασμός εινε τά μόνα αισθήματα, άτινα εμπνέει καί διεγείρει ή ί)ε­
υπρεπής εκείνη μελφδία, ή άντηχοϋσα υπό τούς δόλους έν μέσο) τοσούτου
άλλου ίεροΰ μεγαλείου καί περιβάλλοντος. Φαντάζομαι όποιον μεγαλεΐον, όποιον
άρρητον κάλλος καί δεσπεσίαν εις τέχνην καί αρμονίαν πνευματικήν ευφροσύ­
νην καί συγκίνησιν ίεράν δά έξεγείρη έν ήμϊν ή πολύιρωνος αύτη άρμονία, είρ-
μοσμένη έντέχνως καί καλλιεργούμενη υπό τών Μουσικών Σχολών εις τί|ν Βυ­
ζαντινήν ημών Μουσικήν, καδαιρομένην έπιμελώς άπύ τών παρεισάκτων ά μ α­
νόδων καί λοιπών κακοήχων τής φωνής διαστρεβλώσεων.
Έν τώ αύτώ φύλλω τής «Φόρμιγγος» παρατίθενται στίχοι καλάν-
δαιν τοΰ αγίου Βασιλείου διαφόρων ελληνικών μερών, οίον τοΰ 'Ορτάκιοϊ
Άδριανουπόλεως, τής Λεβαδείας, των παραλίων τής Προποντίδος χωρίων:
Καμάραι, Δεμερτζίκι καί ’Α,κ-Σάζ, τής έν Θράκη Περιστάσειος κ.λ. μετά
του μουσικού αυτών τονισμού. Έκ τούτων παρατιθέμεθα ενταύθα τά πρω-
τοτυπιυτερα «Λαζικά» των επαρχιών Χα/.δείας, Τραπεζούντος, Κολιο­
ί’ίας καί τών λοιπών τού Πόντου χωρών.
Χριστός γεννέδεν χαρά στόν κόζμου
Νά καλή ώρα νά καλή.σου 'μέρα,
Νά καλόν παιδίν πόήι’ έγεννέδεν.
Πόψ1 έγεννέδεν κΓ αΰρ1 ένεστέδεν.
Άφτεΐ τό κερίν κρατεί βαγγέλιον,
.
Γράφτει γράμματα οίτ’ άναγνιόδει.

Γραφτεί κΓ ό Χριστόν τήν Παναγίαν,
Τήν Παναγίαν τής Θεοτόκον.
Έκαβάλκεψεν χρυσόν μουλάρι.
νΑς τά κρόνκικα κια στήν καρδίαν.
Άρπαξάνατον οί σκύλ’ Εβραίοι.
Π

Σκύλ’ Εβραίοι τρισκαταραμένοι.


Ό σταυρός γέμαν έ'σταξεν καί μύρον έστάδην.
'Όπου έσταξεν κι’ ό κόσμον μυρ’ έστάδην.
Α.

cm Τή Ιο τού παρελθόντος ’Ιανουάριου έν τή μεγάλη αιθούση τών


τελετών τού Εθνικού Πανεπιστημίου τής Έλλάδς έτελεΐτο ή έορτή τής
συμπληρώσεως τεσσαρακοταετόϋς διδασκαλίας έν τή Θεολγική Σχολή
τού Πανεπιστημίου τοϋ εκ τών καθηγητών κ. Α. Δ ι ο μ ή δ ο υ ς Κ υ ρ ι α-
κ ο ΰ, παρόντιον τοϋ τε Σ. Μητροπλίτου καί τινων αρχιερέων, τοϋ
υπουργού τής Παιδείας, πολλών καθηγητών καί υφηγητών τοϋ Πανεπι­
στημίου, τών φοιτητών τής Θεολογικής Σχολής, τών ιεροσπουδαστών
τής Ριζαρείου καί πολλοΰ άλλου πλήθους.
Τον έορτάζοντα προσεφώνησαν δι’ ολίγων, άλλ’ έπικαίρων, ό Πρύ-
τανις τού Πανεπιστημίου κ. Μ. ΚατσαριΤς, ό Κοσμήτωρ τής Θεολογικής
Σχολής κ. Ν. Παππαγιαννόπουλος καί από μέρους τών φοιτητών δ
φοιτητής τής ^θεολογίας Παν. Άρχιμ. κ. ’Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης, εις ους
άπήντησεν ό έορτάζων διά τής άναπτιί'ξεως τής μεθόδου, ήν ήκολούΟη-
σεν έν τή συγγραφή τής Εκκλησιαστικής αυτού ιστορίας.
Ο κ. Α. Δ. Κυριάκος, κατα τό τεσσαρακονταετές διάστημα τής πανεπιστη­
μιακής διδασκαλίας αυτού συνέγραψε τά εξής έργα: τφ 1873: Δοκίμων Εκκλη­
σιαστικής Ιστορίας, τφ 1870: Σειράν Θρησκευτικών μαδημάτων πρός χοήσιν
τών έν τοΐς σχολείοις τής μέσης έκπαιδεύσεως μαδητευόντων, τώ 1877: ’Απάν­
θισμα έκ τής 'Αγίας Γραφής, τφ 1881: Έκκλ. Ιστορίαν (δίτομον), τώ 1883 :

= το8 =
"G\\ll|JIK0i Tuidos
173

Μελετάς, τώ 1893: Άντιπαπικά, τφ 1897—8 : 'Ιστορίαν τής ’Εκκλησίας άπό


τής ίδρύσεως αυτής μέχρι τών καθ’ ή μας χρόνων (εις τόμους 3), τώ 1898: Έγ-
χειρίδιον Πατρολογίας καί Θεολογικάς διατριβάς, τφ 1905: Λόγους πιστού
χάριν τών πολλών. Έκτος τών έργων τούτων, συνέγραψε καί πολλά άρθρα έν έλ-
ληνικοΐς, γερμανικοΐς καί γαλλικούς περιοδικούς καίέφημερίσι,γνωστόν δέ εινε τό
μέρος τό όποιον έλαβεν ένταΐς περί τής ένώσεως τών ΠαλαιοκαΟολικών μετά τής
’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας συζητήσεσιν, άποδείξας εαυτόν αντίποδα του δογματικού κ.
Ζήκου Ρώση.Ό κ. Α. Δ. Κυριάκός πολλαχώς κατά τό διάστημα τής καθηγεσίας αυ­
τού έτιμήϋη, διότι τώ μέν 1879 ή Βασιλεία διώρισεν αυτόν Επίτροπον παρά τή
I. Συνόδψ τής 'Ελλάδος, τώ 1891 ή Πολιτεία έξελέξατο αύτόν μέλος τής έν τφ
'Υπουργείφ τών Εξωτερικών ’Επιτροπείας πρός ένίσχυσιν τής έλλην. ’Εκκλησίας
καί παιδείας, τφ 1895 τό ΙΙανεπιστήμιον έξελέξατο αύτόν Πρύτανιν, ή δέ Θεο-
λογική Σχολή αύτοϋ τιρ 1901 έτίμησε διά τοΰ τίτλου του επιτίμου Διδάκτορος
τής Θεολογίας.
Εΐνε όμολογουμένως ευτύχημα μέγα καί διά τό Πανεπιστήμιον καί διά τόν
εορταστήν ό εορτασμός τεσσαροκονταετούς διδασκαλίας αδιάλειπτου έν άκμαίρ
ίιγιεία καί Ααλαρφ γήρα. 'Η τόσον μακροχρόνιος, συναπτή καί απερίσπαστος
διδασκαλία δύναται νά καταστή αυτόχρημα δημιουργός σχολής άπύ έδρας, πρύ
τής οποίας παρέ|λασαν τεσσαράκοντα τάξεις φοιτητών τής θεολογίας. 'Ο κ. Λ.
Δ. Κυριάκός είργάσίίη κυρίως κατά τό διάστημα τούτο ώς δημιουργός τγς στοι­
χειώδους ελληνικής Θεολογικής παιδεύσεως, ήτις εινε ή βάσις καί τό -θεμέλιον
τής έπιστημονικής μορφώσεοις. Γράφων δ’ ώς τά πολλά διά τούς πολλούς, έμόρ-
ιρωσεν ΰφος σοβαρόν καί ήρεμον καί γλώσσαν επαγωγόν καί λείαν, τέρπουσαν
άμα καί διδάσκουσαν.
Είςάνάμνησιν του εορτασμού τής τεσσαρακονταετηρίδος ταύτης,’Επιτροπεία
ίιπύ τήν προεδρείαν τοΰ Σ. Μητροπολίτου θά προβή εις συλλογήν εράνων πρός
Ϊδρυσιν υποτροφίας έν τή Θεολογική Σχολή τοΰ Έθν. Πανεπιστημίου διά τούς
.
έκ τών φοιτητών αύτής άριστεύοντας.

ζί/ι 'II «’Εκκλησιαστική ’Αλήθεια» παρέχει στατιστικός πληροφο­
ρίας περί τής εκπαιδεύσεοις έν πόλεσιν επαρχιών τινων.
Εις 2016 άριθμοΰνται οί φοιτώντες εις τά δημόσια έκπαιδευτιήρια Κυδ ω­
νιών, έκτός 250 διδασκομένων ο’ίκοι παρά δημοδιδασκαλίσαις- ό αριθμός τών
Π

διδασκάλων ανέρχεται εις 45, άρρενας καί Όήλεις. Έν τφ γυμνασίω (επταταξίω)


εννέα διδάσκαλοι διδάσκουσιν 188 μαθητάς· έν τοϊς παρθεναγωγείοις διδάσκουσι
18 διδασκάλισαι. ‘II έτησία δαπάνη τάς Ιίοινότητος άνέρχεται εις τρισχιλίας λί­
Α.

ρας... Τό «Ταιιεΐον ’Ελεημοσύνης» τών άπορων μαθητών κατά τό σχολ. έτος


1906-7 έδαπάνησε σχεδόν 00 λίρας. Εις 400 μαϋητάς διενεμήθησαν βιβλία δω­
ρεάν. Εις 110 έχορηγήόησαν υποδήματα, εις G0 ένδύματα. Αί πρόσοδοι αυτού
προέρχονται έξ ετησίων έράνων τών διδασκάλων τών αρωγών μελών, έξ επιδό­
ματος τών εφοριών τών σχολείων, έκ τού φυχομεριδίου καίέκ τών ετησίων καί τών
εβδομαδιαίων προσφορών τών μαθητών.
Έν Ν αζλιω (έπαρχία Ηλιουπόλεως) έπί πληθυσμού ολικού 13000 κατοίκων
οί 2500 είσιν έλληνες ορθόδοξοι, 350 ίσραηλϊται, 300 άρμένιοικαί οί λοιποί μω­
αμεθανοί. Εις τά σχολεία τής έλλην. όρΟ. Ιίοινότητος φοιτώσιν 140 μαθηταί,
130 μαθήτριαι καί 150 νήπια. ‘Ο διά τήν έκπαίδευσιν έτήσιος προϋπολογισμός
αναγράφει 300 λίρας τουρκίας. Διά τών χρημάτων τούτων συντηρείται έπτατά-
ξιιις σχολή άρρένων, πεντατάξιος θηλέων καί νηπιαγωγείου.

= log =
"θτπιθεοόρΗσι^ του Τνπσου
174

ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ

v/i Π ρωτότυπος είνε ό τρόπος, κατ')’όν γίνεται τό ιερόν κήρυγμα


Ιντόΐς εν Αμερική ναοΐς. Καί)’ έκαστον έτος γίνεται πλειοδοσία των έν
τώ ναφ καθισμάτων μετά προηγουμένην ειδοποίηση» αναρτώμένην εις
τούς τοίχους τών ναών καί περιλαμβάνουσανκα! τό διάγραμμα τοϋ ναού,
ώστε έκαστος νά διιναται νά εκλέξη προς αγοράν οίανδήτινα Όέσιν απα­
ράλλακτα ώς γίνεται εν τοίς Όεάτρόις. Μετά την αγοράν τής ί)έσεά>ςτου
έν τώναώό χριστιανός απέρχεται συναποκομίζων και την κλείδα αυτής,
ήν επιστρέφει μετά εν έτος ακριβώς, οπότε γίνεται νέα πλειοδοσία. Κατά
την περιγραιρήν τοϋ ρώσου ίερέως Λεοντίου Μαξίμοφσκη (έντώ
«Άγγελισφόςω τής επαρχίας Σμολένσκης»)
. έκαστος ναός προαπαιτεί νά απόκτηση τούς διασημοτέρους καλλιφιόνους
καί τούς άοιστούς Ιεροκήρυκας, ϊνα κατορί)ωί)ή ή εϊσπραξις έκ τής πλειοδοσίας
τών ύέσεων πλειόνωνχρημάτων, διά τε τής αυξήσειος τής τιμής αυτών καί διά
τής προσελκΰσεως πολυαριί) μοτέρ ου εκκλησιάσματος. Όσάκις ό ιεροκήρυξ είνε
ανίκανος, τό ταμεΐον τοΰ ναοΰ κενοΰται, έπακολουύοΰσι χρέη καί ό ναός έκτί-
ΰεται έντή άγορα εις μειοδοσίαν πρός άπότισιν τοιν χρεών, ώς σύνηύες κτήμα.
Έκ τούτου εξηγείται ή μέριμνα τών ναών περί άποκτήσεως καλοΰ ίεροκήρυκος.
Π ρός τόν σκοπόν τούτον οί, ούτως είπεΐν. έπίτροποι παρακολουύοϋσιν επιμελέ­
στατα τήν δράσιν τών ιεροκηρύκων καί έν ξέναις χώραις, πολλάκις δέ άποστέλ-
λουσι καί ειδικούς απεσταλμένους πρός άγραν άριστων ιεροκηρύκων. Εύνόητον,
ότι, ούτως έχόντων τών πραγμάτων, ό τύπος μεγάλως ένδιαφέρεται περί τοϋ κη­
ρύγματος, τιί δέ φύλλα έκάστης Δευτέρας εξάπαντος περιέχουσι κρίσεις περί
.
ταιν Κυριακών κηρυγμάτων. Τούτο δηλοΐ, ότι τό κήρυγμα άναγκαίως διακρα-

τεΐται εις τό ύψος αυτού ώς σπουδαιοτάτη καί μεγίστη δύναμις.
‘Η εξωτερική υφή τοΰ αμερικανικού κηρύγματος είνε σφόδρα ιδιότροπος.
Τών άμερικανών όντων άπό φύσεως άγαν ζωηρύιν καί ευκινήτων, οί ιεροκήρυκες
διακρίνονται επί υπερβολική κινήσει τοιν μελών αυτών πρός έκφρασιν τοιν δια-
φορωτάτιον αίσϋημάτων. 'Η ευκινησία τοιν ρητόρων αΰτη είνε μάλιστα ενίοτε
Π

κωμική. Διότι κινοΰσιν δχι μόνον τάς χεϊράς των, αλλά καί δλον αυτών τό σώμα.
Λναλόγως τοιν εκφράσεων καί τών εννοιών ό ρήτωρ ότέ καταβιβάζει την κε­
φαλήν καί κρύπτει τό πρόσωπον διά τοιν χειρίύν, ότέ ρίπτει αυτήν πρός τά όπίσω
Α.

καί κρατεί διιί τών δακτύλων, ότέ άποτόμως γονυπετεΐ, ή πηδά —κυριολεκτι-
κώς—πρός τά άνω, κροτεί τάς παλάμας, τύπτει διά τής πυγμής τήν έδραν διά
τής φωνής του αλληλοδιαδόχους υποκρίνεται τόν μόλις ακουστόν ψίθυρον καί
αμέσως τάς βροντάς καί τούς κεραυνούς, ώστε ένοιπιόν σας έχετε συγχρόνως καί
συντετριμμένον έν μετανοία αμαρτωλόν καί τιμωρόν δικαστήν. Πάσαι αύται αί
κινήσεις καί αί μεταστροιραί τής φοινής άποτελούσιν έπαγγελματικήν επιτήδευ­
ση· καί ύπόκρισιν παρά τοίς άμερικανοϊς έκκλησιαστικοίς ρήτορσι, καταντώσαν
μέχρι περιζητήτου καλλιτεχνικής έκτελέσεως. Εκτός τοΰ έξωτερικοϋ πλαστικού
δραματισμοΰ οί άμερικανοί ιεροκήρυκες άσκοϋσι καί τήν γλοισσαν αυτών έν εύ-
κινησίρ καί παραστατικότητι, ικανήν νά έκφράση τάς διαφορωτάτας συλλήψεις
φαντασίας πλουσιωτάτης καί τιίς ποικίλας έντυποισεις λεπτοτάτης παρατηρητι­
κότητας. Ούτω συχνάκις διαζωγραφοΰσιν εικόνας τοϋ κοινωνικού βίου μετά πε­
ρισσής καί αξιοΟαυμάστου τέχνης, πολλάκις δέ σπουδαίου τινός κοινωνικού γε­
γονότος ή φαινομένου τήν περιγραφήν καί παράστασιν σπεύδουσιμάλλοννάάκού-
σωσιν έν τώ ναώ ή νά άναγνώσωσιν έν ταϊς έιρημερίσι. Κατά κόρον οί ιεροκή­
ρυκες έν τφ λόγιο αυτών μεταχειρίζονται φιλοσοφικός ρήσεις καί παροιμίας,
στίχους καί ανέκδοτα, τεμάχια δραμάτων, τραγωδιών καί κωμωδιών καί ευφυ­
ολογήματα μετά λογοπαιγνίων. Ενίοτε τοιαύτην κωμικήν έκφρασιν λαμβάνει ό
λογος, ώστε ολόκληρον τό εκκλησίασμα μέχρι δακρύων γελά. 'II κυριωτέρα δύ-
γαμω καί η σημασία τοΰ κηρύιγματος έγκειται έν τούτω, ότι, μή πεςιιοριΚόμενον
έν ωρισμένοις πλαισίοις, έπικρίνει καί έξετάζει οίονδέρποτε μάλλον ή ήττον
σπουδαΐον καί αξιοπαρατήρητον φαινόμενον τοΰ καίίημερινοΰ κοινωνικού βίου
καί δανείζεται τό περιεχομενον αυτού έξ αυτού τοϋ βίου, ώς οίτος έχει, ώς γε-

= ΙΙο =
Zeros’ Tuotos·
175

νώσκουσιν αυτόν ol άκρόαταί. ’Εντεύθεν προκαλεϊ ζωηρόν ενδιαφέρον καί έν τη


κοινωνίρ. καί έν τώ τύποι καί καθίσταται, ώς ανωτέρω έλέχθη, μεγίστη κοινω­
νική δύναμις, έπιδρώσα σημαντικώς έπί τής κοινωνικής γνο'ιμης.
‘Η διαφορά ή παρατηρούμενη μεταξύ τοΰ ορθοδόξου κηρύγματος
καί τοΰ αμερικανικού — προτεσταντικού, οφείλεται εις αυτόν τον χαρα­
κτήρα άμφοτέρων τών ομολογιών. Ό ορθόδοξος ναός εινε ναός τού
Θεού, ό δε προτεσταντικός ναός εινε αίθουσα δημοσία, έν ή
τελούνται αί κοιναί ευκτήριοι συναθροίσεις. Παρά τοΐς όρ-
θοδόξοις ό Ιερεύς είνε οΐκέτης καί ικέτης τού Θεού μετά πληρεξουσιότη­
τας άνωθεν, ενώ τών διαμαρτυρομένων δ πάστωρ εινε ελεύθερος ρήτωρ,
μηδαμώς σχεδόν διακρινόμενος τού έπαρυλλιδογράφου εφημερίδων. Τό
κήρυγμα τών δρθοδόξον είνε διδασκαλία προς κράτυνσιν τής πίστεως καί
τής χριστιανικής ηθικής, τό δε τών προτεσταντών εινε μάλλον έ'ργον δη­
μοσιογράφου κρίνοντος περί τών γεγονότων τής ημέρας καί τών φαινο­
μένων τού βίου. "Ο,τι όμως εινε άΤμον μιμήσεως έν τώ κηρύγματι τών
άμερικανών εινε ό συ γχρ ο ν ιτ ιστ ικός αύτού χαρ ακτή ρ. Έάν οί
ήμέτεροι ιεροκήρυκες θέλουσινά μη κενολογώσι καί νά βλέπωσιν απτά τά
αποτελέσματα τού κηρύγματος αυτών, πρέπει νά λαμβάνωσι τά θέματα
αυτών έκ τοΰ καθ’ ημέραν βίου, νά ήνε γνώσται τών άπασχολούντων την
κοινωνίαν αυτών ζητημάτων καί προβλημάτων. Τά τοιαύτα κηρύγματα,
ώς έκτοΰ συγχρονιστικού αυτών χαρακτήρος, καί έλκύουσι καί αποτελε­
σματικά είνε, διότι προκαλούσι ζωηρόν τό ενδιαφέρον, εινε κηρύγματα
.
ζώντα καί ή διδασκαλία αυτών παράγει καρπούς.

οοο Μετά τον χωρισμόν τής Εκκλησίας από τού Κράτους έν Γαλλία
καί την έκ τού Κράτους έκδίωξιν τών διαφόρων λατινικών ταγμάτων πολ­
λοί έν Γαλλία ήγειραν φωνήν περί τής χρησιμότητος τών ταγμάτων έν τή
’Εγγύς'Ανατολή, ώς διαδιδόντων την γαλλικήν γλώσσαν καί, επομένως,
Π

ώς έπαυξανόντων την γαλλικήν έπιρροήν καί άξιοπρεπώς άντιπροσω-


πευόντων τό γαλλικόν εθνικόν πνεύμα. Τό πράγμα δεν έβράδυνε νά άχθή
Α.

εΐςπεριωπήν ευρείας συζητήσεως, ό δέκ. A. Aulard έπεχείρησε μάλιστα


καί περιοδείαν άνά την Τουρκίαν, ϊνα, έκ τού σύνεγγυς σπουδάσας τά πράγ­
ματα, μόρφωση σαφή γνώμην περί τής καταστάσεως έν γένει τών σπου­
δών τήςγαλλ. γλώσσης έν ’Ανατολή καί τής έν αυτή χρησιμότητος τών
ιερατικών ταγμάτων. Τό πόρισμα τών παρατηρήσεων αυτού, έπανακάμ-
ψας εις Παρισίους, έδημοσίευσεν, ύποστηριζόμενον καίύπό τοΰ de Lanes-
san, έν τώ «Siecle» καίτή «Depeche», συνοψίζεται δ’ εις την έξήςθέσιν :
Τά ιερατικά τάγματα, αν μή δλως παραβλάπτωσιν, έλάχιστα όμως ωφε-
λούσι την Γαλλίαν διά τών έν ’Ανατολή σχολών των διότι πρώτον μέν άφο-
ρώσι μάλλον εις σκοπούς προσηλυτιστικούς, πράγμα, δπερ άπεχθάνονται οΐ τε
χριστιανοί, οί όθωμανοί καί οί Ιουδαίοι, δεύτερον δέ, διότι μεταχειρίζονται
διδακτικά βιβλία συγγεγραμμέναυπό ατόμων έχθρικώς διακειμένων πρός τό γαλ­
λικόν πνεύμα καί τήν γαλλικήν ιστορίαν, διαφθειρόντων άρα διά τών ψεύδεων
αυτών τάς συνειδήσεις τών τε γαλλοπαίδων καί τών ξένων.
Τούτων ούτως έχόντων ό κ. Aulard συνιστά εις τήν γαλλικήν Κυ-
βέρνησιν, αντί νά έρχηταιέπίκουρος εις τάς σχολάς τών ταγμάτων, νά βο-
ηθή δι’ έπιδομάτιον τάς λαϊκάς σχολάς, έν αίς μετά θαυμαστής έπιτυχίας
διδάσκεται, έν ’Ανατολή ή γαλλική γλώσσα. Αί εισηγήσεις τού κ. Aulard
καί τών όμοφρόνων έπέτυχον, όπως ή Βουλή ψηφίση έτήσιον έπίδομα εις
τάςτοιαύτας λαϊκάς σχολάς έκ 18,000 φρ. έπί δεκαπενταετίαν.

= III =
ι?6 "Οτοιθοοόριισίϊ τού Τάτπου

«Διατί —ήρώτα τόν κ. Aulard όθυιμανόςτις— διατί μας αποστέλλετε τούς


μοναχούς σας, άφοΰ υμείς αυτοί δέν τούς θέλετε εν Γαλλίρ. ; Διατι ΰελετε νά
μας έκπαιδεΰητε δτ’ ανθρώπων, τούς οποίους υμείς οί ίδιοι κρίνετε αναξίους νά
έκπαιδεύωσι τά τέκνα σας ;»
Δαμασκηνός δέ τις έκτων επιφανών έβεβαίου, οτι
όχι μόνον ό φανερό: σκοπός τοΰ προσηλυτισμοί άπωθεΐτούς Οθωμανούς από
τών σχολών των ταγμάτων, άλλα καί αυτί] ή μέθοδος αυτών τοΰ κοσμεΐν τούς
τοίχους τών παραδόσεων από άνωθεν έως κάτω δι’ εικόνων της Ίεράς-Καρδίας,
ή ύπ’ αυτών υπερβολική έξύμνησις τών σταυροφορία»' καί αυτή έτι ή απλή τών
ενδυμασιών αυτών θέα είνε άποκρουστικά διά τούς βουλομένους νά σπουδάσωσι
παρ’ αύτοΐς τήν γαλλικήν.
-Jr- Έξ αφορμής τοΰ υπό τών Grenfell καί Hunt εσχάτως έκδοι)εν­
τός πέμπτου τόμου τής Αιγυπτιακής παπυρολογίας ό διακεκριμένος αρ­
χαιολόγος Jules Nicole έν τή Journal de Genfeve τής 28 Δεκεμβρίου
μεταφ ράζει τεμάχιον χειρογράφου τοΰ Δ' μ. X. αίώνος, έν φ έκτίίίεται
έπεισόδιον έκ τοΰ βίου τοΰ Ίησοΰ Χρίστου προσομοιάζον γενικώς πρύς
τό υπό τοΰ Εΰαγγελιστοϋ Μάρκου ίστοροΰμενον έν ζζ 1-2.Ί καί υπό
τοΰ Εΰαγγελιστοϋ Ματθαίου έν κε', 1-20, όπου ή σκηνή έξελίσσεται ουχί
έν 'Ιεροσολΰμοις, αλλά παρά τήν Γενησαρέτ. Κατά τόν Jules Nicole
ό συγγραφεύς τοΰ νέου Ευαγγελίου δέν φαίνεται νά γνωρίζη επακριβώς ούτε
τήν τοπογραφίαν τοΰ ναοΰ, ούτε τήν τής αγίας πόλεως, ούτε τά θρησκευτικά έ­
θιμα τών ’Ιουδαίων έπί τών χρόνων τοΰ Μεσαίου· ίσως είνε αίγύπτιός τις χρι­
στιανός. Ώς πρός τόν χρόνον τής συγγραφής είνε δύσκολον, αν μή καί άδΰνα-
τον, νά καθορισθή οΰτος μετά τίνος βεβαιότητος. Κατά πάσαν πιθανότητα δέν
είνε μεταγενέστερος τοΰ τέλους τοΰ β' αίώνος, διότι κατά τήν εποχήν ταύτην
.
τά τέσσαρα κανονικά ευαγγέλια εΐχον ήδη άποκτήση κΰρος τοιοΰτον, ώστε δέν

διεκινδύνευέ τις σχεδόν ν’ άπομακρυνθή αυτιών όμιλών περί τοΰ έργου τής
υπό τοΰ Κυρίου άπολυτρώσεως. Αί απόκρυφοι διηγήσεις, δι’ών έπλουτίζετο
έτι ή εκκλησιαστική φιλολογία, περιεστρέφοντο περί τήν παιδικήν ηλικίαν τοΰ
Σωτήρος καί έν τή μετά τήν Άνάστασιν αΰτοΰ περιύδιο, ή περί τά γεγονότα
εκείνα, άτινα οί Εϋαγγελισταί παρήλθον έν σιωπή.
Π

Ό κ. Nicole μετ’ έπιφυλάξεως υποθέτει, ότι,καθ’ ό'σον δΰναταί τιςνά


αυμπεράνη έκ τής αντιπαραβολής τών τεμαχίων, τό ΰπ’ όψει μνημεΐον
Α.

δέν φαίνεται νά άνήκη εις τόν αυτόν συγγραφέα τοΰ κατά Πέτρον Ευ­
αγγελίου, τό όποιον εύρέθη έν Αίγιίπτω προ δεκαπεντάδος έτών.
Ό τόνος—λέγει—καί ή τάσις τοΰ υπό έ'ξέτασιν τεμαχίου φαίνονται εύαγ-
γελικωτερα τών έν τώ εΰαγγελίιο τοΰ Πέτρου. ”Ισο)ς μάλιστα ήδΰνατό τις νά
ε’ίπη, ότι ή περί τής συναντήσεως τοΰ Ίησοΰ μετά τοΰ άρχερέως άφήγησις
περιλαμβάνει αυθεντικούς λόγους τοΰ Κυρίου, συλλεγέντας υπό τής παραδόσεως
άλλ’ αμάρτυρους διατελέσαντας υπό τοιν άποστύλο»·.
Μή έ'χοντες πρόχειρον τόν πέμπτον τοΰτον τόμον τής έκδόσεως τών
Grenfell και Hunt,δεν δυναμεθα δυστυχούς να παραθεσωμεν το περί ου
ο λόγος τεμάχιον έν τή πρωτοτυπώ γλοόσση.
W Τόν ’Ιούνιον τοΰ ένεστώτος έτους συγκαλεΐται έν Λονδίνω Πα-
ναγγλικανικόν Συνέδριου, ΐνα δέ πρακτικοκέρα καταστή ή σχέσις τής’Αγ-
γλικανικής καί Ανατολικής ορθοδόξου'Εκκλησίας, ό άγγλος έπίσκοποςέν
‘Ιεροσολΰμοις καί’Ανατολή Blyth έπέδωκε τώ πατριάρχη ‘Ιεροσολύμων
Δαμιανό»τό κάτωθι έγγραφόν συντεταγμένου έν αραβική γλώσση, έν αγ­
γλική δέ μεταφράσει καταχωριθέν έντώ εβδομαδιαίο) λονδινείο) περιοδικοί
gu ardien (11 Δεκ. 1907).
Κν Λονδίνο), τον Ιούνιον τοΰ 1908 συγκαλεΐται παναγγλικανικόν συνέδρων
‘Ο έν ‘Ιεροσολΰμοις αγγλικανικός έπίσκοπος παρεκλήθη νά διόση έντολήν εις
τινα των κληρικών αυτοΰ ίνα έτοιμάσι) διά τήν 19ην Ιουνίου άνακοίνωσιν (a pa-
2έμοΓ Τunros· 177

per) έχουσαν τόδε τό θέμα: ·τό δυνατόν τής πρός Ιδιαιτέρας ’Εκκλησίας αμοι­
βαίας σχέσεως (intercommunion)».‘Ο ’Αρχιδιάκονος Δάουλιγκ άνέλαβε τήν ανα-
κοίνωσιν τοϋ θέματος (as a reader), έάν συμφωνήση etc τοΰτο ό πατριάρχης'Ιε­
ροσολύμων. Ό αγγλικανός επίσκοπος κάλλιστα εννοεί, ότι ό παριάρχης 'Ιε­
ροσολύμων θά δυσκολευΰή ίσως νά άναλάβη τήν πρωτοβουλίαν τής ύποθέσεως
ένεκα κωλυμάτων πολιτικού χαρακτήρος σχετιζομένων πρός τό ζήτημα τής in­
tercommunion. Ως πρός τούς αγγλικανούς, οΰτοι ούδεμίαν δυσκολίαν έχουσι
πρός άνάλη-ψιν τοιούτων προτάσεων. ‘Ο επίσκοπος εν τή προκειμένη περιπτώσει
ούδέποτε έβίασε τήν πορείαν τών πραγμάτων. Σήμερον όμως παρουσιάζεται
χρυσή ευκαιρία. Οίοροι, ύφ’ ους ή άγγλικανική εκκλησία θά ήδύνατο νά άρξη-
ται διαπραγματεύσεων μετά τής ελληνικής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, εΐνε ή τυπική
άναγνώρισις ύπ’ άμιροτέρων τών ’Εκκλησιών τής πραγματικότητος τού αγίου βα-
πτίσματος καί τής αγίας ιεροσύνης. Δέν θεωρεί άρά γε ή Α. Μακαριότης καλόν
νά προχωρήση επί πλέον έν τή διαχαραχίΐείση όδώ;
Σημείωσες. Τολμώμεν νά βεβαιώσοιμεν τήν Α. Μακαριότητα, ότι ύ αγγλι­
κανός επίσκοπος καί ό άρχιδ. Δάουλιγκ ούδαμώς σκοποϋσι νά έπισπεύσωσιν αυ­
θωρεί τήν τυπικήν ταύτην άναγνώρισιν. Άλλ’ ό πατριάρχης θά έννοήση,
ότι πρός κράτυνσιν τών φιλικών σχέσεων τών κατά τά τελευταία έτη υφισταμέ­
νων μεταξύ άμφοτέρων τών ’Εκκλησιών ανάγκη νά καταρτισθή σχεδιάγραμμα
επί ταύτης ή εκείνης τής βάσεως. Ό πρ. πατριάρχης Νικόδημος είπέ ποτέ τφ
έπισκόπφ Blyth: «άπεδείξαμεν εις άλλήλους τί δυνάμεθα νά έπιτύχωμεν διά τών
αμοιβαίων διαθέσεων καιρός ήδη νά μεταβάλωμεν τάς διαθέσεις εις πρακτι-
κώτερον έδαφος». "Άλλοτε έν άλλη περιστάσειό αυτός έξεφράσθη ούτως: ■ ενταύθα
έν 'Ιεροσολύμοις, όπου ό Κύριος ήμών είπε τήν προσευχήν αυτού καί τήν θέλη-
σιν αυτού έξέφρασεν, όπως ή ’Εκκλησία Αυτού γείνη μία έν Λΰτφ, όφείλομεν
νά μεριμνήσωμεν πρός ένίσχυσιν τών βάσεων τής κοινής ημών θρησκείας καινά
άφήσωμεν κατά μέρος τάς ιδιαιτέρας διαφοράς έν τοϊς ίδιώμασι τών ήμετέρων
.
ΰρησκειίϋν». 'Ο αοίδιμος πατριάρχης Γεράσιμος έξέφρασε τώ επισκοπώ 'Ιερο­

σολύμων (έπί παρουσίφ καί τού αρχιδιακόνου Δάουλιγκ) τήν ατομικήν αυτού
πεποίθησιν, ότι ή ίερωσύνη, ώς καί τό βάπτισμα, τής άγγλικανικής Εκκλησίας
εΐνε πραγματικά, έάν ταϋτα τελώνται κατά τάς ενδείξεις τής Βίβλου τών κοι­
νών προσευχών (Book of Common Prayer).
Π

Έξ αφορμής τοϋ εγγράφου τοΰτου ό προϊστάμενος τοϋ έν Λον­


δίνο) ν.αοϋ τής ρωσ. πρεσβείας Ευγένιος Σμυρνώφ γράφει έν ταις
«Έκκλ. Είδήσεσι» τής Πετρουπόλεως τάδε :
Α.

Διά τού εγγράφου τούτου ή Άγγλικανική ’Εκκλησία έξέφρασεν έπί τέλους


έπισήμως, ότι έπιθυμεϊ νά άρξηται τυπικών διαπραγματεύσεων μετάτής’Ορθο-
δόξου ’Ανατολικής Εκκλησίας πρός έπιτυχίαν τυπικής άναγνωρίσεως τής πραγ­
ματικότητος τοϋ άγγλικανικοΰ βαπτίσματος καί τής άγγλικανικής ίερωσύνης.
Άμφότερα ταΰτα έτονίσθησαν καί παρετέθησαν άλλήλοις ούχί τυχαίως, αλλά
μετά έσκεμμένης μερίμνης.
Αυτή ή άγγλικανική Εκκλησία αναγνωρίζει ώς υποχρεωτικά διά τούς πι­
στούς καί απολύτως αναγκαία πρός σωτηρίαν αϊτών δύο μόνα μυστήρια: τό
βάπτισμα καί τήν θείαν ευχαριστίαν, όνομάζουσα αύτά «ευαγγελικά μυστή­
ρια», δηλ. τοιαΰτα, περί τής ύπ’ αυτού τού ’Ιησού Χριστού συστάσεως τών
οποίων ύπάρχουσι σαφείς μορτυρίαι έν τοϊς Εύαγγελίοις. 'Ως πρός δέ τά λοιπά
πεντε «συνήθως καλούμενα μυστήρια», ταΰτα συνωδά τοϊς XXXIX άρθροις τής
Πίστεως, «δέν θεωρούνται ευαγγελικά μυστήρια, διότι είτε προήλθον έκ τής παρα-
μορφωθείσης άποστολικής διδασκαλίας, είτε έκφράζουσι καταστάσεις βίου επιτρε-
πομένας ύπότής 'Αγίας Γραφής· ή μυστηριακή όμως αυτών ουσία ούδαμώς ομοι­
άζει πρός τό βάπτισμα καί τήν θείαν ευχαριστίαν, διότι στερούνται έξωτερικοΰ
σημείου ή τελετής, υπό τού Θεού συσταθείσης» (άρθρ. XXV). 'Ως έκ τής κατ’
αρχήν καί ουσιώδους ταύτης διαιρέσεως τών μυστηρίων εις δύο κατηγορίας τ. έ.
εις ούσιώδη καί έπουσιώδη διά τήν σωτηρίαν, ή άγγλικανική ’Εκκλησία,
αναγνωρίζουσα τήν διά τούς πιστούς άναγκαιότητα τών δύο πρωτων μόνον μυ­
στηρίων, διηρέθη εις διαφόρους κλάδους, ών έκαστος άλλως φρονεί περί τών
λοιπών πέντε. Ή έλάττων μερίς, δηλ. ή ούτως καλούμενη High—Church party

Έκπλ. Φάρος Α', β, 1908. 12


178 "GroiOecDpiiais του Tι/roou, Sepoy Tumor

παραδέχεται αυτά ώς μάλλον μή ευαγγελικά καΐώς έχοντα σημασίαν ήττονα τών


πρώτων, καίτοι οι άκροι αυτής άντιπρόσιοποι προσπαθοΰσι νά έξυ-ψώσωσι τήν
σημασίαν αυτών μέχρι τής τών πρώτων, άλλ’ άποτυγχάνουσιν. Ή δ’ άσυγ-
κρίτως μείζων τής πριότης μερίς, ή γνωστή υπό τήν επωνυμίαν Low--Church
und Broad-Church parties -θεωρεί καί τιμά αύτά ώς άπλάς Ιεροτελεστίας καί
έπουσιώδεις, αΐτινες δυνατόν καί νά μή τηρώνται εν τή Έκκλησίρ.· ή έν τή Έκ-
κλησίρ ζωή δέν ορίζεται εκ τής παραδοχής αυτών ή μή, καί δύναται καί άνευ
αυτών νά άναπτύσσηται άβλαβώς.
Πάντα ταϋτα εΐνε κάλλιστα γνωστά τώ έπισκόπω Blyth ώς παντί άγγλω.
Καί όμως έν τφ πρός τόν πατριάρχην Ιεροσολύμων έγγράφω του έξισοΐ τό άγ-
γλικανικόν βάπτισμα καί τήν άγγλικανικήν ίερωσύνην, άδιαφόρως όνομάσας άμ-
φότερα «άγια». Καί εγείρεται άκουσίως τό ερώτημα: τίς έδωκεν εις αυτόν τό
δικαίωμα πρός τοιαύτην έξίσωσιν, ήν τό βάπτισμα καί ή ίερωσύνη έν τή Έκ-
κλησίρ αύτοΰ δένέχουσι; Διατί άπέκρυψεν άπό τοΰ πατριάρχου, ότι έν τή άγγλι-
κανική Έκκλησίρ τό βάπτισμα καί ή ίερωσύνη εΐνε δύο άσύμμετρα μεγέθη, ότι
δήλον ότι, τό μέν βάπτισμα θεωρείται έν αύτή απολύτως άναγκαΐον πρός σωτη­
ρίαν μυστήριον, ή δ’ ίερωσύνη ότέ μέν δευτερεϋόν τι μυστήριον καί έπουσιώ-
δες, ότέ δ’απλή ιεροτελεστία; Άποδίδων εις τε τό βάπτισμα καί εις τήν ίερωσύνην
τό αύτό έπίθετον «άγια», διατί δέν έθεώρησεν άναγκαΐον νά όνομάση συγχρό­
νως αύτά καί «μυστήρια»; ’Εάν έν τή περιπτώσει ταύτη έφοβεΐτο μήπως κατη-
γορήσωσιν αυτόν αυτοί οί ομόδοξοι του, διατί άνευ φόβου βέβαιοί ένώπιον τοΰ
πατριάρχου, ότι έν τή Έκκλησίρ αύτοΰ ή ίερωσύνη εΐνε έξ ίσου αγία, όσον καί
τό βάπτισμα αύτής; Τέλος δέ έάν άνήκη εις τήνπρώτην έκ τών δύο άνωθι όνο-
μασθεισών μερίδα, πώς αποφασίζει νά παρουσιάζηται ώς αντιπρόσωπος συμπά-
σης τής Άγγλικανικής 'Εκκλησίας, ής τό πλεΐστον άποτελοΰσιν οί τής δευτέ-
ρας μερίδος; 'Αποτεινόμενος μετ’ έγγράφου προτάσεως πρός τόν πα­
τριάρχην ό έπίσκοπος Blyth έπρεπε τούλάχιστον νά διατυπώση τήν διδασκα­
.
λίαν τής ’Εκκλησίας αύτοΰ όρθώς καί άκριβώς καινά μή καταφεύγη εις τήν άροι-

γήν συνεσκιασμένων έκφράσεων, προκαλουσών σειράν όλην παρεξηγήσεων καί
αποριών. Κατά τοιοΰτον τρόπον δέν εΐνε δυνατόν νά ώθήση τις πρός τά πρόσω
τήν προσέγγισιν τών ’Εκκλησιών.

οθο Έν άνταποκρίσει αύτοΰ πρός τάς «Εκκλησιαστικός Ειδήσεις»


Π

(δργ. τής ρωσ. Δ. Συνόδου) ό έν Biarritz (νότιος Γαλλία) ρώσος ίερευς


Ν. Ποπιυφ γράφει, δτι
Α.

ό τέως τής έν τή πόλει ταύτη ρωσ. έκκλησίας προϊστάμενος πρωθιερεύς


Σέργιος Βερίγιν, απόφοιτος τής Θεολ. 'Ακαδημίας τής Πετρουπόλεως, μετέστη
εις τόν λατινισμόν. «Έν τούτοις —έξακολουθεΐ ό π. Παπώφ— καίτοι έδέχΰη
τήν ούσίαν, ένόει νά παραμένη καί προϊστάμενος τής ορθοδόξου παροικίας,
παρέστη δ’ ανάγκη έπεμβάσεως τοΰ έν Βορδό) ρώσου προξένου, ϊνα ούτος έγ-
καταλίπη τήν προτέραν του θέσιν». Άλλ' έκτος τούτου ώς παράδοξον ό αντα­
ποκριτής αναφέρει καί τοΰτο, ότι ό είρημένος πρωθιερεύς, καίλατινίσας, έπέμενε
νά φέρη τό πρότερον ορθόδοξον ένδυμα, προσεπάθει δέ διά τοΰ έξωτερικοΰ του
ιματισμοΰ καί τής συμπεριφοράς νά όμοιάζη πρός ορθόδοξον ιερέα πολύ πε­
ρισσότερόν, ή δτε ήτο ορθόδοξος προϊστάμενος. Λειτουργών έν τώ έν Πώ
(Pau) λατιν. ναω ονομάζει εαυτόν άρχιμανδρίτην καί μεταχειρίζεται τήν σλαυιο-
νικην γλώσσαν. «Βεβαίως —έπιλέγει ό άνταποκριτής— τοΰτο γίνεται καθ’ οδη­
γίας εκ Ρώμης, ϊνα οί άμφιταλαντευόμενοι ορθόδοξοι σκανδαλισθώσι καί προσ-
ελκυσθώσιν εις τά δίκτυα τοΰ ιησουιτισμού. Τούτων όμως εΐνε έν γνώσει οί
ορθόδοξοι τών όνομασθεισών πόλεων».
—. ^^TKgte^, ^HGXOs^

J/ι t^i j,> ^ >4‘ U- U'> ■»■ ->4> ■»· U> ^ jj> ^ ■/{! '•X* U> ->i JJ! '■Vi jji \\\ s/Y\\\.

ΕΠΙΦΥΛΛ1Σ

ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ TOT ΧΡΙΣΤΟΓ


ΚΕΦΑΛΛΙΟΛ ΠΡΩΤΟΛ
.

ΑΦΪΠΝΙΣΙΣ
Π

‘Ο πατήρ Μόρων ήτο σφοδρά τεταραγμένος.


ΤΗτο ήδη Παρασκευή κα'ιειχεν έτοιμον τό ήμισυ μόλις τοϋ κηρύγ­
ματος τής μεθαΰριον Κυριακής. Καί)’ δλην τήν εβδομάδα δεν άφήκαν
Α.

αυτόν ήσυχοννά συγκέντρωσή. Καθ' έκάστην ημέραν ήρχοντο καί έζή-


τουν τήν συνδρομήν αυτόν καί προστασίαν διά διαφόρους υποθέσεις.
’Επιτέλους άπεφάσισε νά μή δεχθή πλέον κανένα μέχρι τουλάχιστον τής
άποπερατώσεως τοϋ κηρύγματος.
’Αμέσως λοιπόν άποσυρθείς εις τό Γραφεΐόν του έκλεισε τήνθυ-
ραν καί ήρχισε νά βηματίζη έντώ δωματίου Ήτοίμαζε κήρυγμα επί των
λόγων τοϋ αποστόλου Πέτρου : «ποιον γάρ κλέος, ε’ι άμαρτάνοντες καί κο-
λαφιζόμενοι ύπομενεϊτε; Άλλ’ εί άγαθοποιοΰντες καί πάσχοντες ϋπομε-
νείτε, τοΰτο χάρις παρά Θεώ. Εις τοΰτο γάρ έκλήθητε, οτι καί Χριστός
έπαθενύπέρ ήμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ϊνα επακολουθή­
στε τοΐς ΐχνεσιν αϋτοΰ (ΑΠέτρ. 20-21).
Ό πατήρ Μύρων άνέπτυσσεν εν τώ συντασσομένω κηρΰγματι αυ-
τοϋ τήν έννοιαν, ό'τιό Ίησοΰς Χριστός έπαθεν οϋχί επί τοϋ σταυροΰ μό­
νον. Ή ολη ζωή τοϋ Κυρίου, ολα τά έτη τής διδασκαλίας αϋτοϋ, τό περί
τής Βασιλείας τοϋ Θεοϋ κήρυγμα ήσαν συνεχές πάθος καί ό πιστός δέ χρι-
ΈτσιφυλΛΚ
ΐ8θ

σπανός, εργαζόμενος Ιν τώ κηρΰγματι τής Βασιλείας τού Θεοϋ μεταξύ


των ανθρώπων, οφείλει νάάκολουθήση τό παράδειγμα τοΰ Ίησοϋ Χρι­
στού. Και διά τον μαθητήν τοΰ Χριστού ή οδός τής έξυπηρετήσεως τής
αλήθειας και τής δικαιοσύνης εξάπαντος θά συνδέηται προς την οδόν τού
σταυρού, κα'ιό βίοςάρα τού πιστού θά εινε διαρκές πάθος. Ή υπέρ τών
ανθρώπων προσενεχθεϊσα θυσία τού Υιού τού Θεού απαιτεί καί παρ’
ημών θυσίαν υπέρ τού έργου τού Κυρίου.
Ό πατήρ Μύρων μόλις κατήντησεν εις την τελευτάίαν έννοιαν ήθέ-
λησεν, έκταύτης όρμώμενος, νά υπόδειξη τά μέσα και τούς τρόπους τής
μιμήσεως τού Χριστού καινά άπαριθμίση αυτά κατά τάξιν, δτε αίφνης
ήκουσε δειλώς κρουόμενον τον κώδωνα τής εξωθύρας.
Πλησιάσας εις τό παράθυρον είδεν εν τή δδώ προ τής θύρας τής
οικίας του ίστάμενον άνθρωπόν τινα μεσήλικα, πενιχρόν την περιβολήν
κα'ι ασθενικόν την κράσιν.
— Τί αγαπάτε; ήρώτησεν ό πατήρ Μύρων.
— Θέλω νάΐδω τον προϊστάμενον.
— ’Εγώ είμαι.
— Ζητώ Ιργασίαν, ειπεν έν προφανεΐ στενοχώρια ό άνθρωπος έξα-
.
γαγών τον πίλον αύτού—καίέσκέφθην, δτιΐσωςθά σάς ήτο δυνατόν νά

με βοηθήσητε νά ευρώ κατιτί.
— Δυστυχώς δέν θά δυνηθώ νά σάς φανώ χρήσιμος, άπήντησεν δ
προϊστάμενος. ’Εν γένει τώρα εινε εποχή ελλείψεως εργασιών.
Π

— Τό γνωρίζω, πάτερ μου, είπεν δ επισκέπτης, αλλά λάβετε ύπ' ό'ψιν


δτι έπι δλόκληρον εβδομάδα ζώ άνευ άρτου. Δέν θά σάς εινε δυνατόν,
Α.

άρά γε, νά μοι δώσητε κανέν συστατικόν διάτήν διεύθυνσιν τών σιδηρο­
δρόμων ή δι’ οίονδήποτεάλλο μέρος; Εύρίσκομαι έν έσχάτη ανάγκη καϊ
είμαι κυριολεκτικώς άπηλπισμένος- δέν γνωρίζω τί νά πράξω — έξηκολού-
θησεν εν έσχάτη αμηχανία, στρέφων τον ακάθαρτον αυτού πίλον μεταξύ
τών δακτύλων του.
— Δέν πιστεύω νά σάς φανή χρήσιμος ή σύστασίς μου, άπήντησεν
ό ίερεύς, άλλως τε δέ είμαι σφόδρα άπησ/ολημένος ταύτην τήν στιγμήν.
Συγγνώμην, διότι ετοιμάζω κήρυγμα διάτήν Κυριακήν. Προσπαθήσατε
νά άποταθήτε καί εις άλλα μέρη. Ελπίζω, δτι κάτι θά εινε δυνατόν νά
γείνη και νά εϋρητε έργασίαν.
'Ο πατήρ Μύρων έκλεισε τό παράθυρον, δ δέ ταλαίπωρος έπισκέπτης
έν αμηχανία έκίνησε τον πόδα άνά τήν οδόν, λησμονήσας νά καλύψη
τήν κεφαλήν του.
Ή δλη έκφρασις τού προσώπου του έμαρτύρει πραγματικώς περί
τήςέσχάτης ένδειας του- ήτο έκφρασις στερήσεων καί βασάνων. Ό πατήρ
Μνριον ιπί τινα στιγμήν έσιηκαί έσκέφΐη, έπειτα δέ έπλησίασε προς τό

= ΙΐΟ =
"Grol τα ΐχμνι τοΰ Χρίστου
ιδι

γραφεΐόν του και άφείς βαθΰν στεναγμόν έπελήφθη τής συνεχίσεως τοΰ
διακοπέντος κηρύγματος.
Οΰδείς πλέον ήνώχλησεν αυτόν καθ' δλην την ήμέραν, προς τό εσπέ­
ρας δε τό κήρυγμα είχε περατονθή. Τώ άπέμεινε νά αποστήθισή αυτό κα­
λώς, άλλ’ είχεν ακόμη εις την διάθεσίντου μίαν ήμέραν, τό Σάββατον.
Ή Κυριακή ήτο εκτάκτως θαυμασία ή μέρα. ‘Ο λαός έβαινε τήν πρω­
ίαν καθ’ομάδας εις τον ναόν. Ό ναός ουτοςήτο περίφημος εν τή πόλει
επί παραδειγματική τάξει και σεμνοπρεπεία τών Ιεροτελεστιών καί τή
άμέμπτω "ψαλμωδία, προ πάντων δε διάτα ωραία κηρύγματα τοΰ προϊ­
σταμένου τής Εκκλησίας. Άντ'ι τοΰ κοινωνικού, κατά διαταγήν τοΰ προ-
εστώτος έψάλη υπό τοΰ χοροΰ ό ψαλμός:
«Κατάρτισαι τά διαβήματα μου έν ταΐς τρίβοις σου,
«ΐνα μή σαλευΟϋ τά διαβήματα μου»,

επίτηδες τονισθείς προς παρασκευήν τών ακροατών εις τήν άκρόασιν


τοΰ κηρύγματος.
Μετά τό άσμα συγκινητικώς ψαλέν υπό τοΰ χοροΰ, ό πατήρ Μόρων,
άνυπομόνως αναμενόμενος υπό τοΰ εκκλησιάσματος, άνήλθετόν άμβωνα.
Ή έμφάνισίςτου έπέβαλεν άμέσο)ς σιγήν νεκρικήν. "Ολοι έστρεψαν τά
.

βλέμματα προς αυτόν. Καί δ ίεροκήρυξ ήρχισε τό κήρυγμα αυτοΰ μετά
σοβαρότητος άμα καί χάριτος. Ό ίεροκήρυξ, κεκτημένος τό δώρον τής
φωνής καί τής καλλιλογίας έλάλει ζωηρώς καί επαγωγώς, είχε δετήν δυνα-
μιν καί κατείχε τήν τέχνην τοΰ συγκρατεϊν άδιάπτωτον τήν προσοχήν τοΰ
Π

ακροατηρίου. Τό κήρυγμα τοΰ πατρός Μυρωνος κατά τήν ήμέραν ταΰ-


την ειχέ τι τό άκρως συναρπαστικόν, δταν δε έπεράτωσεν αυτό, έβλεπέ
Α.

τις τήν έξ αυτοΰ έντυπωσιν εναργέστατα έκφαινομένην επί τών μορφών


τών ακροατών.
Μόλις δμως είχε προφέρει τήν τελευταίαν λέξιν : «’Αμήν» καί ενώ
ήτοιμάζετο νά κατέλθη τοΰ άμβωνος, Ικ τοΰ παρά τήν θυραν τοΰ ναοΰ
ίσταμένου πλήθους ήκούσθη φωνή, πριν δ’ή οί χριστιανοί άντιληφθώσι
καλώς τις καί τί έλεγεν, δ φωνήσας έπλησίασε προς τον άμβωνα καί στρα­
φείς προς τό πλήθος,
— Συγγνώμην, αδελφοί, —ειπεν. Οΰτε μεμεθυσμένος είμαι, ούτε παρά-
φρων είμαι άπλοΰστατα ταπεινός καί αβλαβής άνθρωπος. Είμαι άπλοΰς
εργάτης χειρώναξ, άνευ εργασίας. Εύρίσκομαι εις ελεεινήν κατάστασιν.
Ήλθον εδώ, εις τον ναόν, νά προσευχηθώ, καθ’ δλον δέ τον χρόνον,
καθ' ον ίσταμαι ενταύθα, δεν έπαυον θαυμάζων καί εκπληττόμενος δι’δ,τι
ενταύθα ειδον καί ήκουσα. Αισθάνομαι, δτι δεν θά ζήσω πλέον Ιντφ κό-
σμφ, δτι αί ήμέραι μου είναι μεμετρημέναι, διά τούτο θά ήθελον τώρα
ακριβώς προ τοΰ θανάτου μου, νά μάθω τί σημαίνει ή υπ’ έμοΰ ενταύθα

= ϋγ =
182 * δτυιφυλλ!?

άκουσθεΐσα έκκλησις: «ακολουθήσωμεν τον Χριστόν, πορευθώμεν επίτά


ίχνη αύτοΰ!»
'Ο πατήρ Μύρων έταράχθη. Έν τώ λαλήσαντι άνεγνώρισε τον άν­
θρωπόν εκείνον, δστιςήλθεν εις την οικίαν του την πρωίαν τής Παρα­
σκευής- ταΰτην δε την στιγμήν ουτος ΐστατο, τά αύτά ράκη ένδεδυμένός,
προ αύτοΰ, ως προσωποπεποιημένη τής συνειδήσεως τύψις. Ό πατήρ
Μύρων δεν ήδυνήθη αμέσως νά άποφασίση τί πρέπει να πράξη, ό δέ ερ­
γάτης, ώσεί μή άντιλαμβανόμενος οΐαν σύγχυσιν και ταραχήν έπέφερον
οι λόγοιτου επί τοϋ εκκλησιάσματος καί πώς διέκοψε τήν ιεροτελεστίαν,
εξηκολούθησε:
«Καθ’δλην τήν χώραν διεξάγεται μέγας άγων μεταξύ των διαφόρων
βιομηχανικών εταιρειών καί τών έργοστασιαρχών. Οι μεγάλοι κεφαλαιού­
χοι κατήρτισαν συνδέσμους μετά κεφαλαίων εις εκατομμύρια δλα συμπο-
σου μένουν καί άπεφάσισαν νά καταπνίξω σι τούς επί μέρος επιχειρημα­
τίας, ήλάττωσαν είς βαθμόν άπίστευτον τήν τιμήν τών εμπορευμάτων,
πολλά δέ μικρά εργοστάσια ήναγκάσθησαν συνεπώς νά άνακόψωσι τάς
εργασίας αυτών. ’Εργασία δεν υπάρχει καί χιλιάδες εργατών άπέμειναν
άνευ ά'ρτου. 'Εγώ έ'χω σύζυγον καί δύο μικρά. Τό ύπομάζιον βρέφος
.
μας άπέθανεν ακριβώς κατά τάς άρχάς τής στάσεως τής εργασίας. Ό ια­

τρός άπεφάνθη, δτι αίτια τοϋ θανάτου αύτοΰ ήτο ή ελλιπής δίαιτα τής
μητρός. Ελλιπής δίαιτα! Άλλ’ ημείς πολλάκις επί ημέρας ολοκλήρους
δεν εΐχομεν ούτε ξηρού άρτου τεμάχιον. Δεν είμαι δέ μόνος Ιν τοι-
Π

αύτη ελεεινή καταστάσει- πλεΐστοι, ως εγώ, έργάται πάσχουν δεινώς έκ


τών συνθηκών τούτων. Δέν μεμψιμοιρώ, ούτε παραπονοΰμαι διά τόΰτο.
'Απλώς μόνον θέλω νά σας ανακοινώσω δ,τι υπάρχει καί δ,τι αισθά­
Α.

νομαι. Τστάμενος εκεί όπίσω, πλησίον τής Αύρας, ήκουσατήν ψαλμωδίαν


καί τον λόγον τοΰ ιεροκήρυκος καί έσκεπτόμην κατά πόσον δ,τι ονομά­
ζεται «βαδίζειν επίτά ίχνη τοΰ Χριστού» είνε σύμφωνον προς τήν ήμε-
τέρανζωήν. Τί ένόειό Χριστός, δταν έλεγεν <■ άκολουάεΐτέ μοι;»
«'Ο πατήρ προϊστάμενος έ'λεγεν — εξηκολούθησεν ό εργάτης —δτι δ
μαθητής τοΰ Χριστού οφείλει νά βαδίζη επί τά ίχνη αύτοΰ, ως οδούς δέ
χριστιανικής τελειότητος ώνόμασε τήν πίστιν, τήν αγάπην καί τήν μίμη-
σιν. Άλλ’ εγώ ακριβώς δέν ήκουσα τί εννοεί υπό τήν τελευταίαν οδόν,
τήν μίμησιν. Τί έννοοΰσιν οί χριστιανοί, δταν λέγωσιν «άκολουθεΐν
τώ Χριστώ»; Νομίζετε αρά γε, δτι πάσχετε, ή δτι ασκείτε αύταπάρνη-
σιν, ή δτι αναλαμβάνετε έφ' υμάς αύτούς τά πάθη καί τάς βασάνους τής
άνθρωπότητος, ως τούτο έπραξεν ό ’Ιησούς Χριστός; ’Εγώ πρό τίνος
ήλθον ενταύθα έκ μεμακρυσμένων μερών χάριν εργασίας. Άλλ’ ενταύθα
ευρον παρ’ ύμΐν περισσοτέρους τών πέντε χιλιάδων ανθρώπων, οΐτινες
παραμένουσιν ως εγώ, άνευ εργασίας. Πολλοί εξ αύτών εινε οίκογενει-

= ιι8 =
*<3ΐσ1 τά ΐχμΗ τοΰ Χρίστου ι&3

άρχαι. Είπέτε μοι, σας παρακαλώ, τι σημαίνουν έν τοιαύτη περιπτώσει


οί λόγοι σας «Ίησοϋ, Θεέ μου, Σώτέρ μου, λαμβάνω τον σταυρόν μου,
ΐνα, τά πάντα άφείς, ακολουθήσω σοι;»
«Ό Σωτήρ έν τή έρήμω διέτρεφε τούς πεινώντας. Πώς λοιπόν
συμβαίνει, όίστε, ενώ υμείς ενταύθα έχετε τοσαύτην αφθονίαν κατοικιών,
κρεοπωλείων, χορτοπωλείων καί όπιυροπωλείων, ν’ άποθνήσκωσιν έν τώ
μέσω τοσοΰτου πλούτου οί αδελφοί σας;... Προ δύο μηνών ακριβώς
άπέθανεν ή ταλαίπωρος μου σύζυγος. Μάς έξεδίωξαν τής κατοικίας μας,
διότι δεν εΐχομεν χρήματα προς καταβολήν τοΰ ένοικίου-άλλ’ ό οικοδε­
σπότης ήτο χριστιανός! Είπέτε μοι, παρακαλώ, θά έδίωκεν άρά γε ό
Χριστός έκ τής οικίας αυτού τούς αστέγους; Μετά τοΰ βρέφους μας έπί
διήμερον καί έπί νύκτα ολόκληρον έπλανώμεθα υπό βροχήν έν ταΐς
όδοίς τής πόλεώς σας, μέχρις ου ευρέθη ομότεχνος συνάδελφος έργάτης
νά περισυναγάγη ημάς, άπαντή σας υπό ραγδαίαν βροχήν. Ή σύζυγός μου
ήσθένησεκαί μετά τρεις ή μέρας άπέθανεν.Ή θυγάτηρ μου παρέμεινε παρά
τώ έργάτη, έγώ δε τώρα ένώπιόν σας ετοιμάζομαι νά άποθάνω, διότι αι­
σθάνομαι τον θάνατον έρχόμενον, ως συνέπειαν τών τόσων κακουχιών,
τών στερήσεων καί τών βασάνων. 'Επαναλαμβάνω, ότι δεν σάς μέμφό-
.
μαι καί ούδένα αιτιώμαι. Εννοώ κάλλιστα, δτι δεν δύνασθε νά έξαλεί-

ψητε τήν ένδειαν, την πείναν, τάς άνθυγιεινάς κατοικίας καί τά τοιαύτα-
άλλ’ είπέτε μοι, προς Θεού, τί εννοείτελέγοντες «μιμεΐσθαι τον Χριστόν;»
«’Ήκουσα δλα τά άσματα, δλον τό κήρυγμα-ή έννοιά των είνε: δλα
Π

διά τον Ίησούν, καί τά έργα καί οί διαλογισμοί, πάσαι αί ήμέραι καί
πάσαι αί στιγμαί τού βίου, ή δλη ύπαρξις ήμών διά τον Ίησούν. Καί
Α.

ίστάμενος έκεΐ όπισθεν, έσκεπτόμην τί άρά γε εννοείτε υπό τάς έννοιας


ταύτας; Εις έμέ τουλάχιστον φαίνεται, δτι ό κόσμος θά έπαυε νά ήνε,
ως κοινώς ονομάζεται, κοιλάς τού κλαυθμώνος, έάν οί άνθρωποι, οΐτινες
ψάλλουσι τόσον ωραίους ύμνους, οΐτινες λέγουσι καί άκούουσι τόσον
ωραία κηρύγματα, έφήρμοζον τούς τόσον ωραίους τούτους λόγους έν
αύτώ τώ βίω. "Οταν δμως αί λέξεις τών ασμάτων, τών ύμνων καί τών
κηρυγμάτων δεν τηρώνται, έν τοιαύτη περιπτώσει πρυς τί τάς ψάλ­
λετε καί τάς προφέρετε; Ποιον άπατώμεν, τον εαυτόν μας, άλλήλους,
ή τον Θεόν; ’Ίσως πλανώμαι τοιαΰτα λέγων, αλλά πιστεύω, δτι, έάν πα-.
ρευρίσκετο δ Χριστός έν μορφή άνθριυπου μεταξύ ήμών τών αύτοκαλου-
μένων Χριστιανών, ή σύζυγός μου καί τά τέκνα μου δεν θά έκοιμώντο
τώρα έν τοίς τάφοις καί έγώ δεν θάέφθόνουν τήν στιγμήν ταύτην τήν
έν ειρήνη άνάπαυσίν των ! 'Εξηγήσατε μοι λοιπον, παρακαλώ, άν δύ­
νασθε, τό άνακόλουθον τούτο καί τήν σύγχυσιν τού ήμετέρου βίου, ανα­
κουφίσατε τήν χριστιανικήν μου ψυχήν. "Ο,τι έγένετδ, ούτως ίσως καί
έπρεπε να γίνη- αλλά δεν έννοώ τάς υποσχέσεις σας περί μιμήσεως τοΰ

= HQ =
184 "GrouJnjAAis·

Χριστού, περί τού δτι θά βαδίσητε έπιτά ίχνη αυτού. Σας παρακαλώ να...»
Ό εργάτης διεκόπη. Έπρυφάασε μόνον να ποίηση διά τής χειρός
σχήμα εις τό κενόν κα'ι έ’πεσεν.
Ό πατήρ Μύρων αμέσως άφήκε τον άμβωνα καί, προσελθών εις
τό εκτάδην χαμαί κείμενον σώμα, έγονυπέτησεν. Έκ τού εκκλησιάσμα­
τος αυθωρεί έπλησίασεν ιατρός, δστις, εξετάσας τήνκαρδίαντούπεσόντος,
επιστοποίησεν, otl ό δυστυχής έλυποθύμησε. Τον ασθενή μετήνεγκον εις
τήν οικίαν τού προϊσταμένου.
Άπό τής στιγμής ταύτης έν τώ βίω τού πατρός Μύρωνος ήρξατο
νέον κεφάλαιον. Εντούτοις ούδείς βεβαίως, ούτε αυτός ό ίδιος ήδύνατο
νά μαντεύση, δτι τό περιστατικόν τούτο έπέπρωτο νά έπιδράση τόσον
σπουδαίως επί τήν περί τής ζωής άντίληψιν αυτού, επί πάσας τάς πεποι­
θήσεις του, επί τον δλον έν γένει βίον του.
Τό εκκλησίασμα διελύθη έν κατήφεια καί σιγή. Τό έν τώ ναώ συμ­
βάν ένεποίησεν εις πάντας βαθυτάτην έντύπωσιν. Καθ’ δλην τήν εβδο­
μάδα έν τήπόλει ο'ι πάντες έλάλουν περί τού αρρώστου έπήλυδος έργάτου,
δν ό ιατρός έκήρυξεν ασφαλώς έτοιμοθάνατον.
. Ό προϊστάμενος μετά τής συζύγου αυτού άφωσιώθησαν εις τήν
.
περιποίησιν τού έν τη οικία αυτών ασθενούς δλη ψυχή. Ουδ’ έπί στιγ­

μήν άφινον αυτόν μόνον ούτε ημέρας, ούτε νυκτός· αλλά ή κατάστασίς
του μεθ’ δλα ταύτα καθίστατο χειροτέρα. Άπό καιρού εις καιρόν έπιπτεν
εις λήθαργον καί έκάλει παρ’έαυτώ τήν θυγατέρα του, ήν ειχεν αφήσει
Π

παρά τώ συναδέλφφ έργάτη. Τήν κόρην προσεκάλεσαν τηλεγραφικώς


καί περί τό τέλος τής έβδομάδος εύρίσκετο αύτη παρά τήν κλίνην τού
Α.

άσθενοΰντος πατρός της.Ό ασθενής μετά φιλοστοργίας πολλής έθλιβεν έν


τή παλάμη τί|ν χεϊρα τού προϊσταμένου καί εύγνωμόνως έλεγεν εις αυτόν:
«Είμαι πεπεισμένος, πάτερ μου, δτι θά αποθάνω καί θά άποθάνω
ταχέως, τούτο δμως ούδαμώς με φοβίζει, διότι είμαι ήσυχος. Είμαι ήσυ­
χος καί διά τον εαυτόν μου καί διά τήν θυγατέρα μου. ΤΙ θυγάτηρ μου
δεν θά χαθή έμπεπιστευμένη εις υμάς, σείς θά φροντίσητε περί αυτής
καί έγώ αισθάνομαι έμαυτόν ευτυχή. Βλέπω, δτι υπάρχει έν τούτοις έπί
τής γης ή αγάπη τού Χριστού. Υπήρξατε δι’ έμέ αγαθός, παρά πολύ
αγαθός. Αισθάνομαι, δτι ούτω θά προσεφέρετο καί ύ Ιησούς Χριστός.
Έπείσθην έκ τού παραδείγματος σας, δτι οί άνθρωποι θά ήδύναντο πάν­
τοτε καί έν παντί νά μιμώνταιτον Χριστόν, ΐνα άκολουθήσωσιν αυτόν
έπί τά ίχνη του, αρκεί μόνον νά ήθελον νά τό πράξωσι...»
Ό ασθενής έλάλει βαθμηδόν καί κατ’ ολίγον άσθενέστερον καί
άραιότερον. Ή αναπνοή αυτού διεκόπτετο. Φαίνεται, δτι έπλησίαζε τό
τέλος.
«’Αγαπητέ μοι πάτερ, έξηκολούθησεν ό ασθενής, λαβών τήν χεΐρά

= 120 =
"Gtoi τά ΐχμιι του Χρίστου
ι»5

του, εάν έγνωρίζετε πόσον εύχάριστόν και εύκολον είνε το άποθνήσκειν


εν πίστει είς τον Χριστόν, εις την δύναμιν τής αγάπης αύτοΰ κα'ι τής δι­
καιοσύνης έπ'ι τήςγής!... Ειπέτε το εις εκείνους προς τούς οποίους ώμίλουν
έν τφ ναφ,.,Καλέσατε αυτούς να άκολουθήσωσι τον Χριστόν... Ακολουθή­
σατε τον Χριστόν, καλέσατε καί τούς ά'λλους να άκολουθήσωσιν αυτόν
έπί τά ίχνη του... Μόνον επί τής όδοϋ ταΰτης όταν πορεύωνται οι άν­
θρωποι δΰνανται νά όνομάζωνται καί νά ήνε αδελφοί άλλήλων... μόνον
έναύτή δύνανται νά ευρωσιν ανάπαυσιν διά την ψυχήν των καί χαράν
διά τον βίον των...»
Ό ασθενής κατελήφθη υπό φρικιάσεως, εξέτεινε τύ σώμα του, πε-
ριήγαγε τό βλέμμα του άνά τό δωμάτιον, προσήλωσεν αυτό επί τήςείκό-
νος τοϋ εσταυρωμένου καί κλείσας ειτατούς οφθαλμούς άνεπαύΰη εις τούς
αιώνας.
Ό προϊστάμενος αμέσως έγονυπέτησεκαί απήγγειλε προσευχήν.
Ό πατήρ Μύρων δι' όλης τής διαρρευσάσης έβδομάδος είχεν έπαι-
σθητώς μεταβληθή, κατέστη περισσότερον σύννους. Οί οφθαλμοί αυτού
πάντοτε έφαίνοντο συγκεντροΰντες τό βλέμμα εις ώρισμένον σημεΐον,
μαρτυροϋντες, δτι κατείχετο υπό συντόνων σκέψεων άπαιτουσών έξιδια-
.
σμένην συγκέντρωσιν.

Ό ασθενής άπέθανε τήν αυγήν τής Κυριακής. Ήτο ωραία ή πρωία
τής ημέρας εκείνης. Ό πατήρ Μύρων έβλεπε διά τοϋ παραθύρου καί επί
τήθέα τοϋ άνατέλλοντος ήλίου ήσί)άνετο επί μάλλον καί μάλλον αύγαζο-
Π

μένην τήν ψυχήν αύτοΰ.


«Κοιμήθητι έν ειρήνη, αείμνηστε αδελφέ, ειπεν ό ίερεύς στρέφων τύ
Α.

βλέμμα προς τον νεκρόν. Δεν άπέθανες είς μάτην. Διά τοϋ θανάτου
ήμεϊς οί περιλειπόμενοι ώθούμεθα προς τήν άνάστασιν, προς τήν ανα-
καίνισιν τοϋ πνεύματος. Οί τελευταίοι σου λόγοι δεν θά παρέλθωσιν
απαρατήρητοι καί δ θάνατός σου θά σημειώση εποχήν έν ήμίν. Αί βά-
σανοί σου καί αί θλίψεις χιλίων τόσων όμοιων προς σε ταλαίπωρων
ένδεών παρουσιάζονται σήμερον ως τύψεις τής ήμετέραςχριστιανικής συ-
νειδήσεα)ς. Προηγουμένως ούδ’ έσκεπτόμεθα καν περίτών τόσων υμών
δεινών καί έκλείομεν προ τών συμφορών σας τούς οφθαλμούς- εΐχομεν
ωτα καί δεν ήκούομεν- εΐχομεν οφθαλμούς καί δέν έβλέπομεν. Τώρα
έπεσεν από τοϋ προσώπου ήμών τό παραπέτασμα, ή αχλίς διελύΟη. Ό
έξ ένδειας καί πείνης μεταξύ ήμών τών εύπόριυν και κεκορεσμένων αδελ­
φών θάνατός σου εΐνε φρικτή έπιτίμησις τής πνευματικής ήμών πτω­
χείας. ’Άλλως τε ό χριστιανισμός συνίσταται ούχΐ είς λόγους, άλλ’ εις
έργα, εις ζωήν, κατά τήν διδασκαλίαν τοϋ Χριστού. Πολλούς ύμνους
ψάλλομεν είς τον Χριστόν, άλλ' ό αληθής καί πραγματικός είς αυτόν
ύμνος εΐνε πλήρης αγάπης χριστιανικός βίος. Μάς έδωκεν ώραΐονπαρά-

= 1X1 =
'έτσιφυλλίΓ
ι8ό

δείγμα, και δέν θά λησμονήσω μεν τό παράδειγμα τούτο.... εγώ τουλά­


χιστον...* είπε τονίζων μετ’ ιδιαιτέρας έμφάσεως τούς τελευταίους αυτού
λόγους ό πατήρ Μύρων.
Ήλθεν ή ώρα τής λειτουργίας. Την ή μέραν ταύτην εν τώ ναώ
είχε συγκεντροοθή πολύ περισσότερον ή ά'λλοτε πλήθος, εις πάντων δέ
τά πρόσωπα διεζωγραφεΐτο ασυνήθης τις σοβαρότης. Οί πάντες ώσεί
ήσθάνοντο, δτι σήμερον θά συμβήτι ασυνήθες.
Επέστη ή στιγμή τοϋ κηρύγματος.
Τό κήρυγμα τής πρωίας ταύτης ήτό έκτακτον. Ούδε'ις ένεθυμεΐτό,
δ'τι ό προϊστάμενος άνήλθέ ποτέ τον άμβωνα άνευ έστω καί μικρού τί­
νος σημειώματος ενώπιον του. ΤΗτο γνωστόν, δτι έγραφεν δλα τά κη-
ρύγματά του. Σήμερον παρουσιάσθη άνευ σημειώματος καί μετά προφα­
νούς συγκινήσεως. Έκ των πρώτων του λόγων έφάνη, δτι ήθελε νά εΐπη τι
σπουδαϊον, ιδέαν τινά ασυνήθη, αλλά δεν ήδύνατο νά έκφράση καί δια-
τυπώση αυτήν. Περί τό τέλος τού κηρύγματος κλείσας τό Εύαγγέλιον
καί περιαγαγών τό βλέμμα του επί τό εκκλησίασμα, ήρχισε νά όμιλή
περί τοϋ παραδόξου εκείνου συμβάντος τής παρελθούσης έβδομάδος.
— Ό ήμέτερος αδελφός — είπε — σήμερον παρέδωκε την ψυχήν
.
του εις τον Θεόν. Ό θάνατος αυτού, οί τελευταίοι του λόγοι, ή κατά την

παρελθοΰσαν Κυριακήν έμφάνισίς του καί οί λόγοι του ενταύθα μοί ένε-
ποίησαν βαθυτάτην έντύπωσιν. Πάντα ταΰτα έθηκαν ενώπιον μου έράι-
τημα, περί τοϋ οποίου πρότερον σοβαρώςδέν έσκεπτόμην τί σημαίνει,
Π

δήλον δτι, «άκολουθεϊν τώΧριστώ». Δέν σκοπώ νά μεμφθίϋ ούδένα, ουδέ


νά εκτιμήσω ένταΰθα ενώπιον υμών καίτήνέμήν συμπεριφοράν καί τήν
Α.

ύμετέραν διαγωγήν τήν προς τον ταλαίποορον εκείνον ή τούς όμοιους του
πτωχούς έπιδειχθεϊσαν καί επιδεικνυομένην αλλά νομίζω, δτι οί λόγοι
τού ανθρώπου εκείνου ένεπνέοντο υπό πίκρας και. έπιτπτητικής δι’ημάς
αλήθειας, δτι όφείλομεννά προσπαθήσωμεν νά απαντήσω μεν εις τό εροό-
τημάτου εκείνο, ή νά δεχθώ μεν τήν μομφήν του, δτι ενώ λέγομεν δτι
εΐμεθα μαθηταί τοϋ Χριστού καί λαλοϋμεν περί τής μιμήσεως Αυτού,
ουχήττον πράττόμεν παρά τήν θέλησιν καί τήν διδασκαλίαν Του. ’Εγώ
επί ολόκληρον τήν παρελθοΰσαν εβδομάδα έσκεπτόμην επί τοϋ ζητήμα­
τος τούτου καί άπεφάσισα σήμερον νά σάς καταστήσω κόινωνους τών σκέ-
■ψεών μου, εις άς με ήγαγον οί συλλογισμοί μου καί αίόποϊαιδύνανταινά
χρησιμεύσωσιν ως άπάντησις εις δσα ένταΰθα έλέχθησαν κατά τήν πα-
ρελθοϋσαν Κυριακήν.
Ό προϊστάμενος έσιώπησε καί έρριψε βλέμμα έταστικόν έπί τών ένο-
ριτών του. Πάντων τά πρόσωπα ήσαν σοβαρά. Καί έβλεπέ τις έκεΐ, έν
τώ ναώ μετά προσοχής ακούοντας τον κορυφαϊον τών δημοσιογράφοι τής
πόλεως, τον Διευθυντήν τήςέφημερίδος «Ό ’Ακέραιος» Γ. Εύδόκιμον,τόν

= 122 =
"Got! τά ΐχμΗ του Χρίστου jgj

Διευθυντήν των σιδηροδρομικών εργοστασίων Ε.Σωσθένην, τον Διευθυν­


τήν τοϋ έξω τής πόλεως ΛυκείουX. Λουκιανόν,τον Λ.Έλλάδιον, διάσημου
καλλιτέχνην, ου ιδιαζόντως φημίζονται οΐ πίνακες: «νυμφώνσκιρτήματα»,
«βακχίδων συμπόσιον» καί «τό δίκτυον τοΰ 'Ηφαίστου». Παρ' αυτούς
ολίγον άπωτέρω ΐστατο ό Μ. ’Ανίκητος, ό ύπατος τών δικηγόρων τής
πόλεως, ό διευθυντής τοϋ θεάτρου Σ. Καρπός καίό πλουσιώτεροςτών εμ­
πόρων Σ. Κυριάκός, εις ού τάς άποΟήκαςκαί τά καταστήματα υπηρετούν
υπέρ τάς πέντε χιλιάδας υπαλλήλων. Εύρίσκετο επ’ϊσηςέν τώ ναώ ό ια­
τρός Ευγένιος Τίτος, νεαρός μέν, άλλα ταχέως δημιουργήσας διά τών ια­
τρικών αύτοΰ επιτυχιών επίφθονον φήμην, ό νεαρός έπ’ ίσης, αλλά πε-
φημισμένος εκ τοΰ τελευταίου του μιθυστορήματος Εύάνθιος Στρατόνι-
κος, ή δακτυλοδεικτουμένη διά τήν πρόσφατον αυτής κόλοσσιαίαν κλη­
ρονομιάν δεσποινίς Γώγου καί ή φίλη αυτής Ευλαλία, διάσημος διά τήν
διαυγεστάτην καί μεταλλικήν φωνήν της καί τήν καλλονήν.
Όταν ό πατήρ Μύρων σήμερον έρρτψεν έταστικον βλέμμα επί τά
πρόσωπα τών παρισταμένων, έσκέπτετο πόσοι άρά γε έξ αυτών θά δε-
χθώσι μετά προθυμίας τήν πρότασίν του, τήν όποιαν ήτοιμάζετο ταΰτην
τήν στιγμήν νά διατυπώση. Έξηκολούθει τον λόγον του, ευκρινέστερου
.
καί έντονώτερον προφέρων έκάστην λέξιν, πράγμα, τό όποιον ένεποίει ίδι-

άζουσαν έντύπωσιν παρά τοΐς άκροαταΐς, τοιαΰτην έντύπωσιν, ήν ουδέποτε
μέχρι τοϋδε ήσθάνθησαν καί κατ' αύτάς έ'τι τάς στιγμάς έκείνας, καθ ’ άς ό
προϊστάμενος έφαίνετο ιδιαζόντως έμψυχου μένος. Ένόμιζεν έκαστος, δτι
Π

έκάστη λέξις τοΰ ίεροκήρυκος σήμερον ήτο κάρφος σιδηροΰν έμπηγνύ-


μενον διά μόνου τοΰ τόνου τής προφοράς εις τε τον εγκέφαλον καί τήν
Α.

καρδίαν.
«Ό,τι σκοπώ σήμερον νά προτείνω εις τήν ύμετέραν αγάπην —εΐ-
πεν ό προϊστάμενός— δεν πρέπει νά σάς φανή ούτε ασυνήθες, ούτε μή
εκτελεστόν. Καί δμως ύποπτεύω, δτι πολλοί έξύμών τό πράγμα θάέκλά-
βωσι πολύ διαφόρως. Καί διά νάγείνω καταληπτός, θά ομιλήσω προς
υμάς ά'νευ περιστροφών. Παρακαλώ τούς έχοντας θέλησιν καί διάθεσιν
νά άναλάβωσιν έκαστος τήν ύποχρέωσιν τιμίως καί είλικρινώς νά έρωτά
καθ’ εκάστην τον εαυτόν του επί διάστημα ενός έτους προ έκάστης του
πράξεως: «τίθάέ'πραττεν ό Χριστός, εάν ήτο ε’ις τήν θέσιν μου εν τή προ­
κειμένη περιπτώσει; ’Εγώ, ούτω σκεπτόμενος νά πράξω, συμφωνώ άρά
γε πρόςτό παράδειγμα αύτοΰ ;» Τίμιας καί ειλικρινούς ύποσχέσεως δοθεί-
σης περί τής τηρήσεως τής συστάσεώς μου ταύτης, έ'καστος ας πράξη
εκείνο ακριβώς καί αύστηρώς, τό όποιον θά έφρόνει, δτι θά έ'πραττεν
αυτός ό Χριστός, χωρίς ποσώς νά ύπολογίση τά οίαδήποτε αποτελέ­
σματα τής τοιαύτης αύτοΰ διαγωγής. Προτείνω νά άπαρτισθή υπό τών
βουλομένων κύκλος τις τοιούτων προσώπων διδόντων τήν είρημένηντι-

= 123 =
J (. :τιι ιψυ Y\!.s
188

μίαν ΰπόσχεσιν, δηλώ δέ, δτι εγώ πρώτος λαμβάνω μέρος εις τον κύκλον
τούτον. Σαφώς έξέφρασα την γνώμην μου; Μετά τό πέρας τής λειτουρ­
γίας προσκαλώ τούς επιθυμοΰντας να μετάσχωσι τού ήμετέρου συλλό­
γου — ας τον καλέσω ούτω — νάεισέλθωσιν εις την αίθουσαν τής παρά
τον ναόν εκκλησιαστικής βιβλιοθήκης. 'Εκεί θά όμιλήσωμεν περ'ι τών λε­
πτομερειών τού σχεδίου- χειραγωγός μας αρχή θά είνε «επί τά ίχνη τού
Χριστού», ό εστιν, ακριβώς καί κυριολεκτικώς θά άκολουθήσωμεν Αυτόν
ρυθμίζοντες την ήμετέραν διαγωγήν κατάτό παράδειγμα Αυτού καθ’όν
τρόπον έδίδασκε νά ζώσι καινά πράττωσιν οί μαιθηταίΑυτού. Οί δ' άνα-
λαμβάνοντες την ύποχρέωσιν ταΰτην όφείλουσι νά πράττωσι κατά την ει-
ρημένηνένδειξιν κατάτό διάστημα ενός έτους από τής σήμερον ή μέρας άδι-
αφορούντεςπερί παντός άλλου».
'Ο πατήρ Μύρων έτιάπαξ διέκοψε τον λόγον αυτού καί περιήγαγε
τό βλέμμα Ιπί τούς έκκλησιαζομένους. Εινε δύσκολον νά περιγράψη τις
την έντύπωσιν, τήν οποίαν ένεποίησεν ή κατά τό φαινόμενον απλή αύτη
πρότασίς του. Οι άκροαταί άντήλλασσον προς άλλήλους βλέμματα διαπο-
ρητικά. Τοιαύτην έρμηνείαν καί εφαρμογήν τής διδασκαλίας τού Χριστού
ούδείς έξ αυτών μέχρι σήμερον έφαντάσθη. Πάντες συνείθισαν νά καλώ-
.
σιν εαυτούς χριστιανδύς, πολλάκις νάλαλώσι περί τού Ευαγγελίου, κατά

τάς έορτάς νά μεταβαίνωσιν εις τον ναόν, νά άκροώνται τών ιερών κηρυγ­
μάτων, αλλά εις ούδενός ποτέ τήν διάνοιαν επήλθεν ή σκέψις νά ζήση καί
νά ζή πάντοτε κατά τάς ενδείξεις τής διδασκαλίας εκείνου, ούτινος φέρει
Π

τό υνομακαί ισχυρίζεται δτι εινε οπαδός καί λάτρις, καί νά έφαρμόζη


αυτήν επί πάσας τάς περιστάσεις τού βίου του.
Α.

Εινε λοιπόν εύεξήγητον, δτι ή πρότασις τού προϊσταμένου έπήνεγκε


γενικήν άναστάτωσιν. Βεβαίως δλοι ένόησαν τήν πρότασιν καί τον σκο­
πόν τού ιεροκήρυκος, αλλά οι λόγοι αυτού ήσαν τόσον παράδοξοι καί
ασυνήθεις!...
Ό προϊστάμενος διηυθύνθη εις τό ιερόν Βήμα, μετ’ ολίγον δ’ ό
ναός έκενώθη. Μετά τό πέρας τής λειτουργίας διηυθύνθη εις τήν Βιβλιο­
θήκην, ίλιγγος δέ κατέλαβεν αυτόν ίδόντατό συναθροισθέν εκεί πλήθος.
Ουδέποτε έπίστευεν, δτι τόσον πολλοί θά έκηρύσσοντο οπαδοί τού καινο­
φανούς τούτου κηρύγματος, δτι τόσον πρόθυμοι θά προσήρχοντο νά
έφαρμόσιοσι τήν ΰπόσχεσιν τής αύστηράς μιμήσεως τού Χριστού. Έν τή
αιθούση ειχον συναθροισΟή περί τούς πεντήκοντα. Καί μεταξύ τούτων ό
πατήρ Μύρων διέκρινεν έκπληκτος τήν Δδα Ευλαλίαν ’Αγαπητού, τήν
Δ5α Καλλιόπην Γώγου, τον Γ. Εύδόκιμον, τον Ε. Φωτιάδην, τον Ε.
Σωσθένη, τον Μ. Άνίκητον, τον ιατρόν Τίτον καί τον Εύάνθιον Στρα-
τόνικον.
Ο πατήρ Μύρων έκλεισε τήν θύραν τού αναγνωστηρίου καί έστη

= 124 =
"Gtoi τα ΐχμΗ τού Χρίστου jgp

ένώπιον των συναθροισθέντων. Ήτο ωχρός καί τά χείλη αυτού έτρε-


μον εκ τής συγκινήσεως.
— Τούτο είνε θειον έργον, άνεφώνησεν. Ό συναγαγών ημάς εν­
ταύθα είνε αυτός 6 Κύριος. Άς προσευχηθώμεν υπέρ κρατύνσεως ημών
εν τφ θελήματι Αυτού και υπέρ ένισχύσεως ήμών έν τφ βαδίζειν έπί τα
ίχνη Αυτού έν τή όδώ τής τελείας αγάπης καί τής καθαρός αλητείας
καί δικαιοσύνης.
Μετά τύ πέρας τής προσευχής επί τινα δευτερόλεπτα έπεκράτησε
σιγή νεκρική. Πάντων αί κεφαλαί ήσαν κεκυφυίαι. Τύ πρόσωπόν τού
πατρός Μύρωνος ήτο κάθυγρον εκ τών δακρύων. Ήτο στιγμή κατά τήν
οποίαν πάντες ήσθάνοντο έναργέστατα τήν θείαν ευλογίαν, ώσεί φωνή
εξ ουρανού έβόα προς αυτούς περί τής έν αύτοΐς τού Θεού ευδοκίας.
Ουδέποτε σύλλογος σοβαρώτερος συνεκροτήθη.
—Έννοοΰμεν κάλλιστα πάντες—ήρξατο λέγων 6 πατήρ Μύρων —
τί ύπεσχέθημεν νά πράξωμεν. Συνυποχρεού μέθα πάντες όί παρόντες έν
τφ καθ’ ή μέραν βίω ημών νά προ βαίνω μεν εΐς πάσαν ή μών πράξιν καί
έπιχείρησιν μετά τήν ενδόμυχον έρώτησιν: τί θά έ'πραττεν άνθ' ημών 6
’Ιησούς Χριστός έν τή προκειμένη περιστάσει, μηδαμώς άναλογιζόμενοι
.
τάς οίαςδήποτε συνέπειας τήςτοιαύτης ημών διαγωγής. Θά σάς διηγηθώ

άλλοτε οποία θαυμαστή μεταβολή συνέβη έν τή ζωή μου κατά τήν διαρ-
ρεύσασαν εβδομάδα. ’Επί τού παρόντος αισθάνομαι μόνον, δτι δέν δύ­
ναμαι πλέον νά ζώ ούτως, όπως έ'ζων προηγουμένως. "Ο,τι ήσθάνθην
Π

καθ’ δλον τούτο τό έν τφ μεταξύ διάστημα είνε ή ατελής περί τής χρι­
στιανικής διδασκαλίας άντίληψις, ή έλλίπής περί τού οΐος πρέπει νά ήνε
Α.

δ μαθητής τού Χριστού ιδέα καί διά τούτο είμαι ήναγκασμένος νά με­
ταβάλω τρόπον τού σκέπτεσθαι, νά δώσω εΐςέμαυτόν ύπόσχεσιν βίου
διαφόρου τού προηγουμένου. 'Αλλά μόνος έγώ δέν έτύλμων νά άποδυθώ
είς τοιούτον βίον. Διά τού στόματος τού εις Κύριον έκδημήσαντος αδελ­
φού ημών έλάλει προς ή μάς αύτός 6 Κύριος καί ή φωνή αύτού ήτο
έκκλησις προς πάντας ημάς. Διά τούτο καί έγώ άπετάθην προς πάντας.
Είσθε σύμφωνοι καί διατεθειμένοι νά ένισχύσητε καί έπιβεβαιώσητε
τον σκοπόν μου;
— Συμφωνώ πληρέστατα, είπενή Δίς Εύλαλία, αλλά έχω μίαν απο­
ρίαν. 'Εγώ δέν δύναμαι νά έχω πεποίθησιν είς τήν κρίσιν μου τί θά
έ'πραττεν ό Ί. Χριστός είς τήν θέσιν μου έν πάση περιπτώσει. Ποίος άντ’
έμού θά άποφασίση περί τού τρόπου τής διαγωγής Του; θάεύλόγει άρά
γε τήν πράξίν μου 6 Τ. Χριστός, ή όχι; Ό βίος σήμερον δέν είνε δπως
έπί’Ι. Χριστού-κατέστη πολυσυνθετώτερος καί δυσκολώτερος επομένως.
Πολλαί συνθήκαι τής ήμετέρας έποχής ήσαν άγνωστοι προ εϊκοσιν αιώ­
νων, Πώς λοιπόν θά δύναμαι νά εϊπω τί θά έ'πραττεν'Εκείνος;
IQ0 "&πιφυλλΐ5, '€<d1 τά ΐχμνι του Χριστού

— Έπειτα, εάν τίς μοι εΐπη, προκειμένου περί πράξεώς μου γενο-
μένης, δτιδ Χριστός δεν θά έφέρετο ουτοη τί θά έγίνετο τότε; ήρώτη-
σεν δ δημοσιογράφος Ευδόκιμος.
— ’Εάν μέλος τι τοΰ ήμετέρου συλλόγου νομίζη, δτι δ Χριστός εν
δεδομένη περιπτώσει θά έφέρετο καθ’ ώρισμένον τρόπον, άλλο δε μέ­
λος έχη άλλοίαν περίτούτου ιδέαν; ήρώτησεν δ Φωτιάδης. Τί πρέπεινά
καθιστά αρμονικήν την ήμετέραν διαγωγήν, ΐνα αυτή ήνε δμοιομερώς
γνήσια χριστιανική; Εινε δυνατόν νά έφαρμόση τις τον αυτόν τρόπον
εις πάσας τάς περιπτώσεις ;
Ό πατήρ Μύρων μετά τινων λεπτών σιωπήν άπήντησε:
—Δέν πιστεύω, δτιθάλάβοτσιχαίραν σοβαραί άπορίαικα'ι διαφωνίαι.
'Εάν τις τιμίως καί είλικρινώςκαίέν νηφαλία γνώσει καί συνειδήσει ακό­
λουθή τύν Χριστόν, δέν προβλέπω εν τοιαΰτη περιπτώσει αμφιβολίας έν
τή διάνο ία ούτε ημών αυτών, ούτε τών άλλων άνθρόίπων. Άφοΰ δ
Χριστός εινε τό παράδειγμα, τό υπόδειγμα, τό πρότυπον δλης τής άν-
θρωπότητος, είνε αναμφίβολον, δτι κάλλιστα έκαστος δυναται νά έχη
Αυτόν ως πρότυπον καί επομένως καί ημείς δυνάμεθα νά άκολουΰήσω-
μεν Αυτόν. Μήπως σκέπτεται τις εξ υμών κατά διάφορον τρόπον ;
.
01 πάντες συνεφώνησαν προς τήν γνώμην τοΰ πατρός Μΰρωνος.

Μετά λεπτών τινων μερικωτέρας συζητήσεις άπεφασίσθη νά συν-
έρχωνται εις τακτικάς συνεδριάσεις άπαξ άνά δυο εβδομάδας πρύς άνα-
κοίνωσιν τών εξαγομένων εκ τοΰ επί τά ίχνη τοΰ Χριστοΰ βίου.
Π

Ό πατήρ Μύρων άπήγγειλεν αΰθις προσευχήν. Καί πάλιν, ώς καί


κατά τήν αρχήν, τοΐς πάσιν αισθητή έγένετο ή παρουσία τοΰ αγίου
Α.

Πνεύματος.
Πάντες έν σιγή έθλιψαν άλλήλων τάς χείρας καί διελύθησαν. "Εκα­
στος, απερχόμενος εις τον οΐκόν του, κατείχετο υπό σκέψεως σοβαράς
καί εβάδιζε σΰννους*.

* ακολουθεί.

= ιζβ —
ψ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

’Εκκλησία ’Αλεξάνδρειάς. Τή 13 Φεβρουαρίου διά τοΰ ιταλικού «Singapori»


άνεχώρησεν εις Κύπρον ή Α. θ. Μ. 6 Πάπας καί Πατριάρχης ’Αλεξάνδρειάς ΦΩΤΙΟΣ
μετά τής συνοδείας Αΰτοΰ πρός συνέχισιν των εργασιών τής σεπτής ’Αντιπροσωπείας
έπί τοΰ αρχιεπισκοπικού ζητήματος Κύπρου. Κατά τήν δι’ Ίόππης καί Βηρυτοϋ δι-
άβασιν ή Α- θ. Μακαριστής έγένετο άντικείμενον θερμής ΰποδοχής Οπό τής Α. Μ.
τοΰ πατριάρχου 'Ιεροσολύμων Δαμιανού καί των έκκλ. ’Αρχών Βηρυτοΰ, έπισκεψα-
μένων τήν Α.Θ.Μ. επί τοΰ άτμοπλοίου. Έν Κύπρψ ή Α. θ. Μ. έγένετο δεκτή υπό τοΰ
αυτόθι ψιλοχρίστου λαοΰ μετ’ ένθουσιασμοΰ.

’Αρχιεπισκοπικόν ζήτημα Κύπρου. "Ολως άπροσδοκήτως εις τό αρχιεπισκο­


πικόν ζήτημα Κύπρου έδόθη μονομερώς τροπή άδόκητος καί θλιβερωτάτη άπό τε
τής κανονικής έπόψεως καί άπό τής έπόψεως των συνεπειών. Μεθ’ ήμέρας τρεις άπό
τής είς Λευκωσίαν άφίξεως τής Α. θ. Μ. τοΰ Πάπα καί Πατριάρχου ’Αλεξάνδρειάς
έλήφθη τά έξής τηλεγράφημα:
ΠΕΡΑΝ, 4 Μαρτίου 1908
Θεοΰ αυναιρομένου μετά οκταετή χηρείαν τοΰ 'Αρχιεπισκοπικού Θρόνον Κύπρου
καί μετά πολλάς ενδελεχείς ενεργείας άγιωτάτων Πατριάρχων, Έκκλ.ησία Κωνσταν­
τινουπόλεως συνωδά δηλ.ώσει 16 Φεβρουάριον, προέβη σήμερον κανονικοί; ψήφοις
ϋέοααα υποψηφίους μητρσπολ.ίτας Άγχιάλου, Καοοανδρείας καί Κνρηνείας καί εκ/.έ-
ξασα παμιρηφεί μητροπολίτην Κνρηνείας. Συγχαΐρομεν εκλογή.
Πατριάρχης ΙΩΑΚΕΙΜ.
Ή εΐδησις τής παραδόξου ταύτης έκλογής κατετάραξε τήν νήσον, ή δ’ απόπειρα
τής έγκαΟιδρύσεως τοΰ άγιου Κυρηνείας έν τή έν Λευκωσία ’Αρχιεπισκοπή προσέ-
κρουσε πρός τήν άντίστασιν των 4)5 τοΰ λαοΰ. Ή Κυβέρνησις τής νήσου πρός πρό-
.
ληψιν απευκταίων προέβη εις τήν έκκένωσιν καί φρούρησιν τής ’Αρχιεπισκοπής. Ό

δέ Μακαριώτατος Πάπας καί Πατριάρχης ’Αλεξανδρείας είς τό καί Αΰτφ άποσταλέν
τηλεγράφημα τοΰ Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ,άπήντησεν έκ
Λευκωσίας διά τοΰ τηλεγραφήματος τοΰδε:
Κατώδννοι τήν ψυχήν συλ.λ.υπούμεϋα τή άγιωτάτη Καϋόλ.ου Έκκλ.ησίφ επι τή ηγ-
γελμένη ήμΐν σήμερον παραδόξω άλ.ηΟΰίς καί λ.νπηροτάτη εκλογική πράξει, πάντως
Π

επί τή βάσει σφαλερών πληροφοριών παρά τους ιερούς κανόνας διαπεπραγμένη. Ρν-
ααιτο Κύριος τήν ασπιλ.ον Αυτόν νύμφην των απαίσιων συνεπειών αύτής, άς όλε-
ϋριοπίρας προμηνύει τή ταλ.αίνη Έκκλ.ησΰι Κύπρου ή σφοδρά άγανάκτησις τοΰ ευσε­
Α.

βούς αύτής λ.αον, εκρηγνυμένουεΐς αποδοκιμασίας δακρύων άξίας καί στεναγμών.


Ναι ! ΐλ.εως ε’ίη δ Κύριος.
Πατριάρχης ΦΩΤΙΟΣ.

’Εκκλησία διασποράς. 'II Ί. Σύνοδος τής Ελλάδος διώρισε προϊστάμενον τής


έν Μεσσήνη τής Σικελίας Έλλ. Όρθ. Κοινότητος τάν αίδ. πρεσβ. Π. Γκορογιάννην,
ή δέ Μ. 'Εκκλησία είς τήν έν Νάσουα τής ’Αμερικής Έλλ. Κοινότητα προϊστάμενον
διώρισε κατ’ αΐτησιν τών έκεΐ ορθοδόξων τόν αίδ. πρεσβ. Κ. Χαραμανταν.

Δωρεά ομογενών Κάιρου. 'Γπέρ τών Μακεδόνων οί έν Ιναϊρψ όμογενεΐς συλ-


λέξαντες έξ έράνων 5,000 χρ. δρχ. άπέστειλαν τφ παν. Μητροπολίτη ’Αθηνών.

Τδ έγκυρον τών δρύλ. γάμων εν ’Αμερική. Κατά τάς έφημερίδας τοΰ Αγίου
Λουδοβίκου δ αίδ. Μ. I. Φιαμπόλης, έφημέριος τής έν τή πόλει έκείνη έκκλησίας
καί είς τών άρχαιοτέρων καί μάλλον σεβαστών κληρικών έν τή Συμπολιτείφ, παρου-
σιάσθη πρό τινων ήμερών ένώπιον τοΰ Δικαστηρίου τής Συμπολιτείας, δπως πολιτο-
γραφηθή ’Αμερικανός. Ό αίδ. Φιαμπόλης προέβη είς τό διάβημα τοΰτο, όπως οί δπ’
αΰτοΰ τελούμενοι γάμοι άναγνωρίζωνται δπά τών δικαστηρίων τής Συμπολιτείας, ώς
έγκυροι. Τοΰτο δέ, διότι ήγέρθησαν αμφιβολία’., έάν γάμος τελούμενος Οπό αλλοδα­
πού Εερέως είνε έγκυρος.

’Επίσκοπος Ρωσικής διασποράς. Ό νεωστί διορισθείς έπίσκοπος τής ρωσικήςδια-


αποράς άγιος Κρονστάνδης Βλαδίμηρος μεταβαίνουν εις τάν τόπον τής διαρκοΰς διαμονής
αΰτοΰ (Ρώμη) έπεσκέψατο τάς έν Πράγα, Βιέννη καί Δρέσδη ρωσικάς έκκλησίας.

= 127 =
192 Gtih'aeis

Έξακολουθών δε τήν περιοδείαν αΰτοΰ κατά τόν παρελθόντα Νοέμβριον έπεσκόπησε


τάς έν Nice, Cannes καί Menton ρωσ. εκκλησίας, έν αίς καί έτέλεσε τήν θείαν λει­
τουργίαν. Τή 28η τοΰ αΰτοΰ έτέλεσε τήν θείαν λειτουργίαν έν Γενεύη.
Ιεραρχών μεταστάσεις. Τή 21 π. Λεκεμβρίου μετέστη εις Κύριον δ πρφην
Νευροκοπίου Νικόδημος, τή δ’6’Ιανουάριου δ πρώην Μαρωνείας Κωνστάντιος.
Ευεργετήρια Γράμματα. Συνοδική διαγνώμη ή Μεγάλη ’Εκκλησία άπένειμε
τόν Σταυρόν τής Ευεργεσίας τή κ· Μαρίφ Εΰστ. Εύγενίδου καί τώ κ. θ. Μαυρογορ-
δάτω μετά δύο εικόνων έπί ταΐς εύεργεσίαις αύτών, έφ’ αίς διεκρίθησαν έν τή υπέρ
των ασθενών καί πενήτων μερίμνη.
Μαϋητών πατριωτισμός. Ψάλλοντες τά Κάλλανδα οί μαθηταί τοΰ Γυμνασίου
Σύρου συνέλεξαν 1690 δραχμάς, άς καί διέθηκαν υπέρ τού ταμείου τοΰ ’Εθνικού Στόλου.
Υπέρ τοΰ αΰτοΰ σκοπού καί διά τοΰ αΰτοΰ μέσου καί οί μαθηταί τοΰ Παγκυπρίου
Γυμνασίου έν Κύπρψ συνέλεξαν 40 λίρ. άγγλίας.

ΤΑϋ·λον Διαγωνίσματος Καποδιστρίον. Τό άθλον τά ταχθέν υπό τοΰ ■/.. Μαρίνου


Κοργϊαλένιου προς βράβευσιν έργου περί Καποδιστρίου ώς πρώτου θεμελιωτοΰ τής
Δημοτικής Έκπαιδεύσεως δ Σύλλογος πράς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων άπένειμε τω
γράψαντι τά άριστον τοιοΰτο Λαζάρφ Βελέλη κατ’ είσήγησιν τοΰ κ. Λάμπρου. Τό
έργον\οΰ κ- Βελέλη έφερε τό διακριτικόν ρητόν «χωρίς βραδύτητα καί χωρίς θόρυβον».

Βραβεία’Αρετής. Τή 13 ’Ιανουάριου δ έν Άθήναις Σύλλογος των «Τριών Ιε­


ραρχών» έν τή αιθούση τοΰ «Παρνασσού» πολύ συγκεντρώσας πλήθος έκλήρωσε τέσ-
σαρα πτωχά κοράσια (έκ τών 22), εις έκαστον τών δποίων ώς άρετής βραβεΐον έδω-
κεν 600 δραχμάς έκ τών 2,400, αϊτινες είσεπράχθησαν έκ συνεισφορών. Τά έργον τοΰ
Συλλόγου τούτου είνε συμπαθέστατον.
Εα&αίρεσις. Ή ιερά Σύνοδος καθήρεαεν από τής ιερατικής αξίας τόν έν Θεσ­
.
σαλονίκη παραμένοντα τέως πρεσβύτερον Άγαθόνικον, δστις σκανδάλων έγένετο με­

ταξύ τών ορθοδόξων παραίτιος, άποσχίσας έαυτόν τής κανονικής αΰτοΰ πνευματικής
’Αρχής καί έπί τή βάσει διδασκαλιών καινοφανών ιδίαν αντικανονικήν πήξας έν τή
πόλει ταύτη παρασυναγωγήν.
/VEy.y.)I. ’Λλήϋειατ.]
Δωρεά συλλογής βυξαντ. νομισμάτων. Ή κόμησσα Λουΐζα Ριανκούρ άγο-
Π

ράσασα πλουσίαν ιδιωτικήν συλλογήν βυζ. νομισμάτων έδωρήσατο αυτήν εις τά Νομισμα­
τικόν Μουσεΐον Αθηνών.'’Αποτελεϊται δέ αυτή έκ νομισμάτων χρυσών μέν 192, αργυρών δ’
74 καί χαλκών 264, άντιπροσωπευόντων πάντας τούς από τοΰ Μ. Κωνσταντίνου μέ­
Α.

χρι τών χρόνων τής άλώσεως Αΰτοκράτορας καί Βασιλείς τοΰ Βυζαντίου. Τά έκ τού­
των σπανιώτερα άνήκουσιν εις Ίουλιανάν τόν Παραβάτην, Πουλχερίαν, Βασίλειον,
Άθαλάριχον, καί 'Ιουστινιανόν τόν Ρινότμητον καί άλλους. Ή δωρεά θά φέρη τό
όνομα τής δωρητρίας.

Άνασκαφαί έν Ιεριχώ. Κατηυθύνθη τό έκτον ήδη εις Παλαιστίνην δ διαπρεπής


αΰστριακός καθηγητής Έρνέστος Σέλιν πράς έπανάληψιν τών άνασκαφών τής Ίερι-
χοΰς περί τάς άρχάς τής άνοίξεως.
ΤΟ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Καθιστά γνωστόν πδσι τοϊς εΰσεβέσι καί άρθοδόξοις Χριατιανοΐς, τοΐς δια*
μένουσι κατά τό κλίμα τοΰ ‘Αγιωτάτου’Αποστο-.ικοΰ καί Πατριαρχικού θρόνου ’Α­
λεξάνδρειάς, ότι οί μέλλοντες νά έλθωσιν εις γάμου κοινωνίαν άφείλουσι:
Α) Νά προσάγωσι πιστοποιητικά τής έαυτών έλευθερίας παρά τών ’Εκκλησια­
στικών άρχών τής οικείας αύτών πατρίδος' έν περιπτώσει δ’ όμως, καθ' ήν οί μελ­
λόνυμφοι διέμειναν εις ξένους τόπους, πράς τώ πιστοποιητικψ τής έλευθερίας έκ τής
ιδίας αύτών πατρίδος ύποχρεοΰνται νά προσάγωσι καί πιστοποιητικά'/ έλευθερίας τής
’Εκκλησιαστικής αρχής τοΰ τόπου, ένψ παρέμειναν.
Β) Νά παρουσιάζωνται εις τά Πατριαρχικά ένταΰθά τε .καί έν Καίριο γραφεία,
έν δε ταΐς λοιπαΐς Κοινότησι τοΰ εσωτερικού ένώπιον τοΰ έκάστοτε έφημερίου, ΐνα
δηλώσωσι τήν ήμέραν τής στέψεως αύτών τούλάχιστον τρεις έβδομάδας πρά τής τε-
λέσεως τοΰ γάμου.
[Έκ τών Γραφείων τών Πατριαρχείων]

= 128 =
ΑΩΡΟΝ TOG SYNAPOMHTAG
■ nar ---- .

’Από τού τεύχους τούτου έν Παραρτήματι ιδιαι­


τέρα) άρχεται δημοσιενόμενον “Ταμεΐον της Καινής Δια-
ϋήκης,,ήτοι Συμφων ία (Concordantia^), εργοντούγνω-
ΰτοϋ τώ ϋεολογικώ κόσμω ίερολ. Διακόνου τής έν Βιέννη
‘Ελληνικής ’Εκκλησίας κ. Σωφρονίου Εύστρατιάδον. Το
έργον τούτο, πληρέστερον και τελειότερον των γνωστών
άχρι τοϋδε ξένων τοιούτων, συγγραφέν έπί τή βάσει τής
υπό τής Μεγάλης τον Χριστού ’Εκκλησίας έκδόσεως τής
Καινής Διαθήκης, άναπληρόϊ σπονδαιοτάτην έλλειψιν
παρ’ ήμϊν, προσφέρεται δε δωρεάν υπό τού “Έκκλησια-
ατικοϋ Φάρου,, πασι τοϊςαυνδρομηταίς αυτού. Οι ιεροκή­
ρυκες, οι ϋ'εολόγοι, οι ίεροσπουδασταί και πάντές συλλή­
.
βδην οϊτε κληρικοί καί οι έκ των λαϊκών μελετηταί τών

ΆγίωνΓραφών άποκτώσιτήν τελειοτέρανκλεΐδατής Και­
νής Διαϋήκης.
Π

Ή προμετωπίς τού “Ταμείου,, έκτυπωϋήσεται μετά


την ανντέλεσιν αυτού.
Α.

Δ ή λ ω σ ι ς.

ΟΙ προς την Διεύϋννσιν άποστέλλοντες διατριβάς


καί μελετάς προς δημοσίευσιν παρακαλούνται νά δηλώσιν
είς αυτήν το όνομα καί την διεύϋ'ννσιν αυτών, άλλως τά
χειρόγραφα αυτών δεν ϋά λαμβάνωνται νπ’ όψει.
ΥΠΟ ΤΑ ΠΙΕΣΤΗΡΙΑ
π ρεςβυυερου ΓΡΗΓ. ΠΕΤΡΏΦ
_________________________ ο

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΩΣ BASIS TOT BIOT

ΤΑ ΙΙΕΡΙ EXOMEN A

Α.-ΘΕΗΕΥΙ£ϊΛΓ,Ι£ Al'VAI ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΧΙΙΟΥ

1ί.-Χ1Μ£ΓΙΑΜΚΗ ΆΙΑΠΑΙΛΑΓΩΓ1Ι£Ι£ TIIS ΚΟΥΛΗ£ΕΩ£

Τ.-ΗΘΙΚΟ£ ΕΗΦΤΑΙ£ΜΟ£

Λ.-ΤΟ ΜΙ ΓΑΑΙ,ΙΟΛ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ


.
Ε.-ΙΙ ΒΑΪΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

Π
Α.

φφφφφφφφφφφφφφφφ';;;φφφφφφφφφφφφφφφ

To Πατριαρχικόν Τνπογραφεϊον (ruelle de


la rue Tewfik pacha), πλουτιαϋ·έν διά ποικίλων καί
καλλιτεχνικών στοιχείων ελληνικών τε καί γαλλικών, δέ­
χεται οιανδήποτε τυπογραφικήν παραγγελίαν, ήν καί εκ-
τεΛεΐ μετά φιλοκαλίας επί μέτρια αμοιβή.

You might also like