You are on page 1of 39

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ



ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ ΜΑΡΙΝΑ ΔΕΤΟΡΑΚΗ























ΡΕΘΥΜΝΟ 2019

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΥΣ




Βυζαντινή Φιλολογία ονομάζομε τη μελέτη της ελληνόφωνης γραμματειακής παραγωγής
που εμπίπτει στα χρονικά όρια του βυζαντινού κράτους, δηλαδή από το 330 έως το 1453.


Η ορολογία
•Η λ. Βυζάντιο ως όρος της αντίστοιχης εποχής εμφανίζεται και χρησιμοποιείται τον 16ο αι.
από δυτικούς λογίους και φιλολόγους – εκδότες όπως τον Ιερώνυμο Wolf, Φίλιππο Labbe,
Κάρολο Dufresne du Cange). Βυζάντιο ως όρος για τους λόγιους βυζαντινούς συγγραφείς
σήμαινε την Κωνσταντινούπολη.
Από τον 16ο αι. οι όροι Βυζάντιο και βυζαντινός χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό
του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και φιλολογίας και από δυτικούς και από έλληνες
λογίους. (π.χ. Ο Αδ. Κοραής χρησιμοποιεί τον όρο Βυζαντινή Ιστορία (1805) και Βυζαντινός
ελληνισμός (1811), ο Σπ. Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί μελέται (1857).

«Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινός»… εφευρέθηκαν από τους
πρώτους µελετητές της εποχής και της περιοχής αυτής. Καθολικοί
ιερωµένοι, οι οποίοι αρνήθηκαν, για λόγους ιδεολογικούς, να
ονοµάσουν την αυτοκρατορία των σχισµατικών, πάντα γι’ αυτούς,
ορθοδόξων χριστιανών, µε το επίσηµο όνοµά της, που ήταν το Ρώµη
και ρωµαϊκή πολιτεία. Το ευγενές αυτό όνοµα παρέπεµπε, έλεγαν,
στην καθολική Ρώµη και όχι στην Κωνσταντινούπολη.»
Ελ. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σελ. 15


Ρωμαίος:
•Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί προσδιορίζονται και αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι πολίτες. Η
επικράτεια είναι η Ρωμαϊκή επικράτεια (η Ρωμανία, το Ρωμαϊκό Κράτος), και ο
αυτοκράτορας είναι «ἐλέῳ Θεοῦ καὶ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Ρωμαίων».
Τίτλος αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ (1391-1425):

Μανουὴλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὸς βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ
Ῥωμαίων ὁ Παλαιολόγος καὶ ἀεὶ αὔγουστος …


•Ο εθνικός όρος επιβιώνει στα ονόματα Ρωμιός, ρωμέϊκος, ρωμιοσύνη. (Βλ. ΡΩΜ- στα
αραβικά Roum > Roum ili > Ρούμελη).
Έλληνας :
•Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, το όνομα «Ἕλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη,
τον οπαδό της εθνικής ή θύραθεν ή έξω θρησκείας. (βλ. π.χ. συχνά στα κείμενα: «πατρὸς
μὲν Ἕλληνος, μητρὸς δὲ χριστιανῆς»)
•Κατά την παλαιολόγεια περίοδο (μετά το 1204), η ανάγκη προσδιορισμού της ταυτότητας
των Βυζαντινών και της ετερότητάς τους με τους δυτικούς, τους οδηγεί στην αναζήτηση της
αρχαιοελληνικής καταγωγής τους. Η λ. Έλληνας αποκτά τότε τη σημασία του ελληνόφωνου,
ορθόδοξου απογόνου των αρχαίων Ελλήνων (ὅμαιμον, ὁμόγλωσσον, ὁμότροπον,
ὁμόθρησκον)

Εθνικός: εκείνος που ανήκει στον έξω-χριστιανικό κόσμο (θρησκεία, παιδεία, πολιτισμό). Οι
εθνικοί ήταν οι συγγραφείς της έξω-παιδείας (θύραθεν).

Γενικά Χαρακτηριστικά της Βυζαντινής Λογοτεχνίας

«… Τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά αυτής της
αυτοκρατορίας είναι τα παρακάτω: ότι υπήρξε ρωμαϊκή
στη νομοθεσία και τη διακυβέρνηση, ελληνική στη
γλώσσα και στον λογοτεχνικό πολιτισμό, και χριστιανική
στο θρήσκευμά της.»

(Τhe Oxford Handbook of Byzantine Studies, σ. 3)

1) Η βυζαντινή γραμματεία χρονικά εκτείνεται από τον 4ο στον 15ο αι., και γεωγραφικά
αναπτύσσεται σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (Συροπαλαιστίνη,
Αίγυπτο), Μικρά Ασία και στον Πόντο, στην Ελλαδική Χερσονήσο, στην Ιταλία, και
κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.
2) Η γλώσσα της βυζαντινής γραμματείας είναι η ελληνική σε πολλές και διαφορετικές
μορφές και ποιότητες: Κοινή της χριστιανικής γραμματείας, δημώδης έως και
λαϊκότροπη, λόγια, λόγια αρχαΐζουσα). Στη βυζαντινή επικράτεια γράφονται και
κείμενα σε άλλες γλώσσες, όπως τα συριακά, τα κοπτικά, τα αρμενικά ή τα
γεωργιανά και συχνά οι λογοτεχνίες αυτές επικοινωνούν με τη βυζαντινή μέσω
μεταφράσεων των κειμένων. Ωστόσο στη βυζαντινή φιλολογία εστιάζουμε στην
ελληνόφωνη γραμματεία.
Ειδική βιβλιογραφία για τη γλώσσα και το ύφος των βυζαντινών
κειμένων:
- ŠEVČENKO I., “Levels of style in Byzantine prose”, Jahrbuch
der Österreichischen Byzantibistik 31/1, XVI. Internationaler
Byzantinistenkongress, Aktenl/l (Vienna, 1981), 289-312.
- HORROCKS G., Greek: A history of the Language and its Speakers,
Addison Wesley, Longman Limited, 1997 : ελληνική μετάφραση
Μ. Σταύρου – Μ. Τζεβελέκου, Ελληνικά : Ιστορία της Γλώσσας και
των ομιλητών της, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006

3) Οι συγγραφείς της βυζαντινής γραμματείας μπορεί να υπηρετούν περισσότερα ρτου
ενός λογοτεχνικά είδη: μπορεί να είναι συγχρόνως ιστορικοί και ποιητές, ρήτορες,
υμνογράφοι και συγγραφείς αγιολογικών κειμένων, ποιητές της προσωπικής λόγιας
ποίησης και της υμνογραφίας.

Παλαιά, Νεώτερη και Νέα αντιμετώπιση της βυζαντινής λογοτεχνίας
1) Η βυζαντινή λογοτεχνία δέχεται πολλές επιρροές και διαμορφώνεται τελικά άλλοτε
από την κλασική παράδοση, και άλλοτε από θρησκευτικά κείμενα ανατολικής
προέλευσης (π.χ. Παλαιά Διαθήκη, συριακή υμνογραφία). Σε μεγάλο βαθμό τα
κείμενα που ακολουθούν την κλασική παράδοση (τα κλασικίζοντα) ακολουθούν
στενά τα κλασικά πρότυπα έργα της αρχαιότητας. Για το λόγο αυτό η βυζαντινή
λογοτεχνία επικρίθηκε από τους δυτικούς λογίους του 17ου και 18ου αι. για
μιμητισμό.

2) Η βυζαντινή λογοτεχνία στρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από θρησκευτικά θέματα


και έχει θεοκεντρικό χαρακτήρα, και για το λόγο αυτό επίσης επικρίθηκε από τους
λόγιους της δύσης (κυρίως του Διαφωτισμού, όπως τον Βολταίρο ή τον Μοντεσκιέ).
3) Ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας του Βυζαντίου είναι γραμμένο σε απλή δημώδη
γλώσσα (την Κοινή της χριστιανικής γραμματείας). Κατά τους 17ο -19ο αι. και το
κλίμα της αρχαιολατρείας και νεο-κλασικισμού που κυριαρχεί οδηγεί στην
απαξίωση αυτών των κειμένων και αυτής της μορφής ελληνικών, που τα
θεωρούσαν υποδεέστερα, κατώτερα της αρχαίας, καθαρής, αττικής διαλέκτου.
4) Η θέαση του Βυζαντίου είχε καθαρά χαρακτήρα αναζήτησης ιστορικών πηγών,
χωρίς άλλη λογοτεχνική αξίωση. Το πρώτο ενδιαφέρον, δηλαδή, των δυτικών
λογίων εστιάζεται στους βυζαντινούς ιστορικούς και στις εκδόσεις των έργων τους.
Αναγνωρίζεται η σημασία της βυζαντινής λογοτεχνίας μόνο ως πηγής για την
αρχαιότητα και τη νεώτερη ιστορία.
Η στροφή
1) Ήδη από τα τέλη του 19ου αι. και σε όλον τον 20ο αι. παρατηρείται στροφή στη
μελέτη των βυζαντινών κειμένων με στόχο την έκδοση, το σχολιασμό, την ερμηνεία
τους και την ανάδειξη της πρωτοτυπίας τους.
2) Αναγνωρίζεται σταδιακά η προσφορά των βυζαντινών στη διάσωση των αρχαίων
κειμένων χάρη στα βυζαντινά χειρόγραφα και συγκροτείται η επιστήμη της
ελληνικής παλαιογραφίας που στόχο έχει τη μελέτη της γραφής των βυζαντινών και
μετα-βυζαντινών χειρογράφων.
3) Παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα δημώδη κείμενα, για τη λογοτεχνική
πρωτοτυπία και κυρίως γλωσσική μαρτυρία που προσφέρουν.
4) Τις τελευταίες δεκαετίες έχει διευρυνθεί η διεπιστημονική προσέγγιση της
βυζαντινής λογοτεχνίας με άλλους κλάδους μελέτης του βυζαντινού πολιτισμού
(τέχνη, αρχαιολογία) και με εισαγωγή της σύγχρονης θεωρίας της βυζαντινής
λογοτεχνίας
5) Από τα τέλη του 19ου αι. συστήνεται η βυζαντινή φιλολογία κυρίως γύρω από τον
Κάρολο Κρουμπάχερ, πρώτο καθηγητή τη σχολή του Μονάχου με πρώτο καθηγητή
της βυζαντινής. Δημοσιεύονται οι πρώτες γραμματολογίες (=ιστορία της βυζαντινής
λογοτεχνίας), εκδίδεται το πρώτο επιστημονικό περιοδικό (η βυζαντινολογική
επετηρίδα: Byzantinische Zeitschrift, στο Μόναχο), και συστήνονται επίσημα
corpora κριτικών εκδόσεων των βυζαντινών κειμένων.

Οι πρώτες γραμματολογίες για τη Βυζαντινή Λογοτεχνία:
•K. Krumbacher (σε συνεργασία με τον Α. Ehrhard), Geschichte der byzantinischen Literatur,
Μόναχο, 1897[= Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας, 3 τόμοι], Αθήναι 1897-1900.]
•H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, Μόναχο, 1959.
•H. Hunger, Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, Μόναχο, 1978.[=
Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των βυζαντινών, 3 τόμοι, Αθήνα 1991-
92.]

Η Ίδρυση της Νέας Ρώμης


Απόσπασμα από το άρθρο της Καμάρα Αφροδίτης, «Ίδρυση Κωνσταντινούπολης,
εγκαίνια, 330», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού: Κωνσταντινούπολη

«1. Ο θεσμός της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας
Σύμφωνα με τις πολιτικές πρακτικές της Ύστερης Αρχαιότητας, η επανίδρυση μιας πόλης ως
αυτοκρατορικής πρωτεύουσας δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, ιδιαίτερα από την εποχή της
Τετραρχίας και εξής. Οι αυτοκράτορες επέλεγαν μια πόλη της αρεσκείας τους, ανάλογα με
το κέντρο βάρους της εξωτερικής τους πολιτικής· εκεί έχτιζαν το ανάκτορό τους, για να
διαμένουν και να διοικούν την αυτοκρατορία όσο διάστημα δεν περιόδευαν ή δε
βρίσκονταν σε εκστρατεία. Έτσι ο Διοκλητιανός είχε επιλέξει τη Νικομήδεια, ενώ ο Γαλέριος
τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο η Ρώμη εξακολουθούσε να θεωρείται πρωτεύουσα του κράτους
και κέντρο της αυτοκρατορίας.
Ο Κωνσταντίνος, λίγους μήνες μετά την οριστική επικράτησή του επί του Λικινίου, και
συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου 324, επέλεξε να θέσει το θεμέλιο λίθο για την ίδρυση της
δικής του πρωτεύουσας στην πρώην μεγαρική αποικία του Βυζαντίου, στο σημείο όπου ο
Βόσπορος χυνόταν στην Προποντίδα και η Ευρώπη προσέγγιζε την Ασία.

2. Η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη
Η μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε άλλη πόλη δεν ήταν στα αρχικά σχέδια του
Κωνσταντίνου. Στη Ρώμη έχτισε ο αυτοκράτορας τη θριαμβική αψίδα του, για να θυμίζει
στους υπηκόους τη νίκη επί των δυναστικών αντιπάλων του, και εκεί γιόρτασε το 326 την
επέτειο των είκοσι χρόνων από την αρχική αναγόρευσή του σε αύγουστο (vicennalia).
Ωστόσο κατά τη διάρκεια των εορτασμών έγιναν κάποια έκτροπα, που έδωσαν στον
αυτοκράτορα να καταλάβει ότι ενδεχομένως ο λαός της Ρώμης δεν ήταν πλήρως με το
μέρος του. Επίσης τον υποστήριζε και μέρος της συγκλητικής τάξης, που έβλεπε στο
πρόσωπο του δυναμικού αυτοκράτορα μια απειλή για τα κεκτημένα δικαιώματά της. Έτσι ο
Κωνσταντίνος επέλεξε, τέσσερα χρόνια μετά την επίσημη «ίδρυση» της πόλης, να
διακηρύξει εκ νέου την ίδρυσή της, αυτή τη φορά ως Νέας Ρώμης, ως νέας πρωτεύουσας
του κράτους (4 Νοεμβρίου 328). Ο Φιλοστόργιος, παραδίδοντας μια πρώιμη χριστιανική
παράδοση, αναφέρει ότι ανέλαβε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος να χαράξει τα νέα όρια της
πόλης. Όμως καθώς είχε απομακρυνθεί πολύ από τα παλαιότερα όρια, οι αυλικοί και οι
αρχιτέκτονες που τον ακολουθούσαν τον ρώτησαν πόσο ακόμη σκόπευε να προχωρήσει. Κι
εκείνος απάντησε «ώσπου να σταματήσει αυτός που προπορεύεται εμού», θέλοντας έτσι
να δηλώσει ότι ενεργούσε κάτω από θεία καθοδήγηση.

3. Τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης
Ο Κωνσταντίνος περίμενε να ολοκληρωθούν τα βασικότερα έργα που θα έδιναν στη νέα
πρωτεύουσα την αίγλη που της ταίριαζε, αλλά και να δοθούν οι κατάλληλοι οιωνοί από
τους επίσημους μάντεις της αυτοκρατορικής αυλής. Τα επίσημα εγκαίνια της νέας
πρωτεύουσας πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 330, με την κορύφωση των εορταστικών
εκδηλώσεων που είχαν διαρκέσει 40 ημέρες.
Στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει ο G. Dagron, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης
υπήρξε μια μακρά διαδικασία πολλών ετών, την οποία προοδευτικά η παράδοση συνόψισε
στην ημερομηνία αυτή. Η επιλογή της ημερομηνίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς 11
Μαΐου ήταν η γιορτή του αγίου Μωκίου, ο οποίος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στο
Βυζάντιο. Ο άγιος Μώκιος, που κατά την πρώιμη περίοδο θεωρήθηκε προστάτης της

πόλης, πριν από τη σταδιακή εξέλιξή της σε «Θεοτοκούπολη», είχε μαρτύριο στην
Κωνσταντινούπολη από πολύ νωρίς. Η παράδοση μάλιστα απέδιδε στον Κωνσταντίνο Α΄
την ανέγερσή του στη θέση ενός ναού του Δία, αν και η πληροφορία αυτή είναι αδύνατο να
ελεγχθεί»

Πηγές – Μαρτυρίες
Η μαρτυρία του Ζωσίμου (εθνικού ιστορικού)
Τούτῳ τῷ τρόπῳ πολλῷ µείζονα τῆς προτέρας ἀποτελέσας, καὶ βασίλεια κατεσκεύασεν οὐ
πολλῷ <τῶν> τῆς Ῥώµης ἐλάττονα· καὶ τὸν ἱππόδροµον εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν
∆ιοσκούρων ἱερὸν µέρος αὐτοῦ ποιησά-µενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα µέχρι νῦν ἔστιν ἐπὶ τῶν τοῦ
ἱπποδρόµου στοῶν ἑστῶτα ἰδεῖν· ἔστησεν δὲ κατά τι τοῦ ἱπποδρόµου µέρος καὶ τὸν τρίποδα τοῦ
ἐν ∆ελφοῖς Ἀπόλλωνος, ἔχοντα ἐν ἑαυτῷ καὶ αὐτὸ τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἄγαλµα. Οὔσης δὲ ἐν τῷ
Βυζαντίῳ µεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς µιᾶς στοᾶς ἄκρας, εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ
ὀλίγοι βαθµοί, ναοὺς ᾠκοδοµή-σατο δύο, ἐγκαθιδρύσας ἀγάλµατα, θατέρῳ µὲν µητρὸς θεῶν
Ῥέας, ὅπερ ἔτυχον οἱ σὺν Ἰάσονι πλεύσαντες ἱδρυσάµενοι κατὰ τὸ ∆ίδυµον ὄρος τὸ Κυζί-κου
τῆς πόλεως ὑπερκείµενον· φασὶν δὲ ὡς καὶ τοῦτο διὰ τὴν περὶ τὸ θεῖον ἐλωβήσατο ῥᾳθυµίαν,
τούς τε παρ’ ἑκάτερα λέοντας περιελὼν καὶ τὸ σχῆµα τῶν χειρῶν ἐναλλάξας. Κατέχειν γὰρ
πάλαι δοκοῦσα τοὺς λέοντας νῦν εἰς εὐχοµένης µεταβέβληται σχῆµα, τὴν πόλιν ἐφορῶσα καὶ
περιέπουσα· ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώµης ἱδρύσατο Τύχην·
Βοηθητικό γλωσσάριο:
Βασίλεια (τά) : ανάκτορα
Έξήσκησε εἰς κάλλος: διακόσμησε, ομόρφυνε
Δείκηλον (& δείκελον) (>δείκ-[νυμι] + ηλος :
αναπαράσταση, ανάγλυφο, άγαλμα, φάντασμα
Βαθμοί : σκαλοπάτια

Η μαρτυρία του Φιλοστοργίου (εκκλησιαστικού ιστορικού):


(9.) Ὅτι Κωνσταντῖνόν φησιν ὀκτὼ καὶ εἰκοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ τὸ Βυζάντιον εἰς
Κωνσταντινούπολιν µετασκευάσαι, καὶ τὸν περίβολον ὁριζόµενον βάδην τε περιιέναι, τὸ δόρυ
τῇ χειρὶ φέροντα· ἐπεὶ δὲ τοῖς ἑποµένοις ἐδόκει µεῖζον ἢ προσῆκε τὸ µέτρον ἐκτείνειν,
προσελθεῖν τε αὐτῷ τινα καὶ διαπυνθάνεσθαι·
«ἕως ποῦ, δέσποτα;» τὸν δὲ ἀποκρινάµενον διαρρήδην φάναι· «ἕως ἂν ὁ ἔµπροσθέν µου στῇ»,
ἐπίδηλον ποιοῦντα ὡς δύναµις αὐτοῦ τις οὐρανία προηγοῖτο, τοῦ πραττοµένου διδάσκαλος.
ἱδρυσάµενον δὲ τὴν πόλιν Ἄλµα Ῥώµαν ὀνοµάσαι, ὃ δηλοῖ τῇ Ῥωµαΐδι γλώττῃ τὴν ἔνδοξον· καὶ
βουλήν τε σύγκλητον τάξασθαι καὶ σιτηρεσίου δαπάνην αὐταρκεστάτην διανεῖµαι τοῖς
οἰκήτορσι, καὶ τὸν ἄλλον ἐν αὐτῇ τῆς πολιτείας πολυτελῶς κόσµον καταστήσασθαι, ὡς ἀρκεῖν
εἰς ἀντίπαλον κλέος τῇ προτέρᾳ Ῥώµῃ.

Ειδική βιβλιογραφία: Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και
οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000).


Ο Βίος Κωνσταντίνου του Ευσεβίου Καισαρείας

Πανηγυρικός Λόγος και Εγκωμιαστική Βιογραφία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που
γράφεται τον 4ο αι. από τον Ευσέβιο Καισαρείας προς τιμήν του πρώτου χριστιανού
αυτοκράτορα του κράτους, που θα είναι πλέον το Χριστιανικό Ρωμαϊκό Κράτος της
Ανατολής.
•Πρόκειται για ένα από τα βασικότερα κείμενα της Βυζαντινής λογοτεχνίας και θεμελιώδες
για την πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου (μαζί με τον τριακονταετηρικό λόγο επίσης του

Ευσεβίου, για τα τριάντα χρόνια βασιλείας του Κωνσταντίνου). Ο πατριάρχης Φώτιος (9ος
αι.) το παρουσιάζει ως λογοτεχνικό και ιστορικό έργο, στη Βιβλιοθήκη του.
•Η σύγχρονη φιλολογία το αναγνωρίζει ως έργο μεγάλης αξίας και το θεωρεί ως μία
μοναδική μαρτυρία για τη βασιλεία του Κωνσταντίνου: "the single most important source
for the reign of Constantine." (Cameron & Hall, 1999, 46)
•Ο Ευσέβιος θέτει ως στόχο του κειμένου αφενός τη διδασκαλία για το τι ήταν ο
Κωνσταντίνος (διδακτικός στόχος), αφετέρου την καταγραφή της προσωπικής του
μαρτυρίας για όσα έζησε κοντά στον Κωνσταντίνο (ιστορικό στόχος).
•Το λογοτεχνικό είδος του κειμένου είναι σύμμεικτο (υβριδικό δημιούργημα): είναι
συγχρόνως βασιλικός εγκωμιαστικός και πανηγυρικός λόγος, κοσμική βιογραφία,
αγιολογικός βίος.
•Ο Ευσέβιος Καισαρείας διατυπώνει την πολιτική θεωρία της χριστιανικής αυτοκρατορίας,
σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη τάξη των πραγμάτων οφείλει να αντανακλά την
ουράνια. Στον αντίποδα του Θεού στον ουρανό, ο αυτοκράτορας εγγυάται για την
αρμονική κοινωνική συμβίωση. Η θεωρία αυτή ονομάζεται καισαροπαπισμός
Βιβλιογραφία:
•T. Barnes, Constantine and Eusebius, Harvard University Press 1981.
•A. Cameron & S. Hall, Eusebius, Life of Constantine, Oxford University Press 1999.

“ H θεωρία της αποκατάστασης της αρχαίας αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα,
υπό την αιγίδα του Βυζαντίου, η ιδέα της ενοποίησης της αυτοκρατορίας υπό την
Κωνσταντινούπολη, γνωστή ως πολιτική της Renovatio, της Reconquista, διατρέχει την
αυτοκρατορική βυζαντινή ιδεολογία χωρίς διακοπή. Στηρίζεται στην πίστη ότι ο
χριστιανός αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης είναι ο επίγειος αντιπρόσωπος του
Θεού, µε το σκεπτικό ένας θεός στον ουρανό και ένας βασιλεύς στη γη, ο χριστιανός
αυτοκράτορας, όπως το καθορίζει ο Ευσέβιος στον λόγο που απηύθυνε στο Μέγα
Κωνσταντίνο για τα τριάντα χρόνια της βασιλείας του. Στην πεποίθηση αυτή άλλωστε
αναφέρεται και η πίστη στην αιωνιότητα της αυτοκρατορίας, όπως την εξέφρασε τον 6ο
αι. ο Κοσµάς ο Ινδικοπλεύστης: «το κράτος των Ρωµαίων οὐ καταλυθήσεται, ἀλώβητον
εἰς τοὺς αἰώνας. ὡς πρῶτον πιστεῦσαν είς τον Δεσπότην Χριστόν.» “
Ελ. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σελ. 21

•Ο αληθινός ηγεµόνας όλου του σύµπαντος κόσµου, και των ορατών και των αοράτων
είναι ο Λόγος του Θεού. Με τη βοήθεια του ο ευσεβής γήινος µονάρχης µιµούµενος
τον ιδεατό ουράνιο κόσµο, κατευθύνει, διοικώντας συνετά, το τιµόνι του ανθρώπινου
κρατικού πλοίου. Στη συνέχεια, µεταλαµπαδεύοντας την εικόνα της ουράνιας
βασιλείας στη γη, µε τους οφθαλµούς συνεχώς στραµµένους προς τη θεία αρχέτυπη
ιδέα, κυβερνά τους ανθρώπους αντλώντας το κύρος από τη µίµηση του Θεού.
Ευσέβιος Καισαρείας, Τριακονταετηρικός Λόγος, 1, 6 (έκδ. I.A. Heikel, Λειψία,
1902).

Η μετάβαση στο χριστιανικό κόσμο: Η Ύστερη Αρχαιότητα



Η μεταβατική εποχή από την αρχαιότητα στο νέο χριστιανικό κόσμο τοποθετείται από τον
2ο στον 7ο αι. και ονομάζεται Ύστερη Αρχαιότητα. Η πρώτη βυζαντινή περίοδος (4ος-7ος
αι.) τοποθετείται μέσα σε αυτήν την εποχή.
Κύρια σημεία και χρονολογίες αυτής της εποχής είναι τα παρακάτω:
•Το Διάταγμα του Καρακάλλα 212: τυπική εξίσωση των πολιτικών δικαιωμάτων για όλους
τους ελεύθερους υπηκόους. Το διάταγμα της ανεξιθρησκείας του 313 του Κωνσταντίνου.
•Ανθεί το ασκητικό και μυστικιστικό ρεύμα μιας λαϊκής διανόησης (π.χ. Εσσαίοι, μίμηση
Ιησού). Εμφανίζονται στην ανατολική Μεσόγειο νέα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα
όπως του Γνωστικισμού και του Μιθραϊσμού μέσω ζωροαστρικών επιρροών.
•Με την ίδρυση της Νέας Ρώμης από τον Κωνσταντίνο (330) μετατοπίζεται το κέντρο
βάρους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή.
• Από τον 3ο αι. στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν
πολλές θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα : Νεο-Πυθαγόρειοι, νεοπλατωνιστές
φιλόσοφοι, αποκρυφιστές, χριστιανοί, και εμφανίζονται νέα θρησκευτικά και φιλοσοφο-
κοινωνικά πρότυπα όπως του θείου ανδρός (για τους νεοπλατωνιστές φιλοσόφους) και του
αγίου (για τους χριστιανούς).
•Ακμάζει η μελέτη του Πλάτωνα και οι φιλόσοφοι επιδίδονται στον ορισμό και στην
περιγραφή του θείου ανδρός ως υπέρτατου (αγίου) όντος. Ανθίζουν οι νεοπλατωνικές
σχολές (φιλοσοφικές σχολές στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου που διδάσκουν τη
νέα αντίληψη της πλατωνικής φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Οι κυριότερες είναι της Αθήνας
και της Αλεξάνδρειας.
«Να λατρέψεις το φως του Αιγαίου και να διακονέψεις την Οµορφιά.
Τότε τα χώµατα που πάνω τους πατάς θα ζωντανέψουν και θα γεµίσουν
δάκρυα κι αίµα και όνειρα και πόθους και Όραµα. Διότι για κείνο που οι
νεκροί δε µίλησαν όταν ζούσαν, µπορούν να σου το πουν, όντας νεκροί
(T. Eliot). Να απαιτήσεις να τα διδαχθείς όλα ξανά από την αρχή. Με το
φώς του γαλανού Αιγαίου πάνω τους, το ίδιο του καιρού του Βυζαντίου,
της Τουρκοκρατίας και της Νεότερης Ελλάδας. Την Έφεσο, την Πέργαµο,
την Μίλητο, την Αντιόχεια και την µεγίστην Αλεξάνδρεια αταξικώς θα
ξαναχτίσουµε ευθύς µόλις το µεγαλείο τους ανορθώσουµε µέσα µας,
γράφει µεταφορικά ο Π. Γεωργούδης.
Ο κόσµος µας δεν σταµάτησε πουθενά κι ούτε θα σταµατήσει. Ψάξε για
τη συνοχή του και τη συνέχεια του.»

Βάνα Λυδάκη, «Το τρίτο Άλγος».



•Καταργείται επισήμως ο παγανισμός (ειδωλολατρία) από το Μέγα Θεοδόσιο (391), και
εδραιώνεται σταδιακά η χριστιανική θρησκεία. Ο 4ος αι. (α´βυζαντινός αιώνας) θα
αναπτύξει στο έπακρο το διάλογο των Πατέρων της Εκκλησίας με τους Εθνικούς
(ειδωλολάτρες ή θιασώτες της αρχαίας θρησκείας). Πλεονέκτημα του χριστιανισμού θα
είναι η αφελής και αμαρτωλή θεολογία των αρχαίων θεών και του πολυθεϊσμού έναντι της
πνευματικής ανωτερότητας του Υπερούσιου Λόγου (υπέρ έννοιαν) που πρεσβεύει ο
χριστιανισμός. Πλεονέκτημα, αντίθετα, των Εθνικών έναντι των χριστιανών θα είναι η
παράδοση των γραμμάτων, της φιλοσοφίας, της παιδείας έναντι της εξ αποκαλύψεως
γνώσης (φωτισμός) στην οποία πιστεύει ο χριστιανισμός.

•Η σύγκρουση εθνικών και χριστιανών θα εκφραστεί ποικιλοτρόπως και συχνά με βίαιο


τρόπο. Πολλοί εθνικοί εκφράζονται με μένος εναντίον των χριστιανών. Παραδείγματα: ο
Τάκιτος (1ος-2ος αι.) θα ονομάσει τους χριστιανούς odium generis humani (η ντροπή για το
ανθρώπινο γένος), ενώ ο Ιουλιανός (331-363) θα εισηγηθεί το νόμο περί παιδείας (362) με
τον οποίο στερεί από τους χριστιανούς το δικαίωμα να διδάσκουν τα αρχαία κείμενα. Από
πλευράς χριστιανών παραδείγματα βίαιης επίθεσης στους εθνικούς είναι η κατάργηση
των Ολυμπιακών αγώνων από τον Θεοδόσιο. (393), η δολοφονία της φιλοσόφου και
μαθηματικού Υπατίας στην Αλεξάνδρεια (416), το κλείσιμο της φιλοσοφικής Σχολής των
Αθηνών από τον Ιουστινιανό (529).
•Η σύζευξη θα επέλθει μέσα από το διάλογο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μέσα από τον
οποίο οι χριστιανοί πατέρες επιτυγχάνουν να μην απομακρυνθούν από την αρχαία παιδεία
και γραμματεία, αλλά αντιθέτως να τη χρησιμοποιήσουν ως γλωσσικό και λογοτεχνικό
όχημα για τη νέα χριστιανική εποχή. Το πιο χαρακτηριστικό κείμενο είναι η πραγματεία του
Μεγάλου Βασιλείου Προς τους Νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων. Χάρη σε
αυτή την εξέλιξη η αρχαία γραμματεία συνέχισε να διαβάζεται και να αντιγράφεται, και
συνεπώς διασώθηκε στη βυζαντινή εποχή μέσω των βυζαντινών χειρογράφων.


•Η εποχή αυτή της Ύστερης Αρχαιότητας, εκτός από πολυ-θρησκευτική, χαρακτηρίζεται και
πολυ-γλωσσική: το νέο χριστιανικό ρωμαϊκό κράτος θα είναι κυρίως ελληνόφωνο, αλλά
στην περιφέρειά του διαλέγεται και με άλλες γλώσσες. Παρατηρούμε πολλές μεταφράσεις
ελληνικών έργων στα λατινικά, συριακά, κοπτικά, αρμενικά, γεωργιανά.





Βιβλιογραφία:
•E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας (από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον
Μ. Κωνσταντίνο), Εκδ. Αλεξάνδρεια –Αθήνα, 1995.
•P. Chuvin, Chronique des derniers païens, Paris, 1991 [ελλην. μτφρ. Το Χρονικό των
τελευταίων Εθνικών, Θεσσαλονίκη, 2004.
•P. Brown, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας (150-750 μ.Χ), εκδ. Πολιτεία, 1998.




Τα Λογοτεχνικά Είδη του Βυζαντίου



Α. Η ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ (Ο άγιος και η λογοτεχνία του)

1. Ο άγιος στη βυζαντινή κοινωνία, και η λογοτεχνία του
•Πρότυπο και αξία για τη χριστιανική κοινωνία του Bυζαντίου αποτελεί ο άγιος. Άγιος είναι
κατ’ αρχήν ο μιμητής του Χριστού (κυρίαρχη είναι η έννοια της «Imitatio Christi»).
•Ο Μιμητής του Χριστού εξελίσσεται ιστορικά στη Βυζαντινή εποχή, βαίνει κατά την
επικαιρότητα κάθε εποχής. Πρώτος –ιστορικά- άγιος είναι ο Μάρτυρας (αντιπροσωπεύει
την πρώτη και πλέον προφανή μίμηση του Χριστού, το Πάθος του). Ακολουθεί ο
Αναχωρητής – Ασκητής Μοναχός (μίμηση της αναχώρησης του Χριστού στην έρημο και
της επιστροφής του στην κοινωνία των ανθρώπων). Στην ίδια κατηγορία, εμφανίζεται ο
Θαυματουργός Άγιος. Ως μιμητές του Χριστού στο κήρυγμα και στη διδασκαλία του οι
άγιοι Ιεράρχες και Επίσκοποι αγιοποιούνται. Κατά την εποχή της Εικονομαχίας, εμφανίζεται
ο Μάρτυρας – Ομολογητής.
•Ο άγιος φτάνει στην παρρησία του Θεού [= θέαση του Θεού] και στην τελείωση [=
ολοκλήρωση της θείας φύσης του]
•Σύμφυτη με την έννοια του αγίου είναι η έννοια της λατρείας του (cultus). Η λογοτεχνία
που αναπτύσσεται γύρω από τους αγίους και τη θεμελίωση της λατρείας τους ονομάζεται
αγιολογική. Περιλαμβάνει βίους, πράξεις και μαρτύρια αγίων, θαύματα που επιτέλεσαν,
καθώς και επεισόδια που αφορούν στη λατρεία τους, όπως ανακομιδές λειψάνων και
καθιερώσεις ναών
•H αρχή της λογοτεχνίας αυτής τοποθετείται ήδη στα απόκρυφα κείμενα (απόκρυφα
ευαγγέλια, πράξεις αποστόλων και αποκαλυπτικά κείμενα) των πρώτων αιώνων (2ος-6ος
αιώνας).
•Πρόκειται για τεράστια σε όγκο κειμένων λογοτεχνία του Βυζαντίου, με κείμενα
αφηγηματικά, κατά κανόνα πεζά (ελάχιστα έμμετρα), άλλοτε αρκετά εκτενή και άλλοτε
ευσύνοπτα, ποικίλου ύφους και γλώσσας.
•Tα αγιολογικά κείμενα αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος (αριθμητικά ίσως το
μεγαλύτερο) της βυζαντινής λογοτεχνίας. H ανάγνωσή τους μπορεί να φωτίσει από πολλές
πτυχές το βυζαντινό πολιτισμό και την ιστορία. Αποτελούν σε πάρα πολλές περιπτώσεις
μοναδικά τεκμήρια γλώσσας για τα ελληνικά της Βυζαντινής εποχής.


2. Τα είδη των αγιολογικών κειμένων
Τα είδη των αγιολογικών κειμένων από πλευράς θέματος είναι τα ακόλουθα:
-Μαρτύριο(ν), Πράξεις, Άθλα {Passio}
[παραδείγματα: Μαρτύριον Πολυκάρπου Σμύρνης, Μαρτύριον Γεωργίου,
Μαρτύριον των εν τη Σεβαστείᾳ τεσσαράκοντα μαρτύρων]
-Βίος και Πολιτεία, Μοναστική Βιογραφία {= Vita}
[παραδείγματα: Βίος και Πολιτεία Αντωνίου, Βίος Μαρίας της Αιγυπτίας, Βίος
Συμεών του σαλού, Βίος Ευθυμίου πατριάρχη]
-Ψυχωφελείς διηγήσεις {= Narrationes animae utiles} και Αποφθέγματα πατέρων
{Apophtegmata Patrum}
[παραδείγματα: Ιστορία των κατ’ Αίγυπτον μοναχών, Παλλαδίου Λαυσαϊκή Ιστορία,
Ι ωάννου Μόσχου Λειμωνάριον]
-Αγιολογικό μυθιστόρημα {= fabula hagiographica}

10

[παραδείγματα: τα ψευδοκλημέντεια μυθιστορήματα, Βίος Ευσταθίου Πλακίδα,


Βίος Ξενοφώντα]
-Συλλογές Θαυμάτων {= Miracula }
[παραδείγματα: Θαύματα Θέκλης, Θαύματα Αρτεμίου, Θαύματα Δημητρίου]
-Μετακομιδές λειψάνων {= Translationes}
[παραδείγματα: το Μανδύλιον της Εδέσσης, εις την μετακομιδήν του Λαζάρου]
-Εγκώμια {= Laudationes}
[Εις τον άγιον Δημήτριον, εις το γενέθλιον της θεοτόκου, εις τους εν Αμορίω
μαρτυρησάντων]

Σημείωση: Σταδιακά παρατηρούμε και στην Αγιολογία το φαινόμενο του υβριδισμού των
ειδών. Σύμμεικτα δηλαδή είδη, που προκύπτουν από τη συνένωση δύο άλλων ειδών, όπως
Βίος και Μαρτύριο, Βίος και Θαύματα, Εγκώμιο και Διήγηση Θαυμάτων. Αντίθετα από
αφαιρετική-επιλεκτική δυναμική, προκύπτει απόσπαση υλικού (π.χ. θαυμάτων, ή
διηγήσεων) που καταλήγουν είτε σε συλλογές θαυμάτων ή διηγήσεων, είτε στον
εγκιβωτισμό θαυμάτων ή διηγήσεων μέσα σε εκτενέστερες αφηγήσεις.

Τα είδη των αγιολογικών κειμένων από πλευράς συλλογών κειμένων που συστάθηκαν
κυρίως για λειτουργική χρήση (κατά τον εκκλησιαστικό ενιαυτό) είναι τα ακόλουθα:

•Μαρτυρολόγια (συλλογές Μαρτυρίων)
•Μηνολόγια (συλλογές αγιολογικών κειμένων σε ημερολογιακή και κατά μήνα διάταξη,
σύμφωνα με το εκκλησιαστικό εορτολόγιο)
–Τα αυτοκρατορικά μηνολόγια (του Βασιλείου Β΄ από το τέλος του 10ου αι.)
–Το Μεταφραστικό Μηνολόγιο του Συμεών του Μεταφραστή στον 10ο αι. : μια
τομή στην εξέλιξη της Αγιολογίας στο Βυζάντιο κυρίως από πλευράς γλώσσας και
ύφους
•Βίοι εν συντόμῳ (Επιτομές αγιολογικών κειμένων)
•Συναξάρια (Σύντομα αγιολογικά κείμενα που προέρχονται από συντμήσεις και επιτομές
των παλαιών εκτενών, σε ημερήσια διάταξη κατά τον εκκλησιαστικό ενιαυτό). Το
διασημότερο είναι το Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

2α. Τα Μαρτύρια των Αγίων
Αφορά την αρχαιότερη, πολυπληθέστερη, και ιεραρχικά σημαντικότερη κατηγορία αγίων,
μετά τους Αποστόλους και τους Προφήτες. [Απόστολοι, Μάρτυρες καί Προφήται, Ιεράρχαι,
Όσιοι, καί Δίκαιοι, οι καλώς τόν αγώνα τελέσαντες, καί τήν Πίστιν τηρήσαντες, παρρησίαν
έχοντες, πρός τόν Σωτήρα]
•Ο πρώτος αφηγηματικός πυρήνας ήταν τα Πρακτικά των Δικών (Acta) των χριστιανών
κατά την περίοδο των διωγμών.
•Στην αρχή, είχαν καθαρά ιστορικό χαρακτήρα με σκοπό την καταγραφή των
πεπραγμένων. Σταδιακά αποκτούν περισσότερο ηρωικό (επικό) χαρακτήρα γύρω από τον
Μάρτυρα – ήρωα (Μεγαλομάρτυρα). Τα Μαρτύρια επομένως ανάλογα με την έμφαση που
δίνουν στον ιστορικό ή ηρωικό χαρακτήρα διακρίνονται σε ιστορικά και σε ηρωικά ή επικά.
•Ακολουθούν σχεδόν στερεότυπη αφηγηματική δομή (καταγγελία εναντίον του χριστιανού,
ανάκριση, απολογία χριστιανού, θαυματουργική παρέμβαση του Θεού, πρώτη ή δεύτερη ή
τρίτη απόπειρα του διώκτη να τον θανατώσει με βασανιστήρια (ανάλογα με τον ηρωισμό
του Μαρτυρίου), προσευχή του μάρτυρα, τελική τελείωση με θαυματουργική ξανά

11

παρέμβαση (συνήθως φωνή εξ ουρανού). Ακολουθεί οπωσδήποτε αναφορά στη


χρονολογία τελείωσης και στο σημείο ταφής (θεμελίωση της λατρείας του αγίου).
•Χαρακτηριστικά και αξίες σύμφυτες με τον Μάρτυρα είναι η ανδρεία (masculinitas) και η
ευγένεια – πραότητα (nobilitas). [Μίξη νεοπλατωνικών αξιών με τη θρησκευτικότητα της
Παλαιάς Διαθήκης]. Τα Μαρτύρια έχουν έντονο βιβλικό υπόστρωμα (δηλαδή έχουν
επιρροές από τη Βίβλο και χρησιμοποιούν φράσεις -παραθέματα- από το Βίβλο).


Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, (Ραβέννα Ιταλίας): η ποµπή των Μαρτύρων


Παράδειγμα επικού μαρτυρίου: το συναξαριακό μαρτύριο του αγίου Κλήμεντος επισκόπου
Αγκύρας (23 Ιανουαρίου) [Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitane, έκδ. H. Delehaye]
Τὰ δὲ εἴδη τῶν βασάνων εἰσὶ ταῦτα. Ξύλῳ ἀναρτᾶται καὶ ξέεται, λίθοις κατὰ τοῦ
στόµατος καὶ τῶν παρειῶν τύπτεται, εἱρκτῇ βάλλεται, τροχῷ δεσµεῖται,
βάκλοις τύπτεται, µαχαίραις κατατέµνεται, σιδηροῖς στύλοις τὸ στόµα τύπτεται, τὰς
σιαγόνας συντρίβεται, ὀδόντων ἀποστερεῖται, σιδήροις πεδεῖται καὶ εἱρκτῇ
ἐναπορρίπτεται. Ταῦτα ὁ µακάριος Κλήµης ἰδίως. Ἅµα δὲ
τῷ Ἀγαθαγγέλῳ βουνεύροις ξηροῖς τύπτονται, λαµπάσι πυρὸς τὰς πλευρὰς καίονται,
θηρίοις ἐκδίδονται, σούβλας πεπυρωµένας διὰ τῶν µεσοδακτύλων τῶν χειρῶν
δέχονται, ἑτέρας σούβλας ἀπὸ τῶν µασχαλῶν ἕως τῶν ὤµων σπινθῆρας πυρὸς
ἀποπεµπούσας ἐµπείρονται, ξύλοις ἀγρίοις τύπτονται, σάκκοις βληθέντες χαλίκων
πεπληρωµένοις τοῦ ὄρους τῆς κορυφῆς µέχρι θαλάσσης ἐκκυλίονται, σίδηρα πλατέα
πυρωθέντα ταῖς µασχάλαις δέχονται, κασσίδας πυρωθείσας κατὰ τῆς κεφαλῆς
ἐπιδέχονται, ἐν ἀσβέστῳ βληθέντες δυσὶν ἡµέραις προσεκαρτέρησαν, λώρους τῆς
δορᾶς τοῦ σώµατος τῶν ὤµων ἀποσύρονται, βάκλοις αὖθις τύπτονται, ἐπὶ
κραββάτων σιδηρῶν πυρωθέντων ἀνακλίνονται, εἰς κάµινον πυρὸς ἐπὶ νυχθηµέρῳ
ἐµβάλλονται, κατὰ τῶν ψυῶν σφοδρῶς ξέονται, ὀβελίσκοις ὀξέσι κατὰ γῆς
ἐµπαγεῖσιν ἄνω τὰς εὐθείας ἔχουσιν ἐπακοντίζονται, οἳ δεινῶς αὐτοὺς κατεκέντησαν
καὶ κατέτρωσαν. … Τὸ δὲ τελευταῖον καρατοµεῖται ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας,
ὡσαύτως καὶ ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ
αὐτῶν µαρτυρείῳ, τῷ ὄντι πέραν ἐν τοῖς Εὐδοξίου.

Παράδειγμα Έκφρασης Μαρτυρίου: Ἀστερίου ἐπισκόπου Ἀμασείας, Ἔκφρασις εἰς τὴν ἁγίαν
Εὐφημίαν τὴν πανεύφημον [έκδ. F. Halkin, Euphémie de Chalédoine. Légendes
byzantines [Subsidia Hagiographica 41. Bruxelles : Société des Bollandistes, 1965]

12

1. Πρώην µέν, ὦ ἄνδρες, Δηµοσθένην εἶχον ἐν χερσὶ τὸν δεινὸν καὶ Δηµοσθένους ἐκεῖνα ἔνθα δὴ
τὸν Αἰσχίνην πικροῖς βάλλει τοῖς ἐνθυµήµασιν· ἐνχρονίσας δὲ τῷ λόγῳ καὶ πυκνωθεὶς τὴν
διάνοιαν ἀνέσεως ἐδεόµην καὶ περιπάτου, ὥστε µοι λυθῆναι µικρὸν τῆς ψυχῆς τὸ
πονούµενον. Προελθών τε τοῦ δωµατίου καὶ ὀλίγα τοῖς γνωρίµοις συµβαδίσας ἐπ’ ἀγορᾶς,
ἐκεῖθεν εἰς τὸ τοῦ θεοῦ τέµενος ἀφικόµην εὐξόµενος ἐν σχολῇ· ὡς δὲ καὶ τούτου τυχὼν ἕνα δὴ
τῶν ὑποστέγων δρόµων ἐβάδιζον, εἶδον ἐκεῖ γραφήν τινα· καί µε κατ’ ἄκρας εἷλεν ἡ
θέα· Εὐφράνορος ἂν εἶπες εἶναι τὸ φιλοτέχνηµα ἤ τινος ἐκείνων τῶν παλαιῶν οἳ τὴν γραφικὴν
ἦραν εἰς µέγα, ἐµψύχους ὀλίγου δέοντος ἐργασάµενοι πίνακας. Δεῦρο δ’ εἰ βούλει—καὶ γὰρ
σχολὴ νῦν διηγήµατος—, φράσω σοι τὴν γραφήν· οὐδὲ γὰρ φαυλότερα πάντως τῶν ζωγράφων οἱ
µουσῶν παῖδες ἔχοµεν φάρµακα.
2. Γυνή τις ἱερὰ παρθένος ἀκήρατον θεῷ τὴν σωφροσύνην καθιερώσασα Εὐφηµίαν καλοῦσιν
αὐτήν—, τυράννου δέ ποτε τοὺς εὐσεβοῦντας ἐλαύνοντος, µάλα προθύµως τὸν ἐπὶ θανάτῳ εἵλετο
κίνδυνον· οἱ δὲ δὴ πολῖται καὶ κοινωνοὶ τῆς θρησκείας ὑπὲρ ἧς ἐτελεύτησεν, ὡς ἀνδρείαν ὁµοῦ
καὶ ἱερὰν τὴν παρθένον θαυµάσαντες, πλησίον τοῦ ἱεροῦ τὴν θήκην δειµάµενοι καταθέµενοί τε
τὴν λάρνακα, τιµὰς τελοῦσιν αὐτῇ καὶ τὴν ἐτήσιον ἑορτὴν κοινὴν καὶ πάνδηµον ποιοῦνται
πανήγυριν. Οἱ µὲν οὖν τῶν τοῦ θεοῦ µυστηρίων ἱεροφάνται καὶ λόγῳ τιµῶσι τὴν µνήµην ἀεὶ καὶ
προαιρέσει καὶ ὅπως ἐξετέλεσε τὸν τῆς καρτερίας ἀγῶνα ἐπιµελῶς τοὺς συνιόντας λαοὺς
ἐκδιδάσκουσιν. Ὁ δὲ δὴ ζωγράφος εὐσεβῶν καὶ αὐτὸς διὰ τῆς τέχνης τὰ κατὰ δύναµιν πᾶσαν τὴν
ἱστορίαν ἐν σινδόνι χαράξας αὐτοῦ που περὶ τὴν θήκην ἱερὸν ἀνέθηκε θέαµα· ἔχει δὲ ὧδε τὸ
φιλοτέχνηµα.
3. Ὑψηλὸς ἐπὶ θρόνου καθίδρυται δικαστὴς πικρὸν καὶ δυσµενὲς βλέπων εἰς τὴν παρθένον·
ὀργίζεται γὰρ ὅταν ἐθέλῃ κἀν ταῖς ἀψύχοις ὕλαις ἡ τέχνη. Δορυφόροι δὲ τῆς ἀρχῆς καὶ
στρατιῶται πολλοί, οἱ µὲν τῶν ὑποµνηµάτων ὑπογραφεῖς δέλτους φέροντες καὶ γραφίδας, ὧν
θάτερος ἀναρτήσας ἀπὸ τοῦ κηροῦ τὴν χεῖρα βλέπει πρὸς τὴν κρινοµένην σφοδρῶς ὅλον ἐκκλίνας
τὸ πρόσωπον, ὥσπερ παρακελευόµενος γεγωνότερον λαλεῖν ἵνα µὴ κάµνων περὶ τὴν ἀκοὴν
ἐσφαλµένα γράφῃ καὶ ἐπιλήψιµα. Ἕστηκεν δὲ ἡ παρθένος ἐν φαιῷ χιτῶνι, καὶ ἱµατίῳ τὴν φιλο-
σοφίαν σηµαίνουσα, ὡς µὲν ἔδοξε τῷ γραφεῖ, καὶ τὴν ὄψιν ἀστεία, ὡς δ’ ἐµοὶ δοκεῖ, τὴν ψυχὴν
κεκαλλωπισµένη ταῖς ἀρεταῖς. Ἄγουσι δὲ αὐτὴν πρὸς τὸν ἄρχοντα δύο στρατιῶται, ὁ µὲν ἕλκων
ἐπὶ τὸ πρόσω, ὁ δὲ κατόπιν ἐπείγων. Κεκραµένον τῆς παρθένου τὸ εἶδος αἰδοῖ καὶ στερρότητι·
νεύει µὲν γὰρ εἰς γῆν ὥσπερ ἐρυθριῶσα τὰς ὄψεις τῶν ἀρρένων, ἕστηκε δὲ ἀκατάπληκτος οὐδὲν
πάσχουσα πρὸς τὸν ἀγῶνα δειλόν. Ὡς ἔγωγε τοὺς ἄλλους τέως ἐπῄνουν ζωγράφους, ἔστ’ ἂν
ἐθεασάµην τῆς γυναικὸς ἐκείνης τῆς Κολχίδος τὸ δράµα, ὅπως µέλλουσα τοῖς τέκνοις ἐπιφέρειν
τὸ ξίφος ἐλέῳ καὶ θυµῷ µερίζει τὸ πρόσωπον καὶ θάτερος µὲν τῶν ὀφθαλµῶν τὴν ὀργὴν
ἐµφανίζει, θάτερος δὲ τὴν µητέρα µηνύει φειδοµένην καὶ φρίττουσαν, νῦν δὲ τὸ θαῦµα ἀπ’
ἐκείνης τῆς ἐννοίας πρὸς ταύτην µετατέθεικα τὴν γραφήν· καὶ σφόδρα γε ἄγαµαι τοῦ τεχνίτου, ὅτι
µᾶλλον ἔµιξε τῶν χρωµάτων τὸ ἄνθος, αἰδῶ τε ὁµοῦ καὶ ἀνδρείαν κεράσας, πάθη κατὰ φύσιν
µαχόµενα.
4. Προβαινούσης δὲ εἰς τὸ πρόσω τῆς µιµήσεως, δήµιοί τινες ἐν χιτωνίσκοις γυµνοὶ ἤδη ἤρχοντο
τοῦ ἔργου· καὶ ὁ µὲν δραξάµενος τῆς κεφαλῆς καὶ ἀνακλίνας εἰς τὸ κατόπιν παρεῖχε τῷ ἑτέρῳ
εὐτρεπὲς εἰς τιµωρίαν τῆς παρθένου τὸ πρόσωπον· ὁ δὲ παραστὰς ἐξέκοπτε τῶν ὀδόντων τὸ
µαργαρῶδες· σφῦρα δὲ καὶ τέρετρον φαίνεται τῆς τιµωρίας τὰ ὄργανα. Δακρύω δὲ τὸ ἐντεῦθεν
καί µοι τὸ πάθος ἐπικόπτει τὸν λόγον· τὰς γὰρ τοῦ αἵµατος σταγόνας οὕτως ἐναργῶς ἐπέχρωσεν ὁ
γραφεὺς ὥστε εἴποις ἂν προχεῖσθαι τῶν χειλέων ἀληθῶς καὶ θρηνήσας ἀπέλθοις.
5. Δεσµωτήριον µετὰ ταῦτα· καὶ πάλιν ἡ παρθένος σεµνὴ ἐν τοῖς φαιοῖς ἱµατίοις κάθηται µόνη
ἐκτείνουσα τῶ χεῖρε πρὸς οὐρανὸν καὶ καλοῦσα θεὸν ἐπίκουρον τῶν δεινῶν· εὐχοµένῃ δὲ αὐτῇ
φαίνεται ὑπὲρ κεφαλῆς τὸ σηµεῖον ὃ δὴ νόµος χριστιανοῖς προσκυνεῖν τε καὶ ἐπιγράφεσθαι,
σύµβολον οἶµαι τοῦ πάθους ὅπερ αὐτὴν ἐξεδέχετο.
Εὐθὺς γοῦν καὶ µετ’ ὀλίγον πῦρ ἀλλαχοῦ σφοδρὸν ὁ ζωγράφος ἀνῆψεν, ἐρυθρῷ χρώµατι ἔνθεν
καὶ ἔνθεν ἐπιλαµφθέντι σωµατοποιήσας τὴν φλόγα. Ἵστησι δὲ µέσην αὐτήν, τὰς µὲν χεῖρας πρὸς
οὐρανὸν διαπλώσασαν, ἀχθηδόνα δὲ οὐδεµίαν ἐπιφαίνουσαν τῷ προσώπῳ, ἀλλὰ τοὐναντίον
γεγηθυῖαν ὅτι πρὸς τὴν ἀσώµατον καὶ µακαρίαν ἐξεδήµει ζωήν. Μέχρι τούτου καὶ ὁ ζωγράφος
ἔστησε τὴν χεῖρα κἀγὼ τὸν λόγον·

13


Μετάφραση Μαρίνας Δετοράκη
Προχθές, αγαπητοί, κρατώντας στα χέρια μου τον περίφημο Δημοσθένη (το βιβλίο με τους
λόγους του ρήτορα), και μάλιστα το λόγο του όπου καταφέρεται εναντίον του Αισχίνη,
παρέτεινα πολύ την ανάγνωση και το μυαλό μου σκοτείνιασε (κουράστηκε), και έτσι ανεζήτησα
λίγη ξεκούραση και περίπατο για να διαλυθεί λίγο η κόπωση της ψυχής μου. Βγήκα λοιπόν από
το σπίτι και αφού συνόδευσα για λίγο τους φίλους μου στην αγορά, από εκεί έφτασα στην
εκκλησία για να προσευχηθώ με την ησυχία μου. Όταν και αυτό το έκανα, πήρα έναν από τους
υπόστεγους δρόμους και εκεί, αντίκρισα έναν ζωγραφικό πίνακα του οποίου η θέα με
κατέκτησε (με μάγεψε). Θα έλεγε κανείς ότι ήταν έργο του Ευφράνορος ή κάποιου από τους
παλαιούς καλλιτέχνες που ανύψωσαν την τέχνη της ζωγραφικής σε μέγα ύψος φιλοτεχνώντας
πίνακες που λίγο θέλουν να γίνουν έμψυχοι. Αν θέλεις λοιπόν, ας έρθουμε στην περιγραφή
του πίνακα. Γιατί και εμείς τα τέκνα των μουσών έχουμε το ίδιο ισχυρά φίλτρα με εκείνα των
ζωγράφων.
Αγία, παρθένος που έχει αφιερώσει ολόκληρη την αρετή της στο Θεό: αυτή είναι που
ονομάζουν Ευφημία και η οποία, όταν κάποτε ο τύραννος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των
ευσεβών χριστιανών, με μεγάλη προθυμία διάλεξε το μαρτυρικό τέλος. Οι πολίτες και οι πιστοί
της θρησκείας για την οποία μαρτύρησε (οι χριστιανοί) θαυμάζοντας μαζί την ανδρεία και την
αγιότητα της παρθένου, με σεβασμό έφεραν και τοποθέτησαν το μνήμα της δίπλα στην
εκκλησία και επιτελούν εκεί λατρευτικές τιμές και την ετήσια κοινή και πάνδημο εορτή και
πανήγυρη. Οι ιερείς των ιερών μυστηρίων του Θεού με λόγους και με κάθε προθυμία τιμούν
πάντα τη μνήμη της και διδάσκουν επιμελώς το συγκεντρωμένο λαό πώς (η αγία) ολοκλήρωσε
τον αγώνα του μαρτυρίου. Ο ζωγράφος πάλι, μέσω της τέχνης του, εξιστόρησε και αυτός, όσο
μπορούσε, στον καμβά που φιλοτέχνησε και ανέβασε δίπλα στο μνήμα της. Και το έργο αυτό
της τέχνης δείχνει τα ακόλουθα.
Ένας δικαστής που κάθεται ψηλά στο θρόνο του κοιτάζει με βλέμμα σκληρό και αγριωπό την
παρθένο κόρη´ γιατί όταν η τέχνη το θέλει, εκφράζει την οργή χρησιμοποιώντας ακόμη και
άψυχη ύλη. Γύρω υπάρχουν πολλοί στρατιώτες και παραστάτες, που κρατούν τις γραφίδες και
τις πινακίδες που προορίζονται για τα υπομνήματα της δίκης, από τις οποίες ένας σηκώνει το
χέρι από το κερί και κοιτάζει με ένταση προς την παρθένο κόρη, στρέφοντας όλο του το
πρόσωπο, σαν να τη διατάζει να μιλάει πιο δυνατά ώστε να μην κάνει λάθη και παρατυπίες
όταν γράφει καθώς δεν την ακούει καλά. Η κόρη πάλι στέκεται με σκουρόχρωμο χιτώνα,
δηλώνοντας ακόμη και με το ένδυμα τη φιλοσοφική της πορεία, και όπως φάνηκε στο ζωγράφο,
με πρόσωπο χαμογελαστό, όπως πάλι μου φάνηκε εμένα, στολισμένη στην ψυχή με αρετή. Και
την οδηγούν μπροστά στον άρχοντα δύο στρατιώτες, ό ένας τραβώντας την μπροστά και ο
άλλος σπρώχνοντας την από πίσω. Η μορφή έχει και τα δύο μαζί: ντροπαλότητα και
γενναιότητα.
Με χαμηλωμένο το βλέμμα προς τη γη, σαν να ντρέπεται τα πρόσωπα των ανδρών, στέκεται
ωστόσο αγέρωχη σαν να μη δείχνει καμία δειλία μπροστά στον αγώνα. Και πράγματι,
επαινώντας τους παλιούς ζωγράφους, είναι σαν τότε που αντίκρισα το δράμα εκείνης της
γυναίκας από την Κολχίδα, τη στιγμή που επρόκειτο να χτυπήσει με το ξίφος τα δυο της παιδιά,
και που το πρόσωπό της χωρίζεται στα δύπ από τον οίκτο και από το θυμό, και ο ένας της
οφθαλμός αποκαλύπτει την οργή ενώ ο άλλος αποκαλύπτει τη μητέρα που σπαράσσει και
φρίττει για τα παιδιά της´ τώρα, λοιπόν, από την κατάπληξη εκείνης της θύμησης,
μεταφέρθηκα σε τούτη τη ζωγραφιά, και αισθάνομαι τεράστιο θαυμασμό για τον καλλιτέχνη
που κατάφερε να να συνταιριάξει τόσο ωραία τα κορυφαία χρώματα και να αναμίξει έτσι μαζί
την αιδημοσύνη και την ανδρεία, τις αντιθετικές αυτές στάσεις ζωής.
Καθώς λοιπόν προχωρεί η αναπαράσταση, κάποιοι δήμιοι που φορούν κοντούς χιτώνες, με
γυμνωμένα τα σπαθιά φτάνουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Ο ένας την αρπάζει από το
κεφάλι και σηκώνοντάς το, προσφέρει στον άλλο το πρόσωπο της κόρης στην κατάλληλη θέση
για την τιμωρία. Ο άλλος από δίπλα χτυπά και ξεριζώνει τα μαργαριταρένια δόντια της. σφυρί

14

και τρυπάνι, τα όργανα της καταδίκης, εμφανίζονται (στον πίνακα). Εδώ δεν μπορώ πια να
κρατήσω τα δάκρυα μου και ο λυγμός του πόνου μου κόβει τη μιλιά´ τόσο καθαρά χρωμάτισε
ο ζωγράφος τις σταγόνες του αίματος, ώστε νομίζεις ότι αληθινά χύνεται το αίμα από τα χείλη
της και αποστρέφεις το πρόσωπο θρηνώντας.
Και μετά έρχεται η ώρα του δεσμωτηρίου. Πάλι η παρθένος κόρη, μόνη στη φυλακή, ντυμένη
με σκουρόχρωμα ενδύματα, σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και καλεί το θεό να έρθει να τη
βοηθήσει στις δοκιμασίες της. Καθώς προσεύχεται, φαίνεται πάνω από το κεφάλι της το
σύμβολο που οι χριστιανοί πάντα προσκυνούν και σχηματίζουν πάνω τους (όταν κάνουν το
σταυρό τους), το σύμβολο, εννοώ, του μαρτυρίου που και η ίδια διάλεξε για τον εαυτό της.
Αμέσως λοιπόν μετά, φαίνεται ο ζωγράφος να έχει ανάψει φωτιά, καθὠς με κόκκινο χρώμα
εδώ και εκεί που λάμπει, δίνει σώμα στην πυρά. Στο μέσον εκείνη, να απλώνει τα χέρια προς
τον ουρανό, χωρίς κανένα σημάδι πόνου στο πρόσωπό της, αλλά αντίθετα χαρούμενη που
εκδημεί προς την ασώματο και αιωνία ζωή.
Μέχρι αυτό το σημείο ο ζωγράφος έφερε το έργο του και εγώ το λόγο μου. Αν θέλεις, εσύ
ολοκλήρωσε τη γραφή, για να έχεις ακριβή εικόνα και εμείς πάλι να μην αναγκαστούμε να
προχωρήσουμε στην ερμηνεία.


2β. Βίοι αγίων
•Κεντρικός ήρωας αυτής της λογοτεχνίας είναι ο μοναχός που αποτελεί τη χριστιανική
εκδοχή του θείου ανδρός των Νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
•Εμφανίζεται στον 4ο αι., κατά το μεγάλο ρεύμα του αναχωρητισμού (της φυγής από τις
πόλεις στην έρημο). Αρχετυπικό κείμενο θεωρείται ο Βίος του Αντωνίου από τον Αθανάσιο
Αλεξανδρείας που γράφεται τον 4ο αι.
•Η απομόνωση του μοναχού στην έρημο τον ολοκληρώνει στις μεγάλες αρετές μέχρι την
τελική τελείωση (ηθική και χριστιανική).
•Μετά την τελείωσή του, επιστρέφει στην κοινωνία των ανθρώπων ως διαμεσολαβητής
τους με τον Θεό, ως Organum Dei, και επιτελεί το αποστολικό του έργο : διδάσκει,
προφητεύει, θεραπεύει, θαυματουργεί.
•Μάχεται πάντα εναντίον των δαιμόνων-λογισμών (αναπτύσσεται η αντίληψη των
δαιμόνων ως εκπεπτωκότων αγγέλων που πλανώνται στην έρημο) και των αμαρτιών που οι
δαίμονες αντιπροσωπεύουν και στις οποίες επιδιώκουν να προσελκύσουν το μοναχό :
πρόκειται για τα επτά (8 κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό) κεφαλαιώδη αμαρτήματα
Ο Ευάγριος ο Ποντικός, µοναχός της Αιγυπτιακής ερήµου στον 4ο αι.
αφήνει ένα θεωρητικό σύγγραµµα προς τους µοναχούς όπου
απαριθµεί συνολικά 8 λογισµούς, δαίµονες, που οδηγούν το µοναχό
στα αντίστοιχα αµαρτήµατα : της γαστριµαργίας, της πορνείας, της
φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της ακηδίας της κενοδοξίας και
της υπερηφάνειας. Οι 8 αυτοί λογισµοί επρόκειτο να περάσουν στη
δυτική εκκλησία αρχικά µε τον πάπα Γρηγόριο τον 6ο αι. και
οριστικά µε τον Θωµά Ακινάτη τον 13ο αι. ως τα 7 κεφαλαιώδη,
θανάσιµα, αµαρτήµατα. Αν ο ασκητής ξεπερνούσε το λογισµό,
ανέβαινε τη σκάλα του παραδείσου, αν τον ξεγελούσε ο λογισµός
κατρακυλούσε και ο αγώνας του µηδενιζόταν.

15

Η Ουρανοδρόµος Κλίµαξ. Εικόνα του 12ου αιώνα, Μονή του Σινά



•Η βιογραφία που παρουσιάζει ιστορικά και εξελικτικά τη Ζωή και τις Πράξεις των αγίων
μοναχών ονομάζεται Μοναστική Βιογραφία (Βίος και Πολιτεία). Ακολουθεί το πάγιο
αφηγηματικό σχήμα των βιογραφιών (γέννηση, γονείς, πατρίδα, παιδεία, άσκηση στην
έρημο και μάχη με τους δαίμονες, θαυματουργία – διδασκαλία, εκδημία και τόπος
λατρείας ).

3. Συγγραφείς αγιολογικών κειμένων
•Τα περισσότερα αγιογραφικά κείμενα του Bυζαντίου εμφανίζονται ως ανώνυμα. Ακόμα
και στις περιπτὠσεις που αναφέρονται οι συγγραφείς τις περισσότερες φορές δεν έχουμε
περισσότερες πληροφορίες για τα πρόσωπα, όπως π.χ. ****. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις
όπου ο συγγραφέας είναι γνωστός και από άλλες πηγές και μαρτυρίες, όπως συμβαίνει π.χ.
με την περίπτωση του Κυρίλλου Σκυθοπολίτη ή του Νικήτα Δαυίδ Παφλαγόνα. Έτσι
δύσκολα μπορεί να ανασυσταθεί μια προσωπογραφική (από πλευράς συγγραφέων)
ιστορία της λογοτεχνίας αυτής.
•Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο: περίφημοι συγγραφείς αγιολογικών έργων έργων είναι
ο Aθανάσιος Aλεξανδρείας, ο Iωάννης Mόσχος, ο Σωφρόνιος Iεροσολύμων, ο Kύριλλος
Σκυθοπολίτης , ο Λεόντιος Nεαπόλεως, κ.ά.
•Στη μέση βυζαντινή περίοδο: επώνυμοι συγγραφείς αγιολογικών έργων είναι ο Στέφανος
Διάκων, ο Iγνάτιος Διάκων, ο Νικήτας Δαυίδ Παφλαγών, ο Συμεών Μεταφραστής*, ο
Μιχαήλ Ψελλός, κ.ά.
• Στην Ύστερη βυζαντινή περίοδο αναφέρονται ο Κωνσταντίνος Ακροπολίτης, ο Θεόδωρος
Μετοχίτης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Φιλόθεος Κόκκινος, κ.ά.

*Ο Συμεών Μεταφραστής (τέλη 10ου αι.) επιμελήθηκε τη γλωσσική και υφολογική
διασκευἠ των παλαιότερων αγιολογικών έργων σε μια πιο ενιαία και υψηλότερου
επιπέδου γλώσσα. Το εγχείρημα αυτό ονομάστηκε μετάφραση και το μηνολόγιο που
προέκυψε (η ημερολογιακή συλλογή των ‘μεταγρασμένων῾αυτών έργων) ονομάστηκε

16

μεταφραστικό μηνολόγιο, ενώ τα παλαιότερα αγιολογικά κείμενα ονομάστηκαν προ-


μεταφραστικά αγιολογικά κείμενα.

4. Η ιστορία των αγιολογικών σπουδών
Σε όλο το δυτικό μεσαίωνα συστήνονται συλλογές αγιολογικών κειμένων. Όμως το 1643
ιδρύεται η Εταιρεία των Βολλανδιστών από τον Johannes Bollandius (Société des
Bollandistes) με σκοπό τη συστηματική συλλογή και μελέτη όλων των αγιολογικών
κειμένων. Έκτοτε, και μέχρι και σήμερα, αποτελεί το σημαντικότερο κέντρο αγιολογικών
μελετών και εκδόσεων.
Το έργο τους:
α. Μια μνημειώδης σειρά έκδοσης των αγιολογικών κειμένων που ονομάζεται Acta
Sanctorum, Αμβέρσα – Βρυξέλλες 1643- 1925 [βραχυγραφείται AASS]. Η σειρά αυτή
υπάρχει σε όλες τις μεγάλες φιλολογικές βιβλιοθήκες και είναι πλέον επισκέψιμη ελεύθερα
στο διαδίκτυο.
β. Μια σειρά μονογραφιών-μελετών πάνω στα αγιολογικά κείμενα που ονομάζεται
Subsidia Hagiographica (αγιολογικά υπομνήματα). Επιφανείς ερευνητές της αγιολογίας
έχουν δημοσιεύσει μελέτες τους στη σειρά αυτή όπως ο Hipplyte Delehaye, ο Louis Petit, ο
Vitalien Laurent, η Enrica Follieri, κ.ά.
γ. Στην ίδια σειρά (των Subsidia Hagiographica) ο Francois Halkin δημοσιεύει ένα αναλυτικό
ονομαστικό ευρετήριο όλων των αγίων με όλα τα κείμενα που αντοιστοιχούν στον καθένα.
Το διάσημο αυτό έργο ονομάζεται Bibliotheca Hagiographica Graeca (Βρυξέλλες 1957) και
βραχυγραφείται BHG.
δ. Από το ίδιο κέντρο στις Βρυξέλλες εκδίδεται ανελλιπώς από το 1889 το περιοδικό
Analecta Bollandiana, (AnBoll) που είναι το κατεξοχήν περιοδικό αγιολογικών μελετών και
έρευνας.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
St. Efthymiadis, The Ashgate research Companion to Byzantine Hagiography, Vols. I-II,
Ashgate, 2011 & 2014

17


Β. Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ

1. Υμνογραφία: ορισμός

•Η θρησκευτική ποίηση διακρίνεται σε: α) προσωπική και β) εκκλησιαστική (ή λειτουργική)
ή Υμνογραφία.

•Η εκκλησιαστική ποίηση ή υμνογραφία εκφράζει το συλλογικό θρησκευτικό συναίσθημα.
Είναι ποίηση προορισμένη για τις εκκλησιαστικές συνάξεις και για να ψάλλεται. Επομένως
είναι σύμφυτη με το μέλος (μουσική) και με την αντιφωνία.

•Εκφράζεται σε απλή προσιτή για το εκκλησίασμα γλώσσα και γράφεται κυρίως σε τονικά
μέτρα (στηρίζονται στη θέση των τόνων και στον αριθμό των συλλαβών σε κάθε στίχο) και
όχι στην προσωδία (τα αρχαία μέτρα που ρυθμιζόταν από την ποσότητα των συλλαβών,
μακρών και βραχέων).

•Η ιστορία της υμνογραφίας μαρτυρείται από την πρώιμη εκκλησία και από τα αρχαιότερα
δείγματα είναι η Επιλύχνιος Ευχαριστία (Lumen Christi) που είναι ανώνυμος αντιφωνικός
ύμνος, από τους αρχαιότερους, και ψάλλεται από τον 4ο αι.

Επιλύχνιος Ευχαριστία:
Φῶς ἱλαρὸν
ἁγίας δόξης
ἀθανάτου πατρὸς
Οὐρανίου
ἁγίου, μάκαρος,
Ἰησοῦ Χριστέ

Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν,
ἰδόντες φῶς ἑσπερινὸν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἰὸν
καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.

Σὲ ἐν πᾶσι καιροῖς
ὑμνεῖσθαι φωναῖς
αἰσίαις
Υἱὲ Θεοῦ, ζωήν ὁ διδούς•
διὸ ὁ κόσμος
Σὲ δοξάζει».



•Η υμνογραφική παράδοση του Βυζαντίου θα διαμορφώσει πολλές μορφές ποίησης: Δύο
όμως είναι τα είδη που διαμορφώνουν μεγάλες παραδόσεις με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά η καθεμιά: το κοντάκιο και ο κανόνας.



18

2. Το κοντάκιο
• Ως προς τη μορφολογία, πιθανόν προέρχεται από ποιητικά είδη της ανατολής,
συγκεκριμένα της Συρίας. Επισημαίνονται ομοιότητες με αφηγηματικές και εγκωμιαστικές,
συριακές, ποιητικές φόρμες, όπως την έμμετρη ομιλία {memre}) και με ποιητικούς
διαλόγους {sugitha}.
•Πιθανότατα εισάγεται στο Βυζάντιο τον 6ο αι. με τον Ρωμανό τον Μελωδό, σύμφωνα με
την αγιολογική παράδοση του αγίου Ρωμανού και συγκεκριμένα το συναξαριακό του
Βίο. Ενδεχομένως όμως το είδος να προϋπήρχε του Ρωμανού και να χάνονται τα ίχνη του
σε πρωιμότερη εποχή.




•Ως προς τη δομή και τα χαρακτηριστικά, το κοντάκιο αποτελείται από δύο άνισα μέρη: το
προοίμιο (ένα ή περισσότερα) και τους οίκους (= στροφές). Κοινό στοιχείο του προοιμίου
και των οίκων είναι το εφύμνιον ή ανακλώμενον, δηλαδή ένας σύντομος στίχος που
επαναλαμβάνεται αυτούσιος στο τέλος κάθε προοιμίου και οίκου. Δηλαδή κάθε κοντάκιο
έχει ένα χαρακτηριστικό δικό του εφύμνιο. Το εφύμνιο π.χ. του Ακαθίστου Ύμνου (που
είναι κοντάκιο) είναι ο στίχος «χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε».
•Συνδετικό στοιχείο των οίκων (μόνο) είναι η ακροστιχίδα, δηλαδή η λέξη ή η φράση ή το
όνομα που σχηματίζεται από το πρώτο γράμμα του πρώτου στίχου κάθε οίκου (ή και
όλων των στίχων) που είναι είτε αλφαβητική, όπως συμβαίνει στον Ακάθιστο Ύμνο [
Ἄγγελος πρωτοστάτης…, Ὦ πανύμνητε μῆτερ…], είτε ονομαστική [σχηματίζει δηλαδή την
υπογραφή του ποιητή: π.χ. του ταπεινού Ρωμανού αίνος]

19


•Το μέτρο είναι ρυθμοτονικό. Στηρίζεται δηλαδή στον ίσο αριθμό συλλαβών (ισοσυλλαβία)
και στην ίδια θέση του τόνου κατά στίχο (ομοτονία).
•Ως προς το μέλος (μελωδία), τα κοντάκια διακρίνονται είτε σε ιδιόμελα (με πρωτότυπη
δηλαδή μουσική) είτε σε προσόμοια (ακολουθούν δηλαδή το μουσικό πρότυπο κάποιου
ιδιόμελου ύμνου).
•Η γλώσσα τους είναι απλή, κοντά στην Κοινή των ευαγγελίων και της εκκλησιαστικής
γραμματείας, αλλά ειδικά στα κοντάκια του Ρωμανού με αξιοσημείωτο λεξιλογικό πλούτο
και εντυπωσιακές ποιητικές συλλήψεις με χρήση πολλών ρητορικών σχημάτων
(αναβαθμών, αντιθέσεων, σχημάτων χιαστί, παρηχήσεων, προσωποποιήσεων κ.α.). Ο
Οδυσσέας Ελύτης αφιερώνει μια εκτενή μελέτη του πάνω στην ποίηση του Ρωμανού, όπου
τονίζει τη δύναμη του ποιητικού λόγου και τη λεξικοπλαστική τέχνη του ποιητή (Βλ.
περιοδικό Εκηβόλος στις αναρτήσεις του μαθήματος). Η θεματολογία των κοντακίων είναι
είτε βιβλική (θέματα αγίας γραφής όπως το εις τον πειρασμόν του Ιωσήφ), είτε αγιολογική
(εκκλησιαστικές εορτές), είτε περιστασιακή (π.χ. για τη θαυματουργική σωτηρία της πόλης
από τους εχθρούς).
Παράδειγμα οίκου από το κοντάκιο «Τῷ Σαββάτῳ τῆς
Τυροφάγου», με ακροστιχίδα «Τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ ὁ
ψαλμὸς οὗτος», έκδ. Ν. Τωμαδάκη, Ρωμανού του
Μελωδού Ύμνοι, τ. Γ΄, Αθήναι, 1957, σελ. 287-353.

Οὐδὲ ἕνα βροτὸν εἶδον ἄλυπον
ὁ γὰρ κόσμος ἑκάστοτε τρέπεται.
Τὰ γὰρ ἄρτι καλῶς , μετ’ ὀλίγον κακῶς
Καὶ ὁ χθὲς ἱλαρός, σήμερον αὐχμηρός.
Πτωχὸς αἰφνίδιον ὁ πλούσιος
ἀθυμεῖ νῦν ὁ πρώην ἐν εὐθυμίᾳ.
Ἀλλ’ ὑμεῖς τούτων πάντων ἐλεύθεροι·
ἐδουλώθητε γὰρ ψυχικῶς τῷ ψαλμῷ
Ἀλληλούια

3. Ο κανόνας
•Η διαμόρφωση του κανόνα, του δεύτερου μεγάλου ποιητικού είδους της υμνογραφίας,
τοποθετείται στον 8ο αι. στο περιβάλλον της μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα.
Θεωρείται μια μεγάλη ποιητική μεταρρύθμιση και συνδέεται με τρία ονόματα δημιουργών,
των «Ιεροσολυμιτών» μοναχών : Κοσμά Μελωδού, Ιωάννη Δαμασκηνού και Ανδρέα
Κρήτης.

•Ως προς τη δομή και τα χαρακτηριστικά, ο κανόνας είναι σύστημα σύντομων τροπαρίων
που διατάσσονται σε 9 ωδές (ενότητες στροφών). Το πρώτο τροπάριο (=στροφή) κάθε
ωδής λέγεται ειρμός και είναι το ποιητικό και μουσικό πρότυπο για τα τροπάρια που
ακολουθούν.

•Οι ειρμοί έχουν συγκεκριμένο βιβλικό θέμα [π.χ ειρμός α΄ ωδής: η διάβαση της ερυθράς
θάλασσας, ειρμός στ΄ ωδής στην προσευχή του Ιωνά μέσα στο κήτος]

•Η ακροστιχίδα και το εφύμνιο δεν είναι σταθερά γνωρίσματα των κανόνων.

20

•Οι κανόνες μπορεί να αναφέρονται θεματικά είτε στο Χριστό (Δεσποτικοί), είτε στην
Θεοτόκο (Θεομητορικοί), είτε σε αγίους (αγιολογικοί), είτε σε ικεσίες, δοξολογίες
(περιστασιακοί).

•Γράφονται σε λόγια αρχαιοπρεπή γλώσσα, στηρίζονται στη δογματική και έχουν λυρικό
χαρακτήρα.

Ιαμβικός κανόνας Ιωάννη Δαμασκηνού εις την
Χριστού γέννησιν

Ἔσωσεν λα/ὸν θαυµατου/ργῶν δεσπότης


Ὑγρὸν θαλά/σσης κῦµα χε/ρσώσας πάλαι·
Ἑκὼν δὲ τε/χθεὶς ἐκ κόρης/ τρίβον βατὴν
Πόλου τίθη/σιν ἡµῖν, ὃν/ κατ’ οὐσίαν
Ἶσόν τε πα/τρὶ καὶ βροτοῖς/ δοξάζοµεν.

Βιβλιογραφία (επιλογή):
Κ. Μητσάκη, Βυζαντινή Υμνογραφία, Αθήνα, 1971.
Θ. Δετοράκη, Εισαγωγή στη βυζαντινή υμνογραφία (πανεπιστημιακές παραδόσεις),
Ηράκλειο, 1997.

21


Γ. ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ιστοριογραφία της Βυζαντινής περιόδου είναι πολύ πλούσια από πλευράς πληθώρας και
ποικιλίας κειμένων και συγγραφέων. Ως συμβατική ταξινόμηση οι ερευνητές του Βυζαντίου
έχουν προτείνει τη διάκριση σε τρεις ιστοριογραφικές παραδόσεις: την κλασικίζουσα
ιστοριογραφία, τη χρονογραφία και την εκκλησιαστική ιστορία.


1. Η κλασικίζουσα ιστοριογραφία
•Οι κλασικίζοντες ιστοριογράφοι του Βυζαντίου συνεχίζουν την αρχαία, μεγάλη κλασική
και μετα-κλασική ιστοριογραφική παράδοση, με πρότυπα τους μεγάλους ιστορικούς
Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πολύβιο. Γράφουν σε γλώσσα αρχαΐζουσα
(κλασικίζουσα) και σε ύφος υψηλό και επίσημο. Θεωρούν την ιστορική συγγραφή μνημείο
λόγου προορισμένο να παραμείνει ες αεί ως φραγμός στη λήθη. Όπως αναφέρουν οι
μεταγενέστεροι βυζαντινολόγοι, οι κλασικίζοντες ιστορικοί του Βυζαντίου γράφουν sub
specie aeternitatis, δηλαδή υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, και θεωρούν το έργο τους
σημαντική αποστολή για την ανθρωπότητα.
•Για τη κλασικίζουσα ιστοριογραφική σχολή, το ιστορικό γίγνεσθαι ερμηνεύεται με τον
ορθό λόγο και οι εξελίξεις αποδίδονται στις επιλογές και τα λάθη των ανθρώπινων
χειρισμών. Η ιστορία, επομένως, σύμφωνα με την αντίληψη αυτών των ιστορικών, μπορεί
να διδάξει τους ανθρώπους ώστε να διαχειρίζονται με σωφροσύνη τις δύσκολες
καταστάσεις του βίου τους σε ατομικό αλλά κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο. Πιστεύουν
δηλαδή στη διδακτική αξία της ιστορίας.
•Η κλασικίζουσα ιστορική συγγραφή αφορά γεγονότα στρατιωτικά και πολιτικά μιας
συγκεκριμένης χρονικής περιόδου του παρελθόντος και συγκεκριμένης γεωγραφίας, και οι
ιστορικοί στηρίζουν τη συγγραφή τους σε πηγές που ελέγχουν είτε με αυτοψία και
αυτηκοΐα, είτε με έμμεσες ή γραπτές πηγές (π.χ. κρατικά αρχεία, προγενέστερους
ιστορικούς) τις οποίες ελέγχουν για την αξιοπιστία τους (κριτική των πηγών).
•Ιδιαίτερα κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο οργανώνουν την ιστορική ύλη κατά τη διαδοχή
των αυτοκρατόρων [Βασιλείες], όπου με τη μορφή ιστορικής βιογραφίας παραδίδονται ο
Βίος και οι Πράξεις του κάθε αυτοκράτορα.
•κλασικίζοντες ιστορικοί της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου (4ος-7ος αι.) (επιλογή):
Ζώσιμος, Προκόπιος, Αγαθίας
•κλασικίζοντες στορικοί της Μεσοβυζαντινής περιόδου (7ος-13ος αι.) (επιλογή) :
Μιχαήλ Ψελλός, Άννα Κομνηνή, Νικήτας Χωνιάτης.
•κλασικίζοντες ιστορικοί της Υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος αι.-15ος αι):
Γεώργιος Ακροπολίτης, Γεώργιος Παχυμέρης, Ιωάννης Καντακουζηνός
•οι ιστορικοί της άλωσης (που διηγούνται τα δραματικά γεγονότα του 1453, τα πριν και τα
μετά): Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Μιχαήλ Δούκας, Γεώργιος Σφραντζής, Κριτόβουλος ο
Ίμβριος.

Το παράδειγμα του Προκοπίου Καισαρέως
Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους ιστορικούς του Βυζαντίου και ο
σπουδαιότερος της εποχής του Ιουστινιανού (6ου αι.). Γεννήθηκε στην Καισάρεια
Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική και νομικά, ενδεχομένως στη νομική σχολή της Γάζας
της Παλαιστίνης. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου εξασκούσε το επάγγελμα
του ρήτορα και του σχολαστικού (δικηγόρου), αλλά γρήγορα ακολούθησε σημαντική

22

σταδιοδρομία ως υψηλός αξιωματούχος και συγκεκριμένα ως Σύμβουλος (Consiliarius) του


στρατηγού Βελισαρίου και στη συνέχεια ως Πάρεδρος (accessor).
Συνόδευσε τον Βελισάριο στις εκστρατείες κατά των Περσών (527-531), των Βανδάλων
(533-534), των Γότθων (536-540), οπότε και συνέλεξε το υλικό που χρησιμοποίησε
αργότερα για το έργο του Υπέρ των Πολέμων, όπου εξιστορεί τα στρατιωτικά γεγονότα των
επιχειρήσεων αυτών, αλλά και τη σύγχρονή του πολιτική και κοινωνική ιστορία.
Αξιοπρόσεκτα κεφάλαια από το έργο του αυτό, που είναι και το σπουδαιότερο από
ιστορικής άποψης, είναι η Στάση του Νίκα το 532 και ο λοιμός (πανώλη) που αποδεκάτισε
την Κωνσταντινούπολη το 542. Η συγγραφική του δραστηριότητα τοποθετείται γύρω στο
550 (από το 545 έως το 555). Γύρω στο 562 τιμάται με το αξίωμα του του illustris
(ιλλούστριου) και ίσως του Συγκλητικού (senator). Τα δύο άλλα έργα του είναι το Περί
κτισμάτων και τα Ανέκδοτα (ή Απόκρυφη Ιστορία). Στο πρώτο καταγράφει σαν σε έναν
κατάλογο, και κάποιες φορές περιγράφει πιο αναλυτικά, το οικοδομήματα του
Ιουστινιανού σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα το έργο αυτό
αποτελεί περισσότερο ένα μονο-θεματικό εγκώμιο παρά ένα αμιγές ιστορικό έργο.
Φαίνεται επίσης να γράφεται όχι αυτοβούλως από τον Προκόπιο, αλλά κατόπιν εντολής
του ίδιου του αυτοκράτορα.
Το τρίτο και πιο δυσερμήνευτο, από πλευράς στόχευσης, έργο του είναι τα Ανέκδοτα (ή
Απόκρυφος Ιστορία) όπου εξαπολύει λίβελλο εναντίον του ίδιου του Ιουστινιανού και της
Θεοδώρας, αλλά και του Βελισαρίου και της Αντωνίνας. Πρόκειται για έναν ψόγο
(ανεστραμμένο εγκώμιο) και φτάνει στο σημείο να παρουσιάσει τον Ιουστινιανό σαν
δαίμονα. Το συγγραφικό έργο του διακόπτεται το 560, πιθανότατα με το θάνατό του, αλλά
το τέλος της ζωής του δεν είναι γνωστό.
•Το έργο του παρέχει μια μοναδική εικόνα του 6ου αι. και της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έργα:
1.Υπέρ των πολέμων (De Bellis) (σε 8 βιβλία). 2. Περί Κτισμάτων (De Aedificiis) 3. Ανέκδοτα
(Historia Arcana)
Εκδόσεις: J. Haury [& G. Wirth, 1962-64], Procopii Caesariensis Opera omnia, I-III, Lipsiae
1905-1913.
Βιβλιογραφία – βασική μονογραφία: A. Cameron, Procopius and the sixth century, London,
1985.
Προκοπίου Υπέρ των πολέµων (προοίµιο). Παρατηρήστε τα γενικά χαρακτηριστικά της
κλασικίζουσας παράδοσης στο προοίµιο αυτό.
Προκόπιος Καισαρεὺς τοὺς πολέµους ξυνέγραψεν, οὓς Ἰουστινιανὸς ὁ Ῥωµαίων βασιλεὺς
πρὸς βαρβάρους διήνεγκε τούς τε ἑῴους καὶ ἑσπερίους, ὥς πη αὐτῶν ἑκάστῳ ξυνηνέχθη
γενέσθαι, ὡς µὴ ἔργα ὑπερµεγέθη ὁ µέγας αἰὼν λόγου ἔρηµα χειρωσάµενος τῇ τε λήθῃ αὐτὰ
καταπρόηται καὶ παντάπασιν ἐξίτηλα θῆται, ὧνπερ τὴν µνήµην αὐτὸς ᾤετο µέγα τι ἔσεσθαι
καὶ ξυνοῖσον ἐς τὰ µάλιστα τοῖς τε νῦν οὖσι καὶ τοῖς ἐς τὸ ἔπειτα γενησοµένοις, εἴ ποτε καὶ
αὖθις ὁ χρόνος ἐς ὁµοίαν τινὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀνάγκην διάθοιτο. τοῖς τε γὰρ πολεµησείουσι
καὶ ἄλλως ἀγωνιουµένοις ὄνησίν τινα ἐκπορίζεσθαι οἵα τέ ἐστιν ἡ τῆς ἐµφεροῦς ἱστορίας
ἐπίδειξις, ἀποκαλύπτουσα µὲν ὅποι ποτὲ τοῖς προγεγενηµένοις τὰ τῆς ὁµοίας ἀγωνίας
ἐχώρησεν, αἰνισσοµένη δὲ ὁποίαν τινὰ τελευτὴν τοῖς γε ὡς ἄριστα βουλευοµένοις τὰ
παρόντα, ὡς τὸ εἰκὸς, ἕξει. καί οἱ αὐτῷ ξυνηπίστατο πάντων µάλιστα δυνατὸς ὢν τάδε
ξυγγράψαι κατ’ ἄλλο µὲν οὐδὲν, ὅτι δὲ αὐτῷ ξυµβούλῳ ᾑρηµένῳ Βελισαρίῳ τῷ στρατηγῷ
σχεδόν τι ἅπασι παραγενέσθαι τοῖς πεπραγµένοις ξυνέπεσε. πρέπειν τε ἡγεῖτο ῥητορικῇ µὲν
δεινότητα, ποιητικῇ δὲ µυθοποιΐαν, ξυγγραφῇ δὲ ἀλήθειαν.

Μετάφραση (Μαρίνα Δετοράκη):


Ο Προκόπιος από την Καισάρεια συνέγραψε τους πολέµους που ο αυτοκράτορας
Ιουστινιανός διεξήγαγε εναντίον των βαρβάρων και στην ανατολή και στη δύση˙ πώς

23

καθένας από αυτούς συνέβη να εξελιχθεί, ώστε τέτοια τεράστια έργα να µην τα βρει το
µεγάλο πέρασµα του χρόνου χωρίς ιστορική καταγραφή και αφεθούν έτσι στη λήθη και
σβήσουν για όλους. Ο ίδιος (ο Προκόπιος) θεωρεί µεγάλο κέρδος τη µνήµη αυτών των
γεγονότων και τεράστια ωφέλεια και για τις τωρινές γενιές και για τις επόµενες, σε
περίπτωση που η ιστορική συγκυρία φέρει ξανά τους ανθρώπους σε ανάλογες περιστάσεις˙
για εκείνους δηλαδή που πρόκειται να πολεµήσουν ή να αντιµετωπίσουν κάποιο άλλο
κίνδυνο, η παρουσίαση της παρεµφερούς ιστορίας θα τους ωφελήσει, αποκαλύπτοντας µε
ποιον τρόπο εξελίχθηκαν άλλοτε τα πράγµατα µιας ανάλογης συγκυρίας και υποδηλώνοντας
ποιο αποτέλεσµα φαίνεται να έχουν αυτοί που σκέφτονται µε ορθότητα.
Και έχει απόλυτη συνείδηση ότι είναι ο πιο ικανός να τα συνθέσει αυτά, ακριβώς γιατί
διετέλεσε εκλεγµένος σύµβουλος του στρατηγού Βελισαρίου και ήταν έτσι παρών σε όλα τα
γεγονότα. Και θεωρεί ότι ταιριάζει στη ρητορική η δύναµη του λόγου, στην ποίηση η
µυθοπλασία, ενώ στην ιστορική συγγραφή, η αλήθεια.

Παραβάλετε το προοίµιο του Υπέρ των Πολέµων µε τα προοίµια των κλασικών ιστορικών
Ηροδότου, Ἱστορίαι Θουκυδίδου, Ιστοριών Α, 1.1
N.G. Wilson, Herodoti Historiae (2 vols.), H.S. Jones and J.E. Powell, Thucydidis historiae, 2 vols.,
Oxford: Oxford University Press, 2015, Ἱστοριῶν Α Oxford: Clarendon Press, 1942.
(prooimion)

Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεµον τῶν
ἥδε, ὡς µήτε τὰ γενόµενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέµησαν
χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, µήτε ἔργα πρὸς ἀλλήλους, ἀρξάµενος εὐθὺς καθισταµένου καὶ
µεγάλα τε καὶ θωµαστά, τὰ µὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ ἐλπίσας µέγαν τε ἔσεσθαι καὶ ἀξιολογώτατον τῶν
βαρβάροισι προγεγενηµένων, τεκµαιρόµενος ὅτι ἀκµάζοντές τε
ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται, τά τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀµφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ
ἄλλα καὶ <δὴ καὶ> δι’ ἣν ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάµενον πρὸς
αἰτίην ἐπολέµησαν ἀλλήλοισι. ἑκατέρους, τὸ µὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούµενον.
κίνησις γὰρ αὕτη µεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο
καὶ µέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ
πλεῖστον ἀνθρώπων. τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν καὶ τὰ ἔτι
παλαίτερα σαφῶς µὲν εὑρεῖν διὰ
χρόνου πλῆθος
ἀδύνατα ἦν, ἐκ δὲ τεκµηρίων ὧν ἐπὶ µακρότατον
σκοποῦντί µοι πιστεῦσαι ξυµβαίνει οὐ µεγάλα
νοµίζω γενέσθαι οὔτε κατὰ τοὺς πολέµους οὔτε ἐς τὰ
ἄλλα.

•Λεπτοµέρεια ψηφιδωτής παράστασης από το


βόρειο τοίχο του ιερού στο ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα. 547. Opera di Religione della Diocesi di
Ravenna. Χατζηδάκη, Ν., Ελληνική Τέχνη: Βυζαντινά Ψηφιδωτά, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994, σ. 34, εικ.
5.

24

Η περιγραφή του λοιµού στην Αθήνα και στην


Κωνσταντινούπολη

Θουκυδίδου, Ιστορίαι (Πελοποννησιακός πόλεµος Προκοπίου, Υπέρ των Πολέµων, ΙΙ.22


2.48

Ἤρξατο δὲ τὸ µὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας Ἤρξατο µὲν ἐξ Αἰγυπτίων οἳ ᾤκηνται ἐν


τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Πηλουσίῳ. γενοµένη δὲ δίχα πὴ µὲν ἐπί τε
Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς ἄλλης Αἰγύπτου ἐχώρησε,
ἐς δὲ τὴν πὴ δὲ ἐπὶ Παλαιστίνους τοὺς Αἰγυπτίοις ὁµόρους
Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἦλθεν, ἐντεῦθέν τε
ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ κατέλαβε τὴν γῆν σύµπασαν, ὁδῷ τε ἀεὶ
ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν προϊοῦσα καὶ χρόνοις βαδίζουσα τοῖς
ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρµακα ἐσβεβλήκοιεν ἐστὰ καθήκουσιν… δευτέρῳ δὲ ἔτει ἐς Βυζάντιον
φρέατα· µεσοῦντος τοῦ ἦρος ἀφίκετο, ἔνθα καὶ ἐµοὶ
ἐπιδηµεῖν τηνικαῦτα ξυνέβη.
…Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον …. ταῦτά τοι, ἐπειδὴ τάχιστα τῆς νόσου
ἀνοµίας τὸ νόσηµα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλµα τις ἃ πρότερον ἀπαλλαγέντες σώθησαν ἔν τε τῷ ἀσφαλεῖ
ἀπεκρύπτετο µὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον γεγενῆσθαι ἤδη ὑπετόπασαν, ἅτε τοῦ κακοῦ ἐπ’
τὴν µεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιµόνων καὶ ἄλλους ἀνθρώπων τινὰς κεχωρηκότος,
αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον ἀγχίστροφον αὖθις τῆς γνώµης τὴν µετα-
κεκτηµένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. βολὴν ἐπὶ τὰ χείρω πεποιηµένοι


Απόσπασμα από τα Ανέκδοτα του Προκοπίου (η δαιμονοποίηση του Ιουστινιανού)
[Προκόπιος, Απόκρυφη Ιστορία (Ανέκδοτα) (μτφρ. Α. Σιδέρη)]:
«Στην εµφάνιση, λοιπόν, έτσι ήταν ο Ιουστινιανός. Το χαρακτήρα του όµως δεν µπορώ να τον
περιγράψω µε ακρίβεια. Ήταν, σαν να πούµε, τόσο κακούργος όσο και µωροπίστευτος, ο τύπος του
ανθρώπου που λέγεται κουτοπόνηρος. Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ ειλικρινής µε τους γύρω του και όλα τα
λόγια και τα έργα του έκρυβαν πάντα δόλιες σκέψεις. Ωστόσο, εύκολα έπεφτε θύµα αυτών που
ήθελαν να τον εξαπατήσουν. Μέσα του υπήρχε εκ φύσεως ένα ασυνήθιστο µείγµα βλακείας και
κακοήθειας.»

«… Αλλά και µερικοί απ’ αυτούς που κάθονταν σε κάποιες προχωρηµένες ώρες της νύχτας και
συνοµιλούσαν µ’ αυτόν - άνθρωποι που η ψυχή τους ήταν αγνή – νόµισαν πως είδαν µπροστά τους
αντί γι’ αυτόν κάποιο άγνωστο σ’ αυτούς δαιµόνιο. Ο ένας έλεγε ότι τον είδε να σηκώνεται ξαφνικά
από τον βασιλικό θρόνο και να γυρίζει γύρω γύρω στο δωµάτιο – κι αλήθεια ποτέ δεν συνήθιζε να
µένει καθισµένος για πολύ – κι ότι το κεφάλι του Ιουστινιανού εξαφανίστηκε και του φάνηκε ότι το
υπόλοιπο σώµα του έκανε αυτούς τους γύρους. … Άλλος πάλι έλεγε ότι βρισκόταν στο πλάι του
Ιουστινιανού ενώ εκείνος καθόταν και ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σαν κρέας χωρίς
χαρακτηριστικά: ούτε φρύδια, ούτε τα µάτια ήταν στη θέση τους και γενικά δεν είχε κανένα
χαρακτηριστικό… Αυτά που γράφω … τα άκουσα απ’ αυτούς που ισχυρίζονταν ότι τον γνώριζαν
εκείνο τον καιρό.»

2. Η Χρονογραφία
Είναι το νέο ιστοριογραφικό είδος που διαμορφώνεται στο Βυζάντιο, ήδη από τον 4ο
αι.μ.Χ., και έχει ως βάση του τη χρονολογική καταγραφή των γεγονότων του μακρινού
παγκόσμιου παρελθόντος, μέχρι και τη σύγχρονη με τον συγγραφέα εποχή. Η νέα αυτή

25

ιστορική αφήγηση ξεκινά από τη δημιουργία του κόσμου (annus mundi) που για τους
Βυζαντινούς είναι ο συγκεκριμένος χρόνος 5508 π.Χ .

Έτος κτίσεως κόσμου (ή έτος από Αδάμ): 5508 π.Χ.
Επομένως, όταν αναφέρει το κείμενο έτος 6035 από Αδάμ,
για να υπολογίσουμε το έτος από Χριστού αφαιρούμε από
6035 το 5508. Δηλαδή 6035-5508= 527 έτος μ.Χ.




▪ Η χρονογραφία διαρθρώνεται σε χρονική αλληλουχία με βάση τη διαδοχή των βασιλέων,
αυτοκρατόρων, υπάτων κ.α., κατά τη θητεία των οποίων συμβαίνουν τα εξιστορούμενα
συμβάντα. Η χρονολογική τάξη αποτελεί πολύ σημαντική μέριμνα του χρονογράφου. Εκτός
από το Έτος Κόσμου, άλλη προσφιλής ένδειξη χρονολόγησης των γεγονότων είναι η
ινδικτιώνα.
Ινδικτιών (indictio: ἐπινέμησις) είναι ένας χρόνος από έναν δεκαπενταετή κύκλο
που επαναλαμβάνεται αέναα στο χρόνο (όπως οι εβδομάδες). Όταν π.χ.
αναφέρεται στο κείμενο η ένδειξη ῾ἰνδικτιῶνος ὀγδόης῾ πρόκειται για τον 8ο
χρόνο του κύκλου των 15 ετών.

▪ Η θεματική της χρονογραφίας είναι πολύ πλατιά: περιγράφονται ποικίλα γεγονότα,
στρατιωτικά, πολιτικά, θρησκευτικά, φυσικές καταστροφές, πόλεις, περιοχές, πρόσωπα
από την αρχαιότητα, θεοί, ήρωες, μάγοι, αξιοσημείωτα περιστατικά σε μια γεωγραφία
μακρινή και συγκεχυμένη.
▪ Χρησιμοποιείται απλή, δημώδης γλώσσα, με αρχαϊκά αλλά και προφορικά στοιχεία, με
λατινογενείς λέξεις και συχνά ιδιωματισμούς της προφορικής γλώσσας. Γενικά οι
χρονογράφοι δεν επιδιώκουν συνέχεια με την παλαιά αρχαιοελληνική ιστοριογραφική
παράδοση. Η χρονογραφία γίνεται το σύγχρονο ιστοριογραφικό ανάγνωσμα ευρείας
κλίμακας για τους βυζαντινούς, και σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο της γνώσης.
▪ Οι χρονογράφοι χρησιμοποιούν ως πηγές πρακτικά από τη διοίκηση των πόλεων,
πρακτικά δικών, υπατικούς καταλόγους, προγενέστερους συγγραφείς, αλλά και
προφορικές παραδόσεις. Οι συγγραφείς, ωστόσο, δεν υποβάλλουν σε έλεγχο τις πηγές
τους και δεν ενδιαφέρονται για την ιστορική αξιοπιστία και αντικειμενικότητα.
▪ Το ιστορικό γίγνεσθαι ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της θείας πρόνοιας που μεριμνά για
το ανθρώπινο γένος. Τα πάντα βαίνουν βάσει ενός θεϊκού προνοιακού σχεδίου. Η
αντίληψη δηλαδή για την ιστορία είναι σωτηριολογική (Historia Salutis)
▪ Παραδείγματα χρονογράφων από την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (4ος-7ος αι.):
Είναι ο Ιωάννης Μαλάλας, ο Ιωάννης Αντιοχεύς, ο ανώνυμος συγγραφέας του Πασχάλιου
Χρονικού. Παραδείγματα από τη Μέσοβυζαντινή περίοδο (7ος-13ος αι.): ο Θεοφάνης
Ομολογητής, ο Γεώργιος Μοναχός, ο Ιωάννης Σκυλίτζης. Από την Υστεροβυζαντινή περίοδο
(13ος αι.-15ος αι), γνωστός χρονογράφος είναι Θεόδωρος Σκουταριώτης.

Παραδείγματα ποικίλης θεματολογίας της Χρονογραφίας:

26

α) Περίπτωση γέννησης σιαµαίων


Κατὰ ταύτας τὰς ἡμέρας ἐξ Ἀρμενίας ἐφοίτησε τέρας ἐν τῇ βασιλευούσῃ, παῖδες ἄρρενες
συμφυεῖς ἐκ μιᾶς προελθόντες γαστρός. ἐξηλάθησαν δὲ τῆς πόλεως ὡς πονηρὸς οἰωνός.
ἐπὶ δὲ Κωνσταντίνου πάλιν εἰσῆλθον. ἐπεὶ δὲ συνέβη τὸν ἕνα τελευτῆσαι, ἐπειράθησαν οἱ
ἐμπειρότεροι τῶν ἰατρῶν τὸ νεκρωθὲν ἀποτεμεῖν μέρος. οὗ τμηθέντος τὸ ζῶν ἐπιβεβιωκὸς
μικρὸν ἐτελεύτησεν.
[Ιωάννης Σκυλίτζης (β΄ μισό του 11ου αι.), Σύνοψις Ἱστοριῶν (εκδ. Thurn), βασιλεία Ρωμανού Λακαπηνού,
κεφ. 38.1-6.]

β) Ο βασιλιάς των Λαζών βαπτίζεται χριστιανός.
Ἐπὶ δὲ τῆς αὐτοῦ βασιλείας Ζτάθιος ὁ τῶν Λαζῶν βασιλεὺς … ἀνῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα
Ἰουστῖνον ἐν τῷ Βυζαντίῳ, καὶ αὑτὸν ἐκδοὺς παρεκάλεσεν αὐτὸν ἀναγορευθῆναι βασιλέα
Λαζῶν. καὶ δεχθεὶς παρὰ τοῦ βασιλέως ἐφωτίσθη, καὶ χριστιανὸς γενόμενος ἠγάγετο
γυναῖκα Ῥωμαίαν, τὴν ἐκγόνην Νόμου τοῦ πατρικίου, ὀνόματι Οὐαλεριανήν. καὶ ἔλαβεν
αὐτὴν μεθ’ ἑαυτοῦ εἰς τὴν ἰδίαν αὑτοῦ χώραν, στεφθεὶς ἔλαβεν αὐτὴν μεθ’ ἑαυτοῦ εἰς τὴν
ἰδίαν αὑτοῦ χώραν, στεφθεὶς παρὰ Ἰουστίνου, βασιλέως Ῥωμαίων, καὶ φορέσας στεφάνιον
Ῥωμαϊκὸν βασιλικὸν καὶ χλαμύδα ἄσπρον ὁλοσήρικον, ἔχον ἀντὶ πορφυροῦ ταβλίου
χρυσοῦν βασιλικὸν ταβλίον, ἐν ᾧ ὑπῆρχεν ἐν μέσῳ στηθάριον ἀληθινόν, ἔχοντα τὸν
χαρακτῆρα τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Ἰουστίνου, καὶ στιχάριον δὲ ἄσπρον παραγαύδιον, καὶ
αὐτὸ ἔχον χρυσᾶ πλουμία βασιλικά, ὡσαύτως ἔχοντα τὸν χαρακτῆρα τοῦ αὐτοῦ βασιλέως·
τὰ γὰρ τζαγγία, ἃ ἐφόρει, ἦν ἀγαγὼν ἀπὸ τῆς ἰδίας αὐτοῦ χώρας, ἔχοντα μαργαρίτας
Περσικῷ σχήματι· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ζώνη αὐτοῦ ὑπῆρχε διὰ μαργαριτῶν. καὶ ἄλλα δὲ ἔλαβε
δῶρα πολλὰ παρὰ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Ἰουστίνου καὶ αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
Οὐαλεριανή.
ος
Ιωάννης Μαλάλας (6 αι.), Χρονογραφία έκδ. L. Dindorf, Ioannis Malalae chronographia [Corpus scriptorum
historiae Byzantinae. Bonn, 1831].

Γλωσσάριο στο απόσπασμα – αξιοπαρατήρητα φαινόμενα εξέλιξης της δημώδους
βυζαντινής γλώσσας:
ἐφωτίσθη: σημασιολογική εξέλιξη του αρχαίου ρ. φωτίζομαι στη βυζαντινή εποχή
(=βαπτίζομαι)
χλαμύδα … ἔχον : η μτχ ἔχον δεν συμμορφώνεται στο γένος με το υποκείμενό της (χλαμύς,
ἡ).
ἄσπρον: λατινογενές επίθετο (asper-a-um), αντί του ελλην. λευκός.
Ὁλοσήρικον : ολομέταξο (σήρ –ός, ὁ = ο μεταξοσκώληκας)
Ταβλίον: λατινογενής λέξη (tabula-ae), διακοσμητικό ρομβοειδές στοιχείο ενδύματος.
Στηθάριον: προτομή, μπούστο
Άληθινόν: μεταξωτό
Χαρακτήρ: μορφή, τα χαρακτηριστικά

27

Στιχάριον: εσωτερικός ποδήρης χιτώνας


Παραγαύδιον : πιθανόν, κροσσωτού ύφανσης, αδιευκρίνιστης σημασία, πιθανόν
λατινογενές (paraguada)
τζαγγίον : τζάγγα και υποκορ. τζαγγίον [=παπούτσι, βλ. νεοελλ. τσαγγάρης]. Λέξη περσικής
προέλευσης.

γ) Λοιμοί και σεισμοί
Καὶ τῷ αὐτῷ χρόνῳ Λογγῖνος ἔπαρχος πόλεως προεβλήθη· ὅστις ἔστρωσε τὸ μεσίαυλον
τῆς βασιλικῆς κιστέρνης. ἔκτισε δὲ καὶ τοὺς ἐμβόλους τῆς αὐτῆς βασιλικῆς εὐπρεπῶς. Ἰδὼν
δὲ κύριος ὁ θεὸς ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ ἀνομίαι τῶν ἀνθρώπων, ἐπήγαγε πτῶσιν
ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἐξάλειψιν ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι καὶ ἐν ταῖς χώραις. ἐπεκράτησε
γὰρ ἡ θνῆσις ἐπὶ χρόνον, ὥστε μὴ αὐταρκεῖν τοὺς θάπτοντας. τινὲς γὰρ καὶ ἐκ τῶν ἰδίων
οἴκων ἐν ξυλίνοις κραβάτοις ἐξέφερον, καὶ οὐδὲ οὕτως ἐξήρκουν. ἔμενον γὰρ καί τινα τῶν
σκηνωμάτων ἐπὶ ἡμέρας ἄταφα· τινὲς γὰρ καὶ τῶν ἰδίων προσγενῶν τὴν ταφὴν οὐκ
ἔβλεπον. ἐπεκράτησε δὲ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ θεοῦ ἐν Βυζαντίῳ ἐπὶ μῆνας δύο.

Μηνὶ Σεπτεμβρίῳ ἰνδικτιῶνος ζʹ ἐγένετο σεισμὸς ἐν Κυζίκῳ, καὶ τὸ ἥμισυ τῆς αὐτῆς πόλεως
ἔπεσε.
ος
Ιωάννης Μαλάλας (6 αι.), Χρονογραφία έκδ. L. Dindorf, Ioannis Malalae chronographia [Corpus scriptorum
historiae Byzantinae. Bonn, 1831].

3. Εκκλησιαστική Ιστορία
Ως προς το αντικείμενό της, η Εκκλησιαστική Ιστορία περιγράφει την ιστορία της εκκλησίας
από τα χρόνια των αποστόλων μέχρι τη σύγχρονη με τον συγγραφέα εποχή. Παρουσιάζεται
ο αγώνας των χριστιανών εναντίον των εθνικών και στη συνέχεια οι θρησκευτικές διαμάχες
και οι αιρέσεις, η νομοθετική πολιτική των αυτοκρατόρων σε σχέση με τα εκκλησιαστικά
ζητήματα του καιρού τους.
Ακριβώς, επειδή οι έριδες και οι θεολογικές διαμάχες εστιάζονται στην πρώτη βυζαντινή
περίοδο, το ιστοριογραφικό αυτό είδος εμφανίζεται και ακμάζει την πρώτη βυζαντινή
περίοδο (κυρίως τον 4ο και 5ο αι., ενώ φθίνει τον 6ο και 7ο). Στον 14ο αι. θα αναβιώσει σε
μια retrospective σύνθεση με την Εκκλησιαστική Ιστορία του Νικηφόρου Καλλίστου
Ξανθόπουλου, ιερέα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος αναπαράγει στο πρώτο μέρος του
έργου του τους παλαιούς εκκλησιαστικούς ιστορικούς.
Οι εκκλησιαστικοί Ιστορικοί χρησιμοποιούν λόγια, κλασικίζουσα, γλώσσα και επίσημο,
υψηλό ύφος.
Ως προς τη μέθοδο, χρησιμοποιούν γραπτές πηγές και έγγραφα, που συχνά παρατίθενται
αυτούσια, και ελέγχουν επισταμένως την πληροφορία τους. Συνήθως η ύλη οργανώνεται
και διαιρείται με τις βασιλείες των αυτοκρατόρων.
Το είδος διαπνέεται από την ίδια σωτηριολογική αντίληψη με τη Χρονογραφία. Ο Ευσέβιος
Καισαρείας θέτει πρώτος τους στόχους της Εκκλησιαστικής Ιστορίας: πώς η θεία πρόνοια
προφυλάσσει και διατηρεί την κοινότητα των χριστιανών μέσα από διάφορους κινδύνους
και αιρετικές δοξασίες.
Παραδείγματα εκκλησιαστικών Ιστορικών της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου (4ος-7ος αι.)
είναι : ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Φιλοστόργιος, ο Σωζομενός.


28

Εκδόσεις Βυζαντινών Ιστορικών (δηλαδή στερεότυπες, κριτικές εκδόσεις των κειμένων των
βυζαντινών ιστορικών:
–Η Βυζαντίς του Λούβρου (κατ’ εντολήν του Λουδοβίκου 14ου), το πρώτο corpus έκδοσης
βυζαντινών ιστορικών [Corpus historiae Byzantinae] (Εκδότες: Ph. Labbe, J. Wolf, Du Cange,
Goar, Αλλάτιος κ.α.)
–Η Έκδοση της Βόννης [CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Βόννη] <18ος – 19ος
αι. : μεγάλη, πολύτομη σειρά έκδοσης βυζαντινών ιστορικών (Εκδότες: Niebuhr, Bekker,
Dindorf, κ.α.)
–Η Ελληνική Πατρολογία [Patrologia Graeca] (19ος αι., σε επιμέλεια J.-P. Migne και πλειάδα
εκδοτών) σε 161 τόμους με εκδόσεις ιστορικών, Πατέρων της Εκκλησίας, ομιλητικών και
αγιολογικών κειμένων.
–Η Βιβλιοθήκη της Λειψίας [BT Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum
Teubneriana]: σειρά έκδοσης αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων.
–Η σειρά Collection Les Belles Lettres, επίσης σειρά έκδοσης αρχαίων Ελλήνων και
Βυζαντινών συγγραφέων.
–Το Corpus Fontium Historiae Byzantinae [CFHB] που είναι η νεώτερη και πιο σύγχρονη
σειρά έκδοσης βυζαντινών ιστορικών, και σήμερα με παραγωγή κριτικών εκδόσεων.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
•H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμος Β',
έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
•Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα, τόμος Α':
(4ος-7ος αι.), 1997,, τόμος Β': (8ος-10ος αι.), 2002,, τόμος Γ': (11ος-15ος αι.), υπό έκδοση.

29

Δ. ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ


ΡΗΤΟΡΙΚΗ
α. Γενικά χαρακτηριστικά ρητορικής παιδείας στο Βυζάντιο:
•Στο Βυζάντιο καλλιεργείται κυρίως το επιδεικτικό είδος ρητορικού λόγου, αλλά και το
συμβουλευτικό. Σπανίζει το δικανικό είδος.
•Αποτελεί βασικό μάθημα της εγκύκλιας βυζαντινής παιδείας (αμέσως μετά τη γραφή και
την ανάγνωση) και ασκούνται με ρητορικές ασκήσεις που ονομάζονται προγυμνάσματα.
•Προβάλλει ως πρότυπα τους μεγάλους αττικούς ρήτορες. Στην ουσία, η κλασική ρητορική
παράδοση στο Βυζάντιο συνεχίζεται με τους εθνικούς ρήτορες (π.χ. Λιβάνιο, Θεμίστιο, κ.α.)
και με τους Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αι. (Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης,
Ιωάννη Χρυσόστομο, Βασίλειο Καισαρείας, Αστέριο Αμασείας, κ.α.) Ιδιαίτερη αναφορά
αξίζει η ρητορική σχολή της Γάζας στον 6ο αι.
•Η ρητορική γνώση προοριζόταν και για τη λογοτεχνική εφαρμογή αλλά και για
γραφειοκρατικά έγγραφα. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, συχνά ως γνώση μόνο μιας
περιορισμένης αριστοκρατίας. Οι ρἠτορες ονομάζονται και σοφιστές.
•Τα ρητορικά κείμενα γράφονται κατά κανόνα σε γλώσσα αρχαΐζουσα, και χρησιμοποιούν
συχνά λεξιλόγιο ομηρικό ή ποιητικό, αναφορές σε μυθολογικά πρόσωπα και επεισόδια. Το
ύφος τους είναι συνήθως περίτεχνο, πολλές φορές σκοτεινό. Παρεμβάλλονται συχνά στο
λόγο παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς.
•Οι ρητορικοί συγγραφείς αγαπούν τα λογοπαίγνια, τους συμβολισμούς, τα λεγόμενα
ρητορικά σχήματα (παρηχήσεις, εν δια διοίν, ισόκωλα, σχήματα χιαστί, αναβαθμοί)
αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον ήχο των λέξεων και στο φραστικό ρυθμό (στις
απολήξεις των φράσεων στα κώλα των περιόδων παρατηρούμε παρεμβολή ζυγού αριθμού
άτονων συλλαβών (2 ή 4) ανάμεσα στις δύο τονιζόμενες συλλαβές. Π.χ. Θεόδωρος δὲ δεινῶς
τιμωρούμενος, καὶ τῇ βρώσει τοῦ καυστικοῦ φαρμάκου τὰ σπλάγχνα φλεγόμενος, τὰ τῶν ἰατρῶν
κατεπάτει συνέδρια· ἀλλ’ ὡς ἀπίει πάλιν ὑπέστρεφε, μηδὲν πρὸς αὐτῶν ὠφελούμενος·
•Ιδιαίτερη ακμή παρουσιάζει το είδος κατά τους 11ο και 12ο αι. Εκτός από αυτόνομα
ρητορικά κείμενα, ρητορικές κατασκευές θα συναντήσουμε επίσης εγκιβωτισμένες και
μέσα σε άλλα είδη της αφηγηματικής λογοτεχνίας (αγιολογία, ιστοριογραφία).

β. Εγχειρίδια ρητορικής και ρητορική εκπαίδευση
Η Ποιητική του Αριστοτέλη απετέλεσε το πρώτο θεωρητικό εγχειρίδιο της ρητορικής.
-Στη δεύτερη σοφιστική (1ο-3ο αι. μ.Χ.) οργανώνεται η θεωρία της ρητορικής σε μορφή
σχολικού μαθήματος. Ο Ερμογένης από την Ταρσό (2ος αι.) συνέγραψε ένα βασικό
εγχειρίδιο ρητορικής όπου παραθέτει τις 12 βασικές κατηγορίες προγυμνασμάτων (=
ρητορικών ασκήσεων) : μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή-κατασκευή, κοινός τόπος,
εγκώμιο-ψόγος, σύγκρισις, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφορά.
- Ανάλογη θέση με τα προγυμνάσματα επέχουν και οι λόγοι για άσκηση (declamationes),
λόγοι δηλαδή με υποθετικά θέματα, που απαγγέλλονταν στο σχολείο και χρησίμευαν ως
υποδείγματα. [π.χ. Χορικίου Γάζης Συνηγορία μίμων]
-Σημαντικός συγγραφέας ρητορικών προγυμνασμάτων υπήρξε και ο Αφθόνιος (τέλη 3ου –
αρχές 4ου αι. μ.Χ.), τον οποίο ακολουθούν ευρέως οι Βυζαντινοί.
-Τέλος, σημαντικός ρητοροδιδάσκαλος για τους Βυζαντινούς αποτελεί ο
Μένανδρος (αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.) με τα δύο θεωρητικά του κείμενα, η Διαίρεσις των
επιδεικτικών και το Περί επιδεικτικών.

30

γ. Είδη ρητορικού λόγου (είτε αυτόνομα έργα είτε εγκιβωτισμένα σε άλλα αφηγηματικά
είδη) και παραδείγματα ρητόρων του Βυζαντίου:
•Λόγοι εγκωμιαστικού περιεχομένου, όπως Εγκώμια προσώπων και αγίων, Επιτάφιοι και
Μονωδίες, περιστασιακοί λόγοι (αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία). (Κάτοπτρα
ηγεμόνος, [βασιλικοί ανδριάντες])
•Ψόγοι [στον αντίποδα του εγκωμίου], κωμικά εγκώμια, σατιρικοί διάλογοι
•Εκφράσεις, δηλαδή, περιγραφές τοπίων, οικοδομημάτων, μνημείων, πόλεων αλλά και
σκηνών καθημερινού βίου, έργων τέχνης, προσώπων.
•Αυτοβιογραφίες [γνωρίζουμε ελάχιστες]
•Ηθοποιίες (π.χ. Νικολάου Μεσαρίτη, Ηθοποία αστρονόμου αποτυχόντος πατριαρχίαν)

•Παραδείγματα ρητόρων από την πρώιμη περίοδος: Θεμίστιος, Λιβάνιος, Πατέρες
της Εκκλησίας, η λεγόμενη σχολή της Γάζας [Προκόπιος Γαζαίος, Χορίκιος κ.α.]
Ρήτορες από τη Μέση Περίοδο Φώτιος, Λέων Στ΄, Ψελλός, ο Nικηφόρος Bασιλάκης, και
πολλοί άλλοι. Από την Ύστερη περίοδο ξεχωρίζουν ο Γρηγόριος Kύπριος, ο
Θεόδωρος Mετοχίτης, ο Δημήτριος Kυδώνης.


Παράδειγμα έκφρασης (ρητορικής περιγραφής) προσώπου ενσωματωμένης σε αγιολογικό
εγκώμιο. Από το Εγκώμιο στον Άγιο Δημήτριο του Γρηγορίου Ρεφερενδαρίου (10ος αι.), έκδοση Μ.
Δετοράκη (Révue des Études Byzantines 73 (2015) 1-51.)
Οὕτως ὁ Νέστωρ ἐκεῖθεν θωρακισάμενος, γενναίως τῷ θεάτρῳ μολεῖ καὶ σφενδονήσας
πόῤῥω που τὸ χιτώνιον εἰς προὖπτον ἔστη γυμνός. Ἦν οὖν ἰδεῖν ἐκπλήξεως θέαμα. Νέος
ἡδύς, χρυσαυγείᾳ τριχῶν, ἀστερόεντι ὀφθαλμῷ, ἐρυθήματι παρειῶν ἡλιοβολῶν,
βριαρεως φωνεῖ ἀντικοντιζόμενος στρέφει τὸ θέατρον ἐπ’ αὐτόν, σιγᾷ τὸ τῶν ὀργάνων
μελῴδημα, παύει τὰς τῶν κηρύκων φωνάς, ἀργὰ τὰ τοῦ πεντάθλου περίοπτα καθιστᾷ,
τὴν πάλην, τὸ ἅλμα, τὸν δρόμον, τὸν δίσκον, τὸ σίγυμνον˙ μόνος ἦν ἡδονή, μόνος τέρψις
ἀκόρεστος.

Μετάφραση (Μαρίνας Δετοράκη)
Έχοντας λοιπόν πάρει σαν όπλο του την ευλογία (του αγίου Δημητρίου), ο Νέστορας
φτάνει με γενναιότητα στην αρένα˙ εκεί πετάει χάμω το χιτώνιο του και στέκεται γυμνός.
Και ήταν ένα θέαμα κατάπληξης: Ωραίος, γλυκύς νέος, με χρυσά μαλλιά, λαμπερό σαν
άστρο το βλέμμα του, με κοκκινισμένα μάγουλα φεγγοβολούσε, να βροντοφωνάζει σαν
τον Τιτάνα Βρίαρι και να κάνει έτσι να στρέφεται όλο το θέατρο πάνω του˙ σταματά τη
μελωδία των οργάνων, παύουν οι φωνές των κηρύκων, κάνει να σταματήσουν τα
αθλήματα του πεντάθλου, η πάλη, το άλμα, ο αγώνας δρόμου, ο δίσκος, το ακόντιο˙
μόνος αυτός ήταν ηδονή, μόνος αυτός ήταν ατέλειωτη απόλαυση.

Παράδειγμα αυτόνομης ρητορικής έκφρασης: Kωνσταντίνου Mανασσή, Έκφραση κυνηγιού
γερανών, E. Kurtz (έκδ.), Vizantijskij Vremenik 12 (1906), σ. 80. (μτφρ. Μ. Λουκάκη)
Eγώ, λοιπόν, κάποτε έτυχα σε ένα κυνήγι γερανών και βλέποντας πώς αυτά τα τόσο
βραχύσωμα πουλιά χτυπούν με θόρυβο τα φτερά τους και πετώντας ψηλά στον αέρα …,
χαιρόταν η ψυχή μου και σ' αυτήν την περίπτωση εκθείαζα τη μακάρια φύση που τα πιο
ταπεινά στο σώμα ζώα τα έχει οπλίσει καλύτερα και, ενώ τους έχει αφαιρέσει μέγεθος,
τους έχει προσθέσει δύναμη. Διότι έχω δει ελάφι να τρέχει έντρομο και από την τρεχάλα
να του κόβεται η ανάσα, η γλώσσα να κρέμεται από το ανοιχτό στόμα διψασμένη
αναζητώντας λίγη δροσιά στην επαφή με τον αέρα, κι ενώ το καταδιώκουν άνδρες και
σκυλιά που γαυγίζουν, αυτό να πηδά πάνω από λόχμες, δένδρα και χωράφια και καμιά
φορά να ρίχνεται στις λίμνες, πιστεύοντας πως έτσι δήθεν θα σωθεί, να βουτά στην

31

άλμη σαν τα ζώα που ζουν στη θάλασσα, όμως τα σκυλιά και οι άνδρες με τις φαρέτρες
να το προφτάνουν και με δίχτυα να τραβούν το δύστυχο έξω από το νερό.

Παράδειγμα Κατόπτρου Ηγεμόνος (πῶς δεῖ τὸν ἡγεμόνα εἶναι), ή το πορτρέτο του ιδανικού
ηγεμόνα: Nικηφόρου Bλεμμύδη, Bασιλικός Aνδριάς, H. Hunger (έκδ.), Wiener Byzantinistische
Studien 18, Bιέννη 1986, σ. 64. (μτφρ. Μ. Λουκάκη)
H αγάπη του χρήματος είναι επίσης εξαιρετικά ανάρμοστη και απρεπής σε έναν
αυτοκράτορα. Διότι έπειτα αυτή γεννά τέσσερα τέρατα, την ανελευθερία και τη
μικροπρέπεια στην παροχή, την αισχροκέρδεια και την πλεονεξία στην είσπραξη.
Tο να μην ευεργετεί καθόλου ή να ευεργετεί μόνο λίγους και αναγκαστικά είναι
χαρακτηριστικό δούλου, διότι ο δούλος δε δίνει καθόλου ή μόνο σε λίγους, αν
εξαναγκαστεί, και μάλιστα κλέβοντας από τον κύριό του. Eξάλλου πώς μπορεί να
συμπεριφέρεται διαφορετικά αυτός που δεν έχει τίποτα και έχει πουλήσει ακόμα
και το σώμα του; Tο να δωρίζει σε πολλούς αλλά λίγα και με τσιγγουνιά και
μάλιστα σε ανθρώπους που αξίζουν πολλά, αυτό χαρακτηρίζει τον ευτελή και
ταπεινό, όχι αυτόν που κάθεται στον υψηλό βασιλικό θρόνο. Tο να ανακατεύεται
στις ταπεινές υποθέσεις και να προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα να μεταφέρει
τα ιδιωτικά εισοδήματα στο δημόσιο ληστεύοντας τους υπηκόους, αυτό είναι
χαρακτηριστικό μικρέμπορου. Tο να φορολογεί παράλογα, πέρα από όσο πρέπει
ή με κάθε τρόπο, ανελέητα, να απογυμνώνει τους υπηκόους και να τους γονατίζει
με τους φόρους, αυτό είναι ξεδιάντροπη πλεονεξία.


ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- H. Hunger, Bυζαντινή Λογοτεχνία. H λόγια κοσμική γραμματεία των Bυζαντινών, τόμ. A',
κεφ. Pητορική, μτφρ. I. Aναστασίου, MIET, Aθήνα 1987, 123-299.
-Ε. Jeffreys, “Rhetoric”, στο Εlizabeth Jeffreys, J. Haldon και R. Cormack, Τhe Oxford
Handbook of Byzantine Studies, Oξφόρδη-Νέα Υόρκη, 827-837
- Η. Lausberg, Handbook of Literary Rhetoric: A foundation for literary study, Λάιντεν-
Βοστώνη-Κολωνία 1998 -Maguire, H., Art and Eloquence in Byzantium, Princeton 1981.





ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ

1 ) ορισμός, θεωρία, είδη επιστολής

Ορισμός επιστολής: ὁμιλία τις ἐγγράμματος ἀπόντος πρὸς ἀπόντα (Ψευδο-Λιβανίου,
Επιστολιμαίοι χαρακτήρες, 2.1)
Θεωρία επιστολής:
Στη θεωρία της Επιστολής παραδίδονται ως εγχειρίδια τα έργα του Ψευδο-Δημητρίου
Φαληρέως (1ος αι. μ. Χ.) α) Περί Ερμηνείας χαρακτηριστικά επιστολιμαίου χαρακτήρα. και
β. Τύποι επιστολικοί. Ο Φιλοστράτος Λήμνιος, στο έργο του Επιστολή περιγράφει τα
χαρακτηριστικά της σωστής επιστολής: σαφήνεια, απλό κατανοητό ύφος, συντομία,
γλώσσα. Προτείνει ως πρότυπα τις επιστολές του Απολλωνίου Τυανέως, του Δίωνος, του
Μάρκου Αυρηλίου, του Ηρώδου Αττικού.

32

Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στους βυζαντινούς


επιστολογράφους. Παραδίδει ο ίδιος ένα πλούσιο corpus επιστολών. Ιδιαίτερα η επιστολή
του Νικοβούλῳ (απευθύνεται στον ανηψιό του Νικόβουλο) συμπυκνώνει τις βασικές
επιστολές που πρέπει να έχει ο επιστολικός λόγος : συντομία, σαφήνεια, χάρη
Γρηγορίου, Νικοβούλῳ (έκδ. P. Gallay, Saint Grégoire de Nazianze, Lettres, Paris 1964-67)
Τῶν γραφόντων ἐπιστολὰς (ἐπειδὴ καὶ τοῦτο αἰτεῖς), οἱ µὲν µακρότερα γράφουσιν ἤπερ εἰκός,
οἱ δὲ καὶ λίαν ἐνδεέστερα· καὶ ἀµφότεροι τοῦ µετρίου διαµαρτάνουσιν, ὥσπερ τῶν σκοπῶν οἱ
τοξεύοντες, ἄν τε εἴσω πέµπωσιν, ἄν τε ὑπερπέµπωσι· τὸ γὰρ ἀποτυγχάνειν ἴσον, κἂν ἀπὸ τῶν
ἐναντίων γίνηται. Ἔστι δὲ µέτρον τῶν ἐπιστολῶν, ἡ χρεία· καὶ οὔτε µακρότερα γραπτέον, οὗ
µὴ πολλὰ τὰ πράγµατα, οὔτε µικρολογητέον, ἔνθα πολλά. …. Περὶ µὲν δὴ τῆς συντοµίας ταῦτα
γινώσκω· περὶ δὲ σαφηνείας ἐκεῖνο γνώριµον, ὅτι χρὴ φεύγοντα τὸ λογοειδές, ὅσον ἐνδέχεται,
µᾶλλον εἰς τὸ λαλικὸν ἀποκλίνειν· καί, ἵν’ εἴπω συντόµως, αὕτη τῶν ἐπιστολῶν ἀρίστη καὶ
κάλλιστα ἔχουσα, ἣ ἂν καὶ τὸν ἰδιώτην πείθῃ καὶ τὸν πεπαιδευµένον, τὸν µέν, ὡς κατὰ τοὺς
πολλοὺς οὖσα, τὸν δέ, ὡς ὑπὲρ τοὺς πολλούς, καὶ ᾖ αὐτόθεν γνώριµος· ὁµοίως γὰρ ἄκαιρον
καὶ γρῖφον νοεῖσθαι καὶ ἐπιστολὴν ἑρµηνεύεσθαι. Τρίτον ἐστὶ τῶν ἐπιστολῶν, ἡ χάρις.
Ταύτην δὲ φυλάξοµεν, εἰ µήτε παντάπασι ξηρὰ καὶ ἀχάριστα γράφοιµεν καὶ ἀκαλλώπιστα,
ἀκόσµητα, ὃ δὴ λέγεται, οἷον δὴ γνωµῶν καὶ παροιµιῶν καὶ ἀποφθεγµάτων ἐκτός, ἔτι δὲ
σκωµµάτων καὶ αἰνιγµάτων, οἷς ὁ λόγος καταγλυκαίνεται· µήτε λίαν τούτοις φαινοίµεθα
καταχρώµενοι· τὸ µὲν γὰρ ἀγροῖκον, τὸ δ’ἄπληστον.

Μετάφραση Μ. Πατεδάκη
Aπό τους ανθρώπους που γράφουν επιστολές άλλοι µεν γράφουν εκτενέστερα, άλλοι πάλι
συντοµότερα απ' ό,τι πρέπει. Kαι στις δύο περιπτώσεις σφάλλουν στο µέτρο, όπως οι τοξότες
οι οποίοι είτε ρίχνουν το βέλος πιο κοντά από το στόχο είτε µακρύτερα, και στις δύο ωστόσο
περιπτώσεις αποτυγχάνουν εξίσου. Tο µέτρο των επιστολών το προσδιορίζει η ανάγκη του
θέµατος. Δεν πρέπει κανείς να γράφει πολλά εκεί όπου το θέµα δεν προσφέρεται, ούτε πάλι
λίγα εκεί όπου χρειάζεται να πει πολλά [...] Ως προς τη σαφήνεια είναι γνωστό ότι πρέπει
κανείς να αποφεύγει, όσο µπορεί, το ύφος του ρητορικού λόγου και να κλίνει περισσότερο
προς το ύφος της συνοµιλίας. Mε λίγα λόγια, η καλύτερη και ωραιότερη επιστολή είναι εκείνη
η οποία πείθει και τον απλό άνθρωπο και το µορφωµένο, τον έναν γιατί µοιάζει να είναι
γραµµένη όπως µιλούν οι πολλοί, τον άλλον επειδή ξεπερνά αυτό το επίπεδο. H επιστολή
πρέπει αµέσως να γίνεται κατανοητή, διότι είναι εξίσου ακατάλληλο ένας γρίφος να γίνεται
εύκολα αντιληπτός και µια επιστολή να χρειάζεται ερµηνεία.
Tρίτο χαρακτηριστικό των επιστολών η χάρις. Aυτή θα την διατηρήσουµε εάν από τη µια
µεριά αποφύγουµε να γράφουµε εντελώς ξερά και αστόλιστα, δηλαδή χωρίς να
χρησιµοποιούµε γνωµικά, παροιµίες και αποφθέγµατα, ακόµη και ανέκδοτα ή αινίγµατα µε τα
οποία ο λόγος αποκτά γλυκύτητα, και από την άλλη δεν κάνουµε κατάχρηση αυτών των
µέσων. Στη µία περίπτωση είµαστε άξεστοι, στη δεύτερη άπληστοι.

Είδη επιστολής:
Σύμφωνα με το στόχο και τη λειτουργία τους οι επιστολές διακρίνονται σε α) Υπηρεσιακές
[συντάσσονται για πρακτικούς λόγους και ο συγγραφέας δεν σκοπεύει να τις δημοσιεύσει].
β) Φιλολογικές Ιδιωτικές [εξυπηρετούν πρακτικούς σκοπούς αλλά οι επιστολογράφοι
σκοπεύουν να τις δημοσιεύσουν σε επιστολάριο] και γ) Καθαρές φιλολογικές [γράφονται
χωρίς συγκεκριμένη ή επείγουσα αιτία και λειτουργούν αμιγώς ως ρητορικά λογοτεχνικά
κείμενα.

2) Δομή, θέματα και λογοτεχνικοί τόποι


Η επιστολή αποτελείται από τα εξής μέρη:
-Η σύσταση με την επιγραφή (παραλήπτης και συχνά ο αποστολέα = πρόγραμμα
επιστολής). Π.χ. Φώτιος ἠγαπημένῳ ἀδελφῶ Tαρασίῳ ἐν Kυρίῳ χαίρειν".

33

-το προοίμιο, στο οποίο συχνά ο συγγραφέας δίδει μεγαλύτερη αξία, και συχνά
καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της επιστολής. Συχνά η προσφώνηση στο πρόσωπο
του αποδέκτη γίνεται με μεγαλόστομο τρόπο με αναφορά σε αφηρημένη έννοια: π.χ. "η ση
ενδοξότης", "παγκόσμιον εγκαλλώπισμα", "η ση σοφία" κ.ά.
-Η κυρίως επιστολή [συχνά υποδεέστερο σε σημασία από το προοίμιο].
-Ενὠ, τέλος, η κατάληξη με τον αποχαιρετισμό περιλαμβάνει είτε μια σύντομη ευχή
μακροημέρευσης και υγείας (π.χ. ἔρρωσο), είτε πιο εκτενή ευχή: π.χ. ῾[...] Aλλά είθε ο Θεός
να σου δώσει τη δυνατότητα να χαρείς την πλήρη απαλλαγή από τις δυσκολίες, να φανεί
ελεήμων με την αγαθότητά Του και όχι να δείξει όλη την οργή Του. Aυτός είθε να διατηρεί
την πανυπέρτιμη κεφαλή σου υγιή στην ψυχή και το σώμα῾, Mιχαήλ Xωνιάτη, επιστ. 153:
"Tω Tορνίκη κυρ Eυθυμίω", έκδ. Σ. Λάμπρος, σ. 307-308.

Θέματα και Τόποι
«Mερικά από τα συνηθέστερα θέματα είναι η φιλία, η ψευδαίσθηση της παρουσίας του
φίλου χάρη στην επιστολή, η παρηγοριά και η επιστολή ως δεύτερος πλους ή φάρμακο που
προσφέρεται για τον απόντα φίλο, το πέταγμα της ψυχής με τη βοήθεια της επιστολής, η
πνευματική επικοινωνία και η ένωση των ψυχών των φίλων, η φιλοφρόνηση του αποδέκτη
με τη βοήθεια της εικόνας της άνοιξης, του χελιδονιού ή του αηδονιού, η έκφραση ενός
ευχάριστου τόπου (locus amoenus), η εκβαρβάρωση εξαιτίας της παραμονής στην επαρχία,
τα δώρα, η ανταλλαγή φιλολογικών προϊόντων και οι αιτήσεις, το ταχυδρομείο και οι
αγγελιοφόροι.» (Μ. Λουκάκη)

Παράδειγμα επιστολής με locus amoenus (ευτοπία) (Θεόδωρος Kυζίκου: "Kωνσταντίνω
Πορφυρογεννήτω τω βασιλεί", G. Karlsson (έκδ.), σ. 117.):
[...] Kάτω από την όµορφη και σκιερή βελανιδιά, που πλάι της έρρεε, όπως λέει ο
ποιητής, κρυστάλλινο νερό, άπλωσα το στρώµα µου και άρχισα να γράφω. H βελανιδιά
είχε πυκνό φύλλωµα και πολλά κλαδιά, πολύ ευχάριστη και όµορφη. Στη ρίζα της
άνθιζαν πολλά λουλούδια, όχι σαν τα κοινά που κόβουν οι πολλοί, αλλά σαν εκείνα που
λένε ότι βλάστησε η γη, όταν ο Δίας ενώθηκε µε την Ήρα. Πάνω από το κεφάλι µου οι
αύρες που έπνεαν ανάµεσα στα φύλλα έµοιαζαν µε γλυκό τραγούδι. Aλλά και πουλιά
φτερούγιζαν πετώντας από πάνω, τραγουδώντας το καθένα το δικό του σκοπό. Tόση
ήταν η χάρη από την ποικιλία της µελωδίας και της µουσικής, ώστε λίγο ακόµη και θα
γλιστρούσα µε ευχαρίστηση στον ύπνο, για να βλέπω και στο όνειρό µου αυτή την
απέραντη ευχαρίστηση και να µη θέλω να τραβήξω το βλέµµα µου από αυτό το θέαµα
[...] (μτφρ. Μ. Λουκάκη)


Παράδειγμα επιστολής με θέμα την εξορία (Mιχαήλ Xωνιάτη, επιστ. 8: "Tω Aυτωρειανω κυρ
Mιχαήλ", II, (έκδ.) Σ. Λάμπρος, σ. 11.):
Aπό την Aθήνα έρχεται το γράµµα αλλά δεν είναι σοφότερο γι' αυτό το λόγο. Eίναι φιλικό
µεν αλλά και πολύ χοντροκοµµένο. Έτσι δεν προόδευσα στα θέµατα του λόγου
µεταναστεύοντας στην µητρόπολη των σοφών, αλλά κινδύνευσα να γίνω χειρότερος,
αφού σπανίζουν όχι µόνο οι φιλόσοφοι άνδρες αλλά και αυτοί οι βάναυσοι. Kαι έχω την
εντύπωση ότι βρίσκοµαι στην παλαιά εκείνη πολιορκηµένη από τους Bαβυλωνίους
Iερουσαλήµ και σαν τον Iερεµία δακρύζω βλέποντας τείχη γκρεµισµένα και άδειες
λεωφόρους [...]

34

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ



-Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τ. Α΄,
Αθήνα 1991, 301-357 (κεφ. Επιστολογραφία)
-Ε. M. Jeffreys-A.P. Kazhdan, το λήμμα Epistolography, στο A.P. Kazhdan (εκδ.), Τhe Oxford
Dictionary of Byzantium, Nέα Υόρκη-Oξφόρδη 1991, τ. 1, 718-720
-Μ. Mullett, Epistolography, στο Εlizabeth Jeffreys, J. Haldon και R. Cormack (επιμ.), Τhe
Oxford Handbook of Byzantine Studies, Oxford-Νew York 2008, 882-893

35

Ε. ΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Η λόγια προσωπική ποίηση των Βυζαντινών εκφράζει ή περιγράφει σκέψεις, ιδέες και
συναισθήματα του ποιητή και δεν προορίζεται για λειτουργική χρήση. Γράφεται σε λόγια
(αρχαΐζουσα) γλώσσα και επίσημο, αρχαιοπρεπές, ύφος. Οι ποιητές χρησιμοποιούν κυρίως
προσωδιακό μέτρο, και σπανιότερα δυναμικό (τονικό). Από τον 9ο αι. διαμορφώνεται ο
ιαμβικός δωδεκασύλλαβος στίχος που κατισχύει στη βυζαντινή παράδοση
Η λόγια ποίηση αφορά θέματα κοσμικά (θύραθεν), θρησκευτικά (θρησκευτική προσωπική
ποίηση), αγιολογικά, θέματα ρητορικών προγυμνασμάτων.
Μερικές ευδιάκριτες κατηγορίες θεμάτων περιλαμβάνουν:
•θρησκευτικά και φιλοσοφικά ποιήματα
Παράδειγμα: [π.χ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Περί της ανθρωπίνης φύσεως]
Τροχός τίς ἐστιν ἀστάτως Μια ρόδα π' άτσαλα την έχουν
πεπηγµένος, στήσει
ετούτη η σύντοµη καί
Ὁ µικρὸς οὗτος καὶ πολυδαίδαλη ζωή.
Έκεί πού τείνει προς
πολύτροπος βίος. τα πάνω, κατρακυλά στα χαµηλά-
 κι
Ἄνω κινεῖται, καὶ αν φαίνεται πώς στέριωσε δεν µένει
περισπᾶται κάτω·
ωστόσο σταθερή
Θαρρεϊς πώς φεύγει
Οὐχ ἵσταται γὰρ, κἂν δοκῇ
κι είναι στάσιµη, θαρρείς πώς στέκει κι
πεπηγέναι.
Φεύγων κρατεῖται, καὶ όµως τρέχει.
Κάνει άλµατα συχνά, µα
µένων ἀποτρέχει. δεν µπορεί να ξεκολλήσει. Σέρνει καί
Σκιρτᾷ δὲ πολλὰ, καὶ τὸ παρασέρνει αυτοκινούµενη τη
φεύγειν οὐκ ἔχει. στασιµότητα.
"Ενα διάγραµµα του
Ἕλκει, καθέλκει τῇ κινήσει τίποτα ή ζωή, Καπνός ή κι όνειρο ή κι
τὴν στάσιν. ένα αγριολούλουδο.
Ὡς οὐδὲν εἶναι τὸν βίον
διαγράφων,
Ἢ καπνὸν, ἢ ὄνειρον, ἢ
ἄνθος χλόης.


•Επικά και ιστορικά ποιήματα [π.χ. Γεωργίου Πισίδη, εις την Εξαήμερον, Ηρακλειάς, Ιω.
Τζέτζη, Χιλιάδες]
Παράδειγμα: Γεωργίου Πισίδη, Expeditio Persica 1.2A (έκδ. Α. Pertusi (έκδ.), Giorgio di
Pisidia. Poemi I. 1959, Studia patristica et byzantina 7, σ. 84) (µετάφραση)
Ω Τριάδα, που τις ασώµατες στρατιές του ουρανού • διευθύνεις µε το λόγο σου το φωτεινό, •
σε ένα σύνταµα ολόθερµο και σταθερό • -γιατί µε το λόγο σου ξέρεις να δίνεις θέρµη • στις
φύσεις τους και να κάνεις την ύλη άυλο - • εσύ που γε µίζεις τον ουρανό • και ζεσταίνεις τον
αιθέρα • και αγκαλιάζεις την οικου µένη • και παντού βρίσκεσαι χωρίς να κινείσαι, • και
πουθενά δε χωράς, µόνο χωράς εκεί • που η προσευχή αναδύεται από τα βάθη της ψυχής, •
δώσε στα ασθενικά όργανα της σκέψης • ήχο σάλπιγγας και φωνἠ ασπίδας. • ∆ίδαξέ µας να
κινού µε το ξίφος στο στόχο του, • τη γλώσσα ενάντια στον εχθρό σαν όπλο ακονισ µένο· •
οδήγησέ µας εκεί που θα µπορού µε να γράψου µ ε • για τα θαυ µαστά έργα της εξουσίας
σου.
•Λυρικά ποιήματα και επιγράμματα [Παύλος Σιλεντιάριος (73 επιγράμματα, Αγαθίας (100
επιγράμματα), Ιω. Γεωμέτρης, Μ. Φιλής]
Παράδειγμα: Ιω. Γεωμέτρη, Περὶ γυναικὸς (Επίγραμμα ρκα΄ : PG 106, 881b)
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ κακὸν τρίτον.
Εγὼ δε φηµι πρῶτον ἡ γυνὴ κακῶν,
Τῆς δ’ αὖ καλῆς κάλλιστον οὐδὲν ἐν βίῳ.

36

•Αυτοβιογραφικά (Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιω. Γεωμέτρης)



Η Παλατινή Ανθολογία:
Ιδιαίτερη αξία στην ιστορία της λόγιας ποίησης του Βυζαντίου έχει η συλλογή
αρχαιοελληνικών και βυζαντινών ελληνικών επιγραμμάτων με το όνομα Παλατινή
Ανθολογία.
Πρόκειται για μια ανθολογία 3.700 ποιημάτων, κυρίως επιγραμμάτων πολλών ποιητών,
που καλύπτει μια μεγάλη περίοδο, από τον 6οαι. π. Χ έως τον 10ο αι. μ. Χ. , σε 15 βιβλία.
Ολόκληρο το 8ο βιβλίο είναι επιγράμματα του Γρηγορίου.
•Ο ιερωμένος Κων/νος Κεφαλάς συνέθεσε τη συγκεκριμένη Ανθολογία τον 10ο αι. μ.Χ.,
στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κεφαλάς είχε καταρτίσει την Ανθολογία του με βάση
παλαιότερες συλλογές, όπως τη συλλογή Στέφανος του Μελεάγρου, τη συλλογή Στέφανος
του Φιλίππου από τη Θεσσαλονίκη και τη συλλογή του Αγαθία.
•Το 1606 ο γάλλος λόγιος Claude de Saumaise ψάχνοντας κώδικες της Παλατινής
Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης ανακάλυψε το χειρόγραφο του Κεφαλά. Εξ αυτού πήρε και
το όνομά της η περίφημη αυτή συλλογή.
•Από τη βιβλιοθήκη του Παλατινάτου πήρε το όνομά της: «Παλατινή Ανθολογία». Οι εκατό
τελευταίες σελίδες βρίσκονται από το 1797 στην Παρισινή Εθνική Βιβλιοθήκη.
•Τα είδη των επιγραμμάτων ποικίλλουν: πρόκειται για επιγράμματα χριστιανικά, ερωτικά,
επιτύμβια, αναθηματικά, συμποτικά, σκωπτικά, επιδεικτικά, προτρεπτικά, αλλά και για
επιγραφές αγαλμάτων, αριθμητικά προβλήματα, αινίγματα, χρησμούς, κ.ά.

Το επίγραμμα είναι μια έμμετρη σύντομη επιγραφή (αρχικώς
επρόκειτο για κείμενο χαραγμένο πάνω σε μια επιφάνεια
[επιγραφή]) που με τον καιρό αυτονομήθηκε σε ιδιαίτερο ποιητικό
είδος, χωρίς να είναι απαραίτητη η συσχέτισή του με ένα μνημείο. Η
συντομία του - τα περισσότερα επιγράμματα αποτελούνται από δύο
έως οκτώ στίχους - οφείλεται σε πρακτικούς κυρίως λόγους (στενός
χώρος για τη χάραξη του κειμένου) και μετατράπηκε σε αισθητικό
κανόνα προσδιορισμού του εν λόγω ποιητικού είδους.


«Τα επιγράµµατα της Παλατινής τα είδα σαν συνθήµατα των νεκρών στους πάλλευκους τοίχους του
θανάτου, ερωτικά sms που ανταλλάσσουν χαµένα ζευγάρια στον Άδη, νεύµατα αγάπης από σβησµένα
πρόσωπα.
Ποιήµατα µικρά µα κι απέραντα τρυφερά, παλιά µα κι απέθαντα, ολοζώντανοι ρυθµοί για έναν
πένθιµο χορό της γλώσσας, δίστιχες ράγες δακρύων, αναπαλµοί καρδιάς στο στήθος άψυχων
ονείρων · αυτό είναι για µένα η Παλατινή...

Το επίγραµµα διακρίνεται για την πυκνότητα, το συγκινησιακό του υπόβαθρο, την εξαιρετική του
εικονοποιία, τους λεκτικούς του ιριδισµούς, το στοχευµένο εντυπωσιασµό κι αποτελεί ένα παιχνίδι
του πνεύµατος.» Ι.Ν. Κυριαζής

37



Παράδειγμα ερωτικού επιγράμματος: Παύλου Σιλεντιαρίου (επίγρ. 252)
Ῥίψωµεν, χαρίεσσα,τὰ φάρεα, γυµνὰ δὲ Γδύσου κι άσε τα µέλη µου τα µέλη σου να
γυµνοῖς
ἀµπελάσῃ γυίοις γυῖα βρούνε
κι ανάµεσά µας, τίποτε - τα πάντα ας
περιπλοκάδην·
µηδὲν ἔοι τὸ µεταξύ· Σεµιράµιδος ενωθούνε.
Ακόµη και το αραχνωτό υφαντό που
γὰρ ἐκεῖνο
τεῖχος ἐµοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασµα σ’ αγκαλιάζει
µε τείχος αδιαπέραστο της
σέθεν·
στήθεα δ’ ἐζεύχθω,τά τε χείλεα· τἄλλα δὲ Βαβυλώνας µοιάζει.
Τα στήθη µου στα στήθη
σιγῇ κρυπτέον· ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστοµίην.
 σου, τα χείλη µου στα χείλη,
µα τ’ άλλα ας
κρύψει η σιωπή - µ’ αυτήν είµαστε φίλοι.
Ι.Ν. Κυριαζής



ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-A. Rhoby & N. Zagklas, Middle and Late Byzantine Poetry (Texts & Contexts), Brepols
Turnhout, 2018.
-Μ. Lauxtermann, The Spring of rhythm. An essay on the political vers and other byzantine
meters, Βιένη 1999 (μτφρ. στα ελλην. Οι απαρχές του ρυθμού. Ένα δοκίμιο για τον πολιτικό
στίχο και άλλα μέτρα), Εκδ. University Studio Press 2007.)






38

You might also like