You are on page 1of 12

Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο

1
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο

Λογοτεχνικό Δελτίο
Μηνιαίο έντυπο πεζογραφίας
τεύχος 13ο, Οκτώβρης 2020
Αρχισυντάκτης-Επιμελητής: Αντώνης Χαριστός

Εκδόσεις Γράφημα: Ιωάννης Τσαχουρίδης, Εξαδακτύλου 5, Θεσσαλονίκη, grafima@grafima.com.gr, τηλ: 2310 248272

Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης: surrealists.salonik@gmail.com

ISSN: 2654-1769

Τίτλοι έργων:

1) Τον άρτον ημών τον επιούσιον, διήγημα, Αντώνης Χαριστός, σελ 3


2) Το κίτρινο μπαλόνι, διήγημα, μέρος Β΄, Γεωργία Καλαμαρά, σελ 7
3) Σελιλόιντ, αφήγημα, Φανή Αθανασιάδου, σελ 7
4) Η συνάντηση των μελισσών, θεατρικό μονόπρακτο, Αργύρης Φυτάκης, σελ 7
5) Ο καθρέφτης, διήγημα, Στάθης Λιώτης, σελ 7
6) Όρκος ζωής, μέρος Β΄, Ρόζα Παυλιώτη, σελ 8
7) Παρανάλωμα ασφυξίας, μέρος Β΄, Νατάσα Χασάκιοϊλη, σελ 9
8) Παρα…μυθίες, αφήγημα, Ρένα Σαμαρά, σελ 10
9) Γαλάζιο, αφήγημα, Στέλλα Τσίγγου, σελ 10
10) Αυγή μαρμαρόεσσα, διήγημα, Τερψιθέα-Ευαγγελία Μακρή, σελ 11
11) Ρυθμός αγωνίας, αφήγημα, Λίνα Βαταντζή, σελ 12
12) Περήφανοι και τυχεροί, αφήγημα, Μανόλης Μαργωμένος, σελ 12
13) Η αυλή στη Βενετία, αφήγημα, Χρίστος Κασσιανής, σελ 12
14) Μαγειρέματα, διήγημα, Σπύρος Κιοσσές, σελ 12

Τα έργα αντιπροσωπεύουν αποκλειστικά θέσεις και απόψεις των συντακτών τους.


Ουδεμία σχέση έχουν με τις θέσεις και τις απόψεις της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης και του Εκδότη

Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί για να ποθεί την ελευθερία


μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν την ανέχεται

Άγγελος Τερζάκη

2
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
Τον άρτον ημών τον επιούσιον καμπανάκι εισόδου το οποίο σε μικροσκοπικό μέγεθος σή- αίγλη αιωνιότητας» και τότε έχοντας κέρδιζε τις επιθυμίες
Τα σύννεφα πυκνοκατοικημένα από διάφανες σταγόνες μανε την έλευση του υποψήφιου εμπορικού συναλλάγμα- της πελάτισσας με κομπλιμέντα εκείνη ολοκλήρωνε τις πα-
βρόχινου λίπους κρεμάστηκαν απεγνωσμένα στον ουράνιο τος. Ο Δημητρός με γρήγορες ενέργειες του νου και την πα- ραγγελίες πολλαπλασιάζοντας τα μηδενικά στο τέλος του
θόλο των Αθηνών. Άνεμοι με τυμπανοκρουσίες διασάλευ- ρατηρητικότητα σε υπερδιέγερση ενημέρωνε τον Νική-τα λογαριασμού κι εξέρχονταν του καταστήματος με αυτοπε-
σαν την τάξη των ανθρώπων προαναγγέλλοντας την έ- Μενδρινό για το επίπεδο προσφερόμενης κατανάλωσης το ποίθηση βασίλισσας.
λευση του χειμώνα, βαριεστημένου αρχικώς φουριόζου στη οποίο αναμένονταν απ’ τον πελάτη. «Στο δωμάτιο ένα, πα- «Τη βελόνα Δημητρό, τη βελόνα!» εκσφενδόνιζαν τα μη-
ρακαλώ!» ήτο το σήμα κατατεθέν ώστε ο ράφτης να αντι- νίγγια του λάρυγγα ιαχές προσταγών στο νέο που μαγεμέ-
συνέχεια, έτοιμο να αγκυροβολήσει στις σκέψεις του επι-
κείμενου πολέμου καθώς φούσκωνε τα πλευρά του να εξα- ληφθεί πως επρόκειτο για πρόσωπο της υψηλής κοινω- νος απ’ την ανθρωπογεωγραφία της παρισινής κομψότη-
πολύσει ποταμούς αίματος στο χώμα της γης. Οι σειρήνες νίας. Στο δωμάτιο ένα ανέμενε τον πελάτη με τα φώτα εν τας ταξίδευε τον λογισμό του σε αλλοτινά μέρη στα οποία
έπλαθαν με βροντόφωνες ιαχές πένθιμα εμβατήρια όση πλήρη λειτουργία και τη ραπτομηχανή σε ακατάπαυστη ε- μόνο η ελευθεριάζουσα εγκεφαλική διεύθυνση εξέδιδε εισι-
ώρα αγγέλματα του μέλλοντος κόσμου δονούσαν τις τύχες γρήγορση τονίζοντας την εργασιομανία υψηλών κύκλων τήρια στιγμιαίας απόλαυσης. Ο Δημητρός καθώς επανέρχο-
αυτού. Πολίτες όλων των ηλικιών, άνδρες, γυναίκες και παραγωγής που ελάμβανε χώρα στον οίκο του. «Στο δω- νταν απ’ τον λήθαργο της εξωτικής πανδαισίας χρωμάτων
παιδιά, ξαμολιούνταν σε κάθε γωνιά της πρωτευούσης προ- μάτιο δύο, παρακαλώ!» ήτο η αναφορά στους πελάτες δεύ- έσπευδε όπως ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Νικήτα
κειμένου να διαδώσουν τα αιτήματα ελευθερίας και αντί- τερης κατηγορίας οι οποίοι διατηρούσαν επιφυλακτικές οι- Μενδρινού. Τα μεσάνυχτα, καθώς το σκοτάδι άπλωνε τα
στασης. Στον ατομικό τους μικρόκοσμο ο ηρωισμός γιγα- κονομικές δυνατότητες. Συνήθως αφορούσε χαμηλόμι- πλοκάμια του στα αραχνούφαντα δέρματα του άστεως, ε-
ντώνονταν με άλματα ψευδαισθήσεων. Οι κοινωνικές δια- σθους υπαλλήλους των δημόσιων υπηρεσιών είτε ιδιώτες κείνος ξεπόρτιζε απ’ το δωμάτιο γεμάτο τόνους κλωστών
φορές ισοπεδώνονταν καθώς η άσκηση στρατιωτικού τύ- μεσαίων στρωμάτων. Εισέρχονταν στο δωμάτιο δύο το ο- και μισοτελειωμένων ενδυμάτων να μεταφερθεί στον επί-
που ετοιμότητας λάμβανε χώρα. Ένα αίσθημα ισότιμης θέ- ποίο έδειχνε ψυχρό και απρόσωπο αλλά εξίσου θερμό στην σημο χώρο εργασίας. Εκεί, στα ενεργητικά λαμπιόνια του
σης στη μοίρα του Έθνους χάιδευε τις προθέσεις των πολι- ατμόσφαιρα συνεργασίας. Τα έργα ενδυματολογικής προ- ηλεκτρισμού καθρέφτιζε τις ονειροπολήσεις μίας πρόβας ε-
τών. Ανάλογα με το ύψος του καθενός η ιστορία μοίραζε σαρμογής της εν λόγω κατηγορίας πελατών συνήθως συν ξαίσιων προσδοκιών δοκιμάζοντας γραβάτες, κοστούμια
απλόχερα ανδραγαθήματα και παράσημα ευνουχισμού μα- αρμολογούνταν από ευτελή συνθετικά υλικά πλην ωστόσο και ρούχα λογιών λογιών προτάσσοντας την εκλεπτυ-
καρίζοντας τη στιγμή κατά την οποία δραπέτευε η φαντα- τίμια και ευφάνταστα στην κομψότητά των ώστε το αντι- σμένη ομορφιά των στιγμών στα αδηφάγα σύνδρομα αδι-
σία σε κόσμους ασύλληπτους. Εκατοντάδες χιλιάδες από κριστό μάτι των φευγαλέων περιπατητών να εκθαμβώνε- κίας την οποία μετέφραζε κατά το δοκούν. Επί ώρες αλλοί-
δαύτους απέκτησαν ομοιομορφία έκφρασης, ενδύθηκαν ται απ’ την γεωμετρία του ενδύματος και να ξεχνάει τα ι- ωνε τις συνθήκες της επίπλαστης πραγματικότητας όπως
κοινούς στόχους και πεποιθήσεις ώσπου στο τέλος αποχαι- διαίτερα κριτήρια ποιοτικής αναβάθμισης αυτού. «Στο δω- βιώσει τεχνητά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μίας ανώτερης τά-
ρέτησαν την καθημερινότητα της ατάραχης διαβιώσεως, μάτιο τρία, παρακαλώ!» ήτο το συνθηματικό το οποίο δί- ξης ανθρωπίνων ειδώλων. Μέρες αργότερα το ίδιο παίγνιο
στον πλούτο των αντιθέσεων, όπως υπερασπισθούν την α- χως πατρώνυμο και με ταυτότητα ευμετάβλητη στην αθέ- φάνηκε ανούσιο. Εγκατέλειψε την ενδυματολογική προερ-
ξία αυτής ενάντια στις επιθετικές διαθέσεις έτερων αντιθέ- ατη όψη της βιοπάλης αφορούσε τους πλεονάζοντες της γασία της νυκτός στραγγίζοντας τις βαθύτερες επιθυμίες
σεων σε μορφή Ρωμαίου Αυτοκράτορος και σκηνική αφή- κοινωνικής ευταξίας. Τις φιγούρες εκείνες που πότε εμφα- στα σκεπάσματα της κλίνης.
νίζονταν στο προσκήνιο και πότε εξαφανίζονταν απ’ αυτό «Στο δωμάτιο ένα, παρακαλώ!» έκανε ο Δημητρός κα-
γηση πολυτελείας.
δίχως απόκριση στις αιτιάσεις των καιρών. Σε αυτό το δω- θώς διάβαινε την εξώθυρα ένας μυστακοφόρος άρρεν ικα-
Μόλις οι σειρήνες έπεφταν σε χειμερία νάρκη απ’ τα η-
ρωικά γυμνάσια λαού και στρατού η τάξη επανέρχονταν μάτιο δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ρητορικής παρά νών διαστάσεων σωματοτύπου βαστώντας μπαστούνι για
και οι πολίτες επέστρεφαν αθόρυβα στις εργασίες των. Το μόνο εμπόριο ψευδαισθήσεων. Εκεί συγκεντρώνονταν τα τύπους επιτηδειότητας. Ο Νικήτας Μενδρινός που μόλις
αίσθημα ικανοποίησης ήτο κυρίαρχο. Ανάμεσά τους ο Δη- ενδύματα δεκαετιών απ’ όλη την Αθήνα. Κατεργασμένα, κατέφθασε στο κατάστημα ετοίμασε τα σύνεργα και φώ-
μητρός. Αμούστακο αγόρι ακόμη μαθέ δεν έπαιρνε τα γράμ- μπαλωμένα, κομματιασμένα, προσέδιδαν μία διακριτή όψη ναξε απ’ το βάθος του χώρου «Να περάσει!». Η φωνή στα-
ματα στάλθηκε εσωτερικός σε ραφτάδικο της οδού Σόλω- στους εκκολαπτόμενους μνηστήρες της αισθητικής. Ερχό- θερή επιβλήθηκε και παρακίνησε τον πρωινό επισκέπτη ό-
νος. Ο Νικήτας Μενδρινός ήτο σπουδαία προσωπικότητα ντουσαν σχεδόν ημίγυμνοι με ριχτάρια στους ώμους και συ- πως μεταφερθεί στο δωμάτιο εργασιών. Επρόκειτο για τον
σε ζητήματα υψηλής ραπτικής. Εντοιχισμένος στην οικο- μπλέγματα κλωστών στο σώμα ώστε να θυμίζουν ρούχα διευθυντή του Υπουργείου Υγιεινής και Προνοίας το οποίο
γενειακή επιχείρηση, σπουδαγμένος εις Παρισίους της belle ανθρώπινης παρωδίας κι έφευγαν με ένα χαμόγελο αστρα- έδρευε στην Κηφισιά. Εκλεκτός πελάτης με σταθερή πα-
epoque, είδε τις τρίχες της κεφαλής του να ασπρίζουν χρόνο φτερό στις κορυφογραμμές των χειλιών όντας βουτηγμένοι ρουσία στα κατάστιχα του Νικήτα Μενδρινού φρόντιζε την
με τον χρόνο και το μικρό εργαστήριο να μην δραπετεύει σε στην εικόνα την οποία η εκμαυλισμένη σκέψη επέβαλε ό- εξωτερική του εμφάνιση επενδύοντας για το λόγο αυτό πε-
βιομηχανικές διαστάσεις παρά να λιμνάζει στις περιορισμέ- πως καυχηθούν για τα νέα δεδομένα εμφανίσεως. Για τις ριουσία ικανή ώστε το παρουσιαστικό του να συνάδει με την
επόμενες ώρες θα επέτρεπαν εαυτόν όπως εναποθέσει ισο- ευθύνη την οποία η κοινωνική θέση υπαγόρευε.
νες απαιτήσεις της εποχής, συμβιβασμένο με μπαλώματα
και επιδιορθώσεις. Κάθε μέρα αναμετρούνταν με το λαμπρό μερώς τα ανθρώπινα ιδανικά στοιβαγμένα σε σορούς ξεθω- «Περάστε, αγαπητέ μου» τον προϋπάντησε εκείνος κο-
ριασμένων ερειπίων. Ήτο σε θέση, πλέον, να διακωμωδούν σμώντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα με κολόνια. Πίσω
παρελθόν του τότε που οι προσδοκίες κάλπαζαν στη σκέψη
του και καθώς έβλεπε τον Δημητρό να εισέρχε-ται στο κα- την επισφάλεια της θέσεως των στα πεπραγμένα του βίου. του έτρεχε ο Δημητρός, πιστός ακόλουθος.
Καθείς και καθεμία εκ των πελατών, ανεξαρτήτου δω- «Τα μάθατε τα νέα;» ρώτησε ανυπόμονος και δίχως να
τάστημα φούντωνε από θυμό και ξεσπούσε τα δίκαια και
ματίου στο οποίο παραπέμπονταν, εξέφραζε τις δικές του αναμένει απόκριση έσπευσε να απαντήσει «Οι Ιταλοί προ-
άδικα πάνω του. Ο τελευταίος αδυνατώντας να εκπαιδευ-
τεί στα γλωσσικά πρότυπα των αρχαίων ημών σοφών δια- προτιμήσεις. Ο Δημητρός διασκέδαζε με την ματαιοδοξία τίθενται να μας προκαλέσουν σε πόλεμο!»
τηρούσε μέχρι πρότινος άριστη σχέση με τον ξύλινο χά- των ανθρώπων που συναναστρέφονταν τον ράφτη Νικήτα «Πόλεμο;» στο άκουσμά του κοκκάλωσαν οι κλειδώσεις
ρακα του καθηγητού Νικολάου Δού-κα και με τη γωνία της Μενδρινό. Μέσω αυτών διαμόρφωσε τις καλύτερες δυνα- στο κορμί του Νικήτα Μενδρινού ενώ ο Δημητρός απελευ-
αιθούσης στην οποία παρίστανε τον πελαργό έως ότου το τές επαφές και γνωριμίες όντας εξυπηρετικότατος και ικα- θέρωσε την τελευταία μάζα που παρήγαγαν οι σιελογόνοι
σχολείο αποτελέσει ανάμνηση εγκατάλειψης. Χάρη στις ι- νός στην τέλεση των υποχρεώσεων που του ανέθεταν. Ο αδένες ό-πως εναποθέσει το υγρό των στοιχείο στον οισο-
κεσίες της μητρός του που έπλενε και τακτοποιούσε την οι- Νικήτας Μενδρινός με τη σειρά του κάθε φορά που κάποιος φάγο.
κεία του Νικήτα Μενδρινού έλαβε θέση μαθητευόμενου στο πελάτης ή πελάτισσα ανέπτυσσε τον κατάλογο εγκωμίων «Πόλεμο, δυστυχώς..» επανέλαβε ο διευθυντής σκαλί-
για τον εαυτό τους, αφού ανέμενε τη γλώσσα των όπως στε- ζοντας περαιτέρω τον πόνο που καιροφυλακτούσε στο
εργαστήρι ραπτικής. Μακριά απ’ τα βιβλία με τις ακατα-
λαβίστικες συντάξεις και τα γραμματικά φαινόμενα έπιασε γνώσει απ’ την κατασκευασμένη υστεροφημία την οποία χώρο.
τις τύχες απ’ τα μαλλιά των και με τις βελόνες ανά χείρας πάσχιζαν να εδραιώσουν στις αθρόες δημόσιες εφορμήσεις «Μα, πώς..; Δηλαδή, πώς;» έκανε ο Νικήτας Μενδρινός
των, τότε λάμβανε το λόγο ο ίδιος. Μέσα απ’ τις πυκνές έχοντας απωλέσει την αυτοκυριαρχία του. Έμπηγε τις βε-
αντέγραφε μεθοδικά τις κινήσεις του ειδικού. Αποδείχτηκε
βοηθός πρώτης διαλογής φέρνοντας εις πέρας τις υποχρε- στρατιές λέξεων τις οποίες χειρίζονταν με μαεστρία ξεδιά- λόνες με μίσος γεμίζοντας το κοστούμι του πελάτη με σμή-
ώσεις του ραφτάδικου με επιμέλεια και φροντίδα. Σε α- λυνε ιστορίες της υψηλής ραπτικής υπογραμμίζοντας την νος από δαύτες. Η νευρικότητα των κινήσεων έγινε αντι-
δική του συμβολή στην εξέλιξη της τέχνης. ληπτή από τον ίδιο. Τότε, ο τελευταίος, εσκεμμένα επιδεί-
ντάλλαγμα του διέθεσε ο Νικήτας Μεν-δρινός υπνοδωμά-
«Το ρούχο του 19ου αιώνος με επίκεντρο το Παρίσι, κυ- νωσε την κατάσταση διεκτραγωδώντας τα μελλούμενα.
τιο με κρεβάτι και νιπτήρα καθώς και δύο γεύματα ημερη-
ρία Παπασταύρου, ήτο συνώνυμο εμβλήματος της αριστο- «Και ποιος γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι με την υψηλή
σίως.
Μεταξύ άλλων πληροφορούνταν από πρώτο χέρι τα κρατίας. Ένα σύμβολο μοναδικό, εντυπωσιακής πολυτέ- ραπτική..Το κατάστημα ίσως κλείσει οριστικώς, ο Νικήτας
νέα των Αθηνών. Στο ραφτάδικο του Νικήτα Μενδρινού λειας, εξαιρετικής τεχνικής και σχεδιασμού, καθώς και α- Μενδρινός καταστραφεί οικονομικώς και ο Δημητρός χαθεί
δοκίμαζαν τις τελευταίες στιλιστικές των επιλογές πρό- παιτητικών προδιαγραφών ραπτικής διακοσμήσεως. Ήτο στο μέτωπο. Όλοι μας κρεμόμαστε από την τρίχα που κα-
σωπα υψηλά ιστάμενα της κοινωνικής κλίμακας. Δοκιμές ένδυμα ισχύος η αξία του οποίου απογειώνονταν στο χρη- λείται μοίρα. Και η μοίρα σήμερα διατάζει πόλεμο!»
και πειραματισμοί κάθε κρυφής ή εφήμερης φιλοδοξίας ήτο ματιστήριο ενδυματολογικών αξιών» τόνιζε με στόμφο ο Ο Δημητρός τραντάχτηκε απ’ τη θέση του. Ρίγος διαπέ-
Νικήτας Μενδρινός και γούρλωνε τους οφθαλμούς όπως ρασε το κορμί του. Τα λόγια του Ιωάννου Παπασπύρου χα-
σε θέση να ικανοποιηθούν στο κατάστημα της οδού Σόλω-
νος. Υπήρξε τέτοιας στάθμης κλίμακος αξίας το όνομα του εξετάσει την έκπληξη αισθήσεων που προκαλούσε στους δέ- ράχθηκαν με βαναυσότητα στα ενδότερα των συνομιλιών.
εργαστηρίου ραπτικής ώστε εξύφαινε την φαντασία και κτες. Τότε, συνέχιζε απτόητος έχοντας ολοκληρωτική επί- Ο φόβος σκαρφάλωσε με ταχύτητα φωτός στις άκρες του
την περιέργεια των Αθηναίων, όλων των κοινωνικών γνωση του ελέγχου της κατάστασης. «Υψηλή ραπτική, κυ- μυαλού και ο ιδρώτας που ξεπρόβαλε στο πεζούλι του με-
στρωμάτων. Περίφεραν το σαρκίο των έξωθεν της λα- ρία Παπασταύρου, ο ορισμός της τέχνης της ανθρώπινης τώπου μαρτυρούσε τα λεπτά αγωνίας τα οποία διέλαθαν
μπρής βιτρίνας με τα πορτραίτα ενδυματολογικών εργα- μεγαλοφυίας. Σχέδια για να καλύψουν τις ανάγκες του της προσοχής του.
σιών να κοσμούν τα όμματα των περαστικών. Αφότου ή- κόσμου των ανθρώπων με δείγματα απείρου κάλλους. Ο «Δημητρό, τη βελόνα!» διέκοψε απότομα τον ειρμό των
χώρος, η διακόσμηση, η αρχιτεκτονική ενός ενδύματος πε- εικόνων οι φωνές του Νικήτα Μενδρινού.
λεγχαν τις προϋποθέσεις επιτυχίας ευλογώντας τις τύχες
ρικλείει την ομορφιά της φύσεως προσαρμοσμένης στα δια- «Οι προειδοποιητικές βολές έχουν ήδη καταπέσει προ-
των έκαναν το πρώτο αποφασιστικό βήμα κρούοντας το
λεχτά σώμα-τα, ανδρών και γυναικών, πλασμένα από την καλώντας κρότο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη»

3
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
«Κρότο, κρότο!» επανέλαβε ρυθμικά ο ράφτης και τα μνημεία του αλβανικού μετώπου. Κάθε μέρα οι στρατιώτες τον καθιστού-σε περίγελο στα όμματα των υπολοίπων συ-
ακροδάχτυλά του έτρεμαν στην πρόσοψη της ιστορίας. ακονούσαν με τις αιχμές των οδόντων τα ονόματα που α- ναδέλφων. Απέκτησε μηλιά και πάλι ο Βλάσης ανάμεσα
«Εσύ, αγαπητέ, θα ράβεις τα χιτώνια των νεκρών κούγονταν απ’ τα χείλη του τηλεβόα στο αχανές συγκρό- στις περιποιήσεις και τις φροντίδες του στρατεύματος. Εξέ-
στρατιωτών του μετώπου. Σε δουλειά να βρίσκεται κανείς» τημα. Μόλις και το τελευταίο εξ αυτών καταγράφονταν λαβε δε το ρόλο του με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Με
υπογράμμισε ο διευθυντής και τα χείλη του σάρκασαν το στα κύματα που εξαπέλυε το στόμιο του συνταγματάρχη ύφος παιδεμένου εργοδότη βαστούσε χρόνους και σημείωνε
χωρατό που μόνο εκείνος ανέγνωσε ως κωμωδία. Οι υπό- Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, η ψυχική ευεξία αποκαθιστούσε την εξέλιξη της παραγωγής. Ο Δημητρός έβρισκε την ευκαι-
λοιποι παρευρισκόμενοι πάγωσαν στην αναπαράσταση. την τάξη των διασωθέντων του εικοσιτετράωρου έως ότου ρία, αφήνοντας τον Βλάση στο πόστο του, να στριφογυρίζει
Του μεν Νικήτας Μενδρινός αφυδατώνονταν το αίμα στις οι επόμενες ώρες προετοιμάσουν το έδαφος για την επόμενη στον στρατώνα παριστάνοντας τον μετρ της υψηλής ρα-
φλέβες του και μόνο στην ιδέα ότι η υψηλή ραπτική θα υ- μέρα αγωνίας. Άπαντες πάγωσαν στο άκουσμα του Δημη- πτικής. Δεν πέρασε καιρός και η φήμη του είχε διαδοθεί ώ-
ποβαθμίζονταν στα μέτρα της κάσσας για τα πτώματα των τρού ο οποίος καλούνταν όπως παρουσιασθεί αμέσως στο στε άπαντες να τρέφουν θαυμασμό στο πρόσωπό του. Οι
πολέμων, ο δε Δημητρός άσπρισε στη σκηνή εκείνη κατά γραφείο του διοικητού. Το μέτωπο των εχθροπραξιών φά- νεοεισερχόμενοι μαθήτευσαν στους μύθους που εντέχνως
την οποία εις εξ αυτών θα ήτο το δικό του σώμα τρυπημένο νηκε να τον καλεί, αυτόν, μοναχικό καβαλάρη όπως περι- διασπείρονταν στον περίγυρο. Η τέχνη της υψηλής ραπτι-
απ’ τις σφαίρες εχθρών και φίλων. σώσει την τιμή και την υπόληψη του Έθνους. Η ώρα της κής ακουμπούσε στο όνομά του και φωτίζονταν ολόγιομη
«Η πολιτισμένη Ευρώπη θα αντισταθεί, αγαπητέ. Το κρίσεως είχε φτάσει καθώς βρέθηκε μεμιάς στο προσκέ- στις ιστορίες τις οποίες αράδιαζε με ευγλωττία αφηγημα-
πνεύμα ειρήνης και συνεργασίας των λαών θα στερέψει φαλο του γραφείου. Έκρουσε τη θύρα σχεδόν νωχελικά. τική.
κάθε αρπαχτική διάθεση των υποψηφίων Αυτοκρατόρων» Ίσα ίσα ακούστηκε η βοή της ξύλινης κατασκευής. «Μαθήτευσα δίπλα σε πρόσωπα παγκοσμίου εμβέ-
δήλωσε με νόημα ο Νικήτας Μενδρινός μετρώντας με θάρ- «Εμπρός!» μια βαριά φωνή προλόγισε τον επισκέπτη. λειας. Σπούδασα εις Παρισίους. Απασχολήθηκα σε απαιτη-
ρος την απόσταση που χώριζε την ιστορία απ’ το ανάστημα Εκείνος, εισπνέοντας τον τελευταίο αποχαιρετιστήριο α- τικούς πελάτες βασιλικών οίκων, τραπεζιτών και ανώτα-
των ανθρώπων της. σπασμό, άνοιξε διάπλατα τη θύρα και εισήλθε στο γραφείο. των αξιωματούχων της γαλλικής, αγγλικής και ιταλικής
Ο Ιωάννης Παπασπύρος έστρεψε τους οφθαλμούς του Παρουσιάστηκε μετά βαΐων και κλάδων σαν την τελευταία πολιτικής ζωής. Τι τρίπτυχο το οποίο με καθιέρωσε στον
και τους ξεμάκρυνε έως ότου συναντήσουν το βλέμμα του σκηνή του θεάτρου στην οποία οι πρωταγωνιστές επιδίδο- χώρο της ραπτικής ήτο τούτο: Προσοχή στη λεπτομέρεια,
ράφτη. Μόλις η γεωμετρία του χώρου επέτρεψε την συ- νται στο ίστατο λάκτισμα ενθουσιασμού προτού η αυλαία διαλογή εξαίρετων υφασμάτων απ’ τα πέρατα του κόσμου,
γκομιδή της ίριδας θύελλα ευθυμίας ξεχύθηκε από τα γέλια πέσει οριστικά υπό το βλέμμα των επευφημιών. Ο συνταγ- υψηλή αίσθηση ομορφιάς και αρμονίας»
καθώς σκορπίζονταν ανάμεσα στις κλωστές και τις μεζού- ματάρχης εργάζονταν συγκεντρωμένος πάνω σε έγ-γραφα Τα λόγια του σαν δρεπανοφόρες μυτερές αιχμές έγδερ-
ρες. της υπηρεσίας. Δευτερόλεπτα αργότερα ανασήκωνε τα βλέ- ναν τη φαντασία στρατιωτών και εργατριών. Οι τελευ-
«Ποιος πολιτισμός, Νικήτα μου; Πλέον, ομιλούν τα πο- φαρα των οφθαλμών και τα κάρφωσε στον στρατιώτη Δη- ταίες, μαγεμένες απ’ τις διδαχές του κρέμονταν κυριολεκτι-
λυβόλα και όταν τα φονικά αυτά λάβουν την ανιούσα στο μητρό. κώς απ’ τα χείλη του. Πιστός υπήκοος των φαντασιώσεών
χρηματιστήριο δεικτών άντε μετά να τους κατευνάσεις με «Λοιπόν, στρατιώτη.. Ήγγηκεν η ώρα να ξεπληρώσεις του ο Βλάσης. Με άκομψο τρόπο αλλά εξίσου αποτελεσμα-
γαρίφαλα και αδελφικές νουθεσίες» είπε ο διευθυντής και το χρέος σου στην μητέρα πατρίδα» έκανε και σταύρωσε τα τικό διαλαλούσε την μαθητεία του κοντά στον καταξιωμένο
τα γέλια πλέον κόντευαν να σύρουν απ’ το λαιμό τα τείχη χέρια του στο γραφείο. Ο Δημητρός ενδόμυχα ξέσπασε σε ράφτη Δημητρό.
του καταστήματος. Η δουλειά, έπειτα, ολοκληρώθηκε μέσα ακατάσχετο γέλωτα. Το χρέος προς την μητέρα πατρίδα έ- «Και μετά τον πόλεμο; Τί θα κάμεις μετά τον πόλεμο;»
σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας. Ο Δημητρός λούφαζε στη μοιαζε με θίασο θερινής νυκτός. «Μα, χρέη δη-μιουργούν ό- ρωτούσε ο Βλάσης.
θέση του και δεν απέσπασε μήτε λόγο μήτε μηλιά απ’ τον σοι εισπράττουν» ήθελε να απαντήσει αλλά δεν τόλμησε. «Αν βγούμε ζωντανοί απ’ τη λαίλαπα…» υπογράμμισε
Νικήτα Μενδρινό. Ανεβοκατέβαινε εκείνος τον διάδρομο Έμεινε ασάλευτος. Επέτρεψε στον συνταγματάρχη όπως ο Δημητρός και με νόημα έκλεισε το δεξί του μάτι.
και σιγοψιθύριζε έγνοιες μειλίχιες ανακατεμένες με την ά- ολοκληρώσει το λογύδριο τιμών προς την γονική παροχή Ο Βλάσης έπεσε σε μελαγχολία και βαθιά περίσκεψη.
χνα του πολέμου όπως μεθοδικά τριβόλιζε τις αυλές της για τις υπηρεσίες του οποίου η τελευταία γέμιζε τις τσέπες Μετά από λίγο αναθάρρησε κι επέστρεψε δριμύτερος.
Μεσογείου. Τώρα εξηγούνταν τα εβδομαδιαία γυμνάσια του με μηνιαίες εισφορές αλληλεγγύης και το πέτο του με «Έστω ότι βγαίνουμε απ’ τη λαίλαπα ζωντανοί, τι θα
στα οποία συμμετείχαν οι ένοπλες δυνάμεις από κοινού με παράσημα ανδρείας. Εκείνος, τέλος, με υπερηφάνεια κορ- κάμεις;»
τους πολίτες. Γυμνάσια τα οποία ο Τύπος της εποχής σκαν- δώνονταν ενώπιον των υφισταμένων παριστάνοντας τον «Θα ασχοληθώ με επιχειρήσεις υψηλής ραπτικής. Θα
δάλιζε με την αρθρογραφία του. Μέσα από αποκλειστικές κήρυκα της εθνικής τιμής. Οι λέξεις, συνεργαζόμενες με αυ- διευθύνω εργαστήρια στα οποία θα απασχολούνται εκατο-
αναφορές διαλαλούσε κοσμογονικές εξελίξεις δίχως εν τέ- θαιρεσία αξιώματος, συγκροτούσαν τον πυρήνα του ποιή- ντάδες εργάτριες με χιλιάδες κλωστές, υφάσματα και δια-
λει να τις κατονομάζει εξωθώντας την φαντασία των ανα- ματος το οποίο επαναλάμβανε ανά τακτά χρονικά διαστή- κοσμητικά λογιών λογιών. Θα κατακτήσω τον κόσμο της
γνωστών στης φαντασίας τα τάρταρα. ματα. Μόλις τελείωσε την εισαγωγή και με τον Δημητρό σε ενδυματολογικής τέχνης στην Ευρώπη και από κει θα σαλ-
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστοι μήνες ώσπου τα λόγια τα στάση προσοχής πέρασε στο κυρίως θέμα. πάρω για τα πέρατα της γης. Το όνομά μου θα ράβεται με
οποία μεταφέρονταν ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, με «Δούλευες στο ραφτάδικο του Νικήτα Μενδρινού, σω- χρυσά γράμματα ως σήμα κατατεθέν. Άρχοντες και βασί-
προσθήκες και αφαιρέσεις, επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον στά; Την τέχνη την κατέχεις;» λισσες, αξιωματούχοι και λαϊκοί θα σπεύδουν όπως ευερ-
εκκωφαντικό τρόπο. Η Ευρώπη τορπιλίστηκε στα πρώτα «Απέξω κι ανακατωτά, κύριε συνταγματάρχα!» έκανε γετηθούν των υπηρεσιών μου. Στα πόδια της τέχνης μου
χαρακώματα και η Ελλάς έσυρε το κουφάρι της στον υπερ με πίστη στις δυνατότητές του ο Δη-μητρός. θα προσκυνούν πακτωλούς χρημάτων. Μίας τέχνης που
πάντων αγώνα επιβίωσης για την τιμή των όπλων. Το κα- «Άψογα στρατιώτη! Θα αναλάβεις το τμήμα ραπτικής όμοιά της δεν θα έχει συναντήσει μέχρι τότε η ανθρωπό-
τάστημα υψηλής ραπτικής κλείδωσε πίσω κλείδωσε πίσω του στρατώνα. Δέκα νεαρές γαζώτριες θα εργάζονται νυ- τητα»
από ρολά πλεγμένα με σίδηρο. Άρον άρον ο Νικήτας Μεν- χθημερόν για να καλύψουν τις ανάγκες των στρατιωτών Ο Βλάσης έδειχνε συνεπαρμένος. Μέσα στη μαγεία των
δρινός κατέφυγε εις την αλλοδαπή αναζητώντας καταφύ- που αναχωρούν για το μέτωπο. Θα επιτηρείς τας εργασίας στιγμών έθετε εαυτόν στις υπηρεσίες του Δημητρού.
γιο απ’ τον κίνδυνο που ελλόχευε μέρα την ημέρα. Έκτοτε, των και θα είσαι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ημερήσια «Θα με πάρεις μαζί σου; Να κρατώ τα τεφτέρια των ε-
ουδείς έμαθε το παραμικρό για την τύχη του. Απ’ την τήρηση του προγραμματισμού. Επέλεξε κι έναν ακόμη πιχειρήσεων, να ελέγχω τις προμήθειες, να επιβλέπω τις
πλευρά του ο Δημητρός, έρμαιο της μοίρας που τον γέννησε, στρατιώτη να σε βοηθά στην εκπλήρωση των εργασιών. εργάτριες και να επιτηρώ την παραγωγή» και το αποκάρ-
ανατράφηκε με την τύχη που τον βάφτισε και ακολούθησε Μεταβολή!» έκανε αυστηρά ο συνταγματάρχης και βυθί- διωνε τη νοσταλγία του ονείρου.
τον ρυθμό που χόρευε ανάστατη η ανθρωπότητα. στηκε εκ νέου στα υπηρεσιακά έγγραφα. «Μα και βέβαια! Θα σε ονοματίσω γενικό διευθυντή των
Κίνησαν οι άλλοι κίνησε και ο Δημητρός να καταταχτεί Ο Δημητρός έλαμπε από χαρά. Είχε γλυτώσει το θάνατο εργαστηρίων μου. Έχουμε να κατακτήσουμε έναν κόσμο ο-
εθελοντής για το μέτωπο. Δεν ήτο οι επιτακτικές ανάγκες χάρη στον πρότερο έντιμο βίο του στο ραφτάδικο του Νι- λάκερο, έναν κόσμο ευκαιριών και δόξης! Μόνο να τελειώ-
του Έθνους που παρακινούσαν τις επιλογές του όπως εν- κήτα Μενδρινού. Τί κι αν δεν γνώριζε ούτε την κλωστή να σουμε με τούτο δω τον βραχνά και τότε δεν μας σταματά
δυθεί τα στρατιωτικά άμφια. Ήτο η έλλειψη τροφής και περνά απ’ το στόμιο της βελόνας; Όσες προσπάθειες μίμη- τίποτε» και τα λόγια του αποθέωναν την ανθρώπινη υπό-
στέγης που μάστιζε τόσο τον ίδιο όσο και εκατοντάδες παι- σης κι αν επιχείρησε αντιγράφοντας τις κινήσεις εκείνου ό- σταση βουτηγμένη στον κώδωνα των ονείρων και των
διά εγκαταλελειμμένα. Από τη στιγμή που η μάνα του έ- λες κατέληγαν σε οικτρό τέλος. Ματωμένες άκρες δακτύ- πραγμάτων.
κλεισε τα μάτια της και οριζοντιώθηκε στο χώμα ο κόσμος λων και την αίσθηση της ήττας μόνιμο οδηγό. Πράγματι, Ο Δημητρός κολυμπούσε σε απύθμενη αγαλλίαση. Κι
γκρεμίστηκε μονομιάς σαν χάρτινος πύργος. Τα τρία γεύ- εμφανίστηκε ενώπιον μίας πλειάδας γυναικών, όλες γαζώ- όσο μάθαινε πως οι Ιταλοί επέμεναν πεισματικά στα ελλη-
ματα ημερησίως που υπόσχονταν το στράτευμα έμοιαζαν τριες στο επάγγελμα, αναλαμβάνοντας την επίβλεψη των νοαλβανικά σύνορα παρά τις πανωλεθρίες τις οποίες υπέ-
πολυτέλεια για τολμηρούς. Και ο Δημητρός δεν απώλεσε ημερήσιων απαιτήσεων παραγωγής. Οι μηχανές δούλευαν στησαν τόσο η χαρά καρπώνονταν τους βλαστούς μίας α-
την σωφροσύνη αυτής. Στο κέντρο νεοσυλλέκτων έλαβε ασταμάτητα. Οι ήχοι των κάλπαζαν στεντόρειοι στο πύρινο νόθευτης πραγματικότητας. Δεν άργησε, ωστόσο, ο πόλεμος
χιτώνια, αμπέχονα και άρβυλα. Ο εξοπλισμός σε συνδυα- πέλαγος των παραγγελιών και ο Δημητρός έτρεχε από δω- λαίμαργος καθώς ήτο να ζητήσει και νέα θυσίες στο βωμό
σμό με τις γαστρονομικές περιποιήσεις ήτο αρκετά ώστε να μάτιο σε δωμάτιο να καλύψει τις έκτα-κτες ανάγκες που της ειρήνης. Τότε, φορτωμένοι στις παλάμες των χεριών, ο
ευγνωμονεί τους Ιταλούς γείτονες που ένα πρωί αποφάσι- πρόκυπταν. Το μόνο θετικό, πέραν της βιολογικής εξασφα- Δημητρός με τον Βλάση, τυφέκια βαριά και ασήκωτα κίνη-
σαν να μεγεθύνουν τα σύνορά των. Ψωμί με βούτυρο και λίσεως, ήτο η αδιαφορία για το πρωινό προσκλητήριο μελ- σαν στην αντίσταση των τελευταίων γενναίων. Ο Δημη-
τσάι τρεις φορές την ημέρα και πλούσια κατήχηση σε δό- λοθανάτων ενώ απολάμβανε και συμπληρωματικά γεύ- τρός απολάμβανε τα άρβυλα ακόμα και τότε καθώς έγλει-
σεις για τον υπερ πάντων αγώνα της πατρίδος γοήτευαν τα ματα τα οποία προορίζονταν για τις εργάτριες. Από κοντά φαν με θέρμη τα πέλματα των ποδιών του και κάθε τόσο
θερμαινόμενα πέλματα των ποδιών του ρουφώντας τις ζε- και ο Βλάσης. Από χωριό της Ηπείρου τον μετέθεσαν στο θωρούσε επιμελώς το στρατιωτικό χιτώνιο που παχύ κα-
στές απολήξεις του στομάχου οι οποίες απολάμβαναν τις κέντρο νεοσυλλέκτων όπως εκπαιδευτεί στα πολυβόλα για θώς ήτο αγκάλιαζε με καλοσύνη τα κόκκαλά του. Με δαύτο
περιποιήσεις. την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρί- το απόθεμα έφτασαν με τον Βλάση στα όρια του πολέμου.
Κάθε μέρα ομάδες ομάδες νεοσυλλέκτων συναθροίζο- δος. Τον επέλεξε ο Δημητρός εξαιτίας του μικροκαμωμένου
νταν στο προσκλητήριο νεκρών με προ-ορισμό τα ταφικά σωματότυπου και του ασθενικού χαρακτήρα γεγονός που

4
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
«Ίνα υπερασπιστείτε τα πάτρια εδάφη» τόνισε ο συ- την μονότονη ρόδα παραμέρισε το αποτρόπαια θέαμα. Ο «Τα ρούχα και τις αρβύλες..» συνέχισε απτόητος.
νταγματάρχης στην τελετή αποστολής των επίδοξων μελ- Δημητρός είχε αντικρίσει τα νεκρά σώματα του Βλάση και Ήτο η βαλβίδα που απαγκιστρώθηκε κατάστηθα και υ-
λοθανάτων. των στρατιωτών, φίλων και εχθρών αλλά τόση θλίψη δεν πονόμευσε τις τελευταίες αντοχές σωφροσύνης. Ο Δημη-
«Θα πάρουμε και τα άρβυλα μαζί μας;» ακούστηκε μια δάγκωσε τον ψυχικό του απόθεμα ανθρωπιάς όσο μπροστά τρός υπάκουα άρχισε να γδύνεται ενώπιον του αγνώστου.
φωνή απ’ το βάθος των οπλιτών. Τα γέλια απλώθηκαν με στα βλέφαρα της νεαρής γυναικός. Κλείδωσε τον κόμπο Στο μυαλό του στριφογύριζαν όλα τα εναλλακτικά ενδε-
ταχύτητα φωτός. Οι φωνές των αξιωματικών αποκατέστη- φωνής που σκαρφάλωνε στα ενδόμυχα πατώματα του λά- χόμενα. Μόλις η ώρα των αρβυλών σήμανε κοίταξε τον κό-
σαν την τά-ξη. Ο συνταγματάρχης δεν απάντησε στον αήθη ρυγγα και αφού έραψε τα χείλη υπό τον φόβο των αδάμα- σμο που περικύκλωσε όπως θαυμάσει το περίεργο θέαμα.
φαρσέρ. Έστρεψε το βλέμμα του αποδοκιμαστικά κι έδωσε στων ενορμήσεων του θανάτου σφάλισε τις κόρες των μα- Αίσθημα ντροπής σφηνώθηκε στις κινήσεις του. Έριξε για
το σύνθημα εντολής αναχώρησης. τιών και με τις παλάμες των χεριών ανασήκωσε το πτώμα. τελευταία φορά τα δίχτυα των ματιών του στα άψυχα σώ-
Και καθώς τα άκρα χεριών και ποδιών εξακολουθούσαν Το τοποθέτησε στο κάρο σαν ένα σακί πατάτες και μαζί με ματα της καρότσας και τράπηκε, αίφνης, σε φυγή με κατεύ-
να κείτονται ανάμεσα στην παραλία των αρβύλων και στα τους υπολοίπους της συντροφιάς συνέχισε την εκκαθάριση θυνση την χωματερή. Γυμνός με μόνη παρηγοριά τα άρ-
μακροβούτια του χιτωνίου ο Δημητρός έσπερνε δόξες αυτοι- της πρωτευούσης από τα υπολείμματα της νέας τάξης βυλα ένιωθε την ανάσα των διωκτών του να τον κατατρέ-
κανο-ποίησης υποβάλλοντας εαυτόν σε διαδικασία αποθε- πραγμάτων. Δυο μερίδες φαγητό και ρούχα που αντάλλαξε χει. Βρέθηκε στον σορό πτωμάτων τα οποία επί μήνες συ-
ώσεως. Τα γεύματα καθοδόν για τα πεδία των μαχών πολ- με το στρατιωτικό χιτώνιο συναρμολογούσαν την απόδειξη γκεντρώνονταν σε κορφές βουνών αναμένοντας καρτερικά
λαπλασιάστηκαν και νέα στρατιωτικά ενδύματα ήρθαν να επιβίωσης. Τις πρώτες νύχτες κατέτρωγαν τη σκέψη του την ώρα της ταφής των. Όλα μαζί ζωγράφιζαν την απο-
αντικαταστήσουν τα προηγούμενα. Σαν τελετουργία πριν τα προσωπεία των νεκρών στοιχειώνοντας τις αθέατες στροφή του τοπίου με τα ελάχιστα δείγματα ορφανής σάρ-
την ταφή. Κύματα λάσπης συναντούσαν στο διάβα τους οι πλευρές της παρουσίας του στο εικοσιτετράωρο της εργα- κας να συνθέτουν το φόντο παραφροσύνης.
στρατιώτες με τις πρώτες νιφάδες χιονιού να σκεπάζουν σίας. Ο Δημητρός, με τις ιαχές να πλησιάζουν απειλητικά,
την φύση που κούρνιαζε κάτω απ’ το βάρος των. Βρέθηκαν Με τους δείκτες του χρόνου να κυλούν ακατάπαυστα κρύφτηκε ανάμεσά των τοποθετώντας άλλα πτώματα
στην πρώτη γραμμή άμυνας των εχθροπραξιών. Οι σφαί- στο δικό τους ρυθμό η διακομιδή των νεκρών απ’ τους δρό- πάνω του. Σε λίγο τα ποδοβολητά περικύκλωσαν το χώρο.
ρες αδέσποτες κυκλοφορούσαν πότε δεξιά και πότε ζερβά μους και τις πλατείες στην χωματερή έξω από τα σύνορα Ασάλευτος ενεργοποίησε την αίσθηση της ακοής να αφου-
αναζητώντας στήθη ακάλυπτα στις αιτιάσεις της ανθρωπό- της Αθήνας ό-που θάβονταν μαζικά μετατράπηκε σε επι- γκραστεί τον κίνδυνο που χόρευε τον δικό του ρυθμό. Ο φό-
τητας. Ο Δημητρός κρύβοντας πίσω απ’ το κοντάρι του τυ- κερδή εργασία η οποία, πέραν των άλλων, εξασφάλιζε κύ- βος καρτερούσε στις αναθυμιάσεις νεκροταφείου. Οι φωνές
φεκίου και προσεύχονταν όπως τον φυλάξει η μοίρα απ’ το ρος στο μεσημεριανό τραπέζι. Ο Δημητρός στράφηκε πα- γιγαντώνονταν και στάλες πηχτού μαυριδερού υγρού έ-
αδιάκριτο βλέμμα του χάροντα που έβγαινε παγανιά απ’ ράλληλα και σε μία προσφιλή ενασχόληση η οποία στις πα- σταξαν στο πρόσωπό του. Η φωτιά που άπλωσε πύρινες
τα ξημερώματα έως ότου οι ακτίνες του ηλίου κρυφτούν ράπλευρες δόσεις της του προσέθετα άνετο βιοπορισμό. γλώσσες στα μνήματα των ερειπίων της ανθρώπινης τρα-
πίσω απ’ τις πλάτες των βουνοκορφών. Έσφιγγε με πάθος Χρησιμοποιούσε τα ελάχιστα αποκόμματα ενδυμάτων που γωδίας απανθράκωσε τις βαρύγδουπες κραυγές του Δημη-
τα ακροδάχτυλα των ποδιών του γυμνά ανάμεσα στις οπές ανήκαν στους νεκρούς του δρόμου και τα μπάλωνε με κλω- τρού. Ανήμπορος να τινάξει τα πτώματα από πάνω του έ-
των αρβύλων που άφηνε σημάδια η πεζοπορία εβδομάδων. στή και βελόνα. Η ανάγκη τον ώθησε ώστε εκεί που αδυνα- μεινε δέσμιος της κόκκινης φλόγας που καυτηρίαζε το
Φυσούσε και ξεφυσούσε θερμούς αναστεναγμούς απ’ τους τούσε να περάσει την άκρη της κλωστής στο στόμιο της βε- δέρμα του. Η μάζα σώματος πότισε το χώμα. Τα εναπομεί-
αεραγωγούς των πνευμόνων να ζεστάνει τα χέρια νοτι- λόνας, τώρα, να ράβει και να πλέκει με τεχνική πειστικό- ναντα στίγματα σκελετών περιχαράκωναν το σημείο τα-
σμένα καθώς ήτο με τα κρυοπαγήματα των καιρών. Ο Βλά- τητα. Τα αποτελέσματα της εργασίας του τα μεταπωλούσε φής.
σης, δίπλα του, έτρεμε σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό της θα- κερδίζοντας πόντους στην εκτίμηση που έτρεφε εαυτόν Ο ήλιος του Μαΐου εξοβέλισε τα ψήγματα σκόνης και
λάσσης, βωμολοχώντας όλη την ώρα την τύχη που τον ε- βλέποντας τα όνειρά του να αποκτούν τις πρώτες ενδείξεις καπνού πάνω απ’ τα συντρίμμια. Οι ανθισμένες παπαρού-
πέλεξε για στρατιώτη. θεμελίων. Σε κάθε ένδυμα έραβε και τα αρχικά, Δ & Β, ό- νες γοήτευαν τα κάλλη της Αθήνας θερμαίνοντας τις ελπί-
Οι άνδρες έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο σαν τις μύγες πως τιμήσει την μνήμη του αδελφικού φίλου. Συνέταιρος ο δες των ανθρώπων στον επιούσιο της μεσημεριανής απολο-
που ο αιθέρας δεν άντεξε το βάρος των. Ανάμεσά τους ο Βλάσης αλλά δεν πρόφτασε να δει το όνειρο να ξεδιπλώνε- γίας.
Βλάσης τρομοκρατημένος απ’ το μαζικό θανατικό που έ- ται όλο χάρη και σφρίγος. Παρά μόνο άγγιξε με την ό- Αντώνης Χαριστός
πεσε στα χαρακώματα άφησε τη θέση του και τράβηξε ί- σφρησή του την γεύση του. Το κίτρινο μπαλόνι
σαμε το σημείο στο οποίο βρίσκονταν ο Δημητρός. Ελάχιστα Σταδιακά η θέση του νεκροθάφτη εξελίχθηκε σε ζη-
μέτρα απόστασης χώριζαν τους δυο τους όταν μία βολίδα λευτή δραστηριότητα προκαλώντας υπόγειους ανταγωνι- συνέχεια, Μέρος Β΄
απ’ το απέναντι ύψωμα καρφώθηκε αρχικά στα πλευρά σμούς στα έδρανα των εξουσιών. Όταν, δε, μαθεύτηκε η ου- -3-
του και διέσχισε τα έντερα πετάγοντάς τα σε ακτίνα ομφα- σιαστική πηγή κερδοφορίας για τον Δημητρό πολλαπλα- Δεν μπορεί να υπολογίσει πόση ώρα έχει αφεθεί σε αυτή
λοσκόπησης. Ο Βλάσης σωριάστηκε σε μία λίμνη αίματος. σιάστηκαν οι επίδοξοι μνηστήρες του θρόνου. Ήτο Παρα- την αντάρα που του κατατρώει τα σωθικά της ψυχής του.
Ο Δημητρός έντρομος, με τις ανάσες σε άρνηση ακολουθίας σκευή, αρχές Μαΐου, όταν η άνοιξη είχε εισβάλει θριαμβευ- Εξάλλου τι νόημα έχει ο χρόνος; Κανένα νόημα απολύτως
και τις βολίδες εν σπέρματι σε διαγωνισμό αντοχής, σύρ- τικά στο φορτισμένο περιβάλλον των Αθηνών. Ακρωτη- δεν έχει. Έχει πάψει να υφίσταται για τον Σωτήρη από το
θηκε στο σημείο που κείτονταν εκείνος. Σήκωσε το πρό- ριασμένη η πολιτεία ευωδίαζε στα κλινοσκεπάσματα της λεπτό που έμεινε ολομόναχος στη ζωή. Τι κι αν περιστοιχι-
σωπό του και το απώθησε στα τρεμάμενα χέρια του. Τα φύσης που με επιδεξιότητα έστρωνε την αγκαλιά της. Κί- ζόταν από συνάδερφους δασκάλους, από φίλους και γνω-
βλέμματά των συναντήθηκαν στιγμιαία. νησε και ο Δημητρός για την καθιερωμένη περιφορά στην στούς; Μόνος ένιωθε. Μόνος κι έρημος. Τι κι αν εκείνα τα
«Έχω να σου πω για το σχέδιό μας..» ψιθύρισε ο Βλάσης πρωτεύουσα αναζητώντας τον κάματο της ημέρας συμπυ- παιδικά πρόσωπα τον κοιτούσαν με προσμονή, με προσή-
καθώς το αίμα έρρεε άφθονο και το χρώμα του σώματος σε κνωμένο σε σάρκες οδόντων και φαγωμένων νυχιών. Διότι, λωση, με το αδηφάγο τους βλέμμα για μάθηση; Δεν άντεχε.
υποθερμία σταδιακά ατονούσε έως ότου ξεψύχησε. Ο Δημη- όλα τα υπόλοιπα τα οποία θύμιζαν άνθρωπο είχαν απο- Όλα τους του θύμιζαν το δικό του παιδί. Στα μάτια τους
τρός έκλαψε γοερά πάνω απ’ το σώμα του φίλου του. Έ- σαρθρωθεί απ’ το πεινασμένο πλήθος που ξεμυτούσε στις αντίκριζε τη δίψα για ζωή και σκεφτόταν πως για το δικό
μεινε δίπλα του μέχρις ότου η βραδινή περίπολος που συ- σκιές των Αθηνών. του παιδί είχε σβήσει αυτή η δίψα. Οι ξέγνοιαστες κι ανέμε-
γκέντρωνε την απογραφή της ημέρας τον εντόπισε ζω- «Ε, εσύ!» ακούστηκε ένας κρότος στο βασίλειο σιωπής λες κινήσεις τους του υπενθύμιζαν πως το δικό του παιδί θα
ντανό και τον μετέφερε πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα. απ’ το βάθος του δρόμου καθώς φόρτωνε το αποστεωμένο έμενε ακίνητο για πάντα. Οι φωνές τους ούρλιαζαν στα αυ-
Και πέρασαν οι μήνες μπαλωμένοι πτώματα. Ο Δημη- πτώμα ανδρός αγνώστου ταυτότητας. τιά του πως το δικό του παιδί θα παρέμενε αιώνια σιωπηλό.
τρός έλιωνε στη σιωπή βαστώντας την μόνη περιουσία που «Ε, εσύ! Στάσου!» επανέλαβε εκείνη αναζωπυρώνο- Η καθημερινή παρουσία τους του δήλωνε πως το δικό του
του απέμεινε, ένα ζευγάρι άρβυλα και το στρατιωτικό χι- ντας τον τόνο της. Το χρώμα αυτής κέντησε την επιβολή παιδί θα ήταν απόν∙ αιώνια φυλακισμένο σε ένα φέρετρο,
τώνιο. Και εισήλθαν οι Γερμανοί με μηχανοκίνητες ταξιαρ- στο ιδρωμένο πρόσωπο του Δημητρού. Απώθησε τα χερού- περιτριγυρισμένο από την υγρασία και τα σκουλήκια να
χίες στην Ελλάδα και σταμάτησαν απότομα τα επινίκια με λια της καρότσας στο έδαφος. Ανάσαινε βαθιά όση ώρα ε- βεβηλώνουν το κορμάκι του.
τα τρία γεύματα στην ημερήσια διάταξη. Ο στρατός διαλύ- πιπόλαιες σκηνές του υποψήφιου πομπού που βρίσκονταν Έκανε υπομονή –ο Θεός μόνο ξέρει πόση– και παρέμεινε
θηκε και όσοι ζωντανοί επέστρεψαν πεζοί στα σπίτια των. στην αντίθετη κατεύθυνση της διαδρομής ξεπρόβαλαν στο στη θέση του ως δάσκαλος για δύο χρόνια, τόσα όσα απαι-
Η Αθήνα πλημμύρισε φτώχεια και πείνα. Για τον Δημητρό, κινηματογραφικό σεντόνι του μυαλού. Έστρεψε αργά το τούνταν για να αποχωρήσει με πρόωρη σύνταξη. Στα πε-
ωστόσο, η μοίρα δεν στέρεψε τις προοπτικές της. Η μαθη- βλέμμα του να αντικρίσει τον άνδρα που έτρεχε προς το νήντα έξι του ταμπουρώθηκε στον εαυτό του με μοναδικό
τεία δίπλα στον Νικήτα Μενδρινό και η φήμη που κατα- μέρος του με βήμα γοργόν. σύντροφο ζωής τον αγαπημένο σκύλο της κόρης του, τον
σκεύασε του εξασφάλισαν ένα κομμάτι ψωμί. Αντάλλαξε «Είσαι ο Δημητρός;» ρώτησε μετ’ επιτάσεως. Γιούπι, και τον άνθρωπο που αρνήθηκε να τον εγκαταλεί-
το μετάλλιο επ’ ανδραγαθίας που του απονεμήθηκε, όντας «Εσύ ποιος είσαι του λόγου σου;» επέστρεψε την ερώ- ψει στο μοναχικό του ταξίδι, τον επιστήθιο φίλο του, τον
ο μόνος επιζών του τάγματός του, με μία θέση στη μεταφορά τηση εκείνος επιχειρώντας να ισορροπήσει στο πλήθιος ε- Χρόνη.
των αποθανόντων στα κράσπεδα των λεωφόρων που σω- νοχών που βάρυναν τους ώμους του. Κοιτάζει τη φωτογραφία της νεραϊδούλας του με τα μά-
ριάζονταν σε ομοιόμορφη στάση με το τσιμέντο και την πα- «Ο αντικαταστάτης σου. Από σήμερα αναλαμβάνω εγώ τια κατακόκκινα από το κλάμα όταν κάτι απροσδιόριστο
γωμένη ατμόσφαιρα. Όταν για πρώτη φορά βρέ-θηκε ενώ- την καρότσα» τον ωθεί να ψάξει να βρει το μήνυμα που είχε ελευθερώσει
πιος ενωπίω με την όψη μίας άψυχης γυναικείας φιγούρας, «Πώς…;» πρόφτασε να ψελλίσει ο Δημητρός. από το μπαλόνι. Κοιτάζει γύρω του, μα δεν το βλέπει που-
ρακένδυτης, με τις κοκάλινες ραβδώσεις διογκωμένες και «Θα φύγεις και απ’ το δωμάτιο. Θα έρθω το βράδυ να θενά. Πετάγεται κεραυνοβολημένος από την πολυθρόνα
τους μαστούς ατροφικούς σε αποσύνθεση συγκλονίστηκε. εγκατασταθώ. Και τα ρούχα σου είναι πλέον δικά μου» και ξανακοιτάζει γύρω του. Πανικοβάλλεται.
Μονάχα μερικές τούφες καστανού μαλλιού στην κορυφή «Τα ρούχα;» και οι καρδιακοί παλμοί εκτόξευσαν μάζες Ο Γιούπι τινάζεται στα τέσσερα πόδια του τρομάζοντας
της κεφαλής θύμιζε την ομορφιά αλλοτινών εποχών. Επί αίματος σε διαστολή καθώς η θύμηση απ’ τα μπαλωμένα από την απότομη αντίδραση του αφεντικού του.
δυο μέρες παρέστεκε στο πλάι του δρόμου γνέφοντας την δάπεδα της προϊστορίας ξεπηδούσαν με άλματα απ’ το χρο-
αδιαφορία των περαστικών έως ότου η ξύλινη καρότσα με νοντούλαπο του παρελθόντος.

5
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
Όταν το βλέμμα του ηλικιωμένου άντρα σαρώνει το πά- Διώχνει τις αρνητικές σκέψεις, παίρνει βαθιά ανάσα θα σε απογοητεύσω…». Η φωνή του στάζει αποφασιστικό-
τωμα και εντοπίζει το χαρτάκι, αναστενάζει με αγαλλίαση. και καρφώνει εκ νέου τη ματιά στο μήνυμα. Προσπαθεί να τητα.
Στρέφει το βλέμμα στο ταβάνι και σταυροκοπιέται. Νιώθει μαντέψει την ηλικία της Ελισάβετ. Ξύνει τα γκρίζα γένια Το μικρόσωμο σκυλί γαβγίζει χαρούμενα. Ύστερα αρχί-
ευγνωμοσύνη. Κρατώντας στο ένα του χέρι τη φωτογρα- του σκεπτόμενος. Ο Γιούπι τον μιμείται ξύνοντας το αυτί ζει να χοροπηδάει. Πανηγυρίζει για την απόφαση του αφε-
φία της Άννας, σκύβει και μαζεύει το πολύτιμο χαρτάκι. του με το πίσω πόδι του. ντικού του στριφογυρνώντας πότε γύρω από τον εαυτό του
Νοερά μαλώνει τον εαυτό του που άφησε να του ξεφύγει Η αγάπη που ξεχύνεται από το μήνυμα στο δωμάτιο εί- και πότε τρέχοντας πάνω κάτω μέσα στην τραπεζαρία. Ο
στο πάτωμα ένας τέτοιος θησαυρός. ναι τόσο τεράστια που του έχει ζεστάνει τη γέρικη καρδιά. Σωτήρης για άλλη μια φορά θα ορκιζόταν πως τον ακούει
Διαβάζει ξανά το μήνυμα. Νιώθει να χάνεται στη δίνη Η παιδική πράξη στοργής φανερώνει ανυπέρβλητη αθωό- να τσιρίζει εύθυμα «Γιούπιιι!».
του χρόνου. Το βλέμμα του γίνεται απλανές. Και τότε βλέ- τητα. Ποιος ενήλικας θα έγραφε ευχετήριο μήνυμα γενε- Αρχίζει να γελάει ξεκαρδιστικά. Το γέλιο του, μια έ-
πει το κορίτσι, τη μικρή Ελισάβετ, σαν όραμα μπροστά θλίων, θα το έβαζε μέσα σε ένα μπαλόνι, θα το φούσκωνε κρηξη χαράς που ξεχύνεται ορμητικά σαν λάβα. Χρόνια ο-
του… με αέρα κι όχι με ήλιον κι ύστερα θα το άφηνε στα χέρια λάκερα μούγκριζε ξεχασμένο, εξόριστο. Γι’ αυτό τώρα ε-
Κρατάει δυνατά το κίτρινο μπαλόνι ανάμεσα στα χέρια της φύσης με την ελπίδα το μπαλόνι να κατέληγε στον πα- κτοξεύεται με μανία αναγκάζοντας τον σκύλο να χοροπη-
της. Ο αέρας της τραβάει άτακτα τις πυκνές πλεξούδες της ραλήπτη του; δάει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο γρήγορα.
και της φέρνει σκόνη στα μάτια. Τη μαλώνει γιατί τον αρ- «Άκου τη σκέψη μου, γεράκο μου. Το κορίτσι δεν είναι Ο ηλικιωμένος άντρας κοιτάζει τον γέρικο φίλο του και
γοπορεί. Αλλά εκείνη δεν θέλει ακόμη να το ελευθερώσει. μεγάλης ηλικίας. Μάλλον κοντά στην εφηβεία ή και πιο γελάει ολοένα και πιο δυνατά. Το γέλιο του ανάσα, ανα-
Ανοιγοκλείνει τα μάτια της, που την τσούζουν, αρκετές φο- μικρή. Θα με ρωτήσεις πώς το κατάλαβα και θα σου απα- κούφιση, αισιοδοξία στροβιλίζεται σε όλο το βουβό σπίτι.
ρές σε μία προσπάθεια να καθαρίσουν από τη σκόνη. Ένα ντήσω αμέσως. Αρχικά από τον γραφικό χαρακτήρα. Θυ-
δυο δάκρυα ως αποτέλεσμα αντίδρασης των μικροσκοπι- μάσαι τα παιδικά γράμματα της Αννούλας μας; Ε, κάπως -4-
κών σωματιδίων με τους οφθαλμούς της, είναι για λίγο ι- έτσι είναι κι αυτά. Να κοίτα». Στρέφει το χαρτί στο ύψος Κάτι έχει αλλάξει στην ατμόσφαιρα του σπιτιού. Σαν
κανά να την ανακουφίσουν. Σηκώνει το κεφάλι και στρέ- των ματιών του Γιούπι. να έχει σπάσει ένα μπουκαλάκι με άρωμα και ευωδιάζει ο
φει το βλέμμα στον ουρανό. Είναι συννεφιασμένος αλλά Ο σκύλος κοιτάζει το χαρτί με τα θολωμένα μάτια του. τόπος. Ο Γιούπι είναι σίγουρος γι’ αυτό. Η ευαίσθητη ό-
πεντακάθαρος. Τα πλεγμένα της μαλλιά ακόμη χορεύουν Δεν μπορεί να δει καθαρά αυτό που του ζητάει το αφεντικό σφρησή του δεν τον ξεγελάει. Γνωρίζει χρόνια τώρα τη μυ-
σε ακανόνιστο ρυθμό. του. Βέβαια, παρά τα δέκα του χρόνια και τον καταρράκτη ρωδιά μέσα στο σπίτι που ζει με το αφεντικό του. Ίδια κι
Στρέφει το βλέμμα στο μπαλόνι. Θαυμάζει το κίτρινο που ταλανίζει την όρασή του, η όσφρησή του δουλεύει ά- απαράλλαχτη αυτή η μυρωδιά της μούχλας που ζέχνει από
χρώμα του –το αγαπημένο χρώμα του πατέρα της– και ψογα. Ω, ναι! Το αφεντικό του έχει δίκιο. Μυρίζει πολύ τα χνώτα του κύρη του κοντά έξι χρόνια. Αυτή η μυρωδιά
νιώθει πως κρατάει έναν χρυσό ήλιο ανάμεσα στα χέρια καλά μια ιδιαίτερη μυρωδιά. Μια μυρωδιά που τον αναστα- της μοναξιάς που έχει διαπεράσει τους τοίχους και τους έχει
της. Σφραγίζει το μήνυμα της αγάπης της με ένα φιλί κι τώνει παιχνιδιάρικα. Ναι, σίγουρα προέρχεται από ένα μι- βάψει με το μελανό της χρώμα. Αυτή η μυρωδιά της θλί-
αφού πάρει μια βαθιά ανάσα, εναποθέτει το μπαλόνι στα κρό παιδί. ψης, της απόγνωσης, της παραίτησης από τη ζωντάνια της
χέρια του ταχυδρόμου της φύσης. Ο φθινοπωρινός αέρας το «Γουφ!» ζωής. Ω, ναι! Ο Γιούπι ξέρει πολύ καλά αυτή τη μυρωδιά.
αρπάζει με τα διάφανα χέρια του τόσο σφιχτά λες και φο- Η κραυγή του επιβεβαιώνει πως το αφεντικό του είναι Μα τώρα έχει αντικατασταθεί από μία θεία ευωδία. Και
βάται μήπως η μικρούλα αλλάξει γνώμη. στο σωστό μονοπάτι. Ο Σωτήρης χαμογελάει ικανοποιημέ- την απολαμβάνει αυτή την εξαίσια ευωδία που φτάνει μέ-
Τα μεγάλα μάτια της στο χρώμα του μελιού, παρακο- νος. χρι τα βάθη της τρυφερής του ψυχής. Τη ρουφάει λαί-
λουθούν με λαχτάρα το αέρινο λεωφορείο να απομακρύνε- «Χαίρομαι που συμφωνείς μαζί μου. Και συνεχίζω. Κα- μαργα και τη στέλνει στα πνευμόνια του. Την κλειδώνει
ται γρήγορα και τον κίτρινο επιβάτη να ταρακουνιέται ά- ταλήγω πως η αποστολέας μας, η Ελισάβετ, φούσκωσε το στο μπαούλο της καρδούλας του. Γιατί την έχει ξεχάσει
τσαλα στα τραντάγματά του. Σταυρώνει τα χέρια της και μπαλόνι με το στόμα, κι όχι με ήλιον. Πού το στηρίζω;» Κο- αυτή την ευωδία. Ο Γιούπι αναρωτιέται μήπως αυτό είναι
κλείνει τα μάτια της. Προσεύχεται το μπαλόνι να κατορ- πανάει το μπράτσο του στην πολυθρόνα δήθεν εκνευρισμέ- το άρωμα της ευτυχίας.
θώσει να φτάσει στον παραλήπτη του. Ύστερα ανοίγει τα νος. «Αχ, δε σκέφτεσαι, γεράκο μου. Άκου, αν η Ελισάβετ Ο εξηντάχρονος άντρας έχει πολλή ενέργεια κι αστεί-
μάτια και πασχίζει να διακρίνει τη μορφή του αγαπημένου το είχε φουσκώσει με ήλιον, το μπαλόνι θα είχε όντως φτά- ρευτο κέφι όλη την υπόλοιπη ημέρα. Σιγοτραγουδούσε την
της προσώπου πίσω από τα σύννεφα. Δεν βλέπει όμως σει εκεί που επιθυμούσε το κορίτσι. Πιθανόν να είχε χαθεί ώρα που μαγείρευε. Έφτιαξε και μία σπεσιαλιτέ για τον γε-
κάτι. Ωστόσο χαμογελάει. Το πρόσωπό της λάμπει από α- στα σύννεφα και να έσκαγε σε κάποιο ύψος». Ξύνει τον ράκο του και φανερά ικανοποιημένος από όσες δουλειές έ-
γάπη. κρόταφό του. «Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι φυσούσε τό- χει διεκπεραιώσει μέσα στην ημέρα, κάθεται στην αγαπη-
σες μέρες. Αλλά και πάλι η πορεία του μπαλονιού θα εξα- μένη του πολυθρόνα και περιμένει τον φίλο του τον Χρόνη.
Ο Σωτήρης κρατάει με δέος κι ευλάβεια το χαρτάκι στο κολουθούσε να είναι ανοδική, αλλά με αναταράξεις. Λόγω Του τηλεφώνησε νωρίτερα και του ζήτησε να συναντηθούν.
ελεύθερο χέρι του. Στρέφει εναλλάξ το, θολωμένο από τη του αέρα ντε! Συγκεντρώσου, βρε γεράκο μου!» Θέλει να τον δει και να του ανακοινώσει την απόφαση που
συγκίνηση, βλέμμα του στη φωτογραφία και ύστερα στο «Γουφ!» έχει πάρει. Νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί τις σκέψεις του
χαρτάκι. Ορκίζεται πως ακούει τη χαριτωμένη κοριτσί- Χαμηλώνει και τον χαϊδεύει στο κεφάλι για να τον επι- με κάποιον που τον νοιάζεται πραγματικά.
στικη φωνή της Άννας να του ζητά επίμονα να αναζητήσει βραβεύσει. Το κουδούνι της πόρτας ηχεί δυνατά μέσα στην ησυχία.
την αποστολέα του μηνύματος. Σχεδόν τον εκλιπαρεί. Την «Συνεπώς, αν το μπαλόνι είχε όντως φουσκωθεί με ή- Με μια δρασκελιά ο ηλικιωμένος φτάνει στην πόρτα. Όταν
ψάχνει τριγύρω του με τη ματιά του. Ω, πόσο θέλει να δει λιον, με το που κόπασε ο αέρας, δεν θα σφήνωνε στη βερι- την ανοίγει, το πρόσωπο του επιστήθιου φίλου του είναι γε-
τη μορφή της! Πόσο αναζητά τη θέρμη του δέρματός της! κοκιά. Όχι, όχι. Με τίποτα δεν θα προσγειωνόταν στο δέ- μάτο αγωνία.
Πόσο ποθεί να αφουγκραστεί την αγάπη της στη γέρικη ντρο μας. Είναι πολύ χαμηλά για ένα μπαλόνι που περιέ- «Τι έχει συμβεί;» τον ρωτάει με μάτια γεμάτα ερωτημα-
ψυχή του! Η καρδιά του φτερουγίζει από λαχτάρα, αλλά χει ήλιον». Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει. «Οπότε, τικά ενώ στέκεται στο κατώφλι.
τα φτερά της τσακίζονται. Η Άννα δεν είναι εδώ. αφού το ξεκαθαρίσαμε, ας συνοψίσουμε. Το κορίτσι έγραψε «Πέρνα μέσα, φίλε μου».
Με την καρδιά ραγισμένη από την τσακισμένη του επι- ένα ευχετήριο μήνυμα αγάπης στον νεκρό πατέρα της, το Το χέρι του Σωτήρη γραπώνει το μπράτσο του Χρόνη
θυμία, ο Σωτήρης καθηλώνει ξανά τα μάτια του επάνω στο έκλεισε σε ένα μπαλόνι, το φούσκωσε με τον αέρα που είχε και τον οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Γιούπι σπεύδει
χαρτάκι. στους πνεύμονές της και το άφησε στην ορμή του αέρα». Ε- να κάνει χαρούλες στα πόδια του επισκέπτη κι ο Χρόνης
«Δεν σου χάλασα ποτέ το χατίρι, νεραϊδούλα μου. Δεν πικεντρώνει όλη του την προσοχή στον σκύλο. «Τι συμπε- χαμηλώνει και του ξύνει τα αυτιά. Ο σκύλος του γλείφει τα
θα το κάνω τώρα» Στρέφεται προς τον τετράποδο φίλο ραίνεις από όλο αυτό, γεράκο μου;» χέρια δείχνοντάς του πόσο ευπρόσδεκτος είναι.
του. «Λοιπόν, γεράκο μου, ας πράξουμε όπως επιθυμεί η Ο Γιούπι τεντώνει τα αυτιά του. «Θα πιούμε ουζάκι, έτσι; Έχω ετοιμάσει και κάτι μεζε-
Άννα». «Γουφ, γουφ!» φωνάζει κι ο Σωτήρης του χαϊδεύει ξανά δάκια. Στάσου να τα σερβίρω».
Ο μικρόσωμος γέρικος σκύλος φέρνει μια στροφή γύρω το κεφάλι. Ο Χρόνης κάθεται στην τραπεζαρία και παρατηρεί τον
από τον εαυτό του γαβγίζοντας. Στα αυτιά του Σωτήρη, το «Αυτό ακριβώς πιστεύω κι εγώ, γεράκο μου. Το κορίτσι φίλο του άφωνος από την έκπληξη. Έξι χρόνια τώρα έχει
χαρωπό γάβγισμά του, ακούγεται σαν να λέει «Γιούπιιι!» είναι καμωμένο από αγάπη. Μπόλικη μάλιστα. Και τη μοι- ξεχάσει πώς φαίνεται το πρόσωπό του όταν λάμπει από
Γελάει δυνατά με όλη του την ψυχή. ράζει απλόχερα τούτη την αγάπη». χαρά. Χαμογελάει με αγαλλίαση. Λατρεύει αυτή τη λα-
Αναπαύεται πάλι στην φθαρμένη πολυθρόνα με αλ- Σωπαίνει απότομα. Η ψυχή του ουρλιάζει για λίγη μπρότητα που εκπέμπει η αύρα του.
λαγμένη διάθεση. Τα μάτια του τον ενοχλούν από την έ- τρυφερότητα. Τα κύτταρά του διψάνε για λίγες σταγόνες Ο νους του γυρίζει γρήγορα στην τελευταία φορά που
νταση της προηγούμενης στιγμής, αλλά είναι σίγουρος πως στοργής. Η γέρικη καρδιά του εκλιπαρεί για μερικούς, έ- τον είχε δει ευδιάθετο. Ήταν λίγο πριν σκοτωθεί η Αν-
αν προσηλωθεί στον σκοπό του, το τσούξιμο θα παραδοθεί στω απειροελάχιστους, παλμούς αγαλλίασης. Όλο του το νούλα. Μαζί του ήταν όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα. Στη
και θα υποχωρήσει οικειοθελώς. «είναι» διαμαρτύρεται για το πένθιμο, παγωμένο τείχος που δική του αγκαλιά σπάραζε για τον χαμό της. Αυτός άκουγε
Συγκεντρώνει τις αισθήσεις του στο μήνυμα για άλλη του έχει υψώσει χρόνια ολόκληρα. Φωνάζει ολοένα και πιο τα ουρλιαχτά του πόνου που τον ξέσκιζε σαν πεινασμένο
μια φορά. Είναι σαφές πως το κορίτσι, η Ελισάβετ, έχει χά- δυνατά για ζεστασιά. θηρίο. Αυτός τον έβλεπε να κατρακυλάει στο σκοτάδι με ε-
σει τον πατέρα της. Στην οθόνη του μυαλού του προβάλλεται η εικόνα της κείνα τα κατακόκκινα μάτια που έκρυβαν οδύνη αλλά και
«Φρικτό πράγμα η απώλεια, πόσο μάλλον για ένα Άννας. Του χαρίζει το πιο λαμπρό της χαμόγελο και του οργή. Κι ήταν πάντα δίπλα του, συνοδοιπόρος, φίλος, πα-
παιδί» λέει χαμηλόφωνα ο Σωτήρης κι ασυναίσθητα η ει- στέλνει φιλιά. Ο Σωτήρης ξεσπά σε δάκρυα. ρηγορητής, να πασχίζει να τον αναστήσει από τον πρόωρο
κόνα της δικής του κόρης τρυπώνει για άλλη μια φορά στο «Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το μπαλόνι προσγειώ- θάνατο που είχε καταδικαστεί. Κάποτε βέβαια, όταν η
μυαλό του. Πώς θα ένιωθε άραγε η Άννα αν είχε φύγει ο θηκε στην αυλή μου, έτσι δεν είναι, Αννούλα;» αναρωτιέται μπόρα κόπασε και ο Σωτήρης βυθίστηκε στον σκοτεινό
ίδιος από τη ζωή; Η σκέψη της ορφανής Αννούλας του προ- φωναχτά με τη ραγισμένη φωνή του. «Θα ψάξω να την πάτο της θάλασσας, ο Χρόνης, μην μπορώντας να τον ανα-
καλεί ρίγη. βρω. Να είσαι σίγουρη πως θα τη βρω, κοριτσάκι μου. Δεν σύρει στην επιφάνεια, συνήθισε την κατάστασή του. Όσο κι
αν τον έθλιβε η επιλογή του φίλου του, είχε εντέλει

6
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
αποδεχτεί τη βουβή σιωπή του. Όταν του τηλεφώνησε και «Θα σ’ τα πω όλα από την αρχή» τον καθησυχάζει ο ΣΥΛΒΙΑ: Αφού σου είπα να μην πας εκεί! (Την σηκώ-
του ζήτησε να τον δει, το δίχως άλλο τα παράτησε όλα κι Σωτήρης. Πίνει μια γουλιά από το ούζο του. Ο Χρόνης τον νει από κάτω. Την παίρνει και τρέχουν.)
έτρεξε στο σπίτι του. μιμείται. Ύστερα γεμίζει εκ νέου τα ποτήρια τους. Είναι βέ- ΠΛΗΘΟΣ: (Ανοίγουν όλα τα κουτιά και οι μέλισσες ξε-
«Ποιος ευθύνεται για την καλή διάθεση του αφεντικού βαιος πως το αλκοόλ κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να χύνονται κατά πάνω στην ΑΡΙΕΛ και τη ΣΥΛΒΙΑ.)
σου;» απευθύνεται στον σκύλο κι ο Γιούπι κουνάει χαρωπά ακούσει αυτά που θα του πει σε πολύ λίγο. (η ΣΥΛΒΙΑ και η ΑΡΙΕΛ τρέχουν να ξεφύγουν. Το
τη φουντωτή ουρίτσα του. ΠΛΗΘΟΣ δεν σαλεύει.)
«Γουφ, γουφ» γαβγίζει, αλλά φυσικά ο Χρόνης δεν μπο- Γεωργία Καλαμαρά
ρεί να κατανοήσει τι θέλει να του πει. Σελιλόιντ ΑΥΛΑΙΑ
«Αχ, βρε Γιούπι, μαρτυριάρη!» ακούγεται η μπάσα
φωνή του Σωτήρη κι ο Χρόνης, μα τω Θεώ, θέλει να σταυ- Συνήθιζε να κρατά γραμμένες τις ατάκες από τις πιο α- Ο καθρέφτης
ροκοπηθεί. γαπημένες της ταινίες, και να ταυτίζει τους ήρωες των ται-
Αφήνει το ούζο, τα ποτήρια και τα μεζεδάκια και κάθε- νιών με τους ανθρώπους της ζωής της. Έτσι κατέληγε μετά «Εύχομαι χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα γενέθλια. Με
ται απέναντι από τον Χρόνη. Γρήγορα γεμίζει τα ποτήρια το τέλος κάθε σχέσης να μένει πιο μόνη αυτή και οι ταινίες όλη μου την αγάπη, Δημήτρης», διάβασε στην καρτούλα
με το ούζο, προσθέτει λίγο νερό και προσφέρει το ένα πο- της. Τώρα τις ατάκες δε χρειαζόταν να τις γράφει. Τις είχε που συνόδευε το πακέτο. Πρώτη του φορά τού χάριζαν ένα
τήρι στον φίλο του. Ύστερα υψώνει το δικό του, το τσου- μάθει όλες απ’ έξω. Οι ήρωες του σελιλόιντ είχαν στοιχειώ- τόσο μεγάλο δώρο. Τι, άραγε, θα μπορούσε να είναι; Άνοιξε
γκρίζει με αυτό του Χρόνη και χαμογελαστός το φέρνει στα σει για καλά το μυαλό της. Μια μέρα μας κάλεσε να μας το χαρτονένιο κουτί με αρκετή περιέργεια κι αντίκρισε έ-
χείλη του. Ο Χρόνης τον κοιτάζει απορημένος. διαβάσει ένα σενάριο που είχε γράψει. Ξαφνικά σταμάτησε ναν καθρέφτη τοίχου, με σκαλιστό πλαίσιο. Το καλύτερο
«Θα με τρελάνεις τελείως εσύ! Θα μου πεις επιτέλους τι να διαβάζει και αναρωτήθηκα γιατί έλειπε το τέλος απ’ διακοσμητικό για το γυμνό τοίχο του σαλονιού του. Για κά-
καλό έχει συμβεί και είσαι τόσο ευδιάθετος; Έλα! Μη με αυτή την ιστορία. Όταν την ρώτησα δε μου απάντησε μόνο μποσα λεπτά τον θαύμαζε. Είχε εντυπωσιαστεί από το μέ-
σκας!» ακούγεται ανυπόμονος. κοίταξε κάπου αόριστα μ’ ένα παράξενο και ανεξιχνίαστο γεθος και τη λεπτή δουλειά του σκαλίσματος. Πράγματι, ο
«Δεν χαίρεσαι, φίλε μου;» χαμόγελο. Από κείνη την ημέρα κανείς δεν την ξαναείδε καλλιτέχνης που τον δημιούργησε είχε τοποθετήσει την
«Και το ρωτάς; Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο χαίρομαι, Σω- ούτε άκουσε τίποτα γι’ αυτήν. Μάταια ψάξαμε όλοι γνω- ψυχή του πάνω στον καθρέφτη. «Ο αγαπημένος μου φίλος
τήρη. Απλά πάνε έξι χρόνια που είσαι μόνιμα κατσούφης, στοί και φίλοι. Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Ένα από- πάντοτε με θυμάται και μου στέλνει και κάποιο δώρο», συλ-
με το δίκιο σου βέβαια. Ε, όσο να ’ναι περιμένω εναγωνίως γευμα πήγα να παρακολουθήσω την πρεμιέρα μιας και- λογίστηκε συγκινημένος κι έσπευσε να βρει ένα καρφί να
να μάθω τι έχει γίνει και αστράφτεις ολόκληρος». νούργιας ταινίας. Στην τελευταία σκηνή η ηρωίδα αποκά- τον κρεμάσει. Είναι όμορφο στ’ αλήθεια, να παίρνεις χρή-
Ένα χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του Σωτήρη. Βλέ- λυπτε το κρυμμένο καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου πρό- σιμα δώρα από φιλικά πρόσωπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σου
πει πεντακάθαρα στο βλέμμα του Χρόνη τα ειλικρινά του σωπό της. Όταν την κοίταξα δεν μπορούσα να κρατήσω την εκφράζουν την εκτίμηση και το ενδιαφέρον τους. Σκάλιζε
συναισθήματα. Νιώθει ευλογημένος που έχει στη ζωή του έκπληξη μου. Ηταν εκείνη,ήμουν σίγουρη πως ήταν εκείνη. το κουτάκι με τα εργαλεία, για να βρει κάποιο χοντρό
έναν τόσο αφοσιωμένο φίλο. Μαλώνει νοερά τον εαυτό Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω νόμισα πως την είδα να μου καρφί για τον καθρέφτη. Ψάχνοντας, ανακάλυψε ένα μι-
του. Έχει ευλογηθεί με δύο σπουδαίους φίλους, τον Χρόνη γνέφει και να κλείνει συνωμοτικά το μάτι ενώ στην μεγάλη κρό καρφάκι με το οποίο είχε στερεώσει, όταν ήταν μικρός,
και τον Γιούπι. Δίχως αυτούς, ίσως να είχε τερματίσει τη οθόνη γραφόταν η λέξη «ΤΕΛΟΣ». τον πρώτο του ζωγραφικό πίνακα .Είχε σχεδιάσει ένα μι-
ζωή του. Φανή Αθανασιάδου κρό σπιτάκι με δυο δέντρα κι ένα ποταμάκι΄ τον αφιέρωσε
«Η τύχη, φίλε μου…» ξεκινά ο Σωτήρης αλλά δεν προ- στους γονείς του. Την επόμενη βρήκε την ιχνογραφία του
Η συνάντηση των Μελισσών
λαβαίνει να ολοκληρώσει τη φράση του. μέσε σε μια πολυτελή πρασινωπή κορνίζα. Ήταν η έκ-
μονοσέλιδο μονόπρακτο
«Ποιοι τοίχοι; Του σπιτιού;» πληξη που του είχαν κάνει οι γονείς του. Δυστυχώς, σε μια
Ο Χρόνης κοιτάζει γύρω του εστιάζοντας στους τοίχους του Αργύρη Φυτάκη απρόσεκτή του κίνηση, το καδράκι έσπασε και τα γυαλιά
μήπως και καταλάβει τι προσπαθεί να του πει ο φίλος του. ΠΡΟΣΩΠΑ ξέσκισαν το έργο του. Είχε στενοχωρηθεί πολύ εκείνη τη
Ο Σωτήρης γελάει δυνατά. μέρα. ΄Έβγαλε το καρφάκι από τον τοίχο, άβαψε την κο-
«Όχι οι τοίχοι». Με τον δείκτη του δεξιού του χεριού δεί- Σύλβια , Άριελ, Πλήθος (βουβό) ρυφή του μ’ ένα μαρκαδόρο και το πέταξε μέσα στο κουτί
χνει τα λευκά τσιμεντένια στηρίγματα. «Η τύχη» τονίζει Το σκηνικό ενός λιμανιού. Στο βάθος το ΠΛΗΘΟΣ στέ- με τα εργαλεία. «Πόσα πράγματα, αλήθεια, μου θύμισε ένα
γουρλώνοντας ελαφρώς τα μάτια του. κεται και κοιτάζει κάτι κουτιά που είναι τοποθετημένα καρφί», συλλογίστηκε και σκουπίζοντας δυο δάκρυα συνέ-
Ο Χρόνης καταλαβαίνει. μπροστά τους. Η ΑΡΙΕΛ προχωρά προς το μέρος τους με χισε το ψάξιμο. Από το σωρό, ξεχώρισε ένα χοντρό καρφί.
«Νομίζω πως δεν υπάρχει τύχη» συνεχίζει ο Σωτήρης. ένα κοντό φόρεμα. Η ΣΥΛΒΙΑ στέκεται και την κοιτάει να Ήταν το καλύτερο. Πήρε το σφυρί κι άρχισε να το χώνει
«Συμφωνώ. Όσο υπάρχει Θεός δεν υπάρχει τύχη. Γιατί προχωράει. στα σωθικά του τοίχου. 'Έπειτα, αφού βεβαιώθηκε πως
ρωτάς;» είχε καρφωθεί καλά, πήρε τον καθρέφτη και τον κρέμασε.
Ο Σωτήρης δεν απαντάει. Κοιτάζει το λευκό υγρό στο ΣΥΛΒΙΑ (προς την ΑΡΙΕΛ): Για το που το έβαλες, μι- Ωραίος ήταν. Μεγάλος, μένα ξύλινο αυτοκρατορικό στέμμα
ποτήρι του και βυθίζεται στις σκέψεις του. κρή μου; στην κορυφή του. Γύρω γύρω τα σκαλισμένα φυλλαράκια
«Μίλησέ μου επιτέλους, Σωτήρη. Για ποια τύχη μου ΑΡΙΕΛ: Να πάω προς το λιμάνι… Κάτι κατέβασαν οι λωτού, ήταν πασπαλισμένα με χρυσόσκονη και γυάλιζαν
λες;» Δεν αντέχει άλλο τα αινίγματα του φίλου του. εργάτες πριν… Κάτι μεγάλα άσπρα κουτιά και μαζεύτηκε στον ημιφωτισμένο προθάλαμο.
«Η Άννα μου…» Όλη η γλύκα από το χαμόγελο που πλήθος (τους δείχνει.) Να δεν τους βλέπεις; Καθρεφτίστηκε στο μισοσκόταδο. Παρ’ όλο που είχε πα-
ζωγραφίζεται στα χείλη του ξεχύνεται στον χώρο ολό- ΣΥΛΒΙΑ: Νομίζω ότι δεν έχεις καμία απολύτως δου- τήσει τα σαράντα πέντε, έδειχνε πολύ μικρότερος. Ελάχι-
γυρα. «Και η Ελισάβετ…» συνεχίζει ο Σωτήρης με αφηρη- λειά να πας προς τα εκεί. στες άσπρες τρίχες είχαν κάνει αναιδέστατα την εμφάνισή
μένο βλέμμα διαχέοντας κι άλλη γλύκα στον χώρο. ΑΡΙΕΛ: Μα, μαμά- τους στους κροτάφους του. Το ναρκισσιστικό του αντικα-
Ο Χρόνης σαστίζει. ΣΥΛΒΙΑ: Άριελ! θρέφτισμα το διέκοψε ένα ξάφνιασμα. Διέκρινε κάποιες πα-
«Ποια είναι τούτη η Ελισάβετ; Βρε ξεμωραμένε, ερωτεύ- (εκείνη δεν ακούει και φεύγει.) ράξενες σκιές να χοροπηδούνε μανιασμένα στο γυαλί. Πι-
τηκες;» τολμάει να τον πειράξει εφόσον έχει έρθει αντιμέ- Άριελ, Άριελ, γύρισε πίσω! (πάει να την πιάσει αλλά σωχώρησε τρομαγμένος. Μικρές φιγούρες, με χαρακτηρι-
τωπος με τον παλιό γνώριμο εαυτό του φίλου του. εκείνη τρέχει στο βάθος.) στικά ανθρώπου κι ανακατεμένα μαλλιά, έμοιαζαν σαν να
Ο Σωτήρης βγαίνει από τον προσωρινό του λήθαργο (η Άριελ πλησιάζει το βάθος της σκηνής και βλέπει το χορεύουν στον ήχο μιας απόκοσμης μουσικής. Εξαφανίστη-
και βάζει τα γέλια. Λίγο ακόμη και θα πνιγεί με τη γουλιά ΠΛΗΘΟΣ να στέκεται φορώντας γάντια και στολές με- καν αμέσως μόλις άναψε το φως. «Θα φταίει η συγκίνηση»
από το ούζο που πίνει. Γελώντας βροντερά σηκώνεται από λισσοκομίας.) σκέφτηκε, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του.
την καρέκλα κι εγκαταλείπει την τραπεζαρία. ΑΡΙΕΛ (προς το ΠΛΗΘΟΣ): Γιατί φοράτε στολές; Και «Νομίζω πως τα φαντάστηκα όλ’ αυτά. Δεν ήρθε ο καιρός,
«Μπα σε καλό σου!» λέει στον Χρόνη και πραγματικά τι είναι αυτά τα μεγάλα άσπρα κουτιά; ακόμα τουλάχιστον, να επισκεφθώ ψυχιατρική κλινική» έ-
τον πονάει η κοιλιά του από τα γέλια. ΠΛΗΘΟΣ: (Κοιτάζουν την ΑΡΙΕΛ και δεν μιλούν. λεγε και ξανάλεγε, δυνατά, προσπαθώντας να δώσει μια
Με σαστισμένο βλέμμα ο Χρόνης παρακολουθεί τις κι- Ούτε καν σαλεύουν από την θέση τους. Κανά δυο την κοι- λογική εξήγηση. Ένιωσε το στομάχι του άδειο και αμέσως
νήσεις του. Λίγο η παράξενη συμπεριφορά του Σωτήρη, τούν με ανοιχτό το στόμα.) κοίταξε το ρολόι του. Ήταν η ώρα που δειπνούσε. Εννιά
λίγο τα μπερδεμένα λόγια του, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει ΑΡΙΕΛ: Καλά, τι δεν μιλάτε; Δεν καταλάβατε τι είπα; και μισή.
τελικά. Αποφασίζει να περιμένει καρτερικά για να μάθει Τι είναι αυτά τα μεγάλα άσπρα κουτιά; Αν και λαχτάρησε, η όρεξη δεν του περιορίστηκε καθό-
επιτέλους τα τελευταία γεγονότα που μετέτρεψαν τον φίλο ΣΥΛΒΙΑ (από το βάθος, στην αρχική της θέση.): Άριελ, λου. Πεινούσε τόσο που κανένα αλλόκοτο όραμα δε θα εδύ-
του στον άνθρωπο που γνώριζε παλιότερα. έλα εδώ! Γύρνα πίσω! νατο να τον απομακρύνει από το τραπέζι. Εκτός από τους
Ο Σωτήρης επιστρέφει σύντομα κρατώντας ένα χαρ- ΑΡΙΕΛ (πλησιάζει ένα μεγάλο κουτί και τραβά την α- εκνευριστικούς ήχους που δημιουργούσε η καταραμένη συ-
τάκι στα χέρια του. Το δίνει στον Χρόνη. Εκείνος το παίρνει σφάλεια. Ένας σμήνος μελισσών πετάγεται. Αρχίζουν και σκευή που λέγεται τηλέφωνο. Ανάθεμα στον εφευρέτη του.
σμίγοντας τα φρύδια του. κυνηγούν την ΑΡΙΕΛ.) Το κουδούνισμα του τάραξε τα νεύρα. Σηκώθηκε, πήρε τ’
«Τι είναι αυτό; Ραβασάκι;» Τον πειράζει. ΣΥΛΒΙΑ (τρέχει προς το μέρος τους.) (στο ΠΛΗΘΟΣ): ακουστικό λέγοντας ένα ξερό «ορίστε» κάπου στο χάος. Ε-
«Διάβασε» τον παροτρύνει ο Σωτήρης κι ο Χρόνης υπα- Βοηθήστε το παιδί μου! κεί ένιωθε να μιλάει κάθε φορά που χτυπούσε η άθλια συ-
κούει. Ελπίζει πως τούτο το χαρτί θα δώσει τη λύση στο ΠΛΗΘΟΣ: (Δεν σαλεύουν). σκευή. Η όψη του έγινε χαρούμενη στο άκουσμα της φωνής
μυστήριο. (Μια μέλισσα πηγαίνει και τσιμπά την ΑΡΙΕΛ που έχει της συζύγου του. Επέστρεφε το άλλο πρωί ύστερ’ από δύο
«Δεν καταλαβαίνω» τολμάει να ομολογήσει με το πέρας πέσει κάτω.) βδομάδες απουσίας. Έλειπε στην Βιέννη στο ετήσιο συνέ-
της ανάγνωσης. ΑΡΙΕΛ: Μαμά, μαμάααα…! δριο του ιατρικού συλλόγου που ήταν μέλος. Άξια

7
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
επαγγελματίας και με εκλεκτή πελατεία. Αποτελείωσε το Όλη τη νύχτα σκεφτόταν τ’ όραμα που είχε δει στον κα- βόλτες καπνίζοντας νευρικά. Κοίταξε το λευκό γυαλί του
φαγητό του και τράβηξε προς την κρεβατοκάμαρά του. θρέφτη. Την επόμενη ξύπνησε πολύ αργά. Ο πονοκέφαλος καθρέφτη. Παρατήρησε δύο ισχνές ανθρώπινες φιγούρες,
Την άλλη σηκώθηκε στις οχτώ για να πάει στο αεροδρό- σηκώθηκε για να τον συντροφεύσει τις επόμενες ώρες. η μια γυναικεία κι η άλλη αντρική που σφιχταγκαλιάζο-
μιο να υποδεχθεί την Κατερίνα του. Το αεροπλάνο είχε κα- Ένιωθε σαν να τον κοπανούσαν με εκατό σφυριά στο νταν κάτω από ένα δέντρο. Παραδίπλα μια τρίτη αρσενική
θυστέρηση, και ποια μέρα δεν είχε, αναρωτήθηκε, και θα κεφάλι. Η γυναίκα του είχε φύγει ήδη για το ιατρείο της φιγούρα έκλαιγε μόνη της στην άκρη. Πήρε ένα σφυρί από
προσγειωνόταν στις δέκα και μισή. Φόρεσε το καλό του κο- χωρίς να τον ξυπνήσει, όπως φεύγουν άλλωστε όλες οι γυ- το συρτάρι κι έδωσε μια γερή σφυριά στον καθρέφτη. Το
στούμι έδεσε και μια παρδαλή γραβάτα, δώρο στης Κατερί- ναίκες που, έπειτα από μακρόχρονη συμβίωση, νιώθουν ο- γυαλί έπεσε χιλιοθρυμματισμένο στο πάτωμα. Τα κομμά-
νας του που δεν του άρεσε καθόλου, μα τη φορούσε προ- λόκληρο το μεγαλείο της καθημερινής επανάληψης. Συνέ- τια, καθώς σκορπίζονταν έμοιαζαν σαν δάκρυα, δάκρυα
σπαθώντας να διατηρήσει τις συζυγικές ισορροπίες των λαβε τον εαυτό του να βηματίζει νευρικά τριγύρω στο χαλί. του καθρέφτη. Βρήκε μια όμορφη γωνιά στο σαλόνι και πα-
ζευγαριών που έχουν ξεπεράσει τα δέκα χρόνια συμβίωσης. Πλησίασε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αυτό που είδε ραδόθηκε σε λυγμούς.
Ήθελε να κοιταχτεί σε καθρέφτη μα αυτός του μπάνιου δεν τον γέμισε με τρόμο. Μια αντρική σκιά χτυπούσε με μανία Στάθη Λιώτη
τον εξυπηρετούσε γιατί έδειχνε μόνο το πρόσωπό του. Ο μια γυναίκα κι ύστερα τη σκότωνε μ’ ένα αιχμηρό αντικεί- Όρκος ζωής
καταλληλότερος ήταν το δώρο του φίλου του και τον είχε μενο. Μέρος Β΄
τοποθετήσει σε ωραία περίοπτη θέση...κοιτάχτηκε με αφέ- «'Όχι αυτό, όχι αυτό!» φώναξε κι έπεσε πάνω στο χαλί Το καλοκαίρι είχε κάνει την είσοδό του για τα καλά και
λεια. Γοητευτικός, με τέλειες αναλογίες. Γι’ αρκετή ώρα λιπόθυμος. οι μέρες παραμονής της στην ηλιόλουστη γαλλική πρωτεύ-
χάζευε τα γαλάζια μάτια του. Κάποια στιγμή, όμως, έπαψε Τον συνέφερε η γυναίκα του που μόλις είχε επιστρέψει. ουσα ολοένα και λιγόστευαν. Διανύοντας την τελευταία
τ’ αντικαθρέφτισμα του ειδώλου του και είδε μια άθλια και Ήταν τώρα, η δύσκολη ώρα της δικαιολογίας. Έπρεπε να μέρα στην σχολή ραπτικής, έχοντας και το σχετικό πτυχίο
ταλαιπωρημένη φιγούρα, καθισμένη τεμπέλικα σε μια πο- βρει κάτι πειστικό για να της απαντήσει στην αναμενόμενη ανά χείρας κίνησε για πρώτη φορά με προορισμό το ατελιέ.
λυθρόνα και πλάι της μια γυναικεία σκιά που έμοιαζε σαν ερώτησή της. Οι προσπάθειες του George είχαν αποβεί μάταιες όλο αυτό
να πρόσμενε να σηκωθεί, κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι «Αισθάνθηκα ζάλη και ξαφνικά μου κόπηκε η ανα- το διάστημα, αφού η Σοφία απέφευγε σθεναρά να αφεθεί
της. Έτριψε τα μάτια του και οι φιγούρες χάθηκαν ευθύς. πνοή». Το μόνο που κατάφερε να σκαρφιστεί εκείνη τη στα έμπειρα χέρια του. Με αποφασιστικό βήμα εισήλθε
Για τουλάχιστον πέντε λεπτά έμεινε όρθιος, αποσβολωμέ- στιγμή, με τη γυναίκα του να του κρατά το χέρι και αυτός στον προθάλαμο του ατελιέ. Πίνακες με πορτρέτα νέων γυ-
νος κοιτάζοντας το λευκό, άψυχο γυαλί, ώσπου συνειδητο- ξαπλωμένος άτσαλα στο διπλό τους κρεβάτι. ναικών ήταν διάσπαρτοι σε όλο τον χώρο. Περιπλανήθηκε
ποίησε πως η ώρα πλησίαζε και η Κατερίνα του θα τον πε- «Αισθάνεσαι καλύτερα;» άκουσε τη λεπτή φωνούλα της ανάμεσά τους, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το ταλέντο
ρίμενε, αντί να την περιμένει αυτός. να του ψιθυρίζει στο δεξί του αυτί. του. Γυναίκες όλων των ηλικιών, άλλοτε χαμογελαστές
Πρώτη του φορά καταλάβαινε πως αν η σύζυγός του «Ναι. είμαι μια χαρά», είπε και της χαμογέλασε. «Μα και άλλοτε μυστήριες έστεκαν ενώπιον της απειλητικά.
χαμογελούσε καμιά φορά, το χαμόγελό της θα ‘ταν πλατύ πες μου, όμως, πως βρέθηκες τέτοια ώρα στο σπίτι» Ένα κύμα πρωτόγνωρων συναισθημάτων κυρίευσε κάθε
όπως τώρα, που ελαφροχαμογελούσε κοιτάζοντάς τον στο «Αρκετό καιρό» άρχισε με δυσκολία «με βασανίζει ένα μόριο της. Ένας κόμπος στο στομάχι, μια άβολη χροιά και
σαγόνι. Συνήθως κάρφωνε το βλέμμα της στα μάτια του ζήτημα και θα ήθελα να το συζητήσουμε μαζί για να βρούμε ερωτήματα για το τι μεσολαβούσε πριν και μετά άρχιζαν
και του πρόσφερε ένα φτωχό γελάκι. μία λύση. Σκέφτηκα, λοιπόν, να γυρίσω νωρίς σήμερα από να ταλανίζουν τα εγκεφαλικά της κύτταρα, καθώς η στε-
Πήρε τη βαλίτσα της, τη φόρτωσε στο αυτοκίνητο και το ιατρείο μου για να μιλήσουμε, αλλά είναι προτιμότερο γνή στοματική κοιλότητα έψαχνε απεγνωσμένα να ενυδα-
κατευθύνθηκαν προς το σπίτι. να τ’ αναβάλουμε γι’ άλλη φορά. Σήμερα δεν είσαι σε θέση τωθεί.
«Ω! Πόσο μου έλειψε το σπίτι μας»,αναφώνησε μόλις για ένα τόσο δύσκολο και, τολμώ να πω, στενόχωρο πρό- «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω εδώ!» είπε με ειλικρίνεια
βρέθηκε ξανά τριγυρισμένη απ’ τους γνώριμους τοίχους. βλημα» ο George προσφέροντάς της ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο
«Ο άντρας σου δε σου έλειψε;» τη ρώτησε πειραγμένος. «Όχι, δεν έχεις δίκαιο είμαι πολύ καλύτερα».(Πέθαινε και συνέχισε «Θα μου κάνεις την τιμή σήμερα;»
«Και βέβαια»,απάντησε και τον φίλησε στη μύτη. απ’ αγωνία να την ακούσει). «Άλλωστε τι σήμερα, τι αύριο. Ακούμπησε την τσάντα της πάνω στο τραπέζι και γύ-
«Έχω και χείλια, αν πρόσεξες» Εμπρός άρχισε την εξιστόρηση του προβλήματος που σε α- ρισε προς το μέρος του.
Χιχίνισε κοκκινίζοντας. πασχολεί» «Που θα ήθελες να σταθώ;» ρώτησε απρόθυμα έχοντας
«Αγόρασες καθρέφτη;» Ύστερ’ από τις επίμονες πιέσεις του, εκείνη υποχώρησε πάνω της τα δεκάδες άγρυπνα βλέμματα των γυναικών.
Ένα από τα προσόντα της ήταν η έντονη παρατηρητι- κι άρχισε μια ιστορία που λίγο πολύ την ήξερε προτού τού Την οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο. Τράβηξε στην άκρη
κότητα. την αφηγηθεί. του παραθύρου τις κόκκινες βελούδινες κουρτίνες για να
«Όχι, μου τον έστειλε ο Δημήτρης για γενέθλιο δώρο» «Ήταν πριν από έξι μήνες, κατά προσέγγιση», άρχισε, μπει φως. Το δωμάτιο λιτό και άδειο, με ένα σκαλιστό κα-
«Ναι, είχες γενέθλια και γιόρτασες μόνος σου. Ω, καλέ «σε μια εκδρομή που είχαμε πάει στο Πήλιο, δεν ξέρω αν τη ναπέ στην μέση, το καβαλέτο και ένα ξύλινο τραπέζι με όλα
μου, πόσο λυπήθηκα που δεν ήμασταν μαζί» θυμάσαι. Εκεί ήταν που γνωρίσαμε έναν νεαρό καθηγητή, τα σύνεργα. Οι τοίχοι γεμάτοι με πίνακες, προσωπογρα-
Έμοιαζε πως λυπόταν. Την πίστεψε. Πάντοτε οι γυναί- σου είχε κάνει εντύπωση μάλιστα ,όπως μου ‘χες πει, η ευ- φίες κυρίως γυναικών. Η μυρωδιά από λιωμένο κερί και
κες, με ανεξήγητο τρόπο, πείθουν τους γύρω τους για τα γενική του συμπεριφορά» νέφτι ήταν διάχυτη παντού που σε συνδυασμό με το φτηνό
αισθήματά τους, κι ας μην είναι τ’ αληθινά. Σ’ αυτό το σημείο κόμπιασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και πατσουλί έδιναν μια άκομψη πινελιά.
«Είναι υπέροχος αυτός ο καθρέφτης», συνέχισε. «Με κο- συνέχισε. «Κάθισε στον καναπέ, θέλω να είσαι άνετα» είπε καθώς
λακεύει πολύ» «Συνδεόμαστε ερωτικά τους τελευταίους τρεις μήνες. προετοίμαζε τα χρώματα. Η μελωδική φωνή της Lucienne
«Σε δείχνει ακριβώς όπως είσαι, καθρέφτης είναι άλλω- Πίστεψέ με αγάπη μου, ήταν πιο πάνω από τις δυνάμεις Boyer στο «Parlez-moi d’amour» ηχούσε από το ραδιόφωνο
στε» μου, δε μπορούσα να ελέγξω τα αισθήματα που ένιωθα γι’ και χαϊδευε απαλά τους ακουστικούς της αδένες. Τα πινέλα
«Μα όχι, δεν είναι όπως άλλοι, έχει αισθητή διαφορά. αυτόν. Δυστυχώς, ξεπερνούν σε δύναμη αυτά που νιώθω είχαν πάρει φωτιά και τα βλέμματα φλέγονταν σε κάθε
Πλησίασε να δεις καλύτερα» για σένα. Το καλύτερο, πιστεύω, και για τους δυο μας θα παύση, καθώς ο George απολάμβανε να ακροβατεί με το πι-
Κοντοζύγωσε κι άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά. Τότε είναι να χωρίσουμε και να παραμείνουμε μόνο φίλοι. Σκο- νέλο του σε κάθε γραμμή του προσώπου της. Ξαφνικά στα-
ήταν που ξέκρινε πάλι δυο ανθρώπινες σκιές. Η μια η αρ- πεύω να ζήσω μαζί του» μάτησε και την πλησίασε.
σενική είχε κοντά μαλλιά και σφιχτά χέρια. Η άλλη είχε «Δυο άνθρωποι που κάποτε ένιωσαν έρωτα ο ένας για «Μην φύγεις Σοφία, θέλω να μείνεις εδώ μαζί μου, σε
όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της γυναίκας. Έμοιαζαν να τον άλλο, είναι σχεδόν αδύνατο να μείνουν μόνο φίλοι», α- έχω ανάγκη. Θα σε βοηθήσω να βρεις δουλειά στον καλύ-
κάθονται σε καρέκλα και η μια να ψηλαφίζει την άλλη. Δεν πάντησε ψυχρά. τερο οίκο νυφικών. Θα γίνεις γνωστή σε όλη την υψηλή
ήθελε να το πιστέψει. Αρνιόταν την ερμηνεία που επίμονα «Εντάξει», συνέχισε «δε σ’ εμποδίζω. Αφού το θέλεις, κοινωνία, θα βγάλεις χρήματα ίσαμε τρεις γενιές. Δεν θα
του έδινε ο εαυτός του. Ήταν αδύνατο... πήγαινε μ’ αυτόν τον τύπο. Ξέρω μάλιστα κι ένα φίλο μου έχεις τις ίδιες ευκαιρίες στην Αθήνα. Μην γυρίσεις πίσω»
«Αυτές οι δυο βδομάδες, λοιπόν, ήταν το καλύτερο δυ- δικηγόρο που θα μας βγάλει το διαζύγιο αρκετά σύντομα. και την φίλησε απαλά.
ναμωτικό για μένα, δε συμφωνείς; Νιώθω πως μόλις γεν- Άλλωστε, ήξερα πως κάτι άλλο υπάρχει στη ζωή σου, δεν Δάκρυα χαράς κύλησαν στα μάγουλά της, σηκώθηκε
νήθηκα» ξαφνιάστηκα απ’ τα λόγια σου». Προδόθηκε. Εκείνη τη τον αγκάλιασε σφιχτά «Μου το υπόσχεσαι, θα είσαι δίπλα
«Σωστά, έχεις δίκιο», της απάντησε όπως μιλάμε μόλις στιγμή ένιωθε έντονη επιθυμία να τρέξει στην κουζίνα, ν’ μου ότι και αν συμβεί;»
ξυπνήσουμε από ένα οδυνηρό εφιάλτη. αρπάξει το ψωμομάχαιρο και να της το χώσει στην καρδιά. «Μα, φυσικά και το ρωτάς;» και την μετέφερε στην κρε-
«Αλλά δείχνεις μελαγχολικός ,πες μου τι σου συμβαί- «Μα πώς το ήξερες;» ρώτησε τρομαγμένη. βατοκάμαρα ενώ το πορτρέτο της έστεκε λειψό, παρατη-
νει;» «Αυτό είναι το μυστικό μου. Φύγε όσο το δυνατόν γρη- μένο προμηνύοντας την συνέχεια.
«Σου φαίνομαι μόνο», είπε ξερά κόβοντας οποιαδήποτε γορότερα αν θες ν’ αποφύγεις αυτό το οποίο πρόκειται σε Οι επόμενοι έξι μήνες ήταν οι πιο όμορφοι και δημιουρ-
άλλη πιθανή συνοδευτική ερώτηση. λίγο να επακολουθήσει» γικοί. Η ενασχόλησή της στον γνωστό οίκο νυφικών καθώς
«Δεν ξεγελιέμαι, κάτι έχεις» «Τι εννοείς μ’ αυτά τα λόγια. Γιατί δε μιλάς πιο καθαρά; και δουλειές που αναλάμβανε πέραν του ωραρίου της της
«Είπα, δεν έχω τίποτα. Πάμε να φάμε, το τραπέζι είναι Με τρομάζεις» απέφεραν σημαντικά μηνιαία ποσά εξασφαλίζοντάς της
έτοιμο» «Φύγε και μην κάνεις καμιά άλλη ερώτηση. Αν μας δο- μια άνετη ζωή στην απαιτητική καθημερινότητα του Παρι-
Σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος, ήταν σκεφτικός. θεί κάποτε η ευκαιρία στη ζωή μας ν’ αποτρέψουμε το πε- σιού. Είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην Μονμάρτρη, μια
«Απ’ τη στιγμή που κοιτάχτηκες στον καθρέφτη ,σκο- πρωμένο, ας μη διστάσουμε ούτε μια στιγμή να την εκμε- από τις πιο γραφικές συνοικίες στο βόρειο μέρος του Παρι-
τείνιασε η όψη σου» ταλλευτούμε» σιού, πόλος έλξης για τους καλλιτέχνες και διανοούμενους
«Μη νοιάζεσαι για μένα. Δεν έχω απολύτως τίποτε» Πήγε και κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα. Άκουσε την της εποχής, με σημείο συνάντησης και αποφάσεων για τις
Δε συνέχισε. Παραδόθηκε κι αυτή σε σκέψεις, που είχε πόρτα που χτυπούσε κλείνοντας πίσω του. Είχε πια φύγει. τάσεις της εποχής το φημισμένο καμπαρέ Moulin Rouge, ό-
κάθε λόγο να την χαροποιούν. Την άλλη έστειλε να πάρουν τα πράγματά της. Το σπίτι του που πολύ γρήγορα έγινε γνωστό σε όλη την Ευρώπη για
Έφαγαν και ξάπλωσαν. Κοιμήθηκε μόνο το ξημέρωμα. φαινόταν άδειο χωρίς την παρουσία της. Έκανε μερικές τις όμορφες χορεύτριες και την άκρως τολμηρή

8
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
διακόσμηση. Σε απόσταση αναπνοής βρισκόταν το ατελιέ Στην μέση του κατηφορικού δρόμου βρισκόταν το ατελιέ «Μπορείτε να περάσετε» της είπε η γραμματέας, υποδει-
του George με την παρουσία των χορευτριών σχεδόν σε κα- του. Κανένα σημείο πάνω της δεν ήταν στεγνό, ενώ η θερ- κνύοντας την πόρτα του γραφείου του ιατρού.
θημερινή βάση, αλλά τα βράδια του τα αφιέρωνε στην Σο- μοκρασία της μαρτυρούσε την ύπαρξη πυρετού. Ο πλακό- «Καλησπέρα Εύα. Κάθισε».
φία και τις συζητήσεις τους, κάνοντας όνειρα για το μέλ- στρωτος δρόμος είχε μετατραπεί σε μανιασμένο ποτάμι και «Καλησπέρα» είπε εκείνη και βολεύτηκε στη θαλπωρή
λον, για το κοινό τους μέλλον. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Σοφία με κόπο προσπαθούσε να πιαστεί από τα εύθραυ- της θεραπευτικής πολυθρόνας.
την περίμενε έξω από την δουλειά της κρατώντας ένα τρια- στα κλαριά των δέντρων του πεζοδρομίου για να μην πα- «Έχουμε να βρεθούμε περίπου έναν μήνα. Ομολογώ
ντάφυλλο, πάντα με την υπόσχεση για αιώνια αγάπη και ρασυρθεί. Μπροστά στην μισοσκότεινη βιτρίνα του διακρί- πως το τηλεφώνημά σου με ανησύχησε. Και τώρα που σε
αφοσίωση. Στο πρόσωπό του είχε βρει την απόλυτη ευτυ- νει ένα φως στο βάθος του με δύο φιγούρες να αγνοούν τόσο βλέπω, δείχνεις ιδιαίτερα αγχωμένη».
χία και παρόλες τις προσπάθειες της θείας της για την επι- την ύπαρξή της όσο και την βιβλική καταστροφή, ώντας «Έπρεπε να έρθω. Η κατάσταση έχει γίνει ανυπόφορη.
στροφή της στα πάτρια εδάφη, εκείνη αρνιόταν κατηγορη- απόλυτα απορροφημένοι και δοσμένοι στις διαδικασίες α- Βιώνω μία ατέρμονη δύση, όλη μου η ζωή ένας εφιάλτης
ματικά. ναπαραγωγής. Καυτά δάκρυα αναμειγμένα με το βρόχινο από τον οποίον αδυνατώ να ξυπνήσω…», αποκρίθηκε με
«Σοφία, κόρη μου, μην εναποθέτεις όλες τις ελπίδες σου νερό έφεραν την πικρή συνειδητοποίηση. Ήταν όλα αλή- δύο λίμνες στα μάτια.
στο πρόσωπο ενός ζωγράφου. Οι καλλιτέχνες δεν είναι θεια. Το μισοτελειωμένο πορτρέτο της έστεκε παρατημένο «Υπήρξε κάποια συνταρακτική αλλαγή;»
σταθεροί, είναι ευμετάβλητα όντα και δεν θέλω να πληγω- σε μια γωνία, ενώ το ασχημάτιστο στόμιο του προσώπου «Καμία απολύτως κι αυτό είναι το πρόβλημα. Την η-
θείς. Κολακεύονται από κάθε αιθέρια ύπαρξη που διαβαίνει της θα μπορούσε να είχε αντικατασταθεί με ένα σκαθάρι ό- μέρα είμαι ένα απλό εκτελεστικό όργανο, ένα πιόνι στη
το κατώφλι τους και λησμονούν κάθε υπόσχεση» της είχε πως στην κούκλα της Sonia Mossé. Ένας κεραυνός φώτισε σκακιέρα του. Το βράδυ περιφέρομαι σαν σκιά σε ένα μαυ-
επισημάνει την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί κάτω από τον δρόμο και ο George σήκωσε το βλέμμα του και την είδε, σωλείο υποκρισίας που πρέπει να αποκαλώ σπίτι. Μούδια-
τον Παριζιάνικο ουρανό. στιγμιαία, ενώπιον του. Το πυκνό σκοτάδι στην συνέχεια σμα, ακινησία…» ψέλλισε και ξέσπασε σε κλάματα. Ο για-
Δεκέμβριος 1938, λίγο πριν τις γιορτές και η Σοφία διέ- τον έκανε να αναρωτηθεί αν αυτό που είδε ήταν πραγμα- τρός τής πρόσφερε ένα χαρτομάντηλο κι ένα συμπονετικό
νυε έναν απόλυτα πολυάσχολο μήνα. Οι παραγγελίες των τικό ή απόρρεια των ενοχών που κατά καιρούς κατέκλυζαν βλέμμα. Δεν μίλησε παρά την άφησε να κλιμακώσει τον
πανωφοριών, φορεμάτων και ταγέρ για όλες τις κυρίες που τη λογική του. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε έκπληκτος με πόνο της.
θα παρευρίσκονταν σε gala, ρεβεγιόν και κάθε είδους εκδή- την εικόνα των ορμητικών υδάτων και τον εκκωφαντικό «Ούτε εμπρός ούτε πίσω. Μόνο η αδράνεια της περιφρό-
λωση ήταν κρεμασμένα σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ενώ οι ήχο αυτών που παρέσυρε. Αναμεσά τους μια γνώριμη νησης».
ενδιαφερόμενες παρήλαυναν μέχρι το βράδυ για τις απα- φωνή που με προσπάθεια αντιστεκόταν στο μανιασμένο θη- «Κουβεντιάσατε καθόλου;»
ραίτητες πρόβες και για όποιες μεταποιήσεις. Εκείνο το ρίο που είχε μετατραπεί η βροχή. Το κλαρί είχε λυγίσει και «Προσπάθησα, του ζήτησα να με απελευθερώσει από
βράδυ η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, ενώ ο δυνατός αέ- εκείνη έδειχνε να μην έχει άλλες δυνάμεις. τον ζυγό του γάμου μας, αλλά με σταμάτησε με δύο λέξεις.
ρας ενίσχυε την οργή της πάνω στα παραθυρόφυλλα. Τε- «Σοφία, δώσε μου το χέρι σου, κρατήσου!» είπε με όλη Μην τολμήσεις, μου είπε και άλλαξε το κανάλι στην τηλε-
λευταίο ραντεβού και η Σοφία με κόπο καρφίτσωνε το ύ- την δύναμη της φωνής του και είχε γύρει όσο πιο κοντά της όραση».
φασμα στο ύψος του ντεκολτέ. γινόταν. Ήταν ένας άνισος αγώνας και εκείνη το είχε αντι- «Και η Μαρίνα;»
«Mademoiselle Annette πόσο τολμηρό θα το θέλατε; Να ληφθεί, ένα ταξίδι δίχως επιστροφή. «Εκείνη είναι η μόνη μου χαρά, το απάνεμο λιμάνι μου.
το κλείσω και άλλο;» είπε νυσταγμένα σε άπταιστα Γαλ- Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ο χρόνος πά- Νιώθω ένοχη…».
λικά γωσε. Οι φωνητικές χορδές αρνούνταν να πάρουν τα ηνία, «Ένοχη γιατί;»
«Πολύ τολμηρό, θέλω να είναι προκλητικό, σε μια βδο- άλλωστε δεν ήταν ώρα για να επιρρίψουν ευθύνες, ήταν «Την παρασέρνω στον γκρεμό, είναι το αθώο θύμα μιας
μάδα θα πάω σε μια έκθεση ζωγραφικής και θέλω να εντυ- ώρα αποχωρισμού. Η Σοφία νιώθοντας βαθιά ευγνωμο- αρρωστημένης τραγωδίας».
πωσιάσω τον ζωγράφο. Έχω μάθει πως είναι πολύ ταλα- σύνη για ότι της είχε προσφέρει άρχισε να απελευθερώνει Η Μαρίνα ήταν μια νεαρή κοπέλα που είχε αναλάβει
ντούχος και όλες τους σχηματίζουν ουρές για ένα τους πορ- ένα ένα τα δακτυλά της από το λυγισμένο κλαρί. τον καλλωπισμό τού σώματος της Εύας. Η σχέση των δύο
τραίτο απ’ τα χέρια του. Η γοητεία του επίσης είναι αδιαμ- «Σε συγχωρώ....» κατάφερε να ψελλίσει και έγινε ένα γυναικών είχε ξεκινήσει πριν από τρία περίπου χρόνια. Η
φισβήτητη για αυτό και δεν μένει ποτέ μόνος στο ατελιέ. με την κινούμενη υγρή λαίλαπα, ενώ εκείνος ανήμπορος έ- Μαρίνα, είχε φτάσει να γίνει εξομολόγος τής δικηγόρου.
Καταλαβαίνεις...» έκλεισε πονηρά το μάτι, ενώ το ηχηρό μενε να την κοιτάζει καθώς χανόταν στα σκοτεινά σοκάκια Με τον καιρό, οι εβδομαδιαίες συνεδρίες των δύο γυναικών
της γέλιο έπεσε σαν χειροβομβίδα στα αυτιά της. του μυαλού του. πλήθαιναν κι έτσι αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια δυνατή
«Τώρα που το σκέφτομαι, είναι και συμπατριώτης σου. Ρόζα Παυλιώτη φιλία. Άρχισαν να συναντιούνται για καφέ και φαγητό.
Ελληνίδα δεν είσαι;» Παρανάλωμα ασφυξίας Ταυτόχρονα με τις συναντήσεις τους, πύκνωναν και τα αι-
Αυτή ήταν και η χαριστική βολή. Η Σοφία ένιωσε μια Μέρος Β΄ σθήματά τους. Η Εύα, στερημένη οικογενειακής θαλπωρής
ξαφνική αδιαθεσία και της ζήτησε ευγενικά να αποχωρίσει, Η Εύα άφησε την τσάντα της στον δερμάτινο καναπέ και βιώνοντας συναισθηματική ξηρασία, βρήκε στη Μα-
διαβεβαιώνοντας την όμως πως το φόρεμα θα ήταν έτοιμο του γραφείου της κι ενεργοποίησε τον υπολογιστή της. Η ρίνα μια όαση αγάπης και κατανόησης. Τα κοινωνικά στε-
στην ώρα του. γραμματέας εισήλθε, φέρουσα μια κούπα αρωματικού γανά την είχαν καταδικάσει σε λυκοφιλίες με συναδέλφους
Μη θέλοντας να πιστέψει το παραμικρό, έφτιαξε ένα καφέ. Από την πρώτη κιόλας γουλιά, η δικηγόρος ένιωσε και κυρίες της καλής κοινωνίας. Εγκλωβισμένη σε ένα θέ-
τσάι και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα αναμένοντας καλύτερα. Αν και είχε δύο ακόμη υποθέσεις να διευθετήσει, ατρο σκιών, έψαχνε για διέξοδο, για μια αχτίδα φωτός. Η
την άφιξη του George. Τα λεπτά κυλούσαν εφιαλτικά, διο- η διαταγή του συζύγου προηγείτο. Επιδόθηκε στην ανεύ- δε Μαρίνα, είχε βιώσει κακοποίηση στο πλευρό του πρώην
γκώνοντας την ανησυχία της. ρεση πληροφοριών για τον καινούργιο πελάτη. Το διαδί- άντρα της. Η απόφαση να τον εγκαταλείψει ήρθε όταν ε-
«Αποκλείεται, δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Κάνουμε κτυο προσέφερε αφειδώς τις γνώσεις του και η Εύα κρα- κείνος την ξυλοφόρτωσε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να χά-
τόσα όνειρα μαζί, αποκλείεται» μονολογούσε και συνέχισε τούσε σημειώσεις. Επρόκειτο για μια υπόθεση που θα μπο- σει τη ζωή της. Τα σωματικά τραύματα επουλώθηκαν στα-
να κοιτάζει έξω. Κανένα σημάδι ζωής από εκείνον και οι ρούσε τόσο να υπερχειλίσει τις βαθιές τσέπες του Μιχάλη διακά μα η εμπιστοσύνη στο ανδρικό φύλο και στον θεσμό
δείκτες του ρολογιού τρεμόπαιζαν σαν κινούμενα σχέδια όσο και να διασπείρει τη φήμη του σε ανώτερους κύκλους. του γάμου είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.
θυμίζοντας της πως δεν ήταν η πρώτη φορά που καθυστε- Η διαδικασία διήρκεσε πάνω από δύο ώρες και στο τέλος «Και τί σκέφτεσαι να κάνεις;» τη ρώτησε ο γιατρός.
ρούσε. Κάθε ψίθυρος, κάθε υπόνοια όλο αυτό το διάστημα πήρε στα χέρια τον φάκελο της υπόθεσης και τον εμπλού- «Δεν μπορώ να αποφασίσω. Τις προάλλες συζητήσαμε
έπαιρνε σάρκα και οστά, ενώ κάθε κομμάτι του παζλ έβρι- τισε με τα δεδομένα που συνέλεξε. Έπειτα, ειδοποίησε τη με τη Μαρίνα, για πολλοστή φορά, για να χωρίσουμε. Ε-
σκε το ταίρι του. Ξαφνικά δίχως δεύτερη σκέψη, άρχισε να γραμματέα προκειμένου να ενημερώσει κι εκείνη με τη κείνη δεν ήθελε, με παρακαλούσε να το ξανασκεφτώ. Ή-
ανοίγει τις ντουλάπες και να ψάχνει τις τσέπες από τα σα- σειρά της τον Μιχάλη κι άνοιξε το καρνέ των τηλεφώνων. μουν αποφασισμένη, τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Δύο μέρες
κάκια και τα παντελόνια του. Ένα μικρό, τσαλακωμένο Ήταν μία από εκείνες τις ημέρες που ένιωθε την ανάγκη να μετά, βρέθηκα πάλι στην πόρτα της. Την ικέτεψα να με
σημείωμα γέμισε την παλάμι της και το τράβηξε με ορμή. Η απασφαλίσει τις κραυγές απελπισίας από την ενοχική μο- διώξει αφού εγώ δεν είχα τη δύναμη να μείνω μακριά της.
σημερινή ημερομηνία και η ώρα οκτώ πρωταγωνιστούσαν Αδύναμη, ακόμη κι εκεί φάνηκα αδύναμη…». Κατέβασε το
ναξιά του μυαλού της. Σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώ-
στα γραφόμενα. νησε στον ψυχίατρό της για να προγραμματίσει μια έκτα- βλέμμα, σαν να έψαχνε καταφύγιο. Οι παλάμες της αγκα-
Η ώρα κύλησε αδάμαστα. Ήταν ήδη εννέα και τριάντα. κτη συνεδρία. Για καλή της τύχη, είχε κενό στο πρόγραμμά λιάστηκαν ασφυκτικά, τα αγγεία σχημάτισαν κοκκινωπές
Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί μέσα σε ενενήντα λεπτά. του σε μία ώρα. Με γοργούς ρυθμούς, εγκατέλειψε το γρα- κηλίδες στα ακροδάχτυλα και η τρεμάμενη φωνή της επα-
Μήπως απλά ήταν ένα ραντεβού για πορτρέτο; Μήπως α- φείο με την πρόφαση ενός επαγγελματικού ραντεβού. Σε ναναλάμβανε «Δεν μπορώ…».
πλά έχανε τα λογικά της ; Έπρεπε να μάθει την αλήθεια. λίγα λεπτά βρισκόταν στη σειριακή πορεία του αυτοκινη- Ο ήχος τού τηλεφώνου της Εύας, σαν συναγερμός, ζω-
Έπρεπε να το δει με τα μάτια της. Έβαλε το πανωφόρι, τόδρομου, έχοντας παρέα τη φωνή μιας ραδιοφωνικής πα- γράφισε τον τρόμο στα μάτια της. Ήταν η γραμματέας του
πήρε και την ομπρέλα της και ξεχύθηκε στους πλημμυρι- ραγωγού και μουσικές ευωδίες που, όμως, ταλαιπωρούσαν δικηγορικού γραφείου. Η συνεδρία είχε φτάσει πρόωρα στο
σμένους δρόμους. Ο δυνατός αέρας παρέσυρε τα πάντα στον τις ακουστικές της οδούς. Ενώ οι μηχανικοί συριγμοί των τέλος της.
διάβα του και σε συνδυασμό με την δυνατή βροχή, η Σοφία διερχόμενων οχημάτων ράγιζαν τη διαύγεια της ατμόσφαι- Ακολούθησε παρακαμπτήριες οδούς προκειμένου να
αδυνατούσε να κρατήσει την ισορροπία της. Σαν σε τεντω- ρας, η Εύα αγωνιούσε σαν να επρόκειτο να δώσει προαγω- φτάσει γρηγορότερα στον προορισμό της. Στη διαδρομή, το
μένο σκοινί ο βηματισμός της και η ίδια να κάνει υπεράν- γικές εξετάσεις. τηλέφωνό της ξαναχτύπησε μα φοβήθηκε να το σηκώσει.
θρωπες προσπάθειες να κρατηθεί. Η ομπρέλα την είχε ε- Στο ιατρείο, πια, η πεντάλεπτη αναμονή τής φάνηκε Ένιωσε σαν κυνηγημένη, μόνο που εκείνη όδευε προς τον
γκαταλείψει από νωρίς και είχε χαθεί στα ορμητικά νερά, αιώνας. Σαν ετοιμόγεννη, αισθανόταν τους χυμούς της σκέ- καταδιώκτη της. Πυκνές ψιχάλες εξάγνιζαν τα τζάμια του
στα λιθόστρωτα σοκάκια. Πλέον ήταν μονόδρομος, ήταν ψης να παλεύουν για να αποδράσουν από τη στοματική οχήματός της. Αισθανόταν να βρίσκεται στο μάτι του κυ-
στα μισά της διαδρομής και όφειλε να συνεχίσει. Έρημοι κοιλότητα. κλώνα. Σταμάτησε στα δεξιά του δρόμου καθώς το ένστι-
δρόμοι με τους τελευταίους διαβάτες να ψάχνουν ασφαλές κτο αυτοπροστασίας κεραυνοβολούσε τη σκέψη της. Σκη-
μέρος να προστατευτούν από την απρόσμενη θεομηνία. νές του παρελθόντος διερρήγνυαν το παρόν και διέγραφαν

9
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
την πορεία του μέλλοντος. Με μηχανικές κινήσεις, έβαλε Και συνέχισε: Αὐγὴ μαρμαρόεσσα
μπρος το αυτοκίνητο κι άλλαξε κατεύθυνση. Σε λίγα λε- -Σε είδα στον ύπνο μου χθες. Κρατιόμασταν χέρι-χέρι και
πτά βρισκόταν στη οικία της. Μια βαλίτσα με τα απολύτως περπατούσαμε ξυπόλυτοι μέσα σε ένα εμπορικό. Ἐνάτη μεσοῦντος Ἐλαφηβολιώνος, ὥρα ἀγορᾶς
απαραίτητα αρκούσε. Επιθεώρησε βιαστικά γύρω της κι έ- -Γιατί σε εμπορικό; τη ρώτησε. Ο αττικός ήλιος εκείνο το πρωί ανέτειλε αποφασισμένος
κλεισε την εξώπορτα. Στη θέση του οδηγού, ουσιαστικά για -Μα, για να μη μας αναγνωρίσουν ανάμεσα στο πλήθος, να ζεστάνει για λίγο τις καρδιές των ανθρώπων, μιας και
πρώτη φορά στη ζωή της, έστειλε μήνυμα στη Μαρίνα: φυσικά. τις είχε καταψύξει το μένος του πολέμου. Ο Φαέθων πλη-
«Μην με αναζητήσεις. Θα επικοινωνήσω σύντομα μαζί Στο χέρι του έσφιξε την κούπα από γαλάζια πορσε- σίασε αρκετά κοντά στη γη με το άρμα του πατέρα του και
σου». λάνη. Ένιωσε τον καφέ που είχε κρυώσει. αγκάλιασε την πλάση με ζεστασιά. Το κλεινόν άστυ, κα-
Νατάσα Χασάκιοϊλη -Θα αγοράζαμε καρό κασκόλ. ζάνι σε υψηλό σημείο βρασμού. Ευτυχώς είχαν καταφτά-
-Και γιατί ξυπόλυτοι; σει τα Μεγάλα Διονύσια και, παρόλη τη δίνη του πολέμου,
Παρα…μυθίες
-Α, δεν ξέρω, χαμογέλασε. Ίσως για να μην κάνουμε θό- θα διεξάγονταν κανονικά. Οι Αθηναίοι αδημονούσαν να α-
Η Ανθή Λύκου, το γένος Κοκκίνου, γεννήθηκε στις 21 ρυβο. πολαύσουν παλιούς και νέους ποιητές και να κρίνουν τις
Ιουνίου μιας απροσδιόριστης χρονιάς, την ώρα που σουρού- Τη γνώριζε μόλις μια ώρα και λίγα λεπτά. Το ραντεβού υφαντικές τους ικανότητες στο εκ νέου πλέξιμο του μυθο-
πωνε, μα το λυκόφως εμπόδιζε τη νύχτα να πέσει μαύρο τους ήταν επαγγελματικό, καθορισμένο από τις εταιρείες ό- λογικού υλικού. Η αλήθεια είναι πως δεν θα πήγαιναν στο
σεντόνι στη γη πριν τις τελευταίες καληνύχτες του ύπνου. που δούλευαν αμφότεροι. Το ζήτημα είχε διευθετηθεί και, θέατρο για να ξεχάσουν τα βάσανά τους, αλλά για να προ-
Εκείνο το δειλινό το σπιτάκι στο χείλος της λίμνης, εκεί στο από ευγένεια, έμεινε λίγο παραπάνω για να συζητήσουν βληματιστούν για την τρέχουσα κατάσταση και το μέλλον
τέρμα του μικρού δάσους φωταγωγήθηκε για να υποδεχτεί περί ανέμων και υδάτων. της σύρραξης, προσπαθώντας συγχρόνως να ερμηνεύσουν
τον ξανθό άγγελο που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα σκέλια της -Είσαι σίγουρη ότι ήμουν εγώ; τα κρυμμένα μηνύματα της εκάστοτε Πυθίας που θα παρα-
μάνας. Ο πατέρας της – εκτελώντας χρέη μαμής- έχωσε τα -Απολύτως. Δεν κάνω ποτέ λάθος. ληρούσε στη σκηνή. Το λίκνο της αθηναϊκής δημοκρατίας
τριχωτά του χέρια στα ύστερα της γυναίκας του, τράβηξε Έφερε τη γαλάζια κούπα στα χείλη του. Και εκείνη έ- επέτρεπε ακόμη και στους εχθρούς να απολαύσουν –και
απαλά τη μοναχοκόρη του κι έκοψε με τα μυτερά του δό- κανε το ίδιο. Σίγουρα θα είχε κρυώσει και ο δικός της κα- προπάντων να φθονήσουν- το μεγαλείο του αττικού δρά-
ντια τον ομφάλιο λώρο. Μα χωρίς να το θέλει έκοψε και φές. ματος. Έτσι, ένα συμπίλημα ανδρών είχε μόνο το δικαίωμα
το δεξί χέρι της κόρης του. Η μάνα που λάτρευε το κόκκινο -Δεν κάνω ποτέ λάθος, επανέλαβε και έγειρε προς το μέρος να απολαύσει το δώρο της Μούσας Μελπομένης ...
της φωτιάς την τύλιξε σε μια άλικη κουβέρτα και την έ- του. Το πρωινό εκείνο του Μαρτίου βρήκε την Δηιδάμεια α-
κρυψε στην αγκαλιά της. «Ανθή θα την πούμε» είπε ο πα- -Έστω, της είπε. ποφασισμένη να διαπράξει κάτι πολύ τολμηρό. Τα περιθώ-
τέρας «είναι όμορφη κι ευωδιαστή σαν τα λουλούδια που Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. ρια είχαν στενέψει επικίνδυνα, τα χαλινάρια έσφιγγαν.
κράταγες σε κάθε μας συνάντηση». -Τι έγινε μετά; Δεν είχε πολλή ώρα στη διάθεσή της. Έπρεπε να σκεφτεί
Η Ανθή μεγάλωνε ευτυχισμένη στο σπίτι με τα κόκκινα -Τριγυρνούσαμε στους διαδρόμους, χανόμασταν ανάμεσα γρήγορα, ριψοκίνδυνα και ταυτόχρονα συνετά. Μόνο ε-
κεραμίδια κάτω από την αγριελιά ακούγοντας τον ανεπαί- στα κρεμασμένα ρούχα. κείνη μπορούσε να φέρει εις πέρας αυτόν τον παράδοξο
σθητο παφλασμό του νερού της λίμνης, κυνηγώντας νοερά Η γαλάζια πορσελάνη έτριξε ελαφρά ανάμεσα στον δεί- συνδυασμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ζήτησε συγχώρεση από
άσπρα σύννεφα στον ουρανό και πιάνοντας κουβέντα με τα κτη και τον αντίχειρά της. τους θεούς και πρωτίστως από τον Διόνυσο για την ύβρη
ζώα σε μια γλώσσα άλλη. Αυτή που της μάθαινε ο πατέρας, -Δε με πιστεύεις. που θα διέπραττε. Την ανακούφιζε, ωστόσο, η αμέριστη συ-
όταν βόλταραν με το κόκκινο αμάξι τους. Τον αγαπούσε Δεν ήταν ερώτηση. μπαράσταση της Αφροδίτης. Εκείνη ήξερε καλύτερα από
πολύ τον πατέρα η Ανθή, ήταν καλός κι ευγενικός, παρόλο -Είναι παράδοξο, της είπε. τον καθένα τους έρωτες, ποια μάνα δεν γνωρίζει το παιδί
που δεν είχε τίποτα τραβηχτικό επάνω του. Ίσα ίσα ήταν Έκανε να σηκωθεί, μα κάτι τον κράτησε. Ίσως χρειαζό- της; Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της για να μην γίνει
μαυριδερός και τριχωτός, με μεγάλα δόντια και πεταχτά ταν λίγο ακόμη καφέ. αντιληπτή, πούπουλο που το παρέσυρε ο άνεμος και το
αυτιά, μάλλον τρομαχτικός στην όψη. Μα η καρδιά του ή- -Κρίμα που δεν μπορείς να φωτογραφήσεις τα όνειρα. Ίσως προσγείωσε στο αίθριο του σπιτιού.
ταν τρυφερή κι αγαπούσε πολύ τη μαμά της, εκείνη τη μι- τότε να με πίστευες. -Τεισιάδη, πού είναι ο πατέρας μου;
κροκαμωμένη γυναίκα με το γλυκό χαμόγελο, τα κόκκινα Σκέφτηκε πως μάλλον θα ήταν τρελή και, μόλις επέ- -Δεν ξέρω, κυρούλα μου. Δεν είναι εδώ πάντως.
φουστάνια και την καθαρή ποδιά με τα βολάν που δεν έ- στρεφε στο γραφείο, θα μιλούσε στον προϊστάμενό του. Την -Πότε έφυγε;
βγαζε σχεδόν ποτέ από πάνω της ακόμα κι όταν τελείωνε κοίταξε ίσια στα μάτια μήπως μπορέσει κάτι να διακρίνει. -Προ ολίγου. Τον ήθελες κάτι; Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ;
τις δουλειές του μικρού τους σπιτιού. Μόνο το φεγγάρι δεν Τα μάτια της - παράδοξο - είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα με -Το μόνο σίγουρο είναι ότι μπορείς, το αμφίβολο είναι αν
είχε δει ποτέ. Απαγορευόταν. Τα βράδια που φώτιζε τον τις πορσελάνινες κούπες τους. θέλεις.
ουρανό, οι γονείς της έκλειναν ερμητικά τα κόκκινα παρα- -Λοιπόν, πώς τελείωσε το όνειρο; -Τι συμβαίνει, κυρούλα μου;
θυρόφυλλα του σπιτιού τους κι έπεφταν νωρίς για ύπνο, -Τα όνειρα δεν τελειώνουν, διακόπτονται. -Ακόμη δεν σου είπα τίποτα και ήδη άσπρισες. Κακός οιω-
πριν σηκωθεί ολόγιομο στον έναστρο ουρανό. -Τι διέκοψε το όνειρό σου, τότε; νός για αρχή. Εν πάση περιπτώσει, είσαι σίγουρος για αυτό
Η Ανθή έκλεισε τα πέντε. Σήμερα, πρώτη μέρα στο νη- -Το γαύγισμα ενός σκύλου. Αλλά πριν από αυτό με είχες που μου είπες πριν;
πιαγωγείο απόμεινε μόνη στη γωνιά με τα παραμύθια. Κα- φιλήσει μέσα στα δοκιμαστήρια. -Για τον Φαίδιμο;
νένα παιδί δεν την πλησιάζει. Άλλα την κοιτούν φοβι- -Εγώ; -Σςςςς πιο σιγά… ναι, πώς ξέρεις ότι είναι εδώ;
σμένα, άλλα τη δείχνουν κοροϊδευτικά. Η Ανθή δε μπορεί Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Ο καφές είχε τε- -Άκουσα το πρωί τον κύρη σου να κακολογεί τον πατέρα
να καταλάβει το γιατί κι είναι δυστυχισμένη. Το χαμόγελο λειώσει. Σκέφτηκε τον σκύλο του, ήταν ανήσυχος το προη- του στη μητέρα σου ως συνήθως και δυσανασχέτησε που
σβήνει σιγά σιγά από τα χείλια της, ανάμεσα στα φρύδια γούμενο βράδυ. Ζήτησε από τη σερβιτόρα να του γεμίσει μπορεί να τον πετύχει στο θέατρο.
σχηματίζεται μια μικρή χαρακιά απογοήτευσης και στρέφει την κούπα. -Εξαιρετικά.
την αριστερή της χούφτα όλη την ώρα προς τα έξω σχημα- -Τι γεύση είχε το φιλί μου; -Ούτε η Παλλάδα δεν έχει τόσο λαμπερά μάτια…τι σκαρ-
τίζοντας ένα μεγάλο γιατί. Φεύγει μακριά από τα παιδιά. -Της οδοντόκρεμάς σου: μαστίχα και μέντα. Προφανώς θα φίστηκες πάλι, μικρή κυρά;
Κάθεται στο χαμηλό σκαμνάκι κοντά στη βιβλιοθήκη και είχες μόλις βουρτσίσει τα δόντια σου, πριν σε πάρει ο ύπνος. - Είσαι διατεθειμένος να φτάσεις μαζί μου στην υπερβολή
χαζεύει τα βιβλία. Δεν ξέρει να διαβάζει, μα κοιτά τις όμορ- -Δεν το βρίσκω αστείο, της είπε. για άλλη μια φορά και να αγγίξουμε τον κίνδυνο;
φες εικόνες. Ξαφνικά το μάτι της πέφτει σε κάτι γνώριμο -Δεν είναι αστείο. Είναι ζωή. Αληθινή. Κοίτα. -Πες μου πρώτα και μετά θα κρίνω.
κι απορεί τί δουλειά έχει το οικογενειακό τους άλμπουμ στη Του έδειξε μια μικρή αμυχή στον δεξί της ώμο. -Κανονικά το ξέρεις ότι οι δούλοι δεν έχουν επιλογή, αλλά
βιβλιοθήκη. -Έχεις δυνατά δόντια, του είπε. έχε χάρη που σε αγαπάω και με αγαπάς και δεν σου φέρο-
Το δειλινό ακούει τους γονείς της να μιλούν ψιθυριστά. Την κοίταξε με μάτια σκύλου∙ που δεν καταλαβαίνει αν μαι όπως οι άλλοι. Σε βλέπω σαν τον αδερφό που δεν έχω.
Ο πατέρας επιμένει να της πουν την αλήθεια. Είναι καιρός πρέπει να κουνήσει την ουρά του ή να τη βάλει κάτω από -Προχώρα στο θέμα, κυρά, και άσε τις κολακείες…
να μάθει, ποιοι είναι οι γονείς της, ποιος είναι αυτός. Η μάνα τα σκέλια. «Μινωική» βάφτισε την τέχνη του ο πατέρας της, καθώς
αρνείται. «Όχι» του λέει «κάποια στιγμή θα μάθει πως τα Τον κοίταξε με τα γαλάζια της μάτια, ασορτί με την πορ- η Μινωική εποχή γέννησε τα πρώτα βρέφη της κεραμικής.
παραμύθια δεν είναι αληθινά. Κάποια στιγμή θα σε δικαιώ- σελάνινη κούπα. Είχε επινοήσει μάλιστα ολόκληρες ιστορίες για την μα-
σει κι η κόρη σου.» Εκείνος όμως είναι απαρηγόρητος. -Θα έρθεις και απόψε; τον ρώτησε. κρινή καταγωγή του από την Κνωσό. Άπιαστος ήταν στη
Η Ανθή φεύγει κρυφά από το σπίτι. Φορά το κόκκινο -Πού; δουλειά του, το μεράκι και η φαντασία του περίσσευαν και
παντελόνι της πιτζάμας και βαδίζει προς το δάσος την ώρα -Στο εμπορικό, φυσικά. με το παραπάνω. Ήξερε όμως και πάλι πώς να τα αξιοποι-
που σουρουπώνει κι ένα ασημένιο φεγγάρι είναι έτοιμο να Η γαλάζια κούπα γλίστρησε από τα χέρια του και έγινε ήσει, ώστε να μην του πήγαιναν χαμένα. Ο φιλικός και ε-
σηκωθεί μέσα από τα νερά της λίμνης. Ακούει τη φωνή ενός θρύψαλα στο πάτωμα. ξωστρεφής του χαρακτήρας κατόρθωσε και διεύρυνε τις ε-
λύκου που την καλεί κοντά του για να της πει όλη την -Θα έρθω, απάντησε. παγγελματικές του συναλλαγές και εκτός Αττικής. Οι Λά-
αλήθεια του παράξενου παραμυθιού της ζωής της. -Θα σε περιμένω. Αλλά πρώτα να βάλεις τον σκύλο σου κωνες κυρίως τον τιμούσαν με το ενδιαφέρον τους και την
Ρένα Σαμαρά- Μάινα για ύπνο. προτίμησή τους. Καλά και τα κορινθιακά αγγεία, αλλά η
Βγήκε έξω, να γυρίσει στο γραφείο. Το βράδυ αργούσε ευφάνταστη και ζωηρή διακόσμηση των αττικών δεν ά-
Γαλάζιο ακόμα. Στον δρόμο παντού του κουνούσαν την ουρά γαλά- φηνε ασυγκίνητο ακόμη και τον πιο σκληροτράχηλο
-Κάποτε νόμιζα ότι η φαντασία αντιγράφει την πραγματι- ζιοι σκύλοι. Σπαρτιάτη. Σάτυροι, ομηρικές σκηνές και φύση παρέλαυ-
κότητα αλλά τώρα είμαι πεπεισμένη ότι συμβαίνει το αντί- Στέλλα Τσίγγου ναν πάνω στα αττικά αγγεία και έκαναν ακόμη πιο ευχά-
θετο, του είπε. ριστη τη χρήση τους.

10
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
Κάπως έτσι μπήκε και στη ζωή της Δηιδάμειας ο Φαίδι- Η μεταμφίεσή της σε άντρα αποδείχθηκε πιο εύκολη υπό- αυτό είναι το αναμενόμενο και το φυσικό. Θα πρωτοτυ-
μος. Οι πατεράδες τους είχαν αναπτύξει μία ισχυρή συνερ- θεση από ό,τι περίμενε. Ο Τεισιάδης μέσα σε λίγα λεπτά τη πήσω, όμως, και θα ζητήσω εγώ κάτι από εσάς. Αίτημα ιερό
γασία και μία ζηλευτή φιλία και αλληλοεκτίμηση. Όσος μετέτρεψε σε σωστό νεαρό. Με άκρα μυστικότητα ξεμύτι- και βέβηλο συνάμα. Θα σας βοηθήσω με όλες μου τις δυνά-
χρόνος κι αν περνούσε, όσοι πόλεμοι κι αν προέκυπταν δεν σαν από το σπίτι. Ένας δούλος και ο νεαρός του κύριος ή- μεις να ξεπεράσει η πόλη το πολλαπλό μίασμα, τον άτιμο
μπορούσαν να διαγράψουν από τα αυλάκια του μυαλού ταν μια συνηθισμένη εικόνα στους δρόμους της πόλης του λοιμό. Σαν να μην έφτανε ο ένας ο εχθρός, ο λακωνικός,
της εκείνη την πρώτη τους αντάμωση. Βοηθούσε τη μητέρα Θησέα και κανείς δεν παραξενεύτηκε με το θέαμα αυτό. Έ- ήρθε και άλλος από το λιμάνι της Μουνιχίας , αόρατος, μα
της στο στρώσιμο του τραπεζιού όταν έφτασαν οι εκλεκτοί τσι, έφτασαν στον προορισμό τους ασφαλείς και απαρατή- πολύ ύπουλος. Μανάδες, παιδιά, ιππείς, οπλίτες, δούλοι,
καλεσμένοι τους. Λουκούλλειο γεύμα ετοιμάζονταν να πα- ρητοι. Μόλις εντόπισαν τον θείο της, η Δηιδάμεια κρύφτηκε όλοι ξαφρίστηκαν νεκροί από τα μαινόμενα κύματα της νό-
ραθέσουν. Κρασί με μέλι και ανθόνερο, χοιρινό, μοσχάρι, πίσω από ένα δέντρο και ο Τεισιάδης πλησίασε προς το μέ- σου. Κάθε αντίσταση, μάταιη. Σαν έφτασε τα ξημερώματα
ορτύκια, ψωμί από κεχρί, ελιές, φρέσκα μαρούλια και ρος του: ο αγγελιαφόρος από το μαντείο των Δελφών, μου μήνυσε
βλίτα. Αναπόσπαστο κομμάτι του δείπνου θα αποτελούσαν -Καλότυχος να είσαι, νέε μας Οιδίποδα, και καλή επιτυχία μαντάτο διφορούμενο, μα με ξεκάθαρο περιεχόμενο εκ μέ-
τα τραγήματα στο τέλος για να γλυκαθούν οι καλεσμένοι, σου εύχομαι. Η αδερφή σου είναι πολύ συγκινημένη και με ρους του θεού. Η λύση για να σταματήσει το θανατικό βρέ-
γλυκάκια από αποξηραμένα φρούτα και μέλι . Ο πατέρας έστειλε να σου φέρω ένα ρόφημα που θα σου δώσει ενέρ- θηκε. Μένει να την καλοδεχτείτε και να υπακούσετε, αλ-
της ήθελε να εντυπωσιάσει τον συνεργάτη του και κυρίως γεια! Πιες το για να αντέξεις στην παράσταση. λιώς χαθήκαμε όλοι από τον μαύρο τούτο τόπο. Οι οιωνοί
να του δώσει την ευχαρίστηση να γευτεί μια γευστική παν- -Την ευχαριστώ πολύ και σένα μαζί. Τρέχω όμως να προ- το έδειξαν και η Πυθία απεφάνθη. Ποιος θα σταθεί εμπόδιο
δαισία, άγνωστη παντελώς για τους Σπαρτιάτες. λάβω. Σε λίγη ώρα ξεκινά η παράσταση. Χαίρε. στο αίτημα του Απόλλωνα; Όποιος δεν το πράξει, πρώτος
Εκείνη τη φορά ο συνεργάτης του είχε πάρει μαζί και τον Την πλησίασε για να την ενημερώσει για την ομαλή έως θα εξοριστεί από την πόλη. Ο θεός επιθυμεί ισάξια τοποθέ-
γιο του για να μάθαινε τα μυστικά του επαγγέλματος και τώρα έκβαση του σχεδίου. Αμέσως μετά, ο ευγενής δούλος τηση των γυναικών στον πάνθεον του Δήμου. Μας καλεί
των συναλλαγών. Οι άντρες θα γευμάτιζαν στον ανδρώνα έτρεξε προς την αγορά και εκείνη έμεινε να παραμονεύει. να παραδειγματιστούμε από το δωδεκάθεο. Μα καλά, δεν
του σπιτιού και οι γυναίκες θα απουσίαζαν, όμως λόγω της Ένα ελαιόδεντρο της πρόσφερε κάλυψη μέχρις ότου συμ- βλέπετε την ελευθερία λόγου, κινήσεων και μόρφωσης που
καλής συμφωνίας που πέτυχε ο πατέρας της, επέτρεψε στα βεί το μοιραίο και εκείνη παραμόνευε σαν γεράκι που εποφ- έχουν οι θεές; Εκεί, η θηλυκή βούληση συμπλέει με την αρ-
θηλυκά μέλη του οίκου να συμμετάσχουν στο γεύμα. θαλμιά το λαχταριστό του θήραμα. Ο μητράδελφός της, μό- σενική σε ήρεμα νερά. Αν το αρνηθεί κανείς, βλασφημία με-
Πρώτη φορά παρευρισκόταν αγόρι στο σπίτι της. Κούρος λις γεύτηκε το ρόφημα, αισθάνθηκε μια ξαφνική αδιαθε- γάλη θα ξεπηδήσει από το στόμα του. Αφού λοιπόν τα θεϊκά
ζηλευτός. Είχε ακούσει κάποτε τον πατέρα της να λέει για σία, όλα έσβησαν τριγύρω του και έπεσε σε ύπνο βαθύ. Η θήλεα έχουν το ίδιο μερτικό στη ζωή με τους θεούς άρρενες,
αυτόν ότι ήταν πολύ ντροπαλό και γλυκό αγόρι. Η γε- Δηιδάμεια εκμεταλλεύτηκε τον αναβρασμό που επικρα- γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο και στην πόλη μας; Ως πότε
νειάδα του και τα κάπως σκληρά χαρακτηριστικά του, ξε- τούσε, τρύπωσε σαν τον άνεμο στα παρασκήνια, τον πήρε θα διαλαλούμε και θα κομπορρημονούμε για τη δημοκρατία
γελούσαν. Και τότε, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι από σκέ- και τον έσυρε κάτω από το δέντρο για να κοιμηθεί με την μας, όταν οι γυναίκες μαραζώνουν στα στενά πλαίσια του
ψεις, εκείνος της χαμογέλασε και την κοίταξε με ένα ησυχία του και εκείνη να κάνει τη δουλειά της. Άφησε μά- οίκου και λαμβάνουν δικαιώματα λιγότερα από ό,τι το δου-
βλέμμα γεμάτο ζεστασιά. Παγωμένος ιδρώτας πότισε τη ξη- λιστα δίπλα του έναν κρατήρα με οίνο, ώστε να τον περ- λικό; Τραβήξτε για τον δρόμο της Αρετής. Σεβαστείτε το
ρασία του έρημου κορμιού της, τα ρίγη απανωτά τη χτύπη- νούσε για μεθυσμένο όποιος τύχαινε να τον δει. Άλλωστε, αίτημα του θεού. Ο Απόλλωνας το δήλωσε ρητά, δεν επιθυ-
σαν σαν τη βαρυχειμωνιά και η καρδιά της έτρεχε πιο δυ- σε λίγο θα έφτανε ο Τεισιάδης και θα καθόταν δίπλα του να μεί να εξουσιάζει πια και να διαφεντεύει το αρσενικό την
νατά από ολυμπιονίκη που αγωνιά να τερματίσει πρώτος. τον φυλάει. Ξεκούμπωσε τον μανδύα, τον αφαίρεσε από αλυσίδα της σκλαβιάς των θηλυκών. Τα λόγια αυτά τα α-
Το παρουσιαστικό της ξεγελούσε και το πιο έμπειρο μάτι. τον παρ’ ολίγον Οιδίποδα και στέφθηκε με βασιλικό χι- κούτε από έναν μοιχό και πατροκτόνο. Η διαφορά μας όμως
Έδειχνε εύθραυστη και απροστάτευτη, μικροκαμωμένη κα- τώνα. Πριν φορέσει το προσωπείο, το περιεργάστηκε. Μια είναι ότι εγώ δεν ήξερα, είχα μάτια, μα εξόφθαλμα παρα-
θώς ήταν. Τα μάτια της είχαν μια μόνιμη λάμψη, ακτινοβο- αθώα μορφή και ταυτόχρονα σημαδεμένη από τη μοίρα ή στρατούσα από τη στράτα των οιωνών και σκόνταφτα
λούσαν, ήλιοι που έκαιγαν όποιον Ίκαρο τολμούσε να πλη- τις δικές της επιλογές την κοίταξε κατάματα. Αισθάνθηκε στους βράχους που μου πετούσαν ο Δευκαλίων και η
σιάσει κοντά. Η ελιά στο άνω χείλος της σφράγιζε τη γνή- να συμπλέει ψυχικά με αυτήν την τραγική φιγούρα, με τη Πύρρα. Δεν αναγεννήθηκα όμως. Μακάριοι είστε εσείς, ο
σια αττική καταγωγή της και αύξανε τα κοινά της σημεία διαφορά πως εκείνη έβλεπε πιο πέρα από το φως, πιο πέρα θεός σας μιλά ειλικρινά και πρέπει να δεχτείτε πειθήνια το
με τη Γλαυκομάτα. Ένα αόρατο πέπλο μυστηρίου και γοη- από τον ορίζοντα. Το αιώνιο ζητούμενο είναι η στάση που θέλημά του. Και αν μια γυναίκα επιθυμήσει έναν άντρα,
τείας κάλυπτε διαρκώς την αινιγματική της υπόσταση. Ε- κρατά κανείς απέναντι στα πράγματα, διότι έτσι όπως μπο- ουράνια και γλυκά, ας είναι ελεύθερη να τον ακολουθήσει.
κείνος το αισθάνθηκε. Τον θύμωσε ο ίδιος του ο εαυτός για ρεί να πεθάνει κάποιος, αν δεν λάβει το φάρμακό του, μπο- Ακόμη κι αν δεν είναι Αθηναίος, ας είναι και βλάστημα της
τη δειλία του και δάγκωσε νευρικά τα χείλη του. Και κα- ρεί εξίσου να πεθάνει, αν πιει φαρμάκι. Ομοίως, το απόλυτο Λακωνικής γης, εμπόδιο κανένα. Ο πόλεμος κάποια στιγμή
θώς εκτυλίσσονταν αυτά τα γεγονότα, η Δηιδάμεια έδωσε σκοτάδι επιφέρει τύφλωση, αλλά και το άπλετο φως επί- θα τελειώσει, δεν μπορούμε να λογιάζουμε τους Λάκωνες
έναν όρκο και έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό της. Αχ! σης. ορκισμένους και αιώνιους εχθρούς μας.»
Βρε Λάχεσι, ποια μοίρα όρισες από εδώ και πέρα για τη Η μεγάλη στιγμή ήταν εκεί, βιαστική είχε φτάσει και Το ακροατήριο διχάστηκε. Άλλοι, οι πιο προοδευτικοί, ε-
Δηιδάμεια; χτύπησε την πόρτα της καρδιάς της. Άνοιξε λοιπόν την πιδοκίμαζαν βροντόφωνα τις καινοτόμες και φανερά πα-
-Το ότι πάω γυρεύοντας είναι το μόνο σίγουρο, πότε θα πε- πόρτα και την καλωσόρισε, τηρώντας ευλαβικά το τυπικό ράτολμες ιδέες του Σοφοκλή. Οι συντηρητικοί, όμως, χτυ-
θάνω δεν ξέρω μόνο. της φιλοξενίας του Ομήρου. Δεν ζήτησε να μάθει την ταυ- πούσαν με βέβηλη μανία τα πόδια και τα χέρια τους στις
-Δέχεσαι να με βοηθήσεις; τότητά της. Την έτρεφε χρόνια ολόκληρα μέσα της, της κερκίδες και πετούσαν ξερά σύκα εναντίον του παράφρονα
-Δεν σκέφτεσαι, άμυαλη, το κρίμα που ετοιμάζεσαι να δια- γυάλιζε τα πόδια και τη φρόντιζε, αλλά δεν την άφηνε να Οιδίποδα και του βλάσφημου Σοφοκλή. Οι υποκριτές που
πράξεις; Σε πόλεμο βρισκόμαστε, θες να σε σκοτώσουν, αν κοιμηθεί . Ξεστράτισε από τις σκέψεις της, καθώς την τα- βρίσκονταν επί σκηνής παρακολουθούσαν εμβρόντητοι τα
σε πιάσουν; ρακούνησαν οι κραυγές αποδοκιμασίας των θεατών. Μόλις γεγονότα, σαν να τους κεραυνοβόλησε απανωτά ο πατέρας
-Το ξέρεις ότι δεν υπολογίζω τίποτα! τελείωνε η προηγούμενη τραγωδία. Ήταν η σειρά τους των θεών. Ο Σοφοκλής, δεν μίλησε. Κατάλαβε τι είχε συμ-
-Σήκω και πάμε πριν το μετανιώσω. τώρα. Πήγε να κάνει ένα βήμα και παραπάτησε. Επικαλέ- βεί, ξαφνικά δεν τον ένοιαζε η πρωτιά. Προσευχόταν μόνο
-Τεισιάδη μου υπέροχε! στηκε πάλι τον Διόνυσο και την Αφροδίτη να της δώσουν στους θεούς για τη δική του σωτηρία και για την τύχη του
Στη συντηρητική Αθήνα του 5ου αιώνα, οι νεαρές κόρες δύναμη. αλλόκοτου Οιδίποδα. «Τῆιδε γὰρ τρανῶς ἐρῶ ». Σαν ιαχή
κινούσαν εκτός σπιτιού μόνο για να συμμετάσχουν στα Θε- «Βάκχε άνακτα και αθάνατη Αφροδίτη, εσείς που τα παι- πολέμου ήχησε στα ξαφνικά από τις κερκίδες. Ακόμη και
σμοφόρια και στα λαμπρά Παναθήναια. Λογίζονταν ως χνίδια του έρωτα καλά γνωρίζετε, ακούστε την προσευχή το αυστηρό προσωπείο του τυράννου χαμογέλασε και βά-
αιώνιες έφηβες, αφού έπρεπε πάντα να βρίσκονται κάτω μου και φυσήξτε πάνω μου πνοή βοηθείας. Αισυμνήτη και φτηκε στο χρώμα της πορφύρας από ντροπή και σφοδρή
από τις φτερούγες ενός άρρενα, αρχικά του πατρός τους και Λυαίε, φρόντισε να χαμογελάσει η μοίρα σε αυτό μου το εγ- επιθυμία για τον νεαρό που βροντοφώναξε. Ο Φαίδιμος χει-
έπειτα του συζύγου τους. Ακόμη όμως και υπό αυτές τις χείρημα και ελευθέρωσέ με από τα βάσανά μου. Ουρανία, ροκροτούσε εκστασιασμένος και συνάμα ένα ποτάμι φου-
συνθήκες, όσο αυστηρές και αν ήταν οι υποταγές, πάντα υ- ευλόγησε τον καθαρό και αγνό έρωτα που νιώθω στη ψυχή σκωμένο από όνειρα, ελπίδες και φόβο για το μέλλον ξεχύ-
πήρχαν ψυχές που δεν εγκλωβίζονταν σε φαλλοκρατικές μου και εγώ σε σας εκατόμβες θα προσφέρω για θυσία …» θηκε ορμητικό και ανεξέλεγκτο, πλημμυρίζοντας τα μάτια
απόχες και ονειρεύονταν να μεταμορφωθούν σε πεταλού- Και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, δυο δυνάμεις θεϊκές του. Πολλές ψυχές ονειροπόλες εκείνες τις στιγμές έγνεθαν
δες. Ένα πέταγμα υπόθεση ήταν εξάλλου. Τη χρονιά ε- την έσπρωξαν προς τη σκηνή. Τόσοι πολλοί θεατές περίμε- στον αργαλειό του ονείρου, αλλά η πραγματικότητα, αδρά-
κείνη, ο θείος της πρωταγωνιστούσε στο ρόλο του Οιδίποδα. ναν να δουν τον Οιδίποδα του Σοφοκλή να παίρνει σάρκα χτι σουβλερό, τους τρύπησε το δάχτυλο. Βιαίως εισέβαλ-
Μείζονος σημασίας εκείνη η διάκριση για την οικογένεια. και οστά. Ξαφνικά, ένα βάρος ήρθε και έκατσε στους ώμους λαν στη σκηνή οι ραβδούχοι και φανέρωσαν τη γυναικεία
Καλοσυνάτος άνθρωπος ήταν, με υπέρμετρη αγάπη για της, ασήκωτο, σαν τον βράχο του Σίσυφου. Ήταν γεγονός. όψη. Ο πατέρας του άτυχου Οιδίποδα, με βήμα ταχύ και
την ανιψιά του, καθώς δεν είχε δικά του τέκνα. Της μιλούσε Η παράσταση είχε μόλις αρχίσει με εκείνη να πρωταγωνι- πελώριο, βρέθηκε απέναντι από τον Φαίδιμο, έτεινε με
με τις ώρες για μυθολογία, σοφιστική, φιλοσοφία και υπο- στεί. φόρα την παλάμη του στην απαλή παρειά του νεαρού αγο-
κριτική. Αυτή ήταν και η μόνη ευκαιρία της Δηιδάμειας για «Τέκνα, βλαστοί σημερινοί της αρχαίας Αθήνας, γιατί ριού και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Φανέρωσε στους πάντες
μόρφωση. Αντιλαμβανόταν πως η γνώση είναι συνώνυμη στέκεστε μπροστά μου στήλες κακίας; Εδώ την πόλη από πως η μιαρή κόρη είναι δικό του γέννημα και απαίτησε ά-
έννοια της δύναμης και ανυπομονούσε για τη μέρα που θα άκρον σε άκρον την πνίγει ο πόλεμος και τη δονούνε δεή- μεση και δημόσια εκτέλεση. Το κρίμα της διπλό. Ανήμπορη
τη χρησιμοποιούσε υπέρ της, ενάντια σε όλους εκείνους που σεις και στεναγμοί, δικαιούμαι να ακούσω με τα αυτιά μου, στα χέρια των ραβδούχων, ικέτευε σιωπηλή και δακρυ-
ήθελαν τις γυναίκες υποδεέστερες και βουτηγμένες στο όχι μέσω αγγελιαφόρων, γι’ αυτό στέκομαι εδώ. Όλοι με σμένη τους θεούς. Έξαφνα, μανία μεθυστική και θεόσταλτη
βούρκο της άγνοιας. Και η μέρα εκείνη κάλπαζε προς το ξέρουν και με καλούν ‘τρανό, νέο Οιδίποδα’. Εγώ θα σας φώλιασε εντός της. Κομμάτιασε τον χιτώνα της σαν θρα-
μέρος της και η σκόνη που σηκώθηκε από τις οπλές, κά- μιλήσω ετούτη τη φορά και έχετε τα αυτιά σας ανοιχτά και κική μαινάδα, το γυμνό στήθος της ξεπρόβαλε και βακχική
λυψε τα πάντα. τα στόματα κλειστά. Τι σας έφερε εδώ; το μίσος; Θέλετε κραυγή διαχύθηκε ολόγυρα: «Φαίδιμε, εράσμιέ μου, σε α-
κάτι από μένα; Φυσικά, πάντα θα θέλετε κάτι από μένα, γαπώ». Ενόσω οι ραβδούχοι τη χτυπούσαν ανάλγητα,

11
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης-Λογοτεχνικό Δελτίο-Οκτώβρης 2020, τεύχος 13ο
έτρεξε κοντά της και ο Φαίδιμος, και τότε βιαιοπραγούσαν απορροφούσε μερικώς το ρυθμό του μηχανισμού. Την προ- περιστοιχίζουν, ενώ αραιά σύννεφα κάλυπταν το στρογ-
εναντίον και των δυο με πιο έκδηλο μένος. σοχή μου κέρδισε το φωτάκι συναγερμού φωτιάς. Αναβό- γυλό φεγγάρι.
Εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός και συμπλήρωσε τη σβηνε κόκκινο, αργά σαν να ντρεπόταν. Είχα ξεχάσει τον «Δεν έχω να σου πώ τίποτε», είπε τότε ο Λυσιέν, ή μή-
λύση στη δέση της τραγωδίας, μια τραγωδία υπαρκτή και καλπασμό της αγωνίας μου, η καρδιά μου έκαιγε θερμά λη- πως σκεφτόταν την φράση;
πιο σπαραξικάρδια από αυτήν του οίκου των Λαβδακιδών σμονώντας κάθε κανόνα προφύλαξης. Αλλά, καπνός που- Η φωνή του πηγαδιού ξανακούστηκε: - «Φύγετε από
. Διέταξε τους ραβδούχους να σκοτώσουν τον ίδιο, πήρε το θενά. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτουργεί. Κάλπα- μένα Λυσιέν. Γυρίστε στην πόλη σας, την Μασσαλία σας,
κρίμα επάνω του και διαβεβαίωσε το άφωνο πλήθος ότι ή- ζαν οι σκέψεις της αναμονής. Κίνησα το χέρι και η πετα- και μην αναζητείτε κόσμους που αγνοείτε».
ταν ο καθόλα υπαίτιος σε αυτό το έγκλημα που εκτυλί- λούδα έφυγε. Υπήρξα και καλύτερα, συλλογίστηκα. Αύριο Φωνές ακούστηκαν από τον δρόμο, έξω από την αυλή
χτηκε μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια τους: «καλῶς δἐ θα είμαι λιγότερη, μα υγιής. με το πηγάδι. «Αργόσχολοι ταλαιπωρημένοι τουρίστες»,
σῶσαι παῖδα κεὐκλεῶς θανεῖν » αναφώνησε. Έτσι, οι ρα- σκέφτηκε, γύρισε την πλάτη και βρέθηκε στον δρόμο. Έ-
βδούχοι έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτόν τον άτυχο Δυσεύρετος ο συντονισμός του χρόνου. νιωθε σαν να μην αναζητεί κάτι, μόνος σαν τον κούκο χω-
μεσήλικα, ο οποίος δεν πρόλαβε να υποδυθεί τον Οιδίποδα, Λίνα Βαταντζή ρίς συντροφιά, ακροβάτης στη γη χωρίς τεντωμένο σκοινί.
αλλά δεν μπόρεσε και να απεκδυθεί το τραγικό του τέλος. Περήφανοι και τυχεροί «Αλλά διαθέτω λίγες ημέρες ακόμα, να πήγαιν μήπως
Ο Τεισιάδης, άπραγος παρατηρητής στα μέχρι τότε τεκται- Ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου ο «Λακεδαίμονας» προς κάτω Ιταλία, του νότου, σε μέρη αγαπημένα, Απου-
νόμενα, βημάτισε μπροστά, Κορυφαίος σε έναν επιθανάτιο Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος ιδρωμένος, μπροστά στον κα- λία, Τάραντας, Σαλέντο, χωριά;»
χορό: «Καλύτερα δούλος του Άδη, παρά δούλος ενός άτε- θρέφτη της ντουλάπας αντίκα, κληρονομιά της μητέρας Η Βενετία τον είχε ζαλίσει με την εικόνα της,από τη μια
γκτου πατέρα. Έχε γεια, αγαπημένη μου κυρούλα. Σου του ρουφάει τη κοιλιά του για να καταφέρει να κουμπώσει περίεργα ονειρική, μια σπουδαιότητα που τρέκλιζε, σκεπα-
δίνω ευχή ιερή να ζήσεις από εδώ και στο εξής όπως εσύ το κασμιρένιο παντελόνι του. Κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο, σμένη με φαντάσματα και μύθους.
όρισες. Μακάρι να αργήσει η μέρα που θα σε συναντήσω. δεν θέλει να αργήσει. Έτοιμος ο καφές Ελένη; Δεν παίρνει Πνιγμένη, από τον ίδιο της τον εαυτό.
Να με θυμάσαι ως αιώνιο δούλο της βούλησής σου». απάντηση. Πώς να ακούσεις μωρή θεότρελη με τη γαμη- Χρίστος Κασσιανής
Κατατρεγμένοι οι νεαροί ερωτευμένοι έφυγαν για να ζή- μένη την τηλεόραση στη διαπασών πρωί πρωί. «Αποτρο- Μαγειρέματα
σουν από κοινού, αναζητώντας ένα φωτεινό καταφύγιο στο πιασμός και οργή είναι τα συναισθήματα που κυρίευσαν
σκοτάδι αυτού του κόσμου, και ο θείος της Δηιδάμειας κί- τους κατοίκους της Λακωνικής Μάνης όταν έγινε γνωστή Κοίταζα με καλά κρυμμένη τη συγκίνηση τη μπακιρέ-
νησε να βρει τον Οιδίποδα, διασχίζοντας μια ματωμένη λί- η είδηση ότι ένας από τους πιο παλιούς ιερείς της περιοχής νια κατσαρόλα της γιαγιάς, πεταμένη σε μια στοίβα με ρα-
μνη και οδεύοντας στα δώματα του Πλούτωνα. γισμένα πιάτα, σαρακοφαγωμένες υφαντές κουβέρτες και
συνελήφθη από τις αστυνομικές Αρχές με την κατηγορία κιτρινισμένα εναγκαιρίσια τραπεζομάντιλα. Θα τα μαζεύ-
Η παράσταση ανέβηκε ξανά την επόμενη χρονιά με επι- της κακοποίησης ανηλίκου.» Το στομάχι του καίει. Δεν θα
σημότητες και τιμές. Οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές. Παρόλα μάθει ποτέ να μαγειρεύει αυτή η γυναίκα. Τίγκα στα μπα- αμε όλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών, για να τα πετά-
αυτά, τίποτα δεν άλλαξε στην Αθήνα και κανείς δεν παρα- χαρικά το μοσχαράκι χθες. Ενώ η μαμά… αχ ρε μαμά, αρ- ξουμε φεύγοντας. Φαντάρος σε άδεια εγώ, είχα προσφερθεί
δειγματίστηκε από το συμβάν. Τυφλώθηκαν Οιδίποδες και χόντισσα σε όλα σου. Το σπίτι να αστράφτει, ο μπαμπάς να βοηθήσω τη μάνα μου να συγυρίσει το σπίτι στο χωριό
μεσολάβησαν Τειρεσίες για να φωτιστεί η όραση των εκ γε- πάντα ατσαλάκωτος και περιποιημένος, τα παιδιά καθαρά για το ετήσιο μνημόσυνο της πεθεράς της.
νετής τυφλών Αθηναίων. Η κατσαρόλα της γιαγιάς έφερε εμφανή τα σημάδια του
κι ευγενικά όπως αρμόζει. Ακόμη κι όταν μας χτυπούσες με χρόνου στο σώμα της· είχε χάσει το δεξί χερούλι της πριν
Αυτή η οποία οδηγήθηκε μόνη της στην αυτοεκπληρού- αγάπη το έκανες. Γι’ αυτό και βγήκαμε άνθρωποι σωστοί
μενη προφητεία του ονόματός της, απώθησε πράγματι ό- στη κοινωνία. Ελένη; Πού είσαι γαμώ τον αντίχριστο μου; καιρό, ενώ ο μαυρισμένος πάτος της μαρτυρούσε την άτα-
λους τους εχθρούς. Άναψε μύριες φρυκτωρίες και ήγγειλε Που στο διάολο είναι η γραβάτα μου; Πάλι στο μπάνιο κτη υποχώρηση γυναικείας νοικοκυροσύνης. Πόσο άχαρη
το δικό της πυρακτωμένο μήνυμα. «Φρυκτωρίαν ἔδειξε μπουκώνεσαι με χάπια; Η τηλεόραση αναγγέλλει θριαμ- μου φαινόταν τώρα στα στερνά της, απορριμμένη σε μια
γωνιά, παροπλισμένη, ατελής, αποκλίνουσα από οποιαδή-
κἀνέφηνε οὐ δεδειγμένα .» βευτικά «η Ελένη μας αποκαλύπτει αποκλειστικά τα μυ- ποτε έννοια κατασκευαστικής τελεολογίας, εκεί στην αυλή,
Τερψιθέα-Ευαγγελία Μακρή στικά της ομορφιάς της». Η Ελένη βάζει τις τελευταίες πι-
δυο μέτρα μακριά από τη φύση της, από τον πετρόχτιστο
Υποσημειώσεις: νελιές στο μακιγιάζ της. Χτενίζει τα μαλλιά της, καθαρίζει φούρνο, κι άλλα τόσα από το μάτι του πετρογκάζ στο μικρό
τη χτένα της, τραβάει το καζανάκι κι ένας γαλάζιος μυ- μαγεριό της γιαγιάς. Παρατημένη στο χώμα, αταίριαστη ε-
1
19 Μαρτίου, πρωινές ώρες ρωδάτος από θαλάσσια αύρα καταρράκτης παρασύρει τού- ντελώς με το καινούργιο περιβάλλον της. Μα πιο πολύ η
2
Μούσα της τραγωδίας φες ξανθά μαλλιά μπλεγμένα. Κατάρες, όνειρα, εφιάλτες χρονική παρά η χωρική ασυνάφεια την καθιστούσε στα μά-
3
Μικρό δείγμα από τις διατροφικές επιλογές των αρ- και δάκρυα καταλήγουν στο αποχετευτικό σύστημα της ό- τια μου σχεδόν τραγική.
χαίων Αθηναίων μορφης κωμόπολης που καθαρή και στολισμένη περιμένει
4
Η ελιά ως ιερό δέντρο της Αθηνάς και κατ’επέκτασιν Πόση φροντίδα στο παρελθόν είχε γνωρίσει, πόσα γα-
την εορταστική δοξολογία και την μαθητική παρέλαση. Το νώματα είχε νιώσει να την κάνουν πιο στιβαρή, πόσα προ-
της Αθήνας
5
Πρώτος μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, ο οποίος ένωσε
μέλλον του τόπου θα παρελάσει. Περήφανοι και τυχεροί σεκτικά τριψίματα, μην πληγωθεί, πόσα απαλά σκουπί-
τους δήμους της Αττικής γονείς θα καμαρώσουν τα βλαστάρια τους. σματα, πόσα γυαλίσματα με στάχτη και λεμόνι. Κι αυτή
6
Η διαδικασία του τυπικού της φιλοξενίας σύμφωνα με Μανόλης Μαργωμένος πάντα παρούσα, σε οικογενειακά μαγειρέματα και φιλικά
τον Όμηρο. Αντί για κάποιον ξένο, η Δηιδάμεια φιλοξέ- τραπεζώματα, σε τσιγαρίσματα, σε ζεματίσματα κρέατος
νησε τη μεγάλη στιγμή που είχε μόλις φτάσει και χρόνια Η Αυλή στη Βενετία τις Κυριακές και τις γιορτές, σε νεροβρασίματα λαχανικών
επεξεργαζόταν και φανταζόταν πότε θα ερχόταν η στιγμή Ο Λυσιέν είναι ήσυχος, όλος σιωπή. Βαδίζει στον υγρό και χόρτων τις νηστείες και τις καθημερινές. Πόσοι ζωμοί
που θα τολμούσε κάτι για να αλλάξει τη μοίρα της. σκοτεινό δρόμο και μέσα του τραγουδεί. Είναι αργά το κρέατος και σούπες δεν κόχλασαν στα μπρούντζινα σωθικά
7
Τυπικό επίθετο του Διονύσου. Σημαίνει «αυτός που κυ- βράδυ στη Βενετία και βρίσκεται έξω από την αυλή που της. Πόσες πείνες δεν χόρτασε, πόσους γευστικούς κάλυκες
βερνά τη μοίρα» είχε επισκεφτεί το πρωί. Η αυλή με το πηγάδι της απωλε- δεν ικανοποίησε, αυτή, η κατσαρόλα της γιαγιάς, χάλκινη
8
Τυπικό επίθετο του Διονύσου. Σημαίνει «αυτός που ε-
σθείσης νιότης, που την βαλσάμωσαν και την περιφέρουν μήτρα, τροφοδότρα.
λευθερώνει από τα βάσανα»
προς τέρψη θεατών. «Η πόλη κρύβει εκπλήξεις», του είχαν Θυμάμαι μια φορά είχαμε μαζευτεί για τη γιορτή του
9
Τυπικό επίθετο της Αφροδίτης. Σημαίνει «αυτή που
σχετίζεται με τον πνευματικό έρωτα» πει φίλοι έμπιστοι που μόνο εμπιστοσύνη δεν βρήκε μαζί παππού, Δεκέμβριος μήνας ήτανε. Καθόμασταν με την α-
10
Πρόκειται για έναν κλητικό ύμνο, δηλαδή επίκληση σε τους. Ωστόσο, σ' αυτό το πηγάδι κρύβονταν «μυστικά κι εκ- δερφή μου στο κουζινάκι και κάναμε παρέα στη γιαγιά που
έναν ή περισσότερους θεούς για βόηθεια πλήξεις», του είχε πει η μαθήτρια του Ζανίν που είχε θαυ- ετοίμαζε το φαγητό. Τέλειωνα το Πανεπιστήμιο τότε εγώ,
11
Το σημερινό Μικρολίμανο στον Πειραιά μασμό για την πόλη της Βενετίας κι όλο διάβαζε μικρές ι- τρίτη Λυκείου η μικρή, έτσι την έβλεπα ακόμη, γκρίνιαζε
12
Ο Οιδίποδας, όταν είχε την όρασή του , αγνοούσε όλα στορίες και παραμύθια, κι αυτήν την εμπιστεύονταν πιο για τις ατέλειωτες ώρες διαβάσματος, την αποστήθιση και
τα σημάδια και δεν ήθελε να αντικρίσει την αλήθεια κα- πολύ. Κοίταξε για λίγο το στρογγυλό φεγγάρι, που έστεκε τα πολλά φροντιστήρια. Η γιαγιά, σκυμμένη πάνω απ’ την
τάματα. Με την τύφλωσή του όμως, επήλθε και όλη η α- φωτίζοντας τη νύχτα. Μπήκε πάλι στην αυλή με το πη- κατσαρόλα, πάσχιζε να μας ευχαριστήσει μαγειρεύοντας –
λήθεια. γάδι, με μοναδικό φως το φέγγος. είχαν αρχίσει ήδη να γίνονται τα φαγητά της λίγο πιο άνο-
13
AESCHYLUS Trag. Eumenides {0085.017} «Τι με θέλεις;», του μίλησε το πηγάδι. Στάθηκε από στα, ανάλατα συνήθως ή τσιμπημένα στο αλάτι. Σε μια
14
Λάβδακος: πατέρας του Λάιου και παππούς του Οιδί- πάνω του και το κοίταξε. στιγμή, γυρίζει η γιαγιά προς το μέρος μας. «Δεν πειράζει,
ποδα «Τι με κοιτάς;» ρώτησε η φωνή του πηγαδιού. διάβαζε εσύ, κόρη μου, βάλε τα δυνατά σου, να σπουδάσεις,
15
EURIPIDES Trag. Alcestis {0006.035} Ο Λυσιέν έβαλε το ένα του χέρι στο στόμιο του πηγαδιού να βρεις μια δουλειά, να προκόψεις. Να μην τολμήσει να
16
Φανοί στη σειρά που άναβαν και σήμαιναν ένα μα- που ήταν υγρό και γυάλιζε. «Γκρίζα στίλβη», σκέφτηκε. σου πει ποτέ ο άντρας σου ότι σε ταΐζει αυτός», ακούστηκε
ντάτο «Αποκρίσου!», πρόσταξε η φωνή του πηγαδιού,ανυπό- σχεδόν ψιθυριστή η φωνή της. Σαν εξουθενωμένη από μια
17
SOPHOCLES Trag. Fragmenta {0011.008} μονα. Μα, οι σκέψεις του Λυσιέν γέμισαν εικόνες από τη πάλη μέσα της, αν άρμοζε οι σκέψεις της να γίνουν λόγια.
Βενετία, της περιόδου μεταξύ ακμής και παρακμής της, και Με το που τα ξεστόμισε, γύρισε αμήχανα στην ασχολία της,
Ρυθμός αγωνίας ήχοι από τότε άρχισαν να μαζεύονται. Ήχοι από διαταγές ανακατεύοντας το φαγητό που είχε πάρει βράση. Μες
Καθώς αναπαυόμουν, υπάκουη, στο φαινομενικά ήρεμο προς πληρώματα πλοίων, από βεγγέρες και φιέστες, από στους ατμούς τ’ αδύναμα χεράκια της, την ώρα που ανασή-
δωμάτιο, λευκό με δυο πολύχρωμους πίνακες, ένιωθα την Καρνιβάλια από συνωμοσίες διεκδικητών του πλούτου και κωναν το καπάκι, καθρέφτισαν για μια στιγμή τη λάμψη
ανάσα της οροφής να φθάνει μέχρι τους λοβούς των αυ- της εξουσίας της Γαληνότατης, από γελωτοποιούς κι ερω- της φωτιάς. Για κλάσματα του δευτερολέπτου πήραν ένα
τιών. Η φαντασία επεξεργάζεται υπερωριακά τα ερεθί- τικές προκλήσεις μεταξύ δόγηδων, δανδήδων, πριγκιπισ- κοκκινωπό, χάλκινο χρώμα, συνέχεια ζωντανή, θαρρείς,
σματα. Αφαίρεσα τα σκουλαρίκια μου στην προσπάθεια να σών, αξιότιμων Κυριών και αξιοσέβαστων δεσποινίδων. Οι της κατσαρόλας της.
συλλέξω κάθε ήχο. Η τρυπητή επένδυση του εξαερισμού ήχοι πλήθαιναν και μορφές άρχισαν να τον Σπύρος Κιοσσές

12

You might also like