Professional Documents
Culture Documents
Eterotita Sti Zateli
Eterotita Sti Zateli
Σχολή Φιλοσοφική
Τμήμα Φιλολογίας
Τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών
Ακαδημαϊκό Έτος 2009-2010
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στοιχεία βιογραφίας, σ. 5
Η οριοθέτηση του υλικού, σ. 5
Η υποδοχή του έργου από την κριτική, σ. 6
Ο στόχος εργασίας, σ. 12
Α΄ ΜΕΡΟΣ
ΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ, σ. 14
1. ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ,
● Tzvedan Τodorov, σ. 15
● Rosemary Jackson, σ. 19
2. ΜΑΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
● Ο ορισμός, σ. 26
● Lois Parkinson Zamora, Wendy B. Faris, σ. 27
● Amaryll Beatrice Chanady, σ. 30
Β΄ ΜΕΡΟΣ
1.Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΥΡΑΝΝΑΣ ΖΑΤΕΛΗ, σ. 36
● Πρόσωπα, σ. 37
● Χώρος-χρόνος, σ. 50
● Έρωτας –θάνατος, σ. 62
2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, σ. 74
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
● Συνέντευξη με τη συγγραφέα, σ. 79
● Κριτικές περιλήψεις των βιβλίων της Ζυράννας Ζατέλη
Περσινή αρραβωνιαστικιά, σ. 84
Στην ερημιά με χάρη, σ. 87
Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες, σ. 92
Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος, 95
Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το πάθος χιλιάδες φορές, σ. 97
● Το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας του πρώτου μυθιστορήματος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, σ. 100
ΠΕΡΙΛΗΨΗ, σ. 102
SUMMARY, p. 103
2
Πίνακας συντομογραφιών
Αρραβωνιαστικιά……………………….…………………..Περσινή αρραβωνιαστικιά
Ερημιά ……………………………….……………………………….Στην ερημιά με χάρη
Φως λύκου……………………….………..Και με το φως του λύκου επανέρχονται,
Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες
Ραμάνθις Ερέβους…………………….Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους
Ο θάνατος………………………….……………………...Ο θάνατος ήρθε τελευταίος
Το πάθος………………………………………………………Το πάθος χιλιάδες φορές
Οι βέργες…………………………..…….Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου,
Ξυλογλυπτική του Χρήστου Καρακόλη και ένα κείμενο του Χρήστου Μπουλώτη
Συγγραφικές εμμονές…………………. Συγγραφικές εμμονές, έξι συγγραφείς
εξομολογούνται
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
4
Στοιχεία βιογραφίας
6
δεύτερο μέρος της τριλογίας της) Το πάθος, με το σκεπτικό ότι ο αναγνωστικός
«κονιορτός» τον οποίο προκάλεσε η έκδοσή του δεν έχει, μέχρι τη στιγμή που
γράφονται αυτές οι γραμμές, καταλαγιάσει.
Στόχος αυτής της ανασκόπησης είναι να εντοπίσουμε τα σημεία
σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ των κριτικών και να συγκεκριμενοποιήσουμε τι
είναι αυτό που επαινεί και τι αυτό που ψέγει η θεσμοθετημένη κριτική στο έργο
της.
Στο χρονικό άνυσμα που καλύπτουν αυτά τα κείμενα, περίπου μια
εικοσαετία, και με αποκορύφωμα το διάστημα που ακολούθησε την πρώτη
απονομή του κρατικού βραβείου μυθιστορήματος το 1991, η συγγραφέας
έδωσε πολλές συνεντεύξεις τροφοδοτώντας την πρόσληψη του έργου της με
πλούσιο βιογραφικό, αλλά και παραφιλολογικό υλικό. Οι συζητήσεις αυτές
μεταξύ της δημιουργού και τον/την εκάστοτε δημοσιογράφο, δε βρίσκονται
στον «σκληρό πυρήνα» της παρούσας μελέτης και ως εκ τούτου δεν
αποδελτιώνονται· ελήφθησαν όμως υπόψη γιατί είναι ενδεικτικές της σχέσης,
που η συγγραφέας ανέπτυξε με το ευρύ αναγνωστικό κοινό, αλλά και γιατί
συμπορεύονται (και ταυτοχρόνως ενισχύουν) το λογοτεχνικό προφίλ το οποίο
δημιούργησε γι’ αυτήν η επίσημη κριτική. Οι αινιγματικές φωτογραφίες που τις
συνοδεύουν, τραβηγμένες στο μισοσκόταδο του ιδιότυπα διακοσμημένου
διαμερίσματός της, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας παραμυθικής ομίχλης
γύρω από το συγγραφικό της προσωπείο και φυσικά συνάδουν με τους
τίτλους των αντίστοιχων συνεντεύξεων.
8 Ελισάβετ Κοτζιά, «Ένα βιβλίο με χιούμορ και τρυφερότητα», Καθημερινή, 5 Σεπτεμβρίου 1985
9
Βαγγέλης Χατζηβασιελίου, « Το αθώο όνειρο της παιδικής ηλικίας», Αυγή, 08/10/1986
7
Πέντε χρόνια μετά την έκδοση της δεύτερης συλλογής η Ελισάβετ
Κοτζιά10 ξαναδιαβάζει την Αρραβωνιαστικιά και την Ερημιά και αναγνωρίζει στη
συγγραφέα την αφηγηματική ευκολία να διαπλέκει διαφορετικά χρονικά
επίπεδα και να εισάγει στοιχεία ονείρου και φαντασίωσης στο κατά τα άλλα
ρεαλιστικό σκηνικό της διηγημάτων της. Είναι η πρώτη φωνή, που
αναφερόμενη στο έργο της Ζυράννας Ζατέλη, κάνει λόγο για Μαγικό Ρεαλισμό
επαινώντας ταυτοχρόνως τη γνησιότητα του ελληνικού λογοτεχνικού
εγχειρήματος, το οποίο μάλιστα δεν καταφεύγει στη μίμηση της λατινο-
αμερικάνικης παράδοσης.
Η έκδοση του πρώτου 700-σέλιδου μυθιστορήματός, Και με το φως του
λύκου επανέρχονται, πυροδοτεί τη συγγραφή μιας ομοβροντίας κριτικών
σημειωμάτων που με αφορμή το συγκεκριμένο βιβλίο, επανεξετάζουν το
σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής της Ζυράννας Ζατέλη. Μια από τις
ισχυρότερες αρετές του κειμένου, όπως σημειώνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου11
στην επαινετική κριτική του, είναι η έκκεντρη δόμηση του μύθου γύρω από ένα
βασικό αφηγηματικό κορμό, που συγκροτεί την ιστορία μιας οικογένειας και
ό,τι αυτή μπορεί να συμπεριλάβει: έρωτες, γεννήσεις παιδιών, θανάτους,
φόβους, προσδοκίες. Το μεγαλύτερο προσόν του μυθιστορήματος είναι ο
έλεγχος των αφηγηματικών προεξαγγελιών και αναδράσεων που προσφέρουν
στον αναγνώστη μια πανοραμική θέαση της πλοκής. Η από κεφάλαιο σε
κεφάλαιο κατασκευή των χαρακτήρων γίνεται χάρη σε μια σειρά από
δεξιοτεχνικές περιγραφές ενός κόσμου ζωντανού και συνάμα μαγικού. Τα λαϊκά
δρώμενα, οι δοξασίες και οι ονειροφαντασίες συναποτελούν τα μικρο-θέματα
του βιβλίου, βασική λογοτεχνική τεχνική του οποίου είναι η αναπαράσταση και
της μικρότερης λεπτομέρειας.
Η γλωσσική επεξεργασία που από νωρίς αναγνωρίστηκε ως βασική
μέριμνα της Ζυράννα Ζατέλη, αποδίδει, σύμφωνα με την Ελισάβετ Κοτζιά12,
στο πρώτο μυθιστόρημα τους καλύτερους καρπούς. Tο μεγαλύτερο επίτευγμα
που η κριτικός πιστώνει στη συγγραφέα είναι ότι κατορθώνει να εισαγάγει και
να επεξεργαστεί με απόλυτη επάρκεια δύο διαπλεκόμενους θεματικούς άξονες:
εκείνου της οικογένειας κι εκείνου της ιδιότυπης συνάντησης του παράξενου με
το ελκυστικό. Κοινός παρανομαστής σ’ αυτήν την εντελώς προσωπική
δημιουργία είναι ο ήρωας- παιδί, χαρακτήρας θεϊκός και ταυτοχρόνως
απαραβίαστος, όπως ακριβώς παρουσιάστηκε και στις δύο συλλογές
διηγημάτων που προηγήθηκαν. Μειονέκτημα του βιβλίου, που δεν μένει
ασχολίαστο, είναι η αδυναμία του αφηγητή να συγκροτήσει σε μια
ομοιόμορφη και ισομερή κατασκευή τα 10 κομμάτια της ιστορίας που
προσδίδουν στο μυθιστόρημα το σχολιαστικό του υπότιτλο.
Το Φως του λύκου αποτελεί, κατά τη Μάρη Θεοδοσοπούλου13, την
αποστομωτική απάντηση σε όσους, διαβάζοντας τις δύο συλλογές
διηγημάτων, διατηρούσαν επιφυλάξεις για τις ικανότητες της Ζυράννα Ζατέλη.
Η μυθοπλασία στο βιβλίο τοποθετείται σε μια εποχή, κατά την οποία τους
όρους κατανόησης του κόσμου έθετε η φαντασία και το θυμικό και όχι η
λογική. Αυτό που άλλοι κριτικοί αποκαλούν γλωσσικό ατόπημα ή αφηγηματική
ατεχνία, στη συγκεκριμένη βιβλιοκριτική επισημαίνεται ως το στοιχείο που
απογειώνει την ιστορία. Διατηρώντας αναλογίες με τα διηγήματα οι δέκα
ιστορίες που συγκροτούν το μυθιστόρημα παρακολουθούν τις περιπέτειες των
10 Ελισάβετ Κοτζιά, «Μαγικός Ρεαλισμός, Το βιβλίο στην Ερημιά με χάρη της Ζυράννας Ζατέλη», Το
Βήμα, 27/10/1991
11 Βαγγέλης Χατζηβασιελίου, «Ο κύκλος του έρωτα και του θανάτου», Ελευθεροτυπία, 29/09/1993
12 Ελισάβετ Κοτζιά, «Πληθωρικό έργο, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες της Ζυράννας Ζατέλη»,
Καθημερινή, 26/09/1993
13 Μ. Θεοδοσοπούλου, «Στα βαθιά της μυθιστορίας, Τον καιρό των λυκανθρώπων», Η εποχή,
28/11/1993
8
μελών μιας πολυπληθούς οικογένειας, οι οποίες συνδέονται χαλαρά από τη
φωνή του σύγχρονου αφηγητή. Το αφηγηματικό Εγώ συναρμόζει και
παρεμβαίνει για να σχολιάσει , διατηρώντας πανταχού παρούσα την αίσθηση
του παραμυθιού, το θάμβος του θανάτου και το μυστήριο ενός
υποφώσκοντος ερωτισμού.
Η διάχυτη μαγεία, δηλαδή το σφικτό πλέγμα προλήψεων, δεισιδαιμονιών
και πεποιθήσεων των μυθιστορηματικών ηρώων, εντοπίζεται και από το Νίκο
Ντόκα14 σε όλα τα έργα της συγγραφέα και είναι το στοιχείο που διαμορφώνει
την ιδιοπροσωπία της Ζυράννα Ζατέλη. Η δεξιοτεχνία στην εικονοπλαστική
δύναμη των λέξεων και η σπονδυλωτή άρθρωση της αφήγησης είναι οι
βασικές αρετές του πρώτου της μυθιστορήματος με βασικό μειονέκτημα το
χειρισμό του μυθοπλαστικού υλικού στα τελευταία βιαστικά και αμήχανα
κεφάλαια.
Κι ενώ μια μερίδα των κριτικών, αναφερόμενη στο σύνολο του έργου
της Ζυράννας Ζατέλη, επιμένει στη χρήση του όρου «μαγικός», μια άλλη την
κατατάσσει κατ’ ευθείαν στο μεγάλο ποτάμι της σολωμικής-ρομαντικής
παράδοσης. Ανάμεσα στους τελευταίους η Ελένη Σαραντίτη15 υποστηρίζει ότι
το Φως του λύκου καταγράφει τις περιπέτειες μιας πολύπαθης οικογένειας
εξυφαίνοντας σε ένα αδιάσπαστο σύνολο το ανεξερεύνητο μυστήριο της ζωής
και του θανάτου. Στο βιβλίο αυτό τα αντιφατικά στοιχεία του κόσμου
ενοποιούνται προκειμένου να εκτονωθεί το άλογο κομμάτι της συγγραφικής
ψυχής.
Το ενδιαφέρον της βιβλιοκριτκής αυξήθηκε με αφορμή την κυκλοφορία
του πρώτου μυθιστορήματος, με αποτέλεσμα να επανέλθουν στην
επικαιρότητα οι δύο συλλογές διηγημάτων της Ζυράννας Ζατέλη. Γραμμένη με
αυτήν την προοπτική της σύγκρισης, η κριτική του Μάνου Κοντολέων16
κατατάσσει το Φως του λύκου σε θέση περίοπτη εντός της ελληνικής
λογοτεχνικής παραγωγής, γιατί είναι το βιβλίο που αναδεικνύει ξεκάθαρα τόσο
τις αρετές όσο και τις αδυναμίες της συγγραφέα. Έτσι το παγανιστικό στοιχείο,
που επαινέθηκε ως στοιχείο αναγνωριστικό της γραφής της, μπορεί να
θεωρηθεί μειονέκτημα γιατί επιφέρει στην αφήγηση μια μη ελεγχόμενη
συναισθηματική ένταση. Σύμφωνα με το συντάκτη του συγκεκριμένου δοκιμίου,
η ιστορία της μακεδονικής οικογένειας του τέλους του 19ου και των αρχών του
20ου αιώνα, ξεπερνά τον (σε πρώτη επιπόλαια ανάγνωση) παραλληλισμό του
βιβλίου με το μυθιστόρημα 100 χρόνια μοναξιά που, εκτός των άλλων, έχει
λάβει το χαρακτηρισμό saga. Αξία το έργο προσδίδει η έντεχνη συνάντηση της
παραμυθικής διάστασης με την ταυτόχρονη βεβαιότητα ότι το περιγραφόμενο
σύμπαν, όσο αλλόκοτο κι είναι, παρουσιάζει αναλογίες προς εκείνον του
σύγχρονου αναγνώστη. Οι δομικές αδυναμίες της αφήγησης είναι εμφανείς,
αλλά εκείνο που υπερτερεί είναι η ικανότητα της αφηγηματικής φωνής να
αναπαριστά την εμπειρία μιας διαφορετικής πρόσληψης και κατανόησης του
κόσμου.
Χρησιμοποιώντας τον τίτλο Βαλκανικός Ρεαλισμός σε άρθρο του ο
Μισέλ Φάις17 αναγνωρίζει ότι η Ζυράννα Ζατέλη αφομοίωσε δημιουργικά μια
τεχνική αντίστοιχη με το λατινο-αμερικάνικο είδος, η οποία όμως στα χέρια της
ελληνίδας μυθιστοριογράφου μεταλλάχθηκε γόνιμα προς τα καθ’ ημάς. Στο
σημείο αυτό ο κριτικός διευκρινίζει ότι, παρά τη φανερή εκλεκτική συγγένεια, δεν
πρόκειται για λογοτεχνία εξωπραγματική, αλλά για μια μοντέρνα
επαναδιαπραγμάτευση παραδοσιακών μυθοπλαστικών υλικών. Μία από τις
μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου είναι η πανοραμική θέαση του αφηγηματικού
9
χρόνου από μια εξέχουσα συνείδηση που παρακολουθεί τα πολύπλοκα
μπρος-πίσω της πλοκής, που από κεφάλαιο σε κεφάλαιο προσθέτει (ή
αφαιρεί) χαρακτηριστικά σε μια πληθώρα από εμβληματικούς ήρωες.
Η κυκλοφορία του δεύτερου μυθιστορήματος, Ο θάνατος ήρθε
τελευταίος, 7 χρόνια μετά την επιτυχία του πρώτου, έρχεται όταν οι προσδοκίες
τόσο του κοινού όσο και επίσημης κριτικής είναι ιδιαίτερα υψηλές. Η
αναγνωστική πρόσληψη του συγκεκριμένου βιβλίου όμως δεν είναι ανάλογη μ’
εκείνη των προηγούμενων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν της αναγνωρίστηκε
η ευχέρεια να προβαίνει σε επιτυχημένους γλωσσικούς πειραματισμούς. Η
Μάρη Θεοδοσοπούλου18 εντοπίζει σε σημείωμά της μία από τις βασικές
αδυναμίες του, την έλλειψη ενός χωρο-χρονικού πλαισίου και την παντελή
αδυναμία απόδοσης της ιστορικής διάστασης. Η συσσώρευση αλλεπάλληλων
θανάτων προκαλεί βαριά δυσθυμία, η οποία μάλιστα δεν αντισταθμίζεται από
την παρουσία μιας υπαρξιακής και οντολογικής προοπτικής∙ γιατί η
υπερφόρτωση της πλοκής με συμβάντα πολλές φορές ετερόκλητα
αποκεντρώνει εντέλει την αφηγηματική ισχύ του κειμένου. Εμμένοντας σε
πολύπλοκές και αφηγηματικά συσκοτιστικές χρονικές παρεκβάσεις η Ζυράννα
Ζατέλη χρεώνεται από την κριτικό με ένα ρόλο αντίστοιχο της αναβλητικής
Σεχραζάντ, η οποία μεταθέτει επ’ αόριστον το συγγραφικό της στόχο. Η συχνή
αλλαγή αφηγηματικής σκόπευσης -εξέχων πρωτοπόρος της οποίας στάθηκε,
κατά τη Θεοδοσοπούλου, ο Ν.Γ. Πεντζίκης- αποβαίνει εν τέλει εις βάρος της
οικονομίας του κειμένου. Η επίδραση της λατινο-αμερικάνικης παράδοσης
(που εντοπίστηκε στα προηγούμενα βιβλία και άγγιξε το απόγειό της στο
πρώτο μυθιστόρημα) εδώ υποχωρεί. Παρόλο όμως που το παγανιστικό και
υπερφυσικό στοιχείο εντείνονται, δεν κατορθώνει να προσδώσει στους
χαρακτήρες, και κυρίως τα παιδιά, την απαραίτητη γνησιότητα και
αληθοφάνεια.
Αναφερόμενος στο ίδιο βιβλίο ο Βαγγέλης Χατζηβασιελίου19 παρατηρεί,
ότι παρά την επιφανειακή συμπόρευση του δεύτερου μυθιστορήματος με το
πρώτο και τον κοινό θεματικό τους άξονα (γέννηση-έρωτας- θάνατος), η
πανταχού παρούσα πεισιθάνατη διάθεση καταδικάζει την αφήγηση σε
μονοτονία, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ηρώων τείνει προς τον άδικο
αφανισμό. Κι ενώ η συγγραφέας καταφέρνει σε όλα τα έργα της να ρίξει μια
λοξή ματιά στον κόσμο, τα συσσωρευμένα ρεαλιστικά στοιχεία εδώ την
οδηγούν σε αδιέξοδο. Ένα λογοτεχνικό οικοδόμημα χτισμένο με υλικό τους
αλλεπάλληλους θανάτους και τις άδικες αρρώστιες, καταρρέει από το ίδιο του
το βάρος και την αδυναμία αποκλιμάκωσης της συναισθηματικής έντασης.
Έχοντας πίσω της το δύσκολο έργο της μεταφοράς του Θανάτου στα
γερμανικά, η Δανάη Κουλμάση20 επιβεβαιώνει τη συγγένεια του ύφους της
Ζυράννας Ζατέλη με το γερμανικό ρομαντισμό αφού, κατά την άποψη της
μεταφράστριας, το σύνολο του έργο της εντάσσεται στην παράδοση του
ευρωπαϊκού είδους. Το άρθρο περιγράφει ένα βιβλίο όπου η ζωή σμίγει με το
θάνατο, το φυσικό συναντά τόσο το ψυχικό όσο και το υπερφυσικό
δημιουργώντας ένα ζατελικό υπό-κοσμο και λόγο. Πρόκειται για τη λογοτεχνική
εκμετάλλευση της έννοιας της «ανθρώπινης συνθήκης», εκείνη τη βαθιά
υπαρξιακή βεβαιότητα ότι το υποκείμενο δεν μπορεί να υπερβεί την ειμαρμένη
του. Διέξοδο στον αφόρητο πόνο του πένθους μπορεί να προσφέρει μόνο η
παρηγορητική ειρωνεία. Το πρώτος μέρος της τριλογίας που, κατά τη
συντάκτρια του άρθρου, έχει μεταιχμιακό γλωσσικό τόνο και «ανοιχτό»
10
αφηγηματικό τέλος, πρέπει να διαβαστεί ως προοίμιο στο μυθιστόρημα που
θα ακολουθήσει.
Με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου μυθιστορήματος ο Νίκος
Μπακουνάκης21 χαρακτηρίζει τη Ζυράννα Ζατέλη ως την αυθεντικότερη
ελληνική φωνή ενός συμπαγούς αφηγηματικού κόσμου, στον οποίο κεντρική
θέση κατέχουν τα δαιμονικά στοιχεία της φύσης και αποφεύγονται οι τεχνικές
του μετα-μοντερνισμού. Ανάγοντας τη γνήσια μυθιστορηματική φλέβα της
συγγραφέα στην παράδοση του γοτθικού μυθιστορήματος, χαρακτηρίζει
ατυχή τη σύνδεσή της με τα λογοτεχνικά μέσα του Μαγικού Ρεαλισμού.
Θεωρώντας ως μέγιστη κατάκτηση του βιβλίου την εικονοποιητική λειτουργία
της γλώσσας, διαβάζει τους θανάτους της αφήγησης όχι ως απώλεια, αλλά
ως απελευθέρωση.
11
παράσταση με το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας του πρώτου
μυθιστορήματος.
12
Α΄ΜΕΡΟΣ
13
ΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
22 Το ερώτημα της σχέσης της με το Μαγικό Ρεαλισμό προκάλεσε και προκαλεί οργισμένες
αντιδράσεις και η ίδια σε συνέντευξη, που μας παραχώρησε, δηλώνει ότι θεωρεί άστοχες τέτοιου
είδους κατατάξεις. Δες Επίμετρο, Συνέντευξη σ. 79
14
Α. ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ
15
και όχι με τα υπερφυσικά γεγονότα καθ’ εαυτά. Ταυτόχρονα το αίσθημα του
Παράξενου σχετίζεται με παλιά ταμπού και το αστυνομικό μυθιστόρημα, που
μπορεί να θεωρηθεί μια από τις υπο-κατηγορίες του, έχει στις μέρες μας
αντικαταστήσει τις παλιές ιστορίες φαντασμάτων, γιατί μοιράζεται με αυτές ένα
κοινό χαρακτηριστικό, την ύπαρξη δύο ομάδων ερμηνειών: πολλές πιθανές
λύσεις και τελικά εσφαλμένες – μία φαινομενικά απίθανη και τελικά ορθή.
Βέβαια στην αστυνομική ιστορία υιοθετείται τελικά η μη-υπερφυσική ερμηνεία,
γιατί η λύση τού ποιος είναι ο δολοφόνος εδώ είναι μείζονος, σε αντίθεση προς
το Φανταστικό και το Παράξενο όπου είναι ελάσσονος σημασίας, γιατί προέχει
η αντίδραση των ηρώων και του αναγνώστη στο αίνιγμα.
Κομβικής σημασίας είναι η παρατήρηση σχετικά με το λόγο του
Φανταστικού και τη χρήση κυριολεκτικής και μεταφορικής σημασίας των
λέξεων, αφού το δυσεξήγητο γεγονός γεννιέται, κατά τον Todorov, όταν
αναγνώστης ερμηνεύει κυριολεκτικά εκείνες τις λέξεις τις οποίες όφειλε να
ερμηνεύσει μεταφορικά: πρόκειται για ένα μηχανισμό που λειτουργεί ακριβώς
αντίστροφα στην περίπτωση της Ποίησης. Ό,τι η γραμματική ονομάζει
«ρητορικό σχήμα» είναι εν τέλει η κοιτίδα του Φανταστικού, γιατί πριμοδοτεί το
εκ-των-ων-ουκ-άνευ του φανταστικού κειμένου, τον αναγνωστικό δισταγμό.
Ο Todorov στη συνέχεια εντοπίζει εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά, τα
οποία εισάγουν την αμφισημία, το απαραίτητο στοιχείο της αφήγησης
προκειμένου να λειτουργήσει το Φανταστικό. Ο αναπαριστώμενος αφηγητής
(ένα ξεκάθαρο αφηγηματικό Εγώ) είναι ο καταλληλότερος φορέας μιας τέτοιας
αφήγησης, γιατί εξασφαλίζει υποκειμενικότητα, επομένως αμφισημία. Η χρήση
παρατατικού ρηματικού χρόνου και εισαγωγικών εκφράσεων διευκολύνουν τον
αφηγητή στο κτίσιμο που αναγνωστικού δισταγμού27. Από άποψη δομής η
φανταστική ιστορία χαρακτηρίζεται από μια κλιμάκωση, στην οποία συντείνουν
όλες οι λέξεις του κειμένου και η οποία ολοκληρώνεται μόνο με το τέλος της
ιστορίας.
Ο παράγοντας του χρόνου της ανάγνωσης υπεισέρχεται στο
Φανταστικό με την έννοια της φυσικής ροής από την αρχή προς το τέλος και
από τις πρώτες προς τις τελευταίες σελίδες του τυπωμένου κειμένου και η
διατάραξή της θα μπορούσε να υπονομεύσει την κλιμάκωση και το σασπένς,
δύο απαραίτητα στοιχεία του είδους28.
Δομιστής στον τρόπο προσέγγισής του, ο Todorov αναγνωρίζει στο
Φανταστικό τρεις όψεις: λεκτική, συντακτική και σημασιολογική. Ως
σημασιολογική διάσταση αντιλαμβάνεται τη θεματολογία που οργανώνεται σε
δύο κύκλους:
α. του Εγώ, όπου αποτυπώνεται ένα όνειρο δύναμης και
αναπληρώνεται μια ελλιπής εξήγηση. Η ύπαρξη εκείνης της γενικευμένης
αιτιότητας που συνδέει γεγονότα μεταξύ τους, επιβάλλει την παρέμβαση
υπερφυσικών όντων/δυνάμεων, τις οποίες μέχρι τη στιγμή της πρόσληψης του
κειμένου ο αναγνώστης αγνοούσε. Στο πλαίσιο αυτό ακόμη και η τυχαία
συνάντηση ποικίλων αιτιολογικών σειρών έχει την αιτία της και ο κόσμος στο
σύνολό του καθίσταται φορέας σημασίας, εφόσον υπάρχουν σχέσεις
ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία του κόσμου29.
Ο παν-ντετερμινισμός, που συνεπάγεται μια τέτοια αντίληψη, καθιστά
δυνατό το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα, από τη ζωή στο θάνατο, από το
θηλυκό στο αρσενικό, από το χθες στο σήμερα κ.ο.κ. Το όριο ανάμεσα στα
δύο αυτά άκρα δεν αγνοείται, όπως συμβαίνει στη μυθική σκέψη, αλλά
παραμένει παρόν για να παρέχει ακατάπαυστες παραβάσεις30. Συνέπεια αυτών
27 Ο.π., σ. 48-49
28 Ο.π., σ. 109
29 Ο.π., σ. 134, 135
30 Ο.π., σ. 141
16
των διελεύσεων είναι ο πολλαπλασιασμός της προσωπικότητας και η εξάλειψη
του ορίου ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο με επακόλουθο
ολόκληρος ο κόσμος να συμπεριλαμβάνεται μέσα σ’ ένα δίκτυο γενικευμένης
επικοινωνίας, όπως συμβαίνει στην αφετηρία της διανοητικής εξέλιξης του
παιδιού, στον κόσμο των ναρκομανών και των ψυχικά ασθενών31. Εδώ ο
φυσικός και ο πνευματικός κόσμος αλληλοδιεισδύουν και επομένως οι
κατηγορίες χώρου και χρόνου τροποποιούνται.
Τα θέματα αυτού του κύκλου διαπραγματεύονται τη βασική αίσθηση
πρόσληψης της πραγματικότητας, την όραση, παραλλαγές της οποίας είναι
το μοτίβο του καθρέφτη, των φακών και των γυαλιών, όλα σύμβολα του
πλάγιου, του παραθλασμένου, αντεστραμμένου βλέμματος. Η απλή όραση
δεν κρύβει μυστήριο, γι’ αυτό βρίσκεται εγγύτερα στη ρεαλιστική λογοτεχνική
τεχνική, ενώ η έμμεση όραση είναι η οδός που οδηγεί στο Θαυμαστό.
β. Του Εσύ, όπου το υπερφυσικό εμφανίζεται σε καταστάσεις
υπερθετικού βαθμού. Υπερθετική μορφή επιθυμίας ο ερωτικός πόθος
αποτυπώνεται στην πιο ακραία μορφή του υπερφυσικού, το διάβολο, και όλες
τις παραλλαγές της: οι σεξουαλικές διαστροφές, η ομοφυλοφιλία, ο έρωτας
ανάμεσα σε περισσότερους από δύο, ο σαδισμός, η άσκηση ωμής βίας, η
νεκροφιλία, εν γένει δραστηριότητες του κοινωνικά παράξενου.
Στα κείμενα όπου ο έρωτας δεν καταδικάζεται, οι υπερφυσικές δυνάμεις
παρεμβαίνουν για να τον βοηθήσουν να εκπληρωθεί. Σε άλλες περιπτώσεις το
υπερφυσικό εμφανίζεται για να δώσει το μέτρο σεξουαλικών πόθων ιδιαίτερα
ισχυρών και για να μας εισάγει στη μεταθανάτια ζωή32.
Θέλοντας να διατυπώσει ένα συμπέρασμα, ο Todorov καταλήγει ότι ενώ
τα θέματα του Εγώ έχουν ως επίκεντρο το ζήτημα της αντίληψης του κόσμου
και σχετίζονται με τη συνείδηση του ατόμου, τα θέματα του Εσύ αποτυπώνουν
τη σχέση του ατόμου με τον πόθο του, ουσιαστικά δηλαδή σχέση με το
ασυνείδητό του. Ο πόθος, επειδή ακριβώς το υποκείμενο κατέχεται από τα
«ένστικτα», θέτει το πρόβλημα της εσωτερικής του οργάνωσης και περιγράφει
την ανάληψη -από μέρους του- ισχυρής δράσης στον κόσμο. Αν ο κύκλος του
Εγώ συνδέεται με την όραση, μια σχέση αντίληψης/ συνείδησης, επομένως
παθητικής στάσης απέναντι στον κόσμο, ο κύκλος του Εσύ συνδέεται με το
λόγο, το κατεξοχήν δυναμικό μέσο, δια μέσου του οποίου το άτομο
πραγματώνει τη σχέση με τους άλλους.
Ο Todorov ομολογεί ότι ανάμεσα στο διπλό δίκτυο θεμάτων της
φανταστικής λογοτεχνίας και της ψυχαναλυτικής μεθόδου υπάρχουν ισχυροί
δίαυλοι επικοινωνίας: ο κύκλος του Εγώ παραπέμπει στα συμπτώματα της
ψύχωσης (κατά τον Freud πρόκειται για διαταραχή της σχέσης του
υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο) και ο κύκλος του Εσύ στην εκδήλωση της
νεύρωσης (διαταραχή της σχέσης του υποκειμένου με το ασυνείδητο). Ένας
τέτοιος συσχετισμός προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης και τα
συμπεράσματα της ψυχανάλυσης μπορούν να φανούν χρήσιμα, αφού, πάντα
κατά τον Todorov, πρόκειται για έναν επιστημονικό κλάδο- παρακλάδι της
σημειωτικής. Η συλλογιστική του σχετικά με τη φανταστική λογοτεχνία αφορά
τη λογοτεχνία στο σύνολό της, και διευκρινίζει ότι ειδικά το πεδίο του
φανταστικού αναδεικνύει τα ενυπάρχοντα χαρακτηριστικά στον υπερθετικό
βαθμό. Μια μελέτη του λογοτεχνικού κειμένου με κριτήρια λόγου (Εγώ-Εσύ)
καθίσταται, όπως υποστηρίζει, από τη φύση της προβληματική, γιατί
αποτελείται από λέξεις, αλλά σημαίνει περισσότερα από τις ίδιες τις λέξεις, είναι
επομένως τόσο λεκτική όσο και υπερ-λεκτική.
31 Ο.π., σ. 143
32 Ο.π., σ. 168
17
Στο Φανταστικό ο Todorov ανακαλύπτει μια αμφίπλευρη αντίδραση
απέναντι α. στο υπερφυσικό στο πλαίσιο της αφήγησης, μια επομένως
λογοτεχνική λειτουργία και β. το υπερφυσικό αυτό καθ’ αυτό, μια κοινωνική
λειτουργία. Εντέλει το Φανταστικό είναι το μέσο που μας εξασφαλίζει
πρόσβαση σ’ εκείνο που παραμένει άβατο, αν δεν προστρέξουμε σ’ αυτό.
Αυτή η παρατήρηση υποκρύπτει, σύμφωνα με τον Todorov, μια διπλή
λογοκρισία: 1. από μέρους της κοινωνίας (εδώ κατατάσσονται κυρίως τα
θέματα του κοινωνικά παράξενου, καταδικασμένα από τα οργανωμένα
σύνολα) και 2. από μέρους του ίδιου του συγγραφέα (όπου αποτυπώνεται η
σκέψη των ψυχικά ασθενών, των εγκληματιών, των ναρκομανών κ.ο.κ.). Η
λογοτεχνία του Φανταστικού αναπτύσσεται στο κενό μεταξύ αυτών των δύο
πόλων της λογοκρισίας. Η ψυχανάλυση έφερε στο φως εκείνα τα θέματα/
ζητήματα, την διαπραγμάτευση των οποίων απαγόρευε η κοινωνική
λογοκρισία∙ η παρέμβασή της έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν κατέστρεψε
τα παλιά ταμπού, απλώς και μόνο τα μετατόπισε.
Όσον αφορά στη λογοτεχνική λειτουργία του υπερφυσικού, ο Todorov
κατ’ αρχήν ορίζει ως αφήγηση την περιγραφή της μετάβασης ανάμεσα σε δύο
όμοιες, αλλά όχι ίδιες, ισορροπίες33 και στη συνέχεια αναγνωρίζει ότι τίποτε δεν
επιτελεί πιο γρήγορα και αποτελεσματικά αυτήν τη μετάβαση από την
παρέμβαση του υπερφυσικού στοιχείου, με την οποία καταπιάνεται η
λογοτεχνία του Φανταστικού.
Στο σημείο αυτό αναγνωρίζει ότι τόσο η κοινωνική όσο και η
λογοτεχνική λειτουργία του υπερφυσικού συνίστανται στην παραβίαση ενός
νόμου στο εσωτερικό της κοινωνικής ζωής και της αφήγησης αντίστοιχα.
Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο Todorov, κάθε λογοτεχνικό κείμενο υπερβαίνει τη
διάκριση πραγματικού-φανταστικού και ταυτοχρόνως προχωρά πιο πέρα, γιατί
καταστρέφει την έμφυτη σε κάθε λόγο μεταφυσική34. Το φανταστικό κείμενο εν
τέλει είναι η πεμπτουσία της λογοτεχνίας, εφόσον θέτει ως επίκεντρό του την
προβληματική διάκριση πραγματικού-φανταστικού και αποτελεί ταυτοχρόνως
την προπαίδειά της, γιατί αντιπαλεύοντας την μεταφυσική του καθημερινού
λόγου τού δίνει ζωή35.
Η έκρηξη του θετικισμού του 19ου αιώνα πυροδότησε, κατά τον
Todorov, τη συγγραφή φανταστικών ιστοριών ως τύψεις για τη μεταφυσική
πραγματικού –φανταστικού που προηγήθηκε, ενώ ο 20ος αιώνας οδήγησε τη
λογοτεχνία σε νέα επιτεύγματα, γιατί τώρα οι λέξεις απέκτησαν μια αυτονομία,
την οποία απώλεσαν τα ίδια τα πράγματα. Τα φανταστικά κείμενα, όπως τα
παρουσίασε ως εδώ η συγκεκριμένη μελέτη, βασίζονται στο δισταγμό του
αναγνώστη (ίσως και του ήρωα) απέναντι σε ένα αλλόκοτο γεγονός, με την
προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου ανήκει στο πραγματικό, το
οποίο και αποτυπώνει. Σε κείμενα όμως, όπως η Μεταμόρφωση του Kafka,
όπου το στοιχείο του δισταγμού απουσιάζει, ένα νέο χαρακτηριστικό
αναδύεται, εκείνο της προσαρμογής, γιατί ο περιγραφόμενος κόσμος είναι
εξίσου αλλόκοτος με το συγκεκριμένο συμβάν∙ αποτέλεσμα, το τέλος της
ιστορίας απομακρύνεται από το υπερφυσικό. Στα κείμενα αυτά, αν ο
αναγνώστης ταυτιστεί με τον ήρωα, εξορίζει τον εαυτό του από το πραγματικό,
επειδή το Φανταστικό έχει πια γενικευθεί και περιλαμβάνει τόσο τον κόσμο του
βιβλίου, όσο και τον κόσμο του αναγνώστη.
Φτάνοντας στο τέλος των παρατηρήσεών του, ο Todorov μιλά πάντα
ως δομιστής και μάλιστα γλωσσολόγος, καταλήγει ότι κείμενα, όπως αυτά του
Kafka, μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη λογοτεχνία καλύτερα, γιατί
33 Ο.π., σ. 198
34 Ο.π., σ. 203
35 Ο.π., σ. 204
18
αναδεικνύουν τον αντιφατικό πυρήνα του λογοτεχνικού εγχειρήματος που
πραγματοποιεί τη συμφιλίωση του δυνατού με το αδύνατο.
36 Rosemary Jackson, Fantasy, The literature of subversion, Methuen London and New York, p.
3-4
37 Ο.π. p. 4
38 Ο.π. p. 14
19
χρησιμοποιεί σ’ αυτό το σημείο, -όπου Axis η επικράτεια του Πραγματικού και
Paraxis ο παραμορφωτικός άξονας/ φακός δια του οποίου φιλτράρεται το
Πραγματικό- αποδίδουν τον αξεδιάλυτο δεσμό των δύο, με το Φανταστικό
σκιάζει και απειλεί συνεχώς το Πραγματικό39. Προκειμένου να εγκαθιδρύσει τη
δική του «πραγματικότητα» το Φανταστικό είναι κατ’ αρχήν μιμητικό, αλλά το
αποτέλεσμα που προκύπτει δεν είναι ούτε εντελώς πραγματικό (ένα αντικείμενο)
ούτε μη-πραγματικό (μία αναπαράσταση), αλλά κάτι ανάμεσα στα δύο. Η
θεματική του επικεντρώνεται στην αδυναμία του να ερμηνεύσει τα πράγματα
και στο να μπερδέψει τον αναγνώστη με το τι είναι εντέλει αυτό που
αποκαλούμε το Πραγματικό.
Στο σημείο αυτό η Jackson επικαλείται την Irene Bessiere, η οποία
σημειώνει ότι το Φανταστικό σχετίζεται με το λογικό, αλλά όχι με τη λογικότητα,
εντοπίζοντας στο είδος μια εγγενή αντίφαση, ένα οξύμωρο που είναι και το
κατ΄ εξοχήν εκφραστικό του μέσο40.
Χρησιμοποιώντας το επιχείρημα του Roger Callois, ότι παρουσία του
Φανταστικού εντοπίζεται εκεί όπου η αμετάβλητη καθημερινή νομιμότητα
δέχεται την εισβολή του απαράδεκτου, η Jackson συμπεραίνει το συγκεκριμένο
λογοτεχνικό είδος εκθέτει τα επιστημολογικά και οντολογικά όρια του δυνατόν-
να- υπάρξει41.
Το πέρασμα των κοινωνιών από την υπερφυσική στη φυσική (ή
κοσμική) τάξη είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός με πανίσχυρο
αποτύπωμα στη λογοτεχνία και φωτογραφίζει την αλλαγή προσανατολισμού
της ερμηνείας του κόσμου: ενώ το υποκείμενο αρχικά απέδιδε το δυσεξήγητο
γεγονός στο υπερφυσικό που εδράζεται εκτός του, τώρα το αποδίδει στους
φόβους και τις επιθυμίες του, που εδράζονται εντός του. Μια τέτοια μετατόπιση
σε επίπεδο κοσμοαντίληψης δεν είναι άσχετη προς την έκρηξη της
ψυχανάλυσης και σημαίνει ουσιαστικά ότι τα επιστημολογικά και οντολογικά
κριτήρια του δυνατού μετατρέπονται αμετάκλητα από αντικειμενικά σε
υποκειμενικά.
Το Φανταστικό συντρίβει και θέτει υπό διερεύνηση όσα υπερασπίστηκε
το ρεαλιστικό αστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και εισάγει έννοιες
κατανοητές μόνο με αρνητικούς όρους του ρεαλισμού όπως α-δύνατο, α-
κατανόμαστο, ά-γνωστο, α-όρατο προτείνοντας ένα μοντερνιστικό αρνητικό
ορθολογισμό42.
Στο σημείο αυτό η Jackson προβαίνει σε μια βασική κατηγοριοποίηση
των λογοτεχνικών κειμένων σε: α. Θαυμαστό, όπου κατατάσσει τα παραμύθια,
τα ρομάντζα και τις υπερφυσικές αφηγήσεις που εκφράζουν απόλυτη
εμπιστοσύνη στην αφηγηματική φωνή αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή του
αναγνώστη και β. Μιμητικό, όπου κεντρική θέση κατέχει το ρεαλιστικό
μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, το οποίο ισχυρίζεται ότι αποδίδει την εξωτερική
πραγματικότητα43. Το Φανταστικό τοποθετείται ανάμεσα στα δύο και η
ταυτόχρονη εμφάνισή του με το αστικό μυθιστόρημα δεν είναι συμπτωματική,
αλλά προέκυψε ως δύναμη αντίρροπη προς αυτό και ως αντίσταση σ’ ό,τι ο
Bakhtin αποκάλεσε ενοποιητική και μονοδιάστατη αφηγηματική προοπτική. Το
Φανταστικό απέχει από τον Υπερρεαλισμό γιατί στα κείμενά του, όπως
ακριβώς και στο Θαυμαστό, τα γεγονότα δεν προκαλούν καμία έκπληξη, αφού
ο παράγοντας της αβεβαιότητας απουσιάζει44. Τα φανταστικά κείμενα δεν είναι
μη-αναφορικά, όπως συμβαίνει με πολλά από τα μοντερνιστικά, αλλά
39 Ο.π. p. 19
40 Ο.π. p. 20
41 Ο.π. p. 21
42 Ο.π. p. 26
43 Ο.π. p. 26-34
44 Ο.π. p. 36
20
διατηρούν μια μυθοπλαστική αυτονομία, γιατί έχουν πάντα ως θεματικό κέντρο
βάρους το μη-δυνάμενο-να-ειπωθεί, αυτό που διαφεύγει της άρθρωσης.
Το Φανταστικό, κατά τη Jackson, εισάγει το χάσμα μεταξύ σημαίνοντος
και σημαινομένου, γιατί προσπαθεί να αναπαραστήσει πράγματα «χωρίς
όνομα», όσα δηλαδή δεν μπορούν να ειπωθούν παρά μόνο μέσω της
εμπλοκής και του υπαινιγμού και τα οποία οδηγούν τη γλώσσα προς κάτι
άλλο45. Στην προσπάθεια αυτή αποτυγχάνει και το μόνο που καταφέρνει είναι
να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη σ΄ αυτήν τη δυσκολία γλωσσικής
απόδοσης. Ταυτόχρονα το φανταστικό κείμενο αρθρώνει ονόματα «χωρίς
πράγματα», δηλαδή λόγια χωρίς νόημα και από την άποψη αυτή συγκλίνει
προς το μοντερνιστικό μυθιστόρημα που επικεντρώνεται σε θέματα
νοηματοδότησης.
Σε αντίθεση με τα ρεαλιστικά κείμενα, όπου το τοπίο είναι μια
γεωγραφική ολότητα με ενοποιητικά χαρακτηριστικά, το Φανταστικό
αντιστέκεται στην επικρατούσα αντίληψη και μετατρέπει χώρο σε
μεσοδιάστημα, στη γκρίζα ζώνη μεταξύ δύο περιοχών, η οποία πολλές φορές
εμπεριέχει το κενό46. Ο χρόνος, από την άλλη, τήκεται σε ένα αέναο παρόν,
όπου όλες οι χρονικές βαθμίδες ενοποιούνται και οι μονάδες μέτρησης
καταστρατηγούνται, αφού εκείνο που έχει προβάδισμα είναι τα γεγονότα καθ’
εαυτά και όχι η τοποθέτησή τους σε χρονική αλληλουχία και η συνεπακόλουθη
από αυτή σχέση αιτίας και αποτελέσματος47. Έτσι το Φανταστικό τείνει προς μια
χωρο-χρονική αιώρηση, κινείται προς το μη αντιληπτό, προς ένα κόσμο χωρίς
πολιτισμική τάξη, όπου οι κυρίαρχες φιλοσοφικές αντιλήψεις, τις οποίες ο
Bakhtin χαρακτηρίζει μονολογικές, ανατρέπονται.
Λογοτεχνικά θέματα του Φανταστικού είναι όσα συνηθίζουμε να
θεωρούμε αφύσικες ψυχολογικές καταστάσεις, όπως η παραίσθηση, το
όνειρο, η τρέλα, η παράνοια, η επήρεια της χρήσης ναρκωτικών, η έμφυλη
διαφοροποίηση αρσενικού-θηλυκού, η διάκριση έμψυχου-άψυχου, φυτικού-
ορυκτού, ανθρώπινου-ζωώδους, όσα δηλαδή καταλύουν τη φυσιολογική
προοπτική και υποσκάπτουν τον ρεαλιστικό τρόπο αντίληψης της
πραγματικότητας48.
Το Φανταστικό πραγματοποιεί μια ριζική αλλαγή στο όνομα και την
ερμηνεία αυτού που θεωρήθηκε δαιμονικό και δεν είναι ανεξάρτητο από την
απώλεια της πίστης στο υπερφυσικό και τη σταδιακή παρείσφρηση του
σκεπτικισμού στη σχέση του εαυτού με τον κόσμο49. Από την εποχή του
Ρομαντισμού η έννοια του δαιμονικού μετατράπηκε από υπερφυσικό νόημα σε
ακαθόριστο και η ταυτόχρονη αλλαγή από την υπερφυσική στη φυσική
οικονομία των εικόνων εκφράστηκε ως η αρνητική εκδοχή της επιθυμίας του
Απείρου. Αυτή η επιθυμία στο μοντέρνο Φανταστικό αποτυπώθηκε ως βίαιη
υπέρβαση όλων των ανθρωπίνων περιορισμών και των κοινωνικών ταμπού
που θέτουν φραγμούς στην πραγματοποίησή της αναγνωρίζοντας ως πηγή
της διαφορετικότητας το Εγώ.
Η μεταμορφωτική δύναμη του διαφορετικού έχει, κατά την Jackson, δύο
διαφορετικές εκφάνσεις: α. Το Εγώ δέχεται μια επίθεση που το καθιστά μέρος
του διαφορετικού/ Άλλου, το μεταμορφώνει και του δίνει τη δύναμη να
προκαλεί παρόμοιες μεταμορφώσεις. Το Εγώ γίνεται ένας άλλος μέσω μιας
υποκειμενικής αποξένωσης από τον εαυτό του, με αποτέλεσμα τον
πολλαπλασιασμό των ταυτοτήτων και β. Εξωτερικές δυνάμεις μπαίνουν στο
45 Ο.π. p. 40
46 Ο.π. p. 42
47 Ο.π. p. 47
48 Ο.π. p. 49
49 Ο.π. p. 56
21
υποκείμενο, το μεταμορφώνουν και κινούνται πάλι προς τον έξω κόσμο. Το
Εγώ συγχέεται με κάτι εξωτερικό δημιουργώντας μια νέα «πραγματικότητα»50.
Η Ιδεολογία είναι, για την Jackson, οι φανταστικοί τρόποι με τους
οποίους το άτομο βιώνει τη σχέση του με τον κόσμο διαμέσου διαφόρων
συστημάτων, όπως η θρησκεία, οι οικογένεια, οι ηθικοί κώδικες και η οποία
μεταβιβάζεται «αθόρυβα» από τη μια συνείδηση στην άλλη51. Άλλωστε η
εμφάνιση του μοντέρνου Φανταστικού συμπίπτει ιστορικά με την αναγνώριση
εκείνης της αλλόκοτης, κενής περιοχής, η οποία προέκυψε στη συνείδηση των
υποκειμένων μετά την απώλεια της πίστης τους στις θεϊκές εικόνες.
Για να στηρίξει τις απόψεις της η Jackson καταφεύγει στον Freud,
σύμφωνα με τον οποίο το αλλόκοτο ξεσκεπάζει ό,τι παρέμενε κρυμμένο
προκαλώντας μια δυσάρεστη μεταμόρφωση του οικείου σε ανοίκειο. Έτσι η
φανταστική λογοτεχνία αποκαλύπτει όσα πρέπει να μένουν στο σκοτάδι, για να
είναι ο κόσμος μας άνετα «γνωστός». Αλλόκοτο, με άλλα λόγια, είναι ό,τι έγινε
ξένο μέσω της διαδικασίας της καταπίεσης και ως τέτοιες χαρακτηρίζουμε
εκείνες τις εντυπώσεις, που τείνουν να επιβεβαιώσουν την παντοδυναμία της
σκέψης52.
Παρά τη σχέση της με τα κοινωνικά ταμπού η φανταστική λογοτεχνία
δεν είναι υποκατάστατο της κορυφαίας επιθυμίας, της σεξουαλικής αγωνίας,
αλλά μια προσπάθεια να περιγραφεί ο θάνατος, που είναι καθαρή απουσία
και δεν μπορεί να αναπαρασταθεί στη ζωή. Για αυτό το «άλλο» δεν υπάρχουν
οι κατάλληλες γλωσσολογικές αναπαραστάσεις, γιατί δεν έχει θέση στην
πραγματικότητα και αυτή ακριβώς η αντινομία αποτελεί τον σκληρό πυρήνα
του Φανταστικού.
Ανατρέποντας τις ενοποιητικές δομές και σημασίες, στις οποίες
στηρίζεται η κοινωνική τάξη, το Φανταστικό αναδεικνύει τη ματαιότητα της
έννοιας των ορίων και την καθιστά αντικείμενο της διαπραγμάτευσής του. Έτσι
το αλλόκοτο εκφράζει ορμές οι οποίες πρέπει να καταπιεστούν προς όφελος
της κοινωνικής συνοχής και το Φανταστικό συνδέεται με τον ανιμιστικό τρόπο
αντίληψης, ο οποίος αντιστέκεται στην αρχή της πραγματικότητας53. Γιατί
ανασύροντας στο προσκήνιο τα κατάλοιπα της ανιμιστικής αντίληψης, το
Φανταστικό προσφέρει μια πρόσκαιρη ικανοποίηση της επιθυμίας,
εξουδετερώνοντας την ορμή προς υπέρβαση και επιβεβαιώνοντας εντέλει τη
θεσμική τάξη54. Η Jackson επικαλείται και πάλι τον Freud και το επιχείρημά του
ότι το Φανταστικό τείνει προς τη μη διαφοροποίηση, γιατί εντοπίζεται στην
τάση κάθε όντος προς μια κατάσταση ανοργανικότητας. Πρόκειται για την πιο
βασική μορφή της αρχής της ευχαρίστησης, όπου όλες οι εντάσεις μειώνονται
αφού η επιθυμία εμπεριέχει μια εντροπική ορμή55.
Σύμφωνα μ’ αυτό σκεπτικό τα κείμενα του de Sade τείνουν προς μια
κατάσταση εντροπίας, μια απόλυτη συσκότιση ταυτοτήτων που επιτυγχάνεται
μέσω της ερωτικής ασυδοσίας. Ο de Sade προτείνει την ενότητα της φύσης σε
κατάσταση αέναης κίνησης, όπου ο θάνατος είναι ένα είδος μεταμόρφωσης,
γιατί η φύση βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς κίνησης προς το θεό. Οι
διηγήσεις του είναι η πιο ακραία άρθρωση της επιθυμίας για υπέρβαση στην
ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών56. Τα θέματα και τα μέσα της
αναπαράστασης του είναι υπερβατικά και τείνουν σε ένα ιλιγγιώδες γλωσσικό
αποτέλεσμα. Στην άρνηση αυτών των ανεξέλεγκτων επιθυμιών δόμησε η
50 Ο.π. p. 58
51 Ο.π. p. 61
52 Ο.π. p. 65-66
53 Ο.π. p. 70
54 Ο.π. p. 71
55 Ο.π. p. 73
56 Ο.π. p. 74
22
ανθρώπινη συνείδηση τις κοινωνικές της δομές και την εικόνα του Υποκειμένου.
Τελικός σκοπός του de Sade είναι να καταστήσει δυνατή λογοτεχνικά την
απόλυτη ενότητα του εαυτού με το Άλλο, δηλαδή να φτάσει στο σημείο ΜΗΔΕΝ
της εντροπίας57.
Ο Freud εξηγεί ότι το σημείο ΜΗΔΕΝ δεν είναι μια απλή παρόρμηση
θανάτου58. Η ώθηση προς την εντροπία σημαίνει την τάση του οργανισμού για
σταθερότητα, όπου το οργανικό ενώνεται με το ανόργανο και οι χωριστές
μονάδες συγχέονται, χαρακτηριστικό που παραπέμπει στον πρωτογονισμό του
παιδιού, στην «πολυμορφική αταξία» ή την απραξία του ανόργανου κόσμου.
Από την ορμή προς την εντροπία κατάγονται πολλά μοτίβα του
Φανταστικού, όπως η εμμονή με το θάνατο, ο κανιβαλισμός, ο ανιμισμός, οι
απεικονίσεις της μεταμόρφωσης. Στο μετα-ρομαντικό Φανταστικό οι αλλαγές
μορφής είναι χωρίς νόημα, γίνονται δηλαδή χωρίς τη θέληση ή την επιθυμία
του υποκειμένου. Η Jackson υποστηρίζει ότι τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι
κοσμικές φαντασιώσεις αφορούν τη διάλυση των ορίων, αλλά οι μεν πρώτες
πηγαίνουν από το ανθρώπινο στο υπερφυσικό, οι δεύτερες αρνούνται το
υπερφυσικό και αντιστρέφουν το ανθρώπινο.
Στο σημείο αυτό η συγγραφέας του βιβλίου αντλεί επιχειρήματα από τον
Irving Messey, ο οποίος διευκρινίζει ότι το Φανταστικό δεν είναι μεταφορικό,
δηλαδή δεν δημιουργεί ποιητικές εικόνες, αλλά μετωνυμικό, επινοεί περάσματα
από τη μια μορφή στην άλλη. Στο μοντέρνο Φανταστικό το γλίστρημα του
υποκειμένου σε αντικείμενο δεν είναι απολυτρωτικό, αλλά μια τερατουργία59.
Παραλλαγή του θέματος της μεταμόρφωσης είναι ο
πολλαπλασιασμένος, ο διπλός ή ο ακρωτηριασμένος εαυτός, που ασκεί βία
στην ενότητα της έννοιας του «χαρακτήρα», όπως αυτή κυριαρχούσε για
αιώνες στη δυτική σκέψη, το κλασικό θέατρο και τη ρεαλιστική τέχνη60. Η
πραγματικότητα για το Φανταστικό παρουσιάζεται ως μια κατηγορία, σαν κάτι
κατασκευασμένο, δημιουργημένο από το λογοτεχνικό κείμενο, δίνοντας
έμφαση στη διαδικασία της αναπαράστασής του, γιατί αυτό που ονομάζουμε
πραγματικό δε βασίζεται στην ομοιότητα (το περιγραφόμενο μοιάζει μ’ αυτό
που συνέβη), αλλά στην εξίσωση (το περιγραφόμενο πραγματικά συνέβη)61.
Η αντικατάσταση του πράγματος από το όνομά του, του σώματος από
το μέλος του, ανοίγει δυνατότητες για μια γλωσσολογική μελέτη του
Φανταστικού, γιατί το είδος λειτουργεί, όπως είδαμε, μέσω της μετωνυμικής και
συνεκδοχικής διαδικασίας της έκθλιψης και της αντικατάστασης62.
Η συμβολή του Lacan στην ερμηνεία της δημιουργίας της ανθρώπινης
προσωπικότητας αξιοποιείται εδώ από την Jackson, προκειμένου να φωτίσει τη
θεματική του Φανταστικού που σχετίζεται με το ακρωτηριασμένο σώμα. Η
«φάση του καθρέφτη» απεικονίζει τη μετάβαση από το «σώμα σε σπαράγματα»
και τη μη-υποκειμενικότητα της συνολικής παρουσίας στο ιδεώδες του
ολόκληρου σώματος με την ενοποιημένη υποκειμενικότητα63. Η σεξουαλική
διαφοροποίηση, υποστηρίζει ο Lacan, πραγματοποιείται αργότερα με την
παγίωση της ανδρικής ή θηλυκής «ταυτότητας» κατά τη διάρκεια της
«οιδιπόδειας φάσης» με διαφορετική εισαγωγή στο «συμβολικό νόμο του
πατέρα» για το αγόρι και το κορίτσι.
Η θεωρία του Lacan για το Εγώ είναι ανάλογη με εκείνη του Freud για το
Υπερ-εγώ, το ιδανικό Εγώ με το οποίο το υποκείμενο προσπαθεί να
57 Ο.π. p. 77
58 Ο.π. p. 80
59 Ο.π. p. 82
60 Ο.π. p. 83
61 Ο.π. p. 84
62 Ο.π. p. 85
63 Ο.π. p. 88
23
προσομοιάσει και να συμπέσει, αφού αποτελεί την ταυτότητά του. Το ιδανικό
Εγώ, κατά τον Lacan, δεν εξευγενίζει τα ένστικτα, δεν τα στρέφει σε μη
σεξουαλικούς κοινωνικούς στόχους, αλλά τα καταπιέζει, τα αρνείται.
Στο στάδιο του πρώιμου ναρκισσισμού το παιδί είναι το ιδανικό του, μια
εμπειρία συμφωνίας μεταξύ εαυτού (υποκείμενο που αντιλαμβάνεται) και άλλου
(υποκείμενο που το αντιλαμβάνονται). Η κίνηση από τη μη-διαφοροποίηση
προς το σχηματισμό του Εγώ προκαλεί την εισαγωγή του υποκειμένου στη
Συμβολική Τάξη ως αντίθετη του Φανταστικού. Στο σημείο αυτό η Jackson
επικαλείται την Julia Kristeva, που υποστηρίζει ότι αυτό το στάδιο είναι
αξεχώριστο από τη διαδικασία απόκτηση της γλώσσας και του συντακτικού,
μέσω των οποίων ο κοινωνικός κώδικας δημιουργείται και διατηρείται64.
Στα κείμενα του Lacan Συμβολικό είναι η κοινωνική τάξη,
κατασκευασμένη από ξεχωριστές μονάδες νοήματος ενός δικτύου
σημαινομένων, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση προς το Φανταστικό, όπου τα
σημαινόμενα απουσιάζουν. Για την Kristeva η διάσπαση του Συμβολικού μέσω
της διάλυσης ή της παραμόρφωσης της γλώσσας είναι μια ριζικά ανατρεπτική
δραστηριότητα.
Η σωματική αποσύνθεση, που συντελείται στα κείμενα του Φανταστικού,
είναι το αντίστροφο της συγκρότησης του σώματος κατά τη «φάση του
καθρέφτη» και συμβαίνει μόνο όταν το υπερβατικό και ενοποιημένο Εγώ
απειλείται με διάλυση. Το να προσπαθήσεις, υποστηρίζει η Jackson, να δώσεις
φωνή στο βασίλειο του Φανταστικού που είναι μη ανθρώπινος λόγος, είναι μια
αντινομία και τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να επιστρέψουν σ’ αυτόν
χωρίς να χάσουν τη γλώσσα τους65. Έτσι οι λογοτεχνικές εκδοχές του σωσία
καταλήγουν στην αυτοκτονία ή στην τρέλα, γιατί το Εγώ δεν μπορεί να ενωθεί
με το Άλλο χωρίς να πάψει να υπάρχει.
Το Φανταστικό κείμενο, με άλλα λόγια, μιλά για μια αδάμαστη επιθυμία,
γι’ αυτό που ακόμη δεν υπάρχει, που δεν επιτρέπεται να υπάρχει, που υπάρχει
μόνο ως αντίθετο σ’ αυτό που ήδη υπάρχει66. Το άλλο θεωρήθηκε μια μαύρη
περιοχή, ώσπου αναγνωρίστηκε ως πολιτισμός του αόρατου67. Έτσι αντίθετα
από το Συμβολικό το Φανταστικό αποτελείται από άπειρο αριθμό εαυτών.
Καταφεύγοντας στον Foucault, η Jackson υποστηρίζει ότι κάθε
υπέρβαση καθίσταται κοινωνικό έγκλημα, καταδικάζεται, τιμωρείται, φυλακίζεται
σε έναν κόσμο ηθικό, γιατί προσβάλλει την αστική κοινωνία. Ό,τι απορρίπτεται,
κατασκευάζεται εκ νέου ως μια αφηγηματική δομή με νόημα, ξαναγράφεται ως
παραμύθι ή ρομάντζο και στους μεν ρομαντικούς συγγραφείς μετατρέπεται σε
ιδεαλισμό και στα δε ρεαλιστικά έργα αποσιωπείται.
Η δημιουργία δεύτερων κόσμων μέσω των θρησκευτικών μύθων, των
παραμυθιών και της επιστημονικής φαντασίας γίνεται εφικτή με τη χρήση των
αντίστοιχων νόμιμων μεθόδων- θρησκεία, μαγεία, επιστήμη- και λειτουργεί
αντισταθμιστικά, γιατί καλύπτει το κενό της κατανόησης της πραγματικότητας
που γίνεται αντιληπτή ως διαταραγμένη ή ανεπαρκής68.
Για τον Freud η τέχνη εν γένει είναι μια «φαντασιακή» πράξη, γιατί
εξασφαλίζει στον άνθρωπο ένα αντιστάθμισμα για την άρνηση της
ικανοποίησης των ενστίκτων του. Είναι μια δραστηριότητα που συγκρατεί την
κοινωνική τάξη εξισορροπώντας τις ελλείψεις της ίδιας της κοινωνίας69. Το
Συμβολικό είναι η ενότητα σημασιολογικής και συνταγματικής ιδιότητας που
επιτρέπει την επικοινωνία και τη λογική να εμφανιστούν, ενώ το Φανταστικό
64 Ο.π. p. 89
65 Ο.π. p. 90
66 Ο.π. p. 91
67 Ο.π. p. 173
68
Ο.π. p. 174
69
Ο.π. p. 174-175
24
εξορίζεται και ορίζεται ως απουσία, γιατί προσπαθεί να διαλύσει το Συμβολικό
εκεί που στηρίζεται, στη δημιουργία δηλαδή του Υποκειμένου, όπου
αναπαράγεται το σημασιολογικό σύστημα.
Το Φανταστικό προσπαθεί να καταλύσει τους κοινωνικούς πυλώνες
καταρρίπτοντας τις κατηγορικές κατασκευές και εκφράζοντας την επιθυμία γι’
αυτό που εξορίστηκε από την κοινωνική τάξη (και δεν είναι άλλο από εκείνο που
έπεισε τον Πλάτωνα να αποκλείσει την Ποίηση από την ιδανική Πολιτεία του) και
σε ιστορικό επίπεδο περιλαμβάνει όσα βρίσκονται σε αντίθεση με την
πατριαρχική, καπιταλιστική τάξη της δυτικής κοινωνίας για περισσότερο από
δύο αιώνες70.
Το στοιχεία του Φανταστικού που εξέφρασαν την κίνηση προς την μη-
διαφοροποίηση και την κατάσταση της εντροπίας, ξανακαλύφθηκαν για να
υπηρετήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Η εμφάνιση αυτού του είδους των
λογοτεχνικών κειμένων σε περιόδους σχετικής σταθερότητας (όπως ήταν τα
μέσα και το τέλος 19ου, ακόμη και τα μέσα 20ου αιώνα) έχει να κάνει με τη σχέση
της πολιτισμικής καταπίεσης και της παραγωγής αντίθετων ενεργειών που
εκφράζονται μέσω της τέχνης71.
Το Φανταστικό, εντέλει, προβάλλοντας τη διάλυση του Συμβολικού μέσω
της βίαιης ανατροπής της διαδικασίας σχηματισμού του Εγώ υπάρχει στην
άλλη πλευρά του κυρίαρχου πολιτισμικού άξονα ως σιωπηρή απουσία. Είναι
ένας αποσιωποιημένος φανταστικός Άλλος και αποσκοπεί στην κατάλυση της
τάξης που βιώνεται ως καταπειστική ή ανεπαρκής αρθρώνοντας έναν από-
κεντρωμένο λόγο περί Υποκειμένου72.
70
Ο.π. p. 177
71
Ο.π. p. 179
72
Ο.π. p. 180
25
Β. ΜΑΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ι. Ο ορισμός
73 Oxford Companion to English Literature, Edited by Margaret Drabble, Oxford University Press,
USA; 6 edition (November 2, 2000)
74 Encyclopαedia of World Literature in the Twentieth Century, St. James Press; 3 edition
(February 1, 2000)
26
Οι παραπάνω ορισμοί δίνοντας έμφαση οι μεν στην συνθετότητα της
πλοκής και την πολυφωνικότητα της αφήγησης και οι δε στην πολιτική
διάσταση του λογοτεχνικού κειμένου, συγκλίνουν στη συνύπαρξη
διαφορετικών νοοτροπιών και την αντίστιξη ρεαλιστικού υπόβαθρου και
μυθικής αντίληψης, μια παρατήρηση που θα αποκαλύψει την ερμηνευτική της
σημασία στη συνέχεια.
77 Lois Parkinson Zamora & Wendy B. Faris Magical Realism, Theory, History, Community, (Duke
University Press, Durham & London 1995)
78 Lois Parkinson Zamora & Wendy B. Faris Magical Realism, Theory, History, Community, (Duke
University Press, Durham & London 1995), «Introduction: Daiquiri Birds and Flaubertian
Parrot(ie)s», p. 2
27
πραγματικότητα του λογοτεχνικού ρεαλισμού, αλλά αποτελεί, όπως
χαρακτηριστικά υπογραμμίζει η εισαγωγή, «την πιο πολύπλοκή μορφή του
απλού79».
Μια από τις ουσιώδεις διαφορές Ρεαλισμού -Μαγικού Ρεαλισμού έγκειται
στο γεγονός ότι ο πρώτος θεωρεί την εκδοχή του κόσμου, που αυτός
παρουσιάζει, τη μοναδική, αντικειμενική και επομένως οικουμενική
αναπαράσταση της φυσικής και κοινωνική πραγματικότητας∙ την περιγράφει,
με άλλα λόγια, ως ιδεολογικά δεσπόζουσα και επομένως ηγεμονική. Αντίθετα ο
Μαγικός Ρεαλισμός δεν είναι συγκεντρωτικός, αλλά έκ-κεντρος, δημιουργεί το
χώρο και τις προϋποθέσεις, ώστε να εκδηλωθεί η διαφορετικότητα. Εδώ η
οντολογική διάσπαση υπηρετεί την πολιτική και πολιτισμική, το μαγικό στοιχείο
είναι ένας πολιτισμικός διορθωτικός παράγοντας που απαιτεί από τους
αναγνώστες να αμφισβητήσουν τις κοινά αποδεκτές συμβάσεις της αιτιότητας,
της ύλης και της δράσης.
Οι συγγραφείς του δοκιμίου, αντί του αντιφατικού και οξύμωρου όρου
Μαγικός προτείνουν το Μεταφορικός ή Μυθικός Ρεαλισμός80. Σύμφωνα με την
άποψή τους τα κείμενα που μπορούν να ενταχθούν στη συγκεκριμένη
κατηγορία αναφέρονται σε πολιτισμικά συστήματα συνήθως μη-δυτικά, αλλά
όχι λιγότερο «αληθινά» από εκείνα του λογοτεχνικού ρεαλισμού,
πριμοδοτώντας το μυστήριο εις βάρος της εμπειριοκρατίας, τη
συναισθηματική εμπλοκή εις βάρος της τεχνολογίας, την παράδοση εις βάρος
των καινοτομιών. Το πρωτογενές αφηγηματικό υλικό είναι μύθοι, θρύλοι και
τελετουργίες (άλλοτε προφορικοί και αναπαραστατικοί, άλλοτε γραπτοί), μια
σειρά από πρακτικές που παρέχουν συνοχή στην κοινότητα. Τέτοια κείμενα μάς
υπενθυμίζουν ότι το μυθιστόρημα ξεκίνησε ως λαϊκό είδος, υπηρέτησε την
κοινότητα ως σύνολο και εξακολουθεί να το κάνει σε πολλά μέρη του κόσμου.
Στις κοινότητες όπου οι αντίστοιχες πρακτικές έχουν εκτοπιστεί ή εκλείψει,
εμφανίζονται οι συγγραφείς του Μαγικού Ρεαλισμού με σκοπό να τις
αναβιώσουν.
Το καταλληλότερο εργαλείο για να προσεγγιστούν τέτοια
λογοτεχνήματα αποδεικνύεται, κατά τους επιμελητές, η Συγκριτική
Γραμματολογία και σκοπός της παρούσας έκδοσης είναι να καθιερώσει το
Μαγικό Ρεαλισμό ως ένα σημαντικό σύγχρονο διεθνές είδος και να στρέψει το
ενδιαφέρον τόσο του κοινού όσο και της κριτικής στις τοπικές διαφορές με
πολιτισμικές και πολιτικές αποκλίσεις. Στόχος του παρόντος τόμου δεν είναι να
μνημειώσει το Μαγικό Ρεαλισμό ως το κατ’ εξοχήν μετα-μοντέρνο ή μετα-
αποικιακό είδος ούτε να καθιερώσουν την περιθωριακότητα ως τη νέα
(συγκαλυμμένη) επικρατούσα τάση στη λογοτεχνία.
Οι ορισμοί που διατυπώνονται στα διαφορετικά δοκίμια της παρούσας
έκδοσης συγκλίνουν στο ότι ο Μαγικός Ρεαλισμός είναι το λογοτεχνικό είδος
που θέλει να ξεπεράσει κάθε είδος όρια, οντολογικά, πολιτικά, γεωγραφικά ή
κατηγοριακά81. Ο Μαγικός Ρεαλισμός πριμοδοτεί τη σύγχυση και τη
συνύπαρξη πολλών δυνατών κόσμων, χώρων και συστημάτων, η οποία δεν
θα αποκαλύπτονταν σε άλλου είδους αφηγήσεις. Επειδή καταγίνεται με τη
φύση της πραγματικότητας και την αναπαράστασή της διατηρώντας
ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις του ρασιοναλισμού (όπως αυτός
διαμορφώθηκε μετά το Διαφωτισμό και το λογοτεχνικό ρεαλισμό) μπορεί να
θεωρηθεί ως προέκτασή του. Σώμα και ψυχή, πνεύμα και ύλη, ζωή και
θάνατος, πραγματικό και φανταστικό, Εαυτός και Άλλος, αρσενικό και θηλυκό
79 ο.π. p. 3
80 ο.π. p. 3
81 ο.π. p. 5
28
είναι διαχωριστικές γραμμές που πρέπει να καταλυθούν, να υπερνικηθούν, να
σβήσουν ή να μετατοπιστούν εκ θεμελίων82.
Τα κείμενα του Μαγικού Ρεαλισμού είναι ανατρεπτικά, γιατί το
μεταιχμιακό στοιχείο, το όλα-σε-ένα, που αναπαριστούν ενισχύει την αντίσταση
στη νομολογικές πολιτικές και πολιτισμικές δομές, χαρακτηριστικό που τον
καθιστά κατάλληλο για όσους καταγίνονται με τη λογοτεχνία των
μετααποικιακών πολιτισμών και τις γυναικείες σπουδές.
Τα 23 συνολικά δοκίμια του βιβλίου, γραμμένα από 23 διαφορετικούς
συντάκτες, κατανέμονται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος αφιερώνεται στις
απαρχές του είδους και περιλαμβάνει τα δύο δοκίμια των Franz Roh και Alejo
Carpentrier που θεμελίωσαν τη χρήση του οξύμωρου όρου Μαγικός
Ρεαλισμός καθώς και μερικά μεταγενέστερα, ερμηνευτικά αυτών που φέρουν
τις υπογραφές των Luis Leal, Angel Flores και άλλων.
Ο Franz Roh είναι ο γερμανός θεωρητικός που πρώτος επινόησε τον
όρο το 1925, προκειμένου να περιγράψει στην τάση των μετα-εξπρεσιονιστών
ζωγράφων της δεκαετίας του ‘20 να επανακάμψουν στο ρεαλισμό μετά το
αφηρημένο ύφος των Εξπρεσιονιστών, που προηγήθηκαν. Ο Roh δίνοντας
έμφαση στην αισθητική έκφραση του έργου τέχνης, χρησιμοποιεί τον όρο
μαγικός ως αντίθετος του μυστικιστικός και τονίζει ότι «το μυστήριο δεν
υπερβαίνει τον αναπαριστώμενο κόσμο, αλλά μάλλον κρύβεται και σπαρταρά
πίσω από αυτόν83».
Εξίσου σημαντικό το δοκίμιο του Alejo Carpentrier, του
μυθιστοριογράφου που προσέθεσε στον όρο τον προσδιορισμό αμερικάνικος
στον πρόλογο του πρώτου του μυθιστορήματος με τίτλο El reino del mundo
(Το βασίλειο του κόσμου) το 1949, όπου διευκρινίζεται ότι πρόκειται για μια
συγκεκριμένη εκδοχή του Μαγικού Ρεαλισμού. Ο κουβανός λογοτέχνης και
θεωρητικός, αποσαφηνίζει ότι στα συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα δεν
επιχειρείται τόσο η συνειδητή αμφισβήτηση της συμβατικής αναπαράστασης
της πραγματικότητας, όσο η ενίσχυση της πρόσληψής της, όπως την
αντιλαμβάνεται και την κληροδότησε ο λατινοαμερικάνικος πολιτισμός.
Το περιεχόμενο του όρου επαναδιαπραγματεύεται σε διάλεξη που έδωσε
το 1975, και τον διαφοροποιεί από τον ευρωπαϊκό Υπερρεαλισμό, με τον οποίο
παρουσιάζει εξωτερικές μόνο αναλογίες. Ο Carpentrier τονίζει είναι ότι στη
λατινική Αμερική το Φανταστικό δεν νοείται ως ανατροπή ή υπέρβαση της
πραγματικότητας μέσα από αφηρημένες μορφές και τεχνητούς συνδυασμούς
εικόνων, ούτε είναι αποτέλεσμα ενός θεωρητικού μανιφέστου, αλλά προέκυψε
ως αποτέλεσμα της λατινοαμερικάνικης ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτικής84.
Παρά το γεγονός ότι στα κείμενα αυτά τηρούνται οι συμβατικές διαστάσεις του
χώρου και του χρόνου, δεν απουσιάζουν οι απρόβλεπτες αντιπαραθέσεις και
οι θαυμαστές μείξεις. Για τον Carpentrier ο Μαγικός Ρεαλισμός έχει ως
προϋπόθεση το Θαμαστό και ως αφετηρία του την Πίστη, γιατί η
διαφοροποιητική δύναμη αυτών των λογοτεχνικών έργων έγκειται στη
συγκεκριμένη γεωγραφική και πολιτισμική ταυτότητα των ηρώων τους.
Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν οι επιμελητές -τηρώντας τις αρχές
που διατύπωσαν στον πρόλογο- συγκέντρωσαν δοκίμια, τα οποία φωτίζουν
μια σειρά από παλιότερα και σύγχρονα λογοτεχνικά έργα. Πρόκειται για
μυθιστορήματα γραμμένα εντός και εκτός ισπανόφωνης Αμερικής με τις
82
ο.π. p. 6
83 Lois Parkinson Zamora & Wendy B. Faris Magical Realism, Theory, History, Community, (Duke
University Press, Durham & London 1995), Franz Roh, «Magic Realism: Post- Expressionism», p.17
84 Lois Parkinson Zamora & Wendy B. Faris Magical Realism, Theory, History, Community, (Duke
University Press, Durham & London 1995), Alejo Carpentier, «On the Marvelous Real in America»,
Editor’s Note, p. 75
29
υπογραφές συγγραφέων διεθνούς βεληνεκούς, όπως της Tonni Morrison, του
Salma Rushdie, του Juan Rulfo, του Derek Walcott και άλλων.
Πιο συγκεκριμένα το δεύτερο κεφάλαιο ομαδοποιεί δοκίμια που άπτονται
της σύγχρονης θεωρίας και συγκεκριμενοποιούν τα διαφοροποιητικά
χαρακτηριστικά του Μαγικού Ρεαλισμού ως διεθνούς κινήματος,
τοποθετώντας τα υπό εξέταση λογοτεχνικά κείμενα στο κέντρο του μετα-
μοντερνισμού85. Το τρίτο εισάγει τη διάσταση της ιστορικότητας
αποδεικνύοντας ότι ιστορία και οργανωμένο σύνολο είναι αδιαίρετες
πολιτισμικές κατασκευές, ιδίως στις αποικιοκρατούμενες περιοχές του
πλανήτη86. Τέλος το τέταρτο κεφάλαιο επικεντρώνεται σε κείμενα που
αναδεικνύουν την έννοια της κοινότητας. Η προοπτική αυτών των
μυθιστορημάτων είναι η αντίθετη του ρεαλισμού, παρόλο που για να πετύχουν
το σκοπό τους τον προϋποθέτουν: ο Μαγικός Ρεαλισμός αναδεικνύει το
κοινωνικό πλαίσιο εις βάρος της προσωπικότητας, γιατί ο αφηγηματικός του
στόχος είναι να αποτυπώσει όχι τη δύναμη του ατόμου, αλλά της ομάδας87.
85 Lois Parkinson Zamora & Wendy B. Faris Magical Realism, Theory, History, Community, (Duke
University Press, Durham & London 1995), «Introduction: Daiquiri Birds and Flaubertian
Parrott(ie)s», p.8
86 Ο.π. p. 9
87 Ο.π. p. 10
88 Amaryll Beatrice Chanady, Magical Realism and the Fantastic: Resolved versus Unresolved
30
Ο Μαγικός Ρεαλισμός εκφράζει μια τακτοποιημένη, άλογη προοπτική
που στην ιστορική πραγματικότητα φορείς της υπήρξαν περισσότερα από ένα
έθνη και διαφορετικές φυλετικές ομάδες. Ο όρος πρέπει να γίνεται διακριτός
από τον Υπερρεαλισμό που αντιπαραθέτει εξίσου ετερογενή στοιχεία, αλλά
από τον οποίο απουσιάζει ο καθοριστικός κώδικας του υπερφυσικού90.
Το επίθετο «μαγικός» αφορά ουσιαστικά στο νοούμενο (μορφωμένο)
συγγραφέα, για τον οποίο η προοπτική του κειμένου δεν είναι αποδεκτή, ενώ
αντίθετα είναι φυσιολογική για τους ήρωες, μια και το υπερφυσικό δεν τους
προκαλεί έκπληξη. Εκεί που ο νοούμενος (μορφωμένος) αναγνώστης βλέπει
δύο συγκρουόμενους κόσμους, η μαγικο-ρεαλιστική αφήγηση δείχνει ανοχή
χωρίς να ασκεί κριτική. Απλώς περιγράφει τη συνολική εικόνα, με σκοπό να
αποτυπώσει μια βαθύτερη κατανόηση των πραγματικότητας. Ο Μαγικός
Ρεαλισμός εισάγοντας στη ζωή τη διάσταση του μυστηρίου μοιάζει να
συγγενεύει, κατά τη Chanady, με τους ρώσους φορμαλιστές που
αναγνώρισαν στην τέχνη την ικανότητα της ανοικείωσης.
Οι περιγραφές στα κείμενα του Μαγικού Ρεαλισμού είναι άμεσες χωρίς
τη μεσολάβηση ενός δραματοποιημένου αποδέκτη, ενώ ο αφηγητής
αποφεύγει συστηματικά να εκφέρει φανερές κρίσεις σχετικά με τα
διαδραματιζόμενα, γιατί κάτι τέτοιο θα υποβίβαζε το υπερφυσικό σε
χαμηλότερη ιεραρχικά θέση.
Αντίθετα από το Φανταστικό όπου τα σχόλια ενισχύουν την αίσθηση
του μυστηρίου, ο Μαγικός Ρεαλισμός εισάγει στο φυσικό το υπερφυσικό
απαιτώντας από τον αναγνώστη να προβληματιστεί σχετικά με τον
επαναπροσδιορισμό των ορίων τους. Η συγγραφική βραχυλογία, η
συστηματική αποφυγή του αφηγητή να εξηγήσει το υπερφυσικό, αυξάνει την
αντισταθμιστική του δύναμη, που σε κάθε άλλη περίπτωση θα απέβαινε προς
όφελος της συμβατικής οπτικής της πραγματικότητας91.
Στο κεφάλαιο με τον ενδεικτικό τίτλο Φυσικό εναντίον Υπερφυσικού η
Chanady καταπιάνεται με την κομβική μεταξύ τους διάκριση και καταλήγει στην
εξής διαφοροποίηση: στο Μαγικό Ρεαλισμό ο συγγραφέας καταβάλλει
προσπάθεια να πείσει τον αναγνώστη, ώστε να δεχθεί μια άποψη για τον
κόσμο, την οποία -έξω από το πλαίσιο της συγκεκριμένης αφήγησης-
προφανώς θα απέρριπτε∙ στο Φανταστικό το υπερφυσικό εμφανίζεται και στη
συνέχεια εξαφανίζεται, αφήνοντας τον αναγνώστη απροετοίμαστο στο να το
δεχθεί. Προκειμένου να λειτουργήσει ο Μαγικός Ρεαλισμός πρέπει (σε αντίθεση
προς το Φανταστικό) να προϋπάρχει ένα ενοποιητικό ρεαλιστικό υπόβαθρο, οι
κανόνες του οποίου θα παραβιαστούν από έναν αντιθετικό/μη-ρεαλιστικό
κώδικα.
Η τεχνική του Φανταστικού βασίζεται στην εισαγωγή ενός ανεξήγητου
για τους νόμους της λογικής γεγονότος, στους οποίους πιστεύει και ο
αφηγητής. Η αντινομία στην περίπτωση αυτή έγκειται στο ότι ο αφηγητής
περιγράφει ένα φαινόμενο που αντιβαίνει προς το κατά τα άλλα ρεαλιστικό
σκηνικό της μυθοπλασίας, αλλά και στο ότι το περιγράφει νιώθοντας
αμηχανία, γιατί και ο ίδιος αρνείται να το δεχθεί92. Η ύπαρξη του Φανταστικού,
κατά τη Chanady, ανιχνεύεται όταν η στάση του αφηγητή απέναντι στο
υπερφυσικό είναι ασαφής, γιατί συμβαίνει κάτι για το οποίο δεν έχει αποδείξεις
ότι υπάρχει πραγματικά. Στο τέλος του κειμένου η λύση του μυστηρίου δεν είναι
ποτέ ικανοποιητική, γιατί η αντινομία δεν επιλύεται, αλλά ανακατασκευάζεται
από τον αναγνώστη93.
90 Ο.π. p. 18
91 Ο.π. p. 31
92Ο.π. p. 70
93 Ο.π. p. 81
31
Ενώ στο Φανταστικό η ταυτόχρονη παρουσία Φυσικού-Υπερφυσικού
δημιουργεί έναν ενοχλητικό μυθοπλαστικό κόσμο, στο Μαγικό Ρεαλισμό
αντίθετα η συνύπαρξη αυτή είναι αρμονική και συμπαγής. Ο νοούμενος
αναγνώστης, που μπορεί να διακρίνει το φυσικό από το υπερφυσικό, καλείται
ουσιαστικά να υιοθετήσει την οπτική ενός ήρωα, χωρίς να αποστασιοποιείται
από τα γεγονότα και χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να αξιολογήσει την ισχύ
του μυθοπλαστικού κόσμου. Ο αφηγητής, από τη μεριά του, οφείλει να
περιορίσει όλα τα κειμενικά σημάδια της υποκειμενικότητάς του, τα οποία θα
μπορούσαν να καταστήσουν αναξιόπιστη την περιγραφή του94. Αν υιοθετήσει
α΄-πρόσωπη αφήγηση η διήγηση θεωρείται αναξιόπιστη, γιατί αναπαριστά
μία και μοναδική οπτική γωνία. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι ο ευθύς
πλάγιος λόγος, όπου ο αφηγητής κρύβεται πίσω από τις λέξεις του εστιαστή. Η
αντινομία λύνεται, όταν ο αφηγητής δημιουργεί έναν κώδικα που αντιστοιχεί σε
μια κοσμοαντίληψη δραστικά διαφορετική από τη δική μας. Στην περίπτωση
αυτή ο εστιαστής δεν είναι μια συγκεκριμένη ζωντανή ύπαρξη, αλλά
εκπρόσωπος μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Στο Μαγικό Ρεαλισμό δεν υπάρχει λόγος να επιλυθεί η αντινομία, γιατί τα
γεγονότα δεν θεωρούνται αντιφατικά στο πλαίσιο της αφήγησης. Αυτό που
είναι αντιφατικό είναι η στάση, την οποία πρέπει να κρατήσει ο αναγνώστης. Ο
ρόλος του είναι να κατανοήσει τη λειτουργία μιας συλλογικής νοοτροπίας, που
δεν κάνει διάκριση μεταξύ Φυσικού/Πραγματικού-Υπερφυσικού και όχι να την
κρίνει ή να την καταδικάσει. Το αισθητικό κίνητρο του συγγραφέα καθίσταται
τόσο σημαντικό όσο και το πολιτικό-κοινωνικό95.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει την ανάγνωση, εάν επιτρέψει στον εαυτό
του να ξεχάσει ότι τα γεγονότα της αφήγησης είναι αντιφατικά. Ο συγγραφέας
του Μαγικού Ρεαλισμού έχει μεγάλη ελευθερία, που του επιτρέπει να περιγράψει
το αδύνατο με ρεαλιστικές λεπτομέρειες και να συγκεράσει το πραγματικό με τη
μη-πραγματικό σε μια αφήγηση με ενοποιητική προοπτική.
Η Chanady αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου στον όρο
συγγραφική παραίτηση, την παρουσία του οποίου θεωρεί απαραίτητη
προϋπόθεση για τη λειτουργία του Μαγικού Ρεαλισμού. Η συγγραφέας
διευκρινίζει ότι αυτό που αποκαλούμε «απρόσωπη αφήγηση» δεν υπάρχει και
επομένως η διατύπωση συγγραφική παραίτηση πρέπει να γίνει κατανοητή ως
σχετική, αφού ο συγγραφέας σε μια αφήγηση αποσύρεται (ή μεταμφιέζεται)
ως ένα βαθμό, αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς. Οι ρητές ηθικές
κρίσεις και τα σχόλια που διατυπώνει σε κάποιες περιπτώσεις, είναι ακραίες
μορφές συγγραφικής διαμεσολάβησης.
Παρά τη γενική ισχύ της παραπάνω διαπίστωσης, συνεχίζει η Chanady,
ένα από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους καθοδήγησης της αντίδρασης
του αναγνώστη είναι η συγγραφική παραίτηση, όχι με την στενή έννοια της
απουσίας ηθικών κρίσεων, αλλά με την ευρεία έννοια της απόκρυψης
πληροφοριών96. Ένα αντικείμενο τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του οποίου
αποκρύπτονται, προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον από κάτι που περιγράφεται
διεξοδικά. Ο αναγνώστης προσπαθώντας να αντικειμενοποιήσει την εικόνα
του μυθοπλαστικού αντικειμένου, αναπτύσσει τη φαντασία του περισσότερο
απ’ ό,τι αν διάβαζε μια περιγραφή στην οποία οι παραλείψεις οφείλονταν στη
μειωμένη σημασία που έχει το αντικείμενο αυτό στην αφήγηση. Εντέλει η
συγγραφική παραίτηση δίνει έμφαση στο αντικείμενο παρουσιάζοντάς το με
έναν μη-συμβατικό τρόπο, τεχνική που μοιάζει με αυτό που ο Sklovskij ονομάζει
«απο-οικειοποίηση»97. Εάν οι λέξεις ή τα αποσιωποιημένα χαρακτηριστικά που
94 Ο.π. p. 102
95 Ο.π. p. 114
96 Ο.π. p. 121
97 Ο.π. p. 122
32
ταυτοποιούν ένα αντικείμενο δεν χρησιμοποιούνται στην περιγραφή του, η
προσοχή του αναγνώστη εστιάζεται στον ασυνήθιστο τρόπο παρουσίασης
και λιγότερο στη φύση του αντικειμένου. Στην περίπτωση αυτή η έμφαση δεν
δίνεται στο αντικείμενο, αλλά το ίδιο μεταβάλλεται σε πηγή μυστηρίου. Ο
αναγνώστης τότε έχει δύο δυνατότητες: είτε να το τοποθετήσει στο πλαίσιο των
καθημερινών συμβάσεων κατανόησης του κόσμου- οπότε το μυστήριο
θεωρείται μέρος της δημιουργίας, είτε να μην μπορέσει να το εντάξει στο
πλαίσιο των συνηθισμένων νόμων κατανόησης, οπότε το μυστήριο δημιουργεί
περαιτέρω αμφιβολία και σάστισμα στον αναγνώστη.
Ο δεύτερος αυτός τύπος απο-οικειοποίησης ανήκει στο Φανταστικό,
γιατί η συγγραφική παραίτηση υπηρετεί την αμφισημία του γεγονότος και
προφυλάσσει τον αναγνώστη από τη λύση της αντινομίας μεταξύ Φυσικού-
Υπερφυσικού. Το φανταστικό κείμενο ακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος του την
ορθόδοξη αντίληψη για τον κόσμο, προφυλάσσοντας τον αναγνώστη από το
να δεχθεί τα υπερφυσικά συμβάντα της μυθοπλασίας. Ο αφηγητής εξηγώντας
ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση, εντάσσει σε κάποιους κανόνες που ισχύουν
για το δικό μας συμβατικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Έτσι το
Υπερφυσικό γίνεται μέρος του Φυσικού και ισούται με το εξηγήσιμο. Η
συγγραφική παρεμβολή στο σημείο αυτό θα κατέστρεφε την αβεβαιότητα που
είναι απαραίτητη για να υπάρξει το Φανταστικό98.
Στο Μαγικό Ρεαλισμό η από-οικειοποίηση γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε
ο κόσμος που περιγράφεται με έναν αντισυμβατικό τρόπο να διευρύνει τη δική
μας προοπτική της πραγματικότητας, χωρίς να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα
παραξενιάς ή αβεβαιότητας. Παρόλο που μια κατάσταση παρουσιάζεται από
την οπτική γωνία ενός τρελού ή ενός ανθρώπου με προκαταλήψεις, ο
αναγνώστης αποδέχεται αυτήν την προοπτική.
Στο Μαγικό Ρεαλισμό η προσοχή μας δεν έλκεται από την παραξενιά του
αντικειμένου, αλλά παρουσιάζεται σαν να ήταν φυσιολογική για τον
αναγνώστη. Η συγγραφική παραίτηση παίζει σημαντικό ρόλο στην
ομαλοποίηση του ασυνήθιστου. Εάν ο αφηγητής εξηγούσε τις πεποιθήσεις του
παράξενου εστιαστή, η προσοχή του αναγνώστη θα έπεφτε σε αυτήν την
ιδιαίτερη αντίληψη του κόσμου. Ο εστιαστής δεν θα μπορούσε να είναι ένα
πρόσωπο που ερμηνεύει τον κόσμο με τρόπο διαφορετικό απ’ τον δικό μας,
αλλά θα μετατρέπονταν σε αφηγητή που εντοπίζει την παραξενιά της
προοπτικής του χαρακτήρα.
Η από-οικειοποίηση στο Φανταστικό δημιουργεί ατμόσφαιρα
μυστηρίου, ενώ αντίθετα στο Μαγικό Ρεαλισμό φυσιολογικοποιεί το
υπερφυσικό. Η προσπάθεια να αναλυθεί το Υπερφυσικό θα τραβούσε την
προσοχή μας στην παραξενιά, ενώ στα περισσότερα δείγματα μαγικο-
ρεαλιστικών κειμένων δεν γίνεται προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Συχνά η διαφορά
μεταξύ μιας ονειρικής αφήγησης και Μαγικού Ρεαλισμού γίνεται με κριτήριο την
παρέμβαση του συγγραφέα. Σε μερικές περιπτώσεις δίνει τόσες πληροφορίες,
ώστε ο αναγνώστης να υιοθετήσει την προοπτική ενός ασυνήθιστου εστιαστή.
Η συγγραφική παραίτηση εμποδίζει και πάλι τον αναγνώστη από το να
αμφισβητήσει τα αφηγούμενα γεγονότα, καθώς το αφύσικο σχολιάζεται όσο
το δυνατόν λιγότερο, φυσιολογικοποιείται και εντέλει μειώνεται η απόσταση
μεταξύ του αφηγητή και της κατάστασης που περιγράφει.
Ο αφηγητής στο Φανταστικό πρέπει να είναι αξιόπιστος, ώστε να
εμπιστευόμαστε τη δική του οπτική για τον κόσμο. Ένα γεγονός που αντιβαίνει
στους νόμους της λογικής, στους οποίους πιστεύει ο αφηγητής, είναι
ανησυχητικό, γιατί εμείς, ως αναγνώστες, εμπιστευόμαστε την κρίση του99. Για
98 Ο.π. p. 124
99 Ο.π. p. 162
33
πολλούς θεωρητικούς η ταύτιση αναγνώστη με τον αφηγητή είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για το Φανταστικό. Το γεγονός ότι κρατά την ταυτότητα του
λογικού όντος δίνει στο κείμενο μεγαλύτερο βαθμό αυθεντικότητας. Ο
αφηγητής που υιοθετεί την οπτική γωνία του προληπτικού ή αυτού που έχει
ψευδαισθήσεις, δε θεωρείται αξιόπιστος. Ο αφηγητής του Μαγικού Ρεαλισμού
δεν κρίνεται αξιόπιστος στην παρουσίαση της συμβατικής οπτικής του κόσμου,
αλλά στην ακριβή αποτύπωση μιας διαφορετικής νοοτροπίας. Ένας αφηγητής
που περιγράφει τον κόσμο του ειρωνικά, καταστρέφει την ισχύ της προοπτικής
των χαρακτήρων του. Εάν η αντίληψη των χαρακτήρων ανταποκρίνεται στην
ερμηνεία που ο αφηγητής δίνει στις αντιλήψεις της συγκεκριμένης πολιτισμικής
ομάδας, τότε ο αναγνώστης θεωρεί τον αναπαριστώμενο κόσμο ξένο100.
Εντέλει ο Μαγικός Ρεαλισμός εμφανίζεται εκεί όπου παρατηρείται σταδιακή
εισαγωγή του υπερφυσικού στοιχείου σε ένα ρεαλιστικό σκηνικό, απροσδόκητη
κατάληξη της πλοκής και προτείνονται διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου
γεγονότος.
34
Β΄ΜΕΡΟΣ
35
1. Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΥΡΑΝΝΑΣ ΖΑΤΕΛΗ
101Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία
Φακίνου, Συγγραφικές εμμονές, έξι συγγραφείς εξομολογούνται, Επιμέλεια Ανταίος
Χρυσοστομίδης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007
36
1. Τα πρόσωπα
Έτσι η μικρή Ιουλία, ηρωίδα από το Φως του λύκου, θεάται πράγματα
που αγνοούν οι ενήλικες, ο εξώγαμος Σέρκας στο Θάνατο έχει πολλαπλά
χαρίσματα σε σύγκριση με τα νόμιμα παιδιά, η σωματικά και διανοητικά
ανάπηρη η Ζήλη στο Πάθος υπερτερεί έναντι των αρτιμελών, για να
αναφέρουμε μόνο μερικά χτυπητά παραδείγματα.
Δίνοντας στο λόγο τέτοιων ηρώων το γενικό χαρακτηρισμό
αποσιωποιημένος, εννοούμε ότι εκφέρει εκείνα που παραλείπει, αποκρύπτει ή
λογοκρίνει η λογική όσων εντάσσονται στην κανονικότητα/ ομαλότητα. Εδώ
102
Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, σ. 445
37
μπορούμε να προσθέσουμε μια λεπτή διαφοροποίηση: στα διηγήματα το
αφηγηματικό ενδιαφέρον εστιάζεται συνήθως στην παρεκκλίνουσα εμπειρία,
στα μυθιστορήματα στο υποκείμενο που τη βιώνει.
Ο αποσιωποιημένος λόγος μπορεί να καταταχθεί σε δύο υπο-
κατηγορίες: α. λόγος μη αρθρωμένος ή αρθρωμένος, αλλά μη ακουόμενος
και β. λόγος αρθρωμένος αλλά μη εισακουόμενος, επειδή ο φορέας της
θεωρείται αφερέγγυος.
Ας διευκρινίσουμε ότι αποσιώπηση σημαίνει τη λογοκριμένη/
ψαλιδισμένη φωνή των χαρακτήρων και δεν ταυτίζεται με τη σιωπή/ αλαλία,
που εμφανίζεται εξίσου συχνά στα κείμενα της Ζυράννας Ζατέλη και περιγράφει
την αποτυχία του λογοτεχνικού εγχειρήματος να εκφράσει το άφραστο. Στα
χωρία αυτά η αφήγηση, αφού διατρέξει μέχρι εξαντλήσεως όλα τα διαθέσιμα
λεκτικά μέσα, διατρανώνει το τελικό συμπέρασμα ότι το γλωσσικό σύστημα
επικοινωνίας είναι ανεπαρκές-το συγκεκριμένο θέμα και ο λογοτεχνικός του
χειρισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των μοντερνιστικών καταβολών της
συγγραφέα και θα εξετασθεί λεπτομερέστερα στην υπο-εντότητα με τίτλο
Έρωτας -Θάνατος.
103 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 30
104 Η συγγραφέας εξολογούμενη την εμμονή της με την παιδική ηλικία χρησιμοποιεί τον τίτλο ενός
κεφαλαίου από το δεύτερο μυθιστόρημα της Άνηβε που με πας. Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη,
Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία Φακίνου, Συγγραφικές εμμονές, έξι
συγγραφείς εξομολογούνται, Επιμέλεια Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007σ.
76
105 Οι φράσεις σε εισαγωγικά προέρχονται από το άρθρο του Α.Φ. Χριστίδη με τίτλο Δεικτικότητα,
που συγκεντρώθηκε μαζί με άλλα στο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα Όψεις της γλώσσας και
αναφέρεται στη σχέση της γλώσσας με την άμεση εμπειρία, την οντογενετική πορεία από τον
καθηλωμένο στο παρόν ερέθισμα του βρέφους προς την εγκατάσταση της αφαιρετικής
γλώσσας στα δύο πρώτα χρόνια του παιδιού. Α.Φ. Χριστίδης, Όψεις της γλώσσας, Αθήνα,
Νήσος, 2002, σ. 90
38
πουλάκι μου, ωραίο πουλάκι μου» . Μα όταν εκείνου άνοιξε η όρεξη και θέλησε
να μάθει τι εννοεί, τι σόι πουλάκι, η Φέβρα του είπε να μην τον ενδιαφέρει, να
φύγει και να τις αφήσει «στο δράμα τους».106
Μια φορά θύμωσα. Έτσι ξαφνικά μ’ έπιασε ένας θυμός και είπα στον
Τζόρτζιο: «Ψεύτη! Αυτό δεν είναι πουλάκι, είναι φιδάκι». Το είπα φαίνεται στην πιο
κρίσιμη στιγμή. «Πουλάκι-φιδάκι, μην τ’ αφήνεις», είπε «σφίξ’ το όσο μπορείς
και…» Το πουλάκι-φιδάκι είχε γίνει πελώριο και βαρύ, ακράτητο, κόντευε να
τρυπήσει τη φόδρα και να μου φάει τα δάχτυλα. Τρόμαξα, μα δεν τράβηξα το
χέρι. «Θα το πνίξω!» είπα με καινούργιο θυμό στον Τζόρτζιο.107
106 Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη, «Οι γυναίκες ενός πουλιού», Αθήνα, Καστανιώτης,
1995, σ. 84
107 Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, «Τα πουλιά», Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σ. 47-48
108 Ζυράννα Ζατέλη Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Τόσο το στόμα όσο και η μύτη της είχαν πάθει μια παραμόρφωση –πιο
αισθητή στο στόμα- εξαιτίας αυτής της ουλής, κι αυτή η παραμόρφωση έδινε
στο πρόσωπό της ένα στοιχείο πρώιμης ενηλικίωσης, μιας θηλυκότητας
ρευστής και αβέβαιης, ίσως και δολερής, ενώ ταυτόχρονα την έδειχνε ακόμη
πιο μικρή, άτυχη κι ανεξίκακη σαν ποδοπατημένο γιούλι, και τέλος πάντων αυτό
το τεθλασμένο και εν μέρει τεθλιμμένο στόμα προκαλούσε στον Ντάφκο έναν
έντονα ερωτικό οίκτο.109
109 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 194
110 Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
41
την αλληλεπίδραση των μελών της οικογένειας, όπως αυτή μεταβάλλεται με τη
διαδοχή των γενεών, παραμένοντας όμως πάντα η κινητήρια δύναμη της
πλοκής.
Έτσι το Φως του λύκου μπορεί να αναγνωστεί ως η ιστορία μιας
πολυπληθούς, παραδοσιακής οικογένειας που επί γενιές κατοικεί κάτω από την
ίδια στέγη. Εξέχουσα θέση κατέχει ο pater familias, o πατριάρχης
Χριστόφορος, που παντρεύεται 3 φορές, αποκτά 4 παιδιά, περισσότερα από
δώδεκα εγγόνια και πεθαίνει σε βαθιά γεράματα, φιγούρα αντίστοιχη με την
Ούρσουλα του Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες111. Το
λαβυρινθώδες οικιστικό σύμπλεγμα, που έκτισαν γύρω από το αρχικό
οικοδόμημα τα παιδιά και τα εγγόνια του, θυμίζει το αντίστοιχο πατρικό σπίτι
της οικογένειας Μπουενδία. Μέσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους κυκλοφορεί
ένα μελίσσι από πατέρες και μάνες, οι οποίες μάλιστα είναι επιφορτισμένες με
πολλαπλούς και πολλές φορές αντικρουόμενους ρόλους. Ο πατέρας
Χριστόφορος αποδεικνύεται ρυθμιστής των εντάσεων που αναπτύσσονται
ανάμεσά τους, κορυφαία από τις οποίες είναι η σκανδαλώδης άφιξη των επτά
εξώγαμων παιδιών του γιου του Ησύχιου στο πατρικό σπίτι , τα οποία θα
ενταχθούν γρήγορα και με επιτυχία στο οικογενειακό σχήμα. Ο σκανδαλώδης
γάμος του Ησύχιου με τη μητέρα μιας από τις πολλές ερωμένες του -που είναι
ταυτοχρόνως και γιαγιά ενός από τα νόθα παιδιά του- θα πυροδοτήσει πολλές
συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, χωρίς όμως να κλονίσει τα θεμέλια της
οικογενειακής τάξης. Πυροσβεστικά σ’ αυτό το επίπεδο δρα όχι μόνο ο
Χριστόφορος αλλά και ο ίδιος ο Ησύχιος∙ πατέρας και γιος καταφέρνουν να
κρατούν τις δύσκολες ισορροπίες, ώστε να μην εκδηλωθούν ποτέ στους
κόλπους της οικογένειας ανεπανόρθωτες συγκρούσεις ή μη αναστρέψιμες
έριδες.
Εκείνο που μοιάζει εξίσου θαυμαστό είναι ότι τα νόθα παιδιά
μεγαλώνουν σ’ αυτήν την οικογένεια πλάι στα νόμιμα, χωρίς να φέρουν το
κοινωνικό στίγμα και να βασανίζονται από έκδηλους ψυχικούς διχασμούς. Γιατί
η πληθώρα συγγενικών ρόλων σ’ αυτό το πολύχρωμο και πολύβουο σπίτι
σημαίνει ότι όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά εισπράττουν την ίδια πληθώρα αγάπης
και ανάμεσά τους αναπτύσσεται ισόνομη και ισότιμη διάδραση.
Αυτοί που ταλανίζονται από εσωτερικές και εξωτερικές αντιπαραθέσεις
είναι οι ενήλικες και προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα πάθη τους δεν
φτάνουν ποτέ μέχρι τους επιγόνους. Έτσι η Φέβρα, η οποία από τη στιγμή που
παντρεύτηκε τον πανέμορφο και νεώτερό της Ησύχιο έγινε μητριά του εγγονού
της, ζει στις συμπληγάδες των ενοχών και της ερωτικής ζήλιας, αλλά με την
πάροδο των δεκαετιών και μέσα από σκληρές δοκιμασίες ελευθερώνεται από
τους προσωπικούς της δαίμονες και τελικά έρχεται εγγύτερα ψυχικά προς τον
άνδρα της.
Αντίθετα στο δεύτερο μυθιστόρημα η οικογενειακή τάξη έχει πληγεί.
Όταν η αφήγηση ξεκινά, η οικογένεια αποτελείται από το ζευγάρι και τα δύο
τους παιδιά, στην περιφέρεια της οποίας υπάρχει η οικογένεια της αδελφής του
πατέρα. Ο σύζυγος, Τριαντάφυλλος, καθίσταται μία και μοναδική φορά μοιχός
και καρπός αυτής της σμίξης είναι ένα εξώγαμο αγόρι, η ύπαρξη του οποίου
παραμένει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κρυφή. Μόνο όταν η φυσική
μητέρα αναγκάζεται να το εγκαταλείψει στον πατέρα του, αυτός -μετά από
βασανιστική εσωτερική μάχη- αποφασίζει να το αποκαλύψει στη νόμιμη
σύζυγο, η οποία με τη σειρά της -συγκλονισμένη από το χαμό της δικής της
κόρης- ούτε το απορρίπτει, ούτε το αποδέχεται, απλώς το ανέχεται.
111
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά, Μετάφραση, Κλαίτη Σωτηριάδου-
Μπαράχας, Αθήνα, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1983
42
Απ’ την άλλη η φυσική μητέρα, η Ζήνα, απαλλάσσεται από το παιδί
προκειμένου να αναζητήσει δουλειά και σύζυγο. Μέχρι να φτάσει στο δεύτερο
(και δυσκολότερο) στόχο της αποκρύπτει από τους πάντες την ύπαρξη του
γιου της. Μόνο αφού παντρευτεί και βεβαιωθεί για τα αισθήματά άνδρα της,
αναζητά το παιδί της και το καλεί κοντά της.
Το νόθο παιδί από τη μεριά του, μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε τρεις
μάνες, τη φυσική που το γέννησε, τη μητρυιά που το μεγάλωσε και τη θεία που
το θήλασε, γιατί ο Τριαντάφυλλος -προκειμένου να προετοιμαστεί για την
αποκάλυψη του μυστικού του- είχε αναθέσει τη φύλαξη του παιδιού για λίγες
εβδομάδες στη λεχώνα αδελφή του, που έγινε και η τροφός του. Ο Αναστάσης
γνώρισε δύο πατεράδες, τον φυσικό που το ανάθρεψε και τον θετό που το
αποδέχθηκε και του χάρισε το όνομά του. Τα πρώτα παιδικά χρόνια στο σπίτι
του πατέρα του σφραγίστηκαν από την ιδιότυπη θέση που κατείχε στην
πατρογονική εστία, τη βαθιά σχέση αγάπης που είχε με τα ετεροθαλή αδέλφια
και τα πολυάριθμα ξαδέλφια. Έτσι η απομάκρυνση από αυτό το περίεργο
οικογενειακό περιβάλλον στην πρώιμη εφηβεία και η ένταξη του στην
οικογένεια της φυσικής μητέρας και του πατριού του, περιγράφεται ως
αιφνιδιασμός που βιώθηκε τραυματικά.
Ενήλικας και με νέο όνομα, ο Σέρκας επανέρχεται κατά καιρούς στο σπίτι
του πατέρα του. Προικισμένος με ιδιότυπα ταλέντα και απίθανες γνώσεις,
επανασυνάπτει δεσμούς με τα κατακερματισμένα παιδικά του χρόνια, αλλά τα
συνεχή ταξίδια -οι απροσδόκητες αφίξεις και αναχωρήσεις του- αποδεικνύουν
ότι μάλλον αισθάνεται ανέστιος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας, που στην
τελευταία του επίσκεψη ανέπτυξε έναν ισχυρό δεσμό με το γιο της νεκρής
αδελφής του, σκοτώνεται ενώ έχει ήδη δρομολογήσει την νέα του φυγή.
Στο τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα που ξεκινά τη δεκαετία του ’50 και
φτάνει μέχρι την ενηλικίωση της πρωταγωνίστριας Λεύκας, η παραδοσιακή
οικογένεια έχει διαρραγεί, αντλώντας έμπνευση από τα κοινωνικά δεδομένα του
εξω-κειμενικού ιστορικού χρόνου. Οι γονείς έχουν μεταναστεύσει για
οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό και η εγγονή μεγαλώνει στο πατρικό σπίτι
μόνη με τον παππού της. Αργότερα σ’ αυτό το παράξενο σχήμα οικογένειας
θα ενταχθεί η γιαγιά που θα εγκαταλείψει την αφιλόξενη Γερμανία, ενώ τα
υπόλοιπα μέλη, οι γονείς και τα αδέλφια, θα επισκεφθούν μια και μοναδική
φορά την πατρίδα παραμένοντας ουσιαστικά απόντα στο διηνεκές.
Βέβαια η Λεύκα, μοναχική και με δημιουργική φαντασία που την
αναδιπλώνει ακόμη περισσότερο στον εαυτό της, δεν μπορεί να απαλλαγεί
από τα φορτία που της κληροδότησε η οικογένεια. Ενηλικιώνεται στον απόηχο
των οικογενειακών θανάτων, τους οποίους όμως προτιμά να ξορκίζει δια της
γραφής, παρά με τη συναισθηματική της εμπλοκή στο πένθος των
υπολοίπων. Χαρακτηριστική εδώ η απουσία του νόθου παιδιού, γιατί οι σχέσεις
αίματος έχουν υποβαθμιστεί σε σπουδαιότητα και αντικαθίστανται από τις
αναβαθμισμένες πλέον σχέσεις ψυχικής συνάφειας. Η Λεύκα αισθάνεται
αδελφή της τη «δίδυμη» Ζήλη (όπως της εξήγησε η μητέρα της γεννήθηκαν την
ίδια μέρα και την ίδια ώρα), την επιλέγει για κοινωνό των μυστικών της και
μυείται από αυτήν στα μυστήρια του θανάτου. Τα φυσικά της αδέλφια, που
έρχονται για μία και μοναδική επίσκεψη από τη Γερμανία, μοιάζουν
ανεπιθύμητα, γιατί αναστατώνουν την οικογένεια που δημιούργησε η ίδια η
Λεύκα με τις επιλογές της και δεν της επιβλήθηκαν από τους ανιόντες
συγγενικούς δεσμούς.
43
παραβίαση συντελείται με μια συγκεκριμένη αφηγηματική προοπτική που
μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δι-γενή. Αυτή η διφυΐα αποδίδεται με τρεις
τρόπους, τους οποίους, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, θα ονομάσουμε
1. κατώφλι της αθωότητας, 2. συναισθηματική προσκόλληση και 3. κατάσταση
συναισθηματικού μετεωρισμού.
Ο πρώτος τρόπος πραγματώνεται μέσω των ηρώων-παιδιών, που
καλύπτουν ένα ηλικιακό άνυσμα από 5 μέχρι 15 περίπου χρονών, δηλαδή το
ευρύ ηλικιακό φάσμα από την πρώτη παιδική μέχρι τα μέσα της εφηβείας.
Πρόκειται για το δυναμικό μεταίχμιο μεταξύ παιδιού και ενήλικα, κατά τη διάρκεια
του οποίου οι μηχανισμοί της σκέψης αναπτύσσονται ραγδαία, χωρίς να
απαλλάσσονται ολοκληρωτικά από τους προ-ορθολογιστικούς μηχανισμούς.
Σε επίπεδο αφηγηματικής κατασκευής η πρόσμειξη δύο χρονικών
επιπέδων, του ενήλικα και του ανήλικα ήρωα, αποδίδει την επάνοδο της
ανάμνησης και τον αναστοχασμό των πεπραγμένων. Σε επίπεδο δράσης αυτό
εκφράζεται ως επιθυμία των λογοτεχνικών χαρακτήρων να επανακάμψουν σε
προηγούμενες ηλικίες, όπου οι εμπειρίες δεν ήταν απλώς απολαυστικότερες,
αλλά και μιας άλλης τάξης, μεθεκτικές. Το παιδί εισπράττει τόσο διανοητικά,
όσο και συναισθηματικά το γεγονός της ύπαρξης του και ως εκ τούτου
εισπράττει ερεθίσματα και ηδονές που στερούνται, όσοι έχουν εξέλθει οριστικά
από αυτό το δίκτυο της γενικευμένης επικοινωνίας. Αυτή η τερπνή, και ίσως
ωραιοποιημένη, εποχή της ζωής γίνεται αντικείμενο αναπόλησης και φθόνου
για όσους την απώλεσαν:
Και
Στο λέω εγώ, μου είπε εκείνη, μα όταν θα καταλάβεις τι σου λέω, δεν θα’
σαι πια βασίλισσα… Καμιά φορά θυμάμαι, τότε που ήμουν μικρή. Όχι πως
σπαρταρούσα από ευτυχία, μα σε σχέση με τα σημερινά, με τις μαυρίλες και τις
λύπες που με περίμεναν μετά -Ντάλα, λέω, ήσουν βασίλισσα τότε!... Αλλά δεν
το ‘ξερα.113
Αλλού ο α΄-πρόσωπος αφηγητής εξηγεί την έλξη που νιώθει για την
ανεπιστρεπτί απολεσθείσα αθωότητα και αναγνωρίζει στην εκ των υστέρων
αναπαραγωγή των γεγονότων μια εγγενή ευχαρίστηση:
112 Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, «Η Ντάλα και τα ύδατα», Αθήνα, Καστανιώτης,
1994, σ. 73
113 Ο. π. σ.84
114 Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, «Το στοιχειωμένο αγροτόσπιτο», Αθήνα,
115
Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, «Η Περσεφόνη και μια άλλη ιστορία», Αθήνα,
Καστανιώτης, 1994, σ. 68-69
45
πατέρα -δυο πρόσωπα των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε - και να ξεκινήσει
μια νέα ζωή με καινούργιο όνομα σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό
περιβάλλον. Ως Σέρκας πλέον θα επιστρέψει στην πατρική εστία, για να μπει σε
μια επίπονη διαδικασία ενηλικίωσης-συμφιλίωσης με το παρελθόν, απαραίτητη
όμως προϋπόθεση για μια ευτυχισμένη ενήλικη ζωή. Θα ξαναφύγει, αλλά κατά
καιρούς θα επανακάμπτει στην πατρογονική οικογένεια προκαλώντας ισχυρή
εντύπωση και ερωτηματικά στα νεότερα μέλη -ανάμεσά τους ο πιο
εντυπωσιασμένος φαίνεται να είναι ο γιος της νεκρής Δάφνης- σε μια
προσπάθεια να τακτοποιήσει το χάσμα που του προκάλεσε η μετάβαση στους
κόλπους της νέας του οικογένειας. Ο θάνατος θα έρθει πρόωρα και θα
ανακόψει την εσωτερική του αναζήτηση.
Το τελευταίο μυθιστόρημα, το Πάθος, εστιάζει στη σχέση δύο κοριτσιών,
που γεννήθηκαν την ίδια μέρα και την ίδια ώρα, καθώς περνούν από την
παιδική στην εφηβική ηλικία. Η μία από αυτές, η Ζήλη, στερείται σωματικής και
διανοητικής αρτιότητας, αλλά φαίνεται να επικοινωνεί με το περιβάλλον μέσω
ενός μεταφυσικού δίαυλου, τον οποίο μπορεί να διευρμηνεύσει μόνο η άλλη, η
Λεύκα. Η τελευταία περνά το σκαλοπάτι της εφηβείας βασανιζόμενη από μια
εσωτερική σύγκρουση, εκδήλωση της οποίας είναι η μυστική ζωή που
μοιράζεται μόνο με τη φίλη της, και η οποία περιλαμβάνει
επαναλαμβανόμενους μικρο-αυτοτραυματισμούς και συγγραφή σύντομων
λογοτεχνημάτων.
Η Ζήλη πεθαίνει με την πρώτη εκδήλωση της εφηβείας: η εναρκτήρια
εμμηνορρυσία εξελίσσεται σε ακατάσχετη αιμορραγία. Ο θάνατός της
παραχωρεί στη «δίδυμή» της Λεύκα το χάρισμα να κατανοεί και να διερμηνεύει
τα ψυχορραγήματα των ετοιμοθάνατων. Επιφορτισμένη με αυτό το καθήκον,
το οποίο μοιάζει να μην της προκαλεί κανένα αίσθημα άχθους, η έφηβη
συνεχίζει να μεγαλώνει γράφοντας ιστορίες εμπνευσμένες από τους θανάτους
της οικογενείας, τις οποίες όμως δεν αποκαλύπτει ούτε στον αγαπημένο της
παππού. Η είσοδός της στη ζωή των ενηλίκων σημαδεύεται από την εσωτερική
αποδοχή της συγγραφικής της αποστολής. Τώρα πια η ηρωίδα είναι έτοιμη να
αποκαλύψει το μυστικό της στον παππού, ο οποίος δαπάνησε μεγάλα
αποθέματα ψυχικού σθένους προκειμένου να αποκωδικοποιήσει τα
λογοτεχνικά της κρυπτογραφήματα. Η Λεύκα αναλαμβάνει επίσημα την
εκτέλεση των συγγραφικών της καθηκόντων, στα οποία η ίδια αποδίδει ένα
σχεδόν μεταφυσικό φορτίο και υιοθετεί πλέον ένα συγκεκριμένο ψευδώνυμο,
Ραμάνθις Ερέβους, εξ ου και ο τίτλος της τριλογίας. Η μυστικοπάθεια και η
αυτοτιμωρία, που σημάδεψε όλη την εφηβεία της και ευθύνεται για
πολυάριθμες - και ως ένα βαθμό γοητευτικές- ουλές στο πρόσωπό της, μοιάζει
να έχει ξεπεραστεί οριστικά.
Ένα δεύτερο μέσο υπέρβασης, πιο συγκεκριμένα της υπερβασης της
διάκρισης υποκείμενο- αντικείμενο, είναι η ισχυρή συναισθηματική
προσκόλληση των ηρώων σε ένα μέλος της οικογένειας που φτάνει στα όρια
του ερωτισμού, πολλές φορές ανεξαρτήτως φύλου116. Οι σχέσεις αυτές
παραπέμπουν σε πρώιμα στάδια ψυχολογικής ανάπτυξης, όποτε το άτομο
ταυτίζεται με τα αγαπημένα πρόσωπα και δεν μπορεί να απεμπλέξει τη
βούλησή του και τη δράση τους από τις αντίστοιχες δικές τους.
Τέτοια είναι η σχέση της μεγάλης Ιουλίας με τον πατέρα της Χριστόφορο
και της μικρής Ιουλίας με τη συνονόματη θεία της στο Φως του λύκου, η
αδυναμία της Λεύκας στον παππού της Ντάφκο στο Πάθος, που υπερβαίνουν
την αιμομικτική πρόθεση και προσιδιάζουν σε ψυχικό ομφάλιο λώρο.
116Ο Todorov εξετάζοντας το Φανταστικό επιμένει στην παιδική ψυχολογία και θεωρεί ότι
δημιουργεί προϋποθέσεις για δραστικές παραβιάσεις βασικών οριοθετήσεων της
πραγματικότητας.
46
Δεν λείπουν βέβαια και οι ενήλικες χαρακτήρες που παρουσιάζουν
έντονη εξάρτηση από κάποιο συγγενικό πρόσωπο, η οποία αποδεικνύει τον
παρατεταμένο ετεροπροσδιορισμό τους από το οικογενειακό περιβάλλον. Ως
τέτοια μπορεί να χαρακτηριστεί η ισχυρή τηλεπαθητική επικοινωνία της
πρωταγωνίστριας με τον αδελφό της στο διήγημα «Το δάσος των
ψευδαισθήσεων» της πρώτης συλλογής, της μεγάλης Ιουλίας με τον αδελφό
της Ησύχιο στο Φως του λύκου, για να αναφέρουμε μόνο τα δύο πιο
χαρακτηριστικά «δίδυμα».
Το θέμα της ψυχικής εξάρτησης ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας
(παιδί με ενήλικα ή ενήλικα με ενήλικα) σχολιάζεται και στην υπο-ενότητα με
τίτλο Έρωτας-Θάνατος, από την προοπτική της αιμομικτικής πρόθεσης. Εκεί θα
αναλύσουμε την επισήμανση, που η ψυχανάλυση στον 20ο αιώνα κατέστησε
κοινό τόπο, ότι δηλαδή η μη ικανοποίηση της επιθυμίας είναι ο ασφαλέστερος
μηχανισμός τροφοδότησής της.
Ας εξετάσουμε τώρα τον τρίτο και τελευταίο τρόπο υπέρβασης, που
αφορά στην ψυχικο-διανοητική κατάσταση των ηρώων της Ζυράννας Ζατέλη.
Οι εμπειρίες τους είναι πάντοτε οριακές και αποτυπώνουν μια αμφιταλάντευση
που καλύπτει το άνυσμα από την πλήρη επίγνωση μέχρι την απώλεια επαφής
με το περιβάλλον και από το βραδινό ενύπνιο μέχρι την ημερήσια φαντασίωση.
Ο Todorov εντοπίζει το Φανταστικό στη διακριτική ευχέρεια του
αναγνώστη να τοποθετήσει τα γεγονότα της μυθοπλασίας εντεύθεν ή εκείθεν
της ισχύος των φυσικών νόμων, οπότε η καθαρότητα του είδους αποτελεί μια
σπάνια, εργαστηριακή περίπτωση. Στην περίπτωση της Ζυράννας Ζατέλη ο
αφηγητής εκθέτει τα πρόσωπα σε συνθήκες συναισθηματικού μετεωρισμού, σ’
εκείνη την αβέβαιη κατάσταση συνειδησιακής αδράνειας, που προκαλεί ένας
ισχυρός κλονισμός, μια εξωτερικά ασκούμενη ψυχολογική πίεση ή μια βίαιη
εσωτερική σύγκρουση. Η αμφιβολία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματα που
εξετάζουμε, δεν μετακυλίεται στον αναγνώστη, αλλά παραμένει ένα γεγονός
προσωπικό των αφηγηματικών ηρώων117.
Αντίθετα πάλι προς το Θαυμαστό, όπου το δυσεξήγητο γεγονός είναι
εξωτερικό και η υπέρβαση των ορίων αποτελεί φυσική νομοτέλεια, στη
Ζυράννα Ζατέλη το αλλόκοτο συμβαίνει εντός του ήρωα και η σχέση του με την
πραγματικότητα υπάγεται σε απαρέγκλιτους ψυχικούς νόμους, οι οποίοι
επιβεβαιώνονται απόλυτα από τις συνθήκες που περιγράφονται. Σύμφωνα με
τα συγκεκριμένα κριτήρια η Ζυράννα Ζατέλη δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στο
Φανταστικό, ούτε στο Θαυμαστό, αν και μια τέτοια κατηγοριοποίηση ελάχιστα
ενδιαφέρει την παρούσα εργασία.
Σε συναισθηματική διελκυστίνδα βρίσκεται η Φεβρωνία την ημέρα που,
κυριευμένη από έρωτα ξεπερνά το πένθος της για την νεκρή κόρη και το θυμό
της για τον Ησύχιο και αποφασίζει για πρώτη φορά να τον προσεγγίσει στο
Φως του λύκου.
117Υπάρχουν διηγήματα όπως το «Μανιώδης του καπνού» της πρώτης συλλογής και «Η
μοσχαροκεφαλή» της δεύτερης, όπου ο αναγνώστης δεν αποκομίζει ευκρινή ερμηνεία για τη
φύση των γεγονότων.
47
ξέχασε, αυτά ήταν που δυνάμωναν την φωτιά), και ξεκίνησε πάλι σαν
βουρλισμένη για τα χαλάσματα…118
118 Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, σ. 36
119 Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη, «Romero, solo Romero», Αθήνα, Καστανιώτης, 1995, σ.
358
48
2. Χώρος-χρόνος
Τον Τζόρτζιο λοιπόν τον έβλεπα και λίγο σαν αδελφό μου, και γι’ αυτό
ήταν πολύ φυσικό να νοιάζεται για μένα και να με χαϊδεύει, καθώς τότε είχα- κι
εύχομαι να διατηρώ πάντα- μια έξοχη απλότητα και μια διαυγή όσο και
μυστήρια αφέλεια γύρω από αυτά τα πράγματα, δηλαδή τη ζωή. Όλα για
μένα τότε ήταν ερωτικά. … Ο ήλιος το φεγγάρι, τα ρούχα, τα κλινοσκεπάσματα,
τα δένδρα, οι ακρίδες, τα όνειρα, οι κηδείες- όλα. Ήμουν δεμένη με τις αισθήσεις
μου τότε, όσο είμαι τώρα μ’ εκείνες τις μνήμες.123
Και τελικά όλη αυτή η ιστορία, που έτσι την βρήκαμε ή έτσι την φτιάξαμε,
όλη αυτή η ηδονή μες στα πηγάδια της αγωνίας, ο δαίδαλος που μπλεχτήκαμε,
ο μεγάλος έρωτας με όλους τους παραδείσους και τις κολάσεις του, κι όλη
αυτή η συρροή των περιστάσεων, η των πραγμάτων συνωμοσία- γιατί να μην
122 Η συγκεκριμένη λογοτεχνική τεχνική πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την 5η κατά σειρά
αυτο-εξομολογούμενη εμμονή της Ζυράννας Ζατέλη με την παιδική και εφηβική ηλικία. Ρέα
Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία Φακίνου,
Συγγραφικές εμμονές, έξι συγγραφείς εξομολογούνται, Επιμέλεια Ανταίος Χρυσοστομίδης,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2007σ. 69
123 Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, « Τα Πουλιά», Αθήνα, Κατσανιώτης, 1994, σ. 36-
37
50
είναι αυτό μια από τις κύριες πηγές της θλίψης κι αυτής της νεροποντής των
δακρύων που μ’ έπιανε εν αιθρία κάθε τόσο; 124
Αυτό τουλάχιστον μας έγινε γνωστό σαν νεφελώδες τέλος του ταξειδιού
της εκείνου που θα την τύλιξε, με τρόπο ανάλογο, για πάντα: σκιώδεις
παραστάσεις και θαμπές-και ποια σε τελευταία ανάλυση η μεγάλη διαφορά
από το θάμβος;- καθώς, μήνες ή χρόνια αργότερα, θα τα θυμόταν και θα της
φαινόταν πως ποτέ δεν έγιναν, πως πάντα τα θυμόταν… Όμως τούτο εστί το
αίμα ή ο πλούτος μας: διότι και τα συμβάντα λήγουν ασταμάτητα για να
γίνουν αναμνήσεις, και οι αναμνήσεις λίγο-λίγο αυτοδιαλύονται. Μα όχι και η
επίδρασή τους.125
124 Ζυράννα, Ζατέλη Στην Ερημιά με χάρη, «Οι φωνές που δεν βγάλαμε», Αθήνα Κατσανιώτης,
1995, σ. 326-327
125 Ζυράννα, Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες
Οι δύο παραπάνω τεχνικές (το απολίθωμα της εμπειρίας και το ηχείο του
απόγονου) βρίσκουν την ευρύτερη και συνθετότερη χρήση τους στα δύο
πρώτα μυθιστορήματα και συρρικνώνονται μέχρις εξαφανίσεως στο τρίτο.
Όταν η διαμεσολάβηση που επιτελούν, αφήνεται να εννοηθεί ότι παραποιεί τα
γεγονότα, τότε η άποψη του νοούμενου αφηγητή και η από αυτή
διαμορφωνόμενη άποψη του νοούμενου αναγνώστη αναδεικνύονται ως οι
μόνες ορθές και επομένως κυρίαρχες. Αυτή η υποβάθμιση της εγκυρότητας
των αντιλήψεων των μυθιστορηματικών χαρακτήρων ήταν ίσως ένα από τα
χαρακτηριστικά που έπεισαν την κριτική ότι στο Θάνατο η Ζυράννα Ζατέλη
απομακρύνεται από το Μαγικό Ρεαλισμό, παρόλο που μια τέτοια παρατήρηση
δεν διατυπώθηκε ποτέ ρητά και με επιχειρήματα. Όπως απέδειξε η δική μας
έρευνα στη θεωρία, στο λατινο-αμερικάνικο πρότυπο η αφηγηματική
οργάνωση δεν τοποθετεί αξιολογικά τις κοσμοαντιλήψεις των ηρώων, αλλά τις
επιτρέπει να συνυπάρχουν ισότιμα μ’ εκείνες του αφηγητή και του αναγνώστη,
γιατί η τελική λογοτεχνική επιδίωξη είναι η ανάδειξη της διαφορετικότητας και
της ποικιλίας.
Η διάρκεια αφηγηματικού χρόνου είναι ένα στοιχείο που διαπλέκει την
τεχνική του χρόνου μ’ αυτή του χώρου, γιατί η επιβράδυνση της ροής της
αφήγησης γίνεται μέσω στατικών περιγραφών που εκτείνονται στη χωρική
διάσταση. Η ίδια η Ζυράννα Ζατέλη αποκάλεσε αυτήν την εμμονή βλέμμα του
εντομολόγου127 και δεν είναι άλλη από την ακινητοποίηση του χρόνου με
σκοπό τη διάσπαση της προσοχής του αναγνώστη. Η λογοτεχνική αυτή
επιλογή καθυστερεί το ρυθμό της αφήγησης αναβαθμίζοντας τα
περιγραφόμενα γεγονότα, ή μεταθέτοντας το επίκεντρο του ενδιαφέροντος
στην περιγραφή καθ’ εαυτή.
Το πάθος της Ζυράννας Ζατέλη για τις λεπτομερείς περιγραφές δεν είναι
άσχετο προς την προσπάθειά της να προβιβάσει το επουσιώδες της
αφήγησης σε ουσιώδες, προκειμένου να παραπλανήσει ή να εξιτάρει τον
αναγνώστη. Το πάγωμα της δράσης προς χάριν μιας εξονυχιστικής
παρουσίασης/ επουσιώδους είναι εκείνο το λογοτεχνικό τέχνασμα που θα
αποσπάσει προσωρινά το ενδιαφέρον από τη δράση/ ουσιώδες, με σκοπό να
παρατείνει την αγωνία ή να αιφνιδιάσει με μια απρόσμενη εξέλιξη.
Όταν ο Ντάφκος στο Θάνατο προσπαθεί να αναβάλλει την αποκάλυψη
του μείζονος μυστικού στη γυναίκα του, την ύπαρξη του εξώγαμου παιδιού,
κερδίζει χρόνο για λογαριασμό του ίδιου, σπαταλά χρόνο για λογαριασμό του
αναγνώστη, προσηλωνόμενος σε μια ζωγραφιά. Πρόκειται για ένα κάδρο
ξεχασμένο στην αποθήκη του σπιτιού, η συνολική περιγραφή του οποίου
εκτείνεται σε 60 στίχους. Την ίδια στιγμή που ο πρωταγωνιστής κατευθύνει την
συγκέντρωσή του στο περιεχόμενο του κάδρου, ο αναγνώστης ανυπομονεί να
δει την αντίδραση της συζύγου, η οποία βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση και
περιμένει τον άνδρα της στο κοινό τους κρεβάτι. Παραθέτουμε μόνο μερικούς
από τους στίχους τη περιγραφής:
… Εκείνη καθισμένη, λίγο πιο πίσω από το σβέρκο του λύκου, με τα δυο
της πόδια απ’ την μια μεριά ( χρυσοκέντητα παπούτσια ως τον αστράγαλο), με
126 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 137
127 Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία
Δεν έγραφα γράμμα, έκοβα τα νύχια των ποδιών μου, το είχα τελειώσει
το γράμμα. Πατούσα στις φτέρνες, ξυπόλυτη, για να μαζεύω τα πεσμένα, κι
ήταν κρύο το μωσαϊκό, Φεβρουάριος- και τότε μια υπόγεια βουή γέμισε τον
αέρα. Μου φάνηκε ένα θηρίο, σαν ο Μινώταυρος ν’ ανέβαινε τρέχοντας και
σείοντας τις σκάλες- κι όλο το σπίτι άρχισε να κουνιέται, οι τοίχοι γύρω μου
κολυμπούσαν […] Και ήδη να νομίζω πως έχει πέσει το ταβάνι, τουλάχιστον ο
τοίχος απ’ την πέρα μεριά, κι ορμούσε μέσα ο αέρας, τα ‘ριχνε όλα κάτω, τ’
άκουγα να σπάζουν, κι αστραπιαία απέδιδα στον κάθε ήχο το αντικείμενό του,
δεν ξέρω πως τα λέω γιατί δεν ξέρω τι γινόταν, και στο μεταξύ –τι τρέλα– να
προσπαθώ να βρω τα παπούτσια μου…129
128 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 295
129 Ζυράννα Ζατέλη, Στην Ερημιά με χάρη, «Το δάσος των ψευδαισθήσεων», Αθήνα,
Καστανιώτης, 1995, σ. 242-243
130 Η μεταφυσική προοπτική που διαπνέει το έργο της Ζυράννας Ζατέλη ευθύνεται για τη σχέση
που η κριτική της χρέωσε με το Μαγικό Ρεαλισμό. Οι παρατηρήσεις, που προκύπτουν από τη
σύγκριση με το λατινο-αμερικάνικο είδος, παρατίθενται στα Συμπεράσματα, σ. 74
53
Απλώς τον αναγνώρισε χωρίς να τον γνωρίζει: η σημασία φωλιάζει στα
ανύποπτα.131
131 Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, σ. 395
132 Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία
τον Piaget. Tzvedan Τodorov, Εισαγωγή στη Φανταστική λογοτεχνία, Μετάφραση Αριστέα
54
Το πρώτο διήγημα, που έδωσε και τον τίτλο στην παρθενική συλλογή,
«Περσινή αρραβωνιαστικιά», κέντρισε το ενδιαφέρον της κριτικής, η οποία το
1984 υποδέχθηκε θερμά την νεοεμφανιζόμενη συγγραφέα. Το κείμενο
περιγράφει τη σχέση της πρωταγωνίστριας με το Μάρκο και με την προσεκτική
επιλογή λεξιλογίου και σύνταξης καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη
στην επιθυμητή (και εσφαλμένη) ερμηνεία των συμφραζομένων. Μόνο η
τελευταία λέξη της αφήγησης αποκαλύπτει ότι αυτός ο ισχυρός
συναισθηματικός δεσμός, η περιγραφόμενη εξω-λεκτική, και ταυτόχρονα
ακριβής, ανταλλαγή μηνυμάτων έλαβε χώρα ανάμεσα σ’ ένα κορίτσι και σ’
ένα γάτο. Γιατί στη Ζυράννα Ζατέλη η επικοινωνία με τα ζώα περιλαμβάνει κάτι
περισσότερο από κατανόηση και συνεργατικότητα∙ εμπεριέχει μια καταβύθιση
στα έγκατα του σύμπαντος και του Εγώ, μια μυστικιστική διαδικασία
ετερογνωσίας και αυτογνωσίας :
Ένα πλουμιστό φίδι είχε γίνει τέσσερα κομμάτια. Στο τελευταίο σκιρτούσε
ακόμα μια υπόνοια ζωής, στο πρώτο- λίγο χαμηλότερα απ’ το κεφάλι- υπήρχε
ένα μεγάλο σχετικά εξόγκωμα, που και σ’ αυτό ίσως σκιρτούσε ακόμα κάτι… Η
Εύθα έφαγε το φίδι και το φίδι το πουλί. Και παντού πλανιόταν εκείνη η ησυχία κι
εκείνη η αίσθηση του έγινε, κάτι που παραπαίει ανάμεσα στην ανακούφιση και
την ανάκληση.137
136 Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, σ. 505
137 Ο.π. σ. 212
138 Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία
139Ζυράννα Ζατέλη, Περσινή αρραβωνιαστικιά, «Η Περσεφόνη και μια άλλη ιστορία», Αθήνα,
Κατσανιώτης, 1994, σ. 67-68
140 Ζυράννα Ζατέλη, Στην Ερημιά με χάρη, «Μεσαιωνικό υστερόγραφο», Αθήνα, Καστανιώτης,
1995, σ. 155
141 Αναφορά στο θέμα της φρίκης γίνεται και στην υπο-ενότητα με τίτλο Έρωτας- Θάνατος, σ.
62-71
57
Το μείζον λογοτεχνικό επίτευγμα της Ζυράννας Ζατέλη, το οποίο έπεισε
μια μερίδα κριτικών ότι πρόκειται για μια προσαρμογή του συγκεκριμένου
είδους προς τα καθ’ ημάς, είναι ότι μπόρεσε να αποδώσει με μέσα λογοτεχνικά
τη συνύπαρξη δύο αντινομικών μεταξύ τους κοσμοθεωριών, αυτή που θα
μπορούσαμε να αποκαλέσουμε Προφορικότητα και αυτή που θα ονομάζαμε
Εγγραμματοσύνη.
Πολλές από τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, σχετικά με τη
συγκρότηση των προσώπων και τις οικογενειακές σχέσεις, οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι ο κοινωνικός χώρος /σκηνικό που αναπαριστά η
συγγραφέας είναι εκείνο της προφορικής κοινωνικής οργάνωσης.
Έτσι οι τελετές ενηλικίωσης που κρατούν κομβική αφηγηματική θέση στο
Φως του λύκου, τα ταφικά έθιμα με όλες τις παραλλαγές τους όπως
αποτυπώνονται στο Θάνατο, η κατανόηση του επιθανάτιου ρόγχου και οι
συνταγές πρακτικής ιατρικής στο Πάθος, είναι το κατάλληλο κάθε φορά
λογοτεχνικό εύρημα, προκειμένου να αναπαρασταθεί η κοσμοαντίληψη των
ηρώων.
142 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 337
143 Τα φαινόμενα της Προφορικότητας και της Εγγραματοσύνης εξετάζονται εκτενώς στο βιβλίο
59
Έρωτας- Θάνατος
146 Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία
Φακίνου, Συγγραφικές εμμονές, έξι συγγραφείς εξομολογούνται, επιμέλεια Ανταίος
Χρυσοστομίδης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007, σ. 79
147 Το δυαδικό αυτό σχήμα προέκυψε από τη θεωρητική προσέγγιση της Rosemary Jackson στο
έργο του Balzac Le peau de Chargin, στο βιβλίο της Fantasy: The literature of subversion, σ. 130
148 Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
60
παραβλέπεται. Εκείνο που φαίνεται να διαμορφώνει την προτίμησή του είναι η
ωριμότητα και η αποδεδειγμένη ικανότητα της υποψήφιας συζύγου να
φροντίσει τα επτά εξώγαμα παιδιά, που ήδη έχει αποκτήσει από ισάριθμες
εκτός γάμου σχέσεις. Την προϋπόθεση αυτή πληροί μόνο η Φεβρωνία, γιατί
από τη στιγμή που είναι ήδη μάνα και μεγαλύτερή του, φέρει εγγυήσεις για τις
δεξιότητές της. Εκείνο όμως που η αφήγηση θα αποδείξει είναι ότι η επιλογή του
καθορίζεται ουσιαστικά από την συναισθηματική παρόρμηση, αφού η γυναίκα
στην οποία θα αφοσιωθεί είναι εκείνη που είχε κυριέψει τις φαντασιώσεις του,
όταν ήταν δώδεκα χρονών.
Από την άλλη εκείνο που ωθεί τη δράση της Φέβρας είναι ο έρωτάς της
για τον Ησύχιο, τόσο ισχυρός που παραβλέπει ακόμη και την τετελεσμένη
σχέση της νεκρής της κόρης μαζί του, χωρίς όμως η ίδια να εξωτερικεύει σε
τρίτους τα πραγματικά της κίνητρα. Η επιθυμία της αποσιωπάται, ενώ η
φροντίδα των ορφανών νηπίων προβάλλεται ως το μόνο κοινωνικά αποδεκτό
επιχείρημα, που μπορεί να δικαιολογήσει τον (κατά τα άλλα) ανίερο γάμο της
με τον πολύ νεότερό της και πατέρα του εγγονού της.
Στα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις
Ερέβους, που έχουμε μέχρι στιγμής στα χέρια μας, η αφήγηση τοποθετείται
οριστικά στον 20ο αιώνα: στο Θάνατο φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ’50, στο
Πάθος αγγίζει τη δεκαετία του ’70. Σ’ αυτό το χρονικό άνυσμα στους κόλπους
της οικογένειας της μυθοπλασίας συντελούνται σημαντικές αλλαγές που
συνεπάγονται ισχυρές διαφοροποιήσεις σε επίπεδο ανθρώπινης
γνωστικότητας, εμπειρίας και συνείδησης.
Ειδικότερα το δεύτερο μυθιστόρημα έχει σαν θέμα τον παράνομο έρωτα
με καρπό ένα παιδί, τη σχέση Ντάφκου-Ζήνας και τους κραδασμούς που αυτή
προκάλεσε στην προϋπάρχουσα, νόμιμη οικογένεια του πρώτου. Εδώ αντίθετα
από το Φως του λύκου, οι ήρωες δεν χρειάζονται τη σύμπραξη της ομάδας
για την επιλογή ερωτικού συντρόφου. Υποτασσόμενοι, έστω και μόνο
ευκαιριακά, στα ένστικτα αντιβαίνουν στις κοινωνικές επιταγές, αλλά δεν
τολμούν να προχωρήσουν σε μεγάλες ρίξεις. Η ένωση των δύο εραστών μένει
πάντα στο περιθώριο και δεν νομιμοποιείται με γάμο.
Η συγκεκριμένη αφήγηση δίνει έμφαση στις συνθήκες, κάτω από τις
οποίες επήλθε η παράνομη ερωτική συνεύρεση και η γέννηση του εξώγαμου.
Οι δύο σύντροφοι ενώνονται εκτάκτως υποκύπτοντας σε μια σφοδρή
παρόρμηση∙ δεν ομολογούν τα συναισθήματά τους σε τρίτους, αλλά φαίνεται
ότι οι ίδιοι τα αναγνωρίζουν και ήταν πολύ πιθανό να είχαν οδηγηθεί σε γάμο,
αν ο άνδρας δεν ήταν ήδη παντρεμένος. Το διαζύγιο δεν περνά ούτε μια φορά
από το μυαλό του μοιχού Ντάφκου, ούτε όμως προβάλλεται ως απαίτηση από
την πλευρά της ανήλικης Ζήνας. Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και η γέννηση του
εξώγαμου είναι στο Θάνατο πολύ πιο οδυνηρή απ΄ ό, τι στο Φως του λύκου: ο
σύζυγος, αντίθετα από τον Ησύχιο (που φέρει το άλλοθι της σπάνιας
καλλονής και η οποία τον απαλλάσσει από την ευθύνη των εξωσυζυγικών
σχέσεων και κατ’ επέκταση των νόθων παιδιών) παλεύει επί μήνες με το
φάντασμα της περιστασιακής ερωμένης. Ο Ντάφκος αντίθετα από τον
εκμαυλιστή Ησύχιο που δεν ανέπτυξε κανένα ουσιαστικό δεσμό με τις ερωμένες
του, παρουσιάζεται πραγματικά ερωτευμένος, κυριευμένος από τα
συναισθήματά του. Ταυτόχρονα βασανίζεται από εξουθενωτικές ενοχές για την
απιστία του και κινδυνεύει να χάσει τη συγκρότησή του, όταν προσπαθεί να
αντλήσει δύναμη για να αποκαλύψει την αλήθεια στην επίσημη σύζυγο. Η
Ελένη από τη μεριά της, αντίθετα από την τυφλωμένη από έρωτα Φέβρα, η
οποία παραβλέπει το παρελθόν του Ησύχιου, δεν μπορεί να συγχωρέσει το
παραστράτημα του Ντάφκου. Δεν απαιτεί την διαπόμπευση του άνδρα της,
δέχεται με βουβό πόνο το εξώγαμο, αλλά επί δεκαετίες αρνείται να το
αντιμετωπίσει σαν δικό της παιδί.
61
Η ένωση Φέβρας -Ησύχιου στο Φως του λύκου είναι κοινωνικά
απαράδεκτη, αγγίζει τα όρια του μακάβριου (ας μη ξεχνάμε ότι ο Ησύχιος είναι
υπεύθυνος για την αυτοχειρία της κόρης της Φέβρας), αλλά πραγματοποιείται
με τις ευλογίες της εκκλησίας και την ενθάρρυνση όλης της οικογένειας.
Αντίθετα η ένωση των μοιχών στο Θάνατο δεν ευλογείται ποτέ από την
εκκλησία. Η Ζήνα στην αρχή αποδέχεται το ρόλο της ανύπαντρης μητέρας, στη
συνέχεια εκλιπαρεί για ένα προξενιό, ένα γάμο-σωσίβιο και έχει μια ευκαιριακή,
χωρίς βάσιμη προοπτική γάμου, σεξουαλική σχέση με τον Βούλγαρο Νικολάι.
Τελικά θα παντρευτεί αυτόν που θα ερωτευτεί, χωρίς να παίξει ρόλο σ’ αυτήν
την ένωση η κοινωνική ασυμβατότητά της προς τον αστό, πλούσιο και
μορφωμένο Ζήσιμο, ο οποίος αποδέχεται το μυστικό που κρατούσε η Ζήνα επί
δεκαετίες της, το εξώγαμο παιδί. Για τη συλλογική συνείδηση που αναπαριστά
το πρώτο μυθιστόρημα, το αναμενόμενο θα ήταν ο Ζήσιμος να αγνοήσει μια
γυναίκα σαν τη Ζήνα κι αυτή με τη σειρά της να παντρευτεί έναν αγρότη χήρο
με παιδιά.
Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, Το Πάθος, ο έρωτας εκτός από την
ξεθυμασμένη προσήλωση του Ντάφκου στην ανιψιά του Δάφνη, δεν παίζει
καθοριστικό ρόλο στην πλοκή. Η οικογένεια ως θεσμός έχει υποστεί σημαντικά
πλήγματα στη συνείδηση των ηρώων και η απόκτηση και η προστασία των
παιδιών, όπως θα δούμε και παρακάτω, δεν αποτελεί πλέον το άλλοθι για την
πλήρωση της ερωτικής επιθυμίας. Η επιλογή συντρόφου, τα έθιμα και οι
πρακτικές που σχετίζονται με τον υμέναιο, απουσιάζουν από την αφήγηση και
ο ρόλος του έρωτα φαίνεται να έχει αντικατασταθεί από έναν άλλο που μοιάζει
για τους ήρωες εξίσου σημαντικός, την καλλιτεχνική δημιουργία.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι από το πρώτο μυθιστόρημα στο
δεύτερο αποτυπώνεται η πορεία μιας κοινωνίας που μετατοπίζει τα κριτήρια
επιλογής ερωτικού συντρόφου από την τεκνογονία και τη μέριμνα των παιδιών,
δηλαδή το σύνολο, στα εμπλεκόμενα υποκείμενα καθ’ εαυτά και επομένως το
άτομο. Τα χαρίσματα που θα ενώσουν τον άνδρα με τη γυναίκα, δεν είναι η
ικανότητά της δεύτερης να γεννάει, να μεγαλώνει παιδιά και να περιποιείται
γέρους γονείς, αλλά η επικοινωνία μαζί της, η ψυχική συμβατότητα των δυο
τους. Στο Πάθος ο έρωτας για το άλλο φύλο και η ένωση μαζί του δεν
αποτελεί καν το ζητούμενο, γιατί οι ήρωες αποβλέπουν σε μια αυτοεκπλήρωση
που είναι πολύ πιο σύνθετη από την παρόρμηση της ερωτικής έλξης∙ το έτερον
ήμισυ δεν είναι απαραίτητα ο ερωτικός σύντροφός, αλλά ο σημαδεμένος
Άλλος, η ανάπηρη Ζήλη.
Ας περάσουμε τώρα στο πώς η Ζυράννα Ζατέλη περιγράφει τις
ερωτικές συνευρέσεις, τόσο αυτές που ικανοποιούνται, όσο και εκείνες που
λόγω των κοινωνικών απαγορεύσεων παραμένουν ατελεύτητες. Γενικά θα
μπορούσαμε να πούμε ότι στα κείμενα που εξετάζουμε, οι ερωτικές
συναντήσεις σπανίως λαμβάνουν χώρα σε πραγματικό τόπο και χρόνο, αλλά
τις περισσότερες φορές συμβαίνουν σε όνειρο ή σαν σε όνειρο, σε μια
διάσταση μη ρεαλιστική149.
Αξιολογώντας τις σκηνές αυτές στο σύνολό τους θα λέγαμε ότι η
ένωση των εραστών παραμένει συνήθως φαντασίωση του ενός, μια επιθυμία
χωρίς πλήρωση, που υπόκειται στις απαγορεύσεις των ταμπού. Η αφήγηση
αποφεύγοντας να αξιολογήσει τις επιθυμίες των ηρώων, εστιάζει συνήθως
στις εσωτερικές συγκρούσεις και τις ενοχές τους. Έτσι το αφηγηματικό κέντρο
βάρους μετατίθεται από την ηθική καταδίκη στην ψυχολογική καταγραφή, στο
πώς δηλαδή πορεύονται στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ πόθου και τύψεων.
149Ο Φρόιντ μιλώντας για την επιστροφή του απωθημένου εννοεί ότι η εκδίωξη της επιθυμίας
εξασφαλίζει την ενισχυμένη επαναφορά της. Η εκτόνωσή της στο χώρο της φαντασίας, όπου
δεν επιβάλλεται λογοκρισία και κοινωνικός έλεγχος, είναι ένας ασφαλής μηχανισμός
αποφόρτισης, που κατεξοχήν επιτελεί η τέχνη.
62
Κορυφαία αποτύπωση ενός τέτοιου διχασμού είναι τα αμφιθυμικά
συναισθήματα της Φέβρας για τον Ησύχιο στο Φως του λύκου. Την πρώτη
φορά που τολμά να πλησιάσει το σπίτι του Χριστόφορου, παλεύει σκληρά
ανάμεσα στις ενοχές και το πάθος της και οραματίζεται ότι σμίγει με τον
πατέρα του εγγονού της. Βέβαια αργότερα ο έρωτάς της θα επισημοποιηθεί
και θα νομιμοποιηθεί με γάμο, δεν θα πάψει όμως ποτέ να εγείρει εσωτερικές
και εξωτερικές συγκρούσεις, γιατί ο άνδρας που πόθησε δεν είναι μόνο ο
πατέρας του εγγονού της, αλλά και υπαίτιος του θανάτου της κόρης της.
Σε άλλες περιπτώσεις η απαγορευμένη ένωση επιτελείται, αλλά υπό
συνθήκες που δικαιολογούν τις χαλαρές αντιστάσεις των ηρώων. Σύμφωνα με
την περιγραφή της μοναδικής σεξουαλικής σκηνής Ντάφκου – Ζήνας στο
Θάνατο, η μέθη του άνδρα, η παντελής ερωτική άγνοια της κοπέλας και το
εκμαυλιστικό περιβάλλον με τις ανθισμένες ροδακινιές ευθύνονται για τη μοιχεία
και όχι η σαρκική διέγερση των ηρώων αυτή καθ’ εαυτή.
150
Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 180
63
αναμεταδώσει, τι ακριβώς έγινε ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και τον
αρσενικό ήρωα.
Ας επικεντρωθούμε τώρα στην κρυπτική διάσταση των ερωτικών
σχέσεων τόσο στα μυθιστορήματα όσο και σε διηγήματα της Ζυράννας Ζατέλη
και στην πρόθεση των ηρώων να αποκρύψουν ένα μυστικό, προσπάθεια που
καθορίζει την περαιτέρω δράση τους.
Το παρθενικό διήγημα «Περσινή αρραβωνιαστικιά», για να
περιοριστούμε σε ένα κορυφαίο δείγμα της ζατελικής τεχνικής151, περιγράφει το
μυστικό αρραβώνα της πρωταγωνίστριας με το Μάρκο, ο οποίος παραμένει
κρυφός για τους υπόλοιπους χαρακτήρες του διηγήματος. Το αφηγηματικό
εύρημα έλκει όλη του την ισχύ από την καταληκτική πρόταση του κειμένου∙ εκεί
αποκαλύπτεται ότι το μεγάλο μυστικό δεν είναι η μνηστεία των ηρώων, αλλά η
καθοριστική πληροφορία, από την οποία παρέμενε αποκλεισμένος ακόμη και
ο αναγνώστης, ότι δηλαδή ο Μάρκος ήταν γάτος.
Στο Φως του λύκου η πολύτιμη λεπτομέρεια -που η Εύθα μοιράζεται
μόνο με τον αναγνώστη- είναι η πρώιμη γνωριμία της με τον Ησύχιο, όταν
αυτός ήταν δώδεκα χρονών, σημείο αναγνώρισης της οποίας στάθηκε για την
ηρωίδα ένα πλεχτό παιδικό γιλέκο. Αυτό το μυστικό σε συνδυασμό με τον
πανθομολογούμενο ανίερο γάμο της με τον πατέρα του εγγονού της, την
καταδυναστεύει επί δεκαετίες, αντίθετα από τον Ησύχιο, που μυείται στην
αλήθεια με μεγάλη καθυστέρηση. Για τον άνδρα το αναγνωριστικό σημάδι της
γνωριμίας τους υπήρξε το μοιραίο και εμβληματικό φουστάνι της
Κοκκινοντυμένης. Από τη στιγμή που και τα δύο μέλη του ζευγαριού
μοιράζονται την ίδια αλήθεια, ενώνονται σε συνομωσία σιωπής που όχι μόνο
νοηματοδοτεί εκ νέου τη σχέση τους, αλλά τονώνει και την ερωτική τους
επιθυμία.
Στο Θάνατο η ύπαρξη του εξώγαμου παιδιού παραμένει μυστική: η
φυσική μητέρα το εγκαταλείπει και αναζητά δουλειά ως άγαμη και άτεκνη. Ο
Ντάφκος αναλαμβάνει την ευθύνη του παιδιού, αλλά το αφήνει για μερικές
εβδομάδες στο σπίτι της αδελφής του, προκειμένου να προετοιμάσει τη σύζυγό
του. Επομένως η μητρότητα ως αποτέλεσμα του έρωτα είτε αποκρύπτεται (η
Ζήνα αρνείται το παιδί της) είτε μασκαρεύεται (η Τριφυλλία, ενώ είναι θεία,
αναλαμβάνει το ρόλο που ανήκει στη μητέρα, γίνεται η τροφός του).
Στο Πάθος κυκλοφορεί ένα έλασσον και ένα μείζον μυστικό. Το πρώτο
είναι η ερωτική εμμονή του Ντάφκου με την κόρη της αδελφής του, Δάφνη, ένα
συναίσθημα που ο παππούς αποκαλύπτει στην εγγονή του, όταν πια αυτό έχει
ξεθυμάνει. Μείζονος σημασίας είναι το δεύτερο μυστικό, που διατρέχει όλο το
κείμενο και αφορά στις κρυφές, συνήθως νυχτερινές, δραστηριότητες της
Λεύκας. Η ηρωίδα επιδίδεται συστηματικά σε μια κρυπτική/ καρκινική γραφή και
συνθέτει πεισιθάνατες ιστορίες, προκαλώντας κατ’ αρχήν το ενδιαφέρον του
παππού και σε δεύτερο χρόνο και της γιαγιάς, η οποία με τη σειρά της
αισθάνεται αποκλεισμένη από τη στενή σχέση της εγγονής της με τον άνδρα
της. Η πράξη της γραφής γίνεται συνήθως σε μια ιδιότυπη τελετή
αυτοτραυματισμών, που γίνονται παρουσία της βουβής Ζήλης. Οι σκηνές
αυτές, με τον αποσπασματικό λόγο και τις ελλειπτικές περιγραφές, έχουν σα
θέμα τη μυστικότητα, την κρυπτικότητα καθ’ εαυτή και όχι το συγκεκριμένο
μυστικό, το οποίο η αφήγηση υπαινίσσεται ότι η Λεύκα κρατά για τον εαυτό
της και μένει μέχρι τέλους του μυθιστορήματος απόρθητο από τον αναγνώστη.
Έπειτα είχε καιρό μπροστά της για ένα άλλο μυστικό, σαφώς
σημαντικότερο, που εκείνο, όσο κι έμελλε να το γνωρίζει εφ’ όσον της ανήκε και
151
Το διήγημα σχολιάστηκε και στην υπο-ενότητα Χώρος-χρόνος, πιο συγκεκριμένα στο χωρίο
που αναφέρεται στο χάρισμα της ενστιγματικής συνομιλία των ηρώων με τα ζώα, σ. 56
64
να ιλιγγιά εφ’ όσον την δυνάστευε, εκείνο θα το διαφύλαττε – μπορούμε να
πούμε από τώρα- ως κόρην οφθαλμού.152
152 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το Πάθος χιλιάδες φορές,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2009, σ. 58-59
153 Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη, «Το στοιχειωμένο αγροτόσπιτο», Αθήνα, Καστανιώτης,
65
αφήγησης. Η χρονική απόσταση που χωρίζει την αφηγηματική φωνή από τα
γεγονότα, η μεικτή συμπεριφορά του κοριτσιού, το οποίο αγνοεί και
ταυτοχρόνως κατέχει τον έρωτα, είναι καρπός μιας τεχνικής, όπου οι
οριοθετήσεις είναι αδύνατες και όλα πλανώνται σ’ ένα αδιαφοροποίητο
σύνολο απαγόρευσης, ηδονής, ερωτικής υποδούλωσης και συνενοχής.
Ως περίπτωση καθαρής αιμομικτικής- παιδόφιλης πρόθεσης μπορεί να
χαρακτηριστεί η εμμονή του ενήλικου Ντάφκου για την ανιψιά του, στο Πάθος.
Το συναίσθημα αυτό έχει τις απαρχές του στην εποχή που η Δάφνη ήταν παιδί,
αλλά ο Ντάφκος το ομολογεί μόνο όταν δεν μπορεί πλέον να κατηγορηθεί για
απόπειρα αιμομιξίας∙ η μεσολάβηση επαρκούς χρονικού διαστήματος
εξασφαλίζει τη μη πλήρωση της επιθυμίας.
Άλλοτε πάλι ή την ίδια στιγμή, εκείνος δεν καθόταν απλώς στην άκρη
του κρεβατιού αλλά έμπαινε και μέσα∙ σήκωνε τα σκεπάσματά της απ’ τα δεξιά
και χωνόταν σαν αστραπή από κάτω, την αγκάλιαζε, την μισοπλάκωνε, ένιωθε
το σώμα της να παγώνει απ’ τον αέρα. Διότι δεν έπαυε να είναι αέρας. Το
σχήμα του, η κίνησή του, η ορμή του, το αγκάλιασμά του, το ρουθούνισμα, το
βάρος- όλα αέρας.154
154Ζυράννα Ζατέλη, Στην ερημιά με χάρη, «Ο αέρας της Ανατολής», Αθήνα, Καστανιώτης, 1995,
σ. 131
66
γκροτέσκο, όπου οι αποκρουστικές περιγραφές βρίσκουν απήχηση σε μια
καλά κρυμμένη σαδιστική χαρά του αναγνώστη155.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, στο μυθιστόρημα αυτό η έλξη των
ερωτικών συντρόφων είναι το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή συζύγου,
συναίσθημα που παραγνωρίζεται ή μασκαρεύεται στο πρώτο. Τα κίνητρα από
εξωτερικά, δηλαδή προς όφελος του συνόλου, στο Φως του λύκου
μετατρέπονται στο Θάνατο σε εσωτερικά, δηλαδή προς όφελος των επιθυμιών
των ίδιων των υποκειμένων, πολλές φορές όμως με αυτοκαταστροφικά
αποτελέσματα.
Η Ζήνα με την ιδιότητα της άγαμης μπαίνει υπηρέτρια στο σπίτι μιας
εύπορης οικογένειας, από το περιβάλλον της οποίας γνωρίζει τον Ζήσιμο
(υιοθετημένο από δυτικοευρωπαίους αστούς) και τον ερωτεύεται κρυφά.
Έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση και επειδή είναι σίγουρη ότι ο Ζήσιμος προτιμά
την κόρη των αφεντικών της, μένει κατάπληκτη όταν τη ζητά σε γάμο και της
προτείνει να υιοθετήσει το γιο της. Μέχρις εδώ η ηρωίδα έχει εκπληρώσει όλες
τις προσδοκίες της: έχει βρει άνδρα με χρήματα και κοινωνική ισχύ, ενώνεται
επιτέλους με το γιο της και μένει ξανά έγκυος, γίνεται ψυχολογικά και ανατομικά
μητέρα.
Η σεξουαλική παρόρμηση που την οδήγησε στην τεκνοποιία, και έμεινε
ανενεργή για δεκαετίες (με διάλειμμα την ατυχή σχέση της με τον Νικολάι), ανθεί
τώρα πλάι στο Ζήσιμο. Η μητρική της ιδιότητα αποσιωπήθηκε, αλλά τελικά
αποκαλύπτεται και επιβραβεύεται με ένα ακόμη έμβρυο. Η Ζήνα βρίσκει αγάπη
και καταφύγιο σ’ ένα περιβάλλον χωρίς κοινωνικές και ταξικές προκαταλήψεις,
που της αποδίδει αξία για την ατομική και όχι την κοινωνική της ταυτότητα και
το οικονομικό της status. Αντίθετα από την νοοτροπία στην οποία μεγάλωσε, η
οικογένεια του Ζήσιμου πρεσβεύει την κοσμική/ φυσική και όχι την υπερφυσική
αντίληψη για τα πράγματα.
Η Ζήνα, όπως και το ομώνυμο έντομο, διαγράφει έναν κύκλο ζωής,
μεταμορφώνεται και αγγίζει τα όρια της ύπαρξής της. Η πλήρωση της
επιθυμίας της παραβίασε τα σχήματα που η ίδια θεωρεί επιτρεπτά για τον
εαυτό της και πρέπει να αυτο-κατασταλεί: αποβάλλει το έμβρυο, μετά από ένα
ατύχημα με άλογο ακρωτηριάζεται, πέφτει σε μαρασμό και τελικά πεθαίνει. Στο
δίλημμα Επιθυμία χωρίς Ζωή ή Ζωή χωρίς Επιθυμία, η Ζήνα προκρίνει τον
πρώτο όρο, γιατί το μόνο που περιμένει πλέον είναι μια ζωή χωρίς
ανεκπλήρωτους στόχους, αφού όλοι όσους είχε θέσει, έχουν πια επιτευχθεί.
Ο Ντάφκος από τη μεριά του, υπέκυψε μία και μοναδική φορά στην
επιθυμία του για τη Ζήνα, αλλά οι περιορισμοί των κοινωνικών στερεότυπων,
του επιβάλλουν να «θάψει» τον έρωτά του κάτω από το βάρος των ενοχών και
των τύψεων. Όταν αποφασίζει να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στη γυναίκα
του, πίνει αλκοόλ προκειμένου να αντλήσει δύναμη. Τελικά κατορθώνει να
«ξεθάψει» τις συνέπειες του έρωτά του και να επιβάλλει την παρουσία του
εξώγαμου παιδιού πλάι στα νόμιμα, αλλά η τιμωρία καραδοκεί: ο Χάρος θερίζει
την μικρή του κόρη. Το πένθος έρχεται τη στιγμή που ο καρπός του έρωτα
τολμάει να διεκδικήσει μια θέση στο φως. Από αυτό το σημείο της αφήγησης
και πέρα ο θάνατος γίνεται μόνιμη επωδός και θα σημαδεύσει ανεπανόρθωτα
το υπόλοιπο της ζωής του ζευγαριού. Το αδόκητο τέλος της ζωής της Δάφνής
είναι μόνο ο πρώτος κρίκος μια αλυσίδα των πρόωρων θανάτων.
Η Ζήσιμος με την δυτικοευρωπαϊκή νοοτροπία, κατακτά και παντρεύεται
τη γυναίκα που επιθυμεί, τη Ζήνα∙ όταν αυτή πεθαίνει, παραχωρεί στον εαυτό
του έναν νέο κύκλο ζωής-επιθυμίας, ζητώντας σε γάμο την κόρη των
αφεντικών της Ζήνας. Είναι η περίφημη Λιλή, η οποία κατά τη Ζήνα (που είχε
155Σχετικά με την αποτίμηση του δεύτερου μυθιστορήματος δες Εισαγωγή, Η υποδοχή από την
κριτική, σ. 6-11
67
ενστερνιστεί το κοινωνικό στερεότυπο) ήταν και η μόνη αντάξια του άνδρα της.
Η δεύτερη σύζυγος είναι επίσης αστικής ταξικής προέλευσης και δεν υπήρξε η
πρώτη επιλογή του Ζήσιμου, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν επηρεάζεται από τις
επιθυμίες των άλλων, υποστηρίζει τις δικές της και επιδιώκει την πλήρωσή τους.
Ο Σέρκας, το εξώγαμο παιδί, κινητοποιείται από την επιθυμία να
επιστρέψει στο σπίτι όπου μεγάλωσε, να βρει τον τάφο της νεκρής αδελφής
του, να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με τα ετεροθαλή του αδέλφια. Σκοπός
της αναζήτησής του είναι να ενώσει τα κομμάτια της κατακερματισμένης του
ζωής σε μια ολοκληρωμένη και φέρουσα νόημα αφήγηση156. Εν τω μεταξύ ο
θάνατος χτυπάει ξανά και ξανά την πατρική οικογένεια, θερίζοντας όλο το
οικογενειακό δένδρο με σειρά προτίμησης αντίστροφη της αναμενόμενης, από
τα νεότερα προς τα γηραιότερα μέλη. Ο παππούς Ντάφκος είναι ο μόνος που
θα επιζήσει και θα πρωταγωνιστήσει μαζί με την εγγονή του Λεύκα στο δεύτερο
μέρος της τριλογίας.
Επανεξετάζοντας και σχηματοποιώντας τα παραπάνω συμπεράσματα
μπορούμε να πούμε ότι το θέμα του πρώτου μυθιστορήματος είναι η
οικογένεια και η σκυτάλη της ζωής που προχωρά προς τα εμπρός, ενώ του
δεύτερου είναι το εξώγαμο παιδί και η σκυτάλη του θανάτου που κινείται προς
τα πίσω.
Η θεσμοθετημένη κριτική δεν επεφύλασσε για το πρώτο μέρος της
τριλογίας την πιο ευμενή υποδοχή και επεσήμανε την επανάκαμψη της
αφήγησης στο μοτίβο του πένθους και του θανάτου ως κουραστική και
αδιέξοδη. Οι κριτικοί κάνουν αναφορά στη «Conditio humana» και στο
μεσαιωνικό «χορό του θανάτου», συνδέοντας την επιτυχία των βιβλίων της
Ζυράννας Ζατέλη στο γερμανόφωνο κόσμο με την μακρόχρονη παράδοση
των καρναβαλικών εθίμων, όπως αυτά εξελίχθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο157.
Πράγματι τα ταφικά έθιμα και οι λαϊκές δοξασίες με τις οποίες οι
εναπομείναντες συγγενείς προσπαθούν να διαχειριστούν το πένθος και τον
αποχωρισμό από τα αγαπημένα πρόσωπα στα βιβλία που εξετάζουμε,
φωτογραφίζουν τις κυρίαρχες (για το πολιτισμικό τους περιβάλλον) αντιλήψεις
σχετικά με το Επέκεινα. Πρόκειται για ένα θίασο από πρόσωπα και ρόλους, ο
οποίος ενώ στο Φως του λύκου εξασφαλίζει μια παρηγορητική δικλείδα, στο
δεύτερο μυθιστόρημα δεν κατορθώνει να βρει τη διέξοδο της καρναβαλικής
ανατροπής. Ειδικά ο θάνατος του μικρού παιδιού, χαρίζει στην τριλογία τον
χαρακτηριστικό υπέρτίτλο, είναι παράλογος αντιβαίνοντας όχι μόνο στη
σύγχρονη προς τον αναγνώστη αντίληψη περί προσδοκώμενου ζωής, αλλά
ξεπερνώντας ακόμη και τη διαδεδομένη παιδική θνησιμότητα των χρόνων της
μυθοπλασίας.
Έτσι σε αντίθεση προς το πρώτο μυθιστόρημα όπου ο θάνατος είναι
ένας κρίκος με νόημα στην αλυσίδα της ζωής, στο δεύτερο η απειλητική και
αδυσώπητη θνητότητα αντιστέκεται σε κάθε λογική ερμηνεία και υποτάσσεται
μόνο στην υπερβατική βούληση της ειμαρμένης. Στο τρίτο μυθιστόρημα το
πένθος θα βρει παραμυθία στο πρόσωπο της Λεύκας, η οποία είναι το
τελευταίο κλωνάρι μιας πενθούσας φαμίλιας και η οποία θα κατορθώσει να
βγει από την ψυχική οδύνη. Έχοντας ως alter ego της την παρεκκλίνουσα Ζήλη,
κληρονομεί μέσα από το θάνατό της το χάρισμα να υπερβαίνει το θάνατο,
αφού μπορεί να κατανοεί και να αρθρώνει σε λόγο με νόημα τον μη-
εισακουόμενο λόγο του επιθανάτιου ρόγχου. Διαθέτοντας το λογοτεχνικό
156 Η ερμηνεία αυτή ακολουθεί την αντίστοιχη της Rosemary Jackson σχετικά με τους
μυθιστορηματικούς ήρωες του βιβλίου Wuthering Heights της Emily Bronté. Rosemary Jackson,
Fantasy: The literature of subversion, Methuen London and New York, σ. 128
157Για το συγκεκριμένο άρθρο δες Εισαγωγή, Η υποδοχή από την κριτική, σ.11
68
χάρισμα και υπερβαίνοντας πλέον το φόβο του θανάτου, η Λεύκα θα
κατορθώσει, σε αντιδιαστολή προς άλλους ήρωες της τριλογίας που
αγνόησαν τις ασυνείδητες επιθυμίες τους, να τις εκφράσει μέσα από τις
μετατοπίσεις και τις ταυτίσεις που μόνο ο έντεχνος λόγος μπορεί να επιτύχει.
Έτσι κάνοντας λόγο για συνάντηση με την ετερότητα εννοούμε ότι τα
κείμενα της Ζυράννας Ζατέλη αναπαριστούν λογοτεχνικά εκείνη την οριακή
εμπειρία, όπου το υποκειμένου συναντιέται με το διαφορετικό και ό,τι μπορεί
αυτή έννοια να συμπεριλάβει: τον πόθο, το θάνατο, την άγνωστη πλευρά του
Εγώ, με άλλα λόγια το δυσερμήνευτο, τόσο ως εξωτερική όσο και ως
εσωτερική υπερ-δύναμη158.
158 Η συγγραφέας στις Συγγραφικές εμμονές αδυνατεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου, γι’
αυτό δηλώνει «ας παραμείνει αίνιγμα». Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα
Ζατέλη, Αθηνά Κακούρη, Ευγενία Φακίνου, Συγγραφικές εμμονές, έξι συγγραφείς
εξομολογούνται, επιμέλεια Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2007, σ. 80
159Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες,
Αλλιώς το να πούμε ότι κλαδεύτηκε απ’ το ίδιο το χέρι της μάνας της-
έστω και ακούσια- είναι η πιο ανεπίζηλος τύχη για μια πένα. Τίποτα δεν μας
δυσκόλεψε ως τώρα-τίποτε δεν μας λύγισε τόσο- όσο αυτό. Έως εδάφους.160
Και τότε, κάτι φορές, την άκουγαν να κάνει με το στόμα της «τρρρ-τρρρ-
τρρρρρρ… κρρρ-κρρρ…», όπως τα έντομα στα δένδρα, ή τα συαράκια στα
ξερόχορτα, ή μες την νύχτα άλλοτε, στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού, σαν μια
μυστήρια φωνή που βγαίνει από φεγγάρι. Τρρρ-τρρρ…κρρρ- κρρρ… Άρραγε
τραγουδούσε ή έκλαιγε;161
αλλά οριοθετείται εντός της διαδικασίας της γραφής και της ποιητικής
που επιτελεί ο άλλος εαυτός, δηλαδή η Λεύκα.
Αλλά κατάλαβε γρήγορα πως δεν μπορούσε να το κάνει, δεν είχε αυτήν
την δύναμη, την αντοχή, δεν γίνεται να τα έχουμε όλα, παρεκτός κι αν
κατέφευγε πάλι στα άλλα μέσα, στα θαύματα της γραφής, στους
«καταχθόνιους κόσμους», όπου ανεμπόδιστη εκεί μπορούσε κι αυτό ακόμη να
πράξει. Φοβόταν, ριγούσε και δάκρυζε, αλλά το χέρι της δούλευε σαν
μαθημένο από καιρό.163
160 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 200 , σ. 318
161 Ζυράννα Ζατέλη, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το Πάθος χιλιάδες φορές,
70
2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
164Οιπαρατηρήσεις αντλήθηκαν από τη μελέτη του Jean Piaget, Η γλώσσα και η σκέψη του
παιδιού, Μελέτες για τη λογική του παιδιού, Μεταφ. Μαρία Αβαριτσιώτη, πρόλογος και
επιστημονική επιμέλεια Σταυρούλα Σαμαρτζή, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 116-119
71
τα πρώτα στάδια της εξέλιξης του ατόμου. Τα πρόσωπα αυτά είναι ερμητικά
κλεισμένα σε ένα μικρόκοσμο παραστάσεων, συναισθημάτων, ακόμη και
ψευδαισθήσεων, γιατί (σχεδόν όλα) δεν έχουν εξωτερικά πλαίσια αναφοράς
και παρουσιάζουν αδυναμία να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα σε
συναρτήσεις πολλαπλών σχέσεων.
Η κοσμοαντίληψή τους αντίστοιχα καθορίζεται από δύο βασικές αρχές:
α) την πάση θυσία αιτιολογία165, όπου το τυχαίο είναι αδιανόητο και κατά
συνέπεια τα πάντα απαιτούν μια λογικοφανή ερμηνεία και β) το συγκριτισμό166,
όλα γίνονται αντιληπτά μέσα από συνολικά σχήματα, με άλλα λόγια μέσα από
παραστατικές εικόνες και αναλογίες της λεπτομέρειας. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα της συγκεχυμένης κρίσης τους είναι το άναρχο στοίβαγμα, γιατί
προσλαμβάνουν τα αντικείμενα και τα γεγονότα συλλήβδην, χωρίς να τα
αναλύουν.
Πολλοί από τους χαρακτήρες της Ζυράννας Ζατέλη μοιάζουν
καθηλωμένη σε μια ιδιότυπη παιδικότητα με ισχυρή συναισθηματική
προσκόλληση σε ενήλικα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η
στάση αυτή παραπέμπει, τηρουμένων των αναλογιών (και χωρίς ποτέ να
ξεχνούμε ότι οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες δεν είναι φυσικά υποκείμενα) στην
εγνωσμένη από τους εξελικτικούς ψυχολόγους τάση του νεότερου ατόμου να
αποδίδει στους μεγαλύτερους αυτά που αισθάνεται το ίδιο και να βρίσκεται
ουσιαστικά σε μια συνεχή και αδιατάρακτη επικοινωνία μαζί τους167.
Τα πρόσωπα της Ζυράννας Ζατέλη εν κατακλείδι (παιδιά, σημαδεμένοι
ήρωες, γυναίκες) δεν αποτελούν το αφηγηματικό κέντρο βάρους της
αφήγησης ∙ αντίθετα η έμφαση δίνεται στην παιδικότητα, την παρεκκλίνουσα
συμπεριφορά και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση αποτελώντας το λογοτεχνικό
στρατήγημα που επιτρέπει την πρόσβαση στο Ά-λογο, αυτό που ο Todorov
χαρακτήρισε ως δραστική παραβίαση των διακριτών ορίων και
σχηματοποίησε ως θεματολογία του Εγώ.
Το ισχυρότερο κριτήριο για να αποτιμήσουμε το προσωπικό ύφος της
συγγραφέα που μελετούμε, είναι η εξομάλυνση του Ά-λογου/Υπερφυσικού και
η οποία εξαρτάται από την παρουσία της αφηγηματικής φωνής. Όταν το Εγώ
της αφηγηματικής διαδικασίας καθίσταται εμφανές και αξιολογεί τα γεγονότα,
τότε οι απόψεις των σημαδεμένων ηρώων, που είναι εκφραστές του Άλογου,
τοποθετούνται σε μια βαθμίδα υποδεέστερη από τις απόψεις του (νοούμενου)
αφηγητή και του (νοούμενου) αναγνώστη. Με άλλα λόγια όσο διακριτικότερα
δηλώνει την παρουσία του το αφηγηματικό Εγώ, όσο περισσότερο αποφεύγει
τις αξιολογικές κρίσεις σχετικά με τα διαδραματιζόμενα, τόσο το Ά-λογο
εξομαλύνεται, φυσιολογικοποιείται και οι αντιλήψεις των σημαδεμένων ηρώων
συνυπάρχουν ισότιμα πλάι στις αντίστοιχες του (νοούμενου) αφηγητή και του
(νοούμενου) αναγνώστη. Αντίθετα, η απο-φυσιολογικοποίηση του Ά-λογου/
Υπερφυσικού και η υπόνοια τοποθέτησης των κοσμοαντιλήψεων του κειμένου
σε μια ιεραρχική κλίμακα αξιοπιστίας κλονίζει τη συμπόρευσή του προς το
λατινο-αμερικάνικο πρότυπο του Μαγικού Ρεαλισμού.
Ειδικότερα στις αφηγήσεις, οι οποίες τοποθετούνται σε ένα χαλαρά
προσδιορισμένο και σχετικά απομακρυσμένο (από τον αναγνώστη) ιστορικό
ορίζοντα, ο λαϊκός παν-ντετερμινισμός των λογοτεχνικών χαρακτήρων
βρίσκεται σε θέση ισότιμη προς την αντίληψη του λογο-κρατούμενου
αναγνώστη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Φως του λύκου. Αντίθετα,
βιβλία τοποθετημένα σε μια χρονική διάσταση εγγύτερη προς τον αναγνώστη
στερούνται κάθε ιστορικού πλαισίου αναφοράς, όπως συμβαίνει με την
72
τριλογία Ραμάνθις Ερέβους. Ειδικά στο πρώτο μέρος η συγγραφέας
καταφεύγει συχνότερα στις τεχνικές του Ρεαλισμού, όπου βασική προϋπόθεση
είναι η μια και μοναδική ισχύουσα λογοτεχνική αναπαράσταση του κόσμου∙
έτσι στο Θάνατο, η κοσμοαντίληψη των μυθιστορηματικών προσώπων (που
πρεσβεύουν τη συν-ανταπόκριση των στοιχείων της φύσης) υποβαθμίζεται
έναντι της κοσμοαντίληψης των υπόλοιπων συντελεστών της αφήγησης,
επιβαρύνοντας το κείμενο με μια αφόρητη παν-σημασιοδότηση.
Σχετικά με τα διηγήματα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι έχουν ως
κύριο θέμα το αίνιγμα της ερμηνείας του κόσμου και βασίζονται σε δύο κυρίως
τεχνικές: α. περιγράφουν την αμηχανία των ηρώων έναντι της
πραγματικότητας και την αποδίδουν στην ιδιαιτερότητα της οπτικής τους
γωνίας (συνήθως σκανδαλιάρικα παιδιά, υπέργηροι που επικοινωνούν με το
επέκεινα και ενήλικες με πνευματική υστέρηση), όπως συμβαίνει στα
περισσότερα κείμενα της πρώτης συλλογής και β. μετακυλίουν αυτήν την
αμηχανία στον αναγνώστη, όπως συμβαίνει στα περισσότερα κείμενα της
δεύτερης .
Επιδιώκοντας να δώσει φωνή σε περιθωριοποιημένα/ σημαδεμένα μέλη
ενός συνόλου/ κοινότητας η Ζυράννα Ζατέλη χρησιμοποίησε δύο κυρίως
τεχνοτροπίες:
1. γλώσσα υβριδική, που υπερβαίνει τις δεσπόζουσες
κατηγοριοποιήσεις σώμα -ψυχή, πνεύμα -ύλη, ζωή -θάνατος, πραγματικό -
φανταστικό, Εαυτός –Άλλος. Το αποτέλεσμα είναι ένα μεταιχμιακό λογοτεχνικό
σημαίνον που ρέει προς μια σκοτεινή περιοχή, όπου η μέθεξη και η υποβολή
παίρνει τη θέση της κατανόησης και
2. μοντερνιστικά αφηγηματικά τεχνάσματα τόσο ως προς τη χρονική
σειρά των γεγονότων (αναλήψεις, προλήψεις), όσο και ως προς το ρυθμό
παρουσίασης των γεγονότων (ελλείψεις, περιλήψεις, παύσεις, επιμηκύνσεις)
προβιβάζοντας ή υποβιβάζοντας (ανάλογα με τον αφηγηματικό στόχο) τη
σημασιοδοτική τους λειτουργία.
Ειδικότερα η αναπαράσταση του χώρου και του χρόνου βασίζεται στην
τεχνική της χρονικής διαμεσολάβησης, όπου αποτυπώνεται το απολίθωμα μιας
προσωπικής εμπειρίας ή το βίωμα, όπως φιλτράρεται μέσα από το ηχείο των
απογόνων της ίδιας οικογένειας. Η διάσπαση της προσοχής, που επιτυγχάνει η
εμμονή στη λεπτομέρεια, υποβαθμίζει ή αναβαθμίζει αντίστοιχα τη σημασία
των διαδραματιζόμενων. Οι ήρωες περιδεείς ενώπιον της φύσης, διαθέτουν το
ενστικτώδες χάρισμα να επικοινωνούν μαζί της και δη με τα ζώα. Το
πολιτισμικό τους περιβάλλον, το σύνθετο πλέγμα αντιλήψεων και πρακτικών
σχετικά με τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων και το Υπερφυσικό -και το
οποίο καθορίζεται από την ιστορία και την κοινότητα, ανήκει στη θεματολογία
του Μαγικού Ρεαλισμού, αλλά από μόνο του δεν αποτελεί επαρκή και αναγκαία
συνθήκη για να ενταχθούν τα κείμενα της Ζυράννας Ζατέλη στο είδος.
Το θεματικό δίπολο έρωτας - θάνατος είναι η λογοτεχνική αποτύπωση
της επιθυμίας και της πλήρωσής της και φωτίζεται ικανοποιητικά, αν
προσεγγιστεί με ψυχαναλυτικά εργαλεία. Ο πρώτος από τους δύο πόλους
σχετίζεται στα βιβλία που εξετάσαμε, με το θεσμό του γάμου και την τεκνογονία
πριμοδοτώντας ταυτοχρόνως τις ανίερες σχέσεις και τη μυστικότητα. Ο έτερος
πόλος αναπαριστά τη σπαρακτική συνάντηση με την ετερότητα, η οποία στο
Φως του λύκου καταλήγει σε συμφιλίωση, ενώ στο πρώτο μέρος της τριλογίας
εξελίσσεται σε μια σκληρή αναμέτρηση που αποβαίνει εις βάρος του Εγώ∙
αντίθετα στο δεύτερο μέρος η ετερότητα διαπερνάται, καθίσταται κομμάτι του
εαυτού (η Ζήλη πεθαίνει, αλλά η Λεύκα αποκτά το προνόμιο να κατανοεί και να
μεταφράζει στους άλλους το θάνατο) και βρίσκει καταφύγιο στη γραφή και την
τέχνη.
73
Αν στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θελήσουμε να προβούμε σε
ειδολογικές κατατάξεις χρησιμοποιώντας τα κριτήρια των δύο σημαντικότερων
θεωρητικών του Φανταστικού, θα λέγαμε ότι κατά τον Todorov Φανταστικά
είναι μόνο τα διηγήματα της δεύτερης συλλογής, Στην ερημιά με χάρη, και
μάλιστα εκείνα που πληρούν την προϋπόθεση του μέχρι-τελευταίας-λέξης-του -
κειμένου δισταγμού. Το υπόλοιπο έργο της διαχέεται στην ευρεία κατηγορία του
Παράξενου, αφού η ισχυρή παρουσία του αφηγητή -που σχολιάζει- και η
συνεχής έκπληξη των ηρώων απέναντι στο δυσεξήγητο, το αποκλείει από την
κατηγορία του Θαυμαστού.
Η κατάταξη της Rosemary Jackson διακρίνει, εκτός από το Θαυμαστό
και το Μιμητικό, ως τρίτη κατηγορία το Φανταστικό με κριτήριο τη
θεματοποίηση της νοηματοδότησης και την αυτοσκόπευση της αφηγηματικής
διαδικασίας. Αν ακολουθήσουμε τη συγκεκριμένη οριοθέτηση, θα λέγαμε ότι το
έργο της Ζυράννας Ζατέλη αποκλείεται σαφώς από τις δύο πρώτες κατηγορίες
και όσον αφορά στην τρίτη τις προϋποθέσεις πληροί μόνο το Φως του λύκου
γιατί εδώ, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, το τελικό νόημα έχει χαθεί χωρίς να
υποκαθίσταται από το μετωνυμικό του αντίστοιχο. Αντίθετα στο πρώτο μέρος
της τριλογίας Ραμάνθις Ερέβους τη θέση του νοήματος έχει πάρει ο θάνατος
και στο δεύτερο η λογοτεχνία, αφήνοντας εκτός του Φανταστικού της Jackson
και τα δύο μυθιστορήματα.
Η κριτική χαρακτήρισε το πρώτο μυθιστόρημα ως ελληνική εκδοχή του
Μαγικού Ρεαλισμού, ενώ στα βιβλία που ακολούθησαν επεσήμανε μια
απομάκρυνση της συγγραφέα από το είδος. Η μεταβολή αυτή οφείλεται στο
γεγονός ότι το αφηγηματικό Εγώ ισχυροποίησε την παρουσία στην τριλογία
Ραμάνθις Ερέβους, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η έκκεντρη παρουσίαση
των κοσμοαντιλήψεων των τριών συντελεστών της αφήγησης (αφηγητή-
ήρωα-αναγνώστη). Οι βιβλιοκριτικοί που συνέδεσαν το όνομα της Ζυράννας
Ζατέλη με το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος ποτέ δεν συστηματοποίησαν τα
κριτήριά τους, ούτε μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την «ένταξη» και την
«αποσκίρτησή» της, άφησαν όμως το πεδίο πρόσφορο για θεωρητικές τριβές.
Η τελευταία λέξη για το έργο της ελληνίδας συγγραφέα θα μπορούσε να
είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ανοίγει (αλλού με περισσότερη και αλλού
με λιγότερη επιτυχία) διαύλους επικοινωνίας με το Φανταστικό και τη λατινο-
αμερικάνικη παράδοση. Οι δύο αυτοί τρόποι λογοτεχνικής αναπαράστασης οι
οποίοι, παρά τη συγγένειά τους με το εκπεφρασμένο στα γράμματά μας
ποτάμι του Ρομαντισμού και του Μοντερνισμού, δεν έτυχαν συστηματικής
εκπροσώπησης στην Ελλάδα, προσεγγίζουν όμως με σχετική ακρίβεια το
στίγμα της Ζυράννας Ζατέλη, προσάπτοντάς της το χαρακτηρισμό του
καινοφανούς και μάλλον μεμονωμένου στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή.
74
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
75
Συνέντευξη με τη συγγραφέα
Ζυράννα Ζατέλη: Αυτήν την απομάκρυνση που λέτε την αντιλαμβάνομαι πιο
πολύ ως πέρασμα, ακόμη και ως «βάπτισμα» μέσα από την τύρβη,
προκειμένου να πάμε και κάπου αλλού, σε πιο απόκοσμα μονοπάτια. Από την
όραση στην ενόραση, για να το πούμε κάπως αποφθεγματικά. Όσο για το
άλλο, επιτρέψτε μου να μη συμφωνήσω απόλυτα. Η ονειροπόληση στα έργα
μου δεν είναι μια «κατάσταση», δεν είναι θέση. Θέλω να πω, δεν αεροβατούν οι
ήρωές μου, δεν τους βάζω να παρακολουθούν την πραγματικότητα μέσα από
ένα σύννεφο… Πρόκειται για στιγμές ονειροπόλησης, αυτό ναι, διάσπαρτες
εδώ κι εκεί, κι αυτό που μ’ ενδιαφέρει εμένα είναι να διαστέλλω τη στιγμή μέχρι
τα μύχιά της, να την ξεσπλαχνίσω, είτε πρόκειται για στιγμή ονειροπόλησης, είτε
για στιγμή απόγνωσης, φόβου, αδυναμίας και λοιπά. Ό, τι είμαστε και το
γνωρίζουμε και ό,τι είμαστε και μας διαφεύγει, αυτό σε γενικές γραμμές είναι το
θέμα μου. Και από αυτό, πως θα μπορούσε αλήθεια να λείπει το άφατο, το
άρρητο; Ίσα-ίσα, βασιλική θέση έχει στις ιστορίες μου.
Ζ.Ζ. Αυτά τα άτομα, τα «εκτυφλωτικά παραμορφωμένα», είναι για μένα ιερά. Και
λέγοντας ιερά εννοώ τον καθαγιασμό τους μέσα από τον πόνο, μέσα απ’
αυτήν την «άδικη» συνθήκη που καταδικάστηκαν να ζουν. Ανέκαθεν με είλκυε
εκείνο το στοιχείο το κάπως παράταιρο στο κοινώς φαίνεσθαι, το αλλιώτικο,
το διαφορετικό, το πεπαιδευμένο. Με ρώτησαν κάποτε τι είναι για μένα η
ομορφιά και είπα, «Ίσως είναι αυτό που αποκλίνει από την ομορφιά, το
παραπαίδι της, ας πούμε». Η συμπόνια μου γι’ αυτά τα άτομα είναι κυτταρική,
συθέμελη… αγάπη να το πω δεν φτάνει. Ποιος ξέρει, αν υπάρχει αυτό που λένε
προηγούμενες ζωές, πιθανόν εγώ να υπήρξα το πιο σημαδεμένο πλάσμα, ή
ένα ζώο που σφάχτηκε και ξανασφάχτηκε πολλές φορές. Εν πάση περίπτωσει,
θα έλεγα σε γενικές γραμμές πώς αν η χαρά είναι το ζητούμενο στη ζωή, αυτό
που κινεί τα νήματα και ανακινεί τα σώψυχα είναι ο πόνος, το δράμα. Κακά τα
ψέματα, χωρίς το δράμα δεν θα ‘χε κίνητρο η τέχνη, δεν θα ‘χε λόγο ύπαρξης.
Αρκεί να μη ξεχνάμε και το άλλο· ότι η τέχνη αποσκοπεί στη λύτρωση.
Ε.Π. Αυτά τα άτομα λοιπόν λειτουργούν σαν ένα παραθυράκι προς την
Αποκάλυψη. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν πιστεύετε πως επικοινωνούν με
αυτό που λέμε υπεραισθητό, μεταφυσικό.
Ζ.Ζ. Κοιτάξτε στις ιστορίες που φτιάχνω –και με τη σειρά τους με φτιάχνουν κι
εκείνες- μου αρέσει να υπερβαίνω την πραγματικότητα χωρίς μεταφυσικές
προκλήσεις, μα ίσα-ίσα βυθιζόμενη σε μια πολυφασματική εκδοχή της, άχρονη
και διαχρονική ταυτόχρονα, αλλά και γειωμένη, όπου το φυσικό μπορεί να είναι
κάτι περισσότερο ή και αλλιώτικο απ’ αυτό που συνηθίσαμε να θεωρούμε
76
«φυσικό» και το άγνωστο, το ανοίκειο, προβάλλει ως σαγηνευτικά και
ανομολόγητα οικείο. Σκέφτομαι τώρα κάτι που ίσως σας φανεί άσχετο με
πρώτη ματιά, αλλά δεν είναι. Σκέφτομαι τους τρελούς στα έργα του Σαίξπηρ. Ε,
λοιπόν, στην κρίσιμη ώρα είναι τα μόνα άτομα αυτοί οι τρελοί που σκέφτονται
λογικά και δρουν με σύνεση. Οι γνωστικοί τα έχουν κάνει μπάχαλο. Οι
φερόμενοι ως γνωστικοί τέλος πάντων. Έτσι κι εγώ, στα δικά μου σημαδεμένα
ή αδικημένα άτομα, αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω μια μυστική προνομιακή
θέση.
Ε.Π.: Αυτό δεν οφείλει να κάνει ουσιαστικά η τέχνη; Να μας αποκαλύπτει την
κρυφή αλήθεια πίσω απ’ αυτό που ορίσατε προηγουμένως ως κοινώς
φαίνεσθαι;
Ζ.Ζ.: Το κάνω χωρίς σχεδόν να το σκεφτώ. Δεν είναι συνειδητό, δεν είναι εκ των
προτέρων αποφασισμένο. Αν ήταν συνειδητό πολύ, θα έβγαινε κάτι διδακτικό ή
κάτι σα μήνυμα που λέμε κι αυτό δεν ταιριάζει στη φύση μου.
Ε.Π. : Δεν είναι τυχαίο πους ας ταυτίζουν τόσο πολύ με τους ήρωές σας… Τι θα
λέγατε σε αυτούς που πιστεύουν ότι τα βιβλία σας είναι αυτοβιογραφικά;
Ζ.Ζ.: Ναι, συχνά μου λένε «Είναι σαν να βγαίνεις μέσα από τις ιστορίες σου» και
διάφορα σχετικά, κι ως ένα σημείο δεν πέφτουν έξω. Αλλά από αυτό μέχρι να
θεωρούνε κάποιοι τα βιβλία μου αυτοβιογραφικά, υπάρχει απόσταση, είναι
σαν να βλέπουν το δένδρο μα χάνουν το δάσος. Η αυτοβιογραφική κατάθεση
με τη στενή της έννοια, με τη στενή διαπραγμάτευσή της μάλλον, δεν με αφορά
και το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιώ πότε-πότε στις ιστορίες
μου, απ’ τη μεριά του αφηγητή ας πούμε, δεν είναι ο πληθυντικός της
ευγένειας, αλλά, ας μου επιτραπεί να πω, ο πληθυντικός της συγγραφικής μου
αλχημείας. Είμαστε αυτό που κάνουμε, αυτό που γράφουμε, εντάξει, αλλά
κυρίως είμαστε στο πώς στο κάνουμε, πώς το μετουσιώνουμε κι αυτή η μύχια
συναίσθηση του «τρόπου»- ό,τι πιο προσωπικό εν τέλει- είναι που μας
ξεπερνάει κι όλας, υπερβαίνει τα όρια του εαυτού μας, παίρνει μια οικουμενική
διάσταση. Με την πλατύτερη έννοια λοιπόν, οτιδήποτε ανακινεί δημιουργικά τον
77
ψυχισμό μας είναι και «αυτοβιογραφικό», είναι «δικό μας» κι εκεί αρχίζει η
περιπέτεια της δεύτερης ζωής, η μυσταγωγία της γραφής.
Ε.Π.: Εκείνο που διαφαίνεται στα μυθιστορήματά σας είναι μια ευτυχής εκδοχή
της παλιάς πατριαρχίας. Όλοι οι άνδρες-ήρωες έχουν πάνω-κάτω θετικό
πρόσημο -ακόμη και ο μοιχός Ντάφκος έχει χαρίσματα που ισοσταθμίζουν την
μοιχεία. Αυτό αποτελεί θέση, ότι δηλαδή οι παλιότερες μορφές οικογενειακής
ζωής ήταν πιο επιτυχημένες ή η χρονική απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτές
τις ωραιοποιεί;
Ζ.Ζ.: Ξέρετε τι λέει μια παροιμία; «Αν θέλεις να σε παινέσουν ζωντανό, κάνε τον
πεθαμένο». Αυτό για να αστειευτούμε λιγάκι. Ναι, βέβαια, ο χρόνος είναι
μεγάλος μάστορας, ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παρελθόν παίρνει
πάντα μια αχλή, μια αίγλη τρόπον τινά. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου
δηλαδή, διότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το παρελθόν αναδύεται και
εκδικείται με πολύ σκληρό τρόπο. Τέλος πάντων, για να μη ξεφύγουμε από το
θέμα μας, δεν ξέρω αν οι παλιότερες μορφές οικογενειακής ζωής ήταν πιο
επιτυχημένες, για μένα πάντως ήταν πιο ενδιαφέρουσες, είχαν περισσότερο
«ζουμί», κουβαλούσαν στοιχεία που με φέρνουν κοντύτερα σε αρχαιότερους
πολιτισμούς και φυσικά στη φύση. Η φύση είναι μεγάλη υπόθεση. Δεν εννοώ
τη φυσιολατρία του σαββατοκύριακου, εννοώ τη μυστική και ακατάβλητη
αγρύπνια της φύσης, αυτή η «μήτηρ πάντων» που μας θρέφει και θρέφεται
από μας, ζωή και θάνατος σ’ έναν αιώνιο χορό. Ιδιοσυγκρασιακά εμένα μου
πάνε περισσότερο αυτά τα πράγματα, η σημερινή εποχή δεν με εμπνέει και
τόσο, παραείναι ορατή, απτή, οχληρή… Σε τελευταία ανάλυση ο καθείς εφ’ ω
ετάχθη.
Ζ.Ζ.: Είναι τα εκ των ουκ άνευ στην περίπτωσή μου και ήδη υπαινίχθηκα τους
λόγους. Μη μου ζητάτε να το αναλύσουμε περισσότερο, γιατί θα περιπέσουμε
σε θεωρίες. Βάζω κάπου την Λεύκα να λέει κάτι τέτοιο: «Ξέρω τι είναι όταν δεν με
ρωτάς». Ισχύει και για μένα αυτό. Στο κάτω-κάτω, σύμφωνα με μια ρήση του
Κούντερα, αν νομίζουμε πως είμαστε πιο έξυπνοι από τα βιβλία μας, καλύτερα
ν’ αλλάξουμε επάγγελμα. Κι εγώ με τίποτα δεν θέλω ν’ αλλάξω επάγγελμα.
Ζ.Ζ.: Πιστεύω πως τα βιβλία μιλούν καλύτερα για το συγγραφέα τους παρά ο
συγγραφέας για τα βιβλία του.
Ε.Π.: Να συμπεράνουμε, σχετικά με αυτό που λέγαμε πριν λίγο, ότι δεν σας
ενδιαφέρει να γράφετε μια ιστορία, ένα μυθιστόρημα, που να διαδραματίζεται
στη σύγχρονη εποχή;
78
κι αν δεν το εξάσκησα ιδιαιτέρως και το βολάν ποτέ δεν με συγκίνησε,
φαντάζομαι πως είμαι ικανή να φτάσω, με τα μυθιστορηματικά μου εφόδια και
στη σύγχρονη εποχή. Ήδη με χαϊδεύει η αγωνία αλλά και η περιέργεια του πώς
θα φέρω την Λεύκα, αυτήν την εν εξελίξει επινοημένη κι αλαφροΐσκιωτη
συγγραφέα μου σε ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον, ακόμη και σ’ ένα αστικό
τοπίο, χωρίς όμως και να την εντάξω σ’ αυτό, όχι βέβαια. Νομίζω πως θα βρω
τον τρόπο και τον τόνο, το βλέπω κ
αι σαν πρόκληση του νου, σαν ένα στοίχημα. Κι άλλωστε μου αρέσει η ιδέα να
παίξω με την αίσθηση του «περασμένου αιώνα», που δεν είναι πια ο δέκατος
ένατος αλλά ήδη, τι περίεργο, ο εικοστός.
Ε.Π.: Ποια είναι η σχέση σας με την ανηλικότητα; Μήπως το διάστημα που
μας χωρίζει από την παιδική μας ηλικία ωραιοποιεί τις εμπειρίες της;
Ζ.Ζ.: Εν μέρει απάντησα ήδη σ’ αυτό. Και τι πειράζει αλήθεια που όλα λίγο –
πολύ αγγίζονται και «μεταμορφώνονται» μέσα στο χρόνο; Σε μια φυσική
διαδικασία δεν υπακούν; Άλλα το βίωμα, άλλο η αναβίωση, δεν γίνεται αλλιώς.
Άλλο η εμπειρία καθ’ εαυτή και άλλο η συνειδητοποίηση της εμπειρίας. Αυτό
εμένα με διεγείρει ψυχικά, είναι σαν να ζω τα πράγματα δύο φορές, μια για τον
εαυτό μου και μια γι’ αυτά που γράφω. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η παιδική
ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί όση για τον ενήλικα… Έβαλα κάπου
μια ενήλικη ηρωίδα μου να λέει σε μια παιδίσκη: « Είσαι βασίλισσα, μα δεν το
ξέρεις. Όταν το καταλάβεις, θα ‘ναι αργά». Αυτό είναι το δράμα και μαζί η
πανουργία της ζωής.
Ε.Π.: Τα παιδιά όπως και τα ζώα έχουν κάτι το εμβληματικό στις ιστορίες σας.
Ζ.Ζ.: Ασφαλώς. Και πιο πολύ τα ζώα ίσως, ως πιο ανεξιχνίαστες υπάρξεις και
πιο αφοπλιστικές θα έλεγα, καθώς δε μιλούν τη γλώσσα που γνωρίζουμε.
Πέρα από κάθε ζωολογία, ζωοφιλία και λοιπά, το ζώο με συγκινεί απίστευτα,
είναι για μένα φορέας μιας αρχέγονης αθωότητας, και άγριας αν θέλετε, κάτι
σα σκοτεινή αντανάκλαση της ύπαρξής μας. Το πέρασμα τους από τις σελίδες
μου δεν θα μπορούσε να λείπει. Η φύση εν γένει με τα πλάσματά της, έμψυχα
και άψυχα, από τα πιο εμφατικά έως τα πλέον ανυπολόγιστα, είναι μικρές
κατακτητικές θεότητες μέσα στο προσωπικό μου σύμπαν.
Ε.Π.: Κάπου λέτε η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα. Εκεί πιστεύετε ότι πρέπει
να αναζητήσουμε το νόημα της ύπαρξης; Μήπως αυτό το ανύποπτο
αποκαλύπτει η τέχνη;
Ζ.Ζ.: Η σημασία φωλιάζει παντού, φυσικά και στο ανύποπτο, για μένα μάλιστα
κατ’ εξοχήν εκεί, εφόσον συμβαίνει να με ελκύει περισσότερο «το φέγγος του
κρυμμένου», πολύ περισσότερο δηλαδή από το προφανές και συνεπώς
ανεμπόδιστο. Το σκιόφως στην περίπτωσή μου τελεί χρέη φωτός, αν πρέπει να
το πούμε κι έτσι. Όσο για το νόημα της ύπαρξης, η τέχνη ευτυχώς δεν πέφτει
στην παγίδα να το προσδιορίσει, να μας το «δείξει» και πόσο μάλλον να μας το
επιβάλλει. Της φτάνει να μας προσανατολίζει προς τα εκεί, να μας το υποβάλλει
« έντεχνα» και ουσιαστικά, κι αυτό είναι το μεγαλείο της.
79
Ζ.Ζ.: Προτιμώ να σας παραπέμψω σε δυο-τρεις αράδες από το ίδιο το βιβλίο: Κι
αν δεν γινόταν να υπάρξει τέτοιος έρωτας, υπήρξε όμως το μυστικό της. Και
πιο πολύ κι απ’ το μυστικό, ή ίδια η μυστικότητα… αυτή η μέθεξη με το κρυφό.
Δε νιώθω την ανάγκη να πω περισσότερα, δεν χρειάζεται.
Ζ.Ζ.: Θεωρώ άστοχες αυτού του είδους τις διακρίσεις και ταξινομήσεις. Και
φοβερά περιοριστικές, αποπροσανατολιστικές. Ό,τι κάνω μέσα από τη
γλώσσα, από τη γραφή μου, δεν φυλακίζεται σε κανέναν ορισμό, τα πάντα
διαχέονται και διανοίγουν εκείνη την πολυφασματική πραγματικότητα εντός
μας. Ή αν θέλετε να σας το πω και αλλιώς, όσο μαγική ή μεταφυσική τυγχάνει
η ίδια η εμπειρία του είναι, η μνήμη, η λήθη, η εποπτεία μιας στιγμής, το βάθος
ενός συναισθήματος, ο ήχος μιας ανεμορριπής ή η ηλιαχτίδα που παιχνιδίζει
στο φρύδι μιας ετοιμοθάνατης, ακόμα κι ένα μυγάκι που περνάει μπρος απ’ τα
μάτια μου την ώρα που σας τα λέω αυτά, τόσο μαγική και μεταφυσική είναι και
η τέχνη μου.
80
Κριτικές περιλήψεις των λογοτεχνικών βιβλίων της Ζυράννας Ζατέλη
Περσινή αρραβωνιαστικιά
81
αφηγήτρια αναπαράγει γεγονότα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν και στην
ενήλικη ζωή της προσπαθεί να τα τακτοποιήσει χρονικά, προκειμένου να
ενοποιήσει στο μυαλό της την ιστορία μιας γνωστής της οικογένειας. Οι εικόνες
που διατηρεί στη μνήμη της έχουν έναν τόνο μυστηρίου και τραγικότητας με
ένα μέθυσο, συφιλιδικό πατέρα, μια μισότρελη μάνα, δυο αδέλφια με
αιμομικτικές σχέσεις, ένα νεκροθάφτη που παρενοχλεί σεξουαλικά τα παιδιά και
φυσικά το θάνατο. Το συμπέρασμα διατυπωμένο από την ενήλικη αφηγήτρια
έχει χάσει κάθε στοιχείο αινιγματικότητας, γιατί γίνεται από την σκοπιά μιας
ώριμης πλέον συνείδησης.
Στο «Στοιχειωμένο αγροτόσπιτο» υπάρχουν εν σπέρματι όλα τα θέματα
που θα βρουν την πλήρη τους ανάπτυξη στο πρώτο μυθιστόρημα της
Ζυράννας Ζατέλη: η γενεαλογία μιας πολύκλαδης οικογένειας της επαρχίας, οι
διαπροσωπικές συγκρούσεις, το χάσμα των γενεών, η περιστολή των
ελευθεριών από την αυστηρή ηθική του πατέρα με σημείο αιχμής τις ερωτικές
σχέσεις της κόρης. Εδώ εμφανίζεται επίσης το θέμα του εξώγαμου παιδιού, η
μοίρα των γυναικών στην παραδοσιακή κοινωνία, και η φυγή της
πρωταγωνίστριας από το σπίτι, προκειμένου να απολαύσει την ελευθερία της.
Το κείμενο κλείνει με την πικρή διαπίστωση ότι η ευδαιμονία των παιδικών
χρόνων χάνεται με την είσοδο στην ζωή των ενηλίκων.
Το 6ο διήγημα φέρει το αμφίσημο τίτλο «Ζίνα», βασίζεται στην ομοηχία
του γυναικείου ονόματος με το βραχύβιο έντομο και αποτελεί προανάκορυση
της κεντρικής ηρωίδας του δεύτερου μυθιστορήματος. Όπως και στα 5
προηγούμενα διηγήματα, κομβικό θέμα εδώ είναι η απολαυστική εμπειρία,
όπως βιώθηκε στην παιδική ή προεφηβική ηλικία. Βλέποντας μια ζίνα η
πρωταγωνίστρια θυμάται πώς ξεκίνησε το κάπνισμα∙ ήταν λίγο πριν μπει στην
εφηβεία, όταν σ’ ένα παλιό συρτάρι ανακάλυψε ξεχασμένη την ελκυστική πίπα
ενός προγόνου. Η μητέρα της πρωταγωνίστριας εμφανίζεται στο αφηγηματικό
παρόν και με μια πληροφορία μεταμορφώνει το αντικείμενο -φετίχ σε μια
γκροτέσκα εικόνα: η πίπα με την οποία άρχισε και συνεχίζει να καπνίζει η
αφηγήτρια είναι το ρύγχος ενός κλύσματος.
Στο 7ο και 9ο διήγημα η α΄- πρόσωπη αφηγήτρια καταγράφει
μυστηριώδη γεγονότα της ενήλικης ζωής της, τα οποία αντιστέκονται στη
λογική, υποτάσσονται όμως στους νόμους του τυχαίου, του ενστίκτου και του
προφητικού ενυπνίου. Στο 8ο η γ΄ –πρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τους
μυστήριους θανάτους δύο ηρώων, που βρίσκουν την ορθολογιστική τους
ερμηνεία με το τέλος της ιστορίας.
Πιο συγκεκριμένα, στο «Για μια ιστορία που δεν συνέβη» η ηρωίδα
επιχειρεί ένα παράτολμο ταξίδι στο εξωτερικό που τη βάζει σε περιπέτειες. Ενώ
το ένστικτό της την πληροφορεί ότι κινδυνεύει, δεν καταβάλλει καμιά
προσπάθεια να προφυλαχθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά καταφέρνει τελικά να
επιστρέψει ασφαλής εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Μόνο όταν μαθαίνει από τις
εφημερίδες ότι ο άνθρωπος που την φιλοξένησε στο σπίτι του, είχε κρυμμένο
στο υπόγειο το πτώμα της ερωμένης του, συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που
διέτρεξε και επιβεβαιώνεται ότι τελικά έχει αλάνθαστη διαίσθηση.
Το 8ο διήγημα με τίτλο «Κυκεών», το μοναδικό γραμμένο σε γ΄-
πρόσωπο, αξιοποιεί στοιχεία της αστυνομικής διήγησης. Σε αντίθεση με
υπόλοιπα της συλλογής που αφηγούνται μια απρόσμενη σύμπτωση ή ένα
αλλόκοτο γεγονός, εδώ περιγράφονται δύο θάνατοι που πρέπει να
εξιχνιαστούν. Ο σχολαστικός με την τάξη πρωταγωνιστής αυτοκτονεί έχοντας
προνοήσει για την φροντίδα της ανάπηρης γυναίκας του, η οποία όμως
πεθαίνει ένα 24/ωρο μετά το δικό του αυτοκτονία. Ένας συγγενής του
θανόντος, νομικός, κληρονομεί τη βιβλιοθήκη του, όπου συγκεντρώνεται μια
σειρά αστυνομικών ιστοριών αμφίβολης ποιότητας. Διαβάζοντάς τα
ανακαλύπτει ότι ο θάνατος της γυναίκας προήλθε από δηλητηρίαση, την
82
οποία είχε σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια ο αυτόχειρας εν όσω ακόμη ζούσε,
αντιγράφοντας έναν μυθιστορηματικό ήρωα από τα βιβλία της συλλογής του.
Το τελευταίο διήγημα «Μανιώδης του καπνού» διαπραγματεύεται και
πάλι την εξάρτηση της πρωταγωνίστριας από το κάπνισμα. Όταν ο
σπιτονοικοκύρης της -που διατηρεί ψιλικατζίδικο- σπάνει πόδι του, η ηρωίδα
στερημένη από τσιγάρα, βλέπει ένα όνειρο: η καπνίστρια αποκτά πρόσβαση
στο μαγαζί του, κλέβει μερικά πακέτα και προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή, τα
κρύβει μέσα στις χαρακτηριστικές κάλτσες που φοράει. Την άλλη μέρα το πρωί
ανακαλύπτει ότι η κλοπή των τσιγάρων δεν έγινε ποτέ, αλλά μένει έκπληκτη γιατί
παραλαμβάνει ένα ταχυδρομικό πακέτο με κάλτσες που φορούσε στον ύπνο
της.
83
Στην ερημιά με χάρη
Τα διηγήματα της ενότητας Έξι ιστορίες από τους Κήπους των Ηδονών
αναφέρονται σε ηδονικά και ταυτόχρονα επικίνδυνα περιστατικά της παιδικής
ζωής, που μέσω της αναπόλησής τους ωραιοποιούνται. Η αδυναμία του
παιδικού βλέμματος να αξιολογήσει με ορθολογικά κριτήρια τα γεγονότα
καθορίζει την μετέπειτα ζωή του υποκειμένου, ενώ η γλώσσα αποδεικνύεται
ανεπαρκής να αποδώσει με λέξεις εκείνα τα πρώιμα συναισθήματα, που
αγγίζουν τη μυστικιστική μέθεξη.
Οι «Ιστορίες με παράξενα δάχτυλα» χρησιμοποιούν ως αφορμή ένα
τυχαίο γεγονός από τη ζωή της αφηγήτριας, που πυροδοτεί μια σειρά από
παιδικές αναμνήσεις. Το θέμα του διηγήματος δεν είναι το συγκεκριμένο
γεγονός, αλλά ο μηχανισμός της μνήμης, που επεξεργάζεται και αναπλάθει
δημιουργικά τις εμπειρίες. Έτσι η χρονική απόσταση που μεσολαβεί, η
ερμηνευτική διαμεσολάβηση των άλλων προσώπων και η αδυναμία της
γλώσσας να μετατρέψει την φευγαλέα εντύπωση μιας εμπειρίας σε λόγο, έχει
σαν τελική συνέπεια η πραγματικότητα να μένει απροσδιόριστη.
84
Στην «Κραιπάλη δακρύων» περιγράφεται ένα αλλόκοτο όνειρο της
παιδικής ηλικίας της πρωταγωνίστριας, από όπου ξεπηδούν απωθημένες
επιθυμίες και φόβοι της ενήλικης ζωής της. Η αφηγήτρια παρατηρεί ότι το
κλάμα ήταν ήδη από εκείνη την πρώιμη φάση μια αυτοσχέδια μέθοδος
αυτογνωσίας και εξερεύνησης των συναισθημάτων της, αντίστοιχη με την
υποκριτική και τη λογοτεχνία που επαναξιολογεί βιωμένες εμπειρίες.
Στις «Γυναίκες ενός πουλιού» η αφήγηση εστιάζει στα παιχνίδια
τεσσάρων μικρών κοριτσιών, την αναπαραστατική τους δύναμη, τη διανομή
των ρόλων ανάμεσά τους και τη σοβαρότητα με την οποία υπερασπίζονται το
χαρακτήρα που υποδύονται. Στον αγγελικό τους κόσμο εισβάλει ένας νεαρός
τσιγγάνος στη θεά του οποίου τα τέσσερα κορίτσια σαστίζουν, αλλά επειδή
δεν αντιδρούν στα σεξουαλικά του υπονοούμενα, τον αναγκάζουν να
εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και οι ίδιες επιστρέφουν με απόλυτη συνέπεια
και αφοσίωση στο παιχνίδι τους.
Στο «Δρόμο προς το τσίρκο», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κείμενο
ενηλικίωσης», η μικρή ηρωίδα ονειρεύεται να δουλέψει σε τσίρκο και
καταστρώνει ένα στρατηγικό σχέδιο προκειμένου να το πραγματοποιήσει. Στο
μυαλό της το τσίρκο έχει συνδεθεί με μια ενοχή απόλαυση και παρόλο που
ικανοποίησε τελικά την επιθυμία της, η τελευταία φράση του διηγήματος βάζει
τον αναγνώστη σε υποψίες ότι από την ημέρα που έφτασε στο στόχο της, την
περίμεναν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Όταν η πρωταγωνίστρια «Ιεροσυλίες και αινίγματα» ήταν μεταξύ πέντε
και δέκα χρονών διέπραττε μικρές σκανδαλιές κατά συρροή, απολαμβάνοντας
μοναχικές χαρές. Στο διήγημα ακούγονται τρεις αφηγηματικές φωνές:η μικρή
Φέβρα που σκαρώνει φάρσες, η ενήλικη Φέβρα που αναπαράγει τις
αναμνήσεις της και ο γ΄-πρόσωπος αφηγητής που παρακολουθεί τις δύο
χρονικές βαθμίδες δράσης της Φέβρας. Η ιεροσυλία που η μικρή Φέβρα
σκάρωσε για την ημέρα του στολισμού του επιταφίου, πέφτει τελικά στο κενό. Η
ενήλικη Φέβρα δυσκολεύεται να την περιγράψει, όχι γιατί μόνο έχουν
μεσολαβήσει πολλά χρόνια, αλλά κυρίως γιατί θέλει να κρατήσει το μυστικό της
κρυφό από τον αναγνώστη στήνοντας εις βάρος του μια ακόμη φάρσα.
Tο διήγημα με τίτλο «Ο αέρας της Ανατολής» καταπιάνεται αρχικά με την
αποπλάνηση της νεαρής Μοσχούλας και αφιερώνει το υπόλοιπο μέρος της
αφήγησης στη σχέση της βαριά άρρωστης και κοινωνικά απομονωμένης
Ανατολής, με την παιδούλα-αφηγήτρια. Η μικρή παρά τις υποδείξεις των
γονιών της έλκεται από την αλλόκοτη γυναίκα, η οποία σε μια εκ βαθέων
εκμυστήρευση αποκαλύπτει τις συναντήσεις της με το θάνατο, που εμφανίζεται
άλλοτε σαν ορμητικός αέρας και άλλοτε σαν γοητευτικός άνδρας με την
ενήλικη αφηγήτρια παρεμβάλλει τα δικά της σχόλια για το θάνατο και το νόημα
της ζωής.
Οι Έξι ιστορίες από τα Μέσα του Αιώνα και Μετά είναι τα ισάριθμα
διηγήματα ενός κύκλου κειμένων με θέμα δυσεξήγητα συμβάντα, μυστηριώδεις
θανάτους και εγκληματικές πράξεις, που προκαλούν τον αναγνώστη να τους
εξιχνιάσει. Οι ήρωες αντιμετωπίζοντας τον κόσμο μέσα από το προσωπικό
τους πρίσμα προσπαθούν να εμποδίσουν ή να αντιστρέψουν τις αρνητικές
εξελίξεις και οδηγούνται νομοτελειακά στο ίδιο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα, ενώ ο
αναγνώστης αδυνατεί να εξάγει ένα τελικό συμπέρασμα.
Το διήγημα «Μεσαιωνικό υστερόγραφο» ξεκινά με την εμφάνιση των
ανώνυμων ερωτικών επιστολών στους δρόμους της πόλης και στη συνέχεια
καταπιάνεται με το βραδύνοο και μουγκό Τάκη, που εγκαταλελειμμένος ακόμη
και από την οικογένειά του βρίσκει προστασία κοντά σ’ έναν αξιωματικό του
στρατού. Όταν ο Τάκης προσβάλλεται από μια μολυσματική δερματοπάθεια, η
μόνη που τολμάει να τον ανακουφίσει από τους φρικτούς πόνους είναι η μικρή
85
Φέβρα. Τελικά το μυστήριο των επιστολών λύνεται, γιατί στις τσέπες του νεκρού
Τάκη βρίσκονται ερωτικά γράμματα παρόμοια με τα ανώνυμα, που κατέκλυζαν
κάποτε την πόλη και τα οποία αποδίδονται στον αξιωματικό-προστάτη του. Η
ταφή του Τάκη έγινε με αυστηρές υγειονομικές προφυλάξεις, αλλά το ίδιο
βράδυ μια σκιά έμπηξε μια σκούπα στο μνήμα του, που αφήνεται στον
αναγνώστη να υποθέσει ότι δεν είναι άλλη από τη Φέβρα.
Οι «Δύο λεπτομέρειες» αναφέρονται σε μια γυναίκα με ιδιόρρυθμη
εμφάνιση και χαρακτήρα, που επί χρόνια επιδίδεται στην παρασκευή
περίεργων καλλυντικών για το πρόσωπό της. Εξαιτίας του δύστροπου
χαρακτήρα της ο άνδρας και η κόρη της αναγκάζονται να φύγουν από το
σπίτι. Τελικά ο σύζυγος πεθαίνει αβοήθητος στο κτήμα, όπου είχε αποσυρθεί
και η γυναίκα δηλητηριάζεται από τα ίδια της τα φτιασίδια.
Η Ουρανία της «Μαύρης γραβάτας» διατηρεί ψιλικατζίδικο και τα βράδια
συναντά αγνώστους άνδρες, που τη φοβίζουν και την έλκουν ταυτόχρονα.
Ένα από τα παιδιά της γειτονιάς της (που αναλαμβάνει και την αφήγηση της
ιστορίας) υπήρξε μάρτυρας της ερωτικής συνεύρεσής της πρωταγωνίστριας
με κάποιον από τους εφήμερους εραστές της στο μαγαζί της. Όταν η Ουρανία
μαθαίνει ότι ο αρραβωνιαστικός της πνίγηκε στα καράβια και στο ψιλικατζίδικο
ανακαλύπτει μια μαύρη που γραβάτα, σπεύδει να την κάψει επειδή τη θεωρεί
κακό οιωνό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έδωσαν αργότερα οι
γειτόνισσες η Ουρανία μπήκε στη φυλακή, επειδή η φωτιά που έβαλε, έκαψε
κατά λάθος ένα αυτοκίνητο και δεν είχε χρήματα να το αποζημιώσει. Οι δύο
διακριτοί αφηγητές, εξωκειμενικός των βραδινών ερωτικών συναντήσεων της
πρωταγωνίστριας και της ιστορίας της γραβάτας και ο ενδοκειμενικός της
ερωτικής σκηνής στο μαγαζί αποδίδουν τη λαϊκή δεισιδαιμονία για τη
γρουσουζιά και την αδυναμία της πρωταγωνίστριας να ελέγξει και να
αποτρέψει το πεπρωμένο.
Η αφηγήτρια στο «Δράματα και πούπουλα» μαθαίνει από τις εφημερίδες
το θάνατο του αγαπημένου της σκηνοθέτη και πηγαίνει στον κινηματογράφο
για να δει, εν είδει μνημοσύνoυ, την πιο γνωστή του ταινία, όπου την περιέργειά
της κινεί ένα θεατής. Στη συνέχεια η αφήγηση ανατρέχει σε τρεις αλλόκοτες
ιστορίες, με θέμα κοινό προς την ταινία που είδε. Την επόμενη από την ημέρα
της προβολής η ηρωίδα πληροφορείται το θάνατο του πρωταγωνιστή της
ταινίας και όλες οι λεπτομέρειες ταιριάζουν απόλυτα με τον περίεργο θεατή που
εντόπισε στον κινηματογράφο, με μόνη διαφορά ότι ηθοποιός βρέθηκε νεκρός
δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την ίδια.
Το διήγημα «Το δάσος των ψευδαισθήσεων»168 εστιάζει στη σχέση της
αφηγήτριας με το μεγαλύτερο αδελφό της κάνοντας αναδρομές στην κοινή
παιδική τους ηλικία. Στη συνέχεια αφηγείται ένα όνειρο με πρωταγωνιστή και
πάλι τον αδελφό της, που επαληθεύεται αμέσως μόλις ξυπνήσει. Επειδή
εκπλήσσεται από την σύμπτωση, προβαίνει σε κάποιες συνειδητές ενέργειες
προκειμένου να διαφοροποιήσει το ενύπνιο από την πραγματικότητα. Όταν τα
δύο αδέλφια τελικά συναντιούνται, γίνεται φανερό ότι μεταξύ τους υπάρχει μια
μυστηριώδης επικοινωνία, όπου ορθοκρισία και ψευδαίσθηση συνυπάρχουν.
Η γάτα της αφηγήτριας, που η ίδια συμπεραίνει ότι είναι το-άλλο-της-εγώ και η
εξίσου διαισθητική σχέση της με τον ανιψιό της, την παρουσιάζει βυθισμένη σ΄
ένα δικό της κόσμο, με φανταστικές παραστάσεις, προσωπικές ηδονές και
αμφιβόλου αντικειμενικότητας συμπεράσματα.
168Το διήγημα φαίνεται να αξιοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία της συγγραφέα, όπως αυτά
παρουσιάζονται στην εισαγωγή του βιβλίου Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου.
86
Τα διηγήματα της ενότητας Έξι ιστορίες από την Χώρα του Louis de
Camoes είναι οι 6 α΄-πρόσωπες αφηγήσεις μιας γυναικείας φωνής που
βρίσκεται στην Πορτογαλία, γενέτειρα του αγαπημένου της. Η θλίψη που
διαπερνά όλα τα κείμενα πηγάζει από την αδυναμία της να προσαρμοστεί
στην νέα της πατρίδα, όχι μόνο γιατί αγνοεί τη γλώσσα και τις συνήθειες των
ντόπιων, αλλά κυρίως γιατί θεάται τη ζωή από τη δική της σκόπευση: πολλά
απ’ όσα συμβαίνουν γύρω της και οι άλλοι τα αντιπαρέρχονται ως
φυσιολογικά, η ίδια τα αντιλαμβάνεται ως αλλόκοτα και το αντίθετο.
Στο «Ραΐνια η αιχμάλωτη της Ιζέντας∙ και Φαΐλντ» η αφηγήτρια
αδυνατώντας να προσαρμοστεί στη χώρα του αγαπημένου της, αναπτύσσει
ισχυρό δεσμό με μια άγρια αλεπού, την οποία ο κουνιάδος της κρατάει
αιχμάλωτη στην αυλή του πατρικού σπιτιού. Όταν μια μέρα αποφασίζει να
ελευθερώσει το ζώο, το βρίσκει πνιγμένο από το σκοινί που το κρατούσε
δεμένο. Το ίδιο βράδυ βλέπει έναν δυσάρεστο εφιάλτη, ενώ την επόμενη μέρα
τη θέση της αλεπούς έχει πάρει στην αυλή του πατρικού σπιτιού ένας μικρός
λύκος.
Η αφηγήτρια στα «Άγρια πουλιά» βρίσκεται με τον αγαπημένο της στη
χώρα του και δυσκολεύεται να συμμεριστεί τον τρόπο με τον οποίο οι ντόπιοι
αντιλαμβάνονται τη φιλοξενία. Η ίδια, προκειμένου να ελευθερωθεί από τη
συναισθηματική πίεση κάνει κρυφά πράγματα που όλοι αντιλαμβάνονται ως
αλλόκοτες συμπτώσεις και κανείς δεν σκέφτεται να αποδώσει σε πράξη
εκδίκησης της φιλοξενούμενης.
Στο διήγημα «Υπνοφόρες παπαρούνες και η μούμια» η αφηγήτρια
βρίσκεται και πάλι σε μια πόλη της Πορτογαλίας, όπου μέσω του συζύγου της
γνωρίζει έναν παλιό συνεργάτή του και τη σύζυγό του, που τους προσκαλούν
στο σπίτι τους. Εκεί οι επισκέπτες προθυμοποιούνται να βοηθήσουν στην ταφή
της σκυλίτσας, την οποία η οικοδέσποινα με οδύνη ανακαλύπτει νεκρή.
Φεύγοντας από κει η πρωταγωνίστρια είναι σίγουρη ότι το ζευγάρι τούς
προσκάλεσε στο σπίτι επειδή έψαχνε για νεκροθάφτες του σκύλου που είχε
πεθάνει εδώ και πολύ καιρό, ο αγαπημένος της επιμένει ότι πρόκειται για
υπερβολές της φαντασίας της και ο αναγνώστης μένει μετέωρος για το τι έγινε
τελικά .
Ο τίτλος «Οι φωνές που δε βγάλαμε» σχετίζεται με την επικοινωνία που
έχει η αφηγήτρια με τον αγαπημένο της όταν βρίσκεται στην άγνωστη χώρα
του. Προσπαθώντας να την εξερευνήσει, απομακρύνεται συναισθηματικά από
κοντά του, παρατηρεί τους συγγενείς του, της συμβαίνουν περίεργες
συμπτώσεις και τελικά επιστρέφει κοντά του κυριευμένη από έρωτα και θλίψη
που καταλήγουν σε ένα ποτάμι από καυτά ερωτικά δάκρυα.
Γραμμένο σε α΄-πρόσωπη αφήγηση το διήγημα «Το όνειρο» αναφέρεται
στα παρακάλια μιας δεκατετράχρονης που η πρωταγωνίστρια δέχεται σε μια
άγνωστη γλώσσα. Εκείνο που με δυσκολία καταλαβαίνει είναι ότι το κορίτσι της
ζητάει να μεταπείσει τη μάνα της να πάρει μέρος στην σχολική εκδρομή, όπου
θα συμμετάσχουν όλοι οι συμμαθητές της. Η μάνα, επειδή έχει δει ένα
δυσάρεστο όνειρο και το θεωρεί κακό οιωνό, της απαγορεύει την εκδρομή
φοβούμενη ότι μπορεί να πάθει κάποιο ατύχημα. Τελικά η κορίτσι αυτοκτονεί,
επειδή στερήθηκε την εκδρομή και γίνεται θύμα της διελκυστίνδας ανάμεσα στη
βούλησή του, τη βούληση της μάνας του και τη μοίρα.
Η πρωταγωνίστρια και α΄-πρόσωπη αφηγήτρια στο διήγημα Romero,
solo Romero ζει νεόνυμφη στο πατρικό σπίτι του άνδρα της στην Πορτογαλία,
όπου καταναλώνοντας αλκοόλ προσπαθεί να κατευνάσει την έμφυτη για όλα
ανησυχία της. Ένα βράδυ η σύζυγος ακούει φωνές και ρωτάει τον άνδρα της τι
σημαίνουν. Κατά περίεργο τρόπο η ερμηνεία που της δίνει, μοιάζει να
ανταποκρίνεται στο μυστικό νόημα της κοινή τους ζωής.
87
Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες
88
Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει όσα ακολούθησαν αυτήν την
αποτυχία, τον εμπαιγμό των ετεροθαλών αδελφών και την προστατευτική
στάση της μάνας, που προτείνει στο βουβό από το σοκ γιο της το φάρμακο
που καταπραΰνει τις ψυχικές δοκιμασίες, να γλείψει μέλι πάνω σε τσεκούρι. Η
φυγή του πανικόβλητου Ησύχιου από το σπίτι, η συνάντησή του με τον
αγροφύλακα, την Κοκκινοντυμένη και την κόρη της προκαλούν ισχυρή
εντύπωση στο δωδεκάχρονο, οποίος μάταια θα τους αναζητήσει τα επόμενα
χρόνια.
Στα επόμενα κεφάλαια η ζωή ακολουθεί τη δική της δυναμική πορεία, με
περαιτέρω γάμους γεννήσεις παιδιών και θανάτους, όπου προεξάρχουσες
είναι οι γυναικείες μορφές: η Κλητία, κόρη της πρώτης γυναίκας του
Χριστόφορου μεγάλωσε σχεδόν όλα τα παιδιά της οικογένειας, περιμένει τον
κυνηγό του παιδικού της το παραμυθιού που θα την παντρευτεί και τελικά
αποτεφρώνεται μέσα στο χάνι της οικογένειας. Η κοκκινομάλλα αδελφή του
Ησύχιου, η Ιουλία, πέρασε στα παιδικά της χρόνια μια σοβαρή ασθένεια και ο
πατέρα της φρόντισε να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο. Κατά την επιστροφή τους
στο σπίτι έπεσαν θύματα κλοπής, μυστικό που τους έδεσε εφ’ όρου ζωής.
Χρόνια αργότερα την πολιόρκησε ερωτικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ένας
συντοπίτης της ντυμένος καρναβάλι, ο Κίμωνας, ο οποίος τελικά αυτοκτόνησε
γεμίζοντας την Ιουλία με ισόβιες τύψεις. Η κωφάλαλη Λιλή, θετή αδελφή του
πατέρα Χριστόφορου, της οποίας η τρυφερότητά της για τα παιδιά έφτανε στα
όρια της ασέλγειας, έγινε μαμή και ξεγέννησε όχι μόνο τις γυναίκες της
οικογένειας, αλλά όλες τις γυναίκες του χωριού. Η δεύτερη γυναίκα του
Χριστόφορου, η Εύθα, που είχε το χάρισμα να εντοπίζει και να σκοτώνει φίδια,
πέθανε από δάγκωμα οχιάς και το ψυχορράγημα της μετατράπηκε σε
προφητικό παραλήρημα. Η σκελετωμένη Μύρα εμφανίστηκε αμέσως μετά το
θάνατό της Εύθας, επιδίωξε να παντρευτεί τον Χριστόφορο, αλλά αυτός την
πάντρεψε με τον Αποστολάκο. Η Μαριγώ, η κακοπαντρεμένη αδελφή του
Χριστόφορου, ξεψύχησε μόλις επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι. Η μανιώδης
καπνίστρια και μάγισσα Πέρσα, μάνα της Μύρας, έσωσε τη βαριά
τραυματισμένη Λιλή και έγινε η τρίτη και τελευταία γυναίκα του Χριστόφορου. Η
μικρή Ιουλία, η κόρη που απέκτησε η Φέβρα με τον Ησύχιο, αρρώστησε βαριά.
Όταν όλα τα φάρμακα αποτυγχάνουν, οι γονείς αποφασίζουν να
πραγματοποιήσουν την επιθυμία της και να την πάνε ένα βράδυ «στους
λαγούς». Ανεβασμένοι στο κάρο της οικογένειας έγιναν αυτόπτες μάρτυρες
στα παιχνιδίσματα μιας οικογένειας λύκων στο φεγγαρόφωτο και την ίδια
στιγμή ο Ησύχιος συνειδητοποίησε κάτι που η Φέβρα γνώριζε ήδη από
δεκαετίες: η γυναίκα του και μητέρα της άρρωστης μικρής Ιουλίας, είναι το ίδιο
πρόσωπο με την Κοκκινοντυμένη που αντίκρισε την ημέρα της αποτυχημένης
«πρώτης σφαγής»∙ η ατίθαση κόρη της είναι η μετέπειτα ερωμένη του και
μητέρα του εξώγαμου Αργύρη, η αυτόχειρας Ροδάνθη. Η μικρή Ιουλία τελικά
πέθανε βυθίζοντας ολόκληρη την οικογένεια στο πένθος, τη Φέβρα στις τύψεις
για το γάμος της με τον Ησύχιο και τη μεγάλη Ιουλία στη βεβαιότητα ότι μικρή
πέθανε στη θέση της.
Ένα γεγονός που το κείμενο περιγράφει αόριστα ως ξέσπασμα του
πολέμου, ανάγκασε ολόκληρη η οικογένεια να μετακομίσει στη Γούγλη, την
κωμόπολη που είναι κτισμένη γύρω από την ομώνυμη λίμνη. Φτάνοντας εκεί ο
Ησύχιος ανακάλυψε ότι η αδελφή του, η μεγάλη Ιουλία, δεν ήταν πια μαζί τους
και έφυγε προκειμένου να την αναζητήσει. Στο διάστημα της απουσίας του η
Φέβρα, έγκυος για μια ακόμη φορά, έφτασε να σκέπτεται την αυτοκτονία από
τύψεις για τον ανίερο γάμο της. Ο Ησύχιος επέστρεψε χωρίς την Ιουλία, αλλά
με την πεποίθηση ότι ο θάνατος ένωσαν την αδελφή του με το later-ego της,
τους λύκους. Σύντομα η οικογένεια γύρισε στην πατρική εστία, η Φέβρα
γέννησε το τελευταίο της παιδί, αλλά μάνα και νεογνό πέθαναν στον τοκετό και
89
ο Ησύχιος έδωσε εντολή να θάψουν τη γυναίκα του με το κόκκινο φουστάνι με
το οποίο τη γνώρισε.
Τα χρόνια που θα ακολουθούν αποδίδονται με επιτάχυνση: πεντέμισι
χρόνια μετά το θάνατο της Φέβρας ο Ησύχιος παντρεύεται για δεύτερη φορά
με μια γυναίκα επίσης μεγαλύτερή του. Ο ίδιος πεθάνει στην ίδια ηλικία με την
πρώτη του γυναίκα, 14 χρόνια μετά από αυτήν. Οι τελευταίες σελίδες του
βιβλίου καταγράφουν συνοπτικά τη μοίρα των επιγόνων του Ησύχιου και τους
διαδοχικούς θανάτους που έπληξαν την οικογένεια, ενώ η καταληκτική σκηνή
αφιερώνεται στο θάνατο του πατριάρχη της οικογένειας Χριστόφορο.
90
Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος
91
της απουσίας του έχουν χτυπήσει ανελέητα την οικογένεια του πατέρα του και
της θείας του. Το αφηγηματικό αυτό άνυσμα καλύπτεται με μια σειρά από
αναδρομές στο παρελθόν και ο αναγνώστης παρακολουθεί τα παιδιά να
φεύγουν πρώτα αφήνοντας πίσω τους γηραιότερους. Τελευταίος σ’ αυτήν τη
διαδρομή πεθαίνει ο ίδιος ο Σέρκας, ενώ η καταληκτική σκηνή περιγράφει τον
παππού Ντάφκο να σβήνει σταδιακά από γεροντικό μαρασμό με συντροφιά
την μόνη εναπομείνασα εγγονή του, τη Λεύκα.
92
Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το πάθος χιλιάδες φορές
93
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
ΙΟΥΛΙΑ
94
Βιβλιογραφία
Λογοτεχνία
● Περσινή αρραβωνιαστικιά, Αθήνα, Κατσανιώτης, 1η έκδοση1984
● Στην Ερημιά με χάρη, Αθήνα Κατσανιώτης, 1η έκδοση1986
● Και με το φως του λύκου επανέρχονται, Μυθιστόρημα σε δέκα ιστορίες
Αθήνα, Καστανιώτης, 1η έκδοση1993
● Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2001
Ο δικός της αέρας, Νουβέλα, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2005
● Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Το Πάθος χιλιάδες φορές,
Αθήνα, Καστανιώτης, 2009
Δοκίμια
● Οι μαγικές βέργες του αδελφού μου, Ξυλογλυπτική του Χρήστου
Καρακόλη και ένα κείμενο του Χρήστου Μπουλώτη, Αθήνα, Καστανιώτης-
Μουσείο Μπενάκη, 2006
● Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Ζυράννα Ζατέλη, Αθηνά
Κακούρη, Ευγενία Φακίνου, Συγγραφικές εμμονές, Έξι συγγραφείς
εξομολογούνται, Επιμέλεια Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα, Καστανιώτης,
2007
Θεωρητικά κείμενα
95
● Μ. Θεοδοσοπούλου, «Στα βαθιά της μυθιστορίας, Τον καιρό των
λυκανθρώπων», Η εποχή, 28/11/1993
● Νίκος Ντόκας, «Λύνοντας τα μάγια», Κυριακάτικη ελευθεροτυπία,
12/03/1993
● Ελένη Σαραντίτη, «Μυθιστόρημα της ψυχής», Ριζοσπάστης, 01/12/1993
● Μάνος Κοντολέων, «Τα μάγια του κόσμου», Κυριακάτικη Αυγή,
17/10/1993
● Μισέλ Φάις, «Βαλκανικός Ρεαλισμός», Τύπος της Κυριακής, 10/10/1993
● Μ. Θεοδοσοπούλου, «Η αποθέωση του εικονοπλαστικού λόγου», Το
Βήμα, 03/03/2002
● Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Το ασήκωτο βάρος του πρόωρου
θανάτου», Βιβλιοθήκη, 17/05/2002
● Δανάη Κουλμάση, «Ο χορός του θανάτου», Το Βήμα, 26/05/2002
● Νίκος Μπακουνάκης, «La Zyranna», Το Βήμα, 25/03/2007
96