You are on page 1of 8

Η Θεολογική

μεθοδολογία
του αγίου
Γρηγορίου
Νύσσης
The
theological
methodology
of Gregory of
Nyssa

Συγγραφείς: Αλεξόπουλος Λάμπρος Απ.

Σχολή/Τμήμα Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα


: Θεολογίας

Γλώσσα: Ελληνικά

Ημ/νία
2012
έκδοσης:

Περίληψη:
Η κατά φαινόμενα υφιστάμενη ασύνθετη δομή
της θεολογικής μεθοδολογίας του αγ.
Γρηγορίου Νύσσης, ως ερευνητική πρόταση
της μελέτης, αποτελεί στην πραγματικότητα
μείζονα ερευνητική πρόκληση. Η διασάφηση
του ρόλου και του εύρους χρήσεως της
φιλοσοφίας στη σκέψη και το έργο του εκ
Καππαδοκίας ορμώμενου Πατρός της
Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν ελπίδα πληθώρας
ερμηνειών και ερευνητικών προσεγγίσεων.
Έκαστη εκ των ανωτέρω δοκιμών συνεισέφερε
στη κατασκευή μιας γενικευτικής και
καθολικώς αποδεκτής μεθόδου ερμηνείας, η
οποία εξολοκλήρου στηρίζεται στη
φιλοσοφική ανάγνωση του έργου του αγίου.
Μια σύντομη και περιληπτική αναδρομή στα
πορίσματα της σύγχρονης έρευνας,
παρουσιάστηκε στην εισαγωγή της μελέτης,
ώστε να αποκαλυφθούν οι ερευνητικές και
ερμηνευτικές τάσεις και διαθέσεις των
μελετητών. Αποτέλεσμα τούτης της
αναδρομής υπήρξε η επισήμανση δυο
ερευνητικών μεθόδων, οι οποίες
αναγνωρίζονται ως επικρατέστερες στην περί
του αγ. Γρηγορίου βιβλιογραφία, έχοντας,
μάλιστα, ως κοινό παρονομαστή τη
φιλοσοφική ερμηνεία του έργου του. Η
διερεύνηση της επίδρασης φιλοσοφικών
διδασκαλιών και συστημάτων στη σκέψη του
αγίου δεν είναι ούτε άστοχη, ούτε στερείται
γόνιμων αποτελεσμάτων και ουσιαστικών
παρατηρήσεων. Επιβάλλεται, μάλιστα, από το
περιρρέον κλίμα της εποχής του αγίου, όπου ο
παγανιστικός και ο αναδυόμενος χριστιανικός
κόσμος έρχονται σε αντιπαράθεση, αλλά και
σε σύμπτωση. Οι διατριβές σπουδαίων
μορφών του φιλοσοφικού χώρου κατά των
Χριστιανών και οι απαντήσεις των
τελευταίων, όπως εκφράστηκαν μέσα από
έργα της απολογητικής γραμματείας,
αποτελούν έξοχο παράδειγμα της ιδιότυπης
συνάντησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα
συγκρούσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στους
δυο χώρους. Υπ’αυτό το πρίσμα, άλλωστε,
έγινε εισήγηση ενός τρόπου γνωριμίας του
αγίου με τη φιλοσοφική σκέψη, μέσω της
χριστιανικής απολογητικής γραμματείας.
Δηλαδή, των έργων που απάντησαν στο
κατηγορητήριο του εθνικού κόσμου για
αφέλεια ή απλότητα της χριστιανικής
πίστεως. Βασικό άξονα της εν λόγω
επιχειρηματολογίας αποτέλεσε η δομή των
έργων αυτών, σύμφωνα με την οποία
παρατίθενται αυτοτελή φιλοσοφικά χωρία,
αναλύονται και ανατρέπονται φιλοσοφικές
διδασκαλίες ή απλώς γίνεται αναφορά σε
αυτές. Είναι αρκετά πιθανό ότι ο άγιος
γνώριζε τέτοιου είδους έργα, λόγου χάρη τους
Κατὰ Κέλσου λόγους του Ωριγένη ή την
Εὐαγγελική προπαρασκευῆ του Ευσεβίου
Καισαρείας. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πηγές
και τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας,
φέρεται να είχε στην κατοχή του ανθολόγια
και συλλογές φιλοσοφικών κειμένων,
εγχειρίδια δημοφιλή και αγαπητά στους
κύκλους των μορφωμένων ανθρώπων της
εποχής. Επομένως, η προσπάθεια εξέτασης
φιλοσοφικών ιδεών και συστημάτων του
περιρρέοντος κλίματος της εποχής, που
ενδεχομένως συνέβαλλαν στη διατύπωση της
σκέψης του αγίου, κρίνεται χρήσιμη και ενίοτε
απαραίτητη. Ωστόσο, η ένσταση, που
διατυπώθηκε στην εισαγωγή, δεν αφορά την
πρόθεση για μελέτη των πιθανών
φιλοσοφικών ακτινώσεων της σκέψης του
Καππαδόκη, αλλά την ερμηνευτική προοπτική,
η οποία υιοθετείται κατά τη μελέτη της.
Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η σκέψη του αγίου
ερμηνεύεται είτε με όρους φιλοσοφικούς, μέσα
στα πλαίσια μιας εκχριστιανισμένης
ορολογίας, είτε αντιμετωπίζεται ως συνέχεια
φιλοσοφικών συστημάτων, υπό χριστιανικό
ένδυμα. Υπ΄αυτές τις προϋποθέσεις
προτάθηκε μια διαφορετική μέθοδος
προσέγγισης του έργου του. Ενώ, δηλαδή, οι
επικρατούσες μέθοδοι επικεντρώνονται στη
μελέτη του εύρους επιρροής και του τρόπου
χρήσης της φιλοσοφίας στη σκέψη του,
αντιπροτείνεται μια νέα πρακτική, η οποία δεν
αφορά το πώς και το πόσον της φιλοσοφικής
επίδρασης, αλλά το γιατί η φιλοσοφία
αξιοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο. Σε αυτό το
πλαίσιο, λοιπόν, ορίστηκε η θεολογική
μεθοδολογία του αγ. Γρηγορίου, ως η
πραγμάτωση και η ερμηνεία των θεοφανειών.
Τούτος ο ορισμός προκύπτει από τη
φαινομενικά αντιφατική στάση του
Καππαδόκη απέναντι στη φιλοσοφία. Ενώ,
δηλαδή, απορρίπτει τις όποιες φιλοσοφικές
προβολές στην ερμηνεία της πίστεως, τις
ευνοεί στην προσπάθεια οικοδόμησης του
τέλειου βίου. Οι λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν
στην ανάγκη αναδιατύπωσης της μεθόδου
έρευνας του έργου του, είναι δυνατόν να
εντοπιστούν από τη μια στα αδιέξοδα, που
συχνά καταλήγουν οι επικρατούσες μέθοδοι
και από την άλλη στη διάγνωση της ανάγκης
για μια περισσότερο εποπτική αντιμετώπιση
της σκέψης του, λαμβάνοντας υπόψη πτυχές
της προσωπικότητας και της εκκλησιαστικής
δραστηριότητάς του. Στο πρώτο μέρος της
μελέτης μας, λοιπόν, παρουσιάστηκαν οι
ενστάσεις του Καππαδόκη επί της
φιλοσοφικών αποχρώσεων ερμηνευτικής του
Ευνομίου. Η προσπάθεια του αιρετικού να
κατανοήσει την ουσία του Θεού, στηριζόμενος
σε αγιογραφικές μαρτυρίες, οι οποίες κάνουν
λόγο για Θεό Πατέρα αγέννητο, Υιό γεννητό
και Άγιο Πνεύμα, ως το πρώτο και κάλλιστο
δημιούργημα του Υιού. Έτσι, στο σύστημα του
αιρετικού αναγνωρίζεται μόνον ο Θεός Πατήρ.
Ο Υιός αναγνωρίζεται ως κτίσμα του Πατρός,
ενώ το Άγιο Πνεύμα ως έργο του κτιστού Υιού.
Παρόμοια ισχύουν και για τις ενέργειες του
Θεού, τις οποίες ο Ευνόμιος διακρίνει, στην
προσπάθειά του να διαφυλάξει την αγεννησία
του Πατρός. Υποστηρίζει ότι η ενέργεια του
Πατρός πρέπει να είναι διαφορετικής ουσίας
και πρέπει να έχει ένα τέλος, δηλαδή τη
γέννηση του Υιού. Ανάλογα, κατά συνέπεια,
ισχύουν και για τις ενέργειες του Υιού. Το άγιο
Πνεύμα, κατά τον αιρετικό, δεν συναριθμείται
με τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά θεωρείται ως
έργο τους. Ο άγ. Γρηγόριος εντοπίζει τις
πηγές των κατασκευών του αιρετικού
αντιπάλου του στην αριστοτελική, αλλά και
την πλατωνική φιλοσοφία. Επισημαίνοντας τις
ολέθριες επιπτώσεις, που η εφαρμογή
φιλοσοφικών συστημάτων επιφέρει στην
πίστη, ο Καππαδόκης, με την κληρονομιά της
επίνοιας από τον Μ. Βασίλειο, υπογραμμίζει
τα όρια της γνώσης και τις διανοητικές
δυνατότητες του ανθρώπου. Έτσι, η γλώσσα
και τα παράγωγά της, οι λέξεις και τα
ονόματα δηλαδή, δεν αποτελούν παρά το μέσο
για την κατανόηση του αισθητού κόσμου
μόνον, όχι της άκτιστης θείας φύσεως.
Συγχρόνως, καταδικάζει οιεσδήποτε
λογοκρατικές προσπάθειες ερμηνείας της
πίστεως, οι οποίες, άλλωστε, δεν συμβαδίζουν
με την πίστη, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από
τους Προφήτες, τους Πατριάρχες, τους
Αποστόλους. Σε αυτό το τελευταίο σημείο,
άλλωστε, εστιάζει την κριτική του ο άγ.
Γρηγόριος. Η χρήση της φιλοσοφίας από τον
Ευνόμιο δεν είχε ως αποτέλεσμα μόνον την
παραχάραξη της πίστεως και την εισαγωγή
καινοφανών διατυπώσεων, οι οποίες
ακύρωναν τη δυνατότητα σωτηρίας του
ανθρώπου. Η προσφυγή στο φιλοσοφικό
πλούτο είχε επίσης ως αποτέλεσμα τον
εκτροχιασμό του αιρετικού από την παράδοση.
Επομένως, ακολουθώντας την ιστορική γραμμή
δημιουργία, Πατριάρχες και Προφήτες,
Απόστολοι και άγιοι της Εκκλησίας, μέσω της
παρουσίας του άσαρκου και ένσαρκου Λόγου,
ο άγ. Γρηγόριος ερμηνεύει την αποκάλυψη του
Θεού στην κτίση και την ιστορία, όπως αυτή
εκφράζεται μέσω αυτών των χαρισματικών
φορέων της Εκκλησίας. Με σημείο αναφοράς
τη δημιουργία, ως αρχή της θεογνωσίας, ο
Καππαδόκης όχι μόνο ορίζει τις
γνωσιολογικές δυνατότητες, καθώς και τις
αρμοδιότητες της ανθρώπινης φύσεως, αλλά
επισημαίνει και τα όρια χρήσης της
φιλοσοφίας. Αυτά τα όρια, άλλωστε,
κατανοούνται διά της ερμηνείας του
Καππαδόκη στο βίο του Μωυσέως, η οποία
υπήρξε αντικείμενο του δεύτερου μέρους της
μελέτης μας. Οι προτροπές και οι νουθεσίες
του αγίου, αναφορικά με την ορθή χρήση της
φιλοσοφίας, καθώς και της έξωθεν παιδείας
γενικότερα, υφαίνονται αρμονικά με τη βιβλική
διήγηση. Έκαστο εκ των περιστατικών του βίου
του Μωυσέως αποτελεί ενθάρρυνση για την
αξιοποίηση των αγαθών της έξωθεν
παιδεύσεως, τα οποία μπορούν να
συμβάλλουν στην προκοπή της αρετής. Τα ίδια
περιστατικά, συγχρόνως, αποτελούν και μια
διαρκή υπενθύμιση των όσων βλαβερών
μπορεί να προκύψουν από αλόγιστη ή άκριτη
χρήση αυτών των αγαθών. Η σωστή χρήση,
άλλωστε, των πλούσιων καρπών της παιδείας
αποκαλύπτεται με ενάργεια στο μοναχισμό,
τον οποίον υπηρέτησαν και αύξησαν με την
προσφορά τους οι Καππαδόκες. Η κλασική
αντίληψη για το φιλόσοφο βίο λαμβάνει, με
τους Πατέρες της Καππαδοκίας, μια
διαφορετική χροιά και γίνεται συνώνυμο του
αναχωτηρισμού, υπογραμμίζοντας με έμφαση
την ταύτισή του με την αληθινή φιλοσοφία.
Έτσι, ο άγ. Γρηγόριος όχι μόνο επιτυγχάνει να
αναδείξει τον Μωυσή ως πρότυπο
φιλοσοφίας, δηλαδή πρότυπο του ενάρετου
βίου, αλλά συγχρόνως αναδεικνύει, διά της
ερμηνείας του στο βίο, του την ενότητα της
πίστεως, όπως αυτή παραδόθηκε από τους
χαρισματικούς φορείς της Εκκλησίας. Όντας
τύπος του Χριστού, κατά την ερμηνεία του
Καππαδόκη, ο Μωυσής αποτελεί το συνδετικό
κρίκο της ασάρκου και ενσάρκου
αποκαλύψεως του Λόγου, ενώ διά των
περιστατικών του βίου του
επαναπροσδιορίζεται η αξία και η σημασία
της φιλοσοφίας. Από ερμηνευτικός, δηλαδή,
κανόνας για την κατανόηση του είναι και του
γίγνεσθαι, όπως την εξέλαβε ο Ευνόμιος,
γίνεται εφόδιο αρετής και συνεχούς προκοπής.

You might also like