You are on page 1of 9

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ Π Ρ Ο Θ Ε Σ Ε Ω Ν


1. ΜΟΝΟΠΤΩΤΕΣ

Σημασία πτώσεις Δηλώνει Παραδείγματα


Κυριολεκτικά
1. τόπο (= απέναντι) Εἱστήκεσαν (= είχαν σταθεί) ἀντὶ τῶν πιτύων
γ (=πεύκα)
ε
ἀντὶ ν Μεταφορικά
ι 1. αντικατάσταση (= αντί) 1. Πολέμιος ἀντὶ φίλου κατέστη.
κ 2. αιτία (= για) 2. Τιμωρεῖσθε ἀνθ' ὧν ἐποίητε (= για όσα κάνατε)
η
ΣΥΝΘΕΤΑ απέναντι (ἀντιπαρατάσσω) - εναντίον (ἀντιλέγω)
αντικατάσταση (ἀντιπρόεδρος) - ισότητα (ἀντάξιος)
Κυριολεκτικά
1. τόπο (= μακριά από)
α.αφετηρία 1α. Κῦρος ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων
β.απόσταση 1β. Ἀπέχει ἀπὸ Φυλῆς δέκα στάδια
γ.χωρισμό, 1γ. ἀπὸ ἀνδρός (=χωριστά από τον άνδρα)
απομάκρυνση Ἡ πόλις κεῖται ἀπὸ θαλάσσης
γ 2. ἀπ' ἐκείνης τῆς ἡμέρας
ε 2. χρόνο (=από τότε)
ἀπὸ ν
ι
κ Μεταφορικά
η 1. καταγωγή ή προέλευση 1. Οἱ ἀφ' Ἡρακλέους (=οι απόγονοι του Ηρακλή).
2. ύλη 2. Εἵματα (=ενδύματα) ἀπὸ ξύλου πεποιημένα.
3. αιτία (= από, για) 3. Ἀπό τούτου τοῦ τολμήματος ἐπῃνέθη.
4. μέσο 4. Ἔζων ἀπὸ ὕλης (=δάση) ἀγρίας.
5. τρόπο 5. Μάχομαι ἀφ' ἵππου.
6. ποιητικό αίτιο 6. Ἐπράχθη ἀπ' αὐτῶν οὐδὲν ἔργον ἀξιόλογον.
ΣΥΝΘΕΤΑ μακριά (ἀπέρχομαι) - πίσω (ἀποδίδωμι) - παύση (ἀποφοιτῶ) - άρνηση (ἀπαξιῶ)
απώλεια (ἀπομανθάνω) - επίταση (ἀποθαυμάζω) - καταγωγή (ἀπόγονος)
λίγο (ἀποζῶ= ζω φτωχικά)

Κυριολεκτικά
1. τόπο (= μπροστά από) 1. Ἐναυμάχουν πρὸ τοῦ στόματος τοῦ λιμένος.
γ 2. χρόνο (=το πρότερο) 2. οἱ πρὸ ἡμῶν γεγονότες
ε
πρὸ ν
ι
κ Μεταφορικά
η 1. υπεράσπιση 1. Πρὸ τῆς Σπάρτης ἀπέθνῃσκον.
2. αντιπροσώπευση 2. Ἐρῶ πρὸ τῶνδε (Θα μιλήσω εξ ονόματος αυτών).
3. προτίμηση, εκλογή, 3. Αἱροῦμαι (προτιμώ) πρὸ δουλείας θάνατον.
σύγκριση

εμπρός (προπορεύομαι, προηγοῦμαι, προβάλλω)


ΣΥΝΘΕΤΑ
υπεράσπιση (προκινδυνεύω= υπερασπίζω άλλους)
φανερά - δημόσια (προαγορεύω, προκηρύσσω)
προτύτερα (προλέγω, προαισθάνομαι)
το περισσότερο (προτιμῶ, προαιροῦμαι)

83
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

Κυριολεκτικά
1. τόπο (= από)
α. αφετηρία 1α.ἐκ τῆς πόλεως ἀπῆλθεν.
β. προέλευση 1β. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα.

2. χρόνο 2.Ἐκ τοῦ ἀρίστου (αμέσως μετά το πρόγευμα)


γ προήγαγε (οδήγησε) τὸ στράτευμα.
ε
ἐξ - ἐκ ν Μεταφορικά
ι 1. καταγωγή 1.ἐκ πατρὸς εὐγενοῦς ἦν.
κ 2. ύλη ή όργανο 2.Ἐποιοῦντο γεφύρας ἐκ τῶν φοινίκων.
η 3. τρόπο 3.ἐκ παντὸς τρόπου - ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς (φανερά)
4. αιτία 4.Ἐτελεύτησεν ἐκ τοῦ τραύματος.
5. συμφωνία 5.Ἐκ τῶν ἔργων καὶ αὐτοὶ ἐκρίνοντο (σύμφωνα με...)
6. ποιητικό αίτιο 6.Ἐκείνῳ ἡ χώρα ἐκ βασιλέως ἐδόθη.

ΣΥΝΘΕΤΑ έξω (ἐξέρχομαι, ἐξάγω) - καταγωγή (ἔκγονος)


επίταση (ἐκμανθάνω= μαθαίνω εντελώς, ἐκκόπτω= κόβω εντελώς)
μεταβολή (ἐξελληνίζω) - ολοκλήρωση (ἐξεργάζομαι= τελειώνω)
Κυριολεκτικά
1. τόπο (= σε, μεταξύ)
α. στάση 1α.ἐν Ἀθήναις οἰκῶ.
β. μεταξύ 1β.Ὀχληρόν ἐστιν ἐν νέοις ἀνὴρ γέρων.
γ. ενώπιον 1γ. ἐν τῷ δήμῳ λέγεται.
δ δ. πλησίον 1δ.πόλις οἰκουμένη ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ.
ο
ἐν τ 2. χρόνο (= μέσα σε) 2. ἐν τρισὶν ἡμέραις - ἐν τοῖς σπονδαῖς
ι
κ
η Μεταφορικά
1. τόπο 1.ἒν τινί ἐστι = είναι στην εξουσία κάποιου.
2. όργανο ή τρόπο (= μέ) 2.Ἐν πυρὶ ἐνέπρησαν τὴν πόλιν.
3. μέσο, τρόπο 3.ἐν τούτῳ τῷ τρόπῳ - ἐν τάχει (γρήγορα)
4. κατάσταση 4.Ἐν ἀπορία εἰμί.
5. συμφωνία 5.Τὴν δίκην ἐν τῷ ὀλυμπιακῷ νόμῳ κατεδικάσαντο.
ΣΥΝΘΕΤΑ μέσα (ἐνοικῶ, ἐμβαίνω,) - με (ἔμπειρος, ἔμψυχος) - επίταση (ἔμπλεως= εντελώς πλήρης)

Μεταφορικά

σὺν δ 1. συνοδεία (= μαζί, μαζί με) 1.Ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ.


ο 2. συνδρομή, βοήθεια 2.Ξὺν τοῖς θεοῖς ἀμυνούμεθα.
ή τ
ξὺν 3. συμφωνία 3.Σὺν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον ἔθεντοι (ψήφιζαν)
ι
κ 4. τρόπο 4.Ἐγὼ ταῦτα ἐποίησα σὺν δίκῃ.
η 5. μέσο 5.Ἐμάχοντο σὺν μαχαίρᾳ καὶ θώρακι.

ΣΥΝΘΕΤΑ μαζί (συνοικῶ, συνεργάζομαι, σύμμαχος)


σιγά - σιγά (συνάγω πόλεμον= λίγο - λίγο ετοιμάζω πόλεμο, )
επίταση (συγκαλύπτω= εντελώς καλύπτω)

84
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

Κυριολεκτικά
α 1. τόπο (= σε, προς) 1.Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ.
ι ή κατεύθυνση
εἰς τ 2. χρόνο (= μέχρι) 2.Ἐδόκει εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω ἥξειν βασιλέα.
ή ι (= Φαινόταν ότι μέχρι το επόμενο πρωί θα έλεθι ο βασιλιάς)
ἐς α Μεταφορικά
τ 1. αναφορά 1.Οὐδεὶς ἐμέμφετο αὐτοὺς εἰς φιλίαν.
ι
κ 2. σκοπό 2.Ταῦτα εἰς κέρδος ἔδρασαν.
η 3. αριθμητικό όριο 3.Εἶχε τοξότας εἰς τετρακοσίους (= περίπου).
4. τρόπο 4. εἰς κοινὸν (= από κοινού) - ἐς τὸ πᾶν (= πάντως)
ΣΥΝΘΕΤΑ μέσα (εἰσέρχομαι, εἰσβάλλω)
επίταση (εἰσορῶ= βλέπω καλά, εἰσακούω= ακούω καλά)

85
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

2. ΔΙΠΤΩΤΕΣ

Σημασία πτώσεις Δηλώνει Παραδείγματα


Κυριολεκτικά
γ 1. τόπο (= μέσα από) 1.Ἐφευγον διὰ τῆς πόλεως.
ε 2. χρόνο 2.Ἔκαιον πυρὰ διὰ νυκτός.
ν
ι
κ Μεταφορικά
η 1. όργανο ή μέσο 1. ∆ι' ὀφθαλμῶν ὁρῶμεν.
2. τρόπο 2. Ἐπῆλθον διὰ τάχους (= γρήγορα)
διὰ
α Κυριολεκτικά
ι 1. τόπο (= μέσα από) 1.Ἐλαύνομεν (= οδηγούμε) διὰ τάφρον ἵππους.
τ 2. χρόνο (= κατά τη διάρκεια) 2.Ὄνειρός μοι ἦλθε διὰ νύκτα.
ι (= Είδα όνειρο κατά τη διάρκεια της νύκτας.)
α
τ
ι
Μεταφορικά
κ 1.∆ι' ἀρετήν, ἀλλ' οὐ διὰ τὴν τύχην ἐνίκησαν.
η 1. αιτία

ΣΥΝΘΕΤΑ δια μέσου (διέρχομαι) - μέχρι τέλος (διαμένω= μένω διαρκώς σε κάποιο μέρος)
σε δύο χωριστά (διασχίζω= σχίζω σε δύο)
επίταση (διαφθείρω= καταστρέφω εντελώς, διασαφηνίζω= κάνω τελείως σαφές)
χωρισμό (διανέμω= χωρίζω σε μέρη, διίστημι= διαχωρίζω) -
αμοιβαιότητα ή άμιλλα (διαλέγομαι= συνομιλώ με κάποιον, διαγωνίζομαι)
μεταξύ ( δάλειμμα, διαλείπω= αφήνω κάποιο διάστημα)
Κυριολεκτικά
γ 1. τόπο (=από κάτω, κάτω, σε) 1.Ἠφανίζοντο (=εξαφανίζονταν) κατὰ τῆς θαλάσσης.
ε
ν
ι Μεταφορικά
κ 1. εναντίον 1.Ἔλεγε καθ' ἡμῶν ἔσχατα (· τα χειρότερα) κακά.
η 2. αναφορά 2. Ταῦτα κατὰ πάντων Περσῶν ἔχομεν λέγειν (=
Αυτά σχετικά με όλους τους Πέρσες μπορούμε να λέμε.)
κατὰ
Κυριολεκτικά
1. τόπο 1.Ἔμενον κατὰ χώραν (στη θέση τους).
α 2. χρόνο (= κατά τη διάρκεια) 2.κατὰ τὸν πρότερον πόλεμον.
ι
τ Μεταφορικά
ι
1. τρόπο 1.κατὰ τύχην - κατὰ τάχος.
α
τ 2. διανομή 2. Οἱ Ἕλληνες παρήλαυνον τεταγμένοι κατὰ ἴλας.
ι 3. συμφωνία 3.κατὰ τοὺς νόμους.
κ 4. αναφορά 4.Τὰ κατὰ τοῦ Κύρου τελευτήν.
η 5. αιτία 5.Κατὰ φιλίαν αὐτοῦ οἱ πλεῖστοι ξυνέσποντο (=
ακολούθησαν).

ΣΥΝΘΕΤΑ κάτω (καταβαίνω, κατέρχομαι)


εναντίον (κατηγορῶ, καταβοῶ= κραυγάζω εναντίον κάποιου)
επίταση (κατακαίω, κατατρώγω, καταφανής= ολοφάνερος)
κατανομή ή κατάταξη (καταγράφω=καταχωρώ σε καταλόγους, κατανέμω=διανέμω)
φθορά (κατακυβεύω= φθείρω την περιουσία σε κύβους, καθηδυπαθῶ= ..... σε ηδονές)

86
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

Κυριολεκτικά
γ 1. τόπο (= πάνω από) 1.Πόλις ὑπὲρ τοῦ λιμένους κεῖται.
ε
ν
ι Μεταφορικά
κ 1. υπεράσπιση 1.Μάχομαι ὑπὲρ τῆς πόλεως.
η 2. χάρη (για το χατίρι) 2. Ὑπὲρ φίλου πονητέον (= πρέπει να κοπιάζουμε ...)
3. αντιπροσώπευση 3.Ξενοφῶν ὑπὲρ τῶν στρατιωτῶν εἶπε.
ὑπὲρ (= αντί - για)
4. σκοπό (= για) 4.Ὑπὲρ ἀρετῆς πάντα ποιοῦσι.
5. αιτία (= ένεκα, για) 5.Ὠργίζετο ὑπὲρ τῶν γεγενημένων.
6. αναφορά (= σχετικά με, περί) 6.ἡ ὑπὲρ τοῦ πολέμου γνώμη.

Κυριολεκτικά
1. τόπο (= πάνω από, πέρα) 1.Ἐπολέμει τοῖς Θρᾳξὶ τοῖς ὑπὲρ Ἑλλήσποντον
α οἰκοῦσι.
ι
τ Μεταφορικά
ι 1. υπέρβαση μέτρου/ορίου 1.Ὑπὲρ τεσσαράκοντα ἀφ' ἥβης ἐστί (= Είναι
α πέρα από τα 40 έτη από την εβηβική ηλικία).
τ
ι
κ
η
ΣΥΝΘΕΤΑ παραπάνω ή από πάνω (ὑπερκάθημαι, ὑπερπηδῶ)
πέρα (ὑπερπόντιος= ο πέρα από τον πόντο, ὑπερβαίνει= προχωρεί μέσα)
επίταση (ὑπερμεγέθης, ὑπερπονῶ= κοπιάζω υπερβολικά)
υπεράσπιση (ὑπερμάχομαι=υπερασπίζομαι κάποιον, ὑπεραπολογοῦμαι)
περιφρόνηση (ὑπερορῶ= περιφρονώ, ὑπερφρονῶ= περιφρονώ)
υπεροχή (ὑπερέχω)

87
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

3. ΤΡΙΠΤΩΤΕΣ
Σημασία πτώσεις Δηλώνει Παραδείγματα
γ
Κυριολεκτικά
ε
ν 1. τόπο 1.Ὥς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην (αφού είπα, ανέβηκα στο
ι πλοίο.).
κ
η

δ Κυριολεκτικά
ο 1. τόπο (= πάνω σε) 1.Χρυσέαισιν ἀνὰ ἵπποις (=πάνω σε χρυσά αμάξια).
τ
ἀνὰ ι
κ
η

Κυριολεκτικά
α
ι 1. τόπο
τ α. έκταση (=πάνω σε) 1α.ᾬκουν ἀνὰ τὰ ὄρη.
ι β. κίνηση (= προς τα πάνω) 1β.Ἀνὰ τὸν ποταμὸν ἔπλεον.
α
2. χρόνο 2.ἀνὰ τὸν πόλεμον - ἀνὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν.
τ
ι Μεταφορικά
κ 1. διανομή 1.Ἓξ λόχους ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας (= από 100 άνδρες).
η 2. τρόπο 2.Ἔφευγον ἀνὰ κράτος (= με όλες τους τις δυνάμεις).

ΣΥΝΘΕΤΑ
επάνω (ἀναβαίνω, ἀναγράφω) - πίσω (ἀναχωρῶ) - μεταβολή (ἀνατρέπω)
πάλι (ἀναμάχομαι= μάχομαι πάλι) - επίταση (ἀνανακράζω= φωνάζω δυνατά)

γ Κυριολεκτικά-Μεταφορικά
ε 1. αναφορά 1.∆ιεφέροντο ἀμφ' ὧν εἶχον (φιλονικούσαν σχετικά
ν με αυτά που είχαν αρπάξει.).
ι
κ
η

δ Κυριολεκτικά-Μεταφορικά
ἀμφὶ ο 1. τόπο (= γύρω, κοντά) 1.Ἀμφὶ πύλῃσι μάχεσθαι.
τ Ἔριν εἶχον ἀμφὶ μουσικῇ.
ι
κ
η

α
Κυριολεκτικά
ι
τ 1. τόπο 1.Οἱ ἀμφὶ Μίλητον στρατευόμενοι.
ι
α
2. χρόνο (= περίπου, κατά) 2.Τὸν μὲν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν
τ Βαβυλῶνι.... (= κατά το χειμώνα περνούσε στη ....)
ι Μεταφορικά
κ 1. περίπου 1.Ἦσαν δὲ πελτασταὶ ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους.
η

ΣΥΝΘΕΤΑ
και από τα δύο μέρη (ἀμφίστομος) - γύρω (ἀμφίρρυτος= αυτός που περιβάλλεται
από θάλασσα, ἀμφιέννυμι= ντύνω, περιβάλλω)

88
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

Κυριολεκτικά
1. τόπο (= πάνω σε, προς) 1.Κῦρος ἔλαυνεν (έτρεχε) ἐφ' ἅρματος.
γ 2. χρόνο 2.οἱ ἐφ' ἡμῶν (οι σύγχρονοί μας).
ε Μεταφορικά
ν 1. επιστασία 1.ὁ ἐπὶ τῶν νεῶν (ο επόπτης των πλοίων).
ι 2. ενώπιο
κ 2.ἐπ' ὀλίγων μαρτύρων.
3. αναφορά (=σχετικά με, για) 3.Ἐπὶ τῆς ἡμετέρας πόλεως οὐδέν ἔχω εἰπεῖν.
η 4. διανομή 4.Ἐπορεύοντο ἐπὶ τεσσάρων (ανὰ τέσσερεις).

Κυριολεκτικά
1. τόπο (= πάνω σε) 1.Οἰκοῦσι ἐπὶ τῷ ἰσθμῷ.
2. χρόνο (= ευθύς, μετά) 2.ἐπ' αὐτοφώρῳ - ἐπὶ νυκτί
δ Μεταφορικά
ἐπὶ ο 1. επιστασία 1. Κατέλιπεν ἐπὶ ταῖς ναυσὶν Ἀντίοχον.
τ 2. προσθήκη (εκτός από) 2. Ἐπὶ τῷ σίτῳ ὕδωρ ἔπινον (= μαζί με το φαγητό...).
ι 3. εξάρτηση 3.ἐπὶ τινὶ ἐστι (= εξαρτάται από κάποιον)
κ 4. αιτία (για) 4. ᾘσχύνετο ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν.
η 5. σκοπό 5.Ἐπ' ἀργυρίῳ πράττω ἤ λέγω.
6. όρο ή συμφωνία 6.Ἠρώτα ἐπὶ τοῖσιν ἂν σύμμαχος γένοιτο.
(= Ρωτούσε με ποιους όρους θα γινόταν σύμμαχος)
Κυριολεκτικά
α
ι 1. τόπο 1.Ἀνέβη ἐπὶ τὸν ἵππον.
τ α. έκταση (=πάνω σε) α.Τὸ ὄμμα ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐξικνεῖται (=φτάνει).
ι 2. χρόνο (= κατά τη διάρκεια) 2.ἐπὶ δέκα ἔτη - ἐπὶ πολὺν χρόνον.
α
τ Μεταφορικά
ι 1. διεύθυνση απλή ή εχθρική 1.Ἐστρατεύετο ἐπὶ τοὺς Λυδούς.
κ 2. σκοπό 2.Ἐξῆλθον ἐπὶ θήραν (= Βγήκαν για κυνήγι).
η
επάνω (ἐπιτίθημι= τοποθετώ πάνω, ἐπιβαίνω= πατώ, είμαι πάνω) - κοντά (ἐπιθαλάσσιος=
ΣΥΝΘΕΤΑ παραθαλάσσιος) - μετά (ἐπιγίγνομαι= γίνομαι ή γεννιέμαι μετά, ἐφέπομαι= ακολουθώ) -
εναντίον (ἐπιστρατεύω= εκστρατεύω εναντίον κάποιου, ἐπιπλέω= πλέω εναντίον κπ) -
προσθήκη (ἐπιδίδωμι= δίνω ακόμη, ἐπίκτητος= πρόσθετη απόκτηση) - επίταση
(ἐπιποθῶ= ποθώ πολύ, ἐπίπονος= γεμάτος κόπους) - αμοιβαιότητα (ἐπικοινωνία,
ἐπιμείγνυμαι= επικοινωνώ)

γ Κυριολεκτικά
ε 1. τόπο (= μεταξύ) 1.Ἕως ἦν μετ' ἀνθρώπων (=ωσότου βρισκόταν
ν μεταξύ των ανθρώπων, στη ζωή).
ι Μεταφορικά
κ 1. συνεργασία (=μαζί με, με) 1.Μεθ' ἡμῶν ἐσώθησαν.
η 2. τρόπο (= γύρω, κοντά) 2.Ἱκέτευσε τοὺς δικαστὰς μετὰ πολλῶν δακρύων.

μετὰ δ Κυριολεκτικά-
ο 1. τόπο (= μεταξύ) 1.Μετ' Ἀργείοις ἀγορεύειες.
τ

α Κυριολεκτικά
ι 1. τόπο (= μεταξύ) 1.Ἐγχειρίδια (μικρά μαχαίρια) εἶχον μετὰ χεῖρας.
τ 2. χρόνο (=ύστερα από, μετά) 2.Μετὰ ταῦτα ἀνέστη Προκλῆς.
ι Μεταφορικά
α 1. τάξη και ακολουθία 1.Ἦσαν δὲ πελτασταὶ ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους.
τ
μεταξύ (μέτειμι, μεταίχμιον= το μεταξύ 2 στρατιών διάστημα) - επικοινωνία (μετέχω,
ΣΥΝΘΕΤΑ
μεταλαμβάνω= μετέχω) - κατόπιν (μεθέπω= ακολουθώ κατόπιν, μετέρχομαι= έρχομαι
κατόπιν) - μεταβολή (μετανοῶ, μετοικῶ, μεταγιγνώσκω= αλλάζω γνώμη)

89
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

γ Κυριολεκτικά
ε 1. τόπο (= από κοντά, από) 1.Φάσγανον ἐρύσσατο παρὰ μηροῦ (έσυρε
ν κοφτερό ξύφος από το μηρό).
ι Μεταφορικά
κ 1. προέλευση (=από μέρους) 1.Ἦλθε παρὰ Κυαξάρου ἄγγελος.
η

δ Κυριολεκτικά
ο 1. τόπο (= κοντά) 1.Πρωταγόρας καταλύει παρὰ Καλλίᾳ.
τ
παρὰ ι Μεταφορικά
κ 1. κατά την κρίση 1. Παρ' ἡμῖν μὲν γὰρ οὐ σοφὸν τόδε (γιατί κατά
η την κρίση μας αυτό εδώ δεν είναι σοφό).

Κυριολεκτικά
α
ι 1. τόπο (= κοντά σε, προς) 1.Πέμπει παρὰ Ξενοφῶντα τοὺς πελταστάς.
τ 2. χρόνο 2.∆όλιον ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον.
ι Μεταφορικά
α 1. σύγκριση 1.Παρὰ τοὺς ἄλλους εὔτακτος ἦν (= υπάκουος).
τ 2. διαφορά - εναντιότητα 2.Παρὰ τὸν νόμον ἀπέκτειναν.
ι 3. εξαίρεση 3.Παρὰ τέσσαρας ψήφους μετέσχε τῆς πόλεως.
κ 4. αιτία 4.Πολλοῖς ἡ σωτηρία παρὰ τούτου ἐγένετο.
η

ΣΥΝΘΕΤΑ
κοντά (παρίσταμαι, παρακάθημαι) - εναντίον (παράνομος, παρασπονδῶ)
πλάγια ή κρυφά (παρακύπτω=ρίχνω πλάγια βλέμματα, παραπείθω=πείθω κπ με δόλο)
λάθος (παρακούω, παρερμηνεύω) - προέλευση (παραλαμβάνω)
διάρκεια (παραμένω) - σύγκριση (παραβάλλω)
περιφρόνηση (παρορῶ=καταφρονώ)
γ Κυριολεκτικά
ε 1. τόπο (= γύρω από) 1.Τείχη περὶ ∆αρδανίας.
ν
ι Μεταφορικά
κ 1. αναφορά 1.Βουλεύονται περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας.
η

Κυριολεκτικά
δ
ο 1. τόπο (= πέριξ) 1.Θώρακα περὶ τοῖς στέρνοις ἔχει.
περὶ τ
ι Μεταφορικά
κ 1. αναφορά 1.∆εδιότες περὶ τῷ χωρίῳ (=επειδή φοβόταν σχετικά
η με την περιοχή).

α
Κυριολεκτικά
ι
τ 1. τόπο (= γύρω από) 1. Φυλακὰς δεῖ περὶ τὸ στρατόπεδον εἶναι
ι 2. χρόνο (= περίπου) 2.περὶ μέσας νύκτας (= κατά τα μεσάνυχτα)
α
τ Μεταφορικά 1.Τοιαύτην γνώμην εἶχε περὶ τὸν πατέρα.
ι 1. αναφορά
κ
2.Ἀπέθανον περὶ τοὺς χιλίους.
η 2. ποσό κατά προσέγγιση

ΣΥΝΘΕΤΑ
γύρω (περιτειχίζω, περίοικος, περιβάλλω) - επίταση (περιδεής= γεμάτος φοβο)
υπεροχή (περιγίγνομαι= υπερτερώ, νικώ, περιεργάζομαι= εξετάζω κάτι με επιμέλεια)
περιφρόνηση (περιφρονῶ, περιορῶ= περιφρονώ)

90
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Τζαγκαρουλάκη Χρύσα

γ Κυριολεκτικά
ε 1. τόπο (=προς το μέρος, απέναντι)
ν
ι Μεταφορικά
κ 1. αναφορά (=σχετικά με)
η 2. συμφωνία
3. ωφέλεια

δ Κυριολεκτικά
ο 1. τόπο (= κοντά σε)
τ
πρὸς Μεταφορικά
ι
κ 1. ασχολία
η 2. προσθήκη

Κυριολεκτικά
α
ι 1. τόπο (=προς το μέρος, προς)
τ 2. χρόνο (= περίπου)
ι Μεταφορικά
α 1. ενέργεια φιλική ή εχθρική
τ 2. αναφορά
ι 3. σύγκριση
κ 4. συμφωνία (= σύμφωνα με)
η 5. σκοπό (= για)

διεύθυνση (προσέρχομαι, προσάγω=οδηγώ προς κάποιον)


ΣΥΝΘΕΤΑ κοντά (προσοικῶ, πρόσειμι=πλησιάζω κάποιον) - συμφωνία (προσήκει)
προσθήκη (προσαιτῶ=ζητώ επιπροσθέτως, προστίθημι)
γ Κυριολεκτικά
ε 1. τόπο (= γύρω από) 1.Τείχη περὶ ∆αρδανίας.
ν
ι Μεταφορικά
κ 1. αναφορά 1.Βουλεύονται περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας.
η

Κυριολεκτικά
δ
ο 1. τόπο (= πέριξ) 1.Θώρακα περὶ τοῖς στέρνοις ἔχει.
ὑπὸ τ
ι Μεταφορικά
κ 1. αναφορά 1.∆εδιότες περὶ τῷ χωρίῳ (=επειδή φοβόταν σχετικά
η με την περιοχή).

α
Κυριολεκτικά
ι
τ 1. τόπο (= γύρω από) 1. Φυλακὰς δεῖ περὶ τὸ στρατόπεδον εἶναι
ι 2. χρόνο (= περίπου) 2.περὶ μέσας νύκτας (= κατά τα μεσάνυχτα)
α
τ Μεταφορικά 1.Τοιαύτην γνώμην εἶχε περὶ τὸν πατέρα.
ι 1. αναφορά
κ 2.Ἀπέθανον περὶ τοὺς χιλίους.
η 2. ποσό κατά προσέγγιση

γύρω (περιτειχίζω, περίοικος, περιβάλλω) - επίταση (περιδεής= γεμάτος φοβο)


ΣΥΝΘΕΤΑ υπεροχή (περιγίγνομαι= υπερτερώ, νικώ, περιεργάζομαι= εξετάζω κάτι με
επιμέλεια) περιφρόνηση (περιφρονῶ, περιορῶ= περιφρονώ)

91

You might also like