You are on page 1of 2

Ο µεγάλος λοιµός του 541/542 (η βουβωνική πανώλη πλήττει τη Βυζαντινή

αυτοκρατορία).

Το 541 επιδηµία βουβωνικής πανώλης χτυπά περιοχές της Μεσογείου. Η πρώτη


επιδηµία εκδηλώθηκε και στην Κωνσταντινούπολη. Την ώρα που οι στρατιές του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού αναβίωναν την παλιά δόξα της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, ανακαταλαµβάνοντας
χαµένα εδάφη, η εµφάνιση της αρρώστιας αποτέλεσε τροχοπέδη στη προσπάθεια αυτή. Η
πανώλη ήταν µια άγνωστη ασθένεια που γεννιόταν από τα τρωκτικά της Αιγύπτου και
µεταδιδόταν µέσω των καραβιών και του εµπορίου στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Πόλη υπήρχε µια σχετική οργάνωση, όσον αφορά τους εµπόρους που
κατέφταναν στο λιµάνι, οι οποίοι υποχρεωτικά κατέλυαν σε ειδικούς ξενώνες και
διαπραγµατεύονταν την πώληση των εµπορευµάτων τους επίσης σε ειδικούς χώρους,
ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο εξάπλωσης της νόσου. Ωστόσο η µετάδοση της ασθένειας δε
στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, η πανούκλα θέριζε 5.000! ζωές την
ηµέρα, αφανίζοντας τον µισό περίπου πληθυσµό της πόλης.
Η πανώλη έκανε την εµφάνισή της στην Αιγύπτο. Από εκεί, και σε σύντοµο χρονικό
διάστηµα, εξαπλώθηκε σε όλο το γνωστό τότε κόσµο,από την Ινδία και Κίνα µέχρι την
Ιρλανδία. Ο αυτόπτης µάρτυρας και ιστορικός Προκόπιος περιγράφει:
<<Εκείνα τα χρόνια έπεσε µεγάλος λοιµός,από τον οποίο κινδύνευσε να εξαφανιστεί όλο το
ανθρώπινο γένος. Ξεκίνησε από τους Αιγυπτίους που κατοικούν στο Πηλούσιο. Από εκεί η
αρρώστια απλώθηκε σ’ όλη τη γη και δεν άφησε ούτε νησί, ούτε σπηλιά ή βουνοκορφή όπου
να ζούσε κάποιος άνθρωπος. Τους ανθρώπους τους έπιανε ξαφνικά πυρετός. Ο πυρετός ήταν
χαµηλός από την αρχή ως το βράδυ, ώστε δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι επικίνδυνο.
Την ίδια µέρα, σε µερικούς ασθενείς, σε άλλους την εποµένη και στους υπόλοιπους ύστερα
από λίγες µέρες, παρουσιαζόταν πρήξιµο, που αρχικά περιοριζόταν στη βουβωνική χώρα.
Ύστερα επεκτεινόταν στη µασχάλη, σε ορισµένες, µάλιστα περιπτώσεις και στο πίσω µέρος
των αφτιών και σε διάφορα σηµεία των µηρών. Σε µερικές περιπτώσεις ο θάνατος ερχόταν
αµέσως, ενώ σε άλλες ύστερα από µέρες. Σε µερικούς ασθενείς το σώµα γέµιζε µε µαύρες
φουσκάλες, µεγάλες σαν σπυριά φακής, αυτοί δεν ζούσαν ούτε µια µέρα, αλλά πέθαιναν
αµέσως. Μερικοί, πάλι, έκαναν εµετό µε αίµα, χωρίς καµιά φανερή αιτία, και αµέσως
πέθαιναν>>.
Στην αρχή σηµειώθηκαν θάνατοι κάπως περισσότεροι από τους συνηθισµένους.
Ύστερα ο κακό µεγάλωσε και ο αριθµός των νεκρών έφτανε τις πέντε χιλιάδες την ηµέρα, και
αργότερα τις δέκα χιλιάδες και ακόµα παραπάνω. Κάθε είδος εργασίας είχε σταµατήσει.
Μία δεύτερη περιγραφή της αρρώστιας έχει διασωθεί από τον Ευάγριο Σχολαστικό,
εκκλησιαστικό συγγραφέα, αυτόπτη µάρτυρα και παθόντα:
«Η αρρώστια λέγεται πως άρχισε από την Αιθιοπία. Βήµα προς βήµα διέτρεξε ολόκληρη την
οικουµένη, χωρίς να αφήσει ανέγγιχτο κανένα από τους ανθρώπους. Η νόσος εκδηλωνόταν µε
διάφορα συµπτώµατα. Σε άλλους άρχιζε από το κεφάλι µε κόκκινα από το αίµα τα µάτια και µε
πρησµένο πρόσωπο, κατέβαινε µέχρι το λαιµό και έστελνε όποιον είχε προσβάλει στο θάνατο.
Σε άλλους προκαλούσε γαστρορραγία. Κάποιοι βουβώνες πρήζονταν και εξαιτίας τους
ανέβαινε υψηλός πυρετός. Και πέθαιναν τη δεύτερη ή την τρίτη µέρα, έχοντας σώας τας
φρένας και το σώµα ίδιο µε εκείνους που δεν είχαν πάθει τίποτε. Άλλοι όµως έχαναν τη ζωή
τους, αφού παραλογίζονταν. Υπάρχουν µάλιστα περιπτώσεις που κάποιοι προσβλήθηκαν και
µια και δυο φορές και διέφυγαν τον κίνδυνο, αλλά πέθαναν µόλις προσβλήθηκαν ξανά. Και οι
τρόποι µετάδοσης της νόσου ήταν πολλοί και πέραν κάθε λογικής. Άλλοι µεν χάνονταν απλώς
ζώντας και τρώγοντας µαζί, άλλοι δε µόνο από την απλή επαφή, άλλοι όταν έµπαιναν µέσα
στο σπίτι, άλλοι στην αγορά. Μερικοί φεύγοντας απρόσβλητοι από πόλεις που νοσούσαν
µετέδωσαν τη νόσο σε άλλους που δεν νοσούσαν. Και όσοι ήταν πρόθυµοι να προσβληθούν,
επειδή είχαν χάσει τα παιδιά τους ή το σπιτικό τους και είχαν ακριβώς γι’ αυτό αναµιχτεί µε
τους νοσούντες, δεν προσβλήθηκαν λες και η αρρώστια να αντιστρατευόταν τη θέλησή τους.
Το τι θα επακολουθήσει είναι άδηλο αφού ο Θεός είναι αυτός που θα κρίνει, αυτός που
γνωρίζει τις αιτίες κάθε πράγµατος και πού αυτές θα οδηγήσουν».
Γίνεται φανερό και από τις δύο περιγραφές ότι η αρρώστια είχε ορισµένα
συµπτώµατα τα οποία ήταν κοινά, όπως: προκαλούσε πρήξιµο των βουβώνων, πυρετό,
διάρροια, εµετούς, κώµα, παραισθήσεις και τελικά θάνατο στα περισσότερα από τα θύµατά
της σε διάστηµα λίγων ηµερών.
Η Ιατρική, την εποχή αυτή, ήταν περισσότερο µια εµπειρική, πρακτική ασχολία και
λιγότερο µια επιστήµη για τη θεραπεία, για όσους λίγους είχαν την πρόσβαση και τη
γνώση. Από κοντά και η θεολογία της εποχής µε την επικρατούσα άποψη ότι οι ασθένειες
προέρχονταν από το Θεό, ο οποίος είναι µεν εξ ορισµού πανάγαθος, αλλά οι αµαρτίες των
ανθρώπων επιφέρουν την τιµωρία τους µέσω των ασθενειών. Oι λοιµοί, οι µεταδοτικές
θανατηφόρες επιδηµίες, για όσους τις έζησαν µέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδοµένες στην
άγνοια και τη θρησκοληψία, αντιπροσώπευαν πάντα το «σηµάδι» των έσχατων ηµερών, το
τέλος του κόσµου, τη δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, µε τις οποίες
ελεγχόταν η κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδηµιών επικρατούσε ατµόσφαιρα πανικού και
παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων µε το
φυσικό αποδεκατισµό των πληθυσµών από την αρρώστια. Bασανισµοί, µαγείες, εκτελέσεις,
διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και άλλα δεινα.
Οποιοσδήποτε υπολογισµός της πρώτης πανδηµίας είναι παρακινδυνευµένος
εξαιτίας της απουσίας στατιστικών. Ο Ιωάννης της Εφέσου αναφέρει ότι στην
Κωνσταντινούπολη, όταν τα θύµατα έφτασαν τις 230.000 χιλιάδες οι φρουροί των πυλών
έπαψαν να τα µετρούν. Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσµό της Πόλης την εποχή
του Ιουστινιανού σε 400.000 χιλιάδες. Εποµένως, η πανώλη ελάττωσε τον αριθµό των
κατοίκων κατά 50% περίπου, αριθµός που θεωρείται σωστός..
Αν στην πρωτεύουσα ο αριθµός των νεκρών ήταν πολύ µεγάλος, στην επαρχία τα
πράγµατα ήταν κάπως καλύτερα. Λόγω της συγκέντρωσης µεγάλου αριθµού ανθρώπων στις
πόλεις, η µετάδοση και η εξάπλωση της νόσου ήταν πολύ πιο εύκολη από ότι στα χωριά. Η
θανατηφόρα αρρώστια δεν εξαφανίστηκε µετά το πρώτο χτύπηµα, αλλά επανεµφανίζονταν
σταδιακά µέχρι το έτος 746.
Οι άµεσες συνέπειες της πανώλης ήταν δραστική µείωση του πληθυσµού, φτώχεια,
πληθωρισµός και λιµός. Οι επιπτώσεις στην κοινωνία, στην οικονοµία, στο στράτευµα, στη
θρησκεία ήταν σηµαντικές και πολλές. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε µε νοµοθετικά µέτρα να
ενισχύσει τη γεωργική παραγωγή, να αυξήσει τις εισαγωγές, να κρατήσει χαµηλά τις τιµές,
όµως σε µια αγροτική οικονοµία, η έλλειψη εργατικών χεριών αυτόµατα δηµιουργεί δυσχερή
προβλήµατα. Όπως είναι λογικό η αρρώστια έπληξε σε µεγαλύτερο ποσοστό τον φτωχό
πληθυσµό και γενικότερα την εργατική-αγροτική τάξη. Εποµένως, παρουσιάστηκε έλλειψη
εργατικών χεριών και µεγάλα τµήµατα εδάφους έµειναν ακαλλιέργητα.
Πολλοί άνθρωποι για να προστατευτούν, εγκατέλειψαν τις πόλεις και µετανάστευσαν
σε χωριά, όπου θα ήταν πιο εύκολη και ασφαλής η διαβίωσή τους. Ευνοήθηκε η φυγή προς
την ύπαιθρο και τα µοναστήρια, Ο πληθυσµός των πόλεων µειώθηκε και το κύµα
αστικοποίησης ανακόπηκε.
Εξαιτίας της απουσίας ανδρών, ο βυζαντινός στρατός θα αρχίσει να επανδρώνεται
µε αλλοδαπούς και µισθοφόρους. Η µείωση του πληθυσµού και η εγκατάλειψη περιοχών θα
αντισταθµιστεί µε τον ερχοµό νέων αποίκων που θα εγκατασταθούν στα βαλκάνια. Είναι οι
Σλάβοι (Σέρβοι, Κροάτες, Βούλγαροι), που οι σχέσεις τους µε την αυτοκρατορία θα είναι
άλλοτε ειρηνικές (αφοµοίωση, εκχριστιανισµός), άλλοτε εχθρικές και πολεµικές.

Πηγή: http://vizantinonistorika.blogspot.gr/2013/04/blog-post_4.html (18/03/2018)

You might also like