You are on page 1of 5

Εβδομάδα 3η

ΘΕΜΑ 3ο: Διάγνωση-αξιολόγηση νοητικής υστέρησης/νοητικών δυσκολιών

Εισαγωγή, προοργάνωση

1. Σκοποί και αναμενόμενα αποτελέσματα

Επιδιώκεται ο φοιτητής (-τρια) να:

• Να ενημερωθεί για τα ψυχοτεχνικά μέσα και τις κατάλληλες τεχνικές που


χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση παιδιών με νοητική υστέρηση/νοητικές δυσκολίες.
• Να εξοικειωθεί με τη λογική και το περιεχόμενο των ψυχοτεχνικών μέσων που
χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της νοημοσύνης και της προσαρμοστικής συμπεριφοράς
των παιδιών αυτών.
• Να είναι σε θέση να αξιοποιεί τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μια παρόμοια
διάγνωση και τούτο για διδακτικούς-παιδαγωγικούς και κοινωνικούς σκοπούς γενικότερα.

2. Θεματική ύλη

2.1. Διάγνωση-αξιολόγηση

(βλ. σσ.: 116-122 του βασικού εγχειριδίου) και αντίστοιχα στην αναθεωρημένη έκδοσή του (2016)

Η νοημοσύνη είναι μια πολυδιάστατη ψυχολογική έννοια η οποία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα
γνωστικών δεξιοτήτων και συμπεριφορών που αναπτύσσονται προγραμματικά καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Η νόηση εξελίσσεται ωστόσο με διαφορετικούς ρυθμούς και σε διαφορετικά επίπεδα ωρίμανσης από άτομο
σε άτομο. Η μέτρησή της γίνεται με τη χορήγηση τεστ νοημοσύνης διαφόρων τύπων που καταλήγουν στον
υπολογισμό ενός γενικού δείκτη νοημοσύνης (Intelligence Quotient-IQ) ο οποίος (μπορεί να) περιλαμβάνει
επιμέρους δείκτες όπως δείκτης λεκτικής νοημοσύνης, δείκτης πρακτικής νοημοσύνης, κ.τ.λ.. Τα
περισσότερα σύγχρονα τεστ νοημοσύνης βασίζονται στην υπόθεση ότι η νοημοσύνη δεν είναι ένα ενιαίο
χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου (χωρίς περιεχόμενο) αλλά περισσότερο μια σύνθεση νοητικών
ικανοτήτων που παραπέμπουν σε διαφορετικές αλλά συσχετιζόμενες περιοχές της γνωστικής του
λειτουργίας.
Τα IQ τεστ συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ως ένα βασικό εργαλείο μέτρησης της νοημοσύνης
προκειμένου να οριστεί το φαινόμενο της νοητικής υστέρησης. Η διάγνωση-αξιολόγηση ενός παιδιού με
νοητική υστέρηση ιδιαίτερα, σε επίπεδο ενδοατομικό (διαφοροποιήσεις επιπέδου ανώτερων νοητικών
λειτουργιών στο ίδιο το άτομο), είναι αναγκαία γιατί παρέχει ειδικές πληροφορίες για το γνωστικό του
προφίλ με έμφαση στο spectrum των ελλειμμάτων-αδυναμιών (weaknesses) του όπως είναι ο τομέας της
λεκτικής νοημοσύνης αλλά και των ενδεχόμενων δυνατοτήτων του (strengths) σε ορισμένους τομείς όπως
είναι η πρακτική νοημοσύνη. Μια τέτοια διάγνωση μπορεί να αποβεί πολύ χρήσιμη στους γονείς του
παιδιού και συγκεκριμένα σε θέματα βελτίωσης του επιπέδου αποδοχής, μεταχείρισης και κοινωνικής
πρόνοιας αλλά και κατάλληλης αγωγής και εκπαίδευσής του στα προσχολικά και σχολικά χρόνια. Mπορεί
δηλαδή να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό της τάξης στο σχεδιασμό κατάλληλων προγραμμάτων διδακτικής
παρέμβασης καθώς και το ειδικό υποστηρικτικό προσωπικό στο ψυχολογικό, θεραπευτικό και
συμβουλευτικό του έργο. Η αξιολόγηση επίσης των δυσκολιών του παιδιού με νοητική υστέρηση στον
κοινωνικό τομέα (δυσκολίες και προβλήματα προσαρμογής του), η ύπαρξη ενός ειδικού συνδρόμου (π.χ.
σύνδρομο Down, σύνδρομο Turner, κ.ά.) αλλά και η επισήμανση άλλων συναφών παραμέτρων όπως είναι
η δυναμική της οικογένειας στην οποία ανήκει το παιδί, η κουλτούρα και η στάση του κοινωνικού του
περίγυρου απέναντι σε παρόμοιες περιπτώσεις παιδιών κ.τ.λ. θεωρούνται χρήσιμα στοιχεία πληροφόρησης
για την πληρέστερη κατανόηση θεμάτων που αφορούν στην υγεία του παιδιού, τη νοητική του ανάπτυξη
και την προσαρμοστική του δυναμική.
Η αξιολόγηση του παιδιού με νοητική υστέρηση συνήθως επικεντρώνεται στα δυο συνεκτικά στοιχεία της
ιδιαίτερης κατάστασής του δηλαδή στη μειωμένη ή χαμηλή νοημοσύνη και στους περιορισμούς ή τις
δυσκολίες κοινωνικής του προσαρμογής. Η νοημοσύνη του (λεκτική και πρακτική) συνήθως αξιολογείται
με τη χορήγηση σε ατομική βάση ενός σταθμισμένου τεστ στον τομέα αυτό. Ωστόσο, τις τελευταίες
δεκαετίες παρατηρείται μια στροφή των ψυχομετρητών στη χρήση κλιμάκων μέτρησης της νοημοσύνης
από το ατομικό επίπεδο (ατομικές διαφορές) στο ενδοατομικό (δηλαδή στην αξιολόγηση της ανάπτυξης
των επιμέρους γνωστικών ικανοτήτων στο ίδιο το άτομο) για να διασφαλίζεται μια σφαιρικότερη και
εσωτερικά συγκρινόμενη εικόνα του παιδιού στο γνωστικό τομέα. Σε μια τέτοια προσέγγιση
συνυπολογίζονται συνήθως και τυχόν ποιοτικά στοιχεία που συλλέγονται σχετικά με την προσωπικότητα
και το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού γιατί βοηθούν στην ορθολογικότερη ερμηνεία και αξιοποίηση
των ευρημάτων που το αφορούν.

2.1.1. Μέτρηση της νοημοσύνης

Υπάρχουν διάφοροι τύποι κλιμάκων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της νοημοσύνης σε παιδιά. Τα
δυο βασικά τους χαρακτηριστικά είναι η ακρίβεια και η προγνωστική τους δυνατότητα. Αυτός είναι και ο
λόγος που υπαγορεύει τη χορήγησή τους περισσότερο σε ατομική βάση παρά σε ομαδική. Η ατομική τους
χορήγηση προβάλλει περισσότερο αναγκαία όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για τη σύνταξη ενός
κατάλληλου διδακτικού προγράμματος δηλαδή ενός προγράμματος που θα ανταποκρίνεται στις ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες ενός παιδιού.
Η χρήση τους είναι συνάρτηση της ηλικίας των ατόμων που αξιολογούνται. ΄Ετσι για νήπια ή παιδιά με
σοβαρές ανεπάρκειες χορηγούνται σταθμισμένα αναπτυξιακά τεστ (Developmental tests) τα οποία
υποκαθιστούν τα τεστ νοημοσύνης. Ανάμεσα στα πλέον κοινά τεστ αυτού του είδους είναι οι
αναθεωρημένες Κλίμακες Bayley οι οποίες βασίζονται στα αναπτυξιακά χρονοδιαγράμματα του Gesell
(Gesell et al., 1940, Knobloch & Pasamanick, 1974). Οι κλίμακες αξιολογούν την αναπτυξιακή πορεία του
νηπίου ηλικίας 2-30 μηνών σε διάφορα επίπεδα λειτουργίας του. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μέτρησης
εκφράζεται με έναν αναπτυξιακό δείκτη (Developmental Quotient-DQ) (Bayley, 1969/1993). Η έμφαση
των χρησιμοποιούμενων κλιμάκων εστιάζεται περισσότερο στην αισθησιοκινητική πορεία του νηπίου και
λιγότερο στη γλωσσική του ανάπτυξη και την αφαιρετική του δραστηριότητα. Πρέπει να τονιστεί πως τα
αναπτυξιακά τεστ μπορεί να λειτουργούν σε αυτή την πολύ πρώιμη ηλικία του παιδιού ως δείκτες για την
πρόγνωση περισσότερο της νοητικής υστέρησης και μάλιστα στη βαριά της μορφή παρά της μέσης ή
ανώτερης νοημοσύνης στην κατοπινή ηλικία ενός παιδιού.
Για μεγαλύτερες ηλικίες παιδιών στην προσχολική και σχολική περίοδο χρησιμοποιούνται τα Wechsler
tests τα οποία είναι πάρα πολύ δημοφιλή στον κύκλο των ψυχομετρητών για τη διάγνωση της νοητικής
υστέρησης. Συγκεκριμένα για τη μέτρηση της νοημοσύνης παιδιών ηλικίας 4-6.5 χρόνων χρησιμοποιείται
η αναθεωρημένη Κλίμακα Wechsler με την επωνυμία Wechsler Preschool and Primary Scale of
Intelligence (WPPSI-R) (Wechsler, 2002). Η εν λόγω κλίμακα περιλαμβάνει επιμέρους κλίμακες που
έχουν τη μορφή λεκτικών δραστηριοτήτων ή κατασκευών εκ μέρους του παιδιού. Η χορήγησή της
καταλήγει σε δεδομένα τα οποία διαμορφώνουν τρεις διαφορετικούς δείκτες νοημοσύνης δηλαδή τον
λεκτικό δείκτη νοημοσύνης (Verbal IQ), τον κατασκευαστικό-πρακτικό δείκτη νοημοσύνης (Performace
IQ) και τον γενικό-συνολικό δείκτη νοημοσύνης (Full-Scale IQ) που είναι συνδυασμός του λεκτικού και
του κατασκευαστικού δείκτη νοημοσύνης.
Για τη μέτρηση της νοημοσύνης παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας στη σχολική περίοδο (ηλικίας 6-16 χρόνων)
χρησιμοποιείται μια διαφορετική κλίμακα Wechsler (έκδοση τέταρτη) που φέρει την επωνυμία Wechsler
Intelligence Scale for Children (WISC-IV) (Wechsler, 2003). Λόγω της αυξανόμενης ωριμότητας των
παιδιών στην περίοδο αυτή, η χρησιμοποιούμενη κλίμακα εδράζεται περισσότερο στις γνωστικές τους
ικανότητές και τούτο σε αντιδιαστολή με την ομώνυμη κλίμακα για παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Tα
επιμέρους τεστ της κλίμακας αυτής περιλαμβάνουν δραστηριότητες σε επίπεδο λεξιλογίου, σχεδίων με
κύβους, μέτρησης αριθμών και κωδικοποίησης. Η χορήγησή της δεν καταλήγει στη διαμόρφωση δεικτών
λεκτικής και πρακτικής νοημοσύνης όπως είδαμε ότι συμβαίνει με την κλίμακα Wechsler στην προσχολική
ηλικία του παιδιού. Αντίθετα στην παρούσα κλίμακα συνυπολογίζονται δείκτες που αφορούν σε
συγκεκριμένες γνωστικές ικανότητες του παιδιού όπως λεκτική κατανόηση, αντιληπτική λογική,
εργαζόμενη μνήμη και ταχύτητα επεξεργασίας των προσλαμβανόμενων πληροφοριών που περιλαμβάνουν
10 επιμέρους τεστ. Οι επιδόσεις του παιδιού στο σύνολο αυτών των επιμέρους τεστ της κλίμακας
διαμορφώνουν τον γενικό δείκτη νοημοσύνης (Full-Scale IQ).
Η εν λόγω κλίμακα αρχικά σταθμίστηκε σε μαθητικό πληθυσμό στις ΗΠΑ αλλά στη συνέχεια και σε άλλες
χώρες όπως στη Μεγάλη Βρετανία (Wechsler, 1992), την Ελλάδα (Γεώργας και συνεργάτες, 1997), κ.ά.

2.1.2. Μέτρηση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς

Η προσαρμοστική συμπεριφορά αναφέρεται γενικά στις ενέργειες εκείνες του ανθρώπου που αποβλέπουν
στη φροντίδα του εαυτού του αλλά και στις σχέσεις του με άλλους στην καθημερινή κουλτούρα
(Grossman, 1983). Οι διάφορες κλίμακες που έχουν κατασκευαστεί για τη μέτρηση της ομώνυμης
συμπεριφοράς του ατόμου περιλαμβάνουν ερωτήματα συναφή με κεντρικές έννοιες στον τομέα
προσαρμογής όπως δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης, κοινωνική δυναμική (competence) και κοινωνική
υπευθυνότητα, δεξιότητες επικοινωνίας του ατόμου στην κοινότητα στην οποία ανήκει, κ.τ.λ. (Luckasson
, 2002). Με άλλα λόγια, οι διάφορες μετρήσεις της προσαρμοστικής συμπεριφοράς του ατόμου λαμβάνουν
(ή πρέπει να λαμβάνουν) υπόψη τις προσδοκίες της κοινότητας σε παρόμοια θέματα και το κοινωνικο-
πολιτισμικό συγκείμενο γενικότερα που διέπει το άτομο στην καθημερινή του ζωή.
Η μελέτη της προσαρμοστικής ικανότητας του ατόμου εκτείνεται σε δυο επίπεδα και εγείρει συναφή
ερωτήματα όπως ο βαθμός συσχέτισής της με τη νοημοσύνη και η έγκυρη μέτρησή της σε συνάρτηση με
το άτομο που αξιολογείται κάθε φορά. Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ερώτημα, οι απόψεις των ειδικών
διίστανται. Η τάση που επικρατεί σήμερα στον κύκλο των ερευνητών είναι ότι η προσαρμοστική
συμπεριφορά του ατόμου έχει θετική συνάφεια με τη νοημοσύνη του. Σύμφωνα με έρευνες, η συνάφεια
αυτή κυμαίνεται στο .4 έως .6 μεταξύ των μετρήσεων των δυο αυτών παραμέτρων (Kanaya et al., 2003).
Ιδιαίτερα, είναι παραδεκτό ότι τα άτομα με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, είναι περισσότερο πιθανό να
αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινή κοινωνική τους συναλλαγή. Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη θέση
είναι πως η προσαρμοστική συμπεριφορά των ατόμων αυτών είναι το αποτέλεσμα ή συσχετίζεται με τη
νοητική τους ανεπάρκεια.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα που αφορά στη μέτρηση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς του
ατόμου, πρέπει να τονιστεί πως η κατασκευή συναφών ψυχομετρικών κλιμάκων με την απαιτούμενη
εγκυρότητα και αξιοπιστία υπολείπεται εκείνης για τη νοημοσύνη. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια
περιορισμένη ποιοτική παραγωγή στον οικείο τομέα γιατί δεν είναι ακόμη σαφές το πλέγμα των επιμέρους
παραγόντων που συνθέτουν το περιεχόμενο της έννοιας της προσαρμοστικής συμπεριφοράς. ΄Αλλωστε,
μια επαρκής μέτρηση προσαρμοστικής συμπεριφοράς του ατόμου είναι περισσότερο κάτι το ιδεατό παρά
απεικόνιση της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, οι κλίμακες που έχουν κατασκευαστεί για το σκοπό αυτό
δεν παρουσιάζουν την αξιοπιστία και εγκυρότητα των κλιμάκων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της
νοημοσύνης. Και τούτο γιατί οι ορισμοί της προσαρμοστικής συμπεριφοράς που έχουν κατά καιρούς
διατυπωθεί είναι μάλλον ασαφείς.
Όμως για το άτομο με νοητική υστέρηση η πραγματολογική εικόνα είναι αρκετά σαφής. Οι αποκτούμενες
δεξιότητες που σχετίζονται με την ποιότητα της καθημερινής ζωής θεωρούνται (και είναι) θεμελιώδεις
στον προσδιορισμό του επιπέδου της κοινωνικής προσαρμογής και της ικανοποίησης που το άτομο αυτό
αισθάνεται αναφορικά με τον εαυτό του. Η μέτρηση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς του παιδιού με
νοητική υστέρηση μπορεί να γίνει με τη χρήση διαφόρων ποιοτικών ψυχοτεχνικών μέσων όπως συνέντευξη
με τους γονείς του ή με άλλα πρόσωπα που το φροντίζουν, άμεση παρατήρηση, αυτο-αναφορά σε μελέτες
περιπτώσεων, κ.τ.λ. Παράλληλα έχουν κατασκευαστεί και χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό ορισμένες
σταθμισμένες κλίμακες με ανάλογη εγκυρότητα και αξιοπιστία. Η χρήση των συναφών κλιμάκων μπορεί
να ποικίλλει στις στοχεύσεις της. Για παράδειγμα, η χρήση τους μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση
μιας μεθόδου διδασκαλίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι κλίμακες χορηγούνται πριν από την εφαρμογή της
(pretest) και μετά την εφαρμογή της (posttest) προκειμένου να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά της και
στο πλαίσιο της φιλοσοφίας για διαδοχική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μιας (νεο)εφαρμοζόμενης
διδασκαλίας.
Οι πλέον κοινές κλίμακες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της προσαρμοστικής συμπεριφοράς είναι
οι ακόλουθες δυο: α) Οι Κλίμακες Vineland (2η έκδοση) (Vineland Adaptive Behavior Scales-Second
Edition (Vineland-II)}που κατασκεύασε για πρώτη φορά ο Doll στο Vineland Training School (Sparrow,
Cicchetti, & Balla, 2005). β) Οι Κλίμακες Προσαρμοστικής Συμπεριφοράς (Adaptive Behavior Scales) της
Αμερικανικής Εταιρείας για τη μελέτη Νοητικών και Αναπτυξιακών Δυσκολιών (American Association
on Intellectual and Developmental Disabilities-AAIDD) που χρησιμοποιούνται σε σχολεία και την
κοινότητα.
Oι Κλίμακες Vineland χρησιμοποιούνται για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν σε άτομα ηλικίας 0-
90 χρόνων με τη χρήση ημιδομημένων συνεντεύξεων ή κλιμάκων κατάταξης. Απευθύνονται σε γονείς ή
τα πρόσωπα που έχουν τη φροντίδα τους. Οι περιοχές που καλύπτονται με τη χρήση των μέσων αυτών
είναι οι ακόλουθες: Επικοινωνία (πρόσληψη-έκφραση-γραφή), Δεξιότητες καθημερινής ζωής
(προσωπικές, οικογενειακές, της κοινότητας), Κοινωνικοποίηση (διαπροσωπικές σχέσεις, παιγνίδι-
ελεύθερος χρόνος, δεξιότητες μίμησης), Κινητικές δεξιότητες (λεπτές-αδρές κινήσεις) και (σε προαιρετικό
επίπεδο) Απροσάρμοστη συμπεριφορά (Εσωτερικοποίηση, εξωτερίκευση). Οι επιδόσεις του ατόμου σε
καθεμιά από τις περιοχές αυτές και συνολικά συγκρίνονται με αντίστοιχες ομάδας ατόμων με φυσιολογική
συμπεριφορά και ειδικών ομάδων με δυσκολίες.
Σύμφωνα με ευρήματα ερευνών, οι Κλίμακες Vineland έχουν την απαιτούμενη εγκυρότητα και μπορούν
να διαφοροποιούν τα άτομα με βάση τις διαταραχές που παρουσιάζουν (Balboni et al., 2001).
Οι Κλίμακες Προσαρμοστικής Συμπεριφοράς της Αμερικανικής Εταιρείας για τη μελέτη Νοητικών και
Αναπτυξιακών Δυσκολιών χρησιμοποιούνται στα σχολεία και την κοινότητα στην οποία διαβιούν τα άτομα
με παρόμοιες δυσκολίες(Luckasson et al., 2002).

Οι κλίμακες που αξιολογούν την προσαρμοστική συμπεριφορά των ατόμων αυτών στο σχολικό περιβάλλον
έχουν την επωνυμία «Κλίμακες Προσαρμοστικής Συμπεριφοράς-΄Εκδοση (που αφορά στο) Σχολείο»
(Adaptive Behavior Scales-School Edition) (ABS-S:2). Oι κλίμακες εξετάζουν συμπεριφορές του παιδιού
όπως γλωσσική ανάπτυξη, φυσική ανάπτυξη, αυτο-επάρκεια προσωπική και κοινοτική, κοινωνική
υπευθυνότητα και προσαρμογή. Όπως και στις κλίμακες που προαναφέραμε, οι επιδόσεις του παιδιού στις
εν λόγω κλίμακες συγκρίνονται με νόρμες ομάδων μαθητών ηλικίας 3-16 χρόνων από δημόσια σχολεία με
ή χωρίς δυσκολίες νοητικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα. Η χρήση των κλιμάκων αυτών στοχεύει στην
καθοδήγηση του προσωπικού του σχολείου και ιδιαίτερα της διεύθυνσης του σχολείου σε θέματα που
αφορούν στο επίπεδο προσαρμογής του παιδιού στο ομώνυμο περιβάλλον.
Οι κλίμακες που αξιολογούν το επίπεδο προσαρμογής του παιδιού στο ιδρυματικό περιβάλλον και στην
κοινότητα είναι γνωστές με την επωνυμία “Adaptive Behavior Scales-Residential and Community (ABS-
RC:2)” . Οι κλίμακες εξετάζουν παρόμοιες με την προηγούμενη κλίμακα (που αφορούσε στο σχολείο)
παραμέτρους και εδράζονται στις επιδόσεις ατόμων ηλικίας 18 χρόνων και άνω που έχουν αναπτυξιακές
δυσκολίες.
Πέραν των Κλιμάκων που η Αμερικανική Εταιρεία για τη μελέτη Νοητικών και Αναπτυξιακών Δυσκολιών
ανέπτυξε και στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω, η ίδια προσβλέπουσα στην αναγκαία στήριξη των
ατόμων με παρόμοιες δυσκολίες συνέταξε ορισμένες οδηγίες για την ατομική αξιολόγηση των
υποστηρικτικών τους αναγκών (Luckasson et al., 2002). Οι κλίμακες αυτές δεν έχουν τη μορφή κλιμάκων
μέτρησης της προσαρμοστικής τους συμπεριφοράς. Αποτελούν απλά δέσμη οδηγιών-υπηρεσιών που
αποβλέπουν στον εντοπισμό των νοητικών και αναπτυξιακών περιοχών του παιδιού που χρήζουν στήριξης,
την παράθεση των κατάλληλων δραστηριοτήτων που πρέπει να ακολουθούνται για τη στήριξή του καθώς
και τον καθορισμό του επιπέδου στήριξης σε κάθε προγραμματιζόμενη δραστηριότητα. Η παρεχόμενη
στήριξη στο παιδί με αυτά τα μέσα μπορεί να κυμαίνεται από το ελάχιστο όριο έως το ουσιαστικό δηλαδή
είναι συνάρτηση του κλινικού προφίλ και του βαθμού σοβαρότητας της δυσκολίας που
παρουσιάζει η κάθε περίπτωση παιδιού.

You might also like