You are on page 1of 9

LITERATURA NEOGRIEGA

s. X-1453 La Canción Popular


Antes de la caída Diyenís Acritas
Poemas Prodrómicos
de Constantinopla Novelas de caballería
Crónicas/Lamentos
1453-1669 Después de la caída Canciones Chipriotas
de Constantinopla Bergadís
Jortatsis
Cornaros
1669-1830 Despertar
del Narraciones Populares Narración Alejandro
Crónica de Galaxidi
Neohelenismo
Humanismo religioso: Retórica Eclesiástica
Florilegios Cosme de Etolia.
Catartsís
Ilustración Griega Rigas Velestinlís
Coraís
Vilarás
Memorias Macriyanis
Colocotronis
1830-1980 Grecia, Calvos
estado Escuela del Heptaneso Solomós
Mavilis
independiente Valaoritis
Fanariotas Sutsos
Zalocostas
Rangavís.
Romanticismo Vikelas
Roidis
Nueva Escuela ateniense Palamás
(1880-1920) Cavafis
Sikelianós
Psijaris
Literatura Generación de Papadiamandis
contemporánea 1920 Xenópulos
(1920-1930) Casantsakis
(1920-1980) Cariotakis
Seferis
Generación de Embirikos
1930 Ritsos
(1930-1940) Elytis
Vretacos
Literatura de Mirivilis
Posguerra Venesis
(1941-1967) Caragatsis
Literatura Pavleas
contemporánea Yeranis
Generación de Simópulos
1970 Anagnostakis

1
DESPERTAR DEL NEOHELENISMO
Ilustración griega

Ρήγας Βελεστινλής Φεραίος (1757-1798)


Θούριος
Ως πότε, παλικάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπομεν κλαδιά,
να φεύγουμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνουμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο ’ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθείς,
ο τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθείς.
Δουλεύεις ολ΄ ήμέρα σε ό,τι κι αν σου πει,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα να σου πιεί.

Memorias

Γιάννης Μακρυγιάννης (1797-1864)


Απομνημονεύματα
Αδελφοί αναγνώτες!

Ἐπειδὴ ἔλαβα αὐτείνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου (ἂν ἔβγουν εἰς
φῶς αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω ἐδῶ καὶ ξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτείνη ἡ ἰδέα, –ἀπὸ τὰ
1829, Φλεβαρίου 26, εἰς τὸ Ἄργος– καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικὰ τῆς
πατρίδος) σᾶς λέγω, ἂν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοὺς
ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν
μπορῶ νὰ βαστήσω ταχτικὴ σειρὰ ῾στὰ γραφόμενα, καί... τότε φωτίζεται καὶ ὁ
ἀναγνώστης. Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα
ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας
καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μάς τοὺς
στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας
πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ
φτάνω ὧν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ
τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Γράφοντας αὐτὰ τὰ αἴτια
καὶ τὶς περίστασες, ὁποῦ φέραμεν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδας μας ὅλοι μας, τότε ὡς
ἔχοντας καὶ ἐγὼ μερίδιον εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ κοινωνία, γράφω μὲ πολλὴ
ἀγανάχτησιν ἀναντίον τῶν αἰτίων, ὄχι νά ῾χω καμμιὰ ἰδιαίτερη κακία ἀναντίον τους,
ἀλλὰ ὁ ζῆλος πατρίδος μου δίνει αὐτείνη τὴν ἀγανάχτησιν καὶ δὲν μπόρεσα νὰ γράψω
γλυκώτερα.

2
GRECIA, ESTADO INDEPENDIENTE (1830-1880)
Escuela del Heptaneso

Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)


Υμνος εις την Ελευθερίαν
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!

Η Ξανθούλα
Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτειά.
Εφούσκωσε τ’αέρι
λευκότατα πανιά,
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη, με χαρά,
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.

Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)


Ο Ωκεανός
Γη, των θεών φροντίδα,
Ελλάς, ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου,
νύκτα δουλείας σ’εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.
Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.

3
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Το ρόδο και η δροσιά
Λέγ’η δροσούλα ολόχαρη
στο ρόδο που διψούσε
και με τα φύλλα του ανοιχτά,
σα χείλη που’θελαν φιλιά,
ψηλά τ’αστέρια εκοίταζε
και τήνε καρτερούσε.
Λέγ’η δροσούλα ολόχαρη:
“Περήφανο λουλούδι,
ποιος σου’πε απόψε πως θα’λθώ
στον κόρφο σου να κοιμηθώ;
Μήπως νερού μουρμούρισμα,
μην αηδονιού τραγούδι;”

Fanariotas

Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847)


Τώρα
Δεν θέλω να ελπίσω,
δε θέλω να φροντίσω
το μέλλον στην ζωήν.
Το σήμερα προκρίνω,
το αύριο τ΄ αφήνω
στης ζωής την ροήν.

Φροντίδες
Νεος είμαι; Θα γεράσω.
Ζω και τρέχω; Θα περάσω.
Και σαν ίσκιος θα σβηστώ.
Όσα κάμω και πασχίζω,
εις τον κόσμο θα τ΄ αφήσω
και γυμνός θ΄ αφανιστώ.
Το λοιπόν, γιατί φροντίδες;
Γιατί φόβοι και ελπίδες;
Γιατί τόση ταραχή;
Φάγε, πιέ, στη γη τανύσου,
Με τον Έρωτα κοιμήσου.
Να φροντίδα μοναχή!

4
Romanticismo ateniense

Εμμανουήλ Ροίδης (1836-1904)


Η Πάπισσα Ιωάννα
Τα τόσα παθήματα δεν ίσχυσαν να ψυχράνωσι τον ζήλον ή ν’ αλλοιώσωσι το
φρόνημα του ακαμάτου αποστόλου· το σώμα όμως αυτού κατήντησε βαθμηδόν
αγνώριστον, αφού οι μεν Φρίσονες τω αφήρεσαν τον δεξιόν οφθαλμόν, οι δε
Λογγοβάρδοι έκοψαν τα ώτα του, οι Θουρίγγιοι την ρίνα και οι ανήμεροι κάτοικοι του
Ερκυνίου δάσους, θέλοντες να εξολοθρεύσωσι των ιεροκηρύκων την γενεάν,
εθυσίασαν προ του βωμού του Τουίτονος τα δύο τέκνα του και έπειτα διά της αυτής
απανθρώπου μαχαίρας απέκοψαν αυτώ... πάσαν πατρότητος ελπίδα.
Η Γιούθα, ήτις και μετά την τελευταίαν ταύτην συμφοράν έμεινε πιστή τω
ηκρωτηριασμένω συζύγω, επειράτο παντοιοτρόπως ν’ ανακουφίση τας θλίψεις του.
Οσάκις εξυπνών την νύκτα προσήλονεν εις αυτήν μετά ματαίου πόθου τον ένα
απομείναντα οφθαλμόν και έκλαιε την στέρησιν των τέκνων του και των πρώην
ηδονών, ησπάζετο αυτόν λέγουσα, «Καθ’ ημέραν ανάπτω λαμπάδα προ της εικόνος»
του Αγ. Πατέρνου. Ίσως ο προστάτης ούτος της ευτεκνίας εφεύρη θαύμα τι, ίνα
απολαύσωμεν και πάλιν τέκνα».
Η ευχή αύτη της καλής Γιούθας επληρώθη μετ’ ου πολύ· ουχί φευ! διά
θαύματος του αγίου Πατέρνου, αλλ’ υπό δύο τοξοτών του κόμητος της Ερφούρτης. Οι
κακότροποι ούτοι συναντήσαντες αυτήν παρά την όχθην της Φούλδας απλόνουσαν εις
τον ήλιον τον χιτώνα του ανδρός της, όστις μη έχων άλλον εκρύπτετο ως ο Οδυσσεύς
υπό σωρόν ξηρών φύλλων, περιμένων να ξηρανθή ο πλυθείς, ήπλωσαν κακείνην επί της
χλόης και διά της βίας τη υπενθύμισαν τον αληθή επί της γης προορισμόν της γυναικός.

LA NUEVA ESCUELA ATENIENSE (1880-1920)

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)


Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ’αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ακρογιάλι,
στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Mια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,

5
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες στον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ακρογιάλι.

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933)


Ιθάκη
Σα βγης στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρομο σου ποτέ δεν θα βρείς
εάν μένει η σκέψις σου υψηλή, εάν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
εάν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
εάν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)


Αφαία
Ποιοί κύκλοι ακολουθάγανε, ποιοι αιώνες τους αιώνες;
Το μονοπάτι ήταν απλό, κι ο Ναός ήταν κρυφός…
Από τα πεύκα ανάμεσα κρυβόντανε οι κολόνες
Και μέσα από τα σύννεφα, του φεγγαριού το φως…
Αλλ’ ως δεξιά και ζερβά ανοίξανε οι πυλώνες
Και μονοκρατής άπλωσε στα πέρατα ο Ρυθμός,
Αχ, πώς ξανάρχονταν βουβές σ’εμέ οι αλήθειες μόνες,
που τις ποίμανε αθάνατος ο κρύφιος Αριθμός!

Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929)


Το Ταξίδι μου
Οποιος με διαβάσει, θα καταλάβει με τι σκοπό έγραψα το Ταξίδι μου. Γλώσσα
και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη
γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας. Πάντα αμύνεται περί πατρίς.
Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό,τι είμαι, στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σαν
μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης. Πώς
να μην τη λατρεύω; Γεννήθηκα όμως Γραικός και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Έχω χρέη
και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος
στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα. Ένα έθνος, για να γίνει
έθνος, θέλει δυο πράματα: να μεγαλώσουν τα σύνορά του, και να κάνει φιλολογία δική
του.

6
LITERATURA CONTEMPORÁNEA (1920-1980)
LA GENERACIÓN DE 1920

Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)


Οδύσσεια
Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζείς, όσο να ζώ κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας

Κώστας Καρυοτάκης (1896-1928)


Δον Κιχώτες
Οι Δον Κιχώτες πάνε εμπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,


αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
Ο Σάντσος λέει “δε σ’ το έλεγα;”, μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: “Σάντσο, τ’ άλογο μου!”.

LA GENERACIÓN DE 1930

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)


Άρνηση
Στο περιγιαλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή


γράψαμε τ’όνομά της.
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τ πάθος
πήραμε τη ζωή μας. Λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή.

Μυθιστόρημα ΙΗ’
Λυπάμε που άφησα να περάσω ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα

7
Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)
Ο ύπνος
Ο ύπνος είναι ένας απλοïκός άνθρωπος
γεμάτος δώρα
που τα χαρίζει σε όλους,
που τα μαζεύουν όλοι.

Ο ύπνος είναι ένας κύκνος αυθόρμητος


που ανάβρυσε πάνω στα νερά της ψυχής.

Ο πόθος μας δεν του μοιάζει.


Αλλά και ο πόθος μας
είναι ένας απλοïκός άνθρωπος
προικισμένος με δώρα και χαρά.

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)


Επιτάφιος

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μία μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει
το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της βουïζουν και σπάζουν τα κύματα των
διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της).

(I)
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω,


και δε σαλεύεις, δε γρικάς, τα που πικρά σου λέω,

(VII)
Ήσουν καλός και ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο, σαν τρυφερούλι ελάφι,


πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σαν χρυσάφι.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)


Το Άξιον εστί
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα πλάχνα μου ν’ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

8
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

You might also like