Professional Documents
Culture Documents
Το έργο του Τόυνμπη (σε μετάφραση και εισαγωγή του Θαλή Καραγιαννόπουλου)
γράφτηκε το 1916, στο μέσον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και είχε τον χαρακτήρα
προπαγανδιστικού φυλλαδίου της βρετανικής κυβέρνησης που απευθυνόταν κυρίως
στις ΗΠΑ (που δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον πόλεμο), με σκοπό την παράθεση των
ιδεολογικών επιχειρημάτων των χωρών της Αντάντ. Λίγο νωρίτερα, στις 18 Δεκεμβρίου
του ίδιου έτους, ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντρω Ουίλσον είχε απευθύνει διακοίνωση
στις δύο εμπόλεμες παρατάξεις ζητώντας τους να εξηγήσουν τους σκοπούς που
επιδίωκαν μέσω της συνέχισης του πολέμου. Ο Τόυνμπη, νεαρός τότε και ανερχόμενος
ιστορικός, εργαζόταν εκείνη την περίοδο στο τμήμα πληροφοριών του Foreign Office
(του βρετανικού Υπυργείου Εξωτερικών), για λογαριασμό του οποίου συνέταξε το
συγκεκριμένο φυλλάδιο. Σε αυτό υπερασπίζεται τα φιλελεύθερα ιδεώδη των πολιτικών
ελευθεριών, της ισοτιμίας των λαών και της ανεξιθρησκείας που είχαν καταπατηθεί
βάναυσα στη διάρκεια των Πολέμου, με θύματα κυρίως τους Αρμενίους αλλά και τους
Έλληνες, τους Άραβες, τους Κούρδους και γενικά κάθε θρησκευτική ή γλωσσική
μειονότητα του οθωμανικού κράτους.
1/2
Στο πλαίσιο αυτής της καταπίεσης, την οποία ενεθάρρυνε και
υποστήριξε η αυτοκρατορική Γερμανία, επεξηγείται
παράλληλα και ο διωγμός των ξένων ιεραποστόλων οι οποίοι
στέκονταν αρωγοί στα βάσανα των μειονοτικών πληθυσμών. Η
παρουσίαση του Τόυνμπη είναι θεμελιωμένη σε αδιάσειστα
ιστορικά και δημογραφικά δεδομένα και πρέπει να θεωρείται
βέβαιο ότι άσκησε σημαντική επιρροή στους αναγνώστες της.
Κατά μία δυστυχή συγκυρία όμως, σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη
του Πολέμου, ο Τόυνμπη πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών,
αποβλέποντας πλέον στην αποδόμηση της ελληνικής
διεκδίκησης της Ιωνίας. Το 1919, έχοντας καταλάβει τη θέση
του πρώτου καθηγητή στη νεότευκτη έδρα Κοραή στο King’s
College του πανεπιστημίου του Λονδίνου, και μάλιστα με την υποστήριξη του διευθυντή
του κολλεγίου, του ένθερμου φιλέλληνα και προσωπικού φίλου του Ε. Βενιζέλου,
Ρόναλντ Μπάροους, έλαβε ακαδημαϊκή άδεια την οποία αξιοποίησε για να ταξιδέψει
στην Τουρκία, όπου επιδίωξε να εξιλεωθεί για την έως τότε αντιτουρκική στάση του
συναντώντας Τούρκους εθνικιστές και προβάλλοντας τις ανθελληνικές θέσεις τους σε
βρετανικές εφημερίδες. Το γεγονός αυτό εξόργισε, όπως ήταν φυσικό, την πλούσια
ελληνική παροικία του Λονδίνου, η οποία είχε χρηματοδοτήσει τη δημιουργία της έδρας
Κοραή, με αποτέλεσμα το 1924 ο Τόυνμπη να εξαναγκαστεί σε «ακούσια παραίτηση»
(κατά την έκφραση του ιδίου). Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τελικά την ανάδειξη του
Τόυνμπη σε έναν από τους πιο διακεκριμένους σύγχρονους ιστορικούς, αποκαλύπτει
όμως μια ενδιαφέρουσα πτυχή της προσωπικότητάς του.
Το βιβλίο του Κλαυδιανού εκδόθηκε το 1930, οκτώ χρόνια μετά τη λήξη της
μικρασιατικής τραγωδίας. Ο συγγραφέας είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα και είναι
πιθανόν ότι είχε συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία και ότι το έργο του είχε
γραφτεί λίγο μετά τη λήξη της, ενόσω οι εντυπώσεις από το τέλος της ήταν ακόμη
νωπές, δεδομένου ότι το 1930 το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο που υπογράφτηκε στην
Άγκυρα από τον Ε. Βενιζέλο και τον Μουσταφά Κεμάλ έθεσε και επίσημα τέλος στην
έως τότε ελληνοτουρκική έχθρα. Ο συγγραφέας διεκτραγωδεί με ζωηρές περιγραφές το
τραγικό τέλος επωνύμων και ανωνύμων σε διάφορα σημεία της φλεγόμενης Σμύρνης.
Είναι βέβαια ενδιαφέρον ότι λίγα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, στη διάρκεια της
Κατοχής, όσοι Έλληνες προσπαθούσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή μέσω Σμύρνης
αντιμετώπιζαν συνήθως μια πολύ πιο ανθρώπινη συμπεριφορά από τους Τούρκους, των
οποίων το εθνικιστικό πάθος είχε στο μεταξύ αμβλυνθεί. Δυστυχώς οι πρόσφατες
ελληνοτουρκικές πολιτικές εξελίξεις ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα τα δραματικά
επεισόδια που περιγράφει ο Κλαυδιανός…
2/2