You are on page 1of 73

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διπλωματική Εργασία
Γεώργιου Θ. Παπατάσου
(ΑΜ 2359/2014)

ΘΕΜΑ: «ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΣ ΧΕΡΙΑΣ ΤΡΙΤΟΥ»

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κωνσταντίνος Μπότσαρης

ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017

1
2
Περιεχόμενα

Βασικές συντομογραφίες………………………………………………………………………….……………..……..σ.4-5
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Πρόλογος…………………………………………………………………………………………………….……………...…..σ.6
Έννοια αναγκαστικής εκτέλεσης………………………………………………………………….……………...….σ.7-8
Η κατάσχεση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης………………………………………………………….….σ.9
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου
Ορισμός…………………………………..……………………………………………………………………….………………σ.10
Σκοπός……………………………………………….……………………………………………………………….…………...σ.10
Ποιος θεωρείται τρίτος……………………………………………………………………………………….……………σ.11-13
Διαδικασία…………………………………………………………………………………………………………….………..σ.13
Περιεχόμενο κατασχετηρίου………………………………………………………………………………….……….σ.14-19
Συνέπειες κατάσχεσης για τον καθ’ ου…………………………………………………………………….……..σ.19-20
Συνέπειες κατάσχεσης για τον τρίτο………………………………………………………………………….……σ.21-24
Δήλωση τρίτου…………………………………………………………………………………………………………….….σ.24
Νομικής φύση της δήλωσης τρίτου……………………………………………………………………………..….σ.25
Θετικής δήλωση τρίτου και περιεχόμενο αυτής……………………………………………………………..σ.25-28
Αρνητική δήλωση τρίτου και περιεχόμενο αυτής………………………………………………………..…σ.28-29
Αρμόδιο όργανο υποβολής της δήλωσης τρίτου-τύπος δήλωσης-προθεσμία δήλωσης..σ.29-30
Συνέπειες παράλειψης υποβολής δήλωσης τρίτου………………………………………………………..σ.30-32
Αναστολή της κατασχέσεως……………………………………………………………………………………………σ.32
Ανακοπή κατά της δήλωσης τρίτου…………………………………………………………………………………σ.33
Περιεχόμενο ανακοπής…………………………………………………………………………………………………..σ.34
Λόγοι ανακοπής…………………………………………………………………………………………………………...…σ.34-36
Αίτημα της ανακοπής………………………………………………………………………………………………………σ.37
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση άσκησης ανακοπής…………………………………………σ.38
Δικαιοδοσία δικαστηρίων……………………………………………………………………………………………….σ.38
Προθεσμία ανακοπής………………………………………………………………………………..……………………σ.39
Άμυνα του τρίτου…………………………………………………………………………………………………………….σ.40
Συνέπειες από την παραδοχή της ανακοπής…………………………………………………………………..σ.41
Απόδοση του κατασχεμένου αντικειμένου…………………………………………………………………….σ.42
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου κατά τον ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974)…………………………………………..σ.44
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Η τραπεζική κατάσχεση………………………………………………………………………………………………….σ.45-46
Σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης…………………………………………………………………………………….σ.46-47
Αντικείμενο κατάσχεσης………………………………………………………………………………………………..σ.47-63
Ακατάσχετες απαιτήσεις………………………………………………………………………………………………..σ.63-69
Επίλογος………………………………………………………………………………………………………………………….σ.70
Βιβλιογραφία………………………………………………………………………………………………………………….σ.71-73

3
Βασικές συντομογραφίες

αδημ. αδημοσίευτη
ΑΚ Αστικός Κώδικας
ανωτ. ανωτέρω
ΑΠ Άρειος Πάγος
άρθρ. άρθρο
αριθ. αριθμός
Αρμ Αρμενόπουλος
βλ. βλέπε
γνωμοδ. Γνωμοδότηση
εδ. εδάφιο
ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών
ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου
ΕΕργΔ Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου
Ειρ Ειρηνοδικείο
ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα
ΕισΝΚΠολΔ Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας
έκδ. έκδοση
ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη
επ. επόμενα
ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου
Εφ Εφετείο
ΚΕΔΕ Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
ΚωδΝοΒ Κώδικας Νομικού Βήματος
ΜονΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο
ν. νόμος
ν.δ. νομοθετικό διάταγμα
ΝοΒ Νομικό Βήμα
παρ. παράγραφος
παρατ. παρατηρήσεις
περ. περίπτωση
ΠολΔ Πολιτική Δικονομία
ΠολΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο
σ. σελίδα
σημ. σημείωση
στοιχ. στοιχείο
Συντ. Σύνταγμα
τόμ. τόμος

4
τεύχ. τεύχος
ΤΠΔ Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως
ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου

5
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Πρόλογος

Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενό της την κατάσχεση


εις χείρας τρίτου, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που απασχόλησε
και απασχολεί τόσο το θεωρητικό όσο και το πρακτικό κομμάτι του
νομικού κόσμου, λόγω της πολυπλοκότητας της, των έντονων κατά
καιρούς προβληματισμών επί του θέματος αυτού και των
«επαναστατικών» ιδεών ορισμένων μελετητών.
Σκοπός της παρούσας εργασίας αποτελεί η θεωρητική αρχικά
προσέγγιση του θέματος της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, στην
συνέχεια δε επιχειρείται η ειδικότερη ενασχόληση και παράθεση
προβληματισμών επί των διαφόρων μορφών και υποθεμάτων αυτής,
όπως αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 982-991Β
ΚΠολΔ.
Η συγγραφή της εργασίας αυτής έγινε με γνώμονα την
προσπάθεια να εκθέσω τις διάφορες απόψεις που διατυπώνονται
πάνω στο ιδιαίτερο αυτό θέμα της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με
τρόπο συνοπτικό αλλά ταυτόχρονα και με πληρότητα, προκειμένου
ο αναγνώστης να είναι σε θέση να λάβει τα αναγκαία στοιχεία
προκειμένου να ενημερωθεί για τις διάφορες απόψεις επί του
ανωτέρω θέματος και να ενστερνιστεί εν τέλει οποιαδήποτε από τις
απόψεις διατυπώνονται.

6
Έννοια αναγκαστικής εκτέλεσης

Αναγκαστική εκτέλεση είναι η ικανοποίηση αξιώσεων με την


κρατική επιβολή 1 . Η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ύψιστό
καθήκον κάθε ευνομούμενης πολιτείας, η δε παροχή στον πολίτη
του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, έχει κατοχυρωθεί στο
άρθρο 20§1 του Ελληνικού Συντάγματος2. Έκφανση και πτυχή του
ως άνω δικαιώματος, είναι και το δικαίωμα αναγκαστικής
εκτέλεσης 3 , στόχος του οποίου είναι να θέσει την περιουσία του
οφειλέτη στη διάθεση του δανειστή του, ο οποίος είναι
εφοδιασμένος με εκτελεστό τίτλο, προκειμένου ο τελευταίος να
ικανοποιηθεί.
Όταν λοιπόν ο εναγόμενος-ηττημένος διάδικος δεν
συμμορφώνεται με το διατακτικό της απόφασης που τον υποχρεώνει
να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό στον ενάγοντα τότε ο μόνος
δρόμος είναι η αναγκαστική εκτέλεσης εις βάρος του.
Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει νόμιμου
και έγκυρου τίτλου. Οι σημαντικότεροι εκτελεστοί τίτλοι είναι οι
τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, οι διαταγές πληρωμής και οι
διαταγές απόδοσης μισθίου.
Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα στο Δικαστήριο να χορηγήσει
σε μη τελεσίδικη απόφαση, προσωρινή εκτελεστότητα, είτε ολικά,
είτε μερικά, πράγμα που σημαίνει ότι τα χρήματα πρέπει να δοθούν
άμεσα στον ενάγοντα-δανειστή, και άσχετα από την άσκηση ή μη
έφεσης.
Η δυνητική προσωρινή εκτελεστότητα, συνηθίζεται ιδίως σε
υποθέσεις διατροφής, εργατικών διαφορών, αποζημίωσης από
αδικοπραξία, αλλά και σε εμπορικές διαφορές.
Υποχρεωτική είναι η κήρυξη εκτελεστότητας σε μισθωτικές
διαφορές (για έξωση και μισθώματα) και σε απαιτήσεις από
γραμμάτια και επιταγές.

1
Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσως, 2011, σελ 3.
2
Άρθρο 20 Σ, «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί
να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.
3
Γέσιου_Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση-Γενικό μέρος (1998)

7
Ο διάδικος που νικήθηκε και μπορεί να δικάστηκε ερήμην και
άσκησε ένδικο μέσο κατά της προσωρινά εκτελεστής απόφασης,
μπορεί να ζητήσει με αίτηση αναστολής, να μην πληρώσει έως ότου
εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση στον δεύτερο βαθμό, με ή χωρίς
εγγύηση, ανάλογα με το κατά πόσο κρίνεται ότι έχει δίκιο ή όχι (αν
το ένδικο μέσο δηλαδή είναι βάσιμο ή όχι).
Αποβλέπει στην ικανοποίηση αξιώσεως του επισπεύδοντος
δανειστή, είτε στρεφόμενο με κατάσχεση κατά της περιουσίας του
οφειλέτη του, είτε με αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή
επιχειρήσεως του οφειλέτη είτε τέλος με προσωπική κράτηση του
οφειλέτη (951 ΚΠολΔ). Ο δανειστής είναι σε θέση να επιλέξει τα
ανωτέρω μέσα είτε διαδοχικά είτε σωρευτικά, χωρίς να τηρείται η
μεταξύ τους ορισμένη σειρά, σύμφωνα όμως πάντα με την αρχή της
αναλογικότητας και της αρχής της απαγόρευσης της καταχρηστικής
συμπεριφοράς.
Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί ουσιαστικά εκδήλωση της
δικαιοδοτικής λειτουργίας καθώς πρόκειται για μορφή άσκησης της
κυριαρχικής εξουσίας του Κράτους4 που στοχεύει στην πραγμάτωση
της ενσωματωμένης σε εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης.

4
Ν.Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό μέρος, τόμος Ι, 2010, σελ 33

8
Η κατάσχεση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης

Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζονται αναλυτικά τα


μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρα 951 επ.) σκοπός των οποίων
είναι η ικανοποίηση του δανειστή έναντι των απαιτήσεών του κατά
του οφειλέτη του.
«Η κατάσχεση συνίσταται στην υλική και νομική δέσμευση
περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη με σκοπό την ικανοποίηση της
απαίτησης του δανειστή»5.
Την υλική δέσμευση αποτελεί η αφαίρεση του πράγματος από
τον κατοχή, χρήση, διαχείριση και κάρπωση του οφειλέτη και καθ’
ου η κατάσχεση και την παράδοσή του σε μεσεγγυούχο, με σκοπό
την φύλαξή του.
Αντιθέτως την νομική δέσμευση αποτελεί η έκπτωση του
οφειλέτη από την εξουσία που είχε να διαθέτει το κατασχεμένο
αντικείμενο.
Συνηθέστερη μορφή κατάσχεσης είναι η κατάσχεση
χρηματικών απαιτήσεων, εφαρμοζομένων των διατάξεων του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ρυθμίζουν την κατάσχεση και τα
επιμέρους είδη της, συγκεκριμένα δε τα άρθρα 953-981 ΚΠολΔ
ρυθμίζουν την κατάσχεση κινητής περιουσίας, τα άρθρα 982-991Β
ΚΠολΔ την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, τα άρθρα 992-1016
ΚΠολΔ και 1017-1021 ΚΠολΔ τη κατάσχεση ακινήτων και τα
άρθρα 1022-1033 ΚΠολΔ την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών
στοιχείων. Ο δανειστής έχει επίσης εκ του νόμου ως μέσο
αναγκαστικής εκτέλεσης τόσο την αναγκαστική διαχείριση όσο και
την προσωπική κράτηση.
Όπως όμως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο η
κατάσχεση κατά του οφειλέτη θα πρέπει να γίνεται από τον
δανειστή αυτού πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας,
μη αποσκοπώντας στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της
κατάσχεσης, με την αναγκαστική εκτέλεση κατά περιουσίας του
οφειλέτη με έκταση μεγαλύτερη από την δέουσα.

5
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Βασική Νομική Βιβλιοθήκη, 2003, Τόμος Ι, σελ. 36

9
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου

Ορισμός

«Κατάσχεση εις χείρας τρίτου κατά τον Κώδικα Πολιτικής


Δικονομίας είναι το είδος εκείνο της κατάσχεσης που επιβάλλεται
από τον δανειστή κατά του οφειλέτη, αλλά στρέφεται κατά τρίτου
προσώπου, το οποίο είτε χαρακτηρίζεται ως οφειλέτης χρηματικής
απαίτησης του οφειλέτη, είτε κατέχει κινητά πράγματα που
εμφανίζονται ότι ανήκουν κατά κυριότητα στον οφειλέτη, είτε
εμφανίζεται ως υπόχρεος να μεταβιβάσει αυτά κατά κυριότητα στον
οφειλέτη»6.

Σκοπός

Το ιδιόμορφο στοιχείο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου είναι


το γεγονός του σύνθετου σχήματος, αυτού δηλαδή που συνδέει τρία
διαφορετικά πρόσωπα (επισπεύδων δανειστής, οφειλέτης, τρίτος),
με την ιδιότητα δύο διαφορετικών δανειστών και δυο διαφορετικών
οφειλετών.
Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου αποτελεί ένα σημαντικό
βοήθημα υπέρ του επισπεύδοντος δανειστή, προκειμένου να προβεί
όσο το δυνατόν ταχύτερα στην ικανοποίηση της απαίτησής του κατά
του οφειλέτη του, μέσω του τρίτου.
Οι εφαρμοζόμενες διατάξεις αυτού του είδους της
κατάσχεσης, είναι τα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ.

6
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, Ειδικό μέρος, 2001, σελ 315 επ, Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτέλεσης, Βασική Νομικής Βιβλιοθήκη, 2007, Τόμος ΙΙΙ, σελ 85, Μπρακατσούλας, Αναγκαστική
Εκτέλεση, Θεωρία-Νομολογία-Πράξη, 2011, σελ 455

10
Ποιος θεωρείται τρίτος

α)Τρίτος θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο


(δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), το οποίο είναι κάτοχος εξ ιδίου
δικαίου, δυνάμει δηλαδή ορισμένης έννομης σχέσης μεταξύ αυτού
και του οφειλέτη του αντικειμένου της κατασχέσεως7.
Κριτήριο προσδιορισμού του τρίτου, αποτελεί η νομική
αυτοτέλεια που πρέπει να έχει το τρίτο αυτό πρόσωπο, αυτέλεια που
απορρέει από συγκεκριμένη έννομη σχέση και που δεν επιτρέπει την
συγχώνευσή του με το πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και της
αυτοτελούς εξουσίας που πρέπει να έχει ο τρίτος απέναντι στον καθ’
ου η εκτέλεση8.
Αναφορικά τώρα με την εταιρία και τους εταίρους, αξίζει να
αναφερθεί ότι η εταιρία που έχει νομική προσωπικότητα θεωρείται
τρίτη απέναντι στον εταίρο που δικαιούται να λάβει κέρδη ή την
εισφορά του (με εξαίρεση την αφανή εταιρία) 9 . Ο επισπεύδων
δηλαδή δανειστής του εταίρου έχει το δικαίωμα να κατάσχει
απαίτηση του εταίρου προς την εταιρία, ομοίως και ο δανειστής της
εταιρίας να κατάσχει απαίτηση της εταιρία προς τον εταίρο. Επί
αφανούς εταιρίας, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αυτοτελής νομική
προσωπικότητα, η κατάσχεση μπορεί να γίνει μόνο στα χέρια του
διαχειριστή της (εμφανούς εταίρου) ο οποίος θεωρείται τρίτος
σύμφωνα με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου (άρθρο 709 Αστικού
Κώδικα)10.

β)Το ερώτημα του εάν μπορεί ο κατάσχων δανειστής να


είναι ταυτόχρονα και τρίτος, αποτελεί ένα ακόμα πιο πολύπλοκο
σχήμα από αυτό που ήδη αναφέραμε (επισπεύδοντος δανειστή,
οφειλέτη, τρίτου) και αυτό γιατί δεν μιλάμε πλέον για μια τριγωνική
σχέση (επισπεύδοντος δανειστή, οφειλέτη και τρίτου) που κάθε
πρόσωπο είναι και διαφορετικό, αλλά για μία σχέση προσώπων με
τρεις νοητές κορυφές (επισπεύδων δανειστής, οφειλέτης και τρίτος)
που στην πραγματικότητα είναι δύο (επισπεύδων δανειστής,

7
Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2012, σελ. 800-801
8
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2011, σελ 707.
9
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 707.
10
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 707.

11
οφειλέτης και επισπεύδων δανειστής ως τρίτος). Το ερώτημα το
οποίο τίθεται σ’ αυτό το σημείο είναι το εάν μπορεί να υπάρξει
μία τέτοια κατάσχεση με αυτή τη μορφή.

Έχουν υποστηριχθεί δυο απόψεις:


Α)Η πρώτη άποψη αναφέρει πως όταν η απαίτηση του
δανειστή στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και άρα σε εκκαθαρισμένη
απαίτηση, δεν αποδεικνύεται αποδοτική η κατάσχεση εις χείρας του
δανειστή ως τρίτου, αφού συντρέχουν ήδη οι προϋποθέσεις του
συμψηφισμού (άρθρο 440 ΑΚ), ο οποίος μπορεί να προταθεί
ανεμπόδιστα και στο στάδιο της εκτελέσεως (άρθρο 442 ΑΚ).
Β)Κατά την δεύτερη άποψη κατάσχεση στα χέρια του
δανειστή ως τρίτου μόνο υπό την μορφή της συντηρητικής
κατάσχεσης (άρθρο 707 ΚΠολΔ) μπορεί να επιβληθεί (άρθρο 712§2
ΚΠολΔ) ώστε να λειτουργήσει η απαγόρευση εξοφλήσεως από τον
τρίτο (άρθρο 715§4 ΚΠολΔ) και να μπορέσει έτσι ο δανειστής
αυτός, υπό την ιδιότητα του τρίτου, να αρνηθεί την άμεση καταβολή
της ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς τον καθ’ ου η κατάσχεση
οφειλέτη. Όταν η απαίτηση αυτή βεβαιωθεί τελεσιδίκως, ο
συντηρητικώς κατασχών δανειστής καθίσταται δικαιούχος της, υπό
τους όρους του άρθρου 722§§1,2 ΚΠολΔ)11.
Συνεπώς δεδομένου ότι η κατάσχεση εις χείρας του δανειστή
ως τρίτου δεν απαγορεύεται ρητά από τον νόμο, μπορεί να τύχει
εφαρμογής, μόνο όμως με την τήρηση των προϋποθέσεων της
συντηρητικής κατάσχεσης, εφόσον όμως δεν συντρέχουν οι
νόμιμες προϋποθέσεις του συμψηφισμού.

γ)Ερώτημα γεννάται σχετικά με το εάν μπορεί να γίνει


κατάσχεση στα χέρια τετάρτου. Στην πραγματικότητα πρόκειται
για πλαγιαστική άσκηση του δικαιώματος επιβολής κατάσχεσης στα
χέρια του τρίτου (άρθρο 72 ΚΠολΔ). Επί της ουσίας ο δανειστής
επιχειρεί δυνάμει του άρθρου 72 ΚΠολΔ την κατάσχεση στα χέρια
τρίτου, που θα μπορούσε να διενεργήσει ο οφειλέτης του και η
οποία καταλήγει να γίνει στα χέρια τετάρτου.

11
Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2012, σελ 801-802

12
Η θεωρία απάντησε θετικά στην δυνατότητα άσκησης
αυτού του δικαιώματος του δανειστής, στην πράξη όμως η
διαδικασία κατάσχεσης με αυτή την μορφή δεν συναντάται
συχνά.
Ο επισπεύδων δανειστής όμως δια της πλαγιαστικής άσκησης
του δικαιώματος επιβολής κατάσχεσης, επιχειρεί όχι την άμεση
είσπραξη απ’ αυτόν (επισπεύδοντα δανειστή) του οφειλόμενου στον
οφειλέτη του ποσού, αλλά την καταβολή στον οφειλέτη του, του
οφειλόμενου σ’ αυτόν ποσού. Η μορφή αυτή της κατάσχεσης,
μπορεί να γίνει και με το ίδιο κατασχετήριο, καθώς επιβάλλονται
ταυτόχρονα δυο κατασχέσεις στα χέρια τρίτου, μιας πρώτης που
επιβάλλεται από τον δανειστή με την πλαγιαστική άσκηση του
δικαιώματος του οφειλέτη του για την επιβολή κατασχέσεως στα
χέρια τρίτου, και μιας δεύτερης που επιβάλλεται και πάλι από τον
κατασχόντα δανειστή κατά του οφειλέτη του, για την μελλοντική
απαίτηση που έχει αυτός έναντι του τετάρτου δυνάμει της
προηγούμενης κατασχέσεως στα χέρια του, την οποία έχει επιβάλλει
συγχρόνως ο ίδιος ο δανειστής πλαγιαστικά. Έτσι επιτυγχάνεται η
δυνατότητα άμεσης είσπραξης από τον κατασχόντα δανειστή του
οφειλόμενου σ’ αυτόν ποσού12.
Δυνατή ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί η συντηρητική
κατάσχεση στα χέρια τετάρτου (άρθρο 707 ΚΠολΔ)13.

Διαδικασία

Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου επιβάλλεται με την επίδοση


εξωδίκου εγγράφου-κατασχετηρίου, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα
απαραίτητα κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχεία ενός δικογράφου σε
συνδυασμό με το άρθρο 983§1 ΚΠολΔ. Το κατασχετήριο αποτελεί
συστατικό στοιχείο για την επιβολή της κατάσχεσης και ταυτόχρονα
τον απαραίτητο τύπο αυτής14.

12
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2011, σελ 709
13
Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2012, σελ 802
14
Β. Μπρακατσούλας, Αναγκαστική Εκτέλεση, Θεωρία-Νομολογία-Πράξη, 2011, σελ 470

13
Περιεχόμενο κατασχετηρίου

Το κατασχετήριο έγγραφο στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου


θα πρέπει να περιέχει εκτός από τα ουσιώδη στοιχεία που
αναφέρονται στο άρθρο 118 ΚΠολΔ και τα κάτωθι στοιχεία τα
οποία αναφέρονται στο άρθρο 983§1 ΚΠολΔ.
1)Ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης
βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση.
2)Το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση.
3)Επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει το κατασχεμένο
αντικείμενο στον καθ’ ου η εκτέλεση.
4)Διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του
Ειρηνοδικείου ή στην έδρα του Πρωτοδικείου της κατοικίας του
τρίτου εάν ο επισπεύδων δεν κατοικεί στην περιφέρεια του
Ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου.
Γίνεται πάντως δεκτό 15 ότι το κατασχετήριο πρέπει να
περιλαµβάνει και επαρκή στοιχεία αναφορικά µε τον καθορισµό της
έννοµης σχέσεως, από την οποία και προκύπτει η οφειλή του τρίτου
και δη απαιτείται ο προσδιορισµός τόσο του αντικειµένου της
κατασχέσεως όσο και της αιτίας της οφειλής του τρίτου, γεννηµένης
ή µέλλουσας, κατά τα ουσιώδη τουλάχιστον στοιχεία της.
Η µεταφορά των γενικών αυτών παραδοχών στο πεδίο της
κατασχέσεως καταθέσεων του οφειλέτη εις χείρας της Τράπεζας ως
τρίτης, συνεπάγεται την ανάγκη εξειδικεύσεως στο κατασχετήριο
του αντικειµένου της κατασχέσεως και συγκεκριµένα της
χρηµατικής απαιτήσεως και της αιτίας οφειλής της Τράπεζας, ότι
πρόκειται δηλαδή για κατάθεση 16 . Κατ’ επέκταση, ο επισπεύδων
δανειστής οφείλει να προσδιορίσει ο ίδιος επαρκώς την
κατασχόµενη απαίτηση, αναφέροντας το είδος της καταθέσεως από
την οποία αυτή απορρέει, τουλάχιστον µε βάση τη διάκριση των

15
Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 347· Η ίδια, ό.π. 2002, σελ. 446· Μπρίνιας, ό.π.
Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1329 επ.· Καστριώτης, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου (κατά τον ΚΠολΔ),
Τόµος ΙΙΙ (2008), σελ. 232· Ο ίδιος, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων-Μια νέα διάσταση µετά το
ν. 2915/2001 (άρθρο 24), 2007, σελ. 83· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 64
16
ΜΠρΤρικ 738/2002, ΔΕΕ 2002, σελ. 1006

14
καταθέσεων ως αποδοτέες ενόψει ή υπό προειδοποίηση ή µετά από
προθεσµία17.
Η απαίτηση αυτή για το ορισµένο του κατασχετηρίου είναι
άµεσα συσχετιζόµενη και µε την υποχρέωση της Τράπεζας να
προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, η οποία λόγω της
δεσµεύσεώς της από το απόρρητο του ν.δ. 1059/1971 θα παράσχει
µόνο τις αναγκαίες πληροφορίες στο πλαίσιο της δηλώσεως του
άρθρου 985 ΚΠολΔ 18 . Προσέτι δε για το ορισµένο του
κατασχετηρίου αρκεί η αναφορά του είδους της καταθέσεως, ενώ
δεν απαιτείται αναφορά ούτε του αριθµού του τραπεζικού
λογαριασµού ούτε του ύψους του πιστωτικού υπολοίπου του, αλλά
πάντως στην προϋπόθεση της σαφήνειας και του ορισµένου της
απαιτήσεως δεν πληρούται στην περίπτωση της διερευνητικής
κατασχέσεως ή όταν η κατάσχεση περιλαµβάνει όλες τις απαιτήσεις
του καταθέτη κατά της Τράπεζας από οποιαδήποτε απροσδιόριστη
σχέση ή όταν αφορά σε πιστωτικά υπόλοιπα µελλοντικών
λογαριασµών19.
Η έλλειψη ως προς τα απαιτούµενα στοιχεία για την
πληρότητα και το ορισµένο του κατασχετηρίου δεν οδηγεί
αναγκαστικά σε ακυρότητα της επιβληθείσας κατασχέσεως,
αλλά σε δικονοµική ακυρότητα του κατασχετηρίου µε την
επίκληση και απόδειξη δικονοµικής βλάβης κατά το άρθρο 159
αρ. 3 ΚΠολΔ, από τη στιγµή που αυτά δεν τάσσονται µε ποινή
ακυρότητας από το άρθρο 983§1 ΚΠολΔ20

17
Ψυχοµάνης, Η κατάσχεση των καταθέσεων, ΔΕΕ 2002, σελ. 476· Ο ίδιος, Τραπεζικές δραστηριότητες
αµφισβητήσιµης νοµιµότητας (2002), σελ. 196· Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 204.
18
Μάζης, Κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων µετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 24 του ν. 2915/2001,
ΝοΒ
19
2002, σελ. 656
Ψυχοµάνης, ό.π. ΔΕΕ 2002, σελ. 476· Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 197· Ο ίδιος,
ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 203-204· Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. 2002, σελ. 446· Η ίδια, Παραδεκτό και βάσιµο
των λόγων ανακοπής κατά της εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως µε κατάσχεση τραπεζικής
καταθέσεως (Γνωµοδότηση), ΝοΒ 2003, σελ. 2106· Ταµαµίδης, Η κατάσχεση των τραπεζικών
καταθέσεων ιδιωτών υπό το φως της νοµολογίας µετά το άρθρο 24 ν. 2915/2001 (2005), σελ. 32-33·
Καστριώτης, ό.π. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, σελ. 233-234· Ο ίδιος, ό.π. 2007, σελ. 84. Βλ. και
ΜΠρΤρικ 738/2002, ΔΕΕ 2002, σελ. 1006, όπου επίσης επισηµαίνεται ότι « δεν απαιτείται ειδικότερη
αναφορά της µορφής της κατάθεσης ούτε του αριθµού του λογαριασµού, του οποίου η ανεύρεση είναι
ευχερής εφόσον αναφέρονται στο κατασχετήριο τα στοιχεία του οφειλέτη-καταθέτη, οπότε η τράπεζα
βάσει αυτών ανευρίσκει ευχερώς τον αριθµό του λογαριασµού, ούτε και του υποκαταστήµατος στο
οποίο υπάρχει η κατάθεση, το οποίο, επίσης, ευχερώς ανευρίσκεται µετά τον προσδιορισµό του
αριθµού του λογαριασµού».
20
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1333· Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 346· Η
ίδια, ό.π. 2002, σελ. 446-447· Η ίδια, ό.π. ΝοΒ 2003, σελ. 2106· Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 33·
Καστριώτης, ό.π. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, σελ. 234· Ο ίδιος, ό.π. 2007, σελ. 85. Έτσι και οι ΕφΑθ
5986/1993, ΕλλΔνη 1994, σελ. 459· ΠΠρΑθ 6111/2006, ΝοΒ 2007, σελ. 115. Βλ. ακόµη
Ψυχοµάνη, ό.π. ΔΕΕ 2002, σελ. 476· Τον ίδιο, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 198, σύµφωνα µε
τον οποίο η ακυρότητα του κατασχετηρίου λόγω του µη ορισµένου περιεχοµένου του, υποχρεώνει
την τράπεζα µε βάση τη σχέση εµπιστοσύνης προς τον πελάτη της να µη προβεί στη δήλωση του
άρθρου 985 ΚΠολΔ.

15
Εποµένως, «η πληρότητα των στοιχείων του κατασχετηρίου
κρίνεται αποκλειστικά µε γνώµονα τη δικονοµική βλάβη που
µπορεί να προκαλέσει η έλλειψη ή ατέλειά τους. Ο λόγος της
ανακοπής ότι το κατασχετήριο που επιδόθηκε είναι άκυρο, γιατί δεν
περιέχει τα αναγκαία στοιχεία του νόµου (άρθρο 983§1 ΚΠολΔ),
πρέπει συγχρόνως να συνοδεύεται από τον εξειδικευµένο ισχυρισµό
ότι οι ελλείψεις ή ατέλειες του κατασχετηρίου αυτού προκάλεσαν
δικονοµική βλάβη που δεν µπορεί διαφορετικά να θεραπευθεί παρά
µόνο µε την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολΔ). Αν
η βλάβη δεν προσδιορίζεται εξειδικευµένα υπάρχει αοριστία»21. Η
Τράπεζα, ως τρίτη, μπορεί να προσβάλλει το κύρος της
κατασχέσεως για έλλειψη των αναγκαίων στοιχείων του
κατασχετηρίου κατ’ άρθρο 983§1 ΚΠολΔ, βάσει άρθρου 987
ΚΠολΔ, είτε µε ένσταση στην ενδεχόµενη δίκη της ανακοπής
(άρθρο 986 ΚΠολΔ) του κατασχόντος δανειστή κατά της ρητής ή
σιωπηρής δηλώσεως της Τράπεζας είτε µε την αυτοτελή ανακοπή
του άρθρου 583 ΚΠολΔ22 . Δύσκολα όµως θα µπορούσε να δεχθεί
κανείς την πρόκληση βλάβης στην Τράπεζα, η οποία µέσω του on
line συστήµατος που διαθέτει δύναται να ελέγχει άµεσα τις κάθε
µορφής καταθέσεις και δη µε τρόπο που να µην οδηγεί σε
παραβίαση των ορίων του απορρήτου µε τη δήλωση του άρθρου
985 ΚΠολΔ που θα κληθεί να υποβάλλει.23.
Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η επίδοση του
κατασχετηρίου, μία στον τρίτο εις χείρας του οποίου θα γίνει η
κατάσχεση και μια δεύτερη στον καθ’ ου η κατάσχεση-οφειλέτη η
οποία σύμφωνα με το άρθρο 983§2 ΚΠολΔ θα πρέπει να γίνει μέσα
σε οκτώ ημέρες από την πρώτη επίδοση24.

21
ΜΠρΘεσ 30152/2002, ΝοΒ 2004, σελ. 284. Εν προκειµένω, απορρίφθηκε ως νοµικά αβάσιµος ο
λόγος ανακοπής του καθού η κατάσχεση, ο οποίος συνίστατο στην παράλειψη του κατασχόντος να
αναφερθεί µε το κατασχετήριό του στον αριθµό και το είδος του λογαριασµού καθώς και στο
συγκεκριµένο υποκατάστηµα της τραπέζης, στο οποίο υφίστατο η κατάσχεση, χωρίς όµως να
συνοδεύεται από την επίκληση και απόδειξη δικονοµικής βλάβης λόγω των παραπάνω ελλείψεων. Η
συγκεκριµένη απόφαση υιοθέτησε την άποψη που διατυπώθηκε από τη Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. ΝοΒ2003,
σελ. 2105-2107
22
Ψυχοµάνης, ό.π. ΔΕΕ 2002, σελ. 477· Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 199· Κοτσίρης,
Τραπεζικό απόρρητο και κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων, στον τόµο Σύγχρονα προβλήµατα
Εµπορικού Δικαίου (2006), σελ. 574. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 382-384, όπου και
αναλύεται η άµυνα του τρίτου κατά του κύρους της κατασχέσεως κατά το άρθρο 987

ΚΠολΔ, ο οποίος έχοντας την ιδιότητα του τρίτου δεν νοµιµοποιείται στην άσκηση της ανακοπής του
άρθρου 933 ΚΠολΔ. Την ανακοπή όµως του 933 ΚΠολΔ νοµιµοποιείται να ασκήσει ο καθού η εκτέλεση
οφειλέτης, προβάλλοντας ως λόγο ανακοπής την ακυρότητα του κατασχετηρίου λόγω µη πληρότητας
και
23
ακρίβειας του περιεχοµένου του
Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. ΝοΒ 2003, σελ. 2106· Η ίδια, ό.π. 2002, σελ. 447· Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 33-34
24
Β. Μπρακατσούλας, ο.π., σελ 470

16
Αμφισβητούμενο είναι το ζήτημα του εάν η επίδοση του
κατασχετηρίου στον καθ’ ου αποτελεί στοιχείο του «ειδικού»
πραγματικού και συνεπώς όρο του υποστατού ή αντιθέτως αν η
ίδια αυτή επίδοση συνιστά στοιχείο του γενικού πραγματικού
και συνεπώς προϋπόθεση του κύρους της κατάσχεσης. Υπό την
πρώτη εκδοχή, η κατάσχεση θεωρείται ως συντελεσθείσα με την
κοινοποίηση του κατασχετηρίου τόσο προς τον καθ’ ου όσο και
προς τον τρίτο25, ενώ υπό την δεύτερη εκτιμάται ως τελειωθείσα με
μόνη την κοινοποίηση του κατασχετηρίου προς τον τρίτο26.
Επιχείρημα υπέρ της εκδοχής της ανάγουσας την κοινοποίηση
του κατασχετηρίου στον καθ’ ου όχι σε όρο του υποστατού αλλά
του κύρους της κατάσχεσης, παρέχει τόσο η γενετική ερμηνεία του
άρθου 983 ΚΠολΔ, η οποία εξηγεί την ως άνω υφιστάμενη
αμφισημία, όσο και η ιστορική της καταγωγή, το λεγόμενο
«arrestatorium», δηλαδή η απευθυνόμενη στον τρίτο διαταγή να μην
εκπληρώσει την έναντι του καθ’ ου υποχρέωσή του, ανέκαθεν
αποτελούσε τη συστατική της κατάσχεσης διαδικαστική πράξη, ενώ
το «inhibitotium» δηλαδή η απευθυνόμενη στον καθ’ ου επιταγή να
μην απαλλοτριώσει το κατασχεθέν στοιχείο της περιουσίας του,
επείχε θέση απλής γνωστοποίησης της ήδη επιβληθείσας
αναγκαστικής κατάσχεσης, ώστε να θεμελιωθεί η ποινική ευθύνη
του καθ’ ου, αν αυτός προέβαινε στη διάθεση του κατασχεθέντος
αντικειμένου27.
Υποστηρίζεται εντούτοις ότι η τελολογική ερμηνεία του
άρθρου 983§§1,2 ΚΠολΔ υπαγορεύει την αποδοχή της αντίθετης
εκδοχής, της ανάγουσας την κοινοποίηση του κατασχετηρίου
στον καθ’ ου σε όρο του υποστατού και όχι του κύρους της
κατάσχεσης, δοθέντος ότι «…για να επέλθει η τέλεια νομική
δέσμευση.. (και) να εκπληρωθεί με πληρότητα η δεσμευτική
ενέργεια της κατασχέσεως είναι απαραίτητο να διενεργηθούν οι

25
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως , τόμος ΙΙ, Ειδικό μέρος, 2001, σελ 753, Μάζης,
Μερικές σκέψεις για την κατάσχεση σε χέρια τρίτου (Και ιδιαίτερα σε Τράπεζα ως Τρίτη) in: ΔΕΕ 3
(1997), Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος ΙΙ, Ειδικό μέρος, 2012, σελ 647 επ,
η
Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2 έκδοση, 2012, σελ 434
26
Καστριώτης, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τόμος ΙΙ, 2009, σελ 23 επ., ο ίδιος, Η έναρξις της
προθεσμίας προς υποβολήν δηλώσεως τρίτου, in: Αρμ 33 (19790, σελ 214-215, ο ίδιος, Αι πλημμέλειαι
των διατάξεων του ΚΠολΔ περί των συνεπειών της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου κλπ, in: Αρμ 37
(1983) σελ 450, ο ίδιος, Επί κατασχέσεως του δανειστού εις τας ιδίας εαυτού χείρας ως τρίτου απαιτείται
επίδοσις του κατασχετηρίου και εις εαυτόν, in:Αρμ 36 (1982) σελ 471-472
27
Π. Κολοτούρος, Συνέπειες της αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, σελ 4.

17
επιδόσεις του κατασχετηρίου εγγράφου τόσο στον τρίτο όσο και
στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη…»28.
Τούτο ωστόσο ορισμένοι νομικοί υποστηρίζουν ότι δεν
φαίνεται ορθό εκ διττού κυρίως λόγου:
Πρώτον διότι περί ανυπόστατης ή αυτοδικαίως άκυρης
διαδικαστικής πράξεις πρόκειται οσάκις το δίκαιο αρνείται να
προσδώσει σε αυτήν συγκεκριμένη νομική μορφή και συνεπώς να
αποδώσει στην πράξη οιασδήποτε μορφής έννομες συνέπειες29. Το
άρθρο 984§2 ΚΠολΔ προσδίδει όμως στην επίδοση του
κατασχετηρίου στον τρίτο έννομες συνέπειες, και δη τις εκεί
αναφερόμενες επιταγές και απαγορεύσεις.
Και δεύτερον διότι η επαγγελόμενη εντελής νομική δέσμευση
του κατασχόμενου αντικειμένου ουδέποτε μπορεί να υπάρξει, ενόσω
ο νόμος συνδέει και εξαρτά το χρονικό σημείο έναρξης των
συνεπειών της κατάσχεσης, που αφορούν στον καθ’ ου η κατάσχεση
αφενός και στον τρίτο οφειλέτη, αφετέρου από την προς ένα έκαστο
εξ αυτών επίδοση του κατασχετηρίου, καταλείποντας μεταξύ των
δύο επιδόσεων «κενό» ή «νεκρό» χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
(άρθρα 983§2 σε συνδυασμό με 984§§1,2 ΚΠολΔ)30.
Αναλογιζόμενοι άρα ποιού γενικότερου σκοπού η ρύθμιση του
άρθρου 984§§1,2 ΚΠολΔ αποτελεί το μέσον και ποιού ειδικότερου
μέσου αποτελεί αυτή σκοπό, βέβαιο είναι ότι, προκειμένου να
ενταχθεί ή τουλάχιστον να μη προσκρούει στη τελολογία της
κατάσχεσης ως θεσμού του δικονομικού δικαίου, οφείλει να υποστεί
τη διορθωτική ερμηνεία. Εφόσον λοιπόν οι δυο πρώτες παράγραφοι
του άρθρου 984§§1,2 ΚΠολΔ συνεκφέρονται ως μέρη ενός
συστήματος που θεσμικά μεν επιδιώκει, κανονιστικά όμως δεν
επιτυγχάνει την εξασφάλιση του κατασχόντος δανειστή, οφείλουν
να συναιρεθούν σε μία, και δη κατά τρόπο ώστε η έναρξη των
συνεπειών της κατάσχεσης, τόσο για τον καθ’ ου η κατάσχεση όσο
και για τον τρίτο οφειλέτη, να μη διαφοροποιείται αλλ’ αντιθέτως να
συμπίπτει σε ένα και το αυτό χρονικό σημείο, στο χρονικό δηλαδή
σημείο της κοινοποίησης του κατασχετηρίου στον τρίτο οφειλέτη. Η
κατάσχεση αποκτά έτσι υπόσταση με μόνη την προς τον τρίτο

28
Τσικρικάς, Ζητήματα από την επίδοση πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, 2002, σελ 27-28
29
Μητσόπουλος, Πλειστηριασμός επί την βάσει προγράμματος εκδοθέντος παρ’ αναρμοδίου οργάνου,
in: Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, 1983, σελ 665-668
30
Π. Κολοτούρος, ο.π., σελ 4,5

18
επίδοση του κατασχετηρίου, έκτοτε δε αναπτύσσει το σύνολο
των ουσιαστικού δικαίου εννόμων συνεπειών της κυρίως
δηλαδή την απαγόρευση της διάθεσης του κατασχεθέντος από
τον καθ’ ου και την απαγόρευση της εξόφλησης αυτού από τον
τρίτο οφειλέτη31.

Συνέπειες κατάσχεσης για τον καθ’ ου

α)Απαγόρευση διαθέσεως

Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου όπως άλλωστε και κάθε άλλη


κατάσχεση έχει ως άμεση έννομη συνέπεια ότι το κατασχεμένο
αντικείμενο αφαιρείται από την εξουσία διαθέσεως του καθ’ ου η
εκτέλεση.
Όταν αντικείμενο της κατασχέσεως είναι οι απαιτήσεις
(982§1α ΚΠολΔ) η διάταξη καλύπτει κυρίως την απαγόρευση της
εκχωρήσεως (455 επ. ΑΚ), όπως και της ενεχυριάσεως της
απαιτήσεως (1248 ΑΚ).
Αν πάλι το αντικείμενο της κατασχέσεως είναι κινητό πράγμα
(982§1β ΚΠολΔ) πρόκειται για την απαγόρευση της απώλειας,
επιβαρύνσεως ή αλλοιώσεως του (π.χ. πώληση, γονική παροχή,κλπ)
από οποιαδήποτε αιτία.
Ο χρόνος ενάρξεως της απαγορεύσεως διαθέσεως για τον καθ’
ου συνδέεται, δυνάμει ρητής διατάξεως (984§1 ΚΠολΔ)
αποκλειστικά με τον χρόνο επιδόσεως του κατασχετηρίου στον
καθ’ ου, έστω και αν το κατασχετήριο δεν έχει ακόμη επιδοθεί
στον τρίτο32.

31
Π. Κολοτούρος, ο.π. σελ 5,6
32
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2011, σελ. 732-733

19
β)Ανυπαρξία απαγορεύσεως των πολλαπλών κατασχέσεων.

Η επιβολή πρώτης κατάσχεσης στα χέρια τρίτου δεν εμποδίζει


την επιβολή και δεύτερης ή τρίτης κλπ κατάσχεσης από άλλον
δανειστή του καθ’ ου ή και από τον ίδιο για άλλη όμως απαίτηση. Ο
τρίτος υποχρεώνεται να προχωρεί κάθε φορά σε δήλωση, με την
οποία πρέπει να αναγγέλλει και όλες τις κατασχέσεις που
προϋπάρχουν (985§1 ΚΠολΔ)33

γ)Ανυπαρξία απαγορεύσεως ασκήσεως αγωγής ή


επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως.

Δεν είναι συνέπεια της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου η


αποστέρηση της νομιμοποιήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη
για τη διεξαγωγή της δίκης ή για την επίσπευση της αναγκαστικής
εκτελέσεως σχετικά με το αντικείμενο (απαίτηση, κινητό πράγμα)
που κατασχέθηκε (984§4 εδ. α ΚΠολΔ). Η κατάσχεση στα χέρια
τρίτου δεν στερεί τον καθ’ ου η εκτέλεση από το δικαίωμα
ασκήσεως αγωγής ή αναγγελίας. Η ρύθμιση αυτή υπήρξε
προκειμένου να μην υπάρχουν καταδολιευτικές ενέργειες των
οφειλετών οι οποίοι αν δεν υπήρχε η ρύθμιση αυτή, θα μπορούσαν
προκειμένου να καταστήσουν ανενεργά τα καταδιωκτικά μέσα των
δανειστών τους να εμφανίζουν ως δανειστές των δανειστών τους
εικονικά πρόσωπα που επιβάλλουν κατάσχεση στα χέρια τους ως
τρίτων34.

33
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ 737
34
Π.Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ 738

20
Συνέπειες κατάσχεσης για τον τρίτο

α)Απαγόρευση εξόφλησης της κατασχεμένης απαίτησης.

Το άρθρο 984§2 εδ. α, με την ρύθμιση που εισάγει,


συμπληρώνει την απαγόρευση διαθέσεως που επιβάλλεται σε βάρος
του καθ’ ου η εκτέλεση (984§1 ΚΠολΔ) δεσμεύοντας έτσι
αμφιμερώς την κατασχεμένη απαίτηση υπέρ του δανειστή που
επιβάλλει την κατάσχεση.
Με την παραπάνω απαγόρευση καλύπτεται κάθε
αποσβεστικός λόγος της ενοχής που προκαλεί ικανοποίηση του καθ’
ου η εκτέλεση-δικαιούχου της απαιτήσεως (π.χ. καταβολή, δόση
αντικαταβολής, κλπ).
Η απαγόρευση εξοφλήσεως της κατασχεμένης απαίτησης
αρχίζει από την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο, ακόμη και
αν δεν έχει ολοκληρωθεί η κατάσχεση στα χέρια τρίτου με την
επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου η εκτέλεση. Ο τρίτος
δηλαδή καλείται να μην καταβάλλει στον δανειστή του έστω και αν
ο τελευταίος δεν έχει ακόμα λάβει γνώση της κατασχέσεως.
Στην περίπτωση δε που ο τρίτος καταβάλει στον δικαιούχο
της απαιτήσεως-καθ’ ου η κατάσχεση, δεν απαλλάσσεται, αλλά
είναι τότε υποχρεωμένος να καταβάλει στον δανειστή που
επέβαλε την κατάσχεση για δεύτερη φορά35.

β)Απαγόρευση συμψηφισμού της κατασχεμένης απαίτησης.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διακρίνουμε σχετικά με το εάν


η απαίτηση του τρίτου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση ήταν
προγενέστερη η μεταγενέστερη της επίδοσης του κατασχετηρίου
από τον επισπεύδοντα δανειστή.

35
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 739-740

21
Στην περίπτωση που η απαίτηση αποκτήθηκε πριν από την
κατάσχεση ο νόμος προβλέπει το επιτρεπτό του συμψηφισμού στον
τρίτο (449 ΑΚ και 984§2α ΚΠολΔ).
Όταν όμως πρόκειται για ανταπαίτηση του τρίτου που
αποκτήθηκε μετά την κατάσχεση της απαιτήσεως στα χέρια του, ο
επισπεύδων δανειστής έχει το δικαίωμα της κατάσχεσης και κάθε
συμψηφισμός από τον τρίτο απαγορεύεται36.
Σκοπός της ρύθμισης αυτής αποτελεί η αποτροπή
καταδολιευτικών συνεννοήσεων μεταξύ του καθ’ ου και του
τρίτου οφειλέτη, κατατείνοντας στην άμεση εξόφληση της προς τον
καθ’ ου χρηματικής οφειλής του αλλά στην άμεση ικανοποίηση της
κατ’ αυτού ομοειδούς ανταπαίτησής του37

γ)Απαγόρευση απόδοσης των κινητών

Το άρθρο 984§2 εδ 1 επιβάλλει στον τρίτο και την


απαγόρευση απόδοσης των κινητών σε εκείνον κατά του οποίου
έγινε η κατάσχεση 38 , καθώς όταν τα κινητά αυτά βρίσκονται στα
χέρια του τρίτου αυτός καθίσταται μεσεγγυούχος αυτών,
ευθυνόμενος κατά το άρθρο 984§3 ΚΠολΔ για τη φύλαξή τους39

δ)Απαγόρευση διάθεσης του κατασχεμένου σε τρίτους

Το άρθρο 984§2 εδ α περ. δ ΚΠολΔ απαγορεύει την διάθεση


του κατασχεθέντος πράγματος σε τρίτους. Εάν δε αυτός στα χέρια
του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση είναι κύριος του κατασχεθέντος
πράγματος, η απαγόρευση αυτή δεν τον καταλαμβάνει. Εάν όμως
δεν είναι κύριος αυτός, αλλά ο καθ’ ου η κατάσχεση, ο τρίτος
στερείται της εξουσίας ελεύθερης διαθέσεως του κατασχεθέντος 40.
Η ρύθμιση αυτή προβλέφθηκε προκειμένου να αποτρέψει την
36
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 741-742
37
Π. Κολοτούρος, ο.π., σελ 15
38
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 744
39
Π. Κολοτούρος, ο.π. σελ 18, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος ΙΙ, Ειδικό μέρος, 2012,
σελ 674
40
Π. Κολοτούρος, ο.π. σελ 18

22
επέλευση απέναντι στον κατασχόντα των συνεπειών που
αναγνωρίζει το ουσιαστικό δίκαιο για την περίπτωση κτήσεως
δικαιώματος παρά μη δικαιούχου (1036 επ. ΑΚ)41.
Ένα ζήτημα το οποίο αξίζει αναφοράς και εξέτασης αποτελεί
το εάν η ρύθμιση του άρθρου 984§2 εδ α περ. δ ΚΠολΔ ισχύει και
στην περίπτωση της αναγκαστικής κατάσχεσης άυλων επενδυτικών
αξιογράφων, καταχωρημένων υπό μορφή λογιστικών εγγράφων σε
λογαριασμούς αξιών στα ηλεκτρονικά αρχεία του Συστήματος
Άυλων Τίτλων του Ελληνικού Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων Α.Ε.
Δεδομένου ότι οι άυλοι επενδυτικοί τίτλοι αποτελούν αντικείμενο
ευρείας κυκλοφορίας, ήδη δε και διεθνοποιημένης εμπορίας στις
σύγχρονες κεφαλαιαγορές 42 , καθώς επίσης και ότι αναντίρρητη
προβάλλει η ανάγκη διατήρησης της λειτουργικής ικανότητας των
αγορών και της εμπιστοσύνης των συναλλασσόμενων στο
περιβάλλον τους επενδυτών 43 και τέλος ότι στην περίπτωση της
κατάσχεσης άυλων επενδυτικών τίτλων κρίσιμη δεν είναι η
μεταβίβαση στον κατασχόντα δανειστή του όποιου μετοχικού ή
συμμετοχικού δικαιώματος ενσωματώνεται στους τίτλους, αλλά η
τιμή της ρευστοποίησης αυτών, ορθότερο είναι να δεχτούμε ότι η
διάταξη του άρθρου 984§2 εδ α περ δ ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται
στην συγκεκριμένη περίπτωση και κατά συνέπεια η
χρηματιστηριακή εκποίηση άυλων επενδυτικών αξιογράφων είναι
έγκυρη και προσπορίζει κυριότητα στον αντισυμβαλλόμενο
αγοραστή παρά την προηγούμενη επιβολή αναγκαστικής
κατάσχεσης στον λογαριασμό του πωλητή 44 . Ο κατασχών
δανειστής όμως δύναται να προβεί σε κατάσχεση εις χείρας του
χειριστή του λογαριασμού του καθ’ ου η εκτέλεση (πωλητή των
άυλων τίτλων) προκειμένου να εισπράξει αυτός (ο δανειστής) το
τίμημα από την πώληση των τίτλων45.

41
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 744
42
Ταρνανίδου, Η Ελληνική Κεφαλαιαγορά ενόψει της Πρότασης Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τα
Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων, 2012, σελ 925-927
43
Καραγκουνίδη, Προστασία του επενδυτή στο δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών, 2007, σελ 209 επ,
σελ 232 επ.
4444
Τσιμπανούλης, Οι επενδυτικοί άυλοι τίτλοι στην τομή εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου, 2009, σελ
351 επ., ο ίδιος, Η αναγκαστική κατάσχεση άυλων μετοχών, 2002, σελ 823 επ.
45
Τσιμπανούλης, ο.π. σελ 833

23
ε)Κτήση της ιδιότητας του μεσεγγυούχου

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 984§3 ΚΠολΔ «αφότου


του κοινοποιηθεί η κατάσχεση, ο τρίτος γίνεται μεσεγγυούχος»,
ευθυνόμενος για την διατήρηση της υλικής του υπόστασης, για την
επίβλεψη και την συντήρησή του μέχρι τον πλειστηριασμό και την
παράδοσή του στον υπερθεματιστή. Ο τρίτος συνεπώς ως
μεσεγγυούχος δεν είναι απλός κάτοχος του κατασχεθέντος
πράγματος, αλλά ως κάτοχος ασκεί δημόσια εξουσία, απορρέουσα
από τη δημοσίου δικαίου σχέση της μεσεγγύησης που κατατείνει
στην υλική δέσμευση του κατασχεθέντος46.

Δήλωση Τρίτου

Σύμφωνα με το άρθρο 985 ΚΠολΔ ο τρίτος σε βάρος του


οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση από τον επισπεύδοντα δανειστή, έχει
την υποχρέωση να δηλώσει μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών (ή
τριάντα ημερών47) από την επίδοση προς αυτόν του κατασχετηρίου,
ενώπιον του Γραμματέα του κατά τόπο αρμοδίου Ειρηνοδικείου του
τόπου κατοικίας εκείνου που δηλώνει, εάν είναι ή όχι οφειλέτης της
κατασχεθείσας απαίτησης, αν κατέχει ή όχι το κατασχεθέν πράγμα
και αν έχει ή όχι προηγουμένως κατασχεθεί για ορισμένο ποσό το
ίδιο αντικείμενο από άλλον δανειστή του καθ’ ου η κατάσχεση
οφειλέτη. Στην περίπτωση δε που ο τρίτος είναι πιστωτικό ίδρυμα,
το τελευταίο υποχρεούται ακόμη να δηλώσει εάν η κατασχεθείσα
απαίτηση εμπίπτει στον κύκλο των κατ’ άρθρο 982§2 στοιχ. γ και δ
ΚΠολΔ ακατάσχετων αξιώσεων, αξιώσεων δηλαδή διατροφής,
μισθών, συντάξεων, ασφαλιστικών παροχών κλπ (985§1 ΚΠολΔ)48.
Το περιεχόμενο συνεπώς της δήλωσης του τρίτου οδηγεί στο να
θεωρηθεί η δήλωση αυτή άλλοτε ως καταφατική αποτελούσα
εκτελεστό τίτλο κατά του τρίτου (άρθρο 989 ΚΠολΔ) και άλλοτε
ως αρνητική ή ανακριβής, η οποία συνιστά τη διαδικαστική πράξη
της εκτελέσεως που θα μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή από το
επισπεύδοντα (άρθρο 986 ΚΠολΔ) όπως και το νομικό θεμέλιο για
46
Π. Κολοτούρος, ο.π., σελ 20
47
Το Δημόσιο ως τρίτος
48
Π. Κολοτούρος, ο.π. σελ. 20

24
την επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ του επισπεύδοντος και σε βάρος
του τρίτου (άρθρο 985§3 ΚΠολΔ)49.

Νομική φύση της δήλωσης τρίτου

Η δήλωση τρίτου χαρακτηρίζεται ως εξώδικη πράξη καθώς


πραγματοποιείται εκτός δίκης, ωστόσο όμως ως πράξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης είναι πράξη διαδικαστική, με την έννοια
ότι διέπεται από τους κανόνες των διαδικαστικών πράξεων της
διαγνωστικής διαδικασίας, εφόσον αυτοί οι κανόνες δεν είναι
αντίθετοι με τη φύση της.
Δεδομένου ότι πρόκειται για μια εξώδικη καταρχήν πράξη δεν
είναι απαραίτητο, αλλά μπορεί να υποβληθεί μέσω πληρεξούσιου
δικηγόρου. Επιτρέπεται συνεπώς και η αυτοπρόσωπη υποβολή της
δήλωσης τρίτου, ή μέσω οποιουδήποτε άλλου πληρεξουσίου, με
γενική ή ειδική εντολή που μπορεί να χορηγηθεί και με ιδιωτικό
έγγραφο (π.χ. με επιστολή) ή και ατύπως.
Ακόμη η δήλωση τρίτου δεν μπορεί να ακυρωθεί για
ελαττώματα βουλήσεως (πλάνη, απάτη, απειλή κατ’ άρθρα 140,
147, 150 ΑΚ αντίστοιχα) αλλά μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα,
εκτός αν έχει δημιουργηθεί ευνοϊκή δικονομική κατάσταση για τον
κατάσχοντα50.

Θετική δήλωση τρίτου και περιεχόμενο αυτής

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω εάν ο τρίτος δηλώσει ότι


υφίσταται η απαίτηση που κατασχέθηκε ή ότι έχει στα χέρια του το
κατασχεμένο πράγμα ή ότι έχει υποχρέωση για την μεταβίβαση της
κυριότητας του πράγματος τότε η δήλωση αυτή χαρακτηρίζεται
ως θετική δήλωση τρίτου. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να
προσδιορίζει με τρόπο σαφή, ειδικό και εξατομικευμένο ποιο είναι

49
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 745
50
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 747

25
το κινητό, με ποιες συγκεκριμένες νομικές συνθήκες βρίσκεται αυτό
στην κατοχή του και ότι αυτό δεν ανήκει στην κυριότητά του51.
Πρόκειται για προθεσμία ενέργειας, το οποίο σημαίνει ότι ο
τρίτος οφείλει να πράξει, να υποβάλλει δηλαδή δήλωση μέσα στην
προθεσμία την οποία θέτει ο νόμος, εν προκειμένω αυτή των οκτώ
(ή τριάντα) ημερών. Σε περίπτωση που η προθεσμία παρέλθει
άπρακτη, η όποια δήλωση υποβληθεί θεωρείται εκπρόθεσμη και
συνεπώς μη ασκηθείσα. Μπορεί βέβαια η προθεσμία να αναβιώσει
σύμφωνα με τις διατάξεις για την επαναφορά των πραγμάτων στην
προτέρα κατάσταση (άρθρ. 152 ΚΠολΔ)52.
Με την παρέλευση οκτώ ή τριάντα ημερών από την επίδοση
του κατασχετηρίου στον καθ’ ου και υπό την προϋπόθεση ότι η
κατασχεθείσα απαίτηση αρκεί για την ικανοποίηση τόσο του
πρώτου κατασχόντος όσο και των λοιπών, των εντός της κατ’ άρθρο
988§1 εδ. α ΚΠολΔ προθεσμίας κατασχόντων δανειστών,
δημιουργείται νόμιμο δικαίωμα αυτών να, ζητήσουν πλέον ως
εκδοχείς της κατασχεθείσας απαίτησης, την καταβολή στον καθένα
του ποσού, για το οποίο έκαστος επέβαλε κατάσχεση, και
αντίστοιχα νόμιμη υποχρέωση του τρίτου να καταβάλει το ποσό για
το οποίο επιβλήθηκαν οι σε βάρος του κατασχέσεις53. Αρνούμενου
δε του τρίτου να εξοφλήσει την κατασχεθείσα και ήδη εκχωρηθείσα
απαίτηση κατά το ποσό που αναλογεί στις καθ’ έκαστον
επιβληθείσες κατασχέσεις, χωρεί αναγκαστική εκτέλεση κατά της
ατομικής περιουσίας του τρίτου βάσει της καταφατικής δήλωσής
του ως τίτλου εκτελεστού (άρθρο 989 ΚΠολΔ και 904§2 περ. ζ
ΚΠολΔ)54.
Αν η κατασχεθείσα απαίτηση δεν επαρκεί για την
ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των κατασχόντων δανειστών, ο
τρίτος οφείλει βάσει του άρθρου 988§1 εδ β και γ ΚΠολΔ, να
προβεί σε δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος ποσού, ώστε να
ακολουθήσει η διαδικασία της διανομής του καταθέματος κατ’
εφαρμογή των άρθρων 974 επ.ΚΠολΔ. Σε περίπτωση δε άρνησης
του τρίτου να παρακαταθέσει το ποσό της κατασχεθείσας

51
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 749
52
ΑΠ 15/1993, ΝοΒ 1993, σελ. 1069, Μπρίνιας, ΑνΕκτΙΙΙ, σελ. 1374 (§459), Νίκας ΑνΕκτΙΙ, § 60, αρ.
1449, σελ. 685, Καστριώτης, ΚατΧ, σελ. 300
53
Καστριώτη, Προβλήματα περί την εφαρμογή του άρθρου 988 ΚΠολΔ, σελ 129, Μπέης, Παρατηρήσεις
υπό την Μον Πρωτ Αθ 11410/1976, σελ 562
54
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ. ΙΙ, 2009, σελ 872 επ. Νικολόπουλος,
η
Αναγκαστική εκτέλεση, 2 έκδοση, 2012, σελ 447.

26
απαίτησης, δύναται οποιοσδήποτε δανειστής να ασκήσει
καταψηφιστική αγωγή με αίτημα την καταδίκη του τρίτου σε
ενέργεια υλικής πράξης (άρθρο 946§1 ΚΠολΔ) στη δημόσια
κατάθεση του κατασχεθέντος ποσού, ώστε να καταστεί στη
συνέχεια εφικτή η διανομή του55.
Ένα ζήτημα το οποίο ανακύπτει είναι εαν η εκχώρηση αυτή
γίνεται «αντί» ή «χάριν» καταβολής. Γίνεται δεκτό56 ότι η εκχώρηση
αυτή γίνεται «χάριν» καταβολής, μιας και με την εκχώρηση δεν
αποσβένεται η αξίωση του κατασχόντος απέναντι στον οφειλέτη,
αλλά βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 951 ΚΠολΔ, το οποίο δίνει τη
δυνατότητα στον κατασχόντα δανειστή να επιλέξει εκείνος το μέσο
αναγκαστικής εκτέλεσης που θα εφαρμόσει, χωρίς η εφαρμογή του
ενός να αποκλείει κάποιο άλλο. Έτσι δεν παύει η υποχρέωση του
καθού οφειλέτη απέναντι στον επισπεύδοντα δανειστή για την
ικανοποίηση της απαίτησής του.
Όσον αφορά τις υπό αίρεση απαιτήσεις θα πρέπει να
επισημάνουμε τα εξής:
Παρόλο που οι υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία
απαιτήσεις δεν είναι ακόμα ληξιπρόθεσμες, μπορούν εγκύρως να
εκχωρηθούν57. Αυτό βέβαια που στην πραγματικότητα εκχωρείται
είναι το δικαίωμα προσδοκίας για την πλήρωση της αίρεσης και τη
γέννηση της απαίτησης 58 . Μέσω λοιπόν του δικαιώματος
προσδοκίας εκχωρείται και η υπό αίρεση απαίτηση. Η σκέψη αυτή
ενδυναμώνει την άποψη ότι ο τρίτος έχει υποχρέωση υποβολής
θετικής δήλωσης, σχετικά με την ύπαρξη της υπό αίρεση ή
προθεσμία απαίτησης, ακόμα κι αν αυτή δεν έχει καταστεί
ληξιπρόθεσμη, εφόσον δεν έχει επέλθει το μέλλον και αβέβαιο
γεγονός από το οποίο εξαρτάται.

Όσον αφορά μέλλουσες απαιτήσεις θα πρέπει να


επισημάνουμε τα εξής:

55
Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2012, σελ 725 επ, Κεραμεύς-
Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σελ 1927
56
Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμ ΙΙΙ, σελ. 1386 (§463)
57
Αστ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, σελ. 184.
58
ΕφΑθ 7709/2005, ΝοΒ 2006, σελ. 231

27
Είναι κατά το δίκαιο μας ανεκτή και η εκχώρηση μελλοντικών
απαιτήσεων 59 . Είναι λοιπόν έγκυρες όλες οι εκχωρήσεις
μελλοντικών απαιτήσεων, που πηγάζουν από ήδη γεννημένες και
υπάρχουσες βασικές έννομες σχέσεις 60 . Γίνεται έτσι ακόμα πιο
φανερή η υποχρέωση κατ’ αρχάς του τρίτου να δηλώσει,
προβαίνοντας σε θετική δήλωση, την ύπαρξη της βασικής έννομης
σχέσης από την οποία θα προκύψουν μελλοντικές απαιτήσεις και οι
οποίες μετά την παρέλευση του κρίσιμου χρόνου, όπως θα δούμε
αμέσως παρακάτω, εκχωρούνται αναγκαστικά εκ του νόμου στον
κατασχόντα δανειστή, χωρίς να προκύπτει οποιασδήποτε φύσης
δογματικό πρόβλημα ως προς τη συνέπεια αυτή. Προϋπόθεση
βέβαια της εκχώρησης στην πράξη προς τον κατασχόντα δανειστή
αποτελεί η πλήρωση της αίρεσης δικαίου, αυτή της γέννησης της
ίδιας της απαίτησης. Η εξόφληση της απαίτησης από πλευράς του
τρίτου προς τον κατασχόντα δανειστή επιφέρει και την απόσβεση
της υποχρέωσης να πληρώσει στον καθού ο τρίτος την ίδια
απαίτηση. Η ίδια δε πράξη συνεπάγεται και την απελευθέρωση του
καθού, από την υποχρέωσή του να ικανοποιήσει ο ίδιος την
απαίτηση του δανειστή του. Όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω βρίσκουν
εφαρμογή μόνο σε περίπτωση κατάσχεσης απαιτήσεων. Όταν
πρόκειται για κατάσχεση κινητών που βρίσκονται στα χέρια του
τρίτου, ακολουθείται άλλη διαδικασία, αυτή του άρθρου 988§2
ΚΠολΔ.

Αρνητική δήλωση τρίτου και περιεχόμενό της.

Στην περίπτωση που δεν έχει προϋπάρξει καμία έννομη σχέση


μεταξύ του τρίτου και του καθ’ ου η εκτέλεση, η δήλωση τρίτου
αρκεί να είναι απλώς αρνητική. Εάν όμως ο τρίτος υπήρξε
οφειλέτης, αλλά έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να είναι τέτοιος

59
Αστ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, σελ. 184
60
Αναφέρεται μάλιστα ότι μπορούν να εκχωρηθούν νομίμως και μελλοντικές απαιτήσεις που πηγάζουν
από σχέσεις που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί αρκεί αυτές να μπορούν με σαφήνεια να προσδιοριστούν
κατά το χρόνο εκχώρησης., πχ. μελλοντικά μισθώματα για πράγμα που πρόκειται να μισθωθεί. Βλ.
μεταξύ άλλων Αστ. Γεωργιάδη, ΕνοχΔ, σελ. 185. Η δυνατότητα αυτή γίνεται δεκτή και από τη νομολογία
παγίως. Ενδεικτικά: ΟλΑΠ 302/1959, ΝοΒ 1959, σελ. 1021, ΑΠ 311/2011, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,
ΕφΠειρ 436/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 1104, ΕφΑΘ 5250/2004, ΕΕμπΔ 2004, σελ. 545, ΕφΑθ 6180/2002,
Δ/νη 2003, σελ. 831. Ως προς την ανάγκη όμως ορισμού της με σαφήνεια βλ.: ΜπρΖακυνθ 239/2010,
ΕφΑΔ 2010, σελ. 1006, ΜΠρΑθ 4086/2001, ΑρχΝ 2001, σελ. 644 (: «Η απαίτηση, όμως, κατά το χρόνο
επιβολής της κατάσχεσης πρέπει να δύναται να προσδιορισθεί κατ` είδος και οφειλέτη, ανεξάρτητα αν
κατά πόσο είναι αόριστη.»)

28
απέναντι στον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τον χρόνο της επιδόσεως σ’
αυτόν του κατασχετηρίου, πρέπει να συνοδεύσει την άρνησή του με
τα προσδιοριστικά γεγονότα της καταργήσεως της ενοχής. Όταν για
παράδειγμα υπάρχει εκχώρηση απαίτησης από τον καθ’ ου η
εκτέλεση, με αποτέλεσμα να έπαυσε ο τρίτος να είναι οφειλέτης του
καθ’ ου η εκτέλεση, ο τρίτος οφείλει μέσα στην δήλωση που θα
καταθέσει να αναφέρει πως η αναγγελία προς αυτόν έγινε πριν από
την επίδοση του κατασχετηρίου από τον επισπεύδοντα δανειστή.
Επίσης επί δηλώσεως συμψηφισμού ο τρίτος οφείλει να
αναφέρει στην δήλωσή του με σαφήνεια όλα τα γεγονότα που
θεμελιώνουν την απόσβεση της κατασχεμένης απαίτησης με τον
συμψηφισμό. Η έλλειψη αναφοράς όλων αυτών των στοιχείων από
τον τρίτο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ανακρίβεια στην δήλωσή
του (άρθρο 985§3 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου να γεννά υποχρέωσή
του για αποζημίωση στον κατασχόντα, χωρίς ωστόσο να του
αποκλείει την δυνατότητα προβολής ενστάσεων κατά την δίκη της
ανακοπής61.

Αρμόδιο όργανο υποβολής της δήλωσης-τύπος δήλωσης-


προθεσμία δήλωσης

Αρμόδιο όργανο για την υποβολή της δήλωσης τρίτου όπως


αναφέρθηκε είναι η γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου
κατοικίας του τρίτου (άρθρο 985§2 ΚΠολΔ). Επί νομικών
προσώπων ως «τόπος» θεωρείται η πραγματική τους έδρα. Επί των
πιστωτικών ιδρυμάτων θεωρείται επίσης «τόπος» η πραγματική τους
έδρα, ωστόσο υποστηρίζεται ευρέως στην πράξη και η αντίθετη
άποψη, περί δυνατότητας υποβολής δήλωσης τρίτου λόγω
ευχέρειας τόσο για την τράπεζα όσο και για τον επισπεύδοντα
δανειστή στον τόπο του υποκαταστήματος που επιδόθηκε το
κατασχετήριο.
Άλλη μορφή δηλώσεως όπως η επίδοση εξώδικης δήλωσης
στον επισπεύδοντα δανειστή-κατασχόντα ή δήλωση σε αναρμόδιο

61
Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, σελ 749-750

29
όργανο, κατά την κρατούσα άποψη θεωρείται ανυπόστατη και
ισοδυναμεί με την παράλειψη δηλώσεως62.
Η δήλωση τρίτου γίνεται προφορικά και συντάσσεται σχετική
έκθεση (άρθρο 985§2 ΚΠολΔ). Στην πράξη ωστόσο συνηθίζεται να
προβαίνουν οι υπάλληλοι ή δικηγόροι των πιστωτικών ιδρυμάτων σε
υποβολή τυποποιημένης δήλωσης με όλα τα απαραίτητα στοιχεία
που απαιτούνται προκειμένου να μην θεωρηθεί αυτή ανακριβής.
Η δήλωση τρίτου πρέπει να υποβληθεί μέσα σε προθεσμία
οκτώ ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο,
αρχομένης αυτής από την επομένη της επίδοσης στον τρίτο (άρθρο
144§1 ΚΠολΔ). Η επίδοση ή όχι του κατασχετηρίου στον καθ’ ου
δεν επηρεάζει την υποχρέωση του τρίτου να προβεί σε δήλωση
ενώπιον του γραμματέα του κατά τόπο αρμοδίου Ειρηνοδικείου.
Η άπρακτη παρέλευση της οκταήμερης προθεσμίας για τον
τρίτο συνεπάγεται την έκπτωσή του από το δικαίωμα να υποβάλει
δήλωση (άρθρο 151 ΚΠολΔ) με αποτέλεσμα να επισύρει σε βάρος
του τις συνέπειες του νόμου (άρθρο 985§3 εδ α ΚΠολΔ), να
εξομοιώνεται δηλαδή η παράλειψη αυτή με αρνητική δήλωση. Σε
περίπτωση πάντως παρέλευσης της ανωτέρω οκταήμερης
προθεσμίας, χωρίς την υποβολή δήλωσης από τον τρίτο λόγω
ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου, μπορεί να ζητήσει την
επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (άρθρο
152§1 ΚΠολΔ) ενώπιον του δικαστηρίου που θα είναι αρμόδιο για
να κρίνει την ανακοπή κατά της δηλώσεως63.

Συνέπειες παράλειψης υποβολής δήλωσης τρίτου

Η παράλειψη υποβολής δήλωσης από τον τρίτο, κατά το


άρθρο 985§3 ΚΠολΔ εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η
δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής ο τρίτος ευθύνεται να
αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση.
Η ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση απορρέει από μόνο το
γεγονός ότι παρέλειψε να υποβάλει δήλωση του άρθρου 985§1

62
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 751
63
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 751-752

30
ΚΠολΔ, υποχρέωση που δημιουργείται με μόνη την επιβολή της
κατάσχεσης στα χέρια του, ανεξάρτητα από αν υπάρχει ή όχι
κατασχεμένη οφειλή.
Η ανωτέρω παράλειψη αποτελεί τον λόγο ευθύνης του τρίτου,
χωρίς να απαιτείται η απόδειξη της υπαιτιότητάς του. Τα βασικά
λοιπόν στοιχεία της αγωγής αποζημίωσης του κατασχόντος κατά
του τρίτου είναι:
1)Το ζημιογόνο γεγονός, εν προκειμένω η παράλειψη υποβολής
δήλωσης
2)Η ζημία του κατάσχοντος, θετική ή αποθετική και
3)Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επικαλεσθείσας ζημίας του
τρίτου και της παράλειψης υποβολής δήλωσης από τον τρίτο.
Σύμφωνα τόσο με την θεωρία όσο και με την νομολογία,
γίνεται δεκτό ότι η ζημιά του κατασχόντος μπορεί να φτάσει μέχρι
του ύψους της απαιτήσεώς του κατά του οφειλέτη του, η οποία και
τελικά δεν ικανοποιήθηκε λόγω της παράλειψης υποβολής δήλωσης
από τον τρίτο. Ο ενάγων-κατασχών όμως θα πρέπει να αναφέρει με
πληρότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που καταδεικνύουν την αιτιώδη
συνάφεια της παράλειψης του τρίτου με την ζημιά του κατασχόντος
την αποκατάσταση της οποίας ζητάει. Διαφορετικά η αγωγή του
κατασχόντος δανειστή κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη. Ακόμα
όμως και στην περίπτωση που ο κατασχών-δανειστής ικανοποίησε
τελικά την απαίτησή του εν τούτοις και πάλι δύναται να εγείρει
αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του τρίτου ο οποίος παρέλειψε να
υποβάλει δήλωση (αν και όφειλε να το κάνει) καθώς ο κατασχών
υποχρεώθηκε να προβεί σε άσκοπες δαπάνες.
Η άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά την κρατούσα γνώμη,
δεν προϋποθέτει την εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής, καθώς το
δικαίωμα αποζημίωσης δίνεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την
ανυπαρξία της οφειλής του τρίτου. Δικαιολογητική βάση της
παραπάνω ερμηνείας αποτελεί το ότι η αγωγή αποζημίωσης και η
ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ αποτελούν δυο ανεξάρτητα και
διαφορετικά ένδικα βοηθήματα, τόσο ως προς τον σκοπό τους όσο
και ως προς τα αποτελέσματά τους. Παρά ταύτα ο Άρειος Πάγος με
την με αριθμό 15/1993 απόφασή του έκανε δεκτό πως η άσκηση της
αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 985§3 ΚΠολΔ εδ. β προϋποθέτει

31
την προηγούμενη άσκηση της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ.
Κατά συνέπεια η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της
ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ συνεπάγεται έκπτωση από το
δικαίωμα άσκησης αγωγής αποζημίωσης.
Τα ανωτέρω περί δυνατότητας άσκησης αγωγής αποζημίωσης
από τον κατάσχοντα κατά του τρίτου ισχύουν και στην περίπτωση
της ανακριβούς δήλωσης, όπως ρητά αναφέρεται στο άρθρο 985§3
ΚΠολΔ, με την μοναδική διαφορά της υποχρέωσης του δανειστή-
κατασχόντος να προβάλει εκείνα τα στοιχεία που θα καταστήσουν
πλέον ορισμένη την αγωγή του υπό την βάση πλέον της ανακρίβειας
της δήλωσης του τρίτου και όχι της παράλειψης64.

Αναστολή της κατασχέσεως

Σε περίπτωση έκδοσης προσωρινής διαταγής ή δικαστικής


απόφασης ασφαλιστικών μέτρων περί αναστολής της κατάσχεσης
στα χέρια του τρίτου από τον κατασχόντα ή αναστολής της
εκτέλεσης του εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επισπεύδεται η
κατάσχεση στα χέρια του τρίτου (π.χ. διαταγή πληρωμής), δεν
αίρεται η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Για
παράδειγμα, δεν αποδεσμεύονται οι λογαριασμοί του οφειλέτη από
την τράπεζα, παρά μόνον εάν γίνει δεκτή τελεσιδίκως η ανακοπή
του οφειλέτη (933 ΚΠολΔ) ή του τρίτου (987 ΚΠολΔ) κατά του
κατασχόντος ή αρθεί η κατάσχεση, π.χ. λόγω εξόφλησης του
κατασχόντος ή παύσει η κατάσχεση λόγω παρέλευσης άπρακτης της
προθεσμίας άσκησης ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ από τον
κατασχόντα σε περίπτωση αρνητικής δήλωσης του τρίτου65. Με την
αναστολή της εκτέλεσης αναστέλλεται και η προβλεπόμενη στο
άρθρο 985 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία δηλώσεως του τρίτου, με
αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποχρεούται στην υποβολή της
δήλωσης του άρθρου 985 ΚΠολΔ στην περίπτωση έκδοσης
απορριπτικής επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων απόφασης.

64
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ 752-754
65
Για την παύση της κατάσχεσης βλ. ΚΕΡΑΜΕΑ Κ., Γνωμοδότηση, ΝοΒ 19, 1093 επ

32
Ανακοπή κατά της δήλωσης τρίτου

Σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ «Μέσα σε τριάντα ημέρες


από τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ όποιος επέβαλε την
κατάσχεση έχει δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του κατά τα
άρθρα 12 επ. και 23 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου. Με την ανακοπή
μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3. Η
συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε
εκατόν είκοσι(120) ημέρες από την κατάθεσή της, μπορεί δε να
επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την
προσβαλλόμενη δήλωση». Εδώ λοιπόν προβλέπεται η δυνατότητα
του κατασχόντος- ανακόπτοντος δανειστή, να στραφεί κατά της
δήλωσης τρίτου, αμφισβητώντας την ειλικρίνεια της δήλωσης
αυτής, και ζητώντας την καταβολή σ’ αυτόν του ποσού ή την
απόδοση του κινητού που κατασχέθηκε. Η προθεσμία που έχει ο
ανακόπτων δανειστής είναι τριάντα μέρες από την υποβολή της
αρνητικής δήλωσης του τρίτου. Σκοπός της ανωτέρω ανακοπής είναι
η εναντίωση κατά της δηλώσεως του τρίτου με την επιδίωξη της
αναγνώρισης της ύπαρξης της οφειλής του τρίτου, την προσβολή
της ανακριβούς δήλωσης του τρίτου αναφορικά με το περιεχόμενο
αυτής και την ακύρωση αυτής καθώς επίσης και την καταδίκη του
τρίτου σε καταβολή προς τον κατασχόντα δανειστή (άρθρο 990
ΚΠολΔ).
Υπάρχει συνεπώς σώρευση δύο αιτημάτων και κατά συνέπεια
δυο αντικείμενα.
Το πρώτο αντικείμενο της ανακοπής εμπεριέχει και αυτό δυο
αιτήματα, αφενός μεν το αναγνωριστικό (αναγνώριση ύπαρξης
οφειλής τρίτου), αφετέρου το καταψηφιστικό (καταδίκη του τρίτου
σε καταβολή), το δεύτερο αντικείμενο της ανακοπής έχει
διαπλαστικό αίτημα, αυτό της ακύρωσης της ανακριβούς δήλωσης
του τρίτου66

66
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π., σελ 757

33
Περιεχόμενο ανακοπής

Το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ


αποτελεί ειδικότερη μορφή της γενικής ανακοπής των άρθρων 583
επ. ΚΠολΔ 67 , ενώ οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την
εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτησή της στο ακροατήριο
εφαρμόζονται και στην ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, της
τελευταίας εκλαμβανομένης ως εισαγωγικού της δίκης
δικογράφου68.
Στην ανακοπή πρέπει, ως εκ τούτου, να περιγράφονται όλα τα
πραγματικά γεγονότα, που απαιτούνται κατά το νόμο για τη γένεση
της κατασχεμένης απαιτήσεως, δηλαδή τα παραγωγικά της
κατασχεμένης απαίτησης γεγονότα, κατ’ άρθρα 118, 215 και 216
ΚΠολΔ, άλλως η ανακοπή είναι αόριστη και επομένως απαράδεκτη,
ελάττωμα το οποίο δεν μπορεί να αναπληρωθεί με τις προτάσεις,
ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση
των αποδείξεων ή της τυχόν ομολογίας του καθού η ανακοπή69.

Λόγοι ανακοπής

Οι λόγοι της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ εξαρτώνται


από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου σε συνδυασμό με τη δήλωση
τρίτου. Από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου προκύπτει ποιο είναι
το αντικείμενο της κατάσχεσης, το οποίο θα μπορεί να καταστεί
αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Ο κατασχών οδηγείται στην
άσκηση της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ όταν η δήλωση
τρίτου έχει τέτοιο περιεχόμενο ώστε να μην επιτρέπει την
αναγκαστική εκτέλεση του δανειστή-κατασχόντος σε βάρος του
τρίτου.
1)Στην περίπτωση που πρόκειται για κατάσχεση χρηματικής
απαίτησης για μεταβίβαση κυριότητας κινητών και η δήλωση του
τρίτου είναι εξ ολοκλήρου αρνητική ( ή αν έχει παραλειφθεί η
67
Βλ. ΑΠ 1065/2009 ΕφΑΔ 2010, 1008, με σχόλιο Ρεντούλη, ΕφΑθ 1022/2008 ΕφΑΔ 2009, 228 με
παρατ. Ποταμίτη
68
ΚΠολΔ 585, 986, ΑΠ 738/2006 ΧρΙΔ ΣΤ’, 734
69
Βλ. ΕφΑθ 150/1997, ΕλλΔνη 38, 1625, ΑΠ 73/1995 ΕλλΔνη 38, 809, ΕφΑθ 1022/200, ό.π., ΕφΚερκ
97/2001 ΙονΕπιθΔ 2001, 93, ΕφΑθ 7319/1998, ΕλλΔνη 40, 1128.

34
δήλωση από τον τρίτο) οι λόγοι της ανακοπής θα πρέπει να
αναφέρονται στην ύπαρξη της απαιτήσεως που κατασχέθηκε,
προσδιορίζοντας τα παραγωγικά της αίτια. Στην περίπτωση
προβολής εκ μέρους του τρίτου της ένστασης της απόσβεσης της
απαίτησης (π.χ. συμψηφισμός), ο κατασχών οφείλει να
αμφισβητήσει τον λόγο της απόσβεσης, αντιτάσσοντας ότι ο
συμψηφισμός έγινε μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Αν η δήλωσή
του τρίτου είναι εν μέρει αρνητική, οι λόγοι ανακοπής θα πρέπει να
αναφέρονται στο αρνητικό τμήμα της.
2)Στην περίπτωση κατάσχεσης κινητού πράγματος που
βρίσκεται στα χέρια του τρίτου και η δήλωση του τρίτου είναι
αρνητική (ρητή ή σιωπηρή) οι λόγοι της ανακοπής θα πρέπει
πρωτίστως να αναφέρονται στην ύπαρξη της κυριότητας του καθ΄ου
η εκτέλεση. Επίσης θα πρέπει να αναφέρεται ότι το κινητό κατέχεται
από τον τρίτο, όπως και οι λόγοι αυτής της κατοχής. Οι λόγοι της
ανακοπής μπορούν να περιέχουν όλους τους ισχυρισμούς που έχει ο
καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου. Ενδέχεται όμως ο κατασχών να
προβάλει και λόγους «εξ ιδίου δικαίου». Πότε συμβαίνει αυτό; Όταν
ο κατασχών ισχυρίζεται συμπαιγνία μεταξύ του καθ’ ου η εκτέλεση
και του τρίτου για δόλιες ενέργειες, όπως εικονικές μεταβιβάσεις.
Βασικό στοιχείο αποτελεί η λεπτομερής και εξειδικευμένη
αναφορά των λόγων ανακοπής στο δικόγραφο αυτής, με περιγραφή
των περιστατικών που θεμελιώνουν την αξίωση του καθ’ ου η
εκτέλεση κατά του τρίτου.
Στην περίπτωση λόγου χάρη της κατάσχεσης απαιτήσεων στα
χέρια τράπεζας, θα πρέπει για το ορισμένο της ανακοπής να
περιγράφεται η κατασχεθείσα απαίτηση κατά τα ουσιώδη στοιχεία
της, να αναφέρεται, δηλαδή, η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον
καθού η κατάσχεση, π.χ. οι καταθετικοί λογαριασμοί του καθού η
κατάσχεση. Ο ανακόπτων, επομένως, υποχρεούται να προσδιορίσει
με την ανακοπή του και να αποδείξει κατ΄ αρχήν όχι μόνον την
κατασχεθείσα απαίτηση κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, αλλά και την
αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθού η κατάσχεση. Δεν
απαιτείται, κατά την κρατούσα γνώμη, να προσδιορίζεται το είδος
αυτής και τα περαιτέρω στοιχεία της, απλή, ωστόσο, μνεία ότι ο
τρίτος οφείλει το ποσό που κατασχέθηκε δεν αρκεί και οδηγεί σε
αοριστία και απαράδεκτο της ανακοπής. Όπως συμβαίνει, δηλαδή
και με το ορισμένο της απαιτήσεως που αναφέρεται στο

35
κατασχετήριο, έτσι και στην ανακοπή η κατασχεμένη απαίτηση
πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς κατά ποσό, έστω και αν
αποτελείται από κεφάλαια, τόκους και έξοδα. Απαιτείται, με άλλα
λόγια και εδώ να καθορίζεται συνολικά το κατασχεμένο ποσό κατ’
ανώτατο όριο (κατά τον υπολογισμό πάντα του κατασχόντος), ώστε
να είναι σε θέση το δικαστήριο να ορίζει το καταβλητέο ποσό με
τους τόκους του και τα έξοδα μέχρι το ανώτατο όριο της
κατασχέσεως.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Εφετείου Αθηνών
υπ’ αριθμ. 1050/2008, η οποία και επιλήφθηκε εφέσεως του
ανακόπτοντος κατά πρωτόδικης αποφάσεως που απέρριψε την
ανακοπή του. Πιο συγκεκριμένα ο ανακόπτων είχε ανακόψει ως
ανακριβή δήλωση της καθ’ης η ανακοπή Τράπεζας ως τρίτης, η
οποία και είχε δηλώσει τη διατήρηση από τον καθού η κατάσχεση
λογαριασμού ταμιευτηρίου στον οποίο το ποσό που ήταν
κατατεθειμένο δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαιτήσεως
του ανακόπτοντος. Το εφετείο έκρινε ότι η δήλωση της τράπεζας
έπασχε ανακρίβειας και ανειλικρίνειας, καθώς υφίστατο
προθεσμιακή κατάθεση του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη στην τρίτη
τράπεζα οπότε η πρώτη στη δήλωση της όφειλε να αναφέρει και το
ποσό της προθεσμιακής κατάθεσης το οποίο επαρκούσε για την
ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή αλλά και την ύπαρξη της
συμβάσεως ενεχυράσεως που είχε συσταθεί με αντικείμενο την
απαίτηση του καταθέτη από την προθεσμιακή κατάθεση.
Αντίθετα, σχετικό νομολογιακό παράδειγμα αποτελεί και η
υπ’ αριθμ. 51/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αρναίας, με την
οποία το Δικαστήριο δεν θεώρησε ανακριβή τη δήλωση της
τράπεζας με βάση την οποία ο οφειλέτης ήταν δικαιούχος τριών
λογαριασμών ενώ υπήρχε και τέταρτος ο οποίος ωστόσο ήταν
δεσμευμένος βάσει σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, την οποία
και ανέφερε η μάρτυρας-υπάλληλος της τράπεζας σε συνδυασμό με
τη σχετική πράξη ενεχυριάσης κατάθεσης ταμιευτηρίου, ενώ
παράλληλα απέρριψε την ανακοπή του δανειστή καθώς δεν
αποδείχθηκε με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο και η τυχόν
ανακρίβεια της δήλωσης του τραπεζικού ιδρύματος.

36
Αίτημα της ανακοπής

Στο άρθρο 986 ΚΠολΔ προβλέπεται η ύπαρξη τριών


αιτημάτων, του αναγνωριστικού, του καταψηφιστικού, και του
διαπλαστικού.
1)Το αναγνωριστικό αίτημα της ανακοπής σκοπό έχει την
αναγνώριση της απαιτήσεως που κατασχέθηκε ή της κυριότητας του
καθ’ου η εκτέλεση στο κινητό που κατασχέθηκε στα χέρια του καθ’
ου η ανακοπή τρίτου ή τέλος της απαιτήσεως για τη μεταβίβαση της
κυριότητας του κινητού.
2)Το καταψηφιστικό αίτημα της ανακοπής αποβλέπει στην
καταδίκη του τρίτου να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό (άρθρο 990
ΚΠολΔ). Έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του
τρίτου στην καταβολή και με προσωπική κράτηση κατ’ άρθρο 1047
ΚΠολΔ, όπως επίσης δύναται να υπάρξει σώρευση αιτήματος
κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της υπό έκδοση απόφασης.
3)Το διαπλαστικό αίτημα αποσκοπεί στην ακύρωση της
δήλωση τρίτου λόγω ανακρίβειας του ουσιαστικού περιεχομένου
της. Το διαπλαστικό αυτό αίτημα αποτελεί στοιχείο του ακυρωτικού
χαρακτήρα της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, σύνθετη και
ιδιόρρυθμη μορφή της οποίας είναι η ανακοπή του άρθρου 986
ΚΠολΔ. Η ανάγκη για επιδίωξη της ακυρότητας της δηλώσεως του
τρίτου απορρέει από τη φύση της ως διαδικαστικής πράξης της
αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού ως τέτοια παραμένει έγκυρη μέχρι
την ακύρωσή της με ανακοπή.
Ο ανακόπτων δύναται στο δικόγραφο της ανακοπής να
σωρεύσει και το αίτημα της αποζημίωσης του άρθρου 985§3
ΚΠολΔ, ασκώντας αφενός μεν πλαγιαστικά την αξίωση του καθ’ ου
η εκτέλεση, με αντικείμενο το κατασχεμένο αντικείμενο στα χέρια
του τρίτου υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και
αφετέρου ασκώντας την αξίωση για την αποζημίωση λόγω της
ζημίας που υπέστη με την ιδιότητα πλέον του δικαιούχου διαδίκου.

37
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση άσκησης ανακοπής

Σύμφωνα με τα άρθρα 985 και 986 ΚΠολΔ ενεργητικά


νομιμοποιείται για να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ
ο κατασχών, στρεφομένη κατά του τρίτου που έκανε ή όφειλε να
κάνει την δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ.

Δικαιοδοσία δικαστηρίων

Κρίσιμο στοιχείο για την οριοθέτηση της δικαιοδοσίας στην


περίπτωση της ανακοπής κατά της δηλώσεως του τρίτου είναι η
φύση της οφειλής του τρίτου προς τον καθού η κατάσχεση οφειλέτη,
που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της ανακοπής αυτής. Έτσι,
αν η ανωτέρω οφειλή πηγάζει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, η
ανακοπή υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η
διάκριση σχετικά με την υπαγωγή στα πολιτικά ή διοικητικά
δικαστήρια της ανακοπής κατά της δηλώσεως τρίτου που ασκείται
με βάση το άρθρο 34 του ΚΕΔΕ κρίνεται με βάση τη φύση της
υποκείμενης σχέσεως ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου που θα δικάσει την
ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ κρίνεται από τις γενικές διατάξεις
της υλικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων, ανάλογα με την φύση
της διαφοράς (άρθρα 15,16 ΚΠολΔ) και του ύψους της αξίας της
διαφοράς (άρθρα 14,16 και 18 ΚΠολΔ). Αναφορικά με τον
καθορισμό του ύψους της αξίας της διαφοράς, ζήτημα ανακύπτει
σχετικά με το αν θα ληφθεί υπόψη το σύνολο της αξίας του
κατασχεμένου αντικειμένου ή μόνο το ποσό που ενδεχομένως
κατασχέθηκε. Κατά την κρατούσα γνώμη η υλική αρμοδιότητα θα
κριθεί με βάση το ποσό που κατασχέθηκε διότι αυτό θα αποτελέσει
και το αντικείμενο της ανακοπής70.
Επί σώρευσης του αιτήματος ανακοπής του άρθρου 986
ΚΠολΔ και του αιτήματος αποζημίωσης του άρθρου 985§3 ΚΠολΔ
η υλική αρμοδιότητα θα κριθεί με συνυπολογισμό των

70
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 762

38
περισσότερων απαιτήσεων του ανακόπτοντος (άρθρο 9 εδ. γ
ΚΠολΔ).
Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της
ανωτέρω ανακοπής σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων
22 επ. ΚΠολΔ είναι εκείνο της γενικής δωσιδικίας του τρίτου,
εκείνο δηλαδή στο οποίο θα εναγόταν ο τρίτος αν ασκούσε ο
κατασχών σε βάρος του αγωγή. Σε περίπτωση όμως που υπάρχει
συντρέχουσα ή αποκλειστική ειδική δωσιδικία που να καλύπτει την
οφειλή, της οποίας ζητείται η αναγνώριση, η κατά τόπον
αρμοδιότητα μπορεί ή πρέπει να κριθεί με βάση αυτή. Ο
ανακόπτων-κατασχών έχει την δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ του
δικαστηρίου της γενικής και της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας71.

Προθεσμία ανακοπής

Η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ θα πρέπει να ασκηθεί


μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της δήλωσης τρίτου, η
οποία (δικόγραφο ανακοπής) θα πρέπει αφού κατατεθεί στην
γραμματεία του καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστηρίου, να επιδοθεί
στον τρίτο (κατ’ άρθρο 585§1 και 215§1 ΚΠολΔ). Όλες όμως οι
διαδικαστικές αυτές πράξεις θα πρέπει να λάβουν χώρα μέσα στην
προθεσμία των τριάντα ημερών.
Στην περίπτωση υποβολής δήλωση τρίτου, η ανωτέρω
προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της υποβολής της
δήλωσης από τον τρίτο. Εάν όμως ο τρίτος δεν υποβάλει την
δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, και κατά συνέπεια θεωρηθεί
ως αρνητική δήλωση, η προθεσμία για την άσκηση της
ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ αρχίζει από την επομένη
ημέρα εκείνης κατά την οποία ήταν η καταληκτική ημερομηνία
υποβολής της δήλωσης τρίτου (άρθρο 144§1 ΚΠολΔ). Ομοίως
και επί ανύπαρκτης ή εκπρόθεσμης ή παράτυπης δήλωσης τρίτου
ακόμα και αν έγινε εντός του οκταημέρου, η προθεσμία άσκησης
της ανακοπής αρχίζει από την επομένη του οκταημέρου για υποβολή
της δήλωσης τρίτου72.

71
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 763
72
Π. Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 764

39
Άμυνα του τρίτου

Αναφορικά με την άμυνα του τρίτου στη δική της ανακοπής το


άρθρο 987 ΚΠολΔ προβλέπει ότι ο τρίτος δεν έχει δικαίωμα να
προσβάλλει το κύρος της κατάσχεσης παρά μόνο εάν το
κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983ΚΠολΔ ή δεν
κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
Ωστόσο οι λόγοι του τρίτου που βάλλουν κατά του περιεχομένου
του κατασχετηρίου θα πρέπει να συνοδεύονται από επίκληση και
απόδειξη δικονομικής βλάβης κατ’ άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ από τη
στιγμή που τα στοιχεία αυτά του κατασχετηρίου δεν τάσσονται επί
ποινής ακυρότητας. Το ίδιο ισχύει και όταν η επίδοση του
κατασχετηρίου ήταν ελαττωματική.
Πέραν όμως από τις ενστάσεις του άρθρου 987 ΚΠολΔ που
αφορούν τη διαδικασία κατασχέσεως ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να
προτείνει όλες τις ενστάσεις που έχει κατά του δανειστή του – καθ’
ου η εκτέλεση και οι οποίες σχετίζονται με την απαίτηση του όπως
να προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της έναντι του πελάτη
καταθέτη της ή να επικαλεσθεί σύμβαση ενεχυράσεως με
αντικείμενο την απαίτηση από την κατάθεση προς εξασφάλιση
απαιτήσεως της. Όσον αφορά τις ενστάσεις που θα είχε ο καθ’ ου η
εκτέλεση οφειλέτης έναντι του κατασχόντος δανειστή, το δικαίωμα
προβολής τους από τον καθ’ ου η ανακοπή είναι περιορισμένο
ενόψει του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο καλείται σε
εφαρμογή και στη διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας τρίτου73.
Μια γνώμη στη θεωρία αναγνωρίζει στον τρίτο το δικαίωμα
να προτείνει ενστάσεις κατά της απαιτήσεως του κατασχόντος όταν
δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου δίνεται το δικαίωμα αυτό και σε
πρόσωπα πέρα από τα υποκείμενα της έννομης σχέσεως, όπως π.χ.
ότι ο τρίτος μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 278 ΑΚ να προτείνει την
ένσταση παραγραφής της απαιτήσεως του κατασχόντος74. Ακόμη ο
τρίτος έχει το δικαίωμα να προβάλει ένσταση περί μείωσης του
ποσού που ζητεί ο ανακόπτων-κατασχών με την ανακοπή του, λόγω
της ύπαρξης και άλλων κατασχέσεων (άρθρο 988§1 ΚΠολΔ).

73
ΕφΑθ 2780/2008, ΤΠΝ Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ
74
Π.Γέσιου-Φαλτσή, ο.π. σελ 766

40
Τέλος ο τρίτος εάν έχει αξιώσεις κατά του κατασχόντος
δύναται να εισαγάγει τις αξιώσεις του αυτές ανταγωγικώς στην δίκη
της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 268 ΚΠολΔ ή και με την
ένσταση του συμψηφισμού75.

Συνέπειες από την παραδοχή της ανακοπής

Η τελεσίδικη απόφαση, που κάνει δεκτή την ανακοπή, εκλύει


ενέργεια δεδικασμένου ως προς την κριθείσα έννομη σχέση (άρθρο
322 παρ. 1 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα ως προς την ύπαρξη της
χρηματικής απαιτήσεως. Προσοχή απαιτείται όμως σχετικά με τα
αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου ως προς τις ενστάσεις:
Αν πρόκειται για μέλλουσα οφειλή ή οφειλή υπό αίρεση ή
προθεσμία, το δεδικασμένο καταλαμβάνει τη βασική δικαιολογική
σχέση, από την οποία αναμένεται να προκύψει η συγκεκριμένη
χρηματική απαίτηση. Το δεδικασμένο, τέλος, περιορίζεται στις
σχέσεις κατασχόντος και τρίτου και δεν καταλαμβάνει και τις
σχέσεις των άλλων δανειστών ή του καθ’ ου η εκτέλεση με τον
τρίτο, εκτός αν αυτοί άσκησαν κύρια παρέμβαση στη δίκη της
ανακοπής.
Εφόσον μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως που αποφαίνεται
ότι ο τρίτος οφείλει την κατασχεθείσα απαίτηση, επέρχεται
αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κατασχεθείσας απαιτήσεως στον
κατασχόντα. Κατά συνέπεια ο τρίτος οφείλει πλέον να καταβάλει
στον κατασχόντα αυτό που κατασχέθηκε76. Σύμφωνα δε με το άρθρο
990 ΚΠολΔ, το δικαστήριο υποχρεώνει με την απόφασή του τον
τρίτο να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό ή, ανάλογα, να παραδώσει
το κατασχεμένο κινητό πράγμα στον κατασχόντα. Εφόσον δεν
75
Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, σελ 851
76
Σε περίπτωση ενεχυράσεως από Τράπεζα απαιτήσεως του ενεχυραστή κατ’ αυτής από κατάθεση
χρημάτων σε τηρούμενο σε εκείνη τραπεζικό λογαριασμό, είναι επιτρεπτή η κατάσχεση της απαιτήσεως
που ενεχυριάσθηκε στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης από δανειστή του ενεχυραστή, αφού δικαιούχος
της απαιτήσεως παραμένει ο καταθέτης. Το διατακτικό της αποφάσεως επί της ανακοπής κατά της
δηλώσεως του τρίτου (986) περιορίζεται, όμως, τότε, στην αναγνώριση της υπάρξεως της απαιτήσεως
του καθού η εκτέλεση κατά της τράπεζας, με τη μνεία του υπέρ αυτής ενεχύρου, χωρίς καταψήφιση της
κατασχεθείσας απαιτήσεως του καθού η εκτέλεση, η οποία δεν είναι ακόμα απαιτητή και δικαστικά
επιδιώξιμη. Υποστηρίζεται ότι, αν υποβληθεί αντίστοιχο αίτημα, δεν αποκλείεται και η κήρυξη της
σχετικής αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, όταν επείγεται η ικανοποίηση του κατασχόντος.
Προϋποτίθεται, όμως, τότε, ότι και η ακυρωτική (διαπλαστική) της δηλώσεως του τρίτου ενέργεια θα
πρέπει να επέρχεται με την οριστικότητα της αποφάσεως που δέχεται την ανακοπή
Σχετικά βλ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟ Σ./ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ Ι. σε ΑΠΑΛΑΓΑΚΗ, ό.π., 2278 επ., ΝΙΚΑ Ν., ό.π., 854.

41
υπάρχει άλλη κατάσχεση, η καταδίκη του τρίτου απαγγέλλεται με
την απόφαση υποχρεωτικώς και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από
την υποβολή ή όχι σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα. Ο
καταψηφιστικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής σηματοδοτεί και
την άμεση εκτελεστότητά της σε βάρος του τρίτου, υπό την
προϋπόθεση όμως ότι δεν υπάρχει άλλη κατάσχεση.

Απόδοση του κατασχεμένου αντικειμένου

Ο τρίτος εφόσον προβεί σε υποβολή θετική δήλωσης (κατ’


άρθρο 985 ΚΠολΔ) ή εφόσον ηττηθεί στην δίκη της ανακοπής του
άρθρου 986 ΚΠολΔ έχει υποχρέωση να καταβάλει στον
επισπεύδοντα δανειστή το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η
κατάσχεση. Αν παρά ταύτα ο τρίτος αρνείται να καταβάλει το ποσό
αυτό στον επισπεύδοντα δανειστή, τότε δεδομένου ότι η θετική
δήλωση του τρίτου αποτελεί σε βάρος του τίτλο εκτελεστό (άρθρο
989 ΚΠολΔ) μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος
του τρίτου. Εάν δε πρόκειται για κινητό αντικείμενο τότε ακολουθεί
πλειστηριασμός του κινητού ενώπιον συμβολαιογράφου σύμφωνα
με το άρθρο 988§2 ΚΠολΔ εφαρμοζομένων των διατάξεων των
άρθρων 959 επ. ΚΠολΔ.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνει μια απλή έστω αναφορά
στα άρθρα 87-94 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, σύμφωνα με το οποίο:

«H κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμισθεί


ειδικότερα με τα άρθρα 87-94 ν.δ. της 17ης Ιουλίου/13ης
Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών»,
του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ.
Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων
982 επ., που ισχύουν άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα
άρθρα 42 § 3 και 53 § 2 ν.δ. 1923.

Όταν υποβάλλεται καταφατική δήλωση, η τράπεζα αποκτά


δυνάμει του άρθρου 87 § 1 του ν.δ. του 1923 το δικαίωμα είτε να
καταθέσει τα κατασχεθέντα δικαστικώς (πρβλ και 988 § 1), είτε να
ζητήσει από τον πρόεδρο πρωτοδικών την άρση της κατασχέσεως,
με ή και χωρίς εγγύηση.

42
Αν πρόκειται για την Εθνική Τράπεζα, η κατάθεση μπορεί να
γίνει στην ίδια, σε ειδικό λογαριασμό καταθέσεως όψεως (87 § 2).

Η ανάληψη από τον κατασχόντα του ποσού που κατασχέθηκε


γίνεται κατά το άρθρο 88 του ν.δ μόνο με άδεια του προέδρου
πρωτοδικών. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. έχουν
διατηρηθεί σε ισχύ και δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του
Κ.Πολ.Δ. που είναι νεότερο νομοθέτημα, διότι οι γενικές διατάξεις
του Κ.Πολ.Δ. δεν μπορούν να καταργήσουν τις ειδικές του ν.δ.
Όπου αυτό έχει συμβεί, ορίζεται ρητά είτε στον Κ.Πολ.Δ., είτε στον
Εισ. Ν.Κ,Πολ.Δ.

Η διάταξη 88 του πιο πάνω ν.δ. δεν προσκρούει στο Σύνταγμα


(αρχή της ισότητας) και δεν εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση υπέρ της
καθ' ης, καθόσον επιτρέπονται παρεκλίσεις από την αρχή της
ισότητας, αρκεί να μη υπερβαίνουν ορισμένα ακραία όρια σε κάθε
περίπτωση, αλλά και να δικαιολογούνται από ειδικούς λόγους όπως
στη συγκεκριμένη περίπτωση από λόγους προστασίας της καθ' ης,
που εξακολουθεί να είναι κρατική επιχείρηση.

Η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 88 δεν θεσπίζει ανεπίτρεπτο


εμπόδιο εκτελέσεως τελεσίδικης αποφάσεως και δεν είναι αντίθετη
με τις διατάξεις του άρθρου 2 § 3 και του άρθρου 14 § 1 του
διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που
υιοθετήθηκε με απόφαση της γενικής συνελεύσεως των Ηνωμένων
Εθνών στην Νέα Υόρκη την 16η Δεκεμβρίου 1996 και ακυρώθηκε
με το άρθρο 1 ν. 2462/1997, σε συνδυασμό με την διάταξη της § 1
του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, καθόσον δεν αποκλείει την εφαρμογή όλων αυτών των
εγγυήσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή των αρχών της δίκαιης
δίκης, της δημοσιότητας, και ιδίως της λογικής διάρκειας της δίκης
και την περιουσιακή διαφάνεια του οφειλέτη, ώστε να μπορεί να
είναι εφικτή η αναγκαία πληροφόρηση του δανειστή, με σεβασμό
των δικαιωμάτων του οφειλέτη σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα
προσωπικά δεδομένα.

Τέλος δεν αντίκειται στη νέα διάταξη 94 § 4 του Συντάγματος,


που κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα στην εκτέλεση των αποφάσεων,

43
καθόσον δεν έχει εκδοθεί ακόμη ο σχετικός νόμος που θα ορίζει τις
λεπτομέρειες.»77

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου κατά τον ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974)

Από τις διατάξεις των άρθρων 30, 30Α, 30Β, 31, 32, 33 και 34
του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ήτοι του ν. 356/1974,
προκύπτει ότι το Δημόσιο δύναται, προκειμένου να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις του έναντι των οφειλετών του, να επιβάλλει κατάσχεση
σε απαιτήσεις αυτών στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων.
Εχει το δικαίωμα συνεπώς το Δημόσιο, το οποίο κατά περίπτωση
μπορεί να εξειδικεύεται σε Δ.Ο.Υ, Ασφαλιστικά Ταμεία κ.ά., για
την ικανοποίηση των απαιτήσεών του κατά οφειλετών του, να
κατάσχει στα χέρια τρίτων το ποσό που οι τελευταίοι οφείλουν στον
οφειλέτη του Δημοσίου78 .
Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 94 παρ.1, 3 του Συντάγματος, η
εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα
τακτικά δικαστήρια, ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπόκεινται όλες
οι διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που
τους ανατίθενται με νόμο. Η συνταγματική αυτή διάταξη κατανέμει
τη δικαιοδοσία των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων με
κριτήριο τη φύση των διαφορών ως ιδιωτικών και διοικητικών
αντίστοιχα.
Κατά συνέπεια η φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή
διοικητικής, καθορίζει και την δικαιοδοσία των πολιτικών και
διοικητικών δικαστηρίων για τις διαφορές που προκύπτουν κατά την
εφαρμογή της νομοθεσίας για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων,
οι οποίες κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. ια' του ν.
1406/1983 υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων.
Ειδικότερα, ο τρίτος είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το
οποίο δεν είναι ούτε ο επισπεύδων την εκτέλεση ούτε ο οφειλέτης.
Συνδέεται, όμως, με τον οφειλέτη με την έννομη σχέση που ορίζει

77
Κ. Μπέης, www.kostasbeys.gr
78
ΑΠ 1383/2012, ΠΠρΠρεβ 47/2012, ΝΟΜΟΣ

44
το άρθρο 30 του ΚΕΔΕ, κατέχει, δηλαδή, χρήματα, καρπούς ή άλλα
κινητά πράγματα τα οποία ανήκουν στον οφειλέτη.

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Η τραπεζική κατάσχεση

Η κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμιστεί


ειδικότερα με τα άρθρα 87-94 του ν.δ. της 7ης Ιουλίου/13ης
Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών»,
του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 παρ. 3
ΕισΝΚΠολΔ25. Εφαρμόζονται ωστόσο και οι γενικές ρυθμίσεις των
άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, οι οποίες ισχύουν άμεσα καθώς σε
ορισμένα σημεία το νομοθετικό διάταγμα παραπέμπει ευθέως στις
γενικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας79.
Επίσης στην περίπτωση κατά την οποία κατασχών είναι το
Δημόσιο, θα ισχύουν και οι διατάξεις των άρθρων 30 επ. του
Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Ωστόσο παρά την ύπαρξη
όλων αυτών των διατάξεων, για πολλά χρόνια η κατάσχεση
τραπεζικών καταθέσεων δεν ευδοκιμούσε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα
να μην ικανοποιούνται συχνά οι δανειστές μέσω αυτού του τρόπου
εκτέλεσης. Εξαιτίας του προβλήματος του τραπεζικού απορρήτου
που συχνά εμπόδιζε σε μεγάλο βαθμό την τράπεζα στην υποβολή
δήλωσης με τα στοιχεία των καταθέσεων του καθ’ ου η κατάσχεση.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού ήρθε με την θέσπιση του ν.
2915/2001, ο οποίος ουσιαστικά επέτρεψε την άρση του τραπεζικού
απορρήτου στην περίπτωση της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου. Μετά
τη θέσπιση του εν λόγω νόμου και την άρση του απορρήτου,
διευκολύνθηκε σε πολύ σημαντικό βαθμό η κατάσχεση τραπεζικών
καταθέσεων και συνακόλουθα απέβη αναμφισβήτητα πιο
αποτελεσματική. Αξίζει να σημειωθεί ότι η άρση του απορρήτου
79
Βλ. Ι. Καστριώτης, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων‐Μια νέα διάσταση μετά τον ν.
2915/2001, ΔΙΚΗ 2007, σελ. και ΜονΠρΘηβών 367/2002, ΔΙΚΗ 2003`, σελ. 230 επ.

45
είναι σχετική και πιο συγκεκριμένα αφορά αποκλειστικά το
χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή.

Σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης

Η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης αποτελεί το συνηθέστερο


αντικείμενο κατάσχεσης εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης. Η
τράπεζα όταν αποδέχεται καταθέσεις ουσιαστικά αναλαμβάνει
χρήματα ή άλλες αξίες πελατών της, έχοντας την εξουσία να
χρησιμοποιεί αυτά 80 , με αποτέλεσμα ο πελάτης να έχει αξίωση
απόδοσης άλλων χρημάτων ή αξιών της ίδιας ποσότητας και
ποιότητας 81 . Πρόκειται -ως προς τη νομική της φύση- για μία
σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης 82 σύμφωνα και με το άρθρο
830 παρ. 1 ΑΚ.
Λόγω της φύσης της αυτής, στην τραπεζική κατάθεση
τυγχάνουν εφαρμογής αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου
806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των
χρηματικών ποσών που καταθέτει ο πελάτης της και αφετέρου η
διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο θεματοφύλακας σε
περίπτωση όπου ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το
αποδώσει ακόμη κι αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία η οποία
συμφωνήθηκε για τη φύλαξή του
Η τράπεζα δηλαδή έχει το ρόλο του θεματοφύλακα από την
πραγματική κατάθεση των χρημάτων και έπειτα, αποκτώντας από το
χρονικό σημείο αυτό και την κυριότητα των χρημάτων, τα οποία
μπορεί να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευτεί κατά οποιονδήποτε

80
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3601/2007 στο οποίο δίδεται ο ορισμός του πιστωτικού
ιδρύματος « πιστωτικό ίδρυμα είναι η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή
καταθέσων ή αλλών επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών
πιστώσεων για λογαριασμό της». Καθίσται άρα σαφές ότι η αποδοχή καταθέσεων αποτελεί βασική
εργασία του τραπεζικού ιδρύματος, το οποίο είναι και το μόνο αρμόδιο για αυτή την εργασία καθώς το
επόμενο άρθρο του ιδίου νόμου ορίζει ότι «Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν
αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατ` επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων
επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό»
81
Βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο‐Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τεύχος Ι‐Γενικό Μέρος, σελ. 335-
336
82
Σχετικές αποφάσεις που δείχνουν την τάση της νομολογίας να θεωρεί τη σύμβαση τραπεζικής
κατάθεσης ως ανώμαλη παρακαταθήκη είναι ενδεικτικά οι εξής: ΕφΘες 1868/1999, Αρμ 2001, σελ. 809,
ΕφΑθ 455/2001, ΑρχΝ 2002, σελ. 348, ΑΠ 830/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 176, ΑΠ 929/2009, ΧρΙδ 2009,
σελ.99, ΕφΘες 1083/2010, Αρμ 2011, σελ. 1132, ΕφΘες 1877/2010, ΕπισκΕμπΔ 2011, σελ. 200, ΕφΑθ
5020/2010, ΔΕΕ 2011, σελ. 462, ΕφΘες 74/2011, ΕπισκΕμπΔ 2011, σελ. 243, ΕφΠειρ 83/2011, ΔΕΕ
2011, σελ. 697, ΑΠ 378/2011, ΧρΙδ 2011, σελ. 656

46
τρόπο, έχοντας ωστόσο συμβατική υποχρέωση έναντι του καταθέτη
να του αποδώσει χρηματικό ποσό της ίδιας ποσότητας όταν εκείνος
το επιθυμεί.

Αντικείμενο κατάσχεσης

Τραπεζικές καταθέσεις

Στην περίπτωση της κατάσχεσης στα χέρια της τραπέζας ως


τρίτης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το να ανακαλύψει κανείς
ποιοι λογαριασμοί μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της
κατάσχεσης.
Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 αναφέρει
πως το απόρρητο αίρεται «για κάθε μορφή καταθέσεων σε
πιστωτικό ίδρυμα». Είναι φανερό ότι η ευρεία αυτή διατύπωση της
διατάξεως του άρθρου 24 του ν. 2915/2001, σε συνδυασμό με την
ορθή πλέον κατανόηση του σκοπού του νομοθέτη του ν.δ. 1059/71,
επιτρέπει την υπαγωγή στο κατασχετό όλων κατ’ αρχήν των
καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα83.
Αν συνδυάσουμε άλλωστε το σκοπό του νομοθέτη με τη στενή
ερμηνεία όλων των διατάξεων που θεσπίζουν ακατάσχετα, θα
καταλήξουμε ότι σε πρώτο επίπεδο και ως αφετηρία πρέπει να
έχουμε ότι στο κατασχετό υπάγονται όλες οι καταθέσεις. Κάτι
τέτοιο άλλωστε συνάδει και με την γενική αρχή της αναγκαστικής
εκτέλεσης περί της υπεγγυότητας του συνόλου της περιουσίας του
οφειλέτη στη διάθεση του επισπεύδοντος δανειστή.
Κατά συνέπεια, κατασχετέες είναι 84 όλες οι καταθέσεις
ταμιευτηρίου ή όψεως καθώς επίσης και οι χρηματικές ή μη
καταθέσεις (μετοχών, ομολογιών και άλλων χρεογράφων), οι
ελεύθερες ή δεσμευμένες καταθέσεις, οι υπό αίρεση, οι απρόθεσμες
ή οι μετά προθεσμία ή προειδοποίηση, οι καταθέσεις όψεως, απλού
83
Α. Ταμαμίδης, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 41‐42, Γέσιου‐
Φαλτσή, ό.π. σελ 422‐423
84
Βλ. Σ.Ψυχομάνη, Η κατάσχεση των καταθέσεων, ΔΕΕ 2002, σελ. 473 και Α. Ταμαμίδη ό.π. σελ. 43‐
44

47
ταμιευτηρίου ή σε τρεχούμενο λογαριασμό, αυτές που τηρούνται σε
ατομικό ή σε κοινό λογαριασμό, σε ευρώ ή σε συνάλλαγμα, οι
καταθέσεις υπέρ τρίτου, αλλά ακόμη και σε αλληλόχρεο
λογαριασμό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι εξαιρετική είναι η
περίπτωση κατά την οποία ο κατασχών θέλει να προβεί σε
κατάσχεση εις χείρας του τραπεζικού ιδρύματος καταθέσεων, οι
οποίες όμως έχουν δοθεί ως ενέχυρο με βάση σύμβασης εκχώρησης
της απαίτησης στην τράπεζα λόγω ενεχύρου.
Πιο αναλυτικά, σε μία τέτοια περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα
θα αντιτάξει στον κατασχόντα την προγενέστερη της κατάσχεσης
σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου, η οποία έγινε για λόγους
εξασφάλισης απαίτησης της τράπεζας κατά του καταθέτη από άλλη
έννομη σχέση85.
Όταν κατά συνέπεια, η τράπεζα διατηρεί καταθέσεις του
πελάτη της και καθ’ ου η κατάσχεση ως εξασφάλιση άλλης
απαίτησής της κατά του ιδίου προσώπου δύναται να μην αποδώσει
το ποσό αυτό στον κατασχόντα, θεωρώντας ειλικρινή την εκ μέρους
της μη δήλωση της ύπαρξης αυτού του ποσού86.
Πρόκειται ωστόσο, όπως προελέχθη, για μία εξαιρετική
περίπτωση στην οποία δεν τίθεται θέμα ακατάσχετου αλλά δίδεται
νόμιμος λόγος να αρνηθεί η πιστώτρια τράπεζα την απόδοση του ως
άνω ποσού στον κατασχόντα.

Η κατάσχεση µελλοντικών απαιτήσεων εις χείρας Τράπεζας


ως τρίτης

Παρ’ ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 982 ΚΠολΔ,
γίνεται δεκτό ότι είναι δυνατή και η κατάσχεση µελλοντικών
απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, γεγονός που έχει ιδιαίτερο πρακτικό
ενδιαφέρον στην περίπτωση που τρίτος είναι Τράπεζα, από τη
85
Για παράδειγμα μπορεί η έννομη σχέση που συνδέει καταθέτη και τράπεζα και για χάριν εξασφάλισης
της οποίας δόθηκε το ενέχυρο να είναι μία σύμβαση δανείου ή μία σύμβαση ανοίγματος πίστωσης με
ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό
86
Αναλυτικά για το ζήτημα της ενεχύρασης καταθέσεων προς εξασφάλιση απαότησης της τράπεζας
κατά του καταθέτη καθώς και στοιχέια από τη νομολογία για το οικείο ζήτημα βλ. Ταμαμόδης Α., ό.π.
σελ 46-47

48
στιγµή που οι περισσότερες συµβάσεις του τραπεζικού δικαίου
έχουν διαρκή χαρακτήρα, ως µελλοντικές θεωρούνται εκείνες οι
απαιτήσεις, που ενώ υφίσταται η βασική έννοµη σχέση από την
οποία θα προκύψουν στο µέλλον, οι προϋποθέσεις της γενέσεώς
τους δεν έχουν ολοκληρωθεί κατά το χρόνο της επιβολής
κατασχέσεως εις χείρας τρίτου87. Τόσο σε θεωρητικό88 όσο και σε
νοµολογιακό89 επίπεδο κρίνεται επιτρεπτή και νόµιµη η κατάσχεση
εις χείρας τρίτου µελλοντικών απαιτήσεων, υπό την προϋπόθεση
όµως ότι κατά τον χρόνο επιβολής της κατασχέσεως υφίσταται η
βασική έννοµη σχέση, από την οποία απορρέει η µελλοντική
απαίτηση και δεν είναι απλώς ενδεχόµενη, αλλά να µπορεί κατά τον
παραπάνω χρόνο να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη, όχι
όμως απαραίτητα και κατά ποσό.
Στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυµάτων ως τρίτων, η
πιθανότητα να εµφανισθεί οφειλή της Τραπέζης έναντι του καθ’ου
η εκτέλεση σε χρόνο µεταγενέστερο της επιδόσεως του
κατασχετηρίου είναι βάσιµη, ιδίως όταν πρόκειται για εντολές και
εµβάσµατα που πιστώνονται στο λογαριασµό του καθ’ου ο οποίος
και έχει ήδη κατασχεθεί και ως προς το µέλλον από τον δανειστή
του 90 . Συγκεκριµένα, επί τηρήσεως πχ τρέχοντος λογαριασµού, η
κατάσχεση του µελλοντικού υπολοίπου πρέπει να συνοδεύεται και
από κατάσχεση της απαιτήσεως του καθ’ου έναντι της Τράπεζας για
την ανά πάσα στιγµή απόδοση του υπολοίπου ή την εκτέλεση
εντολών εµβασµάτων επ’ αυτού, έτσι ώστε να εµποδιστούν
προηγούµενες πράξεις διαθέσεως του υπολοίπου από τον καθ’ου,
δικαιούχο του λογαριασµού, εις βάρος του µέλλοντος να προκύψει
κατασχεθέντος υπολοίπου91.

87
Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 329
88
Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 329· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 26·
Νικολόπουλος, σε ό.π. ΕρµΚΠολΔ, σελ. 1912· Ο ίδιος, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεση, σελ. 237 και ειδικά
σηµείωση 265· Κεραµεύς, Αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου απαιτήσεως υπό αίρεση-
Αναλογισµός απαιτήσεων και κύρος κατασχέσεως (γνωµοδότηση), σε Νοµικές Μελέτες ΙΙ (1994), σελ.
524-524· Καστριώτης, Η κατάσχεσις της δηµοσίας καταθέσεως, ως µελλούσης, υπό αίρεσιν, ή
προθεσµίαν απαιτήσεως, εις χείρας του Ταµείου Παρακαταθηκών και Δανείων ως τρίτου,1982,σελ. 210-
211.
89
ΕφΑθ 7269/2004, ΕλλΔνη 2006, σελ. 240· ΠΠρΒερ 17/2006, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΘες
10250/2003, Αρµ 2003, σελ. 1323· ΜΠρΡοδ 2055/2006, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 4086/2001,
ΑρχΝ 2001, σελ. 644
90
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 50
91
Ψυχοµάνης, ό.π. ΔΕΕ 2002, σελ. 476· Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 198· Ο ίδιος,
ό.π. Τραπέζικό Δίκαιο, σελ. 205. Βλ. και άρθρο 2§1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 κατά το οποίο « Εάν παρ’
εταιρία εγένετο κατάθεσις χρηµάτων ή ανωνύµων χρεωγράφων υπέρ τρίτου, α) ο τρίτος καθίσταται
δικαιούχος των κατατεθέντων, άµα τη καταθέσει, µη απαιτούµενης µνείας της αιτίας της καταθέσεως
µήτε αποδοχής του τρίτου»

49
Ζήτηµα γεννάται αναφορικά µε το περιεχόµενο της δηλώσεως
που καλείται κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ η Τράπεζα ως τρίτη, σχετικά
µε την κατάσχεση στα χέρια της µέλλουσας απαιτήσεως του καθού
οφειλέτη-καταθέτη έναντι αυτής. Υπό το ενδεχόµενο υποβολής
καταφατικής δήλωσης, σε αυτή «πρέπει να αναφέρεται η
δικαιογόνος σχέση, οι τυχόν ενστάσεις του τρίτου ή η ανταπαίτηση
που έχει κατά του καθού η εκτέλεση και να παρέχεται η
διαβεβαίωση ότι θα παρακρατήσει ότι τυχόν προκύψει στο µέλλον
υπέρ του καθού η κατάσχεση από τη µνηµονευόµενη στο
κατασχετήριο βασική έννοµη σχέση. Η δήλωση που υποβάλλει ο
τρίτος και στην οποία αναφέρει ότι θα παρακρατήσει αµέσως ότι θα
προκύψει στο µέλλον υπέρ του καθ’ου η κατάσχεση, από τη
µνηµονευόµενη στο κατασχετήριο βασική έννοµη σχέση, πρέπει να
θεωρηθεί ως καταφατική, παρότι δεν παρέχει αµέσως
εκτελεστότητα, εφόσον δεν προκύπτει απ’ αυτήν βέβαιη και
εκκαθαρισµένη απαίτηση. Και τούτο, γιατί ο κατασχών δανειστής,
χωρίς να είναι υποχρεωµένος να ασκήσει ανακοπή κατά της
δηλώσεως, µπορεί να την εκτελέσει αργότερα µε τη συνδροµή των
προϋποθέσεων των άρθρων 915, 916 και 921§4 ΚΠολΔ»92.
Με την κατάσχεση των µελλοντικών απαιτήσεως εις χείρας
της Τράπεζας συνδέεται και το ζήτηµα της επέλευσης των εννόµων
συνεπειών του άρθρου 984§2 ΚΠολΔ αναφορικά µε την Τράπεζα
ως τρίτη καθώς επίσης και το περιεχόµενο της κατά το άρθρο 985
ΚΠολΔ δηλώσεώς της. Η επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο (εν
προκειµένω στην Τράπεζα), συνεπάγεται κατά το άρθρο 984§2
ΚΠολΔ την ακυρότητα της καταβολής, στην οποία ενδεχοµένως θα
προχωρούσε ο τρίτος έναντι του δανειστή του και ήδη καθού η
εκτέλεση και κρίσιµος χρόνος για την επέλευση της έννοµης
συνέπειας του άρθρου 984§2 ΚΠολΔ δεν είναι άλλος από την
επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο93 . Κατά συνέπεια, ειλικρινής
θα πρέπει να θεωρηθεί η δήλωση της Τράπεζας όταν αναφέρεται
στα δεδοµένα που υπήρχαν κατά την επίδοση του κατασχετηρίου,
έστω κι αν µεταβληθεί η κατάσταση µέχρι το πέρας των οκτώ
92
ΑΠ 1540/2000, 2001, σελ. 530. Βλ. και την διατύπωση της ΠΠρΘεσ 10250/2003, Αρµ 2003, σελ.
1323, « ο τρίτος αρκεί µε τη δήλωσή του να αποδέχεται την ύπαρξη της στηρίζουσας το κατασχετήριο
βασικής έννοµης σχέσης, που αποτελεί την παραγωγική αιτία της κατασχόµενης απαίτησης και που θα
του προσδώσει την ιδιότητα του τρίτου-οφειλέτη του καθού, αφού η ύπαρξη της σχέσης αυτής αποτελεί
προϋπόθεση για τη δυνατότητα επιβολής κατάσχεσης, καθώς και να αποδέχεται το ενδεχόµενο
γενέσεως της απαίτησης, δίνοντας κάθε σχετική πληροφορία». Από θεωρία βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π.
ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 93-94· Μπρακατσούλα, ό.π. Η αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 603· Καστριώτη,
ό.π. 1982, σελ. 224
93
ΠΠρΘεσ 10250/2003, Αρµ 2003, σελ. 1323. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 356·
Νικολόπουλο, ό.π. σε ΕρµΚΠολΔ, σελ. 1916

50
ηµερών εντός των οποίων µπορεί εµπρόθεσµα να υποβάλει τη
δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ94. Διαφορετικά διαµορφώνεται η
κατάσταση όταν η κατάσχεση αφορά και τις µελλοντικές απαιτήσεις
του καθού η εκτέλεση, που απορρέουν από την ήδη υπαρκτή έννοµη
σχέση της κατάθεσης, οπότε και η δήλωση της Τράπεζας οφείλει να
ανταποκρίνεται και στα µεταγενέστερα δεδοµένα. Έτσι, τυχόν
απαιτήσεις που εµφανίζονται µετά την επίδοση του κατασχετηρίου
και µέχρι την υποβολή της δηλώσεως πρέπει να περιλαµβάνονται
στην τελευταία 95 . Εξάλλου σε αυτή την περίπτωση, η Τράπεζα
µπορεί να δηλώσει την ανυπαρξία απαίτησης του καθ’ου από
υφιστάµενη µεταξύ τους έννοµη σχέση και ταυτόχρονα να
υποσχεθεί ότι θα παρακρατήσει αµέσως ότι προκύψει στο µέλλον
υπέρ του καθ’ου η κατάσχεση, από την αναφερόµενη στο
κατασχετήριο βασική έννοµη σχέση 96 . Εάν στη συνέχεια όντως
εµφανισθεί απαίτηση του καθ’ου η εκτέλεση έναντι της Τράπεζας,
τότε η τελευταία οφείλει να προβεί σε συµπληρωµατική δήλωση97.

Η κατάσχεση καταθέσεως που συνδέεται µε κοινό


λογαριασµό

Η διάταξη του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 δεν έθιξε το ειδικό


τραπεζικό απόρρητο που έχει καθιερωθεί µε το ν.δ. 1059/1971,
αλλά απλώς αποσαφηνίζει ότι σε περίπτωση δανειστή που έχει
δικαίωµα κατασχέσεως, το εν λόγω απόρρητο αίρεται στο βαθµό
που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Εποµένως, για το
υπερβάλλον ποσό που ενδεχοµένως περιέχει η κατάθεση, η Τράπεζα
εξακολουθεί να δεσµεύεται από το απόρρητο των τραπεζικών

94
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 51. Βλ. και Μπρίνια, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1325, όπου και τονίζεται
ότι η κατάσχεση εις χείρας τρίτου καταλαµβάνει την απαίτηση στην κατάσταση που βρίσκεται κατά το
χρόνο της επιδόσεως του κατασχετηρίου στον τρίτο. Έτσι, εάν πχ από την επίδοση του κατασχετηρίου
µέχρι το πέρας των οκτώ ηµερών του άρθρου 985 ΚΠολΔ εµφανισθεί πιστωτικό υπόλοιπο στο
λογαριασµό καταθέσεως επί του οποίου και επιβλήθηκε η κατάσχεση, η Τράπεζα δεν υποχρεώνεται σε
καταφατική δήλωση εάν κατά το χρόνο επιδόσεως ο λογαριασµός εµφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο.
95
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 52
96
ΑΠ 1540/2000, 2001, σελ. 530· ΠΠρΘεσ 10250/2003, Αρµ 2003, σελ. 1323. Μάλιστα, δήλωση µε
τέτοιο περιεχόµενο πρέπει να θεωρηθεί καταφατική. Βλ. Καστριώτη, ό.π. 1982, σελ. 224·
Μπρακατσούλα, ό.π. Η αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 603. Για τον τρόπο εκτελέσεως αυτής βλ. Μπρίνια,
Γενικά θέµατα της εκτελεστότητος και της διαδικασίας εκτελέσεως της καταφατικής δηλώσεώς του κατά
το άρθρο 982 επ. τρίτου, 1979, σελ. 465. Βλ. και Βαθρακοκοίλη, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), ο οποίος και
θεωρεί τη δήλωση αρνητική ως προς την ενεστώσα οφειλή και υποσχετική ως προς τη µελλοντική.
97
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 52.

51
καταθέσεων, αφού θα πρόκειται για ποσό µείζον από εκείνο που
απαιτείται για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή.
Εξάλλου, έχει εύστοχα επισηµανθεί98 ότι «ο δανειστής προσδιορίζει
το αναγκαίο και επιθυµητό µέτρο της ικανοποιήσεώς του µέσω του
καθορισµού του συγκεκριµένου ποσού, για το οποίο επιβάλλει
κατάσχεση».
Πρακτικό αντίκρισµα της προαναφερόµενης διαπίστωσης
συναντάται στην περίπτωση όπου στην Τράπεζα τηρείται κοινός
λογαριασµός. Η πάγια νοµολογία 99 σπεύδει να προσδιορίσει την
έννοια του κοινού λογαριασµού, στηριζόµενη στην ερµηνεία των
άρθρων 1§1 και 2 του ν. 5368/1932, 2§1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923,
411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ και καταλήγοντας στο συµπέρασµα
ότι «σε περίπτωση χρηµατικής καταθέσεως στο όνοµα του ίδιου του
καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασµό, και
ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήµατα ανήκαν σε όλους υπέρ
των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε µερικούς από αυτούς, παράγεται
µεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της
καταθέσεως (τράπεζας) αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή,
µε αποτέλεσµα η ανάληψη των χρηµάτων της καταθέσεως (ολικώς
ή µερικώς) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου
δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηµατικής
καταθέσεως από ένα µόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της
απαιτήσεως καθ’ ολοκληρίαν έναντι της Τράπεζας και ως προς τον
άλλο, δηλαδή τον δικαιούχο, που δεν προέβη σε ανάληψη, ο οποίος
ωστόσο αποκτά εκ του νόµου απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε
ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το µισό
της καταθέσεως, εκτός εάν από τη µεταξύ τους εσωτερική σχέση
προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωµα επί ολόκληρου του ποσού ή
έλλειψη δικαιώµατος αναγωγής εκ µέρους αυτού, ο οποίος δεν
έκανε ανάληψη του ποσού». Γίνεται δηλαδή αντιληπτό ότι τον
λογαριασµό αυτής της καταθέσεως δύναται να κάνει χρήση εν όλω
ή εν µέρει οποιοσδήποτε από τους περισσότερους δικαιούχους (είτε
ένας είτε µερικοί είτε όλοι), χωρίς τη σύµπραξη των υπολοίπων100.

98
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 53, σηµείωση 65.
99
ΑΠ 877/2008, ΔΕΕ 2008, σελ. 1269· ΑΠ 539/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 78· ΕφΑθ 4531/2003, ΕλλΔνη
2004, σελ. 909· ΕφΘεσ 2187/2001, ΔΕΕ 2002, σελ. 67· ΕφΑθ 3444/2001, ΔΕΕ 2001, σελ. 1018· ΕφΑθ
7224/2000, ΔΕΕ 2001, σελ. 288· ΜΠρΡοδ 1515/2005, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑρτ 453/2001,
ΑρχΝ 2002, σελ. 478. Ανάλογα και οι ΑΠ 1894/2006, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 5975/2006, ΔΕΕ
2007, σελ. 1080
100
ΠΠρΞανθ 166/1995, ΑρχΝ 1997, σελ. 60· ΜΠρΡοδ 1515/2005, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ
7965/2004, ΕΤρΑξΧρΔ 2007, σελ. 438· ΜΠρΑρτ 453/2001, ΑρχΝ 2002, σελ. 478· ΜΠρΛαρ
170/1990,ΕλλΔνη 1990, σελ. 1630. Ο ορισµός αυτός του κοινού λογαριασµού δίνεται επαρκώς και από

52
Εν προκειµένω, η εφαρµογή του απορρήτου των τραπεζικών
καταθέσεων επιτάσσει ώστε η Τράπεζα να µην προβαίνει στην
αποκάλυψη των ονοµάτων των συνδικαιούχων του κοινού
λογαριασµού αλλά ούτε και το συνολικό ύψος της καταθέσεως. Σε
περίπτωση επιβολής κατασχέσεως επί καταθέσεως σε κοινό
λογαριασµό, η Τράπεζα θα πρέπει να προστρέξει στη ρύθµιση του
άρθρου 4 του ν. 5638/1932 κατά την οποία «κατάσχεσις της
καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όµως των κατασχόντων αυτή
τεκµαίρεται αµαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’
ίσα µέρη». Έτσι, η Τράπεζα στη δήλωσή της (άρθρο 985 ΚΠολΔ)
θα αναφέρει απλώς το ποσό της κατάθεσης που αντιστοιχεί στον
καθ’ου η εκτέλεση, κατ’ εφαρµογή του αµάχητου τεκµηρίου του
άρθρου 4 του ν. 5368/1932, σιωπώντας ως προς τον αριθµό των
συνολικών δικαιούχων και του συνολικού ποσού της κατάθεσης101.
Επομένως, ο επισπεύδων δανειστής δεν δικαιούται να προβεί
στην κατάσχεση του συνόλου της κατάθεσης, αφού κατ’ αµάχητο
τεκµήριο αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα µέρη,
αλλά µόνο το µέρος της κατάθεσης που αναλογεί στον καθ’ου
οφειλέτη καταθέτη102.
Κατ’ αποτέλεσµα, το υπόλοιπο µέρος της κατάθεσης σε κοινό
λογαριασµό εκφεύγει της δυνατότητας κατάσχεσης του
επισπεύδοντος δανειστή « όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα
λοιπά µέρη του έχει καταστεί, σύµφωνα µε την υπό συζήτηση
διάταξη, ακατάσχετο, αλλά διότι τούτο, σύµφωνα µε την ίδια διάταξη,
τεκµαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη»103.
Η µη τήρηση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων ως
προς τους λοιπούς δικαιούχους, έναντι των οποίων ο δανειστής δεν
είναι εφοδιασµένος µε εκτελεστό τίτλο, επισύρει αστικές και

το άρθρο 1§1 του ν. 5368/1932, σύµφωνα µε το οποίο « χρηµατική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις
ανοικτόν λογαριασµόν επ’ ονόµατι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint, joint account), είναι εν τη
εννοία του παρόντος νόµου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασµού δύναται να κάµνη
χρήσιν εν όλω ή εν µέρει, άνευ συµπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι
δικαιούχοι».
101
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 54
102
ΑΠ 769/2004, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΤρικ 361/2007, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ
20409/2005, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ. Πριν τη θέσπιση της ρυθµίσεως του άρθρου 24 του ν. 2915/2001,
είχε θεωρηθεί ότι το ν.δ. 1059/1971 είχε εµµέσως καταργήσει το άρθρο 4 του ν. 5368/1932, µε συνέπεια
να µην είναι δυνατή η κατάσχεση καταθέσεως σε κοινό λογαριασµό (όπως άλλωστε είχε νοµολογηθεί
γενικά για όλες τις καταθέσεις), ΟλΑΠ 3/1993, 1994, σελ. 497. Αντίθετη,η ΑΠ 785/1999, ΕΕµπΔ 1999,
σελ. 477
103
ΑΠ 769/2004, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ. Αντίθετη, η ΑΠ 785/1999, ΕΕµπΔ 1999, σελ. 477, η οποία εν
προκειµένω κάνει λόγο για ειδική περίπτωση ακατασχέτου που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 4 του
ν. 5368/1932 ως προς το δανειστή. Η άποψη της τελευταίας υιοθετήθηκε και από τις ΜΠρΤρικ
361/2007, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 20409/2005, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ.

53
ποινικές κυρώσεις σε βάρος της Τράπεζας. Ενδεχόµενη υποβολή
δήλωσης εκ µέρους της Τράπεζας, µε την οποία και παραβιάζεται
το απόρρητο εις βάρος των λοιπών συνδικαιούχων και άρα
επέρχεται βλάβη στα έννοµα συµφέροντά τους, υπό την έννοια της
µη τηρήσεως του αµάχητου τεκµηρίου του άρθρου 4 του ν.
5638/1932, τους νοµιµοποιεί στην άσκηση της ανακοπής τρίτου
κατ’ άρθρο 936 ΚΠολΔ104.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της ανακοπής του
άρθρου 936 ΚΠολΔ είναι η επίκληση από τον τρίτο (εδώ από τους
λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασµού) του ισχυρισµού
ότι προσβάλλεται δικαίωµά του στο αντικείµενο της εκτελέσεως, το
οποίο δικαιούται να αντιτάξει κατά του καθ’ου η εκτέλεση 105 .
Άµεση απόρροια της δυνατότητας άσκησης της ανακοπής του
άρθρου 936 ΚΠολΔ από τους λοιπούς συνδικαιούχους είναι η
υποβολή αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας κατ’
άρθρο 938 ΚΠολΔ παρ. γ.
Στην περίπτωση πάντως υποβολής θετικής δηλώσεως (άρθρο
985 ΚΠολΔ) από την Τράπεζα, αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατ΄
άρθρο 989 ΚΠολΔ, εκτελούµενη κατά της τρίτης Τράπεζας µε
αυτοτελή εκτελεστική διαδικασία, οπότε και η τελευταία
µετατρέπεται σε καθού οφειλέτη. Όπως κάθε οφειλέτης, έτσι και η
Τράπεζα δικαιούται να αμυνθεί με την ανακοπή του άρθρου 933
ΚΠολΔ και µε δεδοµένο ότι οι λόγοι ανακοπής του άρθρου 933
ΚΠολΔ δεν δύνανται να θεµελιώσουν την ανακοπή του άρθρου 936
ΚΠολΔ 106 , γίνεται κατανοητό ότι ο συνδικαιούχος κοινού
λογαριασµού στερείται της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, από
τη στιγµή µάλιστα που δεν φέρει καν την ιδιότητα του δανειστή του
καθού η εκτέλεση οφειλέτη107.
Το ρυθµιστικό πεδίο του αµάχητου τεκµηρίου του άρθρου 4
του ν. 5368/1932 αφορά µόνο τον κατασχόντα δανειστή, ο οποίος
επιβάλλει κατάσχεση επί καταθέσεως στα χέρια Τράπεζας ως

104
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 57
105
Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Γενικό Μέρος, σελ. 330-331. Βλ. επίσης την ίδια, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ.
418, όπου και επισηµαίνεται ειδικά η δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής στην κατάσχεση εις χείρας
τρίτου, µε την παράλληλη ωστόσο επισήµανση της περιορισµένης πρακτικής εφαρµογής της ανακοπής
του άρθρου 936 ΚΠολΔ, ενόψει της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ κατά της ρητής ή σιωπηρής
δηλώσεως του τρίτου, στη δίκη της οποίας θα εξεταστούν και τα τυχόν δικαιώµατα του τρίτου επί του
αντικειµένου της κατασχέσεως.
106
Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Γενικό Μέρος, σελ. 341
107
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 59

54
τρίτης 108 . Συνεπώς, το τεκµήριο του άρθρου 4 δεν καλύπτει τις
σχέσεις µεταξύ των περισσότερων συνδικαιούχων του κοινού
λογαριασµού, οι οποίοι εξάλλου µπορούν µε βάση την εσωτερική
τους σχέση (συµφωνία) να καθορίσουν διαφορετική αναλογία επί
των κατατεθειµένων χρηµάτων. Η λειτουργία αυτή του τεκµηρίου
του άρθρου 4 γίνεται περισσότερο διακριτή στην περίπτωση που η
Τράπεζα συµψηφίζει ανταπαίτησή που έχει έναντι κάποιου
συνδικαιούχου µε την απαίτηση των συνδικαιούχων που απορρέει
έναντι αυτής από τον κοινό λογαριασµό. Ειδικότερα, από τη στιγµή
που µεταξύ της Τράπεζας και των περισσότερων συνδικαιούχων
δηµιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, καλείται σε
εφαρµογή και η διάταξη του άρθρου 491 ΑΚ109, κατά την οποία «η
καταβολή, η δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, η δηµόσια
κατάθεση, η ανανέωση, ο συµψηφισµός ή η σύγχυση έναντι ενός
από τους δανειστές επιφέρει απόσβεση της απαίτησης και ως προς
τους λοιπούς». Το αποτέλεσµα τότε έγκειται στο ότι ο από µέρους
της Τράπεζας γενόµενος συµψηφισµός µε ανταπαίτησή της κατά
του ενός συνδικαιούχου επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως και ως
προς τους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασµού ως προς
το συµψηφιζόµενο ποσό, έστω κι αν αυτό καλύπτει το σύνολο της
κατάθεσης110.

Η κατάσχεση καταθέσεως σε αλληλόχρεο λογαριασµό

Η έννοια του αλληλόχρεου λογαριασµού έχει διαπλαστεί τόσο


σε θεωρητικό όσο και σε νοµολογιακό επίπεδο και αποκτά ιδιαίτερη
σηµασία ενόψει της ολοένα και αυξανόµενης χρήσης του στις

108
ΑΠ 1812/2007, ΔΕΕ 2008, σελ. 65· ΕφΘεσ 702/2005, Αρµ 2006, σελ. 1226· ΕφΑθ 4725/2001,
ΕλλΔνη 2003, σελ. 254· ΠΠρΘεσ 24377/2003, Αρµ 2004, σελ. 1283. Βλ. και Ταµαµίδη, ό.π. σελ. 61,
κατά τον οποίο το τεκµήριο του άρθρου 4 δεν ωφελεί πάντοτε τον κατασχόντα δανειστή, αφού δυνάµει
αυτού µπορεί να επιληφθεί µόνο του ποσοστού που αναλογεί στον καθού οφειλέτη.
109
ΕφΘεσ 702/2005, Αρµ 2006, σελ. 1226· ΕφΑθ 4725/2001, ΕλλΔνη 2003, σελ. 254· ΠΠρΘεσ
24377/2003,
110
Αρµ 2004, σελ. 1283· ΜΠρΑθ 2091/1999, ΝοΒ 1999, σελ. 1598.
ΕφΘεσ 702/2005, Αρµ 2006, σελ. 1226· ΕφΑθ 4725/2001, ΕλλΔνη 2003, σελ. 254· ΠΠρΘες
24377/2003, Αρµ 2004, σελ. 1283. Η δικαιολόγηση της αυτής έννοµης συνέπειας βρίσκεται στην ίδια τη
διάταξη του άρθρου 491 ΑΚ, η οποία καθιερώνει την αρχή της αντικειµενικής ενέργειας των σε αυτή
αναφερόµενων γεγονότων, µεταξύ των οποίων και ο συµψηφισµός. Αντίθετα, η κατάσχεση δεν
συγκαταλέγεται στα γεγονότα του άρθρου 491 ΑΚ, µε συνέπεια να ενεργεί υποκειµενικά κατ’ άρθρο 492
ΑΚ. Για τη µη εφαρµογή του άρθρου 4 του ν. 5368/1932 στην περίπτωση που η Τράπεζα προτείνει σε
συµψηφισµό ανταπαίτησή της που έχει κατά ενός από τους περισσότερους συνδικαιούχους βλ. ΑΠ
1812/2007, ΔΕΕ 2008, σελ. 65. Βλ. και ΑΠ 769/2004, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ, η οποία αφορούσε
περίπτωση όπου η Τράπεζα είχε συµφωνήσει εκ των προτέρων µε τους περισσότερους συνδικαιούχους
ότι δικαιούται να συµψηφίζει µε ολόκληρο το κατάλοιπο του κοινού λογαριασµού κάθε ληξιπρόθεσµη ή
µη ληξιπρόθεσµη, παρούσα ή µέλλουσα, ακόµα και υπό αίρεση απαίτησή της εναντίον οποιουδήποτε
από τους περισσότερους συνδικαιούχους. Για τη µη παρεµπόδιση του συµψηφισµού από το απόρρητο
των τραπεζικών καταθέσεων του ν.δ. 1059/1971 βλ. παραπάνω υπό 3.α, σελ. 23 και σηµείωση 83 για
παραποµπές στη νοµολογία.

55
σχέσεις των Τραπεζών µε τους πελάτες τους. Σύµφωνα µε τη
διαµορφωµένη στη νοµολογία111 άποψη, αλληλόχρεος λογαριασµός
υφίσταται «όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα
είναι έµπορος, συµφωνούν να καταχωρίζουν τις µεταξύ τους
δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων, τα οποία, µολονότι διατηρούν
το νοµικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρισή τους
την αυτοτέλειά τους και δεν µπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν
χωριστά, µε αποτέλεσµα να οφείλεται µόνο το κατάλοιπο που
προκύπτει, κατά το κλείσιµο του λογαριασµού, µε αντιπαραβολή
των κονδυλίων». Έτσι, µέχρι το οριστικό κλείσιµο του αλληλόχρεου
λογαριασµού δεν είναι διακριτό ποιος είναι οφειλέτης και ποιος
δανειστής καθώς δανειστής θεωρείται εκείνο το συµβαλλόµενο
µέρος υπέρ του οποίου προκύπτει το οριστικό πιστωτικό
κατάλοιπο112.
Απόρροια της συµβάσεως αλληλόχρεου λογαριασµού είναι η
δηµιουργία µεταξύ των συµβαλλόµενων µερών µίας διαρκούς
έννοµης σχέσης, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει
χρονική διάρκεια113. Μάλιστα, πρόκειται για µία έννοµη σχέση µε
περιουσιακό χαρακτήρα, µε άµεση συνέπεια να καταλογίζεται στο
ενεργητικό ή το παθητικό της περιουσίας των µερών το ανά πάσα
στιγµή περιεχόµενο του λογαριασµού, δηλαδή η αντιπαραβολή των
κονδυλίων της χρεοπιστώσεως 114 . Από τη στιγµή λοιπόν που
πρόκειται για περιουσιακού χαρακτήρα έννοµη σχέση, ανακύπτει
και το ζήτηµα του κατασχετού του καταλοίπου του αλληλόχρεου
λογαριασµού στα χέρια της Τράπεζας, ως τρίτης. Ειδικότερα, η
δυνατότητα κατασχέσεως των απαιτήσεων, που συνδέονται µε
αλληλόχρεο λογαριασµό, στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης,
παρουσιάζεται υπό τριπλή µορφή και δη την κατάσχεση ορισµένου
περιουσιακού στοιχείου που καταχωρήθηκε στο λογαριασµό, την
111
ΑΠ 693/2008, Αρµ 2008, σελ. 1540· ΕφΠειρ 78/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 82. Παρόµοια και η
διατύπωση των ΑΠ 1022/2008, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 398/2008, ΔΕΕ 2008, σελ. 1390·
ΕφΠατρ 143/2008, ΕπΕµπΔ 2008, σελ. 571· ΕιρΛιβ 56/2007, ΑρχΝ 2007, σελ. 350. Για το ορισµό της
έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασµού βλ. σε θεωρία Βελέντζα, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 603-605·
Τον ίδιο, Δίκαιο Αλληλόχρεου Λογαριασµού (2007), σελ. 24-27· Ψυχοµάνη, ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ.
222-225· Κονδύλης, Έννοια, λειτουργία και αποτελέσµατα του αλληλόχρεου λογαριασµού (1995), σελ.
13-14· Αντωνόπουλο, Η σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού (2005), σελ. 10-14· Κουζιώρτη, ό.π.
ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 239· Λαζαράτος – Μακρή, Ζητήµατα ενεχυράσεως και κατασχέσεως απαιτήσεως
ΦΠΑ (γνωµοδότηση), 2004, σελ. 1284.
112
ΑΠ 1790/2008, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ.
113
ΟλΑΠ 31/1997, ΝοΒ 1998, σελ. 193· ΑΠ 693/2008, Αρµ 2008, σελ. 1540. Για τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της συµβάσεως αλληλόχρεου λογαριασµού βλ. ιδίως Κονδύλη, ό.π. σελ. 21· Ψυχοµάνη,
ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 228-235· Αντωνόπουλο, ό.π. σελ. 14-15. Μάλιστα, η σύµβαση αλληλόχρεου
λογαριασµού είναι αµφοτεροβαρής, παρεπόµενη, διαρκής και συναινετική.
114
ΟλΑΠ 31/1997, ΝοΒ 1998, σελ. 193· ΑΠ 693/2008, Αρµ 2008, σελ. 1540

56
κατάσχεση του τυχόν υπολοίπου κατά το κλείσιµο του λογαριασµού
και την κατάσχεση του κατά το χρόνο της κατασχέσεως τυχόν
υπολοίπου υπέρ του καθ’ου η κατάσχεση115.
Εκκινώντας από τη δυνατότητα κατασχέσεως των κατ΄ιδίαν
απαιτήσεων που εισέρχονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό, η
κρατούσα άποψη 116 απορρίπτει τη δυνατότητα αυτή από τους
δανειστές του κάθε συµβαλλόµενου, ενόψει της απώλειας της
ατοµικότητας των κατ’ ιδίαν απαιτήσεων µόλις αυτές εισέρχονται
στον αλληλόχρεο λογαριασµό. Η είσοδος κάθε απαίτησης στον
αλληλόχρεο λογαριασµό συνεπάγεται την απώλεια της αυτοτέλειάς
της, µε αποτέλεσµα να µην είναι απαιτητή, αλλά και ούτε να
καθίσταται απαιτητή µετά το οριστικό κλείσιµο του λογαριασµού,
εξαιτίας της συγχωνεύσεώς της µε τις λοιπές καταχωρισµένες
απαιτήσεις και δικαστικά επιδιώξιµη είναι µόνο η απαίτηση από το
τυχόν υπόλοιπο που προκύπτει µετά το κλείσιµο του
λογαριασµού 117 . Πέρα όµως από την κρατούσα, υπάρχει και η
άποψη 118 , η οποία και αυτή από την πλευρά της απορρίπτει τη
δυνατότητα κατάσχεσης των κατ’ ιδίαν κονδυλίων που
καταχωρίζονται στον αλληλόχρεο λογαριασµό, αλλά µε
διαφορετική νοµική θεµελίωση. Ειδικότερα, έρεισµα της
συγκεκριµένης άποψης είναι η παραδοχή ότι η εισαγωγή της κατ’
ιδίαν απαίτησης στον αλληλόχρεο λογαριασµό αποτελεί διάθεση
αυτής µε αίρεση, µε συνέπεια να µην είναι επιτρεπτή η αυτοτελής
διάθεση και κατάσχεσή της κατ’ άρθρο 206 ΑΚ, εφόσον µε αυτές
µαταιώνεται ή βλάπτεται το δικαίωµα που προσδοκάται επί του
καταλοίπου.
Ως προς την κατάσχεση του υπολοίπου που προκύπτει µετά το
οριστικό κλείσιµο του αλληλόχρεου λογαριασµού αυτή δεν τίθεται
υπό αµφισβήτηση 119 και καταρχάς προϋποθέτει την εµφάνιση
115
Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 31. Βλ. και Βελέντζα, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 750·
Τον ίδιο, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 219
116
Τσούµας, Αλληλόχρεος Λογαριασµός (2006), σελ. 25 και 52· Αντωνόπουλος, Νοµικό καθεστώς των
απαιτήσεων κατά τη διάρκεια λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασµού, ΝοΒ 1998, σελ. 722-723·
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1285-1286· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ.
31· Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 239.
117
ΑΠ 1790/2008, Α’ Δηµοσίευση ΝΟΜΟΣ· ΕιρΛιβ 56/2007, ΑρχΝ 2007, σελ. 350. Βλ. και Βελέντζα,
ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 27-28· Τον ίδιο, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 606-607· Ψυχοµάνη, ό.π.
Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 224-225· Κονδύλη, ό.π. σελ. 26-27· Τσούµα, ό.π. σελ. 24-25· Λαζαράτο –
Μακρή, ό.π. 2004, σελ. 1284-1285· Αντωνόπουλο, ό.π. ΝοΒ 1998, σελ. 719-723
118
Βελέντζας, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 219· Ο ίδιος, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 750· Ψυχοµάνης,
ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 244
119
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1286· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 31·
Βελέντζας, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 219· Ο ίδιος, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 750· Ψυχοµάνης,
ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 244· Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 239-240

57
πιστωτικού υπολοίπου υπέρ του αντισυµβαλλοµένου της Τράπεζας,
το οποίο είτε υπήρχε κατά το κλείσιµο του λογαριασµού είτε
δηµιουργήθηκε µεταγενέστερα, κατόπιν κλεισίµατος του
αλληλόχρεου και εξοφλήσεως του χρεωστικού εις βάρους του
πελάτη της Τράπεζας υπολοίπου, το οποίο προέκυψε κατά το
κλείσιµο του λογαριασµού 120 . Η επιβολή της κατάσχεσης επί του
προκύψαντος κατά το οριστικό κλείσιµο του λογαριασµού
υπολοίπου, αφορά σε υπαρκτή και παρούσα κατά το χρόνο της
κατάσχεσης απαίτηση 121 και ως εκ τούτου η Τράπεζα οφείλει να
προβεί σε καταφατική κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ δήλωση. Το κλείσιµο
του αλληλόχρεου λογαριασµού συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση
για την εξαγωγή του υπολοίπου (το οποίο θα είναι πιστωτικό για τον
έναν συµβαλλόµενο και χρεωστικό για τον άλλον), που είναι και η
µόνη απαιτητή και δικαστικά επιδιώξιµη απαίτηση 122 . Κατ’
επέκταση, µε το κλείσιµο του λογαριασµού παύει και η συνδροµή
των εννόµων συνεπειών που συνδέονται µε την εισαγωγή των
απαιτήσεων σε αυτόν, δηλαδή η απώλεια της αυτοτέλειας των κατ’
ιδίαν απαιτήσεων, ώστε ο καθ’ου η εκτέλεση να µην δύναται να
επικαλεστεί την αυτοτέλεια των εισαγόµενων απαιτήσεων ως
αντίρρηση κατά της κατάσχεσης123.
Επιπροσθέτως, δυνατή είναι και η επιβολή κατασχέσεως, πριν
από το κλείσιµο του αλληλόχρεου λογαριασµού, κατά το χρόνο
λειτουργίας αυτού, επί του δυνάµενου να προκύψει πιστωτικού
υπολοίπου κατά το κλείσιµο, οπότε πρόκειται για µέλλουσα
απαίτηση, η κατάσχεση της οποίας είναι εφικτή124.
Εν προκειµένω, η έννοµη σχέση από την οποία και θα
προέλθει η απαίτηση που κατάσχεται έχει ήδη γεννηθεί, πριν από
120
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 77-78. Με ανάλογη περίπτωση είχε έρθει αντιµέτωπη η ΑΠ 1540/2000, 2001,
σελ. 530, όπου επιδόθηκε στην Τράπεζα, ως τρίτη, κατασχετήριο µετά το κλείσιµο του αλληλόχρεου
λογαριασµού και την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, από τον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, το
οποίο εµφανίστηκε κατά το κλείσιµο. Το κατασχετήριο αφορούσε τις ήδη υφιστάµενες και µελλοντικές
απαιτήσεις του καθού η εκτέλεση έναντι της Τραπέζης. Η τελευταία υπέβαλε εµπρόθεσµη δήλωση,
αναφέροντας ότι κατά την ηµεροµηνία επιδόσεως του κατασχετηρίου δεν υπήρχε καµία απαίτηση του
καθού κατ’ αυτής, υπόσχοντας παράλληλα ότι θα παρακρατήσει ότι ήθελε προκύψει στο µέλλον υπέρ
του καθού η κατάσχεση. Μετά την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, που εµφάνισε κατά το κλείσιµο
ο λογαριασµός, από τον καθού, η Τράπεζα υπέβαλε διευκρινιστική της αρχικής δήλωση, στην οποία και
ανέφερε ότι υπάρχει το ποσό της απαιτήσεως που είχε κατασχεθεί υπέρ του κατασχόντος.
121
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1286· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 31·
Ταµαµίδης,
122
ό.π. σελ. 78· Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 240
Βελέντζας, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 92· Ο ίδιος, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 651· Τσούµας,
ό.π. σελ. 37· Βερβερίδης, ό.π. σελ. 60-61.
123
124
Βλ. Ταµαµίδη, ό.π. σελ. 79
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεση, σελ. 1286· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 31·
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 79· Μάζης, ό.π. ΝοΒ 2002, σελ. 646-647· Τσούµας, ό.π. σελ. 52· Ψυχοµάνης,
ό.π. Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 244· Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 240

58
την επιβολή της κατάσχεσης, από τη στιγµή που έχει προηγηθεί η
κατάρτιση της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασµού (που ιδίως
όταν πρόκειται για τραπεζικό αλληλόχρεο λογαριασµό είναι
έγγραφη)125. Ακριβώς επειδή πρόκειται για κατάσχεση µέλλουσας
απαίτησης, το αποτέλεσµα της κατάσχεσης εκτείνεται στο
κατάλοιπο που τυχόν θα προκύψει από το οριστικό κλείσιµο του
λογαριασµού. Εντούτοις, σε µία τέτοια περίπτωση κατάσχεσης του
µελλοντικού υπολοίπου, ενδέχεται τα συµβαλλόµενα µέρη να
ρυθµίσουν κατά τέτοιο τρόπο τις µεταξύ τους σχέσεις, ιδίως ως
προς την εκατέρωθεν εισαγωγή κονδυλίων, έτσι ώστε να
εµφανίσουν υπόλοιπο ή να εµφανίσουν ελάχιστο, καθιστώντας την
κατάσχεση άνευ αντικειµένου126.
Δυσχέρειες, ωστόσο, αναφύονται σχετικά µε τη δυνατότητα
κατάσχεσης του υπάρχοντος στο χρόνο επιβολής της κατάσχεσης
λογιστικού υπολοίπου, λαµβάνοντας υπόψη και την έλλειψη της
αυτοτέλειας των κονδυλίων κατά το χρόνο λειτουργίας του
αλληλόχρεου λογαριασµού.
Σύµφωνα µε την κρατούσα στη θεωρία άποψη127, είναι δυνατή
η κατάσχεση του υπάρχοντος σε δεδοµένη στιγµή υπολοίπου από το
δανειστή του καθ’ου η κατάσχεση οφειλέτη στα χέρια Τράπεζας ως
τρίτης, αλλά παράλληλα έχουν διαµορφωθεί και διάφορες απόψεις
αναφορικά µε την κατάφαση της δυνατότητας αυτής. Έτσι, έχει
υποστηριχθεί 128 ότι η αρχή της επιείκειας και η προστασία του
δανειστή έναντι καταδολιευτικών πράξεων µεταξύ οφειλέτη και
τρίτου, οι οποίες συντελούν στην αποδυνάµωση του δικαιώµατος
της κατάσχεσης του µελλοντικού υπολοίπου υπέρ του οφειλέτη,
επιβάλλουν κατ’ αντικειµενική στάθµιση των εκατέρωθεν
συµφερόντων την παραδοχή της δυνατότητας κατάσχεσης του σε
δεδοµένη στιγµή υπολοίπου του λειτουργούντος αλληλόχρεου
λογαριασµού.
125
Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 80. Βλ. και Κονδύλη, ό.π. σελ. 13· Βελέντζα, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 32,
από όπου προκύπτει ότι γενικά αρκεί και η ύπαρξη σιωπηρής συµφωνίας για την κατάρτιση συµβάσεως
αλληλόχρεου λογαριασµού.
126
Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 240· Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1286. Βλ. και
Ταµαµίδη, ό.π. σελ. 80. Βλ. και Τσούµα, ό.π. σελ. 52, όπου και επισηµαίνεται ότι ο κατασχών « δεν
µπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων την πορεία του λογαριασµού, µε αποτέλεσµα να υπάρχει το
ενδεχόµενο είτε θετικής είτε αρνητικής γι’ αυτόν µεταβολής του, αφού πρόκειται για µέλλουσα
απαίτηση».
127
Κονδύλης, ό.π. σελ. 32· Βελέντζας, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 220· Ο ίδιος, ό.π. Δίκαιο
Τραπεζών, σελ. 751· Ψυχοµάνης, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 244-246· Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική
Εκτέλεσις, σελ. 1286-1287· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1994), σελ. 31· Μάζης, ό.π. ΝοΒ 2002,
σελ.
128
647· Αντωνόπουλος, ό.π. σελ. 110· Ο ίδιος, ό.π. ΝοΒ 1998, σελ. 735.
Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1286-1287· Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολΔ (1997),
σελ. 31· Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 240.

59
Επιπλέον, έχει διατυπωθεί και η θέση 129 ότι µία τέτοια
απαίτηση δεν παύει να αποτελεί περιουσιακό στοιχείο και δη του
ενεργητικού του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, το οποίο µπορεί και
πρέπει να είναι δυνατό αξιοποίησης, δηλαδή υποκείµενο σε
κατάσχεση.
Ενώ οι προαναφερόµενες απόψεις συγκλίνουν στο ότι η
επιβολή µιας τέτοιας κατάσχεσης δεν συνεπάγεται και στο κλείσιµο
του αλληλόχρεου λογαριασµού, στην αντίπερα όχθη κινείται η
ερµηνευτική εκδοχή130 που δέχεται ότι µε την κατάσχεση αυτή, ο
δανειστής ασκώντας κατ’ ουσία πλαγιαστικά τα δικαιώµατα του
οφειλέτη του, καταγγέλλει στο όνοµα αυτού (εννοείται του
οφειλέτη) τη σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού, επιφέροντας το
οριστικό κλείσιµό του. Η ίδια άποψη επισηµαίνει ότι συνεπεία της
κατάσχεσης του σε δεδοµένη στιγµή υπολοίπου εις χείρας της
Τράπεζας ως τρίτης, επέρχεται ανικανότητα του καθ’ου οφειλέτη
προς διάθεση του υπολοίπου αλλά και υποχρέωση της Τράπεζας
προς καταβολή αυτού στον κατασχόντα δανειστή131
Το ως άνω ζήτηµα της κατάσχεσης του σε δεδοµένη στιγµή
υπολοίπου που υπάρχει κατά το χρόνο λειτουργίας αλληλόχρεου
λογαριασµού απασχόλησε την απόφαση του Ειρηνοδικείου
Θεσσαλονίκης με αριθμό 8080/2002.
Η συγκεκριµένη απόφαση ασχολήθηκε µε την συνεκδίκαση
δύο ανακοπών του ίδιου ανακόπτοντος κατά συγκεκριµένης
Τραπέζης, στα χέρια της οποίας είχε προηγουµένως επιβάλει
κατάσχεση. Ο ανακόπτων µε βάση δύο διαταγές πληρωµής που
εξέδωσε εις βάρος της καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτιδας εταιρίας
επέδωσε κατασχετήρια στην Τράπεζα ως τρίτη, κατάσχοντας κάθε
χρηµατική υφιστάµενη ή µελλοντική απαίτηση και κάθε κατάθεση
παρ’ αυτής, από την οφειλέτιδα εταιρία, αλλά και κάθε αξιόγραφο
εις διαταγή της. Ακολούθως, η Τράπεζα υπέβαλε στον Γραμματέα
του αρμόδιου Ειρηνοδικείου δύο δηλώσεις, µε τις οποίες και
129
Μάζης, ό.π. ΝοΒ 2002, σελ. 647· Αντωνόπουλος, ό.π. σελ. 107· Ο ίδιος, ό.π. ΝοΒ 1998, σελ. 734-
735
130
Βελέντζας, ό.π. Δίκαιο Αλληλόχρεου, σελ. 220· Ο ίδιος, ό.π. Δίκαιο Τραπεζών, σελ. 751. Βλ. και
Κονδύλη, ό.π. σελ. 32, ο οποίος και τάσσεται κατά του κλεισίµατος του αλληλόχρεου λογαριασµού
συνεπεία της κατασχέσεως και επισηµαίνει ότι απλώς περιχαρακώνει (εννοείται η κατάσχεση) το
κατασχεθέν υπόλοιπο και εµποδίζει την έναντι του κατασχόντος µείωσή του, µέχρι το κλείσιµο του
λογαριασµού, οπότε και επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 988 ΚΠολΔ.
131
Την άποψη αυτή συµµερίζεται και η ΠΠρΑθ 3634/1975, ΕΕµπΔ 1977, σελ. 394, η οποία και αυτή
επισηµαίνει την εξοµοίωση της κατασχέσεως µε πλαγιαστική άσκηση του δικαιώµατος καταγγελίας του
καθού η εκτέλεση οφειλέτη εκ µέρους του κατασχόντος δανειστή

60
αρνήθηκε την ύπαρξη σε αυτή οποιασδήποτε υφιστάµενης
χρηµατικής απαιτήσεως (που να προέρχεται είτε από κατάθεση είτε
από αξιόγραφο) προς την καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτιδα. Τις δύο
αυτές δηλώσεις ανέκοψε εµπροθέσµως ο επισπεύδων δανειστής,
αιτούµενος να υποχρεωθεί η Τράπεζα να του καταβάλει το
κατασχεθέν ποσό προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του από τις
δύο διαταγές πληρωµής.
Με τη σειρά του, το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης έκρινε τις
προαναφερόµενες δηλώσεις της Τράπεζας ως αληθείς καθώς ναι µεν
στην Τράπεζα λειτουργούσε αλληλόχρεος λογαριασµός, στο πλαίσιο
σύμβασης παροχής πιστώσεως, αλλά το πιστωτικό υπόλοιπο που
εµφάνιζε δεν ήταν απαιτητό, από τη στιγµή που ο λογαριασµός ούτε
είχε κλείσει οριστικά ούτε είχε καταγγελθεί. Ως εκ του τούτου, «το
άνω προσωρινό πιστωτικό υπέρ της καθ’ης η κατάσχεση υπόλοιπο,
δεν ήταν απαιτητό κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης, αφού
δεν αποτελούσε απαίτηση της καθ’ης η κατάσχεση έναντι της
Τράπεζας. Ο ισχυρισµός του ανακόπτοντος ότι η επιβολή της άνω
κατάσχεσης επέφερε το κλείσιµο του αλληλόχρεου λογαριασµού
ώστε να µπορεί να κατάσχει το κατά τη στιγµή εκείνη υπόλοιπό του,
πρέπει να απορριφθεί σαν ουσία αβάσιµος. Αφού η καταγγελία του
αλληλόχρεου λογαριασµού είναι µονοµερής δήλωση βούλησης, η
οποία απευθύνεται από το ένα µέρος στο άλλος και παράγει έννοµο
αποτέλεσµα από τη στιγµή που περιέρχεται στον αποδέκτη της,
γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έγινε στον συγκεκριµένο
αλληλόχρεο λογαριασµό, αλλά και στο επικαλούµενο κατασχετήριο
δεν περιλαµβάνει καµία καταγγελία ούτε άλλη δήλωση βούλησης
από την οποία να συνάγεται σαφής βούληση του κατασχόντος να
καταγγείλει πλαγιαστικά, όπως αβάσιµα ισχυρίζεται, την ανωτέρω
σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού».
Πρέπει να σηµειωθεί ότι στην κατοχή της καθ’ης η ανακοπή
Τράπεζας υπήρχαν τρεις επιταγές εις διαταγή της καθής η
κατάσχεση οφειλέτιδας εταιρίας, τις οποίες η τελευταία είχε
οπισθογραφήσει προς την πρώτη λόγω ενεχύρου, προς εξασφάλιση
του τυχόν χρεωστικού υπολοίπου που θα προέκυπτε κατά το
οριστικό κλείσιµο του αλληλόχρεου λογαριασµού. Ωστόσο, η
επιβληθείσα κατάσχεση από τον ανακόπτοντα – επισπεύδοντα
δανειστή είναι ανυπόστατη άνευ προηγούµενης αφαιρέσεως αυτών
(άρθρο 983§3 ΚΠολΔ) και δεν παράγει έννοµες συνέπειες ως προς
την τρίτη Τράπεζα. Εφόσον πρόκειται για απαίτηση από τίτλο εις
61
διαταγή, η κατάσχεσή της µπορεί να γίνει µόνο αφού ο τίτλος
αφαιρεθεί κατ’ άρθρο 954§1 ΚΠολΔ από εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση και παραδοθεί σε εκείνον υπέρ του οποίου
γίνεται132.

Κατάσχεση τραπεζικής θυρίδας

Σύμφωνα με το άρθ. 93 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923, σε


περίπτωση κατάσχεσης του περιεχομένου θυρίδας χρηματοκιβωτίου,
η τράπεζα που εκμίσθωσε τη θυρίδα θεωρείται τρίτη απέναντι στους
πιστωτές του μισθωτή και ταυτόχρονα δικαιούται, με άδεια του
Μονομελούς Πρωτοδικείου, να ανοίξει τη θυρίδα και να προβεί σε
δικαστική κατάθεση του περιεχόμενου της.
Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι τα αντικείμενα που
φυλάσσονται στη θυρίδα θεωρούνται πως βρίσκονται στην κατοχή
και κυριότητα του μισθωτή, γεγονός που θα μας οδηγούσε στο
συμπέρασμα ότι έχουμε κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη, ωστόσο
η διάταξη αυτή του άρθρου 93 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923
επισημαίνει ότι απέναντι στους δανειστές του μισθωτή, η τράπεζα
λογίζεται ως τρίτη 133 . Με βάση άρα τη ρητή αυτή ρύθμιση του
νόμου, η κατάσχεση του περιεχομένου της τραπεζικής θυρίδας θα
γίνει σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας που αφορούν την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, δηλαδή
τις διατάξεις των άρθρων 982 επ.ΚΠολΔ και κατά συνέπεια η
τράπεζα θα υποχρεούται σε δήλωση αναφορικά με την ύπαρξη ή μη
θυρίδας που να εκμισθώνει στον καθ’ ου η κατάσχεση.
Ειδικότερα, η τράπεζα ως τρίτο πρόσωπο, είναι υποχρεωμένη,
μετά την καταφατική δήλωση της περί υπάρξεως της θυρίδας, να
επιτρέψει το άνοιγμα της από δικαστικό επιμελητή βάσει του άρθρο
988 ΚΠολΔ, ο οποίος και θα προχωρήσει περαιτέρω σε κατάσχεση
του περιεχομένου της θυρίδας όπως επί κατασχέσεως κινητών στα
132
Για την κατάσχεση απαιτήσεως από τίτλο εις διαταγή στα χέρια Τραπέζης ως τρίτης βλ. ΕφΑθ
8423/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 602· ΠΠρΑθ 4001/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 1437. Από τη στιγµή που η
έλλειψη της αφαιρέσεως του τίτλου κατ’ άρθρο 983§3 ΚΠολΔ καθιστά την κατάσχεση ανυπόστατη και
µη δεσµευτική για τον τρίτο, ο τελευταίος δεν υποχρεούται να προβεί σε δήλωση κατ’ άρθρο 985
ΚΠολΔ. Βλ. ακόµα Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 362 και 409· Βαθρακοκοίλη, ό.π.
ΕρµΚΠολΔ (1997), σελ. 71-72.

133
Βλ. Μπρακατσούλας Β., ό.π. σελ. 469

62
χέρια του ίδιου του οφειλέτη, λόγω ακριβώς της νομικής φύσης της
σύμβασης μίσθωσης θυρίδας και του γεγονότος ότι τα αντικείμενα
ανήκουν κατά κυριότητα και κατοχή στο μισθωτή-πελάτη της
τράπεζας134.
Στην περίπτωση που η τράπεζα είναι κατά το άρθρο 953
ΚΠολΔ πρόθυμη να αποδώσει το περιεχόμενο της θυρίδας, θα
πρέπει να αναζητήσει τον μισθωτή- πελάτη για το άνοιγμα της και
σε περίπτωση μη ανευρέσεως του ή άρνησής του να συμπράξει,
μπορεί να επιτρέψει το άνοιγμα από τον δικαστικό επιμελητή
σύμφωνα με το άρθρο 929 ΚΠολΔ. Σε περίπτωση που δεν είναι
πρόθυμη σε αυτό, ο πιστωτής του μισθωτή-πελάτη μπορεί πλέον
να προβεί σε κατάσχεση ειδικού περιουσιακού στοιχείου (κατ’
άρθρο 1022 ΚΠολΔ), δηλαδή της απαίτησης του μισθωτή κατά της
τράπεζας για άδεια προσπέλασης της θυρίδας και σύμπραξης της
τράπεζας στο άνοιγμα της135.

Ακατάσχετες απαιτήσεις

Έννοια των ακατάσχετων

Σύμφωνα με το άρθρο 982 παρ. 2δ ΚΠολΔ από την


κατάσχεση εις χείρας τρίτου εξαιρούνται απαιτήσεις μισθών,
συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να
ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο ή σε
διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά στις ανάγκες της
οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό,
αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το
μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί γάμος του για την
αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των
δικαιούχων 136 . Επιπλέον, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του

134
Η κατάσχεση που αρμόζει είναι εκείνη στα χέρια του οφειλέτη, επειδή η τράπεζα δεν είναι ούτε
κάτοχος, ούτε οφειλέτης των κινητών βλ. σχ. Ψυχομάνη Σπ., Τραπεζικές δραστηριότητες
αμφισβητήσιμης
135
νομιμότητας, ό.π., 205
Βλ. Ψυχομάνη Σπ., Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητήσιμης νομιμότητας, ό.π., 205
136
Στην έννοια των ακατάσχετων, σύμφωνα με το άρθρο 982 ΚΠολΔ υπάγονται ακόμη:α)Πράγματα που
μπορούν να υποστούν άμεση φθορά, β)η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρείες, γ)απαιτήσεις
διατροφής που πηγάζουν από τον νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς και απαιτήσεις για
συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας και δ) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις ή

63
ίδιου ως άνω άρθρου, η παραπάνω εξαίρεση ισχύει και όταν η
καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό
του οφειλέτη σε πιστωτικό ίδρυμα, ενώ ισχύει μόνο στην έκταση
που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά
το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την
επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την
κατάσχεση απαίτησης.
Στην έννοια των ακατάσχετων, σύμφωνα με το άρθρο 982
ΚΠολΔ υπάγονται ακόμη:
α) Πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά. Στην
κατηγορία αυτή ακατάσχετων ανήκουν τα κινητά που υπόκεινται όχι
σε απλή, αλλά σε άμεση φθορά. Η αντιδιαστολή αυτή δεν είναι
τυχαία, καθώς τα υποκείμενα σε απλή φθορά κινητά κατάσχονται
πάντοτε στο επίπεδο της κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη και
απλώς ο πλειστηριασμός τους είναι άμεσος. Στην κατάσχεση εις
χείρας τρίτου, τα υποκείμενα σε άμεση φθορά δεν κατάσχονται
καθόλου, τα υποκείμενα όμως σε απλή φθορά κατάσχονται
απεριόριστα και απλώς ο πλειστηριασμός τους ακολουθεί τη
διαδικασία του άρθρου 962 ΚΠολΔ. Το κριτήριο διάκρισης της
άμεσης φθοράς των κινητών από την απλή αναζητείται στην
διαδικασία και ιδίως στον χρόνο, που απαιτείται για την
ρευστοποίησή τους κατά τη διαδικασία της κατάσχεσης στα χέρια
τρίτου, ενώ υποκείμενο σε άμεση φθορά μπορεί να θεωρηθεί κάθε
κινητό που υφίσταται φυσική αλλοίωση με το πέρασμα του χρόνου .
β) Η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρείες. Η απαγόρευση
κατάσχεσης της εταιρικής μερίδας επί προσωπικών εταιρειών
αποτελεί άμεση απόρροια των κρατούντων στο εμπορικό δίκαιο
αρχών ότι η εταιρική ιδιότητα των εταίρων προσωπικής εταιρείας
είναι αμεταβίβαστη. Το ακατάσχετο, μάλιστα, εξακολουθεί να
ισχύει ακόμη και όταν με ρήτρα του καταστατικού ή συμφωνία των
μερών προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεση το μεταβιβαστό της εταιρικής
συμμετοχής. Αμιγώς προσωπική είναι η ομόρρυθμη εταιρεία,

επιδοτήσεις στα χέρια του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ως τρίτου, μέχρι την κατάθεσή τους στον τραπεζικό
λογαριασμό των δικαιούχων ή την με άλλο τρόπο καταβολή τους σε αυτούς (όπως προστέθηκε με το
άρθρο 29 παρ.2 του Ν. 3147/2003).

64
προσωπική εταιρεία , όμως, θεωρείται και η ετερόρρυθμη εταιρεία,
αλλά και ο συνεταιρισμός, καθώς και η αστική εταιρεία137.
Τέλος, δεν υπάγονται στην κατηγορία της εταιρικής μερίδας
και επομένως κατάσχονται κανονικά, οι απαιτήσεις των εταίρων
έναντι της εταιρείας για τα κέρδη, όπως και το προϊόν της
εκκαθάρισης.
γ) Οι απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από τον νόμο ή από
διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς και απαιτήσεις για
συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, είναι
ακατάσχετες, ανεξάρτητα από τον φορέα τους (τέκνο, σύζυγος
κλπ.), από το ύψος τους ή από την δικαστική τους διάγνωση, ενώ
ακατάσχετες είναι αποκλειστικά οι απαιτήσεις διατροφής που
απορρέουν από τον νόμο ή από διάταξη τελευταία βούλησης. Δεν
είναι, συνεπώς, ακατάσχετες οι απαιτήσεις διατροφής, που
προέρχονται από σύμβαση ή από άλλη μονομερή δικαιοπραξία138.
Συγκεκριμένα, με την διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 3714/2008
εξαιρέθηκαν της κατάσχεσης απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή
ασφαλιστικών παροχών, ακόμη και όταν η καταβολή του ποσού
γίνεται με κατάθεση του οφειλέτη σε τράπεζα. Κατά την αιτιολογική
έκθεση του νόμου, σκοπός της ρύθμισης είναι η προστασία των
εργαζομένων139. Και πριν τη νομοθετική αυτή παρέμβαση, ωστόσο,
γινόταν δεκτό από τη νομολογία ότι είναι παράνομη η δέσμευση
τραπεζικού λογαριασμού, στον οποίο κατατίθενται συντάξεις140. Με
το διάταξη 4 του ίδιου ως άνω νόμου τροποποιήθηκε το άρθρο 31
ΚΕΔΕ και αυξήθηκε το όριο του ακατάσχετου ποσού μισθών και
συντάξεων για χρέη προς το Δημόσιο στα 1.000 ευρώ μηνιαίως. Σε
περίπτωση δε που ο μισθός ή η σύνταξη υπερβαίνει σε μηνιαία βάση
το ποσό του ανωτέρω ακατάσχετου ορίου, επιτρέπεται η κατάσχεση
μέχρι το μισό του υπερβάλλοντος και έως του ορίου των 1.500 ευρώ
μηνιαίως πάνω όμως απ΄αυτό το ποσό (1500 ευρώ) κατάσχεται όλο
το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, σε κάθε όπως περίπτωση διατηρείται

137
Το ακατάσχετο από την άλλη δεν αφορά τις κεφαλαιουχικές εταιρίες (ΑΕ και ΕΠΕ) ενώ ειδικά για την
κατάσχεση της εταιρικής ιδιότητας στην ανώνυμη εταιρία αυτή δεν είναι εφικτή παρά μόνο μέσω της
κατασχέσεως των μετοχών της (ως κινητών) που συνιστούν αξιόγραφα και συνδέουν τον μέτοχο με την
εταιρία.
138
Ν. Νίκα, ό.π., 809 επ.
139
Χ. Απαλαγάκη (Σ. Σπυρόπουλος / Ι.Μιχαηλίδης) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία Κατ’
η
άρθρο, Έκδοση 3 , 2013, 2264
140
ΜΠρΡοδ 2059/2006

65
ως προς το εναπομένον το όριο του ακατάσχετου των 1.000 ευρώ
μηνιαίως. Κατά συνέπεια το ακατάσχετο ορίζεται ως εξής:
Έως 1.000 ευρώ (ακατάσχετο)
1001- 1500 ευρώ (κατάσχεση στο 50%)
1501- …. Ευρώ (κατάσχεται ολόκληρο).
Ως αποτέλεσμα είναι κάθε μισθωτός ή συνταξιούχος να
λαμβάνει το πολύ 1.250 ευρώ μηνιαίως εάν υφίσταται κατάσχεση
στον λογαριασμό του που τηρεί στην τράπεζα εις χείρας της οποίας
επιβλήθηκε κατάσχεση.
Ειδικά όσον αφορά τις χορηγούμενες από τους Οργανισμούς
Κοινωνικής Ασφαλίσεως συντάξεις, εφαρμογής τυγχάνει η διάταξη
του άρθρου μόνου του ν.δ. 91/1969 ως ειδική141, ενώ ανεκχώρητο
και ακατάσχετο είναι και το επίδομα ανεργίας, εκτός αν πρόκειται
περί διατροφής συζύγων, ανιόντων ή κατιόντων, σύμφωνα με το
άρθρο 21 παρ. 7 του ν.δ. 2961/1954.

Ακατάσχετες απαιτήσεις από συντάξεις

Το ακατάσχετο του άρθρου 982 παρ. 2δ ΚΠολΔ ισχύει κατ΄


αρχήν και για την περίπτωση των συντάξεων, με τις σχετικές
εξαιρέσεις να βρίσκουν εφαρμογή και εδώ. Κατάσχονται, επομένως,
στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου οι συντάξεις: όταν πρόκειται να
ικανοποιηθεί απαίτηση διατροφής, που στηρίζεται στον νόμο ή σε
διάταξη τελευταίας βουλήσεως ή συνεισφοράς στις ανάγκες της
οικογένειας, οπότε κατάσχονται οι συντάξεις «έως το μισό» και υπό
τους προσδιοριστικούς όρους του άρθρου 982 παρ. 2δ, όταν
πρόκειται να ικανοποιηθούν χρέη προς το Δημόσιο (αρ. 31 ΚΕΔΕ),
οπότε επιτρέπεται να κατασχεθεί το μισό της συντάξεως, εφόσον
αυτή υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ μηνιαίως, όταν επιτρέπεται η
κατάσχεσή τους δυνάμει ειδικών νόμων, που διατηρήθηκαν σε ισχύ
με το άρθρο 52 αριθ. 20 ΕισΝΚΠολΔ. Τέλος, ως προς τις συντάξεις,
που χορηγούν οι κάθε είδους οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως
(ΙΚΑ, ΤΕΒΕ κλπ.), υπερισχύει η ειδική ρύθμιση της παρ. 1 του
141
Π.Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, 738 και ΕφΑθ 5986/1993, ΕλλΔνη 35, 459.

66
πρώτου άρθρου του ν.δ. 91/1969 «Περί αστικής προστασίας των
παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως», η οποία μάλιστα εφαρμόζεται
και στα σωματεία κοινωνικής ασφαλίσεως.
Τέλος, αυτονόητα, η διάταξη της τρίτης παραγράφου του
άρθρου 982 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η
σύνταξη κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό, με το ακατάσχετο
στην περίπτωση αυτή να εξαρτάται από το εάν ο λογαριασμός,
πράγματι, παρουσιάζει υπόλοιπο, που δεν υπερβαίνει, κατά το
χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατασχέσεως έως την
επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την
κατάσχεση απαιτήσεως.
Όλα τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς το ακατάσχετο των
μισθών των εργαζομένων.

Ακατάσχετες απαιτήσεις από ασφαλιστικές παροχές

Το ακατάσχετο των ασφαλιστικών παροχών διέπεται


αποκλειστικά από το πρώτο άρθρο του ν.δ. 91/1969, το οποίο, ως
νεότερη ρύθμιση, παραγκωνίζει πλήρως το άρθρο 982 παρ. 2δ.
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «Αι εις χρήμα και εις είδος παροχές
προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους των οργανισμών
κοινωνικής ασφαλίσεως δεν εκχωρούνται ούτε κατάσχονται». Από
τη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι καλύπτονται οι παροχές
οργανισμών, που λειτουργούν ως ν.π.δ.δ. (ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΟΓΑ) και
όχι των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως δεν
καλύπτονται από το ακατάσχετο και οι οφειλές των οργανισμών
κοινωνικής ασφαλίσεως προς τρίτους (λ.χ. νοσήλεια προς κλινικές).
Μοναδική εξαίρεση από το ακατάσχετο των ασφαλιστικών
εισφορών εισάγεται για τις οφειλές προς το Δημόσιο (άρθρο 31
ΚΕΔΕ). Δεν επιβάλλεται, λοιπόν, κατάσχεση και επί ασφαλιστικών
βοηθημάτων οφειλετών του Δημοσίου, των οποίων το ποσό,
αφαιρουμένων των υποχρεωτικών εισφορών, ανέρχεται μέχρι το
ύψος των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Αν το βοήθημα αυτό υπερβαίνει τα
1.000 ευρώ μηνιαίως, επιτρέπεται η κατάσχεση μέχρι του 50%
αυτού, όμως σε κάθε περίπτωση το εναπομείναν ποσό δεν μπορεί να
είναι κατώτερο των 1.000 ευρώ.

67
Αυτονόητα η διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρου 982
ΚΠολΔ εφαρμόζεται, με όλες τις προϋποθέσεις αυτής και στην
περίπτωση κατασχέσεως των ασφαλιστικών παροχών.

Κατάσχεση επί ύπαρξης περισσότερων λογαριασμών

Προβληματική εγείρεται γύρω από τη στάση που οφείλει να


τηρήσει η τράπεζα στην περίπτωση όπου μετά την έρευνα που θα
διενεργήσει στο δίκτυό της για τους λογαριασμούς οι οποίοι
τηρούνται στο όνομα του καθ’ ου η κατάσχεση, διαπιστώσει ότι
αυτός διατηρεί περισσότερους του ενός λογαριασμούς. Είτε
πρόκειται για περισσότερους ατομικούς είτε περισσότερους κοινούς
λογαριασμούς είτε ακόμη για συνδυασμό κοινών και ατομικών
λογαριασμών, γεννάται εύστοχα το ερώτημα από πού εν τέλει θα
ικανοποιηθεί ο επισπεύδων δανειστής και ποιον από όλους τους
λογαριασμούς οφείλει το πιστωτικό ίδρυμα να δεσμεύσει;
Στην περίπτωση όπου ο οφειλέτης τηρεί περισσότερους
ατομικούς λογαριασμούς, σωστό κρίνεται να δεσμεύονται τόσοι
όσοι απαιτούνται προκειμένου από τα υπόλοιπα που παρουσιάζουν
κατά την επιβολή της κατάσχεσης να ικανοποιηθεί το ποσό της
κατάσχεσης. Εάν ωστόσο οι ατομικοί λογαριασμοί είναι ετεροειδείς
θα ανακύψει πάλι ζήτημα. Γίνεται δεκτό ότι όταν ο οφειλέτης τηρεί
διάφορους λογαριασμούς ταμιευτηρίου αλλά και όψεως, κρίνεται
σκόπιμο να δεσμευθούν πρώτα οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου και
εάν δεν συμπληρωθεί το κατασχετέο ποσό τότε να δεσμευτούν
και οι λογαριασμοί όψεως. Η επιλογή αυτή είναι σύμφωνη με την
υποχρέωση της τράπεζας να προστατεύει τα συμφέροντα του πελάτη
της, καθώς με αυτόν τον τρόπο στοχεύει στο να αποφύγει τη
σφράγιση επιταγών του πελάτη της (καθ’ ου η κατάσχεση), οι
οποίες εξυπηρετούνται μέσω του λογαριασμού όψεως.

68
Στην περίπτωση ατομικού και κοινού λογαριασμού με τρίτα
πρόσωπα.

Θεωρείται σωστό να δεσμευτούν πρώτα οι ατομικοί


λογαριασμοί του οφειλέτη προκειμένου να μη δεσμευτούν ποσά από
τους κοινούς λογαριασμούς που έχει με τρίτα πρόσωπα και θιγούν
τα δικά τους συμφέροντα 142 . Σε κάθε περίπτωση εάν από τους
ατομικούς λογαριασμούς του οφειλέτη δεν ικανοποιείται ο
δανειστής, τότε η τράπεζα οφείλει να προχωρήσει στη δέσμευση και
των κοινών με βάση πάντα το τεκμήριο του άρθρου 4 του ν.
5638/1932 143 . Αναμφίβολα πάντως στόχος πρέπει να είναι η
μικρότερη πιθανή βλάβη για τους συνδικαιούχους σε κοινό
λογαριασμό με τον οφειλέτη αρχικά και δευτερευόντως η μικρότερη
πιθανή βλάβη για τον ίδιο τον καταθέτη.

142
Α. Ταμαμίδη, ό.π. σελ. 70
143
Αξιοσημείωτο είναι πως υπάρχει ο κίνδυνος κάθε φορά να μειώνεται το υπόλοιπο του κοινού τους
λογαριασμού λόγω επιβολής νέων κατασχέσεων, καθώς σε κάθε κατάσχεση ισχύει και εφαρμόχεται εκ
νέου το τεκμήριο του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, με βάση το οποίο κάθε φορά θα δεσμεύεται το
αντίστοιχο ποσοστό.

69
Επίλογος

Στην παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια να αναλυθεί ένα


μείζονος και πρακτικής σημασίας θέμα, αυτό της κατάσχεσης εις
χείρας τρίτου, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά στο πλαίσιο μιας
διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας τα βασικά σημεία της
κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Είναι σίγουρο πάντως πως η
εμβάθυνση στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα της διπλωματικής αυτής
εργασίας μπορεί να γίνει μέσα από την εκτενέστερη μελέτη και των
βιβλίων που αναγράφονται στο κεφάλαιο της βιβλιογραφίας, αλλά
και πολύ περισσότερο από την ίδια την πράξη.
Οι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απόψεις νομικών επιστημόνων οι
οποίες παρατίθενται στην παρούσα εργασία, πολλές φορές
αντικρουόμενες μεταξύ τους, δίνουν το έναυσμα για περαιτέρω
έρευνα, η νομολογία με την σειρά της χαράζει έναν δρόμο νομικής
αντιμετώπισης, ωστόσο πάντοτε υπάρχει χώρος για νέες νομικές
ιδέες, που με την σειρά τους ενδέχεται είτε να μεταβάλουν σιγά σιγά
την νομολογία προς μια άλλη κατεύθυνσης από την υφιστάμενη,
είτε να δώσουν χώρο για περαιτέρω μελέτη και συζητήσεις.
Ωστόσο ότι από τις δυο περιπτώσεις και αν συμβεί η νομική
επιστήμη θα βγει κερδισμένη.

70
Βιβλιογραφία

1)Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως


2)Π. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση-Γενικό μέρος-Ειδικό
μέρος
3)Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως-Γενικό μέρος
4)Βασική Νομική Βιβλιοθήκη, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης
5)Β. Μπρακατσούλας, Αναγκαστική Εκτέλεση, Θεωρία-Νομολογία-
Πράξη
6)Ν.Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως
7)Καστριώτης, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου (κατά τον ΚΠολΔ)
8)Καστριώτης, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων-Μια νέα
διάσταση μετά τον ν. 2915/2001
9)Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ
10)Ψυχομάνης, Η κατάσχεση των καταθέσεων
11)Ψυχομάνης, Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητήσιμης
νομιμότητας
12)Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο
13)Μάζης, Κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων μετά τη θέση σε
ισχύ του άρθρου 24 του ν. 2915/2001
14)Π. Γέσιου-Φαλτσή, Παραδεκτό και βάσιμο των λόγω ανακοπής
κατά της εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως με κατάσχεση
τραπεζικής καταθέσεως (Γνωμοδότηση).
15)Ταμαμίδης, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών
υπό το φως της νομολογίας μετά το άρθρο 24 ν.2915/2001
16)Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις
17)Κοτσίρης, Τραπεζικό απόρρητο και κατάσχεση τραπεζικών
καταθέσεων
18)Μάζης, Μερικές σκέψεις για την κατάσχεση σε χέρια τρίτου
19)Καστριώτης, Η έναρξις της προθεσμίας προς υποβολή δηλώσεως
τρίτου
20)Π. Κολοτούρος, Συνέπειες της αναγκαστικής κατάσχεσης στα
χέρια τρίτου

71
21)Τσικρικάς, Ζητήματα από την επίδοση πράξεων της
αναγκαστικής εκτελέσεως
22)Μητσόπουλος, Πλειστηριασμός επί την βάσει προγράμματος
εκδοθέντος παρ’ αναρμοδίου οργάνου
23)Ταρνανίδου, Η Ελληνική Κεφαλαιαγορά ενόψει της Πρότασης
Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων
24)Καραγκουνίδη, Προστασία του επενδυτή στο δίκαιο των
επενδυτικών υπηρεσιών
25)Τσιμπανούλης, Οι επενδυτικοί άυλοι τίτλοι στην τομή
εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου
26)Τσιμπανούλης, Η αναγκαστική κατάσχεση άυλων μετοχών
27)Καστριώτη, Προβλήματα περί την εφαρμογή του άρθρου 988
ΚΠολΔ
28)Νικολόπουλος, Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδοση
29)Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ
30)Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο
31)Κ. Μπέης, www.kostasbeys.gr
32)Κεραμεύς, Αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου
απαιτήσεως υπό αίρεση-Αναλογισμός απαιτήσεων και κύρος
κατασχέσεως (γνωμοδότηση)-Νομικές Μελέτες
33)Καστριώτης, Η κατάσχεσις της δημόσιας καταθέσεως, ως
μελλούσης, υπό αίρεσιν ή προθεσμίαν απαιτήσεως, εις χείρας του
Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ως τρίτου.
34)Μπρίνιας, Γενικά θέματα της εκτελεστότητος και της
διαδικασίας εκτελέσεως της καταφατικής δηλώσεώς του κατά το
άρθρο 982 επ. τρίτου.
35)Βελέντζας, Δίκαιο Τραπεζών
36)Βελέντζας, Δίκαιο αλληλόχρεου λογαριασμού
37)Κονδύλης, Έννοια, λειτουργία και αποτελέσματα του
αλληλόχρεου λογαριασμού.
38)Αντωνόπουλος, Η σύμβασις αλληλόχρεου λογαριασμού.
39)Λαζαράτος-Μακρή, Ζητήματα ενεχυράσεως και κατασχέσεως
απαιτήσεως ΦΠΑ
40)Τσούμας, Αλληλόχρεος λογαριασμός

72
41)Χ. Απαλαγάκη (Σ. Σπυρόπουλος/Ι. Μιχαηλίδης) Κώδικας
Πολιτικής Δικονομίας, Εμηνεία Κατ’ άρθρο, 3η έκδοση
42)Νομικό Βήμα
43)Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος

73

You might also like