Professional Documents
Culture Documents
Αθανάσιος Τρικούπης
Τμήμα Μουσικών Σπουδών Α.Π.Θ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το είδος του ελαφρού μουσικού θεάτρου που φέρει την ονομασία Οπερέττα
παρουσιάζεται και αναπτύσσεται στην κεντρική Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του
19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Από τη δεκαετία του 1870 η ευρωπαϊκή
οπερέττα εμφανίζεται και στην Ελλάδα, ενώ στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού
αιώνα ανεβαίνουν στην Αθηναϊκή σκηνή και οι πρώτοι ελληνικοί εκπρόσωποι του
είδους. Η οπερέττα Βαφτιστικός (1918) του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (1882-1950)
υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο χώρο του ελληνικού ελαφρού μουσικού
θεάτρου στην εποχή του, μάλλον επειδή ο δημιουργός του κατάφερε να συνδυάσει ένα
κείμενο με πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή και συνεχείς απρόσμενες εξελίξεις κωμικού
χαρακτήρα με μία εύληπτη μουσική επένδυση, η οποία φέρει στην πλειονότητά της τη
μορφή στροφικού χορευτικού τραγουδιού. Από την αναλυτική προσέγγιση του έργου
προκύπτουν αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όσον αφορά τη δομή και τη σχέση
της με την απόδοση του ποιητικού νοηματικού περιεχομένου. Ο συνθέτης δεν αρκείται
στην παράθεση κατά διαδοχή ωραίων μελωδιών και απλοϊκών εναρμονίσεων, υλικό
που θα ήταν αρκετό για τη ικανοποίηση των περιορισμένων στο επίπεδο της
διασκέδασης αναγκών του κοινού του. Η δομική συνοχή δεν βασίζεται μόνο στην
αυτούσια επανάληψη μελωδικών γραμμών ή και ολόκληρων τραγουδιών. Η μοτιβική
ανάπτυξη και επεξεργασία, πάντα θεωρούμενη στο πλαίσιο του ελαφρού αυτού είδους,
παίζει έναν ουσιώδη ρόλο στη διατήρηση της συνέχειας. Παράλληλα το νοηματικό
περιεχόμενο του λόγου και η σκιαγράφηση των ανθρώπινων χαρακτήρων και των
εκάστοτε εξελισσόμενων καταστάσεων υποστηρίζονται επαρκώς μέσα από τη
διασύνδεσή τους με συγκεκριμένα μοτίβα, είτε αυτά λειτουργούν ως εξαγγελτικά, είτε
όχι. Η ποιότητα της μουσικής σύνθεσης του Σακελλαρίδη στο συγκεκριμένο έργο, σε
συνδυασμό πάντα με το αμείωτο ενδιαφέρον της πλοκής του σεναρίου, συνέβαλε τα
μάλα στην διαχρονικότητα του Βαφτιστικού.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το είδος του ελαφρού μουσικού θεάτρου που φέρει την ονομασία Οπερέττα
παρουσιάζεται και αναπτύσσεται στην κεντρική Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του
19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα με κύρια χαρακτηριστικά α) την ελαφρά
θεματολογία που στοχεύει στη διασκέδαση του ακροατηρίου, β) τη χρήση του
ομιλούμενου διαλόγου για τα σημεία εξέλιξης της υπόθεσης του έργου με ελάχιστη
ποσοστιαία εμφάνιση μουσικής υπόκρουσης, γ) τη μικρότερη διάρκεια σε σχέση με την
Όπερα και δ) την παρουσία της μουσικής συνοδείας κατά κόρο υπό τη μορφή
περιοδικών, στροφικών και χορευτικών μελωδιών, κατάλληλων για την επένδυση τόσο
του ομοιοκατάληκτου στροφικού ποιητικού λόγου των πρωταγωνιστών, που
προορίζεται για μελοποίηση, όσο και των χορευτικών ή χορωδιακών ή αμιγώς
2
ενόργανων (Εισαγωγές, Intermezzi, κ.α.) μερών του έργου1. Από τα δεδομένα του
ορισμού σε συνδυασμό με την επιδίωξη της μέγιστης δυνατής εμπορικής επιτυχίας στο
ευρύτερο δυνατό κοινό, η οποία αποτελεί a priori αυτοσκοπό για την υλοποίηση αυτών
των πολυπληθών και πολυέξοδων παραγωγών αλλά και για την επιβίωση του είδους (ο
όρος χρησιμοποιείται εδώ με την ευρύτερη έννοια και εμπεριέχει της αναγκαίες
μεταλλάξεις ή και διακλαδώσεις των ειδών της ίδιας οικογένειας του ευρύτερου
μουσικοθεατρικού χώρου: όπερα, οπερέττα, επιθεώρηση, musical κ.λ.π.), προκύπτει ότι
το ζητούμενο για τον μουσικοσυνθέτη της οπερέττας δεν υπήρξε η ανάπτυξη και η
επεξεργασία μίας μουσικής ιδέας, υπό την κλασική έννοια του όρου, αλλά μάλλον η
δημιουργία και η παράθεση κατά διαδοχή και κατ’ επανάληψη μελωδιών ικανών να
διεγείρουν τον μέσο ακροατή δια της εύκολης απομνημόνευσής τους, δια του
κατάλληλου συσχετισμού τους με αντίστοιχο εύληπτο ποιητικό λόγο, όπως επίσης και
δια της ψυχοσωματικής διέγερσης του υποκειμένου μέσω της χρήσης έντονων όσο και
κοινότυπων ρυθμικοχορευτικών σχηματισμών, που ως επί το πλείστον συνδέονται
συνειρμικά με συγκεκριμένους χορούς της εποχής (Valse, Polka, Tango, κ.τ.λ.).
Από τη δεκαετία του 1870 η ευρωπαϊκή οπερέττα εμφανίζεται και στην Ελλάδα, ενώ
στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αι. ανεβαίνει στην Αθηναϊκή σκηνή και η
πρώτη ελληνική οπερέττα, με τίτλο Σία κι αράξαμε ή Θάλαττα…θάλαττα (1909)2. Ο
Θεόφραστος Σακελλαρίδης (Αθήνα, 1882-1950), που είναι και ο δημιουργός της,
αναφέρεται στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής του αείμνηστου Τάκη
Καλογερόπουλου ως «ο διασημότερος των μουσουργών της ελληνικής οπερέτας»3. Το
έργο του Βαφτιστικός (1918), που παίζεται μέχρι και σήμερα, υπήρξε μία από τις
μεγαλύτερες επιτυχίες στο χώρο της ελαφράς ελληνικής μουσικής την εποχή εκείνη4,
μάλλον επειδή ο δημιουργός του κατάφερε να συνδυάσει ένα κείμενο5 με πολύ
ενδιαφέρουσα πλοκή και συνεχείς απρόσμενες εξελίξεις κωμικού χαρακτήρα με μία
εύληπτη μουσική επένδυση, όπου δη, η οποία φέρει στην πλειονότητά της τη μορφή
στροφικού χορευτικού τραγουδιού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι τουλάχιστον οκτώ
από τα τραγούδια της συγκεκριμένης οπερέττας εκδόθηκαν αυτοτελώς από εκδοτικούς
οίκους και αποτέλεσαν εμπορικές επιτυχίες (σουξέ) της εποχής6.
1
Πρβλ. Lamb Andrew: «Operetta», Grove Music Online, www.oxfordmusiconline.com, 20386, 3/2/2011
και Νίκα-Σαμψών Εύη: «Οπερέτα» στο συλλογικό πόνημα Μουσική, επιμ. Κούρση Μαρία, εκδ.
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 22007, σελ. 151.
2
Μπακουνάκης Νίκος: Το φάντασμα της Νόρμα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1991, σελ. 107 και Σειραγάκης
Μανώλης: Το ελαφρό μουσικό θέατρο στη Μεσοπολεμική Αθήνα, τόμ. Α΄ Τα γεγονότα και τα ζητήματα,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2009, σελ. 62-69. Επίσης πρβλ. Παπαδημητρίου Βασίλειος Π.: «Η ελληνική
Οπερέττα» στο συλλογικό πόνημα Το θαύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας – μύηση στην τέχνη, επιμ.
Ρώντας Δημ., εκδ. Ρώντα, Αθήνα χ.χ., σελ. 400.
3
Καλογερόπουλος Τάκης: Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόμ. 5, εκδ. Γιαλλελή, Αθήνα 1998, σελ.
314.
4
Ρωμανού Καίτη: Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους, εκδ. Κουλτούρα, Αθήνα 2006,
σελ. 223.
5
Βασίζεται στον Βαφτιστικό της Κυρίας, γαλλική φάρσα των Ενεκέν, Βεμπέρ και ντε Γκόρς, η οποία
παρουσιάστηκε μεταφρασμένη την ίδια εποχή (1918) στην Αθήνα. Βλ. Καλπάκα Σοφία: Η Οπερέτα στην
Ελλάδα. Παραστάσεις οπερέτας και έργα Ελλήνων συνθετών (από τις αρχές του αιώνα ως το 1940),
διπλωματική εργασία, επιβλ. Γιάννου Δημήτριος, Τμήμα Μουσικών Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη
1998.
6
Οι εκδόσεις Γαϊτάνου εξέδωσαν τα εξής: 1. Συ μου πήρες του νου, 2. Στο στόμα, στο στόμα, 3. Τον καιρό
εκείνο τον παληό, 4. Το τσιγγάνικο ταγκό, 5. Η καρδιά μου πονεί για σας (Τικ-Τακ), 6. Ψηλά στο μέτωπο, 7.
Τι ζωή ζηλευτή, 8. Το Βαλς θ’ αρχίσουν. Τα πρώτα έξι από τα παραπάνω εκδόθηκαν και από τον οίκο
«Μουσική» των Μυστακίδη και Μακρή. Πρβλ. Βέργαδου Γ. Χριστίνα: «Συλλογή Ελληνικών
Τραγουδιών (1870-1970)», ιστοσελίδα Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος - Λίλιαν
Βουδούρη, www.mmb.org.gr, 5/2/2011.
3
Το γεγονός ότι ο Σακελλαρίδης είναι δημιουργός τόσο της μουσικής, όσο και του
κειμένου στην συγκεκριμένη οπερέττα, μας διευκολύνει στην εξέταση της
7
Βλ. Σακελλαρίδη Θεόφραστου: Βαφτιστικός, δακτυλογραφημένο λιμπρέτο για τις ανάγκες των
παραστάσεων της Ε.Λ.Σ., Αρχείο Κορωναίου Αντωνίου, Αθήνα 1996.
4
μουσικοποιητικής δομής του έργου και στον συσχετισμό της με τις προθέσεις του
συνθέτη. Σε αντίθεση με το κείμενο της πρόζας που δομείται ελεύθερα, στο κείμενο
που προορίζεται για μελοποίηση χρησιμοποιείται μέτρο και ομοιοκαταληξία, είτε
πρόκειται για μονόλογο, είτε για διάλογο. Ειδικότερα τα κείμενα για τις μονωδίες και
τις διωδίες δομούνται σύμφωνα με την τυποποιημένη μορφή κουπλέ – ρεφραίν, την
οποία ακολουθούν όλα τα τραγούδια. Δηλαδή υπάρχει μία σταθερή ποιητική στροφή
που εναλλάσσεται με άλλες δύο, δημιουργώντας έτσι τη μικρότερη δυνατή μορφή του
συγκεκριμένου είδους.
Μάλιστα η προσπάθεια για την τήρηση του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, πιθανώς
και λόγω της ανάγκης συνταιριάσματος με ήδη προϋπάρχουσες μελωδίες, οδηγεί ενίοτε
και σε επιλογές που θα μπορούσαν να δεχθούν αμφίπλευρες κριτικές. Για παράδειγμα,
η χρήση του ρήματος «κράζει» σε χορωδιακή στροφή της πρώτης σκηνής της πρώτης
πράξης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από τον κακοπροαίρετο κριτικό ως μία
πρόχειρη και άστοχη επιλογή για την εννοιολογική αντικατάσταση του ρήματος
«προσκαλεί». Αντίθετα ο καλοπροαίρετος συνάδελφος του θα έσπευδε να δικαιώσει
τον συνθέτη – στιχουργό, αποδίδοντας την ενέργειά του στον τονισμό της αφέλειας και
της ψευδο-καλλιέργειας των προσκεκλημένων, όπως αυτή σκιαγραφείται σε επόμενη
χορωδιακή στροφή, που δικαιολογεί την ελευθεριότητα των λόγων τους (Σχ. 1).
8
Πρβλ. Σειραγάκης, ό.π., σελ. 93.
5
μιας υπηρέτριας – μαγείρισσας που είχε η Βιβίκα στην εξοχική της έπαυλη στη
Λειβαδιά9. Ολοκληρώνοντας τον σύντομο σχολιασμό του κειμένου και μόνο όσον
αφορά σημεία που θα διευκολύνουν στη συνέχεια την κατανόηση της μουσικής πράξης,
αναφέρουμε την επιλογή της τσιγγάνικης ορχήστρας για τις ανάγκες του χορού στο
σπίτι της Βιβίκας. Η μουσική των τσιγγάνων λειτούργησε σαν κάτι το εξωτικό στο
πλαίσιο της κεντροευρωπαϊκής οπερέττας, στην οποία συχνά ενσωματώθηκε με τη
χρήση κυρίως του δημοφιλούς ουγγρικού χορού της εποχής, της czardas10.
ΟΠΕΡΕΤΤΑ ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟΣ
9
Πρβλ. Σειραγάκης, ό.π., σελ. 85.
10
Πρβλ. Αλεξιάδης Ι. Μηνάς: Ο μαγικός αυλός του Ορφέα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010, σελ. 132.
11
Βλ. Σακελλαρίδη Θεόφραστου: Βαφτιστικός, χειρόγραφο σπαρτίτο, Βιβλιοθήκη Εθνικής Λυρικής
Σκηνής, Α.Μ. 160, Αθήνα 1959.
12
Πρβλ. Αλεξιάδης, ό.π., σελ. 129-131.
13
Δεν φέρει χορευτικό χαρακτηρισμό από τον συνθέτη αλλά χρησιμοποιεί παρόμοια μοτίβα και
συνοδευτικούς σχηματισμούς με την Polka της 7ης σκηνής της 2ης Πράξης και ίδια μετρική αγωγή 2/4.
6
ΠΡΑΞΗ 3 (ΣΚΗΝΕΣ 7)
3-1 Βιβίκα-Κική Συ μου πήρες πια το νου Valse14
3-7 Χαρμίδης- Ψηλά στο μέτωπο Marziale15
Χορωδία
Το μοναδικό Tango που υπάρχει στην τελευταία σκηνή της δεύτερης Πράξης αποτελεί
μάλλον μία γαλλική επιρροή, αφού ο συγκεκριμένος χορός μεταφέρθηκε από την
Αργεντινή στο Παρίσι, στις αρχές του 20ού αιώνα17.
14
Επαναλαμβάνεται το Valse της 11ης σκηνής της 1ης Πράξης.
15
Επανάληψη του Marziale της 8ης Σκηνής της 1ης Πράξης.
16
Ό.π., σελ. 130-131.
17
Lamb Andrew – Thomas Helen: «Dance 7. 20th century», Grove Music Online,
www.oxfordmusiconline.com , 45795, 6/2/2011.
7
Στον Δώριο τρόπο θα αναπτυχθεί και η πρώτη μελωδική γραμμή που ακούγεται από
ανθρώπινη φωνή (Σχ. 4).
Πάντως και το αφηγηματικό τραγούδι σε στυλ Tango, που τραγουδά η Βιβίκα για τον
ερωτά μιας τσιγγάνας, με τη συνοδεία της Ορχήστρας των Τσιγγάνων, άρχεται στον
Δώριο τρόπο (Σχ. 6), αλλά συνεχίζει στο χώρο της αρμονικής ελάσσονας, όπου
γενικότερα κινείται το Finale της δεύτερης Πράξης, που κυριαρχείται από την παρουσία
της Ορχήστρας των Αθίγγανων.
Επίσης μία σαφής πρόθεση απόδοσης ελληνικού «χρώματος» γίνεται στο τραγούδι με
εμβατηριακό χαρακτήρα «ψηλά στο μέτωπο» όταν κατά την επανάληψη του ρεφραίν
από τη Χορωδία η λέξη «Πατρίδα» μελοποιείται με τη χρήση του τριημιτονίου της
αρμονικής ελάσσονας (Σχ. 7).
αντίστοιχος ρόλος στο είδος της οπερέττας, όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή της
μελέτης–, αλλά συνδυάζονται σαφώς, έστω και μία μόνο επανάληψή τους, με μία
συγκεκριμένη κατάσταση, διάθεση, συναίσθημα ή και αντικείμενο. Μερικά από αυτά
είναι τα εξής:
-το μοτίβο των βιολιών (Σχ. 8), που βασίζεται σε μίμηση του χορδίσματος του οργάνου
αφού αποτελείται από διαδοχικές συνηχήσεις ανά δύο των ανοιχτών χορδών, ακούγεται
και στις δύο εμφανίσεις της Ορχήστρας των Τσιγγάνων στο Finale της πρώτης και
δεύτερης Πράξης.
-το μοτίβο του ερωτικού πόνου, το οποίο χτίζει μία ολόκληρη μελωδική γραμμή σε
ελάσσονα τρόπο, η οποία και στις δύο εμφανίσεις της, στο Finale της πρώτης Πράξης
και στην αρχή της τρίτης Πράξης, εκτελείται από το βιολί και ενώ έχει προηγηθεί η ίδια
εισαγωγική cadenza του συγκεκριμένου οργάνου. Και στις δύο περιπτώσεις η Βιβίκα,
τη δεύτερη φορά μαζί με την Κική, κάθεται σε μια πολυθρόνα και υποφέρει για τον
έρωτά της (Σχ. 9).
-το μοτίβο που συνδέεται με το πρωτοτραγούδισμα του έρωτα της Βιβίκας και του
Χαρμίδη (Duetto: Συ μου πήρες πια το νου, Σκηνή 11, Πράξη1), επανεμφανίζεται όταν
α) το ζευγάρι ξανασμίγει στο τέλος της Πράξης, β) όταν μετά τον Χορό μένουν μόνοι
τους στην πρώτη Σκηνή της Δεύτερης Πράξης, καθώς και γ) στην πρώτη Σκηνή της
Τρίτης Πράξης, όταν η Βιβίκα διαβάζει τα ερωτικά γράμματα του Χαρμίδη (Σχ. 10).
-ένα άλλο χαρακτηριστικό μοτίβο είναι αυτό της ξενοιασιάς ή της ανεμελιάς που
εμφανίζεται μάλιστα με διάφορες εναλλακτικές μορφές: α) σε ήρεμο χαρακτήρα
τριμερούς μέτρου στην εισαγωγή του έργου κατά την είσοδο των προσκεκλημένων
στον κήπο της οικίας του Ζαχαρούλη, β) με την ίδια μορφή σε άλλη τονικότητα στο
τραγούδι των προσκεκλημένων με τους στίχους «τα νειάτ’ ας χαρούμε», γ) σε ζωηρό
χαρακτήρα Valse και σε μείζονα τρόπο στο τραγούδι με χορό της Βιβίκας και των
προσκεκλημένων, τόσο στη Σκηνή 2, όσο και στο Finale της πρώτης Πράξης, δ) σε
ήρεμο τόνο και παραλλαγμένη μορφή σε τετραμερή ρυθμό, στην Πέμπτη Σκηνή της
10
δεύτερης Πράξης, τη στιγμή που φεύγει ο Χαρμίδης και μένει μόνος ο Ζαχαρούλης,
δηλαδή ο χαρακτήρας εκείνος που κατ’ εξοχήν επιδιώκει την απραγία και την
καλοπέραση, ε) στην αρχική του μορφή στο Finale της δεύτερης Πράξης, εμπλεκόμενο
σε κατά σειρά διαδοχή με άλλα χαρακτηριστικά μοτίβα του έργου, τη στιγμή του
αποτυπώνεται η σύγχυση της Βιβίκας, όταν πρέπει κατά παραγγελία του θείου της να
παρουσιάσει τον ψευδο-άντρα της στην Κική και στ) μία τελική φορά εμφανίζεται με
την τετραμερή μορφή του, πάλι σε ήρεμο τόνο, στην ίδια σκηνή, μόλις έχει βγει ο
Χαρμίδης και ακριβώς πριν τον δει η Κική, λειτουργώντας ηχητικά ως η πλήρης
αντίθεση στην ένταση που θα ακολουθήσει (Σχ. 11).
Εισαγωγή, μ.43-45.
Σκηνή 2, Πράξη 1.
Σκηνή 5, Πράξη 2.
-ως εξαγγελτικό μοτίβο της σύναξης και της έναρξης του χορού μπορεί να θεωρηθεί η
εναρκτήρια φωνητική γραμμή της οπερέττας (όπου ένας από τους προσκεκλημένους, ο
Μίμης, καλεί όλους τους υπόλοιπους να συναχθούν), η οποία ξαναχρησιμοποιείται από
το στόμα του Συνταγματάρχη στην αρχή του Finale της δεύτερης Πράξης για τον ίδιο
ακριβώς σκοπό. Μάλιστα και τις δύο φορές ο λόγος ξεκινά με την προσταγή «Εμπρός»
(Σχ. 12).
Εισαγωγή, μ.120-124.
-ένα άλλο μοτίβο που συνδυάζεται με τον ανάλαφρο ρυθμό της γρήγορης πόλκας και με
χαρακτηριστική αρμονία, μέσω της χρήσης συγχορδιών μεθ’ έκτης και μετ’ ενάτης,
πρωτοεμφανίζεται στο διασκεδαστικό Duettino της Βιβίκας και του Ζαχαρούλη, στην
τρίτη Σκηνή της πρώτης Πράξης (Σχ. 13), ενώ αργότερα χρησιμοποιείται α) στην
Εισαγωγή της δεύτερης Πράξης με το άνοιγμα της Αυλαίας για την υποστήριξη των
ζευγαριών των προσκεκλημένων που μπαίνουν χορεύοντας, β) στην κωμική σκηνή του
στρωσίματος του τραπεζιού από τον Ζαχαρούλη και τον Γκραν – Κάσσα στην Σκηνή 4
της δεύτερης Πράξης και γ) στην Polka – Duetto της Κικής και του Συνταγματάρχη,
όπου απεικονίζει την αφέλεια του δεύτερου να πιστεύει στον έρωτα της πρώτης.
Παρατηρώντας την αρμονική γραφή του συνθέτη, βλέπουμε πως πύκνωση στην
διαδοχή των βαθμίδων ή και των τονικοτήτων χρησιμοποιείται μόνο στα σημεία που ο
ομιλών ή τραγουδών πρωταγωνιστής εκφράζει κάποιον προβληματισμό του (Σχ. 14).
13
Εισαγωγή, μ.231-236.
Σκηνή 9, Πράξη 2
Τέλος, πέραν της επανάληψης συγκεκριμένων μελωδιών και της χρήσης εξαγγελτικών
μοτίβων, η δομική συνοχή υποστηρίζεται ενίοτε και από την τονική επεξεργασία
μελωδικού υλικού. Για παράδειγμα, παρατηρούμε τη χρήση της μελωδίας του ρεφραίν
του τραγουδιού του Χαρμίδη «Ψηλά στο μέτωπο», σε αλυσιδοποιημένη ανάπτυξη στο
αρμονικό πλαίσιο μιας ντιμινουϊτας, στο Finale της πρώτης Πράξης, στη μουσική
γέφυρα που ενώνει το τέλος του προηγηθέντος Χορού των προσκεκλημένων και την
έξοδό τους από τη Σκηνή με τον ερχομό της Βιβίκας, η οποία θα παραμείνει για κάποια
ώρα μόνη της βυθισμένη στις σκέψεις του έρωτά της για τον Χαρμίδη (Σχ. 15).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Παρ’ όλο που η Οπερέττα είναι εκπρόσωπος της ελαφράς μουσικής, μέσα από την
αναλυτική προσέγγιση του έργου Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη,
παρατηρούμε αρκετά ενδιαφέροντα δομικά χαρακτηριστικά. Ο συνθέτης δεν αρκείται
στην παράθεση κατά διαδοχή ωραίων μελωδιών και απλοϊκών εναρμονίσεων –υλικό
που θα ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει τις περιορισμένες στο επίπεδο της
διασκέδασης ανάγκες του κοινού του και επίσης, υλικό του οποίου η ποιοτική
αξιολόγηση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι αυτό υπόκειται σε ειδικές
αισθητικές επιταγές–, αλλά προχωρεί στην υλοποίηση ενός έργου, του οποίου η συνοχή
δεν βασίζεται μόνο στην αυτούσια επανάληψη μελωδικών γραμμών ή και ολόκληρων
τραγουδιών. Η μοτιβική ανάπτυξη και επεξεργασία παίζει έναν ουσιώδη ρόλο στη
διατήρηση της συνέχειας, πάντα θεωρούμενη στο πλαίσιο του ελαφρού αυτού είδους.
Παράλληλα το νοηματικό περιεχόμενο του λόγου και η σκιαγράφηση των ανθρώπινων
χαρακτήρων και των εκάστοτε εξελισσόμενων καταστάσεων υποστηρίζονται επαρκώς
μέσα από τη διασύνδεσή τους με συγκεκριμένα μοτίβα, είτε αυτά λειτουργούν ως
εξαγγελτικά, είτε όχι. Για ένα πάντως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: η ποιότητα της
μουσικής σύνθεσης του Σακελλαρίδη στο συγκεκριμένο έργο, σε συνδυασμό πάντα με
το αμείωτο ενδιαφέρον της πλοκής του σεναρίου, συνέβαλε τα μάλα στην
διαχρονικότητα του Βαφτιστικού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Αλεξιάδης Ι. Μηνάς: Ο μαγικός αυλός του Ορφέα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010.
-Βέργαδου Γ. Χριστίνα: «Συλλογή Ελληνικών Τραγουδιών (1870-1970)», ιστοσελίδα
Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος - Λίλιαν Βουδούρη, www.mmb.org.gr,
5/2/2011.
-Καλογερόπουλος Τάκης: Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, εκδ. Γιαλλελή, Αθήνα
1998.
-Καλπάκα Σοφία: Η Οπερέτα στην Ελλάδα. Παραστάσεις οπερέτας και έργα Ελλήνων
συνθετών (από τις αρχές του αιώνα ως το 1940), διπλωματική εργασία, επιβλ. Γιάννου
Δημήτριος, Τμήμα Μουσικών Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1998.
-Μπακουνάκης Νίκος: Το φάντασμα της Νόρμα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1991.
-Νίκα-Σαμψών Εύη: «Οπερέτα» στο συλλογικό πόνημα Μουσική, επιμ. Κούρση Μαρία,
εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 22007, σελ. 151-153.
-Παπαδημητρίου Βασίλειος Π.: «Η ελληνική Οπερέττα» στο συλλογικό πόνημα Το
θαύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας – μύηση στην τέχνη, επιμ. Ρώντας Δημ., εκδ.
Ρώντα, Αθήνα χ.χ., σελ. 400-404.
-Ρωμανού Καίτη: Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους, εκδ.
Κουλτούρα, Αθήνα 2006.
15