Professional Documents
Culture Documents
Εμμανουήλ Φαιτός
Copyright 2013 Emmanuel Phaetos
Smashwords Edition
Κεφάλαιο 1
Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στη πόλη του Άχεν, αλλάζοντας το μαύρο
βρομερό χρώμα της πόλης, σε άσπρο, παρθένο.
Οι άνθρωποι βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους, και να ανάψουν το τζάκι
τους. Βιάζονταν να βάλουν ένα ποτήρι ουίσκι στο αγαπημένο τους χοντρό ποτήρι,
και να το απολαύσουν με μια σιγανή μουσική δίπλα στη φωτιά.
Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στο μπιστρό τους, να ανάψουν το τσιγάρο
τους, και να πίνουν με τις ώρες τις τεράστιες γερμανικές μπύρες, μιλώντας για την
αλλαγή του Σρόντερ με την Μέρκελ.
Βιάζονταν, να προλάβουν το τελευταίο τραίνο τους, για να πάνε γρήγορα
στο σπίτι τους, στην αγαπημένη τους τηλεόραση, και στην γυναικούλα τους με τα
παιδιά τους που θα τους περίμεναν μέσα στο ζεστό σπίτι.
Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στις ερωμένες τους, στους φίλους τους,
βιάζονταν να πληρώσουν, να εισπράξουν, να αγοράσουν...
Ο γιατρός Χάνς Βαλτερχιάιτ δεν βιαζόταν. Καθισμένος στο γραφείο του
έβλεπε από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει, και σκεφτόταν.
Σκεφτόταν πόσο σκληρή ήταν για αυτόν η ζωή. Πόσο τον τυραννούσε η
οικογένεια του, η δουλειά του, και γενικά η ζωή του.
Οικογένεια; Η γυναίκα του τον άφησε, και έφυγε με ένα φίλο του. Η κόρη
του άφησε το πανεπιστήμιο, και ζούσε με ένα μαύρο. Ο γιος του ακόμα στο
γυμνάσιο, έφυγε, και του τηλεφωνούσε κάθε τόσο ότι είχε ανάγκη από λεφτά. Μια
ήταν στο Θιβέτ, μια στην Ινδία, και τώρα πήγε στην Σιγκαπούρη με την κοπέλα
που ήταν ερωτευμένος. Και δεν ήταν ακόμα δεκαεπτά χρονών.
Δουλειά; Μόλις πριν από λίγο, ο διευθυντής του, του είπε ότι την θέση που
ζητούσε στο νοσοκομείο που εργαζόταν, την θέση του προϊσταμένου του
τμήματος της Παθολογίας, την πήρε άλλος. Ένας γιατρός που έγινε και ένας από
τους κυριότερους μετόχους του νοσοκομείου.
Γιατί λοιπόν ο γιατρός Xάνς να βιαστεί; Να φύγει, και να πάει που; Να
πάει και να πιει μια μπύρα η ένα ουίσκι μόνος; και πού; Ποιος θα τον περίμενε στο
σπίτι του; Ποιος θα του είχε έτοιμο το φαγητό του; Κανείς. Μόνος και έρημος. Στα
σαράντα πέντε του χρόνια, ένιωθε ήδη γέρος. Γέρος και μόνος. Τρομερά μόνος. Η
δουλειά του ήταν που τον κρατούσε ακμαίο και ζωηρό. Περίμενε ότι θα του έδιναν
την θέση του διευθυντή Παθολογίας. και η ζωή του θα άλλαζε ακόμα προς το
καλύτερο.
Αλλά..
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, και ο Γιατρός το κοίταζε σαν υπνωτισμένος.
Σε λίγα λεπτά, πέρασε από μπροστά του όλη του η ζωή.
Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, την μαθητική του ζωή, τα ατέλειωτα
φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Θυμήθηκε την γυναίκα
του, τα παιδιά του, τις ατέλειωτες νύκτες που τα περίμενε να έλθουν στο σπίτι.
Τους καυγάδες με την γυναίκα του, τους καυγάδες με τα παιδιά του..
Πάλι πήγε με την σκέψη του, πίσω στα χρόνια του πανεπιστημίου. Και
θυμήθηκε την Δέσπω. Την Δέσποινα. Αυτή την ωραία Ελληνίδα από ένα μικρό
νησί. Δεν το θυμόταν. Θυμήθηκε τα θερμά φιλιά της, το θερμό σώμα της, τις
θερμές και τόσο υπέροχες ιστορίες για το νησί της.
Κοίταζε από το παράθυρο πάλι το πυκνό χιόνι, και απογοητευμένος έσυρε
τα κουρασμένα μάτια του, σε μια τεράστια αφίσα, πάνω στο τοίχο του γραφείου
του, με ένα ελληνικό τοπίο. Μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, ένα βουνό, και μικρά
άσπρα σπιτάκια. Όλα τόσο φωτεινά, και γαλάζια. Πραγματικά μια αντίθεση με το
χιονισμένο και μαύρο Άχεν.
Σηκώθηκε και πήγε κοντά στην αφίσα. Προσπάθησε να βρει το όνομα του
τοπίου. Έσκυψε δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, αλλά το μόνο που έβλεπε με μεγάλα
γράμματα ήταν η λέξη GREECHELAND.
Πήγε και κάθισε πάλι στο γραφείο του, και κοίταζε την αφίσα στο τοίχο.
Την κοίταζε και σκεφτόταν.
Ούτε και ο ίδιος κατάλαβε πόση ώρα πέρασε κοιτάζοντας αυτή την αφίσα,
μέχρι τη στιγμή που η βοηθός του κτύπησε την πόρτα και τον ρώτησε αν ήθελε
τίποτα. Ήταν η ώρα για να φύγει.
Άρχισε να νυκτώνει και χιόνιζε συνέχεια.
Ο γιατρός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και έβγαλε από τον τοίχο την
αφίσα. Την δίπλωσε και την έβαλε στη τσάντα του. Έβαλε το παλτό του και
φόρεσε βαθιά το καπέλο του. Άνοιξε την πόρτα, και κτυπώντας την πίσω του με
θυμό, βγήκε από το νοσοκομείο.
Όλα ήταν άσπρα. Το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπο του, και τον χάιδευε
απαλά. Σήκωνε το πρόσωπο του στον ουρανό, και δεχόταν το άσπρο χιόνι με
ευχαρίστηση.
Όλοι και όλα γύρω του έτρεχαν, φώναζαν, βιαζόταν, έκλειναν και άνοιγαν.
Ο γιατρός πήγαινε σιγά, κρατώντας την τσάντα του, και κοίταζε τον κόσμο.
Μακριά , στο μεγάλο δρόμο με τα φώτα, είδε την τεράστια διαφήμιση ενός
ουίσκι. Ήταν τόσο ωραίο το ποτήρι και το ουίσκι. Το κρατούσε ένα χέρι ανδρικό,
με φόντο ένα τζάκι που άναβε. Σταμάτησε πάλι, και κοίταζε την διαφήμιση.
«Γιατί όχι; Στο διάολο». Είπε, και τάχυνε τα βήματά του. Ποιό πέρα, είδε
ένα μπιστρό. Πήγε προς το μέρος εκείνο, και από το παράθυρο κοίταξε μέσα.
Γέλασε όταν είδε στο βάθος, ένα τζάκι να καίει, και τον κόσμο γύρο,
ανέμελα να πίνει. Τα φώτα ήταν χαμηλά, και η διακόσμηση πολύ ευχάριστη.
Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, και κάθισε σε ένα τραπέζι δίπλα σε ένα
παράθυρο. Έβαλε το παλτό του, το καπέλο του και την τσάντα του στη διπλανή
καρέκλα, και πήρε τον κατάλογο από το τραπέζι για να παραγγείλει. Δεν είχε
καλά-καλά ανοίξει τον κατάλογο, και ένα γκαρσόνι ήλθε με χαμόγελο να τον
ρωτήσει τι θα πάρει.
Σκέφτηκε λίγο, και θυμήθηκε το ουίσκι στην διαφήμιση έξω στο δρόμο.
«Ένα διπλό ουίσκι». Είπε, και γέλασε.
Καθισμένος αναπαυτικά, έβλεπε την φωτιά στο τζάκι απέναντι να στέλνει
γύρω της τα εξαίσια χρώματα της. Έβλεπε και το χρυσό χρώμα του ουίσκι στο
ποτήρι του, άκουγε την σιγανή μουσική, και έβλεπε το χιόνι έξω να πέφτει.
«Στην υγεία μου». Είπε, και σήκωσε το ποτήρι του.
Έπινε, και γελούσε. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στη φωτιά. Και μέσα στα
μάτια του οι φλόγες από το τζάκι χόρευαν, και του έδιναν ιδέες.
Ιδέες τρελές. Ιδέες τολμηρές. Ιδέες που παίρνει κανείς όταν έλθει σε
κάποιο απροχώρητο. Ιδέες που είναι για μερικούς το τελευταίο τους χαρτί..
Όταν έφτασαν στην Αθήνα ο γιατρός πήρε αμέσως τηλέφωνο την Δέσπω.
Έπρεπε να τη δει, και να κανονίσει το μέλλον τους, που και οι δύο ήθελαν να
συνεχίσουν μαζί.
Αλλά τα προβλήματα του Ντίτερ σταμάτησαν και τον γιατρό και τη Δέσπω.
Σταμάτησαν και την καινούργια ζωή του γιατρού στην Ελλάδα, στην Ίο.
Έπρεπε λοιπόν πάλι ο γιατρός με την Δέσπω, να βρούνε τη ζωή μαζί στην
Ελλάδα. Nα βρούνε μια καινούργια ζωή. Kαι οι δύο, με ρημαγμένους γάμους, με
διαζύγια, αλλά και με ένα προβληματικό παιδί, έπρεπε να τα καταφέρουν.
Η Δέσπω σύστησε στο γιατρό να μείνουν στο σπίτι της. Ο γιατρός δεν ήθελε
και τόσο, γιατί έβλεπε ότι ο Ντίτερ θα ήταν πρόβλημα. Θα ήταν καλύτερα να τον
έπαιρνε μακριά από τον κόσμο, μακριά από την Δέσπω, γιατί δεν ήθελε ο
καινούργιος θεσμός τους να λερωθεί με τα προβλήματα του Ντίτερ. Δεν ήθελε να
ανακατέψει την Δέσπω στα προβλήματα του Ντίτερ. Ήθελε να τέλειωνε γρήγορα με
το Ντίτερ, να κάνει το καθήκον του σαν πατέρας, και μετά να αφοσιωθεί στη ζωή
του, στην προσωπική του ζωή, στην ευτυχία του.
Στην ευτυχία που είχε δικαίωμα, και που αναζητούσε τόσα χρόνια.
Έτσι πάλι, γρήγορα και με ελπίδες κάπως θολές, ο γιατρός εξήγησε στη
Δέσπω ότι θα ήταν καλύτερα να επέστρεφε με τον Ντίτερ στην Ίο, για να αρχίσουν
την θεραπεία.
Ο γιατρός εξήγησε στη Δέσπω το πρόγραμμα του για τον Ντίτερ, και η Δέσπω
συμφώνησε ότι ήταν η καλύτερη ιδέα.
Εξάλλου θα ερχόταν συχνά να τον βλέπει στην Ίο, και να τον βοηθά με τον
γιο του.
Όλα αυτά ήταν σχέδια και υποσχέσεις, που δυστυχώς οι ανάγκες, ο χρόνος,
και οι περιστάσεις, τα πετούν σε κάποια γωνιά της ζωής μας, και εκεί μουχλιάζουν
και λιώνουν από το χρόνο.!
Kεφάλαιο 8
Πατέρας και γιός έφτασαν στην Ίο. O Nτίτερ είδε το μικρό νησί, που πρώτη
φορά ερχόταν, και τον κόσμο γύρω του, σαν κάτι διαφορετικό, από άλλο κόσμο.
Πήρε τον γιο του και πήγαν πρώτα στο βιβλιοπωλείο της Ανθής. Ήθελε να συστήσει
στην Ανθή τον Ντίτερ, αλλά και να βρει κάποιο, η κάποια, να έχει την ίδια ηλικία με
τον Nτίτερ.
Εξήγησε στην Ανθή ότι ο Ντίτερ θα έμενε κάμποσο καιρό μαζί του στο νησί.
Δεν της είχε μιλήσει για το πρόβλημα του Ντίτερ.
Μετά έκαναν μια βόλτα στο λιμάνι, και έδειξε στο γιο του τα εστιατόρια, και
τα καφενεία που σύχναζε, και τον σύστησε σε ανθρώπους που ο γιατρός ήξερε.
Ήθελε ο Ντίτερ να μην αισθανθεί απομονωμένος, και προσπάθησε να κάνει
τον Ντίτερ, να αγαπήσει την Ίο, σαν να ήταν το δεύτερο τους σπίτι.
O Nτίτερ μύριζε τα γιασεμιά στα μικρά δρομάκια, έβλεπε τα άσπρα σπίτια,
την καλοσύνη των κατοίκων της Ίου, έφαγε τα νόστιμα ψάρια, και αχόρταγα, έβλεπε
γύρω του μια ομορφιά διαφορετική. Νόμιζε ότι ζούσε σε ένα όνειρο, και μερικές
φορές έπιανε τον πατέρα του από το χέρι, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν αλήθεια.
Κάθισαν μαζί και έφαγαν σε μια ταβέρνα, και ο γιατρός εξηγούσε στον Ντίτερ
πως ήταν η ζωή στο νησί.
Μίλησαν μαζί για πολλά πράγματα. Ο Ντίτερ έκανε πολλές ερωτήσεις στο
πατέρα του για το νησί, και για τη καινούργια ζωή του στο νησί.
Και τέλος, ο Ντίτερ ρώτησε τον πατέρα του, αυτό που ο γιατρός περίμενε.
«Πότε θα αρχίσω τη θεραπεία πατέρα;»
«Τώρα αμέσως.» Του είπε ο γιατρός γελώντας.
Όταν τέλειωσαν το φαγητό τους, ο γιατρός πήρε τον Ντίτερ και πήγαν να
βρουν τον Ανέστη τον αμαξά για να τους πάει στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Σύστησε
στον Ανέστη τον γιό του, και έφυγαν με την άμαξα για το σπίτι.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει, και τα φώτα άρχισαν να ανάβουν στα σπίτια της
Ίου, που ο γιατρός και ο γιός του τα έβλεπαν πάνω από το βουνό, καθώς η άμαξα
ανηφόριζε για το σπίτι της κυρίας Μαρίας.
Όταν έφτασαν στο σπίτι ο γιατρός σύστησε πάλι τον γιο του στην κυρία
Μαρία, και της είπε ότι θα έμενε κάμποσο καιρό μαζί του.
Ο Ντίτερ κουρασμένος, έφυγε για να κοιμηθεί στο διπλανό δωμάτιο, που του
έδωσε η Κυρία Μαρία. Ο γιατρός κουρασμένος, πήρε μια καρέκλα, και κάθισε στην
αυλή.
Καθόταν και αγνάντευε κάτω μακριά την Ίο όπως συνήθιζε κάθε βράδυ πριν
πάει να κοιμηθεί.
Η κυρία Μαρία, τον είδε που ήταν κουρασμένος, και χωρίς να τον ρωτήσει,
έβαλε μπροστά του στο τραπέζι, ένα μπουκάλι Μεταξά, και ένα μικρό ωραίο ποτήρι.
Ήταν ότι έπρεπε για τον γιατρό. Την κοίταξε ευχαριστημένος, και της είπε
στα Ελληνικά:
«Ευχαριστώ πολύ Κυρία Μαρία.. γεια σου. Ευχαριστώ πολύ.»
Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι του, και είπε στη Κυρία Μαρία να καθίσει μαζί
του, και να πιεί μαζί του.
Η Κυρία Μαρία, πήγε μέσα στην κουζίνα και έφερε ένα ποτήρι. Ο γιατρός της
έβαλε λίγο κονιάκ, και τσούγκρισε το ποτήρι της.
«Γεια μας. Kαι στη υγεία του γιού σου.» Είπε και γέλασε η Κυρία Μαρία.
«Ναι. Στην υγεία του γιού μου.» Είπε ο γιατρός, και γέλασε μελαγχολικά.
«Κυρία Μαρία, συνέχισε ο γιατρός, ο γιός μου είναι άρρωστος. Χρειάζεται
βοήθεια. Θέλω να με βοηθήσεις να τον κάνω καλά.» Της είπε ο γιατρός.
«Άρρωστος; και τι έχει το παιδί;» Ρώτησε με απορία η κυρία Μαρία.
«Ναρκωτικά.» Είπε πάλι ο γιατρός, και ήπιε το γλυκό κονιάκ.
Η κυρία Μαρία δεν απάντησε. Ο γιατρός το περίμενε αυτό. Και ήθελε να της
εξηγήσει τα πάντα που θα έκανε στον Ντίτερ. Της είπε όπως μπορούσε, με σπασμένα
ελληνικά και γερμανικά, και με νοήματα, ότι ο γιός του θα γινόταν επιθετικός, θα
φώναζε, θα κτυπιόταν, θα έτρεμε, θα είχε πυρετό, θα είχε κρίσεις παραλογισμού, και
άλλα πολλά.
Η Κυρία Μαρία άκουγε τον γιατρό και δεν μιλούσε. Κατάλαβε μόνο ότι θα
έπρεπε να τον βοηθήσει. Και του το είπε.
«Γιατρέ, θα σε βοηθήσω σε ότι θέλεις. Το σπίτι μου θα είναι και σπίτι σας.
Καταλαβαίνω από στεναχώριες. Έχω και εγώ παιδιά.» Τέλειωσε το ποτό της, και τον
καληνύχτισε για να φύγει για ύπνο.
Ο γιατρός παρέα με το κονιάκ, τις σκέψεις του, και τη νυκτερινή θέα με τα
φώτα της Ίου, μέσα στη ζεστή νύκτα, ετοίμαζε ακόμα μια άλλη καινούργια ζωή με
τον γιό του. Μια ζωή, που δεν είχε προβλέψει.
Μέχρι τώρα νόμιζε ότι βρήκε την ευτυχία του με την Ίο και με την Δέσπω.
Νόμισε ότι θα ξαναζούσε τη ζωή που έκανε τότε που ήταν νέος με την Δέσπω. Και
την ζωή αυτή την γεύτηκε για μερικές μόνο ώρες στην Ίο.
Κατάφερε να σπάσει τη μονοτονία που σκέπαζε τη ζωή του στη Γερμανία, να
διώξει από πάνω του την απογοήτευση που πήρε από την δουλειά του, και να βρει
πάλι την μεγάλη του αγάπη, την Δέσπω, που της ορκιζόταν ότι θα είναι για πάντα
μαζί. Κατάφερε να βρει την Ίο, που τόσο θαύμαζε όταν έβλεπε αυτή την αφίσα στον
απέναντι τοίχο στο γραφείο του στη κλινική που εργαζόταν.
Και τώρα, όλα αυτά αρχίζουν να χάνονται, να γίνονται μια ουτοπία.
Έσφιγγε το ποτήρι του να το σπάσει. Δάγκωνε τα χείλια του να τα ματώσει,
και ήταν έτοιμος να βλαστημήσει το γιο του. Ήταν έτοιμος να μπει μέσα στο δωμάτιο
του, και να τον πετάξει έξω από το σπίτι. Ήταν έτοιμος να του πει να φύγει, και να
τον αφήσει ήσυχο. Το καθήκον του το έκανε σαν γονιός τέλος πάντων.
Το κονιάκ άρχιζε να του δίνει ιδέες. Ιδέες σκοτεινές, και επιπόλαιες. Ήθελε
αυτή την ώρα να είναι με την Δέσπω. Όχι με τον γιο του, ένα ναρκομανή.
Πήρε γρήγορα το κινητό του, και σχημάτισε τον αριθμό της Δέσπως.
Η Δέσπω μόλις απάντησε, ο γιατρός με θυμό, και κλαίγοντας, της είπε.
«Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ.»
Κρατούσε το τηλέφωνο στο αυτί του, και έκλαιγε.
Η Δέσπω κατάλαβε. Κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένος, και άρχισε να τον
παρηγορεί. Του έλεγε γλυκόλογα, τον συμβούλευε, και του έδινε ελπίδες. Του είπε να
κάνει υπομονή, και ότι θα τον βοηθούσε και η ίδια με τον γιο του.
Κατάφερε να τον συνεφέρει, λέγοντας του ότι ήταν κουρασμένος και ότι θα
έπρεπε να πάει να κοιμηθεί. Κατάφερε να τον ηρεμήσει όταν τον βεβαίωσε ότι θα
ερχόταν το σαββατοκύριακο στην Ίο.
Και ο γιατρός κουρασμένος, με τα μάτια του βουρκωμένα, άφησε το ποτήρι
με το κονιάκ στο τραπέζι, μπήκε στο δωμάτιο του, και έτσι, ντυμένος, έπεσε βαρύς
στο κρεβάτι του.
Το πρωί τον ξύπνησε ο Ντίτερ.
Μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα του, τον είδε που κοιμόταν με τα ρούχα, και
τον ρώτησε τι έγινε.
«Τίποτα, δεν έγινε. Απλούστατα ήμουν πολύ κουρασμένος. Δεν μπόρεσα ούτε
να βγάλω τα ρούχα μου, ούτε να πλύνω το πρόσωπο μου.» Είπε στον Ντίτερ.
«Πατέρα, χρειάζομαι τη δόση μου.» Είπε στο γιατρό με απάθεια ο Ντίτερ.
Ο γιατρός κατάλαβε, και γρήγορα σηκώθηκε. Πήγε στη βαλίτσα του, και
έβγαλε ένα πακέτο με μορφίνη. Πήρε μια καινούργια σύριγγα, και προσεκτικά
ετοίμασε την δόση του γιου του. Ο Ντίτερ τον παρακολουθούσε.
Ο γιατρός άρχισε τη θεραπεία. Για πρώτη φορά το πρωί εκείνο έδωσε στον
Ντίτερ μικρότερη ποσότητα μορφίνης. Στον Ντίτερ δεν είπε τίποτα.
Έβαλε τον Ντίτερ να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, και πήρε το χέρι του. Έψαξε
ένα σημείο για την ένεση, και του κάρφωσε την βελόνα στο χέρι. Αργά άρχισε να
αδειάζει το πολύτιμο υγρό μέσα στη φλέβα του.
Ο γιατρός παρακολουθούσε προσεκτικά το υγρό που έφευγε από την σύριγγα,
και συγχρόνως το πρόσωπο του γιού του.
Μετά από μερικά λεπτά, τα μάτια του γιού του άρχιζαν να μισοκλείνουν, και
ένα ηδονικό χαμόγελο σκέπαζε το πρόσωπό του.
Ο γιατρός μισούσε αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπο του γιού του. Ήταν σαν να
τον έκανε δούλο της ηδονής του Ντίτερ.
Όταν το υγρό μπήκε όλο στις φλέβες του Ντίτερ, ο γιατρός τράβηξε
προσεκτικά την σύριγγα, και την έβαλε σε ένα μεταλλικό κουτί που έβαζε τις
χρησιμοποιημένες σύριγγες.
Μετά κοίταξε τον Ντίτερ, και του είπε αποφασιστικά:
« Εγώ θα σε γλυτώσω από το καταραμένο αυτό μαρτύριο.»
Αλλά ο Ντίτερ ούτε που κατάλαβε. Ταξίδευε ήδη σε μαγικούς κόσμους, που
διαρκούν τόσο, όσο η επίδραση της Μορφίνης. Μετά πήρε το σημειωματάριο του,
και έγραψε την ημερομηνία, την ώρα, και πόσα μικρογραμμάρια μορφίνη του έδωσε.
Ο γιατρός άφησε το γιό του να ονειρεύεται. Έβαλε γρήγορα το μαγιό του,
πήρε την πεσέτα του, και τράβηξε για το μικρό του ακρογιάλι.
Έπεσε μέσα στη γαλάζια θάλασσα, και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να
κολυμπά.
Κολυμπούσε προς τα βαθιά. Έσκιζε με το σώμα του τη θάλασσα, σαν να
ήθελε να φύγει μακριά. Κολυμπούσε, μέχρι που κουράστηκε. Μετά σταμάτησε, και
κοίταξε την απόσταση που έκανε.
Είχε φύγει από την ακτή αρκετά. Έβλεπε από μακριά το σπίτι της Κυρίας
Μαρίας, κάτω ποιο μακριά τα σπίτια της Ίου, και τα άλλα ακρογιάλια. Όλα ήταν
ήσυχα. Όλοι κοιμόταν ακόμα.
Του άρεσε έτσι. Όταν ήταν μέσα στη θάλασσα της Ίου, δεν σκεπτόταν κανένα
άλλο. Σκεπτόταν μόνο τον εαυτό του. Ζούσε μόνο για τον εαυτό του. Το μυαλό του
σταματούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να βλέπει τη γαλάζια θάλασσα, το βυθό με τα
σκούρα βράχια, και τον ήλιο που βγαίνοντας πίσω από τα βουνά, έκανε τη θάλασσα
να λαμπιρίζει, σαν να έριχνε πάνω στην επιφάνεια της χιλιάδες διαμάντια.
Μετά από αρκετή ώρα που έμεινε μέσα στη θάλασσα, κατάλαβε ότι πεινούσε.
Επέστρεψε στο σπίτι, και έκανε ένα ντους.
Η Κυρία Μαρία, ήδη είχε στρώσει το τραπέζι με τον πρωινό καφέ, και με τα
ωραία γλυκά κουλουράκια της Ίου.
Ο γιατρός ευχαριστημένος , την καλημέρισε, και κάθισε να φάει. Έτρωγε με
όρεξη. Όταν τέλειωσε το πρωινό του τηλεφώνησε στη Δέσπω. Ήθελε να βεβαιωθεί
ότι θα ερχόταν το Σαββατοκύριακο. Και η Δέσπω του το επιβεβαίωσε.
Της είπε ότι άρχισε τη θεραπεία του Ντίτερ. Της εξήγησε το πρόγραμμα που
θα ακολουθούσε με τον Ντίτερ, και η Δέσπω, σαν γιατρός που ήταν και αυτή,
συμφώνησε με το πρόγραμμα της θεραπείας.
«Το μόνο που φοβάμαι, του είπε, είναι αν θα μπορέσεις να αντέξεις τις κρίσεις
που θα έχει. Τηλεφώνησε μου αν χρειαστείς βοήθεια.»
Η Δέσπω ήξερε ότι η αποτοξίνωση των ναρκωτικών δεν είναι εύκολη
υπόθεση.
Ο Ντίτερ μέσα στο δωμάτιο του, συνέχιζε να ταξιδεύει στον κόσμο του.
Μετά ο γιατρός, φώναξε την Κυρία Μαρία και της εξήγησε μερικά πράγματα. Της
είπε πως θα αντιδρούσε ο γιός του στην αποτοξίνωση. Ότι οι ήσυχες ημέρες είχαν
τελειώσει, και οι νύκτες στο σπίτι της κυρίας Μαρίας θα ήταν νύκτες κόλασης για
όλους τους.
Της εξήγησε ότι θα της έδινε περισσότερα χρήματα, για να μπορέσει να
χρησιμοποιήσει το σπίτι της μόνο για αυτό και τον γιό του.
Και η κυρία Μαρία πάλι συμφώνησε.
Και η κόλαση δεν άρχισε να έλθει…
O Ντίτερ άρχισε να ζητά την δόση της μορφίνης ποιο συχνά, μια και ο γιατρός
μέρα με την μέρα λιγόστευε σε μικρογραμμάρια κάθε δόση.
Γινόταν βίαιος με τον πατέρα του και με την κυρία Μαρία. Τους έβριζε, και
καμιά φορά σήκωνε το χέρι του να κτυπήσει τον πατέρα του.
Κάπνιζε τσιγάρα ασταμάτητα, και τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά.
Έτρεμαν τα χέρια του, και πολλές φορές τον έπιαναν και σπασμοί.
Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Και αρνιόταν ακόμα και να πιει νερό.
Ήταν συνεχώς κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, με αβάσταχτους πόνους σε
όλο το σώμα του.
Το μόνο πράγμα που τον ηρεμούσε μερικές ώρες ήταν όταν ο γιατρός του
έκανε την ένεση με την ηρωίνη.
Αλλά μετά από λίγο πάλι άρχιζε το δράμα όλων.
Το άσπρο σπίτι της Ίου, με τη υπέροχη θέα στη θάλασσα, την δροσερή και
καθαρή αυλή με τα γιασεμιά και τα γεράνια, είχε γίνει άνοστο και απαίσιο.
Οι κραυγές του Ντίτερ, και οι φωνές του γιατρού για να τον συνεφέρει και να
τον ηρεμήσει μετέτρεψαν το σπίτι της κυρίας Μαρίας σε τρελοκομείο.
Και η κυρία Μαρία δεν άντεχε κάθε μέρα την ζωή αυτή, και έφευγε στην
αδελφή της που έμενε στην πόλη, στη Χώρα.
Έτσι ο γιατρός και ο γιός του έμεναν μόνοι, και πάλευαν σαν άγρια ζώα στην
αποτοξίνωση των ναρκωτικών.
Ούτε και ο γιατρός περίμενε ότι θα ήταν τόσο δύσκολη η αποτοξίνωση.
Η Δέσπω έπαψε να έρχεται τα σαββατοκύριακα στην Ίο, αλλά τηλεφωνούσε
ταχτικά, για να δίνει κουράγιο στο γιατρό.
Εκείνο το πρωί, ο γιατρός ξύπνησε όπως πάντα πρώτος, για να ετοιμαστεί για
την αποτοξίνωση του Ντίτερ.
Περίμενε τον Ντίτερ να βγει από το δωμάτιο του και να έλθει στο τραπέζι,
στην αυλή για να φάει κάτι, αλλά ο Ντίτερ δεν φαινόταν πουθενά.
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο του Ντίτερ για να δει αν κοιμόταν ακόμα, και
βρήκε το κρεβάτι του άδειο.
Βγήκε στην αυλή και κοίταξε στο ακρογιάλι μήπως ο Ντίτερ έκανε μπάνιο,
αλλά το ακρογιάλι ήταν άδειο.
Φώναξε την κυρία Μαρία που κοιμόταν ακόμα, και την ρώτησε αν είδε τον
Ντίτερ. Η κυρία Μαρία δεν ήξερε τίποτα, και δεν τον είχε δει ακόμα εκείνο το πρωί.
Το μυαλό του γιατρού πήγε αμέσως στο κακό. Σκέφτηκε μήπως πνίγηκε, και
γρήγορα πήγε στο ακρογιάλι και άρχισε να ψάχνει για το πτώμα του.
Έψαχνε στη θάλασσα, πίσω από τα βράχια, και σαν τρελός έτρεχε από εδώ
και από εκεί, και φώναζε δυνατά το όνομά του.
Και η κυρία Μαρία φώναζε και αυτή, και έψαχνε τον Ντίτερ ποιο μακριά
μήπως και τον βρει.
Ο Γιατρός ήλθε πίσω στο σπίτι, και θέλησε να πάρει το τηλέφωνο για να
τηλεφωνήσει στη Χώρα, στον Ανέστη με το άλογο, και στην Ανθή, στο βιβλιοπωλείο,
μήπως ήταν εκεί, η μήπως καθόταν σε κανένα μαγαζί.
Αλλά το τηλέφωνο του δεν ήταν στη συνηθισμένη του θέση. Έψαχνε παντού
στο δωμάτιο του για να το βρει, μέχρι που το μάτι του έπεσε στο παντελόνι του, που
ήταν ριγμένο στο πάτωμα, με τις τσέπες έξω.
Κατάλαβε αμέσως. Το σήκωσε, και έψαξε να βρει το πορτοφόλι του.
Το είχε πάρει ο Ντίτερ, μαζί με όλα τα χρήματα που είχε, και μαζί με το
κινητό του.
Αμέσως ο γιατρός ντύθηκε γρήγορα, και συγχρόνως εξηγούσε στην κυρία
Μαρία τι είχε συμβεί με τον Ντίτερ.
Ο Γιατρός δεν άργησε να καταλάβει ότι ο Ντίτερ θα προσπαθούσε να έφευγε
από την Ίο, και με τα χρήματα που έκλεψε από το πατέρα του θα αγόραζε ναρκωτικά.
Αλλά από που θα αγόραζε Ναρκωτικά;
Μόλις ντύθηκε, έφυγε τρέχοντας για την Χώρα. Η απόσταση ήξερε ότι ήταν
μεγάλη, και έπρεπε να την κάνει πεζή.
Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Έπρεπε να τον βρει. Άρχιζε να φτάνει στα
πρώτα σπίτια της Χώρας , όταν μακριά, στο πέλαγος, είδε το καράβι που έφευγε για
τον Πειραιά.
Μόλις μπήκε στη πόλη, γρήγορα κατευθύνθηκε προς το λιμάνι.
Πήγε αμέσως στο βιβλιοπωλείο της Ανθής. Εκείνη την ώρα η Ανθή άνοιγε το
βιβλιοπωλείο και έβγαζε έξω τις θήκες με τις ρόδες που είχαν πάνω τα βιβλία.
Η Ανθή δεν είχε δει καθόλου τον Ντίτερ.
Αμέσως ο γιατρός άρχισε να ψάχνει στα μαγαζιά με τις καρέκλες και τα
τραπέζια δίπλα στο λιμάνι. Δεν καθόταν ακόμα κανένας.
Γρήγορα ο γιατρός πήγε και ρώτησε μερικά γκαρσόνια που ίσως θα θυμόνταν
τον γιό του, αλλά κανένας δεν τον είχε δει εκείνο το πρωί.
Έτρεξε προς το μέρος που περίμεναν τα άλογα με τις άμαξες.
Ο γιατρός βρήκε τον Ανέστη και την άμαξα του. Ο Ανέστης εκείνη τη στιγμή
έδινε νερό στο άλογο, και το περιποιόταν μετά την πρωινή κούρσα που είχε κάνει για
το καράβι που έφυγε για Αθήνα.
Ρώτησε γρήγορα τον Ανέστη αν είδε τον γιό του.
«Ναι, του είπε, πήρε το καράβι και έφυγε για τον Πειραιά. Νόμισα ότι
ήσασταν μαζί. Μου φάνηκε σαν άρρωστος». Είπε ο Ανέστης.
Ο γιατρός σαν κτυπημένος από κεραυνό, κάθισε στην άμαξα, ενώ ο Ανέστης
προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε με τον γιατρό και τον γιό του.
Ο γιατρός σκεπτόταν. Zήτησε από τον Ανέστη το κινητό του τηλέφωνο, και
του είπε να πάνε γρήγορα πίσω στο σπίτι της κυρίας Μαρίας.
Ο Ανέστης έβγαλε γρήγορα από το άλογο το σάκο με το σιτάρι που του έβαζε
για να φάει μετά από κάθε μακρινή κούρσα, του έβαλε πάλι τα γκέμια στο στόμα του,
πήδηξε στην άμαξα, και έδωσε στο άλογο το σήμα για το φουλ γκαλόπ.
«Γρήγορα Ανέστη, πάμε στο σπίτι. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Πειραιά με
το τηλέφωνό σου, πριν το πλοίο από την Ίο μπει μέσα στο λιμάνι. Ο γιός μου πήρε το
πορτοφόλι μου με όλα τα χρήματα μου και τις πιστωτικές κάρτες μου. Πήρε και το
τηλέφωνό μου. Γρήγορα. Γρήγορα.»
Το άλογο έτρεχε, και ο θόρυβος από τα πέταλα του έκαναν τους περαστικούς
να παραμερίζουν. Σαν να καταλάβαινε ότι ήταν κάποια ανάγκη, το άλογο έπαιρνε
σιγά και προσεκτικά τις στροφές, μέχρι που βρήκε τον ανηφορικό δρόμο για το σπίτι
της κυρίας Μαρίας. Μετά, με μεγάλα πηδήματα άρχισε το γκαλόπ, και έτρεχε
σταθερά, αφήνοντας πίσω του την Χώρα.
Η άμαξα έφτασε μπροστά στο σπίτι της Κυρίας Μαρίας, που είχε βγει στη
αυλή όταν άκουσε το θόρυβο από τα πέταλα του αλόγου.
«Τον βρήκατε;» Ρώτησε το γιατρό.
«Όχι, έφυγε για Αθήνα.» Είπε ο Ανέστης στην Κυρία Μαρία.
Ο γιατρός γρήγορα, χωρίς να δίνει εξηγήσεις σε κανένα, μπήκε στο δωμάτιο
του και πήρε το σημειωματάριο του. Γρήγορα άρχισε να το ξεφυλλίζει, μέχρι που
βρήκε το όνομα και το τηλέφωνο του Μήτσου, του ταξιτζή.
Σχημάτισε το νούμερο του Μήτσου, και περίμενε να απαντήσει.
Μόλις άκουσε τη φωνή του Μήτσου, άρχισε γρήγορα να του εξηγεί στα
Γερμανικά τι είχε συμβεί με τον Ντίτερ.
Είπε στο Μήτσο, να πάρει τηλέφωνο τη Δέσπω, που ήξερε τον γιό του, και
μαζί να κατέβουν γρήγορα στον Πειραιά, εκεί που θα άραζε το καράβι από την Ίο,
και να περιμένουν να βγει ο Ντίτερ από το καράβι.
Εξήγησε στο Μήτσο, ότι έπρεπε με κάθε τρόπο, μαζί με την φίλη του, την
Δέσπω, να τον κρατήσουν εκεί στο Πειραιά, η στο σπίτι της Δέσπω, μέχρι να έλθει ο
γιατρός από την Ίο, και να τον πάρει πίσω.
«Γρήγορα σε παρακαλώ Μήτσο, να πας να πάρεις από το σπίτι της την φίλη
μου την Δέσπω, και να πάτε στον Πειραιά πριν το πλοίο από την Ίο αγκυροβολήσει.
Πρέπει να τον σταματήσετε. Η Δέσπω τον ξέρει τον γιό μου. Θα στον δείξει. Θέλω να
την βοηθήσεις να τον σταματήσετε. Πρόσεξε όμως γιατί είναι επικίνδυνος.
Είναι...ναρκομανής....»
Ο γιατρός είπε στο Μήτσο και άλλα πολλά, που θα βοηθούσαν να τον βρούνε
με την Δέσπω, και να τον κρατήσουν κοντά τους.
«Θα σου πληρώσω ότι έξοδα έχεις, και ότι χρειάζεται για το ταξί.» Είπε στο
Μήτσο, και αμέσως πήρε τη Δέσπω να της εξηγήσει.
Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο κινητό του, που του πήρε ο Ντίτερ. Αλλά ο
Ντίτερ δεν απαντούσε. Καταλάβαινε ότι ήταν ο πατέρας του που προσπαθούσε να
του μιλήσει.
Kεφάλαιο 9
Η Δέσπω στην Αθήνα, τα παράτησε όλα, και μαζί με τον Μήτσο που ήλθε να
την πάρει από το σπίτι της, κατέβηκαν στο Πειραιά.
Βρήκαν τη προβλήτα που θα άραζε το καράβι από την Ίο, και περίμεναν στην
αποβάθρα. Είχαν αρκετή ώρα μέχρι που να έλθει το πλοίο, και μέσα στο ταξί είχαν
καιρό να κουβεντιάσουν.
Ο Μήτσος τα έμαθε όλα από την Δέσπω. Άκουσε για το δεσμό τους με τον
γιατρό, για το χωρισμό τους μετά από το πανεπιστήμιο στην Φρανκφούρτη, και τώρα
για την καινούργια τους συνάντηση, γεμάτη όνειρα, και προβλήματα.
Κατάστρωσαν ένα σχέδιο για το πως θα πλησίαζαν τον Ντίτερ, και τι θα
έκαναν μέχρι να ερχόταν ο γιατρός από την Ίο.
Το καράβι δεν άρχισε να αγκυροβολήσει, και οι επιβάτες άρχισαν να βγαίνουν
από το πλοίο.
Ο Μήτσος με την Δέσπω, βρήκαν ένα μέρος που θα έβλεπαν όλους τους
επιβάτες που θα έβγαιναν από το πλοίο, και άρχισαν να ψάχνουν για το Ντίτερ.
Η Δέσπω τον γνώρισε, και τον έδειξε στο Μήτσο. Ήξερε ότι το θέμα ήταν
λίγο λεπτό, αλλά και επικίνδυνο. Και η Δέσπω, και ο Μήτσος, δεν ήξεραν πώς θα
αντιδρούσε ο Ντίτερ όταν θα τον πλησίαζαν και θα του έλεγαν ότι πρέπει να πάει
μαζί τους.
Ο Ντίτερ κρατούσε μόνο μια πλαστική τσάντα, και κατεβαίνοντας από το
πλοίο, άρχιζε να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις.
Προσπαθούσε να βρει που θα πήγαινε. Δεν ήξερε τίποτα στον Πειραιά. Τα
μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, τα μάτια του κόκκινα και δακρυσμένα, τα ρούχα του
σε άθλια κατάσταση, και με δυσκολία προσπαθούσε να ορθώσει το κορμί του.
Πήγαινε προς όλες τις κατευθύνσεις, και προσπαθούσε να βρει ένα δρόμο, ένα
διάδρομο, η κάπου να καθίσει.
Τον έσπρωχναν και έσπρωχνε. Ξεχώριζε μέσα στο πλήθος, σαν την μύγα μέσα
στο γάλα.
Ήταν η Δέσπω που τον πλησίασε πρώτη, ενώ ο Μήτσος περίμενε λίγο πιο
μακριά.
Όταν η Δέσπω του μίλησε, ο Ντίτερ ξαφνιάστηκε. Την κοίταζε και δεν έλεγε
τίποτα. Η Δέσπω συνέχιζε να του μιλά. Και όταν έβαλε το χέρι της προστατευτικά
στον ώμο του Ντίτερ για να τον πάρει παραπέρα, ο Ντίτερ σήκωσε την πλαστική
τσάντα που κρατούσε, και την κτύπησε στο πρόσωπο. Μετά τρέχοντας με δυσκολία,
όπως μπορούσε, εξαφανίστηκε στο πλήθος.
Έτρεχε προς τη έξοδο της αποβάθρας σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά
του, και μέσα σε δευτερόλεπτα, κατόρθωσε να απομακρυνθεί αρκετά από την Δέσπω
και τον Μήτσο.
Η Δέσπω γρήγορα τον ακολούθησε, ενώ συγχρόνως φώναζε στον Μήτσο να
έλθει.
Για λίγο, τον έχασαν από τα μάτια τους. Έψαχναν και οι δύο τους προς όλες
τις κατευθύνσεις για να τον δουν.
Έξαφνα η Δέσπω τον εντόπισε στην απέναντι μεριά του δρόμου που έτρεχε
ανάμεσα στους διαβάτες.
Η Δέσπω τον έδειξε με το χέρι της στο Μήτσο, και πάλι μαζί προσπάθησαν να
περάσουν στην απέναντι μεριά του μεγάλου δρόμου.
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν επικίνδυνο να
περάσουν απέναντι, και βλέποντας τον συνέχεια στην απέναντι μεριά του δρόμου να
τρέχει, προσπαθούσαν να βρούνε μια διάβαση για να περάσουν απέναντι.
Ο Ντίτερ βρήκε στη μεριά που έτρεχε μια στοά, και μπήκε μέσα. Ήταν γεμάτη
από κόσμο, και καταστήματα. Με τόσο κόσμο που είχε, ο Ντίτερ κατόρθωσε πάλι να
εξαφανιστεί.
Ο Μήτσος έφτασε πρώτος στη στοά, και άρχισε να τον ψάχνει.
Λαχανιασμένος, άφησε να του ξεφύγει μια βλασφημία της πιάτσας.
Σε λίγο έφτασε και η Δέσπω, και αυτή λαχανιασμένη, με τα μαλλιά της να
ανεμίζουν πέρα δώθε.
Έτρεχαν δεξιά και αριστερά, σταματούσαν να δουν πίσω και μπροστά, πάλι
έτρεχαν μέσα στη στοά πάνω και κάτω, αλλά ο Ντίτερ είχε εξαφανιστεί.
Έτρεχαν συνέχεια μέσα στη στοά, μέχρι που έφτασαν πίσω, σε μια άλλη
έξοδο, που έβγαζε σε ένα άλλο μεγάλο δρόμο παράλληλο με τον πρώτο δρόμο.
Απογοητευμένοι και οι δύο, κάθισαν σε ένα μπαρ που είχε απλώσει τις
καρέκλες και τα τραπέζια μέσα στη στοά.
«Και τώρα τι γίνεται» Ρώτησε η Δέσπω.
Ο Ντίτερ σαν κυνηγημένο ζώο, έτρεχε να φύγει μακριά, και να κρυφτεί.
Υπέφερε πολύ. Έτρεχε, και συγχρόνως κοίταζε πίσω του να βεβαιωθεί ότι η
Δέσπω δεν τον κυνηγούσε.
Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον κυνηγούσε κανένας, βρήκε μια γωνιά, και
κάθισε να ξεκουραστεί.
Ανάπνεε με δυσκολία, ήταν ιδρωμένος, έτρεμε, και συνέχεια επαναλάμβανε
το γνωστό γερμανικό,
«χιάϊζε, χιάϊζε, χιάϊζε.»
Έμεινε στη γωνιά αυτή μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Είχε βάλει στο στήθος
του την πλαστική τσάντα κρατώντας την σφικτά, και με το κεφάλι του ακουμπισμένο
στα διπλωμένα του γόνατα, κοιμόταν, ενώ έτρεμε συνέχεια.
Οι περαστικοί περνούσαν και ούτε που του έδιναν σημασία. Καμιά φορά ο
Ντίτερ ξυπνούσε από το λήθαργο του αυτό, έριχνε μια ματιά να δει αν κάποιος τον
κυνηγούσε, και μετά, πάλι έπεφτε στο λήθαργό του.
Έμεινε εκεί μέχρι που νύχτωσε.
Σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του, και είδε ότι ήταν μόνος. Οι διαβάτες
συνέχεια πήγαιναν και έρχονταν, και τα φώτα του Πειραιά που άρχισαν να ανάβουν,
του έδωσαν κουράγιο. Κουράγιο να σηκωθεί, και να αρχίσει να ψάχνει αυτό που
ήθελε.
Τα ναρκωτικά!
Τη νύκτα μπορούσε να βρει ευκολότερα τα μέρη που θα αγόραζε ναρκωτικά.
Το σκοτάδι βοηθά καλύτερα να γνωρίσει αυτούς που θα τον ηρεμήσουν.
Άσχετα ότι δεν ήξερε τον Πειραιά, μπορούσε γρήγορα να γνωρίσει τις
γειτονιές, τα καφενεία, και τούς προμηθευτές του μαύρου θανάτου.
Έβαλε το χέρι του στη πλαστική του τσάντα, ψηλάφισε το πορτοφόλι που
έκλεψε από τον πατέρα του, και με ότι δυνάμεις του είχαν μείνει άρχισε να ψάχνει
τον παράδεισό του.
Ο Πειραιάς φημίζεται σαν λιμάνι με τα όλα του. Τα ωραία του μπαρ, τα ωραία
του φαγητά, τη νυκτερινή ζωή με τις υπέροχες γκόμενες, τους ομοφυλόφιλους, τις
λεσβίες, την Τρούμπα...και το γλυκό χασίσι.
Περπατούσε μέσα στη νύκτα, και με τα θολά του μάτια, εξέταζε τους
περαστικούς. Σταμάτησε μερικές φορές, και ρώτησε κάτι σε κάποιους. Οι κάποιοι
αυτοί ήταν μεθυσμένοι, ήταν παράξενοι, η ήταν παραπεσμένοι από την κοινωνία.
Μια ιδεώδης ομάδα ανθρώπων που μπορούσαν να πληροφορήσουν τον
Ντίτερ, που θα μπορούσε να αγοράσει μια καλή δόση από δυνατό χασίσι.
Το μέρος που σύστησαν στο Ντίτερ ήταν ένα υπόγειο μπαρ, με μια τεράστια
φωτεινή επιγραφή που δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε.
Έξω από το μπαρ, ένας μαύρος, με ένα στενό πέτσινο κουστούμι, που άφηνε
να φαίνεται ο τεράστιος όγκος του ανδρισμού του, μιλούσε με δύο γυναίκες που
φορούσαν μίνι, και κάπνιζαν.
Ο Ντίτερ πλησίασε, και θέλησε να μπει στο μπαρ. Ο μαύρος άφησε τις
γυναίκες που μιλούσε, και εμπόδισε τον Ντίτερ να κατέβει τα σκαλιά.
Ο Ντίτερ κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, και αμέσως ο μαύρος έβγαλε το κινητό
του, και τηλεφώνησε σε κάποιον.
Σε λίγο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο μαύρο και στο Ντίτερ, και
ένα χέρι μέσα από το αυτοκίνητο, πήρε από το Ντίτερ ένα μεγάλο χαρτονόμισμα, και
έδωσε στο Ντίτερ ένα τσίγκινο κουτί μπισκότων. Tο πήρε, και γρήγορα έφυγε μακριά
από το μπαρ, ενώ το αυτοκίνητο γρήγορα εξαφανίστηκε στα στενά δρομάκια της
Τρούμπας.
Περπατούσε γρήγορα, έχοντας κάτω από τη μασχάλη του την πλαστική
τσάντα, ενώ κρατούσε μπροστά στο στήθος του το τσίγκινο κουτί των μπισκότων
τόσο σφικτά, που του σημάδευε το δέρμα του στο στήθος.
Κοίταζε συνέχεια πίσω του να δει αν κάποιος τον ακολουθούσε, και
εξακολουθούσε να τρέμει. Τα μάτια του πάντα κόκκινα, προσπαθούσαν να βρουν ένα
απόμερο και σκοτεινό μέρος. Ένα μέρος που θα ήταν μόνος, για να πάρει τη δόση
του.
Τον ενοχλούσαν τα φώτα, οι περαστικοί, οι παρέες που φώναζαν και έπιναν
στους δρόμους, τα αδέσποτα σκυλιά που έψαχναν για κανένα κόκαλο, η για κανένα
μισοφαγωμένο σουβλάκι. Συνέχεια έλεγε το γερμανικό, «χιάϊζε».
Τελικά κάπου σε ένα δρόμο, βρήκε μια οικοδομή. Σταμάτησε απέναντι από
την οικοδομή, και κοίταξε γύρω του να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε κανείς.
Ήταν μόνος στο δρόμο. Γρήγορα, παραμέρισε τα ξύλα που έκλειναν πρόχειρα
την πόρτα της οικοδομής και μπήκε μέσα.
Τα μακρινά φώτα από τις επιγραφές, έστελναν κάποιο φώς μέσα στους
μισοκτισμένους χώρους.
Βρήκε μια γωνιά, κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα, και έβαλε μπροστά του το
τσίγκινο κουτί των μπισκότων.
Το άνοιξε γρήγορα, ενώ τα χέρια του έτρεμαν περισσότερο από πριν.
Μέσα στο κουτί, βρήκε ένα πλαστικό σακουλάκι με μια άσπρη σκόνη, μια
σύριγγα σε σφραγισμένο περιτύλιγμα, ένα μικρό φτηνό κουτάλι, και ένα αναπτήρα.
Ο Ντίτερ γέλασε με ανακούφιση. Με μεγάλη δυσκολία, και αργά, με χέρια
που έτρεμαν, κατόρθωσε να ετοιμάσει το θανατηφόρο γεύμα του.
Ακούμπησε τη σύριγγα με το πολύτιμο υγρό του, πάνω στο τσίγκινο κουτί,
και τράβηξε από το παντελόνι του τη ζώνη του.
Σήκωσε το βρώμικο μανίκι του από το πουκάμισο του, και τύλιξε σφικτά το
μπράτσο του. Στο λιγοστό φως της οικοδομής, είδε τις εξογκωμένες φλέβες του.
Πήρε τη σύριγγα από το τσίγκινο κουτί, διάλεξε την ποιο μεγάλη φλέβα, και έσπρωξε
την βελόνα. Πίεσε σιγά τη σύριγγα , και το μαγικό υγρό της, ανακατεύτηκε με το
αίμα του. Άδειασε τη σύριγγα στις φλέβες του. Mετά πέταξε την σύριγγα και τη ζώνη
μακριά, αναστέναξε, και άφησε το σώμα του να πέσει στο σκληρό σκονισμένο
πάτωμα της οικοδομής.
Kεφάλαιο 10
Το άλλο πρωί, ο γιατρός Xάνς είχε ήδη βγει από το καράβι που τον έφερε από
την Ίο, και βρήκε στην αποβάθρα τον Μήτσο τον ταξιτζή.
Η Δέσπω τηλεφώνησε στο γιατρό και του είπε ότι έχασαν τον Ντίτερ όταν
βγήκε από το καράβι. Και ο γιατρός μαζί με τον φίλο του τον Μήτσο ανάλαβαν να
τον βρουν.
Αλλά πού να τον βρουν;
«Μη φοβάσαι γιατρέ!. Τον Πειραιά και τα στέκια του τα ξέρω πολύ καλά.
Έχω και φίλους που θα μας βοηθήσουν.» Είπε στο γιατρό ο Μήτσος.
«Πρέπει να ψάξομε όλα τα μέρη που μπορούν να προμηθεύσουν ναρκωτικά
στο Ντίτερ. Υπάρχει ελπίδα να τον βρούμε εκεί.» Είπε ο γιατρός.
«Η Δέσπω μου είπε ότι σου πήρε το πορτοφόλι με όλα μέσα, Θέλεις να πάμε
πρώτα από καμιά τράπεζα για να ακυρώσεις τις κάρτες σου, και να μπλοκάρεις τον
λογαριασμό σου.» Είπε στο γιατρό ο Μήτσος.
«Όχι Μήτσο. Αν το κάνω αυτό, νομίζω ότι ο Ντίτερ θα πεθάνει σε κάποια
γωνιά, πεινασμένος και αβοήθητος. Άσε τον να έχει χρήματα μέχρι να τον βρούμε!
Τα χρειάζεται!» Είπε με πικρία στο Μήτσο ο γιατρός.
«Άντε πάμε λοιπόν και ο Θεός να βάλει το χέρι του.» Είπε ο Μήτσος και
έβαλε εμπρός.
Άρχισαν να ψάχνουν παντού. Γύριζαν στους δρόμους του Πειραιά, και
σταματούσαν σε μαγαζιά και ρωτούσαν. Κατέβαιναν και αγόραζαν κανένα μπουκάλι
νερό για να πιούν, και μετά πάλι συνέχιζαν το ψάξιμο.
Η ζέστη το καλοκαίρι στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας είναι
ανυπόφορη. Η άσφαλτος έλιωνε, και το ταξί μέσα ήταν σαν φούρνος. Όμως και οι
δύο συνέχιζαν να ψάχνουν.
Η νύκτα τους βρήκε και τους δύο κουρασμένους, βρώμικους από τα
καυσαέρια των δρόμων, και απογοητευμένους.
«Λοιπόν, γιατρέ, νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε τώρα . Θα έλθεις να
πάμε στο σπίτι μου, να κάνομε ένα μπάνιο, να φάμε κάτι, και να σκεφτούμε
καλύτερα πως θα συνεχίσομε.» Είπε ο Μήτσος.
«Όχι Μήτσο, πρέπει να συνεχίσομε. Εσύ αν θέλεις φύγε, πήγαινε στο σπίτι
σου, ξεκουράσου, και έλα πάλι αύριο να συνεχίσομε μαζί. Εγώ θα συνεχίσω να τον
ψάχνω.» Είπε πεισμωμένος ο γιατρός.
«Ε τότε, αφού επιμένεις να συνεχίσομε, είμαι μαζί σου».
«Πρέπει να βρούμε κανένα που να ξέρει να μας πει που μπορούμε να βρούμε
ναρκωτικά. Έτσι έχομε μια πιθανότητα να ρωτήσομε αν πέρασε από εκεί ο Ντίτερ.»
Ο Μήτσος συμφώνησε.
Και πάλι μαζί άρχισαν μέσα στη νύκτα να ρωτούν όλους τους ύποπτους, και
όλους αυτούς που νόμιζαν ότι πουλούσαν τον μαύρο θάνατο.
Συνέχισαν έτσι μέχρι το πρωί. Κανένας δεν ήξερε να τους πει τίποτα.
Ο Μήτσος ήξερε ότι στη Τρούμπα θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να
βρουν κάτι για τον Ντίτερ.
Το είπε στο γιατρό, και ξεκίνησαν για την Τρούμπα.
Ο γιατρός μέσα στο ταξί, με το τηλέφωνο του Μήτσου, προσπαθούσε να
επικοινωνήσει με τον Ντίτερ. Αλλά ο Ντίτερ το είχε κλείσει.
Σταμάτησαν και οι δύο τους να πιούν σε ένα μπαρ ένα καφέ, και να πάρουν
δυνάμεις.
Μέσα στο μπαρ σέρβιρε τους λιγοστούς πελάτες μια ξανθιά νέα κοπέλα. Θα
πρέπει να ήταν ξένη. Μιλούσε τα ελληνικά με μια άθλια προφορά, και ήταν κάπως
σπαστική στις κινήσεις της.
Ο Μήτσος την πλησίασε και της εξήγησε την ιστορία τους. Η κοπέλα τον
άκουγε με προσοχή, προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε ο Μήτσος.
«Ο φίλος σου είναι Γερμανός;» Ρώτησε η κοπέλα.
«Ναι, γιατί ρωτάς;» Της είπε ο Μήτσος.
«Τον άκουσα που έλεγε «χιάϊζε». Εγώ μιλώ γερμανικά. Είμαι ρωσίδα. Πολλά
χρόνια στη Γερμανία.» Είπε πάλι η κοπέλα με τα μισά Ελληνικά της.
Η ξανθιά Ρωσίδα, τους έδωσε σε ένα χαρτί μερικές διευθύνσεις, και τους είπε
να της δώσουν ένα τηλέφωνο, αν βρει τίποτα, να τους ειδοποιήσει.
Ήπιαν τον καφέ τους, και ο γιατρός φεύγοντας, έδωσε στη Ρωσίδα ένα
χαρτονόμισμα.
«Πώς σε λένε;» Tην ρώτησε.
«Τάνια»
«Ευχαριστώ. Nα αυτός είναι ο γιός μου. Αν τον δεις, τηλεφώνησε μου σ' αυτό
εδώ το τηλέφωνο.» Της έδωσε την φωτογραφία του Nτίτερ, με το τηλέφωνο του
Mήτσου, και έφυγαν για να συνεχίσουν το ψάξιμο στις διευθύνσεις που τους έδωσε η
Ρωσίδα.
Πήγαν σε όλες τις διευθύνσεις, αλλά τίποτα. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον
«νεαρό Γερμανό» όπως τον περιέγραφε ο γιατρός, και κανείς δεν τον είδε.
Μια από τις διευθύνσεις είχε το όνομα «Μπλάκ», και ένα τηλέφωνο.
Ο Γιατρός μέσα από το ταξί, πήρε το τηλέφωνο του Μήτσου, και σχημάτισε
τον αριθμό. Το τηλέφωνο κτύπησε μερικές φορές, αλλά δεν απάντησε κανείς.
Ο Γιατρός είπε πάλι το συνηθισμένο «χιάϊζε», και έκλεισε το τηλέφωνο.
Κουρασμένος, βρώμικος, άυπνος, έγειρε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα. Ο
Μήτσος στη θέση του οδηγού, περίμενε οδηγίες από τον γιατρό.
Έμειναν και οι δύο έτσι στο κάθισμα τους βουβοί, και κοίταζαν τους πρωινούς
περαστικούς που πήγαιναν στις δουλειές τους.
Τα μάτια του γιατρού βαριά από την κούραση και την αϋπνία έκλεισαν
γρήγορα.
Ο Μήτσος κατάλαβε, και χωρίς θόρυβο, άναψε ένα τσιγάρο, και άφησε τον
γιατρό να ξεκουραστεί λίγο.
Σε μια στιγμή, το τηλέφωνο του γιατρού άρχισε να κτυπά.
Ο γιατρός ούτε που ενοχλήθηκε, και συνέχισε να κοιμάται στο κάθισμα του.
Ο Μήτσος απάντησε στο τηλέφωνο νομίζοντας ότι θα ήταν για καμία κούρσα.
Μια ανδρική φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, ρώτησε γιατί
τηλεφώνησαν στο νούμερο του.»
«Ποιός είναι» είπε ο Μήτσος.
«Μπλάκ» είπε ξερά η ανδρική φωνή.
«Α, ναι, ναι. Το τηλέφωνο σου μας το έδωσε η ξανθιά Ρωσίδα, η … πως την
λένε μωρέ…η...
«Τάνια». Είπε ο γιατρός που άκουγε τη συζήτηση με κλειστά μάτια.
«Ναι η Τάνια.» Είπε ο Μήτσος.
«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Είπε πάλι κοφτά η φωνή.
Ο Μήτσος κοίταξε το γιατρό, σκέφτηκε λίγο, και είπε:
«Θέλω εμπόρευμα, και μια πληροφορία.» Είπε μάγκικα ο Μήτσος, ενώ ο
γιατρός τον κοίταζε έκπληκτος.
Η φωνή άργησε να απαντήσει για λίγο, και μετά το τηλέφωνο έκλεισε.
Ο γιατρός πήρε γρήγορα το τηλέφωνο από το χέρι του Μήτσου, και
προσπάθησε να δει τον αριθμό του Μπλάκ.
Ο Μπλάκ είχε μπλοκάρει τον αριθμό του.
Πάλι ο γιατρός άρχισε να βλαστημά, και κουρασμένος έτσι όπως ήταν έγειρε
πίσω στο κάθισμα του και έκλεισε τα μάτια του.
Ο Μήτσος είδε το κουρασμένο και αξύριστο πρόσωπο του γιατρού, είδε το
πουκάμισο του γεμάτο από λεκέδες ιδρώτα, και γύρισε το καθρεφτάκι του ταξί προς
το μέρος του να δει και το δικό του. Όταν είδε το πρόσωπό του, είπε το γνωστό «πω,
πω, πω», και άναψε τη μηχανή του ταξί.
«Γιατρέ, Πες ότι θέλεις, αλλά πηγαίνομε σπίτι μου. Πρέπει να
ξεκουραστούμε, να κάνομε ένα μπάνιο γιατί βρωμάμε και οι δύο, και να φάμε και
κάτι.» Είπε ο Μήτσος και κοίταξε το γιατρό.
Ο γιατρός δεν απάντησε, και συνέχισε να κοιμάται βαθιά στο ταξί, με το
κεφάλι του γερμένο προς τα πίσω, και το στόμα του ανοικτό.
Ο Μήτσος έτρεχε με το ταξί προς την Ηλιούπολη, που ήταν το σπίτι του, ενώ
συγχρόνως έδινε οδηγίες στην γυναίκα του να ετοιμάσει κάτι για να φάνε, και να
κοιμηθούνε με τον γιατρό.
«Είναι ο φίλος μου ο Γερμανός, ο γιατρός, που σου είχα πει. Αυτός που θέλει
να μείνει στην Ίο. Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει;. Ε… ναι…δεν ήλθα στο σπίτι γιατί
είμαστε μαζί χθες όλη μέρα, και όλη νύκτα. Όχι μωρέ, δεν πίναμε. Θα σου εξηγήσω.
Έλα τώρα πήγαινε να ετοιμάσεις, γιατί είμαστε και οι δύο πτώματα από την κούραση
και το ξενύχτι. Όχι σου λέγω δεν πίναμε. Έλα, έλα κλείνω τώρα.» Ο Μήτσος
κουρασμένα, έβαλε το κινητό του δίπλα στο κάθισμα του ταξί, και πήρε κατεύθυνση
για την Ηλιούπολη.
Όταν έφτασαν μπροστά στο σπίτι του Μήτσου, ο γιατρός συνέχιζε να
κοιμάται. Ο Μήτσος τον σκούντηξε απαλά στο χέρι. Ο γιατρός συνέχιζε να κοιμάται.
Πάλι ο Μήτσος τον κούνησε, και πάλι ο γιατρός δεν κουνήθηκε. Ο Μήτσος πάλι τον
κούνησε, αλλά τώρα ποιο δυνατά.
Ο γιατρός ξύπνησε τρομαγμένος.
«Έλα γιατρέ, φτάσαμε στο σπίτι. Πάμε να ξεκουραστούμε λίγο, και
συνεχίζομε αργότερα. Και εσύ, αλλά και εγώ, είμαστε πολύ κουρασμένοι.» Είπε ο
Μήτσος, και βοήθησε το γιατρό να βγει από το ταξί.
Η Αιμιλία, η γυναίκα του Μήτσου, άνοιξε γελαστή τη πόρτα, και οι δύο
άνδρες μπήκαν εξουθενωμένοι από την κούραση μέσα στο δροσερό σπίτι.
Ο γιατρός τη χαιρέτησε ευγενέστατα, και ο Μήτσος παίρνοντας τον από τον
ώμο, τον οδήγησε στο δωμάτιο που θα κοιμόταν.
Η Αιμιλία είχε αποθέσει πάνω στο κρεβάτι καθαρές πεσέτες, και έδειξε στο
γιατρό το μπάνιο.
Ο γιατρός με ευγνωμοσύνη έλεγε συνέχεια ευχαριστώ. Μπήκε στο μπάνιο,
έκανε ένα ντους, και μετά γυρίζοντας στο δωμάτιο του, έπεσε στο κρεβάτι. H
κούραση παράλυσε το κορμί του, και ένας βαρύς ύπνος έκλεισε αμέσως τα μάτια του.
Ο Μήτσος και η Αιμιλία, δεν τον ενόχλησαν άλλο, ενώ το τραπέζι περίμενε
στρωμένο τους δύο άντρες να φάνε.
Κατακουρασμένος και ο Μήτσος, μετά που έφαγε, πήγε για ύπνο. Η Αιμιλία
έβαλε πάλι στο ψυγείο αυτά που είχε ετοιμάσει, και άφησε τους δύο άντρες να
κοιμηθούν ήσυχα.
Kεφάλαιο 11
H Τάνια , η Ρωσίδα, πίσω από το μπάγκο του Μπαρ στην Τρούμπα, μάζεψε τα
τσιγάρα της, το κινητό της, και ένα φουσκωμένο πορτοφόλι που είχε μέσα όλη την
περιουσία της στην Ελλάδα. Είπε κουρασμένα ένα «γειά» στον Έλληνα που συνέχιζε
την βάρδια στο Μπαρ, και εξαφανίστηκε στο βάθος, πίσω από τις λεκιασμένες
κουρτίνες.
΄Aνοιξε ένα δωμάτιο, και μπήκε μέσα. Έβγαζε κουρασμένα ένα ένα τα ρούχα
της, και τα πετούσε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι.
Πήρε το πορτοφόλι της, και άρχισε να βγάζει τα χαρτονομίσματα. Τα έριχνε
στο κρεβάτι, και τα μετρούσε.
Το υπέροχο και γεροδεμένο σώμα της που μύριζε ιδρωτίλα και καπνό
τσιγάρου, κουνιόταν ρυθμικά καθώς μετρούσε τα χαρτονομίσματα.
«Εφτακόσια πενήντα ευρώ.» Είπε, και κοίταξε το σώμα της στον μεγάλο
καθρέπτη απέναντι από το κρεβάτι.
Μετά νυσταγμένα μπήκε μέσα στο μπάνιο, και άφησε το κρύο νερό από το
ντους να αγκαλιάσει το βρώμικο κορμί της.
Όταν τέλειωσε το ντους, σκουπίστηκε γρήγορα, και εξουθενωμένη έπεσε
γυμνή στο κρεβάτι. Γρήγορα ο ύπνος πέρασε από το λαχταριστό κορμί της, και την
άφησε να κοιμάται γαληνεμένη στο κρεβάτι.
Πέρασε κάμποση ώρα. Eνα κλειδί άνοιγε σιγανά τη πόρτα του δωματίου της.
Ένας τεράστιος ανθρώπινος όγκος παρουσιάστηκε στην μισάνοικτη πόρτα,
ενώ το ολόγυμνο κορμί της Τάνιας κοιμόταν στο κρεβάτι.
Ο τεράστιος άνδρας που μπήκε μέσα στο δωμάτιο, σιγά, και χωρίς θόρυβο,
άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Όταν έμεινε γυμνός, πάντα σιγανά και χωρίς θόρυβο,
έπεσε στο κρεβάτι δίπλα στη Τάνια.
Σκέπασε το γυμνό κορμί της με το σώμα του, ενώ τα χέρια του αγκάλιαζαν
και έπιαναν όλα τα μέρη της.
Η Τάνια πάντα με κλειστά μάτια, και γελώντας, με ναζιάρικη φωνή, έβγαζε
μικρούς στεναγμούς, ενώ τα χέρια της έπιαναν και χάιδευαν όλο το τεράστιο μαύρο
σώμα του.
«Μπλάκ μου… αγόρι μου… αγάπη μου. Πάλι δεν θα με αφήσεις να κοιμηθώ.
Έλα…έλα. ΄Oχι τώρα.» Είπε ναζιάρικα.
Ήταν ο Μπλάκ από το άλλο το μπαρ, με τα ναρκωτικά.
Ερεθισμένος από την γύμνια της Τάνιας, ήταν στο αποκορύφωμα της
ερωτικής του εξέγερσης.
Πήρε στα τεράστια χέρια του το λαχταριστό κορμί της Τάνιας που έτρεμε από
πάθος, και το φιλούσε απαλά. Η Τάνια έβγαζε κραυγές ευτυχίας, ενώ το κορμί της
πήγαινε πάνω κάτω, πάνω στο τεράστιο μαύρο σώμα του Μπλάκ.
Η ερωτική αυτή πάλη κράτησε κάπου μια ώρα. Τα κορμιά τους είχαν γίνει
ένα, και ο ιδρώτας τους ,έκανε να κολλάνε τα σεντόνια πάνω τους.
Όταν το ερωτικό πάθος ήρθε στο αποκορύφωμά του, και η κούραση τους
ανάγκασε να πέσουν ο ένας δίπλα στον άλλο, έκλεισαν τα μάτια τους και
κοιμήθηκαν, έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι και υγροί από τα υγρά τους.
Όταν ξύπνησαν ήταν νύκτα.
Μέσα από το ντους ο Μπλάκ ερωτούσε την Τάνια, ποιοι ήταν αυτοί που τους
έδωσε το τηλέφωνο του για ναρκωτικά.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι αστυνομικοί;» Είπε ο Μπλάκ.
«Δεν είναι αστυνομικοί. Ο Γερμανός είναι γιατρός, και ψάχνει τον γιό του. Ο
γιός του είναι πρεζάκιας. Και ο άλλος είναι ταξιτζής. Τον γυρίζει στο Πειραιά με το
ταξί του. Μου είπαν την ιστορία τους χθες στο μπαρ.»
«Φοβάμαι μην μας κάνουν καμιά δουλειά. Δεν έπρεπε να τους δώσεις το
τηλέφωνο μου.» Είπε πάλι ο Μπλάκ μέσα από το ντους.
«Μπορούμε να βγάλουμε καλά λεφτά από το Γερμανό. Μου έδωσε την
φωτογραφία του γιού του. Αν τον συναντήσω, θέλει να τον ειδοποιήσω. Δεν ξέρεις.
κάτι μπορεί να γίνει.» Είπε αφελέστατα η Τάνια.
«Ναι αλλά γιατί μου είπαν στο τηλέφωνο ότι θέλουν εμπόρευμα.» Είπε πάλι ο
Μπλάκ ενώ έβγαινε από το ντους.
«Θέλουν να σε ρωτήσουν αν αγόρασε από σένα ο γιος του Γερμανού. Και
ίσως θέλουν να αγοράσουν για να τους βοηθήσεις.» Είπε η Τάνια.
«Που να θυμάμαι τώρα εγώ ποιος ήλθε, και ποιος αγόρασε εμπόρευμα.
Πότε... που… και μαλακίες. Δεν έπρεπε να τους δώσεις το τηλέφωνο μου. Σου είπα.
Mόνο σε όσους ξέρεις.» Νευρίασε ο Μπλάκ.
«Δες αυτή τη φωτογραφία, και πες μου αν είδες αυτόν εδώ το μαλάκα. Είναι
Γερμανός και ξανθός, και μικρός στην ηλικία. Tον είδες;» Η Τάνια έβαλε τη
φωτογραφία του Ντίτερ στο πρόσωπο του Μπλάκ.
Ο Μπλάκ σκούπιζε ακόμα το τεράστιο κορμί του, ενώ κοίταζε τη φωτογραφία
που η Τάνια του είχε βάλει μπροστά στο πρόσωπό του.
«Που να θυμάμαι τώρα εγώ.» Είπε ο Μπλάκ, και πήρε τη φωτογραφία από
την Τάνια.
Η Τάνια, μπήκε με τη σειρά της στο ντους.
Ο Μπλάκ έπεσε στο κρεβάτι, και πέταξε τη φωτογραφία στο πάτωμα.
«Δεν έπρεπε να τους δώσεις το τηλέφωνο μου. Φοβάμαι. Αν είναι
αστυνομικοί; Αν ο μαλάκας αυτός που λένε ότι ψάχνουν εξαφανίστηκε; Aν είναι
μπλόφα για να βρούνε το κύκλωμα μας, και την επιχείρηση; Τάνια κάνεις μαλακίες..»
Είπε νευριασμένα ο Μπλάκ.
Για μια στιγμή η Τάνια μέσα στο ντους κατάλαβε ότι μπορεί ο Μπλάκ να έχει
δίκαιο. Συνέχισε να σαπουνίζει το κορμί της μηχανικά, ενώ προσπαθούσε να
ηρεμήσει τον Μπλάκ, ότι δεν θα γινόταν τίποτα κακό.
«Δες την φωτογραφία. Aν δεν τον έχεις δει, εντάξει. Δεν παίρνομε κανένα
τηλέφωνο, δεν κάναμε τίποτα, δεν πουλήσαμε σε κανένα τίποτα ,δεν ξέρομε κανένα.
Εσύ είσαι πορτιέρης στο μπαρ το δικό σου, και εγώ είμαι σερβιτόρα στο μπαρ το δικό
μου. Εντάξει;» Είπε η Τάνια αποφασιστικά.
Και οι δύο, άρχισαν να ντύνονται και να ετοιμάζονται για την δουλειά τους.
Ο Μπλάκ έβαλε πάλι το πέτσινο κουστούμι του, και η Τάνια τα μικροσκοπικά
της ρούχα που άφηναν να σχηματίζεται στην εντέλεια το υπέροχο κορμί της.
Κατέβηκαν κάτω στο μπαρ, έβγαλαν από το ψυγείο μερικά τρόφιμα τυλιγμένα
σε βρώμικα περιτυλίγματα, ήπιαν και καφέ για να ξυπνήσουν, και άρχισαν να τρώνε
ενώ κοιτούσαν τους λιγοστούς πελάτες στο μπαρ που τους είχε αναλάβει ο
σερβιτόρος που αντικατέστησε την Τάνια.
Η Τάνια ρώτησε το σερβιτόρο αν υπήρχε κανένα πρόβλημα, και ετοιμάστηκε
να τον αντικαταστήσει.
Ο Μπλάκ τέλειωσε γρήγορα αυτά που έτρωγε, και πήγε κοντά στη Τάνια να
τη χαιρετήσει.
«Πιστεύω να μην έχομε φασαρίες με τους τύπους που έδωσες το τηλέφωνό
μου. Πως τους λένε τους τύπους είπες;» Ρώτησε την Τάνια.
«Μήτσος είναι ο ταξιτζής , και ο Γερμανός λέγεται Xάνς.» Είπε η Τάνια, και
του έδωσε ένα φιλί.
«Μαλακίες.» Είπε θυμωμένα ο Μπλάκ, και έφυγε.
Kεφάλαιο 12
Η νύκτα σκέπασε τον Πειραιά και την Τρούμπα, και μαζί σκέπασε όλους τους
ανώμαλους, τους μπεκρήδες, τις πόρνες, τους φτωχούς και πλούσιους, αλλά και τους
πρεζάκηδες.
Ο Μπλάκ είχε να κάνει με όλο αυτό τον καλό τον κόσμο. Τους ήξερε όλους .
Καταλάβαινε με την πρώτη ματιά τι ήθελε ο κάθε ένας από όλους αυτούς.
Ήξερε ποιος είχε χρήμα και ποιος δεν είχε, ήξερε με ποιους θα έβγαζε καλή
προμήθεια, ποιος ήταν επικίνδυνος, ποιος ήταν αστυνομικός, ποιος ήταν χαφιές, και
είχε έτοιμο να δώσει στον κάθε ένα ότι του ζητούσε .
Σαν θυρωρός του μπαρ που ήταν, με το τεράστιο σώμα του, κρατούσε μακριά
τους προβληματικούς και τους ταραξίες, και εφοδίαζε το μπαρ με πελάτες σίγουρους,
που ήθελαν να περάσουν μερικές ώρες ευτυχίας, οποιασδήποτε ευτυχίας, στο μπαρ.
Και μία τέτοια ευτυχία, ήρθε πάλι να ζητήσει από τον Μπλάκ ο Ντίτερ.
Σε άθλια κατάσταση στάθηκε απέναντι από τον τεράστιο Μπλάκ, και έτσι
μικροσκοπικός όπως φαινόταν απέναντι του, ζήτησε από το Μπλάκ την ευτυχία του.
Ο Μπλάκ αμέσως μόλις είδε το χλωμό και ξανθό πρόσωπο του Ντίτερ στο
φως της φωτεινής επιγραφής, θυμήθηκε την φωτογραφία που του έδειχνε η Τάνια.
«Είσαι Άγγλος;» Ρώτησε ο Μπλάκ. Ήθελε να μάθει αν ήταν αυτός που
έψαχνε ο Ταξιτζής με τον Γερμανό, όπως τους περιέγραψε η Τάνια.
«Όχι είμαι Γερμανός.» Είπε γελώντας ο Ντίτερ.
«Α... οι Γερμανοί μου αρέσουν πάρα πολύ. Έχω πολλούς Γερμανούς φίλους
και φίλες. Είναι ωραίες γυναίκες οι Γερμανίδες.» Είπε ο Μπλάκ, και προσπαθούσε να
πιάσει κουβέντα με τον Ντίτερ, ενώ σκεπτόταν τι έπρεπε να κάνει.
«Θέλω άλλο ένα κουτί τσίγκινο. Ξέρεις, το κουτί που μου έδωσες χθες
βράδυ..»
«Έχεις χρήματα;» Ρώτησε ο Μπλάκ.
«Ναι έχω. Θα στο πληρώσω όπως χθες το βράδυ με λεφτά. Έχεις το ίδιο να
μου δώσεις;» Ρώτησε ξανά ο Ντίτερ γλύφοντας τα ξερά του χείλια.
Ο Μπλάκ γνώρισε τον Ντίτερ. Τον πήρε από τον ώμο, και μπήκαν μαζί στο
μπαρ.
Του είπε να περιμένει σε μια γωνιά, και του εξήγησε ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο
στο πρόσωπο που θα έφερνε το τσίγκινο κουτί.
Ο Ντίτερ έκανε όπως του είπε ο Μπλάκ, και περίμενε δίπλα στην είσοδο του
Μπαρ.
Γρήγορα ο Μπλάκ πήρε τηλέφωνο την Τάνια και της εξήγησε ότι είχε δίπλα
του τον Ντίτερ.
«Μην τον αφήσεις να σου φύγει. Κράτα τον δίπλα σου, μέχρι να πάρω
τηλέφωνο το ταξιτζή.» Του είπε η Τάνια από το μπαρ της πηγαίνοντας πίσω από τις
βρώμικες κουρτίνες.
Γρήγορα, βρήκε στο πορτοφόλι της το χαρτί με τα τηλέφωνα του Μήτσου και
την φωτογραφία του Nτίτερ, που της έδωσε ο γιατρός. Πήγε στο τηλέφωνο που
βρισκόταν στον τοίχο του μπαρ, και κάλεσε το νούμερο.
Το κινητό του Μήτσου άρχισε να κτυπά. Αλλά ο Μήτσος ούτε καν κινήθηκε.
Η κούραση τον έκανε να κοιμάται βαθιά.
Απάντησε η γυναίκα του Μήτσου.
«Θέλω να μιλήσω στο Μήτσο.» Είπε η Τάνια ξερά, και χωρίς καθυστερήσεις.
«Ποιος τον ζητά παρακαλώ.» Είπε η γυναίκα του Μήτσου.
«Πες του ότι είναι για τον γιο του Γερμανού. Περιμένω.»
Η γυναίκα του Μήτσου κατάλαβε ότι το τηλεφώνημα ήταν σπουδαίο, και
γρήγορα σκούντηξε στον ώμο τον Μήτσο που κοιμόταν ακόμα.
«Μήτσο, ξύπνα. Kάποιος θέλει να σου μιλήσει για τον νεαρό γερμανό που
χάθηκε.» Είπε δίνοντας του το κινητό.
Ο Μήτσος ακούγοντας «νεαρό γερμανό» άρπαξε το τηλέφωνο από την
γυναίκα του, και κάθισε στο κρεβάτι.
«Θέλω να μιλήσω στο Μήτσο...η τον Γερμανό...» Είπε πάλι η Τάνια.
« Ναι, ναι εγώ είμαι ο Μήτσος. Ποιος είναι;» Είπε τρομαγμένος ο Μήτσος,
ενώ η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του και άκουγε.
« Είμαι η Ρωσίδα…από το μπαρ…χθες που ήρθες μαζί με τον Γερμανό.»
« Ναι, ναι.. θυμάμαι. Eίσαι η κοπέλα που σου δώσαμε τα τηλέφωνα μας και
τη φωτογραφία του γιου του που ψάχνομε εδώ και μέρες. Ξέρεις τίποτα;»
«Εγώ δεν ξέρω, αλλά ξέρει αυτός που του εξήγησα για το γιο του Γερμανού.»
Είπε πάλι ξερά η Τάνια.
«Δώσε μου τον να του μιλήσω..» Είπε πάλι ο Μήτσος.
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα. εγώ. Εγώ θέλω να βοηθήσω το γερμανό…
αλλά φοβάμαι..» Είπε με μασημένα λόγια η Τάνια.
«Τι φοβάσαι κοπέλα μου; Ο φίλος μου ο Γερμανός έχασε το παιδί του και σου
είπα ότι είναι ναρκομανής. Αν δεν τον βρει, ίσως ο γιος του κάνει καμιά τρέλα. Eίναι
ξένος εδώ στη Ελλάδα, και δεν έχει και λεφτά. Πες μου που είναι το παιδί.» Είπε ο
Μήτσος, ενώ πήγαινε στο δωμάτιο του γιατρού.
«Αυτός που είδε τον γιο του Γερμανού...φοβάται μην του κάνετε κανένα
κακό. Φοβάται ότι είστε αστυνομικοί.» Είπε η Τάνια.
«Περίμενε κοπέλα μου. Mην κλείσεις. Θα σου δώσω τον πατέρα του τον
Γερμανό. Εσύ ξέρεις γερμανικά. Mίλησε του και θα καταλάβεις.» Ο Μήτσος γρήγορα
ξύπνησε το γιατρό που κοιμόταν ακόμα, και του έδωσε το τηλέφωνο.
«Xάνς, είναι η κοπέλα του Mπάρ. Nομίζω ότι κάτι ξέρει για τον Nτίτερ. Θέλει
να σου μιλήσει.»
«Ναι.. εμπρός.» Είπε γρήγορα ο γιατρός παίρνοντας το κινητό.
«Ναι, εμπρός.» Είπε στα γερμανικά η Τάνια από το άλλο κινητό.
«Είσαι η κοπέλα που είδαμε στο μπαρ. Tο όνομα σου είναι...» Είπε ο γιατρός
και προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα της.
«Τάνια.»
«Ναι. Τάνια γεια σου. Που είναι ο Ντίτερ; ξέρεις;» Ο γιατρός είχε πάρει φόρα,
και μιλούσε γερμανικά με την Τάνια.
Καμιά φορά σταματούσε για λίγο, άκουγε προσεκτικά αυτά που η Τάνια του
έλεγε, και πάλι ο γιατρός άρχιζε να μιλά γρήγορα.
Ο Μήτσος με την γυναίκα του ήταν δίπλα και άκουγαν χωρίς να επεμβαίνουν.
Σε μια στιγμή ο γιατρός ξέσπασε, και άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να
συνεχίσει.
Η Τάνια στο άλλο το κινητό, είπε μερικές φορές στα γερμανικά «Άλό», και
έκλεισε το τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» Είπε ο Μήτσος με απορία.
Ο γιατρός άρχισε να ντύνεται.
«Πρέπει να πάμε στο μπαρ να δούμε την κοπέλα αυτή. Μου είπε ότι ο φίλος
της ξέρει που είναι ο Ντίτερ, αλλά δεν μπορεί να μας πει. Νομίζει ότι είμαστε
αστυνομικοί. Μήτσο…σε παρακαλώ πρέπει να πάμε γρήγορα.» Είπε ο γιατρός και
προσπαθούσε να βρει την ψυχραιμία του.
Ο Μήτσος ετοιμάστηκε σε δευτερόλεπτα, και οι δύο άνδρες χωρίς
καθυστέρηση κατέβηκαν κάτω, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν για την Τρούμπα.
Οι δύο άνδρες μέσα στο αυτοκίνητο είχαν στο πρόσωπο τους φανερά τα ίχνη
της ανησυχίας, του στρες, και της κούρασης.
Προσπαθούσαν και οι δύο να βρουν ένα τρόπο για να πείσουν την Τάνια, ότι
δεν είναι αστυνομικοί, αλλά και να μάθουν που είναι ο Ντίτερ.
«Χάνς...πιστεύω η ρωσίδα να μας λέει την αλήθεια.» Είπε ο Μήτσος
κοιτάζοντας το γιατρό.
«Νομίζω ότι ο φίλος της, αυτός που είδε τον Ντίτερ, θέλει λεφτά. Θα του
δώσω όσα θέλει. Μόνο να είναι ο Ντίτερ.» Είπε αποφασιστικά ο γιατρός.
«Μην εμπιστεύεσαι και πολύ κάτι τέτοιους τύπους. Του είπε ο Μήτσος. Η
κοινωνία βρωμάει σήμερα. Άσε πρώτα να δούμε τη Ρωσίδα τι θα μας πει.
Πάρκαραν το αυτοκίνητο έξω από το μπαρ και γρήγορα οι δύο άντρες μπήκαν
μέσα.
Η Τάνια μόλις του είδε, τους έκανε νόημα να μπουν πίσω από τη βρώμικη
κουρτίνα.
Ο γιατρός είχε στο πρόσωπο του την αγωνία να μάθει που είναι το παιδί του,
και ήταν έτοιμος να δώσει ακόμα και το αίμα του.
Η Τάνια τον κατάλαβε, αλλά πάντα προφυλακτική, ζήτησε ακόμα μια φορά
από το γιατρό να βεβαιωθεί ότι δεν είναι αστυνομικοί.
«Όχι, όχι Τάνια, δεν είμαστε αστυνομικοί, να η ταυτότητα μου η γερμανική. Ο
γιος μου χρειάζεται βοήθεια. Είναι άρρωστος με τα ναρκωτικά. Που είναι; Ποιος
είναι ο άνδρας που τον είδε;» Είπε έξαλλος ο γιατρός.
«Ο άνδρας που τον είδε είναι ο φίλος μου. Είναι πορτιέρης σε ένα μπαρ, και
γνωρίζει πολύ κόσμο. Ο γιος σου πήγε και του ζήτησε αν ξέρει που θα βρει
ναρκωτικά, και ο φίλος μου που του έδειξα την φωτογραφία του γιού σου, τον
γνώρισε. ΄Oμως δεν του έδωσε τίποτα.» Είπε η Τάνια.
«Τώρα που είναι ο γιός μου; O φίλος σου αυτός που είναι;» Είπε ο γιατρός
πάλι ανήσυχα.
«Επειδή μου είπες ότι πρέπει να σε ειδοποιήσω αμέσως όταν κάποιος βρει τον
γιό σου, ο φίλος μου είναι τώρα μαζί με τον γιό σου, και τον κρατά μέχρι να έλθεις.
Aλλά…» έλεγε η Τάνια.
«Πες μου που είναι.» Είπε ο γιατρός και άρχιζε να νευριάζει.
«Ο φίλος μου φοβάται ότι είστε αστυνομικοί, και εγώ φοβάμαι μην μας
κάνετε κακό. Ο φίλος μου δεν είναι προμηθευτής ναρκωτικών. Είναι πορτιέρης, και
έχει τις γνωριμίες του. Εξυπηρετεί όλο τον κόσμο.» Είπε φοβισμένη η Τάνια.
«Μπράβο...καταλαβαίνω. Kαι έτσι βρήκαμε και τον γιό μου. Έλα Τάνια, πες
μας που είναι να πάμε να τον πάρομε. Πιστεύω ο φίλος σου να τον κρατά ακόμα. Να
κοίταξε θέλω να σας δώσω και χρήματα γιατί με βοηθήσατε να βρω το παιδί μου.»
Είπε ο γιατρός παρακλητικά, και έβγαλε από την τσέπη του το πορτοφόλι του,
δίνοντας στην Τάνια ένα μάτσο από χαρτονομίσματα.
Η Τάνια τα πήρε, και αποφασιστικά, τους πήρε και τους έβαλε να περιμένουν
στο δωμάτιο της.
«Περιμένετε εδώ. Mην κάνετε τίποτα, μην μιλήσετε σε κανένα, μην
τηλεφωνήσετε σε κανένα, διότι η ζωή μου κινδυνεύει αν κάτι δεν πάει καλά. Kαι
κινδυνεύει και ο φίλος μου. ΄Aσε που θα με σκοτώσει αυτός πρώτος.» Είπε η Τάνια.
«Περιμένετε εδώ, μέχρι που να έλθω.» Έκλεισε την πόρτα και έφυγε.
Κατέβηκε κάτω και πήρε το αυτοκίνητο της από απέναντι.
Οδηγούσε γρήγορα, χωρίς να σέβεται ούτε σήματα, ούτε πεζούς, ούτε
πεζοδρόμια, ούτε άλλα αυτοκίνητα.
Έφτασε μπροστά στο μπαρ, και κόρναρε. Σε λίγο από μέσα από το μπαρ
βγήκε ο Μπλάκ. Είδε το αυτοκίνητο της και πλησίασε.
«Που τον έχεις αυτό το μαλάκα!» Είπε η Τάνια.
«Περιμένει μέσα τη δόση του.» Είπε ο Μπλακ σκυμμένος μέσα στο παράθυρο
του αυτοκινήτου.
«Φέρε τον μέσα στο αυτοκίνητο, και πες του ότι εγώ είμαι που έχω τα
ναρκωτικά. Εσύ μην κάνεις τίποτα άλλο. Ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα.» Είπε η
Τάνια με απόλυτη σιγουριά, αλλά και ηρεμία.
«Τάνια, πρόσεξε μη κάνεις καμιά μαλακία. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα
χέρια. Αν φυσικά με αφήσουν οι αστυνομικοί. Είσαι σίγουρη τι κάνεις;» Είπε ο
Μπλάκ, και κτύπησε με τη γροθιά του την οροφή του αυτοκινήτου.
«Σιγουρότατη. Bάλε μέσα τον μαλάκα. Γρήγορα.» Είπε η Τάνια.
Ο Μπλάκ μπήκε μέσα στο μπαρ, και σε λίγο βγήκε έξω κρατώντας από το
μπράτσο τον Ντίτερ.
Ο Ντίτερ σχεδόν σερνόταν, και αν ο Μπλάκ δεν τον κρατούσε θα έπεφτε.
«Είναι άρρωστος, βρωμάει, και έχει κατουρηθεί πάνω του.» Είπε στη Τάνια ο
Μπλάκ, και άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να μπει ο Ντίτερ.
«Χιάιζε…εγώ θέλω μόνο ένα τσίγκινο κουτί. Που είναι το κουτί μου.» Είπε ο
Ντίτερ, ενώ προσπαθούσε να βγει πάλι έξω από το αυτοκίνητο.
«Αυτή θα σου δώσει το κουτί σου. Mαλάκα. Ε! μαλάκα.» Είπε νευριασμένος
πάλι ο Μπλάκ, και σπρώχνοντας από το κεφάλι τον Ντίτερ τον έκανε να καθίσει στο
πίσω κάθισμα, κλείνοντας πάλι με δύναμη την πόρτα.
«Ντίτερ. Εγώ πουλάω τα τσίγκινα κουτιά. Mόνο κάθισε κάτω, και ξάπλωσε
αν μπορείς στο κάθισμα, για να σε πάω στο σπίτι μου να σου το δώσω. Εδώ είναι
επικίνδυνα. Mην μας δει η αστυνομία. Kατάλαβες;» Είπε η Τάνια στα γερμανικά.
Ο Ντίτερ μόλις άκουσε Γερμανικά, και ότι η Τάνια θα του έδινε και το κουτί
του, άρχισε να ηρεμεί, και να αφήνεται στις οδηγίες της Τάνιας.
«Ξάπλωσε στο κάθισμα και περίμενε μέχρις ότου να σε πάω στο σπίτι μου.
Εκεί δεν θα μας δει κανείς.» Είπε πάλι στα Γερμανικά η Τάνια, ενώ από το
καθρεφτάκι του αυτοκινήτου έβλεπε τον Ντίτερ να ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα.
«Πραγματικά βρωμάς άγρια.» Είπε πάλι η Τάνια, αλλά στα Ρωσικά.
Όταν έφτασαν στο μπαρ που δούλευε, βοήθησε τον Ντίτερ να βγει από το
πίσω κάθισμα, λέγοντας του ότι έφτασαν στο σπίτι της.
«Έλα, πάμε να σου δώσω το τσίγκινο κουτί σου.» Είπε η Τάνια ειρωνικά, και
γελώντας στον Ντίτερ.
Ο Ντίτερ πάντα πειθήνιος, έγλυφε τα χείλια του, και κρατώντας το χέρι της
Τάνιας, την ακολουθούσε σαν σκυλάκι.
Μπήκαν μέσα στο μπαρ, και προχώρησαν προς το βάθος του μαγαζιού, ενώ
μερικοί τύποι κοίταζαν το παράξενο ζευγάρι.
Η Τάνια βοηθώντας πάντα τον Ντίτερ, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της,
και έσυρε μέσα τον Ντίτερ, σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
«Να, σου έφερα τον γιο σου. Πάρτε τον και φύγετε γρήγορα.» Είπε η Τάνια
με ύφος ήρωα.
Ο γιατρός άφωνος, έβλεπε τον γιο του που η Τάνια τον πέταξε στο κρεβάτι,
και δεν ήξερε τι να κάνει. Το μόνο που βγήκε από το στόμα του ήταν…
«Ντίτερ, παιδί μου...πως είσαι έτσι; Θεέ μου, πως είναι έτσι το παιδί μου;»
Είπε ο γιατρός και έβαλε τα κλάματα.
Ο Μήτσος και αυτός άφωνος, προσπαθούσε να δει αν θα έπρεπε να βοηθήσει
τον Ντίτερ, και τον γιατρό σε κάτι.
Ο Ντίτερ, μόλις κατάλαβε ότι στο δωμάτιο ήταν ο πατέρας του, τον έπιασε
αμόκ.
Βλαστημούσε, και προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι δύο άνδρες
που πήγαν να τον σταματήσουν δέχτηκαν τις γροθιές του Ντίτερ. Λες και ξαναβρήκε
την δύναμη του, έσπρωχνε και κτυπούσε αυτόν που έβρισκε μπροστά του.
Ο Μήτσος έπιασε δυνατά τα χέρια του Ντίτερ για να τον ακινητοποιήσει, ενώ
η Τάνια φοβισμένη τους έλεγε να φύγουν γρήγορα.
Ο γιατρός υπάκουσε, και μαζί με τον Μήτσο, τον έβγαλαν σχεδόν σηκωτό
από το δωμάτιο της Τάνιας.
Τον πήγαν στο ταξί, και τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα. Γρήγορα ο γιατρός
έβγαλε την ζώνη του και του έδεσε τα χέρια.
Ο Ντίτερ άρχισε να ουρλιάζει, και προσπαθούσε να βγει έξω από το ταξί.
«Το κάνω για το καλό σου. Για το καλό σου...» Φώναξε στο Ντίτερ ο γιατρός.
O Μήτσος και ο γιατρός τον είχαν βάλει στη μέση, και τον κρατούσαν σφικτά
και οι δύο από δεξιά και αριστερά.
Μετά από μερικά λεπτά πάλης, και ουρλιασμάτων, ο Ντίτερ λιποθύμησε.
Έγειρε το κεφάλι του, και σωριάστηκε στη μέση του πίσω καθίσματος.
«Τέρμα. Mέχρι εδώ σε ανέχτηκα Ντίτερ. Tώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω..»
Είπε ο γιατρός κοιτάζοντας τον Ντίτερ.
Γρήγορα ο γιατρός πήρε το κινητό του Μήτσου και τηλεφώνησε στην Δέσπω.
«Δέσπω. Χρειάζομαι την βοήθεια σου. Bρήκαμε τον Ντίτερ. Nαι, ναι τον
κρατάμε στο ταξί μέσα με τον Μήτσο. Όχι δεν θα πάμε στην Ίο. Ο Ντίτερ χρειάζεται
κλινική.»
Ο γιατρός εξήγησε στη Δέσπω, ότι θα έπρεπε να τον βάλουν σε κλινική, για
να γίνει η απεξάρτηση από τα ναρκωτικά του Ντίτερ. Δεν μπορούσε ο γιατρός μόνος
του να κάνει κάτι τέτοιο.
Η απόφαση που ο γιατρός πήρε για τον Ντίτερ ήταν η σωστή. Ο Ντίτερ ήταν
πραγματικά πολύ άρρωστος. Χρειαζόταν να μπει σε κλινική.
Και την κλινική την βρήκε η Δέσπω, που παράτησε τα πάντα πάλι για να
βοηθήσει τον γιατρό και τον γιο του.
Kεφάλαιο 13
Η Δέσπω μόλις αντίκρισε τον γιατρό και τον γιο του, δεν μπόρεσε να
κρατήσει τα δάκρυα της. Έβλεπε τον Ντίτερ που ήταν σαν ζωντανός νεκρός, και τον
γιατρό που ήταν σαν φάντασμα από την κούραση και την αϋπνία, και αμέσως πήρε
αυτή τον έλεγχο της δραματικής κατάστασης του γιατρού και του γιου του.
Με το ταξί του Μήτσου, μπροστά η Δέσπω, και πίσω ο γιατρός με τον Ντίτερ
που ήταν συνέχεια αναίσθητος, πήγαν όλοι μαζί σε μια κλινική έξω από την Αθήνα,
μακριά από σπίτια και ανθρώπους.
Η Δέσπω ήξερε για την κλινική αυτή, και εξήγησε στον γιατρό ότι ήταν η
μόνη σωστή λύση.
Η κλινική έμοιαζε σαν αγροτικό κτήμα. Ένας τεράστιος άσπρος τοίχος έζωνε
τριγύρω ένα κτίριο πάλι άσπρο, με δύο ορόφους.
Ελιές και άλλα δέντρα, έκλειναν ασφυκτικά το άσπρο κτήριο, προστατεύοντας
το έτσι από το δυνατό ήλιο.
Μακριά, και πίσω από το κτήριο ήταν μικροί χωρισμένοι κήποι, που κάθε
ένας είχε και μια διαφορετική καλλιέργεια.
Ποιο μακριά ακόμα, σε άλλα μικρότερα κτήρια, υπήρχαν ζώα και πουλερικά.
Όλα ήταν τακτοποιημένα και καθαρά. Όλα είχαν τον σκοπό τους.
Η Δέσπω σταμάτησε μπροστά στη βαριά πόρτα, και πάτησε ένα κουμπί.
Μια κάμερα τηλεοράσεως έβλεπε ποιος ήταν μπροστά στη πόρτα, και μια
φωνή από το θυροτηλέφωνο ρώτησε τη Δέσπω τι ήθελαν.
Η Δέσπω έδωσε το όνομά της, και σε λίγα λεπτά ένας τεράστιος άνδρας
άνοιξε την πόρτα. Ήταν ντυμένος με τζιν και ένα άσπρο πουκάμισο. Φορούσε μαύρα
γυαλιά ηλίου, και στα χέρια του κρατούσε το καπέλο του, ένα άσπρο «παναμά», και
ένα κινητό.
Τους χαιρέτισε όλους, και γρήγορα από το κινητό ζήτησε να φέρουν μια
αναπηρική πολυθρόνα.
Σε λίγα λεπτά, ένας άλλος άνδρας έφτασε με την αναπηρική πολυθρόνα, και
έβαλε τον Ντίτερ να καθίσει.
Όλοι μαζί περπατούσαν γρήγορα, και έφτασαν στο άσπρο κτήριο.
Μπροστά ο τεράστιος άνδρας με το «παναμά καπέλο» άνοιξε μια πόρτα, και
έσπρωξε τη πολυθρόνα με τον Ντίτερ μέσα, ενώ είπε στους άλλους να τον
ακολουθήσουν. Μπήκαν όλοι μέσα.
«Είμαι ο γιατρός Κουβίδης. Δώστε μου μερικά λεπτά καιρό για να εξετάσω
τον φίλο μας... τον ...πως τον λένε; » Είπε ο γιατρός, ενώ με τα τεράστια χέρια του
έβαζε τον Ντίτερ πάνω σε ένα κρεβάτι.
Πήρε ένα στηθοσκόπιο, και ένα θερμόμετρο, και άρχισε να εξετάζει τον
Ντίτερ.
Ο Ντίτερ ανάπνεε με θόρυβο, και φαινόταν εξαντλημένος.
Ο γιατρός άνοιξε τα μάτια του Ντίτερ, το στόμα του, του μέτρησε την πίεση,
και ζήτησε από το τηλέφωνο να έρθει κάποιος για να πάρει αίμα από τον Ντίτερ.
Όταν τέλειωσε την εξέταση, ο άνδρας που πήρε αίμα από τον Ντίτερ τον
έβαλε πάλι στην αναπηρική πολυθρόνα, και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο, για να
τον πάει στο δωμάτιο που θα έμενε, στην κλινική.
«Πέστε μου τι ξέρετε για τον Ντίτερ» Είπε ο γιατρός.
Ο πατέρας του Ντίτερ, εξήγησε στο γιατρό τι είχε συμβεί. Του έδωσε όλες τις
πληροφορίες που νόμιζε ότι θα βοηθούσαν τον Ντίτερ.
«Ο γιος σας είναι σοβαρά άρρωστος όπως και σεις γνωρίζετε. Οι εξετάσεις
αίματος θα μου δείξουν σε τι κατάσταση βρίσκεται. Αλλά από την μικρή αυτή
εξέταση που του έκανα, κατάλαβα ότι η απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά θα είναι
δύσκολη, αλλά και πολύχρονη. Από σας, σαν πατέρας του, περιμένω πρώτα θέληση
ότι ο γιος σας θα γίνει καλά, αλλά και μεγάλη υπομονή.» Ο γιατρός της κλινικής
συνέχισε...
«Δεν χρειάζεται να σας πω, ότι θα πρέπει να μου έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η σχέση σας με τον Ντίτερ θα είναι από την στιγμή αυτή…μακρινή. Πολύ μακρινή
Αν θέλετε το παιδί σας να γίνει καλά, δεν θα πρέπει να το λυπάστε. Οι επισκέψεις
από τώρα δεν θα επιτρέπονται καθόλου. Θα με παίρνετε σ' αυτό εδώ το τηλέφωνο,
και θα σας δίνω τα νέα του Ντίτερ.»
Η Δέσπω με τον Μήτσο τον ταξιτζή, και ο πατέρας του Ντίτερ, άκουγαν τον
γιατρό που μιλούσε, σαν μικροί μαθητές.
«Το σύστημα και το πρόγραμμα της κλινικής που εφαρμόζουμε στους
ναρκομανείς, είναι διαφορετικό από αυτά τα συστήματα και τα προγράμματα των
άλλων κλινικών.
Εδώ ο ναρκομανής πρέπει να δουλέψει ο ίδιος για την απεξάρτηση του από τα
ναρκωτικά. Εμείς απλά τον βοηθούμε, με το να επιμένουμε στη μέθοδο μας. Όπως
βλέπετε, δεν είμαστε ντυμένοι όπως το ιατρικό προσωπικό. Φωνάζουμε ο ένας τον
άλλο με τα μικρά μας ονόματα. Δουλεύουμε όλοι μαζί για να παράγουμε την τροφή
μας, το κρέας μας, τα λαχανικά μας, και ότι άλλο χρειάζεται για να φάμε. Δείτε
μακριά, πίσω από τους κήπους μας. Έχουμε τα χωράφια μας που τα δουλεύουμε εμείς
οι ίδιοι, και τα ζώα μας, που τα τρέφουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό είναι το μυστικό μας.
Να κάνουμε ένα ναρκομανή να νιώσει ότι δεν είναι άχρηστος στην κοινωνία, αλλά
χρήσιμος. Κανείς δεν κάθεται, και κανείς δεν χαζεύει. Δουλεύουμε όλοι μαζί.
Ξεκουραζόμαστε όλοι μαζί, κοιμόμαστε όλοι μαζί, τρώμε όλοι μαζί, και
διασκεδάζουμε όλοι μαζί. Ο γιος σας θα έχει συνέχεια δίπλα του κάποιον από εμάς,
που θα τον παρακολουθεί, θα τον οδηγεί, και θα τον διδάσκει. Πάλι από την αρχή σαν
μικρό παιδί. Αν ο Ντίτερ μείνει μόνος του έστω και ένα λεπτό, η θεραπεία του
κινδυνεύει.» O γιατρός της κλινικής συνέχισε.
«Ένας ναρκομανής δεν σκέπτεται τίποτα άλλο παρά τα ναρκωτικά και την
δόση του. Δεν τον ενδιαφέρει να φάει, να κοιμηθεί, να καθαριστεί, να μιλήσει, να
γελάσει, η κάτι άλλο.
Τα αναθεματισμένα τα ναρκωτικά, δεν χωρατεύουν. Kάνουν αυτό που τα
συνήθισε ένα ζωντανό νεκρό, που αργοπεθαίνει. Αν έχει ο χρήστης οικογένεια, την
διαλύει. Φέρνει μόνο πόνο, και καταστροφή. Δεν υπάρχει φάρμακο για τα ναρκωτικά.
Υπάρχει μόνο θάνατος.
Η απελευθέρωση από τα ναρκωτικά, είναι μόνο η απεξάρτηση. Και η
απεξάρτηση που να πάρει ο διάβολος, χρειάζεται τρομερή επιμονή, υπομονή, και
σκληρότητα.» Έλεγε ο γιατρός, και με το τεράστιο χέρι του κτυπούσε το γραφείο του.
Ο γιατρός της κλινικής έδωσε στον πατέρα του Ντίτερ να συμπληρώσει και να
υπογράψει μερικά χαρτιά, και μετά τους συνόδεψε όλους στην έξοδο, στη μεγάλη και
βαριά πόρτα, που ο ίδιος ο γιατρός της κλινικής άνοιξε με τα κλειδιά που κρατούσε.
Το σκληρό του πρόσωπο, κοίταξε τον πατέρα του Ντίτερ, και του είπε:
«Ο γιος σου θα γίνει καλά. Όμως από τη στιγμή αυτή, πρέπει να τον
ξεχάσεις.»
Η πόρτα της κλινικής έκλεισε βαριά, ενώ τα τζιτζίκια μέσα στη λαύρα του
καλοκαιριού, ξεκούφαιναν τον κόσμο με το μονότονο τραγούδι τους.
Η παρέα, μπήκε στο ταξί του Μήτσου, και τράβηξε προς την Αθήνα.
Μέσα στο ταξί δεν μιλούσε κανένας.
Kεφάλαιο 14
H Δέσπω σηκώθηκε από το κρεβάτι απαλά, χωρίς να κάνει έστω και τον
παραμικρό θόρυβο.
Έβαλε μια ρόμπα, και κοίταξε τον Χάνς που κοιμόταν ήρεμα στην άλλη άκρη
του κρεβατιού της.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα, και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό.
Έσμιξαν πάλι οι δύο τους όπως εκείνα τα χρόνια που ήταν σπουδαστές στο
πανεπιστήμιο στη Φρανκφούρτη.
Μετά από την καινούργια μπόρα που βρήκε τον Χάνς με τον γιο του, το σπίτι
και το κρεβάτι της Δέσπως έμοιαζαν σαν παράδεισο για τον γιατρό.
Η Δέσπω χαμογελούσε, και ετοίμαζε τον πρωινό καφέ. Χαμογελούσε γιατί
ήταν ευτυχισμένη που δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της ήταν ο Χάνς.
Άσχετα με την περιπέτεια του γιού του, η Δέσπω ήταν χαρούμενη. Πήρε την
απόφαση να μείνει με τον Χάνς, και ας είχαν και οι δύο τους προβλήματα.
Έξαφνα, ένιωσε γύρω από την μέση της δύο ζεστά ανδρικά χέρια, να την
σφίγγουν δυνατά. Ήταν ο Χάνς, που μπήκε αθόρυβα στην κουζίνα.
Της έδωσε ένα θερμό φιλί, και την παρέσυρε προς την κρεβατοκάμαρα.
Η Δέσπω γελούσε, και πάντα φιλώντας τον Χάνς, τον άφησε να την ξαπλώσει
στο κρεβάτι.
Της έβγαλε την ρόμπα, και τα δυο τους σώματα άρχισαν να θυμούνται τις
ερωτικές τους στιγμές τότε που ήταν ακόμα νέοι φοιτητές.
Μετά από ώρες στο κρεβάτι να κάνουν έρωτα, σηκώθηκαν και πήγαν στη
κουζίνα για να φάνε.
Έτρωγαν και μιλούσαν. Θυμόντουσαν τις ευτυχισμένες τους στιγμές, αλλά και
τις δυσάρεστες
Για τον Ντίτερ, για την γυναίκα του Χάνς, για τον άντρα της Δέσπως που
πέθανε, και για τους άλλους που και οι δύο τους είχαν.
Εκείνο το πρωί στην Αθήνα, στο σπίτι της Δέσπως, ζούσαν την ζωή που τους
ανήκε. Ζούσαν μόνο για αυτούς τους ίδιους.
Ο γιατρός τρώγοντας με όρεξη κοιτούσε από το παράθυρο της κουζίνας την
ηλιόλουστη Αθήνα.
Η Δέσπω τον κοίταζε ευτυχισμένη, και του κρατούσε το χέρι.
«Η Αθήνα είναι ωραία. Αλλά η Ίος ακόμα ποιο ωραία.» Είπε ο γιατρός.
«Πότε φεύγεις; » Του είπε η Δέσπω και το πρόσωπο της σκοτείνιασε.
«Πως μπορώ να φύγω και να σε αφήσω μόνη. Πως μπορώ να ...Δέσπω, έλα
μαζί μου στην Ίο.» Της είπε με δυνατή φωνή ο γιατρός.
«Και ο γιος μου; η δουλειά μου, το σπίτι μου εδώ;» Είπε λυπημένα η Δέσπω.
«Όλα μπορείς να τα αφήσεις εδώ, η να τα πάρεις μαζί σου στην Ίο.» Είπε
απλά ο γιατρός.
«Τι θέλεις να πεις.» Ρώτησε παραξενεμένη η Δέσπω.
«Μπορείς να είσαι γιατρός στην Ίο, και να ζεις στην Ίο. Ο γιος σου δεν είναι
πλέον μικρό παιδί. Μπορεί να έρχεται και να σε βλέπει στην Ίο. Και η Ίος μέχρι
στιγμή δεν έχει κανένα γιατρό. Έρχεται ένας κρατικός γιατρός κάθε εβδομάδα, και
κάθεται μια δυο μέρες, και μετά φεύγει.» Εξήγησε ο γιατρός στην Δέσπω.
«Όλα είναι τόσο εύκολα και απλά για σένα.» Του είπε η Δέσπω, και του
χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ξέρεις πως αποφάσισα να αφήσω πίσω μου στην Γερμανία, την δουλειά μου
και την κακόμοιρη ζωή που έκανα; Από μια αφίσα της Ίου, που είχα βάλει σε ένα
τοίχο στο γραφείο μου. Άλλαξα την ζωή μου σε μια μέρα. Βέβαια...δεν πήγαν όλα
όπως τα ήθελα… δεν υπολόγιζα ότι ένα από τα παιδιά μου, θα με χρειαζόταν.» Είπε ο
γιατρός, και το γέλιο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του.
«Χάνς. Έκανες το χρέος σου σαν πατέρας, και εξακολουθείς να το κάνεις.
Πάψε να παιδεύεις τον εαυτό σου συνέχεια. Πήρες μια σωστή απόφαση, και το παιδί
σου θα γίνει καλά.» Είπε η Δέσπω, και του χάιδεψε πάλι τα μαλλιά.
«Τώρα θέλω να σε βλέπω χαρούμενο. Θέλω να σε έχω πάντα δίπλα μου, και
να μου λες τα υπέροχα γλυκά σου λόγια. Σ' αγαπώ Χάνς, και δεν θέλω να σε χάσω
ξανά.» Συνέχισε η Δέσπω.
«Γι αυτό, θα έρθεις μαζί μου σήμερα στην Ίο. Έλα φεύγουμε.» Είπε ο Χάνς
και της έπιασε το χέρι.
«Χάνς...μην βιάζεσαι. Πρέπει να πάω στο Ιατρείο μου. Έχω να δω πολλούς
αρρώστους. Πως θα φύγω έτσι;» Του είπε η Δέσπω ζαλισμένη.
«Και εγώ πρέπει να φύγω. Θέλω να πάω πίσω στην Ίο. Δεν μπορώ να μείνω
άλλο σε πόλη. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Στην Ίο βρήκα την ευτυχία μου, αλλά τώρα
που βρήκα και σένα σε θέλω δίπλα μου.» Της είπε ο γιατρός και την αγκάλιασε.
Η Δέσπω τον αγκάλιασε και αυτή. Κοίταξε από το παράθυρο της κουζίνας την
Αθήνα, και αστραπιαίες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της.
«Κοίτα. Bλέπω ότι αναζητάς την Ίο σου.Γι' αυτό θα κάνομε το εξής. Εσύ θα
πας πίσω στην Ίο, και θα έλθω να σε δω το Σαββατοκύριακο. Έτσι θα με αφήσεις να
σκεφτώ καλύτερα τις τρελές σου προτάσεις. ΄Aντε πήγαινε τώρα να ετοιμαστείς, γιατί
και εγώ πρέπει να φύγω.» Η Δέσπω φίλησε τον γιατρό γλυκά, και μπήκε μέσα στο
μπάνιο.
Kεφάλαιο 14
Ο γιατρός γύρισε πίσω στην Ίο, και ο Ανέστης τον πήγε με την άμαξα στο
σπίτι της κυρίας Μαρίας. Μόλις η κυρία Μαρία άκουσε στο δρόμο τα πέταλα του
αλόγου, βγήκε στην πόρτα να δει ποιος ήταν.
«Γεια σου κυρία Μαρία. Tι κάνεις; ΄Hρθα πάλι πίσω.» Φώναξε ο γιατρός, και
έτρεξε στην πόρτα. Την φίλησε στο μάγουλο. και μπήκε μέσα στο σπίτι.
«Όλα είναι εντάξει. O Ντίτερ είναι σε κλινική. Θα γίνει καλά..» Έλεγε ο
γιατρός, και έβαζε τα πράγματά του στο κρεβάτι, ενώ η κυρία Μαρία λίγο
σαστισμένη, χαμογελούσε βλέποντας τον γιατρό χαρούμενο.
« Μπράβο, μπράβο. Δόξα τω θεώ. Mπράβο.» Έλεγε η κυρία Μαρία και έκανε
τον σταυρό της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της, και είδε τον γιατρό να βγαίνει σαν
σίφουνας από το δωμάτιο του, με το μαγιό του, και να τρέχει στο μικρό ακρογιάλι,
λίγο ποιο κάτω από το σπίτι.
Ο γιατρός πέταξε την πετσέτα που κρατούσε στην άμμο, και με θόρυβο έπεσε
στα γαλανά νερά. Έκανε σαν μωρό παιδί από την χαρά του. Φώναζε, γελούσε,
πετούσε τη θάλασσα με τα χέρια του, έκανε βουτιές, και πάλι γελούσε, και φώναζε.
Η Κυρία Μαρία τον έβλεπε από το σπίτι, και γελούσε ευχαριστημένη.
Γρήγορα μπήκε μέσα στη κουζίνα, και άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό. Κατάλαβε ότι
κάτι άλλαξε πάλι με τον γιατρό, και ετοιμάζοντας το φαγητό, είπε μόνη της.
«Να δεις ότι γρήγορα θα παντρευτεί με την Ελληνίδα. Nα δεις ότι θα έρθει
πάλι εδώ και θα είναι σαν τα ερωτευμένα πιτσουνάκια. Nα δεις, ότι ο γιατρός θα
μείνει για πάντα στην Ίο.» Μονολογούσε η κυρία Μαρία, και ετοίμαζε τα νόστιμα
γεμιστά της, που άρεσαν στο γιατρό.
Ο Γιατρός μετά από ώρες βγήκε από τη θάλασσα, και ξάπλωσε στη ζεστή
άμμο.
Κοίταξε βαθιά στο πέλαγος, και είπε:
«Πόσο το αγάπησα αυτό το νησί. Πόσο το αγάπησα.» Έκλεισε τα μάτια του,
και άφησε τον καυτό ήλιο να του αγκαλιάσει το κουρασμένο του κορμί.
«Γιατρεεεέ… έλα...το φαί είναι έτοιμο.Έλα να φας...» Φώναζε στο γιατρό από
το σπίτι η κυρία Μαρία.
Γρήγορα ο γιατρός σηκώθηκε, και πήγε στο σπίτι. Έκανε ένα ντους, και
ντύθηκε γρήγορα.
Μύρισε τον θαλασσινό αέρα, και τα γεμιστά στην αυλή, και χαρούμενος
φώναξε στην Κυρία Μαρία, που ήταν στην κουζίνα.
«Κυρία Μαρία σε αγαπώ πάρα πολύ. Ξέρω τι έψησες. Έψησες τα γεμιστά.
Έλα να σε φιλήσω.» Ο γιατρός πήγε μέσα στη κουζίνα, και φίλησε την Κυρία Μαρία,
ενώ της έβαλε στα χέρια της ένα μικρό πακέτο, που έφερε από το δωμάτιο του.
«Και αυτό είναι για σένα.» Της είπε.
«Τι είναι;» Ρώτησε η Κυρία Μαρία.
«Ένα δώρο από την Αθήνα»
Ήταν δύο ωραία μεγάλα μαντίλια για το κεφάλι της Κυρίας Μαρίας.
«Κανένας δεν μου έκανε τόσο ωραίο δώρο. Σ' ευχαριστώ γιατρέ.» Του είπε
ντροπαλά.
Κάθισαν στο τραπέζι, έξω στην αυλή, και έτρωγαν και οι δύο ευχαριστημένοι.
«Πες μου γιατρέ τώρα τα νέα σου, και τα σχέδια σου.» Του είπε η Κυρία
Μαρία.
Ο γιατρός άρχισε να της λέει τα σχέδια του.
«Θα μείνω εδώ στη Ίο, που τόσο αγαπώ, και θα ανοίξω Ιατρείο αφού δεν
έχετε γιατρό. Και αφού δεν έχετε παιδίατρο εδώ στην Ίο, μαζί μου θα είναι και μια
άλλη γιατρός, η Δέσπω. Αυτή είναι παιδίατρος.
Και θα καλέσω όλο το νησί. Θα κάνομε Ελληνικό γάμο όπως κάνετε τους
γάμους εδώ στην Ίο. Με νησιώτικη μουσική, που θα παίζουν οι φίλοι μου. Και ο γιος
μου θα γίνει καλά, και θα σπουδάσει και αυτός γιατρός.
Ξέρω, ότι ο Ντίτερ θέλει να μου μοιάσει. Μου το έλεγε όταν ήταν μικρό
παιδί.»
Ο γιατρός έτρωγε με όρεξη, και έλεγε τα σχέδια του στην Κυρία Μαρία, που
τον άκουγε προσεκτικά, και κουνούσε με θαυμασμό το κεφάλι της.
Η γλυκόπιοτη ρετσίνα της Ίου, τον έκανε να παίρνει φόρα, και να μιλά για τα
σχέδια του. Λίγο ζαλισμένος από το κρασί, γελούσε και συνέχιζε να μιλά στην Κυρία
Μαρία, που και αυτή είχε αρχίσει να ζαλίζεται από την ρετσίνα.
«Θα δεις Κυρία Μαρία.». Συνέχισε ο γιατρός. «Θα γίνει καλά ο Ντίτερ. Και η
Δέσπω θα έλθει να μείνει μαζί μου στην Ίο.»
«Ο θεός να στα φέρει όλα δεξιά. Στην υγεία σου γιατρέ.» Του είπε γελώντας η
Κυρία Μαρία, και σήκωσε το ποτήρι της με την παγωμένη ρετσίνα.
Και ο θεός, τα έφερε δεξιά.
Ο γιατρός Xάνς άνοιξε Ιατρείο με την Δέσπω στην Ίο. Παντρεύτηκαν στην Ίο
με Ελληνικό γάμο, και με τα έθιμα του νησιού.
Ο Ντίτερ βγήκε από την κλινική θεραπευμένος. Έμεινε μήνες στο νησί με τον
πατέρα του και την Δέσπω, και ένα πρωί είπε στο πατέρα του ότι ήθελε να σπουδάσει
γιατρός. Αλλά όχι μόνος του. Με την Ανθή του βιβλιοπωλείου.
Έφυγαν και οι δυο τους για την Φραγκφούρτη, να σπουδάσουν μαζί. Όπως ο
γιατρός και η Δέσπω.
Επίλογος
Ο ήλιος έγερνε κόκκινος προς την δύση. Έδινε τριγύρω του στον ουρανό και
στην γαλάζια θάλασσα, το ίδιο κόκκινο και πύρινο χρώμα. Το ηλιοβασίλεμα έγινε
ακόμα πιο μαγευτικό, με την γλυκιά μουσική από το νησιώτικο συγκρότημα του
γιατρού και των φίλων του, που έπαιζαν δίπλα στην θάλασσα.
«Τέτοιες στιγμές, χωρίς έγνοιες, και χωρίς φόβο για το αύριο, χωρίς πόνο,
χωρίς δυστυχία, χωρίς, χωρίς, χωρίς…δεν τις ζει κανείς εύκολα, η μάλλον είναι
αδύνατο να υπάρχουν.» Σκέφτηκε ο γιατρός Xάνς παίζοντας το βιολί του .
«Kαι όμως. Υπάρχουν» Φώναξε δυνατά, ενώ όλοι στο συγκρότημα τον
κοίταξαν παράξενα.
O Γιατρός γρήγορα με το βιολί του πήρε το σκοπό του τραγουδιού, που συχνά
άκουγε στην Ίο, και η Kυρά Mαρία, με την γλυκιά νησιώτικη φωνή της, άρχισε το
τραγούδι…
«…την θάλασσα την γαλανή, θα τηνε χαλικώσω,
θα τηνε στρώσω μάρμαρα να ρθώ να σ'ανταμώσω
…..
Θεατρικές κωμωδίες
-Οι Αλλαγές
-Αχ Θεέ μου, Τί ζωή!