You are on page 1of 55

ΙATΡOΣ XANΣ

Εμμανουήλ Φαιτός
Copyright 2013 Emmanuel Phaetos

Smashwords Edition

Smashwords Edition, License Notes


Thank you for downloading this free e-book. Although this is a free book, it remains
the copyrighted property of the author, and may not be reproduced, copied and
distributed for commercial or non commercial purposes. If you enjoyed this book,
please encourage your friends to download their own copy at Smashwords.com,
where they can discover other works by this author. Thank you for your support.

Connect with me on line:


ephaetos@gmail.com
twitter@phaetos
facebook@emmanuel.Phaetos

Οι χαρακτήρες, τα ονόματα, τα γεγονότα, και η υπόθεση του βιβλίου, είναι


εντελώς φανταστικά. H οποιαδήποτε ομοιότητα με την υπόθεση του βιβλίου είναι
εντελώς συμπτωματική.

Το βιβλίο αυτό περιέχει 15 κεφάλαια και επίλογο.

Κεφάλαιο 1

Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στη πόλη του Άχεν, αλλάζοντας το μαύρο
βρομερό χρώμα της πόλης, σε άσπρο, παρθένο.
Οι άνθρωποι βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους, και να ανάψουν το τζάκι
τους. Βιάζονταν να βάλουν ένα ποτήρι ουίσκι στο αγαπημένο τους χοντρό ποτήρι,
και να το απολαύσουν με μια σιγανή μουσική δίπλα στη φωτιά.
Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στο μπιστρό τους, να ανάψουν το τσιγάρο
τους, και να πίνουν με τις ώρες τις τεράστιες γερμανικές μπύρες, μιλώντας για την
αλλαγή του Σρόντερ με την Μέρκελ.
Βιάζονταν, να προλάβουν το τελευταίο τραίνο τους, για να πάνε γρήγορα
στο σπίτι τους, στην αγαπημένη τους τηλεόραση, και στην γυναικούλα τους με τα
παιδιά τους που θα τους περίμεναν μέσα στο ζεστό σπίτι.
Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στις ερωμένες τους, στους φίλους τους,
βιάζονταν να πληρώσουν, να εισπράξουν, να αγοράσουν...
Ο γιατρός Χάνς Βαλτερχιάιτ δεν βιαζόταν. Καθισμένος στο γραφείο του
έβλεπε από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει, και σκεφτόταν.
Σκεφτόταν πόσο σκληρή ήταν για αυτόν η ζωή. Πόσο τον τυραννούσε η
οικογένεια του, η δουλειά του, και γενικά η ζωή του.
Οικογένεια; Η γυναίκα του τον άφησε, και έφυγε με ένα φίλο του. Η κόρη
του άφησε το πανεπιστήμιο, και ζούσε με ένα μαύρο. Ο γιος του ακόμα στο
γυμνάσιο, έφυγε, και του τηλεφωνούσε κάθε τόσο ότι είχε ανάγκη από λεφτά. Μια
ήταν στο Θιβέτ, μια στην Ινδία, και τώρα πήγε στην Σιγκαπούρη με την κοπέλα
που ήταν ερωτευμένος. Και δεν ήταν ακόμα δεκαεπτά χρονών.
Δουλειά; Μόλις πριν από λίγο, ο διευθυντής του, του είπε ότι την θέση που
ζητούσε στο νοσοκομείο που εργαζόταν, την θέση του προϊσταμένου του
τμήματος της Παθολογίας, την πήρε άλλος. Ένας γιατρός που έγινε και ένας από
τους κυριότερους μετόχους του νοσοκομείου.
Γιατί λοιπόν ο γιατρός Xάνς να βιαστεί; Να φύγει, και να πάει που; Να
πάει και να πιει μια μπύρα η ένα ουίσκι μόνος; και πού; Ποιος θα τον περίμενε στο
σπίτι του; Ποιος θα του είχε έτοιμο το φαγητό του; Κανείς. Μόνος και έρημος. Στα
σαράντα πέντε του χρόνια, ένιωθε ήδη γέρος. Γέρος και μόνος. Τρομερά μόνος. Η
δουλειά του ήταν που τον κρατούσε ακμαίο και ζωηρό. Περίμενε ότι θα του έδιναν
την θέση του διευθυντή Παθολογίας. και η ζωή του θα άλλαζε ακόμα προς το
καλύτερο.
Αλλά..
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, και ο Γιατρός το κοίταζε σαν υπνωτισμένος.
Σε λίγα λεπτά, πέρασε από μπροστά του όλη του η ζωή.
Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, την μαθητική του ζωή, τα ατέλειωτα
φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Θυμήθηκε την γυναίκα
του, τα παιδιά του, τις ατέλειωτες νύκτες που τα περίμενε να έλθουν στο σπίτι.
Τους καυγάδες με την γυναίκα του, τους καυγάδες με τα παιδιά του..
Πάλι πήγε με την σκέψη του, πίσω στα χρόνια του πανεπιστημίου. Και
θυμήθηκε την Δέσπω. Την Δέσποινα. Αυτή την ωραία Ελληνίδα από ένα μικρό
νησί. Δεν το θυμόταν. Θυμήθηκε τα θερμά φιλιά της, το θερμό σώμα της, τις
θερμές και τόσο υπέροχες ιστορίες για το νησί της.
Κοίταζε από το παράθυρο πάλι το πυκνό χιόνι, και απογοητευμένος έσυρε
τα κουρασμένα μάτια του, σε μια τεράστια αφίσα, πάνω στο τοίχο του γραφείου
του, με ένα ελληνικό τοπίο. Μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, ένα βουνό, και μικρά
άσπρα σπιτάκια. Όλα τόσο φωτεινά, και γαλάζια. Πραγματικά μια αντίθεση με το
χιονισμένο και μαύρο Άχεν.
Σηκώθηκε και πήγε κοντά στην αφίσα. Προσπάθησε να βρει το όνομα του
τοπίου. Έσκυψε δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, αλλά το μόνο που έβλεπε με μεγάλα
γράμματα ήταν η λέξη GREECHELAND.
Πήγε και κάθισε πάλι στο γραφείο του, και κοίταζε την αφίσα στο τοίχο.
Την κοίταζε και σκεφτόταν.
Ούτε και ο ίδιος κατάλαβε πόση ώρα πέρασε κοιτάζοντας αυτή την αφίσα,
μέχρι τη στιγμή που η βοηθός του κτύπησε την πόρτα και τον ρώτησε αν ήθελε
τίποτα. Ήταν η ώρα για να φύγει.
Άρχισε να νυκτώνει και χιόνιζε συνέχεια.
Ο γιατρός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και έβγαλε από τον τοίχο την
αφίσα. Την δίπλωσε και την έβαλε στη τσάντα του. Έβαλε το παλτό του και
φόρεσε βαθιά το καπέλο του. Άνοιξε την πόρτα, και κτυπώντας την πίσω του με
θυμό, βγήκε από το νοσοκομείο.
Όλα ήταν άσπρα. Το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπο του, και τον χάιδευε
απαλά. Σήκωνε το πρόσωπο του στον ουρανό, και δεχόταν το άσπρο χιόνι με
ευχαρίστηση.
Όλοι και όλα γύρω του έτρεχαν, φώναζαν, βιαζόταν, έκλειναν και άνοιγαν.
Ο γιατρός πήγαινε σιγά, κρατώντας την τσάντα του, και κοίταζε τον κόσμο.
Μακριά , στο μεγάλο δρόμο με τα φώτα, είδε την τεράστια διαφήμιση ενός
ουίσκι. Ήταν τόσο ωραίο το ποτήρι και το ουίσκι. Το κρατούσε ένα χέρι ανδρικό,
με φόντο ένα τζάκι που άναβε. Σταμάτησε πάλι, και κοίταζε την διαφήμιση.
«Γιατί όχι; Στο διάολο». Είπε, και τάχυνε τα βήματά του. Ποιό πέρα, είδε
ένα μπιστρό. Πήγε προς το μέρος εκείνο, και από το παράθυρο κοίταξε μέσα.
Γέλασε όταν είδε στο βάθος, ένα τζάκι να καίει, και τον κόσμο γύρο,
ανέμελα να πίνει. Τα φώτα ήταν χαμηλά, και η διακόσμηση πολύ ευχάριστη.
Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, και κάθισε σε ένα τραπέζι δίπλα σε ένα
παράθυρο. Έβαλε το παλτό του, το καπέλο του και την τσάντα του στη διπλανή
καρέκλα, και πήρε τον κατάλογο από το τραπέζι για να παραγγείλει. Δεν είχε
καλά-καλά ανοίξει τον κατάλογο, και ένα γκαρσόνι ήλθε με χαμόγελο να τον
ρωτήσει τι θα πάρει.
Σκέφτηκε λίγο, και θυμήθηκε το ουίσκι στην διαφήμιση έξω στο δρόμο.
«Ένα διπλό ουίσκι». Είπε, και γέλασε.
Καθισμένος αναπαυτικά, έβλεπε την φωτιά στο τζάκι απέναντι να στέλνει
γύρω της τα εξαίσια χρώματα της. Έβλεπε και το χρυσό χρώμα του ουίσκι στο
ποτήρι του, άκουγε την σιγανή μουσική, και έβλεπε το χιόνι έξω να πέφτει.
«Στην υγεία μου». Είπε, και σήκωσε το ποτήρι του.
Έπινε, και γελούσε. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στη φωτιά. Και μέσα στα
μάτια του οι φλόγες από το τζάκι χόρευαν, και του έδιναν ιδέες.
Ιδέες τρελές. Ιδέες τολμηρές. Ιδέες που παίρνει κανείς όταν έλθει σε
κάποιο απροχώρητο. Ιδέες που είναι για μερικούς το τελευταίο τους χαρτί..

Οι μέρες περνούσαν ανούσια και κουρασμένα για τον γιατρό Xάνς.


Νοσοκομείο, σπίτι, σπίτι, νοσοκομείο. Έτρωγε και μετά κοιμόταν. Ζούσε σαν
ρομπότ. Όμως στο μυαλό του είχε ξεκαθαρίσει τι έπρεπε να κάνει, και είχε βάλει
πλέον ένα σκοπό.
Η αφίσα του γραφείου του ήταν πάντα στη τσάντα του, και κάθε που είχε
λίγο ελεύθερο καιρό, την άνοιγε και κοίταζε την γαλάζια ελληνική θάλασσα.
Και ένα πρωί, πριν πάει στο γραφείο του, μπήκε σε ένα τουριστικό
γραφείο.
«Είναι το νησί Ίος. Είναι στις Κυκλάδες. Είναι στη μέση των Κυκλάδων».
Μία ωραία κοπέλα, μέσα στο τουριστικό γραφείο στο Άχεν, έδειχνε στο
γιατρό στο χάρτη της Ελλάδας εκεί που ήταν το νησί.
Ο γιατρός κοίταζε το χάρτη της Ελλάδας και την αφίσα του νησιού Ίος,
σαν υπνωτισμένος. Η κοπέλα τον παρατηρούσε κάπως περίεργα, και περίμενε να
δει τι ακριβώς ήθελε.
Ξαφνικά ο γιατρός δίπλωσε την αφίσα, την έβαλε στη τσάντα του, και με
πείσμα είπε στην κοπέλα.
Βγάλτε μου ένα εισιτήριο για να πάω.
«Ποιες είναι οι ημερομηνίες που θέλετε»; Του είπε η κοπέλα και πήρε το
μπλοκ της για να σημειώσει.
«Αύριο κιόλας. Μόνο για να πάω. Δεν θέλω επιστροφή. Πάρτε την κάρτα
μου και ειδοποιήστε με μόλις ετοιμαστούν τα εισιτήρια». Ο γιατρός άφησε την
κάρτα του στο τραπέζι, και έφυγε.
Η κοπέλα τον κοίταζε με ανοικτό το στόμα, να φεύγει γρήγορα, και να
κτυπά πίσω του την πόρτα δυνατά.
Πήγε γρήγορα στο νοσοκομείο, και τρέχοντας στους διαδρόμους, έφτασε
στο γραφείο του.
Μπήκε μέσα, και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Τα έβαζε σε μια
χαρτόκουτα, και συγχρόνως μιλούσε στην βοηθό του που τον έβλεπε σαστισμένη.
Κάθισε στο γραφείο του, και έγραψε σε ένα χαρτί κάτι. Το έβαλε σε ένα
φάκελο, και το έδωσε στη βοηθό του.
«Δώσε το στο γενικό διευθυντή. Πρέπει να φύγω τώρα. Σε ευχαριστώ
πολύ. Είσαι καλή κοπέλα Έλκε. Μην χαραμίζεις τα νιάτα σου εδώ». Την φίλησε,
πήρε την χαρτόκουτα του και έφυγε.
Πήγε στο αυτοκίνητο του, και βάζοντας την χαρτόκουτα μέσα, κοίταξε για
τελευταία φορά το τεράστιο και μαύρο κτήριο του νοσοκομείου.
Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, και έφυγε.
Kεφάλαιο 2
Η αεροσυνοδός άνοιξε την πόρτα του αεροπλάνου, και οι επιβάτες άρχισαν
να κατεβαίνουν στο αεροδρόμιο των Αθηνών, Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο γιατρός με την σειρά του, ετοιμάστηκε να κατέβει από το αεροπλάνο.
Η αεροσυνοδός δίπλα στην πόρτα του χαμογέλασε γλυκά, και του είπε.
«Welcome to Athens sir»!
Ο γιατρός της γέλασε, και την ευχαρίστησε ακολουθώντας τους άλλους
επιβάτες προς την έξοδο.
Στην έξοδο του αεροδρομίου πήρε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά
του, και είπε στο οδηγό ότι θέλει να πάει στο Πειραιά, στο λιμάνι. Ο οδηγός, ένας
συμπαθητικός έλληνας, με τραγιάσκα και μαύρα γυαλιά ηλίου, του πήρε τις δύο
βαλίτσες του, και το παλτό του, και τα έβαλε προσεκτικά μέσα στο ταξί. Του
άνοιξε την πόρτα και ο γιατρός έκατσε αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα.
«English»? Είπε ο ταξιτζής κοιτάζοντας τον γιατρό από το καθρεφτάκι του
ταξί.
«Nine, Deutch». Είπε ντροπαλά ο γιατρός.
Και ο ταξιτζής με ένα τεράστιο γέλιο, είπε στο γιατρό ότι μιλούσε τα
γερμανικά, και ότι δούλεψε στην Γερμανία εικοσιπέντε χρόνια σαν ταξιτζής, στην
Φραγκφούρτη.
Ο Γιατρός φανερά ικανοποιημένος με τον οδηγό του ταξί, του είπε με λίγα
λόγια την ιστορία του και του ζήτησε να τον βοηθήσει για να πάει στην Ίο.
Σε όλη την διαδρομή από Αθήνα μέχρι Πειραιά ο Ταξιτζής συμβούλευε τον
γιατρό. Και ο γιατρός επειδή κατάλαβε ότι βρήκε ένα πολύτιμο άτομο για να τον
κατατοπίσει στην καινούργια του ζωή στην Ελλάδα, έδωσε στον ταξιτζή ένα γερό
φιλοδώρημα, πίνοντας μαζί ένα καφέ σε ένα μικρό μπαράκι πιο κάτω από την
αποβάθρα που θα έφευγε το πλοίο.
«Πιστεύω να ξέρεις τι κάνεις. Πάντως πήρες μια μεγάλη απόφαση». Είπε
στο γιατρό ο ταξιτζής, που ήξερε καλά τη δύσκολη ζωή.
«Δεν φαντάζομαι να βρω χειρότερα τα πράγματα από την ζωή που έκανα
στη Γερμανία»! Είπε θλιμμένα ο γιατρός.
«Βλέπω ότι είσαι καλός άνθρωπος, να πάρε το τηλέφωνο μου. Κάτι θα
χρειαστείς. Τηλεφώνησε μου». Έγραψε σε ένα πρόχειρο χαρτί το τηλέφωνό του ο
Μήτσος ο ταξιτζής, και το έδωσε στο γιατρό.
«Σε ευχαριστώ πολύ. Είπε ο γιατρός δίνοντας του το χέρι.
Kεφάλαιο 3
Το μικρό πλοίο έσκιζε τη γαλανή θάλασσα , έχοντας πάνω του εκατοντάδες
τουρίστες, και τον γιατρό. Όλοι τους είχαν ξαπλώσει στις πολυθρόνες, στο
τελευταίο όροφο του πλοίου, και δέχονταν στα ηλιοκαμένα τους σώματα, τον
ζεστό ήλιο του Μάη.
Δεν χόρταινε να βλέπει την γαλανή θάλασσα, τον γαλανό ουρανό της
Ελλάδας, και τους επιβάτες που χαρούμενοι φλυαρούσαν Έβλεπε μακριά, τις
βραχώδες ακτές των νησιών του Αιγαίου, έβλεπε τα ακρογιάλια με την άσπρη
άμμο, παρατηρούσε τους γλάρους που συνόδευαν το πλοίο, και χαιρόταν να βλέπει
το μεγαλείο της απέραντης θάλασσας, και της Ελλάδας.
Περίμενε με ανυπομονησία να δει την Ίο, και το μέρος που έδειχνε η αφίσα
που είχε στο γραφείο του.
Μερικές φορές κοίταζε σκεφτικός κάτω στο πάτωμα του πλοίου, γιατί
σκεπτόταν την οικογένεια του. Αν μπορούσε να την πει ..οικογένεια.
Άραγε, τι να έκανε ο γιος του, και η κόρη του; Η γυναίκα του που ήταν;
Όλες αυτές οι σκέψεις τον έκανε να παίρνει τα μάτια του από τα φωτεινά γαλανά
νερά του Αιγαίου, και να τα ρίχνει κάτω στο κατάστρωμα του πλοίου.
Και μετά πάλι να σκέπτεται την καινούργια του ζωή στην Ίο. Τι θα έκανε
μόλις το πλοίο θα άραζε στο νησί; Που θα έμενε; Θα έβρισκε κάποιο που θα
μιλούσε τα Γερμανικά, η τα Αγγλικά τουλάχιστον; Τι θα έτρωγε; που θα έτρωγε;
σε ποιον θα μιλούσε;
Το πλοίο έκανε μερικές στάσεις σε άλλα νησιά, και ο γιατρός έβλεπε με
μεγάλο ενδιαφέρον τους Έλληνες που ανέβαιναν και κατέβαιναν από το πλοίο.
Έβλεπε τους ναύτες του πλοίου και τον τρόπο που δούλευαν, τους άκουγε να
μιλούν τα Ελληνικά, και θυμήθηκε πάλι τότε στο πανεπιστήμιο τους ιατρικούς
όρους και τα ονόματα των ασθενειών, που σχεδόν όλα ήταν στα Ελληνικά.
Και έξαφνα θυμήθηκε πάλι την Δέσπω. Την πρώτη του αγάπη. Άραγε που
να ήταν; Τι είχε γίνει; Ήταν ακόμα γιατρός; Είχε παντρευτεί;
Έβγαλε από την τσάντα του την ατζέντα του, και βρήκε το όνομα της, και
την διεύθυνσή της. Την διεύθυνση και το τηλέφωνο που του είχε στείλει πριν από
χρόνια. Τότε που είχαν μια επαφή έστω και από μακριά.
Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του, και πήρε τον αριθμό του
τηλεφώνου που είχε γράψει.
Μια φωνή σαν ρομπότ του είπε κάτι στα Ελληνικά. AΆκουσε ένα τόνο, και
κατάλαβε ότι ο αριθμός που κάλεσε δεν ήταν σωστός, και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ίσως να μην έχει το ίδιο τηλέφωνο σκέφτηκε. Ίσως να μην είναι και στην
Ελλάδα. Ίσως και να είναι παντρεμένη, και να έχει και παιδιά, όπως και εγώ.
Σκέφτηκε ο γιατρός.
«Κυρίες και Κύριοι, σε λίγα λεπτά φτάνομε στην Ίο. Παρακαλούνται οι
κύριοι επιβάτες για την Ίο, να ετοιμαστούν. Το πλοίο θα μείνει στην Ίο μόνο για
είκοσι λεπτά». Μετά η φωνή είπε το ίδιο μήνυμα και στα Αγγλικά.
Πήγε στην άλλη μεριά του πλοίου και είδε από μακριά τα ακρογιάλια της
Ίου, και το μικρό λιμανάκι που πλησίαζε το πλοίο. Ήταν πολύ όμορφο. Όλα
γαλάζια, και άσπρα. Το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας. Έβλεπε με θαυμασμό από
μακριά τα μικρά άσπρα σπίτια, τα βουνά της Ίου, και την θάλασσα. Τη θάλασσα
αυτή τη γαλάζια και τόσο καθαρή . Σαν κρύσταλλο.
«Ναι, μου αρέσει. Mου αρέσει». Είπε μόνος του χαμηλόφωνα, και κοίταζε
με απληστία το νησί.
Το πλοίο μπήκε στο λιμάνι της Χώρας, και σιγά και προσεκτικά άραξε
στην αποβάθρα. Μια παρέα από νεαρούς τουρίστες, φορτωμένοι με τα σακίδια
τους , είχαν σταθεί δίπλα στον γιατρό και ετοιμάζονταν να βγουν στην Ίο. Παρά
πέρα ήταν άλλοι επιβάτες, Έλληνες και ξένοι που και αυτοί περίμεναν να βγουν
από το πλοίο.
Ο γιατρός δεν βιαζόταν. Ήταν ακόμα καθισμένος σε ένα πάγκο, και το
πρόσωπό του είχε πάρει μια μικρή έκφραση φόβου, από τον άγνωστο κόσμο και
τόπο, που σε λίγο θα έβλεπε.
Για μια ακόμα φορά σκέφτηκε την οικογένεια του. Ρώτησε πάλι τον εαυτό
του, αν έκανε καλά που τα παράτησε όλα, και ήρθε εδώ, στην Ίο, στο άγνωστο
αυτό νησί.
Τις σκέψεις του τις διάλυσε ο θόρυβος που έκανε η άγκυρα πέφτοντας στα
γαλανά νερά του λιμανιού, και ένα μοτέρ που αγκομαχούσε δίπλα του.
Γρήγορα μάζεψε τα πράγματα του, και με θάρρος και αποφασιστικότητα
κατέβηκε τη σκάλα του πλοίου, και βγήκε στην Ίο.
Δεν πρόλαβε να αφήσει τα πράγματα του κάτω, και ένας νεαρός πάνω σε
μια άμαξα με ένα μαύρο άλογο, του φώναξε αν θέλει να τον πάει στο ξενοδοχείο
του, η αν θέλει να νοικιάσει δωμάτιο στην Ίο. Του μιλούσε Αγγλικά.
«Please sir, which is your hotel. Come please. You want a cheap room.
Nice rooms, next to the sea. Come please sir. I take you to nice hotels, and nice
rooms». Φώναζε ο νεαρός πάνω στην άμαξα, και επαναλάμβανε συνέχεια τα ίδια.
Ο γιατρός ήταν ζαλισμένος λίγο από το ταξίδι, τον θόρυβο, και τον κόσμο
γύρω του, και κουνώντας το κεφάλι του, έδωσε να καταλάβει στο γιατρό ότι ήθελε
να τον πάει. Να τον πάει, πού όμως.
Ο νεαρός, γρήγορα κατέβηκε από την άμαξα, και άρχισε να βάζει τα
πράγματα του γιατρού στο απέναντι κάθισμα της άμαξας. Μετά βοήθησε τον
γιατρό να ανέβει στην άμαξα. Ο γιατρός ανέβηκε και κάθισε στο άλλο κάθισμα
που ήταν καλυμμένο με μια πολύχρωμη υφασμένη κουβέρτα.
Γρήγορα ο νεαρός ανέβηκε στη θέση του μπροστά στην άμαξα, και
πιάνοντας τα γκέμια του αλόγου, του είπε.
«Which hotel please»?
«No hotel». Είπε ο γιατρός γελώντας.
«Which house»?
«No house». Είπε πάλι ο γιατρός και σήκωσε απελπισμένα τα χέρια του
προς τον ουρανό.
«You want hotel, or room. What do you want»?
«I do not know, I do not have no where to stay. Do you know where to
stay»?
«Ok, Ok, I take you in a nice cheap hotel. Do you want hotel»?
Προσπαθούσε να καταλάβει ο νεαρός τι ήθελε ο γιατρός, και οι ερωτήσεις του
έκαναν το γιατρό να χάνει την υπομονή του.
« Πήγαινε με σε ένα καλό ξενοδοχείο». Του είπε ο γιατρός.
«Δεν ξέρω όμως αν θα βρεις δωμάτιο στη Χώρα». Είπε ο νεαρός και η
άμαξα ξεκίνησε.
Πέρασαν το μικρό το λιμανάκι με τα μαγαζιά, τα καφενεία, τα εστιατόρια,
και ο γιατρός δεν χόρταινε να βλέπει. Άφησε τον νεαρό να τον πάει όπου αυτός
ήθελε.
Ο γιατρός είδε μπροστά σε ένα καφενείο, απλωμένα στον ήλιο, χταπόδια.
Και δίπλα διάβασε την επιγραφή. «Χταπόδι με ούζο».
Ρώτησε τον νεαρό, τι είναι. Και ο νεαρός του εξήγησε ότι το απόγευμα
πριν το φαγητό, μπορεί να έλθει και να απολαύσει δίπλα στη θάλασσα, χταπόδι
στα κάρβουνα με ούζο.
Έβλεπε ο γιατρός την Ίο, τη Χώρα τη πρωτεύουσα, έβλεπε τα σπίτια, τα
μαγαζιά, και τους τουρίστες, και άρχιζε να καταλαβαίνει την ζωή στην Ίο.
Κατάλαβε ότι θα του άρεσε. Έβλεπε γύρω του το φως, αυτό το Ελληνικό φως ,το
φως της ημέρας ,που δεν είδε πουθενά αλλού μέχρι τώρα, και πάντα δίπλα του
αυτή την γαλανή θάλασσα. Το μπλε χρώμα στις πόρτες και τα παράθυρα, τους
άσπρους σοβάδες στα σπίτια. Ένιωθε τον ήλιο που τον έκαιγε στο κεφάλι. Μύριζε
τα Ελληνικά φαγητά που σέρβιραν τα γκαρσόνια στα εστιατόρια κάτω από τις
τέντες. Άκουγε το γλυκό θόρυβο που έκαναν τα πέταλα του αλόγου στα
πλακόστρωτα μικρά δρομάκια.
Έτσι του τα έλεγε και η Δέσπω. Τότε που μετά τον παθιασμένο τους
έρωτα, έμεναν ώρες και ώρες γυμνοί στο κρεβάτι του μικρού διαμερίσματος του,
και η Δέσπω του μιλούσε για το όμορφο μικρό νησί της. Και μέσα του είπε.
«Ναι μου αρέσει»!
Η άμαξα έφτασε σε ένα μικρό, αλλά ωραίο ξενοδοχείο. Ο νεαρός είπε στο
γιατρό να περιμένει για να δει αν είχαν ελεύθερο δωμάτιο.
«Πόσο θα μείνετε στο νησί». Τον ρώτησε ο νεαρός.
Ο γιατρός γέλασε με την ερώτηση.
«Δες πρώτα αν έχει δωμάτιο». Είπε ο γιατρός.
Ο νεαρός επέστρεψε και είπε στο γιατρό με λυπημένο ύφος, ότι δωμάτια
ελεύθερα δεν είχαν.
Η άμαξα έφερε τον γιατρό και σε άλλα ξενοδοχεία, αλλά δωμάτια δεν
υπήρχαν.
«Δεν έπρεπε να έρθεις στην Ίο χωρίς να κάνεις κράτηση». Είπε στο γιατρό
ο νεαρός.
«Τώρα το μόνο που μας μένει, είναι να σε πάω να μείνεις σε ενοικιαζόμενο
δωμάτιο. Και αν βρούμε. Θέλεις»;
«Θέλω». Του απάντησε ο γιατρός.
«Λοιπόν, θα σε πάω στο σπίτι της Μαρίας. Η κυρά Μαρία νοικιάζει
δωμάτια. Αλλά είναι έξω από το χωριό. Όχι στο κέντρο. Θέλεις να πάμε»;
«Ναι πάμε. Πάμε όπου νομίζεις ότι θα βρούμε κάπου να μείνω». Είπε πάλι
γελώντας ο γιατρός.
Και το άλογο με την άμαξα, πήραν τον ανηφορικό μικρό πλακόστρωτο
δρόμο, πάνω προς το βουνό, αφήνοντας πίσω τους το πολύχρωμο τουριστικό
κέντρο της Ίου.
Ο δρόμος ήταν μικρός, και η άμαξα έπρεπε να σταματήσει στην άκρη του
δρόμου όσο πιο πολύ μπορούσε, για να περάσει κάποιο αυτοκίνητο από την
αντίθετη πλευρά.
Καμιά φορά άφηναν μακριά την θάλασσα, και μετά από λίγο σε κάποια
στροφή, πήγαιναν δίπλα της. Τότε πάλι ο γιατρός κοίταζε με θαυμασμό τα
καταγάλανα νερά, που ο ήλιος του καλοκαιριού τα έκανε να λαμπιρίζουν σαν
μικρά διαμάντια.
Έβλεπε τα μικρά ακρογιάλια δεξιά και αριστερά, άδεια και προκλητικά,
και ήθελε να σταματήσουν για να πάει να πέσει μέσα στα καθαρά και δροσερά
νερά του Αιγαίου.
«Να, αυτό είναι το σπίτι. Είναι λίγο μακριά από τη Χώρα . Αλλά νομίζω
ότι θα έχει δωμάτιο να σου δώσει». Είπε ο νεαρός και έδειξε στο γιατρό μακριά
πάνω σε ένα ύψωμα, ένα σπίτι.
Λίγο ποιο κάτω από το σπίτι απλωνόταν η θάλασσα. Και εκεί μπροστά στη
θάλασσα, ο γιατρός είδε ένα μικρό ακρογιάλι, με άμμο, και βράχια. Δεν ήταν
κανείς.
«Γιατί δεν έχει τουρίστες εδώ»; Ρώτησε τον νεαρό ο γιατρός.
«Γιατί είναι μακριά. Είναι μακριά από τα μαγαζιά»
«Και ποιος χρειάζεται τα μαγαζιά! Κοίτα τι όμορφα που είναι». Είπε σιγά
στον εαυτό του ο γιατρός.
Η άμαξα έφτασε, και με τον θόρυβο από τα πέταλα του αλόγου βγήκε από
το σπίτι μια γυναίκα με ένα άσπρο τσεμπέρι του ήλιου. Είδε τον νεαρό, και του
είπε χαρούμενα.
«Καλώς τον Ανέστη. Πως και από εδώ». Είπε η γυναίκα με γέλιο.
«Γεια σου κυρά Μαρία. Σου φέρνω πελάτες. Έχεις κανένα δωμάτιο να
δώσεις στον κύριο»; Είπε πάνω από την άμαξα ο Ανέστης.
«Πως δεν έχω. Και τα τρία είναι άδεια. Κανείς δεν έρχεται εδώ πάνω. Φέρε
μέσα τον κύριο να τα δει και να πάρει όποιο θέλει». Είπε πρόθυμα η γυναίκα.
Οι δύο άνδρες κατέβηκαν από την άμαξα χωρίς να πάρουν τα πράγματα
του γιατρού. Ανέβηκαν μερικά σκαλοπάτια, και μπήκαν στην αυλή. Γύρω από την
αυλή ήταν τρία δωμάτια, και μια μικρή κουζίνα. Η κουζίνα στο βάθος είχε ένα
άλλο μικρό δωμάτιο που ήταν το σαλόνι μαζί και η τραπεζαρία.
Τα δωμάτια είχαν θέα στη θάλασσα, και έβλεπαν πάνω στο βουνό. Το ίδιο
και η σαλλοτραπεζαρία. H θάλασσα απλωνόταν με όλο το μεγαλείο της, όταν
κάποιος καθόταν στην αυλή. Και στην αυλή η κυρία Μαρία είχε βάλει ένα τραπέζι
με τρείς καρέκλες, και μια τέντα άσπρη, που ήταν καρφωμένη στους γύρω τοίχους
και έδινε μια δροσερή σκιά στην αυλή.
Η αύρα από την θάλασσα έκανε την τέντα να κουνιέται πάνω κάτω, και το
γιασεμί που η κυρία Μαρία είχε φυτέψει, έστελνε την μυρωδιά του στα δωμάτια
τριγύρω.
Η κυρία Μαρία άνοιξε πρόθυμα και εξυπηρετικά όλα τα δωμάτια για να τα
δει ο γιατρός. Η επίπλωση ήταν απλή, και λίγη. Ήταν όλα καθαρά, και
περιποιημένα. Το φως από τις ανοικτές πόρτες και παράθυρα έκανε τα δωμάτια
προκλητικά, και φιλόξενα.
«Σας αρέσει»; Ρώτησε ευγενικά η κυρά Μαρία τον γιατρό.
«Τι λέει η κυρία»; Είπε ο γιατρός, κοιτάζοντας τον Ανέστη που είχε
καθίσει στο τραπέζι κάτω από την τέντα και σκούπιζε τον ιδρώτα του.
«Σε ρωτά αν σου αρέσουν τα δωμάτια και αν θέλεις να μείνεις».
«Ναι , μου αρέσουν πάρα πολύ». Είπε ο γιατρός στα αγγλικά κοιτάζοντας
την κυρία Μαρία.
« Τι λέει μωρέ Ανέστη. Δεν καταλαβαίνω». Είπε ντροπαλά η κυρία Μαρία.
«Πολύ ωραία»!. Είπε ο Ανέστης στην κυρία Μαρία.
«Πολύ ωραία»! Είπε και ο γιατρός στα Ελληνικά με την γερμανική
προφορά του.
Γέλασαν όλοι. Και ο Ανέστης γρήγορα πήγε στην άμαξα, και έφερε τις δύο
βαλίτσες του γιατρού, και τον μικρό του σάκο.
«Πόσο θέλεις». Ρώτησε ο γιατρός τον Ανέστη.
«Επειδή είναι λίγο μακριά, και το άλογο κουράστηκε, πρέπει να μου
δώσεις δεκαπέντε ευρώ». Είπε ο Ανέστης και ήταν έτοιμος να αμυνθεί την τιμή
της άμαξας.
«Πάρε είκοσι για την άμαξα, και δέκα για σένα και το άλογο»! Του είπε ο
γιατρός γελώντας και του έδωσε ευχαριστημένος τα χαρτονομίσματα.
«Ελάτε, καθίστε να σας κεράσω κάτι». Είπε η κυρία Μαρία, και
εξαφανίστηκε στη κουζίνα.
«Θέλει να πιούμε κάτι». Είπε στο γιατρό ο Ανέστης, και του είπε να
καθίσουν κάτω από την τέντα.
Κάθισαν και οι δύο. Η τέντα ανέβαινε πάνω κάτω με την δροσερή αύρα,
και κάτω από το ακρογιάλι, έφτανε στα αυτιά του γιατρού ο γλυκός θόρυβος από
το κύμα που γλυκά έσκαγε στα μικρά βράχια και στην άσπρη άμμο.
Μόνο ο γιατρός άκουγε το κύμα. Και μόνο ο γιατρός παρατηρούσε και
θαύμαζε τις ομορφιές του νησιού.
Για τον αμαξά τον Ανέστη, και την γυναίκα την κυρά Μαρία, όλα αυτά
ήταν συνηθισμένα. Ήταν ρουτίνα, και καθημερινότητα. Ο αμαξάς δεν έδινε
σημασία στο καταγάλανο ακρογιάλι. Και η γυναίκα που θα νοίκιαζε στο γιατρό
ένα δωμάτιο, το μουρμούρισμα της θάλασσας ήταν ψιλά γράμματα. Για αυτούς
τους δύο, το μόνο που είχε σημασία, ήταν τα λεφτά. Το μεροκάματο. Ήταν η
καλοκαιρινή σαιζόν. ‘Ήταν οι τουρίστες..
Ο γιατρός έβλεπε γύρω του, και δεν χόρταινε να θαυμάζει το καλοκαίρι
στην Ίο. Ήταν ακόμα ποιο θαυμάσιο και από την αφίσα του γραφείου του. Ήταν
παράδεισος.
Η κυρία Μαρία έφερε τους καφέδες. Τους έβαλε στο τραπέζι, και αθόρυβα
πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα έξω από το δωμάτιο που κοιμόταν, στο βάθος της
αυλής.
Ο Ανέστης σήκωσε το ποτήρι με το δροσερό νερό, και είπε στο Γιατρό στα
Ελληνικά.
«Καλώς όρισες στην Ίο».
«Καλώς ορίσατε στο νησί μας» Είπε και η κυρά Μαρία γελώντας.
Το νερό ήταν τόσο δροσερό, και ο καφές τόσο γλυκός, που ο γιατρός
νόμιζε ότι όλα ήταν όνειρο. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Και στη στιγμή
αυτή, κάτω από την τέντα που την φυσούσε η αύρα της Ίου, είδε το μέλλον του.
Είδε τη καινούργια ζωή του στη Ελλάδα, στην Ίο..
Kεφάλαιο 4

Ο ουρανός άρχισε να ροδίζει στο μέρος που ο ήλιος θα έβγαινε, και θα


άρχιζε το ταξίδι του πάνω από την Ίο. Όλοι κοιμόταν ακόμα στην Ίο, εκτός από το
γιατρό. Σαν μαγνητισμένος, γυμνός, στεκόταν όρθιος στην αυλή, και κοίταζε
βαθιά στο πέλαγος την ανατολή του ηλίου. Κοίταζε τα εξαίσια χρώματα στη
θάλασσα. Κοίταζε τους γλάρους που πετούσαν πάνω από την θάλασσα. Μύριζε
την πρωινή θαλάσσια αύρα. Έβλεπε το ακρογιάλι κάτω από την αυλή. Και
ξαφνικά, έτσι γυμνός και χωρίς παπούτσια, άρχισε να τρέχει προς το ακρογιάλι.
‘Έφτασε μπροστά στη θάλασσα, και έπεσε με θόρυβο στα ήρεμα νερά. Νόμισε ότι
η θάλασσα θα ήταν κρύα, όπως στην Γερμανία. Το ζεστό νερό στο μικρό
ακρογιάλι, αγκάλιασε το σώμα του, και του έδειξε και αυτό την Ελληνική
φιλοξενία. Ο γιατρός σαν μαγεμένος, είχε αφήσει το κορμί του να πλέει στη
πρωινή ήρεμη θάλασσα της Ίου, και έπαψε να σκέπτεται, και να ζει.
Μετά από ώρες, που ξαναγύρισε στη πραγματικότητα και είδε την κυρά
Μαρία πάνω στο σπίτι, να συγυρίζει και να σκουπίζει την αυλή, κατάλαβε το
λάθος που είχε κάνει.
Ήταν γυμνός, χωρίς ρούχα, χωρίς πεσέτα, και χωρίς παπούτσια.
Περίμενε τη στιγμή που η κυρία Μαρία θα έμπαινε μέσα στο σπίτι, για να
μπει μέσα στο δωμάτιο του. Αλλά η κυρία Μαρία έμπαινε, έβγαινε, έφευγε,
έρχονταν, και ο γιατρός δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή για να μπει
στο σπίτι.
Πήρε λοιπόν θάρρος, έβαλε τα δυο του χέρια μπροστά στα γεννητικά του
όργανα, και άρχισε να βγαίνει από την θάλασσα.
Η κυρία Μαρία ήταν στην αυλή και τέλειωνε το σκούπισμα. Τα μάτια της
είχαν στραφεί στο πάτωμα της αυλής. Και ο γιατρός πάντα με γρήγορο βήμα
προχωρούσε προς την αυλή. Μέχρι που η κυρία Μαρία, τέλειωσε το σκούπισμα,
και κουρασμένη κάθισε στη καρέκλα που βρήκε μπροστά της.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο γιατρός έμπαινε στη αυλή. Πάντα με τα χέρια
του να κρύβουν τα κρυφά σημεία του, μπήκε στην αυλή σφυρίζοντας, και γρήγορα
εξαφανίστηκε στο δωμάτιο του.
Η κυρία Μαρία είδε το γιατρό γυμνό, αλλά συνηθισμένη από την γύμνια
των τουριστών στο νησί, χαμογελώντας πονηρά και ειρωνικά είπε στο γιατρό μια
γλυκιά καλημέρα, και συνέχισε τη δουλειά της.
Η κυρά Μαρία γρήγορα μπήκε στη κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει το
πρωινό για το γιατρό. Ο γιατρός μύρισε τον Ελληνικό καφέ και το φρέσκο
φρυγανιστό ψωμί, και αμέσως βγήκε στην αυλή. Είδε το τραπέζι γεμάτο από
λιχουδιές, και παίρνοντας το χέρι της κυρίας Μαρίας, το φίλησε, και της είπε στα
Ελληνικά την μόνη Ελληνική λέξη που θυμόταν.
«Ευχαριστώ κυρία Μαρία. Ευχαριστώ πολύ».
«Τίποτα, τίποτα», Είπε η κυρία Μαρία ντροπαλά και ευχαριστημένη που ο
πελάτης της ήταν ευχαριστημένος από το σπίτι της.
Ο γιατρός άρχισε να τρώει με όρεξη, βλέποντας την γαλανή θάλασσα, και
θαυμάζοντας όπως πάντα την καλοκαιρινή ημέρα της Ίου.
Ευχαρίστησε πάλι την κυρία Μαρία, και ετοιμάστηκε για να κάνει την
πρώτη του εξόρμηση στο νησί. Βγήκε από την αυλή του σπιτιού στο δρόμο, και
λέγοντας αντίο στη κυρία Μαρία, πήρε το μονοπάτι, δίπλα στη θάλασσα. Kαι
πάντα δίπλα στη θάλασσα, κατέβαινε προς την Ίο.
Σταματούσε, έκοβε τα βότανα του βουνού, τα μύριζε, και μετά τα έβανε
στο σάκο που είχε στον ώμο του. Μετά πάλι πλησίαζε τα ακρογιάλια, γύριζε τις
πέτρες μέσα στη θάλασσα, έβλεπε τα καβούρια που έφευγαν τρομαγμένα, και
μάζευε σαν μικρό παιδί όλα τα όμορφα κογχύλια που έβρισκε.
Όλα αυτά τα έκανε με τόση ευχαρίστηση, σαν να ήταν πάλι μικρό παιδί.
Είχε ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του. Τι ήταν, τι είχε, και από που ερχόταν.
Ζούσε μόνο εκείνη τη μικρή στιγμή. Ζούσε μια καλοκαιρινή μέρα στην Ίο, Στην
Ίο της αφίσας που είχε στο γραφείο του.
Μετά από ώρες, έφτασε στην Ίο. Το πρώτο που έκανε ήταν να βρει ένα
βιβλιοπωλείο. Ήθελε να αγοράσει ένα Ελληνικό λεξικό, και κανένα βιβλίο, για να
μάθει Ελληνικά.
Πλησίασε την κοπέλα που καθόταν έξω από το βιβλιοπωλείο και με
θάρρος της είπε στα Ελληνικά καλημέρα. Η κοπέλα σηκώθηκε αμέσως, και τον
καλωσόρισε στα Ελληνικά. Αλλά μόλις ο γιατρός είδε ότι η κοπέλα είχε πάρει
φόρα, την σταμάτησε, και της είπε ότι ήταν γερμανός.
Η κοπέλα, αμέσως με άπταιστα Γερμανικά, του είπε ότι είχε σπουδάσει
στην Φραγκφούρτη γερμανική φιλολογία.
Ο γιατρός ευχαριστημένος της είπε τι ήθελε, και αμέσως η κοπέλα του
έφερε τα βιβλία που αυτή νόμιζε ότι θα έκαναν για το γιατρό. Συζητούσαν στα
γερμανικά για πολύ ώρα. Μετά η κοπέλα χωρίς να ρωτήσει το γιατρό, του έφερε
μια καρέκλα, και κάθισαν μαζί κάτω από την σκιά του δέντρου που ήταν έξω από
το βιβλιοπωλείο.
Η Ανθή, έτσι έλεγαν την κοπέλα, συστήθηκε στο γιατρό, και άρχισε να τον
συμβουλεύει για τον τρόπο που θα άρχιζε να μαθαίνει τα Ελληνικά. Ο γιατρός την
ευχαρίστησε, και της είπε αν ήθελε να πιούνε μαζί καφέ.
«Τώρα δεν μπορώ, έχω το μαγαζί. Την άλλη φορά που θα έρθεις θα πάρομε
μαζί ένα καφέ, και θα δω πόσα Ελληνικά έμαθες». Είπε γελώντας η Ανθή.
Ο γιατρός την ευχαρίστησε, πήρε τα βιβλία του, και πήγε λίγο ποιο κάτω
σε ένα εστιατόριο που είχε απλώσει τις καρέκλες και τα τραπέζια του δίπλα στη
θάλασσα.
Βρήκε μια ήσυχη γωνιά δίπλα στη θάλασσα, και πίνοντας ένα ωραίο
Ελληνικό καφέ, με νόστιμα βουτήματα από την Ίο, άρχισε να μαθαίνει Ελληνικά
από τα βιβλία που του έδωσε η Ανθή.
Ο γιατρός ήταν έξυπνος άνδρας, του άρεσε να μαθαίνει. Και με την θέληση
που είχε να μείνει στην Ίο, κατάλαβε ότι έπρεπε να μάθει τα Ελληνικά.
Οι μέρες περνούσαν ήσυχα και ξένοιαστα. Έκανε πολλές φιλίες, και σιγά-
σιγά άρχισε να μπαίνει στο πνεύμα της Ελληνικής ζωής.
Είχε ξεχάσει εντελώς τη Γερμανία. Μερικές φορές, μόνο για λίγα
δευτερόλεπτα σκεπτόταν τον γιο του και την κόρη του. Την γυναίκα του την είχε
διαγράψει από τη λίστα αυτών που έμειναν πίσω στη Γερμανία.
Όμως μια άλλη γυναίκα του ερχόταν στο μυαλό. Η Δέσπω. Την σκεπτόταν
συχνά, συνήθως όταν έβλεπε τους ερωτευμένους να κάνουν τα δικά τους, και
όταν αισθανόταν την ανάγκη για γυναίκα.
Και ένα πρωί που έπινε τον καφέ του στο βιβλιοπωλείο, με την Ανθή, την
παρακάλεσε να τον βοηθήσει να τηλεφωνήσει στη Δέσπω.
Η Ανθή του είπε ότι ο αριθμός που είχε ήταν παλιός. Ήταν ένα τηλέφωνο
της Δέσπως τότε που ζούσε ακόμα με τούς γονείς της στην Αθήνα.
Η Ανθή πήρε τις πληροφορίες στην Αθήνα, και έδωσε το όνομα και το
επίθετο στην τηλεφωνήτρια.
« Δέσπω Παπάζογλου. Διεύθυνση, Παγκράτι. Κίμωνος είκοσι ένα.» Είπε η
Δέσπω με απάθεια.
«Δεν υπάρχει τέτοια διεύθυνση» Είπε η τηλεφωνήτρια.
Η Ανθή ζήτησε να γράψει όλα τα έξι τηλέφωνα με το όνομα Δέσποινα
Παπάζογλου και τα έδωσε στο Γιατρό.
«Πάρε όλα τα τηλέφωνα, και καλή τύχη».
Ο γιατρός πήρε τα τηλέφωνα, και το απόγευμα καθισμένος στην αυλή του
σπιτιού, με την κυρία Μαρία δίπλα του να πλέκει την δαντέλα της, άρχισε να
παίρνει όλα τα νούμερα.
Τα τρία πρώτα τηλέφωνα ήταν Δέσποινες Παπάζογλου, αλλά όχι
σπουδασμένες στην Φραγκφούρτη.
Στο τέταρτο τηλέφωνο απάντησε μια γυναικεία φωνή. Κάτι είπε στα
Ελληνικά, και ο γιατρός ζήτησε να μιλήσει στη Δέσπω Παπάζογλου.
Πάλι η φωνή κάτι είπε. Ο γιατρός δεν κατάλαβε. Αμέσως ο γιατρός ρώτησε
στα Αγγλικά αν ήταν η Δέσπω Παπάζογλου.
«Η γιατρός δεν είναι στο γραφείο της αυτή τη στιγμή. Θέλετε να πάρετε
ένα ραντεβού;»
«Είναι γιατρός; Η κυρία Παπάζογλου είναι γιατρός;»
«Μάλιστα. Εδώ είναι το ιατρείο της κυρίας Παπάζογλου. Της παιδιάτρου.
Θέλετε να πάρετε ραντεβού;»
«Είμαι κάποιος φίλος της. Παρακαλώ, πείτε μου. Η κυρία Παπάζογλου έχει
σπουδάσει στην Φραγκφούρτη;»
«Μάλιστα». Είπε πάλι η φωνή.
Ο γιατρός ταράχτηκε και χωρίς να το θέλει έκλεισε το τηλέφωνο. Έπειτα
σηκώθηκε, και άρχισε να κάνει βόλτες στην αυλή, ενώ σκεπτόταν τι θα έκανε
μετά. Η κυρία Μαρία τον έβλεπε και γελούσε, πλέκοντας ασταμάτητα το πλεκτό
της με γρήγορες κινήσεις.
«Αυτή είναι . Η Δέσπω». Είπε πάλι δυνατά ο γιατρός κάνοντας βόλτες
στην αυλή.
Πήρε πάλι το κινητό του, και μίλησε στην ίδια κοπέλα.
«Πότε θα έλθει η γιατρός παρακαλώ;»
«Ίσως σε μία ώρα. Θέλετε να μου αφήσετε το τηλέφωνό σας και το όνομά
σας. Πότε θέλετε να δείτε την γιατρό παρακαλώ;»
«Θα πάρω πάλι τηλέφωνο αργότερα. Θέλω να της μιλήσω. Είμαι κάποιος
φίλος της. Ευχαριστώ πολύ δεσποινίς». Έκλεισε.
Βγήκε έξω στο δρόμο, και πήγε απέναντι στο ακρογιάλι. Έκατσε σε ένα
βράχο, και άρχισε να σκέπτεται αν έκανε καλά που τηλεφώνησε στη Δέσπω. Μετά
από τόσα χρόνια, την παίρνει τηλέφωνο. Ο δεσμός τους ήταν ένας δεσμός
νεανικός. Ένας δεσμός φοιτητικός. Η Δέσπω όπως και ο γιατρός είναι τώρα
μεσήλικες. Ο γιατρός παντρεμένος και χωρισμένος, με παιδιά, Η Δέσπω θα είναι
παντρεμένη; Με παιδιά;
Τι θα μου πει όταν της πω ποιος είμαι. Μήπως δεν είναι σωστό που ανοίγω
πάλι αυτό το παλιό βιβλίο; Σκεπτόταν ο γιατρός και κοίταζε τα μικρά κύματα που
του έβρεχαν τα πόδια πάνω στο βράχο.
Όταν τηλεφώνησε πάλι, η ίδια φωνή του είπε να περιμένει για να τον
συνδέσει με την Δέσπω.
«Ναι, εμπρός. Ποιος είναι;» Είπε η Δέσπω.
Ο γιατρός δεν ήξερε τι να πει. Άκουγε την φωνή της Δέσπως, και
προσπαθούσε να βρει κάτι να πει. Μίλησε Γερμανικά.
«Γεια σου Δέσπω, Είμαι ο Xάνς...»
H Δέσπω άργησε να μιλήσει. Μετά από λίγο, επανέλαβε το όνομά του.
Χαρούμενη και γελώντας, του είπε:
«Xάνς, Xάνς, πως με θυμήθηκες μετά από τόσα χρόνια.. Ο Χανσούλης!»
Είπε πάλι χαϊδευτικά η Δέσπω. Έτσι τον έλεγε συχνά.
Μιλούσαν και οι δύο και γελούσαν. Είπανε πολλά. Θυμηθήκανε πολλά.
Ζούσανε από το τηλέφωνο τη ζωή τους στην Φραγκφούρτη, τότε που ήταν
σπουδαστές. Τότε που ήταν και οι δύο τους ακόμα παιδιά. Όχι μεσήλικες, με τη
ζωή τους να είναι μπαλωμένη, και γεμάτους επιδέσμους από τις πληγές της ζωής .
Από το τηλέφωνο είπαν τα σπουδαιότερα. Είπαν αυτά που είχαν σημασία.
H Δέσπω ήταν παντρεμένη, αλλά χήρα. Με ένα γιό, στο Πανεπιστήμιο, στην
Αθήνα.
Ο Γιατρός άκουσε αυτό που ήθελε να ακούσει από τη Δέσπω. Ότι η Δέσπω
ήταν χήρα, και δεν ήταν άλλος άνδρας στην ζωή της. Kαι η Δέσπω πάλι κατάλαβε
ότι ο Xάνς ήταν μόνος.
Τον σκεφτόταν συχνά. Ήθελε να τον δει πάλι. Ας είχαν περάσει τόσα
χρόνια. Δεν την ένοιαζε αν ήταν παντρεμένος με παιδιά. Η Δέσπω ήθελε να
ξαναζήσει πάλι τον μεγάλο της έρωτα με τον Xάνς. Kαι αυτή χρειαζόταν την
απότομη και τολμηρή αυτή αλλαγή στη ζωή της.
Εξ άλλου ήταν μόλις σαράντα χρονών. Είχε μπροστά της μια ολόκληρη
ζωή. Γιατί λοιπόν να μην τη ζήσει με μια παλιά της αγάπη; Υπήρχε καλύτερη
ευκαιρία; Και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, είπε στο γιατρό.
«Έρχομαι την Παρασκευή το βράδυ. Θα πάρω το απογευματινό πλοίο.
Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά..» Η φωνή της ήταν η ίδια. Γεμάτο πάθος, και
..τόλμη.
Kεφάλαιο 5
O γιατρός καθόταν έξω από το βιβλιοπωλείο της Ανθής, και διάβαζε
μηχανικά το βιβλίο με τα Ελληνικά μαθήματα. Το απόγευμα ήταν ζεστό ακόμα,
και τα εστιατόρια και τα μπαρ, ετοίμαζαν τις καρέκλες τους, και τα τραπέζια τους,
για τούς πελάτες που θα άρχιζαν να έρχονται σε λίγο, για να φάνε, και να ποιούνε,
μετά από την «ολοήμερη κούρα τους στα ηλιόλουστα ακρογιάλια της Ίου.
Ο ήλιος έπαιρνε τη κατηφόρα πίσω από τα βουνά της Ίου, και έδειχνε
στους Τουρίστες τα εξαίσια χρώματα του μέσα από τα καθαρά νερά, βαθιά , μέσα
στο πέλαγος.
Άρχιζε να μυρίζει στο λιμάνι το χταπόδι στα κάρβουνα, και το ούζο. Οι
τουρίστες διάλεγαν τα εστιατόρια που θα έτρωγαν, και ο γιατρός βιαζόταν να
μάθει μερικές Ελληνικές προτάσεις στα Ελληνικά.
«Είσαι πολύ όμορφη» είπε στην Ανθή στα Ελληνικά με γερμανική
προφορά.
«Θέλω να σου μιλώ Ελληνικά. Μαθαίνω τώρα Ελληνικά. Θέλω να φάμε
μαζί απόψε. Πάμε στο σπίτι μου.» Συνέχιζε ο γιατρός κοιτάζοντας την Ανθή.
«Μπράβο Χάνς. Μιλάς ωραία.» Η Ανθή του έδινε θάρρος.
«Αλλά σε ποια θα τα πεις όλα αυτά;» Του είπε πονηρά.
«Σε μια παλιά αγάπη που έρχεται απόψε εδώ στην Ίο.» Είπε ο γιατρός
χαμογελαστά στην Ανθή.
Το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά, άρχισε να πλησιάζει το λιμάνι της
Ίου. Οι άνθρωποι του λιμανιού ετοίμαζαν την αποβάθρα, και οι άμαξες με τα
άλογα άρχισαν να φτάνουν για να πάρουν τους καινούργιους επισκέπτες.
Ο γιατρός είδε από μακριά τον Ανέστη τον αμαξά, και πήγε να του πει ότι
τον ήθελε αργά το βράδυ για να τον πάει στο σπίτι.
«Έρχεται μια φίλη μου. Θα μείνει στο σπίτι της κυρίας Μαρίας.» Είπε στον
Ανέστη.
«Θα σε βρω στη παραλία.» Είπε ευχαριστημένος ο Ανέστης.
Ο γιατρός προσπαθούσε να διακρίνει ανάμεσα στους επιβάτες πάνω στο
πλοίο την Δέσπω. Θα την γνώριζε; Είχε αλλάξει; Θα ήταν ακόμα τόσο όμορφη,
τολμηρή, και τόσο θερμή; Τα σκεπτόταν όλα αυτά, όταν έξαφνα την είδε πάνω στο
πλοίο.
Η Δέσπω μόνη της κρατούσε τα κάγκελα, και προσπαθούσε και αυτή να
βρει τον γιατρό.
«Δέσπω, Δέσπω, εδώ...» φώναξε ο γιατρός και κουνούσε τα χέρια του.
Η Δέσπω τον είδε. Σήκωσε το χέρι της, και τον χαιρετούσε. Εκείνη τον
γνώρισε. Πέρασαν αμέσως από την σκέψη της όλα εκείνα τα χρόνια, που ήτανε
μαζί. Τα σκεπτόταν, και τον χαιρετούσε. Τον διέκρινε καλύτερα όσο το πλοίο
πλησίαζε την προβλήτα. Έβλεπε από μακριά το σώμα του γιατρού. Το ίδιο όπως
τότε. Τεράστιο, και αθλητικό.
Και όταν η Δέσπω κατέβηκε από το πλοίο, και άρχισε να τον πλησιάζει,
γρήγορα, είδε το πρόσωπο του. Είδε τα ξανθά του τα μαλλιά που τα γύριζε στο
πλάι, και συνέχεια τα σήκωνε. Το πρόσωπό του το είδε λίγο ταλαιπωρημένο, αλλά
όχι και τόσο γερασμένο. Αντίθετα, της άρεσε. Γερνούσε όμορφα. Όπως οι
περισσότεροι άνδρες.
Τον πλησίασε, και με τα μάτια δακρυσμένα , για τα χρόνια που έχασαν και
οι δύο, τον φίλησε στο μάγουλο, και έμεινε για λίγο στην αγκαλιά του.
Ο Γιατρός ένιωσε πάλι αυτό το ζεστό αγκάλιασμα στο μικρό σώμα της
Δέσπως. Είδε τα μάτια της τα μαύρα, και πονηρά. Τα μαλλιά της δεν ήταν πια
μακριά. Δεν σκέπαζαν το υπέροχο στήθος της.
Ο γιατρός την κοίταξε πάλι, και της είπε το συνηθισμένο, «δεν άλλαξες και
πολύ».
Και η Δέσπω του απήντησε πάλι με το συνηθισμένο, «τι δεν άλλαξα,
γέρασα, γέρασα.»
Είπαν και άλλα πολλά όρθιοι και αγκαλιασμένοι. Φιληθήκαν και ξανά
φιληθήκαν. Θυμήθηκαν και οι δύο τους γρήγορα, εκεί στην αποβάθρα, πάντα
όρθιοι ,τις υπέροχες στιγμές, και την ζωή τους στην Φρανκφούρτη. Γέλασαν,
δάκρυσαν, και όταν τα αισθήματα ,κάπως ηρέμισαν, ο γιατρός της είπε.
«Έλα να σου δείξω την Ίο. Το νησί αυτό, το είχα χρόνια σε μια αφίσα στο
γραφείο μου. Το έβλεπα και σε θυμόμουν. Θυμόμουν αυτά που μου έλεγες για την
Ελλάδα. Ε λοιπόν είχες δίκιο. Είναι έτσι όπως μου τα έλεγες. Η Ελλάδα είναι
όμορφη. Γι αυτό θα μείνω εδώ»
«Θα μείνεις εδώ; Στην Ίο»; Τον ρώτησε με έκπληξη. «Και τι θα κάνεις
εδώ. Η δουλειά σου πίσω στην Φρανκφούρτη;»
«Έλα, έλα, πάμε να φάμε, και θα στα πω όλα.» Και πιάνοντας την από την
μέση, όπως τότε, που ήταν νέοι, την οδήγησε σε ένα τραπέζι στο εστιατόριο που
του άρεσε, δίπλα στη θάλασσα, εκεί στο λιμάνι της Ίου.
Όλα ήταν μαγικά και για τους δύο. Η βραδιά ήταν ζεστή, το φεγγάρι
τεράστιο, έριχνε το φώς του στα καθαρά νερά , ανάμεσα από τις μικρές βάρκες
που νωχελικά κινιόντουσαν, σαν να γελούσαν στους τυχερούς που έτρωγαν στα
γύρω εστιατόρια.
Η παγωμένη ρετσίνα, και το φρέσκο ψάρι που έτρωγαν ,τους έκαναν
ευτυχισμένους. Γελούσαν, έδιναν φιλιά ο ένας στον άλλο, και μιλούσαν για τα
παλιά.
«Θα σου δείξω το σπίτι που μένω.» Είπε ο γιατρός. «Θα σου αρέσει. Θα
δεις.»
Και σήκωσε το χέρι του για να τον δει ο Ανέστης που με την άμαξα
περίμενε λίγο ποιο κάτω.
Ο Ανέστης τους είδε, πλησίασε με την άμαξα το τραπέζι, και κατέβηκε από
την άμαξα για να ανοίξει την πόρτα στο ερωτευμένο ζευγάρι.
Η Δέσπω σαν μαγεμένη και λίγο ζαλισμένη από την ρετσίνα, άφησε τον
γιατρό, τον Ανέστη, και την άμαξα, να την πάρουν όπου αυτοί ήθελαν. Zαλιζόταν
ακόμα περισσότερο όταν ο γιατρός την αγκάλιαζε και την φιλούσε. Όταν έβλεπε
από μακριά το φεγγάρι να πέφτει στη θάλασσα. Ζαλιζόταν από ευχαρίστηση να
νιώθει τον Χάνς, αυτή τη μεγάλη της αγάπη, που έξαφνα την φώναξε πάλι να
ζήσουν ξανά, αυτά που ζούσαν πριν από χρόνια. Τότε που ήταν μαθητές.
«Άραγε, η συνάντηση μας αυτή, έχει μέλλον;» Σκέφτηκαν σιωπηλά και οι
δύο. Και άφησαν τον Ανέστη με το άλογο του να τους ταξιδεύει στη μαγική αυτή
νύκτα.
Έφτασαν στο σπίτι, και ο γιατρός βοήθησε την Δέσπω να κατέβει από την
άμαξα. Πλήρωσε τον Ανέστη, τον ευχαρίστησε ,και ο Ανέστης γελώντας στο
γιατρό, φώναξε στα Ελληνικά στη Δέσπω.
«Καλώς ορίσατε στο νησί μας, καλή διασκέδαση.» Εννοούσε στο κρεβάτι.
Ο γιατρός οδήγησε την Δέσπω στο σπίτι, της έδειξε από την αυλή τα φώτα
της Ίου που έριχναν το φως τους στη θάλασσα, και αγκαλιάζοντας την, τη φίλησε
θερμά.
Δεν είχαν καιρό για να μαζέψουν το μικρό σάκο με τα λιγοστά ρούχα της
Δέσπω. Την κρατούσε πάντα στη αγκαλιά του, και φιλώντας την συνέχεια, μπήκαν
στο δωμάτιο του, χωρίς να ανάψουν τα φώτα. Μόνο το φεγγάρι φώτιζε
μελαγχολικά το δωμάτιο, και μόνο το φεγγάρι τους είδε να πέφτουν στο κρεβάτι.
Και πάλι το φεγγάρι, τους φώτιζε τα γυμνά τους σώματα, που προσπαθούσαν να
γίνουν ένα, και να κερδίσουν τα χρόνια που έχασαν.
Τούς ξύπνησε το κινητό τηλέφωνο του γιατρού. Η Δέσπω εξαντλημένη
από την μάχη του έρωτα που έδωσε όλη τη νύκτα με το γιατρό, και με τα μάτια
πάντα κλειστά, σκέπασε το κεφάλι της με το μαξιλάρι της.
Ο γιατρός ξαφνιασμένος, το άρπαξε γρήγορα, και με μια προαίσθηση ότι
κάποιος θα του έλεγε κάποια άσχημα νέα, είπε στα γερμανικά ένα ξερό «γιά».
Ήταν η πρώην γυναίκα του. Ενώ του μιλούσε στο τηλέφωνο, ο γιατρός
σηκώθηκε, έβαλε γρήγορα το σλιπ του, και έτσι μισόγυμνος βγήκε στη αυλή.
Άκουγε τη γυναίκα του να του μιλάει, και ο γιατρός προσπαθούσε να
συγκεντρώσει την προσοχή του σ' αυτά που άκουγε.
Πρόλαβε να κάνει μερικές ερωτήσεις, και κάνοντας συνέχεια βόλτες στη
αυλή, έλεγε συνέχεια με τρόμο στο πρόσωπο του το γερμανικό «για, για..»
Η φωνή από την άλλη μεριά στο τηλέφωνο έκλεισε πρώτη. Τα νέα που δεν
ήταν καθόλου καλά, έφταναν τη στιγμή που ο γιατρός άρχιζε να ζει μια δεύτερη
και καινούργια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή του.
Αυτά τα άσχημα νέα, έφταναν τώρα, που ξαναβρήκε την πρώτη του αγάπη.
Τώρα που πήρε την απόφαση να ζήσει σ' αυτό το ονειρεμένο μέρος.
Στα αυτιά του άκουγε την κρύα φωνή της γυναίκας του, της πρώην
γυναίκας του, να κλαίει, και να του λέγει..
«Ο γιός μας είναι σε κώμα, σε μια κλινική στη Σιγκαπούρη. Προσπάθησε
να διαρρήξει ένα φαρμακείο, για να πάρει τη δόση του.»
Ο ιδιοκτήτης, που κοιμόταν στο επάνω πάτωμα, ξύπνησε από το θόρυβο,
και κτύπησε τον γιό του γιατρού, την ώρα που ήταν μέσα στο φαρμακείο και
έψαχνε.»
H πρώην γυναίκα του μιλούσε γρήγορα στο τηλέφωνο, και ο γιατρός
προσπαθούσε να ακούσει όλα όσα του έλεγε, με δυσκολία. H απότομη αυτή
είδηση που έπαιρνε μετά από την γλυκεία και ονειρώδη νύκτα με την Δέσπω, τον
σοκάρισε. ΄Aρχισε να τρέμει, και ένιωσε αδύναμος. Πήγε σε μια καρέκλα και
έριξε το βαρύ του σώμα. ΄Aκουγε την φωνή της γυναίκας του, και το μόνο που
μπορούσε να κάνει ήταν να απαντά με ένα αδύναμο «για» στα γερμανικά.
Του είπε και κάτι που ο γιατρός γρήγορα συνειδητοποίησε, ότι ο γιός του
ήταν τυχερός.
«Τον έκλεισαν μέσα για κλοπή, και όχι για ναρκωτικά Εάν τον έπιαναν για
ναρκωτικά, αυτό στη Σιγκαπούρη, σημαίνει θάνατο.»
΄Oταν τελικά πήρε όλα τα δραματικά νέα από την πρώην γυναίκα του,
σηκώθηκε από την καρέκλα με κόπο. ΄Oλα ήταν ήσυχα στο σπίτι, και η Δέσπω
κοιμόταν ακόμα.
Τι θα της έλεγε; Τι θα έκανε; Θα άφηνε τον γιό του στη Σιγκαπούρη, στη
φυλακή, χωρίς λεφτά; Έπρεπε να πάει; Και η Δέσπω, που ήρθε χθες ειδικά για
αυτόν;
Γρήγορα και λογικά, ο γιατρός τα ζύγιασε, και τα σκέφτηκε όλα. Γρήγορα
ντύθηκε, και πάλι χωρίς να κάνει θόρυβο, βγήκε έξω, και με τα λίγα Ελληνικά που
ήξερε, είπε στην κυρία Μαρία, να ετοιμάσει το πρωινό τους.
Η Δέσπω νωχελικά και ναζιάρικα, ήλθε πίσω από το γιατρό που καθόταν
στο τραπέζι της αυλής, και τον φίλησε απαλά.
«Σ' ευχαριστώ, για την υπέροχη νύκτα που πέρασα στην αγκαλιά σου.»
Είπε στο γιατρό.
Η Δέσπω έτρωγε με όρεξη το πρωινό της, και του μιλούσε ασταμάτητα,
θαυμάζοντας την θέα από την αυλή, δίχως να ξέρει ακόμα τα απαίσια νέα, που του
έδωσε η πρώην γυναίκα του. O γιατρός ήταν σιωπηλός, και σκεφτόταν τι έπρεπε
να κάνει. Tην άφησε να μονολογεί, και ξαφνικά την διέκοψε.
«Αγάπη μου, ο γιός μου έχει προβλήματα με την αστυνομία. Πριν λίγο μου
τηλεφώνησε η πρώην γυναίκα μου και μου εξήγησε.»
Η Δέσπω σταμάτησε να τρώει και να μιλάει. Τον κοιτούσε, και ταραγμένη
άκουγε τα δυσάρεστα νέα του.
«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω. Τι θέλεις να κάνεις;» Είπε η Δέσπω, και του
έπιασε το χέρι.
Ο γιατρός ένιωσε το χέρι της στο δικό του, και κατάλαβε ότι η Δέσπω
συμμεριζόταν την ανησυχία του.
«Δεν είμαι τυχερός. Όλοι, και όλα ζηλεύουν που βρεθήκαμε πάλι μαζί.
Γιατί η ευτυχία μας αυτή να τσακιστεί μετά από μερικές ώρες;» Ο γιατρός
κτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι, και συγχρόνως είπε ένα «χιάϊζε»
Kαι οι δύο κατάλαβαν ότι έπρεπε να πάρουν γρήγορα μια απόφαση. O
γιατρός έπρεπε να πάει στο γιό του, και εκείνη να φύγει.
Η Δέσπω μετά από λίγο, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της. Ο γιατρός και
αυτός, σιωπηλά, έβαλε μερικά ρούχα στο μεγάλο του σάκο, και εξήγησε στην
κυρία Μαρία, ότι θα έφευγε για μερικές μέρες. Αλλά θα ξαναγύριζε. Το δωμάτιο
του θα το κρατούσε για πολύ καιρό ακόμα. Έβγαλε από το πορτοφόλι του μερικά
χαρτονομίσματα και τα έδωσε στην Kυρία Mαρία, φιλώντας την.
΄Oλα άρχισαν να γίνονται γρήγορα.
Τηλεφώνησε στον Ανέστη, για να έλθει να τους κατεβάσει με την άμαξα
στο λιμάνι. Kαι μετά από λίγο, το άλογο του Ανέστη, λαχανιασμένο, έφτασε
μπροστά στο σπίτι.
Ο γιατρός βοήθησε την Δέσπω να ανέβει στην άμαξα, και κάθισε δίπλα της
αγκαλιάζοντάς την.
Ο Ανέστης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Mε σιγανή φωνή μιλούσε
στο άλογο, που άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα το δρόμο προς το λιμάνι.
Πήραν το καράβι μαζί με την Δέσπω για τον Πειραιά. Και πάνω στο
καράβι, ο γιατρός έπιασε το χέρι της Δέσπως και της είπε:
«Μόλις γυρίσω, θέλω να έλθεις πάλι στην Ίο. Θέλω να μείνεις μαζί μου.
Δεν θέλω να σε χάσω πάλι. Σ' αγαπώ.» Της είπε και την φίλησε.
H Δέσπω κατάλαβε ότι ο γιατρός της έλεγε την αλήθεια.
«Ναι, σε περιμένω και εγώ. Σ’ αγαπώ. Πήγαινε στο παιδί σου. Σε έχει
ανάγκη. Tηλεφώνα μου και λέγε μου που είσαι, και τί κάνεις. Θα σε περιμένω.»
Μείνανε και οι δύο αγκαλιασμένοι, σιωπηλοί, με μαύρες σκέψεις, και το
μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αγναντεύουν τη θάλασσα μακριά, και να
προσπαθούν να σκεφτούν τι τους φυλάσσει η μοίρα τους.
Η Δέσπω σκεφτόταν αν η συνάντησή τους αυτή θα είχε κάποιο μέλλον, και
ο γιατρός σκεπτόταν το παιδί του, και τι θα έπρεπε να κάνει.
Ο γιατρός θυμήθηκε για μια στιγμή τον φίλο του τον Μήτσο που είχε το
ταξί στην Αθήνα. Τον πήρε τηλέφωνο, και του εξήγησε τι ήθελε. Του είπε ότι το
πλοίο από την Ίο θα άραζε σε μερικές ώρες στο Πειραιά, και θα ήθελε να ερχόταν
με το ταξί να τον πάρει.
Η Δέσπω άκουγε χωρίς να μιλά. Του είπε αν ήθελε να έμενε για σήμερα
στο σπίτι της στην Αθήνα, και να έφευγε για την Σιγκαπούρη την άλλη μέρα.
Όμως ο γιατρός δεν ήθελε να χάσει ούτε στιγμή. Ήθελε να έφευγε αμέσως.
Η Δέσπω πιο ήρεμη, σκέφτηκε για αεροπορικά εισιτήρια, αν θα είχε πτήση
για την Σιγκαπούρη, τι θα έκανε αν ο γιατρός δεν μπορούσε να φύγει αμέσως, και
πήρε τηλέφωνο την υπάλληλο που είχε στο Ιατρείο της για να αρχίσει να ψάχνει
για πτήσεις.
Ο γιατρός φίλησε τη Δέσπω τρυφερά, όταν είδε πόσο ενδιαφερόταν για το
πρόβλημα με τον γιο του. Και όταν της είπε με ένα φιλί ευχαριστώ, η Δέσπω του
απάντησε με δακρυσμένα μάτια.
«Ο γιος σου μπορούσε να ήταν και γιος μου. Δεν θυμάσαι τα όνειρα μας.;
Πάντα ήθελες να κάνεις ένα γιο μαζί μου..»
Το τηλέφωνο της Δέσπως κτύπησε. Ήταν η υπάλληλος της από το Ιατρείο.
«Έχει πτήση για Σιγκαπούρη, και ελεύθερες θέσεις στις τρεις το απόγευμα
από το Ελευθέριος Βενιζέλος.» ‘Άκουσε η Δέσπω από το τηλέφωνο.
Γρήγορα με την γραμμή ανοικτή, η Δέσπω άρχισε να υπολογίζει την ώρα
που το καράβι θα έφτανε στο Πειραιά, πόση ώρα θα χρειαζόταν να πάει στο
αεροδρόμιο, και αν θα μπορούσε να προλάβει το αεροπλάνο.
Και οι δύο υπολόγισαν μαζί, ότι μπορούσε να προλάβει ο γιατρός την
πτήση για Σιγκαπούρη. Και αποφασιστικά ο γιατρός ζήτησε από την Δέσπω να πει
στην υπάλληλό της να κλείσει μια θέση. Έβγαλε από το πορτοφόλι του την
πιστωτική κάρτα του, και η Δέσπω από το τηλέφωνο έδωσε τον αριθμό της κάρτας
στην υπάλληλο, και της είπε να κλείσει μια θέση για Σιγκαπούρη.
Ο γιατρός ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Μήτσος θα τον περίμενε στο λιμάνι.
Τον πήρε πάλι τηλέφωνο, και ο Mήτσος είπε στο γιατρό, ότι εκείνη την στιγμή
κατέβαινε με το ταξί για Πειραιά. Θα τον περίμενε στην προβλήτα.
Όλα έγιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Ο Μήτσος σήκωσε το χέρι του όταν είδε
το γιατρό πάνω στο πλοίο που έδενε στην προβλήτα. Ο γιατρός τον χαιρέτησε και
αυτός, και γρήγορα με την Δέσπω, πρώτοι, κατέβηκαν την σκάλα του πλοίου .
Ο Μήτσος γρήγορα τους χαιρέτησε και τούς δύο, πήρε τα πράγματα τους, τα
έβαλε μέσα στο ταξί, και γρήγορα, μπήκε στη καινούργια εθνική οδό που πήγαινε στο
αεροδρόμιο.
Μέσα στο ταξί η Δέσπω έλεγε στο γιατρό τι θα έπρεπε να κάνει, που θα
έπρεπε να πάει όταν θα έφθανε στη Σιγκαπούρη, και όλα τα άλλα που έρχονταν στο
καθαρό μυαλό της. Ο γιατρός την άκουγε προσεκτικά, ενώ ο Μήτσος τους έριχνε
συχνά ματιές από το καθρέπτη του ταξί.
Έφτασαν στο αεροδρόμιο, και γρήγορα πήγαν στο Χολ των εισιτηρίων. Ο
Μήτσος περίμενε έξω τη Δέσπω για να τη γυρίσει πίσω στην Αθήνα.
Η Δέσπω έσφιξε του γιατρού το χέρι, τον φίλησε, και του είπε ότι θα τον
περίμενε.
Του χάδεψε τα μαλλιά, και του είπε:
«Τηλεφώνα μου κάθε μέρα, και λέγε μου τι κάνεις με το παιδί. Αν θελήσεις,
μπορώ να έλθω στη Σιγκαπούρη για να είμαι κοντά σου. Έλα φύγε τώρα. Σ’ αγαπώ.»
Ο γιατρός τη φίλησε, και γρήγορα απομακρύνθηκε, για να μη δει η Δέσπω, τα
βουρκωμένα από τα δάκρυα μάτια του.
Kεφάλαιο 6

Το αεροπλάνο της Ολυμπιακής προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της


Σιγκαπούρης. Mέσα στο αεροπλάνο ο γιατρός είχε αρκετό καιρό, να προγραμματίσει
τι έπρεπε να κάνει. Είχε έτοιμη τη διεύθυνση που έπρεπε να πάει, και είδε πάλι τα
τηλέφωνα που η γυναίκα του τού είχε δώσει, και τα ονόματα των αστυνομικών στη
Σιγκαπούρη που είχαν την υπόθεση του γιου του.
Πέρασε τον έλεγχο των διαβατηρίων γρήγορα και ήσυχα, γιατί έδειξε τα
ονόματα των αστυνομικών το όνομα και την διεύθυνση του αστυνομικού τμήματος
που έπρεπε να πάει.
Η κούραση από το ταξίδι, και η αϋπνία, δεν μπόρεσαν να τον σταματήσουν
για να βρει γρήγορα τον γιο του. Πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά του, και
ζήτησε από το οδηγό να τον πάει στη διεύθυνση που είχε γράψει σε ένα κομμάτι
χαρτί.
Μετά από κάμποση ώρα το ταξί σταμάτησε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα
που η γυναίκα του του είχε πει ότι έπρεπε πρώτα να απευθυνθεί. Πλήρωσε το ταξί,
και με φοβισμένο βλέμμα άρχισε να ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στη
ρεσεψιόν.
Κόσμος έμπαινε και έβγαινε φωνάζοντας και μιλώντας στη γλώσσα της
Σιγκαπούρης, ενώ μια μυρωδιά από ιδρωμένα σώματα έκαναν το γιατρό να αηδιάσει.
Ένιωσε το πουκάμισο του υγρό πάνω στο σώμα του. Ήταν το υγρό και ζεστό κλίμα
της Σιγκαπούρης.
Ο γιατρός πλησίασε τον αστυνομικό στη ρεσεψιόν, και του έδειξε ένα άλλο
χαρτί με το όνομα του αστυνομικού που είχε την υπόθεση του γιου του.
Βλέποντας ο αστυνομικός ότι δεν ήταν από τη Σιγκαπούρη, του είπε στα
Αγγλικά τον όροφο και τον αριθμό του γραφείου.
Πήρε το ασανσέρ και πήγε στον όροφο πού ήταν το γραφείο του που του είπε
ο αστυνομικός. Το γραφείο ήταν ανοικτό, αλλά δεν ήταν κανείς μέσα. Κοίταξε στα
γύρω γραφεία. Ήταν γεμάτα από ανθρώπους, και άλλους αστυνομικούς, που φώναζαν
και χειρονομούσαν, που έγραφαν η τηλεφωνούσαν. Τι να έκανε;
Έτσι κουρασμένος που ήταν και ιδρωμένος, μπήκε μέσα στο άδειο γραφείο,
και κάθισε σε μια καρέκλα.
Πάνω στο γραφείο οι φάκελοι , τα ντοσιέ, και τα χαρτιά, τον άφησαν να
καταλάβει ότι ο αστυνομικός θα ήταν πολύ απασχολημένος. Αυτό έκανε το γιατρό να
προετοιμάσει τα λόγια του και τις κουβέντες του. ¨Έβλεπε τις φωτογραφίες στους
γύρω τοίχους, το σωρό με τα σβησμένα τσιγάρα μέσα σε ένα τεράστιο σταχτοδοχείο,
κάτι μικροαντικείμενα και κλειδιά πάνω στο γραφείο, και προσπαθούσε να φανταστεί
με τι είδους αστυνομικό είχε να κάνει.
Πέρασε περίπου μια ώρα. Ίσως και περισσότερο, όταν έξαφνα μπήκε μέσα
στο γραφείο μια γυναίκα. Μόλις είδε το γιατρό, του μίλησε Αγγλικά. Ο γιατρός
έβγαλε πάλι από την τσέπη του το τσαλακωμένο χαρτί, και το έδειξε στη γυναίκα.
«Ναι εγώ είμαι η Τσιάν Λου. Εσείς ποιος είστε;» Του είπε η γυναίκα πάλι στα
Αγγλικά.
Ο γιατρός δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του μπροστά στη γυναίκα
αστυνομικό, και μετά από μερικά δευτερόλεπτα στάσης, της απάντησε.
«Είμαι ο γιατρός Xάνς Βάλτερχιαιτ, ο πατέρας του νεαρού γερμανού Ντίτερ
Βάλτερχιάιτ...»
«Α ναι, ναι, του νεαρού που μπήκε μέσα στο φαρμακείο για να κλέψει. Nαι,
καθίστε.» Διέκοψε η γυναίκα αστυνομικός.
Ο γιατρός κάθισε πάλι, και περίμενε την Τσιάν Λού, να του μιλήσει.
Η Τσιάν Λου, έψαξε μέσα στο σωρό από τα ντοσιέ πάνω στο γραφείο της, και
τράβηξε ένα ντοσιέ. Το άνοιξε, κοίταξε λίγο και μετά του είπε.
«Στην πραγματικότητα ο γιος σας θα έπρεπε να πάει στη φυλακή με την
κατηγορία όχι της κλοπής, αλλά ότι είναι ναρκομανής. Επειδή είναι όμως ανήλικος,
και επειδή όταν συνελήφθη δεν είχε στα χέρια του ναρκωτικά, και δεν μπορέσαμε να
βρούμε μέσα στο φαρμακείο ναρκωτικά, τον βάλαμε φυλακή για κλοπή. Όμως ο γιος
σας, είναι ναρκομανής.»
Η Τσιάν Λου, τα έλεγε όλα αυτά με μια απάθεια, και με μια φωνή κρύα, που
έκανε το γιατρό να καταλάβει ότι του έκαναν μεγάλη χάρη για τον γιο του.
«Στη χώρα μας, τα ναρκωτικά τιμωρούνται με θάνατο.» Αντήχησε η φωνή της
αστυνομικού μέσα στο γραφείο.
«Μάλιστα. Kαταλαβαίνω. Πότε μπορώ να τον δω;» Είπε σιγανά ο γιατρός.
«Πρέπει να ρωτήσετε στη φυλακή, τι ώρες είναι οι επισκέψεις, αλλά και αν
μπορείτε να το δείτε.»
«Δεν τον έχετε εδώ;» Ρώτησε με αγωνία ο γιατρός.
«Φυσικά και όχι. Εδώ είναι αστυνομικό τμήμα. Τον έστειλαν σε μια φυλακή
σε ένα άλλο μέρος. Εδώ έχω μόνο τον φάκελο του.» Είπε καπνίζοντας η αστυνομικός.
«Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στη φυλακή για να μου επιτρέψουν να τον
επισκεφθώ;»
Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, και έγραψε ένα τηλέφωνο. Μετά το έδωσε στο
γιατρό, και του είπε.
«Εσείς να πάρετε τηλέφωνο. Μην ξεχνάτε ότι πρέπει να γίνει πρώτα η δίκη
του. Σας συστήνω λοιπόν να βρείτε ένα δικηγόρο.»
Ο γιατρός κατάλαβε τι τον περίμενε. Στην αρχή νόμισε ότι όλα θα τέλειωναν
εύκολα, ότι θα ερχόταν στη Σιγκαπούρη, θα πλήρωνε κάτι η κάποιον, και θα έπαιρνε
το γιο του να φύγουν.
Η Τσιάν Λου, σηκώθηκε από το γραφείο της, πάντα με το τσιγάρο στο στόμα,
ανέκφραστη. Τον κοίταζε με τα μικρά και στενά μάτια της, που έμοιαζαν σαν
κουμπότρυπες, και περίμενε τον γιατρό να της αδειάσει το γραφείο.
Ο Γιατρός κατάλαβε με τι σύστημα και με τι ανθρώπους είχε να κάνει, και
βγήκε από το γραφείο λέγοντας μόνο ένα μικρό, και μισό ευχαριστώ.
H αστυνομικός έπιασε αμέσως το τηλέφωνο. Μιλούσε γρήγορα, και κοίταζε
ειρωνικά το γιατρό που έφευγε προς το βάθος του διαδρόμου.
«Θα ξανάρθει σε μένα.. περίμενε μέχρι να σε πάρω τηλέφωνο πάλι... Εσύ μη
δώσεις άδεια για επίσκεψη στη φυλακή. Φαίνεται ότι έχει λεφτά. Στη κατάθεση του
γιού του βλέπω ότι είναι γιατρός. Καθηγητής στη Γερμανία. Περίμενε το τηλέφωνο
μου»
Η Τσιάν Λού με τα μάτια κουμπότρυπες, έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι της,
και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο γιατρός βγήκε έξω από το τμήμα, με πονοκέφαλο από την αϋπνία, και με το
στόμα του ξηρό σαν παπούτσι. Είδε απέναντι στο δρόμο ένα μπαρ και μπήκε μέσα.
Παράγγειλε μια μπύρα να ξεδιψάσει, και κάθισε σε ένα κάθισμα να σκεφτεί τι
έπρεπε να κάνει.
Πρώτα βρήκε ένα ξενοδοχείο λίγο ποιο κάτω από το αστυνομικό τμήμα. Πήρε
ένα δωμάτιο, και αμέσως, έτσι με τα ρούχα, εξαντλημένος από την κούραση έπεσε
στο κρεβάτι. Όταν ξύπνησε ήταν νύχτα.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω τον παράξενο αυτό κόσμο
που πήγαινε και ερχόταν, τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν σαν χελώνες, και τις χιλιάδες
ακαταλαβίστικες φωτεινές επιγραφές που άναβαν και έσβηναν. Είδε και το
αστυνομικό τμήμα ποιο κάτω, πάντα με τον κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει. Κοίταξε
το ρολόι του που έδειχνε τρείς. Αλλά τι τρείς; Το πρωί η το βράδυ; Και εδώ σ' αυτό
το μέρος της γης, τι ώρα θα ήταν;
Πεινούσε, και διψούσε. Πήγε γρήγορα και έκανε ένα ντους, έβγαλε από το
σάκο του ένα τζίν και ένα πουκάμισο, τα έβαλε, ενώ κοίταζε από το ανοικτό
παράθυρο κάτω στο δρόμο που θα πήγαινε να έτρωγε κάτι. Είδε μια επιγραφή με
λατινικούς χαρακτήρες. « USA BAR».
Κατέβηκε κάτω στο δρόμο και μπήκε μέσα. Τουλάχιστον εκεί θα έβρισκε κάτι
να φάει, και θα ήξερε τι θα έτρωγε. Πίσω από το μπαρ ήταν δύο νέοι άντρες. Ήταν
άσπροι, και ξανθοί. Μάλλον αμερικάνοι, σκέφτηκε. Μίλησε αγγλικά.
«Τι μπορώ να φάω.» Ρώτησε ο γιατρός.
Ο ένας από τους άντρες, του έδωσε ευγενικά και γρήγορα ένα κατάλογο, και
με φωνή κάπως παράξενη για άντρα, τον ρώτησε από που ήταν.
Ο γιατρός μίλησε κάμποση ώρα μαζί του, και παράγγειλε κοτόπουλο με ρύζι,
ψημένο με αμερικάνικο τρόπο, και όχι με τις κινέζικες σάλτσες, και μπαχαρικά, που
τόσο ο γιατρός αντιπαθούσε. Πήρε και μια μπύρα, και άρχισε να τρώει κοιτάζοντας
τους άλλους πελάτες μέσα στο μπαρ.
Μετά που έφαγε, άρχισε να βλέπει τα χαρτιά του που είχε στο πορτοφόλι του.
Είδε τα τηλέφωνα του στην ατζέντα του, και βρήκε το κινητό της Δέσπως.
Πάτησε το νούμερο στο πληκτρολόγιο του κινητού, αλλά δεν λειτουργούσε.
Ήταν το τηλέφωνο με την κάρτα της Ελλάδας. Στη Σιγκαπούρη δεν λειτουργούσε.
Ρώτησε τον νεαρό αμερικάνο πίσω από το μπαρ αν μπορούσε να
τηλεφωνήσει, και ο νεαρός έβαλε πάνω στο πάγκο του μπαρ ένα τηλέφωνο που
έβγαλε πίσω από το μπαρ.
Το τηλέφωνο της Δέσπως κουδούνιζε. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η
Δέσπω απάντησε.
«Δέσπω, εγώ είμαι. Συγνώμη αν σε ενοχλώ..» Είπε ο γιατρός.
«Χάνς..αγάπη μου, τι κάνεις, έφτασες; που είσαι τώρα;» Η Δέσπω άρχισε τις
ερωτήσεις.
«Πες μου.. τι ώρα είναι στην Ελλάδα; « Ρώτησε γρήγορα ο γιατρός.
«Εδώ τώρα είναι έξι το απόγευμα» Του είπε η Δέσπω.
Μίλησαν μαζί αρκετή ώρα. Ο Γιατρός αισθάνθηκε πολύ πιο άνετα, και
καλύτερα. Η Δέσπω του έδωσε κουράγιο. Της είπε τα σχέδια του.
Την ρώτησε για να βεβαιωθεί πάλι για τα αισθήματά της. Της είπε για τον
πολύτιμο χρόνο που χάνουν και οι δύο, και τη βεβαίωσε ότι σύντομα θα είναι μαζί.
Ήταν πάλι και οι δύο, το ίδιο, όπως τότε στη Φραγκφούρτη, στο
πανεπιστήμιο. Εραστές. Αυτό άρεσε στο γιατρό. Του έδωσε δύναμη για την
καινούργια μέρα που θα ερχόταν.
Πλήρωσε, ευχαρίστησε τους Αμερικάνους πίσω από το μπαρ, και μόνο τότε
που τον χαιρέτισαν και του είπαν να ξανάλθει, κατάλαβε ο γιατρός ότι ήταν
ομοφυλόφιλοι. Όμως του άρεσαν. Βρήκε παρέα, του είπαν ένα σωρό πράγματα για τη
Σιγκαπούρη, και έφαγε κάτι που ήξερε.
Πήγε πίσω στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε μερικές ώρες. Τον ξύπνησαν από
το ανοικτό παράθυρο τα συνεχόμενα κλάξον των αυτοκινήτων, και οι παράξενες
φωνές, και ομιλίες κάτω στο μεγάλο δρόμο.
Σηκώθηκε και έκανε γρήγορα ένα ντους. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στη φυλακή
για τον γιο του Ντίτερ. Σήμερα θα πήγαινε στη φυλακή να τον έβλεπε.
Βρήκε το τηλέφωνο που του έδωσε η αστυνομικός Τσιάν Λού, και ζήτησε από
την ρεσεψιόν να τηλεφωνήσουν στο νούμερο αυτό.
Η φωνή στη άλλη άκρη μιλούσε τη γλώσσα της Σιγκαπούρης. Ο γιατρός
εξήγησε στα Αγγλικά ότι ήταν ο πατέρας του Ντίτερ, αλλά η φωνή εξακολουθούσε
να του μιλά ξένα. Γρήγορα έκλεισε το τηλέφωνο, και κατέβηκε στην Ρεσεψιόν.
Εξήγησε στον υπάλληλο τι ήθελε, και ο υπάλληλος τηλεφώνησε πάλι στη φυλακή.
Ζήτησε αν ο γιατρός θα μπορούσε να πήγαινε το πρωί για να δει τον γιο του.
Η απάντηση ήταν όχι. Ο γιατρός άρχισε να χάνει την υπομονή του. Δεν ήξερε
από που να αρχίσει, ποιο να ζητήσει, και που να πάει. Θυμήθηκε την Τσιάν Λού την
αστυνομικό. Ευτυχώς που βρήκε ξενοδοχείο δίπλα στην αστυνομία. Αυτή θα τον
βοηθούσε. Σκέφτηκε ο γιατρός.
Γρήγορα πήγε απέναντι στο αστυνομικό τμήμα, πήγε στον όροφο που ήταν το
γραφείο της γυναίκας, και κτύπησε την κλειστή πόρτα. Άκουσε την παράξενη φωνή
της, και άνοιξε την πόρτα.
«Α, καλημέρα γιατρέ Βάλτερχιάιτ.» Το όνομα του γιατρού το είπε με
δυσκολία.
Ο γιατρός χωρίς καθυστερήσεις, και προσπαθώντας να κρατήσει όσο ποιο
πολύ μπορούσε τον ευγενικό τρόπο που χρειαζόταν να ζητά μια χάρη, της ζήτησε να
πάει στη φυλακή και να δει τον γιο του.
Η Τσιάν Λού περίμενε το γιατρό να ξανάρθει, και περίμενε να της ζητήσει,
αυτή ακριβώς τη χάρη. Τα μάτια της έκλεισαν ακόμα περισσότερο, και άναψε ένα
τσιγάρο. Έβλεπε το γιατρό που ήταν ιδρωμένος, να περιμένει με λαχτάρα τι θα του
έλεγε. Όλα αυτά η Τσιάν Λού τα περίμενε και είχε τα είχε σχεδιάσει ! Ο πόνος, και η
ανάγκη του γιατρού για να δει τον γιό του, θα της έβγαζαν πολλά λεφτά.
«Ξέρετε γιατρέ, είπε, η υπόθεση του γιού σας δεν είναι και τόσο εύκολη.
Χρειάζεται να βρείτε πρώτα ένα δικηγόρο που να ξέρει το ποινικό σύστημα της
χώρας μου. Έπειτα όπως σας είπα χθες, δεν ξέρω αν οι επισκέψεις επιτρέπονται κάθε
μέρα. Η φυλακή που έστειλαν τον γιο σας είναι κάπου δύο ώρες με αυτοκίνητο από
εδώ, και εγώ δεν έχω δικαιοδοσία στη φυλακή αυτή, Όλα εξαρτώνται από τον
διευθυντή της φυλακής, αλλά και του δικαστηρίου που θα πρέπει να ορίσει την
ημερομηνία της δίκης.»
Ο γιατρός κόντεψε να λιποθυμήσει από αυτά που άκουσε. Έκατσε στο
κάθισμα, απέναντί της εντελώς απογοητευμένος. Σκούπισε τον ιδρώτα του, και την
ρώτησε ξανά,
«Πέστε μου τι χρειάζεται να κάνω. Πρέπει να βοηθήσω τον γιο μου. Ξέρετε
κανένα δικηγόρο να μου συστήσετε;» Είπε ο γιατρός.
«Μπορώ να σας βρω κάποιο.. δεν ξέρω όμως αν είναι ελεύθερος.»
«Ναι. Παρακαλώ πολύ τηλεφωνήστε του. Μπορώ να πάω στο γραφείο του και
να τον δω» Είπε πάλι ο γιατρός.
Η Τσιάν Λού, πήρε τηλέφωνο κάποιο δικηγόρο που συνεργαζόταν μαζί με την
αστυνομία. Μίλησαν μαζί στο τηλέφωνο για αρκετή ώρα. Ο γιατρός καθόταν στο
κάθισμα απέναντι στη Τσιάν Λού, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να
εξαρτάται από αυτή.
«Θα σας περιμένει στο γραφείο του στις οκτώ απόψε.» Του είπε.
«Απόψε; Τώρα δεν μπορώ να πάω να τον δω; Έχασα πάλι άλλη μια μέρα.»
Είπε ταραγμένος.
«Όχι.. μπορεί να σας δει στις οκτώ. Σας συμβουλεύω να πάτε. Όσο για την
φυλακή, κάτι θα μπορέσω να κάνω με τον διευθυντή. Χρειάζεται να του δώσουμε
μερικά χρήματα..» Η φωνή της ακούστηκε ακόμα ποιο παράξενα.
Ο γιατρός χωρίς να ρωτήσει κάτι άλλο κατάλαβε, και της είπε ξερά.
«Πόσα χρειάζεστε;»
«Δώστε μου πεντακόσια δολάρια. Με αυτά, θα δείτε τον γιο σας αύριο
κιόλας.» Είπε στο γιατρό γελώντας αινιγματικά.
Ο Γιατρός χωρίς να παραξενευτεί, έβγαλε από το πορτοφόλι του τα δολάρια,
και μέτρησε πεντακόσια, μπροστά στην Τσιάν Λού , που ήταν όρθια, και έβλεπε σαν
πεινασμένη τα δολάρια.
Όταν της τα έδωσε, τα έβαλε γρήγορα στο συρτάρι του γραφείου της, χωρίς
να τα μετρήσει, και προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ότι τάχα οι δουλειές αυτές
χρειάζονται χρήματα.
Ο γιατρός αμέσως σηκώθηκε, και ετοιμάστηκε να φύγει. Η αστυνομικός,
πάντα με το τσιγάρο στο στόμα, είπε στο γιατρό ότι είναι στη διάθεση του για ότι
χρειαστεί. Ο γιατρός πήρε γρήγορα το χαρτάκι με την διεύθυνση και το τηλέφωνο του
δικηγόρου, και έφυγε λέγοντας ένα ευχαριστώ, και ένα αντίο, γεμάτα δυσαρέσκεια
και απογοήτευση.
Το ταξί σταμάτησε έξω από ένα μοντέρνο, και πανύψηλο κτήριο. Ήταν ακόμα
εφτά και μισή. Ο γιατρός δεν ήθελε με καμία αιτία να χάσει το ραντεβού του με τον
δικηγόρο, αλλά και να αργοπορεί την ελευθερία του γιού του.
Είδε στο χολ το όνομα και τον όροφο που ήταν το γραφείο του δικηγόρου, και
γρήγορα μπήκε σε ένα ασανσέρ.
Πάτησε τον δωδέκατο όροφο. Ήταν μόνος μέσα στο ασανσέρ. Έβλεπε τον
δείκτη με τα φωτεινά νούμερα να ανεβαίνουν.΄Oλα ήταν παράξενα. O κόσμος αυτός,
τα κτήρια, το κλίμα, η αφόρητη αυτή ζέστη που κολλούσε τα ρούχα του πάνω στο
δέρμα του. Πάλι προσπάθησε να δει στο μυαλό του το πρόσωπο του γιού του.
Τα λίγα λεπτά που χρειάστηκε το ασανσέρ να σταματήσει στον δωδέκατο
όροφο που ήταν το γραφείο του δικηγόρου, ο γιατρός θυμήθηκε τον γιό του μωρό.
Τον θυμήθηκε σε στιγμές ευτυχίας, στο σπίτι τους στην Φρανκφούρτη. Πάντα το
βράδυ, πριν πάει για ύπνο, του έλεγε μια μικρή ιστορία. Τον ρωτούσε τι έκανε στο
σχολείο. Και ο γιατρός δεν χόρταινε να τον ακούει να μιλά ασταμάτητα. Μετά τον
φιλούσε, τον σκέπαζε, έσβηνε το φως, και έφευγε για να πάει στο δωμάτιο της κόρης
του, και να αρχίσει πάλι τα ίδια από την αρχή. Ιστορίες, ερωτήσεις, και πάλι
ερωτήσεις από την κόρη του, και οδηγίες, φιλιά, γέλια, μέχρι που η νύστα της έκλεινε
τα μάτια.
Σκεφτόταν τις υπέροχες αυτές στιγμές με τα παιδιά όταν είναι μικρά. Την
γυναίκα του να ετοιμάζει το φαγητό, ενώ μια γλυκιά μουσική ερχόταν από το σαλόνι,
με το αναμμένο τζάκι.
Μετά, ξαφνικά, έρχονται τα χρόνια που τα παιδιά μεγαλώνουν. Και αρχίζουν
να λένε πάντα, «ξέρω, ναι ξέρω, δεν είμαι μικρός μπαμπά. Άφησε με ήσυχο μπαμπά.
Είμαι μεγάλος, και ξέρω τι κάνω..»
Έρχονται τα χρόνια που τα παιδιά κοιτάζουν τους γονείς τους σαν
μεσαιωνικούς ιεροεξεταστές. Αντιπαθούν τις ερωτήσεις , «που ήσουν, τι έκανες εκεί,
με ποιον πήγες, τι κάπνισες, πόσα κάπνισες..»
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε, και ο γιατρός ήλθε πάλι στην πικρή
πραγματικότητα.
Πήγαινε να βρει δικηγόρο για το γιό του, γιατί μπήκε να κλέψει. Να κλέψει
ναρκωτικά.
Το όνομα του δικηγόρου ήταν Βεσάντ Ντόνγκ. Και το γραφείο του ήταν
μερικές πόρτες ποιο κάτω. Ο διάδρομος όπως και η είσοδος του κτηρίου κάτω στο
ισόγειο ήταν άδειος.
Κτύπησε την πόρτα, και από το θυροτηλέφωνο, άκουσε μια φωνή να ρωτά
κάτι στη γλώσσα της Σιγκαπούρης. Ο γιατρός είπε το όνομά του, και στα Αγγλικά
εξήγησε το ραντεβού του, και ότι έρχεται από την αστυνομικό Τσιάν Λού.
Η πόρτα άνοιξε, και ο γιατρός μπήκε σε ένα πολυτελέστατο γραφείο. Μια
κοπέλα με υπέροχο πρόσωπο, και άψογο ντύσιμο, της Σιγκαπούρης , τον υποδέχτηκε,
και του είπε να καθίσει. Τον ρώτησε με την γλυκιά φωνή της, τι θα ήθελε να πιεί.
Η κοπέλα τον ανάγγειλε σε ένα άλλο γραφείο. Αμέσως ένας ηλικιωμένος
άντρας από την Σιγκαπούρη, άψογα ντυμένος, βγήκε και τον πήρε στο γραφείο του.
Ήταν ο Βενσάν Ντόγκ, ο δικηγόρος.
Ο γιατρός κάθισε, και η κοπέλα του έφερε μια παγωμένη μπύρα. Ο δικηγόρος
τον άφησε να πιεί, και να ηρεμήσει, και πήρε από το γραφείο του τον φάκελο που είχε
ήδη ετοιμάσει για τον γιό του.
Ο γιατρός πίνοντας την μπύρα του έβλεπε τον δικηγόρο. Ήταν περίπου
πενήντα χρονών, λεπτός, λίγο φαλακρός, με γυαλιά, και με μικρά μάτια τύπου
Σιγκαπούρης.
Τα Αγγλικά του ήταν άπταιστα, και με την ψιλή του φωνή άρχισε να κάνει
ερωτήσεις σχετικά με τον γιό του γιατρού.
Μετά που έμαθε από το γιατρό αυτά που ήθελε, και μετά τις σημειώσεις που
πήρε, έβγαλε τα γυαλιά του, και είπε:
«Δόκτωρ Βαλτερχιάιτ. Η υπόθεση του γιού σας δεν είναι δύσκολη, αλλά
μπορεί να πάρει επικίνδυνες μορφές τότε που θα γίνει η δίκη. Από ότι μου είπε η φίλη
μου η Τσιάν Λού, τον γιό σας τον συνέλαβαν την ώρα που ήταν μέσα στο φαρμακείο.
Ο φαρμακοποιός που κατέβηκε στο φαρμακείο, την ώρα που ο γιός σας
προσπαθούσε να κλέψει χρήματα, η να κλέψει χαπάκια...»
Εδώ ο δικηγόρος σταμάτησε, και ευγενικά, ρώτησε το γιατρό.
«Δόκτωρ Βαλτερχιάιτ, πείτε μου ειλικρινά σας παρακαλώ, αν ο γιός σας είναι
ναρκομανής. Πρέπει να τα μάθω όλα , για να μπορέσω να δω που πρέπει να οδηγήσω
τη δίκη. Αν το δικαστήριο τον καταδικάσει για χρήση ναρκωτικών, ο γιός σας ίσως
καταδικαστεί σε ισόβια, η σε θάνατο. Στη χώρα μου τα ναρκωτικά τιμωρούνται με
θάνατο.»
Ο γιατρός άρχισε να ιδρώνει. Αυτά που είπε ο δικηγόρος του τα είπε τα ίδια
και η Τσιάν Λού η αστυνομικός. Ήξερε ότι ο γιός του έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά όχι
και στο σημείο να κλέψει φαρμακείο για να πάρει έστω και χαπάκια.
Όλα αυτά, σήμαιναν ότι το παιδί του βρισκόταν σε πολύ επικίνδυνη και
σοβαρή κατάσταση στη δίκη που θα γινόταν, αλλά και στην υγεία του.
«Ναι έπαιρνε ναρκωτικά τότε που ήταν στο σχολείο με τους φίλους του. Αλλά
νόμιζα ότι το θέμα δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Ξέρετε.. στη περίοδο αυτή, χώρισα
από την γυναίκα μου, και έφυγα από το σπίτι.» Είπε ο γιατρός και ήπιε πάλι λίγη
μπύρα.
«Λοιπόν, ακούστε τι θα κάνομε πρώτα. Θα πάμε να δούμε στη φυλακή τον γιό
σας. Θέλω να τον δείτε πρώτα εσείς. Μετά θα πρέπει να ζητήσουμε να εξεταστεί από
ένα γιατρό εδώ στη Σιγκαπούρη. Πρέπει να αποδείξομε στο δικαστήριο ότι ο γιός σας
δεν είναι ναρκομανής, και ότι μπήκε στο φαρμακείο για να κλέψει όχι χάπια, αλλά
χρήματα. Καταλάβατε δόκτωρ. Μπήκε να κλέψει χρήματα. Είχε ανάγκη από χρήματα
γιατί δεν του στέλνατε, και γιατί τα χρήματα του τα ξόδεψε με την φίλη του. Aυτό
που σας λέω τώρα είναι πολύ σπουδαίο. Aυτό θα λέμε, και αυτό πρέπει να
αποδείξουμε.»
Ο δικηγόρος κοίταξε πάλι στα χαρτιά του, και είπε στο γιατρό.
«Η Τσιάν Λού μου είπε ότι η φίλη του γιού σας, έφυγε για τη Γερμανία μετά
που συνέλαβαν τον γιό σας. Είχε αεροπορικό εισιτήριο, και έφυγε μόνη της μετά από
δύο ημέρες που συνέλαβαν τον γιό σας.»
«Δεν ξέρω να σας πω τίποτα. Μόλις μου είπαν ότι ο γιός μου είναι στη
φυλακή εδώ, πήρα το αεροπλάνο και ήλθα. Δεν ήξερα ότι ο γιός μου ήταν εδώ με την
φίλη του. Αυτά θα τα ξέρει καλύτερα η γυναίκα μου.. Δεν ξέρω.. τι να σας πω...»
Ο γιατρός άρχισε να νευριάζει. Άνοιξε ακόμα το πουκάμισο του. Αισθανόταν
ότι ο αέρας εκεί μέσα στο γραφείο του δικηγόρου ήταν λίγος. Ήθελε να ανοίξει το
παράθυρο και να αναπνεύσει φρέσκο αέρα.
Ο δικηγόρος τον κατάλαβε. Φώναξε την γραμματέα του, και της είπε να φέρει
μια ζεστή πετσέτα βρεγμένη με άρωμα γιασεμί, και τσάι γιασεμί. Το συνηθίζουν αυτό
στις χώρες αυτές.
Ο γιατρός πήρε την πετσέτα και σκούπισε το ιδρωμένο του πρόσωπο. Ήπιε
και λίγο από το τσάι, και κάπως ηρέμησε.
Ο δικηγόρος στο διάστημα αυτό μιλούσε στο τηλέφωνο. Μιλούσε με τον
διευθυντή της φυλακής. Μετά από αρκετή ώρα στο τηλέφωνο, είπε στο γιατρό.
«Θα πάμε μαζί να δούμε τον γιό σας. Όμως πρέπει πρώτα να περιμένουμε την
Τσιάν Λού να πάει πρώτα αυτή στη φυλακή. Η Τσιάν Λού ξέρει πως πρέπει να
χειριστεί τον διευθυντή. Πριν την ημερομηνία της δίκης, δεν μπορούμε να μπούμε
στη φυλακή για να δούμε τον γιό σας. Αύριο θα μου πει πότε θα γίνει η δίκη. Και
αύριο νομίζω ότι το απόγευμα θα δούμε τον γιό σας. Συμφωνείτε με όσα σας είπα
δόκτωρ; Συμφωνείτε να αναλάβω την δίκη του γιού σας;» Είπε στο γιατρό ο
δικηγόρος.
«Ω ναι, ναι. Συμφωνώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Τόνγκ. Σας
ευχαριστώ.» Απάντησε ο γιατρός συγκινημένος.
«Λοιπόν τώρα θέλω να πάτε στο σπίτι σας να κοιμηθείτε. Αύριο μας περιμένει
μια δύσκολη μέρα.» Είπε ο δικηγόρος γελώντας. Και θέλω να μου δώσετε την
διεύθυνση σας, και το τηλέφωνο του σπιτιού σας.»
«Μένω στο ξενοδοχείο αυτό.» Είπε ο γιατρός και έδωσε στο δικηγόρο την
κάρτα του ξενοδοχείου του.
«Ωραία. Kαι εγώ θα σας δώσω αυτό εδώ το χαρτί, για να δείτε τι θα πρέπει να
με πληρώσετε. Αλλά μόνο.. όταν θα πάρετε τον γιό σας και θα επιστρέψετε στην
πατρίδα σας.»
Ο δικηγόρος γέλασε, και πήρε τη κάρτα του ξενοδοχείου του γιατρού. Είπε
κάτι στη γραμματέα του από το τηλέφωνο, και αμέσως η πόρτα άνοιξε, και η
γραμματέας του δικηγόρου είπε ευγενικά στο γιατρό να την ακολουθήσει.
Ο γιατρός σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον δικηγόρο δίνοντας του το χέρι, και
βγήκε έξω.
Πήρε πάλι ένα ταξί, και ζήτησε να πάει κατευθείαν στο USA BAR, με τούς
αμερικανούς.
Η νύκτα με τις φωτεινές επιγραφές, ο θόρυβος στο δρόμο, η ζέστη και η
υγρασία, η απαίσια ήμερα που πέρασε πάλι ο γιατρός, τον έκαναν να θέλει να
περάσει μερικές ώρες μόνος.
Μέσα στο ταξί, θυμήθηκε την Ίο. Τον ήλιο, την θάλασσα, αυτό το γαλάζιο
χρώμα παντού. Kαι πάλι θυμήθηκε την Δέσπω.
Όταν έφτασε στο μπαρ, οι Αμερικάνοι τον γνώρισαν, και του έγνεψαν μέσα
από τον πάγκο. Ο γιατρός πήγε και κάθισε στο πάγκο του μπαρ. Πίνοντας τη μπύρα
του ο γιατρός τους είπε την περιπέτειά του. Οι Αμερικάνοι άκουγαν με προσοχή, και
τον παρηγόρησαν με τα γνωστά, «όλα θα πάνε καλά. Aν χρειαστείς κάτι έλα σε μας»
και τα λοιπά. Όμως αυτά του έδωσαν κουράγιο. Βλέποντας ο γιατρός ότι είχε κάποιο
που μπορούσε να πει τον πόνο του, κάποιο που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο που έμενε,
και που εύκολα μπορούσε να πάει και να έλθει, έκανε το USA BAR, δεύτερο σπίτι
του.
Έφυγε από το μπαρ λίγο μεθυσμένος. Η μπύρα τον έκανε να ξεχάσει λίγο.
Ένιωθε λίγο κουρασμένος. Αλλά η κούραση που είχε του άρεσε. Κατάλαβε ότι θα
άρχιζε την καινούργια μέρα που θα ερχόταν, να βλέπει τα πράγματα ποιο καθαρά.
Θα έβλεπε το παιδί του.
Νωρίς το πρωί ξύπνησε πάλι από τον θόρυβο στο δρόμο. Πήγε πάλι στο
παράθυρο, και κοίταξε έξω. Είδε πάλι το πλήθος αυτό των ανθρώπων στην
Σιγκαπούρη, να πηγαινοέρχεται, να φωνάζει, τα αυτοκίνητα να κορνάρουν και να
πηγαίνουν σαν χελώνες. Είδε ποιο κάτω και το αστυνομικό τμήμα. Όλα τώρα του
ήταν γνωστά.
Αποφάσισε να κατέβει κάτω στο χολ του ξενοδοχείου, και να περιμένει τον
δικηγόρο να του τηλεφωνήσει, παίρνοντας το πρωινό του.
Εξήγησε στον υπάλληλο ότι περίμενε τηλέφωνο από τον δικηγόρο του, και
πήρε μια εφημερίδα στα Αγγλικά από την ρεσεψιόν και τη διάβαζε. Συχνά έριχνε
ματιές στον υπάλληλο και στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν, που καμιά φορά κουδούνιζε,
αλλά το τηλεφώνημα ήταν για άλλους.
Ο γιατρός διάβασε σχεδόν όλη την εφημερίδα. Κοίταξε πάλι το ρολόι του.
Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Άρχισε να χάνει πάλι την υπομονή του, και πλησίασε τον
υπάλληλο να τον ρωτήσει αν τηλεφώνησε κάποιος να τον ζητήσει.
Ο υπάλληλος τον βεβαίωσε ότι θα τον φώναζε αν είχε τηλεφώνημα για αυτόν.
Και πάλι ο γιατρός πήγε στην πολυθρόνα που καθόταν και άρχισε πάλι να διαβάζει.
Η ώρα περνούσε. Ο γιατρός σκέφτηκε αν ήταν προτιμότερο να τηλεφωνήσει
στο δικηγόρο του και να τον ρωτήσει, αντί να περιμένει τον δικηγόρο του να του
τηλεφωνήσει. Η εφημερίδα στο χέρι του έγινε σαν ρόπαλο, και την κτυπούσε στην
άκρη της πολυθρόνας του. Κοίταζε έξω το δρόμο, κοίταζε την ρεσεψιόν με τον
υπάλληλο πάντα αδιάφορο, κοίταζε τους πελάτες που έβγαιναν και έμπαιναν, κοίταζε
το ταβάνι, κοίταζε, κοίταζε,αλλά τηλέφωνο, τίποτα. Είχε πάει δύο το απόγευμα. Και
αυτός περίμενε από το πρωί στο σαλόνι.
« Τι διάολο κάνει αυτός ο άνθρωπος. Είπε ότι θα με πάρει τηλέφωνο. Γιατί
δεν παίρνει;» Είπε δυνατά ο γιατρός.
Σηκώθηκε και πήγε στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν, και πήρε τον αριθμό του
δικηγόρου.
Απάντησε η γραμματέας του δικηγόρου.
«Ο κύριος Τόνγκ δεν είναι στο γραφείο. Είναι στο δικαστήριο.» Είπε με την
ευγενική της φωνή στα Αγγλικά.
«Παρακαλώ πείτε του ότι περιμένω στο ξενοδοχείο μου, να μου πει πότε θα
πάμε στις φυλακές, για να δούμε τον γιο μου.» Είπε εκνευρισμένος, και έκλεισε το
τηλέφωνο.
Απογοητευμένος και εκνευρισμένος ανέβηκε στο δωμάτιο του, και έπεσε στο
κρεβάτι.
«Άλλη μια μέρα θα χαθεί.» Σκέφτηκε ο γιατρός. Τι να έκανε; Να αφήσει το
δικηγόρο και να πάει μόνος στην φυλακή; Να τηλεφωνήσει στην Τσιάν Λού και να
της ζητήσει να πάνε μαζί;
Η σκέψη του πάλι πέταξε στη Δέσπω. Έτσι ξαπλωμένος στο κρεβάτι,
σκεπτόταν τις υπέροχες στιγμές που πέρασε με την Δέσπω στην Γερμανία, και τώρα,
πριν τρείς μέρες στην Ίο. Σκεπτόταν, και τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν σιγά,
σιγά, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Έμοιαζε σαν ένα παραπονεμένο μικρό παιδί, που
ζητούσε ένα παιχνίδι, αλλά όλοι του το αρνιόταν. Κοιμόταν, και στο πρόσωπό του
είχε ζωγραφιστεί ένα παράπονο. Και το παράπονο αυτό τον έκανε να μοιάζει
πραγματικά σαν παιδί, έτσι που είχε διπλώσει το σώμα του στην άκρη του κρεβατιού.
Ξύπνησε από κτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε τα μάτια του, αλλά σαν να ήταν
ναρκωμένος. Άκουγε τα κτυπήματα στην πόρτα, και κάποιον να του φωνάζει, αλλά
δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου. Το σώμα του ήταν βαρύ σαν μολύβι.
Έβαλε όση δύναμη μπορούσε, σηκώθηκε, και άνοιξε την πόρτα.
Ήταν ο δικηγόρος, ο Τόνγκ. Χαιρέτησε τον γιατρό ευγενικά, και μπήκε μέσα
στο δωμάτιο.
Ο γιατρός ξαφνιάστηκε, και ρώτησε τον γιατρό τι ώρα ήταν. Ήταν έξι το
απόγευμα. Ο γιατρός είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Το σώμα του πονούσε και
ήταν συνέχεια κουρασμένος εξ αιτίας της διαφοράς χρόνου, τόπου, ποτού, φαγητού,
και εκνευρισμού. Άφησε τον δικηγόρο όρθιο μέσα στο δωμάτιο, και έπεσε στο
κρεβάτι ποιο βαρύς από πρώτα.
« Πρέπει να φύγομε. Κατόρθωσα να πληρώσω τον διευθυντή της φυλακής,
για να δούμε τον γιο σας. Τώρα. Αμέσως. Πρέπει να πάμε γρήγορα. Ετοιμαστείτε.»
Είπε ο δικηγόρος στο γιατρό.
Ο γιατρός νόμισε ότι ονειρευόταν. Τελικά θα έβλεπε το παιδί του.
«Παράξενο, σκέφτηκε ο γιατρός. Γιατί πριν από αυτή την περιπέτεια δεν
αισθανόμουνα την ανάγκη να βρεθώ κοντά στο Ντίτερ. Γιατί έξαφνα γύρισε η
πατρική αγάπη για τον γιο μου;»
Ο γιατρός αργά και με κόπο πήρε το σακάκι του, και με τον δικηγόρο βγήκαν
έξω από το ξενοδοχείο. Ο δικηγόρος τον ρώτησε αν αισθανόταν καλά, και τον
κατεύθυνε προς το αυτοκίνητο του που το είχε αφήσει λίγο ποιο κάτω.
Ο δικηγόρος του άνοιξε την μπροστινή πόρτα, και τον βοήθησε να μπει.
Ο γιατρός καθόταν σιωπηλός δίπλα στο δικηγόρο που οδηγούσε, ενώ ο
δικηγόρος άρχισε να τον συμβουλεύει διάφορα πράγματα. Όταν θα πήγαιναν στη
φυλακή, του σύστησε να μην μιλά καθόλου. Ο δικηγόρος θα διαπραγματευόταν με
τους φύλακες.
Μετά τις τόσες δυσκολίες που συνάντησε ο γιατρός για να δει το γιο του στη
φυλακή, τώρα, φοβόταν πάλι ότι δεν θα τον άφηναν να τον δει.
Το αυτοκίνητο πότε πήγαινε σε φωτισμένες περιοχές με αυτοκίνητα και με
κόσμο να τρέχει πάνω κάτω, και πότε πήγαινε σε σκοτεινούς και ήσυχους δρόμους. Ο
δικηγόρος ήξερε καλά το δρόμο, και δεν έχανε ευκαιρία να κάνει ερωτήσεις στο
γιατρό. Οι ερωτήσεις που του έκανε έκαναν τον γιατρό να καταλάβει ότι προετοίμαζε
την υπόθεση του γιου του, και αυτό άρεσε στο γιατρό.
Καμιά φορά ο γιατρός γύριζε το κεφάλι του και παρατηρούσε το δικηγόρο
Τόνγκ που οδηγούσε. Είχε πρόσωπο χαρακτηριστικό της Σιγκαπούρης, αλά το
πρόσωπο του ήταν καθαρό, και σοβαρό. Τις δύο φορές που ο γιατρός Xάνς είδε το
δικηγόρο, πάντα ο δικηγόρος φορούσε κουστούμι. Και ήταν και διαφορετικό.
Πρόσεξε επίσης ο γιατρός ότι ο Τόνγκ, ήταν πάντα ξυρισμένος και καθαρός.
Όλες αυτές οι παρατηρήσεις που ο Xάνς έκανε στο Τόνγκ, του έδωσαν την
εντύπωση ότι είχε να κάνει με σοβαρό δικηγόρο. Εξ άλλου από το χαρτί που έδωσε
στο γιατρό Xάνς, οι τιμές του ήταν πανάκριβες. Αλλά ο γιατρός δεν είχε και άλλη
επιλογή.
Το αυτοκίνητο μπήκε σε μια περιοχή σκοτεινή, γεμάτο με δένδρα. Μια
πινακίδα μεγάλη, με τα μισά γράμματα στη γλώσσα της Σιγκαπούρης σβησμένα,
άφησε το γιατρό να καταλάβει ότι πλησίαζαν.
« Κύριε Τόνγκ, γιατί βρήκαμε αυτή την ώρα να έλθουμε να δούμε τον γιο
μου, και όχι μια άλλη ώρα την ημέρα;» Ρώτησε ο γιατρός.
« Γιατί έχομε να κάνομε με ένα διευθυντή πολύ δύσκολο και αυστηρό. Η
αστυνομικός Τσιάν Λού, δεν σας εξήγησε;» Απάντησε ο δικηγόρος.
«Όχι, μου είπε μόνο ότι στη χώρα σας υπάρχουν διαφορετικά συστήματα, και
οι άνθρωποι σκέπτονται διαφορετικά από εμάς τους Ευρωπαίους.» Είπε ο γιατρός με
όσο πιο πολύ τακτ μπορούσε, σκεπτόμενος τα πεντακόσια δολάρια που έδωσε για τον
διευθυντή, η για τον φύλακα, αν θυμότανε καλά.
«Ακριβώς.» Του απάντησε ο γιατρός.
Ο γιατρός Τόνγκ, πάρκαρε το αυτοκίνητο κάπου σε ένα χωματένιο ανοικτό
μέρος με άλλα αυτοκίνητα, και είπε στο γιατρό Xάνς να τον ακολουθήσει.
« Παρακαλώ γιατρέ, μην μιλάτε. Αφήστε σε μένα τα πάντα. Θα μιλήσετε
μόνο αν σας ρωτήσω κάτι στα Αγγλικά. Μόνο δώστε μου το διαβατήριο σας.» Είπε ο
δικηγόρος βγάζοντας από την τσάντα του ένα φάκελο, και ένα χαρτί.
Πλησίασαν μαζί με τον γιατρό Xάνς σε ένα φυλάκιο με ένα απαίσιο κίτρινο
φώς, δίπλα σε μια τεράστια ξύλινη σκαλιστή πόρτα. Η πόρτα ήταν ανοικτή, και δύο
φρουροί με στολή και με άσπρα κράνη κρατούσαν αυτόματα όπλα, που ήταν έτοιμοι
να τα αδειάσουν με πρώτη ευκαιρία.
Τεράστιοι τοίχοι από πέτρα, έζωναν αυτή τη φυλακή, και οι θόρυβοι της
νύκτας των ερπετών, των εντόμων, και ότι άλλο υπήρχε στη ζούγκλα αυτή, έκαναν
τον γιατρό να ιδρώνει πάλι. Οι πόνοι στο σώμα του, και το στομάχι του,
εξακολουθούσαν να τον τυραννούν, αλλά ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να δει το
παιδί του.
Ο δικηγόρος εξακολουθούσε να μιλά με τον φρουρό στη πύλη. Άρχισε να
χειρονομεί, να του δείχνει πάλι το χαρτί που είχε βγάλει από την τσάντα του, και πάλι
ο φρουρός να κοιτάζει και να ξανακοιτάει το διαβατήριο του γιατρού Xάνς.
Άρχισαν και οι δύο να τηλεφωνούν, και να μιλούν στη γλώσσα της
Σιγκαπούρης. Πάλι ο φρουρός κοίταζε μέσα τον φάκελο, και πάλι κοίταζε το χαρτί.
Σε μια στιγμή ο φρουρός έδωσε πίσω το φάκελο και τα άλλα χαρτιά στο
δικηγόρο, και με χειρονομίες τούς έδιωχνε και τους δύο.
«Τι σκατά θέλει πάλι αυτός ο ηλίθιος;» Είπε θυμωμένα ο γιατρός.
Χωρίς να του απαντήσει ο δικηγόρος, έβγαλε από το πορτοφόλι του όσα
χαρτονομίσματα είχε, και με τον φάκελο, τα έδωσε πάλι στο φρουρό. Ο φρουρός
άρχισε να μετρά τα χρήματα, και όταν είδε το ποσό που του άρεσε, φώναξε από μέσα
ένα άλλο φύλακα με αυτόματο, και είπε στο δικηγόρο να τον ακολουθήσουν.
Κοιτάζοντας ο φρουρός τον γιατρό, του είπε στα Αγγλικά.
«Μόνο μία ώρα. Mια ώρα. Mετά έξω..»
« Ναι, ευχαριστώ, εντάξει.» είπε ο γιατρός περνώντας από μπροστά του.
Ακολουθούσαν τον κοντό φρουρό που ήταν οπλισμένος σαν αστακός, ενώ η
καρδιά του γιατρού άρχισε να κτυπά δυνατά. Σκεπτόταν τον Ντίτερ τον γιο του σε τι
κατάσταση θα ήταν. Ήθελε όλα αυτά να τέλειωναν γρήγορα. Να έπαιρνε το παιδί του
και να έφευγε από αυτή την κόλαση.
Ο φρουρός με την ακολουθία του άρχισαν να μπαίνουν σε ένα είδους στοές.
Οι στοές αυτές ήταν από τεράστιες πέτρες, τοποθετημένες καλλιτεχνικά και γερά
μεταξύ τους. Δεξιά και αριστερά, ο γιατρός έβλεπε παραστάσεις, και μορφές, από
σκαλισμένες πέτρες, που το αμυδρό φως τις έκανε ακόμα ποιο αινιγματικές και ποιο
μελαγχολικές από ότι ήσαν.
Μπήκαν σε μια άλλη στοά, με κελιά. Κάθε κελί είχε σαν πόρτα, μια τεράστια
σιδεριά, που άνοιγε από μεριά σε μεριά. Τα σίδερα από την υγρασία και τον χρόνο
ήταν παραμορφωμένα. Και στο βάθος κάθε κελιού, ένα θλιβερό φως, έδειχνε ένα
κρεβάτι, και κάτι σαν λεκάνη τουαλέτας, που ίσως ήταν και για πλύσιμο, αλλά και
για άλλη χρήση.
Μερικά κελιά ήταν άδεια. Αλλά τα περισσότερα ήταν κατειλημμένα μόνο από
ένα άνδρα. Μπροστά από κάθε σιδεριά, ήταν μια θήκη από ξύλο, και μέσα στη θήκη
σε ένα πλαστικό φάκελο ήταν το όνομα κάθε κρατούμενου, με άλλα στοιχεία.
Ο γιατρός έβλεπε δεξιά και αριστερά μήπως γνωρίσει τον γιο του, αλλά το
λιγοστό φως, εμπόδιζε κάθε αναγνώριση.
Ξαφνικά ο φρουρός σταμάτησε μπροστά σε ένα κελί, και με δυνατή και
γελοία φωνή, φώναξε.
« Ντίτε, Βαλτεχάιτ»
Ο γιατρός ανατρίχιασε όταν άκουσε το όνομα του γιου του, να το λένε τόσο
γελοία, σε ένα τόσο αποπνικτικό και τρομερό μέρος, και σε μια τόσο θλιβερή και
απαίσια περίπτωση.
Ο δικηγόρος Τάνγκ, παραμέρισε, και άφησε το γιατρό πρώτα να πλησιάσει
μπροστά στη σιδεριά. Ήθελε να τους αφήσει για λίγο μόνους, γιατί ήξερε τι θα
ακολουθούσε.
Ο γιατρός πλησίασε στη σιδεριά φοβισμένα. Στο βάθος του κελιού, διέκρινε
ένα ανθρώπινο κουβάρι πάνω στο κρεβάτι.
Προσπάθησε να δει το πρόσωπο του γιου του. Το μόνο που μπορούσε να δει ο
γιατρός, ήταν ένα ανθρώπινο κουβάρι.
Ο γιατρός βρήκε δύναμη, και φώναξε το γιο του με τον τρόπο που τον φώναζε
όταν ήταν ακόμα παιδί, και όταν όλοι η οικογένεια του ζούσε τα ευτυχισμένα εκείνα
χρόνια. Προτού οι μπόρες και οι καταιγίδες της ζωής, τους έσπασαν και τους
παραμόρφωσαν όλους τους.
«Μικρέ Ντίτερ, εγώ είμαι. O πατέρας σου. O πατερούλης σου.. έλα.» Είπε ο
γιατρός ενώ τα δάκρυα που δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει στα μάτια του, έπεφταν
πάνω στο κρύο και υγρό πάτωμα της φυλακής.
Το ανθρώπινο κουβάρι στο βάθος του κελιού, πάνω στο κρεβάτι, δεν
κινήθηκε καθόλου.
Πάλι ο γιατρός, μάζεψε την δύναμη του, και πάλι φώναξε το παιδί του με τον
ίδιο τρόπο.
Ο γιατρός είδε να κινείται το σώμα του Ντίτερ. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του,
κοίταξε προς τη σιδεριά, και αμέσως πάλι έγινε το ίδιο κουβάρι που ήταν πρώτα.
«Ντίτερ, Ντίτερ, εγώ είμαι, ο πατερούλης.» Επανέλαβε αποφασιστικά ο
γιατρός.
Μετά από μερικές φορές που ο γιατρός φώναξε το γιο του, ο Ντίτερ άρχισε να
βγαίνει από το λήθαργο του. Ο Ντίτερ σήκωσε πάλι κουρασμένα το κεφάλι του και
κοίταξε προς τη σιδεριά. Κατάλαβε ότι κάποιος τον φώναζε. Τον φώναζε όπως τότε,
όταν ο πατέρας του ήταν πάντα δίπλα του. Τότε που ο πατέρας του ήταν για τον
Ντίτερ ο ήρωας του.
Το κεφάλι του Ντίτερ, συνέχιζε να κοιτάζει τη σκιά που ήταν έξω από τη
σιδεριά. Και όταν πάλι άκουσε αυτό το « μικρέ Ντίτερ», γνώρισε τη φωνή του πατέρα
του.
Προσπάθησε γρήγορα να σηκωθεί και να πλησιάσει ση σιδεριά. Αλλά δεν είχε
δύναμη. Σιγά, σιγά, κάθισε στο κρεβάτι, και προσπαθούσε να δει αν πράγματι ήταν ο
πατέρας του.
«Πατέρα. Εσύ είσαι; πατέρα.» Είπε με σβησμένη φωνή ο Ντίτερ.
«Ναι παιδί μου. Εγώ είμαι.. ο πατερούλης σου. Έλα εδώ, Ντίτερ εγώ είμαι.. ο
πατερούλης σου.» Επαναλάμβανε κλαίγοντας ο γιατρός.
Ο Ντίτερ άρχισε να σέρνεται προς την σιδεριά. Και όταν πλησίασε, με τα
χέρια του άρχισε να σηκώνει το σώμα του ψηλά, για να σταθεί όρθιος. Αλλά δεν τα
κατάφερνε. Έμεινε στο κρύο πάτωμα, και προσπαθούσε να δει τον πατέρα του.
Ο γιατρός τρόμαξε όταν είδε τον γιο του σαν ζώο να σέρνεται στο έδαφος.
Γρήγορα γονάτισε, και έπιασε τα χέρια του παιδιού του που κρατούσαν σφικτά τα
σίδερα.
Το λιγοστό φως από την στοά, έπεσε στο πρόσωπο του Ντίτερ, και ο γιατρός
είδε τελικά το παιδί του. Είδε τον «μικρό Ντίτερ» πως είχε καταντήσει. Είδε το ξανθό
του αγγελούδι μετά από τόσο καιρό. Είδε το καμάρι του, που ήθελε και αυτός να γίνει
γιατρός. Είδε το Ντίτερ Βάλτερχιάιτ...
Ο γιατρός δεν μπόρεσε πλέον να κρατήσει τα δάκρυα του. Έκλαιγε και
φιλούσε τα χέρια του γιου του. Το ίδιο και ο Ντίτερ. Έκλαιγαν και οι δύο τους
γονατισμένοι στο έδαφος, ενώ ο δικηγόρος Τόνγκ λίγο ποιο κάτω, τους έβλεπε,
προσπαθώντας να κρύψει την συγκίνηση του.
«Πατέρα.. πάρε με από εδώ σε παρακαλώ.. πάμε να φύγομε. Σε παρακαλώ
πατέρα.» Έλεγε και έκλαιγε ο Ντίτερ, ενώ κρατούσε σφικτά τα χέρια του πατέρα του
μέσα από την σιδεριά.
«Ο, ναι Ντίτερ μου.. θα σε πάρω από δώ. Nαι θα φύγομε. Όμως πρώτα πρέπει
να γίνουν ορισμένα πράγματα. Πρέπει να μου πεις τι έκανες. Να έφερα μαζί μου, και
τον κύριο Τάνγκ. Είναι δικηγόρος. Θα μας βοηθήσει στη δίκη σου.» Έλεγε στο
Ντίτερ ενώ ο Ντίτερ, επαναλάμβανε συνέχεια κλαίγοντας και φιλώντας τα χέρια του
γιατρού, ότι ήθελε να φύγουν από τη φυλακή.
Ο γιατρός βρήκε λίγη δύναμη, και προσπάθησε πρώτα αυτός να ηρεμήσει.
Πρόσεξε το πρόσωπο του γιου του. Είδε τα μάτια του. Είδε ότι έτρεμε
ολόκληρος.
Είδε τον Ντίτερ να βήχει, να γλύφει τα χείλια του, και να ρουφά την μύτη του.
Ο Ντίτερ ήταν ιδρωμένος. Ο γιατρός άρχισε να καταλαβαίνει. Σαν γιατρός, ήξερε τι
ήταν όλα αυτά τα συμπτώματα που είχε ο Ντίτερ.
Ο Ντίτερ ήταν ναρκομανής.
«Ντίτερ, άκουσε με. Άκουσε με καλά..» Είπε πάλι ποιο δυναμικά στο Ντίτερ
ο γιατρός.
«Αύριο θα έλθει ο δικηγόρος, για να σου κάνει μερικές ερωτήσεις. Με
καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Ρώτησε πάλι τον Ντίτερ ο γιατρός, ενώ τον κουνούσε με
τα χέρια του, που ο γιατρός είχε βάλει μέσα στη σιδεριά.
«Θέλω να του πεις τι ακριβώς έγινε όταν μπήκες στο φαρμακείο. Πες μου
Ντίτερ γιατί μπήκες στο φαρμακείο; Tι ήθελες να πάρεις λεφτά, κάτι άλλο. Πες μου
Ντίτερ.» Τον ρωτούσε ο γιατρός, και συγχρόνως τον κουνούσε δυνατά.
«Πατέρα.. πάμε να φύγομε. Σε παρακαλώ...να φύγομε.. πονάω, πονάω
παντού.» Έλεγε και ξανάλεγε σαν μεθυσμένος ο Ντίτερ.
Ο γιατρός δεν μπόρεσε να αντέξει περισσότερο. Χάιδεψε το πρόσωπο του
Ντίτερ, και απότομα σηκώθηκε, και έφυγε.
Ο Ντίτερ βλέποντας τον πατέρα του που έφυγε, άρχισε κλαίγοντας να του
φωνάζει μέσα από τη σιδεριά.
«Πατέρα.. μην με αφήνεις μόνο. Πάρε με μαζί σου πατέρα..»
Ο δικηγόρος Τάνγκ, ακολούθησε τον γιατρό, και πίσω τους ερχόταν και ο
φρουρός.
Όταν βγήκαν έξω από την φυλακή, ο γιατρός ξέσπασε σε κλάματα. Ο
δικηγόρος σιωπηλά τον έπιασε από τον ώμο, και τον οδήγησε στο αυτοκίνητο του.
«Γιατρέ, είπε ο Τάνγκ, αύριο θα έλθω μόνος μου να δώ τον Ντίτερ. Εσείς
καλύτερα να μείνετε στο ξενοδοχείο σας. Θα σας πω αύριο τι θα γίνει.»
Ο γιατρός δεν μιλούσε καθόλου. Ο Τάνγκ του έλεγε τι θα έπρεπε να γίνει, και
τι θα έπρεπε να κάνουν. Ο γιατρός αδύναμος, είχε αφήσει την τύχη του παιδιού του,
και την τύχη την δικιά του στο δικηγόρο Τάνγκ.
O Τάνγκ, οδηγούσε το αυτοκίνητο και σκεπτόταν ότι η υπόθεση του νεαρού
Ντίτερ, δεν ήταν και τόσο εύκολη όσο νόμισε στην αρχή.
«Γιατρέ. Αύριο που θα έλθω να δω τον Ντίτερ, πρέπει να του δώσουμε κάτι
να πάρει για να ηρεμήσει.» Εδώ σταμάτησε ο Τάνγκ, και κοίταξε τον γιατρό.
«Πιστεύω να με καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.» Είπε πάλι ο Τάνγκ.
«Ναι ο Ντίτερ χρειάζεται μορφίνη,…η ναρκωτικά.» Απάντησε
εξουθενωμένος ο γιατρός.
«Ακριβώς. Και επειδή εγώ δεν μπορώ να βρω ούτε το ένα αλλά ούτε και το
άλλο, αυτό θα το κάνετε εσείς» Είπε στο γιατρό ο δικηγόρος.
Η υπόθεση με τον Ντίτερ άρχισε να γίνεται μέρα με την μέρα ποιο δύσκολη.
Ο γιατρός είχε καταλάβει ότι το παιδί του ήταν ναρκομανής, και ότι χωρίς την
βοήθεια του η όλη υπόθεση θα είχε άσχημο τέλος.
Έπρεπε λοιπόν ο γιατρός να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον Ντίτερ. Βρισκόταν
σε ξένη χώρα, και ο Ντίτερ είχε ανάγκη από ιατρική παρακολούθηση.
Ο γιατρός μπορούσε να εφοδιάζεται μορφίνη, και να την δίνει στο γιό του,
που την χρειαζόταν . Και όλα αυτά κρυφά από τους φρουρούς της φυλακής, και
κρυφά από την αστυνομία.
Έπρεπε να τον προστατεύσει επίσης νομικά, αλλά το σπουδαιότερο όπως του
είχε πει ο δικηγόρος Τάνγκ, ήταν να αποδείξουν ότι ο Ντίτερ, μπήκε μέσα στο
φαρμακείο για να κλέψει χρήματα, και όχι για ναρκωτικά
O Tάνγκ σύστησε στον γιατρό να επισκεφτούν το φαρμακείο που ο Nτίτερ
διέρρηξε, και να πληρώσουν τον φαρμακοποιό για όλες τις ζημιές.
Πλήρωσε επίσης ακόμα μερικές φορές την αστυνομικό Τσιάν Λού, για να
καταθέσει στο δικαστήριο ότι επρόκειτο για υπόθεση διαρρήξεως χρημάτων, και όχι
ναρκωτικών.
Πλήρωσε, και τους φρουρούς στην φυλακή, για να μπορεί να επισκέπτεται
τον νεαρό Ντίτερ με τον δικηγόρο Τάνγκ, και τέλος, πλήρωσε στον δικηγόρο Τάνγκ
ένα σοβαρό ποσό.
Η δίκη έγινε. Ο νεαρός Ντίτερ δικάστηκε για ληστεία και όχι ναρκωτικά. Ο
γιατρός Χάνς πλήρωσε και την ποινή του γιού του, και άρχισε να ετοιμάζεται για την
επιστροφή με τον γιό του.
Αλλά επιστροφή σε ποια χώρα; Τον γιό του τι θα τον έκανε; Θα τον έστελνε
πίσω στην Φρανκφούρτη; Ο Ντίτερ ήταν ναρκομανής. Χρειαζόταν βοήθεια. Έπρεπε
να πάει σε κλινική.
Η πρώην γυναίκα του ζούσε με τον καινούργιο της σύντροφο, και παλιό φίλο
του γιατρού, και δεν έδειχνε και τόσο ενδιαφέρον για τον γιό της που για αυτή ήταν
πλέον ενήλικας.
Ο γιατρός Χάνς πονούσε το παιδί του. Ήξερε ότι σαν πατέρας είχε υποχρέωση
να προστατεύσει το παιδί του, ειδικά με το πρόβλημα των ναρκωτικών που είχε ο
Ντίτερ.
Τηλεφώνησε ένα απόγευμα στην Δέσπω, και όταν της εξήγησε το πρόβλημα
του Ντίτερ, η Δέσπω αμέσως προέτρεψε τον γιατρό να πάρει το παιδί μαζί του, και να
έλθουν πίσω στην Ίο. Εκεί ο γιατρός θα έπρεπε να βοηθήσει το παιδί του να
ξεπεράσει το πρόβλημα των ναρκωτικών.
Ο δικηγόρος Τάνγκ βοήθησε τον γιατρό να πάρει τον γιό του από την φυλακή,
να πληρώσει τις διάφορες υπηρεσίες και αστυνομικούς, και να βγάλει καινούργιο
διαβατήριο στον Ντίτερ.
Βοήθησε τον γιατρό στα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς τον δικηγόρο
Τάνγκ, ο γιατρός δεν θα ξέμπλεκε εύκολα από την Σιγκαπούρη.
Ο Ντίτερ όταν βγήκε από την φυλακή, έμενε με τον πατέρα του. Ο γιατρός
τον είχε συνέχεια δίπλα του. Έμεναν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, στο ξενοδοχείο που
έμενε και ο γιατρός, μέχρι να φύγουν για την Ευρώπη. Εκεί ο Ντίτερ αισθανόταν
πλέον σιγουριά, και έδειχνε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον πατέρα του. Δεν άφηνε τον
πατέρα του να φύγει ούτε λεπτό από κοντά του. Τουλάχιστον όσο θα διαρκούσε η
μορφίνη που ο πατέρας του τον προμήθευε. Mια κάποια μέρα, θα έπρεπε να
σταματήσει αυτή η θεραπεία. Ο γιατρός είχε σκοπό να κάνει στο γιό του, αυτός ο
ίδιος την αποτοξίνωση των ναρκωτικών. Και ήξερε καλά τι περίμενε τον γιό του,
αλλά και τον ίδιο.
Έβλεπε τον γιό του τώρα ποιο καθαρά. Είχαν την ευκαιρία να καθίσουν μαζί,
και να τα πουν. Ο Ντίτερ άνοιξε την καρδιά του στον πατέρα του, και του είπε τα
πάντα. Του είπε ότι πήρε την απόφαση να σταματήσει το σχολείο στη Φρανκφούρτη,
γιατί και η φίλη του που ήρθαν μαζί στη Σιγκαπούρη έκανε το ίδιο. Αυτή ήταν που
τον έμαθε στα ναρκωτικά.
Ο Ντίτερ, είδε ότι με ένα τσιγάρο από χασίσι που το κάπνιζε στο διαμέρισμα
της φίλης του, έκανε τη ζωή του πιο άνετη, χωρίς σκοτούρες, χωρίς τρομερές σκέψεις
για την μητέρα του που έφυγε με τον καλύτερο φίλο του πατέρα του. Έτσι με την
φίλη του, βυθισμένοι και οι δύο στο λήθαργο του σεξ, και των ναρκωτικών, βρήκαν
την ευτυχία τους στον αργό θάνατο.
Ο γιατρός ήξερε από ναρκωτικά. Έβλεπε στο νοσοκομείο που εργαζόταν, τις
δυσκολίες που είχαν οι ναρκομανείς αλλά και οι οικογένειες τους, όταν άρχιζαν την
αποτοξίνωση.
Προσπάθησε να κάνει τον γιό του να καταλάβει ότι θα έπρεπε να έχει
εμπιστοσύνη στο πατέρα του αν ήθελε να γίνει καλά. Και ο Ντίτερ, κουνούσε
καταφατικά το κεφάλι του, αλλά ήθελε πάντα τη δόση του .
Υπέφερε τρομερά ο γιατρός όταν έβλεπε τον Ντίτερ να τρέμει ολόκληρος στο
κρεβάτι του, περιμένοντας τον πατέρα του να του τρυπήσει τις φλέβες του, για να του
βάλει στο αίμα του την απαραίτητη ποσότητα μορφίνης για να τον ηρεμήσει.
Πέρασαν μερικές ημέρες ακόμα στην Σιγκαπούρη. O Γιατρός εξήγησε ακόμα
μια φορά τα σχέδια του στον Nτίτερ, και τον ρώτησε αν συμφωνούσε. O Nτίτερ
συμφωνούσε στα πάντα. Συμφωνούσε όμως, όχι ο Nτίτερ, αλλά η Mορφίνη που
έπαιρνε!
Kεφάλαιο 7

Όταν έφτασαν στην Αθήνα ο γιατρός πήρε αμέσως τηλέφωνο την Δέσπω.
Έπρεπε να τη δει, και να κανονίσει το μέλλον τους, που και οι δύο ήθελαν να
συνεχίσουν μαζί.
Αλλά τα προβλήματα του Ντίτερ σταμάτησαν και τον γιατρό και τη Δέσπω.
Σταμάτησαν και την καινούργια ζωή του γιατρού στην Ελλάδα, στην Ίο.
Έπρεπε λοιπόν πάλι ο γιατρός με την Δέσπω, να βρούνε τη ζωή μαζί στην
Ελλάδα. Nα βρούνε μια καινούργια ζωή. Kαι οι δύο, με ρημαγμένους γάμους, με
διαζύγια, αλλά και με ένα προβληματικό παιδί, έπρεπε να τα καταφέρουν.
Η Δέσπω σύστησε στο γιατρό να μείνουν στο σπίτι της. Ο γιατρός δεν ήθελε
και τόσο, γιατί έβλεπε ότι ο Ντίτερ θα ήταν πρόβλημα. Θα ήταν καλύτερα να τον
έπαιρνε μακριά από τον κόσμο, μακριά από την Δέσπω, γιατί δεν ήθελε ο
καινούργιος θεσμός τους να λερωθεί με τα προβλήματα του Ντίτερ. Δεν ήθελε να
ανακατέψει την Δέσπω στα προβλήματα του Ντίτερ. Ήθελε να τέλειωνε γρήγορα με
το Ντίτερ, να κάνει το καθήκον του σαν πατέρας, και μετά να αφοσιωθεί στη ζωή
του, στην προσωπική του ζωή, στην ευτυχία του.
Στην ευτυχία που είχε δικαίωμα, και που αναζητούσε τόσα χρόνια.
Έτσι πάλι, γρήγορα και με ελπίδες κάπως θολές, ο γιατρός εξήγησε στη
Δέσπω ότι θα ήταν καλύτερα να επέστρεφε με τον Ντίτερ στην Ίο, για να αρχίσουν
την θεραπεία.
Ο γιατρός εξήγησε στη Δέσπω το πρόγραμμα του για τον Ντίτερ, και η Δέσπω
συμφώνησε ότι ήταν η καλύτερη ιδέα.
Εξάλλου θα ερχόταν συχνά να τον βλέπει στην Ίο, και να τον βοηθά με τον
γιο του.
Όλα αυτά ήταν σχέδια και υποσχέσεις, που δυστυχώς οι ανάγκες, ο χρόνος,
και οι περιστάσεις, τα πετούν σε κάποια γωνιά της ζωής μας, και εκεί μουχλιάζουν
και λιώνουν από το χρόνο.!
Kεφάλαιο 8
Πατέρας και γιός έφτασαν στην Ίο. O Nτίτερ είδε το μικρό νησί, που πρώτη
φορά ερχόταν, και τον κόσμο γύρω του, σαν κάτι διαφορετικό, από άλλο κόσμο.
Πήρε τον γιο του και πήγαν πρώτα στο βιβλιοπωλείο της Ανθής. Ήθελε να συστήσει
στην Ανθή τον Ντίτερ, αλλά και να βρει κάποιο, η κάποια, να έχει την ίδια ηλικία με
τον Nτίτερ.
Εξήγησε στην Ανθή ότι ο Ντίτερ θα έμενε κάμποσο καιρό μαζί του στο νησί.
Δεν της είχε μιλήσει για το πρόβλημα του Ντίτερ.
Μετά έκαναν μια βόλτα στο λιμάνι, και έδειξε στο γιο του τα εστιατόρια, και
τα καφενεία που σύχναζε, και τον σύστησε σε ανθρώπους που ο γιατρός ήξερε.
Ήθελε ο Ντίτερ να μην αισθανθεί απομονωμένος, και προσπάθησε να κάνει
τον Ντίτερ, να αγαπήσει την Ίο, σαν να ήταν το δεύτερο τους σπίτι.
O Nτίτερ μύριζε τα γιασεμιά στα μικρά δρομάκια, έβλεπε τα άσπρα σπίτια,
την καλοσύνη των κατοίκων της Ίου, έφαγε τα νόστιμα ψάρια, και αχόρταγα, έβλεπε
γύρω του μια ομορφιά διαφορετική. Νόμιζε ότι ζούσε σε ένα όνειρο, και μερικές
φορές έπιανε τον πατέρα του από το χέρι, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν αλήθεια.
Κάθισαν μαζί και έφαγαν σε μια ταβέρνα, και ο γιατρός εξηγούσε στον Ντίτερ
πως ήταν η ζωή στο νησί.
Μίλησαν μαζί για πολλά πράγματα. Ο Ντίτερ έκανε πολλές ερωτήσεις στο
πατέρα του για το νησί, και για τη καινούργια ζωή του στο νησί.
Και τέλος, ο Ντίτερ ρώτησε τον πατέρα του, αυτό που ο γιατρός περίμενε.
«Πότε θα αρχίσω τη θεραπεία πατέρα;»
«Τώρα αμέσως.» Του είπε ο γιατρός γελώντας.
Όταν τέλειωσαν το φαγητό τους, ο γιατρός πήρε τον Ντίτερ και πήγαν να
βρουν τον Ανέστη τον αμαξά για να τους πάει στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Σύστησε
στον Ανέστη τον γιό του, και έφυγαν με την άμαξα για το σπίτι.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει, και τα φώτα άρχισαν να ανάβουν στα σπίτια της
Ίου, που ο γιατρός και ο γιός του τα έβλεπαν πάνω από το βουνό, καθώς η άμαξα
ανηφόριζε για το σπίτι της κυρίας Μαρίας.
Όταν έφτασαν στο σπίτι ο γιατρός σύστησε πάλι τον γιο του στην κυρία
Μαρία, και της είπε ότι θα έμενε κάμποσο καιρό μαζί του.
Ο Ντίτερ κουρασμένος, έφυγε για να κοιμηθεί στο διπλανό δωμάτιο, που του
έδωσε η Κυρία Μαρία. Ο γιατρός κουρασμένος, πήρε μια καρέκλα, και κάθισε στην
αυλή.
Καθόταν και αγνάντευε κάτω μακριά την Ίο όπως συνήθιζε κάθε βράδυ πριν
πάει να κοιμηθεί.
Η κυρία Μαρία, τον είδε που ήταν κουρασμένος, και χωρίς να τον ρωτήσει,
έβαλε μπροστά του στο τραπέζι, ένα μπουκάλι Μεταξά, και ένα μικρό ωραίο ποτήρι.
Ήταν ότι έπρεπε για τον γιατρό. Την κοίταξε ευχαριστημένος, και της είπε
στα Ελληνικά:
«Ευχαριστώ πολύ Κυρία Μαρία.. γεια σου. Ευχαριστώ πολύ.»
Έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι του, και είπε στη Κυρία Μαρία να καθίσει μαζί
του, και να πιεί μαζί του.
Η Κυρία Μαρία, πήγε μέσα στην κουζίνα και έφερε ένα ποτήρι. Ο γιατρός της
έβαλε λίγο κονιάκ, και τσούγκρισε το ποτήρι της.
«Γεια μας. Kαι στη υγεία του γιού σου.» Είπε και γέλασε η Κυρία Μαρία.
«Ναι. Στην υγεία του γιού μου.» Είπε ο γιατρός, και γέλασε μελαγχολικά.
«Κυρία Μαρία, συνέχισε ο γιατρός, ο γιός μου είναι άρρωστος. Χρειάζεται
βοήθεια. Θέλω να με βοηθήσεις να τον κάνω καλά.» Της είπε ο γιατρός.
«Άρρωστος; και τι έχει το παιδί;» Ρώτησε με απορία η κυρία Μαρία.
«Ναρκωτικά.» Είπε πάλι ο γιατρός, και ήπιε το γλυκό κονιάκ.
Η κυρία Μαρία δεν απάντησε. Ο γιατρός το περίμενε αυτό. Και ήθελε να της
εξηγήσει τα πάντα που θα έκανε στον Ντίτερ. Της είπε όπως μπορούσε, με σπασμένα
ελληνικά και γερμανικά, και με νοήματα, ότι ο γιός του θα γινόταν επιθετικός, θα
φώναζε, θα κτυπιόταν, θα έτρεμε, θα είχε πυρετό, θα είχε κρίσεις παραλογισμού, και
άλλα πολλά.
Η Κυρία Μαρία άκουγε τον γιατρό και δεν μιλούσε. Κατάλαβε μόνο ότι θα
έπρεπε να τον βοηθήσει. Και του το είπε.
«Γιατρέ, θα σε βοηθήσω σε ότι θέλεις. Το σπίτι μου θα είναι και σπίτι σας.
Καταλαβαίνω από στεναχώριες. Έχω και εγώ παιδιά.» Τέλειωσε το ποτό της, και τον
καληνύχτισε για να φύγει για ύπνο.
Ο γιατρός παρέα με το κονιάκ, τις σκέψεις του, και τη νυκτερινή θέα με τα
φώτα της Ίου, μέσα στη ζεστή νύκτα, ετοίμαζε ακόμα μια άλλη καινούργια ζωή με
τον γιό του. Μια ζωή, που δεν είχε προβλέψει.
Μέχρι τώρα νόμιζε ότι βρήκε την ευτυχία του με την Ίο και με την Δέσπω.
Νόμισε ότι θα ξαναζούσε τη ζωή που έκανε τότε που ήταν νέος με την Δέσπω. Και
την ζωή αυτή την γεύτηκε για μερικές μόνο ώρες στην Ίο.
Κατάφερε να σπάσει τη μονοτονία που σκέπαζε τη ζωή του στη Γερμανία, να
διώξει από πάνω του την απογοήτευση που πήρε από την δουλειά του, και να βρει
πάλι την μεγάλη του αγάπη, την Δέσπω, που της ορκιζόταν ότι θα είναι για πάντα
μαζί. Κατάφερε να βρει την Ίο, που τόσο θαύμαζε όταν έβλεπε αυτή την αφίσα στον
απέναντι τοίχο στο γραφείο του στη κλινική που εργαζόταν.
Και τώρα, όλα αυτά αρχίζουν να χάνονται, να γίνονται μια ουτοπία.
Έσφιγγε το ποτήρι του να το σπάσει. Δάγκωνε τα χείλια του να τα ματώσει,
και ήταν έτοιμος να βλαστημήσει το γιο του. Ήταν έτοιμος να μπει μέσα στο δωμάτιο
του, και να τον πετάξει έξω από το σπίτι. Ήταν έτοιμος να του πει να φύγει, και να
τον αφήσει ήσυχο. Το καθήκον του το έκανε σαν γονιός τέλος πάντων.
Το κονιάκ άρχιζε να του δίνει ιδέες. Ιδέες σκοτεινές, και επιπόλαιες. Ήθελε
αυτή την ώρα να είναι με την Δέσπω. Όχι με τον γιο του, ένα ναρκομανή.
Πήρε γρήγορα το κινητό του, και σχημάτισε τον αριθμό της Δέσπως.
Η Δέσπω μόλις απάντησε, ο γιατρός με θυμό, και κλαίγοντας, της είπε.
«Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ.»
Κρατούσε το τηλέφωνο στο αυτί του, και έκλαιγε.
Η Δέσπω κατάλαβε. Κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένος, και άρχισε να τον
παρηγορεί. Του έλεγε γλυκόλογα, τον συμβούλευε, και του έδινε ελπίδες. Του είπε να
κάνει υπομονή, και ότι θα τον βοηθούσε και η ίδια με τον γιο του.
Κατάφερε να τον συνεφέρει, λέγοντας του ότι ήταν κουρασμένος και ότι θα
έπρεπε να πάει να κοιμηθεί. Κατάφερε να τον ηρεμήσει όταν τον βεβαίωσε ότι θα
ερχόταν το σαββατοκύριακο στην Ίο.
Και ο γιατρός κουρασμένος, με τα μάτια του βουρκωμένα, άφησε το ποτήρι
με το κονιάκ στο τραπέζι, μπήκε στο δωμάτιο του, και έτσι, ντυμένος, έπεσε βαρύς
στο κρεβάτι του.
Το πρωί τον ξύπνησε ο Ντίτερ.
Μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα του, τον είδε που κοιμόταν με τα ρούχα, και
τον ρώτησε τι έγινε.
«Τίποτα, δεν έγινε. Απλούστατα ήμουν πολύ κουρασμένος. Δεν μπόρεσα ούτε
να βγάλω τα ρούχα μου, ούτε να πλύνω το πρόσωπο μου.» Είπε στον Ντίτερ.
«Πατέρα, χρειάζομαι τη δόση μου.» Είπε στο γιατρό με απάθεια ο Ντίτερ.
Ο γιατρός κατάλαβε, και γρήγορα σηκώθηκε. Πήγε στη βαλίτσα του, και
έβγαλε ένα πακέτο με μορφίνη. Πήρε μια καινούργια σύριγγα, και προσεκτικά
ετοίμασε την δόση του γιου του. Ο Ντίτερ τον παρακολουθούσε.
Ο γιατρός άρχισε τη θεραπεία. Για πρώτη φορά το πρωί εκείνο έδωσε στον
Ντίτερ μικρότερη ποσότητα μορφίνης. Στον Ντίτερ δεν είπε τίποτα.
Έβαλε τον Ντίτερ να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, και πήρε το χέρι του. Έψαξε
ένα σημείο για την ένεση, και του κάρφωσε την βελόνα στο χέρι. Αργά άρχισε να
αδειάζει το πολύτιμο υγρό μέσα στη φλέβα του.
Ο γιατρός παρακολουθούσε προσεκτικά το υγρό που έφευγε από την σύριγγα,
και συγχρόνως το πρόσωπο του γιού του.
Μετά από μερικά λεπτά, τα μάτια του γιού του άρχιζαν να μισοκλείνουν, και
ένα ηδονικό χαμόγελο σκέπαζε το πρόσωπό του.
Ο γιατρός μισούσε αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπο του γιού του. Ήταν σαν να
τον έκανε δούλο της ηδονής του Ντίτερ.
Όταν το υγρό μπήκε όλο στις φλέβες του Ντίτερ, ο γιατρός τράβηξε
προσεκτικά την σύριγγα, και την έβαλε σε ένα μεταλλικό κουτί που έβαζε τις
χρησιμοποιημένες σύριγγες.
Μετά κοίταξε τον Ντίτερ, και του είπε αποφασιστικά:
« Εγώ θα σε γλυτώσω από το καταραμένο αυτό μαρτύριο.»
Αλλά ο Ντίτερ ούτε που κατάλαβε. Ταξίδευε ήδη σε μαγικούς κόσμους, που
διαρκούν τόσο, όσο η επίδραση της Μορφίνης. Μετά πήρε το σημειωματάριο του,
και έγραψε την ημερομηνία, την ώρα, και πόσα μικρογραμμάρια μορφίνη του έδωσε.
Ο γιατρός άφησε το γιό του να ονειρεύεται. Έβαλε γρήγορα το μαγιό του,
πήρε την πεσέτα του, και τράβηξε για το μικρό του ακρογιάλι.
Έπεσε μέσα στη γαλάζια θάλασσα, και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να
κολυμπά.
Κολυμπούσε προς τα βαθιά. Έσκιζε με το σώμα του τη θάλασσα, σαν να
ήθελε να φύγει μακριά. Κολυμπούσε, μέχρι που κουράστηκε. Μετά σταμάτησε, και
κοίταξε την απόσταση που έκανε.
Είχε φύγει από την ακτή αρκετά. Έβλεπε από μακριά το σπίτι της Κυρίας
Μαρίας, κάτω ποιο μακριά τα σπίτια της Ίου, και τα άλλα ακρογιάλια. Όλα ήταν
ήσυχα. Όλοι κοιμόταν ακόμα.
Του άρεσε έτσι. Όταν ήταν μέσα στη θάλασσα της Ίου, δεν σκεπτόταν κανένα
άλλο. Σκεπτόταν μόνο τον εαυτό του. Ζούσε μόνο για τον εαυτό του. Το μυαλό του
σταματούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να βλέπει τη γαλάζια θάλασσα, το βυθό με τα
σκούρα βράχια, και τον ήλιο που βγαίνοντας πίσω από τα βουνά, έκανε τη θάλασσα
να λαμπιρίζει, σαν να έριχνε πάνω στην επιφάνεια της χιλιάδες διαμάντια.
Μετά από αρκετή ώρα που έμεινε μέσα στη θάλασσα, κατάλαβε ότι πεινούσε.
Επέστρεψε στο σπίτι, και έκανε ένα ντους.
Η Κυρία Μαρία, ήδη είχε στρώσει το τραπέζι με τον πρωινό καφέ, και με τα
ωραία γλυκά κουλουράκια της Ίου.
Ο γιατρός ευχαριστημένος , την καλημέρισε, και κάθισε να φάει. Έτρωγε με
όρεξη. Όταν τέλειωσε το πρωινό του τηλεφώνησε στη Δέσπω. Ήθελε να βεβαιωθεί
ότι θα ερχόταν το Σαββατοκύριακο. Και η Δέσπω του το επιβεβαίωσε.
Της είπε ότι άρχισε τη θεραπεία του Ντίτερ. Της εξήγησε το πρόγραμμα που
θα ακολουθούσε με τον Ντίτερ, και η Δέσπω, σαν γιατρός που ήταν και αυτή,
συμφώνησε με το πρόγραμμα της θεραπείας.
«Το μόνο που φοβάμαι, του είπε, είναι αν θα μπορέσεις να αντέξεις τις κρίσεις
που θα έχει. Τηλεφώνησε μου αν χρειαστείς βοήθεια.»
Η Δέσπω ήξερε ότι η αποτοξίνωση των ναρκωτικών δεν είναι εύκολη
υπόθεση.
Ο Ντίτερ μέσα στο δωμάτιο του, συνέχιζε να ταξιδεύει στον κόσμο του.
Μετά ο γιατρός, φώναξε την Κυρία Μαρία και της εξήγησε μερικά πράγματα. Της
είπε πως θα αντιδρούσε ο γιός του στην αποτοξίνωση. Ότι οι ήσυχες ημέρες είχαν
τελειώσει, και οι νύκτες στο σπίτι της κυρίας Μαρίας θα ήταν νύκτες κόλασης για
όλους τους.
Της εξήγησε ότι θα της έδινε περισσότερα χρήματα, για να μπορέσει να
χρησιμοποιήσει το σπίτι της μόνο για αυτό και τον γιό του.
Και η κυρία Μαρία πάλι συμφώνησε.
Και η κόλαση δεν άρχισε να έλθει…
O Ντίτερ άρχισε να ζητά την δόση της μορφίνης ποιο συχνά, μια και ο γιατρός
μέρα με την μέρα λιγόστευε σε μικρογραμμάρια κάθε δόση.
Γινόταν βίαιος με τον πατέρα του και με την κυρία Μαρία. Τους έβριζε, και
καμιά φορά σήκωνε το χέρι του να κτυπήσει τον πατέρα του.
Κάπνιζε τσιγάρα ασταμάτητα, και τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά.
Έτρεμαν τα χέρια του, και πολλές φορές τον έπιαναν και σπασμοί.
Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα. Και αρνιόταν ακόμα και να πιει νερό.
Ήταν συνεχώς κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, με αβάσταχτους πόνους σε
όλο το σώμα του.
Το μόνο πράγμα που τον ηρεμούσε μερικές ώρες ήταν όταν ο γιατρός του
έκανε την ένεση με την ηρωίνη.
Αλλά μετά από λίγο πάλι άρχιζε το δράμα όλων.
Το άσπρο σπίτι της Ίου, με τη υπέροχη θέα στη θάλασσα, την δροσερή και
καθαρή αυλή με τα γιασεμιά και τα γεράνια, είχε γίνει άνοστο και απαίσιο.
Οι κραυγές του Ντίτερ, και οι φωνές του γιατρού για να τον συνεφέρει και να
τον ηρεμήσει μετέτρεψαν το σπίτι της κυρίας Μαρίας σε τρελοκομείο.
Και η κυρία Μαρία δεν άντεχε κάθε μέρα την ζωή αυτή, και έφευγε στην
αδελφή της που έμενε στην πόλη, στη Χώρα.
Έτσι ο γιατρός και ο γιός του έμεναν μόνοι, και πάλευαν σαν άγρια ζώα στην
αποτοξίνωση των ναρκωτικών.
Ούτε και ο γιατρός περίμενε ότι θα ήταν τόσο δύσκολη η αποτοξίνωση.
Η Δέσπω έπαψε να έρχεται τα σαββατοκύριακα στην Ίο, αλλά τηλεφωνούσε
ταχτικά, για να δίνει κουράγιο στο γιατρό.
Εκείνο το πρωί, ο γιατρός ξύπνησε όπως πάντα πρώτος, για να ετοιμαστεί για
την αποτοξίνωση του Ντίτερ.
Περίμενε τον Ντίτερ να βγει από το δωμάτιο του και να έλθει στο τραπέζι,
στην αυλή για να φάει κάτι, αλλά ο Ντίτερ δεν φαινόταν πουθενά.
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο του Ντίτερ για να δει αν κοιμόταν ακόμα, και
βρήκε το κρεβάτι του άδειο.
Βγήκε στην αυλή και κοίταξε στο ακρογιάλι μήπως ο Ντίτερ έκανε μπάνιο,
αλλά το ακρογιάλι ήταν άδειο.
Φώναξε την κυρία Μαρία που κοιμόταν ακόμα, και την ρώτησε αν είδε τον
Ντίτερ. Η κυρία Μαρία δεν ήξερε τίποτα, και δεν τον είχε δει ακόμα εκείνο το πρωί.
Το μυαλό του γιατρού πήγε αμέσως στο κακό. Σκέφτηκε μήπως πνίγηκε, και
γρήγορα πήγε στο ακρογιάλι και άρχισε να ψάχνει για το πτώμα του.
Έψαχνε στη θάλασσα, πίσω από τα βράχια, και σαν τρελός έτρεχε από εδώ
και από εκεί, και φώναζε δυνατά το όνομά του.
Και η κυρία Μαρία φώναζε και αυτή, και έψαχνε τον Ντίτερ ποιο μακριά
μήπως και τον βρει.
Ο Γιατρός ήλθε πίσω στο σπίτι, και θέλησε να πάρει το τηλέφωνο για να
τηλεφωνήσει στη Χώρα, στον Ανέστη με το άλογο, και στην Ανθή, στο βιβλιοπωλείο,
μήπως ήταν εκεί, η μήπως καθόταν σε κανένα μαγαζί.
Αλλά το τηλέφωνο του δεν ήταν στη συνηθισμένη του θέση. Έψαχνε παντού
στο δωμάτιο του για να το βρει, μέχρι που το μάτι του έπεσε στο παντελόνι του, που
ήταν ριγμένο στο πάτωμα, με τις τσέπες έξω.
Κατάλαβε αμέσως. Το σήκωσε, και έψαξε να βρει το πορτοφόλι του.
Το είχε πάρει ο Ντίτερ, μαζί με όλα τα χρήματα που είχε, και μαζί με το
κινητό του.
Αμέσως ο γιατρός ντύθηκε γρήγορα, και συγχρόνως εξηγούσε στην κυρία
Μαρία τι είχε συμβεί με τον Ντίτερ.
Ο Γιατρός δεν άργησε να καταλάβει ότι ο Ντίτερ θα προσπαθούσε να έφευγε
από την Ίο, και με τα χρήματα που έκλεψε από το πατέρα του θα αγόραζε ναρκωτικά.
Αλλά από που θα αγόραζε Ναρκωτικά;
Μόλις ντύθηκε, έφυγε τρέχοντας για την Χώρα. Η απόσταση ήξερε ότι ήταν
μεγάλη, και έπρεπε να την κάνει πεζή.
Έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Έπρεπε να τον βρει. Άρχιζε να φτάνει στα
πρώτα σπίτια της Χώρας , όταν μακριά, στο πέλαγος, είδε το καράβι που έφευγε για
τον Πειραιά.
Μόλις μπήκε στη πόλη, γρήγορα κατευθύνθηκε προς το λιμάνι.
Πήγε αμέσως στο βιβλιοπωλείο της Ανθής. Εκείνη την ώρα η Ανθή άνοιγε το
βιβλιοπωλείο και έβγαζε έξω τις θήκες με τις ρόδες που είχαν πάνω τα βιβλία.
Η Ανθή δεν είχε δει καθόλου τον Ντίτερ.
Αμέσως ο γιατρός άρχισε να ψάχνει στα μαγαζιά με τις καρέκλες και τα
τραπέζια δίπλα στο λιμάνι. Δεν καθόταν ακόμα κανένας.
Γρήγορα ο γιατρός πήγε και ρώτησε μερικά γκαρσόνια που ίσως θα θυμόνταν
τον γιό του, αλλά κανένας δεν τον είχε δει εκείνο το πρωί.
Έτρεξε προς το μέρος που περίμεναν τα άλογα με τις άμαξες.
Ο γιατρός βρήκε τον Ανέστη και την άμαξα του. Ο Ανέστης εκείνη τη στιγμή
έδινε νερό στο άλογο, και το περιποιόταν μετά την πρωινή κούρσα που είχε κάνει για
το καράβι που έφυγε για Αθήνα.
Ρώτησε γρήγορα τον Ανέστη αν είδε τον γιό του.
«Ναι, του είπε, πήρε το καράβι και έφυγε για τον Πειραιά. Νόμισα ότι
ήσασταν μαζί. Μου φάνηκε σαν άρρωστος». Είπε ο Ανέστης.
Ο γιατρός σαν κτυπημένος από κεραυνό, κάθισε στην άμαξα, ενώ ο Ανέστης
προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε με τον γιατρό και τον γιό του.
Ο γιατρός σκεπτόταν. Zήτησε από τον Ανέστη το κινητό του τηλέφωνο, και
του είπε να πάνε γρήγορα πίσω στο σπίτι της κυρίας Μαρίας.
Ο Ανέστης έβγαλε γρήγορα από το άλογο το σάκο με το σιτάρι που του έβαζε
για να φάει μετά από κάθε μακρινή κούρσα, του έβαλε πάλι τα γκέμια στο στόμα του,
πήδηξε στην άμαξα, και έδωσε στο άλογο το σήμα για το φουλ γκαλόπ.
«Γρήγορα Ανέστη, πάμε στο σπίτι. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Πειραιά με
το τηλέφωνό σου, πριν το πλοίο από την Ίο μπει μέσα στο λιμάνι. Ο γιός μου πήρε το
πορτοφόλι μου με όλα τα χρήματα μου και τις πιστωτικές κάρτες μου. Πήρε και το
τηλέφωνό μου. Γρήγορα. Γρήγορα.»
Το άλογο έτρεχε, και ο θόρυβος από τα πέταλα του έκαναν τους περαστικούς
να παραμερίζουν. Σαν να καταλάβαινε ότι ήταν κάποια ανάγκη, το άλογο έπαιρνε
σιγά και προσεκτικά τις στροφές, μέχρι που βρήκε τον ανηφορικό δρόμο για το σπίτι
της κυρίας Μαρίας. Μετά, με μεγάλα πηδήματα άρχισε το γκαλόπ, και έτρεχε
σταθερά, αφήνοντας πίσω του την Χώρα.
Η άμαξα έφτασε μπροστά στο σπίτι της Κυρίας Μαρίας, που είχε βγει στη
αυλή όταν άκουσε το θόρυβο από τα πέταλα του αλόγου.
«Τον βρήκατε;» Ρώτησε το γιατρό.
«Όχι, έφυγε για Αθήνα.» Είπε ο Ανέστης στην Κυρία Μαρία.
Ο γιατρός γρήγορα, χωρίς να δίνει εξηγήσεις σε κανένα, μπήκε στο δωμάτιο
του και πήρε το σημειωματάριο του. Γρήγορα άρχισε να το ξεφυλλίζει, μέχρι που
βρήκε το όνομα και το τηλέφωνο του Μήτσου, του ταξιτζή.
Σχημάτισε το νούμερο του Μήτσου, και περίμενε να απαντήσει.
Μόλις άκουσε τη φωνή του Μήτσου, άρχισε γρήγορα να του εξηγεί στα
Γερμανικά τι είχε συμβεί με τον Ντίτερ.
Είπε στο Μήτσο, να πάρει τηλέφωνο τη Δέσπω, που ήξερε τον γιό του, και
μαζί να κατέβουν γρήγορα στον Πειραιά, εκεί που θα άραζε το καράβι από την Ίο,
και να περιμένουν να βγει ο Ντίτερ από το καράβι.
Εξήγησε στο Μήτσο, ότι έπρεπε με κάθε τρόπο, μαζί με την φίλη του, την
Δέσπω, να τον κρατήσουν εκεί στο Πειραιά, η στο σπίτι της Δέσπω, μέχρι να έλθει ο
γιατρός από την Ίο, και να τον πάρει πίσω.
«Γρήγορα σε παρακαλώ Μήτσο, να πας να πάρεις από το σπίτι της την φίλη
μου την Δέσπω, και να πάτε στον Πειραιά πριν το πλοίο από την Ίο αγκυροβολήσει.
Πρέπει να τον σταματήσετε. Η Δέσπω τον ξέρει τον γιό μου. Θα στον δείξει. Θέλω να
την βοηθήσεις να τον σταματήσετε. Πρόσεξε όμως γιατί είναι επικίνδυνος.
Είναι...ναρκομανής....»
Ο γιατρός είπε στο Μήτσο και άλλα πολλά, που θα βοηθούσαν να τον βρούνε
με την Δέσπω, και να τον κρατήσουν κοντά τους.
«Θα σου πληρώσω ότι έξοδα έχεις, και ότι χρειάζεται για το ταξί.» Είπε στο
Μήτσο, και αμέσως πήρε τη Δέσπω να της εξηγήσει.
Προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο κινητό του, που του πήρε ο Ντίτερ. Αλλά ο
Ντίτερ δεν απαντούσε. Καταλάβαινε ότι ήταν ο πατέρας του που προσπαθούσε να
του μιλήσει.
Kεφάλαιο 9
Η Δέσπω στην Αθήνα, τα παράτησε όλα, και μαζί με τον Μήτσο που ήλθε να
την πάρει από το σπίτι της, κατέβηκαν στο Πειραιά.
Βρήκαν τη προβλήτα που θα άραζε το καράβι από την Ίο, και περίμεναν στην
αποβάθρα. Είχαν αρκετή ώρα μέχρι που να έλθει το πλοίο, και μέσα στο ταξί είχαν
καιρό να κουβεντιάσουν.
Ο Μήτσος τα έμαθε όλα από την Δέσπω. Άκουσε για το δεσμό τους με τον
γιατρό, για το χωρισμό τους μετά από το πανεπιστήμιο στην Φρανκφούρτη, και τώρα
για την καινούργια τους συνάντηση, γεμάτη όνειρα, και προβλήματα.
Κατάστρωσαν ένα σχέδιο για το πως θα πλησίαζαν τον Ντίτερ, και τι θα
έκαναν μέχρι να ερχόταν ο γιατρός από την Ίο.
Το καράβι δεν άρχισε να αγκυροβολήσει, και οι επιβάτες άρχισαν να βγαίνουν
από το πλοίο.
Ο Μήτσος με την Δέσπω, βρήκαν ένα μέρος που θα έβλεπαν όλους τους
επιβάτες που θα έβγαιναν από το πλοίο, και άρχισαν να ψάχνουν για το Ντίτερ.
Η Δέσπω τον γνώρισε, και τον έδειξε στο Μήτσο. Ήξερε ότι το θέμα ήταν
λίγο λεπτό, αλλά και επικίνδυνο. Και η Δέσπω, και ο Μήτσος, δεν ήξεραν πώς θα
αντιδρούσε ο Ντίτερ όταν θα τον πλησίαζαν και θα του έλεγαν ότι πρέπει να πάει
μαζί τους.
Ο Ντίτερ κρατούσε μόνο μια πλαστική τσάντα, και κατεβαίνοντας από το
πλοίο, άρχιζε να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις.
Προσπαθούσε να βρει που θα πήγαινε. Δεν ήξερε τίποτα στον Πειραιά. Τα
μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, τα μάτια του κόκκινα και δακρυσμένα, τα ρούχα του
σε άθλια κατάσταση, και με δυσκολία προσπαθούσε να ορθώσει το κορμί του.
Πήγαινε προς όλες τις κατευθύνσεις, και προσπαθούσε να βρει ένα δρόμο, ένα
διάδρομο, η κάπου να καθίσει.
Τον έσπρωχναν και έσπρωχνε. Ξεχώριζε μέσα στο πλήθος, σαν την μύγα μέσα
στο γάλα.
Ήταν η Δέσπω που τον πλησίασε πρώτη, ενώ ο Μήτσος περίμενε λίγο πιο
μακριά.
Όταν η Δέσπω του μίλησε, ο Ντίτερ ξαφνιάστηκε. Την κοίταζε και δεν έλεγε
τίποτα. Η Δέσπω συνέχιζε να του μιλά. Και όταν έβαλε το χέρι της προστατευτικά
στον ώμο του Ντίτερ για να τον πάρει παραπέρα, ο Ντίτερ σήκωσε την πλαστική
τσάντα που κρατούσε, και την κτύπησε στο πρόσωπο. Μετά τρέχοντας με δυσκολία,
όπως μπορούσε, εξαφανίστηκε στο πλήθος.
Έτρεχε προς τη έξοδο της αποβάθρας σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά
του, και μέσα σε δευτερόλεπτα, κατόρθωσε να απομακρυνθεί αρκετά από την Δέσπω
και τον Μήτσο.
Η Δέσπω γρήγορα τον ακολούθησε, ενώ συγχρόνως φώναζε στον Μήτσο να
έλθει.
Για λίγο, τον έχασαν από τα μάτια τους. Έψαχναν και οι δύο τους προς όλες
τις κατευθύνσεις για να τον δουν.
Έξαφνα η Δέσπω τον εντόπισε στην απέναντι μεριά του δρόμου που έτρεχε
ανάμεσα στους διαβάτες.
Η Δέσπω τον έδειξε με το χέρι της στο Μήτσο, και πάλι μαζί προσπάθησαν να
περάσουν στην απέναντι μεριά του μεγάλου δρόμου.
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν επικίνδυνο να
περάσουν απέναντι, και βλέποντας τον συνέχεια στην απέναντι μεριά του δρόμου να
τρέχει, προσπαθούσαν να βρούνε μια διάβαση για να περάσουν απέναντι.
Ο Ντίτερ βρήκε στη μεριά που έτρεχε μια στοά, και μπήκε μέσα. Ήταν γεμάτη
από κόσμο, και καταστήματα. Με τόσο κόσμο που είχε, ο Ντίτερ κατόρθωσε πάλι να
εξαφανιστεί.
Ο Μήτσος έφτασε πρώτος στη στοά, και άρχισε να τον ψάχνει.
Λαχανιασμένος, άφησε να του ξεφύγει μια βλασφημία της πιάτσας.
Σε λίγο έφτασε και η Δέσπω, και αυτή λαχανιασμένη, με τα μαλλιά της να
ανεμίζουν πέρα δώθε.
Έτρεχαν δεξιά και αριστερά, σταματούσαν να δουν πίσω και μπροστά, πάλι
έτρεχαν μέσα στη στοά πάνω και κάτω, αλλά ο Ντίτερ είχε εξαφανιστεί.
Έτρεχαν συνέχεια μέσα στη στοά, μέχρι που έφτασαν πίσω, σε μια άλλη
έξοδο, που έβγαζε σε ένα άλλο μεγάλο δρόμο παράλληλο με τον πρώτο δρόμο.
Απογοητευμένοι και οι δύο, κάθισαν σε ένα μπαρ που είχε απλώσει τις
καρέκλες και τα τραπέζια μέσα στη στοά.
«Και τώρα τι γίνεται» Ρώτησε η Δέσπω.
Ο Ντίτερ σαν κυνηγημένο ζώο, έτρεχε να φύγει μακριά, και να κρυφτεί.
Υπέφερε πολύ. Έτρεχε, και συγχρόνως κοίταζε πίσω του να βεβαιωθεί ότι η
Δέσπω δεν τον κυνηγούσε.
Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον κυνηγούσε κανένας, βρήκε μια γωνιά, και
κάθισε να ξεκουραστεί.
Ανάπνεε με δυσκολία, ήταν ιδρωμένος, έτρεμε, και συνέχεια επαναλάμβανε
το γνωστό γερμανικό,
«χιάϊζε, χιάϊζε, χιάϊζε.»
Έμεινε στη γωνιά αυτή μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Είχε βάλει στο στήθος
του την πλαστική τσάντα κρατώντας την σφικτά, και με το κεφάλι του ακουμπισμένο
στα διπλωμένα του γόνατα, κοιμόταν, ενώ έτρεμε συνέχεια.
Οι περαστικοί περνούσαν και ούτε που του έδιναν σημασία. Καμιά φορά ο
Ντίτερ ξυπνούσε από το λήθαργο του αυτό, έριχνε μια ματιά να δει αν κάποιος τον
κυνηγούσε, και μετά, πάλι έπεφτε στο λήθαργό του.
Έμεινε εκεί μέχρι που νύχτωσε.
Σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του, και είδε ότι ήταν μόνος. Οι διαβάτες
συνέχεια πήγαιναν και έρχονταν, και τα φώτα του Πειραιά που άρχισαν να ανάβουν,
του έδωσαν κουράγιο. Κουράγιο να σηκωθεί, και να αρχίσει να ψάχνει αυτό που
ήθελε.
Τα ναρκωτικά!
Τη νύκτα μπορούσε να βρει ευκολότερα τα μέρη που θα αγόραζε ναρκωτικά.
Το σκοτάδι βοηθά καλύτερα να γνωρίσει αυτούς που θα τον ηρεμήσουν.
Άσχετα ότι δεν ήξερε τον Πειραιά, μπορούσε γρήγορα να γνωρίσει τις
γειτονιές, τα καφενεία, και τούς προμηθευτές του μαύρου θανάτου.
Έβαλε το χέρι του στη πλαστική του τσάντα, ψηλάφισε το πορτοφόλι που
έκλεψε από τον πατέρα του, και με ότι δυνάμεις του είχαν μείνει άρχισε να ψάχνει
τον παράδεισό του.
Ο Πειραιάς φημίζεται σαν λιμάνι με τα όλα του. Τα ωραία του μπαρ, τα ωραία
του φαγητά, τη νυκτερινή ζωή με τις υπέροχες γκόμενες, τους ομοφυλόφιλους, τις
λεσβίες, την Τρούμπα...και το γλυκό χασίσι.
Περπατούσε μέσα στη νύκτα, και με τα θολά του μάτια, εξέταζε τους
περαστικούς. Σταμάτησε μερικές φορές, και ρώτησε κάτι σε κάποιους. Οι κάποιοι
αυτοί ήταν μεθυσμένοι, ήταν παράξενοι, η ήταν παραπεσμένοι από την κοινωνία.
Μια ιδεώδης ομάδα ανθρώπων που μπορούσαν να πληροφορήσουν τον
Ντίτερ, που θα μπορούσε να αγοράσει μια καλή δόση από δυνατό χασίσι.
Το μέρος που σύστησαν στο Ντίτερ ήταν ένα υπόγειο μπαρ, με μια τεράστια
φωτεινή επιγραφή που δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε.
Έξω από το μπαρ, ένας μαύρος, με ένα στενό πέτσινο κουστούμι, που άφηνε
να φαίνεται ο τεράστιος όγκος του ανδρισμού του, μιλούσε με δύο γυναίκες που
φορούσαν μίνι, και κάπνιζαν.
Ο Ντίτερ πλησίασε, και θέλησε να μπει στο μπαρ. Ο μαύρος άφησε τις
γυναίκες που μιλούσε, και εμπόδισε τον Ντίτερ να κατέβει τα σκαλιά.
Ο Ντίτερ κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, και αμέσως ο μαύρος έβγαλε το κινητό
του, και τηλεφώνησε σε κάποιον.
Σε λίγο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο μαύρο και στο Ντίτερ, και
ένα χέρι μέσα από το αυτοκίνητο, πήρε από το Ντίτερ ένα μεγάλο χαρτονόμισμα, και
έδωσε στο Ντίτερ ένα τσίγκινο κουτί μπισκότων. Tο πήρε, και γρήγορα έφυγε μακριά
από το μπαρ, ενώ το αυτοκίνητο γρήγορα εξαφανίστηκε στα στενά δρομάκια της
Τρούμπας.
Περπατούσε γρήγορα, έχοντας κάτω από τη μασχάλη του την πλαστική
τσάντα, ενώ κρατούσε μπροστά στο στήθος του το τσίγκινο κουτί των μπισκότων
τόσο σφικτά, που του σημάδευε το δέρμα του στο στήθος.
Κοίταζε συνέχεια πίσω του να δει αν κάποιος τον ακολουθούσε, και
εξακολουθούσε να τρέμει. Τα μάτια του πάντα κόκκινα, προσπαθούσαν να βρουν ένα
απόμερο και σκοτεινό μέρος. Ένα μέρος που θα ήταν μόνος, για να πάρει τη δόση
του.
Τον ενοχλούσαν τα φώτα, οι περαστικοί, οι παρέες που φώναζαν και έπιναν
στους δρόμους, τα αδέσποτα σκυλιά που έψαχναν για κανένα κόκαλο, η για κανένα
μισοφαγωμένο σουβλάκι. Συνέχεια έλεγε το γερμανικό, «χιάϊζε».
Τελικά κάπου σε ένα δρόμο, βρήκε μια οικοδομή. Σταμάτησε απέναντι από
την οικοδομή, και κοίταξε γύρω του να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε κανείς.
Ήταν μόνος στο δρόμο. Γρήγορα, παραμέρισε τα ξύλα που έκλειναν πρόχειρα
την πόρτα της οικοδομής και μπήκε μέσα.
Τα μακρινά φώτα από τις επιγραφές, έστελναν κάποιο φώς μέσα στους
μισοκτισμένους χώρους.
Βρήκε μια γωνιά, κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα, και έβαλε μπροστά του το
τσίγκινο κουτί των μπισκότων.
Το άνοιξε γρήγορα, ενώ τα χέρια του έτρεμαν περισσότερο από πριν.
Μέσα στο κουτί, βρήκε ένα πλαστικό σακουλάκι με μια άσπρη σκόνη, μια
σύριγγα σε σφραγισμένο περιτύλιγμα, ένα μικρό φτηνό κουτάλι, και ένα αναπτήρα.
Ο Ντίτερ γέλασε με ανακούφιση. Με μεγάλη δυσκολία, και αργά, με χέρια
που έτρεμαν, κατόρθωσε να ετοιμάσει το θανατηφόρο γεύμα του.
Ακούμπησε τη σύριγγα με το πολύτιμο υγρό του, πάνω στο τσίγκινο κουτί,
και τράβηξε από το παντελόνι του τη ζώνη του.
Σήκωσε το βρώμικο μανίκι του από το πουκάμισο του, και τύλιξε σφικτά το
μπράτσο του. Στο λιγοστό φως της οικοδομής, είδε τις εξογκωμένες φλέβες του.
Πήρε τη σύριγγα από το τσίγκινο κουτί, διάλεξε την ποιο μεγάλη φλέβα, και έσπρωξε
την βελόνα. Πίεσε σιγά τη σύριγγα , και το μαγικό υγρό της, ανακατεύτηκε με το
αίμα του. Άδειασε τη σύριγγα στις φλέβες του. Mετά πέταξε την σύριγγα και τη ζώνη
μακριά, αναστέναξε, και άφησε το σώμα του να πέσει στο σκληρό σκονισμένο
πάτωμα της οικοδομής.
Kεφάλαιο 10
Το άλλο πρωί, ο γιατρός Xάνς είχε ήδη βγει από το καράβι που τον έφερε από
την Ίο, και βρήκε στην αποβάθρα τον Μήτσο τον ταξιτζή.
Η Δέσπω τηλεφώνησε στο γιατρό και του είπε ότι έχασαν τον Ντίτερ όταν
βγήκε από το καράβι. Και ο γιατρός μαζί με τον φίλο του τον Μήτσο ανάλαβαν να
τον βρουν.
Αλλά πού να τον βρουν;
«Μη φοβάσαι γιατρέ!. Τον Πειραιά και τα στέκια του τα ξέρω πολύ καλά.
Έχω και φίλους που θα μας βοηθήσουν.» Είπε στο γιατρό ο Μήτσος.
«Πρέπει να ψάξομε όλα τα μέρη που μπορούν να προμηθεύσουν ναρκωτικά
στο Ντίτερ. Υπάρχει ελπίδα να τον βρούμε εκεί.» Είπε ο γιατρός.
«Η Δέσπω μου είπε ότι σου πήρε το πορτοφόλι με όλα μέσα, Θέλεις να πάμε
πρώτα από καμιά τράπεζα για να ακυρώσεις τις κάρτες σου, και να μπλοκάρεις τον
λογαριασμό σου.» Είπε στο γιατρό ο Μήτσος.
«Όχι Μήτσο. Αν το κάνω αυτό, νομίζω ότι ο Ντίτερ θα πεθάνει σε κάποια
γωνιά, πεινασμένος και αβοήθητος. Άσε τον να έχει χρήματα μέχρι να τον βρούμε!
Τα χρειάζεται!» Είπε με πικρία στο Μήτσο ο γιατρός.
«Άντε πάμε λοιπόν και ο Θεός να βάλει το χέρι του.» Είπε ο Μήτσος και
έβαλε εμπρός.
Άρχισαν να ψάχνουν παντού. Γύριζαν στους δρόμους του Πειραιά, και
σταματούσαν σε μαγαζιά και ρωτούσαν. Κατέβαιναν και αγόραζαν κανένα μπουκάλι
νερό για να πιούν, και μετά πάλι συνέχιζαν το ψάξιμο.
Η ζέστη το καλοκαίρι στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας είναι
ανυπόφορη. Η άσφαλτος έλιωνε, και το ταξί μέσα ήταν σαν φούρνος. Όμως και οι
δύο συνέχιζαν να ψάχνουν.
Η νύκτα τους βρήκε και τους δύο κουρασμένους, βρώμικους από τα
καυσαέρια των δρόμων, και απογοητευμένους.
«Λοιπόν, γιατρέ, νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε τώρα . Θα έλθεις να
πάμε στο σπίτι μου, να κάνομε ένα μπάνιο, να φάμε κάτι, και να σκεφτούμε
καλύτερα πως θα συνεχίσομε.» Είπε ο Μήτσος.
«Όχι Μήτσο, πρέπει να συνεχίσομε. Εσύ αν θέλεις φύγε, πήγαινε στο σπίτι
σου, ξεκουράσου, και έλα πάλι αύριο να συνεχίσομε μαζί. Εγώ θα συνεχίσω να τον
ψάχνω.» Είπε πεισμωμένος ο γιατρός.
«Ε τότε, αφού επιμένεις να συνεχίσομε, είμαι μαζί σου».
«Πρέπει να βρούμε κανένα που να ξέρει να μας πει που μπορούμε να βρούμε
ναρκωτικά. Έτσι έχομε μια πιθανότητα να ρωτήσομε αν πέρασε από εκεί ο Ντίτερ.»
Ο Μήτσος συμφώνησε.
Και πάλι μαζί άρχισαν μέσα στη νύκτα να ρωτούν όλους τους ύποπτους, και
όλους αυτούς που νόμιζαν ότι πουλούσαν τον μαύρο θάνατο.
Συνέχισαν έτσι μέχρι το πρωί. Κανένας δεν ήξερε να τους πει τίποτα.
Ο Μήτσος ήξερε ότι στη Τρούμπα θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να
βρουν κάτι για τον Ντίτερ.
Το είπε στο γιατρό, και ξεκίνησαν για την Τρούμπα.
Ο γιατρός μέσα στο ταξί, με το τηλέφωνο του Μήτσου, προσπαθούσε να
επικοινωνήσει με τον Ντίτερ. Αλλά ο Ντίτερ το είχε κλείσει.
Σταμάτησαν και οι δύο τους να πιούν σε ένα μπαρ ένα καφέ, και να πάρουν
δυνάμεις.
Μέσα στο μπαρ σέρβιρε τους λιγοστούς πελάτες μια ξανθιά νέα κοπέλα. Θα
πρέπει να ήταν ξένη. Μιλούσε τα ελληνικά με μια άθλια προφορά, και ήταν κάπως
σπαστική στις κινήσεις της.
Ο Μήτσος την πλησίασε και της εξήγησε την ιστορία τους. Η κοπέλα τον
άκουγε με προσοχή, προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε ο Μήτσος.
«Ο φίλος σου είναι Γερμανός;» Ρώτησε η κοπέλα.
«Ναι, γιατί ρωτάς;» Της είπε ο Μήτσος.
«Τον άκουσα που έλεγε «χιάϊζε». Εγώ μιλώ γερμανικά. Είμαι ρωσίδα. Πολλά
χρόνια στη Γερμανία.» Είπε πάλι η κοπέλα με τα μισά Ελληνικά της.
Η ξανθιά Ρωσίδα, τους έδωσε σε ένα χαρτί μερικές διευθύνσεις, και τους είπε
να της δώσουν ένα τηλέφωνο, αν βρει τίποτα, να τους ειδοποιήσει.
Ήπιαν τον καφέ τους, και ο γιατρός φεύγοντας, έδωσε στη Ρωσίδα ένα
χαρτονόμισμα.
«Πώς σε λένε;» Tην ρώτησε.
«Τάνια»
«Ευχαριστώ. Nα αυτός είναι ο γιός μου. Αν τον δεις, τηλεφώνησε μου σ' αυτό
εδώ το τηλέφωνο.» Της έδωσε την φωτογραφία του Nτίτερ, με το τηλέφωνο του
Mήτσου, και έφυγαν για να συνεχίσουν το ψάξιμο στις διευθύνσεις που τους έδωσε η
Ρωσίδα.
Πήγαν σε όλες τις διευθύνσεις, αλλά τίποτα. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον
«νεαρό Γερμανό» όπως τον περιέγραφε ο γιατρός, και κανείς δεν τον είδε.
Μια από τις διευθύνσεις είχε το όνομα «Μπλάκ», και ένα τηλέφωνο.
Ο Γιατρός μέσα από το ταξί, πήρε το τηλέφωνο του Μήτσου, και σχημάτισε
τον αριθμό. Το τηλέφωνο κτύπησε μερικές φορές, αλλά δεν απάντησε κανείς.
Ο Γιατρός είπε πάλι το συνηθισμένο «χιάϊζε», και έκλεισε το τηλέφωνο.
Κουρασμένος, βρώμικος, άυπνος, έγειρε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα. Ο
Μήτσος στη θέση του οδηγού, περίμενε οδηγίες από τον γιατρό.
Έμειναν και οι δύο έτσι στο κάθισμα τους βουβοί, και κοίταζαν τους πρωινούς
περαστικούς που πήγαιναν στις δουλειές τους.
Τα μάτια του γιατρού βαριά από την κούραση και την αϋπνία έκλεισαν
γρήγορα.
Ο Μήτσος κατάλαβε, και χωρίς θόρυβο, άναψε ένα τσιγάρο, και άφησε τον
γιατρό να ξεκουραστεί λίγο.
Σε μια στιγμή, το τηλέφωνο του γιατρού άρχισε να κτυπά.
Ο γιατρός ούτε που ενοχλήθηκε, και συνέχισε να κοιμάται στο κάθισμα του.
Ο Μήτσος απάντησε στο τηλέφωνο νομίζοντας ότι θα ήταν για καμία κούρσα.
Μια ανδρική φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, ρώτησε γιατί
τηλεφώνησαν στο νούμερο του.»
«Ποιός είναι» είπε ο Μήτσος.
«Μπλάκ» είπε ξερά η ανδρική φωνή.
«Α, ναι, ναι. Το τηλέφωνο σου μας το έδωσε η ξανθιά Ρωσίδα, η … πως την
λένε μωρέ…η...
«Τάνια». Είπε ο γιατρός που άκουγε τη συζήτηση με κλειστά μάτια.
«Ναι η Τάνια.» Είπε ο Μήτσος.
«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Είπε πάλι κοφτά η φωνή.
Ο Μήτσος κοίταξε το γιατρό, σκέφτηκε λίγο, και είπε:
«Θέλω εμπόρευμα, και μια πληροφορία.» Είπε μάγκικα ο Μήτσος, ενώ ο
γιατρός τον κοίταζε έκπληκτος.
Η φωνή άργησε να απαντήσει για λίγο, και μετά το τηλέφωνο έκλεισε.
Ο γιατρός πήρε γρήγορα το τηλέφωνο από το χέρι του Μήτσου, και
προσπάθησε να δει τον αριθμό του Μπλάκ.
Ο Μπλάκ είχε μπλοκάρει τον αριθμό του.
Πάλι ο γιατρός άρχισε να βλαστημά, και κουρασμένος έτσι όπως ήταν έγειρε
πίσω στο κάθισμα του και έκλεισε τα μάτια του.
Ο Μήτσος είδε το κουρασμένο και αξύριστο πρόσωπο του γιατρού, είδε το
πουκάμισο του γεμάτο από λεκέδες ιδρώτα, και γύρισε το καθρεφτάκι του ταξί προς
το μέρος του να δει και το δικό του. Όταν είδε το πρόσωπό του, είπε το γνωστό «πω,
πω, πω», και άναψε τη μηχανή του ταξί.
«Γιατρέ, Πες ότι θέλεις, αλλά πηγαίνομε σπίτι μου. Πρέπει να
ξεκουραστούμε, να κάνομε ένα μπάνιο γιατί βρωμάμε και οι δύο, και να φάμε και
κάτι.» Είπε ο Μήτσος και κοίταξε το γιατρό.
Ο γιατρός δεν απάντησε, και συνέχισε να κοιμάται βαθιά στο ταξί, με το
κεφάλι του γερμένο προς τα πίσω, και το στόμα του ανοικτό.
Ο Μήτσος έτρεχε με το ταξί προς την Ηλιούπολη, που ήταν το σπίτι του, ενώ
συγχρόνως έδινε οδηγίες στην γυναίκα του να ετοιμάσει κάτι για να φάνε, και να
κοιμηθούνε με τον γιατρό.
«Είναι ο φίλος μου ο Γερμανός, ο γιατρός, που σου είχα πει. Αυτός που θέλει
να μείνει στην Ίο. Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει;. Ε… ναι…δεν ήλθα στο σπίτι γιατί
είμαστε μαζί χθες όλη μέρα, και όλη νύκτα. Όχι μωρέ, δεν πίναμε. Θα σου εξηγήσω.
Έλα τώρα πήγαινε να ετοιμάσεις, γιατί είμαστε και οι δύο πτώματα από την κούραση
και το ξενύχτι. Όχι σου λέγω δεν πίναμε. Έλα, έλα κλείνω τώρα.» Ο Μήτσος
κουρασμένα, έβαλε το κινητό του δίπλα στο κάθισμα του ταξί, και πήρε κατεύθυνση
για την Ηλιούπολη.
Όταν έφτασαν μπροστά στο σπίτι του Μήτσου, ο γιατρός συνέχιζε να
κοιμάται. Ο Μήτσος τον σκούντηξε απαλά στο χέρι. Ο γιατρός συνέχιζε να κοιμάται.
Πάλι ο Μήτσος τον κούνησε, και πάλι ο γιατρός δεν κουνήθηκε. Ο Μήτσος πάλι τον
κούνησε, αλλά τώρα ποιο δυνατά.
Ο γιατρός ξύπνησε τρομαγμένος.
«Έλα γιατρέ, φτάσαμε στο σπίτι. Πάμε να ξεκουραστούμε λίγο, και
συνεχίζομε αργότερα. Και εσύ, αλλά και εγώ, είμαστε πολύ κουρασμένοι.» Είπε ο
Μήτσος, και βοήθησε το γιατρό να βγει από το ταξί.
Η Αιμιλία, η γυναίκα του Μήτσου, άνοιξε γελαστή τη πόρτα, και οι δύο
άνδρες μπήκαν εξουθενωμένοι από την κούραση μέσα στο δροσερό σπίτι.
Ο γιατρός τη χαιρέτησε ευγενέστατα, και ο Μήτσος παίρνοντας τον από τον
ώμο, τον οδήγησε στο δωμάτιο που θα κοιμόταν.
Η Αιμιλία είχε αποθέσει πάνω στο κρεβάτι καθαρές πεσέτες, και έδειξε στο
γιατρό το μπάνιο.
Ο γιατρός με ευγνωμοσύνη έλεγε συνέχεια ευχαριστώ. Μπήκε στο μπάνιο,
έκανε ένα ντους, και μετά γυρίζοντας στο δωμάτιο του, έπεσε στο κρεβάτι. H
κούραση παράλυσε το κορμί του, και ένας βαρύς ύπνος έκλεισε αμέσως τα μάτια του.
Ο Μήτσος και η Αιμιλία, δεν τον ενόχλησαν άλλο, ενώ το τραπέζι περίμενε
στρωμένο τους δύο άντρες να φάνε.
Κατακουρασμένος και ο Μήτσος, μετά που έφαγε, πήγε για ύπνο. Η Αιμιλία
έβαλε πάλι στο ψυγείο αυτά που είχε ετοιμάσει, και άφησε τους δύο άντρες να
κοιμηθούν ήσυχα.
Kεφάλαιο 11
H Τάνια , η Ρωσίδα, πίσω από το μπάγκο του Μπαρ στην Τρούμπα, μάζεψε τα
τσιγάρα της, το κινητό της, και ένα φουσκωμένο πορτοφόλι που είχε μέσα όλη την
περιουσία της στην Ελλάδα. Είπε κουρασμένα ένα «γειά» στον Έλληνα που συνέχιζε
την βάρδια στο Μπαρ, και εξαφανίστηκε στο βάθος, πίσω από τις λεκιασμένες
κουρτίνες.
΄Aνοιξε ένα δωμάτιο, και μπήκε μέσα. Έβγαζε κουρασμένα ένα ένα τα ρούχα
της, και τα πετούσε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι.
Πήρε το πορτοφόλι της, και άρχισε να βγάζει τα χαρτονομίσματα. Τα έριχνε
στο κρεβάτι, και τα μετρούσε.
Το υπέροχο και γεροδεμένο σώμα της που μύριζε ιδρωτίλα και καπνό
τσιγάρου, κουνιόταν ρυθμικά καθώς μετρούσε τα χαρτονομίσματα.
«Εφτακόσια πενήντα ευρώ.» Είπε, και κοίταξε το σώμα της στον μεγάλο
καθρέπτη απέναντι από το κρεβάτι.
Μετά νυσταγμένα μπήκε μέσα στο μπάνιο, και άφησε το κρύο νερό από το
ντους να αγκαλιάσει το βρώμικο κορμί της.
Όταν τέλειωσε το ντους, σκουπίστηκε γρήγορα, και εξουθενωμένη έπεσε
γυμνή στο κρεβάτι. Γρήγορα ο ύπνος πέρασε από το λαχταριστό κορμί της, και την
άφησε να κοιμάται γαληνεμένη στο κρεβάτι.
Πέρασε κάμποση ώρα. Eνα κλειδί άνοιγε σιγανά τη πόρτα του δωματίου της.
Ένας τεράστιος ανθρώπινος όγκος παρουσιάστηκε στην μισάνοικτη πόρτα,
ενώ το ολόγυμνο κορμί της Τάνιας κοιμόταν στο κρεβάτι.
Ο τεράστιος άνδρας που μπήκε μέσα στο δωμάτιο, σιγά, και χωρίς θόρυβο,
άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Όταν έμεινε γυμνός, πάντα σιγανά και χωρίς θόρυβο,
έπεσε στο κρεβάτι δίπλα στη Τάνια.
Σκέπασε το γυμνό κορμί της με το σώμα του, ενώ τα χέρια του αγκάλιαζαν
και έπιαναν όλα τα μέρη της.
Η Τάνια πάντα με κλειστά μάτια, και γελώντας, με ναζιάρικη φωνή, έβγαζε
μικρούς στεναγμούς, ενώ τα χέρια της έπιαναν και χάιδευαν όλο το τεράστιο μαύρο
σώμα του.
«Μπλάκ μου… αγόρι μου… αγάπη μου. Πάλι δεν θα με αφήσεις να κοιμηθώ.
Έλα…έλα. ΄Oχι τώρα.» Είπε ναζιάρικα.
Ήταν ο Μπλάκ από το άλλο το μπαρ, με τα ναρκωτικά.
Ερεθισμένος από την γύμνια της Τάνιας, ήταν στο αποκορύφωμα της
ερωτικής του εξέγερσης.
Πήρε στα τεράστια χέρια του το λαχταριστό κορμί της Τάνιας που έτρεμε από
πάθος, και το φιλούσε απαλά. Η Τάνια έβγαζε κραυγές ευτυχίας, ενώ το κορμί της
πήγαινε πάνω κάτω, πάνω στο τεράστιο μαύρο σώμα του Μπλάκ.
Η ερωτική αυτή πάλη κράτησε κάπου μια ώρα. Τα κορμιά τους είχαν γίνει
ένα, και ο ιδρώτας τους ,έκανε να κολλάνε τα σεντόνια πάνω τους.
Όταν το ερωτικό πάθος ήρθε στο αποκορύφωμά του, και η κούραση τους
ανάγκασε να πέσουν ο ένας δίπλα στον άλλο, έκλεισαν τα μάτια τους και
κοιμήθηκαν, έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι και υγροί από τα υγρά τους.
Όταν ξύπνησαν ήταν νύκτα.
Μέσα από το ντους ο Μπλάκ ερωτούσε την Τάνια, ποιοι ήταν αυτοί που τους
έδωσε το τηλέφωνο του για ναρκωτικά.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι αστυνομικοί;» Είπε ο Μπλάκ.
«Δεν είναι αστυνομικοί. Ο Γερμανός είναι γιατρός, και ψάχνει τον γιό του. Ο
γιός του είναι πρεζάκιας. Και ο άλλος είναι ταξιτζής. Τον γυρίζει στο Πειραιά με το
ταξί του. Μου είπαν την ιστορία τους χθες στο μπαρ.»
«Φοβάμαι μην μας κάνουν καμιά δουλειά. Δεν έπρεπε να τους δώσεις το
τηλέφωνο μου.» Είπε πάλι ο Μπλάκ μέσα από το ντους.
«Μπορούμε να βγάλουμε καλά λεφτά από το Γερμανό. Μου έδωσε την
φωτογραφία του γιού του. Αν τον συναντήσω, θέλει να τον ειδοποιήσω. Δεν ξέρεις.
κάτι μπορεί να γίνει.» Είπε αφελέστατα η Τάνια.
«Ναι αλλά γιατί μου είπαν στο τηλέφωνο ότι θέλουν εμπόρευμα.» Είπε πάλι ο
Μπλάκ ενώ έβγαινε από το ντους.
«Θέλουν να σε ρωτήσουν αν αγόρασε από σένα ο γιος του Γερμανού. Και
ίσως θέλουν να αγοράσουν για να τους βοηθήσεις.» Είπε η Τάνια.
«Που να θυμάμαι τώρα εγώ ποιος ήλθε, και ποιος αγόρασε εμπόρευμα.
Πότε... που… και μαλακίες. Δεν έπρεπε να τους δώσεις το τηλέφωνο μου. Σου είπα.
Mόνο σε όσους ξέρεις.» Νευρίασε ο Μπλάκ.
«Δες αυτή τη φωτογραφία, και πες μου αν είδες αυτόν εδώ το μαλάκα. Είναι
Γερμανός και ξανθός, και μικρός στην ηλικία. Tον είδες;» Η Τάνια έβαλε τη
φωτογραφία του Ντίτερ στο πρόσωπο του Μπλάκ.
Ο Μπλάκ σκούπιζε ακόμα το τεράστιο κορμί του, ενώ κοίταζε τη φωτογραφία
που η Τάνια του είχε βάλει μπροστά στο πρόσωπό του.
«Που να θυμάμαι τώρα εγώ.» Είπε ο Μπλάκ, και πήρε τη φωτογραφία από
την Τάνια.
Η Τάνια, μπήκε με τη σειρά της στο ντους.
Ο Μπλάκ έπεσε στο κρεβάτι, και πέταξε τη φωτογραφία στο πάτωμα.
«Δεν έπρεπε να τους δώσεις το τηλέφωνο μου. Φοβάμαι. Αν είναι
αστυνομικοί; Αν ο μαλάκας αυτός που λένε ότι ψάχνουν εξαφανίστηκε; Aν είναι
μπλόφα για να βρούνε το κύκλωμα μας, και την επιχείρηση; Τάνια κάνεις μαλακίες..»
Είπε νευριασμένα ο Μπλάκ.
Για μια στιγμή η Τάνια μέσα στο ντους κατάλαβε ότι μπορεί ο Μπλάκ να έχει
δίκαιο. Συνέχισε να σαπουνίζει το κορμί της μηχανικά, ενώ προσπαθούσε να
ηρεμήσει τον Μπλάκ, ότι δεν θα γινόταν τίποτα κακό.
«Δες την φωτογραφία. Aν δεν τον έχεις δει, εντάξει. Δεν παίρνομε κανένα
τηλέφωνο, δεν κάναμε τίποτα, δεν πουλήσαμε σε κανένα τίποτα ,δεν ξέρομε κανένα.
Εσύ είσαι πορτιέρης στο μπαρ το δικό σου, και εγώ είμαι σερβιτόρα στο μπαρ το δικό
μου. Εντάξει;» Είπε η Τάνια αποφασιστικά.
Και οι δύο, άρχισαν να ντύνονται και να ετοιμάζονται για την δουλειά τους.
Ο Μπλάκ έβαλε πάλι το πέτσινο κουστούμι του, και η Τάνια τα μικροσκοπικά
της ρούχα που άφηναν να σχηματίζεται στην εντέλεια το υπέροχο κορμί της.
Κατέβηκαν κάτω στο μπαρ, έβγαλαν από το ψυγείο μερικά τρόφιμα τυλιγμένα
σε βρώμικα περιτυλίγματα, ήπιαν και καφέ για να ξυπνήσουν, και άρχισαν να τρώνε
ενώ κοιτούσαν τους λιγοστούς πελάτες στο μπαρ που τους είχε αναλάβει ο
σερβιτόρος που αντικατέστησε την Τάνια.
Η Τάνια ρώτησε το σερβιτόρο αν υπήρχε κανένα πρόβλημα, και ετοιμάστηκε
να τον αντικαταστήσει.
Ο Μπλάκ τέλειωσε γρήγορα αυτά που έτρωγε, και πήγε κοντά στη Τάνια να
τη χαιρετήσει.
«Πιστεύω να μην έχομε φασαρίες με τους τύπους που έδωσες το τηλέφωνό
μου. Πως τους λένε τους τύπους είπες;» Ρώτησε την Τάνια.
«Μήτσος είναι ο ταξιτζής , και ο Γερμανός λέγεται Xάνς.» Είπε η Τάνια, και
του έδωσε ένα φιλί.
«Μαλακίες.» Είπε θυμωμένα ο Μπλάκ, και έφυγε.

Kεφάλαιο 12

Η νύκτα σκέπασε τον Πειραιά και την Τρούμπα, και μαζί σκέπασε όλους τους
ανώμαλους, τους μπεκρήδες, τις πόρνες, τους φτωχούς και πλούσιους, αλλά και τους
πρεζάκηδες.
Ο Μπλάκ είχε να κάνει με όλο αυτό τον καλό τον κόσμο. Τους ήξερε όλους .
Καταλάβαινε με την πρώτη ματιά τι ήθελε ο κάθε ένας από όλους αυτούς.
Ήξερε ποιος είχε χρήμα και ποιος δεν είχε, ήξερε με ποιους θα έβγαζε καλή
προμήθεια, ποιος ήταν επικίνδυνος, ποιος ήταν αστυνομικός, ποιος ήταν χαφιές, και
είχε έτοιμο να δώσει στον κάθε ένα ότι του ζητούσε .
Σαν θυρωρός του μπαρ που ήταν, με το τεράστιο σώμα του, κρατούσε μακριά
τους προβληματικούς και τους ταραξίες, και εφοδίαζε το μπαρ με πελάτες σίγουρους,
που ήθελαν να περάσουν μερικές ώρες ευτυχίας, οποιασδήποτε ευτυχίας, στο μπαρ.
Και μία τέτοια ευτυχία, ήρθε πάλι να ζητήσει από τον Μπλάκ ο Ντίτερ.
Σε άθλια κατάσταση στάθηκε απέναντι από τον τεράστιο Μπλάκ, και έτσι
μικροσκοπικός όπως φαινόταν απέναντι του, ζήτησε από το Μπλάκ την ευτυχία του.
Ο Μπλάκ αμέσως μόλις είδε το χλωμό και ξανθό πρόσωπο του Ντίτερ στο
φως της φωτεινής επιγραφής, θυμήθηκε την φωτογραφία που του έδειχνε η Τάνια.
«Είσαι Άγγλος;» Ρώτησε ο Μπλάκ. Ήθελε να μάθει αν ήταν αυτός που
έψαχνε ο Ταξιτζής με τον Γερμανό, όπως τους περιέγραψε η Τάνια.
«Όχι είμαι Γερμανός.» Είπε γελώντας ο Ντίτερ.
«Α... οι Γερμανοί μου αρέσουν πάρα πολύ. Έχω πολλούς Γερμανούς φίλους
και φίλες. Είναι ωραίες γυναίκες οι Γερμανίδες.» Είπε ο Μπλάκ, και προσπαθούσε να
πιάσει κουβέντα με τον Ντίτερ, ενώ σκεπτόταν τι έπρεπε να κάνει.
«Θέλω άλλο ένα κουτί τσίγκινο. Ξέρεις, το κουτί που μου έδωσες χθες
βράδυ..»
«Έχεις χρήματα;» Ρώτησε ο Μπλάκ.
«Ναι έχω. Θα στο πληρώσω όπως χθες το βράδυ με λεφτά. Έχεις το ίδιο να
μου δώσεις;» Ρώτησε ξανά ο Ντίτερ γλύφοντας τα ξερά του χείλια.
Ο Μπλάκ γνώρισε τον Ντίτερ. Τον πήρε από τον ώμο, και μπήκαν μαζί στο
μπαρ.
Του είπε να περιμένει σε μια γωνιά, και του εξήγησε ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο
στο πρόσωπο που θα έφερνε το τσίγκινο κουτί.
Ο Ντίτερ έκανε όπως του είπε ο Μπλάκ, και περίμενε δίπλα στην είσοδο του
Μπαρ.
Γρήγορα ο Μπλάκ πήρε τηλέφωνο την Τάνια και της εξήγησε ότι είχε δίπλα
του τον Ντίτερ.
«Μην τον αφήσεις να σου φύγει. Κράτα τον δίπλα σου, μέχρι να πάρω
τηλέφωνο το ταξιτζή.» Του είπε η Τάνια από το μπαρ της πηγαίνοντας πίσω από τις
βρώμικες κουρτίνες.
Γρήγορα, βρήκε στο πορτοφόλι της το χαρτί με τα τηλέφωνα του Μήτσου και
την φωτογραφία του Nτίτερ, που της έδωσε ο γιατρός. Πήγε στο τηλέφωνο που
βρισκόταν στον τοίχο του μπαρ, και κάλεσε το νούμερο.
Το κινητό του Μήτσου άρχισε να κτυπά. Αλλά ο Μήτσος ούτε καν κινήθηκε.
Η κούραση τον έκανε να κοιμάται βαθιά.
Απάντησε η γυναίκα του Μήτσου.
«Θέλω να μιλήσω στο Μήτσο.» Είπε η Τάνια ξερά, και χωρίς καθυστερήσεις.
«Ποιος τον ζητά παρακαλώ.» Είπε η γυναίκα του Μήτσου.
«Πες του ότι είναι για τον γιο του Γερμανού. Περιμένω.»
Η γυναίκα του Μήτσου κατάλαβε ότι το τηλεφώνημα ήταν σπουδαίο, και
γρήγορα σκούντηξε στον ώμο τον Μήτσο που κοιμόταν ακόμα.
«Μήτσο, ξύπνα. Kάποιος θέλει να σου μιλήσει για τον νεαρό γερμανό που
χάθηκε.» Είπε δίνοντας του το κινητό.
Ο Μήτσος ακούγοντας «νεαρό γερμανό» άρπαξε το τηλέφωνο από την
γυναίκα του, και κάθισε στο κρεβάτι.
«Θέλω να μιλήσω στο Μήτσο...η τον Γερμανό...» Είπε πάλι η Τάνια.
« Ναι, ναι εγώ είμαι ο Μήτσος. Ποιος είναι;» Είπε τρομαγμένος ο Μήτσος,
ενώ η γυναίκα του στεκόταν δίπλα του και άκουγε.
« Είμαι η Ρωσίδα…από το μπαρ…χθες που ήρθες μαζί με τον Γερμανό.»
« Ναι, ναι.. θυμάμαι. Eίσαι η κοπέλα που σου δώσαμε τα τηλέφωνα μας και
τη φωτογραφία του γιου του που ψάχνομε εδώ και μέρες. Ξέρεις τίποτα;»
«Εγώ δεν ξέρω, αλλά ξέρει αυτός που του εξήγησα για το γιο του Γερμανού.»
Είπε πάλι ξερά η Τάνια.
«Δώσε μου τον να του μιλήσω..» Είπε πάλι ο Μήτσος.
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα. εγώ. Εγώ θέλω να βοηθήσω το γερμανό…
αλλά φοβάμαι..» Είπε με μασημένα λόγια η Τάνια.
«Τι φοβάσαι κοπέλα μου; Ο φίλος μου ο Γερμανός έχασε το παιδί του και σου
είπα ότι είναι ναρκομανής. Αν δεν τον βρει, ίσως ο γιος του κάνει καμιά τρέλα. Eίναι
ξένος εδώ στη Ελλάδα, και δεν έχει και λεφτά. Πες μου που είναι το παιδί.» Είπε ο
Μήτσος, ενώ πήγαινε στο δωμάτιο του γιατρού.
«Αυτός που είδε τον γιο του Γερμανού...φοβάται μην του κάνετε κανένα
κακό. Φοβάται ότι είστε αστυνομικοί.» Είπε η Τάνια.
«Περίμενε κοπέλα μου. Mην κλείσεις. Θα σου δώσω τον πατέρα του τον
Γερμανό. Εσύ ξέρεις γερμανικά. Mίλησε του και θα καταλάβεις.» Ο Μήτσος γρήγορα
ξύπνησε το γιατρό που κοιμόταν ακόμα, και του έδωσε το τηλέφωνο.
«Xάνς, είναι η κοπέλα του Mπάρ. Nομίζω ότι κάτι ξέρει για τον Nτίτερ. Θέλει
να σου μιλήσει.»
«Ναι.. εμπρός.» Είπε γρήγορα ο γιατρός παίρνοντας το κινητό.
«Ναι, εμπρός.» Είπε στα γερμανικά η Τάνια από το άλλο κινητό.
«Είσαι η κοπέλα που είδαμε στο μπαρ. Tο όνομα σου είναι...» Είπε ο γιατρός
και προσπαθούσε να θυμηθεί το όνομα της.
«Τάνια.»
«Ναι. Τάνια γεια σου. Που είναι ο Ντίτερ; ξέρεις;» Ο γιατρός είχε πάρει φόρα,
και μιλούσε γερμανικά με την Τάνια.
Καμιά φορά σταματούσε για λίγο, άκουγε προσεκτικά αυτά που η Τάνια του
έλεγε, και πάλι ο γιατρός άρχιζε να μιλά γρήγορα.
Ο Μήτσος με την γυναίκα του ήταν δίπλα και άκουγαν χωρίς να επεμβαίνουν.
Σε μια στιγμή ο γιατρός ξέσπασε, και άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε να
συνεχίσει.
Η Τάνια στο άλλο το κινητό, είπε μερικές φορές στα γερμανικά «Άλό», και
έκλεισε το τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» Είπε ο Μήτσος με απορία.
Ο γιατρός άρχισε να ντύνεται.
«Πρέπει να πάμε στο μπαρ να δούμε την κοπέλα αυτή. Μου είπε ότι ο φίλος
της ξέρει που είναι ο Ντίτερ, αλλά δεν μπορεί να μας πει. Νομίζει ότι είμαστε
αστυνομικοί. Μήτσο…σε παρακαλώ πρέπει να πάμε γρήγορα.» Είπε ο γιατρός και
προσπαθούσε να βρει την ψυχραιμία του.
Ο Μήτσος ετοιμάστηκε σε δευτερόλεπτα, και οι δύο άνδρες χωρίς
καθυστέρηση κατέβηκαν κάτω, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν για την Τρούμπα.
Οι δύο άνδρες μέσα στο αυτοκίνητο είχαν στο πρόσωπο τους φανερά τα ίχνη
της ανησυχίας, του στρες, και της κούρασης.
Προσπαθούσαν και οι δύο να βρουν ένα τρόπο για να πείσουν την Τάνια, ότι
δεν είναι αστυνομικοί, αλλά και να μάθουν που είναι ο Ντίτερ.
«Χάνς...πιστεύω η ρωσίδα να μας λέει την αλήθεια.» Είπε ο Μήτσος
κοιτάζοντας το γιατρό.
«Νομίζω ότι ο φίλος της, αυτός που είδε τον Ντίτερ, θέλει λεφτά. Θα του
δώσω όσα θέλει. Μόνο να είναι ο Ντίτερ.» Είπε αποφασιστικά ο γιατρός.
«Μην εμπιστεύεσαι και πολύ κάτι τέτοιους τύπους. Του είπε ο Μήτσος. Η
κοινωνία βρωμάει σήμερα. Άσε πρώτα να δούμε τη Ρωσίδα τι θα μας πει.
Πάρκαραν το αυτοκίνητο έξω από το μπαρ και γρήγορα οι δύο άντρες μπήκαν
μέσα.
Η Τάνια μόλις του είδε, τους έκανε νόημα να μπουν πίσω από τη βρώμικη
κουρτίνα.
Ο γιατρός είχε στο πρόσωπο του την αγωνία να μάθει που είναι το παιδί του,
και ήταν έτοιμος να δώσει ακόμα και το αίμα του.
Η Τάνια τον κατάλαβε, αλλά πάντα προφυλακτική, ζήτησε ακόμα μια φορά
από το γιατρό να βεβαιωθεί ότι δεν είναι αστυνομικοί.
«Όχι, όχι Τάνια, δεν είμαστε αστυνομικοί, να η ταυτότητα μου η γερμανική. Ο
γιος μου χρειάζεται βοήθεια. Είναι άρρωστος με τα ναρκωτικά. Που είναι; Ποιος
είναι ο άνδρας που τον είδε;» Είπε έξαλλος ο γιατρός.
«Ο άνδρας που τον είδε είναι ο φίλος μου. Είναι πορτιέρης σε ένα μπαρ, και
γνωρίζει πολύ κόσμο. Ο γιος σου πήγε και του ζήτησε αν ξέρει που θα βρει
ναρκωτικά, και ο φίλος μου που του έδειξα την φωτογραφία του γιού σου, τον
γνώρισε. ΄Oμως δεν του έδωσε τίποτα.» Είπε η Τάνια.
«Τώρα που είναι ο γιός μου; O φίλος σου αυτός που είναι;» Είπε ο γιατρός
πάλι ανήσυχα.
«Επειδή μου είπες ότι πρέπει να σε ειδοποιήσω αμέσως όταν κάποιος βρει τον
γιό σου, ο φίλος μου είναι τώρα μαζί με τον γιό σου, και τον κρατά μέχρι να έλθεις.
Aλλά…» έλεγε η Τάνια.
«Πες μου που είναι.» Είπε ο γιατρός και άρχιζε να νευριάζει.
«Ο φίλος μου φοβάται ότι είστε αστυνομικοί, και εγώ φοβάμαι μην μας
κάνετε κακό. Ο φίλος μου δεν είναι προμηθευτής ναρκωτικών. Είναι πορτιέρης, και
έχει τις γνωριμίες του. Εξυπηρετεί όλο τον κόσμο.» Είπε φοβισμένη η Τάνια.
«Μπράβο...καταλαβαίνω. Kαι έτσι βρήκαμε και τον γιό μου. Έλα Τάνια, πες
μας που είναι να πάμε να τον πάρομε. Πιστεύω ο φίλος σου να τον κρατά ακόμα. Να
κοίταξε θέλω να σας δώσω και χρήματα γιατί με βοηθήσατε να βρω το παιδί μου.»
Είπε ο γιατρός παρακλητικά, και έβγαλε από την τσέπη του το πορτοφόλι του,
δίνοντας στην Τάνια ένα μάτσο από χαρτονομίσματα.
Η Τάνια τα πήρε, και αποφασιστικά, τους πήρε και τους έβαλε να περιμένουν
στο δωμάτιο της.
«Περιμένετε εδώ. Mην κάνετε τίποτα, μην μιλήσετε σε κανένα, μην
τηλεφωνήσετε σε κανένα, διότι η ζωή μου κινδυνεύει αν κάτι δεν πάει καλά. Kαι
κινδυνεύει και ο φίλος μου. ΄Aσε που θα με σκοτώσει αυτός πρώτος.» Είπε η Τάνια.
«Περιμένετε εδώ, μέχρι που να έλθω.» Έκλεισε την πόρτα και έφυγε.
Κατέβηκε κάτω και πήρε το αυτοκίνητο της από απέναντι.
Οδηγούσε γρήγορα, χωρίς να σέβεται ούτε σήματα, ούτε πεζούς, ούτε
πεζοδρόμια, ούτε άλλα αυτοκίνητα.
Έφτασε μπροστά στο μπαρ, και κόρναρε. Σε λίγο από μέσα από το μπαρ
βγήκε ο Μπλάκ. Είδε το αυτοκίνητο της και πλησίασε.
«Που τον έχεις αυτό το μαλάκα!» Είπε η Τάνια.
«Περιμένει μέσα τη δόση του.» Είπε ο Μπλακ σκυμμένος μέσα στο παράθυρο
του αυτοκινήτου.
«Φέρε τον μέσα στο αυτοκίνητο, και πες του ότι εγώ είμαι που έχω τα
ναρκωτικά. Εσύ μην κάνεις τίποτα άλλο. Ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα.» Είπε η
Τάνια με απόλυτη σιγουριά, αλλά και ηρεμία.
«Τάνια, πρόσεξε μη κάνεις καμιά μαλακία. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα
χέρια. Αν φυσικά με αφήσουν οι αστυνομικοί. Είσαι σίγουρη τι κάνεις;» Είπε ο
Μπλάκ, και κτύπησε με τη γροθιά του την οροφή του αυτοκινήτου.
«Σιγουρότατη. Bάλε μέσα τον μαλάκα. Γρήγορα.» Είπε η Τάνια.
Ο Μπλάκ μπήκε μέσα στο μπαρ, και σε λίγο βγήκε έξω κρατώντας από το
μπράτσο τον Ντίτερ.
Ο Ντίτερ σχεδόν σερνόταν, και αν ο Μπλάκ δεν τον κρατούσε θα έπεφτε.
«Είναι άρρωστος, βρωμάει, και έχει κατουρηθεί πάνω του.» Είπε στη Τάνια ο
Μπλάκ, και άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου για να μπει ο Ντίτερ.
«Χιάιζε…εγώ θέλω μόνο ένα τσίγκινο κουτί. Που είναι το κουτί μου.» Είπε ο
Ντίτερ, ενώ προσπαθούσε να βγει πάλι έξω από το αυτοκίνητο.
«Αυτή θα σου δώσει το κουτί σου. Mαλάκα. Ε! μαλάκα.» Είπε νευριασμένος
πάλι ο Μπλάκ, και σπρώχνοντας από το κεφάλι τον Ντίτερ τον έκανε να καθίσει στο
πίσω κάθισμα, κλείνοντας πάλι με δύναμη την πόρτα.
«Ντίτερ. Εγώ πουλάω τα τσίγκινα κουτιά. Mόνο κάθισε κάτω, και ξάπλωσε
αν μπορείς στο κάθισμα, για να σε πάω στο σπίτι μου να σου το δώσω. Εδώ είναι
επικίνδυνα. Mην μας δει η αστυνομία. Kατάλαβες;» Είπε η Τάνια στα γερμανικά.
Ο Ντίτερ μόλις άκουσε Γερμανικά, και ότι η Τάνια θα του έδινε και το κουτί
του, άρχισε να ηρεμεί, και να αφήνεται στις οδηγίες της Τάνιας.
«Ξάπλωσε στο κάθισμα και περίμενε μέχρις ότου να σε πάω στο σπίτι μου.
Εκεί δεν θα μας δει κανείς.» Είπε πάλι στα Γερμανικά η Τάνια, ενώ από το
καθρεφτάκι του αυτοκινήτου έβλεπε τον Ντίτερ να ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα.
«Πραγματικά βρωμάς άγρια.» Είπε πάλι η Τάνια, αλλά στα Ρωσικά.
Όταν έφτασαν στο μπαρ που δούλευε, βοήθησε τον Ντίτερ να βγει από το
πίσω κάθισμα, λέγοντας του ότι έφτασαν στο σπίτι της.
«Έλα, πάμε να σου δώσω το τσίγκινο κουτί σου.» Είπε η Τάνια ειρωνικά, και
γελώντας στον Ντίτερ.
Ο Ντίτερ πάντα πειθήνιος, έγλυφε τα χείλια του, και κρατώντας το χέρι της
Τάνιας, την ακολουθούσε σαν σκυλάκι.
Μπήκαν μέσα στο μπαρ, και προχώρησαν προς το βάθος του μαγαζιού, ενώ
μερικοί τύποι κοίταζαν το παράξενο ζευγάρι.
Η Τάνια βοηθώντας πάντα τον Ντίτερ, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της,
και έσυρε μέσα τον Ντίτερ, σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
«Να, σου έφερα τον γιο σου. Πάρτε τον και φύγετε γρήγορα.» Είπε η Τάνια
με ύφος ήρωα.
Ο γιατρός άφωνος, έβλεπε τον γιο του που η Τάνια τον πέταξε στο κρεβάτι,
και δεν ήξερε τι να κάνει. Το μόνο που βγήκε από το στόμα του ήταν…
«Ντίτερ, παιδί μου...πως είσαι έτσι; Θεέ μου, πως είναι έτσι το παιδί μου;»
Είπε ο γιατρός και έβαλε τα κλάματα.
Ο Μήτσος και αυτός άφωνος, προσπαθούσε να δει αν θα έπρεπε να βοηθήσει
τον Ντίτερ, και τον γιατρό σε κάτι.
Ο Ντίτερ, μόλις κατάλαβε ότι στο δωμάτιο ήταν ο πατέρας του, τον έπιασε
αμόκ.
Βλαστημούσε, και προσπαθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι δύο άνδρες
που πήγαν να τον σταματήσουν δέχτηκαν τις γροθιές του Ντίτερ. Λες και ξαναβρήκε
την δύναμη του, έσπρωχνε και κτυπούσε αυτόν που έβρισκε μπροστά του.
Ο Μήτσος έπιασε δυνατά τα χέρια του Ντίτερ για να τον ακινητοποιήσει, ενώ
η Τάνια φοβισμένη τους έλεγε να φύγουν γρήγορα.
Ο γιατρός υπάκουσε, και μαζί με τον Μήτσο, τον έβγαλαν σχεδόν σηκωτό
από το δωμάτιο της Τάνιας.
Τον πήγαν στο ταξί, και τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα. Γρήγορα ο γιατρός
έβγαλε την ζώνη του και του έδεσε τα χέρια.
Ο Ντίτερ άρχισε να ουρλιάζει, και προσπαθούσε να βγει έξω από το ταξί.
«Το κάνω για το καλό σου. Για το καλό σου...» Φώναξε στο Ντίτερ ο γιατρός.
O Μήτσος και ο γιατρός τον είχαν βάλει στη μέση, και τον κρατούσαν σφικτά
και οι δύο από δεξιά και αριστερά.
Μετά από μερικά λεπτά πάλης, και ουρλιασμάτων, ο Ντίτερ λιποθύμησε.
Έγειρε το κεφάλι του, και σωριάστηκε στη μέση του πίσω καθίσματος.
«Τέρμα. Mέχρι εδώ σε ανέχτηκα Ντίτερ. Tώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω..»
Είπε ο γιατρός κοιτάζοντας τον Ντίτερ.
Γρήγορα ο γιατρός πήρε το κινητό του Μήτσου και τηλεφώνησε στην Δέσπω.
«Δέσπω. Χρειάζομαι την βοήθεια σου. Bρήκαμε τον Ντίτερ. Nαι, ναι τον
κρατάμε στο ταξί μέσα με τον Μήτσο. Όχι δεν θα πάμε στην Ίο. Ο Ντίτερ χρειάζεται
κλινική.»
Ο γιατρός εξήγησε στη Δέσπω, ότι θα έπρεπε να τον βάλουν σε κλινική, για
να γίνει η απεξάρτηση από τα ναρκωτικά του Ντίτερ. Δεν μπορούσε ο γιατρός μόνος
του να κάνει κάτι τέτοιο.
Η απόφαση που ο γιατρός πήρε για τον Ντίτερ ήταν η σωστή. Ο Ντίτερ ήταν
πραγματικά πολύ άρρωστος. Χρειαζόταν να μπει σε κλινική.
Και την κλινική την βρήκε η Δέσπω, που παράτησε τα πάντα πάλι για να
βοηθήσει τον γιατρό και τον γιο του.
Kεφάλαιο 13
Η Δέσπω μόλις αντίκρισε τον γιατρό και τον γιο του, δεν μπόρεσε να
κρατήσει τα δάκρυα της. Έβλεπε τον Ντίτερ που ήταν σαν ζωντανός νεκρός, και τον
γιατρό που ήταν σαν φάντασμα από την κούραση και την αϋπνία, και αμέσως πήρε
αυτή τον έλεγχο της δραματικής κατάστασης του γιατρού και του γιου του.
Με το ταξί του Μήτσου, μπροστά η Δέσπω, και πίσω ο γιατρός με τον Ντίτερ
που ήταν συνέχεια αναίσθητος, πήγαν όλοι μαζί σε μια κλινική έξω από την Αθήνα,
μακριά από σπίτια και ανθρώπους.
Η Δέσπω ήξερε για την κλινική αυτή, και εξήγησε στον γιατρό ότι ήταν η
μόνη σωστή λύση.
Η κλινική έμοιαζε σαν αγροτικό κτήμα. Ένας τεράστιος άσπρος τοίχος έζωνε
τριγύρω ένα κτίριο πάλι άσπρο, με δύο ορόφους.
Ελιές και άλλα δέντρα, έκλειναν ασφυκτικά το άσπρο κτήριο, προστατεύοντας
το έτσι από το δυνατό ήλιο.
Μακριά, και πίσω από το κτήριο ήταν μικροί χωρισμένοι κήποι, που κάθε
ένας είχε και μια διαφορετική καλλιέργεια.
Ποιο μακριά ακόμα, σε άλλα μικρότερα κτήρια, υπήρχαν ζώα και πουλερικά.
Όλα ήταν τακτοποιημένα και καθαρά. Όλα είχαν τον σκοπό τους.
Η Δέσπω σταμάτησε μπροστά στη βαριά πόρτα, και πάτησε ένα κουμπί.
Μια κάμερα τηλεοράσεως έβλεπε ποιος ήταν μπροστά στη πόρτα, και μια
φωνή από το θυροτηλέφωνο ρώτησε τη Δέσπω τι ήθελαν.
Η Δέσπω έδωσε το όνομά της, και σε λίγα λεπτά ένας τεράστιος άνδρας
άνοιξε την πόρτα. Ήταν ντυμένος με τζιν και ένα άσπρο πουκάμισο. Φορούσε μαύρα
γυαλιά ηλίου, και στα χέρια του κρατούσε το καπέλο του, ένα άσπρο «παναμά», και
ένα κινητό.
Τους χαιρέτισε όλους, και γρήγορα από το κινητό ζήτησε να φέρουν μια
αναπηρική πολυθρόνα.
Σε λίγα λεπτά, ένας άλλος άνδρας έφτασε με την αναπηρική πολυθρόνα, και
έβαλε τον Ντίτερ να καθίσει.
Όλοι μαζί περπατούσαν γρήγορα, και έφτασαν στο άσπρο κτήριο.
Μπροστά ο τεράστιος άνδρας με το «παναμά καπέλο» άνοιξε μια πόρτα, και
έσπρωξε τη πολυθρόνα με τον Ντίτερ μέσα, ενώ είπε στους άλλους να τον
ακολουθήσουν. Μπήκαν όλοι μέσα.
«Είμαι ο γιατρός Κουβίδης. Δώστε μου μερικά λεπτά καιρό για να εξετάσω
τον φίλο μας... τον ...πως τον λένε; » Είπε ο γιατρός, ενώ με τα τεράστια χέρια του
έβαζε τον Ντίτερ πάνω σε ένα κρεβάτι.
Πήρε ένα στηθοσκόπιο, και ένα θερμόμετρο, και άρχισε να εξετάζει τον
Ντίτερ.
Ο Ντίτερ ανάπνεε με θόρυβο, και φαινόταν εξαντλημένος.
Ο γιατρός άνοιξε τα μάτια του Ντίτερ, το στόμα του, του μέτρησε την πίεση,
και ζήτησε από το τηλέφωνο να έρθει κάποιος για να πάρει αίμα από τον Ντίτερ.
Όταν τέλειωσε την εξέταση, ο άνδρας που πήρε αίμα από τον Ντίτερ τον
έβαλε πάλι στην αναπηρική πολυθρόνα, και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο, για να
τον πάει στο δωμάτιο που θα έμενε, στην κλινική.
«Πέστε μου τι ξέρετε για τον Ντίτερ» Είπε ο γιατρός.
Ο πατέρας του Ντίτερ, εξήγησε στο γιατρό τι είχε συμβεί. Του έδωσε όλες τις
πληροφορίες που νόμιζε ότι θα βοηθούσαν τον Ντίτερ.
«Ο γιος σας είναι σοβαρά άρρωστος όπως και σεις γνωρίζετε. Οι εξετάσεις
αίματος θα μου δείξουν σε τι κατάσταση βρίσκεται. Αλλά από την μικρή αυτή
εξέταση που του έκανα, κατάλαβα ότι η απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά θα είναι
δύσκολη, αλλά και πολύχρονη. Από σας, σαν πατέρας του, περιμένω πρώτα θέληση
ότι ο γιος σας θα γίνει καλά, αλλά και μεγάλη υπομονή.» Ο γιατρός της κλινικής
συνέχισε...
«Δεν χρειάζεται να σας πω, ότι θα πρέπει να μου έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η σχέση σας με τον Ντίτερ θα είναι από την στιγμή αυτή…μακρινή. Πολύ μακρινή
Αν θέλετε το παιδί σας να γίνει καλά, δεν θα πρέπει να το λυπάστε. Οι επισκέψεις
από τώρα δεν θα επιτρέπονται καθόλου. Θα με παίρνετε σ' αυτό εδώ το τηλέφωνο,
και θα σας δίνω τα νέα του Ντίτερ.»
Η Δέσπω με τον Μήτσο τον ταξιτζή, και ο πατέρας του Ντίτερ, άκουγαν τον
γιατρό που μιλούσε, σαν μικροί μαθητές.
«Το σύστημα και το πρόγραμμα της κλινικής που εφαρμόζουμε στους
ναρκομανείς, είναι διαφορετικό από αυτά τα συστήματα και τα προγράμματα των
άλλων κλινικών.
Εδώ ο ναρκομανής πρέπει να δουλέψει ο ίδιος για την απεξάρτηση του από τα
ναρκωτικά. Εμείς απλά τον βοηθούμε, με το να επιμένουμε στη μέθοδο μας. Όπως
βλέπετε, δεν είμαστε ντυμένοι όπως το ιατρικό προσωπικό. Φωνάζουμε ο ένας τον
άλλο με τα μικρά μας ονόματα. Δουλεύουμε όλοι μαζί για να παράγουμε την τροφή
μας, το κρέας μας, τα λαχανικά μας, και ότι άλλο χρειάζεται για να φάμε. Δείτε
μακριά, πίσω από τους κήπους μας. Έχουμε τα χωράφια μας που τα δουλεύουμε εμείς
οι ίδιοι, και τα ζώα μας, που τα τρέφουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό είναι το μυστικό μας.
Να κάνουμε ένα ναρκομανή να νιώσει ότι δεν είναι άχρηστος στην κοινωνία, αλλά
χρήσιμος. Κανείς δεν κάθεται, και κανείς δεν χαζεύει. Δουλεύουμε όλοι μαζί.
Ξεκουραζόμαστε όλοι μαζί, κοιμόμαστε όλοι μαζί, τρώμε όλοι μαζί, και
διασκεδάζουμε όλοι μαζί. Ο γιος σας θα έχει συνέχεια δίπλα του κάποιον από εμάς,
που θα τον παρακολουθεί, θα τον οδηγεί, και θα τον διδάσκει. Πάλι από την αρχή σαν
μικρό παιδί. Αν ο Ντίτερ μείνει μόνος του έστω και ένα λεπτό, η θεραπεία του
κινδυνεύει.» O γιατρός της κλινικής συνέχισε.
«Ένας ναρκομανής δεν σκέπτεται τίποτα άλλο παρά τα ναρκωτικά και την
δόση του. Δεν τον ενδιαφέρει να φάει, να κοιμηθεί, να καθαριστεί, να μιλήσει, να
γελάσει, η κάτι άλλο.
Τα αναθεματισμένα τα ναρκωτικά, δεν χωρατεύουν. Kάνουν αυτό που τα
συνήθισε ένα ζωντανό νεκρό, που αργοπεθαίνει. Αν έχει ο χρήστης οικογένεια, την
διαλύει. Φέρνει μόνο πόνο, και καταστροφή. Δεν υπάρχει φάρμακο για τα ναρκωτικά.
Υπάρχει μόνο θάνατος.
Η απελευθέρωση από τα ναρκωτικά, είναι μόνο η απεξάρτηση. Και η
απεξάρτηση που να πάρει ο διάβολος, χρειάζεται τρομερή επιμονή, υπομονή, και
σκληρότητα.» Έλεγε ο γιατρός, και με το τεράστιο χέρι του κτυπούσε το γραφείο του.
Ο γιατρός της κλινικής έδωσε στον πατέρα του Ντίτερ να συμπληρώσει και να
υπογράψει μερικά χαρτιά, και μετά τους συνόδεψε όλους στην έξοδο, στη μεγάλη και
βαριά πόρτα, που ο ίδιος ο γιατρός της κλινικής άνοιξε με τα κλειδιά που κρατούσε.
Το σκληρό του πρόσωπο, κοίταξε τον πατέρα του Ντίτερ, και του είπε:
«Ο γιος σου θα γίνει καλά. Όμως από τη στιγμή αυτή, πρέπει να τον
ξεχάσεις.»
Η πόρτα της κλινικής έκλεισε βαριά, ενώ τα τζιτζίκια μέσα στη λαύρα του
καλοκαιριού, ξεκούφαιναν τον κόσμο με το μονότονο τραγούδι τους.
Η παρέα, μπήκε στο ταξί του Μήτσου, και τράβηξε προς την Αθήνα.
Μέσα στο ταξί δεν μιλούσε κανένας.

Kεφάλαιο 14

H Δέσπω σηκώθηκε από το κρεβάτι απαλά, χωρίς να κάνει έστω και τον
παραμικρό θόρυβο.
Έβαλε μια ρόμπα, και κοίταξε τον Χάνς που κοιμόταν ήρεμα στην άλλη άκρη
του κρεβατιού της.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα, και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό.
Έσμιξαν πάλι οι δύο τους όπως εκείνα τα χρόνια που ήταν σπουδαστές στο
πανεπιστήμιο στη Φρανκφούρτη.
Μετά από την καινούργια μπόρα που βρήκε τον Χάνς με τον γιο του, το σπίτι
και το κρεβάτι της Δέσπως έμοιαζαν σαν παράδεισο για τον γιατρό.
Η Δέσπω χαμογελούσε, και ετοίμαζε τον πρωινό καφέ. Χαμογελούσε γιατί
ήταν ευτυχισμένη που δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της ήταν ο Χάνς.
Άσχετα με την περιπέτεια του γιού του, η Δέσπω ήταν χαρούμενη. Πήρε την
απόφαση να μείνει με τον Χάνς, και ας είχαν και οι δύο τους προβλήματα.
Έξαφνα, ένιωσε γύρω από την μέση της δύο ζεστά ανδρικά χέρια, να την
σφίγγουν δυνατά. Ήταν ο Χάνς, που μπήκε αθόρυβα στην κουζίνα.
Της έδωσε ένα θερμό φιλί, και την παρέσυρε προς την κρεβατοκάμαρα.
Η Δέσπω γελούσε, και πάντα φιλώντας τον Χάνς, τον άφησε να την ξαπλώσει
στο κρεβάτι.
Της έβγαλε την ρόμπα, και τα δυο τους σώματα άρχισαν να θυμούνται τις
ερωτικές τους στιγμές τότε που ήταν ακόμα νέοι φοιτητές.
Μετά από ώρες στο κρεβάτι να κάνουν έρωτα, σηκώθηκαν και πήγαν στη
κουζίνα για να φάνε.
Έτρωγαν και μιλούσαν. Θυμόντουσαν τις ευτυχισμένες τους στιγμές, αλλά και
τις δυσάρεστες
Για τον Ντίτερ, για την γυναίκα του Χάνς, για τον άντρα της Δέσπως που
πέθανε, και για τους άλλους που και οι δύο τους είχαν.
Εκείνο το πρωί στην Αθήνα, στο σπίτι της Δέσπως, ζούσαν την ζωή που τους
ανήκε. Ζούσαν μόνο για αυτούς τους ίδιους.
Ο γιατρός τρώγοντας με όρεξη κοιτούσε από το παράθυρο της κουζίνας την
ηλιόλουστη Αθήνα.
Η Δέσπω τον κοίταζε ευτυχισμένη, και του κρατούσε το χέρι.
«Η Αθήνα είναι ωραία. Αλλά η Ίος ακόμα ποιο ωραία.» Είπε ο γιατρός.
«Πότε φεύγεις; » Του είπε η Δέσπω και το πρόσωπο της σκοτείνιασε.
«Πως μπορώ να φύγω και να σε αφήσω μόνη. Πως μπορώ να ...Δέσπω, έλα
μαζί μου στην Ίο.» Της είπε με δυνατή φωνή ο γιατρός.
«Και ο γιος μου; η δουλειά μου, το σπίτι μου εδώ;» Είπε λυπημένα η Δέσπω.
«Όλα μπορείς να τα αφήσεις εδώ, η να τα πάρεις μαζί σου στην Ίο.» Είπε
απλά ο γιατρός.
«Τι θέλεις να πεις.» Ρώτησε παραξενεμένη η Δέσπω.
«Μπορείς να είσαι γιατρός στην Ίο, και να ζεις στην Ίο. Ο γιος σου δεν είναι
πλέον μικρό παιδί. Μπορεί να έρχεται και να σε βλέπει στην Ίο. Και η Ίος μέχρι
στιγμή δεν έχει κανένα γιατρό. Έρχεται ένας κρατικός γιατρός κάθε εβδομάδα, και
κάθεται μια δυο μέρες, και μετά φεύγει.» Εξήγησε ο γιατρός στην Δέσπω.
«Όλα είναι τόσο εύκολα και απλά για σένα.» Του είπε η Δέσπω, και του
χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ξέρεις πως αποφάσισα να αφήσω πίσω μου στην Γερμανία, την δουλειά μου
και την κακόμοιρη ζωή που έκανα; Από μια αφίσα της Ίου, που είχα βάλει σε ένα
τοίχο στο γραφείο μου. Άλλαξα την ζωή μου σε μια μέρα. Βέβαια...δεν πήγαν όλα
όπως τα ήθελα… δεν υπολόγιζα ότι ένα από τα παιδιά μου, θα με χρειαζόταν.» Είπε ο
γιατρός, και το γέλιο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του.
«Χάνς. Έκανες το χρέος σου σαν πατέρας, και εξακολουθείς να το κάνεις.
Πάψε να παιδεύεις τον εαυτό σου συνέχεια. Πήρες μια σωστή απόφαση, και το παιδί
σου θα γίνει καλά.» Είπε η Δέσπω, και του χάιδεψε πάλι τα μαλλιά.
«Τώρα θέλω να σε βλέπω χαρούμενο. Θέλω να σε έχω πάντα δίπλα μου, και
να μου λες τα υπέροχα γλυκά σου λόγια. Σ' αγαπώ Χάνς, και δεν θέλω να σε χάσω
ξανά.» Συνέχισε η Δέσπω.
«Γι αυτό, θα έρθεις μαζί μου σήμερα στην Ίο. Έλα φεύγουμε.» Είπε ο Χάνς
και της έπιασε το χέρι.
«Χάνς...μην βιάζεσαι. Πρέπει να πάω στο Ιατρείο μου. Έχω να δω πολλούς
αρρώστους. Πως θα φύγω έτσι;» Του είπε η Δέσπω ζαλισμένη.
«Και εγώ πρέπει να φύγω. Θέλω να πάω πίσω στην Ίο. Δεν μπορώ να μείνω
άλλο σε πόλη. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Στην Ίο βρήκα την ευτυχία μου, αλλά τώρα
που βρήκα και σένα σε θέλω δίπλα μου.» Της είπε ο γιατρός και την αγκάλιασε.
Η Δέσπω τον αγκάλιασε και αυτή. Κοίταξε από το παράθυρο της κουζίνας την
Αθήνα, και αστραπιαίες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της.
«Κοίτα. Bλέπω ότι αναζητάς την Ίο σου.Γι' αυτό θα κάνομε το εξής. Εσύ θα
πας πίσω στην Ίο, και θα έλθω να σε δω το Σαββατοκύριακο. Έτσι θα με αφήσεις να
σκεφτώ καλύτερα τις τρελές σου προτάσεις. ΄Aντε πήγαινε τώρα να ετοιμαστείς, γιατί
και εγώ πρέπει να φύγω.» Η Δέσπω φίλησε τον γιατρό γλυκά, και μπήκε μέσα στο
μπάνιο.
Kεφάλαιο 14

Ο γιατρός γύρισε πίσω στην Ίο, και ο Ανέστης τον πήγε με την άμαξα στο
σπίτι της κυρίας Μαρίας. Μόλις η κυρία Μαρία άκουσε στο δρόμο τα πέταλα του
αλόγου, βγήκε στην πόρτα να δει ποιος ήταν.
«Γεια σου κυρία Μαρία. Tι κάνεις; ΄Hρθα πάλι πίσω.» Φώναξε ο γιατρός, και
έτρεξε στην πόρτα. Την φίλησε στο μάγουλο. και μπήκε μέσα στο σπίτι.
«Όλα είναι εντάξει. O Ντίτερ είναι σε κλινική. Θα γίνει καλά..» Έλεγε ο
γιατρός, και έβαζε τα πράγματά του στο κρεβάτι, ενώ η κυρία Μαρία λίγο
σαστισμένη, χαμογελούσε βλέποντας τον γιατρό χαρούμενο.
« Μπράβο, μπράβο. Δόξα τω θεώ. Mπράβο.» Έλεγε η κυρία Μαρία και έκανε
τον σταυρό της.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της, και είδε τον γιατρό να βγαίνει σαν
σίφουνας από το δωμάτιο του, με το μαγιό του, και να τρέχει στο μικρό ακρογιάλι,
λίγο ποιο κάτω από το σπίτι.
Ο γιατρός πέταξε την πετσέτα που κρατούσε στην άμμο, και με θόρυβο έπεσε
στα γαλανά νερά. Έκανε σαν μωρό παιδί από την χαρά του. Φώναζε, γελούσε,
πετούσε τη θάλασσα με τα χέρια του, έκανε βουτιές, και πάλι γελούσε, και φώναζε.
Η Κυρία Μαρία τον έβλεπε από το σπίτι, και γελούσε ευχαριστημένη.
Γρήγορα μπήκε μέσα στη κουζίνα, και άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό. Κατάλαβε ότι
κάτι άλλαξε πάλι με τον γιατρό, και ετοιμάζοντας το φαγητό, είπε μόνη της.
«Να δεις ότι γρήγορα θα παντρευτεί με την Ελληνίδα. Nα δεις ότι θα έρθει
πάλι εδώ και θα είναι σαν τα ερωτευμένα πιτσουνάκια. Nα δεις, ότι ο γιατρός θα
μείνει για πάντα στην Ίο.» Μονολογούσε η κυρία Μαρία, και ετοίμαζε τα νόστιμα
γεμιστά της, που άρεσαν στο γιατρό.
Ο Γιατρός μετά από ώρες βγήκε από τη θάλασσα, και ξάπλωσε στη ζεστή
άμμο.
Κοίταξε βαθιά στο πέλαγος, και είπε:
«Πόσο το αγάπησα αυτό το νησί. Πόσο το αγάπησα.» Έκλεισε τα μάτια του,
και άφησε τον καυτό ήλιο να του αγκαλιάσει το κουρασμένο του κορμί.
«Γιατρεεεέ… έλα...το φαί είναι έτοιμο.Έλα να φας...» Φώναζε στο γιατρό από
το σπίτι η κυρία Μαρία.
Γρήγορα ο γιατρός σηκώθηκε, και πήγε στο σπίτι. Έκανε ένα ντους, και
ντύθηκε γρήγορα.
Μύρισε τον θαλασσινό αέρα, και τα γεμιστά στην αυλή, και χαρούμενος
φώναξε στην Κυρία Μαρία, που ήταν στην κουζίνα.
«Κυρία Μαρία σε αγαπώ πάρα πολύ. Ξέρω τι έψησες. Έψησες τα γεμιστά.
Έλα να σε φιλήσω.» Ο γιατρός πήγε μέσα στη κουζίνα, και φίλησε την Κυρία Μαρία,
ενώ της έβαλε στα χέρια της ένα μικρό πακέτο, που έφερε από το δωμάτιο του.
«Και αυτό είναι για σένα.» Της είπε.
«Τι είναι;» Ρώτησε η Κυρία Μαρία.
«Ένα δώρο από την Αθήνα»
Ήταν δύο ωραία μεγάλα μαντίλια για το κεφάλι της Κυρίας Μαρίας.
«Κανένας δεν μου έκανε τόσο ωραίο δώρο. Σ' ευχαριστώ γιατρέ.» Του είπε
ντροπαλά.
Κάθισαν στο τραπέζι, έξω στην αυλή, και έτρωγαν και οι δύο ευχαριστημένοι.
«Πες μου γιατρέ τώρα τα νέα σου, και τα σχέδια σου.» Του είπε η Κυρία
Μαρία.
Ο γιατρός άρχισε να της λέει τα σχέδια του.
«Θα μείνω εδώ στη Ίο, που τόσο αγαπώ, και θα ανοίξω Ιατρείο αφού δεν
έχετε γιατρό. Και αφού δεν έχετε παιδίατρο εδώ στην Ίο, μαζί μου θα είναι και μια
άλλη γιατρός, η Δέσπω. Αυτή είναι παιδίατρος.
Και θα καλέσω όλο το νησί. Θα κάνομε Ελληνικό γάμο όπως κάνετε τους
γάμους εδώ στην Ίο. Με νησιώτικη μουσική, που θα παίζουν οι φίλοι μου. Και ο γιος
μου θα γίνει καλά, και θα σπουδάσει και αυτός γιατρός.
Ξέρω, ότι ο Ντίτερ θέλει να μου μοιάσει. Μου το έλεγε όταν ήταν μικρό
παιδί.»
Ο γιατρός έτρωγε με όρεξη, και έλεγε τα σχέδια του στην Κυρία Μαρία, που
τον άκουγε προσεκτικά, και κουνούσε με θαυμασμό το κεφάλι της.
Η γλυκόπιοτη ρετσίνα της Ίου, τον έκανε να παίρνει φόρα, και να μιλά για τα
σχέδια του. Λίγο ζαλισμένος από το κρασί, γελούσε και συνέχιζε να μιλά στην Κυρία
Μαρία, που και αυτή είχε αρχίσει να ζαλίζεται από την ρετσίνα.
«Θα δεις Κυρία Μαρία.». Συνέχισε ο γιατρός. «Θα γίνει καλά ο Ντίτερ. Και η
Δέσπω θα έλθει να μείνει μαζί μου στην Ίο.»
«Ο θεός να στα φέρει όλα δεξιά. Στην υγεία σου γιατρέ.» Του είπε γελώντας η
Κυρία Μαρία, και σήκωσε το ποτήρι της με την παγωμένη ρετσίνα.
Και ο θεός, τα έφερε δεξιά.
Ο γιατρός Xάνς άνοιξε Ιατρείο με την Δέσπω στην Ίο. Παντρεύτηκαν στην Ίο
με Ελληνικό γάμο, και με τα έθιμα του νησιού.
Ο Ντίτερ βγήκε από την κλινική θεραπευμένος. Έμεινε μήνες στο νησί με τον
πατέρα του και την Δέσπω, και ένα πρωί είπε στο πατέρα του ότι ήθελε να σπουδάσει
γιατρός. Αλλά όχι μόνος του. Με την Ανθή του βιβλιοπωλείου.
Έφυγαν και οι δυο τους για την Φραγκφούρτη, να σπουδάσουν μαζί. Όπως ο
γιατρός και η Δέσπω.
Επίλογος

Ο ήλιος έγερνε κόκκινος προς την δύση. Έδινε τριγύρω του στον ουρανό και
στην γαλάζια θάλασσα, το ίδιο κόκκινο και πύρινο χρώμα. Το ηλιοβασίλεμα έγινε
ακόμα πιο μαγευτικό, με την γλυκιά μουσική από το νησιώτικο συγκρότημα του
γιατρού και των φίλων του, που έπαιζαν δίπλα στην θάλασσα.
«Τέτοιες στιγμές, χωρίς έγνοιες, και χωρίς φόβο για το αύριο, χωρίς πόνο,
χωρίς δυστυχία, χωρίς, χωρίς, χωρίς…δεν τις ζει κανείς εύκολα, η μάλλον είναι
αδύνατο να υπάρχουν.» Σκέφτηκε ο γιατρός Xάνς παίζοντας το βιολί του .
«Kαι όμως. Υπάρχουν» Φώναξε δυνατά, ενώ όλοι στο συγκρότημα τον
κοίταξαν παράξενα.
O Γιατρός γρήγορα με το βιολί του πήρε το σκοπό του τραγουδιού, που συχνά
άκουγε στην Ίο, και η Kυρά Mαρία, με την γλυκιά νησιώτικη φωνή της, άρχισε το
τραγούδι…
«…την θάλασσα την γαλανή, θα τηνε χαλικώσω,
θα τηνε στρώσω μάρμαρα να ρθώ να σ'ανταμώσω

χελιδονάκια και πουλιά, που χαμηλοπετάτε,


αν δείτε την αγάπη μου, να μου την χαιρετάτε…

φύσα μαϊστρουλάκι μου, και πάρε την φωνή μου,


να πας τα χαιρετίσματα που στέλνω στο παιδί μου,

…..

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα.


O Mανώλης Φαϊτός έκανε τις σπουδές του στην Kρήτη, στην Ρόδο, και στην
Αγγλία. ΄Aφησε το Ηράκλειο της Kρήτης νέος, για να πάει στις Βρυξέλλες, όπου και
έκανε και την στρατιωτική του θητεία, στο NATO. Εργάστηκε στο NATO για μερικά
χρόνια, σε διεθνείς Ξενοδοχειακές εταιρείες, και τώρα εργάζεται στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες. Είναι παντρεμένος με δύο γιούς. H πείρα του στους
διεθνείς οργανισμούς, και η Παγκοσμιοποίηση, τον έκαναν να μελετήσει την συνεχή
αλλαγή της κοινωνίας μας, και να περιγράψει με ακρίβεια τους πρωταγωνιστές της.
Γράφει από νεαρή ηλικία. Οι ανθρώπινες ιστορίες του έδωσαν την βάση να γράψει
έξι άλλα βιβλία, και δύο θεατρικές κωμωδίες.

Connect with me on line:


ephaetos@gmail.com
http://www.facebook.com/emmanuel.phaetos
Twitter @phaetos

Βιβλία του ιδίου που θα εκδοθούν με την smashwords.com


-Στα γαλανά νερά του Mίνωα
H Nύκτα των Kατασκόπων και η Hμέρα των Tρομοκρατών
-O Πύργος.
-Τα Χωράφια ήταν εύφορα.
4 Mικρές ιστορίες.

Θεατρικές κωμωδίες
-Οι Αλλαγές
-Αχ Θεέ μου, Τί ζωή!

You might also like