You are on page 1of 26

Άουσβιτς,Υπεραξία και Ασυγχώρητο: Η παραγωγή θανάτου ως

καπιταλιστική κανονικότητα

Μήνας Βλάχος, Παναγιώτης Δούλος

Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ


το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
αυτά γράφει και βγαίνει από το σπίτι και τ’ αστέρια
αστράφτουν σφυρίζει στους μολοσσούς του να ‘ρθουν
σφυρίζει στους Εβραίους του να βγουν τους βάζει να
σκάψουνε τάφο στη γη
μας διατάζει παίξτε να χορέψουμε

Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα


σε πίνουμε το πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα

Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο


στους αιθέρες εκεί δεν θα’ ναι στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε τη γη πιο βαθιά εσείς εκεί κι εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει το σίδερο από τη ζώνη του και το κραδαίνει τα
μάτια του είναι γαλανά
πιο βαθιά τη σκαπάνη εσείς κι εσείς οι άλλοι παίξτε
παίξτε να χορέψουμε

Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα


σε πίνουμε το μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια

Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ο θάνατος είναι


μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών για ν’ α-
νεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα ‘ναι
στριμωχτά

Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα


σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από
τη Γερμανία
σε πίνουμε βράδυ και πρωί πίνουμε και πίνουμε

ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του


είναι γαλανό
σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει
στο ψαχνό
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξαμολάει τους μολοσσούς του επάνω μας μας χαρίζει
τάφο στους αιθέρες
παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι μά-
στορας από τη Γερμανία

τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα


τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις

Paul Celan, Φούγκα του θανάτου

Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου

Λένε πως στη γραμματική


του Kafka απουσιάζει ο
μέλλοντας . Είναι
ανακάλυψη κάποιου που
δικαιολογημένα διατηρεί
την ανωνυμία του.

Σίγουρα θα φοβάται τις


φανερές αλλά και
εμπρηστικές συνέπειες της
μεγαλοφυούς του
σύλληψης. Κι ο Kafka ο
ίδιος, αυτή η δυσοίωνη
κουρούνα,θα οδηγείτο στη
πυρά, το ομοίωμά του μαζί
με τα βιβλία –που ως επί
τοπλείστον μένουν στα
ράφια απούλητα.
Eugenio Montale,
Verboten

μετάφραση:Νίκος Αλιφέρης

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί η φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης και


των συνθηκών παραγωγής τους; Ο Kafka έγραψε και προμήνυσε πριν από τη
καταστροφή, ο Celan έγραψε και επιμαρτύρησε μετά. Όμως ο χώρος και ο χρόνος
του ίδιου του συμβάντος στέκουν απροσπέλαστοι,συμβαίνουν εκεί όπου «ουδείς θα
μαρτυρήσει για τον μάρτυρα»(Celan,1967:29 βλ. και Derrida,2008:45 ). Και όμως
αυτός ο άνευ μέλλοντος χρόνος των θυμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και
καταναγκαστικής εργασίας συνεχίζεται στο παρόν .Προπορεύεται στις μέρες μας και
βραδυπορεί εντός του μέλλοντός μας. Βεβαίως ο μαζικά παραγόμενος τρόμος
αντιμετωπιζόταν για πολύ καιρό σαν ένα αμετάκλητα παρελθοντικό γεγονός.
Ωστόσο, μετά το ‘τέλος των μεγάλων αφηγήσεων’ και το ‘ τέλος της ιστορίας’
παρατηρούμε πως οι δυστοπίες των φαντασμάτων 1 του παρελθόντος επανέρχονται
βιαίως. Ο εθνικιστικές αφηγήσεις με μετά-γραφές των ναζιστικών συμβόλων
παρελαύνουν ξανά στις οθόνες μας με την απαίτηση της κανονικοποίησής τους και η
αγορά εργασίας στραγγίζεται από κάθε έννοια δικαιώματος. Στο πρόσωπο τον
μεταναστών και στους ανώνυμους τάφους του Αιγαίου ο Άλλος έχει στιγματιστεί και
εξολοθρευτεί όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια. Από την άνοδο της μετά-δεξιάς (alt-
right) στις Η.Π.Α μέχρι και την άνοδο των νέο-εθνικιστικών αφηγημάτων στην
Ευρώπη και την Ελλάδα ,είναι ορατή η γεωπολιτική ισχύς ενός μείγματος υπεραξίας

1
Και τώρα τα φαντάσματα του ναζισμού...Γενικά τα φαντάσματα είναι πλείονα του
ενός και έρχονται άλλοτε για το καλύτερο και άλλοτε για το χειρότερο. Όμως ,η
φα(ντα)σματολογία της σκέψης του Derrida έχει πολιτογραφήσει τα φαντάσματα σε μία
«ορισμένη χειραφετητική και μεσσιανική κατάφαση,μία ορισμένη εμπειρία της υπόσχεσης
την οποία μπορούμε να αποπειραθούμε να ελευθερώσουμε από κάθε δογματική και
μάλιστα από κάθε μεταφυσικό-θρησκευτικό καθορισμό»(2000:114).Υπό αυτή τη
προσέγγιση και εφόσον «αυτή η κριτική ανήκει στην κίνηση μίας εμπειρίας ανοιχτής στο
απόλυτο μέλλον εκείνου που έρχεται,δηλαδή μίας εμπειρίας απαραιτήτως
ακαθόριστης»(ο.π.:115) τότε ο ναζισμός ως εστία εμπειριών είναι το απολύτως αντίθετο
αυτής της κίνησης. Απόλυτο πρόταγμά του είναι η ταυτιστική καθήλωση στα σιδερόφρακτα
πρότυπα και η εξολόθρευση κάθε ασσύμετρης ενδεχομενικότητας. Το μέλλον απουσιάζει,
ένεκα μιας νομοτέλειας του προκαθορισμένου και της στείρας αναπαραγωγής του
ιδίου .Αν είναι έτσι τα πράγματα τότε φαντάσματα μπορούν να έχουν μόνο τα θύματα -και
για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, όπως θα δούμε, η βαθύτερη οικονομία του ναζισμού
επιβιώνει αδιαλείπτως, αν και ενίοτε κρυφίως.
και επιτήρησης, απεδαφοποιημένων χρηματιστικών κεφαλαίων και (καθόλου
αντιφατικό) ξενοφοβίας.

Το περιθώριο κέρδους είναι συνάρτηση νέων κοινωνικών περιθωριοποιήσεων.


Η ανατομό-πολιτική, ως άσκηση βιο-εξουσίας στο πειθαρχικό σώμα, και η βιο-
πολιτική, ως άσκηση βιοεξουσίας σε μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες
(βλ.Μιχαήλ,2013:180), παράγουν νέες μορφές αποϋποκειμενικοποιήσεων πλάι στις
συνηθισμένες κατηγορίες: φτωχοί, ,ψυχικά ασθενείς, τοξικομανείς, άνεργοι,
οροθετικοί, α.μ.ε.α. και ηλικιωμένοι εκτός κοινωνικής ασφάλισης,
«λαθρομετανάστες» και ο κατάλογος συνεχίζεται 2. Η παραγωγή της θάνατο-πολιτικής
μετατρέπεται σε κανονικότητα. Σε αυτό το σημείο γεννιούνται και τα ερωτήματα. Τι
επιτρέπει εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής την ανάδυση του ναζισμού;
Πώς διαμεσολαβεί η εργασία την συνενοχή των καταγωγών του καπιταλισμού και
του ναζισμού; Πώς ο δεύτερος ολοκληρώνει τον πρώτο και τον προωθεί περαιτέρω
μέσα στη προσήκουσα τάξη του;Με ποιες επιτελεστικότητες κανονικοποίησης;
Επιπλέον μπορούμε να μιλάμε για συγχώρεση αυτής της παραγόμενης φρίκης; Και αν
όχι γιατί; Εάν δεν υπάρχει στοχασμός του πολιτικού δίχως τον ορίζοντα της ουτοπίας
και της επανάστασης, τότε είμαστε αναγκασμένοι να επιστρέφουμε στο στοχασμού
του παραγόμενου τρόμου που επανέρχεται διαρκώς με άλλες μάσκες στο όνομα της
‘προόδου’. Όχι για την επιβεβαίωση και διάδοση της καθολικής απελπισίας αλλά
επειδή θεωρούμε πως εάν στρέφουμε το βλέμμα αλλού μπροστά στην ανείπωτη
φρίκη τότε είμαστε παγιδευμένοι στο να την επαναλάβουμε. Εάν ο όλεθρος είναι
εγγενές στοιχείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο κριτικός στοχασμός είναι
υποχρεωμένος να ερωτηθεί όχι μόνο πως θα πατήσει το φρένο στις μηχανές της
ανθρωποβόρας “ανάπτυξης” αλλά και να θέσει ταυτόχρονα το ερώτημα των
προϋποθέσεών της και της καταστροφής τους. Απαραίτητη συνθήκη για αυτό είναι η
σκέψη πάνω στην πτύχωσης οικονομίας και ιδεολογίας και στην επιτελεστικότητα
της. Τα συμβάντα που παράγονται είναι δείκτες μιας βαθύτερης αλύσωσης. Σε αυτό
το σημείο ξεκινά και εμβαθύνει αυτό το κείμενο. Μέσα από το ανήκουστο συμβάν
που συμπυκνώνει και προωθεί την καπιταλιστική βαρβαρότητα ,το Άουσβιτς.

2
Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν πολλοί, ο Foucault θα τονίσει ήδη απο το 1978
πως δεν υπαρχει «ρήξη μεταξύ μικροεξουσιών και μακροεξουσιών» (βλ.Foucault,2004:409
και Μιχαήλ,2013a:179).
Ο Shlomo Venezia, sonderkommando3 στο Άουσβιτς – Μπιρκενάου, περιγράφει το
ανείπωτο, το αδιανόητο, το άνευ προηγουμένου μέχρι τώρα: «Τότε δεν ήμουν μ’
εκείνους που έπρεπε να βγάζουν τα πτώματα από το θάλαμο, αργότερα όμως
χρειάστηκε να το κάνω αρκετές φορές. Όσοι είχαν αυτό το πόστο στην αρχή
τραβούσαν τα πτώματα από τα χέρια, πολύ γρήγορα όμως τα χέρια τους λερώνονταν
και γλιστρούσαν. Για να μην αγγίζουν λοιπόν απευθείας τα σώματα, είχαν σκεφτεί να
χρησιμοποιούν ένα πανί. Και αυτό όμως έπειτα από λίγο μούσκευε και βρόμιζε.
Έπρεπε να βρουν άλλη λύση. Κάποιοι προσπάθησαν να τα σύρουν με μια ζώνη, κάτι
όμως που έκανε τη δουλειά ακόμα πιο κουραστική, καθώς έπρεπε να τη λύνουν και
να τη δένουν κάθε φορά. Τελικά το απλούστερο ήταν να χρησιμοποιούν ένα
μπαστούνι και να τραβάνε τα πτώματα από το σβέρκο» (Venezia, 2006:105).
Εντατικοποίηση θανάτου.4
Το Άουσβιτς5, η Σοά ,είναι το αδιανόητο συμβάν που η ισχύ του υπακούει
στην παράδοξη λογική του παραδείγματος: το παράδειγμα, ως ο καθρέφτης της
εξαίρεσης, είναι πάντα ενικό, μοναδικό, πρέπει να εξέχει από την τάξη των

3
Sonderkommandos: το σώμα εργασίας, οργανωμένο από τους ναζί, στα
στρατόπεδα εργασίας και θανάτου, που αποτελούνταν αποκλειστικά από μελλοθάνατους
Εβραίους, το οποίο όφειλε να βάζει τους Εβραίους στους θαλάμους αερίων και έπειτα να
μεταφέρει τα νεκρά σώματά τους στα κρεματόρια. Μετά όφειλε να τα βγάλει από εκεί για
να επαναληφθεί η διαδικασία (βλ. Venezia ,2006).

4
«Μπροστά από κάθε κλίβανο υπήρχαν τρείς άντρες που έριχναν τα πτώματα μέσα.
Τα σώματα τοποθετούνταν πάνω σε ένα είδος φορείου, με τα πόδια του ενός πάνω στο
κεφάλι του άλλου. Δύο άντρες από τη μία και από την άλλη πλευρά του φορείου έπρεπε να
το υποβαστάζουν μ’ ένα μακρύ κοντάρι περασμένο από κάτω. Οι τρίτος στημένος απέναντι
από το φούρνο, κρατούσε το φορείο από τα χερούλια και έριχνε τα πτώματα στη φωτιά.
Έπρεπε να τα σπρώχνει και ταυτόχρονα να τραβάει γρήγορα το φορείο, για να μην
προλάβει το σίδερο να κάψει. Οι Sonderkommandos συνήθιζαν να ρίχνουν νερό πάνω στο
φορείο προτού τοποθετήσουν τα σώματα, γιατί διαφορετικά κινδύνευαν να μείνουν
κολλημένα πάνω στο καυτό σίδερο. Σε αυτή τη περίπτωση η δουλειά γινόταν πολύ
δύσκολη, γιατί έπρεπε να ξεκολλήσουν τις σάρκες με μια τσουγκράνα, ενώ κομμάτια
δέρματος έμεναν κολλημένα. Όταν συνέβαινε αυτό, η όλη διαδικασία καθυστερούσε και οι
Γερμανοί μπορούσαν να μας κατηγορήσουν για δολιοφθορά. Έπρεπε λοιπόν η δουλειά να
γίνεται γρήγορα και επιδέξια» (Venezia, 2006:113).

5
« Άουσβιτς»:εδώ ,προσωρινά ακόμη, με αυτό το τοπωνύμιο ως αμετάκλητη
επίκληση της φρίκης εννοούμε μια μετωνυμία της “τελικής λύσης”, της απόφασης
εξόντωσης των Εβραίων που πάρθηκε σε σύσκεψη ανώτερων ναζί στο Βενζέ, προάστιο του
Παρισιού,στις 20-1-1942.
πραγμάτων της οποίας είναι παράδειγμα ,αλλά ταυτόχρονα, πρέπει αρκούντως και να
ανήκει σε αυτή για να λειτουργήσει ως παράδειγμα . Το Άουσβιτς είναι τομή6 για τον
εξής λόγο: όλες οι θηριωδίες της παγκόσμιας ιστορίας, που ο Hegel την όριζε ως το
τραπέζι του σφαγέα, είχαν εξηγηθεί από τους λευκούς Ευρωπαίους στοχαστές (εδώ
μια τροχιά είναι χεγκελιανή, αλλά δεν είναι η μόνη) ως ατυχήματα στη πορεία του
λόγου, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Δηλαδή προβλήθηκε ως επείγον
επιχείρημα πως η υλική εμπέδωση της αποκεκαθαρμένης ratio, η δεξίωση της από τις
τεχνο-οικονομικές δυνάμεις, θα οδηγούσε στην κυριαρχία των ευρωπαϊκών αξιών του
πνεύματος. Όμως το Άουσβιτς γεννήθηκε από την καρδιά ακριβώς αυτού του
επιστημονικό-τεχνολογικού θαύματος, της οικονομίας και του Λόγου
(βλ.Horkheimer-Adorno, 1996). Αν,όπως οι Adorno και Horkheimer είχαν δηλώσει,
το εργοστάσιο ως κοινωνική συνθήκη είχε διαφύγει προ πολλού από τα τείχη του,
δεδομένου ότι το υποκείμενο εξαφανίζεται μπροστά στην μηχανή που χειρίζεται και
στις οικονομικές εξουσίες που μετατρέπονται σε μια τυφλή κυριαρχία (ibid, 24), τότε
το Άουσβιτς έρχεται ως η αποθέωση αυτού του μηχανισμού κυριαρχίας ο οποίος
βασίζεται στην εντατικοποίηση της οικονομίας του θανάτου. Υπό αυτήν την σκοπιά,
το Άουσβιτς δεν έρχεται ως μια τυφλή εξωτερικότητα, δηλαδή ένα ατύχημα εντός της
έννοιας της καπιταλιστικής προόδου, αλλά ήδη είναι ένα υλικό και φαντασιακό
σημείο συμπύκνωσης και απόλυτης αφομοίωσης του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής καθώς και των παραγόμενων νοημάτων εντός του. Βρίσκεται σε
συμμετρία με την εργασιακή ηθική του εργοστασίου όπου η αύξηση της παραγωγής
απαιτεί ένα διαρκώς αυξημένο και ποτέ επαρκές ποσοστό εκμετάλλευσης που ως
όριο του εμφανίζεται συχνά, στην περιφέρεια και ολοένα και περισσότερο στις
μητροπόλεις του καπιταλισμού, το όριο του minimum vital. Ωστόσο, η παραγόμενη
φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης οφείλει να ελεγχθεί μέσα από το ίδιο της το
συμβάν ώστε να μην ακυρωθεί ο τρόμος ως κάτι ουδετεροποιημένο μέσα στην
ιστοριογραφική συμπαράθεση των βαρβαροτήτων. Έτσι ιδωμένο το Άουσβιτς
συνιστά ηθική ρήξη ως συνέπεια του ιλιγγιωδώς επιταχυνόμενου τεχνό—οικονομικού
συνεχούς. Ταυτόχρονα δεν παραμένει ένα απονεκρωμένο μνημείο 7, ένα συμβάν το
οποίο ανήκει στο παρελθόν, αλλά αντίθετα παραμένει ως μια διαρκής και ενεργή
δυνητικότητα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Με άλλα λόγια έχει το καθεστώς

6
Η τομή ως έννοια είναι ύποπτη αν αφεθεί να ομογενοποιήσει τυφλά ,άνευ
διαφοράς, εκατέρωθεν του ορίου που χαράσσει.
της υπόσχεσης. Υπό αυτήν την σκοπιά οφείλουμε να δούμε τα νήματα που οδηγούν
στην φρίκη της καπιταλιστικής οικονομίας ως την κανονικότητα που παράγει και
παράγεται μέσω της εργασιακής ηθικής του εργοστασίου και του θανάτου.
Αυτά τα νήματα, ανάμεσα σε οικονομία και ηθική,σε αιτίες και
αποτελέσματα, ομοιότητες και διαφορές, εντός της παγκοσμιοποιημένης τους
συνθήκης, προσπαθεί να συλλάβει ο Jankelevitch:

Ο αποικιοκράτης όταν εκμεταλλεύεται τους γηγενείς είναι πρωτίστως ένας επιχειρηματίας


που αναζητεί φθηνά εργατικά χέρια αποβλέποντας στην υπεραξία και χρησιμοποιεί το
ανθρώπινο κοπάδι σαν όργανο εργασίας. Ωστόσο, για τον Γερμανό, ο Εβραίος δεν είναι ένα
απλό όργανο εργασίας, αλλά επιπλέον είναι ο ίδιος η πρώτη ύλη. Ο γηγενής θα μπορέσει
κάποτε να μετοικήσει στο στρατόπεδο των αποικιοκρατών και να εκμεταλλευτεί με τη σειρά
του άλλους γηγενείς, ο προλετάριος θα μπορέσει να γίνει επιστάτης ακόμα και διευθυντής,
ακόμη και αστός αλλά το έγκλημα να είσαι Εβραίος είναι ανεξιλέωτο έγκλημα. Τίποτα δεν
μπορεί να εξαλείψει αυτή την κατάρα, ούτε η προσχώρηση, ούτε ο πλουτισμός» (1986:24, ο
ίδιος υπογραμμίζει).

Εδώ ο Jankelevitch φαίνεται να παρατηρεί πως εντός του στρατοπέδου, όπου ο


Εβραίος είναι η πρώτη ύλη, λαμβάνει χώρα μια διαφοροποιούσα τομή σε σχέση με τη
καπιταλιστική μηχανή που υπόσχεται τον πλουτισμό και την εξιλέωση: το γεγονός
του θανάτου, που κλείνει τη πόρτα στη δυνατότητα αυτής της οικονομίας όπου
κυριαρχική στιγμή της είναι η ελπίδα της ατομικής εξόδου από την αλλοτρίωση και η
μετάθεσή της στον νέο κρίκο της εκμεταλλευτικής αλυσίδας. Η ευημερία, υποτίθεται,
κρατιέται ζωντανή ως ελπίδα, όσο κρατιέται ζωντανό το εργατικό σώμα.
Μοιράζονται τις ίδιες ανάσες στον ρυθμό της επαγγελίας.
Τα πράγματα όμως είναι ήδη αντίστροφα. Δεν είναι ο θάνατος η φραγή αυτής
της οικονομίας, αλλά ανέκαθεν ο θάνατος είναι η δομική και αναπόδραστη
προϋπόθεσή της. Ακριβώς αυτό αποκαλύπτει η εργασία στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Εδώ λαμβάνει χώρα το πρωτοφανές: οι Εβραίοι (ταξινομημένοι βίαια

7
Αντίθετα προς μία τάση συρρίκνωσης του συμβάντος του Άουσβιτς ,συχνά
προβάλλει μια προσπάθεια καθολικής απόδοσής του στη σφαίρα του ιερού που στιγματίζει
ως βέβηλο καιροσκοπισμό κάθε πολιτική προσέγγιση που ξεπερνά τα ευσεβή όρια της
ιστορικής μνημείωσης.
σε ένα ενικό ομοίωμα υποκειμενικότητας που ενσαρκώνει το αδιαφοροποίητα μιαρό)
εργάζονται έχοντας ως πρώτη αναλώσιμη ύλη τα ίδια τα σώματα τους, την ίδια τους
την υπαρξιακή υπόσταση ως αντικείμενο εξολόθρευσης και απενσάρκωσης,
εξαΰλωσης στους αιθέρες.
Ενώπιον αυτού του ανήκουστου συμβάντος της εργασίας-θανάτου, η επιλογή
των λέξεων και των ρυθμών τους μέσω των σημείων στίξης καθίσταται πράγματι
ανεπαρκής ,ύποπτη, τιποτένια. Το σύστημα των μεταφορών ,υπαγόμενο αναγκαστικά
σε μια αισθητική μέριμνα ,προδίδει το συμβάν ενώπιον της ενικής του μοναδικότητας
, πέραν της επαρκούς αναπαράστασης.8 Αλλά καθόσον δεν υπήρξε ποτέ επαρκής
αναπαράσταση, για αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε, να ακούσουμε, να
γράψουμε,να σκεφτούμε.
Ο Marx, χρησιμοποιώντας συχνά μεταφορές από το φάσμα του θανάτου, είναι
αυτός που μας έδειξε την αδιάσπαστη συνέργεια της βιομηχανικής παραγωγής με την
δαπάνη της ζωής. Le mort saisit le vif. Η εργασία είναι εξαρχής: «παραγωγικό ξόδεμα
ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών κ.τ.λ» (Marx,1978:58).
Πολλές φορές ο Μαρξ επικρίθηκε για το μεταφορικό καθεστώς, την σχέση, δηλαδή
με την αντικειμενικότητα, αυτών των εκφράσεων. Να λοιπόν που η εντατικοποίηση
σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέσα στο καπιταλιστικό εργοστάσιο εκβάλλει στην αδιανόητη
κατάσταση, εκεί όπου η κυριολεξία εκτοπίζει τη μεταφορά: το σώμα το ίδιο γίνεται η
πρώτη ύλη της εξολόθρευσης του9: μυώνες,νεύρα,χέρια, ρίχνονται στη παραγωγική
δαπάνη του κλιβάνου από τα ίδια αυτά ακριβώς χέρια. Ο μάστορας από τη Γερμανία

8
Γνωστή η θέση του Adorno πως το Άουσβιτς όχι μόνο είναι το ίδιο μη
αναπαραστίσιμο αλλά πλήττει απαγορευτικά την ίδια την δομή της αναπαράστασης
καθόσον υπακούει σε μία στείρα αυτοϊκανοποιητική περισυλλογή: « το να γράφεις ποίηση
μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο»,αποφαίνεται(2003:162). «Εκτός και αν αναδύεται μέσα
από το Άουσβιτς» του απαντά o Szondi. Και οι δύο αναζητούν ,ματαίως,την απολυτότητα
της αναπαράστασης ως καθήκον μπροστά στην ανάληψη της ευθύνης.Εδώ καιροφυλακτεί η
απραγία της ηθικής ενδοβολής ,πράγμα που έκανε τον Αdοrno αργότερα να αναθεωρήσει.

9
Εδώ αν μιλάμε για ένα και μόνο υποκείμενο, το υποκείμενο – Εβραίος, αυτό δεν
συμβαίνει γιατί τα εκατομμύρια των θυμάτων ήταν συνολίσιμα κάτω από κάποια
ανεξόριστη ιδιότητα τους ως άτομα (σφραγισμένοι απο το βέβηλο και μυαρό σημάδι που
ομογενοποιεί την ύπαρξη τους), αλλά γιατί η στέρηση της ελευθερίας τους ενώπιων της
βέβαιης βιομηχανικής εξολόθρευσης παρέλυε το πεπρωμένο τους. Ο λαχνός του θανάτου
ήταν ο επόμενος σειριακός αριθμός. Αυτός που δούλευε στα κρεματόρια σήμερα, αύριο θα
ήταν μέσα σε αυτά. Θάνατος ,διακεκομμένος μόνο από την αναμονή του.
επινοεί και εποπτεύει τον κανιβαλικό εκμηχανισμό της αξίας,την ενδόρηξη της
ανθρωπινότητας.10
Ο καπιταλισμός και το Άουσβιτς, λοιπόν, συνυφαίνουν τα νήματά τους, τα
οποία μπερδεύονται ολοένα και χειρότερα,θα ήθελαν να μπορέσουν να ευχηθούν την
τελική τους λύση, κάποια απολήγουν σε θεωρητικούς βρόγχους που θέλουν να
καταπνίξουν αυτή ακριβώς τη σύνδεση και τη καταγωγική συνοχή. Όμως η εργασία
θα τεντώσει τα νήματα,θα αποκαλύψει τα άκρα, το συνανοίκην των άκρων, θα
αποκαλύψει πώς το ένα άκρο τραβά το άλλο στα άκρα της εργασίας, στα άκρα των
άκρων.
Είναι γνωστή η διάκριση, που χρησιμοποιεί και επεκτείνει ο Marx στο
‘Κεφάλαιο’ αναλύοντας την εργασία, ανάμεσα σε παραγωγή αξίας χρήσης και
παραγωγή ανταλλακτικής αξίας. Παρά τις διαμοιβές που ανέκαθεν υπήρχαν ανάμεσα
στους δύο εν πολλοίς αφηρημένους τύπους (η αφαίρεση δεν είναι γνώρισμα
αποκλειστικό της δεύτερης), στην παραγωγή αξίας χρήσης ο παραγωγός θα έχει με το
αντικείμενο πάντα την ίδια σχέση ( όπως μας παραδίδει η κληρονομημένη οντολογία)
που έχει και η causa materialis (υλικό) με την causa efficiens (κινούν αίτιο). Στην
παραγωγή χρηστικής αξίας αυτό πού πάντα προΐσταται στην οικονομία της εργασίας
είναι η causa finalis (τελικό αίτιο, σκοπός, telos). Ο σκοπός είναι πάντα η παραγωγή
του προϊόντος, ως αξίας χρήσης. με αυτή τη κατάλληλη μορφή ως τέτοια (causa
formalis) ώστε να ικανοποιηθεί η συγκεκριμένη αντίστοιχη ανάγκη. Όμως, αντίθετα,
στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας το κίνητρο, ο σκοπός της παραγωγής, είναι η
τυφλή εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και το παραχθέν υλικό έχει αξία
αποκλειστικά και μόνο στο βαθμό και την έκταση του επέτρεψε την απομύζηση και
τον φασματικό εγκιβωτισμό ανθρώπινης εργασίας. Η ανάγκη χρήσης είναι πάντα

10
Ας μην βιαστούν να μας αντιτάξουν πως το Άουσβιτς είναι ένα καθαρό ιδεολογικό,
εθνικορατσιστικό φαινόμενο. Όταν τα κάθε λογής ναζιστικά μορφώματα στην Ελλάδα και
τον υπόλοιπο κόσμο ,όπως η χρυσή αυγή ,είναι “η μόνη αντισυστημική δύναμη”, θέλουν να
θέσουν τους εαυτούς τους εκτός του ίδιου του συστήματος που τους αναπαράγει. Έκτος
από ένα χυδαίο κρετινισμό, αυτός ο τύπος λόγων αποτελεί αποτελεί παραχάραξη: Ο
Ναζισμός δεν αποτελεί εκτροπή της καπιταλιστικής λογικής αλλά ακραία επιβεβαίωση της.
Ο Χίτλερ στο γνωστό μανιφέστο του αναφέρει ως μία από τις πηγές του μίσους του ότι οι
Εβραίοι ήταν παρασιτικοί τοκογλύφοι που έλεγχαν την οικονομία και περιόριζαν τις
αναπτυξιακές δυνάμεις των Γερμανών. Άρα κάθε νεκρός στο Άουσβιτς ήταν «δημιουργία
ζωτικού χώρου»για την αρία καπιταλιστική συσσώρευση. Μία αναπροσαρμογή δηλαδή στη
κατάληξη του κέρδους και όχι στο δομικό κύκλωμα. Εδώ η εξολόθρευση της « ράτσας»
φορά το δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν στο αόρατο χέρι της αγοράς. Είναι η στιγμή που οι
ιδεολογικές επενδύσεις και αξίες τοκίζουν και αναμοχλεύουν το αίμα.
δευτερογενής παρά το γεγονός ότι προβάλλεται ως αρχική. Ο σύγχρονος
απεδαφοποιημένος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια περιοδεύουσα
μηχανή που στήνει τα κυκλώματά της ανάλογα με το βαθμό αγωγιμότητας τους στην
αφαίμαξη της εργατικής δύναμης. Τα προϊόντα που παράγονται επιλέγονται και
εναλλάσσονται με κριτήριο τη δυνατότητα άντλησης υπεραξίας11. Εδώ ο
καπιταλισμός φτιάχνει πορσελάνες και εκεί τα σφυριά που σπάνε τις πορσελάνες `
παραπέρα σπάει τις πορσελάνες αυτόματα (και προσεχώς σπασμένες πορσελάνες και
μόνον!). Αυτό που μας διδάσκει το Κεφάλαιο, είναι αυτή η πλαστογραφία της causa
finalis στο σύγχρονο καπιταλισμό. Ακόμα και σήμερα πολλοί νομίζουν ότι τα
προϊόντα παράγονται για να καλύψουν προϊούσες και νέες ανάγκες. Αυτό όμως είναι
απλώς αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Αν συντρέχει καλωσορίζεται βέβαια ως
ψιμύθιο κοινωνικής ωφελείας και τονίζεται π.χ. η εργονομία, άνεση,
αποτελεσματικότητα κλπ, αλλά η υλικότητα ως τελικό προϊόν είναι πάντα
διευθετήσιμη ενώπιον της ανθρώπινης σωματικότητας στον τρόπο παραγωγής του.
Από πίσω σοβεί το μόνο που έχει /δίνει αξία: η δαπάνη του εξαθλιωμένου σώματος
σε ρυθμούς ολοένα πιο εντατικούς. Άρα ανέκαθεν (και εφεξής ολοένα και
περισσότερο ) αντικείμενο και πρώτη ύλη του καπιταλισμού είναι η εργατική δύναμη, η
δράση επί του σώματος εργατών και η παραγωγή εργατών. Δράση επιταχυνόμενης
δαπάνης ως το μηδέν. Αυτός ο αλγόριθμος του μηδενός είναι συζευγμένος με τις
νιοστές δυνάμεις εντατικοποίησης της εργασίας12.

11
Εντελώς περιττό να υπενθυμίσουμε πως άκρως επικερδείς επιχειρήσεις
μετεγκαθίσταται σε νέες χώρες όπου υπάρχουν ευνοϊκότερες συνθήκες εργασιακής
εκμετάλλευσης.

12
Σε αυτό το σημείο προκύπτει το συμπέρασμα πως εάν δεν μπορεί να είναι αυτό ο
καπιταλισμός τότε δεν είναι τίποτα. Με άλλα λόγια όλο του το φαντασιακό περίβλημα
απογυμνώνεται ως κενό νοήματος. Όλη η λογική του κεφαλαίου κατασκευάζει και
στραγγίζει τα ανθρωπόμορφα αποθέματα εργατικής δύναμης (που είναι ταυτόχρονα
αιχμάλωτα και αποξενωμένα σε σχέση με τα προϊόντα τους) ώστε να λειτουργεί
απρόσκοπτα το κύκλωμα της συσσώρευσης για την συσσώρευση. Σε αυτήν την συνθήκη
είναι αναγκαία η αντιστροφή μέσου και σκοπού. Η έννοια του χρήματος αναδεικνύει αυτήν
την αντιστροφή ως μια σχέση φετιχοποίησης . Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι
η αποθέωση του μηδενός, που επέχει θέση απάντησης (ως συγκροτητική συνθήκη των
καπιταλιστικών σχέσεων )ενώπιον του ερωτήματος:ως προς τι;Ήδη ο Horkheimer στην
Έκλειψη του λόγου (1986) είχε προειδοποιήσει για αυτήν την εγγενή τάση του
καπιταλισμού.
Ήδη η έννοια της εργασίας καθεαυτής στην συγκεκριμένη και ιστορική
στιγμή της καπιταλιστικής κυριαρχίας περιστρέφει την εννοιολογική της
ολοκλήρωση γύρω από το μηδέν. Ίσως εδώ ο εβραϊκός μύθος του Golem
(βλ.Μιχαήλ,2010:11-57) να αποσαφηνίζει αντεστραμμένα αυτήν την σχέση μεταξύ
της αλήθειας και του θανάτου εντός του καπιταλιστικού τρόπου παράγωγης. Η
εικονική εκδοχή της Harraway13 ανέφερε πως ένα από τα όνειρα του ανθρώπου είναι
να κατασκευάσει κούκλες κατά εικόνα και ομοίωσή του. Ο μύθος του Golem μοιάζει
να επιβεβαιώνει σε ένα βαθμό αυτήν την μαρτυρία 14ως ανάποδο κάτοπτρο. Ο
καπιταλισμός κατασκευάζει παραγωγικές μηχανές όχι βέβαια για τη δίκαιη
χειραφέτηση αλλά για την πειθήνια υποταγή στη γραμμή παραγωγής. Δεν είναι
τυχαίο ότι η λέξη που ήταν γραμμένη στο μέτωπο του Golem -αλλιώς αναφέρεται και
ως ακατέργαστο– ήταν η αλήθεια. Το σημαντικό όμως είναι πως αν αφαιρούταν το
άλεφ από την προμετωπίδα του η λέξη που εμφανιζόταν ήταν ο θάνατος. Πρέπει να
φανταστούμε σε αυτήν την αλληγορία ότι την μορφή του Golem την παίρνει ο ίδιος ο
κόσμος. Όσο άνθρωπος έχει την συνείδηση ότι κατασκευάζει ο ίδιος τον κόσμο και
την αλήθεια του μέσα από την πρακτική του τόσο αυτός ο κόσμος θα κρύβει μέσα
του τον ακατέργαστο όλεθρο. Η άλλη πλευρά του μύθου ωστόσο είναι πως όταν το
είδωλο αποξενώνεται από το δημιουργό του και μετατρέπεται σε μια εξωτερική
δύναμη -άλλωστε με αυτό το επιχείρημα δεν έλεγε ο Marx ότι ο καπιταλισμός είναι
ένας κόσμος μαγεμένος;- η εργασία φέρει το θάνατο. Εξ’ ου και η αναγραφή στο

13
Βλέπε την ταινια-anime:Ghost in the shell 2: Innocence

14
Ο μύθος αυτός είναι αναπόσπαστος από τις ιστορικές εκκαθαρίσεις εναντίον των
Εβραίων και προτάσσει τη θέληση δικαιοσύνης ως απάντηση. Βασίζεται στην αρχή ότι οι
Δίκαιοι, αν το επιθυμούν ,μπορούν να φτιάξουν ενα κόσμο ,έναν άνθρωπο .Μια από τις
εκδοχές του μύθου θέλει τον δίκαιο ραββίνο Judah Loew ben Bezalel ,μπροστά σε ένα
επιδιωκόμενο πογκρόμ κατά των Εβραίων της Πράγας, να δημιουργεί ένα Golem: πήρε
άργιλο,χάραξε στο μέτωπο το άφατο όνομα και έβαλε τη λέξη έμετ(αλήθεια)στο μέτωπο.
Ευθύς το πλάσμα ζωντάνεψε και έχοντας υπερφυσικές δυνάμεις έσωσε τους Εβραίους. Το
πλάσμα μετά εργάζονταν αδιάκοπα, εκτός από την αργία του Σαββάτου. Τότε ο ραβίνος
έβγαζε το αρχικό γραμμα Άλεφ και το έμετ γίνονταν μετ(θάνατος) και το πλάσμα επέστρεφε
στη σκόνη από την οποία πλάστηκε. Μια μέρα όμως ο ραβίνος ξέχασε να βγάλει το γραμμα
και το Golem έγινε τεράστιο σκορπώντας τον όλεθρο στη Πράγα. Ο ραβίνος τελικά
κατάφερε να βγάλει το γράμμα και έκρυψε για πάντα την αργιλώδη
σωρό(βλ.Μιχαηλ,2010:11-13).

9
ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης που ακόμα πλανάται σαν φάντασμα στις
συνειδήσεις των ζωντανών: arbeit macht frei (η εργασία απελευθερώνει). Το ρήμα
όμως πρέπει να γίνει μεταβατικό:απελευθερώνει το θάνατο.
Η εργασία στον καπιταλισμό έχει ένα διπλό χαρακτήρα. Από την μια πλευρά
η συγκεκριμένη εργασία, η αναγκαία ή χρήσιμη εργασία που παράγει αξία χρήσης
και από την άλλη πλευρά η αφηρημένη εργασία. Η τελευταία αφαιρεί από από την
συγκεκριμένη εργασία όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και τα μετατρέπει σε
ποσότητες για την παραγώγη αξίας. Η αφηρημένη εργασία, αναγκαία συνθήκη της
καπιταλιστικής παραγωγής, είναι αυτή η περίφραξη και αφυδάτωση (σαν το Golem
στην αργιλώδη μορφή του) του ανθρώπινου πράττειν προς χάριν της αυτό-
αξιοποίησης της αξίας. Η απονεκρωτική κίνηση της επέκτασης της αξίας είναι αυτός
ο σχιζοφρενικός ρυθμός του χρόνου-ρολόι στον οποίο όλες οι κοινωνικές
δραστηριότητες οφείλουν να υπακούσουν για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής
μηχανής. Υπό αυτήν την έννοια, η συσσώρευση δίχως τέλος έχει μετατραπεί σε μια
θεϊκή εντολή την οποία όποιος δεν υπακούει ήδη είναι ένοχος για ένα έγκλημα
εναντίον του καταπιεστικού Όλου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Marx περιγράφει την
λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση σαν το προπατορικό αμάρτημα των ιερέων του
καπιταλισμού. Η συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παράγωγης είναι
αποτέλεσμα μιας μαζικής βίας η οποία περιγράφεται από τους προφήτες του
καπιταλισμού ως ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου. Όπως οι Hobbes και Locke, που
κατά γενική ομολογία ως αναλυτές της πολιτικής οικονομίας ήταν πιο έξυπνοι από
τους απολογητές του κεφαλαίου, επιβεβαιώνουν τον μονοπώλιο της κυρίαρχης βίας
βασιζόμενοι σε ένα μυθικό παρελθόν, έτσι και οι τυφλοί προφήτες της
καπιταλιστικής οικονομίας διαβεβαιώνουν ότι οι άνθρωποι σε μια μυθική εποχή
συμφωνήσαν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο για την εκμετάλλευσή τους.
Εάν διαβάσει κάνεις το κεφάλαιο από την σκοπιά της βίας, τότε ο φετιχισμός
του εμπορεύματος δεν συνίσταται μόνο στο ότι οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζονται
ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων αλλά επίσης ότι και αυτό που εμφανίζεται υπό της
μορφή ελεύθερης σύμβασης είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς βίας. Η βια της
πραγμοποίησης. Υπό αυτήν την έννοια ο καπιταλιστικός τρόπος παράγωγης δεν
παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά παράγει και τον εκμεταλλευόμενο εργάτη ως
μορφή. Η πρωταρχική μορφή βίας στον καπιταλισμό είναι η ίδια η παραγωγή
υποκειμενικοτήτων οι οποίες αν και αποτέλεσμα μιας διαρκούς αφηρημένης βίας,
εμφανίζονται ως “ελεύθερες”. Η ταυτότητα του εργάτη είναι παραγόμενη από το ίδιο
σύστημα εξουσιών που παράγει την εξαθλίωση του. Κατά αυτόν τον τρόπο, αυτοί
που αποθεώνουν την εργασία και τον εργάτη ως ιστορικό υποκείμενο αποθεώνουν
ταυτόχρονα και το υπέροχο σύστημα που τον δημιούργησε. Η αφηρημένη εργασία
δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εμπράγματη μορφή της αφηρημένης εξουσίας του
κεφαλαίου.
Ωστόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ αφηρημένης εργασίας και συγκεκριμένης
εργασίας15 δεν αναιρεί πλήρως την ταυτότητα της εργασίας καθεαυτής. Η διττή
μορφή της μορφής-εργασίας16 στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ταυτόχρονα
εμφανίζεται ως μια ενιαία οντότητα. Δεν υφίσταται χρήσιμη εργασία δίχως
αφηρημένη εργασία ,και το αντίστροφο, διότι η ίδια η έννοια της εργασίας όπως την
προσλαμβάνουμε εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μια
συγκεκριμένη και ιστορική κοινωνική μορφή και όχι μια αν-ιστορική κοινωνική
σχέση και οντότητα. Για την ύπαρξη της αφηρημένης εργασίας είναι αναγκαία και
ικανή συνθήκη ο κατακερματισμός της κοινωνικής δραστηριότητας εντός μιας
συγκεκριμένης πρόσληψης του χρόνου και χώρου. Δεν υφίσταται ο χρόνος-ρόλοι,
δηλαδή ο συνεχής αυτονόμηση και κατακερματισμός του χρόνου σε μικρότερα
ισόποσα διαστήματα και ο διαχωρισμός μεταξύ ελεύθερου χρόνου και εργάσιμου
χρόνου δίχως το διαχωρισμό χρήσιμης και μη-χρήσιμης κοινωνικής πρακτικής. Δίχως
αυτό το πλέγμα διαχωρισμών που επιφέρει η έννοια της χρησιμότητας και ωφελείας
εντός της σημασίας της συγκεκριμένης εργασίας δεν είναι δυνατή η ύπαρξη της
αφηρημένης εργασίας. Με άλλα λόγια, εντός της μορφής-εργασίας κάθε διάσταση
διαπερνά την άλλη. Η έννοια της χρήσιμης εργασίας ήδη είναι εγκιβωτισμένη με
σημασίες και πρακτικές για την περίφραξη των διαγραμμάτων εξουσίας του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κατά μια έννοια, με όρους του Holloway, είναι
σημαντικό να πάμε ενάντια και πέρα του ανταγωνισμού μεταξύ συγκεκριμένης και

15
Για τον ανταγωνισμό μεταξύ συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας όπως και
για την έννοια του πράττειν , βλέπε Holloway (2006).

16
Ως μορφή-εργασία εννοούμε την ιστορική κατάληξη,θέσμιση και αποκρυστάλλωση
της εργασίας από τις απαρχές της νεοτερικότητας και έπειτα.Αυτή η ετερογενής και
πολυπαραγοντική διαδικασία, που ασφαλώς παρουσιάζει διαφορές, δεν είχε αποκλειστικά
οικονομικές αιτίες.Αυτή η μορφή είναι που ανα-λύεται σε συγκεκριμένη και αφηρημένη
εργασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.Δηλαδή η συγκεκριμένη εργασία δεν έχει
μια πανιστορική συνθήκη που παραβιάζει για πρώτη φορά η αφηρημένη εργασια ,ήτοι η
παραγωγή εμπορευμάτων.
αφηρημένης εργασίας. Η απελευθέρωση της συγκεκριμένης εργασίας από την
αφαίρεσή της, και των υποκειμενοποίησεων που αυτή παράγει, δεν διασφαλίζει,
απαραίτητα, μέσα στην αρνητική κίνηση της, και την απελευθέρωση του πράττειν
από τα δεσμά της ταυτότητας της εργασίας. Και αυτό γιατί η εργασία στον
καπιταλισμό δεν είναι μόνο μια ανταγωνιστική διχοτομία αλλά μια αντιφατική πλην
όμως ενιαία ταυτότητα. Η μορφή-εργασία ως προϊόν των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής είναι ταυτόχρονα και ανεξόριστα προϊόν της συγκεκριμένης ιστορικής
στιγμής της νεωτερικότητας, και ως τέτοια, μια εκ νέου περίφραξη και
ακρωτηριασμός της ανθρώπινης πρακτικής σε αβυθομέτρητα πολιτισμικά θεμέλια και
εντός των διαγραμμάτων εξουσίας και των υποκειμενοποίησεων που αυτά παράγουν.
Υπό αυτό το πλαίσιο, υπάρχει ένας ανταγωνιστικός πόλος πέραν της
συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας: Ο ανταγωνισμός μεταξύ του ελεύθερου
ποιητικού πράττειν και της αφηρημένης εργασίας ως διαμεσολάβηση της
συγκεκριμένης εργασίας. Το πράττειν ως κοινωνική δραστηριότητα έχει ένα
μεταμορφωτικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως έχει ένα διπλό χαρακτήρα. Από την
μια πλευρά ήδη έχει ένα πυρήνα από νοήματα που διαμορφώνουν την λογική
εκδίπλωση του, και από την άλλη πλευρά (καθώς επιτελείται το πράττειν)παράγει νέα
νοήματα και πρακτικές. Ωστόσο η περιστολή του πράττειν εντός των δεσμών της
συγκεκριμένης εργασίας,η εξαφάνιση της μορφο-ποιητικής του διάστασης ως
ελεύθερη δημιουργία, σημαίνει τον εγκλεισμό του εντός της ενδεούς λογικής της
χρησιμότητας και της ωφέλειας. Κατά την διάρκεια της πρωταρχικής συσσώρευσης
μπορούμε να δούμε πως ο ποιητικός χαρακτήρας του πράττειν όφειλε να περιφραχτεί
ως εργασία εντός των διαγραμμάτων της εξουσίας του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια,
οποιαδήποτε πρακτική ή επιθυμία δεν υποτάσσεται κάτω από το βασίλειο της
αναγκαιότητας ή της χρησιμότητας αντιμετωπίζεται ως αμαρτία ή ως έγκλημα. Ο
καπιταλισμός διίσταται ανάμεσα σε μια αδυσώπητη τεχνική και μια θρησκεία άνευ
μυχιότητας και εξιλέωσης(Benjamin, 2005: 260). Από την γέννηση της κλινικής και
του πειθαρχικού συστήματος που περιγράφει ο Foucault μέχρι τους νόμους ενάντια
στην αλητεία που αναφέρει ο Marx είναι ορατή αυτή η βίαια διαδικασία
υποκειμενοποιήσεων όπου η μορφή-εργασία μετατρέπεται σε μια αιωνία και αν-
ιστορική μορφή ως το κέντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μια βίαια και
συνεχής διαδικασία17 η οποία συνεχίζει απαραμείωτα σήμερα. Αν η διαδικασία της
συνολικοποίησης18, δηλαδή της καταστολής της ανθρώπινης δραστηριότητας εντός
της αφηρημένης εξουσίας του κεφαλαίου και της αυτό-αξιοποίησης της άξιας, είναι
μια συνεχής διαδικασίας κανονικοποίησης και επιβολής της κοινωνικής πειθαρχίας,
τότε οι λογοθετικές και ρηματικές μορφές της βίας είναι αυτές που διαμορφώνουν το
γίγνεσθαι των καπιταλιστικών σχέσεων.
Ωστόσο σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο ανταγωνισμός
και οι συγκρούσεις που υπάρχουν εντός των κοινωνικών σχέσεων φανερώνουν πως η
καπιταλιστική μηχανή είναι διαρκώς σε κατάσταση βραχυκυκλώματος. Οι
διαδικασίες περίφραξης του υποκειμένου εντός των διαγραμμάτων εξουσίας της
κυριαρχίας ποτέ δεν μπορούν να επιβάλλουν πλήρως τον έλεγχο και την πειθαρχία.
Πάντα υπάρχουν γραμμές διαφυγής ενάντια στις διαδικασίες ταξινόμησης και
ταυτοτικοποίσης19. Μια από τις κεντρικές γραμμές διαφυγής είναι η άρνηση
περίφραξης του πράττειν ως δραστηριότητα κάτω από το βασίλειο της χρησιμότητας
και της φόρμας-εργασίας. Εκεί όμως εμφανίζεται και ο κίνδυνος του προλεταριάτου
ως αρνητική μορφή. Εάν το προλεταριάτο, ως η άρνηση της εργατικής τάξης, είναι
ενάντια μόνο στην αφηρημένη εργασία, τότε δεν αποφεύγεται μια μορφή
υποκειμενοποίησης και επανακαθήλωσης μέσω της μορφής-εργασίας. Όταν το
πράττειν και η συγκεκριμένη εργασία εμφανίζονται ως ταυτοποιημένα, τότε ανοίγει ο
ορίζοντας για την επαναφετιχοποίηση της μορφής-εργασίας. Ωστόσο ήδη το
προλεταριάτο εμφανίζεται ως μια διπλή υπόσταση: ως ένα ανηρημένο υποκείμενο και
ως υποκείμενο που αναιρεί. Αυτό αποτελεί και τον σχιζοφρενικό χαρακτήρα του.
Από την μια αναιρεί την μορφή-εργασία και από την άλλη την επιβεβαιώνει 20.

17
Η πρωταρχική συσσώρευση, όπως μας αναλύει Werner Bonefeld (2013: 37-61), δεν
είναι ένα παρελθοντικό γεγονός αλλά αντιθέτως είναι μια συνεχής και βίαια διαδικασία
που συνεχίζεται αδιαλείπτως ως τις μέρες μας.

18
Περί της έννοιας της συνολικοποίησης, βλέπε Tischler, (2013)

19
Η αντίσταση των εργατών στη διεύθυνση κατά την παραγωγική διαδικασία είναι
όρος λειτουργίας και απαραίτητη προϋπόθεση της καπιταλιστικής ευρυθμίας.Η απόλυτη
πραγμοποίηση θα παρέλυε αυτοστιγμεί την διαδικασία(βλ.Castoriadis,1978 :121)

20
Εάν η λύτρωση του προλεταριάτου ως αρνητική μορφή προτάσσει ταυτόχρονα και
την κατάργησή του, αυτό το γεγονός δεν λυτρώνει το προλεταριάτο ως μια παραγόμενη
Ωστόσο, εντός του του στρατοπέδου εξόντωσης η ίδια η μορφή-εργατη
απογυμνώνεται. Ο περίβολος του εργοστασίου συναντά τα κάγκελα του
στρατοπέδου.21 Εάν ο καπιταλισμός παράγει την ίδια την μορφή-εργατη και την
απανθρωποποίησή του μέσω των στυγνών τεχνολογιών της βίας, δηλαδή την
αμετάκλητη πραγμοποίηση, το Άουσβιτς αποκαλύπτει την μέχρι πρότινος
συγκαλυμένη δράση του θανάτου. Στο στρατόπεδο εργασίας/εξόντωσης ο Εβραίος
εργάτης δέχεται την βίαιη αποκάλυψη της αλήθειας που είναι ανέκαθεν: εργασία
θανάτου. Όταν το άφατο όνομα γίνεται υπεραξία τότε οι άδικοι χαράσσουν στο
μέτωπο των παραχθέντων σωμάτων την αλήθεια που περιέχει ήδη το θάνατο (ή και

μορφή μέσω της μορφής-εργασιας. Ήδη στο πυρήνα της μορφής της χρήσιμης εργασίας
είναι εγγεγραμμένη η βία που επέβαλε αυτήν την ταυτότητα-φυλακή στις μοντέρνες
υποκειμενοποιήσεις. Η ανάδυση του προλεταριάτου ως αρνητική μορφή διατρέχει τον
κίνδυνο θετικοποίησης και μετατροπής του, εκ νέου, σε υπο-κείμενο της ιστορίας. Η έννοια
του προλεταριάτου ως μια αρνητική μορφη στην σκέψη της Κατερίνας Νασιώκα (2017) έχει
πιο ανοιχτό χαρακτήρα όπου το πράττειν και η χρήσιμη εργασία δεν είναι ταυτοποιήμενα.
Η Νασιώκα θέτει ότι προλεταριάτο και εργατική τάξης δεν είναι ταυτόσημες έννοιές. Το
προλεταριάτο εμφανίζεται ως μορφή που κινείται ενάντια και πέρα της ταυτότητάς του σε
αντίθεση με την εργατική τάξη που επιβεβαιώνει θετικά την ταυτότητά του. Σε αυτό το
σημείο η Νασιώκα, μεσώ μια αρνητικής διαλεκτικής και της μη-ταυτότητας, επιχειρεί μια
κριτική στην παραδοσιακή έννοια της τάξης θέτοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ
προλεταριάτου και εργατικής τάξης. Ωστόσο μένει ένα ερώτημα εάν το προλεταριάτο, στην
αναδίπλωση του, αποφεύγει πλήρως τον κίνδυνο επαναφετιχοποίησης του ως μορφή.

21
Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ακόμα αρκούντως σαφές, λέμε : δεν
ισχυριζόμαστε πως οι συνθήκες στο εργοστάσιο συμπίπτουν απολύτως με αυτές στο
στρατόπεδο, αυτό όμως δεν μας αποτρέπει να πούμε νέτα-σκέτα πως οι δεύτερες πηγάζουν
απευθείας απο τις πρώτες και συνιστούν ένα όριο που συχνά δεν έμεινε απρόσιτο εντός της
εργασιακής ηθικής και πρακτικής. H τεχνολογία υποταγής του minimum vital λέει σχεδόν τα
πάντα. Ο Marx αποδεικνύει πως στο εργοστάσιο ο εργάτης πληρώνεται ακριβώς ίσα-ισα για
το ελάχιστο αναγκαίο της επιβίωσης ,ενώ στο στρατόπεδο(βλ.Venezia,ο.π.) υπάρχει ένα
σαδιστικό και δαιμονικό ανεβοκατέβασμα γύρω από τά έσχατα όριά του. Στο πρώτο ο
εργάτης υποτάσσεται πειθήνια για να μην πεινάσει, στο δεύτερο υποτάσσεται ακριβώς
γιατί πεινάει. Μετά τη λήξη του Β Π.Π το στρατόπεδο επιβίωσε εντός του εργοστασίου.Για
το πώς οι gasterbeiter της δεκαετίας του 50 διαμορφώθηκαν σε ευθεία συνέχεια της
εθνοσοσιαλιστικής αντίληψης περί εργασίας βλ.Σαμπατακάκη,2014 . Επίσης είναι
σημαντικό να αναφερθεί πως πολλά από τα φονεύσιμα σώματα των στρατοπέδων
εξόντωσης χρησιμοποιούνταν ως “γυμνή εργατική δύναμη” σε εργοστάσια όπως της
Volkswagen (βλ.http://holocaustonline.org/volkswagen/). Πάνω από 20.000 άτομα
υπέπεσαν σε καθεστώς “εξαναγκαστικής εργασίας” στα εργοστάσια των “αμαξιών του
λαού”. Μέσα στην λίστα εταιριών που συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς υπάρχουν
εταιρίες κολοσσοί όπως η BMW, Audi, Dr. Oetker, Hugo Boss Siemens Krupp, Porcshe,
Daimler Benz (βλ. http://holocaustonline.org/business-and-the-holocaust-german-
companies/).
στο χέρι με τη μορφή τατουάζ). Ομοιώματα ανθρώπων με αποκλειστικό καθήκον την
εργασία πέραν των ορίων.22Εδώ φράσσουν αναπότρεπτα όλες οι γραμμές διαφυγής.
Εν ολίγοις, εάν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παράγει την ίδια την μορφή του
εργάτη τότε τον παράγει ως ένα φονεύσιμο σώμα εντός της οικονομίας του θανάτου.
Το Άουσβιτς αποτελεί την ολοκλήρωση της μορφής-εργασίας ως παράγωγης του
θανάτου. Με άλλα λόγια, το Άουσβιτς είναι αυτό το σχιζοφρενικό 23 όριο μεταξύ
κατάλυσης και ολοκλήρωσης της αφηρημένης εργασίας. Όταν η μορφή του εργάτη
ορίζεται ως ένα θετικό υποκείμενο ήδη είναι εγγεγραμμένη ως ένα δυνητικό
φονέυσιμο σώμα. Το απόλυτο αυτής τη μηδενοποιούσας δύναμης από εργάτες πάνω
στο σώμα των εργατών (τα πάντα στην καπιταλιστική παραγωγή διευθετούνται από
εργάτες – οι κεφαλαιοκράτες γνωρίζουν για τις νεκρές και νεκρικές μηχανές τους πως
αδυνατούν να παράγουν αξία,βλ.Caffentzis, 2011) αντικατοπτρίζει το Άουσβιτς.
Σώματα εργασίας επί νεκρών σωμάτων εργασίας πλάι-πλάι με σώματα εργασίας επί
σωμάτων εργασίας που τείνουν στο μηδέν. Από τη μία αποξενωμένες μορφές
εμπορευμάτων παράγουν εμπορεύματα σε καθεστώς πραγμοποίησης και από την
άλλη νεκροί που παράγουν νεκρούς και τους πετάνε σαν πράγματα ή τους κάνουν
πράγματα. Το φάσμα της πραγμοποίησης καταλαμβάνει κυνικά και άνευ
προσχημάτων και το νεκρικό χώρο, αφού εξάντλησε κάθε πόρο του ζωντανού. Στο
εργοστάσιο ο εργάτης αλλοτριώνει την ύπαρξή του ώστε να μπορέσει να τη
συντηρήσει ακριβώς ως αλλοτριωμένη. Στο στρατόπεδο η εργασία συντηρεί
αδιαμεσολάβητα24 το θάνατο μέχρι θανάτου. Εδώ τα νήματα της
παραδειγματικότητας τραβάν το ένα το άλλο. Εξαρτάται από το πριν η το μετά αυτής
της μή-ζωής25.Το Άουσβιτς λοιπόν είναι μια υπερ-μετωνυμία του καπιταλισμού: Το
μέρος που αναπαριστά το όλο και ταυτόχρονα το μέρος που αναπαριστά την

22
Ο Agamben περιγράφει τη κατάσταση του «μουσουλμάνου»στα στρατόπεδα
εργασίας. Έτσι ονομάζονταν όσοι ελλείψει τροφής ,ανάπαυσης και ελπίδας περιφέρονταν
ζωντανοί-νεκροί και γονάτιζαν σαν σε στάση προσευχής, πέραν των ιχνών της ύπαρξης,
έχοντας απωλέσει οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι ανθρώπινο (βλ.Agamben, 2015 :46).

23
«Σχιζοφρενικό»:καθαρή ετυμολόγηση προ της ιατρικής πειθαρχίας. Εδώ σχίζονται
τα φρένα,διασχίζονται τα όρια ,μέσα στη ψυχρότερη λογική.

24
Αν στο στρατόπεδο ισχύει:’’Εργασία=Θάνατος’’,τότε το σύμβολο της ισότητας
εμπεριέχει ως ανηρημένο το σύνολο των διαμεσολαβήσεων του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγή και της ανθρώπινη ύπαρξης.
μεταμόρφωση του όλου στην απόλυτη μορφή του. Αυτή η προαναφερθείσα
παράδοξη λογική του παραδείγματος αναφορικά με το Άουσβιτς ανήκει επίσης στην
αναπαραστατική δομή του. Το ίδιο, κάθεαυτό, είναι μη-αναπαραστήσιμο αλλά
ταυτόχρονα διατηρεί αναπαραστατικά αποθέματα για την τάξη των πραγμάτων από
την οποία προήλθε. Γιατί το Άουσβιτς δε φύτρωσε εν μία νυκτί, δεν αφίχθει μια
ωραία πρωία στο σταθμό της ιστορίας: «το Γ’ ράιχ είναι ένα τρένο που δεν ξεκινά
παρά μόνο όταν επιβιβαστούν όλοι» υπενθυμίζει ο Benjamin(2003:231). Υπάρχει μια
ενδότατη συνέργεια των οικονομικοτεχνικών παραγόντων που δεν επιτρέπεται να
αφεθούν στην αθωότητά τους και στον ουδετεροποιητικό επιστημονικό τους
εξευγενισμό. «H αντικειμενικότητα είναι ένα ισχυρότατο όργανο για το χέρι που
ξέρει να το ιδιοποιηθεί»(Nietzsche ,2010: ).
Το κείμενο αυτό προϋποθέτει από τη πρώτη λέξη του μια προειδοποίηση που
μόνο τώρα που αναπτύχθηκε η κεντρική θέση του μπορεί να βρει το σωστό χρόνο της
.Είναι πράγματι, το λιγότερο, ανοίκειο, βλάσφημο και βέβηλο να προσεγγίζεις με
τους όρους της ψυχρής πολιτικής οικονομίας τον άδικο θάνατο και τα φριχτά
βασανιστήρια των νεκρών και ψυχικά αφανισμένων θυμάτων. Όμως αυτή η
γενοκτονία και το έγκλημα είναι ακριβώς η ιλιγγιώδης συνέπεια της λογικής της
ψυχρής πολιτικής οικονομίας. Ο ρατσισμός και η αποκτήνωση, η οικονομία του
θανάτου τους, είναι πάντα θεμελιωμένα σε μια κοσμοεικόνα και αντίληψη για τον
άνθρωπο και τη θέση του στον χώρο και τον χρόνο που διέπονται από μείζονες υλικές
προκείμενες: απλά, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρχει βιομηχανοποιημένη παραγωγή
μαζικής εξόντωσης ανθρώπων, ούτε καν ως ιδέα, στη φεουδαρχία και ούτε θα ήταν
δυνατόν να επινοηθούν η τεχνογνωσία και η γραφειοκρατική της οργάνωση. Η
τεχνολογία δεν είναι απλώς όργανο της βούλησης αλλά πλαισιοθετεί (Ge-stell)
σύνολη την ανθρώπινη εμπειρία (Heidegger,2011)26. Όπως αναφέρει και ο Marx,

25
Η στυγνή λογική του καπιταλισμού που παράγει το Άουσβιτς κυριεύει
κυριολεκτικά(ακόμα μια φορά που οι μεταφορές εκτροχιάζονται)κάθε πόρο,κάθε
χαραμάδα του συμβάντος. Ο Venezia περιγράφει το «χρηματιστήριο» του στρατοπέδου:το
σημείο όπου οι παλιοί έγκλειστοι αντάλλαζαν τη πατάτα τους με τη σούπα κάποιου
νεοφερμένου. Έπειτα αφού τη στράγγιζαν κρυφά από όλες τις ίνες και τα στερεά ίχνη της
την ξαναντάλλαζαν γρήγορα με κάποιον άλλον ανυποψίαστο για μία νέα πατάτα.

26
Είναι τυχαίο που ο Heidegger, πρωτοπόρος ερμηνευτής του τεχνολογικού
φαινομένου της νεωτερικότητας, αναμείχθηκε στο καθεστώς που επιχείρησε μια ριζική
(φονική) χρήση της νέας τεχνολογίας; Εδώ ο Hegel έχει πολλά να μας πει για την
“κατά συνέπεια η ανθρωπότητα αναθέτει στον εαυτό της μόνο καθήκοντα τα οποία
μπορεί να εκπληρώσει” (2013:20). Εξαίρεση δεν αποτελούν τα ασυγχώρητα
καθήκοντα. Επομένως αυτή η τομή, το Άουσβιτς, πως εντάμει το ηθικό φαινόμενο;
Σε ποια ηθική οικονομία χωράει, λαμβάνει χώρα, το α-συν-χώρητο του Άουσβιτς;
Για εμάς γρήγορα η σκέψη θα πάει στην προβληματική που ανοίγει ο
στοχασμός του Derrida στην ηθική δομή της συγχώρεσης, ακριβώς για τον λόγο ότι ο
Γάλλος δάσκαλος της αποδόμησης θεματοποίησε και αναμετρήθηκε με το
ασυγχώρητο. Η θέση του Derrida, εκφρασμένη ποικιλοτρόπως, βρίσκει το νεύρο της
στην εξής απόφανση: «Η συγχώρηση, αν υπάρχει κάτι τέτοιο δεν πρέπει και δεν
μπορεί να συγχωρεί παρά μόνο το ασυγχώρητο, το ανεξιλέωτο – και συνεπώς να
κάνει το αδύνατον. Η συγχώρηση του συγχωρητού, του αφέσιμου, του συγγνωστού,
του πράγματος που μπορείς πάντοτε να το συγχωρείς , δεν είναι συγχώρηση»
(2017:27). Αυτή μοιάζει να είναι η ρυθμιστική αρχή μιας πολυσχιδούς ανάγνωσης της
συγχώρησης σε όλα σχεδόν τα κείμενά του Derrida που θίγουν την ηθική.
Αλλού ο Derrida θα δώσει μια πιο συγκεκριμένη διάσταση της συγχώρησης
συναρθρώνοντάς την με την εξαίρεση:

τι είναι η εξαίρεση; Επανειλημμένα, πέρυσι επιμείναμε στο χαρακτήρα της απόλυτης


εξαίρεσης που πρέπει να διαφυλάξει η συγχώρηση, μια συγχώρηση αντάξια του ονόματός
της, μια συγχώρηση πάντοτε απρόβλεπτη και μη αναγώγιμη τόσο στη διαπίστωση όσο και
στο συμβόλαιο, στην καθοριστική ετυμηγορία, στο νόμο, συνεπώς μια συγχώρηση εκτός
νόμου, πάντοτε ετερογενής προς τη τάξη , προς το γνώμονα, προς τον κανόνα ή τον
υπολογισμό, προς τον υπολογιστικό κανόνα, τόσο προς τον οικονομικό κανόνα όσο και προς
τον δικαιϊκό κανόνα. Εξαιρετική πρέπει να είναι ,εξαιρετική θα ‘έπρεπε να είναι κάθε
συγχώρηση αντάξια του ονόματος της. Ιδού εν κατακλείδι ο νόμος της συγχώρησης και η
συγχώρηση πρέπει να είναι χωρίς νόμο και εξαιρετική, υπεράνω των νόμων ή εκτός των
νόμων (Derrida,1999-2000:81-82).

Προφανώς ο Derrida επιδιώκει να αποσυνδέσει την εξαίρεση από την


θεμελίωση του κανόνα που η εξαίρεση επιτελεί. Πράγματι αυτό συνήθως συμβαίνει
σε όλες τις θεωρίες της εξαίρεσης27. Η σκέψη του Derrida ειναι πάντα οργανωμένη σε

αυτοπραγμάτωση του πνεύματος αφού διέλθει την μεσολάβηση της ύλης.

27
Στον Kant το δίκαιο που συνίσταται στην τήρηση των νόμων βρίσκει την
επιβεβαίωση του στο προνόμιο του άρχοντα να χορηγεί την χάρη πέραν των νόμων. Στους
Hobbes ,Weber και Benjamin το δίκαιο θεμελιώνεται στο μονοπώλιο χρήσης βίας από το
πολλά επίπεδα και λέει κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται απομονώσιμο σε μια
σχηματική ανάγνωση. Δεν δίνει αρκετές λαβές για μια εσωτερική απορρύθμιση.
Όμως αν, όπως εμείς, ξεκινήσουμε θεωρώντας το Άουσβιτς ως συνώνυμο του
ασυγχώρητου τα πράγματα αποκτούν άλλη φορά στην διαπραγμάτευσή τους. Η
κατάσταση εξαίρεσης είναι πάντα μια τεχνολογία βίαιης συναίνεσης αλλά σε όλες τις
προαναφερθείσες περιπτώσεις, εισάγει μια θεμελιώδης και συγκροτητική του
συνόλου αρνητικότητα σε ένα σύνολο θετικοτήτων (ή το αντίστροφο: μια θετικότητα
σε ένα σύνολο αρνητικοτήτων),κοντολογίς μια διαφορά σε ένα σύνολο ταυτοτήτων.
Αυτή η διαφορά είναι απαραίτητη για να συγκροτηθούν και συναρμοσθούν οι
ταυτότητες. Όταν όμως ο Derrida θέτει το ασυγχώρητο, αυτό που πρέπει να
συγχωρηθεί (η εξαίρεση), σε ένα σύνολο (οσοδήποτε ανοικτό) που αποτελείται ήδη
από συγχωρητέες περιπτώσεις (και που δεν τίθεται καν ζήτημα συγχώρησης εξ’
αρχής) τότε εισάγει μια ομοιότητα σε ομοιότητες, μια ταυτότητα σε ταυτότητες.
Ομογενοποιεί ένα σύνολο όπου τίποτα δεν είναι ασυγχώρητο. Αφήνει το πεδίο
εκτεθειμένο ολοσχερώς στην συναίνεση ως την επαναληπτική δομή της
ανοικονόμητης συγχώρησης28. Αποτέλεσμα:η συγχώρεση ως εξαίρεση συντηρεί την
ίδια πολιτική κατάσταση όπως και οι προηγούμενες επινοήσεις. Με άλλα λόγια, αν
θέτεις το Άουσβιτς ως το ασυγχώρητο τότε δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ η έννοια της
συγχώρησης per se χωρίς να επιτευχθεί η συγχώρηση του Άουσβιτς. Όμως το να
μην συγχωρούμε29 το Άουσβιτς εμείς οι ζωντανοί δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει

κράτος. Στους Schmitt και Agamben το δημοκρατικό σύνταγμα δομικά στηρίζεται στο
δικαίωμα άρσης νόμου.

28
Ανοικονόμητη από την άποψη του πολιτικού αποτελέσματος που μας ενδιαφέρει
εδώ και όχι της υπαρξιακής καταβύθισης του υποκειμένου που είναι βέβαια σημαντική.

29
Υποπτευόμαστε πως ένας κεφαλαιώδης λόγος που το ασυγχώρητο λαμβάνει συχνά
το καθεστώς ταμπού στη σύγχρονη νεοτερικότητα του “θανάτου του θεού» δεν είναι άλλος
από τον ψόγο της ressitement (μνησικακίας). Ο Nietzsche εξηγεί στη πρώτη πραγματεία της
Γενεαλογίας της Ηθικής (βλ.2010:43-85) πως η μνησικακία είναι γνώρισμα της ηθικής των
δούλων οι οποίοι συγκροτούν την ταυτότητα τους ως πρωταρχική άρνηση αυτού που δε
μπορούν να γίνουν, αντίθετα με την ηθική των κυρίων που καταφάσκουν με ευγνωμοσύνη
σε αυτό που είναι και κυριαρχικά αγνοούν το αντίθετό τους. Αυτο το φάντασμα της
μνησικακίας οδήγησε τον Amery, επιζήσαντα του στρατοπέδου, να δηλώσει επιθετικά πως
η μόνη δυνατή ηθική στάση απέναντι στη ναζιστική καταστροφή είναι η μνησικακία των
θυμάτων(βλ.Μιχαηλ,2013:81 και Amery, 2009:123-155).Όμως, αν ισχύει η τοπολογία του
Nietzsche, οι μόνοι μνησίκακοι είναι οι θύτες όχι τα θύματα. Οι ναζί είναι αυτοί που ο
συγχώρεση αληθινή σε ένα πλήθος ζητημάτων που η ηθική τους αποτίμηση ποτέ δεν
εξαρτήθηκε συγκριτικά από αυτό που θεωρήθηκε το απόλυτο όριο. Ούτε η
συγχώρηση είναι ένας μηχανισμός που αδειάζει από περιεχόμενο κάθε φορά που
αποκαλύπτεται το αδιανόητο. Εξαιρουμένου του τελευταίου,ο,τι ποτέ δόθηκε στην
αγωνία ως σκέψη περί συγχώρεσης πάντα και ανέκαθεν θα διασχίζεται από νησίδες
εξαιρετικά ετερογενείς και εναλλασσόμενες. Κανένα ηθικό γεγονός δεν είναι
αμετάκλητα ταυτοποιήσιμο ενώπιον της αμιγούς παροντικότητάς του 30.Όμως για τον
Derrida άπαξ και το ασυγχώρητο εισέλθει στη σκηνή, δηλαδή για εμάς το Άουσβιτς,
όλη η οικονομία της συγχώρησης συμπυκνώνεται ενώπιόν του πολιορκητικά και
απαιτεί την εσωτερίκευσή του στον αφομοιωτικό μηχανισμό της καταφατικότητάς
του. Το ασυγχώρητο μπαίνει στη σκηνή μόνο ως άρνηση της άρνησής του, σε μια
aufhebung θεό-τελεολογικής συμφιλίωσης. Δηλαδή τι; Οι αιθέρες για τους οποίους
μιλά ο Celan είναι η άρση/διατήρηση της εξαΰλωσης31; Εδώ έγκειται και το
προβληματικό στοιχείο της ντεριντιανής προσέγγισης. Συμβαίνει ενίοτε να υπάρχει
ένα συμβάν -τομή που καθιστά την κατάφασή του ασύμμετρη με τις προϋποθέσεις
που αυτή ενεργοποιεί. Η ελευθερία να συγχωρείς το Άουσβιτς είναι απροσπέλαστη
όταν το Άουσβιτς είναι ακριβώς ο απόλυτος αφανισμός της ελευθερίας ως
δυνατότητας. Το ασυγχώρητο του Άουσβιτς δεν μπορεί να χωρέσει κάτω από καμιά
σκεπή συγχώρεσης διότι η τελευταία εμπεριέχει την οικονομία της ελεύθερης
απόφασης ως ιδρυτική της συνθήκη. Διαφορετικά, όπως ήδη είδαμε τον Derrida να
δηλώνει, όλα θα ήταν εκ προοιμίου συγχωρητέα και κανένα αληθινό γεγονός της

αυτοπροσδιορισμός τους είναι αδιάσπαστος από την ταυτόχρονη ταξινόμηση και


εξολόθρευση του Άλλου .

30
Παραδόξως ο Derrida είναι αυτός που το δίδαξε αυτό με επιμονή.
Βέβαια ,ταυτόχρονα, δίδαξε και τη δομική αρετή του παράδοξου και της αντίφασης και
οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα αφεθούμε στο
παράδοξο τη στιγμή που το Αουσβιτς προκύπτει απο τη στυγνότερη και μεθοδικότερη
λογική.

31
Ασφαλώς ποτέ ο Derrida δεν θα επέτρεπε ένα τέτοιο υπονοούμενο. Όμως όταν η
ανάγνωσή του επιτρέπει να εμφανιστεί το Άουσβιτς ως το ασυγχώρητο που πρέπει να
συγχωρεθεί, τότε πολύ απλά αναδιπλασιάζει τον κίνδυνο που επισημαίνει στον Benjamin
όταν του προσάπτει πως η θεϊκή και αναίμακτη μεσσιανική δύναμη που επικαλείται αυτός
ενδέχεται να νομιμοποιήσει, έστω ως παραχάραξη,την βία των θαλάμων αερίων (βλ.
Benjamin,2014:30 και Derrida,2015:186).
συγχώρεσης δε θα διακυβεύονταν πραγματικά. Υπό αυτήν την έννοια, το non plus
ultra του ολοκληρωτισμού είναι το αυτοτιθεσθαι- εκτός από κάθε οικονομία
συνύπαρξης και συμβιβασμού.32 Η συγχώρεση θέτει υπό καθεστώς αναγκαστικής
διαπραγμάτευσης το ασυγχώρητο και με αυτόν τον τρόπο το τελευταίο απολύει την
παραδειγματική ενικότητά του. Γιατί η σκέψη του Derrida θέτει το ασυγχώρητο στη
σκηνή της συγχώρεσης και έτσι μπορεί να φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα η κορυφή του
υπέρ-ηθικού ξεπεράσματος. Από την στιγμή όμως που, αντιστρόφως, εισέρχεται η
συγχώρηση στην σκηνή του ασυγχώρητου το δίλημμα της συγχώρεσης επαναφέρει τη
πτώση της ενδο-ηθικής επανάληψης. Εδώ σχεδόν αναπόφευκτα η συζήτηση παίρνει
μια χροιά εκβιαστικού συμψηφισμού και επιχειρηματολογικής αντιμετάθεσης που
στα σωθικά της εφησυχάζει ακριβώς η υπολογιστική και ισολογιστική
λογική ,γέννημα της όποιας είναι ακριβώς το στρατόπεδο εργασίας 33

32
Γιατί η συγχώρεση είναι πρώτα από όλα συνύπαρξη αυτού που υπήρξε με αυτό
που μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει .Όμως από μόνη της η συνύπαρξη δε
μπορεί να ισχύει ως προ-εγκατεστημένος μηχανισμός που δύναται να μεταβολίσει σύνολες
τις ρηγματώδεις στοιβάδες του κοινωνικού.

33
Όταν ο Adorno (2000: 128) το 1944 αναρωτιέται τι θα γινόταν με την ηττημένη
Γερμανία αναφέρει: «Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει με την ηττημένη Γερμανία, θα είχα
δυο μόνο απαντήσεις. Η μία: μέ κανένα τίμημα και υπό κανένα όρο δεν θα ήθελα να είμαι
δήμιος ή να παράσχω δικαιώματα σε δημίους. Ή άλλη: δεν θα ήθελα να εμποδίσω κανέναν,
και μάλιστα με νομικούς μηχανισμούς, να εκδικηθεί για τα διαπραχθέντα. Είναι μια
ολωσδιόλου ανεπαρκής, αντιφατική απόκριση που παρωδεί τόσο την γενίκευση όσο και
την πρακτική. Ίσως όμως το σφάλμα να βρίσκεται ήδη στο ερώτημα και όχι πια σε
μένα.»Εδώ ο Adorno συλλαμβάνει ότι στο ερώτημα του ασυγχώρητου ότι το ίδιο το
δίλημμα της συγχώρεσης είναι ψευδές. Από την μια αν υπήρχε εκδίκηση για τους νεκρούς
αυτό θα σήμαινε ένα νέο κύκλο τρόμου. Από την άλλη, εάν δεν υπήρχε εκδίκηση για τους
νεκρούς ο φασισμός μέσω της ατιμωρησίας θα έβγαινε νικητής. Για αυτό το ασυγχώρητο
οφείλει να διατηρήσει την ενικότητα του και να μην μπει σε οποιαδήποτε τάξη και
διαπραγμάτευση συγχώρεσης.Θα ήταν ασυγχώρητο. Η συμφορά που επιφέρει το Άουσβιτς
όπως έχουμε ήδη αναφέρει δεν είναι αυτή καθεαυτή αναπαριστώμενη. Αλλιώς αναπαράγει
το “ισοδύναμο μιας προηγούμενης συμφοράς” και με αυτό τον τρόπο την βάζει σε μια
τροχιά μιας διαλεκτικής που ουδετεροποιεί τον τρόμο της ίδιας της συμφοράς. Όταν
“κανονικός είναι ο θάνατος”, όπως αναφέρει στον ίδιο αφορισμό ο Adorno, κανένα
δίλημμα περί συγχώρεσης δε μπορεί να είναι αληθές. Ωστόσο εάν δούμε το Άουσβιτς σαν
μια υπόσχεση εγγεγραμμένη στον τρόπο ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,
τότε είμαστε υποχρεωμένοι να στοχαστούμε σε αυτό το συμβάν ως μια ενεργή
δυνητικότητα επαναφοράς του μαζικού τρόμου. Σε αυτό το σημείο έχει αξία και η
απόφανση του Horkheimer (2014) πως όποιος δεν θέλει να μιλά για τον καπιταλισμό δεν
πρέπει να μιλά για τον φασισμό. Η κανονικοποίηση της εξόντωσης ήδη είναι μια εγγενής
δυνατότητα του καπιταλισμού και όχι μια εξαίρεση.
Ένας νεκρός ποτέ δεν μπορεί να συγχωρήσει το μοναδικά για αυτόν
πραγματικά ασυγχώρητο (με την πλέον αντικειμενική διάσταση του γεγονότος): τον
θάνατό του. Οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι ανάπηροι, οι αυτιστικοί, οι ομοφυλόφιλοι,οι
άρρωστοι και οι Γερμανοί που αντιστάθηκαν στην ναζιστική θηριωδία, ως οι νεκροί
του Άουσβιτς, δεν μπορούν να αποτελούν εξαίρεση34. Αντιθέτω,ς είναι ο κανόνας που
επαναλαμβάνεται. Ή ακριβέστερα, ο θάνατος γίνεται κανονικός μέσω της
εμπράγματης υπόσχεσης της επανάληψής του. Άπο τους ανώνυμους τάφους στην
μεσόγειο μέχρι και την γενικευμένη ισλαμοφοβία αντικρίζουμε την εξαίρεση που
μετατρέπεται σε κανόνα. Το ζήτημα δεν είναι η επιβεβαίωση του θρήνου αλλά η
κατάργηση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που τον παράγει.
Η απόφαση απομένει αναγκαστικά σε όσους ακόμα ζούμε. Οι εξεγέρσεις
εκκινούν από το ασυγχώρητο-και από το μοίρασμα μιας ανώνυμης υπογραφής..

34
Και οι εξαφανισμένοι;Οι παντελώς εξαφανισμένοι,που δεν μένει κανένα ίχνος πίσω
τους, όταν το έγκλημα είναι τέλειο ;Όταν «κανείς δε θα μαρτυρήσει για τον μάρτυρα» που
μας υπενθυμίζει και πάλι ο Celan;.Είναι το ίδιο το μυστικό του ασυγχώρητου ή η differance
της συγχώρεσης,όταν η απόλυτη αδυνατότητα ταυτοποίησης διαφορίζει και αναβάλλει το
αντικείμενό της. Και οι αυτοκτονήσαντες; Οι Benjamin ,Szondi ,Celan ,Amery είναι μόνο
τέσσερεις από τους χιλιάδες που όλες οι προσπάθειες στοχασμού στάθηκαν αδύνατες να
συγχωρήσουν και να συμφιλιώσουν το ανείπωτο με τη ζωή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Adorno T., 2000, Minima Moralia Στοχασμοί μέσα από την φθαρμένη ζωή,Αθήνα:
Αλεξάνδρεια

Adorno T.,2003,Can one live after Auschwitz?, επιμ.Tiedemann R.,Stanford:Stanford


university press

Agamben G., 2015, Αυτό που μένει από το Άουσβιτς,Αθήνα: εκδόσεις Εξάρχεια

Amery Z.,2009,Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση,Αθήνα:’Αγρα

.Benjamin W.,2014, Για μιά κριτική της βίας, Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα

Benjamin W., 2005, «Capitalism as religion [Fragment 74]» στο Religion as Critique:
The Frankfurt School’s Critique of Religion, επιμ. E. Mendieta, Νέα
Υόρκη:Routledge

Bonefeld W., 2013, La razón corrosiva. Una crítica al Estado y al capital,Μπουένο


Άϊρες: Herramienta Ediciones

Caffentziς G.,2011, Γιατί οι μηχανές δεν μπορούν να δημιουργήσουν


αξία,Αθήνα:λέσχη κατασκόπων του 21 αιώνα

Castoriadis C.,1978,Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας,Αθήνα:Κέδρος

Celan P., 2007, Μήκων και μνήμη,Αθήνα: Νεφέλη

Celan P.,1967,Atemwende.Frankfurt a.M:Surkamp

Derrida J.,2000,Φαντάσματα του Μάρξ,Αθήνα:Εκκρεμές

Derrida J., 2015, Ισχύς Νόμου, Αθήνα: Πατάκης

Derrida J., 2017, Συγχωρείν. Το ασυγχώρητο και το απαράγραπτο, Αθήνα: Angelus novus
Derrida J.,1999-2000,Seminaire.La peine de mort.Volume 1, Παρίσι:Galilee

Derrida J.,2008,Κριοί δίαλογος ατέρμων:μεταξύ δύο απείρων,το ποίημα,Αθήνα:Ίνδικτος

Foucault M.,2004,Securite,territoire,population,Cours au College de France(1977-


1978),Παρίσι:Gallimard/Seuil

Heidegger,Μ.,2011, Περί πολιτικής,αλήθειας,τεχνικής, Αθήνα: Ηριδανός

Holloway J., 2006. Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, Αθήνα:
Σαββάλας

Horkheimer, M.,&Adorno,T., 1996, Η διαλεκτική του διαφωτισμού,Αθήνα: Nήσος

Horkheimer Μ., 1987, Η έκλειψη του λόγου, Αθήνα: Κριτική

Horkheimer Μ., 2014, Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει
και για τον φασισμό. Kritikitheoria:
https:kritikitheoria.wordpress.com/2014/11/20/maxhorkheimer/

Marx Κ.,1978,To Kεφάλαιο,τομ.1, Αθήνα: Σύγχρονη εποχή

Marx Κ., 2013,Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Αθήνα: Σύγχρονη εποχή

Μιχαηλ,Σ.,2010,Γκόλεμ ή περί υποκειμένου και άλλων φαντασμάτων, Αθήνα: Άγρα

Μιχαηλ Σ., 2013. Musica ex nihilo,Αθήνα: Άγρα

Μιχαήλ Σ.,2013a, Βιοεξουσία ή διαρκής επανάσταση Απο τον Foucault στον Marx,στο
«Αληthεια»τευχ.7,άνοιξη 2013

Montale E.,1999, Ημερολόγιο του ’72,Αθήνα:Άγρα

Νασιώκα Κ., 2017. «Κρίση και αρνητικότητα. Για το επαναστατικό υποκείμενο στην κρίση».
Στο “Πέρα από την κρίση. Μετά την κατάρρευση της θεσμικής ελπίδας, τι;» επιμ .Νασιώκα Κ,
Δούλος Π., Holloway J., Αθήνα:Futura
Nietzsche F.,2010,Η γενεαλογία της ηθικής,Θεσσαλονίκη:Πανοπτικόν

Nietzsche F.,2014,Η θέληση για δύναμη,Θεσσαλονίκη:Πανοπτικό

Σαμπατακάκη Μ.,2014,Ο τελευταίος του Καϊσλινγκεν,Αθήνα:Τόπος

Scholem G.,2003, Walter Benjamin:the story of a friendship,Νέα Υόρκη:The New York review
of books

Tischler, S., 2013, Revolución y Destotalización. Γουαλαδαχάρα: Grietas Ediciones.

Venezia S.,2008,Sondercommando Μέσα από τη κόλαση των θαλάμων


αερίων,Αθήνα:Πατάκης

Jankélévitch V., 1986, L’impresscriptible.Pardonner?. Παρισι: Points

You might also like